ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΥΝΔΕΣΗ «Δεν υπάρχει κρίση που να συμβαίνει χωρίς την προέγκρισή μας. Και η ψυχή δεν συναινεί, αν δεν είναι σίγουρη ότι θα τα καταφέρει.» Η Χαρά ξύπνησε από ένα βαθύ μεσημεριανό λήθαργο, ακούγοντας έναν έντονο χτύπο στην πόρτα. Αγχωμένη από την άστατη εμφάνισή της έτρεξε ν’ ανοίξει. Ταχτοποιώντας γρήγορα τα τσαλακωμένα ρούχα της και ισιώνοντας λιγάκι τα μαλλιά της , μισάνοιξε την πόρτα και αντίκρισε έναν εντελώς άγνωστο κύριο. -Τι θέλετε; Ρώτησε διστακτικά. -Με κάλεσαν και ήρθα! Απάντησε ο άγνωστος με ήρεμη φωνή. -Ποιός σας κάλεσε; Τι εννοείτε; -Μάλλον εσείς! Δεν νομίζετε; Η φωνή του παρέμενε ήσυχη και σταθερή. -Ποιός είστε επιτέλους; Τι περίεργη σκηνή, σκέφτηκε η Χαρά. Ένας μικρός φόβος, ανεπαίσθητος στην αρχή, που γρήγορα άρχισε να απλώνεται μέσα της, την έφερε σε κατάσταση ταραχής. -Ονομάζομαι Καρκίνος! Κοφτά, καθαρά και χωρίς περιστροφές αντήχησε εκκωφαντικά ήσυχα η απάντηση. Έντρομη η Χαρά έκλεισε με πάταγο την πόρτα, ακουμπώντας την πλάτη πάνω της για να στηριχτεί. Της ερχόταν να λιποθυμήσει. Έκλεισε τα μάτια. Το μυαλό της δεν δούλευε. Μόνο η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά , που την άκουγε μέσα στο κεφάλι της! Το χτύπημα στην πόρτα συνεχιζόταν επίμονα. -Κυρία, θα μου ανοίξετε παρακαλώ; -Μα όχι κύριε, εγώ δεν κάλεσα κανέναν! Φώναξε η Χαρά έξαλλη από θυμό. Το χτύπημα σταμάτησε. Της καρδιάς τα τύμπανα όμως συνέχιζαν να ηχούν σε τρελούς ρυθμούς . -Λάθος θα έκανε! Σκέφτηκε. Πήγε τρέχοντας στο μπάνιο, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της όμορφο μα τρομαγμένο και κάπου στο βάθος θλιμμένο. -Τι ήταν τούτο πάλι; Αναρωτήθηκε. Μήπως το είδε όνειρο, μήπως δεν συνέβη; Γύρισε απότομα το κεφάλι ξανακούγοντας το χτύπημα. Σκέφτηκε γρήγορα. Ήταν μόνη στο σπίτι. Όλοι οι άλλοι ήταν στις ασχολίες τους. Θα μπορούσε να φωνάξει κάποιον για βοήθεια; Το χτύπημα έγινε ακόμα πιο δυνατό κι ακόμα πιο επίμονο. Δεν μπορούσε να το αγνοήσει κι έτσι πλησίασε στην πόρτα. -Κυρία, δεν γίνεται να το κάνετε αυτό! Πρώτα με καλείτε και μετά μου κλείνετε κατάμουτρα την πόρτα. Αυτό δεν είναι καθόλου ευγενικό και ειδικά από σας, μια άψογη και γλυκιά
