Πανηγύρια στο Αιγαίο Αγ. Ιωάννης Βρουκούντας

Page 1

ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ

N€JTJO ΑΙΓΑΙΟ-


Σήμερα γάμος γίνεται ο' ωραίο περιβόλι, να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός και η παρέα όλη. Σήμερα άσπρος ουρανός, σήμερα άσπρη μέρα, σήμερα αποχωρίζεται η κόρη απ' τη μητέρα. Γαμπρέ μου καλορίζικε, μια χάρη θα μας κάνεις, το άνθος που σου δώσαμε να μη μας το μαράνεις. Γαμπρέ, τη νύφη ν' αγαπάς, να μην τηνε μαλώνεις, σαν τον ανθό της λεμονιάς να τηνε καμαρώνεις.

Τα τραγούδια της ξενιτιάς μιλάνε τόσο για τους άντρες αλλά και για τις νέες m i που τις έστελναν οι γονείς τους στα ξένα για να βρουν γαμπρούς. Ο σπαρακτικόςα^ συρτός από τη Μύκονο τραγουδιέται μέχρι τις μέρες μας· τον άκουσα από την ξακουσώ ζυγιά τσαμπουνιέρηδων της Μυκόνου Μπαμπέλη και Καντενάσο: Μη με στέλνεις, μάνα, στην Αμερική γιατί θα μαραζώσω και θα πεθάνω κει. Δολάρια δεν θέλω, πώς να σου το πω, κάλλιο ψωμί, κρεμμύδι και κείνον π' αγαπώ. Αγαπώ 'να νέο, μέσ' απ' το χωριό, έμορφο, λεβέντη και μοναχογιό. Μ' έχει φιλημένη μες στις ρεματιές και αγκαλιασμένη κάτ' απ' τις ελιές. Σαν αρνί με πάνε να με σφάξουνε, για τα σε, αγάπη μου, να με καταδικάσουνε.

Ο έρωτας κυριαρχεί στην πλειονότητα των τραγουδιών του Αιγαίου, όπως στοπαραώ τω κιμωλιάτικο τραγούδι: Ο μύλος θέλει μυλωνά και τα κατάρτια αέρα και το κορίτσι φίλημα προτού χαράξει η μέρα. Αν δεν αστράψει, δε βροντά, κι αν δε βροντά, δε βρέχει, κι αν δε φιλήσει απ' αγαπά, παρηγοριά δεν έχει. Παναγιά μου, 'Παναγιά μου; παρηγόρα την καρδιά μου.

Το ακόλουθο παραδοσιακό από την Απείρανθο: Έρι-έρι-έρι, άσπρο περιστέρι, μέσα απ' τση καρδιά μου σ' έχω κάνει ταίρι... Έρι-έρι-έρι, ο Θεός το ξέρει πόσο η καρδιά μου μέσα υποφέρει... Α λ λ ά και από άλλα νησιά τ ο υ Α ι γ α ί ο υ Π ε λ ά γ ο υ ς : Τ' ορκίζεσαι, μικρό μου, πως θα μ' αγαπάς, όσο μακριά κι αν θα 'σαι κι όπου κι αν θα πας... Σ' τ' ορκίζομαι στο κύμα και στον ουρανό, όσο μακριά κι αν θα 'μαι, δε σε λησμονώ... Τα τραγούδια δεν θ' αμελήσουν να υμνήσουν τους ψαράδες, τους αγ^ ν , ° λασσας:

20

Σε καινούργια βάρκα μπήκα και στον Αϊ-Γιώργη βγήκα. Είδα ναύτες παλικάρια, που ψαρεύουνε τα ψάρια.



