ΟΝ
ΚΤΥΠΟΝ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΚΑΝΤΖΙΟΥ
Σκέψεις καὶ Ψίθυροι
Σκέψεις κ΄ ψίθυροι ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
ΠΑΝΕΚΤΥΠΟΝ Ε Κ Δ Ο Σ ΙΙΣ Σ ΕΚΔΟΣ ΠΑΝΕΚΤΥΠΟΝ
ΠΑΝΕΚΤΥΠΟΝ
ΕΚΔΟΣ ΙΣ
ΠΑΝΕΚΤΥΠΟΝ
KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΚΑΝΤΖΙΟΥ
Σκέψεις καὶ Ψίθυροι •
ΕΚΔΟΣ
ΙΣ
ΠΑΝΕΚΤΥΠΟΝ
ΕΚΔΟΣ ΙΣ
ΠΑΝΕΚΤΥΠΟΝ
Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση ἤ ἀναπαραγωγή τοῦ παρόντος ἔργου στό σύνολό του ἤ τμημάτων του μέ ὁποιονδήποτε τρόπο, καθώς καί ἡ μετάφραση ἤ διασκευή του ἤ ἐκμετάλλευσή του μέ τρόπο μηχανικό ἤ ἠλεκτρονικό ἤ ὁποιονδήποτε ἄλλο σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τοῦ ν.2121/1993 καί τῆς Διεθνοῦς Σύμβασης Βέρνης - Παρισιοῦ, πού κυρώθηκε μέ τό ν.100/1975 χωρὶς γραπτὴ ἄδεια τοῦ ἐκδότη. Ἐπίσης ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγή τῆς στοιχειοθεσίας, τῆς σελιδοποίησης, τοῦ ἐξωφύλλου καί γενικότερα τῆς ἐμφάνισης τοῦ βιβλίου μέ φωτοτυπικές, ἠλεκτρονικές ἤ ὁποιεσδήποτε ἄλλες μεθόδους σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 51 τοῦ ν.2121/1993 χωρίς γραπτή ἄδεια τοῦ ἐκδότη.
© Copyright 2013: Κωνσταντίνα Καντζιοῦ - Ἐκδόσεις Πανέκτυπον
ISBN-13: 978-6188055223 ISBN-10: 6188055229
ΕΚΔΟΣ
ΙΣ
ΠΑΝΕΚΤΥΠΟΝ
Ε Κ Δ ΟPublications Σ ΙΣ Panektypon ΠΑΝΕΚΤΥΠΟΝ
Mardati - Agios Nikolaos, P.B. 70, GR 72100, Crete, Greece tel.-fax: + 30 - 28410-26301, m.: 697-2609572 email: info@panektypon.com Company url: www.panektypon.com, Bookstore url: www.panektypon-books.com
Ἀφιερωμένο... ... στοὺς ἀγαπημένους μου Γιῶργο, Λίτσα, Μαρία, Σοφία, Γωγὼ καὶ Ἀντώνη
•
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 11 Πρόλογος 15
Τὸ ταξίδι τῆς χρυσαφένιας πεταλούδας
49
Τσιμεντένια ζούγκλα
71
Ἕνα ὄνειρο ἱστορίας
Πρόλογος Τὸ βιβλίο ποὺ κρατᾶτε στὰ χέρια σας περιέχει τρεῖς ἱστορίες, τόσο διαφορετικὲς καὶ τόσο ὅμοιες συνάμα. Ἡ ἔμπνευσή τους ἦρθε ἀπροσδόκητα σὰν ἀναπάντεχο μὰ ταυτόχρονα ἀνεπαίσθητο κουδούνισμα τοῦ μυαλοῦ. Καὶ ἀπὸ ἄηχες σκέψεις καὶ εἰκασίες περνοῦν τώρα στὸ χαρτὶ ὡς ἀνάγλυφη ἀποτύπωση τῶν νοουμένων. Ἡ πρώτη ἱστορία εἶναι τὸ ψυχογράφημα μίας ἀπεγνωσμένης ἐφηβικῆς ψυχῆς. Ἡ Ναταλία καταφεύγει στὸ ὄνειρο γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ὁ ὕπνος εἶναι γιὰ αὐτὴ λυτρωτικὸς καὶ πιὸ ἀληθινὸς ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ζωή. Καὶ κάπου ἐκεῖ ποὺ νομίζει πὼς ἔχει βρεῖ ἕναν καινούριο στόχο ἔρχεται νὰ τῆς τὰ ἀνατρέψει ὅλα ἕνας μυστήριος νέος, ὁ Ἀμβρόσιος. Τί εἶναι ἡ θύμηση; Τί ἡ ἀγάπη; Τί ὁ θάνατος καὶ οἱ ἀναμνήσεις; Μήπως ὅλα εἶναι παιχνίδια τοῦ μυαλοῦ γιὰ νὰ μᾶς ταλανίζουν καὶ νὰ ξεχνοῦμε; Μέσα ἀπὸ «τὸ ταξίδι τῆς χρυσαφένιας πεταλούδας», ταξιδεύει τὸ συνειδητὸ μέσα στὸ ἀσυνείδητο καὶ ὅλα μπλέκονται. Καμιὰ πραγματικότητα δὲν μοιάζει πιὰ ἴδια ὅταν ὁ κόσμος ἀνα-
9
ποδογυρίζει πάλι στὴ ρουτίνα. Γιατὶ κάθε ψυχὴ ἀξίζει νὰ σωθεῖ, νὰ βρεῖ τὸ δρόμο της καὶ τὸ κουράγιο νὰ συνεχίσει. Χαίρομαι ἰδιαίτερα ποὺ τὸ διήγημα αὐτὸ διακρίθηκε στὸν πανελλήνιο λογοτεχνικὸ διαγωνισμὸ ποὺ διεξήχθη ἀπὸ τὶς «Ἐκδόσεις Πανέκτυπον», καθώς ἐπιλέχθηκε ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ τρία καλύτερα τοῦ διαγωνισμοῦ.
