Η δημιουργία κοινωφελών νομικών προσώπων απορρέει από τη συνειδητοποίηση ορισμένων γενικής σημασίας αναγκών, τις οποίες αυτά καλούνται, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ιδρυτή τους. να θεραπεύσουν Οι ανάγκες αυτές στην περίπτωση μας η ιστορία των τεχνικών στο νεοελληνικό χώρο-έρχονται συχνά στο προσκήνιο από συγκρίσεις προς τις εξελιγμένες χώρες, διαπιστώνονται δηλ. ως καθυστερήσεις, και οι τρόποι ικανοποίησης τους εισάγονται επίσης συχνά ως καινοτομίες (λ χ activité culturelle, cultural management). To βασικό πρόβλημα στην εξέταση των πολιτισμικών δραστηριοτήτων είναι κατά πόσο η συνειδητοποίηση των αναγκών, που αυτές καλούνται να υπηρετήσουν, στηρίζεται σε αυτοψία, είναι δηλ απαλλαγμένη από ιδεολογήματα, και η επιδίωξη της βέλτιστης ικανοποίησης τους σε πρακτικές που ενεργοποιούν υπάρχουσες δυνατότητες Χωρίς τις δύο αυτές προϋποθέσεις ο οποιοσδήποτε σχεδιασμός αποβαίνει μεσοπρόθεσμα άγονος, ο εκφυλισμός ή και ο θάνατος- των καινοτομιών πιθανότατος και η παράταση των καθυστερήσεων αναπόφευκτη Τα τραπεζικά ερευνητικά ιδρύματα ανταποκρίθηκαν στις μεγάλες ανάγκες έρευνας και παιδείας στο χώρο του νεοελληνικού πολιτισμού: τέχνη, οικονομία, γράμματα, τεχνολογία, για να τα αναφέρουμε στη χρονική σειρά εκδήλωσης ενδιαφέροντος Τα ιδρύματα αυτά επιχείρησαν, και προσπαθούν, να ξεπεράσουν τις καθυστερήσεις που είχαν προκληθεί από αρχαιολογικές επιλογές, υποχρηματοδότηση της έρευνας, αδιαφορία ευρύτερων στρωμάτων για τις πολιτισμικές αξίες (έκφανση της γενικής πνευματικής κρίσης του καιρού μας), προσήλωση σε στείρες γραφειοκρατικές διαδικασίες κ ά. Από τη διάγνωση πραγματικών αναγκών και των αίτιων δημιουργίας τους. όσο και από την επίγνωση των πεπερασμένων δυνατοτήτων σε πιστώσεις και σε ειδικούς, προέκυψαν εφικτά προγράμματα δράσης, που πέρασαν με επιτυχία, όπως τεκμηριώνουν τα αποτελέσματα, μέσα από τη Σκύλλα του αυτοσχεδιασμού και τη Χάρυβδη του λεκτικού μαξιμαλισμού Ποιοι οι σκοποί του Κοινωφελούς Ιδρύματος ΕΤΒΑ. Ποιες οι συγκεκριμένες ανάγκες που επέλεξε να καλύψει; Γιατί δημιουργήθηκαν και γιατί είχαν παραμείνει ως πρόσφατα ανεκπλήρωτες. Ποιες οι αρνητικές συνθήκες που τις είχαν προκαλέσει; Ποια η τακτική, η πρακτική που επιλέγεται για το ξεπέρασμα τους; Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα Κύριος σκοπός του Κοινωφελούς Ιδρύματος της ΕΤΒΑ είναι η σπουδή της ιστορίας των τεχνικών στο νεοελληνικό χώρο. Αφετηριακό ερώτημα Ποια είναι η θέση της ιστορίας των τεχνικών στη χώρα μας; Με τη σπουδή των προβιομηχανικών τεχνικών ασχολήθηκε η παραδοσιακή λαογραφία στα πλαίσια του ενδιαφέροντος της για τον «υλικό βίο» Ενασχόληση περιορισμένη, αποσπασματική, φιλολογική στις μεθόδους της,
λεξιλογική στις αναζητήσεις της, αχρονική στα επιμέρους συμπεράσματα της, ιδεολογική στις επιδιώξεις της (να τεκμηριώσει συνέχειες) Ο κόσμος της υπαίθρου, της παραγωγικής ή μεταποιητικής πράξης την απασχόλησαν ελάχιστα Οι λιγοστές λαμπρές εξαιρέσεις, εξωπανεπιστημιακές στην πλειονότητα τους. τεκμηριώνουν όλα όσα θα είχαμε κερδίσει σε ερευνητικά αποτελέσματα, αν είχαν ακολουθηθεί οι άλλοι, οι σύγχρονοι ευρωπαϊκοί δρόμοι Αδιεξοδική «επιστροφή στις ρίζες», νοσταλγία, γραφικότητα, φολκλορισμός αντί της συστηματικής έρευνας, απογραφής, περισυλλογής, διάσωσης, σπουδής, κοινοποίησης Στερεότυπα αντί επιστημονικής σκέψης, παθητική αποδοχή των καταστροφών της πολιτισμικής παράδοσης αντί της μεθοδευμένης, συστηματικής πράξης Ογδόντα χρόνια μετά την επίσημη γέννηση της λαογραφίας το θεμελιακό αίτημα για το μουσείο του νεοελληνικού πολιτισμού παραμένει ανεκπλήρωτο, και με ελάχιστες ελπίδες πραγμάτωσης Με τη σπουδή της βιομηχανικής αρχαιολογίας δεν ασχολήθηκε ως πέρυσι κανείς Ο όρος, το αντικείμενο, ο επιστημονικός κλάδος είναι «παρ' ημίν» σχεδόν άγνωστα Ανάμεσα στη «βιομηχανία που εκμεταλλεύεται» και στη «βιομηχανία που μολύνει», «η κοινωνία αυτή, τελικά, στο σύνολο της», σημειώνει η ιστορικός Χρ Αγριαντώνη. «δεν αποδέχτηκε το βιομηχανικό φαινόμενο, δεν επένδυσε στις δικές του προοπτικές, δεν πίστεψε στα πλεονεκτήματα του. ούτε φάνηκε διατεθειμένη να υποστεί και τους εξαναγκασμούς του». Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, η φροντίδα για τη διάσωση της ιστορίας της βιομηχανίας και των τεκμηρίων της πολιτισμικής σπουδαιότητας της δεν είχε καμιά σχεδόν προοπτική να δει το φως Και δεν το είδε. Χαρακτηριστική στάση των ίδιων των βιομηχάνων -κατά τεκμήριο πεπαιδευμένων και ευπόρων- απέναντι στην οικογενειακή και στην προσωπική τους ιστορία; ούτε ένα μουσείο, δύο ή τρεις οι εκδόσεις Στο διδακτικό και ερευνητικό τομέα είναι χαρακτηριστική επίσης και η στάση των ανώτατων τεχνικών μας σχολών απέναντι στην εθνική τεχνική μας παράδοση. Γι αυτόν που επιλέγει σήμερα στη χώρα μας ως σκοπό, ως έργο τη σπουδή των τεχνικών, οι προϋποθέσεις είναι αρνητικές Το γενικό κλίμα, που προδιαγράφηκε συνοπτικά, συνεπάγεται απουσία φορέων, προγραμμάτων, πιστώσεων και κυρίως ειδικών, την αδυναμία παραγωγής ή και χρήσης τους. Σχετίζεται άμεσα με την εγκατάλειψη των αρχείων, την έλλειψη κριτικής βιβλιογραφίας, το ανεκμετάλλευτο των πηγών παραστατικού υλικού, την οριστική απώλεια τεκμηρίων, τεχνικών, προφορικών μαρτυριών Η σύγχρονη προβληματική και μέθοδοι εισάγονται σχεδόν ιδιωτικά, σπασμωδικά, αφομοιώνονται σημειακά Χάσμα χωρίζει τον κόσμο του λόγου από αυτόν της πράξης, το άστυ από την ύπαιθρο, την ελληνική επιστημονική έρευνα από τη σύγχρονη διεθνή βιβλιογραφία, επιστημονική ζωή.
θεωρία Ο ερευνητής οφείλει να αυτοχρηματοδοτηθεί εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματικά, να δημιουργήσει χώρο για να σταθεί (θεωρία), εργαλεία για να προχωρήσει (μέθοδο) Αυτές είναι οι συνθήκες, οι αρνητικές συνθήκες. Στην άλλη όψη του νομίσματος εγγράφονται οι ανάγκες; μας χρειάζονται όλα όσα μας λείπουν, όχι μόνο για να συνθέσουμε τη νεοελληνική τεχνολογία, την ιστορία των τεχνικών στη χώρα μας, στην πλατιά έννοια του όρου, αλλά για να αποκτήσουμε μνήμη, να αναμορφώσουμε τη σχέση μας με την πραγματικότητα, με το παραγωγικό έργο και τον πρακτικό λόγο Η στροφή δεν είναι έργο ενός ιδρύματος. Το Κοινωφελές Ίδρυμα της ΕΤΒΑ, όπως αρκετά άλλα στον τόπο μας (Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή, Ευγενίδειο, για να μην αναφερθώ ξανά στα τραπεζικά, κ.ά.), επιχειρεί να σηματοδοτήσει ορισμένες δημιουργικές αφετηρίες ενεργοποιώντας, στα πλαίσια των δυνατοτήτων του, τις όποιες δυνάμεις διαθέτει, ή μπορεί να αναπτύξει, ο τόπος μας Σηματοδοτεί αφετηρίες επιχειρώντας την παραγωγή πρότυπων εργασιών σε διαφορετικούς τομείς της δραστηριότητας του Βρίσκεται ακόμη στην αρχή της πορείας του ο απολογισμός θα είναι σύντομος. Η δραστηριότητα του Ιδρύματος αναπτύσσεται προς τέσσερις κατευθύνσεις: εκδόσεις, μουσεία, επιστημονικές εκδηλώσεις (συνέδρια, εκθέσεις) και ανάπτυξη σχέσεων Στο χώρο των εκδόσεων είναι γνωστές οι ανάγκες σε μη εμπορικού χαρακτήρα εκδόσεις, που υπηρετούνται και από άλλα ιδρύματα με επιτυχία Ανάγκη πρώτη: να δημοσιευτούν πρωτότυπες εργασίες Ελλήνων ερευνητών στους τομείς ενδιαφέροντος του Ιδρύματος. Είναι γνωστό πόσο δαπανηρή, προσωπική, είναι σήμερα η έρευνα, και ότι συχνά τα αποτελέσματα, μετά την ακαδημαϊκή τους αναγνώριση (διδακτορικές διατριβές), παραμένουν αδημοσίευτα Στο χώρο αυτόν προετοιμάζονται από το ΚΙ. της ΕΤΒΑ επτά εκδόσεις, οι πέντε τουλάχιστον από τις οποίες θα δουν το φως μέσα στο 1989. Αναφέρομαι στις εργασίες της κ. Μ. Συναρέλλη με τίτλο «Δρόμοι και λιμάνια στην Ελλάδα. 1830-1880», της κ. Ε. Παπαγιαννοπούλου με τίτλο «Η Διώρυγα της Κορίνθου Τεχνικός άθλος και οικονομικό τόλμημα», της κ. Λ. Λεοντίδου με τίτλο «Σιωπηλές πόλεις Ο οικιστικός χώρος της εργατικής τάξης στην Αθήνα και στον Πειραιά 1909-1940», του κ. Γ Πετρόχειλου με τίτλο «The Determinants and Role of Direct Foreign Investment in the Greek Economy» και τα πρακτικά του «Τριημέρου Εργασίας για την Ιστορία της Νεοελληνικής Τεχνολογίας» (21-23 Οκτωβρίου 1988). θα ακολουθήσουν δύο άλλες: των κ.κ Στ. Μαμαλούκου και Π. Κουφόπουλου για τα μεταλλοτεχνικά εργαστήρια στο Άγιο Όρος και των κ.κ Στ Παπαδόπουλου και Χρ Φλωρεντή με τίτλο «Το νεοελληνικό αρχείο της Μονής Ιωάννη Θεολόγου Πάτμου ως πηγή για την τεχνική και τέχνη της εποχής (1576 1874)» Δύο άλλες βρίσκονται σε φάση σχεδιασμού και δύο άλλων εξετάζεται η ένταξη στη σειρά αυτή. Εγγράφονται όλες σχεδόν, κατά κάποιο τρόπο, στο μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας των τεχνικών.
Ανάγκη δεύτερη: να κυκλοφορήσουν σωστές, προσιτές μεταφράσεις κλασικών εγχειριδίων στον τεχνικοοικονομικό τομέα, η απουσία των οποίων είναι από πολύ καιρό οδυνηρά αισθητή. Χρειάζεται να γεφυρωθεί η απόσταση με τη σύγχρονη διεθνή επιστημονική σκέψη, να δημιουργηθούν ορολογία, πρότυπα: υπάρχουν δύο αιώνων καθυστερήσεις, από την Encyclopédie του Diderot ως σήμερα. Πολιτική του Ιδρύματος η επιχορήγηση εκδόσεων που δεν αναλαμβάνονται από τους εκδότες λόγω κόστους παρά τη σπουδαιότητα τους. Το έργο του C Cipolla «Η Ευρώπη πριν από τη βιομηχανική επανάσταση Κοινωνία και οικονομία, 1000-1700» είναι ως περιεχόμενο και μορφή δείγμα των επιδιωκόμενων δημοσιεύσεων. Σε αυτές σχεδιάζεται να ενταχθεί και η προετοιμασία της μετάφρασης μιας ιστορίας της τεχνολογίας, είδος άγνωστο στην ελληνική επιστημονική βιβλιογραφία. Ανάγκη τρίτη: να ανατυπωθούν, ώστε να καταστούν προσιτά, παλαιά βασικά κείμενα της νεοελληνικής σκέψης στον τομέα των ενδιαφερόντων του Ιδρύματος. Κυκλοφόρησε ήδη ( 1987) το έργο του Πέτρου Μωραιτίνη "La Grèce telle qu' elle est" (πρώτη έκδοση 1877), σε συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο Δ Καράβια Προετοιμάζεται για το 1989 ένας τόμος για τον Γ. Χαριτάκη. Ανάγκη τέταρτη -και εδώ το Ίδρυμα πρωτοτυπεί- η κυκλοφορία ενός πληροφοριακού δελτίου που θα ενημερώνει για να ευαισθητοποιεί και, σε κάποιο ποσοστό, να συντονίζει όσους ενδιαφέρονται για την ιστορία των τεχνικών στην Ελλάδα, τόσο στον τομέα των προβιομηχανικών τεχνικών όσο και της βιομηχανικής αρχαιολογίας. Έχουν κυκλοφορήσει ήδη δύο τεύχη της «Τεχνολογίας» και στέλνονται δωρεάν σε όσους εκδηλώνουν ενδιαφέρον να γίνουν συνδρομητές της. Επειδή η «Τεχνολογία» συγγράφεται από τους ίδιους τους αναγνώστες της, όταν αυτοί θα αυξηθούν και μεγαλώσει το ενδιαφέρον τους, θα κυκλοφορεί συχνότερα. Ετοιμάζεται το 4ο τεύχος και είμαστε ανοιχτοί για συνεργασίες. Παρακαλούμε μόνο να υπάρξει κάποια προσυνεννόηση και να ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας των κειμένων του δελτίου, όπως έχει ήδη προσδιοριστεί στα τεύχη που έχουν κυκλοφορήσει Μιαν άλλη. ευρύτερη, εθνική-παιδευτική ανάγκη καλύπτουν οι πολιτισμικοί οδηγοί των περιοχών της χώρας που έχουν ελάχιστα προβληθεί Ο οδηγός «Θράκη», που εκδόθηκε σε συνεργασία με τον EOT και τον ΕΟΜ-ΜΕΧ. είναι ο πρώτος σε πληρότητα, ενημέρωση και ποιότητα που εκδίδεται για την περιοχή αυτή Προετοιμάζεται ένας δεύτερος για τη Σάμο και τα πολύ λίγο γνωστά νησιά της Ικαρίας και Φούρνων Σχεδιάζεται ένας τρίτος Μια άλλη. τέλος, προσπάθεια πραγματοποιείται στον οικολογικό τομέα το πρώτο αποτέλεσμα της κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1989 ένα τεύχος για «Τα Ελληνικά Δάση» Η έκδοση αυτή γίνεται σε συνεργασία με το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας Αυτά για τον τομέα των εκδόσεων Η δημιουργία τοπικών τεχνολογικών μουσείων είναι ο δεύτερος τομέας δραστηριότητας του Ιδρύματος Η τεχνική είναι άνθρωποι - σχέσεις, πράξη - διαδικασίες, χώροι