οικοδέσποινα. Για να με εμπιστευτείτε θα σας εκμυστηρευτώ πως δεν έχω εχθρικές προθέσεις. Για την ακρίβεια, μάθετε πως είμαι ο διασώστης σας. -Και ποιός σας είπε πως εγώ χρειάζομαι διασώστη; ρώτησε εκνευρισμένη η Χαρά. -Μα η ψυχή σας κυρία, αυτή μου έστειλε το μήνυμα, μίλησε ήρεμα ο άγνωστος. -Δηλαδή τι μήνυμα; -Ωραία, κοιτάξτε τι έγινε. Πήρα το μήνυμα πως επιθυμείτε να βάλετε σε τάξη κάποια θέματα, που ίσως από παλιά να υπάρχουν στο σύστημά σας και εμποδίζουν την ενέργειά σας και την ζωή σας να ρέουν. -Μα τι ανοησίες λέτε; Κατ’ αρχήν εγώ δεν έχω προβλήματα. Είμαι μια χαρά, η ζωή μου κυλάει ομαλά! Η Χαρά νευρίασε για τα καλά! -Να σας ρωτήσω κάτι; Μου το επιτρέπετε; Η φωνή του άγνωστου ήταν απίστευτα ήρεμη και τρυφερή. Στα νεύρα της πάνω, η Χαρά δεν αντιλαμβανόταν αυτή την όμορφη χροιά της φωνής του και σκεφτόταν μόνο, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να ξεφορτωθεί αυτόν τον ξεδιάντροπο και ενοχλητικό κύριο, που με το έτσι θέλω εισβάλλει στις ζωές των άλλων. Αν του φερόταν λίγο φιλικά, ίσως ξεγελιόταν κι έφευγε! -Καλά, ρωτήστε. -Λοιπόν, ζείτε την κάθε μέρα σας γεμάτα κι ολοκληρωτικά ή απλά διεκπεραιώνετε στην εντέλεια όλα, όσα έχετε σχεδιάσει; Τη Χαρά την έζωσαν τα φίδια! Τι εύστοχη ερώτηση ήταν αυτή; Και που ξέρει αυτός τόσα πολλά; -Εεεε………..ζω την κάθε μου μέρα, απάντησε με κάποια αστάθεια στη φωνή της. -Τότε γιατί είστε ανήσυχη και έχετε διαρκώς ένα συναίσθημα ότι κάτι λείπει, κάτι δεν είναι ταχτοποιημένο; Γιατί υπάρχει αυτό το κενό μέσα σας, που κάποιες φορές φουσκώνει απότομα και κοντεύει να σας πνίξει; Γιατί αυτή η αίσθηση του ανικανοποίητου, γιατί αυτή η ενοχή πίσω από κάθε πράξη χαράς; Πράττετε κάτι που δεν είναι εγκριτέο; Η Χαρά άρχισε να ζαλίζεται. Τι τρέχει εδώ; Μιλάει ο άγνωστος ή η ίδια; Αυτά που περιέγραφε με σαφήνεια τούτος εδώ, τα αισθανόταν εδώ και τόσον πολύ καιρό ! Χρονικά, δεν ήξερε που να τοποθετήσει ακριβώς την αρχή. -Αααα….αρκετά! Το ‘χετε παρακάνει. Δεν έχετε καν αυτό το δικαίωμα! ούρλιαξε υστερικά. -Ηρεμήστε κυρία, οι προθέσεις μου είναι τόσο φιλικές, που αν το ξέρατε, θα μου είχατε ανοίξει ήδη την πόρτα, ακούστηκε τρυφερά η φωνή του άγνωστου. Είμαι ένα δώρο, σταλμένο από «αυτό», που τούτη τη στιγμή τάχτηκε να σας προστατεύει. Δεχτείτε απλά το δώρο! Το χρειάζεστε, το ‘χετε ανάγκη! -Λες βλακείες, εγώ δεν χρειάζομαι βοήθεια, είμαι δυνατή, έξυπνη, τα καταφέρνω μια χαρά και, στο κάτω-κάτω, είμαι καλύτερη από πολλούς άλλους. -Μα δεν αμφισβήτησα τις ικανότητές σας κυρία, την ετοιμότητά σας να δέχεστε αρχίζω να αμφισβητώ, συνέχισε μαλακά ο άγνωστος.
