The days that tasted vanilla

Page 1

ΟΙ ΗΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΓΕΥΣΗ ΒΑΝΙΛΙΑ

(...και λίγο μετά...)

Μυθιστόρημα

Παναγιώτης Τσερόλας, 2011


2


Αν η βανίλια πράγματι κρύβει μυστήρια του σύμπαντος, τότε αυτή η ιστορία έχει να κάνει με την βανίλια. Αν όχι, τότε είναι μια ιστορία διεθνούς τρομοκρατίας και διεθνούς αστυνομίας. Είναι ένα road trip ανάμεσα σε ανατινάξεις, καταδιώξεις, απάτες, έρωτες, πάθη και λάθη. Είναι το έγκλημα και η τιμωρία του, είναι ένα παζλ που φτιάχνεται από θραύσματα σπασμένου γυαλιού και γραμμών στην άμμο. Οι ιστορίες δυο γυναικών, που με τον τρόπο τους σχετίζονται με τις ημέρες που είχαν γεύση βανίλια, και με τον τρόπο τους περιπλέκονται επειδή έχουν πάρα πολλά κοινά-πιο πολλά από όσα ίσως θα ήθελαν. Στην ιστορία αυτή παρακολουθούμε μια γυναίκα με πολλά πρόσωπα αλλά μια καρδιά, έναν τρομοκράτη που απεχθάνεται τους τρομοκράτες, μια μητέρα που απεχθάνεται την έννοια της παραδοσιακής οικογένειας, έναν έφηβο που απεχθάνεται την εφηβεία και διάφορους άλλους ήρωες και αντιήρωες που απεχθάνονται διάφορα πράγματα και αγαπούν κάποια άλλα. Θα ήταν απλούστερη και πιο ανάλαφρη η ιστορία τους αν οι επιλογές τους δεν έκριναν μια σειρά από πράγματα, όπως ας πούμε την σωματική ακεραιότητα περίπου 1000 ανθρώπων- δεν είναι και αμελητέα ποσότητα και ας ζούνε σε μια εποχή υποτίμησης της ανθρώπινης ζωής. Επίσης μαθαίνουμε να εκτιμούμε τον καλό καφέ, χορεύουμε στο ρυθμό της ζωής, θαυμάζουμε κάθε γωνιά του πλανήτη, βάζουμε διαφορετικό φίλτρο στην ανάγνωση της πραγματικότητας, ανατινάζουμε πράγματα όπως μας κάνει κέφι, πίνουμε, χορεύουμε και συζητάμε για το πως να αλλάξουμε τον κόσμο. Τέλος, ερωτευόμαστε σε στυλ ελεύθερης πτώσης χωρίς αλεξίπτωτο μέσα σε ένα λευκό σύννεφο από βανίλια και αφρό σαμπάνιας. Ή κάτι τέτοιο.

3


ΜΕΡΟΣ 1Ο Λίσα Χόλμς

4


ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Για την ακρίβεια μονόλογος)

Χμμμ. Ακούγεται ωραίο. Πίσω και πάλι από την αρχή, και να ξέρεις το ύστερα. Αυτή είναι πράγματι μια ωραία φαντασίωση. Και θα έλεγα είναι μια συχνή φαντασίωση, νομίζω ότι πρώτη φορά η ιδέα μου ήρθε όταν ήμουν ακόμα και μόλις 22 χρονών. Ήμουν 22 χρονών και έλεγα: Τι ωραία που θα ήταν να ξύπναγα πάλι στο κρεβάτι των 16 μου, με συνείδηση πως πήγαν τα τελευταία 6 χρόνια και να είχα μια δεύτερη ευκαιρία; Θα ήξερα όλα τα φανταστικά πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. Θα ήξερα όλα τα αποτελέσματα, θα μπορούσα να ζω μόνο από το στοίχημα. Ή θα γινόμουν μια πολύ πιστευτή προφήτης. Θα ήξερα ποιος θα με φλερτάρει και που, πριν το κάνει. Δεν θα ξεκινούσα το κάπνισμα. Δεν θα έχανα το χρόνο μου με τον Μάικ Ντι Φρέντς. Δεν θα έφευγα μακριά από την μητέρα μου. Χμ. Μπορεί να ήταν καλό στην αρχή, αλλά μάλλον θα βαριόμουν σύντομα, και θα ανυπομονούσα να φτάσω πάλι εδώ. Πολλές φορές προσπαθούμε να βγάλουμε ζουμί από ξεραμένα φρούτα. Ίσως να κάναμε πολλά λάθη, ίσως τα περισσότερα σωστά να μπορούσαμε να τα κάνουμε και καλύτερα. Αλλά δεν χρειάζεται να αλλάξεις το πριν για να κοιτάξεις άφοβα το μετά. Μπορείς πάντα να κάνεις αυτό που αποκαλώ ΑΛΑΖΜΠΡΑ! Είναι αρχικά και βαριέμαι να επεξηγώ, αλλά σημαίνει να μπορείς να κλείνεις ένα κεφάλαιο, σαν να είσαι ένα βιβλίο που γράφεται. Αν κλείσεις ένα κεφάλαιο, μπορείς να ξαπλώσεις, να κοιμηθείς και να το ξαναπιάσεις όταν είσαι έτοιμος. Και μετά, αρχίζει ένα καινούριο κεφάλαιο. Αυτό μου το εξήγησε η νονά μου, και εγώ μόνη μου έφτιαξα τα αρχικά του όταν ήμουν 12. Από τότε κλείνω και ανοίγω κεφάλαια και πολλές φορές έχω την εντύπωση ότι δεν είμαι ακριβώς ένα βιβλίο, αλλά συλλογή διηγημάτων, αυτοτελούς χαρακτήρα. Δεν θα με έλεγα κωμωδία, αν και υπάρχει αρκετή ειρωνία γύρω μου, σαν κάποιος να καγχάζει πνιχτά σε κάθε επιλογή που παίρνω. Δεν θα με έλεγα περιπέτεια, αν και υπάρχει σε υπερθετικό βαθμό αυτό που ορίζεται ως ‘’εναλλαγή καταστάσεων και συναισθημάτων’’. Θα συμπλήρωνα: ‘’και προσωπείων΄΄. Δεν θα με έλεγα δράμα, αν και υπάρχει μια αλυσίδα δραματικών στιγμών που με έκαναν να κλαίω σαν μικρό κορίτσι. Αλλά τελικά είναι και λίγο άσκοπο-σε αντίθεση με τα πραγματικά βιβλία μια ζωή δεν κατατάσεται με τον ίδιο τρόπο σε κατηγορίες και ράφια. 5


Ποιος μιλάει τώρα, ε; Τέλος πάντων, μερικά πράγματα τα μαθαίνεις στην πορεία. Στην πορεία, μου είπε η μητέρα μου ότι είμαι ‘’η ζωντανή απόδειξη ότι μπορούμε να νικήσουμε τα πάντα, ακόμα και τους μεγαλύτερους εχθρούς’’. Ποτέ μου δεν κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσε και γιατί μου το είπε. Όταν μου το είπε μάλιστα, τσακωνόμασταν τόσο πολύ που είχαμε ώρα καταλάβει ότι δεν υπήρχε γυρισμός μετά τις κουβέντες που εκτοξεύαμε η μια στην άλλη. Και μου είχε φανεί κοπλιμέντο, εντελώς παράταιρο με τα ‘’κακομαθημένη’’, ‘’χαμένη’’, ‘’ανώριμη’’, ‘’έφηβη’’. Η μητέρα μου με έλεγε έφηβη από τότε που δεν ήμουν ακόμα έφηβη, και μου το έλεγε για βρισιά: Εννοούσε όλους εκείνους που σκέφτονται με παρόρμηση και συναισθηματισμό και δεν το δουλεύουν όπως πρέπει. Η μητέρα μου δεν πρέπει να υπήρξε ποτέ της έφηβη. Η μητέρα μου θυμάμαι να λέει έφηβο και τον πατέρα μου, που πρέπει όλη του την ζωή να ήταν έφηβος. Αν ζούσε ο πατέρας μου, ίσως να μην τσακωνόμουν τότε τόσο πολύ με την μητέρα μου. Αν ζούσε ο πατέρας μου ίσως η μητέρα μου να ήταν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, όπως την θυμάμαι μέχρι που έγινα 12 χρονών, και δυο μήνες μετά τα γενέθλιά μου ο πατέρας μου δεν γύρισε ποτέ από την δουλειά. Μου το είπαν και τότε, και ας μην ήμουν σίγουρη: Έμφραγμα. Το χρονικό ενός προαναγγελθούς θανάτου μιας ξεροκέφαλης επιμονής για εφηβική ζωή. Αλλά παρά την δυστυχία της μητέρας μου, που κάτι πρέπει να πέθανε και σε εκείνη, εγώ παρέμενα για αυτήν η ‘’ζωντανή απόδειξη’’, ότι ‘’μπορούμε να νικήσουμε’’. Μόνο που δεν μου είπε ποτέ ποιοί είμαστε εμείς και ποιούς πολεμάμε. Έχω κάποιες ξεθωριασμένες αναμνήσεις με τον πατέρα μου να μου λέει ότι η μητέρα έπαιρνε κάποια φάρμακα όταν ήταν νέα, και ότι αυτός την αγαπούσε τόσο πολύ που νικήσανε τα φάρμακα και φτιάξανε εμένα. Έχω μάλιστα την αμυδρή εντύπωση ότι ο αθεόφοβος έφηβος ο πατέρας μου είχε πει ότι με κάνανε κάνοντας σεξ. Δεν μου είπε ψέμματα, αλλά ήμουν μόλις 8-9 χρονών, δεν τα λες αυτά έτσι εύκολα. Εγώ βέβαια, έτσι που καλέστηκα να βρω τι να πω, τόσο απροετοίμαστη που ήμουν, κατέληξα να μην λέω τίποτα το σοβαρό. Και είναι πιθανό εγώ να φταίω. Ή μπορεί και όχι. Είμαι η ζωντανή απόδειξη ότι μπορούμε να νικήσουμε, αλλά πλέον δεν ξέρω καν με τι παλεύω και το μόνο που ξέρω είναι ότι φτάνεις σε ενα σημείο που δεν μπορείς να κάνεις ΑΛΑΖΜΠΡΑ!. Δεν μπορείς να κλείσεις το κεφάλαιο και να ανοίξεις νέο. Οι μποέμικες ημέρες μας είναι μετρημένες. Δεν είναι δυνατόν, εγώ, να είμαι η ζωντανή απόδειξη ότι μπορούμε να νικήσουμε τα πάντα, ακόμα και τους μεγαλύτερους εχθρούς, εγώ, που έχω κάνει τόσο κακό που είμαι ο μεγαλύτερος των μεγαλύτερων εχθρών που μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς.

(συνεχίζεται)

6


ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΓΥΑΛΙ #1 Η επιχείρηση Βανίλια Η βανίλια είναι ένας ιδιαίτερος καρπός μιας ιδιαίτερης ποικιλίας αναρριχιτικής ορχιδέας. Σήμερα φτάνει να είναι μια από τις πιο διαδεδομένες αρωματικές ουσίες, θα μπορούσε μάλιστα να την χαρακτηρίσει κάποιος και ως συνηθισμένη αρωματική ουσία, κυρίως στην ζαχαροπλαστική. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Πολύ πριν γίνει γνωστή στην Ευρώπη και ξαναταξιδέψει πίσω στην Αμερική, η βανίλια ήταν ένα λιγότερο γνωστό συστατικό και ανακαλύφθηκε πρώτα από τους μυστηριακούς γευστικούς πειραματισμούς των Αζτέκων στο σημερινό Μεξικό. Λένε ότι όταν ο Κορτές δοκίμασε για πρώτη φορά το ξοτοάτλ στην μεγαλοπρεπή αυλή του Μοντεζούμα και κάτω από ένα υπέροχο νυχτερινό ουρανό, ως ένα αφέψημα μόνο σε εκλεκτούς μουσαφιρέους, εξωγήινους και αυτοκράτορες όρκισε τον Μοντεζούμα για την συνταγή του – ανυπόστατες κρίνονται οι φήμες ότι η οργή του Κορτές απέναντι στους Αζτέκους πολλαπλασιάστηκε όταν αυτός δεν του την έδινε. Η γλώσσα των κατακτητών ίσως δεν έχει την απαραίτητη ευαισθησία για να ξεχωρίσει γεύσεις, αλλά αυτό που είχε πιεί και είχε εντυπωσιαστεί ο Κορτές δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα ρόφημα με βραστό νερό, σοκολάτα, βανίλια και μια ιδέα από κανέλλα (κατ’άλλους, καθόλου κανέλλα- ο τσελεμεντές αφεψημάτων των Αζτέκων είναι σε κάποιο πέλαγος της Καραιβικής μαζί με τον απύθμενο χρυσό τους, και μάλλον θα έχει ήδη διαβρωθεί τώρα που μιλάμε). Μπορεί να φτιαχτεί και στο σπίτι μάλιστα: Μπορεί να μην βοηθάει στην κατάκτηση κάποιας εσωτερικής υπερβατικής έκστασης, αλλά σίγουρα μπορεί να σε γλαρώσει σαν υπνωτικό χάπι. Η βανίλια, που στην συγκεκριμένη υπόθεση κάνει όλη την δουλειά αφήνοντας στην σοκολάτα το ρόλο της ευχάριστης επιφανειακής γεύσης, μπορεί σήμερα να παραχθεί μαζικά σε σκόνη, σε διάφορα εργοστάσια ανα τον πλανήτη. Το συγκεκριμένο εργοστάσιο στο Ορλάντο της Φλόριντα, στις Νοτιοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες όπου ο κοκοφοίνικας εναλλάσεται με γυαλιστερό τσιμέντο και το παράλαγα γαλάζιο νερό ανακατεύει την λευκόχρυση άμμο, ήταν ένα από αυτά, και επειδή οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας έχουν μια τάση να δίνουν ιδιαίτερα ονόματα στις επιχειρήσεις τους, είχαν ονομάσει εκείνη ως ‘’Επιχείρηση Βανίλια’’. Θα μπορούσες να μετρήσεις 17 περίπου σκοτεινές σιλουέτες να συζητούν νευρικά μέσα στο εργοστάσιο, χωρίς να ξέρεις ούτε τι λένε ούτε γιατί είχαν επιλέξει αυτό το μέρος για να τα πούνε. Θα μπορούσες να δεις αναρίθμητους αστυνομικούς να κινούνται με γρήγορες και αθόρυβες κινήσεις γύρω, δίπλα και πάνω στο κτίριο, κραδαίοντας απειλητικά όπλα, ειδικές μάσκες και με εμφάνιση που παραπέμπει σε μαύρες αράχνες. Και έστω ότι πλησιάζεις, αν και η όλη ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι και η λογική σου λέει να γυρίσεις σε κάποιο παραλιακό κλαμπ και να χορέψεις μέχρι πρωίας. Αν πλησιάσεις μέσα, στους 17 μυστήριους συνομιλητές, θα δείς έναν να μιλάει με φανερή ένταση και πυγμή. Άλλος ένας, μοιάζει σκεφτικός και προβληματισμένος, σαν απορρίπτει τις ιδέες του πρώτου. ΄Ενας τρίτος πετάει ενθουσιασμένος μια ιδέα, την οποία μετά απορρίπτουν όλοι μαζί. Ένας ακόμα 7


κοιτάει το ρολόι του και δηλώνει ότι έχει έρθει η ώρα να φύγει και ότι έχει σημαντικές δουλειές.. Συμπέρασμα; Κανένα απολύτως. Πάμε πάλι έξω. Πίσω από μερικά φορτηγά, ένας κοκκινομάλλης άντρας με τσιγάρο στο στόμα κάνει ένα περίεργο νόημα σε έναν άλλον, και αυτός με την σειρά του κάπου αλλού. Ύστερα, παρακολουθείς εντυπωσιασμένος αστυνομικούς να μπουκάρουν στο σιλό του εργοστασίου από όλες τις πιθανές μεριές. Δεξιά, αριστερά, από την οροφή- καταλαβαίνεις ότι οι 17 μέσα στο κτίριο, ότι και να είναι, δεν έχουν καμία απολύτως ελπίδα και καμία διέξοδο διαφυγής. Και έστω ότι ξαναμπαίνεις μέσα, αν και είναι άγρια μεσάνυχτα και τέτοιες επιλογές τέτοιες ώρες είναι μάλλον απονενοημένες. Βλέπεις τους 17 στα γόνατα, έκπληκτους και άσπρους σαν το πανί, με τα χέρια στον αέρα, και έναν ολόκληρο στρατό από κάννες να τους σημαδεύουν. Βλέπεις τον κοκκινομάλη να μπαίνει καπνίζοντας, με αργό, κυριαρχικό βήμα, σαν αρσενικό λιοντάρι που πάει να επιθεωρήσει την λεία που φρόντισαν να συλλέξουν οι λέαινες του κοπαδιού. Ω, πόσο κακό βλέμμα έχει. Τον βλέπεις να πλησιάζει έναν συγκεκριμένο άντρα –είναι αυτός που ήταν ο πιο αγχωμένος και ήθελε να επιστρέψει στις δουλειές του- και να σκύβει μπροστά του χαμογελαστός. Ύστερα, από εκεί που δεν το περιμένεις, ένας ειδικός φρουρός περνάει από μπροστά σου σαρώνοντας το υπόλοιπο κτίριο. Ώπα, είναι ώρα να φύγεις, αρκετά έπαιξες με την φωτιά. Δεν θα ήθελες ένα τύπο σαν τον κοκκινομάλλη να βρεθεί στο κατόπι σου επειδή χώνεις την μύτη σου σε ξένες υποθέσεις. Τρέχα με όλη σου την δύναμη και κάνε ωτοστόπ στο πρώτο αυτοκίνητο που θα βρεις που θα σε οδηγήσει στις μαγικές παραλιακές οδούς του Ορλάντο, φόρα ένα χαβανέζικο κολιέ και παρήγγειλε στο πρώτο μαγαζί που θα βρεις το πιο απίστευτο κοκτέιλ που μπορείς να φανταστείς. Φρόντισε μόνο να είναι κάτι που έχει γάλα καρύδας και βανίλια και το αλκοόλ του να είναι κατα προτίμηση τεκίλα–δεν έχεις ξαναπιεί καλύτερο πράγμα στη ζωή σου και το ξέρεις. Δεν κατάλαβες και πολλά πράγματα. Άστο, να τα δεις στις ειδήσεις. Στο κάτω κάτω, βιάστηκες: Η υπόθεση που θέλεις να ξεψαχνίσεις αρχίζει από πολύ πιο πίσω. Τουλάχιστον ολοκληρώνεται πολύ πιο μπροστά, οπότε αν θέλεις, ΑΝ θέλεις, θα μπορέσεις να παίξεις ένα ρόλο. Για την ώρα, βούτα με τα μπούνια στην ξέφρενη μέθη της Φλόριντα και δοκίμασε να δεις αν πραγματικά μπορείς να χορέψεις.

8


Το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ενός ΕΡΩΤΑ 1. Ο έρωτας μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, αλλά σίγουρα δεν κάνει τα εξής τέσσερα: i.

ii.

iii. iv.

Ο έρωτας δεν εμφανίζεται σε μορφή τουρίστα σε μουσείο. Δεν κρατάει φωτογραφική μηχανή κολλημένη με ιδρώτα στο μέτωπο, δεν φοράει ακουστικά μετάφρασμένης περιήγησης, δεν φοράει κατάλευκα παπούτσια που χαλαρώνουν το πέλμα στο περπάτημα, και, πάνω από όλα, από όλο το Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο, δεν ενθουσιάζεται με την...οροφή του, έναντι των εκθεμάτων. Ο έρωτας δεν φοράει λευκή μπλούζα με στάμπες από βυσσινί μαρμελάδα, επειδή έφαγε λαίμαργα ένα ντόνατ. Και γενικά, δεν επιλέγει να φορέσει μια λευκή απλή αθλητική μπλούζα με καλό παντελόνι. Ο έρωτας έχει μια αίσθηση του γούστου και του στυλ, ασχέτως αν δεν ακολουθεί απαραίτητα την μόδα. Ο έρωτας δεν έχει αθλητική εφημερίδα στην κωλότσεπη ενός ακριβού και καλού παντελονιού. Είναι άσχετο, αλλά ο έρωτας σε αντίθεση με όσα λένε ή όσα γράφουν, δεν έχει καμία σχέση με την Μοίρα ακόμα και αν αυτή υπάρχει, καμία σχέση με την Τύχη, ακόμα και αν αυτή υπάρχει, καμία σχέση με οποιαδήποτε άλλη θυληκή μεταφυσική οντότητα που εξουσιάζει τις τύχες των ανθρώπων που τον παθαίνουν. Ή αρσενική, για να μην αντιστρέψουμε τον φαλλό και πιστέψουμε ότι γίναμε φεμινιστές.

Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη ματιά ανάμεσα σε εκείνον και σε εκείνη έγινε σε ένα διάδρομο του μουσείου της Περγάμου, στο κατώφλι της αίθουσας της πύλης της Βαβυλώνας με τα μπλε της τούβλα και τις ανατολίτικες χρυσές αναπαραστάσεις με δράκους και λιοντάρια αλλά και ανατολίτες που μοιάζουν να κρατούν κάποια αόρατη πολύ ακριβή κρυστάλλινη κανάτα. Ήταν μάλιστα μια ματιά από αυτές που κατατάσει κανείς στις ματιές déjà-vu, και που δημιουργούν ένα μεταίσθημα ότι κάπου έχει ξαναπαιχτεί αυτό το έργο και λαμβάνει χώρα κάποια επανάληψή του. Συνήθως αυτά τα μεταισθήματα συνδυάζονται με κάποια μεταφυσική ανυσηχία – ζω ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα; Μήπως σε λίγο πεθαίνω και πρέπει να κάνω κάτι διαφορετικά; Μήπως αυτό το σημείο είναι κάποιος κόμβος που πρέπει να πάρω κάποια συγκεκριμένη επιλογή; Το συγκεκριμένο μεταίσθημα εκείνης της ματιάς συνδυάστηκε με καθαρή περιέργεια. Ήταν εξερευνητική ματιά, σαν να προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει οπτικά μυνήματα. Κράτησε για μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω από όσο κρατούν συνήθως οι τυχαίες εξερευνητικές ματιές, και ολοκληρώθηκε με την είσοδο και παρεμβολή της φωτογραφικής μηχανής στην αόρατη οπτική λωρίδα και τον ήχο του κλείστρου. Κλικ. 9


Ύστερα, η οπτική λωρίδα καταστράφηκε ολοσχερώς από περαστικούς τουρίστες και εκστασιασμένους επισκέπτες του μουσείου και της επιβλητικής Βαβυλωνιακής αρχιτεκτονικής. Ήταν τέτοιο το Ιστορικό Δέος της αίθουσας εκείνης που αν περνούσε ένα μαγικό ιπτάμενο χαλί με δυο κόμπρες ντυμένες χανούμισες και ένα σκορπιό να παίζει φλογέρα μάλλον θα φάνταζε φυσιολογικό σε όλους τους παρευρισκόμενους. Ίσως να χαλούσαν την μαγεία τίποτα υστερικοί εντομοφοβικοί ή απλά συντηρητικοί που δεν θέλουν να βλέπουν χανούμισες με φιδίσιο σώμα να χορεύουν με ανατολίτικο ερωτισμό. Η αποκατάσταση της λωρίδας δεν έγινε ποτέ. Η φωτογραφική μηχανή και ο κάτοχός της με τη λευκή μπλούζα και το ακριβό παντελόνι είχε πλέον γυρίσει την πλάτη και βάδιζε κοιτώντας την οροφή προς την πύλη. Επηρεασμένη, αν και μάλλον αντιφατική ως προς το γεγονός ότι την είχε μόλις βγάλει φωτογραφία, κοίταξε και αυτή προς την οροφή μήπως και υπήρχε εκεί κάποιο έκθεμα που δεν είχε υποπέσει στην αντίληψή της. Περιεργάστηκε για αρκετή ώρα μέχρι να καταλήξει στο αναντίρρητο συμπέρασμα: Ήταν απλά μια οροφή και τίποτα παραπάνω. Σκέφτηκε μέσα της: ‘’Ώρες ώρες η δουλειά μου είναι σκατένια’’ και ύστερα προσπέρασε δυο Ιαπωνέζους για να προσπαθήσει ξανά να στήσει μια οπτική λωρίδα. Στο κάτω κάτω, ο τύπος την είχε βγάλει φωτογραφία-αυτό θα μπορούσε να είναι ένας λόγος για να του μιλήσει κιόλας. Ελπίζοντας να ξέρει τουλάχιστον Αγγλικά ή Γαλλικά ή Γερμανικά ή Ισπανικά ή Ολλανδικά ή Δανέζικα ή Ρουμάνικα. Στα Ελληνικά και τα Βουλγάρικα θα μπορούσαν να συνομιλήσουν με τα στοιχειώδη για την ώρα. Για λοιπές ανατολίτικες γλώσσες δεν θα υπήρχε θέμα, μιας και τύπος ήταν σαφώς καυκάσιος, ενώ το αραιό και θαμπό καστανό μαλλί του θα μπορούσε να τον προσδιορίσει γεωγραφικά σε κάποια ακτή του Ατλαντικού. Όταν έφτασε στην κεντρική αίθουσα με την μεγαλοπρεπή πύλη της Βαβυλώνας, πατώντας ασταθώς στα ενοχλητικά της τακούνια, αυτός κοίταζε ακόμα την οροφή και προς στιγμήν της φάνηκε ότι την φωτογραφίζει κιόλας. Καταπίεσε τον εαυτό της να μην ξανακοιτάξει και εκείνη, αν και αντανακλαστικά ο αυχένας της κινήθηκε ακούσια προς τα πάνω. Έφτασε αρκετά κοντά του, σε ικανή απόσταση για να του μιλήσει και να τον ακούσει. Αυτό που μπορούσε να ακούσει ήταν η φωνή του περιηγητή που έπαιζε στην διασπασών από τα ακουστικά: Ήταν αγγλικά. Αυτό ήταν καλό νέο. Μπορεί να είχε ευφράδεια σε πολλές γλώσσες, αλλά το να μιλάς στην μητρική σου ήταν το πιο εύκολο από όλα, και ας ήταν απλοποιημένη η αμερικάνική της βερσιόν. Αλλά και πάλι, ακόμα και χωρίς γλωσσικά εμπόδια υπήρχε ακόμα ένα πρόβλημα: Ποιες λέξεις και με ποια σειρά θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και για ποιο λόγο; Τι εναρκτήριες ατάκες διαλόγου μπορεί να υπάρχουν για έναν ιδιόρρυθμο τουρίστα που κοιτάει το ταβάνι στο μουσείο με τα πιο εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά εκθέματα σε όλη την βόρεια Ευρώπη; Συλλογιζόμενη μια πιθανή ερώτηση που θα τον οδηγούσε να βγάλει τα ακουστικά του για να την αναγκάσει να την επαναλάβει, και σε κοντινή πλέον απόσταση που μπορούσε να μυρίσει ένα after-shave με άρωμα αλμυρής θύελλας και τσίχλας με γεύση μπαρακούντα, είδε τον θαυμαστή της οροφής να παίρνει μια ακόμα φωτογραφία το ταβάνι λυγίζοντας όλο τον κορμό του προς τα πίσω, σχηματίζοντας μια ανθρώπινη παρένθεση. Ύστερα, και μετά το κλικ, αυτός γύρισε και την κοίταξε, χαρίζοντάς της ένα χαμόγελο σκανταλιάρικου παιδιού. Και αμέσως μετά, με θράσος και ευκινησία παπαράτσι, την στόχευσε ακόμα μια φορά με τον ακριβό φακό του και 10


την κοίταξε πίσω από το ματάκι, χωρίς να της δώσει καν το περιθώριο να αλλάξει την έκφραση του προσώπου της που θα ήταν μάλλον μια ντροπαλή απορία. Κλικ. Ακόμα ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο, και ύστερα έστριψε και περπάτησε αργά μέσα από την πύλη, πλησιάζοντας την αίθουσα με τα εκθέματα από την Πέργαμο της Ρωμαϊκής Περιόδου, όπου μπορούσες να μυρίσεις ακόμα το μούστο και τα σωματικά υγρά στα αποστειρωμένα μάρμαρα. Φυσικά, όταν πέρασε στην διπλανή αίθουσα, και ενώ τον παρατηρούσε ακόμα μέσα από την πύλη, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κοντοσταθεί και να επιβλέψει την ταράτσα. Από μπροστά της πέρασε ένα τσούρμο από νεαρούς που από τα ακουστικά τους ακουγόντουσαν κελαρυστά και χωρίς σ τα Ιθπανικά. Όταν τελικά πέρασαν από μπροστά της για να κοντοσταθούν μπροστά στον μπλε πλίνθο, ο φωτογράφος της οροφής είχε εξαφανιστεί. Αυτή κοίταξε ξεφυσώντας ξανά την οροφή του μουσείου. Η Ιστάρ, η ομώνυμη της πύλης θεά των Βαβυλώνιων και Ασσύριων, ήταν μια θεά που αναφερόταν σε μια συγκεκριμένη και διαλεχτή ομάδα θεϊκών εννοιών: Ήταν η θεά της γονιμότητας, του έρωτα, του πολέμου και του σεξ. Για κάποιο λόγο, αυτές οι τέσσερις έννοιες πηγαίνανε πάντα πακέτο σε κάθε θεό, μέχρι που οι θεϊκές αναζητήσεις τείναν να τις αποσυνδέουν όσο κινόντουσαν προς τα Δυτικά. Σκέφτηκε να τον ακολουθήσει, αλλά είχε αρκετή δουλειά ακόμα.

2. Μερικές φορές υπάρχουν κάποια πράγματα που μοιάζουν τυχαία, χωρίς ωστόσο να είναι. Είπαμε άλλωστε επί της αρχής, και το θεωρούμε ως θέσφατο από εδώ και μπρος, ότι ο έρωτας μπορεί να σχετίζεται με πολλά πράγματα, αλλά με την τύχη όχι. Μπορεί να είναι όμως σε ειδικές περιπτώσεις ένα ατυχές συμβάν, αυτό είναι άλλη περίπτωση και δεν μετράει, σε περίπτωση που κάποιες προσωπικές εμπειρίες θέλουν να αμφισβητήσουν το θέσφατο που θέσαμε. Όπως και να έχει, η οπτική τους λωρίδα αποκαταστάθηκε ξανά το ίδιο βράδυ κοντά στο Τείχος, και ενώ το σούρουπο έμοιαζε με κάποια κόκκινη σάλτσα στην οποία βυθιζόταν ο TV Tower για να τσιμπήσει κάποιο λουκάνικο φρανκφούρτης. Εκείνη γυρνοβολούσε σκεφτική με το ποδηλατό της, εντελώς εξαντλημένη από μια δύσκολη ημέρα. Εκείνος περπατούσε σκυφτός στο απέναντι πεζοδρόμιο, κρατώντας την μηχανή του στο χέρι αντί για το μέτωπο, φορώντας το ίδιο μαύρο επίσημο παντελόνι αλλά έχοντας ευτυχώς αλλάξει μπλούζα, φορώντας μια ολόιδια σε ένα καφέ χρώμα. Η στιλιστική του άγνοια ήταν φανερή, δεν ήταν καθόλου τυχαία. Μόνο που δεν ήταν μόνος. Ήταν μαζί με μια γυναίκα. Σταμάτησε το ποδήλατό της και κοίταξε εξερευνητικά την παρέα του θαυμαστή της οροφής, για να παρατηρήσει με κάποια αντιφατική ανακούφιση ότι τελικά ήταν άντρας. Ένας κοκαλιάρης, μακρυμάλλης άντρας, με τόσο μακριά άκρα που φαινόταν σαν καρτούν. Σε αντίθεση με τον σκυφτό θαυμαστή της οροφής –τι περίεργο να είναι σκυφτός όταν η οροφή είναι ο καθαρός ουρανός- ο άλλος άντρας μιλούσε και έδειχνε τριγύρω, σαν να έκανε κάποια περιήγηση. Ύστερα τον είδε να τον αγκαλιάζει και τον ταρακουνάει, σαν να ήθελε να τον 11


εμψυχώσει. Δεν μπόρεσε να μην το σκεφτεί- ίσως οι δυο αυτοί τύποι να ήταν ζευγάρι που έκανε τουρισμό στο Βερολίνο. Δεν θα ήταν και παράλογο, ειδικά αν ήταν Αμερικάνοι. Η Ευρώπη ήταν πάντα ένας προορισμός με μεγαλύτερη αποδοχή μη συμβατικού έρωτα. ‘’Κρίμα όμως’’, σκέφτηκε αυθόρμητα αλλά πριν ξανακαβαλήσει το ποδήλατό της, ο θαυμαστής της οροφής γύρισε το κεφάλι του και αποκατέστησε την οπτική τους λωρίδα, κάθετη στις λωρίδες του δρόμου και του ποδηλατόδρομου. Κοντοστάθηκε και την κοίταξε ερευνητικά. Αυτή ένιωσε μια αναδυόμενη ντροπή, λες και ανέβαινε για να βγει από το στόμα της και σκέφτηκε να ρίξει τα μακριά καστανοκόκκινα μαλλιά της στο πρόσωπο και να φύγει. Αλλά από την άλλη μεριά του δρόμου, ο θαυμαστής της οροφής σήκωσε το χέρι του σε ένα περίεργο, σαν ρωμαϊκό, χαιρετισμό. Με έκφραση απορίας και διάχυτη αμηχανία, του ανταπέδωσε ένα συμβατικό χαιρετισμό με την ανοιχτή της παλάμη σαν βεντάλια. -Γειά σου όμορφη ξένη!, φώναξε αυτός από την άλλη μεριά, σε γλώσσα αγγλική, προφορά αμερικάνικη, και με απόχρωση ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες. Καστανόξανθο αραιό μαλλί, σχετικά λευκό δέρμα, Καλιφορνέζος μάλλον. Ήταν καλή σε αυτό. Πριν προλάβει να απαντήσει –χωρίς να ξέρει τι θα μπορούσε να απαντήσει πέρα από την ανταπόδωση του ‘’γεια’’ο Καλιφορνέζος θαυμαστής της οροφής σήκωσε πάλι την μηχανή του, στριφογύρισε λίγο το φακό για να εστιάσει και άστραψε ένα δυνατό φλας που οδήγησε μια νυχτερίδα σε σύγκρουση με το τείχος. Ύστερα, σήκωσε την γροθιά και τον αντίχειρά του, σαν να ενέκρινε. -Πολύ καλή!, της φώναξε, και ενώ ο κοκαλιάρης μακρυμάλλης φίλος του τον τράβηξε μάλλον λίγο βιαστικά από το μπράτσο για να συνεχίσουν την πορεία τους. Εκείνη, αφού ανοιγόκλεισε τα μάτια της μερικές φορές, για να διώξει τις φωτεινές μουτζούρες του φλας από την ίριδά της, τους είδε να απομακρύνονται. Είχε αποφασίσει ώρα τώρα ότι δεν της άρεσε καθόλου στην πραγματικότητα που ο θαυμαστής της οροφής την έβγαζε φωτογραφίες. Ήταν μάλλον αγενές και επιπλέον δεν της έδινε ποτέ την δυνατότητα να ποζάρει. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εκείνη τη στιγμή φορούσε φόρμες τρια νούμερα μεγαλύτερες για να κάνει χαλαρή την βραδινή της ποδηλατάδα, που σίγουρα θα την έκαναν να μοιάζει τρεις φορές παραπάνω τα κιλά της. Ποιος ξέρει σε τι άλμπουμ με διάφορα ταβάνια από μουσεία της Ευρώπης θα εμφανιζόταν η χοντρή της σιλουέτα πάνω στο ποδήλατο, λες και είναι κάποια καταναγκαστική που κάνει νυχτιάτικα ποδήλατο για να κάψει τα λουκάνικα που χλαπάκιασε μια ώρα πριν ή που θα χλαπακιάσει μετά. Από την άλλη όμως, το να τον ακολουθήσει θα ήταν περίεργο και επιπλέον επικύνδινο για να κάνει αναστροφή με το ποδήλατο εκείνη την στιγμή. Επιπλέον, ο κοκαλιάρης μακρυμάλλης δεν φάνηκε να χαίρεται ιδιαίτερα που ο φίλος του φωτογράφιζε μια ξένη. Ίσως και να ήταν ζευγάρι τελικά, με τον κοκαλιάρη να είναι ο ζηλιάρης της υπόθεσης. Είναι κολακευτικό άραγε να σε ζηλεύει ένας gay; Η νύχτα απλώθηκε σε μερικές ώρες πάνω στο Βερολίνο σαν κάποιος να ρούφηξε με λαιμαργία την κόκκινη σάλτσα, και ένα μισό φεγγάρι χρησιμοποίησε το TV Tower για να καθαρίσει τα δόντια του. Όταν έφτασε ιδρωμένη στο ξενοδοχείο της, σκέφτηκε για άλλη μια φορά τις φωτογραφίες της σε κάποιο άλμπουμ με ταβάνια, και δεν μπόρεσε να μην μουρμουρίσει: ‘’Ώρες ώρες η δουλειά μου είναι πολύ σκατένια’’. 12


3. Για κάποιο λόγο, ξύπνησε το επόμενο πρωί σχεδόν πεπεισμένη ότι με κάποιο συμπτωματικό τρόπο η οπτική τους λωρίδα θα σχηματιστεί ξανά και αποφάσισε να κάνει μια πρωινή ποδηλατάδα πριν επιστρέψει στο μουσείο. Ίσως σε κάποια πράσινη πλατεία, ίσως στην πύλη του Βραδεμβούργου ή στο Άγαλμα της Νίκης να συναντούσε ξανά τον θαυμαστή της οροφής και την φωτογραφική του μηχανή, με τον κοκαλιάρη φίλο του ή χωρίς. Για αυτό το λόγο, αποφάσισε να είναι προετοιμασμένη για κάθε ενδεχόμενο απρόσμενης και αιφνιδιαστικής φωτογράφισης: Έβαψε απαλά τα μάτια της, έβαλε ένα απαλό κραγιόν στα χείλη της, πασπάλισε τα στρογγυλά της ζυγωματικά με λίγο ρούζ, και αντί για φόρμα στρίμωξε τα πόδια της σε ένα μαύρο κολάν. Πιάνοντας ένα αθλητικό κότσο, ξεκίνησε για πρωϊνή γυμναστική μετά από περίπου 8 χρόνια και την εποχή που βρισκόταν στην Ακαδημία. Σε όλη την διάρκεια της ποδηλατάδας της, από το Δυτικό στο Ανατολικό Βερολίνο και πίσω, παράλληλα στο τουριστικό αξιοθέατο του εναπομείνοντος Τείχους, μπροστά από τα αγάλματα των Μαρξ και Ένγκελς, μπροστά από την γοτθική μυσταγωγία της Dom, ξανά πίσω προς την πύλη του Βραδεμβούργου και μέχρι το Άγαλμα της Νίκης η πόλη της χάριζε το Ιστορικό της χάδι και τον Ευρωπαϊκό της αέρα, αλλά ο θαυμαστής της οροφής δεν φαινόταν πουθενά για να την βγάλει μια φωτογραφία. Όταν ο ήλιος έκανε την βαριεστημένη του εμφάνιση με ένα πρωινό κύμα θερμότητας και ένιωσε τον ιδρώτα στο μέτωπό της αλλά και το κολλάν να κολλάει στα μπούτια της, αποφάσισε να γυρίσει στο ξενοδοχείο, να πλυθεί και να γυρίσει στο ξενοδοχείο. Γυρίζοντας, σκέφτηκε ότι ήταν μάλλον αφελής η ψευδαίσθησή της ότι θα συναντούσε ξανά τον θαυμαστή της οροφής. Το πιο πιθανό θα ήταν να βρίσκεται σε στο εσωτερικό κάποιου μουσείου και να φωτογραφίζει το ταβάνι του, το να περπατάει στον ανοιχτό ουρανό θα του ήταν μάλλον βαρετό. Προσπάθησε να σκεφτεί τους λόγους για τους οποίους κάποιος θα μπορούσε να φωτογραφίζει ταβάνια: ----Να ήταν κάποιος που έχει ζήσει άστεγος και να έχει αναπτύξει ένα ψυχαναγκασμό με την έννοια ταβάνι και οροφή. ----Να είχε το ανάποδο της κλειστοφοβίας, δηλαδή ανοιχτοφοβία (και όχι αγοραφοβία, δηλαδή φόβο της αγοράς και του πολύ κόσμου) και να εκδήλωνε έτσι την φοβία του. ----Πιο λογικά, να ήταν κάποιος αρχιτέκτονας και με κάποια ειδίκευση στα ταβάνια, αν υπάρχει κάτι τέτοιο. ----Να είναι κάποιος επαγγελματίας που αναλαμβάνει την αποκατάσταση και μόνωση οροφής και να ψάχνει αποδείξεις να τεκμηριώσει την αναγκαιότητα του έργου του. ----Απλά να τραβάει καλλιτεχνικές φωτογραφίες, ίσως να έχωνε στο πλάνο του εκθέματα με κάποια ιδιότροπη και κουλτουριάρικη προοπτική. Αυτές οι αναζητήσεις και διάφορα άλλα ενδεχόμενα λιγότερο λογικά, την συνόδευσαν ξανά μέχρι το μουσείο της Περγάμου, όπου ντυμένη ξανά με τα ενοχλητικά τακούνια, το 13


καλσόν, την μαύρη φούστα, το λευκό πουκάμισο και το κρεμ της γιλέκο, έβαλε ξανά την επαγγελματική της κονκάρδα και προχώρησε βιαστικά προς το γραφείο του διευθυντή συντήρησης αρχαιοτήτων, με τον οποίο είχε κανονίσει ραντεβού. Ο συγκεκριμένος διευθυντής ήταν ο πιο ακριβοθώρητος όλων, ένας Γέρμανος αρχαιολόγος που μάλλον πίστευε ότι είναι κάποιος συνεχιστής του Indiana Jones, έτσι που κυκλοφορούσε με το καουμπόικο καπέλο του και το δερμάτινο μπουφάν, παριστάνοντας τον περιπετειώδη αμερικάνο. Ήταν ο μόνος που είχε αναβάλλει κατά τρεις ημέρες το ραντεβού τους, ενώ ήξεραν και οι δυο καλά ότι δεν είχε καμία υποχρέωση για κάτι τέτοιο. Ήταν απλά κάτι που τον βοηθούσε να νιώσει ξεχωριστός, απέναντι σε ‘’δημοσιογράφους’’ ή ακόμα χειρότερα, ‘’κριτικούς μουσείων για φτηνά περιοδικά’’. Ακόμα και στην συζήτησή τους, που κράτησε περίπου 45 βασανιστικά αργά λεπτά, στα οποία αν δεν είχε μερικές έτοιμες ερωτήσεις θα μπορούσε να αποκοιμηθεί –είχε ήδη μετανιώσει για την πρωινή ποδηλατάδα-, ο διευθυντής μιλούσε τόσο αργά και υπεροπτικά, τόσο δήθεν απαξιωτικά, που ήταν έτοιμη να σηκώσει έναν μάλλον πολύτιμο αμφορέα δίπλα στο γραφείο του και να του τον φορέσει στο κεφάλι. 45 λεπτά αργόσυρτης φλυαρίας, από τα οποία μόλις μερικά δευτερόλεπτα αφορούσαν την ουσία και το ζουμί της ‘’συνέντευξης’’. Στις σημαντικές της ερωτήσεις, οι απαντήσεις του ήταν τυπικές, σαν να μιλούσε σε πλασιέ οδοντικού νήματος. Στην πρώτη: -Όχι, όχι, ξεκάθαρα όχι. Το μουσείο δεν έχει δεχτεί καμία απειλή για τρομοκρατική ενέργεια, όπως και κανένα μουσείο του Βερολίνου. Να πάτε στο Λούβρο-αυτοί είναι που πουλάνε επαναστατικές ιδέες μαζικής κατανάλωσης. Γάλλοι. Πφιέχ. Ο τελευταίος ήχος έμοιαζε με φανατικό καρπιστή που του δίνουν αμελέτητα για νωπά καρύδια. Ο Indiana Jones ήταν σίγουρα εχθρός της Γαλλίας, αλλά μάλλον επειδή θα έπρεπε με κάποιον να είναι εχθρός. Ή ίσως ήταν απλά υπερόπτης σοβινιστής. Επουσιώδες. Στην δεύτερη: -Πρόκειται για παρεξήγηση. Το μουσείο δεν θα κλείσει από κάποιο φόβο για κλοπές ή παρόμοιες παράνομες δραστηριότητες. Το μουσείο θα κλείσει για μια εβδομάδα, στις αρχές του μήνα, για ένα εκτεταμένο κύκλο έργων συντήρησης. Ξέρετε, χρειάζεται πολύ δουλειά για να διατηρηθούν αυτά τα στολίδια του πολιτισμού μετά από τόσα χρόνια διάβρωσης και κακής μεταχείρισης. Το μουσείο μας, στα χρόνια της διεύθυνσής μου... Κάπου εκεί σταμάτησε να γράφει. Εντελώς επουσιώδες. Την υπόλοιπη διάρκεια της ομιλίας τους, κοίταζε το ρολόι τοίχου πίσω από το γραφείο του, μια ξύλινη αντίκα με ένα υπνωτικό εκκρεμές. Ήταν τόσο βαρετά τα λογύδρια του Indiana Jones που ο λεπτοδείκτης έμοιαζε να κινείται κάτω από νερό, ενώ ακόμα και το εκκρεμές έμοιαζε να εκτελεί την ταλάντωσή του μέσα σε μαρμελάδα. Αν και είχε ακόμα μερικές ερωτήσεις για την ολοκλήρωση του άρθρου, τον αποχεραίτησε με μια βιαστική ευχαριστία για το χρόνο του. Αυτός κούνησε το κεφάλι του, σαν να συμφωνούσε ότι έπρεπε να τον ευχαριστήσει. Βγαίνοντας από το γραφείο του, το μοναδικό που είχε στην πόρτα επίχρυση ταμπέλα με σκαλιστό το όνομά του, δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί: ‘’Ώρες ώρες, η δουλειά μου είναι πολύ σκατένια’’. Με την σκέψη αυτή ακριβώς και μια μουντζούρα να αιωρείται πάνω από το κεφάλι 14


της, είδε με γνήσια έκπληξη τον θαυμαστή της οροφής να στέκεται μερικά μέτρα μακριά, στο διάδρομο με διάφορα αραβικά κειμήλια, και να την κοιτάει ίσια στα μάτια. Ύστερα, με ένα χαμόγελο, έβαλε την μηχανή μπροστά του και την τράβηξε ακόμα μια φωτογραφία. Κλικ. Σκατά, δεν είναι δυνατόν να με πετυχαίνει κάθε φορά στα χειρότερά μου. Πριν προλάβει να επαναφέρει τον εαυτό της από τον αιφνιδιασμό, ο θαυμαστής της οροφής αλλά και εκείνης, προφανώς, είχε ήδη γυρίσει την πλάτη του και απομακρυνόταν. Αποφάσισε ότι είχε πάψει να έχει πλάκα και έτσι τον ακολούθησε βιαστικά. -Έι, φώναξε, κάνοντας μια οικογένεια Ιαπώνων να γυρίσουν προς το μέρος της. Ένας από αυτούς μάλλον την έβγαλε φωτογραφία- είχε καταντήσει κακόγουστο. -Έι, φωτογράφε. Τα τακούνια κάνουν τα πάντα πιο δύσκολα. Το περπάτημα, το βιαστικό περπάτημα, το τρέξιμο, το χορό, την περιήγηση, τις σκάλες, τις κυλιόμενες σκάλες, την επιβίβαση σε αεροπλάνο. Για το μόνο που αξίζουν είναι το φλερτ που μπορούν να κάνουν. Είναι αξιοπερίεργο αλλά πραγματικό ότι ένα τακούνι μπορεί να εξάψει την φαντασία ενός άντρα και να τον κάνει να θέλει να πιεί σαμπάνια μέσα από αυτό. Για την ώρα, ήθελε απλά να τα βγάλει και να προλάβει τον θαυμαστή της οροφής και εκείνης. -Περίμενε μια στιγμή! Επιτέλους, σταμάτησε. Γύρισε και της χάρισε πάλι ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο. Ύστερα, έκανε να ξανασηκώσει την μηχανή, αλλά το χέρι της τον πρόλαβε και την συγκράτησε στο ύψος του λαιμού του. -Ωπα! Φτάνει με τις φωτογραφίες! Δεν είμαι αξιοθέατο. -Ετυμολογικά, διαφωνώ, απάντησε αυτός σαν χτυπάει με ρακέτα ένα μπαλάκι του πινγκπονγκ. -Δεν μου αρέσει να με βγάζουν φωτογραφίες άνθρωποι που δεν ξέρω, του είπε αυτή, με αρκετή καθυστέρηση. Αν πράγματι έπαιζαν πινγκ-πονγκ θα είχε χάσει το μπαλάκι. -Και πάλι διαφωνώ, απάντησε αυτός ξανά σε ετοιμότητα. Εκείνη σκέφτηκε λίγο την απάντησή του. Δηλαδή μου αρέσει να με βγάζουν φωτογραφίες άνθρωποι που δεν ξέρω; Προσπάθησε να σκεφτεί αν έπρεπε να παρεξηγηθεί ή να κολακευτεί. Αυτός την κοίταζε, με το σκανταλιάρικο χαμόγελο καρφωμένο σαν να είναι αγκυλωμένο και ένα ζευγάρι υγρά και πονηρά καφέ μάτια. Το after-shave με άρωμα τσίχλας μπαρακούντα έφτανε στα ρουθούνια της, τα οποία με την σειρά τους την καλούσαν να απομακρύνει το πρόσωπό της. Όλα αυτά μαζί, την κράτησαν αρκετή ώρα σιωπηλή, και στο μεσοδιάστημα, αυτός βρήκε χρόνο να τραβήξει ακόμα μια φωτογραφία. Το κλικ χτύπησε τα νεύρα της σαν πινέζα τον πισινό της. -Αξιοθέατο, μουρμούρισε αυτός, κοιτώντας την φωτογραφία στην οθόνη της μηχανής του. Προσπάθησε να κρύψει ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλά της, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να ελέγξει κανείς τα αιμοφόρα αγγεία του. Έβαλε την παλάμη της μπροστά στην μηχανή του. -Τι σχέση έχω εγώ με τα ταβάνια που τραβάς συνέχεια, τον ρώτησε τελικά. Αυτός την κοίταξε με έκπληξη. -Με παρακολουθείς;, την ρώτησε χαμογελώντας με τον ίδιο τρόπο, που έκανε τις λέξεις να βγαίνουν επίσης χαμογελαστές. 15


-Δεν είναι δύσκολο να προσέξει κανείς ότι αυτός που σε φωτογραφίζει μετά κοιτάει προς το ταβάνι. -Δεν θα σου έκανε εντύπωση αν με έβλεπες και στον ζωολογικό κήπο. -Τι εννοείς; -Θα πάω σήμερα στο ζωολογικό κήπο το απόγευμα. Είσαι ευπρόσδεκτη να έρθεις με το ποδήλατό σου και να θαυμάσουμε μαζί τα λιοντάρια και τους ιποππόταμους. -Εμ...ευχαριστώ αλλά... -Α, ναι, ξέχασα. Έλεγα λοιπόν ότι δεν θα σου έκανε εντύπωση αν με έβλεπες στο ζωολογικό κήπο. Βλέπεις, στον ζωολογικό κήπο μου αρέσει να φωτογραφίζω τα κλουβιά. Είμαστε πολύ καλοί στο να χτίζουμε κλουβιά κάθε είδους βλέπεις, είναι μια πολύ υποτιμημένη μας τέχνη. Εγώ προσπαθώ να την αναδείξω ας πούμε. -Εεεμ..-στην πραγματικότητα, χρειαζόταν χρόνο να το σκεφτεί-Στις 5 και μισή ακριβώς, θα είμαι στο σημείο που δεν μπορεί παρά να βρωμάει περισσότερο από κάθε άλλο. Θα σε περιμένω με την μηχανή μου έτοιμη. Και λέγοντας αυτά, απομακρύνθηκε, χαζεύοντας το ταβάνι του διαδρόμου με τα περσικά χαλιά. Όταν έστριψε προς τα μωαμεθανικά ιερά, δεν μπόρεσε παρά να κοιτάξει το ταβάνι του μουσείου κάτω από μια νέα προοπτική. Ύστερα, ένιωσε τους παλμούς της να αυξάνονται γρήγορα καθώς το μυαλό της επεξεργαζόταν τα λόγια του. Μπίνγκο.

4. ‘’Ώρες ώρες, η δουλειά μου είναι υπέροχη’’, σκέφτηκε καθώς κλείδωνε το ποδήλατό της έξω από τον Ζωολογικό Κήπο του Βερολίνου, ένα μικρό σαφάρι στο κέντρο της πόλης. Φυσικά και πήγε, στο κάτω κάτω, η εταιρία πλήρωνε κάθε έξοδο για όσες ημέρες θα έμενε στο Βερολίνο. Είχε πληρώσει ξενοδοχείο της επιλογής της, είχε πληρώσει το ενοικιαζόμενο ποδήλατο, είχε πληρώσει ένα σετ καλού ντυσίματος για τις συνεντεύξεις της, είχε πληρώσει για τα αλλεπάλληλα λαχανάκια Βρυξελλών που έτρωγε πρωί βράδυ, με διάφορα συνοδευτικά για να σπάει η μονοτονία. Στις 5 και μισή ακριβώς, θα είμαι στο σημείο που δεν μπορεί παρά να βρωμάει περισσότερο από κάθε άλλο, της είχε πει. Η ώρα ήταν 5 και κάποια λεπτά και δεν είχε ιδέα τι θα μπορούσε να βρωμάει περισσότερο από κάθε άλλο σε ένα ζωολογικό κήπο. Προσπάθησε να σκεφτεί κάποιο ιδιαίτερα βρώμικο ζώο, αλλά το μόνο που κατάφερε να σκεφτεί ήταν η μυρωδιά από το aftershave που μύριζε ψάρι που αναδιδόταν από το πρόσωπό του. Σπάνιο πράγμα, να μπορείς να θυμηθείς μυρωδιές. Η όσφρηση είναι μια ιδιαίτερα υποτιμημένη αίσθηση σκέφτηκε, ενώ περνούσε την κεντρική πύλη και στεκόταν μπροστά σε ένα μεγάλο ταμπλό που παρουσίαζε σαν χάρτης τα εκθέματα-ζώα του κήπου. Θα μπορούσαν να είναι τα πιθηκοειδή. Βρωμάνε τα πιθηκοειδή; 16


Θα μπορούσαν να είναι τα πτηνά. Λογικά θα βρωμάνε οι κουτσουλιές, που επιπλέον δεν είναι και ακριβώς στέρεα σώματα για να τα μαζεύεις τακτικά. Ίσως να είναι οι ιπποπόταμοι. Κάτι τόσο μεγάλο δεν μπορεί παρά να παράγει κουράδες σε μέγεθος νεροκολοκύθας και μεθάνιο για να καλύψεις ενεργειακά τον ζωολογικό κήπο. ΄Ισως να είναι ο ρινόκερος. Πως να χωνεύει άραγε μια τριαξονική νταλίκα οπλισμένη σαν τανκ; Το κουίζ της φάνηκε χαριτωμένο και ενδιαφέρον, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι δεν είχε κάποιο προφανές κριτήριο για να το λύσει και ενώ η ώρα ήταν ήδη 5 και δέκα. Δεν θα είχε χρόνο να περάσει από όλες τις πιθανές βρωμερές γωνιές του κήπου, ενώ για κάποιο λόγο ήθελε να είναι ακριβώς στην ώρα της, για να αποδείξει κυρίως ότι μπορεί. Κοίταξε γύρω της, και απρόθυμα πλησίασε έναν ηλικιωμένο τύπο ντυμένο σαν πρόσκοπο, που είχε μια τεράστια ταμπελίτσα που δήλωνε ότι είναι εργαζόμενος του Κήπου. Έμοιαζε με απόστρατο κυνηγό γκνου στις σαβάνες της Αφρικής, που επειδή η συλλογή κεφαλών δεν του παρείχε σύνταξη είχε αποφασίσει να κολλήσει ένσημα ως επεξηγητής του χάρτη που μπορούσαν να καταλάβουν και παιδιά. Αυτός την υποδέχτηκε με χαμόγελο και διάθεση να απαντήσει κάθε πιθανή της ερώτηση: Που είναι οι ελέφαντες; Είναι επικύνδινος ο ρινόκερος; Μπορώ να χαιδέψω το λιοντάρι; Μπορείτε να μου εξηγήσετε γιατί τα φλαμίνγκο είναι ροζ; Έχουν γόνατα οι πιγκουίνοι; Αυτή ωστόσο κοκκίνισε πριν ακόμα ξεστομίσει την ερώτησή της και δίστασε για αρκετή ώρα. Τελικά, και μετά από μια κλεφτή ματιά στο ρολόι της τον κοίταξε με πείσμα, σαν να παίζει θάρρος ή αλήθεια και να της έχει ανατεθεί να του πει ότι είναι ο πιο όμορφος όλου του κόσμου. -Συγνώμμη, αλλά μπορείτε να μου πείτε ποιο μέρος θα ήταν το πιο...βρώμικο μέρος του Κήπου; Ο ηλικιωμένος εργαζόμενος την κοίταξε με γνήσια απορία. Ύστερα το σκέφτηκε λίγο και χαμογέλασε ξανά. -Χμμ...αυτό είναι ένα παράξενο ερώτημα, αλλά νομίζω ότι για τα γούστα σας, οι πορδές του Πάντα θα σας μείνουν αξέχαστες. Μόλις έφαγε αν δεν κάνω λάθος. Ύστερα, μάζεψε το χαμόγελό του σαν παράνομος πωλητής την πραμάτεια του όταν ο τσιλιαδόρος προειδοποιεί για αστυνομία και της γύρισε την πλάτη. Ήταν σαφές ότι ένας άνθρωπος σε αυτήν την πόλη, ένας παλαίμαχος κυνηγός γκνου της Σαβάνας, θα την θεωρούσε εντελώς ανώμαλη. Αλλά ας όψεται. Χωρίς να αποκαταστήσει την φήμη της, τσέκαρε για την σιλουέτα του πάντα στον χάρτη και ξεκίνησε να περπατάει βιαστικά, περνώντας δίπλα από τον ρινόκερο που φαινόταν τόσο βαριεστημένος που θα έχωνε αν μπορούσε το ίδιο του το κέρατο στο μέτωπό του. Για την ακρίβεια, και ενώ πλησίαζε προς το κλουβί των Πάντα, όλα τα ζώα έμοιαζαν σαν έχουν καπνίσει μια γερή δόση μαριχουάνας, και απλά άραζαν βαριεστημένα στον χαλαρό ήλιο. 17


Η πολική αρκούδα καθόταν ανάσκελα σε ένα βράχο και δεν γύριζε ούτε για μια φωτογραφία σε ένα πλήθος που την φώναζε με το όνομα που της είχαν δώσει στον Κήπο. Οι ιπποπόταμοι έμοιαζαν με πλαστικά τεράστια διακοσμητικά νούφαρα, έτσι που ήταν μισοκρυμμένοι στο πράσινο νερό τους. Πάνω σε έναν τάπιρο θα μπορούσες να μετρήσεις πάνω από 200 μύγες χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση να τις διώξει. Τα πιο δραστήρια και κινητικά ζώα του κόσμου μετά τις μέλισσες, τα αγριόσκυλα, καθόντουσαν στην μέση του χώρου τους σαν στειρωμένα ηλικιωμένα κανίς που μόλις έχουν πάει βόλτα. Ακόμα και τα πτηνά καθόντουσαν στα κλαδιά τους και τα όποια κρωξίματα μάλλον σε ελεύθερη μετάφραση να σήμαιναν: Βουλώστε το επιτέλους να κοιμηθούμε! Σε όλο τον κήπο υπήρχε μια βαριά αίσθηση ραστώνης και αποχαύνωσης, το κέντρο της πόλης ήταν πολύ πιο ζωντανό λίγα μέτρα πίσω από τον φράχτη. Μόνο στο κλουβί του Πάντα υπήρχε κινητικότητα. Όχι μόνο κινητικότητα αλλά και ένα ηχητικό show από χαλασμένη εξάτμιση μπετονιέρας. Πλησίασε το Κινεζικής τεχνοτροπίας κλουβί με μια διστακτικότητα. Σε μια ξύλινη ταμπέλα μπροστά από τα κάγκελα έγραφε το όνομα του φυλακισμένου Πάντα: Bao Bao ο τρίτος. Θα μπορούσε κάλιστα να ονομαστεί Bao Bao Bao και να εννοεί το ίδιο, σκέφτηκε, ενώ παρατήρησε τα μαλλιά μιας νεαρής κοπέλας να τινάζονται απαλά προς τα πίσω από ένα χτύπημα συμπυκνωμένου μεθανίου. Από μακριά, ήταν μια ευχάριστη εικόνα, σαν ένα απαλό θρόισμα του αέρα να παρασέρνει τα μαλλιά της, αλλά εκείνη βούρκωσε σχεδόν αμέσως, γύρισε και έσφιξε το μπράτσο του συνοδού της –φαινόταν να κρατιέται να μην γελάσει- και τον τράβηξε για να φύγουν μακριά από την μηχανή παραγωγής μεθανίου. Ύστερα αναρωτήθηκε γιατί εκείνη πλησίαζε όλο και περισσότερο, και πλέον μπορούσε να υποδεχτεί στα ρουθούνια της την επιβεβαίωση της φήμης: Ήταν η πιο βρώμικη γωνιά του πάρκου, αποκλειστική ικανότητα του Bao Bao του τρίτου. Η ώρα ήταν 5 και 27. Γύρω από το κλουβί υπήρχε ένα στρώμα αερίου ελαφρά κιτρινοπράσινο, μπορούσες να το δεις μόνο με ειδικά γυαλιά. Στα δεξιά του κλουβιού, και μακριά από τους υπόλοιπους επισκέπτες-παρατηρητές, κάτω από ένα ακροκέραμο σε σχήμα Δράκου –από αυτούς τους κινέζικους- καθόταν ο θαυμαστής της οροφής, με την μηχανή του στο χέρι. Μπορούσε να τον αναγνωρίσει από το ανοιχτό καστανό αραιό μαλλί, που σε μερικά χρόνια θα έφτιαχνε δυο ευμεγέθεις κολπίσκους πάνω από το μέτωπό του, με μια σφήνα μαλλιού ανάμεσά τους, σαν τριχωτό φιόρδ. Επίσης τον αναγνώρισε από την ευμεγέθη μύτη του, τώρα της δινόταν η ευκαιρία να την προσέξει καλύτερα, που είχε μια ελαφριά γαμψάδα προς το έδαφος. Αυτή τη φορά, φορούσε μια βερμούδα –αν και ο καιρός δεν είχε ζεστάνει τόσο ακόμακαι ένα λινό λευκό πουκάμισο, ενώ για άλλη μια φορά φορούσε τα ίδια παπούτσια που έβλεπε καιρό τώρα στις διαφημίσεις: Μια νέα επανάσταση στη σόλα, ξεκουράζει, αδυνατίζει, χαλαρώνει. Μπορεί αισθητικά να μην της άρεσαν τα χοντροκομμένα λευκά υποδήματά του, αλλά σκέφτηκε τις δικές της ταλαιπωρημένες πατούσες από τα τακούνια και το περπάτημα που ρίχνει με αυτά στο μουσείο και τα ζήλεψε. Τα δικά της καθημερινά παπούτσια, τα παπούτσια που είχε επιλέξει και για την βόλτα της στον ζωολογικό κήπο, έμοιαζαν περισσότερο με ένα δερμάτινο θηκάρι παρά για κάποιο ενισχυμένο υπόδημα. Στυλιστικά ήταν όμορφα, με ένα απαλό μωβ και μια μπορντό λωρίδα που έδενε στον αστράγαλο αλλά πρακτικά δεν ξεκούραζαν 18


καθόλου τα πόδια της. Φοβήθηκε ότι θα γυρίσει με κάποιον κάλο στην Αμερική, αλλά ύστερα ξανασυγκέντρωσε την σκέψη της στον θαυμαστή της οροφής και του πάντα, που έφερνε κάποιες νευρικές βόλτες στο κλουβί του, προφανώς ανύσηχος από την συχνότητα και την ένταση των εκκενώσεων του αρκουδιάρικου εντέρου του. Άραγε, να επηρεάζεται ο ίδιος ο Bao Bao ο τρίτος από αυτήν την συσσώρευση πηχτής κλανιάς γύρω του; Σε αντίθεση με τους θεατές του δεν μπορούσε απλά να την κοπανήσει και να φωνάξει ‘’σόρι, μου έφυγε’’. Ήταν αναγκασμένος να υποστεί τα αέρια που παράγει το μπαμπού –μαζί με κάποια μάνγκο- κατά την διάρκεια της χώνεψης. Αλλά για συμπαράσταση, και αυτή μαζί του. Φτάνοντας, ο θαυμαστής της οροφής την κοίταξε να πλησιάζει και χαμογέλασε. Είχε κάτι το αυτάρεσκο το χαμόγελό του, που δεν της άρεσε καθόλου και ήταν προπομπός μιας κακής αρχής. Ύστερα αυτός γύρισε ως συνήθως την μηχανή του-ήταν όμως προετοιμασμένη, ήταν μια καθημερινά ντυμένη κούκλα. -Αξιοθέατο, μουρμούρισε. Εννοείται, σκέφτηκε αυτή. Στάθηκε δίπλα του και παρατήρησε ότι καθόταν στο χειρότερο σημείο για να παρατηρήσει κάποιος τον Bao Bao τον τρίτο. Μπροστά τους υπήρχε μια συστάδα από μπαμπού και μπροστά και δεξιά τους ένα σύστημα από κοτρώνια τα οποία παρείχαν τον πέτρινο θρόνο του Bao Bao του τρίτου (με αυτό το όνομα θα ήταν λογικό να είναι κάποιος Βασιλιάς). Δίπλα τους ακριβώς ήταν ένας χάρτης που με κόκκινο ήταν σημειωμένες οι περιοχές της διαβίωσης του Πάντα (στην Κίνα) ενώ υπήρχε και ένα σετ ακουστικών σε μια κονσόλα με διάφορα κουμπιά που έγραφαν πράγματα όπως: Γενικά – Διατροφή/Συνήθειες – Το Πάντα του κήπου μας – Κίνδυνοι. Ακόμα πιο δίπλα υπήρχε μια πόρτα που δίπλα της είχε μια ταμπέλα-πρόσκληση- αν έμπαινες από εκεί θα μπορούσες να δεις το πάντα να κοιμάται, να τρώει, να πηδάει (δεν είχε κάτι να πηδήξει), να παίζει, να κάνει ότι δεν κάνει έξω. Μάλλον εκεί θα έκανε τα περισσότερα, γιατί έξω απλά τριγυρνούσε κυκλικά στο κλουβί του αφήνοντας κάθε τόσο μικρά πρασινοκίτρινα συννεφάκια μεθανίου και ανυπόφορης βρωμιάς. Αλλά το σημείο που καθόντουσαν, ήταν το σημείο που η βρωμιά ήταν πιο βιώσιμη. -Τα πάντα είναι πολύ έξυπνα, είπε αυτός. Δεν κατουρούν και δεν κλάνουν κόντρα στον άνεμο. Τον κοίταξε χωρίς να ενθουσιάζεται. -Πως μπορείς να ξέρεις κάτι τέτοιο; -Το παρατήρησα. Έχει κατουρήσει δυο φορές και ειλικρινά δεν μπορώ να ξέρω πόσες φορές έχει κλάσει. Αλλά σε κάθε περίπτωση, το έκανε στην μεριά του ανέμου. Που βέβαια είναι η κυρίως μεριά των επισκεπτών, με την καλύτερη θέα, και για αυτό το λόγο όλοι οι επισκέπτες έχουν μέσο όρο παρακολούθησης τα 8 με 10 δευτερόλεπτα. Μια συναχωμένη κυρία έκατσε λίγο παραπάνω. Σε αυτό το σημείο είναι μάλλον αναγκαίο να γίνει μια συμπλήρωση σε σχέση με την αρχική ανάλυση για τον έρωτα: v. Ο έρωτας δεν συζητάει για την πορεία των πορδών ενός Πάντα σε σχέση με τον άνεμο, δεν ανθίζει μέσα σε εγκληματικά νέφη μεθανίου, δεν ακούγεται ανάμεσα

19


στους ήχους που μοιάζουν σαν κάποιος να σκίζει ένα δερμάτινο παντελόνι μπροστά σε μεγάφωνο. Εύλογα, και παρά τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του, εκείνη ένιωσε να χάνει την υπομονή της. Μπορεί να κάθονταν κόντρα στον άνεμο, αλλά η μυρωδιά εξαπλωνόταν γύρω από το κλουβί σαν σμήνος από μικροσκοπικές, σχεδόν αόρατες σκνίπες. Είχε τέτοια πυκνότητα η μυρωδιά που ήθελε κατ’αρχήν να φταρνιστεί και μετά να απομακρυνθεί. Τουλάχιστον δεν μπορούσε να πιάσει το απαράδεκτο after-shave, κάτι ήταν και αυτό. Τον κοίταξε ερευνητικά. -Γιατί είμαστε εδώ;, ρώτησε με μια συγκρατημένη ανυπομονησία. Θα μπορούσε να ρωτήσει Πώς σε λένε, από που είσαι, μπορώ να δω τις φωτογραφίες και εγώ;, πες μου πάλι την θεωρία σου για τα κλουβιά, αλλά τελικά ρώτησε αυτό που την απασχολούσε περισσότερο. -Εγώ είμαι εδώ γιατί όπως σου είπα, φωτογραφίζω κλουβιά. Εσύ είσαι εδώ επειδή έχεις περιέργεια στο γιατί να φωτογραφίζω κλουβιά και στην πραγματικότητα επειδή σου αρέσει ένας άγνωστος να σε βγάζει φωτογραφίες. Ούνγκχ. Ας ρωτούσε για το όνομά του. Αν και κάτι θα έβρισκε πάλι να πει. Τελικά μέσα στο κεφάλι της άστραψε μια μικρή σπίθα, σαν στο απόλυτο σκοτάδι κάποιος να είχε ανακαλύψει έναν αναπτήρα και να τον είχε τρίξει ευθαρσώς, απελευθερώνοντας την μικρή φλογίτσα της λύτρωσης. Η σπίθα έβαλε μπρος τις μηχανές των νευρώνων της και το ρέυμα κυκλοφόρησε με μεγαλύτερη ταχύτητα από ένα χρηματιστή στο κενό εν μέσω κράχ. -Τώρα θυμήθηκα που σε ξέρω! , ξεφώνισε τόσο δυνατά που ξάφνιασε ακόμα και τον Bao Bao τον 3ο και γύρισε απότομα προς το μέρος τους, εκτοξεύοντας μια ολοστρόγυλλη οβίδα αέρα, μεθανίου και σταγονιδίων αγνώστου προελεύσεως προς όσους ήταν πίσω του. Μια Ιταλίδα ηλικιωμένη γυναίκα, κομμάτι του group που ταξίδευε για Βερολίνο σε φτηνές τιμές και με εγγυημένη διασκέδαση, δεν κατάφερε να αποφύγει την πορεία αυτής της αναπάντεχης επίθεσης και λιποθύμησε από την ασφυξία. Όταν επανήλθε, αρκετές ώρες μετά, θυμήθηκε τα νεανικά της χρόνια στις πλατείες της Νάπολι, όταν οι Polizia τους έριχναν δακρυγόνα για να περάσει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Αρκετά πριν από αυτή τη στιγμή όμως, ο θαυμαστής της οροφής και της βρωμιάς των Πάντα κοίταζε την ενθουσιασμένη γυναίκα με απορία. -Σε ξέρω! Είσαι το αγόρι στην πλατεία Ανεξαρτησίας! Είσαι ο τύπος που μου έλεγε ότι δεν μπορώ να χορέψω! Σε ξέρω από το Μοντεβιδέο! Τα μάτια του άστραψαν και έσβησαν, σαν να πέρασε από πίσω μια ανάμνηση και σκαναρίστηκε στον αμφιβληστροειδή του. ‘Υστερα χαμογέλασε πολύ διαφορετικά, πολύ πιο ζεστά και οικεία –ήταν σίγουρα αυτός. -Αν είσαι πράγματι το κορίτσι από το Μοντεβιδέο, θα έπρεπε να είσαι κοκκινομάλλα. Αυτή χαμογέλασε. -Ας πούμε ότι πέρναγα μια φάση αναζήτησης τότε. -Ω, αυτό ξαναπες το, της απάντησε.

20


Ο Bao Bao o 3ος αποφάσισε ότι όσο κουνιέται τόσο δυσκολεύουν τα πράγματα για το εντεράκι του. Έτσι, άραξε στον πέτρινο θρόνο του όπως θα καθόταν ένας παλαιστής του σούμο με τον κώλο, μπας και φράξει τον αγωγό. Λένε ότι δεν υπάρχει πιο βαριεστημένο ζώο από ένα Πάντα. Λένε ότι αν ξαπλώσει, μπορεί να περάσει 2 ημέρες μέχρι να φέρει το κλαδί το μπαμπού μέχρι το στόμα του για να φάει. Λένε ότι το είδος κινδυνεύει κυρίως επειδή βαριέται να αναπαραχθεί, και βγαίνει ένα παντάκι περίπου το χρόνο και ξεκινάει το βαριεστημένο του ταξίδι στον κόσμο των μπαμπού και της ανατολίτικης κουζίνας. Στον ζωολογικό κήπο του Βερολίνου ήταν το πλέον δραστήριο ζώο, όλα τα υπόλοιπα έμοιαζαν να είχαν ραντίσει τα γεύματά τους με όπιο ή νοβοκαίνη. Ακριβώς έξω από το κλουβί του, δυο άνθρωποι πάλευαν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω και να ξαναενώσουν την οπτική τους λωρίδα σε ένα διαφορετικό χωροχρόνο. Αυτή είχε κόκκινα μαλλιά, αυτός απλά περισσότερα. Και ήταν περίπου 10 χρόνια νεότεροι. Δεν είναι και λίγα 10 χρόνια.

21


Οέο Οέο, ΜΟΝΤΕΒΙΔΕΟ! -3. Αν ρωτήσεις τρεις διαφορετικούς ανθρώπους να σου πουν τι βλέπουν όταν βλέπουν το Μοντεβιδέο από ψηλά, θα πάρεις τρεις διαφορετικές απαντήσεις: Ο ρομαντικός ποιητής που τρέφει την έμπνευσή του μέσα από την μεταφορά, την αλληγορία και τον ελεγχόμενο παραλογισμό, θα σου πει ότι το Μοντεβιδέο από ψηλά μοιάζει με ένα ταξιδιάρη γλάρο που ανοίγει τα φτερά του και ετοιμάζεται να ξεκινήσει το ταξίδι του για τα νησιά Φόκλαντ, κάνοντας μια μικρή στάση στο Buenos Aires για φλερτ και ρούμι και άλλη μια μικρή στάση για ξεκούραση στην Bahia Blanca για να δει τι ήταν αυτό που είδε ο Δαρβίνος και σιγουρεύτηκε για την υπόθεση της Εξέλιξης των ειδών. Ο μεθυσμένος ερωτοχτυπημένος νέος, που δεν μπορεί να αποδεχτεί την απώλεια του έρωτά του, θα δει ένα πεινασμένο λύκο, με ανοιχτό το στόμα του, και με τους αφρούς από τα κύματα να δείχνουν την λύσσα του, να κυνηγάει κάποιο θήραμα που τρέχει προς τον ποταμό Santa Lucia με ελπίδα να τον περάσει και να βρεθεί στην Αργεντινή. Είναι όμως τέτοια η κλίση του λύκου που μπορεί ανα πάσα στιγμή να γυρίσει και να καταβροχθίσει την πόλη. Ο σκληρός ορθολογιστής στρατιωτικός, που έχει μάθει να βλέπει την δημιουργία στην σκακιέρα του πολέμου, θα σου πει ότι το Μοντεβιδέο από ψηλά έχει το ίδιο σχήμα με αυτό που θα προέκυπτε αν πέταγες από ένα συγκεκριμένο ύψος ένα μικρό βαζάκι μαγιονέζα. Ύστερα θα απορρίψει το ερώτημά σου και θα ασχοληθεί με το να βάλει στην σειρά τα σακάκια του στην ντουλάπα του, ξεσκονίζοντας σχολαστικά τα μανίκια. Επειδή και οι τρεις παραπάνω σχολιαστές της όψης του Μοντεβιδέο από ψηλά – συμπτωματικά, λέγονται και οι τρεις Αλβάρο- είναι εντός των ορίων της πραγματικότητας, δηλαδή πραγματικές της όψεις, έχουν με τον τρόπο τους και οι τρεις δίκιο. Το Μοντεβιδέο είναι σίγουρα ταξιδιάρικο, έχει σίγουρα την άγρια πλευρά του, και ειδικά στο καρναβάλι του, είναι τόσο γευστικά χαοτικό και αντιστρόφως που θες απλά να βουτήξεις τις πατάτες σου μέσα μέχρι να μουλιάσουν από την Λατίνικη ουσία του, και ύστερα να δροσιστείς στον Νότιο Ατλαντικό που βρυχάται σε απόσταση αναπνοής από δίπλα σου. Εκείνη την περίοδο της ανάμνησής τους, εκείνη ειδικά προσπαθούσε να αποτάξει από πάνω της και τους τρεις Αλβάρο του δικού της ψυχισμού και να βρει ίσως κάποιον καινούριο. Έναν νοητικό Αλβάρο για να βρει τον εαυτό της αλλά και ένα κανονικό Αλβάρο, με μυς, τεστοστερόνη και μαύρισμα για να έρθει σε κάποιον εκδικητικό οργασμό. Α, ναι, φυσικά. Πέρα από τον κολπικό και τον κλειτοριδικό, πέρα από τον απλό και τον πολλαπλό, υπάρχει και ο εκδικητικός οργασμός αν και μπορεί συνήθως να συνοδεύεται με έναν από τους παραπάνω χαρακτηρισμούς. Το πραγματικό και ουσιώδες ερώτημα όμως, δεν είναι το αν υπάρχει εκδικητικός οργασμός ή όχι, το ερώτημα είναι τι θέλει να εκδικηθεί. Συγκεκριμένα, και ενώ εκείνη έσερνε τις σαγιονάρες της στο γεμάτο διάσπαρτα χορταράκια πεζοδρόμιο της 22


συνοικίας Ciudad Vieja ακολουθώντας βαριεστημένα την νονά της, ένιωθε ότι κάθε μόριο του σώματός της θα ήθελε να φέρει εκδίκηση στον Μάικ Ντι Φρεντς, τον γλοιώδη Μάικ Ντι Φρεντς, που ωστόσο δεν βρισκόταν στην Ουρουγουάη, αλλά περίπου 8500 χιλιόμετρα βορειοδυτικά, στην Νέα Υόρκη. Αλλά στον Μάικ Ντι Φρεντς άξιζε τόση εκδίκηση, που έπρεπε ακόμα και με αυτήν την απόσταση να του την φέρει- τι πιο απλό από το να αφήσει το σώμα της κατ’αρχήν ολόγυμνο σε ξένα μάτια, τι πιο απλό από το να αναζητήσει τον οργασμό από έναν άλλο άντρα. Όχι μόνο για τον Μάικ Ντι Φρεντς βέβαια- για πολλά από τα προβλήματά της εκείνη την περίοδο είχε αρχίσει να πιστεύει ότι η απάντηση βρίσκεται σε ένα αναγκαίο οργασμικό μασάζ του εγκεφάλου της-όσο δεν τον κάνει, ο εγκέφαλος αδυνατεί να απαντήσει όλα τα προβλήματα μόνος του. Αν το κάνει κάθε τόσο, είναι η καλύτερη βενζίνη στο όχημα της λογικής της. ‘’Θα κάνω sex με τον πρώτο άντρα που θα με ανάψει. Ύστερα, θα διαλογιστώ δίπλα στην θάλασσα, θα αφήσω τον ήλιο να στεγνώσει τις σκοτούρες και μετά....ΑΛΑΖΜΠΡΑ!!’’, σκεφτόταν ξανά και ξανά, καθώς περνούσε την πύλη της Ciudadela, απομεινάρι του τείχους που ήταν φτιαγμένο γύρω από την περιοχή εκείνη της πόλης και έμοιαζε με κάποιο ξεχασμένο κομμάτι από κάποιο αρχαίο θεϊκό Tetris. Η νονά της έλεγε: ‘’Θα έρθεις μαζί μου στο Μοντεβιδέο που έχω να παρακολουθήσω κάποια σεμινάρια Αρχιτεκτονικής (η νονά ήταν περίφημη αρχιτέκτων ενώ κατάφερνε να είναι και οικογενειάρχισσα και μποέμισσα- ήταν, ρητά ή άρρητα, το πρότυπό της σε πολλά επίπεδα, αν και η φάση που περνούσε ήταν μια φάση αλεπάλληλης απόρριψης προτύπων από κάθε μεριά και για κάθε πιθανή αφορμή) και θα αφήσεις τον ήλιο να σε χαλαρώσει. Θα κάθεσαι όλη ημέρα αν θέλεις στην πισίνα και θα πλατσουρίζεις. Θα τρως όσες tortas fritas θέλεις. Θα παρακολουθήσεις τις ετοιμασίες του καρναβαλιού-αν θες καθόμαστε και μια ημέρα. Θα κάτσεις με την νονά και θα της πεις όλες τις σκοτούρες σου’’. Φυσικά, από την ώρα που πάτησε το σαγιοναρισμένο πόδι της στο Μοντεβιδέο, είχε ανταλλάξει πολύ περιορισμένες κουβέντες με την νονά-ούτε για τον Μάικ Ντι Φρεντς είχε πει, ούτε τον Δωδεκάλογο-που-θεωρεί-την-μάνα-τηςκαταπιεστική-σκύλα, ούτε την αδυναμία της να διαλέξει κατεύθυνση σπουδών, ούτε τα νεύρα της και την παρατεταμένη κοινωνική της ατσουμπαλιά, τίποτα. Ίσως η νονά να ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε και να την ακούσει και να της δώσει κάποια πιο σοβαρή και ψαγμένη συμβουλή από το ‘’είναι της ηλικίας’’ που ξεστόμιζε η μάνα της και έμοιαζε με τρυπάνι να φτάνει μέχρι το μαλακό του εγκεφάλου της. Όπως και να έχει όμως, ούτε αυτή μίλαγε στην νονά της αλλά ούτε και η νονά της έμοιαζε να ενδιαφέρεται πολύ- είτε της έδινε χρόνο είτε ήταν πολύ απορροφημένη με τα δικά της, γυρνώντας από διάφορα ξενοδοχεία και πηγαίνοντας σε διάφορα κτίσματα του Μοντεβιδέο, φορώντας ένα μακρύ πρασινωπό φόρεμα και ένα ζευγάρι γυαλιά που έμοιαζαν με παρμπρίζ αυτοκινήτου. Ήταν μια σέξυ-μάμα η νονά της, ώρες ώρες δεν μπορούσε να πιστέψει ούτε ότι είχε τρια παιδιά ούτε ότι πλησίαζε τα πενήντα με μια αδιαφορία και άνεση σαν να πλησίαζε ξανά τα 30 με την όπισθεν. Όταν έφτασε στην Λεωφόρο της 18ης Ιουλίου είχε ήδη φτάσει το απόγευμα και τα πάντα, από την νονά της μέχρι τους δρόμους και τα κτίρια της φαινόντουσαν σέξυ και σαγηνευτικά. Ο ουρανός πάνω τους έμοιαζε με πέτσα σε κατσικίσιο γάλα έτσι που μπασταρδευόταν ένας εκτυφλωτικός απογευματινός ήλιος με μια αραιή λευκοσυννεφιά. Μπροστά της, η πλατεία Ανεξαρτησίας ακτινοβολούσε σαν φωτοβολταϊκό-ήταν τόσο έντονη η αντανάκλαση του ήλιου 23


που μόνο δυο πράγματα μπορούσε να ξεχωρίσει: Το άγαλμα του Jose Gervasio Artigas και μια μεγάλη ανθρωποσυνάθροιση μπροστά του, σε διάφορα παρδαλά χρώματα να λικνίζεται σαν ένα σώμα σε μια ρυθμική αλλά υποτονική μουσική. Ωποσδήποτε, ήταν αναμενόμενο για εκείνη την ημέρα, τα λαδωμένα, μαυρισμένα ιδρωμένα κορμιά της φάνηκαν σέξυ και ένιωσε την παρόρμηση να ακολουθήσει τους ρυθμούς του χορού τους-στο κάτω κάτω η νονά δεν θα της έδινε και ιδιαίτερη σημασία μέχρι να τελειώσει τις δουλειές της. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα τα ακροδάχτυλά της είχαν αρχίσει να κουνιούνται προσπαθώντας να πιάσουν τον ρυθμό, και είδε είχε πάρει μια κλίση πλησιάζοντας το μικρό υπαίθριο πάρτυ, μέχρι που ένα τοίχος ιδρώτα και τεστοστερόνης μπήκε μπροστά της με θράσος ανάλογο σε ένα ξαναμμένο και ηλιοκαμένο 18χρονο. -Ωωωωω, μπονίτα!, φώναξε ένας από την μικρή ομάδα αναζήτησης αιδοίου. Ήταν ένας ισπανόφωνος μιγάς, που το πρόσωπό του έμοιαζε με σοκολατένιο αυγό. Μύριζε λάδι, καρότο και πούρο. Κοίταξε την παρέα μπροστά της, που την κοίταζε πίσω με ένα τρόπο ερωτικό αλλά συνάμα χυδαίο. Ύστερα κούνησε το χέρι της σαν να αρνείται κάποια ηλεκτρική κουνοποσκοτώστρα από πλανόδιο και προχώρησε προς την πλατεία, χτυπώντας ρυθμικά τις σαγιονάρες της στις φτέρνες της σαν να βαράει πελματάκια (αν φυσικά το παλαμάκι αναφέρεται στην παλάμη). Όταν πλέον η παρέα μπορούσε να δει μόνο τον στρογγυλό της μικρό πισινό, που έμοιαζε με άγουρο βερίκοκο, χαμογέλασε αυτάρεσκα- ήταν ένα μικρό αντικείμενο έξαψης και πόθου, μια παρουσία που της την πέφτουν στο δρόμο ζητιανεύοντας την ματιά της και το ενδιαφέρον της. Ο Μαίκ Ντι Φρεντς είναι ένας μαλάκας και μισός, που δεν ξέρει τι χάνει. Αυτό το τελευταίο της φάνηκε αρκετά κλισέ και αποφάσισε να μην σκέφτεται πλέον τον Μάικ Ντι Φρεντς-ήταν ικανός να της χαλάσει την διάθεση ακόμα και από απόσταση 8500 χιλιομέτρων. Πέρα από τις φασαριόζικες μωβ σαγιονάρες της, με το μαύρο λαστιχένιο δαχτυλοστρίνγκ (που ταίριαζαν με τα βαμμένα μπορντό νύχια των λεπτών ποδιών της), φορούσε ένα γαλάζιο κοντό σορτς με λευκά περιγράμματα από λουλούδια και μια επίσης μωβ (αν και ξεπλυμένη) κοντή αμάνικη μπλούζα. Ήταν ‘’όσο ξετσίπωτη χρειάζεται’’ όπως της είπε η νονά της, ‘’αν και τα χρώματα δεν πάνε καθόλου’’. Στην πραγματικότητα, το να ντυθεί με τρόπο που τραβάει βλέμματα με αγκίστρι ήταν στα πλαίσια της εκδίκησής της απέναντι στον Μάικ Ντι Φρεντς. Αν ο Μάικ είχε την παραμικρή ιδέα πως κυκλοφορούσε, σίγουρα θα είχε κοκκινίσει σαν πατζάρι. Έφτασε στην χορευτική ομύγηρη και έριξε τα αγκίστρια της, στοχεύοντας σε Ισπανούς, Ουρουγουανούς, Αργεντίνους, Βραζιλιάνους, Αμερικάνους, Γάλλους, Άγγλους, Γερμανούς, οποιαδήποτε εθνικότητα θα της κέντριζε έστω και λίγο το ενδιαφέρον. Η αρχικά υποτονοκινή μουσική από τα κρουστά (παρατήρησε ότι τα κρουστά ήταν τρια και ήταν τα μόνα όργανα που έβγαζαν ήχο, μαζί με ένα δυσδιάκριτο ηχητικά ξυλόφωνο) είχε τώρα αρχίσει να δυναμώνει και να εντείνει τους ρυθμούς της, ο κόσμος είχε αρχίσει να χορεύει πιο δυνατά, πιο άγρια, σχεδόν χοροπηδηχτά. Της φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον και άρχισε να κουνάει τους γοφούς της, θέλοντας να γίνει ένα με το πλήθος, μια τουρίστρια έτοιμη για όλα, διατεθειμένη για την πιο ριζοσπαστική περιπέτεια και για τα πιο μεγάλα πάθη. Σε μόλις μερικά δευτερόλεπτα, είχε επιτυχία και τα αγκίστρια της άρχισαν να προσελκύουν την πρώτη ψαριά. Πάντα πρώτοι βέβαια

24


είναι οι πιο πεινασμένοι, η υπομονή και η εκλεκτικότητα είναι η αρετή του καλού ψαρά. Ίσως και ψαριού, αν το σκεφτεί κανείς. Πρέπει να ήταν ντόπιοι, το δέρμα τους ήταν πιο σκούρο και φαινόταν ότι δεν είχε σκουρήνει ούτε από τον ήλιο ούτε από solarium, που δίνει ένα μαύρισμα τόσο νερόβραστο που δεν θα το καταδεχόταν ούτε πεινασμένο κογιότ. Ήρθαν κοντά της, και εναλλάσοντας την ματιά τους στα μάτια της και στους γοφούς της, έκαναν ότι την ‘’χόρευαν’’ ότι την συνόδευαν στα απαλά της λικνίσματα. Παρά το γεγονός ότι ήξερε ότι δεν είχε ακόμα χτυπήσει τα καλά ψάρια, ένιωθε την σιγουριά της να φουσκώνει σαν σόγια στο φούρνο. Ήταν ίσως η καλύτερη στιγμή για να εμφανιστεί εκείνος και να την γειώσει σαν καλό αλεξικέραυνο. -Πρόσεξε, τσίκα, πρόσεξε γιατί ο χορός είναι άγριος και τα πάθη δυναμώνουν όσο δυναμώνει ο ρυθμός. Το ήξερες ότι τα πάθη έχουν οριακό σημείο; Υπάρχει σημείο που παίρνεις φωτιά. Είχε έρθει από πίσω της, ‘’καθαρή’’ αμερικάνικη προφορά, κοκκινισμένο δέρμα από τον ήλιο, ένα ακατάληπτο καστανόξανθο μαλλί που έμοιαζε με φλόγα από λαμπάδα και μια λίγο μεγαλούτσικη, λίγο γαμψή, λίγο στραβή σαν σπασμένη μύτη. Όχι ακριβώς το πρότυπό της για να μοιραστεί την εσωτερική της υγρασία (που έδενε πλήρως με την υγρασία που προσφέρει ο Νότιος Αντλατικός), αλλά η φωνή του (ήταν και μάλλον επίτηδες κοντά στο αυτί της) και τα λόγια του την έκαναν να ανατριχιάσει. Μη δείξεις ξενέρωτη, μη δείξεις σνόμπ. Συνέχισε τον ρόλο σου. -Τι μουσική είναι αυτή;, ρώτησε συνεχίζοντας ανεπηρέαστη το λίκνισμά της. Τα πρώτα ψάρια απομακρύνθηκαν λίγο, αλλά τα βλέμματα τους έμειναν καρφωμένα στον αφαλό της, που μια κρυβόταν μια εμφανιζόταν πίσω από την μπλούζα, σε ένα παιχνιδιάρικο τερτίπι προσέλκυσης αφαλολάγνων. Ένιωσε χαρούμενη που είχε αποφασίσει να βάλει εκεί σκουλαρίκι, παρά τις έντονες ενστάσεις της μητέρας της. Της συντηρητικής, καταθλιπτικής μητέρας της. Η νονά το ενέκρινε φυσικά. -Είναι η παραδοσιακή μουσική της Ουρουγουάης, παράδοση από τους μαύρους σκλάβους που έχτισαν αυτόν τον τόπο. Λέγεται cambodere. Και δυναμώνει όσο προχωράει, στο τέλος μπορούν να την χορέψουν μόνο οι παθιασμένοι, μόνο όσοι δεν φοβούνται να καούν από το πάθος τους. -Εγώ χορεύω όσο θέλω και δεν φοβάμαι τίποτα. -Εσύ απλά κουνιέσαι-εκείνος χορεύει, είπε και της έδειξε έναν νεαρό μελαμψό αδύνατο άντρα, που φορούσε ένα μακρύ χακί μαγιώ και ένα κολιέ από περίεργες γυαλιστερές χάντρες. Σχεδόν χοροπηδούσε στους ήχους από τα τύμπανα, τα μαλλιά του έπεφταν ιδρωμένα και γεμάτα αρμύρα πάνω στο μέτωπό του, τα χέρια του κινόντουσαν σε έναν περίεργο εναγκαλισμό με τον αέρα, σαν να χόρευε κάποιο άγριο τανγκό με ένα αόρατο παρτενέρ. Ήταν σαν να χόρευε με την άγρια πλευρά του, αγκαλιάζοντάς την, τιθασεύοντάς την και παράλληλα δίνοντάς της χώρο να εκφραστεί. -Μπορώ να χορέψω όπως αυτός και ακόμα καλύτερα, του είπε ευθαρσώς.Ίσως και να μπορούσε, ίσως και όχι, αλλά σίγουρα θα πούλαγε μούρη και τσαμπουκά. Στο κάτω κάτω, δεν

25


μπορούσε να καταλάβει αν ο τύπος της την έπεφτε ή απλά της την έλεγε. Από το απέναντι πεζοδρόμιο η νονά της σήκωνε επίμονα το χέρι, ποιος ξέρει πόση ώρα. -...Αλλά πρέπει να φύγω τώρα, συνέχισε, και τίναξε με στόμφο τα μαλλιά της μπροστά του. Αυτός χαμογέλασε πονηρά, σαν να τον είχε χτυπήσει με ένα γάντι και είχε δεχτεί την πρόκληση σίγουρος για τον εαυτό του. -Το βράδυ θα έχουμε ένα πάρτυ στην παραλία Rocteur. Εκεί θα χορέψουμε όλο το βράδυ δίπλα στην φωτιά, θα πίνουμε ρούμι για να την σβήνουμε, θα καταστρώνουμε σχέδια για να αλλάξουμε τον κόσμο. Έλα να μου αποδείξεις ότι μπορείς να χορέψεις, σε προκαλώ. Ήταν η καλύτερη πρόσκληση-πρόκληση που είχε ακούσει. Ήταν τόσο καλή η πρότασηπρόκληση που δεν είπε ούτε ναι, ούτε όχι, απλά χαμογέλασε σπαστά και με μια αμήχανη φιγούρα χτύπησε τις σαγιονάρες της και απομακρύνθηκε από κοντά του, ενώ η υγρασία ανάμεσα στα πόδια της συναγωνιζόταν την υγρασία του Μοντεβιδέο και του Νότιου Ατλαντικού.

-2. Όταν η νύχτα απλώθηκε σαν σιρόπι μαύρης σοκολάτας πάνω στην άχνη της υγρασίας και της αρμύρας του Μοντεβιδέο και του Νότιου Αντλαντικού, ξεκίνησε για την παραλία παρά την παρότρυνση της νονάς της να κάτσουν στην πισίνα του ξενοδοχείου και να απολαύσουν ένα κοκτέιλ. Στην πραγματικότητα, η νονά της δεν είχε κανένα λόγο και κανένα επιχείρημα να της πει να μην πάει- η ίδια στα νιάτα της θα πήγαινε ακόμα και αν την κλείδωναν στο δωμάτιο στον 14ο όροφο του ξενοδοχείου. Απλά ένιωθε μια ευθύνη απέναντι στην μικρή, και ήξερε και η ίδια ότι η λαγνεία είναι συνώνυμη μιας καρναβαλικής βραδιάς στο Μοντεβιδέο, και ας είχαμε ακόμα 2 ημέρες πριν την έναρξη του καρναβαλιού. Την φίλησε στο μέτωπο και της ζήτησε μια περιοδική επικοινωνία στο κινητό. Ύστερα, την αποχαιρέτησε χτυπώντας την στον πισινό, πάνω στον οποίο είχε τώρα φορέσει μια αέρινη φούστα, λεπτή σαν παρεό. Αν ήταν να χορέψει, θα ήθελε να είναι πιο άνετη. Η παραλία ήταν δίπλα στην πόλη, έστεκε σαν την μικρή αυλή, δίπλα στο πολύβουο λιμάνι. Από μακριά καθώς πλησίαζε είδε τα γλωσσίδια της φωτιάς να θωπεύουν την υγρασία της νύχτας σαν παράνομοι εραστές, ενώ τα τύμπανα θύμιζαν κάποιο τελετουργικό που ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Έμοιαζε σαν την θυσία προς την θεότητα της σκοτεινής πλευράς, μα πάνω από όλα ήταν το ραφινάρισμα μιας υπόσχεσης για περιπέτεια και πάθος, έννοιες που την μαγνήτιζαν από μικρό κορίτσι, λες και είχε κάποια καρμική σχέση με την περιπέτεια, το απροσδόκητο, την πρόκληση. Βύθισε τα πόδια της στην υγρή και δροσερή αμμουδιά και άφησε τα δάχτυλά της να παίξουν με τους λεπτούς κόκκους του χαλαζία. Οι φωτιές έμοιαζαν να σπαρταρούν στους ρυθμούς των τυμπάνων, φαινομενικά διαφορετικούς που όμως έδεναν με μια ιδιότροπη αρμονία, πέρα και έξω από τις μουσικές νόρμες. Οι σκοτεινές σιλουέτες γύρω της χόρευαν σαν σε κάποια περίεργη έκσταση, τα πρόσωπά τους όταν τα έφεγγε η φωτιά έμοιαζαν να είναι 26


χαμένα σε κάποια μυσταγωγία των αισθήσεων. Ο αέρας είχε άρωμα από ερωτισμό και αλκόολ, και την τύλιγε σαν λεπτό παρεό. Έψαξε με το βλέμμα της να βρει ένα σημείο αναφοράς, όπως βρίσκει κανείς σε κάθε πάρτυ που πηγαίνει χωρίς να ξέρει κανέναν- ένα μπαρ, ένα μεγάλο καναπέ, ένα ήσυχο μπαλκόνι, ένα γνωστό. Το μόνο σημείο αναφοράς ήταν η ήρεμη ακτογραμμή με το αφρώδες περίβλημα και ο ρυθμός των κρουστών. Αυτά, μαζί με τον άγνωστο άντρα που την προσκάλεσε-προκάλεσε σε εκείνη την παραλία, τον οποίο αναγνώρισε από το ιδιαίτερο τσουλούφι, οκλαδόν στην άμμο, έμοιαζε να αγορεύει σε μια παρέα. Πλησιάζοντας κοντά του, αυτός την είδε και σχεδόν αντανακλαστικά σηκώθηκε όρθιος. Το πρόσωπό του χώριζε σχεδόν στα δυο ένα χαμόγελο- ήταν σκανταλιάρικο, ήταν αυτάρεσκο, ήταν και αυτό το χαμόγελο μια πρόσκληση-πρόκληση. Περπάτησε προς το μέρος της, μια ψαράδικη βερμούδα και ένα ανοιχτό πουκάμισο, και ένα μπουκάλι ρούμι. -Να πω την αλήθεια μου, είπε λίγο φωναχτά, φανερώνοντας μια πρώτη παραζάλη αλκοόλ. Να πω την αλήθεια μου, δεν περίμενα να εμφανιστείς. Δεν περίμενα να δεχτείς την πρόσκληση. -Ήταν περισσότερο πρόκληση, παρά πρόσκληση. Και δεν αφήνω προκλήσεις αναπάντητες, του είπε σαν να ήθελε να του πει κάτι άλλο πιο ουσιώδες για τον χαρακτήρα της. -Ότι λες μεγάλες κουβέντες, τις λες, της απάντησε με το ίδιο προκλητικό χαμόγελο. Έλα τώρα, να πιείς μια γουλιά. Έχεις τάξει να χορέψεις, και κανείς δεν μπορεί να χορέψει αν δεν έχει αφεθεί στο πάθος και τον ρυθμό. Δες αυτό –και προέτεινε το μπουκάλι- ως το κλειδί για να σε ανοίξει. Στα λόγια του, από την πρώτη κιόλας στιγμή, υπήρχε μια διφορούμενη αύρα ενός υποννοούμενου. Αυτό δεν την ενόχλησε, αντιθέτως. Έδενε όμορφα στο σχέδιο εκδίκησής της. Έπιασε το μπουκάλι και ήπιε μια γερή γουλιά, που έκαψε το λαιμό της και κινήθηκε κατηφορικά μέχρι το στομάχι της, καίγοντας τα πάντα στο διάβα του. Ένιωσε αυτόματα την ανάγκη να βήξει, αλλά συγκρατήθηκε, με τα μάτια της να βουρκώνουν σαν να ήθελε να κλάψει από το σοκ της βίαιης εισόδου του αλκοόλ μέσα της. Ύστερα, ήπιε μια ακόμα. Στην 5η δυνατή γουλιά, περίπου 20 λεπτά μετά και ενώ καθόταν απέναντί του στην αμμουδιά, κοντά στην ακτή, το ρούμι έφτανε και χαίδευε τον λάρυγγά της σαν κάποιο σιρόπι. Η ζαλάδα έδενε με την νύχτα, την μουσική, τον φωτισμό και τις επιλογές της σαν σιρόπι βύσσινο σε βανίλια. Ήταν από εκείνη την στιγμή έτοιμη να πάρει την εκδίκησή της. -Μην ξεχνάς, της είπε. Εδώ πίνουμε, χορεύουμε, και συζητάμε πως θα αλλάξουμε τον κόσμο. Πριν χορέψεις πρέπει να μου πεις-πως θα αλλάξεις τον κόσμο; Κόμπιασε στην ερώτηση του. -Εσύ πως θα τον αλλάξεις, τον ρώτησε διπλωματικά. Αυτός χαμογέλασε ξανά. Αλήθεια, τι ιδιαίτερο, τι ωραίο χαμόγελο που είχε. Έμοιαζε με μαχαιριά περιπέτειας στο παχύ δέρμα της βαρεμάρας. Μια σκελίδα σκόρδο σε μια άνοστη σούπα. -Έχεις την εντύπωση ότι θα την βγάλεις χωρίς να μάθουμε για εσένα, την ρώτησε. Εγώ για την ώρα αλλάζω τον κόσμο με το να γνωρίζω τον κόσμο. Πρέπει να γνωρίζεις τον κόσμο πριν τον αλλάξεις. Έτσι δεν είναι; -Θέλεις να γνωρίσεις εμένα;, τον ρώτησε. 27


-Αγωνιώ, απάντησε και έσκυψε κοντά της, σαν να περιμένει απάντηση. Είχε εξιτάρει το ενδιαφέρον της σαν να το χτυπάει με μικρά ηλεκτροσόκ. Θέλω να μου πεις... τι θέλεις να κάνεις. Πως θέλεις να είσαι σε 10 χρόνια από τώρα. -Δεν σε νοιάζει πως είμαι τώρα; -Είσαι τώρα όπως θα ήθελες να είσαι; Η ερώτησή του ήταν εύστοχο τρίποντο από το κέντρο στην κόρνα της λήξης. -Όχι. -Άρα δεν θα σε γνωρίσω αν μου πεις πως είσαι τώρα. Πως θές να είσαι λοιπόν; -Βάζω ένα κριτήριο για το πως θέλω να είμαι, είπε ενώ το σκεφτόταν εκείνη ακριβώς την στιγμή. Να μην γίνω ποτέ βαρετή και να ταξιδεύω συνέχεια. -Αυτό μοιάζει με δυο κριτήρια, όχι ένα, είπε χαμογελώντας. -Για μένα πάνε πακέτο. -Δεν μου αρέσει, της είπε τελικά. Τον κοίταξε με απορία. -Γιατί; -Αυτό είναι κάτι που μπορείς να κάνεις από τις πισίνες των ξενοδοχείων. Είναι κάτι που μπορείς να καλύψεις με το να μείνεις όπως είσαι. Γιατί δεν πιστεύω ότι είσαι βαρετή, και σίγουρα ταξιδεύεις. Θες να είσαι δηλαδή εδώ που είσαι τώρα; Δεν μου κάνει για όνειρο αυτό. Δεν μου κάνει για πρόκληση. Δεν ταιριάζει στο ρυθμό της cambodere, δεν ταιριάζει στο Μοντεβιδέο, δεν νομίζω ότι υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να μπορείς να χορέψεις μέχρι το σημείο πυράκτωσης του πάθους σου. Τώρα η ζαλάδα έγινε ένας μικρός στρόβιλος μέσα στο κεφάλι της, που σήκωσε σχέδια εκδίκησης, σήκωσε πιθανές απαντήσεις, σήκωσε αισθήματα και αισθήσεις και τα έκανε ένα γενικευμένο αχταρμά. Απέναντί της, ένας άνθρωπος την προκαλούσε με υπεροψία και αυθάδεια και το πιο σημαντικό που κατάφερνε ήταν να την εξιτάρει- σκέφτηκε ότι θα ήθελε να τον χαστουκίσει, σκέφτηκε ότι θα ήθελε να φιλήσει τα χείλη του, σκέφτηκε ότι θα ήθελε να τον αφήσει να πέσει πάνω της στην υγρή άμμο, και τελικά σηκώθηκε όρθια και άρχισε να χορεύει. Αυτή ήταν η καλύτερη απάντηση που είχε να του δώσει. Άρχισε να χορεύει, στην αρχή δειλά, προσπαθώντας να αφήσει τον ρυθμό να την πάρει από το χέρι, να χαιδέψει τις γάμπες της και να καθοδηγήσει την μέση της. Τρία τύμπανα- el piano, el rosteur, el chico, τρεις φαινομενικά διαφορετικοί ρυθμοί που ενώνονταν σε ένα ηχητικό σώμα, γεμάτο καμπύλες και χυμούς, υγρό και σε έξαψη, παραζαλισμένο από την μέθη. Τρια διαφορετικά τύμπανα- el piano, για το μυαλό. El rosteur, για τις αισθήσεις. El chico, για την καρδιά. Σταμάτησε να το σκέφτεται, και άφησε το σώμα της να παραδοθεί στον ρυθμό, σαν να βυθίζεται σε κρύο ζωογόνο νερό. Έκλεισε τα μάτια της, έπαψε να ακούει, άφησε μόνο τις ηχητικές δονήσεις να την μεταφέρουν, να χαιδέψουν κάθε σημείο του σώματός της, να την αγγίξουν πονηρά, ερωτικά και εξουσιαστικά. Άφησε τις σκέψεις της να ταξιδέψουν και να κυριευτούν από την Άγρια Πλευρά της- δεν την ήξερε, δεν είχε τρόπους να την ελέγξει, την άφησε να εξουσιάσει το συνειδητό της, να γίνει μια εσωτερική παλλίρροια.

