Βαριά βινύλια πάνω σε μια κονσόλα

Page 1

ΒΑΡΙ Α ΒΙΝΎΛΙΑ Π Α ΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΝΣΟΛΑ

ΤΙΤΛΟΣ

Βαριά βινύλια πάνω σε μια κονσόλα

ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ

Αγγελική Τζαβάρα

Σ Έ ΙΡΑ

Έλληνική λογοτεχνία [1358] 0223/02

Έ ΙΚΟΝΑ Έ ΞΩΦΥΛΛΟΥ

Σωτήρης Τζαβάρας

Έ ΠΙM Έ Λ Έ ΙΑ - ΔΙΟΡΘΩΣΗ Δέσποινα Αγγελοπούλου

LAYOUT - DESIGN Myrtilo, Λένα

COPYRIGHT© 2023

ISBN 978-618-205-396-6

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

Παντοπούλου
Αγγελική Τζαβάρα ΠΡ ΩΤΗ Έ ΚΔΟΣΗ Αθήνα, Φεβρουάριος 2023
ΚΈΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΈΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | ΤΗΛ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.gr | www.ocelotos.gr
Αγγελική Τζαβάρα ΒΑΡΙ Α ΒΙΝΎΛΙΑ Π Α ΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΝΣΟΛΑ ΒΑΣΙΣΜΈΝΟ Σ Έ ΑΛΗΘΙΝ Α Γ Έ ΓΟΝΟ ΤΑ
Στην Κατερίνα Π.

ίναι Απρίλης του ’68 σε μια ήσυχη γειτονιά του Αιγάλεω. Η οικογένεια Τζήκα, με τον κυρ-Στέλιο, δημόσιο υπάλληλο των ΕΛ.ΤΑ., την κυρα-Καίτη, μαγείρισσα σε μια εύπορη οικογένεια, και τα τρία τους

παιδιά, τη Γιασεμή και τη Μάρθα, με δύο χρόνια διαφορά μεταξύ τους, και τον μικρό Δημοσθένη,

του πόδι

που αιμορραγούσε. Κι ενώ το ένα από τα δυο χαμένα δάχτυλα κρεμόταν απ’ το χέρι του, εκείνος οργισμένος το

έκοψε με τα δόντια και το έφτυσε με μανία στο χώμα. H

ατροφική ουλή σε σχήμα ψαροκόκαλου που του άφησε

ενθύμιο η σφαίρα στο πόδι του ξεκινούσε από το γόνα-

το κι έφτανε μέχρι το ισχίο του. Είχε πάρει και παράσημο

γι’ αυτό. «Εν Αθήναις στην 30ήν Ιουλίου 1949 - Απονέ-

μεται στον στρατιώτη Τζήκα Στυλιανό διά την ηρωικήν

του προσπάθειαν επί του πεδίου της μάχης εναντίον των

αναρχικών συμμοριών», όπως έγραφε το δίπλωμά του. Η

μάνα του το είχε βάλει σε μια μπρούτζινη κορνίζα με κα-

μάρι, αλλά όταν του προξένεψαν την Πατρινιά Καίτη, ο

Στέλιος το καταχώνιασε για σιγουριά στο ντουλάπι του

σερβάν, κάτω από τις σαλατιέρες, και δεν ξαναμίλησε ποτέ

1 Ε
— 7 —
που μόλις είχε κλείσει τα 14. Ο κυρ-Στέλιος ήταν από ένα χωριό λίγο έξω από τη Θήβα. Ήταν ανάπηρος πολέμου, συγκεκριμένα του Εμφυλίου, από μια σφαίρα που καρφώθηκε στον μηρό του, αφού προηγουμένως του έκοψε δυο δάχτυλα από το
στερό
χέρι. Εκείνη τη στιγμή όμως δεν τον έριξε κάτω. Συνέχισε
αρι-
του
να πολεμάει σέρνοντας το σακατεμένο

γι’ αυτό. Κι αν έπρεπε να εξηγήσει σε κάποιον την ανα-

πηρία του, περιοριζόταν σ’ ένα «Τότε στον πόλεμο...» κι

αμέσως άλλαζε θέμα.

Η Καίτη ήταν ένα λεπτοκαμωμένο κορίτσι με κατά-

μαυρα μαλλιά και μάτια. Νοικοκυροκόριτσο την έλεγαν

στη γειτονιά, γιατί τα μεσημέρια έβγαινε στη βεράντα

και κεντούσε την προίκα της. Κάθε κομμάτι που τελεί-

ωνε το έπιανε απ’ τις άκρες και το ύψωνε στον ήλιο να

ελέγξει αν της ξέφυγε καμιά βελονιά και για ν’ ακούσει

τα «Μπράβο, Καιτούλα χρυσοχέρα» από τις γειτόνισσες

των διπλανών αυλών.

