1
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Erker - Σαχνισί
Συγκριτική παρουσίαση της αρχιτεκτονικής προεξοχής σε Γερμανία και Ελλάδα
Παγώνα- Δήμητρα Σούντη Επιβλέπουσα καθηγήτρια Ελευθερία Τσακανίκα
Φεβρουάριος 2022
Στη δασκάλα μου, που πλαισίωσε την καθοδήγηση με αγάπη και ενθουσιασμό. Σας ευχαριστώ κα Ε. Τσακανίκα.
Περιεχόμενα Πρόλογος Κεφάλαιο 1: Η γέννηση της αρχιτεκτονικής προεξοχής
8 13
Ορισμός
14
Συνοπτικά στοιχεία χρονολόγησης
18
Προέλευση της αρχιτεκτονικής προεξοχής
26
Παράγοντες δημιουργίας προεξοχής
36
Οικοδομικοί κανονισμοί και νομοθετικά πλαίσια προεξοχών
44
Κεφάλαιο 2: Η αρχιτεκτονική προεξοχή ως προς τον αστικό ιστό και το κτίριο
53
Αρχιτεκτονικές προεξοχές και αστικός ιστός
54
Τυπολογία κτιρίων και θέση προεξοχών
66
Κεφάλαιο 3: Η αρχιτεκτονική προεξοχή ως ανεξάρτητο αρχιτεκτονικό στοιχείο Κατασκευή
91 92
Μορφή
138
Διάκοσμος
166
Συμπεράσματα
184
Εν Κατακλείδι
188
Βιβλιογραφία
192
Πηγές Εικόνων
196
8
Πρόλογος Κατά την διάρκεια του τρίτου έτους των σπουδών μου, στα πλαίσια του μαθήματος “Ανάλυση και Μελέτη Ιστορικών Κτιρίων και Συνόλων”, βρέθηκα στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου, όπου κλήθηκα να μελετήσω και να τεκμηριώσω μια σειρά παραδοσιακών κατοικιών του Βορειοελλαδικού χώρου. Αυτό που τότε με εντυπωσίασε, ήταν ορισμένες αρχιτεκτονικές προεξοχές, καλούμενες ως σαχνισιά («το σαχνισί» ή «η σαχνισιά»), οι οποίες κοσμούσαν τα αρχοντικά της περιοχής. Οι προεξοχές αυτές, που συνήθως ήταν κατασκευασμένες από ξύλο, έδιναν ξεχωριστό χαρακτήρα στις όψεις των κτιρίων, ενώ σε συνδυασμό με την πέτρα εναρμονίζονταν καταπληκτικά με το περιβάλλον. Ταυτόχρονα, τα σαχνισιά αποτελούν και ένα μοναδικό χώρο στο εσωτερικό του σπιτιού, αφού η προέκταση τους από το υπόλοιπο σώμα του κτιρίου, τους εξασφαλίζει αερισμό και ηλιασμό, καθώς και μοναδική θέα στα σοκάκια των οικισμών. Δύο χρόνια μετά, ταξιδεύοντας σε διάφορες περιοχές της Γερμανίας, στα πλαίσια του προγράμματος Erasmus και μιας εθελοντικής συμμετοχής σε πρόγραμμα για την αποκατάσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς, ήρθα σε επαφή με τις εκεί παραδοσιακές κατασκευές με ξύλινο φέροντα οργανισμό- γνωστές ως Fachwerk. Παρατήρησα τότε, ότι τα κτίρια αυτά παρουσιάζουν αντίστοιχου τύπου αρχιτεκτονικές προεξοχές, οι οποίες είναι ευρέως διαδεδομένες με τον όρο Erker. Μη έχοντας την ευκαιρία να επισκεφτώ εσωτερικά αυτές τις κατασκευές, μου γεννήθηκε η απορία, αν τα Erker μπορούν να ταυτιστούν με τα σαχνισιά εκτός από μορφολογικά, και λειτουργικά ή αν φιλοξενούσαν κάποια εντελώς διαφορετική χρήση. Η απορία αυτή, πυροδότησε μερικές ακόμα. Είναι άραγε κοινοί οι λόγοι που οδηγούν στην δημιουργία αρχιτεκτονικών προεξοχών σε δύο
9
διαφορετικά γεωγραφικές περιοχές; Και αν ναι, συμβαίνει χρονικά την ίδια περίοδο; Υπήρχε κάποιο αρχέτυπο, από πού ξεκίνησε αυτή η παράδοση, πως εξελίχθηκε; Στόχος λοιπόν, της παρούσας βιβλιογραφικής ερευνητικής εργασίας, είναι να διερευνήσει ένα τμήμα του τεράστιου αυτού θέματος, το κατά πόσο τα Erker της Γερμανίας μπορούν να ταυτιστούν με τα σαχνισιά του Ελλαδικού χώρου, μέσω μιας παράλληλης σύγκρισης. Για να υλοποιηθεί αυτό, θα πρέπει αρχικά να κατανοηθεί το είδος των αρχιτεκτονικών προεξοχών, μέσω του ορισμού τους και στη συνέχεια να μελετηθούν σε πολλαπλά επίπεδα. Στο πρώτο στάδιο, διερευνάται α) πότε γίνεται η εμφάνιση της εκάστοτε προεξοχής, β) ποια είναι η μορφολογική τους προέλευση, γ) ποιοι παράγοντες διαδραμάτισαν ρόλο στην δημιουργία τους και δ) ποιοι είναι οι πρώτοι οικοδομικοί κανονισμοί που σχετίζονται με αυτές. Στο δεύτερο στάδιο αναλύονται, α) το περιβάλλον (φυσικό και δομημένο) στο οποίο συναντάμε Erker και σαχνισιά, καθώς και η σχέση τους με τον αστικό ιστό και β) η τυπολογία των κτιρίων που φέρουν προεξοχές. Τέλος, στο τρίτο στάδιο τα Erker και τα Σαχνισιά μελετώνται ως προς α) την κατασκευή τους, β) την μορφολογία τους, και γ) τα διακοσμητικά στοιχεία τους. Είναι σημαντικό να τονίσουμε στην παρούσα φάση, ότι η συγκεκριμένη εργασία διερευνά Erker και σαχνισιά που κοσμούν κοσμικά κτίρια
10
και πως προεξοχές με ειδικές λειτουργίες, όπως αποχωρητήρια ή αμυντικές κατασκευές δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας μελέτης.
Εικόνα 1α & 1β: Φωτογραφίες από το πρόγραμμα αποκατάστασης πολιτιστικής κληρονομιάς στο Halberstadt, Sachsen- Anhalt
11
Εικόνα 2α & 2β: Φωτογραφίες από το μάθημα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου.
Κεφάλαιο 1
Η γέννηση της αρχιτεκτονικής προεξοχής
14
Ορισμός Τόσο το Erker όσο και το σαχνισί, αποτελούν αρχιτεκτονικά στοιχεία των οποίων ο ορισμός σε κάποιες περιπτώσεις διαφέρει από ερευνητή σε ερευνητή. Στην πλειοψηφία τους όμως οι όροι ταυτίζονται και περιγράφονται ως: Μία κλειστή προεξοχή στην όψη ή στην γωνία ενός κτιρίου, η οποία μπορεί να είναι, είτε μονώροφη, είτε πολυώροφη και είναι κατασκευασμένη από ξύλο, πέτρα, ωμόπλινθους ή οπτόπλινθους ή μικτό δομικό σύστημα (γερ. Fachwerk/ αγγλ. half-timber). Πρόκειται ουσιαστικά για την προέκταση του εσωτερικού χώρου, που κατά κανόνα, φέρει πολλά και πυκνά ανοίγματα και στις 3 πλευρές της. Σε κάποιες περιπτώσεις αποτελεί πρόβολο ενώ σε αρκετές περιπτώσεις υποστηρίζεται από αντηρίδες, ποτέ όμως δεν συνδέεται εξολοκλήρου με το έδαφος (πχ. μέσω υποστυλωμάτων), γιατί τότε χάνει το βασικό της χαρακτηριστικό που είναι η προεξοχή από τους υποκείμενους τοίχους. Η προεξοχή μπορεί να είναι από ελάχιστα εκατοστά, έως μερικά μέτρα, ανάλογα με τις δυνατότητες κατασκευής και την αντοχή των υλικών. (Claudia Reed, 2017/ Cypionka & Lohrum, 2011/ Pilz, 1953/ Pilz & Fischer 1965/ Δημητριάδης & Τσότσος, 2000/ Μουτσόπουλος, 1988) Η λέξη “σαχνισί” είναι τουρκικής προέλευσης (şahnişin), η οποία με την σειρά της αποτελεί περσικό δάνειο του όρου نيشن هاش (shah nishin) και μεταφράζεται ως η κατοικία ή ο θρόνος του σάχη. Σε ορισμένες περιοχές η λέξη έχει επικρατήσει ως “σαχνισίνι”, ενώ χρησιμοποιούνται επίσης οι όροι “λιακωτός”, “ηλιακός” και “ξεπεταχτό”.
Εικόνα 3 (δεξιά): Σαχνισί σε αποκατεστημένο κτίριο στη Σιάτιστα, archaiologia.gr
16
Ο όρος “Erker” προέρχεται από την παλιά γαλλική λέξη arquière, που αρχικά σήμαινε πολεμίστρα, η θέση δηλαδή του υπερασπιστή ενός κάστρου ή φρουρίου. Λόγω της μεγάλης εξάπλωσης του αρχιτεκτονικού αυτού στοιχείου στην κεντρική Ευρώπη, μπορούμε να συναντήσουμε τον όρο με πολλές παραλλαγές, ανάλογα την τοποθεσία και τη χώρα, όπως “Bay window”, “Ausladung”, “Ausschuss”, “Ausstich”, “Chörlein”, “Eckchor”, “Letze”, “Pechnase”, “Rundchörlein”, “Studiorum”, “Stuelfenster” και “Überzimmer”. Παρατηρούμε λοιπόν, πως ετυμολογικά οι όροι δεν συμπίπτουν καθώς το Erker στην Ευρώπη συνδέεται με την αμυντική αρχιτεκτονική και την οχύρωση, ενώ το σαχνισί, στην Ανατολή, με την κοσμική αρχιτεκτονική και συγκεκριμένα με την κατοικία του ανώτατου άρχοντα. Σκόπιμο είναι λοιπόν να μελετήσουμε, αν η ετυμολογία της κάθε λέξης, μπορεί να ταυτιστεί με την λειτουργική προέλευση της εκάστοτε κατασκευής.
Εικόνα 4 (δεξιά): Erker στο Braunfeldt, mapio.net
18
Συνοπτικά στοιχεία χρονολόγησης Η χρονολόγηση των πρώτων Erker και σαχνισιών είναι ένα ζήτημα περισσότερο περίπλοκο από ότι αρχικά φαντάζει. Αυτό διότι η φύση των κατασκευών είναι τέτοια, που μπορεί σχετικά εύκολα να καταστραφεί, ενώ το ξύλο, που αποτελεί τις περισσότερες φορές το κύριο υλικό κατασκευής, κινδύνευσε ανά τους αιώνες από πυρκαγιές, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία. Αυτό λοιπόν δημιουργεί συνεχώς την αβεβαιότητα, αν οι τεκμηριωμένα παλαιότερες κλειστές προεξοχές, είναι όντως οι πρώτες χρονικά ή αν υπήρξαν κι άλλες που δεν διασώθηκαν. Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο, αν αναλογιστούμε ότι η γνώση κατασκευής αρχιτεκτονικών προεξοχών ήταν ήδη διαδεδομένη από την κλασική Ελλάδα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί μάλιστα το γεγονός, το οποίο ο καθηγητής Ν. Μουτσόπουλος (1988) αναφέρει στην μελέτη του για τα σαχνισιά, «πως στην Αθήνα (τον 4ο αιώνα π.Χ)., γινόταν κατάχρηση των προεξοχών, ώστε ο Ιφικράτης, για να εξοικονομήσει χρήματα το κράτος, έπεισε τους Αθηναίους να φορολογηθούν τα προεξέχοντα τμήματα των σπιτιών, αλλιώς θα κατεδαφίζονταν». Προεξοχές σε ορόφους κτιρίων βρέθηκαν και στην Πομπηία, βάσει του σκαριφήματος του στρατηγού L. De Beylie (1849-1910) (Εικόνα 5), ενώ σύμφωνα με τον Ν. Μουτσόπουλο (1988) οι προεξοχές της ρωμαϊκής περιόδου, παρουσιάζουν κοινή μορφολογία και κατασκευή με αυτές της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από την μελέτη των τοιχογραφιών της βίλας του Fannius στο Boscoreale (Εικόνα 6), στην οποία παρουσιάζονται προεξοχές με ποικίλες μορφές, όμοιες του Βυζαντίου.
19
Εικόνα 5 (αριστερά): Σκαρίφημα αρχιτεκτονικών προεξοχών στη Πομπηία του L. De Beylie, Μουτσόπουλος (1988) Εικόνα 6 (δεξιά): Τοιχογραφία της βίλας του Fannius στο Boscoreale, Μουτσόπουλος (1988)
Για την Βυζαντινή κατοικία, γνωρίζουμε ότι, εξέχοντα ρόλο κατείχε ο ηλιακός, δηλαδή ο υπαίθριος ή ήμι-υπαίθριος χώρος, ο οποίος βρισκόταν στο ισόγειο ή στον όροφο του κτιρίου. Ο όρος “ηλιακός” βέβαια, φαίνεται να συμπίπτει κατά τους βυζαντινούς χρόνους και με μια σειρά πολλών αρχιτεκτονικών στοιχείων, ανοιχτών και ημιυπαίθριων, χωρίς πάντα προεξοχή, όπως τα δώματα, οι βεράντες, ή οι εξώστες (Εικόνα7). Ο Κων. Αρμενόπουλος (1320-1385) δε, ταυτίζει τον ηλιακό με τον εξώστη («ἤτοι έξώστου»), ο οποίος είτε βρισκόταν στην πλευρά με την καλύτερη θέα, είτε εμφανιζόταν ως προεξοχή ολόκληρου του ορόφου (Μουτσόπουλος, 1988).
20
Εικόνα 7: Σχηματική παράσταση βυζαντινών ημιυπαίθριων χώρων, Μουτσόπουλος (1988)
21
Την ίδια σχετικά περίοδο (10ο-13ο αιώνα), συναντάμε στη Βόρεια Ευρώπη ξύλινες κατασκευές, από χοντρούς, ελαφρώς κατεργασμένους κορμούς δέντρων, των οποίων ο ανώτερος όροφος ή τμήμα αυτού προεκτείνεται πέρα από τα όρια του κτιρίου (Εικόνα 8). Τα στοιχεία αυτά εμφανίζουν μικρά μόνο ανοίγματα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις είναι εντελώς τυφλά και «λειτουργούν ως στεγασμένοι εξώστες που προεξέχουν» (Μουτσόπουλος, 1988). Προεξοχές συναντώνται στην Κεντρική Ευρώπη επίσης κατά την γοτθική περίοδο, ως τμήματα των πρώιμων κάστρων και αυξάνονται αριθμητικά κατά την Αναγέννηση.
Εικόνα 8: Αγροτική κατοικία της Βόρειας Ευρώπης, Μουτσόπουλος (1988)
22
Πότε όμως εμφανίζονται τα Erker και τα σαχνισιά, στην μορφή που τα μελετούμε στην παρούσα εργασία, ως δηλαδή τμήματα των παραδοσιακών κατοικιών του εκάστοτε τόπου; Στη Γερμανική επικράτεια, τα παλαιότερα επαληθευμένα Erker συναντώνται στη Βαυαρία και τοποθετούνται χρονολογικά στην πρώτη δεκαετία του 1300. Οι προεξοχές αυτές ανήκουν τόσο σε κατοικίες πόλεων-οχυρών, όσο και σε αγροτικά υποστατικά (Μουτσόπουλος 1988). Τα Erker όμως αρχίζουν ουσιαστικά να αποτελούν “μόδα” ως αρχιτεκτονικό στοιχείο από τον 14ο αιώνα και μετά, και γνωρίζουν πολύ μεγαλύτερη άνθιση στην Νότια Γερμανία (Βαυαρία και ΒάδηΒυρτεμβέργη) και στο κρατίδιο της Έσσης συγκριτικά με τα Βόρειοκεντρικά κρατίδια (Κάτω Σαξονία και Σαξονία-Άνχαλτ), ακόμα και όταν στα τελευταία συναντάμε πολυάριθμες κατασκευές με ξυλόπηκτους τοίχους (Fachwerk) (Pilz & Fischer, 1965). Η ερευνήτρια Claudia Reeb (2017), στην διατριβή της για τα Erker της περιοχής γύρω από την λίμνη της Κωνσταντίας επισημαίνει, πως οι συγκεκριμένες προεξοχές έχουν ευρεία εξάπλωση τον 15ο αιώνα λόγω της παραγωγής γυαλιού βόρεια των Άλπεων. Η διάδοση της τεχνογνωσίας της υαλοκατασκευής, οδηγεί στη μείωση της τιμής του προϊόντος και επομένως αυτό γίνεται πιο προσιτό στο ευρύ κοινό. Τα Erker άλλωστε, αποτελούν από την φύση τους, κατασκευές πλούσιες σε ανοίγματα και η χρήση υαλοπετασμάτων κρίνεται απαραίτητη σε ψυχρότερα κλίματα, όπως αυτό της Γερμανίας. Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα εξακολούθησαν να καλύπτουν τα παράθυρα με ύφασμα, καμβά ή λαδόκολλα ακόμα και μετά το πέρας του 17ου αιώνα, γεγονός που δικαιολογεί τα μικρότερα ανοίγματα στις κατασκευές τους.
23
Από τον 16ο αιώνα, τα Erker χρησιμοποιούνται ευρέως, ενώ με την πάροδο του 18ου αιώνα, στις περισσότερες πόλεις αρχίζει να χάνεται το ενδιαφέρον τους για αυτά. Τελικά, τον 19ο αιώνα θα διατηρηθούν κάποιες προεξοχές, μόνο όμως σποραδικά (Pilz & Fischer, 1965/ Claudia Reeb, 2017/ Μουτσόπουλος, 1988). Στον ελλαδικό χώρο, ελεύθερες προεξοχές συναντώνται ήδη από τα Βυζαντινά χρόνια σε κατοικίες των μεγάλων αστικών κέντρων. Ωστόσο, ο όρος “σαχνισί”, χρησιμοποιείται για πρώτη φορά το 1788 στην νομοθετική συλλογή “Νομικόν Θεοφίλου του εξ΄ Ιωαννίνων”. Η εμφάνιση του όρου συμπίπτει χρονικά με την εμφάνιση αρχιτεκτονικών προεξοχών στα πυργόσπιτα, ως τμήματα πλέον κατοικίας και όχι ως αμυντικές κατασκευές (Εικόνα 9). Ταυτόχρονα, παρατηρείται ανάπτυξη της λαϊκής αρχιτεκτονικής, της οποίας κυρίαρχο μορφολογικό στοιχείο υπήρξε το σαχνισί (Μουτσόπουλος, 1988). Το “μακεδονικό σπίτι”, για το οποίο έχουν γίνει οι περισσότερες μελέτες, όπως και άλλες κατοικίες του ελλαδικού χώρου, εντάσσεται σε έναν ευρύτερο αρχιτεκτονικό τύπο, ο οποίος εμφανίζεται την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και καλείται ως βαλκανικός. Δείγματα αυτού του τύπου, έχουν εντοπιστεί ήδη από τον 17ο αιώνα, ενώ ανοιχτό είναι ακόμα το ερώτημα, εάν η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική υπήρχε και παλαιότερα στα Βαλκάνια, την βυζαντινή περίοδο ή εάν αποτέλεσε προϊόν της νέας πολυεθνικής κοινωνίας, που δημιουργήθηκε στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Marinov, 2016). Εικόνα 9: Πυργόσπιτο του Σουλείμαν- Καραγιαννόπουλου, Πήλιο, anolehonia.blogspot.com
Το σίγουρο είναι, πως ο βαλκανικός αυτός τύπος αγαπήθηκε και αφομοιώθηκε από όλες τις χώρες τις Βαλκανικής χερσονήσου, με την κάθε μια μάλιστα να διεκδικεί την προέλευση του, όπως μας
24
φανερώνει η αντίστοιχη μελέτη του Tchavdar Marinov (2017). Στο πλαίσιο αυτό, τα σαχνισιά άκμασαν τον 18ο και κυρίως τον 19ο αιώνα, όχι μόνο στον Ελλαδικό χώρο αλλά και στα Βαλκάνια, στη Μικρά Ασία και στη Μέση Ανατολή. Αξίζει επιπλέον να επισημάνουμε, ότι το σαχνισί, διατηρείται στο βορειοελλαδικό χώρο για μεγαλύτερη χρονική περίοδο, αφού μετά την απελευθέρωση, παρατηρείται μια έντονη εκσυγχρονιστικήευρωπαΐζουσα επίδραση στη Νότια Ελλάδα μέσω του νεοκλασσικισμού (Δημητριάδης & Τσότσος, 2000). Αυτό αποτελεί φυσική απόρροια του γεγονότος, ότι οι Έλληνες του νεοσύστατου τότε κράτους, προσπάθησαν, να αποκόψουν οποιαδήποτε σύνδεση με την οθωμανική παράδοση, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυαν την Ευρωπαϊκή τους καταγωγή. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, μέσω της παραπάνω σύγκρισης, ότι τα δύο αυτά στοιχεία- Erker και σαχνισί- δεν είναι δυνατόν να ταυτιστούν χρονικά, καθώς την περίοδο που το σαχνισί βρίσκεται στο απόγειο του, το Erker έχει ήδη αρχίσει να παρακμάζει. Το ιστορικό υπόβαθρο της κάθε χώρας, μπορεί εύκολα να αιτιολογήσει το χρονικό αυτό χάσμα. Η Γερμανία, τον 15ο αιώνα, διανύει περίοδο ειρήνης και γνωρίζει μεγάλη πνευματική άνθιση. Το γεγονός αυτό, μεταφέρεται σε όλους τους τομείς της ζωής, συμπεριλαμβανομένου και της αρχιτεκτονικήςοικοδομικής. Εν αντιθέσει, η Ελλάδα πασχίζει να προφυλαχθεί από το νέο εχθρό, ο οποίος έρχεται από την Ανατολή. Η αρχιτεκτονική της, γίνεται εσωστρεφής και αποκτά έναν πλήρως αμυντικό χαρακτήρα, ο οποίος θα την προστατέψει από τον κατακτητή.
25
26
Προέλευση της αρχιτεκτονικής προεξοχής Είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ότι το Erker και το σαχνισί, δεν αποτέλεσαν δύο νέα αρχιτεκτονικά στοιχεία του 15ου και 18ου αιώνα αντίστοιχα, αλλά υπήρχαν από αρχαιοτάτων χρόνων, μεταβάλλοντας ανά τους αιώνες την μορφολογία τους, βάσει των κατασκευαστικών γνώσεων, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κλίματος και του περιβάλλοντος του κάθε τόπου, καθώς και του τρόπου και τις ανάγκες της ζωής της εκάστοτε περιόδου. Στο παρόν κεφάλαιο, θα αναζητήσουμε τα είδη των αρχιτεκτονικών προεξοχών που προϋπήρχαν των Erker και των σαχνισιών, τόσο μορφολογικά, όσο και λειτουργικά. Η Béatrice Keller (1981), η οποία μελέτησε τα Erker μέσα από μία σειρά λογοτεχνικών και ποιητικών κειμένων από τον 11ο έως τον 15ο αιώνα, καθώς και από το εικονογραφικό υλικό της αντίστοιχης περιόδου, κατάφερε να τεκμηρώσει, ότι τα Erker υιοθετήθηκαν στα κοσμικά κτίρια, από την αμυντική αρχιτεκτονική (σ.σ. μεταφορά από Claudia Reeb, 2017). Αρχικά αποτελούσαν ξύλινες ή πέτρινες κατασκευές, οι οποίες ήταν προσαρτημένες στο εξωτερικό τμήμα των τειχών των πόλεων, πάνω από τις πύλες ή στις γωνίες των προμαχώνων (Εικόνα 10). Ως προς την μορφή, ήταν σχεδόν εξολοκλήρου κλειστά, ενώ τα ελάχιστα ανοίγματα που έφεραν στους τοίχους, προορίζονταν για όπλα μεγάλης εμβέλειας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το πάτωμα είχε τη δυνατότητα να ανοίγει ως καταπακτή, ώστε να μπορούν οι μαχόμενοι να ρίχνουν καυτά υγρά ή πέτρες στους επιτιθέμενους (Claudia Reeb, 2017). Οι κλειστοί όμως αυτοί εξώστες, δεν φαίνεται να πέρασαν απευθείας από τα τείχη των πόλεων στην κοσμική αρχιτεκτονική. Ο Lehfeldt (1880), στο βιβλίο του “Η τέχνη της ξύλινης αρχιτεκτονικής”
27
γράφει για την περίοδο του Μεσαίωνα: «Πράγματι, […] μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ομοιότητες μεταξύ των προεξοχών των εκκλησιαστικών πύργων και των αμυντικών πύργων στα τείχη, και σαφώς οι ξύλινες πολεμίστρες των παλαιών γερμανικών πόλεων αποτελούν την αρχή των αρχιτεκτονικών προεξοχών στην πατρίδα μας και φανερώνουν τη σύνδεση μεταξύ της στρατιωτικής και της κοσμικής οικοδομικής τέχνης». Αναφέρεται λοιπόν, σε ένα ενδιάμεσο στάδιο μετάβασης από την αμυντική στην κοσμική αρχιτεκτονική, το οποίο ουσιαστικά είναι οι προεξοχές με θρησκευτικό χαρακτήρα. Πιο συγκεκριμένα, τόσο σε εκκλησιαστικά όσο και κοσμικά κτίρια δημιουργούνται πρόβολοι, οι οποίοι λειτουργούν ως παρεκκλήσια (Kapellenerker). Τα Kapellenerker (Εικόνα 11) εμπεριέχουν, σύμφωνα με τον συγγραφέα, στοιχεία των παλιών ξύλινων στρατιωτικών
Εικόνα 10 (αριστερά): Προεξοχές στην εισόδο του κάστρου Marksburg, deutsche-digitale-bibliothek. de Εικόνα 11 (δεξιά): Kapellenerker στο κάστρο Eltz, wiktionary.org
28
κατασκευών και καταφέρνουν να συγκεντρώσουν και να εκφράσουν το πνεύμα της γερμανικής αρχιτεκτονικής κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Οι πρώτες προεξοχές που προστέθηκαν σε μεσαιωνικά αρχοντικά, ταυτίζονται με τα Erker μόνο οπτικά, καθώς η λειτουργία τους ήταν επίσης καθαρά αμυντική (Claudia Reeb, 2017). Τα Erker, ως μορφολογικό αρχιτεκτονικό στοιχείο ενός κτιρίου, εμφανίζονται αρχικά σε κτίρια με δημόσιο χαρακτήρα. Παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης αποτελεί το δημαρχείο του Duderstadt (Εικόνες 12 & 13), του οποίου η αρχική κατασκευή χρονολογείται το 1302/1303 και επρόκειτο για ένα διώροφο πέτρινο κτίσμα. Τον 16ο αιώνα, επεκτάθηκε κατά τρεις ορόφους, με τοίχους οι οποίοι ήταν κατασκευασμένοι με το σύστημα Fachwerk (= μικτή κατασκευή με ξύλινο φέροντα οργανισμό-ξυλόπηκτοι τοίχοι). Την όψη του νέου τμήματος κοσμούσαν τρία Erker που έφεραν την μορφή πύργων, των οποίων ο ρόλος ήταν καθαρά διακοσμητικός. Για το συγκεκριμένο στάδιο μετάβασης, η Claudia Reeb αναφέρει: «Στην αρχή τα στοιχεία που αναφέρθηκαν (Erker) στόλιζαν δημόσια κτίρια, όπως χώρους για δημοτικά συμβούλια ή συντεχνίες. Αργότερα προσαρτήθηκαν επίσης σε κοσμικά κτίρια για να διακοσμήσουν ιδιαίτερους χώρους διαβίωσης, οι οποίοι βρίσκονταν συνήθως στον πρώτο όροφο. Με την ταυτόχρονη διεύρυνση των ανοιγμάτων (παραθύρων), η αρχική αμυντική λειτουργία των επεκτάσεων έγινε παρωχημένη». Το Erker λοιπόν, αποτελεί ένα από τα στοιχεία που υιοθετήθηκαν από την αμυντική αρχιτεκτονική στην κοσμική κατά τον 15ο αιώνα,
Εικόνα 12: Σχέδιο του δημαρχείου του Duderstadt, Lehfeldt (1880) Εικόνα 13: Το δημαρχείου του Duderstadt, wikimedia.org
29
30
μαζί με τους πύργους και τις επάλξεις, τα οποία διαφοροποιήθηκαν μορφολογικά και λειτουργικά για να υπηρετήσουν μια νέα αρχιτεκτονική τάση (Claudia Reeb, 2017). Ο καθηγητής Ν. Μουτσόπουλος στην μελέτη του για τις αρχιτεκτονικές προεξοχές (1988), ωστόσο εκφράζει αντίθετη άποψη για την προέλευση των Erker, καθώς γράφει: «Παρόλον ότι ξύλινες κατασκευές σε προβολή συναντάμε προσαρμοσμένες στις οχυρώσεις των μεσαιωνικών πόλεων, ιδιαίτερα της Ευρώπης, δεν είναι ορθό να τις συσχετίζουμε με τις αρχιτεκτονικές προεξοχές, γιατί […] οι αρχιτεκτονικές προεξοχές στη κατοικία είναι παλιές». Αιτιολογεί τα παραπάνω με το γεγονός, ότι στην Ευρώπη έχουν τεκμηριωθεί κατοικίες που φέρουν προεξοχές ήδη από τον 13ο αιώνα και συμπληρωματικά παρουσιάζει ορισμένες εικονογραφήσεις από τον χώρο της Ιταλίας που δείχνουν τέτοιου είδους κατασκευές. Τέτοιο παράδειγμα είναι, «μια σύνθεση από 28 φρέσκα του Giotto, όπου απεικονίζει τη ζωή του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης (1296-1304). Σ΄ έναν από τους πίνακες διακρίνουμε στο βάθος ένα κτήριο με επάλληλες προεξοχές στους ορόφους τους» (Εικόνα 14). Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, αδιαμφισβήτητα αρχιτεκτονικές προεξοχές υπήρχαν σε ευρωπαϊκές κατοικίες από τον 13ο αιώνα (όπως άλλωστε και παλαιότερα). Οι προεξοχές αυτές, πιθανόν να ήταν αριθμητικά περισσότερες στην Ιταλία και γενικότερα στο Νότο, γεγονός που αιτιολογείται από το θερμότερο κλίμα των συγκεκριμένων περιοχών. Στο γερμανικό χώρο, κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, συναντάμε προεξοχές προσαρτημένες τόσο σε οχυρώσεις όσο και σε κατοικίες, των οποίων ο ρόλος είναι καθαρά αμυντικός. Με το πέρας των “Σκοτεινών Χρόνων”, η Γερμανία όπως και ολόκληρη η Ευρώπη, στρέφεται προς “το πνεύμα”
Εικόνα 14: Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης του Giotto, Μουτσόπουλος (1988)
31
και γνωρίζει μια άνθιση που μειώνει το αίσθημα του “αμύνεσθαι” και της εσωστρέφειας. Ταυτόχρονα, όπως είδαμε παραπάνω, αρχίζει η μαζική παραγωγή γυαλιού. Όλα αυτά τα στοιχεία, συντελούν εν τέλει ώστε οι αρχιτεκτονικές προεξοχές της Γερμανίας, να διευρύνουν τα ανοίγματα τους, να χάσουν τον αμυντικό τους χαρακτήρα και να δημιουργηθούν τα “Erker”, όπως εμείς τα συναντάμε σήμερα, υπηρετώντας διαφορετικές αρχιτεκτονικές ανάγκες. Όσον αφορά στην προέλευση των σαχνισιών, θα λέγαμε ότι, και αυτή εντάσσεται και σε ένα αμυντικό πλαίσιο, αφού αποτελούν μετεξέλιξη του βυζαντινού οχυρού πύργου. Κατά τον 10ο αιώνα, γίνεται μια μαζική ανέγερση τέτοιων κτισμάτων από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, στο
Εικόνα 15: “Κούλα” από χωριό της Αλβανίας, Μουτσόπουλος (1988)
32
πλαίσιο ενός τεράστιου έργου που επιχείρησε, να περιφρουρήσει δηλαδή τα σύνορα ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Στους επόμενους αιώνες (10ο-14ο αιώνα), η κατασκευή των βυζαντινών πύργων συνεχίζεται έντονα ως τμήματα μονών, οι οποίοι λειτουργούσαν ως φυλακτήρια και καταφύγια των μοναχών (Μουτσόπουλος, 1988). Ως προς την μορφή τους, ο Ν. Μουτσόπουλος αναφέρει ότι «ο βυζαντινός πύργος είναι πολυώροφος, με διάφορα συστήματα προσπελάσεως. Η είσοδος του ήταν συνήθως στον όροφο». Με την πάροδο του χρόνου, ο οχυρός πύργος μεταπλάθεται σε παραδοσιακή κατοικία, όχι φυσικά αυτόματα, αλλά μέσω μιας σειρά μετεξελίξεων. Ενδιάμεσο στάδιο σε αυτή την πορεία αποτελεί και η αρβανίτικη “κούλα” ή “κούλια”, μια μορφή δηλαδή οχυρωμένης κατοικίας, η οποία εξαπλώθηκε σε ολόκληρα τα Βαλκάνια (Εικόνα 15). Υπάρχουν όμως ορισμένες περιπτώσεις, στις οποίες ο πύργος διατηρεί τον κλειστό και αμυντικό του χαρακτήρα, έως τον 19ο αιώνα, λόγω της ανασφάλειας που επικρατούσε σε συγκεκριμένους τόπους. (Μουτσόπουλος, 1988) Τα στάδια μετάπλασης του βυζαντινού πύργου οχυρού σε αρχοντικό μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής (Εικόνα 17) περιγράφονται λεπτομερώς από τον Ν. Μουτσόπουλο (1988), ο οποίος λαμβάνει «ως αρχικό κύτταρο τον ψηλό, γυμνό από κάθε προεξοχή ή άνοιγμα πύργο». Σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση προεξοχών, διαδραμάτισε η μεταφορά της εισόδου του πύργου από τον όροφο στο ισόγειο. Η ανάγκη προστασίας από τον πολιορκητή, ο οποίος μπορούσε πλέον να παραβιάσει ευκολότερα την είσοδο, οδήγησε στη δημιουργία των λεγόμενων “καταχύστρων” ή “ζεματίστρων” (Εικόνα 16), οι οποίες χρησίμευαν, όπως ακριβώς και στους ευρωπαϊκούς μεσαιωνικούς πύργους, για την περίχυση του εχθρού με καυτό λάδι ή βραστό
Εικόνα 16: Πύργος Τσαρίτσανης με καταχύστρα, Μουτσόπουλος (1988)
33
νερό. Η προεξοχή αυτή έχει καθαρά αμυντικό χαρακτήρα και τοποθετείται συνήθως στην γωνία (ή γωνίες) των οχυρών πύργων. Ο Μουτσόπουλος (1988) αναφέρει επιπλέον για τις προεξοχές αυτής της φάσης, ότι «όταν είναι συνήθως κυλινδρικές και τοποθετούνται κατά την διαγώνιο, ονομάζονται στην ορολογία της φράγκικης οχυρωματικής αρχιτεκτονικής poivrieres». Είναι ωστόσο πιθανό σε εκείνη την περίοδο, η προεξοχή να βρεθεί και στο μέσο της όψης, ως μια παραλλαγή του προαναφερθέντος τύπου. Στο επόμενο στάδιο, ο ανώτατος όροφος του οχυρού πύργου αρχίζει να χάνει τον αυστηρά φρουριακό του χαρακτήρα και λειτουργεί ως χώρος διαβίωσης. Η μικρή αυτή προεξοχή, που αρχικά χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για άμυνα, προεκτείνεται και δημιουργεί ουσιαστικό χώρο, ο οποίος συναντάται είτε στο μέσο της πλευράς, είτε σε γωνία. Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι «η αφαίρεση ενός τμήματος της τοιχοποιίας στον όροφο και στο κενό που δημιουργείται εμφανίζεται η κατασκευή της προεξοχής, από ελαφρά υλικά συνήθως, όμοια με ένα μισανοιγμένο συρτάρι και αυτή ακριβώς είναι η κατασκευή και η λειτουργία της» (Μουτσόπουλος, 1988). Αυτό που έπειτα παρατηρείται είναι η προέκταση παραπάνω του ενός δωματίου στην κατασκευή. Οι προεξέχοντες χώροι μπορεί είτε να είναι συμμετρικοί σε μία όψη, είτε να βρίσκονται στις διαγώνιες γωνίες του κτιρίου. Σε αυτή τη φάση είναι επίσης πιθανό, στον ανώτερο όροφο να συνυπάρχουν σαχνισιά με χαγιάτια (ημιυπάθριοι χώροι). Ως τελικό στάδιο εξελίξεως, ορίζεται η προεξοχή και των τεσσάρων χώρων στις γωνίες, κατασκευή που συναντάται πολύ έντονα στην Μακεδονία, καθώς και η προέκταση ολόκληρου του ανώτατου ορόφου. Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, παρατηρούμε μάλιστα, ότι ο όροφος αυτός αποκτά
35
μια σαφή λειτουργία και φιλοξενεί πρωτίστως χρήσεις, όπως χώροι υποδοχής και διασκέδασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν στον ανώτερο όροφο υπάρχουν ημιυπαίθριες διαμορφώσεις, τότε αυτές χρησιμοποιούνται ως καλοκαιρινοί χώροι. Ταυτόχρονα, οι κατασκευές γίνονται όλο και πιο ελαφριές και με μεγαλύτερα ανοίγματα, γεγονός που αιτιολογείται από το αίσθημα ασφάλειας που επικρατούσε. Αυτή λοιπόν η περίοδος, αποτελεί την αρχή για το παραδοσιακό αρχοντικό του βορειοελλαδικού και γενικότερα του ελλαδικού χώρου κατά την οθωμανική περίοδο, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. (Μουτσόπουλος, 1988) Η προέλευση λοιπόν, τόσο των Erker όσο και των σαχνισιών, φαίνεται να έχει κοινό υπόβαθρο. Πρόκειται για αρχικά φρουριακές κατασκευές, οι οποίες σε περιόδους έντονων πολιορκήσεων, υιοθετήθηκαν σε κτίρια κατοικιών για λόγους άμυνας. Όταν το αίσθημα ανασφάλειας καταλάγιασε, οι αρχιτεκτονικές αυτές προεξοχές διευρύνθηκαν, αποκτώντας ουσιαστικό χώρο και απέκτησαν πολλές άλλες λειτουργίες ακόμα και ως διακοσμητικό στοιχείο στις όψεις των κτιρίων.