- εξοπλισμοί, ανάγκη - προϊόντα Τα μουσεία είναι ο κατεξοχήν χώρος διάσωσης, σπουδής και κοινοποίησης της Στη χώρα μας τα τοπικά μουσεία, με ελάχιστες αξιόλογες εξαιρέσεις, ατύχησαν, διότι έλειψε η επιστημονικά μεθοδευμένη εργασία. Ερασιτεχνικοί αυτοσχεδιασμοί, παλαιά ακατάλληλα κτίρια, τυχαίο, δηλ ατεκμηρίωτο, υλικό, εκθέσεις χωρίς σχέδιο και στόχους, φορείς χωρίς πιστώσεις, συνέχεια διοικήσεως και πλαισίωση ειδικών, απουσία προτύπων, πείρας. Η καθυστέρηση μας στη μουσειολογία έγινε έντονα αισθητή στο τοπικό επίπεδο γενικά, η καθυστέρηση μας στην τεχνολογία τεκμηριώνεται πλήρως από την έλλειψη κάθε τεχνικού μουσείου (με εξαίρεση το σημαντικό Τεχνικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης) Χαρακτηριστική είναι η απουσία οποιουδήποτε μουσείου για βασικά εξαγωγικά μας προϊόντα (μάρμαρο, καπνός, βαμβάκι, κρασί) και για τις πιο σημαντικές βιομηχανικές μας δραστηριότητες (υφαντουργία) Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η εξ υπαρχής δημιουργία δυο τοπικών τεχνολογικών μουσείων (ενός στο Σουφλί με θέμα τη σηροτροφίαμεταξουργία και ενός υπαίθριου μουσείου στη Δημητσάνα με θέμα την υδροκίνηση) είναι σημαντική ευκαιρία για σπουδή όχι μόνο των θεμάτων αυτών αλλά και της όλης διαδικασίας έρευνας, μελέτης και παραγωγής τέτοιων τοπικών μουσείων Από ορισμένη άποψη η πείρα που θα αποκτηθεί, και θα κοινοποιηθεί με ειδικά δημοσιεύματα, θα είναι ίσως πιο σημαντική από τα ίδια τα μουσεία Η οργάνωση επιστημονικών εκδηλώσεων είναι μια τρίτη δραστηριότητα, που καλύπτει ένα άλλο φάσμα αναγκών στην προσπάθεια ενεργοποίησης ειδικών, πιστώσεων και φορέων Η έκθεση για την ιστορία της βιομηχανίας στη Θεσσαλονίκη (1870-1912), που έγινε το Σεπτέμβριο του 1987, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Διοικήσεως της ΕΤΒΑ, γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία, κυκλοφόρησε και άξιος λόγου κατάλογος της Ετοιμάζεται ήδη, για το 1989. η δεύτερη με το ίδιο αντικείμενο, για την επόμενη περίοδο (1912-1940). Τον
Οκτώβριο του 1988 οργανώθηκε, με επίσης μεγάλη επιτυχία, το Α Τριήμερο Εργασίας για την Ιστορία της Νεοελληνικής Τεχνολογίας στην Πάτρα Είκοσι εννέα επιστήμονες, σε έξι ομάδες. ανακοίνωσαν και συζήτησαν τα πορίσματα τους στους τομείς της ναυπηγικής, τεχνικών της φωτιάς, πηγών ενέργειας, σηροτροφίας. οικοδομικής και ιστορίας των σιδηροδρόμων, καθώς και τα γενικά προβλήματα του τομέα τους Δόθηκε έτσι η ευκαιρία να γνωριστούν μεταξύ τους, να ανταλλάξουν απόψεις για κοινού ενδιαφέροντος θέματα, να διαπιστώσουν καθυστερήσεις και προόδους Τώρα ετοιμάζεται ένα δημοσίευμα που θα περιλάβει τις εισηγήσεις, συνεισηγήσεις και συζητήσεις Τέλος, οι δημόσιες και διεθνείς σχέσεις τέταρτος τομέας των προσπαθειών του Κοινωφελούς Ιδρύματος της ΕΤΒΑ, υπηρετούν την πρόοδο όλων των δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, τη λειτουργία της όσμωσης ιδεών και πρακτικών, την επικοινωνία φορέων και ειδικών, τη συνέχεια του κριτικού διαλόγου που στοιχειοθετεί την ασφαλή βάση κάθε επιστημονικής δουλειάς. Στο πλαίσιο των προσπαθειών αυτών εγγράφονται οι συμμετοχές σε επιστημονικές εκδηλώσεις του εξωτερικού και του εσωτερικού Η σημερινή ανακοίνωση, με την οποία γνωστοποιούμε τα όσα ως την ώρα έχουν επιτευχθεί, είναι μία πρόσκληση σε γνωριμία και συνεργασία όλων όσοι πιστεύουν ότι από αυτές μπορεί να προκύψει θετικό αποτέλεσμα για την ιστορία των τεχνικών στον τόπο μας ΣΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ δρ εθνολόγος μουσειολόγος Δ/ντής Κοινωφελούς Ιδρύματος ΕΤΒΑ
Άρθρο του J. Favière Από το 1977 και έπειτα απονέμεται ένα ευρωπαϊκό βραβείο του Μουσείου της Χρονιάς από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Απονέμεται σε ένα μουσείο ή σε ένα τμήμα μουσείου, που ήταν ανοιχτά στο κοινό κατά τα δύο προηγούμενα χρόνια Εκτός από το χρηματικό ποσόν που εισπράττει, το βραβευμένο μουσείο έχει την τύχη να φιλοξενήσει ένα έργο του γλύπτη Henry Moor για ένα χρόνο ολόκληρο Η κατηγορία. οι διαστάσεις και ο όγκος των συλλογών του μουσείου δεν είναι οι κυριότεροι παράγοντες για την απονομή του βραβείου, αλλά πάνω απ όλα υπολογίζεται το πνεύμα διοργάνωσης του μουσείου, ένα πνεύμα που να μπορεί να επηρεάζει σημαντικά το μουσειακό χώρο σε εθνικό και διεθνές επίπεδο Δίνεται μεγάλη σημασία στη συνειδητοποίηση του κοινωνικού ρόλου του μουσείου, στην επιδεξιότητα και στην επιμονή, στη διαχείριση των οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων (ή προβλημάτων πολιτικής), στην ευρηματικότητα των επεξηγήσεων και της παρουσίασης, στην οικεία και ευχάριστη ατμόσφαιρα, σε μια ευπρεπή παρουσία και. τέλος. σε μια άξια και αποτελεσματική διοίκηση Αυτό το κύριο βραβείο συνοδεύεται από ειδικές μνείες, η πρόθεση των οποίων είναι να εξάρουν τα προτερήματα μερικών υποψήφιων μουσείων Τα ελληνικά μουσεία διακρίθηκαν πολλές φορές Στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης του Ναυπλίου απονεμήθηκε το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μουσείου το 1981 Ένας ειδικός έπαινος απονεμήθηκε το 1982 στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή στην Κηφισιά, ο οποίος επαυξήθηκε την επόμενη χρονιά με προσωπική αναφορά (citation personnelle) στους δημιουργούς Άγγελο και Νίκη Γουλανδρή Τέλος, το 1987. το Λαϊκό Μουσείο Σαρακατσαναίων στις Σέρρες και το Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής και Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα (Ίδρυμα Ν και Ντ Γουλανδρή) διακρίθηκαν με ειδικούς επαίνους Επίσης, το 1979. απονεμήθηκε το βραβείο εποχιακών εκθέσεων, που έχει θεσμοθετηθεί από την Τράπεζα της Ιρλανδός, στην έκθεση «Θησαυροί της Μακεδονίας», που οργανώθηκε από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Η Διεθνής Επιτροπή Βραβείων του Μουσείου της Χρονιάς ανέλαβε επίσης να προτείνει τρία υποψήφια μουσεία για την απονομή του Βραβείου του Συμβουλίου της Ευρώπης σε ένα μουσείο που θα έχει σημαντικά συνεισφέρει στην κατανόηση της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς Η αμοιβή θα είναι η απονομή, ως ετήσιου βραβείου, ενός γλυπτού του Χουάν Μιρό Το Βραβείο του Μουσείου της Χρονιάς 1988 απονεμήθηκε επίσημα στις 7 Μαίου 1988 στο Πνευματικό Ευρωπαϊκό Κέντρο Δελφών Στις 6 Μαΐου προηγήθηκε της τελετής σεμινάριο, το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, συγκέντρωσε τους υποψηφίους της χρονιάς, τους βραβευμένους των προηγούμενων ετών και τους επαγγελματίες της φιλο-
ξενούσας χώρας γύρω από την Επιτροπή Βραβείων Εξετάστηκε η προβληματική του Μουσείου του Μέλλοντος με θέμα «Το Μουσείο πέθανε1 Ζήτω το Μουσείο'» Οι επισκέπτες μιας δεκαετίας πολλών εκατοντάδων ευρωπαϊκών μουσείων, νέων ή ανανεωμένων . από την Ανατολή στη Δύση και από το Βορρά στο Νότο, επέτρεψαν στα μέλη της Επιτροπής των Βραβείων να διαπιστώσει την αλλαγή -αργή βεβαίως αλλά αυξανόμενη-αυτής της ίδιας της ιδέας του τι ακριβώς είναι ένα μουσείο Σε όλα τα επίπεδα -χωριά, πόλεις, περιοχές, έθνη- η άνθηση και ο πολλαπλασιασμός των μουσείων, που φυτρώνουν παντού σαν μανιτάρια, μαρτυρούν μια αμετάκλητη αναγκαιότητα και θέληση να κρατήσουν το χρόνο που φεύγει όποιο και να είναι το περιεχόμενο των μουσείων αντικείμενα αρχαίας ή ακόμη νεότερης τέχνης, χρηστικά αντικείμενα, στοιχεία της οικονομικής δραστηριότητας, όπως βιοτεχνικός εξοπλισμός, βιομηχανικές εγκαταστάσεις του χθες και του σήμερα. Οι προσωπικές αναμνήσεις, τις οποίες η γρήγορη διαδοχή των γενεών και η διάσπαση και διάχυση των παροδοσιακών κοινωνικών κυττάρων δεν επιτρέπουν πλέον να συγκεντρώσουμε, αντικαθίστανται από άλλες μνήμες μαζικές, που απαιτούν ένα συσχετισμό των ειδικών μέσων, εύκολα προσπελάσιμης, έκφρασης. Ο πολλαπλασιασμός των μουσείων είναι μια απάντηση σ αυτές τις απαιτήσεις, ένα μέσο να ξεφύγει κάνεις από αυτή την κυριαρχία της στιγμής στην οποία είμαστε καταδικασμένοι Τα παραδείγματα μουσείων πριν από τις μνήμες είναι αναρίθμητα Ο κατάλογος των υποψήφιων -και των βραβευμένων- για το βραβείο του Μουσείου της Χρονιάς το καταδεικνύει, μόνο για την ήπειρο μας. Αυτό είναι κάτι που ισχύει για τον υπόλοιπο κόσμο επίσης, και για να μην αναφέρουμε παρά μόνον ένα παράδειγμα: στη Βραζιλία βρίσκεται ένα Ίδρυμα Pro Memona. «είδος ενός μεγάλου holding του πολιτιστικού τομέα», το οποίο από το 1980 ήδη έχει ως αποστολή να ευαισθητοποιήσει τη δραστηριότητα της Γραμματείας της Ιστορικής Καλλιτεχνικής και Εθνικής Κληρονομιάς για την προαγωγή των μουσείων Το 1987 οι πολλαπλές δραστηριότητες που ανέλαβε η εταιρεία Electrobras για τη διάσωση των μαρτυριών της ιστορίας της ενέργειας της Βραζιλίας εκφράζονται σε ένα αξιόλογο δελτίο με τίτλο: "Memoria de Electrecidade". Τέτοιου είδους μνήμες παρατεθειμένες και συγκεντρωμένες δεν έχουν αξία παρά μόνον εάν δεν είναι ίδιες με τις αναμνήσεις που έχουν κλειστεί στις αποθήκες Εν τέλει, δεν είναι τόσο ο αριθμός των μαρτυριών (οι οποίες, εάν δε διακρίθηκαν, έχουν τουλάχιστον μια σχέση με το κοινό) που μετράει, όσο η ίδια η επιλογή που γίνεται ανάμεσα τους για να εξαρθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και ο τρόπος που προσφέρονται στους
επισκέπτες Δηλαδή κύρια σημεία σε ένα μουσείο είναι: - η σαφήνεια του μαθήματος το μουσειολογικό πρόγραμμα - η ποιότητα των χωρών οι αρχιτεκτονικές μορφές - η αισθητική της έκθεσης η μουσειογραφικη διάταξη - η ικανοποίηση των επισκεπτών η ποιότητα της υποδοχής, της άνεσης, των κειμένων Ένα πρόγραμμα ακαθόριστο -όταν είναι μεγάλο και φιλόδοξο-, μια πολυδαίδαλη αρχιτεκτονική, μια έκθεση που κυριαρχείται από εφφέ του ντιζάιν σε βάρος της αναγνωσιμότητας, ένα περίπλοκο κείμενο, βαρύ και σχολαστικό, δεν μπορούν παρά να έχουν ως αποτέλεσμα μια γενική σύγχυση, μέσα στην οποία οι επισκέπτες θα αισθανθούν γρήγορα χαμένοι Το να θέλει κάνεις να τα δείξει όλα. να τα πει όλα. να τα συμβιβάσει όλα και να τα κάνει να συναντηθούν όλα. όπως στην καινούργια Πόλη των Επιστημών και των Τεχνικών, τη La Vilette. στο Παρίσι, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, το παιχνίδι και η παιδαγωγική, μοιάζει να είναι ένα λάθος. Μια τέτοια έρευνα ίσως να μπορεί να προγραμματιστεί σε περιορισμένη κλίμακα, καταλήγει όμως σε έναν παρόμοιο χώρο. σε μια παρόμοια πληθώρια επίμονων προκλήσεων του κοινού, και γίνεται ένα τυπικό παράδειγμα «παροξυστικής μορφής γενικής κατανάλωσης» Δεν είναι όμως αυτός ο στόχος του μουσείου. Ο πρωτεργάτης της επανάστασης των μουσείων ανά τον κόσμο, ο αγαπητός Georges -Henri Rivière, συνόψιζε με την ικανότητα της συνθετικότητας που τον διέκρινε την προβληματική του μουσείου ως εξής: «η επιτυχία ενός μουσείου δε μετριέται από τον αριθμό των επισκεπτών που δέχεται, αλλά από τον αριθμό των επισκεπτών στους οποίους δίδαξε κάτι. Δε μετριέται από τον αριθμό των πραγμάτων που δείχνει, αλλά από τον αριθμό των πραγμάτων που έχουν γίνει αντιληπτά από τους επισκέπτες μέσα στον ανθρώπινο περίγυρο τους. Δε μετριέται από την έκταση του χώρου, αλλά από την ποιότητα του χώρου τον οποίο το κοινό θα διατρέξει για να αποκομίσει ένα πραγματικό κέρδος Αυτό είναι το Μουσείο Αλλιώς, γίνεται ένα είδος πολιτισμικού σφαγείου, από το οποίο βγαίνει κάνεις συμπιεσμένος σαν λουκάνικο» Πάνω σε έναν τέτοιο σχεδιασμό πολλά μουσεία -μεταξύ τους ίσως τα πιο μεγάλα και τα πιο επιφανή- έχουν ακόμη να διανύσουν πολύ δρόμο για να συμπληρώσουν την επανάσταση τους στις παραμονές του 21ου αιώνα Αλλά, πιο ταπεινά και με μικρότερες φιλοδοξίες, άρχισαν να την πραγματοποιούν, στηριζόμενα κυρίως στην κοινότητα, της οποίας αποτελούν την προφανή μνήμη. Το Ευρωπαϊκό Βραβείο του Μουσείου της Χρονιάς έχει ως στόχο να ξεχωρίσει και να προτάξει το παράδειγμα τους Η επιτροπή του. με τη συνδρομή του Συμβουλίου της Ευρώπης, προσπαθεί να κρατήσει αυτή τη γραμμή Δε θα το επιτύχει παρά μόνον εάν συνεχιστεί και επεκταθεί η πολλαπλή ιδιωτική υποστήριξη που γνώρισε σε όλη την Ευρώπη Μετάφραση Α. Λ.
