gentrify this
02
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Μάθημα: Χώρος και Πολιτισμός Επιβλέπων: Πέννυ Κουτρολίκου
Φοιτητές: Τρύφων Δημητρακόπουλος Όλγα Τσαγκαλίδου Ιούνιος 2012
Εξώφυλλο: Banksy, Leake Street πίσω από το Waterloo Station, London, UK
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ
Β. ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ GENTRIFICATION
Β.1. Προσεγγίσεις που βασίζονται στην προσφορά- Μαρξιστική προσέγγιση Β.2. Προσεγγίσεις που βασίζονται στη ζήτηση – Πολιτισμική Θεώρηση Β.3. Σύγκλιση των δύο προσεγγίσεων
Γ. ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ, ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΥΓΕΝΙΣΜΟΣ
Δ. ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΕ ΕΞΕΥΓΕΝΙΣΜΕΝΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
Δ.1. Soho και Lower East Side, Νέα Υορκη Δ.2. Hoxton, Λονδίνο Δ.3. Μεταξουργείο, Αθήνα
Ε. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΣΤ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
03
gentrify this
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
gentrify this
04
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ
‘Η μια μετά την άλλη, πολλές από τις εργατικές συνοικίες του Λονδίνου έχουν κατακτηθεί από τις μεσαίες τάξεις, ανώτερες και κατώτερες. Φτωχά σπίτια και πρώην στάβλοι [mews] – δύο δωμάτια κάτω, δύο πάνω – με τη λήξη του συμβολαίου μίσθωσης ανακαινίζονται και γίνονται κομψές και ακριβές κατοικίες. Μεγάλα βικτωριανά σπίτια, υποβαθμίσμενα παλιότερα, που χρησιμοποιούνταν για φτηνή κατοικία ή είχαν χωριστεί σε διαμερίσματα, έχουν αναβαθμιστεί και πάλι. [...] Από τη στιγμή που αυτή η διαδικασία της gentrification ξεκινάει σε μια συνοικία, συνεχίζει ταχύτατα, μέχρι που όλοι, ή σχεδόν όλοι, οι κάτοικοι της εργατικής τάξης έχουν εκτοπιστεί και ο όλος κοινωνικός χααρκτήρας της περιοχής έχει αλλάξει’ (Glass 1964, μετάφραση Α. Καλαντίδης, 2007) Ο όρος εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1964 όταν η Βρετανή κοινωνιολόγος Ruth Glass περιγράφοντας μετασχηματισμούς στο αστικό περιβάλλον και τις κοινωνικές δομές στην πόλη του Λονδίνου αναφέρει τα παραπάνω. Από τότε έως και σήμερα, έχουν δοθεί διάφοροι παρεμφερείς ορισμοί για το φαινόμενο. Ενδεικτικά αναφέρουμε αυτόν του Neil Smith: ‘ο όρος αποδίδει τη διαδικασία κατά την οποία οι γειτονιές της εργατικής τάξης αναμορφώνονται από τους νέους μεσοαστούς αγοραστές κατοικιών, από τους ιδιοκτήτες γης και κατοικίας και από τους εκφραστές του κατασκευαστικού κεφαλαίου’ (Smith, 1982). Η Sharon Zukin με την σειρά της προτείνει ως ορισμό του gentrification την ‘μετατροπή ορισμένων κοινωνικά περιθωριακών εργατικών περιοχών του κέντρου της πόλης σε περιοχές κατοικίας μεσαίων τάξεων (Zukin, 1987). Ετυμολογικά, ο όρος είναι αγγλοσαξονικός και προέρχεται από το “gentry”, που δηλώνει τους κατώτερους ευγενείς της αγγλικής υπαίθρου ενώ πρακτικά αναφέρεται στα μεσαία στρώματα της κοινωνίας που χαρακτηρίζονται από μια οικονομική άνεση. Οι δυσκολίες στη μετάφραση του αγγλικά διατυπωμένου όρου gentrification, εμφανίζονται και στα γαλλικά όπου αποδίδεται ως “embourgeoisement”, στα ιταλικά με τη λέξη “imborghesimento”, ενώ αργότερα “gentrificazione” αλλά και στα γερμανικά όπου “gentrifizierung” είναι γερμανοποιημένος όρος του αρχικού αγγλικού. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παραπάνω προσπάθειες ορισμού και επεξήγησης του αγγλικού όρου εμπεριέχουν και μια προσπάθεια αξιολόγησης και σκιαγράφησης του φαινομένου, άλλοτε με θετικές και κάποτε με αρνητικές αποχρώσεις, στο χωρικό και κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς κάθε χώρας. Στα ελληνικά έχουν γίνει πολλές προτάσεις μετάφρασης του όρου όπως: «αναβάθμιση», «εξευγενισμός», «αστική αναδιάρθρωση» και «αστικός εξωραϊσμός» (Καλαντίδης Α. 2005) Ένας ορισμός ο οποίος αποδίδει καλύτερα το φαινόμενο του gentrification είναι η επανάκτηση-επαναδιεκδίκηση περιοχών από μέσα και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Πρόκειται για τη διαδικασία μέσω της οποίας υποβαθμισμένες γειτονιές και μεμονωμένα κτίρια ανακτώνται, είτε για κατοικία μεσαίων και υψηλων εισοδηματικών ομάδων, είτε για κερδοφόρες δραστηριότητες από μερίδες του κεφαλαίου. Πίσω από αυτές τις διαδικασίες βρίσκεται συνήθως το κτηματομεσιτικό και εργολαβικό κεφάλαιο μαζί με τις τράπεζες που δίνουν ευνοϊκά δάνεια για επισκευές και αναπλάσεις παλιών κτιρίων.
Β.1. Προσεγγίσεις που βασίζονται στην προσφορά- Μαρξιστική προσέγγιση Από τους πρώτους που ανέπτυξαν την μαρξιστική θεώρηση ήταν ο N. Smith (από το 1979), ο οποίος μαζί με τον P. Williams εκδίδει το 1986 τον τόμο που θεωρείται πλέον κλασικός Gentrification of the City, μια συλλογή δοκιμίων από πολλούς ερευνητές. Βασική θέση της μαρξιστικής θεώρησης είναι ότι συγκεκριμένες δομές της καπιταλιστικής οργάνωσης της πόλης οδηγούν στην gentrification. Η λεγόμενη «αναγέννηση» των πόλεων ή η επιστροφή των κατοίκων στα αστικά κέντρα έχει για τον Smith κινητήρια δύναμη το κεφάλαιο και όχι τους ανθρώπους. Η όλη διαδικασία εξηγείται μέσα από την συσσώρευση κεφαλαίου και την ανάγκη επανεπένδυσής του. Σε φάσεις που η συγκυρία το επιτρέπει, αυτή η επένδυση γίνεται στη γη, και συγκεκριμένα στα μέρη εκείνα από τα οποία η επένδυση έλειπε μέχρι τότε (επένδυση και επανεπένδυση). Κεντρικό σημείο είναι η διατύπωση της θεωρίας περί «χασμάτων ενοικίων». Ο Smith εξετάζει υποβαθμισμένες περιοχές της Νέας Υόρκης με χαμηλά ενοίκια, πολύ χαμηλότερα από αυτά που θα μπορούσε να απαιτήσει ο ιδιοκτήτης αν το ίδιο κτήριο ήταν ανακαινισμένο. Όταν αυτό το χάσμα έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω της διαρκούς υποβάθμισης του κτηρίου ώστε να δημιουργήσει πίεση, ο ιδιοκτήτης επενδύει ανακαινίζοντας το, με φυσικό επακόλουθο την αύξηση των ενοικίων και την απομάκρυνση των μέχρι τότε ενοίκων.
Σε γενικές γραμμές ο Smith θεωρεί πως το φαινόμενο gentrification αποτελεί δομική παραγωγή των κτηματικών και στεγαστικών αγορών, με βασικό γνώμονα το κέρδος, ενώ εξαρτάται από την προσφορά των εξευγενισμένων κατοίκων. Για το λόγο αυτό, δίνει έμφαση στον πρωταγωνιστικό ρόλο των παραγωγών: εργολάβων, παραγόντων οικονομικής ανάπτυξης, ιδιοκτητών ακινήτων, κυβερνητικών αντιπροσώπων, χορηγών ενυπόθηκών δανείων, κτηματομεσιτικών γραφείων. Οι παραγωγοί αποτελούν για την πλευρά της προσφοράς, τους
05
gentrify this
Β. ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ GENTRIFICATION
gentrify this
06
βασικούς δρώντες που ενεργοποιούν τις οικονομικές δυνάμεις του φαινομένου gentrification, για την επίτευξη του μέγιστου κέρδους, ως βασικό αναπτυξιακό χαρακτηριστικό των καπιταλιστικών πόλεων όπως προείπαμε παραπάνω.