Εικόνα 17: Στάδια μετάπλασης του βυζαντινού πύργου και πυργόσπιτου, Μουτσόπουλος (1988)
36
Παράγοντες δημιουργίας προεξοχής Στο προηγούμενο κεφάλαιο, αναζητήθηκε η μορφολογική εξέλιξη των Erker και των σαχνισιών και μελετήθηκε η πορεία των προεξοχών από φρουριακές κατασκευές έως εξέχοντα και όχι απλώς προεξέχοντα στοιχεία στην όψη ενός κτιρίου. Στη παρούσα ενότητα διερευνούνται οι παράγοντες, που διαδραμάτισαν ρόλο στην λειτουργική αλλαγή της προεξοχής, από χώρο άμυνας σε προέκταση του “καλού” δωματίου ή χώρου του σπιτιού. Όσον αφορά στα σαχνισιά, διαπιστώθηκε στην προηγούμενη ανάλυση, ότι αποτελούσαν τον ανώτατο όροφο κατοικιών με την μορφή οχυρών πύργων, των οποίων το εμβαδό κάτοψης ήταν περιορισμένο. Αδιαμφισβήτητα λοιπόν, δημιουργήθηκε η ανάγκη αύξησης του ωφέλιμου εμβαδού των χώρων διαβίωσης, μέσω της κατασκευής προβόλων, που προεξέχουν του βασικού όγκου του κτιρίου. Οι προεξοχές αυτές μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, ξεπερνούν τα δύο μέτρα, επεκτείνοντας πολύ τα δωμάτια (Μουτσόπουλος, 1988). Τέτοιο παράδειγμα, αποτελεί η οικία του Απόστολου Στέλλου στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου (Εικόνα 18), του οποίου η κατασκευή χρονολογείται προ του 1712, σύμφωνα με οικογενειακά έγγραφα. Πρόκειται για ένα καθαρά οχυρωματικό κτίσμα, που εμφανίζει προεξοχή μήκους 2,20 μέτρων. Αρχικά επρόκειτο για μια ανοιχτή κατασκευή, η οποία μετέπειτα πληρώθηκε, μερικώς, με τσατμά και παράθυρα. Με την ίδια λογική, σαχνισιά συχνά συναντώνται και σε αστικούς οικισμούς, όπου εκεί υπάρχει στενότητα χώρου για άλλους λόγους. Πέρα όμως από την αύξηση του εμβαδού ενός οικοπέδου, σημαντικός είναι και ο παράγοντας ορθογώνισης του κτιρίου. Το συγκεκριμένο πρόβλημα δημιουργείται, κατά κύριο λόγο, σε οξυγώνια ή αμβλυγώνια
37
οικόπεδα και οδηγεί, κατά συνέπεια, στη δημιουργία τριγωνικών προεξοχών (Εικόνα 19). Το σύστημα αυτό, είναι ιδιαίτερα συχνό στο Ελλαδικό χώρο και στα Βαλκάνια, όπου οι οικισμοί δημιουργούνται οργανικά και όχι βάσει κάποιου επίσημου σχεδίου. Ωστόσο συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις, τα σαχνισιά να λάβουν διάφορες γωνίες ως προς την κάτοψη, όχι για να ορθογωνίσουν το δωμάτιο, αλλά για να προσανατολιστούν προς ένα συγκεκριμένο σημείο του ορίζοντα, με σκοπό την πλήρη εκμετάλλευση του ηλιασμού και του αερισμού, καθώς και της θέας (Δημητριάδης και Τσότσος, 2000/ Θεοχαρόπουλος, 2009). Τα σαχνισιά άλλωστε εμφανίζουν ως κατασκευές, εξαιρετική βιοκλιματική συμπεριφορά, την οποία ακόμα και οι σύγχρονοι αρχιτέκτονες θαυμάζουν. Συγκεκριμένα, όπως μας αναφέρουν οι Δημητριάδης και Τσότσος (2000) «συντελούν στην παροχή φωτισμού,
Έικόνα 18 (αριστερά): Οικία Απόστολου Στέλλου, Πήλιο, agioslavrentios.gr Έικόνα 19 (δεξιά): Τριγωνική προεξοχή στο Βαρούσι Τρικάλων, Θεοχαρόπουλος (2009)
38
ηλιασμού και αερισμού του εσωτερικού χώρου, εξασφαλίζουν θέσεις δροσιάς κατά το θέρος και όταν το σαχνισί έχει νότιο προσανατολισμό, θέσεις εκμετάλλευσης της θερμότητας των ηλιακών ακτινών κατά το χειμώνα». Εντούτοις, αν και τα σαχνισιά αποτελούν εξαιρετικές κατασκευές και επιλύουν πάμπολλα πρακτικά ζητήματα, σύμφωνα με συγχρόνους μελετητές, αλλού κρύβονται οι βαθύτεροι λόγοι δημιουργίας τους. Στη μελέτη των Δημητριάδη και Τσότσου (2000), υπογραμμίζεται ιδιαίτερα ο πολιτιστικός παράγοντας ως κυρίαρχος συντελεστής στη δημιουργία του σαχνισιού και επισημαίνεται ότι «οι υλικοί παράγοντες υποχωρούν μπροστά στο συμβολισμό, τη θρησκεία και την ανάγκη για κοινωνική προβολή». Πράγματι, αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, τα σαχνισιά αποτελούν ως επί το πλείστον, χαρακτηριστικές κατασκευές των αρχοντικών, των οποίων οι ιδιοκτήτες άνηκαν σε εύπορες κοινωνικά τάξεις, ενώ η χρήση τους σε λαϊκές κατοικίες ήταν περιορισμένη, καθώς η κατασκευή τους απαιτούσε επιπρόσθετες δαπάνες. Το σαχνισί λοιπόν λειτουργούσε και ως στολίδι στην όψη της κατοικίας και κατά επέκταση ως ένα είδος γοήτρου για την οικογένεια. Ως κοινωνικό παράγοντα, θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε την δυνατότητα παρακολούθησης, μέσα από τα παράθυρα, που παρέχει το σαχνισί, της κίνησης του δρόμου, όπως επίσης και το άνοιγμα προς την θέα. Όταν δε, τα κτίσματα βρίσκονταν σε μεγάλο υψόμετρο και μπροστά τους απλώνονταν το φυσικό τοπίο, τότε το σαχνισί έπαιρνε μια βαθύτερη ουσία και λειτουργούσε ως μέρος πνευματικής αναζήτησης, αντίστοιχο με αυτό των μοναστηριακών κατασκευών (Εικόνα 20). Για αυτές ειδικά τις περιπτώσεις ο Ν. Μουτσόπουλος (1988) αναφέρει πως «εκτός από το φυσικό φωτισμό που εκμεταλλεύονταν με τη δημιουργία
39
ποικίλων ανοιγμάτων, διευθετούσαν κατάλληλα και την εσωτερική διακόσμηση, όπου με κατάλληλους χρωματισμούς στις ξυλεπενδύσεις και στις ζωγραφιές των τοίχων δημιουργούσαν την ατμόσφαιρα που επιθυμούσαν με όλες τις δυνατές ανέσεις που συνδυάζονται με μια ψευδαίσθηση φυγής». Η αίσθηση αυτή δημιουργείται, κατά κύριο λόγο, από τα παράθυρα, τα οποία τοποθετούνται και στις τρεις όψεις της κατασκευής, με αποτέλεσμα η θέα να ανοίγεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο επισκέπτης, έχει την δυνατότητα να απολαύσει το πανόραμα, στεκόμενος στο εσωτερικό του σαχνισιού, ενώ η προβολή
Εικόνα 20:Προεξοχές στη Μονή Αγίου Διονυσίου στο Άγιο Όρος, Μουτσόπουλος (1988)
40
της κατασκευής, πέρα από τον βασικό κορμό του κτιρίου δημιουργεί αίσθημα αιώρησης (Μουτσόπουλος, 1988). Ομοίως με το σαχνισί, η ανάπτυξη του Erker βασίζεται σε ένα πολυπαραγοντικό κράμα αιτιών. Ορισμένοι μελετητές, που το αναλύουν κατασκευαστικά, βρίσκουν την αιτία δημιουργίας του στην στατική λειτουργία και στον φέροντα οργανισμό των πατωμάτων και εξηγούν, πως στον ξύλινο φέροντα οργανισμό, το τμήμα της δοκού που προεξέχει, επιτρέπει στην εσωτερική δοκό του πατώματος να δεχτεί μεγαλύτερα φορτία κάμψης εντός του κτιρίου. Ακόμα, o Hans Jürgen Hansen (1971) επισημαίνει, ότι τα Erker προστατεύουν το κατώφλι από την βροχή και ενισχύουν τα ξύλα του πατώματος της προεξοχής καλύτερα από ότι αν οι δοκοί ηταν απλοι πρόβολοι χωρίς συνέχεια εκτος του κτιρίου. Ωστόσο ο Lehfeldt (1880), φαίνεται να εκφράζει αντίθετη άποψη στον παραπάνω ισχυρισμό. «Τα ελεύθερα ανοίγματα, ακόμα και στους ανώτερους ορόφους, είναι τόσο μικρά στα παλιά σπίτια, τα δοκάρια είναι τόσο ισχυρά και συχνά υποστηρίζονται από πολλαπλά συστήματα δοκών, ώστε ο κίνδυνος κάμψης δεν θα είχε σίγουρα ωθήσει τους παλιούς ξυλουργούς σε τόσο δύσκολες κατασκευές. […] Έτσι η δυνατότητα να μπορεί κανείς να φορτίσει περισσότερο το πάτωμα, ακόμα και αν συγκαταλέγεται στα πλεονεκτήματα, σίγουρα δεν πρέπει να αναζητηθεί ως αρχικός λόγος του φαινομένου». Ο Erich Mulzer (1965), στην προσπάθεια του να βρει τα βαθύτερα κίνητρα που οδήγησαν στην δημιουργία των Erker, αναζήτησε τις αιτήσεις οικοδομικών αδειών, οι οποίες πέρασαν από το Συμβούλιο της Νυρεμβέργης κατά τον 16ο και 17ο αιώνα (σ.σ. μεταφορά από Claudia Reeb, 2017). Στην πλειοψηφία των αιτήσεων, η αύξηση του
Εικόνα 21: Τομή κατοικίας με Erker στην οποία οι δοκοί του πατώματος του κτιρίου συνεχίζουν στην προεξοχή, Scholkmann (1981)
41
χώρου διαβίωσης καθώς και ο καλύτερος φωτισμός και ο αερισμός, ως αντιμετώπιση του ανθυγιεινού περιβάλλοντος, είναι οι κύριοι λόγοι που προβάλλονται για την κατασκευή των Erker. Ένα ακόμα επιχείρημα υπέρ του Erker είναι η παρακολούθηση της εξώθυρας από την προεξοχή, ώστε να ελέγχεται ποιος μπαίνει και βγαίνει στο κτίριο. Η προαναφερθείσα αίτηση έγινε αποδεκτή από το Συμβούλιο της Νυρεμβέργης το 1599 και για αυτό, το συγκεκριμένο επιχείρημα φαίνεται να επαναχρησιμοποιήθηκε από τον πλούσιο Bartholomäus Viatis το 1608. Ωστόσο, σύμφωνα με την Claudia Reeb (2017), «σύγχρονες μελέτες αποδεικνύουν ότι το φως εσωτερικά των δωματίων όχι απλώς δεν αυξάνεται αλλά μάλλον μειώνεται με την χρήση των Erker». Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα, εάν τα παραπάνω αποτελούν τις ουσιαστικές αιτίες δημιουργίας των Erker, ή αν πρόκειται για «τυποποιημένα ψεύτο-επιχειρήματα», που χρησιμοποιούνταν διότι γίνονταν εύκολα αποδεκτά από τα τοπικά Συμβούλια.
Εικόνα 22: Erker με πλούσια ξυλογλυπτική διακόσμηση στο St. Gallen, wikipedia.org
Η διακόσμηση και η αίγλη του σπιτιού αποτελούν δύο παράγοντες, που σίγουρα διαδραμάτισαν ρόλο στην δημιουργία των Erker και μάλιστα σχετίζονται άμεσα με τις κοινωνικές αλλαγές που συνέβησαν σε τμήματα της κεντρικής Ευρώπης κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Την περίοδο αυτή, παρατηρείται συνεχής πτώση των παλαιών οικογενειών ευγενών, ενώ η εμπορική τάξη ανεβαίνει κοινωνικά. Τα ανερχόμενα λοιπόν κοινωνικά στρώματα, υιοθετούν στοιχεία της αριστοκρατίας, τόσο σε επίπεδο τρόπου ζωής όσο και σε επίπεδο αρχιτεκτονικής. Τα Erker συνεπώς, αποτελούν στολίδια της κατοικίας και σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται από τους άρχοντες για να χαιρετήσουν τον λαό. Οι λόγοι όμως κύρους και μεγαλοπρέπειας, απορρίπτονται κατηγορηματικά από το Συμβούλιο της Νυρεμβέργης και για αυτό δεν
42
παρουσιάζονται σε επίσημες αιτήσεις. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο, πως η αγοραστική δύναμη ενός κτιρίου αυξάνεται με την κατασκευή Erker, όπως συνέβη στην πόλη Schaffhausen. Εκεί, το 1727, ο ιδιοκτήτης της κατοικίας Zum Weissen Kreuz, ζήτησε από το Συμβούλιο να προστεθεί στην όψη Erker, ώστε το κτίριο να καταφέρει να πωληθεί (Claudia Reeb, 2017). Τέλος, οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν, ότι η θέα στα σοκάκια αποτέλεσε τον πρωταρχικό παράγοντα στην δημιουργία των Erker. Οι προεξοχές δίνουν την δυνατότητα παρακολούθησης της γειτονιάς, αλλά και ολόκληρης της έκτασης των δρόμων, δίχως το άνοιγμα των παραθύρων. Ο Fischbach όμορφα περιέγραψε, ότι πρόκειται «για ένα ζεστό μέρος για τους κατοίκους, που τους αρέσει να συνομιλούν ενώ κάνουν χειροτεχνίες και να παρακολουθούν τι συμβαίνει στο δρόμο και στη γειτονιά» (σ.σ. μεταφορά από την Claudia Reeb. 2017). Ολοκληρώνοντας λοιπόν την παρούσα ανάλυση, συμπεραίνουμε, ότι είναι οι ίδιες αιτίες που ωθούν στη δημιουργία αρχιτεκτονικών προεξοχών, ανεξαρτήτως τόπου, γεωγραφικού πλάτους και μήκους. Πρόκειται κυρίως για παράγοντες που συνδέονται με την κοινωνική ζωή, όπως ο έλεγχος της κίνησης των δρόμων η δημιουργία ενός ιδιαίτερου εσωτερικού καθιστικού χώρου και χώρου συναναστροφής με θέα, αλλά και για λόγους προσωπικής προβολής και αίγλης. Φυσικά, τα στοιχεία αυτά προσφέρουν και μια σειρά πρακτικών πλεονεκτημάτων, όπως η αύξηση του εσωτερικού ωφέλιμου χώρου, καθώς και ο καλύτερος ηλιασμός και αερισμός των κτιρίων.
43
44
Οικοδομικοί κανονισμοί και νομοθετικά πλαίσια των προεξοχών Η δημοτικότητα των αρχιτεκτονικών προεξοχών, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Γερμανία, δημιούργησε γρήγορα την ανάγκη θεσμοθέτησης οικοδομικών κανονισμών και νομοθετικού πλαισίου, ώστε να αποφθεχτούν αυθαιρεσίες, τόσο εις βάρος των γειτόνων, όσο και του δημόσιου χώρου σε ζητήματα που αφορούν τον ηλιασμό, τον αερισμό και την θέαση. Μάλιστα στον Γερμανικό χώρο, η υποχρέωση έκδοσης άδειας για την κατασκευή Erker, προηγήθηκε της αντίστοιχης για ανέγερση κτιρίου, γεγονός που φανερώνει, ότι αυτή η κατασκευή δημιούργησε ζητήματα στην αστική ζωή. Κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους, έως και τον 13ο αιώνα, η μεγάλη αστική ανάπτυξη οδήγησε στην καθιέρωση ορισμένων κανονισμών που αφορούσαν στην εικόνα του δημόσιου χώρου, σε γερμανικές πόλεις. Ο παλαιότερος τέτοιος κανονισμός, που όπως φαίνεται συμπεριλαμβάνει και επηρεάζει τα Erker, είναι το Weistum της Κολωνίας, από το έτος 1169. Σύμφωνα με αυτόν, «κάθε προεξοχή, θα έπρεπε να καταστραφεί» (Pilz & Fischer, 1965). Το 1375, ο ίδια νομοθεσία επαναθεσπίστηκε, γεγονός που μάλλον οφείλεται σε μεγάλο αριθμό αυθαιρεσιών στο ενδιάμεσο διάστημα. Η Ulm, είναι άλλη μία πόλη που προσπαθεί να περιορίσει την κατασκευή των Erker, απειλώντας μάλιστα με την υποβολή προστίμου. Το 1376, το τοπικό Συμβούλιο με διάταγμα «απαγορεύει την ανακαίνιση ερειπωμένων προεξοχών με ποινή ύψους 40 φλωρίνιων ενώ η διατήρηση των υφιστάμενων προβόλων εξαρτάται από το μέγεθος τους, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 3,5 πόδια» (Pilz & Fischer, 1965) (Το πόδι σαν μονάδα μέτρησης διαφέρει στον γερμανόφωνο χώρο ανάλογα την πόλη, καθώς και ανάλογα τον χρόνο. Στην πλειοψηφία των πόλεων, κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, το πόδι κυμαίνεται από 285-295
Εικόνα 23: Στο ιστορικό κέντρο της Κολωνίας, οι αρχιτεκτονικές προεξοχές εκλείπουν, pinterest.com
45
χιλιοστά). Το συμβούλιο της ίδιας πόλης συμπληρώνει το έτος 1427, ότι «τα Erker θα πρέπει να επιτρέπονται σε καθένα από τους τρεις επιτρεπόμενους ορόφους, αρκεί αυτά να προεξέχουν έως το πολύ 3 πόδια. Εάν το κτίριο είναι ψηλότερο, τότε το Erker, δεν θα πρέπει να εκτείνεται πάνω από τον τρίτο όροφο» (Pilz & Fischer, 1965). Η Νυρεμβέργη αποτελεί άλλη μία πόλη, η οποία το 1598 προσπαθεί να περιορίσει την κατασκευή προεξοχών, μέσω της απειλής προστίμων. Τελικά το 1613, επιτρέπει μόνο την δημιουργία Fenstererker, δηλαδή μιας παραλλαγής των Erker, στις οποίες οι προεξοχή ξεκινάει από το ύψος της ποδιάς του παραθύρου (Claudia Reeb, 2017). Βλέπουμε λοιπόν, ότι τα τοπικά Συμβούλια των πόλεων, διατηρούν αρνητική στάση προς τα Erker και προσπαθούν να ελαττώσουν την δημοτικότητα τους, άλλες φορές με πλήρη απαγόρευση της ανέγερσης τους, όπως συνέβη στο Augsburg από το 1387 και άλλες φορές θέτοντας απλώς περιορισμούς. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκει ο Leohnhart Frönsberger, γερμανός στρατιωτικός συγγραφέας, ο οποίος το 1564 επιτρέπει την κατασκευή των Erker εντός του ιδιωτικού οικοπέδου, δεν δέχεται όμως αυτά που προεξέχουν στους δημόσιους χώρους και τις πλατείες. Το Πριγκιπάτο της Βυρτεμβέργης, θέτει επίσης περιορισμούς για τις συγκεκριμένες προεξοχές σε διατάξεις που εκδόθηκαν την 1η Μαρτίου 1568, ως τμήμα των «Νέων κανονισμών δόμησης» (Pilz & Fischer, 1965).
46
Το Schaffhausen, είναι μια ελβετική πόλη, λίγο έξω από τα σύνορα της Γερμανίας, που όμως αξίζει να μελετηθεί λόγω της σχετικής ανοχής που έδειξε το τοπικό Συμβούλιο στην ανέγερση Erker. Ωστόσο, η κατασκευή αρχιτεκτονικών προεξοχών φαίνεται να δημιούργησε τόσο έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ γειτόνων, που το 1606 οι αρχές αποφάσισαν, ότι τα Erker δεν θα τοποθετούνται αντικριστά στις όψεις αλλά «εναλλασσόμενα με γνώση και έγκριση του Μικρού Συμβουλίου και με την συγκατάθεση των διαδίκων» (Claudia Reeb, 2017). Η προαναφερθείσα απόφαση, εμπλουτίστηκε το έτος 1723, ορίζοντας επιπλέον, ότι το μέγιστο μήκος της προεξοχής δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα δύο πόδια, δηλαδή τα 59,65 εκατοστά, όταν ο δρόμος έχει ένα αξιοσημείωτο πλάτος, ενώ σε σοκάκια με στενότητα χώρου, όπως το Repfergasse ή το Münstergasse, οι προεκτάσεις θα πρέπει να είναι ακόμα μικρότερες. Τα παραπάνω μέτρα λήφθηκαν εξαιτίας των παραπόνων της γειτονιάς για παραβίαση της ιδιωτικότητας, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις οι κάτοικοι «μπορούσαν μέχρι και να φτάσουν ο ένας τα χέρια του άλλου». Η Claudia Reeb (2017) δε, επισημαίνει, ότι οι ενοχλήσεις και οι διαμάχες ήταν τόσο μεγάλες που «οι αρχές φάνηκε να ανησυχούν για την συνύπαρξη του αστικού πληθυσμού». Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι τα Erker περιορίστηκαν πολύ στην Γερμανική επικράτεια από τα τοπικά Συμβούλια των πόλεων, ώστε να καλύπτονται οι βασικές απαιτήσεις ηλιασμού και αερισμού σε όλες τις κατοικίες και τον δημόσιο χώρο. Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις, στις οποίες οι αρχές υποστηρίζουν ότι τα Erker είναι στοιχεία που ασχημαίνουν την εικόνα της πόλης και για αυτό τον λόγο δεν πρέπει να κατασκευάζονται. Η απαγόρευση των Erker, αρχίζει σταδιακά να μειώνεται από τις αρχές του 19ου αιώνα, γεγονός που πιθανόν
Εικόνα 24: Όψεις κατοικιών στο Schaffhausen, polenka.pl
47
οφείλεται στο μειωμένο ενδιαφέρον των πολιτών για αυτού του είδους τα αρχιτεκτονικά στοιχεία. Σε κάθε όμως περίπτωση παρατηρούμε, ότι οι αποφάσεις των Συμβουλίων, σχετίζονται αποκλειστικά με την θέση των Erker στο κτίριο, καθώς και το πλάτος προεξοχής, ενώ μορφολογικά ζητήματα φαίνεται να είναι αδιάφορα. Αντίστοιχες διατάξεις για την κατασκευή σαχνισιών υπήρχαν και στον Ελλαδικό χώρο. Πρόκειται ουσιαστικά, για νομοθετικούς κανονισμούς που θεσπίστηκαν κατά την Βυζαντινή Αυτοκρατορία και οι οποίοι συνέχισαν να βρίσκονται σε ισχύ, ακόμα και μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους. Πρώτη φορά περιορισμοί για την κατασκευή προεξοχών φαίνεται να θέτονται το 243 μ.Χ. από τους αυτοκράτορες Ονώριο και Θεοδώσιο Αυγούστους. Σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις, αν οι εξώστες, που είτε προϋπήρχαν είτε θα κατασκευάζονταν δεν απείχαν μεταξύ τους διάστημα «δέκα πόδας ελευθέρου αέρος» (Εικόνα 25) (Μουτσόπουλος, 1988) θα έπρεπε να κατεδαφιστούν. Αντίστοιχη ήταν και η νομοθεσία του Αυτοκράτορα Καίσαρα Ζήνωνος, το 531 μ.Χ., η οποία επηρεάζει την Βυζαντινή επικράτεια και σκοπεύει στην διαφύλαξη των σωστών συνθηκών στους δημόσιους χώρους και στην αρμονική συνύπαρξη των γειτόνων. Για αυτό τον λόγο, απαγορεύει επιπλέον οποιαδήποτε κατασκευή στερεί την θέα του γείτονα, καθώς και τη χρήση κιόνων και τοίχων που υποστηρίζουν τους εξώστες, ζημιώνοντας έτσι το πλάτος του δρόμου και εμποδίζοντας τον αερισμό (Μουτσόπουλος, 1988). Εικόνα 25: Σκαρίφημα κάτοψης και εγκάρσιας τομής βυζαντινού δρόμου, Μουτσόπουλος (1988)
Αναλυτικές διατάξεις για τις αρχιτεκτονικές προεξοχές δίνονται, μεταξύ άλλων και στις νομοθετικές συλλογές του Λέοντα του Σοφού. Στη Νεαρά ΡΙΓ΄ αναφέρεται εκ νέου, η απαγόρευση υποστυλωμάτων
48
εις βάρος του δρόμου, ενώ επεξηγείται, πως οι ηλιακοί -που στην συγκεκριμένη περίπτωση έχουν καθαρά την έννοια των (κλειστών) προεξοχών- θα πρέπει να απέχουν μεταξύ τους δέκα πόδια, δηλαδή 3 μέτρα, ώστε «να αποφεύγεται η σκόπιμη παρακολούθηση των γειτόνων». Αν το πλάτος του δρόμου είναι μικρότερο των δέκα ποδιών, τότε η ανέγερση προεξοχών κρίνεται αδύνατη. Σύμφωνα με τα Βασιλικά και τον Επαρχικόν, αν απέναντι από έναν εξώστη βρίσκεται δημόσιο κτίριο, πλατεία ή αγορά, τότε η απόσταση μεταξύ της προεξοχής και του δημόσιου χώρου θα πρέπει να είναι τουλάχιστον δεκαπέντε πόδια. Τα Βασιλικά, λειτούργησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ως το υπόβαθρο της βυζαντινής νομοθεσίας, με την επιρροή τους να φτάνει ως τον 14ο αιώνα. Βλέπουμε λοιπόν, ότι στα βυζαντινά διατάγματα καθορίζεται πλήρως ο τρόπος κατασκευής των αρχιτεκτονικών προεξοχών, ώστε να διασφαλίζονται ο ηλιασμός, ο αερισμός και η καλή γειτνίαση. Ωστόσο, πηγές αναφέρουν την παραβίαση αυτών των νόμων, κυρίως από άρχοντες, οι οποίοι δημιουργούν προεξοχές υποστηριζόμενες σε στοές, βλάπτοντας έτσι τον δρόμο (Μουτσόπουλος, 1988). Ο όρος “σαχνισί”, όπως προαναφέρθηκε, εμφανίζεται για πρώτη φορά σε νομοθεσία, το έτος 1788, στην συλλογή “Νομικόν Θεοφίλου του εξ΄ Ιωαννίνων”. Ακολουθώντας την Βυζαντινή παράδοση, ορίζει ότι «αν απέναντι από ένα ήδη υπάρχον σαχνισί, το οποίο φέρει παράθυρα, θέλει ο γείτονας να κατασκευάσει ένα νέο, τότε το δεύτερο θα πρέπει να απέχει από το πρώτο 10 πόδια» (Μουτσόπουλος, 1988). Με την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, τέθηκαν πάλι σε ισχύ τμήματα από τις βυζαντινές διατάξεις του Αρμενόπουλου “περί εξωστών” και “περί ηλιακών”, οι οποίες καθορίζουν τις κλειστές και ανοιχτές
49
Εικόνα 26: Σκαρίφημα βυζαντινού δρόμου, Μουτσόπουλος (1988)
50
προεξέχουσες κατασκευές, μέσα στις οποίες εντάσσονται και τα σαχνισιά. Σύμφωνα με τους Δημητριάδη και Τσότσο (2000), τέτοιου είδους προεξέχοντα στοιχεία χάνονται από τον ελλαδικό χώρο με την καθιέρωση της οικοδομικής γραμμής, αφού η πλειοψηφία των κατασκευών που ξεπερνούν το όριο της γραμμής και εισβάλλουν στον κοινόχρηστο χώρο απαγορεύονται. Η δυνατότητα ανέγερσης προεξοχών, θα επανέλθει αρκετά χρόνια μετά, το 1923, όπου συναντώνται πλέον σε πολυκατοικίες αστικού περιβάλλοντος και μάλιστα με τη χρήση του γερμανικού όρου Erker. Το γεγονός αυτό, πιθανόν οφείλεται στο μεγάλο αριθμό Ευρωπαίων αρχιτεκτόνων, που ήρθαν στην Ελλάδα μετά την δημιουργία του Ελληνικού κράτους, με στόχο τον σχεδιασμό των αστικών κέντρων σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα λοιπόν, παρατηρείται η ανέγερση δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, βάσει του νεοκλασικού στυλ, η οποία έβρισκε σύμφωνους τον λαό, καθώς και την πλειοψηφία των ακαδημαϊκών αρχιτεκτόνων, σε μία προσπάθεια αποκοπής της Ελλάδας από την Οθωμανική παράδοση και σύνδεση της με τις ευρωπαϊκές ιδέες και συνήθειες. Μερικά χρόνια μετά, πολλοί αρχιτέκτονες θα κρίνουν την νεοκλασική αρχιτεκτονική ως ξένη για τον ελληνικό τόπο και τρόπο ζωής και θα επιστρέψουν εκ νέου στην μελέτη των παραδοσιακών μορφών, αναζητώντας το πνεύμα του τόπου. Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι τα σαχνισιά και τα Erker αποτελούν αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα οποία γνώρισαν τεράστια δημοτικότητα και που σε όλες τις εποχές γίνονται έντονες προσπάθειες περιορισμού τους σε αποδεκτά όρια σε σχέση με τον δημόσιο χώρο και τα γειτονικά κτίρια όταν βρίσκονται σε πυκνοδομημένες περιοχές μεγαλουπόλεων,
51
τόσο στην Γερμανία όσο και στην Ελλάδα. Οι λόγοι πίσω από αυτές τις νομοθεσίες είναι πρωτίστως κοινωνικοί, δηλαδή για την καλή σχέση μεταξύ των γειτόνων, αλλά και προστασίας του δημόσιου χώρου ενάντια σε υπερβολές και καταπατήσεις. Αυτό φαίνεται και στην φύση των διατάξεων, οι οποίες ορίζουν αποκλειστικά μεγέθη και αποστάσεις, ενώ η μορφή και άλλου είδους χαρακτηριστικά αφήνονται ελεύθερα στους πολίτες.