Το πανηγύρι του Αϊ-Γϊάννη του Βαπτιστή στηνΌλυμπο Καρπάθου

Χαράματα, στις πεντέμισι το πρωί, το οχηματαγωγό «Πρέβελη» έδενε στο Διαφάνι, το επίνειο της Ολύμπου, αυτού του χωριού στα βόρεια της Καρπάθου που είναι γνωστό για τον πολιτισμό και τις ιδιαίτερες παραδόσεις του. Βρισκόμουν στο ξεκίνημα της πιο δύσκολης αποστολής μου. Οι δυσκολίες δεν οφείλονταν τόσο στην έκταση και την πολυπλοκότητα του εγχειρήματος -να επισκεφθούμε πέντε νησιά σε δεκαπέντε μέρες- αλλά στην κατάσταση της υγείας μου. Μες στο κατακαλόκαιρο, αμέσως μετά το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής στην Κύθνο, η μέση μου με ξαναχτύπησε με τις κουζουλάδες που έκαμα. Το θαύμα της αγίας Παρασκευής δεν βάστηξε και πολύ 3 ίσως γιατί κάποια θαύματα βαστούν μόνο τρεις ημέρες. Τέσσερις εβδομάδες τάβλα στο κρεβάτι, ο προβληματικός μου σπόνδυλος πίεσε το νεύρο, με συνέπεια αφόρητους πόνους και ένα μουδιασμένο αριστερό πόδι. Η θεραπεία ξεκίνησε οσονούπω, με σκοπό να είμαι απολύτως έτοιμος για τα επόμενα ταξίδια, που τα περίμενα πώς και πώς. Ο φυσικοθεραπευτής μου (να ναι καλά) έκανε ότι μπορούσε για να μπορέσω να σηκωθώ και να περπατήσω, αλλά κουβέντα για μετακίνηση ^ ήταν παρακινδυνευμένο. Προσπάθησα να τον πείσω ότι ήταν αδύνατον να μην πάω στα πανηγύρια που ήθελα, και ο καλός μου ο γιατρός συμφώνησε για τη σπουδαιότητα του εγχειρήματος και, υπό προϋποθέσεις, μου επέτρεψε τον απόπλου. Μου πέρασε «του παράωρου η νέα παλαβάδα», αλλά έτρεμε το φυλλοκάρδι μου για νέα επιδείνωση.Έπρεπε να είμαι πολύ προσεκτικός, αν όχι για τίποτε άλλο, και μόνο για να ολοκληρωθεί η έρευνα. Με συνοδοιπόρο και φύλακα άγγελο τον φίλο μου Ηλία Προβόπουλο, ξεκίνησα κι είπα «ο Θεός βοηθός»!

ΣτηνΌλυμπο ο χρόνος έχει σταματήσει. Αντικρίζοντας από μακριά το χωριό, δεν βλέπεις ίχνος σύγχρονου πολιτισμού.

Στη διαδρομή Διαφάνι - Όλυμπος, το τοπίο άγριο, γυμνό, πέτρα όπου έφτανε το μάτι σου. Κάποιος πιο παρατηρητικός θα διέκρινε παντού, μέχρι τις πιο ψηλές κορυφές, υπολείμματα από τις πεζούλες, «τα σκάμματα», όπου κάποια εποχή - ό χ ι πολύ παλιά- σε κάθε σπιθαμή γης καλλιεργούσαν δημητριακά και αμπέλια. Φτάσαμε στηνΌλυμπο, το πανέμορφο αυτό χωριό, που από την εποχή του I960 έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον και έχει πολυφωτογραφηθεί από τους σπουδαιότερους έλληνες φωτογράφους (Μπαλάφα, Μάνο, Οικονομόπουλο) αλλά και από ξένους. Πολύχρωμα πλουμίδια στις βεράντες των σπιτιών, πολύχρωμα στολίδια και στις φορεσιές και τα στιβάνια των γυναικών. Τους φωτογράφους που γοητεύτηκαν από την άγρια ομορφιά αυτού του τόπου τούς ακολούθησαν αρχιτέκτονες, εθνολόγοι, λαογράφοι, ανθρωπολόγοι,


Γαϊδουράκια με πολύχρωμα φορτώματα κατηφορίζουν προς το πανηγύρι της Βρυκούντας.

γιατί η Όλυμπος, λόγω απομόνωσης, διατήρησε όσο κανένα άλλο μέρος του Αιγαίου την αρχιτεκτονική της, τον λαϊκό της πολιτισμό, τα ήθη και τσ έθιμα της, γεγονός που την έκανε πεδίο επιστημονικής έρευνας λαμπρό. Δεν είναι τυχαίο ότι η αφεντιά μου ήθελε πόση θυσία να ζήσει την εμπειρία του πλέον ενδιαφέροντος πανηγυριού του Αρχιπελάγους, του Αϊ-Παννιού στη Βρυκούντα. Απογευματάκι πήραμε το δρόμο για Βρυκούντα, αφού πρώτα αφήσαμε το αυτοκίνητο μας στον ενδιάμεσο σταθμό, στην Αυλώνα, τον παλιό σιτοβολώνα της βόρειας Καρπάθου. Ο αγροτικός οικισμός της Αυλώνας, μέχρι πριν από πενήντα χρόνια, ευρισκόμενος στη μέση ενός εύφορου οροπεδίου, αποτελούσε το κέντρο της γεωργικής ζωής της περιοχής. Και σήμερα ακόμα μπορεί να διακρίνει κανείς ανάμεσα στις πετρόχτιστες μάντρες τους «στάβλους». Στάβλοι λέγονταν οι χαρακτηριστικές αγροικίες της Αυλώνας που εξασφάλιζαν την πρόχειρη διαμονή των ολυμπίτικων οικογενειών, την εξυπηρέτηση των αγροτικών εργασιών μέχρι και τη φιλοξενία των γεωργικών ζώων, ενώ παραδίπλα το κάθε νοικοκυριό διατηρούσε το οικογενειακό του αλώνι. Από την Αυλώνα ξεκινάει το μονοπάτι που μετά από μιάμιση ώρα δρόμο φτάνει στον Αϊ-Γϊάννη τον Βαπτιστή. Κόσμος πολύς, παρέες παρέες κατέβαινε με τα πόδια το πλακόστρωτο μονοπάτι που παλιά οδηγούσε στην πόλη της Βρυκούντας, μια από τις τέσσερις αρχαίες πόλεις της Καρπάθου. Ανάμεσα στους οδοιπόρους, μερικά στολισμένα γαϊδουρομούλαρα -που τα συνόδευαν ντόπιες γυναίκες ντυμένες με την παραδοσιακή τους φορεσιά- μετέφεραν τρόφιμα, στρωσίδια και κουβέρτες για τον βραδινό ύπνο. Κάποια στιγμή η διαδρομή δυσκόλεψε, το πλακόστρωτο χάθηκε και έπρεπε να διασχίσουμε μια απότομη χαλικοστρωμένη πλαγιά. Η θέα της θάλασσας και του τελικού προορισμού μας, που μόλις τον διακρίναμε, διασκέδαζε την ταλαιπωρία μας και την


