ydmed.gov.gr Νομολογία Μελέτες 1994-2009

Page 1


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ & ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ & ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΕΛΕΤΕΣ

1994 – 2009

ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ Τ.ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ [ ΉΔΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ & ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ]

ΑΘΗΝΑ 2012


Έκδοση: Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΥΔΙΜΗΔ) Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών Διεύθυνση Κωδικοποίησης Νομικών Πληροφοριών

Συντονισμός Έκδοσης:

Αθανάσιος Γρίβας Προϊστάμενος Δ/νσης Κωδικοποίησης Νομικών Πληροφοριών [ΔΙΚΝΠ] Σταύρος Κατσίγιαννης Προϊστάμενος Τμήματος Νομολογίας ΔΙΚΝΠ

Επιμέλεια:

Αικατερίνη Βουλή, Υπάλληλος ΥΔΙΜΗΔ / ΔΙΚΝΠ

Νομολογιακή έρευνα & κείμενα:

Παναγιώτης Ν. Ζωντανός Υπάλληλος ΔΙΚΝΠ [μέχρι 9-3-2011]


Περιεχόμενα ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………………………. σελ. 7 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Διάγραμμα της ύλης …………………………………………………….

» 11 επ.

Πίνακας ερευνηθέντων νομικών περιοδικών …………………...………

» 19 επ.

Αλφαβητικό ευρετήριο καθ΄ ύλη ………………………….…….……...

» 21 επ.

Αριθμητικό ευρετήριο αποφάσεων δικαστηρίων Α) Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου …………………….….….......... » 41 Β) Διοικητικών Δικαστηρίων (& ΕΣ) ………………….….…..........

» 41 επ.

Γ) Πολιτικών Δικαστηρίων ……………………………….…...........

» 57 επ.

Δ) ΔΕΚ (ήδη ΔΕΕ) ………………………………………….............

» 62

Ε) ΕΔΔΑ ………………………………………………….…............

» 62 επ.

Αποφάσεις δικαστηρίων (Περιλήψεις-Αποσπάσματα-Παραπομπές) .….

» 65 επ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ι. ΒΙΒΛΙΑ (Μονογραφίες κ.λπ.) ……………………………........................

» 421

ΙΙ. ΑΡΘΡΑ [& ΣΧΟΛΙΑ-ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ] Βλ. θεματικές ενότητες 1.1.1. έως 5.25. (αρ.1-1614) ………….............

» 423 επ.

ΙΙΙ. ΛΟΙΠΑ ΑΡΘΡΑ .....................................................................................

» 433 επ.

IV. ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ...........................................................

» 439

ΚΥΡΙΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ...................................................................

» 441 επ.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΚΝΠ/ΥΔΙΜΗΔ ….

» 447 επ.

5



ΕΙΣΑΓΩΓΗ Με την συμπλήρωση 20 ετών λειτουργίας της, η Διεύθυνση Κωδικοποίησης Νομικών Πληροφοριών του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης εκδίδει την παρούσα Συλλογή “Νομολογία - Μελέτες. Θέματα αρμοδιότητας της Τ.Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης [ήδη Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης] 1994 – 2009” σε συνέχεια των 4 ετήσιων Συλλογών με αντίστοιχο τίτλο και περιεχόμενο των ετών 1990 έως 1993. Βάσει των δημοσιευμάτων 50 νομικών περιοδικών με αυτή τη νέα συγκεντρωτική νομολογιακή θεώρηση των ετών 1994 – 2009 ολοκληρώνεται, μια εικοσαετία νομολογιακής διερεύνησης (1990 – 2009) χωρίς η αρχική συνεκτική διάταξη της ύλης να μεταβάλλεται, παρά τις αναδιοργανώσεις σε επίπεδο Υπουργείων και Γενικών Γραμματειών που πραγματοποιήθηκαν μετά το 1990. Συνεπώς, η έμφαση στα θέματα δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου διατηρείται διαχρονικά σε όλες αυτές τις Συλλογές, χωρίς να παραλείπεται μια παράθεση ενδεικτικής νομολογίας για τα λοιπά θέματα που άμεσα ή έμμεσα ενδιαφέρουν την Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διοίκησης [ήδη Κεντρική Υπηρεσία ΥΔΙΜΗΔ] ή Υπηρεσίες οι οποίες κατά την περίοδο 1990 – 2009 είχαν συνδεθεί ή παραμένουν συνδεδεμένες μαζί της, είτε στα πλαίσια του τότε Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης, είτε στα πλαίσια του Υπουργείου Εσωτερικών, είτε στα πλαίσια του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, το οποίο κατά την εξεταζόμενη περίοδο 1994 – 2009 δεν υπήρχε και ως εκ τούτου η πρωταρχική αναφορά στην Τ.Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διοίκησης να καθίσταται απαραίτητη. Όπως οι προηγούμενες 4 εκδόσεις Συλλογών των ετών 1990 έως 1993 και η παρούσα έκδοση, παράλληλα με την ενημέρωση των ενδιαφερομένων πολιτών, αποβλέπει κυρίως στην ευχερέστερη εκ μέρους του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης προσέγγιση των σκέψεων των Δικαστηρίων, ιδιαιτέρως δε του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τελικό στόχο την πληρέστερη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της νομιμότητος.

7



ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ *‫** ׳‬

* Σε κάθε θεματική ενότητα [1.1.1. – 5.25.] η παράθεση της νομολογιακής ύλης γίνεται ανά νομικό περιοδικό, αλφαβητικά, από την «Ανεξάρτητη Αρχή» έως τα «Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου», κατά την χρονολογική σειρά των δημοσιευμάτων του. ** Για την διευκόλυνση των αναγνωστών αποφεύγονται οι παραπομπές από θεματική ενότητα σε θεματική ενότητα όταν σκέψεις μιας δικαστικής αποφάσεως αφορούν δύο οι περισσότερες από τις ενότητες αυτές. Συνεπώς, σκέψεις ορισμένων δικαστικών αποφάσεων παρατίθενται περισσότερες τις μιας φορές, όπως αυτές καταγράφονται στον σχετικό πίνακα (βλ. σ. 39 επ.)



ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΥΛΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 1994 – 2009 1. ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ Τ.ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ( ΉΔΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΥΔΙΜΗΔ) 1.1. ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 1.1.1.ΑΡΧΕΣ ΔΙΕΠΟΥΣΕΣ ΤΗΝ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΟΣ 1.1.2.ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ 1.1.2.1.ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 1.1.2.2.ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ – ΕΝΝΟΙΑ, ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ Δ.Υ. ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Ν.Π.Δ.Δ. – ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ [Βλ. και 5.15.] 1.1.2.3.ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΟΣ 1.1.2.4.ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ Δ.Υ. [Βλ. και 1.1.16.] 1.1.3.ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ Δ.Υ. [Ή ΤΟΥ ΑΠΟΧΩΡΗΣΑΝΤΟΣ Δ.Υ.] 1.1.3.1.ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ 1.1.3.2.ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ [Βλ. και 1.2.4.10. & 5.1.2.] 1.1.3.3.ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΑΠΟΧΩΡΗΣΑΝΤΟΣ Δ.Υ. 1.1.4.ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ – ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ 1.1.5.ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ Δ.Υ. (& ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΓΙΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟ) – ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ 1.1.6.ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΛΗΡΩΣΕΩΣ ΘΕΣΕΩΝ Δ.Υ. – ΕΓΚΡΙΣΕΙΣ ( Ή ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ) ΠΡΟΣΛΗΨΕΩΝ 1.1.7.ΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 1.1.7.1.ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ 1.1.7.2.ΛΟΙΠΕΣ ΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ (ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΧΕΤΙΚΗ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ) 1.1.8.ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 1.1.8.1.ΜΗ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΘΗΤΕΙΑΣ 1.1.8.2.ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ Ή ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ 1.1.8.3.ΡΗΤΗ ΔΗΛΩΣΗ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ 1.1.8.4.ΠΟΙΝΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ 1.1.8.5.ΑΠΟΛΥΣΗ ΑΠΟ ΘΕΣΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ 1.1.8.6.ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ ΛΟΓΩ ΚΑΤΟΧΗΣ ΑΛΛΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΘΕΣΕΩΣ – ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ – ΠΟΛΥΘΕΣΙΑ ΠΟΛΥΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ (ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ & ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ) [Βλ. και 1.2.2.8.] 1.1.9.ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ (& ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ) 1.1.9.1.ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ 1.1.9.2.ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ – ΕΠΙΛΟΓΗ 1.1.9.3.ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΕΠ 1.1.10.ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ – ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ Δ.Υ. 1.1.10.1.ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ & ΠΙΝΑΚΕΣ ΔΙΟΡΙΣΜΩΝ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ [ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ κ.λπ. & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ]

11


1.1.10.2.ΜΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΜΕ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ι.Δ. ΣΕ ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ Μ.Δ.Υ. Ή ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Ν.Π.Δ.Δ. 1.1.10.3.ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ Δ.Υ. 1.1.10.4.ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΜΟΝΙΜΟΥ Δ.Υ. (& ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΣ / ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ) 1.1.10.5.ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ – ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΠΙ ΘΗΤΕΙΑ 1.1.10.6.ΠΡΟΣΛΗΨΗ – ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ – ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΒΑΣΕΙ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 1.1.10.7.ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΗ ΘΕΣΗ Δ.Υ. ΛΟΓΩ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΩΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ 1.1.10.8.ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ 1.1.11.ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ 1.1.11.1.ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ 1.1.11.2.ΑΠΟΛΥΣΗ 1.1.11.3.ΕΚΠΤΩΣΗ 1.1.12.ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΕΟΥΣΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ Δ.Υ. 1.1.12.1.ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ (ΜΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΟΥ) ΕΡΓΟΥ 1.1.12.2.ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ DE JURE ΚΑΙ DE FACTO 1.1.12.3.ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΟΣ 1.1.13.ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ Δ.Υ. (ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ) 1.1.13.1.ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΚ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΟΣ (ΓΕΝΙΚΩΣ) 1.1.13.2.ΜΟΝΙΜΟΤΗΣ / ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ & ΜΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΔΟΚΙΜΩΝ Δ.Υ. 1.1.13.3.ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΛΗΨΕΩΣ ΠΑΡΟΧΩΝ ΣΕ ΕΙΔΟΣ 1.1.13.4.ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΙΣΘΟΥ (& ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΩΝ) [ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ] 1.1.13.5.ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ [ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ] 1.1.13.6.ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΔΕΙΑΣ 1.1.13.6.(Α).ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ 1.1.13.6.(Β).ΑΝΑΡΡΩΤΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ 1.1.13.6.(Γ).ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ (&ΥΠΟΤΡΟΦΙΕΣ) 1.1.13.6.(Δ).ΛΟΙΠΕΣ ΑΔΕΙΕΣ 1.1.13.7.ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΒΑΣΕΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ (Ν. 2378/1999) 1.1.14.ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ Δ.Υ. 1.1.14.1.ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ [Βλ. και 1.3.7.] 1.1.14.1.(Α).ΑΠΕΡΓΙΑ – «ΛΕΥΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ» 1.1.14.1.(Β).ΑΠΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ [Βλ. και 1.2.3.4.(Γ).] 1.1.14.2. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΕΚ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 1.1.15.ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΕΚ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΟΥ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ 1.1.16.ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ Δ.Υ. [Βλ. και 1.1.2.4.] 1.1.16.1.ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ – ΜΕΤΑΘΕΣΗ Δ.Υ. 1.1.16.1.(Α).ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ 1.1.16.1.(Β).ΜΕΤΑΘΕΣΗ 1.1.16.2.ΑΠΟΣΠΑΣΗ Δ.Υ. 1.1.16.2.(Α).ΑΠΟΣΠΑΣΗ ΚΑΤ΄ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ 1.1.16.2.(Β).ΑΠΟΣΠΑΣΗ ΑΝΕΥ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ

12


1.1.16.3.ΜΕΤΑΤΑΞΗ (& ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΜΕΤΑΤΑΞΕΩΣ) 1.1.16.3.(Α).ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ 1.1.16.3.(Α).(α).ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΑΠΟ ΚΑΤΩΤΕΡΗ ΣΕ ΑΝΩΤΕΡΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1.1.16.3.(Α).(β).ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΑΠΟ ΚΛΑΔΟ ΣΕ ΚΛΑΔΟ 1.1.16.3.(Β).ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΑΠΟ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΕ ΥΠΗΡΕΣΙΑ (ΔΗΜΟΣΙΟ – Ν.Π.Δ.Δ.) 1.1.16.3.(Γ).ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΑΠΟ Κ.Ν.Π.Ι.Δ. ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Ή Ν.Π.Δ.Δ. 1.1.16.3.(Δ).ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΑΞΕΩΝ 1.1.16.4.ΛΟΙΠΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ Δ.Υ. 1.1.16.4.(Α).ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ 1.1.16.4.(Β).ΚΑΤΑΤΑΞΗ 1.1.16.4.(Γ). “ΔΙΑΘΕΣΗ” 1.1.16.4.(Δ).ΥΠΟΒΙΒΑΣΜΟΣ 1.1.16.4.(Ε).ΑΡΓΙΑ 1.1.16.4.(ΣΤ).ΑΝΑΘΕΣΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ 1.1.16.5.ΜΗΤΡΩΑ ΜΕΤΑΒΟΛΩΝ (ΑΤΟΜΙΚΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ Δ.Υ. – ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΣ – ΗΘΙΚΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ κ.λπ.) 1.1.17.ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ Δ.Υ. 1.1.17.1.ΒΑΘΜΟΙ – ΠΡΟΑΓΩΓΕΣ – ΠΙΝΑΚΕΣ ΠΡΟΑΚΤΕΩΝ 1.1.17.2.ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ – ΕΝΤΑΞΗ – ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗ κ.λπ. 1.1.17.3.ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΩΝ 1.1.17.3.1.ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΝ 1.1.17.3.2.ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΝ, ΤΜΗΜΑΤΩΝ & ΓΡΑΦΕΙΩΝ 1.1.17.4.ΕΙΔΙΚΟ ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΔΙΚΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΜΕ ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΜΟΝΑΔΟΣ 1.1.18.ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ – ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Δ.Υ. – Ε.Κ.Δ.Δ. – Ε.Σ.Δ.Δ. (ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΠΟΥΔΑΣΤΩΝ – ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ) 1.1.19.ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 1.1.19.1.ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ & ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ 1.1.19.2.ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 1.1.19.3.ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ & ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ 1.1.20.ΑΞΙΟΠΟΙΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Δ.Υ. (ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ κ.λπ.) 1.1.21.ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ Δ.Υ. (ΕΣΔΑ κ.λπ.) 1.1.21.1.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ 1.1.21.2.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΔΔΑ) 1.2.ΘΕΜΑΤΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ ΕΞΗΡΤΗΜΕΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ [ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ] 1.2.1.ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ 1.2.2.ΘΕΜΑΤΑ ΑΤΟΜΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 1.2.2.1.ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΘΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΠΙΝΑΚΕΣ ΔΙΟΡΙΣΜΩΝ – ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ – ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΣΕ ΘΕΣΕΙΣ)

13


1.2.2.2.ΧΡΟΝΙΚΑ ΟΡΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (& ΘΕΜΑΤΑ ΑΔΕΙΩΝ) 1.2.2.3.ΑΜΟΙΒΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ – ΠΑΡΟΧΕΣ (Συνταξιοδότηση – Νοσήλια κ.λπ.) – ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ 1.2.2.4.ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ 1.2.2.5.ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ – ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1.2.2.6.ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΛΗΨΗ – ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΔΙΩΧΘΕΝΤΩΝ 1.2.2.7.ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ 1.2.2.8.ΠΟΛΥΘΕΣΙΑ – ΠΟΛΥΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ (Βλ. και 1.1.8.6.] 1.2.2.9.ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ 1.2.3.ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 1.2.3.1.ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ. ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΟΔΟΤΗ – ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ 1.2.3.1.(Α).ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ. ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΒΛΑΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1.2.3.1.(Β).ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 1.2.3.1.(Γ).ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ 1.2.3.2. ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1.2.3.3. ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ [Βλ. και 1.3.7.] 1.2.3.3.(Α).ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ 1.2.3.3.(Β).ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΕΩΣ 1.2.3.4. ΑΠΕΡΓΙΑ [Βλ. και 1.3.7.] 1.2.3.4.(Α).ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ 1.2.3.4.(Β).ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ 1.2.3.4.(Γ).ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ [Βλ. και 1.1.14.1.(Β).] 1.2.3.4.(Δ).ΠΑΡΑΝΟΜΗ – ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ 1.2.4. ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 1.2.4.1.ΕΠΙΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1.2.4.2.ΜΕΤΑΦΟΡΑ (ΜΕΤΑΤΑΞΗ) ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ κ.λπ. 1.2.4.3.ΩΡΟΜΙΣΘΙΟΙ 1.2.4.4.ΕΝΤΑΞΗ – ΔΟΚΙΜΟΠΟΙΗΣΗ 1.2.4.5.ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΕΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ 1.2.4.6.ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ 1.2.4.7.ΑΣΕΠ & ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΣΧΕΣΗ Ι.Δ. [Βλ. και 1.1.9.3., 1.2.4.8.] 1.2.4.8.ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΕ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (& ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΟΥ) – ΟΔΗΓΙΑ 1999/70/ΕΚ [Βλ. και 1.2.4.7.] 1.2.4.9.ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ & Ν.Π.Δ.Δ. (ΑΡΜΟΔΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ) 1.2.4.10.ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ (ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ κ.λπ.) [Βλ. και 1.1.3.2. & 5.1.2.] 1.2.4.11.ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΣ

14


1.3. ΛΟΙΠΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ Τ.ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ [ ΉΔΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΥΔΙΜΗΔ] 1.3.1.ΜΙΣΘΩΣΗ ΕΡΓΟΥ [ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ] 1.3.2.ΜΙΣΘΩΣΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ 1.3.3.ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1.3.4.ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΡΑΤΟΥΣ – ΠΟΛΙΤΗ & Κ.Ε.Π. 1.3.5.ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ – ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΕΙΣ 1.3.6.ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ – ΕΛΕΓΚΤΕΣ –ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΕΣ 1.3.7.ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ [Βλ. και 1.1.14.1. & 1.2.3.3. – 1.2.3.4.] 1.3.8.ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ & ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ – ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ 1.3.9.ΙΕΡΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ – ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ – ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ 1.3.10. ΙΣΧΥΣ ΕΓΚΥΚΛΙΩΝ 1.3.11.ΘΕΜΑΤΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ κ.λπ.) [ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ]

2.ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΤΥΠΟΥ [ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ] 2.1.ΟΡΓΑΝΩΣΗ & ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ Γ.Γ. ΤΥΠΟΥ 2.2.ΓΡΑΠΤΟΣ ΤΥΠΟΣ – ΕΠΟΠΤΕΙΑ – ΚΥΡΩΣΕΙΣ 2.3.ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ – ΕΠΟΠΤΕΙΑ – ΚΥΡΩΣΕΙΣ 2.4. Γ.Γ. ΤΥΠΟΥ & ΕΣΡ 2.5.ΛΟΙΠΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ Γ.Γ. ΤΥΠΟΥ

3.ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΙΣΟΤΗΤΟΣ [ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ] 3.1. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ 3.2.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ [ ΉΔΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ]

4.ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ 4.1.ΠΡΑΞΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΜΕΝΕΣ ΣΤΗΝ Ε.τ.Κ. 4.2.ΠΡΑΞΕΙΣ ΜΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΜΕΝΕΣ ΣΤΗΝ Ε.τ.Κ. 4.3.ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ

5.ΠΟΙΚΙΛΑ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ [ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΗΣ Τ.ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ - ΉΔΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΥΔΙΜΗΔ] 5.1.ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ 5.1.1.ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ 5.1.2.ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ ΤΟΥ ΣτΕ & ΓΕΝΙΚΩΣ ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ [Βλ. και 1.1.3.2. & 1.2.4.10.] 5.1.3.ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ (ΓΕΝΙΚΩΣ)

15


5.2.ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, Ν.Π.Δ.Δ. ΚΑΙ Ν.Π. ΤΟΥ ΕΥΡΥΤΕΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ 5.3.ΘΕΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ & Ν.Π.Δ.Δ. 5.4.ΘΕΜΑΤΑ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΤ΄ΑΡΘΡΟ 105 ΕισΝΑΚ (Ή ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ 5.5.ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ & ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ 5.5.1.ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΑΦΟΡΩΣΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 5.5.2.ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ ΥΠΕΡ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Ή Ν.Π.Δ.Δ. 5.6.ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΑΚΡΟΑΣΕΩΣ – ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 5.7.ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ (& ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΛΑΔΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ) 5.8.ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 5.9.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΕ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5.9.1.ΑΡΧΕΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΩΣ ΣΥΝΑΓΟΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΣ 5.9.2.ΑΡΧΕΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5.9.3.ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑΣ 5.9.4.ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΟΣ (Ή ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΑΡΧΕΣ) 5.9.5.ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΩΝ 5.9.6.ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ 5.9.7.ΑΡΧΗ AUDIATUR ET ALTERA PARS 5.9.8.ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ / ΕΞΟΥΣΙΩΝ 5.9.9.ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΟΣ 5.9.10.ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ 5.9.11.ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΟΣ (Ή ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΑΡΧΕΣ) 5.9.12.ΑΡΧΗ (Ή ΑΡΧΕΣ) ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ 5.9.13.ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΚΑΛΟΠΙΣΤΩΣ ΕΙΣΠΡΑΧΘΕΝΤΩΝ ΠΟΣΩΝ ΕΚ ΜΙΣΘΩΝ Δ.Υ. Ή ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ 5.9.14.ΑΡΧΗ NON BIS IN IDEM 5.9.15.ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ (Ή ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΑΡΧΕΣ) 5.9.16.ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ 5.9.17.ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΟΧΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5.9.18.ΑΡΧΗ( Ή ΑΡΧΕΣ) ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ 5.10.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ ( Ή ΑΛΛΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ) 5.11.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ ( Ή ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ) 5.12.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ Ή ΦΟΡΕΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ( Ή ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ / ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΡΧΗΣ / ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ) 5.13.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ (& ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ) 5.14.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΥΧΕΡΕΙΑΣ / ΕΞΟΥΣΙΑΣ 5.15.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ [Βλ. & 1.1.2.2.] 5.16.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

16


5.17.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ 5.18.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ 5.18.1.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ (& ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ) 5.18.2.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ 5.19.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ 5.20.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΜΟΥ ΤΑΞΕΩΣ 5.21.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ 5.22.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ «ΚΕΚΤΗΜΕΝΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ» 5.23.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ( Ή ΑΛΛΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ) 5.24.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΓΝΩΣΗ Ή ΑΓΝΟΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΪΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ 5.25.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΌ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΗ

17



ΕΡΕΥΝΗΘΕΝΤΑ ΝΟΜΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΑΧΑΪΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ DE LEGE ΔΕΛΤΙΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ DIGESTA ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ & ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΔΙΚΑΙΟ ΜΕΣΩΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΔΙΚΗ * ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΙΚΑ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ & ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΥΡΙΠΕΙΟΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

19


ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΦΕΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΡΗΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΙΟΝΙΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΡΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗΣ * ΝΕΑ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ * ΝΟΜΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ ΝΟΜΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΡΑΞΗ & ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ * ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΧΙΑΚΑ ΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ *Αναστολή εκδόσεως [31.12.2009].

20


ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΑΘ’ ΥΛΗ* (Οι παραπομπές αφορούν τους εντός παρενθέσεων αριθμούς λημμάτων, βλ. Αποφάσεις δικαστηρίων, σελ. 65 επ.)

Α Αγροφύλακες (7), (164), (184), (1555) Άδειες Δ.Υ. Βλ. Δικαίωμα αδείας Δ.Υ. Αίτηση ακυρώσεως (11), (23), (134), (216), (251), (270), (331), (343), (350), (543), (794), (811), (873), (1249) Αίτηση ακυρώσεως ως έφεση ενώπιον του ΕΣ (415) Ακαδημία Ερευνητές – (6) Άμισθοι Πρόξενοι & Υποπρόξενοι (11) Αμοιβή της εργασίας μισθωτών-παροχές (Συνταξιοδοτικά, νοσήλια κ.λπ.). Χρηματική ικανοποίηση (993) έως (1020) Αμέλεια εργοδότη για την προστασία μη καπνιστών υπαλλήλων. Χρηματική ικανοποίηση (998) Αμοιβή μονίμων υπαλλήλων και υπαλλήλων Ι.Δ.. Δυνατή η διαφοροποίηση (1016) Αναπροσαρμογή αποδοχών λόγω αναθέσεως καθηκόντων Διευθυντού στον ΟΤΕ (1014) Απαγόρευση παραιτήσεως από μισθολογικές αξιώσεις (996) Απόδοση αδικαιολογήτου πλουτισμού εργοδότου (ΟΤΑ) εκ της εργασίας μη νομίμως διορισθέντος υπαλλήλου (1000) Βοήθημα εφάπαξ υπαλλήλων ΔΕΗ (1012) Διεκδίκηση παροχών μετά μακροχρόνια αδράνεια (1018), (1020) Επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητος αμοιβής εργασίας (994), (1009) Επίδομα χειριστών γιγαντιαίων μηχανημάτων της ΔΕΗ (993) Μείωση αποδοχών (997) Μη επιστροφή καλοπίστως εισπραχθεισών αμοιβών (995) Μισθός (ορισμός) (1010) Νοσηλεία ασφαλισμένων ΙΚΑ. Κάλυψη δαπανών (1013) Οικειοθελείς παροχές του εργοδότη προς τον εργαζόμενο (1009) Οικογενειακό επίδομα (1002) Προσβολή προσωπικότητος εργαζομένου. Χρηματική ικανοποίηση (1001) Πταίσμα εργοδότη. Ικανοποίηση χρηματική του εργαζομένου (1017) Συνταξιοδότηση υπαλλήλου του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. μη υπαγομένου στην ασφάλιση του Δημοσίου (1019)

* Οι παύλες υποδηλούν επανάληψη του λήμματος, ενδεχομένως σε διαφέροντα αριθμό ή πτώση. 21


Τ.Ε.Β.Ε. Επιμελητές εισπράξεως ασφαλιστικών εισφορών (1011) Υπερεργασία, υπερωριακή εργασία. Βλ. Χρονικά όρια της εργασίας. Υποβιβασμός εργαζομένου. Χρηματική ικανοποίηση (999) Ψυχιατρικό ίδρυμα. Διαφοροποίηση αμοιβών (1015) Ανάγκες διαρκείς καλυπτόμενες από συμβασιούχους ορισμένου χρόνου. Βλ. ΑΣΕΠ Αναγνώριση προϋπηρεσιών και δικαίωμα μισθού Δ.Υ. (320) έως (410) Αναγνώριση τίτλων σπουδών (1382) έως (1385) Αναδιορισμός Δ.Υ. . Επανακρίσεις. Αποκατάσταση (217) έως (230) Ανάθεση καθηκόντων (594), (595) Ανάκληση διορισμού Δ.Υ. (214) έως (216) Αναλογικότης. Βλ. Αρχές (του δικαίου) Αναστολές. Βλ. Επιτροπές αναστολών Ανεξάρτητες υπηρεσίες. Μίσθωση (1190) έως (1193) Ανθρώπινα δικαιώματα των Δ.Υ. [ΕΣΔΑ κ.λπ.], (951) έως (969) Νομολογία ελληνικών δικαστηρίων (951) έως (961) Νομολογία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (962) έως (969) Ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι (8) Αξία προσωπική (2) Αξιοκρατία (2), (14), (153), (160), (161), (168), (178), (181), (182), (187), (191), (195) (622), (1411) έως (1419), (1444), (1461), (1485), (1500) Αξιόποινες πράξεις Δ.Υ. [Υπηρεσιακά εγκλήματα]. Βλ. "Εγκλήματα περί την υπηρεσίαν" Απεργία. «Λευκή απεργία» (480) έως (486) Απεργία. Προσωπικό ασφαλείας (487) έως (489), (1099) Απεργία προσωπικού Ι.Δ. Άσκηση του δικαιώματος – (1097), (1098) Παράνομη, καταχρηστική – (1100), (1101) Προσωπικό ασφαλείας (1099) Συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος – (1095), (1096) Απόλυση Δ.Υ. (248) έως (266) Απόρρητο Παραβίαση – σε ηλεκτρονικό αρχείο για λόγους δημοσίου συμφέροντος (1532) Απόσπαση Δ.Υ. – άνευ αιτήσεώς του (530) έως (534) – κατ΄ αίτησή του (519) έως (529) – σε ΝΠΙΔ (519) Απόσπαση μισθωτού. Βλ. "Μεταφορά", Αποσπάσεις προσωπικού (πλεονάζον προσωπικό κ.λπ) Αργία Δ.Υ. (580) έως (593) Αρμοδιότης , κρατική εξουσία, κυριαρχία (1540) Αρχές διέπουσες την δράση της Διοικήσεως κατά την εφαρμογή του Υ.Κ. (1), (2)

22


Αρχές (του δικαίου) – αμεροληψίας (1395) έως (1398) – αναλογικότητος (1399) έως (1409) – ανταποδοτικότητος μεταξύ ασφαλιστικών εισφορών και παροχών (1470) – αξιοκρατίας (1411) έως (1419) – audiatur et altera pars (1420) – διακρίσεως των εξουσιών (1421) έως (1425) – ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητος (1426) – ευνοίας προς τον εργαζόμενο (1427), (1428) – ισότητος (1429) έως (1485) – καλής πίστεως (1486) έως (1488) – μη αναζητήσεως των καλοπίστως εισπραχθέντων ποσών εκ μισθών Δ.Υ. και συντάξεων (1489) – νομολογιακώς συναγόμενες και νόμος (1386) – non bis in idem (1490) – προστασίας της εμπιστοσύνης (1491) έως (1500) – στα πλαίσια του Διοικητικού Δικαίου (1387) έως (1394) – συνεχείας της δημοσίας υπηρεσίας (1501) έως (1504) – υπεροχής του δικαίου (1505) – χρηστής διοικήσεως (1506) έως (1517) ΑΣΕΠ Μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και – (1138) έως (1175) Παρεμβάσεις του – (123) έως (161) Προσλαμβανόμενοι με σχέση Ι.Δ. και – (1123) έως (1137) Αστική ευθύνη του Δημοσίου εκ παρανόμων πράξεων εις βάρος υπαλλήλων του (494) έως (497) Ασυμβίβαστο λόγω κατοχής άλλης δημοσίας θέσεως. Εξαιρέσεις, πολυθεσία, πολυαπασχόληση (98) έως (103) Ατομικοί φάκελοι Δ.Υ. Μητρώα μεταβολών (596) έως (612) Αυτοκίνητα Δημοσίου & ΝΠΔΔ (1338) έως (1341) Αφανείς παρεμβάσεις (1277)

Β Βαθμοί, προαγωγές Δ.Υ. (613) έως (627) Βαθμολογική εξέλιξη (ένταξη, επανένταξη) (628) έως (635) Βουλή Υπάλληλοι – (20)

Γ Γενικές αρχές του δικαίου. Βλ. Αρχές (του δικαίου)

23


Γενικοί Διευθυντές Επιλογή (637) έως (666) "Γενικός Επιθεωρητής Δημοσίας Διοίκησης" (17)

Δ Δανεισμός μισθωτού (1118) έως (1122) Δημοσία εξουσία [Βλ. και Κρατική εξουσία] Άσκηση – (1561) έως (1568) Όργανα, φορείς – (1552) έως (1560) Παραχώρηση από το Κράτος ασκήσεως – (1561) Δημοσία υπηρεσία. Βλ. Υπηρεσία Δημοσία Δημόσιο συμφέρον ή άλλες συγγενείς έννοιες. Βλ. Συμφέρον δημόσιο Δημόσιος τομέας (970) έως (974) Έξοδος από τον – εξαιρουμένων διατάξεων περί προσλήψεως προσωπικού (973) Μη υπαγωγή στον – εταιρειών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο (974) Υπαγωγή στον – νομικών προσώπων χωρίς ίδρυσή τους με πράξη δημοσίας αρχής (970) Διαγωνισμοί προσλήψεως υπαλλήλων (104) έως (115) Εξαιρέσεις από –. Επιλογή (116) έως (122) "Διάθεση" (576) έως (578) Διαθεσιμότης (1180) έως (1183) Διάκριση εξουσιών/έλεγχος συνταγματικότητος (393) Διαμονή Δ.Υ Τόπος – (280) Διάρθρωση, λειτουργία, στελέχωση υπηρεσιών (1231) έως (1237) Διαφάνεια (2), (161), (162), (622), (789), (1264), (1541) Διαφθορά. Έλεγχος, Ελεγκτές, Επιθεωρητές της Δημοσίας Διοικήσεως (1205) έως (1209) Διευθύνοντες υπάλληλοι (1115) έως (1117) Διευθυντικό δικαίωμα εργοδότη. Μονομερής βλαπτική μεταβολή (1050) έως (1076) Δίκαιο Άγνοια – (1613) Αίσθημα – (283), (1516), (1612) Αντίληψη περί – (1609) έως (1612) Αρχή υπεροχής του – (1505) Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (14), (1485), (1491) έως (1500) [Βλ. & Προστατευομένη εμπιστοσύνη] Δικαίωμα αδείας Αναρρωτικές άδειες (463) έως (465) Εκπαιδευτικές άδειες (466) έως (472) Κανονικές άδειες (462) Λοιπές άδειες (473) έως (478) Δικαίωμα λήψεως παροχών σε είδος (318), (319) 24


Δικαίωμα μισθού (& αναγνωρίσεως προϋπηρεσιών) Δ.Υ. (320) έως (410) Δικαίωμα συντάξεως Δ.Υ. (γενική θεώρηση) (411) έως (461) Δικαίωμα του αναφέρεσθαι στις αρχές από Δ.Υ (290) Δικαιώματα βάσει συλλογικών συμφωνιών (Ν. 2738/1999) (479) Δικαιώματα εκ της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητος (γενικώς) (288) έως (294) Δικαστική απόφαση [«είναι όταν εκτελείται»] (775) Δικαστική προστασία (393), (456), (1425), (1476) Δικαστική προστασία μισθωτού Δημοσίου & ΝΠΔΔ (αρμόδια δικαστήρια) (1176), (1177) Δικηγόροι του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΝΠ του ευρυτέρου δημοσίου τομέα (1330) έως (1337) Διορισμός Δ.Υ. Αναδρομικός – (235) έως (237) Ανάκληση – (214) έως (216) Αρνητικές προϋποθέσεις – (87) έως (92) Θετικές προϋποθέσεις – (87) έως (92) Πίνακες & πράξεις – (162) έως (199) Υπάλληλοι επί θητεία (231), (232) Διωχθέντες μισθωτοί. Επάνοδος (1043), (1044) Δοκιμοποίηση / ένταξη προσωπικού ΔΕΗ ή ΟΤΕ (1112) έως (1114)

Ε "Εγκλήματα περί την υπηρεσίαν" Απιστία (924), (932), (940) Αποσιώπηση λόγου εξαιρέσεως (946) Δικαστικές αποφάσεις μη εφαρμοζόμενες (919) Δωροδοκία (908), (913), (914), (920), (931), (942), (944), (945), (947) Δωροληψία (925) Εκβίαση (910) Παράβαση καθήκοντος (909), (911), (912), (917), (922), (926), (928), (930), (933), (935), (943), (948), (950) Πλαστογραφία (916), (927), (932) Υπεξαίρεση στην υπηρεσία (907), (932), (934), (941), (949) Υφισταμένων παρότρυνση (918) Ψευδής βεβαίωση (915), (923), (929) Εγκυκλίων ισχύς (1238) έως (1240) Εγκυμοσύνη, λοχεία, γαλουχία εργαζομένης (1026), (1036) Εδαφικότητα Αρχή της – και κρατική κυριαρχία (1557), (1558) Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεοράσεως & Γ.Γ. Τύπου (1282) έως (1289) Εθνικό Τυπογραφείο. Βλ. Τυπογραφείο Εθνικό Ειδικές θέσεις (κατηγορία) (9) 25


Ειδικές κατηγορίες υπαλλήλων (1241) έως (1249) ΕΚΔΔ. Βλ. Εκπαίδευση, μετεκπαίδευση Δ.Υ., ΕΣΔΔ (& ΕΚΔΔ) Εκθέσεις Δ.Υ. Ατομικοί φάκελοι (μητρώα μεταβολών) (596) έως (612) Εκπαίδευση, μετεκπαίδευση Δ.Υ. ΕΣΔΔ (&ΕΚΔΔ) (693) έως (700) Έκπτωση Δ.Υ. (267) έως (276) Εκσυγχρονισμός (παρατεινόμενος επί 4 έτη) (1519) Ελεγκτές Δημοσίας Διοικήσεως. Βλ. Διαφθορά Εμπιστοσύνη. Βλ. Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και προστατευομένη εμπιστοσύνη Εμφάνιση εργαζομένων (1056) Ένδικα μέσα – Δ.Υ. Βλ. Προσφυγή υπαλληλική – αποχωρήσαντος Δ.Υ. Ένσταση διακωλυτική (1067), (1073) Ένταξη, επανένταξη (βαθμολογική εξέλιξη Δ.Υ.) (628) έως (635) Εξουσία δημοσία. Βλ. Δημοσία εξουσία Εξουσία διακριτική. Βλ. Ευχέρεια διακριτική Εξουσία κρατική ως έκφραση κυριαρχίας (1540) Επάνοδος διωχθέντων μισθωτών (1043), (1044) Επιείκεια (1607) Επιλογή – διοριζομένων Δ.Υ. (εξαιρέσεις από διαγωνισμό) (116) έως (122) – και τοποθέτηση προϊσταμένων (637) έως (692) Επίσχεση εργασίας (1102) έως (1104) Επίτακτοι (1242), (1244) Επιτροπές αναστολών (32) έως (36), (1178), (1179), (1325) έως (1327) Επιχειρήσεις δημόσιες. Βλ. Δημόσιος τομέας Ερμηνεία κανόνων δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου (3), (4) ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και Δημοσιοϋπαλληλικό Δίκαιο. Βλ. Ανθρώπινα δικαιώματα των Δ.Υ. [ΕΣΔΑ κ.λπ.] ΕΣΔΔ. Βλ. Εκπαίδευση, μετεκπαίδευση Δ.Υ., ΕΣΔΔ (& ΕΚΔΔ) Ευθύνη του Δημοσίου κατ΄ άρθρο 105 Εισ ΝΑΚ και προσωπική ευθύνη των οργάνων του Δημοσίου (1342) έως (1354) Ευχέρεια διακριτική (1569) έως (1586) Εφημερίς της Κυβερνήσεως. Βλ. Τυπογραφείο Εθνικό

Ζ Η Ηθικά προσόντα Δ.Υ. (255) Ηθική (716) Ήθος (114), (196), (302), (526), (611), (626), (1113), (1207), (1579), (1583) 26


Ηλικία Δ.Υ. Διόρθωση – (603)

Θ Θετικές προϋποθέσεις διορισμού Δ.Υ. (87) έως (92)

Ι Ιδιωτικό έργο Δ.Υ. (18) Ιθαγένεια (ως προϋπόθεση διορισμού) (87) έως (89) Ικανότητα προσωπική (2) Ισότης των φύλων Νομολογία Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ήδη Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως) (1301), (1302) Νομολογία ελληνικών δικαστηρίων (1291) έως (1300) Ισχύς εγκυκλίων (1238) έως (1240)

Κ Καθήκοντα / Υποχρεώσεις Δ.Υ. (277) έως (287) Καθηκόντων ανάθεση (594), (595) [Βλ. & Επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων] Καλοπίστως εισπραχθέντες μισθοί Δ.Υ. & συντάξεις (424) Κανονισμός εργασίας ΝΠ του δημοσίου τομέα. Βλ. Διευθυντικό δικαίωμα εργοδότη Καταγγελία συμβάσεως εργασίας. Βλ. Λύση συμβάσεως εργασίας Κατάρτιση "Οργανισμών" (1218) έως (1230) Κατάταξη Δ.Υ. (569) έως (575) Κατάχρηση εξουσίας αδιανόητη όσον αφορά τον νομοθέτη (1567) Κεκτημένο δικαίωμα (1608) Κ.Ε.Π. Βλ. Σχέσεις κράτους – πολίτη Κρατική εξουσία [Βλ. και Δημοσία Εξουσία] Εύρυθμη συνέχεια της κρατικής εξουσίας (1563) – και δημοσία λειτουργία (1563) – ως έκφραση κυριαρχίας (1540) Κράτος δικαίου (2), (191), (448), (622), (1404) Κυριαρχία – κρατική (1601) έως (1603) – λαϊκή (1604) – λαϊκή και ισότητα (1565)

Λ Λειτουργός Δημόσιος – (1587) έως (1591) 27


Λύση δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως Απόλυση (248) έως (266) Έκπτωση (267) έως (276) Παραίτηση (238) έως (247) Λύση συμβάσεως εργασίας (1024) έως (1042) Αδύνατος κατά νόμον δια συμφωνίας των μερών αποκλεισμός ασκήσεως του δικαιώματος καταγγελίας συμβάσεως εργασίας για σπουδαίο λόγο (1030) Αιτιώδης δικαιοπραξία απαιτούσα την ύπαρξη σπουδαίου λόγου η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας μισθωτών του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ (1029) Ακυρώσιμη λόγω πλάνης καταγγελία συμβάσεως εργασίας (1032) Αναιτιώδης δικαιοπραξία η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας στον ιδιωτικό τομέα υποκειμένη στα όρια του άρθρου 281 ΑΚ (1038) Αποζημίωση απολυομένου μισθωτού Ανωνύμου Εταιρείας υπό κρατικό έλεγχο (1042) Απόλυση μετά αναμόρφωση πινάκων από το ΑΣΕΠ κατατάξεως προσλαμβανομένων συμβασιούχων (1034) Άτακτη καταγγελία συμβάσεως εργασίας (1035) Δυνατή η πρόβλεψη Κανονισμού Εργασίας ιδιωτικής επιχειρήσεως περί αιτιώδους χαρακτήρος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας (1040) Ειδική διοικητική διαδικασία για την λόγω πειθαρχικής παραβάσεως καταγγελία της συμβάσεως εργασίας μισθωτού του Δημοσίου, ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ (1028) Καταγγελία συμβάσεως εργασίας προέδρου εργατικού σωματείου (1027) Καταγγελία συμβάσεως εργασίας υπηρετούντος στο Προξενείο της Ελλάδος στο Αμβούργο (1037) Καταγγελία συμβάσεως εργασίας προσβληθέντος από AIDS HIV κατ΄ απαίτηση των συναδέλφων του (1041) Μη εφαρμογή του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος επί καταγγελίας συμβάσεως εργασίας μισθωτών του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ (1033) Παράνομη η καταγγελία εργασιακής συμβάσεως κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης, λοχείας και γαλουχίας (1026), (1036) Τυπική δικαιοπραξία απαιτούσα, επί ποινή ακυρότητος, τύπο ή καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου (1031) Υπάλληλοι ΔΕΗ (1024), (1025) Υπάλληλοι Δημοτικών Επιχειρήσεων Υδρεύσεως Αποχετεύσεως (1039)

Μ Μαθητεία (1194) Μερική απασχόληση (1048), (1049) 28


Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων / εξουσιοδοτήσεις (1198) έως (1204) Μεταβολές καταστάσεως Δ.Υ. (και υπαλλήλων ΝΠΔΔ) Ανάθεση καθηκόντων (594), (595) Απόσπαση άνευ αιτήσεως του υπαλλήλου (530) έως (534) Απόσπαση κατ΄ αίτηση του υπαλλήλου (519) έως (529) Αργία (580) έως (593) "Διάθεση" (576) έως (578) Κατάταξη (569) έως (575) Μετάθεση (501) έως (518) Μετακίνηση (562) έως (568) Μετατάξεων δημοσίευση (561) Μετάταξη από κατώτερη σε ανώτερη κατηγορία εντός της ιδίας Υπηρεσίας (535) έως (545) Μετάταξη από κλάδο σε κλάδο (546) έως (548) Μετάταξη από ΚΝΠΙΔ στο Δημόσιο ή ΝΠΔΔ (559), (560) Μετάταξη από Υπηρεσία σε Υπηρεσία [Δημόσιο, ΝΠΔΔ] (549) έως (558) Τοποθέτηση (498) έως (500) Υποβιβασμός (579) Μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Βλ. ΑΣΕΠ "Μεταφορά", αποσπάσεις προσωπικού (πλεονάζον προσωπικό κ.λπ.) (1105) έως (1110) Μητρώα μεταβολών (Ατομικοί φάκελοι Δ.Υ., εκθέσεις κ.λπ.) (596) έως (612) Μισθού δικαίωμα (& αναγνωρίσεως προϋπηρεσιών) Δ.Υ. (320) έως (410) Μισθώσεις έργου (1184) έως (1189) Μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών (1190) έως (1193) Μονιμοποίηση υπαλλήλων με σχέση Ι.Δ. (200) έως (213) Μονιμότητα Δ.Υ. (295) έως (317) Μονομερής βλαπτική μεταβολή. Διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, (1050) έως (1076) Μουφτής (1249)

Ν Νοσηλεία στο εξωτερικό (80), (81), (83)

Ξ Ο Οικονομία της δίκης (1378) Οικονομικοί επιθεωρητές (10) "Οργανισμών" κατάρτιση. Οργάνωση του Κράτους. Διοικητική επιστήμη (1218) έως (1230) 29


Όργανο ή φορέας δημοσίας εξουσίας (ή αρχή/δημοσία αρχή/διοίκηση) (1552) έως (1560) Ουδέτερη και επαγγελματική Διοίκηση (1560) Ουδετερότης πολιτική των Δ.Υ. (287) Ουσιαστική δικαστική προστασία (456)

Π Παράβαση καθήκοντος. Βλ. "Εγκλήματα περί την υπηρεσίαν" Παραγραφές και προθεσμίες υπέρ και κατά του Δημοσίου (1358) έως (1376) Παραίτηση Δ.Υ. (238) έως (247) Παραμεθόριες περιοχές Απώλεια ευεργετημάτων Δ.Υ. υπηρετούντων σε – (558) Πειθαρχικά αδικήματα & πειθαρχικές ποινές (701) έως (792) Αδικαιολόγητη απουσία (723), (731), (734), (756), (767), (769), (776), (780), (783), (792) Αμελής εκτέλεση υπηρεσιακών καθηκόντων (779) Αναγραφή πολλών συνταγών μη συνιστώσα καθ΄ εαυτήν πειθαρχικό παράπτωμα (761) Ανακληθείσα τυπική πλημμέλεια πράξεως δια της εκδόσεως νέας ορθής πράξεως δεν αίρει την σχετική πειθαρχική ευθύνη του αρμοδίου υπαλλήλου (722) Αναξιοπρεπής ή αναξία υπαλλήλου διαγωγή και επιβολή πειθαρχικής ποινής προστίμου (720) Ανεύρεση, υπό υπαλλήλου, συνηγόρου υπερασπίσεως κατηγορουμένου ως αναξιοπρεπής εν υπηρεσία διαγωγή (784) Ανορθόδοξες, αλλά αποτελεσματικές, ενέργειες υπαλλήλου προς είσπραξη δημοσίων εσόδων μη επισύρουσες πειθαρχική ποινή (759) Αντικείμενες στην ηθική πράξεις και οριστική παύση (716) Ανυπακοή σε νόμιμη διαταγή (781) Απαγόρευση επιβολής δύο πειθαρχικής φύσεως κυρώσεων για το ίδιο αδίκημα (non bis in idem) (745) Απαγόρευση της «εκ δευτέρου» για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα διώξεως (701) Απείθεια και οριστική παύση (705) Αποκλεισμός δυνατότητος επανόδου πρωτοβαθμίου οργάνου στο ίδιο θέμα μετά την ακύρωση με απόφαση υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου πειθαρχικής ποινής (741) Άρνηση εκτελέσεως υπηρεσιακών καθηκόντων (730) Ατελής εκπλήρωση υπηρεσιακού καθήκοντος (718), (725), (728), (729), (747), (748), (765) Αυτοδίκαιη έκπτωση υπαλλήλου ΟΤΑ (764) Βεβαίωση ψευδής αλυμάντου μολυβδοσφραγίδων εξερχομένου από Τελωνείο φορτηγού αυτοκινήτου χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπής διαγωγή κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τελωνοφύλακος (755) Βουλή. Επιβολή πειθαρχικής ποινής από τον Πρόεδρό της (711) Βραδεία προσέλευση και ακύρωση αποφάσεως πειθαρχικού συμβουλίου λόγω μη αιτιολογημένης εκτιμήσεως των προβληθέντων από τον υπάλληλο λόγων υγείας (742) 30


Διαγωγή αναξιοπρεπής εντός ή εκτός της Υπηρεσίας και οριστική παύση (707), (712), (733) Διαφοροποίηση νομικού χαρακτηρισμού πραγματικών γεγονότων (777) Διαφωνία αναπληρωτή Διευθυντή με υφιστάμενό του χωρίς αιτιολογία των εισηγήσεών του ως Προϊσταμένου μη συνιστώσα παράβαση καθήκοντος (753) Διαφωνία εκπαιδευτικού με τον Διευθυντή σχολείου (746) Δυσμενής μετάθεση ως πειθαρχική ποινή (724) Έγγραφη σύσταση Προϊσταμένου προς υφιστάμενο για συμμόρφωση προς τις εκάστοτε οδηγίες μη συνιστώσα πειθαρχική ποινή αλλά απλή προτροπή για την εκτέλεση καθηκόντων (758) Έκφραση γνώμης Δ.Υ. ως μάρτυρος σε ποινική δίκη και αθώωση του κατηγορουμένου για λαθρεμπορία χρυσού μη συνιστώσα πειθαρχικό παράπτωμα. Εξαφάνιση σχετικής αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών περί επιβολής πειθαρχικής ποινής (713) Επαφή υπαλλήλου της ΕΥΠ με μέλη του προσωπικού ξένων πρεσβειών και αποστολών χωρίς υπηρεσιακή άδεια ως πειθαρχικό αδίκημα (773) Επιλεκτικές πειθαρχικές ποινές (712) Επίρριψη αδικαιολογήτως πειθαρχικής ευθύνης σε υπάλληλο (739) Ικανότης προς καταλογισμό (737) Κατοχή ναρκωτικών ως χαρακτηριστικώς αναξία εκτός υπηρεσίας διαγωγή (785) Κρίση των κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος υπηρεσιακών συμβουλίων περί υποβιβασμού ή παύσεως υπαλλήλου ως εγγύηση υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων (760) Μαγνητοφώνηση από υπάλληλο συνομιλιών συναδέλφων του με Προϊστάμενό τους ως χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπής διαγωγή εντός της υπηρεσίας (768) Μείωση επιβλητέας πειθαρχικής ποινής (791) Μεταμέλεια και μετριασμός πειθαρχικής ποινής (704) Μεταρρύθμιση πειθαρχικής ποινής οριστικής παύσεως σε πειθαρχική ποινή διακοπής του προς προαγωγή δικαιώματος για 2 έτη υπαλλήλου Δήμου για παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ, χωρίς να ιδιοποιηθεί το σχετικό ποσό, αφού τούτο διέθεσε ο Δήμος για την εξόφληση οφειλών σε ΔΕΚΟ (739) Μη αναγραφή κατά τρόπο ειδικό των διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικος βάσει των οποίων επεβλήθη πειθαρχική ποινή μη καθιστώσα άκυρη την σχετική πειθαρχική απόφαση (717) Μη αποδοχή από ποινικό δικαστήριο ως αληθών πραγματικών περιστατικών θεωρηθέντων από την Διοίκηση ως βάση της πειθαρχικής διώξεως συνεπαγομένη δέσμευση για τον πειθαρχικό δικαστή, ώστε να μην είναι δυνατή η θεμελίωση των αποδοθέντων στον υπάλληλο πειθαρχικών παραπτωμάτων (740) Μη αποστολή από την Διοίκηση φακέλου της υποθέσεως στο Δικαστήριο (703), (744) Μη προσήκουσα συμπεριφορά προς προϊσταμένους και λοιπούς υπαλλήλους (735)

31


Μη συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση ως επιφέρουσα πειθαρχική κύρωση εις βάρος του αρμοδίου υπαλλήλου (775) Μη τήρηση διαδικασίας υπαγορευμένης από την διοικητική πρακτική (754) Μη τήρηση προθεσμιών συντάξεως εκθέσεως αξιολογήσεως υπαλλήλου (772) Οργάνωση εκδρομής μαθητών από εκπαιδευτικό χωρίς άδεια προϊστάμενης αρχής και επιβολή προστίμου (726) Οριστική παύση υπαλλήλου για πειθαρχικό παράπτωμα, ενώ για το ίδιο παράπτωμα άλλοι συνάδελφοί του απηλλάγησαν, χωρίς τούτο να αντίκεινται στην αρχή της ισότητος (712) Οριστική παύση υπαλλήλου με απόφαση του αρμοδίου υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου προ της εκδόσεως αποφάσεως του ΣτΕ σχετικά με άλλη πειθαρχική υπόθεση του ιδίου υπαλλήλου (774) Ουσιαστική έρευνα των πειθαρχικών υποθέσεων από το ΣτΕ (706), (771) Παράβαση καθήκοντος και οριστική παύση (702), (714), (732), (736) (738) Παράβαση καθήκοντος κατά τον ποινικό κώδικα (750) Παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος (757), (782) Παράνομη κατοχή δευτέρας θέσεως στο Δημόσιο ως πειθαρχικό και ποινικό αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος (786) Πειθαρχικό δίκαιο και εύρυθμη λειτουργία της δημοσίας υπηρεσίας (778) Περικοπή αποδοχών. Δεν συνιστά πειθαρχική ποινή (727) Πλαστογραφία (790) Πλημμελής εκτέλεση υπαλληλικού καθήκοντος (752), (763) Πραγματικά περιστατικά μη αποδεικνύοντα κατηγορία ενώπιον ποινικού δικαστηρίου με συνέπεια την έκδοση αμετακλήτου αθωωτικής αποφάσεως δεν δύνανται να θεμελιώσουν πειθαρχικό παράπτωμα (721) Πρόκληση δημοσίου σκανδάλου ηθικής φύσεως και οριστική παύση (709) Προϋποθέσεις αναλόγου εφαρμογής διατάξεων του ποινικού κώδικος και του κώδικος ποινικής δικονομίας στο πεδίο του πειθαρχικού δικαίου των Δ.Υ. (788) Συμμετοχή Δ.Υ. σε έργα ξένα προς την υπηρεσία (751) Συνεργασία ιατρού του ΕΣΥ με ιδιωτική κλινική και οριστική παύση (787) Υβριστικές επιστολές ως χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπής για υπάλληλο διαγωγή (766) Υποβιβασμός (708) Υποχρέωση υποβολής δηλώσεως μεταβολών περιουσιακών στοιχείων (789) Χειροδικία ως χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπής για υπάλληλο διαγωγή (766) Χρήση πλαστού τίτλου σπουδών και οριστική παύση (710) Ψευδής βεβαίωση και οριστική παύση (719) Ψευδορκία (749)

32


Πειθαρχικά Συμβούλια. Βλ. Υπηρεσιακά πειθαρχικά συμβούλια Πειθαρχική διαδικασία (793) έως (899) Αδυναμία συνεχίσεως – (875) Αδύνατη η συμμετοχή του διενεργήσαντος Ε.Δ.Ε στο υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο (844) Αίτηση ακυρώσεως (794), (811), (814) Αίτηση εξαιρέσεως μελών υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου (813), (832), (838), (888), (893) Ακυρότητα – (802), (825), (840), (850) Αναβολή εκδικάσεως πειθαρχικής υποθέσεως (810), (817), (828) Ανάκριση (800), (807), (809), (823), (842), (843), (848), (850), (854), (864), (866), (889) Ανάλογη εφαρμογή βασικών αρχών της ποινικής δικονομίας στην πειθαρχική διαδικασία (899) Αναπομπή υποθέσεως από το Συμβούλιο Επικρατείας στη Διοίκηση (807), (819) Αναστολή εκδικάσεως πειθαρχικής υποθέσεως (812), (824) Αναστολή λειτουργίας υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου (837) Απολογία πειθαρχικώς διωκομένου (857) Αρμόδιο υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο (816) Αρμοδιότης ασκήσεως πειθαρχικής διώξεως στο Υπουργείο Εξωτερικών (849) Αρμοδιότης δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου κατά τον Ν. 2839/2000 (867) Άσκηση πειθαρχικής διώξεως (795), (841), (884) Άτυπη συλλογή και καταγραφή πληροφοριών (836) Αυτοπρόσωπη παρουσία πειθαρχικώς εγκαλουμένου (817) Αυτοτελής η πειθαρχική δίκη (812), (880) Γνώση των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου κατόπιν αιτήσεως του πειθαρχικώς διωκομένου (827) Δικαίωμα ακροάσεως (857) Εισηγητής στο υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο (808), (865) «Ένδικα μέσα» (ένσταση, προσφυγή) στα πλαίσια ενδικοφανούς διαδικασίας (882) Ενδικοφανής προσφυγή / Ενδικοφανής διαδικασία (862), (869), (871), (882) Ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.) (800), (803), (835), (844), (846), (847), (848), (858), (866) Ένσταση (829), (869), (871), (874) Επανάληψη – (793), (806), (856), (878) Επίδοση εγγράφων στον πειθαρχικώς διωκόμενο (883) Επίδοση κλήσεως σε απολογία (818), (891) Επίδοση / Κοινοποίηση σε πειθαρχικώς διωκόμενο ευρισκόμενο στο εξωτερικό (886), (890), (895) Επίδοση πειθαρχικής αποφάσεως (881), (887) Κακή σύνθεση υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου λόγω συμμετοχής ως εισηγητού άνευ ψήφου προσώπου μη προβλεπομένου εκ του νόμου (855) Κλήση σε απολογία (802), (818), (859), (870), (877), (879) (892), (894) 33


Κοινοποίηση πλήρους αντιγράφου της πειθαρχικής αποφάσεως στον τιμωρηθέντα (804) Κώλυμα συμμετοχής σε υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο (853), (863) Μη ένταξη στη διαδικασία επιβολής πειθαρχικής ποινής του ελέγχου των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων (876) Νομότυπη πρόσκληση μέλους υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου (819) Ουσιώδης τύπος της – (802), (840), (894) Παραίτηση υπαλλήλου και πειθαρχική εκκρεμοδικία (815), (826) Παραπεμπτήριο έγγραφο (797), (841), (868) Παραπομπή σε περιφερειακό ή κεντρικό πειθαρχικό συμβούλιο ιατρών ΕΣΥ (896) Παρέμβαση Υπουργού με δήλωση στο ακροατήριο (861) Πειθαρχική εκκρεμοδικία (815), (826) Προκαταρκτική εξέταση (846) Προσφυγή και προσφυγή ουσίας (796), (801), (811), (814), (834), (839), (860), (882), (897) Συγκρότηση υπηρεσιακών πειθαρχικών συμβουλίων αναρμοδίως (830), (851) Συμμετοχή μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σε υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο (872) Συμπαράσταση πληρεξουσίου δικηγόρου (798), (833) Συνέχιση – μετά την επαναφορά υπαλλήλου (845) Συνέχιση πειθαρχικής δίκης ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου μετά την παραίτηση του υπαλλήλου (885) Υπάλληλοι Ο.Τ.Α. (831) Υποβολή εγγράφου απολογίας (857) Υποχρεωτική εξέταση μαρτύρων κατόπιν προτάσεως του πειθαρχικώς διωκομένου (799), (805) Φάκελος της πειθαρχικής υποθέσεως (823), (827) Πειθαρχικό δίκαιο / θέματα προθεσμιών & παραγραφών (900) έως (906) Πειθαρχικό δίκαιο και ποινικά θέματα μισθωτών (1077) έως (1082) Περιορισμοί των Δ.Υ. (480) έως (493) Πίνακες διορισμών, πράξη διορισμού Δ.Υ. (162) έως (199) Πλάνη (662), (985), (1032), (1100) Πλεονάζον προσωπικό ("Μεταφορά" προσωπικού) (1105) έως (1110) Πληροφορική & προσωπικό κλάδων πληροφορικής (1380), (1381) Πλήρωση θέσεων Δ.Υ. ( Έγκριση/απαγόρευση ) (85), (86) Πολυαπασχόληση, πολυθεσία, ασυμβίβαστο λόγω κατοχής άλλης δημοσίας θέσεως. Εξαιρέσεις (98) έως (103), (1046), (1047) Πολύτεκνοι. Βλ. Προστατευόμενα πρόσωπα Πράξεις παράνομες εις βάρος Δ.Υ.. Αστική ευθύνη του Δημοσίου (494) έως (497) Προαγωγές, βαθμοί Δ.Υ. (613) έως (627) Προθεσμίες διοικητικών ενεργειών (1355) έως (1357) Προθεσμίες και παραγραφές υπέρ και κατά του Δημοσίου (1358) έως (1376)

34


Προϊστάμενοι (επιλογή και τοποθέτηση) (637) έως (692) Γενικοί Διευθυντές (637) έως (666) Διευθυντές, Τμηματάρχες (667) έως (692) Πρόσβαση σε θέση εργασίας Ι.Δ. (πίνακες διορισμών, σύμβαση εργασίας, τοποθέτηση, κατάταξη σε θέσεις) (975) έως (983) Διαγωνισμός προσλήψεως προσωπικού (981), (983) Πλεονάζον προσωπικό. "Μεταφορά" από φορείς του δημοσίου τομέα στο Δημόσιο (1105) έως (1110) Πρόσληψη από Δημοτική Επιχείρηση Υδρεύσεως Αποχετεύσεως (979) Πρόσληψη από την Αγροτική Τράπεζα (980) Πρόσληψη από το Δημόσιο προσωπικού για την κάλυψη εποχιακών ή προσκαίρων ή εκτάκτων ή περιοδικών αναγκών (976) Σιωπηρά κατάρτιση συμβάσεως εργασίας (977) Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας (ορισμός) (978) Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (ορισμός) (977) Σύμβαση εργασίας, σύμβαση έργου. Στοιχεία διακρίσεως (978) Σύμβουλοι ή συνεργάτες ειδικοί. Δυνατή η πρόσληψη με σύμβαση εργασίας Ι.Δ. αορίστου χρόνου για ταυτόχρονη απασχόληση δικηγόρου με έμμισθη εντολή (982) Πρόσληψη συνταξιούχων του Δημοσίου με σχέση δημοσίου δικαίου (233) Προστατευόμενα πρόσωπα [Ν. 1684/1986, Ν. 2643/1998] (1021) έως (1023) Προστατευομένη εμπιστοσύνη [Βλ. & Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη] – και κατάργηση ευνοϊκών ρυθμίσεων για μεταταγέντες σε υπηρεσίες παραμεθορίων περιοχών υπαλλήλους (1542) Προσφυγή υπαλληλική (23) έως (31) Προσωπικό ασφαλείας (487) έως (489), (1099) Πυροσβεστικό Σώμα. Μονιμότης προσωπικού (12)

Ρ Ραδιοτηλεοράσεως Εθνικό Συμβούλιο (1282) έως (1289)

Σ Σπουδών τίτλοι. Αναγνώριση (1382) έως (1385) Συλλογικά όργανα. Βλ. Υπηρεσιακά πειθαρχικά συμβούλια Συλλογικές συμβάσεις εργασίας (1084) έως (1090) Συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μετατροπή. Βλ. ΑΣΕΠ Συμβούλια εργαζομένων (1083) Συμφέρον δημόσιο ή άλλες συγγενείς έννοιες (1518) έως (1544), (1548) Συμφέρον υπηρεσιακό (1545) έως (1551) Συναφής με το περιεχόμενο μεταπτυχιακών σπουδών απασχόληση και επίδομα (1520) Συνδικαλιστικά θέματα Δ.Υ. και Δημοσία Υπηρεσία (1210) έως (1217) 35


Συνδικαλιστικές οργανώσεις μισθωτών (1091) έως (1093) Συνδικαλιστική δράση μισθωτών. Προστασία – (1094) Συνέντευξη (2), (162), (640) Συνέντευξη σε ΜΜΕ (961) Σύνταγμα. Έλεγχος συνταγματικότητος των νόμων από τον πολίτη (1614) Συντάξεως δικαίωμα των Δ.Υ.. Γενική θεώρηση. Βλ. Δικαίωμα συντάξεως Δ.Υ. (γενική θεώρηση) Σύνταξη υψηλότερη με βραχύτερο χρόνο υπηρεσίας (438) Συνταξιούχων πρόσληψη με σχέση δημοσίου δικαίου (233) Σχέσεις κράτους-πολίτη (1195) έως (1197)

Τ Τάξη Δημοσία – (1605) Έννομη – (1606) Τίτλοι σπουδών. Αναγνώριση (1382) έως (1385) Τοποθέτηση προϊσταμένων. Βλ. Επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων Τριτενέργεια (1098), (1420) Τυπογραφείο Εθνικό Πράξεις δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (1303) έως (1312) Πράξεις μη δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (1313) έως (1316) Προσωπικό – (1317), (1318) Τύπος (& ηλεκτρονικός τύπος) Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεοράσεως (1282) έως (1289) Εποπτεία γραπτού τύπου (1255) έως (1262) Εποπτεία ηλεκτρονικού τύπου (1263) έως (1281) Λειτουργία Γ.Γ.Τύπου (1250) έως (1254), (1290)

Υ Υγειονομικός έλεγχος Δ.Υ. & υποψηφίων για διορισμό (79) έως (84) Περίθαλψη Δ.Υ.. Νοσηλεία στο εξωτερικό (80), (81), (83) Υπακοή σε διαταγές προϊσταμένων (279), (781), (1210) Υπαλληλική προσφυγή. Βλ. Προσφυγή υπαλληλική Υπαλληλική σχέση. Λύση. Αποχώρηση Δ.Υ. από την υπηρεσία (238) έως (276) Υπαλληλικής σχέσεως φύση και διάγνωση (5) έως (17) Υπάλληλοι – ανώτατοι (8) – ειδικών κατηγοριών (με συμβάσεις δημοσίου δικαίου κ.λπ.) (1241) έως (1249) 36


– επί θητεία. Μονιμότης διαρκούσης της θητείας (17) – κρατικοί (11) – μετακλητοί (9), (17) – Πυροσβεστικού Σώματος (12) Υπέρτατη μονομερής βούληση του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ (1562) Υπέρτατοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος (1538) Υπηρεσία δημοσία (1501) έως (1504), (1592) έως (1599) – και δημοσία εξουσία (1568) Υπηρεσιακά πειθαρχικά συμβούλια (39) έως (78) Απαγόρευση αντικαταστάσεως μέλους – (54) Εξαίρεση μελών – (46), (51), (66), (75) Κλήτευση μελών – (52), (77) Συμμετοχή γυναικών σε – (76) Υπηρεσιακή εξέλιξη Δ.Υ. Βαθμοί, προαγωγές (613) έως (627) Βαθμολογική εξέλιξη (ένταξη, επανένταξη) (628) έως (635) Επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων (637) έως (692) Υπηρεσιακή κατάσταση Δ.Υ. (22) Υπηρεσιών διάρθρωση/αναδιοργάνωση (16) Υποθηκοφύλακες (21) Υποκειμενική κρίση (162) Υποχρεώσεις Δ.Υ. Βλ. Καθήκοντα-υποχρεώσεις Δ.Υ. Υποχρέωση πολιτικής ουδετερότητος (287) Υποχρέωση συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς τις αποφάσεις των Δικαστηρίων (1319) έως (1329)

Φ Φάκελοι ατομικοί Δ.Υ. (μητρώα μεταβολών κ.λπ.) (596) έως (612) Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και – (1377) έως (1379) Φύση και διάγνωση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως (5) έως (17)

Χ Χρονικά όρια εργασίας (και θέματα αδειών προσωπικού με σχέση εργασίας Ι.Δ.) (984) έως (992) Άδεια ανατροφής τέκνου (984) Απουσία λόγω απεργίας (985) Πρόσωπα κατέχοντα θέση εποπτείας ή διευθύνσεως, ή εμπιστευτική. Μη εφαρμογή των διατάξεων – (986), (987), (991) Υπερεργασία / Υπερωριακή εργασία (989)

37


Ψ Ω Ωρομίσθιοι (1111)

38


ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ (Οι παραπομπές αφορούν τους εντός παρενθέσεων αριθμούς λημμάτων, βλ. Αποφάσεις δικαστηρίων, σελ. 65 επ.) Α) Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) 1993 27/93 (106), (163), (1569) 1995 5/95 (1344) 2001 3/01 (356), (1452) 2004 28/04 (233), (340) 2005 14/05 (347), (1446) 2008 32/08 (348), (1004), (1361) 2009 9/09 (1371), (1469), (1531) Β) Διοικητικά δικαστήρια (& ΕΣ) Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) 1984 467/84 (16), (1230) 1992 8/92 Τμ. Γ΄ επταμ. (886) 2794/92 Τμ. Γ΄ (779) 3649/92 Τμ. Γ΄ επταμ. (594), (635), (687) 1993 195/93 Τμ. Γ΄ (466), (1570) 387/93 Τμ. Α΄ επταμ. (995), (1489) 495/93 Τμ. Γ΄ (467), (953) 690/93 Τμ. Δ΄ (217), (1437) 1141/93 Τμ. Γ΄ (887) 1854 Τμ. Γ΄ επταμ. (328), (1438) 1856/93 Τμ. Γ΄ (192) 2141/93 Ολ. (287), (295) 2289/93 Τμ. Γ΄ (595), (636), (659) 2754/93 Τμ. Γ΄ (198) 2934/93 Τμ. Γ΄ επταμ. (570) 3023/93 Τμ. Γ΄ (41), (1218), (1355) 1994 507/94 Τμ. Δ΄ (79) 626/94 Τμ. Γ΄ (1338), (1426) 1364/94 Τμ. Γ΄ (102) 1439/94 Τμ. Γ΄ επταμ. (638) 1690/94 Τμ. Γ΄ (1312) 1692/94 Τμ. Γ΄ (517) 1895/94 (325) 1911/94 Τμ. Ε΄ (73) 2004/94 (104) 2064/94 Τμ. Γ΄ επταμ. (1385) 2227/94 Τμ. Γ΄ επταμ. (264) 2724/94 Τμ. Γ΄ (1195) 2744/94 Τμ. Γ΄ (800) 2872/94 Τμ. Γ΄ (799) 3156/94 Τμ. Γ΄ (1305) 3158/94 (538) 3439/94 Ολ. (94) 3469/94 Τμ. Γ΄ (597) 3925/94 (238) 39


1995

1996

40

176/95 Τμ. ΣΤ΄ (888) 269/95 Τμ. Γ΄ επταμ. (297) 349/95 Τμ. Γ΄ (216) 499/95 Τμ. ΣΤ΄ (707) 502/95 Τμ. ΣΤ΄ (801) 619/95 (1250) 620/95 Τμ. ΣΤ΄ (706) 915/95 (889) 1078/95 Τμ. Γ΄ (780) 1185/95 (400) 1519/95 (321) 1533/95 Τμ. ΣΤ΄ (805) 1534/95 Τμ. ΣΤ΄ (720) 1638/95 Τμ. ΣΤ΄ (802) 1829/95 Τμ. ΣΤ΄ (803) 1830/95 Τμ. ΣΤ΄ (811) 2136/95 Τμ. ΣΤ΄ (711) 2327/95 Τμ. ΣΤ΄ (290), (836) 3105/95 Τμ. ΣΤ΄ (782) 3354/95 Τμ. ΣΤ΄ (249) 3355/95 Τμ. ΣΤ΄ (250) 3506/95 Τμ. ΣΤ΄ (498), (1546) 3598/95 Τμ. ΣΤ΄ (705) 3610/95 Τμ. ΣΤ΄ (26) 3665/95 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (709) 3667/95 Τμ. ΣΤ΄ (537), (710) 3668/95 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (804), (900) 3825/95 Τμ. ΣΤ΄ (708) 3826/95 Τμ. ΣΤ΄ (901) 4051/95 Τμ. ΣΤ΄ (714) 4218/95 Τμ. Γ΄ (614) 4279/95 Τμ. ΣΤ΄ (298) 4522/95 Τμ. Γ΄ επταμ. (240), (1308) 4567/95 Τμ. ΣΤ΄ (896) 4637/95 Τμ. ΣΤ΄ (1321) 4644/95 Τμ. ΣΤ΄ (716) 4654/95 Τμ. ΣΤ΄ (43), (712), (808), (1440) 4657/95 Τμ. ΣΤ΄ (890) 4658/95 Τμ. ΣΤ΄(807) 4900/95 (23) 5536/95 Τμ. Γ΄ (598) 5724/95 Τμ. ΣΤ΄ (713), (809) 5742/95 Τμ. ΣΤ΄ (717) 5817/95 Τμ. ΣΤ΄ (1613) 5950/95 Τμ. ΣΤ΄ (810) 5954/95 Τμ. ΣΤ΄ (279), (781), (1210) 131/96 Τμ. ΣΤ΄ (844) 134/96 Τμ. Γ΄ επταμ. (74), (623) 281/96 Τμ. Γ΄ (702) 433/96 Τμ. Δ΄ επταμ. (1273) 444/96 Τμ. Γ΄ επταμ. (660)


1997

449/96 Τμ. Γ΄ (507) 469/96 Τμ. ΣΤ΄ (45) 486/96 Τμ. ΣΤ΄ (721) 648/96 Τμ. ΣΤ΄ (719) 654/96 Τμ. ΣΤ΄ (718) 990/96 (704) 997/96 (476), (1217) 1214/96 Τμ. ΣΤ΄ (715) 1222/96 Τμ. ΣΤ΄ (892) 1229/96 Τμ. ΣΤ΄ (783) 1236/96 Τμ. ΣΤ΄ (891) 1434/96 Τμ. Γ΄ (210) 1460/96 Τμ. Δ΄ (1204) 1514/96 Τμ. ΣΤ΄ (44) 1575/96 Τμ. ΣΤ΄ (730) 1597/96 Τμ. ΣΤ΄ (774), (784), (812) 1648/96 Τμ. Δ΄ (80) 1653/96 Τμ. Δ΄ επταμ. (1208) 1913/96 (793) 1917/96 Τμ. ΣΤ΄ (46), (813) 2240/96 Τμ. Γ΄ (90) 2559/96 Τμ. ΣΤ΄ (75), (893) 3010/96 Τμ. ΣΤ΄ (722) 3137/96 Τμ. Γ΄ (539) 3138/96 Τμ. Γ΄ (184) 3190/96 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (785), (894) 3251/96 Τμ. ΣΤ΄ (591) 3521/96 Τμ. ΣΤ΄ (776) 3626/96 Τμ. Γ΄ (601) 3701/96 Τμ. Γ΄ (661), (1551) 3826/96 Τμ. ΣΤ΄ (568) 3972/96 Τμ. ΣΤ΄ (729) 4105/96 Τμ. ΣΤ΄ (37), (218), (288), (330), (1347), (1388) 4151/96 Τμ. ΣΤ΄ (728) 4164/96 Τμ. Γ΄ (11), (29), (1245) 4190/96 Τμ. Γ΄ (624) 4449/96 Τμ. Γ΄ (1450) 4496/96 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (895) 4970/96 Τμ. ΣΤ΄ (877) 47/97 Τμ. ΣΤ΄ (306) 115/97 Ολ. (569) 294/97 Τμ. Γ΄ (643) 472/97 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (54), (837), (1501), (1554), (1592) 659/97 Τμ. ΣΤ΄ (725) 664/97 Τμ. ΣΤ΄ (503), (723) 773/97 Τμ. ΣΤ΄ (53), (350) 858/97 Τμ. ΣΤ΄ (752) 894/97 Τμ. ΣΤ΄ (239) 984/97 Τμ. ΣΤ΄ (1307) 1064/97 Τμ. Γ΄ επταμ. (172) 1231/97 Τμ. Γ΄ (118) 41


1998

42

1236/97 Τμ. Γ΄ (463), (602), (676) 1313/97 Τμ. ΣΤ΄ (724) 1317/97 Τμ. ΣΤ΄ (816) 1342/97 Τμ. ΣΤ΄ (817) 1420/97 Τμ. Γ΄ (170) 1487/97 Τμ. Γ΄ επταμ. (838) 1578/97 Τμ. Γ΄ (211) 1668 Τμ. ΣΤ΄ (243), (841) 1753/97 Τμ. Γ΄ (254), (303) 2072/97 (703), (1377) 2245/97 Τμ. ΣΤ΄ (726), (746) 2483/97 Τμ. Γ΄ επταμ. (145) 2484/97 Τμ. Γ΄(644) 2667/97 Τμ. Δ΄ (81) 2744/97 Τμ. Γ΄ (221) 2784/97 Τμ. Γ΄ (171) 2811/97 (302) 2830/97 Τμ. Γ΄ (169), (215) 3045/97 (1229) 3056/97 Τμ. Γ΄ (55) 3751/97 Τμ. Γ΄ (632) 3756/97 Τμ. Γ΄ (56), (645), (1395) 3834/97 Ολ. (1247) 3837/97 Ολ. (1288) 3841/97 Ολ. (1275) 4138/97 Τμ. Γ΄ (193) 4341/97 Τμ. Γ΄ (47), (639) 4390/97 Τμ. ΣΤ΄ (335) 4545/97 Τμ. ΣΤ΄ (241), (815) 4693/97 Τμ. Γ΄ (83), (291) 4751/97 Τμ. ΣΤ΄ (842) 4752/97 Τμ. Γ΄ επταμ. (839), (1449) 4920/97 Τμ. ΣΤ΄ (840) 5041/97 Τμ. Γ΄ (1246) 5180/97 Τμ. ΣΤ΄ (353) 2/98 Τμ. Γ΄ (390), (1474), (1591) 22/98 Τμ. Γ΄ (331), (727) 148/98 Τμ. Γ΄ (506), (1252) 210/98 Τμ. Γ΄ (814) 249/98 Τμ. Γ΄ (677), (1220) 303/98 Ολ. (457), (1353) 320/98 Τμ. ΣΤ΄ (748) 332/98 Τμ. ΣΤ΄ (749) 622/98 Τμ. ΣΤ΄ (731) 741/98 Τμ. ΣΤ΄ (755) 745/98 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (404) 746/98 Τμ. ΣΤ΄ (3), (251) 933/98 (39), (637) 1026/98 Τμ. ΣΤ΄ (301) 1029/98 Τμ. ΣΤ΄ (389), (1373) 1327/98 Τμ. Γ΄ (402), (1354)


1999

1889/98 Τμ. Γ΄ (662) 1933/98 Ολ. (76), (1482) 1993/98 Ολ. (1298) 2149/98 Τμ. Γ΄ (267) 2286/98 Τμ. Ε΄ (675) 2920/98 Τμ. ΣΤ΄ (819) 3090/98 Τμ. ΣΤ΄ (843) 3276/98 Τμ. Γ΄ επταμ. (975), (1199), (1221), (1254) 3393/98 Τμ. Γ΄ επταμ. (617) 3460/98 Τμ. ΣΤ΄ (747) 3483/98 Τμ. ΣΤ΄ (733) 3489/98 Τμ. ΣΤ΄ (818), (902) 3586/98 Τμ. ΣΤ΄ (903) 3845/98 Τμ. Γ΄ (201) 4217/98 Τμ. Α΄ (1357), (1393) 4685/98 Τμ. ΣΤ΄ (255) 4841/98 Τμ. ΣΤ΄ (732) 6/99 Τμ. Γ΄ (113), (146), (159), (173) 7/99 Τμ. Γ΄ (107), (174), (1382), (1451), (1483) 8/99 Τμ. Γ΄ (147) 262/99 (701) 263/99 Τμ. ΣΤ΄ (750) 450/99 Τμ. Α΄ (334) 537/99 Τμ. Γ΄ (108), (149) 623/99 Τμ. ΣΤ΄ (820) 629/99 Τμ. ΣΤ΄ (846) 630/99 Τμ. ΣΤ΄ (361) 631/99 Τμ. ΣΤ΄ (734),(1607) 708/99 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (244), (751) 708/99 Τμ. ΣΤ΄ (845) 944/99 Τμ. Ε΄ (69), (1284) , (1423), (1560), (1565), (1604) 1037/99 Τμ. Γ΄ (96), (542), (547), (553) 1051/99 Τμ. ΣΤ΄ (848) 1217/99 Τμ. ΣΤ΄ (355), (426) 1357/99 Τμ. Γ΄ (5) 1387/99 Τμ. Γ΄ (508) 1401/99 Τμ. (603) 1432/99 Τμ. Ε΄ (77) 1481/99 Τμ. Γ΄ (509) 1622/99 Τμ. ΣΤ΄ (756) 1626/99 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (753), (847) 1627/99 Τμ. ΣΤ¨ (688), (754) 1629/99 (1511) 1678/99 Τμ. ΣΤ΄ (757) 1683/99 Τμ. ΣΤ΄ (520), (735), (821), (1251) 1746/99 Τμ. Γ΄ (510) 1831/99 Τμ. Γ΄ (600) 1900/99 Τμ. Γ΄ (360) 1931/99 Τμ. Δ΄ επταμ. (1200), (1310) 2121/99 Τμ. Γ΄ (521) 2275/99 Τμ. Γ΄ (679) 43


2000

44

2378/99 Τμ. ΣΤ¨ (822) 2451/99 Τμ. ΣΤ΄ (522), (1600) 2543/99 Τμ. Δ΄ επταμ. (1266), (1283) 2544/99 Τμ. Δ΄ (1286) 2588/99 Τμ. Γ΄ (615) 2624/99 Τμ. Γ΄ (314), (499), (566), (627), (695) 2627/99 (794) 2628/99 Τμ. ΣΤ¨ (823) 2642/99 (627) 2760/99 Τμ. Α΄ (459) 3021/99 Τμ. ΣΤ΄ (849) 3141/99 Τμ. Δ΄ (222) 3249/99 Τμ. Γ΄ (586), (1524), (1549) 3380/99 Τμ. ΣΤ΄ (824) 3482/99 Τμ. ΣΤ΄ (763) 3733/99 Τμ. ΣΤ΄ (825) 3869/99 Τμ. Γ΄ (202), (1453) 4104/99 Τμ. Α΄ (523) 4108/99 Ολ. (357), (1587) 4116/99 Τμ. ΣΤ΄ (850) 4122/99 Τμ. ΣΤ΄ (857) 4255/99 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (797) 31/00 (1325) 32/00 Τμ. Α΄ (1359) 120/00 Τμ. Γ΄ (175) 395/00 Τμ. Γ΄ (678) 399/00 Τμ. Γ΄ (204), (513), (1222) 400/00 Τμ. Γ΄ επταμ. (98) 462/00 Τμ. Ε΄ (1503) 656/00 Ολ. (70), (1285), (1424) 764/00 Τμ. Γ΄ (148), (176), (1512) 915/00 Τμ. Γ΄ επταμ. (682), (1223) 921/00 Τμ. Γ΄ (406) 1128/00 Τμ. Γ΄ (574), (681), (696) 1249/00 Τμ. Β2 (1455) 1320/00 Τμ. Γ΄ (358) 1547/00 Τμ. Γ΄ (683) 1582/00 Τμ. ΣΤ΄ (853) 1584/00 Τμ. ΣΤ΄ (858) 1634/00 Τμ. ΣΤ΄ (758) 1741/00 Τμ. ΣΤ΄ (242), (826) 1954/00 Ολ. (1201) 2056/00 Τμ. Γ΄ (199) 2061/00 Τμ. ΣΤ΄ (369) 2152/00 Ολ. (798) 2293/00 Τμ. Γ΄ (57), (223), (229) 2339/00 Τμ. Γ΄ επταμ. (1249) 2346/00 Τμ. Γ΄ (1523) 2375/00 Τμ. Γ΄ (1248) 2406/00 Τμ. Γ΄ (368), (555) 2479/00 Τμ. ΣΤ΄ (851), (1588)


2001

2495/00 Τμ. Γ΄ επταμ. (359), (1454) 2500/00 Τμ. Γ΄ (205) 2702/00 Τμ. Γ΄ (58), (512), (618), (646), (680), (760), (852) 2719/00 Τμ. Γ΄ (257) 2815/00 Τμ. ΣΤ΄ (827) 2816/00 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (759) 2852/00 Τμ. ΣΤ΄(1502), (1556), (1593) 2858/00 Τμ. ΣΤ΄ (828) 2903/00 Τμ. Γ΄ (272) 3015/00 Τμ. Γ΄ (554), (1390) 3023/00 Τμ. ΣΤ΄ (203), (362) 3032/00 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (363) 3034/00 Τμ. Γ΄ (511), (1231) 3259/00 Τμ. Γ΄ επταμ. (256) 3310/00 Τμ. Γ΄ (252) 3722/00 Τμ. Γ΄ επταμ. (604) 3847/00 Τμ. ΣΤ΄ (854) 3903/00 Τμ. Γ΄ (124), (1508) 4007/00 Τμ. Γ΄ επταμ. (98), (1389) 4022/00 Τμ. Γ΄ (86), (1550), (1576) 4056/00 Τμ. ΣΤ΄ (736) 4257/00 (296) 4304/00 Τμ. ΣΤ΄ (859) 152/01 Τμ. Γ΄ (119) 247/01 Τμ. Γ΄ επταμ. (605) 340/01 Τμ. Α΄ (370), (587) 419/01 Τμ. Ε΄ (1202) 462/01 Τμ. Ε΄ (61), (1212) 564/01 Τμ. ΣΤ΄ (99), (365), (405) 675/01 Τμ. Γ΄ (120) 716/01 Ολ. (1203) 719/01 Τμ. ΣΤ΄ (856) 800/01 Τμ. Δ΄ (1267) 843/01 Τμ. Β΄ (1197) 881/01 Τμ. Γ΄ (561), (634), (1311), (1315) 995/01 Τμ. ΣΤ΄ (761) 1068/01 Τμ. ΣΤ΄ (737) 1073/01 Τμ. ΣΤ΄ (855) 1184/01 Τμ. ΣΤ΄ (366), (543), (1317) 1185/01 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (304) 1577/01 Τμ. ΣΤ΄ (740) 1581/01 Τμ. ΣΤ΄ (762) 1758/01 Τμ. Γ΄ (648) 1775/01 Τμ. Γ΄ (224) 1776/01 Τμ. Γ΄ (8) 1780/01 Τμ. Γ΄ (367) 1889/01 Τμ. Γ΄ (271), (916) 2027/01 Τμ. ΣΤ΄ (829) 2055/01 (470) 2419/01 Τμ. Γ΄ (647) 2493/01 Τμ. ΣΤ΄ (738) 45


2002

46

2533/01 Τμ. ΣΤ¨ (48), (830) 2636/01 Τμ. Δ΄ επταμ. (1289) 2727/01 Τμ. Δ΄ (528), (534) 2898/01 Τμ. Γ΄ (649) 3096/01 Ολ. (411) 3178/01 Τμ. ΣΤ΄ (471) 3472/01 Τμ. Ε΄ (59), (1211) 3500/01 Τμ. Γ΄ (60) 3630/01 Τμ. Α΄ (236) 3859/01 Τμ. ΣΤ΄ (862) 4185/01 Τμ. ΣΤ΄ (765) 4204/01 Τμ. ΣΤ΄ (282) 24/02 Τμ. Γ΄ (500) 45/02 Τμ. Γ΄ (373) 120/02 Τμ. Γ΄ (177) 139/02 Τμ. Α΄ (461) 175/02 Τμ. ΣΤ΄(863) 242/02 Τμ. Γ΄ (606) 267/02 Τμ. ΣΤ΄ (19), (739), (831) 532/02 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (861) 659/02 Τμ. Γ΄ (766) 757/02 Τμ. Γ΄ (91) 821/02 Τμ. ΣΤ΄ (25) 867/02 Τμ. Δ΄ (317) 869/02 Τμ. Δ΄ (313), (1540), (1603) 916/02 Τμ. Γ΄ (532) 1339/02 Τμ. Γ΄ (371) 1352/02 Τμ. ΣΤ΄ (864) 1404/02 Τμ. Δ΄ (1268) 1482/02 Τμ. Γ΄ (955) 1595/02 Τμ. Γ΄ (109), (917), (1396), (1457) 1602/02 Τμ. Α΄ επταμ. (206), (372), (374) 1670 Τμ. Γ΄ (612) 1861/02 Τμ. Γ΄ (976), (1034), (1134) 1907/02 Τμ. Γ΄ (650), (1213) 1926/02 Τμ. Γ΄ (897) 2037/02 Τμ. Γ΄ επταμ. (27) 2043/02 Τμ. Α΄ (1318) 2100/02 Τμ. Γ΄ (234) 2125/02 Τμ. Γ΄ (898) 2166/02 Τμ. Δ΄ (13) 2172/02 Ολ. (97), (194) 2284/02 Τμ. Γ΄ (103), (786), (930) 2488/02 Τμ. Γ΄ (1044) 2502/02 Τμ. Γ΄ (21) 2546/02 Τμ. Δ΄ (1557), (1601) 2547/02 Τμ. Δ΄ επταμ. (1558), (1602) 2757/02 Τμ. Γ΄ (427), (633) 2903/02 Τμ. Γ΄ (764), (1456) 3115/02 Τμ. Γ΄ (377), (1460), (1590) 3458/02 Τμ. Γ΄ (258), (1458)


2003

2004

3501/02 Τμ. Γ΄ (860) 3859/02 Τμ. ΣΤ΄ (741) 3880/02 Τμ. Δ΄ (961), (1504) 5/03 Τμ. Γ΄ (111) 15/02 Τμ. Γ΄ (428), (588) 135/03 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (1232) 208/03 Τμ. Γ΄ (212) 307/03 Τμ. Γ΄ επταμ. (375), (1314) 311/03 Τμ. Γ΄ (778) 1217/03 Τμ. Γ΄ (1107) 1252/03 Ολ. (178), (1413), (1461) 1295/03 Τμ. Γ΄ (114), (196) 1392/03 Τμ. Γ΄ (867) 1396/03 Τμ. Γ΄ (652) 1517/03 Τμ. Γ΄ (493), (787), (1589) 1589/03 Τμ. Γ¨ (226) 1618/03 Τμ. ΣΤ΄ (472) 1861/03 Τμ. Γ΄ (768) 1870/03 Τμ. Γ΄ (607), (619), (1513) 1882/03 Τμ. Δ΄ (1277) 2011/03 Ολ. (24), (40), (796) 2223/03 Τμ. Γ΄ (269) 2248/03 Τμ. Γ΄ (180) 2523/03 Τμ. Γ΄ (518) 2524/03 Τμ. Γ΄ (179) 2661/03 Τμ. Γ΄ (462) 2664/03 Τμ. Γ΄ (777) 2669/03 Τμ. Γ΄ (213) 2670/03 Τμ. Γ΄ (1443) 2717/03 Τμ. Γ΄ (110), (152) 2838/03 Τμ. Γ΄ (613) 2840/03 Τμ. Γ΄ (651), (1356) 2844/03 Τμ. Γ΄ (567), (1233), (1559) 2872/03 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (868) 2877/03 Τμ. Δ΄ (1270) 2905/03 Τμ. Γ΄ (105) 2938/03 Τμ. Γ΄ (230) 3059/03 Τμ. Γ΄ (265) 3272/03 Τμ. Γ΄ (225), (1243) 3325/03 Τμ. Γ΄ επταμ. (197) 3539/03 Τμ. Γ΄ (62), (1214) 3778/03 Τμ. Δ΄ (1287), (1327) 3842/03 Τμ. ΣΤ΄ (342), (1380) 3970/03 Τμ. Γ΄ (127), (167) 3971/03 Τμ. Γ΄ (4), (12), (30), (879), (959) 13/04 Τμ. Γ΄ (121), (1585) 116/04 Τμ. Γ΄ (788) 166/04 Τμ. Γ΄ (899) 196/04 Τμ. Γ΄ (185) 346/04 Τμ. Γ΄ (557), (1584) 419/04 Τμ. Ε΄ (1250) 47


2005

48

424/04 Τμ. Γ΄ (790) 497/04 Τμ. ΣΤ΄ (208), (394) 622/04 Τμ. Γ΄ (284), (1300) 679/04 Τμ. Γ΄ (1225) 812/04 Τμ. Γ΄ (767), (866) 851/04 Τμ. Δ΄ (1278) 933/04 Τμ. Γ΄ (904) 945/04 Τμ. Γ΄ (865) 992/04 Ολ. (320), (376), (1459) 1009/04 Τμ. Γ΄ (1332) 1024/04 Τμ. Γ΄ (883) 1082/04 Τμ. ΣΤ΄ (319) 1161/04 Τμ. Γ΄ (115) 1256/04 Τμ. Γ΄ (685) 1257/04 Τμ. Γ΄ (672) 1258/04 Τμ. Γ΄ (686) 1286/04 Τμ. Γ΄ (309) 1288/04 Τμ. Γ΄ (691) 1459/04 Τμ. Γ΄ (689) 1534/04 Τμ. ΣΤ΄ (408), (593) 1579/04 Τμ. ΣΤ΄ (407) 1719/04 Τμ. Γ΄ (690) 1768/04 Τμ. ΣΤ΄ (956), (1364), (1463), (1529) 1771/04 Τμ. ΣΤ (1333) 1777/04 Τμ. ΣΤ΄ ΄ (395), (527), (577), (1537) 1786/04 Τμ. Γ΄ (1216) 1906/04 (14), (1419), (1485), (1500) 2102/04 Τμ. ΣΤ΄ (409), (558), (1236), (1499), (1542) 2163/04 Τμ. Γ΄ επταμ. (791) 2362/04 Τμ. Γ΄ (270) 2389/04 Τμ. Γ΄ (575), (1484) 2397/04 Ολ. (153), (1415), (1417) 2398/04 Ολ. (168), (1412), (1444) 2501/04 Τμ. Δ΄ επταμ. (1279) 2590/04 (15), (1544) 2615/04 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (410) 2808/2004 Τμ. Γ΄ (792) 3140/04 Τμ. Γ΄ (285) 3457/04 Ολ. (412) 3974/04 Τμ. Γ΄ (478) 136/05 Τμ. Γ΄ (874) 296/05 Τμ. Γ΄ (71) 575/05 Τμ. Γ΄ (869) 898/05 Τμ. Γ΄ (1577) 985/05 Τμ. Γ΄ (789), (1541) 989/05 Τμ. Γ΄ (684) 999/05 Ολ. (1046) 1380/05 (1271) 1432/05 Τμ. Γ΄ (1028), (1080) 1460/05 Ολ. (341), (1445) 1461/05 Ολ. (379), (524), (1462)


2006

2007

1629/05 Τμ. ΣΤ΄ (207), (378) 1835/05 Τμ. Γ΄ (769) 1986/05 Ολ. (1292), (1434) 2088/05 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (387) 2428/05 Τμ. Γ΄ (245), (875) 2499/05 Τμ. Δ΄ επταμ. (68) 2704/05 Τμ. Γ΄ (117) 2797/05 Τμ. ΣΤ΄ (343) 3170/05 Τμ. ΣΤ΄ (181), (496), (1323) 3117/05 Τμ. Γ΄ (663) 3923/05 Τμ. Γ΄ (253), (1309) 4284/05 Τμ. Γ΄ επταμ. (308), (1247) 4498/05 Τμ. Γ΄ (182), (1414) 252/06 (545) 407/06Τμ. Γ΄ επταμ. (300) 414/06 Τμ. Γ΄ (1293) 443/06 Τμ. ΣΤ΄ (1447) 690/06 Τμ. Γ΄ (128) 930/06 Τμ. Γ΄ (231), (305) 940/06 Τμ. ΣΤ΄ (479) 1023/06 Τμ. Γ΄ (770), (870) 1090/06 Τμ. Γ΄ (544), (1391), (1578) 1183/06 Τμ. Γ΄ (1176) 1253/06 Τμ. Γ΄ (1169) 1257/06 Τμ. Γ΄ (1170) 1720/06 Τμ. Γ΄ (186) 1725/06 Τμ. Γ΄ (292) 1855/06 Τμ. Γ΄ (130), (1125) 2308/06 Τμ. Γ΄ (129) 2550/06 Τμ. Γ΄ (275) 2555/06 Τμ. ΣΤ΄ (876) 2556/06 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (397) 2771/06 Τμ. Γ΄ (742) 2773/06 Τμ. Γ΄ (51), (832) 2775/06 Τμ. Γ΄ (700) 2833/06 Τμ. Γ΄ (131) 3184/06 Τμ. Γ΄ (132), (1126) 3279/06 Τμ. Δ΄ επταμ. (1272) 3454/06 Τμ. Γ΄ (133), (1127) 3999/06 Τμ. Γ΄ (871) 185/07 Τμ. Γ΄ (833) 186/07 Τμ. Γ΄ (134) 199/07 Τμ. ΣΤ΄ (1367) 379/07 (464), (641), (1580) 441/07 Τμ. Γ΄ επταμ. (1135) 642/07 & 898/07 Τμ. ΣΤ΄ (381), (1005), (1366) 749/07 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (497), (533) 984/07 Τμ. Γ΄ επταμ. (608), (620) 986/07 Τμ. Γ΄ (135) 1002/07 Ολ. (261), (658) 1206/07 Τμ. Γ΄ (136), (1128) 49


2008

2009

50

1207/07 Τμ. Γ΄ (137), (1129) 1216/07 Τμ. ΣΤ΄ (697), (1224), (1234) 1471/07 Τμ. Γ΄ (154) 1472/07 Τμ. Γ΄ (151), (1494), (1514) 1476/07 Τμ. Γ΄ (150) 1536/07 Τμ.΄Γ΄ επταμ. (276) 1605/07 Τμ. Α΄ (1374) 1761/07 Τμ. Γ΄ (138), (1130) 1765/07 Τμ. Γ΄ (139), (1131) 1810/07 Τμ. Γ΄ (140), (1132) 1816/07 Τμ. Α΄ (972), (1045) 2034/07 Τμ. Γ΄ (142), (1133) 2318/07 Τμ. Γ΄ (882) 2330/07 Τμ. Γ΄ (141) 2531/07 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (228), (396) 2721/07 Τμ. Γ΄ (881) 2972/07 Τμ. Γ΄ (143) 3088/07 Ολ. (422), (1435) 3167/07 (161) 3366/07 Τμ. Γ΄ (880), (905) 3461/07 Τμ. Γ΄ (835) 31/08 Τμ. Γ΄ επταμ. (1158), (1465), (1495) 196/08 Τμ. Γ΄ (884) 585/08 Τμ. Γ΄ (28), (65), (72), (310), (872) 591/08 Τμ. Γ΄ (52) 596/08 Τμ. Γ΄ (262), (311) 682/08 Τμ. Γ΄ (656), (666) 831/08 Τμ. Γ΄ (144) 1070/08 Τμ. Γ΄ (665) 1251/08 Τμ. Γ΄ (878) 1265/08 Τμ. Γ΄ (609), (621) 1305/08 Τμ. Γ΄ (771) 1310/08 Τμ. Γ΄ (64), (1215) 1453/08 Τμ. Γ΄ (38), (654) 1487/08 Τμ. ΣΤ΄ (1244) 1849/08 Ολ. (17), (232), (266), (294), 315), (1209) 2124/08 Τμ. Γ΄ (834) 2727/08 Τμ. Α΄ (425) 3231/08 Ολ. (1012), (1475), (1536) 3235/08 Τμ. ΣΤ΄ (744), (1379) 3379/08 Τμ. Γ΄ επταμ. (1137), (1173) 3487/08 Ολ. (438), (958), (1410) 3595/08 Ολ. (187), (1416) 3654/08 Ολ. (1375), (1478) 3705/08 Ολ. (642) 28/09 ως Συμβούλιο (155), (189), (1329) 435/09 Τμ. Δ΄ (1023) 1187/09 Ολ. (84), (1006) 1188/09 Ολ. (1013) 1663/09 (1532) 1805/09 Τμ. Γ΄ επταμ. (31), (316)


2646/09 Τμ. Γ΄ (657), (1582) 3052/09 Ολ. (640) 3277/09 Τμ. Γ΄ (158) 1993 1998 1999 2000 2001 2003

2005 2007

Π.Ε. » » » » » » » » » » »

685/93 Τμ. Ε΄ (1) 685/93 (745), (1490) 536/98 Τμ. Ε΄ (307) 528/99 (1228) 44/00 (1226) 501/01 (87) 49/03 (1263), (1282) 187(&188)/03 (1264) 445/03 (92), (1384) 49/05 (95) 281/05 (161) 257/07 (1237)

Επιτροπή Αναστολών ΣτΕ 2004 185/04 Τμ. Γ΄ (33), (1526), (1594) 253/04 Τμ. Δ΄ (1269) 260/04 Τμ. Γ΄ (34), (1527), (1595) 263/04 Τμ. Γ΄ (1106), (1178), (1528), (1596) 2007 353/07 Τμ. Γ΄ (35), (653) 433/07 Τμ. Γ΄ (63), (1326) 2008 251/08 Τμ. Γ΄ (36), (655) ΣτΕ [Πρόεδρος Γ΄ Τμήματος] Προσωρινή διαταγή της 20.3.2006. (664) ΣτΕ Πρακτικό 1/2008 Ολομελείας σε συμβούλιο (1227) Επιτροπή ΣτΕ άρθρου 3 Υ.Κ. 3/00 (6) Διοικητικό Εφετείο Αθηνών (ΔΕφΑθ / ΤρΔΕφΑθ) 1993

1994

1995

133/93 (1238), (1304), (1506), (1545) 637/93 (399), (1297), (1376), (1481) 1258/93 (235), (1319) 1389/93 (536) 1428/93 (549) 4/94 (248) 400/94 (610), (772) 572/94 (773) 906/94 (501), (1491) 232/95 (278) 413/95 (164), (1519), (1571) 419/95 (582) 473/95 (525) 700/95 (329), (1439), (1520) 1416/95 (42) 2096/95 (668) 2097/95 (669), (1572) 51


1996

1997

1998

1999

2000

2001

2002

2003 2004 52

2295/95 (299) 2450/95 (694) 19/96 (116), (1306), (1360) 206/96 (1320), (1573) 749/96 (806) 967/96 (209) 1263/96 (596), (1198), (1421) 1395/96 (502), (1441) 1402/96 (200) 1446/96 (219) 1938/96 (578) 114/97 (220) 405/97 (576) 1331/97 (628) 1400/97 (519) 1456/97 (550) 1785/97 (504) 336/98 (571) 660/98 (674), (1324), (1581) [Σχηματισμός Ακυρωτικής Διαδικασίας] 1013/98 (494), (531) 1851/98 (458) 2963/98 (401) 2971/98 (625) 81/99 (123) 805/99 (526), (1207), (1579) 811/99 (403), (960) 951/99 (514) 954/99 (333), (954), (1608) 1105/99 Τμ. Α6 (477), (1299), (1538) 1446/99 (166), (1411), (1442) 1754/99 (214), (546), (1521) 1872/99 (227), (260) 2780/99 (599), (670), (692), (1322), (1507), (1574) 16/00 (515) 32/00 (165) 1808/00 (581) 231/01 (671) 705/01 Τμ. Ε1 [Ακυρ.] (611), (626), (1583) 3140/01 (572), (583) 251/02 (93) 333/02 Τμ. Δ2 (592) 644/02 (289) 649/02 (584), (1547) 654/02 (630) 1020/02 (551) 1721/02 (552), (1492) 2079/02 (126), (1509) 2143/02 (268) 420/03 Τμ. Ζ΄ (885) 5480/03 (338), (585) 480/04 Τμ. Ι. (Ακυρ.) (160), (195), (1418)


2005

2006 2008 2009

238/05 (346) 1286/05 (559), (698) 2070/05 (693) 2119/05 (20), (560), (699) 2392/05 (345) 2888/05 (326), (1436) 3319/05 (344), (1290) 3/06 (50) 478/06 Η΄ Τμήμα, [Ακυρωτικός Σχηματισμός] (247), (906), (1517), (1409) 750/08 Τμ. Δ΄ [Ακυρωτικός Σχηματισμός] (1172) 1512/08 Τμ. Ε΄ [Ακυρωτικός Σχηματισμός] (263), (312), (1567) 262/09 (156), (190)

Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης (ΔΕφΘεσ / ΤρΔΕφΘεσ) 1994 1999

2000 2001 2002

2003 2005 2006 2007 2008

2009

432/94 (66), (1397) 503/94 (873) 318/99 (563) 330/99 (535) 1041/99 (562) 72/00 (468), (1575) 1518/00 (336) 2037/01 (795) 673/02 (540) 894/02 (565) 1487/02 (49) 1348/03 (556), (1496) 2360/05 (1291, (1614) 2874/06 (474) 388/07 (188) 1190/07 (246) 169/08 (667) 289/08 Τμ. Ε΄ (237), (398) 886/08 Τμ. Α΄ Ακυρωτικό (1136), (1160) 115/09 [Ακυρωτικό] (157) 392/09 (2), (191), (548), (622) 449/09 (293), (516)

Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς (ΔΕφΠειραιώς) 1995 2007 2008 2009

486/95 (482), (488) 1724/07 (743), (1378) 2191/08 (78), (1398) 306/09 Τμ. Α2 [Ακυρωτικό] (475)

Διοικητικό Εφετείο Πατρών (ΔΕφΠατρών) 1998

206/98 (323), (1387) 332/98 (318) 53


Διοικητικό Εφετείο Λαρίσης (ΔΕφΛαρ) 1998 1999 2006 2008 2009

265/98 (530), (564), (629), (1219), (1552) 315/98 (327) 331/99 (1241) 56/06 Τμ. Α΄ Τριμ. (283), (1516), (1612) 30/08 (1124), (1155) 278/09 (473)

Διοικητικό Εφετείο Τριπόλεως (ΔΕφΤριπόλεως) 2001 2008

38/01 [Συμβ.] (22), (337), (616) 533/01 (125) 543/08 (541), (631)

Διοικητικό Εφετείο Κομοτηνής (ΔΕφΚομοτηνής) 2005

16/05 [Συμβ.] (32), (673)

Διοικητικό Εφετείο Κρήτης (ΔΕφΚρήτης) 2007

34/07 (391)

Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (ΔΠρΑθ / ΜονΔΠρΑθ / ΤρΔΠρΑθ) 1997

2000 2001

4033/97 (10ο Τριμ.) (281), (495), (505) 5555/97 (17ο Τριμ.) (573) 10525/97 (25ο Τριμ.) (351) 2129/00 Μον (1339), (1553), (1562) 8059/00 (469) 3181/01 (82)

Διοικητικό Πρωτοδικείο Βόλου (ΔΠρΒόλου) 2004

375/04 (383)

Διοικητικό Πρωτοδικείο Κομοτηνής (ΤρΔΠρΚομοτηνής) 2009

457/09 (392)

Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΣ) 1994

54

28/94 Κλιμάκιο Α΄ (420),(952), (1518) 140/94 Ολ. (441), (579) 2214/94 Τμ. ΙΙ (273), (431)


518/96 Τμ. IV (100) 916/96 Ολ. (429) 1273/96 Ολ. (455), (1295), (1473), (1610) 1849/96 Ολ. (286) 1997 236/97 Ολ. (446) 1245/97 Ολ. (88), (444) 1998 475/98 (445) 1999 650/99 Ολ. (1296), (1533), (1611) 1244/99 Ολ. (432) 1708/99 Τμ. ΙΙ (259), (433) 2000 283/00 Τμ. ΙΙ (448), (1404) 1059/00 (414) 2001 76/01 Τμ. ΙΙ (415) 1302/01 Ολ. (416) 2002 11/02 Τμ. Ι (322) 302/02 Ολ. (1338) 416/02 Ολ. (460) 1359/02 Τμ.ΙΙ (423), (1403), (1548) 1376/02 (417) 2003 513/03 Τμ. Ι (970) 1016/03 Τμ. V (280) 2120/03 Τμ. ΙΙ (384) 2004 5/04 (277) 1198/04 Τμ. Ι (339), (424), (1510) 1451/04 Τμ. ΙΙ (434) 1508/04 Τμ. Ι (418), (951), (1429) 2347/04 Ολ. (447), (1405) 2005 258/05 Τμ. ΙΙ (419) 1038/05 Τμ. ΙΙΙ (451) 1201/05 Τμ. Ι (385) 2287/05 Ολ. (449), (1406), (1408) 2006 1232/06 Ολ. (1392) 1562/06 Ολ. (450), (590), (1386) 2589/06 Τμ. Ι (274), (386), (589) 2007 87/07 Τμ. ΙΙ (421), (580), (1402) 581/07 Τμ. ΙΙ (436), (1488), (1497), (1515) 1217/07 Τμ. Ι (435) 1227/07 Ολ. (413) 1277/07 Ολ. (1399) 1719/07 Τμ. VΙΙ (1235), (1597) 2008 200/08 Ολ. (437) 2442/08 Ολ. (439), (1369) 2009 44/09 Ολ. (453), (1294), (1468) 728/09 Ολ. (10), (440) Πρακτικό 8ης Γεν. Συνελεύσεως Ολομελείας, 8.4.1998 (67), (101) Πρακτικό 14ης Γεν. Συνελεύσεως Ολομελείας, 25.5.1998 (775), (919), (1328), (1350) Συνεδρίαση Ολομελείας, 8.11.2006 (1151) 1996

55


Γ) Πολιτικά Δικαστήρια Άρειος Πάγος (ΑΠ) 1992

1993

1994

1995 1996 1997

1998

Τμήμα Β΄ Τμήμα Ε΄ Τμήμα Α΄ Ολομέλεια Τμήμα Β΄ » » Ολομέλεια » Τμήμα Ε΄ [Βούλευμα] Τμήμα Β΄ » Τμήμα ΣΤ΄ Ολομέλεια Τμήμα ΣΤ΄ » Τμήμα Ε΄ [Βούλευμα] (Συμβούλιο) [Βούλευμα] Ολομέλεια Τμήμα ΣΤ΄ [σε Συμβούλιο] [σε Συμβούλιο] Τμήμα Β΄ Τμήμα ΣΤ΄

1999

2000

Τμήμα ΣΤ΄ Τμήμα Β2 Τμήμα Ε΄ Τμήμα Β1

2001

Τμήμα Β΄ » Τμήμα ΣΤ΄ Α΄ Τακτική Ολομέλεια Τμήμα Β΄ Τμήμα Ε΄ Τμήμα ΣΤ΄

2002

Β΄ Τακτική Ολομέλεια Ολομέλεια Τμήμα ΣΤ΄ Τμήμα Β1 Τμήμα Β2

56

140/92 (1016) 148/92 (1348), (1563) 1525/92 (85) 15/93 (1341) 201/93 (1008) 344/93 (1007) 1248/93 (1060) 1778/93 (920) 3/94 (1340), (1352) 1612/94 (921) 302/94 (1066), (1566) 304/94 (979), (1039) 357/94 (1258) 1195/94 (908) 32/95 (443), (1466) 680/95 (932) 337/96 (122), (933), (1586) 153/97 (922) 203/97 (923) 418/97 (924) 464/97 (1196) 6/98 (925) 14/98 (1067) 56/98 (941) 64/98 (934) 501/98 (1063) 1073/98 (112), (926) 1593/98 (936) 185/99 (942) 925/99 (1002) 1991/99 (465), (927) 18/00 (7), (1555), (1564) 200/00 (937) 1139/00 (1024), (1078) 1185/00 (1111), (1431) 1638/00 (912) 4/01 (1363) 181/01 (1051) 1311/01 (915) 1320/01 (913) 1569/01 (944) 1/02 (364), (1239), (1313) 15/02 (938) 43/02 (1025), (1079) 48/02 (914) 60/02 (393), (456), (1425), (1476) 453/02 (1009), (1089), (1092), (1470) 1253/02 (1084), (1091), (1561)


Τμήμα Β1 Τμήμα ΣΤ΄ Τμήμα Β1 » Τμήμα Β΄ » 2003 Τμήμα Β΄ Τμήμα Β2 »

2004

2005

2006

Τμήμα Β2 Τμήμα Β1 Τακτική Ολομέλεια [17 μελών] Τμήμα Ε΄ Τμήμα Β2 Τμήμα Ε΄ Τμήμα Β2 Τμήμα Β1 Τμήμα Α΄ Τμήμα Β1 » Τμήμα Ε΄ Πλήρης Ολομέλεια Ολομέλεια Τμήμα Β2 Τμήμα Β΄ Τμήμα Β2 Τμήμα Β2 Τμήμα Β1 Τμήμα Β2 » Τμήμα Β1 Τμήμα Β2

2007

Τμήμα Β2 » Τμήμα Β1 Ολομέλεια Πλήρης Ολομέλεια Τμήμα Β2 » Τμήμα Β1 Τμήμα Β2 » Ποιν. Τμήμα Β1 Τμήμα Β2 »

1446/02 (1240), (1316) 1526/02 (929) 1561/02 (1103), (1190) 1770/02 (1048) 1771/02 (1242) 1780/02 (928) 13/03 (529), (1394) 656/03 Τμ. Β΄ (986) 777/03 (945) 845/03 Τμ. Β2 (1049) 974/03 Τμ. Β2 (997),(1105) 1270/03 (939) 1458/03 (1336) 1559/03 (1189) 1/04 (1085), (1112) 760/04 (918) 1147/04 Τμ. Β2 (1115) 1519/04 (1259), (1605), (1606) 259/05 (1083), (1181) 262/05 (1029), (1043) 542/05 (9), (1349) 950/05 (1064) 1037/05 (1090) 1340/05 (946) 18/06 (1139) 29/06 (380), (1003), (1365) 143/06 (1303) 255/06 (1030), (1401) 492/06 (1014) 543/06 (1568), (1599) 545/06 (1068) 628/06 (1381), (1477) 1013/06 (1086) 1162/06 (988), (1122) 1236/06 (1108) 1275/06 (1081) 1526/06 (940) 1545/06 (1040) 1555/06 (1037) 1978/06 (1109) 4/07 (1113) 19/07 (1161), (1179), (1471) 34/07 (1053) 466/07 (1110), (1428) 584/07 (973), (980) 586/07 (1069) 588/07 (957), (1368), (1464) 675/07 (947) 695/07 (1031) 789 /07 (1000) 795/07 (989), (1065) 57


2008

2009

58

Τμήμα Β1 Τμήμα Β2 Τμήμα Β1 Τμήμα Β2 Τμήμα Β1 » » Τμήμα Ζ΄ Ποινικό Τμήμα Β2 » » Τμήμα Β΄ Τμήμα Β2 » » » » Τμήμα Β1 » Τμήμα Β2 Τμήμα Β1 Τμήμα Α1 Τμήμα Β1 » Τμήμα Β2 » Τμήμα Β1 » Τμήμα Β2 Συμβούλιο Τμήμα Β1 Συμβούλιο Τμήμα Β1 » Τμήμα Β2 Τμήμα Β/ΙΙ Τμήμα Β2 » » Τμήμα Β1 » » » » Τμήμα Β2 » Τμήμα Β1 Τμήμα Β2 Τμήμα ΣΤ΄ [Ποινικό]

806/07 (1192) 1047/07 (987), (1116), (1120) 1116/07 (990), (1010) 1648/07 (977) 1694/07 (1162) 1695/07 (999), (1054) 1700/07 (1330), (1432) 2048/07 (910), (1346) 98/08 (1331), (1433) 178/08 (991), (1117) 184/08 (1070) 197/08 (1166), (1498) 397/08 (1017) 400/08 (1071) 401/08 (1072) 403/98 (1018) 519/08 (1093) 552/08 (1167) 797/08 (1163) 799/08 (1164) 810/08 (1165) 853/08 (1261) 922/08 (971), (1168) 923/08 (1121) 1007/08 (1019) 1017/08 (981) 1042/08 (1057) 1177/08 (974) 1252/08 (1114) 1535/08 (1262) 1942/08 (1035) 57/09 (948) 77/09 (1001), (1022) 81/09 (1033) 93/09 (324) 272/09 (1372) 436/09 (1073) 440/09 (1074) 442/09 (1174) 568/09 (992), (1020) 569/09 (1175) 572/09 (982), (1047), (1337) 674/09 (983) 676/09 (1041) 970/09 (1042) 974/09 (1075) 1110/09 (1076) 1259/09 (1011), (1156), (1187), (1193) 2129/09 (949)


Εφετείο Αθηνών (ΕφΑθ) 1998 1999 2001 2002 2003 2004 2005 2006

2008 2009

5604/98 (1183) 5918/99 (354), (1253) 6342/01 (1422), (1493), (1525) 9329/02 (492) 1732/02 (1026) 3208/03 (1191) 8011/03 (1335) 5687/04 (1095), (1097), (1099) 5690/05 (1058), (1487) 806/06 (1260) 2221/06 (1281) 5538/06 (1280), (1420) 236/08 (1038) 2904/09 (1059) 3260/09 (1036)

Εφετείο Θεσσαλονίκης (ΕφΘεσ) 1999 2003 2004 2005 2006 2007 2009

3143/99 (996) 3603/99 Τμ. Γ΄ (985), (1100) 3054/03 (1027), (1094) 1003/04 (1050), (1180) 2929/05 (1152), (1185) 1559/06 (1052) 159/07 (1032) 2235/07 (1055) 1289/09 (1255)

Εφετείο Πειραιώς (ΕφΠειραιώς) 1997

421/97 (352), (1362)

Εφετείο Πατρών (ΕφΠατρών) 2007 2008

477/07 (1256) 782/08 (1345)

Εφετείο Λαρίσης (ΕφΛαρίσης) 1995 2004 2005

716/95 (1194) 382/04 (1265) 290/05 Συμβ. (1205)

Εφετείο Κρήτης (ΕφΚρήτης) 2002 2009

446/02 (1143) 62/09 (978), (1188)

59


Εφετείο Ιωαννίνων (ΕφΙωαννίνων) 2005 2006

233/05 (1144) 235/05 (1153), (1184), (1186) 57/06 (1141)

Εφετείο Δωδεκανήσων (ΕφΔωδ) 1989 2000 2007

209/89 (1448), (1522), (1609) 405/00 (349) 219/07 (1157)

Εφετείο Καλαμάτας (ΕφΚαλαμάτας) 2005

46/05 (1145)

Εφετείο Κερκύρας (ΕφΚερκύρας) 2008

89/08 (1159)

Πρωτοδικείο Αθηνών 1993 1994 1995 1996 1997 1999 2000 2001 2003 2004 2007 2008 2009

Μον Πρ Αθ Μον Πρ Αθ Μον Πρ Αθ Συμβ Πλημ Αθηνών Μον Πρ Αθ Μον Πρ Αθ Μον Πρ Αθ Μον Πρ Αθ Μον Πρ Αθ (Ασφ.μ.) Μον Πρ Αθ (Ασφ.μ.) Πολ Πρ Αθ Μον Πρ Αθ (Ασφ.μ.) Μον Πρ Αθ (Τμ.Εργ.διαφορών) Μον Πρ Αθ Μον Πρ Αθ Μον Πρ Αθ

931/93 (1021) 2182/94 (481), (487) 2168/95 (1061), (1087) 5541/95 (909) 14421/96 (1062), (1082), (1088), (1427) 687/97 (483) 2420/99 (1077), (1400) 1935/00 (484) 10519/01 (1276), (1539), (1598) 1976/03 (1142) 65/04 (1257), (1534) 47/07 (1182) 2115/07 (1334), (1480) 2088/08 (1177) 2310/08 (480) 221/09 (486), (489)

Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 2003 2004 2005 2007 2008 2009

60

Πολ Πρ Θεσ Μον Πρ Θεσ Μον Πρ Θεσ Μον Πρ Θεσ Μον Πρ Θεσ Πολ Πρ Θεσ Μον Πρ Θεσ Πολ Πρ Θεσ Μον Πρ Θεσ

12598/03 (1342) 13464/03 (1119) 28935/04 (1146) 11707/05 (1147) 15756/05 (1148) 38162/07 (1343) 41021/08 (984) 21359/08 (388), (1472) 21178/09 (1056)


Πρωτοδικείο Πειραιώς 2002 2006

Συμβ Πλημ Πειραιώς Μον Πρ Πειρ

1526/02 (490) 2402/06 (998)

Πρωτοδικείο Βόλου 1999 2009

Πλημ Βόλου [Απόφ.] Μον Πρ Βόλου

4338/99 (935) 18/09 (1118), (1358), (1430)

Πρωτοδικείο Σερρών 2006

Μον Πρ Σερρών

116/06 (1154)

Πρωτοδικείο Καλαμάτας 2003

Μον Πρ Καλαμάτας

66/03 (1140)

Πρωτοδικείο Χαλκίδος 2005

Μον Πρ Χαλκίδος

234/05 (1138)

Πρωτοδικείο Κερκύρας 2000

Τρ Πλημ Κερκύρας

2884/00 (943)

Πρωτοδικείο Ροδόπης 2004

Μον Πρ Ροδόπης

120/04 (1096), (1098), (1101)

Πρωτοδικείο Αγρινίου 1999

Πλημ Αγρινίου [Συμβ.]

169/99 (950)

Πρωτοδικείο Σάμου 2005

Μον Πρ Σάμου

270/05 (1149)

Πρωτοδικείο Σπάρτης 2006

Τρ Πλημ Σπάρτης

354, 367/06 (931), (1543)

Πρωτοδικείο Ρεθύμνης 2005

Μον Πρ Ρεθύμνης

107/05 (1123)

Ειρηνοδικείο Αθηνών (ΕιρΑθ) 2001

106/01 (1102), (1486)

61


Ειρηνοδικείο Καλλιθέας (ΕιρΚαλλιθέας) 2008

10/08 (994)

Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης (ΕιρΘεσ) 2008

4637/08 (993)

Ειρηνοδικείο Κερκύρας (ΕιρΚερκύρας) 2006

181/06 (1015), (1479)

Ειρηνοδικείο Λαμίας (ΕιρΛαμίας) 2007

219/07 (18), (491)

Δ) Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) [ήδη Δικαστήριο της Ε.Ε.] Απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1994, Υπόθ. C-419/92, “I. Scholz/Πανεπιστήμιο Κάλιαρι” (183) ης » » 22 Νοεμβρίου 1995, Υπόθ. C-443/93, “Βουγιούκας” (442) » » 2ης Ιουλίου 1996 Ολ., Υπόθ. C-290/94, ‘Επιτροπή/Ελληνική Δημοκρατία’ (89) » » 2ας Οκτωβρίου 1997, Υπόθ. C-1/95, «Hellien Gerster/Freistaat Bayern» (1301) » » 15ης Ιανουαρίου 1998, Υπόθ. C-15/96, “K. Schöning-Κουγεβετοπούλου/Freie und Hansestadt Hamburg” (382) ης » » 12 Μαρτίου 1998, Υπόθ. C-187/96, «Επιτροπή ΕΚ/Ελληνική Δημοκρατία» (332) » » 4ης Ιουλίου 2006, Υπόθ. -212/04 (Προδικαστικό ερώτημα ΜονΠρΘεσ) (1150) » » 17ης Απριλίου 2007, Υπόθ. C-470/03, “AGM-COS.MET s.r.l./Suomen Valtio, Tarmo Lehtinen” (1351) ης » » 26 Μαρτίου 2009, Υπόθ. C-559/07, “Επιτροπή ΕΚ/Ελληνική Δημοκρατία” (430), (1302), (1467) ης » » 23 Απριλίου 2009, Υπόθ. C-378/07 έως C-380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ./Ν.Α. Ρεθύμνου (C-378/07) & Γιαννούδη κ.λπ./Δήμος Γεροποτάμου (C-379/07, C-380/07) (1171) Ε) Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) Απόφαση της 2ας » » 8ης » » 27ης » » 12ης » » » » » 62

» » » » »

27ης 19ης 12ης 22ης 6ης

Σεπτεμβρίου 1998, “Ahmed/Ηνωμένο Βασίλειο” (962) Δεκεμβρίου 1999, “Pellegrin/Γαλλία” (969) Μαϊου 2004, Υπόθ. “Ρίζος & Ντάσκας” (963) Απριλίου 2006 Ολ. (Grande Chambre), Υπόθ. “Martinie”, Προσφυγή αρ. 58675/00 (966) Οκτωβρίου 2006, Υπόθ. “Kanayev”, Προσφυγή αρ. 43726/02 (964) Απριλίου 2007, “Eskelinen/Φινλανδία” (968) Φεβρουαρίου 2008, Ολ., Υπόθ. “Guja”, Προσφυγή αρ. 14277/04 (965), (1206) Μαΐου 2008, Υπόθ. “Μεϊδάνης”, Προσφυγή αρ. 33977/06 (1535) Φεβρουαρίου 2009, Υπόθ. “Κοκκίνης”, Προσφυγή αρ. 45769/06 (452), (1505)


» »

» 25ης Ιουνίου 2009, Υπόθ. “Ζουμπουλίδης”, Προσφυγή αρ. 36963/06 (967), (1370), (1530) » 22ης Οκτωβρίου 2009, Υπόθ. “Αποστολάκης”, Προσφυγή αρ. 39574/07 (454), (1407)

63



ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ* ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ (ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ – ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ)

* Περιλαμβανομένων, για την πληρέστερη διερεύνηση της δικαστικής δραστηριότητος, και ορισμένων σκέψεων Ανωτάτων Δικαστηρίων στα πλαίσια συμβουλέυτικών ή διοικητικών αρμοδιοτήτων τους.



1.ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ Τ.ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ [ ΉΔΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΥΔΙΜΗΔ]



1.1. ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ



1.1.1. ΑΡΧΕΣ ΔΙΕΠΟΥΣΕΣ ΤΗΝ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Υ.Κ. (1) ΣτΕ Π.Ε. 685/1993 Τμ. Ε΄ («... κατά γενική αρχή του πειθαρχικού εν ευρεία εννοία δικαίου, δεν επιτρέπεται η επιβολή δύο πειθαρχικής φύσεως κυρώσεων για το αυτό αδίκημα /non bis in idem..»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1994, σ. 198-200. (2) ΔΕφΘεσ 392/2009 («... επιβάλλεται ως εγγύηση τηρήσεως των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας και ειδικότερα της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα πολίτη στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας – άρθρο 4 παρ. 1 και 4 και άρθρο 5 παρ. 1 Συντ. – της διαφάνειας – άρθρο 103 παρ. 7 Συντ. – που, κατά την έννοιά της, περιλαμβάνει όχι μόνο τη διαδικασία εισόδου στο υπαλληλικό σώμα αλλά και περαιτέρω τις εν γένει διαδικασίες εξελίξεως – προαγωγής ή ανάθεσης καθηκόντων – των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και του κράτους δικαίου – άρθρο 25 παρ. 1 Συντ. – ο ουσιώδης τύπος της συντάξεως πρακτικού περί της ενώπιον της ... Επιτροπής διεξαγόμενης προφορικής συνεντεύξεως των υποψηφίων ...»). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 610 – 611 με Σχόλιο του Ακρίτα Καϊδατζή. §§§§§§§§§§ 1.1.2.ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ 1.1.2.1. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (3) ΣτΕ 746/1998 Τμ. ΣΤ΄ («... από τις διατάξεις των άρθρων 108, 111 παρ. 4 και 258 παρ. 1 Π.Δ. 611/1977 ερμηνευόμενες στο πλαίσιο των εγγυήσεων που παρέχει το Σύνταγμα σχετικά με την κρίση περί απολύσεως... συνάγεται ότι το οικείο υγειονομικό όργανο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται περί της φύσεως της νόσου ... στο αρμόδιο, όμως Υπηρεσιακό Συμβούλιο το οποίο παρέχει λόγω της συνθέσεώς του, τις από το Σύνταγμα απαιτούμενες εγγυήσεις, ανήκει η αρμοδιότητα να κρίνει περαιτέρω, εν όψει των διαπιστώσεων του υγειονομικού οργάνου για τη δυνατότητα ή μη απρόσκοπτης για δημόσια υπηρεσία, συνεχίσεως εκτελέσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου ...»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 914-915. (4) ΣτΕ 3971/2003 Τμ. Γ΄ («... από το συνδυασμό των ... διατάξεων του Ν.Δ. 343/1969 ερμηνευομένων κατά τρόπο σύμφωνο προς το Σύνταγμα – βλ. άρθρο 20 – και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – βλ. άρθρο 6 –, συνάγεται ότι η κλήση του πειθαρχικώς διωκομένου για παράσταση και απολογία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου... πρέπει να χωρεί στο τέλος της όλης πειθαρχικής διαδικασίας ...»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2005, σ. 605 – 607.

71


§§§§§§§§§§ 1.1.2.2. ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ-ΕΝΝΟΙΑ, ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ Δ.Υ. ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Ν.Π.Δ.Δ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ [βλ. και 5.15.] (5) ΣτΕ 1357/1999 Τμ. Γ΄ (Παρά την ένταξη των εκπαιδευτικών του «Κολλεγίου Αθηνών» στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων, η σχέση εργασίας τους εντάσσεται στο ιδιωτικό δίκαιο). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2000, σ. 488 – 496 με Σχόλιο της Μαρίας Σωτηροπούλου. (6) Επιτροπή ΣτΕ άρθρου 3 Υ.Κ. 3/2000 (Μόνιμη ερευνήτρια Α΄ βαθμίδος του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών έχει «... την ιδιότητα της πολιτικής διοικητικής υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 2 Ν.2683/1999»). «ΔΙΚΗ», 2002, σ. 98 – 108 με Σχόλιο των Βελισσάριου Καράκωστα και Κ. Μπέη. (7) ΑΠ 18/2000 Τμ. Β1 (Άρθρα 15 & 21 Ν.3030/1954, 2 παρ. 1 Ν.340/1976, 9 Ν.1481/1984. Οι αναπληρωτές αγροφύλακες «συνδέονται με το Δημόσιο... με σχέση δημοσίου δικαίου»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 728 – 730. (8) ΣτΕ 1776/2001 Τμ. Γ΄ (Με τον Ν.2683/1999 μετεβλήθη το υπηρεσιακό καθεστώς και η φύση της θέσεως των γενικών διευθυντών χωρίς όμως να παύσουν να χαρακτηρίζονται ως ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1197 [Περίληψη της αποφάσεως]. (9) ΑΠ 542/2005 Τμ. Α΄ («Κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας υπάγεται στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, όντας μετακλητός δημόσιος υπάλληλος με βαθμό πρώτο (1ο) εντασσόμενος στην κατηγορία των ειδικών θέσεων με εξαίρεση τα σημεία για τα οποία υπάρχει ειδική νομοθετική πρόβλεψη λ.χ. διορισμός και παύση»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ»,2007,σ. 447-453. (10) ΕΣ 728/2009 Ολ. (Οι οικονομικοί επιθεωρητές και οι υπηρετούντες στη Διεύθυνση επιθεωρήσεως του “Υπουργείου Ανάπτυξης” αποτελούν «... διαφορετικές κατηγορίες λειτουργών του Δημοσίου, που τελούν υπό διαφορετική νομική και πραγματική κατάσταση όσον αφορά τη διαδικασία και το σύστημα επιλογής τους ... καθώς και τις αρμοδιότητές τους...»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 711 – 719. (11) ΣτΕ 4164/1996 Τμ. Γ΄ («Οι Άμισθοι Γενικοί Πρόξενοι, και Υποπρόξενοι μολονότι ονομάζονται από τον νομοθέτη ‘Επίτιμοι’ και δεν μισθοδοτούνται από το Δημόσιο Ταμείο, ανήκουν σε ιδιότυπη κατηγορία κρατικών υπαλλήλων και έχουν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλ72


1.1.2.2. λήλου.Την ιδιότητα δε αυτή, του δημοσίου υπαλλήλου έχουν οι ως άνω είτε είναι Έλληνες πολίτες, είτε είναι αλλοδαποί κατά τους ορισμούς του άρθρου 39 παρ. 1 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών που τελεί σε αρμονία με το άρθρο 4 παρ. 4 του Συντάγματος». Όμως, οι ανωτέρω υπάλληλοι δεν καλύπτονται από την διάταξη του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος βάσει της οποίας οι κατέχοντες οργανικές θέσεις έμμισθοι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα προσφυγής ουσίας στο Συμβούλιο της Επικρατείας, βλ. ΣτΕ 573/1960. Συνεπώς, ένδικα μέσα κατά πράξεως διορισμού ή απολύσεως Αμίσθων Γενικών Προξένων, Προξένων και Υποπροξένων έχουν τον «χαρακτήρα αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία στρέφεται κατά διοικητικών πράξεων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίων υπαλλήλων». Δεδομένου ότι οι υπάλληλοι αυτοί από ουδεμία διάταξη νόμου χαρακτηρίζονται ως ανώτατοι, σχετική αρμοδιότητα εκδικάσεως της κατά τα ανωτέρω αιτήσεως ακυρώσεως έχει σε πρώτο βαθμό το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο Αθηνών). i) «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/1996, σ. 587-588. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 1513 – 1514 [Περίληψη της αποφάσεως]. (12) ΣτΕ 3971/2003 Τμ. Γ΄ («... οι ανήκοντες στο Πυροσβεστικό Σώμα θεωρούνται ως μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι απολαύοντες της κατ’ άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος προστασίας...»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ»,2005,σ. 605-607. (13) ΣτΕ 2166/2002 Τμ. Δ΄ («...δεν είναι νοητή δημοσιοϋπαλληλική σχέση για το προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου». Σύμφωνη με το Σύνταγμα η μετατροπή ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ με επακόλουθο την μεταβολή του υπηρεσιακού καθεστώτος των υπαλλήλων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 1098 – 1100. (14) ΣτΕ 1906/2004 (Οι αρχές της αξιοκρατίας, της ισότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δεν συνιστούν περιοριστικούς λόγους της μεγάλης ευχέρειας του νομοθέτη να μεταβάλλει το υπηρεσιακό καθεστώς των Δ.Υ.). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2317 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος...]. (15) ΣτΕ 2590/2004 (Ο κοινός νομοθέτης δύναται να εισάγει διαφοροποιήσεις στο υπηρεσιακό καθεστώς των Δ.Υ. τροποποιώντας ισχύουσες ρυθμίσεις, ακόμη και αν θίγονται δικαιώματα ή συμφέροντα, εφ’ όσον πρόκειται για νέα ρύθμιση, γενική, απρόσωπη και αντικειμενική, υπαγορευόμενη από λόγους δημοσίου συμφέροντος). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2317 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος...]. (16) ΣτΕ 467/1984 (Δεν κωλύεται εκ του Συντάγματος ο κοινός νομοθέτης να αναδιοργανώνει υπηρεσίες, να καταργεί θέσεις δημοσίων υπαλλήλων και να ανακατανέμει τις σχετικές αρμοδιότητες σε άλλες υφιστάμενες ή συνιστώμενες θέσεις.) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2317 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος...].

73


1.1.2.2.

1.1.2.3.

(17) ΣτΕ 1849/2008 Ολ. (Άρθρα 103 παρ. 4, 5, 7 Συντ., 39 παρ. 2 Υ.Κ., Ν. 3260/2004. Πλήρωση των οργανικών θέσεων προσωπικού δημοσίων υπηρεσιών με τακτικούς υπαλλήλους και μόνον κατ’ εξαίρεση με υπαλλήλους επί θητεία λόγω ιδιαζούσης φύσεως, ειδικής αποστολής ή περιεχομένου των αρμοδιοτήτων ορισμένης υπηρεσίας ή θέσεως. Οι επί θητεία υπάλληλοι κατά την διάρκειά της απολαύουν των εγγυήσεων της μονιμότητος. Όμως, για τους εκτός υπαλληλικής ιεραρχίας ανωτάτους υπαλλήλους επιτρέπεται εκ του Συντάγματος στον νομοθέτη να προσδιορίσει ελευθέρως τους όρους προσλήψεως, απασχολήσεως και απολύσεώς τους ή να τους απονείμει ορισμένες ή και όλες τις προβλεπόμενες συνταγματικές εγγυήσεις, ως είναι η πρόβλεψη χρόνου θητείας. Συνεπώς, οι επί θητεία υπάλληλοι διακρίνονται: α) σε μετακλητούς για τους οποίους ο νομοθέτης προέβλεψε θητεία ως πρόσθετη εγγύηση μη υποχρεωτική εκ του Συντάγματος, οπότε δια της νομοθετικής οδού αυτή είναι δυνατόν να λήξει πρόωρα και β) σε μετακλητούς οι οποίοι ως μόνιμοι επί θητεία δεν είναι δυνατόν να απολυθούν προώρως με νόμο ως καλυπτόμενοι από τον συνταγματικώς προβλεπόμενο θεσμό της μονιμότητος. Η υπαγωγή ενός επί θητεία υπαλλήλου σε μια εκ των ανωτέρω δύο ρυθμίσεων γίνεται βάσει κριτηρίων σχετικών με την ιδιάζουσα φύση, την ειδική αποστολή και το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων του υπαλλήλου αυτού σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα προσόντα και την κατά νόμον διαδικασία διορισμού και απολύσεώς του. Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημοσίας Διοικήσεως είναι μετακλητός επί θητεία υπάλληλος και κατά συνέπεια είναι δυνατή η πρόωρη λήξη της θητείας του δια της νομοθετικής οδού). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2507 [Περίληψη της αποφάσεως][Βλ. & αρ.315]. §§§§§§§§§§ 1.1.2.3.ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΟΣ (18) ΕιρΛαμίας 219/2007 (Οι διατάξεις των παρ. 1 & 2 του άρθρου 31 του Υ.Κ. – Ν. 2683/1999 περί παροχής αδείας στους δημοσίους υπαλλήλους για άσκηση ιδιωτικού έργου ή εργασίας με αμοιβή εφαρμόζονται «... αναλογικά ...» και στους εκπαιδευτικούς και αναπληρωτές εκπαιδευτικούς πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου εκπαιδεύσεως). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 735 – 738. (19) ΣτΕ 267/2002 Τμ. ΣΤ΄ (Οι μόνιμοι υπάλληλοι των Ο.Τ.Α., και μετά την θέση σε ισχύ του νέου Υ.Κ. – Ν. 2683/1999, υπάγονται στις ειδικές διατάξεις του Ν. 1188/1981 για κάθε θέμα σχετικό με την υπηρεσιακή τους κατάσταση, περιλαμβανομένου και του θέματος της ασκήσεως επ’ αυτών πειθαρχικής εξουσίας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 1183 – 1185. (20) ΔΕφΑθ 2119/2005 Τμ. Ι΄ (Τα θέματα διορισμού και υπηρεσιακής εξελίξεως των υπαλλήλων της Βουλής ρυθμίζονται από τον Κανονισμό της, «... ενώ οι σχετικές διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα ή άλλων γενικών ή ειδικών νόμων έχουν εφαρμογή συμπληρωματικώς και υπό την επιφύλαξη του Κανονισμού αυτού»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2005 σ. 873 – 875. 74


1.1.2.3.

1.1.2.4.

1.1.3.1.

(21) ΣτΕ 2502/2002 Τμ. Γ΄ (Οι διατάξεις του Υ.Κ. δεν εφαρμόζονται αναλογικά κατά την διαδικασία της προσλήψεως υποθηκοφυλάκων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 1750 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.2.4. ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ Δ. Υ.[Βλ. και 1.1.16] (22) ΔΕφ Τριπόλεως 38/2001 [Συμβ.]. («... υπό... την αόριστη νομική έννοια της υπηρεσιακής καταστάσεως νοείται, αναφορικώς με τους υπαλλήλους του Δημοσίου, η θέση την οποία κατέχει κάθε υπάλληλος γενικώς μεν, στην ιεραρχική κλίμακα του συγκεκριμένου κλάδου διοικήσεως, στον οποίο ανήκει, ειδικότερα δε, στη συγκεκριμένη υπηρεσία του εν λόγω κλάδου, στην οποία υπηρετεί. Επομένως, υπό την ως άνω έννοια δεν υπάγεται η μισθολογική προαγωγή του υπαλλήλου»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 1152 – 1153. §§§§§§§§§§ 1.1.3. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ Δ.Υ. ( Ή ΤΟΥ ΑΠΟΧΩΡΗΣΑΝΤΟΣ Δ.Υ.) 1.1.3.1.ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ (23) ΣτΕ 4900/1995 (Προσφυγή μονίμων υπαλλήλων του Υπουργείου Γεωργίας κατά υπουργικής αποφάσεως περί αυτοδίκαιης μεταφοράς τους στο Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας ΝΠΙΔ. Άρθρο 1 παρ. 1 και 2 Ν.702/1977 και άρθρο 34 Ν.1968/1991. «Εφόσον... το κρινόμενο ένδικο μέσο στρέφεται κατ’ αποφάσεως μονομελούς οργάνου της Διοικήσεως – υπουργικής αποφάσεως – δεν έχει το χαρακτήρα προσφυγής ουσίας αλλά αιτήσεως ακυρώσεως». «Συνεπώς η αίτηση αυτή υπάγεται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών»). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1996, σ. 395. (24) ΣτΕ 2011/2003 Ολ. (Η συγκρότηση των κατά το άρθρο 10 παρ. 15 εδ. γ΄ του Ν. 2298/1995. Πειθαρχικών Συμβουλίων των σωφρονιστικών υπαλλήλων αποκλειστικώς από δικαστάς «... δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα τους ως συλλογικών οργάνων της Διοικήσεως...». Συνεπώς, σε περίπτωση επιβολής της πειθαρχικής ποινής της παύσεως ή του υποβιβασμού, η σχετική απόφαση «... υπόκειται εις προσφυγήν ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος...»). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2004, σ. 1365 – 1373 με εκτενές Σχόλιο του Ευθυμίου Αντωνοπούλου. (25) ΣτΕ 821/2002 Τμ. ΣΤ΄ («... η άσκηση υπαλληλικής προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί ατομικό δικονομικό δικαίωμα των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων συνταγματικώς κατοχυρωμένο...»). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2004, σ. 1367 – 1373 με εκτενές Σχόλιο του Ευθυμίου Αντωνοπούλου. 75


1.1.3.1. (26) ΣτΕ 3610/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Απαράδεκτη η δημοσιοϋπαλληλική προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία εστάλη ταχυδρομικώς, αντί να κατατεθεί στη Γραμματεία του ή σε άλλη δημοσία αρχή προκειμένου να διαβιβασθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1144. (27) ΣτΕ 2037/2002 Τμ. Γ΄ [επταμ.] (Άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 2944/2001. Υπαλληλικές προσφυγές κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι μόνον οι στρεφόμενες κατά πειθαρχικών αποφάσεων επιβολής οριστικής παύσεως ή υποβιβασμού. Αν επεβλήθη προσωρινή παύση ή κατώτερες αυτής πειθαρχικές ποινές, αρμοδιότητα έχουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα τριμελή διοικητικά εφετεία). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2004, σ. 381-383. (28) ΣτΕ 585/2008 Τμ. Γ΄ (Η εκδίκαση των κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματός προσφυγών ουσίας των Δ.Υ. «…ανήκει…στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας μη δυναμένη να μεταφερθεί με κοινό νόμο στην αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου…»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ»,2008, σ. 1266-1267. (29) ΣτΕ 4164/1996 Τμ. Γ΄ («Οι Άμισθοι Γενικοί Πρόξενοι και Υποπρόξενοι μολονότι ονομάζονται από τον νομοθέτη ‘Επίτιμοι’ και δεν μισθοδοτούνται από το Δημόσιο Ταμείο, ανήκουν σε ιδιότυπη κατηγορία κρατικών υπαλλήλων και έχουν την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου. Την ιδιότητα δε αυτή του δημοσίου υπαλλήλου έχουν οι ως άνω είτε είναι Έλληνες πολίτες, είτε είναι αλλοδαποί κατά τους ορισμούς του άρθρου 39 παρ. 1 του οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών που τελεί σε αρμονία με το άρθρο 4 παρ.4 του Συντάγματος». Όμως οι ανωτέρω υπάλληλοι δεν καλύπτονται από την διάταξη του άρθρου 103 παρ.4 του Συντάγματος βάσει της οποίας οι κατέχοντες οργανικές θέσεις έμμισθοι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα προσφυγής ουσίας στο Συμβούλιο της Επικρατείας, βλ. ΣτΕ 573/1960. Συνεπώς, ένδικα μέσα κατά πράξεως διορισμού ή απολύσεως Αμίσθων Γενικών Προξένων και Υποπρόξενων έχουν τον «χαρακτήρα αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία στρέφεται κατά διοικητικών πράξεων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίων υπαλλήλων». Δεδομένου ότι οι υπάλληλοι αυτοί από ουδεμία διάταξη νόμου χαρακτηρίζονται ως ανώτατοι, σχετική αρμοδιότητα εκδικάσεως της κατά τα ανωτέρω αιτήσεως ακυρώσεως έχει σε πρώτο βαθμό το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο Αθηνών). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ»,τχ. II/1996, σ. 578-588. (30) ΣτΕ 3971/2003 Τμ. Γ΄ («…οι ανήκοντες στο Πυροσβεστικό Σώμα θεωρούνται ως μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι απολαύοντες της κατ΄ άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος προστασίας και συνεπώς τα ένδικα μέσα που ασκούν κατά αποφάσεως συμβουλίων περί παύσεως ή υποβιβασμού τους, έχουν το χαρακτήρα προσφυγής ουσίας και εκδικάζονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας – άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 2944/2001…». «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2005, σ. 605 – 607. (31) ΣτΕ 1805/2009 Τμ. Γ΄ επταμ. (Η κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος «…προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας αποτελεί συνταγματική εγγύηση της μονιμότητος των πολιτικών δημοσίων υ76


1.1.3.1.

1.1.3.2.

παλλήλων». Ενώ αρχικά όλες οι πειθαρχικές υποθέσεις Δ.Υ. εκδικαζόταν από το ΣτΕ, μετά την θέση σε ισχύ του Ν. 702/1977 το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο κατέστη αρμόδιο για την εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως μη ανωτάτων Δ.Υ. κατά ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των Δ.Υ. στις οποίες περιλαμβάνονται και οι πειθαρχικές αποφάσεις με αποτέλεσμα, στις περιπτώσεις αυτές, το ΣτΕ να καταστεί δευτεροβάθμιο ακυρωτικό δικαστήριο, διατηρώντας όμως την εκ του Συντάγματος αρμοδιότητά του όταν πρόκειται για επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως ή του υποβιβασμού. Πάντως, ο κοινός νομοθέτης κατά την κρίση του, στις ανωτέρω περιπτώσεις δύναται να ορίζει ότι οι αποφάσεις αυτές του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου καθίστανται αμετάκλητες, μη υποκείμενες σε ένδικο μέσο στο ΣτΕ). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 1499- 1502. §§§§§§§§§§ 1.1.3.2. ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ [Βλ. και 1.2.4.10. & 5.1.2.] (32) ΔΕφ Κομοτηνής 16/2005 [Συμβ.]. (Πράξεις επιλογής και τοποθετήσεως Προϊσταμένων Διευθύνσεων. «Δεν είναι δυνατή, κατ΄ αρχήν, η αναστολή εκτελέσεως των πράξεων αυτών, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης του θιγόμενου, υπαλλήλου, οπότε είναι δυνατόν, κατ΄ εξαίρεση, να χορηγηθεί αναστολή εκτελέσεώς τους, αφού συνεκτιμηθούν και οι ανάγκες της δημόσιας υπηρεσίας»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 1599 – 1600. (33) ΣτΕ ΕπΑν 185/2004 Τμ. Γ΄ («Οι διοικητικές πράξεις που αναφέρονται στην υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών…συνάπτονται αμέσως προς την ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και ως εκ τούτου, κατ΄ αρχήν, η άμεση εκτέλεσή τους επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Δεν υπόκεινται, συνεπώς, οι πράξεις αυτές σε αναβολή εκτελέσεως, εκτός αν, ένεκα εξαιρετικών λόγων, η άμεση εκτέλεσή τους θα προκαλούσε στον υπάλληλο ή λειτουργό σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη, οπότε, είναι δυνατόν, ενόψει της σοβαρότητας της βλάβης και μετά από συνεκτίμηση των υπηρεσιακών αναγκών, να χορηγηθεί, κατ΄ εξαίρεση, αναστολή εκτελέσεως των πράξεων αυτών»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1117 – 1118. (34) ΣτΕ ΕπΑν 260/2004 Τμ. Γ΄ («Οι πράξεις των οποίων ζητείται η αναστολή εκτελέσεως, αφορούν την αποδοχή παραίτησης βοηθού νομάρχη, δηλαδή οργάνου διοίκησης οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, και από τη φύση τους συνάπτονται με την ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και, συνεπώς, δεν επιτρέπεται κατ΄ αρχήν για λόγους δημοσίου συμφέροντος, να ανασταλεί η εκτέλεσή τους, εκτός αν αποδειχθεί ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης βλ. Ε.Α. 74/2004, 710, 50/2002». Δεδομένου, όμως, ότι το έγγραφο της παραιτήσεως του αιτούντος την αναστολή υπαλλήλου φέρει την υπογραφή του και επί πλέον η δικάσιμος της αιτήσεως ακυρώσεως επίκειται, δεν δικαιολογείται η κατ΄ εξαίρεση χορήγηση αναστολής εκτελέσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1119. (35) ΣτΕ ΕπΑν 353/2007 Τμ. Γ΄ (Αίτηση αναστολής εκτελέσεως κατά της παραλείψεως της Διοικήσεως να επιλέξει και 77


1.1.3.2.

1.1.3.3.

1.1.4.

τοποθετήσει υπάλληλο ως Προϊστάμενο Γενικής Διευθύνσεως. Δεν γίνεται δεκτή αυτή η αίτηση αναστολής «…διότι η αποδοχή της θα ισοδυναμούσε πλέον με την διαμόρφωση από την Επιτροπή Αναστολών μιας νέας πραγματικής καταστάσεως, με ανεπίτρεπτη υποκατάσταση στην επί της ουσίας κρίση της Διοικήσεως»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ.1155. (36) ΣτΕ Επ Αν 251/2008 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 52 Π.Δ. 18/1989 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 του Ν.2721/1999. «Η αναστολή εκτελέσεως διοικητικής πράξεως επιτρέπεται, κατ΄ αρχήν, μόνον για τη διατήρηση υφισταμένης καταστάσεως και όχι για την δημιουργία νέας Ε.Α. 1158/2007, 559/2007, 274/2006, 768/2002, 395/2001 κ.ά.». Επιλογή Προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως από το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο του άρθρου 9 του Ν.3260/2004 και αίτηση αναστολής εκτελέσεως της σχετικής πράξεως από παραλειφθέντα υπάλληλο. «Όμως (αυτή η) αίτηση αναστολής πρέπει να απορριφθεί διότι η αποδοχή της θα ισοδυναμούσε με τη δημιουργία μιας νέας καταστάσεως, μετά από αναμόρφωση, από την Επιτροπή Αναστολών, των πράξεων επιλογής και τοποθετήσεως του Προϊσταμένου της…Γενικής Διεύθυνσης…»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1134. §§§§§§§§§§ 1.1.3.3. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΑΠΟΧΩΡΗΣΑΝΤΟΣ Δ.Υ. (37) ΣτΕ 4105/1996 Τμ. ΣΤ΄ («…κατά γενική αρχή του δικαίου, δικαιούται ο υπάλληλος ακόμη και μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία να ζητήσει από την Διοίκηση να ανατρέξει στον χρόνο κατά τον οποίο ο ίδιος υπηρετούσε και να αναμορφώσει διοικητική πράξη που αφορούσε την υπηρεσιακή του κατάσταση, εάν έχει προς τούτο έννομο συμφέρον»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ.125. (38) ΣτΕ 1453/2008 Τμ. Γ΄ (Αποχωρήσας Δ.Υ. δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση επιλογής άλλου υπαλλήλου ως γενικού διευθυντή. Μη λήψη επί πλέον αποδοχών λόγω μη επιλογής ως γενικού διευθυντή δεν συνεπάγεται για τον παραλειφθέντα υπάλληλο διατήρηση του εννόμου συμφέροντός του να ζητήσει ανόρθωση της υλικής ζημίας. «Μόνη η επίκληση χρηματικής ζημίας δεν αρκεί για την θεμελίωση έννομου συμφέροντος…προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δεδομένου ότι η ανόρθωση της ζημίας αυτής μπορεί να επιδιωχθεί με την άσκηση των κατάλληλων ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, τα οποία θα κρίνουν παρεμπιπτόντως και περί της νομιμότητας της φερόμενης ως ζημιογόνου πράξης βλ. ΣτΕ 410/2004, 524/1987».). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1126. §§§§§§§§§§ 1.1.4. ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ-ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ (39) ΣτΕ 933/1998 (Νόμιμη η πρόσκληση προς τον Πρόεδρο της ΑΔΕΔΥ για να μετάσχει σε συνεδρίαση του 78


1.1.4. Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου εφόσον την παρέλαβε η εξουσιοδοτημένη για την παραλαβή αλληλογραφίας υπάλληλος της ΑΔΕΔΥ). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1998, σ.754-756. (40) ΣτΕ 2011/2003 Ολ. (Η συγκρότηση των κατά το άρθρο 10 παρ. 15 εδ. γ΄ του Ν.2298/1995 Πειθαρχικών Συμβουλίων των σωφρονιστικών υπαλλήλων αποκλειστικώς από δικαστάς «…δεν μεταβάλλει των χαρακτήρα τους ως συλλογικών οργάνων της Διοικήσεως…»). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2004, σ. 1365-1373 με εκτενές Σχόλιο του Ευθυμίου Αντωνοπούλου. (41) ΣτΕ 3023/1993 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 14 παρ. 1 Ν. 1586/1986 & 23 παρ. 17 Ν. 1735/1987. Προθεσμίες της 1.1.1987 και στη συνέχεια της 1.1.1988 για την συγκρότηση υπηρεσιακών συμβουλίων μετά την σύνταξη Οργανισμού Υπουργείου. Πρόκειται για προθεσμίες αφορώσες διοικητική ενέργεια οι οποίες συνιστούν απλώς έντονη υπόδειξη προς την Διοίκηση για σύνταξη νέου Οργανισμού εντός ευλόγου χρόνου μη έχουσες ανατρεπτικό ή απόλυτο χαρακτήρα). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 1395 [Περίληψη της αποφάσεως]. (42) ΔΕφ Αθ 1416/1995 (Άρθρα 36 παρ. 3, 6 & 37 παρ. 1, 2 Ν. 2190/1994. Ως μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου ορίζονται υπάλληλοι με τετραετή υπηρεσία στον Α΄ βαθμό, «..., όμως, εκείνων που έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου διεύθυνσης». Εφ΄ όσον υπήρχαν στην υπηρεσία υπάλληλοι διατελέσαντες Προϊστάμενοι Διευθύνσεων δεν είναι νόμιμος ο ορισμός ως μελών του Υπηρεσιακού Συμβουλίου υπαλλήλων οι οποίοι είχαν διατελέσει μόνον Προϊστάμενοι Τμημάτων και δεν είναι νόμιμες οι αποφάσεις του με αυτήν την σύνθεση). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 132. (43) ΣτΕ 4654/1995 Τμ. ΣΤ΄ («… ο εισηγητής ο άνευ ψήφου παριστάμενος είναι διάφορος του εκ των μελών του συμβουλίου τυχόν ορισθέντος ως εισηγητού επί της συγκεκριμένης υποθέσεως, εκπροσωπεί την υπηρεσία ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου, εισηγείται το θέμα, παρέχει πληροφορίες και διευκρινίσεις και είναι, επομένως, πρόσωπο που μετέχει νομίμως και ενεργά στο υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο, του οποίου όμως, δεν είναι μέλος, αφού παρίσταται ενώπιόν του άνευ ψήφου, ΣτΕ 1225/1990 κ.λπ.»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 909 – 910. (44) ΣτΕ 1514/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 19 παρ. 4 Ν. 1590/1986. Κατά παγία νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας «… το κύρος αποφάσεως συλλογικού οργάνου δεν επηρεάζεται από τις πλημμέλειες που τυχόν εμφανίζει η κτήση από ορισμένο ή ορισμένα πρόσωπα της ιδιότητας υπό την οποία έχουν ορισθεί μέλη του οργάνου αυτού, πάσχουν δε μόνο οι πράξεις του συλλογικού αυτού οργάνου οι οποίες εκδόθηκαν με την συμμετοχή των πιο πάνω μελών, μετά την ακύρωση του διορισμού τους στις θέσεις αυτές, βλ. ΣτΕ 2876/1991, 2721/1990»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 910.

79


1.1.4. (45) ΣτΕ 469/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 7, 8, 221 Υ.Κ-Π.Δ. 611/1997. «Τα υπηρεσιακά πειθαρχικά συμβούλια των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, είτε συνιστώμενα ειδικά για ένα συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο είτε ως κοινά για περισσότερα από αυτά που εδρεύουν στην περιφέρεια του αυτού νομού, αποτελούν όργανα όχι της κρατικής διοικήσεως, αλλά αυτών τούτων των νομικών προσώπων για τα οποία συνιστώνται και, προκειμένου για τα κοινά, εκείνου στο οποίο ανήκει ο υπάλληλος για υπόθεση του οποίου καλούνται να αποφανθούν»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 910 – 911 με Σημείωμα του Δ. Μπαρδούτσου. (46) ΣτΕ 1917/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Απόρριψη αιτήματος εξαιρέσεως μελών πειθαρχικού συμβουλίου «… με το αιτιολογικό ότι οι λόγοι εξαιρέσεως ήταν στην ουσία αβάσιμοι» άγει σε ακύρωση της πράξεως λόγω ελλείψεως εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά το άρθρο 239 παρ. 2 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 917. (47) ΣτΕ 4341/1997 Τμ. Γ΄ («… από καμία συνταγματική διάταξη δεν επιβάλλεται η συγκρότηση των συλλογικών οργάνων της Διοικήσεως, όπως είναι το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο, από περιττό αριθμό μελών, ούτε η διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του Ν. 2190/1994… απαιτεί αυτό…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 68 – 71. (48) ΣτΕ 2533/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Αντισυνταγματική η δια νόμου ή κανονιστικής πράξεως της Διοικήσεως αναγνώριση υπέρ των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως αρμοδιότητος προς συγκρότηση πειθαρχικών συμβουλίων εκπαιδευτικών, αφού η δημοσία εκπαίδευση δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί «τοπική υπόθεση»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 399 – 402. (49) ΔΕφΘεσ 1487/2002 (Σύμφωνα με γενική αρχή διέπουσα τα θέματα συνθέσεως των συλλογικών οργάνων της Διοικήσεως, κατά την συζήτηση και ψηφοφορία για την λήψη αποφάσεως είναι ανεπίτρεπτη η παρουσία προσώπων μη περιλαμβανομένων στη «νόμιμη συγκρότηση» του οργάνου αυτού, επερχομένης ακυρότητος λόγω «κακής συνθέσεως» αυτού. Τούτο ισχύει και για τα μέλη συλλογικού οργάνου των οποίων εζητήθη η εξαίρεση, όταν λαμβάνεται απόφαση επί της σχετικής αιτήσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2004, σ. 424. (50) ΔΕφΑθ 3/2006 («… είναι πλημμελής η πράξη του συλλογικού οργάνου αν κατά τη λήψη της σχετικής απόφασής του παρευρέθησαν τρίτα πρόσωπα, εκτός αν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία του συλλογικού οργάνου προβλέπεται η παράσταση τρίτου προσώπου και κατά τη φάση αυτής της συνεδρίασης»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 87 – 90. (51) ΣτΕ 2773/2006 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 239 παρ. 2 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1997. «… δεύτερη αίτηση εξαίρεσης μελών του πειθαρχικού συμβουλίου είναι καταρχήν απαράδεκτη, ακόμη και στην περίπτωση που η πρώτη αίτηση εξαίρεσης είχε απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ή απαράδεκτη για άλλο λόγο…»). 80


1.1.4. «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 1468. (52) ΣτΕ 591/2008 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 14 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας – Ν. 2690/1999. Μη νόνιμη κλήτευση μελών συλλογικού οργάνου στη γραμματεία του οποίου υπάρχει ειδικό βιβλίο από το οποίο προκύπτει ότι η πρόσκληση των μελών δεν έγινε νομοτύπως, αφού στο ως άνω βιβλίο για τις προσκλήσεις των μελών αυτού του συλλογικού οργάνου, παραπλεύρως των ονομάτων των μη παραστάντων μελών του σε συγκεκριμένη συνεδρίαση, υπάρχει απλώς η ένδειξη «courier» «χωρίς να έχει τεθεί χρονολογία και υπογραφή του υπαλλήλου που γνωστοποίησε την πρόσκληση»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2009, σ. 892 – 893. (53) ΣτΕ 773/1997 Τμ. Γ΄ (Το υπηρεσιακό συμβούλιο προσωπικού Ο.Τ.Α. είναι «όργανο της κεντρικής διοικήσεως». Δυνατή η άσκηση εκ μέρους του Ο.Τ.Α. αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως αυτού του υπηρεσιακού συμβουλίου αφού δεν πρόκειται για ενδοστρεφή δίκη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 229. (54) ΣτΕ 472/1997 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Απαγόρευση αντικαταστάσεως μελών υπηρεσιακού συμβουλίου κατά την διάρκεια της θητείας τους «…κατά την ελευθέρα κρίση της Διοικήσεως…». Δεν αποκλείεται η αντικατάσταση κατ΄ αίτηση του ιδίου του μέλους του υπηρεσιακού συμβουλίου. Το πειθαρχικό συμβούλιο «…συνιστά ιδία αρχή».). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 1088&1999, σ. 913 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1569 [Περίληψη της αποφάσεως]. (55) ΣτΕ 3056/1997 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 19 παρ.3 Ν.1599/1986. Αποκλείεται η συμμετοχή σε συλλογικό όργανο ενός και του αυτού προσώπου υπό πλείονες ιδιότητες. Δεν αποκλείεται η συμμετοχή ενός προσώπου σε δύο ή περισσότερα συλλογικά όργανα με την ίδια ή άλλη ιδιότητα). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1169 [Περίληψη της αποφάσεως]. (56) ΣτΕ 3756/1997 Τμ. Γ΄ (Η αρχή της αμερολήπτου κρίσεως των οργάνων της Διοικήσεως αφορά μόνο τα μέλη του συλλογικού οργάνου). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1178 [Περίληψη της αποφάσεως]. (57) ΣτΕ 2293/2000 Τμ. Γ΄ Κατά το άρθρο 14 παρ. 21 του Ν. 2266/1994 οι Επιτροπές κρίσεως των αιτήσεων θεραπείας κατά απορριπτικών αποφάσεων επαναπροσλήψεως βάσει του άρθρου 26 του Ν. 2190/1994 ανασυγκροτούμενες δεν πρέπει να αποτελούνται από τα ίδια πρόσωπα που έκριναν πρωτοβαθμίως τις σχετικές αιτήσεις). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1149 [Περίληψη της αποφάσεως]. (58) ΣτΕ 2702/2000 Τμ. Γ΄ (Η κατά το άρθρο 103 παρ. 4 Συντ. εγγύηση στους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους περί κρίσεως από υπηρεσιακά συμβούλια αφορά μόνο κρίσεις για μετάθεση, υποβιβασμό ή παύση, αλλά όχι κρίσεις για προαγωγή ή επιλογή).

81


1.1.4. «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1178 [Περίληψη της αποφάσεως]. (59) ΣτΕ 3472/2001 Τμ. Ε΄ (Άρθρο 14 Ν. 1586/1986. Εκλογή αιρετών μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων. Η ψηφοφορία δια αλληλογραφίας είναι συμβατή με την αρχή της μυστικής ψηφοφορίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1200 [Περίληψη της αποφάσεως]. (60) ΣτΕ 3500/2001 Τμ. Γ΄ (Ανεπίτρεπτη η συμμετοχή ως μελών συλλογικού οργάνου της Διοικήσεως συζύγων ή συγγενών μέχρι τρίτου βαθμού. Δημιουργείται τεκμήριο επηρεασμού του οργάνου και, συνεπώς, δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι η σχετική απόφαση είναι πράγματι μεροληπτική, επερχομένης ακυρότητός της). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1061 [Περίληψη της αποφάσεως]. (61) ΣτΕ 462/2001 Τμ. Ε΄ Άρθρο 14 Ν. 1586/1986. Εκλογή των αιρετών μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων. Η ψηφοφορία δι’ αλληλογραφίας είναι συμβατή με την αρχή της μυστικής ψηφοφορίας, διευρύνει τον αριθμό των δυναμένων να ψηφίσουν ενισχύοντας την καθολικότητα της ψήφου και συμβαδίζει με την αρχή της συνεχούς λειτουργίας που διέπει την δράση της δημόσιας διοικήσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1066 – 1067 [Περίληψη της αποφάσεως]. (62) ΣτΕ 3539/2003 Τμ. Γ΄ (Εκλογή αιρετών μελών υπηρεσιακών συμβουλίων. Το πρακτικό της εφορευτικής επιτροπής πρέπει με σαφήνεια να προσδιορίζει τον συνολικό αριθμό των ψηφισάντων, των εγκύρων και ακύρων ψηφοδελτίων, ενώ είναι απαραίτητο να προκύπτει συμφωνία του συνολικού αριθμού των εγκύρων και ακύρων ψηφοδελτίων με τον συνολικό αριθμό των ψηφισάντων. Κατ΄ αρχήν δεν απαιτείται η αναγραφή στο πρακτικό αιτιολογίας για την θεώρηση ψηφοδελτίων ως ακύρων, αν όμως περιληφθεί αιτιολογία αυτή πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1260 [Περίληψη της αποφάσεως]. (63) ΣτΕ Επ Αν 433/2007 Τμ. Γ΄ («Οι πράξεις που αφορούν την συγκρότηση των συλλογικών οργάνων του Κράτους και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου συνδέονται με την εύρυθμη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης και για τον λόγο αυτό, δεν υπόκεινται, κατ΄ αρχήν σε αναστολή εκτελέσεως»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1152. (64) ΣτΕ 1310/2008 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 9 παρ.2 Ν. 3260/2004 και 4 παρ. 3 Ν. 3051/2002. Οι αιρετοί εκπρόσωποι των υπαλλήλων των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξαρτήτων διοικητικών αρχών μετέχοντες στα υπηρεσιακά συμβούλια πρέπει να έχουν βαθμό Α΄). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1265 [Περίληψη της αποφάσεως]. (65) ΣτΕ 585/2008 Τμ. Γ΄ («…τα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, νομίμως, μετέχουν, ως απολαύοντα και αυτά της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητας στη σύνθεση πειθαρχικού συμβουλίου , το οποίο αποφαίνεται περί της επιβολής της πειθαρχικής

82


1.1.4. ποινής της οριστικής παύσης σε μόνιμο δημόσιο υπάλληλο, υπολογιζόμενα στο ελάχιστο, απαιτούμενο, από το Σύνταγμα, για την νόμιμη συγκρότηση του σχετικού υπηρεσιακού συμβουλίου, ποσοστό των δύο τρίτων»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1267 – 1268 [Βλ. & αρ. 72]. (66) ΔΕφΘεσ 432/1994 (Η υποβολή μηνύσεως για αναπόδεικτους λόγους, εναντίον μελών Υπηρεσιακού Συμβουλίου «…δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο εξαιρέσεως, διότι κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο κάθε ενδιαφερόμενος θα μπορούσε μηνύων όλα τα μέλη του Συμβουλίου, τακτικά και αναπληρωματικά, ν΄ αναστείλει τη λειτουργία του ανά πάσα στιγμή». Μη πρόβλεψη ρητώς υπό του νόμου προβολής αιτήματος εξαιρέσεως μέλους Υπηρεσιακού Συμβουλίου. «…η προβολή αιτήματος εξαίρεσης μέλους συλλογικού οργάνου, προβλέπεται από την γενική αρχή του διοικητικού δικαίου ¨Περί αμεροληψίας των οργάνων της Διοίκησης¨ η οποία κάμπτεται μόνο όταν υπάρχει αντίθετη ειδική ρύθμιση ή αδυναμία συγκροτήσεως του οργάνου…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1995, σ.139 142. (67) ΕΣ, Πρακτικό 8ης Γεν. Συν. Ολομελείας, 8-4-1998 («Το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 2470/1997 εισάγει περιορισμό των απολαβών του υπαλλήλου σε συμβούλια, επιτροπές ή ομάδες εργασίας, οι οποίες απολαβές δεν μπορεί να υπερβαίνουν το 50% των τακτικών αποδοχών του μαζί με το κίνητρο απόδοσης – άρθρ. 7,8,13 Ν.2470/1997. Θίγει συνεπώς, μόνο την παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 1256/1982 και όχι την παρ. 1 του ιδίου άρθρου, το οποίο ρυθμίζει εντελώς…διαφορετικό αντικείμενο, την απαγόρευση δηλαδή της ταυτόχρονης συμμετοχής, του λειτουργού ή του υπαλλήλου σε περισσότερα από δύο συλλογικά όργανα – συμβούλια, επιτροπές ή ομάδες εργασίας». Συνεπώς η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν. 1256/1982 εξακολουθεί να ισχύει και μετά τον Ν. 2470/1997). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1999, σ. 222 – 228. (68) ΣτΕ 2499/2005 Τμ. Δ΄ επταμ. (Άκυρη η απόφαση συλλογικού οργάνου μέλη του οποίου ήσαν σύζυγοι, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί επηρεασμός του οργάνου αυτού κατά την συγκεκριμένη συνεδρίαση στην οποία μετείχαν οι ανωτέρω σύζυγοι και ελήφθη παρανόμως η απόφαση. Άκυρη είναι και η πράξη άλλου οργάνου το οποίο απεφάσισε βάσει εισηγήσεως ή γνωμοδοτήσεως, συλλογικού οργάνου το οποίο συνεδρίασε με συμμετοχή συζύγων). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 749 – 750 [Περίληψη της αποφάσεως]. (69) ΣτΕ 944/1999 Τμ. Ε΄ [Παραπομπή στην Ολομέλεια]. Βλ. κατωτέρω ΣτΕ 656/2000 Ολ. («…κατά την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών ο διορισμός και η εν γένει ανάδειξη των διοικητικών οργάνων συντελούνται εντός των κόλπων του κράτους και με επιλογήν ανατεθειμένην σε όργανα αυτού…». «…τα πολιτικά κόμματα δεν δύναται να υποδεικνύουν μέλη συλλογικών διοικητικών οργάνων του κράτους»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. I/1998, σ. 83 – 89. Σημ. Η ημέρα πραγματικής κυκλοφορίας του ανωτέρω τεύχους ανάγεται στο έτος 1999.

