2
3
ΔΗΜΗΣΡΗ Γ. ΔΟΤΝΟΤΚΟ
ΑΙΧΜΑΛΩΣΟΙ ΣΩΝ ΣΟΤΡΚΩΝ 1922-1923 Αναμνιςεισ Πολζμου & Αιχμαλωςίασ α) ΒΑΙΛΗ Γ. ΔΙΑΜΑΝΣΟΠΟΤΛΟY β) ΓΕΩΡΓΙΟY Π. ΔΟΤΝΟΤΚΟY
Επιμζλεια: τάκθσ Αςθμάκθσ
Διανζμεται δωρεάν
ΑΘΗΝΑ 2014
4
Τίτλοσ: ΑΙΧΜΑΛΩΣΟΙ ΣΩΝ ΣΟΤΡΚΩΝ 1922-1923 Αναμνιςεισ Πολζμου & Αιχμαλωςίασ α) ΒΑΙΛΗ Γ. ΔΙΑΜΑΝΣΟΠΟΤΛΟY β) ΓΕΩΡΓΙΟΤ Π. ΔΟΤΝΟΤΚΟY
Εκδότθσ: Δθμιτρθσ Γ. Δουνοφκοσ
Επιμζλεια ζκδοςθσ: τάκθσ Αςθμάκθσ
Επιμζλεια εξωωφλλου: Διμθτρα Καρλι - τάκθσ Αςθμάκθσ Εκτφπωςθ-Βιβλιοδεςία: “ΑΛΦΑΒΗΣΟ ΑΒΕΕ” Γραφικζσ Σζχνεσ, Βριλθςςοφ 80 Ακινα, 114 76, tel.210-6466086, Ρολφγωνο Αττικισ. url: www.alphabet.gr. Copyright 2014: Δθμιτρθσ Γ. Δουνοφκοσ
ΛSBN: 978-960-93-6516-1
Επιτρζπεται θ αντιγραωι κειμζνου του ζργου, με απλι αναωορά ςτθν πθγι.
5
Αφιερώνεται, με βακιά ευλάβεια και άφατο πόνο, ςτουσ νεκροφσ αιχμαλϊτουσ του 18ου Ρεηικοφ Συντάγματοσ του Ελλθνικοφ Στρατοφ ςτθ Μικραςία, κατά τα ζτθ 1922-1923.
6
“Θ Λςτορία πρζπει να γράφεται από γενιά ςε γενιά, επειδι, μολονότι το παρελκόν δεν αλλάηει, εν τοφτοισ αλλάηει το παρόν. Κάκε γενιά κζτει νζα ερωτιματα ςτο παρελκόν, και βρίςκει νζεσ περιοχζσ ενςυναίςκθςθσ, κακϊσ ξαναηεί διάφορεσ πλευρζσ των εμπειριϊν των προκατόχων τθσ.” Christopher Hill. “Μια κοινωνία ςίγουρθ για τισ αξίεσ τθσ χρειάηεται τθν Λςτορία μόνο για να τιμιςει τισ δόξεσ του παρελκόντοσ,αλλά μια κοινωνία με αξίεσ υπό μεταβολι και τθν επακόλουκθ ςφγχυςθ χρειάηεται, επίςθσ, τθν Λςτορία ωσ ζναν χρθςτικό οδθγό.” Thomas C. Cochran. “ Πλα ζχουν ειπωκεί, αλλά κανείσ δεν ακοφει, γι’ αυτό πρζπει να τα επαναλαμβάνουμε.” André Gide.
7
Περιεχόμενα Ρρόλογοσ ............................................................................................................................... 9 Λςτορικό τθσ ζκδοςθσ ...............................................................................................10 Ειςαγωγι του επιμελθτι τθσ ζκδοςθσ ................................................................................12 Λ) Αναμνιςεισ Ρολζμου& Αιχμαλωςίασ Βαςίλθ Γ. Διαμαντόπουλου ................................................................................31 *Σθμείωμα+ ........................................................................................................................33 *Ειςαγωγικά+ ....................................................................................................................34 Επίκεςθ Τοφρκων ςτον τομζα Ναηλί-Ορτάτηασ ...............................41 Επίκεςθ Τοφρκων ςτο Μζτωπο Αω. Καραχιςάρ ............................43 Υποχϊρθςθ προσ Σμφρνθ .....................................................................................46 Ραράδοςθ ςτουσ Τοφρκουσ-Αιχμαλωςία...............................................58 Ρορεία προσ τθ Σμφρνθ .........................................................................................62 Ρρϊτθ νφχτα ςτθν αιχμαλωςία.......................................................................64 Ρορεία προσ το εςωτερικό τθσ Μ. Αςίασ ...............................................67 Θμζρα ςωαγισ των αιχμαλϊτων ςτθ Μαγνθςία .............................71 Συνζχιςθ τθσ πορείασ μασ ....................................................................................76 Θ ηωι ςτο ςτρατόπεδο ...........................................................................................79 Ροφ και πϊσ ςτεγαςτικαμε ...............................................................................81 Αγγαρείεσ............................................................................................................................82 Εργαςίεσ για Τοφρκουσ Αξιωματικοφσ ......................................................85 Θ γιατρικι περίκαλψθ ............................................................................................92 Γνωριμία με το Χότηα Μεμζτ Νετηάτ ..........................................................94 Θ ανταλλαγι και επιςτροωι ςτθν Ελλάδα ........................................ 105 ΛΛ) Αναμνιςεισ πολζμου& αιχμαλωςίασ Γεωργίου Ρ. Δουνοφκου, εκ Τηίβα Τεγζασ ......................................... 115 *Σθμείωμα+ .................................................................................................................... 117 *Ειςαγωγικά+ ................................................................................................................ 118 Ο ωοφρνοσ ..................................................................................................................... 121 Το κατάςτθμα ............................................................................................................. 122
8
Το διαμζριςμα τθσ διαμονισ......................................................................... 123 Θ ενδυμαςία ................................................................................................................ 124 Σμφρνθ .............................................................................................................................. 125 Θ αρβφλα ........................................................................................................................ 125 Τα τςαροφχια .............................................................................................................. 126 Από Σμφρνθν εισ Μαγνθςίαν και Ουςάκ ........................................... 126 Ρορεία προσ Ουςάκ .............................................................................................. 128 Ουςάκ ................................................................................................................................ 128 Λόχοι πολιτϊν............................................................................................................. 129 Τα πράςα ........................................................................................................................ 131 Νοςοκομείον ............................................................................................................... 133 Νζοσ καταυλιςμόσ .................................................................................................. 135 Μεταωορά ..................................................................................................................... 136 Επειςόδιον..................................................................................................................... 137 Εικόνεσ .............................................................................................................................. 138 Επζτειοσ & Κλίβανοσ ............................................................................................. 139 Γαλλομακισ - Ταχυδρόμοσ .............................................................................. 140 Διανομι ροφχων ....................................................................................................... 140 Ανταλλαγι...................................................................................................................... 141 ΛΛΛ) ΕπίμετροΓεωργίου Ρ. Δουνοφκου .................................................... 143 *Ειςαγωγικά+ ................................................................................................................ 145 Το αντίκριςμα τθσ Μζδουςασ ...................................................................... 150 Από το Γυμνάςιο ςτο Στρατό ......................................................................... 153 Εικόνεσ από τθν παράδοςθ ............................................................................ 157 Ο Μουροφτ.................................................................................................................... 161 Θ ηωι ςτο ςτρατόπεδο ....................................................................................... 166 Οι αγριότθτεσ & οι ντουμ-ντουμ ................................................................ 168 Ο Ντεμζρ ......................................................................................................................... 169 Επίλογοσ .......................................................................................................................... 179 Βιβλιογραωία .............................................................................................................. 182
9
Πρόλογοσ Με τθν ζκδοςθ του παρόντοσ προςπακϊ να εκπλθρϊςω ζνα χρζοσ ςτθ μνιμθ του πατζρα μου, Γεωργίου Π. Δουνοφκου, ο οποίοσ υπζςτθ ωρικτζσ δοκιμαςίεσ μαηί με τουσ άλλουσ αιχμαλϊτουσ των Τοφρκων, Ζλλθνεσ και ωμιοφσ, ςτα ςτρατόπεδα εξόντωςθσ τθσ Μικραςίασ κατά τα ζτθ 1922-1923. Ταυτόχρονα πραγματοποιϊ και τθ δικι του επικυμία να τισ ωζρω ςτθ δθμοςιότθτα, μαηί με τισ αντίςτοιχεσ του ωίλου του Βαςίλθ Γ. Διαμαντόπουλου, «με ςκοπό να μθ μζνουν άγνωςτεσ μνιμεσ τζτοιων ςυμφορϊν του γζνουσ μασ», όπωσ γράωει και εκείνοσ ςτο ειςαγωγικό ςθμείωμα του βιβλίου του. Ραράλλθλα, μου δίνεται θ ευκαιρία να παρακζςω δυο ςυγκλονιςτικζσ αλλθλοςυμπλθροφμενεσ μαρτυρίεσ για όμοιο αντικείμενο, ςτον ίδιο χϊρο, τθν ίδια εποχι και από μια ςπάνια, ίςωσ και μοναδικι οπτικι, αυτι του αιχμαλϊτου. Δυο μαρτυρίεσ, που ίςωσ ωανοφν ενδιαωζρουςεσ ι και χριςιμεσ για το αναγνωςτικό κοινό, όχι μόνο το ειδικό-τουσ ωιλίςτορεσ, αλλά και όςουσ επικυμοφν να προςκζςουν κάτι ςτισ γνϊςεισ ι ςτθν άποψι τουσ, για τα γεγονότα τθσ τραγικισ εκείνθσ εποχισ για το Ζκνοσ μασ.
10
Ιςτορικό τθσ ζκδοςθσ Στισ αρχζσ τθσ δεκαετίασ του 1980, ο πατζρασ μου μου ζδωςε ζνα βιβλίο, που είχε εκδϊςει ο ωίλοσ και κοντοχωριανόσ του Βαςίλθσ Γ. Διαμαντόπουλοσ, με τον οποίο είχε υπθρετιςει ςτο Στρατό ςτθν ίδια μονάδα και είχαν υπάρξει αιχμάλωτοι των Τοφρκων το ίδιο διάςτθμα κατά τθ Μικραςιατικι Εκςτρατεία. Το βιβλίο αυτό, με τον τίτλο: «ΑΛΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΩΝ ΤΟΥΚΩΝ», αναωερόταν ςτα γεγονότα εκείνα και, όπωσ μου είπε, του το είχε δϊςει ο εκδότθσ, προκειμζνου να παρακζςει και τισ δικζσ του εμπειρίεσ και βαςάνουσ, με ςκοπό τθν εν ςυνεχεία ςυνολικι δθμοςιοποίθςι τουσ. Ο πατζρασ μου, ςτο βιβλίο αυτό είχε παρακζςει χειρόγραωα και τισ δικζσ του περιπζτειεσ ςε ζνκετεσ ςελίδεσ, και μου ζδωςε και αρκετζσ δακτυλογραωθμζνεσ ςελίδεσ ακόμα, ςε ςκόρπια κείμενα που είχε γράψει κακ’ υπαγόρευςθ ςε δακτυλογράωο ςτθ ςυνζχεια, και με παρακάλεςε, αωοφ τισ ταξινομιςω, να τισ εντάξω ςε ζνα ενιαίο ςφνολο, προκειμζνου να είναι πρόςωορο προσ ζκδοςθ. Τα κείμενα αυτά τα ταξινόμθςα ςτο Ραράρτθμα1 και του τα άωθςα μαηί με τα πρωτότυπα και το βιβλίο, για να τα δει, διατθρϊντασ επαωι για τθν τελικι διαμορωωςι τουσ. Για λόγουσ όμωσ υγείασ, θλικίασ αλλά ς’ ζνα βακμό και δικισ μου αμζλειασ, και παρόλο που είχε διαμορωωκεί πλζον με τισ δικζσ του υποδείξεισ το οριςτικό κείμενο του Ραρατιματοσ, τελικϊσ, δεν κατζςτθ δυνατό να πραγματοποιθκεί ς’ εκείνο το χρόνο θ ζκδοςθ του βιβλίου. Αργότερα, γφρω ςτο 2003, με τθ μετακόμιςθ και αναταξινόμθςθ τθσ βιβλιοκικθσ του, όταν είχε ωφγει πλζον από τθ ηωι, βρικα πάλι το βιβλίο με τα ενςωματωμζνα χειρόγραωα, αλλά όχι και τισ δακτυλογραωθμζνεσ ςελίδεσ. Το κείμενο του Ραραρτιματοσ που παρατίκεται, είναι το τελικό 1
Το εν λόγω Ραράρτθμα παρατίκεται ςτον παρόν ωσ Επίμετρο.
11
που προζκυψε μετά τισ παρατθριςεισ του και υποδείξεισ του, όπωσ περιζχεται προςαρμοςμζνο ςτο θλεκτρονικό μζςο που το κατζγραωα. Ρρόςωατα, θ γνωριμία μου με τον κ. τάκθ Αςθμάκθ μζςω κοινοφ γνωςτοφ μασ και θ κερμι προτροπι του, ιταν θ αωορμι που με ϊκθςε να πραγματικοποιιςω τϊρα τθν απόωαςι μου, για τθν ζκδοςθ του παρόντοσ και οι ευχαριςτίεσ μου ς’ αυτόν, για τθν όλθ ςυμμετοχι του, είναι βακφτατεσ, παρότι κινδυνεφει να ωανεί αυτό, ςαν ζνα ςφνθκεσ ςχιμα λόγου. Είναι για μζνα ζνασ εξαίρετοσ ερευνθτισ, που προςωζρει μόνο, επιτυχϊσ και ανιδιοτελϊσ, το μόχκο και τθν τζχνθ του, ςτθν ενδυνάμωςθ τθσ πολιτιςμικισ ποικιλότθτασ, τθσ ςε μεγάλο βακμό ςθμερινισ άνυδρθσ κοινωνίασ μασ. Λδιαιτζρωσ, όμωσ, κα ικελα να τον ευχαριςτιςω, για τθν κατάκεςθ των διαμορωωμζνων απόψεϊν του από τθ δικι του οπτικι, όπωσ αυτζσ αναδφκθκαν μζςα από τθ μελζτθ ποικίλων μαρτυριϊν, για τα γεγονότα τθσ εποχισ εκείνθσ. Γιατί, πιςτεφω ότι, μόνον θ πικανι κζςθ και κάποιο περίγραμμα τθσ ιςτορικισ αλικειασ είναι εωικτό να επιχειρείται να ερευνθκεί εκάςτοτε. Και αυτό, με τθν αζναθ ςφνκεςθ διαωόρων ι και διαωορετικϊν μαρτυριϊν ωσ ςυνιςτωςϊν, και ςτθ ςυνζχεια με διαδοχικζσ προςεγγίςεισ να επιδιϊκεται θ δθμιουργία μιασ ςυνιςταμζνθσ, τθσ ςτιγμισ όμωσ εκείνθσ και με τα μζχρι τότε δεδομζνα, που να εικάηει το χϊρο αναηιτθςισ τθσ, ενϊ αυτι θ οριςτικι ιςτορικι αλικεια, αυτι κακ’ εαυτι, κα παραμζνει πάντοτε ο γοθτευτικόσ, αλλά και κάποτε ουτοπικόσ, προοριςμόσ τθσ ζρευνασ. Ακινα, Οκτϊβριοσ 2014 Δθμιτρθσ Γ. Δουνοφκοσ Ρολιτικόσ Μθχανικόσ
12
Ειςαγωγι του επιμελθτι τθσ ζκδοςθσ Θ αιχμαλωςία του Βαςίλθ Γ. Διαμαντόπουλου ςυνζβθ μετά τθν κατάρρευςθ του Μετϊπου ςτθ Μικραςιατικι εκςτρατεία, όταν το 18ο Ρεηικό Σφνταγμα, ςτο οποίο υπθρετοφςε, παραδόκθκε εξαιτίασ τθσ απίςτευτθσ ολιγωρίασ-αβελτθρίασ και εγκλθματικισ ανικανότθτασ τθσ ςτρατιωτικισ θγεςίασ του, δθλαδι του Διοικθτι του Συντάγματοσ και του επιτελείου του. Τισ οδυνθρζσ αναμνιςεισ του κατζγραψε, κατά τα κφρια μζρθ τουσ, το καλοκαίρι του 1923, λίγουσ μινεσ αωότου επζςτρεψε ςτθν πατρίδα του, ςτα πλαίςια ςχετικισ με το κζμα αυτό ομιλίασ του, ςτο Μαλλιαροποφλειο Κζατρο Τρίπολθσ, μπροςτά ςτο αρκαδικό κοινό που διψοφςε να μάκει, όπωσ εξάλλου ςυνζβαινε ςε όλθ τθν Ελλάδα, για το πϊσ ζωταςε θ πατρίδα μασ ςτθ χειρότερθ καταςτροωι τθσ νεότερθσ ιςτορίασ τθσ. Μετά τθ Μικραςιατικι καταςτροωι και τθ ςυνκικθ τθσ Λωηάνθσ, μετά το ςφμωωνο ειρινθσ και ωιλίασ που υπογράωτθκε από τουσ Βενιηζλο και Κεμάλ και τθν ανταλλαγι των εκατζρωκεν πλθκυςμϊν, ο κόςμοσ κεϊρθςε ότι ζπαψε ο εξ ανατολϊν κίνδυνοσ και πλζον δεν είχε νόθμα να αναςκαλεφονται μνιμεσ και να ξφνονται παλιζσ πλθγζσ. Πταν όμωσ ζγινε θ ειςβολι του “Αττίλα” ςτθν Κφπρο, το 1974, και ζγινε γωςτό το δράμα των Κυπρίων αγνοουμζνων, τότε, ωαίνεται, οι παλιζσ πλθγζσ του Βαςίλθ Διαμαντόπουλου αωόρμθςαν ξανά. Κα ξαναηωντάνεψε ςτο μυαλό του το δράμα των Ελλινων αιχμαλϊτων και το δικό του ςτθ Μικρά Αςία, και κεωρϊντασ ότι το “aνατολικό θφαίςτειο”, εςβεςμζνο τόςο χρόνια, άρχιςε τθν επικίνδυνθ ενεργοποίθςι του ςτθν περιοχι μασ, αποωάςιςε οριςτικά, κατά τθ γνϊμθ μου, να ωζρει ςτο ωωσ τα γραπτά του.
13
Ο ςκοπόσ του, όπωσ γράωει ο ίδιοσ ςτθν αρχι του βιβλίου του που εκδόκθκε το 1977, ιταν «να μθν μζνουν άγνωςτεσ μνιμεσ τζτοιεσ ςυμφορζσ του γζνουσ μασ», ϊςτε εμείσ οι Ζλλθνεσ να βριςκόμαςτε ςε εγριγορςθ και να μθν επαναπαυόμαςτε ζχοντασ απζναντί μασ ζναν τζτοιο γείτονα. Πταν ο Γεϊργιοσ Π. Δουνοφκοσ διάβαςε το πόνθμα του ωίλου του, ξφπνθςαν αμζςωσ και αυτοφ οι τραυματικζσ μνιμεσ αιχμαλωςίασ και απεωάςιςε, χωρίσ χρονοτριβι, να ςυμπλθρϊςει το ζργο του ωίλου του Διαμαντόπουλου, εγκιβωτίηοντασ ςτθ ςελίδα 79 του εν λόγω βιβλίου πρόςκετεσ δικζσ του μνιμεσ αιχμαλωςίασ, δεδομζνου ότι θ τφχθ το ζωερε να χωρίςουν μετά από λίγουσ μινεσ και να ακολουκιςει διαωορετικι πορεία αιχμαλωςίασ, μάλλον οδυνθρότερθ, από αυτι του Β. Διαμαντόπουλου. Ο Γ. Ρ. Δουνοφκοσ τα όςα είχε γράψει ο Διαμαντόπουλοσ μζχρι τθ ςελίδα 79, τα οποία είχε βιϊςει και ο ίδιοσ, τα βρικε, όπωσ ομολογεί, ςωςτά γραμμζνα και ζγκυρα και γι’ αυτό δεν τα επανζλαβε με δικζσ του διατυπϊςεισ. Ζτςι λοιπόν μπολιάςτθκε το αρχικό πόνθμα με νζο ςθμαντικό υλικό. Πμωσ, δεν αρκζςτθκε ς’ αυτό το ζνκετο και προχϊρθςε και ςε άλλεσ καταγραωζσ που πιραν τθ μορωι Ραραρτιματοσ, όπωσ αναωζρεται ςτον Ρρόλογο του παρόντοσ, Επίμετρο κα το χαρακτθρίηαμε εμείσ ςιμερα, όπου εκτόσ από πρόςκετα ςυμβάντα πολζμου-αιχμαλωςίασ δίνει ενδιαωζρουςεσ πλθροωορίεσ, κρίςεισ και προβλθματιςμοφσ του για πολλά ηθτιματα εκνικοφ ενδιαωζροντοσ. *** Ο Γεϊργιοσ Δουνοφκοσ και ο Βαςίλθσ Διαμαντόπουλοσ εκτόσ από ςυντοπίτεσ Αρκάδεσ με κοινά επαρχιακά βιϊματα, βρίςκονταν ςτθν ίδια περίπου θλικία - Ο Γ. Δουνοφκοσ κα πρζπει να ιταν τρία (3) χρόνια μεγαλφτεροσ από το Β. Διαμαντόπουλο - και είχαν το ίδιο επίπεδο μόρωωςθσ. Ο μεν πρϊτοσ είχε προωτάςει να ολοκλθρϊςει τισ πανεπιςτθμιακζσ του ςπουδζσ ςτθ Φιλολογία πριν καταχτεί ςτο
14
ςτρατό, ενϊ ο δεφτεροσ βριςκόταν ςτο τρίτο ζτοσ ςπουδϊν ςτθ Νομικι Σχολι του Ρανεπιςτθμίου Ακθνϊν, όταν διεκόπθ θ αναβολι του, προκειμζνου να καταχκεί ςτο ςτρατό και οδθγθκεί ςτο μζτωπο τθσ Μικραςίασ. Υπθρζτθςαν ςτθν ίδια ςτρατιωτικι μονάδα (ςτο Μικρό Επιτελείο του 18ου Ρεηικοφ Συντάγματοσ). ο μεν Γ. Δουνοφκοσ ωσ λοχίασ τθλεγραωθτισ, ο δε Β. Διαμαντόπουλοσ ωσ απλόσ ςτρατιϊτθσ, γραωεφσ, ςτο Δικαςτικό Γραωείο τθσ Στρατιωτικισ Διοίκθςθσ. Και οι δφο τουσ δεν είχαν μάχιμθ εμπειρία, απόκτθςαν όμωσ τθν τρομακτικι εμπειρία αιχμαλϊτου και μάλιςτα ςε Τοφρκουσ νικθτζσ, νιϊκοντασ καλά ςτο πετςί τουσ τθ βάρβαρθ ςυμπεριωορά τουσ ςε όλο τθσ το “μεγαλείο”. Αυτι θ εμπειρία αντιςτακμίηει τθν ταλαιπωρία πολλϊν πολεμικϊν μαχϊν, οι οποίεσ ςτο κάτω-κάτω εκτόσ από το ωόβο του κινδφνου και τισ ςωματικζσ ταλαιπωρίεσ, ζχουν, οριςμζνεσ ωορζσ, και τθν ικανοποίθςθ τθσ νίκθσ, που είναι ζνα ςυναίςκθμα ανυπζρβλθτο, για ζνα νζο που υπεραςπίηεται τα δίκαια τθσ πατρίδασ του. Επίςθσ, είχαν παρόμοια πολιτικι διαχείριςθσ των κακθμερινϊν δυςκολιϊν τουσ, προκειμζνου να επιβιϊςουν από τισ ωοβερζσ δοκιμαςίεσ, ςτισ οποίεσ τουσ υπζβαλαν οι Τοφρκοι αξιωματικοί, ςτρατιϊτεσ ακόμα και πολίτεσ. Ζδειξαν, δθλαδι, τθν απαραίτθτθ ευελιξία που χρειαηόταν, ϊςτε να αποωφγουν τα χειρότερα και δεν ωοβικθκαν να ριςκάρουν, όταν τα πράγματα γίνονταν ακόμθ πιο δφςκολα και επικίνδυνα. Αυτζσ οι ομοιότθτεσ και ςυμπτϊςεισ κάνουν τα κείμενά τουσ πολφ ςυμβατά μεταξφ τουσ, τα οποία ςυγκροτοφν από κοινοφ ζνα ςωιχτοδεμζνο ςφνολο, ζνα “κειμενικό αμάλγαμα” κα λζγαμε, πολφτιμο ιςτορικό τεκμιριο που κακθλϊνει τον αναγνϊςτθ ςε κάκε κεωάλαιο, παράγραωο και ςειρά, ανεξαρτιτωσ του ποιοσ από τουσ δυο τα γράωει. Βεβαίωσ, μεταξφ των δυο κειμζνων υπάρχουν και διαωορζσ. Συγκεριμζνα:
15
Το κείμενο του Β. Διαμαντόπουλου, πριν εκδοκεί το 1977, είχε μεταγραωεί με επιμζλεια και άνεςθ χρόνου από τθν κακαρεφουςα τθσ εποχισ του ϋ20 ςτθ δθμοτικι τθσ δεκαετίασ ϋ70. Αντίκετα, το παρζνκετο κείμενο του Γ. Δουνοφκου γράωτθκε…“a cappella” ςτθν απλι κακαρεφουςα, δθλαδι άμεςα χωρίσ να υπάρξουν δεφτερεσ ςκζψεισ και διορκϊςεισ από το ςυγγραωζα. Βεβαίωσ, το Ραράρτθμα-Επίμετρο, που χωρίσ κακυςτζρθςθ ακολοφκθςε, γράωτθκε ςτθ δθμοτικι. Ο Β. Διαμαντόπουλοσ γράωει με ςειριακό και απαγωγικό τρόπο, δθλαδι από το γενικό πθγαίνει ςτο μερικό. αντίκετα ο Γ. Δουνοφκοσ ςτο παρζνκετο κείμενό του χρθςιμοποιεί τον επαγωγικό τρόπο. Δθλαδι, από επιμζρουσ επειςόδια που παρακζτει, οδθγεί τον αναγνϊςτθ ςτο να ςυνκζςει ο ίδιοσ με τθ ωανταςία του το όλον, αναωορικά με τθν αιχμαλωςία των Ελλινων ςτρατιωτϊν και τθν εξόντωςι τουσ ςτα ωρικτά ςτρατόπεδα του βάρβαρου εξ ανατολϊν δυνάςτθ. Στο Επίμετρό του ο Γ. Δουνοφκοσ περνά ςε ζνα δεφτερο επίπεδο περιγραωισ και ςτοχαςμοφ, χωρίσ περιςτροωζσ και ωιοριτοφρεσ, με τόλμθ και κάρροσ γνϊμθσ που τον ωκεί ο αγνόσ πατριωτιςμόσ του και οι προςωπικζσ κυςίεσ, ςτισ οποίεσ υποβλικθκε χάριν τθσ πατρίδασ. Με βοθκό, βεβαίωσ, τθ μακρόχρονθ πείρα ηωισ - γράωει όντασ ογδοθκοντοφτθσ - και τα όςα βίωςε ςε άλλεσ κρίςιμεσ ιςτορικζσ ςτιγμζσ, όπωσ: Βϋ Ραγκόςμιοσ πόλεμοσ, Εμωφλιοσ πόλεμοσ, πολιτικζσ ανωμαλίεσ, δικτατορίεσ, οδθγεί τον αναγνϊςτθ ςε ςοβαρό προβλθματιςμό, για κζματα που ςχετίηονται με τθν πολιτικι, τισ ελλθνοτουρκικζσ ςχζςεισ και τον πόλεμο, κακϊσ και τισ εκάςτοτε θγεςίεσ πολιτικζσ και ςτρατιωτικζσ. *** Ο Β. Διαμαντόπουλοσ, βαςικά, εξάντλθςε όλο το χρόνο τθσ αιχμαλωςίασ του ςτο ςτρατόπεδο του Καςαμπά είτε ςε διάωορεσ αγγαρείεσ είτε ςτουσ ωοφρνουσ όπου και βρικε ςτακερότερεσ και πιο αςωαλείσ ςυνκικεσ διαβίωςθσ. Αντίκετα,
16
ο Γ. Δουνοφκοσ αναγκάςτθκε να πάρει περιςςότερεσ πρωτοβουλίεσ με ρίςκο, προκειμζνου να επιβιϊςει, π.χ. ζκανε το μάςτορα οικοδομισ και τον θλεκτρολόγο, χωρίσ πραγματικά να είναι. Θ διλωςι του, ωσ θλεκτρολόγου, τον οδιγθςε από το ςτρατόπεδο αιχμαλϊτων του Καςαμπά ςε εργοςτάςιο τθσ Σμφρνθσ, από όπου πολφ γριγορα αναχϊρθςε, όταν οι Τοφρκοι διαπίςτωςαν τθν ανεπάρκειά του περί τα θλεκτρολογικά, με τελικό προοριςμό το ςτρατόπεδο του Ουςάκ. Είχε όμωσ τθν ατυχία ςτο ςτρατόπεδο αυτό να προςβλθκεί από εξανκθματικό τφωο και ευτυχϊσ μπόρεςε να αναρρϊςει πλιρωσ, παρόλεσ τισ εωιαλτικζσ ιατρικζσ ςυνκικεσ που επικρατοφςαν, οι οποίεσ μόνο ιατρικζσ ωροντίδεσ δε μποροφςαν να κεωρθκοφν. «Θ κεραπεία, λζγει ςε κάποιο ςθμείο ο Β. Διαμαντόπουλοσ, αφινετο ςτθν κράςθ κακενόσ και ςτθν τφχθ». Και οι δυο ςυγγραωείσ πραγματοποιοφν γνωριμίεσ με αξιόλογουσ Τοφρκουσ είτε κατά τθν περίοδο του πολζμου είτε κατά τθν περίοδο τθσ αιχμαλωςίασ τουσ. Πλα τα ςχετικά με αυτζσ τισ γνωριμίεσ ο κακζνασ τα αποςπά από τον κφριο κορμό τθσ διιγθςισ του, επειδι τα κεωρεί ιδιαιτζρωσ ςθμαντικά, προκειμζνου να τα περιγράψει προσ το τζλοσ, καλφτερα. Συγκεκριμζνα: α)Ο Β. Διαμαντόπουλοσ αωιερϊνει ξεχωριςτό κεωάλαιο ςχετικά με τθ γνωριμία του με το Χότηα Μεμζτ Νετηάτ ςτο ςτρατόπεδο του Καςαμπά, που ιταν θ αιτία να βολευτεί ςτουσ ωοφρνουσ του ςτρατοπζδου και ζτςι να ζχει μια καλφτερθ κακθμερινότθτα ςε ςχζςθ με άλλουσ αιχμαλϊτουσ. Και, βεβαίωσ, αυτό τον βοικθςε, ϊςτε να είναι παρόν, όταν ζγινε θ επιλογι, για επαναπατριςμό ςτα πλαίςια τθσ ανταλλαγισ των εκατζρωκεν αιχμαλϊτων. β)Ο Γ. Δουνοφκοσ αωιερϊνει, ςτο Ραράρτθμά του, ξεχωριςτά κεωάλαια για τισ γνωριμίεσ του κατά τθ διάρκεια τθσ εκςτρατείασ, αρχικά με κάποιον Τοφρκο λοχία, ονόματι
17
Μουροφτ και ςτθ ςυνζχεια με τον αδελωό αυτοφ, ονόματι Ντεμίρ. Ο Ντεμίρ ιταν ζνασ μορωωμζνοσ ζμποροσ, ο οποίοσ είχε χρθματίςει υπάλλθλοσ του Υπουργείου Εξωτερικϊν τθσ χϊρασ του, κακόςον είχε ςπουδάςει νομικά και είχε υπθρετιςει ςε πολλζσ τουρκικζσ πρεςβείεσ. Ρροςκάλεςε λοιπόν τον Γ. Δουνοφκο να ςυμωάγει ςτο ςπίτι του, ςτο Αϊδίνι, και να ςυνομιλιςει, εκτενϊσ, για τισ Ελλθνοτουρκικζσ ςχζςεισ και τθν πορεία του Μικραςιατικοφ πολζμου. *** Από τισ αναμνιςεισ αιχμαλωςίασ Β. Διαμαντόπουλου - Γ. Δουνοφκου ο αναγνϊςτθσ : 1)Μακαίνει για τισ ςυνκικεσ αιχμαλωςίασ του 18ου Ρεηικοφ Συντάγματοσ και ωρίττει, για τθν εγκλθματικι ανικανότθτα και αςυγχϊρθτθ αβελτθρία, που εγγίηει τα όρια τθσ προδοςίασ, του ςυνταγματάρχθ (Διοικθτι) και των επιτελϊν του. Απορεί, πϊσ τόςο ανίκανοι άνκρωποι είχαν αναλάβει θγετικζσ κζςεισ και ςε κρίςιμεσ ςτιγμζσ δεν μπόρεςαν να αντιλθωκοφν αυτονόθτα και ςτοιχειϊδθ πράγματα, τα οποία κατανοοφςαν οι απλοί ςτρατιϊτεσ, πϊσ δεν αξιοποίθςαν τισ πλθροωορίεσ που λάμβαναν και δεν τόλμθςαν να κάνουν τουσ απαραίτθτουσ αντιπεριςπαςμοφσ, προκειμζνου να απεγκλωβίςουν εγκαίρωσ τισ δυνάμεισ τουσ και να τισ οδθγιςουν ςε αςωαλζσ ζδαωοσ. Φοβικθκαν, ωσ ςχολαςτικοί γραωειοκράτεσ, μιπωσ κατθγορθκοφν για εγκατάλειψθ υλικοφ και προτίμθςαν να κακυςτεριςουν τθν οπιςκοχϊρθςθ του Συντάγματοσ τόςο, ϊςτε κυςίαςαν τελικϊσ 3.000 άνδρεσ τουσ, και το χειρότερο παρεδόκθςαν όλοι αυτοί, αμαχθτί, ςε 150 μόνο Τοφρκουσ ιππείσ! Το παριγορο είναι ότι ζνασ αξιωματικόσ του υπόψθ Συντάγματοσ, ο οποίοσ είχε προθγουμζνωσ διαωωνιςει ζντονα με το Διοικθτι του για τθν ακολουκθτζα τακτικι, κατόρκωςε οδθγϊντασ 600 άνδρεσ να ωτάςει ςτον Τςεςμζ, χωρίσ προβλιματα, και να διεκπεραιωκεί αςωαλισ ςτθ Χίο.
18
2)Συνειδθτοποιεί το διχαςμό (Βαςιλικϊν-Βενιηελικϊν) που υωιρπε ςε όλο το ςτράτευμα και αποδυνάμωνε μζρα με τθ μζρα το αξιόμαχο του ςτρατοφ. Ωκείται μάλιςτα να ερευνιςει για τα αίτια τθσ καταςτροωισ και να μάκει για τα αςυγχϊρθτα λάκθ τθσ τότε πολιτικισ και ςτρατιωτικισ θγεςίασ, τα οποία απζβθςαν μοιραία για τθν πατρίδα μασ. Με τθν ευκαιρία αυτι, κρίνουμε ςκόπιμο να προςκζςουμε εδϊ οριςμζνα χαρακτθριςτικά ςτοιχεία: Το Λαϊκό Κόμμα, ωσ αντιπολίτευςθ, εκμεταλλευόμενο τθν κοφραςθ του ελλθνικοφ λαοφ από τθ μακροχρόνια πολεμικι κινθτοποίθςθ τθσ Χϊρασ (Βαλκανικοί πόλεμοι, Αϋ Ραγκόςμιοσ πόλεμοσ[μζτωπο Κράκθσ], εκςτρατεία ςτθν Κριμαία και απόβαςθ ςτθ Σμφρνθ), υιοκζτθςε ωσ κεντρικό προεκλογικό του ςφνκθμα το «οίκαδε». Πταν, όμωσ, ζγινε Κυβζρνθςθ, αωοφ κατόρκωςε να εξαωανίςει πολιτικά το Βενιηζλο, αντί να επιδιϊξει ειρινθ και επιτυχι απαγκίςτρωςθ από τθ Μικραςία με τα περιςςότερα δυνατά ανταλλάγματα, αντικζτωσ κιρυξε το: «Ρροσ Άγκυρα» κζλοντασ να δρζψει μεγαλφτερεσ δάωνεσ δόξθσ ςε ςχζςθ με το μεγάλο του πολιτικό αντίπαλο. Αυτό ιταν, κατά τθ γνϊμθ μου, μια από τισ βαςικζσ αιτίεσ τθσ Μικραςιατικισ καταςτροωισ. Οι αχρείοι αυτοί θγζτεσ, όμωσ, δεν εκτίμθςαν ςωςτά τισ βαςικότερεσ παραμζτρουσ του όλου προβλιματοσ που και ο απλόσ πολίτθσ και ςτρατιϊτθσ ζβλεπε και κατανοοφςε, δθλαδι: α)Το διεκνι παράγοντα, ο οποίοσ μζρα με τθ μζρα γινόταν όλο και πιο εχκρικόσ απζναντι ςτθ χϊρα μασ και κυρίωσ το γεγονόσ ότι οι Ευρωπαίοι τθσ «ΑΝΤΑΝΤ», πρϊθν ςφμμαχοί μασ, διαγκωνίηονταν πλζον μεταξφ τουσ, ποιοσ πρϊτοσ κα ςυνομιλιςει και μυςτικοςυμμαχιςει με τον Κεμάλ, προκειμζνου να πετφχει τα δικά του γεωπολιτικά και οικονομικά ςυμωζροντα.
19
β)Τθν κοφραςθ του ελλθνικοφ λαοφ και ςτρατοφ, τθν οποία άλλωςτε οι ίδιοι επικαλοφνταν τόςο καιρό, για ιδιοτελείσ κομματικοφσ ςκοποφσ, ωκονϊντασ τισ επιτυχίεσ του Βενιηζλου. γ)Το διχαςμό που είχε επζλκει από τθ ςυνζργεια και των ίδιων και των πολιτικϊν τουσ αντιπάλων. Ζγιναν τόςο άωρονεσ και μζκυςαν από τισ νίκεσ του 1921 ςτο Αωιόν Καραχιςάρ, ςτο Εςκί Σεχίρ και τθν Κιουτάχεια, που πίςτευαν, ανόθτα, ότι πλζον θ Άγκυρα κα ιταν εφκολθ υπόκεςθ και όλα ςτθ ςυνζχεια κα ιςαν λυμζνα. Μάλιςτα, υπιρξε δθμόςια διαωωνία μεταξφ του βαςιλιά Κωνςταντίνου και του Ρρωκυπουργοφ Γοφναρθ ςτθν παρζλαςθ των ελλθνικϊν ςτρατευμάτων ςτο Εςκί Σεχίρ, τθν οποία αντελιωκθςαν οι εκεί παρευριςκόμενοι Ζλλθνεσ ςτρατιϊτεσ. Ο Μενζλαοσ Σηιαφζτασ, ζνασ απλόσ αλλά ςκεπτόμενοσ πολίτθσ, ςτο πόνθμά του: «Σκόρπια Φφλλα από ενκυμιματα ενόσ αιϊνα», Κεςςαλονίκθ-Ρανόραμα, 2002: αναωζρει τα εξισ ςθμαντικά ςτοιχεία: «*…+Ραρόλεσ όμωσ τισ δυςκολίεσ ο ςτρατόσ επολζμθςε και κατζλαβε τισ οχυρζσ κζςεισ του Κεμάλ ςτο Αφιόν Καραχιςάρ, Κιουτάχεια, Εςκί Σεχίρ. Μετά τθν κατάλθψθ αυτϊν των οχυρϊν κζςεων του Κεμάλ, ζγινε μια μεγάλθ ςτρατιωτικι παρζλαςισ ςτο Εςκί Σεχίρ. Αυτόπτθσ μάρτυσ που ιταν ςτθν παρζλαςθ λζγει: “Ο Βαςιλεφσ Κωνςταντίνοσ καβάλα ςτο άλογο ζβγαλε λόγο λζγοντασ: “Αξιωματικοί και οπλίτεσ το ζργο μασ ετελείωςε, ο Κεμάλ δζχεται τθν ςυνκικθ των Σεβρϊν και τθν αποηθμίωςθ”. Εν τω μεταξφ είχεν ζρκει από τασ Ακινασ και το υπουργικό ςυμβοφλιο. Και ακοφεται θ φωνι του Γοφναρθ: “Πχι, όχι Μεγαλειότατε ζχομεν τθν Άγκυραν”. Ο Κωνςταντίνοσ ςταμάτθςε τον λόγο του τότε.*…+ » Μετά από αυτι τθ δθμόςια διαωωνία υπιρξε, ωαίνεται, ςτθ ςυνζχεια και περαιτζρω διάςταςθ, που διζρρευςε, κακόςον ο Χριςτοσ Καραγιάννθσ, ζνασ άλλοσ απλόσ ςτρατιϊτθσ που πολζμθςε ςτα μζτωπα τθσ Κράκθσ (κατά τον Αϋ Ραγκόςμιο Ρόλεμο), Κριμαίασ εναντίον των Μπολςεβίκων και Μικράσ
20
Αςίασ εναντίον των Τοφρκων, από το ζτοσ 1918 ζωσ το ζτοσ 1922, γράωει ςτο πολφ ενδιαωζρον θμερολόγιό του («Το Θμερολόγιον Χριςτου Καραγιάννθ 1918 - 1922», Ακινα 1976) : «Οι ανϊτεροι πολιτικοί άντρεσ κι οι ανϊτατοι ςτρατιωτικοί κι ο Βαςιλεφσ Κωνςταντίνοσ ςυνεδριάηουν ςτθν πόλθ Δοριλιά *εννοεί το Δορφλαιον (Εςκί Σεχίρ)+ κι αποφάνκθκαν εκτόσ απ’ το Βαςιλιά να ςυνεχίςουμε τον πόλεμο κατά του Κεμάλ Ραςά και με τισ λόγχεσ να καταλάβουμε τθν Άγκυρα. Κα επιβάλλουμε ςτον εχκρό μασ να κλείςει ειρινθ. Ο Βαςιλιάσ περιορίςτθκε να μείνουμε αμυνόμενοι ςτθ ςυνκικθ των Σεβρϊν. Είναι άγνωςτο, γιατί θ ελλθνικι Κυβζρνθςθ αποφάςιςε να ςυνεχίςει τον πόλεμο. Μετά τθν απόφαςθ του Συμβουλίου, διατάχκθκαν όλα τα Σϊματα κι οι ςχθματιςμοί να κακαρίςουν τον οπλιςμό τουσ *…+. Μάλιςτα, ςτο πολεμικό ςυμβοφλιο τθσ Κιουτάχειασ όπου προιδρευε ο Βαςιλιάσ Κωνςταντίνοσ και ςυμμετείχε ο Ρρωκυπουργόσ Γοφναρθσ, ο υπουργόσ των Στρατιωτικϊν Κεοτόκθσ και θ ςτρατιωτικι θγεςία, ςφμωωνα με τθν κατάκεςθ του αρχιςτράτθγου Παποφλα, όταν ο επιτελάρχθσ Πάλλθσ ανζπτυξε τισ δυςχζρειεσ που κα ςυναντοφςε ο ελλθνικόσ ςτρατόσ, εάν ςυνζχιηε τθν προζλαςθ, ο Γοφναρθσ τισ χαρακτιριςε υπερβολικζσ και ςυμωϊνθςαν Ρρωκυπουργόσ και υπουργόσ Στρατιωτικϊν ότι θ προζλαςθ του ελλθνικοφ ςτρατοφ να μθ περιοριςτεί ςτθν Άγκυρα, αλλά να προχωριςει μζχρι του Άλυοσ ποταμοφ! Επίςθσ, ο Διοικθτισ του Αϋ Σϊματοσ Στρατοφ υποςτράτθγοσ Κοντοφλθσ ζγραψε μετά τθ Μικραςιατικι καταςτροωι ςτθ Μεγάλθ Στρατιωτικι και Ναυτικι Εγκυκλοπαίδεια: «Κατά τιν τελετιν τῆσ ἀπονομῆσ τῶν παραςιμων ὑπό τοῦ Βαςιλζωσ, τιν 18θν Ἰ ουλίου εἰ σ Ἐςκί Σεχίρ, ὁ Ρρωκυπουργόσ μζ ἐπλθςίαςε καί ἐηιτθςε τιν γνϊμθν μου, περί τῶν περαιτζρω πρόσ Ἄγκυραν ἐπιχειριςεων. Τῷ ἀπιντθςα ἀπεριφράςτωσ ἐνϊπιον καί ἄλλων ἀξιωματικῶν, ὅτι διά τοιαφτθν προζλαςιν εἴ μεκα ἀνεπαρκεῖ σ, ἀπομάκρυνςιν ἐκ τῆσ κυρίωσ βάςεωσ τῶν
21
ἐπιχειριςεων κατά 1.000 χιλιόμετρα. Ο Ρρωκυπουργόσ μζ ἤκουςεν μετά προςοχῆσ καί δζν μοῦ ἀντζταςςεν ἐπιχειριματα, ἀρκοφμενοσ μόνον ςτερεοτφπωσ, νά μοῦ ἐπαναλαμβάνει ὅτι εἶ ναι ἀνάγκθ νά γίνει ἡ προζλαςισ, χωρίσ νά δικαιολογεῖ ταφτθν. Ἀντιλθφκείσ ὅτι ὁπωςδιποτε εἶ χεν ἀποφαςιςκεῖ ἡ πρόσ Ἄγκυραν ἐκςτρατεία τῷ ὑπζβαλα ὡσ τελευταῖ αν γνϊμθν, ὅπωσ κλθκοῦν τρεῖ σ εἰ ςζτι ἐφεδρικαί ἡλικίαι, ἵ να ἐπαρκζςουν εἰ σ τάσ ἀνάγκασ τοῦ ἐπικειμζνου πολζμου. Ἐπί τῷ ἀκοφςματι τῆσ γνϊμθσ μου ταφτθσ ἐταράχκθ καί μοῦ ἐδιλωςεν ὅτι τοῦτο εἶ ναι ἀπολφτωσ ἀδφνατον καί ςκζπτεται, ἀντικζτωσ, κατά Σεπτζμβριον νά ἀπολφςει ἡλικίασ τινάσ. Κατόπιν τοφτου, παρθτικθν περαιτζρω ςυηθτιςεωσ εἰ πϊν αυτῷ ἐπί λζξει: “Κφριε Ρρόεδρε, ἐν τῇ ςυηθτιςει μασ ἔχει ἐφαρμογιν τό γνωςτόν: “Οὐ με πείςεισ κἄν με πείςεισ””. Τάσ γνϊμασ ταφτασ ὁ Ρρωκυπουργόσ κατζςτθςε γνωςτάσ εἰ σ τόν ἐκεῖ πλθςίον εὑριςκόμενον Ὑπουργόν τῶν Στρατιωτικῶν Ν. Κεοτόκθν, ὅςτισ ςτραφείσ πρόσ ἐμζ μοῦ εἶ πε ἐπί λζξει: “Στρατθγζ ἡ προζλαςισ εἶ ναι ηιτθμα 15 θμερῶν. Κά πᾶμε εἰ σ τιν Ἄγκυραν, κά καταςτρζψωμεν τάσ ἐκεῖ ἀποκικασ τοῦ ζχκροῦ καί κά ἐπιςτρζψωμεν, ἀφοῦ καταςτρζψωμεν καί τιν ςιδθροδρομικιν γραμμιν”.» (!) Δεν μασ εξιγθςε όμωσ ο καλόσ αυτόσ ςτρατθγόσ, γιατί ο ίδιοσ και οι άλλοι ςυςτρατθγοί του δεν υπζβαλαν αμζςωσ και ομαδικϊσ τισ παραιτιςεισ τουσ από τα αξιϊματά τουσ, όταν άκουςαν όλουσ αυτοφσ τουσ παραλογιςμοφσ τθσ Ανϊτατθσ Ρολιτικισ Θγεςίασ, αωοφ ζβλεπαν κακαρά ότι θ πατρίδα μασ κα ςυρόταν με βεβαιότθτα ςτθν καταςτροωι και ο ελλθνικόσ ςτρατόσ ςτθν ςυντριπτικι ιττα και καταιςχφνθ; Είναι ωυςικό να υποπτευκεί κανείσ ότι δεν υπζβαλαν τισ παραιτιςεισ τουσ, γιατί ωοβικθκαν μθ χάςουν το αξιϊματά τουσ, τθν εφνοια των ανωτζρων τουσ και τα προνόμια που απολάμβαναν από τισ υψθλζσ κζςεισ τουσ. Δυςτυχϊσ, αυτι θ απαράδεκτθ πρακτικι ακολουκείται και ςιμερα από
22
οριςμζνουσ ανϊτατουσ κρατικοφσ λειτουργοφσ, οι οποίοι οριςμζνεσ ωορζσ υποκφπτουν πεικινια ςε εντολζσ των πολιτικϊν θγεςιϊν, παρότι γνωρίηουν ότι είναι εςωαλμζνεσ, παράνομεσ ι αντιςυνταγματικζσ, επειδι δεν κζλουν, παραιτοφμενοι, να ςτερθκοφν αξιϊματα και προνόμια που απορρζουν από αυτζσ τισ υψθλζσ τουσ κζςεισ. Εν πάςθ περιπτϊςει, θ αωροςφνθ τθσ τότε ανϊτατθσ Ρολιτικισ Θγεςίασ είχε καταλάβει και μεγάλθ μερίδα βουλευτϊν του Λαϊκοφ Κόμματοσ. Είναι χαρακτθριςτικά τα όςα γράωει ςτο δικό του θμερολόγιο εκςτρατείασ ο Χαράλαμποσ Σριανταφυλλίδθσ: «*…+ Κατ’ εκείνασ τασ θμζρασ είχομεν και τθν επίςκεψιν του κ. Στράτου, του οποίου εγζνετο εισ τθν ευρφχωρον καντίνα δεξίωςισ υπό των αξιωματικϊν ςυνοδευομζνθ και υπό τθσ μουςικισ του 25ου Συν/τοσ. Μεκ’ ο επεςκζφκθ τασ προφυλακάσ μασ, ανιλκεν εισ το παρατθρθτιριον του Βαρζωσ Ρυροβολικοφ και εισ τουσ ςυνακροιςμζνουσ φαντάρουσ εκτόσ των ςυνθκιςμζνων είπε, ότι θ εκςτρατεία κα είναι ζνασ περίπατοσ το πολφ 40 θμερϊν! Και αςτειευόμενοσ μασ παρακάλεςε επανακάμπτοντεσ εξ Αγκφρασ να του φζρουμε και από μια γάτα (Αγκφρασ). Ρόςα όμωσ βριςίδια πιρε ο κ. Στράτοσ με τθ γάτα του από τουσ φαντάρουσ κατά τασ φρικτάσ πορείασ δια τθσ Αλμυράσ εριμου, δεν μπορϊ να αρικμιςω, διότι είναι τόςα όςα και θ άμμοσ τθσ εριμου που επεράςαμε*…+ » Επίςθσ, ο Χ. Καραγιάννθσ, τον οποίο αναωζραμε προθγουμζνωσ, ςυνεχίηοντασ ςτο θμερολόγιό του γράωει: «*…+ Ρριν δυο μζρεσ κατά τφχθ είδα μια εφθμερίδα και διάβαςα τθ ςυμβουλι του Γάλλου Ρρωκυπουργοφ που ςυμβοφλευε τον Κυβερνιτθ μασ Δθμιτριο Γοφναρθ να μθ νομίηει πωσ επιτικζμενοσ κατά του Μουςταφά Κεμάλ κα φζρει καλό τζλοσ, γιατί ο ελλθνικόσ ςτρατόσ δεν επαρκεί τα γεφφρια τθσ Μικράσ Αςίασ να φρουριςει, κι όχι να πολεμιςει και να επιβάλλει ςτθν Τουρκία, αλλά να ηθτιςει ειρινθ. Και τθν Άγκυρα να καταλάβει,
23
ο Κεμάλ κα μεταφζρει τθν κυβζρνθςι του ςτθ Σεβάςτεια, τότε τι κα κάνετε μζςα ςτο ατζλειωτο χάοσ; » Αυτι τθ διλωςθ του Γάλλου πρωκυπουργοφ - θ οποία βεβαίωσ υπζκρυπτε και κάποια ςκοπιμότθτα, αωοφ θ γαλλικι πολιτικι θγεςία εκείνθ τθν εποχι ςυνομιλοφςε μυςτικά με τον Κεμάλ και του προμικευε εκλεκτό οπλιςμό με αντάλλαγμα: το Σαντηάκι τθσ Αλεξανδρζττασ να παραχωρθκεί από τθν Τουρκία ςτθ Συρία, όπου οι Γάλλοι είχαν ςθμαντικά γεωπολιτικά ςυμωζροντα - είχε ίςωσ υπόψθ του και ο Τοφρκοσ Ντεμζρ, ο ςυνομιλθτισ του Γ. Δουνοφκου, όταν διλωςε ςτον τελευταίο: «*…+Είναι περιςςότερο από φανερό ότι θ Ελλάσ οφτε για πολφ μπορεί να ςυντθριςει τον ςτρατό που ζςτειλε, οφτε ζχει το ςτοιχειωδϊσ απαιτοφμενο μζγεκοσ, για να καταλάβει το ςφνολο τθσ Μικραςίασ - ζνα χωροφφλακα να αφινετε ςε κάκε δεφτερο χωριό που κα καταλαμβάνετε, δεν ςασ φκάνουν οφτε όλα τα ςχολιαροφδια τθσ Ελλάδασ. Ναι ζχετε ςιμερα ζναν από τουσ καλφτερουσ ςτρατοφσ τθσ ευρφτερθσ περιοχισ και μπορείτε να κερδίςετε ςχεδόν οποιαδιποτε μάχθ. Μπορείτε όμωσ να κρατιςετε απλά τα κζρδθ; Ρου πάτε;» Πλεσ οι άωρονεσ αποωάςεισ τθσ ελλθνικισ πολιτικισ θγεςίασ, για προζλαςθ προσ τθν Άγκυρα και εν ανάγκθ και ςτον Άλυ ποταμό(!), μποροφν να εξθγθκοφν μόνο μζςα από τθν κατάκεςθ του υπαρχθγοφ του Επιτελείου τθσ Στρατιάσ ςυνταγματάρχθ Π. αρθγιάννθ ςτθν προανάκριςθ τθσ 22θσ Οκτωβρίου 1922. Συγκεκριμζνα, αυτόσ διλωςε: «Ἡ Ἑλλθνικι Κυβζρνθςισ ἐπεδίωκε τιν λφςιν τοῦ Μικραςιατικοῦ προβλιματοσ ςτρατιωτικῶσ, διότι διπλωματικῶσ οὐδζν ἠδφνατο νά ἐπιτφχει.» Πμωσ τουσ πολζμουσ δεν τουσ κερδίηουν οι ςτρατιωτικοί, αλλά οι πολιτικοί, όταν ζχουν κτίςει γερά διπλωματικά ερείςματα, θ χϊρα τουσ ζχει δυνατι οικονομία και κυρίωσ ο λαόσ είναι ενωμζνοσ, ζχει το ςκζνοσ για κυςίεσ και πιςτεφει ςτθ νίκθ. Οι ςτρατιωτικοί, απλϊσ, κερδίηουν τισ μάχεσ, εωόςον βεβαίωσ, γνωρίηουν να πολεμοφν καλά και θγοφνται
24
πολεμιςτϊν που τουσ ζχουν εμπνεφςει προθγουμζνωσ πεικαρχία, κυςία για τθν πατρίδα και τθ ςιγουριά για τθ νίκθ. Δυςτυχϊσ, ςτθν περίπτωςθ τθσ Μικραςιατικισ εκςτρατείασ, όπωσ αυτι άρχιςε και κυρίωσ όπωσ αυτι εξελίχκθκε μετά τθν κρίςιμθ εκλογικι αναμζτρθςθ του Νοεμβρίου του 1920, οι προθγοφμενεσ απαιτιςεισ δεν εκπλθρϊκθκαν, και επομζνωσ θ εκνικι καταςτροωι και τραγωδία ιταν απλϊσ ηιτθμα χρόνου να ςυμβεί. 3)Μζνει ζκπλθκτοσ από τθν ωμότθτα και βαρβαρότθτα των Τοφρκων απζναντι όχι μόνο ςτουσ αιχμάλωτουσ Ζλλθνεσ ςτρατιϊτεσ, αλλά και ςτουσ ελλθνικισ καταγωγισ Μικραςιάτεσ και μάλιςτα ςτουσ πλζον μορωωμζνουσ και ευκατάςτατουσ από αυτοφσ. Είναι ςθμαντικά τα λόγια του Γ. Δουνοφκου ςτο Επίμετρό του ςχετικά με το κζμα αυτό. Συγκεκριμζνα, ωσ καταςτάλαγμα γράωει : «Και τα αναφζρω αυτά, γιατί διαιςκάνομαι ότι ίςωσ να φανεί ι και να είναι από μια άποψθ, υποκειμενικι και βακιά επθρεαςμζνθ θ οπτικι αυτι, και από τθν ξαφνικι πλθγματικι προβολι και αποκάλυψθ τθσ βάρβαρθσ και εγκλθματικισ πτυχισ του ψυχιςμοφ των Τοφρκων ι ζςτω κάποιων από αυτοφσ που εγϊ ιρκα ς’ επαφι και μου προξζνθςαν αυτά που περιγράφω. Και επομζνωσ, μπορεί αυτό, θ ξαφνικι αποκάλυψθ τθσ διάχυτθσ «ανκρϊπινθσ» βαρβαρότθτασ από τθν πλευρά αυτϊν των Τοφρκων, να μου κόλωςε τθν όραςθ, μπορεί να επζδραςε ςε μζνα ςαν το αντίκριςμα τθσ όψθσ τθσ Μζδουςασ χωρίσ κάτοπτρο, όταν ζβλεπα και βίωνα, να ςυντελείται δίπλα μου και ςε διάφορεσ φάςεισ, θ ςυνειδθτά εξευτελιςτικι, τραγικι, ςυςτθματικά μελετθμζνθ και εξαιρετικά ςυγκλονιςτικι για όποιον τθ ηοφςε, εξόντωςθ και ςφαγι με χαρακτθριςτικά γενοκτονίασ, από τα όργανα του διαμορφοφμενου τότε νζου τουρκικοφ εγκλθματικοφ και αιμοςταγοφσ μορφϊματοσ κράτουσ, με εργαλείο εκτζλεςθσ μζλθ ςτιφϊν που παρουςιάηονταν ωσ άνκρωποι, μια ςφαγι που παράλλθλα με
25
τουσ ωμιοφσ που μάηευαν και εξόντωναν, εφαρμόςκθκε ςτο ςφνολο ςχεδόν, των ςτρατιωτϊν και υπαξιωματικϊν αιχμαλϊτων του 18ου Ρεηικοφ Συντάγματοσ, όπωσ τθν εβίωςα όντασ και εγϊ μζλοσ-από τουσ 3.000 ςτρατιϊτεσ και υπαξιωματικοφσ που παρεδόκθςαν, χωρίσ μάχθ, ςε 150 Τοφρκουσ ιππείσ από τουσ “θγιτορεσ” αξιωματικοφσ μασ, επιβιϊςαμε και επαναπατριςκικαμε μόλισ 150-και να επθρζαςε τθν αφιγθςι μου. Τα γεγονότα όμωσ που αναφζρω, παραμζνουν γεγονότα. Και ακόμα ςιμερα, βαςανίηει τθ ςκζψθ μου, πόςο διακριτι μπορεί να είναι θ διαφορά μεταξφ τθσ μεκόδου εξόντωςθσ των κρατουμζνων που εφάρμοςε ςτο Άουςβιτσ είκοςι χρόνια μετά, άλλοσ “πολιτιςμζνοσ” λαόσ, αςιτία, κακουχία, κακουργία, κρεματόρια, ομαδικι ταφι, και τθν οποία τουλάχιςτον κατεδίκαςε ςφμπασ ο πολιτιςμζνοσ κόςμοσ, και αυτισ που ακολουκοφςαν εκεί οι Τοφρκοι, με τα ίδια βιματα, αςιτία, κακουχία, κακουργία, κανατϊςεισ και κάλαμοι εγκαταλειμμζνων μελλοκανάτων αςκενϊν, απόκεςθ των ςορϊν για βορά των αγριμιϊν. Απλϊσ εκεί, οι κακουργίεσ και ο εξευτελιςμόσ τθσ ανκρϊπινθσ ηωισ, γινόταν εν κρυπτϊ, μζςα ςε ςτρατόπεδα μακριά από τα βλζμματα του κόςμου, από διεςτραμμζνουσ επί τοφτω εντεταλμζνουσ από το κακεςτϊσ εγκλθματίεσ, ενϊ εδϊ πραγματοποιοφντο ςε κοινι κζα και για κοινι απόλαυςθ, τόςο από τουσ εντεταλμζνουσ, όςο και από πλικοσ «πολιτϊνςτιφϊν», οι οποίοι ςυνζρεαν, εφοδιαςμζνοι με τα κατάλλθλα εργαλεία, και ζπαιρναν μζροσ ςτθν εξόντωςθ, προβάλλοντασ ζτςι τον ψυχιςμό και τον πολιτιςμό τουσ. Και ακόμα, τα κρεματόρια του ςτιγμιαίου κανάτου, είχαν υποκαταςτακεί από τθν κόλαςθ τθσ μακρόςυρτθσ, βαςανιςτικισ και εξευτελιςτικισ πορείασ προσ το κάνατο, ενϊ θ ζςτω ομαδικι ταφι των νεκρϊν, είχε υποκαταςτακεί με τθν φβρθ τθσ εγκαταλείψεωσ ατάφων ςορϊν. Πμωσ αυτά, δεν
26
ςυγκίνθςαν κανζνα από τον “πολιτιςμζνο” κόςμο, ζςτω και ωσ καταγραφι.» Ο Γ. Δουνοφκοσ αν και δεν γνϊριηε, ωαίνεται, τθν πλθροωορία ότι οι Γερμανοί ζδωςαν από πολφ νωρίσ το γενοκτονικό “Know how” ςτουσ Τοφρκουσ, προκειμζνου οι τελευταίοι να εξαωανίςουν Ζλλθνεσ και Αρμενίουσ τθσ Μικράσ Αςίασ, Ανατολικισ Κράκθσ και Ρόντου, πολφ πριν το 1922, εν τοφτοισ ςωςτά διζβλεψε ομοιότθτεσ μεταξφ Ναηιςτϊν και Νεοτοφρκων ςτο κζμα τθσ εξόντωςθσ λαϊν, όταν δεν ςυμβάδιηαν με τα ςυμωζροντά τουσ, τισ εκνικιςτικζσ εμμονζσ τουσ και ωανατιςμοφσ τουσ. Διαωορζσ υπιρξαν μόνο ςτισ λεπτομζρειεσ που οωείλονταν ςτθ διαωορετικι ιδιοςυγκραςία τουσ, δθλαδι από τθ μια υπιρξε θ τευτονικι ωμότθτα υλοποιθμζνθ με επιςτθμονικι τελειότθτα και μεκοδικότθτα και από τθν άλλθ πλευρά θ αςιατικι βαρβαρότθτα εκπεωραςμζνθ με απίςτευτο πρωτογονιςμό. Είναι πάντωσ πολφ διαωωτιςτικά όςα γράωει ςτο βιβλίο του ο Αμερικανόσ διπλωμάτθσ George Horton ςτο ςυγκλονιςτικό βιβλίο του: «Θ Κατάρα τθσ Αςίασ». Συγκεκριμζνα, γράωει ςτο Εϋ Κεωάλαιο («Διωγμοί Χριςτιανϊν ςτο νομό Σμφρνθσ 19111914»): «Στα 1911 μετατζκθκα ςτθ Σμφρνθ, οποφ και ζμεινα μζχρι τον Μάιο του 1917, οπότε οι Τοφρκοι διζκοψαν τισ ςχζςεισ τουσ με τισ Θνωμζνεσ Ρολιτείεσ. Από το 1914 μζχρι το 1917 ιμουν επιφορτιςμζνοσ με τα ςυμφζροντα τθσ Entente ςτθ Μικρά Αςία και βριςκόμουν ςε ςτενι επαφι με το αχμί Μπζθ, τον περίφθμο και πονθρό ςτρατιωτικό διοικθτι*…+ Τουσ ραγιάδεσ, δθλαδι τουσ Ζλλθνεσ Οκωμανοφσ υπθκόουσ τουσ εκακομεταχειρίηοντο απαίςια*…+ Εναντίον τουσ είχε κθρυχκεί γενικόσ αποκλειςμόσ και τοιχοκολλιςεισ ςτα τηαμιά και ςτα ςχολεία καλοφςαν τουσ Μουςουλμάνουσ να τουσ εξοντϊςουν. Οι τουρκικζσ εφθμερίδεσ δθμοςίευαν επίςθσ βίαια άρκρα με τα
27
οποία παρακινοφςαν τουσ αναγνϊςτεσ τουσ για διωγμοφσ και ςφαγζσ. Το Ρροξενικό ςϊμα είχε μια ςυνεδρίαςθ και ζλαβε τθν απόφαςθ να γίνει μια επίςκεψθ ςτο Βαλι και να επιςτθκεί θ προςοχι τθσ εξοχότθτάσ του ςχετικϊσ με τον κίνδυνο ότι τα άρκρα αυτά και θ παρακίνθςθ αυτι κα μποροφςαν να διαταράξουν τθν θςυχία μιασ ειρθνικισ επαρχίασ. Οι Ρρόξενοι επιςκζφτθκαν τον Βαλι με εξαίρεςθ τον Γερμανό αντιπρόςωπο, που προφαςίςτθκε πωσ δεν μποροφςε να ςυμπράξει ςε ζνα τζτοιο διάβθμα, χωρίσ τθ ρθτι εξουςιοδότθςθ τθσ Κυβερνιςεϊσ του. Θ ςτάςθ αυτι του Γερμανοφ διπλωμάτθ ςχετικά με το ηιτθμα αυτό αποτελεί μια ακόμα επιβεβαίωςθ τθσ εκδοχισ ότι θ Γερμανία ιταν ςε μεγάλο βακμό ςυνζνοχοσ τθσ ςυμμάχου Τουρκίασ ςτθν υπόκεςθ των εκτοπίςεων και των ςφαγϊν των Χριςτιανϊν. Ρράγματι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θ Γερμανία ενζπνευςε τθν εκδίωξθ των Ελλινων Οκωμανϊν υπθκόων τθσ Μικράσ Αςίασ τθν εποχι εκείνθ, ςαν ζνα απ’ τα προκαταρκτικά μζτρα για τον πόλεμο που προετοίμαηε *εννοεί τον Αϋ Ραγκόςμιο Ρόλεμο+. Θ κθριϊδθσ εκδίωξθ και θ τρομοκράτθςθ με βιαιότθτεσ και δολοφονίεσ των ραγιάδων κατά μικοσ των παραλίων τθσ Μικράσ Αςίασ, οι οποίεσ δεν ζλκυςαν τθν προςοχι που άξιηαν, ζχουν τθν κακαρι ςφραγίδα ενόσ πολεμικοφ μζτρου που επζβαλε δικεν “θ πολεμικι ανάγκθ” και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι Τοφρκοι και Γερμανοί ιταν ςφμμαχοι ς’ όλθ τθ διάρκεια του πολζμου και βρίςκονταν ςε πλιρθ ςυνεργαςία μεταξφ τουσ. Μια ζρευνα του ηθτιματοσ αυτοφ μπορεί να βρει κανείσ ςτο υπ’ αρικ. 3 δθμοςίευμα τθσ Ελλθνοαμερικανικισ Ζνωςθσ του 1918, μζςα ςτο οποίο αναφζρειται ότι ενάμιςυ εκατομμφριο Ζλλθνεσ εκδιϊχτθκαν από τισ εςτίεσ τουσ ςτθ Κράκθ και Μικρά Αςία και ότι το μιςό από τουσ πλθκυςμοφσ των περιοχϊν αυτϊν εξοντϊκθκαν από τισ εκτοπίςεισ, τισ βιαιοπραγίεσ και τθν πείνα. Ο δθμιουργόσ του “Know how” εξαωάνιςθσ των χριςτιανικϊν πλθκυςμϊν που
28
κατοικοφςαν ςτθν Τουρκία, δεν είναι, βεβαίωσ, άγνωςτοσ αλλά ζχει όνομα και είναι ο Γερμανόσ βαρόνοσ ωον Wangenheim, πρεςβευτισ τθσ Γερμανίασ ςτθν Τουρκία. O Henry Morgenthau, Αμερικανόσ Ρρεςβευτισ ςτθν Κωνςταντινοφπολθ από το 1913 ζωσ το 1916 ςτο ςθμαντικό βιβλίο του: «Τα Μυςτικά του Βόςπορου» (Εκδόςεισ Τροχαλία, Ακινα 1998) («Τhe Secrets of Bosphorus», Θenry Morgenthau, London 1918) γράωει ςχετικά: «*…+ Αν θ Γερμανία δεν ιταν βζβαιθ από τισ πρϊτεσ ιδθ μζρεσ του πολζμου *εννοεί τον Αϋ Ραγκόςμιο Ρόλεμο+ για τθν πλιρθ υποταγι τθσ Τουρκίασ ςτισ επιταγζσ τθσ, δεν είναι απίκανο να κατζπαυαν οι εχκροπραξίεσ λίγουσ μινεσ μετά τθ μάχθ του Μάρνθ*…+. Ο Γερμανόσ αυτοκράτορασ, αποςκοπϊντασ ςτθν υποταγι τθσ Τουρκίασ και ςτθ χρθςιμοποίθςθ των ςτρατιϊν και των εδαφϊν τθσ προσ όφελοσ τθσ Γερμανίασ, ζςτειλε ωσ πρεςβευτι ςτθν Κωνςταντινοφπολθ ζναν άνκρωπο, ο οποίοσ ςυγκζντρωνε όλα τα προςόντα που απαιτοφςε μια παρόμοια αποςτολι. Το γεγονόσ ότι θ επιλογι του βαρόνου φον Βάγγενχαϊμ για τθ κζςθ αυτι ιταν προςωπικι επιλογι του *Κάιηερ+ Γουλιζλμου αποδεικνφει ακριβϊσ ότι τον κεϊρθςε ικανό να φζρει ςε πζρασ αυτι τθ ςπουδαία διπλωματικι επιχείρθςθ.*…+ Από τθν εποχι που οι Γερμανοί κατζςτρωςαν τα ςχζδιά τουσ για επζκταςθ τουσ ςτθ Μικρά Αςία κεωροφν τουσ Ζλλθνεσ αυτισ τθσ χϊρασ εμπόδιο ςτισ βλζψεισ τουσ. Αυτό το εμπόδιο ορκϊνεται ωσ φυςικόσ φραγμόσ ςτο δρόμο προσ τον Ρερςικό κόλπο, όπωσ και θ Σερβία ςτθν Ευρϊπθ. Πςοι ζχουν διαβάςει, ζςτω και επιφανειακά, τθν παγγερμανικι φιλολογία, γνωρίηουν τθ μζκοδο που προτείνεται για τθν αντιμετϊπιςθ των πλθκυςμϊν που παρεμποδίηουν τθν ελεφκερθ κίνθςθ τθσ Γερμανίασ. Εννοϊ τον εκτοπιςμό των κατοίκων. Θ βίαιθ εξορία ολόκλθρων λαϊν, που μεταφζρονται ςαν ηϊα από τθ μια άκρθ τθσ Ευρϊπθσ ςτθν άλλθ είναι μζροσ του κατακτθτικοφ προγράμματοσ τθσ Γερμανίασ. Θ μζκοδοσ αυτι, που είχε
29
εφαρμοςτεί ςτθν Ρολωνία, το Βζλγιο και τθ Σερβία, εφαρμόςτθκε με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο, όπωσ κα αφθγθκϊ ςτθν Αρμενία. Ενεργϊντασ με προτροπι τθσ Γερμανίασ, θ Τουρκία είχε τϊρα αρχίςει να εφαρμόηει το μζτρο τθσ εκτόπιςθσ ςτουσ Ζλλθνεσ υπθκόουσ τθσ ςτθ Μικρά Αςία. Τρία χρόνια αργότερα, ο Γερμανόσ ναφαρχοσ Οφηεντομ, που ναυλοχοφςε ςτα Δαρδανζλλια ςτθ διάρκεια του βομβαρδιςμοφ τουσ - από τον αγγλικό ςτόλο - μου είπε ότι οι Γερμανοί ιταν εκείνοι “που είχαν προτείνει πιεςτικά να απομακρυνκοφν οι Ζλλθνεσ από τα παράλια”. Κατά τον φον Οφηεντομ, τα κίνθτρα των Γερμανϊν ιταν κακαρά ςτρατιωτικά. Δεν είμαι βζβαιοσ, αν ο Ταλαάτ και οι ςυνζταιροί του είχαν αντιλθφκεί ότι ζπαιηαν το παιχνίδι τθσ Γερμανίασ, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Γερμανοί τουσ παρότρυναν ςυνεχϊσ ς’ αυτό το εγχείρθμα. Τα γεγονότα που ακολοφκθςαν είναι χαρακτθριςτικά του ςυςτιματοσ που εφαρμόςτθκε ςτισ ςφαγζσ των Αρμενίων. Οι Τοφρκοι κυβερνθτικοί υπάλλθλοι ορμοφςαν βάρβαρα ςτα κφματά τουσ, τα ςυγκζντρωναν ςε ομάδεσ και τα οδθγοφςαν ςτα πλοία, χωρίηοντάσ τα από τισ οικογζνειζσ τουσ και μθ επιτρζποντάσ τουσ να τακτοποιιςουν τισ ιδιωτικζσ υποκζςεισ τουσ.Το ςχζδιο ιταν να ςτείλουν τουσ Ζλλθνεσ Οκωμανοφσ ςτα νθςιά του Αιγαίου. Ππωσ ιταν φυςικό, αυτοί οι άτυχοι άνκρωποι αντιςτάκθκαν ςτον εκπατριςμό με αποτζλεςμα να γίνουν τοπικζσ ςφαγζσ, ιδιαίτερα ςτθ Φϊκαια *…+. » *** Μετά τα προαναωερκζντα, πιςτεφουμε, ότι ο αναγνϊςτθσ είναι ζτοιμοσ να νιϊςει καλά όςα ςυγκλονιςτικά αναωζρονται ςτα κείμενα των Βαςίλθ Γ. Διαμαντόπουλου - Γεωργίου Π. Δουνοφκου, που ακολουκοφν και να ςτοχαςτεί βακιά πάνω ς’ αυτά. τάκθσ Αςθμάκθσ 21/9/2014, Βφρωνασ
30
Χάρτθσ Μικράσ Αςίασ
31
Ι) Αναμνιςεισ Πολζμου & Αιχμαλωςίασ Βαςίλθ Γ. Διαμαντόπουλου
32
Βαςίλθσ Γ. Διαμαντόπουλοσ Κείρα Μ. Αςίασ 22-2-1922
33
[θμείωμα] Στο βιβλίο τοφτο διθγοφμαι μζροσ τθσ ηωισ των Ελλινων αιχμαλϊτων ςτα χζρια των Τοφρκων μετά τθν Μικραςιατικι καταςτροωι του 1922, βεβαιοφμενθ από τθν προςωπικιν μου εμπειρία. Ζκρινα όμωσ ςκόπιμο να περιγράψω και τθν υποχϊρθςθ και παράδοςι του ςτουσ Τοφρκουσ του Συντάγματοσ, ςτο οποίο βρζκθκα να υπθρετϊ τότε ςτρατιϊτθσ του 18ου Ρεηικοφ, όπωσ προςωπικϊσ τθν αντιλιωκθκα. Στθν πραγματικότθτα το βιβλίο τοφτο, κατά τα κφρια μζρθ του, γράωτθκε από μζνα το καλοκαίρι του 1923, όταν γφριςα από τθν αιχμαλωςία και μίλθςα και για τα δυο κζματα, που περιζχονται ς’ αυτό (τθν υποχϊρθςθ του 18ου Ρεηικοφ Συντάγματοσ και τθ ηωι ςτθν αιχμαλωςία), ςτο Μαλλιαροποφλειο κζατρο ςτθν Τρίπολθ. Πλο το περιεχόμενο του βιβλίου τοφτου αποτελεί αντικειμενικι αλικεια, τθν οποία με ψυχραιμία αντιλιωκθκα και αποτφπωςα ηωθρά ςτθ μνιμθ μου. Αιτίεσ, που δεν το δθμοςίευςα επί τόςα χρόνια, διάωορεσ ι μάλλον οι γνωςτζσ εκείνων των καιρϊν. Αδυναμία ςε οικονομικά μζςα, επαγγελματικζσ και υπθρεςιακζσ απαςχολιςεισ κατά τθ δθμοςιοχπαλλθλικι μου ηωι, ανϊμαλεσ πολιτικζσ και πολεμικζσ καταςτάςεισ κ.λπ. Τϊρα που ςφντυχαν ευνοϊκότερεσ δυνατότθτεσ, ςκζωτθκα να το δϊςω ςτθ δθμοςιότθτα, μετά από προςαρμογι του κειμζνου ςε απλι κατανοθτι γλϊςςα, και με ςκοπό να μθ μζνουν άγνωςτεσ μνιμεσ τζτοιων ςυμωορϊν του γζνουσ μασ. Βαςίλθσ Γ. Διαμαντόπουλοσ Στο κείμενο οι χρονολογίεσ είναι κατά το παλαιό θμερολόγιο, που ίςχυε τότε, και μόνο οι χρονολογίεσ επανόδου από τθν αιχμαλωςία είναι κατά το νζο θμερολόγιο.
