Ύδρανος, Η Εποχή των Λίθων

Page 1

140 × 210  SPINE: 32.5  FLAPS: 80

Στον Κόσμο ο θάνατος δεν είναι το ριζικό όλων. Εκεί, όπου τα παιδιά σταματούν να μεγαλώνουν, αν αποχωριστούν τη γη στην οποία γεννήθηκαν… υπάρχουν Λίθοι που λίθοι δεν είναι. Έχοντας ζήσει τη σύντομη παιδική ηλικία σ’ ένα νησί απομακρυσμένο απ’ τ’ ανθρώπινα, όπου πατούν κι όντα θεόσταλτα, η Δρυνόη δεν το έχει μεν διόλου στη φύση της να μασκαρεύει ό, τι νιώθει, αλλά έχει αναγκαστεί να πείσει τον εαυτό της ότι η αγάπη είναι αδυναμία. Προκειμένου να επιβιώσει ως δόκιμη αξιωματούχος στη χώρα της, προσπαθεί διαρκώς να κρατά τα συναισθήματά της κάτω από έλεγχο ασφυκτικό… ενώ την ίδια στιγμή παλεύει να παραμείνει όπως ήταν παιδί. Τι θα συμβεί όμως, όταν ένας υπεραιωνόβιος ηγέτης που δεν μπορούσε να πεθάνει, απλά πεθαίνει, κι ο Ύδρανος, ο υπερκόσμιος Λίθος - «ουσία» που ξεσκεπάζει και τα πιο κρυμμένα συναισθήματα, εξαφανίζεται; Ένα ναυάγιο οδηγεί τη Δρυνόη και τους φίλους της σε μια κοσμοπολίτικη, πολύχρωμη αποικία, η οποία δίνει άσυλο στους θησαυροθήρες. Εκεί η νέα έρχεται αντιμέτωπη μεταξύ άλλων και με τον αινιγματικό αρχιτέκτονα και μαθητή του «αθάνατου» ηγέτη, το Λύθη, που ειρωνεύεται διαρκώς όποιον δεν είναι γνήσιος κι αληθινός… Κι απ’ την άλλη, η οικοδέσποινά τους Βρυξ με τις πολλές ταυτότητες το ’χει βάλει σκοπό να τους παρασύρει στην ετήσια μυσταγωγική χορεία εκείνης της πόλης και σαν άλλος Ύδρανος να ξεθάψει πίσω από τις μάσκες τις τάσεις της καρδιάς τους… …για να τις κάνει από όνειρο πραγματικότητα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΥΠΙΑ

«Ό, τι βαθύτερο έλειπε από την καρδιά της…, ό, τι ανυπέρβλητο θα της αποκάλυπτε ο Ύδρανος…, κάθε άλλο παρά κρυφό ήταν για εκείνη· και καθώς είχε αποφασίσει ουσιαστικά εναντίον αυτών… το να της τα φανερώσει ξεκάθαρα ο Ύδρανος ήταν πέρα για πέρα επικίνδυνο.»

Η Κωνσταντίνα Κουτσουπιά γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Αθηνών, όπου και συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στον Τομέα της Ιστορίας και Θεωρίας του Δικαίου. Ζει κι εργάζεται στην Αθήνα ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα ασχολείται με τη συγγραφή πάνω από δέκα χρόνια. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Δημιουργικής Γραφής για Μυθιστόρημα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. facebook.com/Constantina.Koutsoupia

twitter.com/KoutsoupiaC gr.linkedin.com/pub/constantinakoutsoupia/92/342/a5a/

Ο «Ύδρανος» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς «Η Εποχή των Λίθων». ISBN 978-960-564-181-8 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς 0_cover_ydranos.indd 1

Προσωπογραφία εξωφύλλου: Βρυξ, λεπτομέρεια, Κωνσταντίνα Κουτσουπιά

7/30/2014 2:00:08 PM


Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Layout - Design Copyright© 2014 Πρώτη Εκδοση

Ύδρανος Κωνσταντίνα Κουτσουπιά Ελληνική λογοτεχνία [1358]0714/10 Myrtilo, Λένα Παντοπούλου Κωνσταντίνα Κουτσουπιά Αθήνα, Ιούλιος 2014

ISBN 978-960-564-181-8

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα. Ο συγγραφέας φέρει την αποκλειστική ευθύνη για την επιμέλεια και τη φιλολογική διόρθωση των κειμένων καθώς και για τις γνώμες και περιγραφές που διατυπώνονται σε αυτό το βιβλίο. Οι εκδόσεις “Οσελότος” δεν φέρουν αρμοδιότητα για την επιβεβαίωση ή την άρνηση του περιεχομένου ούτε παρέχουν εγγύηση για την αλήθεια των δηλώσεων του συγγραφέα. Εναπόκειται στον αναγνώστη να κρίνει ανεξάρτητα για το αν γίνεται δέκτης ψευδών δηλώσεων ή όχι. Οι εκδόσεις “Οσελότος” δεν φέρουν καμία ευθύνη προς οποιοδήποτε πρόσωπο ή οντότητα θίγεται ή υφίσταται απώλεια ή ζημία προερχόμενη από τις πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν βιβλίο ή τη χρήση αυτών ή την πίστη σε αυτές.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ:

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr


Στον παππού μου το Νώντα



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

«Ά

στρα ή αλήθεια;» Με την ανάσα του να βαθαίνει, το κορίτσι προσπάθησε μάταια να δει τον κάμπο· το μισοθαμμένο κεφάλι μπροστά του έκρυβε καλά την απλωσιά. Όταν είχε πρωτοαντικρίσει τη σκαμμένη ίριδα του ματιού του, ώρες είχε μείνει να μαντεύει τις παραστάσεις της... μέχρι που κάθε σημασία χάθηκε. Γιατί η αλήθεια ήταν ότι αυτός που κάποτε στεκόταν πάνω στον ωκεανό κι η κορυφή του κεφαλιού του άγγιζε τα σύννεφα, που όρθιο το ήρεμο ύφος του φανέρωνε πως ίσως μόνο τα αθάνατα τού ήταν ακατόρθωτα, ήταν πλέον της γης αιώνια αιχμάλωτος... ... από την ίδια του τη μάνα και τα παλιρροϊκά της κύματα τσακισμένος. ***