10
Ἡ δεύτερη ἱστορία κρατάει βαθιὰ μέσα της τὴν ἀβεβαιότητα, ἐνῶ ἡ πρωταγωνίστριά της, ἡ Ἕλλη, παλεύει μὲ τὴ βαρύγδουπη μάστιγα τῶν ναρκωτικῶν. Τὰ λάθος ἄτομα, ἡ λάθος στιγμή, ἡ λάθος ἐπιλογή, ὁ ἐθισμός, ὁ ξεπεσμὸς καὶ ἡ ἀπεχθής, πληγωμένη συνειδητοποίηση εἶναι χαρακτηριστικὰ τῶν ψυχικῶν μεταπτώσεων ποὺ βιώνει ἡ ἐπίσης ἔφηβη Ἕλλη. Ὅταν ἡ ἴδια της ἡ οἰκογένεια διαλύεται, γίνεται τὸ δακτυλοδεικτούμενο ἀποπαίδι τῆς κοινωνίας ποὺ στὴ δύσκολη περίοδο τῆς ἐφηβείας, βρίσκεται μπροστὰ στὸν μεγάλο κίνδυνο τῶν οὐσιῶν. Πῶς τελικὰ θὰ ξεφύγει; Καὶ ἐν κατακλείδι ποιὸς ἐαυτὸς θὰ ὑπερισχύσει μέσα της; «Ἡ τσιμεντένια ζούγκλα» τῆς πόλης καὶ τῆς ἐσωτερίκευσης. Ἕνα ἀκόμα διήγημα ποὺ ἀγαπῶ πολύ, καθὼς ἦταν ἡ πρώτη μου ἀπόπειρα νὰ γράψω μία σύντομη ἱστορία. Ἔλαβε ἔπαινο ἀπὸ τὴν Ἑταιρεία Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν Πειραιᾶ, παρὰ τὴν ἐνισχυμένη μελαγχολία ποὺ ἀπέπνεε Kωνσταντίνας Καντζιοῦ
σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη τῶν ὑπεύθυνων τοῦ συγκεκριμένου διαγωνισμοῦ. Ἡ τρίτη καὶ τελευταία ἱστορία εἶναι μιὰ φανταστικὴ ἀπόδοση τῆς καταστροφῆς τῆς Σμύρνης τὸ 1922. Ἕνα μικρό, περίεργο κοριτσάκι, ἡ Φαίδρα, προσπαθεῖ ἐνῶ ζεῖ στὴν Νέα Σμύρνη τῆς Ἀθήνας νὰ μεταφράσει τὸν βουβὸ θρῆνο τῶν δικῶν της γιὰ κάποια παλιά, μὰ ὄχι ξεχασμένη καταστροφή. Μέσα ἀπὸ πολλαπλὲς μεταβάσεις στὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον, ἀξίζει νὰ μείνουμε στὴ μεταφυσικὴ ἐκμυστήρευση τοῦ μεγάλου μυστικοῦ ποὺ τόσα χρόνια κρατοῦσε ἡ μητέρα της κρυφὸ ἀπὸ αὐτήν. Στὸ «ὄνειρο ἱστορίας» ἐμφανίζεται ὁ μαρτυρικὰ ἀποθανὼν μητροπολίτης Σμύρνης, Χρυσόστομος. Στὴν ἀρχὴ ὡς ἕνας ταπεινὸς καλόγερος τὴ σεργιανᾶ στὸ παρελθὸν τῆς ἐκλιπούσας γιαγιᾶς καὶ τῆς ἐπιζήσασας μητέρας της καὶ ἔπειτα ὡς τρανὸς μητροπολίτης βιώνει μπροστά στὰ μάτια της τὴν ὁλοκληρωτικὴ ταπείνωση. Μονάχα αἷμα καὶ κουρέλια στὰ χέρια της, ὅταν ξυπνᾶ. Τὸ τρίτο διήγημα ἔλαβε ἔπαινο ἀπὸ τὴν Εὐαγγελικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν (Ν. Σμύρνη) - Πειραματικὸ Σχολεῖοστὸν διαγωνισμὸ ποὺ διεξήγαγε μὲ θέμα τὴν ἑλληνικὴ παρουσία στὴν Σμύρνη. Τρία διηγήματα μέσα σὲ μιὰ δημιουργικὴ χρονιά, ἔμελλαν νὰ ἐκδοθοῦν σὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο. Τρεῖς γυναιΣκέψεις καὶ Ψίθυροι
11
κεῖες παρουσίες κυριάρχησαν, μὲ ἀνασφάλειες, πάθη, μυστικά, ἰδέες καὶ τελικὰ περισσότερη δίψα γιὰ ἀγάπη καὶ προσοχή. Μπορεῖ νὰ μὴ διαφέρουν καὶ πολὺ ἀπὸ ὅλους ἐμᾶς. Εὔχομαι ἀπὸ καρδιᾶς νὰ σᾶς ταξιδέψει, νὰ σᾶς προβληματίσει, ἴσως νὰ σᾶς συγκινήσει, μὰ πάνω ἀπὸ ὅλα νὰ σᾶς ἀρέσει. Κωνσταντίνα Καντζιοῦ