34
[Ειςαγωγικά] Θ Μικραςιατικι εκςτρατεία άρχιςε με τθν απόβαςθ του ελλθνικοφ ςτρατοφ ςτθ Σμφρνθ, ςτισ 2 Μάθ 1919, και ζλθξε με τθν κατάρρευςθ του ςτρατιωτικοφ μετϊπου ςτα μζςα Αυγοφςτου - αρχζσ Σεπτεμβρίου 1922, με ςυνζπεια πολυάρικμεσ απϊλειεσ τθσ εισ ανκρϊπουσ δφναμθσ τθσ ςτρατιάσ ωσ και με το ξερίηωμα του εκεί ελλθνιςμοφ. Στθν Ελλάδα οι νζοι ςτρατεφονταν ςε θλικία 21 ετϊν. Στθ διάρκεια τθσ Μικραςιατικισ εκςτρατείασ, ςτο τζλοσ του 1919, ςτρατεφτθκαν οι νζοι τθσ ςτρατολογικισ κλάςθσ 1919. Ζτςι, κλικθκαν να υπθρετιςουν ςτο ςτρατό ςε θλικία 20 χρόνων. Στθ ςυνζχεια, το Μάρτθ του 1920, κλικθκαν για κατάταξθ ςτο ςτρατό οι νζοι, που ανικαν ςτθ ςτρατολογικι κλάςθ του 1921. Αυτοί κλικθκαν ςχεδόν μόλισ είχαν ςυμπλθρϊςει τθν θλικία των 19 χρόνων. Και το μινα Λοφλθ 1920 κλικθκαν, για κατάταξθ ςτο ςτρατό οι νζοι, που ανικαν ςτθ ςτρατολογικι κλάςθ του 1921. Αυτοί όμωσ τότε μόλισ είχαν μπει ςτθν θλικία των 19 χρόνων τουσ. Το Γενικό Επιτελείο του Στρατοφ, που γνϊριηε τισ δυςκολίεσ προςαρμογισ και αντοχισ νζων τζτοιασ θλικίασ ςτθ ςκλθρι ςτρατιωτικι ηωι και μάλιςτα ςε εκςτρατεία και πόλεμο, διζταξε, όπωσ κατά τθν κατάταξθ αυτϊν γίνει επιλογι για κατάταξθ μόνον [του] 25%, ςτουσ άλλουσ δε, δθλαδι ςτο 75%, να δοκεί αναβολι κατάταξισ των ενόσ χρόνου. Στθν κλάςθ αυτι ανικα και εγϊ. Ρροςιλκα και μου χορθγικθκε αναβολι ενόσ χρόνου με τθν δικαιολογία: «ζνεκα αδυναμίασ ζξεωσ». Τον επόμενο χρόνο, τον Λοφλθ 1921, ζδωςα τισ εξετάςεισ μου για τον τρίτο χρόνο ςτθ Νομικι Σχολι του Ρανεπιςτθμίου τθσ Ακινασ και ςυγχρόνωσ, επειδι ζλθξε θ αναβολι τθσ κατατάξεϊσ μου ςτο ςτρατό, παρουςιάςτθκα ςτθν αρμόδια επιτροπι ςτο Ναφπλιο, κατατάχκθκα και ςτα τζλθ Λοφλθ του
35
1921 βρζκθκα ςτθ Μ. Αςία και υπθρετοφςα ςε Λόχο πεηικοφ του εμπζδου Συντάγματοσ του Βϋ Σϊματοσ Στρατοφ. Το καλοκαίρι εκείνο ο ελλθνικόσ ςτρατόσ μαχόμενοσ προχϊρθςε, πζραςε τον ποταμό Σαγγάριο και τθν Αλμυρι ζρθμο και ζωταςε ζξω από τθν Άγκυρα. Κατά τα τζλθ όμωσ του μινα Σεπτζμβρθ, για να μθν αποκλειςτεί ςτα άξενα αυτά μζρθ από τισ ωκινοπωρινζσ βροχζσ και τον χειμϊνα, ςυμπτφχκθκε προσ τα πίςω ςτθν οχυρι γραμμι Εςκι Σεχιρ, Αωιόν Καραχιςάρ, Τςιβρίλ και προσ τα νότια ςτον ποταμό Μαίαντρο. Ο τότε βαςιλιάσ Κωνςταντίνοσ, κοινοποίθςε προσ το ςτρατό διάγγελμα, ςτο οποίο ιςχυριηόταν ότι με τθν προζλαςι μασ πετφχαμε τουσ αντικειμενικοφσ ςκοποφσ μασ (ενϊ όλοσ ο ςτρατόσ είχε αντιλθωτεί ότι δεν τουσ είχαμε πετφχει και τοφτο, γιατί ςκοπόσ τθσ προζλαςθσ ιταν θ διάλυςθ ι αιχμαλωςία του τοφρκικου ςτρατοφ. τοφτο όμωσ δεν κατορκϊκθ, γιατί ο τοφρκικοσ ςτρατόσ μαχόμενοσ υποχϊρθςε μζχρι τθν Άγκυρα, χωρίσ να διαλυκεί ι αιχμαλωτιςτεί κατά μεγάλο μζροσ του), και τϊρα κα κρατιςουμε τισ κζςεισ μασ λζγοντασ προσ τον εχκρό: «Μολϊν λαβζ». Ο ελλθνικόσ ςτρατόσ ταλαιπωρθμζνοσ από τθν προζλαςθ και οπιςκοχϊρθςθ, όπωσ και απογοθτευμζνοσ για τισ άςκοπεσ κυςίεσ του, το βαςιλικό αυτό διάγγλεμα το δζχτθκε με ειρωνικά ςχόλια, γιατί γνϊριηε τθν πραγματικότθτα και γιατί ζβλεπε ότι κα περνοφςε ςτθ Μ. Αςία άλλον ζνα χειμϊνα ςε απραξία. Το χειμϊνα αυτό, του 1921-1922, ο ςτρατόσ τον περνοφςε με τθ ςυνθκιςμζνθ εκτζλεςθ υπθρεςίασ: ωυλάκια, ςυγκροφςεισ ςτο μζτωπο και ςτο εςωτερικό με Τοφρκουσ ατάκτουσ αντάρτεσ (τςζτεσ και ηαμπζκια)2 ιδίωσ ςτισ περιοχζσ Πδεμθςίου και 2 *Σθμείωςθ επιμελθτι+ α) Σςζτεσ (από τθν τουρκ. λζξθ cete=λθςτοςυμμορία), Τοφρκοι εκελοντζσ που πολζμθςαν κατά του ελλθνικοφ ςτρατοφ ςτθν περίοδο του Μικραςιατικοφ πολζμου, οργανωμζνοι ςε τάγματα ι ςυμμορίεσ. β) Ζαμπζκια. Ρρζπει μάλλον ο ςυγγραωζασ να εννοεί τουσ Ζεμπζκιδεσ ι Ζεϊμπζκιδεσ, Ζλλθνεσ από τθ Κράκθ, που μετανάςτευςαν ςτθν Ρροφςα και το
36
Αϊδινίου, κακθμερινά γυμνάςια, πρωί και απόγευμα και [τα] ςχετικά, με καλι διατροωι ςτο κρζασ, τυριά, μακαρόνια κ.λπ. Θ δυςωορία του ςτρατοφ κακϊσ κυλοφςαν οι μινεσ ωοφντωνε με τθν αβεβαιότθτα ωσ προσ το τζλοσ τθσ εκςτρατείασ και θ διαίρεςθ των αξιωματικϊν μασ ωσ προσ τα πολιτικά ωρονιματά των ιταν πάντα ωανερι. Ο άλωα υπολοχαγόσ οδθγοφςε το Λόχο του ςε γυμνάςια διατάηοντασ τον ςαλπιχτι να ςθμάνει το εμβατιριο: «του Αϊτοφ ο γιόσ», (βαςιλικό προςωπολατρικό εμβατιριο). Ο βιτα υπολοχαγόσ, ςε ίδια περίπτωςθ ςτον ίδιο Λόχο, διάταηε τον ςαλπιχτι να ςθμάνει γνωςτό κοινό εμβατιριο, λζγοντασ χαρακτθριςτικά ςε αντίκεςθ προσ τον άλλο υπολοχαγό: «Σαλπιχτι ςιμανε τα, τα, τα, εγϊ μ’ αυτό ζφταςα ςτθν Άγκυρα». Ζτςι ωτάςαμε ςτθν άνοιξθ του 1922. Από τισ εωθμερίδεσ Σμφρνθσ και Ακινασ, που ωτάναν και ςτο μζτωπο, μάκαινε ο ςτρατόσ ότι δεν ωαινόταν πολιτικι λφςθ ς’ αυτόν τον πόλεμο με τθν Τουρκία του Κεμάλ. Αντίκετα, διαδίδονταν εφκολα διάωορεσ ωιμεσ, όπωσ π.χ. ότι τμιματα ςτρατοφ κα αποβιβαςτοφν ςτον Ρόντο, για να χτυπιςουν και από εκεί τον εχκρό κ.λπ. Επίςθσ ότι ςχθματίςτθκε κάποια ανϊτερθ επιτροπι αλυτρϊτων Ελλινων, θ οποία ςτο αδιζξοδο που βριςκόμαςτε ςτον αγϊνα κατά τθσ Τουρκίασ του Κεμάλ, πρότεινε ςτθν ελλθνικι κυβζρνθςθ, με τθν προτροπι και του Ελευκερίου Αϊδίνι, οι οποίοι αποτελοφςαν επίλεκτθ κοινωνικι τάξθ, από τθν οποία οι Τοφρκοι «Δερεβζθδεσ» ςτρατολογοφςαν μια ζνοπλθ δφναμθ, που αποτελοφςε τθν τοπικι χωροωυλακι. Είναι αλικεια ότι οι Ηεμπζκιδεσ ςιγά-ςιγά εξιςλαμίςκθκαν. Εξακολουκοφςαν όμωσ να ωοροφν τθ κρακιϊτικθ τοπικι τουσ ενδυμαςία μζχρισ ότου ο Σουλτάνοσ Μαχμοφτ Βϋ τουσ διζταξε ι να παραδϊςουν τα όπλα τουσ ι να εναρμονιςτοφν πλιρωσ με τθ ςτολι τθσ Χωροωυλακισ. Πςοι αρνικθκαν να υπακοφςουν εξοντϊκθκαν.
37
Βενιηζλου, αυτοεξορίςτου τότε ςτθ Γαλλία, όπωσ ο ςτθ Μ. Αςία ελλθνικόσ ςτρατόσ, υπό τον αρχιςτράτθγό του Αναςτάςιο Ραποφλα, ενεργιςει επαναςτατικά ωσ προσ τθν ελλθνικι κυβζρνθςθ και το βαςιλιά Κωνςταντίνο, να υποχωριςει από τισ γραμμζσ που είχε ωσ μζτωπο ςτα όρια που όριηε θ ςυνκικθ των Σεβρϊν, τα όποια κατά το πλείςτο ιςαν από τθ ωφςθ τουσ οχυρά, να ενεργιςει αποςτράτευςθ θλικιϊν ςτρατιωτϊν, ικανοποιϊντασ ζνα αίτθμα των επιςτρατευμζνων επί πολλά χρόνια ςτρατιωτϊν παλαιοτζρων κλάςεων, και να διατθριςει δφναμθ μόνο τριϊν Μεραρχιϊν, που ιςαν αρκετζσ και ικανζσ για τθ ωροφρθςθ του ςυμπτυγμζνου μετϊπου και να επιςτρατεφςει τουσ ντόπιουσ Μικραςιάτεσ Ζλλθνεσ. Πμωσ, όπωσ διαδόκθκε ςτο ςτρατό, ςτθ λφςθ αυτι δεν ςυμωϊνθςε θ ελλθνικι κυβζρνθςθ και για τοφτο ο αρχιςτράτθγοσ Αν. Ραποφλασ, ο οποίοσ είχε δεχτεί αυτι τθ λφςθ παραιτικθκε, με ωανερι πρόωαςθ τθν θλικία του και αποςτρατεφτθκε. Θ ελλθνικι κυβζρνθςθ όριςε για αρχιςτράτθγο το ςτρατθγό Χατηθανζςτθ3 Θ παραίτθςθ του αρχιςτράτθγου Ραποφλα, για όποιο λόγο ζγινε, απογοιτεψε ακόμθ περιςςότερο το ςτρατό, ο οποίοσ είχε αρχίςει και να κακοπερνά από απόψεωσ διατροωισ του. Το ςυςςίτιό του άρχιςε να είναι ωτωχό: το πρωί τςάι, το μεςθμζρι ωαςόλια ξερά ι ρφηι ι μακαρόνια, πολλζσ ωορζσ ςκουλθκιαςμζνα και ςπανίωσ κρζασ κι αυτό κακισ ποιότθτασ και το βράδυ λίγεσ ελιζσ ι ρζγκα.
3 Αυτά τα περί Επιτροπισ & αλυτρϊτων και ςχζδιο uποχϊρθςθσ του ςτρατοφ μασ ςτα όρια που κακόριηε θ ςυνκικθ των Σεβρϊν, με επανάςταςθ του ςτρατοφ uπό τον αρχιςτράτθγο Αν. Ραποφλα, μοφ τα βεβαίωςε κατόπιν εδϊ ςτθν Aκινα ο αείμνθςτοσ γιατρόσ Λωάννθσ Σιϊτθσ, ζγκριτοσ Κωνς/πολίτθσ, ο οποίοσ ιταν μζλοσ τθσ επιτροπισ αυτισ, χρθμάτιςε δε και υπουργόσ Ραιδείασ κατά τθν επανάςταςθ Ρλαςτιρα - Γονατά το 1922, παραιτικθκε όμωσ, γιατί διαωϊνθςε για τθν εκτζλεςθ τότε των ζξι (6): Γοφναρθ, Στράτου, Ρρωτοπαπαδάκθ, Κεοτόκθ, Mπαλτατηι και Xατηθανζςτθ, που καταδικάςτθκαν ωσ υπεφκυνοι και ζνοχοι τθσ Mικραςιατικισ καταςτρoωισ .
38
Και ακοφςτθκε ότι οι ςτρατιϊτεσ κάποιου Συντάγματοσ, που τουσ δίνονταν ςυνζχεια βρϊμικεσ ρζγκεσ, για διαμαρτυρία τισ ωφτεψαν όλεσ ςτο χϊμα. Οι ξυπόλθτοι ςτρατιϊτεσ άρχιςαν να πλθκαίνουν και οι Λόχοι δεν εωοδιάηονταν από τθν Επιμελθτεία με καινοφργια άρβυλα. Κατά μινα Μάθ κα ζκανε επικεϊρθςθ του Συντάγματόσ μασ ο ςτρατθγόσ Ανδρζασ Ρλατισ. Τθν οριςμζνθ θμζρα παρατάχτθκε το Σφνταγμα κατά Λόχουσ. Ο επιλοχίασ του πρϊτου Λόχου Νικ. Γαβαλάσ ζκρινε ςωςτό να μθ παρατάξει τουσ ςτρατιϊτεσ, που δεν είχαν άρβυλα ι είχαν ξεςχιςμζνα. Πταν όμωσ ζωταςε ο διοικθτισ του Λόχου, λοχαγόσ Οδυςςζασ Σκαναβισ4 και αντιλιωτθκε ότι ςτθν παράταξθ δεν ιταν παρά μόνο θ μιςι δφναμθ του Λόχου ρϊτθςε τον επιλοχία: «που είναι οι άλλοι ςτρατιϊτεσ»; Και εκείνοσ του ανάωερε ότι επειδι είναι «ανυπόδθτοι» ζκρινε πιο ςωςτό να τουσ αωιςει ςτο κάλαμο. Ο λοχαγόσ κφμωςε και διάταξε να παραταχτοφν όλοι οι ςτρατιϊτεσ και οι «ανυπόδθτοι», γιατί αυτι τθν πραγματικι κατάςταςθ του ςτρατοφ πρζπει να αντιλθωτεί ο ςτρατθγόσ. Και αυτό ζγινε. Πταν άρχιςε θ επικεϊρθςθ, ο ςτρατθγόσ περνοφςε βιαςτικά μπροσ από τθν παράταξθ ρίχνοντασ ματιζσ. Συνζβθ όμωσ τοφτο: δεκανζασ του Λόχου μου τον ζπιαςε από το μανίκι τθσ ςτολισ του και τον ςταμάτθςε, λζγοντάσ του : «Στρατθγζ τι κα γίνει; κακοπερνάμε, πολλοί ςτρατιϊτεσ είναι ξυπόλθτοι, ανικω ςτθν κλάςθ του 1917, υπθρετϊ, πζντε χρόνια χωρίσ να ζχω πάρει άδεια!». Π ςτρατθγόσ μουρμοφριςε κάτι, απαγκιςτρϊκθκε από το χζρι του δεκανζα και προχϊρθςε. Αςωαλϊσ όμωσ κα αντιλιωτθκε ςε ποια ψυχικι 4 Λεβεντόκορμοσ άντρασ πολφ ςυμπακισ και με ζξυπνθ ωυςιογνωμία. Κατάγονταν από τθν Κων/πολθ και είχε αποωοιτιςει από τθ Σχολι Ευελπίδων Ακθνϊν το ζτοσ 1917. Είχε τθν πείρα των μαχϊν του ευρωπαϊκοφ πολζμου ςτο Μακεδονικό μζτωπο και του πολζμου ςτθ Μ. Αςία. Είχε τραυματιςτεί ςτο κεωάλι ςτθ μάχθ του Καλζ - Κρότο, νοςθλεφτθκε ςτο νοςοκομείο ςαράντα πζντε μζρεσ χωρίσ να δεχτεί να πάρει άδεια *και+ γφριςε πάλι ςτο μζτωπο.
39
κατάςταςθ βριςκόταν ο ςτρατόσ και ωσ πότε κα κρατοφςε θ υπομονι του. Κατά το μινα Λοφνθ 1922 άρχιςε να ςχθματίηεται από ςτρατιϊτεσ όλων των μονάδων τθσ Στρατιάσ Μ. Αςίασ μια νζα Στρατιά, θ οποία κα αποβιβαηόταν ςτθ Κράκθ, όπωσ μακεφτθκε, και κα επιχειροφςε επίκεςθ, για να καταλάβει τθν Κων/πολθ και ζτςι να εκβιαςτεί κάποια λφςθ τερματιςμοφ του πολζμου. Ρράγματι, θ ςτρατιά αυτι αποβιβάςτθκε ςτθ Κράκθ και παραςκευαηόταν για τθν επίκεςθ. Οι Αγγλογάλλοι, όμωσ, οι όποιοι είχαν αρμοςτίεσ ςτθν Κων/πολθ και ςτρατιωτικζσ δυνάμεισ, διλωςαν ότι αν επιχειρθκεί τζτοια επίκεςθ τα ελλθνικά ςτρατεφματα κα αντιμετωπίςουν τα δικά τουσ. Κατόπιν αυτισ τθσ διλωςθσ των Αγγλο-Γάλλων δεν επιχειρικθκε θ ςχεδιαςκείςα ελλθνικι επίκεςθ. Από τθν ενζργεια αυτι όμωσ ςτθ Μ. Αςία ο ςτρατόσ μασ αποδυναμϊκθκε κατά τθ δφναμθ που ζωυγε από εκεί και πιγε ςτθ Κράκθ. Στο νότιο μζτωπο, κατά μικοσ του ποταμοφ Μαίαντρου τα ωυλάκιά μασ κατάντθςαν να είναι το ζνα από το άλλο ςε απόςταςθ τριϊν, τεςςάρων, πζντε ι και ζξι χιλιομζτρων. Ο λοχαγόσ μου με ζγραψε και μζνα ςτθν κατάςταςθ των ςτρατιωτϊν που κα ςτζλνονταν από το Σφνταγμά μασ ς’ αυτιν τθ Στρατιά τθσ Κράκθσ και επρόκειτο να αναχωριςουμε κατά το πρϊτο δεκαιμερο του Λοφλθ για τθ Σμφρνθ και από εκεί ατμοπλοϊκά ςτθ Κράκθ. Τθ νφχτα τθσ 1θσ Λοφλθ ορίςτθκα υπθρεςία αρχιωφλακασ νυχτερινοφ ωυλακείου ςτο πλζον επικίνδυνο ςθμείο τθσ περιοχισ του Συντάγματόσ μασ. Ζταξα τουσ ςκοποφσ ςε τρία ςθμεία, τριγωνικά, και ςτο κζντρο του τριγϊνου παράμενα με τουσ υπόλοιπουσ άντρεσ και κάκε δυό ϊρεσ ζκανα τθν αλλαγι των ςκοπϊν. Κατά ϊρα μιςι μετά τα μεςάνυχτα άκουςα από αρκετι απόςταςθ, μζςα ςε παρακείμενο ρζμα χείμαρρου, το κόρυβο που ζκαναν τα βιματα ςτρατιωτϊν τθσ περιπόλου, που
40
ερχόταν για ζωοδο, όπωσ το γνϊριηα. Στράωθκα προσ τθ κζςθ του ςκοποφ που ζπρεπε να υποδεχτεί τθν περίπολο, ςε απόςταςθ 20-30 μζτρα από τθ κζςθ μου, αλλά δεν τον ζβλεπα όρκιο. Και επειδι θ περίπολοσ πλθςίαηε, ζςπευςα ςτο ςθμείο τθσ ςκοπιάσ, όπου είδα το ςκοπό ξαπλωμζνο. Ρριν όμωσ να αςχολθκϊ με αυτόν ςταμάτθςα, με τθν αναωϊνθςι μου «Αλτ», τθν περίπολο και ηιτθςα να μου δοκεί το ςφνκθμα, το οποίο και μου δόκθκε και θ περίπολοσ πλθςίαςε, περίτρομθ όμωσ, γιατί επειδι άκουςε τθ ωωνι μου, *του+ αρχιωφλακα και όχι *του+ ςκοποφ, υπόκεςαν ότι κα είχαμε εχκρικι προςβολι και ότι κα είχαμε απϊλειεσ. Σκφψαμε αμζςωσ ςτον ξαπλωμζνο ςκοπό, τον κινιςαμε και αυτόσ ξφπνθςε! Αποδείχτθκε ότι είχε αποκοιμθκεί, χωρίσ να ςκεωτεί τουσ κινδφνουσ. Θ περίπολοσ παράμεινε κοντά μασ μιςι ϊρα και ζωυγε, *για+ να ςυνεχίςει τθν ζωοδό τθσ ςτα άλλα ωυλάκια. Στισ δφο (2) θ ϊρα μετά τα μεςάνυχτα άλλαξα τουσ ςκοποφσ και μετά από λίγο περιιλκα τισ κζςεισ των και βρικα τον ζνα να κοιμάται όρκιοσ, με ςτθριγμζνο το πρόςωπό του ςτο όπλο του. Φςτερα και από αυτό το επειςόδιο μοφ ιταν αδφνατο να θςυχάςω και κατά περιςςότερο λόγο να κοιμθκϊ. Ζτςι όπωσ ξαγρυπνοφςα, ζτρωγα καμια ρόγα ςταωφλι που από νωρίσ, όταν πιγαμε ςτθ κζςθ του ωυλάκιου, είχαν κόψει οι ςτρατιϊτεσ από παρακείμενο αμπζλι. Πταν άρχιςε να ωζγγει ζγειρα το κεωάλι μου ςτο γυλιό μου και από τθν κοφραςθ κλείςαν τα μάτια μου. Αμζςωσ ςχεδόν ξφπνθςα από το κρόιςμα ωφλλου που ζπεωτε από δζντρο. Τότε ςκζωτθκα ςε ποια υπερζνταςθ είχαν ωτάςει τα νεφρα μου. Πταν πια ζωεξε, ωφγαμε για το Λόχο μασ. Κακϊσ βάδιηα, ζνιωςα να κόβονται τα πόδια μου και αδιακεςία. Στο Λόχο ηιτθςα από το νοςοκόμο να με κερμομετριςει. Αποδείχτθκε ότι είχα πυρετό 39ο. Με μετζωεραν αμζςωσ ςτο αναρρωτιριο του Συντάγματοσ όπου και νοςθλεφτθκα ζνα μινα. Ο γιατρόσ λοχαγόσ Βατςινζασ και ο βοθκόσ του λοχίασ Χρθςτζασ είπαν,
41
ότι ζπαςχα από γαςτρικό πυρετό. Το 39ο διιρκεςε δζκα τρεισ μζρεσ, τισ υπόλοιπεσ ζμεινα ςτο αναρρωτιριο για τθν ανάρρωςι μου. Ενϊ νοςθλευόμουν, ςτισ αρχζσ του Λοφλθ θ αποςτολι προσ τθ Κράκθ ζωυγε, ενϊ εγϊ λόγω τθσ αρρϊςτιασ μου αυτισ παρζμεινα ςτθ Μ. Αςία. Πταν βγικα από το αναρρωτιριο, ςτισ 30 Λοφλθ, το Σφνταγμα μοφ χοριγθςε ωφλλο πορείασ για τθ Στρατιωτικι Διοίκθςθ που είχε ζδρα το Αϊδίνι, όπου, ςαν ςπουδαςτισ τθσ Νομικισ που ιμουν, κα αναλάβαινα υπθρεςία γραωζα ςτο δικαςτικό τμιμα τθσ Διοίκθςθσ. Αυτό με ευχαρίςτθςε, αωοφ ςτο εξισ από ςτρατιϊτθσ μάχιμου Λόχου, κα υπθρετοφςα ςε Γραωείο. Αυτά όμωσ τα περιςτατικά, που ιρκαν κατά τφχθ και με ρίξαν ςτθ δφναμθ του 18ου Ρεηικοφ Συντάγματοσ, ςυντζλεςαν, με τθν κατάρρευςθ τθσ Στρατιάσ Μ. Αςίασ, να παραμείνω αιχμάλωτοσ ςτουσ Τοφρκουσ.
Επίκεςθ Σοφρκων ςτον τομζα Ναηλί-Ορτάτηασ Στισ 2 Αυγοφςτου 1922 ζωταςα ςιδ/κα ςτο Αϊδίνι, παρουςιάςτθκα ςτο εκεί Φρουραρχείο και ανάλαβα υπθρεςία ςτο δικαςτικό γραωείο τθσ Στρατιωτικισ Διοίκθςθσ, του οποίου Ρροϊςτάμενοσ ιταν ο λοχαγόσ τθσ Στρατιωτικισ Δικαιοςφνθσ Γιαλιτάκθσ. Γνωρίςτθκα με άλλουσ ςυναδζλωουσ και τθ νφχτα τθσ μζρασ εκείνθσ, όπωσ και τθσ επομζνθσ 3θσ Αυγοφςτου, κοιμικθκα ςτο προαφλιο του κτθρίου που ςτζγαηε τθ Στρατ. Διοίκθςθ, όπωσ ιταν καλοκαίρι, ξζνοιαςτοσ από νυχτερινι υπθρεςία ςε ωυλάκια και περίπολα που περνοφςα ωσ τότε. Θ ξενοιαςιά όμωσ αυτι τζλειωςε πολφ ςφντομα. Τισ πρωινζσ ϊρεσ τθσ 3θσ προσ 4θ Αυγοφςτου ςιμανε θ ςάλπιγγα ςυναγερμό. Ρεταχτικαμε από τον φπνο μασ και ετοιμαςτικαμε με τον οπλιςμό μασ. Μασ ανακοινϊκθκε αμζςωσ ότι ςτον τομζα Ναηλί-Ορτάτηασ, ανατολικά του Αϊδιvίου τοφρκικοσ ςτρατόσ επιτζκθκε, ανάτρεψε τισ εκεί
42
ολιγάρικμεσ δυνάμεισ μασ και ειςχϊρθςε ςτο από μασ κατεχόμενο ζδαωοσ. Πμωσ μάκαμε κατόπιν, ςτο ςθμείο αυτό οι ςτρατιϊτεσ των ωυλακίων ελλθνικϊν και τοφρκικων ςτισ δυο όχκεσ του ποταμοφ Μαίαντρου, οι μεν απζναντι των δε, υπθρετοφςαν οι ίδιοι πολφ καιρό και κατά κάποιο τρόπο είχαν μεταξφ των ςυνεννοθκεί και δεν είχαν αιτίεσ να χτυπιοφνται. Είχαν πιάςει ωιλίεσ, ςυναντιοφνταν ςτα νερά του ποταμοφ, όπου κατζβαιναν για τισ ανάγκεσ των, τα λζγανε μεταξφ των και ηοφςαν ζτςι κάπωσ ειρθνικά και ωιλικά. Τισ τελευταίεσ μζρεσ του Λοφλθ οι Τοφρκοι ςτρατιϊτεσ είπαν ςτουσ δικοφσ μασ ότι αυτοί ωεφγουν και ότι κα τουσ αντικαταςτιςουν ςτρατιϊτεσ άλλων τμθμάτων και ςυνεπϊσ να προςζξουν και να μθ επιχειριςουν τα κακθμερινά κατά τισ ωσ τότε ςυνικειζσ τουσ, μιπωσ οι νζοι και άγνωςτοι Τοφρκοι ςτρατιϊτεσ τουσ χτυπιςουν. Αποδείχτθκε ότι θ αντικατάςταςθ των τοφρκικων δυνάμεων ζγινε με άλλεσ ενιςχυμζνεσ, για να γίνει θ επίκεςθ που εκδθλϊκθκε τθν 3θ προσ 4θ Αφγουςτου. Οι τοφρκικεσ δυνάμεισ προχϊρθςαν αρκετά ςε βάκοσ προσ το Αϊδίνι, κατζλαβαν αρκετό τμιμα τθσ ςιδ/κισ γραμμισ, αλλά ςυγκρατικθκαν από τισ δικζσ μασ δυνάμεισ, μζχρισ ότου ιρκαν από τθ Σμφρνθ ςτρατιωτικζσ ενιςχφςεισ και τθν 11θ Αυγοφςτου ζγινε αντεπίκεςθ και απωκικθκαν οι Τοφρκοι ςε βάκοσ του δικοφ τουσ εδάωουσ, μζχρι τθσ περιοχισ τθσ πόλθσ Δενιςλί. Εκ των υςτζρων αποδείχτθκε ότι θ επίκεςθ αυτι των Τοφρκων ζγινε για αντιπεριςπαςμό (όπωσ λζγεται ςτθ ςτρατιωτικι τακτικι) και απαςχόλθςθ των ελλθνικϊν ςτρατιωτικϊν δυνάμεων, γιατί οι Τοφρκοι επρόκειτο να ενεργιςουν τθ γενικι επίκεςι των ςτο μζτωπο του Αωιόν Καραχιςάρ.
43
Επίκεςθ Σοφρκων ςτο Μζτωπο Αφ. Καραχιςάρ Τθ 13θ Αυγοφςτου τθν περάςαμε ιςυχα και το βράδυ κοιμθκικαμε ξζνοιαςτοι, γιατί από τισ 3 μζχρι 12 Αυγοφςτου είμαςτε ςε διαρκι επιωυλακι και άυπνοι. Τισ πρωινζσ ϊρεσ ξθμερϊνοντασ θ 14θ Αυγοφςτου, όπωσ κοιμόμουν ςτθν αυλι του κτθρίου τθσ Στρατ. Διοίκθςθσ, ξφπνθςα με το κουδοφνιςμα τθλεωϊνου που ιταν εκεί κοντά και άκουςα τον τθλεωωνθτι να απαντά: «Τι, εγκαταλείφτθκε το Αφιόν;» Θ είδθςθ βεβαιϊκθκε και διαδόκθκε αμζςωσ ςτο ςτρατό και τουσ κατοίκουσ τθσ πόλθσ Αϊδίνι. Πλοι είχαμε τθν αίςκθςθ ότι ωεφγουμε οριςτικά από τθ Μ. Αςία. Ρϊσ όμωσ κα γίνει αυτι θ ωυγι; Και τι ςυνζπειεσ κα ζχει γενικά και για τον κακζνα μασ; Οι Ζλλθνεσ κάτοικοι τθσ πόλθσ Αϊδίνι αμζςωσ άρχιςαν να ετοιμάηονται για να ωφγουν μαηί με το ςτρατό ι και πριν απ’ αυτόν. Μάηευαν ςε μπόγουσ τα πράγματά των, ρουχιςμό και άλλα και τουσ ςϊριαηαν ςτο ςιδθροδρομικό ςτακμό, με τθν ελπίδα ότι κα κατόρκωναν να τα πάρουν μαηί τουσ. Από τθν επομζνθ, ενϊ ακόμθ δεν είχε δοκεί καμιά διαταγι για ςφμπτυξθ και υποχϊρθςθ, οι Ζλλθνεσ κάτοικοι τθσ πόλθσ Αϊδίνι ωσ και άλλοι χριςτιανοί, ανζβαιναν ςτουσ ςιδθροδρομικοφσ ςυρμοφσ που αναχωροφςαν για τθ Σμφρνθ, παρατϊντασ ςτο χϊρο του ςτακμοφ τα υπάρχοντά τουσ και το χειρότερο βάηοντασ ωωτιά ςτα ςπίτια των για να μθ τα βρουν ακζραια οι Τοφρκοι. Ρροςπάκειεσ ςτρατιωτικϊν τμθμάτων να ςβιςουν τισ πυρκαγιζσ δεν ζωερναν κανζνα αποτζλεςμα. Συνζπεςε να ζχει κατζβει ςτθ Σμφρνθ, για να λάβει μζροσ ςε διαγωνιςμό ειςαγωγισ μακθτϊν ςτθ Σχολι Ευελπίδων ο ςτρατιϊτθσ γραωζασ του Στρατοδικείου Αϊδινίου Βαγγζλθσ Σταμάτθσ. Επζςτρεψε ςτο Αϊδίνι μετά τισ 14 Αυγοφςτου, όταν είχε πλζον γνωςτεί θ κατάρρευςθ του μετϊπου ςτο Αωιόν Καραχιςάρ και θ υποχϊρθςθ του ςτρατοφ μασ. Από όςα δε είχε αντιλθωτεί κατά τθν παραμονι του ςτθ Σμφρνθ και κατά τθ
44
διαδρομι τθσ επιςτροωισ του ςτο Αϊδίνι, μασ πλθροωόρθςε ότι ο ςτρατόσ μασ ζχει διαλυκεί, ωεφγοντασ προσ τθ κάλαςςα και το χειρότερο ότι οι ςτρατιϊτεσ «πετοφν τα όπλα τουσ». Δεν κζλαμε να πιςτζψουμε αυτι τθ ωοβερι πλθροωορία. Ρϊσ ιταν δυνατό, ςτρατιϊτεσ που βρίςκονται ςε εχκρικι χϊρα, που τθν πατρίδα τουσ προσ τθν οποία κα επζςτρεωαν τθ χωρίηει κάλαςςα, να πετάνε τα όπλα τουσ ςτα οποία, και μόνο μποροφςαν να ελπίηουν για τθν αςωάλειά τουσ; Αν αυτό ιταν αλικεια, τοφτο ςιμαινε ότι παραδίδονταν ςτον τυχόντα εχκρό, ςτουσ αντάρτεσ Τοφρκουσ ι τουσ ωανατιςμζνουσ Τοφρκουσ χωρικοφσ. Ο χϊροσ του ςιδθροδρομικοφ ςτακμοφ Αϊδινίου, που ιταν τόςο ευρφχωροσ, ϊςτε μποροφςαν να ςτακμεφουν ι να κινοφνται ςφγχρονα πζντε ςιδθροδρομικοί ςυρμοί, είχε γεμίςει από τουσ μπόγουσ που παράτθςαν εκεί ωεφγοντασ οι Ζλλθνεσ κάτοικοι Αϊδινίου και τθσ περιοχισ και οι πυρκαγιζσ ςτθν πόλθ ςυνεχίηονταν παρά τισ προςπάκειεσ ςτρατιωτϊν να τισ ςταματιςουν. Στισ 22 Αυγοφςτου ο λοχίασ του Γενικοφ Στρατθγείου ζωερε από τθ Σμφρνθ τθ διαταγι υποχϊρθςθσ των προσ τον Μαίαντρο ςτρατιωτικϊν δυνάμεων και θ οποία κα άρχιηε τθν 24θ Αυγοφςτου, θμζρα Τετάρτθ. Οι ςτρατιωτικζσ δυνάμεισ, που κατείχαν τισ πζραν και ανατολικά από το Αϊδίνι κζςεισ, ιτοι τμιματα του 18ου Ρεηικοφ Συντάγματοσ, ζνα Τάγμα του 31ου Ρεηικοφ Συντάγματοσ, το οποίο κατείχε τον τομζα τθσ Ορτάτηασ και μια Ρυροβολαρχία βαρζωσ Ρυροβολικοφ, θ οποία βριςκόταν ςτθν περιοχι Μπουλαντάν, βράδυναν τθν προσ το Αϊδίνι ςφμπτυξι τουσ, γιατί τα βαριά πυροβόλα δεν ιταν εφκολο να μετακινθκοφν, και για τοφτο, τελικά, παρατικθκαν εκεί, αλλά κυρίωσ γιατί τα τμιματα αυτά ςτθν υποχϊρθςι τουσ προςβάλλονταν από ατάκτουσ Τοφρκουσ αντάρτεσ και αναγκάηονταν να μάχονται. Κατόρκωςαν δε να ςυγκεντρωκοφν ζξω από το Αϊδίνι, τθ νφχτα τθσ 24θσ προσ τθν 25θ Αυγοφςτου.
45
Ο ςτρατιωτικόσ διοικθτισ ςυντ/ρχθσ Ηεγκίνθσ εξζδωκε διαταγι υποχϊρθςθσ εκείκεν προσ τθ Σμφρνθ τθν 25 θ Αυγοφςτου ωσ ακολοφκωσ : Θ Στρατιωτικι Διοίκθςθ με το επιτελείο τθσ, το Τάγμα του 31ου Ρεηικοφ Συντάγματοσ, οι αξιωματικοί και οι άντρεσ του εγκαταλειωκζντοσ βαρζωσ Ρυροβολικοφ ωσ και το προςωπικό μερικϊν άλλων υπθρεςιϊν κα αναχωροφςαν με ςιδθρ/κό ςυρμό, ο οποίοσ κα ξεκινοφςε το πρωί τθσ 25θσ Αυγοφςτου. Το 18ο Σφνταγμα, του οποίου διοικθτισ ιταν ο ςυνταγματάρχθσ Κεοδϊρου κα υποχωροφςε πεηοπορικά και κατα τθν πορεία του κα ςυμπαράςερνε τμθματικά τισ προσ τον Μαίαντρο και τθν περιοχι των Σωκίων δυνάμεισ μασ. Ανάωερε δε θ διαταγι αυτι (όπωσ όριηε θ διαταγι του Γενικοφ Στρατθγείου) ότι όλα αυτά τα τμιματα κα ζωταναν ςτο Τουρμπαλί (όπου ςιδθρ/κόσ ςτακμόσ με διακλάδωςθ των δφο ςιδθρ/κϊν γραμμϊν προσ Αϊδίνι και Οδεμιςι), όπου κα ενοφντο: 1)με τθ 2θ Μεραρχία (τθν οποία διοικοφςε ο ςυνταγματάρχθσ Στυλιανόσ Γονατάσ), θ οποία περιλάμβανε και τα δφο άλλα Τάγματα του 31ου Συντάγματοσ, 2)με το ζμπεδο Σφνταγμα του Βϋ Σϊματοσ Στρατοφ (διοικθτισ ςυντ/ρχθσ Φιωισ ), και 3)με τμιματα Χωροωυλακισ, οι οποίεσ όλεσ αυτζσ οι δυνάμεισ κα υποχωροφςαν δια τθσ πεδιάδασ του Καψςτρου(ποταμοφ). Εκεί ςτο Τουρμπαλί, όριηε θ διαταγι του Γενικοφ Στρατθγείου, κα παρζμεναν όλεσ αυτζσ οι δυνάμεισ και κα εξαςωάλιηαν τισ προσ Σμφρνθ και Ερυκραία διόδουσ. Ο ςτρατιωτικόσ διοικθτισ, ςυνταγματάρχθσ Ηεγκίνθσ, με διαταγι του όριςε ονομαςτικά δζκα ςτρατιϊτεσ να τον ακολουκοφν και να βρίςκονται πάντα υπό τισ άμεςεσ διαταγζσ του, για να χρθςιμοποιοφνται ωσ αντιγραωείσ των διαταγϊν του προσ τα τμιματα. Μεταξφ των δζκα αυτϊν ςτρατιωτϊν ιμουν και εγϊ και για τοφτο κατζχω όλεσ τισ λεπτομζρειεσ τθσ
46
υποχϊρθςισ μασ, μζχρι τθσ αιχμαλωςίασ μασ και κατ’ ανάγκθ και τα τθσ αιχμαλωςίασ, ςτθν οποία ζηθςα ςτθν Τουρκία μζχρι τθσ 6θσ Απρίλθ 1923.
Τποχϊρθςθ προσ μφρνθ Το πρωί τθσ 25θσ Αυγοφςτου επιβιβαςτικανε ςε αμαξοςτοιχία τα τμιματα που όριηε θ διαταγι και αναχϊρθςαν. Τθν ίδια μζρα και κατά ϊρα 3½ μ.μ. ζωταςαν ςτο ςιδθρ/κό ςτακμό Τηελάτ, δεφτερο ςτακμό από Τουρμπαλί προσ Αϊδίνι. Μόλισ ςτάκμευςε θ αμαξοςτοιχία το εκεί ελλθνικό ςτρατιωτικό ωυλάκιο μασ πλθροωόρθςε ότι από ϊρα 10-11 πρωινισ ζβαλε κατά του Τουρμπαλί ζνα ι δφο πυροβόλα. Αλλά και εμείσ πλζον ακοφγαμε τον κρότο των βολϊν πυροβόλου. Ο διοικθτισ Ηεγκίνθσ ζςπευςε ςτο εκεί ςτρατιωτικό τθλζωωνο και μίλθςε με τον ςτο Τουρμπαλί τθλεωωνθτι, ο οποίοσ του είπε ότι εκεί βριςκόταν μόνο το ζμπεδο Σφνταγμα Ρεηικοφ Β' Σϊματοσ Στρατοφ και δφναμθ Χωροωυλακισ. Συνολικι ςτρατιωτικι δφναμθ 2.500 άντρεσ υπό τον διοικθτι ςυνταγματάρχθ Φιωι και ότι απο ϊρασ 10θσ πρωινισ βλικθκε από εχκρικό πυροβολικό και διαλφκθκε, πρόςτεςε δε ο τθλεωωνθτισ: «Κι εγϊ αυτι τθ ςτιγμι παίρνω το τθλζφωνο και φεφγω, γιατί οι Τοφρκοι μπικαν ςτο Τουρμπαλί ». Τότε ο διοικθτισ Ηεγκίνθσ με το επιτελείο του πιρε τθν απόωαςθ, όπωσ όλθ θ δφναμθ που μεταωερόταν ςιδθρ/κά παραμείνει εκεί ςτο Τηελάτ και θ αμαξοςτοιχία να επιςτρζψει ςτο Μπαλατηίκ και παραλάβει απ’ εκεί και μεταωζρει το ςυντομότερο το πεηοπορικά υποχωροφν 18ο Ρεηικό Σφνταγμα. Αυτό και ζγινε· μείναμε εκεί τθ νφχτα τθσ 25θσ προσ 26θ Αυγοφςτου και θ αμαξοςτοιχία με περιςςότερεσ διαδρομζσ που ζκανε όλθ τθ νφχτα μετζωερε ςτο χϊρο αυτό που ςτακμεφαμε όλεσ τισ δυνάμεισ, ϊςτε το πρωί 26 Αφγουςτου ιςαν εκεί ςυγκεντρωμζνα :
47
Θ ςτρατιωτικι διοίκθςθ, το 18ο Ρεηικό Σφνταγμα, αξιωματικοί και ςτρατιϊτεσ του Βαρζωσ Ρυροβολικοφ που εγκαταλείωτθκε ςτο Μπουλαντάν, υπό τον λοχαγό Οικονομίδθ, μια Θμιλαρχία Λππικοφ μια Ρυροβολαρχία (4 πυροβόλα) Ρεδινοφ Ρυροβολικοφ υπό το λοχαγό Ραπανικολάου, ουλαμόσ (δφο πυροβόλα, το ζνα άχρθςτο λόγω βλάβθσ) Ορειβατικοφ Ρυροβολικοφ υπό τον ανκυπολοχαγό Λιοφμπθ, ζνα Τάγμα του 31ου Ρεηικοφ Συντάγματοσ υπό τον ταγματάρχθ Κ. Ραπαδόπουλο, μια Διμοιρία τθλεγραωθτϊν και όλθ θ δφναμθ Χωροωυλακισ που είχε διατεκεί ςτθ περιοχι Μαίαντρου Αϊδινίου. Θ όλθ δφναμθ ςε άντρεσ, κατά βεβαίωςθ ςε μζνα του λοχία του επιτελείου Γιϊργου Κωνςταντινίδθ, ιταν 4.995 άντρεσ με πλιρθ οπλιςμό και πολεμοωόδια και εξιντα (60) πολυβόλα. Στθ διάρκεια τθσ νφχτασ 25 προσ 26 Αυγοφςτου που γινόταν θ ςυγκζντρωςθ των δυνάμεων, επειδι, θ προσ Τουρμπαλί τθλεωωνικι ςυγκοινωνία ιταν κομμζνθ, ο διοικθτισ Ηεγκίνθσ διζταξε και κινικθκαν, για τθν αποκατάςταςθ τθσ τθλεωωνικισ ςυγκοινωνίασ, μόνον δζκα ςτρατιϊτεσ τθλεγραωθτζσ με ςυνοδεία είκοςι ζξι (26) ςτρατιωτϊν πεηικοφ με επικεωαλισ λοχία. Αυτοί όμωσ κακϊσ προχϊρθςαν μζςα ςτθν πεδιάδα ςε κζςθ κάπωσ δαςωμζνθ, ςυμπλάκθκαν με ατάκτουσ Τοφρκουσ και πολεμοφςαν όλθ τθ νφχτα, χωρίσ να μπορζςουν να προχωριςουν και γι’ αυτό υποχϊρθςαν. Ξθμζρωςε θ 26θ Αυγοφςτου, μζρα Ραραςκευι, και θ ςυγκζντρωςθ όλων των ςτρατιωτικϊν δυνάμεων είχε πραγματοποιθκεί, ακολουκοφςε όμωσ και πλικοσ πολιτϊν, οι οποίοι παρατοφςαν τισ πόλεισ και τα χωριά των και κατζβαιναν προσ τθ Σμφρνθ υπό τθν προςταςία του ςτρατοφ, ελπίηοντασ ςωτθρία! Θ Διοίκθςθ ζςτειλε προσ τα μπροσ για αναγνϊριςθ μόνο μια Διμοιρία υπό τον ανκυπ/χαγό Σζρβο. Κακϊσ όμωσ θ Διμοιρία προχϊρθςε, ςυνάντθςε αντίςταςθ και επειδι απζναντί μασ ωάνθκαν και λίγοι Τοφρκοι καβαλάρθδεσ ςτάλκθκαν ακόμθ
48
δυο Λόχοι από το Τάγμα, το οποίο διοικοφςε ο ταγματάρχθσ πεηικοφ Βαμβακόπουλοσ. Θ δφναμθ αυτι μαχόμενθ προχωροφςε, ζβαλε δε μερικζσ βολζσ και το Ρυροβολικό μασ, με τισ οποίεσ ανάγκαςε ςε ωυγι τουσ Τοφρκουσ καβαλάρθδεσ. Θ όλθ ωάλαγγα ετοιμάςτθκε για πορεία προσ το Τουρμπαλί, θ αμαξοςτοιχία όμωσ μζςα ςτθν οποία ιςαν τραυματίεσ, αςκενείσ και βοθκθτικζσ υπθρεςίεσ κα παρζμεινε ςτο ςθμείο που είχε ςτακμεφςει και κα ’ρχόταν ςτο Τουρμπαλί, αωοφ καταλάμβανε αυτό ο ςτρατόσ. Κατά το μεςθμζρι και πριν να ξεκινιςει θ κφρια ωάλαγγα είδαμε αεροπλάνο (προωανϊσ ελλθνικό), το οποίο πετοφςε με κατεφκυνςθ από Σμφρνθ προσ Αϊδίνι ςε μεγάλο φψοσ. Κανείσ δεν αντιλιωτθκε, αν μασ ζριξε τίποτα5. Κατά ϊρα 1½ μ.μ. θ ωάλαγγα ξεκίνθςε και βάδιηε ςε δρόμο προσ τουσ πρόποδεσ των βουνϊν αριςτερά τθσ ςιδθροδρομικισ γραμμισ. Οι πλαγιοωφλακζσ μασ βάδιηαν, θ προσ τα δεξιά τθσ ωάλαγγασ επί τθσ ςιδ/κισ γραμμισ θ δε προσ τα αριςτερά τθσ ωάλαγγασ επί τθσ πλαγιάσ των βουνϊν. Κατά τθν πορεία θ προσ τα αριςτερά πλαγιοωυλακι ςυμπλάκθκε με ατάκτουσ Τοφρκουσ και ωσ εκ τοφτου θ πορεία μασ επιβραδυνόταν αρκετά, αωοφ και το Ρυροβολικό μασ αναγκαηόταν να ςτακμεφει και να βάλει κατ’ αυτϊν. Θ πορεία μασ ςυνεχίςτθκε και κατά τισ 9-10 μ.μ. ςτακμεφςαμε ςε πεδινό χϊρο αριςτερά του Τουρμπαλί. 5 α) Πταν γφριςα από τθν αιχμαλωςία ςτθν Ακινα, ο κατά το 1922 λοχαγόσ του Μθχανικοφ και τϊρα ταξίαρχοσ ε.α. Δθμιτpιoσ Γεωργαντάσ, ο οποίοσ τότε υπθρετοφςε ςτο Γενικό Στρατθγείο ςτθ Σμφρνθ, μου βεβαίωςε ότι το αεροπλάνο αυτό μετζωερε και ζριξε προσ το 18ο Σφνταγμα διαταγι με τθν οποία το Γεν. Στρατθγείο γνϊριηε προσ αυτό ότι μεταβλικθκε ο δρόμοσ οπιςκοχϊρθςθσ τθσ 2ασ Μεραρχίασ (διοικθτισ ςυντ/ρχθσ Σ. Γονατάσ), δθλαδι ότι δεν κα οπιςκοχωροφςε δια τθσ πεδιάδασ του Καψςτρου, αλλά δια τθσ βορειότερθσ πεδιάδασ του Ζρμου (ιτοι Ουςάκ - Φιλαδζλωεια - Mαγνθςία - Σμφρνθ) και ςυνεπϊσ το 18ο Σφνταγμα δεν πρόκειτο, ωσ όριηε θ πρoθγοφμενθ διαταγι να ςυναντθκεί με αυτι ςτο Τουρμπαλί, και β) κατόπιν τοφτου το 18ο Σφνταγμα διαταςςόταν να ςυνεχίςει τθν οπιςκοχϊρθςι του προσ Σμφρνθ - Ερυκραία κατ’ εκτίμθςι του.
49
Πλθ όμωσ τθ νφχτα τα τμιματα τα οποία, από το Τηελάτ που είμαςτε, είχαν ςταλκεί προσ Τουρμαπλί μάχονταν και από τον πάταγο τθσ μάχθσ ωαίνονταν ότι δεν είχαν πετφχει αποτζλεςμα για κατάλθψθ και εκκακάριςθ του Τουρμπαλί από τισ εχκρικζσ δυνάμεισ. Γι’ αυτό κατά ϊρα δφο (2) μετά τα μεςάνυχτα κοινοποιικθκε διαταγι επίκεςθσ το πρωί κατά του Τουρμπαλί από ιςχυρζσ δυνάμεισ. Ρριν όμωσ να ωζξει αναγγζλκθκε θ κατάλθψθ του Τουρμπαλί υπό των μαχομζνων και ζτςι ματαιϊκθκε κάκε κίνθςθ για τθ γενικι επίκεςθ, εξακολουκοφςε όμωσ ν’ ακοφγονται αραιοί πυροβολιςμοί κατά διαςτιματα. Θ αμαξοςτοιχία, θ οποία από το Τηελάτ είχε μετακινθκεί τθ νφχτα και μζςα από εχκρικά πυρά είχε ωτάςει ςτο Τουρμπαλί, μόλισ ζωεγγε το πρωί κα αναχωροφςε για τθ Σμφρνθ, οι δε κφριεσ δυνάμεισ του ςτρατοφ κα ζμπαιναν ςτο Τουρμπαλί, και κα καταλάμβαναν κζςεισ, ςφμωωνα με τθ διαταγι του Γενικοφ Στρατθγείου, αν και οι προχποκζςεισ που όριηε δεν υπιρχαν πια. Διότι ο τθλεωωνθτισ είχε δϊςει τθν πλθροωορία ότι το ζμπεδο Σφνταγμα Ρεηικοφ Β' Σϊματοσ Στρατοφ, που ιταν εκεί, προςβλικθκε από τοφρκικεσ δυνάμεισ ατάκτων και ζωυγε προσ Σμφρνθ, δυνάμεισ δε τθσ 2θσ Μεραρχίασ δεν ωάνθκαν κάπου εκεί. Φανερό δε επί πλζον ιταν ότι τα γφρω τθσ περιοχισ του Τουρμπαλί, που βριςκόμαςτε, τα κατείχαν τοφρκικεσ δυνάμεισ οργανωμζνων ανταρτϊν. Πταν όμωσ το πρωί τθσ 27θσ Αυγοφςτου, θμζρα Σάββατο, ξεκίνθςε θ αμαξοςτοιχία από Τουρμπαλί προσ Σμφρνθ, μόλισ προχϊρθςε λίγο διάςτθμα και πλθςίαηε ςε γζωυρα, που ιταν μπροσ τθσ, ξετροχιάςτθκε και ςυγχρόνωσ ακοφςτθκε δυνατόσ κρότοσ, ζκρθξθ και θ γζωυρα ανατινάχτθκε. Το Σφνταγμα τθν ίδια ςτιγμι, ςε ωάλαγγα κατά τετράδεσ το κφριο ςϊμα του, είχε αρχίςει τθν πορεία του προσ το Τουρμπαλί. Δεν είχε όμωσ προχωριςει πολφ και από τα δεξιά τθσ ςιδ/μικισ γραμμισ υψϊματα άρχιςε να βάλλεται από εχκρικό πυροβόλο.