Το φαγητό σερβιρίστηκε και οι πανηγυριώτες όρθιοι προσεύχονται. Κατανυκτική ατμόσφαιρα της θείας λειτουργίας μέσα στη σπηλιά.

κάψα που εξέπεμπαν τα άγρ.α γκρίζα βράχια γύρω μας. Σε λίγο βρισκόμασταν σ τ ο ν προορισμό μας.

-

··',·'-

/

fev

Ένα μεγάλο ξύλινο στέγαστρο, καλόγουστα κατασκευασμένο απο κ ο ρ μ ο ύ ς δ έ ν τ ρ ω ν , δέσποζε στην άκρη του μικρού ακρωτηρίου και χάριζε τη σκιά τ ο υ στην υπαίθρια τ ρ α πεζαρία. Γύρω αμφιθεατρικά, σε ειδικά διαμορφωμένες κλιμακωτές χωμάτινες τ α ρ ά τ σ ε ς , οι ντόπιοι βιαστικά έψαχναν να βολευτούν, ν ακουμπήσουν τα μπαγκάζια τ ο υ ς και g απλώσουν τα στρωσίδια τους. Εδώ θα κοιμούνταν μικροί μεγάλοι, ο ένας πάνω σ τ ο ν άλλον. Κάποιοι νέοι με υπνόσακους και μικρές σκηνές διάλεξαν πιο μακρινές θέσεις. Τ α τρία μικρά πέτρινα κτίσματα, η καντίνα, ο χώρος ντυσίματος των γυναικών και η κ ο υ ζ ί ν α έσφυζαν από κίνηση. Στην καντίνα είχε στηθεί «καφενείο», οι παρέες π ρ ο θ ε ρ μ α ί ν ο ν τ α ν στις μαντινάδες, οι κοπελιές παραδίπλα δοκίμαζαν τις φορεσιές τους και σ τ ο μ α γ ε ι ρ ε ί ο τα καζάνια είχαν αρχίσει να βράζουν. Μια σκάλα σκαλισμένη πάνω σ τ ο β ρ ά χ ο , σ τ η ν κόψη του γκρεμνού, είκοσι μέτρα από τη θάλασσα, οδηγούσε στη σπηλιά, ε κ ε ί που είναι στεγασμένο το μικρό παρεκκλήσι του Αϊ-Γιάννη του Βαπτιστή. Μια μεγάλη σπηλιά, χ ω ρητικότητας εξήντα ατόμων, με έντονη μυρωδιά υγρασίας, που μάταια πάσχιζαν τ α μ ε γ ά λα βασιλικά και τα λιβάνια ν' απαλύνουν.Ένα κάτασπρο τοιχάκι με δύο αρχαίες κ ο λ ό ν ε ς ορίζουν το χώρο του ιερού και παραδίπλα, στο ψαλτήρι, οι ψάλτες και ο παπα-Γιάννης μέσα σε ιδιαίτερα κατανυκτική ατμόσφαιρα έψαλλαν ήδη τον εσπερινό. Λίγο αργότερα το φεγγάρι ανέτειλε πάνω από το νησί της Σαρίας, λ ο ύ ζ ο ν τ α ς σ τ ο φως τις μανάδες που έδεναν τα κεφαλομάντιλα των θυγατέρων τους. Σ κ η ν έ ς θ ε α τ ρ ι κ έ ς , απίστευτης ομορφιάς, που τις απαθανάτιζα αχόρταγα με τ η μηχανή μου. Εν τ ω μ ε τ α ξ ύ ο κόσμος άρχισε να παίρνει θέση στους πάγκους για τ ο δείπνο. Τα φ α γ η τ ά ά ρ χ ι σ α ν ν α σερβίρονται με τάξη στα τραπέζια, και το δείπνο άρχισε με την ευλογία τ ο υ παπα-Γιάννη. Γύρω του είχαν καθίσει οι ψάλτες και κάποιοι ντόπιοι, που ξεχώριζαν από τ η φ υ σ ι ο γ ν ω μ ί α και την κορμοστασιά τους. Το κοκκινιστό κατσικάκι ήταν σκέτο λουκούμι και τ ο φ ά γ α μ ε τάχιστα. Αμέσως μετά το φαγητό άρχισαν να ψάλλουν απολυτίκια, κάτι που βέβαια π ρ ώ τ η φορά ζούσα σε πανηγύρι - π ο ύ να 'ξέρα πόσες φορές θα 'λεγα αυτές τις η μ έ ρ ε ς σ τ η ν Όλυμπο «για πρώτη φ ο ρ ά » - και στο τέλος κάθε απολυτίκιου όλοι οι σ υ ν δ α ι τ υ μ ό ν ε ς ά ρ χισαν να χτυπούν το πιρούνι τους στην άκρη του πιάτου τους, δηλώνοντας έτσι - σ ύ μ φ ω να με τη βυζαντινή, καθώς έμαθα, συνήθεια- ότι συμμερίζονταν την κοινή χ α ρ ά . Α φ ο ύ