28


Χόρεψε για εκείνον, για εκείνη, για το Μοντεβιδέο, για την εκδίκησή της, για το πως είναι, για το πως θα ήθελε να είναι, για τον Αυτοκράτορα Ρυθμό, για τον Νότιο Ατλαντικό, για την έξαψη που αιμάτωνε σαν χαλασμένη μηχανή την είσοδο της στην αταξία και την απόλαυση. Χόρεψε σαν να ήταν διαταγή εκείνου, χόρεψε σαν να ήταν επιθυμία της, χόρεψε σαν να ήταν φυσική διαδικασία, χόρεψε σαν να ήταν ανάγκη, χόρεψε σαν να ήταν ψευδαίσθηση, χόρεψε σαν να ήταν παρόρμηση, χόρεψε σαν να ήταν λογική και αναπόδραστη συνήθεια. Χόρεψε σαν να πολεμούσε τον εαυτό της. Χόρεψε σαν να παραδίνεται στον εαυτό της. Χόρεψε σαν να πολεμούσε εκείνον. Χόρεψε σαν να παραδίνεται σε εκείνον. Χόρεψε σαν κάλεσμα, χόρεψε σαν άρνηση. Χόρεψε σαν να λέει ναι, και ύστερα χόρεψε σαν να λέει όχι. Χόρεψε σαν να ξεκινάει εκείνη την στιγμή να ζει. Χόρεψε σαν να ήταν έτοιμη με το χορό της να πεθάνει. Χόρεψε μέχρι ο ιδρώτας να την κάνει να γυαλίζει δίπλα στην φωτιά και να στάζει στο μέτωπό της, σαν να είναι χυμοί που βγαίνουν από το σώμα της που στίβεται στο ρυθμό και την ένταση. Όσο δυνάμωνε ο ρυθμός, που δυνάμωνε μεθοδικά και αποφασιστικά, σαν βήμα στρατού που πάει να σπάσει την πύλη του εχθρού, τόσο παραδινόταν σε αυτόν, τόσο άνοιγε την πύλη της. Χόρεψε μέχρι που ένιωσε τους μυς της να καίνε, σαν να τυλίγονται με φωτιά. Χόρεψε μέχρι που ένιωσε την κάψα στα απόκρυφά της να την οδηγεί σε έναν οργασμό διαφορετικό αλλά αδιαμφησβήτητα αληθινό. Χόρεψε μέχρι που ένιωσε την ανάσα της να μην μπορεί πλέον να την ακολουθήσει. Χόρεψε μέχρι που ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει στον ξέφρενο ρυθμό των κρουστών, με τα τοιχώματά της ανήμπορα να συγκρατήσουν το πυρακτωμένο αίμα της. Χόρεψε μέχρι που ένιωσε να καταρρέει από το βάρος του ρυθμού, σχεδόν λιπόθυμη, αφημένη στην παραζάλη. Μέχρι που ένιωσε τα χέρια του, πρέπει να ήταν αυτός, να την παίρνουν σε μια περίεργη αγκαλιά και να την ξαπλώνουν στην υγρή άμμο, σε σημείο που η θάλασσα έφτανε μέχρι τα γόνατά της και ανέβαινε πρόστυχα μέχρι τους μηρούς της. Μέχρι που ένιωσε το σώμα του να ανεβαίνει πάνω στο δικό της, μέχρι που ένιωσε τα αλμυρά, μουδιασμένα από το αλκοόλ χείλη του πάνω στα δικά της, την γλώσσα του να αγκαλιάζει την δική της, τα στόματά τους να προσπαθούν να ανταποκριθούν στο ρυθμό και το πάθος. Ένιωσε το χέρι του να παίρνει την σκυτάλη από το κύμα και να ανεβαίνει εκεί που δεν έφτανε αυτό, κάτω από την φούστα της, ανηφορικά στον εσωτερικό μηρό της, να ακουμπάει πάνω στο μικροσκοπικό της εσώρουχο και η επαφή του με την ίδια και την πηγή του πάθους της να την οδηγεί να συσπάται σε όλο της το σώμα και να αφήνει βουβά, ξέπνοα βογγητά. Ύστερα, η εσωτερική της παλίρροια σκέπασε με ζεστό και πυκνό νερό κάθε πιθαμή ξηράς και το στόμα της άνοιξε πασχίζοντας για αέρα αλλά δεν έβγαλε ήχο. Έμεινε ανοιχτό, σαν κάποια αγαλμάτινη φιγούρα σε μια μαρμαριένα αναπαράσταση ενός Διονυσιακού οργίου. Ύστερα τίποτα, μόνο ο ρυθμός σαν δόνηση στην άμμο και η υγρασία του Νότιου Ατλαντικού.

29


-1. Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια της, και αφού περιεργάστηκε τον σκοτεινό ουρανό, γεμάτο μικρά φωτεινά σπυράκια σε μια αστρική ακμή, της γεννήθηκαν τρια ερωτήματα σχεδόν ταυτόχρονα και εντελώς αυθόρμητα, κανένα από τα οποία δεν ήταν σε θέση να απαντήσει. Ερώτημα πρώτο: Πόση ώρα είμαι εδώ, ανάσκελα στην άμμο; Ο ουρανός ήταν ένας κανονικός νυχτερινός ουρανός. Τουλάχιστον δεν ξημερώθηκα, αναίσθητη σε μια παραλία γεμάτη μεθυσμένους νέους. Ω, θέε μου, ευτυχώς που δεν συνέβη αυτό. Ερώτημα δεύτερο: Τι μου έκανε αυτός όσο ήμουν αναίσθητη; Ένιωσε κάτι μαλακό κάτω από το κεφάλι της. Ένιωσε ότι δεν υπήρχε πλέον νερό στα πόδια της. Με έχει μετακινήσει σίγουρα. Αφουγκράστηκε. Ο ρυθμός υπήρχε ακόμα, αλλά φάνταζε πιο αδύνατος και μακρινός. Έκανε μια βόλτα με την άκρη του ματιού της. Δίπλα της ακριβώς, οκλαδόν, ήταν εκείνος, με ένα τσιγάρο στο στόμα και το μάτι στραμμένο στον οριζοντα. Ήταν γυμνός από την μέση και πάνω και υπέθεσε ότι το πουκάμισό του θα ήταν το αυτοσχέδιο μαξιλάρι της. Χωρίς να είναι και σίγουρη με την συσσωρευμένη υγρασία στο εσώρουχό της, αλλά ένιωθε απαραβίαστη. Ερώτημα τρίτο: Πόσο πιο τέλεια εκδίκηση μπορεί να υπάρξει; Ένιωσε πολλά από τα κύτταρα της να προσπαθούν ακόμα να συνέλθουν από την ταλάντωση και τον χορό που είχαν ρίξει πριν από άγνωστη ώρα. Ένιωσε τα δάχτυλα των ποδιών της, μια κρυφή δύναμη για τον ερωτισμό της, να έχουν ακόμα ένα απαλό μερμήγκιασμα ευχαρίστησης. Ανιχνεύοντας απαντήσεις, σηκώθηκε στους αγκώνες. Η κίνηση της προκάλεσε μια σκοτοδίνη, αλλά επανήλθε γρήγορα για να τον δει να της χαμογελάει. -Είμαι η Τζέσσικα, του είπε. Οι άγνωστοι μπορούν να με φωνάζουν Τζέσυ. Πόση ώρα κοιμάμαι; Πήρε μια δυνατή ρουφηξιά από το τσιγάρο του και το πέταξε μακριά, εκπέοντας τον καπνό με δύναμη. -Χμμμ...Τζέσυ. Χάρηκα για την γνωριμία. Είμαι ο Μαρκ, και μπορώ να σου πω ότι χορεύεις υπέροχα και ότι κοιμάσαι περίπου μισή ώρα. -Πρέπει να αποκοιμήθηκα από την ζαλάδα, του είπε ντροπαλά. Σόρι; Αυτός γέλασε δυνατά και αμέσως μετά έβηξε. -Έτσι είναι το πάθος κυρία Τζέσυ, κατεβάζει τους διακόπτες όποτε θέλει και τους ανάβει όποτε το νιώθει σωστό. Μην αγχώνεσαι όμως. Σε πήρα από τον χώρο της λαγνείας και της μέθης και σε έφερα εδώ πιο δίπλα να συνέλθεις. Από πάνω μας έχει ντους αν θέλεις να ρίξεις λίγο νερό. Αυτή σηκώθηκε χαμογελώντας ντροπαλά και τίναξε την άμμο από πάνω της. Αν και ήταν βράδυ, αν και δεν είχε πετσέτα, αν και δεν φορούσε μαγιώ, ένιωσε ότι λίγο κρυο νερό,

30


τουλάχιστον στο κεφάλι της θα ήταν μια καλή κίνηση για να διώξει την θολούρα και την παραζάλη, που την έκαναν να νιώθει μποφόρ στην φαιά ουσία της. -Επίσης χτύπησε δυο φορές το κινητό σου όσο κοιμόσουν. Άουτς. Η νονά. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν μια αγχωμένη νονά. Έβγαλε το κινητό της από το μικρό τσαντάκι μέσης –που πολύ ευγενικά της είχε φορέσει ξανά ο Μαρκ- και κατευθύνθηκε προς τα ντους, που έστεκαν σαν λάμπες χωρίς φως, παιδιά μιας μεγαλύτερης κολώνας ηλεκτροδότησης πίσω τους, που φώτιζε με λευκό χρώμα την παραλία. Ο Μαρκ την παρατήρησε να παραπατά και να ανοίγει το κρυο νερό, βάζοντας το κεφάλι της από κάτω. Τίναξε προς τα πίσω τα κόκκινα μακριά μαλλιά της, που στο φως έμοιαζαν με πλοκάμια κάποιου κοκκινωπού χταποδιού όταν τα τίναξε προς τα πίσω. -Θυμήσου, Τζέσυ, της φώναξε. Να μην γίνεις βαρετή και να ταξιδεύεις συνέχεια. -..Από τις πισίνες των ξενοδοχείων...συμπλήρωσε αυτή, ανανεωμένη από το κρύο νερό. -Οπουδήποτε μπορείς να χορεύεις, να πίνεις, και να συζητάς για το πως θα αλλάξεις τον κόσμο. -Πολύ φοβάμαι πως ο κόσμος δεν αλλάζει. -Πολύ φοβάμαι πως το μόνο που κάνει είναι να αλλάζει. Το θέμα είναι να προλάβεις την αλλαγή και να αλλάξεις και εσύ. -Α, είπε αυτή χαμογελώντας, με τα μαλλιά της να στάζουν σαν και να ρίχνουν κόκκινες αντανακλάσεις από το φως. Σε αυτό δεν έχω κανένα πρόβλημα. -Μην το λες, την διόρθωσε. Πολλές φορές αυτό είναι το πιο δύσκολο. Και για να σου πω την αλήθεια, μόνο αυτοί που συζητούν για το πως θα αλλάξουν τον κόσμο είναι αυτοί που τελικά μπορούν να αλλάζουν μαζί του. Όσοι πιστεύουν ότι ο κόσμος μένει ίδιος, όταν αυτός αλλάζει απλά προσαρμόζονται, δεν αλλάζουν. Όταν ο κόσμος κάνει τομή αυτοί κάνουν διόρθωση. Αλλά η ανισορροπία δεν διορθώνεται με το να την κρύψεις ή να της βάλεις μάσκα. -Σου είπα: Δεν θέλω να γίνω ποτέ βαρετή και θέλω να ταξιδεύω συνέχεια. Όποτε χρειάζεται, θα αλλάζω και θα εξελίσσομαι. -Χμ, και αυτό θέλει μια προσοχή. -Γιατί; -Όταν αλλάζουμε, δεν χάνουμε την αφετηρία. Αλλάζουμε την πορεία της, όχι την ίδια. Ο χορός που χόρεψες πριν από λίγο με τόσο πάθος, που παραδόθηκες σε αυτόν άνευ όρων, είναι ο ύμνος των μαύρων σκλάβων της Ουρουγουάης στην Ζωή. El Piano, είναι ο ρυθμός που δίνει το μυαλό μας, οι ιδέες μας, οι στόχοι μας, οι φιλοδοξίες μας, τα όνειρά μας, τα όσα θέλουμε και όσα δεν θέλουμε να γίνουν και να γίνουμε. El Repique, είναι οι αισθήσεις μας, η απόλαυσή τους, η όξυνσή τους, η δημιουργία μας, η χαρά μας, η λύπη μας, το άγχος μας, η ηρεμία μας. El chico, φυσικά, το μικρότερο τύμπανο αλλά ίσως για πολλούς ‘’μουσικοκριτικούς’’ το πιο σημαντικό στην Candombe, είναι η καρδιά μας, ο έρωτάς μας, το πάθος μας, ο απόκρυφος ερωτισμός μας, η λαγνεία μας, η φαντασίωσή μας, η αγάπη και το μίσος μας. Αυτά τα τρια όργανα λοιπόν, παίζουν το καθένα το δικό τους ρυθμό, αλλά και οι τρεις ρυθμοί ‘’δένουν’’ σε ένα ενιαίο ρυθμό, τον ρυθμό που χορεύουμε. Αυτός ο ρυθμός δυναμώνει και χαμηλώνει, μας ξεκουράζει ή μας στέλνει λιπόθυμους με τα άκρα μας να καίνε, βγάζει την φωτεινή μας πλευρά, βγάζει την σκοτεινή μας 31


πλευρά. Καταλαβαίνεις όμως ότι αν ένα από αυτά τα τρια τύμπανα αρχίσει να μην πηγαίνει καλά, αν αρχίσει να μην υποτάσσεται και να ‘’δένει’’ στον ρυθμό που δίνουν τα άλλα δυο, τότε ο χορός μας θα αρχίσει να ταλανίζεται, θα χάνουμε την ισορροπία, θα πέφτουμε, θα κάνουμε κινήσεις χαλασμένης μαριονέττας, θα χάνουμε τα όρια ανάμεσα στην φωτεινή και σκοτεινή μας πλευρά, θα είμαστε άρυθμοι. Μην με κοιτάς με απορία- δυστυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άρυθμοι, ταλαντεύονται ανάμεσα στους διαφορετικούς ρυθμούς του El Piano, του El Repique και του Εl Chico. Δεν είναι σίγουροι ποιον ρυθμό να ακολουθήσουν, αν και θα έπρεπε τα τρια αυτά τύμπανα να δένουν σε ένα ενιαίο ρυθμό, όχι ακριβώς άθροισμα ούτε γινόμενο αλλά σίγουρα αποτέλεσμα των τριων. Απόψε στο Μοντεβιδέο χόρεψες σαν να είσαι ένα με τον ρυθμό, αλλά παραδόθηκες σε ένα ρυθμό. Πρέπει και να παραδίνεσαι, αλλά να παραδίνεσαι σε αυτό που κυριεύεις. -Δεν μου είπες όμως ποτέ ποιος είναι ο δικός σου ρυθμός. -Επειδή ο ρυθμός δεν λέγεται, χορεύεται. Αν θες μπορείς να ακολουθήσεις τα βήματά μου. -Για που; -Για όπου. Αλλά για να ακολουθήσεις ένα ρυθμό, πρέπει πρώτα να ξέρεις με σιγουριά τον δικό σου. Μόνο τότε μπορείς να ξέρεις αν οι ρυθμοί ταιριάζουν και αν ο χορός μπορεί να είναι κοινός. Η υγρασία του Μοντεβιδέο και του Νότιου Ατλαντικού πότισε το δέρμα τους για αρκετή ώρα ακόμα, μέχρι που ξαναχάθηκαν στο πλήθος και αυτή φόρεσε ξανά τις φασαριόζικες σαγιονάρες και προχώρησε μέχρι το ξενοδοχείο, όπου η νονά της την αγκάλιασε ανακουφισμένη. Ίσως να είχε ανακουφιστεί επειδή ήξερε τα μυστικά του ρυθμού και του πάθους και τα φοβόταν. Ίσως πίστευε ότι η 18χρονη προστατευόμενή της δεν είχε ακόμα τον δικό της ρυθμό, αυτόν που μπορεί να την καθοδηγήσει ανάμεσα σε όλους τους άλλους. Στα 10 χρόνια που πέρασαν έγιναν πάρα πολλά, τόσα πολλά που δεν χωράνε να ειπωθούν, όπως πολύ απλά ένας ρυθμός δεν μπορεί να αποτυπωθεί με λέξεις. Ή μήπως μπορεί; Αν παραδώσεις τις λέξεις και τα γράμματα στο ρυθμό, ίσως και να γίνεται. 10 χρόνια από την παραλία του Μοντεβιδέο, την υγρή λεπτή άμμο, έναν μεθυσμένο οργασμό εκδίκησης, ένα χορό, μέχρι τον ζωολογικό κήπο του Βερολίνου. Ταμ-ταμ-ταρα-τιρούμ-τιρούμ-ταμ-τιρουτιτάμ

32


Το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ενός ΕΡΩΤΑ (συνέχεια..)

5. -Γιατί είμαστε εδώ;, τον ρώτησε, αν και είχε ξανακάνει την ίδια ερώτηση λίγη ώρα πριν. Κοίταξε γύρω της ξανά: Μια λευκή ταμπέλα που έγραφε σε πολλές γλώσσες την φράση ‘’Εγκαταλείπετε την αμερικάνικη περιοχή’’. Ήταν επίσης στα γερμανικά και στα ρώσσικα. Ένας πλανόδιος πωλητής σοβιετικών κειμηλίων, ακριβώς από κάτω της- είχε σοβιετικούς σκούφους με το σφυροδρέπανο, ρέπλικες διαβατηρίων όπου μπορούσες να γράψεις το όνομά σου έναντι 5 ευρώ, κονκάρδες και καρφίτσες με το πρόσωπο του Λένιν. Στην μέση του δρόμου, σαν μουσειακά διόδια, ένα λευκό κουβούκλιο με σακιά ολόγυρά του, και ένας ηθοποιός που κρατούσε την αμερικάνικη σημαία και δεχόταν να φωτογραφηθεί μαζί σου ξανά για 5 ευρώ. Μπορούσες να παίξεις σε ερασιτεχνική αναπαράσταση του Βερολίνου μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο για περίπου 10 ευρώ. Άντε και άλλα 5 για να αγοράσεις και ένα μικρό κομμάτι του τείχους. Λίγο πιο πίσω, μια σκισμένη και θαμπή κόκκινη σημαία, η τελευταία σημαία του Κρεμλίνου στο Ανατολικό Βερολίνο. Έμοιαζε τώρα με κουρτίνα σε στοιχειωμένο σπίτι, αλλά το απαλό παιχνίδι του αέρα σου έδινε την εντύπωση ότι ανυπομονούσε να σηκωθεί ξανά περήφανη και να κυματίσει στο ρυθμό Ιδεών, Οραμάτων και Ελπίδας. El Piano, el Roteur, el chico. Απέναντί της στο στρογγυλό τραπεζάκι τους, ο Μαρκ ρούφαγε με ευχαρίστηση από το μικρό του φλιτζάνι. -Εγώ είμαι εδώ για δυο λόγους, της απάντησε. Ο πρώτος είναι γιατί θέλω να κάτσω για λίγα λεπτά στην νεκρή ζώνη, εδώ που είμαστε, να νιώσω λίγο το χάδι της Ιστορίας. Ελπίζοντας ότι αυτό τουλάχιστον είναι δωρεάν. Θέλω να καταλάβω κάποια στιγμή πως όλες οι ηρωικές ιστορίες της ιστορίας αυτού του μέρους, του Charlie Point αν και δεν ξέρω ποιος είναι ο Charlie, μάλλον είναι στρατιωτική αργκό, δεν ανήκουν στους Δυτικούς που ήθελαν να περάσουν στην Ανατολή αλλά το ακριβώς ανάποδο. Προσπάθησε να συλλογιστεί τα λεγόμενά του και να τα αποκρυπτογραφήσει. Ήξερε ότι κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του είχε την δική της ιδιαίτερη αξία. Αυτός ήπιε άλλη μια γουλιά και συνέχισε. -Πως κατάφεραν δηλαδή κάποιοι να βάλουν τοίχο εκεί που θα έπρεπε να βάλουν ανοιχτή είσοδο και δωρεάν πρόσκληση/πρόκληση, για να θυμηθώ και την περιπέτειά μας στο Μοντεβιδέο. -Δεν είμαι σίγουρη ότι σε καταλαβαίνω. -Ω, μην ανυσηχείς. Παραμιλώ φωναχτά, αφού το κάνω που το κάνω, αποφάσισα ότι είναι καλύτερο να το μοιράζομαι κιόλας. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι εδώ φτιάχνουν καλό και φτηνό εσπρέσσο. Μου αρέσει ο εσπρέσσο, ίσως είναι ο μόνος δυτικός καφές που ταιριάζει στους γευστικούς μου κάλυκες. Για την ακρίβεια, είναι ο πιο δυτικός καφές που μπορεί να υπάρξει, 33


είναι ο καφές που συμβολίζει τον χρόνο στην Δύση, αλλά περιέργως, η γεύση του μου κάνει ένα παιχνίδι στον ουρανίσκο. Όπως θα έχεις δει όμως, τον πίνω με εντελώς ανατολίτικο τρόπο. -Τώρα είμαι σίγουρη ότι δεν σε καταλαβαίνω, του είπε χαμογελώντας και κοίταξε με περιέργεια τον δικό της ‘’γαλλικό’’ ή ‘’αμερικάνικο’’ καφέ, προσπαθώντας στα σχέδια που έκανε το γάλα στην επιφάνειά του να προσδιορίσει τι ‘’δυτικό’’ και τι ‘’ανατολίτικο’’ είχε. -Όσο ταξιδεύουμε από την Ανατολή προς την Δύση, μαζί με την γλώσσα, τον πολιτισμό και την αρχιτεκτονική, αλλάζει και ο καφές. Και αλλάζει με τον ίδιο τρόπο στον ίδιο ρυθμό. Ο καφές καλλιεργήθηκε πρώτη φορά στην Αιθιοπία, και από εκεί καλλιεργήθηκε και στην Υεμένη. Ο καφές Μοκα, ο αράβικος καφές, αυτός που είναι ο πιο ακριβός στα σούπερ-μαρκετ έχει πάρει το όνομά του από το λιμάνι Μόκα της Υεμένης. Αλλά το θέμα δεν είναι μόνο στην ποιότητα του καφέ σαν προϊόν, είναι στην έννοια του καφέ ως διαδικασία. -Δηλαδή; -Οι βεδουίνοι φτιάχνουν τον καφέ τους ως εξής: Βυθίζουν στην άμμο της ερήμου ένα κατσαρόλι με νερό και κόκκους καφέ και το αφήνουν 2 ολόκληρες ημέρες. Το αποτέλεσμα λένε είναι βγαλμένο από τις υποσχέσεις που δίνει το Κοράνι για την μεταθάνατον ζωή. Ο βεδουίνος μπορεί να κάτσει και να απολαύσει τον καφέ του για ώρες ολόκληρες, είναι τέτοιο το μέγεθος της απόλαυσης που δεν βιάζεται καθόλου. Αν πας μετά πιο δυτικά, στην Τουρκία, θα βάλουν τον καφέ σε στάχτη, την χόβολη, και θα τον φτιάξουν σε πολύ λιγότερο χρόνο. Λίγο πιο δυτικά, στην Ελλάδα, θα τον βάλουν στο μπρίκι, πάνω στο μάτι, θα είναι έτοιμος σύντομα. Ακόμα πιο δυτικά, θα τον βάλουν στην ηλεκτρική καφετιέρα και θα είναι έτοιμος σχεδόν αμέσως. Λίγο πιο δυτικά, θα σου φτιάξουν τη μηχανή που θα βάζεις μέσα ένα μπαλάκι με καφέ και θα βγει σε μερικά δευτερόλεπτα μια κούπα καφέ ολόκληρη. Ο espresso που πίνω τόσο αργά δεν πίνεται καθόλου έτσι, είναι όνομα και πράγμα, είναι για ανθρώπους που βιάζονται σαν παλαβοί: Ξυπνας το πρωί βιαστικός, ντύνεσαι βιαστικός, φτάνεις στο καφέ κάτω από την δουλειά σου βιαστικός, ζητάς ένα espresso που σου σερβίρουν σε λιγότερο από μισό λεπτό και το ρουφάς σαν σφηνάκι από τεκίλα και ενώ θέλεις να μεθύσεις όσο πιο γρήγορα γίνεται. Στην Ανατολή ο καφές είναι η στιγμή της χαλάρωσης, είναι για μετά το φαγητό και την χώνεψη, για μετά το σεξ και το διάλλειμα μέχρι το επόμενο σεξ, για να κάτσεις να συζητήσεις και να συλλογιστείς, να συζητήσεις πως θα αλλάξεις τον κόσμο. Στην Δύση ο καφές είναι το τονωτικό που παίρνεις για να αντέξεις τον βιαστικό κόσμο, ούτε συζήτηση για να τον αλλάξεις, σου αρκεί να βρεις την δύναμη για να τον προλάβεις. Καταλαβαίνεις τώρα τι εννοώ; Λέγοντας αυτά, ρούφηξε ακόμα μια μικρή γουλιά, με ιδιαίτερη προσοχή και λεπτότητα, σαν να χειριζόταν κάτι ιδιαίτερα εύθραυστο. -Μπορώ να θυμηθώ αρκετούς από τους καφέδες που έχω πιεί στη ζωή μου. Την γεύση τους, το άρωμά τους, την συζήτηση που έκανα συνοδεία τους, αυτά που έμαθα πίνοντάς τους. Φοβάμαι ότι οι περισσότεροι, ίσως και εσύ, δεν έχεις να θυμάσαι ούτε έναν καφέ-και βάζω στοίχημα ότι έχεις πιεί χιλιάδες κούπες αμερικάνικο καφέ, έτσι δεν είναι; -Η αλήθεια είναι ότι πίνω πολύ καφέ. Τόσο πολύ που δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια συνήθεια, δεν έχω να θυμάμαι κάποιο ξεχωριστό φλιτζάνι.

34


-Αυτό μπορεί να είναι σήμερα. Άλλωστε, με ρώτησες γιατί είμαστε εδώ, και σου είπα γιατί είμαι εγώ εδώ. Το πιο ενδιαφέρον είναι γιατί είσαι εσύ εδώ. -Επειδή μου αρέσουν να με βγάζουν φωτογραφίες; -Όχι, αυτό ήταν πριν, στο όμορφο κλουβί που κρατάνε κλεισμένο τον Bao Bao τον 3ο με τα προβλήματα χώνεψης. Πιστεύω ότι αν τον επιστρέψουν στα βουνά της Κίνας θα ξεπεράσει την εντερική του δυσλειτουργία, εσύ τι λες; Πηδούσε ανάμεσα στα θέματα σαν μεθυσμένος γίββωνας στον Αμαζόνιο.Εκείνη κάθε φορά, προσπαθούσε να τον κεντράρει. -Τώρα γιατί πιστεύεις ότι είμαι εγώ εδώ; -Περιέργεια, είναι ένας καλός λόγος. Νοσταλγία ίσως του Μοντεβιδέο, τότε που είχες κόκκινα μαλλιά και χόρευες μεθυσμένη με πάθος. Αλήθεια, Τζέσυ, χορεύεις ακόμα το ίδιο καλά; Γιατί σίγουρα δεν μου φαίνεσαι βαρετή, ενώ είναι φανερό πως ταξιδεύεις, δεν ξέρω όμως για το κριτήριο του ‘’συνέχεια’’. Αυτή κοίταξε πάλι τον καφέ της και έκανε μια γύρα με το κουταλάκι, χτυπώντας αμήχανα την πορσελάνη. Ύστερα τον κοίταξε και ψαχούλεψε στην τσάντα της την επαγγελματική της κονκάρδα. -Χμμ...η αλήθεια είναι πως τότε σου είχα πει ένα ψέμμα, ένα μικρό αθώο ψεμματάκι. Για το αν είμαι βαρετή δεν ξέρω, αν και μερικά πράγματα τα βαριέμαι. Ότι ταξιδεύω, ταξιδεύω, αυτό το πέτυχα με ένα τρόπο, πλεονέκτημα του επαγγέλματος βλέπεις...αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν με λένε Τζέσσικα, απλά μου αρέσει πολύ σαν όνομα. Την κοίταξε με περιέργεια πίσω από το φλιτζάνι του και ύστερα χαμογέλασε συνομωτικά, σαν να του είπαν κάτι απόλυτα φυσιολογικό και συνηθισμένο. Αυτή του έδειξε την ταυτότητά της, που δίπλα σε μια φωτογραφία της με την ίδια με σοβαρό ύφος και βάψιμο για δεξίωση, έγραφε: ΛΙΣΑ ΧΟΛΜΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ Πήρε μια αργόσυρτη, θορυβώδη ρουφηξιά. -Μμμ...Λίσα-Χόλμς, μουρμούρισε επαναλαμβάνοντας το όνομά της. Κάτι σαν τον Σέρλοκ Χολμς σε θυληκό δηλαδή. Ενδιαφέρον. -Μη με ρωτήσεις γιατί σου έδωσα άλλο όνομα τότε. Ήμουν 18 χρονών με βαμμένα κόκκινα μαλλιά και το έπαιζα έξυπνη και μυστήρια στο Μοντεβιδέο... -...λίγο πριν το καρναβάλι και τον χορό των μεταμφιέσεων. Είναι απόλυτα φυσιολογικό αυτό που έκανες, σε βοήθησε μάλιστα πιστεύω να απελευθερωθείς. Να βγεις για λίγο από αυτό που ήσουν και να αναζητήσεις αυτό που είσαι. Η φωτεινή και η σκοτεινή πλευρά, θυμάσαι; Φυσικά και θυμόταν. Αλλά τα λόγια του εκείνη την στιγμή ήταν πιο ενδιαφέροντα και από εκείνη την ανάμνηση. Αυτός ακούμπησε κάτω το φλιτζανάκι του και έβγαλε ένα χοντροκομμένο τσιγάρο.

35


-Τι ακριβώς δουλειά κάνεις;, την ρώτησε. Αυτή έμεινε λίγο σιωπηλή και ύστερα μάζεψε το καρτελάκι της και το έβαλε πάλι στην τσάντα. -Είμαι αξιολογητής μουσείων για διάφορα τουριστικά και πολιτιστικά περιοδικά. -Ωω..κριτικός. Πολύ δύσκολη δουλειά, μουρμούρισε. Αυτή του έτεινε την παλάμη της, σαν να του έλεγε να σταματήσει. -Όχι, όχι, καμία σχέση, δεν είμαι κριτικός. Οι κριτικοί κάνουν κριτική σε κάποια δημιουργία, σε ένα ποίημα ή σε κάποια ταινία ή σε κάποιο βιβλίο. Χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους για να σχολιάσουν κάτι που έφτιαξε κάποιος άλλος. Εγώ δεν κάνω κριτική στα εκθέματα του μουσείου, τι νόημα θα είχε να τα κριτικάρω; Ούτε αντιμετωπίζω το μουσείο ως μια δημιουργία. Το μουσείο είναι ο χώρος που στεγάζει τα εκθέματα και τα παρουσιάζει στο κοινό, τα συντηρεί, τα προσέχει, τα μελετά. Αυτές τις πτυχές αξιολογώ για το κοινό σε διάφορα περιοδικά. Μην νομίσεις βέβαια ότι επηρεάζονται από τις αξιολογήσεις μου. Ούτε τα μουσεία, ούτε το κοινό. Άκουσε τον εαυτό της να μιλάει και ένιωσε περήφανη. Ήταν μια πολύ ωραία παρουσίαση της δουλειάς της, αναμφισβήτητα. Απέναντί της, ο Μαρκ την κοιτούσε με ενδιαφέρον αλλά χωρίς κάποιον ανάλογο ενθουσιασμό. -Και τι σε φέρνει στο μουσείο της Περγάμου; Κάποια τέτοια αξιολόγηση;, την ρώτησε κοιτώντας προς την αμερικάνικη σημαία, που ανέμιζε σαν κάποιο σύμβολο ελευθερίας και ιδανικών, ένα σύμβολο που κρατούσε ένας ηθοποιός-μοντέλο σε μια κατασκευή/αναπαράσταση ενός ιστορικού σημείου πάνω στο οποίο είχε ποτίσει το αίμα και η αγωνία αληθινών ανθρώπων. Η συζήτηση έτεινε στο να γίνει αμήχανη. Η Λίσα σκέφτηκε ότι τελικά μπορεί να ήταν βαρετή η δουλειά της, όσο ωραία και να την έθετε, και θα ήθελε πολύ να του πει εκείνη την στιγμή ότι δεν είναι καθόλου βαρετή και ότι επιπλέον της προσφέρει την δυνατότητα να ταξιδεύει συνέχεια. Αποφάσισε να δώσει στην κουβέντα μια νέα προοπτική. -Εντάξει, ας αφήσουμε εμένα. Εσύ; Πως πάει η συζήτηση για να αλλάξουμε τον κόσμο; Ο Μαρκ χαμογέλασε κάτω από την ευμεγέθη μύτη του, που επιπλέον είχε μια μικρή καφέ σταγόνα από τον espresso του. -Μελετάω τις φυλακές που φτιάχνουμε, και κάθομαι σε όποιο ιστορικό σημείο συναντήσω στο δρόμο μου, μήπως και αφουγκραστώ τους μηχανισμούς με τους οποίους κινείται η ιστορία και αλλάζει ο κόσμος. Εδώ που καθόμαστε, για μια ολόκληρη περίοδο ήταν το παράθυρο ανάμεσα σε δυο κόσμους. Και ήταν ένα παράθυρο με κλειστά πατζούρια, και έβλεπες μόνο μέσα από τις περσίδες. Γίνονται πολλά μέσα από τις χαραμάδες, όσο εμείς κοιτάμε για μεγάλες πύλες. Ύστερα την κοίταξε ξανά, ευθεία μέσα στα μάτια, σαν να προσπαθούσε να ρίξει ένα οπτικό βέλος στην ίριδά της. -Πες μου πάλι, γιατί είσαι εδώ;, την ρώτησε και η φωνή του έμοιαζε να θέλει να προσπεράσει την ουρά με γρήγορες δρασκελιές. Η Λίσα έπιασε το νόημα και ένιωσε μια αναταραχή στα ακροδάχτυλά της. Έπρεπε να παίξει ξανά το παιχνίδι, αλλά ήταν αρκετά σκουριασμένη από πολλές απόψεις. -Είμαι ακόμα έτοιμη σε προσκλήσεις-προκλήσεις. 36


Μπράβο Λίσα. Καλό. Ο Μαρκ χαμογέλασε απέναντί της και ήπιε την τελευταία του γουλιά μονορούφι. -Δεν θα με ρωτήσεις λοιπόν;, της είπε με ένα αινιγματικό χαμόγελο. Η Λίσα τον κοίταξε με περιέργεια μικρού παιδιού. -Τι; -Η απάντηση είναι πολύ ειλικρινής: Είμαι ακόμα ξαναμμένος από εκείνο το βράδυ που σε πήρε ο ύπνος. Ακόμα δεν μου έχει σβήσει η επιθυμία που μου στέρησες. Το γαργάλημα στα ακροδάχτυλά της ανέβηκε με μεγάλη ταχύτητα στις γάμπες της, πέρασε τα γόνατά της και προσγειώθηκε ανάμεσα στα πόδια της, σαν υγρό βέλος που εξεράγγη με την πρόσκρουση.

6. Ο Μαρκ, ο θαυμαστής της οροφής του μουσείου της Περγάμου, ο θαυμαστής του κλουβιού του Πάντα, ο θαυμαστής του αργού καφέ, ο ξαναμμένος νοσταλγός της, ο άνθρωπος που αναζητάει τα μυστικά της Ιστορίας σε ιστορικούς χώρους, ο άνθρωπος που συζητάει να αλλάξει τον κόσμο και δεν βιάζεται ποτέ, προφανώς δεν βιαζόταν ούτε για να σβήσει την επιθυμία που του είχε μείνει από εκείνο το βράδυ στο Μοντεβιδέο. Άλλωστε περίμενε 10 περίπου χρόνια απλά χορεύοντας στο ρυθμό της ζωής, και τώρα που ήταν η ευκαιρία μπροστά του, το πήγαινε αργά και με τα πόδια. Εντελώς κυριολεκτικά, συμφωνήσανε να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο της –αν και ήταν λίγο διστακτική, προτιμώντας για κάποιο λόγο το ξενοδοχείο του μέχρι που της είπε ότι δεν ήταν μόνος του εκεί αλλά με παρέα- με τα πόδια, κάτι που σήμαινε ότι έπρεπε να περπατήσουν κοντά στα τρια χιλιόμετρα. Επέμενε γιατί είπε ότι μεγάλο κομμάτι της διαδρομής θα το πηγαίνανε παράλληλα με ότι έχει μείνει από το τείχος, μια αλλεπάληλη σειρά από ορθογώνια γκράφιτι σε ένα τοίχο που μοιάζει πλέον με μια μάντρα μήκους ενός χιλιομέτρου και κάτι. Εκείνη έκανε ένα γρήγορο τηλεφώνημα χωρίς να την ακούει και ζήτησε από το ξενοδοχείο να της μαζέψουν εσπευσμένα το δωμάτιο, ανήμπορη να θυμηθεί σε τι κατάσταση ήταν ακριβώς. Σχεδόν όλη την διαδρομή την πέρασε σκεπτόμενη τι ακριβώς έκανε και που ακριβώς πήγαινε- όπως και στο Μοντεβιδέο, 10 χρόνια πριν, η σειρά των επιλογών της έμοιαζαν με εκούσιες κινήσεις παραδομένες στον Ρυθμό- για πότε τον είδε στο μουσείο, για πότε βρέθηκε στην πιο βρώμικη γωνιά του ζωολογικού κήπου, για πότε βρέθηκε σε ένα γωνιακό καφέ δίπλα στο Charlie Point, για πότε περπατούσε παράλληλα με το Τείχος του Βερολίνου, για πότε θα έφτανε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της και θα έπεφτε γυμνή στο κρεβάτι δεν είχε καταλάβει ακόμα. Προσπαθούσε να αποσαφηνίσει αν η δουλειά της ήταν τελικά ώρες ώρες σκατένια, ή ώρες ώρες υπέροχη, και μετά προσπάθησε να αποφασίσει αν αυτό που συνέβαινε είχε σχέση με την δουλειά της ή ήταν απλά ένα τυχαίο συμβάν. Το ερώτημα στο μυαλό της τέθηκε ως εξής: Παίζουν και τα τρια τύμπανα τον ίδιο ρυθμό, ή τώρα ακολουθώ μονομερώς ένα από τα τρια. Και αν είναι το δεύτερο, ποιο από τα τρια ακολουθώ; 37


Την ίδια στιγμή ακριβώς, ο Μαρκ δεν φαινόταν να είναι καθόλου προβληματισμένος ούτε ανύσηχος για τον προορισμό τους. Αντιθέτως, έμοιαζε σαν να κάνει μια τουριστική βόλτα, μελετώντας το Τείχος με ευλάβεια περιηγητή και με ευαισθησία Ιστορικού. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι σε όλη την διαδρομή μιλούσε, χωρίς να υπερβάλλει, και επειδή μιλούσε τόσο, η Λίσα δεν ήταν σε θέσει να τα συγκρατήσει όλα. Κυρίως εστίαζε με ειρωνία στο γεγονός ότι το Τείχος μπορούσες να το αγοράσεις κομμάτι το κομμάτι, σε διάφορες μπουτίκ που έβρισκες σε πλαστική θήκη θραύσματα του Τείχους σε διάφορα κομμάτια και μεγέθη, ανάλογα με το βαλάντιό σου. Ένα χαλίκι από το Τείχος- τόσα ευρώ. Σκόνη από το Τείχος, τόσα ευρώ. Πέτρα στο μέγεθος αυγού στρουθοκάμηλου από το Τείχος, τόσα ευρώ. Υποστήριξε ότι μπορούσες να βρεις και τιμοκατάλογο ανα τετραγωνικό, και ασχολήθηκε αρκετή ώρα με την πιθανή αξία να στρώσεις το μπάνιο σου με κομμάτια από το Τείχος, λίγο πριν αναρωτηθεί φωναχτά για το που θα έπρεπε να πάνε τα κέρδη από μια τέτοια μπίζνα. Θα μπορούσαν να μοιραστούν σε όσους έριξαν το Τείχος, το 1989, με τον ιδρώτα και τις αξίνες τους. Θα μπορούσαν, για λόγους ευαισθησίας, να πάνε στις οικογένειες των θυμάτων του Τείχους, που έχασαν την ζωή της για να περάσουν το Παράθυρο με τις κλειστές Περσίδες. Στον Ψυχρό Πόλεμο, υποστήριζε, δεν ξέρεις καμια φορά ποια μεριά από το παράθυρο έχει πιο πολύ ζέστη. Θα μπορούσαν να επιστραφούν στους εμπνευστές της δημιουργίας αυτής ως φόρος τιμής, που ήταν στο κάτω κάτω ανάλογη της περίφραξης ενός αμπελιού που μοιράζονται δυο αδέρφια που δεν εμπιστεύεται το ένα το άλλο, αλλά ο μπαμπάς που κρατάει τις ισορροπίες απεβίωσε. Σίγουρα πάντως αναγνώρισε τον εμπνευστή αυτής της ιδέας, τον οποίο φανταζόταν σαν ένα πονηρό Τύπο το 1989 που σέρνει το καρότσι του όταν όλοι πάνε με σφύρες και βαριοπούλες και αξίνες, και μαζεύει ότι σπάνε. Ύστερα, γυρίζει με το καροτσάκι του στην αποθήκη του, το αδειάζει, και δώστου πάλι. Η γυναίκα φωνάζει για το μπάζωμα της αποθήκης, αλλά σε μερικά χρόνια οι μνήμες λειτουργούν σαν τον μούστο- ο τελευταίος γίνεται κρασί και αυτές εμπόρευμα. Η γυναίκα χαίρεται βλέποντας την αποθήκη της να αδειάζει τούβλο το τούβλο, και αντί αυτού να έρχονται αντίτιμα. Σε αυτό το σημείο πέταξε και την ιδέα του, την πρώτη ένδειξη των μηχανισμών του μυαλού του: Της πρότεινε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να ρίξουν από μόνοι τους ένα κομμάτι του Τείχους, να μαζέψουν τις πέτρες σε σακιά και να τα απλώσουν έξω από το αεροδρόμιο του Βερολίνου, προσφέροντάς τα δωρεάν στους τουρίστες και ολόφρεσκα, σε σχέση με την μπαγιάτικη σοδειά των τελών της δεκαετίας του 1980. Όταν αυτή του έφερε αντίρρηση, της αντέτεινε μια άλλη όμορφη ιδέα: Να αγοράσουν όσα θραύσματα μπορούσαν να αντέξουν οι τσέπες τους –ή να τα κλέψουν, δεν φάνηκε ιδιαίτερα προβληματισμένος με κάτι τέτοιο- και να κάτσουν να ξαναφτιάξουν το Τείχος σαν ένα μπερδεμένο παζλ. Της έλεγε ότι το πιο αστείο θα ήταν όταν θα έφτανε η στιγμή να απολογηθούν-ποιος νόμος θα τους εμπόδιζε; 38


Με διάφορα τέτοια, καθόλου προπαρασκευαστικά για ερωτικές περιπτύξεις σχόλια, τα βήματά τους έφτασαν μπροστά από το ξενοδοχείο της, όπου αυτός άλλαξε τον εσωτερικό του διακόπτη και ξαναγύρισε το ενδιαφέρον του σε εκείνη. Λίγο πριν περάσουν την είσοδο για την υποδοχή, της έθεσε ένα τελευταίο ερώτημα, λίγο πιο αφαιρετικό από τα προηγούμενα: -Αν σήμερα τακτοποιήσουμε εκείνο το λογαριασμό, πρέπει να ξαναβρώ ένα λόγο να περιμένω να σε συναντήσω. Εκείνη υπέθεσε ότι στην πραγματικότητα, την προσκαλούσε-προκαλούσε σε ένα χορό που θα ήθελαν σίγουρα και οι δυο να επαναλάβουν, αναρωτιόταν δηλαδή για τις επιδόσεις της. Το θεώρησε αρκετά αφροδισιακό, μετά από την πολύωρη φλυαρία του για το Τείχος, και βιάστηκε να ζητήσει το κλειδί της, σε άπταιστα γερμανικά.

7. Το room service είχε κάνει την δουλειά του όπως ακριβώς έπρεπε για τα πλουσιοπάροχα φιλοδωρήματά της. Φαινόταν σαν αχρησιμοποίητο, με μόνες ενδείξεις της παρουσίας της ένα νεσεσέρ στο μπάνιο και ένα ζευγάρι γόβες δίπλα στην πόρτα. Πριν από οτιδήποτε άλλο, άνοιξε στιγμιαία την ντουλάπα της για να δει όλα τα ρούχα και τις βαλίτσες της χωμένες μέσα, στριμωγμένες αλλά σε τάξη. Ο Μαρκ δεν έδωσε σημασία στην ανακούφισή της και απλά κοντοστάθηκε δίπλα στο παράθυρο, κοιτώντας έξω τον ουρανό να αλλάζει σιγά σιγά το χρώμα του, σαν να ποτίζει σταδιακά από κάποιο χυμένο μελάνι στο διάστημα. Όταν όλα φαινόντουσαν εντάξει, ένα απροσδόκητο και ύπουλο κύμα αμηχανίας την χτύπησε- και τώρα; Ευχήθηκε εκείνος τουλάχιστον να έχει κάποιους άσους στο μανίκι του- δεν της φαινόταν και πολύ λογικό απλά να γδυθούν και να πηδήξουν στο κρεβάτι. Προσπαθώντας να κρύψει αυτή την νευρικότητά της κατευθύνθηκε για μερικά προσωπικά λεπτά ανασυγκρότησης στο μπάνιο, αλλά και για μια αναγκαία επιθεώρηση αν ήταν όλα εντάξει και όλα στην θέση τους. Όταν βγήκε, αυτός την περίμενε καθιστός στο κρεβάτι, έχοντας απλά βγάλει την τσάντα ώμου του. Την κοίταζε εξερευνητικά και επίμονα, και προς στιγμήν φοβήθηκε ότι ίσως να έχει ψάξει τα πράγματά της και να έχει αποκαλύψει κάποιο μυστικό της. Τον πλησίασε αργά, σκεφτόμενη αν είχε κάποια καλή ατάκα για να μπει στο παιχνίδι. Την πρόλαβε αυτός. -Θέλω να μου πεις μια από τις κρυφές σου φαντασιώσεις. Τον κοίταξε με γνήσιο αιφνιδιασμό. -Ορίστε; -Λέω, είμαστε εδώ, είμαστε δυο άγνωστοι, δεν έχουμε τίποτα κοινό πέρα από μια μεθυσμένη νύχτα στο Μοντεβιδέο, όπου και τότε φορούσες μια μάσκα ασφάλειας, ήσουν η Τζέσικα και ήθελες να χορέψεις μέχρι να πυρακτωθεί το πάθος σου. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για κανέναν από τους δυο. Μπορούμε μετά να επιστρέψουμε στις ζωές μας, στις δουλειές μας, στους δικούς μας ρυθμούς και να αφήσουμε ξανά μια ανάμνηση και ίσως, ίσως έναν ακόμα λογαριασμό. Δεν είμαι ούτε ο άντρας σου, ούτε ο φίλος σου, ούτε κάποιος εραστής 39


σου από το χώρο που ζεις. Για κανέναν από αυτούς όμως δεν θα χόρευες όπως χόρεψες για εμένα εκείνο το βράδυ. Έτσι και τώρα- θέλω να μου εμπιστευτείς τις πιο κρυφές σου φαντασιώσεις, αυτό είναι η πρόσκληση-πρόκλησή μου. Για άλλη μια φορά, τα λόγια του αύξησαν την θερμοκρασία του σώματός της. Ήταν ήρεμος, σίγουρος και εύστοχος σαν διάολος. -Και οι δικές σου φαντασιώσεις;, τον ρώτησε τελικά, περισσότερο για να κερδίσει χρόνο. -Ω, μην υποτιμάς την πρόσκλησή μου. Δεν με εξιτάρει τίποτα περισσότερο από το να ανακαλύψω τις ενδόμυχες σκέψεις σου, από το να νιώσω ότι σήμερα εδώ κάνουμε κάτι που μπορεί και να μην ξαναγίνει. -Πως είσαι σίγουρος ότι έχω ενδόμυχες φαντασιώσεις και σκέψεις που δεν εκπληρώνω; -Αν μπορείς να εκπληρώσεις κάθε φαντασίωσή σου έτσι απλά, θα είχες γίνει βαρετή. Τι κίνητρο θα είχες; Σηκώθηκε αργά και την πλησίασε, κάθε βήμα κοντά της ήταν για αυτήν ένας τόνος αύξησης της εσωτερικής της έντασης, σαν να πείραζε τον εσωτερικό της διακόπτη. Έφτασε κοντά της, σχεδόν κατα πρόσωπο, και έκανε μια κίνηση σαν να μυρίζει τα μαλλιά της. Η σιωπή ήταν πλέον τόσο έντονη που θα μπορούσες να βάλεις λίγη στην τσέπη σου. Ύστερα, έβγαλε από την τσάντα του ένα μικρό μπουκάλι με ρούμι. -Σε περίπτωση που χρειαστείς ανάλογη βοήθεια να ξεκλειδώσεις την άγρια πλευρά σου. Αυτή είναι που με συγκινεί, κυρίως, της είπε και της προσέφερε το μπουκάλι. Τώρα η νύχτα που έπεφτε στο Βερολίνο δεν είχε πολλά να ζηλέψει από την υγρασία της νύχτας του Μοντεβιδέο και του Νότιου Ατλαντικού. Όταν το μπουκάλι τελικά άδειασε, εκείνη φορούσε μόνο τα λευκά εσώρουχά της. Δεν ήταν σίγουρη πως ακριβώς, ήδη παραδομένη στην μέθη, αλλά μεθοδικά και σε στυλ κάποιου παιχνιδιού, ο Μαρκ της είχε αφαιρέσει όλα τα ρούχα, ενώ ο ίδιος ήταν ακόμα καθ’όλα ντυμένος. Στο μεσοδιάστημα, η Λίσα Χολμς είχε εκμυστηρευτεί στον Μαρκ μια από τις πιο κρυφές της φαντασιώσεις. Για την ακρίβεια, είχε χαρίσει σε έναν άγνωστο ένα ιδιαίτερο και καλά φυλαγμένο κομμάτι του εαυτού της, από αυτά που δεν μοιράζεται κανένας παρά μόνο με τον εαυτό του στην μοναξιά ενός κρεβατιού κάποιο καλοκαιρινό πρωινό, από αυτά που μας ορίζουν χωρίς ποτέ να ορίζονται με ακρίβεια. Μπορεί κάποτε να του είχε δώσει ψεύτικο όνομα, μπορεί την ίδια ημέρα να του είχε δώσει μόνο το όνομα και το επάγγελμά της – ή περίπου- αλλά αυτός ο άντρας με το σκανταλιάρικο χαμόγελο ήξερε κάτι που δεν ήξερε σχεδόν κανένας άλλος. Ούτε καν ο περιστασιακός εραστής της εκείνη την περίοδο, πίσω στην Ουάσινγκτον, ο Μπεν Γκράμπς, ούτε κανένας άλλος από τους προηγούμενους, περιστασιακούς ή μη εραστές της. Ο μόνος που ίσως να ήξερε τα ερωτικά μυστικά της Λίσα Χολμς, ίσως επειδή αυτός ήταν και ο πρώτος που την μύησε στον τροπικό και υγρό κόσμο του ερωτισμού, ήταν ο Μάικ Ντι Φρεντς, ο κερατάς απατεώνας Μάικ Ντι Φρεντς για χάριν του οποίου είχε στηθεί ολόκληρο σχέδιο εκδίκησης πριν από 10 χρόνια στο Μοντεβιδέο. Θα ήταν εντελώς κρίμα και αναντίστοιχο να στερούσαμε από αυτήν την στιγμή την ιδιαίτερη μαγεία και τον μοναδικό ανέκδοτο ρυθμό της με το να κοινοποιήσουμε την φαντασίωση αυτή της Λίσα Χολμς. Μερικά πράγματα είναι καλύτερο να μένουν σε αυτούς που 40


προορίζονται, αλλά ας πούμε ότι η αγωνία της να την μοιραστεί μετασχηματίστηκε γρήγορα στην ζωηρή προθυμία του να την πραγματώσει μαζί της, και γρήγορα βρέθηκε στα χέρια του που την παρέσυραν προς το κρεβάτι, παραδομένη ξανά στον ρυθμό, με τα κύτταρά της να χορεύουν σε μια ιεροτελεστία, στον χορό της ηδονής. Τα τύμπανα τώρα βρίσκονταν σε ένα ιερό παροξυσμό, ευθυγραμμισμένα με τους δυνατούς παλμούς των δυο εραστών. Συνήθως είναι τέτοιες οι στιγμές που τα πράγματα μπορούν να πάνε πραγματικά ανάποδα. Ήταν αρκετά ζαλισμένη αλλά αυτό το πρόσεξε. Όταν εκείνος βρέθηκε πάνω της, λαίμαργος στις μυρωδιές και την γεύση της, όταν τον ένιωσε να ετοιμάζεται να ενωθεί μαζί της, βρήκε την δύναμη να τον σπρώξει στο στέρνο και να διακόψει την συναυλία των κρουστών για να ανακοινώσει τον αριθμό ενός αυτοκινήτου που εμποδίζει. -Περίμενε, είπε και ο ήχος βγήκε σαν ανάσα βαριού καπνιστή. Δεν έχεις.....; Αυτός κοντοστάθηκε απορημένος. -Σκατά, μουρμούρισε. Εσύ δεν...; Η Λίσα Χολμς είχε το θάρρος και την ευγλωττία να του περιγράψει τις φαντασιώσεις της. Δεν είχε όμως προνοήσει να του επισημάνει ότι δεν έπαιρνε κάποιου τύπου αντισύλληψη. Και αυτός από την άλλη, όσους άσους και να είχε στο μανίκι του, όσα μπουκάλια με ρούμι και να κουβαλούσε για ‘’ανάλογες’’ στιγμές, ήταν έτοιμος για ελεύθερη πτώση χωρίς αλεξίπτωτο. Η χαλασμένη στιγμή χτύπησε τον ερεθισμό και των δυο σαν μυγοσκοτώστρα. Η μπάλα ήταν ακόμα στημένη στο σημείο του πέναλτυ, αλλά κανένας πλέον δεν μπορούσε να την στείλει στα δίχτυα. -Σκατά, επανέλαβε αυτός και απομακρύνθηκε από πάνω της. Η Λίσα πήρε μερικές αναπνοές. Θα μπορούσε άνετα να υποκύψει στην χαλασμένη στιγμή, τέτοιες στιγμές είναι ικανές να καταστρέψουν βραδιές και βραδιές, αλλά δεν ήθελε. Αν και ήταν μάλλον ευθύνη του Μαρκ (φέρνω τον θησαυρό, φέρνεις το κλειδί) ένιωσε την ανάγκη να πάρει την κατάσταση στα χέρια της, και θυμήθηκε το μηχάνημα στις τουαλέτες του ισογείου. -Περίμενε εδώ, του είπε και πετάχτηκε από το κρεβάτι αποφασισμένη να ξαναφτιάξει την στιγμή τους. Αυτός έδειχνε άνετος. Κάτι πήγε να της πει, που ίσως παρέπεμπε σε ιδέες του να προσπεραστεί το μικρό τους πρόβλημα, αλλά εκείνη, ζαλισμένη από την σκοτοδίνη, φόρεσε γρήγορα μια φούστα και μια μπλούζα και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο προς την ρεσεψιόν. Το βιαστικό της ταξίδι μέχρι τις τουαλέτες του ισογείου και πίσω δεν είχε διάρκεια μεγαλύτερη από 7 λεπτά. Σε αυτά τα 7 λεπτά συνέβησαν τα εξής πράγματα που η ίδια δεν είδε, απορροφημένη στο σκοπό της. Ο υπεύθυνος της ρεσεψιόν, ο Άνγκους Μπέκερ, ηλικίας 42 ετών, ήταν ένας άνθρωπος με συγκεκριμένα προβλήματα στις σχέσεις του, μόνος για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και ιδιαίτερα αμήχανος με την μοναξιά του, την ανασφάλειά του να πλησιάσει άλλες γυναίκες και σχεδόν ανεπιστρεπτί παραδομένος στις φαντασιώσεις του, που ολοένα και περισσότερο απομακρύνονταν από τον πραγματικό κόσμο. Όταν η Λίσα έφτασε μπροστά του, η εικόνα της έμελλε να αποκτήσει ένα ξεχωριστό κάδρο στο ιδιαίτερο, προσωπικό δωμάτιο των ονειρόξεών του. Είδε την όμορφη Αμερικάνα που φιλοξενούσε το ξενοδοχείο του να φτάνει σχεδόν τρέχοντας, ξυπόλητη μπροστά του, με τους κροτάφους της υγρούς από τον ιδρώτα, τα μάγουλά 41


της κόκκινα από την έξαψη, το βλέμμα της θολό από το αλκοόλ, το στήθος της σε ένταση πίσω από την λευκή μπλούζα και σχεδόν εκτεθειμένο χωρίς τον στηθόδεσμο, και όταν με τρεμάμενο χέρι του άφησε το χαρτονόμισμα πάνω στον πάγκο ζητώντας ψηλά, χρειάστηκε να του το επαναλάβει για να τον βάλει πάλι σε λειτουργία από το ονειρικό ρελαντί του. Την είδε να τρέχει στην τουαλέτα, την είδε να ανεβαίνει ξανά κρατώντας σφιχτά στο χέρι της το τετράγωνο φακελάκι. Ο Άνγκους Μπέκερ δεν ξέχασε ποτέ την Λίσα Χολμς μετά από αυτό. Επιπλέον, η Λίσα Χολμς ήταν πολύ απορροφημένη και αρκετά μακριά για να ακούσει το τηλέφωνο του Μαρκ να χτυπάει μέσα από την τσάντα του. Δεν είδε το ενοχλημένο ύφος του όταν σήκωσε το ακουστικό. Δεν τον άκουσε να διαμαρτύρεται, ούτε άκουσε την φωνή στην άλλη άκρη του ακουστικού να ωρύεται καλώντας τον να γυρίσει εκείνη ακριβώς την στιγμή. Δεν τον είδε να ντύνεται περίλυπος, δεν τον είδε να φεύγει και για μόλις ένα λεπτό δεν τον πρόλαβε στο τριπλό ασανσέρ του ξενοδοχείου. Όταν γύρισε, ακόμα σε ένταση και με επιπλέον λαχάνιασμα από το τρέξιμο, η Λίσα Χολμς είδε μόνο το άδειο μπουκάλι πάνω στο κρεβάτι της. Αμέσως μετά, και ενώ παρατηρούσε απορημένη το άδειο δωμάτιο, πρόσεξε το σκισμένο χαρτί κάτω από το μπουκάλι, πάνω στο οποίο πρόσεξε μια βιαστική και νευρική γραμματοσειρά. Το σημείωμα του Μαρκ έλεγε τα εξής: Λίσα, λυπάμαι πολύ. Έπρεπε να φύγω άμεσα, με πήραν τηλέφωνο, είναι πέρα από τις δυνάμεις μου. Είμαι σίγουρος ότι θα σε ξαναδώ κάποια στιγμή. Στο κάτω κάτω, μόλις αφήσαμε ακόμα έναν ανεκπλήρωτο λογαριασμό. Συνέχισε να χορεύεις, Μαρκ Η Λίσα Χολμς, δεν άντεξε να μην σκεφτεί: ‘’Ώρες ώρες, η δουλειά μου είναι πολύ σκατένια’’.

(συνεχίζεται)

42


Η ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΗ ΘΛΙΨΗ του ΘΑΥΜΑΣΤΗ της ΟΡΟΦΗΣ 8. Όταν έγινε το συμβάν, ακόμα και οι πιο ενημερωμένοι, ακόμα και οι πιο διορατικοί, ακόμα και οι πιο ψυλλιασμένοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη και την ταραχή. Ακόμα και οι παρουσιαστές των ειδήσεων λέγεται ότι έμειναν με το στόμα ανοιχτό όταν η είδηση πέρασε στην οθόνη μπροστά τους και ετοιμαζόντουσαν να την πουν στον αέρα. Ακόμα και η Λίσα Χολμς, προετοιμασμένη καθώς ήταν, έμεινε με το στόμα ανοιχτό και δεν το έκλεισε παρά μόνο αρκετές ώρες μετά, όταν στάθηκε μπροστά από τον υπολογιστή της και ετοιμάστηκε να γράψει την αναφορά της για τα γεγονότα. Εξάλλου, ας μην γελιόμαστε. Για αυτό είχε πετάξει από την Ουάσινγκτον στο Βερολίνο, για αυτό ήταν εκεί κοντά τώρα δυο εβδομάδες, όλα πληρωμένα, για αυτό της έδωσαν έξτρα μπόνους για να πηγαίνει κάθε ημέρα στο μουσείο της Περγάμου και να παρατηρεί, να μιλάει με κάθε υπεύθυνο και κάθε εργαζόμενο, για αυτό είχε αφιερώσει ώρες ολόκληρες να διαβάσει και να ξαναδιαβάζει την ειδησεογραφία και οτιδήποτε θα μπορούσε να της εξασφαλίσει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για αυτό που κυκλοφορούσε σαν φήμη, μετασχηματίστηκε σε αφηρημένη απειλή και τελικά έγινε εντυπωσιακή, απρόσμενη, γοητευτικά παράξενη πραγματικότητα. Ο κάθε άνθρωπος άλλωστε που ήταν ‘’στα κόλπα’’ και ήξερε, γνώριζε ότι το πιο καυτό νέο της εποχής ήταν η φημολογούμενη τρομοκρατική επίθεση στο μουσείο της Περγάμου. Είχε διαρρεύσει από το διαδύκτιο, ένας –ηλεκτρονικός- θεός ξέρει πως, είχε διαρρεύσει από τις αστυνομικές υπηρεσίες και μάλιστα όχι τις τοπικές, που κάθε ημέρα ακούνε για διάφορες απειλές και συνομωσίες, αλλά από τις υπερεθνικές, τις διεθνείς, αυτές που ασχολούνται με μια φήμη μόνο όταν είναι σίγουρες ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά εκεί στον κόσμο και ότι πρέπει να δράσουν. Είχε διαρρεύσει σαν επίμονη σταγόνα από τις σωληνώσεις ενός ξενοδοχείου. Το ξέρεις ότι υπάρχει η διαρροή, αλλά άντε να ξηλώσεις κάθε πιθαμή για να δεις από που ακριβώς προέρχεται. Η Λίσα Χολμς είχε πάει με στόχο να τσιμπήσει κάποιο λαβράκι. Όταν έγινε το συμβάν, ήξερε πλέον λιγότερα από όσα στην αρχή, και είχε ήδη τηλεφωνήσει για εισητήριο με απόσκευές πιο άδειες από όσες είχε έρθει. Η ίδια κατηγόρησε τον εαυτό της ότι έφταιγε η μικρή της περιπέτεια με τον άγνωστο Μαρκ, ακόμα και αν κράτησε μόνο μια μέρα και τελείωσε πιο άδοξα από σπασμένο μπουκάλι ουίσκι λίγο πριν αρχίσει το πάρτυ. Το πρόβλημά ήταν ότι στις δυο ημέρες που μεσολάβησαν από το σημείωμα του Μαρκ μέχρι το συμβάν αυτό, η Λίσα μπορεί να γύρισε στην δουλειά της και στο μουσείο, να παρακολούθησε το κλείσιμό του για συντήρηση, να μίλησε με περίπου 50 ακόμα ανθρώπους, αλλά τον σκεφτόταν, τον σκεφτόταν σαν ενοχλητική παρεμβολή από την κεραία του γείτονα.

43


Τον αναζήτησε στο μουσείο, κοίταζε δεξιά και αριστερά μήπως δει κάποιον αφηρημένο τουρίστα να φωτογραφίζει την οροφή. Όλοι είχαν το μυαλό τους στα εκθέματα. Τον αναζήτησε κάνοντας ποδηλατάδα δίπλα στο Τείχος, αναζητώντας κάποιον να προσπαθεί είτε να γκρεμίσει κάποια γωνιά, είτε να αναστηλώσει κάποιο σημείο. Τον αναζήτησε στα καφέ κάθε ιστορικού σημείου της πόλης, περιμένοντας κάποιον να πίνει αργά και αραβικά τον καφέ του, χωρίς να βιάζεται για τίποτα. Σκέφτηκε μάλιστα να ξαναπάει στο ζωολογικό κήπο, και να τον αναζητήσει στα γυάλινα κλουβιά των ψαριών ή στις προθήκες των εντόμων, ή στους φράχτες των κροκοδείλων, αλλά η εμπειρία της από τον Bao Bao τον 3ο ήταν αρκετά αποθαρρυντική. Στην πραγματικότητα, είχε σιγουρευτεί, δυο ημέρες μετά, ότι τον είχε χάσει ξανά, όπως τότε στο Μοντεβιδέο, και σκέφτηκε ότι είτε που είχε κάτι πραγματικά έκτακτο εκείνο το βράδυ, όπως π.χ. το να γυρίσει πίσω από εκεί που ήρθε, είτε ότι πήρε μια δική του εκδίκηση για την βραδιά που τον παράτησε ξαναμέννο για να λιποθυμήσει στην άμμο, αφού πρώτα του χόρεψε μέχρι το σημείο που δεν υπάρχει γυρισμός. Σε κάθε περίπτωση, ένιωθε εντελώς απροετοίμαστη για το τέλος της συνάντησής τους, ακριβώς όσο απροετοίμαστη ήταν για την αρχή της. Αλλά όταν έμαθε το συμβάν, τον θυμήθηκε ξανά, έφερε στο μυαλό της όλο το φίλμ της γνωριμίας τους, όλες τις κινήσεις και κουβέντες τους, και τότε ένιωσε ότι κατάλαβε. Ότι κατάλαβε αυτόν, κατάλαβε το συμβάν, κατάλαβε τι εννοούσε σε κάθε του κουβέντα, κατάλαβε τον σκοπό κάθε φωτογραφίας του. Μέχρι το συμβάν ήξερε έναν άγνωστο που ίσως να μην έβλεπε ποτέ ξανά. Μετά το συμβάν ένιωσε ότι έμαθε κάποιον και μαζί του έμαθε ένα δικό του μυστικό, φέροντας ισοπαλία στην άδοξη εκμυστήρευση των φαντασιώσεών της. Και μόλις έμαθε τι έγινε στο μουσείο της Περγάμου, σιγουρεύτηκε για την προτελευταία του φράση: Είμαι σίγουρος ότι θα σε ξαναδώ κάποια στιγμή. Και εγώ, είπε μέσα της κλείνοντας το τηλέφωνό της και τρέχοντας να προλάβει ένα ταξί για να πάει και η ίδια στο Μουσείο και να δει με τα μάτια της κάτι που δεν μπορούσε να διανοηθεί και να συλλάβει με τα αυτιά της. Αλλά όταν έφτασε και το είδε, τότε ξαφνικά όλα είχαν νόημα, σαν να είχε βρει το κεντρικό κομμάτι του παζλ γύρω από το οποίο έδεναν όλα. Η Λίσα Χολμς ίσως να ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που πρώτα χαμογέλασε και μετά άφησε την έκπληξη να της κρατήσει ανοιχτό το στόμα. Ενώ σε κάθε παρατηρητή, σε κάθε τοπική ή διεθνή υπηρεσία, υπήρχε ένα πελώριο ΓΙΑΤΙ να στέκεται σαν σύννεφο κατάρας από Ινδιάνο μάγο, η Λίσα Χολμς ψέλισσε ένα απλό και ψιθυριστό ουάου. Το τρομοκρατικό χτύπημα στο μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο είχε τόση σχέση με την τρομοκρατία όσο η κέτσαπ με το φιλέτο ξιφία. Δεν ήταν κατ’αρχήν χτύπημα με την κλασσική έννοια του όρου, δηλαδή ένα χτύπημα καταστροφικό και άγαρμπο, όπως πρέπει σε πράξεις μίσους και θολωμένης από την μισαλοδοξία κρίσης. Ήταν χτύπημα ακριβείας, σαν τομή χειρούργου στο μαλακό υπογάστριο. Ήταν ένα χτύπημα που κάνει αθλητής του γκόλφ και όχι αθλητής του μπέιζμπολ, πόσο μάλλον του ράγκμπι. Είχε μια αριστοκρατική λεπτότητα, μια καλλιτεχνική χάρη, μια επιστημονική ακρίβεια και μια υφέρπουσα ειρωνία που έστεκε πάνω από τα αποτελέσματα του χτυπήματος σαν το χαμόγελο του γάτου από την χώρα των 44


θαυμάτων. Τελικά δεν μπορούσαν να το πουν χτύπημα, όπως και να το έθεταν. Αν έπρεπε κάποιος να βρει όρο, θα το έλεγε τσίμπημα ή έστω σκούντηγμα. Αν και ήταν σίγουρα αποτέλεσμα εκρηκτικών, έμοιαζε περισσότερο με αποτέλεσμα από το σφυράκι του παθολόγου όταν μελετάει τα αντανακλαστικά των νεύρων. Από την άλλη, δεν μπορούσε κανένας να το πει τρομοκρατικό, ξανά με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Όλη η ανθρωπότητα χόρευε στους ρυθμούς της τρομοκρατίας για αρκετό καιρό. Όταν έσκασε ο εκρηκτικός μηχανισμός σε ένα λεοφωρείο της Νέας Υόρκης, περίπου ένα χρόνο πριν, αυτό ήταν τρομοκρατία. Όταν ένας ελεύθερος σκοπευτής καθάρισε τον πρωθυπουργό της Ιαπωνίας λίγο μετά από αυτό, ήταν τρομοκρατία. Όταν σχεδόν κάθε ημέρα που ξεπρόβαλλε ο ήλιος στην Αμερική υπήρχε μια αόρατη υποψία ότι κάπου, σε κάποια πολιτεία, σε κάποιο λεωφορείο ή κυβερνητικό κτίριο ή κομματικό κέντρο θα γίνει κάποια επίθεση, αυτό ήταν παραδοσιακή, αγνή τρομοκρατία. Ήταν παραδοσιακή και αγνή επειδή πληρούσε μερικές βασικές προυποθέσεις: Ο κόσμος στην μεγάλη του πλειοψηφία ένιωθε το φόβο, αισθανόταν την παρουσία του αδίστακτου εχθρού. Συνεπακόλουθα, ότι είχε μπροστά την λέξη προστασία από τα κυβερνητικά χείλη γινόταν αποδεκτό, ακόμα και αν συνοδευόταν με μεγαλύτερη και πιο βαθιά τρομοκρατία. Αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση, κανένας πολίτης του κόσμου δεν ένιωσε φόβο ή τρόμο ή οποιαδήποτε αγωνία για την σωματική του ή ψυχική ακεραιότητα. Την ίδια στιγμή, τα πιο αμήχανα χείλη ήταν τα κυβερνητικά. Χαρακτηριστικό ήταν ότι έβγαλαν την πρώτη τους ανακοίνωση 30 ώρες μετά, ενώ το μόνο που θα μπορούσαν να πουν που να συνοδεύει την λέξη προστασία θα ήταν ‘’από την βροχή’’. Γιατί το τρομοκρατικό χτύπημα στο μουσείο της Περγάμου, που δεν ήταν ούτε τρομοκρατικό, ούτε χτύπημα, δεν έμοιαζε με κανένα άλλο στην πρόσφατη ιστορία. Πρώτον, δεν υπήρχε ούτε ένα θύμα-πολύ βολικά, το μουσείο είχε κλείσει για λόγους συντήρησης, ή μήπως για λόγους φόβου; Δεύτερον, κανένα από τα ιστορικά κειμήλια του μουσείου δεν έπαθε απολύτως τίποτα, ίσως λίγη παραπάνω σκόνη και μερικές εκδορές από την έκρηξη που θα μπορούσε να κάνει ένας με διπλό διδακτορικό στην αρχιτεκτονική και στην χειρουργική. Το μόνο που θα μπορούσες να προσάψεις στους υπεύθυνους αυτού του εγκλήματος –που νομικά ήταν μπερδεμένα τα πράγματα για να το πει κάποιος έτσι- ήταν ότι προκάλεσαν ένα τρομαχτικό θόρυβο με την έκρηξή τους και σήκωσαν πολύ σκόνη. Όταν η Λίσα Χολμς έφτασε στο σημείο του περίπου εγκλήματος και καθόλου τρομοκρατικού χτυπήματος, είδε αυτό που κοίταζαν όλοι με έκπληξη: Την πύλη Ιστάρ της Βαβυλώνας να στέκεται περήφανη και θεόρατη με μόνο ταβάνι της τον ουρανό, ίσως όπως θα έπρεπε να είναι, ένα από τα πιο επιβλητικά μουσειακά εκθέματα, εντελώς δωρεάν, αρκεί να πήγαινες με το ποδήλατό σου ή το μετρό μέχρι το Νησί των Μουσείων του Βερολίνου. Γιατί οι όχι-και-τόσο τρομοκράτες, είχαν φυτέψει τα εκρηκτικά τους με τέτοιο τρόπο και τέτοιες ποσότητες που είχαν απλά γκρεμίσει την οροφή του μουσείου και είχαν απελευθερώσει τα εκθέματά του, στο φως του ήλιου και στον βαρύ αέρα της Βόρειοανατολικής Ευρώπης. Δεν ήταν τρομοκρατικό χτύπημα. Στην πραγματικότητα, ήταν μια ξεγυρισμένη κλωτσιά στους γερασμένους όρχεις του γερμανικού καπιταλισμού. Η Λίσα Χολμς σκέφτηκε με χαμόγελο την αξία μερικών φωτογραφιών και ύστερα θαύμασε μαζί με εκατοντάδες περαστικούς την 45


πύλη της Βαβυλώνας, όπως θα την έβλεπε ένας Ασσύριος ταξιδευτής, όπως θα την έβλεπε ένας πεινασμένος κροκόδειλος της Μεσοποταμίας, όπως θα την έβλεπε ένας Άραβας καμηλιέρης και ενώ θα είχε φυτέψει το κατσαρόλι με τον καφέ του στην άμμο της ερήμου, χωρίς να βιάζεται για τίποτα. Ήταν πολλοί μάλιστα αυτοί, που στο πλήθος του σαστισμένου κοινού της παράξενης εκείνης μαγικής παράστασης, άφησαν ένα απρόσμενο, αυθόρμητο και εντελώς ηθελημένο χειροκρότημα, σαν τον ήχο μιας πρωτόγνωρης συγκίνησης.

9. ‘’Για να γίνεις ένας τρανός μάγος, πρέπει να μπορείς να αποδώσεις μια παραίσθηση που δεν αφήσει τα πλήθη μόνο μπερδεμένα για το πως έγινε, αλλά και βαθιά συγκινημένα’’ S.H. Sharp Πολύς κόσμος έψαξε το όνομα του S.H. Sharp στο ίντερνετ εκείνη την ημέρα, όταν βγήκε η ανακοίνωση ανάληψης ευθύνης για την δολιοφθορά –όπως τελικά χαρακτηρίστηκε- στο μουσείο της Περγάμου. Και ενώ θα περίμεναν κάποιον Άραβα εκατομυριούχο, ή καποιον φιλόσοφο βίας και καταστροφής, το μόνο που βρήκαν ήταν ότι ο κύριος Sharp ήταν απλά ένας επαγγελματίας μάγος. Με το ρητό αυτό ξεκινούσε μια λιτή και απλή ανακοίνωση, χωμένη σε μια κόλλα Α4 με μεγάλη γραμματοσειρά, που έφτασε σε εφημερίδες και κανάλια αλλά και σχεδόν και σε κάθε στάση του μετρό, κάτι που οδήγησε τις αρχές να ψάχνουν με αγωνία τις κάμερες παρακολούθησης για να βρουν ποιοι τις μοιράσανε. Η Λίσα Χολμς ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που έφτασε στα χέρια της η ανακοίνωση, λόγω του επαγγέλματός της, και αφού προσπέρασε το αρχικό ρητό του μάγου, διάβασε το μικρό κείμενο ξανά και ξανά, σαν να ήθελε να το αποστηθίσει. Από την αρχή ήταν πεπεισμένη ότι θα υπήρχαν πράγματα να διαβάσει ανάμεσα από τις γραμμές- οριακά σκέφτηκε ότι μπορεί να υπάρχει και κάποιος κώδικας εκεί κρυμμένος, για να τον βρουν μόνο ειδικά μυαλά. Το μόνο που κατάφερε να συμπεράνει, ήταν ότι το σοβαροφανές κειμενάκι είχε μέσα του μια παιχνδιάρικη ειρωνία, και μαζί μια καλά συγκάλυμένη υπόσχεση: Θα ακολουθούσαν και άλλα. Ήταν το μόνο που μπορούσες να νιώσεις λίγο πριν διαβάσεις και τον υπογράφων, ένα μυστήριο όνομα που δεν μπορούσε με τίποτα να αποκωδικοποιήσει. Έλεγε ‘’2 Η ΑΝ.’’ Ποιά ήταν η ΑΝ., και γιατί ήταν δεύτερη, δεν μπορούσε να ξέρει με κανέναν τρόπο. Αυτό που ήξερε ήταν ότι είχε μπροστά της ένα κείμενο που στο πρώτο μέρος του μίλαγε για τα μουσειακά αρχιτεκτονικά εκθέματα, λέγοντας ότι δεν πρέπει να περιορίζονται σε 4 τοίχους αλλά να προβάλλονται στο φως του ήλιου και ακόμα καλύτερα, στον τόπο απ’όπου προέρχονται. Μετά εξηγούσε την αδυναμία της 2ης ΑΝ., να ολοκληρώσει το στόχο της και να μεταφέρει την πύλη της Βαβυλώνας στην Βαβυλώνα, και ζήτησε να επιληφθεί αυτού η γερμανική κυβέρνηση και τα Ηνωμένα Έθνη. Στο δεύτερο μέρος του ανάφερε επιγραμματικά κάποια αντίστοιχα εκθέματα τα οποία ήταν σε κάποια παρόμοια κατάσταση, και καλούσε κάθε υπεύθυνο να επιληφθεί για την 46


αποκατάστασή τους, με ένα τόνο μάλιστα ιδιαίτερα ευγενικό και κόσμιο, σαν να ήταν γραμμένο από κάποιο διπλωμάτη. Έκανε επίσης μια νύξη στην παρουσία εισητηρίου στα μουσεία, μη μπορώντας να δικαιολογήσει την αναγκαιότητά τους. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, που ήταν μάλλον και το ζουμί της υπόθεσης, ανέφεραν την εποχή που ζούσαν ως Σκοτεινή και την σύγχρονη πολιτική ένα γρήγορο ταξίδι προς το αδιέξοδο. Χωρίς τίποτα παραπάνω, δικαιολόγησαν την πράξη τους λέγοντας πως τώρα ήταν η εποχή για να μπει φως και να αλλάξει η ρότα του ταξιδιού. Και αυτό ήταν όλο. Από την άλλη πλευρά, οι ανακοινώσεις και οι δηλώσεις δεν ήταν ούτε κόσμιες ούτε διπλωματικές ούτε κατ’ελάχιστον ρομαντικές όπως αυτή. Μετά την πρώτη αμηχανία, η επίσημη πολιτική σκηνή φούσκωσε και ξεφούσκωσε σαν χαλασμένη βαλβίδα, και ξέσπασε σαν βουλωμένη αποχέτευση πάνω στους δολιοφθορείς, εκτοξεύοντας όλα τα κουζινικά της. Έβαλαν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές. Πάντα χρήσιμο, αναμενόμενο και αναπόφευκτο ότι θα ειπωθεί. Παραλίγο να καταστρέψουν ένα από τα πιο σημαντικά εκθέματα της Ιστορίας. Λογικό, όπως και να το κάνουμε. Δημιούργησαν τεράστια κόστη για την αποκατάσταση και την συντήρηση του μουσείου και των εκθεμάτων σε εποχές οικονομικής κρίσης. Ειλικρινές και δίκαιο. Συκοφάντησαν την Ιστορία, την αρχαιολογία, τον πολιτισμό. Αβάσιμο. Κακομαθημένα πλουσιόπαιδα, τρομοκράτες του γλυκού νερού. Άστοχο. Δηλαδή θα έπρεπε να είναι τρομοκράτες του αλμυρού νερού; Και τι διαφορές έχουν οι θαλάσσιοι και λιμναίοι (ή ποτάμιοι) τρομοκράτες; Τι διαφορά έχει ένας καλομαθημένος με ένα κακομαθημένο τρομοκράτη; Θα προτιμούσαν δηλαδή να χτυπήσουν την οροφή του μετρό; Την οροφή της Dom; Την οροφή του TV Tower; Την γυάλινη οροφή της Γερμανικής Βουλής; Απότοκα της ηθικής παρακμής σε εποχές που η κοινωνία έχει ανάγκη ηθικούς στυλοβάτες. Διανοουμενίστικο. Και να θέλει να πει κάτι, λίγοι θα δώσουν παραπάνω σημασία. Σύντομα, θα λογοδοτήσουν στην δικαιοσύνη. Ερώτημα. Τόσο στο ‘’σύντομα’’, όσο στο ‘’λογοδοτήσουν’’ όσο και στο ‘’δικαιοσύνη’’. Η Λίσα Χολμς δεν έδινε ποτέ ιδιαίτερη σημασία στην ανταλλαγή δηλώσεων σιγουριάς και αποφασιστικότητας του κρατικού μηχανισμού απέναντι στους ‘’τρομοκράτες’’ του. Βαθιά μέσα της, έβλεπε αυτήν την διαδικασία ως ένα κλισέ μονόπρακτο σε κακόγουστη θεατρική παράσταση. Ολοκλήρωσε την αναφορά της με επιμέλεια και φροντίδα ενός επαγγελματία, μάζεψε τα πράγματά της, επέστρεψε το ενοικιαζόμενο ποδήλατό της και αγνάντεψε για μια τελευταία φορά την γεμάτη χοληστερίνη και μπίρα αιθαλομίχλη του Βερολίνου και πήρε τον δρόμο της επιστροφής, πάνω από τον Ατλαντικό και πίσω στην Ουάσινγκτον. Οι σκέψεις της ταξίδεψαν μαζί της, και περιπλανήθηκαν κοιτώντας την Ευρώπη και τον Ατλαντικό από ψηλά, προσπαθώντας να εντοπίσουν ένα κάποιο ίχνος του προσωπικού της τρομοκράτη, του αγνώστου Μαρκ, του θαυμαστή της οροφής που έπεσε, του ανθρώπου που ήταν πλέον σίγουρη, όσο σίγουρος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος και ο συλλογισμός του, ότι ήταν σίγουρα πίσω από την απελευθέρωση της πύλης της Βαβυλώνας στην θερμή φωτεινή 47


ενέργεια του ήλιου. Σκέφτηκε τους ανοιχτούς τους λογαριασμούς και αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να περάσουν άλλα 10 χρόνια μέχρι να τους τακτοποιήσουν, αυτή τη φορά επιτυχημένα. Σκέφτηκε τον αραβικό καφέ μόκα να φτύνει κατάμουτρα έναν ταπεινό espresso. Αναλογίστηκε ξανά τον ρυθμό του χορού της στην ζωή και όταν η μηχανική φωνή από τα ηχεία του αεροπλάνου τους ειδοποίησε ότι είχαν ένα καλό ταξίδι και σε λίγο θα πατάγανε στην Ουάσινγκτον, δεν μπόρεσε παρά να σκεφτεί, σχεδόν μονολογώντας: ΄΄Ώρες ώρες, φοβάμαι μήπως έχω διαλέξει λάθος επάγγελμα’’

48


ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΓΥΑΛΙ #2 Η υπόθεση της βανίλιας Ο Ουίλιαμ Μπάροους κοίταξε ξανά την δικογραφία πάνω στο γραφειό του. Για την ακρίβεια, εκείνο τον χαρτοπολτό που σκέπαζε το γραφείο του μέχρι το ύψος του φωτιστικού, το πάτωμα μέχρι την βιβλιοθήκη και το μικρό καρότσι σούπερ-μάρκετ που στεκόταν δίπλα στην δερμάτινη πολυθρόνα του. Ύστερα κοίταξε ξανά πίσω του στο μικρό καθιστικό, όπου η Θέλμα κοιμόταν με τα κοκκάλινα γυαλιά της καθιστή, με το κεφάλι της να έχει γείρει πάνω στο τραπέζι. Μπροστά της ήταν ο φάκελος ενός από τους 17, ανοιγμένος μέχρι την μέση. Γύρισε προς τον Γουές, τον αδερφικό συνεργάτη του. -Αν η Θέλμα δεν τα κατάφερε να το διαβάσει- και αυτό το κορίτσι τα καταφέρνει πάντα, τότε δεν έχουμε καμία ελπίδα να τα καταφέρουμε. Ο Γουές χάιδεψε το ξυρισμένο κεφάλι του, εμφανώς κουρασμένος παρά τους αλεπάλληλους εσπρέσο. -Γουίλ, απορώ. Πραγματικά απορώ γιατί δέχτηκες αυτήν την υπόθεση. Μας εξοντώνεις και εξοντώνεις τον εαυτό σου- διάολε, υποθέσεις διαζυγίων κάναμε εδώ και ένα χρόνο! Σάμπως δεν θα βρίσκαν δικηγόρο οι 17; Ο Μπάροους βυθίστηκε σε μια καρέκλα σκηνοθέτη και έβγαλε τα γυαλιά του. -Δεν ξέρω Γουές, νιώθω ότι αυτή η υπόθεση ξεπερνάει την νομική και τα παραθυράκια των νόμων. Μου φαίνεται ότι έχουμε κάποιο ρόλο να παίξουμε σε αυτήν την ιστορία. -Ναι, πως; Τον ρόλο του δικηγορικού γραφείου που υπερασπίστηκε, ανεπιτυχώς, τους 17 πιο περιβόητους παρανόμους της δεκαετίας, και τους παρακολούθησε στην τελευταία τους προσπάθεια να γλιτώσουν την ένεση. Είναι νεκροί Ουίλιαμ, πρέπει να το καταλάβεις. Ο εισαγγελέας έχει ζητήσει θανατική καταδίκη αδιαπραγμάτευτα. Ο δικαστής...καλά, ξέρεις για τον δικαστή, δεν χρειάζεται να σου πω. -Είναι το μεγαλύτερο αντιδραστικό και συντηρητικό σκουλήκι που υπάρχει. -Θα τους τηγανίσουν σαν πατάτες Ουίλ. Κοπάνα την όσο είναι καιρός. Ο Ουίλιαμ Μπάροους κοίταξε τον φίλο του και χαμογέλασε κουρασμένα. Ύστερα, κοιτώντας προς το ταβάνι, φώναξε: -Θέλμαα! Σήκω κούκλα μου, έχουμε πολύ δουλειά ακόμα για υπνάκους! Στο μικρό καθιστικό, η διδακτορικός Νομικής Θέλμα Μπίλς, ‘’ότι πιο ανεπιτήδευτα όμορφο έχει βγάλει η Νέα Ορλεάνη’’ σύμφωνα με τον Γουες, σήκωσε το κεφάλι της νυσταγμένη, χαμογέλασε ντροπαλά και να ξαναέφερε αυτόματα μπροστά της τον φάκελο του Τσόνσι Φελπς, ενός από τους 17.

49


Το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ενός ΕΡΩΤΑ (συνέχεια..)

10. Ένας φανατικός τρομοκράτης, ένας μισαλόδοξος θρησκόληπτος, ένας αυτοκτονικός υπερασπιστής των ανίερων ονειρώξεών του για παγκόσμια δυστυχία, ένας οπαδός της βίας και της καταστροφής, ένας μισάνθρωπος και μισογύνης άθεος, ένας αχόρταγος και ακόρεστος δημιουργός του μίσους, ένας σκοτεινός μισθοφόρος του Κακού και του ολέθρου, μπορεί να φυτεύει βόμβες στα θεμέλια του πολιτισμού, μπορεί να σπέρνει πυρίτιδα στα ευεπίφορα χωράφια της κοινωνικής ειρήνης, μπορεί να σηκώνει θύελλες στις παραλίες της ιδεολογικής σταθερότητας, αλλά ποτέ στην ιστορία δεν σκέφτηκε να κάνει τα όσα έκανε η μυστηριώδης 2 η ΑΝ., τους επόμενους 6 μήνες από την απελευθέρωση της πύλης της Βαβυλώνας προς τον Θεό Ήλιο με την θυσία της οροφής. Το μουσείο της Περγάμου ήταν τελικά η τελετή έναρξης. Μπορεί να ήταν λαμπρή, όπως θα άρμοζε σε κάθε μεγαλοπρεπές φεστιβάλ, αλλά οι διοργανωτές είχαν στήσει μια παράσταση τόσο λαμπρή που σε λίγο καιρό έκαναν την έναρξη να μοιάζει με ερασιτεχνική παραγωγή. Ότι και αν ήταν η 2η ΑΝ., που 6 μήνες μετά αποκάλυψε ολόκληρο το όνομά της και έβγαλε το μικρό της μανιφέστο ανυπακοής στην πολιτική ορθότητα, ήταν ένα πελώριο χαστούκι επαγγελματισμού και μεθοδικής ακρίβειας απέναντι σε οποιαδήποτε Αρχή και αστυνομία είχε να επιδείξει η παγκόσμια διατήρηση της Τάξης. Αν βρισκόσουν αυτό το διάστημα για οποιοδήποτε λόγο, επαγγελματικό ή παραθεριστικό, στο φεγγάρι, και χάζευες την Γη στην –όχι και τόσο- αιώνια περιστροφή της γύρω από τον εαυτό της και γύρω από τον Ήλιο, θα μπορούσες αν συγκεντρωνόσουν να ακούσεις έναν μακρόσυρτο και παρατεταμένο συναγερμό, και ίσως καμια 10αρια δορυφόρους να ορύωνται με μεταλλική φωνή: ‘’ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΣΚΗΣΗ! ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΣΚΗΣΗ’’. Δεν είναι λίγο, καθόλου λίγο, να πιάνεις το παγκόσμιο καθεστώς στον ύπνο, και να το παρατηρείς να τρέχει πανικόβλητο να βρει τα γυαλιά πρεσβυωπίας του και την μασέλα του, μπας και καταλάβει τι το χτύπησε. Αντιθέτως, μπαίνεις στον πειρασμό να του βάλεις και μια τρικλοποδιά εκεί που τρέχει, να σωριαστεί στο πάτωμα, να σηκώσεις την ρόμπα του και να ρίξεις δυο σκαμπίλια στον γέρικο πισινό του. Όλα τα μουσεία της Ευρώπης (και όχι μόνο) βρέθηκαν σε επιφυλακή την αμέσως επόμενη ημέρα. Προτάθηκε να λειτουργούν λιγότερες ημέρες την εβδομάδα, προτάθηκε να αυξηθεί το προσωπικό ασφαλείας, προτάθηκε να εκδίδουν ονομαστικά εισητήρια, προτάθηκε να μπουν όρια επισκεπτών στις αίθουσες και άλλα διάφορα αποκυήματα ενός φρέσκου, πρωτόγνωρου και αλμυρού κύματος πανικού. Έτσι, ήταν πολύ εύλογο το τι ακολούθησε, μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν ακούστηκε ότι η 2η ΑΝ κυκλοφορεί στα σοκάκια της Μονμάρτης, έτοιμη να κάνει το δεύτερο της χτύπημα. 50


Η φήμη δεν χρειάστηκε να διασταυρωθεί, δεν χρειάστηκε να ανιχνευθεί, ούτε να τύχει κάποιας ιδιαίτερης επεξεργασίας. Άλλωστε, ήταν η Μονμάρτη, τι πιο λογικό να βρίσκονται εκεί, οι τρομοκράτες της κουλτούρας και οι μποέμ της παρανομίας; Στην Μονμάρτη που το φεγγάρι μοιάζει με κομμάτι τσένταρ και τα αστέρια μπουρμπουλήθρες σαμπάνιας. Στην Μονμάρτη του πολιτισμού του δρόμου, στην Μονμάρτη του παρανόμου, στην Μονμάρτη του Moulin Rouge και της καλλιτεχνικής λαγνείας, στην Μονμάρτη που όλο το Παρίσι είναι στο πιάτο σου. Στην Μονμάρτη, το βουνό του Άρη που λέει το όνομά της, κάπου κοντά στον ανεμόμυλο, κάπου μέσα στα σκοτεινά στενά της. Όταν η Λίσα Χολμς έμαθε από την δουλειά της για τα νέα, για κάποιο λόγο σιγουρεύτηκε ότι ήταν αληθινά: Αν υπάρχει ένα μέρος για να πίνεις, να χορεύεις και να συζητάς για το πως θα αλλάξει τον κόσμο, αυτό ήταν η Μονμάρτη. Και σιγά μην ενδιαφερόταν μια επαγγελματική ομάδα τρομοκρατίας για το μουσείο της Μονμάρτης- σίγουρα αυτοί οι καρχαρίες ενδιαφέρονταν για κάτι ακόμα πιο μεγαλεπήβολο ακόμα και από το Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο. Σίγουρα είχαν βάλει στο μάτι το colpo grosso τους, είχαν απλώσει το χέρι τους κάτω από την φούστα της Ιστορίας και ετοιμαζόντουσαν να την βεβηλώσουν. Ήταν σαφές ότι παρακολουθούσαν με κιάλια την γυάλινη πυραμίδα και μηχανορραφούσαν για την κάνουν θρύψαλλα. Όλος ο κόσμος σιγουρεύτηκε ότι ο στόχος τους ήταν το μουσείο του Λούβρου. Μέσα σε μια μέρα, το μάτι της παγκόσμιας αντι-τρομοκρατίας και κατασκοπείας ήταν στραμμένο πάνω στο Παρίσι. Όλη η αστυνομία της Γαλλίας, με βοήθεια από την Ιντερπολ, την Σκότλαντ Γιάρντ, ακόμα και το FBI, όλη η αστυνομική κουστωδία των Ηνωμένων Εθνών, περιπολούσε μια το Λούβρο, μέσα και έξω και μια την Μονμάρτη, σηκώνοντας φούστες, αποκρυπτογραφώντας ήχους από λατέρνες, διαβάζοντας συμβολισμούς σε έργα πλανόδιων καλλιτεχνών. Η διεύθυνση του μουσείου δήλωσε την άρνησή της να κλείσει το μουσείο για καλύτερο έλεγχο, παρά τις συμβουλές των αρχών. Προσέθεσε μάλιστα ότι τα κειμήλια του μουσείου έχουν την καλύτερη δυνατή μεταχείριση, ότι η φροντίδα τους είναι εξαντλητική, ότι το εισητήριό του μουσείου ήταν εύλογο λόγω της αξίας των εκθεμάτων και ότι πιθανή ανατίναξη θα κατέστρεφε από τις σαρκοφάγους της Αιγύπτου μέχρι την Μόνα Λίσα. Ένας εκατομυριούχος συλλέκτης πρότεινε να δανειστεί στην ακριβή του έπαυλη-φρούριο τόσο την Μόνα Λίσα όσο και την Γκουέρνικα από το Reigna Sofia της Μαδρίτης για ασφάλεια, αφιλοκερδώς. Ένας πολιτικός πρότεινε να επιστρατευτεί το ΝΑΤΟ για να υπερασπιστεί το ‘’λίκνο του πολιτισμού’’. Η Μονμάρτη και όλα τα περίχωρα του Λούβρου πνίγηκαν στις κάμερες και τα μικρόφωνα και τα εκπαιδευμένα στον εντοπισμό εκρηκτικών σκυλιά. Σε δυο περιπτώσεις, δυο γραφικά καφέ στην κεντρική πλατεία της Μονμάρτης είδαν όλους τους πελάτες τους να οδηγούνται για εξακρίβωση στοιχείων, ενώ συλλήφθηκε και ένας μίμος που παρίστανε τον διαρρήκτη. Όλα αυτά, είχαν σαν αποτέλεσμα κάτι πολύ παράδοξο: Η παγκόσμια κοινή γνώμη γύρισε και αυτή το μάτι της στο Λούβρο, όχι τόσο για να εντοπίσει και να συλλάβει τους βέβηλους σκοταδιστές, αλλά για να δει με περιέργεια αν και πως θα τα καταφέρουν. Όταν βάρεσε ο συναγερμός ένα πρωί, μερικές ημέρες μετά, τόσο οι αρχές όσο και η κοινή γνώμη έμεινε για άλλη μια φορά με το στόμα ανοιχτό.