• Τὸ ταξίδι τῆς χρυσαφένιας πεταλούδας Ἡ ζωὴ λένε εἶναι ἕνα σύνολο μικρῶν στιγμῶν, ἄλλες σὲ στιγματίζουν καὶ ἄλλες περνοῦν ἀπαρατήρητες στὸ φόντο τῶν ἀναμνήσεών σου. Ποιὸς καθορίζει ποιὲς θὰ χαραχτοῦν στὸ ἀνθρώπινο μνημονικό σου; Κάποιος εὔκολα θὰ ἀπαντοῦσε πὼς ἐσὺ τὸ καθορίζεις. Ἄλλος πάλι θὰ ἔβαζε τὸ χέρι του στὴν φωτιὰ πὼς ὁ ἐγκέφαλός σου διαλέγει τὴν κάθε στιγμὴ ἀνάλογα μὲ τὴ σημαντικότητα καὶ τὴ μεταποιεῖ σὲ ἀνάμνηση. Κι ἴσως κάποιος τρίτος, κάποιος λίγο τρελὸς καὶ εὐαίσθητος, νὰ σοῦ ἐξιστοροῦσε πὼς κάποια ὀντότητα κρυμμένη πίσω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο τῆς ὑλικῆς σου ὑπόστασης πλέκει μέσα σου τὶς στιγμὲς μὲ τὸ συναίσθημα. Νόμιζα ὅτι εἶχα ξυπνήσει ἀπὸ κάποιο ὄνειρο, ὅταν ἔνιωσα τὶς πατοῦσες μου νὰ βρέχονται ἀπὸ δροσερὸ νερό. Σηκώθηκα καὶ μπροστά μου ἁπλωνόταν μία ἀβέβαιη ἄβυσσος, χρωματισμένη ἀπὸ χέρι παιδικό, μὲ γενναιοδωρία καὶ ἀφθονία σὲ τόνους βαθυγάλαζους Σκέψεις καὶ Ψίθυροι
13
14
καὶ ἀπόκοσμους. Καὶ ὅμως ἴσως αὐτὸ τὸ ὄνειρο νὰ ἦταν ἡ πραγματικότητα ποὺ τόσο καιρὸ μοῦ ἔκρυβαν καὶ μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ ἐσωτερικῆς συνειδητοποίησης, σὲ ἕνα τρεμόπαιγμα τῶν ματιῶν μου, κατάφερα νὰ τὴ δῶ. Φοβούμενη μήπως τὸ σκοτάδι τοῦ ὑπνοδωματίου μὲ ἁρπάξει, ἔσκυψα διψασμένη νὰ γευτῶ τὸ ἤρεμο νερὸ ποὺ γαργαλοῦσε τὶς ἄκρες τῶν δαχτύλων μου παιχνιδιάρικα. Ἁλμυρό! Ἀλλὰ ὄχι ὅπως αὐτὸ τῆς θάλασσας, ἀλλὰ σὰν αὐτὸ τῶν δακρύων. Τῶν δικῶν μου δακρύων. Ἴσως… ἴσως αὐτὴ ἡ ἄπατη ἄβυσσος νὰ ἦταν ὅλα μου τὰ δάκρυα, ἢ ὅσα ἔμελλα νὰ ἀποχωριστῶ σὲ κάθε ἀπώλεια, σὲ κάθε κλάμα. Καὶ ἐγὼ εἶχα ξεδιψάσει μὲ τὰ ἴδια μου τὰ δάκρυα. Αὐτὰ ποὺ μελλοντικὰ θὰ ἦταν προϊόντα τῆς λύπης μου, τώρα μοῦ ἔφερναν ἱκανοποίηση. Εἶναι ψέματα, ἔλεγα. Δὲν ὑπάρχει μέρος σὰν κι αὐτό, ὀνειρεύομαι. Καὶ τί σημαίνει δὲν ὑπάρχει; Δὲν ὑπάρχει ἐπειδὴ ἐγὼ τὸ ἀρνοῦμαι; Ἐπειδὴ λέω πὼς κοιμᾶμαι; Μία ἄυλη σκέψη καθορίζει κάτι τόσο ὑλικὸ καὶ αἰθέριο ὅσο ἡ ὕπαρξη; Γιατί;... Ρωτοῦσα τὸν ἑαυτό μου καὶ τὸν μάλωνα ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ δεχτεῖ τίποτα πέρα ἀπὸ τὴν τετραγωνισμένη λογικὴ τῆς καθημερινότητας. Ἔριξα λίγο ἀπὸ τὸ ἁλμυρὸ νερὸ στὸ πρόσωπό μου καὶ ἔσκαψα μὲ τὰ πέλματά μου τὰ χοντρὰ χαλίκια ποὺ βρίσκονταν ἀπὸ κάτω τους. Ἡ πετρώδης αἴσθησή τους καὶ τὸ χαριτωμένο κροτάλισμά τους ξεπερνοῦσε κάθε Kωνσταντίνας Καντζιοῦ