Η Στεμνίτοα, από το 1985, υπερηφανεύεται για το καινούργιο της απόκτημα, το Λαογραφικό Μουσείο, προσφορά του Ιωάννη και της Ειρήνης Σαββοπούλου Είναι μία προσπάθεια που συνεχώς εξελίσσεται και παρουσιάζει σημαντικές προοπτικές από την άποψη της μουσειολογίας και της ιστορίας της τεχνολογίας. Η οργάνωση του Μουσείου κράτησε τρία χρόνια με τις παρακάτω εργασίες αποκατάσταση του κτιρίου, προσφορά των αδελφών Γεωργίου Χατζή, και διαμόρφωση του για τη στέγαση των συλλογών, επιλογή των εκθεμάτων από την πλούσια συλλογή Σαββοπούλου, μελέτη τους από ιστορική και μουσειογραφίκή άποψη και εξεύρεση υλικού, που θα παρουσίαζε για πρώτη φορά σε πελοποννησιακό μουσείο τον τοπικό πολιτισμό και τις τεχνικές Οι δύο τελευταίες φάσεις της προετοιμασίας απασχόλησαν περισσότερο τους τότε υπευθύνους για την όλη οργάνωση, την κ. Ελένη Ρωμαίου-Καρασταμάτη, που είχε τη γενική επιμέλεια, και την υπογράφουσα Πρόθεση των δωρητών ήταν να εκτεθεί το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής τους από αντικείμενα της λαϊκής τέχνης όλης της Ελλάδας (ενδυμασίες, υφαντά, κεντήματα, εικόνες, κεραμικά, όπλα, ξυλόγλυπτα, χάλκινα κ.ά.) ως έμπρακτη απόδειξη της αγάπης προς την ιδιαίτερη πατρίδα τους. τη Στεμνίτοα (Ήθελαν να δώσουν στους κατοίκους της περιοχής την ευκαιρία να φιλοξενήσουν μόνιμα στον τόπο τους ένα πλούσιο, πανελλαδικού χαρακτήρα, υλικό. Η γνώμη των ειδικών, όμως, λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες μουσειολογικές και κοινωνιολογικές ανάγκες και αιτήματα, συμπλήρωσε την πρόθεση αυτή και με άλλες προτάσεις, όπως της παράλληλης παρουσίασης τομέων του τοπικού πολιτισμού Η Στεμνίτοα είναι γνωστή ως κέντρο επεξεργασίας μετάλ-
λων με τα σχετικά επαγγέλματα (καμπανά, αργυροχρυσοχόου, γανωματή, κ.ά.)και δε θα έπρεπε να αγνοηθεί ο ρόλος του τομέα αυτού στην οικονομία και τη ζωή της κωμόπολης Διάφορα άλλα επαγγέλματα, όπως του κηροπλάστη και του μπαλωματή, που επιζούν στην περιοχή, αποτέλεσαν επίσης θέματα της έκθεσης του Μουσείου Επιπλέον, η έρευνα στα νοικοκυριά της Στεμνίτσας έδωσε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε έναν κοινό τρόπο οργάνωσης των χώρων του στεμνιτσιώτικου σπιτικού και ιδίως της σάλας (χώρου υποδοχής). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι δύο κόσμο της «στεμνιτσιώτικης ζωής» επιλέχτηκαν για παρουσίαση, τα επαγγέλματα των ανδρών (η δημόσια και κοινωνικο-οικονομική πλευρά) και η ζωή των γυναικών (η ιδιωτική οικογενειακή πλευρά) Δόθηκε έτσι μία εικόνα των διαφορετικών ρόλων και υποχρεώσεων των δύο φύλων Η εφαρμογή των νέων αυτών προτάσεων απαίτησε αρκετό χρόνο Ο εντοπισμός των εργαλείων, επίπλων και όλων εκείνων των αντικειμένων που απαιτούνταν για την έκθεση έπρεπε να γίνει επί τόπου. Οι κάτοικοι συντέλεσαν σημαντικά, συμβάλλοντας ενεργά με προσφορές, πληροφορίες και προσωπική συμμετοχή στην ολοκλήρωση της έρευνας Συγχρόνως άρχισε η φωτογράφηση των τεχνιτών την ώρα της δουλειάς και η επεξεργασία των σχετικών κειμένων Στο τριώροφο πέτρινο αναπαλαιωμένο κτίριο παρουσιάζονται σήμερα οι εξής ενότητες : Στο ισόγειο, εργαστήρια και επαγγέλματα σχετικά με τις ασχολίες των κατοίκων Η σκηνογραφική αντιμετώπιση του στεμνιτσιώτη ζωγράφου Δημήτρη Τριανταφυλλόπουλου. που ανταποκρίθηκε στις μουσειογραφικές ανάγκες, υπήρξε αξιοσημείωτη για το αποτέλεσμα της αλλά και για τα παιδικά βιώματα του που αναδύθηκαν στην όλη του δουλειά Η γεμάτη ζωή λ χ παρουσίαση του γανωματή προκάλεσε θετικές αντιδράσεις αλλά και κριτικές σε όσους ασκούσαν την τέχνη αυτή ή την ασκούν και σήμερα. Μία άλλη ενότητα δείχνει τις διάφορες φάσεις της παρασκευής κεριών με την παρουσίαση όλων των απαραίτητων μέσων και εργαλείων ενός παραδοσιακού κηροπλαστείου Μια άλλη ενότητα αποτελεί ο μπαλωματής που εργάζεται μπροστά στον πάγκο του Στο εργαστήριο αργυροχρυσοχοΐας εκτίθενται επάνω σ έναν πάγκο εργαλεία από το προσωπικό κασελάκι του Γιάννη Ανδριτσόπουλου (1875-1962), προσφορά του γιου του Αθανάσιου, καθώς και εργαλεία του μπάρμπα Λάμπη Κατσούλη Στον α' όροφο, στην παρουσίαση της στεμνιτσιώτικης σάλας και των άλλων χώρων του στεμνιτσιώτικου σπιτιού (χειμωνιάτικο, κάμαρη και καμαρούλα), εργάστηκαν οι κ.κ Ειρήνη Σαββοπούλου και Πόπη Κούρου (Στεμνιτοιώτιοοες από γάμο) μαζί με ντόπιες γυναίκες για να επιτύχουν ένα πιστό αποτέλεσμα Στο β' όροφο, σε έναν ενιαίο χώρο χωρισμένο με προθήκες εκτίθενται τα αντικείμενα της λαϊκής τέχνης σε ξεχωριστές εκθετικές ενότητες.
θέματα και μουσειογραφική αντιμετώπιση κάθε ορόφου συμβάλλουν στη δημιουργία διαφορετικών εντυπώσεων και ενδιαφερόντων. Οι δύο πρώτοι όροφοι αντιμετωπίζονται πιο ελεύθερα, χωρίς προθήκες και αποστάσεις μεταξύ ενότητας και επισκέπτη Είναι σαν να ζουν και να βιώνονται άμεσα οι χώροι αυτοί Αντίθετα στο β όροφο η έκθεση ανταποκρίνεται στην καθιερωμένη μουοειολογική παρουσίαση με βιτρίνες και κατάλληλο φωτισμό για την προφύλαξη των αντικειμένων από τις καταστροφικές επιδράσεις που μπορεί να έχει το φως της ημέρας. Η σημαντική συμβολή του Μουσείου στην τεχνολογία προκύπτει και από τις δραστηριότητες που έχουν προγραμματιστεί από το Μουσείο. Πραγματοποιούνται εκπαιδευτικά προγράμματα σε συνεργασία με το Παιδικό Μουσείο για τα παιδιά της Στεμνίτσας και της περιοχής και προγραμματίζονται εκθέσεις με θέματα τις τεχνικές επεξεργασίας του μετάλλου Η Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας που λειτουργεί στη Στεμνίτοα. με 50 μαθητές το χρόνο, έχει συμπεριληφθεί στα μελλοντικά προγράμματα του Μουσείου Η συμπλήρωση των σταδίων της κατασκευής της καμπάνας βρίσκεται σε εξέλιξη για την ολοκλήρωση της ενότητας αυτής Φοιτητές Στεμνιτσιώτες έχουν αρχίσει με καθοδήγηση τη συγκέντρωση και καταγραφή του λαογραφικού πλούτου και συνεντεύξεων με τους επιζώντες τεχνίτες σχετικά με τις τεχνικές, μεθόδους και εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ή ακόμη χρησιμοποιούν. Για την ολοκλήρωση των εργασιών στο Μουσείο συνεργάστηκαν και οι παρακάτω: οι ερευνητές ειδικοί Γιάννα Μπίθα, Ναυσικά Νασοφίδη, Αννέτα Μυλωνογιάννη, οι συντηρητές Βάλλη Παντελίδου, Μαρίνα Λυκιαρδοπούλου, Μιχάλης Δουλγερίδης και Βασίλης Βεγλερής. οι αρχιτέκτονες Ελένη Οικονομίδη και Πόλυ Αντωνίου, οι τεχνικοί Δημήτρης Ρώτας, Βασίλης Παπαχειμώνας, Γιώργος Σαρακηνιώτης και Γιώργος Λαμπράκης και, τέλος, ο καμπάναςΚανταρτζής Νίκος Μπέλλας, ο γανωτής Γιώργος Νικολάου, ο κηροπλάστης Θανάσης Γαρταγάνης και ο μπαλωματής Βασίλης Γυφτόπουλος Ο τύπος χαιρέτισε το Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας με τους παρακάτω τίτλους: «Τέχνη τριών αιώνων στο Μουσείο Στεμνίτσας» (Α Καλογεροπούλου. Καθημερινή 26.7 1988) και «Η πατρίδα των τεχνών» (Γ. Μαλλούχου, Εθνος 12 6 1987) ΕΦΗ ΜΑΝΤΖΟΥΤΣΟΥ Κοινωνικός ανθρωπολόγος-Μουσειολόγος
ζουν ορυκτά, πετρώματα, μεταλλεύματα, απολιθωμένους κορμούς δένδρων και θαλασσινά είδη, μικρό σπήλαιο με σταλαγμίτες και σταλακτίτες. Παρουσιάζουν επίσης τα διάφορα οικοσυστήματα του νομού (βουνό και θάλασσα, λίμνη, αγροικία, αγρός κ.ά.), φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά, έντομα, κοράλια και όστρακα, φωλιές και αυγά πουλιών κ.ά. Οι συλλογές του ιστορικούλαογραφικού μουσείου
Το Ιστορικό-Λαογραφικό Μουσείο και Μουσείο Φυσικής Ιστορίας νομού Κοζάνης είναι δημιούργημα του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών του νομού. Ο Σύνδεσμος ιδρύθηκε το 1968 ως Ν.Π.Ι.Δ., με βασικό σκοπό «την περισυλλογή, καταγραφή, διατήρηση, μελέτη και δημοσίευση γλωσσικού, ιστορικού, αρχαιολογικού και λαογραφικού υλικού και τη διάσωση των μνημείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς» και, παράλληλα, «την περισυλλογή κάθε στοιχείου που μαρτυρεί την εδαφολογική σύσταση του νομού Κοζάνης και τη σταδιακή εξέλιξη του φυτικού και ζωικού κόσμου». Τα έσοδα του Συνδέσμου προέρχονται από συνδρομές των μελών, δωρεές ιδιωτών, πωλήσεις των εκδόσεων του, καθώς και από οικονομική ενίσχυση του ΥΠΠΟ και του Νομαρχιακού Ταμείου. Ο Σύνδεσμος Γραμμάτων και Τεχνών έχει αφιερώσει το Μουσείο «στον ανώνυμο Έλληνα, που επί χιλιάδες χρόνια αγωνίσθηκε στον τόπο αυτό και δημιούργησε τις αθάνατες πολιτιστικές αξίες». Οι συλλογές του Μουσείου κατά το παρελθόν μεταστεγάστηκαν τέσσερις φορές σε μισθωμένα κτίρια. Τελικά, με τη μέριμνα του Συνδέσμου, χτίστηκε ένα ιδιόκτητο τετραώροφο κτίριο, κατάλληλο για το σκοπό αυτόν. Το οικόπεδο παραχωρήθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο της Κοζάνης στη θέση των παλαιών λουτρών της οδού Ίωνος Δραγούμη. Η ανέγερση έγινε την περίοδο 1980-1983, με αυτεπιστασία του Συνδέσμου και με δωρεές 600 περίπου ιδιωτών, 66 συλλογικών φορέων, του ΥΠΠΟ, του Υπουργείου ΜακεδονίαςΘράκης και του Νομαρχιακού Ταμείου. Τα σχέδια προσφέρθηκαν δωρεάν από τους αρχιτέκτονες Πολυνείκη Αγγέλη και Δημήτριο Μαρμαρά, η επίβλεψη των εργασιών για τα στατικά έγινε από το μηχανικό Πέτρο Χατζήνα και οι λοιπές εργασίες από τον αρχιτέκτονα Π. Αγγέλη. Το Μουσείο (ύψους 19 μ.) σχεδιάστηκε στα πλαίσια της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της Δυτικής Μακεδονίας: θυμίζει τα μεγαλόπρεπα αρχοντικά των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Για την κατασκευή του εργάστηκαν ντόπιοι λαϊκοί τεχνίτες, που δούλεψαν με μεράκι την πέτρα, το σίδερο και το ξύλο. Το κτίριο
εσωτερικά έχει σύγχρονη μορφή. Το ισόγειο αποτελεί την εσωτερική αυλή με το φούρνο και το πηγάδι, ενώ οι άλλοι όροφοι χωρίζονται σε δύο επίπεδα με υψομετρική διαφορά 1,5 μέτρου το καθένα. Σχηματίζονται έτσι έξι όροφοι που επικοινωνούν μεταξύ τους με το κλιμακοστάσιο γύρω από το αίθριο της εσωτερικής αυλής, εξασφαλίζοντας την ενότητα του χώρου. Σε όποιο σημείο και αν βρίσκεται, ο επισκέπτης έχει πάντοτε μπροστά του μια πανοραμική εικόνα όλων των ορόφων και των εκθεμάτων. Το κτίριο διαθέτει τεχνητό φωτισμό με λάμπες φθορίου και βολφραμίου, κλιματισμό, κεντρική θέρμανση με θερμοσυσσωρευτές, κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, συστήματα πυρανίχνευσης, πυρασφάλειας και συναγερμού αντικλοπής, καθώς και εγκαταστάσεις οπτικοακουστικών μέσων. Διαθέτει επίσης εργαστήριο συντήρησης αντικειμένων, φωτογραφικό εργαστήριο, χώρο αποθήκευσης και χώρο περιοδικών εκθέσεων και προβολών. Το Μουσείο λειτουργεί όλες τις ημέρες της εβδομάδας (εκτός από την Τρίτη), ακόμη και κατά τις ημέρες αργίας (πλην Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Κυριακής του Πάσχα), τις ώρες 9.30 π.μ. - 1.30 μ.μ. και 5.30 μ.μ. - 8 μ.μ. Η όλη λειτουργία του εξυπηρετείται από έναν υπάλληλο και από την εθελοντική εργασία του προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Η είσοδος για το κοινό γίνεται με εισιτήριο 100 δρχ. για τους ενήλικες και 50 δρχ. για τα παιδιά. Οργάνωση του Μουσείου Στο υπόγειο του Μουσείου εκτίθενται οι συλλογές Φυσικής Ιστορίας, που επεκτείνονται και σε μέρος του ημιυπόγειου χώρου 2 2 (350 μ από τα 1.500 μ του συνολικού εκθεσιακού χώρου). Οι άλλοι τέσσερις όροφοι περιλαμβάνουν τις ιστορικές και λαογραφικές συλλογές. Η μελέτη για την οργάνωση του Μουσείου έγινε από τη μουσειολόγο Ευριδίκη Αντζουλάτου-Ρετσίλα. Οι συλλογές Φυσικής Ιστορίας Οι συλλογές Φυσικής Ιστορίας παρουσιά-
Εκτίθενται στο ισόγειο και στους έξι ημιορόφους του κτιρίου. Στο ισόγειο ο επισκέπτης ενημερώνεται για το ιστορικό της ίδρυσης του Μουσείου, για τους δωρητές και ευεργέτες του και συνοπτικά για την ιστορία του νομού Κοζάνης από την αρχαιότητα ως σήμερα. Κατατοπίζεται για την τοπική αρχιτεκτονική σε σύγκριση με την αρχιτεκτονική του ευρύτερου ελληνικού χώρου με μακέτες και φωτογραφίες. Έχει επίσης την ευκαιρία να μελετήσει σε μία μεγάλη προθήκη την αναπαράσταση της αγροτικής ζωής και της ζωής των υλοτόμων (οικία με τη νοικοκυρά που τρέφει τα κοτόπουλα, γεωργός που σπέρνει και οργώνει, θερίστριες στο σιταγρό, κόψιμο του τριφυλλιού, αλωνισμός, λύχνισμα, μαγγανοπήγαδο, παρασκευή μπλιγουριού, υδρόμυλος, πριόνισμα του πεύκου στο δάσος, πλάνισμα του κορμού, σχίσιμο της σανίδας κ.λπ.). Όλα αυτά κινούνται από μηχανισμούς, για να παρουσιάζεται «ζωντανή» η ζωή και η εργασία στην παραδοσιακή κοινωνία. Στον ημιόροφο του κλιμακοστασίου ο επισκέπτης ενημερώνεται για την ιστορία της πόλης Κοζάνης (συνοπτική ιστορία, δήμαρχοι Κοζάνης και προύχοντες, μουσικοί, σύλλογοι, ιστορικά έγγραφα κ.λπ.). Στον πρώτο και δεύτερο ημιόροφο ξετυλίγονται όλες οι φάσεις της ιστορίας του νομού Κοζάνης από τη νεολιθική εποχή ως την Εθνική Αντίσταση. Στο τμήμα αυτό υπάρχουν και προθήκες όπου απεικονίζεται η δράση διαφόρων σωματείων καθώς και της Εκκλησίας στον αγώνα για τη διατήρηση της πίστης και του εθνισμού στα χρόνια της σκλαβιάς. Κατατοπιστικοί χάρτες και ενημερωτικές καρτέλες πληροφορούν τους επισκέπτες για τα εκθέματα κάθε εποχής. Το λαογραφικό τμήμα Συνεχίζοντας την περιήγηση του, ο επισκέπτης θα συναντήσει, ανεβαίνοντας στο γ' και δ' ημιόροφο, το λαογραφικό τμήμα, όπου δίνεται συνθετική και λειτουργική εικόνα των όψεων του παραδοσιακού πολιτισμού κατά θέματα και ενότητες: εδώ εκπροσωπούνται όλα τα πολιτισμικά υποσύνολα και οι κοινωνικές ομάδες του νομού Κοζάνης με τις ιδιαιτερότητες τους- οι παραδοσιακές ασχολίες πρωτογενούς παραγωγής με τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν στη γεωργία, κτηνοτροφία, αμπελουργία, αλιεία, μελισσοκομία, καπνοκαλλιέργεια και κροκοκαλλιέργεια· τα διάφορα εργαστήρια-καταστήματα των επαγγελματιών μιας παλαιάς συνοικίας της Κοζάνης με όλα τα εργαλεία και τα προϊόντα της τέχνης τους: υπαίθριος φωτογράφος, καστανάς, χρυσικός, χαλκουργός, κουδουνάς, σιδεράς, οπλουργός, σαμαράς, πεταλωτής, ράφτης,