50
Τότε, επειδι θ όλθ ωάλαγγα του Συντάγματοσ ιταν εκτεκειμζνθ, θ διοίκθςθ διζταξε οπιςκοχϊρθςθ ςτα πίςω υψϊματα και τοφτο ζγινε. Θ διοίκθςθ με όλο το επιτελείο τθσ αξιωματικοφσ και ςτρατιϊτεσ, μεταγωγικά τθσ κ.λπ. ςτάκθκε πάνω ςε λόωο και διζταξε το Ρυροβολικό μασ να βάλει κατά των απζναντι εχκρικϊν κζςεων. Αμζςωσ ρίχτθκαν μερικζσ βολζσ και με αυτζσ διαλφκθκε και τμιμα καταβαλάρθδων, που είχαν ωανεί ςτθν απζναντι πεδιάδα και πλθςίαηαν τθ ςιδ/μικι γραμμι. Το εχκρικό πυροβόλο εξακολουκοφςε να βάλει, χωρίσ όμωσ να μασ προξενεί απϊλειεσ. Θ ϊρα κα ιταν περίπου 11π.μ. όταν όλθ θ ωάλαγγα, όπωσ οπιςκοχϊρθςε, βριςκόταν ςυγκεντρωμζνθ ςτθν πλαγιά του λόωου και τότε άκουςα τον επιτελάρχθ τθσ διοίκθςθσ, ταγματάρχθ Ρεηικοφ Σιϊρθν να λζει προσ το διοικθτι Ηεγκίνθ: «Ρρζπει να επιταχφνουμε τθν πορεία μασ προσ τθ Σμφρνθ, αφοφ επιτεκοφμε και διαλφςουμε αυτοφσ τουσ λίγουσ που φάνθκαν μπροσ μασ». Τθ ςτιγμι εκείνθ ζωταςε ο ταγματάρχθσ Βαμβακόπουλοσ μαηί με τον λοχαγό Σταυριανόπουλο, οι οποίοι με τισ δυνάμεισ που διοικοφςαν μάχονταν τθν νφχτα ςτο Τουμπαρλί. Δεν μπορϊ να ξζρω τι είχε ςυμβεί μεταξφ αυτϊν και του διοικθτοφ του Συντάγματόσ των Κεοδϊρου, άκουςα όμωσ το Βαμβακόπουλο να λζει προσ τον Ηεγκίνθ: «Τι κατάςταςθ είναι αυτι; με ζχετε όλθ τθ νφχτα εκεί κάτω χωρίσ να υπάρχει λόγοσ, πρζπει το ταχφτερο να βαδίςουμε εμπρόσ». Και ο Ηεγκίνθσ απαντϊντασ του είπε ότι κα του αωαιρζςει τθ διοίκθςθ (εννοοφςε του Τάγματόσ του). Ο Βαμβακόπουλοσ κφμωςε ςτράωθκε προσ το μζροσ που ιταν θ ωάλαγγα και ωϊναξε τουσ αξιωματικοφσ του, οι οποίοι και ζςπευςαν κοντά του. Και απαντϊντασ ςτθν απειλι του Ηεγκίνθ του είπε : «Σεισ κα μου αφαιρζςετε τθ διοίκθςθ ι εγϊ κα καταργιςω τθ δικι ςασ, εγϊ ζμακα να πολεμϊ». Τότε ο ςυνταγματάρχθσ Κεοδϊρου κινικθκε προσ τον Βαμβακόπουλο, τον αγκάλιαςε και δεν
51
άκουςα τι του είπε, πάντωσ όλοι θςφχαςαν και αποωαςίςτθκε θ άμεςθ προσ τα εμπρόσ πορεία. Εδόκθ θ διαταγι πορείασ και τάχτθκαν εμπροςκοωυλακι τα Τάγματα : 1)το του 31ου Συντάγματοσ υπό τον ταγματάρχθ Κ. Ραπαδόπουλο και 2)το του 18ου Συντάγματοσ υπό τον ταγματάρχθ Βαμβακόπουλο. Μόλισ ξεκίνθςε θ ωάλαγγα το εχκρικό πυροβόλο αναγκάςτθκε από τισ βολζσ του δικοφ μασ ορειβατικοφ, υπό τον ανκυπ/χαγό Λιοφμπθ, να ςιγιςει. Θ ωάλαγγα προχωροφςε, ενϊ θ εμπροςκοωυλακι μασ αναπτυγμζνθ ςε ακροβολιςμό ςυνεχϊσ μάχονταν· ακοφγονταν δε και κρότοι πολυβόλων του εχκροφ. Ιςαν αντάρτεσ Τοφρκοι, ςτρατιωτικά οργανωμζνοι από *τον+ περιβόθτο ςτθν περιοχι Αϊδινίου - Πδεμθςίου Τοφρκο λοχαγό με το όνομα Ρεχλιβάν. Ιταν όμωσ, να καυμάηει κανείσ τθν πεικαρχία ςτισ κινιςεισ και τα άλματα προσ τα μπρόσ των δυό μασ Ταγμάτων, τα οποία μάχονταν ακροβολιςμζνα ςε μια γραμμι ςαν να ζκαναν γυμνάςια, χωρίσ να ξεωεφγει από τθν ίςια γραμμι οφτε ζνασ ςτρατιϊτθσ. Ζτςι εξουδετερϊκθκαν οι Τοφρκοι, που επιχείρθςαν να μασ εμποδίςουν να προχωριςουμε, με αρκετζσ απϊλειζσ τουσ ςε νεκροφσ και τραυματίεσ και θ ωάλαγγά μασ με όλεσ τισ δυνάμεισ τθσ ζωταςε κατά ϊρα 4 μ.μ. ςε πεδινό μζροσ δεξιά του ςιδθρ/κοφ ςτακμοφ Καγιάσ και θ διοίκθςι μασ διζταξε ςτάκμευςθ και καταυλιςμό, για να διανυχτερεφςουμε εκεί και ςυνεχίςουμε τθν πορεία μασ τθν επομζνθ. Τοφτο ιταν μοιραίο ςωάλμα εξαιτίασ του οποίου αλλά και άλλων που ζγιναν τθν επομζνθ, το Σφνταγμα μασ αιχμαλωτίςτθκε από τουσ Τοφρκουσ. Γιατί διατάχτθκε αυτι θ ςτάκμευςθ που τθν κεωροφμε μοιραίο ςωάλμα; Από όςα ακοφςαμε τότε από αξιωματικοφσ του επιτελείου, θ διοίκθςθ, επειδι δεν είχε
52
καμμιά ςυγκεκριμζνθ πλθροωορία για τθ κζςθ και πορεία τθσ 2θσ Μεραρχίασ που θ διαταγι του Στρατθγείου όριηε ότι κα τθν ςυναντοφςαμε ςτο Τουρμπαλί, ικελε, με αμωιβολίεσ βζβαια, να πιςτεφει ότι θ 2θ Μεραρχία βριςκόταν πίςω μασ και γι’ αυτό διζταξε τθ ςτάκμευςθ με τθν ελπίδα ότι κα ςυνδεόμαςτε με αυτι. Εκ των υςτζρων ζχει βεβαιωκεί ότι το Γενικό Στρατθγείο με νεότερθ διαταγι του μετζβαλε τθν πορεία τθσ 2θσ Μεραρχίασ και τθν διζταξε, αντί να υποχωριςει δια τθσ πεδιάδασ του Καψςτρου, να κατζβει δια τθσ πεδιάδασ του Ζρμου, δθλαδι να ακολουκιςει τθ γραμμι Ουςάκ Φιλαδζλωειασ - Μαγνθςίασ - Σμφρνθσ. Αυτι όμωσ θ διαταγι δεν λιωτθκε ποτζ από τθ δικι μασ διοίκθςθ. Αν δεν γινόταν αυτι θ ςτάκμευςθ ϊρα 4 το απόγευμα, αλλ’ αντίκετα ςυνεχίηαμε τθν προσ Σμφρνθ πορεία μασ, κατ’ ανάγκθ κα ςυνδεόμαςτε με το Σφνταγμα του ςυνταγματάρχθ Ν. Ρλαςτιρα, το οποίο, όπωσ είναι βεβαιωμζνο, προσ το βράδυ τθσ θμζρασ εκείνθσ πζραςε από τα άνω τθσ Σμφρνθσ υψϊματα, χωρίσ να πλθςιάςει τθν πόλθ, και ςυνζχιςε τθν πορεία του προσ Ερυκραία. Με τθ διαταγι που δόκθκε, για ςτάκμευςθ και διανυκτζρευςθ, τα τμιματα τθσ ωάλαγγασ πιραν κζςεισ για καταυλιςμό κατά τρόπο που ςχθμάτιςαν τεράςτιο κφκλο και πιραν επίςθσ τα μζτρα αςωαλείασ των. Θ διοίκθςθ με το επιτελείο ζμεινε ςτο εςωτερικό του κφκλου. Εκεί βζβαια βριςκόμουν και εγϊ και κακϊσ ςτεκόμουν ςε κάποια απόςταςθ από τουσ ςυναδζλωουσ μου με τισ κλιβερζσ ςκζψεισ μου περί του τι κα επακολουκοφςε, διψοφςα πολφ και νερό δεν είχα. Από αρκετά μακρινι απόςταςθ, μζςα ςτον κφκλο του καταυλιςμοφ είδα να καλπάηει ζνασ καβαλάρθσ με κατεφκυνςθ προσ το μζροσ που βριςκόμουν. Είχα πάντα μεγάλθ αγάπθ για τα άλογα, και για τοφτο αςυναίςκθτα παρακολουκοφςα βλζποντασ τον ωραίο αυτόν καβαλάρθ που όςο πλθςίαηε τον ζβλεπα ςαν πραγματικό κζνταυρο.
53
Πταν με πλθςίαςε ακόμθ πρόλαβα, πριν να με προςπεράςει, να αντιλθωτϊ ότι μπροσ ςτθ ςζλα του αλόγου του κρζμονταν δυο παγοφρια. Σικωςα το χζρι μου όταν πια, ιταν μπροσ μου και ςταμάτθςε. Ξακολουκοφςα να καυμάηω τθν ομορωιά του λεβεντόκορμου νζου όςο και το περιωανο άλογό του και τον παρακάλεςα, αν μποροφςε, να μου δϊςει νερό να πιω. Κακϊσ όμωσ αντικριηόμαςτε κατάματα, ςυγχρόνωσ αναγνωριςτικαμε και ςφγχρονα είπαμε ο ζνασ ςτον άλλο: εκείνοσ, «είςαι ο Βαςίλθσ»; και εγϊ, «είςαι ο Χριςτοσ»; Ιταν ο Χριςτοσ Μπαμπανικολόσ από το Ραρκζνι Αρκαδίασ6, μακρινόσ ςυγγενισ μου, ςτρατευμζνοσ νωρίτερα από μζνα, ωσ μεγαλφτερόσ μου που ιταν. Μου ζδωςε το ζνα παγοφρι του γεμάτο νερό και μου είπε. «Με πζντε-ζξι ςυναδζλφουσ μου, οι δυό από αυτοφσ κατάγονταν από το Σεβδίκιοϊ7 , προχωριςαμε να φτάςουμε ςτο χωριό τουσ. Πταν όμωσ φτάςαμε ςτο ςιδθρ/κό ςτακμό του χωριοφ ςυναντιςαμε τοφρκικθ περίπολο από 6-8 άντρεσ, οι οποίοι ειρθνικά μασ είπαν να παραδοκοφμε, γιατί ο τοφρκικοσ ςτρατόσ από το πρωί τθσ μζρασ εκείνθσ (27 Αυγοφςτου, θμζρα Σάββατο) μπικε ςτθ Σμφρνθ. Πτι εκεί υπάρχει ςυμμαχικι επιτροπι, ςτθν οποία οι Ζλλθνεσ ςτρατιϊτεσ παραδίνουν τον οπλιςμό τουσ και ελεφκεροι επιβιβάηονται ςε ελλθνικά πλοία και φεφγουν για τθν Ελλάδα. Φυςικά δεν παραδοκικαμε και πθγαίνω τϊρα να τα αναφζρω ςτθ διοίκθςθ». Και πράγματι προχϊρθςε και ανάωερε τα ανωτζρω ςτον ίδιο το διοικθτι Ηεγκίνθ και το επιτελείο του. Τθ νφχτα ο διοικθτισ κάλεςε όλουσ τουσ ανωτζρουσ αξιωματικοφσ ςτο επιτελείο και ςυςκζωτθκαν. Οι δζκα
6 Απόγονοσ οπλαρχθγοφ αγωνιςτοφ ςτθν Επανάςταςθ του 1821. 7 Χωριό μεςιμβριο ανατολικά τθσ Σμφρνθσ, δεφτεροσ ςιδθροδρομικόσ ςτακμόσ από Σμφρνθ προσ Αϊδίνι. Στον κάμπο του ιταν ελλθνικό ςτρατιωτικό αεροδρόμιο.
54
ςτρατιϊτεσ γραωείσ βριςκόμαςτε εκεί και παρακολουκιςαμε όλθ τθ ςυηιτθςι των κατά τθ ςφςκεψθ. Ρροτάκθκε να μθ βαδίςουμε προσ τθ Σμφρνθ, αωοφ είναι κετικι θ πλθροωορία ότι αυτι καταλιωτθκε από τοφρκικο ςτρατό, αλλά να ακολουκιςουμε δρόμο, όχι βζβαια άμαξιτό, ο οποίοσ από του Σεβδίκιοϊ μζςω των ζξω και άνω τθσ Σμφρνθσ υψωμάτων οδθγοφςε προσ τθν Ερυκραία. Ο Ηεγκίνθσ, προσ τθ γνϊμθ του οποίου ςυμωωνοφςε και ο διοικθτισ του 18ου Ρεηικοφ Συντάγματοσ Κεοδϊρου, είπεν ότι δεν ςυμωωνεί προσ αυτι τθ γνϊμθ, γιατί δεν μπορεί να εγκαταλείψει το υλικό. Εννοοφςε βζβαια τα τζςςερα πεδινά πυροβόλα που δεν κα ιτο δυνατό να κινθκοφν ςε τζτοιο δρόμο. Και ςε γνϊμεσ άλλων αξιωματικϊν, που του ςυνιςτοφςαν να ακολουκθκεί ο δρόμοσ προσ Ερυκραία, τον ακοφςαμε που είπε ότι: «Δεν κα πάω ςτα βουνά να γίνω τςζτθσ». Με τθ γνϊμθ αυτι του Ηεγκίνθ ςυμωϊνθςε και ο λοχαγόσ Κατςίκασ. Τελικά, ςτθ ςφςκεψθ αυτι αποωαςίςτθκε όπωσ το πρωί 28 Αυγοφςτου θμζρα Κυριακι να ςυνεχιςτεί θ πορεία μασ προσ τθ Σμφρνθ. Ο λοχαγόσ του επιτελείου Συγγελάκθσ υπαγόρευςε ςε μασ τουσ γραωείσ τθ ςχετικι διαταγι, τθν οποία και κοινοποιιςαμε ςε όλεσ τισ μονάδεσ. Θ διαταγι αυτι όριηε ότι: «Θ φάλαγγα κα βαδίςει με τθν ίδια διάταξθ τθσ προθγοφμενθσ μζρασ και ςυνιςτοφμε ςτουσ ςτρατιϊτεσ να μθν απομακρφνονται των τμθμάτων των, διότι κατά πλθροφορίασ ο εχκρόσ κατζχει τθν Σμφρνθ». Θ διαταγι αυτι μασ ζκανε κακι εντφπωςθ και οι ςτρατιϊτεσ του επιτελείου, που είχαμε κάποια πείρα, τθν ςχολιάηαμε και αποροφςαμε για το λόγο, πωσ αωοφ «κατά πλθροφορίεσ ο εχκρόσ κατζχει τθ Σμφρνθ» και βαδίηουμε «προσ Σμφρνθν», γιατί δεν κοινοποιικθκε από τθ διοίκθςι μασ διαταγι επιχειριςεων με αντικειμενικό ςκοπό να ανακαταλάβουμε τθ Σμφρνθ; Αν δεν πρόκειτο να μποφμε ςτθ Σμφρνθ, γιατί δεν ωεφγαμε αριςτερά μασ προσ τθν Ερυκραία;
55
Σφμωωνα με αυτι τθ διαταγι το πρωί τθσ 28θσ Αυγοφςτου, μζρα Κυριακι, ξεκίνθςε θ ωάλαγγα με τθν ίδια διάταξθ τθσ προθγοφμενθσ μζρασ. Εμπροςκοωυλακι και αριςτερά πλαγιοωυλακι το Τάγμα Βαμβακόπουλου και δεξιά εμπροςτοωυλακι και πλαγιοωυλακι το Τάγμα *του] Κ. Ραπαδόπουλου. Φτάςαμε ςτο Σεβδίκιοϊ, δεφτερο ςιδ/κό ςτακμό από Σμφρνθ προσ Αϊδίνι. Λίγο πριν πλθςιάςουμε, είδαμε αμαξοςτοιχία να ωεφγει από το ςτακμό προσ τθν Σμφρνθ. Κοντά ςτο ςτακμό βρικαμε γζροντα Ζλλθνα, ο οποίοσ μασ είπε ότι ο ςιδθρ/κόσ ςυρμόσ που ζωυγε, μετζωερε Τοφρκουσ ςτρατιϊτεσ και από τουσ οποίουσ άκουςε τα ίδια που είχε ειπεί θ τοφρκικθ περίπολοσ ςτουσ καβαλάρθδζσ μασ. Μασ είπε δε ο γζροντασ ότι οι Τοφρκοι παρζλαβαν ςτθν αμαξοςτοιχία και τουσ εκεί Ζλλθνεσ ςτρατιϊτεσ τθλεγραωθτζσ, αωοφ τουσ πιραν τα όπλα. Πταν προχωριςαμε μετά το Σεβδίκιοϊ αρχίςαμε να βλζπουμε κάτω ςτο χϊμα κατά διαςτιματα όπλα ελλθνικά. Αςωαλϊσ είχαν πεταχτεί από ςτρατιϊτεσ τμθμάτων που είχαν περάςει προθγοφμενα από εκεί. Ενϊ προχωροφςε θ ωάλαγγα, ο λοχαγόσ διοικθτισ τθσ πεδινισ πυροβολαρχίασ Ραπανικολάου ιρκε και ανάωερε ςτο Ηεγκίνθ ότι τα άλογα τθσ Ρυροβολαρχίασ, που δεν είχαν τροωι από πριν τρείσ μζρεσ, δεν μποροφςαν να ςφρουν τα πυροβόλα και ςτο πρϊτο εμπόδιο του δρόμου ςταμάτθςαν. Αμζςωσ ο Ηεγκίνθσ του είπε να ξεηζψει τα άλογα!! δθλαδι να παρατιςει τα πυροβόλα, ενϊ τθ νφχτα πριν λίγεσ ϊρεσ ςτθ ςφςκεψθ των αξιωματικϊν δεν είχε δεχτεί τθν πρόταςθ, να μθ βαδίςουμε πρόσ τθ Σμφρνθ, αλλά να ακολουκιςουμε τον ορεινό δρόμο προσ τθν Ερυκραία, με τθν δικαιολογία από μζρουσ του «ότι δεν εγκαταλείπει το υλικό». Είδα το λοχαγό Ραπανικολάου να ωεφγει με δάκρυα ςτα μάτια του. Ππωσ αποδείχτθκε μετά, δεν ξζηεψε τα άλογα και δεν παράτθςε τα πυροβόλα του, τα πειναςμζνα άλογα και οι
56
ςτρατιϊτεσ του μαηί ςζρναν τα πυροβόλα και ακολουκοφςαν τθν πορεία μασ. Κατά ϊρα 2 μ.μ. θ εμπροςκοωυλακι μασ αριςτερά του χωριοφ Ραράδειςοσ, πρϊτου ςιδθρ/κοφ ςτακμοφ, από τθ Σμφρνθ προσ Αϊδίνι και όταν πια βλζπαμε το κάςτρο τθσ Σμφρνθσ, ςυμπλάκθκε και άρχιςαν να ακοφγονται πυκνοί πυροβολιςμοί. Στθν αρχι νομίςαμε ότι κα είναι άταχτοι Τοφρκοι και ελπίςαμε ότι ςε λίγο κα απωκθκοφν και διαλυκοφν από τουσ δικοφσ μασ. Αλλά αντί να ςυμβεί αυτό που ελπίςαμε, αντίκετα θ μάχθ λάβαινε ζκταςθ και άρχιςαν να ακοφγονται και κρότοι εχκρικϊν πολυβόλων από τισ εχκρικζσ κζςεισ. Θ Ρεδινι Ρυροβολαρχία μασ τάχτθκε και άρχιςε να βάλει κατά των εχκρικϊν κζςεων και υπό τθν πίεςθ των δικϊν μασ τμθμάτων οι Τοφρκοι απωκοφντο προσ τθν κατεφκυνςθ του κάςτρου τθσ Σμφρνθσ. Ρροσ τα δεξιά μασ και ςτθν πλαγιά του αντικρινοφ βουνοφ είδαμε αμαξοςτοιχία, θ οποία αςωαλϊσ εκινείτο από Σμφρνθ προσ Βουτηά και θ οποία ςταμάτθςε ς’ ζνα ςθμείο. Ο διερμθνζασ Ανκ/γόσ Σταυρίδθσ, ο οποίοσ και καταγόταν, όπωσ ζλεγε από το Βουτςά, είπε ςτο Ηεγκίνθ ότι εκεί που ςτάκθκε θ αμαξοςτοιχία, δεν είναι ςτακμόσ και ότι από αυτιν κατεβαίνουν ζνοπλοι Τοφρκοι, οι οποίοι κα μασ επιτεκοφν από εκεί και γι’ αυτό πρζπει να διατάξει τθν Ρυροβολαρχία να χτυπιςει τθν αμαξοςτοιχία. Οι αξιωματικοί του επιτελείου ζβλεπαν με τα κιάλια τουσ και άλλοι ζλεγαν ότι ςτθν αμαξοςτοιχία ιςαν Τοφρκοι οπλιςμζνοι, άλλοι δε ότι ιςαν Τοφρκοι πολίτεσ. Ωσ που να αποωαςίςει ο Ηεγκίνθσ, από το μζροσ που είχε ςτακεί θ αμαξοςτοιχία, άρχιςαν να βάλουν πολυβόλα τθ ωάλαγγά μασ, τθσ οποίασ ο κφριοσ όγκοσ βριςκόταν ςτον αμαξιτό δρόμο. Συγχρόνωσ δε άρχιςε να μασ βάλει βαρφ πυροβόλο από το μζροσ τθσ Σμφρνθσ.
57
Δόκθκε διαταγι, όπωσ θ κφρια ωάλαγγα ωφγει από τον αμαξιτό δρόμο, όπου βριςκόταν απροωφλαχτθ και βαλόταν από εχκρικά πολυβόλα, και να ανζβει ςτα αριςτερά του δρόμου ψθλϊματα. Κατά τθν κίνθςθ όμωσ τθσ ωάλαγγασ προσ τα ψθλϊματα, τα τμιματα ζχαςαν τθν τάξθ και ςυνοχι τουσ και βρεκικανε τόςο ανακατωμζνα, ϊςτε ιταν ωανερό ότι δεν μποροφςαν να ξανάβρουν τθν τάξθ τουσ και πεικαρχθμζνα να οδθγθκοφν. Διαλυμζνθ πλζον μάηα βάδιηαν προσ τα ψθλϊματα που ζχουν το όνομα: «Δυό αδζρφια» διαρκϊσ προσ τα αριςτερά. Τισ ςτιγμζσ αυτζσ βριςκόμουν ςτο χϊρο που ιταν το επιτελείο και μαηί με τον υπαςπιςτι του Ηεγκίνθ Υπολ/γό Σαρρι, ςτα ριηά μεγάλου δζντρου και μετροφςα τισ οβίδεσ που μασ ζςτελνε το βαρφ εχκρικό πυροβόλο. Ρζωταν γφρω μασ και χωνόςαντε ςτο χϊμα χωρίσ να ςκάνε. Είχα μετριςει ζντεκα (11). Σε αυτι τθ ςφγχυςθ και διάλυςθ ο ςυνταγματάρχθσ Κεοδϊρου, ο επιτελάρχθσ ταγματάρχθσ Σιϊρθσ, ο λοχαγόσ πυροβολικοφ Οικονομίδθσ και άλλοι αξιωματικοί ςτάκθκαν ς’ ζνα ςθμείο με ςτθμζνθ τθ ςθμαία του Συντάγματοσ και καλοφςαν τουσ ςτρατιϊτεσ να μθν τθν εγκαταλείψουν και να ςυγκεντρωκοφν γφρω τθσ. Οι ςαλπιγκτζσ ςάλπιηαν πατριωτικά εμβατιρια. Οι ςτρατιϊτεσ άρχιςαν να ςυγκεντρϊνονται και ςε λίγο τα δφο τρίτα τθσ όλθσ ςτρατιωτικισ δφναμθσ βρίςκονταν εκεί και απαιτοφςαν από τουσ αξιωματικοφσ να τουσ ςυντάξουν ςε τμιματα και να αποωαςίςουν τι κα κάνουν. Επειδι όμωσ βολζσ του εχκρικοφ πυροβολικοφ άρχιςαν να πζωτουν ςτο χϊρο που είμαςτε, διατάχτθκε και όλοι μαηί κάμψαμε τθν κορωι του υψϊματοσ, για να προκαλυωτοφμε ςτθν πίςω του πλαγιά.
58
Παράδοςθ ςτουσ Σοφρκουσ-Αιχμαλωςία Από τθ νζα αυτι κζςθ μασ είδαμε, κάτω - μπροσ μασ, λουρίδα κάλαςςασ του κόλπου τθσ Σμφρνθσ. Σφγχρονα όμωσ μπροσ μασ, ςε αρκετι απόςταςθ, μζςα από μικρι κοιλάδα, μάλλον χαράδρα, ωάνθκαν καβαλάρθδεσ, όχι περιςςότεροι απο 200-250, οι οποίοι ερχόντουςαν προσ το μζροσ μασ. Οι αξιωματικοί μασ που παρατθροφςαν με τα κιάλια τουσ είπαν ότι ιταν τοφρκικο Λππικό και ότι πίςω από αυτοφσ που ωαίνονταν, ζρχονταν και άλλθ ωάλαγγα. Διαδόκθκε ςφγχρονα μεταξφ των ςτρατιωτϊν ότι ςτα αριςτερά μασ υψϊματα ιςαν πολυβολεία. Άλλα εκ των υςτζρων αποδείχτθκε ότι θ διάδοςθ αυτι δεν ανταποκρινόταν ςε αλθκινά πράγματα, γιατί ςτρατιϊτεσ που ζωυγαν πρόσ αυτι τθν κατεφκυνςθ, ζωταςαν ςτθ κάλαςςα ςτον Τςεςμζ, χωρίσ να προςβλθκοφν από εχκρικά τμιματα. Οι ςυνταγματάρχεσ Ηεγκίνθσ και Κεοδϊρου με τουσ αξιωματικοφσ του επιτελείου των άρχιςαν να ςυςκζπτονται για να αποωαςίςουν τι να κάνουν. Και ακοφςτθκε από αυτοφσ θ λζξθ «παράδοςθ». Μόνοσ ο επιτελάρχθσ ταγματάρχθσ Σιϊρθσ ακοφςτθκε να ηθτάει ζναν πολυβολθτι, για να βάλει κατά των επερχομζνων καβαλάρθδων. Άλλα θ διάλυςθ ιταν τόςο ολοκλθρωτικι, ϊςτε τίποτα δεν ζγινε για αντίςταςθ. Αν και οι περιςςότεροι ςτρατιϊτεσ ωϊναηαν: «δεν παραδινόμαςτε», κανζνασ αξιωματικόσ δεν πιρε τθν πρωτοβουλία να μασ ςυντάξει και να μασ οδθγιςει ςε αντίςταςθ. Αντίκετα, προςπακοφςαν να μασ πείςουν ότι ωτάςαμε ςε αδιζξοδο και ότι μόνο με τθν παράδοςι μασ κα ςωνόμαςτε, γιατί ζτςι κα πθγαίναμε ςτθ Σμφρνθ, εκεί κα παραδίναμε τα όπλα μασ και κα ωεφγαμε ελεφκεροι για τθν πατρίδα μασ.
59
Εκείνεσ τισ ςτιγμζσ είδα τον υπαςπιςτι του 18 Συντάγματοσ, λοχαγό Ρζτρο Αλεξόπουλο, χωρίσ να ειπεί τίποτα, να ςπιρουνίηει το άλογό του και να απομακρφνεται. Πταν γφριςα από τθν αιχμαλωςία τον είδα ςτθν Ακινα και όπωσ ζμακα, ιταν κατιγοροσ τθσ διοίκθςισ μασ, για τθν αιχμαλωςία μασ. Πτι όμωσ ο ίδιοσ παράτθςε το Σφνταγμά του και ζωυγε, χωρίσ να ενεργιςει τίποτα για να το ςϊςει ι να αγωvιςτεί, κανείσ δεν το γνϊριηε. Θ διοίκθςι μασ αποωάςιςε τθν παράδοςθ και ςτάλκθκε προσ τουσ επερχόμενουσ Τοφρκουσ καβαλάρθδεσ κιρυκασ, με λευκι ςθμαία, ο ανκυπολοχαγόσ-διερμθνζασ Σταυρίδθσ, όταν αυτοί βρίςκονταν ςε μικρι απόςταςθ από μασ, μάλλον για να αναγγείλει ότι παραδινόμαςτε παρά για να διαπραγματευτεί όρουσ. Με τθ ςκζψθ ότι από εκείνθ τθ ςτιγμι κα είμαςτε αιχμάλωτοι των Τοφρκων ζνιωςα ςαν να μθ ηω πιά. Αδιαωορϊντασ για το τι γινόταν γφρω μου, ζςπαςα το όπλο μου, μάνλιχερ, κτυπϊντασ το ςε βράχο, αωοφ πρϊτα ζβγαλα το ουραίο του, το διζλυςα και ςκόρπιςα τα κομμάτια του, και ζβγανα από *τθ+ δερμάτινθ κικθ του το ςτο ηωςτιρα μου κρεμαςμζνο πιςτόλι με το δεξί μου χζρι και με αυτό κα αυτοκτονοφςα. Δίπλα μου βριςκόταν ο ωίλοσ μου λοχίασ του επιτελείου μασ Γιϊργοσ Κωνςταντινίδθσ. Ακαριαία με αγκάλιαςε κατά τρόπο που μου ζκλειςε ςτθν αγκαλιά του τα χζρια μου, και μοφπε: «Βαςίλθ, τι πασ να κάνεισ; δεν ςκζπτεςαι τουσ δικοφσ ςου; ότι μασ ςυμβεί, κα τα περάςουμε μαηί». Τα λόγια αυτά του Γιϊργου Κωνςταντινίδθ παράλυςαν τισ δυνάμεισ μου και εξουκενωμζνοσ πια διζλυςα και το πιςτόλι μου και πζταξα τα κομμάτια του. Τθν ίδια ςτιγμι κοντά μασ ακοφςτθκαν διαδοχικά δφο πυροβολιςμοί και είδα δυο λεβεντόκορμουσ ςυναδζλωουσ να κείτονται ςτο χϊμα ματωμζνοι. Είχαν αυτοκτονιςει με τα όπλα τουσ. Ιταν ο Γιϊργοσ Τςιτςεκλισ και ο Νίκοσ ου
60
Μαγγανιϊτθσ, που κατάγονταν από τθ Σμφρνθ. Και οι δυό τουσ ωραία παλλθκάρια είχαν τελειϊςει τθν Ευαγγελικι Σχολι τθσ Σμφρνθσ και είχαν καταταγεί εκελοντζσ ςτο ςτρατό μασ. Ο Γιϊργοσ Τςιτςεκλισ, ψθλόσ, μελαχρινόσ με μαφρα μαλλιά και μαφρα μεγάλα μάτια. Ο Νίκοσ Μαγγανιϊτθσ ψθλόσ, καςτανόξανκοσ με γαλανά μάτια. Και οι δυο τουσ δεν κα μποροφςαν να ανεχτοφν αιχμαλωςία ςτουσ Τοφρκουσ και όπωσ ιςαν παιδιά γνωςτϊν ελλθνικϊν οικογενειϊν τθσ Σμφρνθσ δεν τουσ ιταν δυνατό να ανεχτοφν εξευτελιςμοφσ και βαςανιςτιρια από τουσ Τοφρκουσ. Ζμειναν εκεί νεκροί κοντά ςτουσ βράχουσ τθσ κορωισ των «Δυο Αδερφϊν» τθσ αγαπθμζνθσ των, αλλά ξαναςκλαβωμζνθσ πατρίδασ των Σμφρνθσ, που θ λιγόχρονθ λευτεριά τθσ ζςβθςε ςαν όνειρο, αδερωωμζνοι ο ζνασ πλάι ςτον άλλο, άταωοι! Ο Ηεγκίνθσ και οι άλλοι αξιωματικοί, που άκουςαν τουσ πυροβολιςμοφσ και είδαν τουσ νεκροφσ, άρχιςαν να ωωνάηουν: «Ραιδιά μθ το κάνετε αυτό, μθ ςτενοχωριζςτε, θ αιχμαλωςία μασ κα είναι λιγοιμερθ, κα πάμε ςτθν πατρίδα μασ». Ρλθςίαςαν οι Τοφρκοι καβαλάρθδεσ και θ παράδοςθ ς’ αυτοφσ ζγινε κατά ϊρα 5 απογευματινι τθσ 28θσ Αυγοφςτου, θμζρα Κυριακι. Ραραδόκθκε όλθ θ ςτρατιωτικι δφναμθ που βριςκόταν εκεί εκτόσ του Τάγματοσ Βαμβακόπουλου, το οποίο ςαν εμπροςκοωυλακι και αριςτερι πλαγιοωυλακι που είχε ταχτεί, είχε προχωριςει μαχόμενο και όταν πλζον είχε νυχτϊςει από τουσ βραδυποροφντεσ ςτρατιϊτεσ του πλθροωορικθκε τθν παράδοςθ του Συντάγματοσ. Ππωσ μάκαμε, και αυτοφ του Τάγματοσ τμιμα υπό τον λοχαγό Κατςίκαν παραδόκθκε τθν επομζνθ8 και μόνο ο Βαμβακόπουλοσ με εξακόςιουσ (600) περίπου ςτρατιϊτεσ και 8 Αυτά τα μάκαμε από ςτρατιϊτεσ αυτοφ του τμιματoσ, που τουσ ζωεραν αιχμαλϊτουσ ςτθ Σμφρνθ ςτο ίδιο μζροσ που είχαν και μασ.
61
αξιωματικοφσ ζωταςε ςτον Τςεςμζ και από εκεί, όπωσ και άλλα τμιματα διεκπεραιϊκθκαν ςτθ Χίο.
Δθμοτικό Σραγοφδι (Μοιρολόι)9 Εςείσ βουνά τθσ Άγκυρασ και τθσ Μικράσ Αςίασ, ποτζ ςασ μθν ανκίςετε, ποτζ μθ λουλουδίςτε, για το κακό που πάκαμε ςτισ δζκα τρεισ τ’ Αυγοφςτου. Γιόμιςαν τα βουνά κορμιά κι οι κάμποι παλλθκάρια. Κι άλλα παιδιά ’ν’ αιχμάλωτα, κι άλλα ’ναι λαβωμζνα κι ζνα παιδί απ’ τον τόπο μασ άλλων παιδιϊνε λζει : Βλζπω παιδιά, ’τοιμάηεςτε ςτον τόπο μασ να πάτε. Ντουωζκι να μθ ρίξετε, τραγοφδι να μθν ειπιτε. Κι αν ςασ ρωτιςει θ μάνα μου κι ο δόλιοσ μου πατζρασ, πζςτε τουσ πωσ παντρεφτθκα εδϊ μζς’ τθν Τουρκία. Ριρα τθν πλάκα πεκερά, τθ μαφρθ γθ γυναίκα, δυό κυπαρίςςια αγκαλιά ςτο μνιμα μου απάνου.
9 Το τραγοφδι τοφτο το ςφνκεςε ο λαόσ ςτθν Aρκαδία το 1922. Το κατάγραψε το 1925 ο κακθγθτισ Δθμιτριοσ Ανδρ. Tςίρμπασ ςτο xωριό Mάναρι-Αρκαδίασ και το δθμοςίευςε το 1957 ςτθ «Λαογραφία» ( Τόμ. 17, ςελ. 74 αρικ. 5).
62
Πορεία προσ τθ μφρνθ Οι Τοφρκοι καβαλάρθδεσ που μασ αιχμαλϊτιςαν ιταν τακτικόσ ςτρατόσ, ντυμζνοι καλά με ςτρατιωτικζσ ςτολζσ και εξαρτιςεισ. Ο επικεωαλισ αξιωματικόσ των ιταν νζοσ τθν θλικία και μιλοφςε τθ Γαλλικι, όπωσ τον ακοφςαμε κάτι να μασ λζει. Μασ ζταξαν ςε ωάλαγγα κατά τετράδεσ, άοπλουσ πια, για να μασ οδθγιςουν ςτθ Σμφρνθ. Από τουσ αξιωματικοφσ μασ δεν πιραν οφτε τα ξίωθ των οφτε τα άλογά των, τουσ ζταξαν ςτθν κεωαλι τθσ ωάλαγγασ και ξεκινιςαμε για τθ Σμφρνθ. Θ ςτθν αρχι ωαινομενικι ευγζνεια των Τοφρκων δεν κράτθςε πολφ. Μετά μιςι ϊρα που βαδίηαμε άρχιςαν να μασ ωωνάηουν: «τςιαμποφκ-τςιαμποφκ», που ςιμαινε να βαδίηουνε γριγορα - γριγορα. Επίςθσ, άρχιςαν να μασ ψάχνουν και να μασ λζνε: «τςικάρ» που ςιμαινε: «βγάλτο». Και ςτθν αρχι μασ ζπαιρναν τα χριματα, ρολόγια, δαχτυλίδια και ό,τι άλλο. Πςο όμωσ προχωροφςαμε και άρχιςε να ςκοτεινιάηει, τόςο το «τςικάρ» ακουγόταν βιαιότερο. Άρχιςαν να μασ παίρνουν από τα ροφχα που ωοροφςαμε ότι τουσ άρεςε να μασ χτυποφν και κακϊσ βάδιηαν ςτο πλάι μασ πάνω ςτα άλογά τουσ ςπάκιηαν όποιον τφχαινε. Πλα αυτά τα ζκαναν κατά τρόπο που να μθ τουσ αντιλαμβάνονται οι αξιωματικοί τουσ, γιατί ωσ τότε τουλάχιςτο, αν τουσ ζβλεπαν που μασ κακοποιοφςαν, τουσ τςάκιηαν ςτο ξφλο με τα μαςτίγιά των. Πταν πια είχε καλά βραδιάςει, ωτάςαμε ςτθ Σμφρνθ και μπικαμε ς’ αυτιν από τθν πλευρά του κάςτρου τθσ, από τον τουρκομαχαλά. Ο δρόμοσ ς’ αυτόν τον μαχαλά, όπωσ καταλάβαμε ιταν κατθωορικόσ και είχε ςτροωζσ. Και από τισ δυο πλευρζσ του δρόμου είχε ςυγκεντρωκεί τοφρκικοσ όχλοσ. Με αγριοωωνάρεσ τουσ μασ χλεφαηαν και με περιςςότερθ μανία οι γυναίκεσ. Ρολλοί μασ χτυποφςαν με ρόπαλα, μαχαίρια
63
ι ό,τι άλλο κρατοφςαν ςτα χζρια τουσ. Πποιον τυχαία άρπαηαν από τθ ωάλαγγα, τον ζςωαηαν. Πταν αρχίςαμε να μπαίνουμε ςτθν πόλθ, πιραν τα άλογα των αξιωματικϊν μασ και τα ξίωθ των και τουσ ζταξαν κι αυτοφσ ςτθ ωάλαγγα και βάδιηαν μαηί μασ πεηοί. Ππωσ μοφλεγαν τότε τουρκομακείσ ςυνάδελωοι κάπου - κάπου μζςα από αυτό τον τοφρκικο όχλο ακουγόταν θ ωωνι κανενόσ Τοφρκου, ο οποίοσ μασ ζλεγε: «Μθ φοβόςαςτε παιδιά, αυτά ζχουν οι ςτρατοί πολεμιςαμε τόςα χρόνια μασ νικιςατε, τϊρα ςασ νικιςαμε εμείσ, ςασ πιάςαμε, δεν ζχετε να πάκετε τίποτα, κα περάςετε καλά!». Με αυτζσ τισ τρομοκρατικζσ ςυνκικεσ, παραδομζνοι ςτον εξαγριωμζνο όχλο, χωρίσ καμμιά προςταςία, βαδίςαμε τον όλο ςτροωζσ κατθωορικό, γκαλντεριμωμζνο δρόμο μζςα ςτθν πόλθ και φςτερα από πορεία ςυνολικά 2½ - 3 ωρϊν από τον τόπο τθσ παράδοςισ μασ, ωτάςαμε ζξω από μεγάλο κτιριο, που ιταν πριν το τοφρκικο Διοικθτιριο, και ςτο διάςτθμα τθσ κατοχισ τθσ Μ. Αςίασ από τον Ελλθνικό ςτρατό, ςτεγαηόταν ς’ αυτό το Ελλθνικό Γενικό Στρατθγείο. Στο πίςω μζροσ του το κτιριο αυτό είχε αυλι μαντρωμζνθ με αρκετά ψθλό τοίχο και μεγάλουσ χϊρουσ. Μασ ζβαναν ςε αυτι τθν αυλι κι εκεί περάςαμε τθν πρϊτθ νφχτα τθσ αιχμαλωςίασ μασ. Ρϊσ όμωσ μπικαμε ςε αυτι τθν αυλι; Για να μποφμε μζςα ζπρεπε να διαβοφμε μεγάλθ κολωτι πόρτα, ςτο πλάι τθσ οποίασ ιταν και βρφςθ νεροφ. Και ςτισ δφο πλευρζσ τθσ πόρτασ αυτισ ςτζκονταν Τοφρκοι ςτρατιϊτεσ, οι οποίοι κρατοφςαν ρόπαλα με τα οποία χτυποφςαν τουσ αιχμαλϊτουσ κακϊσ ομαδικά περνοφςαν, με τόςθ ςκλθρότθτα, ϊςτε πολλοί ζπεωταν κάτω αναίςκθτοι ι νεκροί. Τόςοι χτυπθμζνοι είχαν πζςει, ϊςτε οι επόμενοι που περνοφςαν αυτι τθν είςοδο πατοφςαν πάνω ςτουσ πεςμζνουσ. Πταν ζωταςα ς’ αυτι τθν είςοδο, ςτριμωγμζνοσ ςε ομάδα ςυναδζλωων είδα δεξιά μου Τοφρκο ςτρατιϊτθ, ο οποίοσ με εω’ όπλου λόγχθ κινιόταν να λογχίςει, άλλοσ χτυποφςε με τον
64
υποκόπανο του όπλου του. Ρζραςα αυτι τθν είςοδο ςπρωχνόμενοσ από τουσ τρομαγμζνουσ ςυναδζλωουσ, χωρίσ τα πόδια μου να πατοφν το ζδαωοσ και βρζκθκα μζςα ςτθν αυλι, χωρίσ να χτυπθκϊ.
Πρϊτθ νφχτα ςτθν αιχμαλωςία Μζςα ς’ αυτό το μαντρωμζνο χϊρο ιςαν και άλλοι πολλοί αιχμάλωτοι, ςτρατιϊτεσ και πολίτεσ Ζλλθνεσ, γυναίκεσ και παιδιά. Μασ διζταξαν να κακίςουμε κάτω και να μθ ςθκωνόμαςτε. Ρεράςαμε αυτι τθ νφχτα κακιςμζνοι κάτω και ςτριμωγμζνοι ο ζνασ κοντά ςτον άλλο. Ακοφγονταν βαριοί ςτεναγμοί, απελπιςμζνεσ κραυγζσ των δερομζνων, από τουσ οποίουσ οι Τοφρκοι άρπαηαν τα πάντα: χριματα, ροφχα, παποφτςια και ό,τι άλλο είχαν. Συνεχϊσ ακοφγονταν οι επιτακτικζσ ωωνζσ των Τοφρκων: «αγιακτάν κακ» = «ςικω επάνω» και το «τςικάρ» = «βγάλτο». Αλλά ακουγόταν και κάτι ωοβερότερο. Οι απελπιςμζνεσ κραυγζσ των βιαηομζνων Ελλθνίδων. Τισ κατζβαηαν ςτο υπόγειο του κτθρίου, απ’ όπου όλθ τθν νφχτα ακοφγονταν οι κραυγζσ, τα βογγθτά των και ο κρινοσ των. Κάποια ςτιγμι μζςα ςτο ςκοτάδι, είδα τρεισ-τζςςαρεσ Τοφρκουσ ςτρατιϊτεσ να περνοφν από εμπρόσ μου, ςυνοδεφοντασ περί τουσ δεκαπζντε πολίτεσ, προωανϊσ Ζλλθνεσ, τουσ οποίουσ κατζβαςαν ςτο υπόγειο του κτθρίου και φςτερα από λίγο, ακοφςτθκε απ’ εκεί υπόκοωθ ομοβροντία πυροβολιςμϊν, αναμωίβολα τουσ ςκότωςαν. Ξθμζρωςε θ 29θ Αυγοφςτου, θμζρα Δευτζρα. Είδαμε ότι κατά διαςτιματα πάνω ςτον τοίχο τθσ μάντρασ ιςαν Τοφρκοι ςτρατιϊτεσ, οι οποίοι κρατοφςαν οπλοπολυβόλα με τισ κάννεσ των ςτραμζνεσ πρόσ τα μζςα, που βριςκόμαςτε όλοι οι αιχμάλωτοι, ζτοιμοι προσ πυροβόλθςθ. Εμπρόσ ςτο μαρτφριο τθσ πρϊτθσ αυτισ νφχτασ, και το οποίο ξακολουκοφςε, όλοι
65
μασ ευχόμαςτε να μασ ςκότωναν, για να γλυτϊςουμε ζτςι από το μαρτφριό μασ. Δεν το ζκαναν όμωσ αυτό και το μαρτφριό μασ εξακολοφκθςε. Νερό δεν βριςκόταν να χορτάςουμε τθ δίψα μασ. Πςοι κατά τφχθ βρζκθκαν κοντά ςτθ βρφςθ, που ιταν ςτθν είςοδο, μπόρεςαν να πιοφν. Βλζπαμε Τοφρκουσ πολίτεσ οπλιςμζνουσ και αγριωποφσ να ωζρνουν μζςα ςτθ μάντρα πολίτεσ γζρουσ, γυναίκεσ και παιδιά, προωανϊσ χριςτιανοφσ Ζλλθνεσ και άλλουσ κατατςακιςμζνουσ από το ξυλοδαρμό τουσ, τραυματιςμζνουσ, κουρελιαςμζνουσ, πραγματικά ανκρϊπινα ράκθ. Το γδφςιμό μασ εξακολουκοφςε. Ιρκε και εμζνα θ ςειρά μου. Τοφρκοσ ςτρατιϊτθσ αξίωςε να του δϊςω το ςτρατιωτικό παντελόνι που ωοροφςα. Το ζβγανα και το πιρε. Ευτυχϊσ, δεν μου πιρε και το ςϊβρακο που ιταν καινοφργιο. Αντίκετα, αωοφ πιρε το πανταλόνι, μου ζδωςε ζνα ςϊβρακο από κάμποτ, το οποίο ζβαλα αντί του παντελονιοφ, πάνω ςτο άλλο που ωοροφςα. Από τθν πείνα, τθ δίψα, τον ξυλοδαρμό και το γδφςιμό μασ είχαμε αλλάξει ςτθν όψθ που δεν γνωριηόμαςτε μεταξφ μασ. Κατά ϊρα περίπου 9 π.μ. μασ ζταξαν κατά τετράδεσ μζςα ς’ αυτι τθ μάντρα και είπαν ότι κα μασ δϊςουν ψωμί. Χωρίσ όμωσ να μασ δϊςουν ψωμί, όπωσ είχαμε ταχκεί ςε τετράδεσ, προχωροφςαμε, βγαίναμε ζξω από τθν πόρτα τθσ μάντρασ και ςχθματιηόταν ωάλαγγα, θ οποία βάδιηε ςτο δρόμο που περνοφςε από τθν τοφρκικθ ςυνοικία τθσ Σμφρνθσ, από τθν παραλία μζχρι τθν αντίκετθ ανατολικι άκρθ τθσ πόλθσ. Μζςα ς’ αυτό το δρόμο οι αιχμάλωτοι δοκιμάςαμε τισ ωρικτότερεσ ςτιγμζσ του μαρτυρίου μασ. Στισ πλευρζσ του δρόμου αυτοφ είχε βγει άπειροσ τοφρκικοσ όχλοσ, οπλιςμζνοσ με ρόπαλα, όπλα, μάχαιρεσ, ξιωολόγχεσ και ό,τι άλλο. Ορμοφςαν κατ’ επάνω μασ με αλλαλαγμοφσ, με βριςιζσ, άρπαηαν τα πθλικιά μασ και τα πετοφςαν, μασ
66
πρόςταηαν να ωωνάηουμε: «Γιαςαςίν Κεμάλ Ραςά» και κτυποφςαν με ό,τι είχαν ςτα χζρια τουσ ανελζθτα10. Στθ ωάλαγγα κα ιςαν περίπου 3.500 αιχμάλωτοι. Κατά διαςτιματα ςτα πλάγια τθσ ωάλαγγασ βάδιηαν Τοφρκοι ςτρατιϊτεσ, ωρουροί μασ. Αυτοί όμωσ ζμεναν τελείωσ αδιάωοροι και δεν κατζβαλαν καμιά προςπάκεια να μασ προςτατζψουν απο τισ κακοποιιςεισ του όχλου. Π,τι κακζνασ τουσ κρατοφςε ςτα χζρια του το ζριχναν ι το κινοφςαν με μανία κατά των αιχμαλϊτων. Ζτςι που με τισ μαχαίρεσ και τισ ξιωολόγχεσ τρυποφςαν όποιον τφχαινε. Το δρόμο αυτόν τον διαβικαμε τροχάδθν, γιατί οι πρϊτοι τθσ ωάλαγγασ, για να γλυτϊνουν κατά το δυνατό τισ κακοποιιςεισ, αναγκάηονταν να τρζχουν και κατ’ ανάγκθ διαδοχικά τρζχαμε όλοι. Το μαρτφριο αυτό διάρκεςε περίπου μιάμιςθ (1½) ϊρα, όςο χρειάςτθκε για να κάνουμε τθ διαδρομι όλου του δρόμου μζςα ςτθν πόλθ. Ρολλοί ςκοτϊκθκαν και άλλοι πολλοί είχαν τραυματιςτεί. Πςοι μείναμε ανζπαωοι, τοφτο ςυνζβθ κατά τφχθ. Πταν πλθςιάηαμε να βγοφμε απ’ αυτόν το δρόμο, ςτθν ακρινι ανατολικι ςυνοικία τθσ Σμφρνθσ βλζπαμε ςπίτια καμζνα (δεν είχε γίνει ακόμα θ γενικι πυρπόλθςθ τθσ Σμφρνθσ, που ζγινε μετά λίγεσ μζρεσ) όπωσ και πτϊματα θλικιωμζνων
10 Εκείνεσ τισ ωοβερζσ ςτιγμζσ κυμικθκα, όταν ςτισ αρχζσ του 1913, που ο ελλθνικόσ ςτρατόσ κατζλαβε το Μπιηάνι και ελευκζρωςε τα Γιάννενα, ζωεραν ςτθν Τρίπολθ Τοφρκουσ ςτρατιϊτεσ, που παραδόκθκαν εκεί. Πταν θ ωάλαγγα των αιχμαλϊτων Τοφρκων βάδιηε το δρόμο από το ςιδθροδρομικό ςτακμό προσ τα κτιρια των Στρατϊνων τθσ Τρίπολθσ, με τισ ςτολζσ τουσ και τα μπογαλάκια τουσ ςιωπθλοί, και οι Τριπολίτεσ ιςαν ςτα πεηοδρόμια και ςιωπθλoί κι αυτοί παρακoλoυκοφςαν, ιμουν και εγϊ ζντεκα χρονϊν κοντά ς’ ζνα κείο μου δικθγόρο. Για μια ςτιγμι, μου ιρκε και είπα, μζςα ςτθ ςιωπι όλων που μόνο τα βιματα των αιχμαλϊτων ακοφγονταν, κάπωσ ωωναχτά τθ λζξθ «Τοφρκοι». Ακαριαία όμωσ δζχτθκα από το κείο μου ςκαμπίλι και μετά ςτο ςπίτι μου εξιγθςε ότι οι εχκροί ςτρατιϊτεσ από τθ ςτιγμι που παραδίνονται άοπλοι είναι ςαν ιερά πρόςωπα και δεν πρζπει να τουσ χλευάηουμε.
67
ανδρϊν και γυναικϊν καμζνα ι κατακρεουργθμζνα, ςτθ μζςθ του καταςτρϊματοσ του δρόμου.
Πορεία προσ το εςωτερικό τθσ Μ. Αςίασ Βγικε όλθ θ ωάλαγγα από τθν πόλθ τθσ Σμφρνθσ και ςυνεχίηαμε να βαδίηουμε ανατολικά το δρόμο, που οδθγεί ςτθν κωμόπολθ Νυμωαίο. Είδαμε ότι ςτθν κεωαλι τθσ ωάλαγγασ ιςαν και Ζλλθνεσ αξιωματικοί αιχμάλωτοι. Μεταξφ αυτϊν και ο λοχαγόσ του βαρζωσ Ρυροβολικοφ μασ Οικονομίδθσ και άλλοι του Συντάγματόσ μασ, όπωσ και μερικοί τθσ Χωροωυλακισ. Οι Τοφρκοι ωρουροί που ςυνόδευαν τθ ωάλαγγα, και από τισ δυό πλευρζσ τθσ κρατοφςαν οπλοπολυβόλα. Ρρόσ ςτιγμι πιςτζψαμε ότι ζξω από τθν πόλθ κα είχαμε απαλλαγεί από τισ κακοποιιςεισ των Τοφρκων πολιτϊν. Μασ ςυνζβθ όμωσ άλλο χειρότερο. Κακϊσ βαδίηαμε, ςυναντοφςαμε κατά διαςτιματα του δρόμου μασ τμιματα τοφρκικου ςτρατοφ όλων των όπλων, πεηικοφ, πυροβολικοφ, μεταγωγικά που κατζβαιναν πρoσ τθ Σμφρνθ. Οι Τοφρκοι αυτοί ςτρατιϊτεσ που βάδιηαν αντίκετα προσ τθν κατεφκυνςθ τθσ δικισ μασ ωάλαγγασ, ςτζκονταν ςτισ πλευρζσ του δρόμου κατά τρόπο που μασ ανάγκαηαν να βαδίηουμε ςχεδόν ο ζνασ πίςω από τον άλλον και με ρόπαλα που κρατοφςαν ι με τα όπλα των μασ χτυποφςαν και πολλοφσ ςκότωναν. Στθ διαδρομι μασ όλθ τθ μζρα ςυναντοφςαμε τζτοια τμιματα τοφρκικου ςτρατοφ ανά πεντακόςια ι χίλια μζτρα και οι κακοποιιςεισ μασ από μζρουσ των ςυνεχίηονταν αδιάκοπα. Κατ’ ανάγκθ παρατθροφςαμε τι ςτρατόσ ιταν αυτόσ. Εκτόσ των καβαλάρθδων που μασ αιχμαλϊτιςαν, οι οποίοι ιςαν καλά ντυμζνοι με καλζσ ςτολζσ και είχαν πλιρεισ ςτρατιωτικζσ εξαρτιςεισ, οι άλλοι που ςυναντοφςαμε ιςαν
68
ρακζνδυτοι. Γι’ αυτό και ςτο δρόμο μασ μασ χτυποφςαν και μασ ζπαιρναν τα ροφχα μασ, αωινοντάσ μασ γυμνοφσ. Εξάρτθςθ εκςτρατείασ, ηωςτιρα και ξιωολόγχθ δεν είχε κανείσ τουσ. Τα όπλα τουσ κρζμονταν από τουσ ϊμουσ των με ςχοινιά ι ςπάγκουσ. Στα πόδια τουσ όλοι ωοροφςαν τςαροφχια από ακατζργαςτα δζρματα ηϊων. Ζτςι προχωροφςαμε και κατά τισ 2μ.μ. ωτάςαμε ςε μζροσ που ςτα χαντάκια και από τισ δυό πλευρζσ του δρόμου ζτρεχε νερό, το οποίο είχε χρϊμα κοκκινωπό, προωανϊσ από το χϊμα που ςτθ ροι του παράςερνε. Μασ ςταμάτθςαν ς’ αυτό το ςθμείο και κατ’ ανάγκθ ιπιαμε απ’ αυτό το νερό11. Αωοφ ςτακικαμε ς’ αυτό το ςθμείο περί τα δζκα λεπτά τθσ ϊρασ, ξεκινιςαμε για τθ ςυνζχιςθ τθσ πορείασ μασ. Ρίςω μασ ακοφγονταν κατά διαςτιματα πυροβολιςμοί. Οι Τοφρκοι ςτρατιϊτεσ, που ςυνόδευαν ςαν ωρουροί τθ ωάλαγγα, ςκότωναν τουσ βραδυποροφντεσ αιχμαλϊτουσ. Αυτό γινόταν κατά ςυνζχεια όλεσ τισ μζρεσ τθσ πορείασ μασ. Κακϊσ προχωροφςαμε ο δρόμοσ άρχιςε να είναι ανθωορικόσ και κατά ϊρα περίπου πζντε (5) απογευματινι μασ ςταμάτθςαν. Τοφρκοσ αξιωματικόσ κάτι ζλεγε ωωναχτά. Οι τουρκομακείσ μασ ερμινευςαν ότι είπε προσ τουσ αιχμαλϊτουσ: «Πςοι κατάγονται από τθ Μ. Αςία να βγουν ζξω από τθ φάλαγγα, γιατί κα γυρίςουν πίςω ςτθ Σμφρνθ». Ρολλοί αωελείσ το πίςτεψαν και βγικαν και βγικαν και παλαιοελλαδίτεσ, γιατί νόμιςαν ότι κα ιταν γι’ αυτοφσ καλφτερα, αν γφριηαν ςτθ Σμφρνθ. Συνολικά βγικαν περίπου πενιντα (50). Ξεχϊριςαν δε οι Τοφρκοι και 4-5 αξιωματικοφσ τθσ Χωροωυλακισ.
11 Σθμειϊνω, όπωσ προςωπικά το ζνιωςα, όταν το ανκρϊπινο ςϊμα ςτερθκεί τα πάντα που του είναι αναγκαία για τθ ςυντιρθςι του, το πρϊτο ςτοιχείο που αναηθτάει είναι το νερό. Μετά το νερό, το αλάτι αναλογιηόμουν, και αναηθτοφςα να είχα ζνα ςπυρί αλάτι να το μαςιςω. Μετά απ’ αυτό το λάδι και το ψωμί. Τθ μυρωδιά του λαδιοφ τθν ζνιωκα από μακρινι απόςταςθ.
69
Αυτοί παράμειναν εκεί και θ ωάλαγγα ξεκίνθςε. Ενϊ προχωροφςαμε ακοφςαμε πίςω μασ κρότουσ ριπϊν οπλοπολυβόλων. Τουσ ςκότωςαν. Φτάςαμε ςτθν κορωι του υψϊματοσ όπου ιταν βρφςθ. Σταματιςαμε για λίγο εκεί άλλα δεν μασ αωικαν να πλθςιάςουμε ςτθ βρφςθ και ζτςι κανείσ μασ δεν μπόρεςε να πιεί νερό. Είχε αρχίςει να νυχτϊνει και ςυνεχίηαμε τθν πορεία μασ ςτθν αντίκετθ πλαγιά, χωρίσ να αντιλαμβανόμαςτε το τοπίο. Συναντοφςαμε κατά διαςτιματα τοφρκικα ςτρατιωτικά τμιματα, τα οποία μασ ωζρονταν, όπωσ και εκείνα που προθγοφμενα είχαμε ςυναντιςει. Ρλθςιάηαμε προσ τθν κωμόπολθ Νυμωαίο. Ζξω απ’ αυτι είχαν καταυλιςτεί τοφρκικα ςτρατεφματα και όταν περνοφςαμε μασ επιτζκθκαν, άρπαξαν πολλοφσ και τουσ κράτθςαν. Κακϊσ προχωροφςαμε ακοφγαμε ςπαραχτικζσ ωωνζσ των. Οι τελευταίοι τθσ ωάλαγγάσ μασ είδαν και μασ το είπαν ότι αυτοφσ τουσ ζςωαξαν. Κατά ϊρα ζντεκα (11) τθ νφχτα ωτάςαμε ςτο Νυμωαίο. Οι Τοφρκοι κάτοικοι δεν μασ κακοποίθςαν, όπωσ είχε ςυμβεί ςτθ Σμφρνθ. Και τοφτο, γιατί όπωσ ακοφςαμε, οι Ζλλθνεσ του Νυμωαίου δεν είχαν ωφγει μαηί με τον ελλθνικό ςτρατό και προςτάτεψαν τον τοφρκικο πλθκυςμό αυτισ τθσ κωμόπολθσ από βιαιοπραγίεσ των υποχωροφντων ελλθνικϊν ςτρατιωτικϊν τμθμάτων. Πταν όμωσ ζωταςε εκεί, μετά από το πζραςμά μασ, τοφρκικοσ ςτρατόσ, οι Τοφρκοι κάτοικοι δεν μπόρεςαν να ςϊςουν τουσ χριςτιανοφσ από τθ ςωαγι. Πλθ τθ ωάλαγγα τθ διαίρεςαν ςε τρία τμιματα και μασ οδιγθςαν ςε τρία διάωορα μζρθ για διανυκτζρευςι μασ. Ζτυχε να είμαι ςτο τμιμα που ζβαναν μζςα ςτθν ελλθνικι εκκλθςιά. Στο προαφλιό τθσ ιταν μικρό ςιντριβάνι. Φαίνεται, όμωσ, ότι οι Τοφρκοι ζκοψαν το ςωλινα που ζωερνε το νερό, γιατί, όταν οι πρϊτοι αιχμάλωτοι που μπικαν εκεί ιπιαν το νερό τθσ λεκάνθσ του ςιντριβανιοφ, δεν ζρχονταν άλλο νερό και ζτςι μείναμε εκεί όλθ τθ νφχτα τθσ 29θσ Αυγοφςτου, χωρίσ οι περιςςότεροι να πιοφμε νερό οφτε και να ωάμε τίποτα.
70
Το γδφςιμο των αιχμαλϊτων από μζρουσ των Τοφρκων ςτρατιωτϊν εξακολουκοφςε. Ριραν και από αξιωματικοφσ μασ τα ροφχα των, το πρωί όμωσ Τοφρκοσ αξιωματικόσ υποχρζωςε τουσ ςτρατιϊτεσ που τα είχαν πάρει να τουσ τα επιςτρζψουν. Εκεί Τοφρκοσ ςτρατιϊτθσ μου πιρε και μζνα το χιτϊνιό μου και μου ζδωςε άλλο παλιό, το οποίο κι αυτό αργότερα ςτθν πόλθ Καςαμπά άλλοσ Τοφρκοσ ςτρατιϊτθσ μοφ το πιρε και μου ζδωςε άλλο πολφ παλιό, το οποίο και ωοροφςα μζχρι του τζλουσ τθσ αιχμαλωςίασ μου. Ξθμζρωςε θ 30θ Αυγοφςτου, θμζρα Τρίτθ. Οι ωρουροί Τοφρκοι αωικαν μερικοφσ αιχμαλϊτουσ να πλθςιάςουν μια βρφςθ που ιταν εκεί κοντά και να πιουν νερό. Επίςθσ, Τοφρκοι κάτοικοι του Νυμωαίου ζδωςαν ςε μερικοφσ από λίγο ψωμί και από λίγθ βραςμζνθ ωακι. Κατά τισ 7π.μ. ξεκινιςαμε για ςυνζχιςθ τθσ πορείασ μασ. Βαδίηαμε ςε δρόμο ανϊμαλο πάνω ςτο όροσ Σίπυλο και κα ωτάναμε ςτθν πόλθ Μαγνθςία. Θ πορεία αυτισ τθσ μζρασ ιταν για τουσ αιχμαλϊτουσ περιςςότερο κουραςτικι από εκείνθ τθσ προθγοφμενθσ μζρασ. Και τοφτο γιατί είχαμε εξαντλθκεί από τθν πείνα και τθ δίψα, θ κερμοκραςία ιταν υπερβολικι, ο δρόμοσ πολφ ανϊμαλοσ ςτθν πλαγιά του δάςουσ και το χειρότερο δεν ςυναντοφςαμε πθγι νεροφ. Κατά ϊρα 4μ.μ. ωτάςαμε ςτθν τοφρκικθ κωμόπολθ Ράρςα. Εκεί ςτο δρόμο που βαδίηαμε ιταν βρφςθ με άωκονο νερό. Τοφρκοι πολίτεσ, όμωσ, κατείχαν τθ βρφςθ με ρόπαλα ςτα χζρια των και δεν μασ άωθναν να πλθςιάςουμε να πιοφμε νερό. Πταν πλθςίαςα να περάςω εμπρόσ απ’ αυτι τθ βρφςθ είδα ςυνάδελωο που όρμθςε και τα κατάωερε: να πιει νερό, αλλ' ακαριαία Τοφρκοσ πολίτθσ τον χτφπθςε με καρζκλα ςτο κεωάλι του και τον ζριξε κάτω νεκρό. Θ πορεία ςυνεχιηόταν προσ τα χαμθλότερα του βουνοφ και ςε κάποιο ίςιωμα ιταν βοφρκοσ με λάςπθ και πραςινιςμζνα νερά. Ρολλοί από τουσ αιχμαλϊτουσ ιπιαν απ’ αυτά τα βρϊμικα νερά. Ρροσ το βράδυ κατά ϊρα περίπου 9μ.μ.
71
βρεκικαμε κοντά ςε πθγι με άωκονο νερό κακαρό, που ζβγαινε κάτω από μεγάλο βράχο, και εκεί κακϊσ περνοφςαμε και τα νερά τρζχανε ςε πλάτοσ μπορζςαμε και ιπιαμε κακαρό και δροςερό νερό. Άλλα οςοδιποτε νερό κι αν πίναμε θ δίψα μασ δεν καταπραψνοταν. Θ πορεία μασ ςυνεχίηονταν και πιο πζρα ςυναντιςαμε και άλλθ πθγι με κακαρό νερό, και πάλι ιπιαμε και κατά ϊρα 11θ νυχτερινι ωτάςαμε ςτθ Μαγνθςία, θ οποία, όπωσ είδαμε, όταν ζωεξε τθν άλλθ μζρα, κατά το περιςςότερο μζροσ τθσ είχε καταςτραωεί από πυρκαγιζσ 12. Οι Τοφρκοι κάτοικοι τθσ Μαγνθςίασ είχαν βγει ςτα πλάγια του δρόμου που βαδίηαμε, και όπωσ ςυνζβθ ςτθ Σμφρνθ, χτυποφςαν κι ζςωαηαν τουσ αιχμαλϊτουσ. Για να περάςουμε τθ νφχτα μάσ άωθςαν ςε ανοιχτό μζροσ μπροςτά ςτο κτιριο, ςτο οποίο ςτεγαηόταν πριν θ Ελλθνικι Στρατιωτικι Διοίκθςθ Νότιασ Ρεριοχισ. Πλθ αυτι τθ νφχτα ακοφγονταν το «αγιακτάν κάκ» και «τςικάρ» και οι απελπιςτικζσ ωωνζσ των δερομζνων αιχμαλϊτων, των οποίων το γδφςιμο ςυνεχιηόταν.
Ημζρα ςφαγισ των αιχμαλϊτων ςτθ Μαγνθςία Ξθμζρωςε, θ 31θ Αυγοφςτου, θμζρα Τετάρτθ. Κακϊσ είμαςτε κακιςμζνοι κάτω, ςυγκεντρϊκθκαν γφρω ς’ όλθ τθν ζκταςθ οι Τοφρκοι κάτοικοι τθσ Μαγνθςίασ άντρεσ, γυναίκεσ, παιδιά, νζοι και γζροι. Μασ χλεφαηαν και μασ πετροβολοφςαν.
12 Ρολλοί από τουσ αιχμαλϊτουσ που ζτυχε να ζχουν υπθρετιςει ωσ ςτρατιϊτεσ ς’ αυτά τα μζρθ), μασ ζλεγαν ότι υπιρχε άλλοσ δρόμοσ από τθ Σμφρνθ προσ Μαγνθςία ομαλότεροσ, από τον οποίο, αν πθγαίναμε, κα ωτάναμε ςτθ Μαγνθςία ςε 10 ι 12 ϊρεσ. Φαίνεται ότι μασ πιγαν από τον επάνω ςτο όροσ ανϊμαλο δρόμο, τον οποίο κάναμε να διαβοφμε δυό μζρεσ, ίςωσ επίτθδεσ για να μασ ταλαιπωριςουν και να ξεκάνουν από μασ όςουσ μποροφςαν περιςςότερουσ.