ἀμφιβολία μου. Καὶ στὸ κάτω-κάτω δὲν θὰ καθόμουν νὰ περιμένω ἐντολὴ ἀπὸ τὸν μισοκοιμισμένο ἐγκέφαλό μου, ποὺ μὲ ἀμφισβητοῦσε κιόλας. Τσαλαπάτησα μέσα στὰ νερὰ καὶ ἔνιωσα λιλιπούτειες σταγονίτσες νὰ δροσίζουν τὴν ἐπιφάνεια τῆς ἐπιδερμίδας μου. Τὸ ὑδάτινο ὑγρὸ ρουφήχτηκε ἀπὸ τοὺς πόρους ἀνέλπιστα γρήγορα, σὰν νὰ ἦταν ἡ μόνη ἐλπίδα τους. Ἐκεῖ, μέσα στὴ μουντάδα τῆς ἀντανακλούσας κοιλότητας, πέταξε γεμάτη χάρη καὶ ἀνυπομονησία πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου μία μικρή, ἀθώα πεταλούδα. Ἀναρωτιόμουν πῶς ἦταν δυνατὸν ἕνα πλάσμα τόσο ἁγνὸ καὶ ὄμορφο νὰ κατέβει στὴν ἄβυσσό μου γιὰ νὰ μὲ συναντήσει. Καὶ ὅμως οὔτε τότε ἤθελα νὰ πιστέψω πὼς ὀνειρευόμουν. Ἴσως γιὰ μένα αὐτὴ ἡ πεταλούδα σὲ τούτη τὴν πραγματικότητα νὰ ἦταν ἡ ἐλπίδα μου. Τὰ χρυσαφένια φτερά της ἀνεβοκατέβαιναν καὶ θαρρεῖς λίγη ἀπὸ τὴ σκόνη τους ξέφευγε κάθε φορά, ἀλλὰ ἡ ποσότητά της ἦταν τόσο ἀμελητέα, ποὺ τὴν καθιστοῦσε σχεδὸν ἀόρατη. Τὸ μικρὸ σωματάκι της ἦταν ὁλόμαυρο, ἀρχοντικό, φάνταζε κεφάλι βασιλέως κάτω ἀπὸ τὸ χρυσὸ στεφάνι τῶν φτερῶν της. Τὴν ἔνιωσα γιὰ λίγο νὰ στέκεται πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου καὶ ὕστερα, διαγράφοντας μία ἀβέβαιη διαδρομή, νὰ στέκεται σὲ μία ξύλινη προβλήτα λίγο πιὸ πέρα. Ἕνας πάσσαλος τὴ φιλοξένησε γιὰ λίγα λεπτὰ μέχρι νὰ πάω κοντά της. Ὅταν τὴν πλησίασα ἀρκετά, νιώθοντας ἐκείνη τὴν ἀκαΣκέψεις καὶ Ψίθυροι
15
16
τανίκητη περιέργεια, ἔκανα νὰ τὴν ἀγγίξω κι ἐκείνη πέταξε μακριά, πάνω ἀπὸ τὸν ὑδάτινο ὄγκο ποὺ ἤθελα νὰ ὀνομάζω δάκρυα. «Ἀχάριστη», εἶπα στὸν ἑαυτό μου. «Εἶναι δυνατὸν νὰ πιστεύεις πὼς μπορεῖς νὰ ἀγγίξεις τὴν ἁγνότητα τόσο εὔκολα; Θέλει χρόνο, θέλει δουλειὰ καὶ μέστωμα. Τελικὰ ἡ ἁγνότητα δὲν σοῦ δίνεται, τὴν κατακτᾶς. Μέσα ἀπὸ τὶς κακουχίες, τὰ βάσανα καὶ τὴ μετάπτωση τὸ σκληρό σου δέρμα θὰ ξηλωθεῖ σὰν παλιὸ παρκὲ καὶ θὰ μείνει γυμνὴ ἡ ἀλήθεια σου. Μιὰ ἀλήθεια ἁπαλὴ καὶ κραυγαλέα σὰν τὸ βαμβάκι ποὺ φυτεύτηκε μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη στὸ χωράφι τοῦ γεωργοῦ». Ἕνα ταλαιπωρημένο βαρκάκι ἔπλεε μὲ ἄπνοια μέσα στὴν ἰριδίζουσα, βαθιὰ μπλὲ κοιλότητα τῶν δακρύων. Εὐχόμουν νὰ μποροῦσα νὰ τὸ κάνω νὰ ἔρθει πρὸς τὸ μέρος μου, γιὰ νὰ καταφέρω νὰ κυνηγήσω τὴν πεταλούδα μου, τὸν μοναδικὸ ἁγνὸ καὶ καθάριο στόχο μου ἐκείνη τὴ στιγμή. Ἂν κανεὶς μὲ ρωτοῦσε τί τὴν ἤθελα, θὰ τοῦ ἀπαντοῦσα μὲ βεβαιότητα: «Θέλω νὰ τὴν κυνηγήσω, δὲν μὲ νοιάζει ἂν ποτὲ καταφέρω νὰ τὴν ἀγγίξω. Μονάχα νὰ τὴν προφτάσω, νὰ τὴ δῶ νὰ φαίνεται ἀπὸ μακριά. Νὰ ἀφήσω τὴν ἐλπίδα νὰ φωλιάσει γιὰ δευτερόλεπτα στὴν καρδιά μου πὼς ἴσως κάποτε καταφέρω νὰ τὴ δῶ πιὸ κοντὰ ἀπὸ τὴν τελευταία φορά. Αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ γαλήνη μου. Νὰ τὴν αἰχμαλωτίσω; Ὄχι. Ποτὲ δὲν θὰ εἶναι ὁλοκληρωτικὰ δικιά μου». Kωνσταντίνας Καντζιοῦ
