ιασωνίδου 02:25 freddo espresso ανατολή απέναντι απλήρωτο βιβλίο γκουλουάζ ματαιότητα στο σπίτι μηχανή του δρόμου μια μόνη βόλτα τσιγάρα μπλε φτερά και diy google maps φυσούνα παγωτό λεμόνι μάυρα παπούτσια δεν υπάρχει εγνατία ταξιτζής φανάρια ο τάφος της πέτρας ποδήλατο πόδια όριο
Ιασωνίδου Κάθε φορά που περιμένω το αστικό στην Ιασωνίδου κάθομαι στο σκαλάκι της πολυκατοικίας ακριβώς πίσω από τη στάση. Εκεί ξέρω ότι κανείς δε θα με ενοχλήσει αφού δεν εμποδίζω τους περαστικούς ούτε καταλαμβάνω κάποια θέση στο παγκάκι της στάσης πολύτιμη για κάποιον που τη χρειάζεται. Κάποιες φορές, και είναι ελάχιστες, άνθρωποι μπαίνουν ή βγαίνουν από την πολυκατοικία και τότε σηκώνομαι πρόθυμα να περάσουν. Δεν έχω άλλες επαφές με κανένα εκτός κι αν κάποιος μου ζητήσει τσιγάρο ή αναπτήρα. Κάποιες φορές κοιτάω τους περαστικούς και αναρωτιέμαι τι λένε οι παρέες μεταξύ τους και γελάνε.
00:25 [02:25] Λάγνο σφύριγμα. Αίσθημα Τρόμου και θαρραλέας αδιαφορίας. [02:26] Σφύριγμα δεύτερο. Ωμός Τρόμος και τελεία. Ακινητοποιημένο σώμα, βλέμμα αεικίνητο. Δεξιά, o Ρωμαίος Γαλέριος κι η υποθήκη του σε χαιρετούν. Αριστερά, το σφύριγμα απόσταση ανάσας. [02:30] Γλοιώδη γέλια. Τρέμουλο στα πόδια, πόνος στο στήθος. [02:35] Παραίτηση. Κουράστηκες. Γέλια επιτυχούς τρομοκρατίας. Δίπλα σου η Αγία. Χέρι τελετουργικά σε μέτωπο, κοιλιά και στήθη. Έσχατος τρόπος ανάκτησης ελπίδας. [02:35] Φωνές που στάζουν βία. Φωνές που τρυπάνε το μυαλό σου [02.36] Οι σκιές πήραν μορφή. Μυρίζεις τη σαπίλα των χνώτων τους. Νιώθεις τα κρύα άκρα τους πάνω σου. Είναι δύο. Είσαι μόνη. Γύμνια και αίμα. Λίγες δρασκελιές μετά, ο φιλόσοφος είναι εκεί να σε θεραπεύσει.
freddo espresso βγήκα απ'το σπίτι γιατί το χρειάζονταν τα μάτια μου πήρα έναν φρέντο εσπρέσσο που έχει 1 ευρώ αντί για φραπέ που έχει 70 λεπτά γιατί δεν είχα πιει καφέ απ'το πρωί και πίστευα ότι μου άξιζε με τα υπόλοιπα απ'το τελευταίο μου πεντάρικο πήρα καπνό είδα άλλη μία μοτοπορεία μπατσων περπάτησα την εγνατία για να πάω να κάτσω σε κείνο το πάρκο πάνω από την ρωμαϊκή αγορά αλλά είχε αρκετό κόσμο αναρχικούς που κάναν βόλτα τα σκυλιά τους στο πρώτο επίπεδο γέρους που παίζανε τάβλι στο δεύτερο και κάτι άλλους τύπους στο τρίτο στεναχωρήθηκα που θα περπατούσα κι άλλο αλλά δεν πείραζε γιατί χάρηκα που το πάρκο χρησιμοποιούνταν είδα άλλη μία μοτοπορεία μπατσων κάθησα στην πλατεία που την λένε πλατεία δικαστηρίων αλλά αμφιβάλλω αν κανείς την λέει
όντως έτσι ήταν δύσκολο να βρώ παγκάκι γιατί ήταν ώρα αιχμής κι ήταν γεμάτο αλλοδαπούς και πρεζάκια και παιδάκια αλλοδαπά που παίζαν στην παιδική χαρά προστατευμένα από την υπόλοιπη αλλοδαπή πλατεία με κάγκελα το καλό μ'αυτήν την πλατεία είναι ότι τα παγκάκια είναι μικρά κι ατομικά είχε αρκετή κίνηση και φωνές και γλάρους να πετάνε και να χαλάνε τον κόσμο με τις φωνές τους και πλαστικά σκουπίδια στα γρασίδια που λαμπύριζαν απ'το φως και τη μυωπία μου
ανατολή Ποτέ δεν τρελενόμουν για τα ηλιοβασιλέματα όπως οι περισσότεροι. Πάντοτε με συνέπαιρνε η εικόνα της ανατολής του ηλίου. Η αρχή της κάθε ημέρας και το άπλετο φως που διασκορπίζεται στη γη βάζουν ένα χαμόγελο στα χείλη μου. Ξημερώματα μιας Τετάρτης, διασχίζοντας την Εγνατία προς ανατολικά, ο καφές και τα τσιγάρα κατάφεραν να με ξυπνήσουν εγκαίρως, ώστε να απολαύσω άλλη μια ανατολή. Μόνο που, όσο κοιτούσα στον ορίζοντα με ενθουσιασμό, συνειδητοποιούσα πως δε θα έβλεπα αυτό που περίμενα. Μπροστά στα μάτια μου δεν ανέτειλε μόνο ο ήλιος, αλλά και το φεγγάρι! Η εικόνα ήταν μαγευτική και αδυνατούσα να γυρίσω αλλού το βλέμμα μου. Το θέαμα των δεκάδων αυτοκινήτων, η βαβούρα και το καυσαέριο ήταν λες κι είχαν εξαφανιστεί. Ούτε καν η μουσική στα ακουστικά μου δεν μπορούσε να με αποσπάσει από αυτό που απολάμβανα εκείνη τη στιγμή. Τα χρώματα στον ουρανό ταξίδευαν τα μάτια μου μακριά και το σώμα μου ένιωθε να επιπλέει, σαν να ήμουν μέσα σε όνειρο. Το όνειρο διήρκεσε για λίγο, η εικόνα όμως έχει αποθηκευτεί καλά στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Ομολογώ πως ήταν από τα ωραιότερα πρωινά που έχω ζήσει. Η μέρα δεν ήταν παρά μια συνηθισμένη Τετάρτη, αλλά το χαμόγελο εκείνης της Τετάρτης μόνο συνηθισμένο δεν ήταν.