Για πόσο ακόμα θα άντεχε, εκείνο το παρελθόν; Για πόσο θα ’ταν το ξόρκι, που της θύμιζε πως στα έγκατα του μυαλού της κρύβονταν ακόμα γωνιές ηλιόλουστες... Η Δρυνόη πίεσε με τα δάχτυλα το στέρνο της∙ πόνος πάλευε άλλη μια φορά να χωρέσει πίσω του... Έκλεισε τα μάτια κι ανάσανε βαθιά, να βγάλει τον εαυτό της από τις περιπλανήσεις στο παρελθόν· όταν τα ξανάνοιξε, παρόν ήταν ακόμα το ξόανο της μητέρας της πάνω σ’ έναν τάφο εικονικό... να της θυμίζει πάντα αυτά που κανείς δε θέλει να θυμάται, ποτέ. Κι ας ήταν το ανεστίαστο βλέμμα του σαν να την παρακαλούσε για το αντίθετο. Λες και μπορούσε η κόρη να ορίσει τις μνήμες... Είτε το ευχόταν είτε όχι, αυτές ήταν πάντα πραγματικότητα... Όπως η ζωή. Όπως ο θάνατος. ΥΔΡΑΝΟΣ

7


Ή ο δρόμος που τους ενώνει. Τι άλλες σκέψεις, τι διαφορετικά συναισθήματα θα μπορούσε εξάλλου να φέρει ένα ύψωμα με τύμβους... Ποια αλλιώτικα λόγια θα μπορούσαν να ειπωθούν σ’ ένα θλιβερό ξέφωτο, όπως εκείνο, όπου φύση και ζωντανοί σώπαιναν, για ν’ ακούσουν τα αποφθέγματα των πεθαμένων... Τίποτα. Ο βουβός εκείνος κόσμος ήταν άχρωμος∙ ούτε καν μαύρος, όπως θα τον ήθελαν παραμύθια κι εφιάλτες. Στο άγουρο στερέωμα από πάνω του ξέμεναν μεταξύ άλλων κι οι τελευταίες λάμψεις ενός αστερισμού... Ακόμα δεν είχε χαράξει. Μύριζε νοτισμένο χώμα ο αέρας και κρύος όπως ήταν, μούδιαζε όλη τη φύση εκείνης της αθόρυβης πλαγιάς... Κάποια στιγμή, σαν απ’ το πουθενά ένα σπουργίτι τον ψαλίδισε. Αυτό το σπουργίτι αφύπνισε για λίγο τη Δρυνόη, που ακολούθησε την πορεία του με τα μάτια, μέχρι τις αριές1 παραδίπλα, και πάσχισε να νιώσει κάτι από την υποψία του ήλιου, που εκείνα τα νεκρόδεντρα πάσχιζαν τόσο να της κρύψουν. Τα ζωντανά κορμιά τους καμάρωναν σχεδόν περιπαιχτικά. Κάποια στιγμή, όμως, το φως της αυγής που ολοένα και ψώμωνε, ανάγκασε το βλέμμα της νέας να γυρίσει ξανά στους αμίλητους τύμβους. Αειθαλή φρούρια εκείνα τα δέντρα, έφραζαν κάθε ματιά προς τον κόσμο της ζωής... Ακόμη κι ο θάνατος έχει εξασφαλίσει τη γη του, απροσπέλαστη από καθετί χρωματιστό... «Τελικά, μόνο τα όνειρα μένουν μετέωρα», συλλογίστηκε με πίκρα η Δρυνόη... Σ’ αυτές τις κρύες σκέψεις έσφιξε το κορμί κι έβαλε τα χέρια στις τσέπες του πανωφοριού της, ενώ περίμενε με ανυπομονησία για μια ζεστασιά που παρά την αυγή δεν έλεγε να ’ρθει. Στα μέρη όπου είχε μεγαλώσει, δεν είχε νιώσει ποτέ τόση ψύχρα∙ αλλά και πάλι ίσως τότε δεν είχε νου και καρδιά για πόνο ή κρύο. Απ’ όταν είχε βρεθεί σε τούτη την πόλη, της έλειπε συχνά ο τόπος της... Κι αυτή που νόμιζε πως τόπος και πατρίδα είναι το ίδιο μέρος... 1 Στο τέλος του βιβλίου (σελ. 468 κ.εξ.) υπάρχει παράρτημα και με λεξικό, για επεξήγηση όρων. 8

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΥΠΙΑ


Εκείνο το χειμωνιάτικο ξημέρωμα, που τόσο αργά ξυπνούσε, εκτός από τη φυγή του Ύδρανου – κάτι που τη στιγμή αυτή, απ’ όλους τους ανθρώπους, μονάχα ένας γνώριζε – σήμαινε και γενέθλια στο Ανάκτορο. Κι η Δρυνόη, σε μια κρίση φιλοσοφική, έπιασε εκείνη τη στιγμή τον εαυτό της να χαμογελά με ειρωνεία, πού την είχε βγάλει τέτοια μέρα ο δρόμος της· στο συμπόσιο του θανάτου... απ’ όπου κανείς καλεσμένος δε γυρνά. Κοίταξε τότε για λίγο γύρω της κι ένιωσε πως το τυμβείο της Πλησθήπολης ψιθύριζε περισσότερο από ποτέ πως η τέχνη μιμείται τη φύση: τα αγάλματα έστεκαν ακούνητα, σαν σε λήθαργο αιώνων... σαν νεκρά. Τα κεφάλια σκυφτά αντίκριζαν το έδαφος που γέννησε τα πρότυπά τους και τώρα τα κυοφορούσε ξανά, για τους αιώνες. Η σιωπή περίμενε υπομονετικά το τέλος της... Η Δρυνόη άφησε για κάμποσο το βλέμμα της επάνω στα ομοιώματα, να κατευνάσει τη ζάλη της από το εκτυφλωτικό λευκό των δοιών, των νεκρολούλουδων που είχαν απλωθεί μέχρι και πάνω στη βάση του ανδριάντα του πατέρα της, μπροστά της. Μερικοί από δαύτους ήταν και σε δυο – τρεις δέσμες πιασμένοι, μισομαραμένοι· κάποιος απ’ τους πατρικούς συγγενείς της θα ’χε έρθει στην πρωτεύουσα για δουλειές... η ίδια είχε να τους δει καιρό πια... Το βλέμμα της ακολούθησε εκείνο του μαρμάρινου αγάλματος, που κοιτούσε θλιμμένο το κενοτάφιό του κι η κόρη αναρωτήθηκε πόσο πιο ζωντανός από εκείνο το ομοίωμα είχε υπάρξει ο πατέρας της. Ποια τέχνη μπορεί να αντικαταστήσει τη ζωή; Το άγαλμα προσπαθούσε πάντως αξιοπρέπεια να μιμηθεί∙ κι ύστερα, κορμοστασιά πολεμιστή και μάτια ανθρώπου που φανέρωναν πόσο δεν θα τη χρησιμοποιούσε για πόλεμο... κι οι σκιές, καραβοκύρηδες στη λύπη που χάραζε μονοπάτια στο συννεφιασμένο μέτωπο... «Δρύμων Χαρτογραφεύς Κύδριος»... Λυπημένος ήταν, δυσβάσταχτη η όψη του αγάλματος... σαν μεγάλη αδικία να ’χε γνωρίσει ο Χόος, σαν να θρηνούσαν τα βαριά βλέφαρα για ό, τι δεν υπήρχε κάτω απ’ τις μαρμαρόπλακες... για ίχνη χαΥΔΡΑΝΟΣ