83


1.1.4. (70) ΣτΕ 656/2000 Ολ. Βλ. ανωτέρω ΣτΕ 944/1999 Τμ. Γ΄ (Παραπομπή στην Ολομέλεια) («…δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών η συμμετοχή στο Ε.Σ.Ρ. προσώπων υποδεικνυόμενων από τα πολιτικά κόμματα, στα οποία έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα – άρθρο 29 – η εξυπηρέτηση της λειτουργίας του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. I/2000, σ. 203 – 208. (71) ΣτΕ 296/2005 Τμ. Γ΄ (Σε αντίθεση με τα Συντάγματα του 1844 και του 1864 τα οποία είχαν αναγνωρίσει την αρμοδιότητα των δήμων για θέματα παιδείας, όλα τα μεταγενέστερα Συντάγματα αναθέτουν την αποστολή της παιδείας, «ευθέως στο κράτος…» μη επιτρεπομένης της μεταφοράς αρμοδιοτήτων σε νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις. Συνεπώς, η λειτουργία της δημοσίας εκπαιδεύσεως δεν έχει χαρακτήρα τοπικής υποθέσεως και ως εκ τούτου οι νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις δεν δύνανται να προβαίνουν στη συγκρότηση πειθαρχικών συμβουλίων εκπαιδευτικών). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 854 – 855. (72) ΣτΕ 585/2008 Τμ. Γ΄ (Ο πρόεδρος ΠΕΣΥΠ θεωρείται μόνιμος υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 103 παρ.4 του Συντάγματος και νομίμως μετέχει σε σύνθεση πειθαρχικού συμβουλίου, όπως νομίμως μετέχουν δικαστές – ως ισόβιοι – ή μέλη του Ν.Σ.Κ. ως μόνιμοι λειτουργοί). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 860 – 861 [Βλ. & αρ.65]. (73) ΣτΕ 1911/1994 Τμ. Ε΄ (Πλημμελής η σύνθεση συλλογικού οργάνου, αν κατά τη λήψη σχετικής αποφάσεως, παραβρέθηκαν τρίτα πρόσωπα, εκτός αν επέτρεπε τούτο ειδική νομοθετική ρύθμιση όπως συμβαίνει με την περίπτωση του άρθρου 19 παρ. 9 περ. ε΄ του Ν. 1599/1986). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1996, σ. 1099 – 1100. (74) ΣτΕ 134/1996 Τμ. Γ΄ επταμ. (Διαδικασία προαγωγών. Αυτοδέσμευση του υπηρεσιακού συμβουλίου διά του ορισμού εισηγητού, ο οποίος υποχρεούται σε ολοκληρωμένη παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων για τους κρινομένους προς προαγωγήν, όπως αυτά προκύπτουν από τους υπηρεσιακούς φακέλους. Η κρίση του εισηγητού περί ακαταλληλότητας ορισμένου εκ των κρινομένων υπαλλήλων πρέπει να στηρίζεται στην παράθεση στοιχείων κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό. Δυνατή η παράθεση στοιχείων που προκύπτουν από την προσωπική αντίληψη του εισηγητού). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 1222 [Περίληψη της αποφάσεως]. (75) ΣτΕ 2559/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Το πειθαρχικό συμβούλιο αποφαίνεται κατά πλειοψηφία επί της αιτήσεως εξαιρέσεως μέλους του, χωρίς να αναπληρούται το μέλος του οποίου ζητείται η εξαίρεση. Τα εξαιρεθέντα μέλη αντικαθίστανται από τους αναπληρωτές τους). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 298 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 541 [Περίληψη της αποφάσεως].

84


1.1.4.

1.1.5.

(76) ΣτΕ 1933/1998 Ολ. (Η πρόβλεψη του άρθρου 29 του Ν. 2085/1992 ότι επιβάλλεται η ύπαρξη μιας τουλάχιστον γυναίκας ως μέλους κάθε υπηρεσιακού συμβουλίου αποτελεί θετικό μέτρο υπέρ των γυναικών μη αντιτιθέμενο στην αρχή της ισότητος κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος. Το θετικό αυτό μέτρο πρέπει να καταργηθεί μόλις «επιτευχθούν» οι αντικειμενικοί σκοποί στο θέμα της ισότητας ευκαιριών και μεταχειρίσεως»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1610 – 1612. (77) ΣτΕ 1432/1999 Τμ. Ε΄ (Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.5 του Ν. 1599/1986 «…το βάρος της αποδείξεως του προκαθορισμού τακτών ημερών συνεδριάσεως του συλλογικού οργάνου… φέρει η Διοίκηση». «Η Διοίκηση, εξάλλου υποχρεούται να αποδείξει τη νομότυπη πρόσκληση των μελών του συλλογικού οργάνου, με τηλεφώνημα ή τηλεγράφημα, μόνο δε νόμιμο μέσο αποδείξεως… είναι η προσκομιδή του προβλεπόμενου ειδικού βιβλίου».). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 125 – 126. (78) ΔΕφΠειρ 2191/2008 («…τα μέλη συλλογικών οργάνων της διοικήσεως δεν παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης όχι μόνο όταν έχουν είτε προσωπικό συμφέρον για την έκβαση της συγκεκριμένης υποθέσεως είτε ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερόμενους, αλλά και όταν γενικότερα είναι δυνατόν να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι έχουν ήδη σχηματισμένη και συνεπώς προκατειλημμένη γνώμη για την υπόθεση ή το πρόσωπο που πρόκειται να κρίνουν»). «ΧΙΑΚΑ ΝΟΜΙΚΑ», τχ. 7, 2009, σ. 164 – 171. §§§§§§§§§§ 1.1.5. ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ Δ.Υ. ( & ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΓΙΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟ) – ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ (79) ΣτΕ 507/1994 Τμ. Δ΄ (Νεώτερο ουσιώδες δικαιολογητικό σχετικό με τον έκτακτο χαρακτήρα ιατρικού περιστατικού ως βάση αιτήσεως πρόσθετης υγειονομικής περιθάλψεως. Πρόκειται για αυτοτελές νέο αίτημα το οποίο πρέπει να αποσταλεί στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή για να αποφανθεί εκ νέου. Δεν είναι νόμιμη η απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος από τον Υπουργό, ως έχοντα την αποφασιστική αρμοδιότητα, με βάση την αρχική γνωμάτευση). i) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 472 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1995, σ. 573 [Περίληψη της αποφάσεως]. (80) ΣτΕ 1648/1996 Τμ. Δ΄ (Άρθρο 16 παρ. 6 – 9 Β.Δ. 993/1966. Έγκριση μεταβάσεως στην αλλοδαπή υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ. για νοσηλεία μετά συνοδού. Η Διοίκηση οφείλει ή να δεχθεί τα ποσά τα οποία βάσει δικαιολογητικών αφορούν ξενοδοχεία, παραμονή σε νοσηλευτικό ίδρυμα και εργαστηριακές εξετάσεις ή αν απορρίπτει έστω και μερικώς τις δαπάνες αυτές οφείλει να αιτιολογήσει την άρνησή της). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 1329 [Περίληψη της αποφάσεως].

85


1.1.5. (81) ΣτΕ 2667/1997 Τμ. Δ΄ ( Άρθρο 6 παρ. 1,2 Β.Δ. 665/1961 & παρ. 3 του ιδίου άρθρου ως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 του Π.Δ. 1372/1981. Νοσηλεία δημοσίου υπαλλήλου επί 29 ημέρες στο Χιούστον των Η.Π.Α. «…ο κανονιστικός νομοθέτης δεν εισάγει, κατά τον καθορισμό του ποσού των αποδιδομένων δαπανών νοσηλείας στην αλλοδαπή, διάκριση μεταξύ χωρών του εξωτερικού για καμία από τις προβλεπόμενες περιπτώσεις νοσηλείας στην αλλοδαπή. Κατά συνέπεια, επί νοσηλείας, η οποία ενεκρίθη, σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, να γίνει σε χώρα εξωτερικού, καταβάλλονται στον ενδιαφερόμενο οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις αυτές, κατά περίπτωση δαπάνες, αδιαφόρως εάν το νόσημα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με μικρότερη δαπάνη σε άλλη χώρα της αλλοδαπής, βλ ΣτΕ 252/1997…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 71 – 72. (82) ΔΠρ Αθ 3181/2001 (Οι Κανονισμοί 1408/71 και 574/72, όπως τροποποιήθηκαν με τον Κανονισμό 1606/98 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, επεκτάθηκαν, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής τους, καλύπτοντας από 25.10.1998 και τα ειδικά συστήματα υγειονομικής περιθάλψεως των δημοσίων υπαλλήλων και των εξομοιουμένων με αυτούς. Οι διατάξεις των Κανονισμών είναι, βεβαίως, υπέρτερης τυπικής ισχύος των διατάξεων της σχετικής με το θέμα αυτό Υ 85924/9.8.1995 αποφάσεως του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων «…καταλείπουν όμως έδαφος εφαρμογής συμπληρωματικά στις ρυθμίσεις της εν λόγω υπουργικής απόφασης για παροχή ευρύτερης κοινωνικής προστασίας…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2002, σ. 1533 – 1536. (83) ΣτΕ 4693/1997 Τμ. Γ΄ (Δικαίωμα του δημοσίου υπαλλήλου που υπηρετεί στο εξωτερικό για περίθαλψη στο εξωτερικό. Από αυτόν έλκουν δικαίωμα περιθάλψεως στα εξωτερικό τα μετ΄ αυτού μονίμως διαμένοντα στο εξωτερικό μέλη της οικογενείας του τα οποία δεν έχουν ίδιον και αυτοτελές δικαίωμα, ανεξάρτητο εκείνο του υπαλλήλου για περίθαλψη στο εξωτερικό. Διάφορο είναι το θέμα της κατ΄ άλλο νόμιμο τρόπο συνδρομής προς τα μέλη της οικογενείας του δημοσίου υπαλλήλου για περίθαλψή τους στο εξωτερικό). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1178 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 654 – 655 [Περίληψη της αποφάσεως]. (84) ΣτΕ 1187/2009 Ολ. («…κάθε ασφαλιστικός φορέας υποχρεούται να αποδώσει στους ενδιαφερόμενους το σύνολο της δαπάνης νοσηλείας τους» όταν προς αποφυγή κινδύνου ζωής ή υγείας κατ΄ εξαίρεση εισάγονται σε μη συμβεβλημένα με οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως θεραπευτήρια, αφού βάσει των άρθρων 21 παρ. 3 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, το Κράτος και αυτοί οι οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως «…υποχρεούνται να παρέχουν στα ασφαλιζόμενα πρόσωπα υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου, βλ. ΣτΕ 400/1986 Ολομ. …»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 239 – 246 με Σχόλιο της Αθηνάς Πετρόγλου. §§§§§§§§§§ 86


1.1.6.

1.1.7.1.

1.1.6. ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΛΗΡΩΣΕΩΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ) ΠΡΟΣΛΗΨΕΩΝ

ΘΕΣΕΩΝ

Δ.Υ.

ΕΓΚΡΙΣΕΙΣ

(

Ή

(85) ΑΠ 1525/1992 Α΄ Τμ. (Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου απαγορευτική διορισμών. Η ΠΥΣ 77/1978 «…ούτε κυρώθηκε με τυπικό νόμο, ούτε είχε εκδοθεί κατόπιν ειδικής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Τέτοια εξουσιοδότηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απορρέει από το άρθρο 82 παρ. 1 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι η κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων και το ομοίου περιεχομένου άρθρο 2 παρ. 1 εδ. Β΄ του Ν. 400/1976»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1994, σ. 383 – 384. (86) ΣτΕ 4022/2000 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 69 παρ. 1 Ν. 2071/1992. Η απόφαση για την πλήρωση κενής θέσεως του κλάδου ιατρών του ΕΣΥ με προκήρυξη εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως κατόπιν εκτιμήσεως των αναγκών και του συμφέροντος της υπηρεσίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1152 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.7. ΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 1.1.7.1. ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ (87) ΣτΕ Π.Ε. 501/2001 (Άρθρο 4 παρ. 4 του Συντάγματος. Νόμιμη η επιφύλαξη μόνον υπέρ των ελλήνων πολιτών κατά τον διορισμό υπαλλήλων στη Γενική Γραμματεία Υπουργικού Συμβουλίου, αφού πρόκειται για θέσεις συνοδευόμενες με την άσκηση δημοσίας εξουσίας και την διαφύλαξη των γενικών συμφερόντων του Κράτους). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2002, σ. 332 – 341 με εκτενές Σχόλιο του Αποστόλου Παπακωνσταντίνου. (88) ΕΣ 1245/1997 Ολ. (Άρθρο 1 Ν.Δ. 3832/1958. «… κατ΄ αρχήν μόνον Έλληνες πολίτες διορίζονται νομίμως σε δημόσιες θέσεις. Κατ΄ εξαίρεση και βάσει ειδικών νόμων, είναι δυνατός ο διορισμός, εκτός των άλλων, και βορειοηπειρωτών ομογενών, χωρίς να απαιτείται η προσαγωγή πιστοποιητικού Ελληνικής ιθαγένειας, με την προϋπόθεση, ότι θα αποδεικνύεται με άλλο τρόπο η ιδιότητα αυτών ως Ελλήνων το γένος και τη συνείδηση»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1998, σ.115 – 117 με Σχόλιο του Ν. Μηλιώνη. (89) ΔΕΚ, Απόφαση της 2.7.1996 Ολ., Υπόθ. C-290/94, ‘Επιτροπή/Ελληνική Δημοκρατία’ (Μόνον για τις θέσεις που συνεπάγονται άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση δημοσίας εξουσίας και στα καθήκοντα που αφορούν την διασφάλιση των γενικών συμφερόντων του κράτους ή των δημόσιων οργανισμών είναι δυνατή η επιβολή της προϋποθέσεως της ελληνικής ιθαγενείας. Στις λοιπές θέσεις είναι δυνατή η πρόσβαση πολιτών των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητος). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1996, σ. 1058. §§§§§§§§§§ 87


1.1.7.2.

1.1.8.1.

1.1.7.2. ΛΟΙΠΕΣ ΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ (ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΧΕΤΙΚΗ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ) (90) ΣτΕ 2240/1996 Τμ. Γ΄ (Δεν συνιστά εμπειρία στην ειδικότητα της πληροφορικής πέραν του πτυχίου κατά το άρθρο 11 παρ. 2 του Π.Δ. 194/1988, η παρακολούθηση μαθημάτων προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών στα πλαίσια βασικών σπουδών για την λήψη πτυχίου, ώστε να αποτελέσει προσόν διορισμού). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 1052 [Περίληψη της αποφάσεως]. (91) ΣτΕ 757/2002 Τμ. Γ΄ (Ν. 2190/1994. Απαιτούμενη κατά την προκήρυξη τριετής θαλασσία εμπειρία για τον υποψήφιο διορισμού σε θέση ναυτομηχανικού σκάφους διώξεως λαθρεμπορίου δεν απαιτείται να έχει αποκτηθεί μετά την λήψη του σχετικού πτυχίου ναυτικής ικανότητος). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1161 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ.1805 [Περίληψη της αποφάσεως]. (92) ΣτΕ Π.Ε.445/2003 (Προσόν διορισμού σε θέση Δ.Υ. της κατηγορίας ΠΕ αποτελεί κατά το άρθρο 76 Υ.Κ. το πτυχίο του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Ομοίως αποτελεί προσόν διορισμού σε θέση Δ.Υ. της κατηγορίας ΠΕ πτυχίο Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος αποκτηθέν στα πλαίσια Προγράμματος Σπουδών Επιλογής. Κατά την ίδια διάταξη αποτελεί προσόν διορισμού σε θέση Δ.Υ. της κατηγορίας ΤΕ πτυχίο Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος αποκτηθέν στα πλαίσια Προγράμματος Σπουδών Επιλογής. Χωρίς την ύπαρξη ακαδημαϊκής ισοτιμίας αντίστοιχοι τίτλοι σπουδών από εκπαιδευτικά ιδρύματα χωρών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν δύνανται να αποτελέσουν προσόν διορισμού βάσει του άρθρου 76 Υ.Κ.). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/2004, σ. 278 – 282. §§§§§§§§§§ 1.1.8. ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ 1.1.8.1. ΜΗ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΘΗΤΕΙΑΣ (93) ΔΕφΑθ 251/2002 («…δεν κατοχυρώνεται μεν, ούτε από το Σύνταγμα ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ.1, 2 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του Ανθρώπου και τις ατομικές ελευθερίες, ατομικό δικαίωμα απαλλαγής ικανών να φέρουν όπλα Ελλήνων, από την υποχρέωση προς στράτευση για λόγους ‘‘αντίρρησης συνείδησης’’, είναι όμως συνταγματικώς ανεκτή… εφ΄ όσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος και δεν θίγεται η εύρυθμη λειτουργία του στρατεύματος, η θέσπιση άοπλης στρατιωτικής θητείας ή και άλλου είδους υποχρεωτικής (π.χ. κοινωνικής) υπηρεσίας για τους αρνούμενους να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις λόγω θρησκευτικών ή ιδεολογικών πεποιθήσεων»). i) «ΔΙΚΗ», 2003, σ.927 – 933 με Σχόλιο του Γ. Κτιστάκι. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003. σ. 389 – 390. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2003, σ. 843 – 847. §§§§§§§§§§ 88


1.1.8.2.

1.1.8.3.

1.1.8.4.

1.1.8.5.

1.1.8.2. ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ Ή ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ (94) ΣτΕ 3439/1994 Ολ. (Κατά την έννοια του άρθρου 22 του Υπαλληλικού κώδικα ως καταδίκη για κακούργημα ή πλημμέλημα, από αυτά που ειδικώς αναφέρονται στη διάταξη αυτή, «ως καταδίκη δηλαδή που συνιστά κώλυμα διορισμού δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου νοείται και η καταδίκη από στρατιωτικά δικαστήρια για στρατιωτικό κακούργημα ή πλημμέλημα που προβλέπεται από το Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα, εφόσον το πλημμέλημα είναι από εκείνα που ρητώς αναφέρονται στη διάταξη αυτή του Υπαλληλικού Κώδικα»). i) «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1995, σ. 84 – 87. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 133 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ. Για μια επί του ανωτέρω θέματος διαφωνούσα άποψη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου βλ. απόφασή του της 6ης Απριλίου 2000, ‘Θλιμένος/ Ελλάς’, στην "ACTUALITE JURIDIQUE – DROIT ADMINISTRATIF (AJDA)", 2000, σ. 537 επ. προς την οποία συγκλίνει και το ΣτΕ με την 3367/2007 απόφασή του. Βλ. σχετικό Σχόλιο – εκ της προσφάτου βιβλιογραφίας – της Σταυρούλας Κτιστάκη, ‘Η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από το Συμβούλιο της Επικρατείας’, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα, 2009, σ. 35 & 103 – 104 [Βλ. ΒΙΒΛΙΑ]. §§§§§§§§§§ 1.1.8.3. ΡΗΤΗ ΔΗΛΩΣΗ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ (95) ΣτΕ Π.Ε. 49/2005 («Εν όψει…της παρ. 4 του άρθρου 13 του Συντάγματος…είναι επιτρεπτός ο αποκλεισμός από την είσοδο στην δημόσια υπηρεσία λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων, οι οποίες κατά τη σχετική ρητή δήλωση του υποψηφίου, αποκλείουν, ολικά, ή μερικά, τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις που διέπουν τη συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία και την εκτέλεση καθηκόντων που απορρέουν από αυτή…π.χ. χρήση … ηλεκτρονικών υπολογιστών για τις ανάγκες της υπηρεσίας Βλ. ΠΕ 495/1998, 365/1997, 644/1994, 536/1987»). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2006, σ. 1364 – 1368. §§§§§§§§§§ 1.1.8.4. ΠΟΙΝΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ (96) ΣτΕ 1037/1999 Τμ. Γ΄ (Κώλυμα διορισμού σε θέση Δ.Υ. λόγω καταδίκης ή υποδικίας για ορισμένα αδικήματα ως εκείνα του άρθρου 22 ΥΚ αποτελεί κώλυμα και για την μετάταξη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1066 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.8.5. ΑΠΟΛΥΣΗ ΑΠΟ ΘΕΣΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (97) ΣτΕ 2172/2002 Ολ. (Αναλογική εφαρμογή του άρθρου 108 του Κώδικος Δικαστικών Λειτουργών περί διορισμού ως δημοσίων υπαλλήλων απολυομένων ως ανεπαρκών δοκίμων δικαστών ή δικαστών βαθμίδος της ιεραρχίας κρινόμενων για τρίτη φορά ως μη προακτέων και στην πε89


1.1.8.5.

1.1.8.6.

ρίπτωση λοιπών δικαστικών λειτουργών στους οποίους επεβλήθη οριστική παύση λόγω υπηρεσιακής ανεπαρκείας υπό την προϋπόθεση ότι αρμοδίως αυτοί οι απολυόμενοι δικαστές κρίνονται ικανοί για την άσκηση διοικητικών καθηκόντων δημοσίου υπαλλήλου. Άλλως, οι κατά τα ανωτέρω απολυόμενοι δικαστές δεν είναι δυνατόν να διορισθούν ως δημόσιοι υπάλληλοι). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 545 – 554. §§§§§§§§§§ 1.1.8.6. ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ ΛΟΓΩ ΚΑΤΟΧΗΣ ΑΛΛΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΘΕΣΕΩΣ – ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ – ΠΟΛΥΘΕΣΙΑ – ΠΟΛΥΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ (ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ & ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ) [Βλ. και 1.2.2.8.] (98) ΣτΕ 4007/2000 Τμ. Γ΄ επταμ. (Σύμφωνα με γενική αρχή που απορρέει από το Σύνταγμα δεν επιτρέπεται κατά κανόνα η κατοχή δευτέρας θέσεως στο δημόσιο τομέα). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1151 [Περίληψη της αποφάσεως]. (99) ΣτΕ 564/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Ως πρόσθετες αποδοχές κατά το άρθρο 104 παρ. 2. Συντ. νοούνται οι αποδοχές από δεύτερη θέση την οποία νομίμως κατέχει ο υπάλληλος ή από απασχόλησή του σε καθήκοντα εκτός της οργανικής του θέσεως και όχι οι αποδοχές ή απολαβές του υπαλλήλου οι οποίες, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως μισθού ή επιδόματος ή αποζημιώσεως για υπερωριακή εργασία, συνδέονται με την κύρια θέση του). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1195 [Περίληψη της αποφάσεως]. (100) ΕΣ 518/1996 Τμ. IV (Άρθρο 1 Ν. 1256/1982. «…ειδικά σε ότι αφορά τους συνταξιούχους του δημοσίου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται κάθε φορά, …αυτοί δεν δικαιούνται να διορισθούν ή προσληθφούν σε θέση του εν λόγω τομέα, εφόσον οι ακαθάριστές αποδοχές αυτών από τη σύνταξη και μόνο υπερβαίνουν το όριο των 3/5 των ακαθαρίστων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Αν δεν το υπερβαίνουν, νομίμως καταλαμβάνουν τη θέση και δικαιούνται να εισπράττουν αποδοχές και από τις δύο πηγές δηλαδή και από τη σύνταξη και από την απασχόληση…», αρκεί να μην υπερβαίνουν το όριο το οποίο θέτει η διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του Ν. 1326/1983, δηλ. το συνολικό μηνιαίο ακαθάριστο ποσό των αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου με σύζυγο, 2 τέκνα και συνολική υπηρεσία 29 ετών). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1999, σ. 220 – 222. (101) ΕΣ, Πρακτικό 8ης Γεν., Συν. Ολομελείας, 8-4-1998 (Με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του θεσμικού νόμου 1256/1982 βάσει του άρθρου 104 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος εισήχθη γενική απαγόρευση κατοχής δευτέρας θέσεως στο δημόσιο τομέα, αλλά σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ιδίου νόμου προβλέπονται και εξαιρέσεις υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Ο Ν. 1256/1982 ως θεσμικός είναι «νόμος γενικός» και οι διάσπαρτες διατάξεις ειδικότερων νόμων «…δεν θίγουν, από τη φύση και τον περιορισμό τους, κατ΄ αρχήν τον γενικό επιστεγαστικό κανόνα του άρθρου 6 παρ. 1.». Συνεπώς, οι αναφερόμενοι σε θέματα απολαβών δημοσίων υπαλλήλων και δημοσίων λειτουργών νόμοι 2470/1997, 2512/1997, 2530/1997, και 2592/1998 δεν θίγουν 90


1.1.8.6.

1.1.9.1.

την «…διάταξη πλαισίου…» του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 1256/1982). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1999, σ. 222 – 228. (102) ΣτΕ 1364/1994 Τμ. Γ΄ (Με τον Ν. 1821/1998 ήρθη για τα μέλη του διδακτικού επιστημονικού προσωπικού των Α.Ε.Ι. το κώλυμα κατοχής δευτέρας θέσεως σε δημόσια υπηρεσία προκειμένου να διορίζονται σε θέσεις ιατρών του ΕΣΥ. Η σχετική διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του Ν. 1821/1998 δεν αντίκειται στη διάταξη της παρ. 1 εδ. α΄ του άρθρου 104 του Συντάγματος ως ερειδομένη στην εξαίρεση που εισάγει τη διάταξη του εδαφίου β΄ της παρ. 1 του ιδίου άρθρου του Συντάγματος υπό την προϋπόθεση ότι οι πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές δεν υπερβαίνουν τα κατά το Σύνταγμα και τους νόμους όρια). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1996, σ. 1105 [Περίληψη της αποφάσεως]. (103) ΣτΕ 2284/2002 Τμ. Γ΄ (Κατά τον Ν. 1256/1982 η παράνομη κατοχή δευτέρας θέσεως στο Δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο του δημοσίου τομέα αποτελεί το πειθαρχικό και ποινικό αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος και δημιουργεί υποχρέωση επιστροφής των αποδοχών ή αμοιβών εκ της δευτέρας χρονικώς θέσεως). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 1750 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.9. ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ (& ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ) 1.1.9.1. ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ (104) ΣτΕ 2004/1994 (Η αποσφράγιση γραπτών δοκιμίων υποψηφίων διαγωνισμού προσλήψεως Δ.Υ., η αποκάλυψη των ονομάτων τους και η μεταφορά των βαθμών σε ειδικές ονομαστικές καταστάσεις γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση της εξεταστικής επιτροπής. «Η προβλεπόμενη αυτή δημοσιότητα της συνεδριάσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας του διαγωνισμού…». Αν η αποσφράγιση γίνεται σε διαδοχικές ημέρες δεν χρειάζεται επανάληψη της αρχικής βεβαιώσεως στο σχετικό πρακτικό της δημοσιότητος της συνεδριάσεως). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 1994, σ. 786 – 789. (105) ΣτΕ 2905/2003 Τμ. Γ΄ (Συμμετοχή σε διαγωνισμό χωρίς διατύπωση επιφυλάξεως για όρους της σχετικής προκηρύξεως δεν συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος του υποψηφίου όπως προσφύγει στη Δικαιοσύνη επικαλούμενος αντισυνταγματικότητα). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2006, σ. 1355 – 1356. (106) ΑΕΔ 27/1993 (Άρθρο 12 παρ. 1 & 2 Ν. 294/1976. «Αν προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την πλήρωση ορισμένου αριθμού θέσεων, η πλήρωση, βάσει του πίνακα επιτυχίας, των θέσεων που προκηρύχθηκαν είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση. Αν όμως δεν έγινε προκήρυξη για ορισμένες θέσεις αλλά προκήρυξη διαγωνισμού για την πλήρωση θέσεων βάσει απλώς του πίνακα επιτυχίας ή αν προκήρυξη προέβλεπε ότι κατά το διάστημα της ισχύος του πίνακα θα πληρωθούν βάσει του πίνακα οι θέσεις που θα κενωθούν πέραν του ορισμένου αριθμού 91


1.1.9.1. τον οποίον αφορά η προκήρυξη, η Διοίκηση υποχρεούται μεν, όταν αποφασίσει την πλήρωση των θέσεων αυτών να διορίσει βάσει του πίνακα τους επιτυχόντες και κατά την σειρά του πίνακα, δεν υποχρεούται , όμως, να πληρώσει οπωσδήποτε τις θέσεις κατά το χρόνο ισχύος του πίνακα, αλλά έχει τη διακριτική εξουσία να τις πληρώσει , ή να μην τις πληρώσει, εκτιμώντας τις δημοσιονομικές συνθήκες, η διακριτική δε αυτή εξουσία ελέγχεται από την άποψη της υπερβάσεως ακραίων ορίων»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 336 – 337. (107) ΣτΕ 7/1999 Τμ. Γ΄ επταμ. (Ν. 2525/1997. Διοριστέοι εκπαιδευτικοί βάσει της επιτυχίας σε διαγωνισμό. Δεν παραβιάζει την συνταγματική αρχή της ισότητος η πριμοδότηση της βαθμολογίας μόνον των εκπαιδευτικών με διετή τουλάχιστον προϋπηρεσία ως προσωρινών αναπληρωτών ωρομίσθιων με πλήρες, ή με μειωμένο, αλλά εξομοιούμενο με πλήρες ωράριο). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1084 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1040 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1999, σ. 548 – 555 με Σχόλιο του Γ. Τράντα. iv) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 550 – 553. (108) ΣτΕ 537/1999 Τμ. Γ΄ (Ν. 2190/1994. Διαγωνισμοί βάσει προκηρύξεως του ΑΣΕΠ. Σύμφωνα με κανονιστικού χαρακτήρος υπουργική απόφαση ο προβλεπόμενος βαθμός 44 ως βάση με άριστα το 80 νοείται ανά έκαστο εκ των δύο βαθμολογητών σε κάθε μάθημα). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1200 [Περίληψη της αποφάσεως]. (109) ΣτΕ 1595/2002 Τμ. Γ΄ (Αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αμεροληψίας. Η βαθμολόγηση γραπτών δοκιμίων των υποψηφίων σε διαγωνισμό πληρώσεως θέσεως υπαλλήλου ΟΤΑ ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή όταν προκύπτει σχετική παράβαση του βαθμολογητή, όπως συμβαίνει σε περίπτωση διαπράξεως εκ μέρους του ποινικού αδικήματος διαπιστωμένου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1161 [Περίληψη της αποφάσεως]. (110) ΣτΕ 2717/2003 Τμ. Γ΄ (Ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή μη, ρητής επιφυλάξεως στη δήλωση συμμετοχής του σε διαγωνισμό, ο υποψήφιος δύναται να αμφισβητήσει δικαστικώς την συνταγματικότητα όρων της σχετικής προκηρύξεως του ΑΣΕΠ). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 107 – 115 με Σχόλιο του Αποστόλου Παπακωνσταντίνου. (111) ΣτΕ 5/2003 Τμ. Γ΄ (Δεν «…εκωλύετο η Διοίκηση, κατά νόμο, να προκηρύξει νέο διαγωνισμό για την κατάρτιση πινάκων διοριστέων εκπαιδευτικών για το χρόνο μετά τη λήξη της ισχύος του πίνακα διοριστέων του έτους 1998, από το γεγονός ότι δεν είχε εξαντληθεί ο πίνακας αυτός – Πρβλ. ΣτΕ 2498/2002»). i) «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/2004, σ. 208 – 214. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2003, σ. 864 [Περίληψη της αποφάσεως].

92


1.1.9.1.

1.1.9.2.

(112) ΑΠ 1073/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Το υπηρεσιακό καθήκον του εξεταστή-βαθμολογητή σε διαγωνισμό προσλήψεως υπαλλήλων συνίσταται ¨…στην κατά τρόπο ακριβοδίκαιο, αντικειμενικό, αμερόληπτο, καλόπιστο και ισότιμο αξιολόγηση-βαθμολόγηση των γραπτών των διαγωνιζομένων…»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 295 – 299. (113) ΣτΕ 6/1999 Τμ. Γ΄ («…οι διορισμοί με βάση την επετηρίδα δεν επιτρέπουν τον έλεγχο των ουσιαστικών προσόντων όσων γίνονται εκπαιδευτικοί με αποτέλεσμα… να διορίζονται σε μερικές περιπτώσεις πρόσωπα ακατάλληλα να ασκήσουν το λειτούργημα του εκπαιδευτικού…». Αντιθέτως, η θέσπιση του συστήματος της επιλογής μέσω διαγωνισμού διενεργουμένου από το ΑΣΕΠ αποβλέπει στην πρόσληψη «…των περισσότερο καταρτισμένων και ικανών εκπαιδευτικών…» i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 545 – 550. ii) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1083 – 1084. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1039 – 1040 [Περίληψη της αποφάσεως]. (114) ΣτΕ 1295/2003 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 16,17,18 & 213 Ν. 1188/1981. Προκειμένου να κριθεί το ήθος διοριζόμενου σε ΟΤΑ υπαλλήλου, αρμοδιότητα έχει προ του διορισμού η επιτροπή του σχετικού διαγωνισμού, ενώ μετά τον διορισμό το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 603 [Περίληψη της αποφάσεως]. (115) ΣτΕ 1161/2004 Τμ. Γ΄ (Εφ΄ όσον δεν υπήρξε σχετική εξουσιοδότηση δεν ισχύει η πρόβλεψη υπουργικής αποφάσεως περί γειτνιάσεως νομών χωρίς ύπαρξη τοπικού συνδέσμου ούτως ώστε να είναι δυνατή η κάλυψη σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 2190/1994 κενών θέσεων υπηρεσιών ορισμένης νομαρχίας βάσει πίνακος επιτυχίας του ίδιου διαγωνισμού άλλης γειτνιάζουσας νομαρχίας). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2055 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.9.2. ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ – ΕΠΙΛΟΓΗ (116) ΔΕφΑθ 19/1996 (Άρθρο 47 ΥΚ – ΠΔ 611/1997. Διορισμός Δ.Υ. χωρίς διαγωνισμό. «Το αρμόδιο για την επιλογή των διοριστέων όργανο μπορεί να καθορίζει κατά τρόπο αντικειμενικό τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων, καθώς και τα υπόλοιπα κριτήρια με βάση τα οποία θα κρίνει, αν αυτοί είναι κατάλληλοι για διορισμό. Όμως η στάθμιση και αξιολόγηση των κριτηρίων αυτών πρέπει να γίνεται αντικειμενικά και ενιαία και να παρατίθεται στη σχετική απόφασή του πλήρης αιτιολογία με την παράθεση των πραγματικών δεδομένων και στοιχείων που αφορούν κάθε υποψήφιο και τα οποία συνεκτιμόμενα με τα πιο πάνω προσόντα και κριτήρια οδήγησαν το αρμόδιο όργανο στην κρίση του για την επιλογή των καταλληλότερων, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος από τον ακυρωτικό δικαστή της ορθότητας της κρίσης του οργάνου»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 378 – 379.

93


1.1.9.2. (117) ΣτΕ 2704/2005 Τμ. Γ΄ (Νομίμως απεκλείσθη από την διαδικασία επιλογής υποψήφιος προς πρόσληψη ιατρών του ΕΣΥ αφού απέκτησε το τυπικό προσόν της απαιτούμενης ειδικότητος μετά την εκπνοή της προβλεπομένης από τη σχετική προκήρυξη προθεσμίας προς υποβολήν δικαιολογητικών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 644 – 647. (118) ΣτΕ 1231/1997 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 47 Υ.Κ. Διορισμός κατόπιν επιλογής. Κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 4 Υ.Κ. ως προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να γίνει ο διορισμός των επιλεγέντων θεωρείται το δεκαπενθήμερο από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του σχετικού πίνακα). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1083 [Περίληψη της αποφάσεως]. (119) ΣτΕ 152/2001 Τμ. Γ΄ (Σύμφωνα με τα άρθρα 16 – 18 του Ν. 2190/1994 ουσιώδες στοιχείο της προκηρύξεως πληρώσεως θέσεως χωρίς διαγωνισμό είναι ο καθορισμός των προσόντων των υποψηφίων. Αν δεν είναι νόμιμος ο καθορισμός των προσόντων αυτών επιβάλλεται η ματαίωση της όλης διαδικασίας και η επανάληψή της από την αρχή με δημοσίευση νέας προκηρύξεως με καθορισμό των νομίμων προσόντων και νέα προθεσμία υποβολής αιτήσεων και δικαιολογητικών. Συνεπώς, αν η αρχική προκήρυξη δεν προσδιόριζε νομίμως τα προσόντα των υποψηφίων δεν είναι δυνατή η συμπλήρωσή της ή διόρθωσή της, ούτε είναι δυνατή η αναδιάρθρωση των αρχικών πινάκων με τους ίδιους υποψηφίους και με βάση τα νόμιμα προσόντα τους). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1195 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 479 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2002, σ. 390 – 392. (120) ΣτΕ 675/2001 Τμ. Γ΄ (Διορισμός άνευ διαγωνισμού. Μη νόμιμη επιλογή αφού η οικεία Επιτροπή δεν είχε την δυνατότητα να αγνοήσει την σχετική προκήρυξη καθορίζοντας η ιδία τυπικό προσόν εκτός προκηρύξεως βάσει του οποίου έκρινε τελικώς). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1196, [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 588 [Περίληψη της αποφάσεως]. (121) ΣτΕ 13/2004 Τμ. Γ΄ (Ευρεία διακριτική ευχέρεια της επιτροπής Αξιολογήσεως και Επιλογής Ανωτέρων Στελεχών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας προκειμένου να επιλεγούν οι διοικητές νοσηλευτικών ιδρυμάτων του ΕΣΥ. Η Επιτροπή αυτή δεν υποχρεούται να αιτιολογεί την πρόκριση ορισμένου υποψηφίου έναντι άλλου, ή άλλων, εκτός αν υπάρχει κατάδηλη υπεροχή του παραλειφθέντος. Ο διοριζόμενος ως Διοικητής είναι υπάλληλος της κατηγορίας Ειδικών Θέσεων με βαθμό πρώτο και η θέση αυτή προτάσσεται των θέσεων όλων των κατηγοριών υπαλλήλων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 1736 [Περίληψη της αποφάσεως]. (122) ΑΠ 337/1996 (Προκήρυξη πληρώσεως θέσεως επιστημονικού προσωπικού με επιλογή. Υποβολή 31 υποψηφιοτήτων για την ως άνω θέση, μεταξύ των οποίων και κατόχου διδακτορικού, με επιστημονικές ανακοινώσεις και εμπειρία. Επιλογή υποψηφίου μόλις αποφοιτήσαντος από το Πανεπιστήμιο συνιστά υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας των μελών της 94


1.1.9.2.

1.1.9.3.

τριμελούς επιτροπής αξιολογήσεως και παράβαση καθήκοντος κατά τα άρθρα 45, 263 α και 259 ΠΚ από όλα τα μέλη της, αφού η κρίση τους ήταν ομόφωνη με αποτέλεσμα να επιβληθεί στο καθένα ποινή φυλακίσεως 5 μηνών με τριετή αναστολή). «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 1996, σ. 1684 – 1688. §§§§§§§§§§ 1.1.9.3. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΕΠ (123) ΔΕφΑθ 81/1999 (Το ΑΣΕΠ «…δεν δύναται…να μεταβάλλει τους όρους και προϋποθέσεις προκήρυξης πληρώσεως θέσεων με βάση την οποία διενεργήθηκε η επιλογή υποψηφίων λόγω εκ των υστέρων διαπιστωθείσας παραδρομής του ιδίου», αφού η προκήρυξη αυτή αποτελεί γενικώς δεσμευτική κανονιστική πράξη). i) «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1999, σ. 1476 – 1477. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 925 – 927. (124) ΣτΕ 3903/2000 Τμ. Γ΄ (Πρόβλεψη αποκλειστικής προθεσμίας σε προκήρυξη του ΑΣΕΠ για την υποβολή δικαιολογητικών. «…δεν αποκλείεται η υποβολή και άλλων στοιχείων μετά την εκπνοή της προθεσμίας, εφόσον τα υποβαλλόμενα στοιχεία δεν είναι νέα, αλλά συμπληρώνουν τα ήδη εμπροθέσμως υποβληθέντα δικαιολογητικά και αποσκοπούν στη διευκρίνιση της έννοιάς τους ή στην ενίσχυση του αποδεικτικού του κύρους βλ. σχετ. ΣτΕ 764/2000, 3668/1990, 447/1997 κ.α.» Για την κατά τα ανωτέρω υποβολή αναγκαίου κατά νόμο πιστοποιητικού, προ του διορισμού του υπαλλήλου, πρέπει εντός της νόμιμης προθεσμίας να έχει υποβληθεί υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986. «Περαιτέρω εκ των αρχών της χρηστής διοικήσεως επιβάλλεται σε περίπτωση που είναι αδύνατη η προσκόμιση ορισμένου πιστοποιητικού ή σε περίπτωση αμφισβητήσεως από την Διοίκηση του περιεχομένου υπεύθυνης δηλώσεως, να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο μία σύντομη προθεσμία προκειμένου να αποδείξει με πρόσφορα στοιχεία το περιεχόμενο υπεύθυνης δηλώσεως βλ. ΣτΕ 3082/1993, 764/2000»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2002, σ. 68 – 72. (125) ΔΕφ Τριπόλεως 533/2001 (Δεν δύναται το ΑΣΕΠ να προβεί στη διαγραφή υποψηφίου από τον σχετικό πίνακα επειδή η αίτησή του είναι ανυπόγραφη, αφού η παράλειψη αυτή είναι δεκτική συμπληρώσεως βάσει του άρθρου 17 παρ. 10 του Ν. 2190/1994 και η Διοίκηση είναι και αυτή συνυπεύθυνη, αφού τα όργανά της παρέλαβαν την ανυπόγραφη αίτηση χωρίς να ελέγξουν την νομότυπη υποβολή της). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2002, σ. 1265 – 1267. (126) ΔΕφ Αθ 2079/2002 (Αποκλεισμός υποψηφίου για διορισμό λόγω μη συμπληρώσεως τετραγωνιδίου του εντύπου της αιτήσεως σχετικά με επαγγελματικό του προσόν, ενώ το αποδεικτικό υπάρξεως αυτού του προσόντος έχει επισυναφθεί στην ως άνω αίτηση. Το ΑΣΕΠ στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση με τα δικαιολογητικά είχε την δυνατότητα αμέσου ελέγχου αυτών και, συνεπώς, κατά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως προέβη στον αποκλεισμό του υποψηφίου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 390 – 392. 95


1.1.9.3. (127) ΣτΕ 3970/2003 Τμ. Γ (Κύρωση από το ΑΣΕΠ πινάκων κατατάξεως διοριστέων με βάση τον αρχαιότερο, ως προς την ημερομηνία κτήσεως, απολυτήριο τίτλο υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 8 περ. δ΄ του Ν. 2190/1994 ως έχει τροποποιηθεί. Άκυρη η ανωτέρω κατάταξη αφού «…τίτλοι υποχρεωτικής εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί κατά τη λήξη του αυτού διδακτικού έτους, θεωρούνται ότι έχουν αποκτηθεί κατά την ίδια ημερομηνία, έστω και αν τα αρμόδια σχολικά όργανα, λόγω των διαφορετικών συνθηκών λειτουργιάς κάθε σχολείου και χωρίς υπαιτιότητα των μαθητών, έχουν εκδώσει τους τίτλους αυτούς με διαφορά ολίγων ημερών βλ. ΣτΕ 120/2000»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 101 – 104. (128) ΣτΕ 690/2006 Τμ. Γ΄ (Εκπρόθεσμη υποβολή δικαιολογητικών στο ΑΣΕΠ «…δεν είναι ληπτέα υπόψη»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 387 – 390. (129) ΣτΕ 2308/2006 Τμ. Γ΄ (Η κείμενη νομοθεσία «…ουδέν προβλέπει σχετικά με την δυνατότητα του ΑΣΕΠ να καθορίζει το ίδιο τις συνέπειες της πλημμελούς συμπληρώσεως του εντύπου της αιτήσεως του υποψηφίου προς πρόσληψη. Μόνη η παράλειψη συμπληρώσεως των σχετικών κωδικών για τα προσόντα του υποψηφίου δεν συνεπάγεται τον αποκλεισμό του, αφού κατά νόμον η αίτησή του υπέχει θέση υπευθύνου δηλώσεως για την ύπαρξη των προσόντων αυτών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 1437. (130) ΣτΕ 1855/2006 Τμ. Γ΄ (Προ της δημοσιεύσεως του Ν. 2738/1999 «…που απαγόρευε ρητώς την υποβολή συμπληρωματικών δικαιολογητικών…» στο ΑΣΕΠ μετά την εκπνοή της σχετικής προθεσμίας, έπρεπε, αντί της διαγραφής του υποψηφίου για πρόσληψη στη Δ.Ε.Η. Μηχανικού Ηλεκτρολόγου λόγω μη αναγραφής στον τίτλο σπουδών της προβλεπόμενης από την προκήρυξη κατευθύνσεως του απαιτουμένου τίτλου στον κλάδο των Τηλεπικοινωνιών, να παρασχεθεί σύντομη προθεσμία για την προσκόμιση διευκρινιστικών στοιχείων για την κατεύθυνση των σπουδών του υποψηφίου αυτού). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 64 – 66. (131) ΣτΕ 2833/2006 Τμ. Γ΄ (Αναπέμπεται για νέα νόμιμη κρίση από το ΑΣΕΠ υπόθεση υποψηφίου για πρόσληψη σε θέση κατηγορίας ΔΕ ειδικότητας Βοηθών Κτηνιάτρων ο οποίος διεγράφη από τον σχετικό πίνακα διοριστέων με την αιτιολογία ότι ο κατεχόμενος από αυτόν τίτλος σπουδών δεν είναι ο προσήκων, ενώ το ΑΣΕΠ έπρεπε να είχε εξετάσει αν ο ως άνω τίτλος σπουδών ήταν αντίστοιχος προς τον τίτλο σπουδών του Βοηθού Κτηνιάτρου όπως προέβλεπε η προκήρυξη). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 103 – 105. (132) ΣτΕ 3184/2006 Τμ. Γ΄ (Ρητή πρόβλεψη προκηρύξεως του ΑΣΕΠ περί υποχρεώσεως του υποψηφίου για διορισμό να επισυνάπτει σε επικυρωμένα αντίγραφα όλα τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή τίτλους στην αίτηση προσλήψεώς του, η οποία επέχει κατά το άρθρο 16 παρ. 6 του Ν. 2190/1994 θέση υπευθύνου δηλώσεως. Όμως, η προκήρυξη ερμηνευομένη υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 11 παρ. 2,3 του Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας σε συνδυασμό με το άρθρο 3

96


1.1.9.3. του Κώδικος αυτού βάσει των οποίων εφ΄ όσον υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερόμενου περί της ακρίβειας του απλού φωτοαντιγράφου δεν προσαπαιτείται η υποβολή επικυρωμένου φωτοαντιγράφου, «…έχει την έννοια ότι γίνεται δεκτό από τη Διοίκηση και το πιστοποιητικό ή τίτλος που προσκομίζεται σε απλό φωτοαντίγραφο»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 388. (133) ΣτΕ 3454/2006 Τμ. Γ΄ (Διαμόρφωση του κυρίου πίνακος κατατάξεως υποψηφίων για διορισμό. Θεώρηση από το ΑΣΕΠ ότι ο ενδιαφερόμενος δεν προσκόμισε την βαθμολογική αντιστοιχία του τίτλου σπουδών στην αλλοδαπή ούτως ώστε να προκύπτει ο ακριβής βαθμός με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του υποψηφίου αυτού από τον πίνακα διοριστέων. Όμως το ΑΣΕΠ έπρεπε να καλέσει τον ως άνω υποψήφιο όπως εντός ευλόγου προθεσμίας προσκομίσει αυτό το συμπληρωματικό στοιχείο και αναλόγως να τον κατατάξει στον σχετικό πίνακα). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 403 – 405. (134) ΣτΕ 186/2007 Τμ. Γ΄ (Πρόβλεψη προκηρύξεως του ΑΣΕΠ περί κατοχής πτυχίου του Τμήματος Λογιστικής της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας των ΤΕΙ. Προβολή από αποκλεισθέντα υποψήφιο του ισχυρισμού ότι το ανωτέρω πτυχίο δύναται να υποκατασταθεί από πτυχίο του Τμήματος Διοίκησης και Επιχειρήσεων της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας των ΤΕΙ, η οποία δεν έγινε με την αίτηση ακυρώσεως ή με δικόγραφο προσθέτων λόγων αλλά με προφορική δήλωση στο ακροατήριο είναι απαράδεκτη κατά τα άρθρα 17 παρ. 2 και 25 παρ. 1, 2 του Π.Δ. 18/1989). Βλ. ΣτΕ 4146/1990, 1640/2004). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 684 – 685. (135) ΣτΕ 986/2007 Τμ. Γ΄ (Αρνητική βαθμολόγηση από το ΑΣΕΠ εσφαλμένων απαντήσεων επί ερωτημάτων που απαντώνται κατά το σύστημα των πολλαπλών επιλογών δεν είναι νόμιμη). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 701 – 702. (136) ΣτΕ 1206/2007 Τμ. Γ΄ (Νομίμως δεν έγινε δεκτή από το ΑΣΕΠ η μετάφραση πτυχίου Lower του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ γενομένη από Κέντρο Ξένων Γλωσσών. Δεν είναι δε, δυνατή η εκπρόθεσμη υποβολή μεταφράσεως του ανωτέρω τίτλου σπουδών γενομένη από Δικηγόρο). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 705 – 706. (137) ΣτΕ 1207/2007 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 2527/1997. Το ΑΣΕΠ ασκεί έλεγχο νομιμότητος επί της διαδικασίας προσλήψεως του προσωπικού των επιχειρήσεων των Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ βαθμού, όπως είναι και οι κατά το άρθρο 1 του Ν. 1069/1980 δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις υδρεύσεως και αποχετεύσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 706 – 707. (138) ΣτΕ 1761/2007 Τμ. Γ΄ (Πρόβλεψη προκηρύξεως του ΑΣΕΠ περί αποδείξεως γνώσεως επεξεργασίας κειμένων και πινάκων σε Ηλεκτρονικό Υπολογιστή και με υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986. Δεδομένου ότι βάσει του άρθρου 16 του Ν. 2190/2004 η αίτηση των υποψηφίων για διορισμό επέχει θέση της κατά ανωτέρω υπευθύνου δηλώσεως δεν απαιτείται η υποβολή και άλλης χωριστής υπεύθυνης δηλώσεως του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986). 97


1.1.9.3. «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 917 – 918. (139) ΣτΕ 1765/2007 Τμ. Γ΄ (Άκυρη απόφαση του Ε΄ Τμήματος του ΑΣΕΠ με την οποία δεν θεωρείται ως σύμφωνη με τη σχετική προκήρυξη προσλήψεως οδηγών – διανομέων η άδεια οδηγήσεως μοτοσυκλετών υποψηφίου για πρόσληψη με την αιτιολογία ‘ότι αυτή δεν ισχύει για μοτοσυκλέτες άνω των 125 κυβ. εκατ.. Βάσει του άρθρου 42 παρ. 4 του Ν. 2963/2001 η ανωτέρω άδεια εκδοθείσα πριν από τη δημοσίευση του νόμου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του Π.Δ. 225/1984 εξακολουθεί να ισχύει χωρίς περιορισμό ως προς τον κυβισμό των κινητήρων των μοτοσυκλετών και μετά την δημοσίευση του ως άνω Ν. 2963/2001). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 918 – 919. (140) ΣτΕ 1810/2007 Τμ. Γ΄ (Ορθώς το ΑΣΕΠ έκρινε ότι η δεκαπενταετής συνεχής και νόμιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό παλιννοστούντος έλληνος ως προσόν διορισμού σύμφωνα με την σχετική προκήρυξη δεν αποδεικνύεται με βεβαίωση Δημάρχου στην Ελλάδα, αφού κατά νόμον δεν έχει αυτήν την αρμοδιότητα). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 920 – 921. (141) ΣτΕ 2330/2007 Τμ. Γ΄ (Βάσει της αρχής της χρηστής διοικήσεως το ΑΣΕΠ όφειλε να καλέσει τον υποψήφιο για διορισμό προκειμένου να παράσχει διευκρινίσεις όσον αφορά κατατεθείσα εργοδοτική βεβαίωση σχετικά με την εμπειρία του στον χειρισμό μέσων τηλεπικοινωνίας πριν την παράλειψη εγγραφής του στον πίνακα διοριστέων. Συνεπώς, πρέπει «…να αναπεμφθεί η υπόθεση στο ΑΣΕΠ προκειμένου να ενεργήσει νομίμως»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 931 – 933. (142) ΣτΕ 2034/2007 Τμ. Γ΄ (Σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοικήσεως επιβάλλεται σε περίπτωση αμφισβητήσεως από το ΑΣΕΠ του περιεχομένου υπευθύνου δηλώσεως «…να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο σύντομη προθεσμία για να αποδείξει το περιεχόμενό της προσκομίζοντας το ελλείπον πιστοποιητικό που αποδεικνύει την ιδιότητα ή το προσόν που έχει αναγράψει σ΄ αυτήν. Πρβλ ΣτΕ 1042/2003, 1043/2003, 764/2000, 3082/1993 κ.ά»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 1232. (143) ΣτΕ 2972/2007 Τμ. Γ΄ (Μη νομίμως απεκλείσθη υποψήφιος για διορισμό ο οποίος δεν υπέγραψε την σχετική αίτησή του, αφού αυτός είχε καταθέσει επικυρωμένο αντίγραφο των δύο όψεων της αστυνομικής του ταυτότητος και ο αρμόδιος για την παραλαβή των αιτήσεων υπάλληλος του ΑΣΕΠ «…δεν διεπίστωσε ως όφειλε την μη ύπαρξη υπογραφής στο πρωτότυπο της αιτήσεως»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ»,2008, σ. 1248 – 1250. (144) ΣτΕ 831/2008 Τμ. Γ΄ (Μη νομίμως εκρίθη από το ΑΣΕΠ διαγραπτέος από τον πινάκα επιτυχόντων υποψήφιος για διορισμό με το αιτιολογικό ότι δεν προέκυπτε από το κατατεθέν φωτοαντίγραφο της απαιτούμενης ως προσόντος διορισμού αδείας οδηγήσεως αν αυτή ήταν σε ισχύ την ημερομηνία λήξεως της προβλεπόμενης από την σχετική προκήρυξη προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, αφού η άδεια αυτή «…κατά τον χρόνο υποβολής της στον φορέα είχε ανανε98


1.1.9.3. ωθεί αρμοδίως»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2009. σ. 909 – 91 (145) ΣτΕ 2483/1997 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Ν. 2190/1994 & Ν. 2349/1995. Εκτός ορίων νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως πράξη του ΑΣΕΠ περί περιορισμού σε δέκα των φορέων της Νομαρχίας για θέσεις των οποίων οι ενδιαφερόμενοι για πρόσληψη δύνανται να δηλώσουν προτίμηση ως επιτυχόντες του διαγωνισμού έτους 1995 και περί περιορισμού σε μια της νομαρχίας για την οποία οι ανωτέρω επιτυχόντες δύνανται να δηλώσουν προτίμηση). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 861 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 1293 – 1294 [Περίληψη της αποφάσεως]. (146) ΣτΕ 6/1999 Τμ. Γ΄ επταμ. (Με το Ν. 2525/1997 καταργείται η κατάρτιση πινάκων διοριστέων μονίμων εκπαιδευτικών με βάση την σειρά εγγραφής στην οικεία επετηρίδα και εισάγεται το σύστημα της καταρτίσεως πινάκων διοριστέων βάσει της επιτυχίας σε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1083 – 1084 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1039 – 1040 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ. Βλ. και κατωτέρω (αρ. 159) όπου παρατίθεται απόσπασμα της αποφάσεως αυτής. (147) ΣτΕ 8/1999 Τμ. Γ΄ επταμ. (Ν. 2525/1997. Για τους διορισμούς εκπαιδευτικών η αρμοδιότητας του ΑΣΕΠ εξαντλείται στη διενέργεια του διαγωνισμού και στην κατάρτιση των πινάκων επιτυχόντων και διοριστέων μη εφαρμοζομένου του άρθρου 16 παρ. 1 Ν. 2190/1994). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1135 – 1136 [Περίληψη της αποφάσεως]. (148) ΣτΕ 764/2000 Τμ. Γ΄ (Αντίθετος προς τις αρχές της χρηστής διοικήσεως ο αποκλεισμός από τον πίνακα κατατάξεως του ΑΣΕΠ υποψήφιας για μη προσκόμιση φωτοαντιγράφου δελτίου ταυτότητος, αφού είχε προσκομισθεί με την ένσταση βεβαίωση περί καταθέσεως δικαιολογητικών για την έκδοση δελτίου ταυτότητος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1031 [Περίληψη της αποφάσεως]. (149) ΣτΕ 537/1999 Τμ. Γ΄ (Ν. 2190/1994. Διαγωνισμοί βάσει προκηρύξεως του ΑΣΕΠ. Σύμφωνα με κανονιστικού χαρακτήρος υπουργική απόφαση ο προβλεπόμενος βαθμός 44 ως βάση με άριστα το 80 νοείται ανά έκαστο εκ των δύο βαθμολογητών σε κάθε μάθημα). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1200 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 1386 [Περίληψη της αποφάσεως]. (150) ΣτΕ 1476/2007 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 3 & 11 παρ, 2, 3 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Προκήρυξη ΑΣΕΠ. Πρόσληψη προσωπικού του Δημοσίου προβλέπουσα την επισύναψη στη σχετική αίτηση των υποψηφίων επικυρωμένων φωτοαντιγράφων των δικαιολογητικών. «Εφόσον υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση στην οποία ο ενδιαφερόμενος βεβαιώνει την ακρίβεια του περιεχομένου του απλού φωτοαντιγράφου δεν προσαπαιτείται η υποβολή επικυρωμένου φωτοαντιγράφου πρ βλ. ΑΕΔ 48/1997, ολ ΣτΕ /2283/2000». «Ενόψει του ότι η αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία προσλήψεως επέχει κατά νόμον (άρθρο 16 παρ. 6 Ν. 2190/1994) θέση υπευθύνου δηλώσεως η οικεία προκήρυξη, ερμηνευομένη υπό το φως των προαναφερθεισών διατάξεων 99


1.1.9.3. του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, έχει την έννοια ότι γίνεται δεκτό από την Διοίκηση και το πιστοποιητικό ή ο τίτλος που προσκομίζεται σε απλό φωτοαντίγραφο βλ. ΣτΕ 3138/2006). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1267. [ Σημ. Για το ανωτέρω θέμα και τις σχετικές αποφάσεις ΣτΕ 3183/2006 κ.ά. βλ. κατωτέρω Σχόλιο σε ΑΡΘΡΑ, Π. Ζωντανός…]. (151) ΣτΕ 1472/2007 Τμ. Γ΄ («Οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 7 του Ν. 2738/1999 που συμπλήρωσαν το άρθρο 16 παρ. 6 του Ν. 2190/1994 και οι διατάξεις της υπ΄ αριθ. 22/2Γ/2001 προκηρύξεως του ΑΣΕΠ, ερμηνευόμενες εν όψει και των αρχών της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοικήσεως δεν αποκλείουν να γίνονται αποδεκτά ακόμη και τα καθ΄ υπέρβασιν της οριζομένης προθεσμίας υποβαλλόμενα πιστοποιητικά και δικαιολογητικά, προς απόδειξη της δηλωθείσης ιδιότητος του υποψηφίου, όλως εξαιρετικώς στην περίπτωση κατά την οποία ο υποψήφιος έχει, πάντως, συνυποβάλει εμπροθέσμως και καλοπίστως με την αίτηση για την συμμετοχή του στον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ πιστοποιητικά και δικαιολογητικά τα οποία παρουσιάζουν ελλείψεις, σφάλματα ή πλημμέλειες που οφείλονται αποκλειστικώς σε πταίσμα του εκδόντος αυτά διοικητικού οργάνου») [Βλ. και αρ. 154]. «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1267 – 1269. (152) ΣτΕ 2717/2003 Τμ. Γ΄ (Ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή μη, ρητής επιφυλάξεως στη δήλωση συμμετοχής του σε διαγωνισμό, ο υποψήφιος δύναται να αμφισβητήσει δικαστικώς την συνταγματικότητα όρων της σχετικής προκηρύξεως του ΑΣΕΠ). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 107 – 115 με Σχόλιο του Αποστόλου Παπακωνσταντίνου. (153) ΣτΕ 2397/2004 Ολ. (Προκήρυξη του ΑΣΕΠ περιορίζουσα το δικαίωμα δηλώσεως προτιμήσεως των υποψηφίων διαγωνισμού σε μια μόνον νομαρχία και σε μόνο δέκα φορείς της νομαρχίας αυτής έχει ως συνέπεια ότι υποψήφιοι παραμένουν αδιόριστοι «…εξαιτίας του τυχαίου και συμπτωματικού γεγονότος ότι επέλεξαν νομαρχία για την οποία εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι απαιτείται υψηλότερη βαθμολογία». Όμως, τούτο είναι αντισυνταγματικό, αφού «…η αρχή της αξιοκρατίας η οποία απορρέει από το άρθρο 5 του Συντάγματος, υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κάλυψή τους»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 862 – 866. (154) ΣτΕ 1471/2007 Τμ. Γ΄ (Ως ανωτέρω ΣτΕ 1472/2007 Τμ. Γ΄ με Σχόλιο του Ηλία Κοκκίνη) [Βλ. και αρ. 151]. «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 423 – 433. (155) ΣτΕ 28/2009 ως Συμβούλιο (Κατά τους διαγωνισμούς προσλήψεως προσωπικού, η μεν αρμοδιότης κυρώσεως των πινάκων κατατάξεως των υποψηφίων προς διορισμό και η διάθεση αυτών στους οικείους φορείς ανήκει στο ΑΣΕΠ, η δε αρμοδιότης διορισμού ανήκει στους ανωτέρω φορείς). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 403 [Περίληψη]. 100


1.1.9.3. (156) ΔΕφΑθ 262/2009 (Προκήρυξη του ΑΣΕΠ περιορίζουσα το δικαίωμα δηλώσεως προτιμήσεως των υποψηφίων προς διορισμό σε μια νομαρχία και σε 10 φορείς της περιφέρειας της κατ΄ ανώτατο όριο βάσει του άρθρου 16 παρ. 5, 6 του Ν. 2190/1994 ως τότε, ίσχυε. Πρόκειται για αντισυνταγματική ρύθμιση και, συνεπώς, είναι διοριστέοι αρχικώς αποκλειόμενοι υποψήφιοι. Ο διορισμός αυτών έχει αναδρομικό χαρακτήρα). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 486 – 488 με Σχόλιο του Ακρίτα Καϊδατζή. (157) ΔΕφΘεσ 115/2009 [ακυρωτικό] (Το ΑΣΕΠ περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητος. Συνιστά υπέρβαση αρμοδιότητος η εκ μέρους του ΑΣΕΠ κρίση για τη διαπίστωση της εμπειρίας ως προσόντος προσλήψεως, αφού ο έλεγχος των σχετικών δικαιολογητικών και η επακολουθούσα ουσιαστική κρίση ανάγεται στην αρμοδιότητα του φορέα προσλήψεως). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 665 [Περίληψη της αποφάσεως]. (158) ΣτΕ 3277/2009 Τμ. Γ΄ (Προκήρυξη του ΑΣΕΠ προβλέπουσα ότι ο υποψήφιος πρέπει να επισυνάπτει στην αίτησή του επικυρωμένα αντίγραφα των σχετικών πιστοποιητικών και τίτλων. Άρνηση του ΑΣΕΠ να δεχθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων επικυρωμένο αντίγραφο τίτλου γνώσεως της Αγγλικής του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ για το οποίο εμπροθέσμως είχε υποβληθεί ακριβές αντίγραφο μεταφράσεως από την Μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Δεν είναι νόμιμη η άρνηση αυτή του ΑΣΕΠ, αφού η υποβληθείσα αίτηση επέχει θέση υπευθύνου δηλώσεως κατά το άρθρο 16 παρ. 6 του Ν. 2190/1994. Βλ. ΣτΕ 3183-7/2006, 3025/2008, καθώς και ΑΕΔ48/1997 και ΣτΕ 2283/2000 ολ.). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 816 [Περίληψη της αποφάσεως]. (159) ΣτΕ 6/1999 («…οι διορισμοί με βάση την επετηρίδα δεν επιτρέπουν των έλεγχο των ουσιαστικών προσόντων με αποτέλεσμα … να διορίζονται σε μερικές περιπτώσεις πρόσωπα ακατάλληλα να ασκήσουν το λειτούργημα του εκπαιδευτικού…». Αντιθέτως, η θέσπιση του συστήματος της επιλογής μέσω διαγωνισμού διενεργούμενου από τον ΑΣΕΠ αποβλέπει στην πρόσληψη «… των περισσότερο καταρτισμένων και ικανών εκπαιδευτικών…»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 545 – 550. Σημ. Βλ. και ανωτέρω (αρ.146) όπου παρατίθεται περίληψη της αποφάσεως αυτής. (160) ΔΕφΑθ480/2004 Τμ. Ι. (Ακυρ.) (Προκήρυξη πληρώσεως θέσεως Δ.Υ. Έλεγχος από το ΑΣΕΠ. «… κατ΄ αρχήν, εκείνος που δεν αποδεικνύει το κριτήριο ή την ιδιότητα που επικαλέστηκε στη αίτησή του και που χρησιμοποιήθηκε για την κατάταξή του στους πίνακες προτεραιότητας, διαγράφεται από τον πίνακα διοριστέων, πλην, όμως δεν αποκλείεται, για λόγους εφαρμογής της αρχής της αξιοκρατίας, να κληθεί και πάλι, ως διοριστέος, στην περίπτωση που, μετ΄ αναμόρφωση των οικείων πινάκων κατατάξεως, προκύπτει ότι και μετά την αφαίρεση του επίμαχου κριτηρίου ή της ιδιότητας, εξακολουθεί αυτός να προτάσσεται εξ απόψεως βαθμολογίας κ.λπ. κριτηρίων, έναντι των λοιπών συνυποψηφίων του»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 383 – 385. (161) ΣτΕ 3167/2007 (Η σύσταση του ΑΣΕΠ και η λειτουργία του αποβλέπουν στη διασφάλιση της διαφάνειας, 101


1.1.9.3.

1.1.10.1.

της αντικειμενικότητος και της αξιοκρατίας κατά τις προσλήψεις Δ.Υ. και υπαλλήλων του Δημοσίου Τομέα). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ 2321 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος…]. §§§§§§§§§§ 1.1.10. ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ – ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ Δ.Υ. 1.1.10.1. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ & ΠΙΝΑΚΕΣ ΔΙΟΡΙΣΜΩΝ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ [ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ κ.λπ. & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ] (162) ΣτΕ Π.Ε. 281/2005 (Η προφορική συνέντευξη «…αποτελεί το μέσο επιλογής με την μεγαλύτερη πιθανότητα υποκειμενικής κρίσης…». Αν η συνέντευξη αποκτά βαρύνουσα σημασία για την επιλογή των υποψηφίων για διορισμό, χωρίς μάλιστα να εξασφαλίζεται η διαφάνεια της σχετικής διαδικασίας ως είναι η δημοσιότης κατά τη διεξαγωγή της συνεντεύξεως, συνιστά μέθοδο αξιολογήσεως η οποία αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1, 95 και 103 παρ. 7 του Συντάγματος). i) «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2006, σ. 337 – 341. ii) «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/2006, σ. 289 – 293. iii) «ΔΕΛΤΙΟΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 7 – 17 & 19 με εκτενές Σχόλιο του Βελισσάριου Καράκωστα με τίτλο 'Αξιοκρατία στις προσλήψεις προσωπικού και προφορική συνέντευξη με αφορμή το 281/2005 Πρακτικό Επεξεργασίας του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ. (163) ΑΕΔ 27/1993 (Άρθρο 12 παρ. 1 & 2 Ν. 294/1976. «Αν προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την πλήρωση ορισμένου αριθμού θέσεων, η πλήρωση, βάσει του πίνακα επιτυχίας, των θέσεων που προκηρύχθηκαν είναι υποχρεωτική για την Διοίκηση. Αν όμως δεν έγινε προκήρυξη για ορισμένες θέσεις αλλά προκήρυξη διαγωνισμού για την πλήρωση θέσεων βάσει απλώς του πίνακα επιτυχίας ή αν η προκήρυξη προέβλεψε ότι κατά το διάστημα της ισχύος του πίνακα θα πληρωθούν βάσει του πίνακα οι θέσεις που θα κενωθούν πέραν του ορισμένου αριθμού τον οποίο αφορά η προκήρυξη, η Διοίκηση υποχρεούται μεν, όταν αποφασίσει την πλήρωση των θέσεων αυτών να διορίσει βάσει του πίνακα, δεν υποχρεούται όμως, να πληρώσει οπωσδήποτε τις θέσεις κατά το χρόνο ισχύος του πίνακα, αλλά έχει τη διακριτική εξουσία να τις πληρώσει, εκτιμώντας τις δημοσιονομικές συνθήκες η διακριτική δε αυτή εξουσία ελέγχεται από την άποψη της υπερβάσεως ακραίων ορίων»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 336 – 337. (164) ΔΕφΑθ 413/1995 (Άρθρα 110 παρ. 1 Ν. 1892/1990, 1 παρ. 2, 8 Ν. 3030/1954, 5 παρ. 1, 6 παρ. 1, 8, 9 παρ. 1, 10 Π.Δ. 100/1992 & 32 Υ.Κ. - Π.Δ. 611/1977. Διενέργεια διαγωνισμού για την πρόσληψη αγροφυλάκων και τη σύνταξη του σχετικού πίνακος επιτυχίας δημοσιευθέντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Υποχρεωτική η βάσει του πίνακος αυτού πρόσληψη και η άρνηση της Διοικήσεως να προβεί στο διορισμό εντός 15 ημερών από της ανωτέρω δημοσιεύσεως συνιστά παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας της. Η επίκληση εκ μέρους της διοικήσεως λόγων δημοσίου συμφέροντος για αναστολή των διορισμών αυτών προκειμένου να εκσυγχρονισθεί ο τομέας τα αγροφυλακής αποτελεί υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχερείας της «λόγω παρατάσεως του εκσυγχρονισμού επί τέσσερα περίπου 102


1.1.10.1. έτη». Συνεπώς, η ανωτέρω άρνηση της Διοικήσεως ακυρώνεται και η υπόθεση αναπέμπεται σ΄ αυτήν «για την διενέργεια των νομίμων»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1382 – 1383. (165) ΔΕφΑθ 32/2000 (Για την προσβολή του διορισμού τρίτου προσώπου σε δημόσια θέση κατά παράλειψη του αιτούντος, είναι απαραίτητο ο αιτών να καλύπτει όλες τις τυπικές προϋποθέσεις, θετικές ή αρνητικές, για να είναι, κατ΄ αρχήν, δυνατή «…η κατ΄ ουσία εξέταση της υποψηφιότητάς του και η επιλογή του προς διορισμό στην από αυτόν διεκδικούμενη θέση»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 867 – 869. (166) ΔΕφΑθ 1446/1999 (Οι προσλήψεις υπαλλήλων διέπονται από τις «…συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατικής καταλήψεως των δημοσίων θέσεων». Το κατά το άρθρο 32 του Ν. 2168/1993 προνόμιο των τέκνων των στελεχών του Πυροσβεστικού Σώματος αντίκειται στο Σύνταγμα. Τυχόν εφαρμογή αναλόγων ευνοϊκών διατάξεων από την Διοίκηση δεν δικαιολογεί την παραβίαση αυτών των συνταγματικών αρχών. «…παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας νοείται μόνον ενόψει νομίμων και όχι παρανόμων ενεργειών της Διοικήσεως, ΣτΕ 1526/1990, Διοικητική Δίκη, 1991, σελ. 672, 4076/1989, 415/1983 κ.ά.»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1145 – 1147. (167) ΣτΕ 3970/2003 Τμ. ΣΤ΄ (Κύρωση από το ΑΣΕΠ πινάκων κατατάξεως διοριστέων με βάση τον αρχαιότερο, ως προς την ημερομηνία κτήσεως, απολυτήριο τίτλο υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 8 περ. δ΄ του Ν. 2190/1994 ως έχει τροποποιηθεί. Άκυρη η ανωτέρω κατάταξη, αφού «…τίτλοι υποχρεωτικής εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί κατά τη λήξη του αυτού διδακτικού έτους, θεωρούνται ότι έχουν αποκτηθεί κατά την ίδια ημερομηνία, έστω και αν τα αρμόδια σχολικά όργανα, λόγω των διαφορετικών συνθηκών λειτουργίας κάθε σχολείου και χωρίς υπαιτιότητα των μαθητών, έχουν εκδώσει τους τίτλους αυτούς με διαφορά ολίγων ημερών βλ. ΣτΕ 120/2000»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 101 – 104. (168) ΣτΕ 2398/2004 Ολ. (Άρθρο 17 παρ. 13 Ν. 1586/1986 όπως αντικαταστάθηκε με τον Ν. 2503/1997. Ποσόστωση 50% για αποφοίτους τεχνικού και 50% για αποφοίτους γενικού λυκείου για διαγωνιζομένους στον ίδιο διαγωνισμό σε κοινά θέματα ως επιτρέπουσα την πρόσληψη υποψηφίων με μικρότερη βαθμολογία έναντι άλλων συνυποψηφίων τους με μεγαλύτερη βαθμολογία αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητος και της αξιοκρατίας»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 951 – 954. (169) ΣτΕ 2830/1997 Τμ. Γ΄ (Διορισμός προστατευομένων προσώπων βάσει του Ν. 1648/86. Διάθεση του προς διορισμό προσώπου με απόφαση της κατά το άρθρο 8 του Ν. 1648/86 επιτροπής. Το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός βάσει του άρθρου 10 παρ. 4 του Ν. 1648/86). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 860 – 861 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 1293 [Περίληψη της αποφάσεως]. 103


1.1.10.1. (170) ΣτΕ 1420/1997 Τμ. Γ΄ (Ν. 2190/94 & Ν. 860/79. Η ιδιότης του διοριζομένου ως πολυτέκνου αποδεικνύεται από πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως του οικείου Ο.Τ.Α. στα δημοτολόγια του οποίου έχει αυτός εγγραφεί). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 861 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1360 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1998, σ. 391 [Περίληψη της αποφάσεως]. (171) ΣτΕ 2784/1997 Τμ. Γ΄ (Διορισμός εκπαιδευτικού εγγεγραμμένου σε ετήσιο πίνακα διοριστέων. Αν μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων προτιμήσεως και προ της γνωμοδοτήσεως του κεντρικού υπηρεσιακού συμβουλίου, ο ενδιαφερόμενος για διορισμό εκπαιδευτικός αποκτήσει ιδιότητα δικαιολογούσα την πρόταξή του στον οικείο πίνακα διοριστέων η πρόταξη αυτή είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 861 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1569 [Περίληψη της αποφάσεως]. (172) ΣτΕ 1064/1997 Τμ. Γ΄επταμ. (Πρόσληψη σε μόνιμες θέσεις οδοντιάτρων ΙΚΑ. Για την αξιολόγηση των υποψηφίων λαμβάνεται υπ΄ όψιν, μεταξύ άλλων, και η επιστημονική και επαγγελματική δραστηριότητά τους στην αλλοδαπή). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 862 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 1295 [Περίληψη της αποφάσεως]. (173) ΣτΕ 6/1999 Τμ. Γ΄ επταμ. (Με το Ν. 2525/1997 καταργείται η κατάρτιση πινάκων διοριστέων μονίμων εκπαιδευτικών με βάση την σειρά εγγραφής στην οικεία επετηρίδα και εισάγεται το σύστημα καταρτίσεως πινάκων διοριστέων βάσει της επιτυχίας σε διαγωνισμό κατά κλάδο και ειδικότητα με ανάθεση της διενέργειας του διαγωνισμού αυτού στο ΑΣΕΠ). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1083 – 1084 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1039 – 1040 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 545 – 550. (174) ΣτΕ 7/1999 Τμ. Γ΄επταμ. (Ν. 2525/1997. Διοριστέοι εκπαιδευτικοί βάσει της επιτυχίας σε διαγωνισμό. Δεν παραβιάζει την συνταγματική αρχή της ισότητος η πριμοδότηση της βαθμολογίας μόνο των εκπαιδευτικών με διετή τουλάχιστον προϋπηρεσία ως προσωρινών αναπληρωτών, ή ωρομισθίων με πλήρες, ή με μειωμένο αλλά εξομοιούμενο με πλήρες, ωράριο). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1084 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1040 [Περίληψη της αποφάσεως]. (175) ΣτΕ 120/2000 Τμ. Γ΄ (Ν. 2190/1994. Απολυτήριοι τίτλοι υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως εκδοθέντες κατά την λήξη του αυτού διδακτικού έτους θεωρούνται αποκτηθέντες την ίδια ημερομηνία παρ΄ ότι χωρίς υπαιτιότητα των μαθητών οι κατά σχολείο διαφορετικές συνθήκες λειτουργίας επέβαλαν την έκδοση των τίτλων αυτών με διαφορά ημερών). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1031 [Περίληψη της αποφάσεως].

104


1.1.10.1. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2003, σ. 400 [Περίληψη της αποφάσεως]. (176) ΣτΕ 764/2000 Τμ. Γ΄ (Αντίθετος προς τις αρχές της χρηστής διοικήσεως ο αποκλεισμός από τον πίνακα κατατάξεως του ΑΣΕΠ υποψήφιας για την μη προσκόμιση φωτοαντιγράφου δελτίου ταυτότητος, αφού είχε προσκομιθεί με την ένσταση βεβαίωση περί καταθέσεως δικαιολογητικών για την έκδοση δελτίου ταυτότητος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1031 [Περίληψη της αποφάσεως]. (177) ΣτΕ 120/2002 Τμ. Γ΄ (Διαδικασία Ν. 1400/1983. Μόνον αν δεν αποδεχθούν όλοι οι επιτυχόντες τον διορισμό τους η κατάρτιση, συμπληρωματικού πίνακος είναι δυνατή υπό τον όρο να ανασυσταθεί η οικεία επιτροπή με υπουργική απόφαση αφού αν δεν συντρέξει αυτή η εξαιρετική περίπτωση θεωρείται ότι το έργο της ως άνω επιτροπής περατούται μη υφισταμένη πλέον ως διοικητικό όργανο μετά την έκδοση του αρχικού πίνακα επιτυχόντων). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1165 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2003, σ. 400 [Περίληψη της αποφάσεως]. (178) ΣτΕ 1252/2003 Ολ. (Ο μετριασμός του συστήματος κατατάξεως διοριζόμενων με βάση την απόλυτη προτεραιότητα των υποψηφίων με τον αρχαιότερο τίτλο σπουδών που καθιέρωνε το άρθρο 18 παρ. 6 του Ν. 2190/1994, όπως προεβλέφθη από το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 2247/1994, ευρίσκεται εντός των προσδιοριζόμενων από τις συνταγματικές αρχές της ισότητος και της αξιοκρατίας πλαισίων). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1257 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2003, σ. 787 – 794 με εκτενές Σχόλιο του Αποστόλου Παπακωνσταντίνου. (179) ΣτΕ 2524/2003 Τμ. Γ΄ (Διαδικασία διορισμού κατά τον Ν. 2190/1994. Κατ΄ αρχήν προϋπόθεση του κύρους της σχετικής αιτήσεως αποτελεί η υπογραφή της από τον ενδιαφερόμενο. Όμως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δεν επέρχεται ακυρότης της ανυπόγραφου αιτήσεως όταν σε συνδυασμό με τα συνυποβληθέντα δικαιολογητικά προκύπτει η ταυτότητα του υποψηφίου και η σοβαρότητα της βουλήσεώς του όπως διορισθεί). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1257 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 98 – 100 & 2005, σ. 645 [Περίληψη της αποφάσεως]. (180) ΣτΕ 2248/2003 Τμ. Γ΄ (Διαδικασία προσλήψεως βάσει του Ν. 2190/1994. Το πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως είναι αναγκαίο εφ΄ όσον επιδιώκεται η απόδειξη συγκεκριμένης ιδιότητος με την οποία αποκτάται δικαίωμα προτεραιότητος στη σειρά κατατάξεως των υποψηφίων. Αν η επιδίωξη αυτή δεν υπάρχει αρκεί η υποβολή του πιστοποιητικού γεννήσεως βάσει του οποίου θα γίνει η κατάταξη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1258 [Περίληψη της αποφάσεως].

105


1.1.10.1. (181) ΣτΕ 3170/2005 Τμ. ΣΤ΄ («…αν το Δημόσιο αρνηθεί να προσλάβει σε δημόσια θέση υποψήφιο και η άρνηση αυτή ακυρωθεί στη συνέχεια με απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, ακολούθως δε η Διοίκηση σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική αυτή απόφαση διορίσει τον υποψήφιο αναδρομικώς…, ο τελευταίος αυτός δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη…»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1139 – 1140 [Περίληψη της αποφάσεως]. (182) ΣτΕ 4498/2005 Τμ. Γ΄ («…η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 του Συντάγματος, υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους, ΣτΕ 2396/2004 Ολομ.») i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1192. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 1202 – 1205. (183) ΔΕΚ, Απόφαση της 23.2.1994, Υπόθ. C – 419/92, ‘‘I. Scholz / Πανεπιστήμιο Κάλιαρι’’ (Άρθρα 7, 48 Συνθ. ΕΟΚ & 1, 3, Κανονισμού 1612/68/ΕΟΚ. Η προϋπηρεσία σε δημοσία διοίκηση κοινοτικής χώρας λαμβάνεται υπ΄ όψη ως προσόν διορισμού σε θέση της δημοσίας διοικήσεως άλλης κοινοτικής χώρας, ως ο σχετικός χρόνος προϋπηρεσίας να είχε διανυθεί από ημεδαπό στη χώρα όπου ζητείται ο διορισμός, εφ΄ όσον η ως άνω θέση δεν εμπίπτει στην κατά το άρθρο 48 παρ. 4 Συνθ. ΕΟΚ εξαίρεση). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1994, σ. 631 – 635 με Σχόλιο της Γ. Μουτσίου – Ευαγγελινού. (184) ΣτΕ 3138/1996 Τμ. Γ΄ (Ν. 1892/1990 & Π.Δ. 100/1992. Κυρωθείς πίνακας επιτυχίας αγροφυλάκων. Δεν υποχρεούται η Διοίκηση στην πρόσληψή τους). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1999, σ. 83 – 90 με εκτενές Σχόλιο της Όλγας Παπαδοπούλου. (185) ΣτΕ 196/2004 Τμ. Γ΄ Άρθρο 1 παρ. 7 Ν. 2834/2000 («…για την προσαύξηση της βαθμολογίας των υποψηφίων για διορισμό σε θέσεις εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης λόγω εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας πρέπει, κατ΄ αρχήν, να λαμβάνεται υπόψη και η τυχόν υπάρχουσα αντίστοιχη προϋπηρεσία τους ως εκπαιδευτικών σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 348 – 352 με Σχόλιο του Αποστόλου Παπακωνσταντίνου. (186) ΣτΕ 1720/2006 Τμ. Γ΄ (Η ματαίωση της διαδικασίας διαγωνισμού και εκδόσεως αποτελεσμάτων είναι αναγκαίο να αιτιολογείται από την Διοίκηση). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 508 [Περίληψη της αποφάσεως]. (187) ΣτΕ 3595/2008 Ολ. (Άρθρα 103 παρ. 7 & 118 παρ. 6 Συντ. Διορισμοί εκπαιδευτικών. «Η προϋπηρεσία … και η εμπειρία ως προϋπόθεση για την εισαγωγή ευνοϊκών ρυθμίσεων αποτελούν, κατ΄ αρχήν, κρι106


1.1.10.1. τήρια, η θέσπιση των οποίων συνάδει με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 145 – 159. (188) ΔΕφΘεσ 388/2007 (Άρθρο 6 Ν. 3255/2004, ΥΑ 3557/Δ2/2003 ΦΕΚ Β΄ 465. Συνιστά παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας η άρνηση Διευθυντή Δευτεροβαθμίου Εκπαιδεύσεως να παραλάβει αίτηση διορισμού εκπαιδευτικού με τον ισχυρισμό ότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την πρόσληψη του αιτούντος, αφού την αρμοδιότητα αυτή έχει η κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 343 – 345 με Σχόλιο του Ιακώβου Μαθιουδάκη. (189) ΣτΕ 28/2009 ως Συμβούλιο (Κατά τους διαγωνισμούς προσλήψεως προσωπικού, η μεν αρμοδιότης κυρώσεως των πινάκων κατατάξεως των υποψηφίων προς διορισμό και η διάθεση αυτών στους οικείους φορείς ανήκει στο ΑΣΕΠ, η δε αρμοδιότης διορισμού ανήκει στους ανωτέρω φορείς). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 403 [Περίληψη της αποφάσεως]. (190) ΔΕφΑθ 262/2009 (Προκήρυξη του ΑΣΕΠ περιορίζουσα το δικαίωμα δηλώσεως προτιμήσεως των υποψηφίων προς διορισμό σε μια μόνον νομαρχία και σε 10 φορείς της περιφερείας της κατ΄ ανώτατο όριο βάσει του άρθρου 16, παρ. 5, 6 του Ν. 2190/1994 ως, τότε, ίσχυε. Πρόκειται για αντισυνταγματική ρύθμιση και, συνεπώς, είναι διοριστέοι αρχικώς αποκλεισμένοι υποψήφιοι. Ο διορισμός αυτών έχει αναδρομικό χαρακτήρα). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 486 – 488 με Σχόλιο του Ακρίτα Καϊδατζή. (191) ΔΕφΘεσ 392/2009 (Οι συνταγματικές αρχές της ισότητος και της αξιοκρατίας «…και ειδικότερα της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε έλληνα πολίτη στις δημόσιες θέσεις κατά λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας – άρθρο 4 παρ. 1 και 4 και άρθρο 5 παρ. 1 Συντ. – της διαφάνειας – άρθρο 103 παρ. 7 Συντ. - …καθώς και του κράτους δικαίου – άρθρο 25 παρ. 1 Συντ. …» διέπουν την «…διαδικασία εισόδου στο υπαλληλικό σώμα…»). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 610 – 611 με Σχόλιο του Ακρίτα Καϊδατζή. (192) ΣτΕ 1856/1993 Τμ. Γ. (Ν. 1320/1983. Εισαγωγή και κοινωνικών κριτηρίων για την επιλογή και πρόσληψη υπαλλήλων του Δημόσιου Τομέα, ένα από τα οποία είναι και τα οικογενειακά βάρη. Με την έννοια αυτή περιλαμβάνονται όχι μόνο τα φυσικά ή θετά τέκνα του υποψήφιου για διορισμό, αλλά και τα τέκνα του συζύγου του υποψηφίου από άλλο γάμο του, εφ΄ όσον συνοικούν με τον υποψήφιο, βαραίνουν τον συνολικό οικογενειακό προϋπολογισμό και είναι προστατευόμενα μέλη του ζεύγους). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1995, σ. 605 – 606 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 742 [Περίληψη της αποφάσεως].

107


1.1.10.1. (193) ΣτΕ 4138/1997 Τμ. Γ. (Διορισμός γραμματέα ΟΤΑ μετά τη λήξη του σχετικού διαγωνισμού στον οποίο βάσει της βαθμολογίας επέτυχε. Εφ΄ όσον κατά τη σύνταξη του πίνακος επιτυχίας ανακύψει θέμα ειλικρινείας της δηλώσεώς του για την ιδιότητά του η οποία προσαυξάνει την βαθμολογία του ως υποψηφίου για διορισμό, η αρμοδία εξεταστική επιτροπή υποχρεούται να μην προβεί στην προσαύξηση αυτή, αλλά όμως δεν δύναται εκ των υστέρων τον βάσει της βαθμολογίας επιτυχόντα υποψήφιο να αποκλείσει από την περαιτέρω διαδικασία λόγω ελλείψεως ήθους, δηλαδή για λόγο αναγόμενο στην εν γένει ηθική προσωπικότητά του. Εφ΄ όσον ο κατά τα ανωτέρω καταθέσας την ψευδή δήλωση διορισθεί, είναι πάντοτε δυνατόν να ανακύψει ζήτημα εκπτώσεώς του λόγω ποινικής καταδίκης, ή έστω, ανακλήσεως του διορισμού του αν κριθεί αρμοδίως ότι εκ του συνόλου των περιστάσεων διαπιστώνεται έλλειψη ήθους αποτελούσα κώλυμα διορισμού). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2001, σ. 503 [Περίληψη της αποφάσεως]. (194) ΣτΕ 2172/2002 Ολ. (Αναλογική εφαρμογή του άρθρου 108 του Κώδικος Δικαστικών Λειτουργών περί διορισμού ως δημοσίων υπαλλήλων απολυομένων ως ανεπαρκών δοκίμων δικαστών ή δικαστών της πρώτης βαθμίδος της ιεραρχίας κρινόμενων για τρίτη φορά ως μη προακτέων και στην περίπτωση λοιπών δικαστικών λειτουργών στους οποίους επεβλήθη οριστική παύση λόγω υπηρεσιακής ανεπαρκείας υπό την προϋπόθεση ότι αρμοδίως αυτοί οι απολυόμενοι δικαστές κρίνονται ικανοί για την άσκηση διοικητικών καθηκόντων δημοσίου υπαλλήλου. Πρόκειται για ειδική νομοθετική πρόβλεψη η οποία δεν αποκλείεται από την νέα διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία «ρυθμίζει για πρώτη φορά το γενικό ζήτημα του τρόπου προσλήψεως υπαλλήλων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα…»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 545 – 554. (195) ΔΕφΑθ 480/2004 Τμ. (Ακυρ.) (Προκήρυξη πληρώσεως θέσεως Δ.Υ., Έλεγχος από το ΑΣΕΠ. «…κατ΄ αρχήν, εκείνος που δεν αποδεικνύει το κριτήριο ή την ιδιότητα που επικαλέσθηκε στην αίτησή του και που χρησιμοποιήθηκε για την κατάταξη του στους πίνακες προτεραιότητας, διαγράφεται από τον πίνακα διοριστέων, πλην, όμως δεν αποκλείεται, για λόγους εφαρμογής της αρχής της αξιοκρατίας, να κληθεί και πάλιν, ως διοριστέος, στην περίπτωση που, μετ΄ αναμόρφωση των οικείων πινάκων κατατάξεως, προκύπτει ότι και μετά την αφαίρεση του επίμαχου κριτηρίου ή της ιδιότητας, εξακολουθεί αυτός να προτάσσεται εξ απόψεως βαθμολογίας κ.λπ., κριτηρίων, έναντι των λοιπών συνυποψήφιων του.»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 383 – 385. (196) ΣτΕ 1295/2003 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 16, 17, 18 & 213 Ν. 1188/1981. Προκειμένου να κριθεί το ήθος διοριζόμενου σε ΟΤΑ υπαλλήλου, αρμοδιότητα έχει προ του διορισμού η ορισθείσα επιτροπή του σχετικού διαγωνισμού, ενώ μετά τον διορισμό το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 603 [Περίληψη της αποφάσεως]. (197) ΣτΕ 3325 /2003 Τμ. Γ΄επταμ. (Ν. 1566/1985. Κατά την ανέλεγκτη από τον ακυρωτικό δικαστή κρίση του κανονιστικού νομοθέτη οι υποψήφιοι για διορισμό ως εκπαιδευτικοί του κλάδου ΠΕ 19 πληροφορικής ως απόφοιτοι των Τμημάτων πληροφορικής των ΑΕΙ πέραν του οικείου πτυχίου πρέπει να έχουν και τα κατά το άρθρο 3 παρ, 2 του Π.Δ. 118/1995 πρόσθετα προσόντα και τις αναγ108


1.1.10.1.

1.1.10.2.

καίες ψυχοπαιδαγωγικές γνώσεις για την διδασκαλία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 603 – 604. (198) ΣτΕ 2754/1993 Τμ. Γ΄ (Υποχρεωτική για τη Διοίκηση «…η δημόσια γνωστοποίηση δια γενικής προσκλήσεως της προθέσεως… προς πλήρωση… θέσεως…» δημοσίων υπαλλήλων). «ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ», 1994, σ. 430 – 438 με Σχόλιο της Όλγας Παπαδοπούλου. (199) ΣτΕ 2056/2000 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 1 παρ. 6 Ν. 2247/1994. Κατάταξη υποψηφίων για διορισμό «…με καθαρά τυχαίο κριτήριο…» είναι ανεπίτρεπτη). «ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ», 2001, σ. 591 – 595 με Σχόλιο του Απ. Παπακωνσταντίνου. §§§§§§§§§§ 1.1.10.2. ΜΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΜΕ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ι.Δ. ΣΕ ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ Μ.Δ.Υ. Ή ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Ν.Π.Δ.Δ. (200) ΔΕφΑθ 1402/1996 (Δεν είναι νόμιμη η άρνηση της Διοικήσεως να προβεί στη μονιμοποίηση υπαλλήλου με σχέση εργασίας Ι.Δ. αορίστου χρόνου με το επιχείρημα ότι προ της μεταφοράς του ως πλεονάζοντος προσωπικού από Μονάδα Αυτεπιστασίας του Ε.Ο.Τ. στο Δημόσιο, κατά την κρίσιμη κατά τον Ν. 2190/1994 χρονική περίοδο για την απόκτηση δικαιώματος μονιμοποιήσεως, αυτός υπηρετούσε σε ΝΠΙΔ ενώ ο νόμος προέβλεπε υπηρεσία στο Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, αφού το προσωπικό των ανωτέρω Μονάδων ήταν προσωπικό του Ε.Ο.Τ., δηλαδή Ν.Π.Δ.Δ.). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 138 – 139. (201) ΣτΕ 3845/1998 Τμ. Γ΄ (Μονιμοποίηση υπαλλήλων του Δημοσίου και Ν.Π.Δ.Δ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου βάσει του άρθρου 27 του Ν. 2190/1994 και η βάσει του άρθρου 25 του ιδίου νόμου επαναπρόσληψη απολυθέντων υπαλλήλων είναι δύο διαφορετικές και αυτοτελείς διαδικασίες. Συνεπώς η κάλυψη κενών οργανικών θέσεων από υπαλλήλους της μίας εκ των ανωτέρω κατηγοριών δεν συνεπάγεται αδυναμία επαναπροσλήψεως ή μονιμοποιήσεως υπαλλήλων από την άλλη, αφού ρητώς εκ του νόμου προβλέπεται ότι αν δεν επαρκούν οι υπάρχουσες κενές οργανικές θέσεις συνιστώνται με τις αποφάσεις περί επαναπροσλήψεως ή μονιμοποιήσεως αντίστοιχες προσωποπαγείς οργανικές θέσεις). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 969 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1644 [Περίληψη της αποφάσεως]. (202) ΣτΕ 3869/1999 Τμ. Γ΄ (Μονιμοποίηση εκπαιδευτικών στο ΝΠΔΔ του ΟΑΕΔ που υπηρετούσαν την 29.5.1989 και εξακολουθούσαν να υπηρετούν κατά την δημοσίευση του Ν. 2190/1994 δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, αφού οι εξαιρούμενοι ήσαν νεότεροι και το κριτήριο της διαφοροποιήσεως ήταν αντικειμενικό). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1066 [Περίληψη της αποφάσεως]. (203) ΣτΕ 3023/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Μονιμοποιηθέντες βάσει του Ν. 1476/1984. Διατηρούν τις τυχόν ανώτερες αποδοχές τους 109


1.1.10.2. και στη νέα τους θέση μέχρι της «συν τω χρόνω» εξισώσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1147 [Περίληψη της αποφάσεως]. (204) ΣτΕ 399/2000 Τμ. Γ΄ (Υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών με σχέση εργασίας Ι.Δ. μονιμοποιηθέντες βάσει των Ν. 1476/1984 και 1829/1989 μετά την μονιμοποίηση τους υπάγονται πλέον στις διατάξεις του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών. Μόνον για θέματα μη ρυθμιζόμενα από το Οργανισμό αυτό ενδεχόμενο να εξετασθεί η κατ΄ αναλογία εφαρμογή διατάξεων του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1194 [Περίληψη της αποφάσεως]. (205) ΣτΕ 2500/2000 Τμ. Γ΄ (Μονιμοποίηση εκπαιδευτικών στο ΝΠΔΔ του ΟΑΕΔ που υπηρετούσαν την 29.5.1989 βάσει του άρθρου 1 της υπ΄ αριθμ. 93956/29.5.1989 κοινής υπουργικής αποφάσεως. Δια της αποφάσεως αυτής δεν σκοπείται ο αποκλεισμός των εκπαιδευτικών του ΟΑΕΔ που υπηρετούσαν καθ΄ όλη τη διάρκεια του διδακτικού έτους 1988-1989 και συμπτωματικώς δεν υπηρετούσαν την 29.5.1989 λόγω λήξεως των μαθημάτων του οικείου τμήματος). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1199 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 816 [Περίληψη της αποφάσεως]. (206) ΣτΕ 1602/2002 Τμ. Α΄ επταμ. (Μονιμοποίηση βάσει του Ν. 1476/1984. Οι αποδοχές μονιμοποιηθέντος υπαλλήλου ως έχουν καθορισθεί με απόφαση δικαστηρίου όταν ακόμη ήταν συμβασιούχος θα ληφθούν υπ΄ όψη για τον προσδιορισμό των αποδοχών του ως μονίμου δημοσίου υπαλλήλου μόνον εφ΄ όσον οι διαμορφωθείσες με την απόφαση αυτή αποδοχές είχαν καταβληθεί από την υπηρεσία). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1166 [Περίληψη της αποφάσεως]. (207) ΣτΕ 1629/2005 Τμ. ΣΤ΄ (Μονιμοποιηθείς υπάλληλος βάσει του άρθρου 3 του Ν. 1476/1984. Υπαγωγή στο μισθολογικό καθεστώς του Ν. 1505/1984. Επιδίκαση με αμετάκλητη απόφαση πολιτικού δικαστηρίου ορισμένου ποσού ως μισθολογικής διαφοράς. Η απόφαση αυτή του πολιτικού δικαστηρίου δεσμεύει τα αρμόδια όργανα της Διοικήσεως και «κατ΄ επέκταση και τα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία κατά τον υπολογισμό της οφειλόμενης…διαφοράς αποδοχών, δεν μπορούσαν να ελέγξουν παρεμπιπτόντως την νομιμότητα του υπολογισμού των αποδοχών εκ μέρους του πολιτικού δικαστηρίου…»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2005, σ. 1292 – 1293. (208) ΣτΕ 497/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Μονιμοποίηση βάσει του Ν. 1476/1984 και κατάταξη σε μισθολογικά κλιμάκια βάσει του Ν. 1505/1984 με διατήρηση της τυχόν προκυπτούσης επί πλέον διαφοράς μεταξύ ήδη καταβαλλομένων και δικαιουμένων με την ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου αποδοχών μέχρι βαθμιαίας τελικής εξαλείψεώς της λόγω των εν τω μεταξύ αυξήσεων. Επανακατάταξη βάσει του Ν. 1810/1980 και κατάργηση της κατά τα ανωτέρω διαφοράς. Ρητώς εκφρασθείσα στην εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 3 του Ν. 1476/1984 βουλήσεως του νομοθέτη «να μη προβεί σε μείωση των αποδοχών των μονιμοποιουμένων υπαλλήλων». Συνεπώς, η διαφορά αυτή διατηρείται και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπ΄ όψη και αυξήσεις που εχορηγήθησαν με αποφάσεις των αρμοδίων δικαστηρίων εκδοθείσες μετά την μονιμοποίηση. Τα αρμόδια για την μισθοδοσία όργανα 110


1.1.10.2. του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ δεν επιτρέπεται να αμφισβητήσουν την νομιμότητα των κατά τα ανωτέρω δικαστικώς προσδιορισθείσων αποδοχών). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2005, σ. 846 – 848. (209) ΔΕφΑθ 967/1996 (Ν. 2190/1994. Μονιμοποίηση υπαλλήλων του ΟΑΕΔ προσληφθέντων μετά την έκδοση στις 29-5-1989 σχετικής υπουργικής αποφάσεως και μέχρι την 3-3-1994 σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 6 του Ν. 2190/1994, διότι άλλως θα υπήρχε παραβίαση της αρχής της ισότητος, αφού το τυχαίο χρονικό σημείο της 29-5-1989 δεν αρκεί για να δικαιολογήσει απόκλιση από την αρχή αυτή). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 120 – 122. (210) ΣτΕ 1434/1996 Τμ. Γ΄ (Μονιμοποίηση εκτάκτων. Ο Ν. 1476/1984 δεν περιέχει διάταξη ανάλογη με εκείνη του άρθρου 17 του Ν. 434/19765, χωρίς τούτο να συνιστά δυσμενή μεταχείριση των μονιμοποιηθέντων βάσει του Ν. 434/1976, αφού αυτά τα δύο νομοθετήματα ρυθμίζουν εντελώς διάφορα μεταξύ των θέματα υπηρεσιακής καταστάσεως υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ.). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1526 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1361 [Περίληψη της αποφάσεως]. (211) ΣτΕ 1578/1997 Τμ. Γ΄ (Μονιμοποίηση εκτάκτων. Η κτήση των κατά το άρθρο 10 του Ν. 1066/1980 ουσιαστικών προσόντων για μονιμοποίηση διαπιστώνεται από το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο μετά την εξέταση του συνόλου των υφισταμένων στοιχείων και όχι μόνον των εκθέσεων υπηρεσιακής αποδόσεως βάσει των οποίων γνωμοδότησε αρνητικά). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1526 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1361 [Περίληψη της αποφάσεως]. (212) ΣτΕ 208/2003 Τμ. Γ΄ (Σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ν. 2190/1994 για τη μονιμοποίηση υπαλλήλου του Υπουργείου Αιγαίου στον κλάδο ΠΕ οικονομολόγων απαιτείται ως τυπικό προσόν τίτλος σπουδών από τις προσδιοριζόμενες στο άρθρο 12 παρ. 2 του Οργανισμού του Υπουργείου πανεπιστημιακές σχολές του εσωτερικού ή ισότιμος τίτλος σπουδών αντίστοιχης ειδικότητος πανεπιστημιακών σχολών του εξωτερικού). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 1750 [Περίληψη της αποφάσεως] (213) ΣτΕ 2669/2003 Τμ. Γ΄ (Ν. 2594/1998. Μονιμοποίηση μόνον των συμβασιούχων υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών που υπηρετούν σε υπηρεσιακές μονάδες του εσωτερικού. Οι συμβασιούχοι που υπηρετούν στις υπηρεσιακές μονάδες του εξωτερικού παραμένουν στο σύμφωνα με το Ν. 1419/1976 συμβατικό καθεστώς). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 604 [περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§

111


1.1.10.3

1.1.10.4.

1.1.10.3. ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ Δ.Υ. (214) ΔΕφΑθ 1754/1999 (Άρθρο 56 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1997. Ανώτατο χρονικό όριο ανακλήσεως μη νομίμου διορισμού Δ.Υ. η διετία, εφ΄ όσον πρόκειται για διορισμό κατόπιν διαγωνισμού. Στις λοιπές περιπτώσεις διορισμού η κατά τα ανωτέρω ανάκληση είναι δυνατή εντός ευλόγου χρόνου. Βάσει του Α.Ν. 261/1968 ως εύλογος χρόνος θεωρείται κατ΄ αρχήν η πενταετία, όμως η Διοίκηση δύναται να ανακαλέσει την παράνομη πράξη και μετά την πάροδο της πενταετίας «…όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 339 – 346. (215) ΣτΕ 2830/1997 Τμ. Γ΄ (Δεν είναι δυνατή ανάκληση διορισμού προστατευομένου προσώπου βάσει του Ν. 1648/86 εφ΄ όσον υφίσταται η απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 8 του ιδίου νόμου). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 860 – 861 [Περίληψη της αποφάσεως]. (216) ΣτΕ 349/1995 Τμ. Γ΄ (Τυπική ανάκληση διορισμού λόγω συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς ακυρωτική απόφαση Διοικητικού Εφετείου χωρίς ύπαρξη αποφάσεως υπηρεσιακού συμβουλίου. Η πράξη ανακλήσεως δεν προσβάλλεται με προσφυγή ουσίας, αλλά με αίτηση ακυρώσεως). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 328 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.10.4. ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΜΟΝΙΜΟΥ Δ.Υ (& ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΣ/ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ) (217) ΣτΕ 690/1993 Τμ. Δ΄ (Άρθρο 12 Ν. 1232/1982 & Ν. 193/1975. Δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος η πρόβλεψη του νόμου ότι για την υπαγωγή στις περί αποκαταστάσεως παρανόμως απολυθέντων υπαλλήλων διατάξεις απαιτείται εξάμηνος τουλάχιστον δεσμός με την υπηρεσία προ της απολύσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 480 [Περίληψη της αποφάσεως]. (218) ΣτΕ 4105/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Οι κληρονόμοι υπαλλήλου δύνανται βάσει του άρθρου 7 του Ν.Δ. 76/1974 να υποβάλουν αίτημα αποκαταστάσεώς του). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 125. (219) ΔΕφΑθ 1446/1996 (Άρθρο 26 Ν. 2190/1994. Δεν αρκεί η γενική αναφορά στα στοιχεία του φακέλου για να δικαιολογήσει η αρμόδια Επιτροπή την απόρριψη αιτήσεως υπαλλήλου για επάνοδο σε κατεχόμενη θέση προ της παραιτήσεώς του, στην οποία υποχρεώθηκε λόγω δυσμενούς μεταχειρίσεως κατά το έτος 1991. Αναπομπή της υποθέσεως στη Διοίκηση). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 139 – 140. (220) ΔΕφΑθ 114/1997 (Άρθρο 26 Ν. 2190/1994. Παραιτηθέντες υπάλληλοι επικαλούμενοι ως λόγο παραιτήσεως εξαναγκασμό από την υπηρεσία, επανακρίνονται από Τριμελή Επιτροπή προκειμένου να 112


1.1.10.4. επανέλθουν, τυχόν δε, εκκρεμείς δίκες καταργούνται). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 685 – 688 με Σχόλιο του Γ. Τράντα. (221) ΣτΕ 2744/1997 Τμ. Γ΄ επταμ. (Άρθρο 56 παρ. 1 Συντ. Δεν προβλέπεται γενική απαγόρευση διορισμού πριν από την πάροδο έτους από της παραιτήσεως υπαλλήλου λόγω υποβολής υποψηφιότητός του στις βουλευτικές εκλογές, αλλά μόνον η επάνοδός του σε θέση της συγκεκριμένης δημοσίας υπηρεσίας, όπου υπηρετούσε πριν παραιτηθεί. Ο όρος «επάνοδος» σημαίνει επιστροφή σε προηγουμένως κατεχόμενη θέση. Η σχετική συνταγματική διάταξη, ως εισάγουσα περιορισμό στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι, είναι στενώς ερμηνευτέα). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1064 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1705 – 1706. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1039 [Περίληψη της αποφάσεως]. (222) ΣτΕ 3141/1999 Τμ. Δ΄ (Ν.Δ. 76/74. Υπάλληλοι νομικών προσώπων του άρθρου 11 του Ν.Δ. 76/74 απολυθέντες προ της 21.4.1967 με απόφαση του οικείου Πρωτοβαθμίου Συμβουλίου Νομιμοφροσύνης και κριθέντες απολυτέοι με απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συμβουλίου Νομιμοφροσύνης η οποία εξεδόθη μεταξύ 21.4.1967 και 23.7.1974 δικαιούνται κατ΄ αρχήν αποκαταστάσεως). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 996 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2001, σ.168 [Περίληψη της αποφάσεως]. (223) ΣτΕ 2293/2000 Τμ. Γ΄ (Κατά το άρθρο 14 παρ. 21 του Ν. 2266/1994 οι Επιτροπές κρίσεως των αιτήσεων θεραπείας κατά απορριπτικών αποφάσεων επαναπροσλήψεως βάσει του άρθρου 26 του Ν. 2190/1994 ανασυγκροτούμενες δεν πρέπει να αποτελούνται από τα ίδια πρόσωπα που έκριναν πρωτοβαθμίως τις σχετικές αιτήσεις). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1149 [Περίληψη της αποφάσεως].[Βλ. & αρ. 229] (224) ΣτΕ 1775/2001 Τμ. Γ΄ (Βάσει του άρθρου 26 του Ν. 2190/1994 υφίσταται ο όρος ότι η δυσμενής υπηρεσιακή μεταχείριση του αιτούντος την επάνοδό του στην υπηρεσία ως εξαναγκασθέντος σε παραίτηση, πρέπει να έλαβε χώρα μεταξύ 1.1.1990 και 31.10.1993). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1164 [Περίληψη της αποφάσεως]. (225) ΣτΕ 3272/2003 Τμ. Γ΄ (Αποκατάσταση κατά το Ν.Δ. 76/1974. Αγροτικοί ιατροί προσλαμβανόμενοι βάσει του Ν. 3487/1955 με τριετή σύμβαση δημοσίου δικαίου. Δεν είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί το τυχόν πέραν του συμβατικού χρόνου διάστημα μέχρι τον χρόνο της επανόδου τους στην υπηρεσία). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1260 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2005, σ. 647 [Περίληψη της αποφάσεως]. (226) ΣτΕ 1589/2003 Τμ. Γ΄ (Αποκατάσταση κατά τον Ν. 2190/1994. Απολυθέντες εμπίπτοντες στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 25 παρ. 13 του Ν. 2190/1994. Αρμοδία για την εξέταση των σχετικών αιτήσεων επαναπροσλήψεως είναι η κατά το άρθρο 26 παρ. 4 του ιδίου νόμου Τριμελής Επιτροπή 113


1.1.10.4.

1.1.10.5.

εκείνου του Υπουργείου από το οποίο εκδόθηκε η πράξη απολύσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1260 [Περίληψη της αποφάσεως]. (227) ΤρΔΕφΑθ 1872/1999 («…ο χρόνος που παρέμειναν εκτός υπηρεσίας οι υπάλληλοι που αποκαταστάθηκαν με το Ν. 193/1975 προσμετρείται και συνυπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας όχι μόνον για τη μισθολογική, βαθμολογική ή συνταξιοδοτική τους κατάσταση αλλά και για τον διορισμό τους ως μονίμων υπαλλήλων υπολογισμό της 35ετούς πραγματικής και συντάξιμής υπηρεσίας, με την συμπλήρωση της οποίας απολύονται αυτοδικαίως, εφόσον έχουν συμπληρώσει και το 60ό έτος της ηλικίας τους). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 440 – 442. (228) ΣτΕ 2531/2007 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Ο παρανόμως απομακρυνθείς υπάλληλος δικαιούται αποζημιώσεως για το σύνολο των αποδοχών που δεν έλαβε κατά τον χρόνο της απομακρύνσεώς του από την υπηρεσία. Το Δημόσιο δύναται να αντιτάξει ένσταση συμψηφισμού μέχρι εκμηδενισμού της κατ΄ αυτού αξιώσεως για προσπορισμό ωφελείας του αιτούντος κατά τον εκτός της υπηρεσίας χρόνο). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 626 [Περίληψη της αποφάσεως]. (229) ΣτΕ 2293/2000 Τμ. Γ΄ (Οι κατά το άρθρο 14 παρ. 21 του Ν. 2266/1994 Επιτροπές κρίσεως αιτήσεων θεραπείας κατά απορριπτικών αποφάσεων αιτήσεων επαναπροσλήψεως, βάσει του άρθρου 26 του Ν. 2190/1994 ανασυγκροτούμενες, δεν πρέπει να αποτελούνται από τα ίδια πρόσωπα τα οποία έκριναν τις σχετικές αιτήσεις πρωτοβαθμίως). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2001, σ. 170 [Περίληψη της αποφάσεως].[Βλ. & αρ. 223]. (230) ΣτΕ 2938/2003 Τμ. Γ΄ (Μετά την απονομή χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε υπάλληλο δυνατή η επάνοδός του στην Υπηρεσία). «ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ», 2006, σ. 584 – 595 με εκτενές Σχόλιο του Ι. Ιωαννίδη. §§§§§§§§§§ 1.1.10.5. ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ – ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ – ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΠΙ ΘΗΤΕΙΑ (231) ΣτΕ 930/2006 Τμ. Γ΄ (Ο διοικητής νοσοκομείου του ΕΣΥ, ως υπάλληλος ΝΠΔΔ επί θητεία, απολαύει της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητος κατά την διάρκεια της θητείας του εφ΄ όσον δεν έχει καταργηθεί η οργανική θέση του και «,,,επομένως δεν μπορεί να απολυθεί χωρίς τις εγγυήσεις που προβλέπονται στις παρ. 4 και 6 του άρθρου 103 του Συντάγματος…»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1264 – 1265 [Περίληψη της αποφάσεως]. (232) ΣτΕ 1849/2008 Ολ. (Άρθρα 103 παρ. 4, 5, 7, Συντ., 39 παρ. 2 Υ.Κ., Ν. 3260/2004. Πλήρωση των οργανικών θέσεων προσωπικού δημοσίων υπηρεσιών με τακτικούς υπαλλήλους και μόνον κατ΄ εξαίρεση με υπαλλήλους επί θητεία λόγω ιδιαζούσης φύσεως, ειδικής αποστολής ή περιεχο114


1.1.10.5.

1.1.10.6.

1.1.10.7.

μένου των αρμοδιοτήτων ορισμένης υπηρεσίας ή θέσεως. Οι επί θητεία υπάλληλοι κατά την διάρκειά της απολαύουν των εγγυήσεων της μονιμότητος. Όμως για τους εκτός υπαλληλικής ιεραρχίας ανωτάτους υπαλλήλους επιτρέπεται εκ του Συντάγματος στον νομοθέτη να προσδιορίσει ελευθέρως τους όρους προσλήψεως, απασχολήσεως και απολύσεώς τους ή να τους απονείμει ορισμένες ή και όλες τις προβλεπόμενες συνταγματικές εγγυήσεις, ως είναι η πρόβλεψη χρόνου θητείας. Συνεπώς οι επί θητεία υπάλληλοι διακρίνονται α΄) σε μετακλητούς για τους οποίους ο νομοθέτης προέβλεψε θητεία ως πρόσθετη εγγύηση μη υποχρεωτική εκ του Συντάγματος, οπότε δια της νομοθετικής οδού αυτή είναι δυνατόν να λήξει πρόωρα και β΄) σε μετακλητούς οι οποίοι ως μόνιμοι επί θητεία δεν είναι δυνατόν να απολυθούν προόρως με νόμο ως καλυπτόμενοι από τον συνταγματικώς προβλεπόμενο θεσμό της μονιμότητος. Η υπαγωγή ενός επί θητεία υπαλλήλου σε μια εκ των ανωτέρω δύο ρυθμίσεων γίνεται βάσει κριτηρίων σχετικών με την ιδιάζουσα φύση, την ειδική αποστολή και το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων του υπαλλήλου αυτού σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα προσόντα και την κατά νόμον διαδικασία διορισμού και απολύσεώς του. Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημοσίας Διοικήσεως είναι μετακλητός επί θητεία υπάλληλος και κατά συνέπεια είναι δυνατή η πρόωρη λήξη της θητείας του δια της νομοθετικής οδού). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2507 [Περίληψη της αποφάσεως].[Βλ. & αρ. 315]. §§§§§§§§§§ 1.1.10.6. ΠΡΟΣΛΗΨΗ – ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ – ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΒΑΣΕΙ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (233) ΑΕΔ 28/2004 («Προσφυγή αγωγή» συνταξιούχου δημοσίου λειτουργού στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών για επιστροφή από το Δημόσιο παρακρατηθέντος ποσού για συνταξιοδοτικούς λόγους από τη μισθοδοσία του ως Συμβούλου του ΑΣΕΠ μετά την συνταξιοδότησή του ως Γενικού Επιτρόπου των Διοικητικών Δικαστηρίων συμπληρώσαντος τον χρόνο υπηρεσίας του. Θεώρηση από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών της υποθέσεως ως συνταξιοδοτικής για την οποία αρμόδιο είναι το Ελεγκτικό Συνέδριο. Θεώρηση από το Ελεγκτικό Συνέδριο της υποθέσεως ως διαφοράς «…περί το ύψος των αποδοχών εν ενεργεία δημοσίου υπαλλήλου» για την οποία αρμόδια είναι τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Εν όψει του άρθρου 47 παρ. 4 του Ν. 345/1976 αυτή η αποφατική σύγκρουση μεταξύ Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και Ελεγκτικού Συνεδρίου αίρεται υπέρ της δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και η υπόθεση παραπέμπεται προς εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 902 – 903. §§§§§§§§§§ 1.1.10.7. ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΗ ΘΕΣΗ ΛΟΓΩ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΩΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (234) ΣτΕ 2100/2002 Τμ .Γ΄ (Άρθρο 13 παρ. 3 Ν. 2628/1998. Πρόβλεψη εκ του νόμου των φορέων στους οποίους κατ΄ αρχήν είναι δυνατόν να συσταθούν προσωποπαγείς θέσεις για να διορισθούν υπάλληλοι καταργηθείσης υπηρεσίας. Η Διοίκηση υποχρεούται να συστήσει προσωποπαγείς θέσεις σε εκείνους μόνον τους φορείς και σε αριθμό που υπηρεσιακές ανάγκες επιβάλλουν, δυναμένη 115


1.1.10.7.

1.1.10.8.

1.1.11.1.

να παραλείψει φορέα ή φορείς μετά εκτίμηση των σχετικών υπηρεσιακών αναγκών). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1165 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2003, σ. 400, [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.10.8. ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ (235) ΔΕφΑθ 1258/1993 (Άρθρα 95 παρ. 5 Συντάγματος, 4 παρ. 1 Ν. 702/1977 & 50 παρ. 4 Π.Δ. 18/1989. Για τη συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας ή Διοικητικού Εφετείου χρειάζονται και θετικές ενέργειές της και όχι απλώς να θεωρήσει ανίσχυρη και ανύπαρκτη νομικώς, την ακυρωθείσα πράξη. Συνεπώς, μετά από ακύρωση πίνακος διοριστέων και αναμόρφωσή του από την Διοίκηση δεν αρκεί ο διορισμός του παρανόμως παραλειφθέντος, αλλά ο διορισμός αυτός πρέπει να γίνει αναδρομικώς). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 106 – 107. (236) ΣτΕ 3630/2001 Τμ. Α΄ (Αναδρομικός διορισμός σε συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση. Ο διοριζόμενος δύναται να ζητήσει αποζημίωση για τη ζημία του από την ημερομηνία του αναδρομικού διορισμού του μέχρι την ημερομηνία αναλήψεως υπηρεσίας ως υπαλλήλου. Η επιδίκαση της ανωτέρω αποζημιώσεως δεν κωλύεται από το γεγονός ότι ο διοριζόμενος δεν είχε παράσχει τις υπηρεσίες του). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2002, σ. 201 – 204. (237) ΔΕφΘεσ 289/2008 Τμ. Ε΄ (Αν η Διοίκηση συμμορφούμενη προς δικαστική απόφαση προβεί στον αναδρομικό διορισμό του αιτούντος χωρίς να καταβληθεί το σύνολο των αποδοχών της εκτός υπηρεσίας περιόδου, αυτός δικαιούται αποζημιώσεως περιλαμβανομένων και των μη καταβληθέντων επιδομάτων). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 1054 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.11. ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ 1.1.11.1. ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ (238) ΣτΕ 3925/1994 (Κατά νόμον δεν καθιερώνεται ειδική διαδικασία ανακλήσεως παραιτήσεως μετά την αποδοχή της από την Διοίκηση, ή ανακλήσεως της περί αποδοχής της παραιτήσεως αποφάσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 1473 [Περίληψη της αποφάσεως]. (239) ΣτΕ 894/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 253 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 & παρ. 1 του άρθρου 255 του ιδίου Κώδικος ως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 73 του Ν. 2065/1992. «…κατ΄ απόκλιση από τον κανόνα της λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της πράξεως απολύ116


1.1.11.1. σεώς του, στην περίπτωση της παραιτήσεως του υπαλλήλου από την υπηρεσία η λύσις της υπαλληλικής σχέσεως επέρχεται από την αποδοχή της παραιτήσεως από την οικεία αρχή, δηλαδή από την δημοσίευση της πράξεως αποδοχής της παραιτήσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ΣτΕ 4522/1995 επτ.»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 79 – 80. (240) ΣτΕ 4522/1995 Τμ. Γ΄ επταμ. (Απόκλιση από τον κανόνα λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της πράξης απολύσεως του, στην περίπτωση παραιτήσεώς του, επερχόμενης της λύσεως από την αποδοχή της παραιτήσεως αυτής από την οικεία αρχή, δηλαδή από την δημοσίευση της πράξεως αποδοχής της παραιτήσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 245 [Περίληψη της αποφάσεως]. (241) ΣτΕ 4545/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 214 παρ. 1, 253 παρ. 1, 2, 4 & 254 παρ. 1 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1997, «…η υποβολή της παραιτήσεως δεν επάγεται καμία συνέπεια εις την υπηρεσιακήν κατάστασιν του υπαλλήλου ούτε δημιουργεί καμία υποχρέωσιν της Διοικήσεως, εάν γίνει μετά την έναρξη πειθαρχικής διώξεως και εκκρεμούσης της πειθαρχικής δίκης ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου ή εάν, μετά την υποβολή της εντός τριμήνου και πριν γίνει αποδεκτή, αρχίσει πειθαρχική δίωξη ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 687 – 693. (242) ΣτΕ 1741/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 253 παρ.4 & 255 παρ. 1 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. «…η υποβολή υπό του υπαλλήλου παραιτήσεώς του από την υπηρεσία δεν επάγεται καμία συνέπεια στην υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου, ούτε δημιουργεί υποχρέωση της Διοικήσεως, εάν γίνει μετά την έναρξη πειθαρχικής διώξεως και εκκρεμούσης της πειθαρχικής δίκης ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου, ή εάν, μετά την υποβολή της παραιτήσεως, εντός τριμήνου και πριν αυτή γίνει αποδεκτή ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου βλ. ΣτΕ 4569/1995…1668/1997 κ.ά.»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 127 – 130. (243) ΣτΕ 1668/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Εκκρεμής ποινική δίκη ή πειθαρχική δίωξη ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου. Υποβολή πρώτης αιτήσεως παραιτήσεως λογίζεται ως μη υποβληθείσα. Νέα δήλωση πρώτης παραιτήσεως εντός μηνός από την κατάθεση της πρώτης δηλώσεως παραιτήσεως δεν αποτελεί δεύτερη αίτηση κατ΄ άρθρο 73 Ν. 2065/1992 και δεν επέρχεται αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής σχέσεως). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2005, σ. 1103 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 220 [Περίληψη της αποφάσεως]. (244) ΣτΕ 708/1999 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Παραίτηση και επαναφορά του υπαλλήλου βάσει του άρθρου 26 παρ. 3 Ν. 2190/1994. Πειθαρχική διαδικασία στα πλαίσια πειθαρχικής διώξεως ασκηθείσης κατά το χρονικό διάστημα από της λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως, την 1-9-1990, μέχρι την επαναφορά του υπαλλήλου, την 31-10-1993, νομίμως συνεχίζεται και μετά την επαναφορά). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2005, σ. 1103 [Περίληψη της αποφάσεως].

117


1.1.11.1. (245) ΣτΕ 2428/2005 Τμ. Γ΄ (Παραίτηση και επακόλουθη άσκηση πειθαρχικής διώξεως κατά του παραιτηθέντος. Η παραίτηση δεν αναπτύσσει συνέπειες, αλλά αν δεν εκδικασθεί η πειθαρχική υπόθεση σε πρώτο βαθμό εντός εξαμήνου, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να υποβάλλει νέα αίτηση παραιτήσεως και εφ΄ όσον, μετά πάροδο διμήνου από την ημερομηνία υποβολής αυτής της νέας αιτήσεως παραιτήσεως, η Διοίκηση δεν έχει προβεί σε καμία ενέργεια, θεωρείται ότι αυτοδικαίως η αίτηση παραιτήσεως, έγινε δεκτή με συνέπεια την αδυναμία συνεχίσεως της σχετικής πειθαρχικής διαδικασίας). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 755 [Περίληψη της αποφάσεως]. (246) ΔΕφΘεσ 1190/2007 (Άρθρα 253, 254, 267, Π.Δ. 611/1997. Αναπόδεικτοι ισχυρισμοί περί ελαττώματος της δηλώσεως βουλήσεως παραιτηθέντος υπαλλήλου ζητούντος εκπροθέσμως ανάκληση της παραιτήσεώς του. Για την ύπαρξη του ανωτέρω ελαττώματος το οποίο θα επέφερε ακυρότητα της παραιτήσεως θα έπρεπε να συντρέχει «έλλειψη συνειδήσεως των πραττομένων αφενός και δήλωση αντίθετη από την πραγματική βούληση του αιτούντος, αφετέρου λόγω λαθεμένης γνώσεως των καταστάσεων που επέδρασαν στην υποβολή της παραίτησης». Αν υποβληθεί εκ νέου αίτηση ανακλήσεως της εκπροθέσμου παραιτήσεως η απορριπτική απόφαση της αρμοδίας αρχής με την οποία απλώς εμμένει στην αρχική απορριπτική απόφασή της «χωρίς νέα πραγματική έρευνα εν όψει νέων κρισίμων στοιχείων που να προσκόμισε ο αιτών» έχει απλώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα αυτής της αρχικής απορριπτικής αποφάσεως. «Δεν συνιστά δε ειδικότερα νέα έρευνα η επανεξέταση των στοιχείων του φακέλου» από το αρμόδιο όργανο της Διοικήσεως). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 336 – 339 με Σχόλιο του Ιακώβου Μαθιουδάκη. (247) ΔΕφΑθ 478/2006 Η΄ Τμήμα, Ακυρωτικός Σχηματισμός (Άρθρα 10 παρ. 5 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας – Ν. 2690/1999 και 123 & 149 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. «Πειθαρχική δίωξη υπαλλήλου ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου και συνεπώς πειθαρχική εκκρεμοδικία, δημιουργεί η έκδοση και κοινοποίηση του παραπεμπτηρίου εγγράφου, ΣτΕ 1741/2000, 1668/1997 κ.ά., ενώ η πειθαρχική εκκρεμοδικία λήγει με την έκδοση απόφασης από το πρωτοβάθμιο όργανο. Η απόφαση αυτή, μπορεί να εκδοθεί και μετά την πάροδο των έξι μηνών που αναφέρει η παρ. 1 του άρθρου 123, δεδομένου ότι η προθεσμία αυτή είναι ενδεικτική και όχι αποκλειστική, αφού έχει ως μόνη συνέπεια την τυχόν πειθαρχική ευθύνη των μελών του συμβουλίου, όχι όμως την ακυρότητα της πειθαρχικής διαδικασίας». «Η πειθαρχική διαδικασία μπορεί να ολοκληρωθεί νομίμως, κατ΄ αρχήν και μεταγενέστερα του εξαμήνου». «περαιτέρω, η υποβολή από τον υπάλληλο παραίτησης από την υπηρεσία, δεν επάγεται καμία συνέπεια στην υπηρεσιακή κατάσταση αυτού, ούτε δημιουργεί υποχρέωση της Διοικήσεως, εάν γίνει μετά την έναρξη πειθαρχικής δίωξης και ενόσω εκκρεμεί η πειθαρχική δίκη ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου, ή εάν μετά την υποβολή της παραιτήσεως εντός διμήνου και πριν αυτή γίνει αποδεκτή, ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου βλ. ΣτΕ 1741/2000, 4569/1995 κ.ά. Εξάλλου αν η παραίτηση υποβληθεί πριν από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης και δεν εκδικασθεί η υπόθεση μέσα σε έξι μήνες τότε ο υπάλληλος δικαιούται να υποβάλλει νέα αίτηση παραίτησης. Αντίθετα, οι άνω διατάξεις δεν δίνουν τέτοιο δικαίωμα στην περίπτωση που η πειθαρχική δίωξη έχει ασκηθεί πριν την υποβολή της παραίτησης, οπότε ο υπάλληλος έχει δυνατότητα υποβολής νέας αίτησης, αφού εκδοθεί απόφαση και περατωθεί με τον τρόπο αυτό η εκκρεμοδικία. Όμως, για να μη εγκλωβίζεται 118


1.1.11.1.

1.1.11.2.

ο υπάλληλος επί μακρόν και να έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει νέα αίτησης παραίτησης, για να αποχωρήσει από την υπηρεσία, η απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου… πρέπει να εκδοθεί εντός ευλόγου χρόνου από της υποβολής της παραιτήσεως, ο οποίος κρίνεται από το Δικαστήριο…»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2007, σ. 1213 – 1216. §§§§§§§§§§ 1.1.11.2. ΑΠΟΛΥΣΗ (248) ΔΕφΑθ 4/1994 («Κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος δεν είναι υποχρεωτική η ακρόαση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου πριν από τη διενέργεια υπηρεσιακών μεταβολών που κινούνται αυτεπαγγέλτως από τη Διοίκηση… ΣτΕ 3843/4530/1986», όπως η απόλυση λόγω συμπληρώσεως του 67ου έτους ). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1386. (249) ΣτΕ 3354/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Απόλυση Δ.Υ. για λόγους υγείας. Το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο εκτός από την γνωμάτευση των υγειονομικών οργάνων εξετάζει και τη φύση και τις ιδιαίτερες συνθήκες της συγκεκριμένης εργασίας που παρέχει ο κρινόμενος για απόλυση υπάλληλος. Βάσει του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 260 του Π.Δ. 611/1997 ο ως άνω υπάλληλος καλείται προ πάσης αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου σε ακρόαση, άλλως παραβιάζεται ουσιώδης τύπος της διαδικασίας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 142 – 143. (250) ΣτΕ 3355/1995Τμ. ΣΤ΄ (Απόλυση Δ.Υ. για λόγους υγείας. Βάσει του άρθρου 258 παρ. 1 του Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1997 οι προϊστάμενες αρχές δύνανται να παραπέμψουν αυτεπαγγέλτως υπάλληλο σε υγειονομική επιτροπή για εξέταση. Τα υγειονομικά όργανα δύνανται να αποφαίνονται για την κατάσταση της υγείας του υπαλλήλου, το θεραπεύσιμον αυτού και αντικειμενικώς κατ΄ αρχήν αν δύναται να εργασθεί. Όμως, η τελική κρίση για την συνέχιση της εργασίας, ή την απόλυση, του υπαλλήλου ανάγεται στην αρμοδιότητα του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου «…το οποίο παρέχει, λόγω της συνθέσεώς του, τας απαιτουμένας από το Σύνταγμα εγγυήσεις…» «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 143 – 146. (251) ΣτΕ 746/1998 Τμ. ΣΤ΄ ( Η απόφαση του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου περί απολύσεως υπαλλήλου λόγω νόσου προσβάλλεται με προσφυγή ουσίας. Η σε εκτέλεση της αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου απόφαση του αρμοδίου Γενικού Γραμματέα περί απολύσεως του υπαλλήλου προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως στο Διοικητικό Εφετείο, αλλά λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρος της αποφάσεως αυτής προς εκείνη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου κρατείται και δικάζεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 914 – 915. (252) ΣτΕ 3310/2000 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 263 παρ. 1 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1997 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 Ν. 1902/1990, 17 παρ.1α Ν. 2527/1997 & 264 παρ. 1α , 2 Υ.Κ – Π.Δ. 611/1997. «… δεν λαμβά119


1.1.11.2. νεται υπόψιν για τον υπολογισμό της τριακονταπενταετούς υπηρεσίας… η υποχρεωτική υπηρεσία που παρέχουν οι κληρωτοί και οι έφεδροι, οι οποίοι καλούνται στα όπλα για να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές υποχρεώσεις τους, βλ. ΣτΕ 932/1986, 2607/1987 κ.ά.»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2002, σ. 383 – 384. (253) ΣτΕ 3923/2005 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 157 παρ. 2 Υ.Κ – Ν. 2683/1999.Η πράξη απολύσεως υπαλλήλου λόγω συμπληρώσεως τριακονταπενταετίας στην υπηρεσία και του εξηκοστού έτους της ηλικίας έχει εκτελεστό χαρακτήρα δημοσιευομένη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, «…αλλά απαιτείται επιπροσθέτως η κοινοποίηση της πράξεως αυτής στον απολυόμενο ή, σε περίπτωση παραλείψεως κοινοποιήσεως ή άκυρης κοινοποιήσεως, η παρέλευση εικοσαημέρου από τη δημοσίευση της πράξεως…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 927 – 931. (254) ΣτΕ 1753/1997 Τμ. Γ΄ (Απόρριψη από το Συμβούλιο της Επικρατείας προσφυγής κατά αποφάσεως υπηρεσιακού συμβουλίου περί μη μονιμοποιήσεως υπαλλήλου μετά το πέρας της δοκιμαστικής υπηρεσίας συνεπάγεται την οριστικοποίηση της κρίσεως περί μη μονιμοποιήσεως με συνέπεια η Διοίκηση να υπέχει υποχρέωση εκδόσεως, αμελλητί, πράξεως λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως. Ευθύνη των αρμοδίων οργάνων της Διοικήσεως αν καθυστερήσουν να προβούν στην έκδοση της σχετικής πράξεως απολύσεως. Ενδεχομένη καθυστέρηση, έστω και μακρά, στην έκδοση της πράξεως απολύσεως δεν αδρανοποιεί την οριστικοποίηση της κρίσεως περί μη μονιμοποιήσεως. Νομίμως ενεργεί η Διοίκηση εκδίδουσα έστω και με καθυστέρηση την πράξη απολύσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1084 [Περίληψη της αποφάσεως]. (255) ΣτΕ 4685/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Απόλυση βάσει του άρθρου 257 Υ.Κ. . Αναγκαία η ενώπιον υπηρεσιακού συμβουλίου κλήση του υπαλλήλου βάσει του άρθρου 20 παρ. 2 Συντ. για παροχή εξηγήσεων για πράξεις του οι οποίες φέρονται τελεσθείσες κατά την προ του διορισμού του πενταετία και μαρτυρούν έλλειψη των ηθικών προσόντων τα οποία πρέπει να διαθέτουν οι έχοντες την δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1085 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1041 – 1042 [Περίληψη της αποφάσεως]. (256) ΣτΕ 3259/2000 Τμ. Γ΄ επταμ. (Απόλυση Δ.Υ. λόγω τριακονταπενταετίας. Δεν λαμβάνεται υπ΄ όψη η στρατιωτική υπηρεσία για τον υπολογισμό της τριακονταπενταετούς υπηρεσίας κατά το άρθρο 263 παρ. 1 Υ.Κ. . Αν ο υπάλληλος κατά το 65ο έτος της ηλικίας του δεν συμπληρώνει 35 έτη υπηρεσίας παραμένει στην υπηρεσία μέχρι συμπληρώσεώς των αλλά όχι πέραν του 67ου έτους ηλικίας του). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1134 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2001, σ. 23. (257) ΣτΕ 2719/2000 Τμ. Γ΄ (Για την επέκταση και στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως περί αυτοδικαίας απολύσεως των δημοσίων υπαλλήλων λόγω συμπληρώσεως τριακονταπενταετίας, πρέπει να υφίσταται ρητή αναφορά στη σχετική διάταξη). 120


1.1.11.2. i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1198 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 600 [Περίληψη της αποφάσεως]. (258) ΣτΕ 3458/2002 Τμ. Γ΄ (Δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος η θέσπιση διαφορετικών ορίων ηλικίας για τη λύση της υπαλληλικής σχέσεως διπλωματικών υπαλλήλων κατεχόντων τον πρεσβευτικό βαθμό, διπλωματικών υπαλλήλων μη κατεχόντων τον πρεσβευτικό βαθμό και υπαλλήλων των λοιπών κλάδων του Υπουργείου Εξωτερικών διότι τελούν υπό διαφορετικές μεταξύ τους συνθήκες και συνεπώς πρόκειται για ανόμοιες περιπτώσεις). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1168 [Περίληψη της αποφάσεως]. (259) ΕΣ 1708/1999 Τμ. ΙΙ (Άρθρα 8 παρ. 1 Ν. 1902/1990 & 17 παρ. 1 εδ. α΄ Ν. 2527/1999. «…ο χρόνος της υποχρεωτικής στρατεύσεως του υπαλλήλου δεν υπολογίζεται για την συμπλήρωση 35ετίας για αυτοδίκαιη απόλυση του υπαλλήλου από την υπηρεσία…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 220 – 221. (260) ΤρΔΕφΑθ 1872/1999 (Απολύονται αυτοδικαίως στο 60ο έτος της ηλικίας τους μετά την συμπλήρωση 35ετούς υπηρεσίας αποκατασταθέντες βάσει του Ν. 193/1975. Ο εκτός υπηρεσίας χρόνος των ανωτέρω υπαλλήλων «… προσμετρείται και συνυπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 440 – 442. (261) ΣτΕ 1002/2007 Ολ. (Παραίτηση εντός διμήνου από τις ανακοινώσεως περί μη επανεπιλογής ως Προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως βάσει του άρθρου 38 του Ν. 2190/1994 με διατήρηση βαθμού και αποδοχών Γενικού Διευθυντή. Δεδομένου, πλέον, ότι κατά τον χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως στο Δικαστήριο εξέλιπε το έννομο συμφέρον του κατά τα ανωτέρω παραιτηθέντος υπαλλήλου να ζητήσει την ακύρωση της παραλείψεως επανεπιλογής του, ενδεχομένη ακύρωση της παραλείψεως αυτής, δεν έχει υπηρεσιακής φύσεως συνέπειες γι΄ αυτόν αφού η υπαλληλική σχέση έχει λυθεί λόγω υποβολής παραιτήσεως). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 108 [Περίληψη της αποφάσεως]. (262) ΣτΕ 596/2008 Τμ. Γ΄ (Άκυρη η απόφαση περί απολύσεως δοκίμου Δ.Υ. αν δεν εκληθή εγκαίρως σε ακρόαση, ούτως ώστε κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να έχει επαρκή χρόνο προετοιμασίας για την ενώπιον του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου παράστασή του προς υποστήριξη της μονιμοποιήσεώς του). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 1043. (263) ΔΕφΑθ 1512/2008 Τμ. Ε΄ Ακυρωτικός σχηματισμός (Ο νομοθέτης δύναται να αναδιοργανώνει τις δημόσιες υπηρεσίες, έχοντας ευρεία σχετική αρμοδιότητα, να καταργεί θέσεις Δ.Υ. και να απολύει αυτούς καταργουμένης της θέσεώς τους, χωρίς τούτο να αντίκειται στο άρθρο 102 Συντ.).

121


1.1.11.2.

1.1.11.3.

«ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 113 [Περίληψη της αποφάσεως]. (264) ΣτΕ 2227/1994 Τμ. Γ΄ επταμ. (Απόλυση Δ.Υ. προσληφθέντος βάσει των διατάξεων του Ν. 1648/1986 περί προστασίας προσώπων με ειδικές ανάγκες. Εφαρμογή των παγίων διατάξεων του Υ.Κ. και όχι του Ν. 1648/1986). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 330 [Περίληψη της αποφάσεως]. (265) ΣτΕ 3059/2003 Τμ. Γ΄ (Απόλυση δημοσίου υπαλλήλου λόγω συμπληρώσεως τριακονταπενταετούς πραγματικής υπηρεσίας. Ως χρόνος αυτής νοείται και ο χρόνος εκείνος που αναγνωρίζεται από τον νομοθέτη ως «πραγματική υπηρεσία» και όχι μόνον εκείνος ο χρόνος κατά τον οποίο προσεφέρθη πράγματι υπηρεσία). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 1720 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2005, σ. 855 [Περίληψη της αποφάσεως]. (266) ΣτΕ 1849/2008 Ολ. (Άρθρα 103 παρ. 4, 5, 7 Συντ., 39 παρ. 2 Υ.Κ., Ν. 3260/2004. Πλήρωση των οργανικών θέσεων προσωπικού δημοσίων υπηρεσιών με τακτικούς υπαλλήλους και μόνον κατ’ εξαίρεση με υπαλλήλους επί θητεία λόγω ιδιαζούσης φύσεως, ειδικής αποστολής ή περιεχομένου των αρμοδιοτήτων ορισμένης υπηρεσίας ή θέσεως. Οι επί θητεία υπάλληλοι κατά τη διάρκειά της απολαύουν των εγγυήσεων της μονιμότητος. Όμως για τους εκτός υπαλληλικής ιεραρχίας ανωτάτους υπαλλήλους επιτρέπεται εκ του Συντάγματος στον νομοθέτη να προσδιορίσει ελευθέρως τους όρους προσλήψεως, απασχολήσεως και απολύσεώς τους ή να τους απονείμει ορισμένες ή και όλες τις προβλεπόμενες συνταγματικές εγγυήσεις, ως είναι η πρόβλεψη χρόνου θητείας. Συνεπώς, οι επί θητεία υπάλληλοι διακρίνονται α΄) σε μετακλητούς για τους οποίους ο νομοθέτης προέβλεψε θητεία ως πρόσθετη εγγύηση μη υποχρεωτική εκ του Συντάγματος, οπότε δια της νομοθετικής οδού αυτή είναι δυνατόν να λήξη πρόωρα και β΄) σε μετακλητούς οι οποίοι ως μόνιμοι επί θητεία δεν είναι δυνατόν να απολυθούν προώρως με νόμο ως καλυπτόμενοι από τον συνταγματικώς προβλεπόμενο θεσμό της μονιμότητος. Η υπαγωγή ενός επί θητεία υπαλλήλου σε μια εκ των ανωτέρω δύο ρυθμίσεων γίνεται βάσει κριτηρίων σχετικών με την ιδιάζουσα φύση, την ειδική αποστολή και το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων του υπαλλήλου αυτού σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα προσόντα και την κατά νόμον διαδικασία διορισμού και απολύσεώς του. Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημοσίας Διοικήσεως είναι μετακλητός επί θητεία υπάλληλος και κατά συνέπεια είναι δυνατή η πρόωρη λήξη της θητείας του δια της νομοθετικής οδού). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2507 [Περίληψη της αποφάσεως] [Βλ. & αρ. 315]. §§§§§§§§§§ 1.1.11.3. ΕΚΠΤΩΣΗ (267) ΣτΕ 2149/1998 Τμ. Γ΄ (Η διαπιστωτική πράξη αυτοδικαίας εκπτώσεως Δ.Υ. λόγω αμετακλήτου ποινικής καταδίκης υπόκειται σε αίτηση ακυρώσεως, ΣτΕ 2857/1985 Ολ. . Για τους μη ανωτάτους υπαλλήλους αρμόδιο για την εκδίκασή της είναι το Διοικητικό Εφετείο «…όπου έχει έδρα 122


1.1.11.3. η εκδούσα αρχή…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 312. (268) ΔΕφΑθ 2143/2002 («Αν παρέλθει επιτυχώς ο χρόνος αναστολής εκτελέσεως της ποινής για αδίκημα συνεπαγόμενο αυτοδίκαιη έκπτωση του δημοσίου υπαλλήλου από την υπηρεσία, η Διοίκηση κωλύεται να εκδώσει τη διαπιστωτική πράξη αυτοδίκαιης λύσης της υπαλληλικής σχέσεως, λόγω ποινικής καταδίκης, αφού η καταδίκη αυτή δεν υπάρχει πλέον σύμφωνα με το άρθρο 104 παρ, 2 του Ποινικού Κώδικα, βλ. ΣτΕ 1889/2001. Κατά τη διάρκεια όμως, του χρόνου της αναστολής και πάντως πριν ο χρόνος αυτός παρέλθει επιτυχώς, νομίμως η Διοίκηση προβαίνει στην έκδοση της διαπιστωτικής πράξης λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 392 – 393. (269) ΣτΕ 2223/2003 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 8 παρ. 1 & 150 παρ. 1 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. Δεσμία η αρμοδιότης της Διοικήσεως προκειμένου να προβεί στην έκδοση διαπιστωτικής πράξεως περί αυτοδίκαιης εκπτώσεως από την υπηρεσία υπαλλήλου λόγω ποινικής καταδίκης κατά τις προβλέψεις του Υ.Κ. «… η αναστολή εκτελέσεως της επιβληθείσης ποινής βάσει του Ποινικού Κώδικα δεν ασκεί επιρροή επί της αυτοδικαίως επερχόμενης εκπτώσεως λόγω αμετάκλητής καταδίκης…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2004, σ. 1253 – 1254. (270) ΣτΕ 2362/2004 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 249 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1997. Για την έκπτωση λόγω ποινικής καταδίκης εκδίδεται διαπιστωτική απόφαση της αρμοδίας για την απόλυση αρχής χωρίς προηγουμένη απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Πρόκειται για πράξη εκτελεστή και παραδεκτώς προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως, ΣτΕ 2857/1985 Ολ., 1889/2001 κ.ά.). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 950 – 951. (271) ΣτΕ 1889/2001 Τμ. Γ΄ (Μετά την επιτυχή πάροδο του χρόνου αναστολής εκτελέσεως της ποινής για αδίκημα συνεπαγόμενο αυτοδικαία έκπτωση, όπως πλαστογραφία, η Διοίκηση δεν δύναται να εκδώσει την διαπιστωτική πράξη αυτοδίκαιης λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως λόγω ποινικής καταδίκης, αφού η καταδίκη αυτή δεν υπάρχει πλέον βάσει του άρθρου 104 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1198 [Περίληψη της αποφάσεως]. (272) ΣτΕ 2903/2000 Τμ. Γ΄ (Αμετάκλητη καταδίκη υπαλλήλων ΟΤΑ για συκοφαντική δυσφήμηση συνεπάγεται βάσει των ειδικών γι΄ αυτούς διατάξεων των άρθρων 207 παρ. 2 και 16 παρ. του Ν. 1188/1981 την αυτοδίκαιη έκπτωσή τους μη εφαρμοζομένων σ΄ αυτούς των ευνοϊκότερων διατάξεων του Ν. 2683/1999 οι οποίες ισχύουν για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, χωρίς τούτο να προσκρούει στη συνταγματική αρχή της ισότητος, αφού οι υπάλληλοι του κράτους τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες έναντι των υπαλλήλων ΟΤΑ οι οποίοι είναι αρμόδιοι για την διοίκηση των τοπικών υποθέσεων μικροτέρων κοινωνιών). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1161 [Περίληψη της αποφάσεως]. (273) ΕΣ 2214/1994 Τμ. ΙΙ (Άρθρα 14 παρ. 1 Συνταξιοδοτικού Κώδικα & 22, 248, 249 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1997. «…προ123


1.1.11.3.

1.1.12.1.

κειμένου περί εκπτώσεως από την υπηρεσία δημοσίου υπαλλήλου λόγω ποινικής καταδίκης, η συντάξιμη υπηρεσία του δεν είναι δυνατό να τερματιστεί σε χρόνο μεταγενέστερο από το χρόνο κατά τον οποίο καθίσταται αμετάκλητη η περί καταδίκης αυτού απόφαση του ποινικού δικαστηρίου και λύεται αυτοδικαίως η υπαλληλική σχέση που τον συνδέει με το Δημόσιο»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1995, σ. 148 – 149. (274) ΕΣ 2589/2006 Τμ. Ι (Άρθρα 56 παρ. 1 Ν. 2065/1992, 150 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999 & 33 Ν. 2362/1995. Δωροδοκία υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών. Αυτοδικαίως επέρχεται η έκπτωση αν δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων κατά της καταδικαστικής αποφάσεως. Αν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, η έκπτωση επέρχεται από την χρονολογία κατά την οποία η καταδικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη, βλ. ΕΣ 2479/2004 Τμ. Ι΄ ). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 225 – 229. (275) ΣτΕ 2550/2006 Τμ. Γ΄ (Ύπαρξη τελεσίδικης αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου προ της θέσεως σε ισχύ νέου Τελωνειακού Κώδικος προβλέποντας την αυτοδίκαιη έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου σε περίπτωση ποινικής καταδίκης του για ορισμένες παραβάσεις ποινικών διατάξεων. Εφ΄ όσον υπό τις προϊσχύσασες διατάξεις βάσει των οποίων εξεδόθη η ανωτέρω απόφαση δεν επήρχετο αυτοδίκαιη έκπτωση του υπαλλήλου δεν είναι δυνατή η επέλευσή της αναδρομικώς βάσει των μεταγενέστερων διατάξεων). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 155 – 166 με Σχόλιο του Αθανασίου Τσιρωνά. (276) ΣτΕ 1536/2007 Τμ. Γ΄ επταμ. (Η έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου λόγω ποινικής καταδίκης αποτελεί διοικητικό μέτρο και όχι ποινή κατά τα άρθρα 7 παρ. 1 του Συντάγματος και 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 110 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.12. ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΕΟΥΣΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ Δ.Υ. 1.1.12.1. ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ (ΜΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΟΥ) ΕΡΓΟΥ (277) ΕΣ 5/2004 («…η ανάθεση καθηκόντων άλλων ειδικοτήτων στους υπαλλήλους του Νοσοκομείου που έχουν διορισθεί στις θέσεις καθαριστών-τριών αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 30 του Ν. 2683/1999 και είναι μη νόμιμη». «Επομένως είναι μη νόμιμη και η ανάθεση καθαρισμού όλων των χώρων του Νοσοκομείου στο συνεργείο καθαριότητος, καθώς οι πέντε οργανικές θέσεις ειδικότητας καθαριστών-τριών δεν είναι κενές και συνεπώς οι πέντε υπάλληλοι που έχουν διορισθεί στις θέσεις αυτές υποχρεούνται να καθαρίζουν ένα τμήμα των χώρων του Νοσοκομείου…» «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2005, σ. 554 – 558 με Σημείωση του Χρήστου Νικολαΐδη.

124


1.1.12.1. (278) ΔΕφΑθ 232/1995 (Υποχρέωση μητέρας υπαλλήλου της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας προς εργασία χωρίς σωρευτική εφαρμογή των περί μειωμένου ωραρίου προστατευτικών της μητρότητος διατάξεων και περί μειωμένου ωραρίου διατάξεων του άρθρου 39 του Ν. 2190/1992 για τους κατά το σύστημα 24ωρης απασχολήσεως – φύλακες - εργαζομένους της Υπηρεσίας αυτής, αφού η κατά τα ανωτέρω σωρευτική εφαρμογή «…θα οδηγούσε σε υποαπασχόληση των υπαλλήλων»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1383 – 1384. (279) ΣτΕ 5954/1995 Τμ. ΣΤ΄ («…ο υπάλληλος δεν έχει κατ΄ αρχήν την ευχέρεια να αρνηθεί την εκτέλεση διαταγής, που αφορά είτε στο αντικείμενο είτε στον τρόπο και τον χρόνο εκπληρώσεως των καθηκόντων του και την οποία θεωρεί παράνομη, αλλά υποχρεούται να την εκτελέσει χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση οφειλόμενη σ΄ αυτόν, αφού αναφέρει δια της κανονικής ιεραρχικής οδού την γνώμη του ως προς την εικαζόμενη ή πιθανολογούμενη παρανομία. Μόνον σε περίπτωση έκδηλης παρανομίας, όταν δηλαδή το περιεχόμενο της διαταγής αντιστρατεύεται ρητές και σαφείς διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, ο υπάλληλος μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση της διαταγής υποχρεούμενος πάντως να αναφέρει πάραυτα την άρνησή του, αυτή και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται». Ο υπάλληλος οφείλει υπακοή μόνο στις διαταγές των προϊσταμένων του και όχι σε εντολές συνδικαλιστικής οργανώσεως περί ανυπακοής. Συνεπώς, «…ο υπάλληλος μπορεί να υποχρεωθεί όχι μόνο σε παροχή πρόσθετης εργασίας και πέραν του κανονικού ωραρίου κατά τις εργάσιμες ημέρες, αλλά και σε παροχή εργασίας κατά τις ημέρες αναπαύσεως, Σάββατο ή Δευτέρα, ή τις μη εργάσιμες ημέρες, αργίες, εφ΄ όσον είτε έχουν εκδοθεί οι κατά περίπτωση προβλεπόμενες αποφάσεις που επιβάλλουν την κανονική παροχή εργασίας και σε άλλες ημέρες της εβδομάδος, Σάββατο, Κυριακή ή άλλες αργίες, με τις προβλεπόμενες από τις εν λόγω διατάξεις μεταβολές ως προς τις ημέρες αναπαύσεως του υπαλλήλου, είτε συντρέχουν έκτακτες υπηρεσιακές ανάγκες που επιβάλλουν την πρόσθετη απασχόληση και σε ημέρα αναπαύσεως ή αργία περιστασιακά ή για ορισμένο χρονικό διάστημα, ΣτΕ 4197/1986»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 390 – 391. (280) ΕΣ 1016/2003 Τμ. V («Ως καθήκοντα … νοούνται όχι μόνο όσα επιβάλλονται από συγκεκριμένη διάταξη νόμου αλλά και όσα προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία, ανταποκρίνονται στις ανάγκες και την αποστολή που αυτή καλείται να εκπληρώσει και απορρέουν από κανονισμούς εν γένει που ρυθμίζουν τη λειτουργία της»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 524 – 527. (281) ΔΠρΑθ (10ο Τριμ.) 4033/1997 (Δεν υφίσταται κατά τον Υ.Κ. υποχρέωση διαμονής του Δ.Υ. στον τόπο της υπηρεσίας του. Μόνον οι διοριζόμενοι σε ισόβια δημόσια υπηρεσία έχουν κατά το άρθρο 54 ΑΚ νόμιμη ή αναγκαία κατοικία). « ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 1216 [Περίληψη της αποφάσεως]. (282) ΣτΕ 4204/2001 Τμ. (Διοικητικοί υπάλληλοι φύλακες μουσείων. Κατά την έναρξη του ωραρίου εργασίας του ο φύλακας μουσείου οφείλει να ελέγξει σχολαστικά αν όλα τα εκθέματα της αιθούσης που παραλαμβάνει για φύλαξη ευρίσκονται κανονικά στις θέσεις τους). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1166 [Περίληψη της αποφάσεως]. 125


1.1.12.1.

1.1.12.2.

ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2003, σ. 400 [Περίληψη της αποφάσεως]. (283) ΔΕφΛαρ 56/2006 Τμ. Α΄ Τριμ. (Οι «…αρχές της χρηστής διοίκησης…επιβάλλουν στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου που επικρατεί…»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/2006, σ. 807 – 811. (284) ΣτΕ 622/2004 Τμ. Γ΄ (Θεμιτός ο περιορισμός κατά τρόπο διαφανή του αριθμού των γυναικών που διορίζονται σε θέσεις της ειδικής ένοπλης υπηρεσίας εξωτερικής φρουρήσεως φυλακών, αφού η εκτέλεση των καθηκόντων των υπαλλήλων αυτών προϋποθέτει αυξημένο επίπεδο μυϊκής δυνάμεως, ταχύτητος και αντοχής που σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας διακρίνει σε μεγαλύτερο βαθμό τους άνδρες). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 1735 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2006, σ. 177 [Περίληψη της αποφάσεως]. (285) ΣτΕ 3140/2004 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 84 παρ. 2 Π.Δ. 284/1988. Μεταξύ των καθηκόντων των τελωνειακών υπαλλήλων της Ειδικής Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών περιλαμβάνεται και η πρόληψη και καταστολή της λαθρομεταναστεύσεως). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2006, σ. 759 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.12.2. ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ DE JURE KAI DE FACTO (286) ΕΣ 1849/1996 Ολ. («Η ιδιότητα του υπολόγου εδράζεται στην εξουσία του προς διαχείριση, την οποία έχει ή αυτόβουλα οικειοποιείται και στη συνεφελκόμενη από αυτή ειδική ευθύνη του, που ανακύπτει από τον χαρακτήρα της σχέσεως και ειδικότερα από τον κίνδυνο που συνεπάγεται η άσκησή της για τα περιουσιακά συμφέροντα του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. . Είναι δε η σχέση αυτή εσωτερική υφισταμένη αποκλειστικά μεταξύ υπολόγου και φορέως των συμφερόντων και στηρίζεται, κατ΄ αρχήν, στη νόμιμη εξουσιοδότηση του πρώτου από τον δεύτερο προς άσκηση διαχειριστικού έργου, εξαιρετικά δε και στη DE FACTO κατάσταση διαχειρίσεως, που μόνη θεμελιώνει, πλέον, κατ΄ ειδική νομοθετική πρόβλεψη, την ίδια σχέση και ευθύνη, με το σκοπό διασφαλίσεως όμοιας προστασίας του ενδιαφερομένου φορέως. Είναι αδιάφορη, επομένως, η σχέση του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. με τους τρίτους αναφορικά με τα υπό διαχείριση χρήματα, αξίες ή υλικά και ειδικότερα είναι αδιάφορο το συγκεκριμένο επ΄ αυτών δικαίωμά του, αρκεί ότι τούτο αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/1996, σ. 223 – 226. §§§§§§§§§§

126


1.1.12.3.

1.1.13.1.

1.1.12.3. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΟΣ (287) ΣτΕ 2141/1993 Ολ. [ & παραπεμπτική 3138/1991] (Ανεπίτρεπτη η έντονη κομματική δραστηριότητα των δημοσίων υπαλλήλων μη επιτρέπουσα την μονιμοποίησή τους μετά το στάδιο της δοκιμαστικής υπηρεσίας. Παραμποπή του θέματος στην Ολομέλεια και για το θέμα της ακροάσεως του υπαλλήλου προ της αποφάσεως μη μονιμοποιήσεώς του. Ακύρωση της σχετικής αποφάσεως λόγω μη ακροάσεως). i) «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1994, σ. 360 – 361. ii) «ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ», 1994, σ. 345 – 426 με εκτενή Σχόλια των Ν. Σακελλαρίου, Ν. Κανελλοπούλου και Ηλ. Μάζου. §§§§§§§§§ 1.1.13. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ Δ.Υ. (ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ) 1.1.13.1. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΚ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΟΣ (ΓΕΝΙΚΩΣ) (288) ΣτΕ 4105/1996 Τμ. ΣΤ΄ («..κατά γενική αρχή του δικαίου, δικαιούται ο υπάλληλος, ακόμη και μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, να ζητήσει από την Διοίκηση να ανατρέξει στον χρόνο κατά τον οποίο ο ίδιος υπηρετούσε και να αναμορφώσει διοικητική πράξη που αφορούσε την υπηρεσιακή του κατάσταση, εάν έχει προς τούτο έννομο συμφέρον». Το ως άνω δικαίωμα, ως αυστηρά προσωπικού χαρακτήρα, δεν έχουν κατ΄ αρχήν οι κληρονόμοι του υπαλλήλου, οι οποίοι μόνον για γεγεννημένη χρηματική αξίωσή του λόγω δεδουλευμένων αποδοχών παρανόμως μη καταβληθεισών, δύνανται να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη με άσκηση αγωγής του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, εκτός αν ειδική διάταξη, όπως η διάταξη του άρθρου 7 του Ν.Δ. 76/1974, προβλέπει ότι οι κληρονόμοι υπαλλήλου δύνανται να υποβάλουν αίτημα αποκαταστάσεώς του). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 125. (289) ΔΕφΑθ 644/2002 (Οι υπηρετούντες σε προβληματικές περιοχές δικαιούνται επιδοτήσεως όχι μόνον για αγορά κατοικίας, ή ανέγερση οικίας σε ιδιόκτητο οικόπεδο, αλλά και για επέκταση υπαρχούσης οικίας μέχρι του κατά νόμον ορίου επιφανείας για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών του υπαλλήλου). «ΔΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 1481 – 1483. (290) ΣτΕ 2327/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 10 Συντάγματος. «…Το δικαίωμα του αναφέρεσθαι προς τις αρχές ανήκει και στους δημοσίους υπαλλήλους και…δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί κατ΄ αυτών πειθαρχική δίωξη για παραβάσεις που διαπράχθηκαν με αναφορά που υποβλήθηκε στην προϊσταμένη ή άλλη αρχή αυτής και χωρίς την άδειά της»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1995, σ. 1182 – 1184. (291) ΣτΕ 4693/1997 Τμ. Γ΄ (Δικαίωμα του δημοσίου υπαλλήλου που υπηρετεί στο εξωτερικό για περίθαλψη στο εξωτερικό. Από αυτόν έλκουν δικαίωμα περιθάλψεως στο εξωτερικό τα μετ΄ αυτού μονίμως 127


1.1.13.1. διαμένοντα στο εξωτερικό μέλη της οικογενείας του τα οποία δεν έχουν ίδιον και αυτοτελές δικαίωμα, ανεξάρτητο εκείνου του υπαλλήλου για περίθαλψη στο εξωτερικό. Διάφορο είναι το θέμα της κατ΄ άλλον νόμιμο τρόπο συνδρομής προς τα μέλη της οικογενείας του δημοσίου υπαλλήλου για περίθαλψή τους στο εξωτερικό). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1178 [Περίληψη της αποφάσεως]. (292) ΣτΕ 1725/2006 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 94 Α.Ν. 2594/1998. Στα διπλωματικά διαβατήρια των υπαλλήλων του κλάδου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών είναι απαραίτητο να αναγράφεται στη γαλλική γλώσσα ο ακριβής διπλωματικός βαθμός με τον οποίο εξομοιούται ο βαθμός που κατέχουν οι υπάλληλοι αυτοί με την συμπληρωματική ένδειξη “ Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων” για να απολαύουν των σχετικών προνομίων). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 509 [Περίληψη της αποφάσεως]. (293) ΤρΔΕφΘεσ 449/2009 Τμ. Α΄ Ακυρωτικό (Δημόσιοι υπάλληλοι υπηρετούντες σε προβληματικές περιοχές δικαιούνται επιδοτήσεως για αγορά, ή ανέγερση, ή επέκταση κατοικίας υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 του Ν. 3320/2005, ήτοι του άρθρου 64 παρ. 4 του Ν. 1943/1991 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 2085/1992. Η επιδότηση αυτή χορηγείται και στους υπηρετούντες σε προβληματικές περιοχές προ της κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου εκδοθείσης κοινής υπουργικής αποφάσεως ΔΙΔΑΔ/Φ.50/265/29847/1992 ισχυούσης από 11.11.1992, η οποία προέβλεπε ότι το ανωτέρω δικαίωμα έχουν μόνον οι μετά την ημερομηνία αυτή μετακινούμενοι σε προβληματικές περιοχές υπάλληλοι. Η ανωτέρω επιδότηση , όπως και το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει δεχθεί στις αποφάσεις του 1385/2007 και 1107/2004, συνιστά κίνητρο προς τους υπαλλήλους προκειμένου αυτοί να επιδιώκουν την μετακίνησή τους και την μακρά παραμονή τους σε προβληματικές περιοχές. Συνεπώς, η άρνηση της Διοικήσεως να χορηγήσει την επιδότηση αυτή δεν γεννά μισθολογική διαφορά κατά την έννοια των ουσιαστικών διαφορών του άρθρου 1 του Ν. 1406/1983 και προσβάλλεται δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1073 – 1076. (294) ΣτΕ 1849/2008 Ολ. (Άρθρα 103 παρ. 4, 5, 7 Συντ., 39 παρ. 2 Υ.Κ. - Ν. 3260/2004. Πλήρωση των οργανικών θέσεων προσωπικού δημοσίων υπηρεσιών με τακτικούς υπαλλήλους και μόνον κατ΄ εξαίρεση με υπαλλήλους επί θητεία λόγω ιδιαζούσης φύσεως, ειδικής αποστολής ή περιεχομένου των αρμοδιοτήτων ορισμένης υπηρεσίας ή θέσεως. Οι επί θητεία υπάλληλοι κατά τη διάρκειά της απολαύουν των εγγυήσεων της μονιμότητος. Όμως για τους εκτός υπαλληλικής ιεραρχίας ανωτάτους υπαλλήλους επιτρέπεται εκ του Συντάγματος στον νομοθέτη να προσδιορίσει ελευθέρως τους όρους προσλήψεως, απασχολήσεως και απολύσεώς τους ή να τους απονείμει ορισμένες ή και όλες τις προβλεπόμενες συνταγματικές εγγυήσεις, ως είναι η πρόβλεψη χρόνου θητείας. Συνεπώς, οι επί θητεία υπάλληλοι διακρίνονται α΄) σε μετακλητούς για τους οποίους ο νομοθέτης προέβλεψε θητεία ως πρόσθετη εγγύηση μη υποχρεωτική εκ του Συντάγματος, οπότε δια νομοθετικής οδού αυτή είναι δυνατόν να λήξει πρόωρα και β΄) σε μετακλητούς οι οποίοι ως μόνιμοι επί θητεία δεν είναι δυνατόν να απολυθούν προώρως με νόμο ως καλυπτόμενοι από τον συνταγματικώς προβλεπόμενο θεσμό της μονιμότητος. Η υπαγωγή ενός επί θητεία υπαλλήλου σε μια εκ των ανωτέρω δύο ρυθμίσεων γίνεται βάσει κριτηρίων σχετικών με 128


1.1.13.1.

1.1.13.2.

την ιδιάζουσα φύση, την ειδική αποστολή και το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων του υπαλλήλου αυτού σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα προσόντα, και την κατά νόμον διαδικασία διορισμού και απολύσεώς του. Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημοσίας Διοικήσεως είναι μετακλητός επί θητεία υπάλληλος και κατά συνέπεια είναι δυνατή η πρόωρη λήξη της θητείας του διά της νομοθετικής οδού.) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2507 [Περίληψη της αποφάσεως] [Βλ. & αρ. 315]. §§§§§§§§§§ 1.1.13.2. ΜΟΝΙΜΟΤΗΣ/ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΗ ΔΟΚΙΜΩΝ Δ.Υ.