απέναντι Περνάμε απέναντι σέρνοντας αργά τα πόδια μας. Δε βιαζόμαστε, η Εγνατία είναι άδεια. Μοιάζει να περιμέναμε να τελειώσει πρώτα ο κόσμος και ύστερα να αποφασίσαμε να γυρίσουμε σπίτι.
απλήρωτο βιβλίο Παρασκευή απόγευμα. Ο καιρός έχει ήδη ζεστάνει επικίνδυνα. Ως συνήθως τελειώνω νωρίς τη δουλειά και επιτέλους φτάνει το τέλος μιας κουραστικής εβδομάδας. Τι θα κάνω; Κάτι για μένα, κάτι για να με ξεκουράσει και να με ευχαριστήσει. Δεν χρειάζεται να το σκεφτώ πολύ… Όπως πάντα βρίσκω διέξοδο περπατώντας δίπλα στη θάλασσα χαζεύοντας και απολαμβάνοντας την αγαπημένη μου θέα. Χωρίς να το καταλάβω, φτάνω στον πολύβουο δρόμο που είναι γεμάτος αυτοκίνητα προς δυο κατευθύνσεις και πολύ κόσμο που περπατάει δίπλα μου, μπροστά μου, πίσω μου… Περνάω ένα από τα πιο πολυσύχναστα σημεία συνάντησης ανθρώπων σε αυτή την πόλη και συναντώ τις πρώτες βιτρίνες, αλλά και τα τεράστια κτίρια που υψώνονται και στις δυο μεριές του δρόμου. Έχω φτάσει εδώ με σκοπό να αγοράσω κάτι για μένα, αλλά για την ώρα απλά απολαμβάνω τις βιτρίνες και τον κόσμο κάθε ηλικίας που περπατά γύρω μου βιαστικά, αργά, κάνοντας βόλτα ή πίνοντας καφέ και συζητώντας με τους οικείους του. Ξαφνικά, φτάνω στο αγαπημένο μου μαγαζί, εκεί πάντα ηρεμώ και βρίσκω διέξοδο στις σελίδες των βιβλίων που υπάρχουν μέσα..
Κάτι μου τραβά την προσοχή ήδη από έξω... Μπαίνω μέσα και ενθουσιάζομαι με το χώρο αλλά και με τους ανθρώπους που με εξυπηρετούν. Το επεξεργάζομαι και αποφασίζω να το αγοράσω. Ξέρω ότι δε θα το μετανιώσω.. αυτό είναι που με ευχαριστεί γιατί χάνομαι στις σελίδες του. Πηγαίνω βιαστικά στο ταμείο και ετοιμάζομαι με ενθουσιασμό να πληρώσω. Την ίδια στιγμή συνειδητοποιώ ότι το πορτοφόλι μου δεν με συνοδεύει. Κρύος ιδρώτας με λούζει, αδειάζω την τσάντα μου κι όμως το πορτοφόλι μου δεν ήταν πουθενά… Ήμουν τόσο σίγουρη ότι το είχα μαζί μου όταν έφυγα από το σπίτι. Ζήτησα συγνώμη από την ευγενική κοπέλα στο ταμείο και έφυγα έντρομη από το μαγαζί για να δω μήπως μου έπεσε στο δρόμο… πράγμα αδύνατο… Μετά από ώρα έφτασα στο σπίτι αλλά το πορτοφόλι μου δεν ήταν εκεί… Μάλλον, δεν ήταν η μέρα μου αυτή!
γκουλουάζ Στέκομαι στη διάβαση και περιμένω να περάσω απέναντι. Ενας περαστικός με κάστανα και απεριποιητα μαλλιά κοντοστέκεται δίπλα μου. Πρέπει να ειναι γύρω στα 40. Δείχνει σκεπτικός. Τον παρατηρώ. Βγάζει από τη δεξιά τσέπη του πουκαμισου του, που βάζω στοίχημα οτι έχει αγοράστει από σεκοντ χάντ, ένα πακέτο με τσιγάρα γκουλουαζ.αναβει ένα τσιγάρο. ΣυνεχιΖω να τον παρατηρώ. Το φανάρι γίνεται πράσινο και η ιστορία αυτη τελειώνει κάπου εδω. Μια νέα ομως θα αρχίσει σύντομα.
ματαιότητα στο σπίτι Μα τι ωραία πόλη! Είναι ένα απόγευμα που έχω μελαγχολήσει από τη ματαιότητα της σχολής μου, και από την αεργία στο σπίτι μου, γιατί, όταν δεν είσαι παραγωγικός στον κύριο σκοπό σου, δεν είσαι παραγωγικός και σε κανέναν άλλον τομέα της ζωής σου. Κάθομαι, λοιπόν, άπραγη στο σπίτι μου σκοτώνοντας τον χρόνο μου με αδιάφορα πράγματα και θυμάμαι ότι γίνεται ένα φεστιβάλ στο Καπάνι. Τουλάχιστον από το να νιωθώ την ματαιότητα σπίτι, ας βγω έξω να εισπράξω και αυτή του υπόλοιπου κόσμου. Παίρνω μία φίλη και πάμε με μία μπύρα στο χέρι από το Καπάνι. Για το είδος του φεστιβάλ οριακά δεν είχαμε ιδέα, όπως εξίσου και για το πρόγραμμα. Περιμένουμε, λοιπόν, να δούμε μεθυσμένο κόσμο να περιφέρεται. Αλλά δεν ήταν έτσι. Φτάνουμε εκεί και βλέπουμε γνωστό κόσμο να ασχολείται με παραγωγικά πράγματα. Είτε αυτό ήταν να βγάζουν φωτογραφίες για το φεστιβάλ, είτε να βοηθούν στη διοργάνωση, είτε απλά να είναι χαρούμενοι, να χορεύουν και να συζητάνε. Έτσι άρχισε να μας μεταδίδεται όλο αυτό το εύθυμο κλίμα. Αφού χορέψαμε και επικοινωνήσαμε με τον κόσμο και το φεστιβάλ τελείωσε αρκετά νωρίς, ενώ η δική μας διάθεση μεταλλάχθηκε από μελαγχολία σε επιθυμία, δεν θέλαμε να τελειώσει το βράδυ μας έτσι. Η πιο εύκολη λύση μας ηταν να κατευθυνθούμε από το Καπάνι κάπου προς την Καμάρα, ή τη Ροτόντα, αφού τα μαγαζιά εκεί θα ήταν ανοιχτά, και είναι και στα δικά μας πλαίσια.