51


Οι δεκάδες αστυνομικοί μέσα και έξω από το Λούβρο βέβαια, δεν άκουσαν τον συναγερμό, δεν θα μπορούσαν άλλωστε. Ο ήχος είναι γνωστό ότι ταξιδεύει γρήγορα, αλλά δύσκολα περνάει την Μάγχη. Αν ήσουν όμως στην άλλη μεριά της, και κυρίως, ήσουν κάπου στο Λονδίνο, θα τον άκουγες σίγουρα, ένα παρατεταμένο υστερικό ουρλιαχτό που έδειχνε πάνω και πέρα από όλα τα άλλα, έκπληξη. Και αν γύριζες να κοιτάξεις το ιστορικό σου ρολόι να δεις τι ώρα είναι που γίνονται όλα αυτά, θα το έβλεπες, με έκπληξη και κάποια μεταφυσική αγωνία, σταματημένο. Μακάρι να μπορούσαν να γράψουν οι εφημερίδες ότι υπήρχε απλώς μια παραβίαση στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Αυτό που έγινε όμως, δεν ήταν παραβίαση, ήταν κάτι πολύ πιο σύνθετο. Για να καταλάβει κάποιος ακόμα καλύτερα τον πανικό και την έκπληξη, θα έπρεπε να βρίσκεται αρκετά μακριά από το βρετανικό μουσείο και να ταξιδέψει σε διάφορες γωνιές του κόσμου. Να κάνει μια πρώτη στάση στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στην ευρύτερη περιοχή της Πλάκας, να χαζέψει για λίγο την ακατάσχετη πόλη να στέκεται ως φουστάνι της Ακρόπολης και ύστερα να πάει στο Μουσείο της Ακρόπολης, και να κοιτάξει αυτό που κοιτάνε οι νυσταγμένοι της φύλακες με τόση απορία, ξύνοντας το κεφάλι τους. Είναι ένας έξοχος αμφορέας, μαύρος στην βάση του, έργο του γλύπτη Ανδοκίδη κάπου στα 520 χρόνια προ της φημολογούμενης γέννησης του Χριστού. Αν κουνήσεις τον αμφορέα θα τον ακούσεις να κουδουνίζει, και αν τον γυρίσεις ανάποδα θα πέσει από μέσα του ένα όχι και τόσο αρχαίο γρανάζι, το οποίο αν κοιτάξεις λίγο καλύτερα κάποια στιγμή θα καταλάβεις ότι ανήκει στον μεγάλο κύριο Ben, το θρυλικό ρολόι του Λονδίνου. Ύστερα, θα δεις και τον μικρό φάκελο που αναγράφει: ΟΣΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ, Ο ΑΜΦΟΡΕΑΣ, ΕΔΩ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ, ΑΛΛΟ ΤΟΣΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ, ΤΟ ΓΡΑΝΑΖΙ, ΕΔΩ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ. ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΞΑΝΑ ΤΗΝ ΖΩΟΔΟΧΟ ΤΟΥ. ΤΑ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΑ. Και από μέσα να πέφτει και μια μικρή διαφημιστική καρτούλα από μια υπηρεσία πανευρωπαικών μεταφορών για μεγάλα αντικείμενα. Αλλά είναι μόνο αυτό; Όχι δεν είναι μόνο αυτό. Γιατί αν βρισκόσουν μερικές ώρες πριν, στην χώρα που λένε ότι ανατέλλει ο ήλιος, σε ένα ειδικό μουσείο των θυμάτων του φονικού τσουνάμι, θα έβλεπε στην κεντρική του είσοδο ένα καινούριο πίνακα, μια μικρή ζωγραφιά σε ξύλο κερασιάς (που κάνει το πιο έξοχο, το πιο γλυκό τοκ-τοκ από όλα τα ξύλα του κόσμου. Ούτε τικ-τικ που κάνει ο κέδρος, ούτε τακ-τακ που κάνει το μαόνι. Ένα τρυφερό και οικείο τοκ-τοκ, σαν παιδικά χρόνια και σαν το κύμβαλο του ανήλιου δάσους του ζεν) που απεικονίζει ένα μεγάλο κύμα τόσο ζωντανό και αληθινό που μπορείς να ακούσεις τους γλάρους. Είναι ένα έργο των αρχών του 1800, από τον Katsushika Hotusai, και διπλα σε ένα χαρτί γράφει: ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ, ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΜΕ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ, ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΧΩ ΝΟΗΜΑ

52


Γυρίζοντας πίσω προς το Λονδίνο, ξαναφτάνεις στο Βρετανικό Μουσείο όπου επικρατεί πανικός. Οι φύλακες, οι έφοροι, η αστυνομία, γυρίζουν μέσα στο μουσείο σαν μέλισσες που τους πήραν τις κερήθρες. Ξέρουν ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν από που τους ήρθε. Μηχανικοί ανακοινώνουν ότι ο Big Ben έχει χάσει ένα γρανάζι και ύστερα φωνάζουν δυνατά την ώρα για να μην χαθεί η παράδοση. Τα μάρμαρα του Παρθενώνα είναι τυλιγμένα με κίτρινη κορδέλα που γράφει ΕΥΘΡΑΥΣΤΟ, ενώ σε όλες τις γωνίες της αίθουσας υπάρχουν χαρτιά περιτυλίγματος. Στην θέση του αμφορέα που τώρα αναπνέει ξανά τον μεσογειακό αέρα που διέβρωσε την άργιλο που τον αποτελεί, υπάρχει ένα βάζο με ζωγραφισμένη την σημαία της Βρετανίας. Δίπλα στην μάσκα του Quetzalcoatl υπάρχει η διεύθυνση του μουσείου της κληρονομιάς των Αζτέκων στο Μεξικό και μια μάσκα που αναπαριστά τον Ισπανό κατακτητή Cortes. Σε κάθε πιθανή μεριά του μουσείου υπάρχουν ενδείξεις ότι όχι απλά κάποιος πέρασε από εκεί, αλλά έκανε και άνετος τις βόλτες του. Όλοι φυσικά, ήξεραν ποιοι ήταν πίσω από αυτό το ιδιαίτερο καλαμπούρι. Εκεί ήταν που το Λούβρο αποφάσισε να λειτουργεί μόνο 3 ημέρες την εβδομάδα, για λόγους ασφαλείας. Εκεί ήταν που όλα τα μεγάλα μουσεία της Ευρώπης, από την Μαδρίτη ως την Βιέννη και από εκεί ως την Ρώμη και την Φλωρεντία απέκτησαν σχεδόν στρατιωτική ασφάλεια και περιφρούρηση, εν αναμονή του επόμενου ‘’χτυπήματος’’ της 2 ης ΑΝ. Το μεγαλύτερο όμως χτύπημα αυτών των τρομοκρατών με την περίεργη αίσθηση της ιστορικής δικαιοσύνης, ήταν αυτό που δεν έκαναν οι ίδιοι αλλά έμμεσα προκάλεσαν. Αρχαιολόγοι, ιστορικοί, διαννοούμενοι, τάχθηκαν από διάφορα μέσα και από διάφορα μετερίζια υπέρ των σκοπών των ‘’χτυπημάτων’’ αυτών, κάνοντας λόγο για ‘’δικαιοσύνη’’. Διάφορες χώρες και μουσεία βρήκαν το θάρρος για να στείλουν επιστολές στο Λούβρο και στο Βρετανικό μουσείο αναμοχλεύοντας υποθέσεις κυριότητας κάποιων ιστορικών κειμηλείων, προκαλώντας υποδόρριες διπλωματικές εντάσεις. Μια πολυμελής ομάδα νεαρών, κυρίως φοιτητών, έκανε διευρυμένο σαματά μπροστά από το Λούβρο ζητώντας δωρεάν είσοδο για όλους. Επιχείρησε μάλιστα και μια είσοδο εντός του μουσείου, και λέγεται ότι η Μόνα Λίσα άλλαξε έκφραση εξ’αιτίας μιας μικροποσότητας δακρυγόνου αερίου που τρύπωσε μέχρι την αίθουσά της. Παντού ανα την Ευρώπη, υπήρχε μια σιωπηρή προσμονή για το επόμενο χτύπημα της μυστηριώδους συνομωσίας, μια προσδοκία του κόσμου να μείνει ξανά με το στόμα ανοιχτό και να σχηματίσει ένα εξ’ίσου συνομωτικό χαμόγελο. Την ίδια ώρα, ένα ντροπιασμένο πολιτικό καθεστώς φορούσε τα γυαλιά και την μασέλα του και ετοιμαζόταν να βγει στην αντεπίθεση. Όλο αυτό το διάστημα, η Λίσα Χολμς παρακολουθούσε από την άλλη μεριά του Αντλαντικού τις εξελίξεις, σκεφτόμενη τον Μαρκ να πίνει, να χορεύει και να συζητάει πως θα αλλάξει τον κόσμο. Ήθελε τόσο να τον ξαναδεί, που πολλές φορές σκέφτηκε να ακολουθήσει τις φήμες: Να κλείσει εισητήριο για το Παρίσι και την Μονμάρτη ελπίζοντας να τον δει σε κάποιο στενό να σουλατσάρει μεθυσμένος. Να κλείσει εισητήριο για τον Λονδίνο για να τον δει να φωτογραφίζει τον λεπτοδείκτη του Big Ben. Να κλείσει εισητήριο για την Φλωρεντία, για την Αθήνα, για την Βιέννη, για την Μαδρίτη, για το Εδιμβούργο, για όπου ακουγόταν η φήμη ότι ετοιμάζεται ένα ακόμα χτύπημα της 2ης ΑΝ. Θα το έκανε αν της το επέτρεπε η δουλειά της, αν και μόλις βγήκε η επόμενη ανακοίνωσή τους η Λίσα Χολμς κατάλαβε σχεδόν αμέσως ότι δεν χρειαζόταν να πάει πουθενά. Η δεύτερη ανακοίνωση της 2ης ΑΝ ήταν από μόνη της ένα νέο 53


χτύπημα, αυτή τη φορά με αποδέκτες που ξεπερνούσαν την Γηραιά Ήπειρο. Μετά από κάποιες παραγράφους που επιχειρηματολογούσαν για την πολιτιστική και ιστορική δικαιοσύνη, μετά από κάποιες άλλες που ανέφεραν την ανάγκη μιας νέας πνοής του πολιτισμού, το υστερόγραφο της ανακοίνωσης δεν άφηνε περιθώρια: Ίσως έχει φτάσει η ώρα να επισκεφτούμε και άλλα μέρηυπάρχουν μεριές του πλανήτη που θεωρούν ότι όλα αγοράζονται και πωλούνται στην κατάλληλη τιμή. Στην πραγματικότητα, η Ιστορία, ο Πολιτισμός, η Κουλτούρα και η Παράδοση έχουν διαφορετική άποψη από αυτούς. Και ας περνάνε καλά στις ηλιόλουστες παραλίες τους. Η Λίσα Χολμς δεν έγραψε σε καμία, προφορική ή γραπτή αναφορά το συμπέρασμά της για το αινιγματικό υστερόγραφο της 2ης ΑΝ. Στο κάτω κάτω, μπορεί να το σκεφτόντουσαν και από μόνοι τους, όσοι ήθελαν. Σε συννενόηση με την δουλειά της, έκλεισε γρήγορα τα εισητήριά της για την Καλιφόρνια και το Λος Άντζελες και πριν φύγει, προμηθεύτηκε έναν αναλυτικό οδηγό για το Μουσείο Γκέτι.

11. Αν το Λος Άντζελες είναι πράγματι η πόλη των Αγγέλων τότε στατιστικά, οι άγγελοι θα έχουν τα εξής χαρακτηριστικά: Θα δουλεύουν σε κάποια δημιουργική βιομηχανία, είτε κινηματογραφική, είτε μουσική, είτε μόδας. Όσοι δεν δουλεύουν σε κάποια τέτοια βιομηχανία, μάλλον προσπαθούν να δουλέψουν εκεί. Οι μισοί περίπου θα είναι καυκάσιοι και οι άλλοι περίπου μισοί λατίνοι. Το στατιστικό υπόλοιπο θα είναι ασιάτες. Θα είναι συμφιλιωμένοι με 10.000 σεισμούς το χρόνο (υποθετικά οι άγγελοι καταλαβαίνουν όλους τους σεισμούς, οποιασδήποτε κλίμακας), με μόλις 35 ημέρες βροχής το χρόνο, με πυκνή αιθαλομίχλη και με τον περιστασιακό καρχαρία. Όπως και με την λεπτή άμμο και το καθρέπτισμα του ήλιου επάνω της. Σίγουρα αρκετοί από αυτούς θα ανήκουν σε κάποια συμμορία. Η Λίσα Χολμς ήταν καιρό πεπεισμένη, λόγω προφοράς και σουλουπιού, ότι ο Μαρκ ήταν Καλιφορνέζος. Τώρα αν προερχόταν από το Λος Άντζελες ή το Σαν Φραντσίσκο ή το Σαν Ντιέγκο ή το Σακραμέντο ήταν μια άλλη δευτερεύουσα υπόθεση. Η Λίσα Χολμς ήξερε ότι ο πατέρας της Τζόναθαν είχε την καταγωγή του από την Καλιφόρνια, και όταν ήταν μικρότερη της άρεσε που ήταν μισή Καλιφορνέζα. Ακουγόταν σαν να έχει κάποιο ιδιαίτερο μπαστάρδεμα με την εκ της Βοστώνης μητέρα της, και σαν να είναι, τρόπον τινά, μιγάς. Όχι ότι κατάλαβε κάποια πολιτιστική ή φυλετική διαφορά μεγαλώνοντας στην Νέα Υόρκη, ούτε ότι την ευνόησε ή την εμπόδισε η καταγωγή της στο οτιδήποτε. Ο καθένας άλλωστε, μπορεί να βρει την πιο απίθανη παράμετρο για να δικαιολογήσει το ότι νιώθει ξεχωριστός. Σε κάθε περίπτωση, η εξ’ ημισείας Καλιφορνέζικη καταγωγή της δεν της δημιούργησε καμία αίσθηση οικειότητας ή άνεσης όταν περπάτησε για πρώτη φορά στην αιθαλομίχλη του Λος Άντζελες. 54


Η αιθαλομίχλη αυτή δεν είναι μια απλή αστική αιθαλομίχλη, δεν είναι το παραδοσιακό νέφος με ένα λεπτό άρωμα από τζατζίκι που αναπνέεις στον ιστορικό αέρα της Ακρόπολης, ούτε το αραιωμένο καυσαέριο με νότες αστικού μεγαλείου της Νέας Υόρκης. Η αιθαλομίχλη του Λος Άντζελες προυπάρχει όλων των άλλων αιθαλομιχλών, προυπάρχει των αυτοκινήτων και του λιμανιού, προυπάρχει της αλόγιστης καύσης άνθρακα. Οι Τσουμάς, που με την σειρά τους προυπάρχουν των πολυεθνικών αγγέλων του Λος Άντζελες, είχαν ονομάσει από την εποχή που ο Κολόμβος έβλεπε τα πράγματα πιο σφαιρικά, την περιοχή του Λος Άντζελες ‘’κοιλάδα του καπνού’’. Ακόμα και οι φωτιές και τα σήματα καπνού των Ινδιάνων (δηλαδή των Αμερικάνων) ήταν ικανά να δημιουργήσουν αιθαλομίχλη στην περιοχή αυτή, και μάλλον, μέχρι κάποιας άλλης απόδειξης, η αιθαλομίχλη του Λος Άντζελες από το αέριο ταχυδρομείο των Τσουμάς είναι η πρώτη ιστορικά αναγνωρισμένη αιθαλομίχλη του κόσμου- είναι και αυτό ένα πρωτείο. Η Λίσα Χολμς, όταν περπάτησε στο Λος Άντζελες δεν ένιωσε ούτε άνετα με την αιθαλομίχλη ούτε της δημιουργήθηκε κάποιο αίσθημα ότι πίσω από κάποια στροφή μπορεί να κρύβεται ο τρόπος να γίνει διάσημη. Ούτε συμπάθησε ιδιαίτερα τον μυστηριακό καλιφορνέζικο ήλιο που φορούσε τον φερετζέ του νέφους για να περιορίσει την εκτυφλωτική του λάμψη. Αντίθετα, μπήκε στο πρώτο ταξί που σταμάτησε μπροστά της και ζήτησε να την πάει στο μουσείο Γκέτι. Την πρώτη ένδειξη ότι το ένστικτό της ήταν σωστό την απέκτησε περνώντας δίπλα από τον λόφο του Χόλιγουντ, και ενώ το ταξί επιτάχυνε στην λεωφόρο της Σάντα Μόνικα. Παρατήρησε από το τζάμι ένα συσσωρευμένο πλήθος δίπλα στην επικεφαλίδα της διασημότητας, μαζί με ένα πλήθος συνεργείων, να κοιτούν ένα πεσμένο L. Βανδαλισμός; Κάποια επίπτωση κάποιας σεισμικής δόνησης; Τυχαίο γεγονός; Η Λίσα σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να είναι ένα μεγαλοπρεπές ‘’Καλημέρα!’’ από τον μυστηριώδη τρομοκράτη της και την οργάνωσή του. Μέχρι να αποφασίσει –ψάχνοντας παράλληλα για την ειδησεογραφία στο κινητό της- το ταξί έκανε δυο παραβιάσεις περνώντας από το Μπέβερλι Χίλς και ετοιμαζόταν να στρίψει στην λεωφόρο Σεπουβέλντα στο Δυτικό Λος Άντζελες. Ο οδηγός του οχήματος ήταν ένας πολιτιστικός μιγάς που το δέρμα του φαινόταν να έχει ποτίσει από την χρόνια έκθεση στην αιθαλομίχλη. Σε κάθε επικύνδινη στροφή που έκανε, σε κάθε προσπέραση και σε κάθε τιμονιά που προκαλούσε μια κόρνα από άλλους οδηγούς, της γυρνούσε ένα χαμογελαστό βλέμμα από τον καθρέπτη. Η Λίσα σκέφτηκε ότι αυτό μπορεί να ήταν η δική του προσωπική ιδέα για το φλερτ και την καλή πρώτη εντύπωση. Σε 10 λεπτά, η λευκή μερσεντές παλιάς κοπής (το ταξί έμοιαζε με κάποια ελκυστική στο τουριστικό μάτι αντίκα) έστριψε στην Sunset Blv., τον δρόμο του Ηλιοβασιλέματος και επιτάχυνε προς το μουσείο και το ίδρυμα Γκέτι. Ο δρόμος ήταν μια διαρκής εναλλαγή σε πράσινο και σε επιβλητικές πανάκριβες βίλες, όχι τόσο ιδιαίτερες στην αρχιτεκτονική τους, όσο στο μέγεθος και την υπόσχεση άνεσης και χλιδής που παρείχαν. Σε στροφές, μπορούσες να μυρίσεις ακόμα το χλώριο από τις πισίνες και την υγρή αίσθηση από φρεσκοκουρεμένο γκαζόν. Κάπου εκεί, στις στροφές του Δρόμου του Ηλιοβασιλέματος, η Λίσα απέκτησε και την δεύτερη ένδειξη ότι η προαίσθησή της ήταν σωστή. Μπορούσε να αναγνωρίσει από την αυστηρότητα και την επισημότητα τους ότι μια σειρά αυτοκινήτων που ήταν σταθμευμένα με αύξουσα 55


πυκνότητα όσο πλησίαζε προς το ξενοδοχείο δεν ήταν παιχνιδάκια κάποιου πλούσιου πλέιμπόι σε αναζήτηση σεξουαλικής τροφής, αλλά ήταν σαφώς κυβερνητικά αυτοκίνητα, κάτι που απεδύκνειε ότι ένας ολόκληρος μηχανισμός τάξης και ασφάλειας είχε την ίδια προαίσθηση με αυτήν. Καθώς έφτανε για πρώτη φορά στο κατάλευκο και ζωηρό με την μοντέρνα αισθητική του μουσείο, σκέφτηκε ότι ήταν μάλλον αναμενόμενο να καταλήξει κάποιος εκεί: Η πρώτη δεκαετία της δεύτερης χιλιετίας στιγμάτισε το μουσείο με την βαριά στάμπα της αρχαιοκαπηλίας, με την υπεύθυνη τότε του μουσείου Μάριον Τρού να αποτελεί τον αποδιοπομπαίο τράγο αν και είχε δηλώσει ότι δρούσε εν γνώσει της διεύθυνσης του Μουσείου. Μπορεί να επιστράφηκαν δεκάδες κειμήλια και ευρήματα σε Ιταλία και Ελλάδα, μπορεί οι δίκες να προσπάθησαν να κλείσουν την υπόθεση, αλλά οι φήμες για άλλα τόσα ‘’αμφισβητούμενα’’ εκθέματα δεν σταμάτησαν ποτέ, πολλές υποθέσεις έμειναν ανοιχτές μέχρι σήμερα, ενώ μετά και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στα τέλη εκείνης της δεκαετίας το μουσείο Γκέτι οχυρώθηκε πίσω από την κοινωνική ανυσηχία και κατέβασε τα ρολά σε οποιοδήποτε αίτημα επιστροφής οποιουδήποτε εκθέματος. Αυτό το τελευταίο ήταν που θεωρήθηκε αλαζονεία- μια συμπεριφορά που δεν θα μπορούσε παρά να μπει στο μάτι οποιασδήποτε πολιτιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης ανάλογης της 2ης ΑΝ. Αυτό είχαν οσφρηθεί και τα λαγωνικά της Προστασίας της Κανονικότητας και είχαν μαζευτεί γύρω από το μουσείο σαν αγριόσφηκες, έτοιμες να κεντρίσουν. Μπορούσε να τους δει πίσω από την casual στάση τους, το ήρεμο βλέμμα τους, τις παραφουσκωμένες τσέπες τους. Κατέβηκε από το ταξί αφήνοντας ένα γενναιώδορο φιλοδώρημα στον οδηγό, που της χαμογέλασε ξανά μέσα από τον καθρέπτη. Περπατώντας προς την είδοδο του μουσείου, σκέφτηκε για πρώτη φορά ότι μπορεί να είχε σωστή προαίσθηση για τα απειλητικά υστερόγραφα της 2ης ΑΝ, αλλά σε τελική ανάλυση, δεν είχε κάποια στιβαρή απόδειξη ότι ο τρομοκράτης της ήταν στα αλήθεια τρομοκράτης και δεν ήταν απλά επηρεασμένη από τα λόγια και το στυλ του. Πάρα πολύ σύντομα, θα έβρισκε απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Πριν ακόμα πλησιάσει στον μεγαλοπρεπή διάδρομο προς το μουσείο, επιδυκνείοντας την ειδική της ταυτότητα που της έδινε είσοδο όπου ήθελε και όποτε ήθελε, ένας άντρας την πλησίασε κάνοντάς της νόημα να σταματήσει. Φορούσε ένα λευκό καπέλο και ένα εντελώς τουριστικό μπλουζάκι που έλεγε κάποιο αστείο για την πόλη των αγγέλων. Δεν φαινόταν να είναι ούτε εργαζόμενος του μουσείου ούτε κάποιος αστυνομικός- φαινόταν να είναι ένας απλός τουρίστας που μεταξύ άλλων, αποφάσισε να επισκεφτεί και μια εστία πολιτιστικής κληρονομιάς κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Λος Άντζελες, και ενώ αναζητούσε στο κέντρο και στα περίχωρα την Love Street, που όσο λένε ότι δεν υπάρχει τόσο περισσότερο την ψάχνουν. Ο άντρας έφτασε κοντά της και την περιεργάστηκε ερευνητικά. -Είσαι η Λίσα Χολμς;, ρώτησε, αφού πρώτα σιγουρεύτηκε ότι κανένας δεν ήταν γύρω τους. Αυτή αιφνιδιάστηκε. Δεν είχε φορέσει ακόμα το καρτελάκι της για να μπορεί κάποιος να δει αυτό το όνομα. -Ποιος ρωτάει;, απάντησε με τρόπο στεγνό.

56


-Αυτός που ρωτάει ήταν σίγουρος ότι θα ερχόσουν εδώ. Η απάντησή του δημιούργησε ένα μικρό νευρικό χορό, κυρίως στα ακροδάχτυλά της. -Ποιός είναι λοιπόν, ξαναρώτησε, αν και στην πραγματικότητα μπορούσε να αισθανθεί την απάντηση. -Μου είπε να σου δώσω αυτό, της απάντησε τελικά ο ηλιοκαμένος τουρίστας, και της έδωσε ένα διπλωμένο χαρτί, σαν ραβασάκι εν ώρα μαθήματος σε μάθημα λατινικών. Έβαλε το χαρτάκι στην αμήχανη παλάμη της, και ύστερα, μάλλον για να την πείσει ότι την ήξερε σίγουρα, σήκωσε την φωτογραφική του μηχανή και εστίασε στο έκπληκτο πρόσωπό της. Κλίκ.

12. Λίγο πριν φτάσεις στο LAX και δεις με τα μάτια σου γιατί μοιάζει με εξωγήινη βάση το βράδυ, με τα εκκεντρικά μπλε νέον φώτα του και τα καμπύλα αρχιτεκτονικά του σχήματα, που δίνουν την αίσθηση της ταχύτητας και ότι προσγειώθηκες σε κάποιο κοντινό πλανήτη, μπορείς να ρίξεις μια φευγαλέα ματιά στο Λος Άντζελες, την παλιά περιοχή των Τσουμάς, και θα δεις ότι μοιάζει με κάποια τσιμεντένια πτύχωση, μια ήρεμη πεδιάδα που στο κέντρο της αποκτά ένα ανάγλυφο κέρατο με τους ουρανοξύστες της, σαν απότομη κορυφή σε κάποιο χαλαρό ακουστικό κύμα της βουής του Ειρηνικού που δεσπόζει δίπλα του ως μια άγρια κολυμπήθρα από αφρίζον ουρανό- απέραντη και προς κατάκτηση. Αν φυσικά μπορείς να διακρίνεις κάτι μέσα στην αιθαλομίχλη. Σε αυτήν την πόλη μπορείς να λύσεις τα υπαρξιακά ή καθημερινά σου αινίγματα περπατώνας, ή μέσα κινούμενος με τις υπερσύγχρονες συγκοινωνίες. Ή μπορείς, όπως η Λίσα Χολμς, να νοικιάσεις ένα μεταχειρισμένο λευκό seat παλιάς κοπής και να αρχίσεις να γκαζώνεις στις διάφορες λεωφόρους τόσων και τόσων τηλεοπτικών σειρών (ισχύει ότι όταν είσαι στο Λος Άντζελες αρχίζεις και πιστεύεις ότι πρωταγωνιστείς σε κάποια σειρά της μικρής οθόνης) για να συναντήσεις, χωρίς να ξέρεις και ακριβώς το γιατί, ένα γοητευτικό και φλύαρο τρομοκράτη που χαιδεύει τον εγκέφαλό σου με μικρά αινίγματα, σαν προκαταρτικά κάποιας ανταλλαγής της φαιάς σας ουσίας. Η Λίσα Χολμς ξανακοίταξε το μικρό χαρτάκι στη θέση του συνοδηγού με τις δυο ερωτήσεις που έθετε, και ξανασκέφτηκε τις απαντήσεις που έδωσε, σταματημένη σε ένα κόκκινο, από τα λίγα που ήταν αναγκασμένη να υπακούσει. ΘΑ ΕΛΕΓΕΣ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ; Ή ΘΑ ΕΛΕΓΕΣ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ Ο ΤΥΠΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΤΡΟΥΣΚΩΝ; ΘΑ ΜΕ ΒΡΕΙΣ ΣΤΟ ΜΟΝΟ ΣΗΜΕΙΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΟΥ ΔΕΙΞΩ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΟ ΣΚΕΦΤΩ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΘΗΝΑ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΙΑ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΓΚΙΖΑ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΧΕΡΑΝΗ ΚΑΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ. ΕΚΕΙ, ΣΤΙΣ 6:00 ΑΚΡΙΒΩΣ. 57


Είχε διαβάσει το χαρτάκι αυτό με την αγωνία ενός μικρού κοριτσιού που θέλει να δει αν στις τρεις τελείες του γράφοντα υπάρχει κρυμμένος κάποιος όρκος αιώνιας αγάπης. Είχε προσπαθήσει να αποκρυπτογραφήσει τις ερωτήσεις σαν ψυχαναγκαστικός μαθηματικός ερευνητής, που χάνει τα βράδια του από έναν απλό γρίφο που του έθεσαν σε μια παρέα. Έφτιαχνε υποθέσεις, ακύρωνε υποθέσεις, έβρισκε ιδέες και άλλαζε ιδέες, και όλα αυτά με την ασφυκτική πίεση του χρόνου για να προλάβει το όριο των 6:00, χωρίς βέβαια να είναι σίγουρο αν και αυτό αποτελεί κομμάτι ενός γρίφου. Τουλάχιστον το πρώτο κομμάτι το απάντησε σχετικά γρήγορα: ‘’Είμαι εντελώς ηλίθια. Το μουσείο Γκέτι με τα έργα τέχνης, και η βίλλα Γκέτι με τα αρχαία κειμήλια των Ρωμαίων, των Ελλήνων και των Ετρούσκων. Προφανώς. Αν ήμουν τρομοκρατική οργάνωση που θέλει να αποκαταστήσει κυριότητα σε αρχαιότητες, εκεί θα πήγαινα. Θα έπρεπε να το έχω σκεφτεί αυτό, θα έπρεπε να είναι συνώνυμο της δουλειάς μου αυτή η σκέψη’’. Και πράγματι, το Μουσείο Γκέτι είχε μια διπλή έννοια πίσω από το μονοσήμαντο όνομά του. Υπήρχε το Μουσείο Γκέτι, το μουσείο τέχνης Γκέτι, και υπήρχε, όχι πολύ μακριά, η βίλλα Γκέτι, το μουσείο αρχαιοτήτων Γκέτι. Σε κάθε περίπτωση, ο γοητευτικός τρομοκράτης της είχε υποδηλώσει τον πραγματικό του στόχο, περιμένοντας από εκείνη να εμφανιστεί στον φαινόμενο στόχο του. Η Λίσα σκέφτηκε ότι αυτό ήταν μια επανάληψη του κόλπου με το Λούβρο, και η αλήθεια είναι ότι της πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσε να γίνει ήρωας με το να ‘’δώσει’’ αυτήν την πληροφορία στις αρχές. Χωρίς όμως να επιχειρηματολογήσει στο ελάχιστο στον εαυτό της απέρριψε μια τέτοια προοπτική. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να τα χαλάσει όλα. Για το δεύτερο κομμάτι, της πήρε λίγο παραπάνω και την παίδεψε τόσο πολύ, που βρήκε την απάντηση εντελώς τυχαία σε ένα τουριστικό οδηγό που υπήρχε φυλαγμένος στο αυτοκίνητο, προσφορά της εταιρίας ενοικιάσεων. Για την ακρίβεια, ήταν η φωτογραφία μιας πινακίδας, ακριβώς έξω από το Δημαρχείο του Λος Άντζελες, η πινακίδα με τις αδερφές πόλεις της πόλης των Αγγέλων. Κανείς δεν νοιάζεται ποια είναι ακριβώς η αιματολογική συσχέτιση ανάμεσα στην πόλη των αγγέλων και της αιθαλομίχλης με την Λουσάκα στη Ζάμπια και με την Τζακάρτα στην Ινδονησία. Ούτε η πολιτιστική ούτε η λαογραφική, αν και για την εμπορική κάποιος θα μπορούσε να βρει τις διαδρομές του χρήματος που αφήνουν πάντα πίσω τους ίχνη, συνήθως χρώματος κόκκινου. Αλλά όποια και να ήταν η σχέση, η πινακίδα μπροστά από το δημαρχείο του Λος Άντζελες έδειχνε με ακρίβεια προς 25 διαφορετικές κατευθύνσεις, προς τις 25 αδερφές της πόλεις. Η Λίσα Χολμς πάτησε λίγο περισσότερο το γκάζι με το γυμνό της πόδι (η Λίσα Χολμς ποτέ δεν οδηγάει, τρώει ή επισκέπτεται την τουαλέτα με τακούνια) και άφησε στο μίξερ των συναισθημάτων της να μπερδευτεί η υπερηφάνεια που έλυσε το γρίφο, η προσμονή να ξαναδεί τον γοητευτικό της τρομοκράτη και η ανυσηχία για το γεγονός ότι κάθε μέτρο που πλησίαζε ήταν ένα μέτρο πιο κοντά στην διεθνή παρανομία. Ο κίνδυνος όμως, αντί να χτυπάει γκόνγκ στους νευρώνες της λογικής της, ανεβοκατέβαινε με τους παλμούς της σαν μικρό παιδί σε νεροτσουλήθρες και έμοιαζε να διασκεδάζει την βόλτα. Άφησε το αυτοκίνητο στο πρώτο ελεύθερο πάρκινγκ, και άρχισε να χτυπάει τα τακούνια της στο πλατύ πεζοδρόμιο. Σε λίγο, ήταν μπροστά της το δημαρχείο του Λος Άντζελες.

58


Το δημαρχείο αυτό, για έναν υπερασπιστή της αστικής νομιμότητας, για έναν θιασώτη της κοινωνικού στάτους κβο που δεν έχει ούτε αντιρρήσεις, ούτε αντιφάσεις, ούτε ενοχλητικά τσιμπήματα στην συνείδησή του (λένε ότι έχουν βγει πολύ καλά συνειδησιακά αντικουνουπικάτα κουνούπια της αμφισβήτησης, τα μόνα μη ανωφελή κουνούπια του κόσμου δεν σε πλησιάζουν καν) μοιάζει ένα λευκό και επιβλητικό προπύργιο της Τάξης και της Αρμονίας. Και είναι πράγματι, τακτοποιημένο και αρμονικό, υψώνεται σαν κάποιο μνημείο του μέλλοντος, που ίσως οι μελλοντικοί πολιτιστικοί σκοταδιστές αποφασίσουν να το κλείσουν σε ένα ακόμα μεγαλύτερο κτίριο και να του φορέσουν ένα ταβάνι για καπέλο για να του θυμίσουν: Κάποτε εκτεινόσουν στον ουρανό, τώρα σε περιορίζει η κυριαρχία μας. Ω, τι γλυκιά εκδίκηση για όσους αντικαθεστωτικούς αποφασίσουν να βαλσαμώσουν το δημαρχείο του Λος Άντζελες. Για αυτούς άλλωστε, το δημαρχείο δεν μοιάζει με τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από ένα θεόρατο, τσιμεντένιο, καυκάσιο (λόγω χρώματος) φαλλό, εικόνα της χυδαίας σεξιστικής επιβολής του καθεστώτος και φτιαγμένο σε τέτοιο μέγεθος για να δείξει τα κόμπλεξ της απέναντι σε κάθε περαστικό και απέναντι σε κάθε πολίτη του Λος Άντζελες, άγγελο ή μη. Πράγματι, αν το παρατηρήσεις και κλείσεις το ένα σου μάτι, θα δεις την διοικητική στύση σε όλο της το μεγαλείο και την οροφή του σαν πρησμένη βάλανο. Βέβαια, αν ρωτήσεις, θα διαπιστώσεις ότι στην πραγματικότητα η οροφή του είναι στα πρότυπα του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού, ναός που αφιερώθηκε στον Πέρση Μαύσωλο και από τότε οποιοσδήποτε μεγάλος ναός ονομάζεται Μαυσωλείο. Το δημαρχείο του Λος Άντζελες είναι ένα μαυσωλείο, το ψηλότερο μαυσωλείο της πόλης, ένας ανάστροφος πάσαλλος με την μύτη προς τον ουρανό, σαν να ήταν έτοιμο κάποιο σφυρί να τον καρφώσει στην στρατόσφαιρα και να την οριοθετήσει ως δικιά του. Οι ρομαντικοί φιλόσοφοι γράφουν: Η μεγαλομανία του ανθρώπου, η φιλοδοξία του να ξύσει το ταβάνι του ουρανού. Η πραγματικότητα ψιθυρίζει πίσω από τα αντεστραμμένα της είδωλα και τους υδρατμούς της κοινωνικής σάουνας: Υπάρχει ένα εμφανές κόμπλεξ της καπιταλιστικής ανάπτυξης με το μέγεθος. Η Λίσα Χολμς μουρμουρίζει: Που στο διάολο είσαι Μαρκ, γοητευτικέ μου τρομοκράτη; Έκατσε όρθια, στις 6 παρά 4 λεπτά, μπροστά στην πινακίδα με τις αδερφές πόλεις σαν να περίμενε κάποιο μαγικό λεωφορείο που θα την πήγαινε σε κάποια από αυτές. Αντί για αυτό, είδε μια γνώριμη φιγούρα από στο απέναντι πεζοδρόμιο, να την κοιτάει σαν να βρισκόταν εκεί από ώρα. ΄Ηταν αυτός, όπως ακριβώς τον είχε αφήσει, η ανθρώπινη μορφή μιας αναπάντεχης απόδρασης από την κανονικότητα. Και φυσικά, χαμογελούσε σκανταλιάρικα. -Είμαι πραγματικά ενθουσιασμένος που έφτασες ως εδώ, της είπε μερικές στιγμές αργότερα, όταν έφτασε δίπλα της, ήρεμος και γαλήνιος, λες και δεν ήταν ένας από τους πιο διαβόητους παρανόμους του κόσμου. Βλέπεις, συνέχισε, δεν ήμουν σίγουρος ούτε ότι θα έρθεις στην Καλιφόρνια, ούτε οτι θα πάς στο μουσείο Γκέτι, ούτε ότι θα ερχόσουν εδώ. Το ότι είσαι εδώ βέβαια, δείχνει ότι ξέρεις το μικρό μου μυστικό. Το ότι δεν είσαι εδώ με την αστυνομία, δείχνει ότι θες να το κρατήσεις μυστικό. Η Λίσα Χολμς ένιωσε μια παρόρμηση να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει, αλλά την κράτησε. -Έχω πάρα πολλές ερωτήσεις, του είπε. 59


-Είναι σίγουρο αυτό. Αλλά κατάφερες ήδη να απαντήσεις πολλές από μόνη σου. Σκέψου ότι εδώ και μια εβδομάδα κοντά έστελνα έναν άνθρωπο με ένα χαρτάκι και την περιγραφή σου και περίμενα να μου πει ότι έφτασες. -Είσαι καιρό εδώ; -Μια εβδομάδα κοντά, απάντησε χαμογελώντας. Τους ζητούσα: Βρείτε μου την Λίσα Χολμς και δώστε της αυτό, θα είναι η λιγότερο βαρετή γυναίκα που θα περάσει την πύλη του μουσείου. Και θα φοράει τακούνια. Μια παρέα από τουρίστες πέρασε από δίπλα τους και άρχισε να φωτογραφίζει την πινακίδα με τις αδερφές πόλεις. Η Λίσα Χολμς ένιωσε ανυπομονησία. -Θέλω να μου τα πεις όλα. -Όλα; -Όλα. -Από που να αρχίσω; -Εσείς ρίξατε το Λ στο Χόλιγουντ; -Ω, αυτό ήταν ένα μικρό αστείο, ιδέα ενός φίλου. Ήταν ένας τρόπος να πούμε ‘’φτάσαμε’’. -Τι θα κάνετε στο μουσείο...δηλαδή στην βίλλα Γκέτι; -Ω, απάντησες και το πρώτο σκέλος. Ή περίπου. -Περίπου; -Η απάντηση δεν είναι ούτε το μουσείο Γκέτι ούτε η Βίλλα Γκέτι. -Τι εννοείς; -Θα δεις, σύντομα. Η ανυπομονησία της αυξανόταν ευθέως ανάλογα με την επιθυμία της να ξαναχωθούν σε κάποιο ξενοδοχείο, και ας μην έχουν προφυλακτικά αυτή τη φορά. Αποφάσισε να αλλάξει τακτική. -Εγώ ήρθα λοιπόν, είπε με μια νέα αποφασιστικότητα. Το ερώτημα πλέον είναι, εσύ γιατί ήθελες να έρθω; Είναι οι ανεκπλήρωτοι λογαριασμοί που έχουμε; Ο Μαρκ χαμογέλασε απαλά και έκανε ακόμα ένα βήμα κοντά της. Το aftershave του αυτή τη φορά είχε μια απαλή μυρωδιά βανίλιας. -Ω, οι λογαριασμοι μας είναι σίγουρα. Η φαντασίωσή σου έχει γίνει εδώ και 6 μήνες η εμμονή μου, η αιτία που στριφογυρίζω πριν κοιμηθώ. Και ήθελα αλήθεια να δω αν μπορώ να σε εμπιστευτώ: Περίμενα με αγωνία μήπως διαβάσω κάπου ‘’η κριτικός μουσείων Λίσα Χολμς δηλώνει ότι γνωρίζει έναν από τους τρομοκράτες’’, και κάπου διάβαζα για κάποιον Μαρκ με μεγάλη μύτη. -Μα νομίζω ότι συμφωνώ με ότι κάνετε. -Το να συμφωνείς είναι ένα απλό βήμα. Πολλοί συμφωνούν. Το να κάνεις την τομή από την επίσημη νομιμότητα είναι μια άλλη υπόθεση. Λίγοι την κάνουν. -Με εμπιστεύεσαι λοιπόν; -Κάθε πράγμα στον καιρό του. -Τι πρέπει να κάνω; -Να χορέψεις μαζί μου. 60


-Πάμε όπου θες. -Μη λες μεγάλες κουβέντες. -Πάμε όπου θες. -Μην το λες αυτό απερίσκεπτα. Το να ταξιδεύεις μαζί με ένα καταζητούμενο μπορεί να είναι πιο δύσκολο από όσο φαντάζεσαι. Και λιγότερο ρομαντικό από όσο φαίνεται. Και μπορεί να σε βγάλει στα πιο απίθανα μέρη και στις πιο απίθανες καταστάσεις. -Που πάμε; Ο Μαρκ χαμογέλασε απέναντι της και κοίταξε την πινακίδα με τις αδερφές πόλεις. Κατευθύνσεις για κάθε ήπειρο, η στάση του μαγικού λεωφορείου. -Τελειώνουμε την δουλειά μας εδώ, και μετά...διάλεξε.

13. Η απάντηση στον πρώτο γρίφο στο χαρτάκι του Μαρκ ήταν ‘’τίποτα από τα δυο. Είμαι άνθρωπος που του αρέσει η ουσία των πραγμάτων’’ και σήμαινε ότι η αστυνομία τσάμπα παραμόνευε έξω από το μουσείο και έξω από την βίλλα Γκέτι μήπως εμφανιστεί η εξ’ Ευρώπης λαίλαπα της 2ης ΑΝ.. Ούτε αρχαία κειμήλια, ούτε πίνακες έλειπαν το επόμενο πρωί, και όμως η αστυνομία ήταν για άλλη μια φορά σε εκτεταμένο συναγερμό- κυρίως επειδή για άλλη μια φορά είχε γελοιοποιηθεί. Οι χαβαλετζήδες τρομοκράτες είχαν βγει αντάξιοι του υστερόγραφού τουςείχαν εμφανιστεί στην Αμερική, είχαν επιτεθεί στην πραγματικότητα στα μουσεία Γκέτι, αλλά όχι με τον τρόπο που θα περίμενε κανείς. Τα μουσεία παρέμειναν άθικτα- το σπίτι όμως του Χάρυ Τζέφφενς, του γενικού διαχειριστή του οικονομικού χαρτοφυλάκιου της κληρονομιάς Γκέτι και γενικού διευθυντή και αρχηγό των μουσείων, το επόμενο πρωί βρέθηκε τόσο άδειο σαν να είχε μόλις χτιστεί. Οι φήμες μάλιστα ανέφεραν ότι όχι μόνο δεν είχε μείνει ούτε οδοντογλυφίδα στο εσωτερικό της βίλας στο Μπέβερλι Χιλς, αλλά οι κλέφτες είχαν κλέψει ακόμα και τις σαμπρέλες από την πισίνα. Είχαν πάρει τα μπεκ από το γκαζόν. Είχαν πάρει τον ανεμοδείκτη σε σχήμα κόκκορα από την οροφή. Είχαν πάρει τα λάστιχα ποτίσματος του κήπου. Είχαν πάρει τις κουρτίνες αλλά και τα κουρτινόξυλα. Είχαν πάρει τους πίνακες, αλλά και τις πρόκες που τους συγκρατούσαν. Είχαν πάρει το κρεβάτι, αλλά και τα σεντόνια από τα άπλυτα. Και όλα αυτά, αθόρυβα και άκρως επαγγελματικά, για όση ώρα ο κύριος Χάρυ Τζέφφερς διασκέδαζε σε ένα παραθαλάσσιο κοσμικό κλαμπ και επισκεπτόταν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες την μάλλον λιγότερο ακριβή κλίνη κάποιας wannabe ηθοποιού ή τραγουδίστριας, για να πληρώνει την διατροφή της γυναίκας του στο Milwaukee τουλάχιστον με χαμόγελο. Όταν ο Χάρυ Τζέφφερς γύρισε το πρωί στο σπίτι του, με το ακριβό του σπορ υπερπολυτελές αυτοκίνητο, λέγεται ότι δεν βρήκε καν την γκαραζόπορτά του. Συνάντησε ένα κενό μεγαλύτερο από αυτό της κοσμικής ζωής του. Το μόνο που είχαν αφήσει οι περιβόητοι διαρρήκτες, ήταν οι τοίχοι και τα πατώματα του εντυπωσιακού μικρού παλατιού, μαζί φυσικά με το κλασσικό τους ειρωνικό σημείωμα προς κάθε παραλήπτη: ‘’Ίσως ο κ. Τζέφφερς καταλάβει πως είναι να παίρνει κανείς κάτι που δεν είναι 61


δικό του. Λένε ότι αν κάνεις μια καλή πράξη, ανταμοίβεσαι. 2 η ΑΝ.’’. Και φυσικά, έγινε τόσο σοβαρό και μεγάλο θέμα σε όλα τα πιθανά μέσα η εμφάνιση της 2ης ΑΝ στην Αμερική και δη στην Καλιφόρνια, που μπορούσες να δεις την μίξη ενθουσιασμού και ανυσηχίας να διαλύει την αιθαλομίχλη σαν φρέσκος αέρας του Ειρηνικού. Ο Τζέφφερς, παρά τις δακρύβρεχτες αλλεπάληλες εμφανίσεις του στα μέσα ενημέρωσης για την χαμένη του περιουσία που με κόπο έχτισε, στα μάτια του κόσμου μεταμορφώθηκε σε έναν ξινό, πλούσιο και κακό σαν αγριόχηνα αριστοκράτη άγγλο, τον οποίο οι μοντέρνοι Ρομπεν των Δασών είχαν ξεγυμνώσει στο κέντρο της πλατείας. Ποιος αλήθεια λυπήθηκε για το ακριβό home cinema ενός καρχαρία βουτηγμένου στα σκάνδαλα, τις φήμες και την αλαζονεία; Ποιος νοιάστηκε για τους ακριβούς δερμάτινους καναπέδες ενός ακόμα κατόχου μιας υπερπολυτελούς βίλας; Κανείς. Το μεγαλύτερο χτύπημα της 2ης ΑΝ., όπου και να πήγαινε, σε οποιαδήποτε ήπειρο, ήταν το χτύπημα της νομιμοφροσύνης. Ήταν η αποκατάσταση ενός αισθήματος δικαίου που δεν μπορούσε να γίνει θεσμικά, ήταν οι επαναστάτες με αιτία. Για αυτό ακριβώς η λάσπη που δέχτηκαν από την χώρα με την μεγαλύτερη παραγωγή λάσπης (και βιομάζας) στον κόσμο ήταν αλύπητη, ακατάσχετη και ασταμάτητη. Ένας χείμαρρος λάσπης απλώθηκε πάνω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με κίνδυνο να απλωθεί στον Καναδά και να στάξει μέσω Μεξικού στη Νότια Αμερική. Όσο η 2 η ΑΝ δρούσε στην Ευρώπη, η Αμερική μπορούσε να κριτικάρει αφ’ υψηλού και να προσφέρει την βοήθεια των υπηρεσιών της. Δεν είναι ωραίο να πατάς τον κάλο μιας υπερδύναμης, όσο γυάλινα και να είναι στην πραγματικότητα τα πόδια της. Η Λίσα Χολμς θα ρωτήσει επί αυτού τον Μαρκ, καθώς θα περπατάνε σε αναζήτηση ενός ξενοδοχείου που να ταιριάζει στις φαντασιώσεις τους. -Τι ακριβώς κάνετε με αυτά που κάνετε; Ο Μαρκ θα κοιτάξει αυτήν και ένα ξενοδοχείο που έδινε την υπόσχεση της υπερπολυτελούς μυστικότητας και θα χαμογελάσει τόσο πονηρά και με νόημα που αν τον έβλεπε αστυνομικός θα τον συλλάμβανε για αντισυστημική αυθάδεια. -Επίδειξη δύναμης. Και θα συμπληρώσει, κρατώντας την για πρώτη φορά από το χέρι αλλά με τρόπο μάλλον ερωτικό παρά ρομαντικό, αν και τα σύνορα των δυο είναι δυσδιάκριτα στην αιθαλομίχλη των συναισθημάτων και του πάθους: -Είναι κλασσική ρουτίνα πριν αρχίσει η μονομαχία. Είτε που θα σε σέβονται, είτε που θα σε φοβούνται. Την νύχτα που εκπληρώσαν τους ανοιχτούς τους λογαριασμούς, ξεπλήρωσαν τα χρέη τους, μαζί με όλους τους τόκους και τα επιτόκια μιας 10ετίας περίπου από το Μοντεβιδέο, είτε από σεβασμό είτε από φόβο, η αιφνιδιασμένη και ντροπιασμένη υπερδύναμη θα καταστρώσει το σχέδιο αντεπίθεσής της. Η Λίσα Χολμς, που το πρωί θα ξυπνήσει ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος, σαν να είχε μόλις αποκτήσει μια νέα γνώση για τις δυνατότητες που έχει το σώμα της να της προσφέρει ευχαρίστηση, και για τις δυνατότητες που έχει η ίδια να προσφέρει ευχαρίστηση και έκσταση σε έναν άντρα, θα διαβάσει στην επικαιρότητα μερικά ονόματα τα οποία της φαίνονται πολύ γνωστά, και θα ξυπνήσει τον γυμνό Μαρκ που μοιάζει να έχει κοιμηθεί με χαμόγελο. -Ξύπνα. Σας ανατέθηκε ο Τζό Σάμμερς από την Αντι-Τρομοκρατική. 62


Το δωμάτιο ήταν πνιγμένο στην αφροδισιακή μυρωδιά ενός για καιρό καταπιεσμένου οργασμού, σαν μια ταντρική ερωτική τελετουργία που είχε κρατήσει τόσο πολύ, ώστε να μεταμορφώσει μια απλή συνουσία σε μια ιερή τελετουργία από άλλο κόσμο. Ο Μαρκ άνοιξε τα μάτια του για να κοιτάξει το πρόσωπο της γυναίκας που είχε χορέψει τα κύτταρά του στον πιο πυρακτωμένο ρυθμό της ζωής τους. -Ποιός διάολος είναι ο Τζό Σάμμερς; Η Λίσα Χολμς πήρε μια βαθιά ανάσα, αλλά πριν του πει, τον φίλησε με πάθος και έπεσε πάνω του στα υγρά σκεπάσματά τους. ΟΙ 5 ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΙΣΑ ΧΟΛΜΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΤΖΟ ΣΑΜΜΕΡΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΑ ΝΕΑ 1. Ο Τζο Σάμμερς είναι έξυπνος, πιο έξυπνος από τον μέσο πράκτορα. Και πολύ, πολύ αποτελεσματικός. Ήταν αυτός που εξάρθρωσε μέσα σε μια εβδομάδα ένα παράνομο κύκλωμα πολιτικού χρηματισμού το οποίο λειτουργούσε για αρκετά χρόνια πολύ μακριά από την δαγκάνα του νόμου. Ήταν αυτός που συνέτριψε μια εκκολαπτόμενη τρομοκρατική σπείρα φανατικών πριν ακόμα αυτή αρχίσει την δράση της. Ήταν αυτός που έκλεισε μια υπόθεση εμπορίου ναρκωτικών 20ετίας, ο περίφημος πράκτορας που συνέλαβε μεταξύ άλλων 4 επιφανείς επιχειρηματίες, υπεράνω πάσης υποψίας. Ήταν αυτός που αποτελούσε έναν από τους πιο σημαντικούς στυλοβάτες της Αντι-Τρομοκρατικής Υπηρεσίας, μια υπηρεσία που είχε γοργά ξεπεράσει σε πληροφορίες και αποτελεσματικότητα τόσο την CIA όσο και το FBI. Ο Τζο Σάμμερς θα μπορούσε ανάλογα, με βάση την καριέρα του στο FBI να είναι τώρα διευθυντής του- ωστόσο αποφάσισε να ‘’μετακομίσει’’ και να στηρίξει πάνω στους ώμους του την δουλειά της ΑντιΤρομοκρατικής. 2. Ο Τζό Σάμμερς είναι αδιάφθορος και άτεγκτος, τόσο πολύ, που ακόμα και συνάδελφοί του τον φοβούνται. Δεν έχει οικογένεια, ούτε γνωστές τουλάχιστον ερωμένες. Κανείς δεν ξέρει που μένει, λέγεται ότι διαμένει στο γραφείο του στα κεντρικά της Υπηρεσίας στην Ουάσινγκτον. Άλλοι λένε ότι ο Πρωθυπουργός του έχει ένα ειδικό κρεβάτι στο Λευκό Οίκο για να νιώθει ασφάλεια. Ο Τζο Σάμμερς έχει συνείδηση από γρανίτη και καρδιά από μάρμαρο, δεν έχει τίποτα που να μπορείς να του τάξεις και τίποτα με το οποίο να μπορείς να τον απειλήσεις. Δεν υπάρχει πολιτικό κόμμα το οποίο να τον επηρεάσει. Δεν υπάρχει θρησκεία να τον περιορίσει. Δεν υπάρχει ηθικός κανόνας να τον φρενάρει. 3. Ο Τζο Σάμμερς είναι αδίστακτος. Είχε συμμετάσχει σε μια πολεμική αποστολή στην Τεχεράνη που φέρεται να είναι υπεύθυνος για τον θάνατο 30 μελών τρομοκρατικής οργάνωσης. Είχε κυνηγήσει μέχρι το απομονωμένο λιμάνι του Πόρτοφίνο στην Ιταλία, το μέρος που κρύβεσαι από τον θεό, έναν οικονομικό φυγά, και του είχε πυροβολήσει το πόδι όταν αυτός πήγε να ξεφύγει ξανά. Ήταν 62 χρονών. Ακούγεται ότι οι τρόποι ανάκρισής του είναι τόσο βάρβαροι που ακόμα και η νομοθεσία φοβάται να τον αγγίξει. Ο Τζο Σάμμερς είχε δηλώσει κάποτε: ‘’Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα’’ και το είχε κάνει με τέτοιο τρόπο, που λέγεται ότι τρεις καμικάζι σε αποστολή αυτοκτονίας σε διάφορα σημεία της αμερικής έφαγαν τις βόμβες τους και αυτοκτόνησαν μακριά από τα μάτια του κόσμου. 63


4. Ο Τζο Σάμμερς έχει όλα τα μέσα, όσα μέσα επιθυμήσει και για όσο τα επιθυμήσει, στα χέρια του. Ο Τζο Σάμμερς είναι όλη η αμερικάνικη κυβέρνηση, με όσα μέσα έχει, είναι ο Νόμος, η επιβολή και η εφαρμογή του, το γράμμα και το πνεύμα του. Και έχει μαζί του όσο μεγάλο επιτελείο χρειαστεί, από κάθε τοπική αστυνομία της Αμερικής μέχρι τον στρατό, ή ακόμα και έναν ιδιωτικό στρατό μισθοφόρων στην υπηρεσία του. 5. Ο Τζο Σάμμερς είναι αγαπητός στον κόσμο. Ο Μαρκ αγκάλιασε την Λισα και προσπάθησε να αφήσει τα κορμιά τους να απορροφήσουν τον ιδρώτα και τις εκπεμπόμενες ορμόνες τους. Ο εναγκαλισμός τους είχε κάτι το μυστηριακό, σαν μια εκούσια προσπάθειά τους να κατακτήσουν την πλατωνική επανένωση των σωμάτων τους. Παρά το πάθος ανάμεσά τους, που έμοιαζε σαν να έπλεε το κρεβάτι τους πάνω σε μια φουρτουνιασμένη άγρια θάλασσα, ο Μαρκ δεν κρατήθηκε και γέλασε δυνατά. Ύστερα, της εξήγησε γιατί γελάει. ΟΙ 5 ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΚ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΤΖΟ ΣΑΜΜΕΡΣ ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΑΦΟΡΑ ΝΕΑ ...ή τουλάχιστον, όχι τόσο κακά. 1. Η 2Η ΑΝ, δεν είμαστε ένα κύκλωμα επιχειρηματιών, ούτε ένα τσούρμο φανατικών με μύξα αντί για εγκέφαλο. Για την ακρίβεια, είμαστε τόσοι πολλοί, που δεν θα το πίστευες και να στο έλεγα. Και όχι απλά πολλοί, είμαστε σε οποιαδήποτε χώρα μπορείς να σκεφτείς, σε οποιαδήποτε θέση εργασίας, σε οποιοδήποτε κλάδο των επιστημών. Διάολε, είμαστε τόσοι πολλοί που θα μπορούσε κάποιος κοινωνιολόγος να μας πεί κίνημα και όχι οργάνωση. Είμαστε όλοι αυτοί που σε διάφορα μέρη του κόσμου κάτσαμε, ήπιαμε, χορέψαμε και συζητήσαμε πως να αλλάξουμε τον κόσμο. Μας πήρε χρόνο, αλλά είμαστε τώρα έτοιμοι. Και να πιάσουν 10 από εμάς, η δική μας Λερναία Ύδρα λειτουργεί με εκθετική και όχι αριθμητική πρόοδο. Έχουμε προβλέψει για όλα. Έχουμε σχέδιο. (Εδώ, όταν το είπε, η Λίσα Χολμς ανατρίχιασε για πρώτη φορά χωρίς ο λόγος να είναι κάποιο δάχτυλο σε πύλη ηδονής, κάποιο χάδι ή κάποιο φιλί, ή κάποιος οργασμός) 2. Η 2η ΑΝ, δεν είμαστε οι συμβατικοί Κακοί σου, θα το έχεις καταλάβει μέχρι τώρα. Κανείς δεν ξέρει που θα εμφανιστούμε και τι θα κάνουμε. Παίζουμε στο σκοτάδι και είμαστε κουκουβάγιες. Παίζουμε στο φως και είμαστε αόρατοι. Δεν αφήνουμε ίχνη, δεν έχουμε μοτίβο, δεν είμαστε κάτι που μπορεί να ‘’ψυχολογηθεί’’ επειδή τα κίνητρά μας δεν έχουν σχέση με αυτά που πορεύεται η παγκόσμια αστυνόμευση. Το κλασσικό ‘’κλέφτες και αστυνόμοι’’, όσο καλοί να είναι οι κλέφτες και όσο καλοί και να είναι οι αστυνόμοι δεν εφαρμόζει εδώ. 3. Αν ο κόσμος συμπαθεί τον Τζο Σαμμερς, περίμενε να δεις τι θα σκεφτεί για την 2 η ΑΝ. 4. Έχουμε όσα μέσα διαθέτει ο Τζο Σάμμερς, και ίσως λίγα περισσότερα: Είμαστε αυτοί που έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, είναι αυτός που μας κυνηγάει. 5. Το πιο σημαντικό. Λίσα, δώσε βάση σε αυτό που θα σου πω τώρα. Ο Τζο Σάμμερς είναι σίγουρα ενδιαφέροντα νέα. Γιατί η αμερικάνικη κυβέρνηση αποφάσισε, από νωρίς στην 64


μάχη, να παίξει το πιο δυνατό της χαρτί –απ’ότι μου λες-, ενώ εμείς, εμείς αλήθεια, τι χαρτί έχουμε παίξει; Επειδή αδειάσαμε ένα σπίτι ενός πλούσιου ουρακοτάγκου; Όταν εμείς θα παίξουμε ένα καλύτερο, και μετά ένα ακόμα καλύτερο χαρτί –και πίστεψέ με, έχουμε πολλά χαρτιά ακόμα- πως θα κάνουν ρελάνς; Αν ο κύριος Σάμμερς αργεί να βρει άκρη, ποιος θα τον αντικαταστήσει; Αν εμείς κλιμακώσουμε, πως θα απαντήσει στην κλιμάκωση η μαμά Αμερική; Να σου πω την αλήθεια, τώρα που το σκέφτομαι, πιστεύω ότι βιάστηκαν να παίξουν το χαρτί Τζο Σάμμερς. Δεν ξέρω πόσο ικανός και πόσο αποτελεσματικός είναι αυτός ο άνθρωπος, αλλά, μωρό μου, δεν έχουμε ακόμα αρχίσει να παίζουμε και ήδη έχουν βγάλει την μαμά με το πιτόξυλο. Ο φόβος είναι κακός σύμβουλος, εμάς μας συμβουλεύει ο ρυθμός της ζωής και οι ιδέες μας. Οι ερωτήσεις στο κεφάλι της Λίσα γεννιόντουσαν με το δευτερόλεπτο και με το κιλό. Κάποιο μεταλλαγμένο και ενισχυμένο γονιμοποιητικά χνουδωτό κουνέλι βρισκόταν κάπου περιφερειακά στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου της, και γέμιζε τον κόσμο μικρά κουνελάκια που τρώγανε λαίμαργα όποιο νευρώνα έβρισκαν να μην ασχολείται με τις ερωτικές περιπτύξεις. -Τι θα κάνετε δηλαδή; -Όλα στον καιρό τους. -Τι σημαίνει 2η ΑΝ; -Όλα στον καιρό τους. -Τι κάνουμε τώρα; -Κάνουμε έρωτα όπως μόνο οι θεοί είναι προορισμένοι να κάνουν. -Είσαι πολύ πομπώδης. Ίσως και να ήταν. Ίσως και όχι. Την φίλησε ξανά, πιάνοντας την με δύναμη από την πλάτη, σαν να ήθελε να βυθίσει τα δάχτυλά του στο μαλακό της δέρμα. Οι γλώσσες τους επιδόθηκαν σε ένα βουλιμικό χορευτικό ντουέτο που θα έκαναν δυο αφράτες γκοφρέτες πάνω σε λιωμένη λευκή σοκολάτα πασπαλισμένη με κόκκινο πιπέρι. Το κρεβάτι τους έμοιαζε να πλέει μέσα σε μια θάλασσα ενός δυνατού λικέρ από δροσερή φράουλα, με τον αφρό των κυμάτων του να είναι λευκή και απαλή σαντιγύ. Στο ταξίδι του συναντά πυρακτωμένες ηφαιστειακές ατόλες, με γλωσσίδια φωτιάς να καλύπτουν τον ορίζοντα και πορτοκαλί λάβα να πιτσιλάει αφρίζοντας την επιφάνεια του νερού. Ύστερα, εκτινασσόταν σαν φελλός σαμπάνιας και ταξίδευε με παράλογη ταχύτητα μέσα από παχύρευστο υγρό κρύσταλλο με γεύση τσίχλας για να προσγειωθεί απαλά πάνω σε ένα λεπτό λευκό φτερό και να αιωρηθεί μέσα σε μια ορεινή θερμή λίμνη, αχνιστή και παχύρρευστη, υπνωτικά ακίνητη και τυρκουάζ σαν την μάσκα του Κοετζαλκοάτλ. Την ίδια ακριβώς στιγμή, αλλά σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση και ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα, ο Τζο Σάμμερς έκανε τις πρώτες του δηλώσεις αφότου του ανατέθηκε η εξάρθρωση της Τρομοκρατικής Οργάνωσης 2ης ΑΝ. Σε αντίθεση με τα υγρά βογγητά του Μαρκ και της Λισα, που έμοιαζαν σαν να είχε γεμίσει ο φάρυγγάς τους με μαρμελάδα, η φωνή του Τζο Σάμμερς έμοιαζε με αποστειρωμένο δωμάτιο νοσοκομείου. Δεν είπε τίποτα άξιο αναφοράς, και 65


ίσως άλλωστε, να μην είχε να πει τίποτα άξιο αναφοράς. Έδωσε απλά την σίγουρη και αποφασιστική διαβεβαίωσή του προς κάθε κατεύθυνση: Η Αντι-Τρομοκρατική Υπηρεσία, είχε τους τρόπους, τα μέσα, αλλά και το σχέδιο για να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή, και δήλωσε ότι θα τους κυνηγήσει ακόμα και αν φτάσει στην Γη του Πυρός ή κάποιο απομωνομένο κολπίσκο της Γροιλανδίας. ‘’Έχουμε σχέδιο’’ είπε, προσπαθώντας να προκαλέσει ένα κοινωνικό ρίγος και να μεταδώσει την αίσθηση της κυριαρχίας. Την ίδια ακριβώς στιγμή, ένας άλλος άνθρωπος με σχέδιο και μια κάποια εξάντληση από την επαναλαμβανόμενη ηδονή, θα έλεγε στην Λίσα Χολμς ότι είχε φτάσει η ώρα να ξεκινήσει ο χορός τους. Η Λίσα Χολμς σε αυτό το σημείο, δεν μπόρεσε παρά να σκεφτεί: ‘’Ώρες ώρες, σκέφτομαι να παραιτηθώ από την δουλειά μου’’.

14. Η Λίσα Χολμς ήταν έτοιμη να ακούσει είτε έναν εξωτικό προορισμό είτε κάποιο άλλο αστικό κέντρο της Αμερικής με τρομοκρατικό ενδιαφέρον (ποια πόλη θα μπορούσε να γλιτώσει κάτι τέτοιο;) και ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει την ειδική κάρτα της για την αγορά αεροπορικών εισητηρίων με ειδική έκπτωση 30%. Τελικά, ακολούθησε ένα πρωί τον Μαρκ μέχρι μια παρκαρισμένη ανθρακί σεβρολέτ, που λιαζόταν σαν πλούσια βαριεστημένη κυρία ενώ το τσιουάουά της έκανε τα κακάκια του λίγο πιο δίπλα. Ο Μαρκ της ομολόγησε ότι δεν υπήρχε τίποτα πιο ωραίο –και δυστυχώς το είχε κάνει μόνο αποσπασματικά- από μια ωραία βόλτα με το αυτοκίνητο. Αυτή συμφώνησε και τον ρώτησε για τον προορισμό τους, καταλήγοντας να εκπλαγεί από την απάντησή του: ‘’Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη’’ της είπε με ένα ρυθμό ξεχασμένου σουίγνκη πριν την δεύτερη χιλιετία. Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη, περίπου 3000 χιλιόμετρα μακριά, εάν και εφόσον ταξίδευες χωρίς στάσεις ή παρακάμψεις. Και ο Μαρκ δεν φαινόταν άνθρωπος χωρίς να έχει σχεδιάσει στάσεις και παρακάμψεις. Η Λίσα μπήκε στο αυτοκίνητο σαν να έμπαινε στο τρενάκι του τρόμου σε κάποιο θεματικό πάρκο ενηλίκων. Ξεροκατάπισε, κράτησε το χερούλι από την πόρτα του συνοδηγού, ένιωσε την απειλητική μυρωδιά από τα δερμάτινα καθίσματα και χαμογέλασε αμήχανα όταν ο Μαρκ της δήλωσε ότι όλα ήταν έτοιμα να φύγουν. Η Σεβρολέτ γουργούρισε σαν κακομαθημένη γάτα και ύστερα το ηλεκτρικό αλουροειδές έβγαλε ένα νιαούρισμα αυτοπεποίθησης και κυριαρχίας. Το ταξίδι τους ξεκινούσε, και παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστός ο προορισμός τους, για την Λίσα ήταν ένα ταξίδι κυριολεκτικά προς το άγνωστο. Λένε ότι με το που περνάς τα σύνορα της Καλιφόρνια για να μπεις στην Αριζόνα, που ήταν η πρώτη πολιτεία στην διαδρομή τους, βλέπεις την Σκιά να στέκεται στα νοητά σύνορα των δυο πολιτειών και να ψάχνει τα ταξιδιωτικά της έγραφα, μη μπορώντας να διαπεράσει τις ακτίνες του ηλίου που της μπλοκάρουν την είσοδο. Στην Αριζόνα μπορείς να γίνεις πλούσιος πουλώντας τεχνητή σκιά, γιατί η κανονική είναι καιρό διωγμένη από τον ήλιο της Αριζόνα και τα αγκάθια των κάκτων. Στην Αριζόνα ο χειμώνας είναι καλοκαίρι, και το καλοκαίρι είναι κάποια 66


κρεβατοκάμαρα της κόλασης. Στην Αριζόνα οι θάμνοι και τα θυμάρια ταξιδεύουν με τον άνεμο προς αναζήτηση μιας όασης και μιας σταγόνας νερό. Λένε όμως ότι το ηλιοβασίλεμα στο Εθνικό Πάρκο του Ρίνκον είναι ένα οπτικό θέαμα που ανάλογό του δεν υπάρχει σε καμία γωνιά του πλανήτη. Ίσως βέβαια να υπάρχουν πολύ πιο ρομαντικά ηλιοβασιλέματα από ένα στους 30 βαθμούς Κελσίου και ανάμεσα σε αγκάθια κάκτων και σκληρή κόκκινη άμμο. Αλλά ίσως κανένα δεν δίνει την αίσθηση ότι το ηλιοβασίλεμα είναι στην πραγματικότητα το αιώνιο Τέλος, και ότι το πυρακτωμένο μάγμα της Γης αναδύεται, σε όλη του την κρυσταλλική και παχύρευστη μεγαλοπρέπεια προς τον ουρανό και σκεπάζει την πλάση. Για να πετύχεις μια παρόμοια αίσθηση λένε ότι πρέπει να κάνεις το εξής: Να λιώσεις ένα ρουμπίνι μαζί με ξύσματα από φλούδα ώριμου πορτοκαλιού και να στίψεις λίγο χυμό από βερίκοκο, να πιείς χυμό κάκτου και να χορέψεις μέχρι ο ιδρώτας σου να σχηματίσει μια μικρή λίμνη μπροστά στα πόδια σου. Και πάλι ίσως να μην φτάσεις στην μεταφυσική αγωνία και αίσθηση ματαιότητας που νιώθεις αγναντεύοντας αυτό το ηλιοβασίλεμα. Η Αριζόνα είναι η πολιτεία που σου χαρίζει απλόχερα εικόνες του Τέλους αλλά και της Απαρχής. Που αλλού άλλωστε θα μπορούσε να είναι ο Κρατήρας του Διαβόλου, αυτή η βαθιά λεκάνη που δημιουργήθηκε από την πτώση ενός μετεωρίτη και μοιάζει σαν το μικρό καθρεπτάκι της Σελήνης όταν ετοιμάζεται τα πρωινά; Που αλλού θα μπορούσε να είναι το Βιβλίο της Γης, το Γκραν Κάνιον, ο κόκκινος ψαμμιτικός λαβύρινθος όπου η Γεωμορφολογία παίρνει την έμπνευσή της από τον Γκαουντί και τον Μιρό; Που αλλού θα μπορούσαν να βρίσκονται, χωμένα μέσα στον ασβεστόλιθο σαν αετοφωλιές τα σπίτια των Σινάγκουα, το κάστρο και η καταβόθρα του Μοντεζούμα; Που αλλού θα υψώνονταν επιβλητικά τα βουνά της Προκατάληψης, σαν μια επιγραφή της Γης που μας καλεί να κάτσουμε ήσυχα στην γωνιά μας και να παρακολουθήσουμε την περιστροφή της Γης σαν επιβάτες και όχι σαν οδηγοί της άμαξας; Η σκόνη μπερδευόταν δίπλα στα τζάμια της Σεβρολέτ με ελπίδες, ενθουσιασμό και δίψα. Η Λίσα Χολμς είχε αφήσει στα χέρια του το τιμόνι και τον προορισμό, και χόρευε στον ρυθμό του με χάρη αλλά και άγχος να ανταποκριθεί. Δίπλα της, άλλοτε φλύαρος και άλλοτε σιωπηλός, ο άγνωστος Τρομοκράτης της ήταν τα κόκκινα γοβάκια που χτύπησε τρεις φορές και ταξίδεψε πιο πέρα και από το πέρα της χώρας του Οζ. Όταν ο δρόμος γινόταν μονότονος και μπροστά τους ήταν μόνο η άνυδρη έρημος, όταν ο Μαρκ έμενε για λίγη ώρα σιωπηλός και δεν της παρέθετε απόψεις για τον Χορό της Ζωής και για την Διαρκή Συζήτηση Για Το Πως Να Αλλάζεις Τον Κόσμο, η Λίσα έκανε μια περιοδολόγηση της ζωής της, τις επιτυχίες και τα λάθη της, τα όνειρα που εκπλήρωσε και τις μύχιες επιθυμίες που δεν τόλμησε να δοκιμάσει. Ο Μαρκ δίπλα της, ένας άνθρωπος που έμοιαζε με ένα πελώριο ερωτηματικό δίπλα σε ένα θαυμαστικό, ήταν πέρα από οτιδήποτε άλλο, ο ξεναγός της στην αναπάντεχη ηδονή αλλά και στην αναπάντεχη περιπέτεια και την απλευθέρωση. Η Λίσα μετά από καιρό και αρκετούς συμβιβασμούς, τόσο πολλούς που μπορούν να γίνουν καθημερινή εύλογη συνήθεια, είδε τον Μαρκ ως την ευκαιρία της να αλλάξει για άλλη μια φορά κεφάλαιο, να κλείσει το προηγούμενο και να αρχίσει από την αρχή. Τον κοίταξε, ενώ οι κάκτοι περνούσαν από δίπλα τους σαν μοναχικοί πιστολέρο φαντάσματα. -Αλάζμπρα, μουρμούρισε.

67


Αυτός την κοίταξε, αβέβαιος για την λέξη που είχε ακούσει, αλλά σίγουρος για το συναίσθημά που έκρυβε πίσω από τον συνδυασμό των γραμμάτων. -Ότι πεις αγαπητή μου γόησσα, της απάντησε και πάτησε το γκάζι της Σεβρολέτ που μούγκρισε σαν κογιότ της ερήμου, τινάζοντας την λεπτή σκόνη που έμοιαζε με ξεραμένο πουρέ από ουρά κροταλία. Ύστερα, την ενημέρωσε για την πρώτη στάση του ταξιδιού τους, καθώς έφταναν στο Φοίνιξ, την κεντρική πόλη της Αριζόνα, μια τσιμεντένια όαση στη μέση της ερήμου. Άφησε την Λίσα σε ένα ξενοδοχείο που θα μπορούσε να είναι αναπαλαιωμένο σαλούν (αλλά αποδείχθηκε ιδιαίτερα βολικό και άνετο) και της ζήτησε να τον περιμένει για περίπου 2 ώρες. Της είπε ότι αν αργούσε πάνω από 4, καλό θα ήταν να πάρει το αεροπλάνο και να την κοπανήσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά αυτό θα ήταν ένα μάλλον απίθανο ενδεχόμενο. Όλο το διάστημα της αναμονής της, η Λίσα Χολμς κοιτούσε με αγωνία το κινητό της για να δει κάποια είδηση μιας τρομοκρατικής ενέργειας στο Φοίνιξ, χωρίς να μπορεί να σκεφτεί την παραμικρή. Τελικά έμαθε μερικές ώρες μετά. Η 1η Στάση της Λίσα Χολμς και του Τρομοκράτη Μαρκ Για το Φοίνιξ υπάρχουν 4 πράγματα που θα έπρεπε να ξέρει κανείς: Έχει κατα μέσο όρο μόλις 65 ημέρες συννεφιάς. Τις υπόλοιπες 300 δεν υπάρχει τίποτα που να εμποδίσει τις ακτίνες του ήλιου, που κάνουν το Φοίνιξ την μόνη πόλη που μπορείς να τηγανίσεις ένα αυγό ρίχνοντάς το στο πεζοδρόμιο. Επίσης, ισχύει ότι στο Φοίνιξ το ζεστό νερό βγαίνει από όποια πλευρά και να στρίψεις την βρύση, ενώ η έννοιες ‘’γέφυρα’’ και ‘’ποτάμι’’ δεν σχετίζονται απαραίτητα με την έννοια του νερού. Ο κάκτος σύμβολο, ο λεγόμενος Σακουάρο, χρειάζεται περίπου 100 και παραπάνω χρόνια για να σχηματίσει ένα παρακλάδι. Τέλος, το πρόσφατα ανακαινισμένο και αναβαθμισμένο Πανεπιστήμιο του Φοίνιξ ήταν για την περίοδο εκείνη το πρώτο σε χρηματοδότηση για έρευνα της πολεμικής βιομηχανίας. Ίσως βόλευε για επί τόπου δοκιμές, μιας και για αρκετό καιρό η πολεμική επιχείρηση ήταν σχεδόν ταυτισμένη με ερημικά περιβάλλοντα. Πιο συγκεκριμένα, όπως θα διάβαζε η Λίσα Χολμς αρκετές ώρες μετά, το Τμήμα Εφαρμοσμένης Χημείας του πανεπιστημίου του Φοίνιξ, υπό την καθοδήγηση του λαμπρού Χημικού Λάρυ Σούγκαρπαντς (τι σπάνια επιλογή ονόματος για ένα λαμπρό επιστήμονα), ερευνούσε πυρετωδώς ένα νέο πολεμικό αέριο από αυτά που ονομαζόντουσαν ‘’μη θανατηφόρα’’, καθώς προκαλούσε ολική παράλυση στα αντίπαλα στρατεύματα. Όταν μια ελεγχόμενη έκρηξη διέλυσε το γραφείο του Λάρυ Σούγκαρπαντς και άλλη μια το σχετικό εργαστήριο, η Λίσα Χολμς παρατήρησε με σιωπηλή νευρικότητα το πέρασμα από της δράσης της 2ης ΑΝ από το Πολιτιστικό και Ιστορικό δίκαιο, στην αντιπολεμική και πολιτική δήλωση. Αυτόματα, η κατάσταση άρχισε να μοιάζει ολοένα και περισσότερο με τον ολοστρόγγυλο ήλιο της Αριζόνα- άρχισε να γίνεται πολύ σοβαρή. Έτσι ακριβώς της φάνηκε και η έκφραση του Μαρκ όταν επέστρεψε τελικά στο σαλούν ξενοδοχείο της και της είπε να βιαστεί για να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Πέρα από αυτήν την έκφραση, δεν είχε ούτε μια γρατζουνιά και ούτε ένα κόκκο σκόνης πάνω στα ρούχα του. Ίσως μονο ένα ελαφρύ κάψιμο από τον ήλιο στην μύτη του. 68


Κατά τα άλλα, το χτύπημα στο πανεπιστήμιο του Φοίνιξ είχε την σφραγίδα και την καλλιτεχνική υπογραφή της 2ης ΑΝ. Προσεγμένη και μάλλον καιρό σχεδιασμένη δουλειά. Καμία περιττή απώλεια, μόνο ένα γραφείο και μια αίθουσα εργαστηρίου, μια αίθουσα βέβαια με πολύ σημαντικά έγγραφα, ντοκουμέντα και μηχανήματα. Εντελώς απρόσμενος τόπος και χρόνος (η έρευνα αυτή είχε ήδη τρια χρόνια που λειτουργούσε). Ένα κλασσικό, λίγο ειρωνικό και πάντα λιτό σημείωμα, σε σχέση με τα αέρια παράλυσης, τις επιπτώσεις των δοκιμών τους στην περιοχή της Αριζόνα, σε σχέση με τις πολεμικές εφευρέσεις και την ανηθικότητά τους. Η Λίσα βέβαια αρκετές ώρες μετά, θα παρατηρήσει ανάλογες δολιοφθορές και σε διάφορα άλλα πανεπιστήμια και ερευνητικά ινστιτούτα της χώρας, όλες με την ίδια υπογραφή. Ο Μαρκ θα σχολιάσει επί αυτού: -Είμαστε συγχρονισμένοι και οργανωμένοι σαν ελβετικό ρολόι. Αλλά κάπου τώρα θα έχουν καταλάβει ότι κινούμαστε οδικώς, οπότε σε θέλω ψύχραιμη και προετοιμασμένη. Αν ο κύριος Τζο Σάμμερς είναι τόσο έξυπνος όσο υποστηρίζεις, σίγουρα θα γεμίσει τα σύνορα με αστυνομία. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής η Λίσα Χολμς άνοιξε το παραθυρό της και άφησε τον καυτό αέρα της Αριζόνα να ανεμίσει τα μαλλιά της και να ζεστάνει τα πνευμόνια της. Δεν ήθελε πολύ και η ίδια να νιώσει μια ανάλογη, εντελώς εσωτερική ζεστασιά, και ενστικτωδώς άρχισε να ψηλαφεί τον μηρό του Μαρκ με γνήσιο εξερευνητικό ενδιαφέρον από τα δάχτυλά της. Λίγο μετά, σε ένα ξεχασμένο από τους ανθρώπους και από τον Θεό της ερήμου μοτέλ του δρόμου, ο Μαρκ και η Λίσα θα συμβάλλουν στην υγροποίηση της ασφάλτου, βοηθώντας τον ήλιο και τον καύσωνα. Ιδρωμένη όσο δεν έχει ξαναυπάρξει ποτέ της, και ευτυχισμένη με ένα εντελώς μοναδικό τρόπο, η Λίσα θα χαιδέψει το υγρό στέρνο του Μαρκ. -Που πάμε τώρα; -Έχουμε ακόμα μια μικρή στάση-αλλά αυτή τη φορά είναι κοινή. Η 2η Στάση της Λίσα Χολμς και του Τρομοκράτη Μαρκ Μπορεί και να μην είναι θεωρία συνομωσίας. Τουλάχιστον ο Μαρκ, όπως φλυαρούσε καθώς περνούσαν τα σύνορα της Αριζόνα και έφταναν στην χώρα των Ναβάχο και του Ριο Γκράντε, το Νιού Μέξικο, δήλωνε ότι είναι ένθερμος θιασώτης της θεωρίας ότι υπάρχει σίγουρα Ζωή εκεί έξω, ασχέτως αν είναι σε κάποιο άλλο γαλαξία ή είναι εντελώς διαφορετική από την Ζωή στον πλανήτη Γη. Απέρριπτε φυσικά την θεωρία των γκρί ή πράσινων ή κυανών και διάφανων μικρών ανθρώπων, ήταν ιδιαίτερα σκεπτικός στο κατα πόσο μπορεί οποιαδήποτε μορφή Ζωής να καμπυλώσει το χωροχρόνο και να δαμάσει την ταχύτητα του φωτός (και άρα να κάνει μια τουριστική βόλτα από την Γη), θεωρούσε την θεωρία των ιπτάμενων δίσκων εμμονή με την επίπεδη τηγανίτα των Τεξανών καουμπόιδων, αλλά ήταν σχεδόν σίγουρος ότι το Ρόσγουελ δεν ήταν απαραίτητα θεωρία συνομωσίας: Αν ένας εξωγήινος αποφάσιζε να κάνει ανώμαλη προσγείωση σε κάποια πολιτεία των ΗΠΑ (βασικά πίστευε ότι οι εξωγήινοι θα

69


επέλεγαν την Ευρώπη για κανονική προσγείωση για πολιτιστικούς λόγους) σίγουρα θα την έκανε στο Νέο Μεξικό. Στο Νέο Μεξικό μπορείς να βρεις έρημο που μοιάζει με αναρίθμητους σπόρους ροδιού ανάμικτους με αποξηραμένα φύλλα παπαρούνας, και να αισθανθείς σαν να ήσουν σε πεδιάδα του Άρη. Εκεί άλλωστε το αρμαντίλλο δεν θα σου έκανε και τόση εντύπωση. Μπορείς όμως να βρεις και έρημο γύψου πιο λευκή από το πωπουδάκι ενός αλμπίνου, σαν χοντρό αλάτι πασπαλισμένο με άχνη ζάχαρη και λεπτό αλεύρι και να αισθανθείς την ανυπόφορη ζέστη σε κάποιο οικόπεδο στον Ερμή. Εκεί, το αλογάκι της Παναγίας της ερήμου φαντάζει ιθαγενής. Στο Νέο Μεξικό η φύση, είτε ερημική είτε βραχώδης είτε κατάφυτη και πάντα άγρια, έχει διαφορετική σχέση με τον άνθρωπο, μια σχέση αμοιβαίου αλληλοσεβασμού και κατανόησης, όχι μια σχέση φόβου και διστακτικότητας. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν αυτή η εντελώς αραιοκατοικημένη έκταση γης (8 άνθρωποι ανα τετραγωνικό χιλιόμετρο) ήταν ο χώρος λατρείας των Απάτσι, των Ναβάχο και των Πουέμπλο. Αν η φύση σε μπερδέψει με ένα μέλος αυτών των φυλών και δεν οσφρηνθεί ότι είσαι ακόμα ένας σπάταλος και ακόρεστα λαίμαργος καυκάσιος, λένε ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα να σου προσφέρει την προστασία της, το φαγητό της, την θαλπωρή της και την αισθητική της μαγεία. Και στο κάτω κάτω, στις ερήμους κρυσταλλικού γύψου του Νέου Μεξικού έχουν θαφτεί τόσοι τόνοι αποβλήτων από πυρηνικές δοκιμές που μάλλον τα σκουλήκια και οι τυφλοπόντικες έχουν ήδη εξελιγμένη νοημοσύνη και υπόγεια αστικά τεχνολογικά κέντρα απ’όπου στέλνουν ραδιοσήματα στο διάστημα και ήδη μιλάνε με γαλαξίες πολύ πιο μακριά από αυτούς που βλέπουμε με το καθαρό ραδιενέργειας μάτι μας. Που αλλού θα έκανε αναγκαστική προσγείωση ένα εξωγήινο σκάφος σε σχήμα πεπλατυσμένης τηγανίτας αν όχι στο Ρόσγουελ, αν όχι στο Νέο Μεξικό; Ο Ριο Γκράντε έκανε δίπλα τους το μακρύ του διαβρωτικό για την Γη ταξίδι από το Κολοράντο μέχρι το Μεξικό ενώ η Λίσα περίμενε με αγωνία να μάθει ποια ήταν η κοινή στάση που είχε σχεδιάσει ο ‘’άνθρωπος που έχει σχέδιο’’. Θα την παρέσυρε σε μια ακόμα τρομοκρατική αγαθοεργία; Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάποιον λόγο για να χτυπήσει η 2 η ΑΝ τον πολιτισμό των Ιθαγενών, ούτε της φαινόταν ότι θα είχε νόημα να χτυπηθεί το Μουσείο της Ιστορίας της πυρηνικής ενέργειας. Θα λάμβανε μέρος σε κάποια δολιοφθορά κάποιας κυβερνητικής μονάδας; Είχε κάποια ελπίδα να βρει κάτι στις στρατιωτικές μονάδες του Ρόσγουελ; Θα είχε κάποια τρομοκρατική συναλλαγή με εξωγήινους και θα την προσέφερε ως αντάλλαγμα; Ή μήπως η επίσκεψή τους είχε συμπέσει με το φεστιβάλ αερόστατων της Αλμπουκέρκης; Όσο δεν της έλεγε τίποτα τόσο πιο παράλογα γινόντουσαν τα σενάρια συνομωσίας που έφτιαχνε στο κεφάλι της, τόσο αυξανόταν η αγωνία της. Το τρενάκι του τρόμου στο λούνα παρκ του Μαρκ έκανε τώρα μια ακόμα καλή βουτιά, δοκιμάζοντας τα όρια αντοχής του στομαχιού της. Τελικά όμως, η δοκιμή των ίδιων ορίων ήταν και ο στόχος του Μαρκ. Παραδοσιακά μπουρίτος συνοδευόμενα από καυτερές πιπεριές σαν θηλές δαιμόνισας και παγωμένη μπίρα, πάνω σε βρώμικα τραπεζομάντιλα σε ένα άγνωστο παραδοσιακό εστιατόριο κάπου ανάμεσα στην Αλμπουρκέρκη και την Σάντα Φε. Αυτή ήταν η δεύτερη στάση τους, που έπρεπε να είναι και κοινή. Η μόνη τρομοκρατία που υπήρχε ήταν στην επιμονή του να δαγκώσει 70


και να μασουλήξει την καυτερή πιπεριά που έμοιαζε με την γλώσσα του κατοικιδίου φιδιού του Σατανά του ίδιου- αυτή πρέπει να ήταν η γεύση της Κόλασης με μια μόνο διαφορά: Η Κόλαση δεν θα μπορούσε να είναι τόσο αφροδισιακή. Αν ήταν, οι χριστιανοί είχαν κάνει κάτι λάθος. Έκαναν έρωτα πάνω σε σεντόνια γεμάτα καυτερές πιπεριές και τσίλι, έκαναν έρωτα που ξεκίνησε σαν καυτερή εντσιλάδα και τελείωσε σαν καραμελωμένη γλυκιά φλαν. Ύστερα, ήπιαν μεξικάνικο καφέ και συζήτησαν για εξωγήινους, για νέα σομπρέρο και για γεύσεις του κόσμου, και ο Μαρκ ξεκίνησε τότε να της εξηγεί μερικούς από τους τρόπους που διάβαζε διαφορετικά τον κόσμο. Οι τρόποι που ο Μαρκ βλέπει διαφορετικά τον κόσμο, μέρος 1 ο 1. Ο Μαρκ δεν αρκούταν στο να ταξιδεύει και να συλλέγει καρτ-ποστάλ. Θεωρούσε ότι το ταξίδι από μόνο του, ως αποτύπωση μιας εικόνας και μιας καλής φωτογραφίας, ήταν καταδικασμένο στη λήθη, όσο μεγαλοπρεπές και διαφορετικό και να ήταν. Έλεγε ότι σε κάθε νέο τόπο που επισκεπτόταν ο οποιοσδήποτε ταξιδιώτης, θα έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει 3 πράγματα, για να μπορεί να πει ότι ακόμα και σε σύντομο χρόνο ότι κάποτε ταξίδεψε πραγματικά σε εκείνο το μέρος. Το πρώτο είναι: Να δοκιμάσει την κουζίνα. Μπορείς να βρεις πολλά στοιχεία ενός πολιτισμού μέσα από την κουζίνα του, τα πάθη και τις αδυναμίες του, την φλόγα και τον ρυθμό της ζωής του. Έλεγε χαρακτηριστικά: -Δεν υπάρχει πιο γενναιώδορο πράγμα από ένα μουσακά και τίποτα πιο αλμυρό και δροσερό όπως μια ελληνική χωριάτικη σαλάτα. Τίποτα πιο αυστηρό, αποτελεσματικό και οργανωμένο από μερικά λουκάκινα φρανκφούρτης. Τίποτα πιο εκλεπτυσμένο μέσα στη βρωμιά του από ένα κομματάκι τυρί ροκφόρ. Δεν ξέρουν τι σημαίνει ζωή όση δεν προσθέτουν λίγη κανέλλα στο πικάντικο κεμπάπ τους. Τίποτα πιο παθιασμένο και θαραλλέο δεν έχει γεννηθεί από το ταμπάσκο. Αν βάλεις σε αυτό και λίγο από διαλεκτική και υπερβατική ισορροπία, μπορεί να προκύψει το κάρυ. Δεν θα τελειώσω ποτέ αν συνεχίσω. Αλήθεια, Λίσα, ποιο θα έλεγες ότι είναι το ‘’παραδοσιακό’’, το χαρακτηριστικό, το σήμα κατατεθέν φαγητό των Ηνωμένων Πολιτειών; Πέρα από το χάμπουργκερ. -Θα έλεγα η μπριζόλα. Και όλα όσα είπες, με τον Αμερικάνικο τρόπο. -Ακριβώς, αναφώνησε αυτός. Η μπριζόλα. Άντε ίσως και το τηγανητό κοτόπουλο. Αλλά κυρίως, η μπριζόλα. Μια μεγάλη, χοιρινή, άλλοτε καμμένη και άλλοτε με το αίμα της, μπριζόλα, με κέτσαπ, πατάτες τηγανιτές και μια κοκα-κόλα. Θα μπορούσα να το δεχτώ αν ήταν μπριζόλα από το πλευρό ενός βίσσωνα, αλλά είμαστε τόσο λαίμαργη που μπορεί να μας τελειώσουν και οι κότες, πόσο μάλλον οι βίσσωνες. Όχι όμως. Η Αμερική, η γη της επαγγελίας, είναι μια μπριζόλα. Η Λίσα τον κοίταξε χαμογελώντας. -Γιατί υποτιμάς τόσο την μπριζόλα; Δεν είναι και άσχημη η γεύση της στο κάτω κάτω. -Όχι δεν είναι άσχημη η γεύση της. Αν και αυτό είναι αποτέλεσμα μπαχαρικών. Το γουρουνίσιο κρέας όμως, πέρα από ενέργεια και λίπη δεν προσφέρει τίποτα θρεπτικό. Από την άλλη, ο χειρότερος τρόπος να φας την πατάτα είναι τηγανητή. Είναι εύκολη η καλή γεύση της αλατισμένης τηγανητής πατάτας. Έχω φάει πατάτα τυλιγμένη σε ένα αλουμινόχαρτο και 71


θαμμένη στη στάχτη για αρκετή ώρα, την οποία άνοιξα και άπλωσα πάνω της βούτυρο, πιπέρι και λεμόνι. Δεν έχεις ιδέα – είναι σαν να τρως την ζεστή καρδιά της θεάς Δήμητρας. Αλλά αυτό είναι γούστο. Το θέμα μου είναι ότι το φαγητό που υπάρχει σε όλες τις χώρες και σε όλα τα μενού, τουλάχιστον όπου δεν το εμποδίζουν θρησκευτικές δυσκοιλιότητες, είναι για την Αμερική το σήμα κατατεθέν φαγητό της, η γεύση που θα μπορούσε να είναι εθνικό σύμβολο. Μην υποτιμάς καθόλου την γεύση μιας χώρας. -Και εσύ μην υποτιμάς την μπριζόλα. Το δεύτερο κριτήριο του Μαρκ ήταν: Να νιώσει το ιστορικό χάδι σε ιστορικά σημεία της πόλης. Να ρωτήσει τους κατοίκους γιατί η κάθε γειτονιά λέγεται έτσι όπως λέγεται (το θεωρούσε καλύτερο από την ανάγνωση ταξιδιωτικών οδηγών). Να δει τα ιστορικά θεμέλια πάνω στα οποία ορθώνεται ένας ουρανοξύστης. Να ταξιδέψει με το σώμα του σε ένα πεδίο μάχης, και με την φαντασία του στην μάχη την ίδια. Να δει ένα άγαλμα όπως θα το έβλεπε ένας άνθρωπος την εποχή που φτιάχτηκε. Να περπατήσει σε όλους τους δρόμους που προλαβαίνει, σε όλες τις πλατείες, να δει τον έρωτα, την μέθη, την χαρά, την στεναχώρια αλλά και τον ήλιο, την συννεφιά, την βροχή και το χιόνι. Το τρίτο και τελευταίο κριτήριο του Μαρκ ήταν: Να βρεις ένα καφέ που νιώθεις ότι είναι φτιαγμένο από την Αισθητική σου, να παραγγείλεις ένα τοπικό καφέ και να συζητήσεις με τους ντόπιους θαμώνες για το πως να αλλάξετε τον κόσμο. Ή εναλλακτικά, να βρεις ένα ενδεικτικό μπαρ και να πιείς το τοπικό ποτό για να νιώσεις την μέθη του. Ξανά η συζήτηση που πρέπει να πιάσεις πρέπει να αφορά είτε τον έρωτα, είτε την ιστορία είτε την αλλαγή του κόσμου. Η Λίσα Χολμς θα αντιμετωπίσει σκεφτικά το τελευταίο του κριτήριο. -Και αν δεν ξέρεις τη γλώσσα; -Τότε δεν μιλάς για την Ιστορία. Ο έρωτας και η αλλαγή του κόσμου έχουν ξεπεράσει το φράγμα της εθνικής γλώσσας. Χρειάζεσαι απλά, γλώσσα, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Ο Μαρκ της έκλεισε το μάτι και επιτάχυνε προς την κατεύθυνση του Αντλατικού, ενώ μπροστά τους μπορούσαν να διακρίνουν στον ορίζοντα μια τσίγγινη πινακίδα με τρύπες από δίκαννο που έλεγε: ‘’ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΕΞΑΣ’’. Εκεί θα είχαν ακόμα δυο στάσεις: Η μια υποχρεωτική, και η άλλη προσχεδιασμένη. Αν και για πρώτη φορά, δεν πήγαν όλα βάση σχεδίου. Ή μήπως πήγαν;

15. Είναι περιττό να σημειωθεί ότι παρά τις διαβεβαιώσεις του Τζο Σάμμερς, η χώρα βρισκόταν σε γενικευμένη αναταραχή. Η Λίσα Χολμς διάβαζε με αγωνία την συνεχή ροή των ειδήσεων, και προσπαθούσε, μέσα από την σεβρολέτ που ταξίδευε στους απέραντους δρόμους των νότιων ΗΠΑ, να συναισθανθεί τον πανικό των Αρχών για το επόμενο χτύπημα της 2 ης ΑΝ.. Διάβασε για το ξάφρισμα άλλων δυο σπιτιών που άνηκαν σε πλούσιους μικρομεγιστάνες με βεβαρημένο ιστορικό- ένας στο Μιλγουόκι, ένας στο Αιντάχο. Διάβασε για μια ακόμα ελεγχόμενη έκρηξη σε ένα κατάστημα μιας εταιρίας στο Βανκούβερ, που φερόταν να είναι υπεύθυνη και για παράνομες δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων διακίνηση κοκαίνης από την Κολομβία. Η Λίσα 72


σκέφτηκε ότι παράλληλα με τον αγώνα των Αρχών να εντοπίσουν μια ομάδα από παράνομους δολιοφθορείς, μπορούσε κάποιος να παρατηρεί το αργό γδύσιμο της Αμερικάνικης επιφανούς νομιμότητας, και η αλήθεια ήταν ότι κάτω από τα μεταξένια υφάσματα το θέαμα δεν ήταν ότι καλύτερο. Και ενώ μπορούσες να νιώσεις την Ιστορία να γράφει ένα καινούριο της κεφάλαιο, η ίδια βρισκόταν πολύ κοντά στην δίνη του τρομοκρατικού κυκλώνα, συνοδηγός ενός μυστήριου, αινιγματικού και κρυψίνου τρομοκράτη, τον οποίο ακολουθεί με μόνο κριτήριο μια σαγηνευτική και πλανεύτρα αναζήτηση ηδονής. Σωματικής αλλά και εγκεφαλικής. Θα μπορούσε όμως να πάρει μέρος και θέση στην σκακιέρα αυτή. Θα μπορούσε να ταχθεί με τους ρομαντικούς παρανόμους, που ταξίδευαν οδικώς μέσα στην Αμερική και πετούσαν πυρακτωμένες βελόνες στην καρδιά του κτήνους. Να βοηθήσει τον Μαρκ στα τρομοκρατικά αδραγανθήματά του, να γίνει και η ίδια παράνομος, να ανάψει ένα φυτίλι, να ξαφρίσει μια περιουσία φτιαγμένη με ιδρώτα άλλων. Ή από την άλλη, θα μπορούσε άνετα να καταδώσει τον γοητευτικό συνοδοιπόρο της, με ένα μύνημα από το υπερσύγχρονο κινητό της, με ένα νεύμα στις Αρχές, και να γίνει ηρωίδα, μια υπερασπίστρια της κοινωνικής κανονικότητας. Όποιο και να ήταν το σωστό, όποιο και να ήταν το λάθος, την στιγμή που η λευκή Σεβρολέτ περνούσε τα σύνορα του Τέξας μουγκρίζοντας κάτω από τον νυχτερινό ουρανό, η Λίσα Χολμς ήταν απλά ένας λειτουργικός και αναλώσιμος κομπάρσος μιας υπερπαραγωγής, ήταν ένα κορίτσι που ερωτεύτηκε τον παράνομο και τον ακολούθησε τυφλωμένη από το πάθος και την λαγνεία. Όση μοναδικότητα και να της χάριζαν οι στιγμές της με τον γοητευτικό τρομοκράτη, άλλο τόσο μικρή αισθανόταν στο παιχνίδι που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια της. Ήξερε όμως ότι είχε κάποιο ρόλο να παίξει, μόνο που αυτός ο ρόλος ήταν αναπάντεχα συγκεχυμένος και θολός, σαν τον ορίζοντα μπροστά από την Σεβρολέτ τους. Συνηδειτοποίησε πόσο λίγα ήταν τα όσα ήξερε για εκείνον, και ας ήξερε τα σημεία του σώματός του που παρέλυαν τα άκρα του και αποσυντόνιζαν τις αισθήσεις του. Πόσα λίγα ήξερε εκείνος για εκείνη, παρά το γεγονός ότι ήξερε τις φαντασιώσεις της και μυστικά που δεν ήξερε κανένας άλλος πέρα από την ίδια. Τα φώτα του δρόμου έμοιαζαν με χλωμά κεριά που οδηγούσαν σε κάποια μυστηριακή λιτανεία, σε κάποιο προσωπικό της βάπτισμα σε μια νέα μορφή και σε ένα νέο περιεχόμενο. Ακόμα και αν δεν ήταν μέλος της 2 ης ΑΝ, αμέσως ένιωσε την νευρικότητα ενός παρανόμου όταν είδε τα χαρακτηριστικά κόκκινα και μπλε φώτα να τους ακολουθούν επίμονα, και τα φώτα του περιπολικού να αναβοσβήνουν πίσω τους. Ο Μαρκ, σαν να ένιωσε την ταραχή της, την ακούμπησε μαλακά στον μηρό. -Είπαμε. Θέλω να είσαι ήρεμη. Δεν έχεις να αγωνιάς για τίποτα. Η Σεβρολέτ σταμάτησε αργά και υπάκουα σε μια άκρη του δρόμου. Πέρα από τα φώτα του δρόμου και την άσφαλτο, δεν μπορούσαν να δουν πέρα από τα δυο μέτρα- το αχανές Τέξας έμοιαζε με μια σκοτεινή σπηλιά γεμάτη νυχτερίδες. Το περιπολικό σταμάτησε πίσω τους και μετά από μερικά δευτερόλεπτα, ένας αστυνομικός τους πλησίασε, με το χέρι κολλημένο στην μεταλλική λαβή του περιστρόφου του. Η 3η Στάση (υποχρεωτική) της Λίσα Χολμς και του τρομοκράτη Μαρκ

73


Ο αστυνομικός προχώρησε αργά προς το μέρος τους, και ήταν ευδιάκριτο ότι χώλαινε ελαφρώς από το δεξί του πόδι. Ο Μαρκ κατέβασε το τζάμι με εμφανή σιγουριά και ψυχραιμία, και σχεδόν αμέσως τους τύφλωσε ο φακός του αστυνόμου, που περιεργάστηκε τα πρόσωπά τους. -Έτρεχα κύριε;, ρώτησε ο Μαρκ ενώ η απάντηση ήταν προφανής- ο Μαρκ, ο παράνομος, ο τρομοκράτης, δεν είχε περάσει ούτε σε ένα σημείο τα όρια ταχύτητας. Η Λίσα που τον ρώτησε με γνήσια περιέργεια είχε πάρει μια αποστομωτική απάντηση: ‘’ Σου έχω πει εδώ και καιρό ότι δεν μου αρέσει να βιάζομαι. Και επιπλέον, δεν μου αρέσει να δίνω λαβές στο Νόμο από εκεί που δεν έχει τίποτα’’. Ο άντρας έκλεισε τον φακό του και σε λίγο μπορούσαν να διακρίνουν το πρόσωπό του. Ήταν ένα ηλιοκαμένο, τραχύ πρόσωπο ενός πατημένου 40αρη, με μάγουλα που έμοιαζαν σκαλιστά σαν βράχια από το κύμα και φρύδια τόσο σμιχτά και τόσο έντονα που έμοιαζαν με πλάτη μικρού σκατζόχοιρου. Όταν άνοιξε το στόμα του, η Λίσα μπόρεσε να πιάσει με άνεση την έντονη μυρωδιά πιπεριάς χαλαπένο και παρατήρησε την απώλεια ενός κυνόδοντα. -Κάνουμε ελέγχους κύριε σε όλους τους κεντρικούς δρόμους. Μπορείτε σας παρακαλώ να μου δώσετε ταυτότητες και να βγείτε από το αυτοκίνητο; Η Λίσα Χολμς ξεροκατάπιε. Ο αστυνόμος της έδινε την αίσθηση ότι πρωταγωνιστεί σε κάποιο θρίλερ, ενώ τα φώτα του δρόμου και των αυτοκινήτων έδιναν ακόμα περισσότερη ισχύ στην σκοτεινή νύχτα που προσπαθούσαν να διασχίσουν. -Και εσείς κυρία μου, προσέθεσε, και η φωνή του έμοιαζε σαν να έκανε γαργάρες με τρίμματα ψαμμίτη και σπόρους από πιπεριές χαλαπένο. Βγήκαν από το αυτοκίνητο και έδωσαν τις ταυτότητές τους. Η Λίσα δεν άντεξε να μην κρυφοκοιτάξει την κάρτα ταυτότητας του τρομοκράτη της που έγραφε: ΛΙΑΜ – ΜΑΡΚ ΛΙΘΓΚΟΟΥ. Ύστερα, έδωσε την δική της, που έγραφε ΛΙΣΑ ΧΟΛΜΣ και την οποία ο μεταμορφωμένος σε αστυνομικό σκορπιός των βράχων περιεργάστηκε για αρκετή ώρα, φωτίζοντας παράλληλα το πρόσωπό της με τον φακό. -Κύριε Λίθγκοου, είπε. Μπορείτε να ανοίξετε το πόρτ-παγκάζ; -Βεβαίως, απάντησε αυτός και έκανε ήρεμες κινήσεις προς το πίσω μέρος της Σεβρολέτ. Θα θέλατε να μας πείτε γιατί αυτή η ανυσηχία; Ο αστυνόμος φάνηκε διστακτικός. Ξανακοίταξε την Λίσα Χολμς και ύστερα πάλι τον άντρα. -Μπορώ όμως εγώ να ρωτήσω, που πηγαίνετε τέτοια ώρα; Η Λίσα έκανε να μιλήσει, αλλά ο Μαρκ της έδινε την εντύπωση ότι είχε την κατάσταση υπό έλεγχο. -Ξέρω ότι υπάρχει ένα μοτέλ λίγο πριν το Πέκος-έχουμε καθυστερήσει και μας έχει πάρει η νύχτα. -Και τι σας φέρνει στο Τέξας; Ο Μαρκ, ή Λίαμ, ή κ. Λίθγκοου χαμογέλασε.