Β.2. Προσεγγίσεις που βασίζονται στη ζήτηση – Πολιτισμική Θεώρηση Η άλλη πλευρά έδωσε έμφαση στη ζήτηση και ιδιαίτερα στην επιθυμία μερικών ανθρώπων να ζήσουν στο κέντρο των πόλεων. ‘Εχει να κάνει με τα χαρακτηριστικά των ίδιων των εξευγενιστών, τις προσωπικές επιλογές τους και τα διλλήματα της καθημερινής ζωής που ακολουθούν την κατασκευή του αστικού χώρου. Σημαντικό ρόλο παίζει η αποβιομηχάνηση και ταυτόχρονα η τριτογενοποίηση της οικονομίας στα κέντρα των πόλεων που οδηγεί στην εμφάνιση μιας νέας μεσαίας τάξης, δηλαδή εξειδικευμένα στελέχη με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και ευαισθησίες σε πολιτιστικά θέματα. Πολλές φορές θεωρούν ως πρωτοπόρους της διαδικασίας του gentrification τους καλλιτέχνες, οι οποίοι αποστρεφόμενοι τις κοινωνικές συμβάσεις και περιορισμούς της μεσαίας τάξης επιλέγουν να εγκατασταθούν σε εργατικές συνοικίες και ιδιαίτερα σε συνοικίες όπου υπάρχει εθνολογική συνύπαρξη ταυτιζόμενοι έτσι με τους μη έχοντες και τον τρόπο ζωής τους, υιοθετώντας παράλληλα έναν μποέμ τρόπο ζωής. Τα μεσαία στρώματα και οι καλλιτέχνες αμφισβητώντας την κανονικότητα και την ομαλότητα της ζωής στα προάστια προσελκύονται από το αστικό περιβάλλον, και ιδιαίτερα από τις κεντρικές και «παρακμασμένες» περιοχές, όπου μπορεί η ποιότητα ζωής-περιβάλλοντος να μην είναι και η καλύτερη δυνατή αλλά παρουσιάζει άλλα πλεονεκτήματα όπως ανοχή στη διαφορετικότητα, ζωντάνια και εν γένει κάτι τ διαφορετικό από τη ζωή στα προάστια. Η διαδικασία λοιπόν του gentrification θεωρείται και ως μια απελευθερωτική τακτική και μία πράξη προσωπικού ακτιβισμού των νέων μεσαίων τάξεων. Αυτή η θεώρηση κριτικάρει την πλευρά της προσφοράς λέγοντας πως αναγνωρίζει μια προϋπόθεση για την συγκέντρωση της αστικής τάξης, αλλά δεν προσφέρει κάποια αναζήτηση των πολιτισμικών πλευρών της προτίμησης για την διαβίωση στην πόλη. Συγκεκριμένα όπως τονίζει η Zukin, αγνοεί το γεγονός ότι μια ουσιαστική προϋπόθεση για τη συγκέντρωση της αστικής τάξης είναι και η διαδικασία όπου μια πολιτισμική πρωτοπορία μετακινείται σε μια περιοχή για να της δώσει πολιτισμική νομιμότητα. Αυτή η μετακίνηση έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία πολιτισμικού κεφαλαίου με την εμφάνιση εκθεσιακών χώρων και καλλιτεχνικών εργαστηρίων, αλλά και τη διοργάνωση καλλιτεχνικών γεγονότων στην περιοχή. Έτσι η περιοχή αποκτά ένα καλλιτεχνικό χαρακτήρα που της προσδίδει υψηλή πολιτισμική και κατ’ επέκταση συμβολική αξία, η οποία προσελκύει το ενδιαφέρον της μεσαίας και ανώτερης τάξης. Με λίγα λόγια το πολιτισμικό κεφάλαιο εμπορευματοποιείται, με αποτέλεσμα η περιοχή να αποκτά και μεγάλη οικονομική αξία. Αυτό προκαλεί το ενδιαφέρον του κτηματικού κεφαλαίου, το οποίο διακρίνοντας δυνατότητες
κέρδους, επενδύει στην περιοχή με στόχο την μεσαία και την ανώτερη τάξη. Οπότε μπορούμε να πούμε ότι η έλευση των καλλιτεχών ή των διανοούμενων εν γένει σε μία υποβαθμισμένη περιοχή, λειαίνει το έδαφος για την εισβολή του κτηματικού κεφαλαίου στην περιοχή και με αυτόν τον τρόπο προωθεί τον εξευγενισμό της. Β.3. Σύγκλιση των δύο προσεγγίσεων Όπως υποστηρίζει η Zukin, οι πολιτιστικές πιστώσεις των εύπορων εξευγενιστών δεν στερούνται οικονομικού ορθολογισμού. Η πολιτιστική επικύρωση βοηθά στην αξιοποίηση των επενδύσεών τους σε κατοικίες, και ο ακτιβισμός για λογαριασμό της ιστορικής ιδιοκτησίας διευκολύνει τη μετάβαση, για ορισμένους από αυτούς, σε ανάπτυξη ημιεπαγγελματικών και μερικής απασχόλησης χώρων. Πράγματι, η πολιτική κινητοποίηση για το νομικό πλαίσιο που καθορίζει τον προσδιορισμό ενός ιστορικού τοπόσημου ενώνει συνήθως τους ανθρώπους με διαφορετική αισθητική και οικονομικά συμφέροντα. Ενώ η ιστορική διατήρηση επιτρέπει σε κάποιους από αυτούς να ικανοποιούν την αστική τους αναγνώριση, άλλοι πάλι κερδίζουν από την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για έναν “συντηρησιακό” τρόπος κατανάλωσης. Ωστόσο, η πολιτιστική κατανάλωση προσφέρει επίσης και άλλα μερίσματα. Πολιτιστικά επικυρωμένες γειτονιές παρέχουν αυτόματα τη νέα μεσαία τάξη με συλλογική ταυτότητα και κοινωνικά διαπιστευτήρια για τα οποία αγωνίζεται. Επιπλέον, η ιδεολογία του εξευγενισμού νομιμοποιεί την κοινωνική αναπαραγωγή τους, συχνά παρά τους ισχυρισμούς ενός υπάρχοντος πληθυσμού. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όταν γίνονται εκκλήσεις προς την κοινή γνώμη και τις δημοτικές αρχές ώστε να αποφασίσουν μεταξύ των διεκδικήσεων των διαφόρων οικιστικών και εμπορικών ομίλων. Σε γενικές γραμμές, η παρουσία των καλλιτεχνικών αγορών και επικυρώνει και καταξιώνει τις επενδύσεις των επιχειρήσεων σε σημαντικές πόλεις. Ενώ η πολιτισμική συγκρότηση της νέας αστικής μεσαίας τάξης έχει ειρωνικά ονομαστεί σαν «καλλιτεχνικός τρόπος παραγωγής”, μια μελέτη από το Εθνικό Κληροδότημα για τις Τέχνες των ΗΠΑ διαπίστωσε ότι οι πόλεις με το υψηλότερο ποσοστό καλλιτεχνών στο εργατικό δυναμικό είχαν επίσης τα υψηλότερα ποσοστά εξευγενισμού στο κέντρο της πόλης και συγκυρίαρχης μετατροπής. Ο εξευγενισμός εμφανίζεται έτσι ως μια πολυδιάστατη πολιτισμική πρακτική που έχει τις ρίζες της και στις δύο θεωρίες που έχουμε προαναφέρει. Ως μια μορφή ιδιοκτησίας, οι ανακαινισμένες κατοικίες αποτελούν τόσο μέσο συσσώρευσης όσο και μέσο κοινωνικής αναπαραγωγής για ένα μέρος της υψηλού μορφωτικού επιπέδου μεσαίας τάξης. Επιπλέον, ως αναφορά σε συγκεκριμένους τύπους κτιρίων στο κέντρο της πόλης, ο εξευγενισμός υποδηλώνει τόσο την λειτουργία του υψηλού επιπέδου πολιτιστικής κατανάλωσης όσο και τον εποικισμό ενός διευρυνόμενου εδάφους από τους οικονομικούς φορείς που σχετίζονται με τον τομέα των υπηρεσιών.