Κεφάλαιο 2
Η αρχιτεκτονική προεξοχή ως προς τον αστικό ιστό και το κτίριο
54
Αρχιτεκτονικές προεξοχές και αστικός ιστός Οι προεξοχές είναι αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα οποία αρχικά αποτέλεσαν προσθήκες σε ήδη υπάρχουσες κατασκευές. Ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην εμφάνιση τους ήταν η στενότητα χώρου και η ανάγκη για αύξηση του ζωτικού χώρου. Ταυτόχρονα, ως αρχιτεκτονικά μέλη προσδίδουν αίγλη στην κατοικία και δίνουν χαρακτήρα στην αρχιτεκτονική της. Όλα λοιπόν τα παραπάνω είναι ζητήματα, που απασχόλησαν τις αστικές κοινωνίες, όπου συναντώνται και οι προεξοχές. Στην ανάλυση που θα ακολουθήσει τα Erker και τα σαχνισιά, θα μελετηθούν ως προς την θέση τους, εντός του αστικού ιστού. Η στενότητα χώρου που προκύπτει στα αστικά περιβάλλοντα, είναι μάλλον η κύριος λόγος που αιτιολογεί την μεγαλύτερη ανάπτυξη των αρχιτεκτονικών προεξοχών σε αστικούς οικισμούς έναντι των αγροτικών. Οι προεξοχές δίνουν την δυνατότητα αύξησης της ζωτικής επιφάνειας, γεγονός αναγκαίο τόσο στις πυκνοκατοικημένες, γερμανικές, μεσαιωνικές πόλεις, όσο και στους σφιχτούς οθωμανικούς οικισμούς του ελλαδικού χώρου. Σύμφωνα με τους Pilz και Fischer (1965) «η συντριπτική πλειοψηφία των Erker, μπορεί να βρεθεί σε αστικές κατοικίες». Αντίθετα, σπάνιες είναι οι προεξοχές που εμφανίζονται σε χωριά, ενώ σε κτίσματα, τα οποία βρίσκονται σε αγροκτήματα, οι περιπτώσεις είναι μεμονωμένες. Ωστόσο, Erker μπορούν να συναντηθούν, εκτός των πόλεων, σε κάστρα του γερμανικού χώρου, των οποίων οι ιδιοκτήτες αδιαμφισβήτητα άνηκαν σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Σε αυτή την περίπτωση, συνήθως λαμβάνουν χρήσεις όπως παρεκκλήσια (Kapellenerker). Τέτοια παραδείγματα προεξοχών, μπορεί κανείς να δει στο κάστρο Eltz στο κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτο, όπου πάνω στον
55
πέτρινο πυρήνα τοποθετούνται Erker, τα οποία τονίζονται στις όψεις (Εικόνα 27).
Εικόνα 27: Το κάστρο Eltz, flickr.com
Στις γερμανικές, μεσαιωνικές πόλεις, τις προεξοχές τις συναντάμε σε κατοικίες εντός του αμυντικού τείχους, που προστάτευε την πόλη. Ακόμα και σε πόλεις, που αυτού του είδους το φρουριακό ύφος λείπει, τα Erker συναντώνται κεντρικά και όχι στα περίχωρα. Αν μάλιστα, παρατηρήσουμε καλύτερα τα αστικά κέντρα, θα διαπιστώσουμε, ότι οι προεξοχές δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένες, αλλά μάλλον συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένους δρόμους και σοκάκια (Claudia Reeb, 2017). Το γεγονός αυτό είναι εύκολο να αιτιολογηθεί. Η κατασκευή προεξοχών απαιτεί μεγάλο κόστος και επομένως απευθύνεται σε ανώτερες οικονομικά τάξεις. Έτσι, παρατηρώντας τα σημεία ύπαρξης τους, μπορούμε εύκολα να βγάλουμε συμπεράσματα σχετικά με την κατανομή των κοινωνικών ομάδων εντός του αστικού ιστού.
56
Erker, εκτός από τις κατοικίες, τοποθετούνται επίσης σε κτίρια με δημόσιο χαρακτήρα, καθώς και στα δημαρχεία (Εικόνα 28). Τα συγκεκριμένα οικοδομήματα συναντώνται στα κέντρα των πόλεων σε πλατείες ή σε βασικούς άξονες με εμπορικό χαρακτήρα. Στην πλειοψηφία τους, φέρουν γωνιακές προεξοχές εξαιτίας των εμβληματικών θέσεων που κατέχουν, αφού συνήθως βρίσκονται σε ελεύθερα σημεία εντός του αστικού ιστού και δεν περιβάλλονται από κτίρια ή τοποθετούνται σε διασταυρώσεις δρόμων. Οι μεσαιωνικές πόλεις χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα πυκνό πολεοδομικά σύστημα, με τα κτίρια να βρίσκονται σε επαφή το ένα με το άλλο, κατά συνέπεια, τα γωνιακά οικόπεδα θεωρούνται πλεονεκτικά και τονίζονται με Erker (Claudia Reeb, 2017). Όλα τα παραπάνω, έχουν εντοπιστεί από την ερευνήτρια Claudia Reeb στις πόλεις Schaffhausen και St. Gallen της Ελβετίας, γύρω από την λίμνη της Κωνσταντίας, οι οποίες εμφανίζουν κοινές αρχές με τις γερμανικές πόλεις της ίδια περιοχής. Πιο συγκεκριμένα η Claudia Reeb (2017) αναφέρει: «Στο κέντρο της αντίστοιχης παλιάς πόλης, τα Erker εμφανίζονται συχνότερα (Εικόνα 29), ενώ στους μικρότερους δρόμους της βασικής ζώνης συναντώνται περιστασιακά. Δεν υπάρχουν Erker στα σοκάκια δίπλα στο τείχος της πόλης. Η εγκατάσταση Erker στα μεγαλύτερα, κύρια σοκάκια που οδηγούσαν στις πύλες της πόλης είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Οι πύλες της πόλης ήταν σημαντικές είσοδοι και έξοδοι σε όλες τις πόλεις, οι οποίες αφορούσαν εμπορικές οδούς και οδούς κυκλοφορίας».
Εικόνα 28: Το δημαρχείο στο Wernigerode, wikipedia.org
57
Εικόνα 29: Δρόμος με προεξοχές στο Stein am Rhein, wikimedia.org
Ωστόσο δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει, όπως προαναφέρθηκε, ότι η πλειοψηφία των Συμβουλίων των πόλεων ήταν ενάντια στην κατασκευή προεξοχών και πολλές φορές η κατασκευή τους δεν γινόταν δεκτή. Μάλιστα, το τοπικό Συμβούλιο της Νυρεμβέργης, το 1613 εξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα με το όποιο μόνο η κατασκευή Fensterker γινόταν αποδεκτή, δηλαδή ένα είδος τονισμένου παραθύρου, ενώ ένα χρόνο μετά καθιερώνονται ποινές για τους παραβάτες. Η αντίσταση στην κατασκευή προεξοχών μειώνεται μόνο κατά τον 18ο αιώνα, όπως προαναφέρθηκε, όταν το Erker έπαψε να αποτελεί δημοφιλές αρχιτεκτονικό στοιχείο (Pilz & Fischer 1965).
58
Εικόνα 30 (πάνω): Το δημαρχείο του Wasungen, wasungen.de Εικόνα 31 (αριστερά): Το δημαρχείο του Heppenheim, wikivoyage.org Εικόνα 32 (δεξιά): Το δημαρχείο του Alsfeld, wikipedia.org
59
Εικόνα 33 (πάνω): Το δημαρχείο του Gernrode, fotocommunity.de Εικόνα 34 (αριστερά): Το δημαρχείο της Michelstadt, michelstadt.de Εικόνα 35 (δεξιά): Το δημαρχείο του Grünberg, wikimedia.org
60
Τα σαχνισιά εμφανίζονται και αυτά κατά κύριο λόγο σε αναπτυγμένους πληθυσμιακά οικισμούς, όπου υπάρχει μεγάλη πυκνότητα στον αστικό ιστό και κατά συνέπεια έλλειψη ζωτικού χώρου, καθώς και ανάγκη για καλύτερο φωτισμό και ηλιασμό (Δημητριάδης & Τσότσος 2000). Αν και σε γενικές γραμμές, τα ελληνικά αστικά κέντρα δεν παρουσιάζουν την σφιχτή, αυστηρή δομή των γερμανικών μεσαιωνικών πόλεων, μπορούμε να συναντήσουμε οικισμούς, κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, όπου οι κατοικίες βρίσκονται κολλητά η μία με την άλλη και τα σαχνισιά προεξέχουν επάλληλα πάνω από τα σοκάκια. Τέτοιοι αστικοί ιστοί, όπως είναι η παλιά πόλη της Βέροιας, αποτελούν αποτελέσματα αστικοποίησης, όπου ο εκάστοτε ιδιοκτήτης προσπαθεί να εκμεταλλευτεί στο μέγιστο τον διαθέσιμο χώρο. Ταυτόχρονα με τον παραπάνω, υπάρχουν και άλλοι λόγοι, που υπαγορεύουν την κατασκευή σαχνισιών στις ελληνικές πόλεις. Ένας από αυτούς είναι αδιαμφισβήτητα τα ακανόνιστα σχήματα των οικοπέδων που δημιουργούνται είτε από την οξεία τομή των δρόμων (Εικόνα 36), είτε από την συνήθεια που υπάρχει στις ελληνικές κοινωνίες, διαχωρισμού του οικοπέδου σε μέρη, ώστε κάθε τέκνο να λάβει το μερίδιο του. Έτσι, τα παράγωνα σχήματα της κάτοψης, οδηγούν στη δημιουργία τριγωνικών προεξοχών με σκοπό να ορθογωνιστεί ο εσωτερικός χώρος και κατά συνέπεια να γίνει πιο λειτουργικός. Τα τριγωνικά σαχνισιά προβάλλονται προς τα καλντερίμια και όχι προς τις εσωτερικές αυλές, που συνήθως διαθέτουν τα σπίτια, δίνοντας την αίσθηση στενότητας χώρου στον περαστικό (Θεοχαρόπουλος, 2009/ Τσότσος, 2002). Εικόνα 36: Σαχνισιά σε οξεία τομή δρόμων, Θεοχαρόπουλος (2009)
62
Η δημιουργία προεξοχών ευνοείται επίσης και από το έντονο ανάγλυφο της Ελλάδας, με τις μεγάλες κλίσεις. Στην Καστοριά βλέπουμε ιδιαίτερα ψηλά αρχοντικά να καταλήγουν σε σαχνισιά, «ώστε οι ένοικοι να αγναντέψουν τη φημισμένη λίμνη» (Μουτσόπουλος, 1988). Βάσει λοιπόν των παραπάνω, μας είναι δύσκολο να βγάλουμε σαφή συμπεράσματα σχετικά με την θέση που κατέχουν τα σαχνισιά ως προς τον αστικό ιστό, καθώς η ύπαρξη τους σχετίζεται άμεσα με πρακτικούς και λειτουργικούς παράγοντες και δεν αποτελεί ένα διακοσμητικό προνόμιο των πλουσίων, όπως στις πόλεις της Δύσης. Ο καθηγητής Μουτσόπουλος μάλιστα σχολιάζει, πως «η χρήση των σαχνισιών σε κάθε σπίτι και η στροφή όλων προς το δρόμο ήταν γενική, από τα πιο φτωχά χωριά και τους φτωχομαχαλάδες των πόλεων, όπως βλέπουμε το παράδειγμα της Έδεσσας (Βοδενών) (Εικόνα 37), στην παλιά φωτογραφία του Boissonnas, μέχρι τα πλουσιότερα, όπως του χαρακτηριστικού δρόμου της Σμύρνης από τη γνωστή παλιά λιθογραφία του Thomas Allom (Εικόνα 38)» (Μουτσόπουλος, 1988). Επιπλέον, οι ελληνικοί οικισμοί δημιουργούνται οργανικά, ακολουθώντας το ανάγλυφο και δεν ακολουθούν κάποιον επίσημο πολεοδομικό σχεδιασμό. Έτσι έννοιες, όπως οι εμπορικοί άξονες ή οι ανοιχτοί δημόσιοι χώροι, γύρω εκ των οποίων τοποθετείται το δημαρχείο και τα δημόσια κτίρια φαίνεται να εκλείπουν. Άλλωστε, η πλειοψηφία των πόλεων, που συζητούνται στην παρούσα εργασία, αναπτύχθηκαν κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας, όταν τέτοιες έννοιες ήταν σχεδόν άγνωστες στον ελληνικό λαό. Έτσι τα σαχνισιά, δεν εντοπίζονται σε βασικούς άξονες ή κεντρικά σημεία αλλά σε ολόκληρη την έκταση του εκάστοτε οικισμού.
Εικόνα 37 (αριστερά): Έδεσσα, φωτογραφία Boissonnas, Μουτσόπουλος (1988) Εικόνα 38 (δεξιά): Λιθογραφία Σμύρνης, Thomas Allom, Μουτσόπουλος (1988)
63
64
Οι Δημητριάδης και Τσότσος (2000), που μελέτησαν τις αρχιτεκτονικές προεξοχές του βορειοελλαδικού χώρου, επισημαίνουν, ότι δεν παρατηρείται καμία συσχέτιση μεταξύ των σαχνισιών και της πολεοδομικής οργάνωσης των οικισμών. Ωστόσο, ακόμα και αν η δημιουργία των σαχνισιών έγινε τυχαία ή βασίστηκε σε καθαρά λειτουργικούς παράγοντες, αυτό δεν θα πρέπει να μειώνει την σπουδαιότητα των συγκεκριμένων προεξοχών. «Απλούστατα, αποδείχνουν ακόμα περισσότερο ότι η μέθοδος με την οποία αντιμετώπιζαν, τότε, τα αντίστοιχα προβλήματα ήταν πιο σωστή, αφού αυτόματα οδηγούσε σε πιο ενδιαφέροντα αποτελέσματα» (Μουτσόπουλος, 1988). Βλέπουμε λοιπόν, στους ελληνικούς οικισμούς, προεξοχές να αιωρούνται πάνω από τα καλντερίμια, σε διαφορετικές στάθμες, δημιουργώντας εντυπωσιακές εικόνες, οι οποίες μεταβάλλονται συνεχώς και εντυπωσιάζουν τον περαστικό. Τα σαχνισιά, αν και φτιάχνουν ένα είδος σκηνογραφίας εντός της πόλης, καταφέρνουν να εναρμονιστούν πλήρως τόσο με το οικιστικό σύνολο, όσο και το φυσικό περιβάλλον.
Εικόνα 39: Η Πορταριά του Pomardi, Κίζης (1995)
65
66
Τυπολογία κτιρίων και θέση προεξοχών Οι αρχιτεκτονικές προεξοχές αποτελούν αρχιτεκτονικά στοιχεία τα οποία επιδρούν έντονα στη μορφολογία του κτιρίου, ωστόσο σχετίζονται άμεσα και με την εσωτερική δομή του, αφού ταυτόχρονα έχουν λειτουργικό ρόλο και εξυπηρετούν πρακτικές ανάγκες. Στο παρόν κεφάλαιο θα αναλυθεί η τυπολογία των κτιρίων που φέρουν σαχνισιά και Erker και στη συνέχεια θα μελετηθεί η θέση των προεξοχών, σε σχέση με τη εσωτερική διάρθρωση των χώρων. Παρατηρώντας τις παραδοσιακές κατασκευές της Γερμανίας διαπιστώνεται, ότι υπάρχει άμεση σύνδεση της εσωτερικής διάταξης των χώρων και του κατασκευαστικού κανάβου της όψης των κτιρίων. Μάλιστα ο Lehfeldt (1880), στην μελέτη του για τα ξύλινα μεσαιωνικά κτίρια αναφέρει, ότι αυτά «έχουν αναπτυχθεί οργανικά από μέσα προς τα έξω και επομένως η κάτοψη και ο σχεδιασμός της πρόσοψης ήταν στενά συνδεδεμένες. Ο παρατηρητής αμέσως αναγνωρίζει ποιο ξύλο είναι το πιο σημαντικό και ποια είναι τα δευτερεύοντα μέλη. Η κατασκευαστική αρχή δηλώνεται σαφώς και σκόπιμα». Πράγματι, τα βασικά υποστυλώματα “διαβάζονται” στις όψεις των κτιρίων που είναι κατασκευασμένα με μικτό σύστημα (Fachwerk) και αν αναλογιστούμε, ότι βάσει αυτών γίνεται ο εσωτερικός διαχωρισμός του χώρου, τότε κοιτώντας το εξωτερικό, γνωρίζουμε και την διάρθρωση των δωματίων. Αντίστοιχα λοιπόν, η τοποθέτηση ενός Erker στην πρόσοψη ενός κτιρίου δεν γινόταν τυχαία, αλλά σχετίζεται άμεσα με την κάτοψη του, αφού κατά κύριο λόγο ταυτιζόταν με το επίσημο και πιο αντιπροσωπευτικό δωμάτιο του σπιτιού. Για να γίνει ωστόσο αυτό αντιληπτό, σκόπιμη κρίνεται η ανάλυση των κατόψεων των παραδοσιακών κατοικιών του γερμανικού χώρου (Claudia Reeb, 2017).
Εικόνα 40: Κτίριο στο Mosbach. Τα υποστυλώματα σε συνδυασμό με τους σχηματισμούς των δευτερευόντων στοιχείων, εμφανίζουν την εσωτερική διαρρύθμιση του κτιρίου, wikipedia.org
68
Από τον 12ο έως και τον 14ο αιώνα, οι μεσαιωνικές πόλεις βασανίστηκαν πολλάκις από πυρκαγιές, οι οποίες κατέστρεψαν μεγάλα τμήματα του αστικού ιστού, αφού το κύριο υλικό δόμησης ήταν το ξύλο. Συνέπεια αυτού, ήταν η μαζική ανοικοδόμηση κατοικιών με αυστηρότερους οικοδομικούς κανονισμούς , η οποία υλοποιήθηκε έπειτα από νομικές ρυθμίσεις, ελπίζοντας ότι το μέτρο αυτό θα συντελέσει κατά των πυρκαγιών. Κατά τις αρχές του 15ου αιώνα, τα κτίρια που βρίσκονταν εντός των μεσαιωνικών τειχών ήταν «μικρά, λιτά, απλά ξύλινα κτίρια καλυμμένα με διακοσμητικά ξυλόγλυπτα, τα οποία είτε κατασκευάζονταν από σανίδες, είτε ήταν απλές μικτές κατασκευές (Fachwerk). Ως αποτέλεσμα των νέων οικοδομικών κανονισμών, η πέτρα χρησιμοποιήθηκε όλο και περισσότερο ως δομικό υλικό […] και σε ορισμένες πόλεις οι οροφές από σχιστόπλακες αντικαταστάθηκαν με πήλινα κεραμίδια. Από τον 16ο αιώνα, χτίστηκαν μεμονωμένα, μεγαλύτερα, στέρεα σπίτια εντός των τειχών της πόλης, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από εμπορικές οικογένειες ως κατοικίες και επιχειρηματικά γραφεία» (Claudia Reeb, 2017). Τα κτίρια αυτά, βασίζονται στις ίδιες σχεδιαστικές και οικοδομικές αρχές, ενώ επιπλέον εμφανίζουν όμοια διάθρωση εσωτερικών χώρων. Το
Έικόνα 41: Κάτοψη κατοικίας με κατάστημα στο ισόγειο στο St. Gallen, Reeb (2017)
69
ισόγειο φιλοξενεί τις εμπορικές λειτουργίες, καθώς και τα βοηθητικά δωμάτια. Η κάτοψη του διαιρείται σε δύο τμήματα από έναν κεντρικό διάδρομο, πλευρικά του οποίου συναντώνται γραφεία και εμπορικά καταστήματα. Η άνοδος στους ορόφους γίνεται μέσω κεντρικού κλιμακοστασίου, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της κατασκευής και καταλήγει σε αντίστοιχό ευρύ διάδρομο στο πρώτο επίπεδο. Η στάθμη αυτή φιλοξενεί τα σαλόνια, εκ των οποίων το μεγαλύτερο τοποθετείται στην κύρια όψη του κτιρίου, ώστε να έχει θέα στο δρόμο, ενώ πλευρικά σε αυτό βρίσκεται ένα μικρότερο δωμάτιο. Στις περιπτώσεις των αρχοντικών, όπου υπάρχει μεγαλύτερη άνεση χώρου, τότε γίνεται τριμερής διαχωρισμός της μπροστινής πλευράς του ορόφου σε ένα κύριο-μεγαλύτερο σαλόνι και σε δύο μικρότερα βοηθητικά δωμάτια. Στο πίσω τμήμα, τοποθετείται η κουζίνα μαζί με ένα επιπλέον δωμάτιο. Τέλος, στο τρίτο επίπεδο μπορεί κανείς να συναντήσει τα υπνοδωμάτια, ενώ πολλές φορές υπάρχει και μια “μεγάλη αίθουσα” η οποία προορίζεται για κοινωνικές εκδηλώσεις και δεξιώσεις με μεγάλη συμμετοχή ατόμων (Claudia Reeb, 2017) (Εικόνα 41). Οι κατοικίες των χαμηλότερων κοινωνικά στρωμάτων εμφανίζουν κοινή εσωτερική διαρρύθμιση, ωστόσο εξαιτίας της στενότητας χώρου, ορισμένα δωμάτια παραλείπονται. Στο ισόγειο, οι χώροι πλευρικά του κεντρικού διαδρόμου, χρησιμοποιούνται για πιο χειρωνακτικές εργασίες ή φιλοξενούν εργαστήρια και χώρους πωλήσεων αντίστοιχα. Η πρόσβαση στους ορόφους επιτυγχάνεται μέσω αντίστοιχης σκάλας, στο μέσον του κτιρίου. Στον πρώτο όροφο, ο βοηθητικός χώρος που πλαισιώνει το μεγάλο σαλόνι, είτε περιορίζεται αρκετά είτε παραλείπεται πλήρως, λόγω της στενότητας που επικρατεί. Στο πίσω
70
μέρος, συχνά, η κουζίνα και το βοηθητικό δωμάτιο αποτελούν έναν ενιαίο χώρο, ενώ τρίτος όροφος συνήθως δεν υπάρχει. Αν υπάρχει ανάγκη για επιπλέον στεγασμένους χώρους, τότε προστίθεται ένα ακόμα δωμάτιο στην αυλή, που βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού (Claudia Reeb, 2017). Οι παραπάνω περιγραφές, συνάδουν με τις αστικές μεσαιωνικές κατοικίες, οι οποίες πέρα από την οικία στέγαζαν και το χώρο εργασίας. Τα κτίρια στην πλειοψηφία τους παρουσιάζουν την προαναφερθείσα εσωτερική διαρρύθμιση, ωστόσο, όπως είναι λογικό, αποκλίσεις από αυτή μπορούν να υπάρχουν, καθώς η διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων βασίζεται στις επιθυμίες και στην οικονομική δυνατότητα του ιδιοκτήτη (Claudia Reeb, 2017). Βάσει λοιπόν της παραπάνω ανάλυσης, μπορούν εύκολα να αιτιολογηθούν τα σημεία τοποθέτησης των αρχιτεκτονικών προεξοχών. Στην πλειοψηφία τους, αυτές συναντώνται στην κύρια όψη του κτιρίου, με θέα τα σοκάκια του οικισμού, ενώ ως προς το ύψος βρίσκονται κατά κύριο λόγο στον πρώτο όροφο. Αντιλαμβανόμαστε συνεπώς, ότι η θέση του Erker ταυτίζεται με το επίπεδο ύπαρξης του κεντρικού σαλονιού. Πιο αναλυτικά, η Claudia Reed (2017), στην μελέτη της για τα Erker στην περιοχή γύρω από την λίμνη της Κωνσταντίας διαπίστωσε, ότι στις περιπτώσεις που υπάρχει μία μόνο προεξοχή στην όψη, αυτή μπορεί να βρίσκεται σε οποιονδήποτε άξονα (αριστερά, δεξιά ή κέντρο), ωστόσο πάντα αποτελεί προέκταση «του μεγαλύτερου και επομένως του πιο αντιπροσωπευτικού δωματίου του σπιτιού». Τα Erker, κατά κανόνα, αποτελούν μετέπειτα προσθήκες του 17ου και 18ου αιώνα, σε προϋπάρχοντα κτίρια, επομένως η θέση τους προσαρμόζεται στην ήδη υπάρχουσα δομή και για αυτό
71
σε ορισμένες περιπτώσεις δεν υπάρχει απόλυτη αρμονία στην όψη. Κατά την τοποθέτηση, πέρα από την διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων, πρέπει να ληφθεί υπόψη ολόκληρη η δομή του κτιρίου, π.χ. το φέρον δομικό σύστημα ή προϋπάρχοντα αρχιτεκτονικά στοιχεία όπως πόρτες και παράθυρα. Έτσι λοιπόν παρατηρούμε, ότι πολλά Erker τοποθετούνται στο κεντρικό άξονα του κτιρίου, πάνω από την εξώθυρα του σπιτιού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν ήδη υπάρχει μία πλευρική προεξοχή στην όψη, γεννιέται η επιθυμία στον ιδιοκτήτη δημιουργίας συμμετρίας και κατά συνέπεια προσθέτει άλλη μία προεξοχή, σε αντιστοιχία με την πρώτη. Έτσι βλέπουμε και τα δύο μπροστινά δωμάτια να φέρουν Erker, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους. Τέλος, η θέση καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα περιβάλλοντα
Εικόνα 42 (αριστερά): Κατοικία στη Βρέμη Εικόνα 43 (δεξιά): Συμμετρικές προεξοχές σε όψη κατοικίας στην Έσση, Klöckner (1980)
72
κτίρια, αφού οι πλήρως αντικριστές προεξοχές αποφεύγονται, προκειμένου να διασφαλιστούν οι καλές σχέσεις μεταξύ των γειτόνων (βλ. ανωτέρω σχετικούς περιορισμούς με αντίστοιχους νόμους και διατάγματα) (Claudia Reeb, 2017). Στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, τα Erker αποτελούν αρχιτεκτονικό στοιχείο, το οποίο προστέθηκε μετέπειτα σε μία ήδη υπάρχουσα κατασκευή. Κατά τον 18ο αιώνα, παρατηρούμε την ανέγερση κτιρίων, τα οποία φέρουν εξαρχής προεξοχές και αυτές εντάσσονται πλήρως στον σχεδιασμό. Θα λέγαμε μάλιστα, ότι αποτελούν τόσο βασικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, ώστε πλέον αυτά επηρεάζουν την διαμόρφωση της κάτοψης. Πρόκειται, δηλαδή, για μία αντίστροφη ιεραρχία από έξω προς τα μέσα. Σε αυτή την περίοδο, βλέπουμε πλήρως συμμετρικές όψεις, οι οποίες φέρουν εντυπωσιακά Erker με πλούσια μπαρόκ διακόσμηση (Claudia Reeb, 2017). Ακόμα, είναι δυνατόν η συμμετρία να δημιουργείται από δύο ξεχωριστά κτίρια, τα οποία ενώνονται με μεσοτοιχία η οποία αποτελεί τον άξονα συμμετρίας και φέρουν ακριβώς τον ίδιο σχεδιασμό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κτίρια ανήκουν συνήθως σε μία κοινή ιδιοκτησία. Τέτοια περίπτωση αποτελούν τα όμοια σπίτια Zur Wasserquelle και Zur Ziegelburg, τα οποία αναγέρθηκαν το 1738 από τον Franz von Ziegler-von Waldkirch σε πόλη στην περιοχή της λίμνης την Κωνσταντίας. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι οι προεξοχές έχουν λειτουργικό χαρακτήρα και σε κτίρια κατασκευασμένα από μικτό σύστημα (Fachwerk), τα οποία χαρακτηρίζονται από στενότητα χώρου, είναι δυνατόν να φιλοξενούν και χρήσεις όπως κλιμακοστάσια, προκειμένου να εξοικονομηθεί ωφέλιμος χώρος (Claudia Reeb, 2017).