74


-Μεθαύριο ξεκινούν οι εργασίες ενός Συνεδρίου στο Όστιν, στο οποίο συμμετέχω. Μπορώ να σας δώσω τα σχετικά έγγραφα. Η Λίσα Χολμς ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα. Έλεγε αλήθεια; Ίσως χρειαζόταν ένα τέτοιο χτύπημα για να σιγουρευτεί- δεν ήξερε καθόλου αυτόν τον άνθρωπο. Από την άλλη, ο αστυνομικός ένιωσε μεγαλύτερη άνεση απέναντι στους νυχτερινούς επισκέπτες. Ο Μαρκ άνοιξε το πορτ-παγκάζ, που είχε δυο σακίδια, ένα δικό του, ένα δικό της, ένα πυροσβεστήρα και διάφορα περιοδικά. -Όχι δεν υπάρχει λόγος, απάντησε ο αστυνόμος και έκλεισε τον φακό του. Μπορείτε να φύγετε, το επόμενο μοτέλ είναι στα 25 μίλια. -Δεν μας είπατε όμως. Συμβαίνει τίποτα και κάνετε τους ελέγχους αυτούς; Ο αστυνόμος ξεφύσηξε. Μια πλακέτα στο ύψος της καρδιάς του έγραφε: Μίκυ Ρούντολφ. Ο άνθρωπος λεγόταν Μίκυ Ρούντολφ. -Μας έχουν σε επιφυλακή γιατί ακούγεται ότι μπορεί να διασχίσουν την πολιτεία επικύνδινα στοιχεία, τρομοκράτες. -Χμ. Και πως θα τους καταλάβετε;, ρώτησε ο Μαρκ ενώ η Λίσα θεώρησε την ερώτησή του εντελώς επικίνδυνη και ανάρμοστη. Ο άντρας χαμογέλασε και ακούστηκε ένα βρόνχινο σφύριγμα μέσα από την τρύπα που είχε αφήσει ο χαμένος του κυνόδοντας. -Ξέρω να αναγνωρίσω ένα τρομοκράτη κύριε Λίθγκοου, του απάντησε και κορδώθηκε σαν να μιλούσε για κάποιο επίτευγμά του. Και επιπλέον, προσέθεσε, έχουμε και φωτογραφίες. Η Λίσα παρατήρησε την έκπληξη του Μαρκ. Είχαν φωτογραφίες. Ή ο γέρος πρώην ντεσπεράντο μπλόφαρε, ή ο Τζο Σάμμερς ήταν πράγματι τόσο αποτελεσματικός. Ο Μαρκ συνέχισε να παίζει με την φλόγα. -Και αν τους πετύχεις, τι θα κάνεις μόνος σου, τον ρώτησε. Για άλλη μια φορά, ο βγαλμένος από κάποιο γουέστερν αστυνομικός κορδώθηκε σαν γαλοπούλα. -Ω, εγώ και το ρεβόλβερ μου ξέρουμε τι να κάνουμε, είπε και η νότια προφορά φάνηκε ακόμα πιο έντονα όταν μίλησε για ρεβόλβερ. Η λέξη ρεβόλβερ πρέπει να φτιάχτηκε αποκλειστικά για την έντονη προφορά του Νότου, αν την πεις αλλιώς χάνει την αξία της και την ακουστική της απήχηση. Είναι άλλο το Νεουορκέζικο ‘’ριβόλβερ’’ και άλλο το νότιο ‘’ρειβόουλβερρρρ’’ που μοιάζει σαν να είναι ο ήχος που βγάζουν οι πόρτες των σαλούν όταν τις λαδώνουν με ουίσκι από το Τενεσί. Η Λίσα, στο άκουσμα της λέξης ρεβόλβερ από τα ξεραμένα χείλη του προστάστη του νόμου Μίκι Ρούντολφ ένιωσε μια εύλογη ανυσηχία-ο Μαρκ από την άλλη φαινόταν ήρεμος. -Καλή επιτυχία τότε, είπε και επέστρεψε στην θέση του οδηγού. -Καλό ταξίδι, ευχήθηκε ο Μίκι Ρούντολφ και επέστρεψε κουτσαίνοντας στο περιπολικό του, χαιδεύοντας την λαβή του αγαπημένου του ρεβόλβερ, την μόνη ίσως παρέα του στους αχανείς δρόμους του Τέξας που έκανε περιπολία. Ο Μαρκ κοίταξε την Λίσα χαμογελώντας. Αυτή ένιωθε ανακούφιση και αμηχανία. -Έχουν φωτογραφίες, του είπε μπαίνοντας στο αυτοκίνητο. Ο Μαρκ έβαλε μπρος την μηχανή και την κοίταξε καθυσηχαστικά. 75


-Σίγουρα δεν έχουν δική σου, της είπε. Και από την άλλη, πάντα έχουν φωτογραφίες. Έχουν φωτογραφίες από ληστές, διαρρήκτες, υπόπτους, ανθρώπους με μητρώο που μπορεί να δικαιολογήσει τις πράξεις μας. Το καλό είναι ότι στην 2Η ΑΝ δεν υπάρχει κανένας από αυτούς. Η Λίσα σκέφτηκε να αραδιάσει περίπου 10 διαφορετικές ερωτήσεις για να συνεχίσει την κουβέντα, αλλά επέλεξε ίσως την πιο πιεστική στην σκέψη της. -Επίσης έμαθα ότι έχεις και δεύτερο όνομα. Α, και επίθετο φυσικά. Δεν το ήξερα. Πόσο μάλλον ότι πας και σε συνέδρια. Ο Μαρκ γύρισε και την κοίταξε. -Είναι ένα συνέδριο για τις εξελίξεις στον τομέα της παρασκευής τσιμέντου, δεν περίμενα να σε ενδιαφέρει κάτι τέτοιο ώστε να στο πω. -Πρέπει να πιστεύεις ότι δεν με ενδιαφέρει τίποτα, για αυτό δεν μου λες τίποτα μάλλον. Προσπάθησε να κάνει τον τόνο της να φανεί ειρωνικός αλλά όχι παραπονιάρικος. Δεν της πήγαινε ο ρόλος της γυναίκας που θα ήθελε να μάθει για τις πρώην του εραστή της. Αν και θα ήθελε πολύ να μάθει για τις πρώην του εραστή της. Ο Μαρκ συνέχιζε να την αντιμετωπίζει με μια εκνευριστική χαλαρότητα. -Ίσως έχεις δίκιο. Απλά πίστευα ότι δεν χρειάζεται τίποτα να είναι τυπικό ανάμεσά μας. Αλλά και πάλι: Με λένε Μαρκ Λίθγκοου και πηγαίνω προς ένα συνέδριο για τσιμέντο οικοδομών στο Όστιν του Τέξας. Είμαι πολιτικός μηχανικός, με πτυχίο και γραφείο με τα όλα του, με έδρα στο Σικάγο. Έχω και ένα δεύτερο όνομα το οποίο μου κολλήσαν οι γονείς μου από τον Άγγλο παππού μου, ο οποίος δυστυχώς έφυγε από πτώση ενός φοινικόδεντρου. -Πτώση φοινικόδεντρου; -Όπως τα ακούς. Είμασταν οικογενειακώς, εγώ θα ήμουν 3 ή 4, στο Μαιάμι, όταν ένας δυνατός άνεμος έσπρωξε ένα γέρικο φοινικόδεντρο τόσο πολύ που το έριξε κάτω. Βρισκόμουν εγώ από κάτω εκείνη την στιγμή, και ο παππούς από αυτοθυσία έτρεξε να με σπρώξει.Και το δέντρο προσγειώθηκε πάνω στο κεφάλι του. -Ω, λυπάμαι πολύ που το ακούω, είπε αυτή με γνήσια λύπη. -Χα, πάνε περίπου 30 χρόνια, δεν υπάρχει λόγος. Όπως και να έχει, οι γονείς μου αποφάσισαν να με λένε Μαρκ και Λίαμ Λίθγκοου, με την μητέρα μου να με φωνάζει αρκετές φορές Λίαμ σε σημείο που να μπερδευτώ για το πως με λένε κανονικά. -Και κάπως έτσι έγινες διπλή προσωπικότητα; Πολιτικός μηχανικός την ημέρα, τρομοκράτης το βράδυ; -Χμ, θα ήταν ενδιαφέρον. Αλλά προτιμώ το Μαρκ και στις δυο ιδιότητες, αν και δεν μου άρεσε η λέξη ‘’τρομοκράτης’’. -΄Ετσι χαρακτηρίζεστε όμως. -Εμ πως θα μας χαρακτήριζαν; Οτιδήποτε σήμερα αντιστέκεται και αμφισβητεί την πορεία των πραγμάτων ονομάζεται τρομοκρατικό για να ξεμπερδεύει κανείς με πολιτικά, ηθικά και λοιπά προβλήματα. Οι αφορισμοί είναι εύκολη υπόθεση άλλωστε. Εδώ στο Τέξας θεωρούν τρομοκράτη όποιον ξεστομίσει την λέξη ειρήνη ή εκφράσει αντιπολεμικούς προβληματισμούς. Ά, και την κουζίνα χωρίς χοληστερίνη. Αλλά νομίζω, και θα έπρεπε να το πιστεύεις και εσύ μέχρι τώρα, ότι έχουμε τόση σχέση με την τρομοκρατία όση σχέση έχει το Τέξας με την οργάνωση για 76


τα δικαιώματα της αγελάδας (η Λίσα είχε πρόσφατα διαβάσει ότι στο Τέξας εκείνη την περίοδο η αγελάδες ήταν κατά 2 εκατομύρια περισσότερες σε πληθυσμό από τους Τεξανούς: 22 εκατομύρια αγελάδες, 22 εκατομύρια εκπομπείς μεθανίου ικανούς να κάνουν όλο το Τέξας και το βόρειο Μεξικό ένα θερμοκήπιο). Προσωπικά, απεχθάνομαι την έννοια της τρομοκρατίας, της αυθεντικής τουλάχιστον. Όταν θες να αλλάξεις τον κόσμο δεν σε καθοδηγεί ούτε μίσος ούτε Κάποιος που θεωρείς εσύ ότι έφτιαξε τον Κόσμο. Άλλωστε, αυτός γιατί να θέλει να σε βοηθήσει να τον αλλάξεις; Και επιπλέον, ακόμα και αν ισχύει ότι κάθε λαός έχει τους αρχηγούς που του αξίζουν, δεν μπορείς να σκοτώνεις άκριτα. Ακόμα και στη βία, όπως και στο κρασί και στα μπέργκερ, πρέπει να είσαι εκλεκτικός. Η βία είναι Τέχνη άλλωστε, δεν είναι κυνήγι φασιανού με ρόπαλο του μπέιζμπολ. Δεν είμαι τρομοκράτης Λίσα, ρομαντικός ίσως, αμετανόητος εχθρός του συμβιβασμού και της συντήρησης μπορεί, αλλά τρομοκράτης, όχι. Η Λίσα τον κοίταξε εξερευνητικά. -Εγώ κάποτε σου είχα πει τι ήθελα να γίνω, εσύ δεν μου έχεις πει ποτέ. Αν δεν θες να γίνεις ένας τρομοκράτης, τι θέλεις να γίνεις; Ο Μαρκ σκέφτηκε για λίγο την απάντησή του. -Θέλω να είμαι το μπιζέλι κάτω από τα 10 στρώματα της κανονικότητας (Η Λίσα δεν είχε διαβάσει το παραμύθι με την πριγκιποπούλα). Θέλω να είμαι ένας από αυτούς που ανάβουν το φυτίλι. Και φυσικά, να μην γίνω ποτέ βαρετός και να ταξιδεύω συνέχεια. Η Λίσα δεν μπόρεσε να μην χαμογελάσει στο τελευταίο του σχόλιο, αν και έστιψε για αρκετή ώρα τον νυσταγμένο της εγκέφαλο για να αποκρυπτογραφήσει την ατάκα για το μπιζέλι και τα δέκα στρώματα (θα το τσεκάρει αργότερα στο ιντερνετ και θα βρει το κλασσικό παραμύθι του μπιζελιού). Είδε από απόσταση το μοτέλ που τους περιέγραφε ο Μίκι Ρούντολφ και αναρρίγησε αυθόρμητα. Ήταν άλλο ένα ξεχασμένο κτίριο στην μέση του πουθενά, με μια μεγάλη επιγραφή με κόκκινα φώτα νέον που έγραφαν Ο ΕL, καθώς το Μ και το Τ είχαν σβήσει. Από κάτω αναβόσβηνε μια καθιστή καουμπόισα (ή μια χορεύτρια σαλούν ή μια σερβιτόρα ή ένα κογιότ της ερήμου, δεν μπορούσε να είναι σίγουρη). Το μοτέλ ήταν στην πραγματικότητα δυο μακρόστενες τροχοβίλες σε σχήμα Γ, βαμμένες σε μια κίτρινη ώχρα και φωτισμένες από ένα επίσης κίτρινο φως μπροστά από κάθε μπορντό πόρτα τους. Μπροστά από μερικά δωμάτια ήταν παρκαρισμένα 4 αυτοκίνητα όλα και όλα, 4 θεόρατα αγροτικά αυτοκίνητα με καρότσα και με λάστιχα περίπου μέχρι το γόνατό της. Οι εγκαταστάσεις φωτίζονταν από δυο μακάβρια λευκούς προβολείς, κάτι που προσέθετε λίγο ακόμα στην αισθητική του μοτέλ που έμοιαζε με σκηνικό για μια ταινία τρόμου β’ διαλογής, από αυτές που η πρωταγωνίστρια θα ακούσει ένα θόρυβο σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και θα πάει να δει τι είναι. Το Μοτέλ λεγόταν Τσέρι Μπέιμπι (Cherry Baby), ήταν ιδιοκτησία του Ευγένιου Ρόμπερτ Κάλαχαν που εκτελούσε και χρέη ρεσεψιονίστα στη νυχτερινή βάρδια, και το είχε ονομάσει έτσι από μια πόρνη που ερωτεύτηκε παράφορα στο Σαν Αντόνιο όταν ήταν ακόμα οδηγός Τρακτέρ. Ήταν ένας γέρος που έμοιαζε με ηλιοκαμένη και στραγγισμένη σταφίδα, ενώ ήταν κάτοχος ενός γκρίζου και πυκνού μουστακιού, που έμοιαζε με σκούπα κήπου κάτω από την λεπτή του μύτη. Ήταν ευγενικός, χαρούμενος που είχε πελατεία και ιδιαίτερα διακριτικός: Δεν τους ρώτησε γιατί ήρθαν στο μοτέλ του, δεν ζήτησε ονόματα, μόνο τους έδωσε μια ηλεκτρονική κάρτα (τι 77


παραλογισμός, μα τα χίλια καουπόικα καπέλα πάνω σε κάκτους, τι παράνοια να υπάρχει ηλεκτρονική κάρτα για τα δωμάτια του μοτέλ) και τους ζήτησε να αφήσουν το σεντόνι και τις μαξιλαροθήκες σε ένα γαλάζιο πλαστικό καλάθι στο μπάνιο. Ύστερα, τους προσέφερε καραμέλες με γεύση κανέλλα που είχε σε ένα μπολ μπροστά στα βιβλία του, και τους ευχύθηκε ένα όμορφο βράδι. Η Λίσα παρατήρησε στους τοίχους της ‘’ρεσεψιόν’’ τρια μηχανήματα προφυλακτικών και διάφορα περιοδικά ενήλικου ενδιαφέροντος. Παρά το γεγονός ότι και αυτή με τον Μαρκ ήταν στις προδιαγραφές της πελατείας του μοτέλ, δηλαδή παράνομοι εραστές (και μάλιστα εντελώς κυριολεκτικά) αλλά δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί: Ποιος ταξιδεύει 40 μίλια ανατολικά του Πέκος μόνο και μόνο για μια φλογερή βραδιά με τον λάθος άνθρωπο; Αργότερα συμπλήρωσε: Και σε ένα δωμάτιο που μυρίζει ναφθαλίνη, με ντεμοντέ πορτοκαλί ταπετσαρίες με λουλουδάκια, με ένα παλιό κρεβάτι με ελατήρια, με ένα κομοδίνο με ένα πορτατίφ και την Αγία Γραφή και ένα πίνακα-απομίμηση από μια μάλλον γνωστή ζωγραφιά που απεικόνιζε την μάχη του Άλαμο. Η Λίσα ένιωσε σαν να είχε μπει σε κάποια χρονομηχανή που την οδήγησε μέσα σε θρίλερ κάποιου drive-in κινηματογράφου. Έκανε μια μικρή επισκόπηση της στενάχωρης τουαλέτας με τον θαμπό καθρέπτη και κοίταξε μετά τον Μαρκ που φαινόταν να απολαμβάνει την αισθητική του δωματίου σαν μουσειακό εύρημα. Αυτός την κοίταξε καθώς έβγαινε από το μπάνιο, ελαφρώς μουτρωμένη για την κατάστασή του. -Δεν φαντάζεσαι πόσο θέλω να σου κάνω έρωτα σε αυτό το δωμάτιο, της είπε, με επιτηδευμένη νότια προφορά. Η Λίσα ξέχασε το μπάνιο, την μυρωδιά κλεισούρας και ναφθαλίνης, τον φόβο κάποιας νυχτερινής επίσκεψης κάποιου σχιζοφρενή δολοφόνου με ρεβόλβερ, την καφετιά κατσαρίδα που είδε να χώνεται μέσα σε ένα ραγισμένο πλακάκι του μπάνιου και αποφάσισε να υποδυθεί το ρόλο της παράνομης ερωμένης του Μαρκ. Όταν μετά από μερικά λεπτά η συσσωρευμένη επιθυμία τους εκτονώθηκε σαν πετρελαιοπηγή στις πεδιάδες του Τέξας, η Λίσα έπεσε ξαπλωμένη ανάσκελα στα σεντόνια της και κοίταξε την ξύλινη οροφή ανασαίνοντας βαριά. -Δεν πίστευα ότι θα κάνω σεξ σε ένα τέτοιο δωμάτιο, μουρμούρισε μέσα από τα λαχανητά της. -Δεν πίστευα ποτέ ότι θα κάνω σεξ σε οποιοδήποτε δωμάτιο του Τέξας, απάντησε επίσης λαχανιασμένος ο Μαρκ. Στο Τέξας κάνεις σεξ μόνο όταν θες να υμνήσεις τον Κύριο με έναν απόγονο. -Δεν σε είχα για τόσο ρατσιστή. -Είναι ο αέρας του Τέξας μάλλον. -Δεν είναι έτσι το Τέξας. -Το ξέρω. Αλλά κάποιοι κάνουν έτσι το Τέξας. -Ποιοί; Η Λίσα σκέφτηκε ότι μπορεί επιτέλους να μάθαινε για την επόμενη κίνηση του Μαρκ και της 2ης ΑΝ. -Όλα στην ώρα τους, απάντησε, και αυτή αναστέναξε με δυσφορία. -Αλήθεια θα πάμε σε συνέδριο για τσιμέντο στο Όστιν; Ο Μαρκ χαμογέλασε και γύρισε ξανά προς τα πάνω της, πιάνοντάς της τα χέρια από τους καρπούς. 78


-Όλα στην ώρα τους, Λίσα Τσέρι, της είπε, παριστάνοντας πάλι νότια προφορά. -Μαρκ; -Ναι; -Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα. -Ω, εγώ απορώ τι έκανα πριν από σένα. Ύστερα, φιλοδώρησαν το δωμάτιο με μια ακόμα βραδιά σεξ.

16. Το επόμενο πρωί βρήκε την Λίσα με μια ευχάριστα περίεργη μίξη σωματικής ευφορίας και κούρασης. Από την άλλη πλευρά, ο Μαρκ ήταν εμφανώς πιο αγχωμένος από άλλες φορές, αρκετά πιο λιγομήλιτος και σκεφτικός. Η Λίσα δεν άντεξε παρά να τον ρωτήσει καθώς ταξιδεύανε ξανά σε άγνωστο για εκείνη προορισμό –πέραν του ότι ταξίδευαν για το Όστιν-, βλέποντας την αλλαγή στην διάθεσή του. -Σήμερα θα γίνει κάτι, έτσι δεν είναι; Αυτός, σε αντίθεση με κάθε άλλη φορά που επέλεγε να της πει ότι ‘’όλα στην ώρα τους’’ ή κάτι ανάλογο, την κοίταξε βλοσυρός. -Ναι. -Είσαι αγχωμένος; -Ναι. -Είναι επικίνδυνο; -Ναι. -Θα μου πεις τι είναι; -Όχι. -Δεν με εμπιστεύεσαι; -Σε εμπιστεύομαι. -Τότε; Ο Μαρκ ξεφύσηξε. Η Λίσα ένιωθε ότι και ο ίδιος θα ήθελε να της πει. Είχε αρχίσει να τρώει σιγά σιγά το πέπλο προστασίας που είχε ρίξει ο ίδιος, και αυτό ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Δεν υπήρχε ούτε λόγος να τον πιέσει ούτε να τον οχυρώσει ξανά. -Αν δεν νιώθεις άνετα, μην μου πεις, συνέχισε. -Αυτό που μπορώ να σου πω είναι το εξής, της είπε τελικά αυτός. Θα πάμε μαζί στο συνέδριο του τσιμέντου στο ξενοδοχείο Ριτζ στο Όστιν. Θα κλείσουμε δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Θα ήθελα να μείνεις στο δωμάτιο αυτό, για όσο θα λείπω (σε αυτό το σημείο η Λίσα δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα μορφασμό απογοήτευσης και μικρής ενόχλησης). Σε αντίθεση με την βόλτα στο Φοίνιξ, αυτή τη φορά μπορεί να αργήσω λίγο παραπάνω. Είναι αρκετά πιο σημαντική η δουλειά μας στο Όστιν, είναι θέμα δικαιοσύνης, είναι θέμα ηθικής, είναι θέμα αρχών. Αλλά είναι και αρκετά πιο επικίνδυνη –εκεί έκανε μια μικρή παύση καθώς πέρασε από δίπλα τους ένα περιπολικό με αναμμένη σειρήνα-, αρκετά πιο επικίνδυνη σε σχέση με τις άλλες. 79


Θυμάσαι που σου είχα πει ότι έχουμε κάποια χαρτιά ακόμα στα μανίκια μας; Χαρτιά αρκετά πιο σημαντικά από μερικές βόμβες και μερικές κλοπές; Η Λίσα ξεροκατάπιε. -Ναι. -Ε, κάπου εδώ είναι το σημείο που τα στοιχήματα ανεβαίνουν στο τραπέζι. Η Λίσα κοίταξε τον Μαρκ για αρκετή ώρα, εξερευνητικά, προσπαθώντας να συναισθανθεί τόσο το άγχος όσο και τα κίνητρά του, προσπαθώντας να δώσει μια ερμηνεία στην ‘’δουλειά’’ που περιέγραφε. Προσπάθησε να τον φανταστεί ως τρομοκράτη, προσπάθησε να τον δει ως βομβιστή, κλέφτη, απατεώνα, χούλιγκαν αλλά δεν μπορούσε. Έβλεπε μόνο έναν άνθρωπο που πίσω από την θέλησή του για να αλλάξει τον κόσμο έκρυβε επιμελώς μια εντελώς ανθρώπινη αγωνία, ένα εντελώς απογυμνωμένο από ιδέες φόβο. Για ένα δικό της, εντελώς προσωπικό λόγο, όταν σκέφτηκε τι δουλειά ‘’δικαιοσύνης’’ θα μπορούσε να έχει η 2 η ΑΝ στο Όστιν εκείνες της ημέρες, η Λίσα Χολμς ένιωσε να βουρκώνει και ένα άγχος πλημμύρισε το στήθος της σαν να πάτηξε κάποιος το κουμπί του μίξερ. Θυμήθηκε τι γινόταν στο Όστιν εκείνες τις ημέρες, θυμήθηκε τι θα γινόταν στο Όστιν την αυριανή ημέρα. Της είχε δώσει όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν. Ακούμπησε τον Μαρκ στον ώμο και τον κοίταξε με τα μάτια της υγρά. -Μην πας, σε παρακάλω, του είπε. Αυτός ανασήκωσε τους ώμους χαμογελώντας. -Δεν υπάρχει λόγος να ανυσηχείς, της είπε. Εξ’άλλου, ακόμα και όλα να πάνε στραβά, στο έχω πει, έχουμε και έχω σχέδιο. Το ίδιο απόγευμα, η Λίσα Χολμς συνόδεψε τον Μαρκ Λίθγκοου, επαγγελματία Πολιτικό Μηχανικό από το Σικάγο στο Συνέδριο για Τσιμέντα στο ξενοδοχείο Ριτζ του Όστιν. Εκεί παρατήρησε ότι οι πολιτικοί μηχανικοί με ιδιαίτερη ενασχόληση τα τσιμέντα δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη φυσιογνωμική και μορφολογική συμμετρία. Μπορεί να είναι λεπτεπίλετοι και κουστουμαρισμένοι στην τρίχα, όπως ένας Ρίτσαρντ Ντόναχιου από την Βοστώνη που χαιρέτησε με κομψότητα τον Μαρκ αλλά και την ίδια. Μπορεί να είναι παχύσαρκοι και ιδρωμένοι σαν να βγήκαν από σάουνα, όπως ένας Μπόμπ Κράντς από την Οκλαχόμα, που έκανε ένα νεύμα στον Μαρκ και κάρφωσε τα στήθη της με μια βουλιμία που την τρόμαξε. Ή μπορεί να είναι εντελώς μπλαζέ και γένους θυληκού, όπως μια Μάργκαρετ Τόμσον από το Κεντάκι, η οποία χαιρέτησε τον Μαρκ ρίχνοντας ένα βλέμμα στην ίδια σαν να κοίταζε τον αριστοκράτη φίλο της και το δουλικό του. Η Λίσα πρόσεξε με έντονο εκνευρισμό το χαμόγελο του Μαρκ προς την Μάργκαρετ Τόμσον, που είχε ντυθεί σαν πρόσκληση στο δωμάτιό της και σκέφτηκε να του ρίξει μια τσιμπιά στα πλευρά. Αν ήταν άνετη στο να εκφράσει τη ζήλια της, θα το είχε κάνει αλλά κρατήθηκε για να συνεχίσει να παρατηρεί τους τσιμεντόφιλους πολιτικούς μηχανικούς. Ψηλοί, κοντοί, αδύνατοι, ευτραφείς, μπλαζέ, κοινωνικοί, στιλάτοι, ρέμπελοι, καλοί επαγγελματίες ή παράνομοι και ρομαντικοί τρομοκράτες, οι πολιτικοί μηχανικοί δεν είχαν ούτε την αίσθητική λόξα που φέρουν μαζί τους οι αρχιτέκτονες (θυμόταν και από την νονά της) ούτε την πιο μινιμαλιστική απλότητα των γεωλόγων. Όσο και να τους παρατηρούσε, δεν μπορούσε να βρει ούτε ένα κοινό σημείο του Μαρκ με τους υπόλοιπους συνέδρους, την αφίσα του συνεδρίου που 80


έδειχνε, χμ, τσιμέντο και μια μπετόβεργα, και την πολυτελή αίθουσα του ξενοδοχείου με τους πρόθυμους υπαλλήλους (άραγε φορούσαν γκρί για να ταιριάζουν στο θέμα του τσιμέντου ή ήταν γκρι το ξενοδοχειακό ένδυμα;). Τον είδε με τα μάτια της να χαιρετάει, να υπογράφει την συμμετοχή του, να παίρνει το καρτελάκι του –ήταν γκρί-, να επιθεωρεί κάποια φυλλάδια που απεικόνιζαν τσιμέντα σε διάφορες στάσεις: Τσιμέντα που χύνονται, τσιμέντα που συμπαγοποιούνται, τσιμέντα που κουβαλούν εργάτες, τσιμέντα σε θεμέλια, τσιμέντα με την νέα κολλεξιόν της Γκούτσι. Τον είδε, αλλά της φαινόταν ότι το σκηνικό ήταν κάποια φάρσα. -Δεν μπορώ να πιστέψω την βαρεμάρα μου εδώ μέσα, του ψιθύρισε στο αυτί, λίγο αφού είχε απομακρυνθεί η Μάργκαρετ Τόμσον κουνώντας τον αχλαδοειδή πισινό της με χάρη ανάλογη ενός γκνου. Αυτός της έσφιξε το χέρι και φαινόταν να το διασκεδάζει. -Όλοι είμαστε εγκλωβισμένοι κάπου, της ψιθύρισε, αν και η ανάσα του στο αυτί της δημιούργησε μια αλυσιδωτή σειρά ερεθισμάτων που διέσχισαν το κορμί της και επικεντρώθηκαν ανάμεσα στα πόδια της. Αυτός εκεί (της έδειξε διακριτικά έναν άντρα, κοντά στα 50, με ένα ευγενικό πρόσωπο και κοντοκουρεμένο μαύρο μαλλί, που φορούσε ένα μάλλον ακριβό κοστούμι) είναι ένας καζανόβα εγκλωβισμένος σε ένα ωραίο γάμο και μια πετυχημένη επαγγελματική καριέρα. Δεν είναι καταπιεσμένος λιγούρης-αν πλησιάσεις δεν θα καρφώσει τον πισινό σου όσο και αν τον τραβάει σαν μαγνήτης-ειδικά ο δικός σου. Αλλά τον ξέρω από τότε που ήταν ακόμα νέος: Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει αγαπήσει τίποτα περισσότερο από τον ποδόγυρο και τον περιστασιακό έρωτα. Τώρα κοίτα εκεί (της έδειξε άλλον έναν άντρα, με απεριποίητο μούσι και αχτένιστο μαλλί, ντυμένο πιο χαλαρά). Αυτός είναι ένας μποέμ αλκοολικός, εγκλωβισμένος σε μια διεθνή κατασκευαστική εταιρία και ένα φοβερό ωράριο εργασίας. Είναι καλός στην δουλειά του-φοβάμαι όμως ότι αν του δώσεις ένα μπουκάλι ουίσκι θα τον βρεις λιπόθυμο σε κάποια παραλία του Μοντεβιδέο την επόμενη ημέρα. Το έχω κάνει. Η Λίσα χαμογέλασε. Του έδειξε διακριτικά έναν άλλο, ένα νευρικό κοντοπίθαρο με μεγάλα γυαλιά μυωπίας. -Αυτός; -Αυτός...Αυτός είναι ειδική περίπτωση, της ψιθύρισε. -Γιατί έτσι; -Επειδή δεν τον ξέρω. Η Λίσα έφερε μια δυνατή τσιμπιά στην μέση του, την οποία αυτός προσπάθησε να αποφύγει όσο πιο διακριτικά μπορούσε. -Και εσύ είσαι ένας τρομοκράτης, εγκλωβισμένος σε ένα γραφείο στο Σικάγο, του είπε. -Δεν είμαι καθόλου τρομοκράτης, και δεν είμαι καθόλου εγκλωβισμένος. Ίσως λίγο στα πρόστυχα εσώρουχα που μου εμφανίζεις κάθε φορά. Μετά από μια ακόμα τσιμπιά κατευθύνθηκαν προς το δωμάτιό του, όπου πράγματι η Λίσα Χολμς τον εξέπληξε ευχάριστα με τα εσώρουχά της, τα οποία είχε αγοράσει μάλιστα από την μπουτίκ του ξενοδοχείου λίγο πριν. Για την Λίσα Χολμς, το απόγευμα πέρασε σαν το 8 ο κερασμένο σφηνάκι τεκίλας. Όταν ο Μαρκ ντύθηκε και την αποχαιρέτησε, το πρόσωπό του δεν είχε καμία σχέση με την ευχαρίστηση που ανέδιδε λίγες στιγμές πριν. Όταν της είπε ‘’θα σε δω αύριο το μεσημέρι’’ της φάνηκε ότι δεν 81


ήταν σίγουρος, της φάνηκε ότι μια μελαγχολία καραδοκούσε πίσω από τις λέξεις, σαν μια αράχνη που κρέμεται απαλά από τον ιστό της προς ένα ανυποψίαστο θήραμα. Πριν κλείσει την πόρτα της έριξε μια τελευταία ματιά, ήταν γυμνή στο κρεβάτι, ιδρωμένη, αμίλητη. Δεν της είπε άλλη λέξη, και απλά έκλεισε την πόρτα απαλά πίσω του, όπως θα έκανε ένας ρομαντικός παράνομος, όπως θα έκανε ένας ιδεολόγος τρομοκράτης, όπως θα έκανε κάποιος που φοβόταν ότι δεν θα την ξαναέβλεπε ποτέ. Η Λίσα Χολμς σκέφτηκε τους εγκλωβισμένους ανθρώπους, σκέφτηκε τον εαυτό της και το ταξίδι που είχε ξεκινήσει χωρίς πυξίδα ή χάρτη, σκέφτηκε τον Μαρκ, σκέφτηκε αυτό που πήγαινε να κάνει ο Μαρκ μαζί με την 2η ΑΝ στο Όστιν, σκέφτηκε το ταξίδι της να τελειώνει άδοξα, σκέφτηκε την λευκή τους Σεβρολέτ να επιταχύνει προς έναν απότομο γκρεμό, να συγκρούεται σε αργή κίνηση με το έδαφος, το αίμα τους να ποτίζει τους κάκτους του Τέξας. Σκέφτηκε ότι και η ίδια ήταν εγκλωβισμένη, εγκλωβισμένη και αδρανής. Δεν είχε λόγο να είναι αδρανής. Η Λίσα Χολμς άνοιξε το κινητό της, επιβεβαίωσε το σημαντικότερο γεγονός της επόμενης ημέρας, κοίταξε τον χάρτη της πόλης, σημείωσε τις διευθύνσεις και αναστέναξε αγχωμένη. Η Λίσα Χολμς είχε αρκετό καιρό που ήταν αδρανής, σαν νάρκη που αιωρείται απαλά στο νερό, περιμένοντας κάτι να την χτυπήσει. Είχε έρθει η ώρα η Λίσα Χολμς να αναλάβει δράση, και έτσι, κατέστρωσε και αυτή με την σειρά της ένα σχέδιο, ολόγυμνη και ιδρωμένη, στα απαλά σεντόνια του Ριτζ και ενώ έξω από το παράθυρό της η νύχτα έπεφτε πάνω στο Τέξας σαν ένα τεράστιο κοπάδι από νυχτερίδες. Και έχει πολλές νυχτερίδες στο Τέξας.

82


ΣΠΑΓΓΕΤΙ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ στο ΌΣΤΙΝ, ΤΕΞΑΣ 17. Ρούμπεν ‘’Ρούπι’’ Πήτερσον. Ετών, 21. Εθνικότητα, Αμερικάνος Πολίτης. Χρώμα δέρματος, μαύρο. Χρώμα μαλλιών, μαύρο. Χρώμα ματιών, καστανό. Σχήμα προσώπου, ωοειδές. Εκπαίδευση, Καθολικό Σχολείο του Όστιν. Εργασία, κηπουρός/φροντιστής στον Ιερό Ναό του Αγίου Μάρκου στο Ανατολικό Όστιν. Οικογενειακή κατάσταση, άγαμος/ορφανός. Ανατράφηκε στο Καθολικό Οικοτροφείον Αρρένων του Αγ. Μάρκου, ανατολικό Όστιν. Θρήσκευμα, βαπτισμένος Καθολικός. Κατηγορία, κατα συρροήν βιασμοί των: Μαιρη-Λου Άντερσον ετών 12, Τίνα Μπέρκ ετών 12, Τζάνις Έκλεστοουν ετών 13. Μαθήτριες του Καθολικού Σχολείου Θηλέων του Αγ. Μάρκου, Ανατολικό Όστιν. Εκβιασμός σιωπής ύστερα από απειλή βίας. Έρευνα για περιπτώσεις επιπλέον βιασμών. Μάρτυρες κατηγορίας, τα θύματα, η καθηγήτρια Θρησκειολογίας κ. Θέλμα Γούντς, ο ιερωμένος Ντιν Σόντερς, ο κηπουρός Φρανκ Ντίζελ. Απόφαση, ένοχος. Ποινή, καταδίκη σε θάνατο. Οι ποινή θα εκτελεσθεί στις Κοινοτικές Φυλακές του Όστιν, στις 10.25 ακριβώς, με την χρήση ενδοφλέβιας ένεσης. Θα είναι παρών ο κυβερνήτης του Τέξας, ο δήμαρχος του Όστιν και ο αρχιεπίσκοπος του Τέξας, ο σεβασμιότατος Τιμόθεος Χάρινγκτον. Αίτηση αναβολής της εκτέλεσης, απορρίφθηκε. Η αστυνομία θα περιφρουρήσει το σωφρωνιστικό ίδρυμα για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας. Απαγορεύεται η κυκλοφορία και η συνάθροιση έξω από τους χώρους των φυλακών. Θα υπάρξουν μπλοκα στην Ανατολική Λεωφόρο αλλά και στην Όγδοη Οδό. Η κίνηση στην εθνική αρτηρία 290, παράρτημα 33 θα ελέγχεται από δυνάμεις της τροχαίας. Αυτή τη στιγμή, 9 και 13 πρώτα λεπτά, παρατηρούνται συναθροίσεις πολιτών στην διασταύρωση 8ης και Μάχα καθώς και στο Μουσείο Γαλλικής Επικράτειας, μισό μίλι δυτικά των Κοινοτικών Φυλακών. Παρακαλείται προσοχή για την διατήρηση της τάξης. Παρακαλούνται οι πολίτες του Όστιν να βοηθήσουν στην περιφρούρηση του έργου της δικαιοσύνης. Η Λίσα Χολμς δεν μπήκε στο πλήθος, καθώς ξεκινούσε σε μεγάλους αριθμούς και σε εκκωφαντικό σαματά να προχωρά από την διασταύρωση 8 ης και Μάχα. Ήταν ένα πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων, υπολόγισε ότι ξεπερνούσε τους 2000, με μια εύλογη πλειοψηφία Αφροαμερικανών αλλά και έντονη παρουσία λευκών. Οι πικέτες, τα συνθήματα και τα φειγβολάν καλούσαν σε απελευθέρωση και αθώωση του ‘’Ρούπι’’ και σε νέα εισαγγελική έρευνα για την πιο πολύκροτη υπόθεση των τελευταίων χρόνων. Η Λίσα παρατηρούσε το πλήθος που μετέδιδε μια ηχηρή αποφασιστικότητα καθώς προχωρούσε αργά προς τις Κοινοτικές Φυλακές του Όστιν, δεν ήταν το κλασσικό φυλετικό συλλαλητήριο που θα περίμενε από ανάλογες υποθέσεις τις τελευταίες δεκαετίες. Φαινόταν σαν να υπήρχε μια άρρητη πεποίθηση στο κοινωνικό σύνολο για την αθωώτητα του Ρούμπεν Πήτερσον, για μια άρρητη πίστη κάποιου 83


ενδοεκκλησιαστικού σκανδάλου στο οποίο ο Ρούπι, εύκολος στόχος από πολλές απόψεις, καταδικαζόταν ως το εξιλαστήριο θύμα. Η Λίσα Χολμς είχε παρακολουθήσει τις εξελίξεις από τις ειδήσεις αλλά ποτέ δεν είχε ασχοληθεί με τις λεπτομέρειες και την υπόθεση καθαυτή. Ήταν ίσως μια τυπική συμπεριφορά για ένα κάτοικο των Βόρειων Πολιτειών, που κάθε τόσο βομβαρδίζονται από κάποια είδηση θανατικής καταδίκης στο Τέξας, την μόνη πολιτεία που ακόμα είχε ισχύ η θανατική ποινή σε ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Συνήθως, αυτές οι υποθέσεις συσχετίζονταν και με κάποιο συλλαλητήριο, μόνο που το ‘’σύνηθες’’ συλλαλητήριο δεν ήταν αυτό το οποίο παρακολουθούσε –και ακολουθούσε δειλά- η Λίσα Χολμς, αλλά αυτό που ξεκινούσε από το Μουσείο Γαλλικής Επικράτειας, ένα μουσείο αφιερωμένο στην Γαλλική Κατοχή του Τέξας, που ήταν στην πραγματικότητα το πολυτελές σπίτι του Αλφόνσε Ντουπουί ντε Σαλιγκνί, Γάλλου διπλωμάτη της εποχής. Αυτό ήταν το καθιερωμένο, κλασσικό συλλαλητήριο που παρακολουθούσε αρκετά πυκνά το Όστιν, το Σαν Αντόνιο, το Ντάλλας και το Ελ Πάσο, οι διαδηλώσεις της Οργάνωσης για την Κατάργηση της Θανατικής Ποινής, μια εθνική οργάνωση με έντονη ακτιβιστική δραστηριότητα –και αρκετές περιπτώσεις επεισοδίων- στην πολιτεία του Τέξας, απαρτιζόμενη κυρίως από νεολαία και δικηγόρους, μέλη άλλων ανθρωπιστικών οργανώσεων και με υπόγειες διασυνδέσεις με το φιλελεύθερο κόμμα του Τέξας. Αλλά η Λίσα Χολμς είχε επιλέξει να μην πάει στο Μουσείο, αλλά στην 8 η οδό, καθώς εκεί ξεκινούσε μια πορεία πρωτότυπη και εντελώς σπάνια. Ήταν μια διαδήλωση Τεξανών κατοίκων, νεολαίων και μη, απέναντι σε μια καταδίκη που είχε καταδικαστεί από την κοινή γνώμη. Αυτή η μεριά του δρόμου μάλιστα, ήταν και αυτή που αντιμετώπιζε η αστυνομία με την μεγαλύτερη νευρικότητα. Σε αντίθεση με τους άλλους, οι κάτοικοι του Όστιν ήταν απρόβλεπτοι. Για ένα ολόκληρο περίπου χρόνο, το Όστιν ήταν το κέντρο κάθε νομικής και μη αντιδικίας, ενώ για την υπόλοιπη αμερική ήταν ένα αληθινό σήριαλ, από αυτά που έχουν την μεγαλύτερη τηλεθέαση. Η υπεράσπιση έλεγε: ‘’Οι κοπέλες είχαν τα μάτια τους δεμένα, δεν ταυτοποιούν τον ένοχο’’ ‘’Δεν βρέθηκε DNA του Ρούμπεν Πήτερσον πάνω στα θύματα’’ ‘’Αποκρύφτηκαν μαρτυρίες που κατευθύνουν σε άλλους ενόχους, εντός της Εκκλησίας’’ Η υπερασπιστές της απόφασης βροντοφώναζαν: ‘’Ο Ρούμπεν Πήτερσον διατηρούσε σχέση με 14χρονη κοπέλα. Αυτό δείχνει τις προτιμήσεις του’’ ‘’Ο Ρούμπεν Πήτερσον είναι ο καθαριστής του προαυλίου. Είχε τα κλειδιά από την αποθήκη που έλαβαν χώρα οι βιασμοί’’ ‘’Η Μαίρη-Λου Άντερσον είχε φτύσει και χλευάσει τον κατηγορούμενο. Η φυλετική εκδίκηση είναι προφανής’’ ‘’Ο Ρούμπεν Πήτερσον στον ελεύθερο χρόνο του παρακολουθούσε πολλά site για περίεργα γούστα’’ Εκείνη την ώρα όμως, και καθώς η Λίσα έβλεπε το πλήθος να πλησιάζει προς το σαστισμένο αστυνομικό μπλόκο, οι δρόμοι του Όστιν γύρω από τις φυλακές βροντοφώναζαν μόνο για την υπεράσπιση του Ρούμπεν Πήτερσον, και απαιτούσαν την άρση της καταδίκης. Από την αντίθετη κατεύθυνση αλλά με ανάλογη ζέση, οι οργανώσεις Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 84


ζητούσαν να μην γραφτεί άλλη μια μαύρη σελίδα στην νομική και ηθική ιστορία του Όστιν. Η Λίσα ήταν σίγουρη πια: Αφού ο Μαρκ είναι στο Όστιν (και μάλιστα με άλλοθι αφού ‘’είναι’’ στο συνέδριο για τα τσιμέντα), αφού η 2η ΑΝ είναι στο Όστιν και συνεχίζει να σκαλίζει τα κακώς κείμενα και της Ηθικής και του Πολιτισμού μιας ολόκληρης υπερδύναμης, σίγουρα είχαν κάτι στο μυαλό τους για εκείνη την ημέρα, για την εκτέλεση του Ρούμπεν Πήτερσον. Το μόνο ερώτημα που είχε μείνει αναπάντητο στο κεφάλι της ήταν το εξής: Τι έκανε η ίδια εκεί, και τι ακριβώς σκοπό είχε η παρουσία της μαζί με το συλλαλητήριο. Ήταν η διάθεση να ζήσει από κοντά την δράση της 2ης ΑΝ; Μια διάθεση περιπέτειας και άγνοιας κινδύνου; Ήταν το παράλογο ένστικτο να προστατεύσει τον Μαρκ αν κάτι πήγαινε στραβά; Ήταν το πείσμα της να μην είναι αδρανής; Ότι και να ήταν, η Λίσα ήξερε ότι από όλες τις απόψεις θα έπρεπε να είχε μείνει στην ασφάλεια και την δροσιά του ξενοδοχείου Ρίτζ, και σε τελική ανάλυση, αν βαριόταν πολύ στο πολυτελές της δωμάτιο, να παρακολουθήσει κάποια συζήτηση για προσμίξεις τσιμέντου και εφαρμογές του στις οικοδομές. Ότιδήποτε άλλο, αυτό που έκανε εκείνη την στιγμή, ήταν μια ηλίθια παρόρμηση. Ενίοτε, ο ρυθμός των καιρών σε κάνει να χορεύεις με νέους τρόπους. Το θέμα είναι να συνεχίσεις να χορεύεις άφοβα. Η Λίσα κοίταξε ξανά το κινητό της για τα τελευταία νέα: ‘’ Ο Ρούμπεν Πήτερσον έφαγε γαρίδες κοκτέιλ και αυγά ποσέ για τελευταίο του γεύμα. Τα συνόδεψε με Κόκα-Κόλα και ανθρακούχο νερό.Ολοκλήρωσε την συνάντησή του με τον ιερωμένο,και βρίσκεται ήδη στην ειδική αίθουσα για την αποπεράτωση της ποινής του’’ Ύστερα, είδε το ελικόπτερο να περιπολεί από τον ουρανό, με ένα καυτό Τεξανό ήλιο να θυμίζει ότι όλα αυτά λαμβάνουν χώρα στην Άγρια Δύση. Ύστερα, άκουσε σειρήνες να ουρλιάζουν από την άλλη πλευρά του εθνικού δρόμου 290, και υπέθεσε ότι από εκεί είχαν ξεκινήσει τα επεισόδια: Ήταν θέμα χρόνου να μεταφερθούν και από την δική τους πλευρά. Ύστερα, είδε το μπλόκο μπροστά τους να οπισθοχωρεί, προφανώς από έντολες κάποιας αμήχανης Αρχής που δεν ήξερε πως ακριβώς να ελέγξει το πλήθος από δυο μέτωπα. Ύστερα, είδε μαύρα πολυτελή αυτοκίνητα να παρκάρουν έξω από τις Φυλακές, και κουστουμαρισμένους άντρες να κατεβαίνουν βιαστικά. Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ύστερα, κοίταξε το ρολόι της: 10.10. Ένιωσε τους παλμούς της να αυξάνονται. Ύστερα, αποφάσισε να μπει μέσα στο πλήθος που πλησίαζε αταλάντευτο τις φυλακές, παράλληλα με την οπισθοχώρηση του μπλόκου. Ύστερα, είδε τις ειδικές δυνάμεις να παρατάσσονται μπροστά από τις φυλακές, με τα κράνη και τις ασπίδες τους να αντανακλούν τον φως του ήλιου και τα γκλομπ τους προτεταμένα. Είδε το πυροσβεστικό όχημα να στοχεύει την μάνικα προς το μέρος τους. Ύστερα, ένας νεαρός πλησίασε κοντά της και της έδωσε μια λευκή χειρουργική μάσκα. -Θα γίνει χαμός, φόρα την, της πρότεινε και ύστερα ξαναχάθηκε στο πλήθος, μοιράζοντας μάσκες. Ύστερα, είδε ένα γκριζωπό και απειλητικό σύννεφο κάποιου αερίου να υψώνεται από την άλλη πλευρά του εθνικού δρόμου.

85


’’Θεέ μου, τι κάνω;’’, σκέφτηκε και άρχισε να οπισθοχωρεί διακριτικά, με το πλήθος όμως να την ωθεί με το σίγουρο βήμα του και τις ιαχές του προς τα εμπρός. Ήταν αποφασισμένοι. Θα προχωρούσαν και σε σύγκρουση με τις αστυνομικές δυνάμεις για τον σκοπό τους. Η Λίσα παρά το φόβο και την αμηχανία της, δεν μπορούσε παρά να συναισθανθεί τον στιβαρό και σταθερό βηματισμό προς την σύγκρουση, το να βάλεις το κεφάλι σου σε κίνδυνο να ανοίξει από κάποιο όργανο της Τάξης, μόνο και μόνο για να βγουν από μέσα τα πιστεύω σου και τα ιδανικά σου σαν φρέσκιες πεταλούδες και να πετάξουν πάνω το πλήθος, δυνατές και ελεύθερες, όμορφες και αιθέριες. Ο Ρούμπεν Πήτερσον ήταν για την πολιτεία ένοχος. Ο Ρούμπεν Πήτερσον ήταν για τους πολίτες αθώος. Ποιό δικαστήριο θα μπορούσε να βγάλει την απόφαση σε μια τέτοια διαμάχη; Αυτά τα αντιφατικά ερωτήματα φαινόταν να είναι τα αγαπημένα του Μαρκ και των ομοιδεατών του, που πολλές φορές είχαν λάβει τον ρόλο του δικαστή και του εκτελεστή της ποινής απέναντι στο κοινωνικό κατεστημένο. Και πράγματι, στις 10 και 18 ακούστηκε το μεγαλοπρεπές μπαμ της εισόδου ενός απρόσκλητου επισκέπτη.

18. Πριν γίνει το μπαμ, και πριν το πλήθος των διαδηλωτών, η αστυνομία, η κοινή γνώμη και οι απανταχού δικαστές γονατίσουν από την τρομάρα τους, η Λίσα Χολμς τον είδε. Τον αναγνώρισε αμέσως, σαν ένα γνώριμο εφιάλτη. Μια ευγενική μορφή που κάνει το αίμα σου να παγώνει, λες και πρόκειται για κάποιο μοντέρνο βρικόλακα, αιμοδιψή και ταυτόχρονα εκλεπτυσμένο, γοητευτικό και ταυτόχρονα τρομακτικό, μια ανθρώπινη ύαινα με δόντια που γυαλίζουν στον ήλιο και μάτια που καιροφυλακτούν για την κάθε λάθος σου κίνηση. Αναγνώρισε τα θαμπά καστανοκόκκινα μαλλιά, το αυστηρό, ανέκφραστο και υπολογιστικό πρόσωπο με το τετράγωνο πηγούνι, το γαλάζιο τζιν πουκάμισο, την εικόνα του νόμου και της αποτελεσματικής εφαρμογής του, το επιβλητικό σάρωμα από το βλέμμα του Τζο Σάμμερς, μπροστά από την πύλη των φυλακών, ήρεμο σαν μπάλα παγωτού. Ήταν εκεί. Τους περιμένανε. Η Λίσα ένιωσε το ρίγος να διαπερνάει την ραχοκοκαλιά της και να μουδιάζει τα δάχτυλά της. Όσο φόβο και αν της δημιουργούσαν οι αστυνομικές δυνάμεις, τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με το δεος της εμφάνισης του Τζο Σάμμερς, την προσωποποίηση ότι η Αρχή θα βρίσκεται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά. Πριν προλάβει όμως να σκεφτεί το οτιδήποτε, η έκρηξη που ακούστηκε από το εσωτερικό των φυλακών οδήγησε εκείνη, όπως και το υπόλοιπο πλήθος μαζί με τις αστυνομικές δυνάμεις να πιάσουν αντανακλαστικά το κεφάλι τους και να σκύψουν. Τον ήχο της έκρηξης ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή απορίας- όταν η Λίσα ξαναγύρισε το βλέμμα της προς την πύλη, ο Τζο Σάμμερς δεν ήταν πια εκεί. Μετά την σιωπή, οι πυροβολισμοί. Πολλοί πυροβολισμοί, επαναλαμβανόμενοι, από το εσωτερικό της φυλακής. Το πλήθος άρχισε να οπισθοχωρεί αμήχανα, αβέβαιο για το τι συμβαίνει και τι να κάνει. Από την άλλη, οι δυνάμεις που τους περιμένανε κάνανε αργά βήματα 86


με την όπισθεν. Και τότε, ένα δεύτερο μπαμ, αυτή τη φορά του εξωτερικού τοιχώματος της φυλακής, που κατέρρευσε μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα σε ένα σύννεφο σκόνης και χαλασμάτων σε διάφορα μεγέθη. Διάφορα συντρίμμια εκτοξεύτηκαν προς το δρόμο, και έπεσαν πάνω στις ασπίδες και τα κράνη των ειδικών δυνάμεων, που τράπηκαν σε μια αιφνιδιασμένη και άτακτη φυγή προς την κατεύθυνση του εθνικού δρόμου. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ο δρόμος μπροστά από την φυλακή ήταν ένα σύννεφο γκρίζας σκόνης με μυρωδιά καμμένου τσιμέντου. Μερικοί ακόμα πυροβολισμοί. Κόσμος έτρεχε προς τα πίσω φωνάζωντας, άλλοι στεκόντουσαν και κοιτούσαν αποσβολωμένοι, άλλοι έκαναν δειλά βήματα προς τα εμπρός. Ένας αστυνομικός εμφανίστηκε να τρεκλίζει απομακρυνόμενος από τον εκτιναγμένο τοίχο, μέχρι που σωριάστηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ένα ηχητικό αλαλούμ από συναγερμούς αυτοκινήτων, την σειρήνα κινδύνου της φυλακής, ουρλιαχτών και εκκωφαντικής έκπληξης. Ύστερα, βγήκαν. 6 άνθρωποι βγήκαν από τον καπνό, μέσα από τον γκρεμισμένο τοίχο, και έτρεξαν προς το πλήθος. Φορούσαν όλοι μαύρες εφαρμοστές μπλούζες και μαύρα παντελόνια, φαινόντουσαν σαν πελώριες αράχνες μέσα από τον καπνό και την σκόνη. Φορούσαν μάσκες. Η Λίσα Χολμς αναγνώρισε τον Τζόρτζ Μπους και τον Ντάνιελ Ρεντ, φορούσαν χαμογελαστές αποκριάτικες μάσκες κυβερνητών του Τέξας. Κρατούσαν επίσης όπλα, μπόρεσε σε δυο από αυτούς να διακρίνει ένα περίστροφο. Αλλά το πιο σπουδαίο, δεν ήταν μόνοι τους. Μαζί τους, φορώντας την πορτοκαλί φόρμα της φυλακής και χωρίς μάσκα, με το πρόσωπο ενός ανθρώπου που ένιωθε ταυτόχρονα υπέρμετρο τρόμο και απέραντη ευγνομωσύνη, ήταν ο Ρούμπιν Πήτερσον, και στην θέα του, το πλήθος σταμάτησε να οπισθοχωρεί και άρχισε να παρακολουθεί εμβρόνητο την ομάδα που έτρεχε προς το μέρος του. Μετά από μερικές στιγμές, από τον ίδιο γκρεμισμένο τοίχο εμφανίστηκε και άλλη μια ομάδα αντρών, που φορούσε μαύρα γυαλιά και μαύρα κοστούμια με λευκό πουκάμισο, αν και με την σκόνη φαινόντουσαν ολότελα γκρι. Κρατούσαν όπλα και αυτοί, μόνο που ήταν μεγαλύτερα όπλα, με μακριές κάννες με όψη θανάτου, τα οποία προέτειναν προς την ομάδα που έτρεχε, χωρίς όμως να πυροβολήσουν. Η Λίσα είδε τον Τζο Σάμμερς να ξεπροβάλλει ξανά, με τα κοκκινωπά μαλλιά του και το αυστηρό του πρόσωπο λερωμένα από την σκόνη και ύστερα να κάνει νόημα να τον ακολουθήσουν καθώς άρχισε να περπατάει γοργά προς το πλήθος. Θα ήταν έγκλημα άλλωστε να πυροβολήσουν-οποιαδήποτε σφαίρα θα μπορούσε να βρει τους περίεργους φυγάδες, που τώρα έφταναν μπροστά στον κόσμο που εντελώς αυθόρμητα και ασυναίσθητα, σαν να ήταν υπνωτισμένος από την ταραχή και την σκόνη, άρχισε να τους χειροκροτεί. Η Λίσα έμεινε άναυδη καθώς ένα μεταδοτικό χειροκρότημα εξαπλώθηκε γύρω της σαν ιός, και οριακά παρέσυρε και εκείνη να ενώσει τα δυο της χέρια με θαυμασμό. Το τι ακολούθησε όμως ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό. Η Λίσα είδε τους 6 μαυροντυμένους άντρες και τον Ρούμπεν Πήτερσον να μπαίνουν στο πλήθος, και αυτό αντανακλαστικά να δημιουργεί μια ανθρώπινη αλυσίδα πίσω τους. Είδε σχεδόν μπροστά της έναν από τους άντρες να πετάει την μάσκα και να βγάζει τα εφαρμοστά του ρούχα, και να παραμένει με ένα τζιν και ένα λευκό T-shirt. Είδε τον κόσμο να ωθεί αυθόρμητα τον Ρούμπεν Πήτερσον προς τα πίσω, μέσα σε πανυγηρικές ιαχές και χειροκροτήματα. Όταν η ομάδα του Τζο Σάμμερς έφτασε μπροστά στο εκ νέου συγκροτημένο πλήθος, συνάντησε μια πηχτή και πυκνή ανθρώπινη αλυσίδα που εξαπλωνόταν για ένα 87


ολόκληρο τετράγωνο. Η Λίσα, που είχε μείνει ακόμα μπροστά τον είδε να κοιτάει εκνευρισμένος προς τα πίσω, είδε την οργή στα μάτια του που έλεμπαν γαλαζωπά στο σκονισμένο του μέτωπο, είδε το στόμα του να συσπάται από αγανάκτηση και ύστερα να φτύνει οδηγίες προς τους συνεργάτες του. Ο κόσμος άρχισε να οπισθοχωρεί πιασμένος σφιχτά χέρι-χέρι, αγκώνααγκώνα, σαν ένα σώμα, πισοπατώντας, χωρίς να γυρίζει την πλάτη του προς τις αστυνομικές δυνάμεις που είχαν ήδη αρχίσει να πλησιάζουν ξανά. Η Λίσα είδε τον Τζο Σάμμερς να τρέχει να προλάβει μια ομάδα που ετοίμαζε τα δακρυγόνα της, και να χειρονομεί έξαλλος. Αν προσπαθούσαν να διαλύσουν το πλήθος, θα χάνανε στον διευρυμένο πανικό να βρουν τουλάχιστον τον Ρούμπιν Πήτερσον. Σε ότι αφορά αυτούς που τον φυγάδευσαν λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, αυτοί ήταν ήδη απλοί διαδηλωτές, οι μάσκες ήταν πεσμένες στην άσφαλτο. Οι μάσκες από 6 κυβερνήτες του Τέξας. Ο Τζο Σάμμερς κοίταξε μια συσκευή που έβγαλε από την τσέπη του, και ύστερα την χτύπησε με δύναμη πάνω στο δρόμο, κάνοντάς την χίλια κομμάτια. Αν η Λίσα Χολμς μπορούσε, εκείνη την δύσκολη στιγμή να διαβάσει αυτό που είχε διαβάσει ο Τζο Σάμμερς, θα έβλεπε το έργο τέχνης ολοκληρωμένο- εκεί που βρισκόταν μπορούσε να δει μόνο μια πλευρά του. Η πλευρά αυτή ήταν μεν εντυπωσιακή και αναπάντεχη, αλλά το έργο περνούσε σε άλλο επίπεδο στο σύνολό του. Λίγα μόλις μίλια μακριά, στους κοιτώνες της εκκλησίας, ο αιδεσιμότατος Φράνσις Γκάντερ ανακαλύφθηκε νεκρός από ένα παπαδοπαίδι, με μια ένεση καρφωμένη στον ιερό πισινό του και μια επιγραφή πάνω στον τοίχο του: ΟΙ ΠΟΙΝΗ, ΕΞ’ΑΛΛΟΥ, ΗΤΑΝ ΘΑΝΑΤΟΣ. Μόνο αρκετές ώρες μετά θα έβλεπε η Λίσα Χολμς, μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο και το ραφινάρισμα του έργου: Δίπλα στο πτώμα του αιδεσιμότατου, που είχε πεθάνει από το ίδιο δηλητήριο που θα έμπαινε βίαια στις φλέβες του Ρούμπιν Πήτερσον, υπήρχε ένα μικρό στικ μνήμης, με ‘’κομμάτια’’ της προσωπικής του συλλογής, μικρές ερασιτεχνικές ταινίες που είχε φτιάξει ο ίδιος και που απεικόνιζαν γραφικά τον ξεπεσμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την παραβίαση των ορίων ηθικής, την χυδαία υπέρβαση της ανθρώπινης ουσίας σε αυτήν του διεστραμμένου κτήνους. Ο Φράνσις Γκάντερ είχε υπερβεί τα όρια της ανθρωπιάς ανεπανόρθωτα και παρατεταμένα, πολύ περισσότερο από ότι προσπαθούσαν να φορτώσουν στον Ρούμπιν Πήτερσον. Σαν να μην έφτανε αυτό, η νέα εισαγγελική έρευνα ανακάλυψε και συγκάληψη των δραστηριοτήτων του αιδεσιμότατου, και μια σειρά από ιερείς και ιερωμένους οδηγήθηκαν με διαμαρτυρίες από την αγία γραφή προς την δικαιοσύνη. Πολλοί από αυτούς καταδικάστηκαν. Κανένας από αυτούς με θανατική ποινή. Πριν ανακαλύψει όλα αυτά η Λίσα Χολμς και νιώσει μαζί με την υπόλοιπη χώρα της τα τεράστια ηθικά και κοινωνικά διλήμματα που καρφώθηκαν στην συλλογική συνείδηση σαν παρεπόμενα θραύσματα της έκρηξης στις φυλακές του Όστιν, βρισκόταν ακόμη μέσα στο πλήθος που οπισθοχωρούσε αργά και αναρωτιόταν με αγωνία για τους πυροβολισμούς και την τύχη του Μαρκ. Ύστερα, και λίγο πριν γυρίσει την πλάτη της στις κατεστραμμένες φυλακές που βούιζαν ακόμα υστερικά μέσα από τις σειρήνες τους, ένιωσε ένα χέρι να την πιάνει δυνατά από τον ώμο και να την ταρακουνάει. Η Λίσα γύρισε απότομα και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με 88


τον Μαρκ. Ήταν ιδρωμένος και αναψοκοκκινισμένος, τα μάτια του την κοιτούσαν αυστηρά και αγριεμένα, το χέρι του πίεζε τον ώμο της. -Θέλεις να μου πεις τι διάολο κάνεις εδώ, την ρώτησε, και ύστερα την τράβηξε με δύναμη από το χέρι. Πίσω τους, ο Τζο Σάμμερς άναβε με σπίρτο ένα καφέ στριφρό τσιγάρο και παρακολουθούσε μια ομάδα να κουβαλάει ένα φορείο έξω από την πύλη. Ύστερα, άλλο ένα. Στο τρίτο φορείο, αν κάποιος κοίταζε προσεχτικά, θα μπορούσε να αναγνωρίσει το χαμόγελο παχυλών υποσχέσεων του Γουίλιαμ Κλέμεντς, κυβερνήτη του Τέξας την περίοδο 1979 έως 1983.

19. Το ξυπνητήρι της κοινωνικής αφύπνισης έχει καιρό τώρα χτυπήσει. Έχει φτάσει η ώρα της αλλαγής των εποχών, έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου να αποτινάξουμε την σκουριά από το παλτό της προόδου, είναι η εποχή που πρέπει να απλωθεί ζεστό φως στον σύγχρονο σκοταδισμό, πριν χαθούν όλες οι αξίες στον κονιορτό της λήθης. Είμαστε ανώνυμοι και επώνυμοι, η 2 η Αναγέννηση που έχουν ανάγκη οι καιροί. Δεν φέρνουμε βόβμες, αλλά την πυρίτιδα. Δεν φέρνουμε βια, δείχνουμε αυτή που υπάρχει. Δεν κρατάμε όπλα, μόνο το δρεπάνι με το οποίο θα θερίσουν θύελλες όσοι καιρό τώρα σπέρνουν ανέμους. Το γερασμένο καθεστώς, ούτε ακούει, ούτε βλέπει την βούληση μιας κοινωνίας που κρατάει στάσιμη και δέσμια. Λοιπόν τότε, θα φανούμε πιο έντονα, θα ακουστούμε πιο δυνατά. Υπάρχουν τρεις πυλώνες στα θεμέλια του κόσμου. Αυτούς τους πυλώνες που διαβρώνονται και παραδίνονται στην φθορά, σε αυτούς θα κάνουμε ριζική ανακαίνιση και αποκατάσταση. Σε αυτούς στηρίζουμε εμείς την δράση μας. Είναι ο πυλώνας του πολιτισμού. Είναι ο πυλώνας του κοινωνικού υποδείγματος. Είναι ο πυλώνας της πολιτικής ανατροπής. Ειμαστε ακόμα στην αρχή, αλλά ξέρουμε ότι αυτή είναι η αρχή μιας νέας αρχής. 2η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ Υ.Γ.: Ο Φράνσις Γκάντερ δεν καταδικάστηκε από εμάς, αλλά από το Ανώτατο Δικαστήριο του Τέξας, από 12 ενόρκους και έναν δικαστή, καθ΄όλα νόμιμα. Εμείς, με βαθιά λύπη, εξασφαλίσαμε την δίκαιη εφαρμογή του νόμου, πριν αυτός οδηγήσει σε θάνατο ακόμα έναν αθώο. Αλλά ούτε στον Φράνσις Γκάντερ έχει γεννηθεί ο άνθρωπος που δικαιούται να του αφαιρέσει την ζωή. Είμαστε συνένοχοι στο έγκλημα- ας είναι το τελευταίο έγκλημα κατά της ζωής που λαμβάνει χώρα στην δικαιοσύνη της Αμερικής.

89


ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΓΥΑΛΙ #3 Η δίκη της Βανίλιας, μέρος 1ο Ο δικαστής Νταβάρν είχε ένα ολοστρόγγυλο γυαλιστερό κεφάλι, με κόκκινο σβέρκο και προγούλια που παρέπεμπαν σε πελεκάνο. Ήταν έτσι τέτοια η στρογγυλάδα του κεφαλιού του, που νόμιζες ότι δεν έχει καθόλου λαιμό- ένα επίσης στρογγυλό σώμα άρχιζε από κάτω. Όσο αστείος και να ήταν, τώρα κοίταζε τον Ουίλιαμ Μπάροους αρκετά εκνευρισμένος, με σταγόνες ιδρώτα στην καράφλα του. -Τι εννοείς δεν είχαν πρόθεση συνήγορε; Ο Ούιλιαμ Μπάροους ξερόβηξε. -Κύριε πρόεδρε του δικαστηρίου, με όλο το σεβασμό. Η παρουσία της Αντι-τρομοκρατικής στις φυλακές του Όστιν παραμένει ένα μυστήριο για τους κατηγορούμενους ακόμα και τώρα. Αν οι πελάτες μου ήξεραν ότι θα υπήρχε απάντηση της Τάξης εκείνη την ημέρα, θα είχαν ακυρώσει την απελευθέρωση του νεαρού Ρούμπεν Πήτερσον. Του παραλίγο αδίκως νεκρού, Ρούμπεν Πήτερσον. Ο εισαγγελέας πετάχτηκε σαν ελατήριο από την θέση του. -Ένσταση κύριε πρόεδρε, φώναξε. Η ατυχής απόφαση του δικαστηρίου του Τέξας δεν... -Δεκτή, τον διέκοψε ο δικαστής. Ύστερα, κοίταξε πάλι τον Μπάροους. -Κύριε Μπάροους, να σας υπενθυμίσω ότι εδώ είναι το ομοσπονδιακό δικαστήριο. Δεν έχουμε ενόρκους εδώ για να πετάτε έξυπνα τσιτάτα εντυπωσιασμού. Και αυτό που δεν καταλαβαίνω αυτή τη στιγμή, είναι ο άκρατος παραλογισμός σας! Λέτε δηλαδή ότι το σωστό θα ήταν να μην υπάρχει αντίδραση της αστυνομίας; Ότι θα πρέπει, για να μην θρηνούμε θύματα, να αφήνουμε ανενόχλητους τους επίδοξους τρομοκράτες; Αυτό είναι αναρχία κύριε Μπάροους. Ο Ουίλιαμ έριξε μια κλεφτή ματιά προς την Θέλμα, η οποία τον κοίταζε ενθαρρύνοντας τον να συνεχίσει απτόητος. Πήρε μια βαθιά ανάσα. -Σε κάθε περίπτωση κύριε πρόεδρε του δικαστηρίου, οι πελάτες μου λειτουργούσαν υπό το ηθικό καθήκον τους να γλιτώσουν ένα παραστράτημα του Νόμου. Το έγκλημα της δολοφονίας του Ρούμπεν Πήτερσον θα ήταν πολύ μεγαλύτερο- αποσωβήθηκε από αυτούς εδώ τους ανθρώπους. Πριν κρίνετε τον τρόπο τους, τα μέσα τους, την ιδεολογία τους, θα πρέπει, οφείλετε να κρίνετε τον σκοπό. Η πράξη τους τιμάει τον Νόμο, και ο Νόμος είναι πάλι εδώ για να κρίνει αυτούς. Ας τους κρίνει με τον ίδιο σεβασμό που τον αντιμετώπισαν και αυτοί. Ο Ουίλιαμ έκατσε ξανά για να παρακολουθήσει τον εισαγγελέα. Ήταν ευχαριστημένος, αν και ήξερε ότι στην πραγματικότητα, οι πελάτες του διαφωνούσαν με τον τρόπο που χειριζόταν την συγκεκριμένη υπόθεση.

90


Το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ενός ΄ΕΡΩΤΑ (συνέχεια)

20. Ο πολιτισμός. Το κοινωνικό υπόδειγμα. Η πολιτική ανατροπή. El piano, el repique, el chico. Ο ρυθμός της ζωής και οι πυλώνες που ανατινάζει με χαρά μικρού παιδιού η 2 η Αναγέννηση, οι τρομοκράτες που ήρθαν από το μέλλον που διαρκεί πολύ. Απώλειες πολέμου: Η δολοφονία του αιδεσιμότατου Φράνσις Γκάντερ. Ή μήπως ο νόμιμος θάνατός του; Οι τέσσερις νεκροί των δυνάμεων της Τάξης: Ο Μάικλ, φρουρός της φυλακής, από σφαίρες στο στήθος, χωρισμένος, πατέρας ενός παιδιού. Ο Νταν και ο Τίμοθυ, πράκτορες της Αντι-Τρομοκρατικής Υπηρεσίας, άγνωστα οικογενειακά στοιχεία και αιτία θανάτου. Ο Μπίλ, νεαρό στέλεχος των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας, χτυπήματα από θραύσματα από την έκρηξη του ανατολικού εξωτερικού τοίχου των Κοινοτικών Φυλακών του Όστιν. Ο νεκρός της ομάδας τρομοκρατών: Κόλιν Νας, καλιφορνέζος δημοσιογράφος, ετών 28, κοινωνικό ρεπορτάζ στους San Francisco Times, με ιδιαίτερη ευαισθησία στους άστεγους της πόλης, λευκό ποινικό μητρώο, άγαμος. Επιπλέον, 12 τραυματίες αστυνομικοί, είτε από θραύσματα είτε από πυροβολισμούς. 22 μικροτραυματισμοί διαδηλωτών (των συγκρούσεων με την αστυνομία συμπεριλαμβανομένων). Μερικές χιλιάδες δολάρια από τις υλικές ζημιές από την έκρηξη. Κάτι κυκλοφορεί κάτω από το χαλάκι της κοινωνικής ισορροπίας. Είναι μυστηριώδες, σχεδόν αόρατο, αλλά είναι εκεί. Και ροκανίζει αργά και σταθερά το τεντωμένο σύρμα που βαδίζει ο συλλογικός μας ακροβάτης. Ελπίζουμε να έχει δίχτυ προστασίας έτοιμο όταν ολοκληρώσει το έργο του, γιατί εμείς από την σιγουριά και την αλαζονεία μας δεν είχαμε προνοήσει. Στο ξενοδοχείο Ριτζ, μερικές ώρες μετά την μεγάλη απόδραση του Ρούμπιν Πήτερσον, το συνέδριο για το τσιμέντο έκανε ένα διάλλειμμα από τις εργασίες του για να παρακολουθήσει άφωνο τα συνταρακτικά γεγονότα. Ο Μαρκ και η Λίσα πέρασαν απαρατήρητοι μέσα από το μπουλούκι των πολιτικών μηχανικών που είχαν καρφωμένο το βλέμμα τους στην μεγάλη οθόνη του λόμπι. Κανείς δεν παρατήρησε την σκόνη πάνω τους, τον ιδρώτα τους, τις νευρικές και ταλαιπωρημένες εκφράσεις του προσώπου τους. Στην μεγάλη οθόνη, μια νεαρή δημοσιογράφος ρεπόρτερ κυνηγούσε τον Τζο Σάμμερς ο οποίος έκανε ένα αρνητικό νεύμα και χώθηκε σε ένα μαύρο πολυτελές αυτοκίνητο, πετώντας στην σκονισμένη και γεμάτη θραύσματα άσφαλτο ένα στριφτό τσιγάρο ξεραμένου καπνού βιρτζίνια με χαρτάκι γλυκόριζας. Ο Μαρκ συνεχίζει να κρατάει την Λίσα σφιχτά από τον καρπό, και την αφήνει μόνο αφού κλείσει με δύναμη την πόρτα του δωματίου τους. Εκεί, γονατίζει και πιάνει το πρόσωπό του. Η Λίσα είναι αμήχανη και αβέβαιη για το τι να κάνει. Ο Μαρκ σηκώνεται και πηγαίνει στο μπάνιο. Η Λίσα ακούει νερό, και ένα πνιχτό λυγμό του Μαρκ. Ο Μαρκ ξαναβγαίνει από το μπάνιο έχοντας βρέξει το πρόσωπό 91


του. Τα μάτια του είναι κόκκινα και βουρκωμένα. Δεν τον έχει ξαναδεί ποτέ τόσο συννεφιασμένο. Ο Μαρκ κάθεται στο κρεβάτι. -Ο Κόλιν..γαμώτο, ο Κόλιν...μονολογεί και πνίγει ακόμα ένα λυγμό. Ύστερα την κοιτάει στα μάτια, το βλέμμα του θέλει να διαπεράσει το κρανίο της. Η Λίσα νιώθει ένα κόμπο στο λαιμό πιο σφιχτό και από την κρεμάλα σε κέδρο του Τέξας. Η Λίσα σκέφτεται μήπως είναι η ώρα να το βάλει στα πόδια, αλλά είναι ερωτευμένη με αυτόν τον τρομοκράτη, όσο και αν δεν θέλει να το παραδεχτεί. Αυτός από την άλλη, δείχνει απλά οργισμένος. -Τι έκανες εκεί; Δεν σου είπα να μείνεις εδώ; Η φωνή του είναι επιθετική, αγριεμένη, την κατηγορεί. Αυτή κομπιάζει. -Πες μου την αλήθεια, συνεχίζει αυτός με τον ίδιο τόνο. Είπες τίποτα σε κανέναν; Η Λίσα επιστρατεύει την ψυχραιμία της. Νιώθει κρύο ιδρώτα στο στέρνο της, τα πόδια της κομμένα. -Τι είναι αυτά που λες; Σε παρακαλώ.. τα λόγια της βγαίνουν αβίαστα, αληθινά, ένα δάκρυ ξεφεύγει από τους αδένες των ματιών της και κατρακυλάει στο δεξί της μάγουλο. Είναι έτοιμη να κλάψει σαν μικρό κορίτσι που το μαλώνουν. Ένα ερωτευμένο μικρό κορίτσι, και ας μην θέλει να το παραδεχτεί. Αυτός μαλακώνει λίγο, αλλά έχει αμφιβολίες. Φαίνεται στο βλέμμα του, είναι θολό, δεν έχει το πάθος και την τρυφερότητα που έχει συνηθίσει. Σηκώνεται όρθιος και την πλησιάζει αργά. Η Λίσα εξετάζει το ενδεχόμενο να φωνάξει βοήθεια. Φοβάται οτι κανένας δεν θα την ακούσει. -Γιατί ήρθες εκεί; -Φοβόμουν...για σένα. Ήταν λάθος. Η Λίσα δεν μπορεί να κρατήσει άλλο ένα δάκρυ. Τα ζυγωματικά της είναι τώρα υγρά και κόκκινα, το δάκρυ παίρνει μια περίεργη τροχιά και ακουμπά τα μισάνοιχτα χείλη της. Από το στόμα της βγαίνει γρήγορη η ανάσα της. Μπορείς να ακούσεις την καρδιά της να χτυπάει σαν να είναι κλεισμένη σε μπουντρούμι και ζητάει βοήθεια. Ο Μαρκ κάνει ακόμα ένα βήμα κοντά της. Αυτή πισωπατεί ασυναίσθητα. -Μας περιμένανε, της λέει και οι λέξεις φεύγουν από το στόμα του σαν μικρά στιλέτα με στόχο το στέρνο της. Μας περιμένανε και δεν μπορώ να καταλάβω πως. Σκοτώσανε τον Κόλιν, αναγκαστήκαμε να ανοίξουμε πυρ, πρέπει να σκοτώσαμε δυο ή τρεις ανθρώπους, το καταλαβαίνεις; Ο Μαρκ είναι αναψοκοκκινισμένος από την αδρεναλίνη, την ένταση και την οργή. Μοιάζει με πουλί που προσγειώνεται στο εσωτερικό μιας καμπάνας και χάνει κάθε αίσθηση προσανατολισμού. Η Λίσα δεν ξέρει αυτόν τον Μαρκ, ούτε πως να φερθεί ούτε πως να τον αντιμετωπίσει. Η Λίσα όμως έχει ένα καλά κρυμμένο τσαμπουκά, τον οποίο ποτέ δεν βγάζει από τον πρώτο γύρο. Σκουπίζει ακόμα ένα δάκρυ πριν φτάσει στα ζυγωματικά της. Τον κοιτάει με βλέμμα τρυφερό. Το βλέμμα της μόνο τον μαλακώνει, σαν ζεστή ακτίνα ήλιου πάνω στο χώμα μετά από παρατεταμένη συννεφιά. -Είσαι εντάξει;, τον ρωτάει, και το ενδιαφέρον της είναι όσο γνήσιο μπορεί να είναι κάτι. Αυτός πνίγει ένα λυγμό. Την αμέσως επόμενη στιγμή, πλησιάζει κοντά της και την αγκαλιάζει. Βάζει το πρόσωπό του κάτω από τον ώμο της. Αν κλαίει, το κάνει σιωπηρά. Τα αναφιλητά του 92


είναι σπασμοί μιας ταλαιπωρημένης καρδιάς. Η Λίσα τον παίρνει αγκαλιά με την σειρά της, τα χέρια της τον σφίγγουν στοργικά. Τον χαιδεύει στο κεφάλι. Αυτή της η κίνηση πυροδοτεί έναν ηχηρό λυγμό. Ο Μαρκ αυτοσυγκρατείται ξανά. Τον ενθαρρύνει να κλάψει. Της ζητάει συγνώμμη. Τον συγχωρεί. Η Λίσα νιώθει ένα καινούριο δέσιμο με τον Μαρκ, ακόμα ένα αόρατο χούλα-χουπ μέσα στο οποίο χορεύουν μαζί. Τον αγκαλιάζει ακόμα πιο σφιχτά, αφήνει τα αλατισμένα από το δάκρυ χείλη της να κυλήσουν στο λαιμό του. Οι ανάσες τους γίνονται πιο έντονες και πλέον μπορεί ο ένας να νιώσει τους παλμούς του άλλου. Ο Μαρκ την πιάνει από την μέση σφιχτά, δηλώνει την κυριότητά του πάνω της, αφήνει την λεκάνη του να υποδηλώσει το πάθος του για αυτήν, η Λίσα αποδέχεται αυτό το πάθος με ένα ξέπνοο αναστέναγμα. Παρασέρνονται σαν χορευτές αργού ταγκό προς το κρεβάτι. Ο Μαρκ τραβάει με δύναμη την μπλούζα της και την σκίζει, η Λίσα ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Η χορογραφία είναι γεμάτη αυθόρμητες κινήσεις, λάθη, διαφορετικούς ρυθμούς. Σε λίγο είναι και οι δυο γυμνοί, μπορεί να νιώσει την ένταση στο σώμα του, εκείνος νιώθει την αγωνία στο δικό της. Καθυστερούν. Αφήνονται στην προσμονή της λύτρωσης της επιθυμίας τους, αγκαλιάζονται όσο πιο σφιχτά μπορούν, φιλιούνται, φιλιούνται σαν να μην έχουν ξαναφιληθεί ποτέ και σαν να μην υπάρχει επόμενη ημέρα για ένα νέο φιλί. Είναι πλέον παράνομοι, καταζητούμενοι, καταδιωκόμενοι, ο κίνδυνος δεν στέκεται ως μακρινός παρατηρητής αλλά είναι έξω ακριβώς από την πόρτα τους, περιμένει να κοιμηθούν για να τρυπώσει κάτω από την σχισμή της πόρτας, μέσα από την πρώτη χαραμάδα που θα βρει. Η Λίσα τον τραβάει πάνω της, βυθίζει τα νύχια της στην πλάτη του, τον γρατζουνάει, ανακαλύπτει μια επιθετικότητα που ποτέ δεν ήξερε ότι είχε, είναι η άγρια πλευρά που ξέχασε στις παραλίες του Μοντεβιδέο, είναι αυτό που κρατούσε καλά κρυμμένο κάτω από τα στρωσίδια της καθημερινής ζωής της. Η Λίσα και ο Μαρκ κάνουν έρωτα, αλλά την ίδια στιγμή αλλάζουν δέρμα σαν σε αλλαγή εποχής. Η Λίσα νιώθει τις καινούριες τις φολίδες να γυαλίζουν κάτω από τον ιδρώτα και την έξαψή της, νιώθει πιο όμορφη από ποτέ, νιώθει σαγηνευτική, νιώθει όσο σέξυ δεν έχει νιώσει στην ζωή της. Ο Μαρκ απελευθερώνει όλη την έντασή του πάνω της, όλη την αδρεναλίνη που κάνει τις φλέβες του να χτυπούν σαν αντλίες, η Λίσα την αποδέχεται με άγρια ευχαρίστηση και τον ωθεί ακόμα περισσότερο κοντά της, θέλει να γίνει ένα μαζί του, γεύεται τον ιδρώτα του, τον δαγκώνει. Ύστερα, ανοίγει ορθάνοιχτα τα μάτια της και νιώθει ένα ένα τα κύτταρά της να ταλαντώνονται και να συσπώνται, να ουρλιάζουν και να χορεύουν, να έρχονται σε αρχέγονη έκσταση, να παραδίνονται σε ανώτερες δυνάμεις, να γεννιούνται και να πεθαίνουν σε μια μεταφυσική μυσταγωγία. Η νύχτα έξω από παράθυρό τους έπεσε σαν την βαριά μαύρη κουρτίνα του τέλους μιας παράστασης που σηματοδοτούσε μια διαφορετική επόμενη ημέρα. Για τον κόσμο, για το συρμάτινο σκοινί της κοινωνικής ισορροπίας, για την Λίσα Χολμς. Αλάζμπρα.

93


21. Μια παράξενη, απροσδόκητη βροχή άρχισε να μαστιγώνει τους θορυβημένους δρόμους από το πρωί της επόμενης ημέρας. Ξεκινήσανε το ταξίδι τους νωρίς το πρωί, με τον Μαρκ να είναι βαρύς και λιγομίλητος, κάτι που σεβάστηκε η Λίσα χωρίς διαμαρτυρία ή διάθεση για κουβέντα. Η λευκή σεβρολέτ ξέπλυνε την σκόνη από τους ερημικούς δρόμους του Νότου και έφτασε καλογυαλισμένη μέχρι τα σύνορα του Τέξας, ενώ από το ράδιο έπαιζε χαμηλόφωνα παραδοσιακή country μουσική, την οποία και ο Μαρκ δυνάμωσε, στην πρώτη επί της ουσίας κίνηση που είχε κάνει από το πρωί. -Σου αρέσει η country;, τόλμησε να ρωτήσει εκείνη. Ο Μαρκ πήρε σχεδόν αμέσως το ύφος ενός ακόμα λογύδριου- τουλάχιστον είχε διάθεση να μιλήσει. Είχαν πλέον φύγει από το Τέξας, αφήνοντας πίσω τους τα καουμπόικα καπέλα και τα σπιρούνια στις μπότες τους, μαζί και εκείνη την αναπάντεχη νεροποντή, και η Λίσα παρατήρησε ότι βρίσκονταν πλέον στην πολιτεία του Άρκανσας, το οποίο αν δεν προφέρεις με τον σωστό τρόπο, δηλαδή Άρκανσόου, είσαι υπόλογος στο νόμο. -Όσο και να με ακούς να υποτιμώ την κουλτούρα και την ιστορική κληρονομιά του Νότου, όσο και αν με εκνευρίζει η μεστωμένη συντήρηση που φράζει μαζί με την χοληστερίνη τις αρτηρίες των Τεξανών, δεν μπορώ παρά να παραδέχομαι ότι μια περιοχή η οποία, ούτε λίγο ούτε πολύ, έχει κατακτηθεί από 7 διαφορετικούς άρχοντες, δεν μπορεί παρά να έχει ένα ικανό μπαστάρδεμα και την δυνατότητα να παράγει πολιτισμό. Λέω δυνατότητα βέβαια, και όχι ότι απαραίτητα έχει. Αλλά τώρα είμαστε στο Άρκανσόου (το είπε σωστά) που πέρα από όλα τα άλλα, είναι και η πατρίδα του Τζόνι Κας (Η Λίσα τον είχε ακουστά σαν όνομα και μόνο). Το Άρκανσόου έχει την παγκόσμια πρωτεύουσα του σπανακιού, την παγκόσμια πρωτεύουσα του καρπουζιού, αλλά κυρίως, είναι η πατρίδα του Τζόνι Κας. -Δεν ήξερα ότι έχεις τέτοιο πάθος με την αμερικάνικη παραδοσιακή μουσική (ο Μαρκ την αγριοκοίταξε, μάλλον αμφισβητώντας τον ορισμό ‘’παραδοσιακή’’ για το ροκ μεγαλείο του Τζόνι Κας. Ύστερα, της έδωσε ακόμα ένα παράδειγμα για το πως βλέπει διαφορετικά την πραγματικότητα). Οι τρόποι που ο Μαρκ Λίθγκοου βλέπει διαφορετικά τον κόσμο, μέρος 2 ο : 2. Ο Μαρκ Λίθγκοου δεν ακολουθεί την μόδα της μουσικής βιομηχανίας. Αλλά επίσης δεν πηγαίνει αντιπαραθετικά με την μόδα της μουσικής βιομηχανίας. Ο Μαρκ Λίθγκοου αμφισβητεί την μουσική ως καταναλωτικό προϊόν, και την αντιμετωπίζει ως πολιτιστικό παράγωγο. Έτσι, ο Μαρκ Λίθγκοου ακούει την μουσική Ιστορία ενός τόπου, την μουσική που παράγουν οι κοινωνικές αντιθέσεις, την μουσική και τα είδη αυτής που έχει παράξει μια συγκεκριμένη κοινωνική και ιστορική συγκυρία. Για αυτό, ένα cd με επιλογές του Μαρκ Λίθγκοου μπορεί να ξεκινάει με Τζαζ, να συνεχίζει με Πανκ, να περιοδιολογεί Ροκ του 1960, να μπερδεύεται με ανατολίτικους ήχους από βαρύ ελληνικό μπουζούκι, να απορεί με ακόμα πιο ανατολίτικους 94


ήχους ιαπωνικού κρουστού, να χορεύει σε ρυθμούς λατίνικης μιλόνγκα, να συγκρίνει αφρικάνικη και ουρουγουανική cambeda, να κλείνει τα αυτιά από μια γκάιντα και ύστερα να ολοκληρώνεται με ρηξικέλευθη ηλεκτρονική pop. Αυτό γιατί ο Μαρκ Λίθγκοου αναγνωρίζει κάθε ριζοσπαστική επανάσταση στη φόρμα και στην κανονικότητα της μουσικής σκηνής ως παράγωγο των καιρών. Ο Μαρκ Λίθγκοου ακούει όλα τα είδη της μουσικής με ασυνάρτητη σειρά, περιμένοντας από κάθε νότα να αισθανθεί το ιστορικό χάδι που την θώπευσε και της έδωσε το ακουστικό της κύμα. Υποστηρίζει ότι τα γρανάζια της Ιστορίας, αν μπορέσει κάποιος να τα αφουγκραστεί, θα του χαρίσουν την πιο γλυκιά και αξέχαστη μελωδία. 3. Ο Μαρκ Λίθγκοου δεν περιορίζει την αγάπη του για οποιαδήποτε Τέχνη μόνο με το να απολαμβάνει τα προϊόντα της. Δηλώνει πως, για να είναι κάποιος πραγματικά ερασιτέχνης, δηλαδή εραστής της τέχνης και όχι βαρετός νομικός σύζυγός της, πρέπει να δοκιμάσει να την παράγει και όχι μόνο να την καταναλώνει. Της εκμυστηρεύτηκε ότι έχει δοκιμάσει κιθάρα, πιάνο,φυσαρμόνικα, ούτι, και τύμπανο από τεντωμένο δέρμα κατσίκας. Της είπε ότι όποτε βλέπει έναν ωραίο πίνακα, προσπαθεί να ζωγραφίσει. Όποτε διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, προσπαθεί να ενώσει λέξεις και ήχους, συναισθήματα και παραισθήσεις, χρησιμοποιώντας μολύβι πάνω σε κιτρινισμένο τετράδιο. Της περιέγραψε πολλές απόπειρές του να παράγει και δήλωσε ελαφρώς στεναχωρημένος που η τεχνοκρατική του εκπαίδευση τον είχε περιορίσει στο να βρίσκει άκρη στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της φαντασίας του. Σε ότι αφορά στη μουσική, υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα πιστεύει ότι μπορεί να δημιουργήσει, αλλά ο χρόνος και η απουσία μουσικής εκπαίδευσης τον περιορίζει. Η Λίσα Χολμς δεν το ήξερε, αλλά παλιότερα είχε γράψει σε ένα κιτρινισμένο τετράδιο, όταν ήταν ακόμη 19 χρονών: ‘’Υπάρχει μια ηχητική όαση στους διαδρόμους της φαντασίας μου. Όσο και να ψάχνω δεν μπορώ να την βρω, αλλά αν αφουγκραστώ μέσα από τις σταγόνες που στάζουν και την διαστολή των σωληνώσεων, μπορώ να την ακούσω. Υπάρχει μουσική κάπου εκεί μέσα, και πρέπει να βρω τρόπο να την ξεκλειδώσω και να απελευθερωθεί. Ακούω δάχτυλα να χτυπούν απαλά ξύλο κερασιάς. Ακούω μια μικρή πηγή να πλατσουρίζει σχεδόν υπνωτικά πάνω στην επιφάνεια γλυκού νερού. Ακούω ένα φύσημα μέσα από ώριμο κριθάρι. Ακούω μια πεταλούδα να γρατζουνάει το κουκούλι της. Ακούω την μπάσα βουή ενός ενεργού ρήγματος σε μια ρηξιγενή κοιλάδα. Ακούω μαλακό κύμα να λειαίνει ολοστρόγγυλα βότσαλα σε κάποια νεαρή και απρόσιτη ακτή. Ακούω ένα μικρό ζωύφιο να ροκανίζει το εσωτερικό από ένα ροδάκινο. Θέλω να πάρω αυτούς τους ήχους και όσους άλλους, και να τους κάνω νότες . Θέλω να βρω ένα μουσικό όργανο να συνοδέψει αυτήν την χωρωδία.’’ Η Λίσα Χολμς επεξεργάστηκε αυτά που της έλεγε και είδε την πράσινη πινακίδα που πέρασε από μπροστά τους, δηλώνοντάς τους ότι είχαν φύγει από την περιοχή της Τεξαρκάνα και κινόντουσαν προς Βορρά. Δίστασε, αλλά τελικά τον ρώτησε: -Ποιο είναι το πρόγραμμά μας τώρα; Ο Μαρκ φάνηκε να αργεί να απαντήσει. -Το ότι μας περιμένανε στο Όστιν δεν είναι σίγουρα καλά νέα. Είχαμε προγραμματίσει μια άλλη πορεία προς τα δυτικά, θα περνούσαμε από Λουιζιάνα και μια μικρή επίσκεψη σε ένα 95


επιχειρηματία, από το Μισισιπί και μια στάση σε μια βιομηχανία χωρίς περιβαλλοντική συνείδηση, από την Αλαμπάμα, την Τζόρτζια και τον Ατλαντικό. Αλλά πολύ φοβάμαι ότι θα έχουν υπολογίσει μέχρι τώρα την πορεία μας, και θα είναι σε επιφυλακή για οποιοδήποτε στόχο θα μπορούσαν να σκεφτούν. Η απώλεια του Κόλιν με έχει προβληματίσει και στεναχωρήσει πολύ-θα πρέπει να αλλάξουμε πορεία. Μια ακόμα πινακίδα ενημέρωσε ότι αν συνέχιζαν ευθεία, κάποια στιγμή θα έφταναν στο Λίτλ Ροκ, την πρωτεύουσα του Άρκανσόου. -Άρα πάμε στην Νέα Υόρκη από πιο βορινές διαδρομές; Η Λίσα δεν μπορούσε να κρύψει την ανάγκη της να ξέρει. Ο Μαρκ ήταν πλέον αρκετά πιο δεκτικός στο να συζητάει μαζί της. -Είμαστε στην πολιτεία που αναγκάστηκαν να κρυφτούν οι Μπόνι και Κλάιντ κάπου μέσα στην παραζάλη και τον κοινωνικό πανικό του 1930. Ελπίζω να μην χρειαστεί να κάνουμε το ίδιο. Θα κάνουμε μια συγκεκριμένη στάση εδώ στο Άρκανσοου. Θα ήθελα να δω κάτι, και θα ήθελα να το δω μαζί σου. Μετά, θα συνεχίσουμε για την πατρίδα του Μαρκ Τουαίιν, του Μπάρμπεκιου και του παγωμένου τσαγιού, το Μιζούρι. Εκεί, στο Σαίντ Λούις, θα κάνουμε ακόμα μια στάση, όχι όμως για αξιοθέατα. -Να υποθέσω ότι δεν θα μου πεις ακόμα τι στάσεις είναι αυτές; Ο Μαρκ χαμογέλασε για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα. -Θα σου πω: Σήμερα θα κάνουμε μια στάση για να δούμε φαντάσματα. Αύριο, θα σταματήσουμε για να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα του επιχειρηματικού πολιτισμού. Η Λίσα κούνησε το κεφάλι της. Τα ερημικά και αχανή τοπία του Νότου, έδιναν σιγά σιγά την σκυτάλη σε κατάφυτες πρασινάδες και πιο έντονο ανάγλυφο, κουρασμένα και απορημένα με την αλλαγή του κλίματος που δεν ευνοούσε την άνυδρη και ξερή φύση τους. -Ο πολιτισμός, το κοινωνικό υπόδειγμα, η πολιτική ανατροπή, του είπε. Είμαστε ακόμα στο πρώτο δηλαδή; Ο Μαρκ την κοίταξε ευχαριστημένος. -Α, μας διαβάζεις βλέπω. -Ανελλιπώς. -Είμαστε ακόμα στο πρώτο, είμαστε ακόμα στον διαφωτισμό που προυπήρχε της Αναγέννησης και της μετέπειτα Γαλλικής Επανάσασης, αλλά αυτά τα πράγματα λειτουργούν παράλληλα με τον τρόπο τους. -Τώρα βάζετε βόμβες σε μουσεία και φυλακές. Τι θα κάνετε δηλαδή στο ‘’κοινωνικό υπόδειγμα’’; Θα οργανώσετε υπαίθρια πάρτυ; Ο Μαρκ γέλασε δυνατά. -Δεν είναι καθόλου κακή ιδέα. Αλλά δεν βιαζόμαστε. Θα δεις και μόνη σου, η ατζέντα μας είναι ευφάνταση, πρωτότυπη, ριζοσπαστική και καθόλου, μα καθόλου βιαστική. -Και η πολιτική ανατροπή; -Α, εκεί είναι το σημείο που θα ενωθούμε με δυνάμεις μεγαλύτερες από εμάς. Εκεί είναι το σημείο που ο κόσμος θα αναλάβει να ανάψει το φυτίλι και να χορέψει πάνω στην απλωμένη από