Η λύρα και το λαούτο πήραν θέση πάνω στο τραπέζι.

Απέναντι: Με την άφιξη της τσαμπούνας δόθηκε το σήμα για τον «πάνω» χορό. Μετά τη θεία λειτουργία ο καθείς θα πάρει τον άρτο του, λουκουμάδες και φέτες δροσερό καρπούζι. Η σπηλιά της εκκλησίας μέσα στα γκρεμνά της Βρυκούντας. Η προσκύνηση της εικόνας της Παναγίας και η διανομή του άρτου στο Πλατύ, μπροστά στην εκκλησιά, με φόντο το Καρπάθιο Πέλαγος.

72

έψαλαν τρία τέσσερα τροπάρια, ο παπάς έδωσε το σύνθημα στον πρωτομερακλή ν' αρχίσει το τραγούδι. Οι οργανοπαίκτες, λυράρης και λαουτιέρης, κούρντισαν τα όργανα κι έπιασαν τους σκοπούς. Το κύριο χαρακτηριστικό των πανηγυριών της Ολύμπου είναι η απόλυτη αυστηρότητα στην τέλεση του τυπικού. Τίποτα δεν γίνεται τυχαία, και πολύ σπάνια διασαλεύεται η τάξη, γΓ αυτό και τα καλά γλέντια θεωρούνται αυτά που διεξάγονται με απόλυτη ησυχία και τάξη. Το πανηγύρι λοιπόν ξεκίνησε με το «καθιστό γλέντι» και τον «συρματικό σκοπό». Το συρματικό τραγούδι είναι η εισαγωγή στο γλέντι, που προθερμαίνει τους γλεντιστές της παρέας —καθότι τραγούδι με γνωστούς στίχους— που ακόμα δεν έχουν έρθει σε ευθυμία. Τα συρματικά που ακούστηκαν περιελάμβαναν ένα από τον ακριτικό κύκλο και ένα εθνικού χαρακτήρα ηρωικό τραγούδι («Του Κίτσου η μάνα κάθονταν» και μάλιστα ολόκληρο). Λίγο αργότερα άρχισαν οι μαντινάδες. Οι μαντινάδες είναι τραγούδια αυτοσχέδια, στιχοπλασίες της στιγμής, σε δεκαπενταντασύλλαβο στίχο, που τα τραγουδούν τα μέλη τής παρέας ο καθείς με τη σειρά του και που αναφέρονται σε διάφορα θέματα - κυρίως εγκωμιαστικά, συναισθηματικά, κοινωνικούς σχολιασμούς, θέματα καθημερινότητας κτλ. Ο χαρισματικός λυράρης πρέπει να μπορεί να συνοδεύει το σκοπό του τραγουδιστή, να ξαναλέει δυνατά τους στίχους, ώστε κατόπιν να τους επαναλαμβάνει όλη η παρέα. Συχνά παρεμβαίνει κι αυτός στα θέματα και, όταν ο «δημόσιος τραγουδιστικός διάλογος» φτάνει σε αδιέξοδο, αυτός θα δώσει τραγουδιστικά τη λύση, ανοίγοντας άλλο θέμα. Ο λυράρης έχει πρωταγωνιστική παρουσία, γιατί τελικά είναι αυτός που βαστάει την παρέα δεμένη και διαμορφώνει το κέφι της. Λυράρης και αρχιγλεντιστής στο πανηγύρι μας ήταν ο Μιχάλης Ζωγραφίδης. Ο κυρ Μιχάλης έπιασε για πρώτη φορά λύρα στα χέρια του όταν ήταν μόλις δέκα ετών, και σήμερα, μισόν περίπου αιώνα μετά, αναγνωρίζεται ως ο καλύτερος μαντιναδόρος λυράρης του νησιού, με ρεκόρ συνεχούς παιξίματος τις 25 ώρες! Εξομολογείται για τις μαντινάδες: «Ελάχιστοι είναι αυτοί που μπορούν να παίζουν λύρα και να τραγουδούν αυτοσχέδιες μαντινάδες. Το παν είναι η μαντινάδα σου να έχει ζουμί, να είναι επίκαιρη και να τη φτιάχνεις στη στιγμή». Καθότι το ενδιαφέρον μου είχε επικεντρωθεί στο περιεχόμενο των μαντινάδων και στον τρόπο μετάβασης από τον έναν τραγουδιστή στον άλλο, μου είχε διαφύγει ότι γύρω από το τραπέζι είχε αρχίσει ο «κάτω χορός». Ο κάτω χορός είναι ένας πολύ αργός