gentrify this
07
gentrify this
08
Σε μακροπρόθεσμη βάση, οι οικονομικοί θεσμοί καθορίζουν τις προϋποθέσεις στις οποίες οι εξευγενιστές ανταποκρίνονται. Κοσμικές τάσεις αποεπένδυσης στην αστική κατασκευή καταστρέφουν τη βιωσιμότητα των βιομηχανικών περιοχών και των εργατικών γειτονιών. Η πρόσφατη αναζωπύρωση των επενδύσεων σε αμερικανικές πόλεις από τα σημαντικά θεσμικά όργανα χορηγίας οφείλεται, αφενός, στη μείωση των ξένων δανείων και, αφετέρου, στη συμμετοχή τους σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία των υπηρεσιών. Η κατασκευή γραφείων που χρηματοδοτούν τελικά παρέχει θέσεις εργασίας για τους πιθανούς εξευγενιστές, αλλά δεν συνοδεύεται από ενδιαφέρον για την κατασκευή νέων κατοικιών τα ενοίκια των οποίων οι περισσότεροι από αυτούς μπορούν να αντέξουν οικονομικά. Η αύξηση των τιμών ιδιοκτησίας στις κατοικημένες περιοχές της μεσαίας τάξης, αντανακλά την αύξηση του ανταγωνισμού για ένα περιβάλλον που ενώνει την εγγύτητα με τα διαδικαστικά, διευθυντικά και δημιουργικά επαγγέλματα, ευκαιρίες για εξειδικευμένη κατανάλωση υψηλού κύρους, και ο συνδυασμός της πληθυσμιακής πυκνότητας με εξατομικευμένες υπηρεσίες που μπορεί να υποστηρίξει ανεξάρτητη, σχεδόν αστική κοινωνική αναπαραγωγή από ανθρώπους που δεν είναι πραγματικά πλούσιοι. Έτσι, οι εξευγενιστές παγιδεύονται ανάμεσα στην επέκταση του μεσαίας τάξης στυλ ζωής και σε μια κατάσταση στην αγορά που καθιστά πιο δύσκολο να υλοποιηθούν τέτοιου είδους τρόπου ζωής, χωρίς συμβιβασμό. Μελέτες στο μικρό-επίπεδο των εξευγενισμένων γειτονιών δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτά τα ζητήματα. Αλλά υπάρχουν τουλάχιστον τρεις εναλλακτικοί τρόποι για να πλαισιωθεί μια μελέτη του εξευγενισμού που θα ενσωματώνει την πολιτιστική και οικονομική ανάλυση. Πρώτον, η συνέργεια μεταξύ αποβιομηχάνισης και εξευγενισμού προτείνει μια συγκριτική μελέτη των κατοικιών και των αγορών εργασίας στις μητροπολιτικές περιοχές. Δεύτερον, τα μακροπρόθεσμα σχέδια των τοπικών οικονομικών, πολιτικών, και κοινωνικών ελίτ - συμπεριλαμβανομένων των επενδυτικών τους σχεδίων και τις δικές τους κατοικημένες συνοικίες - επικεντρώνουν την προσοχή των συμφερόντων “στο κέντρο της πόλης”, είτε υποστηρίζοντας στιγμιαία την ανανέωση των αστικών κέντρων, τον εξευγενισμό, ή νέες ιδιωτικές επιχειρήσεις κατασκευής. Και τρίτον, η μορφολογία των αστικών περιοχών - τόσο η μεταβαλλόμενη τους μορφή όσο και ο τρόπος που αυτή η μορφή αυτό εισάγει στην πόλη ως σύνολο - δείχνει πώς το χωρικό και το δομημένο περιβάλλον συγκεκριμενοποιεί, μεταδίδει, και μετατρέπει τα συστατικά κοινωνικά συμφέροντα της πόλης (Zukin, 1987).
Η ανάπτυξη του πεδίου της καλλιτεχνικής παραγωγής από τον Bourdieu ως η κατάλληλη τοποθεσία για την δημιουργία αξίας είναι μία δυναμική ευρετική που μπορεί να επακταθεί στην αντίληψη του εξευγενισμού ως πεδίο σχέσεων, πρακτικών και ιστορικών ιχνών. Αυτή η ιστορική άποψη, τονισμένη τόσο από τον Bourdieu, είναι κρίσιμη, επειδή υπάρχουν θραύσματα προγενέστερων και αναμνήσεων που αποτελούν κομμάτι του πολιτισμικού κώδικα του ‘παιχνιδιού΄του εξευγενισμού και τα οποία διαμορφώνουν το πεδίο μέχρι και σήμερα. Το πρώτο στάδιο είναι να καθοριστούν κάποιες από τις σχέσεις κλειδιά του πεδίου: ο τύπος του κεφαλαίου που κατέχουν οι καλλιτέχνες και δευτερευόντως, οι θέση τους ανάμεσα στην κυρίαρχη τάξη, ή όπως θα το έθετε ο Bourdieu, ‘ως το κυριαρχημένο τμήμα της κυρίαρχης τάξης’. Τόσο η οικειοποίηση των υψηλών επιπέδων του πολιτισμικού κεφαλαίου, όσο και οι αρχές και η επίτευξη της γνώσης της αισθητικής διάθεσης, αναγνωρίζουν τους καλλιτέχνες ως μέλη της μεσαίας τάξης. Η ιδέα του Bourdieu περί πλούσιου πολιτιστικού κεφαλαίου, περιορισμένου οικονομικού κεφαλαίου, αλλά παρ’ όλα αυτά, μέλος της κυρίαρχης τάξης ανταποκρίνεται στις διαστάσεις του φαινομένου. Οι καλλιτέχνες, όμως, αποτελούν μια ειδική κατηγορία της μεσαίας τάξης, καθώς διευρύνουν την φαντασία, τις επιθυμίες, ακόμα και τις πρακτικές της, πέρα από νόρμες και συμβάσεις. Το καλλιτεχνικό lifestyle, όπως το δημιουργικό έργο τέχνης, εσκεμμένα πιέζει τα όρια της συμβατικής ζωής της μεσαίας τάξης, ενώ ταυτόχρονα αντιπροσωπεύει προωθητικό και επικοιστικό μέσο της. Σε πιο ελεύθερες συζητήσεις ο Habermas δήλωσε ότι ‘το avant-garde πρέπει να βρει την κατεύθυνσή του μέσα στο τοπίο, κάτι που κανείς δεν το τόλμησε’. Το τολμηρό όμως αυτό τμήμα του διευρυμένου πεδίου σχέσεων, όπου οι διαλεκτικές δένουν μεταξύ καλλιτεχνικής φαντασίας και συμβάσεων της μεσαίας ταξης, μπορεί να οδηγήσει σε μια σύνθεση αισθητικοποιημένου προιόντος. Ένα τέτοιο αξιοποιήσιμο προιόν είναι ο χώρος. Καθώς η μοντέρνα τέχνη προσπάθησε να δημιουργήσει έναν κόσμο για την ίδια, οι καλλιτέχνες άρχισαν να συγκεντρώνονται στις μεγάλες πόλεις, όπως το Παρίσι, η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και το Βερολίνο, κοντά δηλαδή στον κόσμο της τέχνης, στην αγορά τους και κοντά ο ένας στον άλλον. Διάφορα avant-garde κινήματα έγιναν συνώνυμα με την αστική ζωή, γεγονός που ισχύει μέχρι και σήμερα. Οι καλλιτέχνες παραμένουν συσχετισμένοι με τις μεγάλες αστικές περιοχές. Μελέτες που έχουν γίνει σε Toronto, Vancouver και Montreal αποδεικνύουν την σημασία των κεντρικών περιοχών ως τμήματα των καλλιτεχνικών habitus. Κατ’ επέκταση, περιοχές χαμηλού εισοδήματος των μεγάλων αστικών κέντρων, προσφέρουν φτηνότερα ενοίκια, αναδεικνύοντας έτσι την καλλιτεχνική αρετή σε οικονομική αναγκαιότητα. Αντίθετα, περιοχές, συμπεριλαμβανομένων των πρώην βιομηχανικών, πλέον κατειλημμένων από καλλιτέχνες, χάνουν την γοητεία τους με την αναδιαμόρφωση τους, ακόμα και αν η διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς ή της ιστορικής ή πολιτιστικής θεματικής είναι μέρος της νέας τοπογραφίας. Οι χώροι κατοικίας-εργασίας, γνωστοί στην αγορά ως lofts, σπάνια
09
gentrify this
Γ. ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ, ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΥΓΕΝΙΣΜΟΣ
gentrify this
10