9


μένα... τα ίχνη εκείνου, που κάποτε πατούσε ολοζώντανος τη γη και τη ζωγράφιζε. Μπροστά απ’ τα πόδια του ομοιώματος ήταν καρφωμένο το ορειχάλκινο γλυπτό μιας αδρανούς πυξίδας, τη θλίψη του ανδριάντα να μεγαλώνει. Δάκρυα... δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια του... Όχι... ήταν η ζωντανή δροσιά του πρωινού... Η φύση μοιρολογούσε... για να μιμηθεί εκείνο το δάκρυ, που ξέφυγε στο μάγουλο της κόρης... Η Δρυνόη σήκωσε τότε το κεφάλι της κι έκλεισε ξανά για λίγο τα μάτια· ένιωσε τον παγωμένο αέρα να φυσά σαν για να διώξει τα σημάδια του πόνου, έστω από το πρόσωπο της. Το μόνο που αυτός κατάφερνε, όμως, ήταν να τα βαλσαμώνει εκεί ανεξίτηλα. Ούτε οι άνεμοι του Χρόνου δεν μπορούν να μηδενίσουν τις οδύνες της ψυχής... Ξανάσκυψε το κεφάλι η νέα και το βλέμμα της εστίασε στο μισάνοιχτο χέρι του ομοιώματος. Δίστασε για λίγο, μα ύστερα άπλωσε το δικό της χέρι και κράτησε για λίγο εκείνο του αγάλματος· κρύο... όπως οι πέτρες που ίσως κάπου είχαν κλείσει τον πατέρα της μες στη γη κι ωστόσο τόσο έξω από τον Κόσμο. Σήκωσε πάλι το κεφάλι και κοίταξε το άγαλμα στο πρόσωπο. Τι περίμενε... να της σφίξει το χέρι σε απάντηση; Ή να τον δει ν’ αντιδρά σαν να ’ταν αγένεια το να του κρατά το χέρι, έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο, κάποιος που του ήταν άγνωστος; Τίποτα δε θα ’νιωθε το ομοίωμα, ούτε το άγγιγμα, πόσο μάλλον να δώσει στο άγγιγμα νόημα... Κάθε φορά που η Δρυνόη πήγαινε σ’ εκείνο το μέρος, όλ’ αυτά τα ’κανε πια ανελλιπώς, λες κι είχαν γίνει τελετουργικό... Κι εκεί δεν κειτόταν ένας νεκρός· εκεί η κόρη έθαβε κάθε φορά τις απέθαντες ελπίδες, μήπως ο πατέρας της ζούσε... ...Και σίγουρα όχι κι αυτός όπως η μάνα της. Γιατί, ήταν ζωντανή η μάνα της, αλλά εκεί στην πατρίδα της, κάτω από τα πόδια ενός ξύλινου ομοιώματος δίπλα στον ανδριάντα του Δρύμωνα, είχε «αληθινό» κενοτάφιο. Κανένα σύμβολο εκεί, ο τύμβος ήταν ένα κακοτέχνημα, που ’χε λειχηνιάσει και φαγωθεί από πολλά, μα περισσότερο το ’χε ροκανίσει ο πολύς καιρός. Αυτό το άγαλμα δεν ήταν σήμα τιμής – ήταν ένδειξη

10

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΥΠΙΑ


μιάσματος· άξιζε να την περιφρονούν ακόμη κι όταν τη θεωρούσαν πεθαμένη; Μόλις το αντίκρισε κι εκείνο το πρωί η Δρυνόη, πάσχισε άλλη μια φορά να κρατήσει τον έλεγχο του εαυτού της. Γιατί η οργή κι ο πόνος, για την απάτη του αγάλματος και την παραίτηση της μάνας της, έβρισκαν εκεί την επιτομή τους – σ’ εκείνο το ομοίωμα, που παγιωμένη πια αντίληψη του κόσμου εξακολουθούσε να το αιτιολογεί, ακόμη και τόσον καιρό μετά τον ερχομό της Δρυνόης στην πόλη... Ούτε κι αυτή θυμόταν πλέον πόσες φορές είχε μάταια προσπαθήσει ν’ αναιρέσει το ψέμα· ήταν πάντα περισσότερα τα εμπόδια, που πάντα φρόντιζαν να εμφανίζονται, ανυπέρβλητα... Κι από τότε που θυμόταν, παιδί, της μάνας της την πρώτη εικόνα, είχε κάνει τη φαντασία επιθυμητή αλήθεια κι αλλιώς ζωγράφιζε μέσα της τη μητρική μορφή. Αυτή η φαντασία δειχνόταν άλλη μια φορά πιο αναγκαία από ποτέ· έπρεπε να καλύψει τα κενά της δυσάρεστης πραγματικότητας... Μες στου γονιού της τα μάτια, σαν τα δικά της μελικάστανα, η νέα έβλεπε ελπίδας φανό... η μάνα της, ένα φως όλη... ένα φεγγάρι, που άρχιζε σιγά σιγά να πλέει μες στα σκοτάδια που έκλειναν την καρδιά της κόρης από παντού... ...Τότε τη φώναξε ο ήλιος· ανέτελλε πια για τα καλά ανάμεσα στα αγάλματα των γονιών της... ακόμη μια φορά, ακόμη μια μέρα, αδιαμαρτύρητα... φανός για εκείνους που παραπονιούνται για τα ξημερώματα της ζωής. Κι αυτή η ιδέα ήταν αρκετή για ν’ ανεβάσει ένα σκοπό, ένα τραγούδι στα χείλη της Δρυνόης, ίσα μέσ’ από μια ηλιόλουστη ανάμνησή της... ένα σιγανό, μελωδικό μουρμουρητό που πάλευε να ξεφορτώσει μια βαριά ψυχή της νιότης... Ήταν, ωστόσο, αρκετό για να παραμερίσει η φύση έστω και για λίγο τα περήφανα φυλλώματά της κι αδιαφορώντας για την αιωνιότητά τους, να ρίξει λίγη σαν δάκρυ πάνω στη γη∙ τα δέντρα έραναν έτσι ένα αόρατο άγαλμα κι αποκήρυξαν ένα ξόανο προσβλητικό. Τρεμοπαίζοντας ανάμεσα σ’ αυτά τα φυλλώματα, οι ηλιαχτίδες κοίταξαν το θρήνο αυτό δίχως να βλέπουν, με το βλέμμα τους θολό, ΥΔΡΑΝΟΣ