χορός που τον ξεκινά διακριτικά ο πρωτοσύρτης με κάποια ντάμα. Τα βήματα του - δ υ ο μπρος, ένα πίσω- δεν τραβούν καθόλου την προσοχή, καθώς η μία περιστροφή γυρω από το κεντρικό τραπέζι μπορεί να πάρει πάνω από ένα τέταρτο για να ολοκληρωθεί. Τις δύο περίπου ώρες που βάστηξαν οι μαντινάδες, ανέβαιναν κάθε λίγο χορευτές στην πίστα - οι άντρες με τα συνηθισμένα τους ρούχα και οι κοπελιές με τις πολύχρωμες τοπικές φορεσιές τους, τα κεφαλομάντιλα και τις κολαΐνες τους (περιδεραια με χρυσά νομίσματα). Γύρω στα μεσάνυχτα οι χορευτές είχαν δημιουργήσει ένα τεράστιο ημικύκλιο και, παρατεταγμένοι, με τα χέρια σταυρωτά, κρατώντας ο καθένας τον διπλανό του, σοβαροί και αυστηροί κοίταζαν προς το μέρος των γλεντιστών. Η μουσική συνέχιζε να υποστηρίζει τις μαντινάδες, οι χορευτές, με σταθερά αργόσυρτο βήμα, άρχισαν να εξαπλώνονται στο χώρο, και να πλανιέται έντονα στην ατμόσφαιρα η αίσθηση της προσμονής για κάτι.Εκείνη τη στιγμή κάποιοι ανέβασαν πάνω στο τραπέζι έναν πάγκο, όπου και σκαρφάλωσαν όσα όργανα ήταν ήδη εδώ, με την άρτι αφιχθείσα τσαμπούνα του Γιάννη Αντιμισιάδη. Οι μαντινάδες σταμάτησαν, και ο ρυθμός των χορευτών, πρωτοστατούσης πλέον της τσαμπούνας -που, ως γνωστόν, ξεσηκώνει τους χορευτές- άρχισε να γίνεται πιο γρήγορος. Μεταξύ του κάτω χορού ή αλλιώς σιγανού και του πάνω χορού μεσολαβεί ο γονατιστός, που στόχο έχει να προθερμάνει τους χορευτές. Ο πρωτοσύρτης, που υπομονετικά επί δύο ώρες οδηγούσε το χορό, τώρα έχει την ευχέρεια να κάνει όλα τα τσαλιμάκια, τα τσακίσματά του, τους αυτοσχεδιασμούς και τις φιγούρες του, χορεύοντας όσες ντάμες έχει δίπλα του. Αφού αποζημιωθεί με το παραπάνω, έρχεται η ώρα να παραχωρήσει τη θέση του στον επόμενο. Ο επόμενος είναι πάντα αυτός που βρίσκεται στο τέλος της σειράς. Αφού λοιπόν πάρει το μήνυμα, μαζί με τις ντάμες του -συνήθως δύο ή τ ρ ε ι ς - πάει μπροστά από τον προηγούμενο πρωτοσύρτη και τις χορεύει κι αυτός διαδοχικά. Μόλις τελειώσει, ειδοποιεί κι εκείνος τον τελευταίο και ούτω καθεξής. Ο τύπος αυτός του χ ο ρ ο ύ λέγεται «κάβος». Οι χορευτές δεν παρέλειπαν βέβαια την ώρα της αλλαγής να πετούν χαρτονομίσματα στην πίστα, τα οποία κάποιοι τα μάζευαν, τα τύλιγαν ρολό και τα έβαζαν μέσα σε μια φιάλη ουίσκι στα πόδια των μουσικών. Ο κάβος συνεχίστηκε μέχρι τις έξι το πρωί, αφού είχε χορέψει όλος ο κόσμος, οπόταν κόπηκε, για να χορέψουν καλαματιανούς, συρτούς, κρητικούς και άλλους χορούς, που θα ενθουσίαζαν κυρίως τους νέους χορευτές. Κάτι σαν φασαρία έγινε εκείνη την ώρα, δεν έδωσα πολλή σημασία γιατί ήμουν μακριά, αλλά, καταπώς με πληροφόρησε ένας ντόπιος, πάντα το κόψιμο του χορού θέλει προσοχή γιατί μπορεί να προσβληθεί ο «κομμένος», που περιμένει ώρες για βγει στον κάβο. Οι χοροί σταμάτησαν στις οκτώ το πρωί! Μόλις ξύπνησα, με δυο ώρες ύπνο, συνάντησα ένα πλήθος -που είχαν κι αυτοί ή κοιμηθεί ελάχιστα ή δεν είχαν κοιμηθεί καθόλ ο υ - να σηκώνονται από τα στρωσίδια τους, οι γυναίκες να ξαναφορούν τις φορεσιές τους και όλοι να προετοιμάζονται για την πρωινή λειτουργία. Στο τέλος της λειτουργίας οι προσκυνητές, στη σειρά, παρέλαβαν τεμάχια άρτου, λουκουμάδες με μέλι - π ο υ τους τηγάνιζαν όλο το βράδυ- και φέτες από καρπούζι, όπως το λέει το έθιμο. Κατά τις έντεκα στρωθήκαμε στο τραπέζι για την πατροπαράδοτη ρεβιθάδα. Άλλες χρονιές επακολουθούσε γλέντι, μαντινάδες και χορός, αλλά λόγω της αφόρητης ζέστης ο κόσμος έφυγε για να συνεχίσει το βράδυ του Αϊ-Γιαννιού το πανηγύρι στην Αυλώνα. Τη δεύτερη μέρα της γιορτής πήγαμε κι εμείς στην Αυλώνα, γιατί στο χοροστάσι του χωριού θα ολοκληρωνόταν ο τριήμερος εορτασμός. Εκεί, στο μοναδικό ταβερνάκι, της οικογένειας Λεντάκη, πριν αρχίσει ο χορός, είχα την τύχη να παρευρεθώ σένα αυθόρμητο γλεντάκι ανάμεσα σε καμιά δεκαριά ντόπιους Ολυμπίτες. Γύρω από ένα τραπέζι με μεζέδες και ανάμεσα στα κεράσματα, απόλαυσα τις μαντινάδες όχι σαν κεντρικό θέμα ενός μεγάλου πανηγυριού, όπως στη Βρυκουντα, αλλά σαν ένα διάλογο ανάμεσα στους παρευρισκόμενους. Μια κανονική τραγουδιστική κουβέντα, με σεμνούς