-Ξέρετε κάτι; φώναξε η Χαρά, τσαντίζομαι αφάνταστα όταν με αμφισβητούν, είμαι ικανή να γίνω θηρίο!! -Μα…..για ποιό λόγο; -Για ποιό λόγο;; Μα όταν σε αμφισβητούν, σε προσβάλλουν, δεν σε αποδέχονται όπως είσαι, σε απορρίπτουν, δεν σε αγαπούν!! -Ακριβώς! Έτσι νιώθω κι εγώ τώρα. Σαν ανεπιθύμητος, ανίκανος, άκυρος, άχρηστος και μπορώ να θυμώσω τόσο από αυτή την ασεβή σας στάση, ώστε να μεταμορφωθώ σε θηρίο και να σας διαλύσω! Όμως δεν νομίζετε ότι αυτό θα ήταν μια παιδική στάση και αντιμετώπιση; Ότι τώρα που είστε ενήλικη, έχετε ή θα μπορούσατε να έχετε μια διαφορετική ματιά; Μια ματιά που να επιτρέπει μια κάποια απομάκρυνση από την ακτή, απ’ το σταθερό, το γνωστό και το σίγουρο προς κάτι άγνωστο, χωρίς να χάνετε τη γη κάτω από τα πόδια σας; Σίγουρα η παιδική αυτή ματιά, σας προστάτεψε και σας βοήθησε να φτάσετε ως εδώ. Μα τώρα; Τη χρειάζεστε ακόμα; Σαν ένα τρενάκι πέρασε μπροστά απ’ τη Χαρά η ζωή της. Στα πρώτα βαγόνια η παιδική της ηλικία. Το θυμόταν αυτό το προσωπάκι της μικρής, που με ταχύτητα αστραπής πέρασε μπροστά της. Όμορφο, λίγο θλιμμένο, γεμάτο απορία και πολλές φορές θυμό, για τον τρόπο που οι ενήλικοι εκφράζονται. Να η μαμά, ο μπαμπάς, τ’ αδέρφια της. Η πατρική οικογένεια, το στήριγμα και η φωλιά της. Πόσο προσπάθησε να προστατέψει απ’ το κακό όλους αυτούς που αγαπούσε! Κόπιασε, έκαψε κομμάτια του εαυτού της, πρόσφερε ότι μπόρεσε για να τους σώσει! Απ’ τη μεγάλη, άδολη αγάπη της προς αυτούς. Άραγε το πρόσεξε κάποιος; Ένα αίσθημα άδικου την κατακλύζει. Και το άδικο φουντώνει μέσα της, κλέβει χώρο και ζητά δικαίωση. -Αφήστε με ήσυχη, μη με ξαναενοχλήσετε, αρκετή ώρα ξόδεψα ήδη να σας ακούω. Δεν με ενδιαφέρουν τα λεγόμενά σας, να φύγετε, θα καλέσω βοήθεια, την αστυνομία, να σας διώξουν με το ζόρι! Φώναξε , νιώθοντας σαν σα σπίτι, που πάνω του έχει περάσει ανεμοστρόβιλος!! Αφουγκράστηκε για λίγη ώρα πίσω από την πόρτα. Δεν ακουγόταν κάτι. Ησυχία. Ναι, ησυχία χρειαζόταν. Ησυχία και λίγη γαλήνη. Κάθισε στον καναπέ ξεφυσώντας ανακουφισμένα κι έκλεισε τα μάτια. Το τρενάκι της ζωής της ξανά εκεί. Αδύνατον να το σταματήσει. Να η εφηβεία της, να οι προσπάθειές της να βρει τα θέλω της, ν’ ανοίξει το δικό της μονοπάτι. Και να’ ρχονται αυτά τα θέλω διαρκώς κόντρα στα πρέπει της οικογένειας. Κάθε που τόλμαγε κάτι, το στομάχι της φώναζε: »Δεν εγκρίνεται, δεν έχεις την άδεια». Η καρδιά της έσπαγε. Προς τα πού να πάει; Στο δικό της δρόμο, που μόλις αρχινούσε να χαράζει, στις επιθυμίες της μάνας, για να μην την προδώσει, να σώσει τον πατέρα, που έδειχνε αδύναμος (Θεέ, ποιό