Τὸ φαγωμένο ξύλο, ἡ σάρκα τοῦ καϊκιοῦ, ἀγκομαχοῦσε σιωπηλὸ ἐνάντια στὸ ἁλμυρὸ νερὸ καὶ οἱ βροντόφωνες σκέψεις μου τρύπωσαν μέσα του καὶ τὸ παρέσυραν πρὸς τὴν ξύλινη προβλήτα ποὺ βρισκόμουν. Ἐπιφυλακτικὰ ἄφησα τὴ σταθερότητα τῶν δύο ποδιῶν καὶ ἰσορρόπησα στὸ ἕνα γιὰ νὰ μπορέσω νὰ μπῶ στὴ βάρκα. Ἐκείνη μὲ ὑποδέχτηκε τριζάτα, ἐνῶ ἐγὼ βολευό μουν στὸ ἐπίπεδο πλατὺ ξύλο ποὺ ἰσορροποῦσε ἀνάμεσα στὶς δύο ἄκρες της. Ἔσκυψα νὰ πάρω ἕνα κουπί, μὰ ἦταν ξεκάθαρο πὼς κάποια δύναμη μὲ ἐμπόδιζε νὰ τὸ πάρω. Ἕνα ἀνθρώπινο χέρι κρατοῦσε τὴν ἄλλη του ἄκρη καὶ μὲ ἀπέτρεπε ἀπὸ τὸ νὰ ξεκινήσω τὸ ταξίδι μου. «Ποιὰ εἶσαι καὶ τί κάνεις στὴ βάρκα μου;» μὲ ρώτησε τὸ παράξενο ἀγόρι. Τὰ μεγάλα μελιά του μάτια ἀντικατόπτριζαν τὴν πραγματική του ἀνησυχία καὶ τὰ μουντζουρωμένα χέρια του ξεπρόβαλαν μέσα ἀπὸ τὸ κάτασπρο ἔνδυμά του. «Εἶμαι ἡ Ναταλία καὶ ψάχνω κάτι ἁγνὸ καὶ ὄμορφο. Μπορεῖς νὰ μὲ πᾶς ἐκεῖ;» τὸν ρώτησα ὅλο ἀγωνία. «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἀμβρόσιος, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ψάχνεις;» Εἶχα καταφέρει νὰ τοῦ κεντρίσω τὸ ἐνδιαφέρον. «Μία πεταλούδα», τοῦ ἀπάντησα μὲ ἕνα χαμόγελο. «Μία μὲ χρυσαφιὰ φτερά; Πρὶν λίγο πέρασε πάνω ἀπὸ τὴ βάρκα μου. Κάθισε πάνω στὴν κουπαστὴ καὶ ἐγὼ ἐνοχλημένος τὴν ἔδιωξα. Συγγνώμη. Δὲν ἤξερα πὼς ἦταν δικιά σου», ἀπολογήθηκε. Σκέψεις καὶ Ψίθυροι
17
18
«Μὰ ὄχι, δὲν εἶναι δικιά μου», τοῦ ἀποκρίθηκα σπλαχνικὰ γιὰ νὰ τὸν ἀνακουφίσω. «Καὶ τότε γιατί τὴν ψάχνεις;» ρώτησε παραξενεμένος καὶ πάλι. Ἐγὼ σταμάτησα γιὰ λίγο. «Δὲν ξέρω. Ἐλπίζω νὰ μάθω ὅταν τὴν βρῶ. Θὰ μὲ βοηθήσεις λοιπόν;» τὸν ἀκούμπησα προτρεπτικὰ στὸν ὦμο. «Δὲν νομίζω πὼς ἔχω τίποτα καλύτερο γιὰ σήμερα. Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ ἔφερες μιὰ περιπέτεια», εἶπε χαρούμενος. «Παρακαλῶ», τοῦ ἔδωσα καὶ τὸ ἄλλο κουπὶ καὶ ξεκίνησε σιγὰ-σιγὰ νὰ κωπηλατεῖ. Ὅταν πιὰ ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὴ βοτσαλωτὴ ἀκτή, ἐκεῖ καταμεσῆς στὴν ἁλμυρὴ ἄβυσσο ὁ Ἀμβρόσιος μὲ ρώτησε χαμηλόφωνα. «Ἔχεις ξαναέρθει ἐδῶ, Ναταλία;» «Ὄχι. Ἐσύ, Ἀμβρόσιε;» «Ἐγὼ κωπηλατῶ σὲ αὐτὴ τὴ θάλασσα χρόνια, κοιμᾶμαι στὸ βαρκάκι μου καὶ ψάχνω νὰ βρῶ τὴν ἔξοδο», κατέβασε τὸ κεφάλι. «Ἐγὼ δὲν ξέρω πῶς βρέθηκα ἐδῶ. Ἴσως νὰ ἔχουμε παγιδευτεῖ στὸ ἴδιο ὄνειρο», τὸν καθησύχασα. «Ὅταν ξημερώσει, θὰ εἴμαστε πάλι στὰ κρεβάτια μας». Ἐκεῖνος μὲ ἀγνόησε καὶ συνέχισε μὲ κενὸ βλέμμα, ἐνῶ τὰ χέρια του τραβοῦσαν σθεναρὰ κουπί. Kωνσταντίνας Καντζιοῦ