73


Μαντινάδες σε ταβέρνα της Αυλώνας, Δημόσιος τραγσυδιστικός διάλογος με τη συνοδεία λύρας και λαούτου,

καθοδηγητές τους μουσικούς Μανόλη και Βασίλη Κανάκη, που μετέβαινα ν χαλαρά από Ι Ο ένα θέμα στο άλλο, έτσι ώστε να συμμετάσχουν και να συνομιλήσουν άπαντες. Εκεί διαπίστωσα §ϋ)ίη μ ο υ σ ι κ ξ ^ ^ Π δημιουργία στίχων στιγμιαίας έμπνευσης ήταν ένα συστατικό κομμάτι της παιδείας κάθε άντρα Ολυμπίτη. Γιατί με μεγαλύτερη ή πιο περιορισμένη στιχουργική έμπνευση, καλλίφωνοι ή φάλτσοι, οι Ολυμπίτες έμαθαν να εκφράζονται και να επικοινωνούν με τις μαντινάδες. Στο χ ο ρ ο σ τ ά σ ι κάποια στιγμή είδαμε κίνηση, και δόθηκε το σύνθημα να κατευθυνθούμε κατά κει. Πάνω σ' ένα γιγάντιο τραπέζι φτιαγμένο από μπετόν ήταν στημένες οι καρέκλες των μουσικών και γύρω του οι καρέκλες των μερακλήδων. Πιο πέρα κάθονταν οι χορευτές που περίμεναν να μπουν στο χορό. Η τελευταία μέρα του πανηγυριού ήταν η μέρα των νέων. Εδώ θα φαινόταν η πρόοδος των νέων χορευτών, αλλά και θα χόρευαν επίσημα, για πρώτη φορά, κοριτσάκια κάτω των δέκα ετών με τις καλές φορεσιές τους. Αρκετές φορές που τα πανηγύρια και τα γλέντια γίνονται μέσα στο χωριό της Ολύμπου και τελειώνουν σε μεταμεσονύχτιες ώρες εξελίσσονται σε πατινάδες. Η παρέα των μερακλήδων και των γλεντιστών, που βέβαια δεν χόρτασαν από τη διασκέδαση, μαζί με τα όργανα παίρνουν σβάρνα τα στενά, τραγουδώντας μαντινάδες. Ά λ λ ο τ ε η παρέα τραγουδά σε ντόπιους, άλλοτε σε ξενιτεμένους που γύρισαν στην πατρίδα ή σε νεοφερμένους και άλλοτε στις αγαπητικές των νέων που συμμετείχαν στις πατινάδες. Η πατινάδα ακουγόταν πάντα ευχάριστα στο χωριό και ποτέ δεν προκαλούσε δυσαρέσκεια. Τουναντίον πολλές φορές οι νοικοκύρηδες έβγαιναν στα μπαλκόνια και ευχαριστούσαν, με λόγια και με κεράσματα, την παρέα για την τιμή που τ ο υ ς έκαναν να επισκεφθούν το σπιτικό τους και τη χαρά που τους έδωσαν. Η πιο συγκινητική στιγμή πάντως ήταν όταν η παρέα περνούσε ψηλά πάνω από τ ο ν ε κ ρ ο τ α φ ε ί ο και τραγουδούσε μαντινάδες γι' αυτούς που έφυγαν - το κλάμα έπεφτε σύννεφο. Το να προκαλεί ο γλεντιστής με τα στιχάκια του συγκίνηση και δάκρυα ήταν στα υπέρ του. Τ ο κύριο όμως ήταν ότι οι φευγάτοι στον άλλον κόσμο ζούσαν στη μνήμη της παρέας, που δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να τους ξεχάσει. Την τελευταία βραδιά, πριν φύγουμε από τηνΌλυμπο, περάσαμε από τ ο καφενείο του Αντώνη Ζωγραφίδη -αδελφού του λυράρη- στην πλατεία του χωριού. Ο κυρ Αντώνης, αξιοσέβαστο άτομο, μεγάλος τσαμπουνιέρης - τ ο υ είχαν επιτρέψει να παίξει τσαμπούνα σε δημόσιο χώρο από τα δεκάξι τ ο υ - και μεγάλος μερακλής, καθόταν με άλλους γλεντιστές και σχολίαζαν τα γεγονότα των ημερών, έκαναν δηλαδή τ ο γνωστό «κουρέτο». Μ,α τυχσία συνάντηση εκεί με τον πρωταγωνιστή της παρεξήγησης - π ο υ δεν την είχα