73
Τα γωνιακά Erker συναντώνται σε μικρότερο βαθμό, συγκριτικά με τις προεξοχές των όψεων. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην πολεοδομία την γερμανικών μεσαιωνικών πόλεων, οι οποίες συνηθίζουν να έχουν τα σπίτια σε σειρά, χωρίς παρεμβαλλόμενο κενό ενδιάμεσα. Έτσι γωνιακές προεξοχές, μπορεί κανείς να παρατηρήσει σε διασταυρώσεις δρόμων, σε πλατείες ή κοντά σε δημόσια κτίρια και λόγω του μικρού αριθμού τους, λαμβάνουν ιδιαίτερη σημασία. Τα γωνιακά Erker είναι στην πλειοψηφία τους πολυγωνικά, θυμίζοντας πύργους και είναι δυνατόν να εκτείνονται από έναν έως και τέσσερις ορόφους. Κατασκευάζονται κατά κύριο λόγο τον 17ο και 18ο αιώνα και αποτελούν περισσότερο μέλη δημοσίων κτιρίων και συντεχνιών. Ωστόσο, στις περιπτώσεις των κατοικιών τα συναντάμε κυρίως μονώροφα, στον πρώτο όροφο, να πλαισιώνουν τα επίσημα σαλόνια (Claudia Reeb, 2017). Εικόνα 44: Γωνιακό Erker στο δημαρχείο της Fulda, Klöckner (1980)
Τα σαχνισιά, ομοίως με τα Erker, κατά την πρώτη τους εμφάνιση αποτελούν προσθήκες σε ήδη υπάρχουσες κατασκευές. Όμως κατά την πρώτη αυτή περίοδο, δεν συναντώνται σε αρχοντόσπιτα, αλλά σε οχυρούς πύργους, οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερα κοινό κτίσμα κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Η θέση εμφάνισης λοιπόν των σαχνισιών, δεν θα πρέπει αρχικά να αναζητηθεί στην εσωτερική διάταξη χώρων των βαλκανικών κατοικιών, αλλά θα πρέπει να ανατρέξουμε νωρίτερα χρονικά στην τυπολογία των οχυρών πύργων. Οι οχυροί πύργοι αποτελούν τον πυρήνα των μετέπειτα αστικών αρχοντικών της Ελλάδας και γενικότερα του Βαλκανικού χώρου. Αρχικά, εμφανίζονται ως κλειστά κύτταρα, ενώ οι πρώτες προεξοχές που φέρουν, λειτουργούν αποκλειστικά για αμυντικούς σκοπούς και είναι γνωστές με τον όρο πετρομάχο. Οι πετρομάχοι έχουν
74
κλειστό χαρακτήρα και τοποθετούνται, είτε στο μέσο της πλευράς είτε στις γωνίες, θυμίζοντας πολεμίστρες (Εικόνα 45). Σταδιακά, ο ανώτερος όροφος αρχίζει και εξελίσσεται τόσο μορφολογικά όσο και κατασκευαστικά, εν αντιθέσει με τα κατώτερα πατώματα, τα οποία διατηρούν τον κλειστό, φρουριακό τους χαρακτήρα. Από τον 18ο αιώνα και μετά παρατηρείται η επιθυμία δημιουργίας ανοιγμάτων στον πάνω όροφο, ο οποίος παίρνει την μορφή χαγιατιών (ανοιχτών ημιυπαίθριων χώρων) και σαχνισιών (κλειστών προεξεχόντων χώρων με πολλά ανοίγματα). Πιο συγκεκριμένα, ως πρώτο στάδιο εξελίξεως ορίζεται η εμφάνιση προεξοχής στη μέση της τοιχοποιίας, η οποία αυτή την φορά λειτουργεί ως ζωτικός χώρος επέκτασης συγκεκριμένου χώρου και φιλοξενεί καθημερινές χρήσεις διαβίωσης. Στο επόμενο βήμα, η προεξοχή μεταφέρεται στη γωνία του κτιρίου, γεγονός που απαιτεί άριστες οικοδομικές γνώσεις και εξοικείωση με τις ξύλινες κατασκευές, για τη μεταφορά των δυνάμεων από την ελαφριά κατασκευή, στο βασικό κορμό του κτιρίου. Η επιθυμία για μεγαλύτερη αρμονία, οδηγεί στη αφαίρεση δύο τμημάτων τοιχοποιίας και κατά συνέπεια στη δημιουργία σαχνισιών, τα οποία είναι συμμετρικά ως προς την μία όψη. Αντίστοιχα με προηγουμένως, οι προεξοχές μεταφέρονται στις γωνίες, σχηματίζοντας πλέον τέσσερις
Εικόνα 45: Τυπολογία πυργόσπιτων με πετρομάχο, Μουτσόπουλος (1988)
75
προεξέχοντες χώρους. Το συγκεκριμένο στάδιο αποτελεί ιδιαίτερα κοινή εικόνα στη μακεδονική αρχιτεκτονική. Τέλος, παρατηρείται η προβολή μιας ολόκληρης πλευράς ή ολόκληρου του ανώτερου ορόφου (Εικόνα 46) (Μουτσόπουλος, 1988).
Εικόνα 46: Στάδια εξέλιξης σαχνισιού, Μουτσόπουλος (1988)
Ο οχυρός πύργος δεν αποτέλεσε μόνο αυτόνομη κατασκευή, αλλά σε πολλές περιπτώσεις συνδυάστηκε με άλλους τύπους κατοικιών. Ιδιαίτερα κοινή είναι η εμφάνιση του, σε κατοικίες με κάτοψη σχήματος Γ, οι οποίες συναντώνται στη Μακεδονία. Ο πύργος εμφανίζεται στον συγκεκριμένο τύπο κατοικίας αρχικά για λόγους ασφάλειας και ελέγχου της εισόδου. Η είσοδος τοποθετείται πάντα στη εσωτερική γωνία του Γ και στο σημείο τομής των δύο κάθετων πλευρών τοποθετείται ο πύργος, ο οποίος έχει εποπτεία σε όλο το κτίσμα. Τελικά, ο ανώτερος όροφος μετεξελίσσεται, όπως ακριβώς περιγράφηκε παραπάνω (Μουτσόπουλος, 1988). Η συγκεκριμένη
76
Σελ 76: Εικόνα 47 (πάνω): Η εξέλιξη των μορφών στο Πήλιο, Κίζης (1995) Εικόνα 48 (κάτω): Όψεις πύργου Σκοτινιώτη, Μακρινίτσα, Κίζης (1995) Σελ 77: Εικόνα 49 (πάνω αριστερά): “Παλαιός πολεμικός πύργος”, Παλιούρι, Κίζης (1995) Εικόνα 50 (πάνω δεξιά): “Τούρκικος” πύργος, Άνω Βόλος, Κίζης (1995) Εικόνα 51 (κάτω αριστερά): Ο πύργος της Τσαριτσάνης, Κίζης (1995) Εικόνα 52 (κάτω μέση): Το πυργόσπιτο του Τσουκνίδα, Άνω Βόλος, Κίζης (1995) Εικόνα 53 (κάτω δεξιά): “Τούρκικος” πύργος, Άνω Βόλος, Κίζης (1995)
77
78
κατοικία, απουσιάζει από τα αστικά κέντρα, μολαταύτα διαδόθηκε σε άλλες περιοχές όπως η Σιάτιστα και τα Αμπελάκια, στις οποίες τα κτίσματα είναι αραιοκτισμένα και επομένως υπήρχε μεγαλύτερο αίσθημα ανασφάλειας. Ωστόσο, σαχνισιά δεν συναντώνται αποκλειστικά σε πυργόσπιτα, «αλλά και σε άλλους αρχιτεκτονικούς τύπους, όπως στον πλατυμέτωπο τύπο ή στον ηπειρωτικό τύπο κατοικίας, που σε κάτοψη εμφανίζει τον τύπο Γ, κυρίως όμως Π» (Μουτσόπουλος, 1988). Οι κατοικίες σχήματος Π, αποτελούν την πιο κοινή αρχιτεκτονική μορφή των Ιωαννίνων και χρονολογούνται μετά το 1820, δηλαδή στην περίοδο ανοικοδόμησης της πόλης, μετά την καταστροφή από τον Αλή Πασά. Στον συγκεκριμένο τύπο, η είσοδος στο κτίσμα γίνεται αξονικά στην εσωτερική πλευρά και κανείς συναντά κλιμακοστάσιο, το οποίο οδηγεί στον ηλιακό. Στα δύο κάθετα σκέλη του Π, βρίσκονται τα δωμάτια και οι “καλοί” οντάδες, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις προεξέχουν, δημιουργώντας σαχνισιά.
Εικόνα 54: Οικία Χουσεΐν Ματέi στα Ιωάννινα με κάτοψη σχήματος Π, χαγιάτι και σαχνισί (δεξιά), φωτ. Β. Βουτσά
79
Εικόνα 55: Σκαριφήματα πλατυμέτωπης κατοικίας με σαχνισιά, Μουτσόπουλος (1988)
Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι τα σαχνισιά αποτελούν στοιχείο διαφόρων τύπων της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, ενώ το ποσοστό ύπαρξης προεξοχών στον εκάστοτε τύπο, εξαρτάται από τα κοινωνικά στρώματα που συναντώνται και επομένως τις οικονομικές δυνατότητες των ιδιοκτητών. Σύμφωνα με τους Δημητριάδη και Τσότσο (2000), στις κατοικίες των κατώτερων κοινωνικά ομάδων, άλλοτε συναντάμε σαχνισιά ως συστηματική κατασκευή και άλλοτε όχι. Αυτό συμβαίνει στο απλό πλατυμέτωπο διώροφο λαϊκό σπίτι (Εικόνα 55), όπως επίσης και στο νοικοκυρόσπιτο, το οποίο ουσιαστικά φέρει μια πιο προσεγμένη όψη. Τα αρχοντόσπιτα, αν και αριθμητικά αποτελούν μικρότερο δείγμα, εμφανίζουν συχνότερα προεξοχές. Σε αυτή την περίπτωση, το αρχιτεκτονικό ύφος του κάθε οικισμού είναι αυτό που καθορίζει την ύπαρξη ή μη σαχνισιού. Ωστόσο σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας, όπως η Σιάτιστα Καστοριάς και η Κοζάνη, τα σαχνισιά αποτελούν τόσο ιδιαίτερες κατασκευές και είναι τόσα πολλά αριθμητικά «ώστε να αποτελούν το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο της μακεδονικής αρχιτεκτονικής» (Δημητριάδης και Τσότσος, 2000).
80
Βάσει λοιπόν των παραπάνω, τα αρχοντόσπιτα αποτελούν τον κύριο αρχιτεκτονικό τύπο που φέρει σαχνισιά. Στην ανάλυση που θα ακολουθήσει, τα αρχοντόσπιτα θα μελετηθούν ως προς την εσωτερική δομή και διάρθρωση των χώρων, ώστε αυτή να μπορέσει να συσχετισθεί με τη θέση εμφάνισης των προεξοχών. Τα αρχοντόσπιτα αποτελούνται στην πλειοψηφία τους από ένα υπερυψωμένο ισόγειο και έναν όροφο ή είναι τριώροφα κτίσματα (Εικόνα 56). Η είσοδος γίνεται συνήθως αξονικά της κεντρικής όψης και οδηγεί σε ένα κεντρικό χώρο, ο οποίος λειτουργεί ως χολ. Σε αυτό το επίπεδο στο ισόγειο βρίσκονται οι βοηθητικοί χώροι, όπως αποθήκες ή κελάρια, όπου φυλάσσονται οι σοδιές της χρονιάς και
Έικόνα 56: Αρχοντικό στη Σιάτιστα, φωτ. Δ. Μποσιάκα
81
διάφορα τρόφιμα, καθώς επίσης και ένας ειδικός χώρος, στον οποίο υπάρχει ο φούρνος για το ψήσιμο του φαγητού. Το συγκεκριμένο δωμάτιο μπορεί να είναι, είτε στεγασμένο, είτε ημιυπαίθριο ή ακόμα και να είναι τελείως αποκολλημένο από το σώμα του κτιρίου και να φιλοξενείται στην πίσω αυλή. Σε κάποιες περιπτώσεις, το επίπεδο των βοηθητικών χώρων είναι υποβαθμισμένο και η πρόσβαση σε αυτό γίνεται μέσω καθόδου μερικών σκαλοπατιών. Στο μεσοπάτωμα, όταν υπάρχει, βρίσκονται τα δωμάτια, τα οποία χρησιμοποιούνται κατά τους χειμερινούς μήνες. Αυτά είναι συνήθως χαμηλοτάβανα, με μικρά σχετικά ανοίγματα και τζάκια για την θέρμανση τους κρύους μήνες. Στην πλειοψηφία τους είναι τέσσερα σε αριθμό και σε αυτά οδηγεί μικρό ξύλινο κλιμακοστάσιο, ενώ μεταξύ τους επικοινωνούν με υπερυψωμένο διάδρομο. Η διακόσμηση τους είναι λιτή και τα πατώματα καλύπτονται από χοντρά μάλλινα χαλιά και στρώματα, όπου μαζεύεται όλη οικογένεια. Επιπλέον, υπάρχουν μικρά, χαμηλά τραπέζια, τα οποία χρησιμοποιούνται κατά την διάρκεια του φαγητού, αφού η οικογένεια γευματίζει κατά κύριο στο πάτωμα και όχι σε ψηλά τραπέζια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του τύπου σώζονται στο Πήλιο καθώς και στο μοναδικό αρχοντικό στην οδό Παίδων στην Χαλκίδα. Ειδικότερα για την Μακεδονία, ο ανώτερος όροφος είναι αυτός που χαρακτηρίζει ολόκληρη την αρχιτεκτονική του μακεδονικού αρχοντικού, του οποίου τμήμα είναι ξύλινο και τμήμα του ξύλινου είναι το σαχνισί. Αυτός φιλοξενεί κατά κανόνα τα θερινά δωμάτια, όπως επίσης και το επίσημο σαλόνι, στο οποίο γίνονται οι γιορτές και η υποδοχή των καλεσμένων. Τα δωμάτια του ανώτερου ορόφου, τα οποία είναι γνωστά με τον όρο “οντάδες” βρίσκονται γύρω
83
από έναν κεντρικό χώρο, ο οποίος λειτουργεί συνδετικά και εκεί καταλήγει το κλιμακοστάσιο από τους κατώτερους ορόφους (Marinov, 2016). Ο χώρος αυτός μπορεί να είναι, είτε στεγασμένος και να ονομάζεται “αξάτος”, “δοξάτος”, “κρεβάτα”, “κρεβάτι”, “μεσιά” και “σοφάς”, είτε να είναι να είναι ημιυπαίθριος, οπότε αποτελεί “χαγιάτι” (Μουτσόπουλος, 1988). Στην τελευταία περίπτωση, δηλαδή ως χαγιάτι, συνήθως προσανατολίζεται προς την πίσω αυλή, δημιουργώντας σημεία στάσης σε πολλαπλές στάθμες. Το σχήμα της κάτοψης του, γενικά, ποικίλει. Μπορεί λοιπόν να συναντηθεί, είτε ως ορθογώνιος επίμηκες χώρος, ο οποίος φωτίζεται εγκάρσια (στο οριζόντιο ή κατακόρυφο άξονα του κτιρίου), είτε σε σχήμα σταυρού. Στην τελευταία περίπτωση, οι άκρες του σταυρού διαμορφώνονται σε σοφάδες, δηλαδή σε καθιστικούς χώρους όπου υπάρχουν τα μιντέρια, «χαμηλά ξύλινα ντιβάνια που σχηματίζουν ένα Π και επάνω τους στρώνουν χαλιά, χράμια, κιλίμια και μαξιλάρια και ξαπλωμένοι οι επισκέπτες ή οι ένοικοι μπορούσαν να απολαύσουν τη θέα από τα χαμηλά παράθυρα» (Μουτσόπουλος, 1988). Οι σοφάδες μπορούν επίσης να προεξέχουν, δημιουργώντας σαχνισιά.
Εικόνα 57: Σκαρίφημα οντάδων, Μουτσόπουλος (1988) Εικόνα 58 (αριστερά): Αξονομετρική προσέγγιση του αρχοντικού Κανατσούλη στη Σιάτιστα, Μουτσόπουλος (1988)
Μετά τον 20ο αιώνα, ο συγκεκριμένος τύπος προεξοχής, δέχεται επιρροές από την Δύση και λαμβάνει νεοκλασική όψη. Σε αυτή την περίπτωση, η προεξοχή συναντάται αξονικά της κύριας όψης και συνήθως στεγάζεται με δίριχτη στέγη με αέτωμα. Τέτοια παραδείγματα, μπορεί κανείς να συναντήσει στη Φλώρινα και στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης. Βλέπουμε λοιπόν, ότι ο κεντρικός αυτός χώρος έχει διπλή λειτουργία, αφού αφενός εξυπηρετεί την κίνηση, καθώς μέσω αυτού γίνεται η προσπέλαση στα επιμέρους δωμάτια και αφετέρου αποτελεί χώρο στάσης και συγκεντρώσεως, έναν από
85
τους πιο προνομιακούς χώρους του κτιρίου λόγω του φωτός και της θέας που παρέχει, σαν να πετάς πάνω από τα σοκάκια και τις πλαγιές των οικισμών (Μουτσόπουλος, 1988). Πρόκειται ουσιαστικά για μια πραγματική αιώρηση, αφού ο κλειστός χώρος υπερβαίνει τον κορμό του κτιρίου και τα παράθυρα στις τρεις όψεις επιτρέπουν οπτικές φυγές προς όλες τις κατευθύνσεις. Γύρω από τον σοφά δημιουργούνται τέσσερις ισοδύναμοι χώροι, οι οποίοι ονομάζονται οντάδες και ως προς την λειτουργία τους διαφέρουν από τον οθωμανικό οντά. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, στην ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, οι οντάδες είναι καλοκαιρινά δωμάτια ή χώροι για μεγάλες χαρές, όπως γιορτές ή γάμοι. Στρέφονται προς τον δρόμο και στην πλειοψηφία τους προεξέχουν δημιουργώντας σαχνισιά. Όταν τα σπίτια είναι σε σειρά, όπως συμβαίνει στη Βέροια, που ο αστικός ιστός είναι πιο πυκνός, τότε οι οντάδες προεξέχουν συμμετρικά ως προς τον άξονα της κύρια όψης. Ωστόσο, όταν οι κατοικίες είναι περιμετρικά ελεύθερες, τότε παρατηρείται η προεξοχή και των τεσσάρων οντάδων, στις γωνίες, δίνοντας έτσι την χαρακτηριστική εικόνα της παραδοσιακής μακεδονικής αρχιτεκτονικής (Μουτσόπουλος, 1988) (Εικόνα 59). Στην μακεδονική “σχολή” εντάσσεται επίσης και η αρχιτεκτονική της Λέσβου. Οι κατοικίες των δύο τόπων εμφανίζουν, από τα μέσα του 18ου αιώνα, κοινή τυπολογία και μορφολογία, με την μετρατροπή του δώματος σε στέγη και την εμφάνιση σαχνισιού. Το σαχνισί, μάλιστα, αποτέλεσε ιδιαίτερα διαδεδομένο αρχιτεκτονικό στοιχείο στη Λέσβο αφού εντοπίζεται τόσο σε αρχοντικές και αστικές κατοικίες, όσο σε πύργους και χωριάτικα σπίτια (Χατζηλίας, 2009). Εικόνα 59: Αξονομετρική τομή του αρχοντικού Τζώνου στη Σιάτιστα, Μουτσόπουλος (1988)
86
Εικόνες 60-63: Αποτύπωση τυπικού πηλιορείτικου σπιτιού, Κίζης (1995)
87
88
Εικόνες 64 & 65: Αποτύπωση τυπικού πηλιορείτικου σπιτιού, Κίζης (1995)
89
Ολοκληρώνοντας την τυπολογική ανάλυση των κατοικιών που φέρουν προεξοχές, αντιλαμβανόμαστε, ότι τόσο στη Γερμανία, όσο και στην Ελλάδα, υπάρχει άμεση συσχέτιση της εσωτερικής διάταξης των χώρων με αρχιτεκτονικές προεξοχές, αφού και στις δύο περιπτώσεις, αυτές εμφανίζονται στους χώρους συγκέντρωσης και στα επίσημα σαλόνια. Η εμφάνιση περισσότερων γωνιακών προεξοχών στην Ελλάδα δικαιολογείται από τους χαλαρότερους αστικούς ιστούς, αφού στην Γερμανία τα γωνιακά Erker βρίσκονται μόνο σε διασταυρώσεις δρόμων και πλατείες. Ωστόσο, μια βασική διαφορά είναι ότι στην πλειοψηφία τους τα σαχνισιά ”εμπεριέχουν” ολόκληρο τον οντά και δεν λειτουργούν ως ένα πρόσθετο αρχιτεκτονικό στοιχείο του δωματίου.
Κεφάλαιο 3
Η αρχιτεκτονική προεξοχή ως ανεξάρτητο αρχιτεκτονικό στοιχείο
92
Κατασκευή Τα Erker και τα σαχνισιά αποτελούν αρχιτεκτονικά στοιχεία, των οποίων η κατασκευή ποικίλει ανάλογα με τον τόπο που συναντώνται. Κάθε γεωγραφική περιοχή σχηματίζει τον δικό της “τύπο” κατασκευής, ο οποίος επηρεάζεται από παράγοντες όπως το κλίμα και τα τοπικά διαθέσιμα υλικά, τις τοπικές οικοδομικές παραδόσεις και τεχνογνωσίες. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι η θεώρηση ενός καθολικού, κοινού συστήματος κατασκευής των προεξοχών είναι αδύνατη. Στο παρόν κεφάλαιο, θα γίνει προσπάθεια να αναλυθούν δομικά συστήματα περιοχών που εμφανίζουν μεγάλο αριθμό Erker και σαχνισιών, καθώς και να καταγραφεί η κατασκευαστική εξέλιξη των αρχιτεκτονικών προεξοχών τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Γερμανία. Ξεκινώντας από τον γερμανικό χώρο, παρατηρούμε τρία διαφορετικά συστήματα κατασκευής Erker, για τα οποία χρησιμοποιείται είτε πέτρα, είτε ξύλο ή αποτελούν μικτό σύστημα, γνωστό ως Fachwerk (Εικόνες 46, 47 & 48). Αν και οι τρεις αυτές κατασκευές μπορούν να βρεθούν σε ολόκληρη την Γερμανία, ανά περιοχές επισημαίνεται η επικράτηση της μίας έναντι των άλλων. Τα πέτρινα Erker συναντώνται ως επί το πλείστον στη νότια Γερμανία, σε πόλεις στους πρόποδες των Άλπεων, στη Βαυαρία καθώς και γύρω από την λίμνη της Κωνσταντίας. Στα Ελβετικά σύνορα ωστόσο, υπάρχουν πόλεις, όπου τα ξύλινα Erker κυριαρχούν, όπως συμβαίνει στο St. Gallen. Τέλος, τα Fachwerk-Erker υπερισχύουν στην Κεντρική καθώς και στη Βόρεια Γερμανία (Pilz & Fischer, 1965).
Εικόνα 66 (αριστερά): Ξύλινο Erker (Holzerker), heatheronhertravels.com Εικόνα 67 (κέντρο): Πέτρινο Erker (Steinerker), Reeb (2017) Εικόνα 68 (δεξιά): Erker με μικτή κατασκευή (Fachwerkerker)
93
Παρατηρώντας τις κατασκευές της Γερμανίας, μπορεί να ειπωθεί, με σιγουριά, πως και τα τρία προαναφερθέντα συστήματα κατασκευής (πέτρα, ξύλο και μικτό σύστημα-Fachwerk), βρίσκονται σε ισχύ μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα (Claudia Reeb, 2017). Ωστόσο είναι δύσκολο να εντοπιστεί η ακριβής εμφάνιση του κάθε συστήματος, επομένως και να συμπεράνουμε αν κάποιο, προηγείται των άλλων χρονικά. Το ίδιο ερώτημα θέτει και ο Μουτσόπουλος (1988), αναφέροντας: «Προηγήθηκαν άραγε οι προεξοχές σε ξύλινες κατασκευές και αργότερα, κατά μίμηση, μεταφέρθηκαν οι μορφές σε κτίσματα πέτρινα, με τοιχοποιία; Η πρόδρομη εφαρμογή των προεξοχών σε ξύλινες κατασκευές φαίνεται πιθανότερη».
94
Στην ανάλυση που θα ακολουθήσει, θα επικεντρωθούμε κυρίως στην μικτή κατασκευή (Fachwerk), καθώς αποτελεί την πιο χαρακτηριστική μορφή και το πιο διαδομένο, γεωγραφικά, δομικό σύστημα στο γερμανικό τοπίο. Θα πρέπει ωστόσο, στην παρούσα φάση να διευκρινίσουμε, ότι «ο όρος Fachwerk δεν περιγράφει ένα αρχιτεκτονικό στυλ, αλλά ένα είδος κατασκευής κτιρίου» (Arnhold, 2018). Πρόκειται για ένα ιστορικό δομικό σύστημα, του οποίου ο φέρον οργανισμός είναι ξύλινος και αποτελείται από οριζόντια, κατακόρυφα και διαγώνια στοιχεία, με πλήρωση ανάμεσα στα ξύλινα μέλη με διάφορες τεχνικές από διάφορα υλικά (όπως τούβλα, πέτρες ή μικρότερα ξύλα και χώμα). Παραδοσιακά, η κατασκευή εδράζεται πάνω σε ξύλινα δοκάρια-στρωτήρες (Pfosten/Schwelle), οι οποίοι με την σειρά τους ακουμπούν σε λίθινη βάση (Steinsockel/Fundament)
Εικόνα 69: Σκαρίφημα κατασκευής Fachwerk, ninasfachwerkliebe.de
95
(Εικόνα 69). Τα παλαιότερα Fachwerk κτίρια της Γερμανίας, που σώζονται μέχρι σήμερα, χρονολογούνται περίπου το 1350, όμως τα τελευταία χρόνια μας έγινε γνωστό, από μια διαδοχική καταγραφή των πόλεων, πως οικοδομήματα με μικτό κατασκευαστικό σύστημα προϋπήρχαν, ωστόσο δεν διατηρήθηκαν λόγω διαφορετικού τύπου θεμελίωσης. «Η πλειοψηφία των ξύλινων κατασκευών, πριν από το 1250, δεν χτίστηκαν πάνω σε μια βάση, αλλά θεμελιώνονταν πάνω σε πασσάλους (Pfosten). Σε τέτοιες κατασκευές, τα ξύλινα φέροντα στοιχεία ακουμπούσαν στο έδαφος ή εισχωρούσαν σε αυτό. Αυτό σήμαινε ότι ήταν εκτεθειμένοι σε καιρικές συνθήκες και, ως εκ τούτου, ήταν λιγότερο ανθεκτικά από τις ξύλινες κατασκευές που εδράζονταν σε υπερυψωμένα πέτρινα θεμέλια» (Arnhold, 2018). Εντός των γερμανικών συνόρων, συναντάμε κτίρια με σύστημα Fachwerk, τα οποία παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις μεταξύ τους. Οι διαφοροποιήσεις αυτές –δομικές και μορφολογικές- βασίζονται στις τοπικές και κλιματολογικές συνθήκες του εκάστοτε τόπου, στις τοπικές παραδόσεις, καθώς και στις ιδιαιτερότητες των επιμέρους ομάδων, που κατοικούν εκεί (Dederich, Koch & Fischer, 2004). Βάσει λοιπόν των παραπάνω, δημιουργούνται τρεις διαφορετικοί τύποι κατασκευών Fachwerk, οι οποίοι ορίζονται ως εξής:
96
1. Oberdeutsches ή Alemannisches (Άνω Γερμανικό ή Αλεμανικό) Fachwerk Οι Αλεμανικές μικτές κατασκευές ξηλόπηκτων τοίχων συναντώνται στη Νότια Γερμανία, στα κρατίδια Βάδη-Βυρτεμβέργη και Βαυαρία. Πιο συγκεκριμένα, ο τύπος αυτός εκτείνεται, στον άξονα Βορρά-Νότου, από τον ποταμό Νέκαρ μέχρι τις Άλπεις, ενώ οριοθετείται δυτικά από τον Ρήνο και ανατολικά από το Βαυαρικό δάσος. Χρονικά, εμφανίζεται μετά το 1500 και αντικαθιστά τα εξολοκλήρου ξύλινα κτίρια, που κυριαρχούσαν εκεί από τον 2ο έως τον 13ο αιώνα. Πρόκειται για ισχυρές κατασκευές, κύριο γνώρισμα των οποίων αποτελεί η μεγάλη απόσταση μεταξύ των ορθοστατών (Ständer), καθώς ανάμεσα τους είναι δυνατόν να παρεμβάλλονται από 4 έως 6 δοκάρια (Balken). Άλλο ένα χαρακτηριστικό του Αλεμανικού τύπου είναι ο μεγάλος αριθμός αντηρίδων (Kopfband και Fußband), οι οποίες “σφηνώνονται” μεταξύ των ορθοστατών και των δοκών, εξασφαλίζοντας τη δυσκαμψία της κατασκευής. Τα στοιχεία αυτά δηλώνουν ξεκάθαρα τον κατασκευαστικό τους ρόλο, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν μορφολογικό χαρακτηριστικό των όψεων, που συχνά δέχεται μεγάλη γλυπτική διακόσμηση. Με την πάροδο του χρόνου, ο συγκεκριμένος τύπος αρχίζει να λαμβάνει στοιχεία από την Φραγκονική κατασκευή, ώσπου τον 17ο αιώνα συγχωνεύονται πλήρως (Arnhold, 2018).
Εικόνα 70: Σκαρίφημα Αλεμανικής κατασκευής, Rug (2018) Εικόνα 71 (δεξιά): Αλεμανικό Fachwerk, wikipedia.org
97
98
2. Mitteldeutsches ή Fränkisches (Κεντρογερμανικό ή Φραγκονίας) Fachwerk Η Φραγκονική μικτή κατασκευή εκτείνεται σε ολόκληρη την Κεντρική Γερμανία, από τον Ρήνο στα κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξονίας, ενώ στον άξονα Βορρά-Νότου οριοθετείται από τα σύνορα της Κάτω Σαξονίας μέχρι τον ποταμό Νέκαρ. Ο συγκεκριμένος τύπος, απασχόλησε ιδιαίτερα τους ερευνητές, γεγονός που αποδεικνύεται από τον μεγάλο αριθμό διατηρητέων κτιρίων, στην περιοχή αυτή. Μπορεί επίσης να συναντηθεί με τον όρο “Hessischen Fachwerk”, εξαιτίας των εξαιρετικών κατασκευών, που συναντώνται στις πόλεις Marburg, Alsfeld και Gießen στο κρατίδιο της Έσσης (Hessen). Βασικό γνώρισμα του Φραγκονικού Fachwerk αποτελεί η ρυθμική εναλλαγή στις όψεις των πληρώσεων των τοίχων (Wandflächen) με τα παράθυρα, καθώς και με διαγώνια ξύλα (Streben). Ακόμα, ιδιαίτερα διαδεδομένη είναι η χρήση στοιχείων ακαμψίας σχήματος Κ (K-Figur), κατά κύριο λόγο στις γωνίες του κτιρίου, καθώς και σχήματος Χ (Andreaskreuz), στις ζώνες κάτω από τα παράθυρα (Arnhold, 2018). Στις περιοχές κεντρικά του Ρήνου, στη νότια Έσση, καθώς και στη Φραγκονία, το Erker αποτελεί σύνηθες στοιχείο, προσδίδοντας ιδιαίτερο χαρακτήρα στα κτίρια. Από τον 16ο αιώνα και μετά, τα δομικά μέλη της κατασκευής γίνονται πιο πυκνά, αποκτούν όλο και πιο σύνθετες μορφές και ενοποιούνται, δημιουργώντας μια συνολική εικόνα στην όψη. Κυρίαρχα είναι τα καμπύλα σχήματα, ενώ επιπλέον προστίθενται γλυπτά στα γωνιακά υποστυλώματα, στην εναλλαγή των πατωμάτων και στα ξύλα γύρω από τα παράθυρα. Κατά τον 18ο αιώνα, η Φραγκονική μικτή κατασκευή αρχίζει να τυποποιείται, ενώ τον 19ο αιώνα, που ο ιστορισμός επικρατεί ως αρχιτεκτονικό κίνημα, παρατηρείται μια στροφή σε μορφές του παρελθόντος (Arnhold, 2018).
Εικόνα 72: Σκαρίφημα Φραγκονικής κατασκευής, Rug (2018) Έικόνα 73 (δεξιά): Φραγκονικό Fachwerk, geo.de
99
100
3. Niederdeutsches ή Niedersächsisches (Κάτω Γερμανικό ή Κάτω Σαξονίας) Fachwerk Η μικτή κατασκευή της Κάτω Σαξονίας, συναντάται στο βόρειο τμήμα της Γερμανίας. Εκτείνεται δυτικά από την Ολλανδία μέχρι τον κόλπο του Danzig, ενώ νότια οριοθετείται από τη Βεστφαλία και τα όρη Harz. Αποτελεί παραλλαγή του Hallenhaus, δηλαδή της τυπικής αγροτικής κατοικίας της Βόρειας Γερμανίας, γεγονός που φανερώνεται και από την εσωτερική του δομή. Πιο συγκεκριμένα, ακριβώς όπως και στο Hallehaus, το μπροστινό μέρος της οικίας διαμορφώνεται ως μία ενιαία αίθουσα (Halle= χολ, αίθουσα), η οποία λειτουργεί ως χώρος εργασίας, ενώ τα δωμάτια διαβίωσης “τραβιούνται” στο πίσω μέρος της κατασκευής. Μορφολογικά ωστόσο, οι μικτές κατασκευές της Κάτω Σαξονίας αποκτούν έναν πιο αστικό χαρακτήρα. Τα κενά μεταξύ του φέροντα οργανισμού, πληρώνονται με συμπαγή τούβλα αντί για πηλό, δημιουργώντας μια λιτή και αρμονική όψη, με σταθερές διατάξεις σε κάθε όροφο. Από τον 16ο αιώνα και μετά, τα Fachwerk κτίρια της Κάτω Σαξονίας αυξάνονται σε ύψος, με πολλά από αυτά να φτάνουν τους 5 ορόφους, ενώ κάθε όροφος σχηματίζει προεξοχή έως και 60 εκατοστά, από τον υποκείμενο. Ταυτόχρονα, η διακόσμηση γίνεται πιο ζωηρή και στις όψεις επικρατούν τα πολύχρωμα σχέδια, οι πλούσιοι ζωφόροι και τα σχήματα ροζέτας. Το γεγονός αυτό οφείλεται, σε κάποιο βαθμό, στην επιρροή που δέχτηκε αυτή την περίοδο η μικτή κατασκευή της Βόρειας Γερμανίας από το Φραγκονικό Fachwerk (όπως ακριβώς συμβαίνει και στο νότο). Τελικά, τον 18ο αιώνα, παρατηρείται εκ νέου, στροφή σε απλούστερες μορφές όψεων (Arnhold, 2018).