ΥΠΗΡΕΣΙΑ

&

ΜΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ

(295) ΣτΕ 2141/1993 Ολ. (Κρίση της υπηρεσίας μετά την συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας υπαλλήλου περί μη μονιμοποιήσεώς του. Βάσει του άρθρου 20 παρ. 2 Συντ. η Διοίκηση οφείλει να καλέσει τον υπάλληλο σε προηγούμενη ακρόαση. «Η μη τήρηση αυτού του ουσιώδους τύπου επιφέρει την ακυρότητα της απόφασης περί απολύσεως, ακόμη και αν η ειδική, εκάστοτε, νομοθεσία δεν προβλέπει, ρητώς, την τήρησή του»). i) «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1994, σ. 360 – 361. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1994, σ. 61 – 62. (296) ΣτΕ 4257/2000 (Αναγκαία η έγκαιρη κλήση ενώπιον του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου του μετά την συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας κρινομένου ως απολυτέου υπαλλήλου). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2001, σ. 266. (297) ΣτΕ 269/1995 Τμ. Γ΄ επταμ. (Άρθρο 125 Ν. 419/1976. Εξαίρεση από τον κανόνα της αποχωρήσεως των υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών μετά την 35ετή πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία και συμπλήρωση του 58ου έτους της ηλικίας των με διατήρηση της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητος για το κατά νόμον χρονικό διάστημα της παρατάσεως παραμονής των υπαλλήλων στην υπηρεσία, προ της παρελεύσεως του οποίου δεν είναι δυνατή η ανάκληση της πράξεως παρατάσεως με το επιχείρημα της παύσεως των λόγων που επέβαλαν την παράταση αυτή, διότι για όλο το χρονικό διάστημά της ισχύει η εγγύηση της μονιμότητος). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1025 [Περίληψη της αποφάσεως]. (298) ΣτΕ 4279/1995 Τμ. ΣΤ΄ («Επί μονιμοποιήσεως η κρίση περί καταλληλότητος ή μη του δοκίμου υπαλλήλου αναφέρεται στη θέση στην οποία έχει διορισθεί ο κρινόμενος δόκιμος υπάλληλος». Συνεπώς, ο διορισθείς ως δόκιμος Δ.Υ. σε θέση οδηγού και κριθείς ακατάλληλος για μονιμοποίηση ως «…άτομο οριακού νοητικού επιπέδου με προσωπικότητα κλειστή και δύσκολη στις κοινωνικές σχέσεις και δραστηριότητες…» δεν είναι δυνατόν να μονιμοποιηθεί σε άλλη θέση). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 386 – 387. (299) ΔΕφΑθ 2295/1995 (Άρθρο 103 παρ. 4 Συντ. .Προστασία μονιμότητος Δ.Υ. Κατάργηση θέσεως επιφέρουσα απόλυση του υπαλλήλου και σύσταση εντός ευλόγου χρόνου θέσεως όμοιας κατ΄ ουσίαν με 129


1.1.13.2. την καταργηθείσα από άποψη αντικειμένου και καθηκόντων συνεπάγεται αναβίωση του δικαιώματος του υπαλλήλου στη θέση αυτή και υποχρεώνει την Διοίκηση να προβεί στον εκ νέου διορισμό του). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 886 – 888. (300) ΣτΕ 407/2006 Τμ. Γ΄ επταμ. (Βάσει του Ν. 2889/2001 ο Διοικητής Νοσοκομείου του ΕΣΥ «αποτελεί επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα…υπάλληλο Ν.Π.Δ.Δ. με θητεία». Κατά τη διάρκεια της θητείας αυτής και εφ΄ όσον η θέση του δεν έχει καταργηθεί με νόμο ο ως άνω Διοικητής απολαύει της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητος). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 382 – 387.. (301) ΣτΕ 1026/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Το εκ του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος προστατευτικό καθεστώς για τον Δ.Υ. καταλαμβάνει και τους υπό δοκιμασία υπαλλήλους. Προσφυγή κατά της αποφάσεως του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου για ακαταλληλότητα προς μονιμοποίηση. Κλοπές χρηματικών ποσών εις βάρος υπαλλήλων και επιστροφή τους στα θύματα με δήλωση μετανοίας του υπό δοκιμασία υπαλλήλου. Ομόφωνη αθωωτική απόφαση του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου λόγω αμφιβολιών. Ακύρωση της περί μη μονιμοποιήσεως αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου και της συνακολούθου περί μη μονιμοποιήσεως υπουργικής αποφάσεως). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 1048 – 1050. ii) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 914 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1491 [Περίληψη της αποφάσεως]. iv) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 917 – 920. (302) ΣτΕ 2811/1997 (Κατά την δοκιμαστική υπηρεσία των υπαλλήλων διακριβώνεται όχι αποκλειστικώς η επίδοσή τους, αλλά και το ήθος τους). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 880 [Περίληψη της αποφάσεως]. (303) ΣτΕ 1753/1997 Τμ. Γ΄ (Απόρριψη από το Συμβούλιο της Επικρατείας προσφυγής κατά αποφάσεως υπηρεσιακού συμβουλίου περί μη μονιμοποιήσεως υπαλλήλου μετά το πέρας της δοκιμαστικής υπηρεσίας συνεπάγεται την οριστικοποίηση της κρίσεως περί μη μονιμοποιήσεως με συνέπεια η Διοίκηση να υπέχει υποχρέωση εκδόσεως, αμελλητί, πράξεως λήξεως της υπαλληλικής σχέσεως. Ευθύνη των αρμοδίων οργάνων της Διοικήσεως αν καθυστερήσουν να προβούν στην έκδοση της σχετικής πράξεως απολύσεως. Ενδεχόμενη καθυστέρηση, έστω και μακρά, στην έκδοση της πράξεως απολύσεως δεν αδρανοποιεί την οριστικοποίηση της κρίσεως περί μη μονιμοποιήσεως. Νομίμως ενεργεί η Διοίκηση εκδίδουσα έστω και με καθυστέρηση την πράξη απολύσεως). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1084 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1040 [Περίληψη της αποφάσεως]. (304) ΣτΕ 1185/2001 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Απαραίτητη η έγκαιρη κλήση ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου του υπό μονιμοποίηση υπαλλήλου για να προετοιμασθεί καταλλήλως. Η απαίτηση για έγκαιρη, ήτοι προ ευλόγου χρόνου κλήτευση, δεν καλύπτεται έστω και αν ο κρινόμενος παρέστη στη συνεδρίαση του υπηρεσιακού συμβουλίου χωρίς προβολή αντιρρήσεων, αρκεί με την προσ130


1.1.13.2. φυγή του στο Συμβούλιο της Επικρατείας να παραπονείται για έλλειψη χρόνου και η Διοίκηση να μην δύναται να αποδείξει το αντίθετο). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1200 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 1334 – 1336. (305) ΣτΕ 930/2006 Τμ. Γ΄ (Ο Διοικητής νοσοκομείου του ΕΣΥ, ως υπάλληλος ΝΠΔΔ επί θητεία απολαύει της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητος κατά τη διάρκεια της θητείας του εφ΄ όσον δεν έχει καταργηθεί η οργανική θέση του και «…επομένως δεν μπορεί να απολυθεί χωρίς εγγυήσεις που προβλέπονται στις παρ. 4 και 6 του άρθρου 103 του Συντάγματος…»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1264 – 1265 [Περίληψη της αποφάσεως]. (306) ΣτΕ 47/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Επιβληθείσες πειθαρχικές ποινές προστίμων για τα πειθαρχικά παραπτώματα της βραδείας προσελεύσεως στην υπηρεσία, αδικαιολόγητης αποχωρήσεως, αδικαιολόγητης απουσίας και εγκαταλείψεως αλληλογραφίας δεν θεμελιώνουν κρίση του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου περί μη μονιμοποιήσεως υπαλλήλου του κλάδου ΥΕ κλητήρων, αφού τα παραπτώματα αυτά έπαυσαν μετά την εκ βαρύτατης ασθένειας αποβίωση της μητρός του διανύοντος δοκιμαστική υπηρεσία ανωτέρω υπαλλήλου, ο οποίος πρέπει να μονιμοποιηθεί). i) «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/1997, σ. 248 – 251. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 244 [Περίληψη της αποφάσεως]. (307) ΣτΕ Π.Ε. 536/1998 Τμ. Ε΄ (Μετατροπή του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, από ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ. Η «…μεταφορά του υπηρετούντος μονίμου προσωπικού του Ο.Σ.Κ σε συνιστώμενες αντίστοιχες προσωποπαγείς θέσεις της υπό σύσταση Α.Ε. αποτελεί εκπλήρωση συνταγματικώς επιβεβλημένης υποχρέωσης στο μέτρο που οι θέσεις αυτές κρίνονται αναγκαίες για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών αυτής». Μετά την μετατροπή του Ο.Σ.Κ. σε Α.Ε. οι ανωτέρω υπάλληλοι «…στερούνται πλέον των εγγυήσεων της εκ του Συντάγματος μονιμότητος»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/1998, σ. 198 – 203. (308) ΣτΕ 4284/2005 Τμ. Γ΄ επταμ. (Ο Διοικητής Νοσοκομείου του ΕΣΥ καταλαμβάνει θέση με βαθμό 1ο της κατηγορίας ειδικών θέσεων σε Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημοσίου δικαίου και δεν εμπίπτει στην έννοια του μετακλητού υπαλλήλου. Συνεπώς, θεωρείται κατά την διάρκεια της θητείας του μόνιμος υπάλληλος κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/2006, σ. 667 – 668. (309) ΣτΕ 1286/2004 Τμ. Γ΄ (Υπηρεσιακό Συμβούλιο προσωπικού Πυροσβεστικού Σώματος δύναται να κρίνει ως ευδοκίμως τερματίσαντας την σταδιοδρομία τους όσους δεν έχουν ικανοποιητική υπηρεσιακή απόδοση οι οποίοι απολύονται για αναίτια υπηρεσιακή ανεπάρκεια βάσει των άρθρων 24 παρ. 7 και 30 παρ. 6 του ΠΔ 305/1992 χωρίς να παραβιάζεται το άρθρο 103 του Συντάγματος. Όμως είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 24 του ΠΔ 305/1992 κατά το μέρος που συνδέει την κρίση για τον υπάλληλο ως απολυτέου με την κρίση ως μη προακτέου). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2006, σ. 768 – 770.

131


1.1.13.2. (310) ΣτΕ 585/2008 Τμ. Γ΄ («Ο πρόεδρος του ΠεΣΥΠ θεωρείται μόνιμος υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντ. απολαμβάνοντας την συνταγματική προστασία της μονιμότητος»). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 860 – 861. (311) ΣτΕ 596/2008 Τμ. Γ΄ («Άκυρη η απόφαση περί απολύσεως, δοκίμου Δ.Υ. αν δεν εκλήθη εγκαίρως σε ακρόαση, ούτως ώστε κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να έχει επαρκή χρόνο προετοιμασίας για την ενώπιον του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου παράστασή του προς υποστήριξη της μονιμοποιήσεώς του). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 1043 [Περίληψη της αποφάσεως]. (312) ΔΕφΑθ 1512/2008 Τμ Ε΄, Ακυρωτικός σχηματισμός. (Ο νομοθέτης δύναται να αναδιοργανώνει τις δημόσιες υπηρεσίες, έχοντας ευρεία σχετική αρμοδιότητα, να καταργεί θέσεις Δ.Υ. και να απολύει αυτούς καταργουμένης της θέσεώς τους, χωρίς τούτο να αντίκειται στο άρθρο 103 του Συντάγματος και τον θεσμό της μονιμότητος). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 113 [Περίληψη της αποφάσεως]. (313) ΣτΕ 869/2002 Τμ. Δ΄ (Από τα άρθρα 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι στην περίπτωση οργανισμών και δημοσίων επιχειρήσεων που δεν ασκούν «αρμοδιότητες αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ως έκφραση κυριαρχίας πρβλ. Ολ ΣτΕ 1934/1998» είναι δυνατή η μετατροπή τους «χάριν του δημοσίου συμφέροντος» από ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ –πρβλ. Ολ ΣτΕ 3818/1997, 1999/2000. Συνεπώς, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η μετατροπή του “Oργανισμού Διαχειρίσεως Δημοσίου Υλικού. (ΟΔΔΥ)” σε ΝΠΙΔ βάσει του Ν. 2414/1996 και η επακόλουθη μετατροπή της σχέσεως του προσωπικού του από σχέση δημοσίου δικαίου συνδεόμενη με τον θεσμό της μονιμότητος σε σχέση ιδιωτικού δικαίου χωρίς τούτο να συνεπάγεται παραβίαση των κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος εγγυήσεων μονιμότητος. Άλλωστε, με τον νεότερο Ν. 2676/1990 ορίζεται, βάσει του άρθρου 83 παρ. 2, ότι το προσωπικό του ΟΔΔΥ «διατηρεί…τη μονιμότητά του και δεν λύεται η σχέση εργασίας του παρά μόνο για τους ίδιους λόγους με τους δημοσίους υπαλλήλους»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 2098 – 2100. (314) ΣτΕ 2624/1999 (Ο θεσμός της μονιμότητος δεν συνεπάγεται προστασία της προαγωγικής εξελίξεως των δημοσίων υπαλλήλων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2317 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος…]. (315) ΣτΕ 1849/2008 Ολ. (Άρθρα 103 παρ. 4, 5, 7 Συντ., 39 παρ. 2 Υ.Κ. Ν. 3260/2004. Πλήρωση των οργανικών θέσεων προσωπικού δημοσίων υπηρεσιών με τακτικούς υπαλλήλους και μόνον κατ΄ εξαίρεση με υπαλλήλους επί θητεία λόγω ιδιαζούσης φύσεως, ειδικής αποστολής ή περιεχομένου των αρμοδιοτήτων ορισμένης υπηρεσίας ή θέσεως. Οι επί θητεία υπάλληλοι κατά την διάρκειά της απολαύουν των εγγυήσεων της μονιμότητος. Όμως για τους εκτός υπαλληλικής ιεραρχίας ανωτάτους δημ. υπαλλήλους επιτρέπεται εκ του Συντάγματος στον 132


1.1.13.2.

1.1.13.3.

νομοθέτη να προσδιορίσει ελευθέρως τους όρους προσλήψεως, απασχολήσεως και απολύσεώς τους ή να τους απονείμει ορισμένες ή και όλες τις προβλεπόμενες συνταγματικές εγγυήσεις, ως είναι η πρόβλεψη χρόνου θητείας. Συνεπώς, οι επί θητεία υπάλληλοι διακρίνονται σε α΄) σε μετακλητούς για τους οποίους ο νομοθέτης προέβλεψε θητεία ως πρόσθετη εγγύηση μη υποχρεωτική εκ του Συντάγματος, οπότε δια της νομοθετικής οδού αυτή είναι δυνατόν να λήξει πρόωρα και β΄) σε μετακλητούς οι οποίοι ως μόνιμοι επί θητεία δεν είναι δυνατόν να απολυθούν προώρως με νόμο ως καλυπτόμενοι από τον συνταγματικώς προβλεπόμενο θεσμό της μονιμότητος. Η υπαγωγή ενός επί θητεία υπαλλήλου σε μια εκ των ανωτέρω δύο ρυθμίσεων γίνεται βάσει κριτηρίων σχετικών με την ιδιάζουσα φύση, την ειδική αποστολή και το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων του υπαλλήλου αυτού σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα προσόντα και την κατά νόμον διαδικασία διορισμού και απολύσεώς του. Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημοσίας Διοικήσεως είναι μετακλητός επί θητεία υπάλληλος και κατά συνέπεια είναι δυνατή η πρόωρη λήξη της θητείας του δια της νομοθετικής οδού). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2507 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 185 – 188 με Σχόλιο του Ακρίτα Καϊδατζή. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 916 – 923. iv) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 1288 – 1293. (316) ΣτΕ 1805/2009 Τμ. Γ΄ επταμ. (Η κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος «…προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας αποτελεί συνταγματική εγγύηση της μονιμότητας των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 1499 – 1502. (317) ΣτΕ 867/2002 Τμ. Δ΄ (Δεν αντίκειται στο άρθρο 103 του Συντάγματος η μετατροπή του Ο.Δ.Δ.Υ. σε Α.Ε. και η ως εκ τούτου αλλαγή του υπηρεσιακού καθεστώτος των υπαλλήλων του οι οποίοι, πλέον, συνδέονται με τον εργοδότη τους με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Η μετατροπή του Ο.Δ.Δ.Υ. σε Α.Ε. είναι δυνατή αφού οι αρμοδιότητες του δεν ανάγονται στον «…πυρήνα της κρατικής εξουσίας ως έκφραση κυριαρχίας πρβλ. ΣτΕ Ολ. 1934/1998»). «ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ», 2002, σ. 653 – 660. §§§§§§§§§§ 1.1.13.3. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΛΗΨΕΩΣ ΠΑΡΟΧΩΝ ΣΕ ΕΙΔΟΣ (318) ΔΕφ Πατρών 332/1998 (Τροφή παρεχομένη σε εργαζομένους εντός νοσηλευτικού ιδρύματος κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αν η άσκηση των καθηκόντων αυτών δεν εγένετο εντός του νοσηλευτικού ιδρύματος, λ.χ. λόγω εργασίας εκτός έδρας, ή ο υπάλληλος απουσίαζε νομίμως λ.χ. λόγω κανονικής αδείας δεν δικαιούται να λάβει το αντίτιμο της τροφής. Συνεπώς, η τροφή σε είδος δεν συνιστά μορφή μισθού ή επιδόματος, αλλά δωρεάν παροχή χορηγούμενη ως ειδικό μέσο για την πληρέστερη εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του νοσηλευτικού ιδρύματος). «ΑΧΑΪΚΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ», τχ. 1/1998, σ. 199 – 200.

133


1.1.13.3.

1.1.13.4.

(319) ΣτΕ 1082/2004 τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 39 Ν. 1839/1989 και Κ.Υ.Α. 2078920/9085/0022/4-11-1989 Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Εσωτερικών, Οικονομικών και Εργασίας. Μόνον σε είδος είναι δυνατή η παροχή σε υπαλλήλους ΟΤΑ αντικειμένων ατομικής προστασίας και υφάσματος) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2054 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.13.4. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΙΣΘΟΥ (& ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΩΝ) [ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ] (320) ΣτΕ 992/2004 Ολ. (Εξαίρεση δασικών υπαλλήλων από την διατήρηση επιδόματος για άλλες κατηγορίες υπαλλήλων αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος). i) «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2004, σ. 759 – 762. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 473 [Περίληψη της αποφάσεως] & 2005, σ. 853 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ. Βλ. και κατωτέρω (αρ. 376). (321) ΣτΕ 1519/1995 (Χορήγηση ειδικής μηνιαίας αποζημιώσεως σε Δ.Υ. «με το πρόσχημα της υπάρξεως προσθέτου εργασίας και της συνδεομένης με αυτήν ανάγκης χορηγήσεως ειδικής προσθέτου αμοιβής». Εφ΄ όσον έχει γενικευθεί η χορήγηση αυτής της αποζημιώσεως σε πληθώρα κατηγοριών Δ.Υ. «…η αποζημίωση αυτή απόκτησε πλέον το χαρακτήρα επιδόματος που προσαυξάνει τους μισθούς όλων των…κατηγοριών». Επέκταση της αποζημιώσεως αυτής και σε «…μερικές μόνον κατηγορίες δημοσίων και δικαστικών υπαλλήλων…» που είχαν εξαιρεθεί για «…αποκατάσταση …της διαταραχθείσης ισότητος…»). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 1995, σ. 605 – 607. (322) ΕΣ 11/2002 Ι Τμ. (Επίδομα πληροφορικής Δ.Υ. Ν. 2470/1997. «…απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις α) της κατοχής οργανικής θέσης πληροφορικής, β) της εργασίας σε προβλεπόμενες από τις οικείες οργανικές διατάξεις υπηρεσίες, διευθύνσεις, τμήματα ή κέντρα πληροφορικής, και γ) της κατοχής των τυπικών προσόντων που ορίζονται στο Π.Δ. 50/2001. Η κατοχή οργανικής θέσης κλάδου πληροφορικής δεν αρκεί για την χορήγηση του εν λόγω επιδόματος σε υπαλλήλους οι οποίοι δεν υπηρετούν σε νομοθετημένες οργανικές μονάδες πληροφορικής και οι οποίοι μονιμοποιήθηκαν στις θέσεις αυτές με τα προβλεπόμενα μειωμένα ή ουσιαστικά προσόντα βάσει εξαιρετικών διατάξεων, χωρίς προκήρυξη πλήρωσης των θέσεων από τους υποψηφίους που διαθέτουν τα κατ΄ αρχήν απαιτούμενα αυξημένα τυπικά προσόντα…»). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2002, σ. 848 – 850 με Σχόλιο του Χρήστου Νικολαΐδη. (323) ΔΕφ Πατρών 206/1998 («…κατά γενική αρχή του Δικαίου και τη Νομολογία του Αρείου Πάγου, αν κάποιος διοριστεί στο Δημόσιο ή σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και ο διορισμός του ανακληθεί ως μη νόμιμος, αυτός ναι μεν δικαιούται αποζημίωση για το χρονικό διάστημα που προσέφερε τις υπηρεσίες του όχι ισόποση με τις πλήρεις αποδοχές της θέσεως στην οποία διορίσθηκε, αλλά κατώτερη αυτών (αποδοχών) κατά τα ποσά των επιδομάτων γάμου, 134


1.1.13.4. τέκνων, προϋπηρεσίας κ.λπ., ήτοι χωρίς τις προσαυξήσεις τις οποίες θα δικαιούτο αυτός να λάβει εάν ο διορισμός του δεν ανακαλούνταν ως μη νόμιμος Α.Π. 168/1981»). «ΑΧΑΪΚΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ», τχ. 1/1998, σ. 190. (324) ΑΠ 93/2009 Τμ. Β2 («…η διαδοχική χορήγηση της ειδικής παροχής του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 σε όλους σχεδόν τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ που αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, αδιακρίτως του φορέα, της φύσεως, του είδους και των συνθηκών εργασίας αυτού, κατέστησε την παροχή αυτή προσαύξηση του μισθού». Μετά την κατάργηση του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 η ανωτέρω παροχή των 176 ευρώ «…διατηρήθηκε ως προσωπική διαφορά η οποία μειώνεται μόνο από μελλοντικές χορηγήσεις…»). i) «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2009, σ. 347 – 350. ii) «ΧΡΟΝΙΚΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 748 – 750. (325) ΣτΕ 1895/1994 («…οι μισθοδοτικές καταστάσεις αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις με τις οποίες διατυπώνονται και βεβαιώνονται οι αναγκαίες πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή στην ατομική περίπτωση του νόμου που προβλέπει περί των αποδοχών... Κάθε δε μισθοδοτική κατάσταση καθώς αναφέρεται σε ιδιαίτερη χρονική περίοδο παροχής εργασίας, αποτελεί αυτοτελώς εκτελεστή διοικητική πράξη. Εξάλλου, μόνη η είσπραξη από μέρους του ενδιαφερομένου δεν αποδεικνύει, καταρχήν, πλήρη γνώση του περιεχομένου της αντίστοιχης μισθοδοτικής κατάστασης, δεδομένου ότι το περιεχόμενο των μισθοδοτικών καταστάσεων δεν είναι πάντοτε ευχερώς κατανοητό λόγω του τεχνικού χαρακτήρα των καταστάσεων αυτών»). «ΔΙΚΗ», 1998, σ. 874 – 881 με Σχόλιο του Βελισσάριου Καράκωστα. (326) ΔΕφΑθ 2888/2005 (Η «…κατά παρέκκλιση…» χορήγηση αυξημένων αποδοχών στους γενικούς διευθυντές των κεντρικών υπηρεσιών των Υπουργείων σε σχέση με τους λοιπούς γενικούς διευθυντές «…αποτελεί εξαίρεση η οποία κινείται εντός των ορίων που διαγράφονται από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας…», εφ΄ όσον τα καθήκοντα των λοιπών γενικών διευθυντών, όπως αυτά καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων υπηρεσιών, «συγκρινόμενα με τα αντίστοιχα των γενικών διευθυντών των κεντρικών υπηρεσιών είναι περιορισμένα και διαφορετικά…»). «ΔΙΚΗ», 2006, σ. 706 – 709 με Σχόλιο του Κ. Μπέη. (327) ΔΕφΛαρ 315/1998 («…δημοσιοϋπαλληλικός μισθός είναι η πρόσοδος που εξασφαλίζει το Κράτος στον υπάλληλο που αναλίσκεται στην υπηρεσία του και που για το λόγο αυτό στερείται άλλων βιοποριστικών μέσων, με την έννοια δε, αυτή ο δημοσιοϋπαλληλικός μισθός δεν αποτελεί αντάλλαγμα της παρεχόμενης υπηρεσίας πρβλ. ΑΠ 444/1983…»). «ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ», 1998, σ. 236 – 240. (328) ΣτΕ 1854/1993 Τμ. Γ΄ επταμ. (Άρθρο 25 Ν. 1586/1986. Δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος νομοθετική ρύθμιση βάσει της οποίας ο χρόνος προϋπηρεσίας σε κρατικής ιδιοκτησίας εταιρεία απ΄ ευθείας διορισθέντος σε Υπουργείο υπαλλήλου δεν υπολογίζεται, ενώ για τους εκ μετατάξεως συναδέλφους του υπολογίζεται). 135


1.1.13.4. «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 1136 – 1137. (329) ΔΕφΑθ 700/1995 (Το επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών χορηγείται στους δημοσίους υπαλλήλους μόνον όταν η απασχόλησή τους «… είναι συναφής με το περιεχόμενο των μεταπτυχιακών τους σπουδών » και « (δ)εν συνδέεται…ούτε με το είδος και το ύψος των αποδοχών, των δικαιούχων, ούτε με τον κλάδο και την κατηγορία τους». Στο ειδικό και ευνοϊκότερο για τους ιατρούς του ΕΣΥ μισθολόγιο δεν προβλέπεται επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών κατά παραβίαση της κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητος. Πρέπει να αναγνωρισθεί και σ΄ αυτούς αντίστοιχο δικαίωμα λήψεως επιδόματος, αφού η εξαίρεσή τους «…δεν δικαιολογείται από την συνδρομή ειδικών περιπτώσεων ή από λόγους που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον ή άλλη ειδική σκοπιμότητα». Ως ανωτέρω εκρίθη και στις αποφάσεις 2166/1991, 618/1992, 1472/1992, 905/1993, 2296/1993 του ιδίου Δικαστηρίου. Αντιθέτως εκρίθη στην απόφαση 301/1991 του ΔΕφΘεσ). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1386 – 1387. (330) ΣτΕ 4105/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Οι κληρονόμοι υπαλλήλου μόνον για γεγεννημένη χρηματική αξίωσή του λόγω δεδουλευμένων αποδοχών παρανόμως μη καταβληθεισών, δύνανται να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη με άσκηση αγωγής του άρθρου 105 του εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 125. (331) ΣτΕ 22/1998 Τμ. Γ΄ (Η περικοπή αποδοχών δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή αλλά οικονομικής φύσεως συνέπεια «…και ως εκ τούτου κατά των σχετικών διοικητικών πράξεων δεν χωρεί προσφυγή ουσίας, αλλά αίτηση ακυρώσεως». Αν η περικοπή δεν αφορά ανωτάτους υπαλλήλους αρμόδιο είναι το Διοικητικό Εφετείο με έδρα στην περιφέρεια όπου ευρίσκεται και η έδρα του οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη περικοπής αποδοχών βάσει του άρθρου 94 παρ. 1, 2 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 623. (332) ΔΕΚ, Απόφαση της 12.3.1998, Υπόθ. C – 187/96, «Επιτροπή ΕΚ/Ελληνική Δημοκρατία» (Άρθρα 48 παρ. 4 Συνθ. ΕΚ & 7 Κανονιστικού ΕΟΚ 1612/68. Απαγόρευση συγκεκαλυμμένων διακρίσεων. Οι διακινούμενοι μεταξύ των Δημοσίων Διοικήσεων των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητος δεν πρέπει να περιέρχονται σε δυσμενέστερη μοίρα από τους μη διακινούμενους και παραμένοντας πάντοτε εντός της Διοικήσεως του κράτους την ιθαγένεια του οποίου έχουν. Συνεπώς, ο χρόνος προϋπηρεσίας ο διανυθείς εκτός της Δημοσίας Διοικήσεως της Ελλάδος σε Δημοσία Διοίκηση άλλης κοινοτικής χώρας πρέπει να συνυπολογισθεί για την χορήγηση χρονοεπιδόματος και την μισθολογική εξέλιξη του υπαλλήλου αυτού). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1377 – 1378 [Περίληψη της αποφάσεως]. (333) ΔΕφΑθ 954/1999 (Άκυρες ως μη νόμιμες οι πράξεις μη χορηγήσεως μισθολογικών κλιμακίων σε υπάλληλο βραβευθέντα για μελέτες του κατόπιν σχετικής προκηρύξεως διαγωνισμού του Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως. Η εκ των υστέρων βάσει των άρθρων 23 παρ. 2 του Ν. 2085/1992 και 31 του Ν. 2470/1997 μη χορήγηση των ανωτέρω μισθολογικών κλιμακίων 136


1.1.13.4. προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 5 Ν. 1892/1990 πλήττει «…κεκτημένο δικαίωμα…» συνδεόμενο «…με αντικείμενο ιδίας εργασίας που βραβεύτηκε…». Συνεπώς, παραβιάζεται το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου βάσει του οποίου προστατεύονται τα «περιουσιακής φύσεως» δικαιώματα και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 923 – 925. Βλ. όμως και την απόφαση 2963/1998 του ιδίου Δικαστηρίου (αρ. 401). (334) ΣτΕ 450/1999 Τμ. Α΄ (Άρθρο 16 παρ. 1 Ν. 1505/1984. Αναγνώριση προϋπηρεσίας. «Ο χαρακτήρας της παρασχεθείσης με σχέση ιδιωτικού δικαίου εργασίας ως εξηρτημένης κρίνεται, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που προσέδωσαν τα μέρη στην μεταξύ τους σχέση…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 946 – 948. (335) ΣτΕ 4390/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Ως έχει κριθεί με την απόφαση 42/1990 του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου «…ως αποδοχές κατ΄ άρθρο 1 του Ν. 1406/1983, νοούνται μόνο εκείνες του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο κ.λπ. με σύμβαση δημοσίου δικαίου»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 1168 – 1169. (336) ΔΕφΘεσ 1518/2000 (Καθηγητές Γυμνασίων ή Λυκείων στους οποίους λόγω ειδικότητος έχει ανατεθεί η διδασκαλία της χρήσεως ηλεκτρονικών υπολογιστών δεν λαμβάνουν το κατά το άρθρο 39 του Ν. 1839/1989 επίδομα πληροφορικής). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 241 – 242. (337) ΔΕφΤριπόλεως 38/2001 [Συμβ.] (Η μισθολογική προαγωγή είναι «…απότοκος της υπηρεσιακής καταστάσεως του υπαλλήλου…δεν εντάσσεται όμως στο εννοιολογικό πλαίσιο της τελευταίας». Η μισθολογική προαγωγή «συνιστά στοιχείο καθορισμού του ύψους των υπό του υπαλλήλου, λαμβανομένων εκ της υπηρεσίας του αποδοχών». Συνεπώς, οι σχετικές με τη μισθολογική θέση του υπαλλήλου διαφορές υπάγονται στην καθ΄ ύλη αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 1152 – 1153. (338) ΔΕφΑθ 5480/2003 (Άρθρα 2 & 17 Ν. 2470/1997, 160 παρ. 1 & 191 παρ. 1, 2 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Στο συνολικό χρόνο διαρκείας της υπαλληλικής σχέσεως δεν συνυπολογίζεται για τον καθορισμό του μισθολογικού κλιμακίου ο χρόνος αργίας λόγω ποινικής διώξεως «… η οποία απέληξε σε οποιαδήποτε καταδίκη»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 734 – 735. (339) ΕΣ 1198/2004 Τμ. Ι («…κατά πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης η μετά την πάροδο μακρού χρόνου αναζήτηση χρηματικών ποσών που εισπράχθηκαν παράνομα από αποδοχές ή συντάξεις, εφόσον αυτοί που έλαβαν τα εν λόγω ποσά βρίσκονται σε καλή πίστη, η δε επιστροφή τους δημιουργεί σ΄ αυτούς απρόβλεπτες οικονομικές δυσχέρειες, οι οποίες μπορεί να έχουν άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης αυτών και των τυχόν οικογενειών τους»). 137


1.1.13.4. «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 804 – 806. (340) ΑΕΔ 28/2004 («Προσφυγή αγωγή» συνταξιούχου δημοσίου λειτουργού στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών για επιστροφή από το Δημόσιο παρακρατηθέντος ποσού για συνταξιοδοτικούς λόγους από την μισθοδοσία του ως Συμβούλου του ΑΣΕΠ μετά την συνταξιοδότησή του ως Γενικού Επιτρόπου των Διοικητικών Δικαστηρίων συμπληρώσαντος τον χρόνο υπηρεσίας του. Θεώρηση από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών της υποθέσεως ως συνταξιοδοτικής για την οποία αρμόδιο είναι το Ελεγκτικό Συνέδριο. Θεώρηση από το Ελεγκτικό Συνέδριο της υποθέσεως ως διαφοράς «…περί το ύψος των αποδοχών εν ενεργεία δημοσίου υπαλλήλου» για την οποία αρμόδια είναι τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Εν όψει του άρθρου 47 παρ. 43 του Ν. 345/1976 αυτή η αποφατική σύγκρουση μεταξύ Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και Ελεγκτικού Συνεδρίου αίρεται υπέρ της δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και η υπόθεση παραπέμπεται προς εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 902 – 903. (341) ΣτΕ 1460/2005 Ολ. (Δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος η μη χορήγηση του κατά το άρθρο 131 παρ. 10 του Ν. 419/1976 επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών, όταν πρόκειται για υπαλλήλους άλλων Υπηρεσιών μη υπαγόμενων στο Υπουργείο αυτό, αλλά υπηρετούντων σε αυτό με απόσπαση και εργαζομένων στην εξωτερική του Υπηρεσία, «έστω και αν ασκούν στην αλλοδαπή καθήκοντα υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών». Το ανωτέρω επίδομα χορηγείται και σε υπαλλήλους άλλων Υπουργείων και Ν.Π.Δ.Δ. μόνον αν υπάρχει «νομοθετική εξομοίωση» αυτών προς τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, όπως λ.χ. ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 506/1976 για το προσωπικό των Γραφείων Τύπου Εξωτερικού). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2006, σ. 110 – 114. (342) ΣτΕ 3842/2003 Τμ. ΣΤ΄ (Κοινή Υπουργική Απόφαση 2006402/481/0022/30-1-1995, ΦΕΚ 62/Β΄/1995. Το ειδικό επίδομα πληροφορικής «…δικαιούνται όχι μόνο όσοι υπηρετούν σε οργανικές θέσεις που προβλέπονται για τις ειδικότητες στις οποίες αυτό αναφέρεται, αλλά και εκείνοι από τους υπαλλήλους στους οποίους έχουν ανατεθεί σχετικά με το αντικείμενο των ειδικοτήτων αυτών καθήκοντα κατ΄ αποκλειστική ή τουλάχιστον κατά κύρια απασχόληση, εφ΄ όσον, όμως, στις υπηρεσίες που υπηρετούν δεν έχουν προβλεφθεί σχετικές οργανικές θέσεις…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2006, σ. 254 – 256. (343) ΣτΕ 2797/2005 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 34 παρ. 1 Ν. 968/1991 & 7 παρ. 1 Ν. 2717/1999. Διαφορά σχετική με αναγνώριση προϋπηρεσίας υπολογιζομένης για τη μισθολογική εξέλιξη δημοσίου υπαλλήλου εκδικάζεται από το οικείο Διοικητικό Πρωτοδικείο ως προσφυγή ουσίας και όχι από το Διοικητικό Εφετείο ως αίτηση ακυρώσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2006, σ. 636 – 637. (344) ΔΕφΑθ 3319/2005 (Άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 506/1976. Το κατά το άρθρο 131 παρ. 10 του Ν. 419/1976 επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών χορηγείται και στο μόνιμο και επί θητεία προσωπικό των Γραφείων Τύπου εξωτερικού, εκτός των δακτυ138


1.1.13.4. λογράφων και κλητήρων. Το ανωτέρω επίδομα χορηγείται και στους με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου προϊσταμένους των Γραφείων αυτών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2006, σ. 1214 – 1218. (345) ΔΕφΑθ 2392/2005 (Οικονομικής φύσεως παροχή του κρατιδίου της Βαυαρίας προς τους φορείς των εκεί ελληνικών σχολείων, δηλαδή τα Ελληνικά Προξενεία, συνιστά έσοδο του Ελληνικού Δημοσίου. Η μη απόδοση της επιχορηγήσεως αυτής στους υπηρετούντες στα ανωτέρω σχολεία εκπαιδευτικούς δεν έχει τον χαρακτήρα παρακρατήσεως επί των αποδοχών τους). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2006, σ. 1539 – 1543. (346) ΔΕφΑθ 238/2005 (Άρθρο 43 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. Η «…προσφυγή ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου κατά της πράξης περικοπής αποδοχών αποτελεί ενδικοφανή προσφυγή, δεδομένου ότι το υπηρεσιακό συμβούλιο, ενώπιον του οποίου ασκείται, έχει αρμοδιότητα εξετάσεως όχι μόνο της νομιμότητας, αλλά και της ουσίας της υπόθεσης»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 45 – 50. (347) ΑΕΔ 14/2005 (Δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος η χορήγηση αυξημένου επιδόματος, βάσει του άρθρου 131 παρ. 11, 12 του Ν. 419/1976, μόνον σε αποσπώμενους στην αλλοδαπή υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, αλλ΄ όχι σε άλλους υπαλλήλους οι οποίοι μετετέθησαν στην αλλοδαπή, ή προσλήφθηκαν και υπηρετούν εκεί με άλλου είδους – πλην αποσπάσεως – υπηρεσιακή σχέση). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 324 – 327. (348) ΑΕΔ 32/2008 (Άρθρα 90 παρ. 3 & 91 εδ. α΄ Ν. 2362/1995. Η παραγραφή αξιώσεως υπαλλήλων του Δημοσίου με οποιαδήποτε σχέση για τις κάθε φύσεως απολαβές τους είναι διετής και αρχίζει από το χρονικό σημείο της γενέσεως της επιδίκου αξιώσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 1428 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ. Βλ. τις μεταξύ τους διϊστάμενες αποφάσεις ΑΠ 29/2006 και ΣτΕ 642/2007 & 898/2007 Τμ. ΣΤ΄ (αρ. 380 & 381 αντίστοιχα). (349) Εφ Δωδ 405/2000 (Παροχή οικονομικού κινήτρου σε ορισμένες κατηγορίες προσωπικού του ΙΚΑ για την βελτίωση του οικονομικού ισοζυγίου του και την είσπραξη των απαιτήσεών του δεν συνιστά ανεπίτρεπτη διάκριση κατά παραβίαση της αρχής της ισότητος επειδή δεν το λαμβάνουν υπάλληλοι θεραπευτηρίων του ΙΚΑ οι οποίοι εργάζονται υπό διαφορετικές συνθήκες και παρέχουν άλλης φύσεως εργασία συγκρινόμενοι με τους συναδέλφους τους στους οποίους παρέχεται το οικονομικό κίνητρο). «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ», τόμ. 5, τχ. 1, 2001, σ. 292 – 297. (350) ΣτΕ 773/1997 Τμ. Γ΄ (Νομίμως εχορηγήθη επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών σε υπάλληλο Ο.Τ.Α. με απόφαση του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου λόγω λήψεως μεταπτυχιακού διπλώματος του Ινστιτούτου Περιφερειακής Αναπτύξεως του Παντείου Πανεπιστημίου. Η αίτηση ακυρώσεως του Ο.Τ.Α. κατά της σχετικής αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου δεν δημιουργεί ενδοστρεφή δίκη αφού αυτό το υπηρεσιακό συμβούλιο αποτελεί όργανο της 139


1.1.13.4. κεντρικής διοικήσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 229. (351) ΔΠρΑθ (25Ο Τριμ.) 10525/1997 (Βάσει αρχής συναγομένης από τον χαρακτήρα της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως ο μισθός, κατά κανόνα, καταβάλλεται λόγω της παροχής υπηρεσιών από τον υπάλληλο. Αν δεν έχει προσφερθεί υπηρεσία από τον υπάλληλο καταβάλλεται μισθός μόνον αν τούτο δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ.1212. (352) Εφ Πειρ 421/1997 (Άρθρο 48 παρ. 3 Ν.Δ. 496/74. «…οι αξιώσεις για την καταβολή συμπληρωματικών αποδοχών τις οποίες το ν.π. δεν καταβάλλει λόγω διαφορετικής ερμηνείας του νόμου…υπόκεινται σε διετή παραγραφή γιατί δεν πρόκειται για αξιώσεις οφειλόμενες σε παρανομία της διοικήσεως του ν.π. ώστε να ισχύει η πενταετής παραγραφή»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 424. (353) ΣτΕ 5180/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Υπάλληλοι ασκούντες καθήκοντα ενδεχομένως προσομοιάζοντα με εκείνα των επιλεγέντων βάσει της διαδικασίας του άρθρου 78 του Ν. 1892/1990 Γενικών Διευθυντών δεν δικαιούνται το κατά το άρθρο 15 παρ. 5 του Ν. 2026/1992 μηνιαίο επίδομα). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 941 – 942 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 142 [Περίληψη της αποφάσεως]. (354) Εφ Αθ 5918/1999 (Άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 506/1976. «…οι ανήκοντες στο προσωπικό των Γραφείων Τύπου του εξωτερικού δικαιούνται να λαμβάνουν το καταβαλλόμενο εκάστοτε στους διπλωματικούς υπαλλήλους επίδομα αλλοδαπής σε όση έκταση, κατά ποσόν και προσαυξήσεις, λαμβάνουν το επίδομα αυτό οι … διπλωματικοί υπάλληλοι που αντιστοιχούν με εκείνους ως προς το βαθμό και υπηρετούν μαζί τους στην ίδια ξένη χώρα»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 1600 – 1602. (355) ΣτΕ 1217/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Δικαίωμα λήψεως τριμήνων αποδοχών αποχωρούντων από την υπηρεσία υπαλλήλων κατά το άρθρο 57 παρ. 2 Π.Δ. 1041/1979 έχουν και οι επί μακρόν υπηρετήσαντες στο εξωτερικό δημόσιοι υπάλληλοι). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1296 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1296 [Περίληψη της αποφάσεως]. (356) ΑΕΔ 3/2001 (Οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 11 του Ν. 1505/1984 «αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος και είναι ως εκ τούτου ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Κατόπιν αυτού ισχύει εν προκειμένω και είναι άμεσα εφαρμοστέος ο γενικός κανόνας της παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 1505/1984 κατά τον οποίο οι έγγαμοι υπάλληλοι λαμβάνουν ολόκληρο το οικογενειακό επίδομα, προσαυξανόμενο ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων, χωρίς τις διακρίσεις στις οποίες προβαίνει η κρινόμενη ως αντισυνταγματική παράγραφος 6 του ιδίου άρθρου»). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 368 – 370. 140


1.1.13.4. ii) «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» τχ. Ι/2001, σ. 275 – 279. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 224 – 227. (357) ΣτΕ 4108/1999 Ολ. (Αποτελεί πράξη κανονιστικού περιεχομένου η απόφαση καθορισμού ωρομισθίου ιατρών του ΕΣΥ κατ΄ απόκλιση προγενεστέρας σχετικής αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 990 [Περίληψη της αποφάσεως]. (358) ΣτΕ 1320/2000 Τμ. Γ΄ επταμ. (Επίδομα πληροφορικής δικαιούνται να λαμβάνουν χωρίς εξαίρεση άπαντες οι υπηρετούντες σε οργανικές θέσεις ειδικοτήτων πληροφορικής, ακόμη και αν με ευθύνη της Διοικήσεως ασκούν καθήκοντα ξένα προς τις ειδικότητες αυτές). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1081 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2001, σ. 1226 – 1228 με Σχόλιο του Β. Βουτσάκη. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2001, σ. 560 [Περίληψη της αποφάσεως]. (359) ΣτΕ 2495/2000 Τμ. Γ΄ επταμ. (Κατά παράβαση της αρχής της ισότητος δεν χορηγείται στους δασικούς υπαλλήλους το επίδομα του άρθρου 8 του Ν. 2430/1996). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1098 [Περίληψη της αποφάσεως]. (360) ΣτΕ 1900/1999 Τμ. Γ΄ (Σύμφωνα με το άρθρο 131 του Ν. 419/1976 το επίδομα αλλοδαπής των υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών σε περίπτωση συναλλαγματικών μεταβολών αναπροσαρμόζεται με βάση επίσημα στοιχεία). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1098 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2002, σ. 193 [Περίληψη της αποφάσεως]. (361) ΣτΕ 630/ 1999 Τμ. ΣΤ΄ (Αντιστάθμισμα διαχειριστικών λαθών κατά το άρθρο 12 του Ν. 1810/1988 δικαιούνται πέραν των υπηρετούντων σε οργανικές θέσεις διαχειριστού – ταμία και οι υπάλληλοι στους οποίους ανετέθησαν καθήκοντα διαχειρίσεως χρημάτων δημοσίων υπηρεσιών, περιλαμβανομένων ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, κατ΄ αποκλειστική ή τουλάχιστον κατά κύρια απασχόληση). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1117 [Περίληψη της αποφάσεως]. (362) ΣτΕ 3023/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Μονιμοποιηθέντες βάσει του Ν. 1476/1984. Διατηρούν τις τυχόν ανώτερες αποδοχές τους και στη νέα τους θέση μέχρι της συν τω χρόνω εξισώσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1147 [Περίληψη της αποφάσεως]. (363) ΣτΕ 3032/2000 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Διάθεση των εσόδων του λογαριασμού Δ Ι Β Ε Ε Τ ως κινήτρου σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δεν είναι δυνατή προ της εκδόσεως των προβλεπομένων κανονιστικών αποφάσεων). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1147 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 517 – 521. 141


1.1.13.4. (364) ΑΠ 1/2002 Β΄ Τακτ. Ολ. (Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η κατά τις διατάξεις του Ν. 301/1976 δημοσίευση αποφάσεων παροχής υπερωριακής αμοιβής σε Δ.Υ. με εγκύκλιο προς τις αρμόδιες υπηρεσίες μετά την τοιχοκόλληση στο κεντρικό κατάστημα της οικείας Υπηρεσίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 375 – 376. (365) ΣτΕ 564/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Ως πρόσθετες αποδοχές κατ΄ άρθρο 104 παρ.2 Συντ. νοούνται οι αποδοχές από δεύτερη θέση την οποία νομίμως κατέχει ο υπάλληλος ή από απασχόλησή του σε καθήκοντα εκτός της οργανικής θέσεως και όχι αποδοχές ή απολαβές του υπαλλήλου, οι οποίες, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως μισθού ή επιδόματος ή αποζημιώσεως για υπερωριακή εργασία, συνδέονται με την κύρια θέση του). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1195 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ. Βλ. και κατωτέρω (αρ. 405). (366) ΣτΕ 1184/2001 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Οι εργαζόμενοι στη μονάδα εκτυπώσεως του Υπουργείου Εμπορίου ως χρησιμοποιούντες τα ίδια μηχανήματα και τις ίδιες χημικές ουσίες με τους εργαζομένους στο Εθνικό Τυπογραφείο δικαιούνται να λαμβάνουν επίδομα ανθυγιεινής εργασίας βάσει του Π.Δ. 904/1978). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1196 – 1197 [Περίληψη της αποφάσεως]. (367) ΣτΕ 1780/2001 Τμ. Γ΄ (Κίνητρο προσελκύσεως δημοσίων υπαλλήλων σε προβληματικές περιοχές της χώρας βάσει του άρθρου 64 παρ. 2 του Ν. 1943/1991. Διπλός υπολογισμός του χρόνου υπηρεσίας για την εξέλιξη των υπαλλήλων σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο περιλαμβανομένου και του μισθολογικού κλιμακίου που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 17 παρ. 1 του Ν. 1810/1985 για τους υπαλλήλους που συμπληρώνουν 32 έτη υπηρεσίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1197 [Περίληψη της αποφάσεως]. (368) ΣτΕ 2406/2000 Τμ. Γ΄ (Ν. 1735/1987. Ο μετατασσόμενος διατηρεί στη νέα του υπηρεσία το μισθολογικό κλιμάκιο που είχε στην υπηρεσία από την οποία μετατάσσεται). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1199 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 815 [Περίληψη της αποφάσεως]. (369) ΣτΕ 2061/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Εμπορικός ακόλουθος ασκών εν τοις πράγμασι καθήκοντα προϊσταμένου γραφείου ελλείψει Εμπορικού Συμβούλου δύναται να λάβει διαφορά επιδόματος αλλοδαπής λόγω ασκήσεως ανωτέρων του βαθμού του καθηκόντων, μόνον αν έχει εκδοθεί σχετική απόφαση του Υπουργού Εμπορίου). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1200 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 1369 [Περίληψη της αποφάσεως]. (370) ΣτΕ 340/2001 Τμ. Α΄ (Παρακράτηση αποδοχών λόγω θέσεως σε αργία. Απόρριψη αιτήματος αποδόσεως παρακρατηθεισών αποδοχών κατόπιν αποδοχής από το υπηρεσιακό συμβούλιο ότι το αδίκημα τελέσθηκε από αμέλεια. Δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός από το υπηρεσιακό

142


1.1.13.4. συμβούλιο του βαθμού της αμελείας του υπαλλήλου). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1162 [Περίληψη της αποφάσεως]. (371) ΣτΕ 1339/2002 Τμ. Γ΄ επταμ. (Η προϋπηρεσία σε ΝΠΙΔ μονίμου υπαλλήλου του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ υπολογίζεται για την κατάταξη και εξέλιξή του στα μισθολογικά κλιμάκια, για τον υπολογισμό του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και των αποδοχών του, εκτός των άλλων περιπτώσεων, και όταν η προϋπηρεσία αυτή αναγνωρίζεται από τον οικείο συνταξιοδοτικό φορέα ως συντάξιμη ευθέως και όχι βάσει του νόμου περί διαδοχικής ασφαλίσεως. Συνεπώς, υπάλληλοι μονιμοποιούμενοι σε θέσεις του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ οι οποίοι βάσει των άρθρων 1 παρ. 2 Ν. 1583/1985 και 13 παρ. 1 Ν. 1813/1988 επέλεξαν ως ασφαλιστικό φορέα το ΙΚΑ, υπαγόμενοι στο συνταξιοδοτικό του καθεστώς ως κοινοί ασφαλισμένοι, δικαιούνται να προσμετρήσουν κάθε προϋπηρεσία σε ΝΠΙΔ την οποία το ΙΚΑ αναγνωρίζει ευθέως ως συντάξιμη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1163 – 1164 [Περίληψη της αποφάσεως]. (372) ΣτΕ 1602/2002 Τμ. Α΄ (Μονιμοποίηση βάσει του Ν. 1476/1984. Οι αποδοχές μονιμοποιηθέντος υπαλλήλου ως έχουν καθορισθεί με απόφαση δικαστηρίου όταν ακόμη ήταν συμβασιούχος θα ληφθούν υπ΄ όψη για τον προσδιορισμό των αποδοχών του ως μονίμου υπαλλήλου μόνον εφ΄ όσον οι διαμορφωθείσες με την απόφαση αυτή αποδοχές είχαν καταβληθεί από την υπηρεσία). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1166 [Περίληψη της αποφάσεως] [Βλ. και αρ. 374]. (373) ΣτΕ 45/2002 Τμ. Γ΄ (Επίδομα χρόνου υπηρεσίας. Κατά το άρθρο 16 παρ. 1 εδ. γ΄ του Ν. 1505/84 ο χρόνος προϋπηρεσίας των μονίμων υπαλλήλων στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος λαμβάνεται υπ΄ όψη για τον προσδιορισμό του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και την εξέλιξη στα μισθολογικά κλιμάκια δεν συνυπολογίζεται πάντοτε στο σύνολό του, αλλά υπολογίζεται μόνον κατά το τμήμα του χρόνου αυτού το οποίο απαιτείται ως προσόν διορισμού σε θέση μονίμου δημοσίου υπαλλήλου ή ελήφθη υπ΄ όψη κατά την ένταξη του υπαλλήλου σε τέτοια θέση ή την με οποιοδήποτε τρόπο μισθολογική εξέλιξή του). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1166 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2003, σ. 401 [Περίληψη της αποφάσεως]. (374) ΣτΕ 1602/2002 Τμ. Α΄ επταμ. (Ευνοϊκή για παραιτηθέντα υπάλληλο υπουργική απόφαση περί ανακλήσεως της αποδοχής της παραιτήσεώς του, ελλείψει σχετικής διατάξεως νόμου, δεν δύναται να αποτελέσει έρεισμα για την αναγνώριση του εκτός υπηρεσίας χρόνου κατά τον οποίο δεν υπήρχε προσφορά εργασίας, ως συντάξιμου και για τον υπολογισμό αυτού του χρονικού διαστήματος για βαθμολογική μισθολογική εξέλιξη). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1166 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2003, σ. 650 [Περίληψη της αποφάσεως] [Βλ. & αρ. 372]. (375) ΣτΕ 307/2003 Τμ. Γ΄ επταμ. (Υπουργική απόφαση καθορισμού υπερωριακής αποζημιώσεως Δ.Υ. μη δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά και μη δημοσιευθείσα βάσει του άρθρου 3 παρ. 3 του Ν.

143


1.1.13.4. 301/1976 δια τοιχοκολλήσεως σε εμφανές σημείο του κεντρικού καταστήματος των υπηρεσιών προς τις οποίες κοινοποιήθηκε δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1170 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2003, σ. 865 [Περίληψη της αποφάσεως]. (376) ΣτΕ 992/2004 Ολ. (Επίδομα ειδικών συνθηκών χορηγηθέν στους δασικούς υπαλλήλους με το Ν. 2342/1995 για συγκεκριμένα καθήκοντα, περιλαμβανομένης και της δασοπυροσβέσεως, που ασκούσαν κατά το χρόνο θεσπίσεως του επιδόματος αυτού και καταργηθέν με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. ββ΄ του Ν. 2470/1997 χωρίς εν τω μεταξύ να έχει επέλθει μεταβολή στα καθήκοντά τους, ενώ για άλλες κατηγορίες υπαλλήλων αυτό το επίδομα διετηρήθη ή κατηργήθη με ταυτόχρονη θέσπιση νέων επιδομάτων. Η ανωτέρω διάταξη του Ν. 2470/1997 αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1151 – 1153. Σημ. Βλ. και ανωτέρω (αρ. 320). (377) ΣτΕ 3115/2002 Τμ. Γ΄ επταμ. (Οι ιατροί του ΕΣΥ αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία δημοσίων λειτουργών και κατά συνέπεια δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητος η μη χορήγηση σ΄ αυτούς της ειδικής αποζημιώσεως για πρόσθετη εργασία η οποία έχει χορηγηθεί σε όλους τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους του ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ. Οι ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες απασχολούνται και για τις οποίες αμείβονται ειδικώς οι ιατροί του ΕΣΥ, καθιστά την εξαίρεσή τους από τη λήψη ειδικής αποζημιώσεως για πρόσθετη εργασία, συμβατή προς το άρθρο 4 του ισχύοντος Συντάγματος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1225 [Περίληψη της αποφάσεως]. (378) ΣτΕ 1629/2005 Τμ. ΣΤ΄ (Μονιμοποιηθείς υπάλληλος βάσει του άρθρου 3 του Ν. 1476/1984. Υπαγωγή στο μισθολογικό καθεστώς του Ν. 1505/1984. Επιδίκαση με αμετάκλητη απόφαση πολιτικού δικαστηρίου ορισμένου ποσού ως μισθολογικής διαφοράς. Η απόφαση αυτή του πολιτικού δικαστηρίου δεσμεύει τα αρμόδια όργανα της Διοικήσεως και «κατ΄ επέκταση και τα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία κατά τον υπολογισμό της οφειλομένης…διαφοράς αποδοχών, δεν μπορούσαν να ελέγξουν παρεμπιπτόντως την νομιμότητα του υπολογισμού των αποδοχών εκ μέρους του πολιτικού δικαστηρίου…»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2005, σ. 1292 – 1293. (379) ΣτΕ 1461/2005 Ολ. (Υπάλληλοι που αποσπώνται με αίτησή τους στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και υπηρετούν στο εξωτερικό δεν δικαιούνται να λαμβάνουν το κατά το άρθρο 131 παρ. 10 του Ν. 419/1976 επίδομα αλλοδαπής, το οποίο χορηγείται στους εκεί υπηρετούντας πολιτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου αυτού. Δεν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2005, σ. 1295 – 1297. (380) ΑΠ 29/2006 Ολ. (Η παραγραφή αξιώσεως υπαλλήλων του Δημοσίου με οποιαδήποτε σχέση για τις κάθε φύσεως απολαβές τους είναι διετής και αρχίζει από το χρονικό σημείο της γενέσεως της επιδίκου αξιώσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 107. 144


1.1.13.4. Σημ. Βλ. αντίθετες αποφάσεις ΣτΕ 642/2007 & 898/2007 Τμ. ΣΤ΄ και σύμφωνη απόφαση ΑΕΔ 32/2008. (αρ. 381 & 348 αντίστοιχα). (381) ΣτΕ 642/2007 & 898/2007 Τμ. ΣΤ΄ (Η παραγραφή αξιώσεως υπαλλήλων του Δημοσίου με οποιαδήποτε σχέση για τις κάθε φύσεως απολαβές τους είναι διετής και αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο έχει γεννηθεί η αξίωση και είναι δικαστικώς επιδιώξιμη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1228 – 1229. Σημ. Βλ. αντίθετες αποφάσεις ΑΠ 29/2006 Ολ. και ΑΕΔ 32/2008. (αρ. 380 & 348 αντίστοιχα). (382) ΔΕΚ,Απόφαση της 15.1.1998, Υπόθ. C – 15/96, “K. Schöning – Κουγεβετοπούλου / Freie und Hansestadt Hamburg” (Άρθρα 48 Συνθ. ΕΚ & 7 παρ. 1, 4, Κανονισμού 1612/68/ΕΟΚ. «…η απασχόληση των δημοσίων υπαλλήλων διέπεται από διαφορετικούς κανόνες οργανώσεως και λειτουργίας στα κράτη μέλη» της Ευρωπαϊκής Κοινότητος. Εν τούτοις, όταν «…παρόμοιες δραστηριότητες…» έχουν ασκηθεί από εργαζόμενο στις Δημόσιες Διοικήσεις διαφορετικών κοινοτικών χωρών συνυπολογίζεται ο διανυθείς χρόνος απασχολήσεως σε όλες τις ως άνω Διοικήσεις προκειμένου αυτός να προαχθεί μισθολογικά). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1998, σ. 587 – 594 με εκτενές Σχόλιο του Αλεξάνδρου Τσαδήρα, σ. 598 – 604. (383) ΔΠρΒόλου 375/2004 (Τις επί πλέον αποδοχές άλλου κανονικώς προσλαμβανομένου υπαλλήλου δικαιούται δημόσιος υπάλληλος εκτελέσας υπηρεσία άλλου κλάδου διαφορετικού εκείνου στον οποίο ανήκει, κατόπιν παρανόμου διαταγής των προϊσταμένων του. Η εκτέλεση, αυτή, αλλοτρίων καθηκόντων καθιστά πλουσιότερο το Δημόσιο χωρίς νόμιμη αιτία και κατά συνέπεια υποχρεούται τούτο σε απόδοση της ωφελείας που είχε κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 904 ΑΚ). i) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2008, σ. 2628 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 211 – 216. (384) ΕΣ 2120/2003 Τμ. ΙΙ (Άρθρα 1 παρ. 1, 2, 3 & 2 παρ. 1 Α.Ν. 599/1968. Αίτημα εν ενεργεία υπαλλήλου για αναγνώριση προϋπηρεσιών προκειμένου αυτές να ληφθούν υπ’ όψη για την εξέλιξη του στα μισθολογικά κλιμάκια και την καταβολή αυξημένου χρονοεπιδόματος βάσει του Ν. 2470/1997 δεν γεννά συνταξιοδοτική διαφορά υπαγομένη στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 131 – 132. (385) ΕΣ 1201/2005 Τμ. Ι (Άρθρο 8 Ν. 2470/1997. «…το επίδομα πληροφορικής δικαιούνται μόνον οι ειδικευόμενοι στο αντικείμενο αυτό…υπάλληλοι οι οποίοι κατέχουν οργανικές θέσεις κλάδων πληροφορικής, υπηρετούν σε νομοθετημένες υπηρεσίες, διευθύνσεις, τμήματα ή κέντρα πληροφορικής, εργάζονται με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και κατέχουν τα ειδικά τυπικά προσόντα που ορίζονται στο Π.Δ. 194/1988 και ήδη 50/2001»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2005, σ. 632 – 634.

145


1.1.13.4. (386) ΕΣ 2589/2006 Τμ. Ι΄ (Άρθρα 56 παρ. 1 Ν. 2065/1992, 150 Υ.Κ.- Ν. 2683/1999 & 33 Ν. 2362/1995. Δωροδοκία υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών συνεπάγεται την θέση τους υποχρεωτικά σε αργία από της παραπομπής τους σε δίκη, ενώ λαμβάνουν κατά τη διάρκειά της το ένα τέταρτο των αποδοχών τους. Από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση παύει υφισταμένη η αξίωση του υπαλλήλου για μισθοδοσία του και αν κατεβλήθησαν αποδοχές πρέπει να επιστραφούν ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, άλλως καταλογίζονται εις βάρος του). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 225 – 229. (387) ΣτΕ 2088/2005 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Βάσει του τυπικού προσόντος διορισμού του υπαλλήλου γίνεται η κατάταξή του σε μισθολογικά κλιμάκια). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 755 [Περίληψη της αποφάσεως]. (388) ΠολΠρΘεσ 21359/2008 (Συνιστά άνιση δυσμενή μεταχείριση ορισμένων κατηγοριών υπαλλήλων η μη χορήγηση της ειδικής παροχής – επιδόματος – των 176 «ευρώ», αφού πρόκειται για γενικευμένη προσαύξηση των απολαβών υπαλλήλων και κατά συνέπεια, βάσει της αρχής της ισότητος, η ως άνω παροχή πρέπει να επεκταθεί και στους μη λαμβάνοντες αυτήν υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 1565 – 1581. (389) ΣτΕ 1029/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Η διάταξη του άρθρου 95 περίπτ. α΄ του Ν.Δ. 321/1969 περί διακοπής της παραγραφής των αξιώσεων κατά του Δημοσίου, ως ειδική κατισχύει της νεωτέρας διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 1 του Π.Δ. 341/1978. «Συνεπώς, η παραγραφή χρηματικής αξιώσεως κατά του Δημοσίου, η οποία προέρχεται από απαίτηση για καθυστερούμενες αποδοχές ή άλλου είδους παρόμοιες απολαβές η ικανοποίηση της οποίας επιδιώκεται με αγωγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, διακόπτεται με την κατάθεση και μόνη της αγωγής αυτής στο διοικητικό δικαστήριο, μη απαιτουμένης και κοινοποιήσεως στο εναγόμενο Δημόσιο»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/1998, σ. 132 – 135. (390) ΣτΕ 2/1998 Τμ. Γ΄ (Αποκλείσθηκε βάσει του άρθρου 30 παρ. 4 του Ν. 1397/1983 η χορήγηση σους ιατρούς του ΕΣΥ «…οποιωνδήποτε άλλων επιδομάτων – εκτός των οικογενειακών επιδομάτων – των οποίων η χορήγηση προβλεπόταν με βάση την προϋφισταμένη νομοθεσία, όπως το επίδομα διδακτορικού διπλώματος…». Δεδομένου ότι για τους ιατρούς του ΕΣΥ προβλέπεται η ύπαρξη ειδικού μισθολογίου και ειδικών αμοιβών δεν παραβιάζεται η κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητος). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/2000, σ. 472 – 474. (391) ΔΕφ Κρήτης 34/2007 (Άρθρο 107 Ν. 1188/1981. Για την περικοπή αποδοχών υπαλλήλου λόγω αρνήσεως ή παρελκύσεως εκτελέσεως υπηρεσίας εξ υπαιτιότητός του, πρέπει στην σχετική πράξη περικοπής και στα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως να προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, ιδίως κατά το χρόνο, βάσει των οποίων εκδίδεται 146


1.1.13.4. αυτή η πράξη). «ΕΦΕΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΡΗΤΗΣ», τχ. 3/2007, σ. 571 – 572. (392) ΤρΔΠρΚομ 457/2009 (Προσμέτρηση χρόνου υπηρεσίας για την κατάταξη σε μισθολογικά κλιμάκια. «…με την παρ. 4 του άρθρου 15 του Ν. 3205/2003 εισήχθη νέα διάταξη σύμφωνα με την οποία δεν αρκεί πλέον η συγκεκριμένη προϋπηρεσία να αναγνωρίζεται ως πραγματική δημοσία υπηρεσία με βάση τις συναφείς ισχύουσες διατάξεις, αλλά επιπλέον απαιτείται η ίδια προϋπηρεσία να μην έχει χρησιμοποιηθεί για τη χορήγηση οποιασδήποτε άλλης παροχής ή για την αναγνώριση συνταξιοδοτικού δικαιώματος»). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 771 – 774 με Σχόλιο του Ακρίτα Καϊδατζή. (393) ΑΠ 60/2002 Τμ. Β1 (Άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδική μισθολογική ρύθμιση εισάγουσα αδικαιολόγητη διάκριση εις βάρος ορισμένων υπαλλήλων. Επιδίκαση της παροχής αυτής από τα Δικαστήρια και στους παραλειφθέντας υπαλλήλους χωρίς να παραβιάζεται από αυτά η κατά τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, αφού τα ελληνικά δικαστήρια βάσει των άρθρων 87 παρ. 1 & 2, 93 παρ. 4 και 120 του Συντάγματος είναι υποχρεωμένα να ελέγχουν την αντισυνταγματικότητα των νόμων και «…να εφαρμόσουν σ΄ όλη την έκταση την αρχή της ισότητας…», ούτως ώστε να αποκτά «…ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2003, σ. 252 – 254. (394) ΣτΕ 497/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Μονιμοποίηση βάσει του Ν. 1476/1984 και κατάταξη σε μισθολογικά κλιμάκια βάσει του Ν. 1505/1984 με διατήρηση της τυχόν προκυπτούσης επί πλέον διαφοράς μεταξύ ήδη καταβαλλομένων και δικαιουμένων με την ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου αποδοχών μέχρι βαθμιαίας τελικής εξαλείψεώς της. Επανακατάταξη βάσει του Ν. 1810/1980 και κατάργηση της κατά τα ανωτέρω διαφοράς. Ρητώς εκφρασθείσα στην εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 3 του Ν. 1476/1984 βουλήσεως του νομοθέτη «να μην προβεί σε μείωση των αποδοχών των μονιμοποιουμένων υπαλλήλων». Συνεπώς, η διαφορά αυτή διατηρείται και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπ΄ όψη και αυξήσεις που εχορηγήθησαν μετά την μονιμοποίηση με αποφάσεις των αρμοδίων δικαστηρίων. Τα αρμόδια όργανα του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ δεν επιτρέπεται να αμφισβητήσουν την νομιμότητα των κατά τα ανωτέρω δικαστικώς προσδιορισθεισών αποδοχών). « ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2005, σ. 846 – 848. (395) ΣτΕ 1777/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Υπάλληλοι του Υπουργείου Δημοσίων Έργων οι οποίοι πράγματι συμβάλλουν στην «έγκαιρη εκτέλεση των δημοσίων έργων χάριν του δημοσίου συμφέροντος» δικαιούνται ειδικής πρόσθετης αμοιβής, βάσει του άρθρου 5 παρ. 4 του Ν. 2300/19095 και της Δ 16/07/635/Β/10.8.1995 κοινής υπουργικής αποφάσεως. Ως προβλέπει και η παρ. 8 της ανωτέρω κοινής υπουργικής αποφάσεως δεν δικαιούνται ειδικής προσθέτου αμοιβής υπάλληλοι του Υπουργείου Δημοσίων Έργων οι οποίοι έχουν αποσπασθεί στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως βάσει του άρθρου 6 του Ν. 1878/1990 με τον οποίο κυρώθηκε η 19/1990 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου και έχουν διατεθεί σε γραφεία βουλευτών).

147


1.1.13.4. i) «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2007, σ. 661 – 664. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2054 – 2055 [Περίληψη της αποφάσεως]. (396) ΣτΕ 2531/2007 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Ο παρανόμως απομακρυνθείς υπάλληλος δικαιούται αποζημιώσεως, για το σύνολο των αποδοχών που δεν έλαβε κατά τον χρόνο της απομακρύνσεώς του από την υπηρεσία. Το Δημόσιο δύναται να αντιτάξει ένσταση συμψηφισμού μέχρις εκμηδενισμού της κατ΄ αυτού αξιώσεως για προσπορισμό ωφελείας του αιτούντος κατά τον εκτός της υπηρεσίας χρόνο). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ»,2008, σ. 626 [Περίληψη της αποφάσεως]. (397) ΣτΕ 2556/2006 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Δεν επέρχεται αυτοδικαίως περικοπή αποδοχών μετακινηθέντος Δ.Υ. ο οποίος δεν ενεφανίσθη στη νέα θέση του προς ανάληψη υπηρεσίας, αλλ΄ απαιτείται η έκδοση σχετικής πράξεως περικοπής αποδοχών). i) «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 1053 ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 1459 – 1460. (398) ΔΕφΘεσ 289/2008 Τμ. Ε΄ (Ως αποδοχές με την ευρεία έννοια του όρου θεωρούνται συνολικώς οι κατά νόμον και κατά ορισμένα τακτικά διαστήματα χρηματικές παροχές προς τον δημόσιο υπάλληλο οι οποίες καταγράφονται στη μισθοδοτική του κατάσταση συνεντελλόμενες με τις βασικές αποδοχές του και περιλαμβάνουσες και τα ποικίλων χαρακτηρισμών και δικαιολογητικών βάσεων παρεχόμενα επιδόματα, αδιαφόρως του τρόπου φορολογήσεώς τους. Αν η Διοίκηση συμμορφούμενη προς δικαστική απόφαση προβεί στον διορισμό του αιτούντος χωρίς να καταβληθεί το σύνολο των αποδοχών της εκτός υπηρεσίας περιόδου, αυτός δικαιούται αποζημιώσεως συμπεριλαμβανομένων και των μη καταβληθέντων επιδομάτων). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 1054 [Περίληψη της αποφάσεως]. (399) ΔΕφΑθ 637/1993 (Αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητος η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 6 του Ν. 1505/1984 περί καταβολής του επιδόματος οικογενειακών βαρών μόνον στον ένα εκ των δύο συζύγων όταν αμφότεροι είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπηρετούν στο δημόσιο τομέα. Διετής, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων των δημοσίων υπαλλήλων κατά του Δημοσίου βάσει του άρθρου 91 παρ. 2 του Ν. Δ. 321/1969). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1994, σ. 1241 – 1244 με Σχόλιο των Ελπίδος - Άννας Φεταλίδου & Μαρίας Στάμου. (400) ΣτΕ 1185/1995 (Βάσει του άρθρου 11 παρ. 6 του Ν. 1505/1984 παρέχεται οικογενειακό επίδομα στους Δ.Υ. ως γνήσιο επίδομα οικογενειακών βαρών και ως εκ τούτου χορηγείται άπαξ κατά οικογένεια, είτε στον ένα εκ των συζύγων, είτε εξ ημισείας σε αμφότερους κατά την επιλογήν τους.). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 307 – 311. (401) ΔΕφΑθ 2963/1998 («Δεν παρέχεται η δυνατότητα διατήρησης των μισθολογικών κλιμακίων που πλασματικά είχαν χορηγηθεί…» σε υπαλλήλους κατά τη βράβευση των μελετών τους βάσει σχετικής προκηρύξεως διαγωνισμού του Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως. Δεν αντίκειται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος περί σεβασμού της αξίας του ανθρώπου αφού η δια νόμου 148


1.1.13.4. εκ των υστέρων κατάργηση, της ρυθμίσεως αυτής δεν έχει αναδρομική ισχύ). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1038 – 1039. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 921 – 923. Βλ. όμως και την απόφαση 954/1999 του ιδίου Δικαστηρίου (αρ. 333). (402) ΣτΕ 1327/1998 Τμ. Γ΄ (Δεν υφίσταται νομοθετικό έρεισμα για την από κληρονόμους υπαλλήλου αίτηση αναμορφώσεως διοικητικών πράξεων σχετικών με την κατά τον χρόνο της υπηρεσίας του μισθοδοσία του. Για την αναζήτηση παρανόμως μη καταβληθεισών στον υπάλληλο δεδουλευμένων αποδοχών, οι ανωτέρω δύνανται να ασκήσουν αγωγή κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ»,1999, σ. 1491 [Περίληψη της αποφάσεως]. (403) ΔΕφΑθ 811/1999 (Παροχή βάσει του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν. 287/1976 οικονομικού κινήτρου για να υπηρετήσουν δημόσιοι υπάλληλοι σε παραμεθόριες περιοχές. Παραχώρηση εκ μέρους της Πολιτείας αυτού του οικονομικού κινήτρου σταθερώς επί εικοσαετία «εκ λόγων, προφανώς, εθνικών για ειδική ενίσχυση των παραμεθόριων περιοχών. Μη υπολογισμός αυτού του οικονομικού κινήτρου κατά τη νέα μισθολογική κατάταξη βάσει του Ν. 2470/1977 αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 732 – 733. Σημ. Βλ. και απόφαση ΣτΕ 2102/2004 Τμ. ΣΤ΄ (αρ. 409). (404) ΣτΕ 745/1998 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Καταβολή σε ιατρούς του ΙΚΑ για υπερωριακή εργασία είναι δυνατή μόνον αν παρεσχέθη πραγματικώς η εργασία αυτή καθ΄ υπέρβαση του προβλεπομένου από τις οικείες διατάξεις ημερησίου χρόνου εργασίας. Δεν επιτρέπεται η καταβολή αποδοχών για υπερωριακή εργασία και όταν η υπερωριακή εργασία δεν παρεσχέθη για λόγους υγείας). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1335 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 1171 – 1173. (405) ΣτΕ 564/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές κατά το άρθρο 104 παρ.2 του Συντάγματος δεν είναι οι συνδεόμενες με την κύρια θέση του υπαλλήλου, αλλά οι συνδεόμενες με την δεύτερη θέση την οποία ειδικός νόμος επιτρέπει σ΄ αυτόν να καταλάβει, ή οι συνδεόμενες με απασχόλησή του σε άλλα καθήκοντα εκτός της οργανικής του θέσεως). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 479 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/2002, σ. 287 – 290. Σημ. Βλ. και ανωτέρω (αρ. 365). (406) ΣτΕ 921/2000 Τμ. Γ΄ (Επίδομα χρόνου υπηρεσίας κατά το άρθρο 9 του Ν. 1505/1984 δεν παρέχεται σε τέκνα και συζύγους επαναπατριζομένων πολιτικών προσφύγων λόγω προϋπηρεσίας τους στις χώρες προελεύσεώς τους, εκτός αν τα πρόσωπα αυτά, έχουν, τα ίδια, την ιδιότητα του πολιτικού πρόσφυγα). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 766 – 767.

149


1.1.13.4. (407) ΣτΕ 1579/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 12 Ν. 2470/1977. Πρόβλεψη για παροχή σε ένα μόνο εκ των δύο συζύγων υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ μετονομασθέντος σε παροχή οικογενειακού επιδόματος οικονομικού βοηθήματος συνιστά ταυτόσημη ρύθμιση προς εκείνη του άρθρου 11 παρ. 6 του Ν. 1505/1984 η οποία έχει κριθεί με την απόφαση 3/2001 του ΑΕΔ ως αντικειμένη προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος και συνεπώς δεν χρειάζεται παραπομπή στην Ολομέλεια). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2055 [Περίληψη της αποφάσεως]. (408) ΣτΕ 1534/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 56 παρ. 1 Ν. 2065/1992. Αμέσως μετά την αμετάκλητη αθωωτική δικαστική απόφαση για τεθέντα σε αργία δημόσιο υπάλληλο η επάνοδός του στην υπηρεσία και η απόδοση των κατά την διάρκεια της αργίας αυτής παρακρατηθεισών αποδοχών είναι υποχρεωτικές και ενεργούνται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών χωρίς προηγούμενη απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2056 [Περίληψη της αποφάσεως]. (409) ΣτΕ 2102/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν αντίκεινται στην αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης οι διατάξεις του Ν. 2470/1997 κατά το μέρος που καταργούν ευνοϊκές για υπαλλήλους, οι οποίοι υπηρετούν ή υπηρέτησαν σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές, ρυθμίσεις και τις αντικαθιστούν με το επίδομα του άρθρου 8 παρ. 5 του νόμου αυτού. Μισθολογικά πλεονεκτήματα προβλεπόμενα βάσει των άρθρων 11 παρ. 1. Του Ν. 287/1976 και 9 παρ. 2 του Ν. 2085/1992 και αποβλέποντα στη στελέχωση υπηρεσιών παραμεθορίων και προβληματικών περιοχών εχορηγήθησαν πρωτίστως για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Όμως με την νέα ρύθμιση του άρθρου 8 παρ.5 του Ν. 2470/1997 εκρίθη ότι εξυπηρετείται καλύτερα το δημόσιο συμφέρον με συνέπεια την κατάργηση των ευνοϊκών για τους υπαλλήλους αυτούς ρυθμίσεων των άρθρων 11 παρ. 1 του Ν. 287/1976 και 9 παρ. 2 του Ν. 2085/1992. Συνεπώς, πρόκειται για απλή προσδοκία διατηρήσεως των ανωτέρω ευνοϊκών ρυθμίσεων για τους υπαλλήλους εκείνους οι οποίοι εζήτησαν την μετάταξή τους σε υπηρεσίες παραμεθορίων και προβληματικών περιοχών και δεν κωλύεται ο νομοθέτης να τις αντικαταστήσει με την ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 2470/1997). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2068 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ. Βλ. και απόφαση ΔΕφΑθ 811/1999 (αρ. 403). (410) ΣτΕ 2615/2004 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Η κράτηση 6% βάσει του άρθρου 27 παρ. 34 του Ν. 2166/1993 επί παντός λογαριασμού πληρωμής εργολάβου έργων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ για να διατίθεται ως πρόσθετη αμοιβή μηχανικών πτυχιούχων ΑΕΙ υπηρετούντων στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ ως κίνητρο προσελκύσεως και παραμονής τους στην υπηρεσία και μάλιστα σε προβληματικές περιοχές έχει τον χαρακτήρα φόρου του Δημοσίου ο οποίος βαρύνει άμεσα το εργολαβικό αντάλλαγμα). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2006, σ. 505 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§

150


1.1.13.5. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ [ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ] (411) ΣτΕ 3096/2001 Ολ. (Κατάργηση του Ταμείου Αρωγής Υπαλλήλων Υπουργείων Προεδρίας της Κυβερνήσεως και Εξωτερικών ΤΑΥΥΠΚΕΞ βάσει του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 2767/1999. Δεν θίγονται τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των προ της 31.12.1992 ασφαλισμένων του ΤΑΥΥΠΚΕΞ). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2001, σ. 1414 – 1417. (412) ΣτΕ 3457/2004 Ολ. (Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων. «Κατά την εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 2512/1997, για τον προϋπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος, όπως αυτό θα διαμορφωνόταν στις 31.12.1996, λαμβάνονταν υπ΄ όψιν οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές – δηλαδή το άθροισμα του βασικού μισθού του οικείου μισθολογικού κλιμακίου, του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και του ποσού της Α.Τ.Α., ή των ποσοστιαίων αυξήσεων που χορηγούνται κατ΄ εφαρμογήν, νόμων για την εισοδηματική πολιτική – χωρίς να προστίθενται και άλλες παροχές, επιδόματα και οποιασδήποτε μορφής αποζημιώσεις που χορηγούνται στους ασφαλισμένους του Τ.Π.Δ.Υ. ως συμπλήρωμα των αποδοχών τους, έστω και αν οι παροχές αυτές χαρακτηρίζονται τακτικές αποδοχές. Το ποσό όμως που υπολογίζεται με τον ως άνω τρόπο δεν τελεί υπό τον περιορισμό του ανωτάτου ορίου των 700.000 δραχμών αλλά λαμβάνεται υπ΄ όψιν ολόκληρο. Εξάλλου, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 2512/1997 έχει, ως εκ της φύσεώς της, μεταβατικό χαρακτήρα, ισχύουσα για μία πενταετία από 1.1.1997, όπως συνεπάγεται εκ του συνδυασμού της διατάξεως αυτής, και δη του τελευταίου εδαφίου της, προς την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, με την οποίαν ως βάση υπολογισμού του βοηθήματος λαμβάνεται πλέον υπ΄ όψιν ο μέσος όρος των αποδοχών της τελευταίας προ της υποβολής της σχετικής αιτήσεως πενταετίας»). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2005, σ. 424 – 427. (413) ΕΣ 1227/2007 Ολ. (Άρθρο 62 παρ. 1 περ. β΄ Π.Δ. 166/2000. Καταδίκη υπαλλήλου για δωροδοκία και απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Αναγκαία η αναζήτησης της δίκαιης σχέσεως «…ισορροπίας μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού της ρύθμισης και του προστατευόμενου συνταξιοδοτικού δικαιώματος…» βάσει της κατ΄ άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητος). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2008, σ. 296 – 299 με Σχόλιο του Ε.Π. Σημ. Βλ. και αποφάσεις ΕΣ 2287/2005 Ολ. (αρ. 449), ΕΣ 2347/2004 Ολ. (αρ. 447), ΕΣ 1359/2002 Τμ. ΙΙ (αρ. 423) και ΕΣ 1376/2002 (αρ. 417). (414) ΕΣ 1059/2000 (Συνταξιοδότηση ελληνίδος υπηκόου υπαλλήλου ΝΠΔΔ με προϋπηρεσία στη Γερμανία. Συνυπολογισμός του εκεί χρόνου προϋπηρεσίας βάσει του Κανονισμού ΕΚ 1606/1998. Η πληρωμή της συντάξεως δεν δύναται να ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο της 25ης Οκτωβρίου 1998 όταν ετέθη σε ισχύ ο Κανονισμός αυτός). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2001, σ. 127 – 132. (415) ΕΣ 76/2001 Τμ. ΙΙ («…το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν δεσμεύεται αλλά κρίνει ελεύθερα αν υπόθεση που παραπέμφθηκε σ΄ αυτό από δικαστήριο που ανήκει σε έτερο δικαιοδοτικό κλάδο, όπως είναι τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, υπάγεται στη δικαιοδοτική του αρμοδιότητα». Αίτηση ακυρώσεως ως έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου «…κατά πράξεως οργάνου της Διοικήσεως ασχέτου με την υπηρεσία συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους δεν γεννά…συνταξιοδοτική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητά του…»). 151


1.1.13.5. «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2001, σ. 447 – 448. (416) ΕΣ 1302/2001 Ολ. (Σύμφωνα με την 3/2001 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου οι συνταξιούχοι του Δημοσίου οι οποίοι βάσει του άρθρου 12 του Ν. 1694/1997 λαμβάνουν «…οικογενειακό επίδομα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που το λαμβάνουν και οι τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, δικαιούνται ολόκληρο το οικογενειακό επίδομα, έστω και αν λαμβάνει το επίδομα αυτό και ο σύζυγός τους ως δημόσιος υπάλληλος ή συνταξιούχος»). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2002, σ. 113 – 114. (417) ΕΣ 1376/2002 (Βάσει του Συνταξιοδοτικού Κώδικα «…ο μισθοδοτούμενος από το Δημόσιο Ταμείο υπάλληλος θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο και όταν απολυθεί από την υπηρεσία του μετά από απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον έχει εικοσαετή τουλάχιστον πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η απόλυσή του οφείλεται στη διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος της αδικαιολόγητηςαυθαίρετης-απουσίας από την εκπλήρωση των καθηκόντων του»). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2003, σ. 593 – 595. Σημ. Βλ. και αποφάσεις ΕΣ 2287/2005 Ολ. (αρ.449), ΕΣ 2347/2004 Ολ. (αρ.447), ΕΣ 1359/2002 Τμ. ΙΙ (αρ.423) και ΕΣ 1227/2007 Ολ. (αρ.413). (418) ΕΣ 1508/2004 Τμ. Ι («…στους πολιτικούς συνταξιούχους του Δημοσίου, που κατέχουν συγχρόνως και θέση υπαλλήλου στο δημόσιο τομέα και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές αντίστοιχα, η σύνταξή τους από 9.4.1999, επομένη της έναρξης ισχύος του…νόμου 2703/1999, καταβάλλεται μειωμένη κατά 70%, με την προϋπόθεση ότι δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 8 παρ. 14 του νόμου 2592/1998. Ως δημόσιος δε τομέας σε θέσεις του οποίου υπηρετούν οι ως άνω συνταξιούχοι νοείται, κατά…το άρθρο 6 παρ. 16 του νόμου 2227/1994, ο δημόσιος τομέας όπως προσδιορίζεται με το άρθρο 1 παρ. 6 του νόμου 1256/1982…»). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2005, σ. 233 – 236. (419) ΕΣ 258/2005 Τμ. ΙΙ (Μετά την αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής σχέσεως λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας και τριακονταπενταετίας «… το γεγονός της συνέχισης της παροχής υπηρεσίας λόγω μη έκδοσης της διαπιστωτικής πράξης απόλυσης του υπαλλήλου δεν είναι ικανό να αναβιώσει τον ήδη καταλυθέντα αυτοδικαίως…υπαλληλικό δεσμό». Συνεπώς, αυτός ο επί πλέον χρόνος υπηρεσίας δεν υπολογίζεται ως συντάξιμος παρ΄ ότι παρεσχέθη πράγματι υπηρεσία και κατεβλήθη μισθός). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2006, σ. 142 – 145. (420) ΕΣ 28/1994 Κλιμάκιο Α΄ (Περιορισμός του ύψους συντάξεως παρεχομένης από το Δημόσιο. Για να ισχύσει το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ως προς τον καθορισμό του ανωτάτου ορίου συντάξεως από το Κράτος «…θα πρέπει να είναι σύμφωνο κατά περιεχόμενο με τους συνταγματικούς κανόνες…», αλλά τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση αυτή, αφού το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατεύει μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα. Τα δε, άρθρα 16 Ν. 1902/1990 και 4 Ν. 1976/1991 ρυθμίζοντα το ύψος συντάξεων δεν αντίκεινται στα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ το δικαίωμα στη σύνταξη ως ενοχικό δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17 του Συντάγματος. Συνεπώς, ο κοινός νομοθέ152


1.1.13.5. της για λόγους γενικοτέρου κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος έχει την εξουσία να περιορίσει το ύψος συντάξεως παρεχομένης από το Δημόσιο αφού το άρθρο 1 εδ. Α΄ του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, προστατευτικό των περιουσιακών δικαιωμάτων, δεν δύναται να τύχει εφαρμογής στην ανωτέρω περίπτωση ως αντίθετο προς το άρθρο 17 του Συντάγματος). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 1994, σ. 439 – 441. (421) ΕΣ 87/2007 Τμ. ΙΙ («…ο συνταξιοδοτικός νομοθέτης…δεν κωλύεται από συνταγματικής ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις να μεταβάλλει για το μέλλον, βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, ακόμη και επί το δυσμενέστερον τις προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση των δημοσίων υπαλλήλων…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 1205 – 1208. (422) ΣτΕ 3088/2007 Ολ. (Αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος διατάξεις νόμου προβλέπουσες άνιση μεταχείριση εις βάρος των ανδρών υπαλλήλων κατά τη συνταξιοδότησή τους. «…εφαρμοστέο τυγχάνει για τον άνδρα ασφαλισμένο το συνταξιοδοτικό καθεστώς που ισχύει για την γυναίκα ασφαλισμένη με τον ίδιο χρόνο ασφαλίσεως»). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2009, σ. 540 – 543. Σημ. Βλ. κατωτέρω ΑΡΘΡΑ : ΚΑΝΕΛΟΠΟΥΛΛΟΥ – ΜΑΛΟΥΧΟΥ (Ν.), “Η επέκταση στους άνδρες ευνοϊκοτέρων για τις γυναίκες συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων. Με αφορμή την απόφαση Ολ ΣτΕ 3088/2007” στο ανωτέρω περιοδικό, 2009, σ. 513 – 539 με εκτενή σχολιασμό της αποφάσεως αυτής. (423) ΕΣ 1359/2002 Τμ. ΙΙ (Άρθρα 62 περ. β΄ & 64 παρ. 1 Π.Δ. 166/2000. Δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητος κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω ποινικής καταδίκης για δωροληψία υπαλλήλου έχοντος θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, αφού πρέπει να προστατευθούν τα ηθικά και υλικά συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 258 – 260. Σημ. Βλ. και αποφάσεις ΕΣ 2287/2005 Ολ. (αρ.449), ΕΣ 2347/2004 Ολ. (447), ΕΣ 1376/2002 (αρ. 417) και ΕΣ 1227/2007 Ολ. (αρ. 413). (424) ΕΣ 1198/2004 Τμ. Ι. («…κατά πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης, η μετά την πάροδο μακρού χρόνου αναζήτηση χρηματικών ποσών που εισπράχθηκαν παράνομα από αποδοχές ή συντάξεις, εφόσον αυτοί που έλαβαν τα εν λόγω ποσά βρίσκονται σε καλή πίστη, η δε επιστροφή τους δημιουργεί σ΄ αυτούς απρόβλεπτες οικονομικές δυσχέρειες οι οποίες μπορεί να έχουν άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης αυτών και των τυχόν οικογενειών τους»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 804 – 806. (425) ΣτΕ 2727/2008 Τμ. Α΄ (Το Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων «…κατά την χορήγηση του εφάπαξ βοηθήματος δεσμεύεται από το ύψος των αποδοχών που βεβαιώνεται στην πράξη κανονισμού της συντάξεως, αρχικής ή συμπληρωματικής, ή στην τυχόν σχετική απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι τροποποιεί την αρχική 153


1.1.13.5. πράξη συνταξιοδοτήσεως», ενώ «…ο νόμος δεν συναρτά την καταβολή του εφάπαξ βοηθήματος ούτε προς την οικονομική ευρωστία του…ταμείου ούτε προς την έγκαιρη είσπραξη εκ μέρους του των ασφαλιστικών εισφορών βλ. ΣτΕ 735/2006, 830/2003»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2009, σ. 1256 – 1261. (426) ΣτΕ 1217/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 57 παρ. 2 Π.Δ. 1041/1979. Δικαίωμα λήψεως τριμήνων αποδοχών συνταξιοδοτούμενων υπάλληλων έχουν και επί μακρόν υπηρετήσαντες στο εξωτερικό δημόσιοι υπάλληλοι). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1136 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 1334 [Περίληψη της αποφάσεως]. (427) ΣτΕ 2757/2002 Τμ. Γ΄ (Ευνοϊκή για παραιτηθέντα υπάλληλο υπουργική απόφαση περί ανακλήσεως της αποδοχής της παραιτήσεώς του, ελλείψει σχετικής διατάξεως νόμου, δεν δύναται να αποτελέσει έρεισμα για την αναγνώριση του εκτός υπηρεσίας χρόνου κατά τον οποίο δεν υπήρχε προσφορά εργασίας, ως συνταξίμου και για τον υπολογισμό αυτού του χρονικού διαστήματος, για βαθμολογική εξέλιξη). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1166 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2003, σ. 650 [Περίληψη της αποφάσεως]. (428) ΣτΕ 15/2003 Τμ. Γ΄ (Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2703/1999 εφ΄ όσον ο υπάλληλος απαλλαγεί από πειθαρχική δίωξη ο χρόνος της αργίας υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής συνταξίμου υπηρεσίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1259 [Περίληψη της αποφάσεως]. (429) ΕΣ 916/1996 Ολ. (Ο διανυθείς χρόνος απασχολήσεως υπαλλήλου σε δημόσια διοίκηση άλλης κοινοτικής χώρας συνυπολογίζεται ως συντάξιμος σύμφωνα με την «απόλυτα δεσμευτική για το Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση του ΔΕΚ επί σχετικού προδικαστικού ερωτήματος, παρά την πρόβλεψη του άρθρου 4 παρ. 4 του Κανονισμού 1408/71/ΕΟΚ περί αποκλεισμού των ειδικών συνταξιοδοτικών συστημάτων των δημοσίων υπαλλήλων από το πεδίο εφαρμογής του). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1997, σ. 559 – 565 με εκτενές Σχόλιο της Χριστίνας Μπουσουλέγκα. Σημ. Για την θεώρηση του ΔΕΚ βλ. απόφασή του της 22.11.1995, Υπόθ. C – 443/93, “Βουγιούκας” (αρ. 442). (430) ΔΕΚ, Απόφαση της 26.3.2009, Υπόθ. C-559/07, “Επιτροπή ΕΚ/Ελληνική Δημοκρατία” (Οι χορηγούμενες από το συνταξιοδοτικό σύστημα των δημοσίων υπαλλήλων συντάξεις αποτελούν αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 141 ΣυνθΕΚ και κατά συνέπεια βάσει της αρχής της ισότητος των αμοιβών για όμοια εργασία αδιακρίτως φύλου δεν είναι δυνατή η διαφοροποίηση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 210 – 211 [Περίληψη της αποφάσεως].

154


1.1.13.5. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 305 – 355 & 753 – 785 με εκτενή Σχόλια των Αγγ. Στεργίου, Αθ. Πετρόγλου, Π. Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη, Κ. Πάνου και Σ. Κουκούλη – Σπηλιωτοπούλου [Βλ. και κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ]. iii) «ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», 2009, σ. 497 – 504 με Σχόλιο του Γ. Νάτσικα. iv) «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ.751 – 789 με εκτενές Σχόλιο της Σ. Κουκούλη – Σπηλιωτοπούλου [Βλ. και κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ]. v) «ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ», 2009, σ. 420 – 445 με εκτενές Σχόλιο του Γ. Γεραπετρίτη. vi)»ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ», 2009 (4-4/2008), σ. 86 – 96. Σημ. Βλ. και απόφαση ΕΣ 44/2009 (αρ. 453). (431) ΕΣ 2214/1994 Τμ. ΙΙ (Άρθρα 14 παρ. 1 Συνταξιοδοτικού κώδικα & 22, 249 Υ.Κ. – Π.Δ 611/1997. «προκειμένου περί εκπτώσεως από την υπηρεσία δημοσίου υπαλλήλου λόγω ποινικής καταδίκης, η συντάξιμη υπηρεσία του δεν είναι δυνατό να τερματισθεί σε χρόνο μεταγενέστερό από το χρόνο κατά τον οποίο καθίσταται αμετάκλητη η περί καταδίκης αυτού απόφαση του ποινικού δικαστηρίου και λύεται αυτοδικαίως η υπαλληλική σχέση που τον συνδέει με το Δημόσιο»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1995, σ. 148 – 149. (432) ΕΣ 1244/1999Ολ. (Άρθρα 1, 11, 12 Π.Δ. 1041/1979. «…σε περίπτωση που συντρέχει σε ορισμένο χρονικό διάστημα πράγματι απασχόληση κρατικού λειτουργού σε πλείονες της μίας υπό της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας προβλεπόμενες υπηρεσίες, ένα μόνο δικαίωμα αναγνωρίζεται για υπολογισμό ως συνταξίμου χρόνου, του χρονικού τούτου διαστήματος»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 214. (433) ΕΣ 1708/1999 Τμ. ΙΙ (Άρθρα 8 παρ. 1 Ν. 1902/1990 & 17 παρ. 1 εδ. Α΄ Ν. 2527/1999. «…ο χρόνος της υποχρεωτικής στρατεύσεως του υπαλλήλου δεν υπολογίζεται για την συμπλήρωση 35ετίας για την αυτοδίκαιη απόλυση του υπαλλήλου από την υπηρεσία…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 214 – 216. (434) ΕΣ 1451/2004 Τμ. ΙΙ (Άρθρο 12 παρ.2 εδ. ιε΄ Π.Δ 166/2000. Συνταξιοδοτηθείς δημόσιος υπάλληλος δεν δύναται να προσμετρήσει τον χρόνο προϋπηρεσίας του ως εκπαιδευτικού σε ελληνικά σχολεία του εξωτερικού, ακόμη και αν για την προϋπηρεσία αυτή δεν έλαβε σύνταξη ή άλλη παροχή από το Δημόσιο ή την ελληνική ομογένεια. Για την προσμέτρηση του ανωτέρω χρόνου ως συνταξίμου υπηρεσίας έπρεπε η ιδιότητα του εκπαιδευτικού «…να συντρέχει και κατά τον χρόνο της απονομής της σύνταξης, δηλαδή ο δικαιούχος της σύνταξης δημόσιος υπάλληλος να έχει την ιδιότητα του εκπαιδευτικού καθ΄ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του και εξέρχεται από την ενεργό υπηρεσία με την ιδιότητα αυτή»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2005, σ. 152 – 154.

155


1.1.13.5. (435) ΕΣ 1217/2007 Τμ. Ι΄ (Άρθρα 98 Συντ., 66 παρ. 1 Π.Δ. 774/1980. «…οι πράξεις-αρνήσεις- ή παραλείψεις του Υπουργού των Οικονομικών ή των νομίμως από αυτόν εξουσιοδοτημένων διοικητικών οργάνων, οι οποίες εκδίδονται στο πλαίσιο της αρμοδιότητός τους για την εκτέλεση των πράξεων κανονισμού συντάξεων προσβάλλονται αποκλειστικά με ένσταση ενώπιον του αρμοδίου Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι σχετικές πράξεις του οποίου μπορούν στη συνέχεια να προσβληθούν με έφεση ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ΕΣ Τμ. ΙΙ 1143/2004, 271/2002, 1131/2001»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 945 – 946. (436) ΕΣ 581/2007 Τμ. ΙΙ (Εκκρεμής αίτηση συνταξιοδοτήσεως «..επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί σχετική πράξη ή απόφαση του αρμοδίου οργάνου, κρίνεται σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής, με βάση τις νέες διατάξεις μόνον εφόσον οι τελευταίες είναι ευμενέστερες σε σχέση με το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης βλ. ΣτΕ 177/1998 και 1453/1999 Επιθεώρησις Δικαίου Κοινωνικής Ασφαλίσεως 2000 σελ. 270 και 263 αντιστοίχως»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 384 – 387. (437) ΕΣ 200/2008 Ολ. (Άρθρα 91-94 Π.Δ. 1225/1981. «…οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή, είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο, το οποίο εκτείνεται επί του κριθέντος ουσιαστικού ζητήματος – δικαιώματος».Συνεπώς, «…εφόσον το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του ενδιαφερομένου έχει κριθεί με τελεσίδικη απόφαση του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εάν το ίδιο δικαίωμα προβληθεί εκ νέου αποκρούεται λόγω του δεδικασμένου που παρήχθη από την εν λόγω απόφαση, σχετ. αποφ. Ολομ. Ελ. Συν. 1503/1996, 801/1997, 121/2003 κ.ά.»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 739 – 741. (438) ΣτΕ 3487/2008 Ολ. («…ούτε ο κοινός νομοθέτης, ούτε η κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση εμποδίζονται από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος … και από το άρθρο 22 παρ. 5 αυτού…να μεταβάλλουν για το μέλλον το σύστημα συνταξιοδοτήσεως σε κατηγορίες ασφαλισμένων θεσπίζοντας αυστηρότερες, σε σχέση προς το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς για απονομή συντάξεως» διατάξεις. Συνεπώς, ασφαλισμένοι που είχαν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα αλλά συνέχισαν να εργάζονται είναι δυνατόν να συνταξιοδοτηθούν τελικώς με δυσμενέστερους όρους από τους αποχωρήσαντας νωρίτερα της υπηρεσίας συναδέλφους τους με τους οποίους είχαν μαζί διορισθεί και εξελιχθεί). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 131 – 145. (439) ΕΣ 2442/2008 Ολ. (Πενταετής η παραγραφή των αξιώσεων των συνταξιούχων του Δημοσίου για καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα ή και βοηθήματα κατ΄ εφαρμογήν της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 90 του Ν. 2362/1995 και όχι διετής βάσει της διατάξεως της παρ. 5 του ιδίου άρθρου του ανωτέρω νόμου).

156


1.1.13.5. «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 182 – 187. (440) ΕΣ 728/2009 Ολ. («Η σύνταξη των πολιτικών υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου υπολογίζεται σε ποσοστό 80% του συντάξιμου μισθού, ο οποίος συγκροτείται από το βασικό μισθό ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που έφερε και εμισθοδοτείτο κατά την έξοδό του από την υπηρεσία ο υπάλληλος ή λειτουργός και αντιστοιχεί στην οργανική θέση που νομίμως κατείχε, καθώς και από την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, όπως τα μεγέθη αυτά καθορίζονται κάθε φορά από τις σχετικές μισθολογικές διατάξεις»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 711 – 719. (441) ΕΣ 140/1994 Ολ. («…οι τυχόν υφιστάμενοι σε δεδομένο χρόνο ποσοτικοί συσχετισμοί μεταξύ των συντάξεων διαφόρων κατηγοριών συνταξιούχων δεν προστατεύονται από το Σύνταγμα λόγω της ενοχικής και όχι εμπραγμάτου φύσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1994, σ. 419 – 420. (442) ΔΕΚ, Απόφαση της 22.11.1995, Υπόθ. C-443/93, “Βουγιούκας” («Τα άρθρα 48 και 51 της Συνθήκης ΕΚ πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι απαγορεύουν τη μη λήψη υπόψη, για την κτήση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των περιόδων εργασίας που ένα πρόσωπο υπαγόμενο σε ειδικό σύστημα των δημοσίων υπαλλήλων, ή των εξομοιουμένων προς αυτούς, όπως είναι ο μόνιμος ιατρός του Ι.Κ.Α., διάνυσε σε δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα άλλου κράτους μέλους, ενώ η εθνική νομοθεσία επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη αυτές οι περίοδοι οσάκις διανύθηκαν επί του εθνικού εδάφους σε ανάλογα ιδρύματα»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1994, σ 746 – 753 με Σχόλιο της Α. Πετρόγλου. Σημ. Βλ. και απόφαση ΕΣ 916/1996 Ολ. (αρ. 429). (443) ΑΠ 32/1995 Ολ. (Αντίθετη προς την «…θεσπιζόμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος 1975 αρχή της ισονομίας…» η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του Ν. 1384/1983 βάσει της οποίας τίθεται ανώτατο όριο σε “εφάπαξ” υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. παρά τον αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα του). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1996, σ. 113 - 115 με Σημείωση του Περιοδικού σχετικά με προγενέστερες αντίθετες προς την απόφαση αυτή του ΑΠ αποφάσεις του ΣτΕ 3036/1992, 1615/1991 κ.ά. (444) ΕΣ 1245/1997 Ολ. (Το συνταξιοδοτικό δικαίωμα βορειοηπειρώτη Δ.Υ. διορισθέντος βάσει του άρθρου 1 του Ν.Δ. 3832/1958 παρ΄ ότι στερείται της ελληνικής ιθαγενείας, μεταβιβάζεται στη σύζυγό του, έστω και αν αυτή δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1998, σ. 115 – 117 με Σχόλιο του Ν. Μηλιώνη.

157


1.1.13.5. (445) ΕΣ 475/1998 (Άρθρο 17 παρ. 1 α΄ Ν. 2527/1997. Ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας ως κληρωτών των ανδρών Δ.Υ. δεν συνυπολογίζεται για την συμπλήρωση της κατά τα άρθρα 263 & 264 Υ.Κ – Π.Δ. 611/1997 τριακονταπενταετίας. Αυτή η διάταξη του Ν. 2527/1997 ως γνησίως ερμηνευτική της βουλήσεως του νομοθέτη αναδρομικώς «…εφαρμόζεται και από το ακυρωτικό δικαστήριο»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1998, σ. 493 – 494. (446) ΕΣ 236/1997 Ολ. (Καθυστέρηση αποδοχής παραιτήσεως υπαλλήλου από την Υπηρεσία του, ενώ έχει επέλθει αυτοδικαίως η λύση της υπαλληλικής σχέσεως, δεν συνεπάγεται αναβίωση της σχέσεως αυτής και επομένως επαύξηση του συνταξίμου χρόνου του. Συνεπώς, για την παρασχεθείσα μετά την λύση της σχέσεως υπηρεσία είναι δυνατόν, μόνον, να ζητηθεί αποζημίωση). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1998, σ. 494 – 497. (447) ΕΣ 2347/2004 Ολ. (Δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητος η στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος υπαλλήλου καταδικασθέντος από ποινικό δικαστήριο για δωροδοκία ή δωροληψία με συνέπεια το δικαίωμά του αυτό να μεταβιβάζεται σε σύζυγο και τέκνα). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2005, σ. 138 – 140 με Σημείωση του Περιοδικού. Σημ. Βλ. και αποφάσεις ΕΣ 2287/2005 Ολ. (αρ.449), ΕΣ 1359/2002 Τμ. ΙΙ (αρ.423), ΕΣ 1376/2002 (αρ. 417) και ΕΣ 1227/2007 Ολ. (αρ. 413). (448) ΕΣ 283/2000 Τμ. ΙΙ (Από την έννοια του κατά τα άρθρα 1 παρ. 3 – 4, 25, 26, 87, 93, 94 και 95 του Συντάγματος κράτους δικαίου απορρέει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητος προς την οποία αντίκειται, ως αντισυνταγματική, η διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 περ. ά του Π.Δ. 1041/1979 η οποία προβλέπει ότι ο απολυόμενος για αδικαιολόγητη αποχή από τα καθήκοντά του υπάλληλος στερείται του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2000, σ. 515 – 517. Σημ. Μετά την κατά το έτος 2001 αναθεώρηση του Συντάγματος βλ. άρθρο 25, παρ. 1, εδ. δ΄ (Αρχή της αναλογικότητος). (449) ΕΣ 2287/2005 Ολ. (Η κατά το άρθρο 62 περ. β΄ του Π.Δ. 166/2000 πρόβλεψη περί απωλείας του συνταξιοδοτικού δικαιώματος υπαλλήλου καταδικασθέντος για τα μνημονευόμενα στη διάταξη αυτή ποινικά αδικήματα εξετάζεται κατά την εφαρμογή της στα πλαίσια της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητος). i) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2006, σ. 687 – 690 με Σημείωση του Περιοδικού. ii) «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2006, σ. 181 – 186 με Σχόλιο του Ευτ. Φυτράκη. Σημ. Βλ. και αποφάσεις ΕΣ 2347/2004, Ολ. (αρ.447), ΕΣ 1359/2002 Τμ. ΙΙ (αρ.423), ΕΣ 1376/2002(αρ.417) και ΕΣ 1227/2007 Ολ. (αρ.413). (450) ΕΣ 1562/2006 Ολ. (Άρθρο 11 παρ. 7 Π.Δ. 166/2000. Ο χρόνος της αργίας δεν θεωρείται συντάξιμη υπηρεσία, αν 158


1.1.13.5. δεν επακολουθήσει αθώωση από την κατηγορία για την οποία ο υπάλληλος τέθηκε σε αργία). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΆΛΙΣΕΩΣ», 2007, σ. 169 – 170. (451) ΕΣ 1038/2005 Τμ. ΙΙΙ (Επανειλημμένη όχληση της Διοικήσεως από το Δικαστήριο με την έκδοση αλλεπαλλήλων προδικαστικών αποφάσεων για την αποστολή σε αυτό του συνταξιοδοτικού φακέλου, ο οποίος τελικά δεν ανευρίσκεται, έχει ως αποτέλεσμα την συναγωγή τεκμηρίου ότι είναι ακριβής η πραγματική βάση των ισχυρισμών του προσφεύγοντος). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2007, σ. 713 – 716. (452) ΕΔΔΑ, Απόφαση της 6.2.2009, Υπόθ. “Κοκκίνης”, Προσφυγή αρ. 45769/06 (Αναπροσαρμογή συντάξεως. Δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι κατά τον υπολογισμό της η Διοίκηση υπέπεσε σε λάθη με αποτέλεσμα ο ενδιαφερόμενος να ευρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι όσων συνταξιούχων λαμβάνουν ορθώς υπολογισθέν ποσό συντάξεως. Δεν υφίσταται υποχρέωση του ενδιαφερομένου όπως εξαντλήσει και άλλα ένδικα μέσα αβεβαίας αποτελεσματικότητος, ως είναι η κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ αγωγή αποζημιώσεως, πριν αυτός προσφύγει στο Ε Δ Δ Α. Αυτός ο λανθασμένος υπολογισμός του ποσού της συντάξεως αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 231 – 238 με Σχόλιο της Αθηνάς Πετρόγλου. (453) ΕΣ 44/2009 Ολ. (Οι χορηγούμενες από το συνταξιοδοτικό σύστημα των δημοσίων υπαλλήλων συντάξεις δεν είναι δυνατόν να διαφοροποιούνται, όσον αφορά την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, αναλόγως του φύλου, αφού τούτο αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητος). i) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 356 -358 με Σχόλιο της Αθηνάς Πετρόγλου. ii) «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 757 – 772 με εκτενές Σχόλιο της Σοφίας Βέργα. Σημ. Βλ. και απόφαση ΔΕΚ της 26.3.2009, Υπόθ. 559/07, “Επιτροπή ΕΚ/Ελληνική Δημοκρατία” (αρ.430). (454) ΕΔΔΑ, Απόφαση της 22.10.2009, Υπόθ. “Αποστολάκης”, προσφυγή αρ. 39574/07 (Η αυτοδίκαιη πλήρης στέρηση της συντάξεως Δ.Υ. καταδικασθέντος από ποινικό δικαστήριο συνιστά νομοθετική ρύθμιση αντικείμενη στην αρχή της αναλογικότητος). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 689 – 696 με Σχόλιο του περιοδικού, Σημ. Βλ. κατωτέρω ΑΡΘΡΑ : ΠΑΝΟΥ (Κ.), “Η απώλεια της συντάξεως ως συνέπεια πειθαρχικού ή ποινικού κολασμού και οι πρόσφατες νομολογικές εξελίξεις των ελληνικών δικαστηρίων και του Ε.Δ.Δ.Α.” στο ανωτέρω περιοδικό, 2009, σ. 673 – 688 με εκτενή σχολιασμό της αποφάσεως αυτής. (455) ΕΣ 1273/1996 Ολ. (Βάσει της συνταγματικής αρχής της ισότητος η σύνταξη αποβιωσάσης πολιτικής συνταξιούχου μεταβιβάζεται στον επιζώντα σύζυγο με τους ιδίους όρους που ισχύουν και για την αντίστροφη περίπτωση). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ.ΙΙ/1996, σ. 573 – 579. 159


1.1.13.5. (456) ΑΠ 60/2002 Τμ. Β1 (Άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδική συνταξιοδοτική ρύθμιση εισάγουσα αδικαιολόγητη διάκριση εις βάρος ορισμένων συνταξιούχων. Επιδίκαση της παροχής αυτής από τα δικαστήρια και στους παραλειφθέντας συνταξιούχους χωρίς να παραβιάζεται από αυτά η κατά τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, αφού τα ελληνικά δικαστήρια βάσει των άρθρων 87 παρ. 1 & 2, 93 παρ. 4 και 120 του Συντάγματος είναι υποχρεωμένα να ελέγχουν την αντισυνταγματικότητα των νόμων και «…να εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας…», ούτως ώστε να αποκτά «…ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2003, σ. 252 – 254. (457) ΣτΕ 303/1998 Ολ. (Αγωγή κατά του Δημοσίου βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ για την παροχή αποζημιώσεως για χρονικό διάστημα προγενέστερο του καθορισθέντος από το Ελεγκτικό Συνέδριο χρόνου ενάρξεως της καταβολής της συντάξεως ασκείται απαραδέκτως λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, αφού τα σχετικά με την παροχή συντάξεως θέματα υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 336 – 338. (458) ΔΕφΑθ 1851/1998 (Δεν είναι νόμιμη η άρνηση της Διοικήσεως να δεχθεί πιστοποιητικό εκπαιδευτικής υπηρεσίας σε νομίμως λειτουργούντα ελληνικά σχολεία στην αλλοδαπή το οποίο υπεβλήθη στο Υπουργείο Παιδείας μέσω του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Νέα Υόρκη προκειμένου να χορηγηθεί σύνταξη από το ελληνικό Δημόσιο. Η επίκληση από τη Διοίκηση διατάξεως του Π.Δ. 1041/1979 και της Φ. 361.25/Δ1/1640/17-2-1987/ΦΕΚ 110/Β΄/9-3-1987 υπουργικής αποφάσεως για την απόρριψη του πιστοποιητικού αυτού δεν είναι νόμιμη, αφού πρόκειται για ρυθμίσεις που αφορούν θέματα εισόδου υπαλλήλων στην Υπηρεσία, την βαθμολογική τους εξέλιξη και την χορήγηση μισθολογικού κλιμακίου και όχι συνταξιοδοτικά θέματα. Η με βάση το ανωτέρω πιστοποιητικό χορήγηση συντάξεως θα κριθεί από το αρμόδιο συνταξιοδοτικό όργανο). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 848 – 849. (459) ΣτΕ 2760/1999 Τμ. Α΄ (Συνταξιοδοτηθείς δημόσιος υπάλληλος μονιμοποιηθείς βάσει του Ν. 1476/1984 και διατηρήσας το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεώς του από το ΙΚΑ βάσει του άρθρου 1 του Ν. 1583/1985 δικαιούται της κατά το άρθρο 49 παρ. 4 του Ν. 993/1979 εφ΄ άπαξ αποζημιώσεως προνοιακού χαρακτήρος). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 1527 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 655 – 656 [Περίληψη της αποφάσεως]. (460) ΕΣ 416/2002 Ολ. («…ως ειδική διάταξη συνταξιοδοτικού περιεχομένου υπερισχύει έναντι των διατάξεων του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας… αφού τα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα … ασκούνται ´ιδίω δικαίω` με τις προϋποθέσεις και όρους που ορίζει ο εκάστοτε εφαρμοστέος νόμος»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 1573 – 1576.

160


1.1.13.5.

1.1.13.6.(Α).

1.1.13.6. (Β).

(461) ΣτΕ 139/2002 Τμ. Α΄ (Στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 73 παρ. 2 εδ. γ΄ του Συντάγματος υπάγονται αποκλειστικώς τα νομοσχέδια που αφορούν τη συνταξιοδότηση των δημοσίων υπαλλήλων των υπαλλήλων των ΟΤΑ ή των λοιπών ΝΠΔΔ από το Δημόσιο Ταμείο και όχι τα νομοσχέδια που αφορούν συντάξεις παρεχόμενες από τους κατά το άρθρο 66 του Ν. 2084/1992, Οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 370 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.13.6. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΔΕΙΑΣ 1.1.13.6. (Α). ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ (462) ΣτΕ 2661/2003 Τμ Γ΄ (Λογίζεται τελών σε κανονική άδεια απουσίας άνευ αποδοχών ο μετά έγκριση του αρμοδίου υπουργού αποδεχθείς θέση σε διεθνή οργανισμό βάσει του άρθρου 101 παρ. 6 ΥΚ υπάλληλος. Στους οργανισμούς αυτούς περιλαμβάνονται και οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Όμως το άρθρο 81 παρ. 1 ΥΚ δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση διορισμού δημοσίου υπαλλήλου σε θέση των υπηρεσιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1260 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2005, σ. 645 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.13.6. (Β). ΑΝΑΡΡΩΤΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ (463) ΣτΕ 1236/1997 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 36 παρ. 3 του Ν. 2190/1994. Για την επιλογή προϊσταμένων διευθύνσεων το υπηρεσιακό συμβούλιο αφού λάβει υπόψη του κυρίως τις εκθέσεις αξιολογήσεως και τα στοιχεία του ατομικού μητρώου των υπαλλήλων συνεκτιμά μεταξύ άλλων και τις συχνές αναρρωτικές άδειες). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1135 [Περίληψη της αποφάσεως]. (464) ΣτΕ 379/2007 επταμ. (Κατά την επιλογή Προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο συνεκτιμά τις χορηγηθείσες στους κρινομένους υποψηφίους αναρρωτικές άδειες καθ΄ όλη την διάρκεια της υπηρεσίας τους και όχι μόνον κατά την διάρκεια της προηγηθείσης οκταετίας). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1053 – 1054 [Περίληψη της αποφάσεως]. (465) ΑΠ 1991/1999 Τμ. Ε΄ (Κατάρτιση από υπάλληλο πλαστής βεβαιώσεως ιστορικού νοσηλείας σε κρατικό νοσηλευτήριο για να λάβει αναρρωτική άδεια από την Υπηρεσία του συνιστά το κατ΄ άρθρο 217 ΠΚ έγκλημα της πλαστογραφίας πιστοποιητικών). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 540 – 542. §§§§§§§§§§ 161


1.1.13.6. (Γ). ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ (& ΥΠΟΤΡΟΦΙΕΣ) (466) ΣτΕ 195/1993 Τμ. Γ΄ (Η χορήγηση εκπαιδευτικής αδείας σε διοικητικούς υπαλλήλους εξαρτάται από την διακριτική ευχέρεια της Υπηρεσίας μετά από εκτίμηση των αναγκών της, του αναμενομένου γι΄ αυτήν οφέλους από την μετεκπαίδευση του υπαλλήλου και της συναφείας των σπουδών του με τα καθήκοντά του). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 479 [Περίληψη της αποφάσεως]. (467) ΣτΕ 495/1993 Τμ. Γ΄ (Η μη χορήγηση εκπαιδευτικής αδείας άνευ αποδοχών δεν αντίκειται στα άρθρα 8 και 12 της ΕΣΔΑ περί προστασίας των θεσμών του γάμου και της οικογενείας. Πρόκειται για θέμα αναγόμενο στις σχέσεις του αιτούντος την άδεια αυτή και της Υπηρεσίας του). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 718 [Περίληψη της αποφάσεως]. (468) ΔΕφΘεσ 72/2000 (Άρθρο 38 παρ.1 Ν. 1943/1991. Η χορήγηση εκπαιδευτικής αδείας για την οποία συμφωνεί το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου για τη χορήγηση οργάνου. Ενδεχομένη άρνησή του λόγω αδηρίτων υπηρεσιακών αναγκών είναι δυνατή υπό την προϋπόθεση ότι στη σχετική απόφαση αυτές οι ανάγκες αναφέρονται «…κατά τρόπο σαφή και εμπεριστατωμένο»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1149. (469) ΔΠρΑθηνών 8059/2000 (Δεν έχουν χαρακτήρα υποτροφίας οι χορηγούμενες διπλές αποδοχές σε υπάλληλο λαβόντα εκπαιδευτική άδεια). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ.757 – 759. (470) ΣτΕ 2055/2001 (Χορήγηση εκπαιδευτικής αδείας σε ιατρό του ΕΣΥ με υποχρέωση υπηρεσίας επί διπλάσιο του χρόνου διαρκείας της αδείας αυτής. Αθέτηση της υποχρεώσεως συνεπάγεται καταλογισμό του διπλασίου των αποδοχών που εισπράχθηκαν κατά την διάρκεια της εκπαιδευτικής αδείας. Ο σχετικός τίτλος βεβαιώσεως χρέους υπόκειται σε ανακοπή κατά το άρθρο 73 ΚΕΔΕ). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1066 [Περίληψη της αποφάσεως]. (471) ΣτΕ 3178/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 37 Ν. 1397/1983. Η υποχρέωση των ιατρών του ΕΣΥ που έλαβαν εκπαιδευτική άδεια με αποδοχές για την υπηρεσία τους επί διπλάσιο της διαρκείας της αδείας αυτής χρόνο υφίσταται και αν ακόμη υπηρεσιακώς δεν αξιοποιηθήκαν οι ειδικές επιστημονικές γνώσεις του που αποκτήθηκαν κατά την ως άνω άδεια). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1105 [Περίληψη της αποφάσεως]. (472) ΣτΕ 1618/2003 Τμ. ΣΤ΄ (Αρμόδιο όργανο για τον καταλογισμό του διπλασίου των αποδοχών που έλαβε ιατρός του ΕΣΥ κατά την διάρκεια της εκπαιδευτικής αδείας του χωρίς να υπηρετήσει επί διπλάσιο της αδείας αυτής χρόνο σύμφωνα με το Ν. 1397/1983 είναι το Διοικητικό Συμβούλιο του Νοσηλευτικού Ιδρύματος του ΕΣΥ στο οποίο άνηκε ο αποχωρήσας ιατρός). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1236 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 162


1.1.13.6 (Δ). ΛΟΙΠΕΣ ΑΔΕΙΕΣ (473) ΔΕφΛαρ 278/2009 (Άρθρο 53 ΥΚ – Ν . 3528/2007. Υπάλληλος Ν.Π.Δ.Δ. δικαιούται να λάβει εννεάμηνη άδεια μετ΄ αποδοχών, αφού η σύζυγός του εργάζεται ως πολιτικός μηχανικός στον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να ασχοληθεί με την ανατροφή τέκνου τους και εφ΄ όσον, βεβαίως, συντρέχουν όλες οι λοιπές κατά τον νόμον προϋποθέσεις). «ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ», 2009, σ. 587 – 590. (474) ΔΕφΘεσ 2874/2006 (Άρθρο 53 παρ. 2 εδ. β΄ Υ.Κ. – Ν. 2683/1999.Δεν είναι νόμιμη η άρνηση της Διοικήσεως να χορηγήσει ειδική άδεια μετ΄ αποδοχών 9 μηνών σε υπάλληλο πατέρα τέκνου ηλικίας κάτω των 4 ετών για να ασχοληθεί με την ανατροφή του. «…το δικαίωμα για την απόληψη της…αδείας είναι αυτοτελές για κάθε τέκνο που δεν έχει ακόμη συμπληρώσει το τέταρτο έτος της ηλικίας του…» και κατά συνέπεια είναι δυνατή η διαδοχική χορήγηση αδείας για το δεύτερο τέκνο το οποίο δεν έχει συμπληρώσει το τέταρτο έτος της ηλικίας του, αφού έχει λήξει η ειδική άδεια 9 μηνών για το πρώτο τέκνο). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2007, σ. 482 – 486. (475) ΔΕφΠειρ 306/2009 Τμ. Α2 [ακυρωτικό]. (Άρθρο 53 Υ.Κ. – Ν. 3528/2007. Αυτοτελές για κάθε τέκνο ηλικίας μέχρι τεσσάρων ετών το δικαίωμα λήψεως εννεαμήνου αδείας για την ανατροφή του από τον γονέα δημόσιο υπάλληλο. Δυνατή η χορήγηση διαδοχικώς της ανωτέρω αδείας αν απεκτήθη και άλλο τέκνο για την ανατροφή και του δευτέρου τέκνου, αρκεί να μην έχει τούτο υπερβεί το 4ο έτος της ηλικίας του. Βλ. ΣτΕ 1/2006). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 663 [Περίληψη της αποφάσεως]. (476) ΣτΕ 997/1996 (Η χορήγηση αδείας απουσίας για συνδικαλιστικούς λόγους προϋποθέτει την υποβολή σχετικής αιτήσεως προς την Υπηρεσία). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 1239 [Περίληψη της αποφάσεως]. (477) ΔΕφΑθ 1105/1999 Τμ. Α6 (Άδεια κυήσεως και λοχείας. Για «υπέρτερους λόγους δημοσίου συμφέροντος» ο χρόνος της αδείας αυτή δεν συνυπολογίζεται στον χρόνο διδακτικής εμπειρίας εκπαιδευτικού χωρίς τούτο να αντίκειται στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος περί ισότητος των δύο φύλων, στις διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως για την εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος γυναικών που έχει επικυρωθεί με τον Ν. 1342/1983, στα άρθρα 2 παρ. 1 και 3 παρ. 1 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, στα άρθρα 8 και 11 της Οδηγίας 92/1985/ΕΟΚ και στο άρθρο 16 παρ. 1 της Οδηγίας 89/391/ΕΟΚ). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 882 – 883. (478) ΣτΕ 3974/2004 Τμ. Γ΄ (Κατ΄ αρχήν οι ιατροί του Ι.Κ.Α. δεν υπάγονται στον Υ.Κ., όμως οι μόνιμες ιατροί του Ιδρύματος δικαιούνται αδειών κυήσεως και λοχείας). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2006, σ. 768 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§

163


1.1.13.7.

1.1.14.1.(Α).

1.1.13.7. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΒΑΣΕΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ (Ν. 2738/1999) (479) ΣτΕ 940/2006 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 13 Ν. 2738/1999 & 14 Ν. 3016/2002. Η συλλογική συμφωνία μεταξύ Δημοσίου και δημοσιοϋπαλληλικής οργανώσεως για την ρύθμιση θεμάτων, πέραν εκείνων για τα οποία υφίσταται συνταγματικός περιορισμός, «…δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας…» και είναι δυνατόν να επεκτείνεται η εφαρμογή της βάσει κοινής υπουργικής αποφάσεως και σε προσωπικό που δεν συμμετείχε στη σύναψη της συμφωνίας αυτής). i) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 393 – 397. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 212 – 213 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.14. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ Δ.Υ. 1.1.14.1. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ [Βλ. και 1.3.7.] 1.1.14.1.(Α). ΑΠΕΡΓΙΑ – «ΛΕΥΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ» (480) ΜονΠρΑθ 2310/2008 (Δεδομένου ότι συγκεκριμένη απεργία τελωνειακών υπαλλήλων κρίθηκε από το Δικαστήριο ως παράνομη, η σχετική απόφαση κηρύσσεται προσωρινώς εκτελεστή και η διατασσόμενη απαγόρευση μελλοντικών παρανόμων απεργιών έχει ως συνέπεια, σε περίπτωση παραβάσεως της ως άνω απαγορεύσεως, την επιβολή χρηματικής ποινής, ενώ η επίδοση αυτής τη δικαστικής αποφάσεως είναι δυνατή και τις νυκτερινές ώρες πέραν των χρονικών ορίων που προβλέπει το άρθρο 125 Κ ΠολΔ.. Οι ως άνω κρίσεις του Δικαστηρίου έχουν ως βάση τις «…διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 2 εδ. α, 20 παρ. 2 εδ. β, 21 και 30 παρ. 1, 7, 8 του Ν. 1264/1982 που ρυθμίζουν τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος της απεργίας των υπαλλήλων του Δημοσίου τομέα και θεσπίζουν ορισμένη προδικασία …[καθώς]…εναρμονίζονται προς την πρόνοια του άρθρου 23 παρ. 2 εδ. γ΄ και δ΄ του Συντάγματος»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 1453 – 1454. (481) ΜονΠρΑθ 2182/1994 (Κήρυξη ως προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως με την οποία το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι είναι καταχρηστική η απεργία φυλάκων Μουσείων – υπαλλήλων του Υπουργείου Πολιτισμού που προβάλλουν αιτήματα τροποποιήσεως νόμων ή θεσπίσεως νέων νόμων μη δυνάμενα να ικανοποιηθούν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου αυτού, αφού απαιτείται για την ικανοποίηση των ως άνω αιτημάτων πρωτοβουλία της Πολιτείας, ενώ παράλληλα πρόκειται για απεργία η οποία προκαλεί μεγάλη ζημιά στο κοινωνικό σύνολο λόγω στερήσεως της πολιτιστικής παιδείας του και κλονίζει ανεπανόρθωτα τις τουριστικές δραστηριότητες στη χώρα. Εξάλλου, χωρίς τον ορισμό προσωπικού ασφαλείας η απεργία αυτή είναι παράνομη). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1994, σ. 1124 – 1127. (482) ΔΕφΠειρ 486/1995 («Κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 εδάφιο α΄ του Ν. 1264/1982 απεργία είναι η συλλογική αποχή των μισθωτών από την εργασία, η οποία αποφασίζεται και κηρύσσεται από τις νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις τους με σκοπό τη διαφύλαξη και προαγωγή των 164


1.114.1.(Α). οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων και ως εκδήλωση αλληλεγγύης για τους ίδιους σκοπούς». «Λευκή απεργία είναι μορφή απεργίας κατά την οποία οι εργαζόμενοι «…από κοινού συμφωνούν να μειώσουν την αποδοτικότητα της εργασίας προς διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών εργασιακών εν γένει συμφερόντων…» τους. Η μη τήρηση της κατά νόμον προθεσμίας από βαθμολογητές εκπαιδευτικούς κατά την κατάθεση των γραπτών δοκιμίων συνιστά έμμεση διακοπή της εργασίας «…δια της ηθελημένης επιβραδύνσεως…και της εν γένει μειώσεως της αποδόσεως αυτής». Συνεπώς, υπάρχει μείωση του χρόνου απασχολήσεως όπως στη στάση εργασίας και νομίμως έγινε περικοπή των αποδοχών των ανωτέρω εκπαιδευτικών βάσει των άρθρων 30 παρ. 7 εδ. 2 του Ν. 1264/1982, 94 παρ. 2 του Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 και 37 παρ. 2 του Ν. 1731/1987). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1996, σ. 608 – 610. (483) ΜονΠρΑθ 687/1997 (Οι υφιστάμενοι βλάβη των υλικών ή ηθικών συμφερόντων τους από την κήρυξη απεργίας δύνανται να ζητήσουν από το αρμόδιο δικαστήριο, βάσει του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, τον χαρακτηρισμό της ως άνω απεργίας ως παρανόμου και καταχρηστικής και κατά συνέπεια απεργία της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως με προφανώς δυσανάλογα προς την ζημία του κοινωνικού συνόλου αιτήματα, συνεπάγεται την έκδοση δικαστικής διατάξεως για την άμεση διακοπή της σύμφωνα με την αγωγή που κατέθεσαν γονείς μαθητών δημοσίων Γυμνασίων και Λυκείων). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1997, σ. 390 – 399 με εκτενές Σχόλιο του Στυλιανού Βλαστού. (484) ΜονΠρΑθ 1935/2000 (Κήρυξη απεργίας από δευτεροβάθμια συνδικαλιστική Οργάνωση υπαλλήλων της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας επιδιώκοντας την σύνταξη νέου οργανισμού με την συμβολή των εκπροσώπων των υπαλλήλων αυτών και τον προσδιορισμό του ρυθμού προόδου των εργασιών κατασκευής του αεροδρομίου Σπάτων, έχει καταχρηστικό χαρακτήρα, αφού το μεν πρώτο αίτημα είναι πρόωρο και άνευ αντικειμένου, το δε δεύτερο αίτημα συνιστά απόπειρα αναμίξεως του προσωπικού της Υπηρεσίας αυτής σε θέματα που αφορούν την σύμβαση μεταξύ του Δημοσίου και του κατασκευαστή, ενώ παράλληλα επιβάλλεται δικαστική απαγόρευση κηρύξεως νέας απεργίας με τα ως άνω αιτήματα με πρόβλεψη προστίμου σε περίπτωση παραβιάσεως της απαγορεύσεως). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2001, σ. 1212 – 1215. (485) ΜονΠρΠατρών 2024/2006 (Αγωγή γονέα φοιτητή Α.Ε.Ι. και μαθητή Λυκείου για να κηρυχθεί παράνομη και καταχρηστική απεργία της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως και της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτή από το Δικαστήριο, αφού δεν προσδιορίζεται στο σχετικό δικόγραφο η ζημία που υπέστη ο ως άνω γονεύς από την απεργία ως παράνομης και καταχρηστικής). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 302 – 304. Σημ. Βλ. κατωτέρω ΑΡΘΡΑ: ΔΑΒΕΡΩΝΑΣ (Παντ.), "Ενεργητική νομιμοποίηση και έννομο συμφέρον σε δίκη απεργίας", στο ανωτέρω περιοδικό, 2007, σ. 257 – 269, με εκτενή σχολιασμό της αποφάσεως αυτής. (486) ΜονΠρΑθ 221/2009 (Άρθρο 30 παρ. 8 περ. β΄ Ν. 1264/1982. Αρμοδία για την κήρυξη απεργίας Δ.Υ. είναι η Γε165


1.114.1.(Α).

1.1.14.1.(Β).

1.1.14.2.

νική Συνέλευση δευτεροβαθμίου ή τριτοβαθμίου συνδικαλιστικής οργανώσεως, χωρίς να δύναται να εξουσιοδοτήσει «εν λευκώ» το Διοικητικό Συμβούλιο ή άλλο καταστατικό όργανο, για την κήρυξη απεργίας, αφού η σχετική ανάθεση αφορά μόνον την δυνατότητα ρυθμίσεως λεπτομερειών της απεργίας. Χωρίς τήρηση της διαδικασίας αυτής η απεργία είναι παράνομη. Η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από την «…ιδιορρυθμία του συνδικαλισμού των δημοσίων υπαλλήλων»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 570 – 573. §§§§§§§§§§ 1.1.14.1.(Β). ΑΠΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ [Βλ. και 1.2.3.4.(Γ).] (487) ΜονΠρΑθ 2182/1994 (Απεργία φυλάκων Μουσείων – δημοσίων υπαλλήλων του Υπουργείου Πολιτισμού χωρίς ακριβή προσδιορισμό, εκ μέρους της συνδικαλιστικής οργανώσεως που εκήρυξε την απεργία αυτή, των υπαλλήλων οι οποίοι αποτελούν το προσωπικό ασφαλείας είναι παράνομη). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1994, σ. 1124 – 1127. (488) ΔΕφΠειρ 486/1995 (Βάσει του άρθρου 20 παρ. 1 του Ν. 1264/1982 «…η ολιγόωρη στάση εργασίας εξομοιώνεται προς απεργία». «Συνεπώς, εφόσον η στάση εργασίας είναι και αυτή απεργία διαφέρουσα εκείνης μόνον ως προς το χρόνο διακοπής της εργασίας, συνέπεται ότι και η ηθελημένη μείωση της αποδοτικότητας της εργασίας ταυτίζεται στην ουσία προς την στάση εργασίας, αφού εμπεριέχει κατ΄ ανάγκη και μείωση του χρόνου απασχολήσεως…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1996, σ. 608 – 610. (489) ΜονΠρΑθ 221/2009 (Στάση εργασίας υπαλλήλων της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, και γενικώς δημοσίων υπαλλήλων, κηρύσσεται ακριβώς υπό τους όρους και την διαδικασία κηρύξεως δημοσιοϋπαλληλικής απεργίας. Η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από την «…ιδιορρυθμία του συνδικαλισμού των δημοσίων υπαλλήλων»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 570 – 573. §§§§§§§§§§ 1.1.14.2. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΕΚ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ (490) ΣυμβΠλημΠειραιώς 1526/2002 (Μηχανικοί Δ.Υ. ασκούντες ιδιωτικό έργο με αμοιβή εκτός του ωραρίου εργασίας τους χωρίς άδεια της Υπηρεσίας. Κατά το άρθρο 259 ΠΚ για την εφαρμογή του απαιτείται η ύπαρξη αμέσου δόλου αφού για την παράβαση καθήκοντος απαιτείται κατά την επιστήμη «υπερχειλίζουσα υποκειμενικότητα του δράστη». Εφ΄ όσον οι υπάλληλοι αυτοί δεν παραμέλησαν τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα και δεν προκύπτει σύνδεση του ιδιωτικού έργου τους με τα ειδικά καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί από την Υπηρεσία τους υπέχουν μόνον πειθαρχική ευθύνη). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2004, σ. 578 – 581 με Σημείωση του Χρήστου Νικολαΐδη.

166


1.1.14.2.

1.1.15.

(491) ΕιρΛαμίας 219/2007 (Οι διατάξεις των παρ. 1 & 2 του άρθρου 31 του ΥΚ – Ν. 2683/1999 περί παροχής αδείας στους δημοσίους υπαλλήλους για άσκηση ιδιωτικού έργου ή εργασίας με αμοιβή εφαρμόζονται «…αναλογικά…» και στους εκπαιδευτικούς και αναπληρωτές εκπαιδευτικούς πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου εκπαιδεύσεως. «Σύμβαση εκτέλεσης τέτοιας εργασίας από μέρους του υπαλλήλου, χωρίς την άδεια αυτήν είναι άκυρη…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 735 – 738. (492) ΕφΑθ 9329/2002 (Οι διατάξεις περί απαγορεύσεως της ασκήσεως υπό των δημοσίων υπαλλήλων ιδιωτικού έργου ή εργασίας επ΄ αμοιβή «αποσκοπούν στην ευρυθμία των δημοσίων υπηρεσιών και στην αποφυγή επιδείξεως παραμελήσεως των κυρίων καθηκόντων των υπαλλήλων. Σύμβαση εκτέλεσης τέτοιας εργασίας από μέρους του υπαλλήλου, χωρίς …άδεια…είναι άκυρη…και ανεξαρτήτως άλλης ευθύνης»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1074. (493) ΣτΕ 1517/2003 Τμ. Γ΄ (Οι διατάξεις του άρθρου 31 ΥΚ σχετικώς με την παροχή αδείας σε δημοσίους υπαλλήλους για άσκηση ιδιωτικού έργου ή εργασίας με αμοιβή δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των ιατρών του ΕΣΥ, οι οποίοι ως μόνιμοι δημόσιοι λειτουργοί υπέχουν υποχρέωση πλήρους και αποκλειστικής απασχολήσεως απαγορευμένης της ασκήσεως έργου εκτός των νοσηλευτηρίων του ΕΣΥ, πλην ειδικών εξαιρέσεων προβλεπομένων από το νόμο). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1224 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.15. ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΕΚ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΟΥ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (494) ΔΕφΑθ 1013/1998 (Απόφαση περί αποσπάσεως υπαλλήλου η οποία δεν πραγματοποιήθηκε λόγω δικαστικών αποφάσεων δεν δημιουργεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του υπαλλήλου αυτού λόγω ηθικής βλάβης). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 686 – 687. (495) ΔΠρΑθ (10ο Τριμ.) 4033/1997 (Υπάρχει αστική ευθύνη του Δημοσίου για αποζημίωση του υπαλλήλου λόγω παραλείψεως εκδόσεως αποφάσεως του αρμοδίου διοικητικού οργάνου περί μεταθέσεως, αν η έκδοση αυτή δεν γίνει εντός τριμήνου από της εκδόσεως της συμφώνου για την μετάθεση γνωμοδοτήσεως του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 1216 [Περίληψη της αποφάσεως]. (496) ΣτΕ 3170/2005 Τμ. ΣΤ΄ («…αν το Δημόσιο αρνηθεί να προσλάβει σε δημόσια θέση υποψήφιο και η άρνηση αυτή ακυρωθεί στη συνέχεια με απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, ακολούθως δε η Διοίκηση σε συμμόρφωση προς ακυρωτική αυτή απόφαση διορίσει τον υποψήφιο αναδρομικώς…, ο τελευταίος αυτός δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση της ζημίας που υπέστη…»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1139 – 1140 [Περίληψη της αποφάσεως]. 167


1.1.15

1.1.16.1.(Α)

1.1.16.1.(Β).

(497) ΣτΕ 749/2007 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. «Στην περίπτωση αποσπάσεως στην ημεδαπή υπαλλήλου υπηρετούντος σε οργανική θέση στην αλλοδαπή και ακολούθως παρανόμου παραλείψεως της Διοικήσεως να τον επαναφέρει στην οργανική του θέση στην αλλοδαπή, η αποκατάσταση της ζημίας δεν περιλαμβάνει τις αποδοχές εκείνες που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την εκτέλεση της υπηρεσίας του στην αλλοδαπή»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1176. §§§§§§§§§§ 1.1.16. ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ Δ.Υ. [Βλ. και 1.1.2.4.] 1.1.16.1. ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ – ΜΕΤΑΘΕΣΗ Δ.Υ. 1.1.16.1.(Α) ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ (498) ΣτΕ 3506/1995 Τμ Γ΄ (Ανάκληση τοποθετήσεων για τις οποίες γνωμοδότησε το υπηρεσιακό συμβούλιο. Επίκληση ως λόγου ανακλήσεως απλώς και αορίστως της θέσεως σε ισχύ του νέου οργανισμού Υπουργείου χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, δεν επιτρέπει την συναγωγή τεκμηρίου ότι η ανάκληση αυτή έγινε για τις ανάγκες και το συμφέρον της υπηρεσίας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 245 [Περίληψη της αποφάσεως]. (499) ΣτΕ 2624/1999 Τμ. Γ΄ (Ν. 2085/1992 & Ν. 2190/1994. Σύννομη η μετακίνηση Δ.Υ. αποφοίτου ΕΣΔΔ αρχικά τοποθετηθέντος παρά Διευθυντή). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1193 [Περίληψη της αποφάσεως]. (500) ΣτΕ 24/2002 Τμ. Γ΄ (Η γενικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 133 Υ.Κ. έχει εφαρμογή και κατά τις τοποθετήσεις των υπηρετούντων σε περιφερειακές υπηρεσίες υπαλλήλων στις οργανικές μονάδες των νέων περιφερειών σύμφωνα με τον Ν. 2503/1997). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1167 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 949 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.16.1.(Β). ΜΕΤΑΘΕΣΗ (501) ΔΕφΑθ 906/1994 (Άρνηση της Διοικήσεως να μεταθέσει ιατρό του ΕΣΥ σε θέση νοσηλευτικού ιδρύματος της επιλογής του λόγω μη υπαγωγής του στο πεδίο εφαρμογής του σχετικού άρθρου 43 του Ν. 1759/1988, ενώ αυτός είχε υπηρετήσει σε προβληματικές και άγονες περιοχές επί τετραετία καλύπτοντας τους όρους των προκηρύξεων βάσει των οποίων είχε διορισθεί και σύμφωνα με τις οποίες παρείχετο ρητώς δικαίωμα μεταθέσεως κατά τα ανωτέρω. Η άρνηση της Διοικήσεως να μεταθέσει τον αιτούντα «…έρχεται σε αντίθεση προς την συνταγματική αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το Κράτος..»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 1174 – 1175. (502) ΔΕφΑθ 1395/1996 (Αντισυνταγματική ως αντικειμένη στην αρχή της ισότητος η διάταξη της παρ. 2 του άρ168


1.1.16.1.(Β). θρου 92 του Ν. 1943/1991 η οποία απαγορεύει επί τετραετία από της λήξεως της αποσπάσεως Δ.Υ. σε γραφεία κομμάτων, βουλευτών, πολιτικά γραφεία υπουργών ή γενικών γραμματέων την μετάθεσή τους). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 143 – 144. (503) ΣτΕ 664/1997 Τμ. ΣΤ΄ («…τυχόν άσκηση ένδικου μέσου κατά της πράξεως μεταθέσεως δεν απαλλάσσει τον υπάλληλο από την υποχρέωση να συμμορφωθεί προς την απόφαση μεταθέσεως εν όψει του άρθρου 71 παρ. 2 του Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 921 – 923. (504) ΔΕφΑθ 1785/1997 (Το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 1868/1989 ως ειδική διάταξη αφορώσα τις μεταθέσεις Δ.Υ. συζύγων δικαστικών, υπερισχύει του άρθρου 8 Π.Δ. 50/1996 περί μεταθέσεων εκπαιδευτικών και κατά συνέπεια είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση η ικανοποίηση σχετικού αιτήματος, αν υπάρχει κενή θέση και έχει παρέλθει έτος από την προηγούμενη μετάθεση, ενώ και προ της παρόδου έτους είναι δυνατή η μετάθεση στα πλαίσια της διακριτικής ευχερείας της Διοικήσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 670 – 671. (505) ΔΠρΑθ (10ο Τριμ.) 4033/1997 (Άρθρα 134, 136, & 138 Υ.Κ. Δεσμία η αρμοδιότης της Διοικήσεως βάσει της γνωμοδοτήσεως του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου δεν είναι δυνατή η κατ΄ αίτηση του υπαλλήλου μετάθεσή του). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 1216 [Περίληψη της αποφάσεως]. (506) ΣτΕ 148/1998 Τμ. Γ΄ (Υποχρεωτική η μετάθεση υπαλλήλου Γραφείου Τύπου Εξωτερικού μετά πάροδο 4 ετών. Υπέρβαση του χρόνου αυτού είναι δυνατή κατ΄ εξαίρεση για λόγους που αφορούν αποκλειστικώς την υπηρεσία). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 880 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1378 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 1430 [Περίληψη της αποφάσεως]. (507) ΣτΕ 449/1996 Τμ. Γ΄ (Δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητος παροχή βάσει του άρθρου 9 του Ν. 2085/1992 κινήτρων για υπαλλήλους κεντρικών υπηρεσιών προκειμένου να ζητήσουν την μετάθεσή τους σε περιφερειακές Δημόσιες Υπηρεσίες προβληματικών περιοχών, ενώ τα κίνητρα αυτά δεν παρέχονται σε υπαλλήλους των ΝΠΔΔ που εδρεύουν στις περιοχές αυτές διότι γι΄ αυτούς δεν συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος θεσπίσεως της σχετικής διατάξεως, δηλ. η αποσυμφόρηση των κεντρικών υπηρεσιών μεγάλων αστικών κέντρων). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 970 [Περίληψη της αποφάσεως]. (508) ΣτΕ 1387/1999 Τμ. Γ΄ (Υποχρεωτική για την Διοίκηση η μετάθεση υπαλλήλου εκλεγέντος ως αιρετού σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 1, Ν. 1943/1993). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1158 [Περίληψη της αποφάσεως].

169


1.1.16.1.(Β). (509) ΣτΕ 1481/1999 Τμ. Γ΄ (Υποχρεωτική για τη Διοίκηση η μετάθεση υπαλλήλου βάσει του άρθρου 57 παρ. 10 του Ν. 1943/1991 σε θέσεις εντός του Ο.Τ.Α. ή πλησίον αυτού που ο υπάλληλος αυτός έχει εκλεγεί Δήμαρχος, Πρόεδρος Κοινότητος, δημοτικός ή κοινοτικός σύμβουλος και διατηρεί την υπαλληλική ιδιότητα. Η ρύθμιση αυτή αφορά και υπαλλήλους εκλεγέντες σε θέση νομαρχιακού συμβούλου). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1099 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2002, σ. 194 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 944 – 945 [Περίληψη της αποφάσεως]. (510) ΣτΕ 1746/1999 Τμ. Γ΄ (Κατά τον Ν. 2085/1992 η σύμφωνη γνωμοδότηση του υπηρεσιακού συμβουλίου συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας της μεταθέσεως. Η γνωμοδότηση αυτή κατοχυρώνεται συνταγματικά και ο κοινός νομοθέτης δύναται μόνον να την μετατρέψει από σύμφωνη σε απλή, αλλά δεν δύναται να την καταργήσει). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1118 [Περίληψη της αποφάσεως]. (511) ΣτΕ 3034/2000 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 46 παρ. 1 Ν. 1759/1988. Διάκριση μεταξύ ιατρών ΕΣΥ υπηρετούντων σε κέντρα υγείας λιγότερο αγόνων και προβληματικών περιοχών και ιατρών του ΕΣΥ υπηρετούντων σε κέντρα υγείας πλέον αγόνων και προβληματικών περιοχών για τους οποίους και μόνον παρέχεται το κίνητρο της συνεχούς υπηρεσίας για ορισμένα έτη σ΄ αυτά τα κέντρα υγείας και στη συνέχεια μεταθέσεώς τους σε κέντρα υγείας αστικών περιοχών ή νομαρχιακά νοσοκομεία της επιλογής τους. Δεν πρόκειται για συνταγματικώς ανεπίτρεπτη ευνοϊκή μεταχείριση των ιατρών ΕΣΥ που υπηρετούν σε κέντρα υγείας των πλέον αγόνων και προβληματικών περιοχών σε σχέση με τους ιατρούς του ΕΣΥ που υπηρετούν σε κέντρα λιγότερο αγόνων και προβληματικών περιοχών. Πρόκειται περί παροχής κινήτρου για τη στελέχωση των κέντρων υγείας των πλέον αγόνων και προβληματικών περιοχών). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1151 – 1152 [Περίληψη της αποφάσεως]. (512) ΣτΕ 2702/2000 Τμ. Γ΄ (Η κατά το άρθρο 103 παρ. 4 Συντ. εγγύηση στους μονίμους δημόσιους υπαλλήλους περί κρίσεως από υπηρεσιακά συμβούλια αφορά μόνον κρίσεις για μετάθεση, υποβιβασμό ή παύση, αλλά όχι κρίσεις για προαγωγή ή επιλογή). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1178 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 597 [Περίληψη της αποφάσεως]. (513) ΣτΕ 399/2000 Τμ. Γ΄ (Υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών με σχέση εργασίας Ι.Δ. μονιμοποιηθέντες βάσει των Ν. 1476/1984 και 1829/1989 μετά την μονιμοποίησή τους υπάγονται πλέον στις διατάξεις του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών εξομοιούμενοι με τους υπαλλήλους των αντιστοίχων κλάδων της Κεντρικής Υπηρεσίας δυνάμενοι να μετατίθενται βάσει του άρθρου 6 του Ν. 1933/1991 σε θέσεις ομοειδών κλάδων αυτής της Κεντρικής Υπηρεσίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1194 [Περίληψη της αποφάσεως]. (514) ΤρΔΕφΑθ 951/1999 (Η κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος απαιτουμένη για τη μετάθεση Δ.Υ. γνωμοδό-

170


1.1.16.1.(Β). τηση του υπηρεσιακού συμβουλίου πρέπει να περιέχει αιτιολογία βλ. ΣτΕ 2406/1982, 4560/1984, 2128/1985. Για την μετάθεση το υπηρεσιακό συμβούλιο «…οφείλει να λαμβάνει υπόψη πρωτίστως τις υπηρεσιακές ανάγκες, χωρίς όμως να αποκλείεται να συνεκτιμά και τις τυχόν υπάρχουσες προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες των κρινομένων, εφόσον αυτές είναι γνωστές στο υπηρεσιακό συμβούλιο και είναι πολύ σοβαρές, ΣτΕ 1086/1987»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 451 – 453. (515) ΔΕφΑθ 16/2000 (Πρώην υπάλληλος του Υπουργείου Γεωργίας υπηρετούσα με απόσπαση από το Δασαρχείο Πάρνηθος σε Ινστιτούτο του ΕΘΙΑΓΕ μεταφερθείσα στην Περιφέρεια Αττικής βάσει του άρθρου 2 παρ. 3 του Ν. 2503/1997 και τοποθετηθείσα με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφερείας Αττικής στο Δασαρχείο Λαυρίου. Δεν πρόκειται για τοποθέτηση αλλά για μετάθεση «…για την οποία δεν προηγήθηκε σχετική γνωμοδότηση του αρμοδίου Υπηρεσιακού Συμβουλίου» και συνεπώς είναι άκυρη η σχετική πράξη της Διοικήσεως). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2001, σ. 173 – 175. (516) ΤρΔΕφΘεσ 449/2009 Τμ. Α΄ Ακυρωτικό (Όπως επισημαίνεται και στην εισηγητική έκθεση του Ν. 2085/1992 η επιδότηση αγοράς, ανεγέρσεως ή επεκτάσεως κατοικίας υπηρετούντων σε προβληματικές περιοχές έχει ως σκοπό την αποφυγή εξαναγκασμών και υποχρεωτικών μεταθέσεων του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1073 – 1076. (517) ΣτΕ 1692/1994 Τμ. Γ΄ (Μεταθέσεις βάσει πίνακος μεταθετέων μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 7 παρ. 4 του Ν. 1586/1986. Υπάλληλοι ανήκοντες στον ίδιο κλάδο. Μεταξύ υπαλλήλων του ιδίου βαθμού δεν υπάρχει πλέον αρχαιότητα. Συνεπώς, η σειρά μεταθέσεως καθορίζεται βάσει των λοιπών κατά νόμον κριτηρίων εκτός εκείνου της ήσσονος αρχαιότητος). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 132 [Περίληψη της αποφάσεως]. (518) ΣτΕ 2523/2003 Τμ. Γ΄ (Μετάθεση υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών σε εξωτερική υπηρεσία. Υποχρέωση τριετούς τουλάχιστον παραμονής με δυνατότητα παρατάσεως μέχρι συμπληρώσεως εξαετίας. Η τριετία δύναται να συντμηθεί λόγω συνδρομής όλως εξαιρετικών υπηρεσιακών ή προσωπικών του υπαλλήλου αναγκών, ενώ η εξαετία δύναται να παραταθεί αποκλειστικώς για την κάλυψη ειδικών υπηρεσιακών αναγκών). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 1720 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 475 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§

171


1.1.16.2. ΑΠΟΣΠΑΣΗ Δ.Υ. 1.1.16.2.(Α). ΑΠΟΣΠΑΣΗ ΚΑΤ΄ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ (519) ΔΕφΑθ 1400/1997 (Άρθρο 32 παρ. 17 Ν. 2040/1992. «…ιδιάζουσα άνευ χρονικού περιορισμού απόσπαση, προκειμένου το προσωπικό…που υπηρετεί – στο Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας ΝΠΙΔ – κατά τις 23.4.1992, να διατηρήσει τη σχετική δημοσίου δικαίου» ιδιότητά του ως ερευνητών μονίμων υπαλλήλων του Υπουργείου Γεωργίας). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1997, σ.1298 – 1300. (520) ΣτΕ 1683/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Ένδικο μέσο στρεφόμενο κατά της γνωμοδοτήσεως Υπηρεσιακού Συμβουλίου υπέρ της άρσεως αποσπάσεως του προσφεύγοντος, δηλ. θέματος αφορώντος την υπηρεσιακή του κατάσταση, έχει τον χαρακτήρα αιτήσεως ακυρώσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 121 – 124. (521) ΣτΕ 2121/1999 Τμ. Γ΄ (Βάσει αξιολογήσεως στοιχείων ήθους και χαρακτήρα, μορφώσεως και γλωσσομάθειας ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας έχει την διακριτική ευχέρεια επιλογής των εκπαιδευτικών που θα αποσπασθούν σε σχολεία του εξωτερικού. Αυτή η διακριτική ευχέρεια του Υπουργείου περιορίζεται μόνον, από τα κριτήρια που τίθενται γενικώς από τον ίδιο τον νόμο ο οποίος δεν προσδιορίζει διαδικασία επιλογής). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1134 [Περίληψη της αποφάσεως]. (522) ΣτΕ 2451/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Απόσπαση εκπαιδευτικών κατ΄ άρθρο 66 παρ. 3 του Ν. 1566/1985. Συνδρομή του όρου της ανηλικότητος των τέκνων του αποσπασμένου υπαλλήλου, στο εξωτερικό είναι αναγκαία κατά τη στιγμή της αποσπάσεως, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ενότητα της οικογενείας ως θεμελίου της συντηρήσεως και προαγωγής του έθνους η οποία κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος τελεί υπό την προστασία του Κράτους). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1147 – 1148 [Περίληψη της αποφάσεως]. (523) ΣτΕ 4104/1999 Τμ. Α΄ (Απόσπαση εκπαιδευτικού σε σχολείο αλλοδαπής χωρίς αποδοχές πρέπει να αιτιολογείται από τη Διοίκηση. Όμως, αν η οικεία κοινότητα ή ίδρυμα στο εξωτερικό, τελικώς, δεν καταβάλει τις αποδοχές στον εκπαιδευτικό αυτός δεν έχει εκ των υστέρων αξίωση κατά του Δημοσίου). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1194 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 1059 – 1062. (524) ΣτΕ 1461/2005 Ολ. (Υπάλληλοι που αποσπώνται με αίτησή τους στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και υπηρετούν στο εξωτερικό δεν δικαιούνται να λαμβάνουν το κατά το άρθρο 131 παρ. 10 του Ν. 419/1976 επίδομα αλλοδαπής, το οποίο χορηγείται στους εκεί υπηρετούντας υπαλλήλους του Υπουργείου αυτού. Δεν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2005, σ. 1295 – 1297. (525) ΔΕφΑθ 473/1995 (Άρθρα 104 παρ. 4 & 6 του Συντάγματος, 134 παρ. 2 και 136 παρ. 1 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο γνωμοδοτεί αδεσμεύτως από υποδείξεις της Διοικήσεως κατά την κρίση του για τις μεταθέσεις υπαλλήλων. Η Διοίκηση πρέπει να ενημερώνει το Υπηρε172


1.1.16.2.(Α).

1.1.16.2.(Β).

σιακό Συμβούλιο για τις ενδεχομένως υπάρχουσες αιτήσεις μεταθέσεων και αιτιολογημένα δύναται να εκθέτει τους λόγους που καθιστούν αναγκαία την μετάθεση συγκεκριμένου υπαλλήλου). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», σ. 1995, σ. 1972 [Περίληψη της αποφάσεως]. (526) ΔΕφΑθ 805/1999 (Άρθρο 6 Ν. 2477/1997. Κατά διακριτική ευχέρεια του Υπουργού χωρίς παράθεση ειδικής αιτιολογίας πραγματοποιούνται αποσπάσεις στο Σώμα Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης υπαλλήλων με τα νόμιμα προσόντα υπό τον όρο ότι έχουν επαγγελματική κατάρτιση, υπηρεσιακή επίδοση και ήθος). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 1999, σ. 2344 [Περίληψη της αποφάσεως]. (527) ΣτΕ 1777/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Απόσπαση υπαλλήλου στο Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως και διάθεσή του βάσει της 19/1990 Πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου κυρωθείσης με το άρθρο 6 του Ν. 1878/1990 σε γραφείο βουλευτή. Δεν δικαιούται ειδικής πρόσθετης αμοιβής, βάσει του άρθρου 5 παρ. 4 του Ν. 2229/1994 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24 του Ν. 2300/1995 και της Δ16/07/635/Β/10.8.1995 κοινής υπουργικής αποφάσεως, την οποία λαμβάνουν όσοι συνάδελφοί του στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων πράγματι συμβάλλουν στην «έγκαιρη εκτέλεση των δημοσίων έργων χάριν του δημοσίου συμφέροντος»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2007, σ. 661 – 664. (528) ΣτΕ 2727/2001 Τμ. Δ΄ (Η πρόβλεψη της παρ. 12 του άρθρου 68 του νεωτέρου ΥΚ –Ν. 2683/1999 – ότι διατηρούνται σε ισχύ ειδικές διατάξεις περί αποσπάσεων δεν καταλαμβάνει και τις περί αποσπάσεων διατάξεις του προϊσχύσαντος ΥΚ – Π.Δ. 611/1977). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 155 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 385 – 387. (529) ΑΠ 13/2003 («…κατά γενική αρχή του υπαλληλικού δικαίου αλλά και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 145 επ. του Π.Δ. 611/19977 “Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας”, οι αποσπώμενοι σε άλλη υπηρεσία του εργοδότου δημόσιοι υπάλληλοι εξακολουθούν οργανικά να ανήκουν στην υπηρεσία από την οποία αποσπάσθηκαν και δεν διακόπτεται με την απόσπαση ο δεσμός του υπαλλήλου με εκείνη, εντεύθεν δε και μετά την απόσπαση ο υπάλληλος ανήκει στην κατηγορία στην οποία ανήκε πριν από αυτή»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 1419 – 1421. §§§§§§§§§§ 1.1.16.2.(Β). ΑΠΟΣΠΑΣΗ ΑΝΕΥ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ (530) ΔΕφΛαρ 265/1998 («Τα κέντρα υγείας αποτελούν αυτοτελείς αρχές έναντι του Νοσοκομείου στο οποίο ανήκουν». Συνεπώς, η ανά 15νθήμερο εκ περιτροπής με άλλους ιατρούς «κυκλική» υπηρεσία ιατρού του ΕΣΥ σε άλλο κέντρο υγείας από αυτό όπου οργανικά ανήκει, «…δεν αποτελεί απλή μετακίνηση αλλά απόσπαση…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 634 – 636 & 2000, σ. 106 – 107.

173


1.1.16.2.(Β).

1.1.16.3.(Α).(α).

(531) ΔΕφΑθ 1013/1998 (Απόφαση περί αποσπάσεως υπαλλήλου η οποία δεν πραγματοποιήθηκε λόγω δικαστικών αποφάσεων δεν δημιουργεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του υπαλλήλου αυτού λόγω ηθικής βλάβης). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 686 – 687. (532) ΣτΕ 916/2002 Τμ. Γ΄ (Απόσπαση υπαλλήλου χάριν διενεργείας διοικητικής ερεύνης πράγματι διεξαγομένης για την διαπίστωση του βάσιμου επωνύμων καταγγελιών σχετικώς με την υπηρεσιακή συμπεριφορά του συνιστά αναγκαίο μέτρο για την διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας και δεν προκαλεί καθ΄ εαυτό ηθική μείωση του υπαλλήλου αυτού). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1167 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 949 [Περίληψη της αποφάσεως]. (533) ΣτΕ 749/2007 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. («Στην περίπτωση αποσπάσεως στην ημεδαπή υπαλλήλου υπηρετούντος σε οργανική θέση στην αλλοδαπή και ακολούθως παρανόμου παραλείψεως της Διοικήσεως να τον επαναφέρει στην οργανική του θέση στην αλλοδαπή, η αποκατάσταση της ζημίας δεν περιλαμβάνει τις αποδοχές εκείνες που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την εκτέλεση της υπηρεσίας του στην αλλοδαπή»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1176. (534) ΣτΕ 2727/2001 Τμ. Δ΄ (Η πρόβλεψη της παρ. 12 του άρθρου 68 του νεωτέρου ΥΚ – Ν. 2683/1999 – ότι διατηρούνται σε ισχύ ειδικές διατάξεις περί αποσπάσεων δεν καταλαμβάνει και τις περί αποσπάσεων διατάξεις, του προϊσχύσαντος ΥΚ – ΠΔ. 611/1997). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 155 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 385 – 387. §§§§§§§§§§ 1.1.16.3. ΜΕΤΑΤΑΞΗ (& ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΜΕΤΑΤΑΞΕΩΣ) 1.1.16.3.(Α). ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ 1.1.16.3.(Α).(α). ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΑΠΟ ΚΑΤΩΤΕΡΗ ΣΕ ΑΝΩΤΕΡΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ (535) ΔΕφΘεσ 330/1999 (Υποχρεωτική για τη Διοίκηση η μετάταξη υπαλλήλου από κατώτερη σε ανώτερη κατηγορία βάσει του άρθρου 17 παρ. 5 του Ν. 2527/1997, είτε σε κενή θέση, είτε σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση, εφόσον το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο, έχει γνωμοδοτήσει θετικά). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1999, σ. 1124 – 1127 με Σχόλιο του Δ. Νικοπούλου. (536) ΔΕφΑθ 1389/1993 (Ν. 1586/1986. Υποχρεωτική για τη Διοίκηση η μετάταξη από κατώτερη σε ανώτερη κατηγορία εφ΄ όσον συντρέχουν οι κατά νόμον προϋποθέσεις). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 592 – 593. (537) ΣτΕ 3667/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Χρήση πλαστού τίτλου σπουδών από υπάλληλο για να μεταταγεί σε ανώτεροι κλάδο συνι174


1.1.16.3.(Α).(α). στά χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή ή ανάξια υπαλλήλου διαγωγή εντός και εκτός της υπηρεσίας. Προσήκουσα η επιβολή της ποινής της οριστικής παύσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1157 – 1159. (538) ΣτΕ 3158/1994 (Δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της υπηρεσίας της Ακαδημίας Αθηνών πτυχίο υποκριτικής το οποίο επικαλείται υπάλληλος προκειμένου να μεταταγεί σε θέση ανώτερης κατηγορίας έστω και με σύσταση προσωρινής θέσεως προσωρινού κλάδου. Το ανωτέρω πτυχίο δεν ήταν, άλλωστε, απαραίτητο ούτε για την άσκηση των καθηκόντων της υπαλλήλου αυτής ως δακτυλογράφου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 1455 [Περίληψη της αποφάσεως]. (539) ΣτΕ 3137/1996 Τμ. Γ΄ (Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 17 παρ. 6 – 10 του Ν. 1586/1986 και 34 παρ. 10 του Ν. 1876/1990 «…η μετάταξη υπαλλήλου που κατέχει τυπικό προσόν ανώτερης κατηγορίας είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση, εφόσον συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις, ήτοι η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να κινήσει τη σχετική διαδικασία και να την ολοκληρώσει, πρβλ. ΣτΕ 1105/1989, 3312/1995 κ.ά.»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1194 – 1196. (540) ΔΕφΘεσ 673/2002 (Άρθρα 70 παρ. 1 & 71 παρ. 1, 2, Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. Για την μετάταξη από κατώτερη σε ανώτερη κατηγορία, υποχρεωτικώς, η σχετική αίτηση διαβιβάζεται στο οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο προκειμένου με απλή γνωμοδότησή του να εκτιμήσει τις ανάγκες τις υπηρεσίας και να κρίνει σχετικά με την αιτούμενη μετάταξη. Η εκτίμηση των αναγκών της υπηρεσίας γίνεται αποκλειστικά από το υπηρεσιακό συμβούλιο. Η απλή γνωμοδότηση του υπηρεσιακού συμβουλίου δεν δεσμεύει την Διοίκηση, αλλ΄ όμως ενδεχομένη αντίθετη κρίση πρέπει να αιτιολογείται). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 1501 – 1502. (541) ΔΕφΤριπόλεως 543/2008 (Άρθρα 69, 70, 71 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999 & 16 παρ. 8 Ν. 3345/2005. Αίτημα υπαλλήλων κατηγορίας ΔΕ Τεχνικών Εργοδηγών της Περιφερείας Πελοποννήσου ενταχθέντων σε προσωποπαγείς θέσεις προσωρινού κλάδου κατηγορίας ΤΕ Εργοδηγών χωρίς πτυχίο ή δίπλωμα ΤΕΙ για «ένταξη-μετάταξή» τους από αυτήν την κατηγορία ΤΕ στην κατηγορία ΤΕ με πτυχίο ή στην κατηγορία ΠΕ λόγω κατοχής από αυτούς πτυχίου καταργηθεισών Μέσων Τεχνικών Σχολών Εργοδηγών το οποίο κατά την άποψή τους είναι ισοδύναμο με αυτό των Υπομηχανικών των Ανωτέρων Σχολών βάσει του οποίου οι κάτοχοί του υπάλληλοι ήδη εντάχθηκαν στις ως άνω ανώτερες κατηγορίες ΤΕ με πτυχίο ή ΠΕ. Η απόρριψη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Πελοποννήσου χωρίς να έχει προηγηθεί γνωμοδότηση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου δεν είναι σύννομη αφού δεν έχει τηρηθεί ουσιώδης τύπος της διαδικασίας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2009, σ. 122 – 123. (542) ΣτΕ 1037/1999 Τμ. Γ΄ (Κώλυμα διορισμού σε θέση Δ.Υ. λόγω καταδίκης ή υποδικίας για ορισμένα αδικήματα ως εκείνα του άρθρου 22 ΥΚ αποτελεί κώλυμα και για την μετάταξη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1066 [Περίληψη της αποφάσεως].

175


1.1.16.3.(Α).(α).

1.1.16.3.(Α).(β).

(543) ΣτΕ 1184/2001 Τμ. Γ΄ (Γνωμοδότηση υπηρεσιακού συμβουλίου κατά το άρθρο 155 παρ. 1 ΥΚ σχετικά με μετάταξη υπαλλήλου από την κατηγορία ΔΕ στην κατηγορία ΤΕ στερείται εκτελεστότητος και συνεπώς, απαραδέκτως προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1173 [Περίληψη της αποφάσεως]. (544) ΣτΕ 1090/2006 Τμ. Γ΄ (Νόμιμη η ανάκληση μετατάξεως υπαλλήλου από κατώτερη σε ανώτερη κατηγορία., αφού αυτός στερείται των τυπικών προσόντων της θέσεως στην οποία μετατάχθηκε. «Σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου η Διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της εντός ευλόγου χρόνου από την τελείωσή τους». Το χρονικό διάστημα του 1,5 έτους που μεσολάβησε έως την ανάκληση της μετατάξεως δεν υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1170 – 1171. (545) ΣτΕ 252/2006 (Οι μετατάξεις από κατώτερη σε ανώτερη κατηγορία εντός του ιδίου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου των υπαλλήλων των νοσηλευτικών ιδρυμάτων διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 70, 71 και 73 του ΥΚ – Ν. 2683/1999). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 213 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.16.3.(Α).(β). ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΑΠΟ ΚΛΑΔΟ ΣΕ ΚΛΑΔΟ (546) ΔΕφΑθ 1754/1999 (Παράνομη και ανακλητέα μετάταξη υπαλλήλου σε μη ομοιόβαθμη θέση άλλου κλάδου της υπηρεσίας του. Είναι δυνατόν και μετά την πάροδο της κατά τον Α.Ν. 261/1968 πενταετίας να ανακληθεί η παράνομη πράξη «…όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 339 – 346. (547) ΣτΕ 1037/1999 Τμ. Γ΄ (Κώλυμα διορισμού σε θέση Δ.Υ. λόγω καταδίκης ή υποδικίας για ορισμένα αδικήματα ως εκείνα του άρθρου 22 ΥΚ αποτελεί κώλυμα για την μετάταξη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1066 [Περίληψη της αποφάσεως]. (548) ΔΕφΘεσ 392/2009 (Παράλειψη συντάξεως πρακτικού από την Ειδική Επιτροπή κρίσεως υπαλλήλων αιτούντων μετάταξη στον Κλάδο οικονομικών επιθεωρητών σχετικά με την διαδικασία συνεντεύξεώς τους και της βάσει αυτής διαμορφωθείσης γνώμης των μελών της συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 610 – 611 με Σχόλιο του Ακρίτα Καϊδατζή. §§§§§§§§§§

176


1.1.16.3.(Β). ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΑΠΟ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΕ ΥΠΗΡΕΣΙΑ [ΔΗΜΟΣΙΟ – Ν.Π.Δ.Δ.] (549) ΔΕφΑθ 1428/1993 (Άρθρο 17 παρ. 8 Ν. 1586/1986. Αν ο αιτών την μετάταξη έχει τυπικό προσόν μη ανταποκρινόμενο στις ανάγκες της υπηρεσίας του η μετάταξή του δεν είναι δυνατόν να γίνει εσωτερικώς, αλλά πρέπει να μεταταγεί σε κενή ή συνιστώμενη θέση άλλης υπηρεσίας για να αξιοποιηθεί το πτυχίο του και η υπηρεσία αυτή να εξυπηρετηθεί από άποψη ειδικευμένου προσωπικού). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 338 – 340. (550) ΔΕφΑθ 1456/1997 (Άρθρα 154 & 157 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Η πλήρωση των θέσεων Ν.Π.Δ.Δ. με μετάταξη προϋποθέτει προηγούμενη δημόσια γνωστοποίηση με γενική πρόσκληση της σχετικής προθέσεως της Διοικήσεως, ως και τον καθορισμό προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεων εκ μέρους των ενδιαφερομένων. Η γνωστοποίηση αυτή συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας και αν δεν πραγματοποιηθεί συνεπάγεται ακύρωση παραλείψεως μετατάξεως ενδιαφερομένου υπαλλήλου ο οποίος δεν είχε υποβάλει αίτηση με συνέπεια την αναπομπή της υποθέσεως στη Διοίκηση προκειμένου να γίνει σύγκριση αυτού με τους μεταταγέντες). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1196. (551) ΔΕφΑθ 1020/2002 (Άρθρο 39 παρ. 4 Ν. 2218/1994 όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 6 του Ν. 2240/1994. Θέσπιση ειδικής διαδικασίας μετατάξεως, διαφορετικής από την «τακτική μετάταξη» υπαλλήλων της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως βάσει του άρθρου 33 του Ν. 2218/1994, για την κατά προτεραιότητα κατ΄ αίτηση των αποσπασμένων στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις μετάταξή τους. Πρόκειται για «υποχρεωτική για την υπηρεσία» μετάταξη χωρίς γνώμη ή απόφαση Υπηρεσιακού Συμβουλίου στις συσταθησόμενες οργανικές θέσεις των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 934 – 939. (552) ΔΕφΑθ 1721/2002 (Η αυτοδίκαιη μετάταξη των επί επτά έτη αποσπασμένων υπαλλήλων στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις βάσει του άρθρου 77 του Ν. 2910/2001 δεν προσκρούει στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 938 – 945. (553) ΣτΕ 1037/1999 Τμ. Γ΄ (Κώλυμα διορισμού Δ.Υ. λόγω καταδίκης ή υποδικίας για ορισμένα αδικήματα ως εκείνα του άρθρου 22 ΥΚ αποτελεί κώλυμα και για τη μετάταξη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1066 [Περίληψη της αποφάσεως]. (554) ΣτΕ 3015/2000 Τμ. Γ΄ (Ν. 1735/1987. Δεν τάσσεται εκ του νόμου ειδική προθεσμία ολοκληρώσεως της διαδικασίας μετατάξεως, όμως η Διοίκηση κατά γενική αρχή του δικαίου οφείλει να εκδώσει την σχετική κοινή υπουργική απόφαση εντός ευλόγου χρόνου τριών μηνών από την στιγμή της περιελεύσεως σ΄ αυτή της γνωμοδοτήσεως της επιτροπής μετατάξεων. Η γνωμοδότηση αυτή δεν δεσμεύει την αποφασιστικώς δρώσα Διοίκηση, η οποία, όμως, πρέπει να αιτιολογήσει ειδικώς ενδεχομένη άρνησή της για την πραγματοποίηση της μετατάξεως). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1198 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 815 [Περίληψη της αποφάσεως]. 177


1.1.16.3.(Β).

1.1.16.6.(Γ).