τσουκαλάς, ξυλουργός, βαρελάς, τσαγγάρης, βυρσοδέψης. Κανταρτζής, κουρέας και πρακτικός οδοντογιατρός. Οι τελευταίοι ημιόροφοι (ε' και στ ) είναι αφιερωμένοι στις εκδηλώσεις της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής. Στο χοροστάσι του νομού, σαν σε λαϊκό πανηγύρι, ομάδες από κούκλες ντυμένες με ποικιλόμορφες φορεσιές είναι τοποθετημέ-
νες κατά περιοχές. Επιγραφές και φωτογραφίες δίνουν στον επισκέπτη μια πλήρη εικόνα της κοινωνικής ζωής των περιοχών του νομού απ όπου αυτές προέρχονται. Στον τελευταίο ημιόροφο οργανώθηκε μια μικρή εκκλησία με την κόγχη του ιερού βήματος, την αγία Τράπεζα, τα ιερά σκεύη και βιβλία, παλαιές εικόνες, ένα μεγάλο χάλκινο αγιασματάριο με παραστάσεις από την Αγία Γραφή και μια ξύλινη
κασέλα του 1623 με ανάγλυφες παραστάσεις (Δημιουργία του κόσμου. Εκδίωξη από τον Παράδεισο, Κάιν και Αβελ, Κιβωτός του Νώε). Τα αψιδώματα του ναΐσκου χρονολογούνται στο 1664 Μετά την επίσκεψη στο κλιμακοστάσιο ο επισκέπτης θα έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη ζωή στο σπίτι από την εποχή της Τουρκοκρατίας ως τα τέλη της δεκαετίας του 1930: δωμάτια παλαιών αρχοντικών (1650-1850) με ξυλόγλυπτη επένδυση, ζωγραφισμένη από λαϊκούς καλλιτέχνες, χώροι υποδοχής, μαγειρεία, κρεβατοκάμαρες, δωμάτια εργασίας γυναικών με όλα τα εργαλεία για το ντύσιμο της οικογένειας, δωμάτια με την προίκα της νύφης και κελάρια με τα γλυκά και τις «κεράστρες» Από την επίσκεψη όλων αυτών των χώρων ο επισκέπτης μπορεί να σχηματίσει μία εικόνα της ιστορικής και πολιτιστικής συνέχειας του νομού Κοζάνης και του φυσικού περιβάλλοντος του. Εκτός από τις συλλογές των αντικειμένων, το Μουσείο διαθέτει: α) πινακοθήκη με 70 πίνακες σύγχρονων ντόπιων ζωγράφων με θέματα από το φυσικό περιβάλλον και την παράδοση, β) βιβλιοθήκη με 2 500 βιβλία ιστορικούλαογραφικού. αρχαιολογικού και λογοτεχνικού περιεχομένου και γ) αρχείο από βιντεοκασέτες και φωτεινές διαφάνειες διαφόρων κοινωνικών εκδηλώσεων, ηθών, εθίμων και μνημείων του νομού, κασετοθήκη και δισκοθήκη με δημοτικά τραγούδια του τόπου. Σκοπός του Συνδέσμου είναι να καταστήσει το Μουσείο αυτό κέντρο μόρφωσης. παιδείας και ψυχαγωγίας, ένα παιδευτικό ίδρυμα σε συνεχή δημιουργία και ανάπτυξη, που θα συμβάλει στην ποιοτική βελτίωση της ζωής του νομού Κ ΣΙΑΜΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ικανοποιητικά προχωρούν οι εργασίες εγκατάστασης του Τεχνικού Μουσείου Θεσσαλονίκης στο κτίριο που διέθεσε η ΕΤΒΑ στη Βιομηχανική Περιοχή Θεσσαλονίκης, αν και πολύ απέχει ακόμη η μέρα που θα είναι έτοιμο να δεχτεί τους πρώτους επισκέπτες. Οι δαπάνες για τη διαμόρφωση του κτιρίου και τη συμπλήρωση των εγκαταστάσεων, καθώς και τη μεταστέγαση από το κτίριο της οδού Αχελώου, όπου φιλοξενήθηκε το Μουσείο επί δέκα ολόκληρα χρόνια, δεν μπόρεσαν να καλυφθούν, παρά τις προσπάθειες του Διοικητικού Συμβουλίου. Οι περιορισμένες, μέχρι σήμερα, ενισχύσεις από ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς μόλις κάλυψαν το ένα τρίτο του προϋπολογισμού δαπανών για τη μεταστέγαση Έτσι οι εργασίες προχωρούν με βραδύ ρυθμό, κυρίως χάρη στον ενθουσιασμό και την εθελοντική εργασία μελών και φίλων Όπως είναι γνωστό από άρθρο σε προηγού-
μενο τεύχος της Τεχνολογίας. το κτιριακό συγκρότημα αποτελείται από τρία μέρη: μία μεγάλη αίθουσα (διαστάσεων 30x40 μ), η οποία θα στεγάσει τα εκθέματα, έναν υπαίθριο περιφραγμένο χώρο με βιομηχανικό δάπεδο (διαστάσεων 10x30 μ ), όπου θα τοποθετηθούν τα εκθέματα μεγάλων διαστάσεων, και ένα διώροφο κτίριο γραφείων και βοηθητικών χώρων (διαστάσεων 5x30 μ). Το κτίριο έχει πια συνδεθεί με το δίκτυο της ΔΕΗ, του ΟΤΕ (031-799 773) και της ύδρευσης Δεν έχει όμως λυθεί ακόμη το θέμα της θέρμανσης και έτσι οι εργασίες χρειάστηκε να διακοπούν πολλές φορές στο διάστημα του χειμώνα. Οι εργασίες στους διάφορους χώρους του κτιρίου των γραφείων έχουν ουσιαστικά ολοκληρωθεί και οι χώροι μπορούν να χρησιμοποιηθούν Η πρώτη μεγάλη εκδήλωση που έγινε στο νέο κτίριο ήταν η 10η Γενική Συνέλευ-
ση των μελών, στις 5 Μαρτίου 1989, όπου παραβρέθηκαν περισσότερα από 50 άτομα, μεταξύ των οποίων ο τ δήμαρχος Θεσσαλονίκης κ Θ Μανάβης και ο διευθυντής της ΒΙ-ΠΕΘ κ Η Αντωνιάδης Πριν από τη Γενική Συνέλευση τα μέλη και οι φίλοι του Μουσείου ξεναγήθηκαν στη μεγάλη αίθουσα, όπου έχουν τοποθετηθεί πολλά εκθέματα, μεταξύ των οποίων και η έκθεση «Αρχές Βιομηχανίας στη Θεσσαλονίκη 1870-1912» της ΕΤΒΑ και «Ο άνθρωπος στο Διάστημα» Κύριο θέμα συζήτησης στη Γενική Συνέλευση ήταν τα οικονομικά του Μουσείου Πάντως εξακολουθούμε να ευελπιστούμε ότι θα βρεθούν τα χρήματα που χρειάζονται για να αρχίσει να λειτουργεί το Μουσείο από το ερχόμενο φθινόπωρο
Μ ΙΑΤΡΙΔΗΣ
Στο νεότευκτο κτίριο της οδού Νεοφύτου Δούκα 4. στο Κολωνάκι, στεγάζεται το «Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης» του Ιδρύματος Ν.Π. Γουλανδρή. Στο σημείωμα αυτό θα μας απασχολήσει το πρώτο σκέλος του τίτλου του Μουσείου, η Κυκλαδική Συλλογή του. Καρπός υπερεικοσαετούς προσπάθειας της Ντόλλυς Ν. Γουλανδρή, η συλλογή αυτή περιλαμβάνει κεραμεική, μαρμάρινα αγγεία και σκεύη, μετάλλινα αντικείμενα, είδη καλλωπισμού, μαρμάρινα ειδώλια κλπ., δημιουργήματα του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στα κυκλαδίτικα νησιά κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. Πριν από τη μόνιμη στέγαση της στο Μουσείο, η Συλλογή αυτή αποτέλεσε το θέμα εκθέσεων σε διάφορες χώρες (ΗΠΑ. Ιαπωνία. Βέλγιο. Γαλλία. Μ. Βρετανία). Όπως είναι φυσικό, το περιεχόμενο μιας ιδιωτικής αρχαιολογικής συλλογής, όσο και αν φιλοδοξεί να αντιπροσωπεύσει μία συγκεκριμένη πολιτιστική περίοδο, χαρακτηρίζεται από τα προσωπικά ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις του συλλέκτη και επηρεάζεται αποφασιστικά από το τι «προσφέρεται» στην αγορά. Δεν έχει τις υλικές εκείνες μαρτυρίες και ενδείξεις που παρέχει μια συστηματική ανασκαφή, αυτές που μπορούν να βοηθήσουν σε μια καλύτερη προσέγγιση της κοινωνίας που το δημιούργησε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα μαρμάρινα ειδώλια και αγγεία αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία μέσα στο Μουσείο. Αυτά είναι από τα «ωραία» δημιουργήματα που συγκινούν ιδιαίτερα. Συνεπώς, η Συλλογή Γουλανδρή μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύνολο έργων κυκλαδικής τέχνης μάλλον, παρά ως σύνολο τεκμηρίωσης του κυκλαδικού πολιτισμού. Όση όμως και αν είναι η αισθητική ικανοποίηση που νιώθει κανείς από τα αριστουργήματα αυτά της κυκλαδικής τέχνης, η απόλαυση μένει λειψή, αν δεν μπορέσει να πλησιάσει το δημιουργό τους αν δεν μπορέσει να συναναστραφεί. έστω και νοερά, με τον κόσμο που τα χρησιμοποίησε. Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζονται οι υλικές μαρτυρίες που επικαλεστήκαμε στην αρχή, μαρτυρίες που μόνο η συστηματική ανασκαφή μπορεί να δώσει. Ο κυκλαδικός πολιτισμός μάς είναι αρκετά γνωστός από ανασκαφές που έχουν γίνει ως τώρα σε διάφορα νησιά. Είναι δημιούργημα ενός λαού που η ζωή του εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη θάλασσα. Η σπάνις πρώτων υλών, το ανεπαρκές καλλιεργήσιμο έδαφος, η ταυτόχρονη απομόνωση αλλά και προστασία που παρείχε το υγρό στοιχείο που περιβάλλει τα νησιά, συντέλεσαν στη διάπλαση του λιτοδίαιτου χαρακτήρα του Κυκλαδίτη αλλά και του επινοητικού τεχνίτη και του ριψοκίνδυνου ναυτικού. Όπως κάθε νησιώτικος λαός, οι Κυκλαδίτες της τρίτης χιλιετίας π.Χ. βάσισαν την επιβίωση τους στην τεχνολογία. Καταρχήν εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τις πρώτες ύλες που το δικό τους περιβάλλον τους παρείχε Οψιανός από τη Μήλο για την κατασκευή κοφτερών εργαλείων και όπλων χρησιμοποιήθηκε κιόλας από την όγδοη χιλιετία π.Χ. Το άφθονο λευκό μάρμαρο είναι η δεύτερη ύλη που κατά κόρον χρησιμοποίησαν οι
Κυκλαδίτες για τα έργα της τέχνης τους. Για το κόψιμο όμως του μαρμάρου τους βοήθησε ένα άλλο υλικό, η σμύριδα. Ως διαβρωτική σκόνη, με την ταυτόχρονη μάλιστα χρήση νερού, η σμύριδα μπορούσε να μετατρέψει σε κοφτερό εργαλείο ακόμη και ένα κομμάτι ξύλο. Τέλος, για την τελική λείανση του μαρμάρου, η ελαφρόπετρα, που και αυτή δεν τους ήταν άγνωστη, ήταν απαραίτητη. Τα προϊόντα αυτής της τεχνολογίας των Κυκλαδιτών τα βρίσκουμε σήμερα σε διάφορες περιοχές από τη Μακεδονία ως την Κρήτη και από τη Μικρά Ασία ως τις ακτές του Ιόνιου πελάγους. Για να φτάσουν ως εκεί χρειάστηκαν γερά και καλοτάξιδα πλεούμενα. Κι εδώ βρίσκεται η μεγαλύτερη, κατά τη γνώμη μου. συμβολή των Κυκλάδων στην ανάπτυξη της τεχνολογίας. Με τη ναυπηγική τους τέχνη κατόρθωσαν να βρίσκονται συνεχώς στην πρωτοπορία αυτού που σήμερα θα λέγαμε διαμετακομιστικό εμπόριο. Πειρατές αποκαλεί ο Θουκυδίδης τους προϊστορικούς Κυκλαδίτες και όχι χωρίς λόγο. Με πλεούμενα, που απεικονίσεις τους βρίσκουμε στα έργα της κυκλαδικής τέχνης, όχι μόνο είχαν καταργήσει για τον εαυτό τους το υδάτινο φράγμα που τους χώριζε από τον άλλο κόσμο, αλλά είχαν γίνει ο τρόμος όσων τολμούσαν να μπουν στα νερά που αυτοί μονοπωλούσαν. Τα ταξίδια και οι επαφές με τον έξω κόσμο δεν έφερναν μόνο αγαθά καταναλώσιμα, έφερναν και ιδέες. Έτσι, από τις αρχές κιόλας της τρίτης χιλιετίας π.Χ., εισήγαγαν τεχνογνωσία και ανέπτυξαν έναν άλλο τομέα της τεχνολογίας, τη μεταλλουργία, που έφερε επανάσταση στην οικονομία της εποχής. Μόλυβδος, άργυρος και μπρούντζος είναι τα πρώτα μέταλλα που χρησιμοποίησαν οι προϊστορικοί Κυκλαδίτες. Στη Σίφνο βρίσκονται τα αρχαιότερα ορυχεία μολύβδου που έχουν ως τώρα επισημανθεί, χρονολογούμενα στις αρχές της τρίτης π.Χ. χιλιετίας.
Αυτού του λαού του πολυμήχανου και δηυιουογικού την πιο πιστή εικόνα θέλαμε να δώσουμε με την οργάνωση της κυκλαδικής αίθουσας στο Μουσείο Γουλανδρή. Για να το πετύχουμε χρησιμοποιήσαμε όχι μόνο τα «όμορφα» έργα τέχνης, αλλά και ό,τι άλλο «ευτελές» και «ασήμαντο» αντικείμενο έτυχε να διαθέτει η Συλλογή για τον πολιτισμό αυτό. Παράλληλα τοποθετήσαμε σχεδιαγράμματα και επεξηγηματικά κείμενα, σε μια προσπάθεια να συνδυάσουμε την αισθητική παρουσίαση των έργων τέχνης με την επιστημονική τεκμηρίωση και το διδακτικο-παιδευτικό χαρακτήρα που θέλαμε να δώσουμε στο Μουσείο γενικά. Εναπόκειται στους επισκέπτες του να κρίνουν την προσπάθεια μας. Το Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης έχει τώρα ηλικία τριών ετών. Στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα έχει αναπτύξει ποικίλες δραστηριότητες επιστημονικού και παιδευτικού χαρακτήρα. Διαλέξεις και επιστημονικές συναντήσεις, περιοδικές εκθέσεις και εκπαιδευτικά παιδικά προγράμματα έχουν γίνει πια θεσμός που τον καθιέρωσε το ενδιαφέρον και η ανταπόκριση του κοινού. Για το φθινόπωρο του 1990 έχει προγραμματιστεί η οργάνωση έκθεσης με θέμα «Ζωή και τέχνη στη Νάξο κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ.». Η Νάξος είναι το νησί το πιο πλούσιο σε κατάλοιπα του κυκλαδικού πολιτισμού. Εκεί επίσης έχουν γίνει πολλές ανασκαφές που έχουν φέρει στο φως πολλές πληροφορίες για την καθημερινή ζωή του προϊστορικού Κυκλαδίτη, για τις πνευματικές του ανησυχίες, για τα προβλήματα του. Με την έκθεση αυτή φιλοδοξούμε να συμπληρώσουμε τα κενά που αφήνει η Συλλογή Γουλανδρή και να δώσουμε μια πιο πλήρη και πιο παραστατική εικόνα της πρωτοκυκλαδικής κοινωνίας. Κατοικία, ενδυμασία, διαιτολόγιο, οικονομικές δραστηριότητες, τέχνη, τεχνολογία, έθιμα και δοξασίες είναι μερικοί από τους άξονες γύρω από τους οποίους θα περιστραφεί η έκθεση. Χ. Γ. Ν.