11


δακρυσμένο, ενώ και της νύχτας το τελευταίο φως έμενε στο στερέωμα ακόμη, λες και πάσχιζε να ζήσει για πάντα σ’ εκείνη τη στιγμή... Σαν η σύντομη έκσταση έληξε και φωνή και φύση ξύπνησαν ξανά στο κρύο τώρα, η Δρυνόη κοίταξε με μάτια υγρά μια τελευταία φορά το όνειρο του προσώπου της μητέρας της. Μα τα φώτα έσβησαν. Έμεινε μόνη, με το κεφάλι σκυφτό... και με ό, τι ένιωθε, να τρανεύει και να παλεύει να χωρέσει μες στη θνητή καρδιά της. Μόλις αισθάνθηκε τον τόπο να την καλεί αναντίρρητα πια στο παρόν, πήρε μια ανάσα βαθιά, μέσα από την ίδια της την ασήκωτη ψυχή, και ξεκίνησε να φύγει. Έτσι, όμως, όπως είχαν μαγκώσει οι αισθήσεις της, αιφνιδιάστηκε μόλις συνειδητοποίησε ότι η ανάσα της δεν ήταν πια η μόνη εκεί· τα όρια της όποιας γνώσης ή ικανότητας αποκτούσε τυπικά, όντας λίγο – πολύ μέρος της πολιτειακής μηχανής, αν μη τι άλλο μπερδεύονταν ακόμη μια φορά μ’ εκείνα της άτυπης... Κάποιος βρισκόταν παραπέρα, κοντά στην είσοδο του τυμβείου, πλάι στο ομοίωμα του θεόσταλτου Θήσους Αγλαού· του «αρμονικόμορφου φύλακα» των Χόων, κι ειδικά των Πλησθέων, τον οποίον οι ίδιοι οι Χόοι είχαν, αρκετά οξύμωρα, και «φρουρό» του πέρατος – της φύσης μες στο χειμώνα, και του ανθρώπου στο θάνατο... Ένας ψηλός άνδρας ήταν, Πλησθέας κατά πως φαινόταν από τα κοντά γένια και τα μαλλιά που έφταναν σχεδόν στους ώμους κι έδειχνε να έχει ζήσει πάνω – κάτω όσα φεγγάρια κι η Δρυνόη... όμως, η θλίψη που κρεμούσε βάρη σ’ όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, του πρόσθετε παραπανίσιες μέρες... χρόνια... Έτσι ακίνητος που ήταν, ίχνος ζωής δεν έδειχνε, όπως και το γυναικείο άγαλμα μπροστά στο οποίο στεκόταν. Μόνο τα σκούρα μαλλιά του, που πήγαιναν με τον άνεμο, μαρτυρούσαν το αντίθετο. Φίλος της ήταν, καρδιακός... Προσευχές αθόρυβες φαίνονταν να απασχολούν τα σφαλιστά του μάτια, το συνοφρυωμένο μέτωπο, τα χείλη που τρεμόπαιζαν... Ήταν τόσο σοβαρός, τόσο μεγαλοπρεπής στο σεμνό κι όμως ευαί-

12

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΥΠΙΑ


σθητο μοιρολόι του, που η Δρυνόη ένιωσε ντροπή, σαν η ίδια να ’χε δείξει την πιο φτηνή αδυναμία... Εκείνος δεν την έβλεπε, μα αυτή τού χαμογέλασε και χωρίς να τον ενοχλήσει, βγήκε από το τυμβείο και κατέβηκε την πλαγιά. *** Παράλληλα προς την όχθη του ποταμού κάλπαζε ένα άτι. Κάλπαζε με την καβαλάρισσά του με ορμή ενάντια στον άνεμο που ερχόταν από τη δύση. Όσα ζωντανά αναζητούσαν φαΐ στο χώμα, προγκούσαν από το δριμύ πέρασμα της Δρυνόης και χάνονταν πάλι πίσω από τα δασόπευκα. Η νέα δε σταματούσε, σαν να ’θελε να δειχτεί γρηγορότερη κι από τον ίδιο το Χρόνο... Όλα στον Κόσμο άλλωστε, αυτόν δεν έχουν μέτρο; Μπορεί κάτι να είναι αξίας ανεκτίμητης, μη υπολογίσιμης με σταθμά, όπως του χρήματος... στο μέτρο του Χρόνου, όμως, ακόμη κι αυτό θα υποκύψει. Η Δρυνόη σκεφτόταν, στους ορισμούς του καιρού υποτάσσονται και τα νερά του ποταμού, δεν τολμούν ποτέ να κοιτάξουν πίσω, μόνο μπροστά, με στόχο τον άγνωστο προορισμό της θάλασσας... Λες και θα μαρμαρώσουν για την αιωνιότητα, αν παρακούσουν, ή θα χάσουν κάτι λατρεμένο, που στην υπακοή τους βασίζεται όλο του το ριζικό... Ίσως μόνο η αγάπη να μπορεί να ξεπερνά το Χρόνο∙ αλλά για τη Δρυνόη – τουλάχιστον τη Δρυνόη του 2597 – αυτή η αμφιβολία έσβηνε μπροστά στη μοίρα εκείνης και των γονιών της... Η νέα είχε καταλάβει ότι η αποστολή είχε επιστρέψει απ’ το βορρά. Μια πολύτιμη ανάμνηση την είχε θυμηθεί και στους τάφους των γονιών της... σαν όνειρο που οδηγεί στο παρελθόν... Μόλις είδε, όμως, ένα φίλο της στο τυμβείο, κατάλαβε ότι οι απεσταλμένοι είχαν γυρίσει, νωρίτερα από το αναμενόμενο, ενώ δεν άργησαν ν’ ακουστούν απ’ το Ανάκτορο κι οι σάλπιγγες του καλωσορίσματος. Κι έτσι, η Δρυνόη έβγαλε φτερά για την πόλη... Περίπου δυο μέρες πριν, πλησθεία αποστολή είχε ξεκινήσει για την παγωμένη Άδροχθο και το ακριΥΔΡΑΝΟΣ