Ανεβαίνοντας από Καμάρα για Ροτόντα, βλέπουμε μία ομάδα ατόμων να χορεύει στο δρόμο παραδοσιακούς χορούς. Μην έχοντας ιδεά καμία απο τις δυό μας απλά καθόμαστε και παρακολουθούμε. Το κλίμα ήταν, όμως, τόσο θερμό που δεν μπορούσες απλά να παρακολουθείς. Έπρεπε να συμμετέχεις. Ξεκίνησα εγώ. Δεν ήξερα το είδος του συγκεκριμένου χορού, αλλά δεν μου πήρε και χρόνο για να το μάθω. Οι παραδοσιακοί χοροί έχουν τη δύναμη να σε παρασέρνουν στον ρυθμό. Μπήκε στο χορό και η φίλη μου. Τελικά έτσι κλείσαμε το βράδυ. Χορεύοντας με αγνώστους στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Και όχι αυτή η πόλη δεν είναι μάταιη. Αυτή η πόλη έχει ζωή. Και δεν χρειάζεται να ξέρεις που και γιατί πηγαίνεις. Μία βόλτα στην Εγνατία αρκεί!
μηχανή του δρόμου Η παραλιακή ήταν κλειστή και αναγκάστηκα να πάω Εγνατία..είχε απίστευτη κίνηση και όλα τα φανάρια ήταν κοκκινα. Έκανα 25 λεπτά για να πάω από κάμαρα - βαρδάρη Και αναγκάστηκα να ανέβω Ιασωνίδου για να κατέβω από Βενιζέλου, αλλά αντί να γλύτωσω χρόνο έχασα άλλα 10 λεπτά Και τελικά έκανα 35 λεπτά
μια μόνη βόλτα Είναι Σάββατο βράδυ, αργά, περίπου 04:00. Κάθομαι στη στάση και περιμένω το 78Ν. Γιατί να αργεί τόσο πολύ αυτό το 78Ν; Η δουλειά σήμερα ήταν καλή, σε σχέση με το προηγούμενο βράδυ. Ήμουν κουρασμένη, αλλά το είχα πάρει απόφαση : "Θα βγω για μια μπύρα, δεν θα μου το χαλάσει η καθυστέρηση ενός λεωφορείου". Θα έβγαινα μόνη μου, όλοι οι φίλοι είχαν δουλειές, δεν με ενόχλησε, ήταν κάτι που ήθελα να το δοκιμάσω έτσι κι αλλιώς. Το λεωφορείο έφτασε, ανέβηκα, έβγαλα εισητήριο και έκατσα ήσυχη σε μία θέση δίπλα στο παράθυρο, πάντα δίπλα στο παράθυρο, μου αρέσει να βλέπω τα φώτα και τις κινήσεις της πόλης, ειδικά τη νύχτα. Κατευθυνόμενη προς το κέντρο προσπαθώ να βρω ένα μέρος να περάσω όμορφα αλλά παράλληλα σκέφτομαι μήπως γυρίσω σπίτι, επειδή ίσως είναι κακή ιδέα να βγω μόνη. Αποφασίζω να επιλέξω κάτι γνώριμο, κάτι το οποίο έχω δοκιμάσει στο παρελθόν και ξέρω οτι έχω καλές πιθανότητες να περάσω καλα. Βαλαωρίτου είναι η λύση στις σκέψεις μου. Μέχρι να αποφασίσω, και ενώ το βλέμα μου ήταν στραμμένο έξω, ξαφνικά συνειδητοποιώ οτι έχω περάσει την στάση που έπρεπε να κατέβω. "Γιατί να πάνε όλα τόσο στραβά σήμερα;¨. Όλες αυτές οι συμπτώσεις ήταν σαν να μου έδειχναν ότι δεν θα υπάρξει τίποτα καλό από αυτό το βράδυ. Πατάω το κουμπί και κατεβαίνω δύο στάσεις αργότερα. Μετά από κάμποσο περπάτημα φτάνω στο μαγαζί. -04:48Περίμενα να γίνεται πάνικός, αντ'αυτού, βλέπω απ'έξω τρεις μεθυσμένες παρέες να χορεύουν τριγύρω από το μπαρ. Παίρνω ανάσα και μπαίνω. Κάθομαι σε μία γωνία στρίβω τσιγάρο και παραγγέλνω μπύρα. Παρατηρούσα τους ανθρώπους που περνάγαν καλά και σκεφτόμουν πόσο περίεργη μπορεί να φαίνομαι που βγαίνω μόνη.
Έρχεται ο Αμ και κάθεται δίπλα μου[...]Τελειώνω την μπύρα, τον ευχαριστώ για την παρέα και φεύγω. Δεν ήμουν απογοητευμένη από την προσπάθεια μου για ψυχαγωγία αλλά ούτε και ικανοποιημένη, έτσι, αποφασίζω να περπατήσω λίγο μπας και βρω κάτι πιο ενδιαφέρον μεχρι να φτάσω σπίτι. Δεν έβρισκα τίποτα στα μέτρα μου, τη μουσική μου, τους ρυθμούς μου, τη φάση μου. Περνάω μπροστά από ένα bar - καλή μουσική, ωραία χρώματα και κόσμο όσο έπρεπε-. Μπαίνω μέσα και για καλή μου τύχη βρίσκω μία θέση στη μπάρα, ένιωσα λες και αυτή η θέση με περίμενε να έρθω. Κάθομαι, αφήνω κάτω την τσάντα μου, χαιρετάω τον μπαρμαν και παραγγέλνω άλλη μία μπύρα. Μου φέρνει τη μπύρα και μου λεέι ότι κάποιοι με φωνάζουν από την άλλη πλευρά του μπαρ. Σηκώνω το βλέμα μου, στραβωμένη και βλέπω τον Ντρα και τον Σπε, Ενθουσιάζομαι που τους πέτυχα εκεί, παίρνω τα πράγματα και τη μπύρα μου και κάθομαι μαζί τους. Χάρηκα πολύ που τους είδα, δεν ξέρω, ίσως επειδή έτσι ένιωσα την Θεσσαλονίκη σαν πιο δική μου. Θεωρούσα οτι ήμουν πολύ μικρή σε μια μεγάλη πόλη και αυτό είχε αρχίσει να αλλάζει. Έβγαινα και πετύχαινα γνωστούς, ήταν σα να άρχισα να ανήκω εδώ και το εδώ να ανήκει σε μένα.