(555) ΣτΕ 2406/2000 Τμ. Γ΄ (Ν. 1735/1987. Ο μετατασσόμενος διατηρεί στη νέα του υπηρεσία το μισθολογικό κλιμάκιο που είχε στην υπηρεσία από την οποία μετατάσσεται). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1199 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 815 [Περίληψη της αποφάσεως]. (556) ΤρΔΕφΘεσ 1348/2003 (Δεν προσκρούει στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου η αυτοδίκαιη μετάταξη από Υπουργείο σε Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση υπαλλήλου αποσπασμένου σε αυτήν επί επταετία, αφού «…η διατήρηση της ισχύος ενός ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία ατόμων νομοθετικού καθεστώτος δεν αποτελεί κατά το Σύνταγμα πρόσκομμα για τη μεταβολή του, ΣτΕ 6/1999»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 163 – 166. (557) ΣτΕ 346/2004 Τμ. Γ΄ (Αίτηση μετατάξεως σε υπηρεσία παραμεθορίου περιοχής βάσει του άρθρου 9 παρ. 22 του Ν. 2266/1994. Η Διοίκηση έχει την διακριτική εξουσία για τον καθορισμό του χρόνου πραγματοποιήσεως της μετατάξεως, αφού, άλλωστε, οι μετατάξεις αποτελούν εξαιρετικό τρόπο πληρώσεως κενών θέσεων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2068 [Περίληψη της αποφάσεως]. (558) ΣτΕ 2102/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν αντίκεινται στην αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης οι διατάξεις του Ν. 2470/1997 κατά το μέρος που καταργούν ευνοϊκές για υπαλλήλους, οι οποίοι υπηρετούν ή υπηρετούσαν σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές, ρυθμίσεις και τις αντικαθιστούν με το επίδομα, του άρθρου 8 παρ. 5 του νόμου αυτού. Μισθολογικά πλεονεκτήματα προβλεπόμενα βάσει των άρθρων 11 παρ. 1 του Ν. 287/1976 και 9 παρ. 2 του Ν. 2085/1992 και αποβλέποντα στη στελέχωση υπηρεσιών παραμεθορίων και προβληματικών περιοχών εχορηγήθησαν πρωτίστως για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Όμως με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 2470/ 1997 εκρίθη ότι εξυπηρετείται καλύτερα το δημόσιο συμφέρον με συνέπεια την κατάργηση των ευνοϊκών για τους υπαλλήλους αυτούς ρυθμίσεων των άρθρων 11 παρ. 1 του Ν. 287/1976 και 9 παρ. 2 του Ν. 2085/1992. Συνεπώς, πρόκειται για απλή προσδοκία διατηρήσεως των ανωτέρω ευνοϊκών ρυθμίσεων για τους υπαλλήλους εκείνους οι οποίοι εζήτησαν την μετάταξή τους σε υπηρεσίες παραμεθορίων και προβληματικών περιοχών και δεν κωλύεται ο νομοθέτης να τις αντικαταστήσει με την ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 2470/1997). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2068 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.16.3.(Γ). ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΑΠΟ Κ.Ν.Π.Ι.Δ. ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Ή Ν.Π.Δ.Δ. (559) ΔΕφΑθ 1286/2005 Τμ. Ι΄ (Άρ. 13 παρ. 2 Ν. 3200/2003. Μετά την του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου από αποκεντρωμένη δημοσία υπηρεσία σε ανώνυμη τραπεζική εταιρία, υπάλληλος – απόφοιτος ΕΣΔΔ μετατάσσεται με αίτησή του στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών σε ομοιόβαθμη θέση παρά τις αντιρρήσεις του Υπουργείου αυτού).

178


1.1.16.3.(Γ).

1.1.16.3.(Δ)

1.1.16.4.(Α).

«ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2005, σ. 871 – 873. (560) ΔΕφΑθ 2119/2005 Τμ. Ι΄ (Άρ. 13 παρ. 2 Ν. 3200/2003. Δεν είναι δυνατή η μετάταξη με αίτηση υπαλλήλου από δημοσία υπηρεσία η οποία μετετράπη σε ανώνυμη εταιρία στη Βουλή κατ΄ επίκληση της ιδιότητός του ως αποφοίτου της ΕΣΔΔ, αφού ο Κανονισμός της Βουλής ρυθμίζει τα θέματα διορισμού των υπαλλήλων της, «…ενώ οι σχετικές διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα ή άλλων γενικών ή ειδικών νόμων έχουν εφαρμογή συμπληρωματικώς και υπό την επιφύλαξη του Κανονισμού αυτού»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2005, σ. 873 – 875. §§§§§§§§§§ 1.1.16.3.(Δ). ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΤΑΞΕΩΝ (561) ΣτΕ 881/2001 Τμ. Γ΄ (Με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 301/1976 όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 21 του Ν. 1599/1986 «...δεν προβλέπεται πλέον η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απλής πράξεως εντάξεως των δημοσίων πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων, εξακολουθεί όμως να είναι υποχρεωτικά δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η μετάταξη ως πράξη μεγαλύτερης γενικά σημασίας από την ένταξη, αφού συνίσταται στην οργανική έξοδο του υπαλλήλου από τη θέση ορισμένου κλάδου, δηλαδή συστήματος αυτοτελών και ιεραρχικά διαρθρωμένων οργανικών θέσεων και στην είσοδό του σε θέση άλλου κλάδου. Κρίση δε του ζητήματος αν μια υπηρεσιακή μεταβολή αποτελεί πράγματι ένταξη ή μετάταξη και, συνεπώς, αν η σχετική πράξη πρέπει να δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εξαρτάται από την αληθή φύση της οικείας υπηρεσιακής μεταβολής κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 2 του Ν. 301/1976 και όχι, απλώς από τον τυχόν χαρακτηρισμό της ως άνω εντάξεως ή μετατάξεως από την ειδική διάταξη που την προβλέπει»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/2002, σ. 1401 – 1403. §§§§§§§§§§ 1.1.16.4. ΛΟΙΠΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ Δ.Υ. 1.1.16.4.(Α). ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ (562) ΔΕφΘεσ 1041/1999 (Για την μετακίνηση υπαλλήλου είναι αναγκαία η αιτιολόγηση της σχετικής αποφάσεως). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1999, σ. 1478 – 1480. (563) ΔΕφΘεσ 318/1999 (Για την μετακίνηση υπαλλήλου είναι αναγκαία η αιτιολόγηση της σχετικής αποφάσεως). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1999, σ. 1480-1483 με Σχόλιο του Δ. Νικοπούλου για την ‘πρωτοτυπία’ της αποφάσεως αυτής βάσει της οποίας ζητείται η αιτιολόγηση των μετακινήσεων των Δ.Υ.

179


1.1.16.4.(Α).

1.1.16.4.(Β).

(564) ΔΕφΛαρ 265/1998 («Τα κέντρα υγείας αποτελούν αυτοτελείς αρχές έναντι του νοσοκομείου στο οποίο ανήκουν». Συνεπώς, η ανά 15νθήμερο εκ περιτροπής με άλλους, ιατρούς «κυκλική» υπηρεσία ιατρού του ΕΣΥ σε άλλο κέντρο υγείας από αυτό όπου οργανικά ανήκει, «...δεν αποτελεί απλή μετακίνηση αλλά απόσπαση...»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 634 – 636 & 2000, σ. 106 – 107. Σημ. Βλ. και απόφαση ΣτΕ 2844/2003 Τμ. Γ΄ (αρ. 567). (565) ΔΕφΘεσ 894/2002 («Όταν... η θέση από την οποία μετακινείται κάποιος υπάλληλος είναι σε θέση εξειδικευμένη, η οποία για την κατάληψή της απαιτεί, κατά νόμο, συνδρομή ειδικών τυπικών προσόντων, τα οποία δεν προκύπτει ότι κατέχουν άλλοι υπάλληλοι, τότε απαιτείται παράθεση ειδικής αιτιολογίας...»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 1502. (566) ΣτΕ 2624/1999 Τμ. Γ΄ (Ν. 2085/1992 & Ν. 2190/1994. Σύννομη η μετακίνηση Δ.Υ. αποφοίτου ΕΣΔΔ αρχικά τοποθετηθέντος παρά Διευθυντή). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1193 [Περίληψη της αποφάσεως]. (567) ΣτΕ 2844/2003 Τμ. Γ΄ (Ν. 2194/1994). Τα περιφερειακά ιατρεία λειτουργούν ως αποκεντρωμένες μονάδες των κέντρων υγείας. Τα κέντρα υγείας λειτουργούν ως αποκεντρωμένες οργανικές μονάδες των νοσοκομείων στα οποία έχουν υπαχθεί. Τα περιφερειακά ιατρεία και τα κέντρα υγείας δεν αποτελούν αυτοτελείς δημόσιες αρχές, αλλά οργανικές μονάδες ενταγμένες σε μια ενιαία δημοσία αρχή που είναι το νοσοκομείο υπαγωγής τους. Οι θέσεις του προσωπικού των ανωτέρω οργανικών μονάδων αποτελούν θέσεις του νοσοκομείου αυτού. Συνεπώς η μεταβολή θέσεως ενός υπαλλήλου από περιφερειακό ιατρείο σε άλλη οργανική μονάδα του νοσοκομείου αποτελεί απλή μετακίνηση από θέσεως σε θέση της αυτής δημοσίας αρχής και ενεργείται με απόφαση του προϊσταμένου της). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1261 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ. Βλ. και απόφαση ΔΕφΛαρ 265/1998 (αρ. 564). (568) ΣτΕ 3826/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 5 παρ. 2 Β.Δ. 17/18-2-1956. Μετακίνηση ιατρού του ΙΚΑ σε ασφαλιστική περιοχή διαφορετική εκείνης στην οποία υπηρετεί, εφ’ όσον τούτο επιβάλλουν υπηρεσιακές ανάγκες, αποτελεί διοικητικό μέτρο και είναι επιτρεπτή). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 118 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.16.4.(Β). ΚΑΤΑΤΑΞΗ (569) ΣτΕ 115/1997 Ολ. (Κατάταξη δικαστικών υπαλλήλων στερουμένων, πτυχίου ΑΕΙ στην κατηγορία ΠΕ δεν προσκρούει στο Σύνταγμα). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1997, σ. 415 – 418.

180


1.1.16.4.(Β). (570) ΣτΕ 2934/1993 Τμ. Γ΄ επταμ. (Ν. 1586/1986. Σύμπτυξη των βαθμών της υπαλληλικής ιεραρχίας στους βαθμούς Α΄, Β΄, Γ΄, και Δ΄. Κατάταξη υπαλλήλων κατεχόντων προηγουμένως τον 2ο βαθμό στο νέο βαθμό Α΄ μαζί με συναδέλφους τους οι οποίοι κατείχαν προηγουμένως τον 3ο, 4ο, 5ο ή 6ο βαθμό δεν αποτελεί υποβιβασμό ούτως ώστε να απαιτείται κρίση υπηρεσιακού συμβουλίου και δεν συνιστά παραβίαση του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της αξίας του ανθρώπου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 847 – 849. (571) ΔΕφΑθ 336/1998 (Άρθρο 9 παρ. 31 Ν. 2266/1994. Μετά την «...αναβάθμιση του... πτυχίου...» Παιδαγωγικής Ακαδημίας και την παύση λειτουργίας των Ακαδημιών αυτών, οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΤΕ, για τον διορισμό των οποίων το πτυχίο τούτο αποτέλεσε τυπικό προσόν διορισμού, κατατάσσονται σε κλάδους ΠΕ κατηγορίας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 78 – 79. (572) ΔΕφΑθ 3140/2001 (Δεν συνυπολογίζεται για την κατάταξη αυτοδικαίως στους ενιαίους βαθμούς της ιεραρχικής κλίμακος, βάσει των άρθρων 6 παρ. 1 του Ν. 2470/1997 και δευτέρου παρ. 1, 2 του Ν. 2683/1998, ο χρόνος της αργίας λόγω ποινικής καταδίκης ή λόγω πειθαρχικής ποινής τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών μηνών, εφ’ όσον οι ποινές αυτές έχουν, ήδη, επιβληθεί, μη αρκούσης της ασκήσεως, απλώς, ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως εις βάρος του υπαλλήλου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 387. (573) ΔΠρΑθ (17ο Τριμ.) 5555/1997 (Νόμιμη η κατάταξη πτυχιούχου της Χαροκοπείου Ανωτάτης Σχολής Οικιακής Οικονομίας 3ετούς φοιτήσεως στην κατηγορία ΤΕ και όχι στην κατηγορία ΠΕ). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 1216 [Περίληψη της αποφάσεως]. (574) ΣτΕ 1128/2000 Τμ. Γ΄ (Ν. 2190/1994. Οι απόφοιτοι της ΕΣΔΔ κατατάσσονται στον εισαγωγικό Βαθμό Β΄ αντί του Δ΄ στον οποίο κατατάσσονται οι λοιποί υπάλληλοι ΠΕ κατηγορίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1193 [Περίληψη της αποφάσεως]. (575) ΣτΕ 2389/2004 Τμ. Γ΄ (Ενιαίο το κριτήριο κατατάξεως των υπηρετούντων στον Κλάδο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στους βαθμούς του Ν. 2297/1995 που μετατάγησαν ή μονιμοποιήθηκαν μετά την 1η Απριλίου 1986 στον Κλάδο ΠΕ 3 Υπηρεσιών Εξωτερικού. Πρόκειται για κριτήριο αντικειμενικό το οποίο δεν αποβλέπει σε όφελος ή βλάβη ορισμένων από τους υπαλλήλους αυτούς και κατά συνέπεια δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος. Με την κατάταξη αυτή δεν επέρχεται υποβιβασμός των συγκεκριμένων υπαλλήλων, αφού πρόκειται για κατάταξη σε νέα βαθμολογική κλίμακα). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2006, σ. 504 – 505 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§

181


1.1.16.4.(Γ).

1.1.16.4.(Δ).

1.1.16.4.(Ε).

1.1.16.4.(Γ). «ΔΙΑΘΕΣΗ» (576) ΔΕφΑθ 405/1997 («... δεν προβλέπεται ...ο θεσμός της προσωρινής απομάκρυνσης του υπαλλήλου από την ενεργό άσκηση των καθηκόντων του, με τη θέση του στη διάθεση του Υπουργείου»). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 1997, σ. 426 – 427 με Σχόλιο του Μιχαήλ Κοινούση. (577) ΣτΕ 1777/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Διάθεση σε γραφείο βουλευτή υπαλλήλου του Υπουργείο Δημοσίων Έργων, βάσει της 19/1990 Πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου κυρωθείσης με το άρθρο 6 του Ν. 1878/1990, μετά από απόσπαση στο Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως. Στον ανωτέρω υπάλληλο δεν χορηγείται ειδική πρόσθετη αμοιβή, βάσει του άρθρου 5 παρ. 4 του Ν. 2229/1994 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24 του Ν. 2300/1995 και της Δ 16/07/635/Β/10-8-1995 κοινής υπουργικής αποφάσεως, αφού πρόκειται για αμοιβή χορηγούμενη σε υπαλλήλους του Υπουργείου Δημοσίων Έργων οι οποίοι πράγματι συμβάλλουν στην «έγκαιρη εκτέλεση των δημοσίων έργων χάριν του δημοσίου συμφέροντος»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2007, σ. 661 – 664. (578) ΔΕφΑθ 1938/1996 (‘Διάθεση’ υπαλλήλου του Υπουργείου Παιδείας με απόφαση του Γενικού Γραμματέα του χωρίς επίκληση σχετικής διατάξεως. Άκυρη η απόφαση αυτή ως στερουμένη νομικού ερείσματος). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 125. §§§§§§§§§§ 1.1.16.4.(Δ). ΥΠΟΒΙΒΑΣΜΟΣ (579) ΕΣ 140/1994 Ολ. («... ο υποβιβασμός... προϋποθέτει ενεργό υπαλληλική σχέση...» η οποία δεν υφίσταται μετά την λύση της σχέσεως αυτής λόγω αποχωρήσεως συνταξιοδοτουμένου υπαλλήλου). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1994, σ. 419 – 420. §§§§§§§§§§ 1.1.16.4.(Ε). ΑΡΓΙΑ (580) ΕΣ 87/2007 Τμ. ΙΙ (Το δυσμενές μέτρο της μη αναγνωρίσεως ως συνταξίμου του χρόνου αργίας δημοσίου υπαλλήλου, εφ’ όσον απελύθη λόγω του πειθαρχικού παραπτώματος για το οποίο ετέθη σε αργία, δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητος). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 1205 – 1208. (581) ΔΕφΑθ 1808/2000 (Υποχρεωτική θέση σε αργία υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών βάσει του άρθρου 56 παρ. 1 του Ν. 2065/1992 χωρίς να έχουν προηγηθεί ακρόαση του κατηγορηθέντος για δωροδοκία υπαλλήλου και απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Η κατά την διάταξη του άρθρου 56 παρ. 1 του Ν. 2065/1992 υποχρεωτική αργία « ... είναι διάφορη της αυτοδίκαιας 182


1.1.16.4.(Ε). αργίας, όπως αυτή ορίζεται στις οικείες διατάξεις των άρθρων 103 και 104 του Υ.Κ. Ν. 2683/1999 ...». Η διάταξη του άρθρου 56 παρ. 1 του Ν. 2065/1992 δεν καταργείται με την διάταξη του άρθρου 172 παρ. 7 του Υ.Κ. περί καταργήσεως κάθε αντιθέτου προς τον Υ.Κ. διατάξεως ή διατάξεως που ρυθμίζει θέματα καλυπτόμενα από τον Υ.Κ.). i) «ΔΙΚΗ», 2001, σ. 1241 – 1246 με Σχόλιο του Βελισσάριου Καράκωστα. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 689 – 693 με Σχόλιο του Πέτρου Μπούρα. (582) ΔΕφΑθ 419/1995 (Άρθρο 56 Ν. 2065/1995. Δεν είναι νόμιμη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών για τη θέση σε αργία υπαλλήλου του Υπουργείου αυτού κατηγορουμένου για δωροδοκία χωρίς προηγούμενη απόφαση του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 891 – 892. (583) ΔΕφΑθ 3140/2001 (Δεν συνυπολογίζεται για την κατάταξη αυτοδικαίως στους ενιαίους βαθμούς της ιεραρχικής κλίμακος, βάσει των άρθρων 6 παρ. 1 του Ν. 2470/1997 και δευτέρου παρ. 1, 2 του Ν. 2683/1998, ο χρόνος της αργίας λόγω ποινικής καταδίκης ή λόγω πειθαρχικής ποινής τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών μηνών, εφ’ όσον οι ποινές αυτές έχουν, ήδη, επιβληθεί, μη αρκούσης της ασκήσεως, απλώς, ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως εις βάρος του υπαλλήλου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 387. (584) ΔΕφΑθ 649/2002 (Η επιβολή του μέτρου της δυνητικής αργίας δεν συναρτάται, κατά νόμον, ούτε από το είδος των αποδεικτικών στοιχείων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής τους δυνάμεως, ούτε από την αποδοχή, ή μη, του παραπτώματος από τον υπάλληλο, ούτε από το ύψος της πειθαρχικής ποινής για παρόμοιο στο παρελθόν τελεσθέν παράπτωμα, αλλά «μόνον από το αν το συμφέρον της υπηρεσίας επιβάλλει την άμεση απομάκρυνση του πειθαρχικώς διωκόμενου υπαλλήλου»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 1483 – 1486. (585) ΔΕφΑθ 5480/2003 (Άρθρα 2 & 17 παρ. 2 Ν. 2470/1997, 160 παρ. 1 & 191 παρ. 1, 2 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Στο συνολικό χρόνο διαρκείας της υπαλληλικής σχέσεως δεν συνυπολογίζεται για τον καθορισμό του μισθολογικού κλιμακίου ο χρόνος αργίας λόγω ποινικής διώξεως «... η οποία απέληξε σε οποιαδήποτε καταδίκη»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 734 – 735. (586) ΣτΕ 3249/1999 Τμ. Γ΄ (Σκοπός της δυνητικής θέσεως σε αργία είναι η απομάκρυνση του δημοσίου υπαλλήλου για λόγους υπηρεσιακού ή δημοσίου συμφέροντος όταν διώκεται ποινικώς για σοβαρά αδικήματα τα οποία επισύρουν έκπτωση και μέχρις ότου εκκαθαρισθεί η υπόθεση. Δεν είναι απαραίτητο για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία να έχει παραπεμφθεί η υπόθεση στο ακροατήριο ή να έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Δεν υποχρεούται η Διοίκηση να αναμένει την έκδοση της αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου προκειμένου να θέση τον Δ.Υ. σε αργία). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1148 [Περίληψη της αποφάσεως].

183


1.1.16.4.(Ε). (587) ΣτΕ 340/2001 Τμ. Α΄ (Παρακράτηση αποδοχών λόγω θέσεως σε αργία. Απόρριψη αιτήματος αποδόσεως παρακρατηθεισών αποδοχών κατόπιν αποδοχής από το υπηρεσιακό συμβούλιο ότι το αδίκημα τελέσθηκε από αμέλεια. Δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός από το υπηρεσιακό συμβούλιο του βαθμού της αμελείας του υπαλλήλου). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1162 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 1806 [Περίληψη της αποφάσεως]. (588) ΣτΕ 15/2003 Τμ. Γ΄ (Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2703/1999 εφ’ όσον ο υπάλληλος απαλλαγεί από πειθαρχική δίωξη ο χρόνος της αργίας υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής συνταξίμου υπηρεσίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1259 [Περίληψη της αποφάσεως]. (589) ΕΣ 2589/2006 Τμ. Ι΄ (Άρθρα 56 παρ. 1 Ν. 2065/1992, 150 Υ.Κ. – Ν. 2683/1991 & 33 Ν. 2362/1995. Δωροδοκία υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών συνεπάγεται την θέση τους υποχρεωτικώς σε αργία από της παραπομπής τους σε δίκη). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 225 – 229. (590) ΕΣ 1562/2006 Ολ. (Άρθρο 11 παρ. 7 Π.Δ. 166/2000, «...ο χρόνος της αργίας δεν θεωρείται συντάξιμη υπηρεσία, αν δεν επακολουθήσει αθώωση από την κατηγορία για την οποία ο υπάλληλος τέθηκε σε αργία...»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ», 2007, σ. 169 – 170. (591) ΣτΕ 3251/1996 Τμ. ΣΤ΄ («Σύμφωνα με το άρθρο 192 παρ. 3 του Π.Δ. 611/1977 η δυνητική αργία αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της πράξεως με την οποία τίθεται σε αργία...»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ.ΙΙ/1996, σ. 563 – 564. (592) ΔΕφΑθ 333/2002 Τμ.Δ2 («Οι λόγοι που επιβάλλουν τη θέση του υπαλλήλου σε κατάσταση αργίας δεν απαιτείται να περιλαμβάνονται στη σχετική απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, αλλά αρκεί να ανευρίσκονται στα στοιχεία του φακέλου... ΣτΕ 3895/1996...»). i) «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 858. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 952 – 957. (593) ΣτΕ 1534/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 56 παρ. 1 Ν. 2065/1992. Αμέσως μετά την αμετάκλητη αθωωτική δικαστική απόφαση για τεθέντα σε αργία δημόσιο υπάλληλο, η επάνοδός του στην υπηρεσία και η απόδοση των κατά την διάρκεια της αργίας αυτής παρακρατηθεισών αποδοχών είναι υποχρεωτικές και ενεργούνται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών χωρίς προηγουμένη απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2056 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§

184


1.1.16.4.(ΣΤ).

1.1.16.5.

1.1.16.4.(ΣΤ). ΑΝΑΘΕΣΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ (594) ΣτΕ 3649/1992 Τμ. Γ΄ επταμ. (Ν. 1586/1986. Επιλογή προϊσταμένων από ενταχθέντες στο νέο βαθμολόγιο υπαλλήλους συνιστά χρονικώς περιορισμένη και ανακλητή ανάθεση καθηκόντων και όχι βαθμολογική μεταβολή, αφού μετά την λήξη της θητείας τους επανέρχονται στην άσκηση των καθηκόντων του βαθμού τους. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 103 του Συντάγματος, αφού δεν επιχειρείται υποβιβασμός των υπαλλήλων, οι οποίοι μετά την ένταξή τους στους κατά τον Ν. 1586/1986 βαθμούς αποσυνδέθηκαν από τα προ αυτής καθήκοντά τους). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1994, σ. 1257 [Περίληψη της αποφάσεως]. (595) ΣτΕ 2289/1993 Τμ. Γ΄ (Με τον Ν. 1892/1990 αποσυνδέθηκε ο βαθμός της οργανικής θέσεως του υποψηφίου προς επιλογήν ως Γενικού Διευθυντού από την άσκηση των καθηκόντων του Γενικού Διευθυντού. Συνεπώς, η επιλογή υπαλλήλου ως Γενικού Διευθυντού δεν συνιστά προαγωγική εξέλιξη, αλλά απλή ανακλητή ανάθεση καθηκόντων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1995, σ. 606 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.16.5. ΜΗΤΡΩΑ ΜΕΤΑΒΟΛΩΝ (ΑΤΟΜΙΚΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ Δ.Υ. – ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΣ – ΗΘΙΚΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ κ.λπ.) (596) ΔΕφΑθ 1263/1996 (Αντισυνταγματικές οι διατάξεις του άρθρου 128 παρ. 1, 7, 8 του Υ.Κ., όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 54 παρ. 1 του Ν. 1943/1991, αφού παρέχεται υπερβολικά ευρεία νομοθετική εξουσιοδότηση για την ρύθμιση θεμάτων αξιολογήσεως των Δ.Υ.). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 896 – 898. (597) ΣτΕ 3469/1994 Τμ. Γ΄ (Το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο εσφαλμένως δεν εδέχθη να κρίνει ένσταση υπαλλήλου σχετικά με έκθεση αξιολογήσεώς του από Προϊστάμενο ο οποίος τον είχε τιμωρήσει πειθαρχικώς και ενδεχομένως να μην ήταν αμερόληπτη η κρίση του. Συνεπώς, η ανωτέρω ένσταση δεν έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως αόριστη, αλλά να συζητηθεί προκειμένου να διαπιστωθεί αν συνέτρεχαν ή όχι στοιχεία μεροληψίας και σε καταφατική περίπτωση να προβεί στη διαγραφή της αξιολογήσεως αυτής). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 1473 [Περίληψη της αποφάσεως]. (598) ΣτΕ 5536/1995 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 198 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Η απονομή ηθικής αμοιβής εκ μέρους του Υπουργού προϋποθέτει σύμφωνη και ειδικώς αιτιολογημένη γνωμοδότηση του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου. Αν η γνωμοδότηση είναι θετική ο Υπουργός δύναται να απέχει πάσης περαιτέρω ενεργείας, αλλ’ όχι, να εκδώσει πράξη με περιεχόμενο διαφορετικό από εκείνο της γνωμοδοτήσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 1053 – 1054 [Περίληψη της αποφάσεως]. (599) ΔΕφΑθ 2780/1999 (Ως προϊστάμενοι υπηρεσιακής μονάδος επιλέγονται όσοι υπερέχουν «... έστω και απλώς 185


1.1.16.5. από τους υπολοίπους συναδέλφους τους». «Κατά τη σχετική κρίση βαρύνουν προεχόντως οι εμφανιζόμενες στις εκθέσεις αξιολόγησης υπηρεσιακές τους επιδόσεις και τα στοιχεία του προσωπικού τους μητρώου που μαρτυρούν ιδιαίτερη ικανότητα, πρωτοβουλία και δραστηριότητα στην Υπηρεσία»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 863 – 867. (600) ΣτΕ 1831/1999 Τμ. Γ΄ (Απλώς γνωμοδοτικός ο χαρακτήρας της εκθέσεως αξιολογήσεως και, συνεπώς, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα ώστε να είναι δυνατή κατ’ αυτής άσκηση «... αυτοτελώς...» αιτήσεως ακυρώσεως. «Πάντως, το υπηρεσιακό συμβούλιο δεν μπορεί να ελέγξει το κύρος των εκθέσεων αξιολογήσεως όταν ο έλεγχος αυτός έχει ανατεθεί από το νόμο σε άλλο όργανο, αποφαινόμενο κατ’ ειδική διαδικασία διορθώσεως ή διαγραφής της εκθέσεως αξιολογήσεως η απόφαση του οποίου έχει πάντοτε εκτελεστό χαρακτήρα, ΣτΕ 2629/1986, 1083/1974, 3303/1972»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1371 – 1372. (601) ΣτΕ 3626/1996 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 36 παρ. 2 Ν. 419/1976. Αίτημα διοικητικού υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών για «... εξαφάνιση των φύλλων ποιότητας ή αφαίρεσή τους από ατομικό φάκελο...» του «... για λόγους αναγόμενους στη διαδικασία συντάξεώς τους». Αναρμόδιο το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο να διατάξει την εξαφάνιση ή αφαίρεση των φύλλων ποιότητος από τον ατομικό φάκελο του αιτούντος υπαλλήλου). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 1089 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1998, σ. 171 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1569 [Περίληψη της αποφάσεως]. iv) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1534 [Περίληψη της αποφάσεως]. (602) ΣτΕ 1236/1997 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 36 παρ. 3 Ν. 2190/1994. Για την επιλογή προϊσταμένων διευθύνσεων το υπηρεσιακό συμβούλιο λαμβάνει υπ’ όψη του κυρίως τις εκθέσεις αξιολογήσεως και τα στοιχεία του ατομικού μητρώου των υπαλλήλων που αποδεικνύουν αντικειμενικώς ιδιαίτερη ικανότητα στην άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1135 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1296 [Περίληψη της αποφάσεως]. (603) ΣτΕ 1401/1999 Τμ. Γ΄ (Για την βεβαίωση της ηλικίας ή την διόρθωση της εγγραφής της στο μητρώο του δημοσίου υπαλλήλου εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 5 Υ.Κ. χωρίς να δεσμεύεται η Διοίκηση από την κρίση των σχετικών δικαστικών αποφάσεων). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1117 [Περίληψη της αποφάσεως]. (604) ΣτΕ 3722/2000 Τμ. Γ΄ επταμ. (Νομίμως κατ’ αρχήν εξεδόθη το Π.Δ. 318/1992 για τη ρύθμιση θεμάτων αξιολογήσεως Δ.Υ.. Όμως είναι «... μη νόμιμη η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 13 του Π.Δ. 318/1992 όσον αφορά την επανεξέταση των εκθέσεων αξιολόγησης του ...έτους ‘1992’»). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001 σ. 1148 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 1539 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 961 - 964. [Περίληψη της αποφάσεως]. 186


1.1.16.5. iv) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2001, σ. 142 - 146 [Περίληψη της αποφάσεως]. (605) ΣτΕ 247/2001 Τμ. Γ΄ επταμ. (Βάσει του άρθρου 128 παρ. 1 Υ.Κ. δύναται η Διοίκηση με Π.Δ. να ρυθμίζει την διαδικασία και τα όργανα αξιολογήσεως των Δ.Υ. Νομίμως εξεδόθη το σχετικό Π.Δ. 318/1992 που χορηγεί στην ειδική επιτροπή αξιολογήσεως αρμοδιότητα επανεξετάσεως βαθμολογίας ουσιαστικών προσόντων των Δ.Υ.). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1201 [Περίληψη της αποφάσεως]. (606) ΣτΕ 242/2002 Τμ. Γ΄ (Βάσει του άρθρου 96 παρ. 2 του Ν. 419/1976 ο υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών δικαιούται να ζητήσει την απάλειψη από τις εκθέσεις αντικειμενικώς ανακριβών πραγματικών περιστατικών, όχι όμως και των αξιολογικών κρίσεων του συντάκτη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1168 [Περίληψη της αποφάσεως]. (607) ΣτΕ 1870/2003 Τμ. Γ΄ (Εν όψει ακυρώσεως με απόφαση Διοικητικού Εφετείου της παραλείψεως της Διοικήσεως να αποφανθεί επί αιτήματος διαγραφής δυσμενών φράσεων από φύλλο αξιολογήσεως, τα αρμόδια κατά το άρθρο 79 του Ν. 2594/1998 όργανα όφειλαν, βάσει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, να αναβάλουν την κρίση για προαγωγή διοικητικού υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1260 [Περίληψη της αποφάσεως]. (608) ΣτΕ 984/2007 Τμ. Γ΄ επταμ. (Οι προαγωγές στον βαθμό του πρέσβη ενεργούνται κατ’ απόλυτη εκλογή από το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από σύγκριση των κρινομένων υπαλλήλων. Αν στη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ή στην οικεία εισήγηση προς αυτό του Υπουργού Εξωτερικών δεν παρατίθενται τα αναγκαία προς κρίση υπηρεσιακά στοιχεία των κριθέντων υπαλλήλων όπως αυτά προκύπτουν από τους ατομικούς τους φακέλους συνάγεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν προέβη σε σύγκριση και η κρίση του είναι μη νόμιμη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1269 - 1271 [Περίληψη της αποφάσεως]. (609) ΣτΕ 1265/2008 Τμ. Γ΄ (Ν. 2584/1998 & άρθρα 15, 16 Ν. 3196/2003. Οι προαγωγές στο βαθμό του Γενικού Συμβούλου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Β΄ ενεργούνται κατ’ απόλυτο εκλογή μετά από σύγκριση όλων όσων έχουν τα απαιτούμενα προσόντα, όπως αυτά προκύπτουν από τον υπηρεσιακό φάκελο ενός εκάστου εξ αυτών. Αν αυτά τα υπηρεσιακά στοιχεία των κρινόμενων δεν παρατίθενται, η σχετική περί προαγωγής απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών μετά κρίση του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1266. (610) ΔΕφΑθ 400/1994 (Άρθρο 206 παρ. 1 περ. ιε΄ Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Η μη τήρηση προθεσμιών συντάξεως εκθέσεως αξιολογήσεως υπαλλήλου δεν έχει ως συνέπεια ακυρότητά της, αλλά, αν συντρέχουν οι σχετικοί κατά νόμον όροι, συνεπάγεται πειθαρχική ευθύνη του αρμοδίου κριτή). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 1994, σ. 2001 [Περίληψη της αποφάσεως]. 187


1.1.16.5.

1.1.17.1.

(611) ΔΕφΑθ 705/2001 Τμ. Ε1 [Ακυρ.]. (Μη προαγωγή υπαλλήλου βάσει στοιχείων του ατομικού φακέλου του αναφερομένων δυσμενώς στο ήθος, τον χαρακτήρα και την αφοσίωσή του. Κακή χρήση της διακριτικής ευχερείας του υπηρεσιακού συμβουλίου, αφού αποφάσισε χωρίς να έχει προηγουμένως εξετασθεί αίτηση του υπαλλήλου περί διαγραφής των ανωτέρω δυσμενών στοιχείων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 160 – 161. (612) ΣτΕ 1670/2002 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 13 παρ. 6 Π.Δ. 318/1992. Ανίσχυρη διάταξη προβλέπουσα την χωρίς νέα αξιολόγηση και ουσιαστική κρίση αξιολόγηση υπαλλήλου με τον βαθμό 8 μετά την κρίση της Ειδικής Επιτροπής Αξιολογήσεως περί μη επαρκώς δικαιολογημένης βαθμολογήσεως του υπαλλήλου από τον Προϊστάμενό του με βαθμό 9 ή 10). «ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ», 2003, σ. 175 – 181. §§§§§§§§§§ 1.1.17. ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ Δ.Υ 1.1.17.1. ΒΑΘΜΟΙ – ΠΡΟΑΓΩΓΕΣ – ΠΙΝΑΚΕΣ ΠΡΟΑΚΤΕΩΝ (613) ΣτΕ 2838/2003 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 173 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Μετά την αναπομπή από τον αρμόδιο Υπουργό στο υπηρεσιακό συμβούλιο πίνακος αξιολογικής κατατάξεως υποψηφίων για κατάληψη θέσεως Διευθυντή ΕΣΥ, τούτο πρέπει να επιληφθεί εκ νέου της υποθέσεως και να αποφασίσει σχετικώς, συντάσσοντας, ενδεχομένως νέο πίνακα αξιολογικής κατατάξεως). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2006, σ. 1436 – 1440 με Σχόλιο του Δ. Τομαρά. (614) ΣτΕ 4218/1995 Τμ. Γ΄ (Υπάλληλοι του Κλάδου Σχεδιαστών του Υπουργείου Εσωτερικών. Εξέλιξη από τον εισαγωγικό έως τον καταληκτικό βαθμό προϋποθέτει δεκαπενταετή υπηρεσία διανυθείσα κατά το ήμισυ τουλάχιστον σε θέσεις της υπηρεσίας εκτός των ορίων της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 824 [Περίληψη της αποφάσεως]. (615) ΣτΕ 2588/1999 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 178 παρ. 1 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. «... η ύπαρξη ποινικής ή πειθαρχικής καταδίκης δεν κωλύει μεν άνευ ετέρου την κρίση υπαλλήλου για κατάληψη θέσης προϊσταμένου κατ’ άρθρο 36 παρ. 3 Ν. 2190/1994, αλλά θα πρέπει το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο να αιτιολογήσει την απόφασή του να παραλείψει τον υποψήφιο, με ρητή αναφορά στην εκκρεμή ποινική ή πειθαρχική κατηγορία...»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 70-72. (616) ΔΕφΤριπόλεως 38/2001 [Συμβ.]. (Βαθμολογική προαγωγή του υπαλλήλου συνιστά «... στοιχείο καθορισμού του εύρους της έννοιας της υπηρεσιακής καταστάσεως»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 1152 – 1153. (617) ΣτΕ 3393/1998 Τμ. Γ΄ επταμ. (Πραγματικά περιστατικά γνωστά στο αρμόδιο για προαγωγές στον πρεσβευτικό βαθμό 188


1.1.17.1. συμβούλιο συνεκτιμώνται μαζί με στοιχεία του υπηρεσιακού φακέλου του κρινομένου διπλωματικού υπαλλήλου. Αναγκαία η ειδική αιτιολογία της κρίσεως του συμβουλίου περί μη προαγωγής κατ’ απόλυτη εκλογή). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1136 [Περίληψη της αποφάσεως]. (618) ΣτΕ 2702/2000 Τμ. Γ΄ επταμ. (Η κατά το άρθρο 103 παρ. 4 Συντ. εγγύηση στους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους περί κρίσεως από υπηρεσιακά συμβούλια αφορά μόνον κρίσεις για μετάθεση, υποβιβασμό ή παύση, αλλά όχι κρίσεις για προαγωγή ή επιλογή). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1178 [Περίληψη της αποφάσεως]. (619) ΣτΕ 1870/2003 Τμ. Γ΄ (Προαγωγή διοικητικού υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών. Εν όψει ακυρώσεως με απόφαση Διοικητικού Εφετείου της παραλείψεως της Διοικήσεως να αποφανθεί επί αιτήματος διαγραφής δυσμενών φράσεων από φύλλο αξιολογήσεως, τα αρμόδια κατά το άρθρο 79 του Ν. 2594/1998 όργανα όφειλαν, βάσει της αρχής της χρηστής διοικήσεως να αναβάλουν την κρίση για προαγωγή). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1260 [Περίληψη της αποφάσεως]. (620) ΣτΕ 984/2007 Τμ. Γ΄ επταμ. (Οι προαγωγές στο βαθμό του Πρέσβη ενεργούνται, κατ’ απόλυτη εκλογή από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από σύγκριση των κρινομένων υπαλλήλων. Αν στη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ή στην οικεία εισήγηση προς αυτό του Υπουργού Εξωτερικών δεν παρατίθενται τα αναγκαία προς κρίση υπηρεσιακά στοιχεία των κριθέντων υπαλλήλων, όπως αυτά προκύπτουν από τους ατομικούς τους φακέλους, συνάγεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν προέβη σε σύγκριση και η κρίση του είναι μη νόμιμη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1269 – 1271. (621) ΣτΕ 1265/2008 Τμ. Γ΄ (Ν. 2594/1998 & άρθρα 15, 16 Ν. 3196/2003. Οι προαγωγές στο βαθμό του Γενικού Συμβούλου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Β΄ ενεργούνται κατ’ απόλυτη εκλογή μετά από σύγκριση όλων όσων έχουν τα απαιτούμενα προσόντα όπως προκύπτουν από τον υπηρεσιακό φάκελο ενός εκάστου εξ αυτών «... (Ά)ν στην απόφαση του Υπουργού, στο οικείο πρακτικό του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου ή στη σχετική εισήγηση που έγινε σ’ αυτό δεν παρατίθενται, αυτά ταύτα, τα αναγκαία υπηρεσιακά στοιχεία των κρινομένων, ουδόλως συνάγεται ότι έγινε πράγματι σύγκρισις των προς κρίση υπαλλήλων για την επιλογή των ικανοτέρων από αυτούς προς προαγωγή και η σχετική απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών είναι στην περίπτωση αυτή, μη νόμιμη και ακυρωτέα, πρβλ. ΣτΕ 985/2007...»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1266. (622) ΔΕφΘεσ 392/2009 (Οι συνταγματικές αρχές της ισότητος και της αξιοκρατίας «... και ειδικότερα της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα πολίτη στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας – άρθρο 4 παρ. 1 και 4 και άρθρο 5 παρ. 1 Συντ. – της διαφάνειας – άρθρο 103 παρ. 7 Συντ. – καθώς και του κράτους δικαίου – άρθρου 25 παρ. 1 Συντ...» διέπουν «... τις εν γένει διαδικασίες εξελίξεως – προαγωγής ή ανάθεσης καθηκόντων – των δημοσίων υπαλλήλων ...»).

189


1.1.17.1. «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 610 – 611 με Σχόλιο του Ακρίτα Καϊδατζή. (623) ΣτΕ 134/1996 Τμ. Γ΄ επταμ. (Διαδικασία προαγωγών. Αυτοδέσμευση του υπηρεσιακού συμβουλίου δια του ορισμού εισηγητού, ο οποίος υποχρεούται σε ολοκληρωμένη παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων για τους κρινομένους προς προαγωγήν, όπως αυτά προκύπτουν από τους υπηρεσιακούς φακέλους. Η κρίση του εισηγητού περί ακαταλληλότητος ορισμένου εκ των κρινομένων υπαλλήλων πρέπει να στηρίζεται στην παράθεση στοιχείων κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό. Δυνατή η παράθεση στοιχείων που προκύπτουν από την προσωπική αντίληψη του εισηγητού). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 1222 [Περίληψη της αποφάσεως]. (624) ΣτΕ 4190/1996 Τμ. Γ΄ (Δεν αποτελεί υπηρεσιακό λόγο δικαιολογούντα την μη κίνηση της διαδικασίας προαγωγής υπαλλήλου ο οποίος διαθέτει τα σχετικά προσόντα, η εκτίμηση της Διοικήσεως ότι ο υπάλληλος αυτός προτίθεται να παραιτηθεί). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 888 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 1053 [Περίληψη της αποφάσεως]. (625) ΔΕφΑθ 2971/1998 (Αίτηση εκπαιδευτικού για συμμετοχή του στη διαδικασία επιλογής Υποδιευθυντών. Απόρριψη της αιτήσεως «με την αιτιολογία ότι ο αιτών δεν ανήκει οριστικά στο Δημοτικό Σχολείο διότι η οργανική θέση της ειδικής τάξεως – στην οποία αυτός υπηρετεί – εντάσσεται μεν στην οργάνωση του κανονικού σχολείου όχι όμως στην οργανικότητα αυτού» δεν είναι σύννομη και κατά συνέπεια ο εκπαιδευτικός αυτός έχει δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητος για την θέση του Υποδιευθυντού, εφ’ όσον δεν έχει εκδοθεί ακόμη το εκ του νόμου προβλεπόμενο προεδρικό διάταγμα για τις μονάδες ειδικής αγωγής «...το οποίο θα ηδύνατο να ορίσει άλλως την οργανικότητα των παραπάνω εκπαιδευτικών...» των μονάδων αυτών). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1039 - 1040. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 920 – 921. (626) ΔΕφΑθ 705/2001 Τμ.Ε1 [Ακυρ.]. (Μη προαγωγή υπαλλήλου βάσει στοιχείων του ατομικού φακέλου του αναφερομένου δυσμενώς στο ήθος και τον χαρακτήρα του, ως και την αφοσίωσή του στο καθήκον. Κακή χρήση της διακριτικής ευχερείας του υπηρεσιακού συμβουλίου, αφού αποφάσισε χωρίς να έχει προηγουμένως εξετασθεί αίτηση του υπαλλήλου περί διαγραφής των ανωτέρω δυσμενών στοιχείων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 160 – 161. (627) ΣτΕ 2642/1999 (Ο θεσμός της μονιμότητος δεν συνεπάγεται προστασία της προαγωγικής εξελίξεως των δημοσίων υπαλλήλων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2317, [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος...]. §§§§§§§§§§

190


1.1.17.2. ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ – ΕΝΤΑΞΗ – ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗ κ.λπ. (628) ΔΕφΑθ 1331/1997 (Αίτημα Νηπιαγωγού Κρατικών Παιδικών Σταθμών του Υπουργείου Υγείας – Προνοίας για ένταξή της στον κλάδο ΠΕ Νηπιαγωγών αντί του κλάδου ΤΕ Νηπιαγωγών στον οποίο είχε αρχικώς ενταχθεί δεν είναι βάσιμο αφού το πτυχίο της είναι διετούς φοιτήσεως. Η ρύθμιση του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. 1566/1985 βάσει της οποίας το εκπαιδευτικό προσωπικό των Νηπιαγωγείων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ανήκει στον κλάδο Νηπιαγωγών ΑΤ κατηγορίας δεν αφορά Νηπιαγωγούς των Κρατικών Παιδικών Σταθμών του Υπουργείου Υγείας – Προνοίας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1196 – 1198. (629) ΔΕφΛαρ 265/1998 (Βάσει του άρθρου 5 του Ν. 2194/1994 τα κέντρα υγείας καθίστανται «... αποκεντρωμένες οργανικές μονάδες των νοσοκομείων του νομού στον οποίο ανήκουν ...» και το προσωπικό τους «... εντάσσεται αυτοδικαίως στις συνιστώμενες θέσεις ... όμοιες...» προς αυτές που ήδη κατέχει). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 634 – 636. (630) ΔΕφΑθ 654/2002 (Επιτρεπτή η ένταξη υπαλλήλου σε ανώτερο βαθμό, αλλά όχι απεριορίστως μέχρι του καταληκτικού βαθμού, βάσει του άρθρου 183 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 επαναφερθέντος σε ισχύ με το άρθρο 27 παρ. 3 του Ν. 2166/1994, υπολογιζομένου και του προ διορισμού ως Δ.Υ. χρόνου πραγματικής υπηρεσίας με τα τυπικά προσόντα του συγκεκριμένου κλάδου. Για την κατηγορία ΠΕ ο βαθμός εντάξεως ήταν του Εισηγητή Α΄ βάσει της κλίμακος του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2085/1992. Μετά την κατάργηση αυτής της βαθμολογικής κλίμακος του Ν. 2085/1992 σύμφωνα με το άρθρο 34 του Ν. 2190/1994 και την καθιέρωση νέας βαθμολογικής κλίμακος αντίστοιχος του καταργηθέντος βαθμού του Εισηγητή Α΄ είναι ο βαθμός Β΄ κατά το ανωτέρω άρθρο 34 του Ν. 2190/1994). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 1493 – 1497. (631) ΔΕφΤριπόλεως 543/2008 (Άρθρα 69, 70, 71 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999 & 16 παρ. 8 Ν. 3345/2005. Αίτημα υπαλλήλων κατηγορίας ΔΕ Τεχνικών Εργοδηγών της Περιφερείας Πελοποννήσου ενταχθέντων σε προσωποπαγείς θέσεις προσωρινού κλάδου κατηγορίας ΤΕ Εργοδηγών χωρίς πτυχίο ή δίπλωμα ΤΕΙ για «ένταξη – μετάταξή» τους από αυτήν την κατηγορία ΤΕ στην κατηγορία ΤΕ με πτυχίο ή στην κατηγορία ΠΕ λόγω κατοχής από αυτούς πτυχίου καταργηθεισών Μέσων Τεχνικών Σχολών Εργοδηγών το οποίο κατά την άποψή τους είναι ισοδύναμο με αυτό των Υπομηχανικών των Ανωτέρων Σχολών βάσει του οποίου οι κάτοχοί του υπάλληλοι ήδη εντάχθηκαν στις ως άνω ανώτερες κατηγορίες ΤΕ με πτυχίο ή ΠΕ. Η απόρριψη του αιτήματος αυτού για «ένταξη – μετάταξη» σε ανώτερες κατηγορίες με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφερείας Πελοποννήσου χωρίς να έχει προηγηθεί γνωμοδότηση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου δεν είναι σύννομη αφού δεν έχει τηρηθεί ουσιώδης τύπος της διαδικασίας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2009, σ. 122 – 123. (632) ΣτΕ 3751/1997 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 65 παρ. 3 Ν. 1566/85. Επανένταξη διοικητικού προσωπικού ισοτίμων με τα δημόσια σχολείων που υπηρετούσε την 30-9-1985, ημερομηνία δημοσιεύσεως του Ν. 1566/85, και έχει δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως από το Δημόσιο. Για την επανένταξη απαιτείται η σύμφω191


1.1.17.2. νη γνώμη του κατά το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 1566/85 υπηρεσιακού συμβουλίου και η τήρηση της ειδικής διαδικασίας της παρ. 2 του ιδίου άρθρου. Όμως δεν απαιτείται η εισήγηση του οργάνου διοικήσεως του αντιστοίχου ισοτίμου σχολείου που είναι αρμόδιο για τον διορισμό, προαγωγή, ένταξη και απόλυση του διοικητικού προσωπικού των ισοτίμων με τα δημόσια σχολείων αν η εισήγηση αυτή έχει προηγηθεί της επανεντάξεως. Όμως αν προ της επανεντάξεως υπάρχει αντίθετη προς αυτή βούληση το σχολείου που υπηρετεί ο συγκεκριμένος προς επανένταξη υπάλληλος, απαιτείται προηγουμένως σχετική εισήγηση του οργάνου διοικήσεως του ισοτίμου προς τα δημόσια σχολείου προκειμένου να πραγματοποιηθεί η επανένταξη του υπαλλήλου). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 880 – 881 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 1430 [Περίληψη της αποφάσεως]. (633) ΣτΕ 2757/2002 Τμ. Γ΄ (Ευνοϊκή για παραιτηθέντα υπάλληλο υπουργική απόφαση περί ανακλήσεως της αποδοχής της παραιτήσεώς του, ελλείψει σχετικής διατάξεως νόμου, δεν δύνανται να αποτελέσει έρεισμα για την αναγνώριση του εκτός υπηρεσίας χρόνου κατά τον οποίο δεν υπήρχε προσφορά εργασίας, ως συνταξίμου και για τον υπολογισμό αυτού του χρονικού διαστήματος για βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1166 [Περίληψη της αποφάσεως]. (634) ΣτΕ 881/2001 Τμ. Γ΄ (Με τις διατάξεις του άρθρο 2 του Ν. 301/1976 όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 21 του Ν. 1599/1986 «... δεν προβλέπεται πλέον η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απλής πράξεως εντάξεως των δημοσίων πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων, εξακολουθεί όμως να είναι υποχρεωτικά δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η μετάταξη ως πράξη μεγαλύτερης γενικά σημασίας από την ένταξη, αφού συνίσταται στην οργανική έξοδο του υπαλλήλου από τη θέση ορισμένου κλάδου, δηλαδή συστήματος αυτοτελών και ιεραρχικά διαρθρωμένων οργανικών θέσεων και στην είσοδό του σε θέση άλλου κλάδου. Η κρίση δε του ζητήματος αν μια υπηρεσιακή μεταβολή αποτελεί πράγματι ένταξη ή μετάταξη και, συνεπώς, αν η σχετική πράξη πρέπει να δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εξαρτάται από την αληθή φύση της οικείας υπηρεσιακής μεταβολής κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 2 του Ν. 301/1976 και όχι, απλώς, από τον τυχόν χαρακτηρισμό της ως άνω εντάξεως ή μετατάξεως από την ειδική διάταξη που την προβλέπει». «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ.ΙΙ/2002, σ. 1401 – 1403. (635) ΣτΕ 3649/1992 Τμ. Γ΄ επταμ. (Ν. 1586/1986. Επιλογή προϊσταμένων από ενταχθέντες στο νέο βαθμολόγιο υπαλλήλους συνιστά χρονικώς περιορισμένη ανακλητή ανάθεση καθηκόντων και όχι βαθμολογική εξέλιξη, αφού μετά την λήξη της θητείας τους επανέρχονται στην άσκηση των καθηκόντων του βαθμού τους. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 103 του Συντάγματος, αφού δεν επιχειρείται υποβιβασμός των υπαλλήλων, οι οποίοι μετά την ένταξή τους στους κατά τον Ν. 1586/1986 βαθμούς αποσυνδέθηκαν από τα προ αυτής καθήκοντά τους»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1994, σ. 1257 [Περίληψη της αποφάσεως]. (636) ΣτΕ 2289/1993 Τμ. Γ΄ (Με τον Ν. 1892/1990 αποσυνδέθηκε ο βαθμός της οργανικής θέσεως του υποψηφίου προς επιλογήν ως Γενικού Διευθυντού από την άσκηση των καθηκόντων του Γενικού Διευθυντού. Συνεπώς, η επιλογή υπαλλήλου ως Γενικού Διευθυντού δεν συνιστά προαγωγι192


1.1.17.2.

1.1.17.3.1.

κή εξέλιξη, αλλά ανακλητή ανάθεση καθηκόντων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1995, σ. 606 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.17.3. ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΩΝ 1.1.17.3.1. ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΝ (637) ΣτΕ 933/1998 (Ν. 1892/1990. «... το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο... έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να επιλέξει τον καταλληλότερο για την ενάσκηση των καθηκόντων γενικού διευθυντού... και δεν υποχρεούται να αιτιολογεί ειδικά την πρόκριση κάποιου από αυτούς που συγκεντρώνουν τις τυπικές για την επιλογή προϋποθέσεις έναντι άλλου ή άλλων, εκτός από την περίπτωση που ο παραλειφθείς υπερέχει, καταδήλως στα ουσιαστικά προσόντα έναντι του προκριθέντος, οπότε απαιτείται να υπάρχει στην πράξη του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου ειδική αιτιολόγηση της προκρίσεως αυτής, για να είναι δυνατός ο έλεγχός της εντός των νομίμων ορίων ασκήσεως της προαναφερθείσης διακριτικής ευχερείας από τον ακυρωτικό δικαστή»). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1998, σ. 754 – 756. (638) ΣτΕ 1439/1994 Τμ. Γ΄ επταμ. (Η πράξη του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου περί επιλογής Γενικού Διευθυντή συνιστά πρόταση όπως ο επιλεγείς με απόφαση του αρμοδίου οργάνου τοποθετηθεί ως Προϊστάμενος Γενικής Διευθύνσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 331 – 334 με Σχόλιο του Δ. Μπαρδούτσου. (639) ΣτΕ 4341/1997 Τμ. Γ΄ («... από καμιά συνταγματική διάταξη δεν επιβάλλεται η συγκρότηση των συλλογικών οργάνων της Διοικήσεως, όπως είναι το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο, από περιττό αριθμό μελών, ούτε η διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του Ν. 2190/1994 ...απαιτεί αυτό...». Η συγγραφική εργασία, κατά το άρθρο 36 παρ. 2 του Ν. 2190/1994, δεν αποτελεί τυπικό προσόν επιλογής σε θέση Προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως αλλά συνεκτιμάται με τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού μητρώου του υπαλλήλου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 68 – 71. (640) ΣτΕ 3052/2009 Ολ. (Άρθρα 82 παρ. 7 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999 & 8 Ν. 3260/2004. Η παράλειψη του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου να συντάξει «... συνοπτικό έστω πρακτικό, είτε αυτοτελές, είτε ενσωματωμένο στην απόφασή του, περί της ενώπιόν του διαδικασίας της συνέντευξης των υποψηφίων και της διαμορφωθείσης από αυτό γνώμης, σχετικά με την προσωπικότητα και την εν γένει ικανότητα κάθε υποψηφίου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης... συνιστά... παράβαση ουσιώδους τύπου της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας...». Συνεπώς, αναπέμπεται η υπόθεση στη Διοίκηση για «... νέα νόμιμη κρίση, μετά από τήρηση του ως άνω ουσιώδους τύπου...»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 938 – 947.

193


1.1.17.3.1. (641) ΣτΕ 379/2007 (Κατάδηλη υπεροχή του παραλειφθέντος έναντι του προκριθέντος ως προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως και αναπομπή της υποθέσεως στη Διοίκηση για παράθεση ειδικής αιτιολογίας. Η για δεύτερη φορά μη επαρκής κατά νόμον αιτιολογία εκ μέρους του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου συνιστά υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχερείας και υποχρεώνει την Διοίκηση να τοποθετήσει τον παραλειφθέντα ως προϊστάμενο αυτής της Γενικής Διευθύνσεως. Κατά την επιλογή Προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο συνεκτιμά τις χορηγηθείσες στους κρινομένους υποψηφίους αναρρωτικές άδειες καθ’ όλη την διάρκεια της υπηρεσίας τους και όχι μόνον κατά την διάρκεια της προηγηθείσης οκταετίας). i) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1053 – 1054 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 1007 – 1013. (642) ΣτΕ 3705/2008 Ολ. (Άρθρο 47 παρ. 1 Π.Δ. 18/1989. Παρά την αυτοδίκαιη απόλυση λόγω 35ετίας και συμπληρώσεως του 60ού έτους της ηλικίας υπαλλήλου, αυτός «... διατηρεί το έννομο συμφέρον...» του για την συνέχιση της εκδικάσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως της Διοικήσεως με την οποία παρελείφθη κατά την επιλογή Προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως και κατά συνέπεια ο υπολογισμός της συντάξεώς του δεν έγινε «... επί της βάσει του μισθού του Προϊσταμένου γενικής διεύθυνσης...»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 193 – 194. (643) ΣτΕ 294/1997 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 78 παρ. 5 Ν. 1892/1990. Κατά την διαδικασία επιλογής υπαλλήλων για θέση γενικού διευθυντή μετά την λήξη της σχετικής αποκλειστικής προθεσμίας υποβολής δικαιολογητικών, είναι δυνατή η υποβολή από τον υποψήφιο συμπληρωματικού υπομνήματος με διευκρινίσεις σχετικά με το εμπροθέσμως υποβληθέν βιογραφικό του σημείωμα). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 861 – 862 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1526 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 1294 [Περίληψη της αποφάσεως]. iv) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1998, σ. 391 – 392 [Περίληψη της αποφάσεως]. (644) ΣτΕ 2484/1997 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 36 παρ. 2 Ν. 2190/1994. Προϋπόθεση επιλογής για θέση Προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως είναι η ιδιότητα του Προϊσταμένου Διευθύνσεως κατά την ημέρα υποβολής του σχετικού ερωτήματος ή η προηγουμένη υπηρεσία του σε θέση προϊσταμένου Διευθύνσεως. Δεν γίνεται μνεία στο νόμο για τον τρόπο τοποθετήσεώς τους σε θέση Προϊσταμένου Διευθύνσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1158 [Περίληψη της αποφάσεως]. (645) ΣτΕ 3756/1997 Τμ. Γ΄ (Η αρχή της αμερολήπτου κρίσεως των οργάνων της Διοικήσεως αφορά μόνον τα μέλη του συλλογικού οργάνου το οποίο προβαίνει στην επιλογή γενικών διευθυντών). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1178 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 654 [Περίληψη της αποφάσεως]. 194


1.1.17.3.1. (646) ΣτΕ 2702/2000 Τμ. Γ΄ (Η κατά το άρθρο 103 παρ. 4 Συντ. εγγύηση στους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους περί κρίσεως από υπηρεσιακά συμβούλια αφορά μόνον κρίσεις για μετάθεση, υποβιβασμό ή παύση, αλλά όχι κρίσεις για προαγωγή ή επιλογή). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1178 [Περίληψη της αποφάσεως]. (647) ΣτΕ 2419/2001 Τμ. Γ΄ (Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 26 του Ν. 2190/1994 προσδιορίζοντας τυπικό προσόν για την κατάληψη θέσεως ανωτάτου δημοσίου υπαλλήλου, είναι στενώς ερμηνευτέα. Συνεπώς, η προβλεπομένη προϋπηρεσία, σε θέση προϊσταμένου διευθύνσεως για επιλογή σε θέση προϊσταμένου γενικής διευθύνσεως πρέπει να έχει διανυθεί σε οργανική μονάδα του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ και όχι σε υπηρεσία ΝΠΙΔ). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1162 [Περίληψη της αποφάσεως]. (648) ΣτΕ 1758/2001 Τμ. Γ΄ (Βάσει του αρ. 2 παρ. 5 του Ν. 2503/1997 δικαίωμα υποβολής αιτήσεως υποψηφιότητος για την θέση γενικού διευθυντή περιφέρειας έχουν και οι υπάλληλοι των υπουργείων των οποίων αρμοδιότητες έχουν περιέλθει στις περιφέρειες). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1164 [Περίληψη της αποφάσεως]. (649) ΣτΕ 2898/2001 Τμ. Γ΄ (Η καλή και όχι άριστη γνώση μιας ή περισσοτέρων διαδεδομένων ευρωπαϊκών γλωσσών είναι κατά το άρθρο 83 παρ. 7 εδ. β΄ του Ν. 2683/1999 συνεκτιμητέο, μεταξύ άλλων, ουσιαστικό προσόν για την κατάληψη θέσεως Προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως, αλλά όχι πρωταρχικής βαρύτητος στοιχείο για την κρίση του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου ή στοιχείο προσδίδον κατάδηλη υπεροχή). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1166 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 948 [Περίληψη της αποφάσεως]. (650) ΣτΕ 1907/2002 Τμ. Γ΄ (Επιλογή γενικών διευθυντών. Για τους έχοντας συνδικαλιστική δραστηριότητα λαμβάνονται υπ’ όψη από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο και οι πέραν της πενταετίας εκθέσεις, εφ’ όσον υπάρχουν στο προσωπικό μητρώο του κρινομένου υπαλλήλου). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1168 [Περίληψη της αποφάσεως]. (651) ΣτΕ 2840/2003 Τμ. Γ΄ επταμ. (Βάσει του δευτέρου άρθρου παρ. 5 του Ν. 2683/1999 τάσσεται στη Διοίκηση εξάμηνη προθεσμία για την πλήρωση των κενών θέσεων Γενικών Διευθυντών. Όμως η προθεσμία αυτή δεν είναι αποκλειστική, αλλά έχει χαρακτήρα εντόνου υποδείξεως προς την Διοίκηση για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1258 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2005, σ. 645 [Περίληψη της αποφάσεως]. (652) ΣτΕ 1396/2003 Τμ. Γ΄ (Από το άρθρο 82 παρ. 7 Υ.Κ. δεν προβλέπεται, αλλ’ ούτε και συνάγεται, η καθιέρωση δημοσία συνεντεύξεως των υποψηφίων για πλήρωση θέσεων Γενικών Διευθυντών). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1259 [Περίληψη της αποφάσεως].

195


1.1.17.3.1. (653) ΣτΕ ΕπΑν 353/2007 Τμ. Γ΄ (Αίτηση αναστολής εκτελέσεως κατά της παραλείψεως της Διοικήσεως να επιλέξει και τοποθετήσει υπάλληλο ως προϊστάμενο Γενικής Διευθύνσεως. Δεν γίνεται δεκτή η αίτηση αναστολής «...διότι η αποδοχή της θα ισοδυναμούσε πλέον με την διαμόρφωση από την Επιτροπή Αναστολών μιας νέας πραγματικής καταστάσεως με ανεπίτρεπτη υποκατάσταση στην επί της ουσίας κρίση της Διοικήσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1155 [Περίληψη της αποφάσεως]. (654) ΣτΕ 1453/2008 Τμ. Γ΄ (Μετά την λύση της υπαλληλικής σχέσεως ο αποχωρήσας της υπηρεσίας υπάλληλος δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει δικαστικώς την ακύρωση της αποφάσεως επιλογής άλλου υπαλλήλου ως Γενικού Διευθυντή, αφού στον προσφεύγοντα δεν αποδίδεται καμία ηθική μομφή, ή ηθική απαξία, ή ευθύνη. «Μόνη η επίκληση χρηματικής ζημίας δεν αρκεί για την θεμελίωση εννόμου συμφέροντος»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1126. (655) ΣτΕ ΕπΑν 251/2008 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 52 Π.Δ. 18/1989 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 του Ν. 2721/1990. «Η αναστολή εκτελέσεως διοικητικής πράξεως επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, μόνον για τη διατήρηση υφισταμένης καταστάσεως και όχι για τη δημιουργία νέας Ε.Α. 1158/2007, 559/2007, 274/2006, 768/2002, 395/2001 κ.ά.». Επιλογή Προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως από το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο του άρθρου 9 του Ν. 3260/2004 και αίτηση αναστολής εκτελέσεως της σχετικής πράξεως υποβληθείσα από παραλειφθέντα υπάλληλο. «Όμως (αυτή η) αίτηση αναστολής πρέπει να απορριφθεί διότι η αποδοχή της θα ισοδυναμούσε με τη δημιουργία μιας νέας καταστάσεως, μετά από αναμόρφωση, από την Επιτροπή Αναστολών των πράξεων επιλογής και τοποθετήσεως του Προϊσταμένου της ...Γενικής Διεύθυνσης...»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1134. (656) ΣτΕ 682/2008 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 34 Ν. 2190/1994 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 Ν. 3260/2004, 29 παρ. 3 Ν. 2190/1994 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 Ν. 3260/2004, 38 Ν. 2190/1994 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 1 Ν. 3260/2004. «Το αρμόδιο για την τοποθέτηση Προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων διοικητικό όργανο, προκειμένου να ασκήσει νομίμως αυτήν την αρμοδιότητά του, πρέπει να λάβει πλήρη γνώση του προηγουμένως εκδοθέντος Πρακτικού του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου το οποίο προέβη στην επιλογή των εν λόγω Προϊσταμένων...». Συνεπώς, δεν αρκεί η αποστολή από τον γραμματέα του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου με ‘εντολή Προέδρου’ σχετικής βεβαιώσεως προς την Υπηρεσία. «Η προβλεπόμενη... από το άρθρο 163 παρ. 8 εδάφ. Β΄ του Υπαλληλικού Κώδικα χορήγηση σχετικής βεβαιώσεως αφορά... τους ‘ενδιαφερομένους υπαλλήλους’ όχι δε και το διοικητικό όργανο που κατά νόμον πρέπει να ασκήσει, περαιτέρω, την αρμοδιότητά του τοποθετήσεως των επιλεγέντων, μετά από πλήρη ενημέρωση σχετικά με την προηγηθείσα κρίση του ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου...»). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 323 – 325 με Σχόλιο του Ακρ. Καϊδατζή. Σημ. Βλ. και κατωτέρω (αρ. 666) για αναφορά της αποφάσεως αυτής σε άρθρο του Μ. Πικραμένου.

196


1.1.17.3.1. (657) ΣτΕ 2646/2009 Τμ. Γ΄ Κρίση του ΣτΕ περί κατάδηλης υπεροχής παραλειφθέντος υποψηφίου για την επιλογή του ως Προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως και αναπομπή της υποθέσεως στη Διοίκηση για την παράθεση ειδικής αιτιολογίας. Αν εκ νέου το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο δεν δυνηθεί να παραθέσει την κατά τα ανωτέρω ειδική αιτιολογία για την παράλειψη επιλογής του καταδήλως υπερέχοντος, διαπιστώνεται υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχερείας με συνέπεια την υποχρέωση της Διοικήσεως να προβεί στην επιλογή και τοποθέτηση του παραλειφθέντος ως Προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 816 – 817. (658) ΣτΕ 1002/2007 Ολ. (Παραίτηση εντός διμήνου από της ανακοινώσεως περί μη επανεπιλογής ως Προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως βάσει του άρθρου 38 του Ν. 2190/1994 με διατήρηση βαθμού και αποδοχών Γενικού Διευθυντή. Δεδομένου, πλέον ότι κατά τον χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως στο Δικαστήριο εξέλιπε το έννομο συμφέρον του κατά τα ανωτέρω παραιτηθέντος υπαλλήλου να ζητήσει την ακύρωση της παραλείψεως επανεπιλογής του, ενδεχομένη ακύρωση της παραλείψεως αυτής δεν έχει υπηρεσιακής φύσεως συνέπειες γι’ αυτόν αφού η υπαλληλική σχέση έχει λυθεί λόγω υποβολής παραιτήσεως). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 108 [Περίληψη της αποφάσεως]. (659) ΣτΕ 2289/1993 Τμ. Γ΄ (Με τον Ν. 1892/1990 αποσυνδέθηκε ο βαθμός της οργανικής θέσεως του υποψηφίου προς επιλογήν ως Γενικού Διευθυντή από την άσκηση των καθηκόντων του Γενικού Διευθυντή. Συνεπώς, η επιλογή υπαλλήλου ως Γενικού Διευθυντή δεν συνιστά προαγωγική εξέλιξη, αλλά απλή ανακλητή ανάθεση καθηκόντων και ως εκ τούτου σε περίπτωση προώρου λήξεως της θητείας υπαλλήλου ως Γενικού διευθυντού δεν γεννάται υποχρέωση της Διοικήσεως εκ του άρθρου 103 του Συντάγματος να τοποθετήσει αυτόν αυτοδικαίως σε άλλη κενή Γενική Διεύθυνση. Δεν αποκλείεται εκ του νόμου η πλήρωση κενής θέσεως Γενικής Διευθύνσεως με μετακίνηση σε αυτή Γενικού Διευθυντού που υπηρετεί σε άλλη Γενική Διεύθυνση του ίδιου Υπουργείου, υπό την προϋπόθεση ότι θα προηγηθεί ουσιαστική κρίση του ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου, το οποίο πρέπει να εξετάσει όλες τις αιτήσεις που τυχόν υπέβαλαν οι λοιποί Γενικοί Διευθυντές του ιδίου Υπουργείου για να μετακινηθούν στην κενή Γενική Διεύθυνση). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1995, σ. 606 [Περίληψη της αποφάσεως]. (660) ΣτΕ 444/1996 Τμ. Γ΄ επταμ. (Άρθρο 1 παρ. 2 Π.Δ. 344/1990. Προσδιοριζόμενοι για κάθε Γενική Διεύθυνση Υπουργείου κλάδοι υπαλλήλων κατηγορίας ΠΕ. Το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο, κατά τρόπο προκύπτοντα από το σχετικό πρακτικό, πρέπει να συγκρίνει χωριστά για κάθε θέση γενικού διευθυντή τους υποψηφίους που προέρχονται από τους προσδιοριζόμενους για κάθε Γενική Διεύθυνση κλάδους υπαλλήλων κατηγορίας ΠΕ και όχι να προβεί σε ενιαία σύγκριση όλων των υποψηφίων για όλες τις προς πλήρωση θέσεις). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 1071 [Περίληψη της αποφάσεως]. (661) ΣτΕ 3701/1996 Τμ. Γ΄ (Εναπόκειται στη Διοίκηση η απόφαση περί πληρώσεως υφισταμένης κενής θέσεως Γενικού Διευθυντή, αφού εκτιμήσει τις ανάγκες και το συμφέρον της υπηρεσίας. Αν εκινήθη η σχετική διαδικασία, μόνον για εν τω μεταξύ ανακύψαντες αποχρώντες υπηρεσια197


1.1.17.3.1. κούς λόγους είναι δυνατή η αναστολή της). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1145 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 1328 [Περίληψη της αποφάσεως]. (662) ΣτΕ 1889/1998 Τμ. Γ΄ (Συνιστά πλάνη περί τα πράγματα του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου και του αρμοδίου Υπουργού δυσμενής για τον αιτούντα επιλογή του σε θέση Γενικού Διευθυντή κρίση τους με βάση πραγματικό δεδομένο που δεν υφίσταται, δηλαδή την εκλογή του ως καθηγητή ΑΕΙ). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1492 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 220 [Περίληψη της αποφάσεως]. (663) ΣτΕ 3117/2005 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 82 παρ. 7 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. Το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο κατά την επιλογή υπαλλήλου ως Γενικού Διευθυντή προβαίνει στη σύνταξη, έστω και συνοπτικά διατυπωμένου πρακτικού σχετικά με την ενώπιόν του διαδικασία της προφορικής συνεντεύξεως των υποψηφίων. «Η παράλειψη συντάξεως σχετικού πρακτικού από το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας». Άκυρη, συνεπώς, η επιλογή και αναπομπή της υποθέσεως στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2006, σ. 602 – 603. (664) ΣτΕ [Πρόεδρος Γ΄ Τμήματος] Προσωρινή Διαταγή της 20.3.2006 (Άρθρα 29 παρ. 3, 36, 39 Ν. 2190/1994, 52 Π.Δ. 18/1989 ως ετροποποιήθησαν. «Στο πλαίσιο της σύνθετης διοικητικής ενέργειας επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων» το αποφασίζον την τοποθέτηση όργανο πρέπει «... να λάβει πλήρη γνώση του πρακτικού της επιλογής από το ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο...» μη αρκούσης της απλής σχετικής βεβαιώσεως του Γραμματέα με εντολή του Προέδρου του συμβουλίου αυτού. Είναι πρόδηλη η βασιμότητα του λόγου ακυρώσεως λόγω μη περιελεύσεως του ανωτέρω πρακτικού στο αρμόδιο για την τοποθέτηση όργανο). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2006, σ. 1380 – 1382 με Σχόλιο του Κ. Σαμαρτζή. (665) ΣτΕ 1070/2008 Τμ. Γ΄ (Άκυρη η επιλογή υπαλλήλου για την πλήρωση θέσεως Προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως λόγω καταδήλου υπεροχής του παραλειφθέντος και κατ’ επανάληψη ανεπαρκούς αιτιολογίας εκ μέρους του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου, εν όψει της διαρκούς επαγγελματικής καταρτίσεως και των εξαιρετικών επιστημονικών γνώσεων του καταδήλως υπερέχοντος και παρά ταύτα μη επιλεγέντος). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2326 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος...]. ii) «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 999 – 1007 με Σχόλιο της Π. Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 725 – 731. (666) ΣτΕ 682/2008 (Άκυρη για τυπικούς λόγους η επιλογή Προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως, αφού η τοποθέτησή το από του αρμόδιο όργανο έγινε βάσει απλής βεβαιώσεως της Γραμματείας του 198


1.1.17.3.1.

1.1.17.3.2.

Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου περί των υποψηφίων που επελέγησαν και όχι επί τη βάσει του σχετικού πρακτικού του Συμβουλίου αυτού). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2326 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος...]. Σημ.: Βλ. αποσπάσματα της αποφάσεως αυτής, ανωτέρω (αρ. 656). §§§§§§§§§§ 1.1.17.3.2. ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΝ, ΤΜΗΜΑΤΩΝ & ΓΡΑΦΕΙΩΝ (667) ΔΕφΘεσ 169/2008 (Άρθρα 36 Ν. 2190/1994 και 8 Ν. 3260/2004. Επιλογή προϊσταμένων Τμημάτων. Από το πρακτικό επιλογής θα πρέπει να προκύπτουν «... λεπτομερώς και ειδικά όλα τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου καθενός υποψηφίου...» βάσει των οποίων γίνεται η σχετική αξιολόγηση). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2008, σ. 1250 – 1252 με Σχόλιο του Γ. Ι. Μ. (668) ΔΕφΑθ 2096/1995 (Κατά το άρθρο 36 παρ. 3 του Ν. 2190/1994 η άσκηση καθηκόντων Προϊσταμένου οργανικής μονάδος Υπηρεσίας αποτελεί συνεκτιμητέο στοιχείο κατά την επιλογή προϊσταμένων και κατά συνέπεια σε μελλοντικές επιλογές όσοι έχουν ήδη ασκήσει καθήκοντα Προϊσταμένου αποκτούν πλεονέκτημα έναντι των λοιπών υποψηφίων. Για τον ανωτέρω λόγο υπάλληλος ο οποίος δεν είχε τα τυπικά προσόντα κατά την χρονική στιγμή της επιλογής Προϊσταμένου έχει έννομο συμφέρον προσβολής της, αφού ο τοποθετούμενος ως Προϊστάμενος αποκτά «...συγκριτικό υπηρεσιακό πλεονέκτημα..» εν όψει μελλοντικών επιλογών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 132 – 133. Σημ.: Απόφαση ληφθείσα κατά πλειοψηφία με διαφωνία ενός δικαστού ο οποίος επεκαλέσθη ως αντιθέτους τις αποφάσεις ΣτΕ 2855/1985, 19, 86, 3028, 4311/1988 και 602/1987. (669) ΔΕφΑθ 2097/1995 (Επιλογή προϊσταμένων από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο. «Προς τούτο δεν αρκεί η επανάληψη απλώς των όρων του νόμου, αλλά απαιτείται παράθεση των κρίσιμων εγγραφών και χαρακτηρισμών που περιέχουν οι εκθέσεις και τα υπόλοιπα στοιχεία του προσωπικού μητρώου των κρινομένων, καθώς και συγκριτική, περαιτέρω, κατά ενιαίο τρόπο αξιολόγηση αυτών, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος από το ακυρωτικό δικαστήριο της σύννομης άσκησης από τη Διοίκηση της παρεχομένης σ’ αυτή από το νόμο διακριτικής ευχέρειας προς επιλογή των ικανοτέρων»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 134 – 135. (670) ΔΕφΑθ 2780/1999 (Ως προϊστάμενοι υπηρεσιακής μονάδος επιλέγονται όσοι υπερέχουν «... έστω και απλώς από τους υπολοίπους συναδέλφους τους». «Κατά τη σχετική κρίση βαρύνουν προεχόντως οι εμφανιζόμενες στις εκθέσεις αξιολόγησης υπηρεσιακές τους επιδόσεις και τα στοιχεία του προσωπικού τους μητρώου που μαρτυρούν ιδιαίτερη ικανότητα, πρωτοβουλία και δραστηριότητα στην Υπηρεσία». Η απόφαση περί επιλογής των προϊσταμένων πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και να γίνεται συγκριτική κατά ενιαίο τρόπο αξιολόγηση των κρινομέ199


1.1.17.3.2. νων υπαλλήλων ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος από το ακυρωτικό δικαστήριο της παρεχομένης στη Διοίκηση διακριτικής ευχερείας προς επιλογή των ικανοτέρων). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 863 – 867. (671) ΔΕφΑθ 231/2001 (Άρθρο 65 παρ. 1 & 2 Ν. 2683/1999. Η προηγουμένη διατύπωση γνώμης του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων. «Ο τύπος αυτός πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση τοποθέτησης προϊσταμένου, εκτός αν, όπως ορίζει το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου, η τοποθέτηση γίνεται σε θέση της ίδιας αρχής. Η έννοια του τελευταίου αυτού εδαφίου... είναι ότι η γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου δεν απαιτείται, μόνο αν από την προηγούμενη διαδικασία επιλογής προϊστάμενου, προκύπτει η συγκεκριμένη θέση και η συγκεκριμένη υπηρεσιακή μονάδα, στην οποία πρόκειται να τοποθετηθεί, η θέση δε αυτή συμβαίνει να είναι θέση της ίδιας αρχής, στην οποία προηγουμένως υπηρετούσε ο τοποθετούμενος προϊστάμενος». Η παράβασή του κατά τα ανωτέρω ουσιώδους τύπου συνεπάγεται την ακύρωση της κατά παράβαση αυτού εκδοθείσης αποφάσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2002, σ. 958 – 960. (672) ΣτΕ 1257/2004 Τμ. Γ΄ (Οργανισμός Υπηρεσίας προβλέπων την τοποθέτηση Προϊσταμένου Διευθύνσεως υπαλλήλου κατηγορίας ΠΕ. Μη νομίμως επελέγη υπάλληλος κατηγορίας ΤΕ, ενώ υπήρχε υπάλληλος της κατηγορίας ΠΕ. Δεν ασκεί επιρροή ο βαθμός Α΄ ή Β΄ του υπαλλήλου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 945 – 948. (673) ΔΕφΚομοτηνής 16/2005 [Συμβ.]. (Πράξεις επιλογής και τοποθετήσεως προϊσταμένων Διευθύνσεων. «Δεν είναι δυνατή, κατ’ αρχήν, η αναστολή εκτελέσεως των πράξεων αυτών, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης του θιγομένου υπαλλήλου, οπότε είναι δυνατόν, κατ’ εξαίρεση, να χορηγηθεί αναστολή εκτελέσεώς τους, αφού συνεκτιμηθούν και οι ανάγκες της δημοσίας υπηρεσίας»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 1599 – 1600. (674) ΔΕφΑθ 660/1998 [Σχηματισμός Ακυρωτικής Διαδικασίας] (Άρθρα 95 παρ. 5 Συντ., 50 Π.Δ. 18/1989 & 1 Ν. 702/1977 «... η Διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων, κατά τον τρόπο που έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας». «...όταν η Διοίκηση συμμορφώνεται προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Διοικητικού Εφετείου που αναφέρεται σε υπηρεσιακή κατάσταση υπαλλήλου του Δημοσίου, έχει υποχρέωση, όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υπάρχουσα νομικώς την ακυρωθείσα διοικητική πράξη αλλά και με θετικές ενέργειες να προκαλέσει την αναμόρφωση της νομικής καταστάσεως που δημιουργήθηκε βάσει της πράξεως που ακυρώθηκε». Επί ακυρώσεως για πλημμέλειες της αιτιολογίας η Διοίκηση δύναται να επαναλάβει την προηγηθείσα κρίση της με βάση νέα νόμιμη και επαρκή αιτιολογία, αλλά αν τούτο δεν γίνει και η νέα πράξη ακυρωθεί για κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας, η Διοίκηση υποχρεούται στην έκδοση θετικής πράξεως υπέρ του υπαλλήλου μη δυναμένη να επαναλάβει την πράξη της «...με νέα πάλι αιτιολογία, βλ. ΣτΕ Ολ. 2611/1989, 648/1990, 4637/1995...». Αναπομπή στη Διοίκηση, μετά προηγηθείσες δύο ακυρωτικές αποφάσεις, υποθέσεως υπαλλήλου προκειμένου αυτή να προβεί στην επιλογή του ως Προϊστάμενου Διευθύνσεως αναδρομικώς από της αρχικής πα200


1.1.17.3.2. ραλείψεώς του). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1998, σ. 498 – 499 με Σημείωση του Περιοδικού. (675) ΣτΕ 2286/1998 Τμ. Ε΄ (Άρθρο 34 παρ. 1 Ν. 2190/1994, άρθρο 24 παρ. 5 Ν. 1558/1985 και Ν. 2026/1992. Οι κλάδοι από τους οποίους επιλέγονται οι προϊστάμενοι εκάστης οργανικής μονάδος προσδιορίζονται από τον Οργανισμό των υπηρεσιών, ήτοι με προεδρικό διάταγμα. Η νομοθετική πρόβλεψη ότι κατά την πρώτη εφαρμογή του Ν. 2190/1994 και εφ’ όσον δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση στους Οργανισμούς οι ανωτέρω κλάδοι προσδιορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Προεδρίας και του εκάστοτε αρμοδίου Υπουργού αντίκειται στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι δεν πρόκειται για ειδικό, απλώς τεχνικό ή λεπτομερειακό θέμα, αλλά είναι κρίσιμο θέμα οργανώσεως της Δημοσίας Διοικήσεως για το οποίο απαιτείται η έκδοση προεδρικού διατάγματος). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 969 – 970 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1644 [Περίληψη της αποφάσεως]. (676) ΣτΕ 1236/1997 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 36 παρ. 3 Ν. 2190/1994. Για την επιλογή προϊσταμένων διευθύνσεων το υπηρεσιακό συμβούλιο αφού λάβει υπ’ όψη του κυρίως τις εκθέσεις αξιολογήσεως και τα στοιχεία του ατομικού μητρώου των υπαλλήλων συνεκτιμά, μεταξύ άλλων και τις συχνές αναρρωτικές άδειες). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1135 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1296 [Περίληψη της αποφάσεως]. (677) ΣτΕ 249/1998 Τμ. Γ΄ (Ν. 1566/1985. Κατά την κατάρτιση των Οργανισμών των οικείων υπηρεσιών, αναλόγως του αντικειμένου εκάστης οργανικής μονάδος, προσδιορίζεται από τον κανονιστικό νομοθέτη, η ειδικότητα του κλάδου και οι κλάδοι κάθε κατηγορίας διοικητικών υπαλλήλων από όπου θα προέρχονται οι προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων κάθε υπηρεσίας. Ο κανονιστικός νομοθέτης δεν είναι υποχρεωμένος να ορίσει ότι οι προϊστάμενοι θα προέρχονται από όλες τις κατηγορίες ή από όλους τους κλάδους κάθε κατηγορίας). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 979 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 878 [Περίληψη της αποφάσεως]. (678) ΣτΕ 395/2000 Τμ. Γ΄ (Πλήρωση θέσεως Διευθυντή του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση ανατρέχει στον χρόνο της αρχικής κρίσεως και επομένως η κρίση πρέπει να περιορισθεί μεταξύ των υποψηφίων οι οποίοι μετείχαν στην ακυρωθείσα φάση και να γίνει με βάση τα προσόντα και τα έργα τα οποία οι υποψήφιοι διέθεταν κατά τον χρόνο αυτής της αρχικής φάσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1020 [Περίληψη της αποφάσεως]. (679) ΣτΕ 2275/1999 Τμ. Γ΄ (Βάσει του άρθρου 30 του Ν. 1586/1986 από 1ης Ιανουαρίου 1988 αρμόδια για την επιλογή προϊσταμένων των οργανικών μονάδων είναι τα υπηρεσιακά συμβούλια ακόμη και αν πρόκειται για υπηρεσίες για τις οποίες μέχρι την ημερομηνία αυτή δεν είχαν εκδοθεί οι νέοι Οργανισμοί. Από 1ης Ιανουαρίου 1991 αποκαταστάθηκε η αρμοδιότητα των υπηρεσιακών 201


1.1.17.3.2. συμβουλίων για την επιλογή προϊσταμένων και στις υπηρεσίες εκείνες όπου δεν είχε καταρτισθεί νέος Οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 10 του Ν. 1586/1986). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1100 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2002, σ. 195 [Περίληψη της αποφάσεως]. (680) ΣτΕ 2702/2000 Τμ. Γ΄ (Η κατά το άρθρο 103 παρ. 4 Συντ. εγγύηση στους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους περί κρίσεως από υπηρεσιακά συμβούλια αφορά μόνον κρίσεις για μεταθέσεις, υποβιβασμό ή παύση, αλλά όχι κρίσεις για προαγωγή ή επιλογή). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1178 [Περίληψη της αποφάσεως]. (681) ΣτΕ 1128/2000 Τμ. Γ΄ (Ν. 2190/1994. Απόφοιτοι ΕΣΔΔ. Κατά την επιλογή προϊσταμένων συνεκτιμάται το γεγονός της αποφοιτήσεώς τους από την ΕΣΔΔ). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1193 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ.: Βλ. και αποφάσεις ΣτΕ 1719/2004 Τμ. Γ΄ & 1288/2004 Τμ. Γ΄ (αρ. 690 & 691). (682) ΣτΕ 915/2000 Τμ. Γ΄ επταμ. (Άρθρο 9 Ν. 1586/1986. Κατά την κατάρτιση των Οργανισμών των οικείων υπηρεσιών ο κανονιστικός νομοθέτης δεν είναι υποχρεωμένος να ορίσει ότι οι προϊστάμενοι θα προέρχονται από όλες τις κατηγορίες ή από όλους τους κλάδους κάθε κατηγορίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1196 [Περίληψη της αποφάσεως]. (683) ΣτΕ 1547/2000 Τμ. Γ΄ (Είναι αναγκαία η ειδική αιτιολόγηση επιλογής προϊσταμένου και όταν η αρχική επιλογή ως προϊσταμένου ορισμένου υπαλλήλου έναντι άλλου, έχει κριθεί δικαστικώς ότι χρειάζεται αιτιολόγηση και κατ’ ακολουθίαν έχει ακυρωθεί ως αναιτιολόγητη ή ως μη νομίμως αιτιολογημένη). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1196 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 480 [Περίληψη της αποφάσεως]. (684) ΣτΕ 989/2005 Τμ. Γ΄ (Αναγκαία η ειδική αιτιολόγηση από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο της επιλογής ως προϊσταμένου υπαλλήλου παρά την ύπαρξη άλλου κρινομένου ο οποίος εμφανίζεται να υπερέχει σαφώς. Αυτή η ειδική αιτιολόγηση απαιτείται για να είναι δυνατός ο έλεγχος από τον ακυρωτικό δικαστή της εκ μέρους του υπηρεσιακού συμβουλίου ασκήσεως εντός των νομίμων ορίων της παρασχεθείσης σ’ αυτό εκ του νόμου διακριτικής ευχερείας κατά την επιλογή προϊσταμένων. Εξάλλου, υποχρέωση ειδικής αιτιολογήσεως υφίσταται και κατά την επιλογή προϊσταμένου μετά από ακύρωση με δικαστική απόφαση της αρχικής επιλογής ως αναιτιολογήτου). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2005, σ. 1291 - 1292 [Περίληψη της αποφάσεως]. (685) ΣτΕ 1256/2004 Τμ. Γ΄ (Η ύπαρξη διδακτορικού και μεταπτυχιακών τίτλων δεν αρκεί για να προσδώσει σαφή υπεροχή σε κρινόμενο υπάλληλο έναντι επιλεγέντων για πλήρωση θέσεων προϊσταμένων τμημάτων συναδέλφων του. Επομένως δεν απαιτείται ειδική αιτιολόγηση της προκρίσεως των υπαλλήλων αυτών έναντι του μη προκριθέντος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1265. 202


1.1.17.3.2. (686) ΣτΕ 1258/2004 Τμ. Γ΄ (Αν παραλειφθείς υπάλληλος για την πλήρωση θέσεως Διευθυντού υπερέχει καταδήλως του προκριθέντος χρειάζεται το υπηρεσιακό συμβούλιο να αιτιολογεί την κρίση του με βάση στοιχεία που προκύπτουν από το ατομικό μητρώο των υπαλλήλων και τούτο να μνημονεύεται στο πρακτικό). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1265 - 1266. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2056 [Περίληψη της αποφάσεως]. (687) ΣτΕ 3649/1992 Τμ. Γ΄ επταμ. (Ν. 1586/1986. Επιλογή προϊσταμένων από ενταχθέντες στο νέο βαθμολόγιο υπαλλήλους συνιστά χρονικώς περιορισμένη και ανακλητή ανάθεση καθηκόντων και όχι βαθμολογική μεταβολή, αφού μετά την λήξη της θητείας τους επανέρχονται στην άσκηση των καθηκόντων του βαθμού τους. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 103 του Συντάγματος, αφού δεν επιχειρείται υποβιβασμός των υπαλλήλων, οι οποίοι μετά την ένταξή τους στους κατά τον Ν. 1586/1986 βαθμούς αποσυνδέθηκαν από τα προ αυτής καθήκοντά τους). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1994, σ. 1257 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1994, σ. 106 – 107 [Περίληψη της αποφάσεως]. (688) ΣτΕ 1627/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Ατομική διαταγή Νομάρχη για τον ορισμό Αναπληρωτή Προϊσταμένου Διευθύνσεως της Νομαρχίας υπό το καθεστώς του Ν. 1586/1986. Μετά τη δημοσίευση του Ν. 2085/1992 αλλαγή του προβαδίσματος μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων ώστε οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ να προηγούνται της κατηγορίας ΔΕ βάσει του άρθρου 6 παρ. 3 του νόμου αυτού. Εξακολούθηση ασκήσεως των καθηκόντων του Αναπληρωτή Προϊσταμένου και μετά τη δημοσίευση του Ν. 2085/1992 παρά την ιδιότητά του ως υπαλλήλου της κατηγορίας ΔΕ και την ύπαρξη στη Διεύθυνση υπαλλήλων κατηγορίας ΠΕ. Παράταση της ασκήσεως των καθηκόντων του Αναπληρωτή Προϊσταμένου Διευθύνσεως της Νομαρχίας μέχρι τον Αύγουστο του 1993 υπό το καθεστώς του Ν. 2085/1992 δεν συνιστά πειθαρχική παράβαση εκ μέρους του υπαλλήλου αυτού, αφού «...ευλόγως ανέμενε την άρση της ...ατομικής διαταγής του Νομάρχη...». Η πράξη αυτή του Νομάρχη «...δέσμευε τον εν λόγω υπάλληλο μέχρι της άρσεώς της 20-9-1993, ανεξαρτήτως της επελθούσης στο μεταξύ, νομοθετικής μεταβολής...»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 1689 – 1691. (689) ΣτΕ 1459/2004 Τμ. Γ΄ (Ν. 2909/2001. Δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Υ.Κ. για την επιλογή του Διευθυντή των Γενικών Αρχείων του Κράτους αφού προβλέπεται ειδική διαδικασία). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2055 [Περίληψη της αποφάσεως]. (690) ΣτΕ 1719/2004 Τμ. Γ΄ (Βάσει του Υ.Κ. – Ν. 2683/1999 – δεν ισχύει πλέον η ρύθμιση του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν. 2527/1997 περί καλύψεως 20% των κενών θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων και 10% των κενών θέσεων Προϊσταμένων Διευθύνσεων με αποφοίτους της ΕΣΔΔ). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2055 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ.: Βλ. και απόφαση ΣτΕ 1128/2000 Τμ. Γ΄ (αρ. 681).

203


1.1.17.3.2.

1.1.17.4.

1.1.18.

(691) ΣτΕ 1288/2004 Τμ. Γ΄ (Βάσει του νέου Υ.Κ. – 2683/1999 – κατά την επιλογή Προϊσταμένων Τμήματος οι απόφοιτοι της ΕΣΔΔ αξιολογούνται συγκριτικά με τους λοιπούς έχοντες τα σχετικά κατά νόμον προσόντα υπαλλήλους, αφού έπαυσε να ισχύει η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν. 2527/1997). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2055 - 2056 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ.: Βλ. και απόφαση ΣτΕ 1128/2000 Τμ. Γ΄ (αρ. 681). §§§§§§§§§§ 1.1.17.4. ΕΙΔΙΚΟ ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΔΙΚΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΜΕ ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΜΟΝΑΔΟΣ (692) ΔΕφΑθ 2780/1999 (Έκδοση δικαστικής αποφάσεως ακυρωτικής πράξεως Υπηρεσιακού Συμβουλίου περί επιλογής προϊσταμένου υπηρεσιακής μονάδος. Υποχρέωση της Διοικήσεως προς συμμόρφωση «... και με θετικές ενέργειες ... εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος». Παρόδος τριετίας ανενέργητης από την πλευρά της Διοικήσεως και προβολή εκ μέρους της του ισχυρισμού, ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι, πλέον, ο υπάλληλος δεν έχει έννομο συμφέρον για την συνέχιση της δίκης. Αυτή η μεθόδευση της Διοικήσεως συνιστά «... υπαίτια και καταχρηστική συμπεριφορά» παραβιαζομένων των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της καλής ασκήσεως της διακριτικής ευχερείας. Συνεπώς, η Διοίκηση «... παραβιάζει το εκ της ακυρωτικής αποφάσεως απορρέον δεδικασμένο» δια της εμμονής της στις αρχικές επιλογές της βάσει της ακυρωθείσης δικαστικώς πράξεως του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. «Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, συντρέχει ειδικό έννομο συμφέρον... για συνέχιση της δίκης...». Βλ. και ΣτΕ 1698/1975, 2945/1975, 3936/1976, 528/1977 κ.ά. για την συνδρομή ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος, βάσει του άρθρου 32 παρ. 2 του Π.Δ. 18/1989, για τη συνέχιση της δίκης μετά την λήξη της ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως λόγω δυσμενών συνεπειών στην υπηρεσιακή εξέλιξη του προσφεύγοντος στη Δικαιοσύνη υπαλλήλου, ως και ΣτΕ 522/1975, 2873/1976, κ.ά., για την κατά τα ανωτέρω συνδρομή ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος λόγω υπάρξεως ηθικού συμφέροντος ή λόγω παραβιάσεως συνταγματικά προστατευομένου δικαιώματος του υπαλλήλου αυτού). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 863 – 867. §§§§§§§§§§ 1.1.18. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ – ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Δ.Υ. - Ε.Κ.Δ.Δ. - Ε.Σ.Δ.Δ. (ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΠΟΥΔΑΣΤΩΝ – ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ) (693) ΔΕφΑθ 2070/2005 (Ε.Σ.Δ.Δ. Άρθρα 16 παρ. 1 Ν. 1388/1983 και 10 παρ. 1 Ν. 3200/2003. Αντισυνταγματική η ποσόστωση 20% υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων κατά τον εισαγωγικό διαγωνισμό στην Ε.Σ.Δ.Δ.). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2006, σ. 447 – 449 με Σχόλιο του Λάμπρου Μπαμπαλιούτα. (694) ΔΕφΑθ 2450/1995 (Απόφοιτοι Τμήματος Μορφωτικών Ακολούθων της Ε.Σ.Δ.Δ. «... πρέπει να διορίζονται σε 204


1.1.18. θέσεις που αφορούν τα ειδικά καθήκοντά τους, για τα οποία εκπαιδεύθηκαν...» στη Σχολή αυτή και συνεπώς είναι «...μη νόμιμη...» η άρνηση του Υπουργείου Εξωτερικών να τους διορίσει με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχει κλάδος Μορφωτικών Ακολούθων στον Οργανισμό του και ότι τα μορφωτικά θέματα ανατίθενται από τους Πρέσβεις σε υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Πρόκειται για υποχρεωτικό διορισμό σε προσωποπαγείς θέσεις και τούτο ισχύει για τους αποφοίτους όλων των Τμημάτων της Ε.Σ.Δ.Δ.). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 890 – 891. (695) ΣτΕ 2624/1999 Τμ. Γ΄ (Ν. 2085/1992 & Ν. 2190/1994. Σύννομη η μετακίνηση Δ.Υ. αποφοίτου ΕΣΔΔ αρχικά τοποθετηθέντος παρά Διευθυντή). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1193 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2001, σ. 1716 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2002, σ. 383 - 384 [Περίληψη της αποφάσεως]. (696) ΣτΕ 1128/2000 Τμ. Γ΄ (Ν. 2190/1994. Οι απόφοιτοι της Ε.Σ.Δ.Δ. κατατάσσονται στον εισαγωγικό βαθμό Β΄ αντί Δ΄ στον οποίο κατατάσσονται οι λοιποί υπάλληλοι ΠΕ κατηγορίας και κατά την επιλογή προϊσταμένων συνεκτιμάται το γεγονός της αποφοιτήσεώς τους από την Ε.Σ.Δ.Δ.). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1193 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2001, σ. 1716 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 1242 – 1246. iv) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2002, σ. 384 [Περίληψη της αποφάσεως]. (697) ΣτΕ 1216/2007 Τμ. ΣΤ΄ (Οι φοιτώντες στην Ε.Σ.Δ.Δ. εφ’ όσον δεν είναι ήδη δημόσιοι υπάλληλοι λογίζονται, βάσει του άρθρου 20 παρ. 1 του Ν. 1388/1983, από την εισαγωγή τους ως δόκιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Μετά την αποφοίτησή τους για τον διορισμό τους συνιστώνται προσωποπαγείς θέσεις κατηγορίας ΠΕ. Όμως η Διοίκηση δεν δύναται να συστήσει «ειδικότερη θέση συγκεκριμένου κλάδου της κατηγορίας ΠΕ, η οποία δεν προβλέπεται από τον ισχύοντα οικείο Οργανισμό του Υπουργείου»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1269. (698) ΔΕφΑθ 1286/2005 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 13 παρ. 2 Ν. 3200/2003. Μετά την μετατροπή του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου από αποκεντρωμένη δημοσία υπηρεσία σε ανώνυμη τραπεζική εταιρία, υπάλληλος – απόφοιτος Ε.Σ.Δ.Δ. μετατάσσεται με αίτησή του στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών σε ομοιόβαθμη θέση παρά τις αντιρρήσεις του Υπουργείου αυτού). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2005, σ. 871 – 873. (699) ΔΕφΑθ 2119/2005 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 13 παρ. 2 Ν. 3200/2003. Δεν είναι δυνατή η μετάταξη με αίτηση του υπαλλήλου από δημοσία υπηρεσία η οποία μετετράπη σε ανώνυμη εταιρία στη Βουλή κατ’ επίκληση της ιδιότητός του ως αποφοίτου της ΕΣΔΔ, αφού ο Κανονισμός της Βουλής ρυθμίζει τα θέματα διορισμού και υπηρεσιακής εξελίξεως των υπαλλήλων της, «...ενώ οι σχετικές δια205


1.1.18.

1.1.19.1.

τάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα ή άλλων γενικών ή ειδικών νόμων έχουν εφαρμογή συμπληρωματικώς και υπό την επιφύλαξη του Κανονισμού αυτού»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2005, σ. 873 – 875. (700) ΣτΕ 2775/2006 Τμ. Γ΄ (Απόφοιτοι της Ε.Σ.Δ.Δ. διοριζόμενοι σε θέσεις του κλάδου διοικητικού, λογιστικού και γραμματειακής υποστηρίξεως του Υπουργείου Εξωτερικών πρέπει να διορίζονται με βαθμό αντίστοιχο του Β΄ του Ν. 2190/1994, ήτοι με βαθμό διασφαλίζοντα σ’ αυτούς προβάδισμα οκτώ ετών σε σχέση με λοιπούς διοριζομένους στις θέσεις αυτές μη αποφοίτους της Ε.Σ.Δ.Δ.). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 1040 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.19. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 1.1.19.1. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ & ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ (701) ΣτΕ 262/1999 (Απαγορεύεται η «εκ δευτέρου δια το αυτό πειθαρχικό αδίκημα δίωξη»). i) «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1999, σ. 441. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 657 – 660. (702) ΣτΕ 281/1996 (Ιδιοποίηση από υπάλληλο Δασαρχείου 5,2 εκατ. δρχ. με παραποίηση υπογραφής Προϊσταμένου. Ορθώς επεβλήθη η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως για παράβαση καθήκοντος κατά τα άρθρα 206 και 207 παρ. 4 εδ. β΄ Υ.Κ. παρά την επιστροφή του ιδιοποιηθέντος ποσού μετά την αποκάλυψη της πράξεως. Η διάγνωση «αντιδραστική κατάθλιψη λόγω εντόνου στρες» και η συνακόλουθη χορήγηση αλεπαλλήλων αναρρωτικών αδειών 122 ημερών δεν αποκλείει εντελώς τον καταλογισμό). i) «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2001, σ. 271 – 273 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 674 – 675 [Περίληψη της αποφάσεως]. (703) ΣτΕ 2072/1997 («…αν η Διοίκηση δεν αποστείλει στο Συμβούλιο της Επικρατείας το φάκελο της υποθέσεως παρά την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που την υποχρεώνει προς τούτο, η παράλειψη αυτή…έχει ως … συνέπεια τη δυνατότητα να κινηθεί πειθαρχική δίωξη κατά των υπευθύνων υπαλλήλων…»). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2004, σ. 131 – 135. (704) ΣτΕ 990/1996 (Κλοπή προσωπικών ειδών μικράς αξίας υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών. Η δράστις δόκιμος υπάλληλος του ιδίου Υπουργείου ανεγνωρίσθη εντός ολίγων λεπτών και επέστρεψε αμέσως τα κλοπιμαία. Το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο της επέβαλε την ποινή της οριστικής παύσεως. Το Δικαστήριο εδέχθη ότι η δόκιμη υπάλληλος υπέπεσε «…στο πειθαρχικό παράπτωμα της διενέργειας πράξεως που απάδει προς την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και προσβάλλει την αξιοπρέπεια της θέσεώς του» κατ΄ άρθρο 114 παρ. 2 εδ. ιε΄ Ν. 416/1976, όμως «…κατ΄ άκραν επιείκεια…» μετέτρεψε την ποινή σε προ206


1.1.19.1. σωρινή παύση έξι μηνών δεχθέν την ενώπιον αυτού μεταμέλειά της). i) «ΔΙΚΗ», 1998, σ. 882 – 887 με Σχόλιο του Βελισσάριου Καράκωστα. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 663 – 664. (705) ΣτΕ 3598/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Άρνηση μουσουλμάνου διδασκάλου να παραστεί σε συγκέντρωση συναδέλφων του κατόπιν προσκλήσεως του προϊσταμένου τους, αποχή από τα καθήκοντα του επί πενθήμερο και άρνηση παραλαβής των βιβλίων τουρκικής γλώσσας για διδασκαλία στους μαθητάς, τα οποία θα παρελάμβανε υπηρεσιακώς, συνιστούν το πειθαρχικό αδίκημα της σοβαράς απείθειας κατά το άρθρο 207 παρ. 4 Υ.Κ. Προσηκόντως επεβλήθη η ποινή της οριστικής παύσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 893 – 897. (706) ΣτΕ 620/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Επιβολή πειθαρχικής ποινής παρά το απαλλακτικό για τον υπάλληλο πόρισμα της ανακρίσεως. «Το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν δικάζει επί προσφυγής ερευνά και τη ουσίαν της υποθέσεως και συνεπώς θα αξιολογήσει και εκτιμήσει το ίδιο όλο το ανακριτικό υλικό». Μερική παραδοχή της ασκηθείσης προσφυγής και μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως από το Συμβούλιο της Επικρατείας με θεώρηση ως προσηκούσης της ποινής του προστίμου ίσου προς τις αποδοχές 5 ημερών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 898 – 899. (707) ΣτΕ 499/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Ιδιοποίηση χρημάτων από τελωνειακό υπάλληλο συνιστά τα πειθαρχικά παραπτώματα της αναξιοπρεπούς και αναξίας υπαλλήλου διαγωγής εντός της υπηρεσίας κατά το άρθρο 207 παρ. 4 περ. 1. Υ. Κ. και της παραβάσεως καθήκοντος κατά τον ποινικό νόμο όπως προβλέπεται στο άρθρο 206 παρ. 1 εδάφ. κη΄ Υ.Κ. Η μετά την αποκάλυψη της πράξεως επιστροφή χρημάτων από τον υπάλληλο στην Υπηρεσία, η καλή υπηρεσιακή απόδοση του υπαλλήλου και το λευκό πειθαρχικό του μητρώο δεν δικαιολογούν την επιβολή ελαφρότερης πειθαρχικής ποινής από την επιβληθείσα ποινή της οριστικής παύσεως η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως προσήκουσα). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 904 – 905. (708) ΣτΕ 3825/1995 Τμ. ΣΤ΄ («Η από το ποινικό δικαστήριο απαλλαγή του κατηγορουμένου λόγω αμφιβολιών ή λόγω άρσεως του αξιοποίνου και του καταλογιστού κατά τις οικείες διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύει τον πειθαρχικό δικαστή ο οποίος είναι ελεύθερος κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ΣτΕ 2448/1992, 1608/1991 κ.ά.». Μεταπώληση μικρού αριθμού αποδείξεων διελεύσεως διοδίων από τον αρμόδιο υπάλληλο σε άλλους οδηγούς αυτοκίνητων. Κρίνεται προσήκουσα η μεταρρύθμιση της επιβληθείσης ποινής της οριστικής παύσεως στην ποινή του υποβιβασμού). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1146 – 1151 με Σημείωση του Δ. Μπαρδούτσου. (709) ΣτΕ 3665/1995 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Άρθρο 116 παρ. 1 περίπτ. Ζ΄ Ν. 419/1976. Πρόκληση σοβαρού δημοσίου σκανδάλου ηθικής φύσεως από έλληνα διπλωματικό υπάλληλο, ο οποίος παρ΄ ότι είχε διαταχθεί δεν παρέστη σε δεξίωση της ελληνικής πρεσβείας στην οποία υπηρετούσε. Προσήκουσα η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή της οριστικής απολύσεως).

207


1.1.19.1. «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1151 – 1155. (710) ΣτΕ 3667/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Χρήση πλαστού τίτλου σπουδών από υπάλληλο για να μεταταγεί σε ανώτερο κλάδο συνιστά χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή ή αναξία υπαλλήλου διαγωγή εντός και εκτός της υπηρεσίας. Προσήκουσα η επιβολή της ποινής της οριστικής παύσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1157 – 1159. (711) ΣτΕ 2136/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 1 παρ. 1 Κώδικος οργανώσεως των Υπηρεσιών της Βουλής. Ο Πρόεδρος της Βουλής, κατά ανάλογον τρόπον προς κάθε Υπουργό, έχει την αρμοδιότητα να επιβάλει πειθαρχικές ποινές στους υπαλλήλους της Βουλής, ως πειθαρχικώς προϊστάμενος αυτών. Οι ποινές υπόκεινται σε προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1159 – 1160. (712) ΣτΕ 4654/1995 Τμ. ΣΤ΄ («…στο πειθαρχικό δίκαιο κάθε περίπτωση εξετάζεται αυτοτελώς και κατά τρόπο εξατομικευμένο, λαμβάνονται δε υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής, τόσο τα πραγματικά περιστατικά τα οποία διεπιστώθη ότι ετέλεσε ο κάθε εγκαλούμενος, όσο και ο βαθμός συμμετοχής και υπαιτιότητάς του, καθώς και η γενική υπηρεσιακή του εικόνα, ΣτΕ 1225/1990». «…απολύτως προσήκουσα…» η επιβληθείσα ποινή της οριστικής παύσεως για το πειθαρχικό αδίκημα της χαρακτηριστικώς αναξίας υπαλλήλου διαγωγής εντός και εκτός της υπηρεσίας λόγω διαπράξεως κλοπής υλικών του Δημοσίου, ενώ και στο παρελθόν είχε διαπραχθεί συναφές παράπτωμα με καταδίκη από ποινικό δικαστήριο σε φυλάκιση 4 ετών. Δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητος εξ αυτής της επιβολής της ποινής της οριστικής παύσεως, ενώ για το ίδιο παράπτωμα άλλοι συνάδελφοι του τιμωρηθέντος απηλλάγησαν). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 149 – 151. (713) ΣτΕ 5724/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Έκφραση γνώμης υπό δημοσίου υπαλλήλου ενώπιον δικαστηρίου με την ιδιότητα του μάρτυρος κατηγορίας σχετικώς με την εισαγωγή από την Ελβετία χρυσού σε πλάκες που μετέφερε αλλοδαπή, η οποία τελικώς αθωώθηκε από το ποινικό δικαστήριο, δεν στοιχειοθετεί πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο επεβλήθη σχετική ποινή με το αιτιολογικό ότι η γνώμη αυτή συνετέλεσε στην αθώωση της ως άνω κατηγορουμένης για λαθρεμπορία χρυσού. Συνεπώς, εξαφανίζεται η σχετική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών περί επιβολής πειθαρχικής ποινής). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 154 – 156. (714) ΣτΕ 4051/1995 Τμ. ΣΤ΄ («…το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζοντας επί υπαλληλικής προσφυγής ερευνά υπόθεση και κατά το νόμο και κατά την ουσία…». Προσήκουσα η πειθαρχική ποινή οριστικής παύσεως για το πειθαρχικό παράπτωμα της παραβάσεως καθήκοντος κατά ποινικό νόμο όπως προβλέπουν τα άρθρα 206 παρ. 1, περ. κη΄ και 207 παρ. 4 εδ. β΄ Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 392 – 393.

την της τον του

(715) ΣτΕ 1214/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Αδικαιολόγητη απουσία υπαλλήλου από την υπηρεσία του κατά το χρονικό διάστημα 4/1/ 208


1.1.19.1. 1991 – 30/1/1991 προκειμένου να εργάζεται στο Γραφείο Γενικού Γραμματέα άλλου Υπουργείου με την προοπτική αποσπάσεως, η οποία δεν έγινε τελικά. Δεδομένου ότι ο ανωτέρω υπάλληλος από του διορισμού του δεν είχε υποπέσει σε άλλο πειθαρχικό παράπτωμα, δικαιολογημένη η επιβληθείσα από το οικείο υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο πειθαρχική ποινή της στερήσεως του προς προαγωγή δικαιώματος επί πέντε έτη). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 393 – 394. (716) ΣτΕ 4644/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα η συμμετοχή συνδικαλιστικού οργάνου στο υπηρεσιακό συμβούλιο του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο προσηκόντως επέβαλε την πειθαρχική ποινή της οριστικής απολύσεως σε υπάλληλο για πράξεις απάδουσες προς την ιδιότητά του και αντικείμενες «στην αξιοπρέπεια της θέσεώς του και την ηθική» κατά τα άρθρα 114 παρ. 2 περ. β΄ και 116 παρ. 1 περ. δ΄ του Ν. 419/1976, αφού ο ανωτέρω υπάλληλος προσκόμισε πλαστά τιμολόγια ξενοδοχείων για να εισπράξει το σχετικό ποσό). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 394 – 398. (717) ΣτΕ 5742/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 242 παρ. 2 εδ. δ΄ Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. «Η πειθαρχική απόφαση πρέπει να διαλαμβάνει, εκτός των άλλων, ως απαραίτητο στοιχείο της, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού αδικήματος, για το οποίο τιμωρήθηκε ο υπάλληλος, τα περιστατικά αυτά πρέπει να προσδιορίζονται κατά τον τόπο και τον χρόνο τελέσεώς τους». Αναγραφή στην πειθαρχική απόφαση ότι τελωνειακός βεβαίωσε ότι έγινε έναρξη τελωνισμού νωπού γάλακτος την 30/4/1989, ενώ τα αυτοκίνητα ψυγεία διήλθαν τον συνοριακό σταθμό Ευζώνων την 21.30 της ημέρας αυτής, οπότε ήταν αντικειμενικώς αδύνατον να φθάσουν εντός 2, ½ ωρών στον Πειραιά προς εκτελωνισμό και ζύγιση εντός της 30/4/1989, χωρίς, όμως, να αναγράφονται σ΄ αυτήν την πειθαρχική απόφαση κατά τρόπο ειδικό οι διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικος οι οποίες προβλέπουν το σχετικό πειθαρχικό παράπτωμα δεν καθιστά άκυρη την ανωτέρω πειθαρχική απόφαση). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 660 – 661. (718) ΣτΕ 654/1996 Τμ. ΣΤ΄ («Το Συμβούλιο της Επικρατείας επιλαμβανόμενον του ενδίκου μέσου της προσφυγής ουσίας εξετάζει την υπόθεσιν εξ υπαρχής, τόσον κατά το πραγματικόν όσον και κατά το νομικόν μέρος αυτής, δυνάμενον να προβή εις αυτοτελή διαπίστωσιν και εκτίμησιν των πραγματικών περιστατικών και εις διάγνωσιν της ευθύνης του εγκαλουμένου υπαλλήλου και να επιβάλλει την προσήκουσα, κατά την κρίσην του πειθαρχική ποινήν…» Άρθρα 206 παρ. 1 εδ. ιβ΄ Υ.Κ.- - Π.Δ. 611/1977. Συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της ατελούς εκπληρώσεως του υπηρεσιακού καθήκοντος η εκ μέρους Γεωπόνου – Δ.Υ μέλους επιτροπής παραλαβής προς απόσυρση εσπεριδοειδών, μετά από αμφιταλαντεύσεις, αποκάλυψη της αληθείας ότι από συναδέλφους γεωπόνους, οι οποίοι μετείχαν της επιτροπής αυτής, επεχειρήθη δωροδοκία του προκειμένου να βεβαιωθεί η απόσυρση προς καταστροφή ποσότητος των ανωτέρω γεωργικών προϊόντων. Προσήκουσα η επιβολή της πειθαρχικής ποινής του προστίμου ίσου προς τις αποδοχές τριών μηνών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 662 – 663. (719) ΣτΕ 648/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Ψευδείς βεβαιώσεις περί επιτυχούς δοκιμασίας οδηγών αυτοκινήτων χωρίς αυτοί να έχουν μετάσχει σε εξετάσεις με επακόλουθη ποινική καταδίκη. Πρόκειται για τα πειθαρχικά αδι209


1.1.19.1. κήματα της παραβάσεως καθήκοντος κατά τον ποινικό νόμο και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς διαγωγής υπαλλήλου εντός και εκτός της υπηρεσίας. Προσηκόντως επεβλήθη η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 677 – 679. (720) ΣτΕ 1534/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Μεταφύτευση καλλωπιστικών και καρποφόρων δενδρυλλίων από χώρους της Υπηρεσίας του υπαλλήλου σε κτήμα του αδελφού του συνιστά κατά το άρθρο 206 παρ. 1 εδ. 1 του Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 πειθαρχικό αδίκημα της εν υπηρεσία αναξιοπρεπούς ή αναξίας υπαλλήλου διαγωγής. Προσήκουσα η ποινή του προστίμου ίσου προς τις αποδοχές ενός μηνός). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 905 – 906. (721) ΣτΕ 486/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Αθώωση από ποινικό δικαστήριο λόγω μη αποδείξεως της κατηγορίας εις βάρος Δ.Υ. δεν καθιστά δυνατή την θεμελίωση πειθαρχικού παραπτώματος με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου πρέπει να είναι αμετάκλητη). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 906 – 907 με Σημείωση του Δ. Μπαρδούτσου. (722) ΣτΕ 3010/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Η εκ της θέσεως υπαλλήλου στην ιεραρχία επιβεβλημένη υπευθυνότητα και επιμέλεια δεν επιτρέπει την άρση της πειθαρχικής ευθύνης του λόγω εκδόσεως πράξεως εχούσης τυπική πλημμέλεια, έστω και αν αντιληφθείς μεταγενέστερα τούτο, την ανεκάλεσε εκδίδοντας νεότερη πράξη χωρίς την πλημμέλεια αυτή). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 808 [Περίληψη της αποφάσεως]. (723) ΣτΕ 664/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Προσηκόντως επεβλήθη πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως για αδικαιολόγητη απουσία άνω των 30 ημερών, από 27/7/1992 μέχρι 14/10/1992, σε υπάλληλο ο οποίος μετετέθη, αλλά δεν ανέλαβε υπηρεσία στην νέα του θέση, αν και μεταγενεστέρως η πράξη μεταθέσεως ακυρώθηκε με απόφαση Διοικητικού Εφετείου, χωρίς, όμως, μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, ο ως άνω υπάλληλος να παρουσιασθεί στην αρχική του θέση). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 921 – 923. (724) ΣτΕ 1313/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Απαλλαγή από την πειθαρχική ποινή της δυσμενούς μεταθέσεως εκπαιδευτικού του οποίου η συσκευή FAX κατέγραφε εν αγνοία του τηλεφωνικές συνομιλίες συναδέλφων του, αφού και ο εισαγγελεύς έθεσε στο αρχείο την σχετική δικογραφία για υποκλοπή τηλεφωνημάτων). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 923 – 924. (725) ΣτΕ 659/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Το Συμβούλιο της Επικρατείας «…κάνοντας χρήση της ευχερείας που παρέχει το άρθρο 215 παρ. 3 του Υπαλληλικού Κώδικα, βλ. ΣτΕ 4199/1986, κρίνει ότι δεν πρέπει να … επιβληθεί ποινή …» σε Διευθυντή Γυμνασίου σχετικά με μεταβολή προαγωγικού βαθμού μαθήτριας για την οποία υπεύθυνος ήταν υφιστάμενός του εκπαιδευτικός, παρ΄ ότι οι ενέργειες του ως άνω Διευθυντή «…δεν ήσαν πράγματι νομότυπες και συνιστούν ατελή εκπλήρωση καθήκοντος, άρθρα 205 και 206 παρ. 1 περίπτ. Α΄ Υ.Κ. …» Για την απαλλαγή αυτή ελήφθησαν υπ΄ όψη η πλοκή της υποθέσεως, οι αγαθές προθέσεις του ως άνω Διευθυ210


1.1.19.1. ντή και το λευκό πειθαρχικό του μητρώο κατά την μακρά υπηρεσιακή του σταδιοδρομία). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 924 – 926. (726) ΣτΕ 2245/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Προσήκουσα η επιβολή πειθαρχικής ποινής προστίμου ίσου προς τις αποδοχές 5 ημερών σε εκπαιδευτικό υπηρετούντα σε Δημοτικό Σχολείο των Αθηνών, ο οποίος χωρίς άδεια της προϊσταμένης αρχής οργάνωσε εκδρομή των μαθητών της τάξεώς του στην Κάντζα Αττικής). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 83 – 85. Σημ. Βλ. και κατωτέρω (αρ. 746). (727) ΣτΕ 22/1998 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 94 παρ. 1, 2, Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Η περικοπή αποδοχών δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή αλλ΄ οικονομικής φύσεως συνέπεια). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 623. (728) ΣτΕ 4151/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Προσήκουσα η πειθαρχική ποινή της εγγράφου επιπλήξεως σε Προϊστάμενο Τμήματος του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου ο οποίος παρέλειψε να ελέγξει εντολή πληρωμής 222.537 δραχμών εκδοθείσα από υφιστάμενό του. Η παράλειψη αυτή δεν έγινε εκ δόλου και οφείλεται στο φόρτο εργασίας, συνιστά δε, το κατά το άρθρο 206 παρ. 1 εδ. ιβ΄ Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 πειθαρχικό αδίκημα της ατελούς εκπληρώσεως του υπαλληλικού καθήκοντος). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1202. (729) ΣτΕ 3972/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 206 παρ. 1 εδ. ιβ΄& 22 εδ. α΄ Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Προσήκουσα η επιβληθείσα από τον Υφυπουργό Οικονομικών πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών ενός μηνός σε Διευθυντή τελωνείου για ατελή εκπλήρωση του υπαλληλικού καθήκοντος αφού δεν απήντησε σε αίτημα παραλήπτριας εμπορευμάτων για απαλλαγή της από δαπάνες παρακαταθήκης). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1202 – 1204. (730) ΣτΕ 1575/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 71 & 222 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Επιβολή πειθαρχικής ποινής προστίμου από τον Διοικητή του Ν.Π.Δ.Δ. “Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού” σε υπάλληλο ο οποίος στις 10-7-1991 αρνήθηκε να παραλάβει το ταμείο και να ασκήσει τα καθήκοντα του αναπληρωτή του απουσιάζοντος λόγω αδείας υπολόγου διαχειριστή τοπικής Υπηρεσίας του Οργανισμού αυτού με το επιχείρημα ότι παράλληλα με τα καθήκοντα αυτά του ανετέθηκαν και τα καθήκοντα της διαχειρίσεως της παγίας προκαταβολής της Υπηρεσίας. Ενώ τούτο ήταν παράνομο, αφού κατά τον κανονισμό, η διαχείριση της παγίας προκαταβολής ανάγεται στις αρμοδιότητες του Διευθυντού της Τοπικής Υπηρεσίας, εν τέλει δε, στις 19-7-1991 ο ως άνω υπάλληλος ανέλαβε το ταμείο του υπολόγου – διαχειριστή και ο Διευθυντής ανέλαβε την διαχείριση της παγίας προκαταβολής, ως αρμοδίως υπεδείχθη από την Διεύθυνση Επιθεωρήσεως του Ο.Α.Ε.Δ.. Συνεπώς, ο ανωτέρω υπάλληλος «υπέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της αρνήσεως εκτελέσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων…γιατί…όφειλε να εκτελέσει χωρίς καθυστέρηση την διαταγή των προϊσταμένων…έστω και αν αυτή ήταν παράνομη, αφού αναφέρει εγγράφως, την αντίθετη γνώμη…δεδομένου πάντως ότι η ανωτέρω διαταγή δεν ήταν “προδήλως” παρά-

211


1.1.19.1. νομη». Όμως, επειδή “…η όλη υπηρεσιακή εικόνα…” του υπαλλήλου αυτού “…είναι πολύ καλή…” και η διαχείριση της παγίας προκαταβολής ανήκει πράγματι στους Διευθυντές των Τοπικών Υπηρεσιών του Ο.Α.Ε.Δ., η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή του προστίμου «…είναι υπερβολικά αυστηρή…» πρέπει δε, να θεωρηθεί ως προσήκουσα η πειθαρχική ποινή της εγγράφου επιπλήξεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1988, σ. 1204 – 1205. (731) ΣτΕ 622/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν στοιχειοθετείται το αποδιδόμενο από το αρμόδιο υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο υπάλληλο πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολογήτου αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του πέραν των 30 ημερών κατά το άρθρο 207 παρ. 4 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 για το οποίο του επεβλήθη η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως, αφού αυτός έπασχε από ψυχωσική συνδρομή – παρανοϊκή σχιζοφρένεια). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 362 – 365. (732) ΣτΕ 4841/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Προσήκουσα η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως για παράβαση καθήκοντος κατά τον ποινικό ή άλλους ειδικούς νόμους και χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή διαγωγή στην υπηρεσία κατά το άρθρο 206 παρ. 1 περίπτ. Κη΄& ί Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977, παρά την επιστροφή προσαυξημένου κατά 100% του ιδιοποιηθέντος από τον υπάλληλο – υπόλογο ταμία Τελωνείου ποσού των 213.610.700 δραχμών, ήτοι 427.221.400 δραχμών μετά την προσαύξηση). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 641 – 643. (733) ΣτΕ 3483/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Προσήκουσα η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως σε εκπαιδευτικό για χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή και αναξία υπαλλήλου διαγωγή εκτός υπηρεσίας κατά το άρθρο 207 παρ. 4 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 συνισταμένη σε αποπλάνηση προσώπων νεοτέρων των 17 ετών με συνέπεια την καταδίκη του και από τα ποινικά δικαστήρια). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ» , 1999, σ. 652 – 654. (734) ΣτΕ 631/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Επιβολή από το αρμόδιο υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως σε εκπαιδευτικό για το κατά το άρθρο 207 παρ. 4 περ. γ΄ Υ.Κ. – Π.Δ 611/1977 πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων για διάστημα μεγαλύτερο των 30 ημερών, αφού αυτή απουσίασε αδικαιολόγητα στις 12-11-1992 και από 7-12-1992 μέχρι 25-1-1994 λόγω διαστάσεως με τον σύζυγό της με τελική κατάληξη το διαζύγιο, ανάληψη από αυτήν της επιμέλειας της ανήλικης θυγατέρας της και εμφάνιση ψυχικής νόσου μετά την πάροδο της οποίας επανήλθε στα διδακτικά της καθήκοντα σε Γυμνάσιο όπου κατά το διδακτικό έτος 1996 – 1997 παρουσίασε «πολύ καλή υπηρεσιακή εικόνα» τεκμαιρομένης της ηρέμου πλέον και αρμονικής προσαρμογής της στον «υπηρεσιακό της περίγυρο». Επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας «…όταν δικάζει επί προσφυγής έχει εκ του νόμου και του Συντάγματος την εξουσίαν να ασκεί τον πειθαρχικόν έλεγχον κατά τρόπον ουσιαστικόν, ώστε και η ανάγκη πειθαρχίας του υπαλλήλου να επισημαίνεται, αλλά και ο πειθαρχικός έλεγχος αυτού να είναι επιεικής εις λογικόν μέτρον οσάκις η επιείκεια αυτή όχι απλώς δεν αποκλείεται εκ των συγκεκριμένων συνθηκών υπό τας οποίας διεπράχθη το πειθαρχικόν παράπτωμα, αλλά και δικαιολογείται λόγω ακριβώς των συνθηκών αυτών». Συνεπώς, «λίαν επιεικώς» η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως μεταρρυθμίζεται και αντ΄ 212


1.1.19.1. αυτής επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της στερήσεως του προς προαγωγήν δικαιώματος επί τριετίαν). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 1137 – 1139. (735) ΣτΕ 1683/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Προσήκουσα η πειθαρχική ποινή του προστίμου ίσου με τις αποδοχές ενός μηνός για μη προσήκουσα συμπεριφορά προς τους προϊσταμένους και λοιπούς υπαλλήλους κατά το άρθρο 206 παρ. 1 εδ. γ΄ Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 σε υπάλληλο ο οποίος προφορικώς και εγγράφως εχρησιμοποίησε υβριστικές εκφράσεις για πρόσωπα του υπηρεσιακού περιβάλλοντός του). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 121 – 124. (736) ΣτΕ 4056/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Διακίνηση από υπάλληλο ουσίας για την οποία ήταν πεπεισμένος ότι επρόκειτο για ηρωίνη. Αυτή και μόνη η αποδεδειγμένη πρόθεσή του να διακινήσει ναρκωτικές ουσίες, λόγω της βαρύτητος του αδικήματος αυτού, ανεξαρτήτως των λοιπών αδικημάτων που διέπραξε, συνιστά το αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος κατά τον ποινικό νόμο και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς εντός και εκτός της υπηρεσίας διαγωγής κατά το άρθρο 207 παρ. 4 εδ. β΄ του Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Προσήκουσα η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2002, σ. 673 – 676. (737) ΣτΕ 1068/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Βάσει του άρθρου 205 παρ. 1 του Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 για την στοιχειοθέτηση της εννοίας του πειθαρχικού αδικήματος «…απαιτείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αντικειμενικώς μεν η δια συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων του υπαλλήλου παράβαση του υπαλληλικού καθήκοντος, υποκειμενικώς δε η υπαίτιος συμπεριφορά του υπαλλήλου [δόλος] είτε σε μη επίδειξη εκ μέρους του της απαιτουμένης ανάλογα με τις περιστάσεις επιμέλειας [αμέλεια]». Η κατά τα ανωτέρω υπαιτιότητα του υπαλλήλου για την συμπεριφορά του δεν υφίσταται αν κατά το χρόνο τελέσεως των ενεργειών ή παραλείψεών του εστερείτο της ικανότητος προς καταλογισμό). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2002, σ. 934 – 940. (738) ΣτΕ 2493/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Πλαστογραφίες από υπάλληλο συνιστώσες τα πειθαρχικά αδικήματα της παραβάσεως καθήκοντος κατά τον ποινικό νόμο και της αναξιοπρεπούς και αναξίας υπαλλήλου διαγωγής στην υπηρεσία βάσει των άρθρων 207 παρ. β και 206 παρ. Ιι΄ του Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 αντιστοίχως. Προσήκουσα η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως. Ο ισχυρισμός του υπαλλήλου ότι ενήργησε υπακούοντας σε εντολές των προϊσταμένων του και αν ακόμη είναι αληθής δεν αίρει την ευθύνη του αφού «…θα έπρεπε…να είχε εναντιωθεί στην εκτέλεση τέτοιων προδήλως παρανόμων διαταγών…» βάσει του άρθρου 71 του Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 396 – 399. (739) ΣτΕ 267/2002 Τμ. ΣΤ΄ (Επιβολή από το υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο της πειθαρχικής ποινής οριστικής παύσεως σε υπάλληλο Δήμου για μη καταβολή στο ΙΚΑ του συνόλου του ποσού των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων στο ΚΑΠΗ του Δήμου αυτού. Όμως τα παρακρατηθέντα δεν ιδιοποιήθηκε ο υπάλληλος, αλλά διετέθησαν για την πληρωμή οφειλο213


1.1.19.1. μένων ποσών του ΚΑΠΗ προς τις ΔΕΚΟ. Μεταρρυθμίζεται η απόφαση του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου και επιβάλλεται στον ανωτέρω υπάλληλο η πειθαρχική ποινή της διακοπής του προς προαγωγή δικαιώματος για χρονικό διάστημα 2 ετών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 1183 – 1185. (740) ΣτΕ 1577/2001 Τμ. ΣΤ΄ («…εφόσον…το ποινικό δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτέλεσαν την βάση της πειθαρχικής διώξεως και τιμωρίας…προκύπτει…δέσμευση για τον πειθαρχικό δικαστή και, κατά συνέπεια, δεν είναι κατά νόμον δυνατή η θεμελίωση των αποδοθέντων στον προσφεύγοντα πειθαρχικών παραπτωμάτων…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2004, σ. 395 – 396. (741) ΣτΕ 3859/2002 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 243 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. «…η απόφαση του υπηρεσιακού – πειθαρχικού συμβουλίου επί εφέσεως τιμωρηθέντος υπαλλήλου που αποτελεί ενδικοφανή προσφυγή, με την οποία το συλλογικό αυτό όργανο αποφαίνεται οριστικώς επί του θέματος, έστω και αν ακυρώνει την εις πρώτο βαθμό εκδοθείσα απόφαση για τυπικό ελάττωμα, συνεπάγεται και οριστική περαίωση της σχετικής πειθαρχικής υποθέσεως, αποκλειομένης της δυνατότητος επανόδου του πρωτοβαθμίου οργάνου επί του αυτού θέματος μεταγενέστερως»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2004, σ. 399 – 400. (742) ΣτΕ 2771/2006 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 206 παρ. 1 ια΄ Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Άκυρη η απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου, αφού δεν γίνεται αιτιολογημένη εκτίμηση των λόγων υγείας του πειθαρχικώς τιμωρηθέντος για βραδεία προσέλευση). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 1467 – 1468. (743) ΔΕφΠειραιώς 1724/2007 (Άρθρα 129 & 149 Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας – Ν. 2717/1999. Μετά την πρώτη αναβολή εκδικάσεως υποθέσεως στο Δικαστήριο λόγω μη αποστολής ζητηθέντος από αυτό φακέλου της Διοικήσεως, η μη αποστολή του ή η εκπρόθεσμη αποστολή του συνιστά ιδιαίτερο πειθαρχικό αδίκημα των αρμοδίων για την ενέργεια αυτή υπαλλήλων). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2009, σ. 454 – 455. (744) ΣτΕ 3235/2008 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 23 & 24 Π.Δ. 18/1989. Η παράλειψη έγκαιρης αποστολής στο Συμβούλιο της Επικρατείας του φακέλου της Διοικήσεως καθώς και της σχετικής εκθέσεως επί της εκδικαζομένης υποθέσεως συνιστά ιδιαίτερο πειθαρχικό αδίκημα των αρμοδίων για την ενέργεια αυτή υπαλλήλων). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2009, σ. 865 – 867. (745) ΣτΕ Π.Ε 685/1993 Τμ. Ε΄ («…κατά γενική αρχή του πειθαρχικού εν ευρεία εννοία δικαίου, δεν επιτρέπεται η επιβολή δύο πειθαρχικής φύσεως κυρώσεων για το αυτό αδίκημα / non bis in idem…»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1994, σ. 198 – 200. (746) ΣτΕ 2245/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Διαφωνία εκπαιδευτικού για θέματα λειτουργίας του σχολείου με τον Διευθυντή δεν συνι214


1.1.19.1. στά το πειθαρχικό αδίκημα της «δημόσιας άσκησης κριτικής των πράξεων των προϊσταμένων») i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 1089 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1534 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1998, σ. 172 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ. Βλ. και ανωτέρω (αρ. 726). (747) ΣτΕ 3460/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Ατελής εκπλήρωση καθήκοντος από προϊστάμενο που δεν αντελήφθη την ποινικώς παραβατική δραστηριότητα υφισταμένου του και «καλή τη πίστει» υπέγραφε ως προϊστάμενος και ελεγκτής τις σχετικές εντολές πληρωμής τις οποίες ο υφιστάμενος αυτός εξέδιδε ως υπάλληλος και επλήρωνε ως ταμίας). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 971 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1644 – 1645 [Περίληψη της αποφάσεως]. (748) ΣτΕ 320/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν υπέπεσε στο πειθαρχικό αδίκημα της ατελούς εκπληρώσεως του υπηρεσιακού καθήκοντος υπάλληλος εφορίας ο οποίος εκτός υπηρεσίας ως θεατής ποδοσφαιρικού αγώνος διαπίστωσε το αθεώρητο των εκδιδομένων εισιτηρίων. Δεν υπήρχε υποχρέωση αμέσου ανακοινώσεως της διαπιστωθείσης παραβάσεως κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 37 παρ. 2 Κωδ. Ποινικής Δικονομίας). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1064 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1705 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 361 – 363. (749) ΣτΕ 332/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Ένορκη κατάθεση υπαλλήλου στα πλαίσια Ε.Δ.Ε.. Άρνηση περιστατικών δυναμένων να θεμελιώσουν πειθαρχική ευθύνη του υπαλλήλου συνιστά άσκηση του νομίμου δικαιώματος υπερασπίσεως. Συνεπώς αυτή η ένορκη κατάθεση δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει νόμιμη βάση πειθαρχικής διώξεως του υπαλλήλου βάσει της οποίας τιμωρήθηκε για ψευδορκία). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1085 [Περίληψη της αποφάσεως]. (750) ΣτΕ 263/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Για το πειθαρχικό αδίκημα της κατά τον ποινικό κώδικα παραβάσεως καθήκοντος το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση του δικάσαντος ποινικού δικαστηρίου για τους όρους και τις προϋποθέσεις που στοιχειοθετούν το κατά την ποινική νομοθεσία αδίκημα, χωρίς όμως, να αποκλείεται ο καταλογισμός άλλου ενδεχομένως πειθαρχικού παραπτώματος, με βάση τα θεμελιούντα το παράπτωμα αυτό πραγματικά περιστατικά). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1085 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1041 [Περίληψη της αποφάσεως]. (751) ΣτΕ 708/1999 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (i.Παρουσίαση από υπάλληλο ως δικής του αρχιτεκτονικής μελέτης ιδιωτικού αρχιτεκτονικού γραφείου αφορώσης αποκατάσταση Ιεράς Μονής συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της χαρακτηριστικώς αναξίας διαγωγής εντός και εκτός της υπηρεσίας. ii. Η σύναψη εγγράφου συμβάσεως μεσιτείας με ιδιώτη για την πώληση ακινήτου συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της συμμετοχής σε έργα ξένα προς την υπηρεσία). 215


1.1.19.1. «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1103 [Περίληψη της αποφάσεως]. (752) ΣτΕ 858/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν αρκεί η διατύπωση απόψεων με έγγραφο Διευθυντού Επιθεωρήσεως Τελωνείων προς προϊσταμένη αρχή, όταν πρόκειται για καταγγελία σχετικώς με σοβαρό θέμα για το οποίο κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του Π.Δ. 271/1990 ήταν αρμόδιος για την έκδοση εντολής διενεργείας διοικητικών ανακρίσεων και κατά συνέπεια υπέπεσε στο πειθαρχικό αδίκημα της πλημμελούς εκτελέσεως του υπαλληλικού του καθήκοντος). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1120 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 386 – 387. [Περίληψη της αποφάσεως]. (753) ΣτΕ 1626/1999 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Δεν υπήρξε παράβαση καθήκοντος εφ΄ όσον κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ο πειθαρχικώς διωχθείς υπάλληλος ασκούσε καθήκοντα αναπληρωτή Διευθυντή και κατά νόμον είχε την δυνατότητα χωρίς να αιτιολογεί την εισήγησή του να διαφωνεί προς την αντίστοιχη αρνητική γνώμη υφισταμένου για την έκδοση αδειών). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1137 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1296 – 1297 [Περίληψη της αποφάσεως]. (754) ΣτΕ 1627/1999 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Η μη τήρηση διαδικασίας υπαγορευμένης από την διοικητική πρακτική δεν στοιχειοθετεί πειθαρχική ευθύνη του υπαλλήλου). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1137 [Περίληψη της αποφάσεως]. (755) ΣτΕ 741/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Υπέπεσε στο πειθαρχικό αδίκημα της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς διαγωγής κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τελωνοφύλακας ο oποίος συνεργάστηκε στο σχεδιασμό εικονικής εξαγωγής με υπόσχεση αμοιβής και εβεβαίωσε το αλύμαντο των μολυβδοσφραγίδων και την έξοδο του φορτηγού αυτοκινήτου από την Ελλάδα). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1137 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 1334 – 1335 [Περίληψη της αποφάσεως]. (756) ΣτΕ 1622/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση καθηκόντων για τριάντα τουλάχιστον ημέρες η απουσία υπαλλήλου για χρονικά διαστήματα που δεν υπερέβησαν το όριο των τριάντα ημερών. Δεν είναι επιτρεπτός ο αθροιστικός υπολογισμός των ημερών απουσίας εφ΄ όσον μεταξύ των απουσιών του υπαλλήλου μεσολαβούν μεγάλα χρονικά διαστήματα προσελεύσεως του υπαλλήλου στην υπηρεσία ώστε να αίρεται ο χαρακτήρας της αδικαιολόγητης απουσίας ως συνεχούς). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1137 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 1334 – 1335 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 119 – 121. (757) ΣτΕ 1678/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Εκποίηση πραγμάτων ιδιοκτησίας Δήμου από εκπαιδευτικό χωρίς εισαγωγή του θέματος στην αρμοδία σχολική επιτροπή της οποίας ήταν μέλος συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της παραβάσεως υπαλληλικού καθήκοντος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1158 – 1159 [Περίληψη της αποφάσεως]. 216


1.1.19.1. (758) ΣτΕ 1634/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Η προς δημόσιο υπάλληλο έγγραφη σύσταση για συμμόρφωσή του προς τις εκάστοτε οδηγίες του Προϊσταμένου του δεν συνιστά πειθαρχική ποινή κατά το άρθρο 207 Υ.Κ. αλλά απλή προτροπή για την εκτέλεση των καθηκόντων). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1100 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2001, σ. 945 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2002, σ. 195 [Περίληψη της αποφάσεως]. (759) ΣτΕ 2816/2000 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Ανορθόδοξες ενέργειες υπαλλήλου για την είσπραξη των οφειλομένων στο Δημόσιο αποδειχθείσες στην πράξη αποτελεσματικές δεν επισύρουν πειθαρχική ποινή εφ΄ όσον δεν υπήρχε πρόθεση του υπαλλήλου να προσπορισθεί όφελος) i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1148 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 972 – 976 [Περίληψη της αποφάσεως]. (760) ΣτΕ 2702/2000 Τμ. Γ΄ (Η κατά το άρθρο 103 παρ. 4 Συντ. εγγύηση στους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους περί κρίσεως από υπηρεσιακά συμβούλια αφορά μόνο κρίσεις για μετάθεση, υποβιβασμό ή παύση αλλά όχι κρίσεις για προαγωγή ή επιλογή). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1178 [Περίληψη της αποφάσεως]. (761) ΣτΕ 995/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Μη προσδιορισμός από τις σχετικές με το ΙΚΑ διατάξεις ανωτάτου ορίου συνταγών ανά ιατρό του Ιδρύματος. Η αναγραφή πολλών συνταγών δεν συνιστά καθ΄ εαυτήν πειθαρχικό παράπτωμα). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ.1201 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 1576 [Περίληψη της αποφάσεως]. (762) ΣτΕ 1581/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Χειροδικία κατά πολιτικού προσώπου κατά την υπ΄ αυτού υπογραφή αφιερώσεων σε βιβλίο του παρουσιαζόμενο στο κοινό συνιστά χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή διαγωγή υπαλλήλου εκτός υπηρεσίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1202 [Περίληψη της αποφάσεως]. (763) ΣτΕ 3482/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Διευθυντής Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ δεχθείς γνωμάτευση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής του Ιδρύματος μη ασκώντας κατ΄ αυτής προσφυγή παρά την ύπαρξη ευλόγων αμφιβολιών για την νομιμότητά της υπέπεσε στο πειθαρχικό αδίκημα της πλημμελούς εκπληρώσεως των καθηκόντων του). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1202 – 1203 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 815 [Περίληψη της αποφάσεως]. (764) ΣτΕ 2903/2002 Τμ. Γ΄ (Αμετάκλητη καταδίκη υπαλλήλων ΟΤΑ για συκοφαντική δυσφήμιση συνεπάγεται βάσει των ειδικών για αυτούς διατάξεων των άρθρων 207 παρ. 2 και 16 παρ. 1 του Ν. 1188/1981 την αυτοδίκαιη έκπτωσή τους μη εφαρμοζομένων σ΄ αυτούς των ευνοϊκοτέρων διατάξεων του Ν. 2683/1999 οι οποίες ισχύουν για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, χωρίς τούτο να προσκρούει στην συνταγματική αρχή της ισότητος, αφού οι υπάλληλοι του κράτους τελούν 217


1.1.19.1. υπό διαφορετικές συνθήκες έναντι των υπαλλήλων των ΟΤΑ οι οποίοι είναι αρμόδιοι για την διοίκηση των τοπικών υποθέσεων μικροτέρων κοινωνιών). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1161 [Περίληψη της αποφάσεως]. (765) ΣτΕ 4185/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Παράτυπες ενέργειες υπαλλήλου με πιθανή διάθεση δημιουργίας ευνοϊκού κλίματος μεταξύ ασφαλισμένων και ασφαλιστικού ταμείου χωρίς δόλο ή πρόθεση προσπορίσεως ιδίου οικονομικού οφέλους συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα της αμελούς και ατελούς εκπληρώσεως καθήκοντος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 163 [Περίληψη της αποφάσεως]. (766) ΣτΕ 659/2002 Τμ. ΣΤ΄ (Επιστολές υπαλλήλου περιέχουσες ύβρεις και απειλές κατά διαφόρων προσώπων λόγω εκκρεμούς εις βάρος της πειθαρχικής διώξεως συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς για υπάλληλο διαγωγής). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1164 [Περίληψη της αποφάσεως]. (767) ΣτΕ 812/2004 Τμ. Γ΄ (Το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων προέβλεπε ο προϊσχύσας Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 – και το προβλέπει και ο ισχύων Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. Συνεπώς η τέλεση του αδικήματος υπό το κράτος του προϊσχύσαντος Υ.Κ. δεν αποτελεί λόγο μη επιβολής της ποινής της οριστικής παύσεως από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, αφού τα άρθρα 7 παρ. 1 Συντ. 2, 200, 281, 288 ΑΚ και 1 ΠΚ δεν εφαρμόζονται στα πειθαρχικά αδικήματα των υπαλλήλων του Δημοσίου). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1175 – 1176. (768) ΣτΕ 1861/2003 Τμ. Γ΄ (Μαγνητοφώνηση από δημόσιο υπάλληλο των συνομιλιών τους με τον προϊστάμενό του συνιστά το πειθαρχικό αδίκημα της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς διαγωγής εντός της υπηρεσίας). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1260 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2005, σ. 646 [Περίληψη της αποφάσεως]. (769) ΣτΕ 1835/2005 Τμ. Γ΄ (Τόσον ο κατά το Π.Δ. 611/1977 Υ.Κ., όσον και ο αντικαταστήσας αυτόν κατά τον Ν. 2683/1999 Υ.Κ., προβλέπουν το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολογήτου αποχής υπαλλήλου από την εκτέλεση των καθηκόντων του και προσδιορίζουν τους όρους επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως. Στις σχετικές ρυθμίσεις του κατά τον Ν. 2683/1999 Υ.Κ. υπάγονται και οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου εκπαιδεύσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2005, σ. 1289 [Περίληψη της αποφάσεως]. (770) ΣτΕ 1023/2006 Τμ. Γ΄ (Λύση υπαλληλικής σχέσεως λόγω αποδοχής από την Υπηρεσία της υποβληθείσης από τον υπάλληλο παραιτήσεως. Δεν είναι πλέον δυνατή, κατά νόμον, η πειθαρχική δίωξή του). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1264 [Περίληψη της αποφάσεως].

218


1.1.19.1. (771) ΣτΕ 1305/2008 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 114 παρ. 1 & 3 Υ.Κ. – Ν. 3528/2007. «…(Ό)ταν σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα διαπιστώνεται ρητά χωρίς αμφιβολίες ή ύπαρξη ή ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών, αυτά γίνονται δεκτά στην πειθαρχική δίκη όπως στην ποινική απόφαση ή στο αμετάκλητο βούλευμα. Η αυτή δέσμευση γεννάται από αμετάκλητη ποινική απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα και για το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν δικάζει επί προσφυγής κατά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εφόσον η ύπαρξη ή ανυπαρξία τους έχει, διαπιστωθεί αμετακλήτως από ποινική απόφαση ή βούλευμα βλ. ΣτΕ 1930/2006, 2770/2006, 250/2006 κ.ά.». Το Συμβούλιο της Επικρατείας «…όταν δικάζει, επί προσφυγής εξετάζει την υπόθεση εξαρχής κατά το νόμο και την ουσία…και προσδίδει το ίδιο στα διαπιστούμενα από αυτό πειθαρχικά παραπτώματα τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό βλ. ΣτΕ 1159/2004, 16/2004…»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1265 – 1266. (772) ΔΕφΑθ 400/1994 (Άρθρο 206 παρ. 1 περ. ιε΄ Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Η μη τήρηση προθεσμιών συντάξεως εκθέσεως αξιολογήσεως υπαλλήλου δεν έχει ως συνέπεια ακυρότητά της, αλλά, αν συντρέχουν οι σχετικοί κατά νόμον όροι συνεπάγεται πειθαρχική ευθύνη του αρμοδίου κριτή). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 1994, σ. 2001 [Περίληψη της αποφάσεως]. (773) ΔΕφΑθ 572/1994 (Αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα κατά το άρθρο 46 παρ. 2 του Π.Δ. 360/1992 η επαφή υπαλλήλων της ΕΥΠ με μέλη του προσωπικού ξένων πρεσβειών, αποστολών, ή υπηρεσιών πληροφοριών χωρίς σχετική υπηρεσιακή άδεια ή γνώση, ακόμη και αν πρόκειται για συνοδεία συζύγου σε κοινωνική εκδήλωση ξένης πρεσβείας. Αβάσιμη η επίκληση της ανυπαρξίας διατάξεως αποκλειούσης την συνύπαρξη των συζύγων στον κοινωνικό τομέα). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 1994, σ. 2004 [Περίληψη της αποφάσεως]. (774) ΣτΕ 1597/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως. Αρχική επιβολή της πειθαρχικής ποινής του προστίμου ίσου με τις αποδοχές ενός μηνός, ή ανωτέρας, σε δημόσιο υπάλληλο και προσφυγή αυτού στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της σχετικής πειθαρχικής αποφάσεως. Τέλεση από τον ίδιο υπάλληλο, εντός έτους από της διαπράξεως της πρώτης, νέας πειθαρχικής παραβάσεως τιμωρητέας τουλάχιστον με την ποινή του προστίμου ίσου με τις αποδοχές ενός μηνός. Αν το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο κρίνει ότι για την νέα πειθαρχική παράβαση πρέπει να επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως, τούτο δεν υποχρεούται να αναμείνει την δημοσίευη της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της αρχικής προσφυγής). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1996, σ. 555 – 558. Σημ. Βλ. και κατωτέρω (αρ. 784). (775) ΕΣ Ολ. Πρακτικό της 14ης Γενικής Συνεδριάσεως της 25.5.1998 («…η δικαστική απόφαση είναι απόφαση μόνον όταν εκτελείται» «…η μη συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις αμετάκλητες αποφάσεις των Δικαστηρίων…μπορεί να επιφέρει αστικές, πειθαρχικές και ποινικές ακόμη κυρώσεις κατά των αρμοδίων διοικητικών οργάνων…»). 219


1.1.19.1. «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1998,σ. 571 – 572. (776) ΣτΕ 3521/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Προσήκουσα η επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως σε υπάλληλο λόγω αυθαίρετης απουσίας του από την υπηρεσία επί μακρόν χρόνον μετά την λήξη της αδείας του άνευ αποδοχών. Η ύπαρξη αποφάσεως περί δυνητικής θέσεώς του σε αργία λόγω βασίμων υπονοιών ατάκτου διαχειρίσεως, η οποία, όμως, δεν έχει κοινοποιηθεί στον υπάλληλο, δεν εμπόδιζε τον υπάλληλο να προσέρχεται στην υπηρεσία). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ.ΙΙ/1996, σ. 563 – 564. (777) ΣτΕ 2664/2003 Τμ. Γ΄ («Είναι δυνατό με την πειθαρχική απόφαση να προσδοθεί διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός στα πραγματικά γεγονότα που μνημονεύονται στο παραπεμπτήριο ή στην κλήση για απολογία. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα επέστρεψε τα χρήματα μετά την κλήση σε απολογία δεν αποτελεί ελαφρυντικό στοιχείο»). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 863 – 864. (778) ΣτΕ 311/2003 Τμ. Γ΄ (Ο σκοπός «…(σ)τον οποίο αποβλέπει το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων…συνίσταται στην εξασφάλιση της ευρύθμου λειτουργίας της δημοσίας υπηρεσίας…»). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 869 – 870. (779) ΣτΕ 2794/1992 Τμ. Γ΄ (Σύνταξη βεβαιώσεων αποδοχών με αθροιστικά λάθη. Η επί σειρά ετών σύνταξη αυτών των βεβαιώσεων συνιστά αμέλεια κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων μη δικαιολογούμενη από τυχόν φόρτο εργασίας). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1994, σ. 1256 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1994, σ. 107 [Περίληψη της αποφάσεως]. (780) ΣτΕ 1078/1995 Τμ. Γ΄ (Υπεράγαν αυστηρή η πειθαρχική ποινής της οριστικής παύσεως λόγω αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση υπαλληλικών καθηκόντων για διάστημα άνω των 30 ημερών, αφού επρόκειτο για εσπευσμένο διορισμό που δεν επέτρεπε την τακτοποίηση των προηγουμένων ανειλημμένων επαγγελματικών υποχρεώσεων του διοριζομένου παρ΄ ότι αυτός είχε ζητήσει υπηρεσιακώς σχετικές διευθετήσεις, χωρίς, όμως, το αίτημά του να γίνει δεκτό). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 527 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ-ΙΙΙ/1995, σ. 494 – 497. (781) ΣτΕ 5954/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Επιμελητής αρνούμενος να εκτελέσει εντολή φυλάξεως εισόδου κτιρίου της Διοικήσεως ημέρα Σάββατο, λόγω εκτάκτων υπηρεσιακών αναγκών, υπέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της αρνήσεως εκτελέσεως υπηρεσίας. Ο υπάλληλος οφείλει υπακοή μόνον στις διαταγές των προϊσταμένων του και όχι σε εντολές συνδικαλιστικής οργανώσεως περί ανυπακοής. Το πειθαρχικώς αξιόποινο του υπαλλήλου λόγω ανυπακοής σε νόμιμη διαταγή δεν αίρεται λόγω υπάρξεως αντιθέτου εντολής της συνδικαλιστικής οργανώσεως). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 1070 [Περίληψη της αποφάσεως]. 220


1.1.19.1. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 390 – 391. (782) ΣτΕ 3105/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος υπό του παραλείψαντος να ενεργήσει ένορκη διοικητική εξέταση για καταλογισμό ευθυνών σε υπαλλήλους υπευθύνους για την έκδοση ανακριβούς πιστοποιητικού, αφού ως επιθεωρητής βάσει του άρθρου 3 του Ν.Δ. 1264/1992 είχε αρμοδιότητα πλήρους ερεύνης της υποθέσεως και αυτός εθεώρησε ότι η υπόθεση έπρεπε να τεθεί στο αρχείο, κρίση ισοδυναμούσα με αποκλεισμό πειθαρχικών και ποινικών ευθυνών των υπαλλήλων που προέβησαν στην έκδοση του ανακριβούς πιστοποιητικού). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 117 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 763 [Περίληψη της αποφάσεως]. (783) ΣτΕ 1229/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Αναπόδεικτοι ισχυρισμοί λόγων υγείας, περιλαμβανομένης και ψυχικής υγείας, ως και επίκληση οικογενειακών υποχρεώσεων, δεν αναιρούν την υποχρέωση του δημοσίου υπαλλήλου για συνεχή προσφορά υπηρεσίας στον τόπο εργασίας του και επομένως ο υπάλληλος υπέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολογήτου αποχής από τα καθήκοντά του). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 117 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1996, σ. 539 – 542. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 763 – 764 [Περίληψη της αποφάσεως]. (784) ΣτΕ 1597/1996 τμ. ΣΤ΄ (Αναξιοπρεπής εν υπηρεσία διαγωγή η υπό υπαλλήλου ανεύρεση συνηγόρου υπερασπίσεως κρατουμένου διότι τούτο αποτελεί έργο της υπηρεσίας και όχι του υπαλλήλου). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 117 – 118 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ. Βλ. και ανωτέρω (αρ.774). (785) ΣτΕ 3190/1996 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Αρμόζουσα η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως υπαλλήλου ο οποίος υπέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της χαρακτηριστικώς αναξίας υπαλλήλου διαγωγής εκτός υπηρεσίας λόγω κατοχής ναρκωτικών επιβεβαιωθείσης με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, παρά το γεγονός της επακόλουθης εντάξεώς του σε πρόγραμμα αποκαταστάσεως του ΟΚΑΝΑ και της καλής υπηρεσιακής εικόνας του υπαλλήλου αυτού, ο οποίος παρά την ύπαρξη και άλλης προηγούμενης εμπλοκής του με ναρκωτικά δεν κατέστη προσεκτικότερος). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 593 [Περίληψη της αποφάσεως]. (786) ΣτΕ 2284/2002 Τμ. Γ΄ (Κατά τον Ν. 1256/1982 η παράνομη κατοχή δευτέρας θέσεως στο Δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο του Δημοσίου Τομέα αποτελεί το πειθαρχικό και ποινικό αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 1750 [Περίληψη της αποφάσεως]. (787) ΣτΕ 1517/2003 Τμ. Γ΄ (Ιατρός του ΕΣΥ συννόμως τιμωρείται πειθαρχικώς με την ποινή της οριστικής παύσεως λόγω συνεργασίας του με ιδιωτική κλινική. Βάσει του άρθρου 77 παρ. 1 εδ. γ΄ του Ν. 2071/

221


1.1.19.1. 1992 «η απόληψη αμοιβής δεν συνιστά στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του…πειθαρχικού παραπτώματος της συνεργασίας ιατρού του ΕΣΥ με ιδιωτικές κλινικές»). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 2011 – 2013. ii) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1225 [Περίληψη της αποφάσεως]. (788) ΣτΕ 116/2004 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 108 παρ. 1 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. Οι βασικές αρχές του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας, αν δεν αντίκεινται στις διατάξεις του Υ.Κ. και συνάδουν με τη φύση και τον σκοπό του πειθαρχικού δικαίου των Δ.Υ., εφαρμόζονται αναλόγως και στο πεδίο αυτού του δικαίου. Η κατά τα ανωτέρω ανάλογη εφαρμογή δεν είναι νοητή στην περίπτωση της αρχής του ατιμωρήτου της αυτοϋποθάλψεως). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 604 [Περίληψη της αποφάσεως]. (789) ΣτΕ 985/2005 Τμ. Γ΄ (Υποχρέωση των υπαλλήλων προς υποβολή δηλώσεως μεταβολών περιουσιακών στοιχείων προκειμένου να ελέγχονται από την Διοίκηση. «Ο έλεγχος αυτός διενεργείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος συνισταμένου, τόσο στην προάσπιση της διαφάνειας και την καταπολέμηση της διαφθοράς…, όσο και στην ενίσχυση του κύρους του δημοσιοϋπαλληλικού σώματος από αόριστες και αβάσιμες καταγγελίες εναντίον του…». Αρμόζουσα πειθαρχική ποινή η επιβολή προστίμου ίσου προς τις αποδοχές τριών μηνών). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 1686 – 1689. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2006, σ. 854 – 855 [Περίληψη της αποφάσεως]. (790) ΣτΕ424/2004 Τμ. Γ΄ (Αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου συνεπάγεται αδυναμία του Συμβουλίου της Επικρατείας να κρίνει ότι τα ίδια πραγματικά περιστατικά συνιστούν το ποινικό αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως. Αν όμως το ποινικό δικαστήριο δεν βεβαιώνει ρητώς την ανυπαρξία των πράξεων αυτών είναι δυνατόν για το Συμβούλιο Επικρατείας να αποφανθεί σχετικώς με ενδεχόμενη στοιχειοθέτηση διαπράξεως πειθαρχικού αδικήματος). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 1735 – 1736 [Περίληψη της αποφάσεως]. (791) ΣτΕ 2163/2004 Τμ. Γ΄ επταμ. (Παραπομπή βάσει του νέου Υ.Κ. – Ν. 2683/1999 – στις διατάξεις του ποινικού δικαίου περί ελαφρυντικών περιστάσεων. Δεν αρκεί η επίκληση αυτών των ελαφρυντικών περιστάσεων από τον διωκόμενο υπάλληλο για να δεχθεί ο πειθαρχικός δικαστής υποχρεωτικώς μείωση της επιβλητέας πειθαρχικής ποινής. Για να προβεί το δικαστήριο σε μείωση της πειθαρχικής ποινής πρέπει στην συγκεκριμένη περίπτωση να γίνει δεκτό ότι όντως συνέτρεχαν αυτές οι ελαφρυντικές περιστάσεις). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2068 – 2069 [Περίληψη της αποφάσεως]. (792) ΣτΕ 2808/2004 Τμ. Γ΄ (Δεν συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολογήτου αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων η αποχή ιατρού του ΕΣΥ από την άσκηση των καθηκόντων του μέχρι την άσκηση κατ΄ αυτού πειθαρχικής αγωγής, δεδομένου ότι η αποχή αυτή οφείλεται σε άρνηση της Διοικήσεως να δεχθεί τις υπηρεσίες του επειδή αμφέβαλε για το αν έπρεπε αυτός να επανέλθει και μάλιστα σε διευθυντική θέση στην οποία εν τω μεταξύ είχε διορισθεί άλλος ιατρός). 222


1.1.19.1.

1.1.19.2.

«ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2006, σ. 505 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.19.2. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (793) ΣτΕ 1913/1996 (Νόμιμη επανάληψη πειθαρχικής δίκης ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου λόγω παραβιάσεως ουσιωδών τύπων της διαδικασίας, ήτοι μη διεξαγωγή ανακρίσεως, εκδίκαση της υποθέσεως χωρίς προηγουμένη κοινοποίηση του παραπεμπτηρίου στον εγκαλούμενο, μη κοινοποίηση στον εγκαλούμενο της ημέρας εκδικάσεως της πειθαρχικής αποφάσεως). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1996, σ.1050 – 1051. (794) ΣτΕ 2627/1999 (Τεκμήριο γνώσεως του υπαλλήλου για την επιβληθείσα σ΄ αυτόν πειθαρχική ποινή η εκ μέρους του αίτηση ακυρώσεως της σχετικής αποφάσεως του αρμοδίου υπηρεσιακού – πειθαρχικού συμβουλίου. Παραπομπή στην 7μελή σύνθεση λόγω «κυμαινόμενης» νομολογίας). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2000, σ. 103 – 105. (795) ΔΕφΘεσ 2037/2001 («…ο ασκών την πειθαρχική δίωξη υπάλληλος πρέπει να είναι κατά βαθμό ανώτερος του διωκομένου…»). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2002, σ. 942 – 943. (796) ΣτΕ 2011/2003 Ολ. (Υπάλληλοι καταστημάτων κρατήσεως, φυλακτικό προσωπικό. Οι πειθαρχικές ποινές παύσεως ή υποβιβασμού «υπόκεινται εις προσφυγήν ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος»). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2003, σ. 1502 – 1503. (797) ΣτΕ 4255/1999 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. («…η έκδοσις παραπεμπτηρίου εγγράφου, δια του οποίου παραπέμπτεται ενώπιον του οικείου πειθαρχικού συμβούλιου, ορισμένος υπάλληλος, συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας η μη τήρησις του οποίου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριον και άγει εις εξαφάνισιν της πειθαρχικής αποφάσεως…Τα αυτά …ισχύουν και δια την μη έκδοσιν συμπληρωματικού παραπεμπτηρίου όταν αυτή είναι αναγκαία»). i) «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2002, σ. 696 – 698 με Σχόλιο του Χρήστου Νικολαΐδη. ii) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1013 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2001, σ. 736 – 739. iv) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1398 – 1400 [Περίληψη της αποφάσεως]. (798) ΣτΕ 2152/2000 Ολ. (Βάσει των άρθρων 20 παρ. 1 & 2 του Συντάγματος και 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ «…το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου κατά την πειθαρχική διαδικασία περιλαμβάνει και την ευχέρεια του εγκαλουμένου να ζητήσει την κατά την διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών εν γένει συμβουλίων συμπαράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου του»). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2002, σ. 902 – 905. 223


1.1.19.2. Σημ. Βλ. κατωτέρω ΑΡΘΡΑ : ΔΕΛΛΗΣ (Γεώργιος), “Η κατοχύρωση του δικαιώματος παράστασης με συνήγορο στην πειθαρχική διαδικασία” στο ανωτέρω περιοδικό, 2002, σ. 887 – 902, με εκτενή σχολιασμό της αποφάσεως αυτής. (799) ΣτΕ 2872/1994 Τμ. Γ΄ (Μη εξέταση μέχρι πέντε μαρτύρων βάσει του άρθρου 230 παρ. Υ.Κ. κατόπιν προτάσεως του πειθαρχικώς διωκόμενου συνιστά παραβίαση τύπου της διαδικασίας με συνέπεια την ακύρωση της αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου. Συνεπώς η υπόθεση αναπέμπεται στη Διοίκηση «για την διενέργεια των νομίμων…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 450 – 452. (800) ΣτΕ 2744/1994 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 226 παρ. 1 & 3, 227 παρ. 2, 4 & 5, 228 παρ. 1, 232, 234, παρ. 1 & 2, 235 παρ. 2 και 228 έως 232 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Ως ανάκριση πληρούσα τους όρους του Υ.Κ. «…νοείται όχι οποιαδήποτε εξέταση που αφορά πειθαρχικό αδίκημα, αλλά μόνο εκείνη η οποία, πέραν από την ένορκη διεξαγωγή της, στρέφεται κατά ορισμένου υπαλλήλου, αφορά συγκεκριμένη πειθαρχική κατηγορία και διεξάγεται με ορισμένη διαδικασία και τύπο». Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, αυτές και η «ένορκη διοικητική εξέταση ή άλλως ονομαζόμενη εξέταση είναι ανάκριση»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 452 - 453. (801) ΣτΕ 502/1995 Τμ. ΣΤ΄ («…στις περιπτώσεις που είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών οργάνων, αυτή αποτελεί τον τελευταίο βαθμό της πειθαρχικής διαδικασίας και, συνεπώς αν ασκηθεί τέτοια προσφυγή ή όσο διαρκεί η προθεσμία για την άσκησή της, οι αποφάσεις των πειθαρχικών οργάνων που υπόκεινται σε προσφυγή, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι εκτελεστές». «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 567 – 569. (802) ΣτΕ 1638/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 234 παρ. 1 & 5, 235 παρ. 1, 2, 3, & 5 και 219 παρ. 5 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. «…η κλήση σε απολογία…αποτελεί ουσιώδη τύπο της πειθαρχικής διαδικασίας, η τήρηση του οποίου επιβάλλεται ακόμα και στην περίπτωση που υπάλληλος έχει υποβάλει απολογία σε προγενέστερο στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας σε πειθαρχικώς προϊστάμενο. Η παράλειψη τήρησης του ανωτέρου τύπου συνεπάγεται την ακυρότητα της πειθαρχικής διαδικασίας και της βάσει αυτής εκδιδομένης πειθαρχικής αποφάσεως, εκτός αν ο υπάλληλος προσέλθει και απολογηθεί ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και αυτό κρίνει ότι η απολογία αυτή μπορεί να καλύψει την παράλειψη κλήσεως σε απολογία. Εξ άλλου η κλήση σε απολογία του εγκαλουμένου υπαλλήλου πρέπει να χωρεί ως κατακλείς της όλης πειθαρχικής διαδικασίας μετά την ολοκλήρωση της διοικητικής εξετάσεως και να αναφέρεται στα συγκεκριμένα παραπτώματα που αποδίδονται τελικώς σε αυτόν»). «ΔΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 897 – 898. (803) ΣτΕ 1829/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Ένορκη διοικητική εξέταση διαταχθείσα από πειθαρχικώς προϊστάμενο πριν από την έναρξη της πειθαρχικής διώξεως και έλλειψη αναφοράς στο πρακτικό του πειθαρχικού συμβουλίου περί της επαρκείας της ανακρίσεως, την διενέργεια της οποίας, άλλωστε, δεν είχε διατάξει. Συνεπώς, εφ΄ όσον δεν είχε διενεργηθεί ανάκριση υπάρχει παράβαση ουσιώ224


1.1.19.2. δους τύπου της διαδικασίας με συνέπεια την ακύρωση της αποφάσεως περί επιβολής πειθαρχικής ποινής και αναπομπή της υποθέσεως στη Διοίκηση για να διενεργηθεί ανάκριση προκειμένου να επακολουθήσει η κρίση του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 902 – 904. (804) ΣτΕ 3668/1995 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. («Η κοινοποίηση πλήρους αντιγράφου της πειθαρχικής αποφάσεως στον τιμωρηθέντα υπάλληλο, αποτελεί τον μοναδικό και αποκλειστικό τρόπο κινήσεως της προθεσμίας προσβολής της πράξεως επιβολής πειθαρχικής ποινής με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής». Ειδικά για τους εκπαιδευτικούς που αναχωρούν για το εξωτερικό, βάσει του άρθρου 63 του από 12/25.6.1958 Β.Δ η κοινοποίηση γίνεται στον οριζόμενο αντίκλητο διαμένοντα στην έδρα της υπηρεσίας, ή αν δεν έχει ορισθεί αντίκλητος η κοινοποίηση γίνεται στο «…κατάστημα της υπηρεσίας του υπαλλήλου»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1145 – 1146. (805) ΣτΕ 1533/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 230 παρ. 3 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Η διάταξη αυτή καθιερώνει δικαίωμα του διωκομένου υπαλλήλου να καλέσει μέχρι 5 μάρτυρες τους οποίους η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να εξετάσει «…αδιαφόρως αν, κατά την κρίση της οι μάρτυρες αυτοί είναι απρόσφοροι ή άσχετοι με την κρινόμενη υπόθεση». Η σχετική πρόταση για τους ανωτέρω μάρτυρες πρέπει να γίνει μέχρι το τέλος της ανακρίσεως «ή το αργότερο μέχρι τον χρόνο της απολογίας, εφόσον, όμως, …δεν είχε δοθεί στον διωκόμενο η ευχέρεια να προτείνει μάρτυρες κατά την ανάκριση»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1155 – 1157. (806) ΔΕφΑθ 749/ 1996 (Επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως σε εφοριακό για παράβαση καθήκοντος κατά τον ποινικό κώδικα και χαρακτηριστικώς αναξία υπαλλήλου διαγωγή εντός και εκτός υπηρεσίας. Μη επιβεβαίωση στην ποινική απόφαση ότι διεπράχθησαν τα αποδιδόμενα στον υπάλληλο αδικήματα. Μη νόμιμη η απόφαση του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου. Δικαιολογείται η επανάληψη της πειθαρχικής δίκης). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 138 – 140. (807) ΣτΕ 4658/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Αναπέμπεται υπόθεση από το Συμβούλιο της Επικρατείας στη Διοίκηση για τη διενέργεια ανακρίσεως, αφού κατά παράλειψη ουσιώδους τύπου της διαδικασίας το αρμόδιο υπηρεσιακό – πειθαρχικό συμβούλιο επέβαλε την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως σε υπάλληλο για αδικαιολόγητη απουσία από τα καθήκοντά του χωρίς να έχει διενεργηθεί ανάκριση, παρ΄ ότι η σύζυγός του αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα υγείας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 146 – 149. (808) ΣτΕ 4654/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Διαδικασία ενώπιον του υπηρεσιακού – πειθαρχικού συμβουλίου. «…εισηγητής ο άνευ ψήφου παριστάμενος είναι διάφορος του εκ των μελών του συμβουλίου τυχόν ορισθέντος ως εισηγητού επί της συγκεκριμένης υποθέσεως, εκπροσωπεί την υπηρεσία ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου, εισηγείται το θέμα, παρέχει πληροφορίες και διευκρινίσεις και είναι, επομένως, πρόσωπο που μετέχει νομίμως και ενεργά στο υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο, του οποίου όμως δεν είναι μέλος, αφού παρίσταται ενώπιόν του άνευ ψήφου, ΣτΕ 1225/1990 κ.λπ). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 149 – 151. 225


1.1.19.2. (809) ΣτΕ 5724/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 216, 217, 219, παρ. 2, 4, 227 παρ. 4 & 230 παρ. 3 Υ.Κ., Π.Δ. 611/1977. «… η ανάκριση είναι υποχρεωτική μόνον κατά την διαδικασία ενωπίον του πειθαρχικού συμβουλίου, ενώ επί μονομελούς πειθαρχικής δικαιοδοσίας, δεν είναι υποχρεωτική, αλλ΄ η ασκούσα την πειθαρχική εξουσία μονομελής δικαιοδοσία καλεί τον διωκόμενο, αμέσως μετά την προανάκριση σε απολογία και επιβάλλει εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας της πειθαρχική ποινή»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 154 – 157. (810) ΣτΕ 5950/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Αίτημα αναβολής εκδικάσεως πειθαρχικής υποθέσεως λόγω ασθενείας του υπαλλήλου. «…Η αναβολή απόκειται…κατ΄ αρχήν στην διακριτική ευχέρεια του πειθαρχικού συμβουλίου…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 399 – 400. (811) ΣτΕ 1830/1995 Τμ. ΣΤ΄ («Ένδικο μέσο, το οποίο εκ παραδρομής επιγράφεται “αίτηση ακυρώσεως” στρεφόμενο κατ΄ αποφάσεως Διοικητού ΝΠΔΔ περί επιβολής ποινής προστίμου, έχει χαρακτήρα προσφυγής και ανήκει στην αρμοδιότητα…» του Συμβουλίου της Επικρατείας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 661 – 662. (812) ΣτΕ 1597/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Η διαδικασία εκδικάσεως νέας πειθαρχικής υποθέσεως στο υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο δεν είναι υποχρεωτικό να ανασταλεί μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας επί προηγουμένης πειθαρχικής υποθέσεως για την οποία έχει επιβληθεί στον υπάλληλο από το ίδιο συμβούλιο πειθαρχική ποινή. Κατά το άρθρο 212 παρ. 1, 2 του Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 «…πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική δίκη, ο δε πειθαρχικός δικαστής όχι μόνον δεν υποχρεούται να αναμείνει την έκβαση της ποινικής δίκης, αλλά δύναται ελευθέρως να ανακαλέσει την απόφασή του με την οποία είχε τυχόν διαταχθεί η αναστολή της πειθαρχικής δίκης λόγω υπάρξεως εκκρεμούς ποινικής δίκης»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 675 – 677. (813) ΣτΕ 1917/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Απόρριψη αιτήματος εξαιρέσεως μελών πειθαρχικού συμβουλίου «…με το αιτιολογικό ότι οι λόγοι εξαιρέσεως ήταν στην ουσία αβάσιμοι» άγει σε ακύρωση της πράξεως λόγω ελλείψεως εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά το άρθρο 239 παρ. 2 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 917. (814) ΣτΕ 210/1998 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 222 περ. γ΄ Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Επιβολή σε δεύτερο βαθμό πειθαρχικής ποινής προστίμου. Η σχετική πράξη του πειθαρχικού συμβουλίου προσβάλλεται με αίτησης ακυρώσεως και όχι με προσφυγή ουσίας. Επί μη ανωτάτων υπαλλήλων αρμόδιο είναι το οικείο Τριμελές Διοικητικό Εφετείο). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 626. (815) ΣτΕ 4545/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 214 παρ. 1, 253 1, 2, 4 & 254 παρ. 1 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. «…η υποβολή της πα226


1.1.19.2. ραιτήσεως δεν επάγεται καμία συνέπεια εις την υπηρεσιακήν κατάστασιν του υπαλλήλου ούτε δημιουργεί καμία υποχρέωση της Διοικήσεως, εάν γίνει μετά την έναρξη πειθαρχικής διώξεως και εκκρεμούσης της πειθαρχικής δίκης, ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου ή εάν, μετά την υποβολή της εντός τριμήνου και πριν γίνει αποδεκτή, αρχίσει πειθαρχική δίωξη ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου. Εξ΄ άλλου, πειθαρχική δίωξη ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου και συνεπώς πειθαρχική εκκρεμοδικία δημιουργεί η κατά το άρθρο 224 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικος έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου, όχι δε και η προ της εκδόσεως του διενέργεια απλής ενόρκου διοικητικής εξετάσεως ή ερεύνης ούτε από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο αυτεπάγγελτη ενώπιόν του πειθαρχική δίωξη ή η διενέργεια από αυτόν ανακρίσεως, ΣτΕ 1531/1990, 2573/1993 κ.ά.»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 687 – 693. (816) ΣτΕ 1317/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο προς εκδίκαση και κολασμό πειθαρχικών αδικημάτων εγκαλουμένου υπαλλήλου είναι εκείνο του Υπουργείου στο οποίο αυτός υπηρεσιακώς υπήγετο, υφ΄ οιανδήποτε υπηρεσιακήν σχέση ή κατάσταση, κατά τον χρόνον τελέσεως των πειθαρχικών παραπτωμάτων. Το ως άνω πειθαρχικό συμβούλιο εξακολουθεί να παραμένει αρμόδιο ακόμη και αν μετά την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος, εκκρεμούσης της πειθαρχικής διαδικασίας και προ της επιβολής της πειθαρχικής ποινής, ο πειθαρχικώς διωκόμενος υπάλληλος μετακινηθεί και καθ΄ οιονδήποτε τρόπο προσφέρει τις υπηρεσίες του σε άλλο Υπουργείο). i) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1084 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1998, σ. 677 [Περίληψη της αποφάσεως]. (817) ΣτΕ 1342/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Αυτοπρόσωπη παρουσία του πειθαρχικώς εγκαλουμένου υπαλλήλου κατά την ημέρα κρίσεως της υποθέσεώς του ενώπιον του αρμοδίου υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου και ολοκλήρωση της σχετικής συζητήσεως. Αναβολή λήψεως αποφάσεως προκειμένου Να προσκομισθούν έγγραφα τα οποία είχαν ήδη αξιολογηθεί από το ως άνω συμβούλιο. Γνωστοποίηση της νέας ημέρας συνεδριάσεως κατά την οποία θα προσκομίζονταν τα έγγραφα δεν είναι απαραίτητο να γίνει προς τον εγκαλούμενο, εφ΄ όσον δεν έγινε εν τω μεταξύ μεταβολή του παραπεμπτηρίου και της συνθέσεως του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου). i) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1084 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1998, σ. 677 [Περίληψη της αποφάσεως]. (818) ΣτΕ 3489/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν είναι νόμιμη η επίδοση κλήσεως υπαλλήλου σε απολογία χωρίς την βεβαίωση ότι ο υιός του ο οποίος την παρέλαβε συνοικεί με τον πατέρα του). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 357 – 361. (819) ΣτΕ 2920/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Άκυρη η απόφαση υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου περί επιβολής πειθαρχικής ποινής σε υπάλληλο, αφού δεν προκύπτει η προηγουμένη νομότυπη πρόσκληση συμμετοχής τακτικού μέλους του στη συνεδρίαση κατά την οποία ελήφθη η ανωτέρω απόφαση με συμμετοχή του αναπληρωματικού μέλους. Συνεπώς, η υπόθεση αναπέμπεται στη Διοίκηση για να ληφθεί νέα απόφαση του Υπηρεσιακού Πειθαρχικού Συμβουλίου 227


1.1.19.2. «…υπό νόμιμη σύνθεση»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 365 – 367. (820) ΣτΕ 623/1999 Τμ. ΣΤ΄ («…η αρμοδιότητα των πειθαρχικών προϊσταμένων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Υπουργός Οικονομικών για τους υπαλλήλους των Δ.Ο.Υ. δεν υπόκειται σε σειρά προτεραιότητας, αλλά είναι συντρέχουσα, υπό την έννοια ότι η πειθαρχική δίωξη μπορεί να ασκηθεί από οποιονδήποτε πειθαρχικώς προϊστάμενο, στον οποίο υπάγεται ο υπάλληλος, και ο οποίος σχηματίζει αντίληψη περί του πειθαρχικού αδικήματος ή στον οποίον περιέρχονται, πληροφορίες και στοιχεία γι΄ αυτό, ΣτΕ 2298/1994»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 1134 – 1137. (821) ΣτΕ 1683/1999 Τμ. ΣΤ΄ («…κατ΄ άρθρο 224 παρ. 1 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 δεν απαιτείται η ύπαρξη αιτιολογημένης προτάσεως της αρμόδιας υπηρεσίας για την παραπομπή υπαλλήλου, στο πειθαρχικό συμβούλιο από τον Υπουργό, αλλά η παραπομπή αυτή είναι υποχρεωτική σε περίπτωση που υπάρχει η ως άνω αιτιολογημένη πρόταση»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 121 – 124. (822) ΣτΕ 2378/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 1 παρ. 3 Β.Δ. 993/1996 & 2 παρ. 1 εδ. δ΄ Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Νόμιμη η παραπομπή υπαλλήλου του Ι.Κ.Α. στο Υπηρεσιακό Πειθαρχικό Συμβούλιο από τον Διοικητή και όχι από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 124 – 127. (823) ΣτΕ 2628/1999 Τμ. ΣΤ΄ («…η διεξαγωγή ανακρίσεως παρέλκει όχι μόνο στην περίπτωση που ενεργήθηκε σε προηγούμενο στάδιο επαρκής ανάκριση….αλλά και όταν τα συνιστώντα το πειθαρχικό παράπτωμα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από το φάκελο της υποθέσεως, κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να μην χρειάζονται περαιτέρω διευκρίνιση, ο δε εγκαλούμενος είτε τα έχει ήδη ομολογήσει κατά τη διάρκεια της ενώπιον της διοικήσεως πειθαρχικής διαδικασίας ή δεν τα αμφισβήτησε τότε, και του είχε δοθεί η δυνατότητα να τα αμφισβητήσει, άλλωα, αν δηλαδή δεν του είχε δοθεί τέτοια δυνατότητα, παραλείπει και πάλι να τα αμφισβητήσει με την ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προσφυγή του κατά της πειθαρχικής αποφάσεως…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 130 – 133. (824) ΣτΕ 3380/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 212 παρ. 2 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική και ο πειθαρχικός δικαστής «δύναται απλώς και δεν υποχρεούται να διατάξει την αναστολήν της πειθαρχικής δίκης, βλ. ΣτΕ 110/1993 κ.ά.» Ενδεχομένη μη ύπαρξη ζημίας του Δημοσίου εκ των πειθαρχικών παραπτωμάτων δεν επηρεάζει την πειθαρχική διαδικασία). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1170 – 1172. (825) ΣτΕ 3733/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Συμμετοχή του πειθαρχικώς προϊσταμένου ο οποίος παρέπεμψε τον υπάλληλο στο πειθαρχικό συμβούλιο, σε συνεδρίασή του κατά την οποία αποφασίστηκε η διενέργεια κυρίας ανακρίσεως επιφέρει ακυρότητα της «…εφεξής πειθαρχικής διαδικασίας». Το Συμ228


1.1.19.2. βούλιο της Επικρατείας, όταν δικάζει επί προσφυγής, δύναται να διατάξει την διενέργεια ανακρίσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1391 – 1395. (826) ΣτΕ 1741/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 253 παρ. 4 & 225 παρ. 1 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. «…η υποβολή υπό του υπαλλήλου παραιτήσεώς του από την υπηρεσία δεν επάγεται καμία συνέπεια στην υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου, ούτε δημιουργεί υποχρέωση της Διοικήσεως, εάν γίνει μετά την έναρξη πειθαρχικής διώξεως και εκκρεμούσης της πειθαρχικής δίκης ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου, ή εάν, μετά την υποβολή της παραιτήσεως, εντός τριμήνου και πριν αυτή γίνει αποδεκτή ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ενώπιον πειθαρχικού συμβούλιου βλ. ΣτΕ 4569/1995 … 1668/1997 κ.ά. Εξάλλου πειθαρχική δίωξη ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου και συνεπώς πειθαρχική εκκρεμοδικία κατά την…παράγραφο 4 του άρθρου 253, δημιουργεί η κατά το άρθρο 224 παράγραφος 1 του Υπαλληλικού Κώδικα έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 127 – 130. (827) ΣτΕ 2815/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 236 παρ. 3 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Χρειάζεται «…σαφές και συγκεκριμένο…» αίτημα του κρινομένου πειθαρχικώς υπαλλήλου για να λάβει γνώση των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 971 – 972. (828) ΣτΕ2858/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 237 παρ. 3 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. «…η αναβολή της εκδικάσεως πειθαρχικής υποθέσεως εναπόκειται κατ΄ αρχήν στη διακριτική ευχέρεια του πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο, συνεπώς, δεν υποχρεούται να αναβάλλει την εκδίκαση όταν αυτό ζητείται από τον πειθαρχικώς διωκόμενο, βλ. ΣτΕ 1495/1985»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 1272 – 1275. (829) ΣτΕ 2027/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου εκδοθείσα την 19η Απριλίου 2000 μετά την θέση σε ισχύ του νέου Υ.Κ. – Ν. 2683/1999, χωρίς να έχουν εν τω μεταξύ συγκροτηθεί τα προβλεπόμενα δευτεροβάθμια υπηρεσιακά πειθαρχικά συμβούλια, όπου, κατά το άρθρο 142 του νόμου αυτού, είναι δυνατή η υποβολή ενστάσεως. Συνεπώς, «καλώς η προσφυγή ησκήθη ευθέως κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου συμβουλίου χωρίς προηγούμενη υποβολή ενστάσεως, ΣτΕ 1073/2001»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2002, σ. 949 – 950. (830) ΣτΕ 2533/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Αντισυνταγματική η δια νόμου ή κανονιστικής πράξεως της Διοικήσεως αναγνώριση υπέρ των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως αρμοδιότητος προς συγκρότηση πειθαρχικών συμβουλίων εκπαιδευτικών, αφού η δημόσια εκπαίδευση δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί «τοπική υπόθεση»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 399 – 402. (831) ΣτΕ 267/2002 Τμ. ΣΤ΄ (Οι μόνιμοι υπάλληλοι των Ο.Τ.Α., και μετά την θέση σε ισχύ του νέου Υ.Κ. – Ν. 2683/1999, υπάγονται στις ειδικές διατάξεις του Ν. 1188/1981 για κάθε θέμα σχετικό με την 229


1.1.19.2. την υπηρεσιακή τους κατάσταση, περιλαμβανομένου και του θέματος της ασκήσεως επ΄ αυτών πειθαρχικής εξουσίας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 1183 – 1185. (832) ΣτΕ 2773/2006 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 239 παρ. 2 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. «…δεύτερη αίτηση εξαίρεσης μελών του πειθαρχικού συμβουλίου είναι κατ΄ αρχήν απαράδεκτη, ακόμη και στην περίπτωση που η πρώτη αίτηση εξαίρεσης είχε απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ή απαράδεκτη για άλλο λόγο…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 1468. (833) ΣτΕ 185/2007 Τμ. Γ΄ (Έστω και αν δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη η συμπαράσταση του πληρεξούσιου δικηγόρου του εγκαλούμενου κατά την ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου διαδικασία, η Διοίκηση οφείλει βάσει του άρθρου 20 παρ. 1, 2 του Συντάγματος να ικανοποιήσει σχετικό αίτημα του υπαλλήλου αυτού). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 683 – 684. (834) ΣτΕ 2124/2008 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 121 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999 & Π.Δ. 30/1996. Η απόφαση Νομάρχη με την οποία επιβλήθηκε στον υπάλληλο η πειθαρχική ποινή του προστίμου ίσου με τις αποδοχές τριών ημερών υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του οικείου Διοικητικού Εφετείου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2009, σ. 462 – 464. (835) ΣτΕ 3461/2007 Τμ. Γ΄ (Εξέταση μαρτύρος σε ΕΔΕ με αναφορά του σε γεγονότα χωρίς «…να εκφέρει αξιολογικές κρίσεις…». Δεν συντρέχει λόγος εξαιρέσεώς του από το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2009, σ. 488 – 496. (836) ΣτΕ 2327/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 226 παρ. 1 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. «…η προκαταρκτική άτυπη συλλογή και καταγραφή πληροφοριών και στοιχείων για πιθανολογούμενο πειθαρχικό παράπτωμα και τις συνθήκες υπό τις οποίες ετελέσθη συνιστά προανάκριση, η οποία δεν υπόκειται στις διατυπώσεις που διέπουν την ανάκριση. Κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, προανάκριση μπορεί να ενεργήσει κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενος του υπαλλήλου, χωρίς να αποκλείεται, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, να ορισθεί από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο άλλος υπάλληλος για να ενεργήσει προανάκριση»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1995, σ. 1182. (837) ΣτΕ 472/1997 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Το πειθαρχικό συμβούλιο «…συνιστά ιδία αρχή». Σήμα του Νομάρχη περί αναστολής λειτουργίας συμβουλίων και επιτροπών δεν δεσμεύει το πειθαρχικό συμβούλιο). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 1089 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1534 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1998, σ. 170 [Περίληψη της αποφάσεως]. (838) ΣτΕ 1487/1997 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Άρθρο 239 παρ. 2 Υ.Κ. Ειδική διαδικασία εξαιρέσεως μελών του πειθαρχικού συμβουλίου με αίτηση του εγκαλούμενου υπαλλήλου. Αν δεν υποβληθεί εγκαίρως η σχετι230


1.1.19.2. κή αίτηση αποκλείεται η εκ των υστέρων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προβολή λόγων μη αδιαβλήτου κρίσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 832 – 833 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 80 – 83. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1999, σ. 395 – 396 [Περίληψη της αποφάσεως]. (839) ΣτΕ 4752/1997 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Δυνατή η προσφυγή ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά αποφάσεως του Υπουργού Εξωτερικών με την οποία επεβλήθη η πειθαρχική ποινή του προστίμου εις βάρος υπαλλήλου παρ΄ ότι το άρθρο 121 του Ν. 419/1976 προβλέπει ότι προσφυγή ουσίας χωρεί μόνον κατ΄ αποφάσεων του υπηρεσιακού συμβουλίου του Υπουργείου Εξωτερικών περί απολύσεως). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 906 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 389 – 391 & 2000, σ. 217 [Περίληψη της αποφάσεως]. (840) ΣτΕ 4920/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 237 Υ.Κ. Η ανακοίνωση της ημέρας της πειθαρχικής δίκης στον εγκαλούμενο αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας. Η μη εμφάνιση του εγκαλουμένου την ημέρα της εκδικάσεως της υποθέσεως επειδή δεν έλαβε την σχετική ανακοίνωση εκ λόγων οφειλομένων σε ανωτέρα βία δημιουργεί ακυρότητα της πειθαρχικής διαδικασίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 914 – 915 [Περίληψη της αποφάσεως]. (841) ΣτΕ 1668/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Η έκδοση παραπεπτηρίου εγγράφου συνεπάγεται πειθαρχική δίωξη ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου και συνεπώς πειθαρχική εκκρεμοδικία). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 915 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 220 [Περίληψη της αποφάσεως]. (842) ΣτΕ 4751/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 227 παρ. 6 Υ.Κ. Δυνατή η επέκταση ανακρίσεως και σε άλλα αδικήματα πέραν του παραπεμπτηρίου υπό την προϋπόθεση ότι θα εκδοθεί συμπληρωματικό παραπεμπτήριο και για τα αδικήματα στο οποία επεκτάθηκε η ανάκριση). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 942 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 693 – 694 & 2000, σ. 500 – 501 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 142 [Περίληψη της αποφάσεως]. (843) ΣτΕ 3090/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Υπάλληλος μη ομολόγων καθ΄ οληκληρίαν τα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία έχει τιμωρηθεί. Αμφισβητούμενα από αυτόν πραγματικά περιστατικά δυνάμενα να ασκήσουν ουσιώδη επιρροή στην αξιολόγηση από τον πειθαρχικό δικαστή για τα οποία δεν προκύπτει σαφής εικόνα από τα διαβιβασθέντα από την Υπηρεσία στο Δικαστήριο στοιχεία. Για τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά επεβάλετο όπως το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο διατάξει την διενέργεια ανακρίσεως). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 970 – 971 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1644 [Περίληψη της αποφάσεως].

231


1.1.19.2. (844) ΣτΕ 131 1996 Τμ. ΣΤ΄ (Αδύνατη η συμμετοχή ως μέλους πειθαρχικού συμβουλίου του διενεργήσαντος ένορκη διοικητική εξέταση. Εξάλλου, το υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο δύναται, να αναθέσει σε μέλος του την διενέργεια ανακρίσεως, αλλά το μέλος αυτό δεν δύναται να συμμετάσχει στην εκδίκαση της υποθέσεως). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1064 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 86 – 87 & 2000, σ. 1039 [Περίληψη της αποφάσεως]. (845) ΣτΕ 708/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Παραίτηση και επαναφορά υπαλλήλου βάσει του άρθρου 26 παρ. 3 Ν. 2190/1994. Πειθαρχική διαδικασία στα πλαίσια πειθαρχικής διώξεως ασκηθείσης κατά το χρονικό διάστημα από της λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως, την 1-1-1990, μέχρι την επαναφορά του υπαλλήλου, την 31-10-1993, νομίμως συνεχίζεται και μετά την επαναφορά). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1103 [Περίληψη της αποφάσεως]. (846) ΣτΕ 629/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Υποχρεωτική επί ποινή ακυρότητος η κλήση του εγκαλουμένου από τον ορισθέντα ανακριτή όταν κατ΄ άρθρο 232 Υ.Κ. διεξάγεται ανάκριση, μη αναπληρούμενη από την κλήση του σε προηγούμενο της ασκήσεως πειθαρχικής διώξεως στάδιο κατά το οποίο έγινε προκαταρτική εξέταση υπό τον τύπο ενόρκου διοικητικής εξετάσεως). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1120 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 386 [Περίληψη της αποφάσεως]. (847) ΣτΕ 1626/1999 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Δεν αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοικήσεως η διεξαγωγή δεύτερης ένορκης διοικητικής εξετάσεως με βάση νεότερα στοιχεία). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1120 [Περίληψη της αποφάσεως]. (848) ΣτΕ 1051/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν επέχει θέση ανακρίσεως διαταχθείσα ένορκη διοικητική εξέταση η οποία δεν διεξήχθη ενόρκως και κατά την εντολήν του πειθαρχικού συμβουλίου διενεργηθείσα συμπληρωματική ανάκριση ο ορισθείς ανακριτής παρέλειψε να εξετάσει μάρτυρα προταθέντα από τον πειθαρχικώς διωχθέντα υπάλληλο. Η ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου εξέταση του μοναδικού αυτού μάρτυρος δεν αναπληρώνει την ελλειπούσα ανάκριση). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1137 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 1334 [Περίληψη της αποφάσεως]. (849) ΣτΕ 3021/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Από της συστάσεως της Γενικής Γραμματείας Διοικήσεως και Οργανώσεως στο Υπουργείο Εξωτερικών ο Προϊστάμενός της Γενικός Γραμματέας ασκεί και τις αρμοδιότητες του Γενικού Διευθυντή Διοικητικού και κατά συνέπεια και την πειθαρχική εξουσία την οποία είχε προηγουμένως αυτός ο Γενικός Διευθυντής). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1179 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 1527 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 655 [Περίληψη της αποφάσεως].

232


1.1.19.2. (850) ΣτΕ 4116/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν ακυρώνεται πειθαρχική απόφαση λόγω παραβιάσεως της διαδικασίας επειδή δεν διετάχθη από το πειθαρχικό συμβούλιο η διενέργεια κυρίας ανακρίσεως, αφού το πραγματικό της υποθέσεως σε ότι αφορά το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο εκρίθη από το Δικαστήριο ότι επεβλήθη η προσήκουσα ποινή έχει διαλευκανθεί πλήρως από το ποινικό δικαστήριο με αμετάκλητη καταδικαστική απόφασή του δεσμευτική για την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1032 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/2001, σ. 699 – 701. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1395 – 1397. (851) ΣτΕ 2479/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η βάσει νόμου ή κανονιστικής πράξεως της Διοικήσεως συγκρότηση από τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση πειθαρχικών συμβουλίων για τον πειθαρχικό έλεγχο των εκπαιδευτικών λειτουργών της δημοσίας εκπαιδεύσεως, η λειτουργία της οποίας δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί τοπική υπόθεσις). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1100 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2001, σ. 945 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2002, σ. 195 [Περίληψη της αποφάσεως]. (852) ΣτΕ 2702/2000 Τμ. Γ΄ (Η κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντ. εγγύηση στους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους περί κρίσεως από υπηρεσιακά συμβούλια αφορά μόνον κρίσεις για μετάθεση, υποβιβασμό ή παύση, αλλά όχι κρίσεις για προαγωγή, ή επιλογή). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1178 [Περίληψη της αποφάσεως]. (853) ΣτΕ 1582/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 227 παρ. 2 & 239 παρ. 1 Υ.Κ. . Δεν κωλύεται η συμμετοχή στο πειθαρχικό συμβούλιο υπαλλήλου μη ασκήσαντος ιδίαν πειθαρχική αρμοδιότητα, αλλ΄ απλώς υπογράψαντος σχετική κλήση σε απολογία κατ΄ επιταγήν του συμβουλίου αυτού, το οποίο επελήφθη εξ αρχής της διώξεως πειθαρχικού αδικήματος άνευ οιασδήποτε παραπομπής). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1201 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2001, σ. 1717 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 969 – 971 [Περίληψη της αποφάσεως]. iv) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2002, σ. 385 [Περίληψη της αποφάσεως]. (854) ΣτΕ 3847/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Για την διασφάλιση μείζονος αμεροληψίας κατά την διεξαγωγή της ανακρίσεως ο διεξάγων αυτήν πρέπει να είναι αρχαιότερος του πειθαρχικώς διωκομένου). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1201 – 1202 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2001, σ. 1717 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 977 [Περίληψη της αποφάσεως]. iv) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2002, σ. 385 [Περίληψη της αποφάσεως]. (855) ΣτΕ 1073/2001 Τμ ΣΤ΄ (Κακή σύνθεση του υπηρεσιακού πειθαρχικού συμβουλίου αν συμμετέχει ως εισηγητής, έσ233


1.1.19.2. τω και άνευ ψήφου, πρόσωπο διάφορο του προβλεπομένου εκ του νόμου). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1202 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 480 [Περίληψη της αποφάσεως]. (856) ΣτΕ 719/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Κατά τα άρθρα 212 παρ. 4 και 245 του Υ.Κ. μετά από καταδικαστική ποινική απόφαση, αφού έχει προηγηθεί πειθαρχική απόφαση, ο οικείος υπουργός υποχρεούται να ζητήσει επανάληψη της πειθαρχικής δίκης και το πειθαρχικό όργανο να προβεί στην επανάληψη για να συνεκτιμήσει την καταδικαστική ποινική απόφαση). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1202 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 480 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2002, σ. 676 – 679. (857) ΣτΕ 4122/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Πειθαρχική διαδικασία ενώπιον μονομελούς πειθαρχικού οργάνου. Το δικαίωμα ακροάσεως του διωκομένου πειθαρχικώς εξαντλείται με την υποβολή εγγράφου απολογίας. Μετά την έκδοση της πειθαρχικής αποφάσεως, η οποία είναι αμετάκλητη, δεν είναι νοητή η ακρόαση του τιμωρηθέντος από τον πειθαρχικώς τιμωρήσαντα). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1202 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 589 [Περίληψη της αποφάσεως]. (858) ΣτΕ 1584/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Διενέργεια από επιθεωρητές ενόρκου διοικητικής εξετάσεως προ της παραπομπής του υπαλλήλου σε πειθαρχικό συμβούλιο και δεύτερη έρευνα από τους ίδιους επιθεωρητές μετά την παραπομπή χωρίς να εξετασθούν μάρτυρές δεν δύναται να θεωρηθούν ότι επέχουν θέση ανακρίσεως). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1202 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 600 [Περίληψη της αποφάσεως]. (859) ΣτΕ 4304/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Η τασσομένη με την κλήση από το πειθαρχικό συμβούλιο προθεσμία προς υποβολή απολογίας δεν είναι δυνατόν να είναι βραχύτερη των τριών ημερών και οπωσδήποτε θα πρέπει να κρίνεται εύλογη, ενώ αν δεν υποβληθεί απολογία ή ο εγκαλούμενος δεν προσέλθει στο πειθαρχικό συμβούλιο δημιουργείται ακυρότης της περαιτέρω διαδικασίας). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1202 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 815 [Περίληψη της αποφάσεως]. (860) ΣτΕ 3501/2002 Τμ. Γ΄ (Προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας από υπάλληλο ΝΠΔΔ κατά αποφάσεως του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου του άρθρου 163α του Ν. 2683/1999. Η κοινοποίηση αντιγράφων της προσφυγής και της σχετικής πράξεως του Προέδρου του αρμοδίου Τμήματος του δικαστηρίου αυτού περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου βάσει του άρθρου 21 παρ. 3 α του Π.Δ. 18/1989 γίνεται στον εποπτεύοντα το ως άνω πειθαρχικό συμβούλιο Υπουργό Εσωτερικών και στο ΝΠΔΔ όπου υπηρετεί ο ασκήσας την προσφυγή υπάλληλος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1133 [Περίληψη της αποφάσεως]. (861) ΣτΕ 532/2002 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Άρθρο 44 .Δ. 18/1989. Η με δήλωση στο ακροατήριο παρέμβαση Υπουργού ως εποπτεύο234


1.1.19.2. ντος ΝΠΔΔ υπέρ του κύρους προσβαλλομένης από υπάλληλου αυτού του ΝΠΔΔ πειθαρχικής αποφάσεως είναι απαράδεκτή). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1133 [Περίληψη της αποφάσεως]. (862) ΣτΕ 3859/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 243 Υ.Κ. Έφεση του τιμωρηθέντος υπαλλήλου στο υπηρεσιακό – πειθαρχικό συμβούλιο αποτελεί ενδικοφανή προσφυγή. Με την απόφαση αυτή το ως άνω συμβούλιο αποφαίνεται οριστικώς, έστω και αν ακυρώσει την πρωτοβαθμίως εκδοθείσα απόφαση για τυπικό ελάττωμα επερχόμενης οριστικής περαιώσεως της πειθαρχικής υποθέσεως. Συνεπώς, αποκλείεται η δυνατότητα του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού οργάνου να επανέλθει μεταγενέστερα στο ίδιο θέμα). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1162 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 1806 [Περίληψη της αποφάσεως]. (863) ΣτΕ 175/2002 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 128 παρ. 3 και 138 παρ. 1 του Ν. 2683/1992. Δεν αποτελεί νομικό κώλυμα και επομένως δεν αποκλείει την συμμετοχή στο πειθαρχικό συμβούλιο της διευθύνουσας υπηρεσία η οποία είχε διενεργήσει άτυπη έρευναγια την κρινόμενη υπόθεση). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1166 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2003, σ. 401 [Περίληψη της αποφάσεως]. (864) ΣτΕ 1352/2002 Τμ. ΣΤ΄ (Κλήση του εγκαλουμένου για εξέταση από τον διεξάγοντα την ανάκριση. Αίτημα του εγκαλουμένου για αναβολή της εξετάσεώς του δεν γίνεται υποχρεωτικώς δεκτή και κατ΄ αρχήν η ικανοποίηση του αιτήματος αυτού απόκειται στην διακριτική ευχέρεια του ανακριτού ο ποίος κατά νόμον δύναται να ολοκληρώσει την ανάκριση χωρίς την εξέταση του εγκαλουμένου). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1166 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 1202 – 1208. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2003, σ. 401 [Περίληψη της αποφάσεως]. (865) ΣτΕ 945/2004 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 134 παρ. 1 Υ.Κ. – ΜΝ. 2683/1999. Ως εισηγητής ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου είναι δυνατόν να ορισθεί οποιοδήποτε μέλος του, είτε τακτικό, είτε αναπληρωματικό). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1175 [Περίληψη της αποφάσεως]. (866) ΣτΕ 812/2004 Τμ. Γ΄ («Η διεξαγωγή ανάκρισης δεν απαιτείται σε περίπτωση κατά την οποία έχει διενεργηθεί Ε.Δ.Ε. η οποία κρίνεται επαρκής, την κρίση δε αυτή περί επάρκειας της Ε.Δ.Ε. μπορεί να την διατυπώσει και το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά τον έλεγχο του πειθαρχικού φακέλου όταν κρίνει επί προσφυγής»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1175 – 1176.

235


1.1.19.2. (867) ΣτΕ 1392/2003 Τμ. Γ΄ (Το κατά το Ν. 2839/2000 δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο, εφ΄ όσον στον νόμο αυτό δεν γίνεται καμία σχετική διάκριση, είναι αρμόδιο με την προβλεπόμενη από το άρθρο 163 α του παρ. 2 του Ν. 2683/1999 πάγια συγκρότησή του και για την κρίση σε 2ο βαθμό των πειθαρχικών υποθέσεων των εκπαιδευτικών της δημοσίας πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου εκπαιδεύσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1260 [Περίληψη της αποφάσεως]. (868) ΣτΕ 2872/2003 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Η παράλειψη κοινοποιήσεως του παραπεμπτηρίου εγγράφου στον πειθαρχικώς διωκόμενο υπάλληλο δεν καλύφθηκε με την παράστασή του στη συνεδρίαση του υπηρεσιακού – πειθαρχικού συμβουλίου, αφού κατ΄ αυτήν απεφασίσθη η κοινοποίηση στον υπάλληλο διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων, αλλά χωρίς να προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκε η κοινοποίηση και του παραπεμπτηρίου εγγράφου κατά παράβαση του άρθρου 225 παρ. 5 του Υ.Κ.) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1260 [Περίληψη της αποφάσεως]. (869) ΣτΕ 575/2005 Ταμ. Γ΄ (Άρθρα 120 παρ. 1 και 142 παρ. 1 του Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. Η «θέσπιση της υποχρεώσεως προηγούμενης άσκησης ενστάσεως που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή, κατ΄ αποφάσεως πειθαρχικού συμβουλίου με την οποία επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσεως ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ως προϋποθέσεως για την παραδεκτή άσκηση προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν προσκρούει στο άρθρο 103 παρ. 4 εδ. τρίτο του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα ασκήσεως εκ μέρους του υπαλλήλου προσφυγής κατ΄ αποφάσεως επιβολής της πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσεως , διότι η συνταγματική αυτή διάταξη, για την εφαρμογή της οποίας προβλέπεται η έκδοση νόμου, δεν αποκλείει τη θέσπιση διαδικαστικών προϋποθέσεων για την άσκηση της προσφυγής, όπως είναι η εξάντληση της προβλεπόμενης από το νόμο ενδικοφανούς διαδικασίας»). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΟΣΥΝΗ», 2005, σ. 1297. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2006, σ. 854 [Περίληψη της αποφάσεως]. (870) ΣτΕ 1023/2006 Τμ. Γ΄ (Μη κλήση σε απολογία υπαλλήλου ΟΤΑ προ της υποβολής παραιτήσεώς του και αποδοχής της από την Υπηρεσία με αποτέλεσμα την λύση της υπαλληλικής σχέσεως. Δεν είναι πλέον δυνατή, κατά νόμον, η πειθαρχική δίωξή του) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1264 [Περίληψη της αποφάσεως]. (871) ΣτΕ 3999/2006 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 120 παρ. 1 και 142 παρ. 1 Υ.Κ. – Ν. 2689/1999, όπως αντιστοίχως αντικαταστάθηκαν από τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 15 του Ν. 2839/2000. Άσκηση ενστάσεως, είτε από την Διοίκηση, είτε από τον υπάλληλο, κατά αποφάσεων υπηρεσιακών – πειθαρχικών συμβουλίων με τις οποίες επιβάλλονται, μεταξύ άλλων, οι πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού και της οριστικής παύσεως. Πρόκειται για ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον του κατά το άρθρο 163 α΄ Υ.Κ. δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου. Για τους όρους ασκήσεως της προσφυγής αυτής η Διοίκηση οφείλει να ενημερώσει τον υπάλληλο. Αν η ενημέρωση έγινε ο υπάλληλος υποχρεούται στην «εξάντληση (της) προβλεπομένης από το νόμο ενδικοφανούς διαδικασίας» για να είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Συμ236


1.1.19.2. βουλίου της Επικρατείας. Αν η ενημέρωση δεν έγινε «καθ΄ οιονδήποτε τρόπο» είναι παραδεκτή μετά την 1.1.12001 η άσκηση απ΄ ευθείας προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας χωρίς να έχει προηγηθεί η υποβολή ενστάσεως στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1279. (872) ΣτΕ 585/2008 Τμ. Γ΄ («…(Τ)α μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, νομίμως, μετέχουν, ως απολαύοντα και αυτά της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητας στη σύνθεση πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο αποφαίνεται περί της επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως σε μόνιμο δημόσιο υπάλληλο, υπολογιζόμενα στο ελάχιστο, απαιτούμενο, από το Σύνταγμα, για τη νόμιμη συγκρότηση του σχετικού υπηρεσιακού συμβουλίου, ποσοστό των δύο τρίτων»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1267 – 1268. (873) ΔΕφΘεσ 503/1994 (Άρθρα 218 παρ. 2 & 243 παρ. 1, 3, 4 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. «…οι αποφάσεις των πειθαρχικών προϊσταμένων, με τις οποίες επιβάλλεται σε βάρος υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου η πειθαρχική ποινή της επιπλήξεως ή του προστίμου της στερήσεως μέχρι και του 1/6 των αποδοχών ενός μηνός υπόκεινται σε έφεση ενώπιον των αρμοδίων υπηρεσιακών πειθαρχικών συμβουλίων των Ν.Π.Δ.Δ. Από αυτό παρέπεται ότι ο πειθαρχικώς τιμωρηθείς υπάλληλος ενός Ν.Π.Δ.Δ. δεν δικαιούται να προσβάλει απ΄ευθείας ενώπιον του αρμοδίου Διοικητικού Εφετείου, με αίτηση ακυρώσεως, την εις βάρος του επιβληθείσα ποινή της επιπλήξεως ή της στερήσεως των αποδοχών εκ μέρους του πειθαρχικώς προϊσταμένου του, διαφορετικά η υπό τέτοιες συνθήκες ασκηθείσα αίτησης ακυρώσεως είναι απαράδεκτη καθ΄ όσον αυτή ασκήθηκε πριν από την εξάντληση της προβλεπόμενης από τον Υπαλληλικό Κώδικα διοικητικής διαδικασίας»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1995, σ. 282 – 283. (874) ΣτΕ 136/2005 Τμ Γ΄ (Άρθρο 164 παρ. 2, 3, Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. Αποτελεί κατάθεση ενστάσεως στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο έγγραφο αποσταλέν ταχυδρομικώς, εμπροθέσμως, αρκεί να αναγράφεται ευκρινώς επί του οικείου ταχυδρομικού φακέλου η ημερομηνία αποστολής του). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 244 [Περίληψη της αποφάσεως]. (875) ΣτΕ 2428/2005 Τμ. Γ΄ (Παραίτηση και επακόλουθη άσκηση πειθαρχικής διώξεως κατά του παραιτηθέντος. Η παραίτηση δεν αναπτύσσει συνέπειες, αλλά αν δεν εκδικαστεί η πειθαρχική υπόθεση σε πρώτο βαθμό εντός εξαμήνου, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να υποβάλλει νέα αίτηση παραιτήσεως και εφ΄ όσον, μετά την πάροδο διμήνου από την ημερομηνία υποβολής αυτής της νέας αιτήσεως παραιτήσεως, η Διοίκηση δεν έχει προβεί σε καμία ενέργεια, θεωρείται ότι αυτοδικαίως η αίτησης παραιτήσεως έγινε δεκτή με συνέπεια την αδυναμία συνεχίσεως της σχετικής πειθαρχικής διαδικασίας). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 755 [Περίληψη της αποφάσεως].

237


1.1.19.2. (876) ΣτΕ 2555/2006 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 98 παρ. 1 Συντ. Ο έλεγχος των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων δεν σχετίζεται με την πειθαρχική ευθύνη τους σχετικά με την διαχείριση χρημάτων στα πλαίσια των καθηκόντων τους. Συνεπώς, ο καταλογισμός των σχετικών ελλειμμάτων εις βάρος υπαλλήλου και η διαπίστωση της ευθύνης του από το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν εντάσσονται στη διαδικασίας επιβολής της πειθαρχικής τιμωρίας του). i) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 1040 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 100 – 103. (877) ΣτΕ 4970/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Παράλειψη κλήσεως σε απολογία και μη ανακοίνωση της ημερομηνίας εκδικάσεως της πειθαρχικής αγωγής δεν συνιστούν παράλειψη τηρήσεως ουσιώδους τύπου της πειθαρχικής διαδικασίας όταν εκ της όλης συμπεριφοράς του υπαλλήλου ο οποίος απέχει επί δεκαετία από την προσφορά υπηρεσιακού έργου συνάγεται ότι πλέον αυτός αδιαφορεί για την όλη διαδικασία παραμένοντας στο εξωτερικό επικαλούμενος λόγους υγείας. Συνεπώς, δεν συντρέχει λόγος για την επίδειξη εκ μέρους του Δικαστηρίου επιεικείας προς τον προσφεύγοντα). i) «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/1996, σ. 616 – 623. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1015 – 1016 [Περίληψη της αποφάσεως]. (878) ΣτΕ 1251/2008 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 114 παρ. 1-5, 143 Ν. 2683/1999, 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ. Κρίση αμετάκλητη ποινικού δικαστηρίου αθωωτική για τον κατηγορούμενο Δ.Υ. ακόμη και λόγω αμφιβολιών επιβάλλει επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 648 – 651 με Σχόλιο του Ιακώβου Μαθιουδάκη. (879) ΣτΕ 3971/2003 Τμ. Γ΄ «…από το συνδυασμό των…διατάξεων του Ν.Δ. 343/1969 ερμηνευομένων κατά τρόπο σύμφωνο προς το Σύνταγμα-βλ. άρθρο 20- και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου -βλ. άρθρο 6-, συνάγεται ότι η κλήση του πειθαρχικώς διωκομένου για παράσταση και απολογία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου…πρέπει να χωρεί στο τέλος της όλης πειθαρχικής διαδικασία, να γίνεται δηλαδή μετά το πέρας της ανακρίσεως και προ της λήψεως της πειθαρχικής αποφάσεως και ανεξαρτήτως του κατά πόσον ο πειθαρχικώς διωκόμενος έχει ήδη εξετασθεί σε προγενέστερο στάδιο πρβλ. ΣτΕ 3608/2002». Αν δεν γίνει τούτο και «…δε καλυφθεί τελικώς με την παρουσία του υπαλλήλου κατά την ημέρα της πειθαρχικής δίκης, επιφέρει ακυρότητα της πειθαρχικής διαδικασίας, πρβλ. ΣτΕ 2123/2002, 2500, 2035/2001 κ.ά»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2005, σ. 605 – 607. (880) ΣτΕ 3366/2007 Τμ. Γ΄ («…η άσκηση ποινικής διώξεως για πραγματικά περιστατικά υπαγόμενα στην έννοια πειθαρχικού αδικήματος δεν αποτελεί προϋπόθεση για την επιβολή πειθαρχικής ποινής σύμφωνα με το άρθρο 114 παρ. 1 του Υ.Κ. κατά το οπ[οίο η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη – βλ. ΣτΕ 3902/1989»). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 850.

238


1.1.19.2. (881) ΣτΕ 2721/2007 Τμ. Γ΄ (Η επίδοση της πειθαρχικής αποφάσεως επιτρέπεται και δια θυροκολλήσεως στην κατοικία του υπαλλήλου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 128 παρ. 1, 3 και 4 περ. β΄ & γ΄ του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, εφ΄ όσον ο υπάλληλος ή τα απαριθμούμενα από τις διατάξεις αυτές πρόσωπα δεν ευρεθούν στην κατοικία του). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 850 – 851. Σημ.Βλ. ΣτΕ 1024/2004 για αντίθετη άποψη (αρ.883). (882) ΣτΕ 2318/2007 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 141 παρ. 4 Υ.Κ. . Στον πειθαρχικώς τιμωρηθέντα δημόσιο υπάλληλο γνωστοποιούνται από την Υπηρεσία τα «ένδικα μέσα», όπως η ένσταση, ή η προσφυγή, τα οποία αυτός δύναται να ασκήσει κατά της πειθαρχικής αποφάσεως. Αν η κατά τα ανωτέρω ενημέρωση του υπαλλήλου δεν γίνει είναι δυνατή η απ΄ ευθείας προσφυγή στη Δικαιοσύνη. Άλλως είναι υποχρεωτική η εξάντληση αυτής της ενδικοφανούς διαδικασίας). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 851 – 852. (883) ΣτΕ 1024/2004 Τμ. Γ΄ («όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 139 του Ν. 2683/1999, η επίδοση των εγγράφων που σχετίζονται με την πειθαρχική διαδικασία γίνεται προσωπικά στον ίδιο τον διωκόμενο, ή στην κατοικία του, σε σύνοικο. ΑΝ τούτο δεν καταστεί δυνατό, το οικείο έγγραφο τοιχοκολλάται στο κατάστημα της υπηρεσίας του διωκόμενου. Τοιχοκόλληση στην κατοικία του υπαλλήλου δεν προβλέπεται. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 123 του Υ.Κ. – Ν. 2683/1999 ΦΕΚ Α΄ 19 – η πειθαρχική δίωξη αρχίζει είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία, είτε, με την παραπομπή του στο υπηρεσιακό συμβούλιο»). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 855. Σημ.Βλ. ΣτΕ 2721/2007 για αντίθετη άποψη (αρ.881). (884) ΣτΕ 196/2008 Τμ. Γ΄ (Κατά το άρθρο 106 παρ. 1 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999 δεν είναι δυνατή η άσκηση πειθαρχικής διώξεως κατά υπαλλήλου στερουμένου της ικανότητος προς καταλογισμό. Αν η κατ΄ αυτού πειθαρχική δίωξη έχει ασκηθεί πρέπει να παύσει η σχετική διαδικασία και κατ΄ εφαρμογή των άρθρων 100, 166, και 168 του Υ.Κ. ΝΑ εξετασθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων απολύσεως λόγω πνευματικής ανικανότητος). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 861 – 862 [Περίληψη της αποφάσεως]. (885) ΔΕφΑθ 420/2003 Τμ. ζ΄ («…ο προσφεύγων διατηρεί, παρά τη λύση της υπαλληλικής του σχέσεως ηθικό έννομο συμφέρον για την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εφόσον εκ της διατηρήσεως της επιβληθείσης ποινής υφίσταται συνεχιζόμενη ηθική μείωση, ΣτΕ 2816/2000, 3216/1998». Συνεπώς, παρά την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία λόγω υποβολής δεύτερης αιτήσεως παραιτήσεως, η ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου διαδικασία της πειθαρχικής δίκης συνεχίζεται). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 870. (886) ΣτΕ 8/1992 Τμ. Γ΄ επταμ. (Άρθρα 235 παρ. 6 Υ.Κ. και 63 παρ. 2 του από 12/25-6-1958 Β.Δ. Κοινοποίηση κλήσεως σε απολογία, πειθαρχικής αγωγής και πειθαρχικής αποφάσεως προς εκπαιδευτικό αναχωρήσαντα στην αλλοδαπή χωρίς διορισμό υπ΄ αυτού αντικλήτου γίνεται με τοιχοκόλλη239


1.1.19.2. ση. Για την νομιμότητα της τοιχοκολλήσεως απαιτείται η σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου φέροντος τις υπογραφές δύο μαρτύρων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1994, σ. 705 [Περίληψη της αποφάσεως]. (887) ΣτΕ 1141/1993 Τμ. Γ΄ (Δυνατή η αμφισβήτηση του πρωτοκόλλου τοιχοκολλήσεως πειθαρχικής αποφάσεως χωρίς να απαιτείται η προσβολή του ως πλαστού, είτε βάσει στοιχείων του φακέλου είτε με την προσβολή σχετικών αποδεικτικών στοιχείων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1995, σ. 605. (888) ΣτΕ 176/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Ειδική διαδικασία εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 239 παρ. 2 Υ.Κ. κατ΄ επίκληση λόγων περί μη αδιαβλήτου κρίσεως μέλους του αρμοδίου πειθαρχικού συμβούλιου. Αποκλείεται η υποβολή σχετικής αιτήσεως του εγκαλουμένου υπαλλήλου εκ των υστέρων με προσφυγή του ενώπιον του ΣτΕ, εφ΄ όσον πρόκειται για λόγους εξαιρέσεως γνωστούσα στον υπάλληλο κατά την ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου διαδικασία). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 526 [Περίληψη της αποφάσεως]. (889) ΣτΕ 915/1995 (Παρέλκει η διεξαγωγή ανακρίσεως όταν σε προηγούμενο στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας έχει διενεργηθεί επαρκής ανάκριση, ή όταν τα συνιστώντα το πειθαρχικό παράπτωμα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τον φάκελο της υποθέσεως χωρίς ανάγκη περαιτέρω διευκρινίσεων, ή ο εγκαλούμενος είτε έχει ήδη ομολογήσει, είτε δεν έχει αμφισβητήσει τα αποδιδόμενα σε αυτόν, ή παραλείπει να τα αμφισβητήσει κατά την ενώπιον του ΣτΕ διαδικασία). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 527 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1995, σ. 246 – 250. (890) ΣτΕ 4657/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν αποκλείεται η επίδοση εγγράφων της πειθαρχικής διαδικασίας στον υπηρετούντα στην αλλοδαπή υπάλληλο με συστημένη επιστολή, αντί της επιδόσεως στον αντίκλητο, αν δεν έχει ορισθεί αντίκλητος, αντί της τοιχοκολλήσεως. Η δια συστημένης επιστολής επίδοση γίνεται «ιδίω κινδύνω» της υπηρεσίας). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 1070 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 398 – 399. (891) ΣτΕ 1236/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Από την γραμματική διατύπωση του άρθρου 235 παρ. 6 Υ.Κ. προκύπτει ότι η αποστολή της κλήσεως σε απολογία και της προσκλήσεως στον πειθαρχικώς διωκόμενο υπάλληλο για να παραστεί κατά την ημέρα της πειθαρχικής δίκης μέσω του ταχυδρομείου με συστημένη αποστολή δεν είναι νόμιμη, αφού τούτο δεν ορίζεται ρητώς στο νόμο. Τα Ελληνικά Ταχυδρομεία είναι δημοσία επιχείρηση λειτουργούσα ως Ν.Π.Ι.Δ. υπό μορφή Ανωνύμου Εταιρείας και κατά συνέπεια το προσωπικό τους συνδέεται με τον εργοδότη του με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, η δε συντασσομένη απόδειξη παραλαβής της συστημένης επιστολής αποτελεί ιδιωτικό έγγραφο). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 117 [Περίληψη της αποφάσεως] ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 667 – 669.

240


1.1.19.2. (892) ΣτΕ 1222/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Παραπομπή σε ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο μετά από προηγηθείσα κλήση σε απολογία. Δεν απαιτείται η εκ νέου κλήση σε απολογία του πειθαρχικώς διωκομένου υπαλλήλου). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 117 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1996, σ. 537 – 539. (893) ΣτΕ 2559/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Το πειθαρχικό συμβούλιο αποφαίνεται κατά πλειοψηφία επί της αιτήσεως εξαιρέσεως μέλους του, χωρίς να αναπληρούται το μέλος του οποίου ζητείται η εξαίρεση. Τα εξαιρεθέντα μέλη αντικαθίστανται από τους αναπληρωτές τους). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 298 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 541 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ¨, 1997, σ. 590 [Περίληψη της αποφάσεως]. (894) ΣτΕ 3190/1996 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Η κλήση του πειθαρχικώς διωκομένου υπαλλήλου σε απολογία αποτελεί ουσιώδη τύπο της πειθαρχικής διαδικασίας. Η έλλειψη της κλήσεως αυτής δεν ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως μετά από προσφυγή και όχι μετά από αίτησης ακυρώσεως, επειδή η αυτεπάγγελτη εξέταση του σχετικού λόγου ανάγεται στο συμφέρον του πειθαρχικώς τιμωρηθέντος υπαλλήλου χωρίς να συνδέεται με την τήρηση κανόνος δημοσίας τάξεως). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 593 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 808 [Περίληψη της αποφάσεως]. (895) ΣτΕ 4496/1996 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Οι διατάξεις του άρθρου 63 του από 12/25.6.1958 Β.Δ. οι οποίες θεσπίζουν ειδικό τρόπο κοινοποιήσεως των εγγράφων της πειθαρχικής διαδικασίας σε εκπαιδευτικούς υπαλλήλους υπηρετούντας στο εξωτερικό εξακολουθούν, ως ειδικές, να ισχύουν και μετά την ισχύ του Ν. 1566/1985 και των προβλεπομένων υπό του άρθρου 16 αυτού Προεδρικών Διαταγμάτων. Δεν αποκλείεται οι ανωτέρω κοινοποιήσεις να γίνουν εις χείρας του ιδίου του εκπαιδευτικού στο εξωτερικό). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 888 – 889 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 151 – 152 [Περίληψη της αποφάσεως]. (896) ΣτΕ 4567/1995 Τμ. ΣΤ΄ (ΕΣΥ. Παράβαση των κανόνων της ιατρικής δεοντολογίας συνεπάγεται, είτε την ποινή της διακοπής του δικαιώματος υποβολής υποψηφιοτήτος για κατάληψη θέσεως ανωτέρου βαθμού με απόφαση του περιφερειακού πειθαρχικού συμβουλίου, είτε την ποινή της οριστικής παύσεως με απόφαση του κεντρικού πειθαρχικού συμβουλίου. Το αρμόδιο για την παραπομπή όργανο, μετά από εκτίμηση της βαρύτητος του αδικήματος, θα επιλέξει αν η παραπομπή αυτή θα γίνει στο περιφερειακό ή στο κεντρικό πειθαρχικό συμβούλιο. Αν επιληφθεί της υποθέσεως το κεντρικό πειθαρχικό συμβούλιο δεν υποχρεούται να επιβάλλει μία από τις ποινές της οριστικής παύσεως και της αφαιρέσεως της αδείας ασκήσεως επαγγέλματος, αλλά δύναται να επιβάλει και οποιαδήποτε άλλη προβλεπόμενη από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 1397/1983). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1014 [Περίληψη της αποφάσεως]. 241


1.1.19.2.

1.1.19.3.

(897) ΣτΕ 1926/2002 Τμ. Γ΄ (Προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας προβλέπεται στην περίπτωση της οριστικής παύσεως του δημοσίου υπαλλήλου, ενώ στην περίπτωση της προσωρινής παύσεως ή λοιπών κατωτέρων από αυτήν πειθαρχικών ποινών αρμόδια είναι σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα τριμελή διοικητικά εφετεία). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΚΑ», 2003, σ. 762 – 763. (898) ΣτΕ 2125/2002 Τμ. Γ΄ (Σύμφωνα με ατ άρθρα 222 και 243 παρ. 1 του Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 – δεν προβλέπεται η άσκηση εφέσεως κατά της αποφάσεως πειθαρχικού συμβουλίου Ν.Π.Δ.Δ. που επέβαλε την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 1750 [Περίληψη της αποφάσεως]. (899) ΣτΕ 166/2004 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 108 παρ. 1 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. Οι βασικές αρχές του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας, αν δεν αντίκεινται στις διατάξεις του Υ.Κ. και συνάδουν με τη φύση και τον σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας, εφαρμόζονται αναλόγως και στο πεδίο του πειθαρχικού δικαίου των Δ.Υ. Η κατά τα ανωτέρω ανάλογη εφαρμογή δεν είναι νοητή στην περίπτωση της αρχής του ατιμωρήτου της αυτοϋποθάλψεως). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 604 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.1.19.3. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ & ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ (900) ΣτΕ 3668/1995 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. («Η κοινοποίηση πλήρους αντιγράφου της πειθαρχικής αποφάσεως στον τιμωρηθέντα υπάλληλο, αποτελεί τον μοναδικό και αποκλειστικό τρόπο κινήσεως της προθεσμίας προσβολής της πράξεως επιβολής πειθαρχικής ποινής με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1145 – 1146. (901) ΣτΕ 3826/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 206 παρ. 1, 2 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Ο χρόνος παραγραφής των μη αναφερομένων στο άρθρο 207 παρ. 4 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 πειθαρχικών αδικημάτων είναι διετής απ΄ την τέλεσή τους και όταν η παραγραφή διακόπτεται λόγω ασκήσεως πειθαρχικής διώξεως τριετής. Συνεπώς, πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο επεβλήθη ποινή από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο, τελεσθέν την 19/12/1986 το οποίο στη συνέχεια παραπέμπεται στο ανωτέρω συμβούλιο την 10/7/1987 και εκδίδεται η σχετική απόφασή του την 15/5/1989 δεν υπέπεσε σε παραγραφή). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 672 – 674. (902) ΣτΕ 3489/1998 Τμ. ΣΤ΄ («…η κοινοποίηση πλήρους αντιγράφου της προσβαλλομένης πειθαρχικής αποφάσεως στον τιμωρηθέντα υπάλληλο, συνιστά τον μοναδικό και αποκλειστικό τρόπο κινήσεως της προθεσμίας προσβολής της πράξεως επιβολής πειθαρχική ποινής με προσφυγήν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν κινείται η προθεσμία αυτή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο όπως π.χ. από την άσκηση αιτήσεως θεραπείας, εφέσεως κ.λ.π. ΣτΕ 2456/1992»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 357 – 361. 242


1.1.19.3. (903) ΣτΕ 3586/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Πράξεις συνιστώσες το πειθαρχικό αδίκημα της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς διαγωγής αλλά μη συνιστώσες ποινικό αδίκημα, αφού έχει εκδοθεί και αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, έχουν παραγραφεί, όσον αφορά τον πειθαρχικό έλεγχό τους, δεδομένου ότι έχει παρέλθει χρονικό διάστημα «πολύ πέραν της επταετίας», ΔΗΛ. του κατά τον Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 χρόνου παραγραφής. Συνεπώς, μη νομίμως επεβλήθη πειθαρχική ποινή σε υπάλληλο με απόφαση του οικείου υπηρεσιακού- πειθαρχικού συμβουλίου ληφθείσα την 14-11-1994, ενώ οι ανωτέρω πράξεις είχαν τελεσθεί κατά το έτος 1981). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 656 – 657. (904) ΣτΕ 933/2004 Τμ. Γ΄ (Τα α κατά τον Ν. 1188/1981 πειθαρχικά αδικήματα υπόκεινται σε παραγραφή βάσει των διατάξεων των άρθρων 166 και 167 του ιδίου νόμου και όχι κατά τις διατάξεις του ποινικού κώδικος). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2006, σ. 176 [Περίληψη της αποφάσεως]. (905) ΣτΕ 3366/2007 Τμ. Γ΄ (Η προσυπογραφή ψευδών επιμετρήσεων και πιστοποιήσεων ανυπάρκτων εργασιών και η υπογραφή ψευδών βεβαιώσεων με αποτέλεσμα παράνομο περιουσιακό όφελος τρίτου εις βάρος του Δημοσίου συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα της παραβάσεως καθήκοντος και τα ποινικά αδικήματα της ψευδούς βεβαιώσεως κατ΄ εξακολούθηση και της απάτης κατ΄ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος λόγω ζημίας άνω των 50 εκατ. Δρχ. «Συνεπώς το παραπάνω πειθαρχικό παράπτωμα δεν παραγράφεται σύμφωνα με το νόμο – άρθρο 112 παρ. 2 Υ.Κ. – πριν παρέλθει ο προς παραγραφή των ποινικών αδικημάτων οριζόμενος χρόνος, δηλαδή η 15ετία – άρθρο 11 παρ. 2 εδ. β΄ Π.Κ.»). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 850. (906) ΔΕφΑθ 478/2006 Η΄ Τμήμα, Ακυρωτικός Σχηματισμός (Άρθρα 10 παρ. 5 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας – Ν. 2690/1999 και 123 & 149 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. «Πειθαρχική δίωξη υπαλλήλου ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου και, συνεπώς πειθαρχική εκκρεμοδικία, δημιουργεί η έκδοση και κοινοποίηση του παραπεμπτηρίου εγγράφου, ΣτΕ 1741/2000, 1668/1997 κ.ά., ενώ η πειθαρχική εκκρεμοδικία λήγει με την έκδοση απόφασης από το πρωτοβάθμιο όργανο. Η απόφαση αυτή, μπορεί να εκδοθεί και μετά την πάροδο των έξι μηνών που αναφέρει η παρ. 1 του άρθρου 123, δεδομένου ότι η προθεσμία αυτή είναι ενδεικτική και όχι αποκλειστική, αφού έχει ως μόνη συνέπεια την τυχόν πειθαρχική ευθύνη των μελών του συμβουλίου, όχι όμως την ακυρότητα της πειθαρχικής διαδικασίας». «Η πειθαρχική διαδικασία μπορεί να ολοκληρωθεί νομίμως, κατ΄ αρχήν και μεταγενέστερα του εξαμήνου». «Περαιτέρω, η υποβολή από τον υπάλληλο παραίτησης από την υπηρεσία, δεν επάγεται καμία συνέπεια στην υπηρεσιακή κατάσταση αυτού ούτε δημιουργεί υποχρέωση της Διοικήσεως, εάν γίνει μετά την έναρξη πειθαρχικής δίωξης και ενόσω εκκρεμεί η πειθαρχική δίκη ενώπιον, πειθαρχικού συμβουλίου, ή εάν μετά την υποβολή της παραιτήσεως εντός διμήνου και πριν αυτή γίνει αποδεκτή, ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου βλ. ΣτΕ 1741/2000, 4569/1995 κ.ά. Εξάλλου αν η παραίτηση υποβληθεί πριν από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης και δεν εκδικασθεί η υπόθεση μέσα σε έξι μήνες τότε ο υπάλληλος δικαιούται να υποβάλλει νέα αίτηση παραίτησης. Αντίθετα, οι άνω διατάξεις δεν δίνουν τέτοιο δικαίωμα στην περίπτωση που η πειθαρχική δίωξη έχει ασκηθεί πριν από την υποβο243


1.1.19.3.

1.1.20.

λή της παραίτησης οπότε ο υπάλληλος έχει δυνατότητα υποβολής νέας αίτησης παραίτησης, αφού εκδοθεί απόφαση και περατωθεί με τον τρόπο αυτό η εκκρεμοδικία. Όμως για να μην εγκλωβίζεται ο υπάλληλος επί μακρόν και να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει νέα αίτηση παραίτησης, για να αποχωρήσει από την υπηρεσία, η απόφαση του πειθαρχικού συμβούλιου…πρέπει να εκδοθεί εντός ευλόγου χρόνου από την υποβολή της παραιτήσεως, ο οποίος κρίνεται από το Δικαστήριο»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2007, σ. 1213 – 1216. §§§§§§§§§§ 1.1.20. ΑΞΙΟΠΟΙΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Δ.Υ. (ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ κ.λπ.) (907) ΒουλΣυμΠλημΚαβάλας 15/1997 (Υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατά το άρθρο 258 Π.Κ. και πλαστογραφία κατά το άρθρο 216 παρ. 1 Π.Κ. η θέση κατά μηχανικό τρόπο – δια σφραγίδος – υπογραφής Εισαγγελέα από δικαστικό υπάλληλο χωρίς σχετική εντολή. «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1997, σ. 688 – 691. (908) ΑΠ 1195/1994 («Πράξεις που βρίσκονται έξω από τον κύκλο των καθηκόντων ή της υπηρεσίας του υπαλλήλου και είναι ξένες προς αυτά δεν συνιστούν δωροδοκία, έστω και αν ο υπάλληλος τις επιχειρεί με την ευκαιρία της υπηρεσίας του ή με χρησιμοποίηση της υπηρεσιακής του ιδιότητας. Αν όμως οι ενέργειες του υπαλλήλου έγιναν στα πλαίσια των καθηκόντων ή της υπηρεσίας του και είναι προπαρασκευαστικές ή βοηθητικές άλλης πράξεως ή αποφάσεως που τελικά θα ενεργήσει ή θα λάβει άλλος υπάλληλος της υπηρεσίας του, αυτές συνιστούν το εν λόγω έγκλημα, είναι δε χωρίς σημασία η τυχόν υπάρχουσα διαίρεση της υπηρεσίας σε τμήματα…». Η καταδίκη του δωροδοκηθέντος υπαλλήλου δεν εξαρτάται «…από την δίωξη και την καταδίκη του δωροδοκήσαντος ή του αρμοδίου υπαλλήλου της υπηρεσίας του καταδικασθέντος για δωροληψία υπαλλήλου προς τον οποίο ο τελευταίος μεσολάβησε για την έκδοση της σχετικής διοικητικής πράξεως»). i) «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 1994, σ. 606 – 608. ii) «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 1994, σ. 991 – 993. (909) ΣυμβΠλημΑθηνών 5549/1995 (Παράλειψη θετικών ενεργειών εκ μέρους Δ.Υ. προς συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου συνιστά παράβαση καθήκοντος κατ’ άρθρο 259 Π.Κ.). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 1996, σ. 657 – 661 με Σχόλιο του Χρήστου Νικολαΐδη. (910) ΑΠ 2048/2007 Τμ. Ζ΄ Ποιν. (Η εκ μέρους Δ.Υ. «…εκβίαση αποτελεί ταυτοχρόνως και έγκλημα το οποίο στρέφεται κατά του Δημοσίου…»). «ΔΕΛΤΙΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 1741 – 1742. (911) ΣυμβΠλημΡόδου 160/2003 (Άρθρα 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 259 ΠΚ Άσκηση ποινικής διώξεως για παράβαση καθήκοντος. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτούνται: «α΄. Παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος το οποίο καθορίζεται είτε από το νόμο είτε την διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου. β΄. δόλος του δράστη που περιέχει τη θέληση ή την αποδοχή πα244


1.1.20. ραβάσεως του υπηρεσιακού καθήκοντος και γ΄ σκοπός του – άμεσος δόλος α΄ βαθμού επιδίωξη – να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή και ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή όποιον άλλον χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη του εν λόγω σκοπού»). «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ», 2004, σ. 840 – 841. (912) ΑΠ 1638/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Συμβ.) (Σύμφωνα με το άρθρο 259 ΠΚ «για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, δράστης του οποίου είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 α και 263 α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται: α΄. παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος το οποίο καθορίζεται με νόμο ή με διοικητική πράξη ή με ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, β΄. πρόθεση του δράστη, δηλαδή δόλος που περιέχει τη θέληση παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας και γ΄. σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή και ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του σκοπού αυτού. Εάν λείπει ο σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 288. (913) ΑΠ 1320/2001 Τμ. ΣΤ΄ (Από τη διάταξη του άρθρου 235 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του «εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας) απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. Α΄ και 263 α του ΠΚ, από μέρους του απαίτηση ή αποδοχή δώρων ή άλλων ανταλλαγμάτων που δεν δικαιούται ή αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή τέτοιων ωφελημάτων, για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, η οποία ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και ανάγεται στην υπηρεσία του ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 523 – 524. (914) ΑΠ 48/2002 Τμ. ΣΤ΄ (Διατάξεις των άρθρων 235 και 236 εδ. α΄ ΠΚ όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο πρώτο ΝΔ 1235/1972. «Για να συντελεσθεί το έγκλημα της ενεργητικής δωροδοκίας… αρκεί η προσφορά ή η υπόσχεση δώρων να γίνεται από οιονδήποτε προς υπάλληλο κατά την έννοια του άρθρου 13 α΄ ΠΚ και τα δώρα ή ανταλλάγματα να μην προσήκουν σ’ αυτόν και να δίδονται ή να υπάρχει απλή υπόσχεση ότι θα δοθούν για ενέργεια ή παράλειψή του, η οποία έχει τελειωθεί ή είναι μελλοντική και αντίκειται στα καθήκοντά του ή ανάγεται στην υπηρεσία του υπαλλήλου η οποία του έχει ανατεθεί με νόμο, υπηρεσιακό κανονισμό ή και διατάξεις και οδηγίες των προϊσταμένων του ή πηγάζει από την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 857. (915) ΑΠ 1311/2001 Τμ. Ε΄ (Άρθρα 242 και 27 ΠΚ. «Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας) απαιτείται όπως στο έγγραφο, το οποίο συντάχθηκε ή εκδόθηκε από υπάλληλο κατά την έννοια που δίνεται στον όρο υπάλληλος από το άρθρο 13 α΄ του ΠΚ, βεβαιώνεται από αυτόν με πρόθεση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και μέσα στα όρια της υπηρεσίας του ψευδές πραγματικό περιστατικό, δυνάμενο να έχει έννομες 245


1.1.20. συνέπειες με συνείδηση της αναληθείας αυτού του περιστατικού». Πρέπει να πρόκειται για έγγραφο που «προορίζεται για εξωτερική υπηρεσία» και όχι απλώς για έγγραφο «το οποίο αφορά μόνον την εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων σχέσεων»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 860. (916) ΣτΕ 1889/2001 Τμ. Γ΄ (Μετά την επιτυχή πάροδο του χρόνου αναστολής εκτελέσεως της ποινής για αδίκημα συνεπαγόμενο αυτοδικαία έκπτωση, όπως η πλαστογραφία, η Διοίκηση δεν δύναται να εκδώσει την διαπιστωτική πράξη αυτοδίκαιης λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως λόγω ποινικής καταδίκης, αφού η καταδίκη αυτή δεν υπάρχει πλέον βάσει του άρθρου 104 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικος). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1198 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 600 [Περίληψη της αποφάσεως]. (917) ΣτΕ 1595/2002 Τμ. Γ΄ (Παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος της αμερόληπτης βαθμολογήσεως και της εξασφαλίσεως της ίσης μεταχειρίσεως για όλους τους υποψηφίους γραπτού διαγωνισμού πληρώσεως θέσεων υπαλλήλων ΟΤΑ εκ μέρους του βαθμολογητή διαπιστωμένη με αμετάκλητη σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου συνεπάγεται έλεγχο της βαθμολογήσεως αυτής από τον ακυρωτικό δικαστή). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1161 [Περίληψη της αποφάσεως]. (918) ΑΠ 760/2004 Τμ. Ε΄ (Άρθρο 261 ΠΚ. Παρότρυνση υφισταμένων. «Η παρότρυνση συνίσταται στην ανεπιτυχή προσπάθεια του δράση υπαλλήλου να πεισθεί ο υφιστάμενος ή ο υπό τον υπηρεσιακό του έλεγχο τελών υπάλληλος, όπως διαπράξει κάποιο έγκλημα περί την υπηρεσία εκ των στα άρθρα 235 έως και 260 ΠΚ αναφερομένων. Δεν εξετάζεται ούτε η αποδοχή ή μη της παροτρύνσεως, ούτε η τυχόν υπάρχουσα βούληση του υφισταμένου να πραγματοποιήσει το συγκεκριμένο έγκλημα. Εάν όμως η προσπάθεια επέτυχε, τότε έχουμε ηθική αυτουργία στην τελεσθείσα πράξη και η εφαρμογή του άρθρου 261 ΠΚ αποκλείεται μόνον εάν ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης για την τελεσθείσα πράξη μεγαλύτερη από δύο έτη και όχι όταν προβλέπει ίση ή μικρότερη από την εν λόγω ποινή»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1560. (919) ΕΣ Ολ. Πρακτικό της 14ης Γενικής Συνεδριάσεως της 25.5.1998 («…η δικαστική απόφαση είναι απόφαση μόνον όταν εκτελείται». «…η μη συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις αμετάκλητες αποφάσεις των Δικαστηρίων… μπορεί να επιφέρει αστικές, πειθαρχικές και ποινικές ακόμη κυρώσεις κατά των αρμοδίων διοικητικών οργάνων…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ», 1998, σ. 571 – 572. (920) ΑΠ 1778/1993 Ολ. (Δωροδοκία υπαλλήλου Δ.Ο.Υ. «Το ουσιώδες είναι, για το αδίκημα της δωροδοκίας, το ότι ζήτησε και έλαβε το … ποσό για να προσδιορίσει μικρότερο ποσό φορολογητέας αξίας του ακινήτου, ώστε να προκύπτει ευνοϊκή διαφορά φόρου… χωρίς να ενδιαφέρει στην περίπτωση αυτή… η τυχόν ψευδής στο σημείο αυτό δήλωση του ‘υπαλλήλου’ … ή αν αυτούς σκοπούσε πράγματι να προβεί στην εν λόγω ενέργεια»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1994, σ. 241 – 243.

246


1.1.20. (921) ΑΠ 16/12/1994 Τμ. Ε΄ [Βούλευμα] (Άρθρο 64 παρ. 2 Κώδικος Ποινικής Δικονομίας ως προσετέθη με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 2145/1993. «Ο αμέσως ζημιωθείς από πράξη ή παράλειψη, χαρακτηριζόμενη ως ποινικό αδίκημα, δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στην προδικασία εις βάρος του δημοσίου υπαλλήλου προς υποστήριξη της κατηγορίας μόνον, αφού ο υπάλληλος δεν ευθύνεται προσωπικώς δια την προκληθείσα ζημία σε τρίτο». «Επί τελέσεως αδικήματος από δημόσιο υπάλληλο κατά την άσκηση της ανατεθειμένης εξουσίας, ο εκ του αδικήματος αμέσως ζημιωθείς, δικαιούται να ασκήσει και το ένδικον μέσον της αναιρέσεως κατά βουλευμάτων προς υπεράσπιση της κατηγορίας»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1995, σ. 594 – 596. (922) ΑΠ 153/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Κατά το άρθρο 235 ΠΚ για την διάπραξη του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας αποτελεί προϋπόθεση η ύπαρξη αρμοδιότητος του υπαλλήλου. Συνεπώς, πρέπει οι αποδιδόμενες στον υπάλληλο πράξεις να ανάγονται στον κύκλο των καθηκόντων του και των υπηρεσιακών του υποχρεώσεων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 1039 – 1041. (923) ΑΠ 203/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Με τον ισχύοντα από 4.6.1996 Ν. 2408/1996 όταν το όφελος ή η βλάβη λόγω ψευδούς βεβαιώσεως υπερβαίνουν το ποσό των 25 εκατ. δρχ. πρόκειται για κακούργημα και επιβάλλεται κάθειρξη. Χρειάζεται έλεγχος από τα δικαστήρια της ουσίας για να προσδιορισθεί αν υπάρχει ή όχι υπέρβαση του ποσού αυτού, ούτως ώστε αντιστοίχως να χαρακτηρισθεί η πράξη αυτή ως κακούργημα ή πλημμέλημα. Αν ο κατά τα ανωτέρω έλεγχος δεν έχει γίνει από το δικαστήριο της ουσίας η απόφασή του αναιρείται λόγω ελλείψεως νομίμου βάσεως, αφού παρεβιάσθη εκ πλαγίου η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 3 ΠΚ ως ετροποποιήθη με την διάταξη του άρθρου 1, παρ. 7 εδ. β΄ του Ν. 2408/1996). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 1158 – 1160. (924) ΑΠ 418/1997 Τμ. Ε΄ [Βούλευμα] (Η «… διάταξη του άρθρου 390 του ΠΚ για την κοινή απιστία είναι γενική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 256 του ίδιου Κώδικα, που έχει ειδικό χαρακτήρα». Σύμφωνα με την ειδική διάταξη του άρθρου 256 ΠΚ η εκ μέρους του υπαλλήλου ζημιογόνος για την δημόσια, δημοτική ή κοινοτική περιουσία δράση πρέπει να αφορά «… τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή διαχείριση φόρων, δασμών ή τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων». «Οι άλλου είδους διαχειριστικές πράξεις μπορεί να υπαχθούν στη διάταξη του άρθρου 390 του ΠΚ για την κοινή απιστία…». Η αντικειμενική υπόσταση του κατά το άρθρο 256 ΠΚ εγκλήματος της απιστίας είναι εντελώς διάφορος της αντικειμενικής υποστάσεως του κατά το άρθρο 386 ΠΚ εγκλήματος της απάτης η οποία «… συνίσταται στην παραπλάνηση του παθόντος σε περιουσιακή διάθεση με παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με αθέμιτη απόκρυψη αληθινών, από την οποία προκύπτει ζημία αυτού και παράνομη ωφέλεια του δράση ή τρίτου»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 98 – 99. (925) ΑΠ 6/1998 Ολ. (Η δωροληψία από υπάλληλο συνιστά παθητική δωροδοκία κατά το άρθρο 235 ΠΚ. Γεγονότα τα οποία προανακριτικώς έχει καταθέσει ο υπάλληλος έχει υποχρέωση να καταθέσει και ενώπιον Δικαστηρίου σε διεξαγόμενη δίκη στα πλαίσια των υπηρεσιακών καθηκόντων του και όχι απλώς στα πλαίσια του γενικού καθήκοντος μαρτυρίας το οποίο έ247


1.1.20. χει κάθε πολίτης). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1106 – 1110. (926) ΑΠ 1073/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Σύμφωνα με το άρθρο 259 ΠΚ για την στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της παραβάσεως καθήκοντος «…απαιτούνται: 1) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται από το νόμο ή τη διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, 2) δόλος του δράστη, που περιέχει τη θέληση παράβασης του υπηρεσιακού καθήκοντος και, 3) παράνομη ωφέλεια ή βλάβη του κράτους ή κάποιου άλλου, χωρίς να προαπαιτείται και η επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Η σκοπουμένη δε παράνομη ωφέλεια ή η βλάβη μπορεί να είναι είτε υλική είτε ηθική. Το υπηρεσιακό καθήκον του εξεταστή – βαθμολογητή σε διαγωνισμό προσλήψεως υπαλλήλων συνίσταται «… στην κατά τρόπο ακριβοδίκαιο, αντικειμενικό, αμερόληπτο, καλόπιστο και ισότιμο αξιολόγηση – βαθμολόγηση των γραπτών των διαγωνιζομένων…»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 295 – 299. (927) ΑΠ 1991/1999 Τμ. Ε΄ (Κατάρτιση από υπάλληλο πλαστής βεβαιώσεως ιστορικού νοσηλείας σε κρατικό νοσηλευτήριο για να λάβει αναρρωτική άδεια από την Υπηρεσία του συνιστά το κατά το άρθρο 217 ΠΚ έγκλημα της πλαστογραφίας πιστοποιητικών). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σελ. 540 – 542. (928) ΑΠ 1780/2002 Τμ. Β΄ Διακ. («… από τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ συνάγεται ότι το σε αυτό περιγραφόμενο έγκλημα της παράβασης καθήκοντος προσβάλλει το έννομο αγαθό της ακεραίας και κανονικής διεξαγωγής της υπηρεσίας, δημοσίας, δημοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου». «… αρκεί για την πραγμάτωση του εν λόγω εγκλήματος η παράβαση των καθηκόντων του δράστη προς το σκοπό οφέλους ή βλάβης, ανεξαρτήτως του αν επετεύχθη αυτός, δεν απαιτείται για την νομιμοποίηση του Δημοσίου, ως πολιτικώς ενάγοντος και διώκοντος χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη εκ του εγκλήματος αυτού και η επέλευση της σκοπουμένης από τον δράστη περιουσιακής ζημίας του». Αποτελεί παράβαση καθήκοντος κατά την ποινική νομοθεσία η αδράνεια υπαλλήλου Δ.Ο.Υ με στόχο την παρέλευση χρόνου προς συμπλήρωση 20ετούς νομής εκ μέρους του ενδιαφερομένου ιδιώτη). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 293 – 294. ii) «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 2003, σ. 692 – 699. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2003, σ. 2466 – 2467 [Περίληψη της αποφάσεως]. (929) ΑΠ 1526/2002 Τμ. ΣΤ΄ («… για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης – διανοητικής πλαστογραφίας – απαιτείται όπως στο έγγραφο, το οποίο συντάχθηκε ή εκδόθηκε από υπάλληλο κατά την έννοια που δίνεται στον όρο υπάλληλος από το άρθρο 13 α του ΠΚ, βεβαιώνεται από αυτόν με πρόθεση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και μέσα στα όρια της υπηρεσίας του ψευδές πραγματικό περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες με συνείδηση της αναληθείας αυτού του περιστατικού. Για τη συγκρότηση της έννοιας αυτής της πράξης … δεν αποτελεί προϋπόθεση η εγκυρότητα του εγγράφου …ούτε η καθ’ ολοκληρία συμπλήρωση και αποπεράτωσή του. Το έγκλημα πραγματώνεται και στην περίπτωση που προσαπαιτείται για την ολοκλήρωση του εγγράφου η προσυπογραφή του από άλλα πρόσωπα εκτός του υπαλλήλου που το εξέδωσε»). 248


1.1.20. «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 517 – 519. (930) ΣτΕ 2284/2002 Τμ. Γ΄ (Κατά τον Ν. 1256/1982 η παράνομη κατοχή δευτέρας θέσεως στο Δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο του Δημοσίου Τομέα αποτελεί το πειθαρχικό και ποινικό αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 1750 [Περίληψη της αποφάσεως]. (931) Τρ.Πλημ.Σπάρτης 354, 367/2006 (Η διάταξη του άρθρου 235 ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του Ν. 2502/2000 με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας δημοσίων υπαλλήλων των Κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως «προστατεύει αποκλειστικά το γενικό συμφέρον του Κράτους για την έννομη, καθαρή και ακέραιη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών του και όχι και τον τρίτο από τον οποίο απαιτούνται τα δώρα ή τα άλλα ανταλλάγματα ή υπόσχεται ή δίδει αυτά στον υπάλληλο, ο οποίος μάλιστα τιμωρείται κατά το άρθρο 236 του ΠΚ». Συνεπώς, όταν κατηγορείται υπάλληλος βάσει του άρθρου 235 ΠΚ ο κατά τα ανωτέρω τρίτος δεν έχει δικαίωμα παραστάσεως ως πολιτικώς ενάγων κατά του διωκομένου για την δωροδοκία υπαλλήλου ή κατά του αστικώς υπευθύνου Ελληνικού Δημοσίου). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2007, σ. 725 – 728. (932) ΑΠ 680/1995 («…υφίσταται πραγματική συρροή μεταξύ των εγκλημάτων της απιστίας περί την υπηρεσία, της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, της πλαστογραφίας και αν ακόμη αυτή έγινε προς συγκάλυψη προηγηθείσας υπεξαίρεσης, ως και της ψευδούς βεβαιώσεως»). «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 1995, σ. 1253 – 1256. (933) ΑΠ 337/1996 (Προκήρυξη πληρώσεως θέσεως επιστημονικού προσωπικού με επιλογή. Υποβολή 31 υποψηφιοτήτων για την ως άνω θέση, μεταξύ των οποίων και κατόχου διδακτορικού, με επιστημονικές ανακοινώσεις και εμπειρία. Επιλογή υποψηφίου μόλις αποφοιτήσαντος από το Πανεπιστήμιο συνιστά υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας των μελών της τριμελούς επιτροπής αξιολογήσεως και παράβαση καθήκοντος κατά τα άρθρα 45, 263 α και 259 ΠΚ από όλα τα μέλη της, αφού η κρίση τους ήταν ομόφωνη με αποτέλεσμα να επιβληθεί στο καθένα ποινή φυλακίσεως 5 μηνών με τριετή αναστολή). «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 1996, σ. 1684 – 1688. (934) ΑΠ 64/1998 σε Συμβούλιο («Η πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα …συρρέει με την πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως και αν ακόμη τελέστηκε για την συγκάλυψη της υπεξαίρεσης». Η τριπλότυπη απόδειξη που εκδίδεται από υπάλληλο νοσηλευτικού ιδρύματος ΝΠΔΔ για την καταβολή νοσηλίων ή εξόδων ιατρικής εξετάσεως είναι δημόσιο έγγραφο και όχι έγγραφο εσωτερικής απλώς υπηρεσίας»). «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 1998, σ. 735 – 736. (935) ΠλημΒόλου 4338/1999 [Απόφ.] (Παράβαση καθήκοντος. «…ενόψει της διαλαμβανομένης… [στο άρθρο 259 ΠΚ] … ρήτρας απολύτου επικουρικότητος – μοναδικής στον Κώδικα αυτό – και η οποία διατυπώνεται, με την φράση ‘εάν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται από άλλη ποινική διάταξη’ 249


1.1.20. και της μη προβλέψεως ποινικών κυρώσεων αλλά μόνον πειθαρχικών, στις διατάξεις που απαγορεύουν στους ιατρούς του ΕΣΥ να διατηρούν ιδιωτικό ιατρείο λόγω πλήρους και αποκλειστικής απασχολήσεως στο νοσηλευτικό ίδρυμα που υπηρετούν, συνάγεται ότι πραγματώθηκε η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραβάσεως καθήκοντος κατά το ανωτέρω άρθρο 259 ΠΚ στην περίπτωση Διευθυντού μαιευτικής και γυναικολογικής κλινικής νοσηλευτικού ιδρύματος του ΕΣΥ, ο οποίος όπως διαπιστώθηκε από νομότυπη κατ’ οίκον έρευνα με παρουσία Δικαστικού Λειτουργού διατηρούσε πλήρως εξοπλισμένο γυναικολογικό ιατρείο με συνεχείς επισκέψεις γυναικών προς εξέταση). «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 1999, σ. 852 – 853. (936) ΑΠ 1593/1998 (Απιστία περί την υπηρεσία κατά το άρθρο 259 ΠΚ. «Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια [πράξη ή παράλειψη] του υπαιτίου, κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή την διαχείριση φόρων, δασμών κ.τ.λ. που συνεπάγεται ελάττωση της διαπιστευμένης σ’ αυτόν περιουσίας προς όφελος του ίδιου ή άλλου. Υποκειμενικώς απαιτείται άμεσος δόλος ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι η επιχειρούμενη πράξη ή παράλειψη είναι επιζήμια για την περιουσία που διαχειρίζεται και τη θέληση αυτού να ζημιώσει αυτήν, μη αρκούντος ενδεχομένου δόλου, άρθρο 27 παρ. 2 ΠΚ»). «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 1999, σ. 918 – 920. (937) ΑΠ 200/2000 (Άρθρο 259 ΠΚ «…για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. Α΄ του …[ΠΚ]… απαιτούνται: α) παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται από το νόμο ή την διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου και β) δόλος του δράστη, που περιέχει την θέληση της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας και σκοπός του να προσπορίσει στον εαυτόν του, ή σε άλλον, παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια, ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Για να συντρέχει δε ο σκοπός αυτός πρέπει όχι μόνον η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του όπως αναπτύσσεται να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του…». «Έτσι μεταξύ της πράξεως και του σκοπού οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει τέτοια, αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος να είναι είτε ο αποκλειστικός τρόπος, είτε πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπουμένου οφέλους ή της βλάβης»). «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 2000, σ. 588 – 590. (938) ΑΠ 15/2002 (Το έγκλημα της δωροδοκίας για νόμιμες πράξεις, κατά παραβίαση του άρθρου 235 ΠΚ, διέπραξε διευθυντής κλινικής νοσηλευτικού ιδρύματος του Ε.Σ.Υ., ο οποίος χωρίς να έχει δικαίωμα να λάβει πρόσθετη αμοιβή, εζήτησε από προσελθόντα στα εξωτερικά ιατρεία πολίτη το ποσό των 20.000 δρχ. προκειμένου αυτός να νοσηλευθεί, αφού ως ασφαλισμένος του Ι.Κ.Α. είχε πλήρη κάλυψη για την σχετική δαπάνη). «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 2002, σ. 817. (939) ΑΠ 1270/2003 («Για την ολοκλήρωση του εγκλήματος του αρ. 259 του ΠΚ δεν απαιτείται να πραγματοποιηθεί η επιδιωκόμενη παράνομη ωφέλεια ή βλάβη. Ενώ αν η παράβαση καθήκο250


1.1.20. ντος έγινε για άλλο σκοπό ή με κανένα σκοπό ή η ωφέλεια ή η βλάβη επέρχεται ως συμπτωματική συνέπεια της παράβασης, τότε το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος δεν στοιχειοθετείται. Τέτοιο παράνομο όφελος κατά την έννοια του αρ. 259 του ΠΚ είναι κάθε όφελος το οποίο επιδιώκεται με παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος πρόσφορη να οδηγήσει στην πραγμάτωσή του και το οποίο ως εκ τούτου θίγει την υπηρεσιακή χρηστότητα και καθαρότητα έστω και αν καθ’ εαυτό δεν θεωρείται παράνομο»). «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 2004, σ. 697 – 703 με εκτενές Σχόλιο του Αθανασίου Αναγνωστοπούλου. (940) ΑΠ 1526/2006 (Δημόσιοι υπάλληλοι μέλη του Δ.Σ. της ‘Δημόσιας Επιχείρησης Κινητών Αξιών Δ.Ε.Κ.Α. Α.Ε.’, μαζί με τα λοιπά μέλη του Δ.Σ., διώκονται ποινικώς βάσει του άρθρου 256 ΠΚ περί απιστίας στην υπηρεσία και όχι του άρθρου 390 ΠΚ περί απιστίας, αφού η ελάττωση της περιουσίας της εταιρείας αυτής δεν συνιστά ελάττωση ιδιωτικής περιουσίας, αλλά κρατικής περιουσίας «…η οποία τυπικά μπορεί να ανήκει στο νομικό αυτό πρόσωπο, πράγματι όμως πρόκειται για περιουσία του Δημοσίου…»). «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 2007, σ. 711 – 713. (941) ΑΠ 56/1998 Τμ.ΣΤ΄ [σε Συμβούλιο) (Άρθρο 258 ΠΚ. Μορφές υπεξαιρέσεως από υπάλληλο. «Προβλέπεται αρχικώς η απλή υπεξαίρεση στην υπηρεσία, έπεται η αυτή πράξη, αφού αξιολογηθεί το αντικείμενο ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και τελευταία προβλέπεται υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος αν ο υπάλληλος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα. Ο τριπλός αυτός διαχωρισμός αποσκοπεί στη διάφορη ποινική μεταχείριση, αναλόγως του περιεχομένου του τελεσθέντος αδικήματος. Εφόσον κριθεί ότι ο δράστης έχει τελέσει το έγκλημα της τρίτης μορφής, ήτοι με τη χρήση ιδιαιτέρων τεχνασμάτων, το οποίον είναι αυτοτελές και διακεκριμένο των άλλων δύο μορφών, δεν υπάρχει δυνατότητα συρροής με το στοιχείο α΄ ή β΄ του αυτού άρθρου 258 ΠΚ». «Δεν αποκλείεται τα ιδιαίτερα τεχνάσματα να συνιστούν ιδιαίτερο και αυτοτελές έγκλημα. Αυτό θα συμβεί, οσάκις το δεύτερο έγκλημα προσβάλλει άλλο έννομο αγαθό, κάθε δε ένα έγκλημα διαχωρίζεται εννοιολογικώς και η αντικειμενική του υπόσταση δεν καλύπτεται από το άλλο, το οποίο διαφοροποιείται, αφού η απαξία του δεν ταυτίζεται προς το συγχρόνως τελούμενο έγκλημα και έτσι υπάρχει αληθής πραγματική συρροή»). i) «ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 995 – 998. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 858 – 861. (942) ΑΠ 185/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 235 ΠΚ. «…για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας [δωροληψίας] απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α΄ και 263 Α εδ. α΄ του ΠΚ, από μέρους του απαίτηση ή αποδοχή δώρων ή άλλων ανταλλαγμάτων που δεν δικαιούται ή αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή τέτοιων ωφελημάτων για ενέργεια ή παράλειψή του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, η οποία ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητός του και ανάγεται στην υπηρεσία του ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από τον νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, τις διατάξεις και τις οδηγίες των προϊσταμένων του, την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του, ΑΠ Ολ. 6/1998, ΑΠ Ολ. 1778/1993». Η αναγραφή στην αρχή του σκεπτικού και στο διατακτικό της καταδικαστικής αποφάσεως ότι ο κατηγορούμενος υπάλληλος του Σ.Δ.Ο.Ε. κατά τον φορολογικό έλεγχο καταστήματος απαίτησε και δέχθηκε εκτός από τα δώρα και «άλλα ανταλλάγματα» δίχως αυτά τα άλλα ανταλλάγματα να προσδιορίζονται δεν αποτελεί πλημμέλεια της ως άνω αποφάσεως, αφού 251


1.1.20. η αξιόποινη πράξη «…συγκεκριμενοποιείται με τα εκτιθέμενα στην απόφαση πραγματικά περιστατικά», ήτοι ότι ο ανωτέρω υπάλληλος, αφού κατά τον φορολογικό έλεγχο του καταστήματος αυτού ανεύρε βιβλία μη προβλεπόμενα από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, απαίτησε για την συγκάλυψη του θέματος 2 εκατ. δρχ. και χρυσά κοσμήματα αξίας 350 χιλιάδων δρχ., ενώ υπέπεσε και στο αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας προσφέροντας 1,5 εκατ. δρχ. στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν, χωρίς, όμως, αυτοί να δεχθούν την προσφορά του με αποτέλεσμα την καταδίκη του σε φυλάκιση 4 ετών συνολικά για την παθητική και την ενεργητική δωροδοκία). «ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 805 – 806. (943) ΤρΠλημΚερκύρας 2884/2000 (Ποινικώς καταδικαστέοι για παράβαση καθήκοντος υπάλληλοι αρμόδιοι για έγκριση πτυχιούχους ΑΕΙ, δεν ενέκριναν τις άδειες που εζητούντο από τεχνολόγους μηχανικούς αποφοίτους ΤΕΙ). i) «ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 122 – 124. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2001, σ. 2122 – 2123. [Περίληψη της αποφάσεως]. (944) ΑΠ 1569/2001 (Παθητική δωροδοκία κατ’ άρθρο 235 ΠΚ. Παρέβη το καθήκον του υπάλληλος ασφαλιστικού ταμείου λαβών 1,7 εκατ. δρχ. για να ρυθμίσει ευνοϊκά υπόθεση οφειλέτου του ταμείου αυτού). i) «ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 221. [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2002, σ. 2321. [Περίληψη της αποφάσεως]. (945) ΑΠ 777/2003 (Ορθώς καταδικάσθηκε Προϊσταμένη Διευθύνσεως Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας κατ’ εξακολούθηση κατ’ άρθρο 235 ΠΚ στην οποία εργολάβος οικοδομών υποχρεώθηκε να δώσει 2.347 ευρώ συνολικά για να μην ανακληθεί οικοδομική άδεια κατασκευής πολυκατοικίας σε οικόπεδο το οποίο ο οικείος Δήμος προόριζε για άλλο σκοπό). «ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1143 [Περίληψη της αποφάσεως]. (946) ΑΠ 1340/2005 Τμ.Ε΄ (Άρθρα 254, 259 ΠΚ & 82 παρ. 1, 2 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Ορθώς καταδικάσθηκε υπάλληλος Διευθύνσεως Γεωργίας ο οποίος ως «πολίτης – ιδιώτης» είχε υποβάλει αίτηση στην Υπηρεσία του για θέμα σχετικό με διεκδίκηση κλήρου σε αγροτική περιφέρεια και στη συνέχεια χειρίσθηκε την υπόθεση ως εισηγητής, χωρίς να ενημερώσει σχετικώς τους προϊσταμένους του και ορθώς, το Εφετείο εθεώρησε την πράξη του ως αποσιώπηση λόγου εξαιρέσεως κατά άρθρο 254 ΠΚ, ενώ αρχικά το Τριμελές Πλημμελειοδικείο είχε δεχθεί ότι επρόκειτο περί παραβάσεως καθήκοντος κατά άρθρο 259 ΠΚ). «ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 718 – 720. (947) ΑΠ 675/2007 (Άρθρα 13 εδ. στ΄, 235, 263Α ΠΚ & 139, 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄, Ε΄, Κ Ποιν. Δ. Προκειμένου να είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος από τον Άρειο Πάγο καταδικαστικής αποφάσεως για παθητική δωροδοκία πρέπει στο αιτιολογικό της να προσδιορίζεται σαφώς ότι επρόκειτο για πράξη εναγομένη στα υπηρεσιακά καθήκοντα του καταδικασθέντος, χωρίς ασαφείς και αντιφατικές αναφορές στο σκεπτικό της σχετικά με τις πραγματικές αρμοδιότητες του υπαλλήλου και την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε. Συνεπώς, η α252


1.1.20.

1.1.21.1.

νωτέρω απόφαση, ως μη δυναμένη να ελεγχθεί αναιρετικώς στερείται νομίμου βάσεως). «ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1109 [Περίληψη της αποφάσεως]. (948) ΑΠ Συμβ. 57/2009 (Παράβαση καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση αποτελεί η εκ μέρους Προϊσταμένου Παραρτήματος ΙΚΑ έκδοση χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής με την ιδιότητα εκδότη, ελεγκτή και ταμία, χωρίς πλήρη έλεγχο των ασφαλιστικών βιβλιαρίων για την διαπίστωση της υπάρξεως των αναγκαίων προϋποθέσεων καταβολής επιδομάτων κυοφορίας και τοκετού). i) «ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 918 – 919. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2009, σ. 2600 [Περίληψη της αποφάσεως]. (949) ΑΠ 2129/2009 Τμ. ΣΤ΄ [Ποινικό] (Το άρθρο 379 ΠΚ «…θεσπίζον την εξάλειψη του αξιοποίνου σε περίπτωση αποδόσεως του κλαπέντος ή του ιδιοποιηθέντος πράγματος ή εντελούς ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος, έχει εφαρμογή, κατά την αληθινή έννοιά του, μόνο σε περίπτωση κλοπής ή υπεξαιρέσεως [άρθρα 372 και 375 ΠΚ] και όχι και σε εκείνη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία [άρθρο 258 ΠΚ]»). «ΠΡΑΞΗ & ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 735 – 738. (950) ΠλημΑγρινίου [Συμβ]169/1999 (Δεν αποτελεί παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος δασάρχη η μη έκδοση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής από έκταση όταν αμφισβητείται η οριοθέτηση μεταξύ ιδιωτικής εκτάσεως και δασικής εκτάσεως). «ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ», 2002, σ. 334 – 339 με εκτενές Σχόλιο της Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι. §§§§§§§§§§ 1.1.21. ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ Δ.Υ.(ΕΣΔΑ κ.λπ.) 1.1.21.1. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ (951) ΕΣ 1508/2004 (Ι Τμ.) (Το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ «…αναγνωρίζει στον συνταξιούχο την απαίτηση για την καταβολή της ήδη κανονισθείσας σύνταξής του στο ακέραιο, δεν αποκλείει όμως τη δυνατότητα του νομοθέτη να θεσπίσει προσωρινούς περιορισμούς οι οποίοι συναρτώνται με την παράλληλη κατοχή… και δεύτερης θέσης στο δημόσιο τομέα, οι δεν περιορισμοί αυτοί, οι οποίοι επιβάλλονται για λόγους δημόσιας ωφελείας – περιορισμό της πολυθεσίας στο δημόσιο τομέα – δεν συνιστούν στέρηση της σύνταξής του αλλά ρύθμιση του τρόπου υπολογισμού της»). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2005, σ. 233 – 236. (952) ΕΣ 28/1994 Κλιμάκιο Α΄ (Περιορισμός του ύψους συντάξεως παρεχομένης από το Δημόσιο είναι δυνατός, αφού το δικαίωμα στη σύνταξη είναι ενοχικό και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, ενώ η προστατευτική των περιουσιακών δικαιωμάτων διάταξη του άρθρου 1 εδ. α΄ του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν δύναται να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση αυτή ως αντίθετη προς τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου του Συντάγματος. Συνεπώς, ο κοινός νομοθέτης έχει την εξουσία να περιορίζει το ύψος συντάξεως παρεχομέ253


1.1.21.1. νης από το Δημόσιο επικαλούμενος λόγους γενικοτέρου κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 1994, σ. 439 – 441. (953) ΣτΕ 495/1993 Τμ.Γ΄ (Η μη χορήγηση εκπαιδευτικής αδείας άνευ αποδοχών δεν αντίκειται στα άρθρα 8 και 12 της ΕΣΔΑ περί προστασίας των θεσμών του γάμου και της οικογενείας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 718 [Περίληψη της αποφάσεως]. (954) ΔΕφΑθ 954/1999 (Άκυρες ως μη νόμιμες οι πράξεις μη χορηγήσεως μισθολογικών κλιμακίων σε υπάλληλο βραβευθέντα για μελέτες του κατόπιν σχετικής προκηρύξεως διαγωνισμού του Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως. Η εκ των υστέρων βάσει των άρθρων 23 παρ. 2 του Ν. 2085/1992 και 31 του Ν. 2470/1997 μη χορήγηση των ανωτέρω μισθολογικών κλιμακίων προβλεπομένων από την διάταξη του άρθρου 83 παρ. 5 του Ν. 1892/1990 πλήττει «…κεκτημένο δικαίωμα…» συνδεόμενο με «…αντικείμενο ιδίας εργασίας που βραβεύτηκε…». Συνεπώς, παραβιάζεται το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου βάσει του οποίου προστατεύονται τα «περιουσιακής φύσεως» δικαιώματα και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 923 – 925. (955) ΣτΕ 1482/2002 Τμ. Γ΄ (Δεν γεννάται αμφισβήτηση για δικαίωμα αστικής φύσεως κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ λόγω ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά απορριπτικής πράξεως υπουργού επί αιτήματος υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών για κατάταξη σε μισθολογικά κλιμάκια ανώτερης κατηγορίας, αφού πρόκειται για διαφορά σχετικά με θέμα υπηρεσιακής καταστάσεως δημοσίων υπαλλήλων ασκούντων δημοσία εξουσία και καθήκοντα συνδεόμενα με την διασφάλιση των γενικών συμφερόντων του Κράτους). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1104 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ. Βλ και κατωτέρω (αρ.968) απόφαση ΕΔΔΑ της 19ης Απριλίου 2007, “Eskelinen/Φινλανδία” (νομολογιακή μεταστροφή). (956) ΣτΕ 1768/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Διετής παραγραφή αξιώσεων υπαλλήλων ΝΠΔΔ έναντι αυτών βάσει του άρθρου 48 παρ. 3 του ΝΔ 496/1974. Πενταετής παραγραφή αξιώσεων ΝΠΔΔ έναντι των υπαλλήλων τους βάσει του άρθρου 44 παρ. 1 του ΝΔ 496/1974. Η πρόβλεψη συντομοτέρου χρόνου παραγραφής για τις αξιώσεις των υπαλλήλων έναντι αυτών δεν προσκρούει στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ «…διότι η παραγραφή εφ’ όσον δεν θεσπίζεται αναδρομικώς δεν προσκρούει στην προστασία της περιουσίας πρβλ. ΑΠ 11/2003 ολομ. ούτε και στο δικαίωμα της δίκαιης δίκης πρβλ. ΑΠ 11/2003 ολομ. ΣτΕ 3561/2003»). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1214 – 1216. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2006, σ. 493 – 496. (957) ΑΠ 588/2007 Τμ. Β2 (Άρθρο 9 παρ. 3 Ν. 2362/1995. Η θέσπιση συντομοτέρου χρόνου παραγραφής – διετία – για τις αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου εναντίον του από ότι αντιστρόφως δεν προσκρούει στα άρθρα 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου αυτής 254


1.1.21.1. αυτής και στο άρθρο 2 παρ. 3ο του Ν. 2461/1997 με τον οποίο κυρώθηκε το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1071. (958) ΣτΕ 3487/2008 Ολ. (Δεν αντιβαίνει στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ συνταξιοδοτική ρύθμιση του εθνικού νομοθέτη η οποία δεν διασφαλίζει ορισμένο ποσό βάσει του δικαιώματος συντάξεως του δημοσίου υπαλλήλου, όταν «…ο νομοθέτης απέβλεψε στην ανατροπή των δυσμενών επιπτώσεων στα οικονομικά…» των συνταξιοδοτικών ταμείων. Συνεπώς, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα εμπίπτει στην έννοια του περιουσιακού δικαιώματος κατά την διάταξη του ανωτέρω άρθρου 1 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ «…δεν προστατεύεται όμως ως δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ποσού, δεδομένης της αναδιανεμητικής φυσιογνωμίας του συστήματος…» συνταξιοδοτήσεως των Δ.Υ.). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009 σ. 131 – 145. (959) ΣτΕ 3971/2003 Τμ. Γ΄ («… από το συνδυασμό των …διατάξεων του Ν.Δ. 343/1969 ερμηνευομένων κατά τρόπο σύμφωνο προς το Σύνταγμα – βλ. άρθρο 20 – και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – βλ. άρθρο 6 –, συνάγεται ότι η κλήση του πειθαρχικώς διωκομένου για παράσταση και απολογία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου …πρέπει να χωρεί στο τέλος της όλης πειθαρχικής διαδικασίας…»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2005, σ. 605 – 607. (960) ΔΕφΑθ 811/1999 (Παροχή βάσει του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν. 287/1976 οικονομικού κινήτρου για να υπηρετήσουν δημόσιοι υπάλληλοι σε παραμεθόριες περιοχές. Παραχώρηση εκ μέρους της Πολιτείας αυτού του οικονομικού κινήτρου σταθερώς επί εικοσαετία «εκ λόγων, προφανώς, εθνικών για ειδική ενίσχυση των παραμεθορίων περιοχών». Μη υπολογισμός αυτού του οικονομικού κινήτρου κατά την νέα μισθολογική κατάταξη βάσει του Ν. 2470/1997 αντίκειται στο άρθρο 1 του πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περί προστασίας της περιουσίας του προσώπου. «Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» κατά τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα»). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 732 - 733. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1140 – 1142. (961) ΣτΕ 3880/2002 Τμ. Δ΄ (Δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 14 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ η άρνηση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου νοσηλευτικού ιδρύματος του ΕΣΥ να επιτρέψει σε υπηρετούντα σε αυτό ιατρό να παραχωρήσει συνέντευξη κατά την διάρκεια του ωραρίου εργασίας σε δημοσιογράφο ο οποίος δεν είχε «αναγγείλει την πρόθεσή του και το θέμα της συνεντεύξεως σε εύλογο χρόνο πριν την επί τόπου μετάβασή του»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 1987 – 1989. §§§§§§§§§§

255


1.1.21.2. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΔΔΑ) (962) Απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 1998, Υπόθ. “Ahmed/Ηνωμένο Βασίλειο” (Άρθρα 3, 10, 11 ΕΣΔΑ. Όταν πρόκειται για υπαλλήλους Ο.Τ.Α. τα σχετικά δικαιώματα υπόκεινται σε σιωπηρούς περιορισμούς για να διασφαλίζεται η πολιτική ουδετερότητα. Επίκληση της εννοίας της αποτελεσματικής πολιτικής δημοκρατίας στα πλαίσια του «Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης». Η αποτελεσματική λειτουργία της πολιτικής δημοκρατίας στο τοπικό επίπεδο αναδεικνύεται σε «δικαίωμα» των πολιτών και των εκλεγμένων μελών των δημοτικών συμβουλίων δυνάμενο να θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εκφράσεως υπαλλήλων Ο.Τ.Α.). «ΔΙΚΗ, 1999, σ. 1115 – 1117 με Σχόλιο των Ηλ. Καστανά και Γ. Κτιστάκη, με τίτλο “Το δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή των δημοσίων υπαλλήλων”». (963) Απόφαση της 27.5.2004, Υπόθ. “Ρίζος & Ντάσκας” («…τα όρια της αποδεκτής κριτικής είναι δυνατόν σε ορισμένες περιπτώσεις να είναι ευρύτερα για τους δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους από τα όρια εκείνα που υπάρχουν για τους απλούς ιδιώτες» όταν ο τύπος και τα μέσα ενημερώσεως και επικοινωνιών επιτελούν το έργο τους. Πάντως «οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει, προκειμένου να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους, να απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του κοινού χωρίς άδικες ενοχλήσεις και κατά συνέπεια είναι δυνατόν να αποδειχθεί αναγκαία η προστασία τους από προσβλητικές προφορικές επιθέσεις όταν εκτελούν την υπηρεσία τους…»). «ΔΙΚΗ», 2009, σ. 695 – 700 με Σχόλιο του Κ. Μπέη σ. 705 – 707. (964) Απόφαση της 27.10.2006, Υπόθ. “Kanayev”, Προσφυγή αρ. 43726/02 (Διαφορές μεταξύ του Κράτους και υπαλλήλων του οι οποίοι ασκούν δημοσία εξουσία δεν είναι διαφορές «αστικής φύσεως» και ως εκ τούτου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Όμως διετής καθυστέρηση ικανοποιήσεως οικονομικής απαιτήσεως λόγο ελλείψεως κονδυλίων στον κρατικό προϋπολογισμό δεν είναι δικαιολογημένη και συνιστά παραβίαση του άρθρου 1 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 926 [Περίληψη της αποφάσεως]. (965) Απόφαση της 12.2.2008, Ολ., Υπόθ. “Guja”, Προσφυγή αρ. 14277/04 (Παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ αποτελεί η απόλυση δημοσίου υπαλλήλου ο οποίος παρέδωσε σε εφημερίδα αντίγραφα, μη χαρακτηρισθέντων ως «εμπιστευτικών», εγγράφων αναφερομένων σε παράνομες συμπεριφορές κρατικών οργάνων, αφού αυτός ενήργησε καλοπίστως προκειμένου να συμβάλει στην προσπάθεια κατά της διαφθοράς των δημοσίων υπηρεσιών). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 938 – 939 [Περίληψη της αποφάσεως]. (966) Απόφαση της 12.4.2006 Ολ. (Grande Chambre), Υπόθ. “Martinie”, Προσφυγή αρ. 58675/00 (Η εκ μέρους δημοσίου υπολόγου καταβολή χρηματικών ποσών στο προσωπικό «κέντρου» εξηρτημένου από σχολείο, τον προϋπολογισμό του οποίου εβάρυνε, δεν συνιστά συμμετοχή στην άσκηση δημοσίας εξουσίας και κατά συνέπεια ο καταλογισμός εις βάρος του υπολόγου αυτού γεννά διαφορά εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Η σε εθνικό επίπεδο εκδίκαση της ως άνω υποθέσεως από το αρμόδιο δημοσιονομικό δικαστήριο σε διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών και με την παρουσία Γενικού Επιτρόπου την εισήγηση του οποίου δεν αντέκρουσε ο υπόλογος συνιστά παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ). 256


1.1.21.2. «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 963 – 964 [Περίληψη της αποφάσεως]. (967) Απόφαση της 25.6.2009, Υπόθ. “Ζουμπουλίδης”, Προσφυγή αρ. 36963/06 («…μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν είναι δυνατόν να αφομοιωθεί ολοκληρωτικά σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον…», ούτως ώστε σε συγκεκριμένη περίπτωση να δικαιολογείται παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη και ως εκ τούτου και των δικαιωμάτων του υπαλλήλου). i) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 374 – 381. ii) «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 883 – 890. Σημ. Βλ. κατωτέρω ΑΡΘΡΑ: ΠΕΤΡΟΓΛΟΥ (Αθ.), “Το ανίσχυρο των προνομίων υπέρ του Δημοσίου, και των Ν.Π.Δ.Δ.” στο ανωτέρω (i) περιοδικό, 2009, σ. 369 – 373 με εκτενή σχολιασμό της αποφάσεως αυτής προς την οποία δεν συμφωνεί η απόφαση ΑΕΔ 6/2009 [βλ. κατωτέρω 5.5.2.]. (968) Απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, “Eskelinen/Φινλανδία” («…για να μπορεί το εναγόμενο Κράτος να στηριχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στην ιδιότητα του προσφεύγοντος ως δημοσίου υπαλλήλου ώστε να αποκλειστεί για αυτόν η εμπεριεχομένη στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ προστασία, πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, το εθνικό δίκαιο του Κράτους ρητά να αποκλείει την πρόσβαση στα δικαστήρια για τη συγκεκριμένη θέση ή επίμαχη κατηγορία προσωπικού. Δεύτερον, ο αποκλεισμός πρέπει να δικαιολογείται αντικειμενικά για το συμφέρον του Κράτους. Το απλό γεγονός ότι ο προσφεύγων βρίσκεται σε τομέα ή τμήμα που συμμετέχει στην άσκηση εξουσιών απονεμομένων από το δημόσιο δίκαιο δεν είναι αφ’ εαυτού καθοριστικό»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» τχ. ΙΙΙ/2007, σ. 1114 – 1152. Σχόλια: 1) Βογιατζής (Π.). “Η εφαρμογή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ σε υποθέσεις σχετικές με δημοσίους υπαλλήλους”. «ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ», τχ. 61/2007, σ. 42. 2) Κτιστάκη (Σταυρούλα), “Προς την ανατροπή του λειτουργικού κριτηρίου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σχόλιο στην απόφαση “VILHO ESKELINEN κατά Φινλανδίας” «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» τχ. ΙΙΙ/2007, σ. 1031 επ. Σημ. Βλ. αμέσως κατωτέρω (αρ. 969) απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1999, “Pellegrin/Γαλλία”. (969) Απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1999, “Pellegrin/Γαλλία” («…εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 6 – 1 ΕΣΔΑ οι δικαστικές διαφορές δημοσίων λειτουργών των οποίων η εργασία είναι χαρακτηριστική των ειδικών πράξεων της δημοσίας διοικήσεως καθόσον αυτή ενεργεί ως κάτοχος δημοσίας εξουσίας επιφορτισμένης με τη διαφύλαξη του γενικού συμφέροντος του Κράτους»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 1739 [Απόσπασμα της αποφάσεως]. Σχόλια: 1) Καραγιαννόπουλος (Φ.), “Η εφαρμογή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ σε διαφορές δημοσίων υπαλλήλων με το Δημόσιο” «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 1735 επ. 2) Πετρόγλου (Ιωάννης), “Το νέο κριτήριο για την υπαγωγή των δημοσιοϋπαλληλικών και συνταξιοδοτικών διαφορών στο άρθρο 6 της Ευρ.Σ.Δ.Α. Η απόφαση του Ευρ. Δ.Α.Δ. Pellegrin κατά Γαλλίας της 8.12.1999”. «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2000, σ. 481 επ. 3) Παπαγρηγορίου (Βλάσιος), “Η εφαρμογή της αρχής της δίκαιης δίκης στις υπαλληλικές και συνταξιοδοτικές διαφορές” εις Πανεπιστήμιο Πειραιώς – Ελεγκτικό Συνέδριο, “Σύγχρο257


1.1.21.2. νοι προβληματισμοί στο πλαίσιο της δίκαιης δίκης”, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα, 2003, σ. 117 επ. Σημ.: Βλ. αμέσως ανωτέρω (αρ. 968) απόφαση ΕΔΔΑ της 19ης Απριλίου 2007, “Eskelinen/Φινλανδία” (Μεταστροφή νομολογίας).

258


1.2. ΘΕΜΑΤΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ – ΕΞΗΡΤΗΜΕΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ [ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ]



1.2.1. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ (970) ΕΣ 513/2003 Τμ. Ι (Άρθρα 9 Ν. 1232/1982, 1 παρ. 6 Ν. 1256/1982, 51 παρ. 1 περ. γ΄ Ν. 1892/1990, 4 παρ. 6 Ν. 1943/1991. Στο δημόσιο τομέα υπάγονται… «…τα Κοινωφελή Ιδρύματα του Αστικού Κώδικα που περιήλθαν στο Δημόσιο και χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται απ’ αυτό καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που έχουν ‘δημόσιο χαρακτήρα’ και επιδιώκουν κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς. Τέτοιο χαρακτήρα έχουν εκείνα τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα οποία είτε έχουν ιδρυθεί από το ίδιο το Κράτος, δηλαδή με πράξη δημόσιας εξουσίας – νόμος, διατάγματα, υπουργική απόφαση – που τα συνιστά και τα εντάσσει στην υπηρεσία του, είτε ανήκουν στο Δημόσιο υπό ευρεία έννοια και εκείνο που έχει καθοριστική σημασία είναι, ανεξάρτητα από τον τρόπο ιδρύσεώς τους, το κατά πόσο φορέας του συνόλου ή της πλειοψηφίας των κεφαλαίων τους είναι το κράτος ή άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα. Περαιτέρω είναι δυνατόν ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου να εντάσσεται στο Δημόσιο Τομέα χωρίς να υπάρχει ίδρυση με πράξη δημόσιας εξουσίας, ή ιδιοκτησιακός έλεγχος αυτού, λόγω της υπαγωγής του σε αποφασιστικό δημόσιο έλεγχο, όπως στη περίπτωση που τα όργανα της διοικήσεώς του διορίζονται από το κράτος»). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2004, σ. 283 – 285. (971) ΑΠ 922/2008 Τμ. Β1 Υπαγωγή «…στον ευρύτερο δημόσιο τομέα…» των εταιρειών “Ελληνικοί Αυτοκινητόδρομοι Α.Ε.” και “ΤΕΟ Α.Ε. Εκμετάλλευσης και Διαχείρισης Ελληνικών Αυτοκινητοδρόμων” «…αναφορικά με τις προσλήψεις σ’ αυτές προσωπικού…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 1336 – 1337. (972) ΣτΕ 1816/2007 Τμ. Α΄ (Η Εθνική Λυρική Σκηνή η οποία αρχικά, βάσει του άρθρου 1 του Ν. 1410/1944, αποτελούσε Ν.Π.Δ.Δ., αποτελεί, πλέον, Ν.Π.Ι.Δ. βάσει του άρθρου 10 του Ν. 2273/1994 και υπάγεται στον κατά το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 δημόσιο τομέα). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2008, σ. 741 – 745. (973) ΑΠ 584/2007 Τμ. Β1 (Άρθρο 26 Ν. 1914/1990. Η Αγροτική Τράπεζα, ως Ανώνυμη Εταιρεία, βάσει των νόμων 1892/1990 και 1943/1991 είχε αρχικά θεωρηθεί ότι ήταν φορέας του δημοσίου τομέα, αλλά με το άρθρο μόνο του Π.Δ. 307/29.8.1996 «εξήλθε» από τον τομέα αυτό, εξαιρουμένων των διατάξεων περί προσλήψεως προσωπικού). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2007, σ. 1871 [Περίληψη της αποφάσεως]. (974) ΑΠ 1177/2008 Τμ. Β1 (Άρθρο 51 παρ. 4 Ν. 1892/1993. Δεν υπάγεται στο δημόσιο τομέα ο ΟΤΕ που είναι Ανώνυμη Εταιρεία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009 σ. 128 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§

261


1.2.2. ΘΕΜΑΤΑ ΑΤΟΜΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 1.2.2.1. ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΘΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΠΙΝΑΚΕΣ ΔΙΟΡΙΣΜΩΝ – ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ – ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΣΕ ΘΕΣΕΙΣ) (975) ΣτΕ 3276/1998 Τμ. Γ΄ επταμ. (Αντίθετη προς το άρθρο 43 του Συντάγματος η βάσει του άρθρου 33 παρ. 6 του Ν. 2190/1994 παρεχομένη στον Υπουργό Προεδρίας Κυβερνήσεως εξουσιοδότηση για τον καθορισμό κατά παρέκκλιση του Οργανισμού της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών των προσόντων των διοριζομένων στην Υπηρεσία αυτή δημοσιογράφων και ειδικών επιστημόνων). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1012 – 1013 [Περίληψη της αποφάσεως]. (976) ΣτΕ 1861/2002 Τμ. Γ΄ (Ν. 2190/1994. Πρόσληψη συμβασιούχων ορισμένου χρόνου για κάλυψη εποχιακών ή πρόσκαιρων αναγκών. Επιβάλλεται η περαίωση των σχετικών διαδικασιών σε σύντομο χρονικό διάστημα και η ταχεία αποστολή στο ΑΣΕΠ των πινάκων κατατάξεως από τις υπηρεσίες στις οποίες προσλαμβάνονται οι συμβασιούχοι για να γίνει έλεγχος νομιμότητος. Μετά την αναμόρφωση των πινάκων αυτών βάσει του ελέγχου του ΑΣΕΠ και την απόλυση των μη δικαιουμένων να προσληφθούν σύμφωνα με τη νέα κατάταξη πρέπει αμέσως, ή τουλάχιστον χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, να προσληφθούν, αντιστοίχως, οι δικαιωθέντες). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1165 [Περίληψη της αποφάσεως]. (977) ΑΠ 1648/2007 Τμ. Β2 («… η σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι εκείνη η οποία ρητά ή σιωπηρά έχει συμφωνηθεί η λήξη της σε ορισμένο χρόνο ή η λήξη αυτή προκύπτει από το είδος και το σκοπό της εργασιακής σύμβασης ή επιβάλλεται από διάταξη νόμου»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 1043 – 1045. (978) ΕφΚρήτης 62/2009 («Από τις διατάξεις των άρθρ. 648, 652 ΑΚ και 6 Ν. 765/1943 που κυρώθηκε με την 324/1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν κατά τους όρους της σχετικής συμφωνίας των μερών οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που συμφωνήθηκε να παρέχει ο μισθωτός και οι παρεχόμενες από τον εργοδότη οδηγίες αναφορικά με τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας είναι δεσμευτικές για τον εργαζόμενο, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τις ακολουθεί και να δέχεται την άσκηση ελέγχου για την διαπίστωση της συμμόρφωσής του προς αυτές και της επιμελούς και σύμφωνα με τις οδηγίες εκτέλεσης της εργασίας που του έχει ανατεθεί. Η παραπάνω σύμβαση διακρίνεται από την σύμβαση μίσθωσης έργου – άρθρ. 681 ΑΚ – που αποσκοπεί στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της σύμβασης»). «ΕΦΕΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΡΗΤΗΣ», 2009, σ. 62 – 67. (979) ΑΠ 304/1994 Τμ. Β΄ (Άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1069/1980. Οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Υδρεύσεως Αποχετεύσεως είναι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου και εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως στον Οργανισμό μιας εκ των επιχειρήσεων αυτών αρμόδιο όργανο για την πρόσληψη προσωπικού είναι ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου χωρίς να απαιτείται προηγούμενη έγκριση του Συμβουλίου αυτού). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 1995, σ. 243 – 244.

262


1.2.2.1. (980) ΑΠ 584/2007 Τμ. Β1 (Άρθρο 26 Ν. 1914/1990. Η Αγροτική Τράπεζα ως Ανώνυμη Εταιρεία, βάσει των νόμων, 1892/1990 και 1943/1991 είχε αρχικά θεωρηθεί ότι ήταν φορέας του δημοσίου τομέα, αλλά με το άρθρο μόνο του Π.Δ. 307/29.8.1996 «εξήλθε» από τον τομέα αυτό, εξαιρουμένων των διατάξεων περί προσλήψεως προσωπικού. Συνεπώς οι προσλήψεις στην Αγροτική Τράπεζα εξακολουθούν να διέπονται από τις σχετικές διατάξεις για τον δημόσιο τομέα). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2007, σ. 1871 [Περίληψη της αποφάσεως]. (981) ΑΠ 1017/2008 Τμ. Β2 («Από τις διατάξεις των άρθρων 185, 189, 192, 201, 361 και 648 ΑΚ, συνάγεται ότι η προκήρυξη διαγωνισμού για την πρόσληψη σε θέσεις εργασίας, που είναι κενές ή προβλέπεται να κενωθούν μέσα σε ορισμένη προθεσμία, αποτελεί πρόταση για τη σύναψη συμβάσεως εργασίας, υπό την αίρεση της επιτυχίας στο διαγωνισμό. Η υποβολή αιτήσεως και η συμμετοχή στο διαγωνισμό ενέχει αποδοχή της προτάσεως εκ μέρους των υποψηφίων, ενώ η επιτυχία στο διαγωνισμό σε σειρά που βρίσκεται μέσα στον αριθμό των κενών ή εκείνων που πρόκειται να κενωθούν θέσεων, επιφέρει την τελείωση της συμβάσεως, που έκτοτε δεσμεύει αμφότερα τα μέρη. Μετά ταύτα ο εργοδότης, μη αποδεχόμενος τις υπηρεσίες του επιτυχόντος στο διαγωνισμό καθίσταται υπερήμερος με τις συνέπειες που ορίζει το άρθρο 656 ΑΚ». Άρνηση της ΔΕΗ να δεχθεί τις υπηρεσίες επιτυχόντων σε διαγωνισμό με επιχείρημα την ακύρωση του διαγωνισμού αυτού για τυπικές και ουσιαστικές παραβάσεις και την προκήρυξη νέου διαγωνισμού συνεπάγεται υπερημερία της και κατά συνέπεια η ΔΕΗ οφείλει να καταβάλει στους ανωτέρω τους μισθούς τους). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2139 – 2142. (982) ΑΠ 572/2009 Τμ. Β1 (Η πρόσληψη σε Υπουργείο με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ως ειδικού συμβούλου ή ειδικού συνεργάτη ή επιστημονικού συνεργάτη ή μέλους του ειδικού επιστημονικού προσωπικού Δικηγόρου ο οποίος ταυτόχρονα απασχολείται με την παροχή νομικών ή δικηγορικών υπηρεσιών με σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια περιοδική αμοιβή είναι δυνατή, δεδομένου ότι τούτο δεν αντίκειται στο άρθρο 63 Α του Κώδικος Δικηγόρων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 1172 [Περίληψη της αποφάσεως]. (983) ΑΠ 674/2009 Τμ. Β1 (Άρθρα 201 & 281 ΑΚ. Διαγωνισμός του ΟΤΕ για την πρόσληψη υπαλλήλων. Καταχρηστική η αξίωση επιτυχόντος σε διαγωνισμό να προσληφθεί 9 έτη μετά την επιτυχία του, αφού, μάλιστα η Σχολή του ΟΤΕ στην οποία έπρεπε να φοιτήσει είχε, εν τω μεταξύ, καταργηθεί). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 2157 - 2158 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§

263


1.2.2.2. ΧΡΟΝΙΚΑ ΟΡΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (& ΘΕΜΑΤΑ ΑΔΕΙΩΝ) (984) ΜονΠρΘεσ 41021/2008 (Επιχειρησιακή σύμβαση εργασίας προβλέπουσα ότι σε περίπτωση χορηγήσεως αδείας με αποδοχές για ανατροφή τέκνου δεν επιτρέπεται σε υπαλλήλους νοσηλευτικού ιδρύματος Ι.Δ. να αποχωρήσουν πριν την συμπλήρωση 4 ετών από την λήξη της αδείας αυτής χωρίς να επιστρέψουν το ποσό που αντιστοιχεί στην αμοιβή των υπολοίπων ωρών μειωμένου ωραρίου από τη διακοπή της εργασίας της μητέρας υπαλλήλου μέχρι την συμπλήρωση 4 ετών. Τούτο δεν αντίκειται στην συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της οικογενείας και της μητρότητος, αφού δεν πρέπει να καταστρατηγείται ο θεσμός της αδείας ανατροφής με άμεση αποχώρηση από την εργασία μετά την λήξη της αδείας αυτής). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2009, σ. 241. (985) ΕφΘεσ 3603/1999 (Ο χρόνος απουσίας του εργαζομένου από την υπηρεσία του, λόγω συμμετοχής του σε παράνομη απεργία, αφαιρείται από τον χρόνο αδείας του και κατά συνέπεια αυτός δεν δικαιούται λήψεως αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, αφού προϋπόθεση λήψεώς τους, ως παρεπόμενα δικαιώματα, είναι η λήψη της αδείας η οποία αποτελεί το κύριο δικαίωμα. «Ειδικώτερα ως προς τα δικαιώματα αδείας και αποδοχών αδείας, ο εργαζόμενος που συμμετέχει σε παράνομη απεργία ενεργεί ιδίω κινδύνω και αν επικαλεσθεί το στοιχείο της συγγνωστής νομικής πλάνης για να στηρίξει την νομιμότητα της αποχής του …πρέπει να το αποδείξει»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2000, σ. 159 – 162. (986) ΑΠ 656/2003 Τμ. Β΄ (Βάσει της 52/38 Διεθνούς Συμβάσεως “περί κανονικών κατ’ έτος αδειών μετ’ αποδοχών”, κυρωθείσης με τον Ν. 2081/1952, απαγορεύεται η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα αδείας μετ’ αποδοχών, ενώ βάσει του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β΄ του Α.Ν. 539/1945 «…εν είδει ποινικής ρήτρας…» ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει αποδοχές αδείας αυξημένες κατά 100% αν αρνηθεί την χορήγηση της αδείας αυτής. Όμως, όταν εργοδότης είναι το Δημόσιο, ΟΤΑ ή άλλο ΝΠΔΔ βάσει του άρθρου 20 παρ. 1 εδ. δ΄ του Π.Δ. 410/1988, η ανωτέρω προσαύξηση, όσον αφορά τους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου περιορίζεται σε 25%. Ειδικότερα δε, στις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, όπως είναι τα “Ελληνικά Ταχυδρομεία”, βάσει του άρθρου 1 παρ. 3 εδ. β΄ του Α.Ν. 539/1945, δεν χορηγείται προσαύξηση σε εργαζόμενο στον οποίο δεν χορηγήθηκε κανονική άδεια, προκειμένου να διασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών «…που έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο…» και στις οποίες «…δεν νοείται εκμετάλλευση του εργαζομένου από τον εργοδότη…». Συνεπώς υπάλληλος των Ελληνικών Ταχυδρομείων στον οποίο δεν χορηγήθηκε κανονική άδεια, δικαιούται να λάβει μόνον τις αποδοχές του). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2003, σ. 1000 – 1006. (987) ΑΠ 1047/2007 Τμ. Β2 (Υπάρχουν διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, όπως οι αναφερόμενες στη χορήγηση ετήσιας άδειας αναψυχής, οι οποίες δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση των διευθυνόντων υπαλλήλων). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 1205 – 1208. (988) ΑΠ 1162/2006 Τμ. Β2 (Δανεισμός υπαλλήλων της “Εθνικής Τράπεζας” στο “Ταμείο Υγείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας” και προς αυτήν «συγγενείς οργανισμούς». Δεδομένου ότι δεν προκύπτει 264


1.2.2.2. η κατάρτιση ειδικής συμφωνίας «…αποκλειστικά υπόχρεη για τη χορήγηση της ετήσιας άδειας… παρέμεινε η …τράπεζα»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 1470 – 1472. (989) ΑΠ 795/2007 Τμ. Β2 (Άρθρα 1 παρ. 2 Ν. 435/1976 & 3 Ν.Δ. 515/1970. Υπερεργασία – υπερωριακή εργασία. «1) για την ύπαρξη υπερεργασίας κριτήριο αποτελεί η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, όχι δε κατά Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης και συνεπώς ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή [ωρομίσθιο επαυξημένο κατά 25%] αν η απασχόλησή του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών, 2) για την ύπαρξη υπερωριακής εργασίας λαμβάνεται υπόψη η ημερήσια εργασία, ήτοι αν ο μισθωτός απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως ή πέραν των εννέα ωρών επί πενθημέρου, έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από τον νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, καθ’ όσον δεν χωρεί συμψηφισμός της επί πλέον εργασίας ορισμένης ημέρας με τις λιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας. Η υπερωριακή εργασία αμείβεται ανάλογα με τον χαρακτηρισμό της ως νόμιμης ή παράνομης. Ειδικώς επί πενθημέρου ή πέραν των 45 και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών τρίωρη κατά εβδομάδα εργασία θεωρείται ως επιτρεπτή νόμιμη υπερωριακή εργασία [άρθρο 6 παρ. 2 εδ. β΄ της από 26.2.1975 ε.γ.σ.σ.ε.], η οποία δεν συμψηφίζεται στα επιτρεπόμενα όρια υπερωριακής απασχόλησης και αμείβεται σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 435/1976, με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο αυξημένο κατά 25%. Τέλος, η παράνομη υπερωριακή εργασία, δηλαδή η παρασχεθείσα χωρίς την τήρηση του Ν.Δ. 515/1970 αμείβεται κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976, με αποζημίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού και την προσαύξηση 100% του ωρομισθίου»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 554 – 558. (990) ΑΠ 1116/2007 Τμ. Β1 (Άρθρο 7 παρ. 1 στοιχ. γ΄ Β.Δ. 748/1966. Οι διατάξεις για υποχρεωτική ανάπαυση των εργαζομένων κατά την Κυριακή και τις ημέρες αργίας δεν εφαρμόζονται επί μισθωτών απασχολουμένων σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις, υπηρεσίες και εργασίες εν γένει παραγωγής, μετασχηματισμού και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος, ύδατος, φωταερίου, ατμού ή ατομικής ενεργείας. Συνεπώς, επιτρέπεται κατά τις ανωτέρω ημέρες η εργασία μισθωτών της ΔΕΗ, και εφ’ όσον δεν έχει χορηγηθεί άλλη ημέρα αναπαύσεως, χορηγείται συμπληρωτική αμοιβή αποτελούσα μισθό). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 558 – 561. (991) ΑΠ 178/2008 Τμ. Β2 (Άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον κυρωθείσης με τον Ν. 2269/1920. Υπάλληλος κατέχων διευθυντική θέση, ως είναι στέλεχος διοικήσεως νοσηλευτικού ιδρύματος, εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των προστατευτικών για τους εργαζομένους διατάξεων περί εβδομαδιαίας αναπαύσεως, χρονικών ορίων εργασίας κ.λπ., αλλά, αν δεν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στη σύμβασή του με τον εργοδότη, δικαιούται να λάβει δώρα εορτών, ως και επιδόματα και αποδοχές αδείας). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 1571 [Περίληψη της αποφάσεως]. (992) ΑΠ 568/2009 Τμ. Β1 (Άρθρο 281 ΑΚ. Μακρά αδράνεια των υπαλλήλων του ΟΛΠ ως προς την άσκηση δικαιωμά265


1.2.2.2.

1.2.2.3.

των τους αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού του επιδόματος αδείας δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό ως καταχρηστικής της προβολής σχετικής αξιώσεως, εφ’ όσον συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες προελθούσες από την προηγούμενη πρακτική στις σχέσεις εργοδότη – εργαζομένων. Όμως, το ενδεχόμενο να υπάρξουν διεκδικήσεις στο μέλλον από άλλους υπαλλήλους του ΟΛΠ σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της επιδίκου αξιώσεως δεν συνιστά λόγο χαρακτηρισμού αυτής ως καταχρηστικής). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 1712 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.2.2.3. ΑΜΟΙΒΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ – ΠΑΡΟΧΕΣ (Συνταξιοδότηση – Νοσήλια κ.λπ.) – ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ (993) ΕιρΘεσ 4637/2008 (Επίδομα χορηγούμενο σε χειριστές γιγαντιαίων μηχανημάτων εξορύξεως λιγνίτη στα λιγνιτικά πεδία Πτολεμαΐδος, Αμυνταίου και Μεγαλοπόλεως δεν χορηγείται σε χειριστές ανυψωτικών μηχανημάτων σε άλλους χώρους, εκτός των λιγνιτικών πεδίων της ΔΕΗ, αφού πρόκειται για διαφορετικές εργασίες εκτελούμενες υπό διαφορετικές συνθήκες. Συνεπώς δεν παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 288 ΑΚ, 22 παρ. 1β΄ του Συντάγματος και 119 της Συνθήκης ΕΚ περί ίσης μεταχειρίσεως μισθωτών απασχολουμένων στον ίδιο εργοδότη). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2009, σ. 401 – 403. (994) ΕιρΚαλλιθέας 10/2008 (Επεκτατική εφαρμογή της κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητος. Συνεπώς, μηνιαία αποζημίωση όλων των υπαλλήλων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας χορηγηθείσα «…για την υλοποίηση των προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων στο χώρο της Υγείας και της Πρόνοιας…» πρέπει να χορηγηθεί και στους υπαλλήλους των Προνοιακών Ιδρυμάτων διότι και αυτοί «… ανταποκρίνονται στις ίδιες αυξημένες υπηρεσιακές ανάγκες με αυτές των συναδέλφων τους της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου…»). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2008, σ. 365 – 367 με Σημείωση του Γεωργίου Νικολαΐδη – Κρασσά. (995) ΣτΕ 387/1993 Τμ. Α΄ επταμ. («…κατά γενικήν αρχήν του δικαίου των κοινωνικών ασφαλίσεων… η αναζήτησις των παρανόμως, πλην καλοπίστως ληφθέντων ποσών παρά του συνταξιούχου αποκλείεται μετά την πάροδον ικανού χρόνου από της λήψεως, λόγω των απροβλέπτων οικονομικών συνεπειών τας οποίας θα συνηπήγετο το μέτρο τούτο εις βάρος του …λαβόντος». Η αναζήτηση αυτή εκ μέρους του ΙΚΑ είναι δυνατή αν έχει μεσολαβήσει μικρό χρονικό διάστημα εκτός αν ο λαβών συνταξιούχος «…επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η επιστροφή… εις το ΙΚΑ θα δημιουργήσει εις βάρος του απροβλέπτους δυσμενείς οικονομικάς συνεπείας»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 1994, σ. 407. (996) ΕφΘεσ 3143/1999 (Άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 Α.Ν. 539/1945 & 8 παρ. 4 Ν.Δ. 4020/1959. Η παραίτηση του εργαζομένου από την αξίωσή του για αποδοχές και από την αξίωσή του για αποζημίωση λόγω απολύσεώς του από τον εργοδότη είναι παράνομη και 266


1.2.2.3. άκυρη). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2000, σ. 861 – 862. (997) ΑΠ 974/2003 Τμ. Β2 (Βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ προστατεύονται και τα ενοχικά δικαιώματα, περιλαμβανομένων και των μισθολογικών απαιτήσεων έναντι του Κράτους. Συνεπώς οι αποδοχές των εργαζομένων του δημοσίου τομέα «…δεν μπορούν να μειωθούν παρά μόνο για λόγους δημοσίας ωφελείας, η συνδρομή της οποίας υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων, Ολ. ΑΠ 3/1998». Η νομοθετική πρόβλεψη για διατήρηση της προσωπικής διαφοράς αμοιβής των μετατασσομένων από τα “Ναυπηγεία Ελευσίνος Α.Ε.” σε φορείς του δημοσίου τομέα «μέχρι την αύξηση των αμοιβών της νέας θέσεώς τους στο ύψος των αμοιβών που λάμβαναν κατά τη μετάταξη …» δεν οδηγεί σε μείωση αποδοχών αντικειμένη στην ανωτέρω διάταξη). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2003, σ. 1520 – 1522. (998) ΜονΠρΠειρ 2402/2006 («…η προάσπιση του ατομικού δικαιώματος των μη καπνιστών προηγείται έναντι αυτού των καπνιστών». Κατά τα άρθρα 662, 914, 932 ΑΚ & 1, 2, 3, 16 Ν. 551/1915 ο εργοδότης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο το ποσό των 5.000 ευρώ γιατί αμέλησε να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα, ούτως ώστε ο ως άνω εργαζόμενος να μη προσφέρει τις υπηρεσίες του σε χώρο γραφείου με 8 υπαλλήλους εκ των οποίων οι 3 είναι καπνιστές. Από την αμέλεια αυτή του εργοδότη ασθένησε ο μη καπνιστής εργαζόμενος «…εξ αιτίας των συνθηκών εργασίας που είχαν ως συνέπεια την ψυχική και σωματική ταλαιπωρία…» του εργαζομένου αυτού και την ως εκ τούτου ηθική βλάβη του για την οποία ο εργοδότης οφείλει να παράσχει την κατά τα ανωτέρω χρηματική ικανοποίηση). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 683 – 686 με Σημείωμα της Διευθύνσεως του Περιοδικού. (999) ΑΠ 1695/2007 Τμ. Β1 (Άρθρα 57, 59, 281 ΑΚ. Προσβολή του εργαζομένου «…συντρέχει και όταν ο εργοδότης κατά κατάχρηση του διευθυντικού του δικαιώματος υποβιβάζει τον εργαζόμενο τοποθετώντας αυτόν σε θέση υποδεέστερη εκείνης που κατείχε προηγουμένως, με αποτέλεσμα να υφίσταται ηθική και επαγγελματική μείωση. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτός δικαιούται να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, χωρίς να αποκλείεται και η αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, ΑΠ 95/2000, 15/1999, 715/1995». Κατά τα άρθρα 321, 322, 324, και 331 ΚΠολΔ το δεδικασμένο καλύπτει ολόκληρο τον δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου εκρίθη από το Δικαστήριο η επίδικη σχέση, περιλαμβανομένης της ιστορικής αιτίας, αλλά και της νομικής αιτίας, και τούτο ισχύει «…και όταν η έννομη σχέση που έχει τελεσιδίκως διαγνωσθεί αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης μεταγενέστερης αξίωσης». Συνεπώς, απόφαση Δικαστηρίου με την οποία για τους ανωτέρω λόγους επιδικάζεται χρηματική ικανοποίηση 1.5000.000 δραχμών σε υπάλληλο Τραπέζης, μετά την τελεσιδικία της, αποτελεί δεδικασμένο σε άλλη δίκη ενώπιον άλλου Δικαστηρίου το οποίο κρίνει αίτημα του εργαζομένου αυτού για αποζημίωσή του ύψους 41.000.000 δραχμών λόγω διαφοράς αποδοχών με αντιστοίχους συναδέλφους του, κατά την περίοδο Οκτωβρίου 1997 – Νοεμβρίου 1998, στη διάρκεια της οποίας άσκησε υποδεέστερα καθήκοντα). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 1405 – 1407.

267


1.2.2.3. (1000) ΑΠ 789/2007 Τμ. Β2 (Από τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 2 και 6 του Συντάγματος, 21 του Ν. 2190/1994 και 13 του Ν. 2130/1993 περί απαγορεύσεως προσλήψεως συμβασιούχων για περιοδικές ή πρόσκαιρες ανάγκες των ΟΤΑ πέραν ορισμένου αριθμού ημερών κατ’ έτος «…δεν συνάγεται…» υπέρ αυτών εξαίρεση από τον κατά το άρθρο 904 ΑΚ κανόνα ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία «…ενέχεται σε απόδοση της ωφέλειας…» που προήλθε από την εργασία, παρά την κατά τα ανωτέρω απαγόρευση, και την νομοθετική πρόβλεψη περί μη καταβολής αποδοχών στον παρανόμως απασχοληθέντα. Συνεπώς, από «…άκυρη σύμβαση εργασίας…» προκύπτουν αξιώσεις με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 355 – 357. (1001) ΑΠ 77/2009 Τμ. Β1 (Αναγκαστική σύμβαση εργασίας για τον εργοδότη βάσει αποφάσεως της Επιτροπής του άρθρου 9 του Ν. 2643/1993 και άρνηση εκ μέρους του να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του εμφανισθέντος προς ανάληψη εργασίας προστατευομένου εκ του νόμου προσώπου «…δεν συνιστά αυτομάτως παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς…» του, ώστε ο εργοδότης να υποχρεούται σε καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, αφού δεν πρόκειται για αδικοπραξία, αλλά για παράβαση συμβατικής υποχρεώσεως του ως άνω εργοδότη για την οποία κατά το άρθρο 656 ΑΚ ευθύνεται βαρυνόμενος με την καταβολή μισθών υπερημερίας). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ» 2009, σ. 1048. (1002) ΑΠ 925/1999 Τμ. Β2 (Άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄ Συντ., 1 στοιχείο α΄ Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας 100/1951 κυρωθείσης με τον Ν. 46/1975, 119 παρ. 2 Συνθήκης ΕΟΚ κυρωθείσης με τον Ν. 945/1979, 4 παρ. 2 Ν. 1414/1984 και Οδηγία 75/117 ΕΟΚ. «…στην έννοια της αμοιβής περιλαμβάνονται και τα παρεχόμενα στον εργαζόμενο οικογενειακά επιδόματα [γάμου και παιδιών] τα οποία καταβάλλονται λόγω της εργασιακής σχέσης, ως αντάλλαγμα για την προσφορά της εργασίας και αποτελούν μέρος του μισθού, υπό την έννοια, που αναφέρεται στα άρθρα 648, 649, 653 και 655 ΑΚ». Συνεπώς και οι δύο σύζυγοι έχουν, «…έναντι του εργοδότη απαίτηση για τα οικογενειακά επιδόματα… στο ακέραιο…, εφόσον αμφότεροι εργάζονται, βάσει της εργασιακής τους συμβάσεως…». Αντίκειται στις ανωτέρω διατάξεις η μετονομασία του οικογενειακού επιδόματος σε «οικογενειακή παροχή» η οποία δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2000, σ. 203 – 208 με Σχόλιο του Αλ. Δερβιτισώτη. (1003) ΑΠ 29/2006 Ολ. (Η παραγραφή αξιώσεως υπαλλήλων του Δημοσίου με οποιαδήποτε σχέση για τις κάθε φύσεως απολαβές τους είναι διετής και αρχίζει από το χρονικό σημείο της γενέσεως της επιδίκου αξιώσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 107. Σημ. Βλ. αντίθετες αποφάσεις ΣτΕ 642/2007 & 898/2007 Τμ. ΣΤ΄ (αρ.1005) και σύμφωνη απόφαση ΑΕΔ 32/2008 (αρ.1004). (1004) ΑΕΔ 32/2008 (Άρθρα 90 παρ. 3 & 91 εδ. α΄ Ν. 2362/1995. Η παραγραφή αξιώσεως υπαλλήλων του Δημοσίου με οποιαδήποτε σχέση για τις κάθε φύσεως απολαβές τους είναι διετής και αρχίζει από το χρονικό σημείο της γενέσεως της επιδίκου αξιώσεως). 268


1.2.2.3. i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 107. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 1428 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ. Βλ. αντίθετες αποφάσεις ΣτΕ 642/2007 & 898/2007 Τμ. ΣΤ΄(αρ. 1005) και σύμφωνη απόφαση ΑΠ 29/2006 Ολ. (αρ. 1003). (1005) ΣτΕ 642/2007 & 898/2007 Τμ. ΣΤ΄ (Η παραγραφή αξιώσεως υπαλλήλων του Δημοσίου με οποιαδήποτε σχέση για τις κάθε φύσεως απολαβές τους είναι διετής και αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο έχει γεννηθεί η αξίωση και είναι δικαστικώς επιδιώξιμη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1228 – 1229. Σημ. Βλ. αντίθετες αποφάσεις ΑΠ 29/2006 Ολ (αρ.1003) και ΑΕΔ 32/2008 (αρ. 1004). (1006) ΣτΕ 1187/2009 Ολ. («Το Ι.Κ.Α. όπως και κάθε ασφαλιστικός φορέας υποχρεούται να αποδώσει στους ενδιαφερομένους το σύνολο της δαπάνης νοσηλείας τους» όταν προς αποφυγή κινδύνου ζωής ή υγείας κατ’ εξαίρεση εισάγονται σε μη συμβεβλημένα με οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως θεραπευτήρια, αφού βάσει των άρθρων 21 παρ. 3 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, το Κράτος και αυτοί οι οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως «…υποχρεούνται να παρέχουν στα ασφαλιζόμενα πρόσωπα υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου, βλ. ΣτΕ 400/1986 Ολομ…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 239 – 246 με Σχόλιο της Αθηνάς Πετρόγλου. (1007) ΑΠ 344/1993 Τμ. Β΄ (Διάκριση υπαλλήλου – εργάτη και κατά τον Γενικό Κανονισμό Προσωπικού του ΟΤΕ. Χορήγηση επιδόματος ειδικών συνθηκών εργασίας εκ 15% σε όλους τους εργάτες του Οργανισμού οι οποίοι καθ’ όλο το ωράριο εργασίας τους απασχολούνται στις αποθήκες του με αποθήκευση και διακίνηση υλικών αποκλειστικώς. «Ως εργάτης… κατά την έννοια του άρθρου 10 παρ. 1 & 2 του Ν. 3514/1928 που κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. της 8-13.12.1928, όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από το άρθρο 7 του Ν. 4558/1930 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.Δ. 2655/1953, θεωρείται ο υπηρέτης καθώς και κάθε πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιείται στην παραγωγή αμέσως ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης ή ως βοηθός ή μαθητευόμενος των κατηγοριών αυτών ή παρέχει υπηρετικές εργασίες. Ενώ ως υπάλληλος κατά τις ίδιες διατάξεις θεωρείται το πρόσωπο που κατά κύριο επάγγελμα ασχολείται με αντιμισθία, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής, σε υπηρεσία ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή επιχειρήσεως ή σε οποιαδήποτε εργασία και παρέχει υπηρεσίες αποκλειστικώς ή κατά κύριο χαρακτήρα μη σωματικές». Υπάλληλος του ΟΤΕ με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ο οποίος ως τεχνικός εργάζεται σε αποθήκη του Οργανισμού απασχολούμενος αποκλειστικώς με την αναγνώριση των αποθηκευομένων υλικών, «…δηλαδή, με εργασίες της ειδικότητός του…» και όχι με χειρωνακτικές, εντός της αποθήκης, εργασίες, όπως οι εργάτες, δεν δικαιούται να λαμβάνει το κατά τα ανωτέρω επίδομα ειδικών συνθηκών εργασίας εκ 15%, «…αφού προέχον στην εν λόγω εργασία… στοιχείο δεν ήταν το σωματικό αλλά το πνευματικό που… προσδίδει την ιδιότητα του υπαλλήλου…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1994, σ. 341 – 343. (1008) ΑΠ 201/1993 Τμ. Β΄ (Το κατά τον Γενικό Κανονισμό Προσωπικού του ΟΤΕ επίδομα ειδικών συνθηκών εργασίας 269


1.2.2.3. εκ 15% χορηγούμενο σε όλους τους εργάτες του Οργανισμού οι οποίοι καθ’ όλο το ωράριο εργασίας τους απασχολούνται στις αποθήκες του αποκλειστικώς με την αποθήκευση και διακίνηση υλικών δικαιούνται να λαμβάνουν και οι καθαρίστριες, αφού στις εργασίες εναποθηκεύσεως και διακινήσεως υλικών «…περιλαμβάνονται και ο καθαρισμός υλικών και ραφιών των υπηρεσιακά χαρακτηριζομένων ως μεγάλων και οργανωμένων αποθηκών». Συνεπώς, οι ανωτέρω καθαρίστριες, απασχολούμενες καθ’ όλο το ωράριο εργασίας τους στις μεγάλες και οργανωμένες αποθήκες του ΟΤΕ, ως χρησιμοποιούσες τις μυϊκές τους δυνάμεις, θεωρούνται εργάτριες, παρ’ ότι δεν ανήκουν στην ειδικότητα των “εργατών αποθήκης” προσληφθείσες στον Οργανισμό με άλλη ειδικότητα, δικαιούμενες να λαμβάνουν το επίδομα ειδικών συνθηκών εργασίας εκ 15% «…καθόσον για την απόληψη του εν λόγω επιδόματος ενδιαφέρει η φύση, ο τόπος και η διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του μισθωτού»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1994, σ. 345 – 348. (1009) ΑΠ 453/2002 Τμ. Β2 (Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων απορρέουσα από τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄ Συντ., 119 Συνθ. ΕΟΚ και 288 ΑΚ επιβάλλει, κατ’ αρχήν, την εκ μέρους του εργοδότη επέκταση όλων των οικειοθελών παροχών του προς τους υπό τας ιδίας συνθήκας απασχολουμένους στην επιχείρησή του μισθωτούς. Όμως η επέκταση αυτή ούτε βάσει της κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητος είναι δυνατή όταν πρόκειται για παροχή χορηγουμένη στα μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων βάσει συλλογικών συμβάσεων ή διοικητικών αποφάσεων στα πλαίσια των άρθρων 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για οικειοθελή παροχή εκ μέρους του εργοδότη σε συγκεκριμένους μισθωτούς αλλά για υποχρεωτική, με αποτέλεσμα τα μη μέλη της συνδικαλιστικής οργανώσεως να μη δικαιούνται να λαμβάνουν την παροχή αυτή παρ’ ότι εργάζονται υπό τας ιδίας συνθήκας με τα μέλη της συνδικαλιστικής οργανώσεως. Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω παροχή χορηγούμενη από την ΔΕΗ σε υπαλλήλους της μέλη συγκεκριμένης συνδικαλιστικής οργανώσεως δεν επεκτείνεται και σε μη μέλη της αφού πρόκειται για επίδομα «…το οποίο διαμορφώθηκε με …επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 8-11 με Σχόλιο του Σ. Βλαστού. (1010) ΑΠ 1116/2007 Τμ. Β1 (Άρθρα 648, 649, 655 ΑΚ και 1 της υπ’ αριθμ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας κυρωθείσης με τον Ν. 3248/1995. «…μισθός είναι κάθε παροχή την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά τον νόμο ή την σύμβαση στον μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχομένη εργασία του…» περιλαμβανομένης και της αμοιβής του για απασχόληση σε ημέρα αργίας, αφού ο νόμος «…δεν διακρίνει μεταξύ μισθού υπό στενή και υπό ευρεία έννοια…». Κατά το άρθρο 655 ΑΚ δήλη ημέρα καταβολής της ως άνω απαιτήσεως σε μισθωτό αμειβόμενο με μηνιαίο μισθό, ήτοι και της αμοιβής για απασχόληση σε ημέρα αργίας, είναι η τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο παρεσχέθη η εργασία. Συνεπώς, με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής, κατά το άρθρο 341 παρ. 1 ΑΚ, ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και βάσει του άρθρου 345 εδ. α΄ ΑΚ οφείλει τόκους υπερημερίας. Σύμφωνα με τον έχοντα ισχύ νόμου Κανονισμό Καταστάσεως Προσωπικού της ΔΕΗ, και όχι βάσει των άρθρων 904 επ. ΑΚ περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, υφίσταται απαίτηση υπαλλήλων της ΔΕΗ λόγω απασχολήσεώς τους σε ημέρα αργίας και κατά συνέπεια, αφού πρόκειται περί μισθού, οφείλονται από τον εργοδότη τόκος υπερημερίας από το τέλος κάθε μήνα στον οποίο έγινε απαιτητή κάθε επί μέρους απαίτηση και όχι μόνον από την ημέρα επιδόσεως της αγωγής των ως άνω υπαλλήλων κατά της ΔΕΗ). 270


1.2.2.3. «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 558 – 561. (1011) ΑΠ 1259/2009 Τμ. Β2 (Προσληφθέντες στο Ταμείο Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος – Τ.Ε.Β.Ε. ως επιμελητές εισπράξεως ασφαλιστικών εισφορών με αμοιβή σε ποσοστό επί των εισπράξεων και μεταγενέστερα καταταγέντες σε οργανικές θέσεις με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου βάσει του άρθρου 17, παρ. 4 – 8 του Ν. 2839/2000 δικαιούνται να λάβουν δώρα εορτών και επίδομα αδείας). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1427 – 1431. (1012) ΣτΕ 3231/2008 Ολ. (Η παροχή εφάπαξ βοηθήματος σε συνταξιοδοτουμένους υπαλλήλους της ΔΕΗ έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα και κατά συνέπεια είναι αντισυνταγματική η θέσπιση ανωτάτου ορίου βάσει του άρθρου 46 παρ. 2 περ. 3 του Ν. 2084/1992, ως αντιθέτου στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 369 – 376. (1013) ΣτΕ 1188/2009 Ολ. (Ασφαλισμένος του ΙΚΑ εισαχθείς επειγόντως από κρατικό θεραπευτήριο σε ιδιωτικό θεραπευτήριο στο οποίο και μόνον ήταν δυνατός «εμβολισμός» καλύπτεται από τον ασφαλιστικό του Οργανισμό για το σύνολο της δαπάνης του στο ιδιωτικό θεραπευτήριο και όχι μόνον για δαπάνη υπολογιζομένη βάσει του τιμολογίου της ισχυούσης κρατικής διατιμήσεως για τη νοσηλεία ιδιωτών σε ιδιωτικά θεραπευτήρια της ημεδαπής). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 790 – 796. (1014) ΑΠ 492/2006 Τμ. Β2 (Συνιστά αδικοπραξία η παράλειψη αναπροσαρμογής των αποδοχών υπαλλήλου του ΟΤΕ στον οποίο ανατέθηκαν καθήκοντα διευθυντή ή υποδιευθυντή. Υπάρχει αξίωση για την ισόποση διαφορά, μεταξύ ληφθεισών αποδοχών και οφειλομένων). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2007, σ. 432 – 434. (1015) ΕιρΚερκύρας 181/2006 («…δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των εργαζομένων, αφού διαφέρει η παρεχόμενη εργασία». Υπάλληλοι ειδικότητος ΤΕ νοσηλευτών, ΔΕ βοηθών νοσηλευτών, ΔΕ ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και ΔΕ φυλάκων ασθενών υπηρετούντες με σχέση ιδιωτικού δικαίου σε Ψυχιατρικό Ίδρυμα στο οποίο λειτουργούν εργαστήρια επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ψυχικά ασθενών δεν δικαιούνται να λάβουν επίδομα δυσμενών συνθηκών εργασίας χορηγούμενο βάσει του άρθρου 4 παρ. 4 Σ΄ του Ν. 2817/2000 στο προσωπικό των “Κέντρων Διαγνωστικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης” [Κ.Δ.Α.Υ.] ατόμων με ειδικές ανάγκες). «ΙΟΝΙΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2006, σ. 191 – 195. (1016) ΑΠ 140/1992 Τμ. Β΄ (Υπάλληλος της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενεργείας με σύμβαση εργασίας Ι.Δ. αορίστου χρόνου στην οποία παρεσχέθη η ευκαιρία να ζητήσει την μονιμοποίησή της χωρίς τελικά να πράξει τούτο, ενώ εγνώριζε το διαφορετικό νομικό καθεστώς που διέπει τις αποδοχές των συναδέλφων της που εζήτησαν να μονιμοποιηθούν. Η διαφοροποίηση της αμοιβής μονίμων υπαλλήλων και υπαλλήλων Ι.Δ. παρ’ ότι παρέχουν την ίδια εργασία, υπό τις ίδιες συνθήκες, δεν συνιστά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητος αφού «η 271


1.2.2.3.

1.2.2.4.

παρέκκλιση αυτή επιβάλλεται και από το γενικότερο δημόσιο και γενικά κοινωνικό συμφέρον»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1994, σ. 183 – 185. (1017) ΑΠ 397/2008 Τμ. Β2 (Άρθρο 2 Ν. 551/1915. Κατά τα άρθρα 914, 922 και 932 ΑΚ, μετά από ατύχημα κατά την εργασία, κρίνεται η παροχή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Συνεπώς, απαιτείται η ύπαρξη πταίσματος του εργοδότη ή των υπ’ αυτού προστηθέντων, ήτοι μη τήρηση των κανονισμών ασφαλείας ή οποιαδήποτε άλλη αμέλεια). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 1887 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1018) AΠ 403/2008 Τμ. B2 (Διεκδίκηση παροχών από εργαζόμενο της Ολυμπιακής Αεροπορίας μετά μακροχρόνια αδράνεια ασκήσεως των δικαιωμάτων του στα πλαίσια των ειδικών συνθηκών της σχέσεώς του με τον εργοδότη, κρίνεται, όσον αφορά τον καταχρηστικό χαρακτήρα της βάσει του άρθρου 281 ΑΚ, και υπό το πρίσμα των επιβαρύνσεων της εταιρείας από ενδεχόμενες διεκδικήσεις άλλων συναδέλφων του οι οποίοι σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της επιδίκου αξιώσεως θα έσπευδαν να καταθέσουν ανάλογες αγωγές με αποτέλεσμα οι ανωτέρω επιβαρύνσεις να ανέλθουν σε τεράστια ποσά, ενώ πρόκειται για επιχείρηση με πάγια ελλείμματα ευρισκόμενη σε στάδιο οικονομικής εξυγιάνσεως). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 1888 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ. Βλ. και ΑΠ 568/2009 (αρ. 1020). (1019) ΑΠ 1007/2008 Τμ. Β2 (Άρθρο 49 παρ. 4 εδ. α΄ Ν. 993/1979 ή άρθρο 55 παρ. 4α Π.Δ. 410/1998. Αποζημίωση σε υπάλληλο του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ μη υπαγόμενο στην ασφάλεια του Δημοσίου παρέχεται κατά την συνταξιοδότησή του μόνον αν συνδέεται με τον εργοδότη του με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ενώ αποκλείονται οι συνδεόμενοι με σχέση δημοσίου δικαίου). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ» 2008, σ. 2137 – 2139. (1020) ΑΠ 568/2009 Τμ. Β1 (Άρθρο 281 ΑΚ. Μακρά αδράνεια των υπαλλήλων του ΟΛΠ ως προς την άσκηση δικαιωμάτων τους αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών τους δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό ως καταχρηστικής της προβολής σχετικής αξιώσεως, εφ’ όσον συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες προελθούσες από την προηγούμενη πρακτική στις σχέσεις εργοδότη – εργαζομένων. Όμως, το ενδεχόμενο να υπάρξουν διεκδικήσεις στο μέλλον από άλλους υπαλλήλους τον ΟΛΠ σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της επιδίκου αξιώσεως δεν συνιστά λόγο χαρακτηρισμού αυτής ως καταχρηστικής). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 1712 [Περίληψη της αποφάσεως]. Σημ. Βλ. και ΑΠ 403/2008 (αρ. 1018) με την επισήμανση ότι η οικονομική θέση του ΟΛΠ διαφέρει εκείνης της Ολυμπιακής Αεροπορίας. §§§§§§§§§§ 1.2.2.4. ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ (1021) ΜονΠρΑθ 931/1993 (Ν. 1648/1986. Ισόβια η προστασία της ισότητος μέλους πολυτεκνικής οικογενείας. Η εκτέλεση της αποφάσεως της αρμοδίας επιτροπής περί τοποθετήσεως του προστατευομένου 272


1.2.2.4. σε θέση εργασίας υποχρέου, κατά νόμον, εργοδότη δεν αναστέλλεται από ενδεχόμενες προσφυγές του εργοδότη αυτού ή από την προθεσμία ασκήσεώς των. Τα πολιτικά δικαστήρια έχουν την δυνατότητα παρεμπίπτοντος ελέγχου του κύρους και της νομιμότητος της πράξεως της διοικήσεως για την τοποθέτηση του προστατευομένου προσώπου, εκτός αν ο έλεγχος αυτός αποκλείεται εκ του νόμου. Η άρνηση του εργοδότη να δεχθεί τις «…πραγματικά και προσηκόντως…» προσφερόμενες υπηρεσίες του τοποθετουμένου αποτελεί παράνομη προσβολή της προσωπικότητός του για την οποία δύναται να ζητηθεί η πληρωμή χρηματικού ποσού λόγω ηθικής βλάβης. Μόνον αν ο εργοδότης απασχολήσει τον τοποθετούμενο για ένα μήνα έχει δικαίωμα να επικαλεσθεί ακαταλληλότητα αυτού για εργασία. Η άρνηση του εργοδότη να δεχθεί τον τοποθετούμενο έχει ως συνέπεια την υπερημερία του εργοδότη αυτού και την υποχρέωσή του να καταβάλει αποδοχές για τον χρόνο υπερημερίας). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 1994, σ. 650 – 656. (1022) ΑΠ 77/2009 Τμ. Β1 (Αναγκαστική σύμβαση εργασίας για τον εργοδότη βάσει αποφάσεως της Επιτροπής του άρθρου 9 του Ν. 2643/1998 και άρνηση εκ μέρους του να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του εμφανισθέντος προς ανάληψη εργασίας προστατευομένου εκ του νόμου προσώπου «…δεν συνιστά αυτομάτως παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς…» του, ώστε ο εργοδότης να υποχρεούται σε καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, αφού δεν πρόκειται για αδικοπραξία, αλλά για παράβαση συμβατικής υποχρεώσεως του ως άνω εργοδότη για την οποία κατά το άρθρο 656 ΑΚ ευθύνεται βαρυνόμενος με την καταβολή μισθών υπερημερίας). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2009, σ. 1048. (1023) ΣτΕ 435/2009 Τμ. Δ΄ (Ν. 2643/1998. Τοποθέτηση σε εργασία προστατευομένων προσώπων [αναπήρων κ.λπ.] με απόφαση της επιτροπής του άρθρου 9 του ανωτέρω νόμου. Οι προκύπτουσες διαφορές, ως διοικητικές διαφορές ουσίας, εκδικάζονται από τα αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 1260 – 1262. §§§§§§§§§§ 1.2.2.5. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ – ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (1024) ΑΠ 1139/2000 Τμ. Β΄ (Νομικώς ανίσχυρη η καταγγελία εκ μέρους της ΔΕΗ της συμβάσεως εργασίας τακτικού υπαλλήλου της κατηγορηθέντος για υπεξαίρεση, χωρίς να έχει προηγηθεί τελεσίδικη απόφαση του αρμοδίου πειθαρχικού οργάνου με την οποία επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της απολύσεως. Οι διατάξεις του Ν. 2112/1920, του Β.Δ. της 16/18.7.1920 και του Ν. 3198/1955 βάσει των οποίων ο εργοδότης δύναται να καταγγείλει χωρίς προθεσμία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφ' όσον έχει υποβληθεί μήνυση κατά του υπαλλήλου για αξιόποινη πράξη κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας του ή έχει κατηγορηθεί για πλημμέλημα, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση των τακτικών υπαλλήλων της ΔΕΗ, αφού «…η μεταξύ της ΔΕΗ και των τακτικών υπαλλήλων της σύμβαση εργασίας είναι εξ αρχής ορισμένου χρόνου εφ' όσον προβλέπεται η αυτοδίκαιη αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία λόγω συμπληρώσεως του καθοριζομένου κατά περίπτωση ορίου, ηλικίας…» σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Καταστάσεως Προσωπικού ΔΕΗ). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2000, σ. 1362 – 1363 Σημ. Βλ. και κατωτέρω απόφαση ΑΠ 43/2002 Ολ. (αρ. 1025). 273


1.2.2.5. (1025) ΑΠ 43/2002 Ολ. (Γενικός Κανονισμός Καταστάσεως Προσωπικού ΔΕΗ. «…η εργασιακή σύμβαση, η οποία συνδέει τον υπάλληλο … με την ΔΕΗ είναι εξυπαρχής ορισμένου χρόνου, αφού προβλέπεται η λύση της με τη συμπλήρωση του οριζομένου ορίου ηλικίας...». Από τις διατάξεις του ανωτέρω κανονισμού «...δεν προκύπτει κατάργηση για τους μισθωτούς της ΔΕΗ της συνυφασμένης με τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου διατάξεως του άρθρου 672 ΑΚ, η οποία… προβλέπει ως λόγο λύσεως της ορισμένου χρόνου συμβάσεως, εργασίας την ύπαρξη σπουδαίου λόγου». «Συνεπώς στη σύμβαση εργασίας του μισθωτού της ΔΕΗ, ως τοιαύτη ορισμένου χρόνου εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 672 ΑΚ για λύση της συμβάσεως με καταγγελία ένεκα σπουδαίου λόγου, οποίον αποτελεί και η από το μισθωτό εκ δόλου τέλεση σε βάρος της ΔΕΗ σοβαρής αξιόποινης πράξεως, κατά την άσκηση της υπηρεσίας του»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2003, σ. 597 – 599. Σημ. Βλ. και ανωτέρω, απόφαση ΑΠ 1139/2000 Τμ. Β΄ (αρ. 1024) (1026) ΕφΑθ 1732/2002 (Παράνομη η καταγγελία εργασιακής συμβάσεως εγκύου με συνέπεια την πρόκληση ηθικής βλάβης «…στην προσωπικότητα της εργαζομένης ως κοινωνικού ατόμου...» κατά τα άρθρα 914, 932, 57 και 59 ΑΚ για την αποκατάσταση της οποίας «…εύλογο…» κρίνεται το ποσό των 300.000 δραχμών). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2003, σ. 599. (1027) ΕφΘεσ 3054/2003 (Αναγνώριση με αποφάσεις της πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου επιτροπής συνδικαλιστικών στελεχών της συνδρομής σπουδαίου λόγου κατά το άρθρο 14 παρ. 10 περ. γ’ του Ν. 1264/1982 για την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας προέδρου εργατικού σωματείου ο οποίος εξύβρισε τον εκπρόσωπο του εργοδότη. Οι ανωτέρω αποφάσεις αποτελούν «…οιονεί δεδικασμένο…» και «…δεσμεύουν το Δικαστήριο υπό την έννοια της δημιουργίας αμάχητου τεκμηρίου ως προς την αλήθεια του βεβαιωθέντος με αυτές λόγου για καταγγελία της σχέσης εργασίας…». Δεν απαιτείται να καταστεί τελεσίδικη η απόφαση της πρωτοβαθμίου επιτροπής προκειμένου να καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας του συνδικαλιστή, αφού η απόφαση αυτή είναι «…διοικητική εκτελεστή πράξη και ως τέτοια είναι άμεσα εκτελεστή…». Η επίκληση από τον συνδικαλιστή της προστασίας του από τον νόμο κατά την συνδικαλιστική του δράση δεν αποτρέπει την απόλυσή του χωρίς αποζημίωση μετά την απόφαση της πρωτοβαθμίου επιτροπής και την υποβολή μηνύσεως για την διάπραξη του πλημμελήματος της εξυβρίσεως). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2004, σ. 1766 – 1768. (1028) ΣτΕ 1432/2005 Τμ. Γ’ (Βάσει του άρθρου 53 του Π.Δ. 410/1988 η σύμβαση εργασίας υπαλλήλου του Δημοσίου ή των ΟΤΑ ή λοιπών ΝΠΔΔ δύναται να καταγγελθεί από τον εργοδότη οποτεδήποτε για σπουδαίο λόγο με απόφαση του αρμοδίου για την πρόσληψη οργάνου μετά από σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Σπουδαίο λόγο αποτελεί και η παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος κατά τον ποινικό κώδικα ή άλλο ειδικό ποινικό νόμο. Συνεπώς «…καθιερώνεται ειδική διοικητική διαδικασία για την λόγω τελέσεως πειθαρχικού αδικήματος καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, υπαλλήλου του Δημοσίου, ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου». Η πράξη της Διοικήσεως με την οποία κατηγγέλθη η σύμβαση εργασίας του ως άνω υπαλλήλου αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, κρινομένη δικαστικώς σε πρώτο βαθμό από το αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο). 274


1.2.2.5. «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 520 – 521. (1029) ΑΠ 262/2005 Τμ. Β1 (Π.Δ. 410/1988. Σύμβαση εργασίας προσωπικού Ι.Δ. του Δημοσίου και ΝΠΔΔ. «…σε αντίθεση προς τη γενική ρύθμιση του άρθρου 699 παρ. 2 ΑΚ η διάταξη του άρθρου 53 παρ. 1 του ως άνω Π.Δ. …απαιτεί για την καταγγελία της συμβάσεως αυτής τη συνδρομή σπουδαίου λόγου προσδίδοντας έτσι στην εν λόγω καταγγελία το χαρακτήρα της αιτιώδους δικαιοπραξίας…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 521 – 523. (1030) ΑΠ 255/2006 Τμ. Β΄ (Κανονισμός Τραπέζης έχων συμβατική ισχύ προβλέπων πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες ποινές «…δεν αφαιρεί από τον εργοδότη το δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας, χωρίς προηγούμενη τήρηση της πειθαρχικής διαδικασίας, διότι επιδιώκονται διαφορετικοί σκοποί με την πειθαρχική διαδικασία και την καταγγελία για σπουδαίο λόγο της εργασιακής σχέσης…». «Η καταγγελία αυτή κατά παράλειψη της πειθαρχικής διαδικασίας ελέγχεται από τα δικαστήρια κατά τις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ». Η απόλυση της υπαλλήλου για υπαίτια παράβαση των κανόνων εσωτερικής λειτουργίας της Τράπεζας στον τομέα της διαχειρίσεως σημαντικών χρηματικών ποσών δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητος. Το δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο δεν δύναται να αποκλεισθεί με συμφωνία των μερών). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2006, σ. 527 – 528. (1031) ΑΠ 695/2007 Τμ. Β1 (Άρθρο 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 2556/1997. Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι «…τυπική δικαιοπραξία, αφού αυτή επί ποινή ακυρότητος πρέπει να γίνει εγγράφως…». «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 1553 – 1554. (1032) ΕφΘεσ 159/2007 (Άρθρα 140, 141, 142, 154, 180, 184 ΑΚ. «…η περί καταγγελίας της εργασιακής του συμβάσεως [αποχώρηση από την εργασία] δήλωση βουλήσεως του μισθωτού, μπορεί, όπως κάθε δικαιοπραξία να είναι προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής, και συνεπώς ακυρώσιμη». Μέχρις εκδόσεως της σχετικής δικαστικής αποφάσεως «…ή ένεκα πλάνης ακυρώσιμη δικαιοπραξία αναπτύσσει πλήρη νομική ενέργεια [ΑΠ 654/1967, «Νομικό Βήμα 16.249] και μόνο μετά την απαγγελόμενη με δικαστική απόφαση ακύρωση αυτής εξομοιώνεται με την εξ αρχής άκυρη, λογιζόμενη ως μη γενομένη…». «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 363 – 365. (1033) ΑΠ 81/2009 Τμ. Β1 (Άρθρο 53 παρ. 2 Π.Δ. 410/1988 [άρθρο 43 Ν. 993/1979]. Για το κύρος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου των εργαζομένων στο Δημόσιο και στα ΝΠΔΔ για σπουδαίο λόγο, όπως αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων για 15 τουλάχιστον συνεχόμενες ημέρες, απαιτείται απόφαση του αρμοδίου για την πρόσληψη οργάνου, σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου και ανακοίνωση της αποφάσεως στον απολυόμενο. «…στην περίπτωση καταγγελίας σύμβασης εργαζομένου στο Δημόσιο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος που επιβάλλει την προηγούμενη ακρόαση του διοικουμένου πριν από τη διοικητική ενέργεια ή τη λήψη μέτρων σε βάρος των δικαιωμάτων του», αφού 275


1.2.2.5. στην ανωτέρω περίπτωση «…το Δημόσιο, πρόκειται να χωρήσει σε ενέργεια προς πραγμάτωση δικαιώματος αυτού, το οποίο απορρέει από σύμβαση ιδιωτικού δικαίου»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2009, σ. 1048 – 1049. (1034) ΣτΕ 1861/2002 Τμ. Γ΄ (Ν. 2190/1994. Πρόσληψη συμβασιούχων ορισμένου χρόνου για κάλυψη εποχιακών ή προσκαίρων αναγκών. Επιβάλλεται η περαίωση των σχετικών διαδικασιών σε σύντομο χρονικό διάστημα και η ταχεία αποστολή στο Α Σ Ε Π των πινάκων κατατάξεως από τις υπηρεσίες στις οποίες προσλαμβάνονται οι συμβασιούχοι για να γίνει έλεγχος νομιμότητος. Μετά την αναμόρφωση των πινάκων αυτών βάσει του ελέγχου του Α Σ Ε Π απολύονται οι μη δικαιούμενοι να προσληφθούν σύμφωνα με την νέα κατάταξη για να προσληφθούν οι δικαιωθέντες). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1165 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1035) ΑΠ 1942/2008 Τμ. Β1 (Μονομερής βλαπτική μεταβολή παύει να υπάρχει και δεν πρόκειται για άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη, εφ' όσον ο εργαζόμενος επί μακρό χρονικό διάστημα είχε ανεπιφυλάκτως και αδιαμαρτυρήτως συμμορφωθεί, αφού βάσει του άρθρου 316 ΑΚ συνάπτεται, στην περίπτωση αυτή, νέα σύμβαση εργασίας τροποποιητική της αρχικής εκτός αν ανακύπτει θέμα εφαρμογής των άρθρων 174 και 178 ΑΚ βάσει των οποίων απαγορεύεται η κατάρτιση συμβάσεων οι οποίες αντίκεινται στο νόμο ή τα χρηστά ήθη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑ1ΟΣΥΝΗ», 2009, 147 – 148 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1036) ΕφΑθ 3260/2009 (Άρθρα 15 παρ. 1 Ν. 1483/1984 & 10 παρ. 1 Π.Δ. 176/1977 προσαρμογής στην Οδηγία 92/1985/ΕΟΚ. Άκυρη η απόλυση εγκύου εκπαιδευτικού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Αναστολή του δικαιώματος του εργοδότη για καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της εκπαιδευτικού αυτής κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, λοχείας και γαλουχίας. Το ανωτέρω δικαίωμα του εργοδότη δύναται να ασκηθεί μετά το πέρας της περιόδου προστασίας της μητέρας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 1494 – 1495. (1037) ΑΠ 1555/2006 Τμ. Β2 (Καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου Ι.Δ. κλητήρα στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στο Αμβούργο βάσει του άρθρου 9 εδ. γ’ του Ν. 419/1976 με την καταβολή της κατά νόμον αποζημιώσεως χωρίς από την διάταξη αυτή να προβλέπεται η ύπαρξη σπουδαίου λόγου, ενώ από την διάταξη του εδ. α' του ιδίου άρθρου προβλέπεται η χωρίς αποζημίωση καταγγελία για σπουδαίο λόγο. Η αναφορά στην εκ μέρους του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Αμβούργο καταγγελία της ως άνω συμβάσεως στην ύπαρξη σπουδαίων λόγων δεν συνεπάγεται υποχρέωση του δικαστηρίου να τους ερευνήσει, αφού δέχεται ότι η καταγγελία αυτή έγινε βάσει του εδ. γ' του άρθρου 9 του Ν. 419/1976 και όχι του εδ. α' «…οπότε και μόνον θα ήταν αναγκαία η έρευνα των επικαλουμένων ως σπουδαίων λόγων». Σύμφωνα δε με το άρθρο 53 του Π.Δ. 410/1988 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 656 και 672 ΑΚ συνάγεται ότι η ως άνω σύμβαση καταγγέλθηκε από το Δημόσιο χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος και συνεπώς η καταγγελία είναι άκυρη, αφού βάσει του ανωτέρω άρθρου 53 του Π.Δ. 410/1988 για την εγκυρότητα της καταγγελίας συμβάσεως εργασίας υπαλλήλων του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ με σχέση ιδιωτικού δικαίου απαιτείται ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Δεν επιτρέπεται δε, αντίθετη 276


1.2.2.5.