Εικόνα 74: Σκαρίφημα Κάτω Σαξονικής κατασκευής, Rug (2018) Εικόνα 75: Fachwerk Κάτω Σαξονίας, denkmalatlas.niedersachsen.de
101
102
Εικόνα 76: Φέρων οργανισμός Κεντρογερμανικής κατασκευής, Gerner (2007)
103
Εικόνα 77: Φέρων οργανισμός κατασκευής Κάτω Σαξονίας, Gerner (2007)
104
Ωστόσο και στους τρεις παραπάνω τύπους Fachwerk, ανεξαρτήτως δηλαδή του γεωγραφικού τόπου, συναντάμε δύο διαφορετικά είδη κατασκευής μικτού συστήματος. Από τον 11ο έως και τον 15ο αιώνα, στη Γερμανία επικρατεί η κατασκευή Ständerbau. Σύμφωνα με αυτήν, τα φέροντα ξύλινα υποστυλώματα είναι ενιαία σε ολόκληρη την κατασκευή και εκτείνονται από την βάση έως τη στέψη του κτιρίου. Πάνω σε αυτά, είναι αγκυρωμένα τα δοκάρια τόσο των ορόφων, όσο και της στέγης, δημιουργώντας έτσι ένα ενιαίο σύστημα. Η δυσκολία που εμφανίζει η συγκεκριμένη κατασκευή σε ακαμψία, καθώς και η αδυναμία της στην ανέγερση πολλαπλών ορόφων (τα Ständerbau κτίρια είναι ως επί το πλείστον διώροφα), οδήγησε τον 14ο αιώνα στη δημιουργία του κατασκευαστικού τύπου Stockwerkbau. Πρόκειται για μία κατασκευή, της οποίας οι όροφοι είναι ουσιαστικά ανεξάρτητοι και τοποθετούνται ο ένας πάνω στον προηγούμενο. Αυτό επιτρέπει σε κάθε όροφο να προεξέχει, δημιουργώντας την χαρακτηριστική προεξέχουσα βαθμιδωτή εικόνα των παραδοσιακών κατοικιών στη Γερμανία. Στο δομικό σύστημα Stockwerkbau, τα
Εικόνα 78 : Τρόποι κατασκευής Fachwerk, Arnhold (2018)
105
υποστυλώματα, δεν χρειάζεται να βρίσκονται σε αντιστοιχία με αυτά των κάτω ορόφων, ενώ ταυτόχρονα η ξυλεία, που χρησιμοποιείται, είναι πολύ μικρότερη σε μέγεθος και κυρίως σε μήκος. Μολαταύτα, τον 13ο αιώνα, συναντάμε ορισμένες μικτές κατασκευές των δύο παραπάνω μεθόδων, γνωστές ως Mischbauweise. Πρόκειται για κτίρια των οποίων οι όψεις εμφανίζουν κλιμακώσεις αντίστοιχες του Stockwerkbau, όμως ο φέρων οργανισμός τους διατηρεί τις αρχές του Ständerbau. Το γεγονός αυτό μας αποδεικνύει, ότι οι προεξοχές των οροφών, εξυπηρετούν κατά κύριο λόγω μορφολογικούς σκοπούς και όχι κατασκευαστικούς (Arnhold, 2018). Όσον αφορά στις αρχιτεκτονικές προεξοχές των Erker, αυτές εμφανίζονται κατά την ρομανική περίοδο και αρχικά αποτελούν προσθήκες σε ήδη υπάρχοντα κτίρια, σε σχήμα συνήθως ημικυκλικό. Κατασκευαστικά, αυτό είναι σχετικά εύκολα να υλοποιηθεί στις περιπτώσεις που τα Erker είναι κατασκευασμένα από ξύλο ή μικτό σύστημα (Fachwerk). Η διαδικασία περιγράφεται από την Claudia Reeb (2017) ως εξής: «Αφού σπάσει η πρόσοψη στην περιοχή της επιθυμητής επέκτασης του Erker, τότε τοποθετούνται επιπρόσθετα δοκάρια, ανάμεσα στις δοκούς του πατώματος, που αναλόγως του μήκους του Erker, μπορεί να είναι δύο ή τρία. Τα δοκάρια αυτά προεξέχουν περίπου κατά το 1/3 πέρα από την πρόσοψη και στηρίζουν ολόκληρη την κατασκευή του Erker. Ταυτόχρονα εκεί σχηματίζονται φουρούσια (Konsolen), τα οποία έχουν συχνά γλυπτική διακόσμηση. Στο ξύλινο Erker, η κάτω δοκός (Schwelle) καθώς και τα γωνιακά και ενδιάμεσα υποστυλώματα (Ständer), δημιουργούν το πλαίσιο. Ενδιάμεσα ξύλινα πάνελ χρησιμεύουν ως πληρώσεις. Έπειτα ακολουθούν- από κάτω προς τα πάνω- το πρώτο οριζόντιο ξύλο μεταξύ των υποστυλωμάτων
106
(Brustungsriegel), τα γωνιακά και τα ενδιάμεσα υποστυλώματα (Eckständer , Zwieschenständer), το δεύτερο οριζόντιο ξύλο (Kopfriegel), το τμήμα πάνω από τα παράθυρα (Dachfries) και τέλος η κατασκευή της στέγης ως τελική πινελιά. Τα Fachwerk-Erker είναι όμοια ως προς την κατασκευή με τους υπόλοιπους τοίχους, αλλά τα τμήματα κάτω από τα παράθυρα (Brüstungsfeld) αποτελούνται από διαγώνια ξύλα (Sterben) ή τοξωτά ξύλα (Bügen). Τα ενδιάμεσα κενά πληρώνονται. Στην περίπτωση των γωνιακών επεκτάσεων, το Fachwerk-Erker συνήθως υποστηρίζεται από ξύλινα καμπύλα στοιχεία (Bügen). Μερικά δοκάρια εισάγονται στο σύστημα των δοκών του πατώματος, δίπλα στις υπάρχουσες δοκούς, τα οποία προεξέχοντας σε όλο το πλάτος του Erker διαμορφώνουν την προεξοχή. Όπως εξηγήθηκε παραπάνω, αυτές οι δοκοί χρησιμεύουν ως στήριξη για τις γωνιακές στύλους» (Εικόνα 79).
Εικόνα 79: Παράδειγμα κατασκευαστικού συστήματος Erker, fachwerk.de
107
H έδραση, η βάση των Erker αποτελείται από δύο ή περισσότερα ξύλινα ή λίθινα φουρούσια (Konsolen, Kragsteines) (Εικόνα 80), τα οποία συνήθως παρουσιάζουν πλούσιο διάκοσμο με ανθρωπόμορφες φιγούρες, κεφαλές ζώων ή φυτικά μοτίβα. Ωστόσο είναι πιθανό, τα στοιχεία υποστήριξης της προεξοχής (φουρούσια ή αντηρίδες) να επενδύονται με επίπεδες ή καμπύλες ξύλινες σανίδες (Εικόνα 81). Από δομικής άποψης, το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, καθώς μεταφέρει όλα τα φορτία από τη μονώροφη ή πολυώροφη προεξοχή στον κορμό του κτιρίου (Claudia Reeb, 2017).
Έικόνα 80 (αριστερά): Erker με ξύλινα φουρούσια στο Schöckingen, wikipedia.org Εικόνα 81 (δεξιά): Erker με επενδυμένα ξύλινα στοιχεία υποστήριξης στο Selingen, flickr. com
108
Εικόνα 82: Ορολογία κατασκευής Fachwerk, Arnhold (2018) Εικόνα 83: Ορολογία επιμέρους στοιχείων κατασκευής Fachwerk, Arnhold (2018)
110
Πάνω στην βάση των Erker, τοποθετούνται τα υποστυλώματα (Ständer/ Pfosten), τα οποία συναντώνται στις γωνίες της προεξοχής καθώς και πλευρικά των παραθύρων (Claudia Reeb, 2017). Μεταξύ των κατακόρυφων δομικών στοιχείων, τοποθετούνται μικρότερα οριζόντια ξύλα (Kopfriegel, Brüstungsriegel), τα οποία βοηθούν στην ακαμψία του κτιρίου, αλλά ταυτόχρονα λειτουργούν ως ποδιές και πρέκια παραθύρων. Τα κενά που δημιουργούνται ανάμεσα στα ξύλα του φέροντος οργανισμού, πληρώνονται. Σε παλαιότερες εποχές, οι πληρώσεις γίνονταν με συστήματα, αντίστοιχα του ελληνικού μπαγδατί. Ανάμεσα δηλαδή στα δομικά στοιχεία, δημιουργείται ένα πλέγμα μικρότερων εύκαμπτων ξύλων ή κλαδιών μικρής κυκλικής διατομής, το οποίο γεμίζεται με υλικά όπως άχυρα, πηλός ή σπασμένα οικοδομικά υλικά. Μεταγενέστερα, χρησιμοποιήθηκαν συμπαγή τούβλα, τα οποία τοποθετούνταν με τέτοιο τρόπο, ώστε ταυτόχρονα να λειτουργούν και ως διακοσμητικά στοιχεία. Η πλήρωση μεταξύ των ξύλων, πολλές φορές, λάμβανε από πάνω επίχρισμα, που στόχο είχε να προστατεύσει τον πηλό, καθώς και να λειτουργήσει μονωτικά έναντι της φωτιάς (Εικόνα 84).
111
Εικόνα 84: Μέθοδοι πλήρωσης των κενών, Rug (2018)
112
Τα παράθυρα ορίζονται κατακόρυφα και οριζόντια από το σύστημα του φέροντος οργανισμού και έχουν στην πλειοψηφία τους ορθογώνιο σχήμα. Όταν τα Erker είναι ορθογώνια, τότε πέρα από την βασική όψη, ανοίγματα συναντώνται και στις δύο πλάγιες πλευρές. Ο αριθμός των παραθύρων, που εμφανίζονται στο κύριο μέτωπο δεν είναι σταθερός, αλλά ποικίλει ανάλογα με την περίσταση. Κατά κύριο λόγο, συναντάμε δύο ή τρία παράθυρα, ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορούμε να δούμε ένα ενιαίο ή τέσσερα. Στις πολυγωνικές και στρογγυλές προεξοχές, ανοίγματα τοποθετούνται σε καθένα από τα επιμέρους τμήματα της κατασκευής (Εικόνα 85). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εμφανίζει το πολυγωνικό, τριών επιφανειών Erker, το οποίο εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου. Από τα τέλη του 16ου έως τα τέλη του 17ου αιώνα, η συγκεκριμένη προεξοχή, εμφανίζεται ως το ήμισυ ενός κανονικού εξαγώνου, δηλαδή έχει όλες τις πλευρές τις ίσες. Λίγο πριν την αρχή του 18ου αιώνα, η βασική όψη διευρύνθηκε με αποτέλεσμα να εμφανίζει, πλέον, δύο παράθυρα. Τα Erker, τα οποία εμφανίζονται ως πύργοι στις προσόψεις ή στις γωνίες των κτιρίων, έχουν κατά κύριο λόγο τέσσερα ή πέντε ανοίγματα, τα οποία εμφανίζουν όλα το ίδιο πλάτος (Claudia Reeb, 2017). Όσον αφορά στον επιμερισμός του υαλοστασίου των παραθύρων, και εκεί παρατηρούμε μεγάλη ποικιλία. Στην απλούστερη μορφή του, αποτελείται από ένα ενιαίο τζάμι, αλλά μπορεί επιπλέον να εμφανίζει υποδιαιρέσεις, τόσο κάθετα όσο και οριζόντια, οι οποίες σχηματίζονται από πηχάκια. Τα ανοίγματα αποτελούν βασικό στοιχείο των Erker και διαμορφώνουν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, την όψη του κτιρίου. Όπως είδαμε άλλωστε και παραπάνω, στις αιτήσεις των Τοπικών Συμβουλίων, ως βασικός λόγος ανέγερσης Erker, παρουσιάζεται η ανάγκη για καλύτερο φωτισμό (Claudia Reeb, 2017).
Εικόνα 85: Πολυγωνικό Erker στο Queldinburg
114
Η κατασκευή των Erker ολοκληρώνεται με τη στέγαση τους. Σε αντίθεση με τις στέγες των κτιρίων, οι οποίες στην πλειοψηφία τους είναι δίρριχτες, οι στέγες των Erker παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα, κυρίαρχη είναι η Zeltdach (= στέγη σε σχήμα σκηνής) (Εικόνα 86). Πρόκειται για την στέγη, που έχει τουλάχιστον τρεις κεκλιμένες ή και κυρτές επιφάνειες, που συμπίπτουν σε ένα κοινό σημείο. Η Zeltdach, μπορεί να είναι εντελώς ανεξάρτητη ή να είναι προσκολλημένη στην πρόσοψη του κτιρίου (Εικόνα 87). Από τα μέσα του 16ου έως τον 18ο αιώνα, κατά κύριο λόγο, συναντάμε Haubendächer (= θολωτές στέγες) (Εικόνα 88), οι οποίες αποτελούν ένα συνδυασμό καμπύλων και κυρτών σχημάτων. Ωστόσο, η στέγαση των Erker, μπορεί να γίνει και με απλούστερες κατασκευές, όπως η Satteldach (= στέγη με αέτωμα) (Εικόνα 89) (Claudia Reeb, 2017). Ως προς το υλικό επικάλυψης, οι στέγες καλύπτονται κυρίως με φύλλα μολύβδου, χαλκού ή ψευδαργύρου. Τα φύλλα αυτά, δεν συγκολλούνται, αλλά τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο, έτσι ώστε να συστέλλονται και να διαστέλλονται ελεύθερα. Στις ενώσεις δημιουργούνται πτυχώσεις, που στόχο έχουν να κρατήσουν τα φύλλα μεταξύ τους, αλλά ταυτόχρονα λειτουργούν και ως διακοσμητικό στοιχείο. Ακόμα, σε ορισμένες περιπτώσεις οι στέγες καλύπτονται με κεραμίδια, μικρών διαστάσεων. Γύρω από τις στέγες, πολλές φορές συναντάμε υδρορροές, που συχνά μάλιστα φέρουν πλούσιο διάκοσμο. Οι στέγες αποτελούν ένα πολύ σημαντικό τμήμα των αρχιτεκτονικών προεξοχών και τους προσδίδουν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Άλλωστε, η αυτόνομη στέψη είναι αυτή που καθιστά σε πολύ μεγάλο βαθμό, τα Erker ανεξάρτητα αρχιτεκτονικά στοιχεία.
115
Εικόνα 86 ( πάνω αριστερά): Erker με στέγη Zeltdach, flickr.com Εικόνα 87 ( πάνω δεξιά): Erker με στέγη Zeltdach προσκολλημένη στην όψη, bodensee.de Εικόνα 88 (κάτω αριστερά): Erker με στέγη Haubendach, wikipedia. org Έικόνα 89 (κάτω δεξιά): Erker με στέγη Satteldach, wikipedia.org
116
Τα Erker, τα οποία είναι κατασκευασμένα από ξύλο ή μικτό σύστημα (Fachwerk) είναι δυνατόν να τοποθετηθούν, τόσο σε ξύλινα όσο και σε πέτρινα κτίρια. Στην τελευταία περίπτωση, όταν δηλαδή προστίθενται σε υπάρχουσες πέτρινες προσόψεις, τα τοξωτά φουρούσια επενδύονται με καμπύλες σανίδες, που έπειτα καλύπτονται με επίχρισμα, όπως η τεχνική του μπαγδατί στην Ελλάδα. «Αυτό, δίνει στην υποδομή την εμφάνιση ενός μεγάλου, ενιαίου φουρουσιού (Kragsteines), όπως συμβαίνει με τα πέτρινα Erker από φυσική πέτρα» (Claudia Reeb, 2017). Εν αντιθέσει με τις ξύλινες και τις Fachwerk προεξοχές, πέτρινα Erker συναντάμε μόνο σε πέτρινα κτίρια (Εικόνα 90). Αυτό συμβαίνει εξαιτίας του μεγάλου φορτίου που εμφανίζουν, το οποίο δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί από ξύλινους φέροντες οργανισμούς. Επίσης οι συνδέσεις είναι προβληματικές για τη μεταφορά φορτίων από τα λίθινα μέλη στα ξύλινα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, για βάση της προεξοχής συνήθως χρησιμοποιείται μια ενιαία πέτρινη πλάκα, η οποία εδράζεται σε πέτρινα φουρούσια. Σε περιπτώσεις που το βάρος είναι μεγάλο και τα πέτρινα στηρίγματα δεν επαρκούν, τότε η κατασκευή ενισχύεται με μεταλλικά φουρούσια, που μεταφέρουν τα φορτία στους λίθινους τοίχους (Claudia Reeb, 2017). Όπως ακριβώς συμβαίνει στην Γερμανία, έτσι και στον ελλαδικό χώρο, παρατηρούμε διαφορετικά συστήματα κατασκευών στα κτίρια που φέρουν σαχνισιά. Το ερώτημα που δημιουργείται είναι, και εδώ, το ίδιο: Προηγούνται άραγε οι ξύλινες κατασκευές των λίθινων, ή το αντίστροφο; Σύμφωνα με τον Μουτσόπουλο (1988), το ζήτημα
Εικόνα 90: Πέτρινο Erker
117
αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο να απαντηθεί. Αυτό που μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε είναι, πως οι δύο αυτές κατασκευές συνυπήρχαν από παλιά κα εξελίσσονταν παράλληλα, με την πάροδο του χρόνου. Τα διαθέσιμα υλικά του τόπου, επηρέασαν σίγουρα σε κάποιο βαθμό την οικοδομική. Βλέποντας ειδικότερα τον Βόρειο και Δυτικό ελλαδικό χώρο, όπου σώζονται τα περισσότερα παραδείγματα, παρατηρούμε, ότι στην Ήπειρο επικρατούν τα εξολοκλήρου λίθινα κτίρια, των οποίων μόνο το σαχνισί, όταν υπήρχε, ήταν ξύλινο (Εικόνα 92), ενώ στην Μακεδονία η πέτρινη βάση, συμπληρώνεται με πιο ελαφριά
Εικόνα 91: Το αρχοντικό ΤσιλίκηΛίθινο κτίριο με ελαφριά δομικά συστήματα στον όροφο, Θεοχαρόπουλος (2009)
118
δομικά συστήματα στους ορόφους. Ωστόσο, τα υλικά δεν αποτελούν τον πρωτεύοντα παράγοντα στην κατασκευή. «Οι γνώσεις και τα συνήθεια έπαιζαν επίσης σπουδαίο ρόλο» (Μουτσόπουλος, 1988), οι τοπικές παραδόσεις και η τεχνογνωσία της κάθε περιοχής καθώς και συνθήκες κατοχής (οθωμανικής, ενετικής, γενουάτικης κλπ.). Στην διατριβή του για τα σαχνισιά, ο Μουτσόπουλος (1988), όπως προαναφέρθηκε, εκφράζει την προσωπική του άποψη για την χρονολόγηση των δομικών συστημάτων: «Το πιθανότερο, κατά την γνώμη μου, είναι ότι η κατασκευή των προεξοχών ήταν πάντα ξύλινη και σε κάποια, προφανώς μεταγενέστερη φάση, οι μορφές μεταφέρθηκαν στην αρχιτεκτονική του λίθου (στη λίθινη τοιχοποιία)». Τα κτίρια πάντως, που σώζονται σήμερα, έχουν στην πλειονότητα τους, πέτρινη βάση, η οποία φέρει ορόφους ή τμήμα των ορόφων κατασκευασμένο με μικτό σύστημα (ξυλόπηκτους τοίχους ή μπαγδατότοιχους), αντίστοιχο του Fachwerk. Άλλωστε, οι εξολοκλήρου ξύλινες κατασκευές είναι πολύ σπάνιες στην Ελλάδα, με τα μεμονωμένα παραδείγματα να συναντώνται σε λιμναίους ή παραποτάμιους οικισμούς. Η ανάλυση λοιπόν που ακολουθεί, έχει στο επίκεντρο, τις ελληνικές παραδοσιακές κατοικίες, των οποίων ο κορμός είναι λίθινος, ενώ οι όροφοι ή τμήμα τους κατασκευάζονται από ελαφριά υλικά (Εικόνα 68). Το δομικό αυτό σύστημα αποτελεί μετεξέλιξη των πυργόσπιτων, τα οποία μέσω μιας σειράς τροποποιήσεων οδήγησαν στο αρχοντικό του βορειοελλαδικού χώρου, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Όσον
119
Εικόνα 92: Ο ξύλινος σκελετός της οικοδομής με την τούρκικη ορολογία, Μουτσόπουλος (1988)
αφορά στην κατασκευή, κατά τους παλαιότερους χρόνους, το ισόγειο σε κάποιες περιοχές φτιαχνόταν από πουρόπετρα, η οποία λαξευόταν, έτσι ώστε η τοιχοποιία να είναι σχεδόν ισοδομική (Μουτσόπουλος, 1988). Εξωτερικά, η λιθοδομή παραμένει εμφανής, δηλαδή δεν δέχεται κανένα επίχρισμα. Στη Βέροια, ο συγκεκριμένος τρόπος δόμησης είναι γνωστός με τους όρους “κουσακλαμά” ή “φραγκί”. Κατά την ανέγερση των τοίχων τοποθετούνται παράλληλα ως προς την μακρά πλευρά τα βασικά ξύλα, που ονομάζονται ταμπάνια και κατασκευάζονταν συνήθως από ξύλα καστανιάς. Το κάτω ξύλο (ασάτ
120
ταμπάν), το οποίο μπορεί να συναντηθεί, τόσο σε μονή όσο και σε διπλή στρώση, “δενόταν” στην τοιχοποιία με κλάπες, ξυλοδεσιά ή ιμάντωση, η οποία τοποθετούνταν σε όλους τους τοίχους, για να δέσει καθ’ ύψος τους τοίχους, ιδιαίτερα στο επίπεδο της στέγης και του πατώματος. Πάνω και κάθετα προς αυτό, τοποθετούνται τα πατόξυλα, τα οποία συνδέονται στα ταμπάνια με πλατυκέφαλα γυφτόκαρφα. Τέλος, στερεώνεται το ουστουνέ ταμπάν, δηλαδή το άνω ταμπάνι (στρωτήρας). Προκειμένου να μην “κρεμάσουν” τα ταμπάνια από τις καμπτικές δυνάμεις, πατούσαν πάνω στα ντιρέκια, στα υποστυλώματα. Συμπληρωματικά, σε αυτό το σημείο της κατασκευής λειτουργούν οι παγιάντες, διαγώνια ξύλα, που καρφώνονται πάνω στα ντιρέκια και σταθεροποιούνται στα ταμπάνια και στα οριζόντια ξύλα με ειδικές εγκοπές, εξασφαλίζοντας την ακαμψία του τοίχου. (Μουτσόπουλος, 1988). Η κατασκευή του ορόφου, που είναι ξύλινη, στηρίζεται στους εξωτερικούς τοίχους (σε πολλές περιπτώσεις οι δύο εξ αυτών αποτελούν μεσοτοιχίες) και στα ντιρέκια. Εσωτερικά, ο διαχωρισμός των χώρων γίνεται με μικτές κατασκευές, όπως ο τσατμάς ή το μπαγδατί, τα οποία αποτελούνταν από ξύλινα πλέγματα (μπαγκτατόπηχες), κατασκευασμένα από δρυ ή φτυλάρι, τα οποία γεμίζονταν με πεταχτό αμμοκονίαμα. Όταν οι κατασκευές ήταν πιο ευτελείς, οι εσωτερικοί τοίχοι, δημιουργούνταν από πλεκτές βέργες τσιτιάς μαζί με κοκκινόλασπη και άχυρο (Μουτσόπουλος, 1988).
121
Η απόληξη των εξωτερικών τοίχων του ορόφου κλείνει με ένα χοντρό καντρόνι (τσεμπέρ-ταμπάν), πάνω στο οποίο εδράζεται η στέγη. Το σύστημα της στέψης κατασκευάζεται από τριγωνικούς φορείς που αποτελούνται, κατά κύρια βάση, από τους στρωτήρες, τα ψαλίδια και τους μπαμπάδες. Όταν το άνοιγμα της στέγης είναι πολύ μεγάλο, τότε μαζί με τα ψαλίδια υπάρχουν επιπροσθέτως και παγιάντρες, οι οποίες λειτουργούν ως αντηρίδες. Τέλος, η επικάλυψη της στέγης γίνεται είτε με κεραμίδια είτε με σχιστόπλακες (Μουτσόπουλος, 1988).
Εικόνα 93: Πρόπλασμα τυπικού μακεδονικού σπιτιού, Μουτσόπουλος (1988)
122
Όσον αφορά στην κατασκευή των αρχιτεκτονικών προεξοχών, αυτή ξεκινάει ήδη από τον οχυρό πύργο και συνεχίζει να υπάρχει στις μετεξελίξεις αυτού. Ως επί το πλείστον λοιπόν, συναντάται σε κτίρια, των οποίων η βάση είναι λίθινη και οι όροφοι ή τμήμα τους χτίζονται από ελαφριά ξύλινα συστήματα, όπως αναλύσαμε παραπάνω (Εικόνα 94). Τα σαχνισιά εμφανίζουν ορισμένες παραλλαγές, οι οποίες έχουν να κάνουν με την δομή του κτιρίου, καθώς και με τις επιθυμίες του ιδιοκτήτη, που όμως περιορίζονται από τις κατασκευαστικές δυνατότητες του εκάστοτε οικοδομήματος. Η βασική ιδέα ωστόσο, πίσω από αυτό το είδος προεκτάσεων, είναι η αφαίρεση ενός τμήματος της τοιχοποιίας και ο σχηματισμός προεξοχής στο δημιουργηθέν κενό, το οποίο μπορεί να βρίσκεται, είτε στο μέσο της όψης είτε στην γωνία του κτιρίου (Μουτσόπουλος, 1988). Στην τελευταία περίπτωση, όταν δηλαδή η αφαίρεση γίνεται στην γωνία του ορόφου, τότε η κατασκευή δυσχεραίνει (Θεοχαρόπουλος, 2009). Η βάση των σαχνισιών, δημιουργείται μέσω ενός συστήματος προεξεχόντων δοκών, ανάλογα με το επιθυμητό πλάτος του σαχνισιού (Εικόνα 95). Προκειμένου να αντέξει ο πρόβολος, όλες τις δυνάμεις και να μην αστοχήσει εξαιτίας της κάμψης, το σύστημα ενισχύεται «είτε με εκφορά επάλληλων ξύλινων φουρουσιών, είτε με αντιστήριξη με αντηρίδες, είτε με συνδυασμό των δύο παραπάνω μεθόδων. Η έδραση (της προεξοχής) γίνεται πάντα σε στρώση ξυλοδεσιών χωρίς παρεμβολή εγκάρσιων συνδέσμων, αφού το συνδετικό τους ρόλο αναλαμβάνουν τώρα τα προεξέχοντα δοκάρια. Σε μερικές περιπτώσεις, η κάτω παρειά τους έχει εντορμία που «κλειδώνει» τις ξυλοδεσιές, ώστε η σύνδεση να μην επαφίεται μόνο στο κάρφωμα» (Θεοχαρόπουλος, 2009). Η έδραση σε ξυλοδεσιές του υποκείμενου τοίχου είναι όντως
Εικόνα 94: Ο ξύλινος σκελετός του αρχοντικού Χατζηνικολάου στον Άγιο Γεώργιο, Θεοχαρόπουλος (2009)
123
124
συνήθης αλλά δεν ισχύει πάντα. Η ξυλοδεσιά βοηθά στην κατανομή των δυνάμεων, κατακόρυφων και οριζόντιων, που μεταφέρονται στην τοιχοποιία από τις αντηρίδες (Θεοχαρόπουλος, 2009). Όταν το σαχνισί περιορίζεται σε μία μόνο όψη, τότε πρόκειται για μία σχετικά εύκολη κατασκευή, με τα δοκάρια του πατώματος να προβάλλουν πέρα από το κυρίως σώμα του κτιρίου. Η κατασκευή ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, αρχίζει να περιπλέκεται στην περίπτωση, που υπάρχουν προεξοχές σε δύο διαδοχικές όψεις. Κάθε μία από τις προεξοχές αυτές στηρίζεται σε δοκάρια, τα οποία εκτείνονται εκτός των ορίων του τοίχου και είναι κάθετα προς αυτόν. Στο εσωτερικό του κτιρίου, τα δοκάρια αυτά σχηματίζουν ένα είδος σχάρας, πάνω στην οποία τοποθετείται το σανίδωμα του ορόφου. Όπως προκύπτει λοιπόν, βάσει τις κατασκευής, τα σαχνισιά δεν είναι δυνατόν να είναι συνεπίπεδα, ενώ επιπλέον δημιουργούνται διαφορετικές στάθμες στο δάπεδο του ορόφου. Ακόμα, δεν πρέπει να μείνει απαρατήρητη, η περίπτωση του ενιαίου σαχνισιού, το οποίο επιτρέπει την κίνηση γύρω από τον πυρήνα του κτιρίου. Στον συγκεκριμένο τύπο, κρίσιμο χαρακτηρίζεται το σημείο της γωνίας, το οποίο είναι δυνατόν να επιλυθεί με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο πρώτος βασίζεται στο σύστημα που αναφέρθηκε παραπάνω με την δημιουργία σχάρας (Εικόνα 96). Αυτή όμως τη φορά, η σχάρα δεν περιορίζεται εσωτερικά, ως πάτωμα του ορόφου, αλλά επεκτείνεται, δημιουργώντας έτσι και το πάτωμα του ενιαίου σαχνισιού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μεθόδου επίλυσης αποτελεί ο πύργος Σουλεϊμάν, στην Άνω Λεχώνια Πηλίου. Εναλλακτικά, ως βάση του ενιαίου σαχνισιού, χρησιμοποιείται μια σειρά δοκαριών, τα οποία βρίσκονται σε ένα μόνο επίπεδο, ενώ η γωνία επιλύεται μέσω μιας ακτινωτής διάταξης
125
των δοκών (Θεοχαρόπουλος, 2009).