96


εμάς πυρίτιδα. Εκεί θα επιστρέψουμε στο σημείο που ξεκινάμε και ξαναγυρνάμε. Μια σταγόνα από λάδι στα γρανάζια της Ιστορίας. Στα λόγια του η Λίσα διέκρινε μια αισιοδοξία και σιγουριά εντελώς αναντίστοιχη για οποιονδήποτε θέλει να ‘’αλλάξει τον κόσμο’’, πίνοντας και χορεύοντας και συζητώντας. Θα ήθελε να τον ρωτήσει από που τρέφει αυτή την αισιοδοξία, και τι είναι αυτό που του δίνει χαμόγελο όταν κάνει αυτό που κάνει. Τι είναι αυτό που του επιτρέπει να ταξιδεύει οδικώς στην Αμερική και να φυτεύει από μια βόμβα σε κάθε πόλη που περνάει, και παράλληλα να κάνει έρωτα μαζί της σε φτηνά και ακριβά ξενοδοχεία, να την ταίζει πικάντικη κουζίνα, να συζητάει μαζί της για το πως βλέπει τον κόσμο. Αναρωτήθηκε πως είναι η ζωή ενός ανθρώπου όταν σημειώνει στο χάρτη μια διαδρομή, και δίπλα σε κάθε στάση για αξιοθέατα βάζει και μια στάση που κρίνεται η ζωή του κορώνα γράμματα. Δίπλα σε μια στάση που δείχνει ότι γεμάτος με όρεξη και ζωή, μια στάση που δείχνει ότι είναι έτοιμος να την δώσει για ένα μυστήριο ‘’σχέδιο’’ που επιτίθεται στην αλλοτρίωση του πολιτισμού, ετοιμάζεται για την μάχη απέναντι στο κοινωνικό υπόδειγμα και περιμένει τον πόλεμο της πολιτικής ανατροπής. Παράλληλα με όλα τα παραπάνω, δεν μπορούσε παρά να αναρωτηθεί τι θα μπορούσε να εννοεί λέγοντας για ‘’φαντάσματα’’, αλλά σε μερικές ώρες, και ενώ περνούσαν το Λίτλ Ροκ προς το Βορρά και προς τα σύνορα με το Μιζούρι, θα έπερνε την απάντησή της. Η 4η Στάση της Λίσα Χολμς και του τρομοκράτη Μαρκ Η λευκή σεβρολέτ προσπέρασε την πόλη Ντόβερ και κινήθηκε σε έναν άδειο αυτοκινητόδρομο προς την περιοχή του Εθνικού Πάρκου του Όζαρκ, την μεγαλύτερη ορεινή περιοχή ανάμεσα στα Απαλλάχια και τα Βραχώδη Όρη, στην καρδιά των Ηνωμένων Πολιτειών. Ύστερα, και καθώς το φως κρυβόταν αργά πίσω από τις μαύρες ορεινές σιλουέτες, βγήκαν σε ένα ανηφορικό χωματόδρομο χωρίς κάποια πινακίδα. Όταν σταμάτησε, 15 λεπτά μετά, σε μια στροφή σε σχήμα από πέταλο αλόγου, η νύχτα είχε απλωθεί για τα καλά και τεντονώνταν σαν να είχε μόλις ξυπνήσει, με ένα δροσερό άνεμο από τα δυτικά για χασμουρητό της. Λίγα μέτρα πιο πέρα, ήταν σταματημένο ένα μικρό πρασινωπό βαν, ταλαιπωρημένο από το χρόνο. Ο Μαρκ κατέβηκε από το αυτοκίνητο με φανερό ενθουσιασμό. -Που είμαστε; -Έλα, κατέβα, της είπε. Ώρα να δούμε τα φαντάσματα. Η Λίσα κατέβηκε από το αυτοκίνητο δισταχτικά. Είχε προνοήσει και είχε αγοράσει ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια από το ξενοδοχείο Ριτζ (μαζί με απροκάλυπτα εσώρουχα), δεν θα μπορούσε με τακούνια να περπατήσει πάνω στο ανώμαλα διαβαθμισμένο χαλίκι που την είχε φέρει. Τον πλησίασε στην άκρη της πλαγιάς, και κοίταξε μπροστά μαζί του την μεγαλοπρεπή μαύρη σιλουέτα μιας κοιλάδας, που έμοιαζε με πεπλατυσμένη πιατέλα για φρούτα. Στο ένα της χερούλι καθόταν εκείνη μαζί με τον Μαρκ, και τον πλησίαζε για να αντιμετωπίσει την κρυάδα από το βραδινό αεράκι. Στο άλλο της χερούλι υψώνονταν, επιβλητικά και άγρια, τα βουνά του Όζαρκ. Στους πρόποδές τους, μπορούσε να δει το λευκό καθρέπτισμα και άτακτο παιχνίδισμα του φεγγαριού πάνω σε ένα ρέμα που ονομαζόταν ‘’Μεγάλη Πισίνα’’, και ήταν αρκετά 97


δημοφιλές για κολυμβητές που δεν φοβόντουσαν μήπως σταματήσει η καρδιά τους από την ψυχρολουσία του παγωμένου φρέσκου νερού. Τινάχτηκε από ένα πνιχτό γαύγισμα από το βαν λίγα μέτρα πιο πέρα και κόλλησε το σώμα της πάνω στο σώμα του Μαρκ, που κοιτούσε στους πρόποδες του βουνού με ένα ανυπόμονο χαμόγελο. -Έι, γεια χαρά. Η Λίσα έπνιξε μια κραυγή τρομάρας από την φωνή που ήρθε από το μέρος του Βαν. Ο Μαρκ γέλασε και την έσφιξε κοντά του. -Γεια χαρά, απάντησε, και πίσω από το βαν ξεπρόβαλλε μια λεπτή σιλουέτα που τους χαιρετούσε. -Ήρθατε για τα φώτα;, τους ρώτησε. -Ναι. Ήρθαμε για τα φαντάσματα των κονκισταδόρων, που αναζητούν το χαμένο τους χρυσό. Ο άντρας πλησίασε κοντά τους, και τώρα η Λίσα μπορούσε να διακρίνει την φιγούρα ενός άντρα που έμοιαζε με άστεγο. Φορούσε φόρμες δυο νούμερα μεγαλύτερες από το αδύνατο και λεπτό του σώμα και ένα ζευγάρι σαγιονάρες, ήταν αξύριστος για τουλάχιστον 2 εβδομάδες ενώ τα πυκνά μαύρα μαλλιά του έπεφταν ακατάσχετα πάνω στο μέτωπο, τα αυτιά και το σβέρκο του. Έφερε μαζί του την χαρακτηριστική μυρωδιά από τζιν και αρωματικό καπνό πίπας με μια νότα βανίλλιας. Ο λαιμός του ήταν υπερφορτωμένος με ένα ζευγάρι κιάλια και μια τεράστια φωτογραφική μηχανή, στο μέγεθος ενός συναρμολογούμενου μικρού τζιπ. Το πρόσωπό του ωστόσο ήταν καλοσυνάτο, αν και η Λίσα παρατήρησε μια αμυδρή γυαλάδα στο βλέμμα του. -Πολύ φοβάμαι πως δεν είναι φαντάσματα, ούτε φωτεινά σήματα από τον Άρη. Αν ήταν εξωγήινοι θα είχαν βαρεθεί τόσο καιρό να παίζουν με το φακό τους, ενώ τα φαντάσματα θα είχαν σκάψει όλο την οροσειρά του Όζαρκ. Είναι φάρσα, είναι σίγουρα φάρσα και απλά θέλω να το αποδείξω. Η Λίσα κοίταξε τον άντρα, τον Μαρκ και ύστερα ξανακοίταξε από την απέναντι μεριά της πιατέλας, για να καταλάβει γιατί μιλούσαν οι δυο άντρες. Και τότε το είδε. Αρχικά ήταν μια πορτοκαλοκόκκινη ψευδαίσθηση μέσα στον καταμαύρο καμβά της βουνοπλαγιάς. Θα μπορούσε να είναι ένα παιχνίδισμα του φεγγαρόφωτου, μια φευγαλέα αναλαμπή της ίριδάς της. Αλλά η στρογγυλή φωτεινή εστία γρήγορα σταθεροποιήθηκε, έγινε μεγάλη όσο μια ώριμη κολοκύθα, και απέκτησε ένα μυστηριώδη παλμό, σαν να ήταν η φωτεινή καρδιά των βουνοκορφών. -Τι στο διάολο..ψέλισσε, ενώ ο Μαρκ πλησίασε προς την άκρη του γκρεμού, σαν να ήθελε να δει καλύτερα. Δίπλα τους, ο περίεργος άντρας έβαλε τα κιάλια του με νευρικότητα και κοίταξε προς την ροδακινί φωτεινή εστία. -Ιδού, φώναξε ο Μαρκ χαρούμενος, καθώς τώρα το μυστήριο φως αποκτούσε κάποια μικροσκοπικά αδερφάκια, τα οποία ίσα που διέκρινες δίπλα του. Ιδού ο Αλφόνσο Ντον Μπαρίλλιος ντε Τορτίγια λος Ταμπάσκο, που ψάχνει για το χαμένο χρυσό που έδωσε στους ιθαγενείς. Ή η συνουσία ανάμεσα σε βερικοκί πυγολαμπίδες. -Είναι φάρσα, έφτυσε δίπλα τους ο άντρας, που τώρα προσπαθούσε να τραβήξει κάποια φωτογραφία. Είναι μια αναθεματισμένη φάρσα και θα σας το αποδείξω. 98


Η Λίσα κοίταζε υπνωτισμένη το φως, και ένα κοκτέιλ φόβου και δέους ετοιμαζόταν στο κεφάλι της μέσα σε ένα σέικερ λογικής. -Κάποια εξήγηση θα υπάρχει, μουρμούρισε, για να συμφωνήσει μαζί της ο άντρας. Ο Μαρκ την αγκάλιασε ξανά. -Ω, μα τι νόημα έχουν τα μαγικά όταν βλέπεις πως γίνονται; Γιατί να μην απολαύσεις την παραίσθηση; Αυτό που βλέπεις είναι ένας ακόμα αμερικάνικος θρύλος, πόση πλάκα θα έχει αν είναι ένας μοναχικός δασοφύλακας που παίζει με το φακό του; Δεν είναι και τουριστική δα ατραξιόν εδώ που καθόμαστε. Η Λίσα αναστέναξε. -Δεν μπορείς να πιστεύεις σε μια οφθαλμαπάτη. -Δεν σου λέω να πιστεύεις σε αυτήν. Σου λέω ότι η πιο σημαντική τέχνη στον έρωτα και τον πόλεμο, είναι η τέχνη της παραπλάνησης. Αυτό που βλέπουμε μπορεί να είναι χίλια πράγματα: Μια φωτιά σε κάποιο κάμπινγκ. Ένας φακός. Ένα καθρέπτισμα από κάποια πηγή. Η επιρροή ενός ρήγματος πάνω στους κρυστάλλους του δολομίτη που χαρακτηρίζουν την περιοχή. Ή μια φάρσα. Αλλά θέλουμε να δούμε κάτι διαφορετικό, θέλουμε να αφήσουμε την φαντασία μας να καλπάσει μαζί με τους Ισπανούς κατακτητές σε αναζήτηση χρυσού. Είναι επικύνδινη αυτή η θέληση, γιατί μπορεί να σε οδηγήσει σε αδιέξοδο. Αλλά είναι τόσο ζωντανή η θέρμη που τρέφει την βούλησή μας να δούμε, να αγγίξουμε το υπερβατικό, να ξεπεράσουμε τους κανόνες της φυσικής, την υπόστασή μας, που μας έχει οδηγήσει σε μια γρήγορη πορεία προς τα εμπρός. Ή προς τα πίσω. Η μαγεία της μυθολογίας, η ατένιση του ουρανού για τον παράδεισο της αποθανούσας ψυχής μας, το ταξίδι μας στο διάστημα, η εξερεύνηση της αβύσσου, η ποίηση, η λογοτεχνία, η ζωγραφική. Όλος ο κόσμος θεραπεύει και θεραπεύεται από την τέχνη του να αμφισβητείς τα όριά σου, τους κανόνες σου, την αμείλικτη σιδερένια φτέρνα της νομοτέλειας. Η παραπλάνηση, είναι μέσα στο παιχνίδι σε αυτή τη διαδρομή. Η Λίσα Χολμς ξεροκατάπιε, αναλογιζόμενη αν προσπαθούσε να της πει κάτι μέσα από την φλυαρία του. Δίπλα τους ο άντρας κοίταζε τις φωτογραφίες που έβγαζε, απογοητευμένος που δεν είχε την απαιτούμενη φωτοευαισθησία ο φακός του. -Δεν ξέρω τι τσαμπουνάς φίλε μου, αλλά εγώ σου λέω ότι είναι φάρσα, μουρμούρισε. Ακόμα ένα γαύγισμα ακούστηκε από το βαν του. -Σσσς, Ντάνι. -Σκυλί έχετε;, ρώτησε η Λίσα, περισσότερο για να αποφύγει να απαντήσει στις φιλοσοφίες του Μαρκ. -Δυο μαντάμ.Ο Ντάνι-μπόι, ένας γέρος μπάσταρδος κόπρος πιο μπάσταρδος και από τον μέσο Νεουορκέζο. Ταξιδεύω μαζί του για 6 χρόνια τώρα, έχει κιτρινίσει η μασέλα του και έχει σίγουρα πρεσβυωπία. Μια φορά του έβαλα κρέας στο κουρούπι του και έχωσε την μουσούδα του ακριβώς δίπλα. Ο βλάκας. Έχουμε και παρέα πλέον, την Μελ, η οποία είναι λευκή σαν αλεύρι και έχει μπούκλες βγαλμένες από κομμωτήριο στο Μπέβερλι Χίλς. Την βρήκα να κάνει ωτοστόπ στην αυτοκινητόδρομο 66, την μητέρα όλων των αυτοκινητόδρομων. Ο Ντάνι-μπόι είναι ένας ξεδοντιάρης πιπινοκυνηγός αλλά μάλλον την αγαπάει αληθινά. Αυτή φυσικά περιμένει κάποιον

99


πιο εκλεπτυσμένο για να του σηκώσει την ουρίτσα της. Του έχει ρίξει κάτι δαγκωνιές του καημένου που δεν τολμάει να πλησιάσει. -Και έχετε έρθει εδώ για να δείτε τα φώτα και εσείς;, τον ρώτησε, σκεπτόμενη τον Ντάνι και την Μελ να φλερτάρουν στο πίσω μέρος του βαν. -Είμαι εδώ μερικές ημέρες, απάντησε. Ύστερα άπλωσε το χέρι του. -Σνούπι Ο’ Μπράιαν. Ερασιτέχνης μυθοκυνηγός. -Μυθο..τι;, ρώτησε αυτή με απορία, αν και θα ήθελε να κάνει μια άλλη ερώτηση: ‘’Σνούπι;;;;’’ -Μυθοκυνηγός. Ταξιδεύω με το βανάκι και τα σκυλιά μου στην Αμερική και καταρρίπτω αστικούς μύθους. Πήγα στην στρατιωτική βάση 51 και δεν είδα ίχνος από αρειανούς. Έψαξα για χρυσό στο όρος Ράσμορ και βρήκα ένα παλιό σκουλαρίκι μιας τουρίστριας. Δεν υπάρχει ούτε ο Μεγαλοπόδαρος ούτε το τέρας του Βάλτου. Δεν βρήκα κανένα κοκκινομάλλη λύκο στο Γουαιόμινγκ. Ταξίδεψα από το βορρά προς το νότο και από την ανατολή προς τη δύση και μετά πάλι πίσω, και πουθενά δεν υπάρχει χάρτης για το αμερικάνικο όνειρο, ούτε για το χαμένο θησαυρό του Κορτές. Ούτε βίσσωνας στο Κολοράντο. Υπάρχουν όμως γατόψαρα στο μέγεθος αυτοκινήτου στο Μισισιπί, και κάποια από αυτά έχουν τα μουστάκια τους για υαλοκαθαριστήρες από την λάσπη. Ο Σνούπι Ο’ Μπράιαν τους χάρισε ένα χαμόγελο μιας ταλαιπωρημένης οδοντοστοιχίας σε φεστιβάλ τερηδόνας. Ο Μαρκ του έσφιξε το χέρι. -Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη δουλειά, του είπε. Η Λίσα θα ήθελε να διαφωνήσει, και να ρωτήσει για το εισόδημα, την καθημερινότητα και την υγιεινή του, αλλά κυρίως να τον ρωτήσει για ποιο λόγο λέγεται Σνούπι. Αντ’αυτού, άφησε τον Μαρκ να αραδιάζει περίεργες ερωτήσεις και να περιμένει απαντήσεις λες και γνώρισε κάποιον καθηγητή πανεπιστημίου και του εξηγούν την θεωρία της σχετικότητας. Ξανακοίταξε την παλλόμενη πορτοκαλί οφθαλμαπάτη, και σκέφτηκε Ισπανούς καβαλάρηδες, παιχνιδιάρηδες αρειανούς, και υποχθόνιους ανθρωποτυφλοπόντικες που απολαμβάνουν την φεγγαράδα. Θυμήθηκε ότι την επόμενη ημέρα θα είχαν ακόμα μια στάση, που δεν θα είχε σχέση με οφθαλμαπάτες και φυσικά μυστήρια, αλλά με εκρήξεις, πυροβολισμούς, καταδίωξη από τις αρχές και μια απειλή θανάτου σαν αόρατο γυπαετό των Απαλλάχιων. Το τρενάκι του τρομοκρατικού λούνα παρκ συνέχιζε το ταξίδι του χωρίς φρένα και οδηγό. Η Λίσα χρειαζόταν επειγόντως την δραμαμίνη της. Έσφιξε το μπράτσο του Μαρκ, που τώρα ρωτούσε για την χρυσή μασέλα του Τζόρτζ Ουάσινγκτον μέσα σε μια ξύλινη κασέλα βυθισμένη στον Μισισιπί. Αυτός γύρισε και την κοίταξε, τα μάτια του έλαμπαν με ενθουσιασμό μέσα στην σκοτεινή κρυα νύχτα. -Σε θέλω, του ψιθύρισε, και χωρίς άλλη συζήτηση, αυτός την τράβηξε προς την λευκή Σεβρολέτ, χαιρέτησε τον Σνούπι και του ευχήθηκε καλή επιτυχία στη δουλειά του. Ύστερα, πάτησε το γκάζι προς την πόλη του Ντέβον, όπου βρήκαν ένα μικρό ξενοδοχείο με τίτλο ‘’Τα φώτα του Ντέβον’’ που πέρα από καθαρά σεντόνια είχε και πορτατίφ με πορτοκαλί φως και ταπετσαρίες στο χρώμα παστωμένης σαρδέλας.

100


Τα φαντάσματα των κονκισταδόρων κοίταξαν ξαφνιασμένα προς τα πίσω καθώς κάλπαζαν αέρινα στους πρόποδες του Όζαρκ, και προσπαθούσαν να εξηγήσουν την θαμπή λάμψη που εξέπεμπε παλμικά από την περιοχή της πόλης Ντέβον, την λάμψη που δημιουργεί στο κυτταρικό τοίχωμα η αρμονική ταλάντωση ενός σιωπηρού οργασμού σε ένα δωμάτιο χωρίς ηχομόνωση.

22. Στο Μιζούρι ο αέρας μυρίζει σάλτσα μπάρμπεκιου, απαγορεύεται να συγκατοικείς με παραπάνω από δυο ανθρώπους αν δεν είσαι συγγενής και ο ουρανός είναι τόσο απέραντος που μπορείς να καταλάβεις πως το όραμα για την κατάκτησή του μπορεί να ενέπνευσε δυο συγκεκριμένους ανθρώπους: Τον Μαρκ Τουέιν και τον Τζέσσε Τζέιμς. Καθ’οδόν για το Σαίντ Λούις, την επόμενη στάση του τρομοκρατικού ταξιδιού του Μαρκ Λίθγκοου και της ερωμένης του, ο Μαρκ συντόνισε το ράδιο σε ένα σταθμό αφιερωμένο στα Μπλούζ. -Το καλύτερο μέρος για να ακούσεις μπλούζ είναι στην πόλη που γεννήθηκαν, της είπε πριν προλάβει να τον ρωτήσει. Ύστερα, την κέρασε ένα χωνάκι παγωτό μηχανής με γεύση βανίλια, λέγοντάς της ότι η πρώτη πολιτεία που κάποιος σκέφτηκε το χωνάκι ήταν το Μιζούρι, κάτι που δεν την ένοιαξε και ιδιαίτερα καθώς άφηνε την βελούδινη υφή να χαιδέψει σαν ιέρεια τον ουρανίσκο της και να προσφέρει μασάζ στους γευστικούς κάλυκες της γλώσσας της. Η Λίσα προσπαθούσε να ελαχιστοποιήσει την ένταση της αγωνίας της καθώς πλησίαζαν στον προορισμό τους. Ήξερε ότι έπρεπε κάποια στιγμή να συνηθίσει την εναλλαγή των καταστάσεων και της ταχύτητας στο τρενάκι του λούνα παρκ, αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Για την ακρίβεια, μετά το αιματοκύλισμα στο Όστιν, η Λίσα ένιωθε ότι η αρχικά ξέφρενη κούρσα περιπέτειας είχε πάρει μια επικύνδινη και αβέβαιη τροπή- ότι και αν ήθελε να κάνει ο Μαρκ στο Σαίντ Λούις του Μιζούρι σίγουρα θα εμπεριείχε για άλλη μια φορά κίνδυνο. Από την άλλη όμως, η δική του γλώσσα είχε λυθεί και τον έβλεπε θετικό στο να μοιράζεται μαζί της στοιχεία από την ατζέντα του. -Το μουσείο Τέχνης στο Σαιντ Λούις είναι ένας ιστορικός θησαυρός για την Αμερική ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο. Είναι η ελεύθερη αμερική και η αμερική της σκλαβιάς, είναι η αμερική των χαρακωμάτων, είναι η τέχνη που γεννούν οι αντιθέσεις και η ιστορία. Δεν μπορώ να μαθαίνω ότι μπορεί να ξεπουλιέται από την πολιτεία σε ένα νεόπλουτο κερδοσκόπο, ο οποίος βάζει εισητήριο που απευθύνεται σε λίγους και κρατάει πίνακες για την ιδιωτική συλλογή του. Η Λίσα τον κοίταξε με έκπληξη. -Εκεί πάμε δηλαδή; Ο Μαρκ έγνεψε καταφατικά. Έχουμε προετοιμάσει δυο μικρές εκπλήξεις για τον κύριο Μοντγκόμερι, προσέθεσε. Θα του γκρεμίσουμε την νεότεκτη πύλη που έχει βάλει μπροστά από το μουσείο, και θα ξαναβάλουμε τους πίνακες στην θέση που πρέπει να είναι. Η Λίσα γύρισε απότομα το κεφάλι της προς το μέρος του. -Μοντγκόμερι είπες; 101


-Ναι. Ιαν Μοντγκόμερι, το όνομα του κυρίου που αποφάσισε να κάνει την ιστορική παράδοση ιδιωτική συλλογή έναντι αντιτίμου. -Μαρκ, η φωνή της Λίσα ήταν τώρα σοβαρή. Ο Ιαν Μοντγκόμερι είναι ο πρώην Υπουργός Άμυνας. Ο Μαρκ χαμογέλασε σκανταλιάρικα και της έκλεισε το μάτι, σαν παιδί που ετοιμάζεται να κατεβάσει τη φόρμα της σέξη μπειμπισίτερ του και να αποκαλύψει το ροζ στρίνγκ της. -Ω, το ξέρω, είπε. Η 5η Στάση της Λίσα Χολμς και του τρομοκράτη Μαρκ Εκείνο το δειλινό στο Σαιντ Λούις έμοιαζε με λιωμένο αμέθυστο και λεπτόρευστη μαρμελάδα βύσσινο. Το ξενοδοχείο που είχε επιλέξει ο Μαρκ ήταν γεμάτο από ασπρόμαυρες φωτογραφίες από μουσικούς της μπλούζ και λεγόταν Μπλού-Τζην. Την ενημέρωσε μάλιστα ότι το ίδιο βράδυ σε μια κοντινή πλατεία θα υπήρχε μια συναυλία ερασιτεχνικών νοσταλγών της μελαγχολικής μελωδίας της μπλου τονικότητας, τραγούδια για την σκληρή εργασία, τον ανέφικτο έρωτα, την γεύση πικραμύγδαλου της ζωής για τους ανθρώπους του μόχθου. Την φίλησε στο στόμα με πάθος για αρκετή ώρα, και λίγο έλειψε να την παρασύρει μέχρι το κρεβάτι, κάτι που η ίδια θα δεχόταν ευχάριστα παρά το άγχος της για την νυχτερινή του εξόρμηση. Ύστερα την χαιρέτισε σαν να πήγαινε μια βόλτα για να αγοράσει τσιγάρα. Η Λίσα αποφάσισε να μείνει αυτή τη φορά στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ενώ το ερασιτεχνικό μπλουζ μικρό φεστιβάλ της πόλης δεν την συγκίνησε αρκετά για να σηκωθεί από το σκληρό στρώμα του κρεβατιού της. Από την τηλεόραση μπορούσε να ακούσει τον αγωνιώδη ψίθυρο μιας χώρας σε αναμονή για το επόμενο χτύπημα. Έμαθε ότι ο Τζο Σάμμερς παρακολουθούσε κάθε πιθανό στόχο της χώρας, ότι τα επίσημα χείλη δήλωναν περήφανα ότι ήξεραν τον τρόπο που σκεφτόταν η 2η Αναγέννηση και ότι αργά ή γρήγορα θα στελέχωνε τις φυλακές της χώρας. Από το μισάνοιχτο παράθυρο ερχόντουσαν κυανά ηχοχρώματα από παραπονιάρικες ηλεκτρικές κιθάρες και βραχνές από ταμπάκο φωνές. Έστηνε το αυτί της για να ακούσει κάποια έκρηξη ή κάποια μακρινή σειρήνα, μια απόδειξη κάποιας καταδίωξης. Πλάνα αρχείων από τα κανάλια έδειχναν τον Τζο Σάμμερς να καπνίζει στριφτά τσιγάρα με γεύση γλυκόριζα δίπλα σε χαλάσματα, και να ωρύεται σε διάφορους αστυνομικούς και πράκτορες που πλησίαζαν προς το μέρος του. Είδε με τρόμο το βλέμμα του να γυρίζει στην οθόνη και να μοιάζει σαν να την κοιτάει κατευθείαν στα μάτια, σαν να της λέει ‘’ξέρω που είσαι, και εσύ και ο παράνομος εραστής σου’’. Μπορούσε να νιώσει την ανάσα του, ζεστή, κοφτή και βαριά από καπνισμένη γλυκόριζα πάνω στο σβέρκο της, δίπλα στο λαιμό της. Άλλαξε κανάλι για να πετύχει μια ανάλαφρη ρομαντική κομεντί, η ελαφρότητα της οποίας την βοήθησε να κάνει αυτό που φάνταζε ως η μόνη λύση για να περάσει εκείνη την βαριά νύχτα- να κοιμηθεί. Στον ύπνο της είδε τον Μαρκ Λίθγκοου να παίζει απαλά τα ντραμς μιας μπλουζ καντάδας στην ελπίδα, και να την κοιτάει με έρωτα, σαν να την προσκαλεί ξανά να χορέψει στους ρυθμούς του. Φαντασιώθηκε να κάνει έρωτα μαζί του, στους αργούς και βραδυφλεγείς ρυθμούς της μπλουζ με τις εκάστοτε ηλεκτρικές κορώνες από την κιθάρα να σκουπίζουν τον ιδρώτα τους. Το 102


όνειρό της εντελώς ξαφνικά έγινε ένα αγχωτικό κυνηγητό στα υγρά σοκάκια του Σαιντ Λούις, με εκείνη να τρέχει εντελώς γυμνή και απροστάτευτη από την ανάσα του Τζο Σάμμερς, που γέμιζε τον πηχτό αέρα με γλυκόριζα και απειλή. Όταν τελικά σηκώθηκε από το κρεβάτι της, το χάραμα σκόρπιζε το σκοτάδι σε άτακτη φυγή προς την Δύση, και η σκοτεινή σιλουέτα δίπλα από το κρεβάτι της έκοψε το αίμα και την οδήγησε σε ένα ξαφνιασμένο ουρλιαχτό. -Μην φωνάζεις, την πρόσταξε ο Μαρκ. -Μαρκ; Η Λίσα τυλίχτηκε στο σεντόνι της, λες και ο Μαρκ δεν την είχε ξαναδει γυμνή. Αυτός ήταν καθιστός δίπλα της, στις σκιές του δωματίου, μακριά από το θρασύ φως που τρύπωνε από το παράθυρο. Ακουμπισμένο στο τραπεζάκι δίπλα του ήταν ένα πιστόλι. Την κυρίευσε ένας έντονος πανικός, δυνατότερος και από αυτόν στο ξενοδοχείο Ριτζ. -Θέλω εξηγήσεις, είπε αυτός σχεδόν συλλαβιστά και κοφτά. -Τι..τι εξηγήσεις; -Σήμερα το βράδυ, μπροστά από το Μουσείο Τέχνης του Σαιντ Λούις βρισκόταν παρκαρισμένο ένα περιπολικό. Η Λίσα ένιωσε στριμωγμένη σε κάποια σκοτεινή γωνία. -Τι εννοείς; -Δεν υπήρχε κανένα σχέδιο για χτύπημα στο Μουσείο Τέχνης του Σαιντ Λούις Λίσα. Μόνο εγώ που το είπα σε σένα είμαι αυτός που το ανέφερε οπουδήποτε. Και υπήρχε ένα περιπολικό έξω από το Μουσείο. Βάζω στοίχημα ότι θα υπήρχε και ένα έξω από το σπίτι του Ιαν Μοντγκόμερι. Ο οποίος, παρεπιμπτόντως, έγινε μέτοχος στο μουσείο και αγόρασε έναν πίνακα για την συλλογή του. Το εισητήριο υπήρχε από τα πριν. -Μου είπες ψέμματα; Η Λίσα ένιωσε σαν κάποιος να έριχνε ένα κουβά με παγωμένο νερό πάνω της. -Ναι. -Γιατί; Ο Μαρκ σηκώθηκε όρθιος,ευτυχώς χωρίς να σηκώσει μαζί του και το όπλο του. Η καρδιά της Λίσα χτυπούσε δυνατά, ακόμα μια ελεύθερη πτώση λάμβανε χώρα στο τρενάκι του λούνα παρκ. -Γιατί σε έψαξα Λίσα Χολμς, έψαξα να βρω την κριτικό μουσείων Λίσα Χολμς και δεν βρήκα πουθενά καμία κριτική με το όνομά σου. Βρήκα βέβαια ότι το περιοδικό ‘’Μουσεία του Κόσμου’’ προσέλαβε μια Λίσα Χολμς μόλις 2 μήνες πριν σε συναντήσω στο Βερολίνο. Από εκεί και πέρα, τίποτα. Απολύτως τίποτα. Και επιπλέον, Λίσα, το κινητό στο οποίο ψαχουλεύεις τις ειδήσεις εδώ και τόσες ημέρες που ταξιδεύουμε μαζί, δεν έχει χτυπήσει ούτε μια φορά. Δεν υπάρχει κάποιος που να έχει παρατηρήσει την απουσία σου; Δεν υπάρχει έστω ένας φίλος που να θέλει να σου πει κάποια νέα; Πλησίασε κοντά της και έσκυψε μπροστά στο κεφάλι της. Δεν μπορούσε να δει, αλλά θα μπορούσε να μυρίσει τον φόβο της. Την κοίταξε ευθεία στα μάτια. -Ποια είσαι Λίσα Χολμς; Θέλω εξηγήσεις. Θέλω να μάθω γιατί υπήρχε περιπολικό έξω από το Μουσείο Τέχνης, για ποιο λόγο μας περιμένανε στο Όστιν όταν σου είχα αφήσει να εννοηθεί τι θα κάναμε. 103


-Με κατηγορείς άδικα, ψέλισσε αυτή. Δεν θα σε πρόδιδα ποτέ. Ο Μαρκ έσφιξε τα χείλη του. Της φάνηκε ότι θα ήθελε να την πιέσει για όσο χρειαστεί. Τον είδε να αναζητά απαντήσεις. Η Λίσα Χολμς κατάπιε μια γερή δόση νευρικού σάλιου και ανακάθισε μπροστά του, κρατώντας το σεντόνι στο ύψος του στήθους της. -Μπορώ να σου εξηγήσω όλα όσα μου λες, του είπε, έχοντας το κεφάλι σκυμμένο και ένα τόνο καθαρά απολογητικό. Αλλά και σίγουρο. Ο Μαρκ ξανακάθισε στην καρέκλα του. -Ωραία. Ώρα να μάθουμε λοιπόν ποια είναι η Λίσα Χολμς.

104


ΏΡΑ να ΜΑΘΟΥΜΕ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ η ΛΙΣΑ ΧΟΛΜΣ (και ίσως, ίσως, ποιος είναι ο Μαρκ Λίθγκοου)

23. Η Λίσα Χολμς δεν ήταν στην καλύτερή της φάση για μια ανάκριση τέτοιου χαρακτήρα, μαζί με την υποννοούμενη απειλή που έφερνε το γυρισμένο προς αυτήν ξαπλωμένο όπλο στο κομοδίνο, δίπλα από έναν αγνώριστο εκφραστικά Μαρκ. Ήταν σχεδόν ολόγυμνη, φορούσε μόνο ένα κοντό σορτσάκι και ένα λευκό σεντόνι κουλουριασμένο στο σώμα της. Ήταν σαφώς αγουροξυπνημένη από ένα ανύσηχο και όχι και τόσο ευχάριστο ύπνο, με τα μαλλιά της ακατάσχετα πάνω στους ώμους της, το στόμα της στεγνό και τα βλέφαρά της βαριά πάνω στα μάτια της. Ήταν αιφνιδιασμένη και απροετοίμαστη για μια τέτοια επίθεση, όσο και αν ήξερε, ότι αργά ή γρήγορα, θα έπρεπε να του εκμυστηρευτεί λίγα πράγματα για τον εαυτό της, πέρα από τις φαντασιώσεις και τους μηχανισμούς της ηδονής της. Αλλά σε κάθε περίπτωση αποφάσισε να ανοίξει τα χαρτιά της και να αντιμετωπίσει τον Μαρκ όπως θα έπρεπε και όπως θα του αντιστοιχούσε: Στο κάτω κάτω, όσο και αν ήθελε να το κρύψει, ήταν ήδη ερωτευμένη μαζί του. Το πρώτο πράγμα που συζητήσανε αφορούσε τις υποψίες του ότι μπορεί εκείνη να ενημερώνει την αστυνομία για τις κινήσεις του. Του μίλησε για το ρεπορτάζ που παρακολούθησε και την μεθοδολογία που ακολουθούσε ο Τζο Σάμμερς. Του υπενθύμισε ότι είχε να κάνει με έναν αποφασισμένο και σκληρό διώκτη, που είχε ήδη βάλει όλες τις πολιτείες σε ένα στρατιωτικό συναγερμό. Του έδειξε από το κινητό της την τοπική ειδησεογραφία, που μεταξύ άλλων είχε δηλώσεις ενός ανώτατου αστυνομικού που δήλωνε ότι η πολιτεία είναι σε επιφυλακή για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της. Ο Μαρκ συμφώνησε μαζί της, αλλά εξακολούθησε να την κοιτάει καχύποπτα. -Αυτό δεν αλλάζει το ότι δεν ξέρω τίποτα για σένα. Η Λίσα Χολμς έγνεψε καταφατικά. Ύστερα, πήρε μια βαθιά ανάσα. -Με λένε Ελίζα Χόλμς. Από μικρή με φωνάζουν Λίσα τόσο συχνά, που πλέον έχει καθιερωθεί έτσι. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν με λέγανε πάντα έτσι, και θα σου πρότεινα να αναζητήσεις την Κόρυ Μάντισον και την Ιλέιν Ρόουζ, ενώ την Τζέσικα την έχεις γνωρίσει ήδη πριν από δέκα χρόνια. Την κοίταξε παραξενεμένος. -Δεν καταλαβαίνω. -Είναι λογικό. Ούτε εγώ μερικές φορές. Αλλά σου είχα πει κάποτε ότι δεν θέλω ποτέ να γίνω βαρετή και ότι θέλω να ταξιδεύω συνέχεια. Θα το θεωρήσεις ηλίθιο, αλλά κάτι που έμαθα να κάνω από μικρό κορίτσι, ήταν να την κοπανάω όταν κάτι πήγαινε στραβά, να αλλάζω σελίδα με την χάρη ενός χαμελαίοντα. 105


Όταν ήρθα, συνοδεύοντας σε ένα επαγγελματικό ταξίδι την νονά μου στο Μοντεβιδέο, βρισκόμουν σε μια φάση που δεν ήξερα τι μου γίνεται. Ερωτική απογοήτευση, επαγγελματική αναζήτηση...Η Λίσα Χολμς βρισκόταν σε ένα τεράστιο αδιέξοδο, το οποίο όμως η Τζέσσικα μπορούσε να το ξεπεράσει. Σε αντίθεση με την Λίσα, ήταν ξέγνοιαστη, περιπετειώδης, ανεξάρτητη. Η Λίσα Χολμς θα ντρεπόταν να σου χορέψει εκείνο το βράδυ στην παραλία. Αργότερα, η σχέση μου με την μητέρα μου πήρε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. Ήθελα να φύγω και έφυγα, άφησα την Νέα Υόρκη με μόνες επισκευές μια ελπίδα για μια νέα αρχή. Η Κόρυ Μάντισον έγινε γρήγορα ξεναγός σε μουσείο φυσικής Ιστορίας της Φιλαδέλφεια, ήξερε πολλές γλώσσες και είχε αρκετές κοινωνικές δεξιότητες. Το ότι ήταν η Κόρυ Μάντισσον, και όχι η ηττοπαθής Λίσα Χολμς μου έδωσε αυτοπεποίθηση και κουράγιο να ζήσω μόνη μου και να τα καταφέρω. Όταν μια σειρά λάθος επιλογών και λάθος ανθρώπων με οδήγησε να φύγω, είχα μια νέα ευκαιρία, αλλά έπρεπε να γυρίσω στη Νέα Υόρκη, και επιπλέον, να απαλλαγώ από την απολυμένη για ‘’ανεύθυνη συμπεριφορά’’ Κόρι Μάντισον. Θα σου πω τις λεπτομέρειες άλλη φορά. Έτσι, ούτε η Λίσα Χολμς μπορούσε να γυρίσει πίσω, αλλά ούτε η Κόρι Μάντισον. Και έτσι προέκυψε η Ιλέιν Ρόουζ, ακόμα ένα προσωπείο που πίσω του, κρατάω καλά κρυμμένο τον εαυτό μου. -Και τώρα όμως είσαι πάλι Λίσα Χολμς, της είπε αυτός, παρακολουθώντας με γνήσιο ενδιαφέρον την ιστορία της. -Η ζωή στο Μπρόνξ μπορεί να έχει πολλά χαρακτηριστικά, αλλά ένα από αυτά είναι ότι σε ωριμάζει. Δεν μου πήρε πολύ να καταλάβω ότι στην πραγματικότητα κρύβομαι από τον εαυτό μου που με κυνηγάει επίμονα, παίζω ένα εφηβικό παιχνίδι ονομάτων για να αποφύγω ενοχές και ευθύνες, ελπίζοντας ότι αυτές θα εξαφανιστούν μαγικά. Ζήτησα την δουλειά στο περιοδικό στην Ουάσινγκτον και με πήραν. Αλλά αυτή τη φορά πήραν την Λίσα Χολμς. Σε ότι αφορά το κινητό μου, όσο και αν ντρέπομαι, θα σου πω ότι δεν με ψάχνει κάποιος γκόμενος, ενώ οι λίγοι φίλοι που έχω συνήθως ξέρουν ότι ταξιδεύω και έτσι δεν μπαίνουν πολύ στον κόπο. Όσο για συγγενείς, έχω να μιλήσω με την μητέρα μου 5 ολόκληρα χρόνια, ξέρω μόνο ότι βρίσκεται κάπου στη Βοστώνη. Μην υποτιμάς τα προσωπεία μου, και μην τα καταδικάζεις. Στο κάτω-κάτω, εγώ τα έφτιαξα όλα, ένα ένα, με μεράκι και προσοχή, όλα αυτά είναι τα κομμάτια του εαυτού μου και είναι στο δικό σου χέρι να τα ενώσεις-αν σε ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Έχω τρέξει να κρυφτώ από τον εαυτό μου πολλές φορές, αλλά είναι η πρώτη φορά, μαζί σου, σε κάτι πρωτόγνωρο και μοναδικό, παρά τον κίνδυνο και το απρόβλεπτο που έχει, που νιώθω καλά. Αυτό θέλω να το πιστέψεις. Νιώθω καλά. Νιώθω σαν να έχω χάσει κάποια χρόνια ατενίζοντας το πέλαγος, και τώρα μαθαίνω πως να κολυμπάω μέσα του. Δεν σου κρύβω ότι φοβάμαι. Δεν σου κρύβω ότι πέρασε από το μυαλό μου ότι έχω να κάνω, σε τελική ανάλυση, με ένα παράνομο με τον οποίο γυρίζω την Αμερική με δυναμίτη στο πορτ-παγκάζ του. Δεν σου κρύβω επίσης ότι όσο απελευθερωμένη και να νιώθω, δεν είμαι ακόμα έτοιμη να κάνω αυτό που κάνεις εσύ. Προτιμώ την ασφάλεια του ξενοδοχείου, θέλω απλά να συνεχίσω να ταξιδεύω μαζί σου. 106


Μην περιμένεις να σε προδώσω, μην περιμένεις να σε βοηθήσω, ότι και αν πιστεύω για το σκοπό σου. Πίνοντας και χορεύοντας μαζί σου, αλλάζω τον κόσμο, αρχίζοντας από τον δικό μου κόσμο. Ο Μαρκ ξεφύσηξε και κοίταξε από το ανοιχτό παράθυρο. Τώρα το θρασύ φως απλωνόταν υπόλευκο πάνω στα χαρακτηριστικά του προσώπου του, ήταν άυπνος και φανερά εξαντλημένος. Της είπε ότι πέρασε όλο το βράδυ του στημένος έξω από το Μουσείο Τέχνης, περιμένοντας τον Τζο Σάμμερς να εμφανιστεί και να σιγουρευτεί ότι η Λίσα τον είχε προδώσει. Η Λίσα παρατήρησε τα μάτια του, κάτω από τα οποία σχηματίζονταν δυο καφετιές παρενθέσεις. Κοιτούσαν ζωηρά παρά την κούρασή τους, έδειχναν ζωντανά, γεμάτα πάθος και ένταση. -Μαρκ; Γύρισε το ζωηρό του βλέμμα πάνω της, δυο καφέ εξερευνητικές χάντρες. -Είσαι ότι καλύτερο μου έχει συμβεί, του είπε, αν και θα ήθελε να πει πολλά παραπάνω. Αυτός σηκώθηκε, πλησίασε και ξάπλωσε κοντά της. Το περίστροφο έμεινε στο κομοδίνο. -Έπρεπε να ξέρω, της ψιθύρισε και έχωσε το κεφάλι του στο μαξιλάρι. -Το καταλαβαίνω, του είπε αυτή και τον άφησε να κοιμηθεί δίπλα της, με τα ρούχα.

24. Η Λίσα ήταν πλέον ένα χαλασμένο τζουκ-μπόξ. Δεν ήταν σίγουρη ποιο τραγούδι να παίξει, και επιπλέον, δεν ήταν σίγουρη αν της είχε ζητήσει και κανείς σε τελική ανάλυση να παίξει κάποιο τραγούδι. Μπορεί να είχε ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του Μαρκ, αλλά τον έβλεπε πιο κουρασμένο και λιγότερο ενθουσιασμένο από ότι ήταν. Δεν άργησε να καταλάβει βέβαια και το γιατί: Ο Τζο Σάμμερς είχε ήδη σαλπίσει την κυβερνητική αντεπίθεση από άκρη σε άκρη των Ηνωμένων Πολιτειών, και ήδη, παρά το φιάσκο των φυλακών του Όστιν, είχε να παραθέσει τα πρώτα του αποτελέσματα, τα οποία ήταν ικανά να σπάσουν μια καλή την εικόνα της αόρατης και άπιαστης χίμαιρας που μέχρι τώρα ήταν η 2η Αναγέννηση. Η Λίσα Χολμς είχε συμπεράνει ότι παράλληλα με το δικό της ταξίδι με την άσπρη σεβρολέτ και τον Μαρκ, άλλες, μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες της 2 ης Αναγέννηση είχαν ανάλογες ‘’τρομοκρατικές εκδρομές’’ σε διάφορες πολιτείες. Ο Μαρκ ταξίδευε και σε κάθε πολιτεία συναντούσε τους συνδέσμους του, που είχαν ήδη κάνει την προετοιμασία. Ήταν κάτι σαν επιβλέπων μηχανικός του κάθε έργου, συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε μικρούς πυρήνες που φαίνεται να κατοικοεδρεύουν σε διάφορες πόλεις της Αμερικής, σαν φαινομενικά ακίνδυνες σφηκοφωλιές που είχε έρθει η ώρα να οργανώσουν την συλλογική τους επίθεση. Αν έκρινε από το μέγεθος των χτυπημάτων που έκανε στο ταξίδι της με τον Μαρκ, γρήγορα συμπέρανε ότι αυτός θα ήταν μάλλον κάποιο σημαντικό στέλεχος της οργάνωσης, ενώ ακόμα και στα κείμενα της 2ης Αναγέννησης θα μπορούσε να ορκιστεί ότι διακρίνει τον δικό του ειρωνικό τόνο. Ωστόσο, καθόλου αμελητέα δεν ήταν και η δουλειά των υπολοίπων ομάδων. Η ειδησεογραφία είχε πυκνώσει με εκρήξεις, βανδαλισμούς και περίεργες κλοπές σε κάθε πιθανή και απίθανη πόλη, 107


πάντα με ένα χαρακτήρα απόδοσης δικαίου και αποκατάστασης της ηθικής. Από την άλλη όμως, ο Τζο Σάμμερς φαινόταν να είχει πιάσει το μοτίβο των κινήσεων αλλά και την μεθοδολογία. Ίσως πάλι να τον βοήθησε ο θάνατος του Κόλιν στο Όστιν, όπου φαίνεται να ανακάλυψε διάφορα ενδιαφέροντα στοιχεία ψάχνοντας την προσωπική του ζωή. Ο Τζο Σάμμερς έκανε πολλά, αλλά τα πιο σημαντικά επιτεύγματά του ήταν τα εξής: Σταμάτησε δυο βυτία πίσσας και ένα φορτηγό με κατάλευκα πούπουλα χήνας τα οποία φερόντουσαν να έχουν προορισμό το σπίτι του δικαστή Μάιερς στο Ντένβερ του Κολοράντο. Ο δικαστής είχε στο ιστορικό του μια σειρά από φήμες για χρηματισμό και προστασία επιχειρηματικών συμφερόντων. Συνέλαβε τρεις, αγνώστων λοιπών στοιχείων, ύποπτους για συμμετοχή στην οργάνωση στην ευρύτερη περιοχή της Καλιφόρνια. Και οι τρεις συλλήψεις έγιναν μέσα από πληροφορίες που συνέλεξε από τις συνομιλίες και την επικοινωνία του Κόλιν. Ακούστηκε ότι γλίτωσε από ολοσχερή καταστροφή την νεόκτιστη βίλλα ενός πρώην κυβερνήτη της Άιοβα, ο οποίος βρισκόταν στην δίνη ενός τεράστιου οικονομικού σκανδάλου. Πρόλαβε την πυρπόληση τριων αυθαίρετων ξενοδοχειακών συκγροτημάτων σε μια πανέμορφη και καταπράσινη περιοχή της Μοντάνα, τα οποία είχαν ξεφυτρώσει σαν μανιτάρια μετά από κάποια μυστήρια πυρκαγιά. Στο σύνολό τους, μέσα σε λιγότερο από μια εβδομάδα, είχε κάνει συνολικά 9 συλλήψεις και περίπου 88 προσαγωγές υπόπτων. Απέναντι σε όλα αυτά, ο Μαρκ ήταν ιδιαίτερα σκεπτικός και προβληματισμένος. Η Λίσα θα ορκιζόταν ότι είναι φανερά αγχωμένος. Την ενημέρωσε ότι θα συνέχιζαν για την Νέα Υόρκη χωρίς περεταίρω στάσεις, είτε για κάποιο χτύπημα είτε για να θαυμάσουν μαζί κάποιο ακόμα αξιοπερίεργο της αμερικάνικης ενδοχώρας. Διέσχισαν το Ιλινόις, την Ιντιάνα (όπου της έδωσε για πρώτη φορά το αυτοκίνητο καθώς ήταν έτοιμος να αποκοιμηθεί από την μονοτονία του τοπίου), το Οχάιο, χαζολόγησαν λίγο παραπάνω στην Πενσιλβάνια και τελικά, μερικές ημέρες αργότερα, έφτασαν στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, κάτω από ένα συννεφιασμένο και γκρίζο ουρανό, που άστραφτε στον ορίζοντα. -Φτάσαμε;, τον ρώτησε εκείνη. -Φτάσαμε στην αρχή, της απάντησε αυτός αινιγματικά. Το καλύτερο όμως το κρατούσε για την συνέχεια. Εδώ όμως, αγαπητή μου Λίσα, θα πρέπει να χωριστούμε για λίγο ξανά. Η δήλωσή του καρφώθηκε βίαια στο στέρνο της. -Τι; Ο Μαρκ ήταν ανέκφραστος, αλλά φανερά λυπημένος. -Όλα καταλήγουν εδώ αγαπητή μου, και όλα από εδώ αρχίζουν. Θα σε πάω μέχρι το αεροδρόμιο του Νιούαρκ. Από εκεί μπορείς να διαλέξεις τον επόμενο προορισμό σου, που για την ώρα πρέπει να είναι χωριστός. -Δεν καταλαβαίνω Μαρκ. Τι συμβαίνει; -Είναι κάτι που δεν μπορώ να σε παρασύρω. Το να είσαι κοντά μου θα είναι επικύνδινο. -Μα θέλω να είμαι κοντά σου. -Λίσα...Ο Μαρκ πήρε μια βαθιά ανάσα. 108


Έχεις κάτι, είναι ίσως ο τρόπος που αγναντεύεις έξω από το παράθυρο, και ίσως είναι αυτή η λαίμαργη ματιά σου να δεις και να κυνηγήσεις τον ορίζοντα. Είναι η μυρωδιά του δέρματός σου όταν ξυπνάω το πρωί, δεν έχω γνωρίσει άλλη τέτοια μέθη. Είναι το ότι κρύβεσαι από τον εαυτό σου, τρέχεις φοβισμένη αλλά έχεις θάρρος οποιαδήποτε στιγμή χρειαστεί να επιστρατεύσεις τις δικές σου δυνάμεις. Μου αρέσεις, Λίσα Χολμς, μου αρέσεις με τρόπο που δεν περίμενα. Για πολλά χρόνια τώρα κυνηγάω την έμπνευση σε κάθε γωνιά του κόσμου, για πολλά χρόνια τώρα χορεύω σαν τρελλός στο ρυθμό της ζωής αλλά πρώτη φορά νιώθω ότι θέλω και ένα συνοδό, να δείξω τις φιγούρες μου, να ακολουθήσω και τα δικά του βήματα. Ανήκω σε μια ομάδα ανθρώπων με πολλές ιδέες, πιο πολλές και από τα καλαμπόκια της Ιντιάνα, δυνατά οράματα, μεγάλες φιλοδοξίες και πάρα πολλές, αλλά πάρα πολλές δυνατότητες. Είμαστε ο ανθός της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά πρώτα πρέπει να γίνουμε το αγκάθι της. Έχουμε ένα στόχο, ένα σχέδιο, ένα πρόγραμμα το οποίο σχεδιάζαμε ξανά και ξανά, βήμα το βήμα, πολλά χρόνια τώρα. Είμαι κομμάτι αυτού του σχεδίου, εκπονητής και παράλληλα εκτελεστής του, στρατηγός και στρατιώτης της 2ης Αναγέννησης, ένα παιδί του κόσμου που επαναστατεί σαν έφηβος απέναντι στους γονείς του. Εγώ, και πολλοί ακόμα, έχουμε θυσιάσει πολλά για να βρεθούμε σήμερα εδώ, να κρατάμε τον διακόπτη που αναβοσβήνει τα φώτα και τα ηχεία στο πάρτυ. Έχω θυσιάσει το να περπατήσω στο Σέντραλ Παρκ χωρίς να χρειάζεται να πάω πουθενά. Έχω θυσιάσει το να ταξιδέψω απλά να γευτώ την θάλασσα σε κάθε γωνιά της Γης. Έχω θυσιάσει το να κρατήσω κοντά μου πράγματα που έχουν αξία για μένα, έτσι ώστε να μπορώ ανα πάσα στιγμή να είμαι ανέγγιχτος. Περίπου όπως αυτός ο Τζο Σάμμερς. Περίπου όπως εσύ, Λίσα, μόνο που δεν μπορώ να φορέσω και ένα προσωπείο να καταπραύνει την αγωνία μου για όσους και για όσα αναγκάζομαι να αφήσω πίσω πριν ακόμα πιάσω καλά καλά. Μπορεί αύριο να με συλλάβουνε. Μπορεί αύριο να με βρει κάποια σφαίρα στον κρόταφο. Μπορεί να χρειαστεί να είμαι θαμμένος στην Γη για να μην με βρούνε. Στον προσωπικό μας τάφο πηγαίνουμε μόνοι μας, θα ήταν εγωιστικό να παίρνουμε και άλλους μαζί μας. Και φτάνω σήμερα να διχάζομαι, εκεί που ένιωθα ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να με διχάσει. Από την μια πλευρά, θέλω να ολοκληρώσω αυτό που έχει ήδη ξεκινήσει, να αρχίσω αυτό που είναι να αρχίσει. Και το θέλω με κάθε ρανίδα του είναι μου. Από την άλλη, θέλω να μείνω σε αυτό το αυτοκίνητο, και να γυρίσουμε πάλι πίσω, και πάλι μπροστά, να δοκιμάσουμε όλες τις κουζίνες, να κάνουμε έρωτα σε κάθε πιθανό και απίθανο ξενοδοχείο, να γεμίσουμε τόσες εικόνες που να χρειαστούμε και άλλο χώρο για να συνεχίσουμε. Να μην περάσει μια ημέρα που να μείνουμε στάσιμοι, να μην περάσει ούτε μια μέρα που να μην σε γνωρίζω λίγο παραπάνω, στο σώμα, στο συναίσθημα, στο μυαλό. Και αυτή είναι μια επιθυμία νέα, παράξενη, τρυφερή και αδάμαστη ταυτόχρονα. Έχω από την μια πλευρά, ένα χαραγμένο μονοπάτι, που ξέρω σε τι φανταστικά μέρη με οδηγεί και ξέρω ότι είναι ένα μονοπάτι για την προσωπική μου ολοκλήρωση. Και έχω από την άλλη πλευρά μια μισάνοιχτη πόρτα, πίσω από την οποία ξετρυπώνουν μυρωδιές και αισθήσεις που δεν ξέρω, αλλά θέλω σίγουρα να γνωρίσω, να εξερευνήσω, να μάθω.

109


Για όσο και να ταξιδέψω, υπάρχουν και κάτι που με ταξιδεύει, είτε είναι μια αναπάντεχη επιθυμία και ένας χορός στο Μοντεβιδέο, είτε είναι ένας ρομαντικός περίπατος στο Βερολίνο, είτε είναι η δερματίνη μιας παλιάς Σεβρολέτ και η γεύση του ιδρωμένου λαιμού σου. Δεν ξέρω αν είμαι ότι καλύτερο σου έχει συμβεί, Λίσα Χολμς, αλλά ξέρω ότι ήρθες με τα προσωπεία σου, τα τακούνια σου και τα ροζ σαρκώδη σου χείλη και με έκανες άνω κάτω. Ω, με έχεις κάνει τόσο άνω κάτω που δεν ξέρω ποιο είναι το κάτω και ποιο είναι το άνω. Είμαι ένας ξαναμμένος έφηβος, ένας διψασμένος για γνώση φοιτητής, ένας πεινασμένος γευσιγνώστης. Μου αποκάλυψες τις φαντασιώσεις σου, και έγινες μόνιμο μέλος των δικών μου. Για αυτό, αγαπητή μου Λίσα Χολμς, οι δρόμοι μας χωρίζουν ξανά στο Νιούαρκ. Ίσως γνωριστήκαμε νωρίς, ίσως πολύ αργά. Ίσως σύντομα, σε ένα κόσμο που θα κοιτάζει διαφορετικά το είδωλό του στον καθρέπτη, να ξανασυντηθούμε μεθυσμένοι σε κάποια παραλία του Μοντεβιδέο και να χορέψουμε. Ω, να χορέψουμε μέχρι να κάψουμε τους μυς και διαλύσουμε την λογική μας. Να χωριστούμε μέχρι να μην μπορώ να αντέξω άλλο χωρίς εσένα. Βλέπεις, είμαι και εγώ τελικά ένας εγκλωβισμένος άνθρωπος Λίσα. Είμαι ένας ερωτευμένος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που πρόλαβε να μεθύσει από μια γουλιά μόνο από το ποτήρι σου, εγκλωβισμένος στη ζωή ενός παρανόμου, ενός ‘’τρομοκράτη’’, ενός βομβιστή. Αλλά θέλω να ερωτευτώ για όσο αντέχει η καρδιά μου σε έναν ορίζοντα ελπίδας, και όχι αβεβαιότητας. Για αυτό το λόγο, έχω να φυτέψω για την ώρα ακόμα μια μπόμπα στα θεμέλια της κοινωνικής παρακμής. Όταν έφτασαν στο πολύβουο μελίσσι, το αεροδρόμιο του Νιούαρκ, η συννεφιά είχε γίνει μια ρυθμική και μονότονη βροχή, από αυτές που συνοδεύουν ραγισμένες καρδιές και μαραμένα αισθήματα, στο ταξίδι τους να βρουν την λύτρωση για την απέραντη μοναξιά τους. Από αυτές που μοιάζουν με δάκρυα.

110


ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΓΥΑΛΙ #4 Η δίκη της Βανίλιας, μέρος 2ο -Ας μιλήσουμε για την Νέα Υόρκη κύριε Μπάροους. Και ας αφήσουμε τα λαικίστικα λογοπαίγνια στην άκρη, τι λέτε; Ο Ουίλιαμ Μπάροους αφουγκράστηκε το μουρμουρητό της αίθουσας που φαινόταν να περίμενε εκείνη την στιγμή. Κοίταξε τα χαρτιά του και τον εισαγγελέα, που το μάτι του γυάλιζε με προσμονή- αυτό ήταν άλλωστε το δυνατό χαρτί τους. -Κύριε πρόεδρε του δικαστηρίου, φαντάζομαι έχετε υπόψιν σας το Σύνταγμα και συγκεκριμένα το άρθρο για το δικαίωμα των συλλαλητηρίων. Δεν ρωτάω, το ξέρω. Οι πολίτες της Νέας Υόρκης εκείνη την ημέρα, έκριναν, για τα δικά τους συμφέροντα, ότι η συνάντηση της G11 στο WTC ήταν αντίθετη με τις ηθικές και κοινωνικές αξιώσεις για ειρήνη, δημοκρατία, ισονομία. Ο δικαστής και ο εισαγγελέας τον κοίταξαν με φανερή έκπληξη. Δεν μπορεί να το πήγαινε έτσι. Μερικά λεπτά αργότερα, επιβεβαίωσαν ότι πράγματι, το πήγαινε έτσι ακριβώς. -...Και επαναλαβάνω. Οι εκρήξεις στα αστυνομικά Τμήματα, τα άδεια αστυνομικά Τμήματα, η επίθεση στις ειδικές δυνάμεις με μπογιές στα κράνη και τις ασπίδες, το γενικευμένο σαμποτάζ στα αστυνομικά οχήματα, είχε σαν στόχο να περιφρουρήσει το συνταγματικό δικαίωμα των πολιτών να διαδηλώσουν, όπως περιγράφεται από το Σύνταγμα δικαιωμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών! Ο Ουίλιαμ πήρε μια βαθιά ανάσα. Πρέπει να φώναζε πολύ δυνατά. Ο δικαστής του φώναξε ακόμα πιο δυνατά. -Κύριε Μπάροους, παραφέρεστε! Εκείνη την ημέρα, στην Νέα Υόρκη, διακυβεύτηκε η σωματική ακεραιότητα των προέδρων των 11 ισχυρότερων κρατών του πλανήτη! Το πλήθος έφτασε στην πόρτα του WTC, από ΘΑΥΜΑ δεν μιλάμε σήμερα για ένα πρωτοφανές έγκλημα απέναντι στην Δημοκρατία! Και εσείς επικαλείσται την δημοκρατία για τους πελάτες σας; Οι κατηγορούμενοι, πίσω από την μάσκα της ονομασίας 2η Αναγέννηση, αδρανοποίησαν μέσα σε λίγα λεπτά ολόκληρη την αστυνομία της πόλης, χλεύασαν τις έννοιες της Τάξης και της Ασφάλειας, προκάλεσαν ένα καθεστώς αναρχίας και βίας! Οι συμπλοκές κρατήσανε για άλλη μια εβδομάδα! Είχαμε θύματα κύριε Μπάροους, θύματα! Ο Ουίλιαμ έμεινε στην ίδια ακριβώς θέση, με την ίδια ακριβώς έκφραση. Ο εισαγγελέας έψαχνε με διάχυτο εκνευρισμό και φανερό αιφνιδιασμό τα χαρτιά του. Το ακροατήριο ήταν σαστισμένο. Ο δικαστής έξαλλος. Όλα πηγαίνανε βάση σχεδίου.

111


Το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ενός ΈΡΩΤΑ (συνέχεια)

25. Εκείνη η ημέρα του Απρίλη στο Όσλο είχε την μουντάδα που αντιστοιχεί σε μια σκανδιναυική χώρα την άνοιξη, που ανεβαίνει αγκομαχώντας ένα παγερό λόφο, με το φουστάνι της γεμάτο λουλούδια και αρώματα, και όλο γλιστράει προς τα κάτω και όλο προσπαθεί από την αρχή για να ανέβει και να αφήσει να το ανοιξιάτικο στίγμα της. Είναι λίγες οι φορές που το καταφέρνει, μιας και τις περισσότερες γίνεται εύκολο θήραμα στα φαντάσματα ψυχρόαιμων Βίκιγνκ, που φοράνε τα λουλούδια της ανάμεσα στα κέρατα που έχουν τα κράνη τους, και φορτώνουν τα αρώματά της, το κίτρο και τη γύρη στο αμπάρι των πλοίων τους, για να αντιμετωπίσουν το σκορβούτο του αιώνιου ταξιδιού τους στις παγωμένες θάλασσες του βορρά. Εκείνη η ημέρα του Απρίλη, ο ουρανός είχε ένα γαλάζιο χρώμα σαν να το είχε ξεπλύνει κάποιος με απορρυπαντικό ορθολογισμού. Ο ήλιος έμοιαζε με ξεχασμένο στην θάλασσα μπαλάκι του τένις, και τα μικρά αραιά σύννεφα με σκελίδες σκόρδου. Ο αέρας έφερνε μαζί του την αρμύρα από την βόρεια θάλασσα, αλλά γρήγορα άλλαζε σύσταση και υφή από τον αέρα της πόλης και γινόταν ένα απλό κρύο αεράκι. Εκείνη την ημέρα του Απρίλη, στο Κέντρο του Νόμπελ ειρήνης του Όσλο, θα συνέβαινε κάτι που έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν. Δεν θα γινόταν για πρώτη φορά ούτε προκάλεσε σε κανέναν, κάτοικο του Όσλο και μη, την παραμικρή έκπληξη. Υπάρχουν πολλοί παραλογισμοί που όταν επαναλαμβάνονται, όταν γίνονται συνήθεια, τότε από παραλογισμοί γίνονται κανονικότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν κάποιος επισημαίνει τον παραλογισμό, γίνεται παράλογος ο ίδιος, και το γαιτανάκι αντιφάσεων που δημιουργείται καταλήγει να απασχολεί πολύ λιγότερους από όσο θα έπρεπε. Εκείνη την ημέρα η 2η Αναγέννηση δεν θέλησε να επισημάνει τίποτα- ήθελε να κοιτάξει τον παραλογισμό στα μάτια και να του ρίξει ένα ηχηρό χαστούκι τόσο δυνατό, που θα επανέφερε δια του παραλόγου την κανονικότητα. Ο Τζορτζ Χάσινγκς δεν ήταν ο πρώτος πρώην πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που θα του απονεμόταν το Νόμπελ Ειρήνης. Και ας ήταν ο πρόεδρος του ‘’πολέμου της Κίνας’’, και ας ήταν ο πρόεδρος του +10% στην χρηματοδότηση των πολεμικών ερευνών. Η ακαδημία θέλησε να βραβεύσει τον άνθρωπο, που μετά την θητεία του, δήλωσε από την πανάκριβη βίλα του στο Τένεσί ότι ‘’μετάνιωσα πολύ για εκείνο τον πόλεμο και τις αθώες ζωές’’. Κάποια κριτική επιτροπή θεώρησε ότι πρέπει να επιβραβεύονται οι μετανοούντες πρωην αρχηγοί της μητρόπολης της βίας και του πολέμου. Η 2η Αναγέννηση όμως είχε διαφορετικά σχέδια. Εκείνη την ημέρα του Απρίλη, το Κέντρο Ειρήνης Νόμπελ στο Όσλο απέκτησε μια τρύπα στην οροφή του τόσο μεγάλη, που έμοιαζε με μετεωρίτη, αλλά μια τρύπα τόσο γνήσια που έμοιαζε με διόρθωση του παραλόγου. Η έκρηξη έλαβε χώρα τα ξημερώματα, μια ημέρα πριν την τελετή απονομής, η οποία αναβλήθηκε επ’αορίστον, καθώς την έκρηξη ακολούθησε ένα αντιπολεμικό συλλαλητήριο με ανθρώπους από πολλές ευρωπαικές χώρες- η καπνισμένη τρύπα 112


στην καρδιά του Κέντρου Ειρήνης στο Όσλο ήταν μια καλή αφορμή για μια αντισυστημική βόλτα στην πατρίδα των Βίκινγκ. Όμως εκείνη την ίδια ημέρα του Απρίλη, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, η άνοιξη θαβόταν κάτω από μια καλοκαιρινή αμμοθύελα στους 45ο Κελσίου, θερμοκρασία που ζεμάτιζε τα λουλούδια της και εξάχνιζε τα αρώματά της, ενώ η ίδια κατέληγε στο προσωπικό χαρέμι κάποιου περαστικού καμηλιέρη με αντάλαγμα λίγο νερό. Ο ήλιος στο Άμπου Ντάμπι, εκείνη την ημέρα του Απρίλη ήταν απροσδιόριστο το πως έμοιαζε καθώς δεν τολμούσες να τον κοιτάξεις, ενώ τα σύννεφα έμοιαζαν με μακρινή ανάμνησηδεν υπήρχε κανένα. Η χρυσή άμμος της ερήμου της Σαουδικής Αραβίας έμοιαζε με την χαμένη άμμο από την Κλεψύδρα του Αιώνιου Χρόνου, και περίμενες το χέρι κάποιου βεδουίνου θεού να σκύψει να την μαζέψει για να ξαναγεμίσει το προσωπικό του θερμόμετρο. Το σφύριγμα του ανέμου ανάμεσα στις αμμοθίνες και τους αμμόλοφους έμοιαζε με ένα υστερικό παράπονο για νερό προς τους ουρανούς, που ήταν τόσο επισκιασμένοι από τον ήλιο που φάνταζαν σχεδόν λευκοί. Επειδή το νερό ήταν το μεγάλο ζητούμενο εκείνη την ημέρα του Απρίλη, όπως και κάθε ημέρα, η 2η Αναγέννηση αποφάσισε να πάρει το τρομοκρατικό της ποτιστήρι και να τινάξει στον αέρα το πιο λαμπρό σύμβολο της απληστίας. Ο σείχης Αλ Χαραμπί (με το υπόλοιπο όνομά του να μην περιγράφεται) ήταν ένας ιδιαίτερα εγωκεντρικός άνθρωπος. Αφού πρώτα αγόρασε ένα ξερό αμμώδες νησί και έβαλε να γράψουν το όνομά του ώστε να φαίνεται από το διάστημα, πήγε κατόπιν και παρήγγειλε μια γυάλινη πυραμίδα, μέσα στην οποία έφτιαξε ένα μικρό τροπικό δάσος, το οποίο γέμισε με τις μαιμούδες του και αποκάλεσε τον προσωπικό του κήπο. Το νερό που χρησιμοποιούσε, το οποίο και έφερνε από το κρατικό εργοστάσιο αφαλάτωσης, θα ήταν ικανό να κάνει την έρημο καλλιεργήσημη για καπνό και τριφύλλι. Εκείνη την ημέρα του Απρίλη ο σείχης είδε με έκπληξη όλες τις μαιμούδες του να χοροπηδάνε και να καταστρέφουν τα 4 από τα 12 πολυτελή σαλόνια του κανονικού του παλατιού, και λίγο μετά θα έβλεπε την γυάλινη πυραμίδα του να εκτοξεύεται στον αέρα σαν διαστημικό όχημα. Ακριβώς την ίδια ημέρα εκείνου του Απρίλη, μερικές ακόμα εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, η άνοιξη τσαλαβουτούσε σε φυτείες από ρύζι και προσπαθούσε να αποφύγει φανατισμένους ινδουιστές που την θέλανε προσωπική ιέρεια στο ναό τους. Ο ήλιος στο Νέο Δελχί έμοιαζε με λιωμένο χούμους, και μακρόστενα σύννεφα διέσχιζαν τον ουρανό σαν ζαχαροκάλαμα. Ο αέρας ήταν τόσο υγρός και πνιγηρός, που χρειαζόσουν βράγχια για να περπατήσεις χωρίς πρόβλημα. Περίπου 280 παιδιά, ηλικίας από 12 έως 15 έριξαν εκείνη την ημέρα το γέλιο της ζωής τους, και έπαιξαν μπάλα τόσο πολύ ώρα που μάτωσαν οι γυμνές πατούσες τους. Το ευχαριστήθηκαν μάλιστα τόσο πολύ, γιατί η 2η Αναγέννηση, σαν κακός απουσιολόγος, είχε κανονίσει για το σκασιαρχείο τους. 113


Το εργοστάσιο παρασκευής αθλητικών παπουτσιών λίγο έξω από το Νέο Δελχί, ένα εργοστάσιο που οι εργάτες του ήταν σχεδόν αποκλειστικά τα παραπάνω παιδιά, έγινε μέσα σε μερικά λεπτά παρανάλωμα του πυρός, και μπορούσες να μυρίσεις την μπόχα από καμμένη αερόσολα μέχρι την Ιάβα και την Σουμάτρα. Εκείνη την ημέρα έγιναν πολλά ακόμα σε όλο τον κόσμο. Σαμποτάζ σε αλιευτικά σκάφη που κυνηγούσαν παράνομα φυσητήρες. Πειρατικές επιθέσεις σε πολυτελή γιότ που μεταφέρανε ανθρώπους σε σύγχρονα σκλαβοπάζαρα. Μικρότερες ή μεγαλύτερες κλοπές σε επαύλεις και παλάτια επιχειρηματιών, πρώην και νυν πολιτικών, σείχηδων, βασιλιάδων. Η Λίσα Χολμς παρακολουθούσε τις εξελίξεις περιμένοντας. Περίμενε να ακούσει για ένα όνομα, περίμενε να δει την σύλληψη ενός προσώπου, περίμενε να ακούσει με αγωνία για κάποια αιματηρή συμπλοκή κάπου στον κόσμο, ανάμεσα στην αυτοκρατορία και τους μοντέρνους πειρατές που λυμαίνονταν στο θησαυροφυλάκιο της συναίνεσης και κοινωνικής ειρήνης. Η Λίσα Χολμς πέρασε ολόκληρο τον πρώτο μήνα μετά την βροχερή ημέρα στο Νιούαρκ ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, σε ένα φτηνό και όχι καλά εξοπλισμένο στούντιο στην Ουάσινγκτον. Δεν είχε διάθεση να κάνει τίποτα παραπάνω από το να παρακολουθεί τις εξελίξεις, να τρώει λίγο (σνομπάροντας πλέον το παλιότερα αγαπημένο της delivery εστιατόριο που της έφερνε ψητά λαχανικά με μπριζόλα), να κοιμάται πολύ (ως τον μόνο τρόπο να ταξιδεύει) και να περιμένει, χωρίς να είναι όμως σίγουρη τι είναι αυτό που περιμένει. Να γυρίσει ο Μαρκ; Να πετύχει ο Μαρκ; Να αλλάξει τον κόσμο ο Μαρκ; Είχε αρχίσει ολοένα και περισσότερο να καταλαβαίνει το πραγματικό σχέδιο της 2ης Αναγέννησης, καθώς απλωνόταν με εκρήξεις και δολιοφθοριές σε όλο τον κόσμο, με ζηλευτό συγχρονισμό, στυγνό επαγγελματισμό και ανεπιτήδευτο στυλ. Είχε αρχίσει να αποκωδικοποιεί πολλά από αυτά που της είχε πει ο Μαρκ και τα οποία είχε θεωρήσει φλύαρες σάλτσες, μαγεμένη καθώς ήταν από το κυρίως πιάτο του περιπετειώδους ταξιδιού τους. Γιατί η 2η Αναγέννηση δεν ήταν μόνο τα αναπάντεχα φεστιβάλ πυρίτιδας και μοντέρνας πειρατείας που έστηνε σε όλο τον κόσμο: Ήταν κυρίως τα μεθεόρτια. Σε κάθε χώρα του κόσμου, είτε έκανε το πέρασμά της η 2η Αναγέννηση είτε όχι, ο κόσμος οπλίστηκε με τέτοια αυτοπεποίθηση και σιγουριά, σαν να είχε μόλις αποκτήσει τον δικό του προσωπικό, ανίκητο στρατό, ένα μπαμπούλα αντάξιο του μπαμπούλα των δυνάμεων της κάθε Αρχής. Η 2η Αναγέννηση δεν τρομοκρατούσε κανέναν παρά μόνο χοντρούς πολιτικούς και κεφαλαιοκράτες, πασαλειμένους με λαρδί και απληστία, που κοιτούσαν δυο φορές έξω από το παράθυρό τους μήπως είναι οι επόμενοι στην αποκατάσταση της αδικίας. Από την άλλη, ο κόσμος είχε μόνο να ελπίζει: Σε εκατοντάδες blog έπεφταν βροχή οι προτάσεις για ‘’χτυπήματα’’ σε ότι αδικία και κακώς κείμενο μπορεί να φανταστεί κανείς. Σε χιλιάδες blog ανώνυμοι και επώνυμοι άνθρωποι εξέφραζαν τον θαυμασμό και την ικανοποίησή τους από την δράση της 2 ης Αναγέννησης, προκαλώντας ένα τεράστιο πονοκέφαλο στις διεθνείς αρχές. Ήταν τόσο πυκνή η κυκλοφορία και η κίνηση στο ίντερνετ, που οι τρομοκράτες θα μπορούσαν να μιλάνε μεταξύ τους και να κανείς να μην το πάρει πρέφα. Αλλά το ίντερνετ δεν ήταν τίποτα.

114


Σαν κάποιος να έδωσε το σύνθημα της αυτοπεποίθησης μετά και τα γεγονότα της Νέας Υόρκης, οι δρόμοι του κόσμου άρχισαν να γεμίζουν από ανθρώπους, αιτήματα και ελπίδα, πορείες και συλλαλητήρια, διαμαρτυρίες και απλές συγκεντρώσεις άρχισαν να οργανώνονται σαν τάση της εποχής. Άλλωστε, ακόμα και μια μικρή, αλλά καλά υπολογισμένη σπρωξιά, μπορεί να ρίξει κάτω έναν ιποππόταμο, πόσο μάλλον έναν ιποππόταμο που πατάει πάνω σε κινούμενη άμμο και έχει ρήξη χιαστών και στα τέσσερα πόδια του. Η 2η Αναγέννηση αποδείχθηκε πολύ πιο επικίνδυνη από ότι θα ήταν μια ακόμα βομβιστική ομάδα- ήταν πλέον η αόρατη αστυνομία των ανθρώπων του κόσμου, το αντίβαρο της ζυγαριάς της κοινωνικής αδικίας. Μια ανακοίνωσή της από τις πολλές έλεγε: ‘’Κάποιοι προσπαθούν χρόνια να φράξουν τις αρτηρίες της Ιστορίας γεμίζοντάς τες χοληστερίνη και θρόμβους συντήρησης, να σταματήσει τη ροή της εξέλιξης και της προόδου. Μπλοκάρουν τα γρανάζια της με αμμοχάλικο. Κόβουν τις ρίζες της, τα φύλλα της και κάνουν τον κορμό της προσάναμμα για να ζεστάνουν την απληστία τους. Έχει έρθει η ώρα να την αφήσουμε να ανθίσει ξανά, να δώσει οξυγόνο και ζωή’’ Από την άλλη πλευρά, για κάθε επιτυχία του Τζο Σάμμερς, στο γραφείο του έφτανε ενημέρωση για μια ακόμα επιτυχία της 2ης Αναγέννησης, κάπου στον κόσμο. Είχε ήδη αναγορευτεί ως αρχηγός μιας διεθνούς συνεργασίας υπηρεσιών και αστυνομικών δυνάμεων, είχε ήδη την απόλυτη ελευθερία να κάνει οτιδήποτε θέλει, σε οποιαδήποτε μεριά του κόσμου. Κάθε φορά που το τραχύ και σοβαρό του πρόσωπο εμφανιζόταν σε κάποιο δελτίο, η Λίσα δεν μπορούσε να αποφύγει μια ανατριχίλα. Έβλεπε έναν άνθρωπο αποφασισμένο και έτοιμο να φτάσει στην άλλη άκρη κολυμπώντας, αρκεί να πετύχει τον στόχο του. Ήταν τόσο τρομαχτικός στα μάτια της, που όταν μάθαινε ότι βρισκόταν στην Ουάσινγτον έκλεινε ακόμα και τα στόρια στα παράθυρά της, φοβούμενη την άυπνη ματιά του στο σκοτάδι. Οι δράκοι στα παραμύθια και την ζωή είναι σπάνια αυτά τα φτερωτά κεράσφορα ερπετά που φτύνουν φωτιά στο χρώμα του πατζαριού. Ενίοτε, μπορεί να είναι εμμονικοί πράκτορες με εξάρτηση στον καπνό βιρτζίνια και τα χαρτάκια γλυκόριζα. Δεν ξέρεις αν ασχολούνται μαζί σου ή όχι, αλλά σίγουρα αποφεύγεις να βρεθείς στον δρόμο τους. Σε αυτό το μήνα που πέρασε η Λίσα Χολμς στο κρεβάτι της μέσα στο στούντιό της που ολοένα και περισσότερο μύριζε κλεισούρα και παραίτηση, φαντασιώθηκε ότι βρισκόταν σε όλα αυτά τα μέρη του κόσμου, στο αναπαυτικό κάθισμα της λευκής σεβρολέτ που κάθε φορά παίζει από το ράδιό της τραγούδια που αντιστοιχούν σε κάθε πόλη και κάθε εποχή. Κάνει συχνές στάσεις για να χαζέψει όλα τα θαύματα του κόσμου, γνωστά και μη, να δοκιμάσει τον ουρανίσκο της σε κάθε κουζίνα, και ύστερα να περάσει ένα μοναχικό βράδυ σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και ενώ έξω ο κόσμος αλλάζει. Ο οδηγός του αυτοκινήτου είναι πάντα φλύαρος, πάντα ανύσηχος και χαμογελάσει σκανταλιάρικα, την κοιτάει στα μάτια με γνήσιο έρωτα, την χαιδεύει με τρυφερότητα στο κεφάλι και το μηρό, την οδηγεί σε σκοτεινά δωμάτια και την γδύνει με γνήσια λαγνεία.

115


Είναι κάπου εκεί έξω, είτε ταξιδεύει είτε κρύβεται, είτε γελάει είτε κλαίει, είτε είναι νόμιμος επαγγελματίας είτε είναι παράνομος τρομοκράτης. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι μας φοράμε ένα προσωπείο κάθε φορά που σηκωνόμαστε νυσταγμένοι από το κρεβάτι. Δεν είναι όμως πάντα προσωπείο υποκρισίας ή παραπλάνησης. Όπως καλύπτουμε την γύμνια μας με μια μπλούζα, έτσι ενίοτε, καλύπτουμε και την ψυχή μας με κάποιο διαλεχτό ύφασμα από την αγορά της Κωσταντινούπολης. Η Λίσα Χολμς αποφάσισε μετά από ένα ολόκληρο μήνα να σηκωθεί από το κρεβάτι της και να πάει να παραιτηθεί από την δουλειά της. Το πλάνο από εκεί και πέρα ήταν άγνωστο, αλλά σίγουρα θα ξεκινούσε αναζητώντας την μητέρα της, θα συνέχιζε με μια καινούρια δουλειά που θα της επέτρεπε να ταξιδεύει, και ύστερα ότι χρειαστεί για να σκεπάσει την ανάμνηση του Μαρκ, σαν έπιπλο σε παλιό σπίτι, παρατημένο στην μέση του χειμώνα και του χρόνου. Ίσως κάπου, κάποιος, να καταλάβε το σχέδιό της, γιατί το υποτυπώδες πλάνο της ήταν έτοιμο για μια μεγάλη ανατροπή.

26. Όταν εκείνο το πρωί άκουσε έναν το χτύπημα στην εξώπορτά της, ήταν τόσο πεπεισμένη ότι ήταν ο Μαρκ (τον είχε δει για άλλη μια φορά στον ύπνο της) που έτρεξε να την ανοίξει με το νυχτερινό της φορεματάκι και τα μάτια της ακόμα μισόκλειστα, χωρίς καν να κοιτάξει από το ματάκι. Έξω από την πόρτα του στούντιο δεν ήταν όμως ο Μαρκ. Αντιθέτως, ήταν ένας άντρας που από την φυσιογνωμία του και μόνο δεν χρειαζόταν καν να της δείξει την χαρακτηριστική του ταυτότητα, που έγραφε: ΤΖΟΝ ΜΠΛΕΙΚ ΤΖΟΥΝΙΟΡ, FBI. Ήταν αρκετά ψηλός και φαινόταν μυώδης μέσα από την καστανό σακάκι του. Είχε ένα τραχύ μαύρο μαλλί, γκρίζο στους κροτάφους του, το οποίο έκανε ένα ιδιόρρυθμο γύρισμα στο μέτωπό του, σαν πεσμένο τσουλούφι. Μύριζε μέντα και φτηνό αποσμητικό, ενώ είχε μια έκφραση σοβαρή και άκρως επαγγελματική. -Παρακαλώ; Η Λίσα Χολμς φόρεσε γρήγορα ένα απορημένο ύφος, αν και είχε καταλάβει γρήγορα τον σκοπό της επίσκεψης. Ο άντρας έδειξε την ταυτότητά του και συστήθηκε ευγενικά, αφού πρώτα έφτυσε μια ξερή ‘’καλημέρα’’. -Κυρία Χολμς, μπορείτε να με ακολουθήσετε; -Περί τίνος πρόκειται; -Είναι μια έρευνα που σας συσχετίζει με κάποιες παράνομες δραστηριότητες. Θα ήθελα να με ακολουθήσετε μέχρι το 12ο Τμήμα για κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις. Η Λίσα Χολμς ήξερε ότι σε τέτοιες στιγμές έπρεπε να επιστρατεύει ψυχραιμία και να είναι συνεργάσιμη. Του ζήτησε λίγο χρόνο να ντυθεί, και φόρεσε πρόχειρα μια φούστα και ένα λεπτό πουλόβερ, με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Ότι και αν ήταν, ήταν σίγουρα μπελάδες, και άρχισε να σκέφτεται με αγωνία επίμονες ανακρίσεις, αποδείξεις με δαχτυλικά της αποτυπώματα σε κάποια σεβρολέτ που σχετίζεται με τρομοκρατικές επιθέσεις, απειλή βίας, 116


ερωτήσεις για εκείνον. Χωρίς να ξέρει τι να περιμένει, ακολούθησε τον Τζον Μπλέικ Τζούνιορ σε ένα ακριβό μαύρο αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια, και όταν κάθισε δίπλα του στο πίσω κάθισμα, δεν μπόρεσε παρά να σκεφτεί: ‘’Ώρες ώρες, η δουλειά μου είναι πολύ σκατένια’’. Λίγα λεπτά μετά, βρισκόταν σε ένα λιτό γραφείο, με ένα τραπέζι και δυο καρέκλες, έχοντας μόλις διασχίσει ένα πολύβουο αστυνομικό τμήμα με επαναλαμβανόμενους ήχους τηλεφώνων, βρισιές και ασταμάτητα περα δώθε. Είχε καταλάβει μέχρι τώρα, αλλά ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να δει και να μυρίσει τον πραγματικό πανικό των αρχών, και τώρα τον είχε απολαύσει σε όλη του την νευρική μεγαλοπρέπεια. Το αστυνομικό τμήμα έμοιαζε με μελίσσι που μόλις έχει χάσει μερικές κερήθρες από την τριχωτή χούφτα μιας αρκούδας γκρίζλι. Όλες οι εργάτριες βούιζαν πανικόβλητες, ενώ ήταν σίγουρη ότι κάποια βασίλισσα σε κάποιο γραφείο θα έτρωγε εκνευρισμένη τους κηφήνες της. Ο Τζον Μπλέικ Τζούνιορ παρέμεινε ευγενικός και πράος σε όλη την διάρκεια, αλλά ο βαρύς τόνος της φωνής του της έδινε να καταλάβει ότι δεν θα έφευγε εύκολα από εκεί. -Κυρία Χολμς, αφήστε με να σας παραθέσω μερικά στοιχεία που μας έκαναν εντύπωση: Από ότι βλέπουμε, λίγες ημέρες πριν το χτύπημα στο Μουσείο της Περγάμου, βρεθήκατε εκεί σε αποστολή από την εργασία σας, το περιοδικό ‘’Μουσεία του Κόσμου’’, το οποίο σας είχε προσλάβει μόλις λίγους μήνες πριν, σωστά; -Σωστά. -Από ότι ρωτήσαμε, εσείς επιμένατε να πάτε στο Βερολίνο για να γράψετε μια έκθεση για το Μουσείο, σωστά; -Σωστά. Μου αρέσει βλέπετε να ταξιδεύω, και όταν ακούστηκαν οι φήμες για... -Μισό λεπτό κυρία Χολμς. -Βεβαίως. -Λίγο καιρό μετά, για την ακρίβεια, μια ημέρα πριν τα γεγονότα στην Καλιφόρνια και την κλοπή της περιουσίας του διευθυντή του μουσείου Γκέτι, υπήρξε εισητήριο στο όνομά σας για το Λος Άντζελες, σωστά; -Σωστά. -Περιμένετε τώρα να δείτε τι μου κάνει περισσότερη εντύπωση. Λίγο πριν την τρομοκρατική επίθεση στο Όστιν, χρησιμοποιήθηκε η πιστωτική σας κάρτα στο ξενοδοχείο Ριτζ, του Όστιν, το οποίο φιλοξενούσε ένα συνέδριο για τα...τσιμέντα. Σας ενδιαφέρουν τα τσιμέντα κυρία Χολμς; -Εεε..όχι ακριβώς....αλλά.. -Μισό λεπτό. Ο Τζον Μπλέικ Τζούνιορ είχε αρχίσει να γίνεται πιο αυστηρός, σαν να μπορούσε να μυρίσει την νευρικότητά της. Αργότερα, και μερικές μόνο ημέρες πριν το τρομοκρατικό χτύπημα στη Νέα Υόρκη, υπήρξε εισητήριο με το όνομά σας από το αεροδρόμιο του Νιούαρκ προς την Ουάσινγκτον. Το πιο παράξενο από όλα, κυρία Χολμς, είναι ότι φαίνεται να ταξιδεύατε στην Αμερική σε παράλληλη γεωγραφική πορεία μιας σειράς επιθέσεων από την τρομοκρατική οργάνωση με την επωνυμία 2η Αναγέννηση. Από το Βερολίνο στην Καλιφόρνια, από εκεί στο Τέξας και πίσω στην Νέα Υόρκη. Και το καλύτερο από όλα, είναι ότι το όνομά σας

117


αναφέρθηκε σε έλεγχο των συνόρων Αριζόνα-Τέξας μαζί με ενός...εμ... (κοίταξε κάποια χαρτιά) Μαρκ-Λίαμ Λίθγκοου, μια ημέρα μετά την επίθεση στο πανεπιστήμιο του Φοίνιξ. Όση ταραχή και να είχε η Λίσα, στο άκουσμα του ονόματός του ένιωσε ακόμα μεγαλύτερη.Ένας υπόκωφος πανικός άρχισε να την κυριεύει, και για πρώτη φορά και παρά το κουράγιο που είχε επιστρατεύσει, άρχισε να νιώθει κλειστοφοβία και άγχος. Ο Τζον Μπλέικ Τζούνιορ σηκώθηκε όρθιος και περπάτησε γύρω από το τραπέζι, εντείνοντας την αγωνία της. -Εξηγήστε μου κυρία Χολμς, σας παρακαλώ, αυτές τις συμπτώσεις. Λίσα, βρες το κουράγιο σου. Μπορείς να υποκρίνεσαι και να κάνεις το χαμαιλέοντα όποτε σε βολεύει. Κάντο και τώρα. -Δεν έχω ιδέα για τις συμπτώσεις, απάντησε με μια ανέλπιστη σιγουριά, που δεν περίμενε ούτε η ίδια. Πράγματι, εγώ και ο Μαρκ Λίθγκοου, που ήταν καλεσμένος στο συνέδριο που αναφέρατε, ταξιδέψαμε οδικώς από την Καλιφόρνια για να επισκεφτούμε τα φώτα του Ντόβερ στο Άρκανσας και επιστρέψαμε στη Νέα Υόρκη όπου με άφησε στο αεροδρόμιο. Από εκεί, γύρισα εδώ στο σπίτι μου. Ο Τζον Μπλέικ Τζούνιορ επέστρεψε μπροστά της και ξαναέκατσε, κοιτάζοντάς την με δυσπιστία. -Και γιατί να κάνετε μια τέτοια διαδρομή; Γιατί να μην ξεκινήσετε από εδώ; Γιατί να μην πάτε με αεροπλάνο μέχρι το Άρκανσοου; Είναι κάποιος φίλος σας ο κύριος Λίθγκοου; Η Λίσα σκέφτηκε γρήγορα. -Γνωριστήκαμε μέσω ιντερνετ. Συζητήσαμε για την κοινή μας επιθυμία να διασχίσουμε την αμερική, από την δύση προς την ανατολή οδικώς, και να σταματήσουμε να δούμε τα φώτα του Ντόβερ, τα οποία θα εξερευνούσε εκείνες τις ημέρες ένας μυθοκυνηγός, ο Σνούπι Ο’ Μπράιαν. Γνωριστήκαμε μέσα από την προσωπική του ιστοσελίδα, όπου συζητήσαμε για το συγκεκριμένο θέμα. Δήλωσε ότι έχει και το συνέδριο στο Τέξας, ότι θα ξεκινούσε από την Καλιφόρνια, το ένα έφερε το άλλο... Ο Τζον Μπλέικ Τζούνιορ χτύπησε τα δάχτυλά του πάνω στο ξύλινο τραπέζι φορμάικα που ήταν ανάμεσά τους. Η Λίσα ένιωθε περήφανη με τον εαυτό της για την ετοιμότητά της, αλλά από την άλλη έβλεπε την αμφιβολία στα μάτια του, που την περιεργάζονταν επίμονα, ψάχνοντας ίσως κάποιο σημάδι από την γλώσσα του σώματος που να υποδήλωνε ψέμμα. -Και η παράλληλη γεωγραφική πορεία των χτυπημάτων με το ταξίδι σας ήταν εντελώς τυχαία δηλαδή; -Δεν ξέρω τι να σας πω. Παρακολουθούσα τα νέα από το ιντερνετ, αλλά πρώτη φορά συνειδητοποιώ ότι γινόντουσαν παράλληλα με το ταξίδι μας. -Κυρία Χολμς; -Παρακαλώ. -Δεν με πείθετε ούτε στο ελάχιστο. Η Λίσα ξεροκατάπιε. -Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε. -Θέλετε να μου εξηγήσετε γιατί η ταυτότητά σας έχει ημερομηνία έκδοσης μερικούς μόλις μήνες πριν το χτύπημα στο Βερολίνο; 118


Άντε πάλι τα ίδια. -Αυτό τι σχέση έχει με όλα τα υπόλοιπα; -Σας αρέσει να αλλάζετε ονόματα κυρία Χολμς; Σας αρέσει να κρύβεστε και να εμφανίζεστε με διαφορετικό όνομα όταν εξυπηρετείτε τα σχέδιά σας; -Συγνώμμη, με κατηγορείτε για κάτι; Ο Τζον Μπλέικ Τζούνιορ σηκώθηκε ξανά, και τώρα το ύφος του έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμος να ρίξει το καλό του χαρτί. -Η ληξιαρχική πράξη που μας έδωσε την Λίσα Χολμς ανήκει σε μια Ιλέιν Ρόουζ, την έχετε υπόψιν σας; Σκατά. Σκατά, σκατά, σκατά. Λίσα, τα έχεις κάνει σκατά. -Εγώ είμαι η ‘’Ιλέιν Ρόουζ’’, την ξέρω. Αφήστε με να σας εξηγήσω... -Μισό λεπτό! Ο αστυνόμος άπλωσε το χέρι του διακόπτωντάς την και σήκωσε ένα άλλο χαρτί. Η Ιλέιν Ρόουζ κυρία Χολμς εργαζόταν ως καθηγήτρια αγγλικών σε ισπανόφωνους στο Μπρόνξ, έτσι δεν είναι; Την περίοδο μάλιστα που στην περιοχή λειτουργούσε η γνωστή ομάδα των ‘’Ταζά’’, κύκλωμα ναρκωτικών από την Κολομβία! Το ξέρατε αυτό; Και για κάποιο λόγο μετά την εξάρθρωσή της η Ιλέιν Ρόουζ εξαφανίζεται και εμφανίζεται η Λίσα Χολμς στην Ουάσινγκτον. Εξηγήστε μου και αυτό κυρία Χολμς. Η Λίσα ένιωσε ότι έκανε ελεύθερη πτώση. Είχε αρχίσει να ιδρώνει και να αναπνέει γρήγορα, βλέποντας μια πορεία επιλογών να μεταμορφώνεται σε μια καλοστημένη παγίδα. -Ξέρω για αυτό που αναφέρετε, ήταν ένας ακόμα λόγος να φύγω από το Μπρονξ και να έρθω στην Ουάσινγκτον. Αλλά σε ότι αφορά τα ονόματα, σας πληροφορώ ότι πρόκειται για παρεξήγηση, βλέπετε... Ο Τζον Μπλέικ Τζούνιορ άπλωσε για άλλη μια φορά το χέρι του. -Κυρία Χολμς, έχω την αίσθηση ότι έχετε μια εντελώς συμπτωματική συσχέτιση με σειρά τρομοκρατικών και εγκληματικών οργανώσεων τα τελευταία χρόνια. Θα ήθελα να... Ο αστυνόμος σταμάτησε να μιλάει, αφουγκραζόμενος την φασαρία που ερχόταν έξω από το δωμάτιο. Η Λίσα προσπάθησε να ακούσει και αυτή με την σειρά της, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να επεξεργαστεί κάποια απάντηση. Ένιωσε ότι μπορούσε να αναγνωρίσει μια γνώριμη τραχιά φωνή, σαν κάποιος να είχε κάνει γαργάρες με γαρμπίλι και να είχε καπνίσει αναρίθμητα βαριά τσιγάρα. Ναι, ήταν πια σίγουρη, αυτή την φωνή μπορούσε να την καταλάβει πολύ καλά, μιας και την άκουγε ολοένα και πιο συχνά από τα δελτία ειδήσεων. Όταν η πόρτα του δωματίου άνοιξε με δύναμη, ήξερε ποιον να περιμένει, ο οποίος μπήκε σαν κοντοπίθαρος οδοστρωτήρας, με ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα, έναν αστυνόμο να πισοπατάει με διαμαρτυρίες και έναν άλλο άντρα, επίσημα ντυμένο και μάλλον γενικό αρχηγό κάποιου γενικού αρχηγείου κάποιας γενικής υπηρεσίας. Το βλέμμα του Τζο Σάμμερς καρφώθηκε πάνω της σαν στιλλέτο ληστή του δρόμου στο Παρίσι του Μεσαίωνα και της έκοψε την αναπνοή. Ύστερα καρφώθηκε πάνω στον Τζον Μπλέικ Τζούνιορ. -Ηλίθιοι, ηλίθιοι, ηλίθιοι, ήταν οι πρώτες του λέξεις, και χτύπησε με δύναμη την πόρτα πίσω του. 119


-Κύριε Σάμμερς; Ο Τζον Μπλέικ Τζούνιορ φάνηκε να εκπλήσσεται το ίδιο με εκείνη. Ο άντρας με το επίσημο ντύσιμο του έκανε ένα νόημα να χαλαρώσει, και η Λίσα συμπέρανε ότι είναι προιστάμενός του. -Ηλίθιοι, ξαναμουρμούρισε πνιχτά μέσα από τα δόντια του ο Τζο Σάμμερς. -Τι συμβαίνει; Είμαι στη μέση μιας ανάκρισης, διαμαρτυρήθηκε ο πράκτορας. -Ανάκριση; Τι ανάκριση ρε βλάκα; Ο Τζο Σάμμερς κοκκίνιζε στο χρώμα των μαλλιών του. Ο επίσημος άντρας προσπάθησε να ηρεμήσει την κατάσταση. -Κύριε Μπλέικ, ο κύριος Σάμμερς θα παραλάβει τώρα την κυρία Χολμς. Αναλαμβάνει αυτός. Ο αστυνόμος έδειξε να ενοχλείται. -Μα η κυρία από εδώ είναι ύποπτη για συμμετοχή σε τρομοκρατικές επιθέσεις και.. Ο Τζο Σάμμερς έβγαλε ένα ειρωνικό κάγχασμα, διακόπτωντάς τον. -Ύποπτη; Μια κριτικός μουσείων; Χα! -Κύριε Σάμμερς, με όλο το σεβασμό, υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η Λίσα Χολμς αλλάζει το όνομά της και παρευρίσκεται σε... -Αλλάζει το όνομά της; Έλεος! 8 στους 10 αμερικάνους αλλάζουν το όνομά τους κάθε μήνα αυτό είναι το στοιχείο σου; Έλεος! -...Σχετίζεται με όλες τις επιθέσεις τους τελευταίους μήνες και... Ο Τζο Σάμμερς έκανε μια παρόμοια κίνηση με το χέρι του, σαν αυτή που έκανε ο Τζον Μπλέικ Τζούνιορ και διέκοπτε την Λίσα. -Δεν αντιλέγω ότι μπορεί να σχετίζεται με κάτι κύριοι. Πιστεύω όμως ότι δεν είναι κάτι. Σε κάθε περίπτωση, θα αναλάβουμε εμείς την ανάκριση. Αν υπάρχει κάποια άκρη, θα μας την δώσει, έτσι δεν είναι κυρία Χολμς; Γύρισε ένα επιθετικό βλέμμα προς το μέρος της. Η Λίσα παρατήρησε ότι τα μάτια του ήταν κατστανοκόκκινα όπως τα μαλλιά του και συνέχισε να στέκεται αμήχανη στην συζήτηση που εκτυλισσόταν μπροστά της. -Δεν έχω σχέση με τίποτα από όσα λέτε, ψιθύρισε. -Ω, θα το δούμε αυτό, της είπε ο Τζο Σάμμερς και έκανε νόημα στον φρουρό που ήταν μαζί του να την φέρει σε όποιο μέρος είχε αποφασίσει να την πάει. Ύστερα, γύρισε πάλι στον Τζον Μπλέικ Τζούνιορ που κοιτούσε ταπεινωμένος το πάτωμα. -Και βασικό, βασικό πράγμα κύριε Μπλέικ, του είπε χαμηλόφωνα και κοφτά, δεν φέρνουμε ποτέ ύποπτο τρομοκράτη σε ένα αστυνομικό τμήμα για να του κάνουμε χαλαρή ανάκριση με καφέ. Δεν θέλουμε ποτέ να εκνευρίσουμε τους φίλους του. Οι φίλοι της Λίσα Χολμς όμως ήξεραν ότι συνήθως ταξιδεύει, και έτσι δεν έμπαιναν στον κόπο ούτε να την πάρουν τηλέφωνο. Από εκεί και πέρα, δεν είχε άλλους φίλους, παρά μόνο ένα περιστασιακό εραστή ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται σε κρυμμένος σε ένα ιγκλού στην Αλάσκα. Η Λίσα Χολμς ακολούθησε τον φρουρό που την κράταγε μαλακά από το μπράτσο, και την κάθισε σε ένα καθημερινό αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο απ’ έξω. Από το τζάμι είδε τον Τζο Σάμμερς να φοράει τα γυαλιά ηλίου του και να μπαίνει συνοδηγός σε ένα μπροστινό, 120


επίσης καθημερινό και χωρίς κάποια διακριτικά αυτοκίνητο. Στο δικό της βρισκόντουσαν δυο άντρες, ανέκφραστοι και αμίλητοι καλοξυρισμένοι πράκτορες, με καλωδιάκια στα αυτιά και αυστηρά σακάκια. Όπου και να πηγαίνανε την Λίσα Χολμς, ήξερε μέσα της ότι πλέον είχε μπλέξει για τα καλά. Ο Τζο Σάμμερς ήταν σίγουρα ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να εκμαιεύσει οποιαδήποτε πληροφορία αναζητούσε με κάθε τρόπο και κάθε κόστος. Ήταν πια στα χέρια και τις ορέξεις του δράκου στο παραμύθι της, που πλέον έπαιρνε μια απρόσμενη και δύσκολη στροφή. Δεν μπορούσε ούτε να αλλάξει όνομα ή βαφή μαλλιών και να κρυφτεί, ούτε να φορέσει ένα προσωπείο και να μπλεχτεί με το πλήθος. Ήταν στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, και ο μόνος τρόπος για να γλιτώσει ήταν ή να προδώσει τον μόνο άνθρωπο που θα άξιζε να θυσιαστεί, η να την απελευθερώσει ένας ρωμαλέος ιππότης από την δρακοφωλιά που την πηγαίνανε. Στον ασύρματο του αυτοκινήτου ακούστηκε η βραχνή φωνή του Τζο Σάμμερς να λέει: ‘’Από τα στενά της περιοχής Μάντισον’’, μια φτωχή σχετικά περιοχή χαμηλού προφίλ, ότι έπρεπε να για να περάσουν τα αυτοκίνητα χωρίς να δημιουργήσουν εντυπώσεις. Η Λίσα κοίταξε πίσω της. Κανένας ιππότης δεν την ακολουθούσε με την λευκή του Σεβρολέτ.