74


αντιληφθεί τα χαράματα στη Βρυκούντα- του φετινού πανηγυριού, και ο τρόπος που τον αντιμετώπισε η ομήγυρ|-ήταν για μας ό,τι έπρεπε για να κατανοήσουμε κατά τον καλύτερο τρόπο τον βαθύτερο τρόπο σκέψης, την ιεράρχηση των τοπικών αξιών και της ολυμπίτικης τάξης. Ο Γιάννης, ένα γλυκό παλικαράκι είκοσι χρονών, μεγαλωμένος στη Γερμανία από πατέρα ΟλυμπΙτη μετανάστη, παλιό γλεντιστή, περιμένει πώς και πώς το καλοκαίρι για να παραθερίσει στο χωριό. Φέτος ήταν στο πανηγύρι όπως κάθε χρόνο και είχε την ατυχία, όταν ήρθε η ώρα να μπει στον κάβο, εκεί γύρω στις έξι το πρωί - ε ί χ ε ήδη χορέψει την πρώτη ντάμα του και περίμενε να χορέψει τη δεύτερη- να κόψει ο πρωτογλεντιστής τ ο χορό. Ο Μιχάλης Ζωγραφίδης, ο μεγάλος λυράρης που διασκέδαζε χωρίς διακοπή επί ώρες τους πανηγυριστές, αποφάσισε εκείνη την ώρα να το γυρίσει σε καλαματιανό. Ο Γιάννης και η κοπελιά αντέδρασαν - άλλοι είπαν ότι ήταν απότομοι, άλλοι ότι η κοπέλα φέρθηκε τελείως ανάρμοστα στην ψυχή του πανηγυριού, τον Ζωγραφίδη. Η παρεξήγηση αποφεύχθηκε, αλλά το γεγονός καταγράφηκε: «Κάποιος δικός μας είχε αντιμιλήσει και δεν σεβάστηκε τον πρωτοβιολάτορα!». Η ομήγυρη, καθώς περνούσε ο Γιάννης από το καφενείο, τον κάλεσε και του έκανε παρατηρήσεις για τη συμπεριφορά του. Ο Γιάννης, πραγματικά συντετριμμένος από την κριτική, με βουρκωμένα μάτια απολογήθηκε ότι δεν μίλησαν άσχημα, απλώς αντέδρασαν, καθότι όλο τον χρόνο ζει για να χορέψει το καλοκαίρι στο πανηγύρι, όπου τελικά ( έτος Πάνω στο κτιστό τραπέζι Ρ δεν ^ ρ ί τ α | ε ρ ε . Και | ο ρ / | ^ ® ί α λ ι ό ς μερακλής/τού λέει αυστηρά: «Και πώς ΟΙ μουσικοί, τριγύρω οι γλεντιστές τολμάς ν' ανεβείς στο χορό και χορέψεις;, αφού δεν ξέρεις και πηδάς σαν αρκούδι; και στο βάθος ο χορός. Κάτσε μάθε το χορό και μετά ζήτα να χορέψεις.Έτσι προσβάλλεις και τον εαυτό σου και

75


Η τοποθέτηση της μαντίλας θέλει ιδιαίτερη προσοχή. Οι καρπάθικοι άρτοι, ψημένοι στον ξυλόφουρνο και διακοσμημένοι με γαρίφαλα και λουλούδια, φτάνουν χέρι χέρι μέχρι την εκκλησία για να ευλογηθούν. Το ντύσιμο ολοκληρώνεται με το στόλισμα της κολαΐνας στο λαιμό. Ακολουθεί το μητρικό φιλί πριν από το χορό.