είναι δημοφιλείς (ή προσιτοί) στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Αυτό το οποίο προωθούν οι συγκεκριμένοι χώροι είναι ένα σκηνικό ανανεομένου κέντρου πόλης, μία εμπορευματοποίηση του χώρου, παρά κάτι σχετικό με την αυθεντικότητα. Για ακόμη μία φορά, η αισθητική διάθεση αντιστρέφει την φυσιολογική κατάταξη των ερεθισμάτων. Αυτοί οι εμπορευματοποιημένοι χώροι, δημοφιλείς στους επαγγελματίες της μεσαίας τάξης, υπόκεινται σε αισθητική απόρριψη, ενώ αυτό που ο Bourdieu θα κατηγοριοποιούσε ως συνηθισμένο και καθημερινό, είναι αντικείμενο όχι μόνο της αισθητικοποίησης, αλλά της αισθητικής αποδοχής. Μία παλιά περιοχή, κοινωνικά διαχωρισμένη, συμπεριλαμβανομένων ομάδων ανέχειας, μπορεί να αναγνωριστεί ως αυθεντική, συμβολικά πλούσια και ελεύθερη από την εμπορευματοποίηση που αποσβένει το νόημα του χώρου. Για την αισθητική διάθεση, εμπορευματοποιημένες τοποθεσίες, όπως η εμπορική τέχνη, θεωρούνται ως στείρες, απογυμνωμένες από νόημα. Τα προάστια και τα εμπορικά κέντρα, εμβλήματα της μαζικής αγοράς και της αποτυχίας του προσωπικού γούστου, απορρίπτονται. Οι σχετικές αλλά αντίθετες τάσεις του πολιτιστικού και οικονομικού φαντασιακού επανεμφανίζονται, οι χώροι που εποικούνται από το εμπόριο ή το κράτος είναι αυτοί που απορρίφθηκαν από τους καλλιτέχνες. Η αντιπάθεια όμως δεν είναι αμοιβαία, ο κορεσμός του νοήματος των χώρων από τους καλλιτέχνες μετατρέπεται σε μία αξιοποιήσιμη πηγή για τους επιχειρηματίες. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, η έννοια του Bourdieu για το πεδίο της πολιτιστικής παραγωγής έχει μία δυνατή ιστορική διάσταση, καθώς προηγούμενα και παραδόσεις καθιερώνουν τους κανόνες του παιχνιδιού και την θέση των παικτών. ΄Ετσι, η έρευνα για τον εξευγενισμό θα πρέπει να δώσει προσοχή στο ιστορικό ξεκαθάρισμα της μορφολογίας των αστικών ανακατασκευών, που χρονικά τοποθετείται περίπου στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το παρόν επιχείρημα εν συντομία, είναι ότι η καταγωγή του εξευγενισμού περιλαμβάνει την καθιέρωση ενός ευγενούς, αστικού habitus που αντλεί την ταυτότητά του από μια προοπτική πλούσια σε πολιτιστικό κεφαλαίο (αρχικά), αδύναμη σε οικονομικό (Ley, 1996). Στα διαγράμματα κοινωνικού χώρου του Bourdieu, παρατηρείται μία επικάλυψη μεταξύ του χώρου των καλλιτεχνών και του χώρου της νεολαίας. Και οι δύο έχουν χαμηλά επίπεδα οικονομικού κεφαλαίου και τυπικά υψηλότερα επίπεδα πολιτιστικού κεφαλαίου σε αντίθεση με τους γονείς τους. Συμπληρωματικά με αυτήν την επίσημη σχέση, μπορεί να υπάρχει ακόμα και μια σχέση τρόπου ζωής καθώς η αισθητική διάθεση και το καλλιτεχνικό lifestyle γίνονται είτε καταφύγιο είτε ένα μέρος αντίστασης της νεολαίας στις αστικές αξίες. Εδώ είναι που το ιστορικό περιεχόμενο γίνεται βαρυσήμαντο στην καθιέρωση της θέσης στο πεδίο του εξευγενισμού, καθώς το 1960 έγινε πλήρως αντιληπτή η υπεροχή σε ένα σύνολο περιστάσεων, οι οποίες καθιέρωσαν πλήρως μία εξυψωμένη εκτίμηση του πολιτιστικού κεφαλαίου (αύξηση γεννήσεων, μεταπολεμική οικονομική έκρηξη, κοινωνικο-πολιτικές επαναστάσεις κλπ). Μέσα σε ένα περιβάλλον, αξιοποιήσιμου πολιτιστικού κεφαλαίου, δεν είναι περίεργο η ταυτόχρονη αύξηση της καλλιτεχνικής παραγωγής, με την τέχνη να γίνεται πρώτη προτεραιότητα για το κράτος.
Το πεδίο του εξευγενισμού αποτελείται από ένα πλαίσιο πολιτιστικών μεσαζόντων, όπως αγορά ακινήτων, ταξιδιωτικά πρακτορεία, γαστρονομική κουζίνα, τέχνες, εσωτερική διακόσμηση. Αυτό το κοσμοπολίτικο πλαίσιο, συγγενικό με τους διάφορους μεσίτες του κόσμου της τέχνης, διαδίδει γνώση για τα μέρη της γειτονιάς και τους κανόνες, της πηγές και τις τελετουργίες του lifestyle των εξευγενιστών. Δεν είναι περίεργο ότι οι χώροι των καλλιτεχνών έχουν υποστεί διεύρυνση σε πολλές μεγάλες πόλεις κάτω από το φως της σημαντικής ανάπτυξης του καλλιτεχνικού επαγγέλματος. Τα μητροπολιτικά κέντρα μετατρέπονται σε μέρη με έντονες καλλιτεχνικές ταυτότητες και κατευθύνσεις. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια προσωρινή αστάθεια στις τοποθεσίες των καλλιτεχνών σε αυτές τις γειτονιές, καθώς παρατηρείται μεγάλη κινητικότητα και η εκτόπιση τους στην πόλη είναι γεγονός. Εδώ, η συζήτηση επιστρέφει στην πολύπλοκη σχέση μεταξύ του πολιτιστικού και οικονομικού κεφαλαίου στο πεδίο του πολιτισμού. Η αισθητική διάθεση του καλλιτέχνη που απορρίπτει την εμπορευματοποιήση, που εκτιμά την κοινοτυπία και την μετασχηματίζει σε τέχνη, πράγματι, μετατρέπεται σε οικονομικό κεφάλαιο από διάφορους παράγοντες στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι καλλιτέχνες, άλλοι κάτοικοι ή και η βιομηχανία ανάπτυξης. Στα πλαίσια ενός ιστορικού περιεχομένου, όπου το πολιτιστικό κεφάλαιο απολαμβάνει υψηλής συμβολικής αξίας, μία οικονομική αξιοποίηση της αισθητικής διάθεσης έχει συχνά οδηγήσει σε αυξήσεις των τιμών ιδιοκτησίας. Το αποτέλεσμα είναι η εκτόπιση των καλλιτεχνών σε πιο φτηνές και προσιτές περιοχές. Ο πληθυσμός ο οποίος διαδέχεται τους καλλιτέχνες δεν εισέρχεται στο πεδίο ασυντόνιστος, αλλά με επιτυχία η οποία διαμορφώθηκε από την εγγύτητα του προς την αισθητική διάθεση και την πολιτιστική επάρκεια του καλλιτέχνη. Η αισθητική πίστωση του χώρου, με την αξιολόγηση της κοινοτυπίας και του εκτόςκέντρου, ελκύει άλλους επαγγελματίες, ειδικά αυτούς που βρίσκονται επίσης υψολέτερα στο πολιτιστικό κεφάλαιο απ’ ότι στο οικονομικό και μοιράζονται κάτι απ την αντιπάθεια των καλλιτεχνών προς την εμπορικότητα και τις συμβάσεις. Όπως και οι καλλιτέχνες, είναι αδιάφοροι προς την γοητεία της ζωής στα προάστια και έχουν εκτείνει μία εναλλακτική τοπογραφία του νοήματος δια μέσου του χώρου της μητρόπολης. Τυπικά, κοινωνικοί και πολιτιστικοί επαγγελματίες και προ-επαγγελματίες αποτελούν τους πρώτους διαδόχους των καλλιτεχνών, συμπεριλαμβανομένων πολιτιστικών παραγωγών ως διανοούμενων και φοιτητών, δημοσιογράφων και άλλων εργαζομένων των μέσων ενημέρωσης και εκπαιδευτικών. Αυτοί συνήθως ακολουθούνται από επαγγελματίες με μεγαλύτερα οικονομικά κεφάλαια, όπως δικηγόροι και τελικά από επιχειρηματίες και καπιταλιστές. Καθ’ όλη τη διάρκεια, το διαθέσιμο εισόδημα και οι αξίες ιδιοκτησίας ανεβαίνουν, με τον εξευγενισμό τελικά να αντιπροσωποπεύει την σημαντική επανεπένδυση κεφαλαίου στην αγορά κατοικίας και ακινήτων στα κέντρα των πόλεων. Ένα υψηλό επίπεδο πολιτιστικής επάρκειας είναι συσχετισμένο με αυτούς
gentrify this
11
gentrify this
12
που δηλώνουν εγγύτητα προς τους καλλιτέχνες τόσο στον γεωγραφικό όσο και στον πολιτικό χώρο. Κομμάτι της γοητείας του εξευγενισμού είναι μία τέτοια τοποθέτηση, πολιτιστικά και πολιτικά, εντοπισμένη στα άκρα – με την φαουστική ικανοποίηση ότι η κοινωνία που αξιοποιεί την αισθητική διάθεση, την κατάλληλη στιγμή, το δεδουλευμένο πολιτιστικό κεφάλαιο ενός τόπου μπορεί να μετατραπεί σε οικονομικό κεφάλαιο, όταν τα άκρα γίνονται τα νέα κέντρα.