τσιγάρα Προχθές πήγα στο κλασικό περίτερο στην Εγνατία να πάρω τσιγάρα και ήταν κλειστό οπότε γύρισα σπίτι χαρμάνης.
Μπλε φτερά κ diy google maps Μάλλον ειναι δεύτερη φορα που έρχομαι σε αυτη την πόλη. Δυσκολεύομαι ακομα να να προσανατολιστω και βάζω σημάδια για να ξεχωρίζω τους δρόμους. Πρεπει να φτάσω απο τη μια πλευρά της πόλης στην άλλη, ή τουλάχιστον έτσι νιώθω - άλλωστε δεν ξερω ποια ειναι η μια πλευρά και ποια η αλλη, και θυμαμαι να μου λες "οπου εχει θάλασσα δε χάνεσαι. Να πηγαίνεις παραλληλα στη θάλασσα". Βέβαια ειμαι μεσα σε λεωφορείο, και ειναι καπως δύσκολο να πείσω τον οδηγό να μεινει παράλληλα στη θάλασσα. Πλησιάζουμε ενα μεγαλο κεντρικό δρόμο. Θυμαμαι να στέκομαι όρθια, σχεδον πισω απο τον οδηγό. Δεν εχω βγάλει το σάκο σε όλη τη διαδρομή. Φτάνουμε σε ενα τρίγωνο και δεν εχω καταλάβει αν θα συνεχίσουμε ευθεία - παράλληλα στη θάλασσα - ή αν θα στρίψουμε προς τα πανω - μακρυά απο τη θάλασσα. Θυμαμαι δεξιά μας να περνάμε αυτο το μεγαλο, γεμάτο κόσμο κτήριο(;;) και ανεβαίνουμε προς τα πανω. Εχω πλάτη τη θάλασσα για λιγο και αμέσως μετα στρίβουμε αριστερά και η θάλασσα, αν και πιο μακρυά, ειναι παλι παράλληλα στην πορεία μας. Ξέχασα να αναφέρω οτι πρεπει να φτάσω σε εκείνο το μέρος με τα αρχαία. Που εσυ στέκεσαι στον πεζόδρομο κ τα αρχαία ειναι απο κάτω; Εκει. Ακομα πανω στον κεντρικό δρόμο λοιπον, και νιώθω ασφάλεια τη στιγμή που περνάμε την πέτρινη πύλη στα δεξιά μας. Γιατι εχει παντα κινηση σε αυτο το δρόμο; ειναι πολυ μικρή πόλη για να εχει κινηση.
Θυμαμαι οτι πρεπει να κατέβω κοντα σε εκείνο το μέρος που μοιάζει με εκκλησία αλλα δεν ειναι εκκλησία. Πατώ το κόκκινο κουμπί σε καθε στάση, μηπως και το δω τελευταία στιγμή και δεν προλάβω. Άβολο τοσο που κατεβαίνω νωρίτερα, χωρις να εχω δει τρουλους. περπατάω και ωπ, η πλατεία με το άγαλμα και το πάρκο. Το θυμαμαι πολυ εντονα το άγαλμα, πρεπει να παω προς τα πανω. Ειμαι σιγουρα σωστά, τοσο σιγουρα που παω κ προς το πάρκο για να περπατάω ευχάριστα. Ακριβώς εκει σε πέτυχα, πριν φτάσεις κ εσυ στα αρχαία που εμείς στεκόμαστε στον πεζόδρομο και τα κοιτάμε απο πανω. Περπατάμε μαζι, δε με νοιαζει να θυμαμαι που ειμαι ή τα μέρη που βλεπω. Εσυ ξερεις τους δρόμους και που ειναι η θάλασσα. Εσυ οδηγάς κ εγω χαζεύω. Γιαυτο εγω την πρόσεξα κ εσυ οχι. Σε εναν πεζόδρομο, δεν ξερω ποιον, μια πολύχρωμη μπλε αλκυωνη με τεράστιο Ράμφος και ταλαιπωρημένα φτερά στέκονταν στη μέση, ακούνητη, σαν ψεύτικη και μας περίμενε. Ακομα οταν έρχομαι, δε θυμαμαι τους δρόμους.
φυσούνα στεκόμουν δεξιά κατά τη φορά του αστικού. Το λεωφορείο έστριβε μετά το φανάρι δεξιά. Ο κύκλος κάτω ξεκινά να γυρνά - μετατόπιση των ποδιών - η φυσούνα από την αριστερή μεριά ανοίγει και απλώνεται, από τη δεξιά μαζεύει, στενεύει. Ο χώρος γίνεται όλο και πιο περιορισμένος, όλο και συρρικνώνεται. Η κοπέλα που στέκεται δίπλα μου έρχεται όλο και πιο κοντά μου, αποπνικτικά κοντά. Και εκεί που η φυσούνα βρίσκεται ακριβώς πάνω στη στροφή σφηνώνουμε. Και η λεκάνη μου πιέζεται στον ορθοστάτη και στη λεκάνη της κοπέλας, τα κόκαλά μου πιέζονται, ασφυκτυούν. Και έχουμε εγκλωβιστεί εκεί η μια δίπλα στην άλλη και καμία από τις δυο δεν μπορεί να φύγει. Μετράω τα δευτερόλεπτα που χρειάζονται με τη δεδομένη ταχύτητα για να μπει και πάλι το λεωφορείο σε ευθεία τροχιά και να ξαναπλωθεί η φυσούνα από τη δεξιά μεριά, να μαζέψει από την άλλη. Πόσα δευτερόλεπτα ακόμα για να απεγκλωβιστώ. Και ο τύπος στην αριστερή μεριά της φυσούνας μιλάει για κάτι θανάτους και βιβλιάρια και καταθέσεις και λέει ότι είναι να γίνει θα γίνει.
