Λάμια John Keats
Μετάφραση: Ζωή Ν. Νικολοπούλου
Copyright Š 2015 by Zoe N. Nikolopoulou All rights reserved. No part of this publication may be reproduced, distributed, or transmitted in any form or by any means, including photocopying, recording, or other electronic or mechanical methods, without the prior written permission of the publisher, except in the case of brief quotations embodied in critical reviews and certain other noncommercial uses permitted by copyright law.
Λάμια μέρος I
Κάποτε, πριν πλήθος από νεράιδες Να οδηγήσουν τη Νύμφη και τον Σάτυρο από τα καταπράσινα δάση, Μπροστά στο λαμπερό διάδημα του Βασιλιά Όμπερον, Το σκήπτρο, και τον χιτώνα, κουμπωμένο με πολύτιμο πετράδι, Να τρομάξουν τις Δρυάδες και τους Φαύνους Από τα πράσινα βούρλα, και τις φτέρες, και τα λιβάδια με τις πριμούλες, Ο ερωτοχτυπημένος Ερμής άφησε Τον χρυσαφένιο θρόνο του, διέπραξε εν θερμώ ερωτική κλοπή: Από τον ψηλό Όλυμπο είχε αρπάξει φως, Στην άκρη των νεφελών του Δία, κρύφτηκε για να γλιτώσει Και βρήκε καταφύγιο Σε δάσος στις ακτές της Κρήτης.
Γιατί κάπου σε εκείνο το ιερό νησί κατοικούσε Μια νύμφη, στην οποία όλοι οι οπληφόροι Σάτυροι υποκλίνονταν· Οι αποχαυνωμένοι Τρίτωνες έραιναν τα πάλλευκα πόδια της Με μαργαριτάρια, την ώρα που στη στεριά έλιωναν και ποθούσαν. Κοντά στις πηγές όπου συνήθιζε να λούζεται, Και σε εκείνους τους αγρούς που κάπου κάπου στοίχειωνε, Πολύτιμα δώρα ήταν διάσπαρτα, πρωτόγνωρα στην κάθε Μούσα, Αν και από της φαντασίας το σεντούκι το ξεκλείδωτο μπορούσαν να διαλέξουν. Αχ, ολόκληρος κόσμος αγάπης στα πόδια της! Αυτό ο Ερμής συλλογίστηκε, και ουράνιος οίστρος Τον φλόγισε από τις φτερωτές του φτέρνες μέχρι τα αφτιά, Που από λευκά, σαν διάφανα κρίνα, Σαν ρόδα κοκκίνισαν μέσα στα χρυσαφένια του μαλλιά, Τα ριγμένα σε ζηλευτές μπούκλες γύρω από τους γυμνούς ώμους του. Από κοιλάδα σε κοιλάδα, από δάσος σε δάσος, πέταξε, Εμφυσώντας στα άνθη το καινούργιο του πάθος, Και βασανιζόταν με τόσους ποταμούς σκέψης, Να ανακαλύψει πού η γλυκιά νύμφη ετοιμάζει τη μυστική κλίνη της: Μάταια· η γλυκιά νύμφη ίσως να μη βρισκόταν πουθενά, Και έτσι εκείνος αναπαυόταν, στην έρημη γη,
Σκεφτικός, ζηλεύοντας παράφορα Για τους Θεούς του Δάσους, ακόμα και για τα ίδια τα δέντρα. Καθώς στεκόταν εκεί, άκουσε πένθιμη φωνή, Τέτοια που όταν την ακούσει μια ευγενική καρδιά, εξαφανίζει Κάθε πόνο εκτός από τον οίκτο: έτσι η μοναχική φωνή είπε: “Πότε θα σηκωθώ από αυτό τον χορταριασμένο τάφο! Πότε θα πορευτώ με γλυκό κορμί για ζωή ταιριαστό, Για αγάπη, και χαρά, και για την πορφυρή πάλη Ανάμεσα σε καρδιές και χείλη! Αχ, είμαι αξιολύπητη!” Φτεροπόδαρος, ο Θεός, γλίστρησε αθόρυβα Γύρω από θάμνο και δέντρο, χαϊδεύοντας ελαφρά, στο διάβα του, Την ψηλή χλόη και τα ολάνθιστα αγριόχορτα, Ώσπου βρήκε ένα φίδι ζωντανό, Λαμπερό, και κουλουριασμένο σε πυκνόφυλλη φτέρη.
Ήταν σαν γόρδιος δεσμός με αποχρώσεις εκθαμβωτικές, Με βούλες βαθυκόκκινες, χρυσές, πράσινες, και γαλάζιες· Ριγωτό σαν ζέβρα, διάστικτο σαν λεοπάρδαλη, Με μάτια σαν του παγωνιού, και όλο πορφυρές λωρίδες· Γεμάτο με ασημένια φεγγάρια, που, καθώς ανάσαινε, Χάνονταν, ή έλαμπαν πιο φωτεινά, ή τύλιγαν Τις λάμψεις τους τα πιο σκούρα υφαντά-Τόσο ιριδένιο στα πλευρά, με μια ιδέα θλίψης, Ουράνιο τόξο έμοιαζε, ξάφνου, σαν μετανιωμένη νεράιδα, Ερωμένη κάποιου δαίμονα, ή ο ίδιος ο δαίμονας. Γύρω από τις λαγόνες της είχε αχνή φωτιά Ραντισμένη με αστέρια, σαν το διάδημα της Αριάδνης: Η κεφαλή της ήταν φιδίσια, όμως αχ, γλυκόπικρη! Είχε στόμα γυναικείο με όλα τα μαργαριτάρια της ατόφια: Και όσο για τα μάτια της—τι θα μπορούσαν τέτοια μάτια να κάνουν Παρά να κλαίνε, και να κλαίνε, που τόσο όμορφα γεννήθηκαν; Όπως η Περσεφόνη θρηνεί ακόμα για τον άνεμό της τον Σικελικό. Ο λαιμός της ήταν φιδίσιος, αλλά τα λόγια της Έφθαναν, σαν μέσα από αφρισμένο μέλι, για χάρη της Αγάπης, Ως τώρα· όσο ο Ερμής στα πούπουλά του καθόταν,
https://itunes.apple.com/us/book/lamia/id1073337037?ls=1&mt=11