Δ.1. Soho και Lower East Side, Νέα Υορκη
Ο Florida ισχυρίζεται ότι η δημιουργικότητα είναι η σημαντική κινητήρια δύναμη της οικονομίας των ΗΠΑ και ότι η «δημιουργική τάξη» είναι αυτή που αποτελεί την αντιστοίχη οικονομική και πολιτική δύναμη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Ισχυρίζεται επίσης ότι η ομάδα των επαγγελμάτων που ονομάζεται «δημιουργική τάξη» παράγει μια σταθερή αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος - και ότι η ανάπτυξη αυτή που κατανέμεται άνισα, είναι συγκεντρωμένη στις λεγόμενες «δημιουργικές πόλεις», πόλεις δηλαδή με υψηλό ποσοστό των μελών της δημιουργικής τάξης. Ως εκ τούτου, ο Florida έψαξε για ένα μέσο για τη μέτρηση, και τελικά κατάταξη, αυτών που θεωρούνται απαραίτητες προϋποθέσεις στην δημιουργία μιας δημιουργικής πόλης. Επεσήμανε, λοιπόν, τρεις μεταβλητές που κάνουν μια περιοχή ελκυστική για τη δημιουργική τάξη: Τεχνολογία, Ταλέντο και Ανοχή. Τα δύο πρώτα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του προφίλ κάθε μεταβιομηχανικής πόλης, ενώ το τρίτο χαρακτηριστικό, “ανοχή”, είναι που ο Florida ισχυρίστηκε ως τη σημαντική συμβολή στην εξέλιξη των μελλοντικών μεταβιομηχανικών πόλεων. Οι πόλεις και οι περιοχές ευδοκιμούν, προέβλεψε ο ίδιος, αν είναι ανοικτές προς τους καλλιτέχνες, τους αλλοδαπούς κατοίκους και τους ομοφυλόφιλους. Ανακατασκευάζοντας την ανάπτυξη του Soho και της Lower East Side στη Νέα Υόρκη, θεωρούμε ότι δεν ήταν η ανοχή, αλλά στην πραγματικότητα η μη-ανοχή ή, για να είμαστε πιο ακριβής η μηδενική ανοχή, η οποία μετέτρεψε αυτές τις γειτονιές σε πεδία μαζικής κατανάλωσης. Το Soho, περιοχή νότια του Houston, θεωρείται γενικά ως η καρδιά και η ψυχή της Νέας Υόρκης, και θεωρείται επίσης ως το απτό παράδειγμα για την επιβίωση των βιομηχανικών πόλεων. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το Soho ήταν το κέντρο παραγωγής υφασμάτων, γυαλιού και πορσελάνης της Νέας Υόρκης, αλλά όταν οι σημαντικότερες επιχειρήσεις μετακόμισαν βορειότερα μέσα στην πόλη, η απασχόληση στην περιοχή έγινε αποκλειστικά τα κάτεργα και το Soho
13
gentrify this
Δ. ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΕ ΕΞΕΥΓΕΝΙΣΜΕΝΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
gentrify this
14
έγινε γνωστό ως « εκατό στρέμματα κολάσεως». Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα περίπου, όταν η Νέα Υόρκη θεωρήθηκε ότι είναι η πολιτιστική πρωτεύουσα του κόσμου, οι καλλιτέχνες άρχισαν να οικειοποιούνται την περιοχή, κατοικώντας παράνομα και χρησιμοποιώντας σαν χώρους εργασίας τα κενά εργοστάσια της περιοχής. Το 1964, οι καλλιτέχνες και η πόλη διαπραγματεύτηκαν αυτό που η κοινωνιολόγος Sharon Zukin ονόμασε «ιστορικό συμβιβασμό μεταξύ πολιτισμού και κεφαλαίου», θέτοντας τα θεμέλια για την ανάπτυξη μιας πόλης βασισμένη στις καλλιτεχνικές πρακτικές. Η πόλη της Νέας Υόρκης ψήφισε τροπολογία που επέτρεπε στους καλλιτέχνες και στις οικογένειές τους να νοικιάζουν τις σοφίτες και τους βιομηχανικούς χώρους για τη συνδυασμένη χρήση διαβίωσης και στούντιο εργασίας. Εκατοντάδες καλλιτέχνες μετακόμισαν στο Soho, και σε σύντομο χρονικό διάστημα, ακολούθησαν οι γκαλερί. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ομάδες τοπικών συμφερόντων που αποτελούντο κυρίως από καλλιτέχνες συστηθήκαν και κινητοποιήθηκαν για την κήρυξη του Soho σε ιστορικό ορόσημο, βάση της μεγάλης κληρονομιάς της περιοχής σε κτίρια από χυτοσίδηρο και σε πλακόστρωτα δρομάκια. Σε συνεργασία με τους τραπεζίτες, τους μεσίτες, τους μεγιστάνες των ΜΜΕ και της αναδυόμενης επαγγελματικής τάξη των μάνατζερ, οι καλλιτέχνες προώθησαν τον ριζικό μετασχηματισμό του αστικού τοπίου παραγωγής σε ένα τοπίο κατανάλωσης. Κατά τη διάρκεια αυτής της χωρικής διατήρησης και της κοσμικής αισθητικοποίησης, οι σοφίτες του Soho χαρακτηρίστηκαν ως στοιχεία του μποέμικου τρόπο ζωής. Το όνειρο της κατοίκησης σε loft του Soho κινητοποίησε τα σημάδια της βιομηχανοποίησης ως νοσταλγικά μεταμορφωμένη διακόσμηση για την επιδεικτική στάσης μιας ασφαλούς και καθαρής μετά- βιομηχανοποίησης. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, η καλλιτεχνική παραγωγή στο Soho έγινε όλο και περισσότερο εταιρική, και οι τιμές των ακινήτων ήταν σε πλήρη άνθηση. Το 1986, οι κάτοικοι του Soho πιέστηκαν για μια πιο επίσημη ρύθμιση της τροπολογίας που πέρασε στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, ζητώντας τώρα από τους κατοίκους του Soho να αποδείξουν το καλλιτεχνικό τους κύρος προς το Τμήμα Πολιτιστικών Θεμάτων. Ο νόμος ψηφίστηκε, αλλά ποτέ δεν εφαρμόστηκε στην πράξη. Ήταν πολύ αργά, και διακυβεύονταν αρκετά θέματα πλέον. Στη δεκαετία του 1980, διάσημες μπουτίκ μόδας άρχισαν να εγκαθίστανται στο Soho. Το 1982, ο οίκος Comme des garcon αναπαρήγαγε την αισθητική του χώρου μιας γκαλερί, εκθέτοντας τα ρούχα. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Helmut Lang παρουσίασε ένα μινιμαλιστικό είδος μόδας μαζί με την τέχνη των Jenny Holzer, Louise Bourgois και Richard Serra. Στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα, ενώ το Soho συνέχιζε να μετατρέπεται διαδοχικά σε όλο και περισσότερο ομογενές εμπορικό κέντρο, όλο και περισσότεροι κάτοικοι της Νέας Υόρκης άρχισαν να θέτουν το ερώτημα: “Έφτασε το τέλος του Soho? Πού είναι ο νέος προορισμός? “ Ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι καλλιτέχνες σε αναζήτηση φθηνότερων περιοχών ή νέας καλλιτεχνικής σκηνής που θα χαρακτηρίζεται μακριά από την υπάρχουσα μέχρι τότε καλλιτεχνική κατάσταση , άρχισαν να μεταναστεύουν ανατολικά στην Lower East Side. Στις φτωχότερες γειτονιές της Νέας Υόρκης, όπου πάνω από σαράντα τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού ζούσε σε συνθήκες φτώχειας, βρήκαν φθηνά ενοίκια που τους επέτρεψαν να οργανώσουν πειραματικά θεάματα στα δικά τους ή των φίλων τους διαμέρισμα.
Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα των γκαλερί που άνοιξαν στην περιοχή ήταν να φέρουν σημαντικούς καλλιτέχνες στο κέντρο της πόλης και έτσι να μεταφέρουν την τέχνη των γκράφιτι από το δρόμο πάνω στον καμβά. Αυτή η μετατόπιση κάνει την τέχνη του δρόμου αρεστή ακόμη και για ένα «λευκό» αγοραστικό κοινό που ποτέ δεν θα τολμούσε να επισκεφθεί τους δρόμους του Harlem. Μαθαίνοντας από το Soho, αξιωματούχοι της πόλης προσεγγίζουν τους νεοεισερχομένων στην αγορά με την υπόσχεση της παροχής και της αποκατάστασης των ιδιόκτητων ακινήτων της ίδιας της περιοχής. Επιπλέον, ένας νέος νόμος για τον καθορισμό ζωνών παρέχει τη νομική βάση για την ενοικίαση επαγγελματικής ιδιοκτησίας σε καλλιτέχνες βασισμένης σε πενταετείς συμβάσεις που δεν προβλέπουν σταθερό ενοίκιο. Μέχρι το 1984, πάνω από 70 εμπορικές γκαλερί είχαν ανοίξει στο χώρο των δεκατεσσάρων τετραγώνων, και η καλλιτεχνική σκηνή του East Village είχε ενσωματωθεί πλήρως στις εργασίες του καλλιτεχνικού κόσμου της Νέας Υόρκης. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης γιόρτασαν τη νέα καλλιτεχνική σκηνή με μια επιθετική ρητορική της “απελευθέρωσης” και “ανανέωσης”. Σε καλλιτεχνικό φόρουμ της εποχής ο κριτικός Rene Ricard τοποθέτησε τον ιδανικό του καλλιτέχνη στην Lower East Side: «Θέλω οι στρατιώτες μου, δηλαδή οι καλλιτέχνες, να είναι νέοι και δυνατοί, με ακούραστη ενέργεια να επιτυγχάνουν αδύνατα κατορθώματα πονηριάς και θάρρους “. Η τέχνη του East Village έκανε μπαμ και εικόνες πλήρους εξαθλίωσης κυκλοφόρησαν ευρέως σε εθνικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης. Καθώς οι εικόνες σχετίζονταν με την πολιτιστική σφραγίδα της καλλιτέχνης παραγωγής, μια λεπτή διαδικασία επαναπροσδιορισμού ξεκίνησε: η αξιολόγηση των εικόνων μετατοπίστηκε από τον φόβο και την απέχθεια προς την περιέργεια και την επιθυμία. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η δημιουργική αυτή έκρηξη εξελίχτηκε σε μια αποτυχία, και οι περισσότεροι από τους χώρους τέχνης έκλεισαν. Οι ιστορικοί γενικά συμβάλλουν στην ταχεία ανάπτυξη και παρακμή του καλλιτεχνικού χώρου σε ένα διεθνές κύμα προβληματισμού για την τέχνη που ενισχύθηκε από τα υψηλά κέρδη του επιχειρηματικού τομέα. Αλλά ο διανοητικός και πραγματικός επαναπροσδιορισμός στην Lower East Side έχει ξεκινήσει ήδη τη δική του πορεία. Οι τιμές ενοικίασης αυξήθηκαν κατά 400 και 600 τοις εκατό, πριν ακόμα λήξουν οι πενταετής συμβάσεις διαμονής. Μια βίαιη μάχη προέκυψε μεταξύ των κτηματομεσιτών, παλιών ενοικιαστών και των νέων που μετακόμισαν στην γειτονιά. Η διαδικασία κλιμακώθηκε τον Αύγουστο του 1988, όταν οι αστυνομικές δυνάμεις της Νέας Υόρκης καθάρισαν αυτό που πολλοί άνθρωποι θεωρούσαν την καρδιά του East Village, το Tompkins Square Park, και το μετέτρεψαν σε μια αιματηρή ζώνη μάχης. Στη Νέα Υόρκη, η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει στα μέσα της δεκαετίας του 1990, κυρίως λόγω της αναδυόμενης του dot-com φούσκας. Η Νέα Υόρκη ήταν και πάλι ένας δημοφιλής τουριστικός προορισμός. Ο εξευγενισμός επιτάχυνε και εγκαταστάθηκε σε γειτονιές που είχαν παρακαμφθεί από προηγούμενα κύματα της διαδικασίας, αυξάνοντας τις τιμές των ακινήτων στο έπακρο και εισάγοντας νέες γεωγραφικές περιοχές ανισότητας, αποκλεισμού και εκτοπισμού. Ενώ στο επίπεδο του δρόμου η αστυνομική βία συνέχισε να κυριαρχεί στο όνομα του «αγώνα κατά των ναρκωτικών »,
gentrify this
15
gentrify this
16
το κύριο όπλο στον εκτοπισμό των φτωχών ήταν τώρα η αγορά ακινήτων: Η εργατική τάξη των φτωχών και των εθνοτικών μειονοτήτων της πόλης εκδιώχτηκε από τις δυσβάστακτες τιμές των ενοικίων και τερμάτισε τις συμβάσεις μίσθωσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα διαμερίσματα και τα σπίτια τους κάηκαν για να επιταχυνθεί η έξωση τους από την περιοχή. Οι καλλιτέχνες μετακόμισαν στο Williamsburg, στο New Jersey, στο Queens και βόρεια- και λίγα χρόνια αργότερα, ο Richard Florida δημοσίευσε ένα βιβλίο για τη δημιουργική πόλη και τη δέσμευσή της στην τεχνολογία, στο ταλέντο και στην ανοχή.
Δ.2. Hoxton, Λονδίνο Το Hoxton βρίσκεται στο Ανατολικό κέντρο του Λονδίνου, βόρεια του οικονομικού κέντρου, το επονομαζόμενο «the City», κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό Liverpool Street και στο αναδιαμορφωμένο Broadgate. Η περιοχή είναι μέρος αυτού που ονομάζεται «City Fringe», μιας και ο οργανισμός City Fringe Partnership επιδιώκει να προωθήσει την ανάπτυξη της οικονομικά υποβαθμισμένης περιοχής γύρω από τα ανατολικά και βόρεια σύνορα του City. Το «City του Fringe” αποτελείται από έναν αριθμό τοπικών δήμων και κοινωτήτων, και υπερκαλύφθηκε με ένα κύμα χωρικών πρωτοβουλιών για την αναγέννηση και την βελτίωση του κοινωνικού αποκλεισμού. Η περιοχή εκτείνεται από το Clerkenwell στα βόρεια μέχρι το Brick Lane στα ανατολικά.
Η περιοχή που συνήθως αναφέρεται ως Hoxton είναι στην πραγματικότητα το Shoreditch: μέρος του Hoxton, με την περίφημη αγορά του, και βρίσκεται βόρεια της Hoxton Square, η οποία βρίσκεται βόρεια της Old Street. Το νότιο Shoreditch βρίσκεται νότια της Old Street / Hoxton Square. Είναι επίσης γνωστό και με άλλες ονομασίες όπως «SoSho», κυρίως σε κτηματομεσίτες, ή «το τρίγωνο του Shoreditch», που οριοθετείται από την Old Street, την Great Eastern Street και την Shoreditch High Street. Το «Hoxton» των νέων μέσων και της καλλιτεχνικής φήμης βρίσκεται εντός του χώρου που οριοθετείται από την Hoxton Square, βόρεια της Old Street και το τρίγωνο του Shoreditch, νότια της Old Street. Αυτή η περιοχή βρίσκεται εντός ενός πολύπλοκου διοικητικού χάρτη, μολονότι ανήκει στο δήμο του Hackney, ωστόσο η ανατολική πλευρά της Shoreditch High Street είναι κομμάτι του Tower Hamlets, δυτικά της Old Street είναι μέρος του Islington, νότια του Τριγώνου του Shoreditch είναι το City. Το Τρίγωνο του Shoreditch καταλαμβάνει ένα αστικό αποτύπωμα μικρότερο των 100 τμ. Το Hoxton ήταν πάντα «πεταμένο στην άκρη». Η πρότερη τύχη του ήταν να είναι έξω από το ρυθμιστικό έλεγχο του City, γεγονός που οδήγησε στην άνθιση διαφόρων «ανεπιθύμητων» δραστηριοτήτων (τόσο κοινωνικών όσο και οικονομικών και περιβαλλοντικών) στην εκεί περιοχή: από επιβλαβείς κατασκευές μέχρι και παραεμπόριο και πορνεία. Όπως συμβαίνει με όλες αυτές τις τοποθεσίες, το Hoxton ήταν πάντα στη σκιά του City, ιστορικά υπήρξε μια περιοχή σημαντικού κοινωνικού αποκλεισμού. Ο εμβληματικός πυρήνας της περιοχής είναι η Hoxton Square, μια τυπική πλατεία της πόλης. Μεγάλες βικτωριανές αποθήκες και πρώην εκθεσιακοί χώροι πάνω σε μεγάλους οδικούς άξονες κυριαρχούν στο νότιο τμήμα της περιοχής, με πολύ μικρά σοκάκια / δρόμους που περιέχουν εργαστήρια στο πίσω μέρος. Η ιστορία του Hoxton αποτελεί ένα παράδειγμα των συνεπειών της ανάπτυξης και της χωρίς περιορισμούς ταχείας αστικοποίησης. Η μαζική αυτοκρατορική επέκταση του δέκατου ένατου αιώνα του City αύξησε την παραγωγή και το εμπόριο κυρίως στα εργαστήρια του Hoxton, γεγονός που αποτέλεσε μια τεράστια γεννήτρια απασχόλησης, προσέλκυσε μετανάστες και υπέβαλε την περιοχή σε δύσκολες καταστάσεις συνωστισμού, οικονομικής εξαθλίωσης και ανθυγιεινών συνθηκών. Η περιοχή βομβαρδίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και βυθίστηκε περαιτέρω σε παρακμή. Ήταν κυριολεκτικά το κέντρο της μαύρης αγοράς του Λονδίνου, και το πεδίο του μαφιόζικου πολέμου το1960. Η εκ νέου ανάπτυξη των σταθμών Broad Street και Liverpool Street στη δεκαετία του 1980, υπονόμευσε ένα πιθανό υπερπληθυσμό από την οικονομική δραστηριότητα του City, γενικότερα η μαζική φυγή των λονδρέζικων κατασκευαστικών ερμηνεύτηκε με την κατάρρευση της βιομηχανίας επίπλων και κλωστοϋφαντουργίας που είχε βάση της το Hoxton. Σε μόλις μία δεκαετία το Hoxton πέτυχε να αποκτήσει σχεδόν μυθικό χαρακτήρα ως μια πολιτιστική Μέκκα, χαρακτηρισμός που αναμφισβήτητα θα ξεθυμάνει ακόμα πιο γρήγορα. Η σχηματική ιστορία είναι ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 τα μέλη αυτού που επρόκειτο να γίνει γνωστό ως Young British Artists (YBA) συστήνουν στούντιο και χώρους κατοικίας μέσα και γύρω από το Hoxton. Αυτό το κοινωνικό δίκτυο επεκτείνεται σε διάφορες μορφές τέχνης,