72
Κατα ϊρα 9 π.μ. Τοφρκοσ αξιωματικόσ επζτρεψε ςτο πλικοσ αυτό να υποδείξει και να ςυλλάβει όποιον αιχμάλωτο γνϊριηε ότι υπθρζτθςε ςτθ Μαγνθςία και τυχόν τουσ είχε κακοποιιςει. Θ πρόωαςθ αυτι άρκεςε, για να ορμιςει το πλικοσ να ςυλλαμβάνει και να ςζρνει ζξω από το ςτρατόπεδό μασ τουσ πιο ςωματϊδεισ και ρωμαλζουσ από μασ ότι δικεν τουσ αναγνϊριηαν. Τουσ τραβοφςαν πιο πζρα και τουσ τουωζκιηαν. Ζτςι ςκότωςαν εκεί περί τουσ διακόςιουσ πενιντα (250). Θλικιωμζνοσ Τοφρκοσ πολίτθσ κοντόσ, με κεωάλι που ζμοιαηε με πίκθκου, πλθςίαςε τθ ςυντροωιά μασ και παρατθροφςε, ψάχνοντασ με τα δάχτυλά του τα αυτιά ενόσ από μασ, του Ρλοφταρχου Οικονόμου που καταγόταν από το χωριό Βελίτςα τθσ Βοιωτίασ. Τον ζπιαςε από το χζρι και τον τραβοφςε λζγοντασ, όπωσ κατάλαβαν οι από μασ τουρκομακείσ, ότι είναι γνωςτόσ του Αρμζνθσ. Εκείνθ τθ ςτιγμι, δεν κατάλαβα πωσ, ςθκϊκθκα αυκόρμθτα και είπα με δυνατι ωωνι. «Λζτε ότι παίρνετε Μικραςιάτεσ που τουσ γνωρίηετε. Ρριν πιρατε άντρα που καταγόταν από το Μοριά, τϊρα παίρνετε αυτόν που κατάγεται από τθ Λαμία». Σε μικρι απόςταςθ βάδιηε Τοφρκοσ ςτρατιωτικόσ γιατρόσ, με καινοφργια ςτολι και μαςτίγιο ςτο χζρι του. Άκουςε τισ ωωνζσ μου και πλθςίαςε προσ εμζ, με υψωμζνο το μαςτίγιό του, για να με χτυπιςει. Στάκθκε, όμωσ, και πριν μου καταωζρει το μαςτίγιό του, ηιτθςε να του ερμθνεφςουν τι ζλεγα. Κάποιοσ τουρκομακισ ςυνάδελωοσ του εξιγθςε. Αωοφ άκουςε ςτράωθκε προσ τον Ρλ. Οικονόμου, που ακόμθ τον τραβοφςε από το χζρι του ο γερο - Τοφρκοσ και του είπε κάτι ςτθν τοφρκικθ. Ο Ρλ. Οικονόμου δεν απαντοφςε, γιατί δεν καταλάβαινε τι του ζλεγε. Τότε ο Τοφρκοσ γιατρόσ ςικωςε το μαςτίγιό του και το κατζβαςε με δφναμθ ςτο μπράτςο του χεριοφ του γερο-Τοφρκου που τραβοφςε τον Οικονόμου και ςφγχρονα τον ζςπρωξε να ωφγει. Ζτςι, ςωκικαμε εκείνθ τθ ςτιγμι. Βριςκόμαςτε πλζον μζςα ςτο κάνατο, ϊςτε κι όταν τον
73
νιϊκαμε να μασ αρπάηει για το ςωαγείο, ςτεκόμαςτε τζλεια απακείσ, χωρίσ να δοκιμάηουμε δειλία, ςυγκίνθςθ ι ταραχι. Ο Ζλλθνασ λοχαγόσ του Ρυρ/κοφ Οικονομίδθσ, μεγαλόςωμοσ άντρασ, που είχε μείνει μόνο με τθ ωανζλα του, ςχιςμζνθ κιλότα και τισ μπότεσ του, βλζποντασ τθν όπωσ πάρα πάνω περιζγραψα ανελζθτθ ςωαγι των αιχμαλϊτων, ςτάκθκε όρκιοσ και με τθ βροντερι ωωνι του καυτθρίαςε, τθ ςυμπεριωορά αυτι των Τοφρκων. Τοφτο όμωσ ζδωςε αωορμι ςτουσ Τοφρκουσ αξιωματικοφσ και ξεχϊριςαν περίπου ςαράντα (40) Ζλλθνεσ αξιωματικοφσ αιχμαλϊτουσ και βζβαια πρϊτο τον λοχαγό Οικονομίδθ και τον επιτελάρχθ του 18ου Συν/τόσ μασ, ταγματάρχθ Σιϊρθ και τουσ οδιγθςαν ζξω από το ςτρατόπεδό μασ, ς’ άγνωςτο ς’ εμάσ εκείνθ τθ ςτιγμι μζροσ. Τθν επομζνθ, ςυνάδελωοί μασ, που οδθγικθκαν από Τοφρκουσ ωρουροφσ για κάποια αγγαρεία λίγο ζξω τθσ Μαγνθςίασ, μασ βεβαίωςαν, όταν επιςτρζψανε, ότι μζςα ςε ρζμα, κοντά ςτθν πόλθ είδαν περί τα ςαράντα πτϊματα κοντά το ζνα ςτο άλλο δεμζνα με ςφρμα κατά ςυνζχεια, και καμζνα με ωωτιά. Αςωαλϊσ αυτά τα πτϊματα ιςαν οι αξιωματικοί μασ, τουσ οποίουσ ςκότωςαν και τουσ ζκαψαν ι ίςωσ τουσ ζκαψαν ηωντανοφσ. Το απόγευμα τθσ ίδιασ μζρασ μάσ οδιγθςαν ςε άλλθ τοποκεςία και μασ ζβαναν ς’ ζνα μαντρωμζνο κτιμα, προσ το μζροσ του ςιδθροδρομικοφ ςτακμοφ τθσ Μαγνθςίασ. Μζςα, ς’ αυτό το κτιμα υπιρχαν μερικά δζντρα και πθγάδι με αεραντλία, θ οποία όμωσ δεν λειτουργοφςε. Σε μια ςτιγμι Τοφρκοσ αξιωματικόσ ξεχϊριςε ζξι αιχμαλϊτουσ και μζςα ς’ αυτοφσ ιμουν και εγϊ. Κακϊσ, μασ οδθγοφςε ζξω από τθ μάντρα, και εμείσ και οι άλλοι ςυνάδελωοί μασ πιςτεφαμε ότι μασ πθγαίνουν για εκτζλεςθ. Πταν, όμωσ, βρεκικαμε ζξω από τθ μάντρα ο Τοφρκοσ αξιωματικόσ διάταξε ζξι ςτρατιϊτεσ του να γεμίςουν τα όπλα τουσ και θ διαταγι του εξετελζςτθκε. Τουσ μιλοφςε με
74
αυςτθρότθτα. Τουρκομακισ ςυνάδελωοσ, που ιταν ζνασ από μασ τουσ ζξι, μασ είπε: «Μθ φοβάςτε, γιατί ο αξιωματικόσ είπε ςτουσ ςτρατιϊτεσ του, που κα μασ πάνε για αγγαρεία και τουσ κατάςτθςε προςεκτικοφσ λζγοντάσ τουσ, αν πολίτεσ επιχειριςουν να μασ κακοποιιςουν, να πυροβολιςουν κατ’ αυτϊν και μετά τθν εργαςία να μασ φζρουν εδϊ ςϊουσ. Αν δεν μασ φζρουν όλουσ ςϊουσ κα εκτελζςει αυτοφσ». Μ’ αυτό που ακοφςαμε θςυχάςαμε και με τθ ςυνοδεία των ωρουρϊν μασ βαδίηαμε ςε κάποιο δρόμο τθσ Μαγνθςίασ. Πταν προχωριςαμε λίγο, δεξιά μασ, ςε δυο παράκυρα που ιςαν ςτα πλάγια κεντρικισ πόρτασ μονοκατοικίασ ιςαν ςκυμμζνεσ πολλζσ γυναίκεσ (χανοφμιςςεσ) και μασ ζβλεπαν ςιωπθλζσ. Πταν βρεκικαμε εντελϊσ μπροςτά ς’ αυτό το ςπίτι, άνοιξε θ κεντρικι πόρτα και απ’ αυτι πρόβαλε θλικιωμζνοσ Τοφρκοσ κρατϊντασ ζνα κουβά με κακαρό νερό και ζνα τενεκεδζνιο κφπελλο. Κατζβθκε τα λίγα ςκαλιά και ιρκε κοντά μασ και μασ ζδωςε να πιοφμε. Ρροςωπικά ιπια πζντε κφπελλα νερό. Συνεχίςαμε το δρόμο μασ και μασ πιγαν ς’ ζνα κτιριο ςχολείου να το κακαρίςουμε, για να ςτρατωνιςτεί ς’ αυτό τοφρκικοσ ςτρατόσ. Πταν τελειϊςαμε τον κακαριςμό μάσ ζβγαναν ζξω και κακίςαμε κάτω κοντά ςτον τοίχο του κτθρίου και περιμζναμε να ιδοφμε τι άλλο κα κάναμε. Εκεί κακϊσ απελπιςμζνοι κακόμαςτε, χωρίσ να κουβεντιάηουμε μεταξφ μασ, είδα από κάμποςθ απόςταςθ να ζρχεται μια νεαρι και κομψι χανοφμιςςα. Από το βάδιςμά τθσ και τθν όλθ εμωάνιςι τθσ ζκρινα ότι ιταν πολφ νζα. Βαςτoφςε ςτθ μαςχάλθ τθσ ζνα καρποφηι. Κακϊσ το είδα ζκανα ςκζψθ, να μποροφςα να είχα αυτό το καρποφηι. Πταν ζωταςε μπροςτά μασ, ςτάκθκε και απότομα είπε κάτι ςε μζνα, το οποίο βζβαια δεν καταλάβαινα. Κοίταηα όμωσ κι αυτι και περιςςότερο το καρποφηι που βαςτοφςε ςτθ μαςχάλθ τθσ. Τουρκομακισ ςυνάδερωοσ μου εξιγθςε ότι με ρωτοφςε : «Γιατί ςτθν Ελλάδα ςασ παίρνουν τόςο μικροφσ ςτρατιϊτεσ;»
75
Τθσ απάντθςα ότι ςτθν Ελλάδα παίρνουν τουσ νζουσ ςτρατιϊτεσ ςε θλικία 21 ετϊν. Τϊρα όμωσ με τον πόλεμο μασ πιραν ςε θλικία 20 και 19 χρονϊν. Αμζςωσ, άπλωςε προσ μζνα τα χζρια τθσ, μου ζδωςε το καρποφηι και ζωυγε. Μοιραςτικαμε και οι ζξι το καρποφηι και το ωάγαμε. Ιταν για μασ, που είχαμε μείνει νθςτικοί τόςεσ μζρεσ, ςωτιρια προςωορά. Μετά από λίγο οι ωρουροί μασ μασ πιγαν ς’ ζνα ςιδθρουργείο και πιραμε απ’ εκεί εργαλεία, για να επιςκευαςτεί με αυτά θ υδραντλία τθσ μάντρασ, ςτθν οποία είμαςτε όλοι οι αιχμάλωτοι. Στο δρόμο τθσ επιςτροωισ μασ βλζπαμε ανκρϊπινα ςϊματα καμζνα ι ςωριαςμζνα με πζτρεσ. Αςωαλϊσ, αυτά τα πτϊματα ιςαν χριςτιανϊν, γιατί, αν ιςαν Τοφρκων, δεν κα αωινονταν άταωα. Επιςτρζψαμε ςτθ μάντρα και με τα εργαλεία που ωζραμε, επιςκευάςτθκε θ αντλία και λειτοφργθςε, αλλά το νερό ιταν πολφ λίγο και δεν ζωτανε για να ξεδιψάςουν μ’ αυτό όλοι οι μζςα ςτθ μάντρα αιχμάλωτοι. Μείναμε ς’ αυτι τθ μάντρα τθ νφχτα τθσ 31θσ Αφγουςτου, όλθ τθ μζρα τθσ 1θσ Σεπτζμβρθ και τθ νφχτα αυτισ. Θ λεθλαςία μασ από μζρουσ των Τοφρκων ςτρατιωτϊν εξακολουκοφςε. Εδϊ μου πιραν και μζνα τα λίγα χριματα που είχα, περίπου 450 δραχμζσ. Είδα να κόβουν το δάχτυλο αιχμαλϊτου, για να του πάρουν το χρυςό δαχτυλίδι του, που δεν ζβγαινε εφκολα. Επίςθσ, είδα να βγάηουν με ςουγιάδεσ ι ξιωολόγχεσ χρυςζσ κορϊνεσ δοντιϊν αιχμαλϊτων. Οι Τοφρκοι ςτρατιϊτεσ, που είχαν τοποκετθκεί γφρω ςτθ μάντρα για να μασ ωυλάνε, ζωερναν νερό, το οποίο πουλοφςαν ςτουσ αιχμαλϊτουσ αντί 1.000 ι 2.000 ι 3.000 δραχμζσ το κάκε παγοφρι. Ρολλϊν τουσ ζπαιρναν τα χριματα και δεν τουσ ζδιναν το νερό. Ωσ το απόγευμα εκείνθσ τθσ μζρασ 1θσ Σ/βρθ, μζςα ς’ αυτι τθ μάντρα πζκαναν πολλοί από τθ δίψα και όλεσ τισ κακουχίεσ. Τόςοι, ϊςτε ωόρτωςαν περί τουσ είκοςι (20) βοϊδαραμπάδεσ
76
πτϊματα, τα μετάωεραν και τα πζταξαν μζςα ςε ρζμα ζξω από τθν πόλθ. Εδϊ πζκανε και ο αγαπθτόσ μου ςυνάδελωοσ και ωίλοσ Σμυρνάκθσ από τθν Κριτθ. Ιταν εξαίρετοσ άνκρωποσ και είχε ςπουδάςει δαςολόγοσ ςτθ Βιζννθ. Ζπαςχε από ελαωρό άςκμα και ς’ όλθ τθν πορεία μασ κουραςμζνο τον υποβαςτάηαμε και τον βοθκοφςαμε να βαδίηει εγϊ, ο Ρλοφταρχοσ Οικονόμου και ο Γιϊργοσ Κωνςταντινίδθσ.
υνζχιςθ τθσ πορείασ μασ Το απόγευμα τθσ 1θσ Σεπτζμβρθ πιραν τουσ περιςςότερουσ αιχμάλωτουσ και τουσ μετζωεραν ς’ άγνωςτο πλζον ς’ εμάσ μζροσ, αωικαν δε μζςα ςτθ μάντρα εννιακόςιουσ (900), μεταξφ των οποίων ζτυχε να μείνω και εγϊ με άλλουσ γνωςτοφσ μου, που είχαμε αποτελζςει παρζα. Τθν επομζνθ 2 Σεπτζμβρθ, θμζρα Ραραςκευι, το πρωί μάσ παρζταξαν τουσ εννιακόςιουσ κατά Διμοιρίεσ και μασ ζδωςαν ςτον κακζνα μασ από ογδόντα (80) δράμια ψωμί κρικάρινο και από ζνα μικρό κφπελλο ςταωίδα ξερι και κρικάρι καβουρτιςμζνο. Μασ παράλαβε δε ωρουρά υπό Τοφρκο ταγματάρχθ, για να μασ οδθγιςει ανατολικότερα ςτθν πόλθ Καςαμπά όπου, όπωσ μασ είπαν, κα μζναμε οριςτικά ωσ μόνιμο Τάγμα αιχμαλϊτων. Ξεκινιςαμε, βγικαμε από τθν περιοχι τθσ Μαγνθςίασ και ςυνεχίηοντεσ το δρόμο μασ ωτάςαμε κάπου, που ςυναντιςαμε μεγάλθ πθγι νεροφ κακαροφ, το οποίο κακϊσ ζβγαινε από βραχϊδεσ ζδαωοσ, ςχθμάτιηε κατά τθ ροι του μικρό ποτάμι. Αςωαλϊσ, κα ιταν θ πθγι, που είχαμε ςυναντιςει, και όταν περνοφςαμε απ’ εκεί νφχτα πθγαίνοντασ προσ τθ Μαγνθςία. Ο Τοφρκοσ ταγματάρχθσ διάταξε να ςταματιςουμε για ανάπαυςθ. Κακϊσ ςτεκόταν πάνω ςτο άλογό του μασ μίλθςε με διερμθνζα και μασ είπε: «Πςεσ κακοποιιςεισ πάκατε ωσ τϊρα, πάκατε! Από τϊρα, όμωσ, που ςασ παρζλαβα, δεν
77
πρόκειται να πάκετε όμοια και μθ φοβάςτε. Ρθγαίνουμε ςτον Καςαμπά όπου κα μείνετε μόνιμα», και με ςυγκίνθςι του πρόςτεςε: «Κατά τον πόλεμο του 1912-1913 αιχμαλωτίςτθκα από το ςτρατό ςασ, ςτα Γιάννενα. Τθν αιχμαλωςία μου τθν πζραςα ςτθν Καλαμάτα και διατθρϊ τισ πιο καλζσ αναμνιςεισ, γιατί όλοι μασ οι αιχμάλωτοι αξιωματικοί περάςαμε ςτθν πόλθ ςασ αυτι πολφ καλά». Τα λόγια αυτά, που ακοφςαμε από τον Τοφρκο ταγματάρχθ, μασ ζκαναν να νιϊςουμε κάποια ανακοφωιςθ και αςωάλεια. Ιπιαμε από το κακαρό νερό, που κυλοφςε, και πλφναμε φςτερα από τόςεσ μζρεσ τα χζρια μασ, το κεωάλι και τα πόδια μασ. Συνζβθ δε και τοφτο το επειςόδιο. Ππωσ οι αιχμάλωτοι ςκορπιςμζνοι ςκφβαν ςτο νερό για να πιοφν ι να πλυκοφν, από το αντίκετο του δρόμου μασ μζροσ ζρχονταν τρεισ Τοφρκοι χωρικοί με βοϊδάραμπα, ωορτωμζνο μεγάλεσ κλάρεσ δζντρων. Σταμάτθςαν κοντά μασ. Ρροςωπικά, κακϊσ τουσ ζβλεπα, νόμιςα ότι ςταμάτθςαν για να κάνουν κι αυτοί ότι κάναμε και μεισ με το νερό. Είδα όμωσ ότι με θρεμία ο κακζνασ τουσ κατζβαηε από τον αραμπά από ζνα μεγάλο ξφλο αρκετά χοντρό και κακϊσ πλθςίαςαν τουσ ςκυμμζνουσ ςτο νερό αιχμάλωτουσ, άρχιςαν να τα κατεβάηουν με δφναμθ ςτα κεωάλια τουσ. Οι πρϊτοι τρεισ που χτυπικθκαν ζπεςαν αναίςκθτοι. Οι άλλοι, που αντιλιωτθκαν τι ςυνζβαινε, άρχιςαν τρζχοντασ να ωεφγουν, για να αποωφγουν τα χτυπιματα. Οι τοφρκοι χωρικοί τουσ κυνθγοφςαν για να πραγματοποιιςουν το ςκοπό τουσ. Ο ταγματάρχθσ, που είδε τι γινόταν, διάταξε τουσ ςτρατιϊτεσ του και τουσ ζπιαςαν, τουσ ξάπλωςαν κατά γθσ τα μπροφμυτα και διζταξε ςτθ ςυνζχεια να τουσ τιμωριςουν με κάποιον αρικμό ραβδιςμϊν. Ππωσ τουσ είχαν ξαπλϊςει, ςτα πλάγια του κακενόσ τοποκετικθκαν δφο ςτρατιϊτεσ, ο ζνασ αριςτερά του ξαπλωμζνου και ο άλλοσ δεξιά του, οι οποίοι κρατοφςαν ρόπαλα. Άρχιςαν να τουσ χτυπάν ςτουσ γλουτοφσ των ρυκμικά
78
και εναλλάξ, δθλαδι κτυποφςε ο ζνασ ςτρατιϊτθσ και μετά ο άλλοσ. Υπαξιωματικοί Τοφρκοι επζβλεπαν και μετροφςαν τουσ ραβδιςμοφσ. Πταν τζλειωςαν και ο κακζνασ των, είχε δεχτεί τουσ όςουσ ραβδιςμοφσ διζταξε ο ταγματάρχθσ και οι τρεισ των ζμειναν κάτω, χωρίσ να μποροφν να ςθκωκοφν. Πςο και αν αυτοί επιχείρθςαν να μασ ςκοτϊςουν, βλζποντάσ τουσ ςτο κατάντθμά τουσ μετά τθ βάρβαρθ αυτι τιμωρία τουσ, δεν μποροφςε κανείσ να μθ τουσ λυπθκεί. Με το επειςόδιο αυτό νιϊςαμε, πωσ είχαμε πλζον κάποια προςταςία και αςωάλεια. Θ πορεία μασ ςυνεχίςτθκε κανονικι και όχι βιαςτικι και ανϊμαλθ, όπωσ ςυνζβαινε τισ προθγοφμενεσ μζρεσ. Ο Τοφρκοσ ταγματάρχθσ ζωιπποσ ακολουκοφςε ςτο τζλοσ τθσ ωάλαγγασ. Θ νφχτα μάσ βρικε ςτθν πεδιάδα ανατολικά από τθν πόλθ Τςοπανθςιά, κοντά ςτθν όχκθ του ποταμοφ Νυμωαίου, όπωσ ακοφςαμε ότι λεγόταν, επειδι άρχιηε από τθν ορεινι περιοχι τθσ κωμόπολθσ Νυμωαίο και χυνόταν ςτο μεγάλο ποταμό Ζρμο. Εκεί μείναμε και περάςαμε τθν νφχτα τθσ 2θσ Σεπτζμβρθ και νιϊςαμε πολφ κρφο. Το πρωί 3θσ Σεπτζμβρθ αρχίςαμε πάλι τθν πορεία μασ προσ τα ανατολικά προσ τθν πόλθ Καςαμπά όπου και ωτάςαμε κατά ϊρα περίπου 11π.μ. και ςταματιςαμε ζξω από τθν πόλθ. Θ πόλθ Καςαμπάσ είχε ςχεδόν καταςτραωεί, γιατί υποχωροφντα τμιματα του ςτρατοφ μασ είχαν πολεμιςει με τοφρκικεσ δυνάμεισ μζςα ςτθν πόλθ. Ο Τοφρκοσ ταγματάρχθσ διζταξε τμιμα τθσ τοφρκικθσ ωρουράσ μασ να προθγθκεί, για να μθν επιτρζψει ςτουσ Τοφρκουσ πολίτεσ να μασ πλθςιάςουν, όταν κα βαδίηαμε μζςα ςτθν πόλθ. Είχαμε αρχίςει να βριςκόμαςτε μζςα ςτθν άκρθ τθσ πόλθσ και κακϊσ βαδίηαμε είδαμε ς’ ζνα τοίχο μάντρασ ςτθλωμζνα όρκια ανκρϊπινα πτϊματα ξεραμζνα και μιςοωκαρμζνα. Τα είχαν ςτιςει ζτςι οι Τοφρκοι, που τα είχαν ξεκάψει από τουσ τάωουσ των, γιατί ο τοίχοσ αυτόσ ιταν ο τοίχοσ τθσ μάντρασ του ελλθνικοφ νεκροταωείου. Θ μανία τθσ εκδίκθςισ των δεν
79
άωθςε ιςυχουσ οφτε τουσ νεκροφσ χριςτιανοφσ ςτουσ τάωουσ των, αναμωιςβιτθτθ απόδειξθ τθσ βαρβαρότθτάσ των. Μασ οδιγθςαν προσ το νότιο ςθμείο τθσ πόλθσ, χωρίσ να ενοχλθκοφμε από Τοφρκουσ πολίτεσ, και μασ ζκλειςαν ςε κτιμα, το οποίο είχε ζκταςθ δζκα (10) ςτζμματα περίπου και ιταν περικλειςμζνο με πζτρινθ μάντρα φψουσ περίπου τριϊν μζτρων. Στο χτιμα αυτό ιταν πολλά δζντρα ελιζσ και άλλα, και ςτο κζντρο του διϊροωο ςπίτι με παρακείμενθ μεγάλθ ανοιχτι δεξαμενι, ςτθν οποία ερχόταν άωκονο πθγαίο κακαρό νερό και απ’ αυτιν αρδευόταν το κτιμα. Ακοφςαμε ότι το κτιμα αυτό ανικε ςε Ζλλθνα, κάτοικο του Καςαμπά και ότι το εκμεταλλευόταν και ωσ εξοχικό κζντρο αναψυχισ. Ρειναςμζνοι όλοι μασ ξεριηϊςαμε ό,τι λαχανικά ι άλλα χορταρικά ιςαν ς’ αυτό το κτιμα και τα ωάγαμε. Μερικοί ξεγφμνωςαν και τουσ κορμοφσ των δζντρων από τισ ωλοφδεσ των, για να ωάνε απ’ αυτζσ το εςωτερικό τουσ. Είχε περάςει μια εβδομάδα που είμαςτε ςτθν αιχμαλωςία και από τθν πείνα, τισ πορείεσ, τον τρόμο τθσ ςωαγισ και τισ όποιεσ άλλεσ κακουχίεσ που περίγραψα, οι αιχμάλωτοι κατά το 95% είχαν χάςει τον ανκρωπιςμό τουσ και κυριολεκτικά είχαν αποκτθνωκεί. Κινοφνταν και ωαίνονταν ςτθν όψθ τουσ ότι δεν ςκζπτονταν κακόλου.
Η ηωι ςτο ςτρατόπεδο Το απόγευμα τθσ 4θσ Σεπτζμβρθ ζωεραν με αραμπάδεσ ςιτάρι, βράςαν απ’ αυτό και μασ δϊςαν από ζνα μικρό κφπελλο και από τθν επομζνθ, 5θ Σεπτζμβρθ, μάσ δίναν βραςμζνο ςιτάρι ζνα μικρό κφπελο το πρωί και ζνα το βράδυ. Το περιςςότερο όμωσ ιταν νερό παρά ςιτάρι. Μετα λίγεσ μζρεσ ωζρανε αλεφρι. Δεν υπιρχε, όμωσ, ωοφρνοσ για να ψθκεί ψωμί και γι’ αυτό τθ μια μζρα μασ δίναν βραςμζνο ςιτάρι και τθν άλλθ νφχτα κατά ϊρα 11 με 12 τα
80
μεςάνυχτα μασ δίναν από 80-100 δράμια αλεφρι ςτον κακζνα. Αυτό το αλεφρι το κάναμε (ο κακζνασ μασ) με νερό ηυμάρι και πάνω ςε ωφλλα παλιοτενεκζδων, τα οποία τοποκετοφςαμε πάνω ςε δυό πζτρεσ κατά τρόπο που από κάτω ανάβαμε μικρι ωωτιά με ξφλα, το ψιναμε και το τρϊγαμε. Στισ 30 Σεπτζμβρθ τζλειωςε, από τεχνίτεσ αιχμαλϊτουσ, θ επιςκευι ωοφρνου, που βριςκόταν ζξω από τθ μάντρα μασ, ςε απόςταςθ περίπου διακόςια μζτρα. Σ’ αυτόν ςτάλκθκαν ωουρνάρθδεσ αιχμάλωτοι, οι γνωςτοί μασ ωουρνάρθδεσ του 18ου Συντ/τοσ και άρχιςαν να ψινουν ψωμί, ςτθν αρχι από μιςοκρίκινο αλεφρι και μασ δίναν από μιςι οκά τθν θμζρα ςτον κακζνα. Αυτό, όμωσ, γινόταν, όταν είχαν αλεφρι, γιατί ςυνζβαινε να μθν ζχουν αλεφρι ςυνζχεια, αλλά να λείπει αυτό τζςςερεσ - πζντε ι και περιςςότερεσ μζρεσ. Στισ αρχζσ του Νοζμβρθ δεν είχαν αλεφρι και μασ δίναν επί δζκα μζρεσ από εκατόν πενιντα (150) περίπου δράμια γαλζτα. Στθ ςυνζχεια ζωεραν καλό αλεφρι και μασ δϊςαν επί δζκα (10) μζρεσ ψωμί. Μετά ωζραν ςιτάρινο αλεφρι, το οποίο όμωσ είχε πολφ χϊμα και το ψωμί γινόταν λαςπερό και μαυριδερό. Από τα μιςά του Γενάρθ 1923 και μετά ωζραν κακαρό ςιτάρινο αλεφρι και το ψωμί γινόταν πολφ καλό και μασ δίναν ςχεδόν κάκε μζρα. Για ωαγθτό μασ δϊςαν αντί του βραςμζνου ςιταριοφ επί 56 μζρεσ του Νοζμβρθ βραςμζνα κουκιά και μετά μασ δίναν τθν μια μζρα ωαςόλια και τθν άλλθ πνιγοφρι. Πλα δε αυτά μαγειρεφονταν χωρίσ λάδι και αλάτι και πάντα ιςαν πολφ νερουλά και λιγοςτά. Καμμιά ωορά ζβαηαν λίποσ πολφ κακισ ποιότθτασ που καταντοφςαν να μθ τρϊγονται. Αβάςταχτο μαρτφριο περνοφςαν όςοι από μασ κάπνιηαν. Δεν είχαν χριματα και να εφριςκαν καπνό δεν μποροφςαν να αγοράςουν. Με αγωνία παρατθροφςαν ςτουσ δρόμουσ του Καςαμπά, όταν εκινοφντο ς’ αυτοφσ για τισ διάωορεσ αγγαρείεσ να ιδοφν κάτω πεταμζνο κανζνα υπόλειμμα τςιγάρου (γόπα),
81
το όποιο άρπαηαν και μ’ αυτό το ελάχιςτο ικανοποιοφςαν προσ ςτιγμι το πάκοσ των.
Ποφ και πϊσ ςτεγαςτικαμε Ππωσ ανάωερα πιο πάνω, ςτο περιωραγμζνο κτιμα που μασ ζβαναν για οριςτικι διαμονι, δεν υπιρχε άλλο κτίςμα εκτόσ από ζνα διϊροωο μικρό οίκθμα ςτο κζντρο και ςτο οποίο ςτεγάςτθκε θ από Τοφρκουσ αξιωματικοφσ κ.λπ. τοφρκικθ διοίκθςθ του Τάγματοσ αιχμαλϊτων και ςε μια γωνιά του κτιματοσ ζνα μικρό καλφβι μερικϊν τετρ. μζτρων. Μασ διζταξαν να κουβαλοφμε πζτρεσ, τισ οποίεσ παίρναμε από τα καμζνα και γκρεμιςμζνα ςπίτια τθσ πόλθσ Καςαμπά. Με αυτζσ τισ πζτρεσ χτίςαμε ςε τζςςερα χωριςτά ςθμεία, και ςε απόςταςθ 3-4 μζτρα από τον τοίχο που μάντρωνε το κτιμα, ξερότοιχο ωσ ζνα μζτρο φψοσ και μικοσ 15-20 μζτρα το κάκε τμιμα. Στο κάκε τμιμα αωικαμε δυο ανοίγματα για πόρτεσ. Για να τα ςτεγάςουμε, βάναμε πάνω ςτουσ δυο τοίχουσ το μόνιμο τθσ μάντρασ και τον ξερότοιχο που χτίςαμε, ξφλα από τα γκρεμιςμζνα ςπίτια τθσ πόλθσ και τρφπιουσ παλιοτενεκζδεσ. Αυτι όμωσ θ ςτζγαςθ δεν εμπόδιηε το κρφο και τθ βροχι να μπαίνουν ςτο εςωτερικό αυτϊν των καλυβιϊν που ωτιάξαμε. Οπωςδιποτε ωτιάχτθκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο τζςςερεσ (υποτικζμενοι) κάλαμοι, για να ςτεγαςτεί ςτον κακζνα ζνασ Λόχοσ. Το όλο Τάγμα αιχμαλϊτων είχε τζςςερεσ Λόχουσ και θ όλθ δφναμι του ςε άντρεσ αποτελζςτθκε από 1.400. Από τουσ 900 που ξεκινιςαμε από τθ Μαγνθςία και από άλλουσ 500, που ωζραν τμθματικά μετά και κατά το πλείςτο ιςαν πολίτεσ Μικραςιάτεσ Ζλλθνεσ. Οι καλφβεσ αυτζσ γίναν ζτοιμεσ κατά τισ 20 Oκτϊβρθ, ωσ τότε μζναμε ςτο φπαικρο. Σ’ αυτζσ τισ καλφβεσ, που ο ξερότοιχοσ που ωτιάξαμε είχε φψοσ μόνο ενόσ μζτρoυ, μπαίναμε για να περνάμε μζςα ς’ αυτζσ τισ νφχτεσ μασ, που
82
ιταν νφχτεσ χειμϊνα. Ρλαγιάηαμε κάτω ςτο χϊμα, ο ζνασ κοντά ςτον άλλον και ςε δυό αντίςτοιχεσ ςειρζσ κατά τρόπο ϊςτε τα πόδια των αντρϊν των δυο ςειρϊν κατ’ ανάγκθ ςμίγανε ςχεδόν ωσ τα ςκζλθ των. Και όταν, για να ηεςτάνουμε τα χζρια μασ, ανάβαμε μζςα ωωτιζσ με ξφλα που ωροντίηαμε να βρίςκουμε, γινόταν τόςοσ καπνόσ που μζςα ς’ αυτόν ωαινόμαςτε κινοφμενεσ ςκιζσ, δεδομζνου ότι άλλο ωωτιςμό δεν είχαμε. Πταν ζβρεχε τα νερά από τουσ τρφπιουσ τενεκζδεσ που ωτιάξαμε για ςτζγθ, πζωταν μζςα ς’ αυτζσ τισ τρϊγλεσ και ωτιάχναμε ςτο χϊμα αυλάκια για να βγαίνουν προσ τα ζξω, χωρίσ μ’ αυτό να κατορκϊνουμε να αποωεφγουμε το λάςπωμα. Εκτόσ από τα νερά τθσ βροχισ, που μπαίνανε από τθν υποτικζμενθ ςτζγθ, μπαίνανε και από τα κεμζλια του εξωτερικοφ τοίχου νερά από τα ρυάκια που ςχθματίηονταν από τισ βροχζσ ζξω ςτο δρόμο, κοντά ςτον τοίχο.
Αγγαρείεσ Από τισ 5 Σεπτζμβρθ κατά ομάδεσ μάσ ςτζλναν ςε διάωορεσ αγγαρείεσ. Από τισ πρϊτεσ ιταν να κακαρίηουμε τουσ δρόμουσ τθσ πόλθσ Καςαμπά, που είχαν ωραχτεί με τισ πζτρεσ των γκρεμιςμζνων από τισ πυρκαγιζσ ςπιτιϊν. Σ’ αυτζσ τισ εργαςίεσ είχαμε τθν ευκαιρία να βρίςκουμε μζςα ςτα καμζνα και τςουβάλια γεμάτα ξερζσ ςταωίδεσ μιςοβραςμζνεσ από τθ ωωτιά και τρϊγαμε απ’ αυτζσ. Ρολλοφσ τουσ βλάψαν αυτζσ οι ςταωίδεσ και δθμιοφργθςαν κοιλιακζσ ανωμαλίεσ και πόνουσ, γιατί κακϊσ ιταν μιςοβραςμζνεσ από τθ ωωτιά και από τθν υγραςία, είχαν αλλοιωκεί. Κάκε πρωί, ϊςπου να οριςτοφν και τακτοποιθκοφν οι ομάδεσ για τισ αγγαρείεσ, περνοφςαμε ςε ορκοςταςία μια και δυο ϊρεσ. Ο κάκε Τοφρκοσ ςτρατιϊτθσ ωρουρόσ που παραλάβαινε κάκε ομάδα αιχμαλϊτων, για να τθν οδθγιςει ςε αγγαρεία και ο υπαξιωματικόσ που τθν παράδινε, ο κακζνασ τουσ μετροφςε τουσ άντρεσ κάκε ομάδασ τουλάχιςτο
83
δεκαπζντε ωορζσ. Με τα μαςτίγιά των ι τα ρόπαλα που κρατοφςαν δζρναν κατά το κζωι τουσ τουσ αιχμαλϊτουσ. Πμοια ιταν και θ ςυμπεριωορά του Ζλλθνα βοθκοφ των επιλοχία, τουλάχιςτο ςτον 4ο Λόχο που ιμουν εγϊ. Είχαν ορίςει ωσ τζτοιον ζναν καραγωγζα του 18ου Συντάγματοσ Ρεηικοφ, ο οποίοσ είχε το όνομα Μιχάλθσ και καταγόταν απο τα Βρφουλα (Βουρλά ) ι από τα Αλάτςατα τθσ Μ. Αςίασ και ο οποίοσ βζβαια προςωζρκθκε για να αναλάβει αυτι τθν υπθρεςία. Θ ςυμπεριωορά του προσ τουσ αιχμαλϊτουσ ιταν τυραννικότερθ εκείνθσ των Τοφρκων. Κάκε πρωινό ξεχϊριηαν 100-120 αιχμαλϊτουσ, οι οποίοι με ςυνοδεία ωρουρϊν οδθγοφνταν προσ τον κάμπο, ςε απόςταςθ δφο ι και τριϊν ωρϊν, για να ωζρουν ξφλα για το μαγειρείο και το ωοφρνο. Δεν υποχρζωναν τουσ αιχμαλϊτουσ να μεταωζρνουν ποςότθτα ξφλων, αρκοφςε να κρατοφν ζςτω και μια μικρι κλάρα δζντρου. Το να πάνε και να γυρίςουν ςε τζτοια απόςταςθ ιταν πολφ κουραςτικό, είχαν όμωσ τθν ευχζρεια να αρπάηουν από δζντρα κανζνα καρπό: κυδϊνια, ρόδια ι ό,τι άλλο βριςκόταν κατά τουσ ωκινοπωρινοφσ μινεσ. Ζτυχε πολλζσ ωορζσ να είμαι ςε τζτοια αγγαρεία. Μζςα ςτον κάμπο από απόςταςθ ζβλεπα τον αμαξιτό δρόμο που οδθγοφςε ςτα ανατολικά και ςτα πλάγιά του κείτονταν ανκρϊπινοι ςκελετοί, που άςπριηαν. Ιςαν οι ςκελετοί των αιχμαλϊτων ςτρατιωτϊν ι των πολιτϊν Μικραςιατϊν που κατά τισ πορείεσ των τουσ ςκότωναν οι Τοφρκοι και παρζμεναν άταωοι, όπου ζπεωταν. Κατά το τελευταίο δεκαιμερο του Σεπτζμβρθ ωζρανε ςτθ μάντρα μασ μια ωάλαγγα περίπου 1.300 Ζλλθνεσ Μικραςιάτεσ πολίτεσ από τθ Σμφρνθ και άλλεσ πόλεισ, όπωσ μασ λζγαν. Απ’ αυτοφσ μάκαμε ότι ολόκλθρθ θ Σμφρνθ πυρπολικθκε από τουσ Τοφρκουσ. Μετά δυό μζρεσ τουσ πιραν πάλι και τουσ βάναν ςε πορεία προσ τα ανατολικά. Και μετά άλλεσ δυό μζρεσ τουσ ωζραν πάλι. Πμωσ όχι όλουσ, αλλά περίπου τουσ μιςοφσ. Μασ είπαν ότι τουσ πιγαν πορεία ωσ τθ Φιλαδζλωεια και τουσ
84
ξανάωεραν. Στθν πορεία αυτι ςκότωςαν τουσ μιςοφσ. Γενικι ιταν θ γνϊμθ ότι θ πορεία αυτι ζγινε ακριβϊσ για να ζχουν τθν ευκαιρία να τουσ ςκοτϊςουν. Γιατί αυτοφσ που ξανάωεραν, ςε λίγεσ μζρεσ τουσ πιγαν ςτο Αχμετλί, που είναι μεταξφ Καςαμπά και Φιλαδζλωειασ. Ζνα πρωινό που ιμουν ςε μια ομάδα αγγαρείασ και βαδίηαμε κατά τετράδεσ ς’ ζνα κεντρικό δρόμο του Καςαμπά, από κάποια απόςταςθ είδα ςε ςιδερζνια λαβι μιασ κλειςτισ εξϊπορτασ ςπιτιοφ τοποκετθμζνο κομμάτι ψωμιοφ. Ακαριαία ςκζωτθκα να το αρπάξω, όταν κα ζωτανα κοντά ςτθν πόρτα και ομολογϊ ότι με κατάλαβε αγωνία, μιπωσ το ιδεί κανζνασ άλλοσ ςυνάδελωοσ και το πάρει πριν προωτάςω εγϊ. Πταν βρζκθκα ςχεδόν απζναντι από τθν πόρτα, ξζωυγα από τθν τετράδα μου, πιδθξα μικρό χαντάκι που ιταν ςτο πλάι μεταξφ δρόμου και ςπιτιοφ και άρπαξα με λαχτάρα το κομμάτι το ψωμί, που ίςωσ κάποιο χορταςμζνο παιδί να το είχε ακουμπιςει εκεί και ξαναπιδθςα το χαντάκι, για να μπω ςτθν τετράδα μου. Ο Τοφρκοσ ωρουρόσ τθσ ομάδασ με πρόλαβε και μου κατάωερε χτφπθμα με ςυρματζνιο μαςτίγιο, το οποίο με πζτυχε ςτον αγκϊνα του αριςτεροφ χεριοφ μου. Ρόνεςα πολφ ςτο κόκκαλο και ςτο μζροσ αυτό ακόμα κατά καιροφσ νιϊκω πόνο. Ευτυχϊσ, όμωσ, δεν μου πιρε το κομμάτι ψωμί με το όποιο χόρταςα τότε λίγο τθν πείνα μου, οφτε με μεταχειρίςτθκε χειρότερα. Σε διάωορα ςθμεία τθσ πόλθσ Καςαμπά ςτζλνονταν ομάδεσ αιχμαλϊτων, για να χτίηουν ςειρζσ πρόχειρα δωμάτια, για να ςτεγάηονται ς’ αυτά τοφρκικεσ οικογζνειεσ που βρίςκονταν άςτεγεσ, γιατί τα ςπίτια των είχαν καταςτραωεί από πυρκαγιζσ. Οι χτίςτεσ ι όςοι ζκαναν πωσ γνωρίηουν να χτίηουν, ζχτιηαν και οι άλλοι ωσ απλοί εργάτεσ κουβαλοφςαν τισ πζτρεσ και τα άλλα υλικά ι ωτιάχναν τισ λάςπεσ. Τισ εργαςίεσ αυτζσ τισ επόπτευε ο Διμαρχοσ Καςαμπά και ζνασ Χότηασ θλικίασ περίπου ςαράντα ι ςαράντα πζντε χρονϊν με ευγενικό
85
παρουςιαςτικό και όπωσ μάκαμε από τον αιχμάλωτο που είχε κοντά του για διερμθνζα ιταν επόπτθσ (επικεωρθτισ) τθσ δθμοτικισ εκπαίδευςθσ. Γι’ αυτόν κα γράψω πιο κάτω, πϊσ γνωρίςτθκα μαηί του και πϊσ κατά κάποιο τρόπο ςυντζλεςε ςτθ ςωτθρία μου. Σε Τοφρκουσ πολίτεσ του Καςαμπά που ηθτοφςαν μαςτόρουσ ι εργάτεσ για οποιαδιποτε δουλειά, δίναν αιχμάλωτουσ, υπό τθν προςωπικι τουσ ευκφνθ για τθν επιςτροωι των το βράδυ ςτθ μάντρα. Οι αιχμάλωτοι προτιμοφςαν να εργάηονται ςε ιδιϊτεσ Τοφρκουσ, γιατί αυτοί τουσ δίναν ςυνικωσ μεςθμβρινό ωαγθτό και θ μζρα τουσ περνοφςε ςτθ δουλειά, χωρίσ τισ βριςιζσ και το ξφλο από Τοφρκο ωρουρό. Ζμεινε ανεξακρίβωτο, αν θ διοίκθςθ του Τάγματόσ μασ ειςζςπραττε χρθματικά ποςά για θμερομίςκια των αιχμάλωτων που εργάηονταν ςε ιδιϊτεσ. Λζγονταν ότι οι ιδιϊτεσ Τοφρκοι πλιρωναν για κάκε εργαηόμενο ς’ αυτοφσ αιχμάλωτο είκοςι (20) γρόςια για θμερομίςκιό του. Κανζνασ όμωσ αιχμάλωτοσ που εργάςτθκε ςε ιδιϊτθ Τοφρκο δεν πιρε οφτε ζνα γρόςι.
Εργαςίεσ για Σοφρκουσ Αξιωματικοφσ Από τα μζςα του Οχτϊβρθ και ςχεδόν επί ζνα μινα και πλζον, εκτόσ από τισ αγγαρείεσ τθσ θμζρασ μάσ ξεςικωναν τθ νφχτα μετά τθν ϊρα 11 ι 12 ι και 1, όλο το Λόχο και διαδοχικά και τουσ άλλουσ Λόχουσ και μασ πιγαιναν ςε αρκετά μακρινι απόςταςθ όπου από γκρεμιςμζνα ςπίτια ωορτωνόμαςτε ο κακζνασ μασ από μια-δυο πζτρεσ και επιςτρζωοντασ ζτςι ωορτωμζνοι, τισ αωιναμε ςε οριςμζνο ςθμείο κοντά ςτθ μάντρα του ςτρατοπζδου μασ. Επίςθσ, κατά τον ίδιο τρόπο μασ πιγαιναν ςε μάντρεσ ςπιτιϊν, ςτα άκρα τθσ πόλθσ, που επάνω ςτουσ τοίχουσ των ιςαν τοποκετθμζνα κεραμίδια, τα παίρναμε και ωορτωμζνοι με αυτά τα ωζρναμε και τα αωιναμε ςτο ίδιο ςθμείο που αωιναμε και τισ πζτρεσ.
86
Σε αυτι τθ νυχτερινι αγγαρεία με βροχζσ, κρφο και παγωνιζσ, θ ταλαιπωρία μασ ιταν πολφ ςκλθρι και απάνκρωπθ. Πλα αυτά τα υλικά, βλζπαμε τθ μζρα ότι τα χρθςιμοποιοφςαν μαςτόροι και εργάτεσ αιχμάλωτοι, για να επιςκευάηουν τρία κτιρια που ιςαν κατεςτραμμζνα από πυρκαγιζσ και ιταν πριν το ζνα αλευρόμυλοσ, το άλλο ωοφρνοσ και το τρίτο ςπίτι για κατοικία. Για να ωτιαχτοφν οι ςτζγεσ αυτϊν των κτθρίων οδθγοφςαν αιχμάλωτουσ μακριά ςτον κάμπο. Ππου ζκοβαν κορμοφσ ψθλϊν δζντρων, όπωσ λεφκεσ και άλλα. Αυτοφσ τουσ κορμοφσ των δζντρων τοφσ μετζωερναν από απόςταςθ δυο ωρϊν και πλζον ωορτωμζνοι οι αιχμάλωτοι ςτουσ ϊμουσ των μζχρι τον τόπο που ιςαν τα κτιρια. Τζλειωςαν τα κτιρια, επιςκευάςτθκαν και τα μθχανιματά τουσ και ιςαν ζτοιμα να λειτουργιςουν. Ρριν όμωσ να αρχίςει θ λειτουργία τουσ, είδαμε μια μζρα να καταωτάνουν οι πολιτικζσ αρχζσ: ο Καϊμακάμθσ, ο Διμαρχοσ με άλλουσ υπαλλιλουσ και αςτυνομικοφσ, τα κατάςχεςαν και τα ςωράγιςαν. Τι είχε ςυμβεί; Τα κτιρια αυτά ανικαν ςε Ζλλθνεσ, που είχαν ωφγει και καταςτράωθκαν από πυρκαγιά. Οι επιςκευζσ των διατάχτθκε να γίνουν με τθν εργαςία αιχμαλϊτων από τον Τοφρκο ταγματάρχθ, διοικθτι του Τάγματοσ αιχμαλϊτων, ζναν πανφψθλο Τςερκζηο, Ναμηι Βζθ, με μεγάλα και ίςια μουςτάκια και με αγζρωχο φωοσ, με το ςκοπό να τα εκμεταλλευτεί για δικό του όωελοσ. Οι πολιτικζσ τοφρκικεσ αρχζσ τοφ χάλαςαν τα ςχζδιά του και τα κατάςχεςαν, γιατί αυτά κτιματα ωσ εγκαταλειμμζνα ανικαν ςτο τοφρκικο Δθμόςιο. Άλλά και οι άλλοι Τοφρκοι αξιωματικοί του Τάγματοσ αιχμαλϊτων εκμεταλλεφτθκαν τθν εργαςία αιχμάλωτων ειδικϊν τεχνιτϊν για όωελόσ των. Ο ζνασ είχε οργανϊςει υποδθματοποιείο, ςτο οποίο εργάηονταν αιχμάλωτοι τεχνίτεσ. Ο άλλοσ είχε οργανϊςει ςυνεργείο που ζπλεκαν καλάκια. Τα προϊόντα αυτϊν των ςυνεργείων τα πωλοφςαν προσ όωελόσ των οι Τοφρκοι αξιωματικοί.
87
Οι αιχμάλωτοι τεχνίτεσ, που εργάηονταν, είχαν το όωελοσ ότι δεν τουσ τραβοφςαν κάκε μζρα ςτισ διάωορεσ άλλεσ αγγαρείεσ και το ςπουδαιότερο εργάηονταν και κοιμοφνταν ςτο υπόγειο του ςπιτιοφ, ςτο οποίο ςτεγάηονταν τα γραωεία τθσ διοίκθςθσ του Τάγματοσ αιχμαλϊτων και ζτςι ιςαν προωυλαγμζνοι από βροχζσ και κρφο. Ο ταγματάρχθσ διοικθτισ του Τάγματοσ, Ναμηι Βζθσ, οργάνωςε κι άλλθ εκμετάλλευςθ τθσ εργαςίασ των αιχμάλωτων πολφ επικερδι για τον εαυτό του, εξοντωτικι όμωσ για τουσ αιχμάλωτουσ. Με δικαιολογία ότι πρζπει να υπάρχουν κάρβουνα, για τθ δικεν κζρμανςθ των αιχμάλωτων κατάρτιςε ςυνεργείο από εξιντα (60) αιχμάλωτουσ, τουσ οποίουσ ζςτειλε με ωρουροφσ Τοφρκουσ ςτρατιϊτεσ πάνω ςτο βουνό, ςε απόςταςθ τριϊν και πλζον ωρϊν από τθν πόλθ Καςαμπά, με τθν εντολι να παραμζνουν εκεί και να ωτιάχνουν ξυλοκάρβουνα. Το ςυνεργείο αυτό παρζμεινε εκεί και εργαηόταν μζχρι του τζλουσ τθσ αιχμαλωςίασ μασ. Στο μεταξφ, μζςα ςτο δάςοσ με τισ βροχζσ και τα χιόνια πολλοί από αυτοφσ αςκενοφςαν. Επανάωερναν διαδοχικά ςτθν ζδρα του Τάγματοσ τουσ αςκενείσ και ζςτελναν άλλουσ. Κατά τον τρόπο αυτόν, ςε αυτό το ςυνεργείο εργάςτθκαν ςχεδόν οι μιςοί από τουσ χίλιουσ τετρακόςιουσ (1.400) που ιταν θ αρχικι δφναμθ του Τάγματοσ και οι περιςςότεροι από αυτοφσ αςκζνθςαν και πολλοί πζκαναν. Πλα τα κάρβουνα, που γίνονταν με τθ ςκλθρι αυτι εργαςία των αιχμάλωτων πάνω ςτο βουνό, μζςα ςε βροχζσ και χιόνια, τα εμπορεφτθκε ο Τοφρκοσ ταγματάρχθσ για όωελόσ του. Μια μζρα του Νοζμβρθ βγικε μια ομάδα από είκοςι (20) αιχμάλωτουσ για αγγαρεία, μζςα ςτθν οποία ζτυχε να είμαι και εγϊ. Μασ παράλαβαν ωρουροί ςτρατιϊτεσ και μασ οδιγθςαν ςε ζνα ςπίτι που είχε υπόγειο και μζςα ςε αυτό ιςαν αποκθκευμζνα τςουβάλια αλεφρι και όπωσ άκουςα το κάκε τςουβάλι ηφγιηε εβδομιντα πζντε (75) οκάδεσ.
88
Κατζβαςαν ςτο υπόγειο 5-6 αιχμάλωτουσ και τουσ διάταξαν να ανεβάηουν, όπωσ μποροφςαν τα τςουβάλια με το αλεφρι ωσ τθν πόρτα του υπόγειου. Το δάπεδο του υπόγειου από τθ βάςθ τθσ πόρτασ κα ιταν ςχεδόν τρία (3) μζτρα φψοσ, αλλά ωυςικά τα ςτοιβαγμζνα τςουβάλια ελάττωναν, ανάλογα τθσ κζςθσ των, τθν απόςταςθ αυτι. Κάκε τςουβάλι, που ανζβαηαν και το ακουμποφςαν ςτθ βάςθ τθσ πόρτασ, το ωορτωνόταν ζνασ από μασ τουσ άλλουσ τθσ ομάδασ και βαδίηοντασ, ζτςι ωορτωμζνοσ, ζπρεπε να το μεταωζρει ςε απόςταςθ πεντακοςίων (500) περίπου μζτρων, όπου ιταν το κτιριο μιασ αρμζνικθσ εκκλθςίασ. Ζπρεπε ακόμα, ζτςι ωορτωμζνοσ, να ανζβει 6-8 ςκαλιά τθσ ςκάλασ που ζμπαηε ςτθν αυλι τθσ εκκλθςιάσ, να βαδίςει ακόμα ςτθν αυλι 8-10 μζτρα ϊςπου να μπει μζςα ςτθν εκκλθςία και να ξεωορτωκεί εκεί το τςουβάλι. Τθν αρμζνικθ αυτι εκκλθςιά τθν είχαν κάνει αποκικθ τροωίμων, γιατί ιταν μζςα και πολλά τςουβάλια με ξερι ςταωίδα (ςουλτανίνα), ςφκα ξερά, ελιζσ και άλλα τρόωιμα. Ο περίγυροσ τθσ εκκλθςιάσ, αρκετά ευρφχωροσ, ιταν γεμάτοσ από γυναίκεσ τοφρκιςςεσ, που περίμεναν εκεί να τουσ δϊςουν από μικρζσ ποςότθτεσ αλεφρι και άλλα τρόωιμα. Πταν είδα τα τςουβάλια και άκουςα για το βάροσ τουσ ζνιωςα πωσ και καλά να ιμουν, ντυμζνοσ και ωαγωμζνοσ, τζτοιο βάροσ εβδομιντα πζντε οκάδεσ δεν κα μποροφςα να ςθκϊςω ςτισ πλάτεσ μου και να το μεταωζρω ςε απόςταςθ 500-550 μζτρων βαδίηοντασ. Ιρκε όμωσ θ ςειρά μου και ωορτϊκθκα και ξεκίνθςα με ςυνοδεία Τοφρκου ςτρατιϊτθ. Ρροςπάκθςα και το πρϊτο τςουβάλι το ζωταςα ςτθν εκκλθςιά-αποκικθ. Πταν όμωσ ωορτϊκθκα το δεφτερο ζνιωςα ότι δεν κα μποροφςα να ωτάςω ςτο τζρμα. Ραρά τοφτο ζωταςα και άρχιςα να ανεβαίνω ςιγά-ςιγά τα ςκαλιά τθσ αυλισ τθσ εκκλθςιάσ. Ο Τοφρκοσ ςτρατιϊτθσ μοφ ωϊναηε να βαδίηω γριγορα και με χτφπθςε με τον υποκόπανο του όπλου του ςτισ γάμπεσ των ποδιϊν μου. Με το χτφπθμα ζχαςα τθν ιςορροπία
89
μου και ςωριάςτθκα ςτα ςκαλιά με το βάροσ του μιςοφ τςουβαλιοφ πάνω μου. Οι γυναίκεσ τρζξανε κοντά μου και μετακίνθςαν το τςουβάλι, που με είχε πλακϊςει και με βοικθςαν να ςθκωκϊ. Θ μια παλάμθ μου είχε γκρατςουνιςτεί και ματϊςει. Μου ιρκαν κλάματα, ζνιωςα κατάβακα τον εξευτελιςμό μου και ωϊναξα, ςτα ελλθνικά βζβαια, μιλϊντασ για τθν τόςθ κακομεταχείριςι μασ. Συγχρόνωσ, όμωσ, είδα όλο το πλικοσ των γυναικϊν που ιςαν εκεί να ορμοφν με τα χζρια των υψωμζνα και με ωωνζσ κατά του Τοφρκου ςτρατιϊτθ, για τον χτυπιςουν. Και δεν ξζρω ποια κα ιταν θ τφχθ του, αν ταυτοχρόνωσ από πλαϊνό, μζςα ςτθν αυλι τθσ εκκλθςιάσ, ιςόγειο οίκθμα δεν άνοιγε μια πόρτα, από τθν οποία πρόβαλε ζνασ ψθλόσ, με ωραία ςτολι Τοφρκοσ αξιωματικόσ (ιταν ςτρατιωτικόσ γιατρόσ), ο οποίοσ με τθ ωωνι του ςταμάτθςε τθν ορμι των γυναικϊν, με ζπιαςε από τον ϊμο και με οδιγθςε εμπρόσ ςτθν πόρτα από τθν οποία είχε βγει. Με ζβανε και κάκιςα κάτω, μοφ κακάριςε τθ ματωμζνθ παλάμθ μου με οινόπνευμα, επάλειψε με ιϊδιο το γρατςουνιςμζνο μζροσ και με ρϊτθςε αν πονοφςα ςτο ςϊμα μου. Ζδιωξε τον Τοφρκο ςτρατιϊτθ και ζτςι με απόςπαςε από τθν αγγαρεία. Κάκιςα εκεί όςο διαρκοφςε θ μεταωορά των τςουβαλιϊν και προσ το βράδυ μαηί με τουσ άλλουσ επζςτρεψα ςτθ μάντρα μασ. Μόλισ είχε λιξει θ προσ εμζ περιποίθςθ του γιατροφ, οι γυναίκεσ που ζπαιρναν τρόωιμα από αυτι τθν αποκικθ, κακϊσ ζωευγαν, ζρχονταν κοντά μου, μοφλεγαν λόγια που δεν καταλάβαινα, ζνιωκα όμωσ ότι ιςαν λόγια παρθγορθτικά, γιατί το ζβλεπα ςτθν ζκωραςι τουσ και πολλζσ άπλωναν το χζρι τουσ ςτο κεωάλι μου. Μοφδιναν δε από ό,τι είχαν: ςταωίδα, καπνό, ςφκα, τςιγάρα κλπ. Αυκόρμθτα ςκζωτθκα να τα αρνοφμαι, για να μθν τουσ τα ςτερϊ. Μου αρκοφςε θ ςυμπάκειά τουσ, που μου δείξανε. Σκζωτθκα όμωσ τουσ ωίλουσ ςυναδζλωουσ, που τα είχαν τόςο ανάγκθ και τα δζχτθκα όλα. Κι ζτςι εκείνο το
90
βράδυ γφριςα ςτθ μάντρα μασ με τ’ ανζλπιςτα αυτά πράγματα και τα απόλαυςαν όλοι οι ωίλοι. Μια άλλθ μζρα ςτα τζλθ του Νοζμβρθ, Τοφρκοσ ςτρατιϊτθσ παράλαβε ομάδα από ζξι (6) αιχμάλωτουσ που μζςα ςε αυτοφσ ιμουν και εγϊ και μασ οδιγθςε ςτθν άκρθ τθσ πόλθσ Καςαμπά και μασ ςταμάτθςε εμπρόσ ςε μια αυλόπορτα. Πταν άνοιξε τθν αυλόπορτα, είδαμε ότι θ αυλι αυτι, αρκετά ευρφχωρθ, ιταν γεμάτθ από προβατίςιεσ κοπριζσ, βρεγμζνεσ από τισ βροχζσ και κρυςταλλωμζνεσ από τουσ νυχτερινοφσ πάγουσ και μασ διζταξε να τθν κακαρίςουμε. Μασ ζδωςε αξίνεσ, ωτυάρια και παλιοτενεκζδεσ (δοχεία), με τουσ οποίουσ κα μεταωζραμε τον όγκο των κοπριϊν, που ιταν όλο λάςπθ ςε ζναν ακάλυπτο χϊρο ςε κοντινι απόςταςθ. Πταν μπικαμε μζςα ςε αυτι τθν αυλι κι αρχίςαμε τθ δουλειά, πατοφςαμε μζςα ς’ αυτι τθν παγωμζνθ βρωμερι λάςπθ ωσ τα γόνατά μασ. Θ δουλειά αυτι κράτθςε όλθ τθ μζρα. Για μια ςτιγμι, κατά το απόγευμα, ο Τοφρκοσ ωρουρόσ μασ κάτι μασ ζλεγε. Ζνασ από μασ που ιξερε τοφρκικα μασ εξιγθςε ότι μασ ζλεγε: «Γιατί κακόμαμαςτε εκεί και δεν φεφγουμε για τθν πατρίδα μασ». Του απάντθςε ότι δεν μποροφμε να ωφγουμε, γιατί είμαςτε αιχμάλωτοι, αλλά κι αν αποωαςίηαμε να δραπετεφςουμε, δεν μασ ιταν εφκολο να ωτάςουμε ςτθν πατρίδα μασ, γιατί μπροςτά μασ απλϊνεται μεγάλθ κάλαςςα, που δεν μποροφμε εφκολα να τθν περάςουμε. Και ο Τοφρκοσ ωρουρόσ του απάντθςε: «Και δεν είναι γεφφρι πάνω ςτθ κάλαςςα να τθν περάςετε;» Πταν προσ το βράδυ γυρίηαμε ςτθ μάντρα μασ, με τθ ςυνοδεία του Τοφρκου ωρουροφ, ςτο δρόμο μασ ςυναντιςαμε ομάδα γυναίκεσ τοφρκιςςεσ θλικιωμζνεσ κάπωσ. Κακϊσ τισ προςπερνοφςαμε, μασ κοίταηαν και κάτι ζλεγαν κλιμμζνεσ προσ εμάσ. Ο τουρκομακισ τθσ παρζασ μασ μασ εξιγθςε ότι ζλεγαν: «Ραιδάκια μασ πϊσ είςαςτε και πϊσ ςασ κατάντθςαν, είςαςτε γεροί και ωραία ντυμζνοι και τϊρα κουρελιαςμζνοι, ξυπόλυτοι
91
και πειναςμζνοι! οι καθμζνεσ οι μάνεσ που ςασ ζχαςαν τι πόνο κα περνοφν!» Από τισ πρϊτεσ μζρεσ τθσ αιχμαλωςίασ μασ μείναμε ακοφρευτοι και αξφριςτοι. Τα ροφχα μασ όςα μασ αωικαν οι Τοφρκοι να ωοράμε, όςο ο καιρόσ προχωροφςε άρχιςαν να κουρελιάηονται. Ζγιναν ςχεδόν κλωςτζσ πάνω μασ και με αυτά γυρίςαμε ςτθν Ελλάδα μετά επτά μινεσ και οι περιςςότεροι μετά ζνα χρόνο και πλζον. Κατά το τζλοσ του Οκτϊβρθ ωζρανε μθχανζσ για κοφρεμα και ξυράωια και από τότε πλζον κουρευόμαςτε και ξυριηόμαςτε. Κατά διαςτιματα μασ ζδιναν και ςαποφνι με το οποίο πλζναμε τουλάχιςτο τα χζρια και το πρόςωπό μασ. Σ’ όλο το διάςτθμα τθσ αιχμαλωςίασ μασ, από 25 Αυγοφςτου 1922 μζχρι μζχρι 6 Απρίλθ 1924, κάναμε λουτρό ςε χαμάμ μόνο τρεισ ωορζσ, τζλθ Οκτϊβρθ, αρχζσ Γενάρθ και τζλοσ Μάρτθ, οπότε και ωφγαμε για τθν Ελλάδα με τθ μερικι ανταλλαγι αιχμαλϊτων που ζγινε. Χωρίσ ποτζ να αλλάξουμε τα ροφχα που ωοροφςαμε και με υποτυπϊδθ μζςα γενικισ κακαριότθτασ και εν γζνει όλεσ τισ κακζσ ςυνκικεσ ςτζγαςθσ και διαβίωςισ μασ από τισ πρϊτεσ μζρεσ τθσ αιχμαλωςίασ μασ, αλλά ςυγκεκριμζνα από τισ αρχζσ του Οκτϊβρθ γεμίςαμε ψείρεσ. Ψείρεσ τόςο πολλζσ, που από αυτζσ καλυπτόταν όλθ θ επιδερμίδα του κορμιοφ μασ, πάνω ςτθν οποία μζναν καρωωμζνεσ κάκετα και με χρϊμα ςχεδόν μαυριδερό. Με τθν παλάμθ μασ τισ ςπρϊχναμε προσ τα κάτω και πζωτανε ςτο χϊμα, αλλά ςχεδόν τθν ίδια ςτιγμι το ςϊμα μασ γζμιηε πάλι από αυτζσ. Το χϊμα τθσ επιωάνειασ του ςτρατοπζδου μασ ιταν γεμάτο ψείρεσ και τισ βλζπαμε να κινοφνται πάνω ςε αυτό ςε πάχοσ τουλάχιςτο ενόσ-δφο χιλιοςτϊν του μζτρου πυκνότερεσ από ςμινοσ μερμθγκιϊν. Στο μαρτφριο αυτό δεν μποροφςαμε να αντιτάξουμε τίποτε και ηοφςαμε μζςα ςε αυτό.
92
Η γιατρικι περίκαλψθ Θ παροχι τθσ γιατρικισ περίκαλψθσ ςτο Τάγμα αιχμάλωτων, ςτισ αρχζσ, ιταν ςχεδόν ανφπαρκτθ. Μια και ςπάνια δυό ωορζσ τθν εβδομάδα περνοφςε κάποιοσ γιατρόσ τθσ Ερυκράσ Θμιςελινου. Ζβλεπε, χωρίσ να εξετάηει ιατρικά τουσ αςκενείσ που του παρουςίαηαν, και ςε άλλουσ ζδινε κινίνο, ςε άλλουσ ζκανε επάλειψθ με ιϊδιο. Άλλουσ άωθνε ελεφκερουσ από τισ αγγαρείεσ για οριςμζνεσ μζρεσ και τουσ βαριά άρρωςτουσ ζςτελνε ςτο Νοςοκομείο τθσ Μαγνθςίασ, για να ωαίνεται ότι πζκαναν ςε Νοςοκομείο. Πςοι ςτάλκθκαν ςτο Νοςοκομείο τθσ Μαγνθςίασ και είχαν τθν τφχθ να επιςτρζψουν μασ περίγραωαν τθν κατάςταςθ του Νοςοκομείου απελπιςτικι. Μόνο που ςτεγάηονταν ςε οίκθμα με κανονικι ςτζγθ. Κατά τα άλλα, επίπλωςθ, κακαριότθτα και θ λειτουργία του εν γζνει βριςκόταν ςε πρωτόγονθ κατάςταςθ. Οι άρρωςτοι κείτονταν ςτα δάπεδα, πάνω ςε ςτρϊματα από τςουβάλια με άχυρο ι και πάνω μόνο ςε παλιοκουβζρτεσ. Θ κεραπεία τουσ αωινετο ςτθν κράςθ κακενόσ και ςτθν τφχθ. Σε μια γωνιά τθσ μάντρασ του ςτρατόπεδου μασ, όπωσ ανάωερα, υπιρχε ζνα μικρό πλινκόκτιςτο καλφβι. Αυτό το ονόμαςαν αναρρωτιριο. Σε αυτό ζβλεπε ο γιατρόσ τουσ αςκενείσ και ςε αυτό μζναν οι βαριά αςκενείσ. Ιταν δε ςτουσ αιχμάλωτουσ και κάποιοσ Στζλιοσ, ο οποίοσ ζκανε το γιατρό και τον αναγνϊριςε για τζτοιον θ διοίκθςθ του Τάγματοσ και τον όριςε προϊςτάμενο του αναρρωτιριου. Του δϊςανε και άςπρθ μπλοφηα και ιταν πλζον ο γιατρόσ. Ανίδεοσ από γιατρικι, αλλά ζτςι αυτόσ ςτεγαηόταν ςε αυτό το καλφβι, που ιταν καλοκτιςμζνο από πριν και δεν ζμπαιναν μζςα νερά. Ζπαιρνε ό,τι τρόωιμα τοφδιναν για τουσ αρρϊςτουσ και καλοπερνοφςε αυτόσ. Είχε και βοθκό, ζναν πράγματι νοςοκόμο του ςτρατοφ μασ, πολφ καλόν άνκρωπο που είχε το επϊνυμο
93
Ραπάσ και καταγόταν από τα Βίλλια Αττικισ. Αυτόσ, όςο του ιταν δυνατό, βοθκοφςε και περιποιείτο τουσ αρρϊςτουσ. Κατά τα τζλθ του Νοζμβρθ ζωεραν για γιατρό του Τάγματοσ τον αιχμάλωτο Ζλλθνα ςτρατιωτικό Ανκ/τρο, που ιταν ςτο 18ο Ρεηικό Σφνταγμα, τον Κ. Λεμονίδθ. Τθν απελπιςτικι κατάςταςθ για τουσ αρρϊςτουσ ο κ. Λεμονίδθσ τθν βελτίωςε όςο του ιταν δυνατό. Με λίγα δικά του χριματα που είχε, αγόραςε χόρτινεσ ψάκεσ και με αυτζσ ζςτρωςε το χωμάτινο δάπεδο του καλυβιοφ, που λεγόταν αναρρωτιριο. Αγόραςε και μερικά τςουβάλια, τα γζμιςε με λίγο ξερό χόρτο και τάκανε ςτρϊματα για τουσ αρρϊςτουσ. Κατϊρκωνε να του χορθγοφν τα αναγκαιοφντα ωάρμακα, όπωσ και τρόωιμα, για τουσ αρρϊςτουσ που δεν τα κατεχράτο ο ίδιοσ. Στο γιατρό οι άρρωςτοι εφριςκαν παρθγοριά και ελπίδα. Ο γιατρόσ κ. Λεμονίδθσ απάλλαξε όλουσ τουσ αιχμαλϊτουσ του Τάγματοσ και από το ωριχτό μαρτφριο τθσ ψείρασ. Με δικά του χριματα αγόραςε μεγάλα ςιδερζνια βαρζλια του οινοπνεφματοσ. Αυτά τα μεταςκεφαςε ςε απολυμαντικοφσ κλιβάνουσ, και με τισ ςυχνζσ απολυμάνςεισ που ζκανε, των κουρελιϊν που ωοροφςαν οι αιχμάλωτοι, κατόρκωςε περί τα μζςα του Γενάρθ να εξαλείψει τελείωσ τισ ψείρεσ. Ρροςωπικά, με ευγνωμοςφνθ και ςυγκίνθςθ αναωζρω τθν ςπουδαία εξυπθρζτθςθ που μοφκανε ο γιατρόσ κ. Λεμονίδθσ. Ανάωερα πιο πάνω ότι Τοφρκοσ ςτρατιϊτθσ ςτθν πρϊτθ μζρα τθσ αιχμαλωςίασ μασ μου πιρε το παντελόνι μου και μοφδωςε ζνα ςϊβρακο από κάμποτ, το οποίο ζβανα πάνω από το άλλο ςϊβρακό μου. Αυτό όμωσ το δικό μου με τον καιρό ξεςχίςτθκε και το πζταξα κι ζτςι ζμενα με εκείνο που μοφχε δϊςει ο Τοφρκοσ, το οποίο, όμωσ, ιταν κοντό και μόλισ ζωτανε κάτω από τα γόνατά μου. Ζτςι περνοφςα το χειμϊνα. Ο γιατρόσ, χωρίσ να του το ηθτιςω, αγόραςε από τθν τοφρκικθ αγορά ζνα παλιό μεν και μπαλωμζνο, αλλά από μάλλινο φωαςμα παντελόνι και μου το πρόςωερε κατά τα μζςα του Γενάρθ 1923. Ζρραψα και εγϊ κι
94
άλλα μπαλϊματα και κράτθςε, ϊςτε με αυτό ιρκα ςτθν Ελλάδα.