1.2.2.6.

συμβατική ρύθμιση, αφού η διάταξη του άρθρου 53 του Π.Δ. 410/1988 έχει χαρακτήρα δημοσίας τάξεως). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 732 – 734. (1038) ΕφΑθ 236/2008 (Στον ιδιωτικό τομέα κατά το άρθρο 669 ΑΚ η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία. Συνεπώς «…η έλλειψη αιτίας ή η αναλήθεια της τυχόν ως εκ περισσού επικληθείσας αιτίας, δεν την καθιστά άκυρη». Όμως η καταγγελία αυτή, ως άσκηση δικαιώματος, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Συνεπώς, η καταγγελία «…δεν πρέπει να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος διότι διαφορετικά είναι άκυρη και θα θεωρηθεί σαν να μην έγινε…»). «ΕΥΡΙΠΕΙΟΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ», 2009, σ. 128 – 129. (1039) ΑΠ 304/1994 Τμ. Β΄ (Άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1069/1980. Οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Υδρεύσεως Αποχετεύσεως είναι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου και εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως στον Οργανισμό μιας εκ των επιχειρήσεων αυτών αρμόδιο όργανο για την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας μισθωτού της είναι ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου χωρίς να απαιτείται προηγούμενη έγκριση του Συμβουλίου αυτού). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 1995, σ. 243 – 244. (1040) ΑΠ 1545/2006 Τμ. Β2 (Σε επιχείρηση λειτουργούσα κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι αναιτιώδης, αλλά βάσει του Κανονισμού Εργασίας της επιχειρήσεως αυτής η καταγγελία είναι δυνατόν γίνει αιτιώδης, ήτοι για «δίκαιη αιτία»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2007, σ. 147 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1041) ΑΠ 676/2009 Τμ. Β1 (Δεν αντίκειται στο νόμο η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας υπαλλήλου προσβληθέντος από AIDS HIV κατόπιν αξιώσεως των συναδέλφων του προς τον εργοδότη). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 2158 [Περίληψη της αποφάσεως με σχετική Σημείωση]. (1042) ΑΠ 970/2009 Τμ. Β2 (Α.Ν. 173/1967. Στην απόφαση με την οποία καθορίζεται ανώτατο όριο αποζημιώσεως μισθωτών λόγω λήξεως της συμβάσεως εργασίας με το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή επιχείρηση κοινής ωφελείας, όταν πρόκειται για ΑΕ, πρέπει να αναφέρεται ότι κατά πλειοψηφία οι μετοχές της ανήκουν στο Κράτος). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 2383 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.2.2.6. ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΛΗΨΗ – ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΔΙΩΧΘΕΝΤΩΝ (1043) ΑΠ 262/2005 Τμ. Β1 (Προσωπικό του Δημοσίου και ΝΠΔΔ με σχέση εργασίας Ι.Δ.. Σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας λόγω κατηγορίας για διάπραξη ποινικού αδικήματος από τον 277


1.2.2.6.

1.2.2.7.

υπάλληλο, για την οποία εκδόθηκε τελικά αθωωτική απόφαση ή απαλλακτικό βούλευμα εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 143 παρ. 2 & 3 ΥΚ – Ν. 2683/1999 περί επαναλήψεως της διαδικασίας ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου, δεδομένου ότι υπάρχει κενό στο Π.Δ. 410/1988. «Μέχρι την έκδοση της νέας αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, εφ’ όσον η πρώτη απόφαση εκδόθηκε νομότυπα, η καταγγελία της συμβάσεως είναι έγκυρη και δεν θεμελιώνεται δικαίωμα του απολυθέντος για αναγνώριση της ακυρότητος της καταγγελίας ευθύς μετά την έκδοση του απαλλακτικού βουλεύματος και επομένως υποχρέωση του εργοδότη ΝΠΔΔ να αποδέχεται τις υπηρεσίες του και σε περίπτωση αρνήσεώς του δεν καθίσταται υπερήμερος και δεν οφείλει μισθούς υπερημερίας. Τα αυτά ισχύουν και αν δεν υποβάλει εντός έτους από την απαλλαγή αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας». Ενδεχομένη καθυστέρηση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου να αποφανθεί επί της αιτήσεως του ενδιαφερομένου για επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας και επάνοδό του στην εργασία θεμελιώνει αξίωση αποζημιώσεως του βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ και όχι εκ της συμβάσεως εργασίας). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 521 – 523. (1044) ΣτΕ 2488/2002 Τμ. Γ΄ (Επαναπρόσληψη συμβασιούχων απολυθέντων βάσει του Ν. 1882/1990 για να καλυφθούν πάγιες και διαρκείς υπηρεσιακές ανάγκες. Αν δεν επαρκούν οι θέσεις τηρείται σειρά προτεραιότητος βάσει του άρθρου 25 παρ. 4 του Ν. 2190/1994. Αν όμως ο αιτών επαναπρόσληψη έχει επιτύχει έκδοση σχετικής ευνοϊκής αποφάσεως πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όλως εξαιρετικώς, προβλέπεται η σύσταση νέας θέσεως, καθ’ υπέρβαση των εκτιμώμενων παγίων και διαρκών υπηρεσιακών αναγκών). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1170 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.2.2.7. ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ (1045) ΣτΕ 1816/2007 Τμ. Α΄ (Πρόσληψη μουσικού συνταξιούχου της Λυρικής Σκηνής από την Λυρική Σκηνή η οποία βάσει του άρθρου 10 του Ν. 2273/1994 είναι Ν.Π.Ι.Δ. υπαγόμενο στον κατά το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 δημόσιο τομέα. «…από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 58 του Π.Δ. 1041/1979, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 4 του Ν. 2320/1995, προκύπτει ότι από την έναρξη ισχύος του τελευταίου αυτού νόμου – 21/6/1995 κατά το άρθρο 9 αυτού – οι αποδοχές των συνταξιούχων του δημόσιου τομέα, οι οποίοι μετά τη συνταξιοδότησή τους απασχολούνται σε θέση του δημόσιου τομέα και επιθυμούν να τους καταβάλλονται συγχρόνως η σύνταξη και οι αποδοχές της θέσης τους, υποβάλλονται σε κρατήσεις για κύρια σύνταξη μολονότι ο χρόνος υπηρεσίας τους δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμος, ενώ υπό το προϊσχύσαν καθεστώς των Νόμων 1375/1983 και 1489/1984 τα πρόσωπα αυτά απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής τέτοιων κρατήσεων»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2008, σ. 741 – 745. §§§§§§§§§§

278


1.2.2.8.

1.2.2.9.

1.2.2.8. ΠΟΛΥΘΕΣΙΑ – ΠΟΛΥΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ [Βλ. και 1.1.8.6.] (1046) ΣτΕ 999/2005 Ολ. (Ανίσχυρη, ως αντικειμένη στο άρθρο 4 του Συντάγματος, η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν. 1810/1988 βάσει της οποίας εισάγεται ανεπίτρεπτη διάκριση εις βάρος εφημερίων κατεχόντων και θέση υπαλλήλου στο δημόσιο τομέα λόγω του περιορισμού να λαμβάνουν από την εφημεριακή τους θέση μόνον τον βασικό μισθό και το χρονοεπίδομα. ‘Όπως όλοι οι υπάλληλοι του δημοσίου τομέα και οι εφημέριοι αυτοί λαμβάνουν πλήρεις μηνιαίες αποδοχές και από τις δύο θέσεις με ανώτατο όριο προσδιοριζόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 33 του Ν. 1326/1983 και 4 του Ν. 2303/1995). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2005, σ. 1230 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1047) ΑΠ 572/2009 Τμ. Β1 (Δεν αντίκειται στο άρθρο 63 Α του Κώδικος Δικηγόρων η παροχή νομικών ή δικηγορικών υπηρεσιών με σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια περιοδική αμοιβή και η ταυτόχρονη απασχόληση σε Υπουργείο με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ως ειδικού συμβούλου ή ειδικού συνεργάτη ή επιστημονικού συνεργάτη ή μέλους του ειδικού επιστημονικού προσωπικού, δεδομένου ότι οι ανωτέρω συμβάσεις διαφέρουν ως προς την φύση τους και το περιεχόμενό τους και το αντικείμενό τους). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 1712 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.2.2.9. ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ (1048) ΑΠ 1770/2002 Τμ. Β1 (Εκ του άρθρου 38 παρ. 1 του Ν. 1892/1990 «συνάγεται ότι για την κατάρτιση της συμβάσεως μερικής απασχολήσεως απαιτείται κατά νόμο έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της συμβάσεως που αφορά τη μερική απασχόληση, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη κατ’ άρθρο 159 Α Κ και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 139 – 140. (1049) ΑΠ 845/2003 Τμ. Β2 («Αν δεν τηρηθεί ο έγγραφος τύπος η συμφωνία για μερική απασχόληση είναι άκυρη, η δε ακυρότητα δεν θεραπεύεται και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της έλλειψης του απαιτουμένου τύπου, οπότε ο εργοδότης θεωρείται υπερήμερος ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως και οφείλει σε αυτόν τον για πλήρη απασχόληση μισθό»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 140. §§§§§§§§§§

279


1.2.3. ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 1.2.3.1. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ. ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΟΔΟΤΗ – ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ 1.2.3.1.(Α). ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ. ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΒΛΑΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (1050) ΕφΘεσ 1003/2004 (Διευθυντικό δικαίωμα. Διασφάλιση εργασιακής ειρήνης. Γεωπόνος, μόνιμη δημ. Υπάλληλος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων [Π Ε Χ Ω Δ Ε] αποσπασθείσα σε «…αποκεντρωμένη Υπηρεσία…» του Υπουργείου αυτού λειτουργούσα ως ΝΠΙΔ [«Εγνατία Οδός Α.Ε.»] και τοποθετηθείσα στο Τμήμα Περιβάλλοντος με Προϊσταμένη Γεωπόνο, υπάλληλο της Εταιρείας αυτής. Ανάπτυξη μεγάλης ανταγωνιστικότητος και τριβών μεταξύ Προϊσταμένης και υφισταμένης προς αντιμετώπιση των οποίων απασχολήθηκε ακόμη και ο Γενικός Διευθυντής της εταιρείας. Διαχωρισμός του ως άνω Τμήματος στο Τμήμα Πρασίνου με Προϊσταμένη την αποσπασθείσα και στο Τμήμα Περιβάλλοντος με Προϊσταμένη την υπάλληλο της Εταιρείας προκειμένου να αποφεύγονται οι μεταξύ τους τριβές. Συνέχιση των τριβών και δημιουργία, μεταξύ των λοιπών υπαλλήλων, ομάδων προσκειμένων προς την μια ή την άλλη πλευρά. Στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματος ο Γενικός Διευθυντής της εταιρείας για «…να αποκαταστήσει την εργασιακή ειρήνη…», να διασφαλίσει την «…ευταξία…» και «...να προστατεύσει το κύρος…» της "Εγνατίας Οδού Α.Ε." έναντι των τρίτων προέβη στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ως άνω υπαλλήλου της εταιρείας αυτής και εζήτησε από το Υπουργείο Π Ε Χ Ω Δ Ε να ανακληθεί η απόσπαση της υπαλλήλου του, θέτοντας αυτήν σε «…διαθεσιμότητα…» με μετακίνησή της στο Λογιστήριο της εταιρείας. Με την θέση σε «…διαθεσιμότητα…» της αποσπασμένης υπαλλήλου δεν προσβάλλεται η προσωπικότητά της και, συνεπώς, δεν γίνεται δεκτό αίτημά της για χρηματική ικανοποίηση κατά τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ, αφού υπήρξε συνυπαιτιότης για τις ανωτέρω τριβές και το διευθυντικό δικαίωμα ασκήθηκε νομίμως). i) «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2004, σ. 1180 – 1182 με Σχόλιο του Δ. Σιδέρη. ii) «ΔΕΛΤΊΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2004, σ. 1764 – 1766 με Σχόλιο και κριτικές παρατηρήσεις της Διευθύνσεως του περιοδικού. (1051) ΑΠ 181/2001 Τμ. Β΄ («Αν ο εργοδότης ορίσει τόπο εργασίας του μισθωτού άλλον από τον αρχικά συμφωνημένο και ο τελευταίος αποδεχθεί την μεταβολή αυτή, αν και παραβλάπτει τα συμφέροντά του, επέρχεται τροποποίηση της εργασιακής συμβάσεως ως προς τον τόπο εκπληρώσεως της παροχής του μισθωτού [άρθρα 185, 189, 192, 320 και 321 ΑΚ] και επομένως δεν μπορεί να γίνει λόγος για μονομερή βλαπτική μεταβολή της συμβάσεως από μέρους του εργοδότη…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2001, σ. 1370 – 1373 με Σχόλιο της Χρ. Πετίνη - Πηνιώτη. (1052) ΕφΘεσ 1559/2006 (Προσχολικό Κέντρο Θεσσαλονίκης διεπόμενο ως ΝΠΙΔ, από τα άρθρα 33 επ. του Β.Δ. της 15/20-5-1920 παρέχον φροντίδες προσχολικής αγωγής και διαπαιδαγωγήσεως και αποτελούμενο από «δωμάτια» στα οποία οι παιδαγωγοί εποπτεύονται από την υπεύθυνη του κάθε «δωματίου». Καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος συνιστά ο υποβιβασμός, της υπεύθυνης «δωματίου» σε «…απλή παιδαγωγό…» με αποτέλεσμα να 280


1.2.3.1.(Α). καταστεί «…υφισταμένη της πρώην υφισταμένης της…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 169 – 170. (1053) ΑΠ 34/2007 Τμ. Β2 (Δεν επιτρέπεται στον εργοδότη «…κατά την ενάσκηση του διευθυντικού … δικαιώματος, κατά παραβίαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση, του εν λόγω δικαιώματος, να προβαίνει σε ενέργειες από τις οποίες θίγεται η προσωπικότητα του εργαζομένου και προκαλείται ηθική και υλική βλάβη σ' αυτόν. Σε τέτοια περίπτωση που συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας δικαιούται, ο μισθωτός, αν δεν αποδέχεται την μεταβολή, να αξιώσει σύμφωνα με τα άρθρα 59 και 914 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη και αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια πράξη του εργοδότου του, ΑΠ 453/1999, 812/2000». Κατά τον έχοντα ισχύ ουσιαστικού νόμου Κανονισμό Καταστάσεως Προσωπικού της ΔΕΗ η απόσπαση του μισθωτού δεν δύνανται να παραταθεί πέραν του εξαμήνου και κατά συνέπεια αν υπάρξει η παράταση αυτή πρόκειται για μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 1403 – 1405. (1054) ΑΠ 1695/2007 Τμ. Β1 (Άρθρα 57, 59, 281 ΑΚ. Μονομερής βλαπτική, μεταβολή των όρων εργασίας «…συντρέχει και όταν ο εργοδότης κατά κατάχρηση του διευθυντικού του δικαιώματος υποβιβάζει τον εργαζόμενο τοποθετώντας αυτόν σε θέση υποδεέστερη εκείνης που κατείχε προηγουμένως, με αποτέλεσμα να υφίσταται ηθική και επαγγελματική μείωση. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτός δικαιούται να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, χωρίς να αποκλείεται και η αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, ΑΠ 95/2000, 15/1999, 715/1995». Κατά τα άρθρα 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ το δεδικασμένο καλύπτει ολόκληρο τον δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου εκρίθη από το Δικαστήριο η επίδικη σχέση, περιλαμβανομένης της ιστορικής αιτίας, αλλά και της νομικής αιτίας και τούτο ισχύει «…και όταν η έννομη σχέση που έχει τελεσιδίκως διαγνωσθεί αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης μεταγενέστερης αξίωσης…». Συνεπώς, απόφαση Δικαστηρίου με την οποία για τους ανωτέρω λόγους επιδικάζεται χρηματική ικανοποίηση 1.500.000 δραχμών σε υπάλληλο Τραπέζης, μετά την τελεσιδικία της αποτελεί δεδικασμένο σε άλλη δίκη ενώπιον άλλου Δικαστηρίου το οποίο κρίνει αίτημα του εργαζομένου αυτού για αποζημίωσή του ύψους 41.000.000 δραχμών λόγω διαφοράς αποδοχών με αντιστοίχους συναδέλφους του, κατά την περίοδο Οκτωβρίου 1997 Νοεμβρίου Ι998, στη διάρκεια της οποίας άσκησε υποδεέστερα καθήκοντα). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 1405 – 1407. (1055) ΕφΘεσ 2235/2007 («…Πολιτική παροπλισμού…» του εργαζομένου εκ μέρους του εργοδότη υποβαθμίζουσα την προσωπικότητα και το επαγγελματικό κύρος του μισθωτού συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσεως με συνέπεια ο ανωτέρω μισθωτός να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του δικαιούμενος να λάβει την νόμιμη αποζημίωση απολύσεως). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 1543 – 1545. (1056) ΜονΠρΘεσ 21178/2009 (Θεμιτοί οι περιορισμοί των προσωπικών επιλογών των εργαζομένων, όσον αφορά την εμφάνισή τους, βάσει του κανονισμού εργασίας της επιχειρήσεως. Νόμιμη η καταγγελία 281


1.2.3.1.(Α). της συμβάσεως εργασίας για άρνηση συμμορφώσεως του εργαζομένου). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2009, σ. 1337 – 1338. (1057) ΑΠ 1042/2008 Τμ. Β1 (Μονομερής βλαπτική μεταβολή παύει να υπάρχει και δεν πρόκειται για άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη, εφ’ όσον ο εργαζόμενος επί μακρό χρονικό διάστημα είχε ανεπιφυλάκτως και αδιαμαρτυρήτως συμμορφωθεί, αφού βάσει του άρθρου 361 ΑΚ συνάπτεται, στην περίπτωση αυτή, νέα σύμβαση εργασίας τροποποιητική της αρχικής, εκτός αν ανακύπτει θέμα εφαρμογής των άρθρων 174 και 178 ΑΚ, βάσει των οποίων απαγορεύεται η κατάρτιση συμβάσεων οι οποίες αντίκεινται στο νόμο ή τα χρηστά ήθη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 147 – 148 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1058) ΕφΑθ 5690/2005 (Άρθρα 361, 648 επ. ΑΚ & 7 Ν. 2112/1920. Βάσει του άρθρου 652 ΑΚ ο εργοδότης, εφ’ όσον δεν εμποδίζεται από όρο της συμβάσεως εργασίας, δύναται να μεταθέσει εργαζόμενο σε άλλο τόπο όπου ευρίσκεται άλλη θέση εργασίας. Όμως, πρέπει να εκτιμηθούν και οι προσωπικές ανάγκες του υπαλλήλου και το ενδεχόμενο υπάρξεως νεοτέρων σε ηλικία και υπηρεσία υπαλλήλων, διότι, άλλως, παραβιάζεται η αρχή της καλής πίστεως κατά το άρθρο 281 ΑΚ). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 571 – 572 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1059) ΕφΑθ 2904/2009 (Άρθρα 648 & 652 ΑΚ. Προαγωγές υπαλλήλων της Αγροτικής Τραπέζης. «…ειδικότερη εκδήλωση [του διευθυντικού δικαιώματος] αποτελεί και η εξουσία του εργοδότη ως διευθυντή της εκμεταλλεύσεως να αποφαίνεται με τα αρμόδια και από τον ισχύοντα κανονισμό εργασίας όργανά του, για την βαθμολογική ή την μισθολογική προαγωγή των απασχολουμένων σ’ αυτόν μισθωτών σε περίπτωση που συντρέχουν οι διαγραφόμενες προϋποθέσεις…». Η περί προαγωγής κρίση ελέγχεται δικαστικώς για κατάχρηση δικαιώματος σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ. Η κατάχρηση αυτή συντρέχει όταν η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος δεν συνάδει προς την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του ασκουμένου δικαιώματος με αποτέλεσμα στις σχετικές κρίσεις των προς προαγωγή υπαλλήλων να έχει παραλειφθεί μισθωτός «…κατά τρόπο έκδηλο και αναντίρρητο…», ήτοι καταφανή και κατάδηλο ως προς τα προσόντα άλλου προαχθέντος συναδέλφου του. Σημασία για την κρίση περί προαγωγής εξακολουθεί να έχει το στοιχείο της αρχαιότητος, αλλά κύρια σημασία έχουν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των κρινομένων τα οποία συνήθως στους κανονισμούς εργασίας εκφράζονται με τον όρο «καταλληλότης». Βαρύνουσα σημασία έχει η προηγουμένη άσκηση υπευθύνων καθηκόντων από τον κρινόμενο ως κατ' εκλογή προακτέο σε διευθυντικό βαθμό. Η βαθμολογία και η εν γένει αξιολόγηση του κρινομένου στις εκθέσεις των προϊσταμένων και στους συναφείς πίνακες «…δεν μπορούν να αποτελέσουν σοβαρό και ιδία αντικειμενικό κριτήριο επιλογής των προακτέων διότι αντικατοπτρίζουν την υποκειμενική και όχι εντελώς αδιάβλητη αντίληψη των βαθμολογητών…». Ουσιαστικό προσόν αποτελεί και η παρακολούθηση επιμορφωτικών σεμιναρίων και η γνώση ξένων γλωσσών). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 1492 – 1493. (1060) ΑΠ 1248/1993 Τμ. Β΄ (Υπάλληλος Ασφαλιστικού Ταμείου με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσφέρων τις υπηρεσίες του στον εργοδότη του ΝΠΔΔ ως εισπράκτορας βεβαιωτής με 282


1.2.3.1.(Α). ποσοστά είναι δυνατόν να αποσπασθεί από την έδρα του Ταμείου στην Αθήνα στο Ηράκλειο για ένα εξάμηνο προκειμένου να καλυφθούν υπηρεσιακές ανάγκες, αφού η απόσπαση δεν απαγορεύεται από τον νόμο ή την σύμβασή του. Όταν ο εργοδότης κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος «…προσδιορίζει το είδος, το χρόνο και τον τόπο παροχής της εργασίας…» δεν πρέπει να «…υπερβαίνει προφανώς τα από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ καθοριζόμενα όρια…». Στην προκειμένη περίπτωση υπέρβαση των ορίων αυτών δεν υπάρχει αφού ο ανωτέρω υπάλληλος υπηρετεί από της προσλήψεώς του, το έτος 1983, στην Αθήνα, προηγουμένη απόφαση του εργοδότη για απόσπαση στην Καβάλα ουδέποτε υλοποιήθηκε και από απόψεως οικογενειακής καταστάσεως είναι έγγαμος, η σύζυγος του συνταξιούχος και ο μοναδικός υιός του έγγαμος, ενώ οι συνάδελφοί του οι οποίοι θα ήταν δυνατόν να αποσπασθούν έχουν ανήλικα τέκνα, παραλλήλως δε, ως έμπειρος υπάλληλος δύναται να ενισχύσει το παράρτημα του Ασφαλιστικού Ταμείου στο Ηράκλειο και με το κατάλληλο πρόγραμμα να λειτουργήσει τούτο κανονικά εν όψει του επικειμένου διορισμού νέων υπαλλήλων). «ΕΠΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1995, σ. 421 – 423. (1061) ΜονΠρΑθ 2168/1995 (Ειδικοί επιστήμονες του Δημοσίου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου λαμβάνοντες αρχικώς επίδομα "προσέλκυσης και παραμονής" το οποίο αργότερα περιεκόπη αναδρομικώς με υπουργική απόφαση. Πρόκειται για μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, αφού «…σε κάθε περίπτωση η αναδρομική μείωση αποδοχών εργαζομένων κρίνεται ότι αντίκειται στο άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος…». Η ανωτέρω κρίση εκ μέρους πολιτικού δικαστηρίου περί της νομιμότητος της σχετικής υπουργικής αποφάσεως είναι δυνατή διότι έλεγχος νομιμότητος διοικητικής πράξεως γίνεται «…παρεμπιπτόντως και από τα πολιτικά δικαστήρια…». Συνεπώς, οι εργαζόμενοι «…κατά τα γενικώς κρατούντα…» έχουν το διαζευκτικό δικαίωμα να θεωρήσουν ότι πρόκειται για άτακτη καταγγελία των εργασιακών τους σχέσεων εκ μέρους του εργοδότη με τις περαιτέρω έννομες συνέπειες εις βάρος τους είτε να θεωρήσουν άκυρη την επελθούσα μεταβολή και να εμμείνουν στην τήρηση των αρχικών όρων εργασίας τους. Στην προκειμένη περίπτωση οι εργαζόμενοι νομίμως επιλέγουν να εμμείνουν στην τήρηση των αρχικών όρων εργασίας τους). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1995, σ. 1051 – 1055. Σημ. Βλ. κατωτέρω ΑΡΘΡΑ: ΒΛΑΣΤΟΣ (Στυλιανός), "Μονομερής βλαπτική μεταβολή όρων εργασίας. Μείωση αποδοχών ειδικών επιστημόνων Δημοσίου" στο ανωτέρω περιοδικό, 1995, σ. 1048 – 1051. (1062) ΜονΠρΑθ 14421/1996 (Άρθρα 22 παρ. 2 Συντ., 40 παρ. 2α Ν.2257/1994 & 7 παρ. 3 Ν. 1876/1990. «…δεν είναι νόμιμη η ρύθμιση με συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις θεμάτων που ανάγονται στη βαθμολογική εξέλιξη [Προαγωγές, εισαγωγικός βαθμός] ή στην άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας κατά τρόπο αποσπασματικό και όχι ενιαίο και συνολικό, όταν μάλιστα όλα τα ανωτέρα θέματα ρυθμίζονται κατά τρόπο ενιαίο για όλους τους μισθωτούς της εκμετάλλευσης ή της επιχείρησης κοινής ωφέλειας, όπως είναι και ο ΟΤΕ και η ΔΕΗ με κανονισμό εργασίας…». Όπως γίνεται δεκτό από τη νομολογία και τη βιβλιογραφία οι συλλογικές συμβάσεις, κατ' αρχήν, υπερισχύουν των διατάξεων των κανονισμών εσωτερικής λειτουργίας κοινωφελών επιχειρήσεων και έχουν το προβάδισμα έναντι αυτών, όπως συμβαίνει για τους κανονισμούς της ΔΕΗ και του ΟΤΕ [άρθρο 12 παρ. 2 εδ. β' κανονισμού ΟΤΕ], ως αποτέλεσμα της συνταγματικής προστασίας της συνδικαλιστικής ελευθερίας κατά το άρθρο 23 παρ. 1 Συντ. 1975/1986. Εάν όμως η συλλογική αυτονομία 283


1.2.3.1.(Α). αποποιηθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο την αρχή της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και αν οι κανονισμοί των πιο πάνω επιχειρήσεων [ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.λπ.] περιέχουν όρους εργασίας ευνοϊκότερους για τους μισθωτούς από τους όρους της συλλογικής σύμβασης, τότε επικρατούν οι διατάξεις των κανονισμών. Όταν δηλαδή οι κανονισμοί περιέχουν ευνοϊκότερες διατάξεις, για τους μισθωτούς, όρους εργασίας όπως είναι και ο χρόνος, ο τρόπος προαγωγής και τα προσόντα των προαγομένων [αρχαιότητα, βαθμός κ.λπ.], απ' ό,τι οι όροι συλλογικής σύμβασης, τότε υπερισχύουν οι διατάξεις των κανονισμών αυτών». Η ανωτέρω εξαίρεση δικαιολογείται πρωτίστως από την «…αρχή της εύνοιας προς τον εργαζόμενο…». Συνεπώς, πρόβλεψη επιχειρησιακής συλλογικής συμβάσεως εργασίας στον ΟΤΕ βάσει της οποίας είναι δυνατή η ανάθεση διευθύνσεως υπηρεσιακής λειτουργίας στον Οργανισμό αυτό σε υπάλληλο μέχρι και δύο βαθμούς ανώτερης ή κατώτερης στάθμης αντίκειται προς την υπερισχύουσα στην προκειμένη περίπτωση διάταξη του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας, του ΟΤΕ βάσει της οποίας σε υπάλληλό του «…είναι δυνατή η ανάθεση διεύθυνσης υπηρεσιακής λειτουργίας, στάθμης αντίστοιχης του βαθμού του ή στάθμης κατά ένα μόνο βαθμό ανώτερης ή κατώτερης του βαθμού του»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1996, σ. 611 – 617. (1063) ΑΠ 501/1998 Τμ. Β΄ (Προαγωγές ανωτάτων υπαλλήλων του ΟΤΕ. «Η επιλογή του προακτέου υπαλλήλου από το οικείο όργανο του εργοδότη, ως ειδική εκδήλωση του διευθυντικού του δικαιώματος, ελέγχεται από το δικαστήριο ως καταχρηστική αν έγινε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστεως [ΑΚ 281]». Η υπέρβαση αυτή συντρέχει όταν παραλείπεται να προαχθεί υπάλληλος έχων τα σχετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, ενώ προάγεται άλλος ο οποίος καταφανώς υστερεί συγκρινόμενος με τον παραλειφθέντα με βάση τις προϋποθέσεις προαγωγής κατά τον Γενικό Κανονισμό Προσωπικού του ΟΤΕ. Ο κατά τα ανωτέρω παραλειφθείς μισθωτός δικαιωθείς κατόπιν προσφυγής στη Δικαιοσύνη βάσει του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. 1082/1980, λογίζεται ότι ανατρέχει «…στο χρόνο από τον οποίο έπρεπε να προαχθεί ανεξαρτήτως υπάρξεως κενής οργανικής θέσεως, δεν καταλαμβάνει δε αυτός οργανική θέση άλλα υπηρετεί ως υπεράριθμος»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1999, σ. 657 – 661. (1064) ΑΠ 950/2005 Τμ. Β1 (Άρθρο 7 παρ. 1 Ν. 2112/1920. Μη επιτρεπομένη από τον Γενικό Κανονισμό Προσωπικού ΟΤΕ «…αδρανοποίηση…» Προϊσταμένου Διευθυντή με την ανάθεση σ’ αυτόν καθηκόντων υπαλλήλου πρωτοκόλλου υπηρεσιακής αλληλογραφίας επειδή υπήρχαν «…πολιτικοί, εκτός υπηρεσίας λόγοι…». Πρόκειται για καταχρηστική άσκηση διευθυντικού δικαιώματος μονομερή βλαπτική για τον υπάλληλο μεταβολή των όρων απασχολήσεώς του με συνέπεια την εξ αδικοπραξίας των αρμοδίων οργάνων του ΟΤΕ υποχρέωση καταβολής από τον εργοδότη αποζημιώσεως αντιστοιχούσης στο ποσό του επιδόματος ευθύνης Προϊσταμένου που ο ανωτέρω, καθ’ όλα ικανός, υπάλληλος, στερήθηκε λόγω της αδρανοποιήσεώς του για μη υπηρεσιακούς λόγους). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2006, σ. 152 – 155. (1065) ΑΠ 795/2007 Τμ. Β2 («Από τον συνδυασμό των άρθρων 648, 652 παρ. 1, 565. 349 ΑΚ και 7 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 προκύπτει η μονομερής από τον εργοδότη και δυσμενής για τον μισθωτό μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας δεν συνεπάγεται χωρίς άλλο τη λύση της, αλλά παρέχει το δικαίωμα στο μισθωτό είτε να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη 284


1.2.3.1.(Α). καταγγελία της συμβάσεως από μέρους του εργοδότη και να ζητήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να αξιώσει την τήρηση των όρων της και την αποδοχή της εργασίας του από τον εργοδότη σύμφωνα με το πριν από τη μεταβολή περιεχόμενο της σύμβασης, και σε περίπτωση αρνήσεως του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία αυτή και να ζητήσει μισθούς υπερημερίας. Μόνη, όμως, η καθυστέρηση καταβολής του μισθού δεν συνιστά βλαπτική, υπό την ως άνω έννοια, μεταβολή των όρων της εργασιακής συμβάσεως, εκτός αν γίνεται δολίως, και δη για να εξαναγκασθεί ο μισθωτός σε αποχώρηση από την εργασία του»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 554 – 558. (1066) ΑΠ 302/1994 Τμ. Β΄ (Τα αρμόδια για τις προαγωγές των υπαλλήλων του ΟΤΕ συμβούλια δεν ασκούν δημοσία εξουσία αλλά, ως όργανα του εργοδότη, κρίνουν σύμφωνα με τους όρους της ατομικής συμβάσεως εργασίας εκάστου κρινομένου και εντός των πλαισίων του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της επιχειρήσεως. Οι ανωτέρω κρίσεις ελέγχονται δικαστικώς βάσει του άρθρου 281 ΑΚ, ενώ για την λόγω παραβιάσεώς του ύπαρξη ηθικής βλάβης παραλειφθέντος κατά τις προαγωγές υπαλλήλου και παροχή χρηματικής ικανοποιήσεως κατ' εφαρμογήν των άρθρων 57, 59, 299 και 932 ΑΚ απαιτείται υπαιτιότης των μελών του αρμοδίου συμβουλίου για την προσβολή της προσωπικότητας του κρινομένου μισθωτού). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 1995, σ. 240 – 243. (1067) ΑΠ 14/1998 (Ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού ΟΤΕ κυρωθείς με το άρθρο 54 παρ. 1 του Ν.Δ. 166/1973 και έχων ισχύ νόμου, ως ετροποποιήθη, προβλέπει ότι «…οι προαγωγές γίνονται βάσει προσόντων, η σειρά των δικαιούχων προαγωγής προσδιορίζεται από αυτά». Παράλειψη προαγωγής προφανώς υπερέχοντος των λοιπών κρινομένων υπαλλήλων αποτελεί αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ και ο παραλειφθείς δύναται να ζητήσει αναγνώριση αυτής της κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ παραλείψεώς του και επιδίκαση αποζημιώσεως, ήτοι των διαφορών αποδοχών και «…ανάλογης χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη του…». Όμως, «…αν κάποιος τρίτος υπάλληλος του Οργανισμού, ομοιόβαθμος με τον ενάγοντα, επίσης παραλειφθείς, έχει προσόντα έστω απλώς ανώτερα του ενάγοντα, τότε μόνο αυτός και όχι ο ενάγων έχει σειρά για προαγωγή». Κατά την ήδη επικρατήσασα στη νομολογία άποψη «…είναι αρκετό, για την πληρότητα της αγωγής να προβληθεί μόνο η κατάδηλη υπεροχή του ενάγοντος έναντι του προαχθέντος ή κάποιου από τους περισσοτέρους προαχθέντες, εναπόκειται δε πλέον στον εναγόμενο, προς κατάλυση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως του ενάγοντος, να αντιπροτείνει, ότι εκτός του ενάγοντος, παραλείφθηκε και ένας συγκεκριμένος τρίτος υπάλληλος, ο οποίος υπερείχε τούτου, έτσι ώστε, αν δεν είχε προκριθεί ο αναφερόμενος στην αγωγή και υστερών σε σύγκριση με τον ενάγοντα, την αντίστοιχη κενή θέση θα έπρεπε να καταλάβει ο αντιπροτεινόμενος, ως έχων μόνον αυτός δικαίωμα προαγωγής και όχι ο ενάγων. Ο ισχυρισμός αυτός, που υποδεικνύει απλώς ότι από την αδικοπραξία του εναγομένου ζημιώθηκε τρίτος και όχι ο ενάγων, δεν αντίκειται στην καλή πίστη ή στα χρηστά ήθη και συνιστά ένσταση διακωλυτική της αγωγής ...»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 939 – 941. (1068) ΑΠ 545/2006 Τμ. Β2 (Σε επιχείρηση λειτουργούσα κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δίκαιου η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι αναιτιώδης, αλλά βάσει του Κανονισμού Εργασίας της επιχειρήσεως αυτής η καταγγελία είναι δυνατόν να γίνει αιτιώδης, ήτοι για «δίκαιη αιτία»). 285


1.2.3.1.(Α). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2007, σ. 147 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1069) ΑΠ 586/2007 τμ. Β2 (Άρθρο 281 ΑΚ. Δεν είναι καταχρηστική η τοποθέτηση προϊσταμένου Τμήματος ή Καταστήματος του ΟΤΕ κατά παράλειψη άλλου καταφανώς υπερέχοντος υπαλλήλου, εκτός αν συντρέχουν και άλλα πραγματικά περιστατικά). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2007, σ. 1871 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1070) ΑΠ 184/2008 Τμ. Β2 (Η κρίση του Δ.Σ. της Αγροτικής Τραπέζης περί προαγωγής υπαλλήλου της ελέγχεται δικαστικώς στα πλαίσια του άρθρου 281 ΑΚ. Βάσει του άρθρου 28 παρ. 3 του Ν. 2085/1992 επέρχεται απόσβεση των αξιώσεων λόγω παραλείψεως προαγωγής υπαλλήλου μετά πάροδο εξαμήνου από την σχετική απόφαση του Δ.Σ. της Τραπέζης). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 1572 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1071) ΑΠ 400/2008 Τμ. Β2 (Η μη τοποθέτηση σε θέση ευθύνης προαχθέντος υπαλλήλου του ΟΤΕ δεν συνιστά κατάχρηση, καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, εκ μόνου του λόγου ότι ο υπάλληλος αυτός υπερέχει καταφανώς έναντι των συναδέλφων του, τόσον σε τυπικά, όσον και σε ουσιαστικά προσόντα, αλλά η υπεροχή αυτή απαιτείται να συνδυάζεται με την συνδρομή και άλλων περιστάσεων ούτως ώστε να καθίσταται προφανής η υπέρβαση των ανωτέρω ορίων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 1887 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1072) ΑΠ 401/2008 Τμ. Β2 (Η κρίση των αρμοδίων οργάνων του ΟΤΕ περί προαγωγής υπαλλήλων του ελέγχεται δικαστικώς στα πλαίσιο του άρθρου 281 ΑΚ. Αξίωση υπαλλήλου λόγω αδικοπρακτικής παραλείψεώς του κατά τις κρίσεις προς προαγωγή υπόκειται σε πενταετή παραγραφή). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 1887 – 1888 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1073) ΑΠ 436/2009 Τμ. Β2 (Οι προαγωγές των υπαλλήλων της Τραπέζης της Ελλάδος ελέγχονται δικαστικώς, όσον αφορά την παράλειψη προαγωγής κρινομένου, βάσει των άρθρων 206, 207 παρ. 1 ΑΚ περί αιρέσεως, η πλήρωση της οποίας παρακωλύεται, κατ' αντίθεση προς την καλή πίστη όταν καταφανώς ήτοι κατ' αντικειμενική εκτίμηση, η κρίση είναι άδικη. Δυνατή, ενώπιον του Δικαστηρίου, η προβολή εκ μέρους του εργοδότη διακωλυτικής ενστάσεως με το επιχείρημα ότι και αν δεν είχε προαχθεί ο προτεινόμενος προς σύγκριση με τον ενάγοντα υπάλληλος, υπήρχαν άλλοι μη προαχθέντες υπάλληλοι με περισσότερα από τον ενάγοντα προσόντα οι οποίοι θα έπρεπε να επιλεγούν και κατά συνέπεια, ούτως ή άλλως, ο ενάγων δεν θα είχε προαχθεί). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 1436 – 1437 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1074) ΑΠ 440/2009 Τμ. Β2 (Τα πολιτικά δικαστήρια ελέγχουν τις κρίσεις των αρμοδίων οργάνων της Εθνικής Τραπέζης για τις προαγωγές του προσωπικού της προς διακρίβωση ενδεχομένης παραβιάσεως του άρθρου 281 ΑΚ). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 1437 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1075) ΑΠ 974/2009 Τμ. Β2 (Ο Κανονισμός Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης έχει ισχύ νόμου με συνέπεια οι όροι 286


1.2.3.1.(Α).

1.2.3.1.(Β).

του να θεωρούνται ότι αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως εργασίας υπαλλήλου της). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 2383 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1076) ΑΠ 1110/2009 Τμ. Β1 (Άρθρα 7 Ν. 2112/1920 & 281, 648, 656 ΑΚ. Καταχρηστική άσκηση διευθυντικού δικαιώματος συνιστά η ανάθεση υποδεεστέρων καθηκόντων σε υπάλληλο του «Οργανισμού Εξωτερικού Εμπορίου, ΟΕΕ» που δεν προάγει το συμφέρον του Οργανισμού αυτού, αλλά αποτελεί έκφραση εκδικητικής τακτικής της εργοδοσίας προς τον υπάλληλο για τις πολιτικές του πεποιθήσεις και απόψεις). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 2396 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.2.3.1.(Β). ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (1077) ΜονΠρΑθ 2420/1999 (Καταχρηστικώς επεβλήθη η πειθαρχική ποινή της οριστικής απολύσεως σε διανομέα των "Ελληνικών Ταχυδρομείων Α.Ε." λόγω αδικαιολογήτου απουσίας 11 εργασίμων ημερών από την υπηρεσία του, αφού τούτο αντίκειται στην «αρχή της αναλογίας» και «υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2000, σ. 163 – 165. (1078) ΑΠ 1139/2000 Τμ. Β΄ (Νομικώς ανίσχυρη η καταγγελία εκ μέρους της ΔΕΗ της συμβάσεως εργασίας τακτικού υπαλλήλου της κατηγορηθέντος για υπεξαίρεση, χωρίς να έχει προηγηθεί τελεσίδικη απόφαση του αρμοδίου πειθαρχικού οργάνου με την οποία επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της απολύσεως. Οι διατάξεις του Ν. 2112/1920, του Β.Δ. της 16/18.7.1920 και του Ν. 3198/1995 βάσει των οποίων ο εργοδότης δύναται να καταγγείλει χωρίς προθεσμία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφ' όσον έχει υποβληθεί μήνυση κατά του υπαλλήλου για αξιόποινη πράξη κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας του ή έχει κατηγορηθεί για πλημμέλημα, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση των τακτικών υπαλλήλων της ΔΕΗ, αφού «…η μεταξύ της ΔΕΗ και των τακτικών υπαλλήλων της σύμβαση εργασίας είναι εξ αρχής ορισμένου χρόνου εφ' όσον προβλέπεται η αυτοδίκαιη αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία λόγω συμπληρώσεως του καθοριζομένου κατά περίπτωση ορίου ηλικίας» σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Καταστάσεως Προσωπικού ΔΕΗ). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2000, σ. 1362 – 1363. Σημ. Βλ. και κατωτέρω, απόφαση ΑΠ 43/2002 Ολ. (αρ. 1079). (1079) ΑΠ 43/2002 Ολ. (Γενικός Κανονισμός Καταστάσεως Προσωπικού ΔΕΗ. «…η εργασιακή σύμβαση η οποία συνδέει τον υπάλληλό της με τη ΔΕΗ είναι εξυπαρχής ορισμένου χρόνου, αφού προβλέπεται η λύση της με τη συμπλήρωση του οριζομένου ορίου ηλικίας…». Από τις διατάξεις του ανωτέρω Κανονισμού «…δεν προκύπτει κατάργηση για τους μισθωτούς της ΔΕΗ της συνυφασμένης με τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου διατάξεως του άρθρου 672 ΑΚ η οποία …προβλέπει ως λόγο λύσεως της ορισμένου χρόνου συμβάσεως εργασίας την ύπαρξη σπουδαίου λόγου». «Συνεπώς στη σύμβαση εργασίας του μισθωτού της ΔΕΗ, ως τοιαύτη ορισμένου χρόνου εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 672 ΑΚ για 287


1.2.3.1.(Β).

1.2.3.1.(Γ).

λύση της συμβάσεως με καταγγελία ένεκα σπουδαίου λόγου, οποίον αποτελεί και η από το μισθωτό εκ δόλου τέλεση σε βάρος της ΔΕΗ σοβαρής αξιόποινης πράξεως, κατά την άσκηση της υπηρεσίας του»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2003, σ. 597 – 599. Σημ. Βλ. και ανωτέρω, απόφαση ΑΠ 1139/2000 Τμ. Β’ (αρ. 1078). (1080) ΣτΕ 1432/2005 Τμ. Γ΄ (Βάσει του άρθρου 45 του Π.Δ. 410/1988, κατ' αρχήν, οι διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων εφαρμόζονται αναλόγως και στους υπαλλήλους του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ με σχέση εργασίας Ι.Δ.. Η πράξη του Διευθυντή Διοικητικού Προσωπικού του ΙΚΑ περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας υπαλλήλου του Ιδρύματος ο οποίος υπέπεσε στο πειθαρχικό αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, κρινομένη δικαστικώς σε πρώτο βαθμό από το αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο, αφού με το άρθρο 53 του ανωτέρω Π.Δ. «…καθιερώνεται ειδική διοικητική διαδικασία για την λόγω τελέσεως πειθαρχικού αδικήματος καταγγελία της συμβάσεως εργασίας υπαλλήλου του Δημοσίου, ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου». Η απολογία του υπαλλήλου κατά την ποινική διαδικασία «…δεν καλύπτει την άσκηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακροάσεως κατά την πειθαρχική διαδικασία, αφού η ποινική διαδικασία έχει ουσιωδώς διαφορετικό αντικείμενο»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 520 – 521. (1081) ΑΠ 1275/2006 Τμ. Β2 (Στα πλαίσια του άρθρου 281 ΑΚ ελέγχεται δικαστικώς η απόφαση του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου του εργοδότη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 1394 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1082) ΜονΠρΑθ 14421/1996 (Άρθρα 22 παρ. 2 Συντ., 40 παρ. 2α Ν. 2257/1994 & 7 παρ. 3 Ν. 1876/1990. «…δεν είναι νόμιμη η ρύθμιση με συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διοικητικές αποφάσεις θεμάτων που ανάγονται στη βαθμολογική εξέλιξη [προαγωγές, εισαγωγικός βαθμός] ή στην άσκηση πειθαρχικής εξουσίας κατά τρόπο αποσπασματικό και όχι ενιαίο και συνολικό, όταν μάλιστα όλα τα ανωτέρω θέματα ρυθμίζονταν κατά τρόπο ενιαίο για όλους τους μισθωτούς της εκμετάλλευσης ή της επιχείρησης κοινής ωφέλειας, όπως είναι και ο ΟΤΕ και η ΔΕΗ με κανονισμό εργασίας»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1996, σ. 611 – 617. §§§§§§§§§§ 1.2.3.1.(Γ). ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ (1083) ΑΠ 259/2005 Τμ. Β2 (Άρθρα 13 παρ. 1, 17 παρ. 2 Ν. 1767/1988 & παρ. 8 , 9 Ν. 1264/1982. Η παράλειψη του εργοδότη να ενημερώσει το συμβούλιο των εργαζομένων για τη θέση σε διαθεσιμότητα προσωπικού έχει ως συνέπεια την επιβολή προστίμου από την Επιθεώρηση Εργασίας, αλλ' όμως «…δεν συνεπάγεται και την ακυρότητα της διαθεσιμότητος», αφού «…για την απόφαση του εργοδότη περί της διαθεσιμότητος δεν απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του σωματείου των εργαζομένων…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2005, σ. 1494 – 1495. §§§§§§§§§§ 288


1.2.3.2 ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (1084) ΑΠ 1253/2002 Τμ. Β΄ (Άρθρα 7 παρ. 1 Ν. 1876/1990. Δεδομένου ότι «…οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας συμπληρώνουν τους καθοριζομένους από το νόμο γενικούς όρους εργασίας, προκύπτει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν κατά τη σύναψη ΣΣΕ νομοθετική [κανονιστική] εξουσία παραχωρούμενη σ’ αυτές από την …διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος, δηλαδή είναι φορείς δημοσίας εξουσίας, κατά παραχώρηση από το κράτος και συνεπώς οι ΣΣΕ ως προς το κανονιστικό τους μέρος έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2002, σ. 1633 – 1637. (1085) ΑΠ 1/2004 Τακτ. Ολ. [17 μελών] (Όρος 3 της από 10.5.1991 Επιχειρησιακής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας ΟΤΕ και ΟΜΕ – ΟΤΕ βάσει του οποίου είναι δυνατόν προσωπικό με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου να ενταχθεί στο δόκιμο προσωπικό προκειμένου να κριθεί προς μονιμοποίηση. «…ως δικαιούμενου δοκιμοποιήσεως έκτακτο προσωπικό νοείται το πλήρους απασχολήσεως τοιούτο». Συνεπώς έκτακτο προσωπικό με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου μειωμένης καθημερινής απασχολήσεως δεν έχει το ανωτέρω δικαίωμα). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2005, σ. 1322 – 1324 με Σχόλιο του Ι. Πίκουλα με αναφορά στις αντίθετες προς την ανωτέρω απόφαση 1/2004, αποφάσεις 19/2004, 373/374.375 & 378/2005 του ιδίου Δικαστηρίου. (1086) ΑΠ 1013/2006 Τμ. Β2 (Άρθρα 680 παρ. 1 ΑΚ, 7 παρ. 1 δ΄ Ν. 3239/2004 & 1, 2, 3 Ν.Δ. 186/1969. Προ του Ν.Δ. 1876/1990 ήταν δυνατή η σύναψη «ειδικών συλλογικών συμβάσεων» των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας (ΟΤΕ, ΔΕΗ κ.λπ.) και των Τραπεζών με τα σωματεία εργαζομένων σ’ αυτές. Όμως υπό το ισχύον νομικό καθεστώς η σύμβαση μεταξύ μεμονωμένου εργοδότη και του σωματείου εργαζομένων του αποτελεί απλή σύμβαση κατά τον ΑΚ ερμηνευομένη και βάσει των άρθρων 173 και 200 αυτού. Συνεπώς, δεν πρόκειται για συλλογική σύμβαση εργασίας ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που έδωσαν τα μέρη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 490 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1087) ΜονΠρΑθ 2168/1995 (Άρθρο 19 παρ. 2 Ν. 1876/1990. «…σε περίπτωση αδυναμίας υπογραφής συλλογικής σύμβασης εργασίας λόγω έλλειψης συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων, οι όροι εργασίας καθορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμοδίου υπουργού, εφ’ όσον πρόκειται για εργαζομένους στο Δημόσιο». Από την ανωτέρω διάταξη του Ν. 1876/1990 «…και σε συνδυασμό με την ανάλογη εφαρμογή και εν προκειμένω για την ομοιότητα του νομικού λόγου του άρθρου 16 παρ. 3 του ιδίου Ν. 1876/1990 που ορίζει ότι διαιτητικές αποφάσεις εξομοιώνονται με συλλογικές συμβάσεις εργασίας προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι προαναφερόμενες περί όρων εργασίας υπουργικές αποφάσεις εξομοιώνονται με συλλογικές συμβάσεις εργασίας»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1995, σ. 1051 – 1055. (1088) ΜονΠρΑθ 14421/1996 (Άρθρα 22 παρ. 2 Συντ., 40 παρ. 2α Ν. 2257/1994 & 7 παρ. 3 Ν. 1876/1990. «…δεν είναι νόμιμη η ρύθμιση με συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις θεμάτων που ανάγονται στη βαθμολογική εξέλιξη [προαγωγές, εισαγωγικός βαθμός] ή στην άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας κατά τρόπο αποσπασματικό και όχι ενιαίο και συνολικό, όταν μάλιστα όλα τα ανωτέρω θέματα ρυθμίζονται κατά τρόπο ενιαίο για όλους τους μισθωτούς της εκμετάλλευσης ή της επιχείρησης κοινής ωφελείας, όπως είναι και ο ΟΤΕ και η ΔΕΗ με 289


1.2.3.2. κανονισμό εργασίας». «Όπως γίνεται δεκτό από τη νομολογία και τη βιβλιογραφία οι συλλογικές συμβάσεις, κατ’ αρχήν, υπερισχύουν των διατάξεων των κανονισμών εσωτερικής λειτουργίας κοινωφελών επιχειρήσεων και έχουν το προβάδισμα έναντι αυτών, όπως συμβαίνει για τους κανονισμούς της ΔΕΗ και του ΟΤΕ [άρθρ. 12 παρ. 2 εδ. β’ κανονισμού ΟΤΕ], ως αποτέλεσμα της συνταγματικής προστασίας της συνδικαλιστικής ελευθερίας κατά το άρθρο 23 παρ. 1 Συντ. 1975/1986. Εάν όμως η συλλογική αυτονομία αποποιηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο την αρχή της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και αν οι κανονισμοί των πιο πάνω επιχειρήσεων [ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.λπ.] περιέχουν όρους εργασίας ευνοϊκότερους για τους μισθωτούς από τους όρους της συλλογικής σύμβασης, τότε επικρατούν οι διατάξεις των κανονισμών. Όταν δηλαδή οι κανονισμοί περιέχουν ευνοϊκότερες διατάξεις, για τους μισθωτούς, όρους εργασίας, όπως είναι ο χρόνος, ο τρόπος προαγωγής και τα προσόντα των προαγομένων [αρχαιότητα, βαθμός κ.λπ.], απ’ ότι οι όροι της συλλογικής σύμβασης, τότε υπερισχύουν οι διατάξεις των κανονισμών αυτών». Η ανωτέρω εξαίρεση δικαιολογείται πρωτίστως από την «…αρχή της εύνοιας προς τον εργαζόμενο…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1996, σ. 611 – 617. (1089) ΑΠ 453/2002 Τμ. Β2 (Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων απορρέουσα από τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄ Συντ., 119 Συνθ ΕΟΚ και 288 ΑΚ επιβάλλει, κατ’ αρχήν, την εκ μέρους του εργοδότη επέκταση όλων των οικειοθελών παροχών του προς τους υπό τας ιδίας συνθήκας απασχολουμένους στην επιχείρησή του μισθωτούς. Όμως η επέκταση αυτή ούτε βάσει της κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητος είναι δυνατή όταν πρόκειται για παροχή χορηγουμένη βάσει συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων στα πλαίσια των άρθρων 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για οικειοθελή παροχή εκ μέρους του εργοδότη σε συγκεκριμένους μισθωτούς αλλά για υποχρεωτική, με αποτέλεσμα τα μη μέλη της συνδικαλιστικής οργανώσεως να μη δικαιούνται να λαμβάνουν την παροχή αυτή, παρ’ ότι εργάζονται υπό τας ιδίας συνθήκας με τα μέλη της συνδικαλιστικής οργανώσεως. Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω παροχή χορηγουμένη από την ΔΕΗ σε υπαλλήλους της μέλη συγκεκριμένης συνδικαλιστικής οργανώσεως δεν επεκτείνεται με …επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 8 – 11 με Σχόλιο του Σ. Βλαστού. (1090) ΑΠ 1037/2005 Τμ. Β1 («Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1, 10 και 19 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 προκύπτει ότι οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας [ε.γ.σ.σ.ε.] καθορίζουν τους ελαχίστους όρους εργασίας για τους εργαζομένους όλης της χώρας, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και τους οργανισμούς τοπικής Αυτοδιοικήσεως, και ότι οι όροι των ε.γ.σ.σ.ε., εφόσον είναι ευνοϊκότεροι, επικρατούν των αντίστοιχων όρων των λοιπών σ.σ.ε. ή των όρων που καθορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμοδίου ή του εποπτεύοντος υπουργού για εργαζομένους στα ΝΠΔΔ και στους ΟΤΑ, σε περίπτωση αδυναμίας υπογραφής σ.σ.ε. λόγω ελλείψεως συνδικαλιστικής οργανώσεως των εργαζομένων»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2006, σ. 155 – 157. §§§§§§§§§§

290


1.2.3.3.(Α).

1.2.3.3.(Β).

1.2.3.3. ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ [Βλ. & 1.3.7.] 1.2.3.3.(Α). ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ (1091) ΑΠ 1253/2002 («…οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν κατά τη σύναψη Σ Σ Ε νομοθετική [κανονιστική] εξουσία παραχωρούμενη σ’ αυτές από την …διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος, δηλαδή είναι φορείς δημοσίας εξουσίας, κατά παραχώρηση από το κράτος…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2002, σ. 1633 – 1637. (1092) ΑΠ 453/2002 Τμ. Β2 (Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων απορρέουσα από τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄ Συντ., 119 Συνθ ΕΟΚ και 288 ΑΚ επιβάλλει, κατ’ αρχήν, την εκ μέρους του εργοδότη επέκταση όλων των οικειοθελών παροχών του προς τους υπό τας ιδίας συνθήκας απασχολουμένους στην επιχείρησή του μισθωτούς. Όμως η επέκταση αυτή ούτε βάσει της κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητος είναι δυνατή όταν πρόκειται για παροχή χορηγουμένη βάσει συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων στα πλαίσια των άρθρων 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για οικειοθελή παροχή εκ μέρους του εργοδότη σε συγκεκριμένους μισθωτούς αλλά για υποχρεωτική, με αποτέλεσμα τα μη μέλη της συνδικαλιστικής οργανώσεως να μη δικαιούνται να λαμβάνουν την παροχή αυτή, παρ’ ότι εργάζονται υπό τας ιδίας συνθήκας με τα μέλη της συνδικαλιστικής οργανώσεως. Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω παροχή χορηγουμένη από την ΔΕΗ σε υπαλλήλους της μέλη συγκεκριμένης συνδικαλιστικής οργανώσεως δεν επεκτείνεται και σε μη μέλη της, αφού πρόκειται για επίδομα «…το οποίο διαμορφώθηκε με... επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 8 – 11 με Σχόλιο του Σ. Βλαστού. (1093) ΑΠ 519/2008 Τμ. Β2 (Η κατά το άρθρο 669 ΚΠολΔ απαρίθμηση των περιπτώσεων νομιμοποιήσεως των συνδικαλιστικών οργανώσεων προς άσκηση ενώπιον δικαστηρίου των δικαιωμάτων των μελών τους είναι περιοριστική και αφορά μόνον δικαιώματα τα οποία πηγάζουν από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις, ενώ, αντιθέτως, αποκλείονται δικαιώματα «…που προέρχονται από άλλες ρυθμίσεις όπως από ατομικές συμβάσεις εργασίας, εγκυκλίους ή αποφάσεις του εργοδότη, από πρακτική της εκμεταλλεύσεως, οργανισμό ή κανονισμό εργασίας ανεξαρτήτως της εκδόσεώς του με εξουσιοδότηση νόμου ή κυρώσεώς του με τον τελευταίο»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 1209 – 1212. §§§§§§§§§§ 1.2.3.3.(Β). ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΕΩΣ [Βλ. και 1.3.7.] (1094) ΕφΘεσ 3054/2003 (Αναγνώριση με αποφάσεις της πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου επιτροπής συνδικαλιστικών στελεχών της συνδρομής σπουδαίου λόγου κατά το άρθρο 14 παρ. 10 περ. γ΄ του Ν. 1264/1982 για την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας προέδρου εργατικού σωματείου ο οποίος εξύβρισε τον εκπρόσωπο του εργοδότη. Οι ανωτέρω αποφάσεις αποτελούν «…οιονεί δεδικασμένο…» και «…δεσμεύουν το Δικαστήριο υπό την έννοια της 291


1.2.3.3.(Β).

1.2.3.4.(Α).

1.2.3.4.(Β).

δημιουργίας αμάχητου τεκμηρίου ως προς την αλήθεια του βεβαιωθέντος με αυτές λόγου για καταγγελία της σχέσης εργασίας…». Δεν απαιτείται να καταστεί τελεσίδικη η απόφαση της πρωτοβαθμίου επιτροπής προκειμένου να καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας του συνδικαλιστή, αφού η απόφαση αυτή είναι «…διοικητική εκτελεστή πράξη και ως τέτοια είναι άμεσα εκτελεστή…». Η επίκληση από τον συνδικαλιστή της προστασίας του από τον νόμο κατά την συνδικαλιστική του δράση δεν αποτρέπει την απόλυσή του χωρίς αποζημίωση μετά την απόφαση της πρωτοβαθμίου επιτροπής και την υποβολή μηνύσεως για την διάπραξη του πλημμελήματος της εξυβρίσεως). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2004, σ. 1766 – 1768. §§§§§§§§§§ 1.2.3.4. ΑΠΕΡΓΙΑ [Βλ. και 1.3.7.] 1.2.3.4.(Α). ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ

ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

(1095) ΕφΑθ 5687/2004 («…κατά το άρθρο 23 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2004, σ. 1761 – 1764. (1096) ΜονΠρΡοδόπης 120/2004 («Από τις διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 2 του Συντάγματος …προκύπτει ότι η απεργία περιλαμβάνεται στα ατομικά δικαιώματα που προβλέπονται από το Σύνταγμα και ειδικότερα εντάσσεται στα συναφή με την συνδικαλιστική ελευθερία δικαιώματα που οφείλει να προστατεύει το Κράτος»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 621 – 624. §§§§§§§§§§ 1.2.3.4.(Β). ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ (1097) ΕφΑθ 5687/2004 (Άρθρο 23 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος. «…η απεργία …ασκείται από τις νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων του εργαζομένου. Υπόκειται όμως ως συνταγματικό δικαίωμα στον περιορισμό του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, σύμφωνα προς το οποίο απαγορεύεται η καταχρηστική άσκησή του, όταν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όπως ορίζεται από το άρθρο 281 ΑΚ που εφαρμόζεται και επί απεργίας…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2004, σ. 1761 – 1764. (1098) ΜονΠρΡοδόπης 120/2004 (Κατά την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας τα κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ πρέπει να εξειδικεύονται «…με γενική κατευθυντήρια οδηγία τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος που …επενεργεί και στις σχέσεις μεταξύ πολιτών σύμφωνα με την αρχή της άμεσης ή έμμεσης τριτενέργειας ... Έτσι η απεργία προστατεύεται από το νόμο, εφόσον 292


1.2.3.4.(Β).

1.2.3.4.(Γ).

1.2.3.4.(Δ).

κηρύσσεται υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που τάσσονται από αυτόν. Το δικαίωμα της απεργίας ανήκει σε αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία, παρέχοντα την εγγύηση ότι η απόφαση περί απεργίας θα ληφθεί λελογισμένως και μετά την εξάντληση των ηπιοτέρων μέσων και ότι κατ’ αυτή, δεν θα παραβιασθούν οι προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και της εθνικής οικονομίας καθιερωμένοι αγωνιστικοί κανόνες…». Η κήρυξη της απεργίας πρέπει να αποφασισθεί νομοτύπως από την Γενική Συνέλευση της συνδικαλιστικής οργανώσεως με μυστική ψηφοφορία και όχι «δι’ ανατάσεως της χειρός», ενδεχομένη δε, εξουσιοδότηση προς το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής της συνδικαλιστικής οργανώσεως για τον χειρισμό του θέματος της απεργίας δύναται να αφορά μόνον «λεπτομέρειες» για τη διεξαγωγή του απεργιακού αγώνος. Η εκ των υστέρων νομότυπη λήψη αποφάσεως από την Γενική Συνέλευση της συνδικαλιστικής οργανώσεως περί κηρύξεως απεργίας νομιμοποιεί την απεργία μόνον για το μέλλον και όχι αναδρομικά). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 621– 624. §§§§§§§§§§ 1.2.3.4.(Γ). ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ [Βλ. και 1.1.14.1. (Β)] (1099) ΕφΑθ 5687/2004 (Άρθρο 21 Ν. 1264/1982 ως ετροποποιήθη με το άρθρο παρ. 2 Ν. 2224/1994. Κατά την κήρυξη απεργίας, η συνδικαλιστική οργάνωση που την κηρύσσει, υποχρεούται να διαθέσει το αναγκαίο προσωπικό ασφαλείας ανεξάρτητα από το είδος της επιχειρήσεως, προκειμένου να αποφευχθούν κίνδυνοι ακόμη και από τυχαία περιστατικά. «Η γνωστοποίηση του προσωπικού ασφαλείας δεν είναι τυπική αλλά και ουσιαστική πράξη, πρέπει δηλαδή να συνοδεύεται και από πραγματική προσφορά του προσωπικού ασφαλείας. Απεργία που πραγματοποιείται χωρίς προσφορά του προσωπικού ασφαλείας είναι παράνομη». Αν η συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία κηρύσσει την απεργία, αδυνατεί να διαθέσει το ως άνω «…προσωπικό ασφαλείας, η να αντικαταστήσει μέλη του προσωπικού ασφαλείας που αδιαφορούν ή κωλύονται τότε οφείλει να αποφασίσει τη λύση της απεργίας»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2004, σ. 1761 – 1764. §§§§§§§§§§ 1.2.3.4.(Δ). ΠΑΡΑΝΟΜΗ – ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ (1100) ΕφΘεσ 3603/1999 Τμ. Γ΄ (Ο χρόνος απουσίας του εργαζομένου από την υπηρεσία του, λόγω συμμετοχής του σε παράνομη απεργία, αφαιρείται από τον χρόνο αδείας του και κατά συνέπεια αυτός δεν δικαιούται λήψεως αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, αφού προϋπόθεση λήψεώς τους, ως παρεπόμενα δικαιώματα, είναι η λήψη της αδείας η οποία αποτελεί το κύριο δικαίωμα. «Ειδικότερα ως προς τα δικαιώματα αδείας και αποδοχών αδείας, ο εργαζόμενος που συμμετείχε σε παράνομη απεργία ενεργεί ιδίω κινδύνω και αν επικαλεσθεί το στοιχείο της συγγνωστής νομικής πλάνης για να στηρίξει τη νομιμότητά της αποχής του …πρέπει να το αποδείξει»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2000, σ. 159– 162. (1101) ΜονΠρΡοδόπης 120/2004 (Από τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος με τις οποίες ορίζεται ότι “ η 293


1.2.3.4.(Δ).

1.2.4.1.

καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται’’ προκύπτει ότι η καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων στο χώρο του συνταγματικού δικαίου απαγορεύεται χάριν της προστασίας ατομικών δικαιωμάτων. Η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας μολονότι κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, έχει μια διάσταση ιδιωτικού δικαίου, αφού η άσκησή του είναι τοποθετημένη στο πλαίσιο των ιδιωτικών εννόμων σχέσεων, σ’ αυτή δε τη διάσταση βασίζεται η προσφυγή στο άρθρο 281 ΑΚ το οποίο απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος στο χώρο των ιδιωτικών εννόμων σχέσεων…». «Η καταχρηστική ή μη άσκηση του δικαιώματος της απεργίας διαπιστώνεται από το Δικαστήριο στα πλαίσια των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 4 Ν. 1284/1982, μετά από στάθμιση των αντιθέτων συμφερόντων των απεργών και του εργοδότη, του μεγέθους των ζημιογόνων συνεπειών που προκαλούνται στον εργοδότη και το κοινωνικό σύνολο ή την εθνική οικονομία, σε συνδυασμό προς τη μορφή ή τη διάρκεια ή τον επιλεγέντα χρόνο και την τακτική η οποία ακολουθείται στη διενέργεια των απεργιακών κινητοποιήσεων…, του μεγέθους της προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων τρίτων και της προφανούς ή μη δυσαναλογίας μεταξύ της ζημίας της επιχείρησης και την αναμενομένης ωφελείας των απεργών…». Όμως, αν η ζημία αυτή φθάνει μέχρι του σημείου να προκαλέσει οικονομική καταστροφή της επιχειρήσεως είναι, πλέον, προφανές ότι πρόκειται για υπέρβαση των ορίων που θέτει ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος της απεργίας). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 621– 624. §§§§§§§§§§ 1.2.4. ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 1.2.4.1. ΕΠΙΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (1102) ΕιρΑθ 106/2001 (Επίσχεση εργασίας με ξένα προς τη καθυστερούμενη μισθοδοσία κίνητρα είναι καταχρηστική. Η επίσχεση εργασίας εκ μέρους των εργαζομένων είναι άκυρη, αφού δεν έγινε με έγγραφη εξώδικη σαφή δήλωση ώστε να γνωρίζει ο εργοδότης κατά τις αρχές της καλής πίστεως τις προβληθείσες αξιώσεις. «…η απλή άρνηση παροχής της εργασίας χωρίς να συνοδεύεται με τη ρητή δήλωση της επίσχεσης και την αιτία, δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2003, σ. 452– 454. (1103) ΑΠ 1561/2002 Τμ. Β1 («Κατά το άρθρο 325 ΑΚ, αν ο οφειλέτης έχει κατά του δανειστή ληξιπρόθεσμη αξίωση συναφή προς την οφειλή του, εφ’ όσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, δικαιούται να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής μέχρις ότου ο δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Συνάφεια μεταξύ αξιώσεως και ανταξιώσεως υπάρχει όταν οι δύο απαιτήσεις προέρχονται από την ίδια νομική σχέση [π.χ. σύμβαση εργασίας ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εντολής] ή εξ αφορμής αυτής. Όταν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα επισχέσεως εφ’ όσον τούτο δεν αποκλείεται είτε από το νόμο είτε από τη βούληση των μερών είτε από τη φύση και το περιεχόμενο της σχέσεως ή της συγκεκριμένης απαιτήσεως σε συνδυασμό με τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών. Στην τελευταία περίπτωση αποκλείεται η επίσχεση υποχρεώσεως, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν από την επίσχεση απειλείται δυσανάλογη ζημία ή όταν η ανταξίωση κρίνεται ασήμαντη»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2004, σ. 496– 498. 294


1.2.4.1.

1.2.4.2.

(1104) ΜονΠρΑθ 47/2007 Τμ. Ασφαλ. Μέτρων («…παραδεκτά ασκείται η ένδικη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων…» εκ μέρους εργαζομένου περί αναστολής θέσεώς του σε διαθεσιμότητα την ίδια ημέρα της εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως από τον εργοδότη και 20 ημέρες μετά την άσκηση του δικαιώματος της επισχέσεως). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 1545– 1550 με Σχόλιο του Κωνσταντίνου Ρίζου. §§§§§§§§§§ 1.2.4.2. ΜΕΤΑΦΟΡΑ (ΜΕΤΑΤΑΞΗ) ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ - ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ κ.λπ. (1105) ΑΠ 974/2003 Τμ. Β2 (Βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ προστατεύονται και τα ενοχικά δικαιώματα, περιλαμβανομένων και των μισθολογικών απαιτήσεων έναντι του Κράτους. Συνεπώς, οι αποδοχές των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα «…δεν μπορούν να μειωθούν παρά μόνο για λόγους δημοσίας ωφελείας, η συνδρομή της οποίας υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων, Ολ. ΑΠ 3/1998». Η νομοθετική πρόβλεψη για διατήρηση της προσωπικής διαφοράς αμοιβής των μετατασσομένων από τα “Ναυπηγεία Ελευσίνος Α.Ε.” σε φορείς του δημοσίου τομέα «μέχρι την αύξηση των αμοιβών της νέας θέσεώς τους στο ύψος των αμοιβών που λάμβαναν κατά την μετάταξη…» δεν οδηγεί σε μείωση αποδοχών αντικειμένη στην ανωτέρω διάταξη). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2003, σ. 1520– 1522. (1106) ΣτΕ ΕπΑν 263/2004 Τμ. Γ΄ (Ακούσια μεταφορά υπαλλήλου του ΟΣΕ στο Υπουργείο Γεωργίας «είναι επιβεβλημένη από λόγους δημοσίου συμφέροντος» και επομένως δεν συντρέχει νόμιμος λόγος χορηγήσεως αναστολής εκτελέσεως για να αποτραπεί ενδεχομένη μείωση των αποδοχών του υπαλλήλου στη νέα υπηρεσία του και ηθική βλάβη του υπαλλήλου αυτού «λόγω ακουσίας απομακρύνσεώς του από τον ΟΣΕ»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1119. (1107) ΣτΕ 1217/2003 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 34 παρ. 3, 4, 8 Ν. 1876/1990 και 20 παρ. 14, 16, 17 Ν. 1735/1987. Η κοινή υπουργική απόφαση περί μεταφοράς πλεονάζοντος προσωπικού αφ’ ενός μεν επιφέρει λύση της σχέσεως εργασίας του υπαλλήλου με το ΝΠΙΔ. του δημοσίου τομέα από το οποίο αυτός μεταφέρεται, αφ’ ετέρου δε συνιστά διορισμό του ιδίου, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1238. (1108) ΑΠ 1236/2006 Τμ. Β1 (Μεταφορά πλεονάζοντος προσωπικού ΝΠΙΔ του δημοσίου τομέα σε Υπηρεσίες του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ βάσει του άρθρου 34 παρ. 3 του Ν. 1876/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 56 του Ν. 1943/1991. «…η μεταφορά [μετάταξη]… σε άλλη υπηρεσία του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή επιχείρηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα με βάση το άρθρο 56 του Ν. 1943/1990 δεν …ταυτίζεται με την έννοια της απόλυσης». Συνεπώς, η ως άνω μετάταξη δεν ενεργοποιεί ρήτρα περί αποζημιώσεως σε περίπτωση απολύσεως προβλεπομένη σε σύμβαση ομαδικής ασφαλίσεως του προσωπικού του ΝΠΙΔ από το οποίο 295


1.2.4.2.

1.2.4.3.

κατά τα ανωτέρω, μεταφέρονται υπάλληλοι σε άλλους φορείς). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 749– 752. (1109) ΑΠ 1978/2006 Τμ. Β1 (Μετάταξη μισθωτών φορέων του ευρυτέρου δημοσίου τομέα εποπτευομένων από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας σε όλες τις Υπηρεσίες και λοιπούς φορείς του Υπουργείου αυτού καθώς και του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως βάσει του άρθρου 31 του Ν. 2731/1999. «…με τη μετάταξή του μισθωτού λύεται η εργασιακή του σχέση με το φορέα προέλευσης και συνιστάται νέα εργασιακή σχέση του ιδίου μισθωτού με το φορέα υποδοχής και …η μετάταξη αυτή δεν αποτελεί καταγγελία εκ μέρους του προηγούμενου εργοδότη, ούτε και αποχώρηση από την υπηρεσία ώστε ο μισθωτός να δικαιούται αποζημίωση που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου Β’ εδ. α’ του Ν. 3198/1955»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 1241– 1243. (1110) ΑΠ 466/2007 Τμ. Β2 (Βάσει των άρθρων 1 και 2 παρ. 2 του Ν. 2338/1995 η «Αερολιμήν Αθηνών Α.Ε» η οποία είχε ιδρυθεί με τον Ν. 811/1978 ως εταιρεία του ευρυτέρου δημοσίου τομέα, λύεται και τίθεται υπό εκκαθάριση, το δε προσωπικό της μεταφέρεται στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας με την ίδια σχέση εργασίας, τις ίδιες αποδοχές και τα ίδια επιδόματα σε προσωποπαγείς θέσεις της ίδιας ή παρεμφερούς ειδικότητος που συνιστώνται με την πράξη της μεταφοράς και καταργούνται με την αποχώρηση καθ’ οιανδήποτε τρόπο του μεταφερθέντος προσωπικού. Οι υπάλληλοι αυτοί διατηρούν τις ανωτέρω οικονομικές απολαβές τους στην νέα υπηρεσία τους «…μέχρι πλήρους εξισώσεώς τους με τις αποδοχές της νέας θέσης», αφού τα θέματα αυτά είχαν ρυθμισθεί από τον Κανονισμό εργασίας της λυθείσης εταιρείας ο οποίος προέβλεπε ότι με βάση ισχύουσες ή μελλοντικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας δύνανται να προβληθούν αξιώσεις και για αύξηση αποδοχών. Συνεπώς, η πρόβλεψη αυτή αποτελεί κατά νόμον όρο της ατομικής συμβάσεως εργασίας και υπερισχύει της επιφερούσης μείωση αποδοχών των ως άνω υπαλλήλων διατάξεως του άρθρου 20 του Ν. 2515/1997, αφού πρόκειται για ρύθμιση η οποία «…κατισχύει ως ευμενέστερη για τον εργαζόμενο σύμφωνα με τη βασική αρχή του εργατικού δικαίου ότι οι ιεραρχικά υποδεέστερες πηγές ρύθμισης της εργασιακής σχέσης επικρατούν μόνο αν είναι ευνοϊκότερες κατά αποτέλεσμα για τον εργαζόμενο»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 1304– 1308. §§§§§§§§§§ 1.2.4.3. ΩΡΟΜΙΣΘΙΟΙ (1111) ΑΠ 1185/2000 Τμ. Β΄ (Άρθρο 29 Ν. 1943/1991. Δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητος ο μη συνυπολογισμός προϋπηρεσίας ως ωρομισθίου βάσει του άρθρου 10 του Ν. 2266/1994 για την κατάταξη σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ, αφού «…η νομική μορφή του απασχολουμένου με το καθεστώς του ωρομισθίου αποτελεί ιδιαίτερη και διάφορη κατηγορία εργαζομένων από τη συνήθη μορφή απασχόλησης με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή αορίστου χρόνου»). i) «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2001, σ. 570– 571. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2001, σ. 54– 56 με Σχόλιο του Σ.Γ.Β. §§§§§§§§§§ 296


1.2.4.4.

1.2.4.5.

1.2.4.4. ΕΝΤΑΞΗ – ΔΟΚΙΜΟΠΟΙΗΣΗ (1112) ΑΠ 1/2004 Τακτ. Ολ. [17 μελών] (Όρος 3 της από 10.5.1991 Επιχειρησιακής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας ΟΤΕ και ΟΜΕ – ΟΤΕ και άρθρα 24 β΄ & 66 Γενικού Κανονισμού ΟΤΕ έχοντος ισχύ ουσιαστικού νόμου. «…ως δικαιούμενου δοκιμοποιήσεως έκτακτο προσωπικό νοείται το πλήρους απασχολήσεως…». Συνεπώς, προσωπικό με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μειωμένης καθημερινής απασχολήσεως, το οποίο αποτελεί «…έκτακτο προσωπικό ΟΤΕ μειωμένης απασχολήσεως…», δεν δικαιούται «…να ενταχθεί στο δόκιμο προσωπικό…» προκειμένου να κριθεί προς μονιμοποίηση). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2005, σ. 1322 – 1324 με Σχόλιο του Ι. Πίκουλα με αναφορά στις αντίθετες προς την ανωτέρω απόφαση 1/2004, αποφάσεις 19/2004, 373, 374, 375 & 378/2005 του ιδίου Δικαστηρίου. (1113) ΑΠ 4/2007 Ολ. (Ιδίως το ήθος, η μόρφωση, η ικανότητα, η πείρα και το κύρος του υπαλλήλου κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του σε συνδυασμό με τα γενικά και ειδικά προσόντα προσλήψεως και η προσφορά συναφούς προς τα προσόντα αυτά εργασίας λαμβάνονται υπ’ όψη από τα αρμόδια όργανα της ΔΕΗ για την ένταξή του σε κλάδο, κατηγορία και μισθολογικό κλιμάκιο του υπηρετούντος σε τακτικές θέσεις προσωπικού της επιχειρήσεως). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2008, σ. 433 – 435. (1114) ΑΠ 1252/2008 Τμ. Β2 (Ένταξη εκτάκτου προσωπικού της ΔΕΗ σε τακτικές θέσεις. Λαμβάνεται υπ’ όψη η ειδικότητα και το είδος της μέχρι την ένταξη απασχολήσεως και όχι η ύπαρξη υπερτέρου τυπικού προσόντος, εκτός αν είχε ενημερωθεί σχετικώς η ΔΕΗ και είχε απασχολήσει τον υπό ένταξη υπάλληλο με υπέρτερο τυπικό προσόν σε εργασία η οποία απαιτεί αυτό το προσόν). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 133 – 134 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.2.4.5. ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΕΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ (1115) ΑΠ 1147/2004 Τμ. Β2 («Το στοιχείο της εξάρτησης από τον εργοδότη, έστω χαλαρής, υπάρχει και στην περίπτωση των κατά το άρθρο 2 εδ. α’ της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτων που κυρώθηκε με το Ν. 2269/1920, διευθυνόντων υπαλλήλων, εκείνων δηλαδή των προσώπων που λόγω των προσόντων τους απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του κυρίου της επιχειρήσεως, ο οποίος τους αναθέτει καθήκοντα εποπτείας και γενικότερης διεύθυνσης, ώστε να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, ασκώντας έτσι με πρωτοβουλία και υπευθυνότητα εργοδοτικά καθήκοντα»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2005, σ. 289 – 291. (1116) ΑΠ 1047/2007 Τμ. Β2 («…η έννοια του διευθύνοντος υπαλλήλου αποδίδεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστεως και της κοινής πείρας και λογικής, από τη φύση των παρεχομένων υπηρεσιών, καθώς και την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, τόσο στον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους». Υπάρχουν διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, οι α297


1.2.4.5.

1.2.4.6.

ναφερόμενες στη χορήγηση ετήσιας αδείας αναψυχής, οι οποίες δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση των διευθυνόντων υπαλλήλων. Οι συναφείς με την άδεια παροχές του εργοδότη [αποδοχές και επίδομα αδείας] δεν αποτελούν κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του υπαλλήλου ως διευθύνοντος, αφού δεν είναι η φύση των παροχών του εργοδότη προς τον υπάλληλο που τον προσδιορίζει ως διευθύνοντα, αλλά το ύψος των παροχών αυτών). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 1205 – 1208. (1117) ΑΠ 178/2008 Τμ. Β2 (Άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτων κυρωθείσης με τον Ν. 2269/1920. Υπάλληλος κατέχων διευθυντική θέση, ως είναι στέλεχος διοικήσεως νοσηλευτικού ιδρύματος, εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των προστατευτικών για τους εργαζομένους διατάξεων περί εβδομαδιαίας αναπαύσεως, χρονικών ορίων εργασίας κ.λπ., αλλά, αν δεν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στη σύμβασή του με τον εργοδότη, δικαιούται να λάβει δώρα εορτών, ως και επιδόματα και αποδοχές αδείας). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 1571 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.2.4.6. ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ (1118) ΜονΠρΒόλου 18/2009 («Η σύμβαση δανεισμού συνάπτεται μεταξύ εργοδότη και τρίτου και έχει ως περιεχόμενο ότι ο εργαζόμενος παραχωρείται [«δανείζεται»] στον τρίτο, ότι δηλαδή ο εργαζόμενος θα παρέχει την εργασία του κατά τη διάρκεια του δανεισμού στον τρίτο». Δεδομένου ότι κατά το άρθρο 651 ΑΚ η σχέση εργασίας είναι προσωπική «…ο δανεισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη συναίνεση του εργαζομένου» η οποία είναι δυνατόν να είναι ρητή ή σιωπηρή. «Η σύμβαση δανεισμού μεταξύ εργοδότη και τρίτου δεν επηρεάζει κατ’ αρχήν τη σύμβαση εργασίας. Αντισυμβαλλόμενος εργοδότης παραμένει ο αρχικός εργοδότης». «Κατά συνέπεια το διευθυντικό δικαίωμα που ασκεί ο τρίτος επί του εργαζομένου δεν επιτρέπεται να προσκρούει στη σύμβαση εργασίας που έχει συναφθεί μεταξύ του εργαζομένου και του αρχικού εργοδότη». Υποχρέωση καταβολής μισθού, χορηγήσεως αδείας, επιδόματος αδείας κ.λπ. έχει ο αρχικός εργοδότης, ενώ ο τρίτος δεν δύναται να επιφέρει μονομερώς βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας. Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι δυνατόν να γίνει μόνον από τον αρχικό εργοδότη. Όμως η αμοιβή για πρόσθετη εργασία βαρύνει τον τρίτο). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2009, σ. 650 – 565. (1119) ΜονΠρΘεσ 13464/2003 («…διαμορφώθηκαν δύο μορφές “δανεισμού” των υπηρεσιών του μισθωτού σε τρίτο: αφ’ ενός ο γνήσιος δανεισμός αφ’ ετέρου ο μη γνήσιος ή κατ’ επάγγελμα ή κατ’ επιχείρηση δανεισμός». Στο γνήσιο δανεισμό ο προσληφθείς από ένα εργοδότης «…μόνο ευκαιριακά και προσωρινά προσφέρει τις υπηρεσίες του σε ένα τρίτο εργοδότη…». Στο μη γνήσιο δανεισμό ο προσλαμβάνων τον μισθωτό έχει ως σκοπό την παραχώρηση αυτού σε τρίτους προκειμένου να αποκομίσει κέρδος. Σύμφωνα δε, με τον Ν. 2956/2001 ρυθμίζονται για πρώτη φορά θέματα μη γνησίου δανεισμού από τις προβλεπόμενες από τον νόμο αυτό “εταιρείες δανεισμού Προσωρινής Απασχόλησης”. Οι εταιρείες αυτές, ως άμεσος εργοδότης παραχωρούν σε τρίτο, έμμεσο εργοδότη, τον εργαζόμενο για διάστημα 8 μηνών με δυνατότητα ανανεώσεως για άλλους 8 μήνες με παράταση 2 μηνών, ήτοι κατ’ ανώτατο όριο 18 μηνών, προκειμένου και τρίτος να καλύψει τις ανάγκες του σε προσωπικό. Αν δε, η 298


1.2.4.6.

1.2.4.7.

απασχόληση στον έμμεσο εργοδότη υπερβεί το ανωτέρω όριο επέρχεται μετατροπή της συμβάσεως εργασίας σε αορίστου χρόνου μεταξύ του εμμέσου εργοδότη και του εργαζομένου. Όμως, βάσει του άρθρου 24 του ανωτέρω νόμου, δεν επιτρέπεται η απασχόληση σε έμμεσο εργοδότη υπαγόμενο στις διατάξεις του Ν. 2190/1994 ή της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 2527/1997, όπως συμβαίνει με την δημοσία επιχείρηση ΔΕΠΑ Α.Ε., η οποία απασχόλησε μισθωτό ως έμμεσος εργοδότης. Συνεπώς, ο ανωτέρω μισθωτός δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι συνδέεται με σύμβαση εργασίας, αορίστου χρόνου με την ΔΕΠΑ Α.Ε., αφού, εκ του νόμου, αυτή δεν δύναται να καταστεί έμμεσος εργοδότης). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2003, σ. 1074 – 1078. (1120) ΑΠ 1047/2007 Τμ. Β2 (Άρθρα 361, 648, 651 ΑΚ. Δανεισμός εργαζομένου είναι δυνατόν να γίνει με την αρχική συμφωνία προσλήψεως του μισθωτού ή με μεταγενέστερη συμφωνία, «…αλλά δύναται να προκύπτει και από τις περιστάσεις…». Συνεστήθη σχέση δανεισμού στην περίπτωση διευθύνοντος υπαλλήλου ο οποίος σιωπηρά συμφώνησε να παρέχει τις υπηρεσίες του σε συγκεκριμένο εργοδότη επί 7 έτη, χωρίς ποτέ να ζητήσει από αυτόν αμοιβή, αφού οι αποδοχές του ως άνω υπαλλήλου εβάρυναν πάντοτε τον αρχικό εργοδότη). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 1205 – 1208. (1121) ΑΠ 923/2008 Τμ. Β1 (Δανεισμός εκ του νόμου – απόσπαση υπαλλήλου από νομικό πρόσωπο του ευρυτέρου δημοσίου τομέα σε υπηρεσίες του Δημοσίου. Άρθρο 58 Ν. 1943/1991 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 2927/1997 [άρθρο 20 παρ. 3 Ν. 2598/1998]. Κατά νόμον «η μισθοδοσία εν γένει των αποσπωμένων βαρύνει τους φορείς από τους οποίους αποσπώνται» περιλαμβανομένης και της αμοιβής για πρόσθετη απασχόληση στο Δημόσιο πέραν του βασικού χρόνου εργασίας. «Πρόκειται δηλαδή για προβλεπόμενο από το νόμο δανεισμό μισθωτού…» κατά τον οποίο εφ’ όσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, όπως και στον συμβατικό δανεισμό μισθωτού, κατά τα άρθρα 361, 648, 651 ΑΚ, ο αρχικός εργοδότης βαρύνεται με την μισθοδοσία. Όμως, σε περίπτωση παροχής εκ μέρους του μισθωτού παράνομης εργασίας προς το Δημόσιο δεν βαρύνεται ο αρχικός εργοδότης). i) «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2009, σ. 12 – 13. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 306 – 308. (1122) ΑΠ 1162/2006 Τμ. Β2 (Δανεισμός υπαλλήλων της “Εθνικής Τράπεζας” στο “Ταμείο Υγείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας” και προς αυτήν «συγγενείς οργανισμούς». Δεδομένου ότι δεν προκύπτει, η κατάρτιση ειδικής συμφωνίας «…αποκλειστικά υπόχρεη για τη χορήγηση της ετήσιας άδειας…παρέμεινε…η τράπεζα…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 1470 – 1472. Σημ. Βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Βλαστός (Στυλιανός) “Παραχώρηση υπηρεσιών, (δανεισμός) εργαζομένου. Υπόχρεος εργοδότης. Χορήγηση άδειας αναψυχής” στο, ανωτέρω περιοδικό, 2007, σ. 1465 – 1470. §§§§§§§§§§ 1.2.4.7. ΑΣΕΠ & ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΣΧΕΣΗ Ι.Δ. [Βλ. και 1.1.9.3., 1.2.4.8.] (1123) ΜονΠρΡεθύμνης 107/2005 ( Π.Δ. 164/2004. Η τελική κρίση για την μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας 299


1.2.4.7. ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ανήκει στο ΑΣΕΠ. Οι σχετικές αποφάσεις του ΑΣΕΠ δεν ελέγχονται δικαστικώς ως προς την ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά ελέγχονται «…μόνο παρεμπιπτόντως ως προς το κύρος και τη νομιμότητά τους από τα πολιτικά Δικαστήρια…»). «DE LEGE», 2006, σ. 125 – 129 με Σχόλιο του Ν. Μιχελάκη. Σημ. Βλ. κατωτέρω απόφαση ΔΕφΘεσ 886/2008 (αρ. 1136). (1124) ΔΕφΛαρ 30/2008 (Βάσει του άρθρου 118 παρ. 7 του Συντάγματος και των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004 προς τακτοποίηση εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων του δημοσίου τομέα σε ορισμένους εργαζομένους τους, το ΑΣΕΠ είναι αρμόδιο για να κρίνει αν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι κατά νόμον προϋποθέσεις για την μετατροπή σε αορίστου χρόνου των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου εργαζομένων οι οποίοι συνέχισαν να εργάζονται μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 χωρίς να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους βάσει της Οδηγίας 1999/70 ΕΚ. Άκυρη η απόφαση του ΑΣΕΠ περί μη πληρώσεως των κατά το Π.Δ. 164/2004 προϋποθέσεων μετατροπής συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου χωρίς να εξετάσει αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ 164/2004 προϋποθέσεις. Συνεπώς, η υπόθεση αναπέμπεται στο ΑΣΕΠ λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας της αποφάσεώς του «…προκειμένου να εκφέρει νέα, νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη κρίση»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 1337 – 1338. (1125) ΣτΕ 1855/2006 Τμ. Γ΄ (Προκήρυξη του ΑΣΕΠ για πλήρωση θέσεων στη ΔΕΗ. Δυνατή η υποβολή δικαιολογητικών μετά την προβλεπόμενη από την προκήρυξη προθεσμία εφ’ όσον «…συμπληρώνουν τα ήδη εμπροθέσμως υποβληθέντα δικαιολογητικά και αποσκοπούν στην διευκρίνιση της εννοίας τους ή στην ενίσχυση του αποδεικτικού τους κύρους»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 64 – 65. (1126) ΣτΕ 3184/2006 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 3 & 11 παρ. 2 – 3 Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας. «…εφ’ όσον υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση στην οποία ο ενδιαφερόμενος βεβαιώνει την ακρίβεια του περιεχομένου του απλού φωτοαντιγράφου δεν προσαπαιτείται η υποβολή επικυρωμένου φωτοαντιγράφου Πρβλ. ΑΕΔ 48/1997, ΣτΕ 2283/2000 Ολ. Και ναι μεν η προαναφερθείσα Προκήρυξη προβλέπει ρητώς ότι στην αίτησή του ο υποψήφιος πρέπει να επισυνάπτει σε επικυρωμένα αντίγραφα όλα τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή τίτλους, όμως εν όψει του ότι η αίτηση συμμετοχής στην διαδικασία πρόσληψης επέχει κατά νόμο – άρθρο 16 παρ. 6, Ν. 2190/1994 – θέση υπεύθυνης δήλωσης, υπό το φώς δε των προαναφερθεισών διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ερμηνευομένη, η Προκήρυξη έχει την έννοια ότι γίνεται δεκτό από την Διοίκηση και το πιστοποιητικό ή τίτλος που προσκομίζεται σε απλό φωτοαντίγραφο»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 388. Σημ. Βλ. και ανωτέρω (αρ. 150). (1127) ΣτΕ 3454/2006 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 1 παρ. 1 Ν. 702/1977 όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του Ν. 2944/2001 και 3 Π.Δ. 361/2001. Διαφορά σχετική με την πρόσληψη προσωπικού σε ΝΠΙΔ βάσει προκηρύξεως του ΑΣΕΠ ανήκει στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και 300


1.2.4.7. εκδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 64 του Π.Δ. 18/1989). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 403 – 404. (1128) ΣτΕ 1206/2007 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 20 παρ. 7 Ν. 2738/1999. Ορθώς το ΑΣΕΠ απέρριψε επικυρωμένη από δικηγόρο μετάφραση ξενογλώσσου τίτλου γνώσεως αγγλικής γλώσσης υποβληθείσα εκπροθέσμως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 705 – 706. (1129) ΣτΕ 1207/2007 Τμ. Γ΄ (Το ΑΣΕΠ ασκεί έλεγχο νομιμότητος επί των προσλήψεων προσωπικού των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων υδρεύσεως και αποχετεύσεως οι οποίες αποτελούν ΝΠΙΔ κοινωφελούς χαρακτήρος). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 706 – 707. (1130) ΣτΕ 1761/2007 Τμ. Γ΄ (Εφ’ όσον η προκήρυξη του ΑΣΕΠ για πρόσληψη προσωπικού στην “Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία” παρείχε στους υποψηφίους με παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 6 του Π.Δ. 50/2001, την δυνατότητα να αποδείξουν την απαιτουμένη «γνώση επεξεργασίας ελληνικών και ξενόγλωσσων κειμένων και πινάκων σε Η/Υ» και με υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, δεν είναι απαραίτητη η ακριβής επανάληψη του περιεχομένου αυτής της υπευθύνου δηλώσεως σε άλλο έντυπο των αναγκαίων δικαιολογητικών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 917 – 918. (1131) ΣτΕ 1765/2007 Τμ. Γ΄ (Δεν είναι νόμιμη η απόρριψη από το ΑΣΕΠ υποψηφιότητος για πρόσληψη στα “Ελληνικά Ταχυδρομεία” διανομέα – οδηγού μοτοσικλέτας λόγω μη υποβολής αδείας οδηγήσεως μοτοσικλέτας άνω των 125 κυβικών εκατοστών, αφού η υποβληθείσα άδεια οδηγήσεως μοτοσικλέτας παρείχε στον κάτοχό της το δικαίωμα οδηγήσεως μοτοσικλετών χωρίς περιορισμό ως προς τον κυβισμό τους βάσει του άρθρου 3 του Π.Δ. 255/1984 κατά τον χρόνο της χορηγήσεώς της. Περαιτέρω, βάσει του άρθρου 42 παρ. 4 του Ν. 2963/2001 η ανωτέρω άδεια, η οποία εξεδόθη προ της ενάρξεως ισχύος του νόμου αυτού, εξακολουθεί να ισχύει «…κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του Π.Δ. 255/1984»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 918 – 919. (1132) ΣτΕ 1810/2007 Τμ. Γ΄ (Προκήρυξη του ΑΣΕΠ προβλέπουσα την ιδιότητα του παλιννοστούντος ομογενούς ως προσόντος για την πρόσληψή του. Η απαιτουμένη 15ετία παραμονής στο εξωτερικό δεν αποδεικνύεται με βεβαίωση Δημάρχου αφού δεν έχει σχετική αρμοδιότητα). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 920 – 921. (1133) ΣτΕ 2034/2007 Τμ. Γ΄ (Προκήρυξη του ΑΣΕΠ για πρόσληψη της Ε.ΘΕ.Λ. Α.Ε. προβλέπουσα την υποβολή δικαιολογητικών εντός ορισμένης προθεσμίας. Δυνατή η υποβολή συμπληρωματικών στοιχείων μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, και προ του διορισμού, για απόδειξη προσόντος ή ιδιότητος που αναγράφεται στην επέχουσα θέση υπευθύνου δηλώσεως του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 αίτηση του ενδιαφερομένου. «Περαιτέρω από τις αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλεται, να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο σύντομη προθεσμία για ν΄ αποδείξει το περιεχόμενό της προσκομίζοντας το ελλείπον πιστοποιητικό που αποδεικνύει 301


1.2.4.7. την ιδιότητα ή το προσόν που έχει αναγράψει σ’ αυτήν, πρβλ. ΣτΕ 1042/2003, 1043/2003, 764/2000, 3082/1993 κ.α.»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 1232. (1134) ΣτΕ 1861/2002 Τμ. Γ΄ (Ν. 2190/1994. Πρόσληψη συμβασιούχων ορισμένου χρόνου για κάλυψη εποχιακών ή προσκαίρων αναγκών. Επιβάλλεται η περαίωση των σχετικών διαδικασιών σε σύντομο χρονικό διάστημα και η ταχεία αποστολή στο ΑΣΕΠ των πινάκων κατατάξεως από τις υπηρεσίες στις οποίες προσλαμβάνονται οι συμβασιούχοι για να γίνει έλεγχος νομιμότητος. Μετά την αναμόρφωση των πινάκων αυτών βάσει του ελέγχου του ΑΣΕΠ και την απόλυση των μη δικαιουμένων να προσληφθούν σύμφωνα με την νέα κατάταξη πρέπει αμέσως, ή τουλάχιστον χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, να προσληφθούν αντιστοίχως οι δικαιωθέντες). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1165 [Περίληψη αποφάσεως]. (1135) ΣτΕ 441/2007 Τμ. Γ΄ επταμ. (Άρθρα 103 παρ. 8 & 118 παρ. 7 του Συντάγματος. Αίτημα για κατάρτιση συμβάσεως Ι.Δ. αορίστου χρόνου με μειωμένο ωράριο τετράωρης ημερησίας απασχολήσεως ιατρού με Ασφαλιστικό Ταμείο απορριφθέν από το ΑΣΕΠ παρά την ύπαρξη διαδοχικών συμβάσεων από 16.5.1987 έως 30.9.2004. Ακύρωση της πράξεως του ΑΣΕΠ και αναπομπή σε αυτό για να εκφράσει νέα, νόμιμη και επαρκώς αιτιολογημένη κρίση). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1271 – 1278. (1136) ΔΕφΘεσ 886/2008 Τμ. Α΄ Aκυρωτικό. (Π.Δ. 164/2004. Ελέγχεται δικαστικώς η κρίση του ΑΣΕΠ περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων μετατροπής διαδοχικών συμβάσεων εργασίας σε σύμβαση αορίστου χρόνου). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 429 – 435 [Περίληψη της αποφάσεως] με εκτενές Σχόλιο του Ιωάννη Αθανασιάδη. Σημ. Βλ. ανωτέρω απόφαση ΜονΠρΡεθύμνης 107/2005 (αρ. 1123). (1137) ΣτΕ 3379/2008 Τμ. Γ΄ επταμ. (Άρθρα 11 Π.Δ. 164/2004 και 4 Π.Δ. 180/2004. Εργαζόμενοι στην Αγροτική Τράπεζα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος κατά το έτος 2001 καλύπτονται από μεταβατικές διατάξεις, όλως ειδικές, οι οποίες δεν αντιβαίνουν στο Σύνταγμα. Η «τακτοποίηση» των ανωτέρω εργασιακών σχέσεων με την μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου μετά την σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου και την γνώμη του φορέα απασχολήσεώς του κρίνεται σε τελικό στάδιο από το ΑΣΕΠ που πρέπει να αιτιολογεί επαρκώς την πράξη του με την οποία απορρίπτει το υποβληθέν αίτημα περί μετατροπής της σχέσεως εργασίας σε αορίστου χρόνου ή δέχεται την «σύσταση» συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου μειωμένης απασχολήσεως και όχι πλήρους απασχολήσεως). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2696 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§

302


1.2.4.8. ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΕ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (& ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΟΥ) – ΟΔΗΓΙΑ 1999/70/ΕΚ [βλ. και 1.2.4.7.] (1138) ΜονΠρΧαλκίδος 234/2005 (Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999. Κάλυψη από τον εργαζόμενο «ευθέως και αμέσως» παγίων αναγκών του εργοδότη ΝΠΔΔ. Οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2006, σ. 467 – 477 με Σχόλιο του Λάμπρου Μπαμπαλιούτα. (1139) ΑΠ 18/2006 πλήρης Ολ. (Παροχή υπηρεσιών σε Κέντρο Εξυπηρετήσεως Πολιτών – ΚΕΠ από συμβασιούχους έργου της ιδίας φύσεως με τις παρεχόμενες από μονίμους υπαλλήλους υπηρεσίες. Πρόκειται για σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και όχι για σύμβαση έργου, αφού «…η επιλογή της σύμβασης έργου ορισμένης χρονικής διάρκειας, η οποία έγινε προς καταστρατήγηση της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 που επιτελεί τους σκοπούς της κοινοτικής οδηγίας, 1999/70/ΕΚ δεν δικαιολογείται από τη φύση, το είδος, το σκοπό εργασίας και τις συνθήκες λειτουργίας του ΚΕΠ»). α) «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2007, σ. 304 – 330 με Σχόλιο του Λάμπρου Μπαμπαλιούτα. β) «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2007, σ. 271 – 278. Σημ. Για μια συσχέτιση της αποφάσεως αυτής με τις αποφάσεις ΑΠ 19/2007 (αρ. 1161), 797/2008 (αρ. 1163) και 799/2008 (αρ. 1164) βλ. κατωτέρω ΑΡΘΡΑ: ΒΛΑΣΤΟΣ (Στυλιανός), “Μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Αντίθετες αποφάσεις Τμημάτων του Αρείου Πάγου” «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 933 – 934. (1140) ΜονΠρΚαλαμάτας 66/2003 (Δασολόγος απολυθείς μετά 20 διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με συνολικό χρόνο υπηρεσίας 13 ετών σε Δασαρχείο για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών. Πρόκειται για σχέση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αφού δεν υπήρξε έγκυρη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το Δασαρχείο αρνήθηκε να αποδεχθεί την εκ μέρους του δασολόγου προσφορά εργασίας το ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει μισθούς υπερημερίας. Εφαρμογή του Π.Δ. 81/2003 και της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2004, σ. 361 – 366 με Σημείωση του Χρήστου Νικολαϊδη. (1141) ΕφΙωαννίνων 57/2006 (Εργασιακές «…συμβάσεις ορισμένης εκ του νόμου διάρκειας επί των οποίων…δεν εφαρμόζονται οι…διατάξεις του νόμου 2112/1920 είναι και οι συναπτόμενες κατ’ άρθρο 21 του νόμου 2190/1994 …». Οι συμβάσεις αυτές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε αορίστου χρόνου και αν ακόμη παρεσχέθη εξηρτημένη εργασία καλύπτουσα πάγιες και διαρκείς ανάγκες). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2007, σ. 58 – 59 με Σημείωση του Χρήστου Νικολαϊδη. (1142) ΜονΠρΑθ 1976/2003 («Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 ΑΚ, προκύπτει ότι η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν η χρονική διάρκειά της δεν καθορίζεται και δεν συνάγεται ούτε από το είδος και το σκοπό της, ούτε έχει συμφωνηθεί από τους συμβαλλομένους. Αντίθετα ορισμένου χρόνου σύμβαση υπάρχει όταν η διάρκειά της είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας.Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας 303


1.2.4.8. ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξεώς της». Στην περίπτωση «…μίας κατ’ ευφημισμόν εργασιακής σύμβασης “ορισμένου χρόνου”» καλυπτούσης πάγιες και διαρκείς ανάγκες, όπως αρχιτέκτονα απασχολουμένου επί 9 έτη στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η Οδηγία 1999/70/ΕΚ η οποία απαγορεύει την κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου «…παράγει άμεσο αποτέλεσμα…» προστατευτικό για τον εργαζόμενο, «…αλλά και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι δεν …παράγει άμεσο αποτέλεσμα… πρέπει να γίνει δεκτό ότι ενσωματώνεται στην εσωτερική έννομη τάξη με τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 [όπως ερμηνεύεται με βάση το σκοπό του] 671 ΑΚ και 281 ΑΚ. Σε τέτοια περίπτωση οι διατάξεις αυτές αποκτούν ισχύ κοινοτικού δικαίου και υπερισχύουν πάσης αντιθέτου διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας» χωρίς να δημιουργείται πρόβλημα συγκρούσεως των διατάξεων αυτών με το Σύνταγμα). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2003, σ. 1520 – 1525. (1143) ΕφΚρήτης 446/2002 (Απασχόληση υπαλλήλου σε φορέα του δημοσίου τομέα επί 6 έτη με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου για την κάλυψη στην πραγματικότητα «…υπηρεσιακών αναγκών οι οποίες δεν είναι προσωρινές ούτε απρόβλεπτες αλλά πάγιες και διαρκείς». Η απαγόρευση συνάψεως συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου βάσει του Ν. 2190/1994 την οποία επικαλείται ο ανωτέρω φορέας «…έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την 1999/70/ΕΚ Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεπώς δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή των άρθρων 1 και 8 του Ν. 2112/1920 στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του». Σύμφωνα με τα ανωτέρω δεδομένα αναγνωρίζεται ότι στην προκειμένη περίπτωση η συνδέουσα εργοδότη και εργαζόμενο σχέση εξηρτημένης εργασίας είναι αορίστου χρόνου). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2003, σ. 1530 – 1531. Σημ. Για μια κριτική της αποφάσεως αυτής βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ: ΛΕΒΕΝΤΗΣ (Γεώργιος), “Οι συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου μετά το Π.Δ. 81/2003”, στο ανωτέρω περιοδικό, 2003, σ. 817 – 827. (1144) ΕφΙωαννίνων 233/2005 (Επιχορηγουμένη από τον ΟΑΕΔ πρόσληψη και συνέχιση της εργασίας και μετά το πέρας της επιχορηγήσεως, χωρίς, όμως τήρηση των κατά τους νόμους 2190/1994 και 2527/1997 διατυπώσεων που αφορούν το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, δεν συνιστά απασχόληση καλυπτομένη από έγκυρη σύμβαση εργασίας και, συνεπώς, δεν είναι δυνατή η μετατροπή των διαδοχικών αυτών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμη και αν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 39 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1145) ΕφΚαλαμάτας 46/2005 (Η κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος απαγόρευση μετατροπής συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αφορά τις υποχρεωτικές ως ορισμένου χρόνου συναπτόμενες συμβάσεις καθώς και τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου για την κάλυψη προσκαίρων αναγκών του Δημοσίου, ΝΠΔΔ – ΟΤΑ και επιχειρήσεων του ευρυτέρου δημοσίου τομέα, αλλά όχι και τις συμβάσεις εργασίας που καταρτίζονται για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών. Συνεπώς, η κατά τα άρθρα 63, 72 του Π.Δ. 410/1988 και 21 παρ. 2 του Ν. 2190/2004, ως και του Ν. 2527/1997, ρητή απαγόρευση της άνω μετατροπής αντίκειται στην Οδηγία 1990/70/ΕΚ και κατ’ επέκταση στην προκειμένη περίπτωση, από 10-7-2001, εφαρμόζονται οι προστατευτικές για τον εργαζόμενο διατάξεις 304


1.2.4.8. των άρθρων 1 και 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 39 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1146) ΜονΠρΘεσ 28935/2004 (Δεν αντίκειται στο άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος η μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου, αν στην πραγματικότητα ο εργαζόμενος εκάλυπτε διαρκείς ανάγκες, ενώ αυτή η συνταγματική διάταξη απαγορεύει την ως άνω μετατροπή όταν ο εργαζόμενος εκάλυπτε πρόσκαιρες ανάγκες. Συνεπώς, και μετά την έκδοση του Π.Δ. 164/2004 εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι προστατευτικές για τον εργαζόμενο διατάξεις των άρθρων 1 και 8 του Ν. 2112/1920. Πρόκειται κατ’ ουσίαν περί ιδιωτικής διαφοράς και ενδεχομένη αποδοχή της απόψεως ότι η φύση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου μεταξύ του Δημοσίου και του εργαζομένου κρίνεται αποκλειστικώς από διοικητικές αρχές καταλήγει σε ενέργεια αντίθετη προς το άρθρο 94 του Συντάγματος, δεδομένου ότι νομοθετικώς δεν είναι δυνατή η ανάθεση κρίσεως ιδιωτικών διαφορών σε διοικητικές αρχές). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 39 – 40 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1147) ΜονΠρΘεσ 11707/2005 (Εργαζόμενοι σε Δήμο με συμβάσεις έργου και στην συνέχεια με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτοντες διαρκείς ανάγκες θεωρείται ότι απασχολούνται με μια συνεχή σύμβαση αορίστου χρόνου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 με ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου σύμφωνα με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ, χωρίς τούτο να αντίκειται στο άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος το οποίο αναφέρεται σε συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη προσκαίρων αναγκών). i) «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 40 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2005, σ. 1076 – 1091. (1148) ΜονΠρΘεσ 15756/2005 (Υπάρχει μια συνεχής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εργαζομένου στον ΟΠΑΠ με συμβάσεις μιάς ημέρας για την κάλυψη διαρκών αναγκών στο τηλεφωνικό κέντρο του Οργανισμού αυτού, παρά την διάταξη του έχοντος κανονιστική ισχύ Κανονισμού του περί απαγορεύσεως μετατροπής συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, αφού αυτή αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 και την Οδηγία 1999/70/ΕΚ). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 40 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1149) ΜονΠρΣάμου 270/2005 (Με το άρθρο 10 παρ. 1 του Π.Δ. 164/2004 «…ορίστηκε ότι το διάταγμα δεν θίγει ρυθμίσεις ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους, τέτοια δε ρύθμιση είναι και αυτή των άρθρων 1 και 8 του Ν. 2112/1920 …», βάσει της οποίας συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καταρτισθείσες προς καταστρατήγηση των προστατευτικών διατάξεων για εργαζομένους οι οποίοι καλύπτουν, στην πραγματικότητα, διαρκείς ανάγκες του εργοδότη, θεωρείται ότι αποτελούν σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος αφορά τους προσληφθέντες για την κάλυψη προσκαίρων αναγκών και όχι για την κάλυψη διαρκών. Η δεχομένη την αγωγή απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι δυνατόν να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, αφού η υπόθεση αφορά απασχόληση σε ΝΠΔΔ κατά του οποίου, όπως και κατά του Δημοσίου, δεν διατάσσεται προσωρινή εκτέλεση βάσει του άρθρου 909 παρ. 1 του ΚΠολΔ). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 97 – 101.

305


1.2.4.8. (1150) ΔΕΚ, Απόφαση της 4.7.2006, Υπόθ. C – 212/04 (Προδικαστικό ερώτημα Μον Πρ Θεσ) (Η Οδηγία 1999/70/ΕΚ και η προσηρτημένη σ’ αυτή συμφωνία – πλαίσιο μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρος για την αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν και τον δημόσιο τομέα, ενώ βάσει της ρήτρας 5 της ως άνω συμφωνίας – πλαισίου τα κοινοτικά κράτη, αν δεν έχουν ήδη θεσπίσει ισοδύναμα προς τις διατάξεις του κοινοτικού – ήδη ενωσιακού – δικαίου νομοθετικά μέτρα για τον σκοπό αυτό, έχουν την υποχρέωση να νομοθετήσουν σχετικώς. Η επίκληση από τα κοινοτικά κράτη της υπάρξεως διατάξεως της εσωτερικής νομοθεσίας περί χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων δεν δύναται να αποτελέσει μόνη δικαιολογία για την αποτροπή της προστασίας των εργαζομένων. Η θεώρηση από την εσωτερική νομοθεσία ως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μόνον εκείνων μεταξύ των οποίων ο χρόνος που μεσολαβεί είναι 20 ημέρες κατ’ ανώτατο όριο αντίκειται προς τις ρυθμίσεις της ανωτέρω συμφωνίας – πλαισίου). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 941 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1151) ΕΣ Ολ.Συνεδρ. 8.11.2006 (Δεν αποτελεί παραστατικό πληρωμής συμβασιούχου η τελεσίδικη απόφαση πολιτικού δικαστηρίου δεχομένου ότι πρόκειται για εργαζόμενο με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε ΟΤΑ, αφού το πολιτικό δικαστήριο «…κατά παράβαση του Συντάγματος…» απεφάνθη «…για αντικείμενο που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων…» και κατά συνέπεια η εκδοθείσα από το ως άνω δικαστήριο απόφαση «…δεν έχει ισχύ δεδικασμένου και είναι ανίσχυρη [ανυπόστατη] κατ’ άρθρο 313 ΠολΔ…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 28 – 38. Σημ. Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τη συνεδρίαση της 8.11.2006 συνεκροτήθη από 28 μέλη, εκ των οποίων μειοψήφησαν τα 11 περιλαμβανομένου του εισηγητή Συμβούλου. (1152) ΕφΘεσ 2929/2005 («Σύμβαση έργου που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι αυτοδικαίως και καθ’ ολοκληρίαν άκυρη» βάσει του άρθρου 103 του Συντάγματος και της ειδικής νομοθεσίας που διέπει την απασχόληση στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα λοιπά ΝΠΔΔ. Συνεπώς οι προστατευτικές για τον εργαζόμενο διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 δεν εφαρμόζονται στην ανωτέρω περίπτωση). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 170 – 171. (1153) ΕφΙωαν 235/2005 (Σύμβαση έργου εγκύρως συναφθείσα βάσει του άρθρου 6 του Ν. 2527/1997 δεν είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί ως σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου επειδή ο εργαζόμενος εκάλυπτε διαρκείς ανάγκες του εργοδότη ΟΤΑ δεδομένου ότι νομοθετικώς έχει προσδοθεί στις συμβάσεις αυτού του είδους ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως «…μισθώσεως έργου…», ενώ και η επίκληση της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ στερείται βάσεως, αφού αυτή «…αναφέρεται σε συμβάσεις εργασίας και όχι μισθώσεως έργου…» και «…δεν περιέχει κανόνες σαφείς και ωρισμένους δεκτικούς απευθείας εφαρμογής, ήτοι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη…»). i) «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 171 – 172. ii) «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2006, σ. 748 – 750 με Σημείωση του Χρήστου Νικολαϊδη. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2006, σ. 143 – 146 με Σχόλιο του Σ. Βλαστού. 306


1.2.4.8. (1154) ΜονΠρΣερρών 116/2006 (Οδηγία 1999/70/ΕΚ. Ανεξάρτητα από τον χρόνο ενσωματώσεως της Οδηγίας αυτής στο ελληνικό δίκαιο με το Π.Δ. 81/2003 για τον ιδιωτικό τομέα και το Π.Δ. 164/2004 για τον δημόσιο τομέα «…η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της συμβάσεως ωρισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος…». Από τις διατάξεις των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος «…δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ωρισμένης σχέσης, που δεν είναι “μετατροπή”, αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή την διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ». «Πάγιες και διαρκείς πρέπει να θεωρούνται κατ’ αρχήν οι ανάγκες που δεν είναι με βεβαιότητα εκ των προτέρων γνωστό ότι θα λήξουν, όπως και ανάγκες που, αν και είναι βέβαιο ότι κάποτε θα λήξουν, δεν είναι εκ των προτέρων γνωστό, ούτε κατά προσέγγιση, το χρονικό σημείο λήξης τους…». Δεδομένου ότι στην πραγματικότητα ο εργαζόμενος εκάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη – δημοτικής επιχειρήσεως, το σύνολο των αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που είχαν καταρτισθεί «…συνιστά μια ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου…». Συνεπώς, ο εργοδότης – δημοτική επιχείρηση έχει υποχρέωση να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ως άνω εργαζομένου). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 471 – 474 με Σημείωμα της Διευθύνσεως του Περιοδικού. (1155) ΔΕφΛαρ 30/2008 (Βάσει του άρθρου 118 παρ. 7 του Συντάγματος και των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004 προς τακτοποίηση εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων του δημοσίου τομέα με ορισμένους εργαζομένους τους, το ΑΣΕΠ είναι αρμόδιο για να κρίνει αν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι κατά νόμον προϋποθέσεις για την μετατροπή σε αορίστου χρόνου των συμβάσεων εργασίας ορισμένου, χρόνου εργαζομένων οι οποίοι συνέχισαν να εργάζονται μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 χωρίς να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους βάσει της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Άκυρη η απόφαση του ΑΣΕΠ περί μη πληρώσεως των κατά το Π.Δ. 164/2004 προϋποθέσεων μετατροπής συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου χωρίς να εξετάσει αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004 προϋποθέσεις. Συνεπώς, η υπόθεση αναπέμπεται στο ΑΣΕΠ λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας της αποφάσεώς του «…προκειμένου να εκφέρει νέα, νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη κρίση»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 1337 – 1338. (1156) ΑΠ 1259/2009 Τμ. Β2 («Ο ορθός… νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία, μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση. Εξάλλου από την απαγόρευση της μετατροπής από τον νόμο των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου που θεσπίζεται με το άρθρο 103 του Συντάγματος, δεν συνεπάγεται και απαγόρευση της αναγνωρίσεως του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσεως, η οποία δεν αποτελεί “μετατροπή” ,αλλά ορθό νομικό χαρακτηρισμό 307


1.2.4.8. της έννομης σχέσης, κατά τη δικαστική διαδικασία ΟλΑΠ 19/2007 και 18/2006»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1427 – 1431. (1157) ΕφΔωδ 219/2007 (Μόνον αν Οδηγία «…περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους δεκτικούς απευθείας εφαρμογής… η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη να την εκτελέσει εμπρόθεσμα συνεπάγεται την άμεση ισχύ στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους που είναι παραλήπτης αυτής. Η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει “εθνικό” δίκαιο και των αντίστοιχων κρατικών φορέων. Δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις. Είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξεως του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την Οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου, ΟλΑΠ 23/1998». Η προστατευτική για τα δικαιώματα των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου Οδηγία 1999/70/ΕΚ «…δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη». Κατ’ ακολουθίαν εντός των περιθωρίων αυτών, θεσπίστηκαν οι διατάξεις των Π.Δ. 81/2003 και 164/2004 προς εξειδίκευση των όρων εφαρμογής της ως άνω Οδηγίας στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα αντίστοιχα. Βάσει δε, του Π.Δ. 164/2004 και των προβλέψεων του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος δεν είναι δυνατή στον δημόσιο τομέα η μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου). «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ», 2009, σ. 337 – 343. (1158) ΣτΕ 31/2008 Τμ. Γ΄ επταμ. (Για την διασφάλιση της αρχής της μη διακρίσεως μεταξύ εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου και εργαζομένων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου και για την «καθιέρωση ενός ελαχίστου αναγκαίου ρυθμιστικού πλαισίου για την αποτροπή της κατάχρησης που προκαλείται από την χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου» εξεδόθη η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου στην οποία ενσωματώνεται ως Παράρτημα η από 18.3.1999 συμφωνία – πλαίσιο των διεπαγγελματικών οργανώσεων α’) Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων CES β’) Ενώσεως Συνομοσπονδιών Βιομηχανίας και Εργοδοτών UNIS και γ’) Ευρωπαϊκού Κέντρου Επιχειρήσεων CEEP η οποία περιλαμβάνει προοίμιο, 12 γενικές παρατηρήσεις και 8 ρήτρες. «Με τις ως άνω ρυθμίσεις δεν τίθενται κανόνες παράγωγου κοινοτικού δικαίου άμεσης εφαρμογής, τα δε κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσοτέρων λύσεων για να αποτρέπουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου χωρίς να επιβάλλεται σε περίπτωση συνάψεως τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων ή σχέσεων αορίστου χρόνου, καθ’ όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό («όταν χρειάζεται»). Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων εις βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου που, ως οικονομικά ασθενέστερος, συχνά υποχρεώνεται αδικαιολόγητα στη σύναψη ασύμφορων για τον ίδιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αντί της συνάψεως συμβάσεως αορίστου χρόνου…». Μετά την έκδοση της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ ο αναθεωρητικός νομοθέτης κατά την τροποποίηση του Συντάγματος του έτους 2001 προέβλεψε με την προσθήκη των παρ. 7 και 8 στο άρθρο 103 την αποτροπή της συνεχίσεως «…μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος η οποία συνίστατο στην πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη, τύποις απρόβλεπτων ή παροδικών αναγκών (κατά τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 2 του 308


1.2.4.8. Συντάγματος και 56 έως 82 του Π.Δ. 410/1988), στην εκ των υστέρων διαπίστωση ότι οι ανάγκες αυτές είναι πάγιες και διαρκείς και, τελικά, στην «τακτοποίηση» του προσληφθέντος… με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου προσωπικού… είτε με τον διορισμό του ως μονίμου είτε με την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου…». Με καθυστέρηση και μετά τη συνταγματική αναθεώρηση κατά το έτος 2001 ακολουθεί η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ με την έκδοση του Π.Δ. 81/2003 που τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 180/2004 και του Π.Δ. 164/2004 το οποίο αφορά, αποκλειστικά την εργασία ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο και τα λοιπά νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα και, κατ’ αρχήν, απαγορεύει τις «διαδοχικές» συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θέτοντας το χρονικό όριο των 24 μηνών. Όμως λόγω της καθυστερημένης προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ έπρεπε με μεταβατικές διατάξεις στο Π.Δ. 164/2004 να καλυφθούν συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσες προ της εκδόσεως αυτού του Π.Δ.. Οι σχετικές μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004 «είναι συνταγματικώς ανεκτές, όλως ειδικώς, ως μεταβατικές διατάξεις «τακτοποίησης» εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα με εργαζόμενους, που συνέχισαν, ακόμη και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το από 6.4.2011 ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, να απασχολούνται με διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, τελούντες εν αγνοία των δικαιωμάτων που θα ηδύνατο να αντλήσουν από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου ενόψει της καθυστέρησης της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην εν λόγω Οδηγία (ΣτΕ 1253/2006)». «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1268 – 1273. (1159) ΕφΚερκύρας 89/2008 (Το σύνολο των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου καθαρίστριας οι οποίες εκάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες κατά την περίοδο 1995 – 2003, αλλά το Ελληνικό Δημόσιο δεν εδέχετο πλέον την προσφορά των υπηρεσιών της, αποτελεί μια ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου κατά τα άρθρα 1, 3 και 8 Ν. 2112/1920 και 281 ΑΚ ως και τις διατάξεις της Οδηγίας 1990/70/ΕΚ). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 277 – 279 [Περίληψη της αποφάσεως] με Σχόλιο του Παναγιώτη Αργαλιά. (1160) ΔΕφΘεσ 886/2008 Τμ. Α΄ Ακυρωτικό (Άρθρο 11 Π.Δ. 164/2004. Παρά την ύπαρξη χρονικών διαστημάτων μεγαλυτέρων των 3 μηνών μεταξύ συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε σύμβαση αορίστου χρόνου, αφού καλύπτονταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Άμεση εφαρμογή της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 429 – 435 [Περίληψη της αποφάσεως] με εκτενές Σχόλιο του Ιωάννη Αθανασιάδη. (1161) ΑΠ 19/2007 Πλήρης Ολ. [ομοία ΑΠ 20/2007] (Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου απασχολουμένων στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ και λοιπούς φορείς του ευρυτέρου δημοσίου τομέα καλύπτουσες πάγιες και διαρκείς ανάγκες και συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των άρθρων 103 παρ. 8 εδ. γ’, 118 παρ. 7 του Συντάγματος και 21 παρ. 1 – 4 του Ν. 2190/1994. Δεν «…καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης 309


1.2.4.8. βάσει των πιο πάνω διατάξεων, ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν έχει»). i) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 782 – 799 με εκτενές Σχόλιο του Στ. Βλαστού. ii) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 205 – 208 με εκτενές Σχόλιο του Παναγιώτη Αργαλιά. Σημ. Για μια συσχέτιση της αποφάσεως αυτής με τις αποφάσεις ΑΠ 18/2006 (αρ.1139), 797/2008 (αρ.1163) και 799/2008 (αρ.1164) βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ: ΒΛΑΣΤΟΣ (Στυλιανός), “Μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Αντίθετες αποφάσεις Τμημάτων του Αρείου Πάγου” στο ανωτέρω περιοδικό (i), 2008, σ. 933 – 934. (1162) ΑΠ 1694/2007 Τμ. Β1 (Η κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών είτε με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, είτε με συμβάσεις έργου, δεν δικαιολογεί, βάσει των διατάξεων του Π.Δ. 164/2004 που αφορούν τον δημόσιο τομέα, την μετατροπή τους σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Η προστατευτική για τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου Οδηγία 1999/70/ΕΚ «…δεν περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη», ο οποίος για να προσαρμοσθεί σχετικώς προέβη στην έκδοση του Π.Δ. 81/2003 για τον ιδιωτικό τομέα και του Π.Δ. 164/2004 για τον δημόσιο τομέα). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 901 – 906. (1163) ΑΠ 797/2008 Τμ. Β2 («Ο ορθός …νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση. Από την απαγόρευση της μετατροπής από τον νόμο των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, που θεσπίζεται με το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, δεν συνάγεται και απαγόρευση της αναγνωρίσεως του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσεως, η οποία δεν αποτελεί “μετατροπή”, αλλ’ ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσεως κατά την δικαστική διαδικασία, ΟλΑΠ 19/2007, ΟλΑΠ 18/2006»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 934 – 938. Σημ. Βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ: ΒΛΑΣΤΟΣ (Στυλιανός), “Μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Αντίθετες αποφάσεις Τμημάτων του Αρείου Πάγου” στο ανωτέρω περιοδικό, 2008, σ. 933 – 934 με σχολιασμό της αποφάσεως αυτής προς την οποία δεν συμφωνεί η απόφαση ΑΠ 799/2008 [Βλ. αμέσως κατωτέρω]. (1164) ΑΠ 799/2008 Τμ. Β2 (Η μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου αντίκειται στο άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα, ενώ η προστατευτική για τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου ή έργου Οδηγία 1999/70/ΕΚ δεν έχει «άμεση ισχύ στην εσωτερική ημεδαπή έννομη τάξη»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 938 – 943. 310


1.2.4.8. Σημ. Βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ: ΒΛΑΣΤΟΣ (Στυλιανός), “Μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Αντίθετες αποφάσεις τμημάτων του Αρείου Πάγου” στο ανωτέρω περιοδικό, 2008, σ. 933 – 934 με σχολιασμό της αποφάσεως αυτής προς την οποία δεν συμφωνεί η απόφαση ΑΠ 797/2008 [Βλ. αμέσως ανωτέρω]. (1165) ΑΠ 810/2008 Τμ. Β1 (Από 10-7-2002 ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ μέχρι 19-7-2004 ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του Π.Δ. 164/2004, αλλά και μετά την έναρξη της ισχύος του, δεν έχει εφαρμογή η προστατευτική για τους συμβασιούχους εργασίας ορισμένου χρόνου διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920. Για να εφαρμοσθεί δε το ανωτέρω Π.Δ. 164/2004 πρέπει, κατά την ημέρα θέσεώς του σε ισχύ, οι κρινόμενες δικαστικώς συμβάσεις να είναι ενεργείς). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 943 – 946. (1166) ΑΠ 197/2008 Τμ. Β1 (Η νομοθεσία περί απαγορεύσεως μετατροπής συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου απασχολουμένων στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ δεν αντίκειται στην κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 39 – 46. (1167) ΑΠ 552/2008 Τμ. Β1 (Πρόσληψη εκτάκτου προσωπικού στον Ο.Τ.Ε. Α.Ε. προ της εισαγωγής του στο Χρηματιστήριο διέπεται από τις σχετικές διατάξεις του Γενικού Κανονισμού της εταιρείας αυτής και τις περί προσλήψεων στο δημόσιο τομέα διατάξεις, βάσει των οποίων η διάρκεια της απασχόλησεώς του δεν δύναται να υπερβαίνει συνολικά την διετία για κάθε εκτάκτως εργαζόμενο. Μετά την εισαγωγή του Ο.Τ.Ε. Α.Ε. στο Χρηματιστήριο δεν είναι πλέον δυνατή στην ανωτέρω περίπτωση η εφαρμογή των διατάξεων του Π.Δ. 164/2004, αφού ως εταιρεία του ιδιωτικού τομέα διέπεται, όσον αφορά τις προσλήψεις για την κάλυψη προσκαίρων αναγκών, από τις διατάξεις του Π.Δ. 81/2003). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 46 – 52. (1168) ΑΠ 922/2008 Τμ. Β1 (Οι προστατευτικές για τους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου διατάξεις των άρθρων 671 ΑΚ και 8 παρ. 1 εδ. γ’ Ν. 2112/1920 «…δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση καταρτίσεως αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν αυτές δικαιολογούνται από κάποιον αντικειμενικό λόγο, όπως είναι και εκείνος κατά τον οποίον η σύναψη συμβάσεως για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη…»). i) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 52 – 55. ii) «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 1336 – 1337. (1169) ΣτΕ 1253/2006 Τμ. Γ΄ (Μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα. «…οι εργασιακές σχέσεις με το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα αποτελούν αντικείμενο ενδιαφέροντος του συνταγματικού νομοθέτη [Βλ. άρθρο 103 του Συντάγματος]. Οι δε διατάξεις του Π.Δ. 164/2004, με τις οποίες ρυθμίζονται αυτές οι σχέσεις ελέγχονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας τόσο και από την άποψη της συμφωνίας αυτών με τις διατάξεις του 311


1.2.4.8. Συντάγματος, όσο και από την άποψη της επιτεύξεως του επιδιωκόμενου δι’ αυτών σκοπού της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στο περιεχόμενο της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου», η οποία «…δεν θεσπίζει διατάξεις άμεσης εφαρμογής…» και δεν είχε μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη κατά την έναρξη ισχύος των αναθεωρημένων κατά το έτος 2001 διατάξεων του Συντάγματος). «ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», 2007, σ. 342 – 358. (1170) ΣτΕ 1257/2006 Τμ. Γ΄ (Οδηγία 1999/70/ΕΚ. Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο. «…η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Π.Δ. 164/2004, κατά το μέρος που προβλέπει τη δυνατότητα να μετατραπούν σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου μόνον οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που ήταν ενεργές έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού [19-7-2004] και όχι εκείνες που ήταν ενεργές έως την έναρξη ισχύος της Οδηγίας [10-7-2002], καθώς και κατά το μέρος που προβλέπει, περαιτέρω, ότι οι συμβάσεις αυτές συνιστούν “εφ’ εξής” [δηλ. από 19-7-2004 και όχι από 10-7-2002] σύμβαση αορίστου χρόνου, αντίκειται στο άρθρο 2 της Οδηγίας, με το οποίο ως καταληκτική ημερομηνία συμμόρφωσης των κρατών – μελών προς τις διατάξεις της Οδηγίας ορίζεται η 10-7-2002»). «ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», 2008, σ. 272 – 275. (1171) ΔΕΚ, Απόφαση της 23.4.2009, Υπόθ. C – 378/07 έως C – 380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ./ Ν.Α. Ρεθύμνου (C – 378/07) & Γιαννούδη κ.λπ./ Δήμος Γεροποτάμου (C – 379/07, C – 380/07). (Απαγόρευση μετατροπής συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου στο Δημόσιο και τον δημόσιο τομέα – Δεν αντιβαίνει στη ρήτρα 8 σημείο 3 της προσαρτημένης στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ συμφωνίας – πλαισίου μια εθνική ρύθμιση όπως το Π.Δ. 164/2004). «ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», 2009, σ. 709 – 720 [Περίληψη της αποφάσεως] με εκτενές Σχόλιο της Αθ. Μωραΐτη. Σημ. Για το σχετικό προδικαστικό ερώτημα (απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου 84/2729/ΜΕΙ/196/2007) βλ. «ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», 2008, σ. 534 – 543. (1172) ΔΕφΑθ 750/2008 Τμ. Δ΄ [Ακυρωτικός σχηματισμός] (Άρθρο 11 Π.Δ. 164/2004. Νόμιμη η άρνηση της Διοικήσεως να καλύψει κενή οργανική θέση υπαλλήλου ιδιωτικού δικαίου με υποψήφιο ο οποίος είχε κριθεί από το ΑΣΕΠ ως έχων τις προϋποθέσεις μετατροπής της συμβάσεώς του ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αφού η ως άνω σύμβαση ορισμένου χρόνου είχε προ της λήξεώς της καταγγελθεί λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης του συμβασιούχου). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 113 – 114 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1173) ΣτΕ 3379/2008 Τμ. Γ΄ επταμ. (Άρθρα 11 Π.Δ. 164/2004 και 4 Π.Δ. 180/2004. Εργαζόμενος στην Αγροτική Τράπεζα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Καλύπτονται από μεταβατικές διατάξεις, όλως ειδικές, οι οποίες δεν αντιβαίνουν στο Σύνταγμα. Η «τακτοποίηση» των ανωτέρω εργασιακών σχέσεων με την μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου μετά την σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου και την γνώμη του φορέα απασχολήσεώς του κρίνεται σε τελικό στάδιο από το ΑΣΕΠ που πρέπει να αιτιολογεί επαρκώς την πράξη 312


1.2.4.8.

1.2.4.9.

του με την οποία απορρίπτει το υποβληθέν αίτημα περί μετατροπής της σχέσεως εργασίας σε αορίστου χρόνου ή δέχεται την «σύσταση» συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου μειωμένης απασχολήσεως και όχι πλήρους απασχολήσεως). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2696 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1174) ΑΠ 442/2009 Τμ. Β2 (Δεν είναι δυνατόν να μετατραπεί σε αορίστου χρόνου διαδοχικώς ανανεωθείσα σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μισθωτού γεωργικής συνεταιριστικής οργανώσεως λόγω της εκ του νόμου απαγορεύσεως της καταρτίσεως εγκύρου συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 1437 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1175) ΑΠ 569/2009 Τμ. Β1 (Άρθρα 648, 649 ΑΚ & παρ. 3 Ν. 2112/1920. Δεν συνιστά σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου η επί καθημερινής βάσεως κατάρτιση μεταξύ της ΔΕΠΟΣ και εργαζομένου συμβάσεως εργασίας χρονικής διαρκείας μιας ημέρας). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 1712 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.2.4.9. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ (ΑΡΜΟΔΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ)

ΜΙΣΘΩΤΩΝ

ΔΗΜΟΣΙΟΥ

&

Ν.Π.Δ.Δ.

(1176) ΣτΕ 1183/2006 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 702/1977. «Στην αρμοδιότητα των τριμελών διοικητικών εφετείων υπάγεται μεταξύ άλλων, και η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων των διοικητικών αρχών οι οποίες αφορούν την εν γένει κατάσταση του προσωπικού του Δημοσίου, των Δήμων και Κοινοτήτων και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ανεξάρτητα από τη φύση της σχέσης που το συνδέει»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1263 – 1264. (1177) ΜονΠρΑθ 2088/2008 (Άρθρο 103 παρ. 2, 8 Συντ., Οδηγία 1999/70/ΕΚ. Άρθρα 2 παρ. 1, 5, 6, 7, 8, 11, 12 Π.Δ. 164/2004, 8 παρ. 1, 3 Ν. 2112/1920 & 81 Ν. 1958/1991. Κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του Υπουργείου Πολιτισμού με απασχόληση βάσει διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου προσωπικού προσλαμβανομένου κατ’ επίκληση διατάξεων περί καλύψεως επειγουσών και απροβλέπτων αναγκών του Υπουργείου αυτού. Υποβολή στο ΔΕΚ σειράς προδικαστικών ερωτημάτων μεταξύ των οποίων και ερώτημα που ανακύπτει κατόπιν της απόψεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στα πλαίσια διοικητικών αρμοδιοτήτων του, ότι μετά την θέση σε ισχύ του Π.Δ. 164/2004, υποθέσεις προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, από ενδεχομένη καταχρηστική συμπεριφορά του Δημοσίου ως εργοδότη, υπάγονται πλέον στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων. Δεδομένου ότι η διαδικασία των εργατικών διαφορών ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων είναι «…απλούστερη, λιγότερο δαπανηρή για τον προσφεύγοντα εργαζόμενο ορισμένου χρόνου και κατά κανόνα ταχύτερη…» τίθεται το ερώτημα στο ΔΕΚ αν συνάδει προς το κοινοτικό – ήδη ενωσιακό – δίκαιο η υπαγωγή των ανωτέρω υποθέσεων στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 17 – 39 με Σχόλιο του Χ.Π.Τ. §§§§§§§§§§ 313


1.2.4.10.

1.2.4.11.

1.2.4.10. ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ (ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ κ.λπ.) [Βλ. και 1.1.3.2. & 5.1.2.] (1178) ΣτΕ ΕπΑν 263/2004 Τμ. Γ΄ («Οι διοικητικές πράξεις που αναφέρονται στην υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού του Δημοσίου, ανεξαρτήτως της φύσεως της σχέσεως με την οποία αυτό υπηρετεί, συνάπτονται άμεσα με την ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και για τον λόγο αυτό η άμεση εκτέλεσή τους επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Δεν υπόκεινται, συνεπώς, οι πράξεις αυτές σε αναστολή εκτελέσεως εκτός αν, λόγω της συνδρομής εξαιρετικών λόγων, η άμεση εκτέλεσή τους δύναται να προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη σοβαρή και ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, οπότε επιτρέπεται να χορηγηθεί κατ’ εξαίρεση αναστολή εκτελέσεως, ύστερα από συνεκτίμηση και των αναγκών της υπηρεσίας». Ακούσια μεταφορά υπαλλήλου του ΟΣΕ στο Υπουργείο Γεωργίας «είναι επιβεβλημένη από λόγους δημοσίου συμφέροντος» και επομένως δεν συντρέχει νόμιμος λόγος χορηγήσεως αναστολής εκτελέσεως για να αποτραπεί ενδεχομένη μείωση των αποδοχών του υπαλλήλου στη νέα υπηρεσία του και ηθική βλάβη του υπαλλήλου αυτού «λόγω ακουσίας απομακρύνσεώς του από τον ΟΣΕ»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1119. (1179) ΑΠ 19/2007 Πλήρης Ολ. [ομοία ΑΠ 20/2007] (Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου απασχολουμένων στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ και λοιπούς φορείς του ευρυτέρου δημοσίου τομέα καλύπτουσες πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Βάσει του άρθρου 699 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, ως συνεπληρώθη με το άρθρο 4ε του Ν. 3388/2005, ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου δύναται να ασκήσει αναίρεση κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων «…με παραγωγή αποτελεσμάτων για τους διαδίκους…» χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της ισότητος των δικονομικών όπλων). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 782 – 799 με εκτενές Σχόλιο του Στ. Βλαστού. §§§§§§§§§§ 1.2.4.11. ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΣ (1180) ΕφΘεσ 1003/2004 (Διευθυντικό δικαίωμα. Διασφάλιση εργασιακής ειρήνης Γεωπόνος, μόνιμη δημ. Υπάλληλος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων [ΠΕΧΩΔΕ] αποσπαθείσα σε «…αποκεντρωμένη Υπηρεσία…» του Υπουργείου αυτού λειτουργούσα ως ΝΠΙΔ [«Εγνατία Οδός Α.Ε.»] και τοποθετηθείσα στο Τμήμα Περιβάλλοντος με Προϊσταμένη Γεωπόνο, υπάλληλο της εταιρείας αυτής. Ανάπτυξη μεγάλης ανταγωνιστικότητος και τριβών μεταξύ Προϊσταμένης και υφισταμένης προς αντιμετώπιση των οποίων ασχολήθηκε ακόμη και ο Γενικός Διευθυντής της εταιρείας. Διαχωρισμός του ως άνω Τμήματος στο Τμήμα Πρασίνου με Προϊσταμένη την αποσπασθείσα και στο Τμήμα Περιβάλλοντος με Προϊσταμένη την υπάλληλο της εταιρείας προκειμένου να αποφεύγονται οι μεταξύ τους τριβές. Συνέχιση των τριβών και δημιουργία, μεταξύ των λοιπών υπαλλήλων, ομάδων προσκείμενων προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματος ο Γενικός Διευθυντής της εταιρείας για «…να αποκαταστήσει την εργασιακή ειρήνη..», να διασφαλίσει την «…ευταξία…» και «...να προ314


1.2.4.11. στατεύσει το κύρος…» της “Εγνατίας Οδού Α.Ε.” έναντι των τρίτων προέβη στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ως άνω υπαλλήλου της εταιρείας αυτής και εζήτησε από το Υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ να ανακληθεί η απόσπαση της υπαλλήλου του θέτοντας αυτή σε «…διαθεσιμότητα…» με μετακίνησή της στο Λογιστήριο της εταιρείας. Με την θέση σε «…διαθεσιμότητα…» της αποσπασμένης υπαλλήλου δεν προσβάλλεται η προσωπικότητά της και συνεπώς, δεν γίνεται δεκτό αίτημά της για χρηματική ικανοποίηση κατά τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ, αφού υπήρξε συνυπαιτιότης για τις ανωτέρω τριβές και το διευθυντικό δικαίωμα ασκήθηκε νομίμως). i) «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2004, σ. 1180 – 1182 με Σχόλιο του Δ. Σιδέρη [με άποψη συγκλίνουσα προς την κρίση του Δικαστηρίου περί θέσεως υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα προς αποκατάσταση της εργασιακής ειρήνης]. ii) «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2004, σ. 1764 – 1766 με Σχόλιο και κριτικές παρατηρήσεις της Διευθύνσεως του περιοδικού [με άποψη συνδέουσα την έννοια της διαθεσιμότητος αποκλειστικώς με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1955 και τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητος της επιχειρήσεως ή της εκμεταλλεύσεως θεωρούσα ότι στην κριθείσα από το Δικαστήριο υπόθεση δεν πρόκειται περί διαθεσιμότητος αλλά, απλώς, περί μετακινήσεως υπαλλήλου σε άλλη Υπηρεσία της εταιρείας]. Σημ. Η κατά την ανωτέρω δικαστική απόφαση διαθεσιμότης διαφέρει της κατά το δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο διαθεσιμότητος λόγω ασθενείας ή καταργήσεως θέσεως κατά τα άρθρα 99 και 102 του τότε ισχύοντος Κώδικος Καταστάσεως Δημοσίων Υπαλλήλων – Ν. 2683/1999. (1181) ΑΠ 259/2005 Τμ. Β2 (Άρθρα 13 παρ. 1, 17 παρ. 2 Ν. 1767/1988 & 16 παρ. 8, 9 Ν. 1264/1982. Η παράλειψη του εργοδότη να ενημερώσει το συμβούλιο των εργαζομένων για την θέση σε διαθεσιμότητα προσωπικού έχει ως συνέπεια την επιβολή προστίμου από την Επιθεώρηση Εργασίας, αλλ’ όμως «…δεν συνεπάγεται και την ακυρότητα της διαθεσιμότητος»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2005, σ. 1494 – 1495. (1182) ΜονΠρΑθ 47/2007 Τμ. Ασφαλ. Μέτρων («…παραδεκτά ασκείται η ένδικη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων…» εκ μέρους εργαζομένου περί αναστολής θέσεώς του σε διαθεσιμότητα την ιδία ημέρα της εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως από τον εργοδότη και 20 ημέρες μετά την άσκηση του δικαιώματος της επισχέσεως, αφού ο εργοδότης «…κατά κατάχρηση δικονομικής δυνατότητας…» βάσει του άρθρου 46 του Ν. 1892/1990 εζήτησε να υπαχθεί η επιχείρησή του σε ειδική εκκαθάριση, ούτως ώστε να μη δύναται να ληφθεί οποιοδήποτε ασφαλιστικό μέτρο εναντίον της, αδρανοποιώντας ουσιαστικά το δικαίωμα του εργαζομένου να ζητήσει την λήψη ασφαλιστικών μέτρων για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι τη συζήτηση στο Δικαστήριο της αιτήσεως υπαγωγής της επιχειρήσεως σε ειδική εκκαθάριση. Συνεπώς, κρίνεται άκυρη η απόφαση του εργοδότη περί θέσεως του ανωτέρω εργαζομένου σε διαθεσιμότητα, αφού παρεβιάσθησαν οι διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ και χορηγείται από το Δικαστήριο η αιτηθείσα αναστολή). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 1545 – 1550 με Σχόλιο του Κωνσταντίνου Ρίζου. (1183) ΕφΑθ 5604/1998 (Άσκηση ποινικής διώξεως για λόγους σχετικούς με το αντικείμενο της εργασίας του, υπαλλήλου της «Γενικής Τραπέζης» και θέση αυτού σε διαθεσιμότητα σύμφωνα με τον Οργανισμό της έχοντα ισχύ ουσιαστικού νόμου με περικοπή των αποδοχών του ως άνω 315


1.2.4.11.

1.3.1.

υπαλλήλου κατά το ήμισυ. Απαλλαγή του υπαλλήλου από το ποινικό δικαστήριο λόγω αμφιβολιών γεννά αξίωσή του έναντι του εργοδότη του για την καταβολή των αποδοχών του και κατά το έτερον ήμισυ). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1999, σ. 33 – 37 με σχετική Σημείωση για άλλες ανωτέρω περιπτώσεις διαθεσιμότητος (αρ. 1180). Σημ. Βλ. και απόφαση ΕφΘεσ 1003/2004 (αρ.1180) με σχετική Σημείωση για άλλες περιπτώσεις διαθεσιμότητος.

316


1.3. ΛΟΙΠΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ Τ.ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ [ ΉΔΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΥΔΙΜΗΔ]



1.3.1. ΜΙΣΘΩΣΗ ΕΡΓΟΥ [ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ] (1184) ΕφΙωαννίνων 235/2005 (Η Οδηγία 1990/70/ΕΚ «…αναφέρεται σε συμβάσεις εργασίας και όχι μισθώσεως έργου...». Βάσει του άρθρου 6 του Ν. 2527/1997 και αν ακόμη παρεσχέθη εργασία καλύπτουσα πάγιες και διαρκείς ανάγκες δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί η σχετική σύμβαση έργου ως σύμβαση εξηρτημένης εργασίας διότι νομοθετικά απαγορεύεται η μετατροπή αυτή). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2006, σ. 748 – 750 με Σημείωση του Χρήστου Νικολαΐδη. Σημ. Βλ. και κατωτέρω αρ. 1186. (1185) ΕφΘεσ 2929/2005 («Σύμβαση έργου που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι αυτοδικαίως και καθ΄ ολοκληρίαν άκυρη» βάσει του άρθρου 103 του Συντάγματος και της ειδικής νομοθεσίας που διέπει την απασχόληση στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα λοιπά ΝΠΔΔ. Συνεπώς, οι προστατευτικές για τον εργαζόμενο διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 δεν εφαρμόζονται στην ανωτέρω περίπτωση). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 170 – 171. (1186) ΕφΙωαν 235/2005 (Σύμβαση έργου εγκύρως συναφθείσα βάσει του άρθρου 6 του Ν. 2527/1997 δεν είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί ως σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου επειδή ο εργαζόμενος εκάλυπτε διαρκείς ανάγκες του εργοδότη ΟΤΑ, δεδομένου ότι νομοθετικώς έχει προσδοθεί στις συμβάσεις αυτού του είδους ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως «…μισθώσεως έργου…», ενώ και η επίκληση της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ στερείται βάσεως, αφού αυτή «…αναφέρεται σε συμβάσεις εργασίας και όχι μισθώσεως έργου…» και δεν «…περιέχει κανόνες σαφείς και ωρισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής, ήτοι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη…»). i) «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 171 – 172. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2006, σ. 143 – 146 με Σχόλιο του Σ. Βλαστού. Σημ.Βλ. και ανωτέρω 1184 (1187) ΑΠ 1259/2009 Τμ. Β2 (Η σύμβαση εξηρτημένης εργασίας κατά τα άρθρα 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943 που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ διακρίνεται της κατά το άρθρο 681 ΑΚ συμβάσεως μισθώσεως έργου «…επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή σε διατάξεις του εργατικού δικαίου, κυρίως γιατί με την σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που θα παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με τη σύβαση μισθώσεως έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσεως». Βάσει του άρθρου 89 του Ν. 2084/1992 οι φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίοι στερούνται του αναγκαίου προσωπικού για την είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών δύνανται να αναθέτουν σε ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, το έργο αυτό με αμοιβή σε ποσοστό μέχρι 4% επί των εισπραττομένων ποσών. «Ο ορθός… χαρακτηρισμός μιας σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητης εργασίας αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία, μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1427 – 1431. 319


1.3.1.

1.3.2.

(1188) ΕφΚρήτης 62/2009 (Κατά το άρθρο 681 ΑΚ η σύμβαση μισθώσεως έργου «…αποσκοπεί στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της σύμβασης»). «ΕΦΕΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΡΗΤΗΣ», 2009, σ. 62 – 67. (1189) ΑΠ 1559/2003 Τμ. Β1 (Άτυπη σύμβαση μισθώσεως έργου «λόγω μη τηρήσεως του εγγράφου συστατικού τύπου αυτής» είναι άκυρη, αλλά «(α)νεξαρτήτως … της εν λόγω ακυρότητος» η προσφορά μεταφραστικού έργου στο Γραφείο Τύπου του Μονάχου είναι κατά την κρίση του δικάσαντος Εφετείου σύμβαση μισθώσεως έργου αφού οι συμβαλλόμενοι απέβλεπαν «στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σ΄ αυτή καθεαυτή την εργασία που θα χρειαζόταν για την επίτευξη του έργου…». Όμως κατά την κρίση του Αρείου Πάγου στην απόφαση του Εφετείου δεν διευκρινίζεται «ποιο ακριβώς ήταν το έργο… και υπό ποιες συνθήκες» αυτό παρείχετο, ούτως ώστε να είναι δυνατός ο σχετικός δικαστικός έλεγχος. Επομένως λόγω ασαφούς και ανεπαρκούς αιτιολογίας η απόφαση του Εφετείου αναιρείται βάσει του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, προκειμένου με νέα δικαστική κρίση να διαγνωσθεί αν η κατά τα ανωτέρω προσφορά μεταφραστικών υπηρεσιών καλύπτεται από την άτυπη σύμβαση έργου ή στην πραγματικότητα πρόκειται για παροχή εξηρτημένης εργασίας η οποία εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2004, σ. 389 – 390. §§§§§§§§§§ 1.3.2. ΜΙΣΘΩΣΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ (1190) ΑΠ 1561/2002 Τμ. Β1 (Άρ 325 ΑΚ. «Το δικαίωμα επισχέσεως… μπορεί να προταθεί και στη σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αν ο εργοδότης δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι του μισθωτού που απορρέουν από τη σύμβαση ή το νόμο»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2004, σ. 496 – 498. (1191) ΕφΑθ 3208/2003 («Είναι δυνατόν, ο μισθωτός να συνδέεται με τον εργοδότη του και με άλλες, εκτός από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας συμβάσεις, όπως με σύμβαση εντολής ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον οι δύο εργασίες δεν στηρίζονται σε σχέση παροχής εξαρτημένης εργασίας δεν πρόκειται για μικτή επαγγελματική απασχόληση του μισθωτού-με εφαρμογή και ως προς την δεύτερη των κανόνων της πρώτης υπερέχουσας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, - αλλά για συρροή παράλληλων συμβατικών σχέσεων, κάθε μία από τις οποίες λειτουργεί αυτοτελώς»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 232 – 233. (1192) ΑΠ 806/2007 Τμ. Β1 (Διατάξεις των παραγράφων 12 και 13 του άρθρου 16 του Ν. 4169/1961 προστεθείσες με το άρθρο 21 του Ν. 1140/1981. Υποχρεωτική ανάθεση σε υπαλλήλους ΟΤΑ με απόφαση του ΟΓΑ μετά γνώμη του οικείου Δημάρχου ή Προέδρου Κοινότητος καθηκόντων ανταποκριτού ΟΓΑ. Πρόκειται για σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών βάσει της οποίας οι ανωτέρω ανταποκριτές του ΟΓΑ δικαιούνται μόνον αποζημιώσεως ή και εξόδων κινήσεως. «Η σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, είτε είναι ορισμένου χρόνου είτε 320


1.3.2.

1.3.3.

1.3.4.

αορίστου μπορεί να καταγγελθεί για σπουδαίο λόγο [άρθρο 672 ΑΚ]. Επίσης, αν δεν υπάρχει σπουδαίος λόγος, η ίδια η σύμβαση, όταν έχει αόριστη διάρκεια, μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 2 ΑΚ, να καταγγελθεί οποτεδήποτε από καθένα από τα μέρη, με καταγγελία που πρέπει να γίνει πριν από δεκαπέντε ημέρες, οπότε θα επιφέρει τη λύση της συμβάσεως μετά τη παρέλευση της προθεσμίας αυτής,. Η άσκηση του προς καταγγελία δικαιώματος αυτού του άρθρου 669 παρ. 2 ΑΚ υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 546 – 549. (1193) ΑΠ 1259/2009 Τμ. Β2 («…Ο ορθός … νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή ανεξάρτητης εργασίας αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία, μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1427 – 1431. §§§§§§§§§§ 1.3.3. ΜΑΘΗΤΕΙΑ (1194) ΕφΛαρ 716/1995 («Η σύμβαση μαθητείας ανέκαθεν θεωρούνταν σχέση διδασκαλίας και όχι εργασίας». «Συνεπώς δεν οφείλεται μισθός…». «Δεν αποκλείεται όμως να συμφωνηθεί μεταξύ των μερών – κατά τρόπο παρεπόμενο – ότι ο μαθητευόμενος θα παίρνει ένα μικρό ποσό…». «Σ΄ αυτήν την περίπτωση η αμοιβή του μαθητευόμενου θα είναι αναγκαίως μικρότερη από εκείνη που καταβάλλεται στους μισθωτούς, γιατί συνυπολογίζεται σ΄ αυτήν και η αξία της παρεχόμενης διδασκαλίας και εκπαίδευσης». «…εφ΄ όσον πρόκειται για γνήσια σύμβαση μαθητείας αυτή δεν ταυτίζεται με τη σύμβαση εργασίας και δεν υπόκειται, κατά κανόνα, στις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας»), «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2001, σ. 1104 – 1108 με Σχόλιο της Χρ. Πετίνη – Πηνιώτη [Παρουσίαση 51 περιπτώσεων απασχολήσεως για τις οποίες νομολογιακώς έχει κριθεί ότι δεν υπήρχε σύμβαση εξηρτημένης εργασίας]. §§§§§§§§§§ 1.3.4. ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΡΑΤΟΥΣ – ΠΟΛΙΤΗ & Κ.Ε.Π. (1195) ΣτΕ 2724/1994 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 5 Ν. 1943/1991. Υποχρεωμένη η Διοίκηση να απαντά στα αιτήματα των πολιτών. Δυνατότητα αρνήσεως της Διοικήσεως να απαντήσει υπάρχει μόνον στις περιοριστικώς αναφερόμενες από τον νόμο περιπτώσεις. Ενδεχομένη άρνηση της Διοικήσεως να απαντήσει πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Συνεπώς, η Διοίκηση υποχρεούται να απαντά, θετικά ή αρνητικά, εντός της εκ του νόμου προθεσμίας και αν δεν πράξει τούτο, πρόκειται για παράλειψη οφειλομένης εκ μέρους της ενεργείας). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1996, σ. 1100 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1196) ΑΠ (Συμβ.) 464/1997 [Βούλευμα] (Για την θεώρηση του γνησίου της υπογραφής των πολιτών σε υπεύθυνη δήλωση σύμφωνα 321


1.3.4.

1.3.5.

με το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 1599/1986 αρμόδια είναι οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική, ή κοινοτική αρχή. Ειδικότερα όσον αφορά τις αστυνομικές αρχές σχετική αρμοδιότητα έχουν οι διοικητές, αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί υπηρεσίας και όσοι έχουν εξουσιοδοτηθεί για την θεώρηση με έγγραφη διαταγή του οικείου προϊσταμένου βάσει του άρθρου 24 παρ. 1, 2, 3 του Π.Δ. 75/1987). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 1158 [Περίληψη του βουλεύματος]. (1197) ΣτΕ 843/2001 Τμ. Β΄ (Σχέσεις κράτους – πολίτη. Το ενδιαφέρον του πολίτη για την εύρυθμη άσκηση των γενικών καθηκόντων της Υπηρεσίας και την τήρηση των νόμων δεν συνιστά το κατά την έννοιαν του άρθρου 16 του Ν. 1599/1986 «εύλογο ενδιαφέρον» το οποίο προκύπτει αντικειμενικώς από την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης, προσωπικής εννόμου σχέσεως που συνδέεται με εκείνα τα διοικητικά στοιχεία στα οποία ζητείται πρόσβαση εκ μέρους του πολίτη). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 584 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.3.5. ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ - ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΕΙΣ (1198) ΔΕφΑθ 1263/1996 (Αντισυνταγματικές οι διατάξεις του άρθρου 128 παρ. 1, 7, 8 του Υ.Κ., όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 54 παρ. 1 του Ν. 1943/1991, αφού παρέχεται υπερβολικά ευρεία νομοθετική εξουσιοδότηση για την ρύθμιση θεμάτων αξιολογήσεως των Δ.Υ.). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 896 – 898. (1199) ΣτΕ 3276/1998 Τμ. Γ΄ επταμ. (Αντίθετη προς το άρθρο 43 του Συντάγματος η βάσει του άρθρου 33 παρ. 6 του Ν. 2190/1994 παρεχομένη στον Υπουργό Προεδρίας Κυβερνήσεως εξουσιοδότηση για τον καθορισμό κατά παρέκκλιση του Οργανισμού της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών των προσόντων των διοριζομένων στην Υπηρεσία αυτή δημοσιογράφων και ειδικών επιστημόνων). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1012 -1013 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1200) ΣτΕ 1931/1999 Τμ. Δ΄ επταμ. (Κανονιστικός ο χαρακτήρας της αποφάσεως για μεταβίβαση δικαιώματος υπογραφής και κατά συνέπεια απαιτείται δημοσιότης κατά τις διατάξεις του Ν. 301/1976). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1042 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1201) ΣτΕ 1954/2000 Ολ. (Κανονιστικός ο χαρακτήρας της αποφάσεως για μεταβίβαση δικαιώματος υπογραφής). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1043 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1202) ΣτΕ 419/2004 Τμ. Ε΄ (Κανονιστικός ο χαρακτήρας της αποφάσεως για μεταβίβαση δικαιώματος υπογραφής). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1136. (1203) ΣτΕ 716/2001 Ολ. (Η απόφαση μεταβιβάσεως του δικαιώματος υπογραφής έχει κανονιστικό χαρακτήρα και 322


1.3.5.

1.3.6.

κατά συνέπεια η δημοσιότης της υπόκειται στη ρύθμιση των άρθρων 1 – 3 του Ν. 301/1976, ήτοι, κατά κανόνα, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ειδικότερα αν πρόκειται για νομαρχιακή απόφαση γίνεται καταχώρηση κεκυρωμένου αντιγράφου της σε ειδικό βιβλίο τηρούμενο στη Νομαρχία και δημοσιεύεται περίληψή της σε μια τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της περιοχής του νομού. Η περίληψη αυτή πρέπει να περιλαμβάνει το αντικείμενο της ρυθμίσεως και τα χρονικά και χωρικά όρια της ισχύος της αποφάσεως). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/2002, σ. 300 – 301. (1204) ΣτΕ 1460/1996 Τμ. Δ΄ (Με το άρθρο 29 του Ν. 1558/1985 καθιερώνεται αρμοδιότητα για μεταβίβαση αρμοδιοτήτων ή δικαιώματος υπογραφής Υπουργού, αναπληρωτή Υπουργού ή Υφυπουργού προς ιεραρχικά υφιστάμενα όργανα του υπουργείου, η οποία ασκείται ατομικώς και όχι κατά συναρμοδιότητα. Συνεπώς, αποκλείεται η δια κοινής αποφάσεως δύο ή περισσοτέρων οργάνων, μεταβίβαση αρμοδιοτήτων ή δικαιώματος υπογραφής). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 112 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.3.6. ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ – ΕΛΕΓΚΤΕΣ - ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΕΣ

ΚΑΙ

(1205) ΕφΛαρ Συμβ 290/2005 (Αρμόδιο το «Σώμα Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης» για τη συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά υπαλλήλου). «ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ», 2006, σ. 200. (1206) Ε Δ Δ Α, Απόφαση της 12.2.2008 Ολ., Υπόθ. “Guja”, Προσφυγή αρ. 14277/04 (Παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ αποτελεί η απόλυση δημοσίου υπαλλήλου ο οποίος παρέδωσε σε εφημερίδα αντίγραφα, μη χαρακτηρισθέντων ως «εμπιστευτικών», εγγράφων αναφερομένων σε παράνομες συμπεριφορές κρατικών οργάνων, αφού αυτός ενήργησε καλοπίστως προκειμένου να συμβάλει στην προσπάθεια κατά της διαφθοράς των δημοσίων υπηρεσιών). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 938 – 939 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1207) ΔΕφΑθ 805/1999 (Άρθρο 6 Ν. 2477/1997. Κατά διακριτική ευχέρεια του Υπουργού χωρίς παράθεση ειδικής αιτιολογίας πραγματοποιούνται οι αποσπάσεις στο Σώμα Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης υπαλλήλων με τα νόμιμα προσόντα υπό τον όρο ότι έχουν επαγγελματική κατάρτιση, υπηρεσιακή επίδοση και ήθος). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 1999, σ. 2344 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1208) ΣτΕ 1653/1996 Τμ. Δ΄ επταμ. (Σώμα Ελεγκτών Δημοσίας Διοικήσεως. Η κατ΄ αίτηση πολίτου εντολή διενεργείας ελέγχου, η διενέργεια αυτού και η σύνταξη σχετικής εκθέσεως απευθυνομένης στον αρμόδιο Υπουργό για να αποφασίσει για τα περαιτέρω δεν συνιστούν άσκηση αποφασιστικής αρμοδιότητος ρυθμιστικής ορισμένης σχέσεως. Συνεπώς, η μη έκδοση εντολής διενεργείας ελέγχου ή η μη διενέργεια αυτού, δεν δύναται να στοιχειοθετήσει παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας, ενώ η πράξη του αρμοδίου Υπουργού με την 323


1.3.6.