Το τραύμα στο πόδι του Στέλιου τον υποχρέωσε να

από νεαρή ηλικία, αλλά εκείνη τον δέχτηκε

όπως ήταν. Με τις ουλές του και τα οκτώ του δάχτυλα. Μόνο τα πάθη του αγνοούσε.

Παντρεύτηκαν την άνοιξη του ’50 και ήρθαν για μια καλύτερη ζωή στην Αθήνα. Η σταθερή του δουλειά τους επέτρεψε ν’ αγοράσουν ένα οικόπεδο και να χτίσουν το

σπίτι που ονειρεύονταν σε μια δύσκολη χρονικά εποχή.

Ένα περιποιημένο σπιτικό, πάντα καθαρό και φιλόξενο.

Ο Δημοσθένης, ατίθασος και αντιδραστικός, παράτησε το σχολείο στην Α΄ Γυμνασίου, σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες αδελφές του, που φοιτούσαν στο εξατάξιο Γυμνάσιο Θηλέων της περιοχής. «Θα γίνω ηλεκτρονικός!» έλεγε. «Δώστου κουμπιά και καλώδια και παρ’ του την ψυχή» σιγοντάριζε απ’ την άλλη η μάνα του.

Εκείνον τον Απρίλη του

— 8 — ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΖΑΒΑΡΑ
κουτσαίνει
’68 η Αθήνα ήταν στο πόδι. Ξημέρωνε η 4η Απριλίου και ήταν η βραδιά που η ΑΕΚ κατέκτησε το κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης στο μπάσκετ. Η οικογένεια Τζήκα, ΑΕΚτζήδες απ’ τα γεννοφάσκια τους, περίμεναν τη μεγάλη στιγμή στημένοι στο ρα-

διόφωνο από νωρίς το απόγευμα. Ο Δημοσθένης όμως

ήθελε να το ζήσει από κοντά.

Ξεκίνησαν τρεις φίλοι απ’ το Αιγάλεω με τα πόδια για το Καλλιμάρμαρο. Όσο ζύγωναν συναντούσαν όλο και

περισσότερο κόσμο να κατευθύνεται στον ίδιο προορισμό.

Κι όταν πλέον έφτασαν στο κατάμεστο στάδιο, ο Δημο-

σθένης συνειδητοποίησε ότι είχαν χαθεί μεταξύ τους. Κάποια στιγμή μάλιστα, απ’ το πολύ στριμωξίδι, τα πόδια του

δεν πατούσαν στη γη. Τον πήγαινε το πλήθος στον αέρα

κι άρχισε να νιώθει ασφυκτικά. Για καλή του τύχη, ο διπλανός του, ένας ψηλός και σωματώδης άντρας, αντιλήφθηκε ότι άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του και τον σήκωσε στους ώμους. Ο Δημοσθένης πήρε μια βαθιά ανάσα, δρασκέλισε τις κερκίδες και βρήκε μια θέση κάτω από ένα πανό που έγραφε «ΑΕΚ Ο ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ ΜΑΖΙ ΣΟΥ». Μόνος ανάμεσα σε αγνώστους έζησε αυτή τη μεγάλη στιγμή για εκείνον και την αγαπημένη του ομάδα. Μόνος ανάμεσα σε αγνώστους πήρε και τον δρόμο του γυρισμού, κατάκοπος, μα ευτυχισμένος.

— 9 — ΒΑΡΙ Α ΒΙΝΎΛΙΑ Π Α ΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΝΣ ΟΛΑ

έρασαν τρία χρόνια από εκείνη τη βραδιά. Τα κορίτσια είχαν τελειώσει το σχολείο και βοηθούσαν

τη μητέρα τους στις δουλειές του σπιτιού περιμέ-

νοντας το τυχερό προξενιό. Απ’ την άλλη, ο Δημοσθέ-

νης διεκδικούσε με κάθε τρόπο την απόλυτη ελευθερία.

Ο

Βαγγέλης, ανιψιός του κυρ-Στέλιου, είχε συνεργείο

στη συμπρωτεύουσα. Είχε δώσει μεράκι στο μαγαζί, όπως

το έλεγε. Αθηναίος σταμπαρισμένος απ’ τους συναδέλ-

φους του γιατί τους έπαιρνε τους πελάτες. Λες κι έφται-

γε αυτός που ήταν ο καλύτερος. Έριχνε μια δεκαπενταε-

τία στον Δημοσθένη κι ο μικρός τον είχε σαν πατέρα, μια

και ο δικός του έλειπε συχνά στα καφενεία για χαρτιά και η κυρα-Καίτη έτρεχε να τον μαζέψει.

Ο κυρ-Στέλιος έχανε συχνά στα χαρτιά – ποιος κερδίζει άλλωστε; Ο τζόγος ξεκίνησε γι’ αυτόν ως ένα διασκεδαστικό παιχνίδι κι ένας τρόπος δραπέτευσης από τη

ρουτίνα του. Έβγαζε αρκετά χρήματα, ζούσε την οικογένεια, έβαζε και στην άκρη κι έκανε και το κέφι του στο καφενείο της γειτονιάς.