παγωτό λεμόνι τις προάλλες πήρα το συνηθησμένο λεωφορείο που με αφήνει μπροστά απο τη σχολή για να πάω να δώσω μάθημα. τι αφόρητη ζέστη ήταν αυτή. Ήμουν αγχωμένη καθώς δεν είχα διαβάσει καλά και ο ήλιος φρόντιζε να εμφανίζονται σταγόνες στο μετωπο μου και να κάνουν τη φράντζα μου να κολλάει. προσπάθησα να περάσω απέναντι το δρόμο για να μπω στη σχολή. ηταν πρωί, αμάξια τρέχανε μανιασμένα και εγώ, παιδί του χωριού, είχα μείνει σαστισμένη στη μέση, σκεπτόμενη οτι καλό θα ταν να μαι πιο προσεκτική. Αυτό έκανε το μυαλό μου να αποσπαστεί απο το άγχος μέχρι που το φαναρι άναψε πράσινο για τους πεζους και τις "κακες" σκέψεις μου. Περνάω το δρόμο και φτάνω στη σχολή. Μπαίνω μέσα και ενα κύμα δροσιας χτυπαει το προσωπο μου σαν χέρι κουράγιου που σε χτυπαει στην πλάτη ρυθμικά -ταπ ταπ-. [...]
Τελείωσα το γράψιμο και ήξερα οτι τα έχω πάει καλά. Βγαίνω απο στη σχολή, εμφανώς χαρουμενη και χαριτωμένη, μα λόγω ζέστης αναπολώ το δροσερό μάρμαρο της αίθουσας υποδοχής. Καθώς διασχίζω το προαύλιο αναρωτιέμαι τι θα κάνω. Σκέφτομαι οτι οι περισσότεροι φίλοι μου είναι κατειλλημένοι και αποφασίζω να κάνω μία βόλτα προς το κέντρο, μήπως κεράσω τον ευτό μου ένα παγωτό (ανταμοιβή για την προ ολίγου επιτυχία μου). Ξεκινάω και κατευθύνομαι δυτικά. Περπατάω στο πεζοδρόμιο γεμάτο εμπόδια και λακούβες και αναρωτιέμαι ποιος να είναι ο σωστός ρυθμός για να εξοικονομώ ενέργεια. Αν επιταχύνω θα φτάσω πιο γρήγορα στο παγωτό μου, αν όχι θα μπορώ να παρατηρώ καλύτερα τον κόσμο που προσπερνώ να ένας τύπος με ρολερς, ρολερς στα πλακάκια; πως το κάνει;-. Είμαι επιρεπής στο να διακόπτω τις σκεψεις μου με άλλες εκτός θέματος. Συνεχίζω να περπατάω κάπως πιο χωροπηδηχτά αυτή τη φορά καθώς ακούω τη μουσική από ένα αμάξι που χει σταματήσει στο φανάρι. Όταν έχω διανύσει τα μισά τις διαδρομής αρχίζω να ξαναγκρινιάζω μέσα μου για τον καιρό. Με εκνευρίζω που σκέφτομαι έτσι και αναρωτιέμαι γιατι αυτος ο ήλιος δεν ρίχνει ακτίνες μέσα μου. Με παίρνει ο Άγγελος τηλέφωνο και συζητάμε για τα θέματα των εξετάσεων. Διαβάζαμε μαζι το προηγούμενο βράδυ. Έτσι, χωρίς να το καταλάβω, λες και περπατούσα με κλειστα μάτια έφτασα στο παγωτατζίδικο -Ο Ιταλός-. Μπήκα μέσα και διάλεξα παγωτό λεμόνι σε χωνάκι. Εντόπισα το πιο κοντινό παγκάκι σε ίσιο, έκατσα εκεί να δροσιστώ και κάπνισα ένα τσιγάρο.
μαύρα παπούτσια Ενα απο τα πιο δυσκολα πραγματα που καθε τοσο πρεπει να αγοραζω για εμενα, ειναι παπουτσια. Παντα κατι με ενοχλει. Παντα θα εχουν καποιο υπερβολικο χρωμα, καποιο εξτριμ κοψιμο, θα ειναι βαρια, θα ειναι λεπτα, δεν θα ειναι απο ανθεκτικο υλικο και μετα απο λιγο καιρο θα πρεπει να ξαναμπω στην ιδια διαδικασια η θα εχουν καποια εξωφρενικη τιμη χωρις πραγματικο λογο. Τοτε ηταν μια περιοδος που η αναγκη για καινουργια παπουτσια ειχε γινει επιτακτικη. Περπατωντας μια μερα κατα μηκος της Εγνατιας κοιταγα μεσα στα, παρα πολλα, μικρα συνοικιακα μαγαζια με παπουτσια μηπως και βρω τα παπουτσια που θα πληρουσαν τα στανταρτς μου. Η αληθεια ειναι οτι οι προσδοκιες μου ηταν μηδαμινες και γιαυτο κοιταγα χωρις να ειμαι τοσο συγκεντρωμενος. Μεχρι που, ξαφνικα, τα ειδα. Τα τελεια παπουτσια με τα απλα χαρακτηριστικα που ηθελα, απλοικα και απεριττα, μαυρα, στο χρωμα που τα ηθελα δηλαδη και φοβερη τιμη. ΝΑΙ ειπα απο μεσα μου, αλλα επειδη ηταν 10 η ωρα το βραδυ δεν μπορουσα να τα εχω εκεινη τη στιγμη. Ενταξει, ειπα απο μεσα μου θα τα παρεις αυριο, εξαλλου το σπιτι μου ηταν κοντα, οποτε την επομενη μερα θα μπορουσα να πεταχτω να τα παρω. Βεβαια την επομενη μερα ξυπνησα την καταλληλη ωρα ωστε να μην προλαβω να παω να τα παρω, οποτε για μια ακομα φορα το ανεβαλα για την επομενη μερα, την μεθεπομενη για την ακριβεια μιας και η επομενη ηταν κυριακη. Λογο δουλειας θα επρεπε να ξυπνησω νωριτερα απο το συνηθισμενο ωστε να παω να τα παρω. Αυτο φυσικα ειναι κατι που απλα αδυνατω να κανω οποτε, η αποκτηση των παπουτσιων πηρε και αλλη καθυστερηση.
