Τι λησμονεί ο άνθρωπος προπάντων: Σίγουρα όχι το εγώ του Τις πεθυμιές του βάζει υπέρ πάντων Κι αλλοίμονο σ΄όποιον σταθεί εμπρός του Μήπως τη μάνα του ξεχνάει με τα χρόνια; Η τάχα αυτόν τον άγνωστο πατέρα, Που όσο κι αν επροσπάθησε να τον γνωρίσει Πάντα η ζωή τον κράταγε πιο πέρα Ούτε κι αυτούς ξεχνά, μα πάντα εντός του Τους κουβαλά χωρίς να το γνωρίζει Νομίζει ελεύθερος πως πάει Μα δέσμιος προγόνων δες πασχίζει Δρόμο να ανοίξει προς τα όνειρα του Κοίτα όμως ποιόν στο τέλος πια ξεχνάει Έναν μικρούλη που όλο δάκρυα και πόνο Προς το όνειρο με δύναμη τον πάει Σκύψε λοιπόν μεγάλε και προσκύνα Θυμήσου κι άνοιξε την αγκαλιά σου Είσαι αρκετός, μην βασανίζεσαι άλλο Και κράτα τον μικρό μες την καρδιά σου!