Στη Θεσσαλονίκη γιορτάστηκε, τον Ιούνιο του 1988, με σειρά εκδηλώσεων μία σημαντική επέτειος: η συμπλήρωση ενός αιώνα σιδηροδρομικής σύνδεσης της πόλης με την Ευρώπη. Η επέτειος έδωσε την ευκαιρία για το ξεκίνημα μιας σοβαρής προσπάθειας προστασίας και προβολής της σιδηροδρομικής κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης αλλά και της Βόρειας Ελλάδας γενικότερα. Ένας σύλλογος, που η ζωή του δεν ξεπερνάει τα δύο χρόνια, υπήρξε η κινητήρια δύναμη για την προσπάθεια αυτή: ο Σύλλογος Φίλων του Σιδηρόδρομου Θεσσαλονίκης. Οι εκδηλώσεις υποστηρίχτηκαν από τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδας, το Δήμο Θεσσαλονίκης και τους Συλλόγους των Σιδηροδρομικών της πόλης (μεταξύ των οποίων και ο ιστορικός Μουσικογυ-μναστικός Σύλλογος Σιδηροδρομικών «Θερμαϊκός»). Επίκεντρο των εκδηλώσεων ήταν η οργάνωση και παρουσίαση δύο εκθέσεων, μιας ιστορικών ντοκουμέντων με θέμα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ-ΕΥΡΩΠΗ 1888-1988. 100 ΧΡΟΝΙΑ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ, και μιας ζωγραφικής του ζωγράφου των τρένων της Θεσσαλονίκης Στ. Μαυρομμάτη. Αυτές πλαισιώθηκαν από τη διοργάνωση διαγωνισμού παιδικής ζωγραφικής με θέμα τα τρένα, εκδηλώσεις μουσικο-χορευτικές κ.ά. Η έκθεση ιστορικού υλικού Στόχος της έκθεσης ήταν να ενημερώσει το ευρύ κοινό για την ιστορία των πρώτων σιδηροδρομικών εγκαταστάσεων στην πόλη της Θεσσαλονίκης και στην ευρύτερη περιοχή της. Με την παρουσίαση χαρακτηριστικών ντοκουμέντων (παλαιών φωτογραφιών, σχεδίων, εγγράφων) υπογραμμίστηκε επίσης και η ανάγκη για συστηματική έρευνα, που θα δώσει τη δυνατότητα να διασωθούν τα στοι-
χεία της σιδηροδρομικής ιστορίας του βορειοελλαδικού χώρου και να συγκροτηθεί μία πρώτη εικόνα της. Τα ιστορικά στοιχεία οργανωμένα σε έξι θεματικές ενότητες και πλαισιωμένα από ειδικά γραμμένα κατατοπιστικά κείμενα, παρουσίασαν τις αρχές της ιστορίας των σιδηροδρόμων στη Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη Ευρώπη. Θεματολογικά οι ενότητες αναφέρονταν: 1. Στην κατάκτηση της Ευρώπης, της Ελλάδας και των Βαλκανίων από το σιδηρόδρομο, 2. Στο ταξίδι με τρένο την εποχή του ΟριάνΕξπρές, 3. Στην εξέλιξη της τεχνικής του ατμού, 4. Στις εγκαταστάσεις των σιδηροδρόμων της Θεσσαλονίκης και στους εργαζομένους σε αυτές, 5. Σε μία σπάνια ατμάμαξα (τύπου de Glenn), που σώζεται ακόμη στη Θεσσαλονίκη, 6. Στην παρουσία της σιδηροδρομικής ιστορίας στη σημερινή πόλη της Θεσσαλονίκης. Αντικείμενα μικρών διαστάσεων (εργαλεία των μηχανουργείων των σιδηροδρόμων, εξαρτήματα τηλεγράφων, φανοί και πινακίδες ατμομηχανών) συμπλήρωναν το σύνολο. Την ευθύνη της συλλογής του υλικού και του σχεδιασμού της έκθεσης είχαν οι κ.κ. Α. Δεληγιάννης και Δ. Παπαδημητρίου. Στην οργάνωση των πινακίδων και του χώρου βοήθησαν οι αρχιτέκτονες Ζ. Σκαμπάλης και Ό. Τραγανού-Δεληγιάννη, όλοι μέλη του Συλλόγου Φίλων του Σιδηροδρόμου Θεσσαλονίκης. Η αίθουσα επισήμων του Επιβατικού Σταθμού Θεσσαλονίκης (Νέου Σταθμού) επιλέχτηκε ως ο καταλληλότερος χώρος για την ένταξη μιας επετειακής έκθεσης για τη σιδηροδρομική ιστορία, επειδή ο πρώτος σταθμός της Θεσσαλονίκης γκρεμίστηκε πριν μερικές δεκαετίες. Στην κεντρική αίθουσα του Σταθμού παρουσιάστηκαν επισκευασμένες, καθόλη τη διάρκεια των εκθέσεων, δύο παλιές δρεζίνες, δείγματα της προσπάθειας που καταβλήθηκε από υπαλλήλους του ΟΣΕ. της
Η διάσωση και αποκατάσταση του τροχαίου υλικού Σημαντική ήταν η συμβολή, στο σύνολο των εκδηλώσεων και στην προσπάθεια διάσωσης του ιστορικού υλικού που επιδιώχθηκε με αφορμή τις εορταστικές εκδηλώσεις, της κυκλοφοριακής αποκατάστασης δύο ιστορικών ατμαμαξών, των ΛΒ 962 και ΛΒ 964. Πολύτιμη υπήρξε για την επίτευξη αυτού του στόχου η συμμετοχή και η τεχνική καθοδήγηση του συνταξιούχου τεχνικού του Ο.Σ.Ε. κ. Ευθύμη Κοντόπουλου, μέλους του Συλλόγου Φ.Σ.Θ. Η ατμόσφαιρα που επικράτησε κατά την άφιξη της επισκευασμένης ατμήλατης αμαξοστοιχίας, το μεσημέρι της 4ης Ιουνίου 1988, στην προβλήτα του Επιβατικού Σταθμού Θεσσαλονίκης, μετά από την προγραμματισμένη εορταστική διαδρομή της έως τον Αξιό, στην οποία συμμετείχαν επίσημοι και κοινό, δεν απείχε πολύ από αυτή που περιγράφεται στην εφημερίδα «Φάρος» της Θεσσαλονίκης της 8/20ής Μαΐου 1888: «Εντωμέοω αλλαλάζοντος εκ χαράς πλήθους αφίκετο περί την 12ην ώραν ο εκ Παρισίων συρμός. Κατά την άφιξίν του [...] μουσική επαιάνιζε [...]. το δε πλήθος συνωθείτο περί τον σταθμόν και τας πέριξ οικίας...». Η επιτυχία αυτής της εκδρομής γέννησε στους υπευθύνους του ΟΣΕ. σοβαρές σκέψεις για την καθιέρωση και άλλων παρόμοιων διαδρομών στο μέλλον, μετά από την επισκευή και άλλων ιστορικών ατμομηχανών και βαγονιών. Με την ευκαιρία των εκδηλώσεων εκδόθηκε ειδικό έκτακτο τεύχος του περιοδικού του ΟΣΕ. Τρένα και Άνθρωποι, με ποικιλία άρθρων, που καλύπτουν διάφορες πλευρές της συμβολής του μεταφορικού μέσου των σιδηροδρόμων στην οικονομική, κοινωνική, πολεοδομική, τεχνολογική ιστορία της πόλης της Θεσσαλονίκης.
ΟΙ επετειακές εκδηλώσεις αποτέλεσαν άριστη ευκαιρία για τη λήψη των εξής αποφάσεων, για το μέλλον των καταλοίπων της σιδηροδρομικής ιστορίας στην πόλη της Θεσσαλονίκης: 1 Ίδρυση μόνιμου εκθετήριου-μουσείου τρένων στο χώρο του παλαιού μηχανοστασίου των εγκαταστάσεων του εμπορικού σταθμού Θεσσαλονίκης (των παλαιότερων σιδηροδρομικών εγκαταστάσεων της πόλης) 2 Συγκέντρωση και προστασία ιστορικού αρχειακού υλικού της Διεύθυνσης Περιφέρειας του ΟΣΕ
Τον Οκτώβριο του 1989 θα παρουσιαστεί στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης η δεύτερη έκθεση για την ιστορία της βιομηχανίας στη Θεσσαλονίκη με τίτλο: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΟΛΗ, 1912-1940 Θα αποτελέσει συνέχεια της έκθεσης ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 1870-1912, που παρουσιάστηκε στον ίδιο χώρο το Σεπτέμβριο του 1987 Την εποπτεία της έκθεσης θα έχει η Διεύθυνση Διοίκησης της ΕΤΒΑ, σε συνεργασία με το Κοινωφελές Ίδρυμα της Τράπεζας. Το σχεδιασμό της έκθεσης έχουν αναλάβει οι αρχιτέκτονες Β. Κολώνας και Ό Τραγανού-Δεληγιάννη, που έχουν την ευθύνη της συλλογής και επιλογής του υλικού που θα εκτεθεί και της οργάνωσης του εκθεσιακού χώρου Με τη νέα έκθεση επιδιώκεται μία αναδρομή στη σημαντική εποχή της εδραίωσης της βιομηχανίας ως βασικού αναπτυξιακού παράγοντα του μεγάλου εμπορικού κέντρου της Βαλκανικής, που αποτελεί η Θεσσαλονίκη κατά την πρώτη, μετά την απελευθέρωση της, περίοδο Δίνεται η ευκαιρία αναφοράς στις γενικές συνθήκες, που επηρέασαν αυτή τη διαδικασία, και παρουσίασης της βιομηχανικής δραστηριότητας: των τρόπων και των χώρων παραγωγής και του ανθρώπινου δυναμικού που συμμετέχει σ' αυτή. Το υλικό της έκθεσης θα αναπτυχθεί σε τρεις κύριες ενότητες. Η πρώτη, η ιστορική ενότητα, θα παρουσιάζει τις πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές και κοινωνικές συγκυρίες, που σφράγισαν την ανάπτυξη της πόλης και καθόρισαν κατ' αναλογία την ανάπτυξη της βιομηχανίας της Η απελευθέρωση της Βόρειας Ελλάδας και
Είναι κοινή η διαπίστωση ότι βασικοί στόχοι που είχαν τεθεί εξαρχής από το Σύλλογο Φίλων του Σιδηρόδρομου Θεσσαλονίκης έχουν ήδη μπει στο δρόμο της υλοποίησης. Αυτοί οι στόχοι είναι: α) η συγκέντρωση, συντήρηση, διατήρηση και παρουσίαση των σιδηροδρομικών οχημάτων, εξαρτημάτων και αρχείων, που έχουν σχέση με την ιστορική εξέλιξη του σιδηροδρόμου, β) η σπουδή της εξέλιξης του σιδηροδρόμου και της προόδου στους διάφορους τομείς που έχουν σχέση με αυτόν,
γ) η ενημέρωση του ευρύτερου κοινού για την πρόοδο αυτή. Είναι επίσης κοινή διαπίστωση ότι στη συνέχεια η δουλειά που χρειάζεται είναι πολλή. Έχει δημιουργηθεί όμως και η πεποίθηση ότι θα υπάρξει για την επίτευξη των στόχων βοήθεια και συμπαράσταση από τους φίλους του σιδηροδρόμου σε ολόκληρη την Ελλάδα.
η ένταξη της πόλης στην ελληνική επικράτεια, ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος, η μετακίνηση των πληθυσμών με αποκορύφωμα την άφιξη των προσφύγων μετά το 1922, η μεγάλη πυρκαγιά του 1917, που κόστισε στην πόλη την καταστροφή μεγάλου τμήματος του ιστορικού της κέντρου, και η ανοικοδόμηση που ακολούθησε . είναι μερικά από τα σημαντικά γεγονότα που επηρέασαν την πόλη και την περιοχή της και προκάλεσαν, το καθένα χωριστά αλλά και όλα μαζί, καθοριστικές αλλαγές στην πορεία ανάπτυξης της βιομηχανικής παραγωγής της. Οι νέοι θεσμοί και τα ιδρύματα, οι νέες κοινωνικές δομές που επηρέασαν την οικονομική λειτουργία της πόλης, που δημιούργησαν βάσεις και στήριξαν τη βιομηχανική δραστηριότητα της, θα αποτελέσουν το αντικείμενο της δεύτερης ενότητας. Η δημιουργία της Διεθνούς Έκθεσης, η ίδρυση της Ελεύθερης Ζώνης στο λιμάνι, η εγκατάσταση των νέων πιστωτικών ιδρυμάτων και η ίδρυση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου
Θεσσαλονίκης και των εργατικών ενώσεων και κινημάτων θα είναι οι πόλοι του ενδιαφέροντος αυτής της ενότητας. Οι τρόποι και οι χώροι της βιομηχανικής δραστηριότητας θα συνθέτουν την τρίτη ενότητα της έκθεσης, που θα επικεντρώνεται στους τεχνολογικούς νεωτερισμούς, στους νέους κλάδους παραγωγής ή σε όσους παρουσίασαν αλματώδη άνοδο, και στις νέες περιοχές εγκατάστασης τους Ποικίλο εποπτικό υλικό: παλαιοί χάρτες και φωτογραφίες, πρωτότυπα σχέδια και άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά εποχής, έγγραφα εταιρειών και ιδρυμάτων, ακόμη και παλαιά μηχανήματα και εργαλεία θα αποτελέσουν τα μέσα για την επιδιωκόμενη αναδρομή σε μια καθοριστική για τη βιομηχανική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης περίοδο
Α. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ Δ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ο ΤΡΑΓΑΝΟΥ-ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ
Β ΚΟΛΩΝΑΣ Ο ΤΡΑΓΑΝΟΥ-ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ
Από τις 28 Απριλίου έως τις 16 Μαΐου 1988 παρουσιάστηκε, στο δεύτερο όροφο του κτιρίου «Κωστή Παλαμά», που παραχωρήθηκε ευγενικά για το σκοπό αυτόν από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, η έκθεση «150 χρόνια Πολυτεχνείο - Τεκμήρια μιας διαδρομής». Η έκθεση αυτή οργανώθηκε από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) και χρηματοδοτήθηκε από το Ταμείο Συντάξεως Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ), στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τον εορτασμό των 150 χρόνων από την ίδρυση του ΕΜΠ. Όπως υποδηλώνεται από τον τίτλο της έκθεσης και σαφώς διατυπώνεται στο ενημερωτικό δίφυλλο που κυκλοφόρησε . στόχος της ήταν να εικονογραφήσει την εξαιρετικά σύνθετη πορεία ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος, που στα πρώτα 80 από τα 150 χρόνια της ζωής του εξελίχθηκε, με διαδοχικές αναβαθμίσεις του θεσμικού καθεστώτος του και με συνεχή διεύρυνση των σπουδών προς όλο και περισσότερους γνωστικούς και επαγγελματικούς τομείς της τεχνικής και παραγωγικής ζωής, από ένα κυριακάτικο σχολείο σχεδίου και μαθηματικών για τεχνίτες σε ανώτατο τεχνολογικό ίδρυμα, το πρώτο της χώρας. Για την παρουσίαση αυτής της πορείας επιλέχθηκε εκθεσιακό υλικό που προέρχεται στο μεγαλύτερο ποσοστό του από τις συλλογές του Ιδρύματος : πορτραίτα καθηγητών που, εκτός από τη σημασία των απεικονιζόμενων προσώπων, έχουν και μεγάλο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, υπογραμμένα από σημαντικούς ζωγράφους, όπως ο Ν. Λύτρας, ο Ο. Αργυρός, ο Γ. Ροϊλός, ο Γ. Ιακωβίδης, ο Γ. Τσαρούχης, ο Γ. Στέρης και άλλοι σπάνια βιβλία και διδακτικά συγγράμματα από την εξαιρετικά πλούσια βιβλιοθήκη του Ιδρύματος' σημαντικά έγγραφα από τα αρχεία του όργανα ενδεικτικά του εξοπλισμού των πρώτων εργαστηρίων, από τα οποία κάποια χρονολογούνται από το 1870 εργασίες σπουδα-
στών παλαιές φωτογραφίες, που παρουσιάζουν σημαντικά στοιχεία της διδακτικής διαδικασίας, όπως τα εργαστήρια ή οι εκπαιδευτικές εκδρομές. Το υλικό αυτό οργανώθηκε σε διαδοχικές χρονολογικές ενότητες, που προσδιορίστηκαν από τις χρονολογίες-σταθμούς της θεσμικής ιστορίας του Ιδρύματος: Α' 1837: Η ίδρυση του Σχολείου των Τεχνών. Προθέσεις και ανάγκες. Β' 1834-1863: Η εδραίωση του καλλιτεχνικού σχολείου. Γ' 1863-1887: Μέση σχολή πρακτικής κατεύθυνσης. Δ' 18871917: Η συγκρότηση ενός ανώτερου τεχνολογικού ιδρύματος. Ε' 1914/1917: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το πρώτο τεχνολογικό ίδρυμα της χώρας. Παράλληλα με τις ενότητες Γ' και Δ', κατά τη φορά επίσκεψης της έκθεσης, παρουσιάστηκαν δύο σχετικά ανεξάρτητες υποενότητες αφιερωμένες σε δύο φαινόμενα εξαιρετικά σημαντικά για την πορεία του Ιδρύματος: στην οικοδόμηση των κτιρίων της οδού Πατησίων και στη δημιουργία της βιβλιοθήκης. Αυτή, από τη δεκαετία του 1860, αρχίζει να εμπλουτίζεται περισσότερο συστηματικά με αγορές βιβλίων και με την έκδοση λιθογραφημένων συγγραμμάτων των καθηγητών του Ιδρύματος, που γίνεται υποχρεωτική για όλα τα μαθήματα μετά το 1887. Αυξάνονται έτσι τα μορφωτικά μέσα και ενισχύεται ο τεχνολογικός χαρακτήρας του Ιδρύματος. Μεγάλα εισαγωγικά πανώ με κείμενο, συμβολική/υπαινικτική εικονογράφηση και σχετικά αναλυτικά σχόλια στα εκτιθέμενα αντικείμενα χρησιμοποιήθηκαν για να βοηθήσουν το θεατή να εντοπίσει τα γενικά χαρακτηριστικά της κάθε περιόδου, κυρίως σε ό.τι αφορούσε στην οργάνωση των σπουδών και τους εκπαιδευτικούς προσανατολισμούς του Ιδρύματος, με έμφαση στις διευρύνσεις που κάθε φορά παρατηρούνταν προς νέους γνωστικούς τομείς. Παράλληλα παρουσιάστηκαν συνοπτικά
μερικά στοιχεία που μπορούσε ο θεατής να χρησιμοποιήσει για να αναρωτηθεί για τη σχέση αυτών των μεταβολών με γενικότερες μεταβολές και ανάγκες της νεοελληνικής κοινωνίας. Την ευθύνη για την επιλογή και την οργάνωση του εκθεσιακού υλικού είχε η αρχιτέκτονας-ιστορικός Ε. Καλαφάτη. Στην έρευνα για τον εντοπισμό και την καταγραφή του υλικού συνεργάστηκαν οι ιστορικοί Α. Φενερλή και Β. Πάτσιου. Ο κατάλογος της έκθεσης περιλαμβάνεται στο υπό έκδοση Λεύκωμα για τα 150 χρόνια του ΕΜΠ. Ε. ΚΑΛΑΦΑΤΗ
ΕΡΕΥΝΑ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΥΔΡΟΚΙΝΗΤΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ Για τη δημιουργία του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης στη Δημητσάνα, που οργανώνεται από το Κοινωφελές Ίδρυμα της ΕΤΒΑ, και για τη σύνταξη μουσειολογικής-μουσειογραφικής μελέτης, που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση, κρίθηκε απαραίτητη μία έρευνα για τον εντοπισμό και την καταγραφή όλων των υδροκίνητων εγκαταστάσεων της ευρύτερης περιοχής. Η έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε από τον Οκτώβριο 1988 ως τον Ιανουάριο 1989. Η περιοχή που ερευνήθηκε περιλαμβάνει την κοίτη του ποταμού Λούσιου, από την Καρκαλού ως το γεφύρι Πολυγένη στην αρχαία Γόρτυνα, καθώς και τα κεφαλάρια (Μαντρακούκα, Άη Γιάννη, Σαβαλά) και τους χείμαρρους (Βουρλάγκαδα, Δημητσάνας. Ζάτουνας) που χύνονται σ ' αυτόν. Ο Λούσιος πηγάζει από το οροπέδιο της Καρκαλούς, κυλά ομαλά ως λίγο πριν τη Δημητσάνα και διαμορφώνεται σε φαράγγι με απόκρημνες πλαγιές ως την αρχαία Γόρτυνα. Η συγκέντρωση του υλικού πραγματοποιήθηκε σε τρία στάδια με επιτόπια έρευνα και συμπληρώθηκε με συνεντεύξεις από κατοίκους της περιοχής οι οποίοι είχαν εργαστεί στα υδροκίνητα εργαστήρια, καθώς και με γραπτές ιστορικές μαρτυρίες: α) εντοπισμός και πρώτη επίσκεψη σε όλες τις υδροκίνητες εγκαταστάσεις προκειμένου να σχηματιστεί μία πρώτη άποψη για την περιοχή, τις εγκαταστάσεις και τον τρόπο αξιοποίησης της ροής του νερού' β) συγκέντρωση προφορικών μαρτυριών για τα εργαστήρια, τον τρόπο κατασκευής και λειτουργίας, την πελατειακή κίνηση, τις διάφορες περιοδικές χρήσεις τους κ.ά.· γ) δεύτερη επίσκεψη για λεπτομερή έρευνα σε κάθε εγκατάσταση με καταγραφή των στοιχείων σε δελτία και φωτογράφηση. Το υλικό που συγκεντρώθηκε από την έρευνα, συμπληρώθηκε με ιστορικές μαρτυρίες από τα τοπικά (εκκλησιαστικά) αρχεία. Ομάδες και συγκροτήματα υδροκίνητων εγκαταστάσεων υπάρχουν στα πλατώματα στις όχθες του ποταμού και κατά μήκος της ροής των κεφαλαριών. Μεμονωμένες εγκαταστάσεις βρίσκονται στις απόκρημνες όχθες και στους χείμαρρους. Διαπιστώθηκε η ύπαρξη 60 κτισμάτων που στέγασαν συνολικά 91 υδροκίνητες εγκαταστάσεις. Αναλυτικά καταγράφηκαν: 27 νερόμυλοι (αλευρόμυλοι), 18 νεροτριβές, 20 μπαρουτόμυλοι με τα αντίστοιχα 20 λειαντήρια-ξηραντήρια (για το γυάλισμα του μπαρουτιού), 2 ταμπακόμυλοι (αλεστικοί δεψικής ύλης για τα βυρσοδεψεία), 1 νεροπρίονο (κορδέλα) και 3 εγκαταστάσεις με άγνωστη, προς το παρόν, χρήση. Σε ορισμένα κτίσματα συστεγάζονταν δύο εργαστήρια (νερόμυλοι-νεροτριβή, μπαρουτόμυλος-λειαντήριο), ενώ διαπιστώθηκαν και εποχιακές αλλαγές (π.χ. στην Επανάσταση νερόμυλοι τροποποιήθηκαν σε μπαρουτόμυλους, νερόμυλοι κατά καιρούς άλεσαν δεψικές ύλες).