«Δὲν εἶναι εὔκολο γιὰ μένα νὰ βρῶ τὴν ἔξοδο. Ἔχω μιὰ ὑποχρέωση. Νὰ ἀδειάσω αὐτὴ τὴ θάλασσα», γύρισε καὶ μὲ κοίταξε ἀπότομα. «Πῶς ἀδειάζεις μιὰ θάλασσα; Δὲν εἶναι ἀπέραντη;» ἀναρωτήθηκα εὔλογα ἐγώ. «Αὐτὴ δὲν εἶναι μία ὁποιαδήποτε θάλασσα. Εἶναι μία θάλασσα δακρύων ποὺ ἐγὼ πρέπει νὰ ἐξαφανίσω». «Πῶς;» «Μὲ ὑπομονή». «Ποιανοῦ εἶναι αὐτὰ τὰ δάκρυα;» τινάχτηκα ἐλαφρὰ ἐκεῖ ποὺ βρισκόμουν ἀπὸ τὸ ἄγχος μου. «Θὰ ἦταν πολὺ εὔκολο ἂν σοῦ ἔλεγα, μὰ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἀνακαλύψεις μόνη σου», εἶπε καὶ σιώπησε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα ἀπὸ τότε. Ἡ ἰδέα τῆς πεταλούδας μου ἔφυγε τρεχάτη ἀπὸ τὸ μυαλό, μὰ μόνο γιὰ λίγο. Ἔνιωσα μεγάλη ντροπὴ νὰ ἀπομακρύνω ἕναν ἀκόμα στόχο ἀπὸ τὸ μυαλό μου. Ἔπρεπε νὰ εἶμαι συγκεντρωμένη σὲ αὐτὸν καὶ μόνο, ἔστω γιὰ μιὰ φορά. Στὴ ζωή μου ἤμουν πολὺ δειλή, μὰ τώρα ὅλη αὐτὴ ἡ ἐξωπραγματικὴ κατάσταση μοῦ εἶχε δώσει μιὰ παράξενη δύναμη, μιὰ ἀποφασιστικότητα ποὺ εἶχα χάσει ἐξαιτίας τῆς ρουτίνας. Οἱ παφλασμοὶ τῆς ἄπατης θάλασσας ποὺ διασχίζαμε συνέχιζαν καὶ ἔκαναν παρέα στὶς ταχύπλοες σκέψεις μου. Μαζὶ ἔσκιζαν τὰ νερὰ καὶ ὅπως αὐτὰ ἔτρωγαν τὸ ξύλο, ἔτσι καὶ οἱ εἰκασίες μου ἔτρωγαν ἐμένα: ποιὸ ἦταν Σκέψεις καὶ Ψίθυροι
19
20
αὐτὸ τὸ μυστήριο ἀγόρι; Καὶ πῶς ἐμφανίστηκε ὡς ἀπὸ μηχανῆς θεός, ὅταν τὸ χρειαζόμουν; Καὶ ἄραγε αὐτὸ τὸ ὄνειρο τελείωνε ποτέ; Ἢ ὑπῆρχε τρόπος νὰ τοῦ δώσω ἐγὼ ἕνα τέλος; Ὁ Ἀμβρόσιος σὰν νὰ εἶχε κουραστεῖ πάλι ἀπὸ τὴ συνεχὴ κωπηλασία, ὅταν παράτησε τὰ δυὸ κουπιά του καὶ βολεύτηκε σὲ μιὰ πιὸ ξαπλωτὴ στάση. «Γιατί σταματήσαμε;» ρώτησα ταραγμένη ἐγώ. «Ποιὸ τὸ νόημα;» ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος ὅλο χαλαρότητα. «Ποιὸ τὸ νόημα γιὰ ποιὸ πράγμα;» ἀναρώτησα ἀκόμα πιὸ θορυβημένη. «Ἔχει νόημα ἕνα ταξίδι χωρὶς προορισμό;» «Μὰ ἐμεῖς ἔχουμε προορισμό!» «Ἔχεις προορισμό; Γιὰ σκέψου το καλύτερα, βαθύτερα... Πῶς γίνεται νὰ ἔχεις προορισμό, ὅταν αὐτὸ ποῦ κυνηγᾶς εἶναι ἄπιαστο; Ὅταν τὰ θέλω τῶν ἄλλων ἔχουν γίνει οἱ ἐντολές σου, καὶ ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων ἔχει ρουφηχτεῖ ἀπὸ κάθε σου πράξη;» «Ἐσὺ ἔχεις προορισμό, Ἀμβρόσιε;» ἔσκυψα ταπεινὰ τὸ κεφάλι μου καθὼς τὸν ρωτοῦσα γεμάτη ντροπή, λὲς καὶ τὰ μάτια του τρυποῦσαν τὸ κρανίο μου καὶ διάβαζαν τὶς σκέψεις μου. «Ρώτα με καλύτερα ἂν ἔχω ψυχή. Γιατὶ μερικὲς φορὲς εὔχομαι νὰ ἀποκτοῦσα καὶ ἐγὼ ὅ,τι καὶ ἐσὺ καὶ ἴσως μετὰ νὰ καθόριζα ἕναν προορισμὸ καὶ γιὰ μένα». Kωνσταντίνας Καντζιοῦ