1.3.7.

οποία δίδεται εντολή διενεργείας ελέγχου αυτής της φύσεως δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1523 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1209) ΣτΕ 1849/2008 Ολ. (Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημοσίας Διοικήσεως είναι μετακλητός επί θητεία υπάλληλος και είναι δυνατή η πρόωρη λήξη της θητείας του δια της νομοθετικής οδού). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2507 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 1.3.7. ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ & ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ [Βλ. και 1.1.14.1. & 1.2.3.3 – 1.2.3.4.] (1210) ΣτΕ 5954/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Επιμελητής αρνούμενος να εκτελέσει εντολή φυλάξεως εισόδου της Διοικήσεως ημέρα Σάββατο, λόγω εκτάκτων υπηρεσιακών αναγκών, υπέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της αρνήσεως εκτελέσεως υπηρεσίας. Ο υπάλληλος οφείλει υπακοή μόνον στις διαταγές των προϊσταμένων του και όχι σε εντολές συνδικαλιστικής οργανώσεως περί ανυπακοής. Το πειθαρχικώς αξιόποινο του υπαλλήλου λόγω ανυπακοής σε νόμιμη διαταγή δεν αίρεται λόγω της υπάρξεως αντιθέτου εντολής της συνδικαλιστικής οργανώσεως). i) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 390 – 391. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 1070 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1211) ΣτΕ 3472/2001 Τμ. Ε΄ (Άρθρο 14 Ν. 1586/1986. Εκλογή αιρετών μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων. Η ψηφοφορία δι΄ αλληλογραφίας είναι συμβατή με την αρχή της μυστικής ψηφοφορίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1200 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1212) ΣτΕ 462/2001 Τμ. Ε΄ (Άρθρο 14 Ν. 1585/1986. Εκλογή αιρετών μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων. Η ψηφοφορία δι΄ αλληλογραφίας είναι συμβατή με την αρχή της μυστικής ψηφοφορίας, διευρύνει τον αριθμό των δυναμένων να ψηφίσουν ενισχύοντας την καθολικότητα της ψήφου και συμβαδίζει με την αρχή της συνεχούς λειτουργίας που διέπει την δράση της δημοσίας διοικήσεως). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1066 – 1067. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 949 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1213) ΣτΕ 1907/2002 Τμ. Γ΄ (Ειδικά οι έχοντες συνδικαλιστική δραστηριότητα όταν κρίνονται από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο για την κατάληψη θέσεως γενικού διευθυντή, τούτο λαμβάνει υπ΄ υπόψη του και τις πέραν της πενταετίας εκθέσεις, εφ΄ όσον υπάρχουν στο προσωπικό μητρώο των υπαλλήλων). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1168 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1214) ΣτΕ 3539/2003 Τμ. Γ΄ (Εκλογή αιρετών μελών υπηρεσιακών συμβουλίων. Το πρακτικό της εφορευτικής επιτροπής πρέπει με σαφήνεια να προσδιορίζει τον συνολικό αριθμό των ψηφισάντων, των 324


1.3.7.

1.3.8.

εγκύρων και ακύρων ψηφοδελτίων, ενώ είναι απαραίτητο να προκύπτει συμφωνία του συνολικού αριθμού των εγκύρων και ακύρων ψηφοδελτίων με τον συνολικό αριθμό των ψηφισάντων. Κατ΄ αρχήν δεν απαιτείται η αναγραφή στο πρακτικό αιτιολογίας για την θεώρηση ψηφοδελτίων ως ακύρων, αν όμως περιληφθεί αιτιολογία αυτή πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1260 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1215) ΣτΕ 1310/2008 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 9 παρ. 2 Ν. 3260/2004 και 4 παρ. 3 Ν. 3051/2002. Οι αιρετοί εκπρόσωποι των υπαλλήλων των συνταγματικά κατοχυρομένων ανεξαρτήτων διοικητικών αρχών μετέχοντες στα υπηρεσιακά συμβούλια πρέπει να έχουν βαθμό Α΄). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1265 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1216) ΣτΕ 1786/2004 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 12 παρ. 1, 14 παρ. 1, 23, 103 παρ. 1 Συντάγματος, άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974, άρθρο 22 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που κυρώθηκε με τον Ν. 2462/1997, άρθρο 8 του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, που κυρώθηκε με τον Ν. 1532/1985, άρθρα 1, 4, 5 της 151 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας που κυρώθηκε με τον Ν. 2405/1996, άρθρα 14, 16, 30 του Ν. 1264/1982, Π.Δ. 210/1992, Ν. 4661/1931. «Η συνδικαλιστική ελευθερία, υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, κατοχυρώνεται και υπέρ των προσώπων που τελούν σε καθεστώς ειδικής σχέσης εξουσίασης προς το Κράτος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και ανήκοντες στο Πυροσβεστικό Σώμα δημόσιοι πολιτικοί υπάλληλοι»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2007, σ. 667 – 671. (1217) ΣτΕ 997/1996 (Δικαιώματα συνδικαλιστών. Η χορήγηση αδείας απουσίας για συνδικαλιστικούς λόγους προϋποθέτει την υποβολή σχετικής αιτήσεως προς την Υπηρεσία όπου υπηρετεί ο συνδικαλιστής). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1997, σ. 1239 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 664 – 665. §§§§§§§§§§ 1.3.8. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ & ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ – ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ (1218) ΣτΕ 3023/1993 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 14 παρ. 1 Ν. 1586/1986 & 23 παρ. 17 Ν. 1735/1987. Προθεσμίες της 1.1.1987 και στη συνέχεια της 1.1.1988 για τη συγκρότηση υπηρεσιακών συμβουλίων μετά την σύνταξη Οργανισμού Υπουργείου. Πρόκειται για προθεσμίες αφορώσες διοικητική ενέργεια οι οποίες συνιστούν απλώς έντονη υπόδειξη προς την Διοίκηση για σύνταξη νέου Οργανισμού εντός ευλόγου χρόνου μη έχουσες ανατρεπτικό ή απόλυτο χαρακτήρα). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 1395 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1219) ΔΕφΛαρ 265/1998 (Βάσει του άρθρου 5 του Ν. 2194/1994 τα κέντρα υγείας καθίστανται «…αποκεντρωμένες οργανικές μονάδες των νοσοκομείων του νομού στον οποίο ανήκουν…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 634 – 636 & 2000, σ. 106 – 107. 325


1.3.8. (1220) ΣτΕ 249/1998 Τμ. Γ΄ (Ν. 1566/1985. Κατά την κατάρτιση των Οργανισμών των οικείων υπηρεσιών, αναλόγως του αντικειμένου εκάστης οργανικής μονάδος, προσδιορίζεται από τον κανονιστικό νομοθέτη, η ειδικότητα του κλάδου και οι κλάδοι κάθε κατηγορίας διοικητικών υπαλλήλων από όπου θα προέρχονται οι προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων κάθε υπηρεσίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 979 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1221) ΣτΕ 3276/1998 Τμ. Γ΄ επταμ. (Αντίθετη προς το άρθρο 43 του Συντάγματος η βάσει του άρθρου 33 παρ. 6 του Ν. 2190/1994 παρεχομένη στον Υπουργό Προεδρίας της Κυβερνήσεως εξουσιοδότηση για τον καθορισμό κατά παρέκκλιση του Οργανισμού της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών των προσόντων των διοριζομένων στην Υπηρεσία αυτή δημοσιογράφων και ειδικών επιστημόνων). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1012 – 1013 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1222) ΣτΕ 399/2000 Τμ. Γ΄ (Υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών με σχέση εργασίας Ι.Δ. μονιμοποιηθέντες βάσει των Ν. 1476/1984 και 1829/1989 μετά την μονιμοποίησή τους υπάγονται πλέον στις διατάξεις του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών. Μόνον για θέματα μη ρυθμιζόμενα από τον Οργανισμό αυτό είναι ενδεχόμενο να εξετασθεί η κατ΄ αναλογία εφαρμογή διατάξεων του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1194 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1223) ΣτΕ 915/2000 Τμ. Γ΄ επταμ. (Άρθρο 9 Ν. 1586/1986. Κατά την κατάρτιση των Οργανισμών των οικείων υπηρεσιών ο κανονιστικός νομοθέτης δεν είναι υποχρεωμένος να ορίσει ότι οι προϊστάμενοι θα προέρχονται από όλες τις κατηγορίες ή από όλους τους κλάδους κάθε κατηγορίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1195 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1224) ΣτΕ 1216/2007 Τμ. ΣΤ΄ (Οι φοιτώντες στην Ε.Σ.Δ.Δ. εφ΄ όσον δεν είναι ήδη δημόσιοι υπάλληλοι λογίζονται, βάσει του άρθρου 20 παρ. 1 του Ν. 1388/1983, από την εισαγωγή τους ως δόκιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Μετά την αποφοίτησή τους για τον διορισμό τους συνιστώνται προσωποπαγείς θέσεις κατηγορίας ΠΕ. Όμως η Διοίκηση δεν δύναται να συστήσει «ειδικότερη θέση συγκεκριμένου κλάδου της κατηγορίας ΠΕ, η οποία δεν προβλέπεται από τον ισχύοντα, οικείο Οργανισμό του Υπουργείου»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1269. (1225) ΣτΕ 679/2004 Τμ. Γ΄ (Ειδικότερα θέματα οργανωτικής διαρθρώσεως δημοσίας υπηρεσίας είναι δυνατόν να ρυθμίζονται με υπουργική απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ιδίως αν η ρύθμιση αυτή συνεπάγεται απονομή αρμοδιοτήτων σε δημόσια όργανα). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 1734 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1226) ΣτΕ Π.Ε. 44/2000 (Ο νομοθέτης έχει ευρύτατη ευχέρεια επιλογής οργανωτικής μορφής της δημοσίας διοικήσεως κατά τρόπο ορθολογικό στα πλαίσια της διοικητικής επιστήμης βάσει της οποίας πρέπει να καταρτίζονται σχετικές εμπεριστατωμένες μελέτες προ πάσης επεμβάσεως στη διοικητική δομή του κράτους, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ο κατά το 326


1.3.8.

1.3.9.

Σύνταγμα αναγκαίος ορθολογικός και αποτελεσματικός χαρακτήρας των επεμβάσεων αυτών). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2306 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος…]. (1227) ΣτΕ Πρακτικό 1/2008 Ολ. σε συμβούλιο (Από το Σύνταγμα επιβάλλεται η ορθολογική οργάνωση των δικαστηρίων για να επιτευχθεί η εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών τους στα πλαίσια της γενικής οργανωτικής δομής του κράτους). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2306 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος…]. (1228) ΣτΕ Π.Ε. 528/1999 (Η ελληνική δημοσία διοίκηση διακρίνεται για την κάθετη ιεραρχική οργάνωσή της κατά το γραφειοκρατικό ή βεμπεριανό πρότυπο). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2312 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος…]. (1229) ΣτΕ 3045/1997 (Λόγω της ευρείας ευχερείας του νομοθέτη σχετικά με την οργάνωση της δημοσίας διοικήσεως είναι πάντοτε δυνατή η κατάργηση θέσεων μετακλητών υπαλλήλων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2314 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος…]. (1230) ΣτΕ 467/1984 (Δεν κωλύεται εκ του Συντάγματος ο κοινός νομοθέτης να αναδιοργανώνει υπηρεσίες, να καταργεί θέσεις δημοσίων υπαλλήλων και να ανακατανέμει τις σχετικές αρμοδιότητες σε άλλες υφιστάμενες ή συνιστώμενες θέσεις). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2317 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος…]. §§§§§§§§§§ 1.3.9. ΙΕΡΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ – ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ – ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ (1231) ΣτΕ 3034/2000 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 46 παρ. 1 Ν. 1759/1988. Διάκριση μεταξύ ιατρών ΕΣΥ υπηρετούντων σε κέντρα υγείας λιγότερο αγόνων και προβληματικών περιοχών και ιατρών ΕΣΥ υπηρετούντων σε κέντρα υγείας πλέον αγόνων και προβληματικών περιοχών για τους οποίους και μόνον παρέχεται το κίνητρο της συνεχούς υπηρεσίας για ορισμένα έτη σ΄ αυτά τα κέντρα υγείας και στη συνέχεια μεταθέσεώς τους σε κέντρα υγείας αστικών περιοχών ή νομαρχιακά νοσοκομεία της επιλογής τους. Δεν πρόκειται για συνταγματικώς ανεπίτρεπτη ευνοϊκή μεταχείριση των ιατρών ΕΣΥ που υπηρετούν σε κέντρα υγείας των πλέον αγόνων και προβληματικών περιοχών σε σχέση με τους ιατρούς ΕΣΥ που υπηρετούν σε κέντρα υγείας λιγότερο αγόνων και προβληματικών περιοχών. Πρόκειται περί παροχής κινήτρου για τη στελέχωση των κέντρων υγείας των πλέον αγόνων και προβληματικών περιοχών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1151 – 1152 [Περίληψη της αποφάσεως].

327


1.3.9. (1232) ΣτΕ 135/2003 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Εφάπαξ προβληματικών περιοχών χορηγούμενο βάσει του άρθρου 9 του Ν. 2085/1992. Πρόκειται για κίνητρο προς ενίσχυση σε προσωπικό των δημοσίων υπηρεσιών και των υπηρεσιών ΝΠΔΔ των προβληματικών περιοχών «δια της συνεργασίας και συγκαταθέσεως» των υπαλλήλων). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1259 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1233) ΣτΕ 2844/2003 Τμ. Γ΄ (Ν. 2194/1994. Τα περιφερειακά ιατρεία λειτουργούν ως αποκεντρωμένες μονάδες των κέντρων υγείας. Τα κέντρα υγείας λειτουργούν ως αποκεντρωμένες οργανικές μονάδες των νοσοκομείων στα οποία έχουν υπαχθεί. Τα περιφερειακά ιατρεία και τα κέντρα υγείας δεν αποτελούν αυτοτελείς δημόσιες αρχές, αλλά οργανικές μονάδες ενταγμένες σε μία ενιαία δημοσία αρχή που είναι το νοσοκομείο υπαγωγής τους. Συνεπώς οι θέσεις του προσωπικού των ανωτέρω οργανικών μονάδων αποτελούν θέσεις του νοσοκομείου αυτού). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1261 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1234) ΣτΕ 1216/2007 Τμ. ΣΤ΄ (Οι φοιτώντες στην Ε.Σ.Δ.Δ. εφ΄ όσον δεν είναι ήδη δημόσιοι υπάλληλοι λογίζονται, βάσει του άρθρου 20 παρ. 1 του Ν. 1388/1983, από την εισαγωγή τους ως δόκιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Μετά την αποφοίτησή τους για τον διορισμό τους συνιστώνται προσωποπαγείς θέσεις κατηγορίας ΠΕ. Όμως η Διοίκηση δεν δύναται να συστήσει «ειδικότερη θέση συγκεκριμένου κλάδου της κατηγορίας ΠΕ, η οποία δεν προβλέπεται από τον ισχύοντα, οικείο Οργανισμό του Υπουργείου»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1269. (1235) ΕΣ 1719/2007 Τμ. VII (Η κάλυψη «…πάγιας και διαρκούς ανάγκης, δηλαδή μιάς διαρκώς παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας …επιτρέπεται μόνο με πρόσληψη τακτικών υπαλλήλων», αφού το άρθρο 103 του Συντάγματος «…καθιερώνει τον κανόνα της στελέχωσης των υπηρεσιών του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. με μόνιμους υπαλλήλους…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 953 – 957. (1236) ΣτΕ 2102/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν αντίκεινται στην αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης οι διατάξεις του Ν. 2470/1997 κατά το μέρος που καταργούν ευνοϊκές για υπαλλήλους, οι οποίοι υπηρετούν ή υπηρέτησαν σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές, ρυθμίσεις και τις αντικαθιστούν με το επίδομα του άρθρου 8 παρ. 5 του νόμου αυτού. Μισθολογικά πλεονεκτήματα προβλεπόμενα βάσει των άρθρων 11 παρ. 1 του Ν. 287/1976 και 9 παρ. 2 του Ν. 2085/1992 και αποβλέποντα στη στελέχωση υπηρεσιών παραμεθορίων και προβληματικών περιοχών εχορηγήθησαν πρωτίστως για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Όμως με την νέα ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 2470/1997 εκρίθη ότι εξυπηρετείται καλύτερα το δημόσιο συμφέρον με συνέπεια την κατάργηση των ευνοϊκών για τους υπαλλήλους αυτούς ρυθμίσεων των άρθρων 11 παρ. 1 του Ν. 287/1976 και 9 παρ. 2 του Ν. 2085/1992. Συνεπώς, πρόκειται για απλή προσδοκία διατηρήσεως των ανωτέρω ευνοϊκών ρυθμίσεων για τους υπαλλήλους εκείνους οι οποίοι εζήτησαν την μετάταξή τους σε υπηρεσίες παραμεθορίων και προβληματικών περιοχών και δεν κωλύεται ο νομοθέτης να τις αντικαταστήσει με τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 2470/1997). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2068 [Περίληψη της αποφάσεως]. 328


1.3.9.

1.3.10.

1.3.11.

(1237) ΣτΕ Π.Ε. 257/2007 (Βάσει του άρθρου 103 του Συντάγματος η στελέχωση της δημοσίας διοικήσεως γίνεται με μόνιμο προσωπικό, υπό καθεστώς δημοσίου δικαίου, ιεραρχικώς συνδεόμενο με την προϊσταμένη διοικητική αρχή). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2305 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος…]. §§§§§§§§§§ 1.3.10. ΙΣΧΥΣ ΕΓΚΥΚΛΙΩΝ (1238) ΔΕφΑθ 133/1993 (Εγκύκλιος υπό μορφή υπηρεσιακού σήματος του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως περί αναστολής εκδόσεως πράξεων μετατροπής βάσει του άρθρου 66 του Ν. 1943/1991 συμβάσεων εργασίας Ι.Δ. ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου ατόμων με ειδικές ανάγκες υπηρετούντων στο Δημόσιο «…έχει εκτελεστό χαρακτήρα γιατί εφαρμόστηκε από τη Διοίκηση και παρήγαγε έννομα αποτελέσματα – πρβλ. ΣτΕ 3812/1987, 1660/1981 – και είναι κανονιστική, εφόσον διατυπώνεται ως επιταγή προς τα …όργανα της Διοίκησης, είναι δεκτική γενικής και απρόσωπης εφαρμογής και αποκλίνει από τη ρύθμιση του …άρθρου 66 του Ν. 1943/1991…». Αυτή η «…κανονιστική ρήτρα, κατά παρεμπίπτοντα έλεγχο του Δικαστηρίου…, είναι ανίσχυρη αφενός γιατί δεν ευρίσκει έρεισμα σε νομοθετική εξουσιοδότηση και αφετέρου γιατί δεν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 111 – 114. (1239) ΑΠ 1/2002 Β΄ Τακτ.Ολ. (Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η κατά τις διατάξεις του Ν. 301/1976 δημοσίευση αποφάσεων παροχής υπερωριακής αμοιβής σε Δ.Υ. με εγκύκλιο προς τις αρμόδιες υπηρεσίες μετά την τοιχοκόλληση στο κεντρικό κατάστημα της οικείας Υπηρεσίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 375 – 376. (1240) ΑΠ 1446/2002 Τμ. Β1 (Άρθρα 2 παρ. 1 γ΄ & 3 παρ. 3 Ν. 301/1976. Δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως υπουργικές αποφάσεις παροχής υπερωριακής αμοιβής σε υπαλλήλους του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, ή αναπροσαρμογής της αμοιβής αυτής, αφού αρκεί η ανακοίνωσή τους με εγκύκλιο και η τοιχοκόλληση τους στις αρμόδιες υπηρεσίες – Ολ ΣτΕ 109/1999). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2003, σ. 749 – 752. §§§§§§§§§§ 1.3.11. ΘΕΜΑΤΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ κ.λπ.) [ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ] (1241) ΔΕφΛαρ 331/1999 (Άρθρο 64 Α.Ν. 2200/1940. «…οι ψάλτες συνδέονται με την Εκκλησία με υπηρεσιακή σχέση δημοσίου δικαίου…», αλλά δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν διοικητικοί υπάλληλοι ώστε να έχουν επ’ αυτών εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος. Συνεπώς, η πράξη επιβολής σε ψάλτη της πειθαρχικής ποινής της απολύσεως προσβάλλεται 329


1.3.11. με το ένδικο μέσο της αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία εκδικάζεται σε πρώτο βαθμό από το Διοικητικό Εφετείο βάσει του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ΄ του Ν. 702/1977). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2000, σ. 852 – 853. (1242) ΑΠ 1771/2002 Τμ. Β΄ (Για την κάλυψη του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού σε προσωπικό διαφόρων ειδικοτήτων προβλέπεται το σύστημα της επιτάξεως προσώπων, οπότε πρόκειται για απόκλιση από τους ρυθμιστικούς κανόνες του ιδιωτικού δικαίου, αφού ο πολίτης δεν έχει περιθώρια συμβατικής πρωτοβουλίας ως προς τους όρους που πρέπει να αποδεχθεί. Συνεπώς, το Ναυτικό «…δρα ως φορέας δημοσίας εξουσίας…» και κάθε διαφορά από αξίωση του επιταχθέντος προσωπικού υπάγεται βάσει του άρθρου 1 παρ. 2 περ. γ΄ του Ν. 1406/1983 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, βλ. ΑΠ 140/1949 ΕΕΔ 8.364, ΕΣ 518/1986 Ολ. ΝοΒ 35.831. «…οι κατόπιν επιτάξεως προσφέροντες την προσωπική τους εργασία… συνδέονται με το Δημόσιο με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2003, σ. 837 – 838. (1243) ΣτΕ 3272/2003 Τμ. Γ΄ (Αγροτικοί ιατροί προσλαμβανόμενοι βάσει του Ν. 3487/1955 με τριετή σύμβαση δημοσίου δικαίου. Αποκατάσταση κατά το Ν.Δ. 76/1974. Δεν είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί το τυχόν πέραν του συμβατικού χρόνου διάστημα μέχρι τον χρόνο της επανόδου τους στην υπηρεσία). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1260 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1244) ΣτΕ 1487/2008 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 200, 206 Ν. 4442/1929. Επίτακτοι. «…η αποζημίωση των προσώπων των οποίων έχει επιταχθεί η προσωπική εργασία προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε πλοία του Πολεμικού Ναυτικού καθορίζεται από τη Διοικητική Επιτροπή Ναυτικών Επιτάξεων και Ναυλώσεων του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία δεν δεσμεύεται να καθορίσει την αποζημίωση αυτή βάσει των ισχυουσών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, διότι η διάταξη της 1938/Φ.160.1./13.6.1975 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας που προβλέπει τον καθορισμό της εν λόγω αποζημίωσης βάσει των ανωτέρω συλλογικών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται επί επιτάξεως προσωπικής εργασίας ναυτικών προκειμένου να υπηρετήσουν σε πλοία του Πολεμικού Ναυτικού αλλά επί επιτάξεως πλοίου μαζί με το υπηρετούν σ΄ αυτό πλήρωμα»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 1217 – 1218. (1245) ΣτΕ 4164/1996 Τμ. Γ΄ («Οι Άμισθοι Γενικοί Πρόξενοι, και Υποπρόξενοι μολονότι ονομάζονται από τον νομοθέτη “Επίτιμοι” και δεν μισθοδοτούνται από το Δημόσιο Ταμείο, ανήκουν σε ιδιότυπη κατηγορία κρατικών υπαλλήλων και έχουν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου. Την ιδιότητα δε αυτή, του δημοσίου υπαλλήλου έχουν οι ως άνω είτε είναι Έλληνες πολίτες, είτε είναι αλλοδαποί κατά τους ορισμούς του άρθρου 39 παρ. 1 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών που τελεί σε αρμονία με το άρθρο 4 παρ. 4 του Συντάγματος». Όμως οι ανωτέρω υπάλληλοι δεν καλύπτονται από την διάταξη του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος βάσει της οποίας οι κατέχοντες οργανικές θέσεις έμμισθοι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα προσφυγής ουσίας στο Συμβούλιο της Επικρατείας, βλ. ΣτΕ 573/1960. Συνεπώς, ένδικα μέσα κατά πράξεως διορισμού ή απολύσεως Αμίσθων Γενικών Προξένων, Προξένων και Υποπροξένων έχουν τον «χαρακτήρα αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία στρέφεται κατά διοικητικών πράξεων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση 330


1.3.11. δημοσίων υπαλλήλων». Δεδομένου ότι οι υπάλληλοι αυτοί από ουδεμία διάταξη νόμου χαρακτηρίζονται ως ανώτατοι, σχετική αρμοδιότητα εκδικάσεως της κατά τα ανωτέρω αιτήσεως ακυρώσεως έχει σε πρώτο βαθμό το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο Αθηνών). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/1996, σ. 587 – 588. (1246) ΣτΕ 5041/1997 Τμ. Γ΄ (Στην περίπτωση της πληρώσεως θέσεων ανωτάτων υπαλλήλων ή λειτουργών, «οι οποίοι λόγω της φύσεως των καθηκόντων τους πρέπει να απολαύουν της εμπιστοσύνης της εκάστοτε Κυβερνήσεως» υπάρχει υποχρέωση προκηρύξεως των θέσεων αυτών «μόνον όταν τούτο ρητώς ορίζεται στο νόμο». Για την πλήρωση των θέσεων του Διοικητή και του Αναπληρωτή Διοικητή του Αγίου Όρους δεν προβλέπεται εκ του νόμου η έκδοση σχετικής προκηρύξεως). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/1998, σ. 115 – 118. (1247) ΣτΕ 4284/2005 Τμ. Γ΄ επταμ. (Ο Διοικητής Νοσοκομείου του ΕΣΥ καταλαμβάνει θέση με βαθμό 1ο της κατηγορίας ειδικών θέσεων σε Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημοσίου δικαίου και δεν εμπίπτει στην έννοια του μετακλητού υπαλλήλου. Συνεπώς, θεωρείται, κατά την διάρκεια της θητείας του μόνιμος υπάλληλος κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος. Η υπογραφή εκ μέρους του συμβολαίου αποδοτικότητος με το Πε.Σ.Υ. μετά τον διορισμό του και πριν από την ανάληψη υπηρεσίας με το οποίο αναλαμβάνει πρόσθετες – πέραν του νόμου – υποχρεώσεις έναντι του Νοσοκομείου και του Πε.Σ.Υ. δεν καθιστά την σχέση του με το οικείο Πε.Σ.Υ. συμβατική, δηλ. σχέση ιδιωτικού δικαίου). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/2006, σ. 667 – 688. (1248) ΣτΕ 2375/2000 Τμ. Γ΄ (Οι σύμβουλοι και συνεργάτες του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, βάσει του Π.Δ. 884/1976 διορίζονται επί θητεία για την κάλυψη αναγκών ορισμένων τομέων της Κεντρικής Υπηρεσίας και μόνον κατ’ εξαίρεση δύνανται να καλύπτουν ανάγκες υπηρεσιακών μονάδων του στο εξωτερικό. Με το πέρας της τετραετούς διαρκείας της θητείας τους αυτή λήγει αυτοδικαίως χωρίς τη δυνατότητα παρατάσεώς της). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2001, σ. 1707 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1249) ΣτΕ 2339/2000 Τμ. Γ΄ επταμ. (Όπως ρητώς ορίζεται στο νόμο και προκύπτει από τα καθήκοντά του ο μουφτής είναι δημόσιος υπάλληλος, προΐσταται δημοσίας αρχής και κατέχει θέση γενικού διευθυντή. Αίτηση ακυρώσεως κατά πράξεως διορισμού του υπάγεται στην αρμοδιότητα του Γ΄ Τμήματος του ΣτΕ). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2001, σ. 1707 [Περίληψη της αποφάσεως].

331



2. ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΤΥΠΟΥ*

* Η παράθεση της σχετικής νομολογίας είναι απλώς ενδεικτική, δεδομένου ότι από το έτος 2004 εκδίδεται ειδικό νομικό περιοδικό για τα θέματα των μέσων ενημερώσεως, εντύπων & ηλεκτρονικών [Βλ. Πίνακα περιοδικών]. Σημειώνεται ότι παρά την κατά καιρούς υπαγωγή της Γεν. Γραμματείας Τύπου σε διαφορετικά Υπουργεία ή την σε ορισμένες χρονικές περιόδους αναβάθμισή της σε Υπουργείο, οι βασικές αρμοδιότητές της παραμένουν σε μάλλον σταθερά πλαίσια από την εποχή της κοινής υπαγωγής της με την Γεν. Γραμματεία Δημόσιας Διοίκησης στο τότε Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως. Με την έννοια αυτή η σχετική νομολογία εξακολουθεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον.



2.1. ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ Γ.Γ. ΤΥΠΟΥ (1250) ΣτΕ 619/1995 («…οι εν αποσπάσει υπηρετούντες υπάλληλοι στα γραφεία τύπου του εξωτερικού δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες με τους μονίμους επί θητεία και επί συμβάσει υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών, ούτως ώστε να δικαιολογείται η καταβολή και στην κατηγορία των εν αποσπάσει τελούντων υπαλλήλων του αυτού επιδόματος αλλοδαπής, το οποίο δικαιούνται οι υπάλληλοι της προαναφερθείσας Γενικής Γραμματείας»). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 1995, σ. 1219 – 1220. (1251) ΣτΕ 1683/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Απόσπαση υπαλλήλου στο Γραφείο Τύπου του Λονδίνου και παραίτησή του από την ιδιότητα του μέλους της Ενώσεως Ακολούθων Τύπου λόγω φραγής της τηλεφωνικής συσκευής του στην υπηρεσία του για την οποία διεμαρτυρήθη προς την Ένωση με αποτέλεσμα αυτή να διαβιβάσει στον Προϊστάμενό του την έγγραφη διαμαρτυρία του και την ως άνω παραίτησή του. Μη διαπίστευση του αποσπασθέντος ως Συμβούλου Τύπου στις Βρετανικές Αρχές και έγγραφη διαμαρτυρία του προς την κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου. Χρησιμοποίηση από τον ανωτέρω υπάλληλο υβριστικών εκφράσεων. Προσήκουσα η πειθαρχική ποινή του προστίμου ίσου με αποδοχές ενός μηνός για μη προσήκουσα συμπεριφορά προς τους προϊσταμένους και λοιπούς υπαλλήλους κατά το άρθρο 206 παρ. 1 εδαφ. Γ΄ Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 121 – 124. (1252) ΣτΕ 148/1998 Τμ. Γ΄ (Υποχρεωτική η μετάθεση υπαλλήλου Γραφείου Τύπου Εξωτερικού μετά πάροδο 4 ετών. Υπέρβαση του χρόνου αυτού είναι δυνατή κατ΄ εξαίρεση για λόγους που αφορούν αποκλειστικώς την υπηρεσία). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 880 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1253) ΕφΑθ 5918/1999 (Άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 506/1976. «…οι ανήκοντες στο προσωπικό των Γραφείων Τύπου του εξωτερικού δικαιούνται να λαμβάνουν το καταβαλλόμενο εκάστοτε στους διπλωματικούς υπαλλήλους επίδομα αλλοδαπής σε όση έκταση, κατά ποσόν και προσαυξήσεις λαμβάνουν το επίδομα αυτό οι …διπλωματικοί υπάλληλοι που αντιστοιχούν με εκείνους ως προς τον βαθμό και υπηρετούν μαζί τους στην ίδια ξένη χώρα»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 1600 – 1602. (1254) ΣτΕ 3276/1998 Τμ. Γ΄ επταμ. (Αντίθετη προς το άρθρο 43 του Συντάγματος η βάσει του άρθρου 33 παρ. 6 του Ν. 2190/1994 παρεχομένη στον Υπουργό Προεδρίας Κυβερνήσεως εξουσιοδότηση για τον καθορισμό κατά παρέκκλιση του οργανισμού της Γ.Γ.Τ.Π. των προσόντων των διοριζομένων δημοσιογράφων και ειδικών επιστημόνων). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1012 – 1013 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2001, σ. 503 – 504 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§

335


2.2. ΓΡΑΠΤΟΣ ΤΥΠΟΣ – ΕΠΟΠΤΕΙΑ – ΚΥΡΩΣΕΙΣ (1255) ΕφΘεσ 1289/2009 (Στο πλαίσιο των άρθρων 25 παρ. 3 Συντ. και 281 ΑΚ το δικαίωμα της ελευθεροτυπίας και της ελεύθερης δημοσιογραφίας υπόκειται στους νομίμους περιορισμούς για την προστασία του κοινωνικού συνόλου από την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αυτού. Συνεπώς, αν πρόκειται για αναληθή δημοσιεύματα αφορώντα την τιμή ενός προσώπου «…δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας της έκφρασης…» και εφ΄ όσον συντρέχουν οι κατά νόμον προϋποθέσεις εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 361, 362, 363 ΠΚ περί εξυβρίσεως, απλής δυσφημήσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2009, σ. 1911 – 1914. (1256) ΕφΠατρών 477/2007 (Με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 εδ. α΄ του άρθρου 14 Συντάγματος «…καθιερώνεται η ελευθεροτυπία και συνακόλουθα η ελεύθερη δημοσιογραφία η οποία χωρίς να ανάγεται σε δημόσια λειτουργία πρέπει να λειτουργεί προς όφελος του κοινωνικού συνόλου». Όμως για την προστασία του κοινωνικού συνόλου από την καταχρηστική άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθεροτυπίας και κατ΄ επέκταση της ελεύθερης δημοσιογραφίας προβλέπονται νόμιμοι περιορισμοί βάσει συνταγματικών προβλέψεων κατά τα άρθρα 14 και 25 παρ. 3). «ΑΧΑΪΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ», 2008, σ. 20 – 26. (1257) ΠολΠρΑθ 65/2004 (Παραβίαση απορρήτου δια της ηλεκτρονικής διαρρήξεως του μυστικού κωδικού προσβάσεως σε ηλεκτρονικό αρχείο επιστολών γενομένη για «…τη διαφύλαξη δικαιολογημένου ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος που σχετίζεται με τη Συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» συνεπάγεται άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως αυτής. Επιτρεπτή η κατά τα ανωτέρω δημοσίευση «…αληθών ειδήσεων και σχολίων…» στον περιοδικό τύπο). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/2004, σ. 731 – 760. (1258) ΑΠ 357/1994 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρα 370, 511 εδ. γ΄, 514 Κώδικος Ποινικής Δικονομίας και άρθρο 45 παρ. 1 περ. Α΄ στοιχ. Α΄ Ν. 2172/16-12-1993. Καταδίκη για συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου. Αυτεπάγγελτη εφαρμογή από τον Άρειο Πάγο, ακόμη και επί μη εμφανίσεως του κατηγορουμένου, νεοτέρου νόμου περί παραγραφής του αδικήματος). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1994, σ. 847 – 849. (1259) ΑΠ 1519/2004 Τμ. Ε΄ (Η διάταξη του άρθρου 191 παρ. 1 του Π.Κ. περί του αξιοποίνου της διασποράς ψευδών ειδήσεων, περιλαμβανομένης και της διασποράς δια του τύπου, «…αποβλέπει στην προστασία της υπό στενή έννοια δημοσίας τάξεως, δηλαδή της επικρατούσας στο κράτος ευταξίας συνεπεία της γενικής υποταγής στην έννομη τάξη, η οποία ειδικότερα συνίσταται κατά μεν την πολιτειακή όψη της στην επιβολή της κρατικής βουλήσεως, κατά δε την κοινωνική όψη της στην ειρηνική και ήρεμη συνύπαρξη και διαβίωση των πολιτών…»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 727 – 729. (1260) ΕφΑθ 806/2006 («…το …δικαίωμα της ελευθεροτυπίας… υπόκειται σε καθήκοντα και ευθύνες, μπορεί να υπαχθεί σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία…»). 336


2.2.

2.3

«ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2006, σ. 818 – 823 με Σχόλιο του Σ. Αλεξανδρή. (1261) ΑΠ 853/2008 Τμ. Α1 (Ν. 1178/1981, Άρθρα 194, 919, 920, 932 ΑΚ. Αντικειμενική η ευθύνη λόγω προσβλητικού δημοσιεύματος σε έντυπο. Ευθύνη του ιδιοκτήτη εφημερίδος για πράξεις προστηθέντων υπαλλήλων του). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2460 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1262) ΑΠ Συμβ 1535/2008 (Άρθρο 146 παρ. 1 Π.Κ.. Η δια του τύπου αποκάλυψη στοιχείων ταυτότητος υπαλλήλων της ΕΥΠ πρέπει να συνδυάζεται και με επί πλέον στοιχεία σχετικά με το έργο των υπαλλήλων αυτών για να θεωρηθεί ότι έχει διαπραχθεί το ποινικό αδίκημα της παραβιάσεως των μυστικών της Πολιτείας). «ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ», 2008, σ. 940 – 941 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 2.3 ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ – ΕΠΟΠΤΕΙΑ – ΚΥΡΩΣΕΙΣ (1263) ΣτΕ Π.Ε. 49/2003 (Θέσπιση από το «Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης» κωδίκων δεοντολογίας. Κατά τον Κώδικα δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών «…ο κοινωνικός ρόλος του δημοσιογράφου… υπερβαίνει ενδεχόμενα συμφέροντα του συγκεκριμένου Μ.Μ.Ε.»). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2004, σ. 276 – 282. (1264) ΣτΕ Π.Ε. 187 (&188) /2003 (Η άσκηση του αμέσου ελέγχου του Κράτους επί των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών έχει ανατεθεί στο «Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης» βάσει του Ν. 2328/1995. Με την 5040/1987 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας εκρίθη ότι δεν θεσπίζεται ατομικό δικαίωμα ιδρύσεως ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού. Τα σχετικά θέματα ρυθμίζονται νομοθετικώς στα πλαίσια του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος, ενώ βάσει του άρθρου 14 παρ. 9 αυτού του Συντάγματος το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ανωτέρω σταθμών πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και οι σταθμοί αυτοί πρέπει να διασφαλίζουν… «μια πολυφωνική πληροφόρηση»). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2004, σ. 1024 – 1032. (1265) ΕφΛαρ 382/2004 («Στα κατά το Ν. 1178/1981 “δημοσιεύματα” περιλαμβάνονται και οι τηλεοπτικές και οι ραδιοφωνικές εκπομπές. Προκειμένου για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς ως “εκδότης” νοείται ο νόμιμος ή οι περισσότεροι νόμιμοι εκπρόσωποι της αδειούχου εταιρείας, ως “διευθυντής” ο υπεύθυνος προγράμματος και προκειμένου για ειδησεογραφικές εκπομπές ο διευθυντής του Τμήματος ειδήσεων, ως “συντάκτης δε του δημοσιεύματος” ο παραγωγός ή ο δημοσιογραφικός υπεύθυνος ή ο δημοσιογράφος – συντονιστής ή παρουσιαστής της εκπομπής ανάλογα με το είδος και τη δομή της εκπομπής»). «ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ», 2006, σ. 257 – 262.

337


2.3 (1266) ΣτΕ 2543/1999 Τμ. Δ΄ επταμ. (Άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 2328/1995. Δεν απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεοράσεως για την επιβολή προστίμου μέχρι 100.000.000 δρχ. που επιβάλλεται σωρευτικώς με την κύρωση της προσωρινής αναστολής λειτουργίας ή της ανακλήσεως της αδείας της λειτουργίας ραδιοτηλεοπτικού σταθμού). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 992 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1267) ΣτΕ 800/2001 Τμ. Δ΄ (Το άρθρο 6 παρ. 2 του Π.Δ. 236/1992 προσδιορίζοντας το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών για διαφημίσεις κατά τη διάρκεια ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής αποτελεί δεσμευτικό κανόνα δικαίου και δεν έχει απλώς κατευθυντήριο χαρακτήρα). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1133 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1268) ΣτΕ 1404/2002 Τμ. Δ΄ (Δεν υπερακοντίζει τον σκοπό της αποτελεσματικής κρατικής προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας η βάσει του άρθρου 17 παρ. 2 του Ν. 2644/1998 διοικητική κύρωση της άμεσης διακοπής λειτουργίας των θεωρουμένων ως νομίμως λειτουργούντων τηλεοπτικών σταθμών όταν αυτοί παραβιάζουν την σχετική νομοθεσία). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1133 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1269) ΣτΕ ΕπΑν 253/2004 Τμ. Δ΄ (Διακοπή λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού με απόφαση της Διοικήσεως επιφέρει κλονισμό της εμπιστοσύνης και αποξένωση του τηλεοπτικού κοινού. Προς αποφυγή της βλάβης αυτής χορηγείται αναστολή, υπό τον όρο ότι θα προβάλλονται μόνον ψυχαγωγικά προγράμματα, άλλως θα ανακληθεί η απόφαση για την χορήγηση της αναστολής). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1121. (1270) ΣτΕ 2877/2003 Τμ. Δ΄ (Άρθρο 53 Ν. 2778/1999. Κατ΄ ανοχήν λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού χωρίς άδεια. Αν διαπιστωθεί ότι ο σταθμός αυτός εκπέμπει σε συχνότητες της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να διατάξει άμεση διακοπή της λειτουργίας του και κατάσχεση των μηχανημάτων του, χωρίς να είναι δυνατόν να τάξει οποιαδήποτε προθεσμία προς άρση των παρεμβολών του στις ανωτέρω συχνότητες. Η ύπαρξη, ή μη, υπαιτιότητος των υπευθύνων λειτουργίας του ραδιοφωνικού σταθμού για την πρόκληση των παρεμβολών ουδεμία επιρροή ασκεί ως προς την επιβολή κυρώσεων). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 466 – 467 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1271) ΣτΕ 1380/2005 (Για την επιβολή κυρώσεων σε τηλεοπτικό σταθμό ουδεμία σύμφωνα με το ασκεί το γεγονός ότι αφού μετέδωσε την επίμεμπτο εκπομπή η οποία τεκμήριο αθωότητος των προσώπων και έθιγε την προσωπικότητά τους, παρουσίασε και τις απόψεις τους). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», [Περίληψη της αποφάσεως].

νόμο επιρροή παρεβίαζε το στη συνέχεια 2008, σ. 425

(1272) ΣτΕ 3279/2006 Τμ. Δ΄ επταμ. (Άρθρο 4 παρ. 3 Ν. 2328/1995. Υποχρέωση καταβολής προστίμου από ραδιοτηλεοπτική ανώνυμη εταιρία έχουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ως υπεύθυνα για την 338


2.3 διοίκησή της). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 454 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1273) ΣτΕ 433/1996 Τμ. Δ΄ επταμ. (Η κατά το άρθρο 30 παρ. 6 του Ν. 2419/1996 υποχρέωση των κρατικών και ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων να διαθέτουν προεκλογικώς χρόνο στα πολιτικά κόμματα και εξουσιοδότηση προς τους αρμοδίους Υπουργούς να αποφασίσουν για την βάσει της αρχής της αναλογικής ισότητος κατανομή του χρόνου αυτού μεταξύ των διαφόρων κομμάτων δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 43 παρ. 2 εδ. 2 του Συντάγματος). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 887 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1274) ΣτΕ 3834/1997 Ολ. (Η εν τοις πράγμασι ίδρυση και λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού δεν αποτελεί νόμιμο λόγο χορηγήσεως σχετικής αδείας, έστω και αν η Διοίκηση με την κατά το παρελθόν τακτική της ανέχθηκε, ή ενδεχομένως, εβοήθησε την άνευ αδείας λειτουργία του σταθμού αυτού). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1200 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1275) ΣτΕ 3841/1997 Ολ. (Δεν απορρέει εκ του άρθρου 15 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα ιδρύσεως ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού σταθμού. Υπό τους όρους και περιορισμούς της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου, βάσει του άρθρου 4 του Ν. 1866/1989, η Διοίκηση δύναται να χορηγήσει σχετική άδεια διασφαλίζοντας κατά το δυνατό την συνταγματική επιταγή για την αντικειμενική και επί ίσοις όροις μετάδοση πληροφοριών και ποιοτική στάθμη των εκπομπών. Αν η Διοίκηση δεν χορηγήσει την ανωτέρω άδεια σε ήδη παρανόμως λειτουργούντα τηλεοπτικό σταθμό λόγω μη πληρώσεως υπ΄ αυτού των αναγκαίων προϋποθέσεων είναι υποχρεωτική η διακοπή της λειτουργίας του). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1201 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1276) ΜονΠρΑθ 10519/2001 (Ασφ. μ.) («Η λειτουργία ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, αποτελούσα αντικείμενο εντόνου κρατικού ενδιαφέροντος, ανάγεται σε θέμα γενικότερου δημοσίου συμφέροντος. Η έννοια του γενικού συμφέροντος στην περίπτωση αυτή, ταυτίζεται με τις αρχές… του άρθρου 15 Σ΄ (αντικειμενικότητα, πολυμέρεια, υψηλή ποιοτική στάθμη), αφ΄ ετέρου δε παραπέμπει στην έννοια της δημοσίας υπηρεσίας, αντικείμενο της οποίας καθίσταται με το άρθρο αυτό (15 Σ) και η ραδιοτηλεοπτική εκπομπή. Πολύ πιο διακριτική, αλλ΄ εξίσου προβληματική είναι η παρεμβολή της έννοιας του γενικού συμφέροντος ιδίως όταν τίθενται ζητήματα σχετικά με τις εκφάνσεις της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ) ή της προσωπικής ελευθερίας (παρ. 3). Οι ειδικότερες μορφές προσωπικής ελευθερίας, σύμφωνα με το περιεχόμενο της παρ. 3 άνω άρθρου 5 Σ ταξινομούνται σε δύο μέρη: α. Στην “προσωπική ασφάλεια” και β. “Στην προσωπική ελευθερία”… Απαράβατος όρος τίθεται η οριοθέτηση της …ελευθερίας μέχρι του σημείου όπου τα όρια ελευθερίας του άλλου ατόμου»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 540 – 542. (1277) ΣτΕ 1882/2003 Τμ. Δ΄ (Άρθρα 14 παρ. 5 – 7 Συντ & 1 παρ. 1 Ν. 2328/1985. Επιδίωξη μέσω των διατάξεων αυτών να αποκλεισθεί η επιρροή των ΜΜΕ στη λήψη αποφάσεων οικονομικού αντικειμένου των αναθετουσών αρχών. Η ρύθμιση αυτή έχοντας υπόψη την – παγκοίνως γνωστή – τεράστια 339


2.3 επιρροή που ασκούν τα ραδιοτηλεοπτικά ιδίως μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας στη διαμόρφωση και διάπλαση της κοινής γνώμης στις σύγχρονες κοινωνίες επιδιώκει να αποτρέψει κατ’ αρχάς τον κίνδυνο αθεμίτων παρεμβάσεων στη διαδικασία αναθέσεως δημοσίων έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών, παρεμβάσεων οι οποίες είναι κατά κανόνα αφανείς…»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2004, σ. 137 – 146 με Σχόλιο του Χ. Συνοδινού. (1278) ΣτΕ 851/2004 Τμ. Δ΄ (Διακοπή λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού βάσει του άρθρου 17 παρ. 2 του Ν. 2644/1998 είναι δυνατή μετά από τεκμηριωμένη και ειδικώς αιτιολογημένη καταγγελία παντός έχοντος έννομο συμφέρον και έρευνα και διαπίστωση της βασιμότητος της καταγγελίας, αφού κληθεί και ο νόμιμος εκπρόσωπος του σταθμού για να εκθέσει γραπτώς τις απόψεις του). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 1734 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1279) ΣτΕ 2501/2004 Τμ. Δ΄ επταμ. (Δεν τίθεται άνευ άλλου θέμα ισότητος μεταξύ ιδιωτικών και κρατικών τηλεοπτικών σταθμών κατά την κανονιστική ρύθμιση σχετικώς με τις συχνότητες και την θέση εκπομπής και επιτρεπτώς βάσει του άρθρου 1 παρ. 7 του Ν. 2328/1995 παρέχεται εξουσιοδότηση αυτοτελούς καθορισμού των συχνοτήτων και των θέσεων εκπομπής των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών χωρίς κατ΄ αυτήν την κανονιστική ρύθμιση να γίνεται επί ίσοις όροις συσχέτιση με την λειτουργία των κρατικών τηλεοπτικών σταθμών, αρκεί, βεβαίως, να μη παρεμποδίζεται η κατά νόμον λειτουργία των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2006, σ. 504 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1280) ΕφΑθ 5538/2006 («Ο τηλεοπτικός σταθμός εφόσον κάνει χρήση των ραδιοσυχνοτήτων που αποτελούν δημόσιο αγαθό… έχει υποχρέωση – καθήκον – να παρέχει ποιοτικές εκπομπές και όχι να προσφέρει χαμηλής ποιότητας θέματα, στα οποία εμφανίζονται πρόσωπα των οποίων παραβιάζονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, από τα οποία μάλιστα δεν χωρεί παραίτηση…». «Η αρχή του σεβασμού των απόψεων είναι συνυφασμένη με τη γενική δικαϊκή αρχή audiatur et altera pars, η οποία βρίσκει τη συνταγματική της απήχηση στην αρχή της προηγουμένης ακροάσεως, άρθρο 20 παρ. 2»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2007, σ. 1079 – 1097 με Σχόλιο του Σ. Αλεξανδρή. (1281) ΕφΑθ 2221/2006 («Ως εθνικής εμβέλειας ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς ο …Ν. 2328/1995, άρθρο 1 παρ. 3, εννοεί εκείνους οι οποίοι έχουν λάβει την άδεια αυτής της κατηγορίας κατά την προβλεπόμενη διαδικασία και που μπορούν οι ίδιοι αυτοδυνάμως να καλύπτουν με τηλεοπτικά σήματα ολόκληρη την Επικράτεια. Αν τέτοια άδεια δεν έχει εκδοθεί ακόμη, ως εθνικής εμβέλειας πρέπει να νοηθούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι τηλεοπτικοί σταθμοί που πληρούν τα λοιπά, πλήν της οικείας αδείας, στοιχεία, δηλαδή που καλύπτουν αυτοδυνάμως την Επικράτεια με τηλεοπτικά σήματα»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2007, σ. 1331 – 1335 με Σχόλιο του Σ. Αλεξανδρή. §§§§§§§§§§

340


2.4. Γ.Γ. ΤΥΠΟΥ & ΕΣΡ (1282) ΣτΕ Π.Ε. 49/2003 (Θέσπιση από το «Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεοράσεως» κωδίκων δεοντολογίας. Οι κώδικες αυτοί κυρώνονται με προεδρικό διάταγμα μετά πρόταση του Υπουργού Τύπου. «…πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο έλεγχος νομιμότητας που ασκεί ο Υπουργός Τύπου εν προκειμένω συνίσταται …στο δικαίωμα αναπομπής και δεν περιλαμβάνει τη δυνατότητα προσθηκών ή τροποποιήσεων στο περιεχόμενο των αποφάσεων του Ε.Σ.Ρ.»). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2004, σ. 276 – 282. (1283) ΣτΕ 2543/1999 Τμ. Δ΄ επταμ. (Άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 2328/1995. Δεν απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεοράσεως για την επιβολή προστίμου μέχρι 100.000.000 δρχ. που επιβάλλεται σωρευτικώς με την κύρωση της προσωρινής αναστολής λειτουργίας ή της ανακλήσεως της αδείας της λειτουργίας ραδιοτηλεοπτικού σταθμού). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 992 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1284) ΣτΕ 944/1999 Τμ. Ε΄ [Παραπομπή στην Ολομέλεια. Βλ. αρ. 1285]. Βλ. κατωτέρω ΣτΕ 656/2000 Ολ. («Κατά τον …νόμο 1866/1989 η συγκρότησις του ΕΣΡ και δη η υπόδειξη των μελών αυτού από τα κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή κατ΄ αναλογία της κοινοβουλευτικής τους δυνάμεως αντίκειται ευθέως …στο άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος εν συνδυασμό προς το άρθρο 26 του Συντάγματος, διότι αναθέτει την υπόδειξη μελών συλλογικού διοικητικού οργάνου σε οργανώσεις εκτός των εξουσιών του κράτους»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/1998, σ. 83 – 89. Σημ. Η ημέρα πραγματικής κυκλοφορίας του ανωτέρω τεύχους ανάγεται στο έτος 1999. (1285) ΣτΕ 656/2000 Ολ. Βλ. ανωτέρω ΣτΕ 944/1999 Τμ. Γ΄ [Παραπομπή στην Ολομέλεια] (αρ. 1284). («…δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών η συμμετοχή στο ΕΣΡ προσώπων υποδεικνυομένων από τα πολιτικά κόμματα, στα οποία έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα – άρθρο 29 – η εξυπηρέτηση της λειτουργίας του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/2000, σ. 203 – 208. (1286) ΣτΕ 2544/1999 Τμ. Δ΄ (Ν. 1866/1989 & Ν. 2328/1995. Για την επιβολή …κυρώσεων από το ΕΣΡ «…προβλέπεται διοικητική διαδικασία, συνιστώσα σύνθετη διοικητική ενέργεια, η οποία συγκροτείται από την πράξη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και την επακολουθούσα απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης». Η σχετική πράξη του ΕΣΡ «…παρά το χαρακτηρισμό της από το νόμο ως “σύμφωνης γνώμης”, συνιστά πράγματι απόφαση που δεσμεύει τον Υπουργό Τύπου και Μέσων Μαζικής ενημέρωσης, ο οποίος έχει την εξουσία να προβεί μόνο σε έλεγχο νομιμότητος της πράξεως αυτής, κατά την έκδοση την αποφάσεώς του, με την οποία ολοκληρώνεται η διαδικασία επιβολής της διοικητικής ποινής»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/2000, σ. 489 – 497. (1287) ΣτΕ 3778/2003 Τμ. Δ΄ (Κατά το άρθρο 2 παρ. 9 του Ν. 3051/2002 νομίμως παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου το ΕΣΡ, χωρίς να έχει κληθεί ο Υπουργός Τύπου, αφού προσβάλλεται πράξη του ΕΣΡ και όχι πράξη αρχής υπαγομένης στο Υπουργείο Τύπου). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2005, σ. 439 – 443. 341


2.4.

2.5

(1288) ΣτΕ 3837/1997 Ολ. (Η μυστική ψηφοφορία κατά την έκδοση γνωμοδοτήσεων του ΕΣΡ δεν αντίκειται προς την κατά το άρθρο 2 παρ. 5 του Π.Δ. 572/1989 υποχρέωση αιτιολογίας των γνωμοδοτήσεών του αφού η σχετική αιτιολογία δύναται να προκύπτει από ενδεχομένη εισήγηση ενώπιόν του και από τις πρό της ψηφοφορίας συζητήσεις των μελών). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1200. (1289) ΣτΕ 2636/2001 Τμ. Δ΄ επταμ. (Ν. 2328/1995. Συνιστά παραβίαση ουσιώδους τύπος της διαδικασίας κατά την έκδοση αποφάσεως του ΕΣΡ περί επιβολής κυρώσεων σε τηλεοπτικό σταθμό η παράλειψη κλήσεως εκπροσώπων του σε προηγούμενη ακρόαση σχετικά με τις πράξεις εκείνες για τις οποίες επεβλήθησαν αυτές οι κυρώσεις). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 1368 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 2.5. ΛΟΙΠΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ Γ.Γ. ΤΥΠΟΥ (1290) ΔΕφΑθ 3319/2005 (Άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 506/1976. Το κατά το άρθρο 131 παρ. 10 του Ν. 419/1976 επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών χορηγείται και στο μόνιμο και επί θητεία προσωπικό των Γραφείων Τύπου Εξωτερικού, εκτός των δακτυλογράφων και κλητήρων. Το ανωτέρω επίδομα χορηγείται και στους με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου προϊσταμένους των Γραφείων αυτών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2006, σ. 1214 – 1218.

342


3.ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΙΣΟΤΗΤΟΣ*

* Η κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980 σταδιακή μετεξέλιξη ορισμένων υπηρεσιακών μονάδων του τότε Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως σε Γενική Γραμματεία Ισότητος επέβαλε την παράλληλη επισκόπηση της νομολογίας στο πεδίο της αρμοδιότητος των Γενικών Γραμματειών Δημόσιας Διοίκησης και Ισότητος που συνυπήρχαν στα πλαίσια του Υπουργείου αυτού. Ήδη, όμως, η Γενική Γραμματεία Ισότητος υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών και υπό τα νέα δεδομένα στην παρούσα νομολογιακή επισκόπηση η παράθεση σκέψεων δικαστικών αποφάσεων σχετικών με θέματα ισότητος των φύλων έχει χαρακτήρα απλώς ενδεικτικό.



3.1. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ (1291) ΔΕφΘεσ 2360/2005 (Προσλήψεις υπαλλήλων και αρχή της ισότητος των φύλων. Αποκλίσεις από την αρχή της ισότητος των φύλων «πέρα από την περίπτωση των θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών, είναι, κατ΄ εξαίρεση, συνταγματικά θεμιτές, μόνον εφόσον προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει σαφώς από το νόμο…ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι οι αποκλίσεις αυτές θεσπίστηκαν με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τελικώς στα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν οι εισαγόμενες αποκλίσεις δικαιολογούνται πλήρως από τη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της εργασίας και αν είναι απολύτως αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού»). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2006, σ. 121 – 127 με Σχόλιο της Ευαγγελίας Παπαδημητρίου. (1292) ΣτΕ 1986/2005 Ολ. (Δυνατή η υπό χρονικούς περιορισμούς λήψη θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών προς αποκατάσταση πραγματικής ισότητος των φύλων. Αντισυνταγματική η ύπαρξη ποσοστώσεων βάσει του φύλου κατά τις προσλήψεις συνοριοφυλάκων). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2006, σ. 1346 – 1355. Σημ. Βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ: ΠΑΡΑΡΑΣ (Πέτρος), “Θεμιτές οι διακρίσεις λόγω φύλου και μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001”, στο ανωτέρω περιοδικό 2006, σ. 1335 – 1345, με εκτενή σχολιασμό της αποφάσεως αυτής. (1293) ΣτΕ 414/2006 Τμ. Γ΄ (Συνταγματικώς επιτρεπτή η ύπαρξη ποσοστώσεως 15% για τις γυναίκες κατά την εισαγωγή στις αστυνομικές σχολές). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2006, σ. 1356 – 1363. (1294) ΕΣ 44/2009 Ολ. (Οι χορηγούμενες στους Δ.Υ. συντάξεις δεν είναι δυνατόν να εξαρτώνται από όρους σχετικούς με την ηλικία, αναλόγως του φύλου, αφού τούτο αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητος). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 356 – 368 με Σχόλιο της Αθηνάς Πετρόγλου. Σημ. Βλ. κατωτέρω απόφαση ΔΕΚ της 26.3.2009, Υπόθ. 559/07 “Επιτροπή ΕΚ/Ελληνική Δημοκρατία”. (αρ. 1302). (1295) ΕΣ Ολ. 1273/1996 (Βάσει της συνταγματικής αρχής της ισότητος η σύνταξη αποβιωσάσης πολιτικής συνταξιούχου μεταβιβάζεται στον επιζώντα σύζυγο με τους ιδίους όρους που ισχύουν και στην αντίστροφη περίπτωση. «Ως ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου νοείται και η ισότητα του νόμου ενώπιον των Ελλήνων»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/1996, σ. 573 – 579. (1296) ΕΣ 650/1999 Ολ. (Μεταβίβαση συνταξιοδοτικού δικαιώματος εξαρτώμενη εκ του φύλου. Εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητος. Αποκλίσεις από την αρχή της ισότητος των φύλων είναι δυνατές βάσει ειδικής διατάξεως τυπικού νόμου και δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους μεγαλύτερης προστασίας της γυναίκας κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος ή 345


3.1.

3.2.

συνδεομένους με καθαρώς βιολογικές διαφορές «…πάντοτε δε εντός των ακραίων ορίων, πέρα από τα οποία η ρύθμιση αυτή αντίκειται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα.»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/2000, σ. 229 – 236. (1297) ΔΕφΑθ 637/1993 (Αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητος η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 6 του Ν. 1505/1984 περί καταβολής του επιδόματος οικογενειακών βαρών μόνον στον ένα εκ των δύο συζύγων όταν αμφότεροι είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπηρετούν στο δημόσιο τομέα). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1994, σ. 1241 – 1244 με Σχόλιο των Ελπίδος – Άννας Φεταλίδου & Μαρίας Στάμου. (1298) ΣτΕ 1993/1998 Ολ. (Η πρόβλεψη του άρθρου 29 του Ν. 2085/1992 ότι επιβάλλεται η ύπαρξη μιας τουλάχιστον γυναίκας ως μέλους κάθε υπηρεσιακού συμβουλίου αποτελεί θετικό μέτρο υπέρ των γυναικών μη αντιτιθέμενο στην αρχή της ισότητος κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος. Το θετικό αυτό μέτρο πρέπει να καταργηθεί μόλις «επιτευχθούν οι αντικειμενικοί σκοποί στο θέμα της ισότητος ευκαιριών και μεταχειρίσεως»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 610 – 612. (1299) ΔΕφΑθ 1105/1999 Τμ. Α6 (Άδεια κυήσεως και λοχείας. Για «υπέρτερους λόγους δημοσίου συμφέροντος» ο χρόνος της αδείας αυτής δεν συνυπολογίζεται στον χρόνο διδακτικής εμπειρίας εκπαιδευτικού χωρίς τούτο να αντίκειται στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της μητρότητος, στο άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος περί ισότητος των δύο φύλων, στις διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως για την εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος γυναικών που έχει κυρωθεί με τον Ν. 1342/1983, στα άρθρα 2 παρ. 1 και 3 παρ. 1 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, στα άρθρα 8 και 11 της Οδηγίας 92/1985/ΕΟΚ και στο άρθρο 16 παρ. 1 της Οδηγίας 89/391/ΕΟΚ). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 882 – 883. (1300) ΣτΕ 622/2004 Τμ. Γ΄ (Θεμιτός ο περιορισμός κατά τρόπο διαφανή του αριθμού των γυναικών που διορίζονται σε θέσεις της ειδικής ένοπλης υπηρεσίας εξωτερικής φρουρήσεως φυλακών, αφού η εκτέλεση των καθηκόντων των υπαλλήλων αυτών προϋποθέτει αυξημένο επίπεδο μυϊκής δυνάμεως, ταχύτητος και αντοχής που σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας διακρίνει σε μεγαλύτερο βαθμό τους άνδρες). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 1735 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 3.2. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ [΄ΗΔΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ]. (1301) Απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 1997, Υπόθ. C – 1/95, «Hellien Gerster/Freistaat Bayern». (Ίση μεταχείριση ανδρών – γυναικών. Δημόσιος Υπάλληλος απασχολούμενος με μειωμένο ωράριο. Υπολογισμός της αρχαιότητος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 1711 – 1712. 346


3.2. (1302) Απόφαση της 26.3.2009, Υπόθ. C – 559/07, “Επιτροπή ΕΚ/Ελληνική Δημοκρατία” (Άρθρο 141 Συνθ ΕΚ. Οι χορηγούμενες στους Δ.Υ. συντάξεις δεν είναι δυνατόν να εξαρτώνται από όρους σχετικούς με την ηλικία, αναλόγως του φύλου, αφού τούτο αντίκειται στην αρχή της ισότητος των αμοιβών για όμοια εργασία ανδρών και γυναικών. «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 305 – 355 & 753 – 785 με εκτενή Σχόλια των Αγγ. Στεργίου, Αθ. Πετρόγλου, Π. Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη, Κ. Πάνου και Σ. Κουκούλη – Σπηλιωτοπούλου [Βλ. και κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ]. Σημ. Βλ. και ανωτέρω, απόφαση ΕΣ 44/2009 (αρ. 453).

347



4. ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ



4.1. ΠΡΑΞΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΜΕΝΕΣ ΣΤΗΝ Ε.τ.Κ. (1303) ΑΠ 143/2006 Τμ. Β2 («…οι κανονιστικής φύσεως διοικητικές πράξεις έχουν ισχύ κανόνα δικαίου, μόνον όταν εκδόθηκαν κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου και δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 525 – 526. (1304) ΔΕφΑθ 133/1993 (Εγκύκλιος υπό μορφή υπηρεσιακού σήματος του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως περί αναστολής εκδόσεως πράξεων μετατροπής βάσει του άρθρου 66 του Ν. 1943/1991 συμβάσεων εργασίας Ι.Δ. ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου ατόμων με ειδικές ανάγκες υπηρετούντων στο Δημόσιο «…έχει εκτελεστό χαρακτήρα γιατί εφαρμόστηκε από τη Διοίκηση και παρήγαγε έννομα αποτελέσματα – πρβλ. ΣτΕ 312/1987, 1660/1981 – και είναι κανονιστική, εφόσον διατυπώνεται ως επιταγή προς τα …όργανα της Διοίκησης, είναι δεκτική γενικής και απρόσωπης εφαρμογής και αποκλίνει από τη ρύθμιση του …άρθρου 66 του Ν. 1943/1991…». Αυτή η «…κανονιστική ρήτρα, κατά παρεμπίπτοντα έλεγχο του Δικαστηρίου …, είναι ανίσχυρη αφενός γιατί δεν ευρίσκει έρεισμα σε νομοθετική εξουσιοδότηση και αφετέρου γιατί δεν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως …»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 111 – 114. (1305) ΣτΕ 3156/1994 Τμ. Γ΄ (Απόφαση ΔΙΔΑΔ/Φ.21/116/29470/13-6-1990 των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Εργασίας προσδιορίζουσα ότι ουδείς εκ του εκτάκτου προσωπικού του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος προσληφθέντος με σύμβαση έργου εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες έπρεπε, ως έχουσα κανονιστικό χαρακτήρα, να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Συνεπώς λόγω της μη νομότυπης δημοσιεύσεώς της είναι ανυπόστατη. Επειδή, όμως, η Διοίκηση εφήρμοσε την ανωτέρω απόφαση, αυτή πρέπει να ακυρωθεί «για λόγο που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, γιατί αφορά την νόμιμη υπόστασή της …, ΣτΕ 24/1989…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 328 – 329. (1306) ΔΕφΑθ 19/1996 (Άρθρο 47 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. Ο διορισμός υπαλλήλου χωρίς διαγωνισμό ως σύνθετη διοικητική ενέργεια καταλήγει στην έκδοση ατομικής διοικητικής πράξεως δημοσιευτέας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 378 – 379. (1307) ΣτΕ 984/1997 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 253 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977 & παρ. 1 του άρθρου 255 του ιδίου Κώδικος ως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 73 του Ν. 2065/1992. «…στην περίπτωση της παραιτήσεως του υπαλλήλου από την υπηρεσία η λύσις της υπαλληλικής σχέσεως επέρχεται από την αποδοχή της παραιτήσεως από την οικεία αρχή, δηλαδή από την δημοσίευση της πράξεως αποδοχής της παραιτήσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ΣτΕ 4522/1995 επτ.»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 79 – 80. (1308) ΣτΕ 4522/1995 επταμ. (Απόκλιση από τον κανόνα της λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της πράξεως απολύσεώς του στην περίπτωση παραιτήσεώς του, επερχομένης της λύσεως από της αποδοχής της παραιτήσεως αυτής από την οικεία αρχή, δημοσιευομένης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως). 351


4.1.

4.2.

«ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 245 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1309) ΣτΕ 3923/2005 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 157 παρ. 2 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. Η πράξη απολύσεως υπαλλήλου λόγω συμπληρώσεως τριακοπενταετίας στην υπηρεσία και του εξηκοστού έτους της ηλικίας έχει εκτελεστό χαρακτήρα δημοσιευομένη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, «…αλλά απαιτείται επιπροσθέτως η κοινοποίηση της πράξεως αυτής στον απολυόμενο ή, σε περίπτωση παραλείψεως κοινοποιήσεως ή άκυρης κοινοποιήσεως, η παρέλευση εικοσαημέρου από τη δημοσίευση της πράξεως…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 927 – 931. (1310) ΣτΕ 1931/1999 Τμ. Δ΄ επταμ. (Κανονιστικός ο χαρακτήρας της αποφάσεως για μεταβίβαση δικαιώματος υπογραφής και κατά συνέπεια απαιτείται δημοσιότης κατά τις διατάξεις του Ν. 301/1976). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1042 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1311) ΣτΕ 881/2001 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 2 Ν. 301/1976. Η μετάταξη των Δ.Υ. δημοσιεύεται υποχρεωτικώς στην Ε.τ.Κ.). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/2002, σ. 1401 – 1403. (1312) ΣτΕ 1690/1994 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 7 παρ. 4 Ν. 301/1976. Προϋποθέσεις του «αμαχήτου» τεκμηρίου της κυκλοφορίας φύλλου Εφημερίδος της Κυβερνήσεως κατά τη αναγραφομένη σ΄ αυτό ημερομηνία. Δεν ισχύει το τεκμήριο αυτό αν αποδεικνύεται ότι δεν συντρέχουν οι κατά νόμον προϋποθέσεις). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1996, σ. 1101 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 4.2. ΠΡΑΞΕΙΣ ΜΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΜΕΝΕΣ ΣΤΗΝ Ε.τ.Κ. (1313) ΑΠ 1/2002 Β΄ Τακτ. Ολ. (Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η κατά τις διατάξεις του Ν. 301/1976 δημοσίευση αποφάσεων παροχής υπερωριακής αμοιβής σε Δ.Υ. με εγκύκλιο προς τις αρμόδιες υπηρεσίες μετά την τοιχοκόλληση στο κεντρικό κατάστημα της οικείας Υπηρεσίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 375 – 376. (1314) ΣτΕ 307/2003 Τμ. Γ΄ επταμ. (Υπουργική απόφαση καθορισμού υπερωριακής αποζημιώσεως Δ.Υ. μη δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά και μη δημοσιευθείσα βάσει του άρθρου 3 παρ. 3 του Ν. 301/1976 δια τοιχοκολλήσεως σε εμφανές μέρος του κεντρικού καταστήματος των υπηρεσιών προς τις οποίες κοινοποιήθηκε δεν απέκτησε νομική υπόσταση). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1170 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2003, σ. 865 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1315) ΣτΕ 881/2001 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 2 Ν. 301/1976 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 21 του Ν. 1599/1986. «Δεν προβλέπεται πλέον η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απλής πράξεως 352


4.2.

4.3.

εντάξεως των δημοσίων πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων…»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/2002, σ. 1401 – 1403. (1316) ΑΠ 1446/2002 Τμ. Β1 (Άρθρα 2 παρ. 1 γ΄ & 3 παρ. 3 Ν. 301/1976. Δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως υπουργικές αποφάσεις παροχής υπερωριακής αμοιβής σε υπαλλήλους του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, ή αναπροσαρμογής της αμοιβής αυτής, αφού αρκεί η ανακοίνωσή τους με εγκύκλιο και η τοιχοκόλλησή τους στις αρμόδιες υπηρεσίες – Ολ.ΣτΕ 109/1999). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2003, σ. 749 – 752. §§§§§§§§§§ 4.3. ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ (1317) ΣτΕ 1184/2001 επταμ. (Οι εργαζόμενοι στο Εθνικό Τυπογραφείο δικαιούνται επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας βάσει του Π.Δ. 904/1978). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1196 – 1197 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1318) ΣτΕ 2043/2002 Τμ. Α΄ (Άρθρο 5 εδ. β΄ Ν. 1878/1994. Ο τρόπος λειτουργίας του Ταμείου Αλληλοβοηθείας Προσωπικού Εθνικού Τυπογραφείου ΤΑΠΕΤ περιλαμβανομένου και του καθορισμού των χορηγουμένων εκ μέρους του παροχών προσδιορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Βάσει του άρθρου 17 του Κανονισμού του ΤΑΠΕΤ η Γενική Συνέλευση του Ταμείου αυτού έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα σχετικά με την τροποποίηση του ως άνω Κανονισμού). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1113 [Περίληψη της αποφάσεως].

353



5. ΠΟΙΚΙΛΑ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΗΣ Τ.ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ [ ΉΔΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΥΔΙΜΗΔ]*

* Όλες οι αναφορές στις θεματικές ενότητες 5.1.1. έως 5.25. προέρχονται από νομολογιακή ύλη αναγομένη αποκλειστικώς σε θέματα ενδιαφέροντα τις Υπηρεσίες της Τ.Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης (ήδη Κεντρικής Υπηρεσίας ΥΔΙΜΗΔ).



5.1. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

ΤΗΣ

ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ

ΠΡΟΣ

ΤΙΣ

5.1.1. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

ΠΡΟΣ

ΤΙΣ

(1319) ΔΕφΑθ 1258/1993 (Άρθρα 95 παρ. 5 Συντάγματος, 4 παρ. 1 Ν. 702/1977 & 50 παρ. 4 Π.Δ. 18/1989. Για τη συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ή Διοικητικού Εφετείου χρειάζονται και θετικές ενέργειές της και όχι απλώς να θεωρήσει ανίσχυρη και ανύπαρκτη νομικώς την ακυρωθείσα πράξη. Συνεπώς, μετά από ακύρωση πίνακος διοριστέων και αναμόρφωσή του από τη Διοίκηση δεν αρκεί ο διορισμός του παρανόμως παραλειφθέντος, αλλά ο διορισμός αυτός πρέπει να γίνει αναδρομικώς). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 106 – 107. (1320) ΔΕφΑθ 206/1996 («… η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη σύμφωνα με τα άρθρα 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 50 παρ. 4 του Π.Δ. 18/1989, να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων και, συνεπώς, δεν παρέχεται σ΄ αυτήν στάδιο διακριτικής ευχερείας»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 1173 – 1174. (1321) ΣτΕ 4637/1995 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 95 παρ. 5 Συντ., 50 Π.Δ. 18/1989 & 1 Ν. 702/1997. Η Διοίκηση οφείλει και με την λήψη θετικών μέτρων να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Διοικητικού Εφετείου, όταν πρόκειται για θέμα υπηρεσιακής καταστάσεως υπαλλήλων του Δημοσίου…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 915 – 916. (1322) ΔΕφΑθ 2780/1999 (Έκδοση δικαστικής αποφάσεως ακυρωτικής πράξεως Υπηρεσιακού Συμβουλίου περί επιλογής Προϊσταμένου υπηρεσιακής μονάδος. Υποχρέωση της Διοικήσεως προς συμμόρφωση «…με θετικές ενέργειες …εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος». Πάροδος τριετίας ανενέργητης από την πλευρά της Διοικήσεως και προβολή εκ μέρους της του ισχυρισμού, ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι, πλέον, ο υπάλληλος δεν έχει έννομο συμφέρον για την συνέχιση της δίκης. Αυτή η μεθόδευση της Διοικήσεως συνιστά «…υπαίτια και καταχρηστική συμπεριφορά», παραβιαζομένων των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της καλής ασκήσεως της διακριτικής ευχερείας. Συνεπώς, η Διοίκηση «παραβιάζει το εκ της ακυρωτικής αποφάσεως απορρέον δεδικασμένο» δια της εμμονής της στις αρχικές επιλογές της βάσει της ακυρωθείσης δικαστικώς πράξεως του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 863 – 867. (1323) ΣτΕ 3170/2005 Τμ. ΣΤ΄ («…αν το Δημόσιο αρνηθεί να προσλάβει σε δημόσια θέση υποψήφιο και η άρνηση αυτή ακυρωθεί στη συνέχεια με απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, ακολούθως δε η Διοίκηση σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική αυτή απόφαση διορίσει τον υποψήφιο αναδρομικώς…, ο τελευταίος αυτός δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη…»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1139 – 1140 [Περίληψη της αποφάσεως].

357


5.1.1.

5.1.2

(1324) ΔΕφΑθ 660/1998 Σχηματισμός Ακυρωτικής Διαδικασίας (Άρθρα 95 παρ. 5 Συντ., 50 Π.Δ. 18/1989 & 1 Ν. 702/1997 «…η Διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων, κατά τον τρόπο που έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας». «…όταν η Διοίκηση συμμορφώνεται προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Διοικητικού Εφετείου που αναφέρεται σε υπηρεσιακή κατάσταση υπαλλήλου του Δημοσίου, έχει υποχρέωση, όχι μόνον να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υπάρχουσα νομικώς την ακυρωθείσα διοικητική πράξη αλλά και με θετικές ενέργειες να προκαλέσει την αναμόρφωση της νομικής καταστάσεως που δημιουργήθηκε βάσει της πράξεως που ακυρώθηκε». Επί ακυρώσεως για πλημμέλειες της αιτιολογίας η Διοίκηση δύναται να επαναλάβει την προηγηθείσα κρίση της με βάση νέα νόμιμη και επαρκή αιτιολογία, αλλά αν τούτο δεν γίνει και η νέα πράξη ακυρωθεί για κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας, η Διοίκηση υποχρεούται στην έκδοση θετικής πράξεως υπέρ του υπαλλήλου μη δυναμένη να επαναλάβει την πράξη της «…με νέα πάλι αιτιολογία, βλ. ΣτΕ Ολ. 2611/1989, 648/1990, 4637/1995…». Αναπομπή στη Διοίκηση, μετά προηγηθείσες δύο ακυρωτικές αποφάσεις, υποθέσεως υπαλλήλου προκειμένου αυτή να προβεί στην επιλογή του ως Προϊσταμένου Διευθύνσεως αναδρομικώς από της αρχικής παραλείψεώς του). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1998, σ. 498 – 499 με Σημείωση του Περιοδικού §§§§§§§§§§ 5.1.2. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ ΤΟΥ ΣτΕ & ΓΕΝΙΚΩΣ ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ [Βλ. και 1.1.3.2 & 1.2.4.10] (1325) ΣτΕ 31/2000 (Άρθρο 5 παρ. 8 Π.Δ. 18/1989 ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 35 του Ν. 2721/1999. «…η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας “εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο, κατά περίπτωση κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων”. Η διάταξη αυτή, η οποία σκοπεί στην διεύρυνση της προσωρινής προστασίας που παρέχεται από την Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας στο πλαίσιο των ακυρωτικών διαφορών, παρέχει στην Επιτροπή Αναστολών, όχι μόνον την δυνατότητα να διατάσσει, όταν χορηγεί αναστολή εκτελέσεως της προσβληθείσης ενώπιόν του πράξεως, επί πλέον μέτρα προς αποτελεσματικότερη προστασία του αιτούντος, αλλά και την δυνατότητα να διατάσσει άλλα, πλην της αναστολής εκτελέσεως, μέτρα, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εφαρμογή της προσβαλλομένης πράξεως προκαλεί μεν στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, η πράξη όμως αυτή δεν είναι, όπως λόγου χάριν συμβαίνει επί πράξεως αρνητικού περιεχομένου, δεκτική αναστολής εκτελέσεως»). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΡΘΩΠΟΥ», 2000, σ. 1027 – 1029. (1326) ΣτΕ ΕπΑν 433/2007 Τμ. Γ΄ («Οι πράξεις που αφορούν την συγκρότηση των συλλογικών οργάνων του Κράτους και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου συνδέονται με την εύρυθμη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης και για τον λόγο αυτό, δεν υπόκεινται, κατ΄ αρχήν, σε αναστολή εκτελέσεως»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1152. 358


5.1.2

5.1.3.

5.2.

(1327) ΣτΕ 3778/2003 Τμ. Δ΄ (Άρθρο 52 Π.Δ. 18/1989 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 του Ν. 2721/1999. «(Η) απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία αναστέλλεται η εκτέλεση διοικητικής πράξεως, δεσμεύει την Διοίκηση. Η τελευταία μπορεί μεν να ζητήσει από την Επιτροπή να ανακαλέσει την απόφασή της δεν επιτρέπεται όμως να εκδώσει νέα διοικητική πράξη, η οποία, χωρίς να αντικαθιστά την προσβληθείσα πράξη, αποβλέπει απλώς να εξουδετερώσει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της ως άνω αποφάσεως πρβλ. ΣτΕ 2044/1997. Η Διοίκηση διατηρεί, πάντως, την δυνατότητα να αντικαταστήσει την προσβληθείσα πράξη με άλλη πράξη, περιέχουσα ρύθμιση όμοια με αυτήν της προσβληθείσης πράξεως, αλλά με διαφορετική πραγματική βάση»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2005, σ. 439 – 443. §§§§§§§§§§ 5.1.3. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ (ΓΕΝΙΚΩΣ)

ΤΗΣ

ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ

ΠΡΟΣ

ΤΙΣ

(1328) ΕΣ Ολ., Πρακτικό της 14ης Γενικής Συνεδριάσεως της 25.5.1998 («…η δικαστική απόφαση είναι απόφαση μόνον όταν εκτελείται». Η μη συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις αντίκειται α) στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος), β) στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου η οποία έχει κυρωθεί με το Ν.Δ. 53/1974 και γ) στο άρθρο 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. στις 16.12.1966 και κυρώθηκε με τον Ν. 2462/1997. «…η μη συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις αμετάκλητες αποφάσεις των Δικαστηρίων… μπορεί να επιφέρει αστικές, πειθαρχικές και ποινικές ακόμη κυρώσεις κατά των αρμοδίων διοικητικών οργάνων…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1998, σ. 571 – 572. (1329) ΣτΕ 28/2009 ως Συμβούλιο (Ν. 3388/2005. Τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου – «επιχειρήσεις δημοσίου χαρακτήρα» που ανήκουν καθ΄ ολοκληρίαν στο Δημόσιο και η διοίκησή τους ελέγχεται αποκλειστικώς από το Κράτος υπέχουν υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις αποφάσεις των δικαστηρίων βάσει του ανωτέρω νόμου). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 403 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 5.2. ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, Ν.Π.Δ.Δ. ΚΑΙ Ν.Π. ΤΟΥ ΕΥΡΥΤΕΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ (1330) ΑΠ 1700/2007 Τμ. Β1 (Δικηγόροι νοσηλευτικών ιδρυμάτων κατέχοντες οργανική θέση αμειβόμενοι με πάγια αντιμισθία δεν δικαιούνται να λαμβάνουν νοσοκομειακό επίδομα στο οποίο βάσει του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 3205/2003 έχει συγχωνευθεί και το επίδομα τροφής, χωρίς τούτο να αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητος, αφού οι έμμισθοί δικηγόροι ανήκουν «…σε διαφορετική σε σχέση με το προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων κατηγορία και έχουν διαφορετικούς ενόψει του είδους της εργασίας τους όρους απασχολήσεως και απολαβών»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 1540 – 1541. 359


5.2. (1331) ΑΠ 98/2008 Τμ. Β2 (Δικηγόρος Ασφαλιστικού Ταμείου με σχέση έμμισθης εντολής αμειβόμενος με πάγια μηνιαία περιοδική αμοιβή κατέχων οργανική θέση προβλεπομένη από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του ΝΠΔΔ δεν δικαιούται να λαμβάνει έξοδα κινήσεως ως μηνιαία τακτική παροχή χορηγουμένη σε υπαλλήλους του Ταμείου αυτού βάσει των άρθρων 38 παρ. 7 Ν. 2008/1992 και 14 Ν. 2079/1992, χωρίς τούτο να αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητος, αφού ο ως άνω Δικηγόρος δεν υπάγεται στην ίδια κατηγορία με τους υπαλλήλους των ασφαλιστικών Οργανισμών. «…ούτε παρέχει την ίδια με αυτούς και υπό τις αυτές συνθήκες εργασία»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 353 – 355. (1332) ΣτΕ 1009/2004 Τμ. Γ΄ (Ν. 1649/1986. Πρόσληψη δικηγόρου στο δημόσιο τομέα. Αμφισβήτηση της πράξεως διορισμού ως δικηγόρου από συνυποψήφιο. Εφ΄ όσον προσβάλλεται μόνον η πράξη προσλήψεως είναι ανεπίτρεπτος ο παρεμπίπτων έλεγχος από το Δικαστήριο του κύρους της ατομικής διοικητικής πράξεως διορισμού ως δικηγόρου). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1135. (1333) ΣτΕ 1771/2004 Τμ. ΣΤ΄ («…ναι μεν η πρόσληψη δικηγόρων από ΝΠΔΔ κατ΄ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 3 Ν. 1868/1989, άνευ της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που προβλέπει το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 1649/1986, επιβαλλομένη μονομερώς από το νομοθέτη στα ΝΠΔΔ, υπάγεται στο δημόσιο δίκαιο, πλην όμως, οι διαφορές των δικηγόρων αυτών με τα ΝΠΔΔ, στα οποία προσλαμβάνονται, και αφορούν τις αποδοχές τους υπάγονται στην σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον η σχέση των δικηγόρων με τα ΝΠΔΔ μετά την πρόσληψή τους είναι η σχέση της εμμίσθου εντολής που διέπεται από το Δικηγορικό Κώδικα και το ιδιωτικό δίκαιο – ΣτΕ 2209/2001, 3210/1999, 2798/1984 κ.ά.»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2007, σ. 659 – 661. (1334) ΜονΠρΑθ 2115/2007, Τμ. Εργατικών Διαφορών (Βάσει της αρχής της ισότητος επεκτείνεται και στους δικηγόρους του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας μισθολογική παροχή αυξημένη κατά 20% - 30% ειδικώς για τους δικηγόρους των ΟΤΑ αφού πρόκειται για προσφορά των ιδίων υπηρεσιών δικηγόρων συνδεομένων με τα ΝΠΔΔ με σχέση έμμισθης εντολής). «ΝΟΜΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», τχ. 7/Ιούλιος 2009, σ. 156 – 164. (1335) ΕφΑθ 8011/2003 (Δικηγόρος ΝΠΙΔ εποπτευομένου από τον Υπουργό Πολιτισμού. Άρθρο 63 παρ. 3, 4 & 5 του Ν.Δ. 3026/1954 “Κώδικας Δικηγόρων” όπως η παρ. 5 ισχύει μετά την δημοσίευση του Ν. 723/1977, άρθρο 22. «Η σχέση παροχής νομικών υπηρεσιών από δικηγόρο, με πάγια αμοιβή, θεωρούμενη ως σχέση απόλυτης προσωπικής εμπιστοσύνης, συνάπτεται με σύμβαση ιδιόμορφης έμμισθης εντολής, η οποία λογίζεται πάντοτε ως σύμβαση αορίστου χρόνου». Η εγκυρότητα της συμβάσεως αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη, ή μη, θέσεως δικηγόρου βάσει του κανονισμού λειτουργίας. Η καταγγελία της συμβάσεως από τον εντολέα υπόκειται στους ορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ με συνέπεια για την λύση της συμβάσεως αυτής να απαιτείται η ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Αν τούτο δεν συμβαίνει, θεωρείται ότι, βάσει των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, «δεν έγινε ποτέ η λύση της σύμβασης» και κατά συνέπεια ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος, υποχρεούμενος στην καταβολή μισθών υπερημερίας και ευλόγου χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη). 360


5.2.

5.3.

«ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2004, σ. 405 – 408. (1336) ΑΠ 1458/2003 Τμ. Β2 (Μη αποδοχή από Ν.Π.Δ.Δ. υπηρεσιών δικηγόρου. Αναίρεση. «Η παρά την ύπαρξη σχετικής τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, εξακολούθηση της άρνησης του αναιρεσιβλήτου να επαναπροσλάβει και απασχολήσει τον αναιρεσείοντα δεν αποτελεί παράνομη και υπαίτια, δηλαδή αδικοπρακτική, προσβολή της προσωπικότητάς του, με τη συνδρομή και μόνο της οποίας θα εδικαιούτο αυτός χρηματική ικανοποίηση για ηθική του βλάβη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ.»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2004, σ. 773 – 774. (1337) ΑΠ 572/2009 Τμ. Β1 (Δεν αντίκειται στο άρθρο 63 Α του Κώδικος Δικηγόρων η παροχή νομικών ή δικηγορικών υπηρεσιών με σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια περιοδική αμοιβή και η ταυτόχρονη απασχόληση σε Υπουργείο με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ως ειδικού συμβούλου ή ειδικού συνεργάτη ή επιστημονικού συνεργάτη ή μέλους του ειδικού επιστημονικού προσωπικού, δεδομένου ότι οι ανωτέρω συμβάσεις διαφέρουν ως προς την φύση τους και το περιεχόμενό τους και το αντικείμενό τους). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2009, σ. 1712 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 5.3. ΘΕΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ & Ν.Π.Δ.Δ. (1338) ΕΣ 302/2002 Ολ. (Ν. 976/1979. «Οι οδηγοί… υπηρεσιακών οχημάτων, σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος που συνέβη κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή την εκτέλεση της υπηρεσίας τους … δεν ευθύνονται κατ΄ αρχήν έναντι του Δημοσίου για την προκαλούμενη από το εν λόγω ατύχημα θετική ζημία του, καθώς και για την αποζημίωση την οποία αυτό υποχρεώθηκε να καταβάλει σε τρίτους, εκτός εάν ενήργησαν αποκλειστικώς εκ δόλου όχι όμως και από βαριά αμέλεια, ή εάν ενήργησαν υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, αλλά και εάν παρέλειψαν ΄υπαιτίως΄ να προβούν εντός της οριζομένης προθεσμίας των τριών εργασίμων ημερών από του ατυχήματος σε έγγραφη δήλωση περί αυτού και των συνθηκών τέλεσής τους προς την υπηρεσία τους. Από αυτά παρέπεται ότι η απόφαση καταλογισμού οδηγού υπηρεσιακού οχήματος που δήλωσε μεν αρμοδίως το ατύχημα αλλά εκπρόθεσμα, πρέπει να παραθέτει, μεταξύ άλλων, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει υπαιτιότητα αναφορικά με την εκπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης ατυχήματος»). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2002, σ. 707 – 709. (1339) ΜονΔΠρΑθ 2129/2000 (Ο “Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού – Ο.Δ.Δ.Υ.” μετετράπη από Ν.Π.Δ.Δ. σε Α.Ε. η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στο Κράτος εποπτευομένη από το Υπουργείο Οικονομικών έχουσα ως έργο την εκποίηση οχημάτων του Δημοσίου. Αρμοδιότητα για την εκδίκαση διαφορών του Ο.Δ.Δ.Υ. έχουν, συνεπώς, τα πολιτικά δικαστήρια). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 659 – 661. (1340) ΑΠ 3/1994 Ολ. (Η οδήγηση αυτοκινήτου από όργανο του Δημοσίου για εκτέλεση υπηρεσίας αποτελεί υλική πράξη και οι εξ αυτής προκύπτουσες διαφορές για αξίωση αποζημιώσεως, βάσει του 361


5.3.

5.4.

άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ως ιδιωτικές, υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1996, σ. 25. (1341) ΑΠ 15/1993 Ολ. («…η οδήγηση αυτοκινήτου από όργανο του δημοσίου προς εκτέλεση υπηρεσίας είναι υλική πράξη που ούτε στα πλαίσια κάποιας συγκεκριμένης έννομης σχέσης του κράτους προς τους πολίτες εντάσσεται, ούτε σε εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση, δημιουργική σχέσεως υπεροχής, υπόκειται. Αντιθέτως και το όργανο του δημοσίου όταν οδηγεί αυτοκίνητο για την εκτέλεση της υπηρεσίας του, έχει κατά τον Κ.Ο.Κ. και τις συναφείς διατάξεις τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τους ιδιώτες, μετέχοντας στην οδική κυκλοφορία ισότιμα με αυτούς». Συνεπώς η αξίωση αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου λόγω ζημιών που προήλθαν από το κρατικό όργανο κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ως οδηγού αυτοκινήτου «…θεμελιώνεται στις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και αποτελεί ιδιωτική διαφορά, για την οποία έχουν δικαιοδοσία τα πολιτικά δικαστήρια). «ΝΟΜΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ», 1995, σ. 48 – 52. §§§§§§§§§§ 5.4. ΘΕΜΑΤΑ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΤ΄ ΑΡΘΡΟ 105 ΕισΝΑΚ ( Ή ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (1342) ΠολΠρΘεσ 12598/2003 (Καρδιοχειρουργική επέμβαση σε Νοσηλευτικό Ίδρυμα του ΕΣΥ εκ μέρους πανεπιστημιακού ιατρού. Εγκατάλειψη βελόνας στο σώμα του ασθενούς. Ευθύνη του Δημοσίου λόγω αμελείας της νοσηλεύτριας – υπευθύνου για την καταμέτρηση των χειρουργικών εργαλείων μετά το πέρας της επεμβάσεως. Μη ευθύνη του Δημοσίου για τον πανεπιστημιακό ιατρό λόγω της ιδιότητας αυτού ως δημοσίου λειτουργού και όχι δημοσίου υπαλλήλου ως η νοσηλεύτρια. Ευθύνη του πανεπιστημιακού ιατρού έναντι του ασθενούς για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2004, σ. 141 – 144 με Σχόλιο του Αν. Τάχου. (1343) ΠολΠρΘεσ 38162/2007 («…εφόσον οι Γενικοί Γραμματείς των Υπουργείων αποτελούν μετακλητούς υπαλλήλους που δεν εντάσσονται στην υπαλληλική ιεραρχία δεν έχει επ΄ αυτών εφαρμογή το… άρθρο 85 παρ. 1 του Π.Δ. 611/1977, με αποτέλεσμα να ευθύνονται προσωπικώς για τη ζημία που υπαιτίως προκάλεσαν σε τρίτον κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, και κατά τη διενέργεια συναφώς προς αυτά πράξεων ή παραλείψεων»). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2008, σ. 1756 με Σχόλιο του Γ.Ι.Μ. (1344) ΑΕΔ 5/1995 («…η έννοια του άρθρου 105 του Εισ. Ν.Α.Κ. είναι ότι η αγωγή αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, υπαγόμενη ήδη μετά τον νόμο 1406/1983 (αρθρ. 1 παρ. 2 περίπτ. ή) στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, παρέχεται βάσει της διατάξεως, αυτής του άρθρ. 105 Εισ. Ν.Α.Κ. στις περιπτώσεις ευθύνης του Δημοσίου όχι μόνο από εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων του ή από παραλείψεις τους προς έκδοση τέτοιων πράξεων αλλά και από υλικές 362


5.4. ενέργειες των οργάνων τούτων οι οποίες τελέσθηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων»). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 1995, σ. 258 – 261 με Σχόλιο του Ν.Α.Μ. (1345) ΕφΠατρών 782/2008 (Ν. 2957/2001 «περί διαφθοράς». Για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού πρέπει ο στρεφόμενος κατά του δημοσίου υπαλλήλου να επικαλείται την ύπαρξη ζημίας «…εξ αιτίας πράξεων διαφθοράς…». Αν η ανωτέρω επίκληση δεν γίνει, ο ζημιωθείς από πράξεις η παραλείψεις υπαλλήλου κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων του δύναται μόνον να στραφεί δικαστικώς κατά του Δημοσίου βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ). «ΑΧΑΪΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ», 2009, σ. 636 – 643. (1346) ΑΠ 2048/2007 Τμ. Ζ΄ Ποιν. (Η εκ μέρους Δ.Υ. «…εκβίαση αποτελεί ταυτοχρόνως και έγκλημα το οποίο στρέφεται κατά του Δημοσίου…». Το Δημόσιο «…είναι δυνατόν να υποστεί ηθική βλάβη από το έγκλημα της εκβιάσεως που διαπράττει δημόσιος υπάλληλος και να δικαιούται την ικανοποίησή της κατά τα άρθρα 59 και 932 ΑΚ»). «ΔΕΛΤΙΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 1741 – 1742. (1347) ΣτΕ 4105/1996 Τμ. ΣΤ΄ (Οι κληρονόμοι υπαλλήλου για γεγεννημένη χρηματική αξίωσή του λόγω δεδουλευμένων αποδοχών παρανόμως μη καταβληθεισών δύνανται να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη με άσκηση αγωγής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 125. (1348) ΑΠ 148/1992 Τμ. Ε΄ (Άρθρο 85 παρ. 1 Π.Δ. 611/1977. Ο Δ.Υ. ευθύνεται για κάθε θετική ζημία του Δημοσίου ή για αποζημιώσεις που αυτό κατέβαλε σε τρίτους λόγω πράξεων ή παραλείψεων εκ δόλου ή βαρείας αμελείας κατά την άσκηση των υπαλληλικών καθηκόντων του. Έναντι των τρίτων ευθύνεται το Δημόσιο και συνεπώς είναι απαράδεκτη η εκ μέρους τους παράσταση πολιτικής αγωγής ή η άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλεύματος ή αποφάσεως που αφορά τον υπαίτιο υπάλληλο). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1994, σ. 716. (1349) ΑΠ 542/2005 Τμ. Α΄ (Άρθρο 38 παρ. 6 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. «Οι ειδικές διατάξεις για την προσωπική αστική ευθύνη των δημοσίων υπαλλήλων έναντι των τρίτων διατηρούνται σε ισχύ». Στις διατάξεις αυτές «προφανώς περιλαμβάνεται και το άρθρο 50 παρ. 4 του Π.Δ. 18/1989 το οποίο υλοποιώντας την συνταγματική επιταγή του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος …επιτάσσει…» την συμμόρφωση των διοικητικών αρχών προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και κατ΄ επέκταση βάσει των άρθρων 1 και 4 παρ. 1 του Ν. 702/1977 προς τις ακυρωτικές αποφάσεις των Διοικητικών Εφετείων. Ο παραβάτης πέραν της ευθύνης του βάσει του άρθρου 259 ΠΚ υπέχει και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση. «Ως προσωπική ευθύνη για αποζημίωση του παραβάτη δημοσίου υπαλλήλου εννοείται η προβλεπόμενη και οριζόμενη από τα άρθρα 57, 59, 297, 298, 299, 330, 914, 919 και 932 ΑΚ». Κατά την διάρκεια της θητείας του δημόσιος υπάλληλος είναι και ο Γενικός 363


5.4. Γραμματέας Περιφέρειας. Άρνηση αυτού του Γενικού Γραμματέα να επαναφέρει στη θέση του Προϊστάμενο Υπηρεσίας δημόσιο υπάλληλο που δικαιώθηκε δικαστικώς και τοποθέτηση άλλου υπαλλήλου στην ανωτέρω θέση. «Υπαίτια, δηλαδή με πρόθεση (άμεσο δόλο)» η συμπεριφορά του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας και ευθύνη του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του θιγομένου δημοσίου υπαλλήλου. Ορθώς το Μονομελές Πρωτοδικείο και εν συνεχεία το Εφετείο επεδίκασαν για την αδικοπραξία αυτή του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας ποσό 3.000 ευρώ αφού «ιδίως το άρθρο 50 παρ. 4 Π.Δ. 18/1989 δημιουργεί προσωπική (ατομική) υποχρέωση του οργάνου του Δημοσίου προς αποζημίωση, αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποχρέωση προς αποζημίωση του Δημοσίου από την ίδια αδικοπραξία κατά την ΕισΝΑΚ 105»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 447 – 453. (1350) ΕΣ Ολ., Πρακτικό της 14ης Γενικής Συνεδριάσεως της 25.5.1998. («…η δικαστική απόφαση είναι απόφαση μόνον όταν εκτελείται». «…η μη συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις αμετάκλητες αποφάσεις των Δικαστηρίων …μπορεί να επιφέρει αστικές, πειθαρχικές και ποινικές ακόμη κυρώσεις κατά των αρμοδίων διοικητικών οργάνων…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1998, σ. 571 – 572. (1351) ΔΕΚ, Απόφαση της 17.4.2007, Υπόθ. C – 470/03, “AGM – COS. MET s.r.l./Suomen Valtio, Tarmo Lehtinen”. (Οδηγία 98/37/ΕΚ. «Μπορούν να καταλογισθούν στο Δημόσιο οι δηλώσεις δημοσίου υπαλλήλου οι οποίες, λόγω της μορφής τους και των περιστάσεων, δημιουργούν στους αποδέκτες τους την εντύπωση ότι πρόκειται για επίσημες κρατικές θέσεις και όχι για προσωπικές απόψεις του δημοσίου υπαλλήλου»). «ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», 2007, σ. 981 – 996 με εκτενές Σχόλιο της Παναγιώτας Μούρκου. (1352) ΑΠ 3/1994 Ολ. (Η οδήγηση αυτοκινήτου από όργανο του Δημοσίου για εκτέλεση υπηρεσίας αποτελεί υλική πράξη και οι εξ ατής προκύπτουσες διαφορές για αξίωση αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ως ιδιωτικές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1996, σ. 25. (1353) ΣτΕ 303/1998 Ολ. (Αγωγή κατά του Δημοσίου βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ για την παροχή αποζημιώσεως για χρονικό διάστημα προγενέστερο του καθορισθέντος από το Ελεγκτικό Συνέδριο χρόνου ενάρξεως της καταβολής της συντάξεως ασκείται απαραδέκτως λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, αφού τα σχετικά με την παροχή συντάξεως θέματα υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 336 – 338. (1354) ΣτΕ 1327/1998 Τμ. Γ΄ (Δεν υφίσταται νομοθετικό έρεισμα για την από κληρονόμους υπαλλήλου αίτηση αναμορφώσεως διοικητικών πράξεων σχετικών με την κατά τον χρόνο της υπηρεσίας του μισθοδοσία του. Για την αναζήτηση παρανόμως μη καταβληθεισών στον υπάλληλο δεδουλευμένων αποδοχών του, οι ανωτέρω δύνανται να ασκήσουν αγωγή κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ). 364


5.4.

5.5.1.

5.5.2.

«ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1999, σ. 1491 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 5.5. ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ & ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ 5.5.1. ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΑΦΟΡΩΣΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ (1355) ΣτΕ 3023/1993 Τμ. Γ΄ (Άρθρα 14 παρ. 1 Ν. 1586/1986 & 23 παρ. 17 Ν. 1735/1987. Προθεσμίες της 1.1.1987 και στη συνέχεια της 1.1.1988 για τη συγκρότηση υπηρεσιακών συμβουλίων μετά την σύνταξη Οργανισμού Υπουργείου. Πρόκειται για προθεσμίες αφορώσες διοικητική ενέργεια οι οποίες συνιστούν απλώς έντονη υπόδειξη προς τη Διοίκηση για σύνταξη νέου Οργανισμού εντός ευλόγου χρόνου μη έχουσες ανατρεπτικό ή απόλυτο χαρακτήρα). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 1395 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1356) ΣτΕ 2840/2003 (Άρθρο δεύτερο παρ. 5 Ν. 2683/1999 Υ.Κ. Η προβλεπόμενη εξάμηνη προθεσμία υποβολής από τη Διοίκηση σε κρίση των εχόντων τα σχετικά προσόντα υπαλλήλων προκειμένου να επιλεγούν ως Γενικοί Διευθυντές δεν είναι αποκλειστική αλλά έχει χαρακτήρα «έντονης υπόδειξης» προς τις αρμόδιες υπηρεσίες για να προβούν στην ανωτέρω επιλογή). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2005, σ. 645 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1357) ΣτΕ 4217/1998 Τμ. Α΄ (Γενικές αρχές διέπουσες την δράση της Δημοσίας Διοικήσεως. Κατά γενική αρχή, αν δεν τάσσεται υπό του νόμου σχετική προθεσμία προς την Διοίκηση, αίτημα προς αυτήν θεωρείται απορριφθέν σιωπηρώς αν παρήλθε απράκτως τρίμηνο από της υποβολής του). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 727. §§§§§§§§§§ 5.5.2. ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ ΥΠΕΡ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Ή Ν.Π.Δ.Δ. (1358) ΜονΠρΒόλου 18/2009 (Αντίθετες προς τα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ οι διατάξεις του Ν. 2362/1995 περί διετούς παραγραφής των απαιτήσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου σχετικά με τις απολαβές τους, ενώ για τις κατ΄ αυτών, ή γενικώς κατ΄ άλλων, απαιτήσεις του Δημοσίου ισχύει πενταετής παραγραφή. Συνεπώς, για τις ανωτέρω απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου ισχύει πενταετής παραγραφή). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2009, σ. 560 – 565 με Σχόλιο του Χρήστου Νικολαϊδη. (1359) ΣτΕ 32/2000 Τμ. Α΄ (Αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 & 26 Συντ. και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. νομοθετική ρύθμιση «…κατά το μέρος που με αυτήν επιχειρείται η παραγραφή αξιώσεων και η συνακόλουθη κατάργηση εκκρεμών δικών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας…», όπως συμβαίνει στην περίπτωση απαιτήσεων εργαζομένων ή συνταξιούχων κατά των Ασφαλιστικών Ταμείων στα οποία αυτοί είναι ασφαλισμένοι). 365


5.5.2. «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2003, σ. 559 – 564. Σημ. Βλ. κατωτέρω, ‘ΑΡΘΡΑ’ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ (Δημήτριος). “H αντισυνταγματική παραγραφή επιδίκων αξιώσεων κατά του Δημοσίου εν γένει” στο ανωτέρω περιοδικό 2003, σ. 553 – 558 με εκτενή σχολιασμό της αποφάσεως αυτής και γενικότερα του θέματος της παραγραφής. (1360) ΔΕφΑθ 19/1996 (Πρόσληψη Δ.Υ. χωρίς διαγωνισμό βάσει του άρθρου 47 Υ.Κ. – Π.Δ. 611/1977. «Ο μη διοριζόμενος υποψήφιος δεν θεωρείται τρίτος ως προς την πράξη διορισμού των άλλων, αφού με την τελευταία αυτή πράξη εκδηλώνεται τελικώς η άρνηση της διοίκησης να ικανοποιήσει το αίτημα προσλήψεώς του και συνεπώς και γι΄ αυτόν η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της παραλείψεως διορισμού του δεν αρχίζει από της δημοσιεύσεως της πράξεως διορισμού των άλλων, αλλά από της κοινοποιήσεως ή της πλήρους γνώσεως αυτής, όμοια ΣτΕ 311/1989, αντίθετα 4051/1986, 311-312/1989»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 378 – 379. (1361) ΑΕΔ 32/2008 (Άρθρα 90 παρ. 3 & 91 εδ. α΄ Ν. 2362/1995. Η παραγραφή αξιώσεως υπαλλήλων του Δημοσίου με οποιαδήποτε σχέση για τις κάθε φύσεως απολαβές τους είναι διετής και αρχίζει από το χρονικό σημείο της γενέσεως της επιδίκου αξιώσεως). i) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 1428 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1610 – 1611. iii) «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 14 – 16 με Σχόλιο Ιακώβου Μαθιουδάκη iv) «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 64 – 67 με Σχόλιο του Χαράλαμπου Χρυσανθάκη. Σημ. Βλ. τις μεταξύ τους διϊστάμενες αποφάσεις ΑΠ 29/2006 Ολ. (αρ.1365) και ΣτΕ 642/2007 & 898/2007 Τμ. ΣΤ΄ (αρ.1366) βλ. κατωτέρω και ‘ΑΡΘΡΑ’ την συμβολή του Αθ. Πρέζα. (1362) ΕφΠειρ 421/1997 (Άρθρο 48 παρ. 3 Ν.Δ. 496/74. «…οι αξιώσεις για την καταβολή συμπληρωματικών αποδοχών τις οποίες το ν.π. δεν καταβάλλει λόγω διαφορετικής ερμηνείας του νόμου… υπόκεινται σε διετή παραγραφή γιατί δεν πρόκειται για αξιώσεις οφειλόμενες σε παρανομία της διοικήσεως του ν.π. ώστε να ισχύει η πενταετής παραγραφή»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 424. (1363) ΑΠ 4/2001 Α΄ Τακτική Ολ. (Υπάλληλοι ΝΠΔΔ μη υπαγόμενοι στην ασφάλιση του Ταμείου Προνοίας ή Κλάδου Προνοίας ή στον Α.Ν. 513/1968. Το κατά το άρθρο 1 Ν. 103/1975 εφάπαξ «έχει χαρακτήρα έκτακτης κατά την αποχώρηση ή απόλυση του υπαλλήλου οικονομικής ενίσχυσης» και «η αξίωση καταβολής του εφάπαξ χρηματικού αυτού βοηθήματος δεν υπόκειται στη διετή αλλά στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 377 – 378. (1364) ΣτΕ 1768/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Παραγραφή αξιώσεως υπαλλήλου ΝΠΔΔ για καταβολή διαφοράς αποδοχών. «Η πενταε-

366


5.5.2. τής παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 1 του ΝΔ 496/1974 εφαρμόζεται όταν για τη θεμελίωση του δικαιώματος στις αποδοχές απαιτείται πράξη της Διοικήσεως, την έκδοση της οποίας παρέλειψε παρανόμως το όργανό της, δηλαδή στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες δεν πρόκειται για ευθεία αγωγή». Όταν πρόκειται για ευθεία αγωγή η παραγραφή είναι διετής βάσει του άρθρου 48 παρ. 3 του ΝΔ 496/1974 και όχι πενταετής όπως ισχύει για τις αντίστοιχες αξιώσεις των υπαλλήλων των ιδιωτικών επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 250 παρ. 17 ΑΚ, ή όπως επίσης ισχύει για τις αξιώσεις των ΝΠΔΔ έναντι των υπαλλήλων τους σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 1 του ΝΔ 496/1974. «Δεν αντιτίθεται προς την αρχή της ισότητος … η θέσπιση διαφόρου χρόνου παραγραφής ως προς τις αξιώσεις των ΝΠΔΔ κατά των υπαλλήλων τους, διότι τούτο συνάπτεται με γενικότερο λόγο δημοσίου συμφέροντος που συνιστά η προστασία της περιουσίας των ΝΠΔΔ και της οικονομικής τους καταστάσεως στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες πρβλ. ΑΠ 11/2003 Ολομ.». Η πρόβλεψη αυτού του συντομοτέρου χρόνου παραγραφής για τις αξιώσεις των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ έναντι αυτών δεν προσκρούει στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ «…διότι η παραγραφή εφ΄ όσον δεν θεσπίζεται αναδρομικώς δεν προσκρούει στην προστασία της περιουσίας πρβλ. ΑΠ 11/2003 Ολομ. ούτε και στο δικαίωμα της δικαίας δίκης πρβλ. ΑΠ 11/2003 Ολομ., ΣτΕ 3561/2003»). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1214 – 1216. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2006, σ. 493 – 496. (1365) ΑΠ 29/2006 Ολ. (Η παραγραφή αξιώσεως υπαλλήλων του Δημοσίου με οποιαδήποτε σχέση για τις κάθε φύσεως απολαβές τους είναι διετής και αρχίζει από το χρονικό σημείο της γενέσεως της επιδίκου αξιώσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 107. Σημ. Βλ. αντίθετες αποφάσεις ΣτΕ 642/2007 & 898/2007 Τμ. ΣΤ΄ (αρ. 1366) και σύμφωνη απόφαση ΑΕΔ 32/2008 (αρ. 1361). (1366) ΣτΕ 642/2007 & 898/2007 Τμ. ΣΤ΄ (Η παραγραφή αξιώσεως υπαλλήλων του Δημοσίου με οποιαδήποτε σχέση για τις κάθε φύσεως απολαβές τους είναι διετής και αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο έχει γεννηθεί η αξίωση και είναι δικαστικώς επιδιώξιμη). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1228 – 1229. Σημ. Βλ. αντίθετες αποφάσεις ΑΠ 29/2006 Ολ. (αρ. 1365) και ΑΕΔ 32/2008 (αρ. 1361). (1367) ΣτΕ 199/2007 Τμ. ΣΤ΄ (Άρθρο 40 παρ. 6 Α.Ν. 1846/1951 όπως αντικαταστάθηκε από τα άρθρα 15 παρ. 2 Ν. 4476/1975 και 7 Ν. 825/1978. Πενταετής η παραγραφή των καθυστερούμενων πάσης φύσεως απολαβών των υπαλλήλων του ΙΚΑ έναντι αυτού). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1229. (1368) ΑΠ 588/2007 Τμ. Β2 (Άρθρο 90 παρ. 3 Ν. 2362/1995. Η θέσπιση συντομοτέρου χρόνου παραγραφής – διετία – για τις αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου εναντίον του από ότι αντιστρόφως δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητος, αφού αυτή η διαφορετική ρύθμιση «δικαιολογείται από τη φύση των …αξιώσεων και την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως των σχετικών υποχρεώσεων του Δημοσίου»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1071. 367


5.5.2. (1369) ΕΣ 2442/2008 Ολ. (Πενταετής η παραγραφή των αξιώσεων των συνταξιούχων του Δημοσίου για καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα κατ΄ εφαρμογήν της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 90 του Ν. 2362/1995 και όχι διετής βάσει της διατάξεως της παρ. 5 του ιδίου άρθρου του ανωτέρω νόμου). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 182 – 187. (1370) ΕΔΔΑ, Απόφαση της 25.6.2009, Υπόθ. “Ζουμπουλίδης”, Προσφυγή αρ. 36963/06 (Η κατά το άρθρο 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 διετής παραγραφή των μισθολογικής φύσεως απαιτήσεων των δημοσίων υπαλλήλων κατά του Δημοσίου συνιστά ρύθμιση αντικειμένη στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). i) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 374 – 381. ii) «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 883 – 890. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1173 – 1182. Σημ. Βλ. κατωτέρω ‘ΑΡΘΡΑ’ ΠΕΤΡΟΓΛΟΥ (Αθ.), “Το ανίσχυρο των προνομίων, υπέρ του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ.”, στο ανωτέρω (i) περιοδικό, 2009, σ. 369 – 373 με εκτενή σχολιασμό της αποφάσεως αυτής προς την οποία δεν συμφωνεί η απόφαση ΑΕΔ 9/2009 (αρ. 1371). (1371) ΑΕΔ 9/2009 (Δεν αντίκειται προς την συνταγματική αρχή της ισότητος νομοθετική ρύθμιση προβλέπουσα διετή παραγραφή των μισθολογικής φύσεως απαιτήσεων των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ κατά της Υπηρεσίας τους, ενώ για τις απαιτήσεις των ΝΠΔΔ κατά τρίτων προβλέπεται πενταετής παραγραφή, αφού τούτο υπαγορεύεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος). i) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 392 – 401 με Σχόλιο του περιοδικού. ii) «ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 836 – 840 με εκτενή Σχόλια των α) Χριστίνας Διβάνη και β) Γεωργίου Πατρικίου. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 773 – 782. Σημ. Βλ. i) απόφαση ΕΔΔΑ της 25.6.2009, Υπόθ. ”Ζουμπουλίδης” (αρ. 1370), ii) απόφαση ΣτΕ 3654/2008 Ολ. (αρ. 1375) & iii) απόφαση ΑΠ 272/2009 Τμ. Β/ΙΙ (αρ. 1372). (1372) ΑΠ 272/2009 Τμ. Β/ΙΙ (Διετής η παραγραφή των απαιτήσεων των υπαλλήλων ΝΠΔΔ κατά της Υπηρεσίας τους λόγω μη καταβολής αποδοχών). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΟΥ», 2009, σ. 1162 – 1169. Σημ. Βλ. i) απόφαση ΣτΕ 3654/2008 Ολ. (αρ. 1375), ii) απόφαση ΑΕΔ 9/2009 (αρ. 1371) & iii) απόφαση ΕΔΔΑ της 25.6.2009, Υπόθ. “Ζουμπουλίδης” (αρ. 1370). (1373) ΣτΕ 1029/1998 Τμ. ΣΤ΄ (Η διάταξη του άρθρου 95 περιπτ. α΄ του Ν.Δ. 321/1969 περί διακοπής της παραγραφής των αξιώσεων κατά του Δημοσίου ως ειδική κατισχύει της νεωτέρας διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 1 του Π.Δ. 341/1978. «Συνεπώς, η παραγραφή χρηματικής αξιώσεως κατά του Δημοσίου, η οποία προέρχεται από απαίτηση για καθυστερούμενες αποδοχές ή άλλου είδους παρόμοιες απολαυές, η ικανοποίηση της οποίας επιδιώκεται με αγωγή ενώπιον τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, διακόπτεται με την κατάθεση και μόνη της αγωγής 368


5.5.2.

5.6.

αυτής στο διοικητικό δικαστήριο, μη απαιτουμένης και κοινοποιήσεως στο εναγόμενο Δημόσιο»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/1998, σ. 132 – 135. (1374) ΣτΕ 1605/2007 Τμ. Α΄ (Άρθρα 91 παρ. 1 και 93 Ν.Δ. 321/1969. Πενταετής η παραγραφή για αξίωση αποζημιώσεως. Βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ αρχομένη από το τέλος του έτους κατά το οποίο αυτή η αξίωση προέκυψε και είναι δυνατή η προσφυγή στη Δικαιοσύνη. Η παραγραφή διακόπτεται από της υποβολής στην αρμοδία υπηρεσία αιτήσεως ικανοποιήσεως της αξιώσεως. Η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την χρονολογία του εγγράφου της αρμοδίας υπηρεσίας με το οποίο απαντά στην αξίωση του αιτούντος αποζημίωση. Κατά το άρθρο 96 του Ν.Δ. 321/1969 η παραγραφή απαιτήσεως κατά του Δημοσίου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα Δικαστήρια). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 497 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1375) ΣτΕ 3654/2008 Ολ. (Αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 περί διετούς παραγραφής των απαιτήσεων των υπαλλήλων ΝΠΔΔ κατά της Υπηρεσίας τους λόγω μη καταβολής αποδοχών και γενικότερα απολαβών, ενώ κατά το άρθρο 44 του ανωτέρω Ν.Δ., οι απαιτήσεις του ΝΠΔΔ κατά τρίτων υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 325 - 328. Σημ. Βλ. i) απόφαση ΑΠ 272/2009 Τμ. Β/ΙΙ (αρ. 1372), ii) απόφαση ΑΕΔ 9/2009 (αρ. 1371) & iii) απόφαση ΕΔΔΑ της 25.6.2009, Υπόθ. “Ζουμπουλίδης” (αρ. 1370). (1376) ΔΕφΑθ 637/1993 (Διετής η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων των δημοσίων υπαλλήλων κατά του Δημοσίου βάσει του άρθρου 91 παρ. 2 του Ν.Δ. 321/1969). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1994, σ. 1241 - 1244. §§§§§§§§§§ 5.6. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΑΚΡΟΑΣΕΩΣ – ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (1377) ΣτΕ 2072/1997 («…αν η Διοίκηση δεν αποστείλει στο Συμβούλιο της Επικρατείας το φάκελο της υποθέσεως παρά την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που την υποχρεώνει προς τούτο, η παράλειψη αυτή δεν έχει ως μόνη συνέπεια τη δυνατότητα να κινηθεί πειθαρχική δίωξη κατά των υπευθύνων υπαλλήλων, αλλά επί πλέον επιτρέπει στο Δικαστήριο να θεωρήσει, συνάγοντας σχετικό τεκμήριο, ως ακριβή την πραγματική βάση των ισχυρισμών του αιτούντος, διότι διαφορετικά η αδράνεια της Διοικήσεως θα οδηγούσε σε αδυναμία του Συμβουλίου της Επικρατείας να ασκήσει την κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητά του και να παράσχει στο διοικούμενο την έννομη προστασία που κατοχυρώνει το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος»). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2004, σ. 131 – 135.

369


5.6.

5.7.

(1378) ΔΕφΠειραιώς 1724/2007 (Άρθρα 129 & 149 Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας – Ν. 2717/1999. Μετά την πρώτη αναβολή εκδικάσεως υποθέσεως στο Δικαστήριο λόγω μη αποστολής ζητηθέντος από αυτό Φακέλου της Διοικήσεως, η μη αποστολή του ή η εκπρόθεσμη αποστολή του συνιστά ιδιαίτερο πειθαρχικό αδίκημα των αρμοδίων για την ενέργεια αυτή υπαλλήλων. Εφ΄ όσον δε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ή του οικείου Τμήματος ζητήσει την πειθαρχική δίωξη των ανωτέρω υπαλλήλων, η άσκηση αυτής είναι υποχρεωτική και η πειθαρχική απόφαση εκδίδεται εντός 6 μηνών από τη λήψη του σχετικού εγγράφου του ως άνω Προέδρου από την Διοίκηση. Αν δε, έγγραφα του Φακέλου της Διοικήσεως δεν ανευρίσκονται, «χάριν οικονομίας της δίκης» αρκεί απλή περί τούτου βεβαίωση της αρμοδίας Υπηρεσίας. Όσον αφορά την αναπαραγωγή κρισίμων για την εκδικαζομένη υπόθεση εγγράφων, αυτή διατάσσεται από το Δικαστήριο με προδικαστική απόφασή του. Όμως, αν η κατά τα ανωτέρω αναπαραγωγή του εγγράφου είναι αδύνατη, με προδικαστική απόφασή του, το Δικαστήριο διατάσσει την απόδειξη του περιεχομένου του εγγράφου αυτού «με κάθε νόμιμο τρόπο…, έστω και μη προβλεπόμενο από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, καθόσον στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται η ελεύθερη απόδειξη»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2009, σ. 454 – 455. (1379) ΣτΕ 3235/2008 Τμ. ΣΤ’ (Άρθρα 23 & 24 Π.Δ. 18/1989. «…όταν η Διοίκηση δεν αποστέλλει στο Συμβούλιο της Επικρατείας τον φάκελο υποθέσεως παρά την έκδοση σχετικής προδικαστικής αποφάσεως που την υποχρεώνει προς τούτο, η στάση αυτή δεν έχει ως μόνη συνέπεια την δυνατότητα κινήσεως πειθαρχικής διώξεως κατά των υπευθύνων υπαλλήλων, αλλά επιτρέπει επί πλέον στο Δικαστήριο να συναγάγει σχετικό τεκμήριο και να θεωρήσει ακόμη και ως ακριβή την πραγματική βάση των ισχυρισμών του αιτούντος»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2009, σ. 865 – 867. §§§§§§§§§§ 5.7. ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ (& ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΛΑΔΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ) (1380) ΣτΕ 3842/2003 Τμ. ΣΤ΄ (Κοινή Υπουργική Απόφαση 2006402/481/0022/30-1-1995, ΦΕΚ 62/Β΄/1995. Το ειδικό επίδομα πληροφορικής «…δικαιούνται όχι μόνο όσοι υπηρετούν σε οργανικές θέσεις που προβλέπονται για τις ειδικότητες στις οποίες αυτό αναφέρεται, αλλά και εκείνοι από τους υπαλλήλους στους οποίους έχουν ανατεθεί σχετικά με το αντικείμενο των ειδικοτήτων αυτών καθήκοντα κατ΄ αποκλειστική ή τουλάχιστον κατά κύρια απασχόληση, εφ΄ όσον, όμως, στις υπηρεσίες που υπηρετούν δεν έχουν προβλεφθεί σχετικές οργανικές θέσεις…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2006, σ. 254 – 256. (1381) ΑΠ 628/2006 Τμ. Β1 (Υπάλληλοι απασχολούμενοι αποκλειστικά με την χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών και παρακολουθήσαντες σχετικά ειδικά προγράμματα και σεμινάρια χωρίς να είναι ειδικευμένοι υπάλληλοι ανήκοντες οργανικά σε κλάδους πληροφορικής με απαιτούμενους τίτλους σπουδών και μη υπηρετούντες σε νομοθετημένες υπηρεσίες, διευθύνσεις, τμήματα ή κέντρα πληροφορικής δεν δικαιούνται επιδόματος πληροφορικής ως οι κατά το άρθρο 8 αριθ. 11 του Ν. 2470/1997 ειδικευμένοι με τίτλους σπουδών υπάλληλοι. Πρόκειται, συνεπώς, περί ουσιώδους μεταξύ των ανωτέρω υπαλλήλων διαφοράς η οποία «….δεν 370


5.7.

5.8.

καθιστά την ειδική αυτή ρύθμιση αντίθετη προς την συνταγματική αρχή της ισότητας»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2007, σ. 563 – 565. §§§§§§§§§§ 5.8. ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (1382) ΣτΕ 7/1999 Τμ. Γ΄ επταμ. (Άρθρο 16 παρ. 5 Συντ. & Ν. 2525/1997. Δεν υποβαθμίζεται η αξία των τίτλων σπουδών που παρέχουν τα Α.Ε.Ι. λόγω της επιλογής με διαγωνισμό των διοριστέων εκπαιδευτικών, αντί της «επετηρίδος», αφού με την νέα ρύθμιση του Ν. 2525/1997 εισάγεται απλώς ένα περισσότερο αξιοκρατικό σύστημα διορισμού των εκπαιδευτικών). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1084 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1383) ΣτΕ 626/1994 Τμ. Γ΄ (Κάτοχος BACHELOR του AMERICAN DEREE COLLEGE των Αθηνών με MASTER OF ARTS Ψυχολογίας του AUSTIN PEAY STATE UNIVERSITY του CLARKSVILLE – TENNESSEE – USA δύναται να καταταγεί στο Δ΄ εξάμηνο σπουδών του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, αφού ο τίτλος του δεν είναι ισότιμος με πτυχίο ελληνικού Α.Ε.Ι., δεδομένου ότι ο τίτλος των βασικών σπουδών του στο AMERICAN DEREE COLLEGE, δηλ. το BACHELOR, δεν είναι τίτλος ελληνικού Α.Ε.Ι.. Το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 εδ. β΄ του Συντάγματος δεν επιτρέπει την σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες. Η κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητος «επιτρέπει μεν στον καθένα να επιλέξει, αν το επιθυμεί, να σπουδάσει σε ιδιωτικές σχολές στην Ελλάδα, δεν έχει όμως την έννοια ότι επιβάλλεται στο κράτος να νομιμοποιήσει την επιλογή αυτή και να τις εξισώσει από άποψη συνεπειών με σπουδές που έχουν γίνει σε Α.Ε.Ι.»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ – ΙΙΙ/1995, σ. 358 – 368 με Σχόλιο της Ι. Μποκώρου. (1384) ΣτΕ Π.Ε. 445/2003 (Προσόν διορισμού σε θέση Δ.Υ. της κατηγορίας ΠΕ αποτελεί κατά το άρθρο 76 Υ.Κ. το πτυχίο του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Ομοίως αποτελεί προσόν διορισμού σε θέση Δ.Υ. της κατηγορίας ΠΕ πτυχίο Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος αποκτηθέν στα πλαίσια Προγράμματος Σπουδών Επιλογής. Κατά την ίδια διάταξη αποτελεί προσόν διορισμού σε θέση Δ.Υ. της κατηγορίας ΤΕ Πτυχίο Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος αποκτηθέν στα πλαίσια Προγράμματος Σπουδών Επιλογής. Χωρίς την ύπαρξη ακαδημαϊκής ισοτιμίας αντίστοιχοι τίτλοι σπουδών από εκπαιδευτικά ιδρύματα χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν δύνανται να αποτελέσουν προσόν διορισμού βάσει του άρθρου 76 Υ.Κ.). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/2004, σ. 278 – 282. (1385) ΣτΕ 2064/1994 Τμ. Γ΄ επταμ. (Ισχύουν αντικειμενικά κριτήρια για την διαπίστωση του ομοταγούς σχολής Α.Ε. της αλλοδαπής αναφερόμενα στο είδος και το επίπεδο των παρεχομένων επιστημονικών γνώσεων. Διαφορετικά είναι τα κριτήρια για διαπίστωση της ισοτιμίας του τίτλου σπουδών. Δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη σχετική απόφαση του ΔΙΚΑΤΣΑ η οποία έκρινε περί του ομοταγούς βάσει κριτηρίων αναγομένων στην κρίση περί ισοτιμίας). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1996, σ. 1101 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§

371


5.9.1.

5.9.2.

5.9. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΕ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5.9.1. ΑΡΧΕΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΩΣ ΣΥΝΑΓΟΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΣ (1386) ΕΣ 1562/2006 Ολ. («…οι γενικές αρχές του δικαίου δεν εφαρμόζονται όταν περί του αντιθέτου υπάρχει ρητή ρύθμιση στο νόμο»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2007, σ. 169 – 171. §§§§§§§§§§ 5.9.2. ΑΡΧΕΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (1387) ΔΕφΠατρών 206/1998 («…κατά γενική αρχή του Δικαίου και τη Νομολογία του Αρείου Πάγου, αν κάποιος διοριστεί στο Δημόσιο ή σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και ο διορισμός του ανακληθεί ως μη νόμιμος, αυτός ναι μεν δικαιούται αποζημίωση για το χρονικό διάστημα που προσέφερε τις υπηρεσίες του όχι όμως και ισόποση με τις πλήρεις αποδοχές της θέσεως στην οποία διορίστηκε, αλλά κατώτερη αυτών (αποδοχών) κατά τα ποσά των επιδομάτων γάμου, τέκνων, προϋπηρεσίας κ.λπ., ήτοι χωρίς τις προσαυξήσεις τις οποίες θα δικαιούτο αυτός να λάβει εάν ο διορισμός του δεν ανακαλούνταν ως μη νόμιμος Α.Π. 168/1981»). «ΑΧΑΪΚΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ»,1/1998, σ. 190. (1388) ΣτΕ 4105/1996 Τμ. ΣΤ΄ («…κατά γενική αρχή του δικαίου, δικαιούται ο υπάλληλος, ακόμη και μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, να ζητήσει από την Διοίκηση να ανατρέξει στον χρόνο κατά τον οποίον ο ίδιος υπηρετούσε και να αναμορφώσει διοικητική πράξη που αφορούσε την υπηρεσιακή του κατάσταση, εάν έχει προς τούτο έννομον συμφέρον»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 125. (1389) ΣτΕ 4007/2000 Τμ. Γ΄ επταμ. (Σύμφωνα με γενική αρχή που απορρέει από το Σύνταγμα δεν επιτρέπεται κατά κανόνα η κατοχή δευτέρας θέσεως στο δημόσιο τομέα»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1151 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1390) ΣτΕ 3015/2000 Τμ. Γ΄ (Ν. 1735/1987. Δεν τάσσεται εκ του νόμου ειδική προθεσμία ολοκληρώσεως της διαδικασίας μετατάξεως, όμως η αποφασιστικώς δρώσα Διοίκηση κατά γενική αρχή του δικαίου οφείλει να εκδώσει την σχετική κοινή υπουργική απόφαση εντός ευλόγου χρόνου τριών μηνών από την στιγμή της περιελεύσεως σ΄ αυτή της γνωμοδοτήσεως της επιτροπής μετατάξεων). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1198 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1391) ΣτΕ 1090/2006 Τμ. Γ΄ («Σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου η Διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της εντός ευλόγου χρόνου από την τελείωσή τους. Νόμιμη η ανάκληση μετατάξεως υπαλλήλου από κατώτερη σε ανώτερη κατηγορία, αφού αυτός στερείται των τυπικών προσόντων της θέσεως στην οποία μετατάχθηκε. Το χρονικό 372


5.9.2.

5.9.3.

διάστημα του 1,5 έτους που μεσολάβησε έως την ανάκληση της μετατάξεως δεν υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1170 – 1171. (1392) ΕΣ 1232/2006 Ολ. (Κατά «…γενική αρχή του διοικητικού δικαίου… η διοίκηση και διαχείριση των υποθέσεων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. διεξάγεται εγγράφως…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2007, σ. 706 – 709. (1393) ΣτΕ 4217/1998 Τμ. Α΄ (Γενικές αρχές διέπουσες την δράση της Δημοσίας Διοικήσεως. Κατά γενική αρχή, αν δεν τάσσεται υπό του νόμου σχετική προθεσμία προς την Διοίκηση, αίτημα προς αυτήν θεωρείται απορριφθέν σιωπηρώς αν παρήλθε απράκτως τρίμηνο από της υποβολής του). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 727. (1394) ΑΠ 13/2003 («…κατά γενική αρχή του υπαλληλικού δικαίου αλλά και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 145 επ. του Π.Δ. 611/1977 «Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας», οι αποσπώμενοι σε άλλη υπηρεσία του εργοδότου δημόσιοι υπάλληλοι εξακολουθούν οργανικά να ανήκουν στην υπηρεσία από την οποία αποσπάσθηκαν και δεν διακόπτεται με την απόσπαση ο δεσμός του υπαλλήλου με εκείνη, εντεύθεν δε και μετά την απόσπαση ο υπάλληλος ανήκει στην κατηγορία, στην οποία ανήκε πριν από αυτή»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 1419 – 1421. §§§§§§§§§§ 5.9.3. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑΣ (1395) ΣτΕ 3756/1997 Τμ. Γ΄ (Η αρχή της αμερολήπτου κρίσεως των οργάνων της Διοικήσεως αφορά μόνον τα μέλη του συλλογικού οργάνου) i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1178 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2000, σ. 654 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1396) ΣτΕ 1595/2002 Τμ. Γ΄ (Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της αμεροληψίας. Η βαθμολόγηση γραπτών δοκιμίων των υποψηφίων σε διαγωνισμό πληρώσεως θέσεως υπαλλήλου ΟΤΑ ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή όταν προκύπτει σχετική παράβαση του βαθμολογητή, όπως συμβαίνει σε περίπτωση διαπράξεως εκ μέρους του ποινικού αδικήματος διαπιστωμένου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1161. (1397) ΔΕφΘεσ 432/1994 («…η προβολή του αιτήματος εξαίρεσης μέλους συλλογικού οργάνου, προβλέπεται από τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου ‘περί αμεροληψίας των οργάνων της Διοίκησης’, η οποία κάμπτεται μόνο όταν υπάρχει αντίθετη ειδική ρύθμιση ή αδυναμία συγκροτήσεως του οργάνου…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1995, σ. 139 – 142. 373


5.9.3.

5.9.4.

(1398) ΔΕφΠειρ 2191/2008 (Αρχή της αμεροληψίας «…τα μέλη των συλλογικών οργάνων της διοικήσεως δεν παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης όχι μόνο όταν έχουν είτε προσωπικό συμφέρον για την έκβαση της συγκεκριμένης υποθέσεως είτε ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους, αλλά και όταν γενικότερα είναι δυνατόν να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι έχουν ήδη σχηματισμένη και συνεπώς προκατειλημμένη γνώμη, για την υπόθεση ή το πρόσωπο που πρόκειται να κρίνουν»). «ΧΙΑΚΑ ΝΟΜΙΚΑ», τχ. 7, 2009, σ. 164 – 171. §§§§§§§§§§ 5.9.4. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΟΣ ( Ή ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΑΡΧΕΣ) (1399) ΕΣ 1277/2007 Ολ. (Άρθρο 62 παρ. 1 περ. β΄ Π.Δ. 166/2000. Καταδίκη υπαλλήλου για δωροδοκία και απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Αναγκαία η αναζήτηση της δίκαιης σχέσεως «…ισορροπίας μεταξύ επιδιωκόμενου σκοπού της ρύθμισης και του προστατευομένου συνταξιοδοτικού δικαιώματος…» βάσει της κατ΄ άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητος). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2008, σ. 296 – 299 με Σχόλιο του Ε.Π.. (1400) ΜονΠρΑθ 2420/1999 (Καταχρηστικώς επεβλήθη η πειθαρχική ποινή της οριστικής απολύσεως σε διανομέα των Ελληνικών Ταχυδρομείων Α.Ε. λόγω αδικαιολογήτου απουσίας 11 εργασίμων ημερών από την υπηρεσία του, αφού τούτο αντίκειται στην «αρχή της αναλογίας» και υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2000, σ. 163 – 165. (1401) ΑΠ 255/2006 Τμ. Β2 (Η απόλυση υπαλλήλου για υπαίτια παράβαση των κανόνων εσωτερικής λειτουργίας Τράπεζας στον τομέα της διαχείρισης σημαντικών χρηματικών ποσών δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητος). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2006, σ. 527 – 528. (1402) ΕΣ 87/2007 Τμ. ΙΙ (Το δυσμενές μέτρο της μη αναγνωρίσεως ως συνταξίμου του χρόνου αργίας δημοσίου υπαλλήλου, εφ΄ όσον απελύθη λόγω του πειθαρχικού παραπτώματος για το οποίο ετέθη σε αργία, δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητος). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 1205 – 1208. (1403) ΕΣ 1359/2002 Τμ. ΙΙ (Άρθρα 62 περ. β΄ & 64 παρ. 1 Π.Δ. 166/2000. Δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητος κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω ποινικής καταδίκης για δωροληψία υπαλλήλου έχοντος θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, αφού πρέπει να προστατευθούν τα ηθικά και υλικά συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 258 – 260.

374


5.9.4. (1404) ΕΣ 283/2000 Τμ. ΙΙ (Από την έννοια του κατά τα άρθρα 1 παρ. 3 – 4, 25, 26, 87, 93 και 95 του Συντάγματος κράτους δικαίου απορρέει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητος προς την οποία αντίκειται, ως αντισυνταγματική, η διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 περ. α΄ του Π.Δ. 1041/1979 η οποία προβλέπει ότι ο απολυόμενος για αδικαιολόγητη αποχή από τα καθήκοντά του υπάλληλος στερείται του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2000, σ. 515 – 517. Σημ. μετά την κατά το έτος 2011 αναθεώρηση του Συντάγματος βλ. άρθρο 25 (Αρχή της αναλογικότητος). (1405) ΕΣ 2347/2004 Ολ. (Δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητος η στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος υπαλλήλου καταδικασθέντος από ποινικό δικαστήριο για δωροδοκία ή δωροληψία με συνέπεια το δικαίωμά του αυτό να μεταβιβάζεται σε σύζυγο και τέκνα). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2005, σ. 138 – 140 με Σημείωση του Περιοδικού. Σημ. Βλ. & κατωτέρω απόφαση ΕΣ 2287/2005 Ολ. (αρ. 1406). (1406) ΕΣ 2287/2005 Ολ. (Η κατά το άρθρο 62 περ. β΄ του Π.Δ. 166/2000 πρόβλεψη περί απωλείας του συνταξιοδοτικού δικαιώματος υπαλλήλου καταδικασθέντος για τα μνημονευόμενα στη διάταξη αυτή ποινικά αδικήματα εξετάζεται κατά την εφαρμογή της στα πλαίσια της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητος). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2006, σ. 687 – 690 με Σημείωση του Περιοδικού. Σημ. Βλ. και ανωτέρω απόφαση ΕΣ 2347/2004 Ολ. (αρ. 1405) [Βλ. & αρ. 1408]. (1407) ΕΔΔΑ, Απόφαση της 22.10.2009, Υπόθ. “Αποστολάκης”, Προσφυγή αρ. 39574/07 (Η αυτοδίκαιη πλήρης στέρηση της συντάξεως Δ.Υ. καταδικασθέντος από ποινικό δικαστήριο συνιστά νομοθετική ρύθμιση αντικειμένη στην αρχή της αναλογικότητος). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 689 – 696 με Σχόλιο του Περιοδικού. Σημ. Βλ. κατωτέρω ‘ΑΡΘΡΑ’: ΠΑΝΟΥ (Κ), “Η απώλεια της συντάξεως ως συνέπεια πειθαρχικού ή ποινικού κολασμού και οι πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις των ελληνικών δικαστηρίων και του ΕΔΔΑ” στο ανωτέρω περιοδικό, 2009, σ. 673 – 688, με εκτενή σχολιασμό της αποφάσεως αυτής. (1408) ΕΣ 2287/2005 Ολ. (Η διάταξη του άρθρου 62 περ. β΄ του Π.Δ. 166/2000 περί αποστερήσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος Δ.Υ. σε περίπτωση ποινικής καταδίκης δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητος). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2006, σ. 181 – 186 με Σχόλιο του Ευτ. Φυτράκη [Βλ. & αρ. 1406]. (1409) ΔΕφΑθ 478/2006 Η΄ Τμήμα, Ακυρωτικός Σχηματισμός (Άρθρα 123 & 149 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. Υποβολή παραιτήσεως και πειθαρχική εκκρεμοδικία. Κατ΄ αρχήν ενδεικτικές οι προθεσμίες για την Δημοσία Διοίκηση σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας – Ν. 2690/1999. «Η υποβολή 375


5.9.4.

5.9.5.

5.9.6.

από τον υπάλληλο παραίτησης από την υπηρεσία, δεν επάγεται καμία συνέπεια στην υπηρεσιακή κατάσταση αυτού, ούτε δημιουργεί υποχρέωση της Διοικήσεως, εάν γίνει μετά την έναρξη πειθαρχικής δίωξης και ενόσω εκκρεμεί η πειθαρχική δίκη ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου, ή εάν μετά την υποβολή της παραιτήσεως, εντός διμήνου και πριν αυτή γίνει αποδεκτή ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου βλ. ΣτΕ 1741/2000, 4659/1995 κ.ά. Εξάλλου, αν η παραίτηση υποβληθεί πριν από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης και δεν εκδικασθεί μέσα σε έξι μήνες τότε ο υπάλληλος δικαιούται να υποβάλει νέα αίτηση παραίτησης. Αντίθετα, οι άνω διατάξεις δεν δίνουν τέτοιο δικαίωμα στην περίπτωση που η πειθαρχική δίωξη έχει ασκηθεί πριν από την υποβολή της παραίτησης, οπότε ο υπάλληλος έχει δυνατότητα υποβολής νέας αίτησης, αφού εκδοθεί απόφαση και περατωθεί με τον τρόπο αυτόν η εκκρεμοδικία. Όμως, για να μην εγκλωβίζεται ο υπάλληλος επί μακρόν και να έχει την δυνατότητα να υποβάλει νέα αίτηση παραίτησης για να αποχωρήσει από την υπηρεσία, η απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητος, πρέπει να εκδοθεί εντός ευλόγου χρόνου από την υποβολή της παραιτήσεως, ο οποίος κρίνεται από το Δικαστήριο, αφού ληφθούν υπόψη οι εκάστοτε συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2007, σ. 1213 – 1216. §§§§§§§§§§ 5.9.5. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΩΝ

ΜΕΤΑΞΥ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ

(1410) ΣτΕ 3487/2008 Ολ. (Κατά την ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων «…από τον νομοθέτη οι ασφαλιστικές παροχές δεν απαιτείται να ευρίσκονται σε σχέση ευθείας ανταποδοτικότητας προς τις καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές, καθόσον η αρχή της ανταποδοτικότητας μεταξύ των ασφαλιστικών εισφορών και παροχών δεν είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένη. Περαιτέρω δε δεν αποτελεί συνταγματικώς κατοχυρωμένο κανόνα η αναλογία ασφαλιστικών εισφορών και ασφαλιστικών παροχών». Άλλωστε «…δεδομένης της αναδιανεμητικής φυσιογνωμίας του συστήματος…» συνταξιοδοτήσεως των Δ.Υ. το συνταξιοδοτικό δικαίωμα δεν προστατεύεται ως δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ποσού). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 131 – 145. §§§§§§§§§§ 5.9.6. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ (1411) ΔΕφΑθ 1446/1999 (Οι προσλήψεις υπαλλήλων διέπονται από τις «…συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατικής καταλήψεως των δημοσίων θέσεων». Το κατά το άρθρο 32 του Ν. 2168/1993 προνόμιο των τέκνων των στελεχών του Πυροσβεστικού Σώματος αντίκειται στο Σύνταγμα. Τυχόν εφαρμογή αναλόγων ευνοϊκών διατάξεων από την Διοίκηση δεν δικαιολογεί την παραβίαση αυτών των συνταγματικών αρχών. «…παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας νοείται μόνο ενόψει νομίμων και όχι παρανόμων ενεργειών της Διοικήσεως, ΣτΕ 1526/1990, Διοικητική Δίκη 1991 σελ. 672, 4076/1989, 415/1983 κ.ά.»).

376


5.9.6. «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1145 – 1147. (1412) ΣτΕ 2398/2004 Ολ. (Άρθρο 17 παρ. 13 Ν. 1586/1986 όπως αντικαταστάθηκε με τον Ν. 2503/1997. Ποσόστωση 50% για τους αποφοίτους τεχνικού και 50% για αποφοίτους γενικού λυκείου για διαγωνιζομένους στον ίδιο διαγωνισμό σε κοινά θέματα ως επιτρέπουσα την πρόσληψη υποψηφίων με μικρότερη βαθμολογία έναντι άλλων συνυποψηφίων τους με μεγαλύτερη βαθμολογία αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητος και της αξιοκρατίας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 951 – 954. (1413) ΣτΕ 1252/2003 Ολ. (Ο μετριασμός του συστήματος κατατάξεως διοριζομένων με βάση την απόλυτη προτεραιότητα των υποψηφίων με τον αρχαιότερο τίτλο σπουδών που καθιέρωνε το άρθρο 18 παρ. 6 του Ν. 2190/1994, όπως προεβλέφθη από το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 2247/1994, ευρίσκεται εντός των προσδιοριζομένων από τις συνταγματικές αρχές της ισότητος και της αξιοκρατίας πλαισίων). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1257 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1414) ΣτΕ 4498/2005 Τμ. Γ΄ («…η αρχή της αξιοκρατίας η οποία απορρέει από το άρθρο 5 του Συντάγματος, υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους – ΣτΕ 2396/2004 Ολομ.»). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1192. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 1202 – 1205. (1415) ΣτΕ 2397/2004 Ολ. («…η αρχή της αξιοκρατίας η οποία απορρέει από το άρθρο 5 του Συντάγματος, υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 862 – 866 [Βλ. & αρ. 1417]. (1416) ΣτΕ 3595/2008 Ολ. (Άρθρα 103 παρ. 7 & 118 παρ. 6 Συντ.. Διορισμοί εκπαιδευτικών «Η προϋπηρεσία …και η εμπειρία ως προϋπόθεση για την εισαγωγή ευνοϊκών ρυθμίσεων αποτελούν, κατ΄ αρχήν, κριτήρια, η θέσπιση των οποίων συνάδει με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 145 – 159. (1417) ΣτΕ 2397/2004 Ολ. (Κατ΄αξίαν η πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις βάσει της αρχής της αξιοκρατίας η οποία συνάγεται από το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 5 του Συντάγματος). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙΙ/2004, σ. 1041 – 1045[Βλ. & αρ. 1415].

377


5.9.6.

5.9.7.

5.9.8.

(1418) ΔΕφΑθ 480/2004 Τμ. Ι Ακυρ. (Προκήρυξη πληρώσεως θέσεως Δ.Υ. Έλεγχος από το ΑΣΕΠ, «…κατ΄ αρχήν εκείνος που δεν αποδεικνύει το κριτήριο ή την ιδιότητα που επικαλέσθηκε στην αίτησή του και που χρησιμοποιήθηκε για την κατάταξή του στους πίνακες προτεραιότητας διαγράφεται από τον πίνακα διοριστέων, πλην, όμως δεν αποκλείεται, για λόγους εφαρμογής της αρχής της αξιοκρατίας, να κληθεί και πάλιν, ως διοριστέος, στην περίπτωση που, μετ΄ αναμόρφωση των οικείων πινάκων κατατάξεως, προκύπτει ότι και μετά την αφαίρεση του επιμάχου κριτηρίου ή της ιδιότητας, εξακολουθεί αυτός να προτάσσεται εξ απόψεως βαθμολογίας κ.λπ. κριτηρίων, έναντι των λοιπών συνυποψηφίων του»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 383 – 385. (1419) ΣτΕ 1906/2004 (Οι αρχές της αξιοκρατίας, της ισότητος και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δεν συνιστούν περιοριστικούς λόγους της μεγάλης ευχερείας του νομοθέτη να μεταβάλλει το υπηρεσιακό καθεστώς των Δ.Υ.). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2317 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος…]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 835 – 838. §§§§§§§§§§ 5.9.7. ΑΡΧΗ AUDIATUR ET ALTERA PARS (1420) ΕφΑθ 5538/2006 (Τηλεοπτικοί σταθμοί. Συκοφαντική δυσφήμηση. «Η αρχή του σεβασμού των απόψεων είναι συνυφασμένη με τη γενική δικαιϊκή αρχή audiatur et altera pars, η οποία βρίσκει συνταγματική της απήχηση στην αρχή της προηγούμενης ακροάσεως, άρθρο 20 παρ. 2 Συντ. Εκφράζεται με έμμεση τριτενέργεια σε διάφορες διατάξεις μεταξύ των οποίων η ΑΚ 57 και γενική ρήτρα της καλής πίστεως των ΑΚ 281 και 288 όπως επίσης και στο Π.Δ. 77/2003. «Κώδικας δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2007, σ. 1079 – 1097 με Σχόλιο του Σ. Αλεξανδρή. §§§§§§§§§§ 5.9.8. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ / ΕΞΟΥΣΙΩΝ (1421) ΔΕφΑθ 1263/1996 (Αντισυνταγματικές οι διατάξεις του άρθρου 128 παρ. 1, 7, 8 του Υ.Κ., όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 54 παρ. 1 του Ν. 1943/1991, αφού παρέχεται υπερβολικά ευρεία νομοθετική εξουσιοδότηση για την ρύθμιση θεμάτων αξιολογήσεως των Δ.Υ. «Το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος καθιερώνει το θεσμό της νομοθετικής εξουσιοδότησης, η συγκεκριμένη όμως αυτή διάταξη δεν αναιρεί την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, αλλά, αντιθέτως, κινείται μέσα στο πλαίσιο της και την προσδιορίζει και επομένως η νομοθετική εξουσιοδότηση ως θεσμός, πρέπει να ασκείται κατά τέτοιο τρόπο που να μη αναιρεί εννοιολογικά το άρθρο 26 του Συντάγματος και να μη καθιστά ανενεργή την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 896 – 898. 378


5.9.8. (1422) ΕφΑθ 6342/2001 («…σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, αποβλέπει να διασφαλίσει τον πολίτη από την απρόβλεπτη μεταβολή καταστάσεων και εννόμων σχέσεων που διέπει το κοινοτικό δίκαιο. Η αρχή αυτή δε, πρέπει να εφαρμόζεται και στο εσωτερικό δίκαιο, γιατί αφορά το ύψος των αποδοχών των εργαζομένων, οι οποίοι δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες, ότι αυτές δεν θα μειωθούν αδικαιολόγητα στο μέλλον… Ακόμη από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που καθιερώνεται με τα άρθρα 1, 26, 73 επ. 81 επ. του Συντάγματος, δεν δεσμεύεται η νομοθετική εξουσία να ρυθμίζει και αναδρομικά με νέους κανόνες δικαίου, κατά τρόπο διαφορετικό, έννομες σχέσεις ή δικαιώματα, που έχουν κτηθεί με βάση προγενέστερους νόμους ή και να τα καταργεί και, περαιτέρω, να προσδίδει σε προϋπάρχοντα περιστατικά έννομες συνέπειες, τις οποίες αυτά δεν είχαν, κατά το προγενέστερο δίκαιο, υπό τον όρο, πάντοτε, ότι η νέα ρύθμιση δεν λύει συντελεσμένες πράξεις της δικαστικής εξουσίας, ούτε προσβάλλει συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα προσέτι δε, έχει χαρακτήρα γενικό και δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 209 – 212. (1423) ΣτΕ 944/1999 Τμ. Ε΄ [Παραπομπή στην Ολομέλεια] Βλ. κατωτέρω ΣτΕ 656/2000 Ολ. (αρ. 1424) («...κατά την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών ο διορισμός και η εν γένει ανάδειξη των διοικητικών οργάνων συντελούνται εντός των κόλπων του κράτους και με επιλογήν ανατεθειμένην σε όργανα αυτού …τα πολιτικά κόμματα δεν δύνανται να υποδεικνύουν μέλη συλλογικών διοικητικών οργάνων του κράτους»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/1998, σ. 83 – 89. Σημ. Η ημέρα πραγματικής κυκλοφορίας του ανωτέρω τεύχους ανάγεται στο έτος 1999. (1424) ΣτΕ 656/2000 Ολ. Βλ. ανωτέρω ΣτΕ 944/1999 Τμ. Γ΄ (Παραπομπή στην Ολομέλεια) (αρ. 1423) («…δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών η συμμετοχή στο ΕΣΡ προσώπων υποδεικνυομένων από τα πολιτικά κόμματα, στα οποία έχει ανατεθεί από το Σύνταγμα –άρθρο 29- η εξυπηρέτηση της λειτουργίας του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/2000, σ. 203 – 208. (1425) ΑΠ 60/2002 Τμ. Β1 (Άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδική μισθολογική ή συνταξιοδοτική ρύθμιση εισάγουσα αδικαιολόγητη διάκριση εις βάρος ορισμένων υπαλλήλων. Επιδίκαση της παροχής αυτής από τα δικαστήρια και στους παραλειφθέντες υπαλλήλους ή συνταξιούχους χωρίς να παραβιάζεται από αυτά η κατά τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, αφού τα ελληνικά δικαστήρια βάσει των άρθρων 87 παρ. 1 & 2, 93 παρ. 4 και 120 του Συντάγματος είναι υποχρεωμένα να ελέγχουν την συνταγματικότητα των νόμων και να «…εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας…», ούτως ώστε να αποκτά «…ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2003, σ. 252 – 254. §§§§§§§§§§

379


5.9.9.

5.9.10.

5.9.9. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΟΣ (1426) ΣτΕ 626/1994 Τμ. Γ΄ (Κάτοχος πτυχίου BACHELOR του AMERICAN DEREE COLLEGE των Αθηνών με MASTER OF ARTS Ψυχολογίας του AUSTIN PEAY STATE UNIVERSITY CLARKSVILLE – TENNESSEE – USA δύναται να καταταγεί στο Δ΄ εξάμηνο σπουδών του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, αφού ο τίτλος του δεν είναι ισότιμος με πτυχίο ελληνικού Α.Ε.Ι., δεδομένου ότι ο τίτλος των βασικών σπουδών του στο AMERICAN DEREE COLLEGE, δηλ. το BACHELOR, δεν είναι τίτλος ελληνικού Α.Ε.Ι.. Το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 εδ. β΄ του Συντάγματος δεν επιτρέπει την σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες. Η κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητος «επιτρέπει μεν στον καθένα να επιλέξει, αν το επιθυμεί, να σπουδάσει σε ιδιωτικές σχολές στην Ελλάδα, δεν έχει όμως την έννοια ότι επιβάλλεται στο κράτος να νομιμοποιήσει την επιλογή αυτή και να τις εξισώσει από άποψη συνεπειών με σπουδές που έχουν γίνει σε Α.Ε.Ι.»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ – ΙΙΙ/1995, σ. 358 – 368 με Σχόλιο της Ι. Μποκώρου. §§§§§§§§§§ 5.9.10. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ (1427) ΜονΠρΑθ 14421/1996 (Άρθρα 22 παρ. 2 Συντ., 40 παρ. 2α Ν. 2257/1994 & 7 παρ. 3 Ν. 1876/1990. «…δεν είναι νόμιμη η ρύθμιση με συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις θεμάτων που ανάγονται στη βαθμολογική εξέλιξη [προαγωγές, εισαγωγικός βαθμός] ή στην άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας κατά τρόπο αποσπασματικό και όχι ενιαίο και συνολικό, όταν μάλιστα όλα τα ανωτέρω θέματα ρυθμίζονται κατά τρόπο ενιαίο για όλους τους μισθωτούς της εκμετάλλευσης ή της επιχείρησης κοινής ωφέλειας, όπως ο ΟΤΕ και η ΔΕΗ με κανονισμό εργασίας». «όπως γίνεται δεκτό από τη νομολογία και τη βιβλιογραφία οι συλλογικές συμβάσεις κατ΄ αρχήν, υπερισχύουν των διατάξεων των κανονισμών εσωτερικής λειτουργίας κοινωφελών επιχειρήσεων και έχουν το προβάδισμα έναντι αυτών, όπως συμβαίνει για τους κανονισμούς της ΔΕΗ και του ΟΤΕ [άρθρο 12 παρ. 2 εδ. β΄ κανονισμού ΟΤΕ] ως αποτέλεσμα της συνταγματικής προστασίας της συνδικαλιστικής ελευθερίας κατά το άρθρο 23 παρ. 1 Συντ. 1975/1986. Εάν, όμως η συλλογική αυτονομία αποποιηθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την αρχή της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και αν οι κανονισμοί των πιο πάνω επιχειρήσεων [ΔΕΗ, ΟΤΕ, κ.λπ.] περιέχουν όρους εργασίας ευνοϊκότερους για τους μισθωτούς από τους όρους της συλλογικής σύμβασης, τότε επικρατούν οι διατάξεις των κανονισμών. Όταν δηλαδή οι κανονισμοί περιέχουν ευνοϊκότερες διατάξεις για τους μισθωτούς, όρους εργασίας, όπως είναι ο χρόνος, ο τρόπος προαγωγής και τα προσόντα των προαγομένων [αρχαιότητα, βαθμός κ.λπ.], απ΄ ότι οι όροι της συλλογικής σύμβασης, τότε υπερισχύουν οι διατάξεις των κανονισμών αυτών». Η ανωτέρω εξαίρεση δικαιολογείται πρωτίστως από την «…αρχή της εύνοιας προς τον εργαζόμενο…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1996, σ. 611 – 617. (1428) ΑΠ 466/2007 Τμ. Β2 («…σύμφωνα με … βασική αρχή του εργατικού δικαίου …οι ιεραρχικά υποδεέστερες πηγές ρύθμισης της εργασιακής σχέσης επικρατούν μόνο αν είναι ευνοϊκότερες κατά αποτέ380


5.9.10.

5.9.11.