27. Σαν χτύπος καρδιάς. Σαν κοφτή ανάσα από την αρχή μιας ερωτικής πράξης. Σαν το χτύπημα δυο δαχτύλων. Σαν το πετάρισμα ενός βλέφαρου. Τόσο γρήγορα και τόσο ξαφνικά, που η Λίσα παραλίγο να μην το δει. Το στενό ήταν άδειο από κίνηση και από περαστικούς. Ίσως η πρωινή ώρα, ίσως ο άστατος καιρός, ίσως εντελώς τυχαία. Ήταν ήδη στο αυτοκίνητο για περίπου 20 λεπτά, κανένας από τους δυο πράκτορες δεν της είχε απευθύνει καν το λόγο. Ήταν στην πραγματικότητα μόνη της, έβραζε μέσα στο καυτό ζουμί της αγωνίας της, καθόταν πάνω στα αναμένα κάρβουνα του άγχους της. Έπλαθε σενάρια, ιστορίες να πει, εξηγήσεις να δώσει. Οτιδήποτε θα μπορούσε να γλιτώσει τον Μαρκ από τις δαγκάνες και την δηλητηριώδη ουρά του κόκκινου σκορπιού, του Τζο Σάμμερς. Κοίταζε από το παράθυρό της τις εργατικές κατοικίες και τις διάσπαρτες οάσεις πρασίνου, και σκεφτόταν ότι ίσως να ήταν η τελευταία της ημέρα ελεύθερη, ότι μπορεί να πέρναγε το υπόλοιπο της ζωής της σε ένα μπουντρούμι βασανιστηρίων του Τζο Σάμμερς και της Αντι-Τρομοκρατικής Υπηρεσίας. Βυθισμένη στον αχανή και απειλητικό ωκεανό αυτών των σκέψεων, ούτε που κατάλαβε αυτό που συνέβη μπροστά της. Άκουσε τον ήχο. Ήταν καθαρός και κρυστάλλινος ήχος πυροβολισμού, άγνωστο από που ακριβώς. Άκουσε την μηχανή του αυτοκινήτου να επιταχύνει, ύστερα από την κοφτή προσταγή του Τζο Σάμμερς: ‘’Κάτι υπάρχει εδώ, σανιδώστε το’’. Άκουσε τον ήχο από τα λάστιχα του μπροστινού αυτοκίνητου να σκάνε, και το αυτοκίνητο να στριγγλίζει με έκπληξη, εκτός ελέγχου, και να προσγειώνεται με δύναμη πάνω σε ένα φράχτη. Άκουσε το φρενάρισμα του δικού της αυτοκινήτου, και η αδράνεια την τίναξε πάνω στο κάθισμα του συνοδηγού. Είδε στην μέση του 121


δρόμου, λίγο μπροστά τους, να αστράφτουν χαρωπές και κοφτερές αναρίθμητες πρόκες και κοφτερά κομμάτια γυαλί- αυτό που δεν είχε δει το μπροστινό αυτοκίνητο. Αμέσως μετά, τινάχτηκε προς τα πίσω από τον ξαφνικό παφλασμό μιας κόκκινης μπογιάς που κάλυψε όλο το παρμπρίζ. Ένιωσε την ταραχή και την αμηχανία των πρακτόρων που την συνόδευαν, που είχαν βγάλει από τις θήκες τα περίστροφά τους. Ο ένας γύρισε και την κοίταξε αγριεμένος και φανερά πανικόβλητος. -Μείνε εδώ!, της είπε προστακτικά. Άκουσε φωνές. Ο οδηγός βγήκε έξω. Νέες φωνές. Ένας ακόμα πυροβολισμός, πιο κοντά αυτή τη φορά. Στο άκουσμά του, ο συνοδηγός άνοιξε την πόρτα. Δυνατές προσταγές τον ανάγκασαν να σηκώσει ψηλά τα χέρια του. Εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα, άκουσε το τζάμι από την μεριά του οδηγού στο πίσω κάθισμα να γίνεται χίλια κομμάτια, και είδε ένα γαντοφορεμένο χέρι να ανοίγει την ασφάλεια και μετά την πόρτα. Μια σιλουέτα που φορούσε μια μάσκα με μια ξινισμένη καρικατούρα του Τζο Σάμμερς την πρόσταξε: -Βγες έξω! Ύστερα την τράβηξε από το χέρι δυνατά, και την έβγαλε από το αυτοκίνητο. Η Λίσα έβαλε το χέρι της πάνω από τα μάτια της- ο ήλιος είχε κάνει μια δυναμική επανεμφάνιση πίσω από ένα πελώριο λευκό σύννεφο, σαν το μαλλί από όλα τα πρόβατα του Όρεγκον. Το αυτοκίνητο του Τζο Σάμμερς ήταν καρφωμένο σε μια μάντρα, και το μπροστινό του μέρος έμοιαζε με ένα πολτό στραπατσαρισμένης λαμαρίνας. Ο Τζο Σάμμερς ήταν δίπλα ακριβώς, πλάι στον οδηγό του αυτοκινήτου, ήταν και οι δυο τους στα γόνατα με τα χέρια υψωμένα στον αέρα. Η Λίσα παρατήρησε το αίμα που κυλούσε σε ένα λεπτό ρυάκι από το μέτωπό του και μέχρι το λαιμό του, τα ματωμένα χείλη του που κρατούσε με καταπιεσμένη οργή σφιχτά. Ένας άντρας, ντυμένος ακριβώς όπως αυτός που την έβγαλε από το αυτοκίνητο τους είχε στην άλλη άκρη ενός αυτόματου όπλου. Οι δυο άντρες που συνόδευαν εκείνη ήταν σε παρόμοια κατάσταση, στα γόνατα, με τα όπλα τους πεσμένα αρκετά μακριά τους, άλλοι δυο άντρες, όλοι με μάσκες με την φάτσα του Τζο Σάμμερς. Αυτός που την έβγαλε την τράβηξε από το μπράτσο σε ένα άλλο αυτοκίνητο και έκλεισε την πόρτα με δύναμη. Η Λίσα πρόλαβε να ακούσει την σφυριχτή και οργισμένη φωνή του Τζο Σάμμερς. -Θα σας βρώ. Θα σας βρω με ακούτε; Το αυτοκίνητό της επιτάχυνε δίπλα από τους γονατισμένους πράκτορες, και πρόλαβε να δει τους υπόλοιπους άντρες να επιβαίνουν σε μηχανάκια και να φεύγουν. Η φωνή του Τζο Σάμμερς συνέχιζε να αντηχεί. -Θα σας βρώ. Θα γυρίσω την κόλαση ανάποδα για να αδειάσουν οι τσέπες της, και θα σας βρω. Σε λίγα λεπτά το αυτοκίνητο σταματούσε, και οι δυο άντρες την έβαζαν σε ένα άλλο. Ύστερα την άφησαν σε ένα ακόμα, όπου την ακολούθησε μόνο ένας.

122


Μόλις έκλεισαν οι πόρτες, ο άντρας έβγαλε την μάσκα του και την πέταξε από το παράθυρο. Η Λίσα έπνιξε ένα δυνατό αναφιλητό, αναγνωρίζοντας το λαχανιασμένο χαμόγελό του. -Μάρκ!, φώναξε ξέπνοα και έπεσε πάνω του αγκαλιάζοντάς τον, αναγκάζοντας μια μικρή στραβοτιμονιά. -Αγαπητή μου Λίσα Χολμς, είπε αυτός, μόλις έγινες παράνομη. -Μαρκ...ξαναείπε αυτή και ακούμπησε την μύτη της στον λαιμό του, αρπάζοντας λαίμαργα την μυρωδιά του. Το αυτοκίνητο τώρα ήταν μακριά από την φωνή του Τζο Σάμμερς, κοροιδεύοντας τις απειλές του ότι θα μπορούσε να το βρεί. Η Λίσα χάιδεψε τα μαλλιά του Μαρκ που οδηγούσε με αυτοσυγκέντρωση και προσοχή, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει το χαμόγελό του. -Και τώρα που πάμε;, τον ρώτησε. -Τώρα πίνουμε, χορεύουμε, δεν γινόμαστε βαρετοί, ταξιδεύουμε τον κόσμο και...α, ναι. Κρυβόμαστε όσο καλύτερα μπορούμε από τον Τζο Σάμμερς. -Ακούγεται ωραίο σχέδιο. -Ω, δεν έχεις ιδέα, της είπε, και ακούμπησε μετά από ένα ολόκληρο μήνα το μηρό της, προκαλώντας μια αλυσιδωτή έκρηξη συναισθημάτων και καταπιεσμένης θλίψης και έρωτα, που εκφράστηκε με ένα κλάμα χαράς και λυγμούς λύτρωσης. Ύστερα, εξαφανίστηκαν από τον χάρτη.

123


ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΓΥΑΛΙ #5 Η δίκη της Βανίλιας, μέρος 3ο -Κύριε Μπάροους, είστε άνθρωπος με γνώση του νόμου. Δεν θέλω να υποτιμάτε την ανάλογη γνώση αυτού του δικαστηρίου. Ξέρετε πολύ καλά ότι η επίθεση στην Ουάσινγκτον ήταν απόπειρα ανθρωποκτονίας, ήταν ξεκάθαρη από πρόθεση απόπειρα δολοφονίας του Τζο Σάμμερς. Ο Ουίλιαμ κοίταξε με την άκρη του ματιού του τα χαρτιά του, και ύστερα τον Τσόνσι Φέλπς, που κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. -Οι πελάτες μου αρνούνται αυτήν την κατηγορία εξοχότατε. Αποδέχονται την κατηγορία άσκησης βίας έναντι αστυνομικών αρχών, αποδέχονται την κατηγορία απειλής με όπλο ανώτατων αξιωματούχων, αποδέχονται την κατηγορία συνεργείας σε φυγάδευση υπόπτου, αλλά δεν αποδέχονται ότι είχαν πρόθεση να σκοτώσουν τον κύριο Τζο Σάμμερς. Ας μην ξεχνάμε ότι λειτουργούσαν κάτω από την γνώση ότι η κ. Λίσα Χολμς δεν είχε καμία σχέση με την δράση της 2ης Αναγέννησης, και θα ήταν ακόμα ένα από τα πολλά θύματα των ανακρίσεων του κύριου Σάμμερς, που εφάρμοζε πρωτοφανούς σκληρότητας και παράνομης παραβίασης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μέσα για να αποσπάσει καταθέσεις ενοχής. Να σας θυμίσω τι έκανε ο κύριος Σάμμερς στην κυρία Μέρεντιθ Μπάρκλει, φοιτήτρια στην Μασσαχουσέτη, επειδή νόμιζε, νόμιζε ότι είχε σχέση με την 2η Αναγέννηση; Να θυμίσω την κυρία Κριστίνα Κάρτερ, δημοσιογράφο; Έχω μια τεράστια λίστα εδώ εξοχότατε, και είναι μόνο οι γυναίκες που έπεσαν θύματα ενός σαδιστή και μισογύνη, όπως αποδείχθηκε, λειτουργού του νόμου. Οι πελάτες μου λειτούργησαν για την προστασία της Λίσα Χολμς και μόνο. -Ένσταση εξοχότατε, φώναξε ο Κέβιν Μπράιτ που για άλλη μια φορά είχαν πεταχτεί οι φλέβες από το λαιμό του. Δεν δικάζουμε τον κύριο Τζο Σάμμερς εδώ, αλλά τους κυρίους στο ειδώλιο, τους ανθρώπους που είναι ένοχοι για σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων, που παραδέχονται ότι απείλησαν όργανα του νόμου με όπλα και διακυνδίνευσαν την ζωή τους. Ο Ουίλιαμ Μπάρρους κοίταξε προς το κοινό και είδε το παγωμένο και επίμονο βλέμμα του Τζο Σάμμερς να τον κοιτάζει πίσω, ανέκφραστος. Ξεροκατάπιε και ξανακοίταξε προς τον δικαστή. -Πριν δεχτείτε την ένσταση κύριε πρόεδρε, να σας θυμίσω ότι το ανώτατο ομοσπονδιακό δικαστήριο είναι το κορυφαίο όργανο για την απόδοση πραγματικής δικαιοσύνης. Οφείλει να ξέρει όλες τις παραμέτρους, όλες τις φανερές και κρυφές πτυχές, όλα τα μυστικά και όλες τις αλήθειες για να δικάσει και να ερμηνεύσει τις πράξεις αυτών των ανθρώπων που στέκονται ενώπιών σας. Ο Δικαστής αναστέναξε κουρασμένος. -Ή έντσταση απορρίπτεται. Συνεχίστε κύριε Μπάρροους, και στη συνέχεια, ας αναφέρεστε λιγότερο σε πρόσωπα που βοήθησαν την δικαιοσύνη να αναλάβει αυτούς τους ανθρώπους. -Μάλιστα εξοχότατε. 124


Το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ενός ΈΡΩΤΑ (συνέχεια)

28. Ο Τζό Σάμμερς είναι ένας πεισματάρης, εγωιστής και ξεροκέφαλος άνθρωπος. Λένε ότι αντέχει τον πόνο, αντέχει οποιασδήποτε μορφής σωματική ή ψυχολογική βία. Λένε ότι δεν αντέχει δυο πράγματα: Να τον αφήσεις χωρίς καπνό βιρτζίνια και χαρτάκια γλυκόριζα και την ταπείνωση. Για το πρώτο, είχε προμηθευτεί σακούλες με ακατέργαστο, ξερό καπνό από καπνοφυτείες της Βιρτζίνια που θα μπορούσαν να τον κρατήσουν για μερικούς μήνες ακόμα, ενώ είχε και ένα κουτί με χαρτάκια στο πορτ-παγκάζ του αυτοκινήτου του. Για το δεύτερο, ο επικοινωνιακός κόλαφος της απελευθέρωσης της Λίσα Χολμς από τους τρομοκράτες στα στενά της Ουάσινγκτον ήταν μια ταπείνωση που δεν μπορούσε να αντέξει το υπερφορτωμένο με έπαρση εγώ του. Συνέλαβε σε μια νύχτα όλους όσους είχαν εργαστεί ή συνεργαστεί με το γραφείο του Μαρκ Λίθγκοου. Έψαξε και βρήκε γονείς, συγγενικά πρόσωπα και φίλους. Έκανε φύλλο και φτερό ένα διαμέρισμα που βρήκε στο όνομά του στο Σικάγο. Κρέμασε μια φωτογραφία του στο κεντρικό ταμπλό της Αντι-Τρομοκρατικής υπηρεσίας και ζωγράφισε με μεγάλα κόκκινα γράμματα το ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ πάνω από το κεφάλι του. Έστησε το αυτί του περιμένοντας μια υποψία εμφάνισης αυτουνού ή της Λίσα Χολμς για να ορμήξει σαν αρπακτικό γεράκι που καραδοκεί. Άλλωστε, για τον Τζο Σάμμερς, από την στιγμή που η ύποπτη Λίσα Χολμς δημιούργησε μια τέτοια εκστρατεία διάσωσης, ήταν αναμενόμενο ότι ο έτερος ύποπτος συνταξιδιώτης της στην αμερικάνικη ενδοχώρα ήταν σίγουρα μέλος της 2ης Αναγέννησης, και έτσι ο Μαρκ Λίθγκοου έγινε μαζί με την Λίσα Χολμς φωτογραφία στους τοπ καταζητούμενους της χώρας και όχι μόνο: Ο Τζο Σάμμερς ήταν αρκετά προνοητικός να στείλει την περιγραφή του σε κάθε αστυνομική υπηρεσία του κόσμου, εξασφαλίζοντας ότι ακόμα και να την κοπανήσει από την χώρα θα υπήρχε πάντα στο κατόπι του η καυτή ανάσα του νόμου. Όμως, είτε επειδή το πίστευε, είτε επειδή ήθελε να το πιστεύουν, στην τελευταία δήλωσή του ήταν σαφής: -Ο Μαρκ Λίθγκοου κρύβεται κάπου στην Αμερική, σαν δειλός τρομοκράτης. Αλλά θα τον στριμώξω τόσο πολύ, που δεν θα μπορεί να πάρει αέρα, και θα βγεί σαν κλασσικός αρουραίος όταν τα πράγματα ζορίζουν. Η Λίσα Χολμς και ο Μαρκ Λίθγκοου παρατηρούσαν τις δηλώσεις και το ταπεινωμένο πρόσωπο του Τζο Σάμμερς με χαμόγελο αλλά και με μια καλά κρυμμένη ανυσηχία. Ήξεραν ότι ο άνθρωπος αυτός θα τους καταδίωκε ακόμα και αν χρειαζόταν να παρατήσει οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα για την εξάρθρωση της 2ης Αναγέννησης, αλλά ήξεραν κιόλας ότι στην μικρή τους κρυψώνα θα αργούσε πολύ να φτάσει. Αλλά πάρα πολύ. Μπορεί το να υποτιμάς τον εχθρό σου να είναι κακός σύμβουλος, αλλά το να υποτιμάς αυτήν σου την κρυψώνα, ε, είναι ανόητος σύμβουλος. 125


29. Η Λίσα γρήγορα έμαθε ότι υπάρχουν κάποιες παράμετροι, που μπορούν να κάνουν μια ήδη διεγερτική σεξουαλική διαδικασία πολύ πιο έντονη, πολύ πιο μυστηριακή και με αίσθηση ανεξερεύνητης, παρθένας Γης. Μια τέτοια παράμετρος είναι το σεξ υπό καθεστώς παρανομίας. Και όχι την παρανομία μιας απιστίας, που στην πραγματικότητα είναι η επιθετική έκφραση από ένα κοκτέιλ μελαγχολίας, ανασφάλειας, και εγωιστικής λαιμαργίας. Ούτε την παρανομία μεταξύ δυο εραστών που δεν θα έπρεπε να είναι μαζί για τον κάθε πιθανό ή απίθανο λόγο, που είναι ένα φαντασιακό αφροδισιακό για την συμβιβασμένη σεξουαλικότητα κάθε εποχής. Το σεξ υπό το καθεστώς της αυθεντικής, γνήσιας, ωμής παρανομίας ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Την παρανομία η οποία σε κάνει να έχεις όλες τις αισθήσεις σου σε συνεχή εγρήγορση, σαν ένα νευρικό σκίουρο του δάσους. Την παρανομία που σε κάνει να κοιτάς πίσω από τον αυχένα σου κάθε τόσο, να διπλοκλειδώνεις την πόρτα και να περιορίζεις τον ήλιο κλείνοντας τα στόρια και τα πατζούρια. Την παρανομία που αν σε πιάσουν, δεν σε περιμένει απλά ένα διαζύγιο και μια διατροφή, ή μια κατσάδα από την αριστοκράτισσα χοντρή μητέρα που σε είδε με τον αλήτη και σου αντιπροτείνει τον πλούσιο πρίγκιπα που απλά είναι λίγο κρύος (σε αντίθεση με τον φλογερό αλήτη) αλλά έχει όλα τα πλούτη του κόσμου να ανεβάσουν το θερμόμετρο ξανά. Την παρανομία που αν σε πιάσουν, σε περιμένει ένα αληθινό σκοτεινό κλειστοφοβικό μπουντρούμι, μια γνήσια ωμή κακία ενός κοκκινομάλλη εθισμένου στην νικοτίνη και το εγώ του πράκτορα, και το οριστικό τέλος κάθε ονείρου, κάθε ταξιδιού, κάθε ανεμελιάς και ξεκούραστης παρατήρησης του κόσμου να αλλάζει. Η φυλακή όταν δεν είσαι παράνομος, φαντάζει μια επιβεβλημένη ή όχι, τιμωρία, μια εξισσορόπηση του γραπτού και ηθικού Νόμου, μια άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο επιβολή της δικαιοσύνης σε ένα διαχωρισμό αυτών που περπατούν ελεύθεροι και αυτών που κοιμούνται με μόνο ένα κομμάτι του ουρανού στο προσκεφάλι τους. Όταν όμως είσαι παράνομος, και μάλιστα είσαι τόσο ερωτευμένος όσο ήταν ο Μαρκ Λίθγκοου και η Λίσα Χολμς, η φυλακή είναι το τέλος των βημάτων σου, το σταμάτημα της μουσικής, η αμείλικτη σιωπή και έλλειψη ρυθμού. Σε αυτό το καθεστώς παρανομίας, η Λίσα Χολμς είδε ότι το σεξ με τον Μαρκ Λίθγκοου είχε συνεχώς την αίσθηση ότι μπορεί να είναι η τελευταία φορά που τα κορμιά τους γλιστρούσαν στον ιδρώτα και το πάθος τους. Και για αυτό το λόγο, ήταν λαίμαργο, αδήφαγο, τους δημιουργούσε την επιθυμία να κατασπαράξουν τους χυμούς της ζωής τους, να προλάβουν να συναντήσουν ακόμα ψηλότερες κορυφές έκστασης και απελευθέρωσης. Αυτή, ήταν η πρώτη παράμετρος. Η δεύτερη παράμετρος, ήταν ότι υπάρχουν κάποιες γωνιές αυτού του κόσμου, κάποιες ευφάνταστες δημιουργίες των δυνάμεων του πλανήτη, που μπορούν να πάρουν το πνεύμα σου, την ζωηράδα σου, την φαντασία και την λογική σου και να τις κυριεύσουν σε μια αναπόδραστη αίσθηση δέους και σεβασμού. Σε αυτές τις γωνιές της Γης, όλη η βιολογία σου, η ηλεκτρική και βιοχημική λειτουργία του ανθρώπινου σώματος υποτάσσεται σε νέους κανόνες, καινούριους και άγνωστους, που υπερβαίνουν όλα όσα ήξερες και ένιωθες, όλα όσα πίστευες ότι θα μπορούσες 126


να νιώσεις. Και σε αυτές τις γωνιές λοιπόν του κόσμου το σεξ είναι διαφορετικό, μεταμορφώνεται από μια ανταλλαγή έρωτα και σωματικών υγρών σε ένα φόρο τιμής, μια θυσία, μια απόδοση τιμής πάνω στην ύπαρξη, την δημιουργία, την μηδαμινότητα του ατόμου μπροστά στο κοσμικό και φυσικό μεγαλείο. Η Λίσα Χολμς και ο Μαρκ Λίθγκοου, βρισκόντουσαν στο σημείο που δεν πάει παραπέρα, εκεί που τελειώνουν τα βήματα του πιο ατρόμητου εξερευνητή, εκεί που όλος ο κόσμος βυθίζεται αργά σε μια μολυβένια σιωπή και υποτάσσεται σε ένα απέραντο ουρανό, κυρίαρχο όλων. Βρίσκονταν στο μοναδικό μέρος που μπορεί να τσακίσει την ανθρώπινη ματαιοδοξία σαν ξυλάκι οδοντογλυφίδας, την ξεσκίσει την αλαζονεία σαν μια κόλλα χαρτί, αλλά την ίδια στιγμή να δημιουργήσει νέα όρια στην φαντασία, στο πνεύμα, στην γλώσσα, να δημιουργήσει με γνωστά υλικά νέα και άγνωστα συναισθήματα. Βρίσκονταν στη φτέρνα της οροσειράς που σε οδηγεί στο τέλος της διαδρομής, στο σημείο που ξεψυχούν οι Άνδεις και ξεκινάει, αλμυρός και αεικήνιτος ο Ατλαντικός Ωκεανός που μουγκρίζει σαν αφρισμένο πολεμικό βούκινο από στρατό κάποιου άλλου κόσμου. Σε ένα χωριό, κοντά στην πόλη Ουσχάια, την νοτιότερη πόλη της γης, η Λίσα Χολμς και ο Μαρκ Λίθγκοου βρισκόντουσαν στην Παταγονία, στην Γη του Πυρός, στην άκρη του κόσμου, και ήταν σχεδόν σίγουροι ότι ο Τζο Σάμμερς θα αργούσε πολύ να φτάσει τα νευρικά του βήματα στην μικρή τους πνευματική και ερωτική φωλιά. Η Λίσα μπορούσε να θαυμάσει τις λείες εβένινες πλάτες από τις καμπούρες φάλαινες στο ταξίδι τους για αναπαραγωγή, μπορούσε να γελάσει με την χορωδία των θαλάσσιων λεόντων που στέκονταν σε λαξευμένους βράχους πάνω στους οποίους χτυπούσαν αγέρωχα κύματα, που με την σειρά τους έστελναν τις αφρισμένες σταγόνες σε εκκωφαντικά πεινασμένα θαλασσοπούλια, μια εικόνα μιας ελευθερίας που δεν χωράει στα όρια της γλώσσας και των εννοιών της ανθρώπινης παράδοσης. Μπορούσε να αφεθεί στον μυστικισμό του Ατλαντικού και να απολαύσει τον κρύο αέρα, γεμάτο άρμη και απεραντοσύνη. Σε ένα τέτοιο μέρος ήταν που κατάλαβε ότι δεν χρειαζόταν ούτε προσωπεία, ούτε ονόματα, ούτε αλάζμπρα για να στεγάσει το μοναχικό και ανασφαλή εγώ της, ένα μικρό παιδί που φοβάται το σκοτάδι. Μπορούσε να αγαπήσει τον Μαρκ Λίθγκοου με όλο της το είναι, να του δοθεί και να τον κατακτήσει, να μοιραστεί τον εαυτό της μαζί του, και μαζί, την ζωή της ολόκληρη. Σε ένα τέτοιο μέρος, με το αργό πέρασμα του καιρού και των εποχών, ήρθαν πιο κοντά από όσο θα μπορούσαν να έρθουν δυο άνθρωποι, ένωσαν τις αγωνίες και τα όνειρά τους, μπλέξανε μαζί της ρίζες τους σε τέτοιο βαθμό, που αν χανόταν ο ένας θα έπαιρνε μαζί του και ένα γερό κομμάτι του άλλου. Εκεί ο Μαρκ δεν της έκανε ούτε πρόταση γάμου, ούτε της έδωσε κάποιο όρκο αιώνιας πίστης, ούτε έκοψαν τους αντίχειρές τους για να ανταλλάξουν το αίμα τους. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε σιωπηλά στις κορυφές δίπλα από το κανάλι του Μπίγκλ, κοίταξε μαζί της τον κόσμο που μάγεψε τον Μαγγελάνο, ένιωσαν την παγωμένη φωτιά του Νότου και της είπε ένα παθιασμένο, ψιθυριστό, αχνισμένο από τα χνώτα του ‘’σ’αγαπώ Λίσα del Fuego’’ και ‘’σ’αγαπώ ως την άκρη του κόσμου’’. Η Λίσα χώθηκε στην αγκαλιά του και στο βαρύ γούνινο παλτό του και τον αγκάλιασε σφιχτά. -Είμαι τόσο ευτυχισμένη, που μπορεί να πεθάνω, του είπε. 127


Τα λόγια τους, τα συναισθήματά τους, τα σώματά τους, η ζωή τους μέχρι εκείνη την στιγμή παρασύρθηκε από τον δυνατό αέρα και απλώθηκε πάνω στην απεραντοσύνη του πελάγους της Γης του Πυρός σαν κόκκος άμμου στο αιώνιο ταξίδι του. Θα μπορούσαν ίσως να μείνουν για πάντα εκεί, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο στην αδήφαγη εξερεύνησή τους, αν δεν υπήρχε ένας συγκεκριμένος άνθρωπος που ήταν διατεθειμένος να φτάσει και μέχρι εκείνο το σημείο και αν χρειαζόταν, ακόμα πιο πέρα, στην ανεξερεύνητη και γκρίζα αδάμαστη θάλασσα της Αρκτικής. Ο Τζο Σάμμερς έστριβε νευρικά τα τσιγάρα του με γεύση γλυκόριζα και μύριζε το κάθε ίχνος σαν λιμασμένο λαγωνικό.

30. Σε απόσταση με την αίσθηση του χρόνου, σε ένα παγωμένο πρωινό που θα μπορούσε να είναι και απόγευμα ή βράδυ, χωρίς να έχει πια καμία ιδέα για το πόσο καιρό μπορεί να ήταν εκεί (μήνες; Ένα χρόνο;), η Λίσα Χολμς είδε το ανύσηχο βλέμμα του Μαρκ, το οποίο προσπαθούσε να κρύψει με ένα ψεύτικο χαμόγελο. -Τι συμβαίνει αγάπη μου;, τον ρώτησε απαλά. -Έφτασαν κάποιες πληροφορίες, της απάντησε αυτός μουδιασμένα. Μου είπαν πριν από λίγο ότι ο Τζο Σάμμερς προσγειώθηκε στο Μπουένος Άιρες και παρήγγειλε 4 τζιπ για το νότο. Η Λίσα τινάχτηκε όρθια, σαν άλμπατρος που νιώθει την παρουσία μιας όρκας στα ήρεμα σκοτεινά νερά. -Που...πως; -Δεν έχω ιδέα. Ίσως να βρήκε κάποια άκρη- αυτό το μέρος το είχα προετοιμάσει σαν ύστατο καταφύγιο αρκετά χρόνια πριν. -Και τώρα τι κάνουμε; Στο σημείο αυτό ο Μαρκ χαμογέλασε με τρόπο πιο αυθεντικό και αυθόρμητο. -Όταν συζητάει κανείς για ύστατο καταφύγιο...προφανώς δεν εγκλωβίζεται σε μια και μοναδική επιλογή, έτσι δεν είναι; Η Λίσα τον κοίταξε απορημένη. Ο Μαρκ της έκλεισε πονηρά το μάτι. -Είσαι έτοιμη για ακόμα ένα μικρό ταξίδι; -Πάντα. -Φύγαμε τότε. Το ζευγάρι των παράξενων ταξιδιωτών αποχαιρέτησε την Γη του Πυρός με ένα τελευταίο φόρο τιμής στην ανυπέρβλητη και μεταφυσική μαγεία του, ίσως λίγο πιο βιαστικό από κάθε άλλη φορά, μιας και η είδηση της επίσκεψης του Τζο Σάμμερς δεν προσφερόταν ούτε για προκαταρτικά πριν ούτε για εκδηλώσεις τρυφερότητας μετά. Παρά την απρόσμενη διατάραξη της ειρήνης και της ψυχικής ευφορίας τους, το ζευγάρι των παράνομων (κυριολεκτικά) εραστών ξεκίνησε τη νέα του περιπλάνηση με διάθεση και κέφι. Ίσως τελικά, στην πραγματικότητα, να είχαν κάτσει για αρκετό καιρό, και η ανύσηχη και 128


περιπετειώδης φύση τους απαιτούσε μια ακόμα δόση περιπέτειας, έναν ακόμα διαφορετικό αέρα και περισσότερες εικόνες για να γεμίσουν το μουσείο με τα αξιοθέατα στη μνήμη τους. Η Λίσα δεν τον ρώτησε για τον επόμενο προορισμό τους, ήταν άλλωστε αγαπημένο τους μοτίβο να την εκπλήσσει και να την αφήνει να απολαύσει το ταξίδι με όλες τις απρόβλεπτες πτυχές του, χωρίς κανένα δεδομένο, σαν μια ξέφρενη κούρσα σε μια σκοτεινή νεροτσουλήθρα που οδηγεί με ιλλιγιώδεις στροφές στο άγνωστο. Ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα προσγειωθείς στην λαμπερή δροσιά μιας πισίνας, αλλά όσο αυτή αργεί, μέσα στο σκοτάδι και την ταχύτητα που στροβιλίζεσαι ολοένα και περισσότερο, όλα είναι πιθανά. Η Λίσα είχε κόψει κάθε επαφή με τον κόσμο που είχαν αφήσει πίσω τους, δεν είχε ανοίξει παρα μόνο δυο φορές το κινητό της για να χαζέψει πως προχωράει η αλλαγή του κόσμου, για να δει μια σειρά πολιτικών και κοινωνικών αναταράξεων ανά τον κόσμο, δημιουργίας ηρώων και δημιουργίας έκπτωτων πρωην αρχόντων, σε μια δυναμική που κανένας Τζο Σάμμερς δεν θα μπορούσε να ελέγξει ή να ποδηγετήσει. Την ίδια στιγμή, η 2η Αναγέννηση έμοιαζε και η ίδια αναγεννημένη μέσα από την αναζωπύρωση της κοινωνικής αντίστασης, έμοιαζε πανταχού παρών, ανώνυμη και επώνυμη, πίσω από μάσκες και πίσω από κανονικά πρόσωπα, με ανοιχτό στόμα να τραγουδούν και ανοιχτά μάτια να ατενίζουν με αισιοδοξία το μέλλον τους. Στις ακτές της Αργεντινής, εκεί που ο Ατλαντικός αρχίζει το βαθύ μπλε ταξίδι του, ένα λεωφορείο με εργάτες της Γης πέρασε αντικριστά από 4 ακριβά τζιπ που επιτάχυναν προς την Γη του Πυρός και την άκρη του κόσμου για να γυρίσουν την κόλαση ανάποδα και να ρίξουν ότι είναι κρυμμένο στις τσέπες της. Μέσα στο λεοφωρείο αυτό, παλιό και σκουριασμένο, που δεν το σταμάτησαν καν για κάποιο υποτυπώδη έλεγχο, η Λίσα Χολμς και ο Μαρκ Λίθγκοου είχαν δώσει την θέση τους σε δυο καινούριους ανθρώπους, τον Τομ Μάιλς και την Σάρα Έκλεστοουν (‘’χειρότερο όνομα δεν μπορούσες να μου βρεις. Όταν τα διάλεγα εγώ τουλάχιστον, είχαν φινέτσα και στυλ’’). Δεν ήταν όμως καινούριοι επειδή είχαν αλλάξει τα ονόματά τους. Τα ονόματα δεν δείχνουν τίποτα για τον άνθρωπο, τίποτα για την κληρονομιά του πνεύματός του. Είχαν αλλάξει επειδή πλέον ήταν δυο σκιες, δυο ρομαντικοί παράνομοι, δυο απαρατήρητες φιγούρες σε ένα περιπλανώμενο ζευγάρι, που πίνει, χορεύει και ερωτεύεται ταξιδεύοντας τον κόσμο. Και αλλάζοντάς τον, έναν αργόσυρτο καφέ τη φορά.

31. Ο Μαρκ και η Λίσα, με τα νέα τους ονόματα, τα νέα της μαλλιά (μαύρα σαν φτερά καλιακούδας και αρκετά κοντύτερα) και το νέο του παρουσιαστικό (ένα μαλακό καστανό μούσι σαν γούνα κάστορα) αποφάσισαν να κάνουν μια μικρή βόλτα πριν καταλήξουν στο νέο τους καταφύγιο. Για την βόλτα αυτή, επιστράτευσαν ένα μεταχειρισμένο παγκόσμιο χάρτη και όλα τα μέρη που ο Μαρκ μπορούσε να βρει κάποιο σύνδεσμο από την 2 η Αναγέννηση, όσο επικύνδινο και αν ήταν αυτό να ξαναβγούν στο grid της διεθνούς κατασκοπείας.

129


Κανείς ποτέ δεν κατάφερε να δει ολοκληρωμένα αυτή τη βόλτα τους στον κόσμο και να μπορεί έτσι να χαράξει το μονοπάτι τους σε κάποιον χάρτη. Ήταν δυο αόρατοι ταξιδιώτες, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, τουρίστες και ντόπιοι, ξένοι και γηγενείς. Κάποιος υποστήριξε ότι τους είδε να χαζεύουν τα μεσαιωνικά σοκάκια του Τολέδο και κάποιος άλλος να κοιτάνε αποσβωλομένοι την αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα του Γκαουντί στην Βαρκελώνη. Άλλοι τους είδαν να συνομωτούν και να μηχανορραφούν με αντιστασιακούς στην χώρα των Βάσκων, λίγες ημέρες πριν τις μεγάλες συγκρούσεις που οδήγησαν στην ανεξαρτητοποίησή τους. Τους είδαν να φωτογραφίζουν και να γελάνε σαν μικρά παιδιά μπροστά από την πύλη της Βαβυλώνας που έστεκε πλέον μεγαλοπρεπής χωρίς κανένα ταβάνι πάνω από το κεφάλι της. Άλλοι τους είδαν να χλαπακιάζουν λαίμαργα πικάντικα λουκάνικα στην Φρανκφούρτη πίνοντας μπίρα σε παγωμένα ποτήρια του λίτρου. Μια ομάδα φοιτητών έγραψε ότι τους είδε να πετάνε νομίσματα στην Φοντάνα ντι Τρέβι και ένας οδηγός φορτηγού κατέθεσε ότι του έκαναν ωτοστόπ λίγο έξω από τη Φλωρεντία. Κάποιος ισχυρίζεται ότι τους είδε να απολαμβάνουν πάνω σε μια παλιά μοτοσικλέτα τις καταπράσινες και μαγευτικές διαδρομές του Μαυροβουνίου, άλλοι τους είδαν να περπατάνε τρώγοντας παγωτό βανίλια στο γραφικό Ντουμπρόβνικ στην Κροατία. Μια γυναίκα δήλωσε ότι έχει φωτογραφία τους να ανεβαίνουν με γαιδούρια τις απόκρημνες πλαγιές του ηφαιστείου της Σαντορίνης, ενώ ένας φύλακας κατήγγειλε ότι τους είδε να κοιτάζουν μαγεμένοι την Ζωοφόρο του Παρθενώνα στην φυσική της θέση στην Ακρόπολη. Τα ίχνη τους άρχισαν να χάνονται μετά και οι μαρτυρίες γινόντουσαν όλο και πιο αναξιόπιστες. Ένας ιδιοκτήτης Ντονέρ Κεμπάπ στην Κωσταντινούπολη δήλωσε ότι τους κέρασε φαγητό και τους βρήκε αυτοκίνητο για την Σμύρνη. Ένας Ιρανός οδηγός λεοφωρείου φάνηκε σίγουρος ότι τους πήγε σε όλη τη διαδρομή μέχρι τα σύνορα με το Τουρκμενιστάν δίπλα στην Κασπία Θάλασσα. Κάποιοι μογγόλοι νομάδες τους αναγνώρισαν σε φωτογραφία και είπαν ότι περπάτησαν μαζί τους για μερικές ημέρες στην τούνδρα, κοντά στα σύνορα με την Ρωσία. Ένας πλανόδιος πωλητής στη Μιανμάρ υποστήριξε ότι τους πούλησε καπέλα και γυαλιά ηλίου στο λιμάνι του Σίτγουε, και ότι είχαν μόλις βγει από ένα πλοίο με σημαία του Μπαγνκλαντές. Ένας οδοκαθαριστής τους είδε να αγναντεύουν τον Ειρηνικό στην Μανίλα στις Φιλιππίνες, ενώ ένας ιδιοκτήτης φτηνού ξενοδοχείου με κονσομασιόν είπε ότι τους χρέωσε 100 ρινγκίτ το δωμάτιο για δυο βράδια. Ένας άγγλος τουρίστας είπε ότι μέθυσε μαζί τους με άφθονη τεκίλα ένα βράδυ στην πόλη Σούβα στα νησιά Φίτζι. Ένας εκτροφέας καγκουρό είπε ότι τους μιλούσε για τα παράξενα ζώα της αυστραλίας πολλές ώρες σε ένα αγρόκτημα κοντά στο Πέρθ, ενώ ένας κάτοχος ζωολογικού κήπου στην Αδελαύδη αναγνώρισε τον Μαρκ όταν αυτός του έκανε μια φραστική επίθεση για την κακομεταχείριση ενός κοάλα. Μετά, ένας θηριοδαμαστής του δρόμου που φωτογράφιζε κόσμο με τον ελέφαντά του, την Ρούπ, είπε ότι ένα ζευγάρι που τους έμοιαζε δοκίμαζε τα φρούτα σε ένα παζάρι του δρόμου στο Κολόμπο στη Σρι Λάνκα. Μόνο και μόνο για να παλαβώσει οποιοσδήποτε προσπαθούσε να ξετυλίξει το κουβάρι της πορείας του παράνομου ζευγαριού, υπήρξαν μαρτυρίες ότι τους είδαν να χαζεύουν το μνημείο της μάχης στην περιοχή του Στάλινγκραντ, ότι τους είδαν να πίνουν ουίσκι μέχρι 130


τελικής πτώσεως στην Γλασκόβη, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότι έχουν πηγές από την CIA και ότι το ζευγάρι ζει πίνοντας ρούμι και καπνίζοντας ακριβά πούρα στην Αβάνα, με τις ευλογίες του καθεστώτος. Μέσα σε ένα χρόνο, ο Τζο Σάμμερς είχε γεμίσει με μικρά σημαιάκια περίπου κάθε πιθαμή του παγκόσμιου χάρτη στα γραφεία του στην Ουάσινγκτον, και είχε από καιρό αποφασίσει να μην κυνηγάει πιθανά καταφύγια παρά μόνο αν είναι απόλυτα σίγουρος. Είχε ήδη το πάθημα με την Παταγονία, είχε επαναλάβει το λάθος με ένα άσκοπο ακριβό ταξίδι στην Σιγκαπούρη και είχε τριτώσει το κακό από μια εσφαλμένη πληροφορία ότι βρίσκονται στην Αφρική και συγκεκριμένα σε ένα καταυλισμό γιατρών στις όχθες του Νίγηρα. Ειδικά στην Τρίτη περίπτωση είχε λάβει ένα μύνημα στην πτήση της επιστροφής να γυρίσει εσπευσμένα γιατί εμφανίστηκαν στο Αλγέρι να πίνουν αραβικό καφέ και να αγοράζουν χαιμαλιά για τους αστράγαλους της Λίσα Χολμς. Κάπου εκεί είχε πλέον πειστεί ότι το ζευγάρι (που καιρό τώρα του είχε γίνει έμμονη ιδέα) δεν άφηνε ίχνη, αλλά παραπλανητικές αποδείξεις για να αποπροσανατολίσει οποιονδήποτε διώκτη. Αλλά ο Τζο Σάμμερς δεν ήταν οποιοσδήποτε διώκτης. Ο Τζο Σάμμερς είχε ένα και μοναδικό στόχο στην ζωή του πλέον-να τους βρει. Είχε ήδη κάνει πολύ δουλειά και είχε πολλές επιτυχίες με τις συλλήψεις διαφόρων μελών της 2ης Αναγέννησης. Η θύελλα των κοινωνικών συγκρούσεων που είχε ξεσπάσει και στην Αμερική ήταν κάτι πέρα από το πεδίο των αρμοδιοτήτων του, παρά το γεγονός ότι του καταλογίζαν ότι δεν είχε πιάσει ούτε ένα εγκέφαλο της οργάνωσης αλλά μόνο απλά μέλη της. Τον Τζο Σάμμερς δεν τον ενδιέφερε αν ο Μαρκ Λίθγκοου ήταν κάποιος εγκέφαλος ή ένα απλό μέλος. Έστριβε με γλυκόριζα τον ξερό καπνό Βιρτζίνια και κάπνιζε ασταμάτητα, σκεπτόμενος μόνο την στιγμή που θα τον κρατήσει κάτω από την κάννη του όπλου του και θα του φορέσει χειροπαίδες. Η επιμονή και υπομονή του τελικά ανταμοίφθηκε, παρά τον έντεχνο παραπλανητικό ιστό που του είχε στήσει το ζευγάρι. Ήταν ένα στίγμα, μια πληροφορία, ένα αναπάντεχο στοιχείο που τον έκανε να χαμογελάσει σαρδόνια και να ναυλώσει μια ειδική πτήση τσάρτερ, σε απόλυτη ανωνυμία και με απρόσμενη διακριτικότητα. Ήταν μάλιστα τόσο διακριτικός, που στο ταξίδι του στην άλλη άκρη του κόσμου, ο Τζο Σάμμερς πήγε ολομόναχος. Αυτός, το όπλο του και δυο κουτιά με σφαίρες, τα χαρτάκια του και μια αρκετή ποσότητα από καπνό Βιρτζίνια, αν και εκεί που θα πήγαινε ήταν πάρα πολύ πιθανό ότι θα έβρισκε. Εκεί, μπορείς να βρεις τα πάντα, από καπνό Βιρτζίνια μέχρι παράνομους εραστές που προσπαθούν να ξεφύγουν από τα ραντάρ και να σβηστούν από το χάρτη. Και όλα σε πολύ καλές τιμές.

32. ΄΄Αν ούτε τώρα, μετά και από αυτό, δεν είναι ώρα να του το πεις, τότε πότε είναι η σωστή ώρα;’’ Η Λίσα Χολμς (ή Σάρα Έκλεστοουν) βγήκε από το χαμηλό κτίριο που σε καμία περίπτωση δεν θύμιζε ιατρείο και προχώρησε στον πολύβουο δρόμο Θάνον Ντάμροκ στην περιοχή Χλόνγκ Μάχα Νακ, κοντά σε ένα κανάλι του Τσάο Πράγια. Η δεύτερη ‘’πόλη των αγγέλων’’, όπως 131


μεταφράζεται το κανονικό Ταιλανδέζικο όνομά της, κληρονομιά από την αυτοκρατορία του βασιλιά Γιόντφα Τσουλαλόκε από τα μέσα του 1700, δεν είχε πολλά να ζηλέψει από την πρώτη. Για την ακρίβεια, ήταν η άναρχη και χαώδης αντανάκλασή της στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού, γεμάτη ιδρώτα, ελπίδα και μηχανορραφία για γρήγορο και ζεστό χρήμα. Τυλιγμένη σε μπλέ και γαλάζιο νέον φωτισμό το βράδυ, σαν ηλεκτρονική πυγολαμπίδα, τυλιγμένη σε πυκνή αιθαλομίχλη την ημέρα, και γεμάτη από αρώματα ερωτισμού, βίτσιου, λαγνείας, απάτης, βίας, κλοπής, αλκοόλ. Αντί για το φαλλικό δημαρχείο του Λος Άντζελες, έχει το επίτευγμα της φαλλικά σκεπτόμενης τεχνολογικής μανίας, με το κτίριο ρομπότ στην περιοχή Σάθορν. Αντί για την γκλαμουράτη βιομηχανία και την αστραφτερή χρυσόσκονη του σταρ σύστεμ, έχει το βρώμικο υπόκοσμο και τον βρώμικο ιδρώτα της παρανομίας, δυο όψεις με το ίδιο περίπου χρήμα, την ίδια ποσότητα αλκοόλ και σκληρό ανταγωνισμό για το πάρε-δώσε ναρκωτικών ουσιών. Ο δρόμος έμοιαζε με κλουβί για κάποιο είδος πτηνών, έτσι όπως ήταν σκεπασμένος στην οροφή από αναρίθμητα καλώδια είτε ηλεκτροδότησης, είτε του τρόλλευ είτε απλωσταριές, ενώ οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ακαθαρσίες, σαπισμένα φρούτα, ζητιάνους, μικροεμπόρους με αμφισβιτήσιμης νομιμότητας εμπορεύματα. Μπορούσες να ακούσεις μια παρατεταμένη χορωδία από κορναρίσματα, τελάληδες και φωνές, δεν μπορούσες να διακρίνεις αν ήταν φωνές χαράς ή ουρλιαχτά φόβου. Η Λίσα υποστήριζε πως όλοι οι δρόμοι μυρίζανε κάτουρο αναμεμιγμένο με αρωματικά χώρου, αλλά ο Μαρκ της είπε ότι αυτή ήταν η μυρωδιά της παρανομίας και της ζωής, η μυρωδιά του ιδρώτα της φτηνής πόρνης και του λαθρέμπορου, η μυρωδιά χαλασμένης τεκίλας και του τουκτουκ, ένα άρωμα καθαρά ταιλανδέζικο που δεν έχει σχέση ούτε με κάτουρο ούτε με αρωματικό χώρου. Σε κάθε περίπτωση, η Λίσα ήταν σίγουρη για την περιγραφή της τουλάχιστον σε εκείνο το δρόμο, και έσπευσε να απομακρυνθεί για να πάρει το τρένο να την γυρίσει στην τουλάχιστον πιο ευπρεπή περιοχή που έμεναν. Το μοτέλ του Αμερικάνου Τζορτζ, του οποίου το επίθετο δεν έμαθε ποτέ, ήταν φτηνό και πολλές φορές ήταν προορισμός για τουρίστες που ήθελαν να δοκιμάσουν την φτηνή αλλά αποτελεσματική λαγνεία της Μπανγκόκ, αλλά το δικό τους δωμάτιο πέρα από δωρεάν ήταν περιποιημένο και όμορφο, σε γνήσιο Ταιλανδέζικο στυλ αλλά με σχεδόν όλες τις αμερικάνικες ανέσεις: Δορυφορική τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας, ζεστό νερό, κλιματισμός, ψυγείο με ατομικό καταψύκτη, κουζίνα, οτιδήποτε θα μπορούσε να χρειαστεί κάποιος για νιώσει σχεδόν τόσο άνετα όσο σπίτι του, και να μην χάσει κιλά και διάθεση από τον αστείρευτο ιδρώτα της σάουνας που λέγεται Μπανγκόκ. Ο Τζόρτζ, παρά το γεγονός ότι δεν του φαινόταν καθόλου με τα μόνιμα γυαλιά ηλίου, μέρα νύχτα στο πρόσωπό του και τις συνεχώς εναλλασόμενες Ταιλανδέζες και Φιλιππινέζες που καθόντουσαν δίπλα του και χαιδεύαν με τα μακριά βαμμένα νύχια τους την χοντρή κοιλιά του, ήταν βέρος Αμερικάνος και μάλιστα πτυχιούχος πολιτικός μηχανικός, συμφοιτητής του Μαρκ από το πανεπιστήμιο. Ήταν ο τέλειος άνθρωπος για το εναλλακτικό καταφύγιο του Μαρκ και της Λίσα: Αδιάφορος για την πολιτική αλλά φανατικός πολέμιος της Αμερικής και οποιουδήποτε ιδανικού της, χαμένος στο χάος της Μπανγκόκ σχεδόν ένα χρόνο μετά την αποφοίτησή του και με χαμένη την ταυτότητά του εδώ και 10 χρόνια (του την έκλεψαν μαζί με το ρολόι, τα γυαλιά 132


ηλίου και μερικά ψιλά. Η μάχη που έδωσε για αυτά του κόστισε μια μαχαιριά στο δεξί πλευρό του- αυτό ήταν το σημείο που έβαζε να τον χαιδεύουν). Ο Τζόρτζ ήταν γνωστός ως Τζορτζ μόνο στον Μαρκ, μιας και όσοι τον ήξεραν τον φώναζαν Πατ. Ο Τζόρτζ έλεγε: ‘’Δεν υπάρχει πιο ωραίο όνομα από το Πατ. Μοιάζει με φιλικό χτύπημα στον ώμο, ή με απαλό σκαμπίλι στον πισινό κάποιας Σαράνια Νάταπονγκ’’ και είχε ονομάσει το μοτέλ του ‘’Μοτέλ του Πατ’’. Η Λίσα τον θεώρησε στην αρχή ως ένα γλοιώδη και μισογύνη ηδονιστή, αλλά με την πίεση του Μαρκ και αρκετές τεκίλες μετά, είδε έναν ευαίσθητο και καλόκαρδο άνθρωπο, που όταν έμαθε ότι ο Μαρκ τον χρειαζόταν έστησε την μικρή τους σουίτα με σχεδόν όλες του τις οικονομίες. Ίσως και να είχε ανάγκη μια καλή παρέα, αν και δήλωνε ότι η παρέα του ήταν Ταιλανδέζες και Φιλιπινέζες που μόλις πέρασαν την ενηλικίωση και μια τζούρα από όπιο- η Λίσα θα μπορούσε να κάνει εμετό πάνω του όλο το Χάνομ Τσίν της, που ήταν σαν κινέζικα νούντλ με έντονη γεύση ψαρίλας. Ο Τζόρτζ μάλιστα δήλωνε ότι η μυρωδιά της Μπανγκόκ ήταν ‘’αυτό που φτιάχνεις αν βάλεις μπακαλιάρο μαριναρισμένο από ερασιτέχνες, ληγμένο γάλα καρύδας και ανάσα μεθυσμένου τουρίστα που θέλει να πηδήξει και να φιλήσει την πόρνη του’’. Το μόνο που δεχόταν να φάει στην Μπανγκόκ ο Τζόρτζ, πέρα από τις μπριζόλες που έβρισκε και απολάμβανε σε ένα αποκλειστικά μαγαζί, ήταν το Κάι Γιάνγκ, που στην πραγματικότητα ήταν ψητό κοτόπουλο που εκτρεφόταν αποκλειστικά με χαλασμένες σαρδέλες. Όλα αυτά όμως, λίγο απασχολούσαν εκείνη την στιγμή την Λίσα Χολμς. Μπορεί η ενοχλητική μυρωδιά να είχε σημάνει συναγερμό στα ρουθούνια της μέσα στο μετρό, καθώς ήταν περικυκλωμένη από κάποιους ψαράδες με την πραμάτεια τους, αλλά εκείνη την ώρα την απασχολούσε ένα πολύ σοβαρότερο πρόβλημα, για το οποίο ήταν αποφασισμένη ότι είχε έρθει ο καιρός να το συζητήσει με τον Μαρκ. Εξ’άλλου, μετά την πρωινή επίσκεψή της στο –περίπουιατρείο, η υποψία της είχε γίνει βεβαιότητα και μαζί μια διάχυτη ανυσηχία τόσο έντονη που η Λίσα έμοιαζε να περπατάει μαζί με ένα μαύρο σύννεφο πάνω από το κεφάλι της, σαν άτακτο παιδί της αιθαλομίχλης της Μπανγκόκ, σαν διάφανο μπαλόνι παραγεμισμένο από καπνό από πίπα όπιου. Μετά από αρκετή ώρα βρήκε τον Μαρκ αραγμένο σε μια αγαπημένη του γωνιά της πόλης, ένα περιέργως ήσυχο καφέ, όπου πέρα από τους παραδοσιακούς καφέδες και τα ροφήματα και τα τσάγια-υπερπαραγωγή της Ταιλάνδης (μαζί με 100 συνδυασμούς για το γάλα καρύδας), ο ψαγμένος επισκέπτης μπορούσε να απολαύσει καθαρόαιμο καφέ μόκα αράμπικα, και μπορούσε να κάτσει για όση ώρα ήθελε χωρίς να χρειάζεται να δώσει κανένα φιλοδώρημα – άλλωστε, το μαγαζί ήταν σελφ-σέρβις. Η Λίσα τον είδε να μιλά με τον καινούριο του φίλο, ακόμα ένα φίλο που η ίδια θα αργούσε πολύ να συμπαθήσει. Ο Γιάν Κεν-Λόου, ή Τζον Ντόε όπως του άρεσε να προσφωνείται, ήταν ένας τετραπέρατος νεαρός πωλητής εξωτικών παπαγάλων. Ήταν από τους λίγους εμπόρους τέτοιου τύπου που είχε μάθει μόνος του τα αγγλικά για να κάνει μια ολόκληρη κανονική συζήτηση (είχε ανταλλάξει έναν μακάο με μια σειρά από κασέτες ΜΑΘΕ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ) και που ήταν πραγματικό σαίνι στα μαθηματικά (είχε πει ψέμματα σε έναν αμερικάνο μαθηματικό ότι του δίνει έναν Μακάο δωρεάν για να του κάνει ταχύρυθμα μαθήματα μαθηματικών για όση διάρκεια ξεπερνούσε το διαζύγιό του μέσα από την καθαρτική για κάθε πάθος και πόνο λαγνεία της Μπανγκόκ- αν θες για οποιονδήποτε λόγο να καθαρίσεις την ψυχή 133


σου από ενοχή, από απογοήτευση, από πληγωμένη/στραπατσαρισμένη/ολοσχερώς κατεστραμμένη καρδιά, δεν έχεις παρά να έρθεις για μερικές ημέρες στην Μπανγκόκ, να πας στους σωστούς δρόμους (ΠΡΟΣΟΧΗ, όχι στους λάθος δρόμους) και να απολαύσεις την ιδρωμένη και καυτή λαγνεία της που αχνίζει από τους υπονόμους και διαβρώνει τις προσόψεις των κτιρίων. Από πρόστυχο μέχρι ρομαντικό ερωτισμό, από αγνό σεξ μέχρι το πιο διεστραμμένο βίτσιο, στους σωστούς δρόμους της Μπανγκόκ σου δίνουν έναν αναλυτικό τιμοκατάλογο και ελευθερία επιλογής από τα πιο τρελλά καπιταλιστικά όνειρα). Ο Γιαν Κεν-Λόου ονειρευόταν να μαζέψει αρκετά λεφτά και να πάει, όπως έλεγε, είτε στην Αμερική και να πουλάει εκεί την πραμάτεια του (όχι τυχαία, ήθελε να το κάνει στο Λος Άντζελες, την αδερφή πόλη των αγγέλων) είτε στην Αφρική, και να δουλέψει σε ένα καταφύγιο προστασίας του Αφρικανικού Γκρίζου παπαγάλου, τον οποίο και θεωρούσε το πιο έξυπνο ζώο του κόσμου. Τους είχε δείξει τόσα πολλά από τα χαρίσματα του γκρίζου παπαγάλου της Αφρικής, που τουλάχιστον ο Μαρκ τον είχε πιστέψει και είχε αγοράσει ένα από αυτά τα γκρίζα καμαρωτά πουλιά (αλλά δυστυχώς το έχασε μόλις μερικές ημέρες μετά. Οι γκρίζοι παπαγάλοι αποδείχθηκε ότι δεν εκτιμούν πολύ ούτε τον κλιματισμό ενός δωματίου και επιπλέον είναι τόσο έξυπνοι που ανοίγουν παράθυρα. Ή η Λίσα τόσο αφηρημένη που ξεχνάει να τα κλείσει, έτσι τουλάχιστον υποστήριζε ο Μαρκ) για μερικά ψιλά και αντάλλαγμα να του πει όλα όσα ξέρει για τον κόσμο και τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 2ης Αναγέννησης. Φυσικά αυτό ο Μαρκ θα το έκανε και χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Έτσι λοιπόν, ο Μαρκ έβλεπε ένα πτηνό να συμπεριφέρεται σαν έξυπνος εκπαιδευμένος σκύλος, και ο Γιαν Κεν-Λόου, ο αδύνατος Ταιλανδέζος που έμοιαζε με μιγά και διασταύρωση Κινέζου με ηλιοκαμένο πιράνχας του Αμαζονίου (είχε ασυνήθιστα κοφτερούς κυνόδοντες και ασυνήθιστα μικρά δόντια), μάθαινε για την πύλη της Βαβυλώνας, για την θανατική ποινή στο Τέξας και για την πολιτική ανατροπή. Όλα αυτά με εναλλαγές καφέ αράμπικα και κοκτέιλ τεκίλας με γάλα καρύδας. Ο άναρχος σουρεαλισμός ήταν τόσο έντονος σε αυτές τις συζητήσεις, που έμοιαζε ότι θα μπορούσε να γίνει μόνο σε μια πόλη σε ολόκληρο τον κόσμο- την Μπανγκόκ. Πολλές φορές, ακόμα και ο γκρίζος παπαγάλος του Γιαν Κεν-Λόου έμοιαζε να αγανακτεί με τις συζητήσεις του, και έβαζε την γκρίζα πουπουλένια φτερούγα του στο κούτελό του, σαν ηθοποιός σε δράμα του Αριστοφάνη που μαθαίνει ‘’κακούς οιωνούς’’. Η Λίσα κοίταξε τον Μαρκ και άφησε έναν αναστεναγμό δυσφορίας και ανυσηχίας ταυτόχρονα. Ο Μαρκ φορούσε ένα πλατύ λευκό ψάθινο καπέλο, που έμοιαζε να έχει φτιαχτεί για κάποιο λαό ανάμεσα στα καπέλα των Τεξανών και τα σομπρέρο των Μεξικάνων. Φορούσε ένα ζευγάρι μεγάλα πεταλουδέ γυαλιά ηλίου, απομίμηση γνωστής μάρκας (ένα ψώνιο που είχε κολλήσει από τον Τζορτζ) και ένα φαρδύ λινό πουκάμισο, ανοιχτό στο στήθος, στο οποίο επιδύκνειε μια πρόσφατα αγορασμένη επίχρυση μορφή του θεού Βισβάκαρμαν ένος ταιλανδέζου θεού στην μορφή του Άγιου Βασίλη. Όταν την είδε της άστραψε ένα μεγάλο χαμόγελο και την φώναξε κοντά του, ενώ ο Γιαν Κεν-Λόου σηκώθηκε όρθιος και σχεδόν υποκλίθηκε μπροστά της. -Ωωωωω.. Σα-ρά Έ-κλι-στοον!, φώναξε και της προσέφερε την καρέκλα του. Ο Γιαν ΚενΛόου είχε ένα θέμα με τα δύκολα εγγλέζικα ονόματα, και ειδικά το δικό της το πρόφερε 134


συλλαβιστά, έτσι που έμοιαζε με ιαπωνέζικο σούσι. Επιπλέον, ο Γιαν Κεν-Λόου ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί της από την πρώτη στιγμή που είδε τα κομμένα καρέ κατάμαυρα μαλλιά της και τα μεγάλα, αμερικάνικα μάτια της. Η Λίσα είχε κολακευτεί από αυτόν του το θαυμασμό, που τον εξέφραζε με αφοπλιστική ευγένεια, σχεδόν δουλική, και με μια προσφορά να της χαρίσει 5 παπαγάλους Μακάο ή τουλάχιστον να της κλέψει μερικά φυλαχτά του Βράχμα. Άλλωστε, η Ταιλανδέζικη ομορφιά ήταν σκληρός ανταγωνισμός: Οι νεαρές μοιχαλίδες του Τζορτζ ήταν ένα κράμα εξωτικής, ανατολίτικης σαγήνης του Ζεν, υποσχόμενης και συνάμα μυστηριακής, μαζί με μια δόση Ινδικής (ή Ινδιάνικης) περιπέτειας κάποιου παραμυθιού. Ήταν εντυπωσιακό για την Λίσα πως κάτι τόσο λεπτεπίλεπτο μπορεί να είχε τέτοιες καμπύλες που θα έκαναν ακόμα και τον Βούδα να κοιτάξει μπερδεμένος την κοιλιά του. Οι δικές της καμπύλες βέβαια ήταν ακόμα στην ορθωμένη ακμή τους (ίσως να βοηθούσε και σε αυτό η μόνιμη γυμναστική τους κάτω από τα χέρια και το στόμα του Μαρκ), αλλά η αμερικάνικη κοψιά της αισθανόταν συχνά άβολα δίπλα στις χαριτωμένες σεξουαλικές ελαφίνες της Ταιλάνδης. Ανάλογη αμηχανία είχε νιώσει μόνο δίπλα στις στρουμπουλές και μεστές μεσόγειες, με την νευρικότητά τους και τις μεγάλες λεκάνες τους, αλλά και δίπλα στις καουμπόισες του Τέξας, με τις πλούσιες μπούκλες τους και τις ικανές για βαρυτική έλξη αναλογίες τους. Είχε καταλάβει ότι στην πραγματικότητα θα ήθελε μια πιο γεμάτη κορμοστασιά από το λυγερό κορμί της, αλλά τα νέα εκείνης της ημέρας ήταν μια καλή υπενθύμιση μιας σοφής συμβουλής που επαναλάμβανε η μητέρα της: ’’Πρόσεξε τι εύχεσαι. Μπορεί και να το πάθεις’’. Η Λίσα δέχτηκε την καρέκλα του Γιαν Κεν-Λόου και κάθισε σαν να της την προσέφερε κάποιος δούλος του παλατιού της. Από την στάση, το βλέμμα και τα σφιγμένα χείλη της ο Μαρκ αμέσως κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε και τόσο καλά, και έκανε ένα νόημα στον Γιαν Κεν-Λόου να καθίσει λίγο πιο απόμερα για να συζητήσουν μόνοι τους. Ο Γιαν Κεν-Λόου χαμογέλασε ευγενικά και απομακρύνθηκε, ενώ ο Μαρκ έβγαλε τα γυαλιά του και την κοίταξε στα μάτια. Η Λίσα τον κοίταξε με έναν ελαφρύ εκνευρισμό. -Έχεις μαυρίσει γύρω από τα μάτια και αυτά έχουν μείνει λευκά. Είναι σαν να φοράς μάσκα, του είπε ψυχρά. Ο Μαρκ έκανε μια γκριμάτσα άτακτου παιδιού δίπλωσε τα γυαλιά του και τα κρέμασε στο πουκάμισό του. -Και αυτός ο Άγιος Βασίλης που φοράς είναι πολύ κιτς. Πάρα πολύ κιτς. Με ένα χαμόγελο, ο Μαρκ κούμπωσε το πουκάμισό του μέχρι σχεδόν τον λαιμό. -Είναι ο Βισβάκαρμαν, θεός κάθε τέχνης και... -Ναι, ναι εντάξει, είπε και κούνησε το χέρι της σαν να ήθελε να αλλάξει κανάλι. -Τι συμβαίνει μικρή μου;, την ρώτησε απαλά. Η Λίσα τον κοίταξε με μισό μάτι. Το ‘’μικρή μου’’ ήταν μια από τις αγαπημένες της προσφωνήσεις, κάτι που είχε καταλάβει ο Μαρκ και χρησιμοποιούσε αναλόγως για καταστάσεις που ήθελε να την ηρεμήσει ή να μεθύσει λίγο παραπάνω μαζί με ναρκομανείς, λαθρέμπορους και εμπόρους χρυσών δοντιών σε κάποιο καταγώγι της Μπανγκόκ που μύριζε κάτουρο επειδή κατουρούσαν στις γωνίες. Ύστερα ξεφύσηξε και αποφάσισε να το βγάλει από μέσα της. -Είμαι έγκυος, ξεστόμισε σαν να έκανε παραγγελία για γάλα καρύδας σε άπταιστα Ταιλανδέζικα. 135


33. Ο έρωτας είναι ένα εκρηκτικό μίγμα από αλκοόλ, εκλεκτή κουβανέζικη ζάχαρη και κανέλλα Τουρκίας, με μικρές πινελιές από πιπεριά Χαλαπένο σε ορεινές φυτείες κοντά στο Μάτσου-Πίτσου και λίγο από αίσθημα ιλλίγου σε ελεύθερη πτώση από τον Πύργο του Άιφελ. Πολλοί λένε ότι έχει και μια αναγκαία δόση βανίλιας, αλλά κανένας δεν έχει βρει την πραγματική συνταγή του έρωτα που λέγεται ότι θάφτηκε μαζί με τον θησαυρό του Κορτές στην συνεχή ιζηματογένεση της υφαλοκρηπίδας της Καραιβικής. Σε κάθε περίπτωση, οι συνδυασμοί των παραπάνω υλικών είναι τόσο λαχταριστοί για τους γευστικούς κάλυκες όσο είναι και εύφλεκτοι, αρκεί μια μικρή λάθος τιμονιά για να αρχίσει η κατρακύλα στον γκρεμό του Καυγά, ένα χαμένο στο χάρτη μέρος στο Γκραν Κάνιον, ανάλογο του φαραγγιού των Αιδοίων εκεί κοντά. Ο Μαρκ και η Λίσα βρέθηκαν σε μερικά μόλις λεπτά (κάτι παράλογο για την κίνηση της Μπάνγκοκ που στην πραγματικότητα είναι πολύωρη ακινησία μέσα σε καυσαέριο, πωλητές και τουκτουκ) στην πολυτελή σουίτα του φτηνού μοτέλ τους, που στην διεθνή αξιολόγηση θα έπαιρνε μειον 3 αστέρια (εκτός και αν ο αξιολογητής συνοδευόταν και από κάποια Ταιλανδέζα ιέρεια της λαγνείας και της σφιχτής καμπύλης) και ο Μαρκ έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του, υπογραμμίζοντας τον διάχυτο εκνευρισμό του. -Τι πάει να πει ‘’θα το ρίξεις’’; Η Λίσα Χολμς αναστέναξε. Της ήταν αρκετά εξουθενωτικό να επαναλάβει ξανά τα ίδια και τα ίδια που του έλεγε εδώ και αρκετά λεπτά. -Μαρκ, σε παρακαλώ, μην φωνάζεις άλλο. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι. Σου είπα εκατό φορές: Είναι ανεύθυνο. Ο Μαρκ συγκρατήθηκε για να μην συνεχίσει στην φωνακλάδικη παράστασή του. -Είναι υπέροχο, αυτό είναι. Το ανεύθυνο είναι να πας να ρίξεις ένα παιδί. -Δεν είναι η ζωή μας ζωή για ένα παιδί Μαρκ, σκέψου το..Δεν μπορεί ένα παιδί να τρέχει σε όλο τον κόσμο σαν χειραποσκευή. Και, για να σε προλάβω, η Μπανγκόκ είναι το τελευταίο μέρος στον κόσμο ολόκληρο που θα δεχτώ να μεγαλώσει και να κάνει φίλους ένα παιδί. Μην αρχίσω τώρα να σου εξηγώ το γιατί. Ο Μαρκ γέλασε δυνατά. -Θα μάθει σίγουρα να ζωγραφίζει, να ψαρεύει, να μας κλέβει το χαρτζιλίκι του και να εισάγει παράνομα τηλεοράσεις. Αν πάλι είναι κορίτσι, θα.. -...μην το πεις! -...θα μάθει να ελέγχει την σεξουαλικότητά της όπως ένας πιλότος το πολεμικό αεροσκάφος του. Σαν όπλο. -Βλέπω έχεις εκτιμήσει την σεξουαλικότητα της Μπανγκόκ. -Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι εδώ μεγάλωσες και έμαθες αυτά τα κόλπα. -Δεν με ρίχνεις. -Βάζεις στοίχημα;

136


(κάπως έτσι είναι ο έρωτας, μια σουρεαλιστική μαργαρίτα: Του κόβω το λαρύγγι - του φιλάω το λαιμό, τον κλωτσάω στα αχαμνά – ξαπλώνω στο κρεβάτι) -Όπως και να έχει, θέλω να με καταλάβεις. Φοβάμαι να φέρω ένα παιδί σε μια τέτοια ζωή. -Σε καταλαβαίνω σε ένα πράγμα και μόνο: Ούτε εγώ θέλω το παιδί μας να μεγαλώσει στην Μπανγκόκ. -Άρα να γίνει γυρολόγος των 5 ηπείρων και των 7 θαλασσών, σαν τους παράνομους γονείς του. Να πάει στο ‘’σχολείο του μπαμπά’’ και να μάθει την ζωή από ‘’τις συμβουλές της μαμάς’’. Να κοιμάται στο Πεκίνο και να ξυπνάει στον Καναδά, και ο ‘’μπαμπούλας’’ για να φάει το φαί του να είναι ένας αληθινός άντρας με κόκκινα μαλλιά που τον λένε Τζο Σάμμερς. Φανταστικό μου ακούγεται. Ο Μαρκ έξυσε το κεφάλι του σκεφτικός. -Απορώ τι άνθρωπος μπορεί να προκύψει από όλα όσα περιέγραψες. -Δεν είναι στιγμή για χιούμορ. -Όχι, είναι η πιο ωραία στιγμή της ζωής μου. Ειλικρινά. -Η μήτρα μου δεν συμφωνεί μαζί σου. -Α, και δεν είναι στιγμή για χιούμορ; -Δεν με πείθεις. Ο Μαρκ την πλησίασε και την αγκάλιασε. Αυτή, παρά το αυστηρό ύφος της, τον άφησε να την φιλήσει και να ακουμπήσει την μεγάλη μύτη του πάνω στην λεπτεπίλεπτη δικιά της. -Λίσα, το θέλω αυτό το παιδί. Είναι η σωστή στιγμή, το νιώθω, το αισθάνομαι, θα μας ταξιδέψει σε καινούρια μέρη, σε νέες προκλήσεις.. -Η σωστή στιγμή είναι αυτή που μας βρίσκει σε ένα μπουρδέλο κοντά στα απόνερα του Τσάο Παπάγια ή όπως αλλιώς λέγεται; -Τσάο Πράγια, και είναι μοτέλ για επαγγελματίες. Ο Πατ δεν ενδιαφέρεται για τέτοιες μπίζνες. -Ο Τζορτζ είναι ένας χοντρός... Ο Μαρκ της έκλεισε το στόμα με ένα φιλί. -Λίσα σκάσε, σκάσε επιτέλους και άκου με. -Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω παιδί στη Μπανγκόκ. -Σύμφωνοι. -Ούτε να κάνω παιδί και να πάει σε 15 διαφορετικά σχολεία με 15 διαφορετικές γλώσσες. -Σύμφωνοι δυο φορές. Η Λίσα τον κοίταξε εκείνη την στιγμή με γνήσια απορία. -Και τι δηλαδή; Ο Μαρκ χαμογέλασε. -Είναι ώρα να επιστρέψουμε στην φωλιά του λύκου. Στην αυλή του κέρβερου. Η Λίσα έκανε δυο βήματα προς τα πίσω, φεύγοντας από τον εναγκαλισμό του. -Τι εννοείς; Και ο Σάμμερς; -Ο Σάμμερς πιθανώς αυτή τη στιγμή ρωτάει τους τσιγγάνους στην Βουλγαρία αν έχουν δει κάποιον που να μας μοιάζει. Ψάχνει όλο τον κόσμο για τόσο καιρό που αφενός πιστεύω ότι 137


κάποια στιγμή θα βαρεθεί, αφετέρου, πιστεύω θα ψάξει σε όλα τα σημεία εκτός από αυτό που είναι δίπλα ακριβώς στην αυλή του. -Μαρκ, ο τύπος δεν αστειεύεται, δεν είναι ώρα για τέτοια παιχνίδια. Η φωνή της Λίσα υποδήλωνε φόβο. Ο Μαρκ κούνησε το κεφάλι του. -Πιστεύω ότι τον υπερτιμάς, δεν ξέρω γιατί του δίνεις τόση αξία. Από την άλλη, έχω ήδη καταστρώσει σχέδιο για την επιστροφή μας, εξ’άλλου κάποια στιγμή θα έπρεπε να γυρίσουμε, δεν έχω σκοπό να περάσω όλη μου την ζωή στην Μπανγκόκ. -Μαρκ δεν είναι παιχνίδι αυτό. Είναι σοβαρό αυτό που λες. -...Άσε που οι δρόμοι μυρίζουν κάτουρο. Κάτουρο και ψάρι. Διάολε, κάτουρο από ψάρι. -ΜΑΡΚ! Η Λίσα δεν φώναξε απλά, έβγαλε μια μικρή κραυγή. Ο Μαρκ διατήρησε το χαμόγελό του. -Ηρέμησε μικρή μου. Και εμπιστέψου με. Ο Τομ Μάιλς και η Σάρα Έκλεστοουν είναι ζευγάρι εργαζόμενων ανθρώπων, έχουν ταυτότητες, πιστωτικές κάρτες, διαβατήρια, σπίτι, σκύλο προαιρετικά, παιδί αν μου επιτρέπεις να συμπληρώσω, μια όμορφη πίσω αυλή και ένα ωραίο αυτοκίνητο. Όλα αυτά, ευγενική χορηγία της 2ης Αναγέννησης για την υποχρεωτική μου συνταξιοδότηση, και μάλιστα χωρίς κανένα απολύτως ίχνος που να μπορεί να οδηγήσει σε αυτήν ή στις προηγούμενες ταυτότητές μας. Είναι ένα καλλιτέχνημα, ένα μικρό πείραγμα της κάθε βάσης δεδομένων της αμερικής, από ικανότατους καλλιτέχνες. Εμπιστέψου με όταν σου λέω: Είναι απόλυτα ασφαλές- και ξέρεις ότι μου αρέσει να τα έχω όλα υπο έλεγχο. Η Λίσα κάθισε σαστισμένη στο κρεβάτι και δίπλωσε τα χέρια της ανάμεσα στα πόδια της. Δεν είχε ακούσει πιο συναρπαστικά νέα εδώ και πάρα πολύ καιρό, ενώ η προοπτική να αφήσει πίσω την Μπανγκόκ για την αμερική της φάνηκε ακαταμάχητη. -Που είναι όλα αυτά που λες; -Στο Νιού Τζέρσι. -Νιού Τζέρσι, επανέλαβε αυτή σαν έκπληκτη ηχώ. -Και τι δουλειές έχουμε; -Ήμουν εργοδηγός στο Ντιτρόιτ, σε εργοστάσιο επεξεργασίας χαλκοσωλήνων, ήσουν δακτυλογράφος στη Μινεσόττα. -Δακτυλογράφος, απάντησε ξανά. -Ναι, ελπίζω να ξέρεις να δακτυλογραφείς γιατί αλλιώς θα μας πάρει λίγο ακόμα να σου βρούμε κάτι ταιριαστό. -Ξέρω, είπε κοφτά. -Λοιπόν. Γνωριστήκαμε στο φεστιβάλ αερόστατων στην Αλμπουκέρκη, ερωτευτήκαμε, παθιαστήκαμε, αποφασίσαμε να συζήσουμε στο Νιού Τζέρσι σε ένα σπίτι που μου άφησε με ενοίκιο ο ‘’ξάδερφός’’ μου –μέλος της 2ης Αναγέννησης, εντελώς υπεράνω υποψίας- και έχουμε ετοιμάσει τα ωραία μας βιογραφικά για να βρούμε δουλειά. Και θα βρούμε μια δουλειά που να ταιριάζει στα ταλέντα μας. Και ότι ίχνη είχαμε, θα χαθούν στο χιόνι και τον άνεμο. Είναι αυτό, το...πως το λες, πως το λες...α, ναι, είναι εντελώς ΑΛΑΖΜΠΡΑ. -Αλάζμπρα, απάντησε η Λίσα, με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά.

138


-Ακριβώς. Ξέχνα μυστικά, ξέχνα οτιδήποτε και αν έχεις στο μυαλό σου, πράγματα που κάναμε σωστά και πράγματα που κάναμε λάθος- ξέχνα τα όλα. Πάμε για μια νέα αρχή στο Νιού Τζέρσι, και όπου μας βγάλει. Θα το παίξουμε λίγο προσεχτικά για λίγο καιρό, και ύστερα θα αρχίσουμε πάλι να ταξιδεύουμε τον κόσμο μέχρι να βαρεθούμε ο ένας τα μούτρα του άλλου. Και, ευελπιστώ, με ένα πιτσιρίκο με δίψα για γνώση ή μια πιτσιρίκα για να κακομάθω όπως εσένα. Αλήθεια Λίσα, είναι η πιο όμορφη ημέρα της ζωής μου. Η Λίσα σηκώθηκε όρθια και τον αγκάλιασε δυνατά, για αρκετή ώρα. Κάπου χωμένη μέσα στην αγκαλιά του, μουρμούρισε κάτι που υποδήλωνε συμφωνία και αποδοχή. Ύστερα τον κοίταξε κατα πρόσωπο, και ο Μαρκ παρατήρησε αστραφτερά μικρά ποταμάκια χαράς κάτω από τα υγρά μάτια της. -Θέλω να μου υποσχεθείς κάτι όμως. -Ότι θέλεις μικρή μου. Τι; -Μου υπόσχεσαι ότι δεν θα με βαρεθείς ποτέ; -Δεν γίνεται να βαρεθώ μαζί σου Λίσα. Εξ’αλλου, οι γυναίκες μου αρέσουν όπως ο καφές μου. -Αραπίνες από την Αραβία; -Όχι. Να τις πίνω αργά, χωρίς να βιάζομαι. -Η παρέα με τον Τζορτζ σε έχει χαλάσει. Κάποτε μίλαγες ρομαντικά. Τώρα μιλάς σαν τουρίστας που θέλει να με πηδήξει για ένα δολάριο. -Ο Πατ θα γυρίσει στην αμερική μια μέρα, ως γκουρού του σεξ, της ηδονής και της λαγνείας. -Αν τον ξαναδώ αυτόν τον κάφρο ποτέ στο Νιού Τζέρσι, αυτά ακριβώς τα τρια θα στερηθείς μαζί μου. Η Λίσα τον έσπρωξε παιχνιδιάρικα προς τα πίσω. -Πάω μια βόλτα να σκεφτώ. Εξακολουθώ να έχω αμφιβολίες, του είπε κοφτά αλλά ταυτόχρονα γλυκά. -ΟΚ, μικρή. Εγώ πάω να βρω τον Τζον Ντόε και να τον στρατολογήσω. Αυτόν και έναν γκρίζο παπαγάλο της Αφρικής. Η Λίσα Χολμς και ο Μαρκ Λίθγκοου χωρίστηκαν με χαμόγελο και μια ασυγκράτητη ευφορία, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Η Λίσα χάιδεψε την κοιλιά της, και γύρισε ξανά τα λόγια του στο κεφάλι της. Αποφάσισε εκείνη ακριβώς την στιγμή ότι δεν υπήρχε κάτι άλλο να πει και για τίποτα άλλο να συνεχίσει να ανυσηχεί. Αλάζμπρα και πάλι, και αυτή τη φορά με τρόπο αμιγώς επαγγελματικό όπως ταιριάζει σε διεθνείς παρανόμους, και όχι αφελή και κοριτσίστικο όπως ταιριάζει σε στεγνούς επαγγελματίες. Το παιδί που έφερε στην κοιλιά της αποτελούσε μια καινούρια, εντελώς αντιφατική και μυστήρια πρόκληση, για την οποία δεν ήταν έτοιμη ακόμα ούτε να πάρει καλά καλά θέση, πόσο μάλλον να καταλήξει σε μια απόφαση- σε κάθε περίπτωση όμως, αν υπήρχε ένας άνθρωπος τον οποίο να εμπιστευτεί ακόμα και για δύσκολες υποθέσεις όπως αυτή, αυτός ήταν ο Μαρκ. Είδε την ευτυχία στα μάτια του όταν του ανακοίνωσε τα νέα, και οριακά την ζήλεψε. Είδε την θέρμη του να υπερασπιστεί αυτό το 139


απότοκο του παλαβού ερωτά τους, και ένιωσε ότι αν μη τι άλλο, άξιζε η προσπάθεια και η αμηχανία. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέπτη και όπλισε την έκφραση του προσώπου της με σοβαρότητα και μια δόση γοητείας. -Γειά σου, Σάρα Έκλεστοουν, μουρμούρισε κοφτά και χαμογελώντας, ξεκίνησε την βόλτα της για ένα κοντινό δρόμο με σουβενίρ και λαθραίες αμερικάνικες ταινίες σε εγκληματικά χαμηλές τιμές. Ακόμα και στη μορφή μαζικού εμπορεύματος, ο πολιτισμός σε κρατάει πάντα κοντά στις ρίζες σου. Αυτό που δεν ήξερε όμως η Λίσα Χολμς, ήταν ότι οι ρίζες της βρισκόντουσαν πολύ πιο κοντά από όσο θα ήθελε να πιστεύει.

34. Ω, κρυφά αμερικάνικα φετίχ. Υπάρχει άραγε κάποιο από όλα αυτά πριν να μην μπορείς να απολαύσεις λαίμαργα στα σοκάκια της Μπανγκόκ; Ω, μύχιες ναρκισσιστικές βλέψεις. Υπάρχει κάποια από αυτές που να μην μπορείς να ικανοποιήσεις πλήρως στην Μπανγκόκ; Η Λίσα Χολμς περπάτησε στους υπερφορτωμένους δρόμους της Μπανγκόκ με την στόφα μιας διασημότητας. Περπάτησε με στόχο να τραβήξει όσο το δυνατόν περισσότερα βλέμματα πάνω της, για να νικήσει μια και καλή την Ταιλανδέζικη σεξουαλικότητα. Και τα κατάφερε με απόλυτη επιτυχία. Οι Ταιλανδέζοι πωλητές κοιτούσαν την λεπτή της σιλουέτα όπως διαγραφόταν από μέσα από το αέρινο βιολετί της φόρεμα, το οποίο θώπευε ο ήλιος σαν ερωτοχτυπημένος ποιητής του δρόμου. Οι Αμερικάνοι τουρίστες προσπαθούσαν να δουν αν φοράει εσώρουχα, προσπαθούσαν να κάνουν τον άνεμο να σηκώσει το φόρεμά της, προσπαθούσαν να αντισταθούν από το να ακολουθήσουν το περπάτημά της. Οι Ευρωπαίοι τουρίστες κάρφωναν τα βλέμματά τους στα μισάνοιχτα ζουμερά χείλη της, προσπαθούσαν να συναντήσουν το βλέμμα της πίσω από τα μαύρα γυαλιά της, ερχόντουσαν κοντά να μυρίσουν τα μαύρα μαλλιά της κάτω από το φαρδύ καπέλο ή να ακουμπήσουν το χέρι της και να περπατήσουν μαζί της. Γυναίκες κάθε εθνικότητας και ηλικίας την κοιτούσαν με αφροδισιακή για τον ναρκισσισμό της ζήλια και εχθρικότητα, και σίγουρα θα σχολίαζαν το μοναδικό φάουλ της παράστασής της- η Λίσα Χολμς φορούσε τα λευκά αθλητικά της παπούτσια, το μόνο είδος παπουτσιού που θα καταδεχόταν να φορέσει στους κακοτράχαλους για τακούνια και βρώμικους για σανδάλια δρόμους της Μπανγκόκ. Αλλά η Λίσα είχε βάλει πλώρη για ένα συγκεκριμένο μαγαζί της Μπανγκόκ, το μόνο μαγαζί που θα μπορούσε έστω και στιγμίαια, να της προσφέρει μια αστική απόδραση, ένα ήρεμο μέρος για να καθαρίσει τελείως το κεφάλι της και να μπορέσει μετά να το χρησιμοποιήσει σαν 140


καινούριο. Ένα ιδιότυπο πλυντήριο σκέψης περίμενε την ανανεωμένη Λίσα Χολμς, ή μάλλον Σάρα Έκλεστοουν, μερικά πολύβουα τετράγωνα πιο πέρα. Ήταν ένα παπουτσάδικο. Ένα παπουτσάδικο βγαλμένο από τους εφιάλτες των περιοδικών μόδας και από τα πιο τρελλά όνειρα κάθε λάτρη παπουτσιών. Ότι και αν μπορούσες να φανταστείς σε μάρκα, είδος, νούμερο, στυλ, φινέτσα, υπήρχε στριμωγμένο και στιβαγμένο σε μια μικρή αποθηκούλα σε ένα ακόμα ανώνυμο δρόμο της Μπανγκόκ, ανάμεσα σε βρώμικα εστιατόρια με ονομασίες δράκων, καταστήματα για εξωτικά κατοικίδια, περιπλανώμενες μαιμούδες-κλέφτρες, πλανόδιους πωλητές ακριβών τσαντών, αμερικάνους φοιτητές σε αναζήτηση όπιου και πολλά,πολλά τουκτουκ. Η Λίσα περπάτησε μέχρι το μαγαζί προσπαθώντας να γητεύσει όσο περισσότερο κόσμο μπορούσε, και όταν έφτασε στάθηκε στην πόρτα με ευλάβεια που θα αντιστοιχούσε σε ένα ναό βραχμάνων. Η μυρωδιές από σόλα και δέρμα έφταναν μέχρι έξω, και έμπλεκαν με τα νούντλς, το ρύζι και την σήψη του δρόμου- αυτή όμως η μυρωδιά ήταν στα ρουθούνια της Λίσα Χολμς ότι είναι ένα μουχλιασμένο βιβλίο 100 χρόνων στη μύτη ενός γυαλάκια βιβλιοφάγου. Στο κάτω κάτω, ένας κυνηγημένος παράνομος δικαιούται να ικανοποιήσει το φετίχ του, όταν του προσφέρεται τόσο βολικά στο πιάτο, όσο άχαρο και να είναι. Η Λίσα μπήκε μέσα και άφησε τις μυρωδιές να την οδηγήσουν στα σωστά ράφια, και άρχισε να χαιδεύει παπούτσια για κάθε πιθανό γούστο. Μέσα σε μερικά λεπτά είχε αρχίσει την ιερή τελετή της δοκιμής. Περίπου στην 7η δοκιμή τακουνιών, η Λίσα είχε ήδη πάρει απόφαση ότι το παιδί και η επιστροφή τους στην Αμερική ήταν πράγματι μια σπουδαία και αδιαμφησβήτη νέα πρόκληση της παράνομης ζωής τους. Έφτιαξε στο μυαλό της τις εικόνες της ζωής τους στο Νιού Τζέρσι, την χαρά της ελευθερίας πίσω από τα νέα τους ονόματα, το παιχνίδι ενός μικρού παιδιού (είχε αποφασίσει ότι ήθελε κορίτσι) στην πίσω αυλή, τα ταξίδια τους στον κόσμο που αλλάζει συνεχώς. Ίσως αυτή να ήταν η λογική επόμενη στροφή στο ταξίδι αυτογνωσίας της ίδιας- το να μπορεί να μοιραστεί μια ζωή με έναν άνθρωπο όπως ο Μαρκ, να συγχρονίσουν τους ρυθμούς τους μεταξύ τους και με τον ρυθμό της ζωής. ‘’El Piano, El Roteur, El Chico’’, σκέφτηκε χαμογελώντας, ταυτίζοντας το el chico με την ζωή που δημιουργούνταν στην κοιλιά της. Μια χοντρή ταιλανδέζα δοκίμασε ένα παπούτσι στο πόδι της που ήταν αρκετά μικρό, και της είπε σε άπταιστα αγγλικά να της δώσει μερικά λεπτά για να κοιτάξει τα άλλα νούμερα στην αποθήκη. Η Λίσα της χαμογέλασε ευγενικά και ακούμπησε την πλάτη της στην ‘’δοκιμαστική πολυθρόνα’’ σκεπτόμενη ότι μόνο στην Μπανγκόκ η ιερή στιγμή της δοκιμής έχει το θρόνο που της αρμόζει. Η Λίσα κοίταξε τα λεπτά τις πόδια και τα ακόμα πιο λεπτοκαμωμένα της πέλματα, τόσο μαλακά που μπορούσες να διακρίνεις τις φλέβες της στην κίνησή τους. Κοίταξε τα λεπτά της ακροδάχτυλα και τα βαμμένα σε μια απαλή βιολετί απόχρωση νύχια της και τα ανοιγόκλεισε, προσπαθώντας να σκεφτεί ένα παπούτσι που να τους ταιριάζει. Είχε πρόσφατα διακοσμήσει το δεξί της πέλμα με μια λεπτή αλυσιδίτσα, που έδενε στην άκρη της με ένα μικρό κομμάτι από ελεφαντόδοντο, ένα πραγματικά ευφάνταστο δώρο του Μαρκ που ύστερα της εξηγούσε την βαρετή και κουραστική ιστορία της αλυσίδας και της σημασίας της στα πόδια των χανουμισσών της ανατολής. Σπάνια θα της έπαιρνε δώρο χωρίς να το στολίζει με μια φλύαρη ιστορία, που κατα πάσα πιθανότητα θα είχε μάθει με την αγορά του, ευκολόπιστος καθώς ήταν στις ιστορίες που είχαν να του πουν οι εκάστοτε πωλητές. Έψαξε για τα αθλητικά παπούτσια της ανάμεσα σε 141


ένα σωρό δοκιμασμένων τακουνιών, σανδαλιών και κάθε λογής υποδημάτων, που είχαν σχηματίσει ένα μικρό βουναλάκι από τακούνια δίπλα της. Ήταν γενικώς, ολότελα αφηρημένη όταν μια ανατριχιαστικά γνωστή φωνή έφτασε στο αυτί της, που την έκανε να τιναχτεί από την θέση της και να πνίξει μια μικρή κραυγή τρόμου. -Γειά σου αγαπητή. Και τι ωραία που σου πηγαίνει αυτό το μαύρο το μαλλί. Η Λίσα Χολμς μύρισε την ανάσα γλυκόριζας και ξερού καπνού και ένιωσε την ψύχραιμη ειρωνία σαν θηλιά στο λαιμό της. Έκανε να σηκωθεί απότομα αλλά ένα δυνατό τράβηγμα από τον αγκώνα την ξαναέκατσε στην πολυθρόνα, και ύστερα η αίσθηση από το κρυο μέταλλο στο σβέρκο της την έκανε να αναρριγήσει. -Συναντίομαστε ξανά αγαπητή. Πόσος καιρός πάει; Θα έπρεπε να έχεις βαρεθεί ως τώρα να τρέχεις και να κρύβεσαι. Για αυτό, θα σου κάνω μια ερώτηση. Πολύ απλή, όσο και η απάντησή της. Που –είναι; Ο Τζο Σάμμερς πίεσε την κάννη του όπλου του πάνω στον αυχένα της και έσφιξε την λαβή του. Η Λίσα προσπάθησε να συγκρατήσει την αναπνοή της από τον ξέφρενο ρυθμό του πανικού. -Έχουμε..έχουμε χωριστεί εδώ και πολύ καιρό, δεν...δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα. -Ούτε που να το σκέφτεσαι, εξυπνάδες και παραμυθάκια σε μένα, της απάντησε σφίγγοντας ακόμα περισσότερο. Η πωλήτρια εμφανίστηκε ξανά μπροστά τους, κρατώντας ένα ζευγάρι από κομψές γόβες. Στην θέα του άντρα και του απελπισμένου βλέμματος της Λίσα, άφησε τα παπούτσια να πέσουν κάτω και πισοπάτησε τρομαγμένη. Ο Τζο Σάμμερς, χωρίς να αφήσει το χέρι της Λίσα γύρισε το όπλο του προς το μέρος της, και την πρόσταξε να πάει πίσω από την ταμειακή μηχανή χωρίς να μιλήσει σε άψογα Ταιλανδέζικα. Ύστερα τράβηξε την Λίσα Χολμς για να την φέρει όρθια μπροστά του. Η Λίσα παρατήρησε το αξύριστο, ταλαιπωρημένο πρόσωπό του, τα θολά του μάτια με ίριδια που έμοιαζε με οχιάς έτοιμης να εκχύσει θανατερό δηλητήριο στο θήραμά του. Παρατήρησε την ουλή στο μέτωπό του, από το τρακάρισμα που είχε προκαλέσει η επιχείρηση διάσωσής της. Αυτός, ακούμπησε το όπλο του στην κοιλιά της. -Άκου τι θα κάνουμε τώρα. Τώρα, θα πάμε μια βόλτα, εγώ και εσύ, ένα ζευγάρι από αμερικάνους τουρίστες που βολτάρουν ευτυχισμένοι στην Μπανγκόκ. Αν φωνάξεις, αν τρέξεις να μου ξεφύγεις, να ξέρεις, θα σου φυτέψω μια σφαίρα για κάθε ζωτικό σου όργανο, αφήνοντας αυτό που θα σε σκοτώσει για τελευταίο. Το ξέρεις ότι αυτό γίνεται στους δρόμους της Μπανγκόκ, το ξέρεις ότι αν με κοιτάξουν περίεργα θα βγάλω απλά το σήμα μου και, βουαλά, η τρομοκράτισσα συνελλήφθη, αντιστάθηκε, απεβίωσε. -Δεν είμαι τρομοκράτισσα. -Δεν με νοιάζει τι είσαι. Δεν μου καίγεται καρφί για το τι είσαι. Μπορείς να αλλάζεις το ονοματάκι σου και να κόβεις τα μαλλάκια σου όπως σου γουστάρει- εμένα ένα πράγμα με ενδιαφέρει: Που – είναι - αυτός. -Σου είπα, έχουμε χωριστεί, δεν ξέρω..

142


Ο Τζο Σάμμερς την ταρακούνησε βίαια. Η λαβή του στο χέρι της είχε κόψει την κυκλοφορία του αίματός της. Η Λίσα μπορούσε να το δει- ήταν τυφλωμένος, λυσσασμένος, αποφασισμένος. -Θα περπατήσουμε μαζί μέχρι το μέρος που κρύβεστε. Φρόντισε να είναι κοντά, γιατί αν δω να περπατάμε πολύ ώρα, σε καθαρίζω και σε πετάω στο ποτάμι. Η Λίσα δεν μπορούσε άλλο να το συγκρατήσει –βούρκωσε. -Σε παρακαλώ, του είπε ξέπνοα. Αυτός την γύρισε προς την άλλη μεριά και την έσπρωξε έξω από το μαγαζί με τα παπούτσια, περπατώντας κολλητά δίπλα της. -Δώστον μου, και γλίτωσε την ζωή σου, της ψιθύρισε στο αυτί και ύστερα βγήκαν ξανά στους πνιγηρούς δρόμους της Μπανγκόκ. Η Λίσα Χολμς, δίπλα στην σφιχτή λαβή του Τζο Σάμμερς, περπάτησε ξυπόλητη την ίδια διαδρομή που λίγα λεπτά πριν είχε μαγέψει κάθε αρσενικό ή αρσενικά σκεπτόμενο άνθρωπο που κυκλοφορούσε στο δρόμο. Τώρα, έκρυβε τα βουρκωμένα μάτια της πίσω από τα γυαλιά ηλίου, προσπαθούσε να περπατήσει μέσα σε απόνερα, γόπες και ακαθαρσίες κάθε είδους, ενώ δίπλα της ο Τζο Σάμμερς ξεφυσούσε σαν αγριεμένος ταύρος. Χωρίς σχέδιο διαφυγής και χωρίς κανένα εναλλακτικό πλάνο, τον οδήγησε στο μοτέλ του Πατ, ελπίζοντας για πρώτη φορά να συναντήσει την χοντρή μαστουρωμένη φάτσα του Τζορτζ στην ρεσεψιόν. Ο Τζορτζ φυσικά δεν ήταν εκεί. Τον ανέβασε σχεδόν κλαίγοντας από τις σκάλες, και τον οδήγησε μέσα στην μικρή τους παράνομη σουίτα. Ο Τζο Σάμμερς ξαναέβγαλε το όπλο του και την έβαλε να κλειδώσει την πόρτα και να κλείσει τα παράθυρα και τα στόρια. -Μα είναι τόσο ωραία η ζωή της παρανομίας τελικά, είπε και άναψε το κλιματιστικό. Ύστερα την πλησίασε απειλητικά και μια βίαιη σπρωξιά την κόλλησε σε ένα πλαϊνό τοίχο. -Και τώρα, κάθαρμα, πες μου: ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ; Η Λίσα έπνιξε ένα λυγμό αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα αναφιλητά της. Ανάμεσά τους, τον παρακάλεσε για άλλη μια φορά. -Που είναι; -Σε παρακαλώ, δεν ξέρω.. -ΠΟΥΕΙΝΑΙΠΟΥΕΙΝΑΙΠΟΥΕΙΝΑΙΠΟΥΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ; Το πρόσωπο του Τζο Σάμμερς ήταν κατακόκκινο από οργή, κόκκινο σαν ώριμο πατζάρι που μέσα του ήταν κρυμμένη μια βόμβα. Η Λίσα είπε ένα ακόμα ξέπνοο και πνιγμένο στο κλάμα ‘’δεν ξέρω’’. -Θες να παίξουμε παιχνιδάκια λοιπόν; Ας παίξουμε παιχνιδάκια. Εγώ παίζω, μου αρέσει να παίζω παιχνιδάκια. Έσπρωξε την Λίσα και την πέταξε πάνω στην τηλεόραση που γκρεμίστηκε πίσω της. Ύστερα, την τράβηξε όρθια ξανά. -Που είναι; Πιο ηχηρό από την ερώτησή του ήταν ένα ανάποδο χαστούκι που την τίναξε μακριά. Η Λίσα έπεσε με τα γόνατα πάνω στην ακριβή κουρελού του πατώματος. Ο Τζο Σάμμερς στάθηκε πάνω της και την τράβηξε με βία από τα μαλλιά. -Θες και άλλα παιχνίδια; Ας παίξουμε και άλλα παιχνίδια. 143


Με ένα δυνατό τράβηγμα την ανάγκασε να σηκωθεί και την έσπρωξε μπρούμυτα στο κρεβάτι. Ύστερα, με γρήγορες κινήσεις έπιασε τους καρπούς της και έβγαλε τις χειροπέδες από την τσέπη του. Η Λίσα κατάφερε να τραβήξει το ένα της χέρι, αλλά το άλλο ένιωσε την κρυα λαβή να κλειδώνει σφιχτά στον καρπό και την άλλη της άκρη να κλειδώνει στα κάγκελα του κρεβατιού. -Που είναι;, την ρώτησε κοφτά. -Να πας στο διάολο κάθαρμα, ούρλιαξε αυτή κλαίγοντας, πυροδοτώντας ένα ακόμα χαστούκι. -Που είναι. -Δεν ξέρω. Ο Τζο Σάμμερς συμπεριφερόταν σαν θολωμένος μανιακός. Η Λίσα σκέφτηκε να ουρλιάξει για βοήθεια, αλλά ήξερε ότι τέτοιες φωνές στην Μπανγκόκ σπανίως φέρνουν κάποια ανταπόκριση. Κανείς δεν θέλει να μπλέξει με ότι συμβαίνει. -Σε παρακαλώ, του φώναξε με μια έκδηλη υστερία, αλλά για απάντηση πήρε ακόμα ένα χαστούκι και άλλη μια ερώτηση. -Που είναι;, ούρλιαξε αυτός μέσα στο αυτί της. Η Λίσα κράτησε την αναπνοή της. Μπορούσε να νιώσει το αίμα στα χείλη της, καυτό και γλυκόπικρο. Μπορούσε να νιώσει την λύσσα του καθώς την χτύπαγε και την ταρακουνούσε. Ύστερα, τον άκουσε να σταματάει, στον ήχο που μόνο ένας έμπειρος άνθρωπος της βίας μπορεί να καταλάβει την προέλευσή του. Ήταν ο μεταλλικός και τραχύς ήχος ενός κόκκορα που οπλίζει, ένας ξεχασμένος ήχος για τον σύγχρονο οπλισμό αλλά σαφής στο μύνημά του: ‘’Σταμάτα’’. Ήταν ο λυτρωτικός ήχος ενός όπλου που στεκόταν πίσω από το κεφάλι του μαινόμενου Τζο Σάμμερς, που ετοιμαζόταν να την χτυπήσει ξανά. -Πέτα το. Ήταν η λυτρωτική φωνή του Μάρκ. Η Λίσα τον φώναξε με ανακούφιση. Ο Τζο Σάμμερς, αναπνέοντας βαριά και γρήγορα από την μύτη πέταξε το όπλο και σηκώθηκε όρθιος με τα χέρια του ψηλά. -Λύστην. Ο Τζο Σάμμερς έβγαλε ένα μικρό κλειδί περασμένο με αλυσίδα στον καρπό του, και απρόθυμα έλυσε το χέρι της Λίσα Χολμς. -Βάλε το δικό σου χέρι και πέτα μου το κλειδί. Η Λίσα πετάχτηκε από το κρεβάτι γρυλίζοντας και χώθηκε πίσω από τον Μαρκ σκουπίζοντας το αίμα στα χείλη της. Ο Τζο Σάμμερς πέρασε τον καρπό του και πέταξε προς τα πίσω το κλειδί, το οποίο και σήκωσε η Λίσα Χολμς που προσπαθούσε να ξαναελέγξει την αναπνοή της. -Και τώρα κάτσε να πούμε δυο λόγια, του είπε και φίλησε την Λίσα στο κεφάλι χαιδεύοντάς την και ψιθυρίζοντας στο αυτί της ότι όλα ήταν καλά.