Απέναντι: Νεαρή μάνα προετοιμάζει την κόρη της, την εγγονή του αρχιγλέντιστή.

την οικογένεια σου, αλλά και όλους εμάς, καθώς στον πάνω χορό χορεύει όλο το χωριό και αυτός που χορεύει τόσο ατσούμπαλα το προσβάλλει». Εδώ ο Γιάννης έσπασε, άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Η αντίδραση του έδειχνε πόνο και οδύνη για την αδικία, επειδή είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να μάθει το χορό στη Γερμανία, όπου ζούσε. Στην πίεση πάνω, ξεφούρνισε αυτό που ζούνε και νιώθουν οι νέοι στις σύγχρονες κοινωνίες: «Εγώ στο κάτω κάτω της γραφής δεν θέλω να με κρίνει το χωριό σαν καλό χορευτή, εγώ θέλω να ζήσω την προσωπική μου χαρά χορεύοντας με την παρέα μου». Η αντίδραση εδώ από τη γερουσία ήταν καθολική. Πού ακούστηκε τέτοια απάντηση! Προφανώς πια δεν μιλούσαμε για το προσωπικό πρόβλημα του Γιάννη, αλλά για τη σύγκρουση δύο διαφορετικών πολιτισμών: του· πολιτισμού της ελευθερίας και της ατομικότητας της δυτικής κοινωνίας με τον πολιτισμό της παράδοσης και της τάξης -της όποιας τάξης διαμόρφωνε η κοινωνία κάθε τόπου. Το πρόβλημα ξεπέρασε το επίπεδο της αντιπαράθεσης και αντιμετωπίστηκε ευρύτερα. Οι γιαγιάδες που κάθονταν διακριτικά στα σκαλάκια πήραν το μέρος του Γιάννη. Βλέποντας το παλικαράκι να σπαράζει, αντιμετώπισαν το γεγονός συναισθηματικά και με μεγάλη κατανόηση. Οι μερακλήδες άντρες με απόλυτη σκληρότητα. Με τάξη, ιεραρχίες, δοκιμασίες και κανόνες. Δεν μπορεί όποιος κι όποιος «στο χορό του χωριού» να τραγουδήσει μαντινάδες, να παίξει τα όργανα, να χορέψει, αν δεν έχει περάσει εξετάσεις! Η συζήτηση τράβηξε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, μπήκαν κι άλλες διαστάσεις. Το «αγαπάω το χωριό και σέβομαι τα έθιμά του» του Γιάννη έπρεπε να ταιριάξει με το «μπορώ να κατανοήσω τους εσωτερικούς του κώδικες, να σέβομαι τους κανόνες που διέπουν όλους τους γλεντιστές, χωρίς να χάσω τη δυνατότητα ν' απολαμβάνω τα αισθήματά μου και τις ελευθερίες μου». Μετά από αρκετή ώρα συζήτησης έχω την εντύπωση ότι το παλικάρι πήρε το μήνυμα και κάποια στιγμή ελπίζω να λάβει επάξια τη θέση του στο χορό του χωριού. Για τους δε μερακλήδες και γλεντιστές του χωριού πιστεύω ότι, με μεγαλύτερη κατανόηση και βάζοντας λίγο νερό στο κρασί τους, θ' αποτρέψουν την απομάκρυνση της σημερινής νεολαίας (που έχει άλλωστε τόσες επιλογές) από τον κορμό της ολυμπίτικης κοινότητας. Έφυγα από την Όλυμπο πραγματικά εντυπωσιασμένος από την ιδιαιτερότητα, τον πλούτο και την ανθεκτικότητα του λαϊκού της πολιτισμού. Η άψογη οργάνωση του τυπικού του πανηγυριού και η αθρόα συμμετοχή των ντόπιων και απανταχού Ολυμπιτών, παρά τη δυσαρέσκεια και την ανησυχία των παλαιότερων ότι οι νέες γενιές δεν διαφυλάσσουν τα έθιμα του τόπου τους, μ' έκαναν να νιώσω ότι επιβίωση αυτού του δείγματος κοινωνικού βίου δεν πρέπει να είναι μόνο μια πράξη στιγμιαίας και νοσταλγικής επιστροφής σ' έναν κόσμο που χάνεται, μια πράξη διατήρησης της ταυτότητας του ολυμπίτικου παραδοσιακού πολιτισμού, αλλά και μια ευκαιρία αναστοχασμού και επαναξιολόγησης των αξιών του σύγχρονου πολιτισμού μας.



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.