Εικόνα 95 (αριστερά): Προεξοχή σε μία μόνο πλευρά σε κατοικία στις Πινακάτες, Θεοχαρόπουλος (2009) Εικόνα 96 (δεξιά): Η διαδοκίδωση των προβόλων στο πυργόσπιτο του Σουλεϊμάν στην Άνω Λεχώνια, Θεοχαρόπουλος (2009)
Ασχέτως της διάταξης και της μορφολογίας του σαχνισιού, οι πρόβολοι στην πλειοψηφία των κατασκευών, ενισχύονται με αντηρίδες. Με διαγώνια δηλαδή ξύλα, τα οποία στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική συναντώνται σε κάποιες περιοχές με τον όρο “παγιάντες” (Εικόνα 104). Στόχος των στοιχείων αυτών, είναι να μεταφέρουν τις ωθήσεις που δημιουργούνται από την προεξοχή στον πυρήνα της κατασκευής, που συνήθως είναι λίθινος. Για τον λόγο αυτό, συνδέονται από την μία πλευρά στο άκρο του σαχνισιού, ενώ από την άλλη «στο σημείο όπου καταλήγουν τα ξύλα αυτά και εφάπτονται με τον τοίχο, εδράζονται επάνω σ’ ένα οριζόντιο ξύλο, το εξωτερικό του δίδυμου ξυλόδεσμου (ιμαντιώσεως)» (Μουτσόπουλος, 1988). Η πυκνότητα των αντηρίδων καθορίζεται στην εκάστοτε προεξοχή βάσει του
126
Σελ 126: Εικόνα 97: Αποτύπωση φέροντος οργανισμόυ πατώματος, Κίζης (1995) Εικόνα 98: Αποτύπωση συστήματος με αντηρίδες, Κίζης (1995) Εικόνα 99: Αποτύπωση συστήματος με φουρούσια, Κίζης (1995) Σελ 127: Εικόνα 100: Φέρων οργανισμός πατώματος με επάλληλα φουρούσια, Κίζης (1995) Εικόνα 101: Σαχνισί με επάλληλα φουρούσια, Κίζης (1995) Εικόνα 102: Σαχνισί με αντηρίδες, Κίζης (1995) Εικόνα 103: Καμπύλη αντηρίδα, Κίζης (1995)
127
128
βάρους της, ενώ ο τρόπος ένωσης τους με τις ξυλοδεσιές ποικίλει. Οι αντηρίδες γενικεύονται ως στοιχείο της κατασκευής κατά το τέλος του 18ου αιώνα, υποστηρίζοντας προεξοχές πλάτους από 0,60 έως 1,20 μέτρα. Ταυτόχρονα, αρχίζουν να συμβάλλουν στην διακόσμηση του κτιρίου, λαμβάνοντας πλούσια ξυλογλυπτική επεξεργασία καθώς και να αλλάζουν το σχήμα τους από ευθύ σε καμπύλο. Ο συγκεκριμένος μετασχηματισμός, κατασκευαστικά αλλά και στατικά είναι παράδοξος, ωστόσο επιτρέπει «την δημιουργία μεγαλύτερων επιφανειών έδρασης στον τοίχο και στα δοκάρια, που κατανέμουν τις πιέσεις και αποφεύγουν διατρήσεις και σχισίματα: είναι έκδηλη η επιθυμία διάταξης των ινών του ξύλου κάθετα στις επιφάνειες έδρασης» (Θεοχαρόπουλος 2009). Η καμπύλωση βελτιώνει τη γωνία συνάντησης της αντηρίδας με την τοιχοποιία και κατά συνέπεια την τιμή της οριζόντιας δύναμης (ώθησης), η οποία αποτελεί μεγαλύτερο πρόβλημα για την τοιχοποιία από τις κατακόρυφες συνιστώσες των φορτίων των αντηρίδων. Επίσης το καμπυλωμένο ξύλο σφηνώνει καλύτερα μεταξύ των μελών που καλείται να συνδέσει (Θεοχαρόπουλος, 2009). Οι αντηρίδες είναι είτε εμφανείς, είτε λαμβάνουν ξύλινη επένδυση, η οποία άλλοτε μένει εμφανής και άλλοτε δέχεται επίχρισμα (Εικόνα 106). Στην περιοχή του Πηλίου, χρήση των αντηρίδων περιορίζεται κατά τον 19ο αιώνα και στην πλειοψηφία τους οι αρχιτεκτονικές προεξοχές κατασκευάζονται με το σύστημα της εκφοράς επάλληλων δοκών, αφού συνήθως δεν ξεπερνούν το πλάτος των 60εκ. Η συγκεκριμένη μέθοδος κατασκευής μπορεί να συναντηθεί και σε παλαιότερα κτίσματα, σε συνδυασμό όμως με αντηρίδες. Τέλος, σε περιπτώσεις
129
Εικόνα 104: Λεπτομέρεια αντιστήριξης σε κατοικία στη Χαλκιδική, Μουτσόπουλος (1994) Εικόνα 105: Σαχνισί με ευθείες αντηρίδες, Κίζης (1995) Εικόνα 106: Αντηρίδες με μπαγδατί και επίχρισμα, Θεοχαρόπουλος (2009)
130
που το άνοιγμα του σαχνισιού είναι πολύ μεγάλο είναι δυνατόν η προεξοχή να υποστηρίζεται από υποστυλώματα (Μουτσόπουλος, 1988/ Θεοχαρόπουλος, 2009). Όσον αφορά στους τοίχους των σαχνισιών, αυτοί κατασκευάζονται από μικτά συστήματα, των οποίων ο φέρων οργανισμός είναι ξύλινος και αποτελείται από κατακόρυφα, οριζόντια και διαγώνια στοιχεία, τα οποία τοποθετούνται πάντα με μία συγκεκριμένη σειρά (Εικόνα 107). Ως βάση του τοίχου, λειτουργεί ο στρωτήρας έδρασης, ο οποίος είναι ορθογώνιας διατομής και τοποθετείται πάνω στις άκρες, είτε των δοκαριών είτε των φουρουσιών του πατώματος. Το μέγεθος του είναι δυνατόν να κυμαίνεται από 12x8.0 εκ. έως 10x6.0 εκ. και στερεώνεται έχοντας ως έδραση την μεγάλη του πλευρά. Πάνω του με ειδικές εντορμίες, πατάνε τα υποστυλώματα, των οποίων οι διατομές ποικίλουν από 8x8 εκ. έως 15x15 εκ. Οι ορθοστάτες των σαχνισιών συχνά βρίσκονται σε αντιστοιχία με τα δοκάρια ή τα φουρούσια του πατώματος. Το άνω άκρο του τοίχου κλείνει με τον στρωτήρα επίστεψης, ο οποίος φέρει αντίστοιχες εντορμίες για να συνδέεται με τα υποστυλώματα/ ορθοστάτες. Τελικό στάδιο στη κατασκευής του φέροντος οργανισμού αποτελεί η τοποθέτηση των οριζόντιων ξύλων, που λειτουργούν ως ποδιές και πρέκια των παραθύρων. Αυτά σφηνώνονται είτε με εγκοπές είτε όχι και καρφώνονται μεταξύ των υποστυλωμάτων (Θεοχαρόπουλος, 2009). Τα διαγώνια ξύλα είναι πιο σπάνια, λόγω του ότι δεν υπάρχει αρκετός χώρος μεταξύ των πολλών παράθυρων να τοποθετηθούν. Τα κενά,
Εικόνα 107: Τρόπος συναρμολόγησης του σκελετού. Κίζης (1995)
131
που δημιουργούνται ανάμεσα στα μέλη του φέροντος οργανισμού, πληρώνονται με μεθόδους όπως ο τσατμάς (πλήρωση συμπαγής με διάφορα υλικά ανάμεσα στα ξύλα) και το μπαγδατί (χωρίς πλήρωση, επίχρισμα με πηχάκια πάνω στον ξύλινο σκελετό) (Μουτσόπουλος, 1988). Η εργασία της πλήρωσης λαμβάνει μέρος αργότερα, αφού πρώτα ολοκληρωθεί η στέψη του κτιρίου. Η πλήρωση των ξυλόπηκτων τοίχων ή των τσατμάδων κατασκευάζεται με τοπικά ή ευτελή οικοδομικά υλικά, όπως πέτρες, ωμόπλινθους ή οπτόπλινθους, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με κονίαμα (πηλοκονίαμα για τις πιο απλές κατασκευές ή ασβεστοκονίαμα για τα
Εικόνα 108: Σαχνισιά με εμφανή τα γωνιακά ξύλα στη Ναουσα, Τσότσος (2002)
132
αρχοντικά). Έπειτα επιχρίεται τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά, ενώ εμφανή μένουν σε κάποιες περιπτώσεις τα δύο ακρογωνιαία ξύλινα υποστυλώματα, επενδεδυμένα με σανίδωμα (Εικόνα 108). Όταν ο τόπος προσφέρει κατάλληλη πουρόπετρα ή τραβερτίνη, η οποία μπορεί να κοπεί και να επεξεργαστεί σε κατάλληλα μεγέθη, τότε αυτή χρησιμοποιείται ως πλήρωση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η πουρόπετρα τοποθετείται με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργεί διακοσμητικούς σχηματισμούς, όπως το ψαροκόκαλο και στη συνέχεια μένει ανεπίχριστη (Εικόνα 109). Άλλη μία περίπτωση, στην οποία τα σαχνισιά δεν λαμβάνουν εξωτερικά κονίαμα είναι όταν επενδύονται με ξύλινες τάβλες χωρίς πλήρωση ή κατασκευάζονται εξολοκλήρου από πέτρα (Μουτσόπουλος, 1988). Η στέγη των σαχνισιών δημιουργείται με αντίστοιχο σύστημα με την στέγαση του κτιρίου. Πρόκειται δηλαδή για έναν ξύλινο σκελετό, ο οποίος καλύπτεται με κεραμίδια ή τοπική πέτρα (σχιστόπλακες). Όταν τα σαχνισιά βρίσκονται σε περιοχές με έντονες καιρικές συνθήκες, τότε η στέγη είναι δυνατόν να λαμβάνει μεγάλες προεξοχές για την προστασία του ξύλινου σκελετού των τοίχων. Σε αυτή την περίπτωση, το γείσο μπορεί να υποστηρίζεται από μικρές παγιάντες (διαγώνια δηλαδή ξύλα). «Η προεξοχή αυτή της στέγης είναι γνωστή σε εμάς με το όνομα αστράχα ή αστρέχα ή αστραχιά. Κάποτε όμως η αστρέχα δεν προεξέχει οριζόντια ή με κλίση προς τα κάτω, όπως συνήθως, αλλά δημιουργεί κυμάτια λοξότμητα “αιγυπτιάζοντα” με μπαγδατί που συχνά έχουν και ζωγραφικό διάκοσμο όπως σε παλιά αρχοντικά του κάτω Βόλου» (Μουτσόπουλος, 1988) (Εικόνα 110). Τέλος, υπάρχουν
Εικόνα 109: Πλήρωση προεξοχής με πουρόπετρα, windmills-travel.com
Εικόνα 110 (δεξιά): Αστρέχα στο αρχοντικό του Σιόρ-Μανωλάκη στη Βέροια, Μουτσόπουλος (1988)
134
135
136
και οι περιπτώσεις, στις οποίες τα σαχνισιά δεν καλύπτονται καθόλου με κεκλιμένη στέγη, αλλά λαμβάνουν οριζόντιο δώμα, βάσει των αντίστοιχων κλιματολογικών συνθηκών και την τοπική αρχιτεκτονική (Χατζηλίας, 2009). Ολοκληρώνοντας την οικοδομική ανάλυση, τόσο των Erker όσο και των σαχνισιών, διαπιστώνουμε ότι οι δύο κατασκευές φέρουν αρκετές ομοιότητες, από ότι διαφορές. Και στις δύο χώρες παρατηρούμε, ότι προεξοχές συναντώνται σε όλα τα συστήματα κατασκευής, δηλαδή από πέτρα, ξύλο ή μικτό σύστημα, με το τελευταίο να είναι το πιο διαδομένο. Ο φέρων οργανισμός των Erker και των σαχνισιών βασίζεται στις ίδιες οικοδομικές αρχές και απαρτίζεται από αντίστοιχα υλικά και αντίστοιχα δομικά μέλη. Ακόμα παρατηρούνται κοινοί μέθοδοι έδρασης των προεξοχών με φουρούσια και αντηρίδες. Όμοιος είναι και ο τρόπος πλήρωσης των ενδιάμεσων κενών, με ελαφριά υλικά που υπάρχουν σε διαθεσιμότητα στον εκάστοτε τόπο. Οι βασικές διαφορές εντοπίζονται σε ζητήματα συνδέσεων και κυρίως “ωραιοποίησης” του φέροντος οργανισμού. Τα Erker δηλαδή, παρουσιάζουν μεγαλύτερη επεξεργασία όσον αφορά στα διακοσμητικά σχέδια των δομικών μελών, γεγονός που αιτιολογείται από ότι αυτά έμεναν ανεπίχριστα. Μεγαλύτερη ποικιλία μορφών παρατηρείται επιπλέον και στις στέγες των γερμανικών προεξοχών, με αυτές να παίρνουν κοίλα και κυρτά σχήματα. Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι πρόκειται ως επί το πλείστον για κατασκευή με αρκετά κοινά δομικά χαρακτηριστικά, η οποία όμως έχει αρκετά διαφορετικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα οποία εκφράζουν την αρχιτεκτονική ταυτότητα κάθε τόπου και ιστορικής περιόδου.
Σελ 134: Εικόνα 111: Φέρων οργανισμός σαχνισιού με επάλληλα φουρούσια, Κίζης (1995) Εικόνα 112 & 113: Κατασκευαστικό σύστημα σαχνισιού, Κίζης (1995) Σελ 136: Εικόνα 114: Κατασκευαστικό σύστημα σαχνισιού, Κίζης (1995) Εικόνα 115: Στοιχεία πλήρωσης σαχνισιού, Κίζης (1995) Εικόνα 116: Τρόπος ένωσης φουρουσιού με στρωτήρα, Κίζης (1995) Εικόνα 117: Φέρων οργανισμός σαχνισιού,Κίζης (1995)
137
138
Μορφή Οι προεξοχές είναι αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα οποία διαδόθηκαν τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία, όχι μόνο διότι αυξάνουν τον βιώσιμο και λειτουργικό χώρο των κτιρίων αλλά και γιατί προσδίδουν αίγλη στο κτίριο και συμβάλλουν στην αρχιτεκτονική του αναβάθμιση και στη διακόσμηση του. Η μορφή τους επομένως, δεν περιορίζεται σε έναν απλό πρόβολο, αλλά δέχεται πλούσιους σχηματισμούς, που εντυπωσιάζουν τους περαστικούς. Στο παρόν λοιπόν κεφάλαιο θα αναλυθούν τα Erker και τα σαχνισιά ως προς την μορφολογία τους και επιπλέον θα γίνει προσπάθεια κατηγοριοποίησης των προεξοχών, βάσει αυτής.
Erker Οι γερμανικές προεξοχές αποτελούν αρχιτεκτονικά στοιχεία με πολύ έντονο χαρακτήρα, οι οποίες, όταν δεν αποτελούν μετέπειτα προσθήκες, εντάσσονται καθοριστικά στον σχεδιασμό του κτιρίου. Το γεγονός αυτό φανερώνεται από τον τρόπο οργάνωσης των προσόψεων που φέρουν Erker, με τα παράθυρα να βρίσκονται πάντα σε συσχετισμό με τις προεξοχές, δημιουργώντας έτσι ένα αρμονικό σύνολο. Ακόμα, ο ενιαίος σχεδιασμός φανερώνεται και στις περιπτώσεις των επάλληλων Erker, τα οποία στην πλειοψηφία τους τοποθετούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται συμμετρία στις όψεις (Pilz & Fischer, 1965). Το σχήμα των Erker και τα υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται σε αυτό, καθορίζονται από παράγοντες, όπως το σύστημα κατασκευής και ο φέρων οργανισμός του κτιρίου, καθώς και η προσωπική αισθητική και
139
οι οικονομικές δυνατότητες του ιδιοκτήτη (Claudia Reeb, 2017). Όπως έχουμε ήδη δει παραπάνω, στις γερμανικές πόλεις δεν υπάρχουν διατάξεις που να καθορίζουν την μορφολογία των προεξοχών, ενώ οι αποφάσεις των τοπικών συμβουλίων, περί ανέγερσης Erker, αφορούν σχεδόν αποκλειστικά το πλάτος του προβόλου. Στην πλειοψηφία των πόλεων, τα Erker προεξέχουν από τον προηγούμενο όροφο από 30εκ. έως 75εκ., ωστόσο σε ορισμένες πόλεις, όπως στη St. Gallen, έχουν βρεθεί οικοδομικές άδειες, που επιτρέπουν προβόλους έως και 90εκ. Το πλάτος της προεξοχής επηρεάζεται επίσης και από τον αριθμό των πατωμάτων της. Αυτά που αποτελούνται από έναν μόνο όροφο, προεξέχουν συνήθως τολμηρά από τον κορμό του κτιρίου. Αντιθέτως, τα πολυώροφα Erker, τα οποία μάλλον υπερτερούν αριθμητικά, εκτείνονται έως και τρεις ορόφους και δημιουργούν πιο συντηρητικούς προβόλους (Claudia Reeb, 2017).
Εικόνα 118: Κτίρια με κατασκευαστικό τύπο Stockwerkbau και βαθμιδωτές όψεις στο Queldinburg
Οφείλουμε σε αυτό το σημείο να διευκρινίσουμε ότι η περίπτωση των διαδοχικών προεξοχών καθ’ ύψος, η οποία οδηγεί στην χαρακτηριστική εικόνα των ξύλινων Fachwerk κτιρίων με βαθμιδωτές όψεις, δεν εντάσσεται στην κατηγορία των Erker, αλλά αποτελεί αποτέλεσμα του κατασκευαστικού τύπου Stockwerkbau (Εικόνα 118). Στο Stockwerkbau, η προβολή της στέγης ως προς το κυρίως σώμα του κτιρίου στο ισόγειο μπορεί να φτάνει μέχρι και τα 3,5μ (Pilz & Fischer, 1956).
140
Ποικιλία συναντάται ακόμα και στον αριθμό των Erker, που μπορεί να φέρει ένα κτίριο, όπως επίσης και η θέση, όπου αυτά μπορούν να συναντηθούν. Όταν το οικοδόμημα δεν περιβάλλεται από άλλα κτίρια και έχει τις πλευρές του ελεύθερες, τότε το σύνηθες είναι η προεξοχή να τοποθετείται στις γωνίες με την μορφή πυργίσκων (Pilz & Fischer, 1965) (Εικόνα 119).
Εικόνα 119 (αριστερά): Γωνιακό Erker με την μορφή πύργου στο Marburg. deutschimobstgarten.de Εικόνα 120 (δεξιά): Erker με μπαλκόνι στον άνω όροφο, ur-
bs-mediaevalis.de
141
Στη Νότια Γερμανία, το τριώροφο γωνιακό Erker αποτελεί χαρακτηριστική εικόνα, αφού συναντάται σε μεγάλη συχνότητα. Εναλλακτικά, η προεξοχή μπορεί να βρεθεί στο κέντρο ή στην άκρη κάποιας όψης, καθώς και στο αέτωμα της στέγης. Στην κεντρική Γερμανία και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της νότιας Έσσης, ιδιαίτερα κοινή είναι η εικόνα των πολυώροφων, πολυγωνικών προεξοχών, οι οποίες τοποθετούνται στον κεντρικό άξονα των κτιρίων, ενώ στη νότια Έσση τα Erker σχήματος πύργου, ξεκινούν στην πλειοψηφία τους από τον δεύτερο όροφο και εκτείνονται πέρα από το γείσο της στέγης. Στη περιοχή της Σαξονίας, τέλος, συναντάμε μια άλλη ιδιαιτερότητα. Εκεί, κατά την Αναγέννηση, τα Erker δεν υπερβαίνουν την στέγη του κτιρίου, αλλά στην απόληξη τους φιλοξενούν μπαλκόνι, προσβάσιμο από κάποιο όροφο. Τέτοιες προεξοχές μπορούν να βρεθούν σε πόλεις, όπως η Δρέσδη ή η Λειψία (Pilz & Fischer, 1965) (Εικόνα 120). Ωστόσο, σύμφωνα με τους Pilz και Fischer (1956), η ομαδοποίηση των Erker βάσει κριτηρίων, όπως η θέση τους ή ο αριθμός των ορόφων τους δεν μπορεί να είναι έγκυρη, λόγω των διαφορετικών τοπικών οικοδομικών συνηθειών και της διαφορετικής στάσης που τηρούσε το εκάστοτε δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Κρίνεται λοιπόν πιο ορθό, η κατηγοριοποίηση αυτών, να γίνει βάσει του σχήματος της κάτοψης και έτσι οδηγούμαστε σε τρεις διαφορετικούς τύπους:
142 1. Erker με ορθογώνια κάτοψη (Kastenerker) Ως Kastenerker ορίζονται οι προεξοχές, των οποίων η κάτοψη είναι ορθογώνια. Αυτές είναι δυνατόν να κατασκευαστούν από πέτρα, ξύλο ή μεικτό σύστημα (Fachwerk). Στην πλειοψηφία τους, τα Kastenerker είναι μονώροφα, ωστόσο μπορούν να συναντηθούν κατασκευές που φτάνουν έως και τους πέντε ορόφους (Claudia Reeb, 2017). Χρονικά εμφανίζονται στις αρχές του 14ου αιώνα, αποτελώντας την παλαιότερη μορφή Erker. Κατά την πρώτη περίοδο εμφάνισης τους, κατασκευάζονται από πέτρα. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η προεξοχή στη νότια όψη του Goliath Haus, στη πόλη Regensburg της νοτιοανατολικής Γερμανίας (Εικόνα 121). Στο Μεσαίωνα, το Kastenerker αποτέλεσε ιδιαίτερα δημοφιλή τύπο. Τοποθετούνταν στον ανώτερο όροφο του κτιρίου και στεγαζόταν με δίρριχτη στέγη, που βρισκόταν σε ορθή γωνία σε σχέση με την κύρια κορυφογραμμή (Gogova, 2014). Η πρόσοψη των Kastenerker διαιρείται, κατά κύριο λόγο, από δύο παράθυρα, ενώ η πλάγιες όψεις φέρουν από ένα μικρότερο. Όταν το Erker εκτείνεται έως δύο ορόφους, τότε είναι δυνατόν, στη βασική όψη να υπάρχει τριμερές παράθυρο. Παραλλαγή του Kastenerker αποτελεί το Breiterker, το οποίο εξέχει ελαφρώς του κυρίως κορμού του κτιρίου και επομένως στερείται πλάγιων παράθυρων (Εικόνα 122). Ως προς τον διάκοσμο, δεν υπάρχει κανόνας. Τα Kastenerker μπορεί να είναι από πολύ απλές ξύλινες προεξοχές, υποστηριζόμενες από δοκούς, μέχρι περίτεχνες ξυλόγλυπτες κατασκευές με θολωτές οροφές. Στην τελευταία περίπτωση, τα δομικά μέλη (υποστυλώματα, δοκοί, στοιχεία ακαμψίας κλπ.) εντάσσονται στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και διακοσμούνται με παραστατικές αναπαραστάσεις. Τέλος, ως διακοσμητικό στοιχείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η πλήρωση με τούβλα, όταν αυτή μένει ανεπίχριστη και τοποθετείται με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργεί γεωμετρικά μοτίβα (πχ σχήμα ψαροκόκαλου) (Claudia Reeb, 2017).
Εικόνα 121 (πάνω): Πέτρινο Kastenerker στο Goliath Haus στο Regensburg, wikipedia.org Εικόνα 122 (κάτω): Breitererker στο Queldinburg Εικόνα 123 (δεξιά): Πολυώροφο Kastenerker στο Queldinburg
144 2. Erker με πολυγωνική κάτοψη (Polygonerker) Τα Polygenerker αποτελούν μαζί με τα Kastenerker, τις δύο πιο κοινές μορφές προεξοχών. Η κάτοψη τους είναι πολυγωνική, με τον αριθμό των πλευρών τους να διαφέρει. Σε αυτή την κατηγορία, εντάσσονται και τα τριγωνικά Erker, τα οποία γνώρισαν μεγάλη άνθιση σε αλπικές περιοχές, όπως το Graubünden της Ελβετίας. Πολυγωνικές προεξοχές είναι δυνατόν να δημιουργηθούν με όλα τα συστήματα κατασκευής- ξύλο, πέτρα, μικτό σύστημα. Τα Polygenerker είναι δυνατόν να εκτείνονται από έναν έως τέσσερις ορόφους και λόγω της όψης τους, που θυμίζει πύργο, τοποθετούνται κατά κύριο λόγω στη γωνία των κτιρίων. Η συγκεκριμένη μορφή μάλιστα, αποτέλεσε ιδιαίτερα διαδεδομένο αρχιτεκτονικό στοιχείο κατά τον ύστερο Μεσαίωνα. Τα γωνιακά Erker έχουν πενταγωνική ή εξαγωνική κάτοψη, δημιουργώντας τέσσερις ή πέντε όψεις αντίστοιχα. Εναλλακτικά, μπορούν να συναντηθούν ως στοιχείο της κύριας όψης έχοντας τρεις ή πέντε πλευρές, που η κάθε μία φέρει από ένα παράθυρο. Ο διάκοσμος των Polygonerker, όπως ακριβώς και των Kastenerker, ποικίλει από πολύ απλός έως ιδιαίτερα περίτεχνος (Claudia Reeb, 2017). Το Justizkanzlei (Εικόνα 124), στη πόλη Stolberg, αποτελεί ένα κτίριο, το οποίο συνδυάζει τους δύο προαναφερθέντες τύπους προεξοχών. Ο πρώτος όροφος προεξέχει στο κεντρικό του τμήμα, δημιουργώντας ένα ορθογωνικό Erker (Kastenerker). Από τον δεύτερο όροφο και μετά, παρατηρείται η προβολή ολόκληρων των ορόφων, δημιουργώντας διαδοχικές βαθμιδωτές προεξοχές. Τελικά, η πρόσοψη ολοκληρώνεται με την προσθήκη ενός οκταγωνικού Erker (Polygonerker), το οποίο υπερβαίνει σε ύψος το υπόλοιπο οικοδόμημα κατά έναν όροφο και καταλήγει σε λεπτό πύργο (Lehfeldt, 1880). Το συγκεκριμένο κτίριο συνδυάζει μεσαιωνικές και αναγεννησιακές μορφές, ενώ η πλούσια διακόσμηση του τραβάει το βλέμμα του περαστικού.
Εικόνα 124: Justizkanzlei στο Stolberg, kunstfreund.eu
145
Εικόνα 125: Πολυγωνικό Erker στο Miltenberg, uni-heidelberg.de
146
3. Erker με στρογγυλή κάτοψη (Runderker) Ως Runderker χαρακτηρίζονται οι προεξοχές, των οποίων η κάτοψη έχει σχήμα κύκλου ή τμήμα αυτού. Πρόκειται για λιγότερο διαδεδομένο τύπο Erker, ο οποίο συνήθως συναντάται σε κάστρα ή ανάκτορα. Συνήθως κατασκευάζονται από πέτρα ή μικτή κατασκευή (Fachwerk) και τοποθετούνται στις γωνίες των κτιρίων. Η στέψη τους γίνεται, κατά κύριο λόγο, με καμπύλες στέγες (Welsche), ενώ ως τμήματα αρχοντικών κατοικιών στολίζονται με πλούσια διακόσμηση. Μπορούν να είναι μονώροφα, αλλά στην πλειοψηφία τους, υπερβαίνουν κατά ένα όροφο την στέγη του κτιρίου, προεξέχοντας ως πύργοι. Στις στρογγυλές προεξοχές εντάσσονται επιπλέον οι πρόβολοι των οποίων η κάτοψη φέρει το σχήμα οποιασδήποτε καμπύλης. Τα Runderker αποτέλεσαν δημοφιλή μορφή κατά την Αναγέννηση, ωστόσο από τα τέλη του 16ου έως τον 18ο αιώνα, τα Kastenerker γίνονται πάλι η κυρίαρχη μορφή (Pilz & Fischer, 1965).
Εικόνα 126: Runderker σε πρόσοψη δημαρχείου στην περιοχή της Έσσης, Klöckner (1980)
148
4. Fenstererker και Halberker Τα Fenstererker και Halberker αποτελούν αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα οποία στη βιβλιογραφία εντάσσονται στις προεξοχές, ωστόσο δεν πρέπει να συσχετίζονται με τα Erker, όπως εμείς τα έχουμε ορίσει. Πρόκειται ουσιαστικά για επεκτάσεις, οι οποίες δεν ξεκινάνε από το ύψος του πατώματος, αλλά από το ύψος του στηθαίου των παραθύρων (Claudia Reeb, 2017). Πιο αναλυτικά, «Fenstererker είναι μια κατασκευή παραθύρου, στην οποία το πλαίσιο και το άνοιγμα ενός παραθύρου ή μια ομάδας παραθύρων στέκονται πιο μπροστά από τα υπόλοιπα του τοίχου. Η προεξοχή είναι ως επί το πλείστον ρηχή και σπάνια υπερβαίνει τα 5-20 εκατοστά» (Sage, 1981) (Εικόνα 127). Πλευρικά υπάρχουν σχισμές, ανάμεσα στον τοίχο και το πλαίσιο, ενώ το τελευταίο συχνά υποστηρίζεται από φουρούσια, τα οποία δεν είναι απαραίτητα για την στατική λειτουργία της προεξοχής και επομένως έχουν αποκλειστικά διακοσμητικό χαρακτήρα. Τα Fenstererker δίνουν γενικότερα ένα δυναμικό χαρακτήρα στις όψεις των κτιρίων, τονίζοντας τα παράθυρα τους, μέσω του προεξέχοντος ξύλινου πλαισίου, ωστόσο δεν φέρουν κάποια ιδιαίτερη διακόσμηση. Ο λειτουργικός τους ρόλος δεν είναι ξεκάθαρος. Η Claudia Reeb (2017) αιτιολογεί την εμφάνιση τους στην καλύτερη θέα, όπως επίσης και στον καλύτερο εξαερισμό μέσω των πλευρικών ανοιγμάτων. Από την άλλη, ο Sage αναφέρεται στην άνεση που προσφέρουν οι κόγχες των Fenstererker στο εσωτερικό των δωματίων, αφού σε αυτές μπορούν να τοποθετούν μικρά ντουλάπια. Ωστόσο, επισημαίνει πως ο διακοσμητικός τους ρόλος, στις όψεις των κτιρίων, έπαιξε σίγουρα σημαντικό ρόλο στην επικράτηση τους. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα, αποτελεί η πόλη Mosbach στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, όπου τα Fenstererker
149
λειτούργησαν ως κυρίαρχα στοιχεία των όψεων και εντάχθηκαν στον σχεδιασμό των κτιρίων που έχουν κατασκευαστεί με μικτό σύστημα (Fachwerk) κατά τον 16ο αιώνα. Σημειώνεται ότι τα Halberker δεν θα πρέπει να συγχέονται με τα Fenstererker. Πρόκειται επίσης για προεξοχές «οι οποίες εκτείνονται μόνο στη περιοχή του παραθύρου, αλλά προεξέχουν σημαντικά πιο έξω από την πρόσοψη» (Claudia Reeb, 2017) (Εικόνα 128). Τα Halberker είναι ουσιαστικά αυτόνομα αρχιτεκτονικά στοιχεία, των οποίων η κάτοψη έχει σχήμα ημικυκλικό, τριγωνικό ή πολυγωνικό και η στέγη τους γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις με θολωτά, καμπύλα σχήματα. Η κατασκευή τους γίνεται από πέτρα ή μικτό σύστημα (Fachwerk) και υποστηρίζεται από φουρούσια. Συνήθως φέρουν πλούσια διακόσμηση. Τα πρώτα Halberker τοποθετούνται στα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα και συναντώνται σε αστικά κοσμικά κτίρια.
Εικόνα 127 (αριστερά): Fenstererker, Reeb (2017) Εικόνα 128 (δεξιά): Halberker, Reeb (2017)
150
Εικόνα 129 (πάνω): Kastenerker στο Idstein, getouttoexplore.com Εικόνα 130 (κάτω): Polygonerker στο Idstein, getouttoexplore.com
151
Εικόνα 131 (πάνω αριστερά): Kastenerker στο Markgröningen, agd-markgroeningen.de Εικόνα 132 (πάνω δεξιά): Kastenerker στο Minden, digitale-fotos24.de Εικόνα 133 (κάτω): Runderker στο Alsfeldt, wikimedia.org
152
Σαχνισιά Επιστρέφοντας στον ελλαδικό χώρο, παρατηρούμε, ότι τα σαχνισιά εμφανίζουν αντίστοιχη δυναμική ως αρχιτεκτονικά στοιχεία. Στην πλειοψηφία τους τα σαχνισιά, δεν αποτελούν μετέπειτα προσθήκες, αλλά εντάσσονται εξαρχής στον σχεδιασμό του κτιρίου και μάλιστα λαμβάνοντας πολύ ουσιαστικό ρόλο. Για τον λόγο αυτό, δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ανεξάρτητα μέλη που προσκολλώνται πάνω στο κυρίως σώμα του κτιρίου, αλλά ως σημαντικά τμήματα αυτού, τα οποία αντιθέτως επηρεάζουν βαθύτατα τον σχεδιασμό και δημιουργούν έναν ολόκληρο αρχιτεκτονικό τύπο, αυτόν της βαλκανικής κατοικίας κατά την οθωμανική περίοδο. Τα σαχνισιά άλλωστε, δεν περιορίζονται στην προεξοχή ενός ή δύο παραθύρων, αλλά ως επί το πλείστον είναι προεξοχές που αντιστοιχούν σε ολόκληρα δωμάτια ή ακόμα και ολόκληρους ορόφους, δίνοντας την δυνατότατη στο φως και στον αέρα να εισχωρήσει στο εσωτερικό, προσφέροντας ταυτόχρονα καλύτερη θέα αφού είναι διαμορφωμένα με σταθερά καθίσματα στο εσωτερικό τους, αποτελώντας ένα από τους ωραιότερους χώρους ανάπαυλας και συνάθροισης των κτιρίων (Τσότσος, 2002). Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στα ελληνικά σαχνισιά, μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε, ότι αυτά βρίσκονται, συχνά, στις γωνίες των κτιρίων δημιουργώντας συμμετρικές όψεις (Εικόνα 134). Το γεγονός αυτό αιτιολογείται από την τυπολογία της βαλκανικής κατοικίας. Κατά κύριο λόγο, στην Ελλάδα είναι μονώροφα και τοποθετούνται στο τελευταίο πάτωμα των κτιρίων, τα οποία αποτελούνται από δύο ή τρεις ορόφους. Η τοποθέτηση των σαχνισιών στο ανώτερο τμήμα της κατασκευής αποτελεί κατάλοιπο των πυργόσπιτων της περιόδου της Τουρκοκρατίας, όπου αυτά θα έπρεπε να είναι προστατευμένα από
Eiköona 134: Το αρχοντικό του Γεώργιου Σβαρτς, Θεοχαρόπουλος (2009)
154
πιθανή εισβολή. Ωστόσο, τα ελαφριά υλικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή των προεξοχών, δίνουν μια πιο ανάλαφρη εικόνα στις όψεις και αποβάλλουν τον σκληρό, οχυρωματικό χαρακτήρα της εξολοκλήρου πέτρινης και συμπαγούς βαλκανικής κατοικίας, περιοχών όπως το Μαύροβο της Βόρειας Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) (Τσότσος, 2002). Στον ελλαδικό χώρο, λοιπόν, όταν μιλάμε για αρχιτεκτονικές προεξοχές, αναφερόμαστε σε κατασκευές από ξύλινο σκελετό με πλήρωση, συνήθως επιχρισμένες (ξυλόπηκτοι τοίχοι ή τσατμάδες) και χωρίς πλήρωση με επένδυση είτε από μπαγδατί (επίχρισμα πάνω σε μικρές σανίδες ή κλαδιά), είτε πιο σπάνια από σανίδες. Η προεξοχή υποστηρίζεται από ξύλινα φουρούσια τοποθετημένα εκφορικά ή ξύλινες αντηρίδες. Σε παλιότερες κατασκευές, συναντάμε τολμηρά ανοίγματα, των οποίων η υποδομή αποτελείται από διπλά ή τριπλά φουρούσια με τις αντηρίδες, είτε να λείπουν πλήρως, είτε να υπάρχει μια μοναδική, στην επικίνδυνη γωνία της κατασκευής (Θεοχαρόπουλος, 2009). Η στήριξη με αντηρίδες θα επικρατήσει μεταγενέστερα και με την πάροδο του χρόνου, όταν τα σαχνισιά αρχίζουν να δέχονται πλούσιες διακοσμήσεις, οι αντηρίδες αλλάζουν την μορφή τους από ευθείες σε κοιλόκυρτες, δίνοντας στα αρχοντικά της οθωμανικής περιόδου την χαρακτηριστική τους εικόνα. Τα σαχνισιά, δεν εμφανίζουν σε όλο τον Ελλαδικό χώρο την ίδια εξέλιξη. Στην βόρεια Ελλάδα, παρατηρούμε, ότι οι προεξοχές έχουν μεγάλη εξάπλωση και αποκτούν όλο και πιο τολμηρούς προβόλους, μέχρι τελικά την επικράτηση του Νεοκλασικισμού, η οποία φέρει πιο ευρωπαϊζουσες όψεις. Αντιθέτως, στην περιοχή του Πηλίου, βλέπουμε, ότι τα σαχνισιά φτάνουν στο απόγειο τους κατά τις αρχές του 19ου αιώνα και σταδιακά αρχίζουν να λιγοστεύουν και να γίνονται πιο σπάνια η χρήση τους, ώσπου στα μέσα του αιώνα καταργούνται πλήρως. Αντικαθιστούνται από πέτρινους χτιστούς προβόλους, ενώ
155
μεμονωμένες περιπτώσεις σαχνισιών, που μπορούν να συναντηθούν στην περιοχή, αποτελούν επιρροές από περιοχές όπως Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, για αυτό και φέρουν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους (Θεοχαρόπουλος, 2009). Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφέρουμε την περίπτωση των διώροφων σαχνισιών, τα οποία είναι λιγότερο διαδεδομένα στα Βαλκάνια, ωστόσο υπάρχουν. «Τα επάλληλα αυτά σαχνισιά μπορεί να στηρίζονται το ένα επάνω στο άλλο, όπως στην περίπτωση ενός τριώροφου σπιτιού στην Αγία Σοφία Βοΐου Δυτικής Μακεδονίας ή να είναι ανεξάρτητα και απλώς να έχουν τον ίδιο κατακόρυφο νοητό άξονα συμμετρίας χωρίς καν να εφάπτονται μεταξύ τους» (Τσότσος, 2002). Οι διώροφες προεξοχές είναι κατά κανόνα μικρότερες σε εμβαδό, αφού δεν πρόκειται για προβολή ολόκληρου του δωματίου, αλλά τμήμα αυτού. Τέτοιες προεξοχές, αποτελούν αρχιτεκτονικά στοιχεία νεότερων χρόνων και συναντώνται σε αστικά περιβάλλοντα, όπως συμβαίνει στην Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης. Τέτοιο παράδειγμα, αποτελεί και το αρχοντικό του Ρόμπη, στην Αχρίδα της Βόρειας Μακεδονίας (ΠΓΔΜ), το οποίο φέρει δύο επάλληλα σαχνισιά, συμμετρικά στην κεντρική όψη (Εικόνα 135).