144


35. -Είχα την εντύπωση ότι ικανοί πράκτορες σαν και εσένα, που διασχίζουν ηπείρους και βασανίζουν γυναίκες, θα είχαν το μυαλό να ψάξουν και το μπάνιο, έτσι δεν είναι; Ο Μαρκ ήταν καθιστός σε μια καρέκλα μπροστά από το κρεβάτι, με το όπλο προτεταμένο στον Τζο Σάμμερς. Η Λίσα Χολμς περπατούσε νευρικά το δωμάτιο πάνω κάτω, προσπαθώντας να καταλαγιάσει την αγωνία και την ταραχή της. Ενώ θα περίμενε τον Τζο Σάμμερς μανιασμένο σαν φυλακισμένη τίγρη, αυτός καθόταν πράος και ήρεμος, σαν να ήταν συμφιλιωμένος με μια ακόμα αποτυχία του, χωρίς να απαντάει στις ειρωνικές προκλήσεις του Μαρκ. Μόνο το βλέμμα του πρόδιδε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, το βλέμμα μιας κόμπρας έτοιμης να χιμήξει σε αυτόν που ευθύνεται για την αιχμαλωσία της. -Άστον και πάμε Μαρκ, σε παρακαλώ, του είπε. Αυτός της έκανε νόημα σαν να ζητάει λίγο χρόνο. -Το ξέρεις ότι μπορώ να σε σκοτώσω αυτή τη στιγμή, έτσι δεν είναι; Ο Τζο Σάμμερς έφτυσε τα λόγια του σαν κουκούτσια από καρπούζι. -Κάντο. -Πως μας βρήκες; Καμία απάντηση. -Πως μας βρήκες; Ο Τζο Σάμμερς τον κοίταζε απλά ευθεία στα μάτια, σαν να προσπαθούσε να τον χτυπήσει με το βλέμμα του. Ο Μαρκ έστρεψε το όπλο χαμηλότερα από το κεφάλι του, σημαδεύοντας το γόνατο. -Λένε ότι ο πόνος εκεί είναι ανυπόφορος, του είπε παγερά. Ο Τζο Σάμμερς προσπάθησε να κρύψει μια πρώτη χαραμάδα φόβου. -Το κινητό της, είπε τελικά. Η Λίσα σταμάτησε να περπατάει και τον κοίταξε με έκπληξη. Ο Μαρκ κοίταξε και τους δυο εναλλάξ, απορημένος. -Το κινητό της, επανέλαβε. Προσπαθήσαμε να το παρακολουθήσουμε δορυφορικά. Πιάσαμε ένα στιγμιαίο ισχνό σήμα από το Νότο, έψαξα και βρήκα μια συναλλαγή του γραφείου σου με μια μεσιτική εταιρία της Παταγονίας. Ύστερα το έκλεινε και το άνοιγε για λίγα μόνο λεπτά, πιάναμε την ήπειρο και ψάχναμε. Πριν από λίγες ημέρες το άνοιξε για αρκετή ώρα- έχει πολύ καλό σήμα στην Μπανγκόκ. Η Λίσα έτρεξε προς το κομοδίνο της, έβγαλε το κλειστό κινητό και κοίταξε με ενοχή τον Μαρκ. Αυτός της έκανε ένα καθυσηχαστικό νόημα.Ύστερα, φόρεσε ένα από τα καλά της τακούνια, έριξε το κινητό στο πάτωμα και το πάτησε με δύναμη, διαπερνώντας την μικρή του οθόνη. Κοίταξε τον Τζο Σάμμερς με ανάμικτη οργή και οίκτο, έτσι ηττημένος που ήταν, ταλαιπωρημένος, ντροπιασμένος ακόμα μια φορά. -Θέλω να σταματήσεις να μας κυνηγάς, του είπε ο Μαρκ απαλά, σαν να ήθελε να ρίξει μια γέφυρα ανάμεσά τους. Ο Τζο Σάμμερς την γκρέμισε ξεροκέφαλα. -Ποτέ. 145


-Γιατί; -Γιατί έτσι είναι. Θες να σταματήσω; Ρίξε μου. Ο Μαρκ έφερε το όπλο ακόμα πιο κοντά στο μέτωπό του, κοιτώντας τον όπως κοιτάει ένας παίκτης του πόκερ έναν αντίπαλο που πιστεύει ότι μπλοφάρει. -Ρίξε μου, επανέλαβε ο Τζο Σάμμερς, χωρίς να κλείσει ούτε βλέφαρο. Και μετά ξανά. Και ξανά. -Ρίξε μου. Ο Μαρκ κοίταξε την Λίσα, που με το βλέμμα της του έλεγε να μην το κάνει. Ύστερα, πήρε το κλειδί και το έβαλε στην τσέπη του, και στην άλλη έβαλε ξανά το όπλο. Ο Τζο Σάμμερς χαμογέλασε σαρδόνια. -Ρίξε μου, σφύριξε μέσα από τα δόντια του. -Να είσαι έτοιμη σε 5 λεπτά, είπε στην Λίσα. Αυτή, γέμισε ένα σάκο με ότι μπορούσε να βρει μπροστά της, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον Τζο Σάμμερς που είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω στον Μαρκ και επαναλάμβανε σαν αυτιστικός. -Ρίξε μου. Ο Μαρκ κλείδωσε την πόρτα πίσω του και έβαλε το καρτελάκι μην ενοχλείται. Από το δωμάτιο άκουσαν για μια τελευταία φορά τον Τζο Σάμμερς να φωνάζει. -Ρίξε μου. Η φωνή του τράβηξε για λίγο και ύστερα εξασθένησε. Η Λίσα Χολμς θα ορκιζόταν ότι μπορούσε να ακούσει ένα πνιχτό κλάμα καθώς απομακρύνονταν από το δωμάτιο, αλλά ακολούθησε τον Μαρκ στις σκάλες. Αυτός, άφησε ένα μικρό σημείωμα για τον Πατ και ύστερα την αγκάλιασε. -Είσαι καλά;, την ρώτησε χαιδεύοντας τα κοκκινισμένα και υγρά μάγουλά της. -Συγνώμη για το κινητό, δεν ήξερα, δεν περίμενα... -Δεν πειράζει μικρή. Δεν λες ευτυχώς που το είχες κλειστό την περισσότερη ώρα; Θα μας είχαν πιάσει στον ύπνο. Είμασταν τυχεροί. -Μαρκ; -Ναι μικρή. -Θέλω να κρατήσουμε το παιδί και να πάμε στο Νιού Τζέρσι. -Α, για εκεί πάμε, της είπε αυτός χαμογελώντας, και ενώ έξω από την πόρτα του Μοτέλ Πατ η Μπανγκόκ τους καλούσε μέσα από κόρνες και σφυρίγματα να μην πάνε πουθενά, και ότι μόνο μέσα στους χαοτικούς της δρόμους, γεμάτους παρανομία και κρυφή ηδονή, μπορούσε να τελειώσει η ιστορία τους. Αλλά αυτή, είχε μερικά κεφάλαια ακόμα.

146


ΟΛΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ ΟΤΑΝ ΟΛΑ ΑΡΧΙΖΟΥΝ 36. Ο Τομ και η Σάρα είδαν την κοιλιά της τελευταίας να μεγαλώνει και να φουσκώνει σαν αερόστατο στην Αλμπουκέρκη, την πόλη που γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν, και ύστερα αποφάσισαν να πάνε να μείνουν στο Νιού Τζέρσι σαν φιλήσυχοι μικροαστοί οικογενειάρχες. Ο Τομ βρήκε δουλειά σε μια τοπική βιοτεχνία επεξεργασίας αλουμινίου σαν βοηθός εργοδηγού. Η Σάρα προσλήφθη σε μια τουριστική υπηρεσία χάρη στην ευρυμάθειά της σε ξένες γλώσσες, παρά το γεγονός ότι θα έπαιρνε πολύ γρήγορα μια παρατεταμένη άδεια. Ο Τομ και η Σάρα ήταν τρόπο τινά, εκφραστές του αμερικάνικου ονείρου, το οποίο ήταν εκείνες τις ημέρες τσαλακωμένο και βρώμικο από μια βαθιά κοινωνική αμφισβήτηση που είχε εξαπλωθεί στην χώρα σαν αρρώστια και έτρωγε το ανοσοποιητικό της σύστημα. Ο Τομ και η Σάρα παρακολούθησαν μια ακόμα μεγάλη και αναπάντεχη επιτυχία της 2ης Αναγέννησης, καθώς αυτή κατάφερε με ένα τρόπο που οι αρχές δεν μπορούν ακόμα να εξηγήσουν, να σηκώσει την Νίκη της Σαμοθράκης από το Λούβρο και να την προσγειώσει άθικτη και πάντα επιβλητική στο νησί της Σαμοθράκης στην Ελλάδα, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης σε διεθνή κλίμακα. Ο Τομ και η Σάρα χαμογέλασαν βλέποντας το εντυπωσιακό άγαλμα να στέκεται μπροστά στους έκπληκτους κατοίκους, αλλά δεν εκφράστηκαν πολύ για να μην δώσουν δικαίωμα σε κάποιο γείτονα να τους θωρήσει χειροκροτητές της διεθνούς τρομοκρατίας. Ο Τομ και η Σάρα παρευρέθηκαν σε μια συγκέντρωση πολιτών στο Νιού Τζέρσι, αναμίχθηκαν με το πλήθος και αντάλλαξαν απόψεις για την πολιτική ζωή της χώρας, χωρίς να δώσουν δικαίωμα ότι συνομωτούν εις βάρος της κυβέρνησης, ενώ λίγο πριν ξεσπάσουν τα επεισόδια ο Τομ συνόδεψε την Σάρα σπίτι τους, για να μην ρισκάρουν την εγκυμοσύνη της. Επιπλέον, είχαν πια μάθει ότι περίμεναν ένα υγιές και καλά ανεπτυγμένο αγοράκι, το οποίο ο Τομ ήθελε να ονομάσει Πατ, κάτι στο οποίο η Σάρα διαφωνούσε με όλους τους πιθανούς τρόπους. Ο Τομ και η Σάρα είδαν, μερικές εβδομάδες μετά την εγκατάστασή τους στο Νιού Τζέρσι, την επανεμφάνιση του Τζο Σάμμερς, που είχε για λίγο καιρό εξαφανιστεί από το δίκτυο και την επικαιρότητα. Τον είδαν να δηλώνει ότι βρισκόταν σε κάποια μυστική αποστολή στο εξωτερικό, τον είδαν να δηλώνει σίγουρος για την πάταξη της τρομοκρατίας, να δηλώνει ότι ετοιμάζεται για Παρίσι για να συντονιστεί με τις τοπικές αρχές, ενώ λίγο πριν απομακρυνθεί καπνίζοντας τα αγαπημένα του τσιγάρα, τον είδαν να κοιτάει ευθεία μέσα στην κάμερα και να αφιερώνει μια δήλωση σε ‘’κάθε μέλος της 2ης Αναγέννησης’’: -Θα σας βρω. Ο Τομ και η Σάρα δεν σχολίασαν, ούτε θετικά ούτε αρνητικά,τις δηλώσεις του Τζο Σάμμερς, αλλά αυθόρμητα αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, σαν να τους έιχε δώσει κάποιο έναυσμα. 147


Και ο χρόνος, για τον Τομ και την Σάρα, περνούσε με γλυκιά ανυπομονησία, τεντωνόταν σαν δροσοσταλίδα από φύλλο ενός τροπικού δάσους, και τους αποδύκνειε, στο σταθερό του πέρασμα, ότι δεν υπάρχει κανένα μέρος πάνω στη Γη στο οποίο να μην μπορείς να χτίσεις την ευτυχία. Η Σάρα πολλές φορές γκρίνιαζε σαν κακομαθημένη βασίλισσα σε κάποιο παλάτι από κρέμα καραμελέ και πατζούρια από σοκολάτα γάλακτος. Είχε αναπτύξει λαχτάρα για διάφορα γλυκίσματα, με πιο σημαντικό από όλα το παγωτό βανίλια, που ο Τομ της το προμήθευε σε κάθε ευκαιρία, ενώ διασκέδαζε αφάνταστα τις κυκλοθυμικές της εξάρσεις. Τίποτα μη φυσιολογικό για μια προχωρημένη εγκυμοσύνη. Οι γείτονες τους, στην συνοικία τους στο Πρίστον, θεωρούσαν τον Τομ και την Σάρα ένα τρυφερό και ερωτευμένο ζευγάρι, με παραξενιές στα όρια του φυσιολογικού. Ο Τομ ήταν αρκετά φλύαρος και έλεγε διάφορα περίεργα πράγματα για γκρίζους παπαγάλους, μουσικές της Ουρουγουάης και συνταγές για κοκτέιλ με γάλα καρύδας και τεκίλα. Δεν τον καλούσαν συχνά σε διάφορα μπάρμπεκιου, ακριβώς επειδή είχε την έμμονη ιδέα μετά το φαγητό και την τσίκνα να τους κεράσει ένα πικρό και βαρύ καφέ από την Αραβία και να τον πιούν τόσο αργά που στο τέλος είχε γεύση από κρυο νεροζούμι. Η Σάρα ήταν μια ευγενική και κοινωνικότατη ομορφιά, που κουβαλούσε την τουρλωμένη κοιλιά της στην γειτονιά, αρχικά με τους ήχους ενός τακ-τακ από τις γόβες της και ύστερα από τους ήχους ενός πλαφ-πλαφ από τις σαγιονάρες της. Την καλούσαν και μόνη της πολλές φορές σε διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες, τόσο επειδή μπορούσε να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε συζήτηση και περιβάλλον με άνεση, όσο επίσης επειδή είχε πάντα έξυπνες συμβουλές, λιγότερο φλύαρες και πιο ουσιαστικές από αυτές του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι της γειτονιάς είχε προβλήματα στην συνύπαρξή του, καθώς ο τσακωμός για οποιοδήποτε θέμα φαινόταν να είναι κομμάτι της επίπλωσης του σπιτιού. Επειδή είχαν δει ότι το πιο φασαριόζικο σε τσακωμούς ζευγάρι ήταν του Τομ και της Σάρα, αποφάσισαν να απευθυνθούν σε αυτούς για να ρωτήσουν μερικά πράγματα για τα μυστικά της αρμονικής συνύπαρξης- άλλωστε, ο Τομ και η Σάρα αναστάτωταν την γειτονιά με τους καυγάδες τους, αλλά δεν υπήρχε πουθενά αμφιβολία ότι δεν έβρισκες πιο αγαπημένο ζευγάρι εκτός και αν έφτανες στις φωλιές των άλμπατρος στην Αλάσκα. Ο Τομ έπιασε τον μικρό Τζίμι και του ανέλυσε μια θεωρία από την απαρχή του ανθρώπινου είδους, την θεσμοθέτηση της οικογένειας ως μέσο για την διατήρηση της ιδιοκτησίας, το σφιχτό πλαίσιο ιδεών που είχε αποκτήσει η συνύπαρξη στην εποχή τους, μιλώντας για ένα χαλασμένο κοινωνικό υπόδειγμα το οποίο ο Τζίμι θα έπρεπε να υπερβεί για να κατακτήσει την ολοκλήρωση που προσφέρει η σχέση του. Τον κάλεσε να αλλάξει τον τρόπο που τσακώνεται, ερωτροπεί και φιλάει την μικρή Μπόνι αλλά με τρόπο τόσο περίπλοκο που ο Τζίμι γρήγορα ένιωσε ότι παρακολουθεί κάποιο ντοκιμαντέρ σε ξένη γλώσσα με θέμα τις τρίχες στον πισινό του μπαμπουίνου. Τελικά, ο Τζίμι γύρισε στο σπίτι του πιο μπερδεμένος από ποτέ, φίλησε την Μπόνι με πάθος εφήβου και αποπειράθηκε άγαρμπα να την παρασύρει σε κάποιες μύχιες ερωτικές του φαντασιώσεις, ενώ της άνοιξε μια συζήτηση για την υπέρβαση της ψυχικής αλλοτρίωσης, την οποία η Μπόνι αντιμετώπισε με το να ανοίξει την τηλεόραση και τον 148


αποκάλεσε ‘’διεστραμμένο’’ και ότι ‘’αυτά που θες να κάνεις, να τα κάνεις με την τσούλα την Μπέτι από το γραφείο σου’’. Από την άλλη μεριά, η Σάρα άκουσε την Μπόνι να της περιγράφει κάποια απλά προβλήματα επικοινωνίας και μέσα από ένα διάλογο που κανείς δεν έμαθε ποτέ, η Μπόνι γύρισε στον Τζίμι και τον αγκάλιασε τρυφερά, έκανε έρωτα μαζί του μέχρι το επόμενο πρωί και ύστερα πήραν μαζί άδεια και ταξίδεψαν στην Ευρώπη για μια κρουαζιέρα στην Μεσόγειο. Ο Τομ θεώρησε την ανανέωση του ζευγαριού δική του επιτυχία. Κάτι άλλο που θα παρατηρούσαν επίσης οι γείτονες, ειδικά όσοι από αυτούς ήταν πιο προσεχτικοί και είχαν την δυνατότητα να δουν και κάτω από την επιφάνεια, ήταν ότι ο Τομ και η Σάρα σίγουρα κουβαλούσαν κάποιο βαρύ φορτίο, κάποια δύσκολη αποσκευή από το ταξίδι τους μέχρι να φτάσουν στο Νιού Τζέρσι. Έβλεπαν τον Τομ αρκετές φορές να καπνίζει στην πίσω αυλή με ένα ανυπόμονο και νευρικό περπάτημα- δεν είχαν συνδέσει αυτές του τις βόλτες με την επικαιρότητα και τα διάφορα νέα κοινωνικών εκρήξεων ανά τον κόσμο, αλλά μπορούσαν να καταλάβουν ότι υπήρχαν φορές που ο Τομ φαινόταν να ήθελε να βρίσκεται κάπου αλλού. Από την άλλη, οι γυναίκες της γειτονιάς είχαν παρατηρήσει αρκετές φορές το απλανές και μάλλον μελαγχολικό βλέμμα της Σάρα- δεν το είχαν συνδέσει ούτε με τις εκάστοτε δηλώσεις του Τζο Σάμμερς ούτε με τις συζητήσεις που έπιαναν για την ευθύνη ενός παιδιού ‘’στον κόσμο που ζούμε’’. Χρέωναν αυτές τις στιγμές στην κυκλοθυμική και ορμονική διαταραχή της εγκυμοσύνης. Ο Τομ και η Σάρα, το παθιασμένο, φωνακλάδικο ζευγάρι, ήταν ένα ζευγάρι σαν όλα τα άλλα, με τις λειτουργίες και τις δυσλειτουργίες του, με τον καθημερινό του αγώνα να κυνηγήσουν την ευτυχία και την ψυχική ανάταση, και αυτό που μπορούσαν να αναγνωρίσουν όλοι ήταν ότι το κατάφερναν αρκετά καλά. Δεν είχε ξαναγνωρίσει κανείς άλλο γείτονα, μέχρι την άφιξη του Τομ, με τόση διάθεση να καλεστεί και να καλέσει ανθρώπους στο σπίτι του, με τόση διάθεση να συζητήσει το πιο πιθανό ή απίθανο θέμα. Οι γυναίκες κρατούσαν μια επιφύλαξη καθώς ο Τομ παρέσερνε τους άντρες τους σε άφθονη κατανάλωση αλκοόλ, αλλά ύστερα τον συμπαθούσαν όταν τις καλούσε να χορέψουν οτιδήποτε έπαιζε το στερεοφωνικό τους και εκθείαζε την ικανότητά τους στο χορό. Είχε πάντα μια καλή κουβέντα να πει για οτιδήποτε, κάτι που ήταν καλό, και ας την συνόδευε πάντα με μια ακόμα, διφορούμενη και μπερδεμένη. Ο Τομ και η Σάρα είχαν πιάσει φιλίες με τον ιδιοκτήτη του φούρνου και του σούπερμάρκετ της γειτονιάς, αγοράζανε βερεσέ ή με ανταλλαγή διαφόρων υπηρεσιών: ο Τομ απέτησε 20 μπριζόλες για μπάρμπεκιου και ανέλαβε να φτιάξει τα καλοριφέρ και κάποιες ρωγμές στους τοίχους του ιδιοκτήτη του μανάβικου. Η Σάρα έκανε μαθήματα γαλλικών στην κόρη του ιδιοκτήτη ενός συνοικιακού σινεμά με αντάλλαγμα δωρεάν είσοδο στις προβολές ταινιών. Ένας πιτσιρίκος είχε αναλάβει να φέρνει κάθε πρωί στον Τομ τρεις διαφορετικές εφημερίδες με το ποδήλατό του, με αντάλλαγμα κάποια ιδιαίτερα στα μαθηματικά και την φυσική. Το τελευταίο βέβαια σταμάτησε κάποτε, μιας και μια μέρα ο μικρός Νικ γύρισε σπίτι του και αντί για κατανόηση των εξισώσεων είχε γυρίσει με την απαίτηση να φάει μαλλί της γριάς σε ένα ράντζο με καουμπόισσες στο Όρεγκον και να βάλει με τους φίλους του το σήμα των ΜακΝτόναλτς στη θέση του πυρσού στο Άγαλμα της Ελευθερίας. Η Σάρα, που πρέπει να είχε ένα επιπλέον δωμάτιο με παπούτσια, χάριζε όσα παπούτσια δεν της έκαναν ή δεν ήθελε πιά.

149


Οι ιδιαίτεροι κοινωνικοί τους τρόποι είχαν φέρει πράγματι έναν άλλο αέρα στην γειτονιά και την ευρύτερη περιοχή, μιας και ειδικά η ιδέα της ‘’ανταλλαγής’’ φάνηκε να γίνεται γρήγορα δημοφιλής. Ότι ταλέντο ή ιδιαίτερη ικανότητα είχε κάποιος την προσέφερε στο γείτονά του και αυτός έκανε πάλι το ίδιο, σε ένα αλισβερίσι χωρίς μεσάζοντες, τόκους ή χρωστούμενα. Οι βραδιές στην πίσω αυλή ενός σπιτιού ήταν πλέον ένα γεγονός για την γειτονιά και όχι για μια ή δυο οικογένειες. Το συνοικιακό καφέ, που για πολλά χρόνια έδινε κυρίως τα προιόντα του σε πλαστικές συσκευασίες για το δρόμο, έγινε ένα σημείο συνάντησης στο οποίο δεν χρειαζόταν να κανονίσεις ραντεβού- αν πήγαινες, κάποιος θα ήταν εκεί. Ο Τομ, μεθυσμένος ένα βράδυ σε αυτό το καφέ (που είχε μετασχηματιστεί σε ένα χώρο κουβέντας για οποιαδήποτε ώρα της ημέρας) είπε ότι αυτές οι αλλαγές είναι αλλαγές του κοινωνικού υποδείγματος, και αρκετοί γέλασαν όταν είδαν την Σάρα να του ρίχνει μια δυνατή τσιμπιά στο μπράτσο. Σε κάθε περίπτωση, πολύ σύντομα, το πρώτο και βασικό θέμα συζήτησης στην γειτονιά ήταν ο ερχομός του παιδιού του Τομ και της Σάρα, που βρισκόταν αγκομαχώντας στον 8 ο μήνα και κουβαλούσε μαζί με την κοιλιά της το αυτί του Τομ, που την έπιανε και την άκουγε σαν να διάλεγε κάποιο καρπούζι από πλανόδιο έμπορο. Κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει την επίδραση κάποιων σημαντικών γεγονότων στη ζωή αυτού του ζευγαριού που έλαβαν χώρα στο Λος ΄Αντζελες. Ήταν σαφώς συνταρακτικά νέα, ήταν σαφώς νέα για να προβληματιστεί και να συννεφιάσει κανείς, αλλά σε τελική ανάλυση, ο Τομ και η Σάρα ήταν ένα απλό ζευγάρι στο Νιού Τζέρσι, πως θα μπορούσε να τους επηρεάσει τόσο πολύ; Στο Λος Άντζελες σημειώθηκε το χρονικό ενός προαναγγελθέντος κακού. Φοιτητές και νέοι άνθρωποι είχαν σηκώσει στο πόδι την πόλη για παραπάνω από 2 εβδομάδες, με συχνές συγκεντρώσεις, πρωτότυπες διαμαρτυρίες και ριζοσπαστικά αιτήματα, ένα εκ των οποίων ήταν και η απομάκρυνση του δημάρχου από το φαλλικό μεγαθήριο, το δημαρχείο της πόλης των αγγέλων. Ο λόγος ήταν απλός, αλλά τελικά δευτερεύον μπροστά στον παλμό και την αποφασιστικότητα του κόσμου, που μαζεύτηκε με χιλιάδες μπροστά από το δημαρχείο, σαν αλλαλάζοντες πιστοί του θεού Φαλλού, ή σαν μετανούντες πιστοί του που είχαν έρθει να το γκρεμίσουν. Αλλά ο σκληρός συντηρητικός δήμαρχος, με τις ευλογίες του καθεστώτος που δεν ήθελε ακόμα ένα στραπάτσο όπως της Νέας Υόρκης, είχε γαντζωθεί από την καρέκλα του σαν βδέλλα και δεν έλεγε να την αφήσει. Και έτσι, ύστερα από πολλά χρόνια, στους δρόμους της πόλης των Αγγέλων παρέλασε ο αμερικάνικος στρατός, μια ομοιόχρωμη φαιοπράσινη μάζα που κινούνταν απειλητικά προς το πολύχρωμο πλήθος. Το αίμα πότισε τους δρόμους του Λος Άντζελες ως αναγκαία θυσία, και σταγόνες του έπεσαν πάνω στην πινακίδα με τις αδερφές πόλεις, και ο θεός Φαλλός ατένισε την πόλη ικανοποιημένος από τα δώρα για την εύνοιά του. Ένας γείτονας είδε οτι ο Τομ πέρασε όλο του το βράδυ καπνίζοντας στην πίσω αυλή. Σε δυο ημέρες, τον είδαν για τελευταία φορά.

37. 150


Όταν αυτή η διαπεραστική, πρωτόγνωρη σουβλιά την γονάτισε στο παρκέ της κουζίνας, ο Τομ είχε ήδη φύγει δυο ημέρες με την υπόσχεση ότι σε άλλες δυο θα ήταν πάλι κοντά της. Ίσως η επανάληψη του τελευταίου του διαλόγου στο μυαλό της να ήταν η αιτία πίσω από αυτόν τον παράξενο πόνο, πίσω από αυτήν την υγρή αίσθηση που απλωνόταν στους μηρούς της. -Πρέπει να φύγω, της είχε πει, με ένα βλέμμα που έμοιαζε με στενάχωρο δωμάτιο. -Η οργάνωση; -Ναι. Πρέπει να μαζευτούμε να συζητήσουμε, μετά από αρκετό καιρό. Αυτό που έγινε στο Λος Άντζελες.... τα πράγματα έχουν ξεφύγει πια, πρέπει να δουμε τι θα κάνουμε. -Νόμιζα ότι ‘’συνταξιοδοτήθηκες’’. -Από την εκτελεστική ομάδα. Θα μαζευτούμε οι...ιδρυτές ας πούμε. -Μαρκ...το παιδί... -Λίσα, θα λείψω μόνο 4 ημέρες. Δεν θα είμαι μακριά, έχουμε ορίσει συνάντησει σε ένα εργοστάσιο βανίλιας λίγο έξω από το Ορλάντο στην Φλόριδα. Είσαι στον 8ο μήνα, έχουμε καιρό. -Το ξέρεις ότι δεν μπορώ να πάω στο νοσοκομείο. -Για ότι χρειαστείς ο Δρ. Στίλλ θα είναι στην άλλη γραμμή του ακουστικού. Λίσα, είναι μόνο 4 ημέρες. Θα είμαι πίσω πριν το καταλάβεις. -Μαρκ, φοβάμαι. -Ω, μικρή μου, μη φοβάσαι. Είναι για μια τελευταία φορά. Δεν θα με καλούσαν αν δεν ήταν πραγματική ανάγκη. Υπάρχει κίδυνος στρατιωτικής εκτροπής σε όλη τη χώρα. -Μαρκ; -Ναι μικρή. -Να προσέχεις. -Σ’αγαπώ μικρή. Θα είμαι πίσω μέχρι να σύρεις την χοντρή κοιλιά σου από εδώ μέχρι το υπνοδωμάτιο. Και έτσι έφυγε. Και τώρα, δεν ήταν εκεί. Και επιπλέον, το τηλέφωνο του δρ. Στίλλ εμφανιζόταν ως απενεργοποιημένο. Η Λίσα δεν μπορούσε να το ξέρει, αλλά ο δρ. Στίλλ είχε εκείνη την στιγμή αναλάβει ένα ανάλογο, έκτακτο περιστατικό και είχε κλείσει το κινητό του. Η Λίσα όμως ήταν τώρα ολομόναχη, απροετοίμαστη, με τον πανικό να χτυπάει επίμονα το κουδούνι του σπιτιού της. Και ετοιμαζόταν να γεννήσει. Η Μπόνι σήκωσε το τηλέφωνο και έτρεξε στο σπίτι της φίλης της. -Σήκω, πάμε στο νοσοκομείο. Η Λίσα δίστασε. -Δεν ξέρω Μπόνι..δεν θέλω... -Μα που είναι ο Τομ; -Είχε μια δουλειά. Θα επιστρέψει αύριο. -Δεν ακούω τίποτα Σάρα. Σήκω να σε πάει ο Τζίμι στο νοσοκομείο του Πρίστον. -Μπόνι.... -Σήκω.

151


Ένας νέος πόνος την διαπέρασε σαν υψηλή τάση, διαπεραστικός και σαδιστής, έξω από την πύλη του νοσοκομείου. Η Σάρα Έκλεστοουν υπέγραψε τα χαρτιά της εισόδου στην μαιευτική κλινική, έδωσε αίμα, ξάπλωσε στο μαλακό κρεβάτι που της μύριζε αποστείρωση και πόνο και δέχτηκε να φορέσει μια πράσινη ρόμπα. Ο γιατρός της ήταν μια μετενσάρκωση ένρινου καρτούν κάποιας ιαπωνικής παιδικής σειράς. -Κυρία ΄Εκλεστοουν, της είπε σαν να μιλούσε από τα ρουθούνια του. Η Λίσα ίδρωνε από τις διαπεραστικές σουβλιές, προσπαθούσε να πάρει αργές αναπνοές. -Είστε έτοιμη. Η Λίσα πέρασε τις επόμενες στιγμές κάτω από επαναλαμβανόμενες προσταγές της Μπόνι, κάτω από ένρινες καθυσηχαστικές κουβέντες του δρ. Φροστ, κάτω από αναπάντεχους και επίμονους πόνους. Άκουσε το κλάμα από μια καινούρια ζωή, έπιασε στα χέρια της το μικρό, ασχημάτιστο και υγρό πλάσμα που ούρλιαζε σαν ευτυχισμένη λύτρωση. Ξάπλωσε στο κρεβάτι με μια εξάντληση που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ, χαμογέλασε στην Μπόνι που έκλαιγε από συγκίνηση, είδε τις νοσοκόμες να καθαρίζουν το μικρό της και να το μεταφέρουν στην ειδική αίθουσα για ιατρικούς ελέγχους και φροντίδα. Βρέθηκε σε μια κατάσταση ανάμεσα στον βαρύ ύπνο και την υπερδιέγερση ενός δυνατού καφέ, βύθισε τον αυχένα της στα μαξιλάρια. Ο Μαρκ έπρεπε να είναι εκεί, δεν έπρεπε να χάσει αυτή τη στιγμή. Τον σκέφτηκε να της χαιδεύει τρυφερά το χέρι και να την φιλάει στο μέτωπο, αλλά ήταν όνειρο. Τον σκέφτηκε να σκοτώνεται από κάποια έκρηξη στο εργοστάσιο βανίλιας, αλλά ήταν όνειρο. Είδε την διαβολική μορφή του Τζο Σάμμερς να την κοιτάει με ένα χαμόγελο μνησικακίας, αλλά δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου όνειρο.

38. -Βρε, βρε, βρε. Κοίτα ποιος εμφανίστηκε μετά από τόσο καιρό..Και κοίτα που εμφανίστηκε. Η Λίσα δεν μπορούσε ούτε να αναπνεύσει ούτε να μιλήσει. Έσφιξε τα σεντόνια της και ένιωσε τον ιδρώτα να κυλάει παγωμένος στους κροτάφους της. Ο Τζο Σάμμερς, κρατώντας ένα μπουκέτο από ορχιδέες και ένα μπαλόνι, έκλεισε την πόρτα πίσω του. Το χαμόγελό του είχε το σχήμα τίτλων τέλους. -Βαρεθήκαμε την Μπανγκόκ, βλέπω. Και ήταν τόσο ωραία πόλη. Αφήνει ανεξίτηλο το σημάδι της. Ο Τζο Σάμμερς σήκωσε τον καρπό του και της τον έδειξε κάτω από το φως του δωματίου. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά στο Νιού Τζέρσι, σαν σκοτεινό παραβάν κάποιου αστρικού μάγου. Η Λίσα παρατήρησε το κόκκινο βραχιόλι, σαν από έγκαυμα, γύρω από τον καρπό του.

152


-Θα αφήσω τις φλυαρίες αυτή τη φορά αγαπητή μου, είπε και περπάτησε γύρω από το κρεβάτι της, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη του. Έμοιαζε σαν να την περικυκλώνει, έκανε το δωμάτιο να μοιάζει με κλειστοφοβικό κελί. -Θέλω να μου πεις απλά που είναι ο μπαμπάκας, και θα εξαφανιστώ από αυτό το δωμάτιο και από την ζωή σου, μια και καλή. Το ξέρεις ότι είμαι άνθρωπος που κρατάει το λόγο του. Η Λίσα ξεροκατάπιε και το σάλιο της έμοιαζε με υγρή μπάλα από στάχτη και αγκάθια. -Δεν ξέρω, του είπε, αλλά ο ψίθυρός της ήταν ξέπνος και ικετευτικός. Ο Τζο Σάμμερς ήρθε κοντά της, έσπρωξε την καρέκλα που μέχρι πριν από μισή ώρα καθόταν η Μπόνι και έκατσε δίπλα της. Είχε ακόμα το χαμόγελο στο πρόσωπό του, την αιχμή από κοφτερό σπαθί που ήταν έτοιμο να διαπεράσει την σάρκα της. Της χάιδεψε το ιδρωμένο μέτωπο- αυτή θα ήθελε να αντιδράση αλλά τώρα έτρεμε από την εξάντληση και την αγωνία και έσφιξε ακόμα περισσότερο τα σκεπάσματά της. Κάθε φορά που το τραχύ χέρι του περνούσε στα μαλλιά της, άφηνε και ένα δάκρυ. -Δεν είμαι κακός άνθρωπος, θα έπρεπε να το έχει καταλάβει μέχρι τώρα, της είπε μαλακά. Είμαι ένας άνθρωπος που πιστεύει σε μερικά πράγματα, ίσως είμαι λίγο ξεροκέφαλος και κολλημένος σε κάποια ιδανικά αλλά και πάλι, δεν είμαι παρά ένας άνθρωπος που θέλει να πετύχει τους σκοπούς του. Δεν πιστεύω μάλιστα ότι μπορείς εύκολα να θεωρήσεις τους σκοπούς μου τόσο κακούς ή μοχθηρούς...αυτός που προστατεύεις άλλωστε, είναι πλέον υπεύθυνος, άμεσα ή έμμεσα, για τον θάνατο παραπάνω από 100 ανθρώπων. Δεν είναι και λίγο. Δεν λέω βέβαια ότι τους σκότωσε ο ίδιος, προς θεού. Αλλά και πάλι, είναι αυτό που είναι, είμαι αυτό που είμαι, και είσαι και εσύ, που δεν ξέρω τι είσαι αλλά ξέρω ότι θέλω να μου δώσεις μερικές απαντήσεις. Θέλω να μου πεις που είναι ο αγαπημένος σου και θέλω να ξέρεις ότι αφού το κάνεις, θα μπορείς να είσαι ελεύθερη να συνεχίσεις να κρύβεις την ζωή σου, ένα όνομα τη φορά. Ξέρεις ότι είμαι άνθρωπος που μπορεί να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα, ξέρεις ότι είμαι άνθρωπος που θα χαρίσει τα χρόνια και την ενέργειά του σε ένα παράνομο, και αγαπητή, θέλω να ξέρεις (έγειρε κοντά της και άφησε το καπνισμένο χνώτο του πάνω στο πρόσωπό της), θέλω να ξέρεις ότι μπορώ αυτή τη στιγμή να σκοτώσω το παιδί σου. Ύστερα γύρισε πάλι πίσω στην καρέκλα του και έβαλε ένα στριμμένο τσιγάρο στο στόμα του, ψαχουλεύοντας για αναπτήρα. Πριν τον αναπτήρα, έβγαλε ένα μικρό όπλο και το ακούμπησε ανάμεσα στα πόδια του. Η Λίσα έτρεμε σαν να βρισκόταν στις όχθες παγωμένης λίμνης με μαγιώ. Η Λίσα ήθελε να ουρλιάξει, να φωνάξει, να κλάψει, να κρυφτεί, να τον χτυπήσει, να τον βρίσει, ευχήθηκε να ανοίξει η πόρτα και να εμφανιστεί πάλι ο Μαρκ, να την σώσει για μια ακόμα φορά. Ο Τζο Σάμμερς μπορούσε να διαβάσει την σκέψη της. -Η γέννα προκαλεί ουρλιαχτά, προκαλεί φωνές για βοήθεια. Δεν θα εντυπωσιάσεις κανέναν αγαπητή μου. Α, και σε περίπτωση που περιμένεις τον ιππότη σου να σε σώσει για μια ακόμα φορά, σε πληροφορώ ότι κάθε διάδρομος αυτού του κτιρίου είναι γεμάτος από ικανούς ανθρώπους. Ικανούς στο να σκοτώνουν. Ικανούς στο να προκαλούν πόνο. Αντί λοιπόν να χάνουμε πολύτιμο χρόνο, εγώ για να καταλάβεις δεν έχασα καθόλου μόλις ταυτοποιήσαμε το αίμα σου από την βάση δεδομένων του νοσοκομείου, μπορούμε κάλλιστα να δώσουμε ένα 153


οριστικό τέλος σε αυτό το εξουθενωτικό κυνηγητό. Εξ’ άλλου, Λίσα ή Σάρα ή όπως αλλιώς γουστάρεις, δεν είναι ζωή αυτή για ένα παιδί, έτσι δεν είναι; Με ένα τύπο σαν και εμένα να παραφυλάει όταν αυτό γυρίζει από το σχολείο. Με ένα τύπο σαν και μένα να σας ψάχνει και να βρίσκει τρόπους να σας εντοπίζει σε οποιαδήποτε γωνιά του πλανήτη και να βρίσκεστε. Εγώ λέω, χάρισε του την δυνατόητα να ζήσει, και να ζήσει όπως πρέπει: Να μεγαλώσει σε μια γειτονιά, να κάνει φίλους, να πηγαίνει και να γυρίζει από το σχολείο σε ένα κόσμο ασφάλειας, τάξης και ειρήνης. Χμ; Δεν σου ακούγεται καλή ιδέα; Να μπορεί το παιδί σου να ταξιδέψει μαζί σου σε όμορφα μέρη και όχι σε σκοτεινές κρυψώνες; Η Λίσα κοίταξε το μικρό, αποστειρωμένο της δωμάτιο, που έκλεινε σιγά σιγά πάνω της, σαν θανατερή παγίδα. Η αράχνη δίπλα της την είχε τυλίξει με παχύ κολλώδη ιστό, και την πλησίαζε με τις ανοιχτές τις δαγκάνες και τα δεκάδες μάτια, έτοιμη να ξεκινήσει να απομυζεί τους χυμούς της ζωής της, ξεκινώντας από το κεφάλι. Έβγαλε τις επόμενες κουβέντες της σαν να βάζει το χέρι της πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. Έβγαλε τις επόμενες λέξεις της όπως αφήνει την τελευταία του πνοή ένας κατάδικος, όπως ακούγεται ένας τελευταίος χτύπος μιας κουρασμένης καρδιάς, όπως κυλάει ένα λευκό δάκρυ και χάνεται στην βροχή. Ο Τζο Σάμμερς σηκώθηκε όρθιος, άναψε το τσιγάρο του και χαμογέλασε θριαμβικά. Ύστερα, φτάνοντας προς την πόρτα, γύρισε για μια τελευταία φορά προς το μέρος της. -Και τώρα αγαπητή μου, άκου πως έχουν τα πράγματα για σένα.

154


ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΓΥΑΛΙ #6 Η δίκη της Βανίλιας, μέρος 4ο Το δικαστήριο έμοιαζε με πλατεία του Παρισιού σε συνάθροιση για την εβδομαδιαία παράσταση της γκιλοτίνας. Ο Ούιλιαμ Μπάροους ξεφύλισσε τα χαρτιά του προσπαθώντας να βρει αν υπάρχει κάποιο επιχείρημα που έχει ξεχάσει. Η φωνή του δικαστή προηγήθηκε της εισόδου του στην αίθουσα, και του καλέσματος για να εγερθούν όλοι από έναν δικαστικό αντιπρόσωπο. -Δήλωση του κατηγορούμενου νούμερο 12, κύριος Μαρκ-Λίαμ Λίθγκοου. Κύριε Λίθγκοου, τι έχετε να δηλώσετε ενώπιον του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου; Ένας κουρασμένος και ταλαιπωρημένος άντρας έκανε ένα μικρό βήμα προς τα εμπρός και ξερόβηξε απαλά. Ένας ακόμα απλός, συνηθισμένος άνθρωπος, με ένα παρουσιαστικό που θα μπορούσε να ανοίξει σε έναν ευγενικό οικογενειάρχη, ένα ακόμα μέλος της τρομοκρατικής συνομωσίας της 2ης Αναγέννησης. Κοίταξε στα μάτια τον δικαστή και χαλάρωσε τους μυς του. -Έχω να κάνω δυο δηλώσεις, κύριοι, είπε αποφαστικά. -Η πρώτη μου δήλωση είναι ότι δηλώνω αθώος ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, όπως θα δήλωνε ένας αμνός μπροστά σε πεινασμένους λέοντες. (σούσουρο, μουρμουρητά, ο Ουίλιαμ Μπάροους έφερε το χέρι του στο μέτωπό του σαν να μην ήθελε να ακούσει, ο Τζο Σάμμερς κοίταζε ανέκφραστος. Ύστερα, ο Μαρκ γύρισε την πλάτη του στον δικαστή και έψαξε να βρει στους παρευρισκόμενους την θαμπή κόκκινη γυαλάδα του κεφαλιού του διευθυντή της ΑντιΤρομοκρατικής Υπηρεσίας) Τα βλέμματά τους ενώθηκαν, για άλλη μια φορά, με κανένα να μην έχει την διάθεση να κάνει πίσω. Ο Μαρκ συνέχισε: -Η δεύτερη μου δήλωση είναι.....πήρε μια βαθιά ανάσα, κοιτώντας τον Τζο Σάμμερς. -Εσύ, εσύ εγωιστικό κάθαρμα, πες μου τι της έκανες, πες μου τώρα που είναι η Λίσα Χολμς και το παιδί μου.

155


ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΓΥΑΛΙ #7 Δελτίο ειδήσεων ‘’Τέλος έλαβε, μετά από εργασίες 2 μηνών, η πολύκροτη δίκη των στελεχών της τρομοκρατικής οργάνωσης 2ης Αναγέννησης, γνωστή και ως ‘’Δίκη της Βανίλλιας’’. Οι 17 συλληφθέντες, που εκπροσωπήθηκαν στο ανώτατο δικαστήριο από τον δικηγόρο Ούιλιαμ Μπάρροους από την Μασαχουσέτη, κρίθηκαν ένοχοι για συνωμοσία ενάντια στην παγκόσμια ειρήνη και ενάντια στο αμερικάνικο έθνος, για σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων, για απόπειρες δολοφονίας στελεχιακού προσωπικού της Τάξης, για εξ’ αμελείας ανθρωποκτονίες σε μια σειρά από Πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ετυμηγορία αυτή οδήγησε σε καταδίκη ισόβιας κάθειρξης στο νέο σωφρονιστικό ίδρυμα ‘’Σαίντ Πίτερς’’, στην πολιτεία του Οχάιο, 100 μίλια μακριά από το Κλίβελαντ. Για τους Τσόνσι Φελπς, Ντικ Μάρτινς, Μαρκ-Λίαμ Λίθγκοου και Ρόμπερτ Λάνγκτνον η ποινή ορίστηκε ως δις ισόβια, για ενδείξεις δράσης και σε χώρες του εξωτερικού. Ειδικοί υποστηρίζουν ότι η φλογερή και παθιασμένη υπεράσπιση του Ουίλιαμ Μπάροους ήταν αυτή που γλίτωσε τους κατηγορούμενους από την καταδίκη και για ανθρωποκτονιών από πρόθεση, και ήταν αυτή που γλίτωσε τους περισσότερους από την θανατική καταδίκη, που ήταν και ο βασικός στόχος της εισαγγελικής αρχής και του εισαγγελέα της Βαλτιμόρης, Κέβιν Μπράιτ. Ο Τζο Σάμμερς, ο ειδικός πράκτορας της Αντι-Τρομοκρατικής υπηρεσίας, που ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής της σύλληψης και εξάρθρωσης της 2ης Αναγέννησης, προήχθη σε γενικό διευθυντή της υπηρεσίας και σύμβουλος παρα τω προέδρω σε θέματα εθνικής ασφάλειας και τάξης. Μετά την απόφαση του ομοσπονδιακού δικαστηρίου στην έδρα της Βαλτιμόρης, ο Τζο Σάμμερς δήλωσε: ‘’Είμαι ευχαριστημένος με την απόφαση των Αρχών. Η Αμερική είναι μια χώρα που υπερασπίζεται τις αξίες και την ηθική της κληρονομιά. Ο πόλεμος ωστόσο, συνεχίζεται. Το ότι πιάσαμε μια σφηκοφωλιά με μεγάλες σφήκες, δεν σημαίνει ότι καθαρίσαμε- υπάρχουν ακόμα αδρανοποιημένοι πυρήνες στην χώρα, ενώ σίγουρα υπάρχουν ακόμα μεγάλα στελέχη ανα τον κόσμο. Θα κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να τελειώνουμε μια καλή από τους τρομοκράτες, αλλά πλέον έχουμε την σιγουριά από μια απόφαση που δείχνει ότι η Αμερική μπορεί να συνεχίσει να κοιμάται άφοβα. Θα επικρατήσουμε.’’ Ο Ουίλιαμ Μπάροους αρνήθηκε να κάνει δηλώσεις, ενώ εκατοντάδες συλλαλητήρια ανα την χώρα αντιμετώπισαν την απόφαση με συγκρατημένη ανακούφιση που αποφεύχθηκε η θανατική ποινή. Τα μικροεπεισόδια σταμάτησαν αμέσως μετά την ετυμηγορία. Παλιός ηγέτης του κινήματος της νεολαίας απέναντι στην υπόθεση της αγωγής Ζολέρ πριν από 30 χρόνια, ο Σεμπάστιαν Κούπερ, δήλωσε ότι ο μόνος πόλεμος που συνεχίζεται είναι αυτός των καταπιεσμένων απέναντι στο συντηρητικό καθεστώς, και ότι την βια την γεννά και την περιθάλπτει η κυβέρνηση. Σε λίγες ώρες αναμένουμε δηλώσεις του προέδρου, ενώ την ίδια στιγμή, οι....’’ 156


I can tell the wind is risin’, the leaves tremblin’ on the tree Tremblin’ on the tree I can tell the wind is risin’, leaves tremblin’ on the tree All I need is my little sweet woman And to keep my company, hey, hey, hey, hey, My company. Robert Johnson, Hellhound on my trail, 1937

ΤΕΛΟΣ 1ου ΜΕΡΟΥΣ

157


διάλειμμα Ω, γλυκιά, αδάμαστη δημιουργική σκοτούρα. Ποια γρανάζια πρέπει να κουνήσω για να σε αποφύγω; Ποιο μέρος του κόσμου θα δώσει τις μυρωδιές και τις εικόνες για να διώξεις τους μαύρους καπνούς σου; Ποια έμπνευση μπορεί να βγάλει από πάνω σου την σκόνη του αδιεξόδου, και να σε φέρει κρυστάλλινη ιδέα κάτω από τα δάχτυλά μου; Ή αλλιώτικα: Πως περνάς 17 ολόκληρα χρόνια σε μερικές μόνο λέξεις; Πως περνάς 17 ολόκληρα χρόνια φυλακής σε μερικές μόνο γραμμές; 66.000 περίπου λέξεις αφιερώθηκαν σε μερικούς μόνο μήνες, σε μερικές στιγμές, τώρα πως θα κάνουμε το άλμα στον χρόνο; Τι θα σημειώσουμε; Τι θα παραλείψουμε; Μια λεπτομέρεια είναι σημαντική και ποια όχι; Τυλίγω τα δάχτυλά μου με επιδέσμους καφείνης και τα αφήνω να χορέψουν πάνω στα γράμματα. Για πάμε λοιπόν. Με το 3. Για τον Γεωλογικό χρόνο, 17 χρόνια είναι μόλις ένα δευτερόλεπτο, μια ασήμαντη στιγμή στην πορεία των πραγμάτων, στο λάξευμα του βράχου, στην όρθωση της οροσειράς και την αποσάρθρωσή της βουνοπλαγιάς, στο διαβρωτικό ταξίδι του νερού που συμπαρασύρει τους κόκκους της άμμου, τα ..... Όχι. Άλλη μια. Για τον άνθρωπο, 17 χρόνια είναι λίγο λιγότερο από τη μια πλευρά ενός τριγώνου, πριν η νοητή γραμμή επιστρέψει στην αρχή της και ολοκληρώσει το ταξίδι της. Είναι όμως ολόκληρη η ζωή ενός υγιούς σκύλου, είναι δυο ζωές και λίγο ακόμα για μια οχιά και... Βλακείες. Δεν έχει νόημα το τι είναι 17 χρόνια. Νόημα έχει το πως περνούν 17 χρόνια. 17 ολόκληρα χρόνια απλώθηκαν απαλά, σαν επάλειψη με μέλι μιας πολύ μακρόστενης φέτας. Σαν το ταξίδι ενός κορμού από μια κερασιά, που βρέθηκε να κολυμπάει από τις ακτές της Λισαββόνας και έφτασε στα ανοιχτά του Πέρθ, ανάμεσα σε λευκούς καρχαρίες και τεράστιες μέδουσες. Κάτι τέτοιο. Με λιγότερη φαντασία. Ας επιστρέψουμε στον μαγικό ρεαλισμό. Από την δίκη της βανίλλιας πέρασαν 17 ολόκληρα χρόνια. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, η... Πφφ. Πιο ξερό από φθινοπωρινό φύλλο. Πιο στεγνό από αιδοίο πουριτανής καλόγριας. Χρειάζεται κάτι άλλο. Χρειάζομαι μια κλεψύδρα για να παρατηρήσω το χρόνο. Χρειάζομαι κάτι για να ενώσω δυο κομμάτια που τα χωρίζουν 17 χρόνια (2 μήνες και 14 ημέρες, αλλά αυτό είναι δευτερεύον) και δεν τα ενώνουν παρά μερικοί λιγοστοί άνθρωποι. Αλλά για να κατανοηθεί η δυσκολία, ας αναλογιστεί κανείς το εξής: Τι είναι ένας άνθρωπος 17 χρόνια πριν και τι είναι μετά το πέρασμα αυτών των 17 κύκλων γύρω από τον ήλιο; Ίσως η απάντηση είναι στα τρια κρουστά του εναλλασσόμενου και απρόβλεπτου ρυθμού της ζωής –ναι, ίσως εκεί βρίσκεται η απάντηση: El piano, el roteur, el chico. Ταμ – ταμ – τιρουμ - ταμ - ταμ –τιρούμ – τιρούμ - ταμ – ταμ. Και όποιος κατάλαβε κατάλαβε. Ας αλλάξουμε ρότα. Ας ταξιδέψουμε με ένα φτέρο σε σχήμα καρυδότσουφλου και ένα κουπί από ξύλο κερασιάς στο χρόνο και ας αφήσουμε το πέρασμά μας να ακουμπήσει την σκέψη μας με τρόπους που ξεπερνάνε τα

158


όρια της γλώσσας μας. Θα πει κάποιος όμως: Τα όρια της σκέψης μας είναι τα όρια της γλώσσας μας, αλλά ας κάνουμε την αντιφατική αυτή υπέρβαση για να πάμε την ιστορία αυτή ένα βήμα παρακάτω. Τι; Εξαντλήθηκε; Ίσως. Για αυτό, θα αλλάξουμε ανθρώπους, θα αλλάξουμε πρωταγωνιστές, θα αφήσουμε λίγο πίσω τον κόσμο που γνωρίσαμε για να γνωρίσουμε έναν άλλο. Τι; Ε, φυσικά συνδέονται, αλλιώς τι νόημα θα είχε; Αλλά συνδέονται με ένα δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο. Το μόνο που χρειάζεται να ξέρει κανείς, πριν λύσει την ζώνη του από μια ρίγα του ουράνιου τόξου και κατέβει από το πουπουλένιο του καρυδότσουφλο (που πλέει πάνω σε θάλασσα λιωμένης βανίλιας), είναι να προσέξει να διαβάσει την πινακίδα, λίγο πριν την νέα στεριά. Η πινακίδα γράφει: Μετά την καταδίκη της βανίλιας, ο κοινωνικός βρυχηθμός υποχώρησε σε ένα υπόκωφο μουγκρητού μιας ληθαργικής υποχώρησης, σαν να σκεπάζεται από ένα παχύ μανδύα και περιμένει να τον τραβήξει κάποιος ξανά για να θεριέψει όπως πρώτα. Η πεταλούδα της ανατροπής ξαναμπήκε στο κουκούλι της, με τα πανέμορφα φτερά της λίγο τσαλαπατημένα αλλά ακόμα σε λειτουργία. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα βγει όταν ξανααποφασίσει να σκάψει το μεταξένιο κέλυφος. Α, ναι. Και ο Μαρκ πεθαίνει. Ατροφεί στο μυαλό και το πνεύμα του, μια ανάμνηση την ημέρα, ένα χαμόγελο τη φορά, μια ελπίδα με κάθε βράδυ που δεν μπορεί να δει το φεγγάρι. Και να. Κάποιος με έχει προλάβει στο δημιουργικό μου αδιέξοδο. Κάποιος μπορεί να περιγράψει 17, 27, 7, ούτε 2, χρόνια, χρόνια φυλακής, χρόνια επικράτησης των δυνάμεων της αντίδρασης. Αξίζει να παρατεθεί αυτούσιος: Ε, το λοιπόν, ότι και να είναι τ’άστρα Εγώ την γλώσσα μου τους βγάζω. Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό, Πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, Είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει Είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε Τι φως μπορεί αλήθεια να τρυπώσει στο πιο παχύ σκοτάδι ο Ναζίμ Χικμέτ!

τέλος διαλείμματος

159


ΜΕΡΟΣ 2Ο Σούζαν Γιορκ

160


ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Για την ακρίβεια μονόλογος)

Για αυτό σου λέω. Μη μου κολλάς πολύ. Είμαι ικανή για το χειρότερο. Για να καταλάβεις, εχθές είδα την νονά μου μετά από αρκετά χρόνια. Ήρθε να μου ανακοινώσει δυο πράγματα: Το ένα ήταν ότι έχω ολότελα χάσει το δρόμο μου, το άλλο ήταν ότι η μητέρα μου πέθανε στον ύπνο της, στο όμορφο σπιτάκι της στο Μόντρεαλ, τόσο απαλά που δεν άλλαξε καν πλευρό. Μου είπε ότι πήγαινε να συναντήσει τον πατέρα μου σε ένα μέρος με ροδάκινα, έρωτα και τρυφερή αγάπη. Ύστερα έφυγε ξανά, και ήμουν σίγουρη ότι δεν θα την ξαναέβλεπα ποτέ. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, πήρα μια μεγάλη απόφαση. Ότι δεν θα ξαναέβλεπα κανέναν ποτέ. Θα εξαφανιζόμουν, θα χανόμουν, θα άφηνα πίσω ότι γέννησε η περιπέτειά μου, άψυχο ή έμψυχο, ανάμνηση ή αληθινή ζωή. ΄Ηθελα μια καλή να ξεγράψω για πάντα την Λίσα Χολμς, όλα όσα έκανε και όλα όσα θα μπορούσε να κάνει. Ω, έχω αλλάξει τόσα φορέματα, έχω φορέσει τόσα προσωπεία που πλέον έχω ξεχάσει τον εαυτό μου. Πόσο ανώριμη και λίγη είμαι στην πραγματικότητα γύρω μου; Ποια στο διάολο είμαι τελικά; Τέλος πάντων. Τώρα πια, τίποτα δεν έχει σημασία από όλα αυτά. Σημασία έχει να σου εξηγήσω ακριβώς πως έχουν τα πράγματα, και ξέρω ότι θα εκπλαγείς, ξέρω ότι θα διαλύσω ολόκληρο τον κόσμο που έχεις φτιάξει στο κεφάλι σου. Είναι αλήθεια. Δεν έχεις καμία σχέση με την Σούζαν Γιορκ, δεν σε συνδέει τίποτα με αυτή τη γυναίκα. Αυτή απλά σε υιοθέτησε όταν εγώ είχα ανάγκη να βρω τον εαυτό μου. Και παραδέχομαι ότι εσύ με τρόμαζες πιο πολύ από κάθε φόβο. Συγνώμμη. Θα σου τα εξηγήσω όλα, με κάθε λεπτομέρεια. Αλλά τώρα συμβαίνει κάτι από το οποίο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε για να ξεκαθαρίσουμε λογαριασμούς. Τώρα συμβαίνει κάτι στο οποίο μας δίνεται, μου δίνεται μια ευκαιρία να γίνουμε από κομπάρσοι που τους παρασέρνει ο άνεμος, πρωταγωνιστές της ιστορίας μας. Πως σου φαίνεται αυτό; (συνεχίζεται;)

161


ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΤΗΝ ΆΜΜΟ #1 Συναγερμός Άντε πάλι εσύ, εσύ και η διάθεσή σου να χώνεις την μύτη σου σε ξένες υποθέσεις. 17 χρόνια μετά, δεν έχεις βαρεθεί; Και μην μου πεις ότι σου αρέσει η χαλαζιακή, αστραφτερή άμμος του Κρίσταλ Κόουβ έξω από το Κλίβελαντ γιατί θα τρελλαθούμε- σε αυτήν την μεριά δεν πατάει ούτε τουρίστας ούτε ψαράς, είναι ολόκληρη αφιερωμένη στις φυλακές Σαιντ Πήτερς. Πράγματι, οι φυλακές μοιάζουν με ένα ακόμα τσιμεντένιο επίτευγμα. Από αυτά που φτιάχνουν οι άνθρωποι για να φυλακίζουν άλλους ανθρώπους, σωστό, αλλά και πάλι, να μην του αναγνωρίσεις του αρχιτέκτονα την μεγαλοπρέπεια των εγκαταστάσεων; Απλά και μόνο επειδή έχεις κάποια ηθικά διλήμματα για το σκοπό του κτιρίου; Μην προσπαθείς να μπεις μέσα. Το κτίριο που βλέπεις είναι απόρθητο και από τις δυο μεριές. Ή τουλάχιστον έτσι θέλει να πιστεύει. Μπορείς απλά να παρατηρήσεις το γκρίζο του μεγαλείο, με τις σομόν αποχρώσεις στους πλευρικούς του τοίχους, να διακρίνεις τους πολυάριθμους φρουρούς. Είσαι τυχερός όμως. Γιατί από εκεί που είσαι, μπορείς να διακρίνεις διάφορες μικρές ομάδες ανθρώπων ντυμένων σε μαύρες φόρμες, να κινούνται αθόρυβα και περιμετρικά του κτιρίου. Οι περισσότεροι κρατάνε όπλα, φαίνονται –και είναι- παράνομοι. Δεν φαίνεται κανείς να τους έχει πάρει μυρωδιά. Ένας ξανθομάλλης κάνει ένα νόημα σε έναν άλλον, και αυτός με την σειρά του ένα άλλο νόημα στο πουθενά. Μετά από μερικές στιγμές συμβαίνει κάτι που δεν θα μπορούσες να περιμένεις, και έτσι εύλογα πέφτεις από το παρατήριό σου και καλύπτεις το κεφάλι σου. Τα αυτιά σου βουίζουν τώρα από την τεράστια έκρηξη – ή μήπως είναι συναγερμός; Ξανακοιτάς και παντού απλώνεται μια γκρίζα σκόνη με σομόν αποχρώσεις- τι θέαμα! Ξεκαθαρίζεις τους ήχους και ξεσκονίζεις το κεφάλι και το πέτο σου. Είναι πράγματι συναγερμός, ένας εκκωφαντικός και ασταμάτητος συναγερμός, ένα ηλεκτρονικό αλύχτισμα κινδύνου και έκπληξης. Κοιτάς και βλέπεις ότι οι ομάδες των παρανόμων δεν είναι πλέον εκεί που τις άφησες. Έχουν τρέξει όλοι, καθόλου αιφνιδιασμένοι με το μεγάλο μπουμ προς τις φυλακές. Λες να πλησιάσεις- πας γυρεύοντας. Όσο πλησιάζεις, κρυμμένος ανάμεσα σε σωρούς απο σκουπίδια (εμ και αυτοί, φτιάξανε φυλακές δίπλα σε εγκαταλελειμένο λιμάνι που λειτουργεί και ως ΧΑΔΑ! Πάνε γυρεύοντας οι αρχιτέκτονες και οι πολιτικοί μηχανικοί της καταστολής) και εκτοξευμένα σομόν μπάζα. Ακούς πολλαπλούς πυροβολισμούς, τους ξεχωρίζεις μέσα από τον ασταμάτητο συναγερμό. Διακρίνεις και κάποιες φωνές, είναι μάλλον φωνές πόνου παρά κάποιας πολιτισμένης συζήτησης. Πλησιάζεις και άλλο, θα είσαι φαίνεται εθισμένος στην αδρεναλίνη. Βλέπεις τώρα μικρές ομάδες να βγαίνουν από το κτίριο, και να υποβοηθούν κάποιους άντρες με πορτοκαλί φόρμα φυλακής να βγουν έξω. Οι άντρες είναι γεμάτοι σκόνη, βλέπεις πιτσιλιές από κόκκινο της βουργουνδίας αίμα στις φόρμες τους, βήχουν ασταμάτητα. Μα! Για στάσου! Κάπου αναγνωρίζεις 162


μερικές φάτσες! Και όμως, ναι! Είναι αρκετές γνωστές φάτσες από εκείνους τους 17 που είχες δει στο εργοστάσιο βανίλιας στο Ορλάντο! Μετράς, δεν αναγνωρίζεις πάνω από 12. Υποθέτεις ότι οι υπόλοιποι δεν κατάφεραν να βγουν, ή σκοτώθηκαν προσπαθώντας. Τα πρόσωπα αυτών φαίνονται ακόμα πιο έκπληκτα από το δικό σου, μοιάζουν να μην περίμεναν καθόλου αυτή την θεαματική έξοδο. Κρύβεσαι λίγο καλύτερα, γιατί τώρα ένας από τους 17 και ένας μαυροντυμένος άντρας πλησιάζουν κοντά στην κρυψώνα σου. Ακούς τον δραπέτη να βήχει δυνατά. Ακούς τον άντρα να του μιλάει. -Είμαστε πάλι εδώ κύριε Λίθγκοου. Είμαστε πάλι εδώ, αναγεννημένοι από τις στάχτες μας. Ήρθαμε για εσάς. Δεν καταλαβαίνεις. Ποτέ δεν καταλάβαινες άλλωστε. Στήνεις ακόμα καλύτερα το αυτί σου, να πιάσεις τι λέει αυτός ο κύριος Λίθγκοου στον σωτήρα του. -Βρες -γκουχ-, βρες –γκουχ, γκουχ-, βρες μου την Λίσα Χολμς και το παιδί μου. Μόνο αυτό θέλω. -Όλα στην ώρα τους κύριε Λίθγκοου, όλα στην ώρα τους. Ο συναγερμός συνεχίζει να βαράει, και βλέπεις να καταφτάνουν....όχι δεν είναι περιπολικά. Καταφτάνουν μαύρα πολυτελή τζιπ. Οι άντρες και οι δραπέτες μπαίνουν μέσα σε αυτά και γκαζώνουν προς τα ανατολικά. Είσαι μάρτυρας μιας εντελώς θεαματικής απόδρασης, και μάλιστα από τις απόρθητες φυλακές του Σαιντ Πήτερς. Αποφασίζεις να σηκωθείς, όταν ξαφνικά ακούς το ανατριχιαστικό –κλικ-. -Ε! Ποιος είσαι εσύ; Ο μαυροντυμένος ξανθομάλλης σε κοιτάει πίσω από τα μαύρα του γυαλιά, και έχει το όπλο του καρφωμένο πάνω σου. Δεν ξέρεις τι να πεις. Ψελλίζεις το όνομά σου ντροπαλά. -Και τι κάνεις εδώ; Δίνεις μια πρόχειρη απάντηση. -Δεν είσαι με τα καλά σου, σου απαντάει. Του ζητάς να μην σε σκοτώσει. Σε κοιτάει και κατεβάζει τα γυαλιά του. Μοιάζει να χαμογελάει. Ανακουφίζεσαι. Σε σκοτώνει. Πήγαινες γυρεύοντας.

163


ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ 39. Την πρώτη φορά που είδε αυτούς τους στρογγυλεμένους, υγρούς κρυστάλλους από ζαφείρι, έτρεξε και έκοψε ένα στραπατσαρισμένο τριαντάφυλλο και της έδωσε με ένα ντροπαλό χαμόγελο. Εκείνη το πήρε, το μύρισε, του άστραψε ένα χαμόγελο στο οποίο λείπανε 3 μικρά δοντάκια και ύστερα και το έβαλε στο μικρό τσεπάκι της ροζ τσαντούλας της και έτρεξε χοροπηδηχτά προς τις φίλες της, ίσως για να τους πει τα νέα, ίσως για να τον κοροιδέψουν όλες μαζί που έκανε μια τέτοια κίνηση. Αρκετά αργότερα, της ζήτησε ένα απόγευμα να τον αφήσει να της δώσει ένα φιλί, ένα απλό φιλί στο ροδαλό της μάγουλο, μια ευκαιρία να ακουμπήσει τα χείλη του πάνω στο μαλακό της δέρμα. Αυτή κοκκίνισε και χαχάνισε ντροπαλά, έβαλε τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό της, και ύστερα πλησίασε το μαγουλάκι της κοντά του, αφήνοντάς του μόνο μερικά δευτερόλεπτα για να κάνει την επιθυμία του πραγματικότητα. Ύστερα, αυτός σταμάτησε να της μιλάει από ντροπή. Μόνο μετά από χρόνια βρήκε πάλι το θάρρος και την πλησίασε ξανά, και αυτή τότε, πιο όμορφη από ποτέ, του ζήτησε να την αφήσει να φιλήσει τα χείλη του, με το χαχανητό τώρα να έχει γίνει ένα πονηρό, περιπετειώδες χαμόγελο. Αυτός, έκλεισε τα μάτια του και σούφρωσε απαλά τα χείλη του, περιμένοντας. Ύστερα, ένιωσε το υγρό φιλί της πάνω στα χείλη του, ένιωσε την μικρή ροζ γλωσίτσα της να τον ακουμπάει απαλά και να ταξιδεύει σαν χέλι στο στόμα του και να φτάνει σε μια έκρηξη από πυροτεχνήματα στον θώρακά του. Ύστερα, αυτή σταμάτησε να του μιλάει, χωρίς κανένας να ξέρει γιατί. Ακόμα λίγο καιρό μετά, την είδε να γελάει δυνατά στην αγκαλιά ενός άλλου, και ένιωσε τα πόδια του να αδυνατούν να σηκώσουν το βάρος του, την καρδιά του παραπονεμένη να θέλει να κρυφτεί σε κάποιο καβούκι και να συνεχίσει να βαράει το ταμπούρλο της τυπικά και βαριεστημένα, σε αντίθεση με την μέχρι τότε ζωηράδα της. Ύστερα, κάθε φορά που διασταυρώνονταν τα βλέμματά τους, η καρδιά του έβγαινε από το καβούκι της και χτυπούσε σαν μανιασμένη, μόνο όμως για μερικα δευτερόλεπτα και ύστερα κρυβότανε ξανά. Όταν πλέον δεν υπήρχε καμία αίσθηση του που να μην έστελνε το ζαφειρένιο της βλέμμα στα ουράνια του έρωτα, όταν το κοχλαστό του αίμα έφτανε με ορμή σε ανεξερεύνητες περιοχές του σώματός του και τις όρθωνε με μεγαλοπρέπεια και ανυπομονησία, αυτός πλησίασε ξανά κοντά της, και της ζήτησε ακόμα ένα φιλί στα χείλη. Εκείνη για άλλη μια φορά το δέχτηκε, μια κινούμενη βόμβα οιστρογόνου και νεανικού ερωτικού χυμού, έβαλε ξανά την εξερευνητική της γλώσσα πάνω στον ουρανίσκο του και τράβηξε το τρεμάμενο χέρι του προς τα σφριγηλά της οπίσθια, καθοδηγώντας τον να τα θωπεύσει ευγενικά αλλά και λαίμαργα. Κάπου εκεί ανέπτυξε μια εμμονική λαχτάρα για εκείνη, όχι μόνο τους γλουτούς της, αλλά και κάθε πιθανή πιθαμή δέρματος και σάρκας πάνω στο σώμα της. Ύστερα, ξανά αυτή σταμάτησε να του μιλάει. 164


Μια κοινή τους φίλη, ίσως η μοναδική κοινή τους φίλη, τον ενημέρωσε ότι δεν γίνεται παιδιά του δημοσίου σχολείου να αγαπάνε παιδιά του ιδιωτικού σχολείου, και δεν γίνεται ένα παιδί που δεν ξέρει τον πατέρα του να αγαπάει ένα παιδί που ο πατέρας του είναι ένας τόσο σημαντικός και σπουδαίος επιχειρηματίας. Αλλά τα ζαφείρια της συνέχιζαν να του ρίχνουν κλεφτές ματιές όταν περνούσε από την γειτονιά, το λευκό της δέρμα ακτινοβολούσε στον ήλιο, τα μαλλιά της από λευκόχρυσο τον τραβούσαν σε έναν αδυσώπητο έρωτα, που μια τον έστελνε σε ουράνια έκσταση και μια τον καταπίεζε σαν μέγγενη πάνω στο στήθος του, κλέβοντας του τον ύπνο, το μυαλό, την ευκρίνεια στην λογική του. Ύστερα, από κάπου έμαθε ότι εκείνη είχε ταξιδέψει στην χώρα της ηδονής χωρίς εκείνον, με εισητήριο τα άγαρμπα χέρια ενός άλλου, πιο μεγάλου, από αυτούς που λένε ώριμους και ότι ήταν φυσικό- πως να αφεθεί στα άπειρα χέρια ενός έφηβου; Τότε ένιωσε ότι θα μπορούσε να πνιγεί μέσα στην θλίψη του, μέσα στο απελπιστικό αδιέξοδο που είχε δημιουργήσει η παθιασμένη εμμονή του, το στοίχωμα των διαδρόμων της σκέψης του. Πλησίασε την κοινή τους φίλη θολωμένος από θέληση για εκδίκηση, από θέληση να ισοφαρίσει. Αυτή τον δέχτηκε με την προθυμία μιας βραδιάς, και τον εγκλώβισε μέσα στις απαιτήσεις της. Καμία λύτρωση δεν του έδωσε η εκτόνωση, καμία διέξοδο δεν ανακάλυψε ανακαλύπτοντας τον έρωτα και την ηδονή, τίποτα. Ζαφείρι και λευκόχρυσος πάνω σε πορσελάνη, γλουτοί σαν ώριμο ζουμερό αχλάδι, επίπεδη μαλακή κοιλιά σαν μαξιλάρι ψευδαισθήσεων, ορθωμένα στήθη σαν αμφορείς ζωής. Το πάθος τον οδήγησε να την πλησιάσει ξανά, να εκφράσει με λόγια και αισθήματα τον έρωτά του, την λαχτάρα του για ένα ακόμα φιλί, για ένα ακόμα ταξίδι. Τα ζαφείρια της κρύφτηκαν και ξαναεμφανίστηκαν πίσω από τα βλέφαρά της, τα χέρια της ακούμπησαν πάνω στους ώμους του και κράτησαν τα γκέμια από τα άλογα του πόθου του. Θα μπορούσαν να τον κάνουν ότι θέλουν, αλλά το μόνο που του έδωσαν ήταν ακόμα ένα φιλί, ένα φιλί που ξεκίνησε σαν δίαιτα ανορεξικού και γρήγορα έγινε μερίδα πεινασμένου βουλιμικού. Ύστερα τον φίλησε ξανά, και ύστερα έφυγε πάλι, αφήνοντας πίσω αχνά φώτα από την σκόνη του λευκόχρυσου στα μαλλιά της. Το ταξίδι του ανάμεσα στην ελπίδα και την απογοήτευση, ανάμεσα στην εύφορη πατρίδα και την χώρα της άγονης ξηρασίας, ήταν ένα από αυτά τα ταξίδια που σμιλεύουν το πνεύμα και το νου, που στρογγυλεύουν τα βότσαλα των συναισθημάτων. Θα μπορούσε να τελειώσει με πολλούς, πάρα πολλούς διαφορετικούς τρόπους, αναρίθμητες διακλαδώσεις και πιθανές λύσειςαλλά ο τρόπος που τελείωσε ήταν ο μοναδικός που μπορεί να αφήσει το έργο του συναισθηματικού γλύπτη ένα άμορφο κομμάτι μάρμαρο. Θα ήταν άγαλμα κάποιου θεού; Θα ήταν αναπαράσταση κάποιου ιερού ζώου; Θα ήταν ο Ερμής της Αθήνας ή ο έκπτωτος άγγελος της Μαδρίτης; Δεν θα μάθει κανείς ποτέ. Τα βλέφαρά της, τα λευκά βλέφαρα που δεν μπορούσαν να κρύψουν και να συγκρατήσουν την ζαφειρένια ακτινοβολία από τα μάτια της, έκλεισαν για τελευταία φορά και η ζωή φτερούγισε από μέσα της και χάθηκε κάπου στα συντρίμμια της έκρηξης, στην θανατερή στάχτη και τα πύρινα γλωσσίδια της φωτιάς.

165


Η Άντριεν Χάους είχε την ομορφιά όλου του κόσμου, αλλά είχε μαζί και την ατυχία να είναι κόρη του πατέρα της, του διαβόητου Μάλκομ Χάους, ενός ακόμα επιχειρηματία που έγινε θύμα μιας νέας κοινωνικής μάστιγας, της ανώνυμης βίαιης εκδίκησης. Ο Τομ δεν ήξερε τίποτα για το Φοίνικα, δεν ήξερε τίποτα για το έργο του Μάλκομ Χάους και το ζεστό χρήμα που κυκλοφορούσε στα ακριβά παντελόνια του για την αγοραπωλησία όπλων, δεν ήξερε τίποτα περισσότερο από το ότι η είδηση του θανάτου της Άντριεν Χάους καρφώθηκε σαν καυτό μολύβι στο στήθος του και ποτέ δεν κατάφερε να αναπνεύσει ξανά φυσιολογικά. Το βάρος αυτού του θανάτου λύγισε τους ώμους του και άλλαξε το περπάτημά του, πέρασε μια γκρίζα μεμβράνη μπροστά από το βλέμμα του και χλώμιασε το πρόσωπό του. Τόσο πολύ που η Σούζαν, η μητέρα του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τις μάταιες μεταξύ τους κουβέντες και να απευθυνθεί σε κάποιο ειδικό επαγγελματία, που θα μπορούσε ίσως να προσφέρει μια διέξοδο στο δυστυχισμένο παιδί της.

40. Ο δρ. Τσάρλς Ζίκοβιτς ήταν ένας τυπικός εβραίος, αλλά σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούσε την φήμη του ως τέτοιος- αν και ήταν από τους πιο φημισμένους ψυχολόγους για τις ευαίσθητες ακροβασίες της ευεπίφορης πεδιάδας της εφηβείας σε ολόκληρη την πολιτεία, είχε μια πολιτική υποστήριξης ανάλογη με την οικονομική δυνατότητά του καθενός. Ήταν ένας αληθινός εργασιομανής, που θεράπευε ένα αντικείμενο με τόσο μεράκι που διψούσε απλά για υποθέσεις και λιγότερο για χρήμα και έτσι ήταν εύλογο ότι η Σούζαν Γιόρκ, από όλους τους ψυχολόγους και ειδικούς του Κλίβελαντ, επέλεξε αυτόν για να κουβαλήσει τον απρόθυμο Τομ στα επαγγελματικά του χέρια. Άλλωστε, τα δικά της χέρια ήταν σηκωμένα για πάρα πολύ καιρό στον αέρα, ανήμπορα είτε να χτυπήσουν είτε να χαιδέψουν τα μάγουλά του, παρα μόνο να συμβάλουν στο σκάψιμο μιας αόρατης τάφρου ανάμεσά τους. Ο Τομ ήταν για την Σούζαν ένα ερωτηματικό που μεγάλωνε και αναπτυσσόταν με το χρόνο, ένα καθημερινό στοίχημα πολύ πιο απαιτητικό από οποιαδήποτε πρόκληση είχε αναμετρηθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Άλλωστε, στη δεύτερη μόλις επίσκεψη του Τομ στο μοντέρνο ιατρείο του, ο δρ. Τσαρλς Ζίκοβιτς αποφάσισε ότι έπρεπε να μιλήσει και στην ίδια, ως αναγκαίο βήμα για να αποκρυπτογραφήσει τα προβλήματα του έφηβου γιού της. -Κυρία Γιορκ, θα ήθελα να συζητήσουμε μερικά πράγματα ιδιαιτέρως, αν έχετε το χρόνο. Η φωνή του ήταν πιο μπάσα και από χαλασμένο ραδιόφωνο. Η Σούζαν έκατσε στην καρέκλα μπροστά στο μεταλλικό γραφείο του, που αισθητικά παρέπεμπε σε ενα μανιτάρι με πεπλατυσμένο και ορθογώνιο καπέλο. Αντί για τέσσερα πόδια είχε ένα και μοναδικό, στην μέση, σαν κορμό βελανιδιάς. -Βλέπω ο Τομ, πέρα από τον αντίκτυπο που είχε η δολοφονία των Χάους, έχει και άλλα βάρη στις πλάτες του. 166


-Όπως; -΄Οπως το γεγονός, ότι, φαντάζομαι το καταλαβαίνετε αυτό, δεν είναι ότι πιο εύκολο για ένα παιδί σήμερα να μεγαλώνει σε μια κολοβή –και επιτρέψτε μου την έκφραση αλλά είναι δόκιμη- οικογένεια. Σε μια οικογένεια χωρίς πατρική φιγούρα και προτυποποίηση. Και μάλιστα, χωρίς καν να ξέρει τίποτα για τον πατέρα του. Η Σούζαν Γιορκ αναστέναξε- αυτό το λογύδριο το είχε ακούσει ξανά και ξανά. Και ξανά. -Ο πατέρας του....χμ. Ο πατέρας του δυστυχώς πέθανε λίγο μετά την γέννησή του. Έχω προσπαθήσει με όλες μου τις δυνάμεις να κάνω αυτήν την οικογένεια να μην είναι..’’κολοβή’’ όπως την λέτε, αλλά να καλύψω τα κενά της απουσίας του. Είμαι η μητέρα του, η φίλη του, η συμβουλάτοράς του και... Ο δρ. Τσαρλς την διέκοψε. -Ήσασταν, πολλά από αυτά που λέτε. Εγώ τώρα βλέπω ότι είστε απλά η κηδεμόνας του, η γυναίκα που φροντίζει το σπίτι και του δίνει το χαρτζιλίκι. -Η εφηβεία είναι δύσκολη περίοδος. -Ο Τομ προσπαθεί να αποτινάξει ότι έχει σχέση με την εφηβεία. Δεν λέω ότι τα καταφέρνει- λέω ότι είναι πιο ώριμος από όσο του επιτρέπει να φανεί το συναισθηματικό του χάος. Η Σούζαν ξεφύσηξε. -Τι θέλετε να μου πείτε γιατρέ; -Δεν έχει υπάρξει ποτέ κάποιος...εναλλακτικός πατέρας για τον Τομ; Αν μου επιτρέπετε την ερώτηση. Η Σούζαν σκέφτηκε να του πει ότι δεν του επιτρέπει, αλλά αν δεν το επέτρεπε σε έναν επαγγελματία ψυχολόγο του παιδιού της, σε ποιον θα το επέτρεπε; -Όχι, είπε κοφτά. Και αν υπήρχε, θα τον κρατούσα μακριά. Δεν νομίζω ότι θα βοηθούσε. -Δεν θα βοηθούσε αν μιλάγαμε για μια περίπτωση χωρισμένων γονιών, ήδη υπάρχοντων προτύπων που αντικαθιστούνται βίαια με κάποια άλλα. Δεν θα βοηθούσε αν προλάβαινε να γνωρίσει την έννοια του πατέρα με ένα συγκεκριμένο τρόπο, και ύστερα εμφανιζόταν ένας νέος τρόπος. Αλλά τώρα, κυρία Γιορκ, μιλάμε για μια περίπτωση που οι σελίδες για το πατρικό πρότυπο στο κεφάλι του είναι εντελώς κενές! Ότι γράψετε εκεί, αυτό θα ισχύει. -Μου λέτε ότι πρέπει να βρω γκόμενο για να έχει ο Τομ πατρικό πρότυπο; Ο δρ. Τσαρλς Ζίκοβιτς χαμογέλασε. -Όχι ότι θα ήταν πρόβλημα για όμορφη γυναίκα σαν εσάς (να και το επαγγελματικό κοπλιμέντο), αλλά όχι, δεν λέω αυτό. Προσπαθώ να καταλάβω τι μπορεί να σκέφτεται αυτή τη στιγμή ένα 17χρονο παιδί και από που μπορεί να προτυποποιείται. Αν δεν έχει πατέρα, δεν προτυποποείται και από εσάς, τότε τι; Πάντα υπάρχει ένα πρότυπο, πιστέψτε με, το θέμα είναι να το βγάλει κανείς στην επιφάνεια και είτε να το τροφοδοτήσει είτε να το απομυθοποιήσει. Η εφηβεία είναι σε τελική ανάλυση, η βίαιη εναλλαγή προτύπων μαζί με μια καυτή σούπα από ορμόνες. Ποιο είναι το πρότυπό του λοιπόν, κυρία Γιορκ; Γιατί η σούπα του βράζει και κοχλάζει, αλλά κάποια στιγμή η φωτιά θα σβήσει- υποχορώντας, θα αποκαλυφθούν τα θεμέλια του χαρακτήρα ενός νέου ανθρώπου. Ποιος είναι ο Τομ για εσάς; 167


Η Σούζαν Γιορκ έπιασε το κεφάλι της και κοίταξε το ηλεκτρονικό ρολόι πάνω στο γραφείο του γιατρού. Ο Τσαρλς Ζίκοβιτς θα μπορούσε να αφιερώσει μια ολόκληρη ώρα, αφιλοκερδώς, μόνο για να κάνει την δουλειά του σωστά. Κόμπιασε για λίγο, αλλά τελικά άνοιξε το στόμα της. -Να..βλέπετε..έχω ψαχουλέψει λίγο τα συρτάρια του και έχω κάτσει να διαβάσω διάφορα σημειώματά του και σκέψεις του. Κρατάει κάτι σαν...ημερολόγιο από διάφορα στιγμιότυπα, τα οποία σχολιάζει και ύστερα...να..γράφει κάποιες απόψεις. Δεν είναι σωστό βέβαια, και καλό θα ήταν να μην χρησιμοποιήσετε κάτι εναντίον του. Ο Τσάρλς Ζίκοβιτς πήρε ένα σημειωματάριο μπροστά του. -Δεν θα το έκανα –εξ’άλλου, αυτά τα ‘’σημειώματα’’ είναι εντελώς αναξιόπιστα γιατί είναι συνήθως παρορμήσες ή συναισθηματικές φορτίσεις. Αλλά από περιέργεια και μόνο, πείτε μου αν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον. Πήρε μια διστακτική έκφραση αλλά συνέχισε. -Βασικά διάφορες εξομολογήσεις έρωτα για την μικρή Χάους –εγώ πάντα προσπαθούσα να του εξηγήσω ότι τον τρελλαίνει αλλά δεν με άκουγε-, εκρήξεις οργής για τον θάνατό της, και...νομίζω το πιο σημαντικό είναι ένα γλαφυρό μένος απέναντι και στις δυο όψεις του νομίσματος, σε αστυνομικούς και τρομοκράτες μαζί. -Χμμ, έκανε ο Τσαρλς Ζίκοβιτς και ακούστηκε σαν νότα από κόντρα-μπάσο. Καταπιεσμένη εξωτερίκευση, θυμός, απόρριψη προτύπων- θα μου φαινόταν πιο εύκολο να είχε οργιστεί με τους τρομοκράτες ή έστω με τον πατέρα της μικρής. Το ότι τα βάζει και με το Καλό και με το Κακό δείχνει μια γενικευμένη θολούρα. -Ο Τομ δεν είναι ενυδρείο, είπε αυτή κοφτά, χωρίς να είναι σίγουρη γιατί εκνευρίστηκε. Ο Τσαρλς χαμογέλασε ευγενικά. -Ναι, φυσικά, με συγχωρείτε. Απλά λέω ότι ο μικρός είναι απλά ένα μπερδεμένο και θυμωμένο παιδί, και ίσως πρέπει και εσείς να τον αντιμετωπίσετε ως τέτοιο. Μην ψάχνετε δυσεπίλυτες εξισώσεις, μην αναζητάτε κάποιους γρίφους που πρέπει να αποκρυπτογραφηθούν χωρίς να έχετε ιδέα. Ίσως σας κάνει εντύπωση αυτή η ερώτηση, γιατί σε τελική ανάλυση, είναι δουλειά μου αλλά, κυρία Γιορκ, γιατί τον φέρατε σε μένα; -Ορίστε; -Λέω, γιατί τον φέρατε σε μένα; Γιατί επιλέξατε έναν επαγγελματία ως μόνη διέξοδο για τα προβλήματά του; Θεωρείτε ότι έχετε χάσει το παιχνίδι; Η Σούζαν παραμέρισε μια καστανή τούφα από το πρόσωπό της. Η ερώτηση ήταν απλή, αλλά η απάντηση έμοιαζε με μαθηματικό γρίφο. -Δεν ξέρω τι να σας πω, του απάντησε αμήχανα. -Ας πω εγώ κάτι, τότε, είπε αυτός. Η γνωμάτευσή μου είναι απλή: Χρειάζεται μια πατρική φιγούρα. Ας είναι ένας θείος. Ας είναι ένας νονός. Ας είναι ένας οικογενειακός φίλος. Ας είναι ένας δάσκαλος στο σχολείο. Δεύτερον: Είναι ένας πληγωμένος ερωτοχτυπημένος νέος, που έχει μπερδευτεί με την κακία του κόσμου γύρω του. Αλήθεια, κυρία Γιορκ, δεν έχει υπάρξει έστω μια φορά που να έχετε αισθανθεί έτσι και εσείς;

168


Η Σούζαν άφησε την ερώτηση να πέσει κάτω. ΄Ενας θεός ξέρει τι θα γινόταν αν την άφηνε να την επεξεργαστεί λίγο παραπάνω. Ο Τσαρλς Ζίκοβιτς σηκώθηκε όρθιος χαμογελώντας. -Νομίζω ότι κάπου εδώ τελειώνει ο ρόλος μου, εκτός και αν θέλετε να συνεχίσουμε. Αλλά δεν πιστεύω ότι θα καταλήξω σε κάποιο άλλο συμπέρασμα. Η Σούζαν Γιορκ τον κοίταξε σαν άτακτη μαθήτρια που κοιτάει τον αυστηρό της δάσκαλο. Οι λέξεις που είχε χρησιμοποιήσει ήταν σαφείς, αλλά στην πραγματικότητα της είχε πει κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο: Ο Τομ είναι μια χαρά κυρία Γιορκ. Πρέπει να σκεφτείτε μήπως το όποιο πρόβλημα είστε εσείς, περισσότερο από εκείνον. Μπορεί να είχε πολλές φορές στο παρελθόν δεχτεί κριτική και ένα υποτιμητικό βλέμμαμια μόνη μητέρα, χωρίς να είναι γνωστός ο πατέρας και χωρίς έναν άντρα στο σπίτι της. Στην δουλειά της, ένα εκπαιδευτήριο ξένων γλωσσών (όπου δίδασκε Ισπανικά), είχε καταλάβει ότι κάποιοι συνάδελφοι εξέταζαν και το ενδεχόμενο να είναι λεσβία, αλλά αυτό ήταν μάλλον απότοκο του γεγονότος ότι ήταν απλησίαστη σαν παγωμένη κολώνα, αδιάφορη για οποιοδήποτε φλερτ σε ένα χώρο αρκετά ζωηρού ενδιαφέροντος, παρά τα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη της. Η ελεύθερη σαραντάρα μαμά, με τις ηχηρές γόβες ήταν ένας σέξυ προορισμός για τον τουριστικό παράδεισο της αναζήτησης ηδονών, και σε όλη της την διαδρομή από τα σαράντα μέχρι τις παρυφές που θα απλώνονταν γερασμένα τα πενήντα είχε αρκετές προτάσεις. Όλες από αυτές όμως έπεφταν σαν γράμματα με λάθος διεύθυνση σε εγκαταλελειμένο σπίτι. Η Σούζαν Γιορκ πήρε τον γιο της και τον οδήγησε σπίτι, προβληματισμένη και αμήχανη στην διάγνωση του γιατρού, που του έδωσε πρόβλημα στο νεφρό και της έδωσε πρόβλημα στην καρδιά, ίσως αρκετά σοβαρότερο. Τον παρακολούθησε να αποσύρεται στο δωμάτιό του, ένας μοναχικός και μελαγχολικός νέος, και αναλογίστηκε ότι δεν ήταν παρά ένας νεαρός και διάφανος καθρέπτης του εαυτού της- μια μοναχική και μελαγχολική γυναίκα. Ύστερα, η Σούζαν Γιορκ έμαθε τα νέα, χαζεύοντας στην τηλεόρασή της. Και τα έμαθε όλα μαζί, το ένα πίσω από το άλλο, σαν χιονοστιβάδα που σκεπάζει την πλαγιά στην οποία κάνει αμέριμνη σκι. Μέχρι εκείνη την στιγμή είχε να αντιμετωπίσει μόνο το αφράτο χιόνι και τις εναλλαγές στην κλίση του, προκλήσεις ασφαλείς που στην χειρότερη να προκαλέσουν μια ωραία τούμπα στο μαλακό χιόνι. Αυτά όμως τα νέα ήταν μια πρόκληση που μια λάθος τιμονιά μπορούσε να σε σκεπάσει σε ένα λευκό παγωμένο τάφο.