13


βοθώρητο από τα βλέμματα του ήλιου ύδριο βασίλειο· για να είναι κι οι Πλησθείς παρόντες στην κήδευση του Γάληνου, του αιώνιου ηγέτη των Άλιων του βορρά, αλλά και στην ακόλουθη στέψη του διαδόχου του. «Ο αρχηγός πέθανε! Ζήτω ο αρχηγός! », σκεφτόταν η νέα και παρά τη βιάση της, πήρε λίγο χρόνο για να χαμογελάσει ειρωνικά με τους λογισμούς της... Κι αναρωτιόταν, αν τ’ αστέρια αντίκριζαν κι άλλον κόσμο τόσο πραγματιστικό όσο ήταν αυτός... Η επιστροφή του Άνακτα, όμως, σήμαινε και κάτι παραπά· νω όσους ειδικεύονταν μέσα στο Δάλιο, στο σώμα των αξιωματούχων, θα συνέχιζε προφανώς να τους επιβλέπει κανονικά ως ανώτατος αρμόδιος ο πολέμαρχος, ο οποίος είχε προφανώς – αν και διόλου απαραίτητα – συνοδεύσει τον Άνακτα και γαμπρό του στην άλια γη. Και για να ακριβολογώ, πίστευε μάλιστα πως στην ουσία ο συνοδός ήταν ο Άνακτας Ύθων κι όχι εκείνος... Πώς θα μπορούσε να μην παρευρεθεί ο Ναρίας σε τόσο κοσμογονικά συμβάντα της ύδριας ιστορίας... Γιατί κι αυτός κι η αδερφή του ήταν «κατ’ ουσίαν Άλιοι»... Τουλάχιστον έτσι διατυμπάνιζαν με έργα και λόγια σε κάθε δυνατή ευκαιρία, γιατί, αφού οι δεσμοί της μισής καταγωγής τους από μακρινότατη απόγονο εγγονής της πρώτης Ύδριας ηγέτιδας, περισσότερο χάνονταν μες στους αιώνες παρά βρίσκονταν..., μόνο «κατ’ ουσίαν» Άλιοι δεν ήταν οι δυο τους. Οι συνειρμοί της αυτοί ήταν τόσο ιλιγγιώδεις, που η Δρυνόη δεν προλάβαινε καν να απορήσει μαζί τους. Συνέχιζαν, έφερναν πάλι στο νου της και την αναλγησία του Ναρία προς πολλούς δοκίμους, όπως η ίδια κι οι φίλοι της... Αυτή ήταν μια αλήθεια που την εμπόδιζε να είναι ικανοποιημένη με μια άλλη: πως με το Ναρία η μαθητεία των υποψήφιων δάλεων αποκτούσε ένα νόημα παραπέρα· τις γνώσεις και τις ικανότητες του πολέμαρχου δεν τις είχε κανείς άλλος στο Δάλιο. Ίσως να τις είχε κι ο τεθμέας Αριστόμαχος, ένας από τους ανακτοροπαιδευτές, αλλά του Ναρία η διδασκαλία τον ανέβαζε στην κορυφή της εκτίμησης κάθε δοκίμου. «Λες κι αυτό είναι αρκετό κριτήριο

14

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΥΠΙΑ


για την αξία ενός ανθρώπου... », αντέλεγε άλλη μια φορά από μέσα της η Δρυνόη... Κι αντί όλων αυτών, θα έπρεπε κι εκείνη, όπως ο περισσότερος κόσμος, ως μέρος του, ν’ αναλογίζεται τι σήμαινε ο θάνατος του «αθάνατου Γάληνου». Αυτό θα ταίριαζε, έστω, σε μια αληθινή εκπρόσωπο του αξιώματος για το οποίο τόσον καιρό δούλευε∙ «ένας δάλις δεν είναι πια άνθρωπος», δίδασκε ο Ναρίας... Έχοντας πάντα το βορρά στ’ αριστερά της, πλησίαζε όλο και περισσότερο στο Ανάκτορο· την ίδια ώρα, μπροστά της έτρεχε να την προϋπαντήσει από τη δύση σύννεφο μελανιασμένο, το οποίο ήταν λες κι είχε βάλει, από περιέργεια ή έρωτα, τα πλοία της αποστολής και την ανακτορική ναυαρχίδα στο μάτι. Ακολουθώντας το ρεύμα του μεγάλου ζωοδόχου ποταμού, η Δρυνόη έστριψε κάποια στιγμή σε μια καμπύλη της όχθης για να βγει στο δημόσιο δρόμο, όμως εκεί το άλογό της τινάχτηκε σχεδόν αμέσως, ολόρθο στα πίσω του πόδια∙ είχε βρει απροσδόκητο πρόσκομμα. — Έι, έι! Ήρεμα! Πού πας σα σίφουνας; Δύο νέοι στέκονταν μπροστά τους. Εκείνος που είχε μόλις μιλήσει, κοιτούσε τη Δρυνόη μ’ ένα χαμόγελο ίσαμε τα δυο τρίτα του προσώπου του και παρά το κρύο το σκούρο πανωφόρι του έχασκε ξεκούμπωτο. Μόλις την πλησίασε, τον ακολούθησε κι ο άλλος, ένας λιγότερο εύσωμος νέος, ο οποίος και στερέωνε καλά γύρω απ’ το λαιμό του ένα πλεκτό σάλι, που κάποια θεία του είχε φροντίσει να ’χει το χρώμα των ματιών του... Η Δρυνόη τούς έριξε ένα βλέμμα δήθεν θυμωμένο και ξεπέζεψε∙ όταν είναι κανείς με φίλους, πόσο μάλλον επιστήθιους, πρέπει να στέκεται στο ίδιο ύψος μαζί τους. Εξάλλου, τουλάχιστον όποιος έχει την εμπειρία, δεν μπορεί ν’ αρνηθεί πως τα ύψη οδηγούν πολλές φορές σε κρυολογήματα και όχι σε κορυφές... — Πού πηγαίνεις; τη ρώτησε κι ο δεύτερος, με την αγορίστικη φωνή του. — «Πήγαινα»... μέχρι που μπήκατε μπροστά μου, τους ΥΔΡΑΝΟΣ