gentrify this
17
gentrify this
18
συμπεριλαμβανομένης της μουσικής. Η περιοχή είχε ήδη στεγάσει στούντιο και γραφεία δισκογραφικών εταιρειών πανκ μουσικής. Το μεγάλο πλεονέκτημα ήταν οι φτηνοί και μεγάλοι χώροι στούντιο κοντά στο Λονδίνο, η κοινότητα της «τέχνης» διασκέδαζε και κοινωνικοποιούνταν στην δική τους περιοχή. Αργότερα, μπαρ και κλαμπ άνοιξαν εκεί, για παράδειγμα ένα διάσημο και πρωτοπόρο για την εποχή gay club άνοιξε στη γωνία της Hoxton Square. Τα μέλη του YBA διασκέδαζαν σε μαγαζιά κατά μήκος της Charlotte Street. Ο κινηματογράφος τέχνης Lux καθώς και το Ίδρυμα του Κινηματογράφου του Λονδίνου και του Εργαστήριο Βίντεο, εγκαταστάθηκαν στη πλατεία του Hoxton, η οποία έγινε ένα κοινωνικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Το Hoxton ονομάστηκε ένα από τα «πιο cool μέρη του πλανήτη» από το περιοδικό Time (1996), και συνδέθηκε με την έννοια της «Cool Britannia», ένας όρος που αξιοποιήθηκε από την εισερχόμενη επιτροπή εργασίας το 1997. Ένα νέο κύμα μεταναστών έφθασε στο Hoxton στα τέλη της δεκαετίας του 1990, καθώς έγινε το επίκεντρο της νέας βιομηχανίας μέσων ενημέρωσης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 2000, ο Chris Smith ήταν ο πρώτος γραμματέας του νεοσύστατου Τμήματος Πολιτισμού, Μέσων Ενημέρωσης και Αθλητισμού που υπερασπίστηκε τις δημιουργικές βιομηχανίες και ξεκίνησε τον θεσμό της «Χρονιάς του Καλλιτέχνη» στην Hoxton Square. Από αυτή την χρονική στιγμή, οι τιμές αυξήθηκαν και οι τελευταίοι καλλιτέχνες έφυγαν προς αναζήτηση φθηνότερων χώρων στα ανατολικά, με αποτέλεσμα οι χώροι τους γρήγορα να μετατραπούν σε σοφίτες κατοικιών (lofts). Το Hoxton έγινε πολύ της μόδας, με τους δικούς του υπέρμαχους. Λίγο αργότερα, ο Lux κινηματογράφος έκλεισε, επειδή το Συμβούλιο της Τέχνης δεν ανανέωσε την χρηματοδότηση του. Από αυτή την στιγμή το πάρτι είχε τελειώσει και το Hoxton έγινε συνώνυμο της ομάδας «naff», η οποία είχε το δικό της στυλ μαλλιών, το «πτερύγιο Hoxton», και τον μοναδικό της χαρακτήρα απέδωσε στην τηλεόραση ο ρόλος του «Nathan Barley», και το περιοδικό «Shoreditch Twat». Ολοένα και περισσότερο, νεόδμητα lofts και εστιατόρια αντικατέστησαν το παλιό φάσμα κτιρίων. Η περιοχή του Hoxton βόρεια της πλατείας, παρέμεινε όσο φτωχή ήταν πάντα και τα επαγγέλματα που προσέφεραν έναν λόγο για να πάει κάνεις νότια της πλατεία, είχαν φύγει για τα καλά. Παρά τις προσπάθειες πολλών προγραμμάτων ανάπλασης λίγα πράγματα βελτιώθηκαν για το Hoxton, και παρά την τεράστια πολιτιστική ώθηση, ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να είναι ένα από τις φτωχότερες περιφέρειες του Λονδίνο [η 11η από τις 624 (GLA, 2005)]. Το γεγονός αυτό μοιάζει αρκετά περίεργο δεδομένου ότι το Hoxton είναι συνώνυμο για όλο τον κόσμο της αγγλικής λέξης «cool» και συνήθως αναφέρεται ως παράδειγμα πολιτιστικής αναγέννησης. Οι λόγοι οι οποίο συνέβαλαν σε αυτό εντάσσονται στα πλαίσια των κοινωνικών και οικονομικών κυρίως πολιτικών κατευθύνσεων και για το λόγο αυτό δεν θα αναλυθούν στα πλαίσια της δικής μας μελέτης.
Δ.3. Μεταξουργείο, Αθήνα Η περιοχή του Μεταξουργείου βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και ανήκει σήμερα, στο 3ο Διοικητικό Διαμέρισμα. Περικλείεται από τις οδούς Πειραιώς, Ιερά Οδό, Κωνσταντινουπόλεως, Δεληγιάννη και Αγίου Κωνσταντίνου, καθώς και συνορεύει με την πλατεία Καραϊσκάκη και την πλατεία Ομονοίας.
Η υποβάθμιση του αστικού χώρου, στο Μεταξουργείο εδώ και δεκαετίες, προσέλκυσε ανθρώπους και δραστηριότητες που δεν θα μπορούσαν εύκολα να φιλοξενιθούν σε κάποια άλλη περιοχή των Αθηνών. Έτσι στην περιοχή εγκαταστάθηκαν κοινωνικές ομάδες περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων, άστεγοι, γυναίκες που λειτουργούσαν οίκους ανοχής και, κατά την προηγούμενη δεκαετία, οικονομικοί μετανάστες και πρόσφυγες. Η προσφορά κατοικιών με φτηνό ενοίκιο και η πληθώρα εγκαταλελειμμένων σπιτιών παρέχουν καταφύγιο σε παράνομους ή ημι-παράνομους μετανάστες και πρόσφυγες καθιστώντας τους μη ορατούς στο σύνολο της πόλης. Είναι κυρίως άνεργοι ή εργάζονται περιστασιακά ως χαμηλόμισθοι εργάτες, διαμένουν σε παλαιές και υποβαθμισμένες οικίες, που τις περισσότερες φορές δεν διαθέτουν τις απαραίτητες παροχές (φως, νερό, αποχετεύση, θέρμανση), σε οικίες που τις νοικιάζουν με πολύ χαμηλό ενοικίο ή τις καταπατούν εν αγνοία των ιδιοκτητών και διαβιούν σε κατάσταση παρανομίας ή ημιπαρανομίας, σε καθεστώς ανασφάλειας και σε συνθήκες υψηλής ανέχειας. Η διαμονή τους σε πολυμελείς ομάδες μέσα σε χώρους που στερούνται τις βασικές συνθήκες υγιεινής αποτελεί μάλλον τον κανόνα παρά την εξαίρεση. Περιθωριοποιημένοι κοινωνικά και πολιτιστικά, οργανώνουν τις κοινότητές τους, τους χώρους λατρείας τους, δημιουργούν δίκτυα υποδοχής και διοχέτευσης των νέων μετακινούμενων και συμβιώνουν προσπαθώντας να
gentrify this
19
gentrify this
20
δημιουργήσουν έναν ζωτικό χώρο ενσωμάτωσης στον νέο τόπο εγκατάστασης. Η ύπαρξη γειτονιών όπου κατοικοεδρεύουν μετανάστες κρατάει την περιοχή σε συνοχή και διαρκή ζωντάνια ακόμα και αν το αισθητικό αποτέλεσμα δεν συμβαδίζει με την εικόνα που επιθυμεί να δημιουργήσει η πολιτεία, του Μητροπολιτικού Κέντρου διεθνούς ακτινοβολίας. Οποιαδήποτε πίεση στις γειτονιές των μεταναστών, με την διαδικασία εξευγενισμού και με την συνακόλουθη οικονομική συγκυρία – άνοδο των τιμών της γης – θα αναγκάσει τους ανθρώπους που ήδη κατοικούν στο Μεταξουργείο, νομίμως και παρανόμως, αλλοδαπούς που έχουν ανοίξει επιχειρήσεις και αυτή τη στιγμή δίνουν ένα ιδιαίτερο πολιτιστικό και κοινωνικό στίγμα στην περιοχή σε μετοίκιση σε περιοχές με χαμηλότερα ενοίκια που όμως δεν θα βρίσκονται σε τόσο κεντρικό σημείο και ίσως οδηγήσουν σε φαινόμενα γκετοποίησης και αποκλεισμού. Η περιοχή του Μεταξουργείου μία κατεξοχήν, όπως προκύπτει, περιοχή κατοικίας με έντονο το πολυπολιτισμικό στοιχείο λόγω μεταναστών, δέχεται πιέσεις ομογενοποίησης. Η γειτνίαση με περιοχές όπως το Ψυρρή, το Γκάζι, καθώς και το παράδειγμα της Πλάκας, που έχουν υποστεί έντονες αλλαγές τα τελευταία χρόνια επηρεάζει και την περιοχή του Μεταξουργείου. Οι νέες μορφές αναψυχής, η κατασκευή πολυτελών κατοικιών, τα νέα αστικά στέκια