παιδί μπορεί να σώσει ενήλικο, τι βάρη φορτώθηκε!!), να γίνει μια πετυχημένη προσωπικότητα σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές, να τα παρατήσει όλα και να πεθάνει; Προβλήματα άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια, οι σχέσεις της περίεργες, συχνά ακραίες και δυσλειτουργικές, καταθλίψεις, που δεν τις αντιλαμβανόταν, πλάκωναν την ψυχή της. Μπλόκαρε κάθε τόσο. Έξω έδειχνε σαν ένα ισορροπημένο, ίσως και ευδιάθετο άτομο, μέσα της το χάος. Ακυβέρνητο όχημα, αλλά με ακλόνητες σταθερές και αξίες, διαμεσολαβημένες από την οικογένεια και τους προγόνους. Πώς να συνταιριαχτούν τα δυο άκρα; Κατάκοπη τη βρήκε ο ύπνος, χαρίζοντάς της ένα διάλλειμα λήθης. Ονειρεύτηκε τον εαυτό της κατάχαμα, κουβάρι τυλιγμένο με κάτι απαλό, ζεστό και μαλακό. Ένιωθε ασφαλής και αποδεχτή μέσα σ’ αυτό το αγκάλιασμα. Δίπλα της σβούριζε νευρικά ένας άλλος εαυτός της, αυστηρός, τιμωρός και βίαιος. Τη χτυπούσε και της φώναζε να σηκωθεί, να στηθεί και να
αντιμετωπίσει τη ζωή. Από τα χτυπήματα πόναγε όλο της το σώμα. Δάκρυα καυτά ανάβλυζαν απ’ τα μάτια της και ξαφνικά, από τα έγκατα της ψυχής της βγήκε ορμητικά ένας βαθύς και λυτρωτικός σπαραγμός! Έψαξε να αναγνωρίσει αυτό το «κάτι». -Ποιό είσαι εσύ, καλό μου; Ρώτησε με αναφιλητά. -Είμαι το « δεν νιώθω καλά, δεν δικαιούμαι την ευτυχία». Εγώ μόνο σε αγαπώ και σε στηρίζω. Απάντησε ζεστά το « κάτι», κοιτώντας τη με γλυκό και βαθύ βλέμμα! Σαν να πέρασαν αιώνες σ’ αυτό το αγκάλιασμα, έτσι βυθισμένη ήταν. Μα σε λίγο, λες και μια αόρατη και σταθερή δύναμη να γλίστρησε μέσα της, η Χαρά ένιωσε επιτέλους έτοιμη να σηκωθεί. Εξακολουθώντας να πονά και γυρνώντας αργά προς το «κάτι», ψιθύρισε με απέραντη τρυφερότητα, πρωτόγνωρη γι’ αυτήν: -Θα μπορούσες να μου αφήσεις λίγο χώρο; Σ’ ευχαριστώ πολύ, αλλά έχω την αίσθηση πως δεν θα σε χρειαστώ άλλο. Η βοήθειά σου στάθηκε πολύτιμη για μένα. Θα μπορούσες να μείνεις λίγο πιο κει και να με παρατηρείς μόνο; Σηκώθηκε σιγά-σιγά, στάθηκε στα δυό της πόδια σταθερά και κοίταξε τριγύρω. Ένιωθε καλά. Ένιωθε καλά!! Ένιωθε δυνατή και σίγουρη. Σαν ν’ άκουσε κομμάτια πάγου να θρυμματίζονται γύρω της, κάτι μέσα της είχε αρχίσει ν’ αποψύχεται. Όμως και κάτι της έλειπε. Κοίταξε τον αυστηρό εαυτό της στα μάτια, άνοιξε την αγκαλιά της και γεμάτη κατάφαση είπε: -Χωρίς εσένα νιώθω λειψή. Θα ‘θελες να σε αγκαλιάσω; Μπορεί να με πόνεσες, μα ξέρω πως στην πρόθεσή σου ήταν να προστατέψεις και να τιμήσεις!! Ξύπνησε απότομα! Ζαλισμένη ακόμα από το ακατανόητο όνειρο, κοίταξε γύρω. Με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσε ότι οι δικοί της είχαν γυρίσει, να ο άντρας της, ο υπέροχος και μοναδικός της σύντροφος, τα παιδιά της τα όμορφα, έξυπνα και άξια, το καθένα με τον δικό του τρόπο και ακριβώς δίπλα της, μεγαλοδύναμε Θεέ, καθόταν ο Καρκίνος!!!! Του είχαν επιτρέψει να μπει και να καθίσει!!! Του πρόσφεραν θέση!! Τον κέρασαν δροσερό νερό και φρέσκα φρούτα!!