15


απάντησε κι όπως χαμήλωσε τα φρύδια της, πήρε μια ανάσα βαθιά, τάχα ενοχλημένη. Πήγαινα προς το Δάλιο κι ύστερα θα σας έβρισκα για να περάσουμε απ’ του Αγάθωνα. Εσείς τι κάνατε; — Ψάχναμε εσένα! Αργήσαμε λίγο – ναι, εντάξει, εγώ φταίω, Φείδωνα, που χαιρετούσα τον κόσμο... και το «γεια», με το σταγονόμετρο το θες... Τι έλεγα...; Α, ναι! Τι κάναμε, ρώτησες; Ω, είχαμε καθ’ οδόν μια απλή και καθημερινή, «πλησθεία» κουβεντούλα... μέχρι που μπήκες μπροστά μας, είπε ο πρώτος, ο Άδειμος, και τελείωσε το χείμαρρο – λόγο του μ’ άλλο ένα γενναιόδωρο χαμόγελο, φουσκώνοντας επιδεικτικά το στήθος. — Μόνο ακραίο δεν ήταν το θέμα της συζήτησης – «είναι κανόνας ένας απλός καθημερινός άνθρωπος;». Κι αυτός εδώ, καλή ώρα τώρα, για γιαλό ξεκίνησε κι έφτασε σε βουνοκορφή... Αυτή η φράση θα ’λεγε κανείς πως πρόδιδε χρόνια αγανάκτηση... όσο ατάραχα κι αν την είχε εκστομίσει ο Φείδων... — Έτσι λες; απάντησε αμέσως ο Άδειμος στον ξάδερφό του. Είμαι τόσο κακός με το γένος μου, να θεωρώ τον απλό εξαίρεση; Αδύναμες ψιχάλες έπεφταν εντωμεταξύ πάνω στα κεφάλια τους. Η Δρυνόη προέτρεψε, λοιπόν, τους φίλους της να προχωρήσουν, προτού οι δυο νέοι αρχίσουν άλλη μία διαφωνία. Δεν πρόλαβαν, όμως, ούτε στην κορυφή της πλαγιάς να βγουν κι οι ψιχάλες έγιναν σωστή καταιγίδα. Όσο άξαφνα είχαν γεννηθεί μέσ’ από την καρδιά μιας αψεγάδιαστης μέρας, τόσο ανεπάντεχα εκείνη τη στιγμή έβρεχαν, έβρεχαν την Πλησθήπολη με όλη τους τη δύναμη κι όπως κάθε φορά, πέθαιναν μες στη γη αντάμα με την ελπίδα τους να ξεπλύνουν ή να πάρουν μαζί τους κάθε κακό. — Τι κρύο! φώναξε τότε ο Άδειμος εκφράζοντας την έκπληξη αλλά και την αίσθηση όλων για το νερό που τους έλουζε χωρίς τη θέλησή τους, κι αφού μάζεψε τους ώμους άρχισε να τρίβει τα μπράτσα του. Πώς θα το ’λεγες, λατρεμένο μου 16

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΥΠΙΑ


ξαδερφάκι; «Σαν τα δάκρυα των Άλιων του Βορρά για το χαμένο Βορέα»! Αφού πέθανε ο Γάληνος, να ’γινε άραγε έρημος κι η Γη της Σιωπής; Γιατί τα ευτράπελα χαίρονται να πηγαίνουν ζευγαρωτά. — ...Άδειμε, άσε τις παραφιλολογίες. — Συγχώρα με... ιερόπνευστε. Δεν θα ξαναπαραφιλολογήσω ενώπιόν σου! Κι ενώ ο Άδειμος δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του, ο Φείδων άφησε μια βαθιά ανάσα απογοήτευσης, που έγινε σύννεφο μόλις άγγιξε τον παγωμένο αέρα. Ύστερα, ψιχάλισε τα μάτια για να δει καλύτερα μες στην πυκνή πια βροχή, να διακρίνει κάποιο μονοπάτι που θα τους οδηγούσε στο πιο κοντινό προστατευμένο μέρος. — Πάμε στο Φρυκτωρό! Εκεί δε λέγαμε να καταλήξουμε ούτως ή άλλως; Είναι πιο κοντά απ’ την πόλη κι η βροχή ετούτη δε φαίνεται να αστειεύεται— Μέσ’ απ’ το δάσος; Της Άλτης το δάσος; του φώναξε ο Άδειμος, προφανώς δίχως να πιστεύει στ’ αυτιά του. Ο Φείδων, που ήδη προπορευόταν, δεν γύρισε προς τον ξάδερφό του παρά περιορίστηκε να κουνήσει το χέρι αποδοκιμαστικά. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια... — Προς το μονοπάτι του δάσους. Κάπως θα κόβει τον καταποντισμό! τους είπε. Μετά από σύντομη σκέψη, η Δρυνόη συνειδητοποίησε πως εκείνη τη στιγμή ήταν πιο πιθανή η τιμωρία τους κι η συνακόλουθη ντροπή του Αριστόμαχου – που ούτως ή άλλως ήταν δεδομένη... – αν εμφανίζονταν μπρος στους ανωτέρους τους σαν βρεγμένες γάτες· έτσι, έδιωξε το άλογό της να προπορευτεί κι ακολούθησε τους φίλους της. *** Τα παιδιά έτρεχαν να νικήσουν την ορμητική βροχή και το έργο της και σύντομα έφτασαν στις απαρχές του ξακουστού αειθαλούς δάσους. Δικαιολογητικό της έκπληξης του Άδειμου, δεν πήγαιναν από το δρόμο μεσ’ από εκείνο το άλΥΔΡΑΝΟΣ

17


σος παρά σπάνια, όταν άλλη επιλογή δεν υπήρχε. Κάθε Κόσμιος, για να είμαι ειλικρινής, το ίδιο έκανε... Πάνω στα λιγοστά μονοπάτια που είχαν χαράξει εκεί στο χώμα τα πόδια των πεζών στους αιώνες, οι στάλες του ουρανού έπεφταν για να σχηματίζουν αέναα, παντού, στιγμιαίους κύκλους και να τιμούν αυτό το τέλειο σχήμα της φύσης και σύμβολο του Ύδρανου· του ενός από τους θεόδμητους Λίθους, που είναι πηγή κι απόληξη των στοιχείων του ανθρώπου αλλά κι εκείνων όλης της φύσης... Λίθοι – θεμέλια που λίθοι δεν είναι, ιδέες ή ουσίες που καμία απ’ τις θνητές αισθήσεις δεν είναι προορισμένη να τις συλλάβει... Όσο περνούσε η ώρα, τα νερένια παραπετάσματα εμπόδιζαν ολοένα και περισσότερο το καθήκον των ματιών, παρόλο που οι φυλλωσιές εκείνου του δάσους εμπόδιζαν αρκετά το καθήκον της βροχής. Με τα θορυβώδη νερά και τους ατμούς της φύσης ν’ αχνίζουν ολόγυρα, η Άλτη, εκείνο το ποιητικό δασύλλιο, μετουσιωνόταν σε ζωντανό, βαριανασαίνον θεριό. Οι φίλοι τσαλαβουτούσαν στις λάσπες, ακολουθώντας όποιο δρόμο χάραζε ο Άδειμος, που είχε προσπεράσει ήδη τους άλλους δύο· από φόβο, από ενθουσιασμό; Μπορεί κι από φοβερό ενθουσιασμό... Ύστερα από κάμποση ώρα τρεχαλητό κι ενώ τα αστραπόβροντα και το μονότονο κήρυγμα της καταιγίδας βούιζαν ασταμάτητα στ’ αυτιά τους, της Δρυνόης της φάνηκε πως ξεχώρισε ανάμεσά τους ένας ψίθυρος... ένα σιγανό, μακρινό μοιρολόι άλλο από εκείνο της βροχής. Αστραπιαία γύρισε το κεφάλι πίσω της, κοίταξε κοφτά ολόγυρα· ίχνος παράταιρης ζωής κανένα. Τάχυνε τότε το βήμα, πίσω όπως είχε ξεμείνει, και πείστηκε πως οι δεισιδαίμονες Πλησθείς είχαν αρχίσει πια να την επηρεάζουν· μέχρι που έπιασε τον εαυτό της ν’ αναλογίζεται, πως ίσως η πλησθεία δεισιδαιμονία να ήταν έμφυτη μέσα της κι απλώς να είχε μόλις αποφασίσει να ξυπνήσει... Το άλσος σκαρφάλωνε πια στην πλαγιά της Αθυρμάδης, του μεγάλου βουνού, και το ακολουθούσαν κι οι τρεις συνοδοιπόροι, καθώς πλησίαζαν σιγά σιγά στην έξοδό του και πιο 18