Εικόνα 135: Το αρχοντικό Ρόμπη στην Αχρίδα, Τσότσος (2002)
Παρακάτω, θα πραγματοποιηθεί μια προσπάθεια κατηγοριοποίησης των σαχνισιών, βάσει του σχήματος κάτοψης, αντίστοιχη με αυτή των Erker, που προηγήθηκε. Ωστόσο, η συγκεκριμένη περίπτωση παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες. Αυτό διότι τα σαχνισιά δεν λαμβάνουν το σχήμα της κάτοψης τους, με στόχο την μορφοποίηση τους ως διακοσμητικό στοιχείο, αλλά αυτό προκύπτει από λειτουργικές ανάγκες και από μια βαθύτερη σχέση των προεξοχών με τον πυρήνα του σπιτιού. Οι διατάξεις λοιπόν των κατόψεων, μπορούν να ενταχθούν στις παρακάτω κατηγορίες:
156
1. Σαχνισιά με ορθογώνια κάτοψη Τα ορθογώνια σαχνισιά προκύπτουν από προεξοχές παράλληλες προς την οικοδομική γραμμή, που στόχο έχουν την αύξηση του ωφέλιμου χώρου (Μουτσόπουλος, 1988). Συνήθως βρίσκονται στις γωνίες του κτιρίου, γεγονός που οφείλεται στην εσωτερική διαρρύθμιση και διάταξη χώρων του σπιτιού. Πρόκειται δηλαδή, για την προεξοχή ενός συγκεκριμένου τύπου δωματίου, του οντά, ο οποίος βρίσκεται στον ανώτερο όροφο. Σε πολλές περιπτώσεις βλέπουμε την προβολή δύο οντάδων, οι οποίοι είναι συμμετρικοί ως προς μια όψη (Εικόνα 89), ωστόσο δεν εμφανίζουν κατά ανάγκη όμοιες προεξοχές. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα συχνό σε γωνιακά οικόπεδα, όπου ο γωνιακός οντάς δημιουργεί τολμηρές προεξοχές προς δύο κατευθύνσεις. Ωστόσο, υπάρχει μια ειδική περίπτωση γωνιακών, ορθογώνιων σαχνισιών, στην οποία ο πρόβολος εκτείνεται μόνο από την μία πλευρά, ενώ στην άλλη «η προεξοχή δεν φτάνει στην εξωτερική επιφάνεια του πέτρινου τοίχου, αλλά συνήθως ακολουθεί την αντίστοιχη εσωτερική πλευρά, όπως ένα συρτάρι στο σκελετό ενός επίπλου» (Μουτσόπουλος, 1988) (Εικόνα 136). Στα ορθογώνια σαχνισιά, εντάσσεται και η περίπτωση του προεξέχοντα ορόφου. Αυτή συναντάται κυρίως σε μοναχικές και περίοπτες οικίες, οι οποίες ανοίγονται στη θέα προς όλες τις κατευθύνσεις, δίνοντας την αίσθηση ενός ημιυπαίθριου χώρου, μέσω όμως ενός κλειστού χώρου. Το πλάτος των ορθογώνιων σαχνισιών δεν είναι σταθερό. Όταν ο πρόβολος δεν εκτείνεται πολύ, τότε η κατασκευή υποστηρίζεται από ξύλινα, εκφορικά τοποθετημένα, φουρούσια. Σε αντίθετη περίπτωση, τοποθετούνται αντηρίδες, οι οποίες μεταγενέστερα μετατρέπονται σε καμπύλες και δέχονται πλούσια ξυλόγλυπτη διακόσμηση. Οι
Εικόνα 136: Το αρχοντικό του Βοϊδομάτη στη Σιάτιστα, Μουτσόπουλος (1988)
157
κατακόρυφες επιφάνειες των τοίχων του σαχνισιού συνήθως δέχονται επίχρισμα, το οποίο κρύβει τόσο τις πληρώσεις, όσο και τον φέροντα οργανισμό (Μουτσόπουλος, 1988). Εξαίρεση αποτελούν τα δύο ακρογωνιαία υποστυλώματα, τα οποία συνήθως επενδύονται με ξύλινα σανιδώματα, συχνά ελαφρά διακοσμημένα. Έτσι, τα σαχνισιά μένουν λιτά στην όψη, ενώ όταν δέχονται περαιτέρω επεξεργασία, αυτή γίνεται στα ξύλινα μέρη του σκελετού και της στέψης.
Εικόνα 137: Αρχοντικό στην Καστοριά, , Τσότσος (2002)
158
2. Σαχνισιά με τριγωνική κάτοψη Τα τριγωνικά σαχνισιά στην Ελλάδα, όπως και στα Βαλκάνια, προκύπτουν από την ανάγκη ορθογώνισης του χώρου, δηλαδή «τον σχηματισμό ορθών γωνιών που βοηθούν τη διαίρεση των χώρων σε δωμάτια» (Τσότσος, 2002). Το πρόβλημα αυτό εμφανίζεται σε γωνιακά οικόπεδα, που οι πλευρικοί δρόμοι διασταυρώνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν οξείες και αμβλείες γωνίες (Εικόνα 138). Το σχήμα των τριγωνικών προεξοχών ποικίλει, αφού αυτό προκύπτει από την εκάστοτε γωνία που δημιουργούν οι τεμνόμενοι δρόμοι. Ωστόσο, λοξά σαχνισιά μπορούν να δημιουργηθούν και για λόγους καλύτερου προσανατολισμού, ώστε ο χώρος να λαμβάνει καλύτερο ηλιασμό ή αερισμό. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο πρόβολος περιστρέφεται τόσες μοίρες, ώστε να έρθει σε παραλληλία με τα σημεία του ορίζοντα (Μουτσόπουλος, 1988/ Θεοχαρόπουλος, 2009). Στις περιπτώσεις που τα τριγωνικά σαχνισιά δημιουργούν μικρές προεξοχές, ο διάκοσμος τους είναι απλός και συνήθως υποστηρίζονται από φουρούσια, που άλλοτε μένουν εμφανή και άλλοτε καλύπτονται με επιχρισμένες σανίδες (μπαγδατί). Εντούτοις, υπάρχουν και σαχνισιά αυτού του είδους, που δημιουργούν τολμηρές προεξοχές, οι οποίες στηρίζονται σε μικρά τμήματα της τοιχοποιίας και ενισχύονται με αντηρίδες με πλούσια σχέδια. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο οντάς μοιάζει να αιωρείται πάνω από τα στενά των οικισμών.
Εικόνα 138: Το αρχοντικό Εμμανουήλ με τριγωνικές προεξοχές στην Καστοριά, fouit.gr
160
3. Σαχνισιά με καμπύλα κάτοψη Τα καμπύλα σαχνισιά αποτελούν την λιγότερο διαδομένη προεξοχή στην Ελλάδα. Συνήθως το πλάτος τους είναι μικρότερο και τοποθετείται στην κεντρική όψη. Οι προεξοχές αυτές δεν αποτελούν απόρροια κάποιας λειτουργικής ανάγκης, παρότι συνεισφέρουν, αλλά πρόκειται μάλλον για αρχιτεκτονικό στοιχείο της όψης. Μπορούν να υποστηρίζονται από φουρούσια, τα οποία συχνά καλύπτονται, δημιουργώντας μια ενιαία όψη. Η επίστεψη και η στέγη ακολουθούν το περίγραμμα της όψης, αφού λαμβάνουν καμπύλη μορφή, ολοκληρώνοντας την εικόνα. Καμπύλα σαχνισιά μπορούν να συναντηθούν, σε πόλεις της βόρειας Ελλάδας, όπως η Ξάνθη και η Καστοριά και ακολουθούν χρονικά των ορθογωνίων (Τσότσος, 2002).
Εικόνα 139: Κυλινδρικό σαχνισί στην Ξάνθη, debbiestravel.gr
161
4. Σαχνισιά με πολυγωνική κάτοψη Τα πολυγωνικά σαχνισιά είναι περιορισμένα στον Ελλαδικό χώρο. Ορισμένα τέτοια παραδείγματα μπορούν να συνατηθούν στην περιοχή του Πηλίου και χρονολογούνται κατά τα μέσα του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Κίζη (1995), την περίοδο αυτή εμφανίζεται μία νέα αρχιτεκτονική τάση, η οποία χαρακτηρίζεται από μνημειακότητα και συμμετρία και αποτελεί ένα μεταβατικό στάδιο «από τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της κλασικής περιόδου» στις «ακαδημαϊκές μορφές της ύστερης αρχιτεκτονικής περιόδου». Υπό αυτές τις συνθήκες, η μορφή των αρχιτεκτονικών προεξοχών μεταβάλλεται σε καμπύλη, ενώ πλέον η τοποθέτηση τους γίνεται στον κεντρικό άξονα του κτιρίου, «ώστε να πλησιάσουν ευρύτερα “αποδεκτά”, ηρεμότερα ή “αρμονικότερα” σχήματα» (Κίζης, 1995).
Εικόνα 140: Πολυγωνικό σαχνισί στο Πήλιο, Κίζης (1995)
162
Εικόνα 141 (πάνω): Αρχοντικό Μαργαρίτη, Σταγιάτες, Κίζης (1995) Εικόνα 142 (κάτω): Αρχοντικό Βαϊτσή, Κουκουράβα, Κίζης (1995)
163
Εικόνα 143 (πάνω): Αρχοντικό που κατεδαφίστηκε, Άγιος Γεώργιος, Κίζης (1995) Εικόνα 143 (κάτω): Αρχοντικό Κραγιαννόπουλου, Βυζίτσα, Κίζης (1995)
164
Ολοκληρώνοντας την μορφολογική ανάλυση, συμπεραίνουμε, πως μολονότι τα Erker και τα σαχνισιά ανήκουν στην ίδια κατηγορία αρχιτεκτονικών στοιχείων και με την πρώτη ματιά εμφανίζουν μορφολογική ομοιότητα, εντούτοις έχουν ορισμένες βασικές διαφορές. Τα Erker λειτουργούν κυρίως ως “στολίδια” των όψεων, αφού η κάτοψη και γενικότερα η μορφή τους δέχονται ιδιαίτερη επεξεργασία και πολύπλοκους σχηματισμούς. Το παραπάνω γεγονός επιβεβαιώνεται και από τις στέγες τους, οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν κομψοτεχνήματα. Αντιθέτως, τα σαχνισιά έχουν μια ουσιαστικότερη σύνδεση με το εσωτερικό του κτιρίου. Οι πρόβολοι προκύπτουν από την ανάγκη ορθογώνισης των παράπλευρων οικοπέδων, που είναι συνήθη στην Ελλάδα, όπως και της εύρεσης του καλύτερου προσανατολισμού. Σταδιακά, αρχίζουν να λειτουργούν ως στοιχείο γοήτρου στα κτίρια και κατά συνέπεια λαμβάνουν διακόσμηση με περίτεχνα σχέδια και αποκτούν και αυτά κυρίαρχο ρόλο στην αρχιτεκτονική ταυτότητα των όψεων των κτιρίων.
165
166
Διάκοσμος Οι αρχιτεκτονικές προεξοχές πέρα από τον λειτουργικό τους χαρακτήρα, συμβάλλουν και στην αρχιτεκτονική ανάδειξη και διακόσμηση του κτιρίου, αφού λειτουργούν ως στολίδι στην όψη του. Αν και αρχικά αποτελούσαν λιτές κατασκευές, με την πάροδο του χρόνου αρχίζουν να δέχονται πλούσια γλυπτικά στοιχεία, τα οποία μετατρέπουν τα Erkers και τα σαχνισιά σε κομψοτεχνήματα. Στο παρόν, λοιπόν, κεφάλαιο θα αναλυθεί το εύρος του διακόσμου που φέρουν οι αρχιτεκτονικές προεξοχές, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Γερμανία. Σύμφωνα με τον Hansen (1971), ο οποίος μελέτησε τις ξύλινες κατασκευές, τα διακοσμητικά μοτίβα, όπως και ο τρόπος δόμησης των κτιρίων της Κεντρικής Ευρώπης, διαφοροποιούνται ανάλογα με την περιοχή στην οποία συναντώνται. Στις περισσότερες μάλιστα περιπτώσεις, τα κατασκευαστικά στοιχεία είναι αυτά που συντελούν και στη διακόσμηση του οικοδομήματος. Παρατηρούμε δηλαδή, τις αντηρίδες και τα υπόλοιπα στοιχεία ακαμψίας του ξύλινου φέροντος οργανισμού να δέχονται σχηματισμούς, όπως καμπύλες διατάξεις ή ροζέτες, που αποκλειστικό ρόλο έχουν τον εμπλουτισμό της όψης (Εικόνα 144). Ακόμα, γνώριμη είναι και η εικόνα των ανεπίχριστων επιφανειών, με την πλήρωση από οπτόπλιθους να λαμβάνει διάταξη σε μορφή ψαροκόκαλου υπό διάφορες γωνίες, συντελώντας και αυτή στην ανάδειξη της όψης αρχιτεκτονικά. Σταδιακά, ο διάκοσμος αρχίζει να αποσπάται από την κατασκευή και από τον φέροντα οργανισμό και μεταφέρεται στην προσθήκη ξύλινων γλυπτών επιφανειών στα Erker, που καλύπτουν το δομικό σύστημα (Lehfeldt, 1880). Στην ανάλυση που θα ακολουθήσει θα μελετηθεί η εξέλιξη των διακοσμητικών μοτίβων στις γερμανικές προεξοχές, από την στιγμή που αυτά αποτελούν πλέον ανεξάρτητα στοιχεία και δεν συνδέονται με τα φέροντα στοιχεία.
167
Εικόνα 144 : Στο δημαρχείο του Happenheim, τα κατασκευαστικά στοιχεία συντελούν στη διακόσμηση του κτιρίου, wikipedia.org
168
Αδιαμφισβήτητα, η παλαιότερη διακόσμηση των Erker είναι αυτή που δημιουργείται από γεωμετρικούς σχηματισμούς. Κατά την πρώτη περίοδο, παρατηρούμε οριζόντια και κατακόρυφα στοιχεία, που θυμίζουν κορδέλες, να στολίζουν γείσα και ζωφόρους, να πλαισιώνουν τα παράθυρα, δημιουργώντας ορθογώνια “κάδρα” ή να λειτουργούν ως διαχωριστικά μεταξύ των κατασκευών. Αυτά αρχικά αποτελούν απλή ζωγραφική πάνω σε επιχρισμένες επιφάνειες, ενώ μετέπειτα δημιουργούνται με γλυπτική πάνω σε ξύλινα στοιχεία, που έρχονται να πλαισιώσουν την κατασκευή. Πάνω στην ίδια λογική, ολόκληρες ξύλινες επιφάνειες τοποθετούνται στα στηθαία, κάτω από τα παράθυρα, τα οποία διακοσμούνται είτε με γεωμετρικά σχέδια, είτε με περίτεχνες ζωγραφικές, εμπλουτίζοντας ακόμα περισσότερο την εικόνα των αρχιτεκτονικών προεξοχών. Οι ίδιες τεχνικές χρησιμοποιούνται καi στις πέτρινες κατασκευές, όπου διάτρητα μοτίβα λαξεύονται σε πέτρα και έπειτα τοποθετούνται σε σημεία, όπως τα τόξα των παραθύρων, τα αετώματα, καθώς και σε πλήρεις επιφάνειες. Ο πέτρινος διάκοσμος συναντάται σε γερμανικά κτίρια, κατά την περίοδο της αναγέννησης και αποτελείται από σχηματισμούς, όπως κορδέλες, μικρές εσοχές και εξογκώματα, τα οποία προσπαθούν να μιμηθούν εξαρτήματα σιδήρου (Claudia Reeb, 2017). Τα γεωμετρικά σχέδια αποτελούν μάλλον την πλειοψηφία του διακόσμου στο γερμανικό χώρο, ωστόσο δεν είναι λίγα τα κτίρια, τα οποία στολίζονται με εικονιστική γλυπτική. Μάλιστα, η Claudia Reeb (2017) αναφέρει ότι «τον 18ο αιώνα, στην περιοχή της λίμνης της Κωνσταντίας, οι εικονιστικές απεικονίσεις έφτασαν στο αποκορύφωμα τους σε δημοτικότητα». Η θεματολογία παρουσιάζει πολύ μεγάλο εύρος, μολαταύτα παρατηρούμε ότι ανά περιόδους επικρατούν παρόμοιου τύπου μοτίβα.
169
Εικόνα 145: Erker με γλυπτική διακόσμηση στο δημαρχείο του Kippenheim, staedte-fotos.de
170
Ιδιαίτερα διαδομένα είναι τα γλυπτά που απεικονίζουν το φυτικό βασίλειο. Σε αυτά υπάγονται τόσο τα άνθη, όπως οι τουλίπες και οι μαργαρίτες αλλά και οι καρποί. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις βλέπουμε συνθέσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν σταφύλια, κολοκύθες και άλλους καρπούς να στολίζουν τα στηθαία των Erker (Εικόνες 146 & 147). Εναλλακτικά, φυτικό διάκοσμο εντοπίζουμε σκαλισμένο στα φουρούσια ή στις παραστάδες των παραθύρων. Η επιλογή των φυτών σε καμία περίπτωση δεν είναι τυχαία, αφού κάθε άνθος φαίνεται να λαμβάνει μια διαφορετική νοηματοδότηση (Claudia Reeb, 2017).
Εικόνα 146 (αριστερά): Erker με φυτικό διάκοσμο από το St. Gallen, Reeb (2017) Εικόνα 147 (δεξιά): Λεπτομέρεια Erker με φυτικό διάκοσμο από το St. Gallen, Reeb (2017)
171
Τα ζώα αποτελούν άλλη μία θεματική ενότητα του γλυπτικού διακόσμου των προεξοχών με ιδιαίτερη μεγάλη ποικιλία, αφού κανείς μπορεί να συναντήσει από άγρια ζώα και αρπαχτικά (Εικόνα148) μέχρι κατοικίδια και ζώα αγροκτήματος. Η συγκεκριμένη διακόσμηση παρατηρείται ιδιαίτερα στις αρχοντικές κατοικίες της αστικής τάσης, όπου η υπάρχει η επιθυμία ταύτισης της οικογένειας με το εικονιζόμενο ζώο, το οποίο συχνά συνοδεύεται από το οικόσημο. Έτσι ζώα όπως, λιοντάρια (Εικόνα 149), αετοί, γεράκια αλλά και κύκνοι και αηδόνια αποτελούν αρκετά κοινές εικόνες. (Claudia Reeb, 2017)
Εικόνα 148 (αριστερά): Λεπτομέρεια Erker με αρπαχτικό από το St. Gallen, Reeb (2017) Εικόνα 149 (δεξιά): Λεπτομέρεια Erker με λιοντάρι από το Rorschach, Reeb (2017)
172
Οι ανθρωπόμορφες φιγούρες δεν θα μπορούσαν να παραλείπονται από τα Erker. Ιδιαίτερα διαδομένες είναι μορφές ανδρών, που προέρχονται από την λαϊκή παράδοση και φέρουν πολύ έντονες εκφράσεις, όπως ο “Zanner” (Εικόνα 150) ή ο “Grüner Mann” (Εικόνα 153) και στόχο έχουν την απόδοση ενός είδους «λαϊκού χιούμορ». Μια άλλη κατηγορία, που φέρει έντονες εκφράσεις είναι τα προσωπεία. Σύμφωνα με σύγχρονες μελέτες, τα γλυπτά αυτά, των οποίων τα πρόσωπα είναι σχεδόν αποκρουστικά, χρησιμοποιούνταν για την αποτροπή των αποτρόπαιων συμπεριφορών. Φυσικά, πάνω στις προεξοχές συναντώνται και σύγχρονες φιγούρες της εποχής, όπως επίσης και πορτρέτα των ιδιοκτητών των κατοικιών. Όλα τα παραπάνω, απαιτούν ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και γλυπτικές ικανότητες,
Εικόνα 150 (αριστερά): Λεπτομέρεια Erker με τον Zanner από τον St. Gallen, Reeb (2017) Εικόνα 151 (δεξιά): Λεπτομέρεια Erker με ανθρωπόμορφη φιγούρα από την Konstanz, Reeb (2017)
173
αφού βλέπουμε πρόσωπα να προεξέχουν από τα φουρούσια (Εικόνες 151 & 152) και τα υποστυλώματα, ή να τοποθετούνται ως επιπρόσθετα τμήματα στα στηθαία των Erker (Claudia Reeb, 2017).
Εικόνα 152 (πάνω αριστερά): Λεπτομέρεια Erker με ανθρωπόμορφη φιγούρα από την Konstanz, Reeb (2017) Εικόνα 153 (πάνω δεξιά): Λεπτομέρεια Erker με τον Grüner Mann από τον St. Gallen, Reeb (2017) Εικόνα 154 (κάτω αριστερά): Λεπτομέρεια Erker από το St. Gallen, Reeb (2017) Εικόνα 155 (κάτω δεξιά): Λεπτομέρεια Erker από την Ulm, Reeb (2017)
Ο διάκοσμος γίνεται ακόμα πιο σύνθετος, όταν αντί για μορφές απεικονίζονται ολόκληρες σκηνές. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, η θεματολογία εντάσσεται σε αλληγορικούς, μυθολογικούς ή βιβλικούς κύκλους. Στόχος των καλλιτεχνών είναι να απεικονίσουν ορισμένες βαθύτερες ιδέες και αρετές (Εικόνα 153), οι οποίες σχετίζονται με θεολογικά (Εικόνα 154), φιλοσοφικά ή πολιτικά ζητήματα (Claudia Reeb, 2017).
174
Εικόνα 156 (πάνω αριστερά):Erker στο Mainz, wikimedia.org Εικόνα 157 (πάνω δεξιά): Erker στο Koblenz, wikimedia.org Εικόνα 158 (κάτω):Erker στο Braunfels, mittelhessen.de
175
Εικόνα 159 (πάνω αριστερά):Erker στο Selingen, flickr.com Εικόνα 160 (πάνω δεξιά):Erker στο Alsfeld, wikimedia.org Εικόνα 161 (κάτω):Erker στο Idstein, getouttoexplore.com
176
Τέλος, τα Erker κοσμούνται, στις περιπτώσεις των αστικών κτισμάτων, με το οικόσημο της οικογένειας, καθώς και με επιγραφές. Το κείμενο αυτών ποικίλει. Συχνά συναντάται το όνομα του ιδιοκτήτη, όπως και η ημερομηνία κατασκευής του κτιρίου, ωστόσο είναι δυνατόν να αναφέρονται λέξεις ή φράσεις που αντιπροσωπεύουν αυτούς που διαμένουν (Claudia Reeb, 2017) (Εικόνα 162). Τα σαχνισιά διατηρούν στην πλειοψηφία τους πιο λιτή όψη. Η πρώτη προσπάθεια διακόσμησης τους γίνεται, όπως και με τα Erker, μέσω των κατασκευαστικών τους στοιχείων, όπως τα στοιχεία ακαμψίας και τα υλικά πλήρωσης. Υπό διερεύνηση είναι το γεγονός, αν η αλλαγή στην μορφή της αντηρίδας, από ευθεία σε καμπύλη έγινε για κατασκευαστικούς ή μορφολογικούς λόγους. Η ευθεία αντηρίδα είναι πιο ορθή στατικά, ωστόσο ασκεί ισχυρές δυνάμεις στην τοιχοποιία. Εν αντιθέσει, η καμπύλη αντηρίδα κινδυνεύει περισσότερο από λυγισμό, αλλά “σέβεται” την λίθινη κατασκευή και ασκεί μικρότερες ωθήσεις. Επιπλέον, η καμπυλότητα δίνει στις προεξοχές κομψότητα, “γλυκαίνοντας” το περίγραμμα του κτιρίου.
Εικόνα 162: Λεπτομέρεια Erker με δύο οικόσημα και την φράση “ Zum Weissen Trauben” από το Schaffhausen, Reeb (2017)
177
Εικόνα 163 (αριστερά): Σαχνισί με καμπύλες αντηρίδες με γλυπτική επεξεργασία στη Βυζίτσα, Θεοχαρόπουλος (2009) Εικόνα 164 (δεξιά): Πλουμισμένες με σκαλίσματα παγιάντες στο αρχοντικό Λαμπρινού στη Μεσημβρία,Μουτσόπουλος (1988)
Σταδιακά, οι αντηρίδες αρχίζουν να δέχονται ξυλόγλυπτη διακόσμηση, η οποία αρχικά αποτελούνταν από απλά σχήματα και πριονιές (Θεοδωρόπουλος, 2009), συνήθως στα άκρα τους. Έπειτα, η γλυπτική επεξεργασία άρχισε να καθιερώνεται και ακόμα και σε φτωχικά οικοδομήματα, βλέπουμε προσπάθειες στολισμού. Σε ορισμένες πιο σπάνιες περιπτώσεις κατά τον 20ο αιώνα, τα φουρούσια των προεξοχών στα αρχοντόσπιτα, δέχονται εντυπωσιακή επεξεργασία, και δημιουργούνται σχήματα αντίστοιχα με τα κιγκλιδώματα των μπαλκονιών (Μουτσόπουλος, 1988). Εναλλακτικά, τα στοιχεία έδρασης των σαχνισιών έπαιρναν καμπύλες
178
επενδύσεις από ελαφριές κατασκευές, αντίστοιχες των τοιχοποιιών, όπως το μπαγδατί. Έπειτα, οι επιφάνειες αυτές δέχονταν επίχρισμα από ασβεστοκονίαμα και τελικά, σε ορισμένες περιπτώσεις, ζωγραφίζονταν (Εικόνα 164) (Μουτσόπουλος, 1988). Όσον αφορά στο ανώτερο τμήμα των προεξοχών, αυτό στις περισσότερες περιπτώσεις δέχεται επίχρισμα, χωρίς καμία περαιτέρω επεξεργασία. Ως στοιχείο επεξεργασίας και τονισμού της όψης λειτουργεί ένα ξύλινο πλαίσιο σχήματος Π, «το οποίο περιλαμβάνει ξύλινο στοιχείο στο κάτω μέρος και δύο κατακόρυφα, σαν παραστάδες, που συνήθως φτάνουν μέχρι το πρέκι των παραθύρων και καταλήγουν σε μικρά επίκρανα» (Θεοδωρόπουλος, 2009) (Εικόνα 165) . Ωστόσο, υπάρχουν και οι περιπτώσεις, στις οποίες οι επιφάνειες καλύπτονται
Εικόνα 165: Σαχνισί με επενδυμένες αντηρίδες και ξύλινο πλαίσιο σχήματος Π στο Βαρούσι, Θεοχαρόπουλος (2009)
179
με νταμπλαδωτή ξυλεπένδυση, η οποία αποκτά κατά κύριο λόγο διακοσμητικό χαρακτήρα. Πάνω της τοποθετούνται γεωμετρικά μοτίβα ή απλά σχέδια γιρλαντών και ανθέων. Τέτοιου είδους διακόσμηση στα σαχνισιά συναντάμε κυρίως σε αστικά περιβάλλοντα και πιο συγκεκριμένα στα αρχοντόσπιτα της ανώτερης κοινωνικά τάξης (Μουτσόπουλος, 1988).