πολιτισμού έλκουν ‘νέους κατοίκους’. Το έντονο υποβαθμισμένο οικιστικό απόθεμα έλκει τις κατασκευαστικές εταιρίες και σταδιακά δημιουργούνται υπεραξίες γης χωρίς κανέναν έλεγχο από το κράτος. Άρα η αναζωογόνηση μιας περιοχής μέσω αναπλάσεων του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, δημιουργεί ενδιαφέρον σε νέους κατοίκους διαφορετικής οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης και έτσι αυξάνονται οι αξίες ακινήτων. Ενδιαφέρον έχει η εκμετάλλευση της απαξίωσης της αστικής γης σε μία περιοχή λαικής κατοικίας και επαναδραστηριοποίησή της μέσω αναπλάσεων κρατικής ή ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Δεν είναι τυχαίο το έντονο ενδιαφέρον εδώ και κάποια χρόνια συγκεκριμένων κτηματομεσητικών εταιριών (πχ. OLIAROS) για την περιοχή του Μεταξουργείου, οι οποίες αγοράζουν ή νοικιάζουν κτίρια στον Κεραμεικό και στο Μεταξουργείο για να τα παραδώσουν στη φαντασία και στο ταλέντο αρχιτεκτόνων από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο με στόχο αυτές οι δύο παραδοσιακές αλλά με χιλιάδες προβλήματα αθηναϊκές γειτονιές να αλλάξουν σελίδα. Οι διαδικασίες αυτές όμως ενεργοποιούν παλιούς φόβους για τον ρόλο όχι άμεσα αναγνωρίσιμων μονάδων σε ένα από τα πιο υποβαθμισμένα κομμάτια του αθηναϊκού κέντρου. Η πιο συνηθισμένη κατηγορία που ακούγεται είναι ότι στόχος είναι το ανέβασμα των τιμών μέσα από την αρχιτεκτονική και τη σύγχρονη τέχνη. Ο Ιάσων Τσάκωνας, διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας OLIAROS και ιδρυτής του ReMapKM, έχει δηλώσει ‘Θεωρώ ότι μια πιο δημιουργική, ποιοτική, ισορροπημένη διαδικασία με ένα συντονισμένο, συμμετοχικό σχέδιο και διάλογο θα αποφέρει πολύ πιο θετικά αποτελέσματα για την αναζωογόνηση του κέντρου. Ηδη υπάρχουν σημάδια στην περιοχή που βγάζουν πολύ θετικά στοιχεία, είτε σε καλλιτεχνικό επίπεδο, είτε σε γαστρονομικό, είτε σε αρχιτεκτονικό.’ Στην περίπτωση όμως του Μεταξουργείου, παρατηρείται μία διαφορετική προσέγγιση ως προς τον ρόλο της τέχνης και των καλλιτεχνών στον εξευγενισμό της περιοχής. Το καλλιτεχνικό ρεύμα χρησιμοποιείται εξ αρχής, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε πως δημιουργείται, από τις κτηματομεσιτικές εταιρίες με σκοπό την
προσέλκυση μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μιας νέας θα λέγαμε ‘δημιουργικής’ τάξης. Γκαλερί, πολυχώροι τέχνης, φεστιβάλ, διεθνή προγράμματα τέχνης (ReMap) σε συνδυασμό με την Μπιενάλε της Αθήνας λαμβάνουν χώρα στην περιοχή του Μεταξουργείου, επιχορηγούμενα ή και διοργανωμένα από τις αντίστοιχες κτηματομεσιτικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Πρόκειται για μια προσπάθεια να προσδώσει το προνόμιο εκμετάλλευσης στη δημόσια τάξη των κεφαλαίων και την πραγματοποίηση ενός αστικού τοπίου μαζικής κατανάλωσης. Πριν από κάποια χρόνια η Αμερικανοκαναδή συγγραφέας και ακτιβίστρια Jane Jacobs κατανοώντας την δυναμική αυτή, δήλωσε σε συνέντευξή της ‘όταν ένας τόπος γίνεται βαρετός, ακόμη και οι πλούσιοι τον αποφεύγουν’.
gentrify this
21
gentrify this
22
Ε. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κοινός τόπος με βάση τα παραπάνω είναι το γεγονός ότι σε ορισμένες υποβαθμίσμενες κεντρικές (συνήθως) περιοχές των πόλεων παρατηρείται εισροή μεσαίων και ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, η οποία συνοδεύεται από τον εκτοπισμό των παλαιότερων και συνήθως λιγότερων ευπόρων κατοίκων. Τα φαινόμενα gentrification είναι αποτέλεσμα, όπως είδαμε και παραπάνω, τόσο των δομικών στοιχείων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όσο και παραγόντων που σχετίζονται με ατομίκες επιλογές και προτιμήσεις. Οι δύο παραπάνω συνιστώσες είναι άμεσα συνδεδεμένες μεταξύ τους και η συνολική θεώρηση τους οδήγει και στη συσχέτιση του φαινομένου gentrification με τα φαινόμενα αισθητικοποίησης περιοχών. Έτσι λοιπον αυτό που έχει σημασία δεν είναι το πιά από τις δύο συνιστώσες (καπιταλιστική συσσώρευση ή ατομικές επιλογές) θα θεωρηθεί ως αρχική συνθήκη, αλλά το ότι η μία μπορεί να προκαλέσει την άλλη. Πιο συγκεκριμένα, αν θεωρήσουμε ότι σε μία περιοχή όπου τα ποσοστά κερδοφορίας του κατασκευαστικού κεφαλαίου είναι ικανοποιητικά, τότε είναι που πραγματοποιούνται οι επενδύσεις στο κτισμένο περιβάλλον. Αυτό με τη σειρά του καθιστά τις περιοχές αυτές πιο ελκυστικές για τα νέα μεσαία στρώματα που σπεύδουν να εγκατασταθούν εκεί. Ορισμένα πρωτοπόρα κομμάτια των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων (π.χ. καλλιτέχνες), μέσα από την επιλογή τους να εγκατασταθούν σε υποβαθμισμένες κεντρικές περιοχές επιδιώκουν να διαχωριστούν από τα υπόλοιπα μεσαία και ανώτερα στρώματα. Η δημιουργία όμως αυτών πυρήνων πολιτισμικής έκφρασης και διαφοροποίησης, αποτελεί πόλο έλξης για τα υπόλοιπα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα αλλά και μέσο «αποχαρακτηρισμού» περιοχών που μέχρι πρότινος θεωρούντο υποβαθμισμένες, πράγμα το οποίο συμβάλει στην προσέλκυση του ενδιαφέροντος του κατασκευαστικού κεφαλαίου μιας και οι προσδοκίες υψηλών ποσοστών κερδοφορίας αυξάνονται.
• Neil Smith, The New Urban Frontier • Bourdieu P., 1984, Distinction, Cambridge, MA: Harvard University Press • Bourdieu P., 1993, The Field of Cultural Production, New York: Columbia University Press • Florida R., 2002, The Rise of the Creative Class, New York: Basic Books • Zukin S., 1982, Loft Living: Culture and Capital in Urban Change, Baltimore, MD: Johns Hopkins University Press • Zukin S., 1987, Gentrification: Culture and Capital in the Urban Core • Ley D., 2003, Artists, Aestheticisation and the Field of Gentrification • Atkinson R. Bridge G., 2005, Gentrification in a Global Contxt: The New Urban Colonialism, London/New York: Routledge • Καλαντίδης Α., 2007, Για μια πιο αυστηρή χρήση του όρου gentrification • Pratt A., 2009, Urban Regeneration: from the arts ‘feel good’ factor to the cultural economy. A case study of Hoxton, London’, Urban Studies, 46 • Αραβαντινός Α., 1997, Πολεοδομικός σχεδιασμός, Για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστικού χώρου, Αθήνα, εκδόσεις Συμμετρία • Habermas J., 1997, Αλλαγή Δομής της Δημοσιότητας, Αθήνα, εκδόσεις Νήσος • Savage M., Warde A., 2005, Αστική Κοινωνιολογία, Καπιταλισμός και Νεωτερικότητα, εκδόσεις Παπαζήσης • Wasielewski A, 2009, Exploration of Changing Urban Space: Gentrification and Contemporary Art Practices • Μουκούλης Π., 2008, Φαινόμενα Gentrificationς στην Αθήνα: Διεύρυνση των χωρικών, λειτουργικών και κοινωνικών αναδιαρθρώσεων και σύγκριση με τη διεθνή εμπειρία (διπλωματική εργασία) • Redfern P. A., 2003, What makes getrification ‘gentrification’?, Urban Studies, 40 • http://www.archisearch.gr/article/31/o-iaswn-tsakwnas-idrytis-kaidiefthynwn-symboylos-tis-etairias-oliaros-mila-ston-dimitri-rigopoylo-k.htm • http://remapkm.org/ • http://www.capital.gr/news.asp?id=1083531 • http://www.nytimes.com/1995/10/29/realestate/after-a-retreat-gentrification-is-marching-to-the-fringes.html?src=pm • http://www.nytimes.com/2007/06/03/fashion/03misrahi.html?_ r=1&pagewanted=all
23
gentrify this
ΣΤ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Internet