Η μια μερα ειχε γινει πλεον μια βδομαδα και οι λογοι για τους οποιους δεν μπορουσα να αποκτησω τα παπουτσια αρχισαν να εχουν μια σταθερη συχνοτητα και επαναλληψη. "Θα ηθελα αυτα τα παπουτσια σε 41 νουμερο" λεω στην πωλητρια, δειχνοντας της ποια παπουτσια ηθελα. Η οποια ακαρια μου ειπε "α αυτα τα παπουτσια ειναι παιδικα και βγαινουν μεχρι 40 νουμερο". Το σοκ ηταν τοσο ισχυρο που αρνηθηκα να πιστεψω τα λογια της και παρακαμπτοντας αυτα που μου ειπε της ειπα " ε ναι και γιατι δεν βγαινουν σε 41?". Η πωλητρια θεωροντας οτι εχει να κανει με καποιον χαζο, μου επανελαβε τα λογια της "αυτα τα παπουτσια τα εχουμε μονο σε παιδικα δηλαδη μεχρι 40 νουμερο" και μετα προσεθεσε "αλλα μπορεις να παρεις αυτα που μοιαζουν" δειχνοντας μου κατι αλλα παπουτσια τελειως ασχετα με αυτα που εγω ηθελα και φυσικα πληρουσαν μηδεν απο τα στανταρτς μου. Εφυγα απο το μαγαζι και συνεχισα να κοιταω για παπουτσια στο διπλανο και στο παραδιπλανο. Ακομα κοιταω.
δεν υπάρχει εγναιτία δεν υπάρχει εγναιτία περνάω τα τρέιλερς με ρούχα καδράρω στενά και σκοτώνω κουνούπια περπατάω γρήγορα για να μην σκέφτομαι κι όμως σκέφτομαι ότι ένας δρόμος στεγάζει το ένα ευρώ και τα πανεπιστήμια δύο παράλληλα πεζοδρόμια που όταν είσαι απέναντι και σε χαιρετάω, μπορεί και να μην με δεις γιατί εδώ ο δρόμος είναι πλατύς και μεσολαβούν αυτοκίνητα, λεωφορεία και πανέμορφα έργα. η εγναιτία είναι η αγαπημένη μου πόλη γιατί το όνομα της κορνάρει από μόνο του δυνατά. ένας άξονας που το πρωί σκίζει και το βράδυ ανασαίνει.
ταξιτζής 6.30 Καθώς περιμένω στη πιάτσα στον ΟΣΕ τους πρώτους επιβάτες του τρένου να βγουν και να ζητήσουνε ταξί, αράζω και ακούω μουσική. Ταξιτζής στη Θεσσαλονίκη, δύσκολη δουλειά. Αλλά τέτοιες ώρες έχει την αίγλη της, ησυχία, καλό ραδιόφωνο και… την ησυχία την είπα; Λίγο πριν μπει η κλασική, εκνευρισμένη από το βραδινό τρένο, κυρία που θέλει να πάει Καμάρα (και γρήγορα!) τον είδα πρώτη φορά το φίλο, στην εικόνα αδιάφορος, παντελόνι, φούτερ, και σακίδιο, νυσταγμένος και βαρεμένος, κλασικός αθηναίος που δεν ψάχνει ούτε λεωφορείο, ούτε ταξί, θα περπατήσει, γιατί στην Αθήνα έχουν συνηθίσει αλλιώς. Έβαλα μπρος (γρήγορα είπαμε) και έφυγα με το σκεπτικό πως αν κάνω γρήγορα θα προλάβω και κανέναν τελευταίο από δω όταν γυρίσω. 07.00 Επιστρέφοντας από την Καμάρα στο φανάρι της Καραολή, εκεί που αρχίζει η Εγνατία τον ξαναπέτυχα, περίμενε το φανάρι και κοιτούσε σαν υπνωτισμένος τα κτήρια που βλέπουν Εγνατία, ξέρεις ποια λέω, αυτά τα τραγικά που μοιάζουν ουρανοξύστες που βαρέθηκαν στη μέση να τους ψηλώσουνε, αμέτρητα παράθυρα, όλα βρώμικα, πινακίδες για τσόντες ή παιδικά ρούχα ή για εξοπλισμό που δε χρειάζεται κανείς, όλες παλιές, και κάποια γράμματα από νέον που θυμίζουν τόσο δεκαετία του ’90 που μου έρχεται να στρώσω τσόχα και να παίξω πόκα.Πάντα όταν βλέπω αυτά τα κτήρια φαντάζομαι σκοτεινά γραφεία ή εισόδους καταστημάτων με περίεργους, θλιμμένους ανθρώπους να περιμένουν κάτι να τους αλλάξει, κάποιον να μπει και να τους δώσει κάτι καινούργιο, κολλημένους για πάντα στα χρόνια που πίστεψαν ότι μπορεί αυτό που άνοιξαν, το τσοντάδικο ή το ρουχάδικο ή τον εξοπλισμό για καταδύσεις ή ό ,τι διάολο άνοιξαν, ότι αυτό μπορεί να τους έφερνε σε κάτι καλό.
07.15 Πίσω στον ΟΣΕ, και ένας τύπος που έχει νεύρα με τα πάντα με διατάζει να τον πάω Μενεμένη. Α, το αποφάσισα, μόλις τελειώσει κι αυτό θα πάω Καμάρα, το τρένο σχόλασε και δεν έχω φάει και τίποτα. 07.30 Τι διάολο, μ’ ακολουθάει αυτός; Τον πέτυχα πάλι έξω από το Μπλε αυτή τη φορά, Ιασωνίδου και Εγνατίας, όχι μόνο του ευτυχώς. Παρέα με 2 κορίτσια και επιτέλους απέκτησε έκφραση το πρόσωπο του.