Γεμάτοι ενδιαφέρον, οι δικοί της τον ρωτούσαν τι ζητούσε από τη Χαρά. Το θάρρος των δικών της, να συμπεριφέρονται σε ένα άγνωστο, ενδεχομένως επικίνδυνο άτομο, τόσο φιλικά, άφησε άφωνη τη Χαρά! -Αγαπημένη μου Χαρά, άρχισε ο Καρκίνος, ρίξε τις αντιστάσεις σου, άνοιξε την καρδιά σου και νιώσε με! Άπλωσε το χέρι του κι άγγιξε απαλά το δικό της. Ήταν ένα χέρι ζεστό, δυνατό και συνάμα απέραντα τρυφερό! Έμοιαζε με χάδι ξεχασμένο, αγαπημένο χάδι που δεν ερχόταν συχνά, όπως και η αποδοχή της, κι αυτή δινόταν σπάνια. Ράγισε η Χαρά. Ξέσπασε σε λυγμούς. Και καθώς μαζεύτηκε για να θρηνήσει την ξεχασμένη και σπάνια εκείνη αίσθηση πληρότητας και ευτυχίας, που όσο κι αν προσπάθησε να ξαναφέρει στη ζωή της, εκείνη πάντα της ξεγλιστρούσε, την τράβηξε απαλά ο Καρκίνος και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Ψιθυριστά της τραγούδησε ένα παλιό νανούρισμα κι ήταν τέτοια η κραυγή πόνου που βγήκε από μέσα της για όλα τα «λειψά» της, που οι άλλοι πάγωσαν. Και τότε είπε ο Καρκίνος: -Η ευτυχία και η λύση, για πολλούς ανθρώπους, ενέχουν ένα συναίσθημα δύσκολα αναγνώσιμο σε πρώτη φάση: την ενοχή. Καθώς προσπαθείς να βαδίσεις προς την ευτυχία και τη λύση νιώθεις πως προδίδεις. Τι; Ποιους; Μάλλον όλους τους απόντες του
συστήματός σου, τους μη τιμημένους, τους άκυρους και τους ανίκανους, τους τρελούς και τους πονεμένους, όλους αυτούς που δεν ευτύχησαν, που η ζωή τους κύλησε με πόνο και κόπο, από τις τραγωδίες που τους βρήκαν. Νιώθεις πως η ευτυχία δεν σου πρέπει, δεν σου αξίζει. Και έτσι μένεις αγκαλιά με το πρόβλημα, κοιτώντας αποκλειστικά και μόνο αυτό, χωρίς ν’ ανοίγεις τη μάτιά σου σε νέα δεδομένα! Έτσι προβάλλεται αυτό που χρίζει προβολής! -Υπάρχει τρόπος να σπάσει αυτή η αλυσίδα; Ρώτησε η Χαρά, σηκώνοντας ελαφρά το γεμάτο δάκρυα πρόσωπό της και κοιτώντας τον Καρκίνο με βλέμμα ικεσίας. -Μα ναι Χαρά μου, γι αυτό βρίσκομαι εδώ, γι αυτό με κάλεσες! Θα μείνω όσο με χρειάζεσαι για να σε βοηθήσω κι ύστερα θα φύγω, γιατί πια θα ‘χεις καταλάβει. -Τι θα καταλάβω, σεβαστέ μου Καρκίνε; ρώτησε απορώντας και σαν κάπως χαμένη η Χαρά. -Θα καταλάβεις πως άλλο πράγμα είναι να δέχεσαι καθ ‘όλα και με σεβασμό το δώρο της ζωής και