Ήρθε όμως ο καιρός που το παιχνίδι έγινε εξάρτηση

και ανάγκη να πάρει πίσω τα χαμένα. Κι όταν έχασε ακό-

μη

— 10 — 2 Π
και την καβάτζα που κρατούσε για μια ώρα ανάγκης, τον πήρε η κάτω βόλτα. Έπαιζε πότε το ηλεκτρικό, πότε τα ψώνια για το μπακάλικο... Μια μέρα όμως το παράκανε. Είπε στη γυναίκα του ότι πάει σε μια δουλειά και γύρισε αργά το βράδυ, τύφλα στο μεθύσι, ενώ η κατανάλω-

ση που έκανε συνήθως περιοριζόταν σε κάνα κρασάκι σε

γιορτές και γλέντια.

Μπαίνοντας στο σπίτι, βρίσκει την κυρα-Καίτη να τον

περιμένει.

«Πού ήσουν τόσες ώρες; Ανησύχησα».

«Τα παιδιά...;»

«Κοιμούνται. Τι έγινε; Γιατί είσαι έτσι;»

«Ξύπνα τα».

O Στέλιος ήταν αυστηρός και ενίοτε αυταρχικός πα-

τέρας, που πίστευε ότι, περιορίζοντας τα παιδιά του, τα

προστάτευε από διάφορους κινδύνους. Ακόμη και τον γιο

του, που ήταν 17 πια. Τα κορίτσια έτρεμαν τη βροντε-

ρή φωνή του και ποτέ δεν του αντιμιλούσαν. Ο γιος του

όμως τον αντιμετώπιζε και αντιστεκόταν στην επιβλητι-

κή του συμπεριφορά. Έκανε πάντα το δικό του, πότε μυ-

στικά και πότε φανερά. Πολλές φορές έβγαινε κρυφά τα

βράδια, βάζοντας μαξιλάρια κάτω από τα σκεπάσματα,

με τη μάνα του να του κάνει πλάτες.

Το «Ξύπνα τα» όμως του κυρ-Στέλιου αυτή τη φορά

δεν της άφηνε περιθώρια.

«O Δημοσθένης δεν έχει γυρίσει ακόμα...»

«Πάλι με τους μηχανόβιους και τις αλητείες! Να δω

πότε θα τόνε μπουζουριάσουνε και θα τρέχουμε να τον

μαζεύουμε!»

Παρεμπιπτόντως, εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη του

’71 όντως τον μπουζουριάσανε... Είχε αφήσει μακριά μαλ-

λιά και μούσι ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής. Φορού-

σε την «καμπάνα» του και καμάρωνε πάνω στην τσοπεριά, όπως έλεγε, ένα κόκκινο Fantic Chopper 125cc. Κινούμενος στόχος ο Δημοσθένης. Τον έβαλαν στο περιπολικό, έτσι απλά, ζητώντας εξηγήσεις για την εμφάνισή του. Κι αφού δεν είχε κάτι να τους πει, τον σάπισαν στο ξύλο.

11
ΒΑΡΙ Α ΒΙΝΎΛΙΑ Π Α ΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΝΣ ΟΛΑ

Σ

ταμάτησε το σχολείο στην Α΄ Γυμνασίου. Ποτέ δεν του άρεσε το πρωινό ξύπνημα. Από μικρό παιδί τον γοήτευ-

αν τα κουμπιά και τα βύσματα, τα μπερδεμένα καλώδια

και η δυνατή μουσική. «Θα γίνω ηλεκτρονικός!» έλεγε.

Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’70, σε μια δύσκολη χρονι-

κά εποχή, γεμάτη περιορισμούς και απαγορεύσεις, ο Δημοσθέ-

νης αντιστέκεται σε οτιδήποτε τον εγκλωβίζει διεκδικώντας

την ελευθερία του. Βρίσκει πάντα τρόπους να επιβιώνει, είτε

ως έφηβος που καλείται να σηκώσει στους ώμους του το βαρύ

βιοποριστικό φορτίο της οικογένειάς του είτε ως ΕΛΔΥΚάριος

φαντάρος στην Κύπρο το ΄74, αλλά και ως ερωτευμένος νέος

που χάνει τα πάντα λίγο πριν αγγίξει την απόλυτη ευτυχία.

Οι ανατροπές κυριαρχούν στη ζωή του, με πρόσωπα που

έρχονται και φεύγουν, άλλοτε αρμονικά κι άλλοτε βίαια. Και

η μουσική είναι αυτή που τον συντροφεύει σ’ αυτό το ταξίδι.

Το φάρμακό του, το καταφύγιό του.

55, 114 73 Αθήνα | ΤΗΛ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.gr | www.ocelotos.gr

ISBN 978-618-205-396-6

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
Βατάτζη

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.