«Νομίζεις πὼς ἐγώ, πού ὑποτίθεται πὼς μέσα μου κουβαλάω μία ψυχή, ξέρω τί αὐτὸ σημαίνει;» ἕνα καυτὸ δάκρυ ἔφτασε στὴν ἄκρη τῶν τσινόρων μου χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω καὶ μόνο ὅταν γυάλισε μὲ τὴν ὑγρασία του τὸ μάγουλό μου, τὸ ἀντιλήφθηκα. Ὁ Ἀμβρόσιος σηκώθηκε σπρώχνοντας τὸ ἕνα κουπὶ καὶ ἦρθε καὶ κάθισε δίπλα μου. «Εἶμαι σίγουρος πὼς ξέρεις», ἀκούμπησε τὰ δύο ἀλαβάστρινα χέρια του στοὺς ὤμους μου. «Μὲ γνώρισες μόλις πρὶν λίγο!» τοῦ εἶπα σὲ ἐλαφρὰ εἰρωνικὸ τόνο. «Τὸ δικό σου ἀνθρώπινο λίγο εἶναι ἕνας αἰώνας πορείας γιὰ μένα». «Τελικὰ αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ τρελὸ ὄνειρο ποὺ ἔχω δεῖ ποτέ», γέλασα ἀπὸ μέσα μου βουρκωμένη. «Ὄχι Ναταλία, αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ τρελὴ πραγματικότητα ποὺ ἔχεις δεῖ ποτέ. Καὶ θὰ δεῖς πὼς ἂν ἀναποδογυρίσεις γιὰ λίγο τὸν κόσμο σου, πάλι ἐδῶ θὰ γυρίσεις, ἐξουθενωμένη καὶ ζαλισμένη ἀπὸ τοῦ μυαλοῦ σου τὰ παιχνίδια». «Γιατί πρέπει νὰ βρῶ τὴν πεταλούδα αὐτή; Μήπως ἐσὺ ξέρεις;» «Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ποὺ πρέπει καὶ ἐγὼ νὰ τὴν βρῶ. Γιὰ νὰ ἀναποδογυρίσουμε μαζὶ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα πίσω στὴν παλιά, μὰ καὶ σὲ μία πιὸ οὐσιώδη». «Δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω πὼς κάποιος σὰν κι ἐσένα Σκέψεις καὶ Ψίθυροι
21
22
δὲν δικαιοῦται νὰ ἔχει μέσα του ψυχή. Εἶναι τόσο ἄδικο!» τὸν χάιδεψα στὸ μάγουλο. Δὲν ξέρω κὰν πῶς μοῦ ἦρθε αὐτὴ ἡ ξαφνικὴ τάση τρυφερότητας πρὸς ἐκεῖνον. «Δὲν ἀποφασίζουμε ἐμεῖς γιὰ τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ. Μονάχα ἐπιλέγουμε πῶς θὰ τὰ διαχειριστοῦμε. Καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν τύχη νὰ λάβω ἕνα δῶρο. Τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἄλλου ἀνθρώπου στὰ χέρια μου. Μὰ ἡ ψυχὴ αὐτὴ ἔχει γεμίσει δάκρυα, Ναταλία, καὶ ἐγὼ ἔχω ἀποτύχει». «Ἔχεις προορισμό, Ἀμβρόσιε. Πρέπει νὰ σώσεις τὴν ψυχὴ ποὺ ξάπλωσε μέσα στὴν ἀγκαλιά σου. Ἂν τὴν σώσεις αὐτή, θὰ σωθεῖς καὶ σὺ μαζί της». «Ἂν χρειαστῶ τὴ βοήθειά σου, θὰ μοῦ τὴ δώσεις;» ὁ τόνος του παρέπεμπε σὲ παιδικὸ καὶ ἀνικανοποίητο παράπονο. «Θὰ προσπαθήσω», τοῦ χαμογέλασα. Σηκώθηκα καὶ πῆγα νὰ πιάσω τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀφημένα κουπιά. «Δηλαδὴ μὲ ἐμπιστεύεσαι; Καὶ πρόσεξε τί θὰ ἀπαντήσεις σὲ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ». Ξεροκατάπια ὅλο δραματικότητα μεταβιβάζοντάς του τὸν δισταγμό μου. «Ναί», τελικὰ ξεστόμισα. «Πᾶμε λοιπόν!» βρέθηκε μὲ ἕνα σάλτο δίπλα μου καὶ μοιραστήκαμε τὸν κόπο τῆς κωπηλασίας. Τὸ μέρος ποὺ βρισκόμασταν δὲν εἶχε ὡριαῖες διαβαθμίσεις. Μήτε μέρα, μήτε νύχτα. Μονάχα μιὰ σαγηKωνσταντίνας Καντζιοῦ