να ζεις γεμάτα, χωρίς ενοχές και με βαθειά κατάφαση προς αυτό που συμβαίνει και άλλο να διεκπεραιώνεις άψογα και λεπτομερώς ότι σχεδίασες εσύ και αποφάσισες ότι μπορείς και να το ελέγχεις. Γιατί ότι χειρίζεσαι, σε χειρίζεται κι αυτό ανάλογα και σε ότι αντιστέκεσαι , λαμβάνεις πίσω ίσα ακριβώς δύναμη αντίστασης και από εκείνο! Μάθε λοιπόν να μην παραβιάζεις δυο βασικές αρχές στη ζωή: «Η τάξη προηγείται της αγάπης».(Η τάξη, η ιεραρχία της αγάπης είναι το μπουκάλι κι η αγάπη είναι το νερό, αν σπάσει το μπουκάλι, το νερό χύνεται χωρίς νόημα) και «ότι ανήκει, έχει δικαίωμα να ανήκει» (οι συνέπειες του να εξορίζεις και να απομονώνεις σε ντουλάπια όλα τα δύσπεπτα «προβάλλονται» διαρκώς στην καθημερινότητά σου ). Ο Καρκίνος σταμάτησε για λίγο το μονόλογο. Ρώτησε τη Χαρά, αν αισθανόταν άνετα και αν ήθελε να τον ακούει. Και κείνη, με πρόσωπο που ακτινοβολούσε, απάντησε: -Κανείς δεν μου μίλησε τόσο βαθειά στην ψυχή μου. Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω. Θα ήθελα να κάνω κάτι γι αυτό. -Κάνε υπομονή Χαρά μου, δώσε χώρο σε όλα. Και όταν πια νιώσεις τα πάντα μέσα σου σε όλη τους την αλήθεια, τότε θα συμβεί ένα θαύμα!!Θα ζεις! Θα πατάς γερά στη γη αλλά ταυτόχρονα θα πετάς!!!Κι εγώ, που θα ‘χω πια φύγει, θα σε βλέπω από μακριά και θα γελώ από χαρά, γιατί θα ‘χει πετύχει ακόμα μια αποστολή μου ! Κι έτσι ο Καρκίνος έμεινε με τη Χαρά για κάμποσους μήνες, μαζί πήραν δρόμους ανηφορικούς, κατήφορους, δρομάκια ήσυχα κι επίπεδα, άνοιξαν καινούρια μονοπάτια με νέους προορισμούς, γνώρισαν ο ένας τον άλλο βαθειά και συναίνεσαν σ’ αυτό το αλισβερίσι. Και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου η Χαρά αποχαιρέτησε τον Καρκίνο με απέραντη αγάπη και ζεστασιά και άρχισε να ζει!!!
Δεν έχει λόγια να το πεις Χρώματα να το βάψεις Δεν έχει άνθη διαλεχτά Να πας να το ταιριάξεις Άσμα ασμάτων λείβεται Για να το περιγράψεις Κι ούτε άγιος, μήτε και σοφός Να πρέπει να το τάξεις Τούτο το πέταγμα ψυχής Τ’ ανάλαφρο το βήμα Τούτο το στέρεο της γης Και του πελάγου κύμα
Αφιερωμένο στην πολύτιμη αδερφή μου, στις αγαπημένες φίλες μου και σε μένα, από μένα, τη Jiota Kritharioti, που μέσα από τη συστημική προσέγγιση, τη βοήθεια της ομάδας μας και της Φρόσως (γάτα η γυναίκα, μου αντιστεκόταν αιώνες, έμαθα την υπομονή, ο Θεός να της δίνει δύναμη!)αξιώθηκα να δω και να βιώσω 0,001 χιλιοστά εσωτερικής μετακίνησης!! ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ Υ.Γ. Τα ονόματα είναι τυχαία. Αντικαταστήστε τα με όποιο όνομα, κατάσταση, χαρακτηριστικό ή ιδιότητα εσείς επιθυμείτε.