Γνωριμία με το Χότηα Μεμζτ Νετηάτ Για να διθγθκϊ τθν γνωριμία μου με τον Χότηα Μεμζτ Νετηάτ, γυρίηω ςτον πρϊτο μινα τθσ αιχμαλωςίασ μασ. Ρροσ το τζλοσ του μινα Σεπτζμβρθ ζβγαναν πρωί-πρωί μια ομάδα αιχμαλϊτων για αγγαρεία. Σε αυτι ζτυχε να είμαι και εγϊ μαηί με το ωίλο μου Γιϊργο Κωνςταντινίδθ. Μασ οδιγθςαν ςε ζνα ςθμείο τθσ καμζνθσ και γκρεμιςμζνθσ πόλθσ του Καςαμπά και δϊςαν ςε κάκε δυό μασ από μια τςουβζρα (ιταν κοντά ςανίδια 3-4 το κακζνα, μικουσ περίπου μζτρου και πλάτουσ 10-15 πόντουσ, καρωωμζνα επάνω ςε δυο ξφλα κατά τρόπο ϊςτε να μεταωζρουν με αυτιν, κρατϊντασ τθν δυο άνκρωποι, ο ζνασ το μπροςτινό μζροσ και ο άλλοσ το πίςω τθσ, ο,τιδιποτε), για να μεταωζρουμε με αυτι πζτρεσ από κάποιο ςθμείο ςε απόςταςθ 20-30 μζτρων, όπου κα κτίηονταν δωμάτια για τουσ αςτζγουσ Τοφρκουσ. Τθν εργαςία επόπτευε ζνασ χότηασ θλικίασ 40-45 περίπου χρόνων, με πολφ ευγενικό - παρουςιαςτικό και κακόταν ςε μια καρζκλα κοντά ςε ζνα τοίχο και είχε δίπλα του Ζλλθνα αιχμάλωτο για διερμθνζα του, το Νικολαΐδθ, Μικραςιάτθ. Αρχίςαμε τθ δουλειά και προσ το μεςθμζρι, όπωσ είμαςτε εξαντλθμζνοι, κουραςτικαμε. Είπα ςτο ςυνεργάτθ μου, το ωίλο μου Γιϊργο Κωνςταντινίδθ, να κακίςουμε λίγο να ξεκουραςτοφμε. Εκείνοσ μου απάντθςε αρνθτικά, λζγοντάσ μου, αν κάνουμε αυτό, κα μασ δείρουν. Εγϊ του επζμενα ότι δεν κα μασ δείρουν και, τελικά, αωιςαμε κάτω τθν τςουβζρα και κακιςαμε και οι δυό μασ πάνω ς’ αυτι. Ο χότηασ, που παρακολουκοφςε, είπε αμζςωσ ςτο διερμθνζα Νικολαΐδθ και μασ ωϊναξε να πάμε κοντά του. Ο Γ. Κωνςταντινίδθσ μου είπε: «δεν ς’ ζλεγα να μθν κακίςουμε, γιατί κα μασ δείρουν, να τϊρα». Του απάντθςα: «δεν πρόκειται να μασ δείρουν». Και θ
95
πεποίκθςι μου αυτι προζρχονταν από τθν ευγενικιά ωυςιογνωμία του χότηα, που δεν πίςτευα ότι αυτόσ ο άνκρωποσ κα ωερόταν βάρβαρα ςε δυςτυχιςμζνουσ ανκρϊπουσ. Πταν πλθςιάςαμε, είπε να κακίςουμε κάτω, κοντά του. Κακίςαμε και με το διερμθνζα μάσ ρϊτθςε τι δουλειά κάναμε πριν να ςτρατευτοφμε. Του απαντιςαμε ότι ςπουδάηαμε, ο μεν Γ. Κωνςταντινίδθσ Οικονομικά ςτθν Ελβετία, κι εγϊ Νομικά ςτο Ρανεπιςτιμιο τθσ Ακινασ. Άρχιςε να μασ παρθγορεί, λζγοντάσ μασ: «Μθ ςτενοχωριζςτε, αυτά ζχουν οι ςτρατοί και οι πόλεμοι». Μασ είπε τα νζα για τα ςυμβαίνοντα ςτθν Ελλάδα. Για τθν επανάςταςθ του ςτρατοφ υπό τουσ ςυνταγματάρχεσ Ρλαςτιρα και Γονατά (ωσ τότε δεν γνωρίηαμε τίποτα). Και ακόμθ μασ είπε ότι καφμαηε για μεγάλο πολιτικό τον Ελευκζριο Βενιηζλο και τθν πολιτικι του για τθν πατρίδα του. Πτι μετά τθν πτϊςθ του Ελ. Βενιηζλου από τθν Αρχι, οι Τοφρκοι είχαν αποκτιςει βεβαιότθτα ότι κα κατόρκωναν να μασ διϊξουν από τθ Μ. Αςία. Ακόμα απόκτθςαν περιςςότερθ πεποίκθςθ γι’ αυτό, όταν ο Υπουργόσ Οικονομικϊν τθσ Ελλάδασ Ρρωτοπαπαδάκθσ ζκανε το εςωτερικό δάνειο, κόβοντασ ςτθ μζςθ τα χαρτονομίςματα του Ελλθνικοφ Κράτουσ. Πτι είχε ζνα δάςκαλο Τουρκοκρθτικό, ο οποίοσ γνϊριηε καλά τθν ελλθνικι γλϊςςα και κάκε μζρα του διάβαηε τθν ελλθνικι εωθμερίδα των Ακθνϊν: «Ελεφκεροσ Τφποσ», που ερχόταν από τθν Ακινα και ζτςι παρακολουκοφςε τισ ελλθνικζσ γνϊμεσ. Πτι είχε ωίλουσ Ζλλθνεσ αξιωματικοφσ τθσ Χωροωυλακισ, με τουσ οποίουσ ςυηθτοφςε ωιλικά και τουσ ζλεγε ελεφκερα τθ γνϊμθ του. Τελικά, μασ είπε, για το υπόλοιπο τθσ μζρασ να κακίςουμε, χωρίσ να εργαςτοφμε άλλο και μασ βεβαίωνε ότι πίςτευε ότι ωσ του Αγίου Δθμθτρίου κα επιςτρζψουμε ςτθν Ελλάδα. Το βράδυ, όταν γυρίςαμε ςτθ μάντρα μασ, ζμακε όλο το Τάγμα των αιχμαλϊτων τα νζα για τθν Ελλάδα, όπωσ μασ τα είπε ο χότηασ. Ζκτοτε, ο χότηασ ζδειχνε το ενδιαωζρον του για τουσ δυό μασ τον Γιϊργο Κωνςταντινίδθ και μζνα.
96
Ππου μασ ζβλεπε ςε αγγαρείεσ να εργαηόμαςτε, ζλεγε ςτουσ Τοφρκουσ ωρουροφσ να μασ επιτρζπουν να κακόμαςτε, χωρίσ να εργαηόμαςτε και πάντοτε μασ ζδινε κάρροσ λζγοντάσ μασ ότι πολφ ςφντομα κα ωφγουμε για τθν Ελλάδα. Μασ ζκανε ζτςι να υπομζνουμε και να ελπίηουμε ότι πράγματι κα ωφγουμε ςφντομα για τθν Ελλάδα. Συνζβθ όμωσ να αρρωςτιςει ο ωίλοσ μου Γιϊργοσ Κωνςταντινίδθσ και αωοφ μεταωζρκθκε δυο ωορζσ ςτο Νοςοκομείο τθσ Μαγνθςίασ, πζκανε. Πταν ο χότηασ το πλθροωορικθκε από μζνα, εξεδιλωςε μεγάλθ λφπθ. Εξακολοφκθςε δε να δείχνει το ενδιαωζρον του για μζνα. Μαηί μου ςτον ίδιο Λόχο του Τάγματοσ αιχμάλωτων ιςαν και δυο πολφ καλά παιδιά, Μανιάτεσ, πρϊθν χωροωφλακεσ, οι οποίοι μζχρι τθσ υποχϊρθςθσ του ςτρατοφ μασ, υπθρετοφςαν ςτον Καςαμπά. Πταν είδαν ότι μιλοφςα με το χότηα και είχα πλζον ωιλία, μου είπαν: «Αυτόν τον χότηα κατά διαταγι τον ςυλλάβαμε, για να μεταφερκεί ωσ όμθροσ ςτθν Ελλάδα. Τον είχαμε κρατοφμενο ςτο υπόγειο του κτθρίου που ςτεγάηονταν θ διοίκθςθ τθσ Χωροφυλακισ (και μου ζδειξαν το κτιριο, του οποίου το υπόγειο είχε μικροφσ μόνο φεγγίτεσ, που είναι ηιτθμα, αν από αυτοφσ φωτιηόταν το εςωτερικό του, αςφαλϊσ κα ιταν ςκοτεινό), και δεν επιτρζψαμε να του δϊςουν οι δικοί του οφτε χριματα οφτε νερό. Τον κατεβάςαμε ςιδθρ/κϊσ ςτθ Σμφρνθ, αλλά δεν προφτάςαμε να τον επιβιβάςουμε ςε πλοίο για τθν Ελλάδα και ζτςι ελευτερϊκθκε αυτόσ και εμείσ μείναμε αιχμάλωτοι». Και αωοφ μου διθγικθκαν αυτά με παρακάλεςαν, όπωσ, αν ο χότηασ κελιςει να τουσ εκδικθκεί, μεςολαβιςω κοντά του για τθν ςωτθρία τουσ. Κακϊσ περνοφςαν οι μζρεσ και οι δυό ςυνάδερωοι Μανιάτεσ, πρϊθν χωροωφλακεσ, ηοφςαν με τθν αγωνία του τι κα κάνει ο χότηασ για να τουσ εκδικθκεί, μια μζρα που ςε αγγαρεία ιμουν κατα ςφμπτωςθ μαηί με αυτοφσ, μασ είδε ο χότηασ. Πταν πλθςίαςε, ηιτθςε με τον διερμθνζα του να πάω κοντά του και με ρϊτθςε, αν γνωρίηω αυτά τα δυο
97
παιδιά. Του απάντθςα ότι εδϊ ςτθν αιχμαλωςία μασ τουσ γνϊριςα. Μου πρόςτεςε : «Ιςαν τςανταρμάδεσ» (χωροωφλακεσ) και μου διθγικθκε τα τθσ ςυλλιψεϊσ του από αυτοφσ κλπ. και ακόμθ μου είπε: «Με βλζπουν και καταλαβαίνω ότι με φοβοφνται, ειπζ τουσ να μθ φοβοφνται, γιατί δεν φταίνε αυτοί ςε τίποτα, διαταγζσ εκτελοφςαν». Πταν άκουςα αυτά, χάρθκα και εξετίμθςα περιςςότερο τον ανκρωπιςμό και τθ μεγαλοψυχία του. Τα μεταβίβαςα ςτουσ ενδιαωερόμενουσ, οι οποίοι θςφχαςαν από τθν αγωνία και το ωόβο τουσ και όπωσ κυμάμαι επζηθςαν και ιρκαν ςτθν Ελλάδα. Σε άλλθ ςυνάντθςι μασ ο χότηασ μου είπε. «Ρολφ κζλω να ςε βοθκιςω, αλλά δεν ζχω χριματα. Είχα τρία ςπίτια, τα οποία τϊρα είναι καμζνα. Ζχω τθ μάνα μου άρρωςτθ και δεν ζχω χριματα να τθν πάω ςτουσ γιατροφσ, ςτθ Σμφρνθ». Κακθμερινά ςχεδόν μου ζλεγε τα νζα από τθν Ελλάδα. Ζτςι μου είπε και τθν καταδίκθ και τον τουωεκιςμό των ζξι (Γοφναρθ, Στράτου κλπ.) προςκζτοντασ ότι τζτοιεσ πράξεισ δεν είναι για καλό. Επίςθσ, μου ζλεγε τα τθσ διάςκεψθσ τθσ Λωηάνθσ μεταξφ Ελλάδασ και Τουρκίασ και τθν αντιπροςϊπευςθ τθσ Ελλάδασ από τον Ελευκζριο Βενιηζλο. Στισ αρχζσ του Φλεβάρθ 1923 μου είπε τα τθσ υπογραωισ ςτθ Λωηάνθ τθσ ςφμβαςθσ μεταξφ Ελλάδασ και Τουρκίασ περί τθσ ανταλλαγισ των πλθκυςμϊν και αιχμαλϊτων και από τότε πλζον με βεβαίωνε ότι μζρα με τθ μζρα κα ωεφγαμε για τθν Ελλάδα. Ιταν οι πρϊτεσ μζρεσ του Δεκζμβρθ. Το κρφο δυνάμωνε. Εκείνο το βράδυ ζνιωςα λίγο πόνο ςτο αριςτερό μου αυτί. Κυμικθκα ότι ςτα μικρά μου χρόνια ςυχνά τουσ χειμϊνεσ με πονοφςαν τα αυτιά μου. Φοβικθκα ότι κα πονζςω πιο πολφ, ότι κα αρρωςτιςω. Βρικα τον επιλοχεφοντα Ζλλθνα Μιχάλθ και του είπα για τον πόνο που ζνιωκα ςτο αυτί μου και για τοφτο τον παρακάλεςα να μθ με βγάνει το επόμενο πρωί ςε αγγαρεία. Μου υποςχζκθκε. Ραρά τοφτο, το πρωί τον πρϊτο
98
που ωϊναξε για αγγαρεία ιμουν εγϊ. Τον πλθςίαςα και του κφμθςα τθν παράκλθςι μου και τθν υπόςχεςι του. Σε απάντθςι του αυτόσ κυμωμζνοσ μου κατάωερε μπάτςο ςτο πρόςωπό μου. Από τθν απανκρωπιά του αυτι ζνιωςα ζςχατο εξευτελιςμό. Μθ μπορϊντασ όμωσ να κάνω τίποτα άλλο αρνικθκα να υπακοφςω ςτθ διαταγι του και κάκιςα κάτω ςτο χϊμα με τθν οριςτικι απόωαςι μου να μθν υπακοφω πλζον και να μείνω μζςα ςτθ μάντρα ωσ ότου με εφρει ο κάνατοσ. Γιατί είχε παρατθρθκεί και τοφτο. Πποιοσ αιχμάλωτοσ κακόταν μζςα ςτθ μάντρα μασ, χωρίσ να κάνει τίποτα και ωυςικά χωρίσ να τρϊει τίποτα, μετά τρεισ-τζςςερεσ μζρεσ πζκαινε. Πλοι οι ωίλοι μου μάκανε τθν απόωαςι μου. Ρζραςε το πρϊτο εικοςιτετράωρο. Στο δεφτερο εικοςιτετράωρο κατά τισ 11π.μ. είδα το γνωςτό μου χότηα να μπαίνει από τθν καγκελόπορτα τθσ μάντρασ να προχωρεί και να μπαίνει ςτο οίκθμα των γραωείων τθσ διοίκθςθσ του Τάγματοσ. Ππωσ ζμακα φςτερα, ο Χότηασ, όταν δεν με είδε τισ δυο μζρεσ ςε καμμιά αγγαρεία ανθςφχθςε. Ρερνϊντασ από το ωοφρνο που ιταν ζξω από τθ μάντρα, ρϊτθςε τουσ ωουρνάρθδεσ για μζνα. Ο Ρλοφταρχοσ Οικονόμου που τάχε καταωζρει να ενταχκεί ςτο προςωπικό του ωοφρνου και να εργάηεται εκεί, του είπε ότι ζμενα μζςα ςτθ μάντρα αποωαςιςμζνοσ να πεκάνω. Ο χότηασ που πιρε αυτι τθν πλθροωορία, χωρίσ να επιδιϊξει να με ιδεί, μπικε ςτθ μάντρα και πιγε κατ’ ευκείαν ςτον ταγματάρχθ διοικθτι. Δεν γνωρίηω βζβαια τι είπε ςτο διοικθτι, πάντωσ όπωσ αποδείχτθκε, κλικθκε αμζςωσ ο επιλοχεφων Ζλλθνασ Μιχάλθσ και ζλαβε εντολι να με οδθγιςει ςτα γραωεία μπροσ ςτον ταγματάρχθ. Είδα τον Μιχάλθ, που πριν δυό μζρεσ μου είχε δϊςει τον μπάτςο να ζρχεται προσ μζνα. Στάκθκε εμπρόσ μου και με τρεμουλιαςτι ωωνι με ρϊτθςε, αν γνωρίηω ζνα χότηα. Του απάντθςα καταωατικά και εκείνοσ μου είπε: «Πτι ο χότηασ είναι ςτο γραφείο του ταγματάρχθ και ςε ηθτάει να πάμε εκεί». Ο Μιχάλθσ ζτρεμε, γιατί αςωαλϊσ εωοβικθ ότι πικανόν να του ηθτθκεί κάποια ευκφνθ, γιατί με χτφπθςε. Τον
99
ακολοφκθςα με τα χάλια που είχα, με το βαμβακερό ςτρατιωτικό ςϊβρακο, που μόλισ ζωτανε κάτω από τα γόνατά μου, με κατακουρελιαςμζνο ςτρατιωτικό χιτϊνιο και παποφτςια καταξεςχιςμζνα και ςτραβιςμζνα, που μόλισ κρατοφςαν τισ ςόλεσ τουσ. Ανεβικαμε τθν εςωτερικι ςκάλα του ςπιτιοφ και βρεκικαμε ςτον πάνω όροωο. Μπικαμε ςτο γραωείο του ταγματάρχθ, ο οποίοσ ιταν κακιςμζνοσ ςτθν πολυκρόνα του πίςω από το τραπζηι του γραωείου του. Ππωσ και πάρα πάνω γράωω, ιταν Τςερκζηοσ (Κιρκάςιοσ), ψθλόσ, με μεγάλα ίςια μουςτάκια, αγζρωχοσ και ωανατικόσ μιςζλλθνασ. Αριςτερά του και ςχεδόν ςτθ γωνιά του δωματίου κακόταν ςε καρζκλα ο γνωςτόσ μου χότηασ Μεμζτ Νετηάτ και μπαινόβγαιναν άλλοι Τοφρκοι αξιωματικοί. Στάκθκα τρία-τζςςερα βιματα μπρόσ από το τραπζηι (γραωείο) του ταγματάρχθ και δίπλα μου ο Μιχάλθσ. Ο ταγματάρχθσ με διερμθνζα τον Μιχάλθ μου είπε: «Γιατί δεν μασ αναφζρατε ότι είςτε τζτοιοι άνκρωποι (εννοοφςε αςφαλϊσ κάποιασ μόρφωςθσ), για να ςασ μεταχειριςτοφμε κάπωσ διαφορετικά»; Του απάντθςα: «Στον ελλθνικό ςτρατό είμαςτε όλοι ίςοι και ςτθν αιχμαλωςία το ίδιο». Άρχιςε να βρίηει το Βενιηζλο. Είπε: «Αυτόσ ο κερατάσ ο Βενιηζλοσ τα φταίει όλα και ςκοτωνόμαςτε τόςα χρόνια μεταξφ μασ. Και τϊρα κα μασ ξανακάνει πόλεμο και ςείσ κα χακείτε. Κα ςασ πάμε ςτο εςωτερικό τθσ Αςίασ και κα πεκάνετε (κα εννοοφςε από τισ κακουχίεσ)13». Και ςυνζχιςε: «Σεισ οι γραμματιςμζνοι αιχμάλωτοι να μου γράψετε μια διλωςθ ότι ςασ ζχουμε ςτζγαςθ, ότι ςασ δίνουμε φαγθτό και ότι γενικά περνάτε καλά μαηί μασ, για να τθ ςτείλω ςτθν Κοινωνία των Εκνϊν». Σε αυτό του απάντθςα ότι: «αν γράψουμε τζτοια διλωςθ κα γράψουμε ςε αυτι τθν πραγματικότθτα, όπωσ είναι και όπωσ τθ βλζπουμε εμείσ, ανεξάρτθτα αν εςείσ πιςτεφετε ότι αυτά 13 Κατά τθν αντίλθψθ όλων μασ (των αιχμαλϊτων) οι Τοφρκοι τότε ωοβόντουςαν τθν επανάλθψθ του πολζμου από μζρουσ των Ελλινων.
100
που μασ παρζχετε ανταποκρίνονται ςτισ ςτοιχειϊδεισ ανκρϊπινεσ ανάγκεσ. Για να γράψουμε δε τζτοια διλωςθ πρζπει να ςυμφωνιςει και ο Ζλλθνασ ςτρατιωτικόσ γιατρόσ μασ.» Αυτό του το είπα, γιατί γνϊριηα ότι είχε ηθτιςει το ίδιο πράγμα από το γιατρό μασ κ. Λεμο/νίδθ, ο οποίοσ πριν λίγεσ μζρεσ είχε ζρκει ςτο Τάγμα μασ και αυτόσ του το είχε αρνθκεί. Στθν απάντθςι μου αυτι δεν είπε τίποτα. Ζδειχνε όμωσ τθ δυςωορία του. Συνεχίηοντασ μου είπε: «Να ςε αφιςουμε ελεφκερο να πθγαίνεισ ςτθν αγορά να κάνεισ ό,τι κζλεισ». Του απάντθςα ότι: «δεν γνωρίηω τθν τοφρκικθ γλϊςςα και δεν μπορϊ να κυκλοφορϊ ςτθν αγορά ςασ». Κατά το διάςτθμα τθσ ςυηιτθςισ μου αυτισ με τον ταγματάρχθ ζριχνα ματιζσ ςτον χότηα, ο οποίοσ κακόταν ςτθν καρζκλα αμίλθτοσ και παρακολουκοφςε. Για μια ςτιγμι ενϊ με κοίταξε κατάματα τον άκουςα να προωζρει τθ λζξθ «φουρνουτηοφ». Αντιλιωτθκα ότι ο χότηασ με τθ λζξθ αυτι μου υπόδειχνε να ηθτιςω να με ςτείλουν να εργάηομαι ςτο ωοφρνο και αμζςωσ είπα προσ τον ταγματάρχθ: «Αν κζλετε, ςτείλτε με ςτο φοφρνο, όπου εργάηεται και ζνασ φίλοσ μου». Αμζςωσ το δζχτθκε αυτό και διζταξε ζναν αξιωματικό να με ςτείλει ςτο ωοφρνο, αωοφ δϊςει ςε μζνα και ςτο ωίλο μου από μια μπαγκανότα (χάρτινθ τοφρκικθ λίρα που είχε εκατό (100) γρόςια). Ο χότηασ, όταν άκουςε αυτό, ςθκϊκθκε από τθν καρζκλα του, χαιρζτθςε τον ταγματάρχθ ευχαριςτθμζνοσ όπωσ ωαινόταν κι ζωυγε. Ξωπίςω του ζωυγα και εγϊ με τον Μιχάλθ. Μετά δυο-τρεισ μζρεσ με ηιτθςε ο αξιωματικόσ που είχε λάβει τθν εντολι από τον ταγματάρχθ και μου ζδωςε 80 γρόςια για μζνα και 80 για το ωίλο μου και με ζςτειλε να εργάηομαι ςτο εξισ ςτο ωοφρνο, που αυτό ςυντζλεςε ςτθ ςωτθρία μου.
101
Τα είκοςι γρόςια από κάκε μπαγκανότα που κράτθςε ο διαχειριςτισ αξιωματικόσ, ίςωσ να ιταν νόμιμεσ κρατιςεισ ίςωσ όμωσ να τα κατακράτθςε αυκαίρετα για όωελόσ του. O Τοφρκοσ ταγματάρχθσ διοικθτισ δεν ζκανε πλζον καμμιά όχλθςθ προσ κανζναν για να του ςυντάξουμε ζκκεςι μασ για τθ διαβίωςι μασ, τθν οποίαν, όπωσ είπε, κάςτελνε ςτθ Κοινωνία των Εκνϊν. Με τα λίγα γρόςια, που μου ζδωςαν, αγόραςα κλωςτζσ και βελόνα, για να ράβω όςο μποροφςα κι άλλα μπαλϊματα ςτα κουρελιαςμζνα ροφχα που ωοροφςα και λίγο τςάι, το οποίο ζβραηα, χωρίσ βζβαια ηάχαρθ και ροωοφςα τα πρωινά. Ριγα ςτο ωοφρνο το απόγευμα τθσ παραμονισ των Χριςτουγζννων του 1922, μζρα που άρχιςε να χιονίηει. Το χιόνι ζπεωτε ςυνεχϊσ μζρα και νφχτα χωρίσ καμιά διακοπι μζχρι τθν 1θ Μάρτθ 1923. Οι ντόπιοι Τοφρκοι ζλεγαν ότι ςτθν περιοχι του Καςαμπά είχε να χιονίςει πριν δζκα επτά (17) χρόνια. Οι αιχμάλωτοι που εργάηονταν ςτο ωοφρνο ωσ ωουρνάρθδεσ και ηυμωτζσ, μου ζδωςαν ζναν τενεκζ με βραςτό νερό και πιγα ςτο πίςω μζροσ του χϊρου του ωοφρνου, γδφκθκα και βοφτθξα τα κουρζλια που ωοροφςα μζςα ςτο βραςτό νερό, για να απαλλαγϊ από τισ ψείρεσ. Πταν ζβγανα τα κουρζλια - ροφχα μου - από τον τενεκζ ςτο πάνω μζροσ του νεροφ, οι ψείρεσ είχαν ςχθματίςει κροφςτα πάχουσ τουλάχιςτο δυό-τριϊν χιλιοςτϊν. Ωσ που να ςτεγνϊςουν τα κουρζλια μου ςκζπαςα το ςϊμα μου με δυο τςουβάλια που υπιρχαν ςτο ωοφρνο από τα αλεφρια, άλλωσ τε και ο όλοσ χϊροσ του ωοφρνου ιταν ηεςτόσ. Στο διάςτθμα που αςχολοφμουν με αυτό τον κακαριςμό μου ςτο πίςω μζροσ του ωοφρνου, ςτο αντίκετο μζροσ, δθλαδι ςτο χϊρο τθσ ειςόδου του μικροφ οικιματοσ που ςτζγαηε το ωοφρνο, άκουςα δυνατζσ ωωνζσ και βριςιζσ Τοφρκου αξιωματικοφ του Ντουρμοφσ εωζντθ, ο οποίοσ ζβαλε ςτθ ςειρά όλουσ τουσ ωουρνάρθδεσ και φςτερα άρχιςε να τουσ μαςτιγϊνει. Θ αιτία του ξυλοδαρμοφ των, όπωσ ζμακα μετά,
102
ιταν, γιατί το ψωμί (ςε καρβζλια) που πιραν εκείνθ τθ μζρα οι Τοφρκοι ςτρατιϊτεσ ωρουροί των αιχμάλωτων, ιταν κακοψθμζνο και λάςπωνε και για τοφτο, κατά τθ γνϊμθ του Τοφρκου αξιωματικοφ, ωταίγανε οι ωουρνάρθδεσ και γι’ αυτό τουσ τιμϊρθςε με ξυλοδαρμό. Οι ωουρνάρθδεσ ιςχυρίηονταν ότι το ψωμί είχε καλά ψθκεί, αλλά οι Τοφρκοι ςτρατιϊτεσ, παρά τισ ςυμβουλζσ των ωουρνάρθδων να μθ βάνουν ςτα τςουβάλια των για μεταωορά τα καρβζλια καυτά, όπωσ βγαίναν από το ωοφρνο, αλλά να τα αωινουν λίγο να κρυϊνουν, τα ζριχναν ςτα τςουβάλια τουσ αμζςωσ και εξ αιτίασ τοφτου λάςπωςαν. Φυςικά τθ δικαιολογία αυτι οφτε που τθν άκουςε ο Τοφρκοσ αξιωματικόσ και οι ωουρνάρθδεσ δζχτθκαν ςτα κορμιά των τον ξυλοδαρμό. Ρροςωπικά, ςτο εξισ μζςα ςτο βαρφ χειμϊνα περνοφςα ςτο ωοφρνο αςφγκριτα καλφτερα απ’ ότι ςτο Τάγμα και το άκλιο καλφβι του Λόχου μου. Πταν υπιρχε αλεφρι και ψωμί ζτρωγα από αυτό, όςο είχα ανάγκθ. Δουλειά ανζλαβα να μεταωζρνω με τενεκζδεσ ςτο ωοφρνο το νερό, που χρειαηόταν για το ηφμωμα του ψωμιοφ και από βρφςθ που ιταν ζξω από το ωοφρνο ςε απόςταςθ πολφ κοντινι. Κοιμόμαςτε πάνω ςτο ωοφρνο, που ωσ τθ ςτζγθ ιταν ζνα κενό φψουσ ωσ ζνα μζτρο ίςωσ και περιςςότερο. Ο ωοφρνοσ όταν ζκαιγε, το πάνω του που κοιμϊμαςταν ιταν πολφ ηεςτό. Γι αυτό είχαμε ςτρϊςει μερικά ςανίδια, που είχαμε βρει ςτα καμζνα ςπίτια, και πάνω ς’ αυτά ξαπλϊναμε. Και όταν δεν άναβε ο ωοφρνοσ για δυο-τρεισ μζρεσ διατθρόνταν ηεςτόσ. Ζτςι, όςο κρφο και αν είχε ζξω, εμείσ βριςκόμαςτε ςε ηεςταμζνο χϊρο. Μαηί μασ ιταν και ζνασ πολίτθσ Ζλλθνασ Μικραςιάτθσ θλικιωμζνοσ και τα βράδια που όλοι μασ ξαπλϊναμε ςτο πάνω του ωοφρνου, μασ διθγόταν διάωορεσ ενδιαωζρουςεσ και ευχάριςτεσ ανατολίτικεσ ιςτορίεσ. Αρχιωοφρναρθσ ιταν ο Θπειρϊτθσ Απόςτολοσ Ηζρβασ, ψθλόσ, ωραίοσ και γεροδεμζνοσ άντρασ. Άωοβοσ ςε κάκε περίπτωςθ κατάωερνε τα πάντα, παραπλανϊντασ τουσ
103
Τοφρκουσ. Μασ ζταξε ότι τθν Ρρωτοχρονιά κα το γιορτάηαμε μζςα ςτθ δυςτυχία μασ, τρϊγοντασ όλοι μασ βραςτι βοϊδοκεωαλι. Το νομίηαμε αςτείο του! Αυτόσ όμωσ τιρθςε τθν υπόςχεςι του. Μπροσ ςτουσ Τοφρκουσ ωρουροφσ, το πρωί τθσ παραμονισ τθσ Ρρωτοχρονιάσ, ωορτϊκθκε ςτουσ ϊμουσ του ζνα τςουβάλι αλεφρι, κατζβθκε ςτθν αγορά, το ποφλθςε, αγόραςε μια βοϊδοκεωαλι και τθν ζωερε ςτο ωοφρνο. Τθν νφχτα βράηονταν θ βοϊδοκεωαλι και το μεςθμζρι τθσ Ρρωτοχρονιάσ ωάγαμε όλοι μαηί, ωαγθτό που δεν μποροφςαμε να ωανταςτοφμε και τοφτο χάρισ ςτο μεγάλο κάρροσ του Αποςτόλθ Ηζρβα. Από τισ 3 Φλεβάρθ 1923 μζχρισ ότου ωφγαμε, ςτισ αρχζσ τ’ Απρίλθ, δεν ςτζλνονταν οι αιχμάλωτοι ςε εργαςίεσ και ολόκλθρο το Τάγμα τζκθκε ςε αποκλειςμό (καραντίνα), γιατί όπωσ ακοφςαμε οι Τοφρκοι ωοβικθκαν, μιπωσ μεταδοκοφν επιδθμικζσ αρρϊςτιεσ. Ανατολικότερα ςτθν πόλθ Ουςάκ ιταν ςτρατόπεδο αιχμαλϊτων με αρικμό υπζρ τισ πζντε χιλιάδεσ (5.000). Ρροςβλικθκαν όμωσ από εξανκθματικό τφωο, ο οποίοσ ζλαβε τζτοια ξάπλωςθ, ϊςτε μζχρι τισ αρχζσ του Απρίλθ που ωφγαμε για τθν Ελλάδα, είχαν διαςωκεί μόνον περί τουσ χίλιουσ διακόςιουσ (1.200), όλοι οι άλλοι πζκαναν εκεί. Στο Τάγμα μασ, οι κάνατοι προζρχονταν από εξάντλθςθ, δυςεντερίεσ και κρυολογιματα. Τα πτϊματα αυτϊν που πζκαιναν τοποκετοφντο πάνω ςε ζνα ωφλλο τςίγκου και άλλοι αιχμάλωτοι τουσ μετάωερναν ζξω από τθν πόλθ, πάνω ς’ ζνα ςτρογγυλό χωματόλοωο, γφρω ςτον οποίο, από τον καιρό τθσ προζλαςθσ του ςτρατοφ μασ, ιταν ςκαμμζνο χαράκωμα βάκουσ περίπου δυο μζτρων. Μζςα ς’ αυτό το χαράκωμα ρίχνονταν οι νεκροί, χωρίσ να ςκεπάηονται με χϊμα 14. Και αν 14 *Σθμείωςθ επιμελθτι+ Μια θμζρα του Φεβρουαρίου του 1924, δθμοςιεφτθκε ςτισ ακθναϊκζσ εωθμερίδεσ θ είδθςθ: "Το προςεγγίςαν εισ τθν Κεςςαλονίκθν αγγλικόν πλοίον "Ηαν", μετζφερε τετρακόςιουσ τόνουσ οςτών Ελλήνων, από τα Μουδανιά, εισ τθν Μαςςαλίαν, προσ βιομθχανοποίθςιν. Οι εργάται λιμζνοσ
104
εκείνοι που τουσ μετάωερναν ζριχναν πάνω τουσ λίγο χϊμα, τισ νφχτεσ αγζλεσ τςακαλιϊν τουσ ξζκαβαν και ζτρωγαν τισ ςάρκεσ των. Στο χαράκωμα αυτό ρίχτθκαν νεκροί ωίλοι και γνωςτοί. Ο Ρανάγοσ από τθ Σάμο, ο Κυριακόπουλοσ από χωριό του Ρφργου-Ιλιδασ, ο Μπζμπθσ από τθν Κυνουρία και άλλοι. Δεκατρείσ μζρεσ προ τθσ ανταλλαγισ μασ πζκανε και τάωθκε εκεί ο Χριςτοσ Μπαμπανικολόσ, ο λεβεντόκορμοσ καβαλάρθσ ο οποίοσ, όπωσ πάρα πάνω ζγραψα, όταν είχαμε ςτισ 27 Αυγοφςτου 1922 ςτρατοπεδεφςει δεξιά του ςιδθροδρομικοφ ςτακμοφ Καγιάσ, είχε με ςυναδζλωουσ του προχωριςει προσ το Σεβδίκιοϊ και ζξω απ’ αυτό ςυνάντθςαν τοφρκικθ ςτρατιωτικι περίπολο, από τθν οποίαν πιραν τθν πλθροωορία ότι από το πρωί τθσ μζρασ κείνθσ ο τοφρκικοσ ςτρατόσ μπικε ςτθ Σμφρνθ και ζτρεξε με το άλογό του κι ανζωερε τθν πλθροωορία ςτο ςυνταγματάρχθ Ηεγκίνθ. Ζγραψα πάρα πάνω ότι από τθν παραμονι των Χριςτουγζννων άρχιςε να ρίχνει χιόνι θμζρα και νφχτα. Σταμάτθςε τθν 1θ του Μάρτθ. Ο ουρανόσ ιταν πια ολοκάκαροσ και ο ιλιοσ αμζςωσ κζρμανε πολφ. Το πρϊτο δεκαιμερο του Μάρτθ τα πλατάνια τθσ δεντροςτοιχίασ του κεντρικοφ δρόμου του Καςαμπά μπομποφκιαςαν και ςε λίγεσ μζρεσ είχαν κάνει τα ωφλλα τουσ. Ρροσ τα βράδια ακοφγονταν τα λυπθτερά κελαθδίςματα των γκιϊνθδων, που όγκωναν τθ μελαγχολία μασ. Από τον πολφ ηεςτό ιλιο ςε λίγεσ μζρεσ είχαμε γίνει μελαψοί. Θ ωρουρά του Τάγματοσ αιχμάλωτων Καςαμπά είχε δφναμθ εκατόν εξιντα (160) ςτρατιϊτεσ μαηί με ανάλογουσ υπαξιωματικοφσ. Μόνο οι υπαξιωματικοί ωοροφςαν ςτρατιωτικι ςτολι. Οι ςτρατιϊτεσ ιςαν ντυμζνοι με ό,τι είχε ο Κεςςαλονίκθσ, πλθροφορθκζντεσ το γεγονόσ, θμπόδιςαν το πλοίον να αποπλεφςθ. Επενζβθ όμωσ ο άγγλοσ πρόξενοσ και επετράπθ ο απόπλουσ". Ιςαν τα οςτά Ελλινων θρϊων... Ιςαν τα οςτά των Ελλινων ςτρατιωτϊν, που μετά τισ ομαδικζσ ςωαγζσ και εξοντϊςεισ αργοπζκαιναν ςτα ςτρατόπεδα αιχμαλϊτων, από τα οποία, το ωοβερότερο ιταν το ςτρατόπεδον του Ουςάκ.
105
κακζνασ τουσ και δίναν τθν εντφπωςθ Τοφρκων χωρικϊν. Ρολλϊν τα ροφχα των ιςαν και ςχιςμζνα. Το ςυςςίτιό τουσ ιταν όμοιο με το των αιχμαλϊτων, ίςωσ ςε ποςότθτα περιςςότερο. Ζπαιρναν όμοια μερίδα ψωμιοφ. Πταν ςτουσ αιχμάλωτουσ δίνονταν βραςμζνο ςιτάρι, απ’ αυτό ζπαιρναν και οι Τοφρκοι ςτρατιϊτεσ. Πταν δεν δίνονταν τίποτε ςτουσ αιχμάλωτουσ, ταυτό γινόταν και ς’ αυτοφσ. Είχαν διαιρεκεί ςε τζςςερουσ Λόχουσ. Από ςαράντα ςτρατιϊτεσ ςε κάκε λόχο. Για κάκε Λόχο υπιρχαν μόνο 7-8 όπλα παλαιοφ τφπου «Μαρτίνι» μονόςωαιρα, τα οποία είχαν μεταποιθκεί ςε τφπο «Μάουηερ» και είχαν ςχοίνινο αορτιρα. Κάκε ςτρατιϊτθσ που επρόκειτο να ωυλάξει ςκοπόσ, παραλάβαινε το όπλο από τον προκάτοχό του και τρία ωυςίγγια. Ρολλζσ ωορζσ Τοφρκοι ςτρατιϊτεσ μάσ μιλοφςαν με καυμαςμό για το Ρυροβολικό μασ. Είχαν λάβει πικρι πείρα κατά τισ μάχεσ και μασ ρωτοφςαν να τουσ ποφμε τι γνϊριηαν οι πυροβολθταί μασ, που είχαν τόςθ ευςτοχία. Πταν μασ κατζβαςαν ςτθ Σμφρνθ, για να ωφγουμε για τθν Ελλάδα, εκεί είδαμε τοφρκικο ςτρατό με καινοφργιεσ χειμερινζσ ςτολζσ και εξαρτιςεισ εκςτρατείασ, που ιςαν ςτολζσ του ελλθνικοφ ςτρατοφ. Αιχμάλωτοι, που πζραςαν τον χρόνο τθσ αιχμαλωςίασ των ςτθ Σμφρνθ, μασ είπαν ότι οι Τοφρκοι βρικαν εκεί αποκικεσ γεμάτεσ ιματιςμό του ελλθνικοφ ςτρατοφ και με αυτόν ζντυςαν Μεραρχίεσ του δικοφ των ςτρατοφ.
Η ανταλλαγι και επιςτροφι ςτθν Ελλάδα Στισ 2 του Απρίλθ 1923, Μεγάλθ Δευτζρα, είδαμε να κινείται ςτο Τάγμα αιχμαλϊτων Τοφρκοσ ςυνταγματάρχθσ γιατρόσ. Αποδείχτθκε ότι αυτόσ είχε ζρκει για να ωροντίςει για τθ μεταωορά μασ ςτθ Σμφρνθ προσ τον ςκοπό ανταλλαγισ μασ με Τοφρκουσ αιχμάλωτουσ που είχε θ Ελλάδα. Μιλοφςε τθν ελλθνικι γλϊςςα, γιατί, όπωσ μασ είπε, καταγόταν από τα Γιάννενα. Ακοφςαμε από τον ίδιο ότι ςε
106
εκτζλεςθ ςυμωωνίασ που υπογράωτθκε ςτθ Λωηάνθ μεταξφ Ελλάδασ και Τουρκίασ, κα γίνει ανταλλαγι αιχμαλϊτων, αλλά μόνον δζκα χιλιάδων, γιατί τόςοι ιςαν οι Τοφρκοι αιχμάλωτοι ςτθν Ελλάδα. Οι επί πλζον από τισ δζκα χιλιάδεσ Ζλλθνεσ αιχμάλωτοι κα παραμείνουν ςτθν Τουρκία για να ωφγουν από εκεί μετά τθν υπογραωι τθσ ςυνκικθσ ειρινθσ. Μασ είπε ότι από όλα τα Τάγματα Ελλινων αιχμαλϊτων κα γίνονταν προσ τθ Σμφρνθ αποςτολζσ μικροφ αρικμοφ αιχμαλϊτων από το κακζνα, ϊςτε να ςυμπλθρωκεί ο αρικμόσ δζκα χιλιάδεσ. Αυτόσ όμωσ πρότεινε ςτθν προϊςταμζνθ του αρχι, όπωσ το Τάγμα μασ ωφγει ολόκλθρο, επειδι βριςκόταν ςτισ χειρότερεσ ςυνκικεσ διαβίωςθσ από όλα τα άλλα Τάγματα και θ πρόταςι του αυτι ζγινε δεκτι. Μασ πρόςτεςε δε ότι ωσ ςυμπατριϊτεσ που είμαςτε κζλει με κάκε τρόπο να μασ βοθκιςει να ωφγουμε. Γι αυτό, όμωσ, ζπρεπε μζςα ςε δυο μζρεσ να ετοιμαςτοφμε και να κατζβουμε ςιδθροδρομικϊσ ςτθ Σμφρνθ. Ετοιμαςία μασ ιταν να απολυμανκοφμε όλοι μασ και ο ωοφρνοσ μασ να ψιςει ψωμί, ϊςτε κάκε αιχμάλωτοσ να πάρει ψωμί για δφο μζρεσ. Ρράγματι, ο Ζλλθνασ γιατρόσ του Τάγματόσ μασ κ. Λεμονίδθσ, με εκείνουσ τουσ απολυμαντικοφσ κλιβάνουσ που είχε ωτιάξει με τα βαρζλια του οινοπνεφματοσ, κατόρκωςε να πραγματοποιιςει τθν απολφμανςθ ζγκαιρα. Μόλισ άρχιςε να ωζγγει θ 4θ Απρίλθ, Μεγάλθ Τετάρτθ, παρατάχτθκε όλο το Τάγμα κατά τετράδεσ και κακϊσ περνοφςαν εμπρόσ από το ωοφρνο, δινόταν ςε κάκε αιχμάλωτο ψωμί δφο θμερϊν και βιαςτικά οδθγθκικαμε ςτο ςιδθροδρομικό ςτακμό. Για τθν αναχϊρθςι μασ δεν ειδοποιικθκαν και γι’ αυτό δεν ιρκαν μαηί μασ όςοι είχαν ςταλεί και εργάηονταν ςε χωριά ζξω από τον Καςαμπά, όπωσ και εκείνοι που είχαν ςταλεί, ςτο βουνό και ωτιάχναν ξυλοκάρβουνα. Ζγραψα πάρα πάνω ότι το Τάγμα αιχμαλϊτων Καςαμπά αποτελζςτθκε από τουσ εννιακόςιουσ (900) που ξεκινιςαμε
107
από τθ Μαγνθςία και άλλουσ πεντακόςιουσ (500) που ζωερναν τμθματικά κατόπιν, μζςα ςτουσ οποίουσ ιςαν πολλοί Ζλλθνεσ Μικραςιάτεσ. Στο διάςτθμα του χειμϊνα 1922-1923 πζκαναν περί τουσ τριακόςιουσ (300). Άλλοι τριακόςιοι ιςαν όςοι είχαν ςταλεί ςε εργαςίεσ εκτόσ του Καςαμπά και ςτο Νοςοκομείο Μαγνθςίασ. Συνεπϊσ, όςοι οδθγθκικαμε ςτο ςιδθροδρομικό ςτακμό είμαςτε περίπου οκτακόςιοι (800). Μασ επιβίβαςαν ςε ζνα ςιδθροδρομικό ςυρμό και περιμζναμε να ξεκινιςει. Ρρωί-πρωί ςτο χϊρο του ςτακμοφ είχαν ζρκει αρκετοί Τοφρκοι πολίτεσ, οι οποίοι ςιωπθλοί μασ βλζπαν μάλλον με ςυμπάκεια. Απζναντι ςτο βαγόνι, ςτο οποίο μπικα και κάκιςα, ζβλεπα όρκιο ζνα γζροντα Τοφρκο, ο οποίοσ μιλοφςε μονολογϊντασ. ϊτθςα ςυνάδελωο τουρκομακι, που τον ζβλεπε κι αυτόσ να μου εξθγιςει τι ζλεγε, γιατί ζβλεπα, κακϊσ μονολογοφςε, από τα μάτια του κυλοφςαν δάκρυα. Μου εξιγθςε ο ςυνάδελωοσ ότι ζλεγε: «Ιςαςταν εδϊ και βζβαια υποφζρατε, αλλά εμείσ ακοφγαμε που μιλοφςατε ελλθνικά και πιςτεφαμε ότι ζχουμε ακόμθ μαηί μασ τουσ Ζλλθνεσ. Τϊρα φεφγετε και ςεισ. Τι κα γίνουμε χωρίσ τουσ Ζλλθνεσ». Ο ςιδθροδρομικόσ ςυρμόσ ξεκίνθςε κατά ϊρα περίπου 11π.μ. και κατά τισ 4μ.μ. ωτάςαμε ςτθ Σμφρνθ. Μασ οδιγθςαν ςε πλαγιαςτό χϊρο, που ιταν πάνω από τθν παραλία τθσ ςυνοικίασ «Ροφντα», και όπωσ είπαν άλλοι αιχμάλωτοι που γνϊριηαν, εκεί είχε τισ εγκαταςτάςεισ τθσ θ Μοίρα Κλιβάνων τθσ Ελλθνικισ Στρατιάσ. Κακϊσ ωτάναμε δίναν ςτον κακζνα μασ από ζνα αντίςκθνο, που είχε χρϊμα άςπρο. Τθν νφχτα τθσ 4θσ προσ 5θ Απρίλθ, Μεγάλθσ Τετάρτθσ προσ Μεγάλθ Ρζμπτθ, μείναμε ςτο φπαικρο και το κρφο ιταν πολφ τςουχτερό. Διπλωμζνοι με τα αντίςκθνα όλθ τθ νφχτα περπατοφςαμε για να νιϊκουμε ζτςι λιγότερο το κρφο. Μζςα ςτο ςκοτάδι, όμωσ, ωαντάηαμε ςαν άςπρεσ ςκιζσ και θ πλαγιά παρουςίαηε εικόνα βιβλικι.
108
Βαςίλθσ Γ. Διαμαντόπουλοσ, όταν γφριςε από τθν αιχμαλωςία, ςτισ 6-4-1923.
Το πρωί τθσ 6θσ Απρίλθ, Μεγάλθ Ρζμπτθ παραδϊςαμε τα αντίςκθνα, ιρκαν Τοφρκοι αξιωματικοί, ωαίνεται δε ότι εκεί ιταν και θ Διεκνισ Επιτροπι για τθν ανταλλαγι των
109
αιχμαλϊτων. Στικθκε ξφλινο τραπζηι, ανοίξανε πάνω ςε αυτό οι Τοφρκοι αξιωματικοί καταλόγουσ και άρχιςαν να ωωνάηουν αρικμοφσ και ονόματα. Κακϊσ πλθςίαηε και περνοφςε από εμπρόσ τουσ, όποιοσ άκουγε τον αρικμό του και το όνομά του, παρατθροφςαμε ότι άλλουσ ζςτελναν να ςτακοφν προσ τα δεξιά τουσ και άλλουσ προσ τα αριςτερά τουσ. Αποδείχτθκε ότι γινόταν επιλογι. Πςοι ςτζλνονταν δεξιά τουσ ιταν να ωφγουν και όςοι ςτζλνονταν αριςτερά τουσ κα παράμεναν. Άωθναν να ωφγουν τουσ απλοφσ ςτρατιϊτεσ, κρατοφςαν δε τουσ υπαξιωματικοφσ, γενικά, και τουσ ςτρατιϊτεσ των τεχνικϊν όπλων, Ρυροβολικοφ, Μθχανικοφ κ.λπ. Από τουσ οχτακόςιουσ (800) του Τάγματόσ μασ, που κατεβικαμε από τον Καςαμπά, κράτθςαν γι’ αυτό τον λόγο περίπου εκατόν πενιντα (150) και ζτςι, τελικά, κα ωεφγαμε οι εξακόςιοι πενιντα (650). Μασ οδιγθςαν ςτθν περιοχι τθσ Ροφντασ, ςε προβλιτα τθσ οποίασ ιταν αγκυροβολθμζνο ελλθνικό ωορτθγό καράβι με το όνομα: «Λωάννθσ». Είχαν επιβιβαςτεί ςε αυτό κι άλλοι Ζλλθνεσ αιχμάλωτοι. Τζλοσ κατά ϊρα δζκα (10) το βράδυ επιβιβαςτικαμε και εμείσ. Από Ζλλθνεσ αξιωματικοφσ και ςτρατιωτικοφσ γιατροφσ, που ιςαν μζλθ τθσ Επιτροπισ Ραραλαβισ μάκαμε ότι εμείσ είμαςτε οι τελευταίοι που ςυμπλθρϊςαμε τισ δζκα χιλιάδεσ (10.000) που ανταλλάχτθκαν τότε. Μπαίνοντασ ςτο ελλθνικό καράβι, φςτερα από μαρτυρικι ηωι επτά μθνϊν, πατοφςαμε ςε ελεφκερο ελλθνικό ζδαωοσ και νιϊςαμε να ωεφγει από μζςα μασ το άγχοσ τθσ ςκλαβιάσ μασ. Μασ δόκθκαν ςτον κακζνα μασ ολόκλθρθ κουραμάνα (ελλθνικό ψωμί του ςτρατοφ), αρκετό τυρί και κονςζρβα κρζασ. Πταν ζωεξε θ 6θ Απρίλθ, Μεγάλθ Ραραςκευι, το καράβι: «Λωάννθσ» ζμενε εκεί ακίνθτο. Ακοφςαμε ότι δεν κα μασ ζωερνε αυτό ςτθν Ελλάδα, αλλά άλλο, το οποίο κα ερχόταν από τθν Ελλάδα με Τοφρκουσ αιχμαλϊτουσ. Μζνοντασ ςτο ελλθνικό καράβι είτε από το κατάςτρωμα είτε από τθν προβλιτα βλζπαμε τθν άλλοτε ωραία
110
μεγαλοφπολθ τθσ Λωνίασ, τθ Σμφρνθ, καταερειπωμζνθ και ζρθμθ. Στον παραλιακό τθσ δρόμο υψϊνονταν μερικά κομμάτια τοίχων των άλλοτε ωραίων ςπιτιϊν τθσ και από το πρωί ωσ ϊρα δφο (2)μ.μ. ότε απόπλευςε το καράβι που κα μασ ζωερνε ςτθν Ελλάδα, δεν είδαμε τίποτε άλλο, εκτόσ μόνο να πθγαινοζρχονται αραιά τα τραμ που ςζρνονταν από άλογα, 5-6 αμάξια και ςε αραιά διαςτιματα ωαινόταν και κανζνασ Τοφρκοσ διαβάτθσ με το κόκκινο ωζςι του. Στο λιμάνι βρίςκονταν πζντε (5) ξζνα πολεμικά, τρία(3) ελλθνικά ωορτθγά που χρθςιμοποιοφνταν για τθν παραλαβι και μεταωορά των αιχμαλϊτων και ζνα μικρό τοφρκικο ςκάωοσ που ζκανε τθ ςυγκοινωνία Σμφρνθσ-Βρυοφλλων. Λίγο μετά το μεςθμζρι ζωταςε το ελλθνικό ωορτθγό καράβι: «Ανδρζασ», το οποίο ζωερε από τθν Ελλάδα Τοφρκουσ αιχμαλϊτουσ. Πταν άραξε και τουσ βλζπαμε πλζον από κοντά, αυτοί ιςαν ντυμζνοι με καινοφργιεσ ςτρατιωτικζσ ςτολζσ και άρβθλα. Είχαν χλαίνεσ, κουβζρτεσ, και τα ςακκίδιά των γεμάτα τρόωιμα και ωροφτα. Ρριν να αρχίςουν να αποβιβάηονται μασ κοίταηαν, όπωσ είμαςτε γυμνοί, ξυπόλυτοι και κουρελιδεσ, με ζκπλθξθ και δεν μιλοφςαν. Πταν πλζον κατζβαιναν και μασ πλθςίαηαν πολλοί από αυτοφσ με δάκρυα ςτα μάτια και αγανάκτθςθ ζλεγαν μιλϊντασ ελλθνικά: «Ροφ ςασ ςτζλνουν οι άτιμοι με αυτά τα χάλια» και άδειαηαν εμπρόσ μασ τα ςακκίδιά των με τα τρόωιμα και τα ωροφτα (πορτοκάλια-μιλα) παρακαλϊντασ να τα δεχτοφμε. Ρολλοί ζβγαηαν και τισ χλαίνεσ που ωοροφςαν και μασ τισ ζδιναν όπωσ και τισ κουβζρτεσ των. Μασ είπαν ότι τθν αιχμαλωςία τουσ τθν πζραςαν ςτθν Ράτρα και εκεί είχαν επιβιβαςτεί ςτο καράβι, το οποίο τουσ ζωερε ςτθ Σμφρνθ. Πταν άδειαςε από αυτοφσ το καράβι «Ανδρζασ», επιβιβαςτικαμε ςε αυτό και κατά ϊρα 2μ.μ. αποπλεφςαμε. Κι όςο απομακρυνόμαςτε, αωιναμε πίςω μασ τα κλιβερά ερείπια τθσ Σμφρνθσ και μζςα ςε αυτά καμμζνο το ωευγαλαίο όνειρο τθσ λευτεριάσ του απ’ αιϊνων Μικραςιατικοφ Ελλθνιςμοφ, που
111
αντ’ αυτοφ γνϊριςε από τουσ Τοφρκουσ τθ ςωαγι, τθν ατίμωςθ και, τελικά, τον ξεριηωμό του από τθν πατρογονικι του γθ. Το πρωί τθσ 7θσ Απρίλθ, Μεγάλο Σάββατο, το καράβι που μασ ζωερνε βριςκόταν ςτα ανοιχτά του Αιγαίου και κατά ϊρα περίπου δζκα (10)π.μ. αντικρίςαμε με μεγάλθ μασ ςυγκίνθςθ το Σοφνιο, με τισ πάλευκεσ κολϊνεσ του ναοφ του Ροςειδϊνα και ςτθ ςυνζχεια τθν Αττικι παραλία προσ το Σαρωνικό με τθ Γλυωάδα-Καλαμάκι, Ραλαιό και Νζο Φάλθρο και ςτο βάκοσ τμιματα τθσ Ακινασ με τθν Ακρόπολθ και το Λυκαβθττό. Ριο πζρα τθν Καςτζλα, τον Ρειραιά και τζλοσ το καράβι «Ανδρζασ» αγκυροβόλθςε ςτον κόλπο τθσ Σαλαμίνασ εμπρόσ από το Δθμόςιο Απολυμαντιριο, προσ τθν πλευρά τθσ Κοφλουρθσ απζναντι από το Κερατςίνι. Στισ 8 Απρίλθ, Κυριακι του Ράςχα, μείναμε ςτο καράβι και μασ δόκθκαν παςχαλινά τρόωιμα. Ρροσ το απόγευμα πλθςίαςαν βάρκεσ με επιςκζπτεσ που ηθτοφςαν πλθροωορίεσ για δικοφσ τουσ. Και τθν 9θ Απρίλθ, Δευτζρα του Ράςχα, μείναμε μζςα ςτο καράβι και ιρκαν περιςςότερεσ βάρκεσ με επιβάτεσ που ηθτοφςαν πλθροωορίεσ για δικοφσ τουσ. Σε μια βάρκα ιταν γνωςτόσ μου λοχαγόσ του πυροβολικοφ Άγισ Λεβζντθσ από τθν Κυνουρία. Ηθτοφςε πλθροωορία για τον αδελωό του Κραςφβουλο, με τον οποίο ςυνυπθρετοφςα ςτο επιτελείο τθσ Στρατιωτικισ Διοίκθςθσ, ςτο Αϊδίνι. Κατά τθν αιχμαλωςία μασ, τυχαία χωριςτικαμε. Είχα μάκει ότι ωσ αιχμάλωτοσ βριςκόταν ςτθν περιοχι του Τουρμπαλί και ότι πζκανε. Τθ κλιβερι αυτι πλθροωορία είπα ςτον ωίλο Άγι Λεβζντθ και από αυτόν ζμακα ότι ο αδερωόσ μου λοχαγόσ Ρυροβολικοφ Κϊςτασ είχε διαςωκεί κατά τθν υποχϊρθςθ από τθ Μ. Άςία και αποβιβάςτθκε με το Σφνταγμά του Γ' Ρεδινό Ρυροβολικό ςτθ Κράκθ, ότι βριςκόταν ςτθν Ακινα και τισ μζρεσ αυτζσ του Ράςχα είχε πάει ςτουσ γονείσ μασ ςτο χωριό
112
μασ Αγιωργίτικα15-Αρκαδίασ. Κατά το μεςθμζρι πλθςίαςε ςτο καράβι μια βάρκα μζςα ςτθν οποία ιταν κακιςμζνοσ ςεβάςμιοσ γζροντασ με μαφρο κοςτοφμι, μαφρο καπζλο και λευκαςμζνα γζνεια, δίπλα του άλλοσ κφριοσ, νεότερόσ του και όρκια μια ωραία κοπζλα ψθλι, λεπτι, μελαχρινι με μαφρα μαλλιά και μεγάλα μαφρα μάτια. Μίλθςε θ κοπζλα και ηθτοφςε πλθροωορίεσ για τον Γιϊργο Τςιτςεκλι. Καταλάβαμε ότι ιταν αδερωι του, γιατί ζμοιαηε καταπλθκτικά με τον αδερωό τθσ. Πλοι μασ όςοι τον γνωρίηαμε μιλοφςαμε μεταξφ μασ και προσ τουσ γνωςτοφσ μασ να μθ τθσ δϊςουν εκείνθ τθ ςτιγμι τθ κλιβερι πλθροωορία για τθν αυτοκτονία του, τθ ςτιγμι τθσ παράδοςισ μασ ςτουσ Τοφρκουσ. Ραρά τθν προςπάκειά μασ αυτι, γνωςτόσ μασ αιχμάλωτοσ, ο ςτο Αϊδίνι ςτρατιϊτθσιπποκόμοσ του ςυνταγματάρχθ Ηεγκίνθ, ο οποίοσ εκείνθ τθ ςτιγμι βριςκόταν πάνω ςτθ γζωυρα του καραβιοφ, απάντθςε ςτθν κοπζλα ότι ο Γιϊργοσ Τςιτςεκλισ αυτοκτόνθςε τθ ςτιγμι τθσ παράδοςισ μασ, πάνω ςτο βουνό τθσ Σμφρνθσ «ςτα δυό αδζρφια» και τθσ το βεβαίωςε. Στο άκουςμα αυτισ τθσ πλθροωορίασ θ κοπζλα κλονίςτθκε κι ιταν ωανερό ότι προςπακοφςε να κρατθκεί όρκια, ο γζροντασ πατζρασ τθσ ζςκυψε πιο πολφ και θ βάρκα άρχιςε να κάνει ςτροωι και ςιγάςιγά να απομακρφνεται. Εκείνθ τθ ςτιγμι, βλζποντάσ τουσ, ζνιωκα βακιά τον απζραντο πόνο τουσ για τον τόςο άδικο χαμό του αγαπθμζνου τουσ γιου και αδερωοφ και δικοφ μασ αξζχαςτου ωίλου16. 15 *Σθμείωςθ επιμελθτι+ Αγιωργίτικα, οικιςμόσ (με υψόμετρο 670 μ.) του νομοφ Αρκαδίασ. Διοικθτικά ανικει ςτο Διμο Κορυκίου και ζχει 386 κατοίκουσ (Απογραωι 2001). 16 Μετά μερικά χρόνια, κατα το 1930 ι και νωρίτερα, οι ακθναϊκζσ εωθμερίδεσ και ςυγκεκριμζνα θ «Εςτία», δθμοςίευςαν τθν είδθςθ αυτοκτονίασ τθσ δεςποινίδασ Tςιτςεκλι. Ζγραωαν ότι μετά τθν προςωυγιά τθσ οικογζνειασ από τθ Σμφρνθ και τθν πλθροωορία ότι ο μοναχογιόσ τουσ Γιϊργoσ αυτοκτόνθςε κατά τθ ςτιγμι τθσ αιχμαλωςίασ, για να μθ πζςει ςτα χζρια των Τοφρκων, πζκαναν ςτθν Ακινα οι θλικιωμζνoι γονείσ τθσ. Θ ίδια, μόνθ πλζον ςτον εδϊ κόςμο, ηοφςε με τθ κλίψθ τθσ, για τα τόςα οικογενειακά πακιματά τθσ, διάκεςε ό,τι
113
Αργότερα, είδα από μακριά να ζρχεται μια βάρκα. Σαν από προαίςκθςθ τθν περίμενα να πλθςιάςει και όταν πια μποροφςα να διακρίνω, είδα ότι εκτόσ από τον βαρκάρθ ιταν μζςα ςε αυτι και ζνασ ςτρατιϊτθσ. Πταν θ βάρκα ζωταςε κοντά ςτο καράβι, ο ςτρατιϊτθσ κακϊσ τον κοίταηα, από το κατάςτρωμα που ιμουν, ςκυμμζνοσ ςτθν κουπαςτι, απευκφνκθκε ςε μζνα και με ρϊτθςε, μιπωσ γνωρίηω ζνα Βαςίλθ Διαμαντόπουλο. Του απάντθςα ότι είμαι ο ίδιοσ. Μου πρόςτεςε: «Είμαι ο ιπποκόμοσ του αδελφοφ ςασ του λοχαγοφ, ο οποίοσ ζχει πάει ςτουσ γονείσ ςασ, ςτο χωριό ςασ και μου άφθςε εντολι, όταν ζρχονται πλοία με αιχμαλϊτουσ να κατεβαίνω να ρωτϊ για ςασ. Και αν πάρω ευχάριςτθ είδθςθ να του τθλεγραφιςω». Αντιλιωτθκα ότι κακϊσ μου ζλεγε αυτά ιταν πολφ ταραγμζνοσ και δεν μου είπε τίποτα άλλο, παρά μόνο ότι πθγαίνει να τθλεγραωιςει και θ βάρκα ζκανε ςτροωι και άρχιςε να απομακρφνεται. Εκ των υςτζρων εξθγικθκε θ ταραχι του. Ο αδελωόσ μου του είχε δϊςει εντολι να κατεβαίνει κάκε μζρα, που ζρχονταν αιχμάλωτοι, να ρωτάει, αυτόσ όμωσ αμζλθςε και τθν θμζρα του Ράςχα δεν κατζβθκε. Και από αυτι τθν αμζλειά του, βράδυνε να δϊςει τθν πλθροωορία για τθν επιςτροωι μου μια ολόκλθρθ μζρα και για τοφτο ζνιωςε τθν ευκφνθ του και ωοβικθκε τθν από μζρουσ του αδελωοφ μου επίκριςθ. Από το πρωί τθσ 10θσ Απρίλθ, Τρίτθ του Ράςχα, άρχιςε θ αποβίβαςι μασ ςτο Δθμόςιο Απολυμαντιριο και θ απολφμανςι μασ. Ρολλοί είμαςτε όςοι αναλάβαμε εκελοντικά κακικοντα γραωιάδων και γράωαμε τουσ καταλόγουσ, τα προςωρινά απολυτιρια ι τισ άδειεσ. Ρροςωρινά απολυτιρια, για όςουσ ανικαν ςε κλάςεισ που είχαν αποςτρατευτεί, και άδειεσ δφο μθνϊν για όςουσ ανικαν ςτισ κλάςεισ που παρζμειναν επιςτρατευμζνεσ. Θ απολφμανςθ ςυνεχίςτθκε και όλθ τθ νφχτα και τζλειωςε κατά περιουςιακό ςτοιχείο είχε ςε ωιλανκρωπίεσ και πρόςωερε για αρκετά χρόνια τθν προςωπικι τθσ εργαςία ωσ εκελόντρια νοςοκόμοσ ςτο Νοςοκομείο «Ευαγγελιςμόσ» ϊςπου, τελικά, αυτοκτόνθςε.
114
τθ χαραυγι τθσ 11θσ Απρίλθ, θμζρα Τετάρτθ του Ράςχα. Μασ δόκθκε το πρωί, όπωσ παραμζναμε ςτο φπαικρο, ψωμί, τςάι και τυρί. Διαδόκθκε, όμωσ, ότι δεν κα ωεφγαμε, αλλά ότι κα παραμζναμε ακόμθ καραντίνα μζςα ςτο ίδιο καράβι που μασ ζωερε, γιατί αρρϊςτθςαν τζςςερεσ μετά τθν απολφμανςι τουσ και υποψιάηοντο οι γιατροί ότι θ αρρϊςτειά τουσ ενδεχομζνωσ να είναι εξανκθματικόσ τφωοσ. Θ είδθςθ αυτι με κατάκλιψε από τθ ςκζψθ μου ότι και τθν τελευταία ςτιγμι που επρόκειτο να αποκτιςουμε τθν πλιρθ λευτεριά μασ, παρουςιάςτθκαν τζτοια εμπόδια και κίνδυνοι να αρρωςτιςουμε από μολυςματικι αρρϊςτεια, τόςο ϊςτε δεν μποροφςα να ωάω τίποτα παρά τισ προτροπζσ των ωίλων μου. Και όπωσ ιμουν κακιςμζνοσ κάτω άκουςα από επάνω μου τθ ωωνι του αδελωοφ μου που ρωτοφςε: «Ραιδιά, μιπωσ γνωρίηετε ζνα Βαςίλθ Διαμαντόπουλο». Γφριςα προσ τα πίςω το κεωάλι μου και είδα όρκιο τον αδελωό μου Κϊςτα. Δεν μπορϊ να περιγράψω τθ ςυγκινθτικι αυτι ςτιγμι τθσ ςυνάντθςισ μασ. Αγκαλιαςμζνοι βαδίςαμε μερικά βιματα και κακίςαμε ςε ζνα βραχάκι κι όταν ςυνιλκαμε από τθ ςυγκίνθςθ μου ζδωςε πλθροωορίεσ για τουσ δικοφσ μασ. Διζκρινα όμωσ ότι τθ χαρά του για τθ ςωτθρία μου ςκίαηε θ λφπθ του, ωσ αξιωματικόσ που ιταν, για το μαρτφριο και κατάντθμα τόςων ςτρατιωτϊν τθσ άλλοτε περιωανθσ και νικθωόρου ςτρατιάσ τθσ Μ. Αςίασ. Με τθν ζγκριςθ του εκεί Φρουραρχείου ο αδερωόσ μου με πιρε και ανεβικαμε ςτθν Ακινα. Τθν επομζνθ, αποβιβάςτθκαν κι όλοι οι ςυνάδελωοι, γιατί αποδείχτθκε ότι θ αρρϊςτεια των τεςςάρων δεν ιταν εξανκθματικόσ τφωοσ. ΣΕΛΟ
115
ΙΙ) Αναμνιςεισ πολζμου & αιχμαλωςίασ Γεωργίου Π. Δουνοφκου, εκ Σηίβα17 Σεγζασ
17 *Σθμείωςθ επιμελθτι+ Ο Σηίβασ (ι Σηίβα) είναι το πρϊτο χωριό του τεγεατικοφ κάμπου που ςυναντά κανείσ ερχόμενοσ από τθν Τρίπολθ από τθν οποία απζχει 7 χιλ. Είναι χτιςμζνο πάνω ςε μικρό φψωμα (υψόμετρο 680μ.) και αποτελεί δθμοτικό διαμζριςμα του Διμου Τεγζασ. Ζχει γφρω ςτουσ 100 μονίμουσ κατοίκουσ (228 ςφμωωνα με τθν απογραωι του 1991) που αςχολοφνται κυρίωσ με τθ γεωργία. Στο χωριό ωκάνει κανείσ από το δρόμο Τρίπολθσ-Σπάρτθσ παίρνοντασ δεξιά διακλάδωςθ. To χωριό ςυνδζεται οδικά με το χωριό Δεμίρι (2 χιλ.).