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΥΠΙΑ


κοντά στο στόχο τους. Κάποια στιγμή, ο Φείδων, που ήταν αρκετές γενναίες δρασκελιές μπροστά από τη Δρυνόη, γύρισε προς το μέρος της· μες στη γερή βροχή, κάμποσες εβένινες τούφες του είχαν κολλήσει σαν κισσοί πάνω στους κροτάφους και τα γένια του. Με φωτεινό χαμόγελο τους είπε: — Ακούτε της Άλτης το τραγούδι; Όλοι τους ήξεραν την ιστορία – τόσες και τόσες φορές την είχαν ακούσει από τον τεθμέα Αριστόμαχο μονάχα, ακόμη και κρυμμένοι, όταν εκείνος την αφηγούνταν μάταια στην κόρη του Άνακτα· την ιστορία της Άλτης, της Αίσσονος της Σιωπής που για τη σύντομη θνητή ζωή της υπήρξε Άνασσα της Πλησθήπολης, σύζυγος του Άγαστου. Αν Αίσσων ερωτευτεί θνητό και δεθεί μαζί του με του Εόντος την επίκληση, για χάρη αυτού του γάμου παύει να ’ναι Θήσος... Της Άλτης ο θρήνος, όμως, ήταν για τον Άγαστο. Ο κρυφός τους γάμος είχε αποτελειώσει τη σχέση του με τη μάνα του... αλλά είχε αποτελειώσει και την Άλτη, με τύψεις· η Αίσσων κρύφτηκε μες στο δάσος, όπου πάντα κατοικούσε μαζί και με άλλα Θήσεά του... μερόνυχτα την έψαχνε ο Άγαστος, την εκλιπαρούσε κλαίγοντας... ώσπου από τη θλίψη του έσβησε, κι έσβησε κι αυτή... Έκτοτε, το άλσος που σκαρφαλώνει την πλαγιά στα βόρεια του Ανακτόρου, πήρε το όνομά της. Λένε πως το στοιχειώνει... Κι αυτό δεν το διέσχιζε κανείς, σχεδόν ποτέ... Η Δρυνόη έστησε τότε αυτί, να νικήσει τη φρενιασμένη φύση, που δεν έλεγε να πάψει το κατσάδιασμα. Σπάνια κατάφερνε να ακούσει καθαρά κάτι... αλλά εκείνη τη στιγμή φαινόταν όντως ν’ ανεμίζει μελωδία ανάμεσα στα στοιχειά της φύσης. Προσπάθησε άλλη μια φορά ν’ αφουγκραστεί μα και ν’ ακολουθεί συνάμα τους γρήγορους φίλους της. Σιγά σιγά το αλλόκοσμο άσμα κέρδιζε τις αντιστάσεις της φλύαρης καταιγίδας, νικούσε τη βοή του ανέμου και της βροντής κι άγγιζε με ευγένεια την ευαισθησία της ψυχής. Όμορφο τραγούδι... όσο άσχημη είναι η θνητή μοίρα που ιστορεί... Η αγάπη της Άλτης... ο οδηγός της στο θάνατο... Σαν καταραμένη ζει η γενιά της Αρμώς. Κυλάει η σκέψη πάνω στους ανδριάντες των αιώνων που έτρεξαν... Του ΆγαΥΔΡΑΝΟΣ

19


στου ρίχνει δάκρυα κρυφά, που σείουν τον κόσμο, σαν να ’ταν πηγάδι τους η ίδια η ψυχή. Έτσι ανυπέρβλητα αφηγείται το παρελθόν στα νεόκοπα τέκνα της στιγμής... Η Αίσσων για το θνητό κι αυτός για εκείνη... Έρωτας και θάνατος... Η Δρυνόη δεν έτρεχε πια, το άσμα της Αίσσονος είχε φτερώσει τα πόδια της, τα πόδια όλων τους, κι είχε διώξει, καλό καθώς ήταν, κάθε φόβο που δέη αντίπαλα προσπαθούσαν να φυτέψουν μες στην ανθρώπινη καρδιά. Ένιωθε το καρδιοχτύπι των τριών τους να κρατά το ρυθμό, του τραγουδιού, της πορείας τους, η οποία μες στην παραζάλη τής φαινόταν περισσότερο αργός χορός. Στις σαϊτιές των ματιών της ολόγυρα, έβλεπε πού και πού μικρές χούφτες λάμψης να σχίζουν στιγμιαία τον αέρα και να φωταγωγούν με τα ζωηρά χρώματά τους τα λουσμένα φύλλα των δέντρων. Το άσμα δε σταματούσε ν’ αναγεννιέται μες στις αχανείς ρίζες, ενώ η νέα συνειδητοποιούσε πως πλέον το συνόδευαν κι άλλοι, πιο εύθραυστοι ψίθυροι· σαν μέσα από των δέντρων τα κορμιά... Εκείνη η πορεία, που έμοιαζε να τους είχε πάρει από το συνήθη κόσμο και να τους είχε παρασύρει σ’ εκείνον όπου λένε πως τα όνειρα είναι ζωντανά και περπατούν, θα τελείωνε σε λίγο, καθώς οι φτελιές που μιλούσαν άρχιζαν ν’ αραιώνουν... όχι όμως κι η λαλιά τους... Κι όπως η Δρυνόη έκανε τα τελευταία βήματα της μες σ’ εκείνο το δάσος, είδε νέα φώτα, αλλιώτικα και μεγαλύτερα, να τυλίγουν τους μουσκεμένους κορμούς. Έβλεπε πόδια, χέρια, χαμόγελα και κάπου κάπου μάτια ευγενικά... μα φωνή δεν έβγαινε απ’ το λαιμό της, να τους μιλήσει... Τα φώτα πλήθαιναν, αυτές οι λαμπρές ανθρώπινες μορφές, που όμοια τους ομορφιά δε θυμόταν να ’χει ξαναδεί, ξεπρόβαλλαν ολοένα και περισσότερες μέσ’ από τις φυλλωσιές κι έστηναν χορό χαριτωμένο, ντυμένο από την ακούραστη βροχή... Τα πόδια της είχαν πια αυτομολήσει για τα καλά κι εκείνη τη στιγμή την κάρφωσαν ακίνητη στη θέση της· και ν’ επαναστατήσει δεν άργησε κι η καρδιά της, δένοντάς τη σ’ εκείνο το θέαμα το θεϊκό. Παρά την πυκνή ομίχλη, που σιγά σιγά την 20