νεύτρα ἀμφιλύκη ἔσκιζε τὸν μακρινὸ ὁρίζοντα σὰν μιὰ ἐμμένουσα μελαγχολία ζωγραφισμένη πάνω του. Ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ τὸ σκοῦρο μπλὲ τῆς θάλασσας τῶν δακρύων συναντοῦσε τὸ ἀκαταλόγιστο τοῦ οὐρανοῦ, ἐκεῖ ἀκριβῶς ἔμοιαζε πὼς ἔπρεπε νὰ φτάσουμε. Καὶ ὅπως ἡ βάρκα ἐναρμονιζόταν μὲ τὸν ρυθμὸ τῶν κυμάτων, ἔτσι καὶ τὸ δικό μου συνειδητὸ λαγοκοιμόταν ἀνάμεσα στὴν πραγματικότητα καὶ τὴ φαντασία, περιμένοντας μία ἀναπάντεχη ἐπαγρύπνηση, ποὺ μέχρι στιγμῆς κρυβόταν τόσο καλά. Τὰ κουπιὰ ἀνεβοκατέβαιναν τρελαμένα καὶ ἐθισμένα πιὰ στὴν ἁλμύρα τῶν μικρῶν καὶ χορευτικῶν κυμάτων. «Δὲν ξημερώνει ποτὲ ἐδῶ; Δὲν βραδιάζει;» ρώτησα φωναχτά, μὰ αὐτή μου ἡ ἀπορία δὲν ἦταν γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ λεκτικά, παρὰ μόνο νοερά. «Ὅταν ὁ κόσμος ὑπακούει στὸ συναίσθημα, αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα. Ἂν ὁ Θεὸς εἶχε δωρίσει τὸν κόσμο ὁλοκληρωτικὰ στοὺς ἀνθρώπους, ἡ μέρα καὶ ἡ νύχτα τους θὰ ἔσμιγαν σὰν νιόπαντρο ἀντρόγυνο καὶ κάπως ἔτσι θὰ περνοῦσε ὅλη ἡ ζωή τους. Χαμένη μέσα στὰ ἀκαθόριστα χρώματα. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἄφησε τοὺς ἀνθρώπους νὰ πιστέψουν πὼς ὁτιδήποτε γύρω τους, τοὺς ἀνῆκε. Νόμιζαν πὼς ἦταν ἱκανοὶ νὰ καθορίσουν τὰ πάντα, νὰ φτάσουν τὰ πάντα, νὰ κυριεύσουν κάθε σπιθαμὴ ἑνὸς πλανήτη ποὺ τοὺς ἦταν δανεικός. Μὰ ξέρεις τί δὲν ἔφτασαν ποτέ τους;» μὲ κοίταξε καθὼς Σκέψεις καὶ Ψίθυροι
23
Η συνέχεια στο βιβλίο
26
Ἡ Κωνσταντίνα Καντζιοῦ εἶναι μία ἀπὸ τὶς τρεῖς πρῶτες νικήτριες τοῦ Διαγωνισμοῦ Συγγραφῆς Διηγήματος 2013 τῶν Ἐκδόσεων Πανέκτυπον. Μὲ ὕφος λιτὸ καὶ ἐξαιρετικὰ περιεκτικό, ἐμμένοντας στὴν οὐσία χωρὶς ὅμως νὰ ἀποφεύγει καὶ τὴ λεπτομέρεια ὅταν αὐτὴ ἔχει οὐσιαστικὸ λόγο ὕπαρξης, ὁ λόγος της καθηλώνει τὸν ἀναγνώστη, δημιουργώντας εὔλογες ἀπορίες γιὰ τὸν τρόπο καὶ τὸ βάθος τῆς σκέψης ἑνὸς δεκαεξάχρονου παιδιοῦ ποὺ συμπλέκει ἀριστοτεχνικὰ τὴ ζωὴ μὲ τὸν θάνατο, σὲ ἕνα ταξίδι ἀμφισβήτησης καὶ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τοῦ χαμένου νοήματος. Πρόκειται γιὰ τὴ μεγάλη ἀνακάλυψη τοῦ Διαγωνισμοῦ μας, τὸ «παιδὶ-θαῦμα» ὅπως θὰ τὴν χαρακτηρίσει ἐκεῖνος ποὺ θὰ σκύψει ἐπάνω στὸ ἔργο της. «Τὸ βιβλίο ποὺ κρατᾶτε στὰ χέρια σας περιέχει τρεῖς ἱστορίες, τόσο διαφορετικὲς καὶ τόσο ὅμοιες συνάμα. Ἡ ἔμπνευσή τους ἦρθε ἀπροσδόκητα σὰν ἀναπάντεχο μὰ ταυτόχρονα ἀνεπαίσθητο κουδούνισμα τοῦ μυαλοῦ. Καὶ ἀπὸ ἄηχες σκέψεις καὶ εἰκασίες περνοῦν τώρα στὸ χαρτὶ ὡς ἀνάγλυφη ἀποτύπωση τῶν νοουμένων.» (Κωνσταντίνα Καντζιοῦ). ΕΚΔ
ΠΑΝΕΚ
Kωνσταντίνας Καντζιοῦ
Π