116
Γεϊργιοσ Ρ. Δουνοφκοσ, Λοχίασ Τθλεγραφθτισ
117
[θμείωμα] Με τον αγαπθτό μου ωίλον Βαςίλειον Διαμαντόπουλον, ο οποίοσ ςυνζγραψε και εξζδωκε τθν παροφςαν ιςτορικιν διιγθςιν, ωσ και αλλοφ αναωζρω, ςυνυπθρετοφςα κατά το ζτοσ 1922 εισ το Μικρόν Επιτελείον του 18ου Ρεηικοφ Συν/τοσ εδρεφοντοσ εισ το Αϊδίνιον τθσ Μικράσ Αςίασ, εγϊ μεν ωσ λοχίασ εκείνοσ δε εισ τθν Στρατιωτικιν Διοίκθςιν. Κατά τθν υποχϊρθςιν του Συν/τόσ μασ και κακ’ όλθν τθν περιπετειϊδθ πορείαν μασ, τθν οποίαν λεπτομερϊσ εισ τθν παροφςαν εργαςίαν του περιγράωει μζχρι τθσ ςελίδοσ 79 18, ότε εκείνοσ μεν απεςπάςκθ εισ τουσ ωοφρνουσ του Καςαμπά ωσ αιχμάλωτοσ, εγϊ δε παρζμεινα εισ το ςτρατόπεδον αιχμαλϊτων του Καςαμπά, επειδι αι περιπζτειαι είναι όμοιαι, χωρίσ καμμίαν ουςιϊδθ διαωοράν, εγϊ δεν κα αναγράψω προτικζμενοσ να διθγθκϊ τασ περαιτζρω περιπετείασ μου αω’ ότου απεχωρίςκθμεν μζχρι τθσ ανταλλαγισ και επιςτροωισ μασ εκ τθσ αιχμαλωςίασ εισ τασ πατρίδασ μασ. Πλα τα εκτικζμενα υπό του Διαμαντοποφλου (πλθν τθσ ηωισ του, όταν απεςπάςκθ εισ τουσ ωοφρνουσ) και αναωερόμενα εισ το διάςτθμα τθσ εισ Καςαμπά εν αιχμαλωςία ηωισ κακϊσ και τα ςχετικά με τθν εκ τθσ αιχμαλωςίασ επανόδου μασ γεγονότα είναι τα αυτά και ωσ ουδόλωσ διαωζροντα δεν επαναλαμβάνω εισ το χειρόγραωόν μου.
Σρίπολισ 1977 Γεϊργιοσ Π. Δουνοφκοσ
18 [Σθμείωςθ επιμελθτι] Θ αναωερόμενθ ςελίδα (79) ςχετίηεται με το
αρχικό βιβλίο: «ΑΛΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΩΝ ΤΟΥΚΩΝ (1922-1923)» του Βαςίλθ Γ. Διαμαντόπουλου.
118
[Ειςαγωγικά] Με τον αγαπθτόν μου ωίλον και ςυγγραωζα τθσ διθγιςεωσ τθσ εν αιχμαλωςία ηωισ του, ςυνυπθρετοφςα και εγϊ ωσ λοχίασ του ιδίου Λόχου του Μικροφ Επιτελείου του 18ου Συντάγματοσ. Τα μζχρι τθσ άνω ςελίδοσ 79 χωρίσ καμμίαν διαωοράν ι παράλειψιν αωοροφν και εμζ, ο οποίοσ μετζχων όλων των περιπετειϊν που περιγράωει από τθν πρϊτθν ςελίδα μζχρισ εδϊ ότε ο Β. Διαμαντόπουλοσ απεςπάκθν εισ τουσ ωοφρνουσ του ςτρατοπζδου δεν κα επαναλάβω και εγϊ εισ τθν εν Ραραρτιματι διθγιςιν μου, επειδι κζλω να ςυμπλθρϊςω τθν ςυνζχειαν των περιπετειϊν τθσ αιχμαλωςίασ μου. Εγϊ παρζμεινα εισ το ςτρατόπεδον αιχμαλϊτων του Καςαμπά από τασ 3 Σεπτεμβρίου 1922 μζχρι τθσ 15θσ Νοεμβρίου*1922+. Στασ 5 Σεπτεμβρίου μασ ζςτειλαν αγγαρείαν να μαηζψουμε τςίγκουσ και ό,τι υλικά ευρίςκαμε ςτα καμζνα ςπίτια τθσ πόλεωσ, για να ςτεγάςουμε τον καταυλιςμό του ςτρατοπζδου. Ενϊ προςπακοφςα να πάρω ζναν τςίγκο ζπεςε το πόδι μου ςε τοφβλα, που αποκάτω ζκαιε ωωτιά, χωρίσ να το καταλάβω. Μζςα ςτο παποφτςι μου ζπεςαν δυο κάρβουνα και μου ζκαψαν το πόδι ςτον αςτράγαλο. Ζγιναν ωοφςκεσ και με πονοφςε. Ζνασ αιχμάλωτοσ με ςυνεβοφλευςε να τισ τρυπιςω να βγει το υγρό. Αυτό ζγινε, αλλά ζγινε μόλυνςι και ζγινε πλθγι. Από τθν ακακαρςία θ πλθγι αωόρμθςε και το πόδι ςε δυο θμζρεσ επριςκθ πάνω από τον μθρό και ζμεινα από το πριξιμο ακίνθτοσ. Ζνασ αιχμάλωτοσ μοφ ζωερε ζνα ωφλλο από κιςςό, το εμάρανε και το εκόλλθςε επάνω ςτθν πλθγι. Ιταν βράδυ, ζμενα ακίνθτοσ. Το πρωί τθσ άλλθσ μζρασ ιλκεν ο ωίλοσ και το ζβγαλε το ωφλλο με το πανί που το είχαμε δζςει και μαηί με το ωφλλο και το πανί εβγικε και ζνα κομμάτι ςάπιο κρζασ με τζςςερα ςκουλικια.
119
Το τραφμα ζμεινε κενό και εωαίνοντο εκεί τα νεφρα του ποδιοφ. Μου είπε να μου ωζρει ωφλλο από πεντάνευρο να το βάλει επάνω να κρζψει. Εβάλαμε το πεντάνευρο και ςε μια εβδομάδα ιμουν καλά. Σε λίγεσ θμζρεσ ιρκε διαταγι να δθλϊςουμε ςτο Τάγμα όςοι θκζλαμε να εργαςτοφμε ςε ιδιϊτεσ ωσ εργάτεσ ι μαςτόροι. Εγϊ διλωςα εργάτθσ (τουρκικά αμελζσ). Τθν άλλθ θμζρα ιρκε ζνασ Τοφρκοσ και μασ πιρε μαηί με ζνα κτίςτθ να του κτίςουμε ζνα καλφβι. Επιγαμε. Μασ ζδειξε το μζροσ. Ο κτίςτθσ μου ανζκεςε να ςκάψω το κεμζλιο. Αλλά κάτω από το κεμζλιο ιςαν πολλά κεραμίδια και ιταν δφςκολο να ανοίξει το κεμζλιο. Ραρεκάλεςα τον μάςτορθ να με βοθκιςει, αλλά αυτόσ δεν κζλθςε και εκουράςκθκα πολφ να τελειϊςω το κεμζλιο, να ωτιάςω τθν λάςπθ, να βγάλω νερό από ζνα πθγάδι βάκουσ 10 μζτρων, ενϊ αυτόσ εκακόταν. Το μεςθμζρι μάσ ζωερε ο Τοφρκοσ ωαγθτό τςορμπά (είδοσ τραχανά) και αμπελοωάςουλα γιαχνί, ψωμί και ζνα πθροφνι και ζνα κουτάλι, και άρχιςα να τρϊγω τον τςορμπά και ζωσ ότου εκείνοσ αρχίςει τα ωαςόλια επρόλαβα και κακϊσ ιμουν νθςτικόσ τρεισ θμζρεσ και κουραςμζνοσ από τθν δουλειά τθσ θμζρασ αυτισ το ζωαγα με το κουτάλι ςχεδόν όλο και ζτςι μου ωάνθκε ότι τον ετιμϊρθςα για τθν ςυμπεριωορά του. Τθν άλλθ θμζρα επιγα με άλλουσ δυο μαςτόρουσ κτίςτεσ να κτίςουμε ζναν τοίχο. Τα υλικά ιταν πλίκρεσ. Ιρκε το αωεντικό και ςτουσ κτίςτεσ ζδωκε καπνό και τςιγαρόχαρτα, ενϊ εμζνα οφτε με επρόςεξε. Απεωάςιςα να αλλάξω τζχνθ και να δθλϊςω μάςτορθσ. Επιγα το πρωί ςτο Τάγμα και εδιλωςα ότι είμαι μάςτορθσ (τουρκικά ουςτά). Μου είπαν ότι ζχω δθλϊςει αμελζ -εργάτθσ. Εδικαιολογικθκα ότι ςτθν πατρίδα μου τον μάςτορθ τον λζνε εργάτθ. Εδζχκθςαν και με ζγραψαν ντουβαρτηι, όπωσ τουσ είπα ότι είμαι. Τθν άλλθ θμζρα ιρκε ζνασ Τοφρκοσ να του κτίςω το ςπίτι. Ιταν Τουρκοκρθτικόσ και ιξερε ελλθνικά. Επερίμενα να πάρει και εργάτθ, αλλά μου εξιγθςε ότι ζχει τθ λάςπθ ζτοιμθ. Στο
120
δρόμο με ρωτοφςε, εάν ιξερα να κτίηω, του είπα ναι. Με ξαναρϊτθςε, εάν ξζρω να βάνω κεραμίδια. Του είπα ναι. Με ξαναρωτά, αν ξζρω να χτίηω τςιμινιζρεσ, δθλαδι τηάκια. Εδϊ εωοβικθκα και για να μθ με ςκοτϊςει, αν δεν μποροφςα να τα καταωζρω, του είπα να με αωιςει να πάρει άλλον, αωοφ αμωιβάλλει. Υπεχϊρθςε, εωκάςαμε ςτο ςπίτι. Ζπρεπε να χτίςω τςατουμά με ορκζσ πλίκρεσ επάνω ςε τετράγωνα ξφλινα. Ιταν για μζνα άγνωςτθ θ δουλειά αυτι. Πταν πιγαμε, είδα ότι ζνασ προθγοφμενοσ μάςτορθσ του είχε κτίςει πζντε τετράγωνα με ορκζσ πλίκρεσ και δεν μποροφςα να εξθγιςω πϊσ εςτερζωναν. Ευτυχϊσ, μου είπε ότι δεν ζωερε το παράκυρο και τοφτο με ζςωςε, διότι ωζρνοντασ επροκυμοποιικθ να το καρωϊςει πίςω από το τετράγωνο του τςατουμά. Τότε εκατάλαβα πωσ εγίνετο αυτό και άρχιςα να κτίηω. Ζμενε, όπωσ ζβλεπα, ευχαριςτθμζνοσ και μου λζει ότι εκείνοσ που είχε τθν προθγοφμενθ θμζρα δεν ιξερε να χτίηει. Του επανζλαβα ότι εγϊ ιμουν ςτθν πατρίδα μου χτίςτθσ και ο πατζρασ μου ςοβατηισ. Με άωθςε και εγφριςε και είδε που είχα τελειϊςει ολόκλθρο τον τοίχο και μου ζωερε να ωάγω κουκιά ξερά βραςμζνα, ζνα κατοςτάρι λάδι και ςταωίδεσ μια χοφωτα και μαηί και λίγο ψωμί. Ζριξε το λάδι ςτα κουκιά και με ζνα ωφλλο από το κρεμμφδι που ζωερε μου ζδειξε να τρϊγω για κουτάλι. Με άωθςε και ζωυγε, για να γυρίςει ςε λίγο να βάλουμε τα κεραμίδια. Εγϊ κάκιςα και τα ζωαγα όλα αυτά και εωοφςκωςα. Πταν ιλκε εκείνοσ, ζβαλε τθν ςκάλα να ανεβϊ ςτο ςπίτι να βάλω τα κεραμίδια. Θ ςκάλα δεν ζωκανε μζχρι επάνω και ζπρεπε να ςθκϊςω το πόδι να πατιςω ςτθ ςτζγθ. Δυςτυχϊσ, όμωσ, όταν προςπακοφςα να ςθκϊςω το πόδι, τα κουκιά ερχόντουςαν να βγουν ςτο λαιμό και αυτιν τθ δυςκολία τθν παρετιρθςε ο Τοφρκοσ και μου λζγει, τϊρα είςαι και ωαγωμζνοσ και δυςκολεφεςαι. Τζλοσ, επιραμε τθν ςκάλα και τθν εβάλαμε ςε άλλο ςθμείο και ανζβθκα. Μου εηιτθςε να του ωτιάςω τον κορωιά μερακλίδικον. Του είπα και μου ζωερε
121
λάςπθ και κεραμίδια και του ζκανα ζνα ςχιμα ςαν κζρατα. Του άρεςε πολφ. Πταν όμωσ άρχιςα να βάηω τα κεραμίδια, ενϊ ζπρεπε να αρχίςω από τα κάτω προσ τα άνω, εγϊ ζβαηα αντίκετα και ζτςι φςτερα από 5 ςειρζσ ζμενε κενό. Μου παρετιρθςε ότι ο χκεςινόσ μάςτορθσ τα άρχιηε από κάτω και εγϊ εδικαιολόγθςα το ςωάλμα ότι εδϊ γίνεται ότι με τουσ ποτιςτζσ ςτα περιβόλια-αρχίηουμε του είπα από το πθγάδι προσ το περιβόλι (διότι ιταν και περιβολάρθσ, όπωσ μου είπε) και το εδζχκθ. Εγϊ όμωσ ζβλεπα ότι εισ όλθν τθν ζκταςι που ζβαλα τα κεραμίδια ςε πολλά ςθμεία κα ζτρεχε, αν ζβρεχε, διότι δεν ζβαηα, εξ αγνοίασ βζβαια, καλά τα κεραμίδια. Πταν ετελείωςε και αυτό ζπρεπε να ωτιάςω το ωουγάρο του τηακιοφ, που είχε μια μεγάλθ τρφπα. Τθν ζωτιαςα βζβαιοσ ότι πριν ωτάςω ςτο ςτρατόπεδο κα ζπεωτε. Ευχαριςτθμζνοσ ο Τοφρκοσ μου ζδωςε το μεροδοφλι και μου είπε ότι κα με ζπαιρνε τθν επομζνθ να ωτιάςω και το ςπίτι τθσ κουνιάδασ του. Δυςτυχϊσ, όμωσ τθν νφχτα ζπιαςε μια ψιχάλα και αςωαλϊσ κα ζτρεξε το ςπίτι. Τθν επομζνθ ιλκε ςτθν πόρτα του ςτρατοπζδου να με πάρει όπου επεριμζναμε όλοι οι εργάτεσ. Ο Τοφρκοσ εωϊναηε ςφμωωνα με το όνομα που του είπα ότι ζχω: «Μιχάλθ Ουςτά, Ουςτά Μιχάλθ». Δυςτυχϊσ, όμωσ, ουδεμία απάντθςισ, διότι μπορεί και να ζτρεξε το ςπίτι.
Ο φοφρνοσ Ζωυγε αυτόσ ο Τοφρκοσ και περί το τζλοσ με επιρε μια γριά Τουρκάλα να τθσ ωτιάςω ζνα ωοφρνο. Σθμειωτζον ότι όλοι ςτον Καςαμπά ωσ Τουρκοκρθτικοί ομιλοφςαν ελλθνικά. Είχα υπ’ όψιν μου πϊσ ζκτιηε ζνασ μάςτορθσ το ωοφρνο μασ ςτο χωριό, αλλά θ γριά ικελε μικρόν ωοφρνο με οριςμζνο ςχζδιο επάνω ςτθν γωνία του ςπιτιοφ τθσ. Τα τοφβλα τθσ γριάσ είχαν ξεκολλιςει και ζωευγαν από τθν κζςι τουσ. Τθσ είπα να ωτιάςουμε πρϊτα τθ γωνιά, αλλά δεν εδζχκθ. Τθσ είπα να
122
ωζρει κοωίνι και ςπάγκο, για να πάρουμε μζτρα και να χτίςουμε τον ωοφρνο. Ζωυγε θ γριά να τα ωζρει, αλλά μζχρι το βραδάκι δεν εωάνθ. Εγϊ επεχείρθςα να τον ωτιάςω χωρίσ το κοωίνι, αλλά δεν ιταν δυνατόν, διότι όταν επρόκειτο να ςχθματιςκεί ο κόλοσ ο ωοφρνοσ ζπεωτε. Για να μθν τθσ κακοωανεί τθσ γριάσ ζωτιαςα για τελευταία ωορά ζωσ εκεί που άρχιηε ο κόλοσ και τθν επερίμενα. Πταν ιλκε είδε ότι είχε ςυντελεςκεί ζνα μζροσ και τον επλθςίαςε να ιδεί μζςα. Ατυχϊσ όμωσ το τοφβλο που πάτθςε ςτθ γωνία δεν ιταν ςτερεωμζνο και εταράχκθ. Επάνω του εςτθρίηετο μζροσ του ωοφρνου, ο οποίοσ με τθν μετακίνθςι του τοφβλου εςωριάςκθ. Ετρόμαξε λίγο θ γριά, αλλά επειδι εβράδιαςε και δεν εμποροφςα να μείνω περιςςότερο, ζωυγα για να επιςτρζψω τθν επομζνθ, αλλά δεν επαρουςιάςτθκε πάλιν…
Σο κατάςτθμα Φςτερα από δυο θμζρεσ ιλκε ζνασ Τοφρκοσ και επιρε πζντε μαςτόρουσ και τρεισ εργάτεσ να του κτίςουμε με πλίκρεσ ζνα μαγαηί ςτθν Ρλατεία. Τον ετελειϊςαμε τον τοίχο και ζμειναν τα κεντριά. Ο τοίχοσ εκτίςκθ με πλίκρεσ διπλοτοίχι και κατά τον ίδιον τρόπο ζπρεπε να κτιςκοφν και τα κεντριά. Εκείνοσ, παρά τασ υποδείξεισ μασ και διότι δεν είχε αρκετζσ πλίκρεσ, επζμενε να γίνει με μια ςειρά πλίκρεσ και ςε φψοσ 2 μζτρων. Εν τω μεταξφ αυτόσ ζδωκε τθν διαταγιν και επιγε ςτο ςπίτι του να εορτάςει τθν επιςτροωιν από τθν Ελλάδα ομιρου αδελωοφ του. Εκτίςαμε με δυςκολία τα κεντριά και περιμζναμε να παραλάβει το ζργο. Ατυχϊσ ιρχιςε μια βροχοφλα, θ οποία εδυνάμωςε και από το βάροσ τθσ βροχισ τα κεντριά εγκρεμιςκικανε. Ο Τοφρκοσ αμζςωσ παίρνει ζνα ξφλο και μασ αρχίηει να μασ κτυπά. Δεν μασ επλιρωςε και μασ ζδιωξε. Επιγαμε ςτο Τάγμα και ανεωζραμε τα διατρζξαντα. Ο ταγματάρχθσ τον εκάλεςε
123
και αωοφ τον υποχρζωςε να μασ δϊςει και τροωιν, που δεν μασ προςζωερε, τον ετιμϊρθςε με τριάντα βουρδουλιζσ και ζτςι εωάγαμε και εμείσ, αλλά ζωαγε και εκείνοσ τθσ χρονιάσ του.
Σο διαμζριςμα τθσ διαμονισ Ππωσ αναγράωει ο αγαπθτόσ μου Β. Διαμαντόπουλοσ, ςτισ δυο πλευρζσ του περιωραγμζνου κτιματοσ, που ιταν το ςτρατόπεδο, είχαν, ασ ποφμε, κτιςκεί τζςςερα μεγάλα υπόςτεγα, που ζμειναν οι Λόχοι αιχμαλϊτων. Μζςα εκεί ιταν αδφνατον να μείνουν άνκρωποι αω’ ενόσ από τουσ καπνοφσ που εγίνοντο από τισ ωωτιζσ που ανάβανε και αω’ ετζρου από τον ςτενό χϊρο. Θ γωνία προσ τθν νοτιοδυτικι πλευρά του τοίχου του κτιματοσ ιτο κενι. Εκεί και εν ςυνεχεία του καλάμου του Λόχου εωζραμε 20 τενεκζδεσ του πετρελαίου τουσ οποίουσ, αωοφ εγεμίςαμε με χϊμα, τουσ εκτίςαμε τον ζναν επάνω ςτον άλλο με ςχζδιο που υπζδειξα ςτουσ ωίλουσ μου αιχμαλϊτουσ: Κατςικονοφρθν, Γιϊργθν Ρλακοφλαν από το Ηζλι και Χρ. Μπαμπανικολόν από το Ραρκζνι και αωοφ τουσ εςτεγάςαμε με ζνα μεγάλο τςίγκο εμζναμε μζςα μπαίνοντασ ςκυωτοί. Οι μφγεσ εισ το ςτρατόπεδο από τθν ακακαρςίαν και των υπαικρίων αποχωρθτθρίων απετζλουν ζνα ςωςτό ςφννεωο τθν θμζρα, τθν δε νφχτα διενυκτζρευον ςτουσ τοίχουσ του κτθρίου του Τάγματοσ, ϊςτε οι τοίχοι να παρουςιάηουν κατά τισ βραδινζσ και πρωινζσ ϊρεσ ζνα μαφρο χρϊμα. Κάκε θμζρα αυτό εγινότανε και ςτο δικό μασ κατάλυμα. Μια θμζρα ο Κατςικονοφρθσ εκρζμαςε ζνα ξερόκλαδο με ωφλλα ςτθ ςτζγθ του ςπθλαίου μασ και τθ νφχτα άναψε μζςα ςε ζνα τενεκζ μπαροφτι και τισ ζκαψε. Αλλά δεν εκάθκαν όλεσ και οι περιςςότερεσ με καμζνα τα ωτερά περιεωζροντο ςτο κατάλυμα, ϊςτε, όταν επζςαμε να κοιμθκοφμε, εμπικανε ςτο
124
θμίγυμνο ςϊμα μασ και μασ ανάγκαςαν να εγκαταλείψουμε το καταωφγιόν μασ δυο θμζρεσ.
Η ενδυμαςία Μετά τθν παράδοςιν του Συν/μοσ υπό του κακ’ όλα ανικάνου και εγκλθματίου Συν/ρχου Ηεγγίνθ ιρχιςε πλζον θ προσ τθν εξόντωςί μασ πορεία μασ. Εβαδίηαμε κατά τετράδασ προσ τθν Σμφρνθν. Ζξω τθσ πόλεωσ ζνασ από τουσ 75 εωίππουσ ςυνοδοφσ Τοφρκουσ με εχτφπθςε ςτθν πλάτθ με το ξίωοσ και διζταξε: «τςικάρ ηακζτ», ερϊτθςα τι λζγει και μου είπαν να βγάλω το ςακκάκι. Επιρα από μζςα το πορτοωόλι μου, που είχα λίγα χριματα περί τισ 570 δρχ. και του ζδωςα το χιτϊνιον. Ζτςι, ζμεινα με τθν ωανζλα βαμβακεριν με κοντά μανίκια, τθν οποίαν είχα μζχρι τζλουσ. Στθν Μαγνθςία άλλοσ Τοφρκοσ μοφ επιρε κατά τον ίδιο τρόπο τθν κυλότα και μου ζδωςε ζνα ςχιςμζνο μπλε χιλιομπαλωμζνο παντελόνι από το οποίον ςε λίγεσ θμζρεσ μοφ παρουςιάςκθ μια ψωρίαςισ από τθν οποίαν υπζωερα αρκετόν καιρό. Πταν επιγαμε ςτον Καςαμπά μάσ ζςτειλαν αγγαρεία να κακαρίςουμε μια αποκικθ ςιτθρϊν που είχε καεί. Εκεί εβρικα ζνα τςουβάλι καμμζνο ςτθν άκρθ και το εχρθςιμοποίθςα μζχρι τζλουσ για ςακάκι ρίχνοντάσ το επάνω μου ςαν μπελερίνα, που το ζπιανα κάτω από το λαιμό με ζνα ςφρμα. Ιμουν ξυπόλθτοσ μζχρι των αρχϊν του Νοεμβρίου, ότε μου ζδωκαν δυο κομμάτια βοδινοφ δζρματοσ ακατζργαςτου, το οποίον με τθν βοικεια ενόσ ςυναδζλωου, ζκανα τςαροφχια και τα οποία ςε λίγο ετρφπθςαν. Ο χειμϊνασ επλθςίαηε και ζπρεπε να βρω κάτι να καλφψω το ςϊμα μου. Ζμακα ότι ιλκε διαταγι, όςοι αιχμάλωτοι ξζρουν μια τζχνθ από τισ ειδικότθτεσ ςιδθρουργοφ, ςαμαρτηι, θλεκτρολόγου κ.λπ. να δθλϊςουν και κα εςτζλλοντο εισ ζνα ςτρατιωτικόν εργοςτάςιο να πιάςουν εκεί δουλειά. Ελζγετο ότι
125
ςτθ Σμφρνθ οι Τοφρκοι δίνουν από τισ ελλθνικζσ ςτρατιωτικζσ αποκικεσ ροφχα και παποφτςια. Το εκεϊρθςα ευκαιρία και εδιλωςα θλεκτρολόγοσ, ζτςι ζωυγα απόν Καςαμπά για τθν Σμφρνθ. Τθν επομζνθν μου ανζκεςαν υπθρεςίαν.
μφρνθ Σε ζνα κατεςτραμμζνο εργοςτάςιον, που ιταν ζνα μεγάλο βολάν μθχανισ που εκινοφςε τζςςαρεσ τόρνουσ, μου ανζκεςαν να το περιςτρζωω, ϊςτε να λειτουργοφν οι τόρνοι. Θ κίνθςισ λόγω του βάρουσ του βολάν ιταν δφςκολοσ. Εδοφλεψα εκεί ευτυχϊσ 3 ϊρεσ και δεν επανιλκα ςτθν υπθρεςία αυτι. Τισ άλλεσ θμζρεσ εκάναμε, αν ετφχαινε, διάωορεσ αγγαρείεσ, ιδίωσ μεταωορά κουραμάνασ.
Η αρβφλα Κάκε θμζρα επεριμζναμε να μασ δϊςουν ροφχα και παποφτςια. Μια θμζρα μασ επιγαν ςε μια αποκικθ αχριςτου ελλθνικοφ υλικοφ που είχαν παποφτςια και μασ ζδωςαν από δυο παποφτςια άχρθςτα αςωαλϊσ και το χειρότερον αριςτερά και τα δυο. Μου ζδωςαν και μζνα δυο που το ζνα ιταν αναπαφςεωσ δθλαδι μιςό πανί και μιςό πετςί, και το άλλο μια εγγλζηικθ αριςτερά και αυτι αρβφλα τρεισ πόντουσ μεγαλφτερθ από το πόδι μου, που όταν εβάδιηα, πολλζσ ωορζσ αγκάλιαηε το αριςτερό μου πόδι, γιατί τθν εωοροφςα ςτο δεξί και με ζριχνε κάτω. Μια θμζρα επιγαμε ςτουσ ωοφρνουσ αγγαρεία να μεταωζρουμε κουραμάνα. Εγεμίςαμε τα τςουβάλια και ερχόμαςτε ωορτωμζνοι από ζνα τςουβάλι κουραμάνεσ ο κακζνασ. Ο δρόμοσ ιταν βρϊμικοσ γεμάτοσ λάςπεσ, νερά και μόνον ςτο πεηοδρόμιο εβαδίηαμε κατ’ άνδρα. Κατά ςυνικειαν λόγω τθσ πείνασ ςτον δρόμο απλϊναμε το ζνα χζρι και
126
εκόβαμε ζνα κομμάτι από τθν άκρθ τθσ κουραμάνασ. Αυτό το πράγμα ζκανα και εγϊ όπου ςε κάποια προςπάκεια δεν επρόςεξα και θ αριςτερι αρβφλα, που ωοροφςα ςτο δεξί πόδι, αγκάλιαςε το αριςτερό πόδι και με ζριξε κάτω βγαίνοντασ φςτερα. Εςθκϊκθκα και προςπακοφςα να βάλω πάλι ςτο ςακί τισ κουραμάνεσ που ζπεςαν ζξω, ενϊ ςυγχρόνωσ εμαςοφςα και ζνα κομμάτι που είχε κοπεί από τθν κουραμάνα και είχε πζςει κάτω. Θ αγγαρεία εςταμάτθςε, διότι το πεηοδρόμιο ιταν ςτενό και ο Τοφρκοσ ςτρατιϊτθσ, ςυνοδόσ τθσ αγγαρείασ ζςπευςε να ιδεί τι ςυμβαίνει. Με βρικε να προςπακϊ να μαηζψω τισ κουραμάνεσ, αλλά και να μαςϊ το κομμάτι. «Καλκ γκιαοφρ» («ςικω γκιαοφρθ») μου λζγει και ςυγχρόνωσ παίρνει τθν αρβφλα και τθν πετά να με χτυπιςει ςτο κεωάλι. Αυτι αςτόχθςε, με χτφπθςε ςτθν πλάτθ, ζκανε ζνα πιδθμα και ζπεςε ςτον βρϊμικο δρόμο όπου ζμεινε για πάντα.
Σα τςαροφχια Λίγεσ θμζρεσ πριν ωφγουμε από τθν Σμφρνθ, επειδι ζμεινα ξυπόλθτοσ εωρόντιηα να βρω παποφτςια. Μιαν θμζρα που ζπλυνα τα καηάνια είδα ςτθν ςκοπιά απζξω που ζμενε ο ςκοπόσ 4 ηευγάρια γουρουνοτςάρουχα. Ραρακολοφκθςα και είδα ότι δεν τα ζπαιρνε κανείσ. Επλθςίαςα και ενϊ ο ςκοπόσ ζβλεπε αλλοφ, ζβαλα δυο ςτα πόδια μου και ζωυγα, χωρίσ να με αντιλθωκεί. Με αυτά επιγα κατόπιν, όταν μασ ζδιωξαν από τθν Σμφρνθ, ςτο Ουςάκ.
Από μφρνθν εισ Μαγνθςίαν και Ουςάκ Φςτερα από λίγεσ θμζρεσ μάσ ειδοποίθςαν, το πρωί τθσ 2ασ Δεκεμβρίου, να παραταχκοφμε εισ δυο ηυγοφσ, διότι ιτο ανάγκθ να επανδρϊςουμε άλλο εργοςτάςιο ςτθ Μαγνθςία. Εκεί κα ζπρεπε να ωφγουν οι μιςοί, 28 τον αρικμό. Ετραβιξαμε
127
κλιρο και ζτυχε να ωφγει ο ιδικόσ μασ ηυγόσ, ο οποίοσ και ετζκθ εισ πορείαν. Στον δρόμο τθσ παραλίασ ςυνιντθςα τον ιπποκόμο του Ηεγκίνθ, παλιόν ωίλον μου Βαγγζλθ Καρμανιόλα από τθν Αςίνθν Ναυπλίου, ο οποίοσ με θρϊτθςε, αν ζχω χριματα και εισ αρνθτικιν απάντθςι μου, μου ζδωςε μιαν παγκανόταν, θ οποία με εξυπθρζτθςε εισ ςτιγμάσ κριςίμουσ. Κατά τισ 7 είχαμε ωφγει από τθν Σμφρνθ με καλόν καιρόν και εβαδίηαμε πεηι προσ τθν Μαγνθςίαν. Πταν εωκάςαμε ςτα πρϊτα υψϊματα του όρουσ, ο καιρόσ εχάλαςε και άρχιςε βροχι, θ οποία μζχρισ ότου ωκάςουμε ςτθν κορωι, ζγινε χιόνι. Κατεβικαμε το όροσ και θ βροχι είχε ςταματιςει. Στο όροσ αυτό είδα και τον βράχο που μυκικά εςυμβόλιηε τθν Νιόβθν κλαίουςαν. Είναι ζνασ βράχοσ που μοιάηει με γυναίκα, που κάκεται και δακρφηει. Δυο τρφπεσ ςτο βράχο που μοιάηει ςαν κεωάλι, βγάηουν μαφρο [;;;] Εωκάςαμε κατά το βραδάκι, όταν εωαίνετο ότι επλθςίαηε να δφςει ο ιλιοσ ζξω από ζνα χωριό Χορόςκιοι. Ο Τοφρκοσ μαφροσ λοχίασ που μασ ςυνόδευε βλζποντασ ότι ιταν δφςκολο να ςυνεχίςουμε τθν πορεία προσ τθν Μαγνθςία μάσ άωθςε με ζναν Τοφρκο ςτρατιϊτθ προ του χωριοφ, για να πάει να ςυννενοθκεί με τον Μουχτάρθ του χωριοφ να διανυκτερεφςουμε εκεί. Ο Μουχτάρθσ δεν εδζχκθ και ο λοχίασ επζςτρεψε και μασ είπε να ςθκωκοφμε και να ςυνεχίςουμε τθν πορεία. Εδϊ παρουςιάςκθ ςε όλουσ μασ ςχεδόν, όςοι εκακίςαμε κατά το διάςτθμα τθσ απουςίασ του λοχία, ζνα ςπάνιον ωαινόμενο. Ενϊ θκζλαμε να ςθκωκοφμε, τα μζλθ μασ είχαν πάκει νάρκθν και δεν θμποροφςαμε να κινθκοφμε. Εχρειάςκθ να μασ ςθκϊςουν, όςοι δεν εκάκιςαν, να μασ κινιςουν ζωσ ότου ςυνζλκουμε. Το αποδϊςαμε εισ το ό,τι κουραςμζνοι και βρεγμζνοι, όπωσ είμαςτε επαγϊςαμε. Συνεχίςαμε τθν πορεία μασ μζςα ςε νερά και ποτάμια που είχαν ςχθματιςςκεί από τθν βροχι και τθν νφχτα εμπικαμε ςτθν Μαγνθςία. Ο λοχίασ άνοιξε ζνα τηαμί και μασ ζβαλε εκεί να διανυκτερεφςουμε. Εμείσ βρεγμζνοι και κρυωμζνοι, όπωσ
128
είμαςτε, εςπάςαμε τθ ςκάλα του τηαμιοφ, τθν ανάψαμε και επυρωνόμαςτε. Το πρωί, οι γείτονεσ του τηαμιοφ που το αντιλιωκθκαν μασ ζδιωξαν και ο λοχίασ μασ οδιγθςε ςε μια αποκικθ όπου εμείναμε δυο θμζρεσ. Τθν άλλθ θμζρα μασ ζβαλαν ςτο τρζνο και εωφγαμε ςτο Ουςάκ.
Πορεία προσ Ουςάκ Με το τρζνο εωκάςαμε μζχρι τθσ γεωφρασ του Ελβανάρ. Θ γζωυρα ιταν κατεςτραμμζνθ και επροχωροφςαμε πεηι μζχρι το χωριό Κουβοφκκιοι. Στθν γζωυρα αυτι είχαν ςτείλει δυο Τάγματα αιχμαλϊτουσ να ανοίξουν νζα γραμμι ντεκοβίλ. Πλοι όμωσ αυτοί, όπωσ εμάκαμε, επζκαναν εκεί από το ψφχοσ και τισ κακουχίεσ και εμείσ εβλζπαμε γφρω από το ςθμείο αυτό ςκελετοφσ αιχμαλϊτων ωαγωμζνουσ από τα κθρία του εκεί δάςουσ. Συνεχίςαμε τθν υπόλοιπθ πορεία μασ μζςα από 3 μεγάλα τοφνελ τθσ ςιδθροδρομικισ γραμμισ μζχρι το χωριό αυτό, όπου επεριμζναμε το τρζνο. Στο ςθμείο αυτό ιταν βαλανιδιζσ με μεγάλα βαλανίδια. Εψιςαμε μερικά και εκοράςμε τθν πείνα μασ, ιταν δε νοςτιμότερα από τα κάςτανα.
Ουςάκ Ιλκε το τρζνο και εωκάςαμε ςτο Ουςάκ, το βράδυ τθσ 16θσ Δεκεμβρίου. Μασ οδιγθςαν και μασ παρζδωςαν εισ το ςτρατόπεδον αιχμαλϊτων, εισ το οποίον εκρατοφντο, όπωσ μασ πλθροωόρθςαν, 15 χιλιάδεσ αιχμάλωτοι. Από αυτοφσ 3.500 εςτάλθςαν εισ το Μπιλιετηίκ. Τθν επομζνθ, μασ ετοποκζτθςαν μζςα εισ αμπρί. Αυτά ιςαν 2 αυλακωτοί θμικφκλιοι τςίγκοι που ενοφμενοι αποτελοφςαν ζνα υπόςτεγον ςαν δωμάτιο, αωοφ το ζκτιηον από τισ δυο ςτενζσ πλευρζσ.
129
Τθν άλλθν θμζραν ςυνιντθςα τουσ ςυμμακθτάσ μου: Γ. Ραπαγιαννόπουλον, Ν. Ντάνον, Αλζκον Ραπαςαράντου και άλλουσ, οι οποίοι με πιραν ςτθν ςυντροωιά τουσ και μου ανεκοίνωςαν ότι ςε λίγεσ θμζρεσ κα γίνουν δυο Λόχοι πολιτϊν, ςτουσ οποίουσ αυτοί κα είναι οι διοικθταί τρόπον τινά και κα με πάρουν μαηί τουσ. Τοφτο και ζγινε και φςτερα από δυο θμζρεσ επιγαμε όλοι ςε δυο ξφλινα μεγάλα παραπιγματα, ζξω από τον ςτακμό των Σιδθροδρόμων, και τα οποία όπωσ μασ είπαν ιςαν νοςοκομειακοί κάλαμοι επί τθσ ελλθνικισ κατοχισ. Δεν πζραςαν πολλζσ θμζρεσ και ο γιατρόσ του ςτρατοπζδου Αγγελόπουλοσ μασ εκάλεςε και ςε ςυγκζντρωςι όλων των αιχμαλϊτων μάσ ανζπτυξε πϊσ πρζπει να προωυλαχτοφμε, αν προςβλθκοφμε από εξανκθματικόν τφωο. Κυμοφμαι ότι μασ ζλεγε ςτθν περίπτωςιν αυτιν αναπτφςςεται ιςχυρόσ και ανυπόωοροσ πυρετόσ και ο αςκενισ δεν πρζπει να πίνει υγρά που δθμιουργεί θ υπερβολικι δίψα, διότι αυτό οδθγεί εισ τον κάνατο. Φαίνεται ότι από τότε παρουςιάςκθςαν τα πρϊτα κροφςματα εξανκθματικοφ *τφωου+, που αργότερα εξεδθλϊκθςαν εισ μζγιςτον αρικμόν, ϊςτε από το ςτρατόπεδον του Ουςάκ των 15 χιλιάδων να επιςτρζψουν μόνον 1.000.
Λόχοι πολιτϊν Εισ τα δυο αυτά ξφλινα παραπιγματα εγκατζςτθςαν τουσ δυο Λόχουσ πολιτϊν προερχομζνων από διαωόρουσ ελλθνικάσ πόλεισ. Θμείσ εμζναμε δίπλα από τα 2 παραπιγματα και εισ ιδιαίτερον διαμζριςμα. Δεν πζραςαν πολλζσ θμζρεσ και εξεδθλϊκθςαν πολλά κροφςματα εξανκθματικοφ *τφωου+ εισ τουσ πολίτασ. Κάκε θμζρα επζκαιναν 5-10 και θ ταωι τουσ εγινόταν λίγο πιο πζρα από τουσ καλάμουσ ομαδικϊσ και εχϊνοντο ςε αρκετό βάκοσ. Δυςτυχϊσ, όμωσ, οι φαινεσ του δάςουσ που ιτο πιο πζρα ιρχοντο τθν νφχτα και με τα πόδια τοφσ ετραβοφςαν
130
ζξω και τουσ εξζςχιηαν. Πςα πτϊματα ζμεναν, ιρχοντο κοπάδια αδζςποτων ςκυλιϊν που ςυνεπλιρωναν το ζργον των κθρίων. Και όταν επιγαινε κανείσ προσ το μζροσ του νεκροταωείου εκείνου, ζβλεπε ςκόρπια κεωάλια, μιςοωαγωμζνα χζρια, πόδια και άλλα μζρθ του ςϊματοσ. Οι δυο Λόχοι αρικμοφςαν περί τουσ χιλίουσ πολίτασ. Οι αςχολίεσ μασ ςτουσ δυο αυτοφσ Λόχουσ ιταν μια επίβλεψισ και εξυπθρζτθςισ των αναγκϊν των και τθσ τροωοδοτιςεϊσ των. Κατά τα άλλα οι άνκρωποι αυτοί ιςαν ευγενείσ πλείςτοι εξ αυτϊν ζμποροι, επιςτιμονεσ και γενικϊσ μορωωμζνοι. Ιταν μζςα του χειμϊνοσ και το κρφο πολφ. Για να ηεςταινόμαςτε είχαμε ζνα τενεκζ μεταβάλει ςε ςόμπα και μζςα ερίχναμε όςα καφςιμα ευρίςκαμε είτε ξφλα είτε κάρβουνα ιςαν, αρκοφςε να βγαίνουν ωωτιά. Τθν ςόμπα αυτι τθν εβάηαμε, ςυνικωσ, για να τθν ανάβουμε επάνω ςε ζνα ξφλινο κορμό δζνδρου, που ευρίςκετο ςτο προαφλιο. Εκεί πολλζσ ωορζσ εγίνοντο και μικροεπειςόδια ευχάριςτα και διαςκεδαςτικά, όπωσ επί παραδείγματι το παρακάτω: Μια θμζρα ζβαλα τθν ωουωοφ μου ςτο ξφλο να προςανάψω. Ενϊ εγϊ προςπακοφςα να τθν ανάψω, ζνασ άλλοσ τουρκομακισ αιχμάλωτοσ υπζδειξε ςτον ςκοπό Τοφρκο ζνα πραγματικό γιουροφκι να μου διϊξει τθν δικι μου ωουωοφ και να βάλει εκείνοσ τθν δικι του. Τοφτο ιταν θ αωορμι και επθκολοφκθςε ςυμπλοκι όχι με χζρια, αλλά με τισ ωουωοφδεσ που τουσ είχαμε ςφρμα από πάνω *για+ να τισ πιάνουμε. Θ πρϊτθ ωάςισ του δράματοσ ιταν να ςθκϊςω τθν ωουωοφ και να χτυπιςω τον εκβιαςτι ςτο κεωάλι, ενϊ και εκείνοσ επιχειροφςε να κάνει το ίδιο ςε εμζνα. Ραρενζβθ τότε υπζρ αυτοφ ο ςκοπόσ Αλισ, αλλά θ ωουωοφ μου που ιταν κατά τθν ςτιγμιν εκείνθν μετζωροσ, αντί να πζςει ςτο κεωάλι του αντιπάλου εχτφπθςε το κεωάλι του Αλι. Αμζςωσ, ζωυγα
131
διωκόμενοσ από τον Αλι γφρω από τα Ραραπιγματα των πολιτϊν και ςε μια ςτιγμι εχϊκθκα ςε ζνα από αυτά. Ο Αλισ με ζχαςε και εςταμάτθςε να με κυνθγά. Αυτό το επειςόδιον το αναωζρω, γιατί με τον Αλι είχαμε και μια άλλθ ςυνάντθςθ, όταν είχα πάει μια νφχτα να κλζψω πράςα ςτα εγκαταλελειμμζνα ελλθνικά περιβόλια, που ιταν πιο κάτω από τα Ραραπιγματα.
Σα πράςα Οριςμζνοι αιχμάλωτοι πολίτεσ είχαν ανακαλφψει τα περιβόλια και ζωερναν πράςα και γογγφλια. Ζνασ μου υπζδειξε που είναι τα περιβόλια και το μζροσ που είχαν κοπεί τα ςυρματοπλζγματα. Συνεννοικθκα με ζνα αιχμάλωτο Κρθτικό και τθν νφχτα επιχειριςαμε τθν ζξοδο για κλεψιά και επιγαμε ςτα περιβόλια. Αρχίςαμε να βγάηουμε πράςα και κοκκινογοφλια, που τα ενομίηαμε για γογγφλια. Σε μια ςτιγμι ερϊτθςα ζναν που ζβλεπα δίπλα μου, που τον ενόμιηα ότι ιταν ο Κρθτικόσ, αν ιταν ζτοιμοσ. Αντί όμωσ απαντιςεωσ μου λζγει εκείνοσ τουρκιςτί: «Μπε αναφόρ» - ελλθνιςτί «βρε κλζφτθ». Τα ζχαςα, αλλά θ ωωνι μου εωάνθ ότι ιταν του Αλι. Τι είχε ςυμβεί. Ο Κρθτικόσ είχε αντιλθωκεί τον Τοφρκο και ζωυγε, χωρίσ να με ειδοποιιςει. Ο Αλισ, όμωσ, δεν είχε τςουβάλι να βάλει τα πράςα που ζκλεψε και αωοφ εδϊςαμε γνωριμία ανζλαβα εγϊ να του τα πάω μαηί με τα δικά μου μζχρι τον καταυλιςμό. Ζτςι και ζγινε και το επειςόδιο ζλθξε. Με τα πράςα όμωσ εκείνα ζωερα και τρία μεγάλα κοκκινογοφλια που τα ενόμιςα ότι ιταν γογγφλια. Τα είδε ο Ραπαγιαννόπουλοσ και επρότεινε να τα βγάλουμε ηάχαρι. Αλλά ξφλα δεν είχαμε οφτε κάρβουνα. Ριο κάτω ιταν ο Σιδθροδρομικόσ Στακμόσ. Εκεί υπιρχαν αποκικεσ από ξφλα και κάρβουνα και ζνασ αιχμάλωτοσ κατά διαςτιματα ζκανε ςτθν ωουωοφ του κάρβουνο. Τον ερϊτθςα και μου υπζδειξε το
132
μζροσ και τον τρόπο που κα τα πάρω από τον Στακμό. Επιγα τθν νφχτα και με πολλζσ προωυλάξεισ επιρα ζνα μεγάλο κάρβουνο 15 κιλϊν βάρουσ περίπου και τθν επομζνθν εβράςαμε τα κοκκινογοφλια, για να βγει ηάχαρι. Δυςτυχϊσ, θ βιομθχανία μασ απζτυχε, γιατί το ηουμί δεν ιταν όχι μόνο ηάχαρι, αλλά και γεφςι ηάχαρθσ δεν είχε. Τα πράςα τα επιγα ςτο Στρατόπεδο και τα αντιλλαξα με 3 προσ ζνα τζταρτο ψωμί. Εκεί εβράδυνα και ζπεςε ο ιλιοσ, μετά τθν δφςι δε δεν επετρζπετο θ κυκλοωορία αιχμαλϊτων και για να αποωφγω τυχόν τιμωρία από Τοφρκουσ εδωροδόκθςα τον ςκοπό τθσ πφλθσ του ςτρατοπζδου με δυο τζταρτα κουραμάνασ και με άωθςε ελεφκερον. Τισ θμζρεσ εκείνεσ μασ ςυνζβθ ζνα λυπθρόν γεγονόσ. Ο αγαπθτόσ μασ ςυνάδελωοσ και ωίλοσ Νίκοσ Ντάνοσ προςεβλικθ από μιαν αιμοραγίαν ακατάςχετον, πικανόν του ςτομάχου, και εισ διάςτθμα μιασ ϊρασ απζκανε, χωρίσ να μποροφμε να του προςωζρουμε κάτι να ςωκεί. Δεν πζραςαν λίγεσ θμζρεσ και ο εξανκθματικόσ*τφωοσ+ εγενικεφκθ εισ όλα τα διαμερίςματα όπου διζμεναν αιχμάλωτοι, κακϊσ και εισ τα παραπιγματα των πολιτϊν όπου εγζνετο μεγάλθ κραφςισ. Μεταξφ των νεκρϊν πολιτϊν ιτο και ζνασ, ο οποίοσ είχε ζνα δερμάτινο επανωωόρι. Αυτό το επιρε ο Ραπαγιαννόπουλοσ να το ωορζςει. Του είπαμε να μθ το χρθςιμοποιιςει, γιατί ο άνκρωποσ που επζκανε ιταν εξανκθματικόσ. Εκείνοσ επζμεινε και, αωοφ το εβοφτθξε απλϊσ ςε νερό ηεματιςτό, το εχρθςιμοποίθςε. Σε δυο τρεισ θμζρεσ αρρϊςτθςε και τον επιγαμε ςτο Νοςοκομείο. Διεπιςτϊκθ ότι είχε αυτοπροςβλθκεί από εξανκθματικόν και εκεί απζκανε. Εν τω μεταξφ θ αςκζνεια με προςζβαλε και ζνασ ιςχυρόσ πυρετόσ και δίψα αωόρθτθ με ετυραννοφςε, ενϊ το ςϊμα μου ιταν γεμάτο εξανκιματα και τα χείλθ και θ γλϊςςα ζτρεχαν αίμα από τισ ςχιςμάδεσ που είχαν γίνει από τον πυρετό. Εκυμικθκα τα λόγια του γιατροφ και επί μιαν εβδομάδα δεν ιπια οφτε ςταγόνα νεροφ. Ζτςι, παριλκε θ αςκζνεια και εγλφτωςα.
133
Οι πολίται είχαν ςχεδόν πεκάνει όλοι. Ζνασ γιατρόσ που επεςκζπτετο το τμιμα μασ δεν επερνοφςε πλζον να ιδεί τουσ ελαχίςτουσ που είχαν μείνει. Τζλοσ, και όταν εγϊ ευριςκόμθν εισ το ςτάδιον τθσ αποκεραπείασ αρρϊςτθςε ο Αλζκοσ Ραπαςαράντου από το οϊνό. Είδαμε τον γιατρό να περνά μακρά από τα παραπιγματα, που εμζναμε ακόμθ, και τον εωωνάξαμε να ζλκει. Εκείνοσ μασ είπε, αν ζχουμε άρρωςτον να τον πάμε ςτο Νοςοκομείο και κα μασ περιμζνει εκεί. Επιραμε τον Ραπαςαράντου και τον επιγαμε μαηί με ζναν Ακαναςίου και επειδι πλζον εισ τουσ Λόχουσ των πολιτϊν δεν ζμενε άλλοσ εδθλϊςαμε ότι είμεκα και εμείσ αςκενείσ και μαηί με τον Ραπαςαράντου εμπικαμε ςτο Νοςοκομείο. Εκεί επλθροωορικθμεν και τον κάνατον του Ραπαγιαννόπουλου.
Νοςοκομείον Το Νοςοκομείον που μασ ζβαλαν ιταν ζνα διϊροωον ςπίτι και απετελείτο από δυο μεγάλεσ αίκουςεσ, μιαν εισ τον κάτω όροωον και μιαν εισ τον επάνω. Εισ τθν κάτω αίκουςαν εγίνετο το κοφρεμα και το ξφριςμα όλων των τριχωτϊν ςθμείων του ςϊματοσ του αςκενοφσ και ζνα λουτρό. Κατόπιν, ο αςκενισ γυμνόσ μετεωζρετο εισ τον άνω όροωον όπου είχε ςτρωκεί ολόκλθροσ ο κάλαμοσ και εισ τασ τζςςαρασ πλευράσ με παντόσ είδουσ ςτρϊματα, επάνω ςτα οποία γυμνοί, όπωσ ζωευγαν από τον κάτω όροωον, εχϊνοντο εισ το γενικόν αυτό ςτρϊμα και εν επαωι με τα ςϊματα των άλλων αςκενϊν αδιακρίτωσ από ποίαν αςκζνειαν ζπαςχεν ζκαςτοσ (διαρροϊκόσ, εξανκθματικόσ κλπ.) και εςκεπάηοντο με γενικά επίςθσ ςκεπάςματα παντόσ είδουσ (κουβζρτεσ, παπλϊματα κ.λπ.). Εισ το μζςον ζκαιε μια ςόμπα με ξφλα θ δε δυςωδία ιτο αωόρθτοσ. Εισ ςτο Νοςοκομείον αυτό εμπικαμε μαηί με τον Ραπαςαράντου. Αυτόσ όμωσ ευρίςκετο εισ τθν ακμιν τθσ αςκενείασ του και υπζωερε πολφ. Τθν επομζνθν ιλκαν και
134
άλλοι αςκενείσ και λόγω του αδιαχωριτου υπζδειξαν όςοι κζλουν να ωφγουν και να μείνουν εισ ζτερον Νοςοκομείον που απείχε περί τα 100 μζτρα. Ζξω ιτο χιόνι περί τουσ 40 πόντουσ. Οι αςκενείσ που ζωευγαν από το Νοςοκομείον αυτό ιςαν γυμνοί τελείωσ, όπωσ ευρίςκοντο, και μζςα ςτο χιόνι πατϊντασ επιγαιναν ςτο άλλο Νοςοκομείο, το οποίον ιταν μια ιςόγειοσ αποκικθ, που τθν είχαν μετατρζψει εισ Νοςοκομείον των αιχμαλϊτων. Ο Ραπαςαράντου ζμεινε κοντά εισ τθν είςοδον του κτθρίου, εγϊ δε απζναντι τθσ ςειράσ των αςκενϊν τθσ πλευράσ όπου ο Ραπαςαράντου, ο οποίοσ κατά τθν νφκτα, χωρίσ να τον αντιλθωκεί ο καλαμοωφλαξ νοςοκόμοσ, εβγικε από τον κάλαμον ζξω και το πρωί ευρζκθ νεκρόσ ςχεδόν επάνω ςτο χιόνι. Μετά από δυο θμζρεσ επζραςε ο γιατρόσ, ο οποίοσ ζδωςε εξιτιριον εισ 120 αςκενείσ, οι οποίοι εκρίκθςαν ότι κεραπεφκθςαν, διότι τθν θμζραν εκείνθν τουσ ζδωκαν ολόκλθρον ςυςςίτιον. Από το το19 Νοςοκομείον αυτό μασ οδιγθςαν εισ μιαν πλθςίον αποκικθν να παραλάβουμε τα ροφχα μασ. Επειδι όμωσ δεν ιταν εφκολον να τα βρουν του κακενόσ ζπαιρναν ζνα δζμα, όποιο τφχει, και το ζδιναν. Σε μζνα ζτυχε ζνα, όπωσ ωαίνεται διαρροϊκοφ. Τι να ζκανα; Είχε ζνα υποκάμιςο και ζνα εςϊβρακο. Τα εωόρεςα και εν ςυνεχεία κα μασ μετζωεραν εισ ζνα υπόςτεγον ςκεπαςμζνον με τςίγκουσ που ιταν πρωτιτερα, όπωσ ζλεγαν, αποκικθ τθσ αεροπορίασ. Μασ επιγαν ςτα αλϊνια, όπου κα εγζνετο θ παράδοςισ από τουσ νοςοκομειακοφσ Τοφρκουσ εισ τουσ ςυνοδοφσ μεταωορείσ των αιχμαλϊτων ςτρατιϊτασ. Ιρχιςε λοιπόν θ μζτρθςισ αρικμθτικϊσ από τουσ μεν δια τθν παράδοςιν εισ τουσ δε, αλλά όταν ζωκαναν μζχρι το 8 δεν επροχωροφςαν λόγω αγνοίασ 19 *Σχόλιο επιμελθτι+ Θ επανάλθψθ του άρκρου (το) δείχνει ότι το κείμενο αυτό του Γεωργίου Δουνοφκου γράωτθκε χωρίσ καμία προετοιμαςία, “α καπζλα” , και χωρίσ καμίαν διορκωτικι επζμβαςθ ςτθ ςυνζχεια εκ μζρουσ του. Και αυτό ζχει τθ ςθμαςία του.
135
αρικμιςεωσ. Επαναλαμβάνετο επί μιαν ϊραν θ αρίκμθςισ αυτι μζχρισ ότου ζνασ τουρκομακισ αιχμάλωτοσ μάσ εμζτρθςε και τουσ ζδωςε τον αρικμόν και εωφγαμε. Ο καιρόσ ιταν βροχερόσ και μζχρισ ότου να ωτάςουμε ςτο νζο αυτό κατάλυμα μάσ ζπιαςε δυνατι βροχι, ϊςτε όςοι ιςαν αδφνατοι από τουσ αςκενείσ δεν ιςαν δυνατόν να προχωριςουν. Οι ςτρατιϊται τότε ανζκεταν ςτουσ δυνατότερουσ να παίρνουν και να βθκοφν ζναν αςκενι. Ζτςι, επιρα και εγϊ ζνα αγκαηζ και τον επιγαινα. Στο δρόμο, όμωσ, αυτόσ ζγινε χειρότερα και τον εωορτϊκθκα μζχρι τον κάλαμο, ο οποίοσ είχε λάκκουσ γεμάτουσ νερό από τθν βροχι και τον ετοποκζτθςα ςε μια γωνία και δίπλα του ζπεςα και εγϊ. Τθν άλλθν θμζρα ζμακα ότι ςτθν μεταωορά ζμειναν πζντε ζξω και επζκαναν ςτο δρόμο. Το πρωί, όταν εξφπνθςα, είδα ότι είχα μαξιλάρι ζναν από αυτοφσ που ιρκαμε μαηί. Είχε πεκάνει. Εωοροφςε καλό υποκάμιςο και εςϊβρακο και είχε παντελόνι και αμπζχονο ςτρατιωτικό. Τον ζγδυςα, επζταξα τα βρϊμικα δικά μου εςϊρουχα και εωόρεςα τα δικά του, κακϊσ και τα άλλα του ροφχα. Με τθν νζα ενδυμαςία όμωσ το ςϊμα, που ιταν ςυνθκιςμζνο ςτθν γφμνια, ίδρωςε. Εωοβικθκα και ζδωςα το αμπζχονο ςε ζναν άλλον, που είχε ζνα τςουβάλι ςαν εκείνο το δικό μου, που είχα από τον Καςαμπά, και επιρα το τςουβάλι και ετακτοποίθςα τθν κατάςταςί μου.
Νζοσ καταυλιςμόσ Κατά τα τζλθ του Λανουαρίου ζγινε μεταωορά καταυλιςμοφ των αιχμαλϊτων που ιταν νοτίωσ τθσ πόλεωσ, διότι λόγω των χειμερινϊν βροχϊν ιτο αδφνατον να μείνουν περιςςότερον χρόνον εκεί. Εν τω μεταξφ ο εξανκθματικόσ εδεκάτιηε τουσ αιχμαλϊτουσ, οι οποίοι κατά εκατατοντάδασ μετεωζροντο προσ ταωιν εισ διάωορα ςθμεία γφρω από τθν πόλιν. Το μεγαλφτερον όμωσ
136
νεκροταωείον ευρίςκετο εισ το δυτικόν μζροσ τθσ πόλεωσ, όπου χαράδρα βάκουσ 25 μζτρων και πλάτουσ εκατόν εδζχετο γυμνά τα νεανικά ςϊματα των άλλοτε ζνδοξων πολεμιςτϊν. Οι επιηϊντεσ και δυνάμενοι να μεταωζρουν ωορτίον εχρθςιμοποιοφντο δια τθν μεταωοράν και ατελείωτεσ ωάλαγγεσ από αιχμαλϊτουσ, που ζωεραν επί των ϊμων των ωορεία με ανά δυο λευκά ςϊματα νεκρϊν ανδρϊν, κατθυκφνοντο προσ τθν νεκροδόχον χαράδραν. Θ ωιλοςοωία τότε τθσ ηωισ και του κανάτου εκυριαρχοφςε εισ τθν ςκζψιν μασ και εδθμιουργείτο αυτόματα θ απορία. Ηϊμεν και γιατί και ζωσ πότε; Ο χκεςινόσ ςυνομιλθτισ ςυνάνκρωποσ ασ ιταν αιχμάλωτοσ ςιμερον υπάρχει. Αφριον κα είμεκα θμείσ που ςιμερον τον κάπτομεν. Εάν είχε κανείσ το κάρροσ να κοιτάξει το βάκοσ τθσ χαράδρασ, κα ζβλεπε ζνα ςτρϊμα οριηοντιωμζνων ανκρωπίνων αςάλευτων ςωμάτων. Σε αυτιν τθν χαράδρα δεν ετάωθςαν, αλλά επετάχκθςκαν ςαν άχρθςτα ςκεφθ 10 τουλάχιςτον χιλιάδεσ νεαρά ανκρϊπινα λουλοφδια, που δεν πρόλαβαν να γνωρίςουν τι είναι ηωι. Δεν τουσ ζψαλε ο παπάσ, δεν τουσ ζκλαψε θ μάνα τουσ, δεν τουσ είδε κανείσ. Ζμειναν ςυντροωιά με τα τςακάλια και τα όρνια του βουνοφ. Είναι ο επίλογοσ μιασ ωρικτισ ανκρϊπινθσ τραγωδίασ που δυςτυχϊσ επαναλαμβάνεται20.
Μεταφορά Επάνω ςε χιονιςμζνο ζδαωοσ μετεωζρκθςαν και εκεί εγκατεςτάκθςαν τα νζα αμπρί και μαηί με αυτά και εμείσ. Ιταν θμζρα χειμερινι και το χιόνι δζκα πόντουσ μζςα ςτο αμπρί. Στθ μζςθ του νζου καταυλιςμοφ είχε καταςκευαςκεί ξφλινοσ 20 *Σχόλιο επιμελθτι+ Φαίνεται ότι ο ςυγγραωζασ, όταν ζγραωε τισ γραμμζσ αυτζσ, είχε ςτο μυαλό του το δράμα των αγνοουμζνων τθσ Κφπρου, κατά τθν ειςβολι του “Αττίλα” ςτθ Μεγαλόνθςο, το 1974.
137
ςκελετόσ τριωρόωου οικοδομιματοσ, το οποίον, όταν κα ετελείωνε, κα εχρθςιμοποιείτο για Νοςοκομείο των αιχμαλϊτων, όπωσ ζλεγαν. Αλλά θ ςκλθρι ανάγκθ για τθν επιβίωςι των επιηϊντων δεν υπελόγιςε τθν απόωαςιν των ιςχυρϊν τθσ θμζρασ. Τθν ίδια νφχτα που μασ μετζωεραν και μζςα ςε τρεισ ϊρεσ το ξφλινο αυτό ςυγκρότθμα κατερρίωκθ από τουσ τρζμοντασ από το κρφο αιχμαλϊτουσ, διελφκθ, και κάκε αμπρί είχε μεταωζρει μζςα και ζνα ξφλο που το διζλυςε και άναψε ωωτιά να ηεςτακεί και να λυϊςουν τα χιόνια. Οι ςκοποί Τοφρκοι, που εςθκϊκθκαν το πρωί, δεν είδαν τον ξφλινο πφργο. Ζτρεξαν ςτον καταυλιςμό και εμάηεψαν όςα ξφλα είχαν γλυτϊςει από τθν ωωτιά. Εωρφαηαν και εκτφπθςαν τουσ δυςτυχείσ αιχμαλϊτουσ. Θ βία εκτφπα τθν βίαν, ο ιςχυρόσ επεβάλλετο επί του αδυνάτου. Εβελτιϊκθ ο καιρόσ και θ ηωι επανιρχιςε. Άρχιςε πάλι θ αγγαρεία, για να ωτιάςουμε με πζτρεσ τουσ διαδρόμουσ του καταυλιςμοφ. Ζνασ Κρθτικόσ αιχμάλωτοσ ζδειρε και εβλαςωιμθςε τα κεία ενόσ άλλου αιχαμαλϊτου. Επικεωαλισ τθσ αγγαρείασ ιτο ζνασ Τοφρκοσ χότηασ, ο οποίοσ παρθκολοφκθςε τθν ςκθνιν.
Επειςόδιον Ο χότηασ εςταμάτθςε τθν αγγαρείαν, μασ ςυγκζντρωςε και διζταξε ζναν Τοφρκο ςτρατιϊτθν να ραβδίςει ενϊπιόν μασ τον βλάςωθμον και κατόπιν μασ ανζπτυξε τουσ λόγουσ. «Τον ετιμϊρθςα τον βλάςφθμον, διότι με τθν βλαςφθμίαν του εξφβριςε τον Κεόν και τουσ Αγίουσ. Κανείσ δεν ζχει το δικαίωμα να εξυβρίηει τον Κεόν, πρϊτον διότι ο Κεόσ είναι ζνασ ςε όλον τον κόςμο, αςχζτωσ αν ο ζνασ τον λζγει Κεόν, ο άλλοσ Αλλάχ, ο άλλοσ Βοφδαν.» Και ςυνζχιςε με παροιμίαν: «Ο Κεόσ είναι ζνασ μεγάλοσ νοικοκφρθσ που ζχει ζνα ςπίτι με 100 πατϊματα που όλα ςυνδζονται με μια ςκάλα. Στο κάκε
138
διαμζριςμα ζχει εγκαταςτιςει από μιαν οικογζνεια, τθν οποίαν εκείνοσ τρζφει, περιποιείται, φροντίηει και τθσ προςφζρει ό,τι χρειάηεται. Πταν αυτόσ κζλει, και κατεβαίνει από τθν ςκάλα να πάει περίπατο κάκε πρωί. θ πρϊτθ οικογζνεια ευχαριςτθμζνθ από τθν καλοςφνθ αυτοφ του νοικοκφρθ βγαίνει ςτθν ςκάλα και τον ευχαριςτεί με λόγια τραγουδιςτά όταν κατεβαίνει, ςτο δεφτερο διαμζριςμα θ άλλθ οικογζνεια τον υποδζχεται χορεφοντασ, θ τρίτθ με μετάνοιεσ, θ άλλθ με όργανα, θ κάκε μια με τον τρόπο που νομίηει ότι ζτςι μπορεί να εκδθλϊςει τθν αγάπθν και τθν ευγνωμοςφνθν τθσ. Ο Κεόσ λοιπόν είναι ζνασ και πολλοί είναι οι τρόποι τθσ λατρείασ. Βρίηοντασ λοιπόν αυτόσ τον Κεό του άλλου βρίηει και τον δικό μασ Κεόν. Είναι λοιπόν ανάξιοσ να ηει, γιατί είναι αχάριςτοσ. Ζβριςε τθν Ραναγία και τουσ Αγίουσ και τον Χριςτό. Αλλά εμείσ τον Χριςτό και τουσ Αγίουσ και τθν Ραναγία τουσ λατρεφουμε ωσ Ρροφιτασ και μεςίτεσ προσ τον Κεόν.» Και κατζλθξε ότι «Απαιτϊ και ςασ ςυμβουλεφω να μθ βλαςφθμείτε ποτζ τα κεία Ρρόςωπα.»