41. Το Κλίβελαντ είναι μια πόλη διχασμένη ανάμεσα στην αστική λαιμαργία και στην Ινδιάνικη παράδοση της φυσικής αρμονίας, αλλά κυρίως το πρώτο. Είναι η πατρίδα του πρώτου φαναριού κίνησης και του Ντιν Μάρτιν, όχι ότι σημαίνει κάτι αυτό για όποιον περνάει μεθυσμένος με κόκκινο η κάνει ρομαντικές καντάδες με το φεγγάρι να χτυπάει το μάτι του σαν μεγάλο κομμάτι πίτσα (sway, όσοι έχετε απορία). Το διασχίζει ίσως ο μοναδικός ποταμός του κόσμου που μπορεί κυριολεκτικά να πάρει φωτιά, σημειώνοντας ούτε λίγο ούτε πολύ 4 169


περιπτώσεις πυρκαγιάς, περίπου τόσο και λίγο περισσότερο είναι η επιβάρυνσή του Σιαχόγκα με απόβλητα της πόλης. Η 4η μεγαλύτερη λίμνη των Μεγάλων Λιμνών της Βορειοδυτικής Αμερικής, η Λίμνη Έρι, είναι τόσο πλούσια σε απόβλητα –νόστιμα απόβλητα- που λέγεται ότι τα ψάρια πηδούν από την μια λίμνη στην άλλη, και έτσι η Λίμνη ΄Ερι έχει την αθροιστική αλιευτική παραγωγή όλων των άλλων λιμνών μαζί. Είναι όμως τέτοια η φυσική ομορφιά της, που το Κλίβελαντ ονομάζεται και Δασούπολη, από τις καταπράσινες γωνιές που μπορεί να συναντήσει κανείς. Ο Τομ και η μητέρα του έμεναν κοντά σε μια από τις φιδωτές καμπύλες του ποταμού Σιαχόγκα-πολλές φορές η Σούζαν Γιορκ είχε ψάξει για διαμερίσματα μακριά από τον ποταμό επειδή έλεγε ότι φέρνει μαζί του μυρωδιές από ξεπλυμένο και αρωματισμένο με λεβάντα βόθρο. Ποτέ όμως δεν είχε επιμείνει σε κάποια μετακόμιση, ενώ και ο Τομ δεν ήθελε ούτε να ακούει ότι θα απομακρυνόταν από την γειτονιά που γνώρισε και συναντούσε την Άντριεν Χάους. Αλλά σαν κεραυνός εν αιθρία, ο Τομ ξύπνησε ένα πρωί για να δει την μητέρα του να προσπαθεί να βρει κάποια δουλειά σε οποιαδήποτε άλλη πολιτεία από αυτήν του Οχάιο. Ανάμεσα σε αγωνιώδη τηλεφωνήματα, ο Τομ κάποια στιγμή την ρώτησε για να πάρει μια απρόσμενη και λιτή απάντηση: Πρέπει να φύγουμε αγόρι μου. Πρέπει να μετακομίσουμε. Αυτός με την σειρά του, της έδωσε την δική του γνώμη για τα πράγματα: Να μετακομίσεις εσύ. Εγώ δεν πάω πουθενά. Η συζήτησή τους αναλώθηκε σε κάποιες ανταλλαγές ανυποχώρητης και αδικαιολόγητης επιμονής: Ούτε η Σούζαν Γιορκ εξηγούσε γιατί ήθελε να μετακομίσουν έτσι ξαφνικά, ούτε ο Τομ Γιορκ εξηγούσε γιατί ήθελε να κάτσει τόσο επίμονα. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν ότι είχε και τους τόσους φίλους που θα ήταν δύσκολο να αποχωριστεί. Σε αυτήν ακριβώς την ατάκα της Σούζαν, ο Τομ αποφάσισε να βροντήξει την πόρτα βγαίνοντας από το σπίτι, να καβαλήσει το μοτοποδήλατό του και να επιταχύνει προς άγνωστη κατεύθυνση. Ούτε που παρατήρησε ότι ένα αδιάφορο, καθημερινό μπλε αυτοκίνητο έβαλε μπρος ακριβώς την στιγμή που ξεκίνησε αυτός την διαδρμομή του, έστριψε ακριβώς στις στροφές που έστριψε και αυτός και πάρκαρε λίγα μέτρα πίσω στο σημείο που είχε παρκάρει, κοντά στο Πάρκο Ροκφέλερ. Την ίδια ακριβώς στιγμή, η Σούζαν Γιορκ κοίταζε με αγωνία τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της, για να διασταυρώσει τα νέα, να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες, να δει τις εξελίξεις. Το μυαλό της έμοιαζε να έχει αναζωπυρωθεί, σαν κάποια κοιμισμένη εστία που δέχτηκε το χάδι ενός απρόσμενου ανέμου, και αποφάσισε να πυρακτωθεί ξανά για να συνεχίσει το έργο της. Είχε ξοδέψει πολύ χρόνο και πολύ φαιά ουσία για να αποβάλλει ακριβώς αυτές τις σκέψεις. Είχε κάνει καθημερινή γυμναστική στο μυαλό της, για να μπορέσει να κλείσει ερμητικά οποιαδήποτε σκέψη θα μπορούσε να διαταράξει την ηρεμία της και την καθημερινότητά της. Αλλά τα νέα που ξετυλίγονταν μπροστά της είχαν έρθει να γκρεμίσουν την ηρεμία της από τα θεμέλια. Το πρώτο νέο ήταν από μόνο του μια έκρηξη ανδρεναλίνης. Ήταν από μόνο του η αιτία να χάσει τον ύπνο της, και να ξυπνήσει ένστικτα που είχε για χρόνια σε κρυονικό θάλαμο. Αλλά το δεύτερο, ω, το δέυτερο νέο, ήταν η αιτία να θέλει με αγωνία να βρει μια τρύπα για να κρυφτεί. Πολλές φορές κλειδαμπαρώνουμε αναμνήσεις που μας βαραίνουν στον σκουπιδοφάγο του υποσεινήδητου. Πολλές φορές τις απογυμνώνουμε από συναίσθημα, και παριστάνουμε ότι ζούμε με αυτές χωρίς να μας νοιάζει και πολύ. Το κελί αυτό που της βάζουμε τις διαβρώνει σιγά 170


σιγά, με στόχο κάποτε να τις κάνει ένα με τον φαιόχρωμο πολτό της λήθης, αλλά αποδυκνείεται συνεχώς τόσο ξεροκέφαλα εύθραυστο που αρκεί μόνο μια λέξη, ένας συνειρμός, μια μυρωδιά, για να επιστρέψουν όλα όσα κάναμε και δεν κάναμε και να σταθούν απειλητικά μπροστά μας, σαν στοιχειωμένος Κριτής των επιλογών και της ζωής μας. Δεν υπάρχει ίσως πουθενά πιο αφηρημένη σκληρότητα από αυτήν που φέρει μαζί της η Ενοχή. Και αν η ενοχή για μια επιλογή που επηρέασε με κάποιο τρόπο τις ζωές μας είναι ένας καλός μπελάς για την συνείδηση, η ενοχή για μια επιλογή που επηρέασε ανεξίτηλα τις ζωές άλλων είναι ένα αθόρυβο σαράκι- είναι πάντα εκεί, τρώει από μέσα προς τα έξω, και μπορείς απλά να ελπίζεις να μην κάνει το εξωτερικό σου περίβλημα μια κούφια φορεσιά. Η Σούζαν Γιορκ κουβαλούσε μια τέτοιου τύπου ενοχή, χωρίς να είναι και απόλυτα σίγουρα αν ήταν πράγματι δική της ή απλά την είχε αναλάβει με αίσθημα ευθύνης όταν άλλοι θέλησαν να την ξεφορτωθούν. Είχε μάθει έως τώρα να ζει με αυτήν, όπως ζει ένας ξενιστής με το παράσιτό του, αλλά μαζί με την αναζοπύρωσή της προστέθηκε και ένα άλλο συναίσθημα, που για πάρα πολλούς είναι η Κινητήρια Δύναμη του Ρυθμού της Ζωής. Τον Φόβο. Η Κινητήρια Δύναμη του Ρυθμού της Ζωής για τους αθεράπευτους ρομαντικούς και τους θαυμαστές των ανοιχτών οριζόντων δεν είναι άλλη από την Ελπίδα, την Προσδοκία, την αναμονή καλύτερων ημερών, όσο καλές ή κακές να είναι αυτές που ζουν. Οι πολέμιοι τους σφυρίζουν οργισμένοι: ο Φόβος είναι που μας κινεί, ο φόβος του αύριο, ο φόβος του θανάτου, ο φόβος της παραμκής. Κάποτε, είχε βρεθεί στον κόσμο μια παράξενη ομάδα που ονομάστηκε αδίκως τρομοκρατική η οποία είχε πάρει θέση στο ερώτημα με τρόπο...εκρηκτικό: Το ποια θα είναι η Κινητήρια Δύναμη του Ρυθμού της Ζωής, πολύ απλά, εξαρτάται. Εξαρτάται αν ο χορός θα γίνεται στα μωσαικά της προόδου και της συλλογικότητας ή στα κακοτράχαλα υπόγεια της συντήρησης και του ατομισμού. Μόνος, δεν μπορεί παρά να φοβάσαι. Μαζί με άλλους, δεν μπορείς παρά να ελπίζεις. Εκείνη η παράξενη ομάδα προσπάθησε να περάσει το μηνυμά της με τον πιο αμφιλεγόμενο τρόπο που μπορεί κανείς να στείλει οποιοδήποτε μήνυμα – δυστυχώς ο φράχτης που πήγε να γκρεμίσει ήταν ηλεκτροφόρος και τα σκυλιά πίσω από αυτόν εκπαιδευμένα να σκοτώνουν. Η 2η Αναγέννηση ήταν πλέον πίσω από σιδερένια κάγκελα σε διάφορες χώρες του κόσμου- η πανυγηρική εξάρθρωση της ηγεσίας των Ηνωμένων Πολιτείων σήμανε μια αντεπίθεση των αρχών άνευ προηγουμένου. Όπως όμως είχε πει, ο γερασμένος αλλά πάντα εύστοχος Σεμπάστιαν Κούπερ- ‘’σημασία δεν έχει μόνο τι κάνεις, αλλά και τι αφήνεις πίσω σου’’. Η 2η Αναγέννηση είχε πράγματι αφήσει πίσω μια κληρονομιά. Το ένιωθες ότι ήταν μια σπουδαία κληρονομιά, αλλά έπρεπε πρώτα να βρεις την Διαθήκη, τον Συμβολαιογράφο και να κάνεις τα σχετικά έγγραφα- σε αυτό το επίπεδο, ο κόσμος πέρασε 17 χρόνια ενός παρατεταμένου μουδιάσματος, σαν μια αόρατη τεράστια καμπάνα να χτύπησε ακριβώς δίπλα στο κεφάλι του. Την ίδια ώρα, στο κεφάλι του Τομ Γιορκ υπήρχε ένας θυμός με την μητέρα του που ξεθύμαινε αργά, σαν οινόπνευμα, δεκάδες σκιερά τοπία που δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να καταλάβει και να προσδιορίσει, μια παράταιρη λαχτάρα για τηγανητό μπέικον με αυγά και μια ωραία θέα του Ντόαν Μπρούκ, του καναλιού που μέσα από το καταπράσινο πάρκο Ρόκφελερ και άδειαζε αθόρυβα στην Λίμνη Έρι. 171


Αν είχε πτυχίο στην ψυχολογία και στην επιστήμη της προσωπικότητας, θα μπορούσε να καταλάβει και ο ίδιος ότι του έλειπε στην πραγματικότητα ένας πατέρας. Του έλειπε κάποιος να του πει ότι η Άντριεν Χάους είναι ένα αξιόλογο καυλοράπανο με ωραίο κώλο- να τον πιάσει και μετά να την αφήσει. Του έλειπε κάποιος που θα έβλεπε μαζί του μπάσκετ και φούτμπολ, και δεν θα τον άφηνε να παρασυρθεί στο λιγότερο θεαματικό ποδόσφαιρο (για τα αμερικάνικα γούστα πάντα). Κάποιος που θα τον έπαιρνε από το σχολείο και θα τον πήγαινε για χοτ-ντόγκ χωρίς να πρέπει να πλύνει τα χέρια του πρώτα. Και φυσικά πολλά ακόμα, τα οποία όμως ο Τομ είχε στο μυαλό του σαν απροσδιόριστα νεφελώματα και ασαφείς έννοιες. Καθισμένος πάνω στο μυρωδάτο, φθινοπωρινό γρασίδι και χαζεύοντας την πορτοκαλί και καστανή παλέτα των δέντρων γύρω του, δεν άκουσε παρά την τελευταία μόνο στιγμή τον αργό βηματισμό πίσω του, και γύρισε αιφνιδιασμένος. Ήταν ένας ψηλός άντρας, με δυσανάλογα μεγάλο μέτωπο και σμιχτά φρύδια, ένα παρουσιαστικό και ντύσιμο που θα μπορούσαν να ταιριάζουν σε κάποιον μάστορα, έτσι γεροδεμένος που ήταν μέσα από τα φθαρμένα και πολυφορεμένα ρούχα του. Ο Τομ δεν είχε συνηθίσε ανθρώπους να τον πλησιάζουν χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο, και έτσι τον αντιμετώπισε επιφυλακτικά, κάνοντας και μια χαλαρή κίνηση να σηκωθεί. Ο άντρας στάθηκε όρθιος δίπλα του, και χάζεψε στο βάθος την γκριζογαλαζωπή ακτογραμμή της Λίμνης ΄Ερι. -Γειά σου μικρέ, του είπε ήσυχα, χωρίς να τον κοιτάξει. Ο Τομ σηκώθηκε όρθιος και έκανε ένα αυθόρμητο βήμα προς τα πίσω. Ο άντρας συνέχιζε να μην τον κοιτάει. -Γειά, είπε ο Τομ, σαν να αντάλαζε μια τυπική ευγένεια με κάποιον περαστικό στο πάρκο. Ο άντρας όμως δεν ήταν καθόλου τυχαίος περαστικός. -Πως θα σου φαινόταν αν σου έλεγα ότι ο πατέρας σου είναι ζωντανός;, είπε με μια φυσικότητα. Ο Τομ αντιμετώπισε τα λόγια του σαν σπρωξιά- παραλίγο να τον ρίξουν ξανά στην πράσινη χλόη. -Πως είπατε;, ρώτησε με αμφιβολία. Ο άντρας γύρισε, κοίταξε γύρω του και ύστερα τον κοίταξε στιγμιαία στα μάτια. -Σκέψου το, είπε και άρχισε να περπατάει, με τα χέρια στις τσέπες, πίσω από εκείνο το μυστήριο και αινιγματικό κόσμο που είχε ξεπροβάλλει. Όταν είχε απομακρυνθεί ήδη αρκετά βήματα, ο Τομ συνήλθε από το πρώτο σοκ. -Έι, φώναξε δυνατά και προχώρησε προς τον άντρα. Αυτός σταμάτησε και γύρισε αργά. Τον κοίταξε ξανά, το βλέμμα του ήταν σίγουρο και ήρεμο. -Τι ήταν αυτό που μου είπες, τον ρώτησε επιθετικά ο Τομ. -Σε τρεις ημέρες στην πλατεία Πάμπλικ, στον πύργο Κι. Έλα για να καταλάβεις. -Περίμενε, τον πρόσταξε ο Τομ καθώς ξαναγύρισε την πλάτη του. Ο άντρας δεν ξαναγύρισε. Περπάτησε με γρήγορο βήμα μέχρι τον κεντρικό δρόμο, χώθηκε σε ένα γαλάζιο αμάξι και απομακρύνθηκε με μεγάλη ταχύτητα. Ο Τομ σκέφτηκε προς στιγμήν να τους ακολουθήσει αλλά ήξερε ότι το μοτοποδήλατό του δεν προσφερόταν για καταδιώξεις. Αποφάσισε αντί αυτού, να κάτσει και να αναλογιστεί την πιο αινιγματική πρόταση που είχε ακούσει στην μέχρι τώρα ζωή του. 172


ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΤΗΝ ΆΜΜΟ #2 Ο θάνατος έχει γεύση γλυκόριζα Ο Τζο Σάμμερς είναι ένας ικανότατος πράκτορας, με στρατιωτική εμπειρία και αντανακλαστικά άγριου αρπακτικού, και παρά το γεγονός ότι ταξίδευε ολοταχώς προς τα 60 του χρόνια (πρέπει να δει κάποιος πως συνδυάζεται το γκρίζο με το κόκκινο στο κεφάλι του Τζο Σάμμερς- σαν να ρίχνεις την στάχτη σου σε ξύλο κανέλλας), μπορούσε ακόμα να αναγορευτεί μάχιμος και σκληροτράχηλος. Επιπλέον, ο Τζο Σάμμερς είναι ένας άκρως μοναχικός άνθρωπος. Τα χρόνια της ακμής του είχαν περάσει και προσπεράσει- την θέση του στην διεύθυνση της Αντι-τρομοκρατικής είχε πλέον αναλάβει ένας φέρελπις νεαρός πράκτορας, ο Μάικλ Χάρρινγκτον, ενώ η τιμητική του σύνταξη περιλάμβανε το να έχει λόγο σε διάφορα θέματα ασφαλείας της πολιτείας που είχε επιλέξει ως καταφύγιο της μοναξιάς και των γηρατειών του. Ο Τζο Σάμμερς είχε γυρίσει στην γενέτειρά του, το Γουινσκόνσιν, το καταπράσινο και ρομαντικό Γουινσκόνσιν και συγκεκριμένα στην πόλη που μεγάλωσε για να γίνει ένας λαμπρός τιμωρός της παρανομίας, την πόλη Μάντισον. Ο Τζο Σάμμερς έμενε σε ένα όμορφο σπίτι με άπλετη θέα στη λίμνη Μονόνα, ένα σπίτι που ήταν βέβαια φτιαγμένο για μια οικογένεια ή έστω για μια ζεστή αγκαλιά, μόνο που ο Τζο Σάμμερς απολάμβανε ένα ξεγυρισμένο ποτήρι μπέρμπον και τα αγαπημένα του τσιγάρα χωρίς καμία συντροφιά οποιουδήποτε είδους. Εκείνο το όμορφο φθινοπωρινό βράδυ, η επιφάνεια της Μονόνα έμοιαζε με πίνακα του Μονέ, έτσι που απλωνόταν ατάραχη κάτω από ένα γλυκό ηλιοβασίλεμα. Ο Τζο Σάμμερς είχε κάνει πολλά παραπάνω τσιγάρα από την κανονική του δόση γλυκόριζας και ξηρού Βιρτζίνια, μιας και είχε πάρα πολύ καιρό να υπάρξει τόσο ανύσηχος και νευρικός. Τα νέα από τις φυλακές Σαιντ Πήτερς είχαν φτάσει στα αυτιά του από το προηγούμενο πρωινό, και δεν είχε περάσει ούτε λεπτό από εκείνη την στιγμή που να μην κλωθογυρίζει στο κεφάλι του την απόδραση των ανθρώπων που ο ίδιος είχε οδηγήσει στην δικαιοσύνη και την ισόβια κάθειρξη. Που ο ίδιος είχε εγγυηθεί για την ασφάλεια και σιγουριά των φυλακών Σαίντ Πήτερς στο Οχάιο. Φυσικά, παλιοί και νέοι συνεργάτες τον συμβούλεψαν ότι τα χρόνια του προσωπικού κυνγητού είχαν περάσει προ πολλού- θα έπρεπε να κάτσει ήρεμος και να αφήσει τον Μάικλ Χάρρινγκτον να αποδείξει την αξία του μπροστά στην νέα πρόκληση. Ο Τζο Σάμμερς διαμαρτυρήθηκε ότι ο νεαρός διάδοχός του δεν ήταν ακόμα σε θέση να βρει άκρη με την υπόθεση του Φοίνικα μιας καινούριας συμμορίας τρομοκρατών που έκανε τυφλά χτυπήματα σε επιφανείς επιχειρηματίες, και ότι ο ίδιος θα μπορούσε περισσότερο από κάθε άλλον να βοηθήσει. Το μόνο που κατάφερε ήταν να του προσφέρουν μια προσωπική φρουρά, σε περίπτωση που οι δραπέτες θα θέλαν να πάρουν εκδίκηση απέναντι σε αυτόν που τους μάντρωσε στο στενάχωρο κελί του- κάτι που φυσικά ο Τζο Σάμμερς αρνήθηκε, θυμίζοντας τους ότι είχε πρόσφατα διαγνωστεί με καρκίνο στους πνεύμονές του και ότι, ούτως ή άλλως, αν ήθελαν θα μπορούσαν απλά να έρθουν. Στην πραγματικότητα, ο Τζο Σάμμερς ήθελε να 173


ξεφορτωθεί τους ενοχλητικούς πράκτορες, για να καταστρώσει μόνος του το νέο σχέδιο εμπλοκής του στην υπόθεση- σε τελική ανάλυση κάπως έτσι έκανε και τότε. Βυθισμένος και ανύσηχος από αυτές τις σκέψεις, ίσως να άκουσε κιόλας την παρουσία ενός παρείσακτου στο σπίτι του και απλά να αδιαφόρησε, συμφιλιωμένος με την ιδέα του τέλους. Ίσως πάλι τα αντανακλαστικά του να είχαν ξεθωριάσει από το χρόνο, αλλά σε κάθε περίπτωση, όταν ο μαυροντυμένος άντρας εμφανίστηκε στο μπαλκονάκι του, με ένα όπλο με σιγαστήρα και μια μάσκα με το πρόσωπό του- ξανά- ο Τζο Σάμμερς τον υποδέχτηκε με ψυχραιμία- δεν σταμάτησε καν να καπνίζει. Έκοψε τον άντρα από πάνω μέχρι κάτω, ατάραχος. -Παραείσαι νέος, για να είσαι κάποιος από αυτούς, του είπε. -Δεν είμαι κάποιος από αυτούς, απάντησε ο νεαρός. -Ήρθες να πάρεις το δικό τους αίμα πίσω; Δεν είχαν το κουράγιο οι ίδιοι; Στο μεταξύ ένας ακόμα άντρας βγήκε έξω, με την ίδια μάσκα και έκατσε στην άλλη μεριά του τραπεζιού. Ο Τζο Σάμμερς ήπιε μια γουλιά από το μπέρμπον του. -Δεν είσαι τίποτα παραπάνω από ένας εγκληματίας, του είπε κοφτά πίσω από την μάσκα. Ο Τζο Σάμμερς χαμογέλασε απαλά. -Δεν έχεις ιδέα την τιμωρία μου για τα εγκλήματά μου μικρέ, του είπε. Κάνε αυτό που είναι να κάνεις τώρα και μη μου χαλάς το βράδυ. Ο Τζο Σάμμερς άκουσε ήχους μέσα από το σπίτι του, σαν κάποιος να ψαχουλεύει. -Δεν θα βρείτε τίποτα, τους είπε μετά από μια βαθιά λαίμαργη τζούρα από το τσιγάρο του. Είναι όλα εδώ, είπε και έδειξε τον κρόταφό του. Ο άντρας που καθόταν δίπλα του, πλησίασε το κεφάλι του κοντά του. -Φοράω ακόμα την μάσκα Σάμμερς. Μπορώ να φύγω από εδώ και να σε αφήσω ζωντανό. Πες μου αυτά που θέλω να μάθω. -Μπορείς να βγάλεις την μάσκα σου παιδί μου, του απάντησε αυτός. Άλλωστε, ή εγώ ή εσύ, δεν θα είμαστε και οι δυο ζωντανοί σε λίγο. -Θέλω να μάθω που είναι εκείνη με το παιδί του. -Μπα; Στο ζήτησε ο ίδιος αυτό; -Να μην σε νοιάζει γέρο. Ο Τζο Σάμμερς πήρε ακόμα μια ρουφηξιά. -Το παιδί του δεν ξέρω που είναι. Όσο για εκείνη, αυτό μπορώ να στο πω με σιγουριά. Δεν είναι πουθενά, δεν υπάρχει πια. -Μαλακίες. -Όπως θες πάρτο. -Θα σε σκοτώσω γέρο, το καταλαβαίνεις; -Μόνο άσε με να τελειώσω το τσιγάρο μου, τι λες; Ο άντρας σηκώθηκε όρθιος, φανερά εκνευρισμένος και πήρε το πιστόλι από τον άλλον. Το έστρεψε πάνω στον Τζο Σάμμερς και τον παρατήρησε. Αυτός παρέμενε ατάραχος και γαλήνιος.

174


Ύστερα, χαμήλωσε το όπλο και ακούστηκε μόνο ένα μικρό κλίκ. Η σφαίρα έκανε ένα ταξίδι μερικών κλασμάτων του δευτερολέπτου, και καρφώθηκε με δύναμη πάνω στο γόνατο του Τζο Σάμμερς, το διαπέρασε κομματιάζοντάς το και βγήκε από την πίσω μεριά του. Ο Τζο Σάμμερς τινάχτηκε τόσο δυνατά που γκρέμισε το τραπέζι του μαζί με το ποτό του και σωριάστηκε στο μικρό του μπαλκόνι, διπλωμένος στα δυο από τον απερίγραπτο πόνο. Συγκράτησε με όλες του τις δυνάμεις το ουρλιαχτό πόνου- ήξερε ότι αυτό θέλανε στην πραγματικότητα αυτοί οι άντρες, να τον δουν να υποφέρει. Όπλισε τον εαυτό του με την αγέραστη ξεροκεφαλιά του και τους κοίταξε, με το στόμα του να τρέμει και να συσπάται. -Δεν...δεν...δεν πρόλαβα να τελειώσω...το κωλοτσιγάρο μου, είπε απλά. Ο άντρας που φορούσε το πρόσωπό του έσκυψε πάνω του. -Έχεις και άλλο γόνατο. Ο Τζο Σάμμερς έφερε το χέρι του τρέμοντας στο στόμα του, έχοντας μαζέψει ένα στριμμένο τσιγάρο από την τσέπη της ρόμπας του. -Έχω..και άλλο...τσιγάρο όμως, ψέλισσε και τον κοίταξε. Φωτιά κανείς; Ο άντρας φάνηκε να δυσφορεί και ξαναόπλισε, σημαδεύοντας το άλλο γόνατο του Τζο Σάμμερς. Αυτός έκλεισε τα μάτια και περίμενε σφίγγοντας τα δόντια του. Μια φωνή διέκοψε την στιγμή τους. -Έι! Δεν θα πιστέψεις τι βρήκα! Ο Τζο Σάμμερς άνοιξε τα μάτια του έντρομος. ‘’Ηλίθιε γεροξεκούτη-αυτό έπρεπε να το έχεις ξεφορτωθεί’’. Ο άντρας ανέβαλε το φρέσκο κύμα ανυπόφορου πόνου και κοίταξε προς τα μέσα με περιέργεια. Ένας άλλος άντρας βγήκε έξω, σχετικά χοντρός, κρατώντας έναν ανοιγμένο φάκελο και ένα κομμάτι χαρτί. Ίσως για πρώτη φορά στην ζωή του και φανερά, η θέα αυτού του φακέλου και ο ασταμάτητος εντεινόμενος πόνος έκαναν τον Τζο Σάμμερς να δακρύσει. -Μάντεψε ποιος του επέστρεψε γράμμα! Και μάντεψε τι λέει! Ο άντρας πήρε το χαρτί και το φάκελο και τα περιεργάστηκε. Ύστερα, έστρεψε πάλι το πρόσωπό του, την μάσκα δηλαδή του Τζο Σάμμερς στον ίδιο. Αν και η μάσκα ήταν μια εκνευρισμένη γκριμάτσα, αυτός φάνηκε να γελάει. -Άκου να δεις τι θα γίνει τώρα γέρο, του είπε. Ξέχνα ότι σε ρώταγα πριν. Αυτό είναι τέλειο! -Άει στο διάολο, έφτυσε αυτός, κοκκινισμένος και με δάκρυα να τρέχουν ασταμάτητα από τα μάτια του. Έκανε ξέπνοα να φτάσει ένα γαλλικό κλειδί που βρισκόταν παρατημένο στην άκρη του μπαλκονιού. Οι άντρες τον αφήσανε να προσπαθεί καγχάζοντας, και λίγο πριν το φτάσει το κλώτσησαν μακριά. Ένας έσκυψε πάνω του. -Θα μπορούσα να βγάλω τώρα την μάσκα μου, κύριε ατρόμητε υπερασπιστή του νόμου. Αλλά ξέρεις τι; Δεν θα κάνω ούτε αυτό. Θέλω να πεθάνεις βλέποντας το πρόσωπό σου. Α, και θα σε αφήσω να κάνεις ένα τελευταίο τσιγάρο. Ο άντρας σήκωσε το πεσμένο τσιγάρο και το ξαναέβαλε στο στόμα του Τζο Σάμμερς, που το δέχτηκε τρέμοντας. Έσκυψε ακόμα περισσότερο κοντά του. -Φωτιά;, είπε και πάτησε την σκανδάλη ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό του. Τα νέα του θανάτου του έφτασαν στην Σούζαν Γιορκ μαζί με τα νέα της απόδρασης. 175


ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ από ΔΥΟ ΜΕΡΙΕΣ 42. Κάπου, κάποιος έχει σημάνει μια αντίστροφη μέτρηση. Αλλά για ποιον και γιατί; Η Σούζαν Γιορκ προσπάθησε να κάνει μια μάλλον μάταιη σκέψη: Τι θα έκανε η Λίσα Χολμς αν ήταν στην θέση μου;, σκέφτηκε, συνειδητοποιώντας ότι το όνομα εκείνης είχε να το θυμηθεί πάρα πολλά χρόνια. Θυμήθηκε τα μαύρα μαλλιά της, το ανεπιτήδευτο σεξ-απίλ της, την βαθιά μελαγχολία της. Ειδικά στο τελευταίο, μοιάζανε πάρα πολύ. Σκέψη πρώτη: Θα πήγαινε να τον βρει. Σκέψη δεύτερη: Θα πήγαινε να κρυφτεί. Σκέψη Τρίτη: Θα πήγαινε να τον βρει, για να κρυφτούνε μαζί. Σκέψη τέταρτη: Όλα τα παραπάνω, θα τα έκανε η Λίσα Χολμς. Το ερώτημα είναι: Τι θα κάνει η Σούζαν Γιορκ; Ανανεωμένη σκέψη πρώτη: Θα καταλάβει τι συμβαίνει. Συμπληρωματική σκέψη: Και ύστερα θα κρυφτεί. Η Σούζαν Γιορκ τακτοποίησε τις σκέψεις της και αποφάσισε να κάνει μια ανασκόπηση των τελευταίων γεγονότων που την είχαν φέρει σε αυτήν την αμηχανία. Κοίταξε το ρολόι της κουζίνας- η ώρα ήταν 11, ο Τόμ θα έπρεπε να έχει γυρίσει ως τώρα. Πολλές φορές έχει φύγει τσαντισμένος πάνω στο μοτοποδήλατό του, αλλά συνήθως, λίγο πριν νυχτώσει, γυρνούσε, και εκείνη τον περίμενε με μια ξεγυρισμένη μερίδα με τηγανητά αυγά και μπέικον, βάζοντας την αλμυρή χοληστερίνη να ρίξει γέφυρες ανάμεσά τους. ‘’Κάθε πράγμα στο καιρό του’’, σκέφτηκε, και αποφάσισε να ασχοληθεί με τον Τομ αργότερα. Άνοιξε τον μικροσκοπικό υπολογιστή της στο τραπέζι της κουζίνας, μια ιδιαίτερα ζεστή κουζίνα, επενδυμένη παντού με ξύλο κέδρου- από τα ντουλάπια μέχρι τους τοίχους και τα πατώματα. Μια αγροτική αισθητική στην καρδιά ενός κατα τα άλλα, τσιμεντένιου σπιτιού. Κοίταξε πάλι την ροή των ειδήσεων και άρχισε να σημειώνει. Μια ματιά της Σούζαν Γιορκ στα τελευταία γεγονότα 1. Τους προηγούμενους δυο μήνες, μια σειρά από περίεργες, ‘’τυφλές’’ επιθέσεις είχαν αναστατώσει τις αρχές και την κοινή γνώμη. Η χώρα είχε να ζήσει ‘’τρομοκρατία’’ από την εποχή της 2ης Αναγέννησης, μια εποχή που πλησίαζε τώρα την ηλικία των 20 χρόνων, όχι και λίγο. Αλλά αυτές οι επιθέσεις λίγη σχέση είχαν με την 2 η Αναγέννηση, τουλάχιστον μέχρι τα πρόσφατα γεγονότα στο Σαιντ Πήτερς. Ήταν επιλεκτικά χτυπήματα, με διάσπαρτη γεωμετρία, σε κάποιους επιφανείς επιχειρηματίες, κατα προτίμηση με βαρύ πορτοφόλι και ακόμα πιο βαριά φήμη. Οι επιθέσεις δεν είχαν καμία σχέση με τις χειρουργικές τομές της 2ης Αναγέννησης, αντιθέτως. Ήταν ατσούμπαλες και άγαρμπες επιθέσεις, που στις περισσότερες των περιπτώσεων είχαν 176


αποτέλεσμα τον θάνατο αθώων: Οικογένειες των θυμάτων, γείτονες, περαστικοί, όποιος βρίσκεται στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή. Καμία ομάδα δεν είχε αναλάβει την ευθύνη για αυτά τα χτυπήματα (8 τον αριθμό), ενώ το πιο πρόσφατο ήταν αυτό που με τον τρόπο του, στιγμάτισε την καρδιά του Τομ. Ο θάνατος της οικογένειας Χάους, σκύλου συμπεριλαμβανομένου, ήταν το τελευταίο κεφάλαιο στον κύκλο αίματος που είχε αρχίσει. 2. Ο Μάικλ Χάρρινγκτον, διευθυντής της Αντι-Τρομοκρατικής και διάδοχος του Τζο Σάμμερς, ήταν ηγέτης μιας αθόρυβης εκστρατείας για την εύρεση των ενόχων: Τα μόνα τους πορίσματα μετά από τόσο καιρό, ήταν οι ενδείξεις για την ύπαρξη μιας νεοσυσταθούσας ομάδας που έφερε την επωνυμία ‘’Φοίνικας’’, πιθανότατα όχι από την ηλιόλουστη πόλη της Αριζόνα, αλλά από το θρυλικό πουλί της μυθολογίας. 3. Όσο και αν είχαν ιδρώσει οι αρχές από τις επιθέσεις στους επιχειρηματίες, η απόδραση των 12 (εκ των 17: 3 έχασαν τη ζωή τους και 2 έμειναν μέσα) από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Σαιντ Πήτερς στην περιοχή Κρίσταλ Κόουβ σκόρπισε πανικό. Άλλωστε, οι 12 αυτοί ήταν οι ισοβίτες φερόμενοι ως αρχηγοί της 2ης Αναγέννησης, και παρά το εντελώς διαφορετικό μοτίβο, οι σκέψεις για κάποια συσχέτιση ήταν αναπόφευκτες. (η πρώτη είδηση που είδε η Σούζαν) 4. Η επιβεβαίωση αυτής της συσχέτισης έλαβε χώρα στην είδηση της δολοφονίας του Τζο Σάμμερς, μια μόλις μέρα μετά. Ήταν καταφάνερο για όλους πλέον ότι ήταν μια πράξη εκδίκησης από τα μέλη της 2ης Αναγέννησης, που βγήκαν μετά από χρόνια ξανά στον αφρό της επικαιρότητας. (η δεύτερη είδηση που είδε η Σούζαν) Η Σούζαν Γιορκ σκέφτηκε τα μέλη της 2ης Αναγέννησης σε μια φρενίτιδα εκδίκησης και αναρρίγησε. ‘’Άντε να εξηγήσει κανείς τι απέγινε η Λίσα’’ σκέφτηκε αμήχανα, όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει. -Τομ; Σιωπή. Ύστερα, άκουσε γνώριμα βήματα να πλησιάζουν από το σαλόνι προς την κουζίνα. -Τομ;, ξαναρώτησε χωρίς να πάρει απάντηση. Από την πόρτα της κουζίνας ξεπρόβαλλε ένα γνώριμο κεφάλι, σκοτεινιασμένο και προβληματισμένο. -Τομ! Γιατί δεν απαντάς παιδί μου; Έλα, άργησες, σου έχω φτιάξει το αγαπημένο σου και φοβάμαι μην έχει κρυώσει. Ο Τομ δεν πήρε την συνηθισμένη έκφραση χαράς. -Τομ; Η Σούζαν τον κοίταξε ερευνητικά. Φαινόταν κουρασμένος και βρώμικος. -Τομ, τι συμβαίνει αγόρι μου; 177


Ο Τομ γύρισε τελικά το βλέμμα του προς εκείνη, και την κοίταξε με αμφιβολία και περισυλλογή. -Σούζαν; (την φώναζε Σούζαν αρκετό καιρό τώρα, ένας περίεργος τρόπος του να νιώσει μεγαλύτερος από έφηβος. Τον άφηνε, όπως και να ‘χει) -Ναι; -Γιατί έρχονται άνθρωποι και μου λένε ότι ο πατέρας μου είναι ζωντανός; Αυτές οι ρημάδες οι επιπτώσεις των επιλογών μας, έχουν την τάση να προλαβαίνουν το κουκούλωμα.

43. Μαλιμπού. Πρέπει να είναι το Μαλιμπού. Αυτές οι ρημάδες οι επιπτώσεις των επιλογών μας, έχουν την τάση να προλαβαίνουν το κουκούλωμα. Με αυτή τη σκέψη, ο Μαρκ Λίθγκοου κοίταξε τον άντρα που καθόταν απέναντί του. Ήταν ένας καστανόξανθος άντρας, με πλούσια και άτακτα μαλλιά και κινητικά μεγάλα μάτια, σε μια απροσδιόριστη απόχρωση του μπλε. Ή του γκρίζου; Όχι ότι τον ένοιαζε και πολύ. -Φοίνικας είπες;, τον ρώτησε, επαναλαμβάνοντας την τελευταία του κουβέντα. -Φοίνικας, απάντησε ξανά ο άντρας. Το πουλί που ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες του. Νομίζω ότι είναι προφανές το μήνυμα που θέλουμε να περάσουμε. Ο Μαρκ τον κοίταξε με απορία. Υπήρχε ακόμα ένας απόηχος της ζαλάδας στο κεφάλι του, δεν θυμόταν άλλη τόσο επώδυνη διάσειση όσο αυτή που είχε κερδίσει από την ‘’απόδρασή’’ του. -Όχι, του είπε ξερά και προσπάθησε να σηκωθεί. Κοίταξε έξω από το παράθυρο του δωματίου, που πρέπει να άνηκε σε κάποιο ακριβό ξενοδοχείο. ‘’Μαλιμπού. Είναι σίγουρα το Μαλιμπού’’, σκέφτηκε. Και πράγματι, ήταν το Μαλιμπού. Ήταν το Μαλιμπού, στις ακτές της Καλιφόρνια, και το είχε καταλάβει από τρια βασικά στοιχεία: Πρώτο: Το ηλιοβασίλεμα. Το ηλιοβασίλεμα απλωνόταν πίσω από το τζάμι σαν στιμμένος χυμός από σαγκουίνι ανάμικτος με μια τζούρα από βατόμουρο. Αν το δωμάτιο ήταν πιο χαμηλό, θα μπορούσε σίγουρα να δει μια μαύρη σιλουέτα ενός κοκοφοίνικα, και άλλη μια σιλουέτα ενός σέρφερ. Το ηλιοβασίλεμα ήταν μια αχανής καρτ-ποστάλ. Δεύτερο: Η μυρωδιά. Μπορούσε να μυρίσει, ακόμα και μέσα στο ξενοδοχείο που ήταν κλεισμένος, την μυρωδιά από άφθονο κρασί. Λευκό, κόκκινο, ροζέ, αφρώδες, ξηρό, φρουτώδες, κρασί για κάθε ουρανίσκο. 178


Τρίτο: Το γυάλινο διακοσμητικό πάνω στο τραπεζάκι του ξενοδοχείου. Θα έπρεπε να το είχε προσέξει νωρίτερα. Ίσως να έφταιγε η διάσειση. Το γυάλινο μικρό ορθογώνιο, είχε μια ανάγλυφη επιγραφή: Καλώς ήλθατε στο Μαλιμπού. Προφανές. Αλλά ακόμα και να μην ήταν στο Μαλιμπού, το βασικό του πρόβλημα ήταν ότι αυτοί που τον είχαν βοηθήσει να αποδράσει από την φυλακή, τον είχαν κλειδωμένο μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Όταν είχε διαμαρτυρηθεί, την πρώτη κιόλας μέρα, του είχαν πει: ‘’Για λόγους ασφαλείας’’. Ο καστανόξανθος άντρας ήταν εκείνη την στιγμή στο δωμάτιό του μάλλον για να του δώσει τις απαραίτητες διευκρινίσεις. Αλλά είχε αλλού το μυαλό του. -Τι όχι;, τον ρώτησε, λίγο εκνευρισμένος. Η 2η Αναγέννηση...Ο φοίνικος που αναγεννάται από τις στάχτες του....είναι σαφές! -Α, έκανε αδιάφορα ο Μαρκ. Ο άντρας ξεφύσηξε σαν να είχε παρουσιάσει ένα αριστούργημα και το κοινό είχε γυρίσει την πλάτη του. Σηκώθηκε όρθιος. -Κύριε Λίθγκοου...σας βοηθήσαμε να αποδράσετε, -...μας βγάλατε, τον διόρθωσε. -..σας βγάλαμε, ακριβώς επειδή θέλουμε και η 2η Αναγέννηση να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της. Σας θέλουμε, την ιστορική ηγετική ομάδα, να μας βοηθήσετε να σημάνουμε την αντεπίθεσή μας. Ο Μαρκ γύρισε και τον κοίταξε, και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο που πολύ θα ήθελε να γίνει γέλιο. Ο άντρας ένιωσε την ειρωνία και δυσφόρησε ακόμα περισσότερο. -Που είναι το αστείο;, τον ρώτησε. Ο Μαρκ σήκωσε το γύαλινο διακοσμητικό που τον καλοσώριζε στο Μαλιμπού. -Έχασα 17 χρόνια από την ζωή μου. 17 χρόνια, το συλλαμβάνεις; Μακριά από τον κόσμο που τόσο αγάπησα. Μακριά από την γυναίκα που τόσο ερωτεύτηκα, ετοιμόγεννη ήταν όταν μας πιάσανε, το θυμάμαι σαν τώρα...της είχα πει ‘’μια τελευταία φορά’’. Χα. Μια τελευταία φορά. Και ύστερα χάθηκε, και δεν την ξαναείδα ποτέ. Είναι ένα βαρύ τίμημα, δεν νομίζεις; Και ξέρεις τι είναι χειρότερο; Θα σου πω. Τα 17 χρόνια δεν είναι τίποτα, τίποτα μπροστά στο γεγονός ότι πρέπει να συμφιλιωθείς με την ιδέα ότι δεν θα ξαναβγείς ποτέ. Δεν μου έφτασαν αυτά τα 17 χρόνια για να πάψω να ελπίζω: Ότι θα την ξαναδώ, ότι θα γνωρίσω το παιδί μου, ότι θα ξαναπερπατήσω ελεύθερος, ότι θα δω ένα ηλιοβασίλεμα στο Μαλιμπού όπως τώρα, να δω τον ήλιο να βυθίζεται στον ειρηνικό, να πιω καφέ, να πιω τεκίλα και ρούμι, να φάω...χμ, να φάω μπριζόλα με πατάτες τηγανιτές. Πίστεψέ με, είναι πολύ βαρύ το τίμημα. Αλλά θα σου πω και κάτι άλλο. Η 2η Αναγέννηση άξιζε το τίμημα, όσο και αν η καρδιά μου υποφέρει. Γιατί, φίλε μου, δεν μας συλλάβανε ποτέ στην πραγματικότητα. Ναι, εντάξει, μας τσακώσανε, αλλά να ξέρεις ότι το σπόρο μας τον έχουμε φυτέψει, και αργά ή γρήγορα θα ανθίσει και θα γίνει λουλούδι που τα πέταλά του θα σκεπάσουν τον ουρανό, και το νέκταρ του θα μεθύσει την θάλασσα. Αυτή η ρημάδα η ιστορία, και σου μιλάει κάποιος που έχει νιώσει το ιστορικό της χάδι, έχει τους τρόπους της- να την εμπιστεύεσαι.

179


Δεν ξέρω τι είναι ο Φοίνικάς σας, δεν ξέρω ποιος είναι ο στόχος σας. Ξέρω ότι καταστρέψατε μια ολόκληρη φυλακή και σκοτώσατε μια σειρά φρουρών με την ορμή ενός ταύρου σε υαλοπωλείο- έχετε τσαμπουκά, αυτό σας το αναγνωρίζω. Δεν ξέρω αν πρέπει να σου πω ‘’ευχαριστώ’’. Αν με πιάσουν στο κάτω κάτω, δεν γλιτώνω την θανατική ένεση, και άντε να τους πείσω ότι ήρθατε ουρανοκατέβατοι και με κλειδώσατε σε ένα ξενοδοχείο του Μαλιμπού. Χα! Το μόνο που θέλω, φίλε μου, είναι να με αφήσεις να φύγω από εδώ. Έχω να κάνω δυο πράγματα μέχρι να με ξαναπιάσουν. Το ένα είναι να βρω αυτόν τον προδότη, και είναι σίγουρα ένας από εμάς τους 17, αυτόν που μας έδωσε στον Τζο Σάμμερς και έχασα αυτά τα 17 χρόνια. Το άλλο, που είναι και το πιο σημαντικό, είναι να βρω την μικρή μου και το παιδί μου. Δεν με ενδιαφέρει τίποτε άλλο αυτή τη στιγμή, πίστεψέ με. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω στον αγώνα που δίνεις, ότι αγώνας και αν είναι αυτός. Λυπάμαι. Ο άντρας τον είχε παρακολουθήσει με προσοχή, ανέκφραστος. Μόνο οι κόρες των ματιών του βρισκόντουσαν σε μια διαρκή, νευρική κίνηση. Ο Μαρκ ξαναακούμπησε το γυάλινο διακοσμητικό στο τραπεζάκι, και τον κοίταξε σαν να περιμένει να του ανοίξει την πόρτα. Αλλά ο άντρας είχε άλλα σχέδια. -Κύριε Λίθγκοου, είστε πραγματικά τόσο σπουδαίος όσο είχα φανταστεί για εσάς. Αλλά λυπάμαι και εγώ για τις επιθυμίες, γιατί δεν μπορώ να τις καλύψω όλες. Βλέπετε, έχουμε προγραμματίσει, όπως εσείς κάποτε, ένα ωραίο, εκρηκτικό ταξίδι στην χώρα της αμαρτίας, και το να σας αφήσω να φύγετε μπορεί να το διακυβεύσει. Αντ’ αυτού, θα σας ευχαριστήσω λέγοντάς σας ότι σήμερα το βράδυ θα κάνουμε μια μικρή επίσκεψη σε ένα συγκεκριμένο άνθρωπο. ΄Εναν άνθρωπο που σίγουρα θα μπορεί να μας δώσει απαντήσεις και στα δυο σας ερωτήματα. Θα μας πει και ποιος σας πρόδωσε, αλλά και που είναι η γυναίκα και το παιδί σας. Θα τους βρούμε όλους, και οι τύχες τους θα αποφασιστούν ύστερα από την συμβουλή σας. Αλλά μέχρι να γίνουν όλα αυτά, λυπάμαι, αλλά δεν μπορείτε να πάτε πουθενά. Ο Μαρκ κοίταξε τον αρκετά νεότερό του άντρα αυστηρά. -Αν εννοείς τον Τζο Σάμμερς, πρέπει να σε προειδοποιήσω. Δεν είναι ένας άνθρωπος που θα δώσει οποιαδήποτε απάντηση, με ότι και αν τον απειλήσετε. -Ω, κύριε Λίθγκοου. Έχουν περάσει τα χρόνια. Ο Τζο Σάμμερς είναι τώρα ένας μανιακός καπνιστής συνταξιούχος ερημίτης σε ένα μικρό σπιτάκι κάπου στις Μεγάλες Λίμνες. Πλησιάζει τα 60 με ταχύτητα γερασμένης χελώνας. Ο Μαρκ δεν έδειξε να συμμερίζεται την άποψη του άντρα. -Ακόμα και αν είναι με πατερίτσες και παροχή οξυγόνου, πίστεψέ με, καλύτερα να μην τα βάλεις με αυτόν τον άνθρωπο, επανέλαβε. -Ή αυτός έχει φτάσει ο καιρός να καταλάβει ότι δεν έπρεπε να τα βάλει μαζί σας. Ή μαζί μας για να το θέσω καλύτερα. -Δεν έχω τίποτα να χωρίσω, αλλά και τίποτα κοινό μαζί σου φίλε μου. Σε ότι με αφορά, είσαι ο καινούριος μου δεσμοφύλακας, και αυτό είναι το νέο μου κελί. Είσαι ακόμα ένας παράγοντας που εμποδίζει την ελευθερία μου. 180


-Θα τα πούμε σύντομα κύριε Λίθγκοου. Ύστερα γύρισε την πλάτη του και απομακρύνθηκε προς την πόρτα. Πριν φύγει, γύρισε μια τελευταία φορά προς το μέρος του. -Ελπίζω να αλλάξετε άποψη. Εύχομαι να αλλάξετε άποψη. Η πόρτα έκλεισε και κλείδωσε πίσω του και η σιγή απλώθηκε στο δωμάτιο βαριά και αποπνιχτική. Ο Μαρκ σήκωσε άλλη μια φορά το μικρό γύαλινο διακοσμητικό, και το πέταξε με δύναμη πάνω στην πόρτα, σπάζοντάς το σε χίλια μικρά κομμάτια που σκορπίστηκαν καλοσωρίζοντάς τον στο Μαλιμπού.

44. Την επόμενη ημέρα, ο ξανθός άντρας επέστρεψε στο δωμάτιο με ένα φάκελο, μια κόλλα χαρτί και μια εφημερίδα. Ο Μαρκ λαγοκοιμόταν, αλλά τον υποδέχτηκε εκνευρισμένος. -Πρώτον, ας τελειώσει εδώ αυτό το αστείο. Δεύτερον, αν είναι να παίξουμε λίγο ακόμα, κοιτάχτε να μου βάλετε μια τηλεόραση εδώ μέσα, είναι πιο βαρετά και από την αβυσσαλέα βαρεμάρα του Σαιν Πήτερς. Τρίτον... Σταμάτησε το λογύδριό του βλέποντας το θριαμβευτικό χαμόγελο του άντρα και την ξεχασμένη πολυτέλεια της εφημερίδας, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στο γράμμα. Χωρίς άλλη κουβέντα, πήρε την εφημερίδα στα χέρια του και κοίταξε τους πηχαίους κεντρικούς τίτλους που έγραφαν: ΣΟΚ! ΑΓΡΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΖΟ ΣΑΜΜΕΡΣ! Η αστυνομία εξετάζει το ενδεχόμενο πράξης εκδίκησης, ύστερα από την απόδραση των μελών της 2ης Αναγέννησης. Η σκέψη του νεκρού Τζο Σάμμερς, σχεδόν τον έριξε κάτω έτσι που τον βομβάρδισαν οι αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής του. Ύστερα, κοίταξε πάλι τον άντρα σκεπτικός. -Σκοτώσατε ένα γεράκο και το φορτώσατε σε εμάς που βγάλατε από την φυλακή. Ωραίο μου ακούγεται. -Μπα, θα αναλάβουμε ευθύνη για αυτά, αργά ή γρήγορα. Αλλά πέρα από αυτά που αναφέρατε, κάναμε και αυτό, του είπε και του άπλωσε το φάκελο. Κύριε Λίθγκοου, νομίζω ότι αυτό θα δώσει απαντήσεις, τουλάχιστον στο ένα από τα δυο σας ερωτήματα. Και τι απαντήσεις... Θα ανακαλύψουμε την γυναίκα και το παιδί σας σύντομα, αν οι άνθρωποί μου δεν το έχουν ήδη κάνει, αλλά τουλάχιστον ανακαλύψαμε τον προδότη σας. Ο Μαρκ Λίθγκοου, 17 χρόνια κλεισμένος σε ένα στενό κελί και άλλες μερικές ημέρες κλεισμένος σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο στο Μαλιμπού, πήρε το γράμμα στα χέρια του με γνήσια περιέργεια. Ύστερα, η περιέργεια έγινε έκπληξη. 181


Η έκπληξη έγινε άγχος. Το άγχος έγινε ναυτία. Και ύστερα, εντελώς απροειδοποίητα, έριξε μια μπουνιά στον καθρέπτη του δωματίου πάνω από το τραπεζάκι. Γύρισε με το χέρι του να στάζει μερικές βελούδινες κόκκινες σταγόνες στο ακριβό χαλί και κοίταξε τον άντρα. -Βρείτε την γυναίκα και το παιδί μου. Θα κάνω ότι μου πείτε.

45. Όταν δεν ξέρεις τι να πεις, καλύτερα να μην πεις τίποτα. Βέβαια, κάποιος θα αντικρούσει: Καλύτερα να πεις κάτι παρά να μην πεις τίποτα. Μόνο η Σούζαν Γιορκ κατάφερε να μην πει τίποτα, λέγοντας πολλά. Επανέλαβε την ιστορία για τον θάνατο του πατέρα του Τομ. Μια ωραία ιστορία, που είχε όλο το χρόνο να καταστρώσει μέχρι ο μπόμπιρας να αισθανθεί την έλλειψη του πατέρα. Επανέλαβε την σιγουριά της ότι ο πατέρας του ήταν νεκρός. Προσέθεσε ότι είναι πολύ πιθανό, κάποιος που δεν την συμπαθεί να έκανε κάποια κακώς νοούμενη φάρσα. Δεν θα τον έπειθε με αυτό ούτε αν ήταν ακόμα 12 χρονών. Εκτίμησε ότι μπορεί να υπήρξε κάποια παρεξήγηση, αλλά δεν έπεισε ούτε τον εαυτό της. Σε όλη την συνομιλία, η Σούζαν Γιορκ ήταν μια ομιλούσα αντίφαση, φανερά αιφνιδιασμένη και αμήχανη. Φυσικά, ο Τομ το αισθάνθηκε αυτό, και δεν είχε κανένα λόγο να εμπιστευτεί τα σαθρά της επιχειρήματα. Είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι η μητέρα του έκρυβε πράγματα. Πάρε από έναν έφηβο τον πατέρα του, το κορίτσι για το οποίο χορεύει η καρδιά του, κάνε την μητέρα του μια μυστικοπαθή αγνώριστη και αμήχανη γυναίκα και κάτσε να δεις τις συνέπειες. Ότι και να συνέβη στο μυαλό του Τομ εκείνο το βράδυ, ότι συναισθήματα και να καθυπόταξαν την λογική του, αυτός φόρεσε ένα προσωπείο σκληρότητας και αποφασιστικότητας. Και ήταν μάλιστα τόσο καλό, που η Σούζαν δεν μπόρεσε παρά να σκεφτεί ότι το μήλο κάτω από την μηλιά θα πέσει. Ο Τομ διέκοψε την συζήτηση σαν ολοκληρωμένος ενήλικας. -Φεύγω, της είπε κοφτά. -Τι εννοείς φεύγεις;, τον ρώτησε αυστηρά λες και ήταν ακόμα έφηβος. -Πάω να βρω τον πατέρα μου. Και χωρίς να περιμένει απάντηση, σηκώθηκε, πήγε στο δωμάτιό του και ξαναβγήκε με ένα σακίδιο ώμου και εξαφανίστηκε. Η Σούζαν έμεινε μόνη της, εμβρόνητη και μουδιασμένη.

182


17 ολόκληρα χρόνια. 17 χρόνια ησυχίας, και τώρα η βόμβα έσκαγε μπροστά στο πρόσωπό της. Φυσικά, μπόρεσε αμέσως να απαντήσει μέσα της το αγωνιώδες ερώτημα του Τομ. Το επανέλαβε στο κεφάλι της, σαν παλιά κασέτα και δημιούργησε μια εικονική αναπαράσταση. -Γιατί έρχονται άνθρωποι και μου λένε ότι ο πατέρας μου είναι ζωντανός; -Γιατί είναι. -Που είναι; Ποιος είναι; -Λέγεται Μαρκ Λίθγκοου. Και μόλις απέδρασε από τις φυλακές Σαιντ Πήτερς. Ο πατέρας σου είναι διαβόητος τρομοκράτης, ιστορικό στέλεχος μιας οργάνωσης που έδρασε σε μια εποχή που εσύ δεν πρόλαβες. -Και που είναι τώρα; -Δεν έχω ιδέα. Αλλά σίγουρα αυτός έστειλε κάποιον να σου πει αυτά που σου είπε. -Γιατί; -Γιατί σίγουρα θα θέλει να με εκδικηθεί. Είμαι σε τελική ανάλυση, η αιτία που είναι στη φυλακή. -Εσύ; -Εγώ. -Γιατί; -Ω, υπάρχουν τόσα πράγματα που δεν ξέρεις για μένα.... Η Σούζαν Γιορκ σηκώθηκε αργά και περπάτησε μετέωρα μέχρι το μπάνιο, γνωρίζοντας ότι ένα δίκαιο σχέδιο εκδίκησης βρισκόταν καθ’οδόν για να την συναντήσει. Κοίταξε το είδωλό της στον καθρέπτη, κουρασμένο, ταλαιπωρημένο, σαν να ήθελε να κλάψει. Κοιτάχτηκε με περισυλλογή και προσοχή. Θόλωσε το τζάμι με τα χνώτα της, και ύστερα το σκούπισε. Ξανακοίταξε το είδωλο, αναγνωρίζοντας τα χείλη, τα μάτια, την μύτη, τις γωνίες. -Γειά σου Λίσα, είπε, και άρχισε να κλαίει. Να κλαίει και να περιμένει. Ήταν άλλωστε θέμα χρόνου.

183


ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΤΗΝ ΆΜΜΟ #3 Και όλα αρχίζουν και όλα τελειώνουν ξανά Αυτήν την στιγμή, αυτήν εδώ την στιγμή που μιλάμε, είναι το σημείο που οδηγούν όλα τα βήματα. Σωστές και λάθος επιλογές. Μυστικά, ψέμματα και μεγάλες αλήθειες. Το σημείο που τα προσωπεία και οι μάσκες πέφτουν στο έδαφος και σπάνε σε αναρίθμητα μικρά υγρά κομμάτια, σε χιλιάδες μικρά δάκρυα. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε ο Μαρκ είναι έξω από το σπίτι της Σούζαν Γιορκ. Ή αλλιώς, της Λίσα Χολμς. Είναι σκεφτικός, προβληματισμένος, μπερδεμένος σαν τις κλωστές στον αργαλειό της ύπαρξης. Μέσα στο σπίτι, είναι η Σούζαν Γιορκ ή αλλιώς, Λίσα Χολμς. Είναι σκεφτική, προβληματισμένη, μπερδεμένη σαν τις ρίζες του αιώνιου δάσους του αμαζονίου. Κάπου έξω στην πόλη, σε αναζήτηση του πατέρα του και μαζί του εαυτού του, είναι ο Τομ Γιορκ. Είναι σκεφτικός, προβληματισμένος, μπερδεμένος σαν έφηβος που δεν θέλει να είναι έφηβος. Επίσης, απέναντι από αυτήν την σελίδα είναι ο αναγνώστης της, σε αναζήτηση ενός τέλους της ιστορίας. Είναι μάλλον σκεφτικός, προβληματισμένος, μπερδεμένος σαν τις μεγάλες προτάσεις που διαβάζει. Όλοι αναζητούν απαντήσεις, όλοι προσπαθούν να ενώσουν τα βήματά τους στον ρυθμό της ζωής, που αλλάζει όποτε του κάνει κέφι, δυναμώνει και χαμηλώνει, αγκαλιάζει την Ιστορία και την αφήνει να κάνει το δικό της, ιδιότροπο ταξίδι διαμέσου της αιώνιας πάλης του ανθρώπου. Όλοι θα πάρουν κάποιες απαντήσεις, ίσως όχι όσες θα ήθελαν, αλλά σίγουρα όσες χρειάζονται για να βρουν μια στέρεα βάση να συνεχίσουν τον χορό τους. Μέχρι τα επόμενα ερωτήματα τουλάχιστον. Αλλά υπάρχει ένα τελευταίο ερώτημα. Πως ακριβώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Τι έφερε τον Μαρκ από το Μαλιμπού στο σπίτι της Σούζαν Γιορκ στο Κλίβελαντ; Τι κράτησε την Σούζαν Γιορκ μέσα στο σπίτι της στο Κλίβελαντ, και δεν την ώθησε να βγει έξω, είτε για να αναζητήσει τον γιό της, που είναι ήδη εξαφανισμένος για μια ολόκληρη ημέρα, είτε για να κρυφτεί από το σχέδιο εκδίκησης που πιστεύει ότι της ετοιμάζουν; Ποιος είναι ο προδότης στο γράμμα που επεστράφη στον Τζο Σάμμερς; Τι είναι ο Φοίνικας και τι ‘’εκρηκτικό ταξίδι’’ ξεκινάει από τον ουρανοξύστη Κι του Κλίβελαντ; Στο κάτω κάτω, όλα αυτά τα μικρά ερωτήματα απαντώνται μάλλον εύκολα- μακάρι όλα τα ερωτήματα των ηρώων να είχαν αυτήν την ευκολία. Τόσο στην απάντηση, όσο και στην διατύπωση. Άλλωστε, η ζωή είναι μια θάλασσα ερωτημάτων, μεγαλύτερη και από τον Ειρηνικό, πιο ανειρήνευτη και από τα ρεύματα του Ατλαντικού. Πολλές απαντήσεις μπορεί να υπάρχουν, είτε ήδη δοσμένες, είτε θαμμένες κάτω από το χιόνι εκεί που χαιδεύει τον ουρανό το βόρειο σέλας. Το θέμα όμως είναι να μπορείς να βρεις το σωστό ερώτημα, πριν ακόμα αποπειραθείς να δώσεις επιπόλαια της απαντήσεις της δομικά ημιμαθούς ανθρώπινης φύσης. Ας δούμε λοιπόν, ας κοιτάξουμε αυτά τα τελευταία ερωτήματα, με την σειρά που τους πρέπει.

184


ΩΡΑ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ 46. 17 χρόνια. Ο Μαρκ μετρούσε μια μια τις ημέρες, τις αναρίθμητες ημέρες που έχουν 17 ολόκληρα χρόνια, και αποζητούσε μόνο ένα πράγμα: Να την ξαναδεί. Η Λίσα Χολμς, κάτω από το νέο της όνομα, αυτό της Σούζαν Γιορκ, άφησε 17 χρόνια να περάσουν σχεδόν ληθαργικά, σε μια κατάσταση in limbo, σε μια συνειδησιακή νάρκη, και αποζητούσε μόνο ένα πράγμα: Να τον ξαναδεί. Και οι δυο κουβαλούσαν μαζί με το αδίστακτο πέρασμα του χρόνου, την ενοχή τους. Ο Μαρκ, που είχε πει με σιγουριά και άγνοια κινδύνου ‘’μια τελευταία φορά’’ και ενώ είχε δώσει το λόγο του να είναι δίπλα της κάθε στιγμή, να φτιάξει μαζί της μια υπέροχη ζωή, βρισκόταν εκλωβισμένος στις φυλακές του Σαιντ Πήτερς. Δεν είχε ούτε καν διεύθυνση να στείλει κάποιο γράμμα! Θυμόταν τις αγωνιώδης συνομιλίες του με τον Ουίλιαμ Μπάροους, τον δικηγόρο από την Νέα Ορλεάνη, έναν άνθρωπο που του έδωσε τον χρόνο, την οικογένεια και την ενέργειά του: -Βρες την, Ουίλιαμ, σε παρακαλώ...Βρες την, να της πω συγνώμμη και ας κάτσω μετά εδώ να πεθάνω. Αυτός είχε πάντα δυο πράγματα να πει. -Μαρκ, θα κάνουμε έφεση για μείωση της ποινής. Δεν τα παρατάμε. Έχω στείλει μια βοηθό μου, μια ικανότατη γυναίκα, την Θέλμα, αν θυμάσαι, να αλωνίσει την Αμερική και να βρει κάθε στοιχείο για να βρουμε την γυναίκα σου. -Αυτός ο αλήτης, αυτό το κάθαρμα ο Τζο Σάμμερς θα ξέρει που είναι. Θα την έχει χώσει σε κάποιο σκοτεινό μπουντρούμι το τέρας...και το παιδί μου θα είναι σε κάποιο ορφανοτροφείο...Με εκδικείται Γουίλιαμ. Με εκδικείται το σαδιστικό κάθαρμα στερώντας μου ότι πολυτιμότερο έχω.. Ύστερα, ο καιρός πέρασε σαν αιώνιος ταξιδιώτης. Η Θέλμα έγινε δικηγόρος με δικό της γραφείο, έπαψε να ψάχνει μια γυναίκα-φάντασμα, για την οποία δεν υπήρχε το παραμικρό στοιχείο. Ότι και αν ήταν η Λίσα Χολμς, δεν υπήρχε πιά, τα ίχνη της είχαν γίνει γραμμές στην άμμο που σκέπαζε το κύμα και χαλούσε ο αέρας. Τίποτα, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο Ουίλιαμ έχασε την έφεση, και δεχόμενος μεγάλες πιέσεις αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και να αποσυρθεί ξανά στις τζαζ περιπλανήσεις του στη Νέα Ορλεάνη. Ο Γουές ανέλαβε την υπόθεση, αλλά με πολύ λιγότερο σθένος, πολύ λιγότερο πάθος, με μια επαγγελματική αποστασιοποίηση που δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Οι φυλακές του Σαιντ Πήτερς δεν ήταν μόνο φυλακές για το ανθρώπινο σώμα και το μάτι. Δεν στερούσαν μόνο τους αχανείς αυτοκινητοδρόμους και την λυτρωτική απεραντοσύνη του ουρανού. Η κάποτε, αρχηγική ομάδα της 2ης Αναγέννησης, είχε αρχίσει να ατροφεί με την πνευματική δίαιτα που της είχαν επιβάλει: Δεν είχαν δυνατότητα να διαβάζουν βιβλία της επιλογής τους παρά μόνο μετά από 10 ολόκληρα χρόνια αδιάφορων περιοδικών για ψάρεμα, 185


κυνήγι και γυμνές γυναίκες. Δεν είχαν δυνατότητα να συζητούν πίνοντας καφέ στο προαύλιο, παρά μόνο για το μισάωρο του πρωινού, του μεσημεριανού και του δείπνου. Οι φυλακές λες και ήταν φτιαγμένες για αυτούς και μόνο: Διάφοροι άλλοι κρατούμενοι, κυρίως ένοχοι εγκλημάτων με πολιτικές και ηθικές προεκτάσεις, μπαινόβγαιναν στην φυλακή συνεχώς,σαν τις εποχές. Οι μόνοι σταθεροί επιβάτες του τρένου της ψυχικής παρακμής ήταν οι 17 τους, που γρήγορα έγιναν από παθιασμένες φιγούρες, κενά σώματα που περίμεναν βαριεστημένα το τέλος τους. Δεν ήταν όμως δολοφόνοι, δεν ήταν βιαστές, δεν ήταν τρομοκράτες. Ήταν σύγχρονοι δον κιχώτες, σε αναζήτηση του ανεμόμυλου της κοινωνικής αλλαγής. Το μεγαλύτερο πλήγμα που έφερε στην συνείδησή τους η φυλακή του Σαιντ Πήτερς ήταν ότι καθημερινά, σαδιστικά και ανυποχώρητα, τους δηλητηρίαζε το μυαλό ότι ήταν εγκληματίες και ότι η κοινωνική αλλαγή μια ανώφελη πλάνη. Το δωμάτιου του Μαρκ Λίθγκοου ήταν ανάλογο μιας μικρής γκαρσονιέρας στο Μανχάταν σε μέγεθος, και ενός μοτέλ του δρόμου σε λιτότητα. Ύστερα από 17 χρόνια σε αυτό το κελί, κάτω από τον κωδικό VI-586, ο Μαρκ μεταφέρθηκε σε ένα μάλλον ακριβό δωμάτιο σε κάποιο ξενοδοχείο στο Μαλιμπού, όπου ο κόσμος επέστρεψε βίαια στις αισθήσεις του. Σε αυτό το δωμάτιο, έδιωξε επιτέλους το αγκάθι της ταυτότητας του προδότη, που τριβέλιζε το μυαλό του για πολύ καιρό. Ύστερα, έκανε μια συμφωνία: -Πηγαίντε με στην γυναίκα μου, και θα κάνω ότι θέλετε. Ύστερα, μαθαίνοντας τι θέλει ο Φοίνικας, μετάνιωσε που το είπε, αλλά η επιθυμία του να την δει ξανά υπερκέρασε την ανυσηχία του. Γιατί ο Φοίνικας δεν ήταν η 2η Αναγέννηση. Ο Φοίνικας είχε πρότυπο την βία, την καταστροφή και το χάος, ήταν μακριά από τα πρότυπα ενός άλλου πολιτισμού, ενός άλλου κοινωνικού υποδείγματος και μιας πολιτικής ανατροπής. Ο Φοίνικας θα ξεκινούσε –συμβολικάαπό το Κλίβελαντ, τινάζοντας στον αέρα τον ουρανοξύστη Κι εν μέσω μιας συνεδρίασης ενός ομίλου επιχειρηματιών. Στόχος του ήταν ένας και μοναδικός, τόσο απλός και μονοκόμματος που θύμιζαν κακό στερεότυπο: Να γκρεμίσουν την Αμερική μέχρι τα θεμέλια. Την οικονομία, την αστική μεγαλοπρέπεια, την Τάξη. Αυτό ήταν το νέο τρίπτυχο της ομάδας που υποστήριζε ότι εμπνεύστηκε από την 2η Αναγέννηση. Αλλά εκείνη, ήταν δύναμη δημιουργίας. Ο Φοίνικας, ήταν δύναμη ανέξοδης καταστροφής. Έτσι, ο Μαρκ τώρα ήταν κάτω από ένα διαφορετικό όνομα σε ένα αεροπλάνο για το Οχάιο, δίπλα σε έναν καστανόξανθο άντρα με μάτια που έπαιζαν δεξιά και αριστερά με μεγάλη ταχύτητα και ένα καταστροφικό αιματηρό σχέδιο στις αποσκευές του. Του είχε δώσει μια διεύθυνση και μια αναπάντεχη προοπτική να την ξαναδεί. Του είχε δώσει μια τελευταία συνάντηση μαζί της. Και ύστερα, ήθελε από αυτόν την συνέργεια σε ένα ειδαχθές και αποτρόπαιο έγκλημα. Από το αεροδρόμιο, τον παρέλαβε ένα μεταχειρισμένο παλιό αυτοκίνητο, και τον οδήγησε μέχρι μια όμορφη γειτονιά, δίπλα σε μια κούρμπα του ποταμού που άστραφτε στο φεγγαρόφως, του έδειξε ένα απλό σπίτι, του έδωσε μια ώρα. Ο καστανόξανθος άντρας ήταν μαζί του. 186


-Κύριε Λίθγκοου, η ‘’επανασύνδεσή’’ σας καλό είναι να μην κρατήσει πολύ. Είναι όλα έτοιμα αύριο για το μεγάλο μπουμ. Μετά, μπορείτε να ανανεώσετε τα συμβόλαιά σας με την παρανομία. Ο Μαρκ τον κοίταξε απαξιωτικά. -Δεν θα αργήσω, του είπε και κατέβηκε από το αυτοκίνητο, πλησιάζοντας δισταχτικά προς την πόρτα. Πίσω από αυτήν, η Σούζαν Γιορκ περίμενε. Περίμενε και ήξερε. Η απόδρασή τους, ο θάνατος του Τζο Σάμμερς...θα μπορούσε κάποιος εύκολα να ενώσει τα κομμάτια για το ποιος ‘’έδωσε’’ την τοποθεσία τους, για το ποιος ξεκίνησε την επιχείρηση βανίλια. Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Θα μπορούσε κάποιος εύκολα, να ενώσει τα κομμάτια του μεγαλύτερου πάζλ.

47. Η πόρτα άνοιξε πολύ απαλά για να είναι ο Τομ. Ο βηματισμός ήταν πολύ αβέβαιος για να ανήκει σε κάποιον που μένει σε αυτό το σπίτι. Μια πλατεία και μια παραλία στο Μοντεβιδέο, ένα μεγαλοπρεπές και αχανές μουσείο στο Βερολίνο, όλος ο κόσμος σε ένα ξέφρενο ταξίδι και όλα τελειώνουν εδώ, σε μια ξύλινη κουζίνα ενός απλού σπιτιού στο Κλίβελαντ. Τον είδε, κάτω από το κίτρινο φως, να ξεπροβάλλει στην κουζίνα. Αγνώριστος, γερασμένος, σαν να είχε ρουφήξει κάποιος την ζωή από μέσα του, όλη την ζωντάνια, όλη την παιδικότητα. Κανένα σκανταλιάρικο χαμόγελο. Καμία διάθεση για φλυαρία. Βλοσυρός, έτοιμος να κλάψει και έτοιμος να φωνάξει. Τον υποδέχτηκε με μια ξαφνική και ολική παράλυση των μυών της. Την είδε, κάτω από το κίτρινο φως, να κάθεται στην κουζίνα. Αγνώριστη, άγνωστη, μακρινή ανάμνηση και ας την είχε αγγίξει ο χρόνος μόνο με τα καλά του δάχτυλα. Δεν μπορούσε να την δει καλά. Μια μάσκα ήταν μπροστά στο ανέκφραστο πρόσωπό της, που τον κοίταζε με ανάμικτη χαρά και λύπη. Τι να πρωτοπεί κανείς, όταν τον χωρίζουν 17 χρόνια από λίγο μόλις καιρό που δυο άνθρωποι γνωρίστηκαν και έμπλεξαν τόσο βαθιά τις ρίζες τους; Ποιος είναι ο σωστός χαιρετισμός; Ο Μαρκ ένιωσε τόσες διαφορετικές παρορμήσεις που μπερδεύτηκε και έμεινε ακίνητος στην πόρτα. Η Λίσα είχε παραλύσει απέναντί του. Μπορεί να περνούσε και όλο το βράδυ και το επόμενο πρωί, και απλά να κοιτάζονται, σαν χαμένοι. Ύστερα αυτός αποφάσισε να κάνει το πρώτο βήμα. Έβγαλε ξανά απέναντί της ένα περίστροφο. Την κοίταξε στα μάτια, σαν να προσπαθεί αν διαπεράσει την μάσκα της. Έστρεψε το όπλο πάνω της. Διάλεξε τις λέξεις του με προσοχή. -Ποια είσαι; 187


ΩΡΑ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΛΙΣΑ ΧΟΛΜΣ (ξανά)

48. -17 ολόκληρα χρόνια. 17 χρόνια να μαστιγώνω τον εαυτό μου από τις ενοχές που σε εγκατέλειψα, να ψάχνω ανάμεσα στους συντρόφους και συνοδοιπόρους μου να βρω ένα προδότη, αυτόν που ευθύνεται για την κατάντια μου σε ένα άψυχο κελί, μόνο και μόνο για να δω αυτό; Της πέταξε το γράμμα του Τζο Σάμμερς πάνω στο τραπέζι. Η Λίσα έκλεισε τα μάτια της. -Νόμιζα ότι το είχες βρει από μόνος σου, και για αυτό βγήκες, του είπε. -Δεν είχα ιδέα Λίσα, ή όπως στο διάολο σε λένε. Δεν είχα ιδέα (δάκρυα έφευγαν από τα μάτια του). Αυτά τα παιδιά, ο Φοίνικας, μας έβγαλαν έξω χωρίς να μας ρωτήσουν, αυτοί που τώρα θα πάνε να ανατινάξουν τον Πύργο Κι στο Κλίβελαντ, αυτοί που μου έφεραν αυτό και σε βρήκαν. Δεν αστειεύομαι Λίσα. Πες μου τώρα, τι σημαίνει αυτό, ποια είσαι και κυρίως ...γιατί; Η Λίσα Χολμς σε αντίθεση με την συζήτησή της με τον Τομ ήταν αυτή τη φορά καλά προετοιμασμένη. Είχε όλο το χρόνο να τυλίξει την απολογία της, την ζώη της σε μια κόλλα χαρτί και να την παραδώσει στον μόνο άνθρωπο που είχε ποτέ κατακτήσει το δικαίωμα να την μάθει. Εκείνη η Λίσα, ήταν η Λίσα που αποφάσισε να βγάλει την μάσκα. Και το έκανε. -Θα σου τα πω όλα. Και αποφασίζεις τι θα κάνεις με αυτό το όπλο μετά. Ο Μαρκ χαμήλωσε το όπλο του. Κάτι έβραζε και κόχλαζε γύρω τους, ίδρωνε τα σώματά τους, ήταν η αίσθηση της επικείμενης λύτρωσης. -Δεν ξέρω από που να ξεκινήσω, αλλά θα ξεκινήσω από το πιο σημαντικό από όλα. Σ’αγαπώ Μαρκ. Σ’αγαπώ όσο δεν έχω αγαπήσει τίποτα και ποτέ στην ζωή μου. Σ’αγαπώ γιατί μαζί σου αγάπησα τον εαυτό μου, μου έμαθες να το κάνω. Σ’αγαπώ για όλα όσα μου χάρισες, μου έμαθες, μου έδειξες, δημιούργησες μαζί μου. Έχεις ένα γιο Μαρκ, ένα όμορφο αγόρι που τώρα είναι έφηβος. Είναι 17 χρονών, γεμάτος πάθος και αντιφάσεις, όπως θα σου άρεσε. Δεν είναι εδώ τώρα. Κάποιος από αυτόν τον Φοίνικα τον βρήκε και του είπε ότι είσαι ζωντανός και τώρα σε ψάχνει με ένα μοτοποδήλατο και ένα κεφάλι γεμάτο αινίγματα. Ω, έχει τσαμπουκά και θάρρος Μαρκ, είναι ένα καλούπι δικό σου που προσπαθώ να ανεπιτυχώς να χαλιναγωγήσω. Δεν έχεις ιδέα πόσο πολύ σε αναζητάει, από την μέρα που γεννήθηκε, σε έχει ανάγκη, σε χρειάζεται, σε αγαπάει και ας μην σε ξέρει. Δεν του είπα τίποτα Μαρκ, ποτέ. Έκρυψα τη ζωή μας σε ένα σκοτεινό συρτάρι στο υποσεινήδητο, και εδώ και 17 χρόνια προσποιούμαι και υποκρίνομαι, είμαι μόνη μου,σχεδόν νεκρή, με ένα ολοζώντανο παιδί που με χρειάζεται και κάθε φορά είμαι λίγη απέναντί του. Δεν μπορώ να διανοηθώ τι έχεις περάσει, φυλακισμένος στο σώμα και το πνεύμα. Και μόνο η σκέψη με κατέστρεφε σαδιστικά, να σε σκέφτομαι να υποφέρεις, να φυτοζωείς. Ήρθα και έμεινα εδώ, για να είμαι κοντά, δεν ξέρω γιατί το έκανα, αλλά Μαρκ...δεν έχεις ιδέα πως 188


είναι...να σκοτώνεις κάθε βράδυ τον εαυτό σου και αυτός να φυτρώνει κάθε πρωί στην μικρή σου αυλή, πάντα εκεί, πάντα εκεί, και να προσπαθείς να ζήσεις, να φορέσεις την μάσκα με το χαμόγελο, να ξεπεράσεις τις ενοχές σου, να ξεπεράσεις τις τύψεις όχι για κάτι που έκανες απλά, αλλά για κάτι που είσαι. Αυτό που είμαι Μαρκ, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, δεν το ξέρω ούτε εγώ. Δεν ξέρω ποια είμαι, ποια ήμουν, τίποτα. Έχω χαθεί τόσο πολύ κυνηγώντας ξανά τον εαυτό μου, που δεν είμαι τίποτα, είμαι ένα απλό τίποτα. Μην με ρωτάς λοιπόν ποια είμαι. Άσε με απλά να σου απαντήσω τι έκανα. Φαντάζομαι θα έχεις καταλάβει και μόνος σου τώρα πια, αν όχι, ασε με να στο πω εγώ. Είχα πρόωρο τοκετό, αναγκάστηκα να πάω στο νοσοκομείο, έδωσα αίμα, ο Τζο Σάμμερς μυρίστηκε το αίμα μου, απείλησε να σκοτώσει το παιδί. Δεν τον έχω ξαναδεί από τότε. Μερικές ημέρες μετά, μόλις που είχα βγει από το νοσοκομείο και μάθαινα ότι σας έχουν συλλάβει, η ντροπή και η ενοχή μου ήταν δυσβάσταχτη. Δεν άντεχα να σε αντικρίσω ή να σου πω ψέμματα, όχι. Η τελευταία μου επαφή με τον Τζο Σάμμερς ήταν αυτό το γράμμα, που το επέστρεψα πίσω. Είναι ένα ερωτικό γράμμα, πιστεύω να το κατάλαβες πίσω από το δήθεν αυστηρό του ύφος. Ναι, Μαρκ, θα σου αποκαλύψω όλη την αλήθεια και πρώτα αυτό: Ο Τζο Σάμμερς υπήρξε ερωτευμένος μαζί μου. Τόσο ερωτευμένος που ήταν ικανός να ταξιδέψει όλο τον κόσμο για να με βρει, να σε βρει, ήταν το κρυφό κίνητρο του πάθους του. Κατα τύχη σας έπιασε όλους, του αρκούσες εσύ. Δεν με λένε Σούζαν Γιορκ, δεν με λένε ούτε Τζέσικα αλλά ούτε και Λίσα Χολμς. Ήρθε η ώρα να κάνω κάτι που έπρεπε να κάνω πολύ νωρίτερα, σκεφτόμουν να το κάνω στην Μπανγκόκ αλλά μας πρόλαβε αυτός. Ήρθε η ώρα να σου πω ποια είμαι και τι παράξενη δουλειά κάνω. Είμαι κόρη της Ίζαμπελ Κόλλινς και του Τζόναθαν Αρτζέντο, με ονομάσαν Μάια, το κανονικό μου όνομα είναι Μάια Αρτζέντο. Έχω να το προφέρω πάνω από 25 χρόνια αυτό το όνομα, μου φαίνεται μακρινό και ξένο τώρα πια, σαν την παιδική μου ηλικία. Ήμουν πάντα καλή σε δυο πράγματα, δεν ξέρω γιατί, αλλά ήξερα ότι είμαι καλή: Στην παραπλάνηση και τις ξένες γλώσσες. Μην με ρωτήσεις τι φταίει. Μπορεί να φταίει που έχασα τον πατέρα μου πολύ μικρή, μπορεί να φταίει που μαζί του πήρε και ότι ζωντανό είχε απομείνει στην μητέρα μου. Μπορεί να φταίει το γεγονός ότι γνώρισα λάθος ανθρώπους στα πρώτα ερωτικά και συναισθηματικά μου βήματα. Μπορεί απλά να έτυχε. Αποφάσισα να βρω μια δουλειά που να εκμεταλλεύεται αυτά τα ταλέντα και που θα μου δίνει την δυνατότητα να ταξιδεύω και να αλλάζω προσωπεία. Μόνο έτσι άλλωστε πίστευα ότι δεν θα βαρεθώ ποτέ. Πήγα στην αστυνομική ακαδημία, με όνειρο να γίνω διεθνής κατάσκοπος. Άλλα παιδιά ονειρεύονται να γίνουν χίλια πράγματα, εγώ ήθελα να γίνω κατάσκοπος, κάπου ανάμεσα στο φως και στην σκιά, κάπου ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι. Ο Τζο Σάμμερς με εντόπισε και μου δρομολόγησε μια εκπαίδευση και μια θέση στην ΑντιΤρομοκρατική Υπηρεσία. Με εμπιστεύτηκε περίπου όπως με αγάπησε: Τυφλά και παράφορα. Και ύστερα, η Μάια Αρτζέντο θάφτηκε κάτω από τόνους γραφειοκρατίας και μυστικών- αν την ψάξεις δεν θα βρεις παρά ίχνη της. 189


Κάπου εκεί, στην πρώτη της αποστολή, γεννήθηκε η Κόρυ Μάντισον. Η Κόρυ Μάντισον ήταν η μάσκα για τον εντοπισμό και την εξάρθρωση ενός κυκλώματος αρχαιοκάπηλων που συσχετιζόντουσαν με το Μουσείο Αρχαιοτήτων της Φιλαδέλφεια. Η Κόρυ βρήκε πληροφορίες, κάτω από όλα τα νόμιμα ή παράνομα ραντάρ, και από εκεί και πέρα ανέλαβε ο Τζο Σάμμερς. Μπίνγκο. Ύστερα, ήρθε η δεύτερη αποστολή. Και γεννήθηκε η Ιλέιν Ρόουζ, μια ντροπαλή καθηγήτρια στο Μπρονξ. Ή, για στο θέσω καλύτερα, καθηγήτρια μιας τάξης που εντός των άλλων μαθήτευε και ο γιος ενός φερόμενου ως αρχηγού μιας σπείρας ναρκωτικών. Στον οποίο η Ιλέιν κατάφερε να κάνει και ιδιαίτερα μαθήματα και να μπει στο σπίτι του. Η σπείρα εξαρθρώθηκε από τον Τζο Σάμμερς, και εγώ γρήγορα έγινα μια ικανή μυστική πράκτορας, που όμως μετά από λίγο, με ήξερε μόνο αυτός και δυο στενοί του συνεργάτες. Κάπου εκεί έγινε πιεστικός στον έρωτά του για μένα, κάπου εκεί με πίεσε να γίνουμε ζευγάρι. Δεν του είχα δώσει ποτέ κανένα δικαίωμα, και έτσι του έριξα πόρτα, κάτι που τον εξόργισε. Ύστερα, μάθαμε για το μουσείο της Περγάμου. Κάπου εκεί, και παρά τις αντιρρήσεις του Τζο Σάμμερς, που είχει διαισθανθεί ότι δεν είστε κάτι απλό και συνηθισμένο, δημιουργήθηκε, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με ένα υπολογιστή στην αντι-τρομοκρατική υπηρεσία, η Λίσα Χολμς. Ήρθα στο μουσείο της Περγάμου για έρευνα, και από την πρώτη στιγμή σε κατάλαβα Μαρκ, αισθανόμουν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με σένα, έτσι που φωτογράφιζες το ταβάνι και περπατούσες σαν δήθεν τουρίστας. Αλλά έτυχε να έχεις σημαδέψει την ζωή μου ένα βράδυ στο Μοντεβιδέο, και κάπου εκεί ξεκινάει ο διχασμός της Λίσα Χολμς με την Τζέσσικα, και όσο αποτραβιέται η μια από την άλλη, εμφανίζεται η Μάια, μετά από καιρό. Εγώ ήμουν που έδωσα αμέσως σύρμα για τα μουσεία Γκέτι. Εγώ ήμουν που ειδοποίησα την υπηρεσία μου για το Όστιν. Εγώ έστειλα ένα στοιχείο για τα μουσεία του Μιζούρι. Εγώ σε ακολούθησα στο ταξίδι μας, αλλά όχι μόνο επειδή ήθελα να σε πλευρίσω και να σε τυλίξω στον ιστό για να σε φάει ο Τζο Σάμμερς, αλλά και επειδή ένιωθα μέσα μου να βράζει ένας πρωτόγνωρος και κυριαρχικός έρωτας. Και κάποια στιγμή, αποφάσισα να κατεβάσω τα ρολά. Όταν με άφησες στο Νιούαρκ, δεν το είχες καταλάβει, αλλά είχε λάβει χώρα μια ολική μεταμόρφωση, μια ολική τομή. Ήμουν έτοιμη να παρατήσω το γεμάτο ψέμματα παρελθόν μου, και να σε ακολουθήσω αναγεννημένη, σαν φοίνικας, σε όποιο ταξίδι μου έλεγες. Δεν είπα τίποτα για την Νέα Υόρκη. Εμφανίστηκα στην Ουάσινγκτον, και ο Τζο Σάμμερς έστειλε τις δυνάμεις του να περιπολούν το Λευκό Οίκο. Ύστερα, το FBI κατάλαβε, χωρίς να έχει ιδέα για μένα, ότι κάτι δεν πάει καλά με την Λίσα Χολμς και με συνέλαβε. Ο Τζο Σάμμερς έσπευσε να με απεμπλέξει, ενώ ήδη ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την στράτευσή μου στο σχέδιό του. Θα με άφηνε ξανά ελεύθερη, προσπαθώντας να συγκαλύψει την ιστορία, αλλά εσύ, ιππότη μου, το έμαθες, το έμαθες και ήρθες να με σώσεις. Δεν μπορούσες να κάνεις χειρότερο χουνέρι στον Τζο Σάμμερς. Και τον ταπείνωσες, και με πήρες μακριά. Εκεί αυτός κατάλαβε ότι το παιχνίδι ήταν χαμένο από πολλές απόψεις, και σταμάτησε πια να ασχολείται με την 2η Αναγέννηση. Άρχισε να ασχολείται με εμάς.

190


Άρχισε να παρακολουθεί το κινητό μου, άρχισε να ανιχνεύει για ονόματα που ήξερε ότι χρησιμοποιώ ή θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω. Το κινητό το χρησιμοποιούσα για λίγα λεπτά τη φορά, με την σιγουριά ότι δεν θα προλάβαινε. Αλλά το κινητό μου ήταν ένα κινητό που παρακολουθούσε 24 ώρες το 24ωρο. Μας εντόπισε στην Παταγονία, μας εντόπισε στην Μπανγκόκ. Όταν πια με βρήκε στην Μπανγκόκ, ήταν τόσο οργισμένος μαζί μου που κυριολεκτικά πίστεψα ότι μπορεί να μου κάνει κακό. Αλλά το κακό που θα μπορούσε να μου κάνει, δεν το έκανε. Με προστάτεψε. Δεν σου είπε τίποτα για μένα, και μας άφησε να φύγουμε. Θα μπορούσε εκείνη την στιγμή να ολοκληρώσει την εκδίκησή του, να με αποκαλύψει, να σε στρέψει εναντίον μου. Αλλά δεν το έκανε. Δέχτηκε την ταπείνωση για άλλη μια φορά. Αν το αίμα μου δεν ήταν στους καταλόγους της Αντι-Τρομοκρατικής, δεν θα με έβρισκε ποτέ στο νοσοκομείο του Πρίστον. Αν είχες φύγει με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, δεν θα περνούσε καν τα σύνορα της Ουάσινγκτον για να σε κυνηγήσει. Αλλά ήσουν μαζί μου. Ήσουν ο εφιάλτης του. Και έγινε ο δικός σου. Όταν έμαθα ότι σκοτώθηκε, ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι θα είχατε βρει πολλά από αυτά τα στοιχεία, και έτσι περίμενα ότι θα έρθεις, θα έρθεις να πάρεις την δίκαιη εκδίκησή σου. Και είμαι εντάξει με αυτό. Αυτό είναι το δικό μου τίμημα. Πρόδωσα τον άνθρωπο που αγάπησα περισσότερο από κάθε άλλον, τον πατέρα του παιδιού μου, επειδή βρεθήκαμε αντιμέτωποι στην σκακιέρα του Νόμου για μια μόνο στιγμή. Είμαι σίγουρη για το τι θα κάνεις, νομίζω ότι πλέον σε ξέρω. Ξέρω ότι θα με σκοτώσεις, ξέρω ότι θα αναζητήσεις το παιδί σου, ξέρω ότι θα κάνεις ότι μπορείς για να εμποδίσεις αυτούς τους τρομοκράτες να αμαυρώσουν την κληρονομιά σας. Ξέρω ότι πάντα, για κάθε περίπτωση, έχεις ένα καλό σχέδιο. Για αυτό είμαι έτοιμη, ελπίζω να έχω ξεκαθαρίσει το τοπίο όσο καλύτερα μπορούσα, είμαι έτοιμη για τις συνέπειες των πράξεών μου. Όσο και αν σε αγαπώ, όσο και αν αναπνέω μόνο για να είμαι στο πλευρό σου, ξέρω ότι αυτή η αγάπη δεν είναι ικανή να σου φέρει πίσω 17 ολόκληρα χρόνια και μια ημιτελή ζωή. Αν δεν το κάνεις εσύ, σίγουρα, τώρα που απογυμνώθηκα και νιώθω τόσο ελεύθερη και τόσο δυστυχισμένη, θα το κάνω μόνη μου, σε κάποια σκοτεινή και ήσυχη γωνιά του κόσμου. Σ΄ αγαπώ Μαρκ, τρομοκράτη της καρδιάς μου. Ο Μαρκ παρέμεινε ανέκφραστος σε όλη την ομιλία της, σε όλες τις αποκαλύψεις της. Όταν τελείωσε, το πρόσωπό του δεν άλλαξε την παραμικρή έκφραση. -Δεν μπορώ να πω το ίδιο Λίσα. Δεν μπορώ να σε πιστέψω, της είπε, και μόνο στην φωνή του αποκαλύφθηκε μια τρεμάμενη ταραχή, σαν να είχε καταστραφεί ο κόσμος μέσα του. Ύστερα, άπλωσε το χέρι του, που άρχισε να τρέμει ελαφρά και την σημάδεψε με το όπλο. Η Μάια Αρτζέντο έκλεισε τα μάτια της και περίμενε καρτερικά να ακούσει τον πυροβολισμό. Όταν τον άκουσε τελικά, έσφιξε για μια στιγμή τα μάτια της. Ύστερα τα άνοιξε. Είδε την έκπληξη στα μάτια του, παρόμοια με την δική της. 191


Τον είδε να σωριάζεται μπροστά της, σαν χάρτινος πύργος χαμένων ονείρων. Είδε από πίσω του τον Τομ, την κάνη του όπλου του να αχνίζει. -Μαμά είσαι καλά; -Ναι. -Ποιος ήταν αυτός; Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν γεμάτη με το υλικό που βράζει η κόλαση. -Δεν έχω ιδέα. Ο Τομ ακούμπησε το όπλο του στο τραπέζι. -Τομ; -Ναι. -Πρέπει να σου δώσω κάποιες εξηγήσεις.

192


ΕΠΙΛΟΓΟΣ (για την ακρίβεια, μονόλογος) Ο πατέρας σου ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, ο πιο παθιασμένος και σημαντικός άνθρωπος που εγώ τουλάχιστον είχα την τύχη να γνωρίσω. Δεν σου είπα ποτέ τίποτα, γιατί όπως καταλαβαίνεις, κρυβόμουν από τις Αρχές, ήμουν η συνεργάτιδά του, η συνοδηγός στην παρανομία του. Δεν ήθελα ποτέ να στο κρύψω, ήθελα να ξέρεις, αλλά δεν μπορούσα. Ελπίζω να με καταλάβεις. Όπως σου είπα και στην αρχή, έχω βαρεθεί να κρύβομαι πια. Αυτή η ομάδα των τρομοκρατών, αυτή η ομάδα του Φοίνικα, είναι αυτή η ομάδα που σκότωσε την Άντριεν, είναι η ομάδα που σκότωσε τον πατέρα σου αφού τον έβγαλε από την φυλακή, επειδή δεν συμφωνούσε με τα χυδαία του σχέδια. Είναι πολύ πιθανό αυτός ο άντρας που σκότωσες να είναι από αυτήν την ομάδα και να ήρθε να ολοκληρώσει τον κύκλο του μίσους. Αυτή τη φορά δεν θα κρυφτούμε. Αυτή η ομάδα θέλει να ανατινάξει τον ουρανοξύστη Κι, για αυτό σε κάλεσε να πας, προφανώς θα ήθελαν να σκοτώσουν και εσένα μαζί, με την παγίδα της αγωνίας σου να γνωρίσεις τον πατέρα σου. Θα τους σταματήσουμε, και ύστερα θα διαλέξουμε μια όμορφη γωνιά πάνω στη Γη για να συνεχίσουμε την ζωή μας. Όταν όλα τελειώσουν, θα κάτσουμε σε ένα ήσυχο καφέ, θα παραγγείλουμε αράβικο καφέ μόκα και θα τον πιούμε αργά μέχρι να νυχτώσει. Εκεί, θα σου τα πω όλα, με κάθε λεπτομέρεια, ότι έκανε ο πατέρας σου, όλο το ταξίδι που κάναμε μαζί στον κόσμο, και θα συζητήσουμε για τον έρωτα, τον χορό και τους γκρίζους παπαγάλους της Αφρικής. Είστε ίδιοι αγόρι μου και να είσαι σίγουρος –θα ήθελε πάρα πολύ να σε γνωρίσει. Εξ’ άλλου, ήταν και αυτός ένας έφηβος που δεν ήθελε ποτέ να μεγαλώσει.

193


ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ 49. -Και τώρα αγαπητή μου, άκου πως έχουν τα πράγματα για σένα. Ο Τζο Σάμμερς την κοίταξε με ένα βλέμμα κενό, που της φάνηκε ακόμα πιο τρομακτικό. -Είναι προφανές ότι απολύεσαι, δεν υπάρχει συζήτηση για αυτό, απλά ήθελα την ευκαιρία να στο πω και προσωπικά, μιας και δεν μας δόθηκε η ευκαιρία στην Μπανγκόκ. Δεν άξιζες ούτε στιγμή όλα όσα έκανα για σένα, όλα όσα θα μπορούσα να κάνω για σένα. Ερωτεύτηκες ένα τρομοκράτη σαν μικρό κοριτσόπουλο και τώρα κάνεις και το παιδί του; Απορώ γιατί ακόμα και αυτήν την ύστατη στιγμή δεν σε κλειδώνω μέσα σε ένα μπουντρούμι. Άλλωστε, κανείς δεν θα σε αναζητήσει, κανείς δεν ξέρει καν το πραγματικό σου όνομα δεσποινίς Αρτζέντο! Αλλά όχι, θα σου την χαρίσω για άλλη μια φορά. Και πάντα να θυμάσαι ποιος σου την χάρισε: ο Τζο Σάμμερς. Ο άνθρωπος που γύρισε την κόλαση ανάποδα και σε βρήκε. Θα πάρεις το όνομα Σούζαν Γιορκ, έχουμε ήδη έτοιμη μια εικονική Σούζαν Γιορκ, και θα πας να δουλέψεις και να μεγαλώσεις το παιδί σου. Διάλεξε δουλειά, διάλεξε πόλη, δεν με ενδιαφέρει ουδόλως! Αλλά πρόσεξε: Δεν θα πεις ποτέ στο παιδί σου για τον πατέρα του. Βρες μια ιστορία, βρες ένα ψέμμα, είσαι καλή σε αυτά. Αλλά θέλω ο Μαρκ Λίθγκοου και η κληρονομιά του να ξεχαστεί σαν γραμμή στην άμμο. Δεν θέλω κανείς να τον αναζητήσει, κανένας να τον επισκεφτεί. Αν διανοηθώ ότι τον πλησίασες, εσύ ή το παιδί σου, θα φροντίσω να ενημερωθεί, να μάθει όλη την αλήθεια για σένα και τα ψέμματά σου, πως τον πρόδωσες ξανά και ξανά, γιατί τέτοια είσαι, μια ψεύτικη, μια ψευδαίσθηση. Η Λίσα Χολμς πεθαίνει σήμερα κιόλας, θα την σβήσω από κάθε αρχείο δεν θα υπάρξει παρα ως φάντασμα, ένα όνομα που δεν άνηκε ποτέ και σε κανέναν. Όσο για το κανονικό σου όνομα...εσύ έχεις φροντίσει από μόνη σου να ξεχαστεί. Όσο για μένα, θα βρω τη δύναμη να σε ξεχάσω, με όσο κόπο μου πήρε για να σε αγαπήσω. Έχω μετανιώσει για αυτό, ξανά και ξανά. Και ξανά. Αντίο ανώνυμη χίμαιρα. Καλή τύχη στην μητρότητα. Χαχ. Και έτσι απαξιωτικά, καγχάζοντας, ο Τζο Σάμμερς βγήκε από το δωμάτιο του νοσοκομείου, και το άφησε να πέσει πάνω της και να την συνθλίψει σαν μέγγενη.

194


50. Το γράμμα του Τζο Σάμμερς προς την Μάια Αρτζέντο (Σούζαν Γιορκ) ‘’Αγαπητή Σούζαν, Με εντύπωση έμαθα ότι έχεις αποφασίσει να μείνεις στο Κλίβελαντ. Φαντάζομαι ότι έχεις ακόμα κάποια ψευδαίσθηση ότι είσαι κοντά του, και ότι αυτό μπορεί να σημαίνει κάτι. Δεν σημαίνει τίποτα και το ξέρεις. Απορώ, απορώ για τους μηχανισμούς της καρδιάς σου που εγώ δεν μπόρεσα να αποκωδικοποιήσω. Πήρα το θάρρος να σου στείλω αυτήν την επιστολή για να σε ενημερώσω ότι μόλις ολοκληρώθηκε το καταφύγιο της αποστρατείας μου. Είναι ένα πολύ ωραίο σπίτι, με θέα τη Λίμνη Μονάνα- θυμάσαι που είχαμε πάει εκεί, στο Γουίνσκοσνιν όταν ήσουν ακόμα άγουρη νεαρή πράκτορας, έτοιμη να βάλεις το ψεύτικο σου όνομα και τις ωραίες σου γόβες και να πας στην Φιλαδέλφεια; Ήσουν πάντα μια ανήμερη μοντέρνα καουμπόισα που κυνηγούσες επικυρηγμένους. Αδάμαστη. Μαθαίνω ότι το παιδί σου μεγαλώνει και πηγαίνει στο σχολείο. Έχει καλές επιδόσεις και αυτό με ευχαριστεί. Μην εκνευριστείς που σε παρακολουθώ, δεν μπορώ να κρατηθώ βλέπεις. Και μην νομίζεις ότι σε κοροιδεύω λέγοντάς σου ότι με ευχαριστεί να ακούω καλά νέα για σένα και τον...Τομ; Ωραίο, απλό όνομα. Βασικά σου γράφω για να σου πω ότι χαζεύω την Μονάνα και καταλαβαίνω πόσο μόνος είμαι. Είμαι μόνος αγαπητή μου Σούζαν, πιο μόνος από όσο πρέπει να είναι ένας άνθρωπος. Με αντιμετωπίζουν σαν ήρωα, σαν τον μεγάλο εκπρόσωπο του Νόμου, ‘’τον άνθρωπο που έπιασε την 2 η Αναγέννηση’’. Θα ήθελα να μοιραστώ με κάποιον αυτήν την τιμή, ειδικά με κάποιον που θελημένα ή άθελά του, του ανήκουν αυτές οι δάφνες περισσότερο από ότι σε μένα. Αν δεν ήσουν εσύ και η τυφλή μου ζήλια δεν θα έφτανα στην άκρη του κόσμου. Ο λόγος του γράμματος είναι να σου ζητήσω συγνώμμη για την συμπεριφορά μου στην Μπανγκόκ. Ήμουν τυφλωμένος από θυμό, διψασμένος για εκδίκηση, βίαιος, απαράδεκτος. Δεν ήθελα ποτέ να σε βλάψω και ήμουν έτοιμος να πεθάνω όταν ξεθύμανα απέναντι από το όπλο του. Ελπίζω κάποια στιγμή να βρεις τη δύναμη να με συγχωρέσεις. Ότι έκανα το έκανα από έρωτα. Και ελπίζω ακόμα περισσότερο να οδηγήσεις μια μέρα τα βήματά σου και να με επισκεφτείς στη λίμνη Μονάνα. Θα κάνουμε πικ-νικ όπως τότε, και θα δοκιμάσω ότι μου πεις, όπως τότε που με πίεζες να δοκιμάσω τα χαρτάκια γλυκόριζα. Αλλά αν το κάνεις, κάντο γρήγορα. Αποφεύγω τους γιατρούς πολύ καιρό γιατί είμαι σίγουρος ότι μόλις με παραλάβουν θα μου πουν μόνο άσχημα νέα. Σε χαιρετώ. Τζό Σάμμερς’’

195


I got to keep moving, I got to keep moving And the day keeps on remindin’ me, there’s a hellhound on my trail Hellhound on my trail, hellhound on my trail Robert Johnson, Hellhound on my trail, 1937

ΤΕΛΟΣ 2ου ΜΕΡΟΥΣ

196


χορεύοντας στο ρυθμό της ζωής ‘’Οι προσωπικές μας ιστορίες δεν είναι παρά στιγμιότυπα και ατομικά ημερολόγια έρωτα και πάθους μέσα στον τυφώνα της Ιστορίας’’ έλεγε και ξαναέλεγε ο Μαρκ Λίθγκοου, ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, που είχε την ατυχία να πεθάνει από τον ίδιο του τον γιο που αναζητούσε για 17 ολόκληρα χρόνια με την φαντασία του και μόνο. Και ύστερα συμπλήρωνε: ‘’Οι προσωπικές μας ιστορίες, όσο τεράστιες και όμορφες και αν είναι, δεν μπορούν ποτέ να ξεφύγουν από την Ιστορία, δεν μπορούν ποτέ να την ξεγελάσουν. Και έχουν δυο επιλογές: Ή θα ενωθούν με τις προσωπικές ιστορίες των γειτόνων και των συναδέλφων τους, ή θα τις συνθλίψει, αργά ή γρήγορα, αυτή η ρημάδα η Ιστορία, που όσο ξέρει να χαιδεύει ξέρει και να χαστουκίζει’’. Η Ιστορία θα γράψει ότι αυτή η τερατογένεση από τις χαλασμένες ωοθήκες των καιρών, ο Φοίνικας, θα τελειώσει την διαδρομή του πριν καλά καλά την αρχίσει. Η Σούζαν Γιορκ, η γυναίκα που γνωρίσατε ως Λίσα Χολμς, που άλλαζε ονόματα πιο συχνά και από τις γόβες της αλλά λεγόταν Μάια Αρτζέντο, δεν πήρε καμία δάφνη για το γεγονός ότι συνέβαλε στο να γλιτώσουν την ζωή τους οι περίπου 1000 άνθρωποι που βρικσόντουσαν στον ουρανοξύστη Κι λίγο πριν το χτύπημα τους θάψει άδοξα ανάμεσα στα χαλάσματα. Τώρα, τι είναι πιο σημαντικό; Το τι απέγινε η Μάια Αρτζέντο (που ξαναχρησιμοποίησε το αληθινό της όνομα) και ο Τομ Λίθγκοου (του έδωσε το όνομά του, αλλά ποτέ δεν του είπε ότι ήταν αυτός που σκότωσε για να την προστατέψει- το μοναδικό ψέμμα για το οποίο ένιωσε περήφανη, και ποιος θα την κατηγορήσει;) έχει ένα ενδιαφέρον, αλλά είναι μάλλον καλύτερο να μείνει άγνωστο. Ας πούμε μόνο ότι ο μικρός Τομ είχε την τύχη να προλάβει την γερασμένη αλλά πάντα ακμαία Μαρτζολέιν Ντόουσον, την νονά της Μάια, και να μάθει μια ακόμα υπέροχη ιστορία των παππούδων του, για κάποιες ημέρες πολύ παλιά, που είχαν άρωμα από ροδάκινο και εξέγερση. Ας πούμε επίσης ότι ο μικρός Τομ απέκτησε επιτέλους το πρότυπο που χρειαζόταν- και τι πρότυπο! Κάποιο ρόλο επιφυλάσσει αυτή η πανούργα Ιστορία στον έφηβο Τομ, μένει να δούμε το άρωμα και την γεύση των δικών του ημερών! Ας πούμε όμως το πιο σημαντικό από όλα, την πιο μεγάλη παρακαταθήκη αυτής της Ιστορίας. Όταν ο Φοίνικας τελείωνε άδοξα το καταστροφικό του έργο, δεν έγινε ούτε από την Σούζαν Γιορκ ούτε από την Αντιτρομοκρατική, που ήταν οι αυτουργοί. Η Μάια φρόντισε να μαθευτεί σε όλο τον κόσμο (δεν χρειάζεται να μάθετε πως, αυτή η γυναίκα άλλωστε είναι ικανή για πολλά πράγματα) ότι δεν ήταν άλλοι από τους δραπέτες τους Σαιντ Πήτερς αυτοί που τους φανέρωσαν στις αρχές, χάρη σε αυτούς ο κόσμος γλίτωσε ένα στυγερό έγκλημα. Η 2 η Αναγέννηση πράγματι εμφανίστηκε ξανά, με ένα μεγάλο μπουμ, ξανά για να σώσει τον κόσμο από τα κακώς κείμενα της κάθε του πλευράς, του νόμου και του παρανόμου. Είναι περιττό να σας πω τι συνέβει τότε στον σπόρο που είχε φυτέψει από τα πρώτα της χρόνια η 2 η Αναγέννηση. Είναι περιττό να σημειωθεί πως αυτός ο σπόρος, που βρισκόταν θαμμένος στο χώμα και τρεφόταν με το λίπασμα των κοινωνικών αντιθέσεων βρήκε επιτέλους μια δροσερή σταγόνα, την οποία και ρούφηξε με λαιμαργία. Το τι έγινε μετά, είναι πολύ μεγάλη ιστορία, μια άλλη ίσως ιστορία των πιο ωραίων ημερών, που είχαν γεύση, άρωμα και όψη ελπίδας! Αρκεί να πούμε ότι αυτός ο σπόρος έβγαλε βλαστό, και θέριεψε τόσο πολύ, που καμία δύναμη στον κόσμο δεν ήταν σε θέση να τον σταματήσει από το να απλώσει τα φύλλα και τα άνθη του και να αντικρίσει με πάθος και έρωτα τον ουρανό. Καμία δύναμη δεν μπορούσε να σταματήσει την εξάπλωσή του, που έγινε με λαιμαργία, την λαιμαργία που αντιστοιχεί σε κάθε δύναμη που αλλάζει τον κόσμο. 197


Και κάπου εδώ, πρέπει να μπει η άνω τελεία. Τι κάνουμε τώρα; Είναι απλό. Αφουγκραστείτε το ρυθμό της ζωής και αφήστε τα πόδια σας να κινηθούν. Άλλα με χάρη και ευκολία, άλλα λίγο πιο αμήχανα, άλλα λίγο ντροπαλά και ανασφαλή, άλλα λίγο άγαρμπα. Αφήστε τα ντε. Αφήστε τον ρυθμό να συγχρονιστεί με την καρδιά σας. Σηκώστε τα χέρια ψηλά. Σκεφτείτε όλα τα λάθη και πάθη, όλες τις εμμονές και ενοχές, όλες τις φαντασιώσεις. Όμορφα μέχρι εδώ. Άλλα χέρια είναι πιο περήφανα και σίγουρα, άλλα είναι πιο αγχωμένα και πιο αβέβαια. Δεν πειράζει, σηκώστε τα. Ενώνουμε τώρα όλοι τις προσωπικές μας ιστορίες. 1, 2, 3 και.... Πάμε! Ταμ-ταμ-τιραραμ-ταμ-ταμ-τιρουρουριταμ-τιντάμ-ταταμ

ο χορός συνεχίζεται

198


Ευχαριστίες Αν και η πρώτη, ακατέργαστη ιδέα αυτής της ιστορίας γεννήθηκε κάπου στον παροξυσμό των 16 με 17 (και μάλιστα είχε σχηματοποιηθεί σε ένα γραπτό περίπου 60 σελίδων τετραδίων με το όνομα LONERS), στην πραγματικότητα ήταν ένα παλιό υπόβαθρο μιας νέας έμπνευσης. Άλλωστε, η παλιά ιδέα ήταν μόνο το ½ του 2 ου μέρους. Στον συνεχιζόμενο παροξυσμό των 26 με 27, η ιστορία αυτή γράφτηκε μακριά από τον κόσμο σε ένα ατέλειωτο ξενύχτι μέσα σε μερικές μόλις ημέρες –νιώθω ότι μπορώ τώρα να πέσω για ύπνο. Δεν μπορώ παρά να ευχαριστήσω, για διαφορετικούς λόγους, 5 ανθρώπους: -Την Δέσποινα Κουτσούμπα, που με μια απλότητα θα μπορούσε να εμπνεύσει στρατιές τρομοκρατών: όχι των κακών αλλά των καλών, αυτών που βάζουν βόμβες στο λήθαργο της συντήρησης. Για πολλά πράγματα, από την βόμβα στο Μουσείο της Περγάμου μέχρι τον τρόπο που νοείται η γειτονιά στο Νιού Τζέρσι και μέχρι ένα διεθνή οδηγό πολιτιστικών εγκλημάτων ανα τον κόσμο, έχει τα πνευματικά δικαιώματα της όποιας έμπνευσης. -Τον Τομ Ρόμπινς, όπου και αν βρίσκεται, που με ώθησε να ξαναχαιδέψω τα πλήκτρα του υπολογιστή χωρίς να το θέλει, με έμαθε ότι το φεγγάρι μπορείς αν θες, να το παρομοιώσεις με συνοδευτικό σαμπάνιας και –άσχετο- που μου έμαθε τα σάντουιτς με μαγιονέζα, ντομάτα και αλατοπίπερο. -Την Άρτεμις Μιχαήλ, που όπως και να το κάνουμε, φέρνει στις μεγάλες βαλίτσες της και μια δόση για δημιουργικότητα και δυο πινέλα φαντασίας. -Στον Νίκο και την Ελένη, για πολλούς λόγους, αλλά και πιο συγκεκριμένα για αυτό το σπίτι που φτιάξανε στην Οχτωνιά, για το γραφείο με μια –τι σύμπτωση- Remington αντίκα, που όλα μαζί με το τοπίο μπορούν να ανοίξουν τον εγκέφαλό σου και να σπείρουν ιδέες. Υ.Γ.: Δεν έχω πάει σε κανένα μέρος από αυτά –τα πολλά- που περιγράφονται παρά μόνο στο Βερολίνο. Ας μου συγχωρεθεί οποιαδήποτε πολιτιστική ή αισθητική ανακρίβεια, γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν πράγματι στο Όσλο ο ήλιος μοιάζει με ξεπλυμένο μπαλάκι του τένις και τα σύννεφα με σκελίδες σκόρδου. Ο μόνος οδηγός μου ήταν φωτογραφίες και το ιντερνετ-όπως και να το κάνεις, δεν προσφέρονται για ιστορίες διεθνούς καταδίωξης. Παναγιώτης Τσερόλας, 6 Αυγούστου 2011

199


Αυτό είναι μόνο επειδή ήθελα να φτάσω το συμβολικό όριο της σελίδας 200 στο Word.

200


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.