Τα κτίσματα μπορούν να καταταγούν γενικά σε τρεις κατηγορίες: α) τα προεπαναστατικά, που η κατασκευή τους ανάγεται ίσως ως το 16ο αιώνα. Ήταν μονόχωρα, μικρών διαστάσεων, πολύ καλής κατασκευής και στεγασμένα με πέτρινο θόλο β) του 19ου αιώνα, που συνήθως ήταν πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων κεραμοσκέπαστα και διώροφα με την κατοικία του μυλωνά στον όροφο, και
γ) τα νεότερα, που συνήθως είναι μικρά κτίσματα ευτελούς κατασκευής. Τα μεγαλύτερα σε αριθμό εργαστηρίων συγκροτήματα εντοπίστηκαν στις περιοχές: ' Αη Γιάννη, γέφυρας Κοντού, Καρκαλούς. Μαυρογιάννη (Μαλεβίτη), Σαβαλά, αρχαίας Γόρτυνας και γέφυρας Μπαρμπίνη. Οι εγκαταστάσεις λειτουργίας περιελάμβαναν τα νεραύλακα (μερικές φορές μεγάλου μήκους), τις κρεμάσεις (ψηλές ή χαμηλές και μικρού ή μεγάλου μήκους, ανάλογα με τη θέ-
ση του μύλου και την ποσότητα του νερού) και τα βαγένια (εντοιχισμένα ή ξύλινα στις παλαιότερες εγκαταστάσεις και μεταλλικά στις νεότερες). Ο μηχανισμός των νερόμυλων ήταν του «ανατολικού τύπου» με εσωτερική οριζόντια μικρή φτερωτή, αρχικά ξύλινη και αργότερα μεταλλική. Οι νεροτριβές (υπαίθριες ή στεγασμένες) είχαν πάντοτε ξύλινο κάδο με ενσωματωμένο το κάτω τμήμα σε πέτρινη βάση. Οι μπαρουτόμυλοι δούλεψαν αρχικά με ξύλινα κοπάνια και μικρή όρθια εξωτερική φτερωτή που αντικαταστάθηκαν στη συνέχεια από πέτρινο αρχικά και ύστερα τσιμεντένιο αλώνι με κολουροκωνική μυλόπετρα που την κινούσε οριζόντια φτερωτή. Τα λειαντήρια-ξηραντήρια και τα πανιά περιστρέφονταν από οριζόντιο άξονα με εξωτερική όρθια φτερωτή. Οι ταμπακόμυλοι ήταν απλοί νερόμυλοι. Τέλος, το μοναδικό νεροπρίονο (κορδέλα) που καταγράφηκε, δούλευε με όρθια εξωτερική σιδερένια φτερωτή. Οι νερόμυλοι και οι νεροτριβές της περιοχής εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των χωριών και οικισμών από βορρά προς νότο: Βαλτεσίνικο, Μαγούλιανα, Καλονέρι, Μαλάσοβα, Σέρβου, Καρκαλού, Ράδος, Καλύβια, Ράπτη. Ελόγγος, Λυκούρεσι, Δημητσάνα, Ζάτουνα, Παλιοχώρι, Ζυγοβίτσι, Μελισσόπετρα, Μάρκου, Στεμνίτσα, Ατσίλοχος, Σαρακίνι, Ελαχόρραπτη, Ελληνικό και Σύρνα. Οι μπαρουτόμυλοι παρήγαγαν μπαρούτι που πουλιόταν σε πολλές απομακρυσμένες περιοχές της Ελλάδας, ενώ οι ταμπακόμυλοι άλεθαν δεψική ύλη για τις ανάγκες της ντόπιας βυρσοδεψίας. Στα εκκλησιαστικά αρχεία αναφέρονται αρκετές υδροκίνητες εγκαταστάσεις: από αυτές άλλες ταυτίστηκαν με σωζόμενες ως σήμερα, άλλες βρίσκονται έξω από τα όρια της ερευνηθείσας περιοχής και, τέλος, δεν εντοπίστηκε η θέση ορισμένων τοπωνυμίων από τα αναφερόμενα. Για την περιοχή αυτή το νερό υπήρξε σε ολόκληρη την προβιομηχανική περίοδο η βασική πηγή ενέργειας για τη λειτουργία εργαστηρίων, με παράλληλη-δευτερεύουοα πηγή τη ζωική ενέργεια (ανθρώπων και ζώων), που χρησιμοποιήθηκε για το άλεσμα δημητριακών, δεψικής ύλης και κουρασανιού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λειτουργία των 27 νερόμυλων και των 18 νεροτριβών δεν ήταν συνεχής καθ' όλη τη διάρκεια της χρονικής περιόδου που μελετάμε: λειτούργησαν μόνο οι μισοί ή και λιγότεροι από αυτούς. Σημειώνεται επίσης ότι τα πιο απομακρυσμένα από τα χωριά που αναφέρθηκαν εξυπηρετούνταν και από μύλους άλλων, γειτονικών περιοχών.
Ο λόγος του κ. Νικ. Ζωγράφου, Προέδρου του Κ. Ι. ΕΤΒΑ Την Κυριακή 16 Απριλίου, στις 11 το πρωί, πραγματοποιήθηκε στη Δημητσάνα η εκδήλωση ενημέρωσης των κατοίκων για το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης που οργανώνει στο Κεφαλάρι του Άη Γιάννη το Κοινωφελές Ίδρυμα της ΕΤΒΑ. Η ενημέρωση πραγματοποιήθηκε στο αμφιθέατρο του Γυμνασίου της πόλης, όπου είχε στηθεί και μικρή ενημερωτική έκθεση για την υδροκίνηση στην κοιλάδα του Λούσιου, τους μπαρουτόμυλους και τα σχέδια του Μουσείου. Την εκδήλωση άνοιξε ο πρόεδρος της Κοινότητας κ. Σπ. Μαλεβίτης, που χαιρέτισε τους παριστάμενους και εξέφρασε την ικανοποίηση των κατοίκων για το έργο του Μουσείου. Μίλησε κατόπιν ο πρόεδρος του Κοινωφελούς Ιδρύματος της ΕΤΒΑ κ. Νικ. Ζωγράφος, που αναφέρθηκε στην ιστορία της Δημητσάνας και στην εθνική της προσφορά. Ακολούθησε σύντομος κατατοπισμός των κατοίκων από το διευθυντή του Ιδρύματος κ. Στ. Παπαδόπουλο, που αναφέρθηκε στο χαρακτήρα και τους σκοπούς του Μουσείου, και τον αρχιτέκτονα του έργου κ. Ι. Κίζη, που αναφέρθηκε στις προδιαγραφές και στους στόχους της αποκατάστασης των κτισμάτων και της διαμόρφωσης του γύρω από αυτά χώρου. Ακολούθησε δεξίωση στο τουριστικό περίπτερο.
Η παραγωγή μπαρουτιού, που αποτελεί παραδοσιακή απασχόληση για τη Δημητσάνα, παρέμεινε σε οικοτεχνικό επίπεδο, μολονότι έγιναν κάποιες προσπάθειες από την πολιτεία με τη χορήγηση νέων αδειών λίγο πριν το 1960. Οι παραδοσιακές παραγωγικές δραστηριότητες των κατοίκων της περιοχής (πυριτιδοποιία, βυρσοδεψία) τελικά δε στάθηκαν επαρκείς για να ανακόψουν το μεταναστευτικό ρεύμα προς άλλες περιοχές της χώρας κυρίως, αλλά και προς το εξωτερικό, γεγονός που συνέτεινε στο μαρασμό τους. Για την πραγματοποίηση της έρευνας αυτής βοήθησαν οι κάτοικοι της περιοχής (αλφαβητικά): Γ. Βώρος, Π. Κουστένης, Τ. Κουστένης, Θ. Μαλεβίτης, Γ. Μελισσαρόπουλος, Α. Παπασταθόπουλος, Α. Παρασκευόπουλος, Α. Πασιαλής και Α. Τσαπάς. Σημαντική ήταν η συμβολή του οικονομολόγου-ιστορικού Στ. Τοοτσορού, που έθεσε στη διάθεση μας γραπτές ιστορικές μαρτυρίες για την αξιοποίηση του νερού στους περασμένους αιώνες. Όλους τους ευχαριστούμε, όπως και τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού για τη χορήγηση άδειας αναπαραγωγής των χαρτών που χρησιμοποιήθηκαν. ΣΤ. ΝΟΜΙΚΟΣ Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Σημ. : Το άρθρο που δημοσιεύεται εδώ αποτελεί το εισαγωγικό σημείωμα μιας ευρύτερης μελέτης για τις υδροκίνητες εγκαταστάσεις στη Δημητσάνα.
Σεβασμιώτατε, Κύριε Περιφερειάρχα, Κύριε Νομάρχα, Κύριοι Πρόεδροι της Κοινότητας Δημητσάνας, των γύρω χωριών και της Αδελφότητας Δημητοανιτών, Αγαπητοί Φίλοι και Συμπατριώτες, Ως Διοικητής της ΕΤΒΑ και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κοινωφελούς της Ιδρύματος (ΚΙ. ΕΤΒΑ) αλλά και ως Γορτύνιος. απόφοιτος μάλιστα του ιστορικού αυτού Γυμνασίου Δημητσάνας, με συγκίνηση σας καλωσορίζω και σας ευχαριστώ για την παρουσία σας στη σημερινή μας εκδήλωση, που έχει ως σκοπό την ενημέρωση σας στο μεγάλο έργο του «Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης της Δημητσάνας». Κύριος καταστατικός σκοπός και επιδίωξη της ΕΤΒΑ, της μεγαλύτερης Αναπτυξιακής Τράπεζας της Χώρας, όπως γνωρίζετε, είναι: η προώθηση της βιομηχανικής, μεταλλευτικής, ναυτιλιακής και τουριστικής ανάπτυξης της χώρας, στα πλαίσια των ειδικότερων προγραμμάτων οικονομικής ανάπτυξης του Κράτους. Έτσι λοιπόν, συνοπτικά, η Τράπεζα μας, ως Κρατικός Αναπτυξιακός Οργανισμός, αποβλέπει στην υποβοήθηση της σημερινής και αυριανής οικονομικής πορείας και ανάπτυξης του τόπου μας.
Από την άλλη πλευρά, το Κοινωφελές Ίδρυμα της Τράπεζας, ένα αυτοτελές ίδρυμα που συστάθηκε το 1981, έχει ως κύριο καταστατικό σκοπό του τη μέριμνα για τη διατήρηση και προστασία της παραδοσιακής πολιτιστικής φυσιογνωμίας της χώρας και του φυσικού της περιβάλλοντος. Δηλαδή, με δύο λόγια, αποβλέπει στη διατήρηση και προστασία των μνημείων του ιστορικού χθες της πατρίδας μας. Ειδικότερα, το Ίδρυμα μας διερευνά και παρουσιάζει κάθε παραγωγική δραστηριότητα που μπορεί να θεωρηθεί ως πρόδρομος της σημερινής βιομηχανίας μας, από σκοπιά οικονομική, κοινωνιολογική, αρχιτεκτονική, τεχνολογική κ.λπ. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούμε με το Ίδρυμα να συνδέσουμε το χθες με το σήμερα, και στη συνέχεια με την Τράπεζα να συνδέσουμε το σήμερα με το αύριο.
Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, σε πρωταρχική μάλιστα θέση, εντάσσεται η απόφαση μας, η απόφαση του Ιδρύματος, για την ίδρυση του «Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης της Δημητσάνας», ενός Μουσείου που γίνεται εδώ σ αυτό το χώρο με τη μοναδική του, θα έλεγα, ιδιαιτερότητα, του οποίου τις ιστορικές μνήμες ανακαλώ με σεβασμό αυτή τη στιγμή στη σημερινή ενημέρωση. Αναφέρομαι βέβαια ο' αυτόν εδώ και ο' έναν ευρύτερο ιερό χώρο του οποίου «Παιδεία και Ελευθερία» υπήρξαν οι καρποί. Γύρω μας ιστορικά μοναστήρια που πρόσφεραν στο Γένος 7 πατριάρχες, 70 αρχιερείς, εθνομάρτυρες και αγίους. Λίγο ψηλότερα η Δημητσάνα, «μνημείο ιστορικό διατηρητέο», μητέρα φιλικών και ιερολοχιτών, πολιτικών και στρατιωτικών μαχητών του μεγάλου Αγώνα. Πλάι μας το Κεφαλάρι του Άη-Γιάννη, που κίνησε με τα νερά του τους μπαρουτόμυλους της
Η μία όψη του εκθετικού πολύπτυχου από την εκδήλωση ενημέρωσης που οργάνωσε το Κοινωφελές Ίδρυμα ΕΤΒΑ στη Δημητσάνα, στις 16 Απριλίου 1989. Το περιεχόμενο του, φωτογραφίες και κείμενα, είναι μία σύντομο αναφορά στην ιστορία της Δημητσάνας, στη σημασία της υδροκίνησης για την περιοχή και στη μελέτη για τη δημιουργία του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης (Κεφαλάρι Αη Γιάννη)
Επανάστασης. Γύρω, στην ευρύτερη περιοχή, τα ερείπια 80 υδροκίνητων εργαστηρίων, τεκμήρια του τεχνικού δαιμονίου των Γορτυνίων, που η έρευνα του Ιδρύματος εντόπισε και χαρτογράφησε. Στη Δημητσάνα λειτουργούσαν την εποχή του Αγώνα 14 μπαρουτόμυλοι και πολλά βυρσοδεψεία. Τους πρώτους συστηματικούς, θα έλεγα, υδροκίνητους μπαρουτόμυλους κατασκεύασε στο Κεφαλάρι τ' Αγιαννιού ο Ανανίας Λαμπαρδόπουλος, μητροπολίτης Λακεδαίμονος. «Μπαρούτι είχομεν», γράφει ο Γέρος του Μωριά. «Έκαμνε η Δημητσάνα. Του μπαρουτιού την υπόθεση είχον πάρει επάνω τους οι αδελφοί Σπηλιωτόπουλοι...». «Εφόδια δε πολεμικά είχαν εις αφθονίαν». επιμαρτυρεί ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, «επειδή οι εκ Δημητσάνης κύριοι Σπηλιωτόπουλοι. Νικόλαος και Σπύρος, οίτινες επιστατούν τους εκεί μπαρουτόμυλους. διένειμον
1 Σύντομη ιστορική παρουσίαση της ορεινής Γορτυνίας και Δημητσάνας 2 Χάρτης της ευρύτερης περιοχής Δημητσάνας, όπου σημειώνονται όλες οι υδροκίνητες εγκαταστάσεις που ερευνήθηκαν στην περιοχή από την Καρκαλού ως την αρχαία Γόρτυνα 3. Η υδραυλική ενέργεια είναι μία από τις σημαντικότερες και περισσότερο αξιοποιημένες πηγές ενέργειας
εις όλα τα στρατεύματα μπαρούτι άνευ πληρωμής, αλλά με μόνας αποδείξεις, δια να πληρωθούν εν καιρώ από το Γένος...». Μόνο κατά το πρώτο έτος του Αγώνα δόθηκαν δωρεάν στα στρατόπεδα της Πελοποννήσου 13.106 οκάδες μπαρουτιού, 3.510 οκάδες σφαίρες, 804.320 φυσέκια. Οι μπαρουτόμυλοι πρόσφεραν το μπαρούτι, οι ιστορικές βιβλιοθήκες Δημητσάνας το χαρτί για τα φυσέκια, τα βυρσοδεψεία της Δημητσάνας και της Ζάτουνας παπούτσια και παλάσκες. Όλοι και όλα για τον Αγώνα. Αλλά και μετά από αυτόν, η προσφορά του τόπου αυτού συνεχίστηκε: κληρικοί, δάσκαλοι, ιστορικοί, ευεργέτες. Από το Γυμνάσιο αυτής της πόλης βγήκαν ονομαστοί πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, καθηγητές Πανεπιστημίου, σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες του τόπου. Ονομαστή η Σχολή της παλαιότερα, ονομαστό και το Γυμνάσιο της κατόπιν. Το γνώρισα προ-
σωπικά στις ημέρες της δόξας του. Ουσίες λοιπόν, προσφορές, υπηρεσίες, «διά να πληρωθούν εν καιρώ από το Γένος», γράφει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Πιστεύουμε ότι η προσφορά ενός πρότυπου μουσείου στον τόπο αυτόν είναι καταβολή μέρους της οφειλής του Γένους, ενός μέρους μόνο. Γιατί η προσφορά της Δημητσάνας είναι πολύ μεγάλη: της χρωστούμε, όπως είπαμε, παιδεία και ελευθερία. Τέλος, η δημιουργία του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης αποτελεί και μία αναπτυξιακή παρέμβαση, μία αναπτυξιακή προσφορά της ΕΤΒΑ στη Γορτυνία και στην Αρκαδία γενικότερα, μια προσφορά ανάπτυξης στον πολιτισμικό και τουριστικό τομέα. Ανάμεσα στην Αργολίδα και την Ηλεία, σημαντικούς πόλους τουριστικής έλξης, οι ιστορικές μνήμες και οι φυσικές ομορφιές της Αρκαδίας πρέπει να δημιουργήσουν έναν τρίτο χώρο προσέλκυ-
4 Το μυλαύλακο οδηγούσε το νερό από μακριά στην κρέμαση του μύλου. απ' όπου πέφτοντας με δύναμη μέσα στο βαγένι κινούσε τη φτερωτή (οριζόντια ή κάθετη) 5. Η υδροκίνηση στην περιοχή της Δημητσάνας εφαρμόστηκε στους αλευρόμυλους. μπαρουτόμυλους. νεροτριβές και νεροπρίονα
σης. Προς την κατεύθυνση αυτή το μουσείο της Στεμνίτσας, που εγκαινιάστηκε πρόσφατα, και το μουσείο που δημιουργείται εδώ αποτελούν τους σταθμούς του νέου μεγάλου δρόμου που οδηγεί από τις Μυκήνες στην Ολυμπία, τον Επικούρειο Απόλλωνα σήμερα και το Παλαιό Κάστρο της Γορτυνίας αύριο (με το μυκηναϊκό του νεκροταφείο). Μ' αυτές τις ελπίδες ξεκινήσαμε το έργο του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης. Και σας καλέσαμε σήμερα να έρθετε εδώ για να σας ανακοινώσουμε τα σχέδια μας, για να συμμερισθείτε τη χαρά μας αλλά και τις φροντίδες μας για την επιτυχία του.
Σας ευχαριστώ
6 Η Δημητσάνα ήταν φημισμένη από το 17ο at για την παρασκευή μπαρουτιού. Ήταν. κατά την επανάσταση του 1821. το οπλοστάσιο του Αγώνα 7-8 Σχέδια από τη μελέτη αποκατάστασης των κτιρίων, αλευρόμυλου. νε-ροτριβής και μπαρουτόμυλου στην περιοχή Κεφαλάρι Αη-Γιάννη (Δημητσάνα), όπου θα δημιουργηθεί το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης.
Ο λόγος του κ. Στ. Παπαδόπουλου, διευθυντή του Κοινωφελούς Ιδρύματος ΕΤΒΑ Σκοπός της σημερινής μας συνάντησης, 'της εκδήλωσης-ενημέρωσης, όπως την ονομάσαμε, είναι να σας κατατοπίσουμε για το έργο του «Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης», που ετοιμάζει το Κοινωφελές Ίδρυμα της ΕΤΒΑ στο Κεφαλάρι του Άη Γιάννη. Το πρώτο ερώτημα είναι τι είναι ένα Υπαίθριο Μουσείο για την Υδροκίνηση Την υδροκίνηση, τη χρήση της δύναμης του νερού για να κινηθούν οι μηχανές των μύλων, τη γνωρίζουμε όλοι. Ενενήντα εργαστήρια εντόπισε και χαρτογράφησε η έρευνα του Ιδρύματος γύρω από τη Δημητσάνα: νερόμυλους, μπαρουτόμυλους, ταμπακόμυλους, νεροτριβές. Μια πραγματικά σημαντική «βιομηχανική» ζώνη για τον παραδοσιακό Μωριά, αφού πλήθος είναι οι υδροκίνητες ξύλινες μηχανές γύρω μας. Μουσείο για την υδροκίνηση σημαίνει ένα χώρο όπου συγκεντρώνονται, διαφυλάγονται και εκθέτονται τεκμήρια (φωτογραφίες, σχέδια) και πληροφορίες (κείμενα), για να ενημερώνεται το κοινό για το θέμα αυτό που αγνοεί, και που είναι σημαντικό, γιατί σχετίζεται με το μεγάλο θέμα της ενέργειας, που τόσο μας απασχολεί σήμερα, των ήπιων μορφών ενέργειας, που η χρήση τους γίνεται επιτακτική στο μολυσμένο πλανήτη μας. Στο Κεφαλάρι τα κτίρια είναι για την ώρα δύο και σε αυτά θα αποκατασταθεί ο εξοπλισμός των ξύλινων μηχανών τους και θα στεγαστούν μικρές εκθέσεις για την ενδυμασία και τα ρούχα του σπιτιού (στη νεροτριβή), για το ψωμί και τη διατροφή (στο νερόμυλο), για τον πόλεμο και τα όπλα (στον μπαρουτόμυλο). Υπαίθριο μουσείο σημαίνει ότι ο χώρος γύρω από τα κτίσματα θα διαμορφωθεί ώστε να κρατήσει τον παλιό του χαρακτήρα, την πλούσια άγρια βλάστηση, να είναι εύκολα επισκέψιμος, να προσφέρει άνεση, ξεκούραση, τη χαρά της φύσης στους επισκέπτες. Το δεύτερο ερώτημα είναι γιατί γίνεται αυτό το μουσείο Για δύο σημαντικούς λόγους. Για να διασώσουμε και να προβάλουμε την ιστορική μνήμη της περιοχής, την τεχνολογική της παράδοση και την προσφορά της στον Αγώνα του '21. Και για να συμβάλουμε στην ανάπτυξη της, που πρέπει να την πετύχουμε με τον τουρισμό, την αξιοποίηση των ιστορικών και φυσικών της θησαυρών με νέους πόρους ζωής. Ένα τρίτο και τελευταία ερώτημα είναι πώς θα επιτύχει το έργο που ξεκινήσαμε. Η επιτυχία του εξαρτάται από το σεβασμό προς τη φύση και την παράδοση της περιοχής, από τη συστηματική μελέτη των μνημείων και της μνήμης της και από τη συμπαράσταση σας στην προσπάθεια μας. Το έργο γίνεται για σας και πρέπει να γίνει μαζί με σας. Το καλοκαίρι τα συνεργεία αρχίζουν εργασίες της τάξεως των 40.000.000 δραχμών. Ελπίζουμε σε δύο χρόνια να σάς καλέσουμε στα εγκαίνια.
Για πρώτη φορά γύρω στο 1920 εκδηλώθηκε στην Ολλανδία το ενδιαφέρον για τη διάσωση των ανεμόμυλων, που δούλευαν ακόμη ως αντλητικές κυρίως μηχανές, επειδή θεωρήθηκαν «δείγματα της πολιτιστικής ταυτότητας της χώρας με αρχαιολογικό και εθνικό ενδιαφέρον». Η κίνηση βρήκε απήχηση στην κοινή γνώμη και το 1923 ιδρύθηκε η πρώτη εταιρεία φίλων των ανεμόμυλων με σκοπό τη μελέτη και τη διάσωση τους. Μετά από τις πρώτες ενέργειες της, το επόμενο έτος προστέθηκε και το κρατικό ενδιαφέρον με την αποστολή εγκυκλίου του Υπουργείου Πολιτισμού και Τεχνών προς τους δήμους, η οποία συνιστούσε καταβολή προσπάθειας για τη διατήρηση των ανεμόμυλων. Ταυτόχρονα εκδηλώθηκαν και οι πρώτες αντιδράσεις των «θιγόμενων» ιδιοκτητών, που πίστευαν ότι τους συνέφερε η κατεδάφιση των μύλων και η αξιοποίηση του οικοπέδου τους με άλλο τρόπο. Το παράδειγμα της Ολλανδίας ακολούθησε το 1928 η Γαλλία με την ίδρυση αντίστοιχης οργάνωσης και αργότερα, σταδιακά, και άλλες χώρες. Μέχρι σήμερα δημιουργήθηκαν και λειτουργούν περισσότερες από 25 εταιρείες, οργανώσεις, σύλλογοι, ινστιτούτα και ενώσεις φίλων των μύλων (νερόμυλων και ανεμόμυλων) σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο, με σκοπό τη μελέτη, τη διάσωση και τη διατήρηση τους σε λειτουργία, στην Ολλανδία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Δανία, το Βέλγιο, τη Δυτ. Γερμανία, την Αγγλία και τις ΗΠΑ. Οι δραστηριότητες αυτών των οργανώσεων στρέφονται, κατά κύριο λόγο, προς τους εξής τομείς: ενημέρωση και προσέλκυση του ενδιαφέροντος των άμεσα ενδιαφερομένων, των τοπικών φορέων και της κοινής γνώμης άσκηση πίεσης προς τις κρατικές υπηρεσίες συγκέντρωση χρημάτων με τη βοήθεια τακτικών και αρωγών μελών εφαρμογή προγραμμάτων ερευνών εντοπισμού και απογραφής μύλων και σύνταξη σχετικών μελετών (ιστορικών, εθνολογικών, αρχιτεκτονικών κ.ά.). Ενδιαφέρονται επίσης για τη χορήγηση υποτροφιών σε επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων για εξειδίκευση τους σε θέματα μυλολογίας δημιουργία μόνιμων αναστηλωτικών συνεργείων για την αναστήλωση, συντήρηση και διατήρηση σε λειτουργία των μύλων δημιουργία υπαίθριων, κυρίως, μουσείων σε συγκροτήματα μύλων. Ενδιαφέρονται, τέλος, για τη δημιουργία τοπικών παραρτημάτων, για την έκδοση του συγκεντρωμένου υλικού σε ενημερωτικά δελτία καθώς και για την οργάνωση συνεδρίων, συγκεντρώσεων και επισκέψεων. Στις παραπάνω χώρες οι κρατικοί φορείς μεριμνούν, σε συνεργασία με τις οργανώσεις: για τη δημιουργία θεσμικών πλαισίων και τη θέσπιση νομικών διατάξεων, ώστε να χαρα-
κτηριστούν οι περιοχές των μύλων διατηρητέες και οι ίδιοι μνημεία τη χορήγηση πιστώσεων για την εξαγορά ή απαλλοτρίωση μύλων (που παραμελούνται από τους ιδιοκτήτες) και την παραχώρηση τους στην τοπική αυτοδιοίκηση τη φορολογική απαλλαγή και επιχορήγηση των μυλωνάδων που εξακολουθούν να τους δουλεύουν. Σε όσες χώρες δεν υπάρχουν σχετικές οργανώσεις, το έργο τους έχουν αναλάβει οι κρατικές υπηρεσίες (Σοβ. Ένωση, Ιταλία, Ουγγαρία, Ανατ. Γερμανία κ.ά.). Με την πάροδο του χρόνου διαπιστώθηκε η ανάγκη του συντονισμού και της διεθνοποίησης της έρευνας για τη συγκριτική μελέτη κυρίως σε θέματα καταγωγής, τυπολογίας και εξάπλωσης των διαφόρων τύπων μύλων. Για την καλύτερη συνεργασία των Οργανώσεων, τη δεκαετία του 1969, ιδρύθηκε η TIMS. (The International Molinological Society) με σκοπό: «την έρευνα της ιστορίας των μύλων, τη ζωντανή διατήρηση της τεχνικής τους και των εθίμων, την καταγραφή των τοποθεσιών όπου υπάρχουν και την πληροφόρηση της κοινής γνώμης». Το 1965 έγινε στο Εστορίλ της Πορτογαλίας το Α' Συμπόσιο εκπροσώπων των ευρωπαϊκών οργανώσεων και μελετητών, όπου αποφασίστηκε η επέκταση της έρευνας και στους ανθρωποζωόμυλους και η καθιέρωση συμποσίων κάθε τέσσερα χρόνια σε διαφορετικό τόπο. Ως σήμερα έχουν γίνει στη Δανία το 1969. στην Ολλανδία το 1973, στην Αγγλία το 1977, στη Γαλλία το 1981, στο Βέλγιο το 1985. Το επόμενο θα πραγματοποιηθεί στη Δυτ. Γερμανία (στο Flensburg του Schleswig-Holstein) τον Αύγουστο του 1989. Η TIMS, έχει σήμερα περισσότερα από 300 τακτικά μέλη σε όλο τον κόσμο, ενώ πια καθιερώθηκαν διεθνώς και οι όροι "Molinology" (μυλολογία;) για την επιστήμη της έρευνας των θεμάτων των μύλων και "Molinologist" για τον επιστήμονα που ασχολείται με θέματα του τομέα αυτού. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία έκρηξη στις εκδόσεις που αφορούν σε όλα τα είδη των μύλων διαφορετικών χρήσεων (τριβής, άντλησης, κρούσης, σχισίματος, πρεσσαρίσματος, σύνθλιψης, τεμαχισμού) και που δούλευαν με διαφορετικές μορφές ενέργειας της προβιομηχανικής τεχνολογίας (ζωική, υδραυλική, αιολική). Οι οργανώσεις εκδίδουν εφημερίδες, ενημερωτικά δελτία, περιοδικά, βιβλία, λευκώματα, επετηρίδες και εκατοντάδες μεμονωμένοι μελετητές δημοσιεύουν τα αποτελέσματα των ερευνών τους και διατριβές. Η TIMS, εκδίδει τα πρακτικά των Συμποσίων και στο τακτικό δελτίο της "News Letter" φιλοξενεί μικρές μονογραφίες των μελών της. Τέλος, οι εκδοτικοί οίκοι "Gysbers & Van Loon" στο Arnhem της Ολλανδίας και "Die Muhle" στο Detmold της Δυτ. Γερμανίας ειδικεύτηκαν σε εκδόσεις μυλολογίας και εκδίδουν σχετικούς καταλόγους βιβλιογραφίας. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΝΟΜΙΚΟΣ Αρχιτέκτων, μέλος της Τ.I.M.S.