λεσμα για τον εργαζόμενο»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 1304 – 1308. §§§§§§§§§§ 5.9.11. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΟΣ (Η΄ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΑΡΧΕΣ) (1429) ΕΣ 1508/2004 Τμ. Ι (Πολιτικός συνταξιούχος υπηρετών ως υπάλληλος “…με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου…” στο Πολυτεχνείο Κρήτης δεν υφίσταται «…δυσμενή μεταχείριση σε σχέση με τους λοιπούς συνταξιούχους που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα…» και λαμβάνουν πλήρη σύνταξη, ενώ αυτός λαμβάνει σύνταξη μειωμένη κατά 70% βάσει του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν. 2592/1998 διότι «…δεν τελεί κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τους απασχολούμενους στον ιδιωτικό τομέα…». Δεν παραβιάζεται η κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητος). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2005, σ. 233 – 236. (1430) ΜονΠρΒόλου 18/2009 (Αντίθετες προς τα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ οι διατάξεις του Ν. 2362/1995 περί διετούς παραγραφής των απαιτήσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου σχετικά με τις απολαβές τους, ενώ για τις κατ΄ αυτών, ή γενικώς κατ΄ άλλων, απαιτήσεις του Δημοσίου ισχύει πενταετής παραγραφή. Συνεπώς, βάσει της αρχής της ισότητος, για τις ανωτέρω απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου ισχύει πενταετής παραγραφή). «ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 2009, σ. 560 – 565 με Σχόλιο του Χρήστου Νικολαΐδη. (1431) ΑΠ 1185/2000 Τμ. Β΄ (Άρθρο 29 Ν. 1943/1991. Δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητος ο μη συνυπολογισμός προϋπηρεσίας ως ωρομισθίου βάσει του άρθρου 10 του Ν. 2266/1994 για την κατάταξη σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ, αφού «…η νομική μορφή του απασχολουμένου με το καθεστώς του ωρομισθίου αποτελεί ιδιαίτερη και διάφορη κατηγορία εργαζομένων από την συνήθη μορφή απασχολήσεως με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή αορίστου χρόνου»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2001, σ. 570 – 571. (1432) ΑΠ 1700/2007 Τμ. Β1 (Δικηγόροι νοσηλευτικών ιδρυμάτων κατέχοντες οργανική θέση αμοιβόμενοι με πάγια αντιμισθία δεν δικαιούνται να λαμβάνουν νοσοκομειακό επίδομα στο οποίο βάσει του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 3205/2003 έχει συγχωνευθεί και το επίδομα τροφής, χωρίς τούτο να αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητος, αφού οι έμμισθοι δικηγόροι ανήκουν «…σε διαφορετική σε σχέση με το προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων κατηγορία και έχουν διαφορετικούς ενόψει του είδους της εργασίας τους όρους απασχολήσεως και απολαβών»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2007, σ. 1540 – 1541. (1433) ΑΠ 98/2008 Τμ. Β2 (Δικηγόρος Ασφαλιστικού Ταμείου με σχέση έμμισθης εντολής αμειβόμενος με πάγια μηνιαία περιοδική αμοιβή κατέχων οργανική θέση προβλεπομένη από τον Οργανισμό Εσω381


5.9.11. τερικής Υπηρεσίας του ΝΠΔΔ δεν δικαιούται να λαμβάνει έξοδα κινήσεως ως μηνιαία τακτική παροχή χορηγουμένη σε υπαλλήλους του Ταμείου αυτού βάσει των άρθρων 38 παρ. 7 Ν. 2008/1992 και 14 Ν. 2079/1992, χωρίς τούτο να αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητος, αφού ο ως άνω Δικηγόρος δεν υπάγεται στην ίδια κατηγορία με τους υπαλλήλους των ασφαλιστικών Οργανισμών, «…ούτε παρέχει την ίδια με αυτούς και υπό τις αυτές συνθήκες εργασίας»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 353 – 355. (1434) ΣτΕ 1986/2005 Ολ. (Δυνατή η υπό χρονικούς περιορισμούς λήψη θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών προς αποκατάσταση πραγματικής ισότητος των φύλων. Αντισυνταγματική η ύπαρξη ποσοστώσεων βάσει του φύλου κατά τις προσλήψεις συνοριοφυλάκων). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2006, σ. 1346 – 1355. Σημ. Βλ. κατωτέρω ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΡΑΣ (Πέτρος), “Θεμιτές οι διακρίσεις λόγω φύλου και μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001”, στο ανωτέρω περιοδικό, 2006, σ. 1335 – 1345, με εκτενή σχολιασμό της αποφάσεως αυτής. (1435) ΣτΕ 3088/2007 Ολ. (Αρχή της ισότητος βάσει του άρθρου 4 του Συντάγματος. Αντισυνταγματική διάταξη νόμου προβλέπουσα άνιση μεταχείριση εις βάρος των ανδρών υπαλλήλων κατά την συνταξιοδότησή τους. «…εφαρμοστέο τυγχάνει για τον άνδρα ασφαλισμένο το συνταξιοδοτικό καθεστώς που ισχύει για τη γυναίκα ασφαλισμένη με τον ίδιο χρόνο ασφάλισης»). «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2009, σ. 540 – 543. Σημ. Βλ. κατωτέρω ΑΡΘΡΑ, ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ – ΜΑΛΟΥΧΟΥ (Ν.), “Η επέκταση στους άνδρες ευνοϊκότερων για τις γυναίκες συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων. Με αφορμή την απόφαση ΟλΣτΕ 3088/2007” στο ανωτέρω περιοδικό, 2009, σ. 513 – 539, με εκτενή σχολιασμό της αποφάσεως αυτής. (1436) ΔΕφΑθ 2888/2005 (Η «…κατά παρέκκλιση…» χορήγηση αυξημένων αποδοχών στους γενικούς διευθυντές της κεντρικών υπηρεσιών των Υπουργείων σε σχέση με τους λοιπούς γενικούς διευθυντές «…αποτελεί εξαίρεση, η οποία κινείται εντός των ορίων που διαγράφονται από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητος…», εφ΄ όσον τα καθήκοντα των λοιπών γενικών διευθυντών, όπως αυτά καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων υπηρεσιών, «…συγκεκρινόμενα με τα αντίστοιχα των γενικών διευθυντών των κεντρικών υπηρεσιών είναι περιορισμένα και διαφορετικά…»). «ΔΙΚΗ», 2006, σ. 706 – 709 με Σχόλιο του Κ. Μπέη. (1437) ΣτΕ 690/1993 Τμ. Δ΄ (Άρθρα 12 Ν. 1232 & 1 Ν. 193/1975. Δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος η πρόβλεψη του νόμου ότι για την υπαγωγή στις περί αποκαταστάσεως παρανόμως απολυθέντων υπαλλήλων διατάξεις απαιτείται εξάμηνος τουλάχιστον δεσμός με την υπηρεσία προ της απολύσεως). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 480 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1438) ΣτΕ 1854/1993 Τμ. Γ΄ επταμ. (Άρθρο 25 Ν. 1586/1986. Δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος νομοθετική ρύθμιση βάσει της οποίας ο χρόνος προϋπηρεσίας σε κρατικής ιδιοκτησίας εταιρεία απ΄ απευθείας 382


5.9.11. διορισθέντος σε Υπουργείο υπαλλήλου δεν υπολογίζεται, ενώ για τους εκ μετατάξεως συναδέλφους του υπολογίζεται). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 1136 – 1137. (1439) ΔΕφΑθ 700/1995 (Το επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών χορηγείται στους δημοσίους υπαλλήλους μόνον όταν η απασχόλησή τους «…είναι συναφής με το περιεχόμενο των μεταπτυχιακών τους σπουδών» και «(δ)εν συνδέεται… ούτε με το είδος και το ύψος των αποδοχών των δικαιούχων, ούτε με τον κλάδο και την κατηγορία τους». Στο ειδικό και ευνοϊκότερο για τους ιατρούς του ΕΣΥ μισθολόγιο δεν προβλέπεται επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών κατά παραβίαση της κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητος. Πρέπει να αναγνωρισθεί και σ΄ αυτούς αντίστοιχο δικαίωμα λήψεως επιδόματος, αφού η εξαίρεσή τους «…δεν δικαιολογείται από τη συνδρομή ειδικών περιπτώσεων ή από λόγους που εξυπηρετούν το δημόσιο 2166/1991, 618/1992, 1472/1992, 905/1993, 2296/1993 του ιδίου Δικαστηρίου. Αντιθέτως εκρίθη στην απόφαση 301/1991 του ΔΕφΘεσ). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1386 – 1387. (1440) ΣτΕ 4654/1995 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητος λόγω της επιβολής από το αρμόδιο υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο της ποινής της οριστικής παύσεως σε υπάλληλο ο οποίος διέπραξε κλοπή υλικών του Δημοσίου, όπως είχε διαπράξει και στο παρελθόν τιμωρηθείς τότε και ποινικώς, ενώ άλλοι συνάδελφοι του διαπράξαντες το ίδιο παράπτωμα απηλλάγησαν, δεδομένου ότι «…στο πειθαρχικό δίκαιο κάθε περίπτωση εξετάζεται αυτοτελώς κατά τρόπο εξατομικευμένο, λαμβάνονται δε υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής τόσο τα πραγματικά περιστατικά τα οποία διεπιστώθη ότι ετέλεσε ο κάθε εγκαλούμενος, όσο και ο βαθμός συμμετοχής και υπαιτιότητός τους, καθώς και η γενική υπηρεσιακή του εικόνα»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 149 – 151. (1441) ΔΕφΑθ 1395/1996 (Αντισυνταγματική ως αντικειμένη στην αρχή της ισότητος η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 92 του Ν. 1943/1991 η οποία απαγορεύει επί τετραετία από της λήξεως της αποσπάσεως Δ.Υ. σε γραφεία κομμάτων, βουλευτών, πολιτικά γραφεία υπουργών ή γενικών γραμματέων την μετάθεσή τους). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1997, σ. 143 – 144. (1442) ΔΕφΑθ 1446/1999 (Οι προσλήψεις υπαλλήλων διέπονται από τις «…συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατικής καταλήψεως των δημοσίων θέσεων». Το κατά το άρθρο 32 του Ν. 2168/1993 προνόμιο των τέκνων των στελεχών του Πυροσβεστικού Σώματος αντίκειται στο Σύνταγμα. Τυχόν εφαρμογή αναλόγων ευνοϊκών διατάξεων από την Διοίκηση δεν δικαιολογεί την παραβίαση αυτών των συνταγματικών αρχών, «…παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας νοείται μόνο ενόψει νομίμων και όχι παρανόμων ενεργειών της Διοικήσεως, ΣτΕ 1526/1990, Διοικητική Δίκη 1991 σελ. 672, 4076/1989, 415/1983 κ.ά.»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1145 – 1147. (1443) ΣτΕ 2670/2003 Τμ. Γ΄ (Ν. 2594/1998. Δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος η μονιμοποίηση υπαλλήλων με σχέση εργασίας Ι.Δ. του Υπουργείου Εξωτερικών υπηρετούντων σε υπηρεσίες του 383


5.9.11. εσωτερικού, χωρίς να μονιμοποιηθούν οι συνάδελφοί τους της Εξωτερικής Υπηρεσίας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2004, σ. 1469 – 1472. (1444) ΣτΕ 2398/2004 Ολ. (Άρθρο 17 παρ. 13 Ν. 1586/1986 όπως αντικαταστάθηκε με τον Ν. 2503/1997. Ποσόστωση 50% για τους αποφοίτους τεχνικού και 50% για αποφοίτους γενικού λυκείου για διαγωνιζομένους στον ίδιο διαγωνισμό σε κοινά θέματα ως επιτρέπουσα την πρόσληψη υποψηφίων με μικρότερη βαθμολογία έναντι άλλων συνυποψηφίων τους με μεγαλύτερη βαθμολογία αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητος και της αξιοκρατίας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 951 – 954. (1445) ΣτΕ 1460/2005 Ολ. (Δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος η μη χορήγηση του κατά το άρθρο 131 παρ. 10 του Ν. 419/1976 επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών, όταν πρόκειται για υπαλλήλους άλλων Υπουργείων μη υπαγομένων στο Υπουργείο αυτό, αλλά υπηρετούντων σε αυτό με απόσπαση και εργαζομένων στην εξωτερική του Υπηρεσία, «…έστω και αν ασκούν στην αλλοδαπή καθήκοντα υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών». Το ανωτέρω επίδομα χορηγείται και σε υπαλλήλους άλλων Υπουργείων και ΝΠΔΔ μόνον αν υπάρχει «νομοθετική εξομοίωση» αυτών προς τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, όπως λ.χ. ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 506/1976 για το προσωπικό των Γραφείων Τύπου Εξωτερικού). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2006, σ. 110 – 114. (1446) ΑΕΔ 14/2005 (Δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος η χορήγηση αυξημένου επιδόματος, βάσει του άρθρου 131 παρ. 11, 12 του Ν. 419/1976, μόνον σε αποσπασμένους στην αλλοδαπή υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, αλλ΄ όχι σε υπαλλήλους οι οποίοι μετετέθησαν στην αλλοδαπή, ή προσλήφθηκαν και υπηρετούν εκεί με άλλου είδους –πλην αποσπάσεωςυπηρεσιακή σχέση). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2007, σ. 324 – 327. (1447) ΣτΕ 443/2006 Τμ. ΣΤ΄ (Η διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2470/1997 περί παροχής οικογενειακού επιδόματος μόνον στον ένα εκ των δύο συζύγων υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ εισάγει ρύθμιση ταυτόσημη προς εκείνη του άρθρου 11 παρ. 6 του Ν. 1505/1984, η οποία έχει ήδη κριθεί από τον ΑΕΔ ως αντικειμένη στα άρθρα 4 παρ. 1 περί ισότητος και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, και κατά συνέπεια είναι ανίσχυρη ως αντικειμένη στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 527 – 528. (1448) ΕφΔωδ 209/1989 («…η δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος θεσπιζομένη αρχή της ισότητος των πολιτών ενώπιον του νόμου κατά την έννοιαν της ομοίας μεταχειρίσεως αυτών υπό του νομοθέτου, δεν αποκλείει την διά κανόνων δικαίου ρύθμισην των καθ΄ έκαστον θεμάτων κατά κατηγορίας υποθέσεων ή προσώπων ή και μεμονωμένων τοιούτων, όταν τούτο επιβάλλεται εκ λόγων προστασίας του κοινωνικού και γενικώτερον του δημοσίου συμφέροντος η δε θεσπιζομένη εξαίρεσις δεν τελεί εις αντίθεσιν προς το γενικόν περί δικαίου συναίσθημα Ολ ΑΠ 4/87 ΝοΒ 36, 71 ΑΠ 72/79 ΝοΒ 27, 1076»). «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ», τόμ. 1, τχ. 1/1994, σ. 60 – 64. 384


5.9.11. (1449) ΣτΕ 4752/1997 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών έχουν την δυνατότητα προσφυγής ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε περίπτωση επιβολής πειθαρχικής ποινής προστίμου εις βάρος τους παρ΄ ότι κατά το άρθρο 121 του Ν. 419/76 χωρεί προσφυγή ουσίας μόνον κατά των αποφάσεων του Υπηρεσιακού Συμβουλίου περί απολύσεως. Αυτός ο περιορισμός αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητος αφού η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ουσίας κατά των πειθαρχικών αποφάσεων των Υπουργών παρέχεται σε όλους τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του Κράτους και συνεπώς δεν είναι επιτρεπτός ο αποκλεισμός από αυτήν την δυνατότητα μόνον των υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 906 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1450) ΣτΕ 4449/1996 Τμ. Γ΄ (Δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο του Συντάγματος αρχή της ισότητος παροχή βάσει του άρθρου 9 του Ν. 2085/1992 κινήτρων για υπαλλήλους κεντρικών υπηρεσιών προκειμένου να ζητήσουν την μετάθεσή τους σε περιφερειακές Δημόσιες Υπηρεσίες προβληματικών περιοχών, ενώ τα κίνητρα αυτά δεν παρέχονται σε υπαλλήλους των ΝΠΔΔ που εδρεύουν στις περιοχές αυτές διότι γι΄ αυτούς δεν συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος θεσπίσεως της σχετικής διατάξεως, δηλ. η αποσυμφόρηση των κεντρικών υπηρεσιών μεγάλων αστικών κέντρων). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1999, σ. 970 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1451) ΣτΕ 7/1999 Τμ. Γ΄ επταμ. (Ν. 2525/1997. Διοριστέοι εκπαιδευτικοί βάσει της επιτυχίας σε διαγωνισμό. Δεν παραβιάζει την συνταγματική αρχή της ισότητος, η πριμοδότηση της βαθμολογίας μόνον των εκπαιδευτικών με διετή τουλάχιστον προϋπηρεσία ως προσωρινών αναπληρωτών ή ωρομισθίων με πλήρες, ή με μειωμένο, αλλά εξομοιούμενο με πλήρες ωράριο). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1084 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1452) ΑΕΔ 3/2001 (Αρχή της ισότητος. Οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 11 του Ν. 1505/1984 «αντίκεινται στα άρθρα 14 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος και είναι ως εκ τούτου ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Κατόπιν αυτού ισχύει εν προκειμένω και είναι άμεσα εφαρμοστέος ο γενικός κανόνας της παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 1505/1984 κατά τον οποίο οι έγγαμοι υπάλληλοι λαμβάνουν ολόκληρο το οικογενειακό επίδομα προσαυξανόμενο ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων, χωρίς τις διακρίσεις στις οποίες προβαίνει η κρινόμενη ως αντισυνταγματική παράγραφος 6 του ιδίου άρθρου»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 368 – 370. (1453) ΣτΕ 3869/1999 Τμ. Γ΄ (Μονιμοποίηση εκπαιδευτικών στο ΝΠΔΔ του ΟΑΕΔ που υπηρετούσαν την 29.5.1989 και εξακολουθούν να υπηρετούν κατά την δημοσίευση του Ν. 2190/1994 δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος, αφού οι εξαιρούμενοι ήσαν νεότεροι και το κριτήριο της διαφοροποιήσεως ήταν αντικειμενικό). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1066 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1454) ΣτΕ 2495/2000 Τμ. Γ΄ επταμ. (Κατά παράβαση της αρχής της ισότητος δεν χορηγείται στους δασικούς υπαλλήλους το επίδομα του άρθρου 8 του Ν. 2430/1996). 385


5.9.11. «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1098 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1455) ΣτΕ 1249/2000 Τμ. Β2 («Η ισότητα όσον αφορά τη μισθολογική μεταχείριση και η διασφάλιση ίσης αμοιβής που επιβάλλεται στον κοινό νομοθέτη από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος, αναφέρεται σε εργαζομένους οι οποίοι παρέχουν όμοια εργασία και εργάζονται υπό ουσιωδώς όμοιες συνθήκες, επομένως δεν είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτη η από το νόμο ευνοϊκότερη μεταχείριση ορισμένης κατηγορίας, μισθωτών που παρέχει διαφορετική κατά περιεχόμενο και προϋποθέσεις ή συνθήκες, εργασία, καθώς και όταν δεν διαθέτει τα ίδια προσόντα ή ανήκει σε διαφορετική κατηγορία μισθωτών»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 133 – 135. (1456) ΣτΕ 2903/2002 Τμ. Γ΄ (Αμετάκλητη καταδίκη υπαλλήλου ΟΤΑ για συκοφαντική δυσφήμηση συνεπάγεται βάσει των ειδικών γι΄ αυτούς διατάξεων των άρθρων 207 παρ. 2 και 16 παρ. 1 του Ν. 1188/1981 την αυτοδίκαια έκπτωσή τους, μη εφαρμοζομένων σ΄ αυτούς των ευνοϊκοτέρων διατάξεων του Ν. 2683/1999 οι οποίες ισχύουν για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, χωρίς τούτο να προσκρούει στη συνταγματική αρχή της ισότητος αφού οι υπάλληλοι του κράτους τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες έναντι των υπαλλήλων των ΟΤΑ οι οποίοι είναι αρμόδιοι για την διοίκηση των τοπικών υποθέσεων μικροτέρων κοινωνιών). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1161 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1457) ΣτΕ 1595/2002 Τμ. Γ΄ (Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της αμεροληψίας. Η βαθμολόγηση γραπτών δοκιμίων των υποψηφίων σε διαγωνισμό πληρώσεως θέσεως υπαλλήλου ΟΤΑ ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή όταν προκύπτει σχετική παράβαση του βαθμολογητή, όπως συμβαίνει σε περίπτωση διαπράξεως εκ μέρους του ποινικού αδικήματος διαπιστωμένου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1161 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1458) ΣτΕ 3458/2002 Τμ. Γ΄ (Δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος η θέσπιση διαφορετικών ορίων ηλικίας για τη λύση της υπαλληλικής σχέσεως διπλωματικών υπαλλήλων κατεχόντων τον πρεσβευτικό βαθμό, διπλωματικών υπαλλήλων μη κατεχόντων των πρεσβευτικό βαθμό και υπαλλήλων των λοιπών κλάδων του Υπουργείου Εξωτερικών διότι τελούν υπό διαφορετικές μεταξύ τους συνθήκες και συνεπώς πρόκειται για ανόμοιες περιπτώσεις). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1168 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1459) ΣτΕ 992/2004 Ολ. («Με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος καθιερώνεται, η αρχή της ισότητας η οποία αποτελεί νομικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, η παράβασή του δε, ελέγχεται από τα δικαστήρια. Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων και όχι κανόνων, ο κοινός νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δύναται να ρυθμίσει κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές σχέσεις λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων κοινωνικών, οικονομικών, επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών, που συνδέονται με τις υπό ρύθμιση καταστάσεις ή σχέσεις, επί τη βάσει δε γενικών και 386


5.9.11. αντικειμενικών κριτηρίων να προβαίνει στη σχετική ρύθμιση μέσα στα όρια της αρχής της ισότητας, που αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε υπό τη μορφή χαρακτηριστικού μέτρου ή προνομίου, μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια είτε υπό τη μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή αντιθέτως, τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρομοίων καταστάσεων». Επίδομα ειδικών συνθηκών χορηγηθέν στους δασικούς υπαλλήλους με τον ν. 2342/1995 για τα συγκεκριμένα καθήκοντα, περιλαμβανομένης και της δασοπυροσβέσεως, που ασκούσαν κατά τον χρόνο θεσπίσεως του επιδόματος αυτού και καταργηθέν με την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. ββ΄ του Ν. 2470/1997 χωρίς εν τω μεταξύ να έχει επέλθει μεταβολή στα καθήκοντά τους, ενώ για άλλες κατηγορίες υπαλλήλων αυτό το επίδομα διετηρήθη, ή κατηργήθη με ταυτόχρονη θέσπιση νέων επιδομάτων. «Συνεπώς η ως άνω διάταξη του Ν. 2470/1997 αντίκειται στη θεσπιζόμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητος»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1151 – 1153. (1460) ΣτΕ 3115/2002 Τμ. Γ΄ (Οι ιατροί του ΕΣΥ αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία δημοσίων λειτουργών και κατά συνέπεια δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητος η μη χορήγηση σ΄ αυτούς της ειδικής αποζημιώσεως για πρόσθετη εργασία η οποία έχει χορηγηθεί σε όλους τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. Οι ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες απασχολούνται και για τις οποίες αμείβονται ειδικώς οι ιατροί του ΕΣΥ, καθιστά την εξαίρεσή τους από την λήψη ειδικής αποζημιώσεως για πρόσθετη εργασία συμβατή προς το άρθρο 4 του ισχύοντος Συντάγματος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1225 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1461) ΣτΕ 1252/2003 Ολ. (Ο μετριασμός του συστήματος κατατάξεως διοριζομένων με βάση την απόλυτη προτεραιότητα των υποψηφίων με τον αρχαιότερο τίτλο σπουδών που καθιέρωνε το άρθρο 18 παρ. 6 του Ν. 2190/1994, όπως προεβλέφθη από το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 2247/1994, ευρίσκεται εντός των προσδιοριζομένων από τις συνταγματικές αρχές της ισότητος και της αξιοκρατίας πλαισίων). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1257 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1462) ΣτΕ 1461/2005 Ολ. (Υπάλληλοι που αποσπώνται με αίτησή τους στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και υπηρετούν στο εξωτερικό δεν δικαιούνται να λαμβάνουν το κατά το άρθρο 131 παρ. 10 του Ν. 419/1976 επίδομα αλλοδαπής, το οποίο χορηγείται στους εκεί υπηρετούντας υπαλλήλους του Υπουργείου αυτού. Δεν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2005, σ. 1295 – 1297. (1463) ΣτΕ 1768/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Διετής παραγραφή αξιώσεων υπαλλήλων ΝΠΔΔ έναντι αυτών βάσει του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 και πενταετής παραγραφή των αντιστοίχων αξιώσεων των υπαλλήλων των ιδιωτικών επιχειρήσεων βάσει του άρθρου 250 παρ. 17 ΑΚ «…διότι δεν υφίσταται κατ΄ αρχήν ομοιότης συνθηκών μεταξύ εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και μονίμων υπαλλήλων ΝΠΔΔ, η οποία θα καθιστούσε τη διάφορο μεταχείρισή τους στο θέμα της παραγραφής των σχετικών αξιώσεων… αντίθετη προς την αρχή της ισότητας». Επίσης η ανωτέρω διετής παραγραφή αξιώσεων υπαλλήλων ΝΠΔΔ έναντι αυτών διαφέρει από την 387


5.9.11. πενταετή παραγραφή των αξιώσεων των ΝΠΔΔ έναντι των υπαλλήλων τους βάσει του άρθρου 44 παρ. 1 του Ν.Δ. 496/1974. «Δεν αντιτίθεται προς την αρχή της ισότητος… η θέσπιση διαφόρου χρόνου παραγραφής ως προς τις αξιώσεις των ΝΠΔΔ κατά των υπαλλήλων τους, διότι τούτο συνάπτεται με γενικότερο λόγο δημοσίου συμφέροντος που συνιστά η προστασία της περιουσίας των ΝΠΔΔ και της οικονομικής τους καταστάσεως στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες πρβλ. ΑΠ 11/2003 Ολομ.»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1214 – 1216. (1464) ΑΠ 588/2007 Τμ. Β2 (Άρθρο 90 παρ. 3 Ν. 2362/1955. Η θέσπιση συντομοτέρου χρόνου παραγραφής – διετία για τις αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου εναντίον του από ότι αντιστρόφως δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητος, αφού αυτή η διαφορετική ρύθμιση «δικαιολογείται από τη φύση των … αξιώσεων και την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως των σχετικών υποχρεώσεων του Δημοσίου»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1071. (1465) ΣτΕ 31/2008 Τμ. Γ΄ επταμ. (Άρθρα 103 παρ. 7 & 8 και 118 παρ. 6 του Συντάγματος, Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, Π.Δ. 164/2004. Συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο και άλλα νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα. Οι διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, ως μεταβατικές, είναι συνταγματικώς ανεκτές και δεν αντιβαίνουν προς τις αρχές της ισότητος και της προστατευομένης εμπιστοσύνης. Ειδικότερα, στα πλαίσια της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ «…στην ρήτρα 4 καθιερώνεται η αρχή της μη διάκρισης σύμφωνα με την οποία όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντιστοίχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου μόνον επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους…»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1268 – 1273. (1466) ΑΠ 32/1995 Ολ. (Αντίθετη προς την «…θεσπιζόμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος 1975 αρχή της ισονομίας…» η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του Ν. 1384/1983 βάσει της οποίας τίθεται ανώτατο όριο σε “εφάπαξ” υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. παρά τον αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα του). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1996, σ. 113 – 115 με Σημείωση της Συντάξεως σχετικά με προγενέστερες αντίθετες προς την απόφαση αυτή του ΑΠ αποφάσεις του ΣτΕ 3036/1992, 1615/1991 κά.). (1467) ΔΕΚ, Απόφαση της 26.3.2009, Υπόθ. C-559/07, “Επιτροπή ΕΚ/Ελληνική Δημοκρατία” (Άρθρο 141 Συνθ. ΕΚ. Οι χορηγούμενες στους Δ.Υ. συντάξεις δεν είναι δυνατόν να εξαρτώνται από όρους σχετικούς με την ηλικία, αναλόγως του φύλου, αφού τούτο αντίκειται στην αρχή της ισότητος των αμοιβών για όμοια εργασία ανδρών και γυναικών). i) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΟΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 305 – 355 & 753 – 785 με εκτενή Σχόλια των Αγγ. Στεργίου, Αθ. Πετρόγλου, Π. Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη, Κ. Πάνου, και Σ. Κουκούλη – Σπηλιωτοπούλου [Βλ. και κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ]. ii) «ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», 2009, σ. 497 – 504 με Σχόλιο του Γ. Νάτσινα. iii) «ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ», 2009, σ. 420 – 445 με εκτενές Σχόλιο του Γ. Γεραπετρίτη. iv) «ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ», 2009, (4-4/2008), σ. 86 – 96. Σημ. Βλ. και απόφαση ΕΣ 44/2009 Ολ. (αρ.1468). 388


5.9.11. v) «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 751 – 789 με εκτενές Σχόλιο της Σ. Κουκούλη – Σπηλιωτοπούλου [Βλ. και κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ]. Σημ. Βλ. και απόφαση ΕΣ 44/2009 Ολ. (αρ. 1408). (1468) ΕΣ 44/2009 Ολ. Οι χορηγούμενες στους Δ.Υ. συντάξεις δεν είναι δυνατόν να εξαρτώνται από όρους σχετικούς με την ηλικία, αναλόγως του φύλου, αφού τούτο αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητος). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 356 – 368 με Σχόλιο της Αθηνάς Πετρόγλου. Σημ. Βλ. και απόφαση ΔΕΚ της 26.3.2009, Υπόθ. 559/07, “Επιτροπή ΕΚ/Ελληνική Δημοκρατία” (αρ. 1467). (1469) ΑΕΔ 9/2009 (Δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητος νομοθετική ρύθμιση προβλέπουσα διετή παραγραφή των μισθολογικής φύσεως απαιτήσεων των υπαλλήλων των Ν.Π.Δ.Δ. κατά αυτών των Ν.Π.Δ.Δ., ενώ για τις απαιτήσεις των Ν.Π.Δ.Δ., κατά τρίτων προβλέπεται πενταετής παραγραφή, αφού τούτο υπαγορεύεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος). i) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 392 – 401 με Σχόλιο του περιοδικού. ii) «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 836 – 840 με εκτενή Σχόλια των α) Χριστίνας Διβάνη και β) Γεωργίου Πατρικίου. (1470) ΑΠ 453/2002 Τμ. Β2 (Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων απορρέουσα από τα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β΄ Συντ., 119 Συνθ ΕΟΚ και 288 ΑΚ επιβάλλει, κατ΄ αρχήν, την εκ μέρους του εργοδότη επέκταση όλων των οικειοθελών παροχών τους προς τους υπό τας ιδίας συνθήκας απασχολουμένους στην επιχείρησή του μισθωτούς. Όμως η επέκταση αυτή ούτε βάσει της κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητος είναι δυνατή όταν πρόκειται για παροχή χορηγουμένη βάσει συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων, στα πλαίσια των άρθρων 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για οικειοθελή παροχή εκ μέρους του εργοδότη σε συγκεκριμένους μισθωτούς αλλά για υποχρεωτική, με αποτέλεσμα τα μη μέλη της συνδικαλιστικής οργανώσεως να μη δικαιούνται να λαμβάνουν την παροχή αυτή, παρ΄ ότι εργάζονται υπό τας ιδίας συνθήκας με τα μέλη της συνδικαλιστικής οργανώσεως. Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω παροχή χορηγουμένη από τη ΔΕΗ σε υπαλλήλους της μέλη συνδικαλιστικής οργανώσεως δεν επεκτείνεται και σε μη μέλη της, αφού πρόκειται για επίδομα «…το οποίο διαμορφώθηκε με … επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 8 – 11 με Σχόλιο του Σ. Βλαστού. (1471) ΑΠ 19/2007 Πλήρης Ολ. [ομοία ΑΠ 20/2007] (Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου απασχολουμένων στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ και λοιπούς φορείς του ευρυτέρου δημοσίου τομέα καλύπτουσες πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Βάσει του άρθρου 699 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, ως συνεπληρώθη με το άρθρο 4ε παρ. 4 του Ν. 3388/2005, ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου δύναται να ασκήσει αναίρεση κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων «…με παραγωγή αποτελεσμάτων για τους διαδίκους…» χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της ισότητος των δικονομικών όπλων). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 882 – 799 με εκτενές Σχόλιο του Στ. Βλαστού. 389


5.9.11. (1472) ΠολΠρΘεσ 21359/2008 (Συνιστά άνιση δυσμενή μεταχείριση ορισμένων κατηγοριών υπαλλήλων η μη χορήγηση της ειδικής παροχής – επιδόματος των 176 «ευρώ», αφού πρόκειται για γενικευμένη προσαύξηση των απολαβών των υπαλλήλων και κατά συνέπεια, βάσει της αρχής της ισότητος, η ως άνω παροχή πρέπει να επεκταθεί και στους μη λαμβάνοντες αυτήν υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 1565 – 1581. (1473) ΕΣ Ολ. 1273/1996 (Βάσει της συνταγματικής αρχής της ισότητος η σύνταξη αποβιωσάσης πολιτικής συνταξιούχου μεταβιβάζεται στον επιζόντα σύζυγο με τους ιδίους όρους που ισχύουν και στην αντίστροφη περίπτωση. «Ως ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου νοείται και η ισότητα του νόμου ενώπιον των Ελλήνων»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/1996, σ. 573 – 579. (1474) ΣτΕ 2/1998 Τμ. Γ΄ (Καθιέρωση ειδικού μισθολογίου και ειδικών αμοιβών για τους ιατρούς του ΕΣΥ αποκλειομένης της χορηγήσεως σ΄ αυτούς προϋφισταμένων επιδομάτων εκτός των οικογενειακών. Δεν παραβιάζεται η κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητος. Η παραβίαση της αρχής αυτής ελέγχεται από τα δικαστήρια, αλλά όμως πρόκειται για «…έλεγχο ορίων και όχι των καταρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων…»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/2000, σ. 472 – 474. (1475) ΣτΕ 3231/2008 Ολ. (Βάσει της κατά το άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. αρχής της ισότητος κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων επιβάλλεται η «…συμμετοχή αυτών με ίσους όρους στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφαλίσεως, μεταξύ των οποίων και η παροχή εφάπαξ βοηθήματος στους εξ αυτών αποχωρούντες από την ενεργό υπηρεσία». Αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 46 παρ. 2 ζ΄ του Ν. 2084/1992 περί επιβολής ανωτάτου ορίου στο εφάπαξ βοήθημα των συνταξιοδοτουμένων υπαλλήλων της ΔΕΗ, αφού πρόκειται για παροχή αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρος βάσει ασφαλιστικού κεφαλαίου σχηματισθέντος «αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από εισφορές είτε μόνον των ασφαλισμένων είτε και του εργοδότη που τους απασχολεί ανεξάρτητα μάλιστα από το ύψος των εισφορών του εργοδότη»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 369 – 376. (1476) ΑΠ 60/2002 Τμ. Β1 (Άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδική μισθολογική ή συνταξιοδοτική ρύθμιση εισάγουσα αδικαιολόγητη διάκριση εις βάρος ορισμένων υπαλλήλων. Επιδίκαση της παροχής αυτής από τα δικαστήρια και στους παραλειφθέντες υπαλλήλους ή συνταξιούχους χωρίς να παραβιάζεται από αυτά η κατά τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, αφού τα ελληνικά δικαστήρια βάσει των άρθρων 87 παρ. 1 & 2, 93 παρ. 4 και 120 του Συντάγματος είναι υποχρεωμένα να ελέγχουν την συνταγματικότητα των νόμων και να «…εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας…», ούτως ώστε να αποκτά «…ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2003, σ. 252 – 254.

390


5.9.11. (1477) ΑΠ 628/2006 Τμ. Β1 (Υπάλληλοι απασχολούμενοι αποκλειστικά με την χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών και παρακολουθήσαντες σχετικά ειδικά προγράμματα και σεμινάρια χωρίς να είναι ειδικευμένοι υπάλληλοι ανήκοντες οργανικά σε κλάδους πληροφορικής με απαιτούμενους τίτλους σπουδών και μη υπηρετούντες σε νομοθετημένες υπηρεσίες, διευθύνσεις, τμήματα ή κέντρα πληροφορικής ως οι κατά το άρθρο 8 αρ. 211 του Ν. 2470/1997 ειδικευμένοι με τίτλους σπουδών υπάλληλοι. Πρόκειται, συνεπώς, περί ουσιώδους μεταξύ των ανωτέρω υπαλλήλων διαφοράς η οποία «…δεν καθιστά την ειδική αυτή ρύθμιση αντίθετη προς την συνταγματική αρχή της ισότητας»). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2007, σ. 563 – 565. (1478) ΣτΕ 3654/2008 Ολ. (Αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητος η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 περί διετούς παραγραφής των απαιτήσεων των υπαλλήλων ΝΠΔΔ κατά της Υπηρεσίας τους λόγω μη καταβολής αποδοχών και γενικότερα απολαβών, ενώ κατά το άρθρο 44 του ανωτέρω Ν.Δ. οι απαιτήσεις του ΝΠΔΔ κατά τρίτων υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 325 – 328. (1479) ΕιρΚερκύρας 181/2006 («…δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των εργαζομένων, αφού διαφέρει η παρεχόμενη εργασία». Υπάλληλοι ειδικότητος ΤΕ νοσηλευτών, ΔΕ βοηθών νοσηλευτών, ΔΕ ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και ΔΕ φυλάκων ασθενών υπηρετούντες με σχέση ιδιωτικού δικαίου σε Ψυχιατρικό Ίδρυμα στο οποίο λειτουργούν εργαστήρια επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ψυχικά ασθενών δεν δικαιούνται να λάβουν επίδομα δυσμενών συνθηκών εργασίας χορηγούμενο, βάσει του άρθρου 4 παρ. 4Σ΄του Ν. 2817/2000, στο προσωπικό των “Κέντρων Διαγνωστικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης” [Κ.Δ.Α.Υ.] ατόμων με ειδικές ανάγκες). «ΙΟΝΙΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2006, σ. 191 – 195. (1480) ΜονΠρΑθ 2115/2007 Τμ. Εργατικών Διαφορών (Βάσει της αρχής της ισότητος επεκτείνεται και στους δικηγόρους του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας μισθολογική παροχή αυξημένη κατά 20% - 30% ειδικώς για τους δικηγόρους των ΟΤΑ, αφού πρόκειται για προσφορά των ιδίων υπηρεσιών δικηγόρων συνδεομένων με τα ΝΠΔΔ με σχέση έμμισθης εντολής). «ΝΟΜΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», τχ. 7/Ιούλιος 2009, σ. 156 – 164. (1481) ΔΕφΑθ 637/1993 (Αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητος η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 6 του Ν. 1505/1984 περί καταβολής του επιδόματος οικογενειακών βαρών μόνον στον ένα εκ των δύο συζύγων όταν αμφότεροι είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπηρετούν στο δημόσιο τομέα). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1994, σ. 1241 – 1244 με Σχόλιο των Ελπίδος – Άννας Φεταλίδου & Μαρίας Στάμου. (1482) ΣτΕ 1933/1998 Ολ. (Η πρόβλεψη του άρθρου 29 του Ν. 2085/1992 ότι επιβάλλεται η ύπαρξη μιας τουλάχιστον γυναίκας ως μέλους κάθε υπηρεσιακού συμβουλίου αποτελεί θετικό μέτρο υπέρ των γυναικών μη αντιτιθέμενο στην αρχή της ισότητος κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος. Το θετικό αυτό μέτρο πρέπει να καταργηθεί μόλις «επιτευχθούν οι αντικειμενικοί σκοποί στο 391


5.9.11.

5.9.12.

θέμα της ισότητας ευκαιριών και μεταχειρίσεως»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1610 – 1612. (1483) ΣτΕ 7/1999 Τμ. Γ΄ (Η θέσπιση του συστήματος της επιλογής των εκπαιδευτικών μέσω διαγωνισμού «…δεν αντιστρατεύεται την αρχή της ισότητας των ευκαιριών των υποψηφίων…). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 550 – 553. (1484) ΣτΕ 2389/2004 Τμ. Γ΄ (Ενιαίο το κριτήριο κατατάξεως των υπηρετούντων στον Κλάδο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στους βαθμούς του Ν. 2297/1995 που μετετάγησαν ή μονιμοποιήθηκαν μετά την 1η Απριλίου 1986 στον Κλάδο ΠΕ 3 Υπηρεσιών Εξωτερικού. Πρόκειται για κριτήριο αντικειμενικό το οποίο δεν αποβλέπει σε όφελος ή βλάβη ορισμένων από τους υπαλλήλους αυτούς και κατά συνέπεια δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2006, σ. 504 – 505 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1485) ΣτΕ 1906/2004 (Οι αρχές της αξιοκρατίας, της ισότητος και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δεν συνιστούν περιοριστικούς λόγους της μεγάλης ευχερείας του νομοθέτη να μεταβάλλει το υπηρεσιακό καθεστώς των Δ.Υ.). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2317 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος…]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 835 – 838. §§§§§§§§§§ 5.9.12. ΑΡΧΗ ( Ή ΑΡΧΕΣ) ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ (1486) ΕιρΑθ 106/2001 (Επίσχεση εργασίας με ξένα προς την καθυστερούμενη μισθοδοσία κίνητρα είναι καταχρηστική. Η επίσχεση εργασίας εκ μέρους των εργαζομένων είναι άκυρη, αφού δεν έγινε με έγγραφη εξώδικη σαφή δήλωση ώστε να γνωρίζει ο εργοδότης κατά της αρχές της καλής πίστεως τις προβληθείσες αξιώσεις. «…η απλή άρνηση παροχής της εργασίας χωρίς να συνοδεύεται με τη ρητή δήλωση της επίσχεσης και την αιτία, δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2003, σ. 452 – 454. (1487) ΕφΑθ 5690/2005 (Άρθρα 361, 648 επ ΑΚ & 7 Ν. 2112/1920. Βάσει του άρθρου 652 ΑΚ ο εργοδότης, εφ΄ όσον δεν εμποδίζεται από όρο της συμβάσεως εργασίας, δύναται να μεταθέσει εργαζόμενο σε άλλο τόπο όπου ευρίσκεται άλλη θέση εργασίας. Όμως, πρέπει να εκτιμηθούν και οι προσωπικές ανάγκες του υπαλλήλου και το ενδεχόμενο υπάρξεως νεοτέρων σε ηλικία και υπηρεσία υπαλλήλων, διότι, άλλως παραβιάζεται η αρχή της καλής πίστεως κατά το άρθρο 281 ΑΚ). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2009, σ. 571 – 572 [Περίληψη της αποφάσεως].

392


5.9.12.

5.9.13.

5.9.14.

5.9.15.

(1488) ΕΣ 581/2007 Τμ. ΙΙ («…τα όργανα της Διοικήσεως πρέπει να ενεργούν με βάση τις αρχές της καλής πίστεως, της χρηστής διοικήσεως και της προστατευομένης εμπιστοσύνης των δικαιωμάτων…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 384 – 387. §§§§§§§§§§ 5.9.13. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΚΑΛΟΠΙΣΤΩΣ ΕΙΣΠΡΑΧΘΕΝΤΩΝ ΠΟΣΩΝ ΕΚ ΜΙΣΘΩΝ Δ.Υ Ή ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ (1489) ΣτΕ 387/1993 Τμ. Α΄ επταμ. («…κατά γενικήν αρχήν του δικαίου των κοινωνικών ασφαλίσεων… η αναζήτησις των παρανόμως, πλην καλοπίστως ληφθέντων ποσών του συνταξιούχου αποκλείεται μετά την πάροδον ικανού χρόνου από της λήψεως, λόγω των απροβλέπτων οικονομικών συνεπειών τας οποίας θα συνεπήγετο το μέτρον τούτο εις βάρος του λαβόντος». Η αναζήτηση αυτή εκ μέρους του ΙΚΑ είναι δυνατή αν έχει μεσολαβήσει μικρό χρονικό διάστημα, εκτός αν ο λαβών συνταξιούχος «…επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η επιστροφή…εις το ΙΚΑ θα δημιουργήσει εις βάρος του απροβλέπτους δυσμενείς οικονομικάς συνεπείας»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 1994, σ. 407. Σημ. Βλ. και ΕΣ 1198/2004 (αρ.1510). §§§§§§§§§§ 5.9.14. ΑΡΧΗ NON BIS IN IDEM (1490) ΣτΕ Π.Ε. 685/1993 («…κατά γενική αρχή του πειθαρχικού εν ευρεία εννοία δικαίου δεν επιτρέπεται η επιβολή δύο πειθαρχικής φύσεως κυρώσεων για το αυτό αδίκημα/non bis in idem»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1994, σ. 198 – 200. §§§§§§§§§§ 5.9.15. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ( Ή ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΑΡΧΕΣ) (1491) ΔΕφΑθ 906/1994 (Άρνηση της Διοικήσεως να μεταθέσει ιατρό του ΕΣΥ σε θέση νοσηλευτικού ιδρύματος της επιλογής του λόγω μη υπαγωγής του στο πεδίο εφαρμογής του σχετικού άρθρου 43 του Ν. 1759/1988, ενώ αυτός είχε υπηρετήσει σε προβληματικές και άγονες περιοχές επί τετραετία καλύπτοντας τους όρους των προκηρύξεων βάσει των οποίων είχε διορισθεί και σύμφωνα με τις οποίες παρείχετο ρητώς δικαίωμα μεταθέσεως κατά τα ανωτέρω. Η άρνηση της Διοικήσεως να μεταθέσει τον αιτούντα «…έρχεται σε αντίθεση προς τη συνταγματική αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το Κράτος…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 1174 – 1175. (1492) ΔΕφΑθ 1721/2002 (Η αυτοδίκαιη μετάταξη των επί επτά έτη αποσπασμένων υπαλλήλων στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις βάσει του άρθρου 77 του Ν. 2910/2001 δεν προσκρούει στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 938 – 945. 393


5.9.15. (1493) ΕφΑθ 6342/2001 («…σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που εντάσσεται στις θεμελιώδης αρχές της κοινότητας, αποβλέπει να διασφαλίσει τον πολίτη από την απρόβλεπτη μεταβολή καταστάσεων και εννόμων σχέσεων που διέπει το κοινοτικό δίκαιο. Η αρχή αυτή δε, πρέπει να εφαρμόζεται και στο εσωτερικό δίκαιο, γιατί αφορά το ύψος των αποδοχών των εργαζομένων, οι οποίοι δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες, ότι αυτές δεν θα μειωθούν αδικαιολόγητα στο μέλλον… Ακόμη από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που καθιερώνεται με τα άρθρα 1, 26, 73, επ. 81 του Συντάγματος, δεν δεσμεύεται η νομοθετική εξουσία να ρυθμίζει και αναδρομικά με νέους κανόνες δικαίου, κατά τρόπο διαφορετικό, έννομες σχέσεις ή δικαιώματα, που έχουν κτηθεί με βάση προγενέστερους νόμους ή και να τα καταργεί και, περαιτέρω, να προσδίδει σε προϋπάρχοντα περιστατικά έννομες συνέπειες, τις οποίες αυτά δεν είχαν, κατά το προγενέστερο δίκαιο, υπό τον όρο, πάντοτε, ότι η νέα ρύθμιση δεν λύει συντελεσμένες πράξεις της δικαστικής εξουσίας, ούτε προσβάλλει συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα προσέτι δε, έχει χαρακτήρα γενικό και δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητος του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 209 – 212. (1494) ΣτΕ 1472/2007 Τμ. Γ΄ επταμ. («Οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 7 του Ν. 2783/1999 που συμπλήρωσαν το άρθρο 16 παρ. 6 του Ν. 2190/1999 και οι διατάξεις της υπ΄ αριθ. 22/2Γ/2001 Προκηρύξεως του ΑΣΕΠ, ερμηνευόμενες εν όψει και των αρχών της προστατευομένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοικήσεως δεν αποκλείουν να γίνονται αποδεκτά ακόμη και τα καθ΄ υπέρβασιν της οριζομένης προθεσμίας υποβαλλόμενα πιστοποιητικά και δικαιολογητικά, προς απόδειξη της δηλωθείσης ιδιότητος του υποψηφίου, όλως εξαιρετικώς στην περίπτωση κατά την οποία ο υποψήφιος έχει, πάντως, συνυποβάλει εμπροθέσμως και καλοπίστως με την αίτηση για την συμμετοχή του στον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ πιστοποιητικά και δικαιολογητικά τα οποία παρουσιάζουν ελλείψεις, σφάλματα ή πλημμέλειες που οφείλονται αποκλειστικώς σε πταίσμα του εκδόντος αυτά διοικητικού οργάνου»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1267 – 1269. (1495) ΣτΕ 31/2008 Τμ. Γ΄ επταμ. (Άρθρα 103 παρ. 7 & 8 και 118 παρ. 6 του Συντάγματος, Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, Π.Δ. 164/2004. Συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο και άλλα νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα. Οι διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, ως μεταβατικές, είναι συνταγματικώς ανεκτές και δεν αντιβαίνουν προς τις αρχές της ισότητος και της προστατευομένης εμπιστοσύνης. Ειδικότερα, στα πλαίσια της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ «…στην ρήτρα 4 καθιερώνεται η αρχή της μη διάκρισης σύμφωνα με την οποία όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου μόνον επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους…»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2008, σ. 1268 – 1273. (1496) Τριμ ΔΕφΘεσ 1348/2003 (Δεν προσκρούει στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου η αυτοδίκαιη μετάταξη από Υπουργείο σε Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση υπαλλήλου αποσπασμένου σε αυτήν επί επταετία, αφού «…η διατήρηση της ισχύος ενός ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία ατόμων νομοθετικού καθεστώτος δεν αποτελεί κατά το 394


5.9.15.

5.9.16.

Σύνταγμα πρόσκομμα για τη μεταβολή του – ΣτΕ 6/1999»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. 163 – 166. (1497) ΕΣ 581/2007 Τμ. ΙΙ («…τα όργανα της Διοικήσεως πρέπει να ενεργούν με βάση τις αρχές της καλής πίστεως, της χρηστής διοικήσεως και της προστατευομένης εμπιστοσύνης των δικαιωμάτων…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 384 – 387. (1498) ΑΠ 197/2008 Τμ. Β΄ (Η νομοθεσία περί απαγορεύσεως της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου απασχολουμένων στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ, ούτως ώστε αυτοί να μην καθίστανται μισθωτοί αορίστου χρόνου, δεν αντίκειται στην κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 39 – 46. (1499) ΣτΕ 2102/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν αντίκεινται στην αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης οι διατάξεις του Ν. 2470/1997 κατά το μέρος που καταργούν ευνοϊκές για υπαλλήλους, οι οποίοι υπηρετούν ή υπηρέτησαν σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές, ρυθμίσεις και τις αντικαθιστούν με το επίδομα του άρθρου 8 παρ. 5 του νόμου αυτού. Μισθολογικά πλεονεκτήματα προβλεπόμενα βάσει των άρθρων 11 παρ. 1 του Ν. 287/1976 και 9 παρ. 2 του Ν. 2085/1992 και αποβλέποντα στη στελέχωση υπηρεσιών παραμεθορίων και προβληματικών περιοχών εχορηγήθησαν πρωτίστως για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Όμως με την νέα ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 2470/1997 εκρίθη ότι εξυπηρετείται καλύτερα το δημόσιο συμφέρον με συνέπεια την κατάργηση των ευνοϊκών για τους υπαλλήλους αυτούς ρυθμίσεων των άρθρων 11 παρ. 1 του Ν. 287/1976 και 9 παρ. 2 του Ν. 2085/1992. Συνεπώς, πρόκειται για απλή προσδοκία διατηρήσεως των ανωτέρω ευνοϊκών ρυθμίσεων για τους υπαλλήλους εκείνους οι οποίοι εζήτησαν την μετάταξή τους σε υπηρεσίες παραμεθορίων και προβληματικών περιοχών και δεν κωλύεται ο νομοθέτης να τις αντικαταστήσει με την ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 2470/1997). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2068 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1500) ΣτΕ 1906/2004 (Οι αρχές της αξιοκρατίας, της ισότητος και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δεν συνιστούν περιοριστικούς λόγους της μεγάλης ευχερείας του νομοθέτη να μεταβάλλει το υπηρεσιακό καθεστώς των Δ.Υ.). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2317 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος…]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2004, σ. – 838. §§§§§§§§§§ 5.9.16. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (1501) ΣτΕ 472/1997 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Σήμα του Νομάρχη περί αναστολής της λειτουργίας υπηρεσιακών συμβουλίων και επιτρο395


5.9.16.

5.9.17.

5.9.18.

πών είναι αντίθετο προς την αρχή της συνεχείας της δημοσίας υπηρεσίας). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 1089 [Περίληψη της αποφάσεως] ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1534 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1570 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1502) ΣτΕ 2852/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Κατ΄ απόρροιαν της αρχής της συνεχείας των δημοσίων υπηρεσιών ενδεχομένη μεταβολή του φυσικού προσώπου το οποίο ενεργεί ως όργανο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν επηρεάζει τις αρμοδιότητες του οργάνου αυτού). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1061 – 1062 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1503) ΣτΕ 462/2000 Τμ. Ε΄ (Η ψηφοφορία με αλληλογραφία για την ανάδειξη των αιρετών μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων διευρύνει τον αριθμό των δυναμένων να ψηφίσουν ενισχύοντας την καθολικότητα της ψήφου και συμβαδίζει με την αρχή της συνεχούς λειτουργίας που διέπει την δράση της δημοσίας διοικήσεως). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1166 – 1167. (1504) ΣτΕ 3880/2002 Τμ. Δ΄ («…εν όψει και της γενικής αρχής του δημοσίου δικαίου που επιβάλλει τη συνεχή και αδιατάρακτη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών – Ολ. ΣτΕ 957/1978, 2852/2000, 462/2001 κ.ά. – συνάγεται ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη λειτουργία και η εκπλήρωση του κατά νόμο σκοπού των δημοσίων νοσηλευτικών ιδρυμάτων, το προσωπικό ιατρικό, νοσηλευτικό και διοικητικό, πρέπει να παραμένει απερίσπαστο στην εκτέλεση των καθηκόντων του κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας του…»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 1987 – 1989. §§§§§§§§§§ 5.9.17. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΟΧΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (1505) ΕΔΔΑ, Απόφαση της 6.2.2009, “Κοκκίνης”, Προσφυγή αρ. 45769/06 (Ως θεμελιώδης αρχή μιας δημοκρατικής κοινωνίας η αρχή της υπεροχής του δικαίου συνιστά στοιχείο όλων των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 231 – 238 με Σχόλιο της Αθηνάς Πετρόγλου. §§§§§§§§§§ 5.9.18. ΑΡΧΗ ( Ή ΑΡΧΕΣ) ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ (1506) ΔΕφΑθ 133/1993 (Η αρχή «…της χρηστής και εύρυθμης Διοίκησης…επιβάλλει την ταχύτερη δυνατή εκκαθάριση των αμφισβητήσεων που αναφέρονται στο κύρος διοικητικών πράξεων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων, η οποία και δεν πρέπει, προς το συμφέρον της ομαλής λειτουργίας της ίδιας της υπηρεσίας να τελεί για μεγάλο χρονικό διάστημα σε εκκρεμότητα»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 11 – 114. 396


5.9.18. (1507) ΔΕφΑθ 2780/1999 (Έκδοση δικαστικής αποφάσεως ακυρωτικής πράξεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου περί επιλογής προϊσταμένου υπηρεσιακής μονάδος. Υποχρέωση της Διοικήσεως προς συμμόρφωση «…και με θετικές ενέργειες… εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος». Πάροδος τριετίας ανενέργητης από την πλευρά της Διοικήσεως και προβολή εκ μέρους της του ισχυρισμού, ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι, πλέον, ο υπάλληλος δεν έχει έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης. Αυτή η μεθόδευση της Διοικήσεως συνιστά «…υπαίτια και καταχρηστική συμπεριφορά» κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της καλής ασκήσεως της διακριτικής ευχερείας»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 863 – 867. (1508) ΣτΕ 3903/2000 Τμ. Γ΄ (Πρόβλεψη αποκλειστικής προθεσμίας σε προκήρυξη του ΑΣΕΠ για την υποβολή δικαιολογητικών. «…εκ των αρχών της χρηστής διοικήσεως επιβάλλεται σε περίπτωση που είναι αδύνατη η προσκόμιση ορισμένου πιστοποιητικού ή σε περίπτωση αμφισβητήσεως από την Διοίκηση του περιεχομένου υπεύθυνης δηλώσεως, να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο μια σύντομη προθεσμία προκειμένου να αποδείξει με πρόσφορα στοιχεία το περιεχόμενο υπεύθυνης δηλώσεως βλ. ΣτΕ 3082/1993, 764/2000»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2002, σ. 68 – 72. (1509) ΔΕφΑθ 2079/2002 (Αποκλεισμός υποψηφίου για διορισμό λόγω μη συμπληρώσεως τετραγωνιδίου του εντύπου της αιτήσεως σχετικά με επαγγελματικό του προσόν, ενώ το αποδεικτικό υπάρξεως αυτού του προσόντος έχει επισυναφθεί στην ως άνω αίτηση. Το ΑΣΕΠ στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση με τα δικαιολογητικά είχε τη δυνατότητα αμέσου ελέγχου αυτών και συνεπώς, κατά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως προέβη στον αποκλεισμό του υποψηφίου). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 390 – 392. (1510) ΕΣ 1198/2004 Τμ. ΙΙ («…κατά πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης η μετά πάροδο μακρού χρόνου αναζήτηση χρηματικών ποσών που εισπράχθηκαν παράνομα από αποδοχές ή συντάξεις, εφόσον αυτοί που έλαβαν τα εν λόγω ποσά βρίσκονται σε καλή πίστη, η δε επιστροφή τους δημιουργεί σ΄ αυτούς απρόβλεπτες οικονομικές δυσχέρειες, οι οποίες μπορεί να έχουν άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης αυτών και των τυχόν οικογενειών τους»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 804 – 806. (1511) ΣτΕ 1629/1999 (Δεν αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοικήσεως η διεξαγωγή δεύτερης ένορκης διοικητικής εξετάσεως με βάση νεότερα στοιχεία). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 1120 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1512) ΣτΕ 764/2000 Τμ. Γ΄ (Αντίθετος προς τις αρχές της χρηστής διοικήσεως ο αποκλεισμός από τον πίνακα κατατάξεως του ΑΣΕΠ υποψηφίας για μη προσκόμιση φωτοαντιγράφου δελτίου ταυτότητος, αφού είχε προσκομισθεί με την ένσταση βεβαίωση περί καταθέσεως δικαιολογητικών για την έκδοση δελτίου ταυτότητος). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1031 [Περίληψη της αποφάσεως]. 397


5.9.18. (1513) ΣτΕ 1870/2003 Τμ. Γ΄ (Εν όψει ακυρώσεως με απόφαση Διοικητικού Εφετείου της παραλείψεως της Διοικήσεως να αποφανθεί επί αιτήματος διαγραφής δυσμενών φράσεων από φύλλο αξιολογήσεως, τα αρμόδια κατά το άρθρο 79 του Ν. 2594/1998 όργανα όφειλαν, βάσει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, να αναβάλουν την κρίση για προαγωγή διοικητικού υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1260 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1514) ΣτΕ 1472/2007 Τμ. Γ΄ επταμ. («Οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 7 του Ν. 2738/1999 που συμπλήρωσαν το άρθρο 16 παρ. 6 του Ν. 2190/1999 και οι διατάξεις της υπ΄ αριθ. 22/2Γ/2001 Προκηρύξεως του ΑΣΕΠ, ερμηνευόμενες εν όψει και των αρχών της προστατευομένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοικήσεως δεν αποκλείουν να γίνονται αποδεκτά τα ακόμη και τα καθ΄ υπέρβασιν της οριζομένης προθεσμίας υποβαλλόμενα δικαιολογητικά, προς απόδειξη της δηλωθείσης ιδιότητος του υποψηφίου, όλως εξαιρετικώς στην περίπτωση κατά την οποία ο υποψήφιος έχει, πάντως, συνυποβάλει εμπροθέσμως και καλοπίστως με την αίτηση για την συμμετοχή του στον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ πιστοποιητικά και δικαιολογητικά τα οποία παρουσιάζουν ελλείψεις, σφάλματα ή πλημμέλειες που οφείλονται αποκλειστικώς σε πταίσμα του εκδόντος αυτά διοικητικού οργάνου»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2007, σ. 1267 – 1269. (1515) ΕΣ 581/2007 Τμ. ΙΙ («…τα όργανα της Διοικήσεως πρέπει να ενεργούν με βάση τις αρχές της καλής πίστεως, της χρηστής διοικήσεως και της προστατευομένης εμπιστοσύνης των δικαιωμάτων…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 384 – 387. (1516) ΔΕφΛαρ 56/2006 Τμ. Α΄ Τριμ. (Οι «…αρχές της χρηστής διοίκησης… επιβάλλουν στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου που επικρατεί…»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/2006, σ. 807 – 811. (1517) ΔΕφΑθ 478/2006 Η΄ Τμήμα, Ακυρωτικός Σχηματισμός (Άρθρα 123 & 149 Υ.Κ. – Ν. 2683/1999. Υποβολή παραιτήσεως και πειθαρχική εκκρεμοδικία. Κατ΄ αρχήν ενδεικτικές οι προθεσμίες για την Δημοσία Διοίκηση σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας – Ν. 2690/1999. «Η υποβολή από τον υπάλληλο παραίτησης από την υπηρεσία, δεν επάγεται καμία συνέπεια στην υπηρεσιακή κατάσταση αυτού, ούτε δημιουργεί υποχρέωση της Διοικήσεως, εάν γίνει μετά την έναρξη πειθαρχικής δίωξης και ενόσω εκκρεμεί η πειθαρχική δίκη ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου, ή εάν μετά την υποβολή της παραιτήσεως, εντός διμήνου και πριν αυτή γίνει αποδεκτή ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου βλ. ΣτΕ 1741/2000, 4569/1995 κ.ά.. Εξάλλου, αν η παραίτηση υποβληθεί πριν από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης και δεν εκδικασθεί μέσα σε έξι μήνες τότε ο υπάλληλος δικαιούται να υποβάλλει νέα αίτησης παραίτησης. Αντίθετα, οι άνω διατάξεις δεν δίνουν τέτοιο δικαίωμα στην περίπτωση που η πειθαρχική δίωξη έχει ασκηθεί πριν από την υποβολή της παραίτησης, οπότε ο υπάλληλος έχει δυνατότητα υποβολής νέας αίτησης, αφού εκδοθεί απόφαση και περατωθεί με τον τρόπο αυτό η εκκρεμοδικία. Όμως, για να μην εγκλωβίζεται ο υπάλληλος επί μακρόν και να έχει την δυνατότητα να υποβάλει νέα αίτηση παραίτησης για να αποχωρήσει από την υπηρεσία, η απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, στην περίπτωση 398


5.9.18.

5.10.

αυτή, σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας, πρέπει να εκδοθεί εντός ευλόγου χρόνου από την υποβολή της παραιτήσεως, ο οποίος κρίνεται από το Δικαστήριο, αφού ληφθούν υπόψη οι εκάστοτε συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2007, σ. 1213 – 1216. §§§§§§§§§§ 5.10. ΝΟΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ ( Ή ΑΛΛΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ)

ΤΟΥ

ΔΗΜΟΣΙΟΥ

(1518) ΕΣ 28/1994 Κλιμάκιο Α΄ (Περιορισμός του ύψους συντάξεως παρεχομένης από το Δημόσιο είναι δυνατός, αφού το δικαίωμα στη σύνταξη είναι ενοχικό και ως εκ του δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, ενώ η προστατευτική των περιουσιακών δικαιωμάτων διάταξη του άρθρου 1 εδ. α΄ του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν δύναται να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση αυτή ως αντίθετη προς τις διατάξεις του ανωτέρου άρθρου του Συντάγματος. Συνεπώς, ο κοινός νομοθέτης έχει την εξουσία να περιορίζει το ύψος συντάξεως παρεχομένης από το Δημόσιο επικαλούμενος λόγους γενικοτέρου κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 1994, σ. 439 – 441. (1519) ΔΕφΑθ 413/1995 (Άρθρα 110 παρ. 1 Ν. 1892/1990, 1 παρ. 2, 8 Ν. 3030/1945, 5 παρ. 1, 6 παρ. 1, 8, 9 παρ. 1, 10 Π.Δ. 100/1992 & 32 Υ.Κ – Π.Δ. 611/1997. Διενέργεια διαγωνισμού για την πρόσληψη αγροφυλάκων και σύνταξη του σχετικού πίνακος επιτυχίας δημοσιευθέντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Υποχρεωτική η βάση του πίνακος αυτού πρόσληψη και η άρνηση της Διοικήσεως να προβεί στο διορισμό εντός 15 ημερών από της ανωτέρω δημοσιεύσεως συνιστά παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας της. Η επίκληση εκ μέρους της Διοικήσεως λόγων δημοσίου συμφέροντος για αναστολή των διορισμών αυτών προκειμένου να εκσυγχρονισθεί ο τομέας της αγροφυλακής αποτελεί υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχερείας της «λόγω παρατάσεως του εκσυγχρονισμού επί τέσσερα περίπου έτη»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1382 – 1383. (1520) ΔΕφΑθ 700/1995 (Το επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών χορηγείται στους δημοσίους υπαλλήλους μόνον όταν η απασχόλησή τους «…είναι συναφής με το περιεχόμενο των μεταπτυχιακών τους σπουδών» και (δ)εν συνδέεται… ούτε με το είδος και το ύψος των αποδοχών των δικαιούχων, ούτε με τον κλάδο και την κατηγορία τους». Στο ειδικό και ευνοϊκότερο για τους γιατρούς του ΕΣΥ μισθολόγιο δεν προβλέπεται επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών κατά παράβαση της κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητος. Πρέπει να αναγνωρισθεί και σ΄ αυτούς αντίστοιχο δικαίωμα λήψεως επιδόματος, αφού η εξαίρεσή τους «…δεν δικαιολογείται από τη συνδρομή ή άλλη ειδική σκοπιμότητα». Ως ανωτέρω εκρίθη και στις αποφάσεις 2166/1991, 618/1992, 1472/1992, 905/1993, 2269/1993 του ιδίου Δικαστηρίου. Αντιθέτως εκρίθη, στην απόφαση 301/1991 του ΔΕφΘεσ). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1386 – 1387.

399


5.10. (1521) ΔΕφΑθ 1754/1999 (Παράνομη και ανακλητέα μετάταξη υπαλλήλου σε μη ομοιόβαθμη θέση άλλου κλάδου της Υπηρεσίας του. Είναι δυνατόν και μετά την πάροδο της κατά τον Α.Ν. 261/1968 πενταετίας να ανακληθεί η παράνομη πράξη «…όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 339 – 346. (1522) ΕφΔωδ 209/1989 («…η δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος θεσπιζόμενη αρχή της ισότητος των πολιτών ενώπιον του νόμου υπό την έννοια της ομοίας μεταχειρίσεως αυτών υπό του νομοθέτου δεν αποκλείει την δια κανόνων δικαίου ρύθμισιν των καθ΄ έκαστον θεμάτων κατά κατηγορίας υποθέσεων ή προσώπων ή και μεμονωμένων τοιούτων, όταν τούτο επιβάλλεται εκ λόγων προστασίας του κοινωνικού και γενικώτερον του δημοσίου συμφέροντος η δε θεσπιζομένη εξαίρεσις δεν τελεί εις αντίθεσιν προς το γενικόν περί δικαίου συναίσθημα, Ολ ΑΠ4/87 Νο Β 36, 71, ΑΠ 72/79, Νο Β 27, 1076»). «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ», τόμ. 1, τχ. 1, 1994 σ. 60 – 64. (1523) ΣτΕ 2346/2000Τμ.Γ΄ (Χάριν του δημοσίου συμφέροντος η αναδιάρθρωση της μεταφραστικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών βάσει του άρθρου 19 του Ν. 2594/1998 και η προβλεπομένη σχετικώς επιλογή των μεταφραστών από πίνακα επιτυχίας μετά από διαγωνισμό. Δεν θίγεται το δικαίωμα των μεταφραστών να επιλέγουν ελεύθερα την επαγγελματική τους απασχόληση και κατά συνέπεια δεν έχει έδαφος εφαρμογής το άρθρο 5 του Συντάγματος, αφού μόνη συνέπεια της αναδιαρθρώσεως αυτής είναι η υποχρέωση των μεταφραστών να μετάσχουν στον γενικώς ισχύοντα αξιοκρατικό κανόνα της γραπτής δοκιμασίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1133 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1524) ΣτΕ 3249/1999 Τμ. Γ΄ (Σκοπός της δυνητικής θέσεως σε αργία είναι η απομάκρυνση του δημοσίου υπαλλήλου για λόγους υπηρεσιακού ή δημοσίου συμφέροντος όταν διώκεται ποινικώς για σοβαρά αδικήματα τα οποία επισύρουν έκπτωση και μέχρις ότου εκκαθαρισθεί η υπόθεση). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1148 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1525) ΕφΑθ 6342/2001 («Η συνδρομή… του κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 209 – 212. (1526) ΣτΕ ΕπΑν 185/2004 Τμ. Γ΄ («Οι διοικητικές πράξεις που αναφέρονται στην υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών … συνάπτονται αμέσως προς την ομαλή λειτουργία της δημοσίας υπηρεσίας και ως εκ τούτο, κατ΄ αρχήν, η άμεση εκτέλεσή τους επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1117 – 1118. (1527) ΣτΕ ΕπΑν 260/2004 Τμ. Γ΄ («Οι πράξεις των οποίων ζητείται η αναστολή εκτελέσεως, αφορούν την αποδοχή παραίτησης βοηθού νομάρχη, δηλαδή οργάνου διοίκησης οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, και από τη φύση τους συνάπτονται με την ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και, συνεπώς, δεν επιτρέπεται κατ΄ αρχήν για λόγους δημοσίου συμφέροντος να 400


5.10. ανασταλεί η εκτέλεσή τους, εκτός αν αποδειχθεί ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης βλ. Ε.Α. 74/2004, 710/2002»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1119. (1528) ΣτΕ ΕπΑν 263/2004 Τμ. Γ΄ («Οι διοικητικές πράξεις που αναφέρονται στην υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού του Δημοσίου ανεξαρτήτως της φύσεως της σχέσεως με την οποία αυτό υπηρετεί, συνάπτονται άμεσα με την ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και για το λόγο αυτό η άμεση εκτέλεσή τους επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Δεν υπόκεινται, συνεπώς, οι πράξεις αυτές σε αναστολή εκτελέσεως εκτός αν, λόγω της συνδρομής εξαιρετικών λόγων, η άμεση εκτέλεσή τους δύναται να προκαλέσει, στον αιτούντα βλάβη σοβαρή και ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, οπότε επιτρέπεται να χορηγηθεί κατ΄ εξαίρεση αναστολή εκτελέσεως, ύστερα από συνεκτίμηση των αναγκών της υπηρεσίας»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1119. (1529) ΣτΕ 1768/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Διετής παραγραφή αξιώσεων υπαλλήλων ΝΠΔΔ έναντι αυτών βάσει του άρθρου 48 παρ. 3 του ΝΔ 496/1974. Πενταετής παραγραφή αξιώσεων ΝΠΔΔ έναντι των υπαλλήλων τους βάσει του άρθρου 44 παρ. 1 του ΝΔ 496/1974. «Δεν αντιτίθεται προς την αρχή της ισότητος… η θέσπιση διαφόρου χρόνου παραγραφής ως προς τις αξιώσεις των ΝΠΔΔ κατά των υπαλλήλων τους, διότι τούτο συνάπτεται με γενικότερο λόγο δημοσίου συμφέροντος που συνιστά η προστασία της περιουσίας των ΝΠΔΔ και της οικονομικής τους καταστάσεως στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες πρβλ. ΑΠ 11/2003 Ολομ.»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1214 – 1216. (1530) ΕΔΔΑ, Απόφαση της 25.6.2009, Υπόθ. “Ζουμπουλίδης”, Προσφυγή αρ. 36963/06 («…μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν είναι δυνατόν να αφομοιωθεί ολοκληρωτικά σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον…», ούτως ώστε σε συγκεκριμένη περίπτωση να δικαιολογείται παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη και ως εκ τούτου και των δικαιωμάτων του υπαλλήλου). i) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ.374 – 381. ii) «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 883 – 890. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1173 – 1182. Σημ. Βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, ΠΕΤΡΟΓΛΟΥ (Αθ.) “Το ανίσχυρο των προνομίων υπέρ του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ.” στο ανωτέρω (i) περιοδικό, 2009, σ. 369 – 373 με εκτενή σχολιασμό της αποφάσεως αυτής προς την οποία δεν συμφωνεί η απόφαση ΑΕΔ 9/2009 (βλ. ανωτέρω αρ. 1371 ή – συνοπτικότερα – κατωτέρω αρ. 1531). (1531) ΑΕΔ 9/2009 (Δεν αντίκειται προς την συνταγματική αρχή της ισότητος νομοθετική ρύθμιση προβλέπουσα διετή παραγραφή των μισθολογικής φύσεως απαιτήσεων των υπαλλήλων των Ν.Π.Δ.Δ. κατά της Υπηρεσίας τους, ενώ για τις απαιτήσεις των Ν.Π.Δ.Δ. κατά των τρίτων προβλέπεται πενταετής παραγραφή, αφού τούτο υπαγορεύεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος). i) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 392 – 401 με Σχόλιο του περιοδικού.

401


5.10. ii) «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 836 – 840 με εκτενή Σχόλια των α) Χριστίνας Διβάνη και β) Γεωργίου Πατρικίου. iii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1157 – 1162. (1532) ΣτΕ 1663/2009 (Δεν είναι δυνατόν μόνον το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου να ταυτισθεί με το δημόσιο συμφέρον»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1157 – 1162. (1533) ΕΣ Ολ. 650/1999 (Μεταβίβαση συνταξιοδοτικού δικαιώματος εξαρτώμενη εκ του φύλου. Ο νομοθέτης οφείλει να προβαίνει «… σε ισόνομη ρύθμιση των ομοίων…» εκτός αν συντρέχουν λόγοι γενικοτέρου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος η συνδρομή των οποίων ελέγχεται δικαστικώς βάσει του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/2000, σ. 229 – 236. (1534) ΠολΠρΑθ 65/2004 (Παραβίαση απορρήτου δια της ηλεκτρονικής διαρρήξεως του μυστικού κωδικού προσβάσεως σε ηλεκτρονικό αρχείο επιστολών γενομένη για «…τη διαφύλαξη δικαιολογημένου ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος που σχετίζεται με την Συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» συνεπάγεται άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως αυτής. Επιτρεπτή η κατά τα ανωτέρω δημοσίευση “…αληθών ειδήσεων και σχολίων…” στον περιοδικό τύπο»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/2004, σ. 731 – 760. (1535) ΕΔΔΑ, Απόφαση της 22.5.2008, Υπόθ. “Μεϊδάνης”, Προσφυγή αρ. 33977/06 («…μόνο το ταμιευτικό συμφέρον του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν μπορεί να εξομοιωθεί με δημόσιο ή γενικό συμφέρον…»). i) «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙΙ/2008, σ. 1129 – 1142 με εκτενές Σχόλιο της Σοφίας Μητσιοπούλου. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1226 – 1233. (1536) ΣτΕ 3231/2008 Ολ. (Πρέπει να γίνεται δίκαιη στάθμιση μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος του ατόμου για την καταβολή της ασφαλιστικής παροχής. Αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 46 παρ. 2 περ. ζ΄ του Ν. 2084/1992 περί επιβολής ανωτάτου ορίου στο εφάπαξ βοήθημα των συνταξιοδοτουμένων υπαλλήλων της ΔΕΗ, αφού πρόκειται για παροχή αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρος). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 369 – 376. (1537) ΣτΕ 1777/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Διάθεση σε γραφείο βουλευτή υπαλλήλου του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, βάσει της 19/1990 Πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου κυρωθείσης με το άρθρο 6 του Ν. 1878/1990, μετά από απόσπαση στο Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως. Στον ανωτέρω υπάλληλο δεν χορηγείται ειδική πρόσθετη αμοιβή, βάσει του άρθρου 5 παρ. 4 του Ν. 2229/1994 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24 του Ν. 2300/1995 και της Δ16/07/635/Β/10.8.1995 κοινής υπουργικής αποφάσεως, αφού πρόκειται για αμοιβή χορηγουμένη σε υπαλλήλους του Υπουργείου Δημοσίων Έργων οι οποίοι πράγματι συμβάλλουν στην «έγκαιρη εκτέλεση των δημοσίων έργων χάριν του δημοσίου συμφέροντος»). 402


5.10. «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 2007, σ. 661 – 664. (1538) ΔΕφΑθ 1105/1999/Τμ. Α6 (Άδεια κυήσεως και λοχείας. Για «υπέρτατους λόγους δημοσίου συμφέροντος» ο χρόνος της άδειας αυτής δεν συνυπολογίζεται στο χρόνο διδακτικής εμπειρίας εκπαιδευτικού). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 882 – 883. (1539) ΜονΠρΑθ 10519/2001 (Ασφ.μ.) («Η λειτουργία ραδιοτηλεοπτικών σταθμών αποτελούσα αντικείμενο εντόνου κρατικού ενδιαφέροντος, ανάγεται σε θέμα γενικότερου δημοσίου συμφέροντος. Η έννοια του γενικού συμφέροντος, στην περίπτωση αυτή ταυτίζεται με τις αρχές… του άρθρου 15 Σ (αντικειμενικότητα, πολυμέρεια, υψηλή ποιοτική στάθμη) αφ΄ ετέρου δε παραπέμπει στην έννοια της δημοσίας υπηρεσίας, αντικείμενο της οποίας καθίσταται με το άρθρο αυτό (15Σ) και η ραδιοτηλεοπτική εκπομπή. Πολύ πιο διακριτική, αλλ΄ εξ ίσου προβληματική είναι η παρεμβολή της έννοιας του γενικού συμφέροντος ιδίως όταν τίθενται ζητήματα σχετικά με τις εκφάνσεις της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ ή της προσωπικής ελευθερίας (παρ. 3). Οι ειδικότερες μορφές της προσωπικής ελευθερίας σύμφωνα με το περιεχόμενο της παρ. 3 άνω άρθρου 5 Σ ταξινομούνται σε δύο μέρη : α. Στην «προσωπική ασφάλεια» και β. στην «προσωπική ελευθερία»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 540 – 542. (1540) ΣτΕ 869/2002 Τμ. Δ΄ (Από τα άρθρα 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι στην περίπτωση οργανισμών και δημοσίων επιχειρήσεων που δεν ασκούν «αρμοδιότητες αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ως έκφραση κυριαρχίας πρβλ. Ολ ΣτΕ 1934/1998» είναι δυνατή η μετατροπή τους «χάριν του δημοσίου συμφέροντος» από ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ – πρβλ. Ολ ΣτΕ 3818/1997, 1999/2000). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 2098 – 2100. (1541) ΣτΕ 985/2005 Τμ. Γ΄ (Υποχρέωση των δημοσίων υπαλλήλων προς υποβολή δηλώσεως μεταβολών περιουσιακών στοιχείων προκειμένου να ελέγχονται από τη Διοίκηση. «0 έλεγχος αυτός διενεργείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος συνισταμένου, τόσο στην προάσπιση της διαφάνειας και την καταπολέμηση της διαφθοράς…, όσο και στην ενίσχυση του κύρους του δημοσιοϋπαλληλικού σώματος από αόριστες και αβάσιμες καταγγελίες εναντίον του…»). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 1686 – 1689. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2006, σ. 854 – 855 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1542) ΣτΕ 2102/2004 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν αντίκεινται στην αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης οι διατάξεις του Ν. 2470/1997 κατά το μέρος που καταργούν ευνοϊκές για υπαλλήλους, οι οποίοι υπηρετούν ή υπηρέτησαν, σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές, ρυθμίσεις και τις αντικαθιστούν με το επίδομα του άρθρου 8 παρ. 5 του νόμου αυτού. Μισθολογικά πλεονεκτήματα προβλεπόμενα βάσει των άρθρων 11 παρ. 1 του Ν. 287/1976 και 9 παρ. 2 του Ν. 2085/1992 και αποβλέποντα στη στελέχωση υπηρεσιών παραμεθορίων και προβληματικών περιοχών εχορηγήθησαν πρωτίστως για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Όμως με την νέα ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 2470/1997 εκρίθη ότι εξυπηρετείται καλύτερα το δημόσιο συμφέρον με συνέπεια την κατάργηση των ευνοϊκών 403


5.10. για τους υπαλλήλους αυτούς ρυθμίσεων των άρθρων 11 παρ. 1 του Ν. 287/1976 και 9 παρ. 2 του Ν. 2085/1992. Συνεπώς, πρόκειται για απλή προσδοκία διατηρήσεως των ανωτέρω ευνοϊκών ρυθμίσεων για τους υπαλλήλους εκείνους οι οποίοι εζήτησαν την μετάταξή τους σε υπηρεσίες παραμεθορίων και προβληματικών περιοχών και δεν κωλύεται ο νομοθέτης να τις αντικαταστήσει με τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 2470/1997). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 2068 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1543) ΤρΠλημΣπάρτης 354, 367/2006 (Η διάταξη του άρθρου 235 του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του Ν. 2502/2000 με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας δημοσίων υπαλλήλων των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως «προστατεύει αποκλειστικά το γενικό συμφέρον του κράτους για την έννομη, καθαρή και ακέραιη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών του…»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2007, σ. 725 – 728. (1544) ΣτΕ 2590/2004 (Ο κοινός νομοθέτης δύναται να εισάγει διαφοροποιήσεις στο υπηρεσιακό καθεστώς των Δ.Υ. τροποποιώντας ισχύουσες ρυθμίσεις, ακόμη και αν θίγονται δικαιώματα ή συμφέροντα, εφ΄ όσον πρόκειται για νέα ρύθμιση, γενική, απρόσωπη και αντικειμενική, υπαγορευόμενη από λόγους δημοσίου συμφέροντος). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2317 [Σχόλιο σε άρθρο, βλ. κατωτέρω, ΑΡΘΡΑ, Μ. Πικραμένος…]. §§§§§§§§§§ 5.11. ΝΟΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ ( Ή ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ) (1545) ΔΕφΑθ 133/1993 (Η αρχή «…της χρηστής και εύρυθμης Διοίκησης… επιβάλλει την ταχύτερη δυνατή εκκαθάριση των αμφισβητήσεων που αναφέρονται στο κύρος διοικητικών πράξεων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων, η οποία και δεν πρέπει, προς το συμφέρον της ομαλής λειτουργίας της ίδιας της υπηρεσίας να τελεί για μεγάλο χρονικό διάστημα σε εκκρεμότητα»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 111 – 114. (1546) ΣτΕ 3506/1995 Τμ. Γ΄ (Ανάκληση τοποθετήσεων για τις οποίες γνωμοδότησε το υπηρεσιακό συμβούλιο. Επίκληση ως λόγου ανακλήσεως απλώς και αορίστως της θέσεως σε ισχύ του νέου Οργανισμού του οικείου Υπουργείου χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, δεν επιτρέπει την συναγωγή τεκμηρίου ότι η ανάκληση αυτή έγινε για τις ανάγκες και το συμφέρον της υπηρεσίας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 245 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1547) ΔΕφΑθ 649/2002 (Η επιβολή του μέτρου της δυνητικής αργίας δεν συναρτάται, κατά νόμον, ούτε από το είδος των αποδεικτικών στοιχείων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής τους δυνάμεως, ούτε από την αποδοχή, ή μη, του παραπτώματος από τον υπάλληλο, ούτε από το ύψος της πειθαρχικής ποινής για παρόμοιο στο παρελθόν τελεσθέν παράπτωμα, αλλά «μόνο από το 404


5.11.

5.12.

αν το συμφέρον της υπηρεσίας επιβάλλει την άμεση απομάκρυνση του πειθαρχικώς διωκομένου υπαλλήλου»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2003, σ. 1483 – 1486. (1548) ΕΣ 1359/2002 ΙΙ (Άρθρα 62 περ. β΄ & 64 παρ. 1 Π.Δ. 166/2000. Δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητος κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω ποινικής καταδίκης για δωροληψία υπαλλήλου έχοντος θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, αφού πρέπει να προστατευθούν τα ηθικά και υλικά συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2005, σ. 258 – 260. (1549) ΣτΕ 3249/1999 Τμ. Γ΄ (Σκοπός της δυνητικής θέσεως σε αργία είναι η απομάκρυνση του δημοσίου υπαλλήλου για λόγους υπηρεσιακού ή δημοσίου συμφέροντος όταν διώκεται ποινικώς για σοβαρά αδικήματα τα οποία επισύρουν έκπτωση και μέχρις ότου εκκαθαρισθεί η υπόθεση). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1148 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1550) ΣτΕ 4022/2000 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 69 παρ. 1 Ν. 2071/1992. Η απόφαση για την πλήρωση κενής θέσεως του κλάδου ιατρών του ΕΣΥ με προκήρυξη εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως κατόπιν εκτιμήσεως των αναγκών και του συμφέροντος της υπηρεσίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1152 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1551) ΣτΕ 3701/1996 Τμ. Γ΄ (Εναπόκειται στη Διοίκηση η απόφαση περί πληρώσεως υφισταμένης κενής θέσεως Γενικού Διευθυντή, αφού εκτιμήσει τις ανάγκες και το συμφέρον της υπηρεσίας. Αν εκινήθη η σχετική διαδικασία, μόνον για εν τω μεταξύ ανακύψαντες αποχρώντες υπηρεσιακούς λόγους είναι δυνατή η αναστολή της). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1145 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 5.12. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ Ή ΦΟΡΕΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ( Ή ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ / ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΡΧΗΣ / ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ) (1552) ΔΕφΛαρ 265/1998 («Τα κέντρα υγείας αποτελούν αυτοτελείς αρχές έναντι του νοσοκομείου στο οποίο ανήκουν»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 634 – 636 & 2000, 106 – 107. (1553) ΜονΔΠρΑθ 2129/2000 («…στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται κατά κύριο λόγο, εκείνες οι διαφορές που πηγάζουν από πράξεις των οργάνων του δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, οι οποίες ενέχουν άσκησης δημοσίας εξουσίας…»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 659 – 661. (1554) ΣτΕ 472/1997 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Το πειθαρχικό συμβούλιο «συνιστά ιδία αρχή»). 405


5.12. i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 1089 [Περίληψη της αποφάσεως] & 1999, σ. 914 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1534 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1570 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1555) ΑΠ 18/2000 Τμ. Β1 (Άρθρα 15 & 21 Ν. 3030/1954, 2 παρ. 1 Ν. 340/1976, 9 Ν. 1481/1984. Οι αναπληρωτές αγροφύλακες έχουν τις ίδιες «αρμοδιότητες και υποχρεώσεις διοικητικής και δικαστικής αστυνομίας με τους αγροφύλακες… και αφορούν κυρίως τη φύλαξη των αγροτικών κτημάτων και βεβαίωση των αγροτικών αδικημάτων». Πρόκειται για την κάλυψη διαρκών και μονίμων αναγκών της «αγροτικής ασφαλείας» συνδεομένων «με την άσκηση δημοσίας εξουσίας»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 728 – 730. (1556) ΣτΕ 2852/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Κατ’ απόρροιαν της αρχής της συνεχείας των δημοσίων υπηρεσιών ενδεχομένη μεταβολή του φυσικού προσώπου το οποίο ενεργεί ως όργανο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν επηρεάζει τις αρμοδιότητες του οργάνου αυτού). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1061 – 1062 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1557) ΣτΕ 2546/2002 Τμ. Δ΄ (Από την αρχή της εδαφικότητος κατά την άσκηση της κρατικής κυριαρχίας προκύπτει ότι ο έλληνας νομοθέτης θεσπίζει αρμοδιότητες και τις αναθέτει μόνον σε ελληνικές δημόσιες αρχές γενικώς και σε ελληνικά κρατικά όργανα γενικώς και όχι σε αλλοδαπές δημόσιες αρχές ή αλλοδαπά κρατικά όργανα). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1063 – 1064 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1558) ΣτΕ 2547/2002 Τμ. Δ΄ επταμ. (Από την αρχή της εδαφικότητος κατά την άσκηση της κρατικής κυριαρχίας απορρέει ότι οι νόμοι του ελληνικού κράτους δύνανται να θεσπίζουν αρμοδιότητες οι οποίες ανατίθενται αποκλειστικώς σε ελληνικά κρατικά όργανα εν γένει και όχι σε αλλοδαπές δημόσιες αρχές ή αλλοδαπά κρατικά όργανα). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1203 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1559) ΣτΕ 2844/2003 Τμ. Γ΄ (Τα περιφερειακά ιατρεία λειτουργούν ως αποκεντρωμένες μονάδες των κέντρων και τα κέντρα υγείας ως αποκεντρωμένες οργανικές μονάδες των νοσοκομείων στα οποία έχουν υπαχθεί βάσει του Ν. 2194/1994. Τα περιφερειακά ιατρεία και τα κέντρα υγείας δεν αποτελούν αυτοτελείς δημόσιες αρχές, αλλά οργανικές μονάδες ενταγμένες σε μια ενιαία δημοσία αρχή που είναι το νοσοκομείο υπαγωγής τους). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1261 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1560) ΣτΕ 944/1999 Τμ. Ε΄ [Παραπομπή στην Ολομέλεια] («…το κρατούν… σύστημα της ουδετέρας και επαγγελματικής Διοικήσεως…). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/1998, σ. 83 – 89. Σημ. Η ημέρα πραγματικής κυκλοφορίας του ανωτέρω τεύχους ανάγεται στο έτος 1999. §§§§§§§§§§

406


5.13. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ (& ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ)

ΤΗΣ

ΔΗΜΟΣΙΑΣ

(1561) ΑΠ 1253/2002 («…οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν κατά τη σύναψη Σ Σ Ε νομοθετική [κανονιστική] εξουσία παραχωρούμενη σ΄ αυτές από την …διάταξη του άρθρου 22 παραγρ. 2 του Συντάγματος, δηλαδή είναι φορείς δημοσίας εξουσίας, κατά παραχώρηση από το Κράτος…»). «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2002, σ. 1633 – 1637. (1562) ΜονΔΠρΑθ 2129/2000 («…στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται κατά κύριο λόγο, εκείνες οι διαφορές που πηγάζουν από πράξεις των οργάνων του δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, οι οποίες ενέχουν άσκηση δημοσίας εξουσίας, με προέχον δηλαδή στοιχείο την επιβολή της υπέρτερης μονομερούς βουλήσεως του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ.»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2001, σ. 659 – 661. (1563) ΑΠ 148/1992 Τμ. Ε΄ («…ο υπάλληλος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δεν ευθύνεται έναντι τρίτων δια πράξεις ή παραλείψεις εκ δόλου ή βαρείας αμελείας και τούτο χάριν της απροσκόπτου διεξαγωγής της δημοσίας λειτουργίας, η οποία αποσκοπεί στην εύρυθμη συνέχιση της κρατικής εξουσίας και επίτευξη των γενικωτέρων σκοπών της κοινωνικής συμβιώσεως»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1994, σ. 716. (1564) ΑΠ 18/2000 Τμ. Β1 (Άρθρα 15 & 21 Ν. 3030/1954, 2 παρ. 1 Ν. 340/1976, 9 Ν. 1481/1984. Αρμοδιότητες συνιστάμενες στη «φύλαξη των αγροτικών κτημάτων και βεβαίωση των αγροτικών αδικημάτων» συνδέονται «με άσκηση δημοσίας εξουσίας»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2000, σ. 728 – 730. (1565) ΣτΕ 944/1999 Τμ. Ε΄ [Παραπομπή στην Ολομέλεια]. («Η ισότητα… κατά τη διαμόρφωση και την άσκηση της εξουσίας, από τα υποκείμενά της, αποτελεί τμήμα του εννοιολογικού περιεχομένου της λαϊκής κυριαρχίας»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/1998, σ. 83 – 89. Σημ. Η ημέρα πραγματικής κυκλοφορίας του ανωτέρω τεύχους ανάγεται στο έτος 1999. (1566) ΑΠ 302/1994 Τμ. Β΄ (Τα αρμόδια για τις προαγωγές των υπαλλήλων του ΟΤΕ συμβούλια δεν ασκούν δημοσία εξουσία, αλλά, ως όργανα του εργοδότη, κρίνουν σύμφωνα με τους όρους της ατομικής συμβάσεως εργασίας εκάστου κρινομένου και εντός των πλαισίων του Γενικού Κανονισμού της επιχειρήσεως). «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ», 1995, σ. 240 – 243. (1567) ΔΕφΑθ 1512/2008 Τμ. Ε΄ Ακυρωτικός σχηματισμός (Κατά παγία νομολογία του ΣτΕ δεν νοείται κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του νομοθέτη). «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 113 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1568) ΑΠ 543/2006 (Παρά την εισαγωγή της Α.Ε. “Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος” στο Χρηματισ407


5.13.

5.14.

τήριο και την περιέλευση της πλειοψηφίας των μετοχών σε ιδιώτες και θεσμικούς επενδυτές και όχι στο Ελληνικό Δημόσιο, η εταιρεία αυτή «…παρέχουσα αγαθά ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο, ασκεί πράγματι δημόσια υπηρεσία, όπως συνάγεται από το ίδιο το Σύνταγμα [αρ. 23 παρ. 2, 29 παρ. 3, 106 παρ. 3], γιατί πρόκειται περί επιχειρήσεως που στην ουσία ασκεί έμμεση κρατική εξουσία, επιδιώκουσα σκοπό που ανήκει στο Κράτος, έστω και αν τυπικά – οργανικά διαφέρει από το Κράτος, έχουσα τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου»). «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 2006, σ. 988 – 990. §§§§§§§§§§ 5.14. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΥΧΕΡΕΙΑΣ / ΕΞΟΥΣΙΑΣ (1569) ΑΕΔ 27/1993 (Άρθρο 12 παρ. 1 & 2 Ν. 294/1976. «Αν προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την πλήρωση ορισμένου αριθμού θέσεων, η πλήρωση, βάσει του πίνακα επιτυχίας, των θέσεων που προκηρύχθηκαν είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση. Αν όμως δεν έγινε προκήρυξη για ορισμένες θέσεις αλλά προκήρυξη διαγωνισμού για την πλήρωση θέσεων βάσει απλώς του πίνακα επιτυχίας, ή αν η προκήρυξη προέβλεψε ότι κατά το διάστημα της ισχύος του πίνακα θα πληρωθούν βάσει του πίνακα οι θέσεις που θα κενωθούν πέραν του ορισμένου αριθμού των οποίων αφορά η προκήρυξη, η Διοίκηση υποχρεούται μεν, όταν αποφασίσει την πλήρωση των θέσεων αυτών να διορίσει βάσει του πίνακα τους επιτυχόντες και κατά την σειρά του πίνακα, δεν υποχρεούται, όμως, να πληρώσει οπωσδήποτε τις θέσεις κατά το χρόνο ισχύος του πίνακα, αλλά έχει τη διακριτική εξουσία να τις πληρώσει, ή να μην τις πληρώσει, εκτιμώντας τις δημοσιονομικές συνθήκες, η διακριτική δε αυτή εξουσία ελέγχεται από την άποψη της υπερβάσεως ακραίων ορίων»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 336 – 337. (1570) ΣτΕ 195/1993 Τμ. Γ΄ (Η χορήγηση εκπαιδευτικής αδείας σε διοικητικούς υπαλλήλους εξαρτάται από την διακριτική ευχέρεια της Υπηρεσίας μετά από εκτίμηση των αναγκών της, του αναμενομένου γι΄ αυτήν οφέλους από την μετεκπαίδευση του υπαλλήλου και της συναφείας των σπουδών του με τα καθήκοντά του). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1994, σ. 479 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1571) ΔΕφΑθ 413/1995 (Άρθρα 110 παρ. 1 Ν. 1892/1990, 1 παρ. 2, 8 Ν. 3030/1954, 5 παρ. 1, 6 παρ. 1, 8, 9 παρ. 1, 10 Π.Δ. 100/1992 & 32 Υ.Κ. Π.Δ. 611/1977. Διενέργεια διαγωνισμού για την πρόσληψη αγροφυλάκων και σύνταξη του σχετικού πίνακος επιτυχίας δημοσιευθέντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Υποχρεωτική η βάσει του πίνακος αυτού πρόσληψη και η άρνηση της Διοικήσεως να προβεί στο διορισμό εντός 15 ημερών από της δημοσιεύσεως συνιστά παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας της. Η επίκληση εκ μέρους της Διοικήσεως λόγων δημοσίου συμφέροντος για αναστολή των διορισμών αυτών προκειμένου να εκσυγχρονισθεί ο τομέας της αγροφυλακής αποτελεί υπέρβαση των ορίων διακριτικής ευχερείας της «λόγω παρατάσεως του εκσυγχρονισμού επί τέσσερα περίπου έτη»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1995, σ. 1382 – 1383.

408


5.14. (1572) ΔΕφΑθ 2097/1995 (Επιλογή προϊσταμένων από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο. «Προς τούτο δεν αρκεί η επανάληψη απλώς των όρων του νόμου, αλλά απαιτείται παράθεση των κρίσιμων εγγραφών και χαρακτηρισμών που περιέχουν οι εκθέσεις και τα υπόλοιπα στοιχεία του προσωπικού μητρώου των κρινομένων, καθώς και συγκριτική, περαιτέρω, κατά ενιαίο τρόπο αξιολόγηση αυτών, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος από το ακυρωτικό δικαστήριο της σύννομης άσκησης από τη Διοίκηση της παρεχομένης σ΄ αυτή από το νόμο διακριτικής ευχερείας προς επιλογή των ικανοτέρων»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 134 – 135. (1573) ΔΕφΑθ 206/1996 («…η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 50 παρ. 4 του Π.Δ. 18/1980 να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων και, συνεπώς, δεν παρέχεται σ΄ αυτήν στάδιο διακριτικής ευχερείας»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1996, σ. 1173 – 1174. (1574) ΔΕφΑθ 2780/1999 (Έκδοση δικαστικής αποφάσεως ακυρωτικής πράξεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου περί επιλογής προϊσταμένου υπηρεσιακής μονάδος. Υποχρέωση της Διοικήσεως προς συμμόρφωση «…και με θετικές ενέργειες… εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος». Πάροδος τριετίας ανενέργητης από την πλευρά της Διοικήσεως και προβολή εκ μέρους της του ισχυρισμού, ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι, πλέον, ο υπάλληλος δεν έχει έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης. Αυτή η μεθόδευση της Διοικήσεως συνιστά «…υπαίτια και καταχρηστική συμπεριφορά» παραβιαζομένων των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της καλής ασκήσεως της διακριτικής ευχερείας). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 863 – 867. (1575) ΔΕφΘεσ 72/2000 (Άρθρο 38 παρ. 1 Ν. 1943/1991. Η χορήγηση εκπαιδευτικής αδείας για την οποία συμφωνεί το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου για τη χορήγησή της οργάνου. Ενδεχομένη άρνησή του λόγω αδηρίτων υπηρεσιακών αναγκών είναι δυνατή υπό την προϋπόθεση ότι στη σχετική απόφαση αυτές οι ανάγκες αναφέρονται «…κατά τρόπο σαφή και εμπεριστατωμένο»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2000, σ. 1149. (1576) ΣτΕ 4022/2000 Τμ. Γ΄ (Άρθρο 69 παρ. 1 Ν. 2071/1992. Η απόφαση για την πλήρωση κενής θέσεως του κλάδου ιατρών του ΕΣΥ με προκήρυξη εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως κατόπιν εκτιμήσεως των αναγκών και του συμφέροντος της υπηρεσίας). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2002, σ. 1152 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1577) ΣτΕ 898/2005 Τμ. Γ΄ (Αναγκαία η ειδική αιτιολόγηση από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο της επιλογής ως προϊσταμένου υπαλλήλου παρά την ύπαρξη άλλου κρινομένου ο οποίος εμφανίζεται να υπερέχει σαφώς. Αυτή η ειδική αιτιολόγηση απαιτείται για να είναι δυνατός ο έλεγχος από τον ακυρωτικό δικαστή της εκ μέρους του υπηρεσιακού συμβουλίου ασκήσεως εντός των νομίμων ορίων της παρασχεθείσης σ΄ αυτό εκ του νόμου διακριτικής ευχερείας κατά την επιλογή προϊσταμένων). 409


5.14. «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2005, σ. 1291 – 1292 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1578) ΣτΕ 1090/2006 Τμ. Γ΄ («Σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου η Διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της εντός ευλόγου χρόνου από την τελείωσή τους». Νόμιμη η ανάκληση μετατάξεως υπαλλήλου από κατώτερη σε ανώτερη κατηγορία, αφού αυτός στερείται των τυπικών προσόντων της θέσεως στην οποία μετατάχθηκε. Το χρονικό διάστημα του 1,5 έτους που μεσολάβησε έως την ανάκληση της μετατάξεως δεν υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2006, σ. 1170 – 1171. (1579) ΔΕφΑθ 805/1999 (Άρθρο 6 Ν. 2477/1997. Κατά διακριτική ευχέρεια του Υπουργού χωρίς παράθεση ειδικής αιτιολογίας πραγματοποιούνται οι αποσπάσεις στο “Σώμα Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης” υπαλλήλων με τα νόμιμα προσόντα υπό τον όρο ότι έχουν επαγγελματική κατάρτιση, υπηρεσιακή επίδοση και ήθος). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ», 1999, σ. 2344 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1580) ΣτΕ 379/2007 (Κατάδηλη υπεροχή του παραλειφθέντος, έναντι του προκριθέντος, κατά την κρίση του ακυρωτικού δικαστή και αναπομπή της υποθέσεως στη Διοίκηση για παράθεση ειδικής αιτιολογίας. Αν, καθ΄ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχερείας, δεν υπάρξει αυτή η νόμιμη αιτιολογία εκ μέρους του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου κατά την εκ νέου κρίση μετά την αναπομπή, η Διοίκηση είναι πλέον υποχρεωμένη να επιλέξει και να τοποθετήσει ως Προϊστάμενο της Γενικής Διευθύνσεως τον παραλειφθέντα). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1053 – 1054 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1581) ΔΕφΑθ 660/1998 Σχηματισμός Ακυρωτικής Διαδικασίας (Άρθρα 95 παρ. 5 Συντ., 50 Π.Δ. 18/1989 & 1 Ν. 702/1977. «…η Διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων, κατά τον τρόπο που έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας». «…όταν η Διοίκηση συμμορφώνεται προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Διοικητικού Εφετείου που αναφέρεται σε υπηρεσιακή κατάσταση υπαλλήλου του Δημοσίου, έχει υποχρέωση, όχι μόνον να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υπάρχουσα νομικώς την ακυρωθείσα διοικητική πράξη αλλά και με θετικές ενέργειες να προκαλέσει την αναμόρφωση της νομικής καταστάσεως που δημιουργήθηκε βάσει της πράξεως που ακυρώθηκε». Επί ακυρώσεως για πλημμέλειες της αιτιολογίας η Διοίκηση δύναται να επαναλάβει την προηγηθείσα κρίση της με βάση νέα νόμιμη και επαρκή αιτιολογία, αλλά αν τούτο δεν γίνει και η νέα πράξη ακυρωθεί για κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας, η Διοίκηση υποχρεούται στην έκδοση θετικής πράξεως υπέρ του υπαλλήλου μη δυναμένη να επαναλάβει την πράξη της «…με νέα πάλι αιτιολογία, βλ. ΣτΕ Ολ. 2611/1989, 648/1990, 4637/1995…». Αναπομπή στη Διοίκηση, μετά προηγηθείσες δύο ακυρωτικές αποφάσεις, υποθέσεως υπαλλήλου προκειμένου αυτή να προβεί στην επιλογή του ως Προϊσταμένου Διευθύνσεως αναδρομικώς από της αρχικής παραλείψεώς του). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 1998, σ. 498 – 499 με Σημείωση του Περιοδικού.

410


5.14. (1582) ΣτΕ 2646/2009 (Κρίση του ΣτΕ περί κατάδηλης υπεροχής παραλειφθέντος υποψηφίου για την επιλογή του ως Προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως και αναπομπή της υποθέσεως στη Διοίκηση για την παράθεση ειδικής αιτιολογίας. Αν εκ νέου το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο δεν δυνηθεί να παραθέσει την κατά τα ανωτέρω ειδική αιτιολογία για την παράλειψη επιλογής του καταδήλως υπερέχοντος, διαπιστώνεται υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχερείας με συνέπεια την υποχρέωση της Διοικήσεως να προβεί στην επιλογή και τοποθέτηση του παραλειφθέντος ως Προϊσταμένου Γενικής Διευθύνσεως). «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 816 – 817. (1583) ΔΕφΑθ 705/2001 Τμ. Ε1 [Ακυρ.] (Μη προαγωγή υπαλλήλου βάσει στοιχείων του ατομικού φακέλου του αναφερομένων δυσμενώς στο ήθος, τον χαρακτήρα και την αφοσίωσή του στο καθήκον. Κακή χρήση της διακριτικής ευχερείας του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, αφού αποφάσισε χωρίς να έχει προηγουμένως εξετασθεί αίτηση του υπαλλήλου περί διαγραφής των ανωτέρω δυσμενών στοιχείων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2003, σ. 160 – 161. (1584) ΣτΕ 346/2004 Τμ. Γ΄ (Αίτηση μετατάξεως σε υπηρεσία παραμεθορίου περιοχής βάσει του άρθρου 9 παρ. 22 του Ν. 2266/1994. Η Διοίκηση έχει διακριτική εξουσία για τον καθορισμό του χρόνου πραγματοποιήσεως της μετατάξεως, αφού, άλλωστε οι μετατάξεις αποτελούν εξαιρετικό τρόπο πληρώσεως κενών θέσεων). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 1735 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1585) ΣτΕ 13/2004 Τμ. Γ΄ (Ευρεία διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής Αξιολογήσεως και Επιλογής Ανωτέρων Στελεχών Υπηρεσιών Υγείας κατά την κατάρτιση των πινάκων προτεραιότητος που υποβάλλονται στον Υπουργό Υγείας και Προνοίας προκειμένου να επιλεγούν οι διοικητές νοσηλευτικών ιδρυμάτων του ΕΣΥ. Η Επιτροπή αυτή δεν υποχρεούται να αιτιολογεί την πρόκριση ορισμένου υποψηφίου έναντι άλλου, ή άλλων, εκτός αν υπάρχει κατάδηλη υπεροχή του παραλειφθέντος). i) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 1736 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2006, σ. 179 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1586) ΑΠ 337/1996 (Προκήρυξη πληρώσεως θέσεως επιστημονικού προσωπικού με επιλογή. Υποβολή 31 υποψηφιοτήτων για την ως άνω θέση, μεταξύ των οποίων και κατόχου διδακτορικού, με επιστημονικές ανακοινώσεις και εμπειρία. Επιλογή υποψηφίου μόλις αποφοιτήσαντος από το Πανεπιστήμιο συνιστά υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας των μελών της τριμελούς επιτροπής αξιολογήσεως και παράβαση καθήκοντος κατά τα άρθρα 45, 263α και 259 ΠΚ από όλα τα μέλη της, αφού η κρίση τους ήταν ομόφωνη με αποτέλεσμα να επιβληθεί στον καθένα ποινή φυλακίσεως 5 μηνών με τριετή αναστολή). «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 1996, σ. 1684 – 1688. §§§§§§§§§§

411


5.15.

5.16.

5.15. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ [Βλ. και 1.1.2.2.]

ΣΤΗΝ

ΕΝΝΟΙΑ

ΤΟΥ

ΔΗΜΟΣΙΟΥ

(1587) ΣτΕ 4108/1999 Ολ. (Μία κατηγορία δημοσίων λειτουργών οι ιατροί του ΕΣΥ). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 990 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1588) ΣτΕ 2479/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Δεν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η βάσει νόμου ή κανονιστικής πράξεως της Διοικήσεως συγκρότηση από τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση πειθαρχικών συμβουλίων για τον πειθαρχικό έλεγχο των εκπαιδευτικών λειτουργών της δημοσίας εκπαιδεύσεως, οι οποίοι είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1100 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1589) ΣτΕ 1517/2003 Τμ. Γ΄ (Οι ιατροί του ΕΣΥ είναι μόνιμοι δημόσιοι λειτουργοί). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1224 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1590) ΣτΕ 3115/2002 Τμ. Γ΄ (Οι ιατροί του ΕΣΥ αποτελούν «ιδιαίτερη κατηγορία δημοσίων λειτουργών»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1225 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1591) ΣτΕ 2/1998 Τμ. Γ΄ (Κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του Ν. 1397/1983 οι ιατροί του ΕΣΥ «…αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία δημοσίων λειτουργών…»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/2000, σ. 472 – 474. §§§§§§§§§§ 5.16. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

ΣΤΗΝ

ΕΝΝΟΙΑ

ΤΗΣ

ΔΗΜΟΣΙΑΣ

(1592) ΣτΕ 472/1997 Τμ. ΣΤ΄ επταμ. (Σήμα του Νομάρχη περί αναστολής της λειτουργίας υπηρεσιακών συμβουλίων και επιτροπών είναι αντίθετο «…προς την αρχή της συνεχείας της δημοσίας υπηρεσίας…»). i) «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 1998, σ. 1089 [Περίληψη της αποφάσεως]. ii) «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 1998, σ. 1534 [Περίληψη της αποφάσεως]. iii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1998, σ. 1570 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1593) ΣτΕ 2852/2000 Τμ. ΣΤ΄ (Κατ΄ απόρροιαν της αρχής της συνεχείας των δημοσίων υπηρεσιών ενδεχομένη μεταβολή του φυσικού προσώπου, το οποίο ενεργεί ως όργανο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν επηρεάζει τις αρμοδιότητες του οργάνου αυτού). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1061 – 1062 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1594) ΣτΕ ΕπΑν 185/2004 Τμ. Γ΄ («Οι διοικητικές πράξεις που αναφέρονται στην υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών … συνάπτονται αμέσως προς την ομαλή λειτουργία της δημοσίας 412


5.16. υπηρεσίας και ως εκ τούτου, κατ΄ αρχήν, η άμεση εκτέλεσή τους επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1117 – 1118. (1595) ΣτΕ ΕπΑν 260/2004 Τμ. Γ΄ («Οι πράξεις των οποίων ζητείται η αναστολή εκτελέσεως, αφορούν την αποδοχή παραίτησης βοηθού νομάρχη, δηλαδή οργάνου διοίκησης οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, και από τη φύση τους συνάπτονται με την ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και, συνεπώς, δεν επιτρέπεται κατ΄ αρχήν για λόγους δημοσίου συμφέροντος να ανασταλεί η εκτέλεσή τους, εκτός αν αποδειχθεί ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης βλ., Ε.Α. 74/2004, 710, 50/2002»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1119. (1596) ΣτΕ ΕπΑν 263/2004 Τμ. Γ΄ («Οι διοικητικές πράξεις που αναφέρονται στην υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού του Δημοσίου ανεξαρτήτως της φύσεως της σχέσεως με την οποία αυτό υπηρετεί, συνάπτονται άμεσα με την ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και για τον λόγο αυτό η άμεση εκτέλεσή τους επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Δεν υπόκεινται συνεπώς, οι πράξεις αυτές σε αναστολή εκτελέσεως εκτός αν, λόγω της συνδρομής εξαιρετικών λόγων, η άμεση εκτέλεσή τους δύναται να προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη σοβαρή και ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, οπότε επιτρέπεται να χορηγηθεί κατ΄ εξαίρεση αναστολή εκτελέσεως, ύστερα από συνεκτίμηση των αναγκών της υπηρεσίας»). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1119. (1597) ΕΣ 1719/2007 Τμ. VII (Η κάλυψη «…πάγιας και διαρκούς ανάγκης, δηλαδή μιας διαρκώς παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας… επιτρέπεται μόνο με πρόσληψη τακτικών υπαλλήλων»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 953 – 957. (1598) ΜονΠρΑθ 10519/2001 (Ασφ.μ.) («Η λειτουργία ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, αποτελούσα αντικείμενο εντόνου κρατικού ενδιαφέροντος, ανάγεται σε θέμα γενικότερου δημοσίου συμφέροντος. Η έννοια του γενικού συμφέροντος στην περίπτωση αυτή ταυτίζεται με τις αρχές… του άρθρου 15 Σ (αντικειμενικότητα, πολυμέρεια, υψηλή ποιοτική στάθμη), αφ΄ ετέρου δε παραπέμπει στην έννοια της δημοσίας υπηρεσίας, αντικείμενο της οποίας καθίσταται με το άρθρο αυτό (15 Σ) και η ραδιοτηλεοπτική εκπομπή»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 540 – 542. (1599) ΑΠ 543/2006 (Παρά την εισαγωγή της Α.Ε. “Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος” στο Χρηματιστήριο και την περιέλευση της πλειοψηφίας των μετοχών σε ιδιώτες και θεσμικούς επενδυτές και όχι στο Ελληνικό Δημόσιο, η εταιρεία αυτή «…παρέχουσα αγαθά ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο, ασκεί πράγματι δημόσια υπηρεσία, όπως συνάγεται από το ίδιο το Σύνταγμα [αρ. 23 παρ. 2, 29 παρ. 3, 106 παρ. 3], γιατί πρόκειται περί επιχειρήσεως που στην ουσία ασκεί έμμεση κρατική εξουσία, επιδιώκουσα σκοπό που ανήκει στο Κράτος, έστω και αν τυπικά – οργανικά διαφέρει από το Κράτος, έχουσα τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου»). «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», 2006, σ. 988 – 990. 413


5.17.

5.18.1.

5.18.2.

5.17. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ (1600) ΣτΕ 2451/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Απόσπαση εκπαιδευτικών κατ’ άρθρο 66 παρ. 3 του Ν. 1566/1985. Συνδρομή του όρου της ανηλικότητος των τέκνων του αποσπασμένου υπαλλήλου στο εξωτερικό είναι αναγκαία την στιγμή της αποσπάσεως, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ενότητα της οικογενείας ως θεμελίου της συντηρήσεως και προαγωγής του έθνους, η οποία κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος τελεί υπό την προστασία του Κράτους). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2001, σ. 1147 – 1148 [Περίληψη της αποφάσεως]. §§§§§§§§§§ 5.18. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ 5.18.1. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ (& ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ) (1601) ΣτΕ 2546/2002 Τμ. Δ΄ (Από την αρχή της εδαφικότητος κατά την άσκηση της κρατικής κυριαρχίας προκύπτει ότι ο έλληνας νομοθέτης θεσπίζει αρμοδιότητες και τις αναθέτει μόνον σε ελληνικές δημόσιες αρχές και σε ελληνικά κρατικά όργανα γενικώς και όχι σε αλλοδαπές δημόσιες αρχές ή αλλοδαπά κρατικά όργανα). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2003, σ. 1063 – 1064 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1602) ΣτΕ 2547/2002 Τμ. Δ΄ επταμ. (Από την αρχή της εδαφικότητος στην άσκηση κρατικής κυριαρχίας απορρέει ότι οι νόμοι του ελληνικού κράτους δύνανται να θεσπίζουν αρμοδιότητες οι οποίες ανατίθενται αποκλειστικώς σε ελληνικά κρατικά όργανα εν γένει και όχι σε αλλοδαπές δημόσιες αρχές ή αλλοδαπά κρατικά όργανα). «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», 2004, σ. 1203 [Περίληψη της αποφάσεως]. (1603) ΣτΕ 869/2002 Τμ. Δ΄ (Από τα άρθρα 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι στην περίπτωση οργανισμών και δημοσίων επιχειρήσεων που δεν ασκούν «αρμοδιότητες αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ως έκφραση κυριαρχίας πρβλ. ΟλΣτΕ 1934/1998» είναι δυνατή η μετατροπή τους «χάριν του δημοσίου συμφέροντος» από ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ – πρβλ. ΟλΣτΕ 3818/1997, 1999/2000). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2002, σ. 2098 – 2100. §§§§§§§§§§ 5.18.2. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

ΣΤΗΝ

ΕΝΝΟΙΑ

ΤΗΣ

ΛΑΪΚΗΣ

(1604) ΣτΕ 944/1999 Τμ. Ε΄ [Παραπομπή στην Ολομέλεια] («Η ισότητα … κατά τη διαμόρφωση και την άσκηση της εξουσίας, από τα υποκείμενά της, αποτελεί τμήμα του εννοιολογικού περιεχομένου της λαϊκής κυριαρχίας»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/1998, σ. 83 – 89. 414


5.18.2.

5.19.

5.20.

5.21.

5.22.

Σημ. Η ημέρα πραγματικής κυκλοφορίας του ανωτέρω τεύχους ανάγεται στο έτος 1999. §§§§§§§§§§ 5.19. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ (1605) ΑΠ 1519/2004 Τμ. Ε΄ (Η διάταξη του άρθρου 191 παρ. 1 του Π.Κ. περί του αξιοποίνου της διασποράς ψευδών ειδήσεων, περιλαμβανομένης και της διασποράς δια του τύπου, «…αποβλέπει στην προστασία της υπό στενή έννοια δημοσίας τάξεως, δηλαδή της επικρατούσας στο κράτος ευταξίας συνεπεία της γενικής υποταγής στην έννομη τάξη, η οποία ειδικότερα συνίσταται κατά μεν την πολιτειακή όψη της στην επιβολή της κρατικής βουλήσεως, κατά δε την κοινωνική όψη της στην ειρηνική και ήρεμη συνύπαρξη και διαβίωση των πολιτών»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 727 – 729. §§§§§§§§§§ 5.20. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΜΟΥ ΤΑΞΕΩΣ (1606) ΑΠ 1519/2004 Τμ. Ε΄ (Η διάταξη του άρθρου 191 παρ. 1 του Π.Κ. περί του αξιοποίνου της διασποράς ψευδών ειδήσεων, περιλαμβανομένης και της διασποράς δια του τύπου, «…αποβλέπει στην προστασία της υπό στενή έννοια δημοσίας τάξεως, δηλαδή της επικρατούσας στο κράτος ευταξίας συνεπεία της γενικής υποταγής στην έννομη τάξη, η οποία ειδικότερα συνίσταται κατά μεν την πολιτειακή όψη της στην επιβολή της κρατικής βουλήσεως, κατά δε την κοινωνική όψη της στην ειρηνική και ήρεμη συνύπαρξη και διαβίωση των πολιτών»). «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2005, σ. 727 – 729. §§§§§§§§§§ 5.21. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ (1607) ΣτΕ 631/1999 Τμ. ΣΤ΄ (Το Συμβούλιο της Επικρατείας «…όταν δικάζει επί προσφυγής έχει εκ του νόμου και του Συντάγματος την εξουσίαν να ασκεί πειθαρχικόν έλεγχον κατά τρόπον ουσιαστικόν, ώστε και η ανάγκη πειθαρχίας του υπαλλήλου να επισημαίνεται, αλλά και ο πειθαρχικός έλεγχος αυτού να είναι επιεικής εις λογικόν μέτρον οσάκις η επιείκεια αυτή όχι απλώς δεν αποκλείεται εκ των συγκεκριμένων συνθηκών υπό τας οποία διεπράχθη το πειθαρχικόν παράπτωμα, αλλά και δικαιολογείται λόγω ακριβώς των συνθηκών αυτών»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 1137 – 1139. §§§§§§§§§§ 5.22. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ «ΚΕΚΤΗΜΕΝΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ» (1608) ΔΕφΑθ 954/1999 (Άκυρες ως μη νόμιμες οι πράξεις μη χορηγήσεως μισθολογικών κλιμακίων σε υπάλληλο βραβευθέντα για μελέτες του κατόπιν σχετικής προκηρύξεως διαγωνισμού του Υπουργείου 415


5.22.

5.23.

Προεδρίας Κυβερνήσεως. Η εκ των υστέρων βάσει των άρθρων 23 παρ. 2 του Ν. 2085/1992 και 31 του Ν. 2470/1997 μη χορήγηση των ανωτέρω μισθολογικών κλιμακίων προβλεπομένων από τη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 5 του Ν. 1892/1990 πλήττει «…κεκτημένο δικαίωμα…» συνδεόμενο «…με αντικείμενο ιδίας εργασίας που βραβεύτηκε…». Συνεπώς, παραβιάζεται το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου βάσει του οποίου προστατεύονται τα «περιουσιακής φύσεως» δικαιώματα και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα»). «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 1999, σ. 923 – 925. §§§§§§§§§§ 5.23. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΝΤΙΛΗΨΗ (Ή ΑΛΛΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ) (1609) ΕφΔωδ 209/1989 («…η δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος θεσπιζομένη αρχή της ισότητος των πολιτών ενώπιον του νόμου κατά την έννοιαν της ομοίας μεταχειρίσεως αυτών υπό του νομοθέτου, δεν αποκλείει την διά κανόνων δικαίου ρύθμισιν των καθ΄ έκαστον θεμάτων κατά κατηγορίας υποθέσεων ή προσώπων ή και μεμονωμένων τοιούτων, όταν τούτο επιβάλλεται εκ λόγων προστασίας του κοινωνικού και γενικώτερον του δημοσίου συμφέροντος η δε θεσπιζομένη εξαίρεσις δεν τελεί εις αντίθεσιν προς το γενικόν περί δικαίου συναίσθημα ΟλΑΠ 4/87 ΝοΒ 36, 71 ΑΠ 72/79 ΝοΒ 27, 1076»). «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ», τόμ. 1, τχ. 1/1994, σ. 60 – 64. (1610) ΕΣ 1273/1996 Ολ. (Μεταβίβαση συντάξεως πολιτικού συνταξιούχου εξαρτωμένη εκ του φύλου. Εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητος. «Αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας των φύλων είναι θεμιτές μόνον εφόσον τίθενται ευθέως ή προβλέπονται συγκεκριμένως από ειδική διάταξη τυπικού νόμου και δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους, που αναφέρονται είτε στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας της γυναίκας και μάλιστα στα θέματα της μητρότητας, του γάμου και της οικογενείας – άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος – είτε σε καθαρώς βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή τη διαφορετική μεταχείριση ενόψει του αντικειμένου της ρυθμιζόμενης σχέσεως, πάντοτε δε εντός των ακραίων ορίων, πέρα από τα οποία η ρύθμιση αυτή αντίκειται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/1996, σ. 573 – 579. (1611) ΕΣ 650/1999 Ολ. (Μεταβίβαση συνταξιοδοτικού δικαιώματος εξαρτωμένη εκ του φύλου. Εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητος. Αποκλίσεις από την αρχή της ισότητος των φύλων είναι δυνατές βάσει ειδικής διατάξεως τυπικού νόμου και δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους μεγαλύτερης προστασίας της γυναίκας κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος ή συνδεομένους με καθαρώς βιολογικές διαφορές «…πάντοτε δε εντός των ακραίων ορίων, πέρα από τα οποία η ρύθμιση αυτή αντίκειται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/2000, σ. 229 – 236.

416


5.23.

5.24.

5.25.

(1612) ΔΕφΛαρ 56/2006 Τμ. Α΄ Τριμ. (Οι «…αρχές της χρηστής διοίκησης… επιβάλλουν στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου που επικρατεί…»). «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. ΙΙ/2006, σ. 807 – 811. §§§§§§§§§§ 5.24. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗ ΓΝΩΣΗ Ή ΑΓΝΟΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΪΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ (1613) ΣτΕ 5817/1995 Τμ. ΣΤ΄ («…άγνοια περί την ύπαρξη ή την ισχύ κανόνος δικαίου από μέρους του διαδίκου ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του δεν συγχωρείται – πρβλ. και ΣτΕ 1985/1951…»). «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1996, σ. 204 – 208. §§§§§§§§§§ 5.25. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΌ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΗ (1614) ΔΕφΘεσ 2360/2005 (Προσλήψεις υπαλλήλων και αρχή της ισότητος των φύλων. Αποκλίσεις από την αρχή της ισότητος των φύλων «πέρα από την περίπτωση των θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών, είναι, κατ΄ εξαίρεση, συνταγματικά θεμιτές, μόνον εφόσον προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει σαφώς από το νόμο… ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι οι αποκλίσεις αυτές θεσπίστηκαν με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τελικώς στα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν οι εισαγόμενες αποκλίσεις δικαιολογούνται πλήρως από τη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της εργασίας και αν είναι αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού»). «ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ», 2006, σ. 121 – 127 με Σχόλιο της Ευαγγελίας Παπαδημητρίου.

417



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ* [Ενδεικτική]

Ι. ΒΙΒΛΙΑ (Μονογραφίες κ.λπ.) ΙΙ. ΑΡΘΡΑ [ & ΣΧΟΛΙΑ – ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ] Βλ. θεματικές ενότητες 1.1.1. έως 5.25. (αρ. 1-1614) ΙΙΙ. ΛΟΙΙΙΑ ΑΡΘΡΑ IV. ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ

*

Η παράθεση ενδεικτικής βιβλιογραφίας, όπως και ολόκληρη η παρούσα συλλογή νομολογίας, επικεντρώνεται, κατά βάση, στο δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο. Όμως δεν γίνεται αναφορά στην προ του έτους 2007 βιβλιογραφία δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, αφού το πεδίο αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο ειδικής επιστημονικής μελέτης (Βλ. ΒΙΒΛΙΑ), η οποία δεν είναι, κατά νόμον, δυνατόν να αναδημοσιευθεί, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς άδεια του εκδότη.



Ι. ΒΙΒΛΙΑ (Μονογραφίες κ.λπ.) ΒΛΑΣΤΟΣ (Στυλιανός), “Δίκαιο Σωματείων, Συνδικαλιστικών και Εργοδοτικών Οργανώσεων”, Π. Σάκκουλας, Αθήνα, 2008. ΔΑΒΕΡΩΝΑΣ (Π.), “Το δικαίωμα της απεργίας σε κρίσιμη καμπή”, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα, 2009. ΚΑΖΑΚΟΣ (Αρ.), “Κανονισμοί εργασίας, πειθαρχικό δίκαιο και απολύσεις”, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2008. »

» , “Συλλογικό εργατικό δίκαιο”, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2009.

ΚΤΙΣΤΑΚΗ (Σταυρούλα), “Η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από το Συμβούλιο της Επικρατείας”, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα, 2009. ΛΗΞΟΥΡΙΩΤΗΣ (Ι.), ΣΕΜΠΟΣ (Λ.), ΚΑΡΑΤΖΑΣ (Χ.), “Νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων επί θεμάτων συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαιτητικών αποφάσεων”, Π. Σάκκουλας, Αθήνα 2008. ΜΑΚΡΙΔΟΥ (Κ.), “Δικονομία εργατικών διαφορών”, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2009. ΜΟΥΔΟΠΟΥΛΟΣ (Σ.), “Το περιεχόμενο της συνδικαλιστικής ελευθερίας”, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα, 2008. ΜΟΥΖΕΛΗΣ (Ν.), “Οργάνωση και Γραφειοκρατία”, (Μετάφραση Ε. Σοφούλη) Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2η έκδοση, 2009. ΡΩΞΑΝΑ (Αικατερίνη) & ΜΗΝΑΚΑΚΗ (Τίνα), “Δημοσιοϋπαλληλικό Δίκαιο – Οδηγός Μελέτης - Βιβλιογραφία”, Παπαζήσης, Αθήνα, 2008. ΣΕΒΑΣΤΙΔΗΣ (Χ.), “Ομαδικές απολύσεις”, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2008. ΣΟΛΔΑΤΟΣ (Δ.), “Υπαλληλικός Κώδικας και Μισθολόγιο”, (Κινητά φύλλα), Μ. Δημοπούλου, Θεσσαλονίκη, 2007 (Τομ. Γ΄) ΣΤΡΑΤΗ – ΒΑΝΤΖΟΥ (Αλεξάνδρα), “Η «προφορική συνέντευξη» στο νέο σύστημα αξιολόγησης των στελεχών της δημόσιας διοίκησης”, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2009. ΤΑΧΟΣ (Αναστάσιος), “Δημόσιοι Λειτουργοί & Υπάλληλοι”, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2008.

421



ΙΙ. ΑΡΘΡΑ [& ΣΧΟΛΙΑ – ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ] Βλ. θεματικές ενότητες 1.1.1. – 5.25. (αρ. 1 – 1614) ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ (Ιωάννης), ΔΕφΘεσ 886/2008 Τμ. Α΄ [Βλ. αρ. 1136 & 1159] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας) ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ (Σ.) ΕφΑθ 806/2006 [Βλ. αρ. 1260] (Δικαίωμα ελευθεροτυπίας) »

» ΕφΑθ 5538/2006 [Βλ. αρ. 1280 & 1420] (Αρχή audiatur et altera pars Μ.Μ.Ε.)

»

» ΕφΑθ 2221/2006 [Βλ. αρ. 1281] (Ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί)

ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (Αθανάσιος), ΑΠ 1270/2003 [Βλ. αρ. 939] (Παράβαση καθήκοντος) ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ (Ευθύμιος), ΣτΕ 2011/2003 Ολ. [Βλ. αρ. 24] (Υπαλληλική προσφυγή) »

»

, ΣτΕ 821/2002 Τμ. ΣΤ΄ [Βλ. αρ. 25] (Υπαλληλική προσφυγή)

»

»

, ΣτΕ 2011/2003 Ολ. [Βλ. αρ. 40] (Πειθαρχικά Συμβούλια)

ΑΡΓΑΛΙΑΣ (Παναγιώτης), ΕφΚερκύρας 89/2008 [Βλ. αρ. 1159] (Μετατροπή συμβάσεων εργασίας) »

»

, ΑΠ 19/2007 Ολ. [Βλ. αρ. 1161] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας)

ΒΕΡΓΑ (Σοφία), ΕΣ 44/2009 Ολ. [Βλ. αρ. 453] (Όρια ηλικίας ανδρών – γυναικών Δ.Υ.) ΒΛΑΣΤΟΣ (Στυλιανός), ΜονΠρΑθ 687/1997 [Βλ. αρ. 483] (Απεργία καθηγητών Μ.Ε.) »

»

, ΑΠ 453/2002 Τμ. Β2 [Βλ. αρ. 1009 & 1089] (Ίση μεταχείριση εργαζομένων)

»

»

, ΜονΠρΑθ 2168/1995 [Βλ. αρ. 1061] (Μονομερής βλαπτική μεταβολή) ΑΡΘΡΟ: “Μονομερής βλαπτική μεταβολή όρων εργασίας. Μείωση αποδοχών ειδικών επιστημόνων Δημοσίου”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 1995, σ. 1048 – 1051.

»

»

, ΑΠ 1162/2006 Τμ. Β2 [Βλ. αρ. 1122] (Δανεισμός εργαζομένων) ΑΡΘΡΟ: “Παραχώρηση υπηρεσιών (δανεισμός) εργαζομένου. Υπόχρεος εργοδότης. Χορήγηση άδειας αναψυχής”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 1465 – 1470.

»

»

, ΑΠ 18/2006 πλήρης Ολ. [Βλ. αρ. 1139] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας) ΑΡΘΡΟ: “Μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Αντίθετες αποφάσεις Τμημάτων του Αρείου Πάγου”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 933 – 934.

423


ΒΛΑΣΤΟΣ (Στυλιανός), ΕφΙωαν 235/2005 [Βλ. αρ. 1153 & 1186] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας). »

»

, ΑΠ 19/2007 πλήρης Ολ. [Βλ. αρ. 1161, 1179 & 1471] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας)

»

»

, ΑΠ 797/2008 Τμ. Β2 [Βλ. αρ. 1163] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας)

»

»

, ΑΠ 799/2008 Τμ. Β2 [Βλ. αρ. 1164] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας)

ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ (Π.), ΕΔΔΑ, Απόφαση της 19.4.2007, Υπόθ. “Eskelinen” [Βλ. αρ. 968] (ΕΔΔΑ & Δ.Υ.) ΑΡΘΡΟ: “Η εφαρμογή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ σε υποθέσεις σχετικές με δημοσίους υπαλλήλους”, «ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ», τχ. 61/2007, σ. 42. ΒΟΥΤΣΑΚΗΣ (Β.), ΣτΕ 1320/2000 Τμ. Γ΄ επταμ. [Βλ. αρ. 358] (Επίδομα πληροφορικής Δ.Υ.) ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ (Γ.), ΔΕΚ, Απόφαση της 26.3.2009, Υπόθ. C – 559/07 (Βλ. αρ. 430 & 1467] (Όρια ηλικίας ανδρών – γυναικών Δ.Υ.) Γ.Ι.Μ., ΔΕφΘεσ 169/2008 [Βλ. αρ. 667] (Επιλογή Τμηματαρχών) »

,ΠολΠρΘεσ 38162/2007 [Βλ. αρ. 1343] (Ευθύνη Δημοσίου)

ΔΑΒΕΡΩΝΑΣ (Παντ.), ΜονΠρΠατρών 2024/2006 [Βλ. αρ. 485] (Απεργία καθηγητών Μ.Ε.) ΑΡΘΡΟ: “Ενεργητική νομιμοποίηση και έννομο συμφέρον σε δίκη απεργίας”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2007, σ. 257 – 269. «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», ΜονΠρΠειρ 2402/2006 [Βλ. αρ. 998] (Δικαιώματα μη καπνιστών υπαλλήλων) »

»

»

, ΕφΘεσ 1003/2004 [Βλ. αρ. 1050] (Διευθυντικό δικαίωμα)

»

»

»

, ΜονΠρΣερρών 116/2006 [Βλ. αρ. 1154] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας)

»

»

»

, ΕφΘεσ 1003/2004 [Βλ. αρ. 1180] (Διαθεσιμότης)

ΔΙΒΑΝΗ (Χριστίνα), ΑΕΔ 9/2009 [Βλ. αρ. 1371, 1469 & 1531] (Παραγραφή) ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ (Δημήτριος), ΣτΕ 32/2000 Τμ. Α΄ [Βλ. αρ. 1359] (Παραγραφή) ΑΡΘΡΟ: “Η αντισυνταγματική παραγραφή επιδίκων αξιώσεων κατά του Δημοσίου εν γένει”, «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2003, σ. 553 – 558. Ε.Π., ΕΣ 1277/2007 Ολ. [Βλ. αρ. 1399] (Αρχή της αναλογικότητος).

424


«ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», ΕΣ 2287/2005 Ολ. [Βλ. αρ. 449 & 1406] (Σύνταξη Δ.Υ.) »

»

»

»

, ΔΕφΑθ 660/1998 [Βλ. αρ. 674, 1324 & 1581] (Επιλογή Διευθυντών)

»

»

»

»

, ΕΣ 2347/2004 Ολ. [Βλ. αρ. 1405] (Αρχή της αναλογικότητος)

»

»

»

»

, ΑΠ 32/1995 Ολ. [Βλ. αρ. 1466] (Αρχή της ισονομίας)

»

»

»

»

, ΑΕΔ 9/2009 [Βλ. αρ. 1531] (Δημόσιο συμφέρον)

«ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», ΕφΑθ 5604/1998 [Βλ. αρ. 1183] (Διαθεσιμότης) ΖΩΝΤΑΝΟΣ (Παναγιώτης), ΣτΕ 1476/2007 Τμ. Γ΄ [Βλ. αρ. 150] (Παρεμβάσεις του ΑΣΕΠ) ΑΡΘΡΟ: “Ταχεία δίκη και έννομη προστασία διοριζομένου σε δημοσίους οργανισμούς. Σκέψεις με αφορμή τις εκ του άρθρου 100 παρ. 5 Συντ/τος καθυστερήσεις”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2008, σ. 14 – 34. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ (Ι.), ΣτΕ 2938/2003 Τμ. Γ΄ [Βλ. αρ. 230] (Απονομή χάριτος και επάνοδος Δ.Υ.) ΚΑΪΦΑ – ΓΚΜΠΑΝΤΙ (Μ.), ΠλημΑγρινίου [Συμβ] 169/1999 [Βλ. αρ. 950] (Παράβαση καθήκοντος) ΚΑΪΔΑΤΖΗΣ (Ακρίτας), ΔΕφΘεσ 392/2009 [Βλ. αρ. 2, 191, 548 & 622] (Εφαρμογή Υ.Κ.) »

»

, ΔΕφΑθ 262/2009 [Βλ. αρ. 156 & 190] (Αναδρομικός διορισμός Δ.Υ.)

»

»

, ΣτΕ 1849/2008 Ολ. [Βλ. αρ. 315] (Υπάλληλοι επί θητεία)

»

»

, ΤρΔΠρΚομ 457/2009 [Βλ. αρ. 392] (Μισθολογικά κλιμάκια Δ.Υ.)

»

»

, ΣτΕ 682/2008 Τμ. Γ΄ [Βλ. αρ. 656] (Επιλογή Γενικών Διευθυντών)

ΚΑΝΕΛΟΠΟΥΛΛΟΥ – ΜΑΛΟΥΧΟΥ (Ν.), ΣτΕ 3088/2007 Ολ. [Βλ. αρ. 422 & 1435] (Άνιση μεταχείριση ανδρών Δ.Υ.) ΑΡΘΡΟ: “Η επέκταση στους άνδρες ευνοϊκότερων για τις γυναίκες συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων. Με αφορμή την απόφαση ΟλΣτΕ 3088/2007”, «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2009, σ. 513 – 543. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (Φ.), ΕΔΔΑ, Απόφαση της 8.12.1999, Υπόθ. “Pellegrin” [Βλ. αρ. 969] (ΕΔΔΑ & Δ.Υ.) ΑΡΘΡΟ: “Η εφαρμογή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ σε διαφορές δημοσίων υπαλλήλων με το Δημόσιο”, «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2000, σ. 1735. 425


ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ (Βελισσάριος), ΣτΕ Π.Ε. 281/2005 [Βλ. αρ. 162] (Προφορική συνέντευξη) »

»

, ΣτΕ 1895/1994 [Βλ. αρ. 325] (Μισθοδοτικές καταστάσεις)

»

»

, ΔΕφΑθ 1808/2000 [Βλ. αρ. 581] (Αργία Δ.Υ.)

»

»

, ΣτΕ 990/1996 [Βλ. αρ. 704] (Μεταμέλεια Δ.Υ.)

»

»

& ΜΠΕΗΣ (Κ.), Επιτροπή ΣτΕ άρθρου 3 Υ.Κ. 3/2000 [Βλ. αρ. 6] (Υπαλληλική ιδιότης ερευνήτριας)

ΚΑΣΤΑΝΑΣ (Ηλ.) & ΚΤΙΣΤΑΚΙΣ (Γ.), ΕΔΔΑ, Απόφαση της 2.9.1998, “Ahmed” [Βλ. αρ. 962] (ΕΣΔΑ & Δ.Υ.) ΚΟΙΝΟΥΣΗΣ (Μιχαήλ), ΔΕφΑθ 405/1997 [Βλ. αρ. 576] («Διάθεση» Δ.Υ.) ΚΟΚΚΙΝΗΣ (Ηλίας), ΣτΕ 1471/2007 Τμ. Γ΄ [Βλ. αρ. 154] (Δηλώσεις προτιμήσεως υποψηφίων Δ.Υ.) ΚΟΥΚΟΥΛΗ – ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ (Σ.), ΔΕΚ, Απόφαση της 26.3.2009, Υπόθ. C–559/07 [Βλ. αρ. 430, 1302 & 1467] (Όριο ηλικίας ανδρών – γυναικών Δ.Υ.) i) ΑΡΘΡΟ: “Συνταξιοδότηση και εναρμόνιση οικογένειας και εργασίας. Ζητήματα ουσιαστικής ισότητας των φύλων και δικαστικής προστασίας (με αφορμή την Δ.Ε.Κ. 26.3.2009 C– 559/07)”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 753 – 785. ii) ΑΡΘΡΟ: “Ζητήματα ισότητας των φύλων στην κοινωνική ασφάλιση και προστασία της οικογένειας: ΔΕΚ 26.3.2009”, «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 767 – 789. ΚΤΙΣΤΑΚΗ (Σταυρούλα), ΣτΕ 3439/1994 Ολ. [Βλ. αρ. 94] (Κώλυμα διορισμού Δ.Υ.) »

»

, ΕΔΔΑ, Απόφαση της 19.4.2007, Υπόθ. “Eskelinen” [Βλ. αρ. 968] (ΕΣΔΑ & Δ.Υ.) ΑΡΘΡΟ: “Προς την ανατροπή του λειτουργικού κριτηρίου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σχόλιο στην απόφαση VILHO ESKELINEN κατά Φινλανδίας”, «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τ.χ. III/2007, σ. 1031

ΚΤΙΣΤΑΚΙΣ (Γ.), ΔΕφΑθ 251/2002 [Βλ. αρ. 93] (Μη εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας) ΛΕΒΕΝΤΗΣ (Γεώργιος), ΕφΚρήτης 446/2002 [Βλ. αρ. 1143] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας) ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗΣ (Ιάκωβος), ΔΕφΘεσ 388/2007 [Βλ. αρ. 188] (Διορισμοί εκπαιδευτικών)

426

»

»

, ΔΕφΘεσ 1190/2007 [Βλ. αρ. 246] (Ανάκληση παραιτήσεως Δ.Υ.)

»

»

,ΑΕΔ 32/2008 [Βλ. αρ. 1361] (Παραγραφή)


ΜΗΛΙΩΝΗΣ (Ν.), ΕΣ 1245/1997 Ολ. [Βλ. αρ. 88] (Ιθαγένεια Δ.Υ.) » » , ΕΣ 1245/1997 Ολ. [Βλ. αρ. 444] (Σύνταξη βορειοηπειρωτών Δ.Υ.) ΜΗΤΣΙΟΠΟΥΛΟΥ (Σοφία), ΕΔΔΑ, Απόφαση της 22.5.2008, Υπόθ. “Μεϊδάνης” [Βλ. αρ. 1536] (Δημόσιο συμφέρον) ΜΙΧΕΛΑΚΗΣ (Ν.), ΜονΠρΡεθύμνης 107/2005 [Βλ. αρ. 1123] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας) ΜΟΥΡΚΟΥ (Παναγιώτα), ΔΕΚ, Απόφαση της 17.4.2007, Υπόθ. C–470/03 [Βλ. αρ. 1351] (Ευθύνη Δημοσίου) ΜΟΥΤΣΙΟΥ – ΕΥΑΓΓΕΛΙΝΟΥ (Γ.), ΔΕΚ, Απόφαση της 23.2.1994, Υπόθ. C–419/92 [Βλ. αρ. 183] (Προϋπηρεσία Δ.Υ. σε κοινοτική χώρα) ΜΠΑΜΠΑΛΙΟΥΤΑΣ (Λάμπρος), ΔΕφΑθ 2070/2005 [Βλ. αρ. 693] (Εισαγωγή σπουδαστών στην Ε.Σ.Δ.Δ.) ΜΠΑΡΔΟΥΤΣΟΣ (Δ.), ΣτΕ 469/1996 Τμ. ΣΤ΄ [Βλ. αρ. 45] (Υπηρεσιακά Συμβούλια) ΜΠΑΡΔΟΥΤΣΟΣ (Δ.), ΣτΕ 1439/1994 Τμ. Γ΄ επταμ. [Βλ. αρ. 638] (Επιλογή Γενικών Διευθυντών) ΜΠΑΡΔΟΥΤΣΟΣ (Δ.), ΣτΕ 3825/1995 Τμ. ΣΤ΄ [Βλ. αρ. 708] (Σχέση ποινικής δίκης & πειθαρχικής διαδικασίας) ΜΠΑΡΔΟΥΤΣΟΣ (Δ.), ΣτΕ 486/1996 Τμ. ΣΤ΄ [Βλ. αρ. 721] (Σχέση ποινικής δίκης & πειθαρχικής διαδικασίας) ΜΠΕΗΣ (Κ.), ΔΕφΑθ 2888/2005 [Βλ. αρ. 326 & 1436] (Αποδοχές Γενικών Διευθυντών) ΜΠΕΗΣ (Κ.), ΕΔΔΑ, Απόφαση της 27ης Μαΐου 2004, Υπόθ. “Ρίζος & Ντάσκας” [Βλ. αρ. 963] (ΕΣΔΑ &Δ.Υ.) ΜΠΟΚΟΡΟΥ (Ι.), ΣτΕ 626/1994 Τμ. Γ΄ [Βλ. αρ. 1383 & 1426] (Αναγνώριση τίτλων σπουδών) ΜΠΟΥΡΑΣ (Πέτρος), ΔΕφΑθ 1808/2000 [Βλ. αρ. 581] (Αργία Δ.Υ.) ΜΠΟΥΣΟΥΛΕΓΚΑ (Χριστίνα), ΕΣ 916/1996 Ολ. [Βλ.αρ. 429] (Σύνταξη Δ.Υ.) ΜΩΡΑΪΤΗ (Αθ.), ΔΕΚ Απόφαση της 23.4.2009, Υπόθ. C–378/07 έως C–380/07 [Βλ. αρ. 1171] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας) Ν.Α.Μ., ΑΕΔ 5/1995, [Βλ. αρ 1344] (Ευθύνη Δημοσίου) ΝΑΤΣΙΝΑΣ (Γ.), ΔΕΚ, Απόφαση της 26.3.2009, Υποθ. C-559/07 [Βλ.. αρ. 430 & 1467] (Όρια ηλικίας ανδρών – γυναικών Δ.Υ.) ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ (Χρήστος), ΕΣ 5/2004 [Βλ. αρ. 277] (Ανάθεση καθηκόντων καθαρισμού) »

»

, ΕΣ 11/2002 Τμ. Ι΄ [Βλ. αρ. 322] (Επίδομα πληροφορικής Δ.Υ.) 427


ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ (Χρήστος), ΣυμβΠλημΠειραιώς 1526/2007 [Βλ. αρ. 490] (Ιδιωτικό έργο Δ.Υ.) »

»

, ΜονΠρΚαλαμάτας 66/2003 [Βλ. αρ. 1140] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας)

»

»

, ΕφΙωαννίνων 57/2006 [Βλ. αρ. 1141] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας)

»

»

, ΕφΙωαννίνων 235/2005 [Βλ. αρ. 1153 & 1184] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας)

»

»

, ΜονΠρΒόλου 18/2009 [Βλ. αρ. 1358 & 1430] (Παραγραφή)

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ – ΚΡΑΣΣΑΣ (Γεώργιος), ΕιρΚαλλιθέας 10/2008 [Βλ. αρ. 994] (Μηνιαία αποζημίωση Δ.Υ.) ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ (Δ.), ΔΕφΘεσ 330/1999 [Βλ. αρ. 535] (Μετάταξη Δ.Υ.) ΠΑΝΟΥ (Κυπριανός), ΔΕΚ, Απόφαση της 26.3.2009, Υπόθ. C-559/07 [Βλ. αρ. 430, 1302 & 1467] (Όρια ηλικίας ανδρών – γυναικών Δ.Υ.) ΑΡΘΡΟ: “Η ισότητα των φύλων στην κοινωνική ασφάλιση υπό το πρίσμα της νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α.”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 350 – 355. »

»

, ΕΔΔΑ, Απόφαση της 22.10.2009, Υπόθ. “Αποστολάκης” [Βλ. αρ. 454 & 1407] (Στέρηση συντάξεως Δ.Υ.) ΑΡΘΡΟ: “Η απώλεια της συντάξεως ως συνέπεια πειθαρχικού ή ποινικού κολασμού και οι πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις των ελληνικών δικαστηρίων και του Ε.Δ.Δ.Α.”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 673 – 688.

ΠΑΠΑΓΡΗΓΟΡΙΟΥ (Βλάσιος), ΕΔΔΑ, Απόφαση της 8.12.1999, Υπόθ. “Pellegrin” [Βλ. αρ. 969] (ΕΣΔΑ & Δ.Υ.) ΑΡΘΡΟ: “Η εφαρμογή της αρχής της δίκαιης δίκης στις υπαλληλικές και συνταξιοδοτικές διαφορές”, εις Πανεπιστήμιο Πειραιώς – Ελεγκτικό Συνέδριο, “Σύγχρονοι προβληματισμοί στο πλαίσιο της δίκαιης δίκης”, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα, 2003, σ. 117 ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (Ευαγγελία), ΔΕφΘεσ 2360/2005 [Βλ. αρ. 1291 & 1614] (Ισότητα των φύλων) ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ (Όλγα), ΣτΕ 3138/1996 Τμ. Γ΄ [Βλ. αρ. 184] (Μη πρόσληψη επιτυχόντων) »

»

, ΣτΕ 2754/1993 Τμ. Γ΄ [Βλ. αρ. 198] (Πρόσκληση πληρώσεως θέσεως Δ.Υ.)

ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (Απόστολος), ΣτΕ Π.Ε. 501/2001 [Βλ. αρ. 87] (Ιθαγένεια Δ.Υ.) »

428

»

, ΣτΕ 2717/2003 Τμ. Γ΄ [Βλ. αρ. 110 & 152] (Διαγωνισμοί υποψηφίων Δ.Υ.)


ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (Απόστολος), ΣτΕ 1252/2003 Ολ. [Βλ. αρ. 178] (Κατάταξη διοριζομένων) »

»

, ΣτΕ 196/2004 Τμ. Γ΄ [Βλ. αρ. 185] (Διορισμός εκπαιδευτικών)

»

»

, ΣτΕ 2056/2000 Τμ. Γ΄ [Βλ. αρ. 199] (Κατάταξη υποψηφίων Δ.Υ.)

ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ – ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗ (Πατρίνα), ΔΕΚ, Απόφαση της 26.3.2009, Υπόθ. C-559/07 [Βλ. αρ. 430, 1302 & 1467] (Όρια ηλικίας ανδρών – γυναικών Δ.Υ.) ΑΡΘΡΟ: “Η νομολογία του Δ.Ε.Κ. και του Συμβουλίου Επικρατείας σχετικά με την κοινωνικοασφαλιστική μεταχείριση ανδρών και γυναικών συμπλέουν”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ», 2009, σ. 346 – 349. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ – ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗ (Πατρίνα), ΣτΕ 1070/2008 Τμ. Γ΄ [Βλ. αρ. 665] (Επιλογή Γενικών Διευθυντών) ΠΑΡΑΡΑΣ (Πέτρος), ΣτΕ 1986/2005 Ολ. [Βλ. αρ. 1292 & 1434] (Ισότητα των φύλων) ΑΡΘΡΟ: “Θεμιτές οι διακρίσεις λόγω φύλου και μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001”, «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2006, σ. 1346 – 1355. ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ (Γεώργιος), ΑΕΔ 9/2009 [Βλ. αρ. 1371, 1469 & 1531] (Παραγραφή) ΠΕΤΙΝΗ – ΠΗΝΙΩΤΗ (Χρ.), ΑΠ 181/2001 Τμ. Β΄ [Βλ. αρ. 1051] (Μονομερής βλαπτική μεταβολή) »

»

» , ΕφΛαρ 716/1995 [Βλ. αρ. 1194] (Μαθητεία)

ΠΕΤΡΟΓΛΟΥ (Αθηνά), ΣτΕ 1187/2009 Ολ. [Βλ. αρ. 84 & 1006] (Απόδοση δαπανών νοσηλείας) »

»

, ΔΕΚ, Απόφαση της 26.3.2009, Υπόθ. C-559/07 [Βλ. αρ. 430, 1302 & 1467] (Όρια ηλικίας ανδρών – γυναικών Δ.Υ.) ΑΡΘΡΟ: “Η ισότητα των φύλων στο συνταξιοδοτικό σύστημα των δημοσίων υπαλλήλων”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 334 – 345.

»

»

, ΔΕΚ, Απόφαση της 22.11.1995, Υπόθ. C-443/93 [Βλ. αρ. 442] (Σύνταξη Δ.Υ.)

»

»

, ΕΔΔΑ, Απόφαση της 6.2.2009, Υπόθ. “Κοκκίνης” [Βλ. αρ. 452 & 1505] (Σύνταξη Δ.Υ.)

»

»

, ΕΣ 44/2009 Ολ. [Βλ. αρ. 453, 1294 & 1468] (Όρια ηλικίας ανδρών – γυναικών Δ.Υ.)

429


ΠΕΤΡΟΓΛΟΥ (Αθηνά), ΕΔΔΑ, Απόφαση της 25.6.2009, Υπόθ. “Ζουμπουλίδης” [Βλ. αρ. 967, 1370 & 1530] (Παραγραφή) ΑΡΘΡΟ: “Το ανίσχυρο των προνομίων υπέρ του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. (Παραγραφή απαιτήσεων Δ.Υ. έναντι του Δημοσίου για αποδοχές τους)”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 369 – 373. ΠΕΤΡΟΓΛΟΥ (Ιωάννης), ΕΔΔΑ, Απόφαση της 8.12.1999, Υπόθ. “Pellegrin” [Βλ. αρ. 969] (ΕΣΔΑ & Δ.Υ.) ΑΡΘΡΟ: “Το νέο κριτήριο για την υπαγωγή των δημοσιοϋπαλληλικών και συνταξιοδοτικών διαφορών στο άρθρο 6 της Ευρ.Σ.Δ.Α. Η απόφαση του Ευρ.Δ.Α.Δ. Pellegrin κατά Γαλλίας της 8.12.1999”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», σ. 481. ΠΙΚΟΥΛΑΣ (Ι.), ΑΠ 1/2004 τακτ. Ολ. [Βλ. αρ. 1085 & 1112] (Συλλογικές συμβάσεις εργασίας) ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ (Μ.), ΣτΕ 1906/2004 [Βλ. αρ. 14] (Μεταβολές υπηρεσιακού καθεστώτος Δ.Υ.)

,

»

» , ΣτΕ 2590/2004 [Βλ. αρ. 15 & 1544] (Μεταβολές υπηρεσιακού καθεστώτος Δ.Υ.)

»

» , ΣτΕ 467/1984 [Βλ. αρ. 16 & 1230] (Αναδιοργάνωση υπηρεσιών)

»

» , ΣτΕ 3167/2007 [Βλ. αρ. 161] (Σύσταση / λειτουργία ΑΣΕΠ)

»

» , ΣτΕ 2624/1999 [Βλ. αρ. 314 & 627] (Μονιμότης Δ.Υ.)

»

» , ΣτΕ 682/2008 [Βλ. αρ. 656 & 666] (Επιλογή Γενικών Διευθυντών)

»

» , ΣτΕ 1070/2008 Τμ. Γ΄ [Βλ. αρ. 665] (Επιλογή Γενικών Διευθυντών)

»

» , ΣτΕ Π.Ε. 44/2000 [Βλ. αρ. 1226] (Οργάνωση του Κράτους)

»

» , ΣτΕ Πρακτικό 1/2008 Ολ. σε συμβούλιο [Βλ. αρ. 1227] (Οργάνωση του Κράτους)

»

» , ΣτΕ Π.Ε. 528/1999 [Βλ. αρ. 1228] (Βεμπεριανό πρότυπο διοικήσεως)

»

» , ΣτΕ 3045/1997 [Βλ. αρ. 1229] (Θέσεις μετακλητών υπαλλήλων)

»

» , ΣτΕ Π.Ε. 257/2007 [Βλ. αρ. 1237] (Στελέχωση κρατικών υπηρεσιών)

»

» , ΣτΕ 1906/2004 [Βλ. αρ. 1419 & 1485 & 1500] (Αρχή της αξιοκρατίας) ΑΡΘΡΟ: “Το νομοθετικό καθεστώς των ανωτάτων δημοσίων υπαλλήλων υπό διαρκή μεταρρύθμιση. Ο δικαστικός έλεγχος των δικαστικών επιλογών”, «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ», 2008, σ. 2301 – 2333.

ΠΡΕΖΑΣ (Αθ.), ΑΕΔ 32/2008 [Βλ. αρ. 1361] (Παραγραφή) ΑΡΘΡΟ: “Χρόνος έναρξης παραγραφής απαιτήσεων υπαλλήλων του Δημοσίου κατ΄ αυτού. Παρουσίαση της σχετικής (32/2008) απόφασης του ΑΕΔ”, «ΔΕΛΤΙΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2009, σ. 235 – 239. 430


ΡΙΖΟΣ (Κωνσταντίνος), ΜονΠρΑθ 47/2007 [Βλ. αρ. 1104 & 1182] (Επίσχεση εργασίας) ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ (Ν.), ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ (Ν.), & ΜΑΖΟΣ (Ηλ.), ΣτΕ 2141/1993 Ολ. [Βλ.αρ. 287] (Πολιτική ουδετερότης Δ.Υ.) ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ (Κ.), ΣτΕ, Πρόεδρος Γ’ Τμήματος, Προσωρινή Διαταγή της 20.3.2006 [Βλ. αρ. 664] (Επιλογή Γενικών Διευθυντών) Σ.Γ.Β., ΑΠ 1185/2000 Τμ. Β΄[Βλ. αρ. 1111] (Ωρομίσθιο) ΣΙΔΕΡΗΣ (Δ.), ΕφΘεσ 1003/2004 [Βλ. αρ. 1050 & 1180] ΣΤΕΡΓΙΟΥ (Άγγ.), ΔΕΚ, Απόφαση της 26.3.2009, Υπόθ. C-559/07 [Βλ. αρ. 430, 1302 & 1467] (Όρια ηλικίας ανδρών – γυναικών Δ.Υ.) ΑΡΘΡΟ: “Ο χαρακτηρισμός του συνταξιοδοτικού συστήματος των δημοσίων υπαλλήλων ως επαγγελματικού: Ολισθήματα της νομολογίας του Δ.Ε.Κ. Με αφορμή την απόφαση του Δ.Ε.Κ. της 26ης Μαρτίου 2009, Υπόθεση C-559/07 Επιτροπή κατά Ελλάδος”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 321 – 333. ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ (Χ.), ΣτΕ 1882/2003 Τμ. Δ΄ [Βλ. αρ. 1277] (Αποτροπή επιρροής Μ.Μ.Ε.) ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ (Μαρία), ΣτΕ 1357/1999 Τμ. Γ΄ [Βλ. αρ. 5] (Ένταξη εκπαιδευτικών) ΤΑΧΟΣ (Αν.), ΠολΠρΘεσ 12598/2003 [Βλ. αρ. 1342] (Ευθύνη Δημοσίου) ΤΟΜΑΡΑΣ (Δ.), ΣτΕ 2838/2003 Τμ. Γ΄ [Βλ. αρ. 613] (Αξιολογική κατάταξη υποψηφίων Διευθυντών) ΦΕΤΑΛΙΔΟΥ (Ελπίς - Άννα), & ΣΤΑΜΟΥ (Μαρία), ΔΕφΑθ 637/1993 [Βλ. αρ. 399, 1297 & 1481] (Οικογενειακό επίδομα) ΦΥΤΡΑΚΗΣ (Ευτ.), ΕΣ 2287/2005 [Βλ. αρ. 1408] (Αρχή αναλογικότητος) Χ.Π.Τ., ΜονΠρΑθ 2088/2008 [Βλ. αρ. 1177] (Μετατροπή συμβάσεως εργασίας) ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗΣ (Χαράλαμπος), ΑΕΔ 32/2008 [Βλ. αρ. 1361] (Παραγραφή)

431



III. ΛΟΙΠΑ ΑΡΘΡΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ (Ευθύμιος), “Η διεύρυνση της εννοίας του «ανταποδοτικού χαρακτήρα» των ασφαλιστικών παροχών κατά την πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Τα όρια στο απονεμόμενο εφάπαξ βοήθημα” «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2008, σ. 229 - 246 ΑΡΓΥΡΟΣ (Αντ.), “Η επίδραση της ΕΣΔΑ στις αξιώσεις των εργαζομένων και τα δικονομικά προνόμια του Δημοσίου” «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1129 – 1148. ΒΛΑΣΤΟΣ (Στυλιανός), “Η αποζημίωση απολύσεως επί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 281 – 288. ΓΚΟΥΤΟΣ (Χ.), “Η σχέση εθελοντικής εργασίας”, «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 337 – 345. »

» , “Εννοιολογικά στοιχεία της απεργίας”, [Απόσπασμα από το βιβλίο του "Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο", Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα, 2006, σ. 120 – 126], «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2009, σ. 401 – 405.

ΓΡΥΛΛΗΣ (Ι.), “Η υπ΄ αρ. 20/2007 απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου και το πρόβλημα των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου”, «ΧΡΟΝΙΚΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 564 – 572. ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ (Φωτεινή), “Η απαγόρευση διάκρισης των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντίστοιχων εργαζομένων αορίστου χρόνου”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 81 – 105. »

»

, “Οι πάγιες διατάξεις του Π.Δ. 164/2004 ως μέτρα προστασίας των εργαζομένων «ορισμένου χρόνου» έναντι της κατάχρησης”, «ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ & ΕΤΑΙΡΙΩΝ», 2009, σ. 286 – 298.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ (Δημήτριος), “Τα όρια συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών στην κοινοτική έννομη τάξη”, «ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», 2008, σ. 199 – 220. «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ» (εκ της Συντάξεως), “Η απόφαση του Δ.ΕΚ. της 26.3.2009 για την εξίσωση των φύλων στο συνταξιοδοτικό σύστημα των δημοσίων υπαλλήλων”, 2009, σ. 305 – 307. «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ Ι.Κ.Α. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ & ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» (εκ της Διευθύνσεως του περιοδικού), “Διευκολύνσεις υπαλλήλων Δημοσίου Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. για παρακολούθηση σχολικής πορείας τέκνων τους” (Πρακτικός οδηγός), «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΙΚΑ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ & ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 830.

433


ΖΑΡΔΑΣ (Κ.), “Η επιβολή της ποινής της οριστικής παύσης για το παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος κατά τον ΠΚ στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων”, «ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», 2009, σ. 532 – 535. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ (Στ.), “Διαφορετική ηλικία συνταξιοδοτήσεως αναλόγως του φύλου (ΔΕΚ 26.7.2009)”, «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 227 – 228. ΚΑΡΟΥΖΟΣ (Γ.), “Η εκτελεστότητα των πειθαρχικών αποφάσεων του υπαλληλικού κώδικα για τους δημοσίους υπαλλήλους”, «ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», 2008, σ. 1769 – 1772. »

» , “Η μετάταξη των προς απόλυση υπαλλήλων λόγω κατάργησης θέσεων σύμφωνα με το Π.Δ. 117/2008”, «ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», 2009, σ. 339 – 341.

»

» , “Άρση της ειδικής προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης : Νόμιμη η απόλυση συνδικαλιστικού στελέχους σε περίπτωση καταχρηστικής επίκλησης της ειδικής προστασίας”, «ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», 2009, σ. 866 – 868.

»

» , “Η εξίσωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στο Δημόσιο Τομέα : Μια «νέα» καταδίκη της Ελλάδας”, «ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», 2009, σ. 1126 – 1127.

»

» , “Η παραγραφή των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου: Συγκριτική επισκόπηση της νομολογίας των εθνικών διοικητικών οργάνων και του Ε Δ Δ Α”, «ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», 2009, σ. 1771 – 1777.

ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗΣ (Φώτιος), “Η συνευθύνη των οργάνων του Δημοσίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ και η ανάγκη κατάργησης διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα που αίρουν ή περιορίζουν τη θεμελίωσή της, ως παράγοντας βελτίωσης της διοικητικής δράσης”, i) «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 950 – 953. ii) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2009, σ. 819 – 824. ΚΟΥΚΟΥΛΗ – ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ (Σοφία), “Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών: γιατί προσέφυγε πάλι η Επιτροπή κατά της Ελλάδας;”, «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», 2008, σ. 423 – 439. ΚΟΥΛΟΥΜΠΙΝΗ (Ευαγγελία), “Οι «μονιμοποιήσεις» του έκτακτου προσωπικού του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ – Ένα παράδειγμα παρεμπίπτοντος ελέγχου”, «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 641 – 648. ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ (Ανδρέας), “Μη επιλογή δημοσίου υπαλλήλου ως Προϊσταμένου Διεύθυνσης Υπουργείου – Κατάδηλη Υπεροχή”, [Σημείωμα & υπόδειγμα Δικογράφου]. «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 894 – 896. 434


ΚΟΥΣΟΥΝΗ – ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ (Α.), “ Η συνταγματική έννοια της τηλεόρασης και οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις”, «ΔΙΚΑΙΟ ΜΕΣΩΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ», 2009, σ. 179 – 185. ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ (Σωτ.), “Τα ένδικα μέσα κατά την πειθαρχική διαδικασία του Υπαλληλικού Κώδικα”, «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2008, σ. 300 – 337. ΚΤΙΣΤΑΚΗ (Σταυρούλα), “Συγκριτική επισκόπηση της υπηρεσιακής κατάστασης των δημοσίων υπαλλήλων στη Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία”, εις i) ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, 2007, σ. 112 – 123. ii) Ελληνικό Ινστιτούτο Διοικητικών Επιστημών, “Πολιτειακοί θεσμοί και Σύνταγμα” [Εισηγήσεις Συνεδρίου 18 – 20 Δεκεμβρίου 2006], Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα, 2009, σ. 217 – 242. ΛΑΖΑΡΑΤΟΣ (Π.), “Η προσωρινή δικαστική προστασία στην Διοικητική Δίκη μετά τον Ν. 3659/2008”, «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/2009, σ. 1 – 19. ΛΕΒΕΝΤΟΠΟΥΛΟΥ (Μαρία), “Η μετάταξη στο δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο : θεσμικό πλαίσιο και ερμηνευτικά ζητήματα” «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ. Ι/2008, σ. 187 – 200. »

»

, “Η απόσπαση στον υπαλληλικό κώδικα και τις ειδικές διατάξεις : Οι γενικοί κανόνες, οι παρεκκλίσεις και η ρήτρα της κατά παρέκκλιση ρύθμισης”, «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», τχ Ι/2009, σ. 113 – 136.

ΜΑΘΙΟΠΟΥΛΟΣ (Γεώργιος), “Το δίκαιο των προαγωγών διεθνώς”, «DIGESTA», 2009, σ. 343 – 351. ΜΑΝΙΑΤΗΣ (Αντώνιος), “Στρατολόγηση ναυαγοσωστών κατά την ναυτική εβδομάδα”, «ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ», τχ. 15/2009, σ. 113 – 119. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ (Κ.), “Θέση μισθωτού σε διαθεσιμότητα”, «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 705 – 717. »

» , “Μειωμένη ή διαλείπουσα απασχόληση μισθωτού”, «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2009, σ. 129 – 156.

ΜΕΛΙΣΤΑΣ (Αθανάσιος), “Το πρόβλημα της εκτέλεσης των πειθαρχικών ποινών της προσωρινής και της οριστικής παύσης μετά την εφαρμογή του νέου υπαλληλικού κώδικα (Ν. 3528/2007) Με αφορμή την 56/2008 Γνωμοδότησης της Ολομέλειας του ΝΣΚ”, «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 659 – 661. [& σ. 748 – 753 κείμενο της γνωμοδοτήσεως]. ΜΟΡΦΑΚΙΔΗΣ (Χρήστος), “ Όψεις της διοικητικής διαδικασίας κατά την συνταξιοδότηση των δημοσίων υπαλλήλων”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2008, σ. 861 – 870.

435


ΜΟΡΦΑΚΙΔΗΣ (Χρήστος), “Η διαδικασία επίλυσης των συνταξιοδοτικών διαφορών – Μια κριτική επισκόπηση της νομολογίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου”, «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 529. ΜΟΥΡΝΙΑΝΑΚΗΣ (Γ.), “Η οδηγία 1999/70/ΕΚ για την εργασία ορισμένου χρόνου και το πρόβλημα των «συμβασιούχων» στο Ελληνικό δίκαιο”, «ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», 2008, σ. 441 – 458. ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ (Κ.), “Υποχρέωση ίσης μεταχείρισης επιχειρησιακών συνδικαλιστικών Οργανώσεων (ΑΠ 1040/2009 Τμ. Α1)”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ», 2009, σ. 644 – 659. ΜΠΟΥΖΙΑΣ (Α.), “Η ελευθερία του τύπου και η επιφύλαξη υπέρ του νόμου”, «ΝΕΑ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», 2001, σ. 53 – 68. ΝΤΑΣΚΑΓΙΑΝΝΗΣ (Μιχ.), “Η υποχρέωση εχεμύθειας των δημοσίων υπαλλήλων”, «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», τχ. 48, Ιαν. – Μαρ. 2009, σ. 5 – 16. [Περιοδικό μη περιλαμβανόμενο στον κατάλογο]. ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ (Θ.), “Το δικαίωμα στην εργασία”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 1409 – 1422. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (Κωνσταντίνος), “Σύνταγμα και Δημόσια Διοίκηση. Αντιστοιχία ρυθμίσεων και αναγκών”, εις Ελληνικό Ινστιτούτο Διοικητικών Επιστημών”, Πολιτειακοί θεσμοί και Σύνταγμα, [Εισηγήσεις Συνεδρίου 18 – 20 Δεκεμβρίου 2006], Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα, 2009, σ. 243 – 253. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (Χρήστος), “Η έννοια της σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών και οι τρόποι καταγγελίας της”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΙΚΑ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 883 – 886. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ (Όλγα),“Το άρθρο 103 του Σ. – Τροχοπέδη στη Δημόσια Διοίκηση”, εις Ελληνικό Ινστιτούτο Διοικητικών Επιστημών, "Πολιτειακοί θεσμοί και Σύνταγμα" [Εισηγήσεις Συνεδρίου 18 – 20 Δεκεμβρίου 2006], Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα, 2009, σ. 153 – 216. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ – ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗ (Πατρίνα), “Η νομολογία του Δ.Ε.Κ. και του Συμβουλίου Επικρατείας σχετικά με την ίση κοινωνικοασφαλιστική μεταχείριση ανδρών γυναικών συμπλέουν”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 346 – 349. ΠΕΤΡΟΓΛΟΥ (Παναγιώτα),“Η αρχή της διαφάνειας κατά την προφορική συνέντευξη για πρόσληψη ή προαγωγή υπαλλήλων. Η σύνταξη πρακτικού συνέντευξης ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ», 2009, σ. 858 – 862. ΠΙΚΟΥΛΑΣ (Ι)., “Η πρόσφατη προδικαστική απόφαση του ΔΕΚ για την περί «συμβασιούχων» Κοινοτική οδηγία 1999/70 ΕΚ, σε συσχετισμό ιδίως με το αναφερόμενο στο δημόσιο τομέα Π.Δ. 164/2004”, «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2009, σ. 545 – 567. 436


ΠΙΤΣΟΥΛΗΣ (Χρήστος),“Το νέο σύστημα επιλογής προϊσταμένων μονάδων στις δημόσιες υπηρεσίες”, «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», τχ. 51, Οκτ-Δεκ 2009, σ. 47 – 56 [Περιοδικό μη περιλαμβανόμενο στον κατάλογο]. ΠΟΥΛΛΟΥ (Α.), “Η διαθεσιμότητα ως συντηρητικό υπηρεσιακό μέτρο”, «ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ», 2008, σ. 1610 – 1613. ΠΡΕΒΕΖΑΝΟΥ (Κωσταντίνα), “Η αξιοκρατία στις προαγωγές των ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων”, «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ», 2008, σ. 3 – 29. ΣΙΟΥΣΙΟΥΛΙΝΗ(Σοφία), “Οι υποχρεώσεις των ασφαλιστικών ταμείων έναντι των ασφαλισμένων σε περίπτωση επείγουσας και έκτακτης νοσηλείας τους”, «DIGESTA», 2009, σ. 399 – 416. ΣΠΑΝΟΥ (Καλλιόπη), “Ναπολεόντεια παράδοση και διοικητικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα”, «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 455. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ (Σ.), “Το καθεστώς χρηματοδότησης των δημοσίων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου”, «ΧΡΟΝΙΚΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 968 – 978. ΣΤΕΡΓΙΟΥ (Άγγελος), “Η σύμπραξη δημοσίου και ιδιωτικού τομέα στα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα (Η διείσδυση της αγοράς στα κράτη)”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 1321 – 1332 & 1385 – 1398. ΣΤΡΑΝΗΣ (Δημήτριος), “Η αλλαγή στις θεμελιώδεις κατευθύνσεις της δημόσιας διοίκησης στο πλαίσιο της «κοινωνίας της πληροφορίας» και του Διαδικτύου”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 291. ΣΤΡΑΤΗ – ΒΑΝΤΖΟΥ (Αλεξάνδρα), “Η απαξίωση του θεσμού της «προφορικής συνεντεύξεως» στο πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης”, «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 653 – 661. ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ (Ιωάννης), “Η αστική ευθύνη των δημοσίων υπαλλήλων”, «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 815 – 829. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ (Χρήστος), “Η οδηγία (ΕΚ) 1999/70 και η πρόσφατη νομολογία του ΔΕΚ για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα. Με αφορμή απόφαση ΔΕΚ C – 364/2007”, «ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ & ΕΤΑΙΡΙΩΝ», 2009, σ. 169 – 176. ΤΣΕΒΑΣ (Αθανάσιος), “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στον τύπο και την ραδιοτηλεόραση”, «ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗΣ», τχ. 1, Ιανουάριος 1998, σ. 181 – 246. ΧΙΩΛΟΣ (Κωνσταντίνος), “Η συγκρότηση και λειτουργία των συλλογικών οργάνων της Διοίκησης”, «ΝΟΜΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», τχ. 6, Μάιος 2007, σ. 25 – 26. 437


ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗΣ (Χαράλαμπος),“Η υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού του Δημοσίου υπό το φως της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης”, εις Ελληνικό Ινστιτούτο Διοικητικών Επιστημών, "Πολιτειακοί θεσμοί και Σύνταγμα" [Εισηγήσεις Συνεδρίου 18 – 20 Δεκεμβρίου 2006], Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα, 2009, σ. 143 – 152. ΨΥΧΟΓΙΟΣ (Θεόδωρος), “Πειθαρχικό Δίκαιο [Εισαγωγικό σημείωμα]” «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 848.

438


IV. ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΒΑΗΣ (Θεόδωρος), “Τοποθέτηση υπαλλήλου κλάδου ΤΕ Νοσοκομείου σε κενή θέση διευθυντού διοικητικού, λόγω ορισμού του στο υπηρεσιακό συμβούλιο (Προβλήματα εφαρμογής του άρθ. 159 Ν. 3528/07)”, «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2009, σ. 584 – 593. ΜΑΝΙΑΤΗΣ (Αντώνιος), “Η αρχή της χρηστής διοικήσεως για εξεύρεση ναυαγοσωστών”, «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ», 2009, σ. 1366 – 1371. ΜΑΝΙΑΤΗΣ (Αντώνιος), “Άδεια ανατροφής σε υπάλληλο Ο.Τ.Α. με σύζυγο ελεύθερο επαγγελματία”, «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2009, σ. 321 – 326. ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗΣ (Χαράλαμπος), “Η υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης με τις ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις. Υποκειμενικά και χρονικά όρια”, «ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», 2008, σ. 11 – 14.

439



ΚΥΡΙΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΑΔΕΔΥ

Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων

ΑΕΔ

Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

ΑΕΙ

Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα

ΑΚ

Αστικός κώδικας

ΑΝ

Αναγκαστικός νόμος

ΑΠ

Άρειος Πάγος

ΑΣΕΠ

Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού

Ασφ./Ασφαλ. μ.

Ασφαλιστικά μέτρα

ΑΤΑ

Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή

Β.Δ.

Βασιλικό Διάταγμα

Βουλ.

Βούλευμα

ΓΓΔΔ

Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διοίκησης

ΓΓΙ

Γενική Γραμματεία Ισότητος

ΓΓΤ

Γενική Γραμματεία Τύπου

ΔΕΕ

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

ΔΕΗ

Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού

ΔΕΚ

Δικαστήριο των Ευρωπαϊκων Κοινοτήτων [ήδη ΔΕΕ]

ΔΕΚΟ

Δημόσιες Επιχειρήσεις Και Οργανισμοί

ΔΕΠΑ

Δημόσια Επιχείρηση Αερίου

ΔΕφ

Διοικητικό Εφετείο

ΔΙΚΑΤΣΑ

Διαπανεπιστημιακό Κέντρο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Αλλοδαπής

ΔΙΚΝΠ

Διεύθυνση Κωδικοποίησης Νομικών Πληροφοριών

441


ΔΟΥ

Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών

ΔΠρ

Διοικητικό Πρωτοδικείο

ΔΥ/Δ.Υ.

Δημόσιος Υπάλληλος

ΕΑ/ΕπΑν

Επιτροπή Αναστολών

ΕΔΕ/Ε.Δ.Ε.

Ένορκη Διοικητική Εξέταση

ΕΘΕΛ

Εταιρεία Θερμικών Λεωφορείων

Ειρ

Ειρηνοδικείο

ΕισΝΑΚ

Εισαγωγικός Νόμος Αστικού Κώδικος

ΕΚ

Ευρωπαϊκή Κοινότητα [ήδη Ευρωπαϊκή Ένωση]

ΕΚΔΔ/Ε.Κ.Δ.Δ.

Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης

ΕΟΚ

Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης [Βλ. ΕΚ]

ΕΟΤ

Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού

επταμ.

επταμελής

ΕΣ

Ελεγκτικό Συνέδριο

ΕΣΔΑ

Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

ΕΣΔΔ/Ε.Σ.Δ.Δ.

Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης

ΕΣΡ

Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης

ΕΣΥ

Εθνικό Σύστημα Υγείας

ΕτΚ

Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

Εφ

Εφετείο

ΗΠΑ

Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

ΙΔ/Ι.Δ.

Ιδιωτικό Δίκαιο

ΙΚΑ

Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων

442


ΚΑΠΗ

Κέντρο Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων

ΚΕΠ

Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών

ΚΝΠΙΔ

Κρατικό Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου

ΚΟΚ

Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας

ΚΠολΔ

Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας

ΚΥΑ

Κοινή Υπουργική Απόφαση

ΜΔΥ/Μ.Δ.Υ.

Μόνιμος Δημόσιος Υπάλληλος

ΜΕ

Μέση Εκπαίδευση

ΜΜΕ

Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης

Μον

Μονομελές

Ν.

Νόμος

Ν.Δ.

Νομοθετικό Διάταγμα

Ν.Π.

Νομικό Πρόσωπο

ΝΠΔΔ/Ν.Π.Δ.Δ.

Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου

ΝΠΙΔ/Ν.Π.Ι.Δ.

Νονικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου

ΝΣΚ

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους

ΟΑΕΔ/Ο.Α.Ε.Δ.

Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού

ΟΔΔΥ

Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού

ΟΗΕ

Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών

Ολ.

Ολομέλεια

ΟΛΠ

Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς

ΟΠΑΠ

Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου

ΟΣΕ

Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος

443


ΟΣΚ

Οργανισμός Σχολικών Κτηρίων

ΟΤΑ

Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης

ΟΤΕ

Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος

Π/Πολ

Πολυμελές

Π.Δ.

Προεδρικό Διάταγμα

Π.Ε.

Πρακτικό επεξεργασίας

ΠΚ/Π.Κ.

Ποινικός Κώδικας

Πλημ

Πλημμελιοδικείο

ΠΠΠ

Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο [Βλ. ΕΣΔΑ]

Πρ

Πρωτοδικείο

ΠΥΣ

Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου

Σ/Συντ.

Σύνταγμα

ΣΔΟΕ/Σ.Δ.Ο.Ε.

Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος

ΣΣΕ

Συλλογική Σύμβαση Εργασίας

ΣτΕ

Συμβούλιο της Επικρατείας

Συμβ

Συμβούλιο

Συνθ

Συνθήκη

ΤΕΙ

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα

Τμ

Τμήμα

ΤΠΔΥ

Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων

Τρ

Τριμελές

ΥΑ

Υπουργική Απόφαση

ΥΔΙΜΗΔ

Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης

444


ΥΚ/Υ.Κ.

Υπαλληλικός Κώδικας

ΦΕΚ

Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως

445



ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΚΝΠ/ΥΔΙΜΗΔ 1) Ν.1943/1991 ΦΕΚ 50/Α/11.4.91. «Εκσυγχρονισμός της οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, αναβάθμιση του προσωπικού της και άλλες συναφείς διατάξεις, ΚΕΙΜΕΝΟ – ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ – ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ», 1991, σελ. 433. 2) «ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ», 1991, σελ. 186 (Ανατύπωση 1994). 3) «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ», 1992, σελ. 95. 4) «ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ 1990», 1992, σελ. 196. 5) «ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ 1991», 1994, σελ.235. 6) «CONDIFICATION ADMINISTRATIVE DES DISPOSITIONS ORGANISATIONELLES DES SERVICES DU MINISTERE DE LA PRESIDENCE DU GOUVERNEMENT» (Traduction), 1997, σελ. 96. 7) «ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ 1992», 1997, σελ. 217. 8) «ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ Ν. 2190/1994», 1998, σελ. 210. 9) «ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ/ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ», 2000, σελ. 51. 10) «ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΕΛΛΗΝΟΑΓΓΛΙΚΟ/ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ», 2000, σελ. 53. 11) «ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ (Ν. 2683/1999, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μέχρι 30.09.2002)», 2003, σελ. 155. 12) «ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΥΠΕΣΔΔΑ 1993», 2004, σελ. 231. 13) «ΝΟΜΟΣ 2190/1994/ΦΕΚ 28/Α/1-3 ΜΑΡΤΙΟΥ 1994 (περιλαμβάνει τις τροποποιήσεις του Ν. 3320/23-2-2005 – ΦΕΚ 48/Α)», 2005, σελ.111. 14) «ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ (Ν. 2690/1999 – ΦΕΚ 45 Α΄/1999)», όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τους 2880/2001, 3320/2004 και 3345/2005, 2005, σελ. 39.

447


15) «ΛΕΞΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ, ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟ/ΙΤΑΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ», 2006, σελ. 65. 16) «ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΩΝ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 2001 – 2005», 2008, σελ. 86. 17) «ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΕΤΩΝ 2007 – 2008», 2009, σελ. 87. 18) «ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΩΝ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 2006 – 2007», 2009, σελ. 125. 19) «ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ 2009», 2010, σελ. 77. 20) «ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ 2010», 2011, σελ. 97. 21) «ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ 2011», 2012, σελ. 224. 22) «ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ», 2012, σελ. 43.

448


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.