Άλλωστε, για αυτό έρχονται Θεσσαλονίκη οι ξένοι, είτε γιατί ερωτεύτηκαν την πόλη, είτε γιατί ερωτεύτηκαν στην πόλη. Τρώνε λυχναράκια, και έχουν πάρει και αρκετά απ’ ό ,τι φαίνεται, τους βλέπω να διασχίζουν το φανάρι της Παλαιών Πατρών Γερμανού και να πηγαίνουν στο πεζούλι της εκκλησίας απέναντι, έτσι μια κρυμμένη εκκλησίτσα, σίγουρα την έχεις περάσει κι εσύ, λίγο πριν τη Ναβαρίνου, χωμένη στο έδαφος. Κάθονται εκεί στο τοιχάκι και γελάνε και πάω κι εγώ στο Μπλε να φάω καμία πίτσα, ακριβό το Μπλε αλλά είμαι χουβαρντάς σήμερα. 08.10 Χαζή κούρσα, Καμάρα – Νεκροταφείο, τσάμπα η βενζίνη δηλαδή, αλλά φαινότανε ο άνθρωπος, αλλού πήγαινε και δεν είχε άλλα λεφτά, τι να σου κάνω και σένα ρε φίλε, αν μου το έλεγες κάτι θα κάναμε. Θα κατέβω προς παραλία τώρα, ανοίγουνε σιγά σιγά και τα μαγαζιά, καλύτερα προς Τσιμισκή, και φυσικά στη γωνία δίπλα στην ΕΥΑΘ, (τι πανό κρεμάσανε και στην ΕΥΑΘ, όλο το κτήριο πιάνει, καλύτερα βέβαια γιατί είναι χάλια), στη γωνία που αρχίζει ο πεζόδρομος απέναντι από τα πανεπιστήμια τον πετυχαίνω ξανά, με τη μια κοπέλα αυτή τη φορά και επιβεβαιώνεται και η δεύτερη από τις υποθέσεις μου για το γιατί ήρθε εδώ. Στρίβουνε αγκαλιά στο πεζοδρόμιο της Εθνικής Αμύνης και ανεβαίνουνε προς τα πάνω, όμορφο ζευγάρι, ξέγνοιαστο. Ξεκινάω κι εγώ για κάτω, κοιτάω το σιντριβάνι αριστερά και σκέφτομαι ότι, ναι, ίσως κάποιοι δρόμοι να είναι όμορφοι ό, τι κτήρια κι αν έχουνε δεξιά κι αριστερά, ό, τι μαγαζιά κι αν έχουν πιάσει στασίδι στις γωνίες τους. Αν τον ρωτούσα τον φίλο αν του αρέσει η Εγνατία δηλαδή, τι πιστεύεις ότι θα μου έλεγε;
φανάρια Περπατωντας πανω στην Εγνατια και οταν θελω να την περασω απεναντι, παντα προσπαθω να συγχρονισω το περπατημα μου με το ποτε θα αναψει πρασινο για τους πεζους. Αυτο το κανω γιατι φυσικα δεν θελω να περιμενω στο φαναρι ακουνητος. Οποτε οταν ειμαι εγνατια και αρισοτελους ειναι πολυ ευκολο αν "χασεις" το φαναρι να περπατησεις μεχρι το επομενο που ειναι πολυ κοντα και αρα να μην περιμενεις καθολου.
ο τάφος της πέτρας Μια φορά κι έναν καιρό στη μέση ενός χωματοδρομου,που πολλά χρόνια αργότερα θα ονομαστεί Εγνατία, ζούσε μια πέτρα. Οι πέτρες,όπως ξέρετε,ζούνε τόσα πολλά χρόνια που ξεχνουν την ηλικία τους. Η πέτρα αυτή, λοιπόν,Έχει δει γενιές και γενιές ανθρωπων,πολιτισμούς,πολέμους,λύπες αλλά και πολλές χαρές! Ζούσε,λοιπόν,ειρηνικά την πέτρινη ζωή της μαζί με την υπόλοιπη πετροοικογένεια. Μπορεί κάποιες φορές οι άνθρωποι να την κλωτσουσαν λίγο πιο πέρα Αλλά πάντα έβρισκε τρόπο να ανταμωνει με τους δικούς της! Έφτασε μια εποχη που όπως αναφέραμε αυτος ο χωματόδρομος ονομάστηκε Εγνατία. Όλες οι πέτρες ένιωθαν υπερηφάνεια γι αυτό καθώς απέκτησαν ταυτότητα και δεν ανήκαν πια σε έναν οποιοδήποτε δρόμο Αλλά στο δρομο ονόματι Εγνατία, ήταν οι εγνατιοπετρες. Ώσπου ένα πρωί έλαχε να της αλλάξει τη ζωή. Εκεί που λιαζοταν Κάτω απ τον ηλιο ένιωσε μια δύναμη να τη σηκώνει σαν πούπουλο στον αέρα. Πριν καταλάβει καλά Καλά τι της γινότανε βρέθηκε να κάνει μια πτήση και να προσγειώνεται σε ένα σκληρό γκρίζο λειο πράγμα που δεν ήταν χώμα Αλλά ούτε πέτρες. Μετά από καιρο έμαθε πως η λεία αυτή επιφάνεια ονομάζεται άσφαλτος και πως η πτήση της προκλήθηκε από ένα ανθρώπινο αντικείμενο ονόματι φτυάρι. Η πέτρα όμως δεν απελπιστηκε. Είχε βιώσει και στο παρελθόν ανάλογες εμπειρίες και ήλπιζε πως γρήγορα θα ξανάβρεθει πλάι στους δικούς της!