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΥΠΙΑ


τύλιγε, η Δρυνόη έμενε εκεί, βρεχόταν, μα ούτε που ένιωθε το νερό να κυλάει εξαγνιστικό πάνω στους ώμους της· λέξη δεν έλεγε, μα η ψυχή της είχε γεμίσει από τραγούδια... Έκλεισε τα μάτια, ν’ αφεθεί στις γνήσιες μελωδίες με όλη της την ύπαρξη... κι ας βρεχόταν... κι ας την έλουζε το νερό με δάκρυα... με θάλασσες... ας χανόταν μέσα τους, όπως οι ανείπωτες ευχές μες στον αδάμαστο ωκεανό... σαν τα πλοία που τα καταπίνει το κύμα το ψηλό... και δε μένει παρά μόνο ένα... μια μονάχα ψυχή... εκείνος, αυτός ο θαλασσοπόρος... — Έι...! Δρυνόη! Γύρισε το κεφάλι κι έπιασε το βλέμμα της να ’χει φιμωθεί. Δεν έβλεπε ποιος τη φώναζε, δεν μπορούσε να δει μες στην καταχνιά... Σύντομα, όμως, κατάφερε και διέκρινε τους φίλους της να της γνέφουν ανυπόμονα απ’ το τέλος του δάσους. Ξεφύσηξε με ελευθερία κι έριξε στο δάσος μια τελευταία, θορυβημένη ματιά, έτσι που την είχε προς στιγμήν με τόσο αλλόκοτες, σχεδόν συνειρμικές εικόνες υπνωτίσει· μα εκεί δεν υπήρχε πια κανένα φως ούτε θάλασσα, μόνο βροχή. Και βροχή άκουγε. Τι είχε δει...; Η Δρυνόη ανοιγόκλεισε με το στανιό τα μάτια, να βεβαιωθεί πως ό, τι είχε μπροστά της ήταν πραγματικό, και τρέχοντας ευθύς ως τους δυο νέους, βγήκε από το δάσος. Από εκεί έπιασαν πάλι το τρεχαλητό, προς τα πέτρινα σπίτια του αήριου χωριού, που σα θαύμα είχε εμφανιστεί μπροστά τους.

ΥΔΡΑΝΟΣ

21


2

ΥΔΡΑΝΟΣ

479


140 × 210  SPINE: 32.5  FLAPS: 80

Στον Κόσμο ο θάνατος δεν είναι το ριζικό όλων. Εκεί, όπου τα παιδιά σταματούν να μεγαλώνουν, αν αποχωριστούν τη γη στην οποία γεννήθηκαν… υπάρχουν Λίθοι που λίθοι δεν είναι. Έχοντας ζήσει τη σύντομη παιδική ηλικία σ’ ένα νησί απομακρυσμένο απ’ τ’ ανθρώπινα, όπου πατούν κι όντα θεόσταλτα, η Δρυνόη δεν το έχει μεν διόλου στη φύση της να μασκαρεύει ό, τι νιώθει, αλλά έχει αναγκαστεί να πείσει τον εαυτό της ότι η αγάπη είναι αδυναμία. Προκειμένου να επιβιώσει ως δόκιμη αξιωματούχος στη χώρα της, προσπαθεί διαρκώς να κρατά τα συναισθήματά της κάτω από έλεγχο ασφυκτικό… ενώ την ίδια στιγμή παλεύει να παραμείνει όπως ήταν παιδί. Τι θα συμβεί όμως, όταν ένας υπεραιωνόβιος ηγέτης που δεν μπορούσε να πεθάνει, απλά πεθαίνει, κι ο Ύδρανος, ο υπερκόσμιος Λίθος - «ουσία» που ξεσκεπάζει και τα πιο κρυμμένα συναισθήματα, εξαφανίζεται; Ένα ναυάγιο οδηγεί τη Δρυνόη και τους φίλους της σε μια κοσμοπολίτικη, πολύχρωμη αποικία, η οποία δίνει άσυλο στους θησαυροθήρες. Εκεί η νέα έρχεται αντιμέτωπη μεταξύ άλλων και με τον αινιγματικό αρχιτέκτονα και μαθητή του «αθάνατου» ηγέτη, το Λύθη, που ειρωνεύεται διαρκώς όποιον δεν είναι γνήσιος κι αληθινός… Κι απ’ την άλλη, η οικοδέσποινά τους Βρυξ με τις πολλές ταυτότητες το ’χει βάλει σκοπό να τους παρασύρει στην ετήσια μυσταγωγική χορεία εκείνης της πόλης και σαν άλλος Ύδρανος να ξεθάψει πίσω από τις μάσκες τις τάσεις της καρδιάς τους… …για να τις κάνει από όνειρο πραγματικότητα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΥΠΙΑ

«Ό, τι βαθύτερο έλειπε από την καρδιά της…, ό, τι ανυπέρβλητο θα της αποκάλυπτε ο Ύδρανος…, κάθε άλλο παρά κρυφό ήταν για εκείνη· και καθώς είχε αποφασίσει ουσιαστικά εναντίον αυτών… το να της τα φανερώσει ξεκάθαρα ο Ύδρανος ήταν πέρα για πέρα επικίνδυνο.»

Η Κωνσταντίνα Κουτσουπιά γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Αθηνών, όπου και συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στον Τομέα της Ιστορίας και Θεωρίας του Δικαίου. Ζει κι εργάζεται στην Αθήνα ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα ασχολείται με τη συγγραφή πάνω από δέκα χρόνια. Είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Δημιουργικής Γραφής για Μυθιστόρημα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. facebook.com/Constantina.Koutsoupia

twitter.com/KoutsoupiaC gr.linkedin.com/pub/constantinakoutsoupia/92/342/a5a/

Ο «Ύδρανος» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς «Η Εποχή των Λίθων». ISBN 978-960-564-181-8 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς 0_cover_ydranos.indd 1

Προσωπογραφία εξωφύλλου: Βρυξ, λεπτομέρεια, Κωνσταντίνα Κουτσουπιά

7/30/2014 2:00:08 PM


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.