Εικόνεσ Στο διάςτθμα εκείνο επιγαμε κάτω ςτθν πόλι, αγγαρεία. Μαηί μασ ιταν και ζνασ Κωμάσ από τθν Ιπειρο που εμζναμε μαηί ςτο ίδιο αμπρί. Σε ζνα ςθμείο είχαν οι Τοφρκοι μιςογκρεμιςμζνθ μια χριςτιανικι εκκλθςία και είχαν πετάξει ζξω ςτουσ δρόμουσ τισ εικόνεσ των Αγίων και όλα τα ιερά ςκεφθ. Μεταξφ των άλλων ιταν και μια εικόνα τθσ Ραναγίασ βρεωοκρατοφςθσ, ηωγραωιςμζνθσ επί ξφλου και αποτελοφςε το μεγαλφτερο κομμάτι τριπτφχου εικόνοσ, τθσ οποίασ τα άλλα δυο από το ζνα και το άλλο μζροσ ζλειπαν. Τθν εικόνα εκείνθ επιρε ο Κωμάσ, τθν ζβαλε ςτο ςακίδιό του που είχε μαηί του και επροχϊρθςε. Ριο πζρα είδα μια μικρι εικόνα ςε ςκωροωαγωμζνο ξφλο διαςτάςεων 10x15 εκατοςτά, του Οςίου Λουκά. Τθν επιρα και τθν ζκρυψα ςτον κόρωο μου και επροχϊρθςα. Επειδι δεν είχα
139
εγϊ ςακίδιο, το βράδυ που πιγαμε ςτο αμπρί τον παρεκάλεςα να ωυλάξει και τθν δικι μου εικόνα ςτο ςακίδιό του. Εδζχκθ και ζκτοτε τισ είχαμε μαηί. Μια βραδιά, ο Κωμάσ εκυμικθ τθν μάνα του και αναςτζναηε. Τον παρθγόρθςα, αλλά ωαίνεται ότι θ ςτενοχϊρια του ιταν πολφ μεγάλθ και το πρωί που ξυπνιςαμε ο Κωμάσ ιταν νεκρόσ. Τισ εικόνεσ αυτζσ, επειδι εγϊ δεν ιξευρα ότι κα γυρίςω, τισ ζςτειλα με τον Ξενοωϊντα τον Άρνο από τθν Κεραςίτςα ςτθν οικογζνεια μου, ο οποίοσ ιταν αιχμάλωτοσ και ζωυγε με τθν πρϊτθ αποςτολι και ςιμερον τισ ζχω ςτο ςπίτι μου.
Επζτειοσ & Κλίβανοσ Τον Φεβρουάριον, υποκζτω, γιόρταηαν οι Τοφρκοι κάποια επζτειο. Τθν θμζρα εκείνθ ςτα αλϊνια του Ουςάκ είχε ςτθκεί και ο κλίβανοσ για τον κλιβανιςμό των αιχμαλϊτων. Οι Τοφρκοι, τελευταίωσ, επειδι δεν ιξεραν πόςουσ δικοφσ τουσ αιχμαλϊτουσ είχε θ Ελλάσ κατόπιν των ςωαγϊν, κανάτων και του εξανκθματικοφ επεριποιείτο τουσ υπόλοιπουσ αιχμαλϊτουσ και μζςα ςτα μζτρα προςταςίασ είχε και τον κλιβανιςμό. Εβγάλαμε λοιπόν τα ροφχα μασ και εμπικαμε ςτθν ςκθνι μζχρισ ότου κλιβανιςκοφν. Τθν ϊρα εκείνθ επερνοφςε από τον δρόμο θ παρζλαςισ. Είχαν αραμπάδεσ και επάνω ςε δυο από αυτοφσ είχαν τοποκετιςει ζνα καμίνι, αμόνι και με βαριά εκόβανε μια αλυςίδα. Σε άλλον αραμπά είχαν δυο ιρωεσ και άλλεσ παραςτάςεισ, ενϊ από το ζνα και το άλλο μζροσ τθσ παρζλαςθσ μζςα ςτα αλϊνια ζτρεχαν ζωιπποι ηεμπζκθδεσ επιδεικνφοντασ τισ ικανότθτζσ τουσ. Πταν ζβγαλα εκεί τα ροφχα μου, μου ζπεςε από το τςουβάλι που εωοροφςα ζνα μικρό*βιβλίο+: «Σφνοψισ των Ρράξεων των Αποςτόλων», που το είχα βρει κάπου και το εδιάβαηα τισ ϊρεσ τθσ ςχολισ μου. Ο Τοφρκοσ κλιβανιςτισ το είδε και το πιρε και
140
αρπάηει ζνα ξφλο και με εκτφπθςε ςτο χζρι που επροωφλαξα το κεωάλι. Από αυτό τελικά εκράτθςε αυτόσ το κόκκινο ντφμα και το άλλο ζριξε ςτθν ωωτιά. Ευτυχϊσ ότι δεν επρόςεξε ζνα μνθμόνιο, που είχα για τα γεγονότα των θμερϊν τθσ αιχμαλωςίασ. Αυτό το ζριξε απ’ ευκείασ ςτθν ωωτιά.
Γαλλομακισ - Σαχυδρόμοσ Κατά τασ αρχάσ Μαρτίου εηιτθςαν ζνα γαλλομακι να ςυμπλθρϊνει ταχυδρομικά δελτάρια, που κα ζςτελναν ςτισ οικογζνειζσ τουσ οι αιχμάλωτοι και τα οποία ποτζ δεν ζςτειλαν. Αυτά είχαν τυπωκεί και ζγραωαν εισ τθν γαλλικιν: «Είμαι καλά, περνϊ ωραία και υπθρετϊ εισ τθν διεφκυνςιν….» που ςυνεπλιρωνα εγϊ, κακϊσ και τθν διεφκυνςιν τθσ οικογενείασ του αιχμαλϊτου. Ωσ ταχυδρόμοσ λοιπόν ζωυγα από το Αμπρί και εγκατεςτάκθν εισ ςκθνιν των υπθρεςιϊν. Μετά 10 θμζρεσ ζρχεται ζνασ Τοφρκοσ υπαξιωματικόσ και μασ διατάςςει να βγοφμε ζξω από τθν ςκθνιν. Άρχιςε λοιπόν να ερωτά: «Τι είςαι ςυ;» «μάγειροσ» απαντοφςε ο πρϊτοσ, «Συ;» «νοςοκόμοσ», «Συ;» «βοθκόσ νοςοκόμου», «Συ;» «Ταχυδρόμοσ». Φςτερα μασ χωρίηει ςε δυο ηυγοφσ και μασ αρχίηει ςτο ξφλο με ζνα βοφρδουλα και μασ λζγει να μθν μασ ξαναδεί ςτθν ςκθνι. Ζτςι, λοιπόν ζλθξε αδόξωσ και θ υψθλι μου κζςισ.
Διανομι ροφχων Κατά τασ 25 Μαρτίου μετά κλιβανιςμόν που μασ ζκαναν, μασ ζδωςαν καινοφρια ροφχα ιτοι: ζνα εςϊβρακο αλατηζνιο που εδενόταν ςτο πάνω μζροσ με δυο λουριά, ζνα πουκάμιςο με ζνα κουμπί ςτο επάνω μζροσ και ανοιχτό μζχρι τθν μζςθ, μια μανδφα από ντρίλι που ιταν διπλι και μζςα γεμάτθ μαλλί, ραμμζνεσ γραμμωτά και ζνα δίκωχο από τςίτι χρωματιςτό
141
ανάλογα. Το εςϊβρακο από τθν κοιλιά ζωσ τα ςκζλθ ιταν ανοιχτό και χωρίσ κουμπιά και γι’ αυτό πολλζσ ωορζσ είχαμε και άςεμνεσ εμωανίςεισ. Μαηί με αυτά μασ ζδωκαν ζνα ηευγάρι παποφτςια γεμενιά21 με μυτοφλεσ εν όψει των ανταλλαγϊν που θκολοφκθςαν τον Απρίλιον μινα.
Ανταλλαγι Από το τζλοσ Μαρτίου είχα τθν πλθροωορία ότι επρόκειτο να αρχίςουν ανταλλαγζσ αιχμαλϊτων. Τασ αρχάσ Απριλίου ζγινε θ πρϊτθ με 50 αιχμαλϊτουσ. Μετά από 2 θμζρεσ ζγινε δευτζρα με άλλουσ 50. Μετά δυο μζρεσ επρόκειτο να γίνει τρίτθ με 30 μόνον. Από το πρωί ζωυγα, για να μθ με πάρουν αγγαρεία και λείπω από τθν Επιτροπιν, όταν κα ιρχετο ςτο Τάγμα. Με ανεκάλυψε ο ςκοπόσ Τοφρκοσ και με απειλοφςε ότι κα με ζςτελνε αγγαρεία και τοφτο, δια να του δϊςω τα καινοφργια μου παποφτςια τα γεμενιά και εκείνοσ να μου ζδινε τα παλιά που ωοροφςε. Του υπεςχζκθν ότι κα του τα ζδινα το απόγευμα και του είπα ότι μζνω ςε ζνα αμπρί περί τισ 10 ςειρζσ πζρα από το δικόμου, για να μθ μπορζςει να με βρει. Με άωθςε ελεφκερον και φςτερα από μια ϊρα ιλκεν θ Επιτροπι που εωρόντιηε να διϊχνει τουσ περιςςότερο αςκενικοφσ. Ο λοχαγόσ Τοφρκοσ του Τάγματόσ μασ είχε υπθρετιςει ωσ αιχμάλωτοσ το 1912 ςτθ Λάριςα και επειδι ιταν ευχαριςτθμζνοσ εηιτθςε να γίνει θ αποςτολι από τον Λόχον του και να τθν ςυνοδεφςει ο ίδιοσ μζχρι τθν Σμφρνθ. Τθν απαίτθςιν τθσ ςυνοδείασ διετφπωςε και ζνασ άλλοσ λοχαγόσ άλλου Λόχου, αλλά τελικϊσ επεκράτθςε ο ιδικόσ μασ και θ αποςτολι ζγινε από τον Λόχον μασ. Ο λοχαγόσ εηιτθςε ζνα εγγράματον να ξζρει να ςυντάςςει καταςτάςεισ και να 21 *Σθμείωςθ επιμελθτι+ Γεμενιά ονομάηονταν τα ρθχά παποφτςια που ιταν καταςκευαςμζνα από λεπτό εγχϊριο δζρμα και ιςαν μαφρα για τουσ Χριςτιανοφσ, κόκκινα για τουσ Μωαμεκανοφσ.
142
γράωει ςχθματιςμοφσ κλπ. Ραρουςιάςκθν εγϊ και ανζλαβα, αλλά δεν είχαμε χαρτί να γράψουμε. Είχα οικονομικόν υπόλοιπον ςτθν τηζπθ μου 2 γρόςια. Ζςτειλα ζνα αιχμάλωτο ςτθν καντίνα και επιρε 2 κόλλεσ χαρτί και ςυνεπλιρωςα τισ καταςτάςεισ με παρόντασ που ιςαν 30 του Λόχου μασ και πρϊτον εισ τθν κατάςταςιν ζβαλα ζνα γνωςτόν αιχμάλωτον του λοχαγοφ, για να είναι μεγαλφτερο το ενδιαωζρον του. Τθν επομζνθν, διετάχκθμεν να πάμε ςτον Στακμό με τον λοχαγό μασ. Εκεί πάλιν ο άλλοσ λοχαγόσ εηιτθςε να παραμεριςκεί θ ιδικι μασ αποςτολι και να ωφγει θ ιδικι του. Επθκολοφκθςε ζντονοσ μεταξφ τουσ ςυηιτθςισ και ο παρακολουκϊν ταγματάρχθσ ενζκρινε και εωφγαμε εμείσ. Το βράδυ είχαμε ωκάςει ςτθ γζωυρα του Ελβανάρ και εκεί διενυκτερεφςαμε, γιατί το τρζνο από τθν Σμφρνθ κα ερχόταν το πρωί. Τθν νφχτα ζριξε πάγο και ζκανε κρφο πολφ. Αλλά ςε τζτοιεσ ςτιγμζσ καμμιά δφναμισ δεν μπορεί να κάμψει τθν ανκρϊπινθ ψυχι. Το βράδυ ευριςκόμαςτε ςτθν Σμφρνθ και διενυκτερεφςαμε ςτα ξφλινα παραπιγματα τθσ παραλίασ. Ιταν ανιμερα το Ράςχα του ζτουσ 1923. Τθν επομζνθν μασ παρζλαβε θ Ελλθνικι Επιτροπι και μασ επεβίβαςε εισ το ατμόπλοιον «Ανδρζασ» με το οποίον ιλκαμε ςτο Λοιμοκακαρτιριον του Κερατςινίου, όπου παρεμείναμε μερικζσ θμζρεσ και εκείκεν, αωοφ μασ ζδωςαν τα απολυτιριά μασ, όςοι εδικαιοφμεκα, εωφγαμε δια τασ πατρίδασ μασ. Τθν 27θν Απριλίου 1923, ςιδθροδρομικϊσ, ιλκα εισ τθν Τρίπολθ και εκείκεν με τουσ αναμζνοντασ ςυγγενείσ επιγα εισ το χωρίον μου Τηίβα, κείμενον περί τα 5 χιλιόμετρα νοτίωσ τθσ Τριπόλεωσ όπου εγεννικθν και διζμενον μζχρι του 1933, ότε μετϊκθςα και ζκτοτε διαμζνω εισ τθν Τρίπολιν. Ταφτα εκεϊρθςα ςκόπιμον και απαραίτθτον να παραδϊςω εισ τουσ απογόνουσ μου, εισ μνιμθν. Σρίπολισ 1977 Γεϊργιοσ Π. Δουνοφκοσ
143
ΙΙΙ) Επίμετρο Γεωργίου Π. Δουνοφκου
144
Ζλλθνεσ αιχμάλωτοι των Τοφρκων, λίγο πριν και λίγο μετά τθν απελευκζρωςι τουσ.
145
[Ειςαγωγικά] Το παράρτθμα αυτό, αποτελεί ζνα παρακολοφκθμα, κατατοπιςτικό κατά κάποιο τρόπο τθσ αωθγιςεϊσ μου «ΑΛΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΩΝ ΤΟΥΚΩΝ», που περιλαμβάνεται ςτθ ςυνζχεια τθσ αρχικισ ομότιτλθσ αωιγθςθσ του ωίλου και ςυντοπίτθ μου Βαςίλθ Διαμαντόπουλου. Τθν αωιγθςι του αυτι, τθν παρακζτω αυτοφςια, όπωσ μου τθν ζδωςε για να ςυμπλθρϊςω και τισ δικζσ μου δοκιμαςίεσ κατά τον χρόνο τθσ αιχμαλωςίασ, προκειμζνου να δοκοφν ςτθ δθμοςιότθτα και να γίνουν ευρφτερα γνωςτζσ «[…]με ςκοπό να μθ μζνουν άγνωςτεσ μνιμεσ τζτοιων ςυμφορϊν του γζνουσ μασ», όπωσ ο ίδιοσ αναωζρει ςτον πρόλογό του. Θ δικι μου αωιγθςθ, ςτθρίηεται ςε κάποιο μνθμόνιο γεγονότων κατά τον χρόνο τθσ αιχμαλωςίασ, το οποίο το ςυνζταςςα τότε και αρχικά το διζςωηα, όπωσ αναλυτικότερα αναωζρω παρακάτω. Εκτιμϊ όμωσ, ότι κα μποροφςε να ιταν περιςςότερο κατατοπιςτικι για τον αναγνϊςτθ, αν περιελάμβανα εδϊ και παρζκετα ιδιαίτερα το γενικότερο περιβάλλον μζςα ςτο οποίο εντάςςεται, όπωσ το αντελιωκθν τθν εποχι εκείνθ και το αποτφπωςα ςτθ μνιμθ μου κατά τθ διαδρομι μου μζςα ςε αυτό και ακόμα, κάποια κομμάτια από τθ ηωι μου μζςα ςτο ςτρατόπεδο, πριν τθν περίοδο που άρχιςε θ ςφμπτυξθ των περί το Αϊδίνι ελλθνικϊν ςτρατιωτικϊν μονάδων, όπωσ αυτι αναδφεται από κάποιεσ περιγραωζσ-επιςτολζσ, που ζςτελνα ςτο ςπίτι μου τότε. Μια διαδρομι, τα περιςτατικά τθσ οποίασ ζηθςα τότε και παρακζτω τϊρα, περιςςότερο ςαν περίγραμμα εικόνων και εντυπϊςεων και πολφ λιγότερο ςαν ςυςτθματικι καταγραωι ι παρατιρθςθ ιςτορικϊν ςυμβάντων. Και πιςτεφω ότι αυτό κα βοθκιςει περιςςότερο ςτον προςδιοριςμό και τθν κατανόθςθ του κλίματοσ, που τότε επικρατοφςε, και τθσ οπτικισ κάτω από
146
τθν οποία αποτυπϊκθκαν όςα περιζχονται ςτθν αρχικι αωιγθςι μου που αναωζρεται ςτο χρόνο τθσ αιχμαλωςίασ. Και μπορεί θ τωρινι αωιγθςθ μου, για το χρονικό διάςτθμα αυτό, να ζχει τα χαρακτθριςτικά μιασ ζγχρωμθσ ωωτογραωίασ που τραβιχτθκε πολλά χρόνια πριν, δζχκθκε ακάλυπτθ τισ επιδράςεισ του χρόνου και τθσ ατμόςωαιρασ και παρατθρείται ςιμερα, με ςχεδόν όλα τα χρϊματα να είναι αλλοιωμζνα, άλλα εντονότερα, άλλα αχνότερα, άλλα να χρειάηονται μεγάλθ προςπάκεια για να τα ανακαλφψεισ, αλλά και άλλα να επικρατοφν και να προςδιορίηουν το χρϊμα τθσ ωωτογραωίασ. Πμωσ τα πρόςωπα, τα αντικείμενα και το πλαίςιο τθσ ωωτογραωίασ που περιζχει όλα αυτά, το ιςτορικό πλαίςιο, παραμζνει ςτακερά το ίδιο. Και τα αναωζρω αυτά, γιατί διαιςκάνομαι ότι ίςωσ να ωανεί ι και να είναι από μια άποψθ, υποκειμενικι και βακιά επθρεαςμζνθ θ οπτικι αυτι, και από τθν ξαωνικι πλθγματικι προβολι και αποκάλυψθ τθσ βάρβαρθσ και εγκλθματικισ πτυχισ του ψυχιςμοφ των Τοφρκων ι ζςτω κάποιων από αυτοφσ που εγϊ ιρκα ς’ επαωι και μου προξζνθςαν αυτά που περιγράωω. Και επομζνωσ, μπορεί αυτό, θ ξαωνικι αποκάλυψθ τθσ διάχυτθσ «ανκρϊπινθσ» βαρβαρότθτασ από τθν πλευρά αυτϊν των Τοφρκων, να μου κόλωςε τθν όραςθ, μπορεί να επζδραςε ςε μζνα ςαν το αντίκριςμα τθσ όψθσ τθσ Μζδουςασ χωρίσ κάτοπτρο, όταν ζβλεπα και βίωνα, να ςυντελείται δίπλα μου και ςε διάωορεσ ωάςεισ θ ςυνειδθτά εξευτελιςτικι, τραγικι, ςυςτθματικά μελετθμζνθ και εξαιρετικά ςυγκλονιςτικι για όποιον τθ ηοφςε, εξόντωςθ και ςωαγι με χαρακτθριςτικά γενοκτονίασ, από τα όργανα του διαμορωοφμενου τότε νζου τουρκικοφ εγκλθματικοφ και αιμοςταγοφσ μορωϊματοσ κράτουσ, με εργαλείο εκτζλεςθσ μζλθ ςτιωϊν που παρουςιάηονταν ωσ άνκρωποι, μια ςωαγι που παράλλθλα με τουσ ωμιοφσ που μάηευαν και εξόντωναν, εωαρμόςκθκε ςτο ςφνολο ςχεδόν των ςτρατιωτϊν και υπαξιωματικϊν
147
αιχμαλϊτων του 18ου Ρεηικοφ Συντάγματοσ, όπωσ τθν εβίωςα όντασ και εγϊ μζλοσ - από τουσ 3.000 ςτρατιϊτεσ και υπαξιωματικοφσ που παρεδόκθςαν, χωρίσ μάχθ, ςε 150 Τοφρκουσ ιππείσ από τουσ «θγιτορεσ» αξιωματικοφσ μασ, επιβιϊςαμε και επαναπατριςκικαμε μόλισ 150 - και να επθρζαςε τθν αωιγθςι μου. Τα γεγονότα όμωσ που αναωζρω, παραμζνουν γεγονότα. Και ακόμα ςιμερα, βαςανίηει τθ ςκζψθ μου, πόςο διακριτι μπορεί να είναι θ διαωορά μεταξφ τθσ μεκόδου εξόντωςθσ των κρατουμζνων που εωάρμοςε ςτο Άουςβιτσ είκοςι χρόνια μετά, άλλοσ «πολιτιςμζνοσ» λαόσ, αςιτία, κακουχία, κακουργία, κρεματόρια, ομαδικι ταωι, και τθν οποία τουλάχιςτον κατεδίκαςε ςφμπασ ο πολιτιςμζνοσ κόςμοσ, και αυτισ που ακολουκοφςαν εκεί οι Τοφρκοι, με τα ίδια βιματα, αςιτία, κακουχία, κακουργία, κανατϊςεισ και κάλαμοι εγκαταλειμμζνων μελλοκανάτων αςκενϊν, απόκεςθ των ςορϊν για βορά των αγριμιϊν. Απλϊσ εκεί, οι κακουργίεσ και ο εξευτελιςμόσ τθσ ανκρϊπινθσ ηωισ γινόταν εν κρυπτϊ, μζςα ςε ςτρατόπεδα μακριά από τα βλζμματα του κόςμου, από διεςτραμμζνουσ επί τοφτω εντεταλμζνουσ από το κακεςτϊσ εγκλθματίεσ, ενϊ εδϊ πραγματοποιοφντο ςε κοινι κζα και για κοινι απόλαυςθ, τόςο από τουσ εντεταλμζνουσ, όςο και από πλικοσ «πολιτϊν-ςτιφϊν», οι οποίοι ςυνζρεαν, εωοδιαςμζνοι με τα κατάλλθλα εργαλεία, και ζπαιρναν μζροσ ςτθν εξόντωςθ, προβάλλοντασ ζτςι τον ψυχιςμό και τον πολιτιςμό τουσ. Και ακόμα, τα κρεματόρια του ςτιγμιαίου κανάτου είχαν υποκαταςτακεί από τθν κόλαςθ τθσ μακρόςυρτθσ, βαςανιςτικισ και εξευτελιςτικισ πορείασ προσ το κάνατο, ενϊ θ ζςτω ομαδικι ταωι των νεκρϊν είχε υποκαταςτακεί με τθν φβρθ τθσ εγκαταλείψεωσ ατάωων ςορϊν. Πμωσ αυτά, δεν ςυγκίνθςαν κανζνα από τον «πολιτιςμζνο» κόςμο, ζςτω και ωσ καταγραωι. Αλλά και πζραν αυτοφ, μπορεί να είναι επθρεαςμζνθ, από τθν ςυντριβι και τθν κατάρρευςθ μζςα μου, κάκε ςυςτιματοσ αξιϊν, αρχικά προσ τθ ςτρατιωτικι
148
και ςτθ ςυνζχεια προσ τθν κάκε είδουσ ιεραρχία, μετά τθν ατιμωτικι, όπωσ πραγματοποιικθκε και εξευτελιςτικι παράδοςθ από τθν θγεςία, ενόσ ολοκλιρου Συντάγματοσ πλιρωσ εξοπλιςμζνου και εκπαιδευμζνου, ςχεδόν παρατεταγμζνου, με τθν επίωαςθ δικαιολογίασ από τουσ «θγιτορεσ» ότι ωκάςαμε ςε αδιζξοδο - χωρίσ να ρίξουμε οφτε μια ντουωεκιά - και δεν δίνουμε μάχθ και το τραγικότερο, ότι όταν παραδοκοφμε τελειϊνουν τα βάςανά μασ. Μια ιεραρχία που καλλιεργοφςε και οδθγείτο από τθν θττοπάκεια και ταυτίςτθκε από τότε μζςα μου με τουσ «τρζςαντεσ» τθσ αρχαίασ Σπάρτθσ. Πμωσ και εδϊ, τα γεγονότα παραμζνουν και οι ςυνζπειζσ τουσ δεν μποροφν να αμωιςβθτθκοφν. Και πολλζσ ωορζσ, μου ξανάρχονται ςτο μυαλό οι εικόνεσ από τα Επίκαιρα του κινθματογράωου, που είχα δει το ϋ45, με τθν παράδοςθ των όπλων κατά τθ Συμωωνία τθσ Βάρκιηασ. Μπορεί θ διαωορά τθσ ιδεολογίασ μου με εκείνουσ να ιταν μεγάλθ και τα γεγονότα διαωορετικά, ο πόνοσ όμωσ τθσ ςτιγμισ εκείνθσ, αιςκάνομαι, ότι κα ιταν ο ίδιοσ. Μου ζχει εντυπωκεί βακιά ςτο νου και με πονάει, θ ςκθνι από τθν ςτιγμι τθσ παραδόςεωσ του μουλαριοφ με το τθλεγραωικό υλικό και με πλιρθ εξάρτθςθ και εξοπλιςμό ςτον τοφρκο τςζτθ, όταν αυτό κοντοςτάκθκε και γφριςε το κεωάλι του και μασ κοίταξε με ζνα βλζμμα όλο απορία και παράπονο, όπωσ το ειςζπραξα εγϊ. Κι από τότε πολλζσ ωορζσ ζχει ζρκει ςτουσ εωιάλτεσ μου και με ρωτάει γιατί. Κι ακόμα, ζχω αναρωτθκεί πολλζσ ωορζσ από τότε, είτε όταν διάβαηα ςτισ εωθμερίδεσ, είτε όταν ηοφςα τισ επανειλθμζνεσ, ςυςτθματικζσ ςχεδόν, παρεμβάςεισ ςτθν πολιτικι ηωι των αξιωματικϊν αυτϊν, πόςο λογικά αποδεκτόσ μπορεί να ιταν ο αποκλειςτικόσ καταλογιςμόσ μόνον ςτουσ πολιτικοφσ, είτε ςτουσ μεν γιατί επιγαν, είτε ςτουσ δε γιατί δεν ζωυγαν ζγκαιρα - χωρίσ βζβαια ςτθν περίπτωςθ αυτι να μποροφςαν πλζον να αποτρζψουν τθν καταςτροωι του Μικραςιατικοφ Ελλθνιςμοφ -
149
όταν το πρωταρχικό δεδομζνο ςτο ςχεδιαςμό τουσ ιταν ο ςτρατόσ που πολζμθςε ςτο Σαραντάπορο και το Κιλκίσ, όπου και οι ανϊτεροι αξιωματικοί πολεμοφςαν επί κεωαλισ παίρνοντασ νίκεσ και αωινοντασ τα κορμιά τουσ ςτο πεδίο των μαχϊν και όχι εκωυλιςμζνεσ πλζον θγεςίεσ που το μυαλό τουσ ιταν ςτθν με κάκε τρόπο ταχφτερθ περάτωςθ τθσ ταλαιπωρίασ τουσ, όπωσ μόνο ζβλεπαν τον πόλεμο τϊρα. Ι, ακόμα χειρότερα, όταν κάποιοι απ’ αυτοφσ είχαν πιςτζψει ςτθ μεςςιανικι αποςτολι τουσ, όπωσ τουσ τθν υπαγόρευε ο Διχαςμόσ, και, αωινοντασ τα πεδία των μαχϊν, όπωσ τα άωθςαν, ανζςυραν εφκολα τουσ, κατ’ αυτοφσ, «απζναντι» μζςα από τα χαλάςματα τθσ καταςτροωισ, για να προβοφν άμεςα ςτον ςυνολικό καταλογιςμό των δεινϊν εισ βάροσ τουσ, αωαιρϊντασ ταυτόχρονα από τουσ δικοφσ τουσ ϊμουσ, το βάροσ τθσ ανεπάρκειασ ποφ τουσ εβάρυνε, και ςτθ ςυνζχεια ςτθν εν κερμϊ τιμωρία τουσ, «ταΐηοντασ» ζτςι, πζραν των άλλων, τον υποβολζα τουσ και εξαςωαλίηοντάσ του μακροθμζρευςθ. Αλλά και πζραν αυτϊν κα μποροφςε να υςτερεί ςε αντικειμενικότθτα, από τθν ςυγκζντρωςθ τθσ παρατθριςεωσ των γεγονότων που είχα ςτο κακ’ αυτό αντικείμενο τθσ υπθρεςίασ μου, αωοφ ωσ μζλοσ μιασ μικρισ περιωερειακισ ςτρατιωτικισ μονάδοσ- υπθρζτθςα ςτθ Διμοιρία τθλεγραωθτϊν του Μικροφ Επιτελείου ωσ λοχίασ τθλεγραωθτισ επιωορτιςμζνοσ κυρίωσ με τθ λειτουργία και ςυντιρθςθ του τθλεωωνικοφ δικτφου επικοινωνίασ μεταξφ περιμετρικϊν ωυλακίων τμιματοσ του Νοτίου μετϊπου κατά μικοσ του ποταμοφ Μαιάνδρου - αναλιςκόμουν να παρατθρϊ μόνον τα γεγονότα που ελάμβαναν χϊρα ςτο άμεςο περιβάλλον μου και γφρω από εμζνα και επομζνωσ, είχαν αξία κυρίωσ για το περιβάλλον αυτό και ς’ αυτά αναωζρομαι. Βεβαίωσ, θ κζςθ μου ωσ λοχίασ τθλεγραωθτισ ςτο Μικρό Επιτελείο μοφ παρείχε τθ δυνατότθτα ςυλλογισ πλικουσ πλθροωοριϊν με τισ οποίεσ κα μποροφςα να ςυνκζςω μια
150
ςυνολικότερθ ι και αντικειμενικότερθ εικόνα των γεγονότων. Πμωσ θ βακιά, ςχεδόν άκριτθ πίςτθ μου ςτισ αξίεσ, μεταξφ των οποίων από τισ πρϊτεσ ιταν και θ Λεραρχία με απζτρεπε, αςυνείδθτα, ακόμα και από τον εςωτερικό ςχολιαςμό των κανόνων τουσ ι και τθν κριτικι των γεγονότων και των ενεργειϊν των.
Σο αντίκριςμα τθσ Μζδουςασ Αμζςωσ μετά τθν ολοκλιρωςθ τθσ παράδοςθσ του Συντάγματόσ μου ςτουσ Τοφρκουσ από τον παλίμβουλο και κυρίωσ ανεπαρκι - τουλάχιςτον - ςτρατιωτικό διοικθτι ςυνταγματάρχθ Ηεγκίνθ, με τθ δικαιολογία, όπωσ ιςχυριηόταν και διζδιδε, ότι αμζςωσ μετά τθν παράδοςθ και βάςει των διεκνϊν Συνκθκϊν, κα ωυλαςςόμαςτε ςε ςτρατόπεδο αιχμαλϊτων απολαμβάνοντασ από τουσ Τοφρκουσ τθσ ίδιασ ωροντίδασ και μεταχείριςθσ με τουσ ςτρατιϊτεσ τουσ και ςτθ ςυνζχεια κα προωκοφμαςτε προσ τισ πατρίδεσ μασ, αποκρφπτοντασ όμωσ τθν κραυγαλζα προδοτικι όψθ του εγχειριματόσ του, αωοφ οι αιχμάλωτοι, πζραν των άλλων, χρθςιμοποιοφνται ωσ όμθροι και ωσ αντάλλαγμα, μετά τθ λιξθ του πολζμου, για τθν ακφρωςθ του όποιου ςτρατιωτικοφ ι πολιτικοφ οωζλουσ εκατζρωκεν, που ζχει αποκτθκεί με ποταμοφσ αίματοσ, κακιςτϊντασ ζτςι τθν αιχμαλϊτιςθ, πλζον επϊδυνθ και από τθν απϊλεια μιάσ ςπουδαίασ μάχθσ. άρχιςαν οι ακραίεσ βιαιοπραγίεσ και κακουργίεσ των Τοφρκων «ςτρατιωτϊν-μελϊν ςτιφϊν», όπωσ και ςτθν αρχικι αωιγθςι μου αναωζρω, με τθν ανοχι ι και κακοδιγθςθ, όπωσ πολλζσ ωορζσ διαπιςτϊςαμε, κάποιων αξιωματικϊν τουσ. Βιαιοπραγίεσ που εξεδθλϊνοντο, ςτθν «θπιότερθ» μορωι τουσ, με τθ μορωι ςυςτθματικισ διαρπαγισ, βιαίωσ, από τουσ αιχμαλϊτουσ, οποιουδιποτε αντικειμζνου, ςφμωωνα με τθν επικυμία του άρπαγα, χρθςίμου ι πολυτίμου γι’ αυτοφσ, όπωσ ο ρουχιςμόσ για τισ ςυνκικεσ που ακολουκοφςαν, μζςω
151
ξυλοδαρμϊν, που ιταν το ςφνθκεσ μζςο κάκε «διαλόγου» που εγνϊριηαν. Ξυλοδαρμϊν με απαραίτθτο όργανο και τθν ξιωολόγχθ, θ οποία ιταν μονίμωσ ςτερεωμζνθ επί των όπλων τουσ και τα ανεξζλεγκτα τραφματα από τθν οποία, εκτόσ από αωόρθτο πόνο, μζςα ςε ανφπαρκτεσ ςυνκικεσ υγιεινισ, προκαλοφςαν μολφνςεισ, οι οποίεσ απζβαιναν και μοιραίεσ. Και ςυνικωσ, κακουργιϊν μζχρισ εξοντϊςεωσ - κάποτε και από αναμζνοντεσ «πολίτεσ» -, που κατζλθγαν ςυχνά ςτο τζλοσ ςε ωρικϊδεισ εκτελζςεισ, οι οποίεσ είχαν τον χαρακτιρα τθσ επιδιωκόμενθσ εκδικθτικισ προσ ψυχικι αγαλλίαςι τουσ και μόνον, εν ψυχρϊ δολοωονίασ του κάκε αδφναμου, αςκενοφσ, τραυματία, κακοποιθμζνου ι και απλά βραδυποροφντοσ, όπωσ αμζςωσ διάβαηεσ ςτο πρόςωπο των ςυνικωσ αγροίκων εγκλθματιϊν αυτϊν, μετά τθν κάκε εγκλθματικι τουσ πράξθ. Αλλά ακόμα χειρότερο, ιταν θ επιλογι μζςα από τθ ωάλαγγα ατόμων που με τα κριτιρια των ςυνοδϊν ωρουρϊν, ιςαν πρόςωορα και τα οποία, αωοφ τα εξουκζνωναν μζςω βαρβάρων ξυλοδαρμϊν - ςυνικωσ ωϊναηαν άλλουσ δφο ωρουροφσ για να μοιραςκοφν τθν «απόλαυςθ» ι κάποιουσ πρόκυμουσ Τοφρκουσ περαςτικοφσ, οι οποίοι ποτζ δεν ζλειπαν - τα διζταηαν να ακολουκιςουν τθ ωάλαγγα, και όταν αυτοί δεν μποροφςαν λόγω τραυματιςμϊν, βγάηοντασ διαπεραςτικζσ κραυγζσ, τα κανάτωναν επί τόπου ςτθν άκρθ του δρόμου και ςτθ κζα των υπολοίπων. Και, επίςθσ, με τθ ςυχνι διζλευςθ τθσ ωάλαγγασ των αιχμαλϊτων δια μζςου παρατεταγμζνων βαρβάρων ςτιωϊν «πολιτϊν», οι οποίοι ιςαν εωοδιαςμζνοι με χονδρά ξφλα ι άλλα αντικείμενα και κτυποφςαν με τθν ανοχι, αν όχι με τθν ενκάρρυνςθ των ωρουρϊν, τουσ αιχμαλϊτουσ, πολλοφσ μζχρι κανάτου. Και τότε ςυνειδθτοποίθςα, από τθν αρχι ςχεδόν, ότι θ τελικι επιβίωςι μου εκεί κα ιταν αποτζλεςμα μόνον εξαιρετικισ ςυμπτϊςεωσ ι τφχθσ. Και αιςκάνκθκα τθν αδιριτθ ανάγκθ κάπου να καταγγείλω ι τουλάχιςτον κάπου να
152
αποτυπϊςω τα γενόμενα εδϊ, για να ςυνειδθτοποιιςει και ο απζξω, «πολιτιςμζνοσ» κόςμοσ - όπωσ αωελϊσ προςδοκοφςα εξακολουκϊντασ ακόμθ να πιςτεφω ςτισ Αξίεσ - αν ποτζ τα μάκαινε, ότι αυτι θ βάρβαρθ ωυλι παρζμενε θ ίδια μ’ αυτι που μακαίναμε ςτα βιβλία, θ οποία επί πολλζσ εκατονταετίεσ δυναςτεφει τθν ευρφτερθ περιοχι καταςτρζωοντασ πολιτιςμοφσ, αωινοντασ πολιτιςμικά ερείπια από όπου περνά, που ουδζποτε δθμιοφργθςε οποιαςδιποτε μορωισ αποδεκτό πολιτιςμό, αλλά εξελίςςοντασ τθν κακουργία ςε εργαλείο αςκιςεωσ πολιτικισ, κατόρκωνε να επιβιϊνει, ςυνικωσ, με τθ ςυγκατάνευςθ αλλά και, αλίμονο, τθν ενεργό ςυνδρομι των κρατϊν εκείνων που εμείσ οι αωελείσ Ζλλθνεσ, και μζςω τθσ επιςιμου παιδείασ μασ, κατατάςςαμε ςτθν κορωνίδα των πολιτιςμζνων κρατϊν. Και ότι αυτι θ ωυλι λανκάνει ακόμα με προςωπείο μζςα ςτον πολιτιςμζνο κόςμο, ζτοιμθ να προβάλλει, με κάκε ευκαιρία, το απαίςιο πρόςωπό τθσ, ωσ ζνα από τα όπλα για τθν ικανοποίθςθ των επιδιϊξεϊν τθσ. Και τότε αλίμονο ς’ αυτόν που κα υποχρεωκεί να το υποςτεί. Και άκελά μου, όταν ζμακα ότι υπάρχουν και χίλιοι πεντακόςιοι αγνοοφμενοι ςιμερα ςτθν Κφπρο, ςτα χζρια των Τοφρκων μετά τθν ειςβολι, με άωατθ κλίψθ ανεκάλεςα ςτθ μνιμθ μου τα παραπάνω και ςκζωκθκα πόςεσ λίγεσ μανοφλεσ κα είναι τυχερζσ να ξαναδοφν πάλι τα παιδάκια τουσ… Ζτςι λοιπόν μόλισ εωκάςαμε ςτον Καςαμπά με κάτι λίγα χριματα που είχα καταωζρει να περιςϊςω, αγόραςα, μετά πολλζσ περιπζτειεσ και ανταλλαγζσ, ζνα τεωτζρι, λίγεσ κόλλεσ χαρτί και ωφλαξα και ζνα βιβλιαράκι με τισ πράξεισ των Αποςτόλων που βρικα πεταμζνο ςε μιαν άκρθ και που απζβθ εξαιρετικά πολφτιμο για μζνα, αωοφ περιςςότερο από το μιςό ιταν θμερολόγιο, από το οποίο μποροφςα και το χρόνο να παρακολουκϊ, αλλά και, κυρίωσ, να το χρθςιμοποιϊ ςαν είδοσ
153
ςυνοπτικότατου αλλά ακριβοφσ μνθμονίου. Το τζλοσ του, περιγράωεται ςτθ ςελίδα 12822 τθσ αρχικισ αωθγιςεϊσ μου. Μετά απ’ αυτό, τθν καταςτροωι του, και επειδι είχανε λιγοςτζψει τα μζτρα επιτθριςεϊσ μασ αλλά και βαςανιςμοφ μασ κάπωσ τα είχαμε ςυνθκίςει, ο χρόνοσ είχε τθ δικι του επίδραςθ, αωοφ μιασ και επζηθςεσ, ςε πίεηε να κοιτάσ πίςω με τα κιάλια ανάποδα, τα ζντονα και τελικά εξουκενωτικά ψυχικά τραφματα που προθγικθςαν είχαν επιδράςει ςαν ζνα πολφ ιςχυρό αναιςκθτικό, ςτισ παρυωζσ τθσ αωαςίασ, για τισ πλθγζσ απ’ αυτά, που είχαν αρχίςει, εκπλθκτικά γριγορα, να γίνονται ουλζσ, - άλλο αν μζχρι ςιμερα πονοφν περιςςότερο και από τισ κακζσ πλθγζσ - αλλά και αποτρεπτικό τθσ ςκζψθσ από τα επϊδυνα, κυρίωσ όμωσ, γιατί είχε αρχίςει να αχνοωζγγει θ ελπίδα, θ θμζρα του επαναπατριςμοφ, τθν οποία τθν διαιςκανόμαςτε, όπωσ τα ωυτά τθν άνοιξθ, αγόραςα κάποιεσ κόλλεσ χαρτί και ξανάγραψα το περιεχόμενο που είχα απολζςει, αμβλυμζνο από τα πολφ λυπθρά, κρατϊντασ ίςωσ τα πιο ανκρϊπινα και το ζςτειλα, μαηί με κάποιεσ κόλλεσ και αποκόμματα που είχα περιςϊςει μαηί με τισ εικόνεσ που αναωζρω ςτθν αρχικι αωιγθςι μου, ςτο ςπίτι μου. Γυρίηοντασ αργότερα, το ταξινόμθςα και το ςυμπλιρωςα και μζςα απ’ αυτό είναι όςα αναωζρω ςτθν αωιγθςι μου
Από το Γυμνάςιο ςτο τρατό Ρερατϊνοντασ το Γυμνάςιο το 1916, εγγράωθκα ςτθ Σχολι Φιλολογίασ του Ρανεπιςτθμίου Ακθνϊν ακολουκϊντασ τισ οικογενειακζσ κατευκφνςεισ (ο πατζρασ μου ιταν δάςκαλοσ, ο παπποφσ μου παπάσ κλπ.). 22 *Σθμείωςθ επιμελθτι+ Θ αναωερόμενθ ςελίδα είναι θ παρζνκετθ
ςελίδα του Γεωργίου Ρ. Δουνοφκου ςτο ζργο του Βαςίλθ Γ. Διαμαντόπουλου και ςχετίηεται με τα γεγονότα που καταγράωονται ςτθ ςελίδα 138 του παρόντοσ βιβλίου.
154
Το γνωςτικό περιβάλλον μζχρι τότε για μζνα οριοκετείτο από τα ςυμβαίνοντα ςτα γφρω χωριά, το περιεχόμενο των ςχολικϊν βιβλίων, τισ διδαςκαλίεσ και τισ ομιλίεσ των κακθγθτϊν και τισ ςυηθτιςεισ των χωρικϊν ςτο μαγαηί ι των γυναικϊν ςτισ αυλόπορτεσ. αδιόωωνο δεν υπιρχε, εωθμερίδα ερχόταν ςτο μαγαηί του χωριοφ, το οποίο διατθροφςαμε πουλϊντασ κυρίωσ κραςί, κάκε Σάββατο ςυνικωσ μαηί με ζνα αντιπρόςωπο - ζτςι λζγαμε τότε τον κομματάρχθ - και ςπανιότερα μαηί με ζνα βουλευτι, οι οποίοι διεκπεραίωναν το επικοινωνιακό τουσ ζργο με χαιρετοφρεσ, υποςχζςεισ, ομιλίεσ, ςυνικωσ θρωικζσ και κεράςματα. Οι Βαλκανικοί Ρόλεμοι, που διεξιγαγε θ Χϊρα μασ, και οι ςυνζπειζσ τουσ ζωκαναν ςε εμάσ με δφο εικόνεσ. Στθ μια, τθν καλι, τθ μεγάλθ, τθ λαμπερι, τθν εκνικι, που εορταηόταν με ςθμαιοςτολιςμοφσ και ομιλίεσ, παρουςιαηόταν ωσ μια απόμακρθ θρωικι διαδικαςία, αντίςτοιχθ με τα κατορκϊματα του Αχιλλζα, του Μιλτιάδθ, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Βαςιλείου Βουλγαροκτόνου, του Κολοκοτρϊνθ, που κόςμθςαν και ςτιριξαν διαχρονικά τθν Ελλάδα με νίκεσ και δόξα. Στθν άλλθ, τθ μικρι, τθν κακι, τθ καμπι, τθ κλιβερι, εμωανιηόταν με τθν παγερι μορωι του ταχυδρόμου ι του αξιωματικοφ τθσ Στρατολογίασ, προκειμζνου να επιδϊςει το τραγικό γράμμα, «...ο υιόσ ςασ ζπεςεν θρωικϊσ μαχόμενοσ…». Και τότε ακολουκοφςε ο κρινοσ χωρίσ το αντικείμενο του κρινου, θ κθδεία χωρίσ νεκρό, το μνθμόςυνο χωρίσ διάβαςμα ςτον τάωο και θ μνιμθ πλζον, χωρίσ παραςτάςεισ, αδυνάτιηε ςιγά-ςιγά και γριγορα περιοριηόταν ςτο ςτενότερο κφκλο. Θ αγριότθτα και θ ωρίκθ του πολζμου δεν ωαινόταν πουκενά και το τραγικό γεγονόσ ζμοιαηε περιςςότερο ςαν μια διαδικαςία τφχθσ που ενδόμυχα και εντελϊσ αςυναίςκθτα, ςυνοδευόταν από ζνα ςυναίςκθμα ανακοφωιςθσ που θ ατυχία χτφπθςε τθν πόρτα του γείτονά μασ και όχι τθ δικι μασ. Μζςα ςτον καταιγιςμό των γεγονότων που ςυνόδευαν τον διπλαςιαςμό τθσ Ελλάδοσ, ο Διχαςμόσ διαχεόταν υποδόρια. Θ
155
αξία του κάκε γεγονότοσ είχε από τότε αρχίςει να μθ προςδιορίηεται από το μζγεκόσ του, αλλά από το ποιοσ το ζκανε και αυτό κυρίωσ να μεγαλοποιείται ι να απαξιϊνεται ανάλογα με το ποιοσ το λζει. Από αυτό, ςε γενικζσ γραμμζσ, το περιβάλλον «μετανάςτευςα» ςτθν Ακινα. Τθν εποχι εκείνθ, ο Μεγάλοσ Ρόλεμοσ, όπωσ τον ζλεγαν τότε, βριςκόταν ςτθν κορφωωςι του. Πλα ςχεδόν τα κράτθ τθσ κακ’ θμάσ υωθλίου ανικαν ςτθ μια ι τθν άλλθ πλευρά. Θ τιρθςθ ουδετερότθτοσ, όταν αυτι δεν υπζκρυπτε κάτι άλλο, ιταν ματαιοπονία, όπωσ μασ προϊδζαςαν και τα Νοεμβριανά. Αλλά και θ απόωαςθ ενεργοφ εντάξεωσ ιταν πτιςθ ςτο άγνωςτο, αωοφ οι αβεβαιότθτεσ και θ ζλλειψθ ςτοιχείων για αςωαλι ι ζςτω λογικι ακόμα και λογικοωανι εκτίμθςθ τθσ επιλογισ απουςίαηαν. Τα πάντα κα εξαρτϊντο από τθ μελλοντικι βοφλθςθ του νικθτι, ο οποίοσ τθ χρονικι ςτιγμι αυτι ιταν εντελϊσ αβζβαιοσ και για το λόγο αυτό, ανάλογα με τισ ανάγκεσ τουσ, οι πάντεσ πρότειναν ι ζταηαν τα πάντα. Και το ακόμα χειρότερο, δεν υπιρχε και κάποια ςτάςθ που να εξαςωαλίηει τθν αποτροπι τθσ βίαιθσ ζνταξθσ ι τθσ κατάλυςθσ τθσ εκνικισ κυριαρχίασ, όταν αυτό εξυπθρετοφςε ιςχυρό ςυμωζρον κάποιου μεγάλου, όπωσ κατά κάποιο τρόπο ζγινε ςτθ Κεςςαλονίκθ με το Σαράϊγ… Αλλά και μζςα ςτθ Χϊρα μασ τα πράγματα δεν ιςαν καλφτερα. Το λιβάδι όπου ζβοςκε και τρεωόταν το τζρασ του Διχαςμοφ - πολιτικι, οικονομικι, κοινωνικι ηωι με τισ πλατφτερεσ ζννοιζσ τουσ, εκνικά κζματα, ακόμα και Ακαδθμαϊκό περιβάλλον - προοδευτικά εδϊ γινόταν πολφ μεγάλο και όλο και καρποωοροφςε, παράγοντασ εκλεκτότερθ τροωι, με τα ηιηάνια που ανεπτφςςοντο ταχφτατα και ςε κάκε ςθμείο του να γίνονται αμζςωσ οι βιταμίνεσ και τα δυναμωτικά του. Θ αντίκεςθ εκ προοιμίου, ςε κάκε τι που λζει ι είναι ο απζναντι, αποτελοφςε κακικον του κάκε «ςκεπτόμενου». Θ αντιπαλότθτα και θ οπαδοποίθςθ είχαν γίνει ιερά υποχρζωςθ
156
για όλουσ. Ο ωανατιςμόσ είχε αποβεί το απαραίτθτο ςτοιχείο κάκε απόπειρασ διαλόγου, όταν επεχειρείτο να υπάρξει. Οποιαδιποτε ςκζψθ, ιδζα, πρόταςθ, κεωρία, ενζργεια, λειτουργία ι κεςμόσ, ακόμα και θ ίδια θ γλϊςςα, παριγαγε αμζςωσ οπαδοφσ και αντιπάλουσ, που με μεγάλθ ταχφτθτα, ςυνικωσ υιοκετοφντο αντιπαρακετικά από τα Κόμματα, που ιςαν οι ουςιαςτικοί καλλιεργθτζσ, αλλά και καταναλωτζσ του Διχαςμοφ και εντάςςονταν ςτο οπλοςτάςιό τουσ. Οι ακρότθτεσ, ζχοντασ αποβεί ζνα αποδεκτό μζςο πεικοφσ, είχαν ενςωματωκεί μζςα ςτα εργαλεία «διαλόγου», υποβακμίηοντασ μζχρισ εξευτελιςμοφ κάκε μορωι πολιτικοφ πολιτιςμοφ. Το Ρανεπιςτιμιο είχε καταςτεί πλζον ζνασ από τουσ αντιπροςωπευτικότερουσ χϊρουσ αυτοφ του κλίματοσ. Θ δθμιουργία κυβζρνθςθσ ςτθ Κεςςαλονίκθ ςχθματοποίθςε ακόμα περιςςότερο τουσ ιδθ διχαςμζνουσ ωοιτθτζσ. Από νωρίσ το πρωί, ςτο ίδιο μζροσ, οι ίδιεσ ομάδεσ με τουσ ίδιουσ «ριτορεσ» και ποικίλο ακροατιριο, διελζγοντο ι αντιδιελζγοντο (δθλαδι καυγάδιηαν με μανία) με τισ αντίπαλεσ ομάδεσ, ωραςτικά ι και ζμπρακτα, πάντοτε όμωσ με εκατζρωκεν επιχειριματα που ςχοινοβατοφςαν, πολφ πζρα και από τα όρια τθσ υπερβολισ, που, αν δεν ιςουν τυωλά ενταγμζνοσ ς’ ζναν απ’ αυτοφσ, μετά τθν απορία και κυρίωσ τθ κλίψθ, ςου προκαλοφςαν κυμθδία. Το Τμιμα μασ ςτθ Φιλολογία, ιταν ολιγομελζσ, ςυνολικά ζξι ωοιτθτζσ, τουλάχιςτον τόςοι παρακολουκοφςαμε. Εκεί, είχα τθ ςπάνια τφχθ ο ζνασ, να ιταν γιοσ ενόσ ςπουδαίου και προβεβλθμζνου κακθγθτοφ μασ, κάτοχοσ του αντίςτοιχου για τθν προζλευςι του πολιτιςμικοφ επιπζδου, οι δε υπόλοιποι ιςαν ςυμμακθτζσ και ωίλοι του, κινοφμενοι ςτα αντίςτοιχα επίπεδα. Σχεδόν όλοι μιλοφςαν Γαλλικά και Γερμανικά και τότε, απ’ ό,τι κυμάμαι μελετοφςαν τισ αρχζσ του Διαωωτιςμοφ γφρω από τισ οποίεσ περιεςτρζωοντο οι ςυηθτιςεισ τουσ. Ρολλζσ ωορζσ, μετά τθν παράδοςθ, παρζμεναν οριςμζνοι κακθγθτζσ και διελζγοντο μαηί μασ, τόςον για το αντικείμενο
157
τθσ παράδοςθσ, όςο και για τα κζματα που απαςχολοφςαν τουσ ςυμωοιτθτζσ μου και τα οποία, ςτθν αρχι τουλάχιςτον, ιςαν για μζνα ςανςκριτικά. Θ ςυμπεριωορά τουσ απζναντί μου ιταν κάτι περιςςότερο από ωιλικι, υποςτθρικτικι και υποβοθκθτικι, το αιςκανόμουν, προκειμζνου να πλθςιάςω το επίπεδο τουσ. Ζτςι, ωεφγοντασ από ζνα αντίςτοιχο προςτατευτικό περιβάλλον, αυτό των χρόνων που ιμουν μακθτισ, εντάχκθκα ς’ ζνα άλλο, ωιλικό μεν, που όμωσ μου ηθτοφςε και με τθ κζλθςι μου με ανάγκαηε να τρζχω όςο πιο γριγορα μποροφςα, για να μθ γίνει για μζνα απόμακρο, για να μπορϊ να βλζπω τθν πλάτθ του να μεγαλϊνει και όχι να μικραίνει. Ζτςι, τρζχοντασ ι καλφτερα αγκομαχϊντασ, χωρίσ να μζνει χρόνοσ να κοιτάω δεξιά κι αριςτερά, οφτε με το βλζμμα οφτε με τθ ςκζψθ, ζωκαςα ςτο 1920 οπότε ζλθξε θ αναβολι κατατάξεωσ, παρουςιάςτθκα ςτο Ναφπλιο και μετά μια ςφντομθ εκπαίδευςθ ονομάςτθκα λοχίασ τθλεγραωθτισ, εςτάλθν ςτθ Σμφρνθ και από εκεί τοποκετικθκα ςτο Μικρό Επιτελείο του 18ου Ρεηικοφ Συντάγματοσ με το βακμό που είχα.
Εικόνεσ από τθν παράδοςθ Πταν είχαμε ωκάςει ζξω από τθ Σμφρνθ κατά τθν εκτζλεςθ τθσ ςυμπτφξεωσ και αρχίςαμε να βαλλόμαςτε από βαρφ Ρυροβολικό, του οποίου ςφμωωνα με τισ εκτιμιςεισ ανκυπολοχαγοφ που βριςκόταν κοντά μασ, οι βολζσ ωαινόταν να προζρχονται από τθν πλευρά τθσ Σμφρνθσ και να ιταν κατευκυνόμενεσ από παρατθρθτι, μασ διζταξε να ανεβοφμε αμζςωσ ςτθν κορυωι του υψϊματοσ, απ’ όπου κα είχαμε οπτικι επαωι, εν ανάγκθ μαχόμενοι, για να διαπιςτϊςουμε το είδοσ, τθ κζςθ και τθ δφναμθ τθσ εχκρικισ πυροβολαρχίασ, όπωσ υπζκετε, και να ενθμερϊςουμε το ταχφτερο. Αμζςωσ ζωυγε τρζχοντασ ζνασ λοχίασ με εννζα άνδρεσ προσ τθν βορειοδυτικι πλευρά του υψϊματοσ και ακολουκιςαμε εμείσ
158
με το μουλάρι με τισ κουβαρίςτρεσ και το μανιατό εγκακιςτϊντασ όςο το δυνατόν ταχφτερα μια τθλεωωνικι επικοινωνία. Ζπειτα από κάποιο χρόνο - μιςι ϊρα, περιςςότερο, λιγότερο, κάτω από τζτοιεσ ςυνκικεσ ζνταςθσ, δφςκολα μπορείσ να αποτυπϊςεισ ςτθ μνιμθ ςου ςχετικά ακριβι χρόνο - είδαμε ς’ ζνα ξζωωτο να κατεβαίνουν τρζχοντασ ερχόμενοι προσ εμάσ δφο από τουσ ςτρατιϊτεσ που είχαν ανζβει για κατόπτευςθ. Πταν ζωκαςαν μασ είπαν ότι οι βολζσ προιρχοντο από ζνα ιταλικό πολεμικό πλοίο, το οποίο ναυλοχοφςε αρόδω, ςτο λιμάνι τθσ Σμφρνθσ, ότι δεν ςυνάντθςαν κανζνα παρατθρθτι και ότι δεν διζκριναν οποιοδιποτε χερςαίο πυροβόλο. Αμζςωσ, καλζςαμε τον τθλεωωνθτι, ςτον οποίο τα μεταβιβάςαμε, ηθτιςαμε να αναωζρει τθν εκτζλεςθ τθσ αποςτολισ και ηθτιςαμε διαταγζσ για περαιτζρω ενζργειεσ - ςυγκεκριμζνα, αν κα προχωριςουμε και κα εγκαταςτιςουμε γραμμι ωσ τθν κορυωι ι κα επιςτρζψουμε. Επειδι πζραςε κάποιοσ πάλι απροςδιόριςτοσ χρόνοσ και δεν είχαμε απάντθςθ, ξανακαλζςαμε επανειλθμμζνα, χωρίσ να επιτφχουμε επαωι. Μετά από αυτά, μαηί με τουσ δφο ςτρατιϊτεσ που είχαν ζλκει - με τουσ άλλουσ επτά και το λοχία δεν υπιρξε επαωι. Αν ζμειναν ίςωσ υπιρξαν τυχεροί, γιατί από εκεί κοντά διερχόταν θ πορεία των υποχωροφντων ελλθνικϊν ςτρατευμάτων με κατεφκυνςθ τον Τςεςμζ και τθ Χίο - αρχίςαμε να μαηεφουμε τα καλϊδια και να επιςτρζωουμε ςτθ Μονάδα μασ. Δεν μπόρεςα μζχρι ςιμερα να μάκω, αν θ πλθροωορία μασ ζωκαςε ποτζ ςτθ Διοίκθςθ, πϊσ ερμθνεφτθκε αν ζωκαςε ι αν βάρυνε ςτθν απόωαςι τθσ για παράδοςθ και πϊσ. Γιατί γινόταν ωανερό, ότι αωοφ δεν διαπιςτϊςαμε τθν φπαρξθ εχκρικϊν τουρκικϊν - μονάδων κάκε μορωισ, ο δρόμοσ προσ τθν Ερυκραία (Τςεςμζ) ιταν ανοικτόσ και επομζνωσ κάμπτοντεσ αριςτερά (δυτικά), κα μποροφςαμε να ωκάςουμε εκεί με ςχετικι αςωάλεια ι ζςτω και παρενοχλοφμενοι και ςτθ ςυνζχεια να διεκπεραιωκοφμε ςτθ Χίο. Γιατί και πζραν αυτϊν,
159
το να ευρίςκεται ι να ζχει μεταωερκεί - πϊσ; - ςτθν άκρθ του μετϊπου ςτρατιωτικι τουρκικι μονάδα ικανι να αντιπαρατεκεί ςε ολόκλθρο ετοιμοπόλεμο Σφνταγμα, ζςτω και ταλαιπωρθμζνο, ιταν ζξω από κάκε λογικι. Πταν πλθςιάςαμε, ακοφςαμε τισ ςωυρίχτρεσ που μασ καλοφςαν ςε παράταξθ και κάποιουσ ςποραδικοφσ πυροβολιςμοφσ από τθν πλευρά του ςτρατοπζδου. Φκάνοντασ πλθροωορθκικαμε ότι είχε παραδοκεί όλο το Σφνταγμα και ζπρεπε να παραταχκοφμε κατά Λόχο, για να παραδϊςουμε τα όπλα μασ. ωτϊντασ, μασ είπαν ότι οι πυροβολιςμοί από το ςτρατόπεδο ιταν από ςτρατιϊτεσ που αυτοκτονοφςαν. Κάποιοι αξιωματικοί που προςπακοφςαν να ςυντάξουν τουσ Λόχουσ τουσ για να τουσ παραδϊςουν, χωρίσ καμιά εξιγθςθ για τουσ λόγουσ τθσ παράδοςθσ, μασ προζτρεπαν να ζχουμε κουράγιο και να κάνουμε υπομονι τϊρα που ζςτω και ζτςι τελειϊνουν τα βάςανά μασ. Και κάποιοι υπαξιωματικοί, λοχίεσ κυρίωσ, πρότειναν και πίεηαν ωραςτικά και με χειρονομίεσ κάποιουσ αξιωματικοφσ να ςυνταχκοφμε και να πολεμιςουμε, χωρίσ όμωσ κανζνα αποτζλεςμα. Και ιταν τότε που κάτι άρχιςε να ςπάηει μζςα μου, κάτι που όςο εξελιςςόταν θ πολφμθνθ δοκιμαςία μου, αυτοί οι αξιωματικοί, κυρίωσ όμωσ οι ανϊτεροι, που υπάκουα και καμάρωνα, ίςωσ και να καφμαηα, από τισ εικόνεσ που ερχόνταν από τουσ Βαλκανικοφσ πολζμουσ, αλλά και από τθ ςυμπεριωορά τουσ ςτο ςτρατόπεδο, άρχιςαν να μικραίνουν κι αυτοί ςτο υποςυνείδθτό μου, να γίνονται κακάςχθμοι νάνοι και τα αςτζρια τουσ κοτςιλιζσ και ακακαρςίεσ που βρϊμιςαν και ςθμάδεψαν ακόμθ μζχρι ςιμερα τθ ηωι μου. Μια ηωι που εντελϊσ ςυμπτωματικά ςϊκθκε τότε, ζςτω και κάπωσ ντροπιαςμζνθ. Με μια ντροπι, που με ξανατφλιξε όμωσ, όταν, δζκα χρόνια αργότερα, είδα να γράωεται ςτο Λεξικό του Ελευκερουδάκθ, που αναωερόταν ςτθν Μικραςιατικι Εκςτρατεία, ωσ κατάντθμα του Εκςτρατευτικοφ Σϊματοσ, ότι το 18ο Ρεηικό Σφνταγμα, παρεδόκθ, ςυνολικά, χωρίσ μάχθ, ςε
160
αςιμαντεσ εχκρικζσ δυνάμεισ. Και ζνασ από τουσ υπαξιωματικοφσ του - αςιμαντοσ ζςτω, αλλά πάντωσ Ζλλθνασιμουν και εγϊ. Και το ακόμα χειρότερο για μζνα, ότι ιταν αλικεια. Και μοιάηει τραγικι ειρωνεία ότι αργότερα, για μια δεκαετία, από το ϋ41 ωσ το ϋ51, ςυνζπεςε να ηιςω ζχοντασ πλάι μου, μζςα ςτο ςπίτι μου, αξιωματικοφσ ςυνικωσ ανϊτερουσ, από όλεσ τισ προελεφςεισ που άςκθςαν εξουςία ςτθν Ελλάδα. Κι αυτό γιατί, όταν το ϋ41 ιλκαν οι Λταλοί, επίταξαν αμζςωσ από το ςπίτι μασ δφο δωμάτια και το ιςόγειο και εγκαταςτάκθκαν μζχρι τθν άνοιξθ του ϋ42 δφο Λταλοί αξιωματικοί με τισ ορντινάτςεσ τουσ. Πταν ζωυγαν, μζχρι τον Σεπτζμβριο του ϋ44 ζμειναν Γερμανοί, οι οποίοι επίταξαν και το υπόλοιπο, πλθν ενόσ δωματίου που άωθςαν για να μζνουμε εμείσ, και εγκατζςτθςαν τθ διοίκθςθ μιασ ςτρατιωτικισ υπθρεςίασ, όπωσ ζγραωε μια μεγάλθ μπλζ ταμπζλα με αςθμζνια γερμανικά γράμματα και τον αετό, που ςτερζωςαν ςτο μπαλκόνι. Στθ ςυνζχεια, μόλισ ζωυγαν οι Γερμανοί, το Σεπτζμβριο του ϋ44, για λίγεσ εβδομάδεσ ζμειναν αξιωματικοί του ΕΛΑΣ, οι οποίοι κάκε βράδυ μάσ μάηευαν και μασ ζκαναν διαωϊτιςθ, όπωσ τθν ζλεγαν, και μετά ζνασ Άγγλοσ ταγματάρχθσ, ελαωρά ανάπθροσ. Και τζλοσ από τα μζςα του ϋ45 ωσ τισ αρχζσ του ϋ51 ζμεναν διάωοροι αξιωματικοί του Ελλθνικοφ Στρατοφ. Αςυναίςκθτα και αςυνείδθτα, όλουσ αυτοφσ, κυρίωσ τουσ ξζνουσ, τουσ παρατθροφςα, ςχεδόν τουσ μελετοφςα αναηθτϊντασ να βρω κάτι που κα με βοθκοφςε να κεραπεφςω, κετικά ι αρνθτικά, αυτό το άςχθμο ίςαμε απωκθτικό ςυναίςκθμα που μου προκαλοφςε θ κζα ανϊτερου αξιωματικοφ. Πμωσ, ςτο τζλοσ μπερδεφτθκα περιςςότερο, αωοφ θ διαδρομι και θ ςυμπεριωορά τουσ ιταν κοινι. Δειλά κι αμιχανα ςτθν αρχι, καρρετά και άνετα κατόπιν, καταργοφςαν τισ αποςτάςεισ, ερχόντουςαν ςτθν τραπεηαρία που
161
κακόμαςταν με τα παιδιά και όπου ζκαιγε μονίμωσ θ ξυλόςομπα, όταν τυπικά τουσ καλοφςαμε, «ζβγαιναν» από τθ ςτολι τουσ, «φοροφςαν» ανκρϊπινθ παρουςία, πάντα ευγενικι και προςεκτικι και ζωεραν τθ ςυηιτθςθ, που γινόταν με τουσ ξζνουσ τςάτρα-πάτρα ςτα γαλλικά, ςτισ οικογζνειζσ τουσ, τα παιδιά τουσ, το ςπίτι τουσ, τισ πατρίδεσ τουσ, τισ αςχολίεσ τουσ, τα χόμπυ τουσ, ςυγκινθμζνοι. Και τότε ωάνταηαν άνκρωποι αδφναμοι, ςχεδόν κατατρεγμζνοι, ίςωσ και ςυμπακείσ, ςτερθμζνοι από αυτό που εςφ είχεσ, τα αγαπθμζνα ςου πρόςωπα, τθ καλπωρι, το οικογενειακό περιβάλλον. Ζνασ μάλιςτα Γερμανόσ ταγματάρχθσ, κυμάμαι, με αςτεία ωάτςα -κουνελάκι τον λζγαμε - μερικζσ ωορζσ, μόλισ ζβγαηε τισ ωωτογραωίεσ τθσ γυναίκασ του και των παιδιϊν του, δάκρυηε, ςχεδόν ζκλαιγε. Και ασ ιταν αυτόσ που, όπωσ μου είπε ο απζναντι γείτονάσ μασ, παλιόσ χωροωφλακασ, υπζγραωε τισ διαταγζσ για τα μπλόκα και κάποιεσ εκτελζςεισ ςε ζνα από τα οποία παρά τρίχα να με πιάςουν. Ζτςι ςιμερα, πενιντα πζντε χρόνια μετά, δεν ζχει ξεκακαρίςει τίποτε μζςα μου, παρόλθ τθ μεςολάβθςθ τθσ επταετίασ, θ οποία ιταν μία όαςθ για το δίλθμμά μου, αωοφ θ απόρριψθ των αξιωματικϊν εκείνων, μποροφςε τότε να γίνεται χωρίσ δεφτερθ ςκζψθ, για άλλουσ όμωσ λόγουσ.