Εικόνα 166: Σαχνισιά στον οικισμό Φρουρίου της Χίου, chioscastle.gr
Ακόμα, αξίζει να σημειωθεί ένας διαφορετικός τρόπος επεξεργασίας των όψεων, ο οποίος συναντάται στα οχυρά χωριά της Χίου, σε κατασκευές όπου ολόκληρες οι λίθινες όψεις προεξέχουν. Πρόκειται για μια τεχνική, η οποίο έχει δεχτεί επιρροές από την Δύση και «οι διακοσμήσεις γίνονται επάνω στην επιφάνεια του σοβά με ξυστά, μια τεχνική sgraffito» (Μουτσόπουλος, 1988). Μετέπειτα, οι προεξέχουσες
180
Εικόνα 167: Πύργος Σαρηγιάννη, Άνω Βόλος, Κίζης (1995)
181
όψεις , εμπλουτίζονται ακόμα περισσότερο με την προσθήκη ξύλινων σαχνισιών (Εικόνα 166). Παρατηρούμε λοιπόν, ότι οι ελληνικές ξύλινες κατασκευές δέχονται λιγότερη διακοσμητική και ξυλογλυπτική επεξεργασία, τόσο συγκριτικά με τις αρχιτεκτονικές προεξοχές της Δύσης, όσο όμως και με ορισμένες περιοχές των Βαλκανίων, όπως ο Αίμος και η Τουρκία. Εκεί συναντάμε, εξολοκλήρου ξύλινα κτίσματα, τα οποία, αν και πρόκειται για φτωχές κατασκευές, είναι πλουμιστά σαν δαντέλες. Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε, ότι τα σαχνισιά του Ελλαδικού χώρου, δέχονταν πλούσιο διάκοσμο εσωτερικά, στον χώρο των οντάδων, ο οποίος έχει επηρεαστεί από την οθωμανική αρχιτεκτονική. Τα ταβάνια καλύπτονται με ξύλινες επενδύσεις με ανατολίζοντα σχέδια, όπως ακριβώς και στη μουσάντρα, δηλαδή στη μεγάλη ξύλινη ντουλάπα, που κάλυπτε έναν από τους τοίχους του οντά. Μολαταύτα, σύμφωνα
Εικόνα 168 (aαριστερά): Εσωτερική διακόσμηση οντά στο αρχοντικό Μανούση στη Σιάτιστα, Μουτσόπουλος (1988) : Εικόνα 169 (δεξιά): Λεπτομέρεια διακόσμησης του καλού οντά στο αρχοντικό Μανούση στη Σιάτιστα, Μουτσόπουλος (1988)
182
με τον καθηγητή Μουτσόπουλο (1988), το στοιχείο αυτό που αξίζει να τονιστεί «είναι οι διακοσμήσεις των νταμπλάδων που αποτελούν τη ζωοφόρο, επάνω από το λεπτότατο γείσο (το ράφι) που προεξέχει εσωτερικά του οντά και που είναι επέκταση των φεγγιτών επάνω από τα παράθυρα του σαχνισιού του οντά». Το τμήμα αυτό δέχεται πλούσιες διακοσμήσεις με θέματα, που προέρχονται από τα ταξίδια και τις μακρινές πολιτείες. Έτσι παρατηρούμε, να απεικονίζονται πόλεις, όπως η Βενετία και η Κωνσταντινούπολη, στις οποίες γίνεται προσπάθεια να απεικονιστούν με κάποιου είδους προοπτική. Οι ζωγραφιές με καράβια που πλέουν στη θάλασσα είναι επίσης ιδιαίτερα διαδεδομένες. Οι αποδόσεις γίνονται με λεπτομέρεια, αφού μεγάλη προσοχή δίνεται στα πανιά, στην πραμάτεια των πλοίων, καθώς και στα λιμάνια από όπου κάνουν απόπλους. Τέλος, η ζωοφόρος κοσμείται με σχέδια από το φυτικό κόσμο, όπως ανθοδοχεία, ανθέμια και λουλούδια (Μουτσόπουλος, 1988). Ολοκληρώνοντας την μελέτη του διακόσμου, παρατηρούμε, ότι ο στολισμός των Erker και των σαχνισιών διαφέρει, γεγονός που σχετίζεται με τη λειτουργία της εκάστοτε προεξοχής. Τα Erker, τα οποία χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο για στολισμό του επίσημου σαλονιού και της όψης, δέχονται εξωτερικά την γλυπτικής τους επεξεργασία, εμπλουτίζοντας ακόμα περισσότερο την όψη και εντυπωσιάζοντας τον κάθε περαστικό. Αντίθετα, στα σαχνισιά, τα οποία δεν αποτελούν προσθήκη στον χώρο του οντά, αλλά ταυτίζονται με αυτόν, η διακόσμηση τοποθετείται στο εσωτερικό. Εκεί η οικογένεια και φίλοι συγκεντρώνονται και συζητούν για τα μακρινά ταξίδια, που απεικονίζονται στις ζωοφόρους των δωματίων.
183
184
Συμπεράσματα Τα Erker και τα σαχνισιά είναι αδιαμφισβήτητα ίδιου τύπου αρχιτεκτονικά στοιχεία, πρόκειται δηλαδή για ελεύθερες αρχιτεκτονικές προεξοχές, τα οποία ωστόσο εμφανίστηκαν σε δύο διαφορετικά περιβάλλοντα, τόσο ως προς τις κλιματολογικές συνθήκες, όσο και ως προς τον τρόπο ζωής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίσουν ορισμένες διαφοροποιήσεις, οι οποίες σχετίζονται άμεσα με το πνεύμα του εκάστοτε τόπου. Πιο συγκεκριμένα, τα Erker και τα σαχνισιά ήταν, αρχικά, στοιχεία της φρουριακής αρχιτεκτονικής, τα οποία υιοθετήθηκαν στις κατοικίες για λόγους άμυνας. Σταδιακά διευρύνθηκαν, απέκτησαν βιώσιμο χώρο και ενσωματώθηκαν στην υπόλοιπη κατοικία. Αυτή η αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας αποτέλεσε την αφετηρία, ώστε οι αρχιτεκτονικές προεξοχές να καθιερωθούν ως κομμάτι της κοσμικής αρχιτεκτονικής. Τα αίτια της αλλαγής της χρήσης των αρχιτεκτονικών προεξοχών είναι κοινά στις δύο χώρες. Οι προεξοχές, πέρα από την αύξηση του ωφέλιμου εμβαδού, ενισχύουν την βιοκλιματική συμπεριφορά του κτιρίου, καθώς βοηθούν στον καλύτερο ηλιασμό και αερισμό του. Παράλληλα, προσφέρουν μια σειρά πλεονεκτημάτων, τα οποία σχετίζονται με την κοινωνική ζωή. Η προβολή τους πέρα από τον κορμό του κτιρίου, δίνει την δυνατότητα θέασης στα σοκάκια του οικισμού, ενώ τα παράθυρα, τα οποία τοποθετούνται και στις τρεις όψεις, επιτρέπουν το άνοιγμα στο πανόραμα. Έτσι λοιπόν τα Erker και τα σαχνισιά χρησιμοποιούνται ως χώροι καθιστικού και συναναστροφής, λόγω της όμορφης ατμόσφαιρας που δημιουργούν, ενώ η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική τους λειτουργεί ως γόητρο, αφού οι περαστικοί τα θαυμάζουν καθώς περπατάνε στον οικισμό.
185
Η τοποθέτηση των αρχιτεκτονικών προεξοχών γίνεται σχεδόν πάντα στα “επίσημα” σαλόνια και τους χώρους συγκέντρωσης, λειτουργώντας ως επεκτάσεις τους. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια άμεση συσχέτιση των προεξοχών με την εσωτερική διάταξη των χώρων της κατοικίας. Ο λειτουργικός τους ρόλος κρίνεται ως πρωτεύων, ενώ ζητήματα όπως η αρμονία και η συμμετρία της όψης θεωρούνται δευτερεύοντα. Τα Erker και τα σαχνισιά αγαπήθηκαν ιδιαιτέρως και στις δύο χώρες και αποτέλεσαν δημοφιλή αρχιτεκτονικά στοιχεία. Μάλιστα η επιθυμία κατασκευής μεγάλου πλάτους προεξοχών δημιούργησε εντάσεις μεταξύ των γειτόνων, καθώς και καταπάτηση του δημόσιου χώρου. Ηδη, λοιπόν, από πολύ νωρίς, κρίθηκε αναγκαία η θέσπιση ειδικής νομοθεσίας, που επηρεάζει τις αρχιτεκτονικές προεξοχές τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Γερμανία. Στην Γερμανία, οι πρώτες απαγορεύσεις κατά των Erker εφαρμόζονται τον 12ο αιώνα, ενώ οι οικοδομικές άδειες κατασκευής Erker προηγήθηκαν των αντίστοιχων αδειών ανέγερσης κτιρίων. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, οι πρώτες διατάξεις σχετικά με προεξοχές θεσπίζονται τον 3ο αιώνα, στα πλαίσια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ ο όρος “σαχνισί” εντοπίζεται σε νομοθετική συλλογή το έτος 1788. Σε κατασκευαστικό επίπεδο, οι αρχιτεκτονικές προεξοχές εμφανίζουν πολλές ομοιότητες μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Το μικτό σύστημα κατασκευής ή Fachwerk, το οποίο ήταν το κύριο οικοδομικό σύστημα, που μελετήθηκε στην παρούσα εργασία, είναι σχεδόν κοινό στις δύο χώρες. Πιο αναλυτικά, ο φέρων οργανισμός απαρτίζεται από αντίστοιχα δομικά μέλη, ενώ επίσης χρησιμοποιούνται ανάλογα υλικά. Ωστόσο, όπως είναι λογικό, οι κοινές αυτές οικοδομικές αρχές, επηρεάζονται από το πνεύμα του εκάστοτε τόπου, ενώ η έκφραση
186
τους γίνεται μέσω των διαθέσιμων τοπικών υλικών. Όσον αφορά στις διαφοροποιήσεις των αρχιτεκτονικών προεξοχών της Ελλάδας και της Γερμανίας, αυτές μπορούν να γίνουν πιο κατανοητές, έπειτα από παρατήρηση των κοινωνιών, που αναπτύχθηκαν. Τα Erker ακμάζουν τον 15ο αιώνα, στην γερμανική μεσαιωνική πόλη, η οποία διανύει περίοδο ειρήνης και κατά συνέπεια βρίσκεται σε ανάπτυξη. Η πόλη γίνεται εμπορικό κέντρο, γεγονός που φαίνεται στον τρόπο οργάνωσης της, με την δημιουργία πλατειών, αγορών και εμπορικών δρόμων. Ταυτόχρονα, η πόλη χωρίζεται σε συνοικίες, οι οποίες σχετίζονται με την κοινωνική διαστρωμάτωση. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα Erker συναντώνται στους μεγάλους, ανοιχτούς, δημόσιους χώρους και σε βασικούς εμπορικούς άξονες, οι οποίοι κατοικούνταν κυρίως από ευγενείς και ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Αντιθέτως, η Ελλάδα του 15ου αιώνα έρχεται αντιμέτωπη με τον νέο κατακτητή και κατά συνέπεια η αρχιτεκτονική της υιοθετεί πιο κλειστές και αμυντικές μορφές. Αυτές σταδιακά θα εξελιχθούν, ώστε να διαμορφωθούν σε σαχνισιά κατά τον 18ο αιώνα. Δεδομένου ότι η Ελλάδα βρισκόταν υπό κατοχή, οι οικισμοί δεν αναπτύχθηκαν βάσει κάποιου σχεδιασμού, αλλά οργανικά, γεγονός που αιτιολογεί την εμφάνιση σαχνισιών σε όλη την έκταση τους. Οι διαφορετικοί τρόποι αστικής ανάπτυξης μπορούν επίσης να αιτιολογήσουν και ορισμένες μορφολογικές διαφορές ανάμεσα στα Erker και τα σαχνισιά. Ο πυκνός μεσαιωνικός ιστός επιτρέπει την δημιουργία μικρών σχετικά προεξοχών, οι οποίες σχετίζονται αφενός με την εσωτερική διάταξη των χώρων, αφετέρου η μικρή έκταση της, την περιορίζει και εν τέλει λειτουργεί ως “στολίδι” της όψης και στοιχείο γοήτρου. Εν αντιθέσει, η οργανική ανάπτυξη των ελληνικών
187
οικισμών επιτρέπει στα σαχνισιά να “εξελιχθούν” ταυτόχρονα με αυτούς και να προκύψουν από τις ανάγκες τους. Ιδιαίτερα κοινά, λοιπόν είναι τα σαχνισιά που έχουν τριγωνική ή παράγωνη κάτοψη, με στόχο την ορθογώνιση των δωματίων και την εύρεση του καλύτερου προσανατολισμού. Η μορφή των σαχνισιών μπορεί να φαντάζει ελαφρώς “αδέξια”, συγκριτικά με αυτή των Erker, ωστόσο φέρει, θα λέγαμε, μια μεγαλύτερη αυθεντικότητα, που πηγάζει από το πνεύμα του εκάστοτε τόπου. Το παραπάνω γεγονός, ίσως επιβεβαιώνεται και από τον τρόπο που φέρουν το διάκοσμο τα Erker και τα σαχνισιά. Στην περίπτωση της Γερμανίας, οι προεξοχές κοσμούνται, σε πολλές περιπτώσεις, με πλούσια γλυπτική διακόσμηση, η οποία θα εντυπωσίαζε κάθε περαστικό τόσο, ώστε να σταθεί να την θαυμάσει. Αντιθέτως, τα σαχνισιά μοιάζουν απλά εκ πρώτης όψεως, εντούτοις φυλάσσουν όλο τον πλούτο τους στο εσωτερικό, στο χώρο δηλαδή που συγκεντρώνεται η οικογένεια και οι φίλοι, δημιουργώντας αίσθημα θαλπωρής.
188
Εν κατακλείδι Το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021, είχα την ευκαιρία να περάσω αρκετούς μήνες στην Γερμανία και να επισκεφτώ αρκετές περιοχές της. Είδα από κοντά πολλές παραδοσιακές κατασκευές, οι οποίες με εντυπωσίασαν, αλλά είχα και την ευκαιρία να επισκεφτώ το μοναδικό μουσείο για το “Fachwerk” στην πόλη Queldinburg, όπου φιλοξενείται ίσως στο παλαιότερο διατηρητέο κτίριο αυτού του κατασκευαστικού τύπου στην Γερμανία. Μετά λύπης μου διαπίστωσα, πως αν και υπάρχουν Erker στα προπλάσματα, εντούτοις δεν δίνονται περαιτέρω πληροφορίες για αυτά. Την ίδια διαπίστωση έκανα και κατά την αναζήτηση βιβλιογραφίας στη δημοτική βιβλιοθήκη της Κολωνίας. Αν και το Fachwerk, αποτελεί έναν κατασκευαστικό τύπο, ο οποίος έχει μελετηθεί εις βάθος από τους Γερμανούς μελετητές, εντούτοις τα Erker αναφέρονται κυρίως σε σχολιασμούς παραδειγμάτων, ενώ ορισμένες μελέτες που έχουν γίνει από πόλεις για αυτά, εστιάζουν κατά κύριο λόγο στις πέτρινες κατασκευές μπαρόκ τύπου. Οφείλω, λοιπόν σε αυτό το σημείο να αναγνωρίσω το σπουδαίο έργο της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας, όσον αφορά την μελέτη των αρχιτεκτονικών προεξοχών και να επισημάνω την ανάγκη για μεγαλύτερη εμβάθυνση στα Erker του γερμανόφωνου χώρου, αντίστοιχη με αυτή της ερευνήτριας Claudia Reeb, για την περιοχή γύρω από την λίμνη της Κωνσταντίας.
189
Εικόνα 170: Ζωγραφιά με σαχνισί
190
Εικόνα 171: Ζωγραφιά με σαχνισί
191
Εικόνα 172: Ζωγραφιά με σαχνισί
192
Βιβλιογραφία •
Συγγράμματα
Arensmeier, Aug. (1987), Hüser on Hüsker: Schnes altbergisches Fachwerk, Wuppertal, Born Verlag Gerner, M. (2007), Fachwerk: Entwicklung, Instandsetzung, Neubau, München, Deutsche Verlags-Anstalt Großmann, G. Ulr. (2006), Fachwerk in Deutschland, Petersburg, Imhof-Kulturgeschichte Hansen, H. J. (1971), Architecture in Wood : A History of Wood Building and Its Techniques in Europe and North America, New York, Viking Press Klöckner, K. (1980), Der Fachwerkbau in Hessen, München, Callwey Lehfeldt, P. (1880), Die Holzbaukunst, Berlin, Springer Verlag Κίζης, Γ. (1995), Πηλιορείτικη οικοδομία, Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα ΕΤΒΑ Μουτσόπουλος, N. (1988), Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας, Θεσσαλονίκη, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών Παπαϊωάννου, Κων. (2004), Το Ελληνικό παραδοσιακό σπίτι, Αθήνα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π.
•
Κεφάλαια συγγραμάτων και τευχών
Cypionka, R. Lohrum, B. (2011), Mosbach im späten Mittelalter und in der frühen Neuzeit : neue Erkenntnisse zum Fachwerkbau in Baden. In Denkmalp-
193
flege in Baden-Württemberg, Stuttgart, Süddeutsche Verlagsgesellschaft, 79-86
Klein, Ulr. (2012), Zum aktuellen Forschungsstand des hoch- und spätmittelalterlichen Holzbaus in Deutschland. In Mitteilungen der Deutschen Gesellschaft für Archäologie des Mittelalters und der Neuzeit, Paderborn, Neumann Druck Heidelberg 9-38 Lißner, K. Rug W. (2018), Historische Konstruktionen und Verbindungen, In “Holzbausanierung beim Bauen im Bestand”, Berlin, Springer Vieweg 23-116 Marinov, Tch. (2017), The “Balkan House”: Interpretations and Symbolic Appropriations of the Ottoman-Era Vernacular Architecture in the Balkans, In Entangled Histories of the Balkans - Volume Four, Leiden, Brill Publishers 440-593 Schmieder, L. (1936), Alemannische Stadthäuser und ihre Stellung in der Geschichte des deutschen Fachwerkbaues. In Neue Heidelberger Jahrbücher, Heidelberg, G. Koester Verlag, 122-135 Scholkmann, Κ. (1981), Fachwerkbauten des 15. Jahrhunderts (2): Das Haus am Gorisbrunnen in Urach. In Denkmalpflege in Baden-Württemberg, Stuttgart, Druckhaus Robert Kohlhammer, 99-106 Scholkmann, Κ. (1982), Fachwerkbauten des 15. Jahrhunderts (4): Das alemannische Fachwerkhaus in Saulgau, Schützenstraße 7. In Denkmalpflege in Baden-Württemberg, Stuttgart, Druckhaus Robert Kohlhammer, 1-5 Τσότσος, Γ. Π. (2002), Η γεωγραφική διασπορά στοιχείων της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της Αχρίδας και της ευρύτερης περιοχής σε συσχετισμό
194
με τον ρόλο του Ελληνικού στοιχείου κατά την ύστερη τουρκοκρατία. In Μακεδονικά 33, 281-324
•
Άρθρα - Εισηγήσεις - Τεύχη
Arnhold, El. (2018), Die Fachwerkarchitektur im Fachwerk5eck, Northeim, Druckerei Ernst Beckmann, E.-M., Sutthoff, L.J. (2018), Gebäude aus Fachwerk Konstruktion – Schäden – Instandsetzung, Köln, LVR-Druckerei Dederich, L., Koch, J., Fischer M. (2004), Erneuerung von Fachwerkbauten, Ηolzbau handbuch Reihe 7 Teil 3 Folge 1 Jahn, U.,Dreger Th. (2015), Erlebnis Fachwerk, Rhön-Rennsteig-Verlag, Suhl Δημητριάδης, Ευαγ. Τσότσος, Γ. (2000), Η αρχιτεκτονική προεξοχη- Σαχνισί. Μια άλλη χωρική αντίθεση της παράδοσης-αλλαγής. Γεωγραφική διάχυση στο βορειοελλαδικό χώρο κατά την όψιμη τουρκοκρατία, Διεθνές Συνέδριο Παραδοσιακής Βαλκανικής Αρχιτεκτονικής, Βέροια Oικονόμου, Αιν. (2014), Το δομικό σύστημα της παραδοσιακής κατοικίας του 19ου αιώνα στη Φλώρινα, 2ο Εθνικό Συνέδριο «Ιστορία των Δομικών Κατασκευών»
•
Άρθρα από το διαδίκτυο
Gogova, P. Erker, http://www.urbs-mediaevalis.de/pages/studienportal/bauteiltypologie/bauteile-e/erker.ph, τελ. ανάκτηση Μαρτ. 2021 Kaletha, M. Fachwerk, http://www.urbs-mediaevalis.de/pages/studienportal/ bautechnik/holzbauweise/fachwerk, τελ. ανάκτηση Οκτ. 2021
195
Pilz, K. Fischer, M. Erker, https://www.rdklabor.de/w/?oldid=89116, τελ. ανάκτηση Ιούλ. 2021 Pilz, K. Chörlein, https://www.rdklabor.de/w/?oldid=92635, τελ. ανάκτηση Ιούλ.2021 Sage, W, Fenstererker, https://www.rdklabor.de/w/?oldid=89364, τελ. ανάρτηση Ιούλ. 2021
•
Αδημοσίευτες πηγές
Reeb, C. (2017), ”Für mehr Bekommlichkeit, Luft und Licht”: Erker im Bodenseegebiet, Διδ. Διατριβή University of Zurich Θεοχαρόπουλος, Αλ. (2009), Οι ξύλινες κατασκευές στη παραδοσιακή Πηλιορείτικη αρχιτεκτονική, Μετ. Διατριβή Πανεπιστήμιο Πατρών Χατζηλίας, Χρ. (2009), Η Λέσβος και ο πολιτισμός της πέτρας ( 1850-1950). Η περίπτωση του Σκαλοχωρίου και της Ανεμότιας, Διδ. Διατριβή Πανεπιστήμιο Αιγαίου
196
Πηγές εικόνων Εικ. 1α & 1β: Από προσωπικό αρχείο Εικ. 2α & 2β: Από το αρχείο της κα Ελ. Τσακανίκα Εικ. 3: Φωτογραφικό υλικό αναρτημένο από τον χρήστη Archaeology Newsroom στο blog της ιστοσελίδας archaiologia.gr Εικ. 4: Από την ιστοσελίδα mapio.net (https://mapio.net/pic/p-7788451/) Εικ. 5, 6, 7 & 8: Από το σύγγραμμα “Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας”, Ν. Μουτσόπουλος (1988) Εικ. 9: Φωτογραφικό υλικό αναρτημένο από τον χρήστη ArisPa στο blog anolehonia.blogspot.com Εικ. 10: Από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη deutsche-digitale-bibliothek.de Εικ. 11: Φωτογραφικό υλικό αναρτημένο από τον χρήστη Túrelio στην ιστοσελίδα wiktionary.org Εικ. 12: Σχεδιο από το σύγγραμμα “Die Holzbaukunst”, Lehfeldt (1880) Εικ. 13: Φωτογραφικό υλικό αναρτημένο από τον χρήστη Gerd Eichmann στην ιστοσελίδα wikimedia.org Εικ. 14, 15, 16 & 17: Από το σύγγραμμα “Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας”, Ν. Μουτσόπουλος (1988) Εικ. 18: Από την ιστοσελίδα agioslavrentios.gr Εικ. 19: Από την μεταπτυχιακή διατριβή “Οι ξύλινες κατασκευές στη παραδοσιακή Πηλιορείτικη αρχιτεκτονική”, Αλ. Θεοχαρόπουλος (2009) Εικ. 20: Από το σύγγραμμα “Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας”, Ν. Μουτσόπουλος (1988) Εικ. 21: Από το κεφάλαιο “Fachwerkbauten des 15. Jahrhunderts (2): Das Haus am Gorisbrunnen in Urach” του τεύχους “Denkmalpflege in Baden-Württemberg”, K. Scholkmann (1981) Εικ. 22: Φωτογραφικό υλικό αναρτημένο από τον χρήστη Corradox στην ιστοσελίδα wikipedia.org
197
Εικ. 23: Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρήση Annette Case στην ιστοσελίδα pinterest.com Εικ. 24: Από άρθρο του χρήστη Magdalna στην ιστοσελίδα polenka.pl Εικ. 25 & 26: Από το σύγγραμμα “Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας”, Ν. Μουτσόπουλος (1988) Εικ. 27: Φωτογραφία από τον χρήστη Jaeger-Meister στην ιστοσελίδα flickr. com Εικ. 28: Φωτογραφία από τον χρήστη Albion στην ιστοσελίδα wikipedia.org Εικ. 29: Φωτογραφία από τον χρήστη JoachimKohler-HB στην ιστοσελίδα wikimedia.org Εικ. 30: Aπό την ιστοσελίδα Wasungen.de Εικ. 31: Φωτογραφία από τον χρήστη Celsius στην ιστοσελίδα wikivoyage. org Εικ. 32: Φωτογραφία από τον χρήστη KlausFoehl στην ιστοσελίδα wikipedia. org Εικ. 33: Aπό την ιστοσελίδα fotocommunity.de Εικ. 34: Aπό την ιστοσελίδα Michelstadt.de Εικ. 35: Φωτογραφία από τον χρήστη DorisAntony στην ιστοσελίδα wikimedia.org Εικ. 36: Από την μεταπτυχιακή διατριβή “Οι ξύλινες κατασκευές στη παραδοσιακή Πηλιορείτικη αρχιτεκτονική”, Αλ. Θεοχαρόπουλος (2009) Εικ. 37 & 38: Από το σύγγραμμα “Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας”, Ν. Μουτσόπουλος (1988) Εικ. 39: Από το σύγγραμμα “Πηλιορείτικη οικοδομία”, Γ. Κίζης (1995) Εικ. 40: Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρήστη Tilman2007 στην ιστοσελίδα wikipedia.org Εικ. 41: Από την διδακτορική διατριβή “Für mehr Bekommlichkeit, Luft und Licht: Erker im Bodenseegebiet”, C. Reeb (2017)
198
Εικ. 42: Από προσωπικό αρχείο Εικ. 43 & 44: Από το σύγγραμμα “Der Fachwerkbau in Hessen”, Κ. Klöckner (1980) Εικ. 45 & 46: Από το σύγγραμμα “Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας”, Ν. Μουτσόπουλος (1988) Εικ. 47-53: Από το σύγγραμμα “Πηλιορείτικη οικοδομία”, Γ. Κίζης (1995) Εικ. 54: Φωτογραφία του Β. Βουτσά, εκδομένη από εκδόσεις Μέλισσα 1988 Εικ. 55: Από το σύγγραμμα “Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας”, Ν. Μουτσόπουλος (1988) Εικ. 56: Φωτογραφία του Δ. Μποσιάκα από την ιστοσελίδα visitwestmacedonia.gr Εικ. 57, 58 & 59: Από το σύγγραμμα “Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας”, Ν. Μουτσόπουλος (1988) Εικ. 60-65: Από το σύγγραμμα “Πηλιορείτικη οικοδομία”, Γ. Κίζης (1995) Εικ. 66:Από άρθρο στη σελίδα heatheronhertravels.com Εικ. 67: Από την διδακτορική διατριβή “Für mehr Bekommlichkeit, Luft und Licht: Erker im Bodenseegebiet”, C. Reeb (2017) Εικ. 68: Από προσωπικό αρχείο Εικ. 69: Από άρθρο στη σελίδα ninasfachwerkliebe.de Εικ. 70: Από το σύγγραμμα “Holzbausanierung beim Bauen im Bestand”, K. Lißner, W. Rug (2018) Εικ. 71: Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρήστη Peter Schmelzle στην ιστοσελίδα wikipedia.org Εικ. 72:Από το σύγγραμμα “Holzbausanierung beim Bauen im Bestand”, K. Lißner, W. Rug (2018) Εικ. 73: Από άρθρο της Julia Großmann στην ιστοσελίδα geo.de Εικ. 74: Από το σύγγραμμα “Holzbausanierung beim Bauen im Bestand”, K. Lißner, W. Rug (2018)
199
Εικ. 75: Από το αρχείο της ιστοσελίδας denkmalatlas.niedersachsen.de Εικ. 76 & 77: Από το σύγγραμμα “Fachwerk: Entwicklung, Instandsetzung, Neuba”, Μ. Gerner (2007) Εικ. 78: Από το τεύχος “Die Fachwerkarchitektur im Fachwerk5eck”, El. Arnhold (2018) Εικ. 79: Από το φωτογραφικό αρχείο της ιστοσελίδας fachwerk.de Εικ. 80:Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρήστη Harke στην ιστοσελίδα wikipedia.org Εικ. 81: Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρήστη Werner Funk στην ιστοσελίδα flickr.com Εικ. 82 & 83: Από το τεύχος “Die Fachwerkarchitektur im Fachwerk5eck”, El. Arnhold (2018) Εικ. 84: Από το σύγγραμμα “Holzbausanierung beim Bauen im Bestand”, K. Lißner, W. Rug (2018) Εικ. 85: Από προσωπικό αρχείο Εικ. 86: Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρήστη Quasebart στο flickr.com Εικ. 87: Από την ιστοσελίδα bodensee.de Εικ. 88: Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρήστη Janericloebe στην ιστοσελίδα wikipedia.org Εικ. 89: Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρήστη Immanuel Giel στην ιστοσελίδα wikipedia.org Εικ. 90: Από προσωπικό αρχείο Εικ. 91: Από την μεταπτυχιακή διατριβή “Οι ξύλινες κατασκευές στη παραδοσιακή Πηλιορείτικη αρχιτεκτονική”, Αλ. Θεοχαρόπουλος (2009) Εικ. 92 & 93: Από το σύγγραμμα “Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας”, Ν. Μουτσόπουλος (1988) Εικ. 94, 95 & 96: Από την μεταπτυχιακή διατριβή “Οι ξύλινες κατασκευές στη παραδοσιακή Πηλιορείτικη αρχιτεκτονική”, Αλ. Θεοχαρόπουλος (2009)
200
Εικ. 97 - 103: Από το σύγγραμμα “Πηλιορείτικη οικοδομία”, Γ. Κίζης (1995) Εικ. 104: Από το σύγγραμμα “Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας”, Ν. Μουτσόπουλος (1988) Εικ. 105: Από το σύγγραμμα “Πηλιορείτικη οικοδομία”, Γ. Κίζης (1995) Εικ. 106: Από την μεταπτυχιακή διατριβή “Οι ξύλινες κατασκευές στη παραδοσιακή Πηλιορείτικη αρχιτεκτονική”, Αλ. Θεοχαρόπουλος (2009) Εικ. 107: Από το σύγγραμμα “Πηλιορείτικη οικοδομία”, Γ. Κίζης (1995) Εικ. 108: Από το σύγγραμμα περιοδικού “Μακεδονικά 33”, Τσότσος (2002) Εικ. 109: Από την ιστοσελίδα windmills-travel.com Εικ. 110: Από το σύγγραμμα “Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας”, Ν. Μουτσόπουλος (1988) Εικ. 111 - 117: Από το σύγγραμμα “Πηλιορείτικη οικοδομία”, Γ. Κίζης (1995) Εικ. 110: Από προσωπικό αρχείο Εικ. 119: Από την ιστοσελίδα deutschimobstgarten.de Εικ. 120: Από άρθρο της P. Gogova στην ιστοσελίδα urbs-mediaevalis.de Εικ. 121: Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρήστη Orgelputzer στην ιστοσελίδα wikipedia.org Εικ. 122 & 123: Από προσωπικό αρχείο Εικ. 124: Λεπτομέρεια λιθογραφίας Giacomo Pozzi, ιστοσελίδα kunstfreund. eu Eik. 125: Φωτογραφία του Dieter-Robert Pietschmann από το αρχείου του Universität Heidelberg heidicon.ub.uni-heidelberg.de Εικ. 126: Από το σύγγραμμα “Der Fachwerkbau in Hessen”, Κ. Klöckner (1980) Εικ. 127 & 128: Από την διδακτορική διατριβή “Für mehr Bekommlichkeit, Luft und Licht: Erker im Bodenseegebiet”, C. Reeb (2017) Εικ. 129 & 130: Από την ιστοσελίδα getouttoexplore.com Εικ. 131: Από την ιστοσελίδα agd-markgroeningen.de Εικ. 132: Από την ιστοσελίδα digitale-fotos24.de
201
Εικ. 133: Από την ιστοσελίδα wikimedia.org Εικ. 134: Από την μεταπτυχιακή διατριβή “Οι ξύλινες κατασκευές στη παραδοσιακή Πηλιορείτικη αρχιτεκτονική”, Αλ. Θεοχαρόπουλος (2009) Εικ. 135: Από το σύγγραμμα περιοδικού “Μακεδονικά 33”, Τσότσος (2002) Εικ. 136: Από το σύγγραμμα “Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας”, Ν. Μουτσόπουλος (1988) Εικ. 137: Από το σύγγραμμα περιοδικού “Μακεδονικά 33”, Τσότσος (2002) Εικ. 138: Από άρθρο στην ιστοσελίδα fouit.gr Εικ. 139: Από άρθρο στην ιστοσελίδα debbiestravel.gr Εικ. 140 - 143: Από το σύγγραμμα “Πηλιορείτικη οικοδομία”, Γ. Κίζης (1995) Εικ. 144: Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρήστη Sfintu1 στην ιστοσελίδα wikipedia.org Εικ. 145: Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρηστη rainer ullrich στην ιστοσελίδας staedte-fotos.de Εικ. 146 -155: Από την διδακτορική διατριβή “Für mehr Bekommlichkeit, Luft und Licht: Erker im Bodenseegebiet”, C. Reeb (2017) Εικ. 156: Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρήστη HajoDreyfuß στην ιστοσελίδα wikimedia.org Εικ. 157: Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρήστη Pedelecs στην ιστοσελίδα wikimedia.org Εικ. 158: Από την ιστοσελίδα mittelhessen.de Εικ. 159: Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρήστη Werner Funk στην ιστοσελίδα flickr.com Εικ. 160: Φωτογραφία αναρτημένη από τον χρήστη Pruethorner στην ιστοσελίδα wikimedia.org Εικ. 161: Από την ιστοσελίδα getouttoexplore.com Εικ. 162: Από την διδακτορική διατριβή “Für mehr Bekommlichkeit, Luft und Licht: Erker im Bodenseegebiet”, C. Reeb (2017)
202
Εικ. 163: Από την μεταπτυχιακή διατριβή “Οι ξύλινες κατασκευές στη παραδοσιακή Πηλιορείτικη αρχιτεκτονική”, Αλ. Θεοχαρόπουλος (2009) Εικ. 164: Από το σύγγραμμα “Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας”, Ν. Μουτσόπουλος (1988) Εικ. 165: Από την μεταπτυχιακή διατριβή “Οι ξύλινες κατασκευές στη παραδοσιακή Πηλιορείτικη αρχιτεκτονική”, Αλ. Θεοχαρόπουλος (2009) Εικ. 166: Από άρθρο στην ιστοσελίδα chioscastle.gr Εικ. 167: Από το σύγγραμμα “Πηλιορείτικη οικοδομία”, Γ. Κίζης (1995) Εικ. 168 & 169: Από το σύγγραμμα “Η αρχιτεκτονική προεξοχή “το Σαχνισί”: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας”, Ν. Μουτσόπουλος (1988) Εικ. 170-172: Από προσωπικό αρχείο
203