Τα Χρόνια χρόνια όμως περνούσαν και δεν έβρισκε κανέναν φίλο της. Αντιθέτως,όσο περνούσε ο καιρός τόσο έβλεπε παντού πέτρες που δεν ηταν πέτρες ακριβώς,να σκαρφαλώνουν στους ουρανούς σε τετράγωνα σχηματα! Και το γκρίζο χρώμα της να κυριαρχεί παντού. Είχε χάσει πλέον τη μοναδικότητα της.Όλα γύρω της πια μοιαζουν με την πέτρα. Και αυτό καθιστά πιο δύσκολο να βρει την οικογένεια της. Όμως η πέτρα δεν παύει και ούτε θα πάψει να ονειρεύεται. Ακόμη και αυτή τη στιγμη. Αυτή τη στιγμή που πια βρισκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου στην εγνατια στο υψος της αγιας σοφιας και δεν μπορεί να κουνηθεί με τίποτα, όσες προσπάθειες κι αν κανει! Γι αυτό και οπότε περνάμε απ αυτό το σημείο ας πατάμε με σεβασμό την άσφαλτο γιατί από κάτω της υπάρχει ακόμη η πέτρα που δεν έχει πάψει να ονειρευεται
ποδήλατο λοιπομ: ειμαι με φιλους σε παγκακι και λεω: "παω να μας φερω μπυρες". βγαινω εγνατια με το ποδηλατο εχοντας υποψη μου ενα τουντειλισιους. στο οποιο ομως παω και δεν εχει μπυρες. οποτε παω εγνατια προς τα κατω μεχρι που συναντησα το επομενο, μπηκα πηρα μπυρες και επεστρεψα κανοντας ενα ορθογωνειο στο χαρτη
πόδια Για άλλη μια φορά αυτή την εβδομάδα ξέμεινα κέντρο μέχρι αργά το βράδυ. Δυο επιλογές είχα: 78Ν ή πόδια (το ταξί απορρίπτεται). Φτάνω στη στάση Καμάρα. Κανένας δεν περιμένει εκεί. Ο πίνακας που δείχνει τις αφίξεις των λεωφορείων δε δείχνει τίποτα οπότε αποφασίζω να περπατήσω μέχρι την προηγούμενη στάση. Φτάνω λοιπόν στην Ιασονίδου. Και εδώ κανείς. Μάλλον θα πέρασε πριν λίγο το λεωφορείο και τους μάζεψε όλους. Άρα το επόμενο θα αργήσει κάπως να ρθει, σκέφτομαι. Ξεκινάω να περπατάω προς Αριστοτέλους, προσπερνάω τις στάσεις μια μια, τα πόδια μου με πηγαίνουν μόνα τους. Απολαμβάνω το περπάτημα τη νύχτα. Χωρίς να το καταλάβω έχω φτάσει στη στάση Κολόμβου και ο πίνακας δείχνει ότι το λεωφορείο έρχεται σε 7΄. Σκέφτομαι πως αν είχα επιλέξει να περπατήσω προς την αντίθετη κατεύθυνση τώρα θα ήμουν σπίτι μου.
όριο Με πήγε από τα τραίνα στην Καμάρα και από εκεί εγώ με τα πόδια πήγα παραπάνω. Έτσι γνωριστήκαμε. Με δύο τρεις φίλους μία κούτα δώρο στο μπόι μας και απορημενα μάτια. Μου είπε η Κατερίνα πώς λέγεται πέρα από τα τρένα και πώς πέρα από τα πανεπιστήμια (ωραία, την οριοθετήσαμε), μα δε θυμάμαι. Λεωφορεία να υπάρχουν άραγε μόνο στην Εγνατία; Πόδια, συνήθως πολλά. Όχι ένα – δύο: ανά 4, 6, 8 και λοιπά. Ενίοτε και δύο παραπέρα εριστικά. Σε τετραγωνα. Τσιμεντενα τετράγωνα. Η σε σαγρε ασφάλτους. Πηδούν σέρνονται ή περπατούν, παραπατούν μετρούν. Ήχος σόλας nike, vans, adidas, all star κατά κύριο λόγο. Κάποτε και γόνατα και κώλοι ή δυο παλάμες στα τσιμεντένια τετράγωνα. Σώματα ολόκληρα σπάνια. Οι κάδοι, σταθμοί στη χρονογραμμή εναποθέσεων εμπειριών. Όσα περάσαν απ' τα χέρια τα στομάχια, τα στόματα τις μύτες και σπανιότερα από άλλα μας σημεία. ταφήκανε εκεί. Καταδικασμένα σε μια πρόωρη πολύ πρωινή εκταφή. Της ώρας αυτής μάρτυρες συχνά. Ξημερωματικά διαφορετικές παρανοητικές ματιές. Αμηχανία φερμαρίσματος πριν το χτύπημα χωρίς χτύπημα.
Δικά σας ή δικά μας τα τετράγωνα αυτά; ποιος ειναι ξύπνιος και ποιος σε λήθαργο; ποιος πιάνει κάτι και ποιος το πετάει; διακριτικά στρατοπεδικά. χρονολογικά ή χάρη απλά σε γραμμικές διαδρομές που δεν τέμνονται παρά μόνο στα ίχνη τους, τα νεκρά τους σημεία. Βράδυ και ξημερώματα. Εγνατία σε αντέχω τότε. Τις άλλες ώρες, της κοινής φασαρίας σε τέμνω τρέχοντας μη με προλάβει η χοή η χοή η χοή στην υποταγή. Παω σε στενά (αλλαγή θέματος) για την σκιά, για τα στενά, τα κτίρια μιλάνε από τα μπαλκόνια, τα σπρέι φτυσιες από μυαλά που εκραγήκανε. Αλλά η Εγνατία, ναι η Εγνατία. Τι; Η γραμμή της αφήγησης λέμε. Η oριζόντια γραμμή, σημείο αναφοράς χρόνου και τόπου της βόλτας.Το subtext και το uptext το πάνω και το κάτω το πριν και το μετά δεν της ανήκουν. Αλλά αρπάζει τον άξονά της, αναπόφευτα συσχετικά και όλα τα τριγύρω του. [con-] Είναι αυτή και είναι εκεί και μοιάζει να κάνει κουμάντο. Δεν με αφορά, προσανατολίζομαι. Τη φαντάζομαι μα την αποφεύγω.
ΣΕ ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΝΩ βρίζω χωρίς λόγο, κονσεπτουαλίζω για να βρω λόγο Είναι αναπόφευκτη η πουτάνα. Είσαι παραβιαστική γιατί νιώθουμε διάτρητοι. Είσαι παραβιαστική γιατί κόβεις την πόλη στα δύο. Είσαι παραβιαστική γιατί δε μας χωράς. Είσαι παραβιαστική γιατί μοιάζεις ευθεία. Εισαι παραβιαστική γιατί είναι της μόδας. Συγκεκριμένη είσαι; Ποιος θα έδινε ποτέ οδηγίες χωρίς ν'ακουστεί το όνομά σου;
Είσαι και σαν θάλασσα που και που. όταν το βουητό της κοπάσει τη διασχίζουμε να βρεθούμε στην αντίπερα όχθη. Εκεί μ' αρέσεις. Εκεί βουτάω στον αέρα σου τον κόβω όσο εσύ την πόλη στα δύο.
whispermap ο χάρτης των αναμνήσεων
08ET11 | εξειδικεύσεις, εμβαθύνσεις, πειραματισμοί: τέχνη και πόλη: απο-χαρτογραφήσεις βασιλεία γκουντουλάκη 7824 θεόφιλος παπαδόπουλος 7794 παναγιωτα πουλιου 7848