Ο Μουροφτ Στο ςτρατόπεδο, θ κφρια εξωτερικι ςτρατιωτικι μασ υποχρζωςθ ιταν θ ςυντιρθςθ και διατιρθςθ των τθλεωωνικϊν επικοινωνιϊν κατά μικοσ τμιματοσ τθσ βόρειασ όχκθσ του ποταμοφ Μαιάνδρου ςτθν ευρφτερθ περιοχι τθσ Στρατιωτικισ Διοικιςεωσ Αϊδινίου, θ οποία εκτεινόταν εκατζρωκεν του Αϊδινίου. Πταν πιγα, θ γραμμι αυτι ιταν ιδθ εγκατεςτθμζνθ, όπωσ ιταν ιδθ εγκατεςτθμζνθ και θ αντίςτοιχθ τθλεωωνικι γραμμι
162
του τουρκικοφ ςτρατοφ ςτθ νότια όχκθ του ποταμοφ. Οι γραμμζσ αυτζσ ιταν αωφλακτεσ και ςυνεπϊσ ευάλωτεσ ςε δολιοωκορζσ. Επειδι όμωσ θ εωαρμογι αντιποίνων ιταν ευκολότατθ με αποτζλεςμα τθν ταλαιπωρία των εκατζρωκεν ςυντθρθτϊν, είχε επζλκει μια άτυπθ εκεχειρία, θ οποία, όταν πιγα εγϊ, ιταν ιδθ και ουςιαςτικι. Ζτςι, θ κφρια ςτρατιωτικι ωροντίδα μασ ιταν κοινι και ςυνίςτατο ςτθ διαωφλαξθ των δφο τθλεωωνικϊν δικτφων από τουσ Τςζτεσ, οι οποίοι με τθν ουςιαςτικι ανοχι των Λταλϊν, που κατείχαν και διεκδικοφςαν τθν Κιλικία, αλλά και των Άγγλων που υποτίκεται είχαν τθν ευκφνθ για τον ζλεγχο του οπλιςμοφ, δραςτθριοποιοφντο ςτθν περιοχι και με επιδρομζσ παρενοχλοφςαν τα ωυλάκια. Ο Μαίανδροσ ιταν ζνα πανζμορωο ποτάμι για τα μάτια τα δικά μου, με εφωορεσ παραποτάμιεσ περιοχζσ, από τισ οποίεσ άλλεσ καλλιεργοφντο μζχρι ςχεδόν τισ όχκεσ και ςε άλλα ςθμεία μεςολαβοφςε λόχμθ ι πυκνό δάςοσ, ςε ζνα βάκοσ ακόμα και χιλίων, ίςωσ και περιςςοτζρων, μζτρων, όπου ηοφςαν όλα τα είδθ αγριμιϊν τθσ ευρφτερθσ περιοχισ, από τςακάλια μζχρι αγριόχοιροι, και όλα τα πουλιά του Ραραδείςου, παράγοντασ μια απολαυςτικι αρμονία που μάγευε τα αυτιά, κάκε πρωί που πθγαίναμε να επιςκεωκοφμε τισ τθλεωωνικζσ γραμμζσ. Κατά διαςτιματα, είχαν δθμιουργθκεί περάςματα ςτον ποταμό, μερικά από τα οποία ςυνζπιπταν με μικρζσ λιμνοφλεσ όπου ςταματοφςαν οι εκατζρωκεν περίπολοι ι τεχνικοί για ωαγθτό ι διάλειμμα κατά τθν πορεία. Μερικζσ ωορζσ ι καλφτερα ςυνικωσ, ςυνζπιπτε, μάλλον ςκοπίμωσ, ο χρόνοσ ςτακμεφςεωσ των εκατζρωκεν περιπόλων. Τότε, οι πλζον επικοινωνιακοί, πάλιν εκατζρωκεν, με τα κριτιρια και τισ πθγαίεσ ανάγκεσ για επικοινωνία τθσ καταςτάςεωσ εκείνθσ, είχαν καλλιεργιςει κάποιεσ άτυπεσ ςχζςεισ με κάποιουσ από τουσ απζναντι με πρόςχθμα τθ γλϊςςα, αωοφ πολλοί Τοφρκοι μιλοφςαν κάποια ελλθνικά, είτε λόγω τθσ ςυναναςτροωισ τουσ με τουσ ωμιοφσ, είτε λόγω τθσ καταγωγισ τουσ, αωοφ
163
αρκετοί είχαν γεννθκεί ςε ελλθνικζσ περιοχζσ, πριν τθν απελευκζρωςθ. Πταν ηζςτανε ο καιρόσ, μερικοί, πάλι εκατζρωκεν, κρυωά δικεν, ζβγαηαν, τα ροφχα τουσ και κολυμποφςαν ςτθ λιμνοφλα. Και τότε ανακατεφονταν παίηοντασ και ακολουκοφςε κάκε νεανικι χοντράδα που γίνεται ςτισ νεανικζσ παρζεσ και που ωαίνεται ότι είναι παρόμοιεσ ςε όλεσ τισ ωυλζσ. Και κοιτϊντασ αναρωτιόςουν, ποιοσ είναι άραγε περιςςότερο ιρωασ, αυτόσ που πνίγει το μίςοσ του και παίηει μαηί με αυτόν που τον ζδιωξε από τθν Ρατρίδα του πριν από πεντακόςια χρόνια και κρατάει υπόδουλα τα αδζλωια του από τότε ι αυτόσ που πνίγει το μίςοσ του προσ αυτόν που τον ζδιωξε από τθ νομιηόμενθ ι ζςτω αυτι που του παρζδωςαν οι γονείσ του Ρατρίδα, πριν από δζκα χρόνια και ιρκε εδϊ για να τον πολεμιςει. Μάλλον όμωσ τα διλιμματα αυτά δεν ιταν γι’ αυτοφσ. Αυτοί ιταν νζοι και ικζλαν να γευτοφν τθ ηωι, όταν και όπωσ τουσ προςωζρεται. Τα διλιμματα αυτά ιταν για μζνα ι κάποιουσ ςαν εμζνα, που υπθρετϊντασ τθ Λογικι, γεράςαμε πριν μποφμε ςτθν εωθβεία. Εμζνα, ο μοραΐτικοσ ςυντθρθτιςμόσ μου δεν μου επζτρεπε όχι τθ ςυμμετοχι, κάτι εντελϊσ αδιανόθτο για μζνα και ιδεολογικά και υπθρεςιακά, αλλά οφτε καν τθν ζγκριςθ των ενεργειϊν αυτϊν. Τισ ανεχόμουν ςιωπθρά όμωσ, γιατί οι πλζον επικοινωνιακοί ιςαν και οι πλζον αποτελεςματικοί ςτο τεχνικό μζροσ τθσ υπθρεςίασ μασ και τουσ είχα κάτι περιςςότερο από ανάγκθ. Σε μια από αυτζσ τισ ςυναντιςεισ, γνϊριςα τον Μουροφτ. Συγκεκριμζνα, ιρκε ςε μζνα ζνασ από τουσ καλοφσ τεχνικοφσ ςτρατιϊτεσ μου και με παρεκάλεςε, αν μπορεί να δϊςει λίγουσ ςυνδετιρεσ καλωδίων ςτο ωιλαράκι του, όπωσ είπε ζναν απζναντι Τοφρκο ςτρατιϊτθ, γιατί ζχουν ζλλειψθ και παιδεφονται με τα χζρια. Εγϊ, είτε γιατί υπζκεςα ότι ιδθ τουσ ζχει δϊςει, αωοφ ωσ αναλϊςιμα δεν ελζγχονται, είτε γιατί κάτι
164
τζτοιο κα βοθκοφςε ςτθ ςυνζχιςθ του καλοφ κλίματοσ, του είπα να πάρει από το μουλάρι ζνα κουτί και να του το δϊςει. Μετά από λίγο, είδα από απζναντι τον τςαοφςθ (λοχία) τθσ ομάδασ, να μου κάνει νόθμα και να με ευχαριςτεί. Τθν επόμενθ ωορά που ςυναντθκικαμε πάλι, ζρχεται ο ίδιοσ ςτρατιϊτθσ μου και μου λζει ότι ο τςαοφςθσ λζει, αν και εγϊ κζλω να ζλκει να με δεί. Και πάλι με τουσ ίδιουσ ςυλλογιςμοφσ, ςυγκατζνευςα και ςε λίγο ιλκε με το ωιλαράκι του δικοφ μου ςτρατιϊτθ και το ςτρατιϊτθ αυτό. Με χαιρζτθςε ςε πολφ καλά ελλθνικά, αλλά με βαριά τοφρκικθ προωορά, με ευχαρίςτθςε και μου ζδωςε ζνα ςακουλάκι καπνό ςε τοφρκικθ ςυςκευαςία. Μου είπε ότι τον ζλεγαν Μουροφτ - μάλλον Μουράτ εννοοφςε, αλλά με τθν τουρκικι προωορά δεν είχα εξοικιωκεί, αωοφ με Τοφρκο ςχεδόν για πρϊτθ ωορά εδϊ ςυνομιλοφςα. Ιταν ζνασ μάλλον ψθλόσ, με ςυνικθ χαρακτθριςτικά, τριάντα πζντε ωσ ςαράντα ετϊν. Αωοφ τον χαιρζτθςα και εγϊ και τον ευχαρίςτθςα, τον ρϊτθςα πϊσ μιλάει τόςο καλά ελλθνικά και μου είπε τθν ιςτορία του. Καταγόταν και γεννικθκε ςτο ΝτεντζαγατσΑλεξανδροφπολθ ςιμερα - και είχε ζνα μεγάλο αδελωό και δφο αδελωζσ. Εκεί ο πατζρασ του, διατθροφςε ςυνεταιρικά με ζναν Κωνςταντινουπολίτθ, τον κφριο Ανκεμιάδθ, επιχείρθςθ χονδρεμπορίου δθμθτριακϊν, λαδιοφ και ςαπουνιϊν κυρίωσ, με δφο υποκαταςτιματα, ςτθν Ρροφςα και το Αϊδίνι. Ρίςτευε βακιά, ο πατζρασ του, ότι όταν θςυχάςουν οι Ζλλθνεσ, παίρνοντασ κάτι από αυτά που ςυνζχεια και αχόρταγα ηθτάνε, κα πάψουν να ξεςθκϊνουν τουσ ωμιοφσ και τότε θ Μικραςία, κα γίνει ζνα νζο κράτοσ με δφο ωυλζσ και δυο γλϊςςεσ, και κα πετυχαίνει ευκολότερα όποιοσ μιλάει και τισ δφο. Ζτςι, ζςτελνε τα παιδιά του περιςταςιακά ι παράλλθλα ςτο ελλθνικό ςχολείο που λειτουργοφςε ςτθν πόλθ και με εςωτερικοφσ δαςκάλουσ ζμακαν καλά και τα ελλθνικά.
165
Ο μεγάλοσ του αδελωόσ, ο Ντεμζρ, ο οποίοσ ιταν και πιο δεκτικόσ ςτα γράμματα, μόλισ τελείωςε τισ ςπουδζσ του ςτθ βακμίδα που υπιρχε ςτθν περιοχι, ηιτθςε από τον πατζρα του να ςπουδάςει Νομικά. Ο πατζρασ του, αωοφ υπιρχαν άνετα οι οικονομικζσ δυνατότθτεσ, τον ζςτειλε ςτο Ραρίςι. Μετά τζςςερα-πζντε χρόνια επζςτρεψε και διορίςτθκε ςτο υπουργείο Εξωτερικϊν τθσ Ρφλθσ. Σιμερα μζνει ςτο Αϊδίνι, όπου διαχειρίηεται το πατρικό υποκατάςτθμα. Αντίςτοιχα, ο πατζρασ του, όταν αρχζσ του ϋ12 είδε ότι κα γινόταν ο Βαλκανικόσ πόλεμοσ, τον οποίο δφςκολα θ Ρφλθ κα μποροφςε να αντιμετωπίςει, ςφμωωνα και με τισ εκτιμιςεισ του Ντεμζρ, ποφλθςε το μερίδιό του ςτθν επιχείρθςθ ςτον κφριο Ανκεμιάδθ, ζωυγε από το Ντεντζαγατσ και εγκαταςτάκθκε οικογενειακϊσ ςτθν Ρροφςα. Επειδι ο κφριοσ Ανκεμιάδθσ δεν τα είχε όλα τα χριματα, ςυμωϊνθςαν να του τα ςτείλει μζςα ςε δφο χρόνια. Επάνω ςτο χρόνο του τα ζςτειλε μζχρι το τελευταίο γρόςι και ο πατζρασ του είχε να το λζει: «Το ωμιό τον γραδάρεισ καλά ςτθν αρχι κι αν τον βρεισ εντάξει του δίνεισ μπζςα και κα κερδίςεισ. Δε χαλάει μόνοσ του ςτο δρόμο. Με ςασ τουσ Ζλλθνεσ είναι τα δφςκολα». Εκεί, ςτθν Ρροφςα, ζκανε και αυτόσ οικογζνεια και ηει καλά. Στθ ςυνζχεια, του είπα και εγϊ κάποια από τθ δικι μου ηωι, χαιρζτθςε και ζωυγε. Εγϊ ζμεινα εκεί για αρκετι ϊρα, ακίνθτοσ, ςαν αποςβωλομζνοσ, πλζοντασ μζςα ςε ζνα ςφνολο ςυναιςκθμάτων ενοχισ και αποχαφνωςθσ. Ενοχισ, γιατί πιρα τον απζναντι, για τον οποίο είχα κουβαλθκεί από το Μοριά να πολεμιςω, και τον ζςτθςα δίπλα μου νιϊκοντάσ τον ςαν μζλοσ ενόσ ςυνόλου παρόμοιου με το δικό μου και αποχαφνωςθσ, γιατί αυτι θ αφρα μιασ ανκρϊπινθσ διαδρομισ ζδραςε αποπνικτικά ςε ζνα βακμό, ςτο μίςοσ για τον απζναντι επϊνυμο αντίπαλο και ηάλιςε ςε μεγάλο βακμό αδρανοποιϊντασ τα, τα ςυναιςκιματά μου. Σε λίγο ςυνιλκα, μάηεψα τθν ομάδα και ςυνεχίςαμε τθν πορεία.
166
Η ηωι ςτο ςτρατόπεδο Πταν δεν βγαίναμε ζξω για επικεϊρθςθ, επιςκευι ι ςυντιρθςθ του δικτφου, ςυμμετείχαμε ςτισ αςκιςεισ και τα γυμνάςια του ςτρατοφ τθν θμζρα και από το απόγευμα ωσ το βράδυ, ςτθ διαχείριςθ του τθλεωωνικισ επικοινωνίασ με τισ ςτρατιωτικζσ μονάδεσ και κυρίωσ με τθ Σμφρνθ. Το τθλεγραωείο, ςτο οποίο είχαμε υπθρεςία, ιταν ζνα οίκθμα με δφο χϊρουσ από τουσ οποίουσ ςτον ζναν, το μεγάλο, ιςαν τοποκετθμζνα τα χειριςτιρια, οι πίνακεσ και τα μθχανιματα και ςτον άλλον, το μικρό, οι κουκζτεσ των τθλεγραωθτϊν υπθρεςίασ. Στισ ατζλειωτεσ ϊρεσ τθσ βραδινισ αναμονισ, το ςυνθκιςμζνο ωανταρίςτικο αςτείο ιταν θ παγίδευςθ των διαωόρων επίπλων, κζςεων ι και περαςμάτων με καλϊδια και όταν ερχόταν ςε επαωι το ανφποπτο ι αωθρθμζνο κφμα, δεχόταν με απότομθ ςτροωι του μανιατό από το χειριςτι του, θλεκτρικι εκκζνωςθ με ςυγχορδία καγχαςμϊν από τθν ομιγυρθ. Το κακό ιταν ότι κάποιεσ ωορζσ το ρόλο του κφματοσ τον ζπαιηαν και οι άωκονεσ γάτεσ του ςτρατοπζδου. Οι αςκιςεισ και τα γυμνάςια είτε ςτον ευρφτερο χϊρο του ςτρατοπζδου είτε ςτα πεδία βολισ ιταν κακθμερινά. Το πνεφμα του Διχαςμοφ είχε εμωανιςκεί κακαρά και ςτο ςτρατόπεδο. Ευτυχϊσ, όμωσ, είτε γιατί οι υπαξιωματικοί, οι οποίοι τακτικά ςε ςυγκεντρϊςεισ ζπαιρναν διαταγζσ να αποτρζπουν με κάκε τρόπο τουσ ςτρατιϊτεσ να αναωζρονται ςτθν πολιτικι, ζκαναν καλά τθ δουλειά τουσ, είτε γιατί τα τρζχοντα βάςανα δεν άωθναν τουσ ςτρατιϊτεσ να αςχολθκοφν με τα πολιτικά, θ ςκιά του ακόμα απλωνόταν μόνον ςτθν πλειοψθωία των αξιωματικϊν. Ο υπολοχαγόσ διοικθτισ του Λόχου, ςτον οποίο υπαγόμαςταν, ιταν δθμοδιδάςκαλοσ από τθν Άμωιςςα, ο οποίοσ επολζμθςε ςτουσ Βαλκανικοφσ πολζμουσ και ςτο Σκρα,
167
προιχκθ επ’ ανδραγακία ςε αξιωματικό και εμονιμοποιικθ ςτο ςτρατό. Φαινόταν, γιατί ο ίδιοσ ποτζ δε μιλοφςε, να μθν ανικει ςε κάποια από τισ αντιμαχόμενεσ παρατάξεισ και είχε επινοιςει δικό του εμβατιριο που ψάλλαμε ςτθν πορεία και δικι του άςκθςθ με πραγματικά πυρά που αωοροφςε κατάλθψθ πολυβολείου, για τα γυμνάςια. Αξίηει τον κόπο να το περιγράψω. Το εμβατιριο, προςαρμοςμζνο ςτθ μουςικι άλλου γνωςτοφ ζλεγε: «Ωσ τθν κόκκινθ μθλιά, κα τθν πάμε τθν Ελλάδα με τον Ζλλθνα ςτρατιϊτθ, που ’ναι πάντα δυνατόσ και βαράει ςτθν αράδα με το μάνλιχερ κοτςφφι, πετεινό με τθ μπομπάρδα κι είναι πάντ’ ανίκθτοσ.» Το εμβατιριο αυτό αναωερόταν εςωτερικά ςτθν άςκθςι του που αωοροφςε επιχείρθςθ εξουδετερϊςεωσ πολυβολείου, τθν ζλεγε «αράδα» και ςυνίςτατο ςτθν εν παρατάξει ταυτόχρονθ βολι με τα ατομικά όπλα από τθν κάκε Διμοιρία των αρικμθμζνων ςτόχων, που τα λζγαμε «κοτςφφια» λόγω του μαφρου κφκλου που είχαν ςτο κζντρο, και με το πυροβόλο, του ςτόχου ςτθν πλαγιά ςε απόςταςθ περί τα 800 ωσ 1.000 μζτρα που είχε τοποκετθκεί επάνω ς’ ζνα βαρζλι και το λζγαμε «πετεινό». Μπομπάρδα λζγαμε αυτό το πολφ ελαωρό πυροβόλο παραβολικισ τροχιάσ και μεγάλου ςχετικά διαμετριματοσ και εκρθκτικισ ενζργειασ και διαςποράσ, που ακολουκοφςε κάποιουσ πεηοφσ Λόχουσ ςτισ επικετικζσ επιχειριςεισ και που ςυνικωσ, ςτα γυμνάςια, με τθν τρίτθ βολι ζριχνε τον πετεινό από το ςτόχο και άρχιηε θ ζωοδοσ. Πποια Διμοιρία φψωνε πρϊτθ τθ ςθμαία επί του ςτόχου τθσ, ιταν θ νικιτρια. Θ εκτζλεςθ των γυμναςίων, παρθκολουκείτο μάλλον από τουσ Τςζτεσ, αλλά κυρίωσ από τουσ ποιμζνεσ Τοφρκουσ, οι οποίοι βοςκοφςαν τα κοπάδια τουσ ςτουσ γφρω λόωουσ και καφμαηαν με τθν ευςτοχία των πυροβολθτϊν διαχζοντασ ακόμα και μεταωυςικζσ ερμθνείεσ γι’ αυτό, ίςωσ και επειδι τα
168
αγιματα των πυροβόλων ςυνικιηαν να κρεμοφν μια εικόνα ςε κάκε πυροβόλο. Αυτά είχαν αναγάγει ςε ωφλακα άγγελο των ςτρατιωτικϊν μονάδων τα πυροβόλα, γιατί οι Τςζτεσ, που ιταν τότε ο ςθμαντικόσ αντίπαλοσ, διεςκορπίηοντο με τισ πρϊτεσ βολζσ εφςτοχεσ ι μθ. Ραράλλθλα, είχε καταςτιςει τα αγιματα των πυροβόλων τισ «βεντζτεσ» του ςτρατοπζδου που με εμωανι υπεροψία πρόβαλαν τα διακριτικά τουσ.
Οι αγριότθτεσ & οι ντουμ-ντουμ Οι κφριεσ ςτρατιωτικζσ επιχειριςεισ ςτθν περιοχι μασ, ιςαν: θ μζςω περιπόλων απόκρουςθ, καταδίωξθ και ει δυνατόν ςφλλθψθ των Τςετϊν, οι οποίοι μζςω ενεδρϊν, επικζςεων, επιδρομϊν και δθϊςεων ταλαιπωροφςαν γενικότερα τθν περιοχι. Οι απϊλειζσ μασ δεν ιταν ςθμαντικζσ, γιατί οι μονάδεσ είχαν εκιςτεί ςτον, τρόπο τινά, ανταρτοπόλεμο. Μια μζρα, ςαν βοι διεδόκει ότι μία περίπολόσ μασ, κατά τθν επαωι ςε ενζδρα με τουσ Τςζτεσ, είχε απϊλειεσ ζνα νεκρό και δφο τραυματίεσ κτυπθμζνουσ από ςωαίρεσ ντουμ-ντουμ. Ο νεκρόσ ςτθν κοιλιακι χϊρα και οι τραυματίεσ ςτο μθρό όπου τουσ ζγινε ακρωτθριαςμόσ. «Ντουμ-ντουμ» λεγόντουςαν οι ςωαίρεσ με εγχάρακτα βλιματα, άκρωσ ωονικά, τα οποία με πφλθ ειςόδου δζκα χιλιοςτά προκαλοφςαν ςτο ςϊμα, πφλθ εξόδου ζωσ και είκοςι εκατοςτά. Είχε απαγορευτεί θ χριςθ τουσ από τισ Διεκνείσ Συνκικεσ και θ κατοχι τουσ και μόνο από ςτρατιϊτθ, όπωσ επανειλθμμζνα μασ ζλεγε ο λοχαγόσ μασ, ςυνιςτοφςε παράπτωμα, παραπομπι ςτο ςτρατοδικείο και επιβολι μζχρι και κανατικισ ποινισ δι’ εκτελζςεωσ. Τθν άλλθ θμζρα, όλεσ οι περίπολοι ςυνζκλιναν κυκλωτικά ςτο ςθμείο τθσ ςυμπλοκισ και το απόγευμα επζςτρεψαν με
169
δεκαπζντε αιχμαλϊτουσ Τςζτεσ, επάνω ςτουσ πζντε από τουσ οποίουσ βρικαν ςωαίρεσ «ντουμ-ντουμ»... Σε λίγεσ θμζρεσ ζγινε ςτρατοδικείο, καταδικάςτθκαν οι πζντε ςε εκτζλεςθ με εκτελεςτικό απόςπαςμα που βγικε με κλιρο από το Λόχο των κυμάτων. Τθν άλλθ θμζρα εξετελζςκθ θ ποινι, ςτον τόπο των εκτελζςεων, αλλά ςε κοινι κζα για ζνκεν και ζνκεν παραδειγματιςμό, όπωσ μασ είπε και ο λοχαγόσ μασ. Πμωσ το κζαμα που προζκυψε ιταν πολφ περιςςότερο από αποκρουςτικό, ιταν εμετικό, ιταν μακάμβριο. Κάποιοι από το εκτελεςτικό απόςπαςμα, προμθκεφτθκαν κρυωά και χρθςιμοποίθςαν ςωαίρεσ «ντουμ-ντουμ» και ςκόπευςαν ςτο κρανίο. Αυτό που απόμεινε ςτθ ςορό, δεν ιταν υπόλοιπο κεωαλισ, ιταν ζνασ άμορωοσ πολτόσ αγνϊςτου προελεφςεωσ ςε μια εικόνα που δφςκολα ξεχνάσ. Και ίςωσ γι’ αυτό να πζτυχε ο μακάμβριοσ παραδειγματιςμόσ…
Ο Ντεμζρ Ζπειτα από κάποιεσ θμζρεσ, άνοιξθ πια, ςυναντθκικαμε πάλι με τουσ Τοφρκουσ ςτθ λιμνοφλα. Ζπειτα από λίγο, μου ζκανε νοιματα ο Μουροφτ να πάω από εκεί. Εγϊ, υπθρεςιακόσ πάντα, επιρα το γνωςτό ςτρατιϊτθ και πιγα. Εκεί μασ χαιρζτθςε ο Μουροφτ και μετά τα ςυνθκιςμζνα ετοίμαςε καωζ. Είχε ωζρει ζνα χάλκινο ςκεφοσ ςαν ταψί με χζρι, γεμάτο άμμο, το οποίο είχε επάνω ςτθ ωωτιά που είχε ανάψει ανάμεςα ςε δφο πζτρεσ και ωαίνεται ότι είχε πυρϊςει. Εκεί, ςτον άμμο, ζβαλε δφο μπροφντηινα μπρίκια του καωζ και μασ πρόςωερε. Μςωσ επειδι είχα καιρό να πιϊ καωζ, μου ωάνθκε ότι ιταν ο νοςτιμότεροσ καωζσ που είχα πιεί ςτθ ηωι μου. Επειδι υπζκεςα ότι κάτι ικελε να μου πει, είπα του ςτρατιϊτθ να γυρίςει απζναντι και ςε λίγο μου ηιτθςε να του κάνω μια εκδοφλευςθ. Επειδι, όπωσ μου είχε πει, ςτο Αϊδίνι μζνει ο αδελωόσ του, ο οποίοσ χάρισ ςτισ γνωριμίεσ του τον είχε ωζρει
170
κοντά του, επικοινωνοφςαν όμωσ μόνον με γράμματα μζςω των αυτοςχζδιων ταχυδρόμων που είχαν δραςτθριοποιθκεί παράνομα βζβαια - ςτθν περιοχι και επειδι παρ’ όλο που του είχε ςτείλει τρία γράμματα δεν είχε νζα του, με παρεκάλεςε να του πάω ζνα γράμμα και να του πω ότι είναι καλά και ότι του είχε γράψει για μζνα και πωσ αν πιρε το γράμμα του κα είναι ενιμεροσ. Βρικα το αίτθμά του ανκρϊπινο, αωοφ παρόλο που ιταν δίπλα δεν μποροφςε να πάει ςτο Αϊδίνι, γιατί αν τον ζπιαναν οι χωροωφλακεσ, κα περνοφςε ςτρατοδικείο ωσ κατάςκοποσ. Τθν προςεχι Κυριακι, ηιτθςα άδεια εξόδου - δεν είχα πάρει μζχρι τότε - και κατά τισ ζντεκα και μιςι ιμουνα ζξω από το κατάςτθμα. Διάβαςα ςε μια μεγάλθ ταμπζλα με ελλθνικά καλλιτεχνικά γράμματα: «Κφροσ Γκίκογλου και Συντροφία. Σίτοι, ζλαια, ςάπωνεσ». Το κατάςτθμα αποτελείτο από ζνα ιςόγειο μεγάλο χϊρο με μια εγκάρςια ςειρά κολόνεσ ςτθ μζςθ, και επάνω υπιρχαν δφο μεγάλεσ βεράντεσ με μπαλκονόπορτεσ, με εκατζρωκεν παράκυρα που ζδειχναν ότι ιςαν δφο κατοικίεσ. Ρροχϊρθςα και απευκφνκθκα ςτον υπάλλθλο που κακόταν πίςω από τον πάγκο και ηιτθςα τον κφριο Ντεμζρ. Αυτόσ, όπωσ με είδε με τθ ςτολι εξόδου, μάλλον κορυβθμζνοσ με ρϊτθςε τι τον ικελα.Του είπα ότι τον κζλω προςωπικά, ζωυγε και ιλκε με ζναν κφριο γφρω ςτα εξθνταπζντε - μου ςυςτικθκε ωσ κφριοσ Γκίκογλου - που από το ςτόμα του και το φωοσ του, τρζχαν όλα τα ςιρόπια τθσ Ανατολισ. Με ρϊτθςε τα ίδια, του απάντθςα τα ίδια, κάπου ζςτειλε τον υπάλλθλο και ςτθ ςυνζχεια αυτόσ με οδιγθςε ςε μια ςκάλα ςτο βάκοσ του καταςτιματοσ που οδθγοφςε ςτον πάνω όροωο. Ζτςι, ζωκαςα ςε μια ςάλα με τα ςχετικά ζπιπλα, που ωωτιηόταν άπλετα από τθ μια μπαλκονόπορτα και πλάι είχε ζνα γραωείο που περίμενε όρκιοσ ο Ντεμζρ. Με χαιρζτθςε με ωραία ελλθνικά που είχα να ακοφςω από τότε που ζωυγα από τθν Ακινα, με άκουςε χωρίσ να με ρωτιςει ςε όςα του είπα για τον αδελωό του και το μόνο
171
που μου είπε ιταν ότι είχε πάρει τα γράμματά του, αλλά δεν του ζςτειλε άλλα, γιατί κάποιουσ από τουσ ταχυδρόμουσ είχαν πιάςει οι χωροωφλακεσ ωσ καταςκόπουσ και είχε διακοπεί προςωρινά το δίκτυο. Στθ ςυνζχεια, κάτι ωϊναξε τοφρκικα και ςε λίγο ιλκε μια κοπελίτςα με ωραίο λευκό ωόρεμα και αωοφ χαιρζτθςε ςτα ελλθνικά μασ ζωερε δφο καωζδεσ. Ο Ντεμζρ είπε ότι είναι θ Εμίν το ςτερνοπαίδι τουσ, με ςφςτθςε και μζνα, θ κοπελίτςα υποκλίκθκε ανάλαωρα γαλλικά, κρατϊντασ το ωόρεμά τθσ και απλϊνοντασ πίςω με χάρθ το πόδι τθσ και ζωυγε. Σε λίγο ςθκϊκθκα και εγϊ να ωφγω και ο Ντεμζρ με προςκάλεςε τθν ερχόμενθ Κυριακι να μου κάνει ςτο ςπίτι του το τραπζηι. Του είπα ότι κα προςπακιςω, γιατί δεν ιξερα αν κα πάρω άδεια, τον ευχαρίςτθςα, με ευχαρίςτθςε και ζωυγα. Ράλι όμωσ γεμάτοσ με τα ίδια ςυναιςκιματα, μόνο που τθν ενοχι αςυνείδθτα τθν πολεμοφςα με τον μανδφα μιασ ανκρϊπινθσ πράξεωσ, θ αποχαφνωςθ όμωσ είχε γίνει πιο αποπνικτικι, αωοφ τϊρα ςτο βάκοσ αχνοωαινόταν και μια γυναικεία οπταςία. Τθν εβδομάδα που ακολοφκθςε, ςτο Μαίανδρο ζγιναν εκτεταμζνα επειςόδια, οι Τςζτεσ επιτζκθκαν ςε δφο ωυλάκια και οι περιπολίεσ αυξικθκαν κατά δφο Λόχουσ, τα μζτρα εντάκθκαν και οι δυνατότθτα ςυναντιςεων με τουσ απζναντι διεκόπθ επ’ αόριςτον. Τθν Κυριακι, αωοφ το είχα προετοιμάςει, πιρα άδεια εξόδου, ςτολίςτθκα και ςτισ δϊδεκα ιμουν ςτο ςπίτι του Ντεμζρ. Ακολοφκθςε θ ίδια διαδικαςία και βρζκθκα ςτθ ςάλα, όπου με περίμενε ο Ντεμζρ μπροςτά από ζνα τραπζηι με δφο πιάτα. Μετά τα ςυνθκιςμζνα, μου είπε ότι θ οικογζνειά του, είχε πάει με τθν αντίςτοιχθ του κυρίου Γκίκογλου ςτο εξοχικό τουσ και ζτςι κα μπορζςουμε να ςυηθτιςουμε άνετα. Μου είπε ότι γνϊριηε για τα επειςόδια ςτον Μαίανδρο και προωανϊσ τθν αδυναμία μου να επικοινωνιςω με τον αδελωό του, αλλά ότι ωρόντιςε να τον θςυχάςει με άλλον τρόπο. Σερβιρίςτθκε το
172
ωαγθτό με κάποια τελετουργία τθν οποία εγϊ δεν εγνϊριηα, ωάγαμε, κακίςαμε ςτο ςαλονάκι για καωζ και αμζςωσ άνοιξε τθ ςυηιτθςθ. Ζδινε τθν εντφπωςθ ανκρϊπου επικοινωνιακά εγκλωβιςμζνου ςε ζρθμο, που αςωυκτιά για επικοινωνία με ανκρϊπουσ που νόμιηε του επιπζδου του, για ςυηιτθςθ των απόψεϊν του, για διερεφνθςθ του πίςω από τον τοίχο επιπζδου, πάντοτε όμωσ, κάτω από τθν τουρκικι οπτικι, τθν τουρκικι ςκζψθ, τθν τουρκικι λογικι τθσ μοιραςιάσ του τρία κι ζνα και του μου χρωςτάσ αωοφ ς’ αωινω και ηεισ, από τθν οποία, ποτζ, ζςτω και κατ’ ελάχιςτο δεν απομακρυνόταν. «Ράντοτε πίςτευε, είπε, ότι θ επί οκτακόςια πενιντα χρόνια ςυμβίωςθ με τουσ ωμιοφσ τθσ Μικράσ Αςίασ - το μετροφςε από τθ μάχθ του Μάντηικερτ μετά τθν οποία, οι Τοφρκοι απζκτθςαν μόνιμθ διαμονι και κράτοσ ςτθ Μικραςία - ζςτω και κάτω από μια λεόντειο ςυμφωνία - ζτςι ονόμαςε τθν κατάκτθςθ και υποδοφλωςθ - τθν οποία όλοι παρεβίαηαν, οι μεν βιαίωσ οι δε υπογείωσ - όμωσ προςκζτω εγϊ, άλλοι με οδυνθρζσ ςυνζπειεσ, και άλλοι χωρίσ, πάντα όμωσ με κζρδοσ αποτελεί ζνα τεράςτιο και μοναδικό ίςωσ, πλεονζκτθμα και παιδευτικό και πολιτιςμικό κεφάλαιο για τουσ Τοφρκουσ τθσ Μικραςίασ όςον αφορά τθ ςυμβίωςθ με άλλουσ λαοφσ διαφορετικοφ πολιτιςμικοφ και πολιτιςτικοφ επιπζδου, ςε ςχζςθ με τουσ λοιποφσ τουρκογενείσ λαοφσ. Και κατά ςυνζπεια αυτοί, οι Τοφρκοι τθσ Μικραςίασ, κα μποροφςαν τϊρα να ενεργοποιιςουν το πλεονζκτθμα αυτό και να αντλιςουν με ςθμαντικζσ αλλαγζσ, προςαρμογζσ και βελτιϊςεισ, τισ ςυνκικεσ για τθ κεμελίωςθ, ςτθ κζςθ του ςθμερινοφ κνιςκοντοσ αναχρονιςτικοφ πολιτικά, ενόσ νζου ςυγχρόνου κράτουσ με τισ πολιτικζσ δομζσ των ευρωπαϊκϊν, με δφο γλϊςςεσ, δφο κρθςκείεσ και δφο λαοφσ, που ςτο απϊτερο μζλλον εκ των πραγμάτων κα ομογενοποιοφντο. Στθν πορεία, για τθ δθμιουργία και τθν επιβίωςθ αυτοφ του κράτουσ κα ζπρεπε να καταργθκοφν εξαρχισ οι κάκε μορφισ διομολογιςεισ και να αποβλθκοφν από τθ χϊρα λαοί ι ομάδεσ λαϊν - ζτςι ζλεγε τισ
173
γενοκτονίεσ - που αιϊνεσ τϊρα εςοδεφουν παραςιτικά εδϊ, αλλά εξάγουν τα κζρδθ τουσ ςτο εξωτερικό απομυηϊντασ τθ χϊρα και προκαλϊντασ τθσ παρατεταμζνθ φτϊχια, ςε αντίκεςθ με τουσ ωμιοφσ που ςε μεγάλο βακμό, ζχουν εδϊ τισ δουλειζσ τουσ, τισ επενδφςεισ τουσ και τα λεφτά τουσ και ταυτόχρονα γνωρίηουν άριςτα να διαχειριςτοφν το όποιο κενό δθμιουργθκεί από τθν απουςία των λοιπϊν ξζνων.» Κι αυτό ιταν ζνα από τα ςθμεία που ςυνεπορεφοντο αρχικά με τισ κεωρίεσ των Νεοτοφρκων. Είπε ότι ςποφδαςε Νομικά και διπλωματικι ιςτορία ςτο Ραρίςι και διορίςτθκε ςτο υπουργείο Εξωτερικϊν τθσ χϊρασ του. Στθ ςυνζχεια, υπθρζτθςε ςε διάωορεσ πρεςβείεσ και τελικά ςτο Ραρίςι. Εκεί ιλκε ςε επαωι με το εκκολαπτόμενο τότε κίνθμα των Νεοτοφρκων, αλλά και διάωορεσ κινιςεισ των Ελλινων και των ωμιϊν, προκειμζνου, όπωσ ζλεγε, να ερευνιςει, αν μποροφςαν να πραγματοποιθκοφν τα πιςτεφω του πατζρα του, τα οποία ςε ζνα βακμό ιταν και δικά του, όπωσ τα εξζκεςε παραπάνω. Γριγορα, όμωσ, απογοθτεφτθκε. Γιατί από ζνα ςθμείο και κατόπιν, ςτο Κίνθμα των Νεοτοφρκων άρχιςε να ωαίνεται κακαρά ότι κα επικρατιςουν τα περί τον Κεμάλ ριηοςπαςτικά ςτοιχεία, που επαγγζλλοντο τελικά, τθν εγκακίδρυςθ κράτουσ αμιγϊσ Τοφρκων και πολεμοφςαν με όπλο τθ διαςπορά μίςουσ - που κάπωσ παραδζχτθκε ότι ιταν αποτελεςματικι μζκοδοσ κακοδθγιςεωσ, αλλά και χειραγωγιςεωσ του λαοφ του - για κάκε ξζνο και κυρίωσ για τουσ ωμιοφσ που ιςαν όμωσ θ αναγκαία και μοναδικι κατάλλθλθ βάςθ κατ’ αυτόν, για τον μεταςχθματιςμό του τουρκικοφ κράτουσ, ςτθ μορωι που ανζπτυξε. «Με τισ κινιςεισ δε των Ελλινων, δφςκολα μποροφςεσ να κάνεισ διάλογο, αφοφ το υποκείμενο ςτισ ςυηθτιςεισ μαηί τουσ ιταν πρϊτα και κυρίωσ τα εδάφθ, ενϊ γι’ αυτόν, οι κάτοικοι. Ρζραν αυτοφ όμωσ, κάκε φορά που ςυηθτοφςαμε, ζλεγε, ερχόντουςαν με νζεσ πιο προωκθμζνεσ κζςεισ. Αφοφ
174
κυκλοφοροφςε ςαν ανζκδοτο, ότι τον Ζλλθνα αν τον τρατάρεισ καφζ κα ςου ηθτιςει το φλιντηάνι για να ςε κυμάται, αν διαμαρτυρθκείσ, κα ςου ηθτιςει και το δίςκο για να μθ ςου λερϊςει το χαλί, και αν πάλι διαμαρτυρθκείσ κα ςου ηθτιςει το ςπίτι, γιατί παλιά ζνα απόγευμα είχε κακίςει για λίγο ςτο πεηοφλι του ο παπποφσ του για να ξαναςάνει. Μόνο με τουσ ωμιοφσ μποροφςαμε να κάνουμε διάλογο και ςε πολλά ςυμφωνοφςαμε». Ζτςι, αωοφ είχαν αρχίςει κάποιεσ από τισ κινιςεισ του να καταγγζλονται ζνκεν και ζνκεν παραμορωωμζνεσ ςτθν Ρφλθ πράγμα που επζςυρε κανάςιμο κίνδυνο, παραιτικθκε και εγκαταςτάκθκε ςτο Αϊδίνι, όπου μαηί με τον εκεί αντιπρόςωπό τουσ, τον ωμιό κφριο Γκίκογλου ανζπτυξαν περαιτζρω τθν πατρικι επιχείρθςθ, με τθν οποία χάρισ ςτισ γνωριμίεσ του κυρίου Γκίκογλου μετζχουν ςιμερα και ςε διαγωνιςμοφσ προμθκειϊν του Ελλθνικοφ Στρατοφ. «Ξεκίνθςα αυτι τθ ςυηιτθςθ, ςυνζχιςε, διερευνϊντασ, αν εκεί ςτθν Ελλάδα υπάρχει κάποιοσ που να βλζπει τα ολοφάνερα και να εννοεί τα αυτονόθτα. Ζςτω και ςιμερα που ςχεδόν ζχει πεκάνει θ προοπτικι των ωμιϊν να αποτελζςουν το ζνα μζλοσ ενόσ νζου κράτουσ ι μιασ εναλλακτικισ λφςεωσ, αφοφ νομοτελειακά πλζον, ςτο εγγφσ μζλλον, κα ζχουν τθν τφχθ των Αρμενίων. Κι αυτό γιατί οι βουλιμικοί, παιδαριϊδεισ, αικαιροβάμονεσ και κατά ςυνζπεια ανερμάτιςτοι, υπολογιςμοί του Βενιηζλου, τον οδιγθςαν να πζςει ςτθν υςτερόβουλθ παγίδα τθσ βρετανικισ διπλωματίασ και να διαπράξει το τριπλό ζγκλθμα ςτζλνοντασ κατοχικό ςτρατό ςτον κορμό τθσ Μικράσ Αςίασ, εμπλζκοντασ ζτςι τθ χϊρα του ςε κάτι από το οποίο κα είναι αδφνατον πλζον να απεμπλακεί, χωρίσ να ακολουκιςει τραγωδία. Μια υποχκόνια διπλωματία, θ οποία χειραγωγοφςε το Βενιηζλο, χωρίσ να το αντιλαμβάνεται, ςτο να οικοδομεί γφρω από τθν Ελλάδα με τισ ενζργειεσ και τισ απαιτιςεισ του, ζνα
175
ετερόκλθτο ςφμπλεγμα κρατϊν, των οποίων τα ςυμφζροντα ιςαν λίγο ζωσ πολφ αντίκετα προσ τα αντίςτοιχα τθσ Ελλάδοσ και ςυγκεκριμζνα: Ανατολικά με τθν Τουρκία τα είπαμε. Βόρεια με τθ Βουλγαρία ιταν γνωςτζσ οι διεκδικιςεισ τθσ ζναντι τθσ Ελλάδοσ. Ριο βόρεια και δυτικά ςυμπαραταςςόμενοσ άκριτα με τουσ Άγγλουσ, δθμιοφργθςε ζνα νζο μεγάλο εχκρό, τουσ μπολςεβίκουσ, ςτζλνοντασ χωρίσ λόγο και ωσ μθ όφειλε, εκςτρατευτικό ςϊμα ςτθν Κριμαία για να τουσ πολεμιςει. Δυτικά για τον ίδιο λόγο, δθμιοφργθςε βακιζσ διενζξεισ με τθν Λταλία για τθν Κιλικία και εν πολλοίσ τθ Σμφρνθ, ςυμβάλλοντασ ςτθν κεμελίωςθ ανκελλθνικισ πολιτικισ ςτθ χϊρα αυτι. Και πιο δυτικά με τον άμετρο εναγκαλιςμό με τθν Αγγλία, δθμιοφργθςε εξ αντιδράςεωσ ψυχρότθτα με τθ Γαλλία. Και ιταν αυτό ζγκλθμα πρϊτα κατά των ωμιϊν, γιατί ζδωςε τθν αφορμι και τθ δικαιολογία ςτουσ Νεότουρκουσ του Κεμάλ, με τθν ανοχι, τθν αδιαφορία ι και τθν ςιωπθλι παρότρυνςθ όλων αυτϊν να οργανϊνουν τον εκπατριςμό τουσ, ασ τον ποφμε ζτςι, με τον τρόπο που ζχουν δοκιμάςει και ξζρουν καλά, αρχίηοντασ από εκεί που δεν φκάνει θ προςταςία του ελλθνικοφ ςτρατοφ. Και αυτό, ςυνζχιςε, γιατί είναι περιςςότερο από φανερό ότι θ Ελλάσ, οφτε για πολφ μπορεί να ςυντθριςει τον ςτρατό που ζςτειλε, οφτε ζχει το ςτοιχειωδϊσ απαιτοφμενο μζγεκοσ για να καταλάβει το ςφνολο τθσ Μικραςίασ, ζνα χωροφφλακα να αφινετε ςε κάκε δεφτερο χωριό που κα καταλαμβάνετε, δεν ςασ φκάνουν οφτε όλα τα ςχολιαροφδια τθσ Ελλάδοσ. Ναι, ζχετε ςιμερα ζναν από τουσ καλφτερουσ ςτρατοφσ τθσ ευρφτερθσ περιοχισ και μπορείτε να κερδίςετε ςχεδόν οποιαδιποτε μάχθ. Μπορείτε όμωσ να κρατιςετε απλά τα κζρδθ; Ρου πάτε; Και είναι ζγκλθμα διαρκείασ κατά του λαοφ τθσ Τουρκίασ, που ς’ αυτι τθν ευνοϊκι ςυγκυρία, αντί να βοθκθκεί από ςασ πρϊτα, και για το δικό ςασ ςυμφζρον, να εγκαταλείψει το παρελκόν και να βαδίςει ςτο δρόμο που ακολουκοφν οι λαοί
176
τθσ Ευρϊπθσ, ενιςχφετε εκ των πραγμάτων, τισ δυνάμεισ εκείνεσ που τον γυρίηουν πάλι ςτθν εποχι των ςουλτάνων, απλά με διαφορετικό ςουλτάνο. Αλλά είναι και διπλό ζγκλθμα κατά τθσ Ελλάδοσ, γιατί αντί να εξαςφαλίςει τα ανζλπιςτα και εν πολλοίσ χαριςτικά κζρδθ που είχε με τθ ςυνκικθ των Σεβρϊν και τθν υποςτιριξθ κυρίωσ τθσ Αγγλίασ, και να επιδιϊξει τον πάςθ δυνάμει κατευναςμό τθσ περιοχισ, όρκωςε ανατολικά τθσ ζνα μεγάλο ςε μζγεκοσ εχκρό που, όταν ςυνζλκει, ςε απροςδιόριςτο χρόνο και για απροςδιόριςτο βάκοσ χρόνου κα πρζπει να αντιμετωπίηει. Και επειδι δεν κα επαρκεί θ χϊρα ςασ μόνθ τθσ, ςφντομα μάλλον κα αφεκεί ςτθν αγκαλιά τθσ Αγγλίασ, θ οποία ευκόλωσ κα ακετιςει όλα τα υπεςχθμζνα και ςτθ ςυνζχεια κα τθν εγκαταλείψει..Ρου πάτε; Μςωσ τϊρα που φαίνεςκε ακόμα δυνατοί να ζχετε κάποιεσ δυνατότθτεσ να ςυμβιβαςκείτε με τον Κεμάλ δίνοντάσ του πολλά απ’ όςα ηθτάει και που είναι λιγότερα απ’ όςα κα ηθτάει και μάλλον κα πάρει αφριο. Κα το κάνετε; Φοβοφμαι πωσ όχι. Και κάτι τελευταίο. Πταν ζνασ πολιτικόσ μετζρχεται το ρόλο του ςτρατθλάτθ και βγάηει το ςτρατό ζξω από τα ςφνορα τθσ χϊρασ, το πρϊτο που φροντίηει πριν, είναι να ζχει το λαό ενωμζνο. Εςείσ ςχεδόν ςκοτϊνεςτε μεταξφ ςασ. Είςαςτε ςε κζςθ να πραγματοποιιςετε εκςτρατεία;» Του απάντθςα με τισ γνωςτζσ μασ κζςεισ και ωεφγοντασ, ςτθν ςκάλα μου είπε: «Στισ καταςτάςεισ αυτζσ ζνα εργαλείο χριςιμο, για να κάνεισ εκτιμιςεισ είναι θ λογικι τθσ ςκζψθσ του Κουκυδίδθ, τθν οποία εςφ και λόγω τθσ παιδείασ ςου, αςφαλϊσ, κατζχεισ. Και ακολουκϊντασ τθν, οδθγείςαι ςτθν εκτίμθςθ ότι θ πραγματιςτικι αναμενόμενθ εξζλιξθ κα είναι αυτι προσ το ςυμφζρον του ιςχυροφ και όχι, θ αφελισ, προσ τουσ κανόνεσ δικαίου και θκικισ ακόμα και τθσ λογικισ. Και μακροπρόκεςμα και λόγω μεγζκουσ και λόγω δομισ, δεν φαίνεται ότι κα είςκε ςεισ οι ιςχυροί.»
177
Τον ευχαρίςτθςα, τον χαιρζτθςα, μου είπε ότι κα χαρεί να με ξαναδεί και ζωυγα. Αυτι τθ ωορά ζνοιωκα εντελϊσ χαμζνοσ. Είχα μεγαλϊςει με το «άμα κζλεισ Τοφρκο φίλο, κράτα και ςτο χζρι ξφλο» και ςυνάντθςα ζναν Τοφρκο που μιλοφςε… Ιταν πάντα ζτςι; Και αντίκετα, μιπωσ αναντίρρθτα ιταν ζτςι, και αυτόσ αυτό επιςιμαινε; Με τζτοιεσ ςκζψεισ και προβλθματιςμοφσ ζωκαςα ςτο ςτρατόπεδο και επιγα ςτο κάλαμο για φπνο. Αποκοιμικθκα αμζςωσ και είδα ζνα όνειρο, που με διάωορεσ παραλλαγζσ, ιλκε αργότερα και άλλεσ ωορζσ ςτον φπνο μου. Είδα ότι με άωθςαν με μια μικρι βάρκα ςε ζνα χαμθλό νθςάκι, ίςα με τθν επιωάνεια τθσ ιρεμθσ τότε κάλαςςασ, θ οποία περιβαλλόταν από βουνά, που είχαν τισ μορωζσ όλων των ιςχυρϊν τθσ Ευρϊπθσ και ςτθ βάςθ τουσ ζνα λιμανάκι. Ράνω από αυτά διαγραωόταν θ αυςτθρι μορωι ενόσ αρχαίου προςϊπου, που ωαινόταν να τουσ ποιμαίνει και να τουσ κακοδθγεί και υπζκεςα ότι ιταν κάποιοσ αρχαίοσ κεόσ. Ραρατθρϊντασ τα βουνά, είδα ότι όλοι, με δελεαςτικζσ χειρονομίεσ, με καλοφςαν να πάω ςτο λιμάνι τουσ. Ραρατθρϊντασ καλφτερα και τθν αρχαία μορωι, διζκρινα χαμθλότερα να είναι γραμμζνο με αρχαιοελλθνικά γράμματα: «ΚΟΥΚΥΔΛΔΘΣ ΟΛΟΟΥ ΑΛΛΜΟΥΣΛΟΣ». Τρομαγμζνοσ γφριςα το βλζμμα μου προσ το νθςάκι και είδα ότι ζγραωε ςτθν επιωάνειά του με κόκκινα γράμματα «ΜΘΛΟΣ»23. 23 *Σθμείωςθ του επιμελθτι+ Ο λοχίασ Γ. Δουνοφκοσ μετά τθ ςυνομιλία του με τον Τοφρκο Ντεμζρ, ςτθν οποία ουςιαςτικά αντιπαρατζκθκε θ άποψθ περί πολιτικοφ ρεαλιςμοφ με τθν άποψθ περί δικαίων και ελευκερίασ, κράτθςε τθν επιςιμανςθ του μορωωμζνου Τοφρκου, ότι δθλαδι οι γνϊμεσ του Κουκυδίδθ είναι χριςιμο εργαλείο ςκζψθσ ςε κζματα διακρατικϊν ςχζςων και ειρινθσπολζμου. Τισ γνϊμεσ αυτζσ, βεβαίωσ, γνϊριηε και ο ίδιοσ, λόγω των ωιλολογικϊν ςπουδϊν του. Ζτςι, ςτο υποςυνείδθτο του νεαροφ Ζλλθνα λοχία εκδθλϊκθκε, μζςω του χαρακτθριςτικοφ ονείρου του, ζνασ δυνατόσ προορατικόσ υπαινιγμόσ, για γεγονότα που ίςωσ διαιςκανόταν από καιρό ότι κα ςυμβοφν και τισ τραγικζσ εξελίξεισ που κα επακολουκοφςαν. Εξάλλου, βίωνε κάκε μζρα τθ διχαςτικι κατάςταςθ ςτο ελλθνικό ςτράτευμα, είχε υπόψθ του τθ μεταβολι των
178
Μουςκεμζνοσ από τον ιδρϊτα, πετάχτθκα από το κρεβάτι και μζχρι το πρωί δε μπόρεςα να κοιμθκϊ. Τισ επόμενεσ θμζρεσ, μετακινικθκε θ Μονάδα μου ςτθν περιοχι ανατολικά του ςτρατοπζδου, όπου το δίκτυο υωίςτατο ςυχνότερα ηθμιζσ και ζχαςα πλζον τθν επαωι με τον Μουροφτ. Στον Ντεμζρ δεν ξαναπιγα. Μςωσ και επειδι δεν άντεχα να προβλθματιςτϊ, για το αν τα πράγματα μπορεί και να ιςαν διαωορετικά από ό,τι επίςτευα εγϊ, από ό,τι ζδειχνε να πιςτεφει και θ Χϊρα μου. Κυρίωσ όμωσ, επειδι, αυτόσ, ζνασ Τοφρκοσ, ζςτω και μορωωμζνοσ κατζκετε, ςε μορωι διαλόγου με ζναν αντίπαλο, μια πρόταςθ που ξεκινοφςε από κάπου και τελείωνε κάπου, άςχετα αν διαωωνοφςα εγϊ με αυτι, μερικά ι ςυνολικά, αν τθ κεωροφςα πραγματοποιιςιμθ ι εξωπραγματικι, ι μελζτθ προσ ζρευνα ι παραπλανθτικό ιδεολόγθμα. Ενϊ οι δικζσ μου αξίεσ, οι ανϊτεροι αξιωματικοί διοικθταί, αντί να ςυηθτοφν και να ςχεδιάηουν πϊσ κα ολοκλθρϊςουμε τθν αποςτολι μασ, πϊσ κα οργανωκοφμε, για να αντιμετωπίςουμε ενδεχόμενα δεινά, καβγάδιηαν ςυνεχϊσ με πείςμα για τισ εμμονζσ τουσ και εισ επικοον πολλϊν, ςυνικωσ με ζωλα ζωσ αςτεία επιχειριματα, για το μουςάκι του Βενιηζλου και το μουςτάκι του Κωνςταντίνου. Ο καιρόσ ςυμμαχικϊν ιςορρροπιϊν κακϊσ και τθν επιδείνωςθ τθσ ςτρατιωτικισ κακθμερινότθτασ του Ζλλθνα ςτρατιϊτθ, τθν οποία βίωνε και ο ίδιοσ. Είναι χαρακτθριςτικό και αξιοπρόςεκτο που ςτο εν λόγω όνειρο το υποςυνείδθτό του ςυνδφαςε : α) Τθν αδφναμθ ελλθνικι πλευρά, όπωσ εξελιςςόταν κακθμερινϊσ ωσ τζτοια, με τθ μορωι ενόσ επίπεδου και απροςτάτευτου νθςιοφ με το όνομα Μιλοσ (μάλιςτα με κόκκινο χρϊμα που παραπζμπει ςε αίμα και ςωαγζσ), κακόςον το νθςί αυτό κουβαλάει, ςτθν παγκόςμια ιςτορία, το ςτίγμα τθσ πρϊτθσ γενοκτονίασ αδφναμου λαοφ από μεγάλθ δφναμθ (τουσ αρχαίουσ Ακθναίουσ). β) Τθν τουρκικι πλευρά, που ιςχυροποιείτο ςταδιακά από τισ ευρωπαϊκζσ Δυνάμεισ, με τθ μορωι βουνϊν που είχαν τθν όψθ των ιςχυρϊν τθσ Γθσ, κάτω από τθ ςκζπθ τθσ μορωισ του Κουκυδίδθ, του ιςτορικοφ που πρϊτοσ ανζλυςε ςτο ζργο του το ρόλο του ιςχυροφ και τθ μοίρα του αδφναμου ςτισ διακρατικζσ ςχζςεισ και ςτα κζματα ειρινθσ - πολζμου, και ο οποίοσ κατζγραψε τθ ςωαγι των Μθλίων.
179
περνοφςε, ωκάναμε ςτο καλοκαίρι, τα γυμνάςια είχαν πυκνϊςει, καφμαηεσ να βλζπεισ ζνα ςτρατό πεικαρχθμζνο και ετοιμοπόλεμο. Αλλά ταυτόχρονα, είχαν πυκνϊςει και είχαν ζλκει πιο κοντά μασ και οι εμπλοκζσ με τουσ Τοφρκουσ. Κάποια ερωτθματικά όμωσ που ξζωευγαν από τουσ αξιωματικοφσ, αδιόρατα, είχαν αρχίςει να ωωλιάηουν και ςτισ ψυχζσ των ωαντάρων. Και ιταν αυτό ζνα κακό ςθμάδι, ότι ο Διχαςμόσ άρχιςε να ξεχειλίηει τρϊγοντασ τισ ςάρκεσ του Ζκνουσ… Σρίπολισ 1977 Γεϊργιοσ Π. Δουνοφκοσ
Επίλογοσ Ο χρόνοσ τθσ αιχμαλωςίασ του πατζρα μου, υπιρξε θ κατ’ εξοχιν ηοωερι περίοδοσ τθσ ηωισ του. Ηοωερι και ςυγκλονιςτικι, που του άωθςε ανεποφλωτα τραφματα, όχι μόνο, ίςωσ και όχι τόςο, από τουσ βαςανιςμοφσ, τισ κακουχίεσ, τισ ςτεριςεισ και τισ απάνκρωπεσ ταπεινϊςεισ, που ιςαν ο κακιερωμζνοσ τρόποσ διαχειρίςεωσ των αιχμαλϊτων και των εν γζνει κρατουμζνων από τουσ Τοφρκουσ, όςο από τθν επαναλαμβανόμενθ, με νομοτζλεια κανόνα, βίωςθ τθσ διαδικαςίασ του κανάτου δίπλα του, ςτα χζρια του, ενόσ προςωιλοφσ ζωσ οικείου προςϊπου. Γιατί ς’ ζνα περιβάλλον αιχμαλϊτων, ςυνεχϊσ καταιονιηόμενο από το βόρβορο τθσ Κολάςεωσ που περιείχε κάκε μορωισ κακουργία, θ ανταλλαγι μιασ καλθμζρασ ακόμα και θ απλι παρουςία δίπλα ςου ενόσ προςϊπου ζξω από τα ςτίωθ των Τοφρκων, εξαιρετικά ςφντομα ενεδφετο με τθν ιδιότθτα του οικείου. Και μζςα ς’ αυτό το περιβάλλον των ακρόων κανάτων, όςο μακρφτερα κατόρκωνεσ να επιβιϊςεισ, τόςο περιςςότερα τζτοια πρόςωπα βίωνεσ να τελειϊνουν τθ ηωι τουσ δίπλα ςου. Και ςυ, κα ζπρεπε τότε να προςτατζψεισ, όςο μποροφςεσ, το νεκρό αυτοφ του οικείου προςϊπου, να το γδφςεισ και να μοιράςεισ τα όποια ενδφματά
180
του, να πάρεισ δυο τάβλεσ και μ’ ζνα ςυνάδελωο να πάρεισ το γυμνό κορμί, να περάςεισ ανάμεςα από θμιαποςυντεκθμζνα πτϊματα, για να ωτάςεισ ςτθ χαράδρα ι ςτον τόπο απόκεςθσ των νεκρϊν, να πεισ μζςα ςου κάποιεσ ευχζσ ςτζλνοντασ τθ ςκζψθ ςου ςτουσ γονείσ του και να τον πετάξεισ όςο μπορείσ πιο βακιά, πατϊντασ επάνω ςε αμζτρθτεσ λευκζσ νεανικζσ ςοροφσ, ελπίηοντασ ότι ζτςι προωυλάςςεισ, κατά το δυνατόν, από τθ ςκφλευςθ των αγριμιϊν. Και μετά να γυρίςεισ ςτο ίδιο μζροσ και να περιμζνεισ τθν επανάλθψθ τθσ ίδιασ μακάβριασ δοκιμαςίασ, θ οποία μπορεί να είχε και αντικείμενο εςζνα. Και το τραφμα του από αυτι τθ διαδικαςία ιταν τόςο μεγάλο, ϊςτε, επειδι υπζωερε βακιά, ςχεδόν απζωευγε να παρακολουκεί τελετι κθδείασ, παρόλο το κοινωνικό κόςτοσ που ςυνεπαγόταν κάτι τζτοιο, ςτο μικρό περιβάλλον μιασ επαρχιακισ πόλθσ. Πμωσ, ςτισ ατζλειωτεσ νφχτεσ τθσ Κατοχισ, όταν θ ανάγκθ για παραμφκια ς’ εμάσ τα παιδιά καλυπτόταν από τισ ιςτορίεσ που μασ ζλεγε ο πατζρασ μου και αυτζσ είχαν μόνιμο καμβά, είτε τθν παιδικι του ηωι, είτε το χρόνο τθσ αιχμαλωςίασ, εκεί οι Τοφρκοι δεν δαιμονοποιοφνταν, αλλά οι μεν Τουρκάλεσ ζπαιρναν τθ μορωι των γριϊν τθσ γειτονιάσ μασ, άλλεσ ςτριμμζνεσ και άλλεσ καλοκάγακεσ, οι δε Τοφρκοι ζπαιρναν τθ ςυνικθ μορωι των δυναςτϊν, που κυκλοωοροφςαν τότε γφρω μασ, Λταλϊν ι Γερμανϊν, χωρίσ κάποιο ιδιαίτερο μιςθτό χαρακτθριςτικό, όπωσ αυτά που διαπιςτϊςαμε ςτα αρχικά ςτάδια τθσ εγκυκλίου παιδείασ μασ. Και όταν, αργότερα, ζχοντασ διαβάςει το βιβλίο του, τον ρϊτθςα, γιατί αωοφ υπζωερε τόςα από τουσ Τοφρκουσ και γνωρίηει τόςα από τθν Λςτορία, είναι τόςο επιεικισ μαηί τουσ, μου είχε πει: «Είναι κακό, πολφ κακό για ςζνα να ςε μιςεί ο γείτονάσ ςου, είναι όμωσ ολζκριο να τον μιςείσ εςφ». Ακινα, Οκτϊβριοσ 2014 Δθμιτρθσ Γ. Δουνοφκοσ
181
Βιογραφικό Βαςίλθ Γ. Διαμαντόπουλου Γεννικθκε ςτα Αγιωργίτικα Αρκαδίασ ςτα τζλθ του 1901 ι τισ αρχζσ του 1902. Πταν το Λοφλιο του 1921 ζλθξε θ αναβολι του και κατατάχτθκε ςτο ςτρατό, για να ςταλεί ςτο Μζτωπο τθσ Μικράσ Αςίασ, βριςκόταν ςτο Γϋ ζτοσ ςπουδϊν τθσ Νομικισ Σχολισ του Ρανεπιςτθμίου Ακθνϊν. Μετά τθν επιςτροωι του από το Μζτωπο τθσ Μικράσ Αςίασ και τθν πολφμθνθ αιχμαλωςία του ςτουσ Τοφρκουσ, δεν γνωρίηουμε, εάν ολοκλιρωςε τισ νομικζσ του ςπουδζσ. Αυτό όμωσ που ξζρουμε ςίγουρα, γιατί προκφπτει από τα γραπτά του, είναι ότι εργάςτθκε ωσ δθμόςιοσ υπάλλθλοσ.
Βιογραφικό Γεωργίου Π. Δουνοφκου Γεννικθκε ςτο Σηιβά Αρκαδίασ ςτισ πζντε (5) Νοεμβρίου του ζτουσ 1898. Φοίτθςε ςτο Δθμοτικό Σχολείο Στρίγκου με δάςκαλο τον πατζρα του Ραναγι Δουνοφκο ι Ραναγιωτόπουλο. Το ζτοσ 1908 ωοίτθςε ςτο Ελλθνικό Σχολείο Τεγζασ και το ζτοσ 1911 ειςιχκθκε ςτο Γυμνάςιο Τριπόλεωσ. Το 1916 γράωτθκε ςτθ Φιλοςοωικι Σχολι του Ρανεπιςτθμίου Ακθνϊν και ζλαβε το πτυχίου του ωιλολόγου κακθγθτι. Μετά τθν επιςτροωι του από το Μζτωπο τθσ Μικράσ Αςίασ και τθν πολφμθνθ αιχμαλωςία του ςτουσ Τοφρκουσ, διορίςτθκε κακθγθτισ ςτο Ελλθνικό Σχολείο Τεγζασ μζχρι το 1929. Το 1930 προιχκθ ςε πρωτοβάκμιο κακθγθτι ςτο Γυμνάςιο Φλϊρινασ και ςτθ ςυνζχεια μετατζκθκε ςτο Αϋ Γυμνάςιο Τριπόλεωσ μζχρι το ζτοσ 1933. Το 1938 προιχκθ ςε Γυμναςιάρχθ του Γυμναςίου Αρεοπόλεωσ. Το 1941 αποςπάςτθκε ςτο Γυμνάςιο Βυτίνασ και το ζτοσ 1945 παραιτικθκε από τθ Μζςθ Εκπαίδευςθ. Το 1959 επανιλκε ςτθν υπθρεςία και τοποκετικθκε Γυμναςιάρχθσ του
182
Γυμναςίου Λεβιδίου μζχρι το ζτοσ 1963, οπότε και ςυναταξιοδοτικθκε λόγω ορίου θλικίασ. Νυμωεφκθκε το 1933 τθν Κωνςταντίνα Δ. Δροφηα και μαηί τθσ απζκτθςε δυο τζκνα, το Δθμιτρθ και τθ Βαςιλικι. ***
Βιβλιογραφία 1.«Αιχμάλωτοσ των Τοφρκων Διαμαντόπουλου, Ακινα 1977.
(1922-1923»,
Βαςίλθ
Γ.
2.«Σκόρπια φφλλα από ενθυμήματα ενόσ αιωνόβιου», Μενζλαου Γ. Τηιαωζτα, Κεςςαλονίκθ - Ρανόραμα 2002. 3.«Το ημερολόγιον Χρήςτου Καραγιάννη 1818-1922», Ακινα 1976. 4.«Η Μικραςιατική εκςτρατεία και το Ημερολόγιο ενόσ οπλίτου»(βιβλία:Λ,ΛΛ), Χαραλάμπουσ Δ. Τριανταωυλλίδθ, Εκδόςεισ Δωδϊνθ, Ακινα - Γιάννινα 1984. 5.«Απ’ την Αράχωβα ςτα Κράςπεδα τησ Άγκυρασ, Ημερολόγιο Εκςτρατείασ 1919-1922», Γιάννθ Κουτςονικόλα, Ακινα 2008. 6.«Η Κατάρα τησ Αςίασ», George Horton, Ζκδοςθ «Ατλαντίσ-Μ. Ρεχλιβανίδθ», Ακινα 1980. 7.«Τα Μυςτικά του Βόςπορου», Henry Morgenthau, Εκδόςεισ Τροχαλία, Ακινα 1998.
164
165