Άρθρο του Gundolf Schweweling Der Muhlstein, τ. 5, τχ. 3, 1988 Αύγ. Σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, παρά τις καταστροφές των τελευταίων δεκαετιών, υπάρχουν ακόμη ιστορικοί ανεμόμυλοι, υδρόμυλοι ή ακόμη και αντλητικοί μύλοι. Μερικοί από τους μύλους έχουν κριθεί διατηρητέοι, μερικοί έχουν διατηρηθεί πολύ καλά ή έχουν αναστηλωθεί, μερικοί βρίσκονται υπό αναστήλωση, ενώ άλλοι, δυστυχώς, έχουν περιπέσει σε κατάσταση προϊούσας φθοράς. Σε πολλές περιπτώσεις η ανακήρυξη ενός ιστορικού μύλου σε διατηρητέο μνημείο από τις αρμόδιες για τη συντήρηση των μνημείων αρχές δεν παρέχει καμία εξασφάλιση για τη διατήρηση ή/και την αναστήλωση του. Για το πρόβλημα αυτό, τελικά, αποφασιστικής σημασίας είναι μόνο τα οικονομικά μέσα, που προέρχονται από το κράτος, τις κοινότητες και διάφορες ιδιωτικές πηγές. Εξαιτίας των πάσης φύσεως οικονομικών δυσχερειών που αντιμετωπίζει το κράτος (σε ορισμένα νότια ομόσπονδα κράτη η κατάσταση ίσως δεν είναι τόσο δραματική), οι πιστώσεις που διατίθενται για τη συντήρηση μνημείων έχουν περικοπεί και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις τόσο δραστικά, ώστε εδώ και αρκετό καιρό να μην μπορεί να γίνεται λόγος για κρατική πολιτική συντήρησης μύλων. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε τον περασμένο χρόνο στην Κάτω Σαξωνία μια ζωηρή συζήτηση για το αν θα έπρεπε η Ένωση Μύλων της Κάτω Σαξωνίας να καταρτίσει έναν κατάλογο όπου θα περιλαμβάνονταν όλοι οι μύλοι και όπου κάθε μύλος θα χαρακτηριζόταν με το επίθετο «διατηρητέος» ή «μη διατηρητέος». Με αυτό τον τρόπο τα περιορισμένα μέσα δε θα διανέμονταν σε «λάθος» αλλά σε «ορθούς» και «σημαντικούς» μύλους, επειδή υπάρχει φόβος οι διαθέσιμες πιστώσεις να κατανέμονται απερίσκεπτα ή να διατίθενται για ερειπωμένους μύλους, ενώ άλλοι που θα έπρεπε να αναστηλωθούν εγκαταλείπονται και καταστρέφονται. Στην προσπάθεια όμως να μετατραπούν σε πρακτικές και συγκεκριμένες οδηγίες δράσης, αυτά τα αδιαφιλονίκητα και αληθοφανή επιχειρήματα αποδεικνύονται δύσκολα εφαρμόσιμοι, θεωρητικοί και κενοί τύποι, παρόλο που είναι λογικοί. Με ποια κριτήρια λοιπόν μπορούμε, με τη σημερινή πρακτική αναστήλωσης μύλων, να αποφανθούμε έγκυρα ποιοι μύλοι είναι «διατηρητέοι» και ποιοι όχι; Ποιος μπορεί να αποφασίσει έγκυρα για το κόστος διατήρησης (ως ένα είδος μεταβλητής του κόστους αναστήλωσης και συντήρησης) ενός μύλου; Μία Ένωση Μύλων, που θα είχε σκοπό ύπαρξης τη διατήρηση μύλων, επρόκειτο ποτέ να απονείμει το επίθετο «μη διατηρητέος», ανάγοντας έτσι το καταστατικό της «εις άτοπον»; Η πρακτική της διατήρησης των μύλων στην Κάτω Σαξωνία, κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, έδειξε ότι πολλοί μύλοι, που επίσημα ή ημιεπίσημα είχαν χαρακτηριστεί «ερειπωμένοι» ή «ερείπια μύλων», έγινε δυνατό να αναστηλωθούν (βλέπε την περιφερειακή έκδοση Κάτω Σαξωνίας του Muhlstein). Αυτό συνέβη
γιατί λ.χ. φίλοι των μύλων από τοπικές ενώσεις συνεννοήθηκαν μεταξύ τους και με ενωμένες δυνάμεις πέτυχαν, χάρη στον ενθουσιασμό τους, να φέρουν σε πέρας ένα εκ πρώτης όψεως καταδικασμένο εγχείρημα -την αναστήλωση ενός «ερειπωμένου» μύλου. Ποιος θα επιθυμούσε να προσφέρει στους φίλους αυτούς των μύλων το κώνειο «ο μύλος σας δεν είναι διατηρητέος»; Από τις εμπειρίες αυτές προκύπτει ως συμπέρασμα η διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη πρακτική της διατήρησης των μύλων στην Κάτω Σαξωνία κατέστησε τις θεωρητικές απόψεις περί «μη διατηρητέων μύλων» ξεπερασμένες και περιττές. Και κάτι ακόμη γι' αυτές τις απόψεις: όπου δε διατίθενται κρατικές πιστώσεις για τη διατήρηση μύλων (όπως στην περίπτωση μας) δε χρειάζεται να γίνεται συζήτηση για το χαρακτηρισμό τους. Όπως λένε οι Γερμανοί: δεν υπάρχει η αρκούδα για να μοιραστεί το τομάρι της.
Είναι επομένως περισσότερο επείγον να σκεφτούμε πώς είναι δυνατό να διαμορφωθεί υπό αυτές τις συνθήκες μια μακροπρόθεσμη πολιτική διατήρησης και αναστήλωσης μύλων. Η υπηρεσία συντήρησης μνημείων της West-falien-Lippe στο Μύνστερ χάραξε ένα δρόμο που θα 94 μπορούσε να γίνει παράδειγμα και για τις άλλες χώρες της Ομοσπονδίας: προσπαθεί να αναστηλώσει και να διατηρήσει με τις υπάρχουσες πιστώσεις όσο το δυνατόν περισσότερους μύλους. Στους υπόλοιπους, για τους οποίους δεν επαρκούν οι διατιθέμενες σήμερα πιστώσεις, γίνεται μόνον ό,τι απαιτείται για να μην προχωρήσει η φθορά: διατηρούνται, όσο είναι δυνατό, στην τωρινή κατάσταση. Παραμένει έτσι η δυνατότητα να αναστηλωθούν και αυτοί αργότερα, όταν θα καταστεί δυνατό να διατεθούν μεγαλύτερες πιστώσεις. Αυτή την ευχαρίστηση θα την έχει μια επόμενη γενιά, η οποία ασφαλώς θα περιλαμβάνει, ακριβώς όπως και οι σημερινές, φίλους των μύλων, που θα ενθουσιάζονται με την αναστήλωση ενός μύλου, ενός πολιτιστικού μνημείου, θα ήταν μοιραίο αν χαρακτηρίζαμε μύλους μυωπικά και απερίσκεπτα με το επίθετο «μη διατηρητέος» - ο χαρακτηρισμός αυτός σημαίνει σχεδόν πάντα την τελική καταδίκη αυτών των μαρτύρων μιας περασμένης πολιτιστικής περιόδου. Μήπως οι σημερινοί φίλοι των μύλων δεν είναι ευγνώμονες σε όλους τους μυλωνάδες και ιδιοκτήτες μύλων, που την εποχή του μεγάλου θανατικού των μύλων δεν κατεδάφισαν τους δικούς τους, αλλά τους διατήρησαν σε όποια κατάσταση και αν βρίσκονταν αυτοί, ευγνώμονες γιατί τώρα τους προσφέρεται η ευκαιρία για την αναστήλωση των μύλων αυτών; Σήμερα στη ΒΑ Φρισλανδία ξαναχτίζεται ένας ολλανδικός ανεμόμυλος, από τον οποίο σωζόταν μόνο ο λιθόκτιστος κορμός, όπου όμως μπορεί κανείς να ξαναχτίσει, να «ξανακατασκευάσει». Αρκετές αναστηλώσεις χρηματοδοτούνται σήμερα από άλλες πηγές, εκτός από την κρατική υπηρεσία διατήρησης μνημείων, πηγές που προέρχονται από τη στενότερη ή ευρύ-
τερη περιφέρεια: από προγράμματα ανακαίνισης και εξωραϊσμού χωριών, από λαχεία και ποδοσφαιρικά στοιχήματα, από ιδρύματα, ταμιευτήρια και τράπεζες, από κοινότητες και νομαρχιακές πιστώσεις, από μεγάλες επιχειρήσεις κ.λπ. Μία πολιτική διατήρησης μύλων μακροπρόθεσμης πνοής θα πρέπει επιπλέον να παίρνει σοβαρά υπόψη τη βασική κοινοτική πολιτική και να παρακολουθεί, σε αυτό το επίπεδο, τις περαιτέρω προοπτικές. Σχεδόν όλες οι κοινότητες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας ολοκλήρωσαν, κατά τα τελευταία 20 χρόνια, την προσπάθεια τους να καλύψουν τις ανάγκες τους στον τομέα των μεγάλων έργων υποδομής: χαράχτηκαν διώρυγες, χτίστηκαν κλειστά γυμναστήρια, κολυμβητήρια, σχολεία και δημαρχιακά μέγαρα, κατασκευάστηκαν στάδια, δηλ. τα πολύ μεγάλα κομμάτια της κοινοτικής πολιτικής για έργα υποδομής μπορούμε να θεωρήσουμε ότι πραγματοποιήθηκαν, αν και μερικές κοινότητες για να το επιτύχουν αναγκάστηκαν να υπερχρεωθούν. Η εξόφληση των χρεών αυτών είναι, εντούτοις, ζήτημα χρόνου. Όταν τα χρέη αποπληρωθούν, τα ταμεία των κοινοτήτων θα έχουν πάλι ευχέρεια για σοβαρά κοινοτικά έργα. Γιατί ένα από αυτά να μην είναι η αναστήλωση αρχιτεκτονικών και πολιτιστικών μνημείων, που συχνά σπανίζουν (και τα οποία κατά τις δεκαετίες του ' 60 και ' 70 συχνά εξαφανίστηκαν με την πρόφαση της «αναστήλωσης»), όπως λ.χ. οι μύλοι; Παλαιές εκκλησίες, κάστρα και ανάκτορα συντηρούνται και αποτελούν ιστορική-πολιτιστική κληρονομιά, που πρέπει να διαφυλαχτεί. Στη συνείδηση του πληθυσμού πρέπει να δημιουργηθεί η ίδια συναίσθηση αξίας και για τους μύλους, πράγμα που θα πρέπει να γίνει σαφές και στους κοινοτικούς άρχοντες. Είναι γνωστό ότι οι μύλοι-μνημεία είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν αποδοτικά: για ολική άλεση σιταριού, για τη συντήρηση του τοπικού πολιτισμού, για την ίδρυση μουσείου, για «ευτελείς σκοπούς», όπως η προώθηση του τουρισμού, ως εναλλακτική πηγή ενέργειας, για καλλιτεχνικές εκθέσεις και άλλες πολιτιστικές δραστηριότητες, στις αποθήκες αλλά και στον ίδιο το μύλο, για την πρόσθετη εγκατάσταση φούρνου στο μύλο, ώστε να γίνεται επίδειξη της σχέσης σιτάρι-αλεύρι-ψωμί κ.λπ. Ως συμπέρασμα αυτών των σκέψεων παραμένει ότι μία πολιτική διατήρησης μύλων, που θα καλύπτει όλη την Ομοσπονδία και που προς το παρόν δεν είναι δυνατό να στηριχτεί στις πιστώσεις του δημοσίου για την προστασία μνημείων, θα πρέπει να αποσκοπεί στη συντήρηση όσων μύλων είναι αναστηλωτέοι, αλλά η αναστήλωση τους δεν μπορεί να αρχίσει ακόμη. Μετάφραση: ΒΑΣ. ΚΑΤΡΑΝΑΣ
Το σταφύλι, σε ποικιλία παραλλαγών, ήταν και εξακολουθεί να είναι από τα βασικά προϊόντα της Κύπρου. Το 1985 η παραγωγή του έφτασε τους 210.000 τόνους. Η εξαγωγή κρασιού και άλλων οινικών προϊόντων κατά τον ίδιο χρόνο απέφερε στην Κύπρο 18 εκατομμύρια κυπριακές λίρες. Στην περιοχή που περιλαμβάνει τα ονομαστά Κρασοχώρια και τις φυτεμένες με αμπέλια εκτάσεις γύρω από τη Λεμεσό, την Πάφο και τους πρόποδες του Τροόδους, η αμπελουργία υπήρξε, από τα παλιά χρόνια ως σήμερα, η κυριότερη ασχολία των κατοίκων. Τεκμήριο οι αναλημματικοί τοίχοι των αμπελιών, «οι δομές», που, χτισμένοι σε απανωτές σειρές, δίνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους στο τοπίο. Παρά το γεγονός ότι ο εκσυγχρονισμός του τρόπου καλλιέργειας, μεταφοράς και διάθεσης των προϊόντων και η βιομηχανοποίηση της παραγωγής έχουν αλλάξει τις συνθήκες ζωής των αμπελουργών, ο παραδοσιακός τρόπος καλλιέργειας των αμπελιών και παραγωγής κρασιού διατηρείται ακόμη σε ορισμένα χωριά, ενώ αλλού εξακολουθεί να ζει ως έντονη ανάμνηση των ανθρώπων της περασμένης γενιάς, που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην αμπελοκαλλιέργεια. Η αμπελοκαλλιέργεια αποτελεί μία πολύτιμη πτυχή της παραδοσιακής ζωής στην κυπριακή ύπαιθρο και συνδέεται με ειδική ορολογία στη γλώσσα, με έθιμα, δοξασίες, τραγούδια, παραδόσεις και παροιμίες. Η καλλιέργεια του αμπελιού άρχιζε τον Ιανουάριο ζεύαν τα βόδια και όργωναν με το άροτρο. Το Μάρτιο καλλιεργούσαν το χωράφι για δεύτερη φορά και το Μάιο τρίτη και τελευταία. Τα φυτά τα «έβγαζαν», δηλαδή τα έκοβαν από το αμπέλι τον Ιανουάριο. Τα έδεναν με κλιματσίδες. 200-300 φυτά μαζί, και τα έβαζαν μέσα στο χώμα για να βγάλουν ρίζες ως την ημέρα που θα τα φύτευαν. Το Μάιο,
την ημέρα της «φυδκιάς» (φυτέματος), καλούσαν 20-30 χωριανούς για βοήθεια, έπαιρναν τα ριζωμένα φυτά, νερό και τις «σκάλες» (φυτευτήρια) και ξεκινούσαν για το χωράφι, όπου είχαν ήδη μπει τα σημάδια που καθόριζαν την απόσταση των νέων φυτών μεταξύ τους. Παλαιότερα έδειχναν τις θέσεις των νέων φυτών με βέργες οι πεπειραμένοι του χωριού, οι «δείκτες», ενώ αργότερα καθορίζονταν με γύψο και σχοινιά. Η μέρα της «φυδκιάς» συνοδευόταν από μεγάλη διασκέδαση και μπόλικο κρασί. Το δεύτερο χρόνο «κεφαλώναν», κλάδευαν το φυτό που άρχιζε στο μεταξύ να κάνει σταφύλια, για να δώσουν το κατάλληλο σχήμα στην κορυφή του. Η συνεχής φροντίδα των αμπελιών ήθελε «άνθρωπο καμπούρη», κατά την κυπριακή έκφραση. Μετά τον τρύγο, η μεταφορά των σταφυλιών στις αποθήκες γινόταν με ζώα μέσα σε κοφίνια. Ύστερα τα άλεθαν με αλεστήρια. που χρησιμοποιούνται ακόμη για μικρές ποσότητες, και τα άφηναν σε μεγάλα πιθάρια για ζύμωση. Το «γύψωμα» (προσθήκη γύψου) ήταν απαραίτητο για να φύγουν τα οξέα και για να γίνει το κρασί αστραφτερό, καθώς και το ανακάτεμα με το «σπιλαστήρι» (ξύλινο ραβδί με τρεις προεξοχές στο άκρο), μέχρι «να κάτσει ο χόχλος τους». Ακολουθούσε το «κούλιασμα» (στράγγισμα) και έπειτα χώριζαν το κρασί από τα «ζίβανα» (τσίπουρα) με μια κοφινά που τοποθετούσαν στο πιθάρι. Έβραζαν στη συνέχεια τα στημένα ζίβανα στο καζάνι, έναν ειδικό χάλκινο αποστακτήρα, για την παρασκευή της «ζιβανίας» (ρακί). Αξιοποιούσαν το μούστο για να φτιάξουν και διάφορα άλλα προϊόντα, όπως ο «παλουζές» (μουσταλευριά), ο «σουτζούκος» (σουτζούκια) και τα «κιοφτέρκα» (κομμάτια αποξηραμένης μουσταλευριάς). Για το στίψιμο των σταφυλιών στην Κύπρο χρησιμοποιούσαν δύο βασικούς τύπους πατη-
τηριών: α) πατητήρια με ειδικό, εντυπωσιακό σε διαστάσεις, ξύλινο μηχανισμό, που στεγάζονταν σε ανεξάρτητα κτίσματα, για μεγάλες ποσότητες οινοποιήσιμων σταφυλιών και β) μικρά πατητήρια εγκατεστημένα σε κάποια γωνία στο ισόγειο του σπιτιού. Ελάχιστα από τα μεγάλα πατητήρια σώζονται' η λειτουργία τους έχει σταματήσει μάλιστα εντελώς κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Τα πατητήρια αυτά είναι και σήμερα γνωστά στην κυπριακή ύπαιθρο με την αρχαία τους ονομασία «ληνοί». Ο ειδικός Κλάδος Νεώτερου Πολιτισμού του Τμήματος Αρχαιοτήτων έχει εντοπίσει τους σωζόμενους ληνούς, έχει κηρύξει τους πιο αξιόλογους σε «αρχαία μνημεία» και τώρα προχωρεί στην αποκατάσταση τους, με σκοπό να τους αξιοποιήσει ως μουσειακά δείγματα της προβιομηχανικής τεχνολογίας. Ο μοναδικός ληνός με ακέραιο μηχανισμό που διατηρείται σήμερα στην Κύπρο είναι ο ληνός της Λάνιας της επαρχίας Λεμεσού. Αποτελεί κυβερνητική περιουσία και επιδιορθώνεται από το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Ένα ιδιαίτερα αξιόλογο σύμπλεγμα δύο παρακείμενων ληνών διατηρείται στο Όμοδος, το σημαντικότερο από τα Κρασοχώρια της επαρχίας Λεμεσού. Ο ένας από τους δύο, που αποτελεί κυβερνητική περιουσία, ήταν ο πρώτος που επιδιορθώθηκε (1980-84) με δαπάνη του Ιδρύματος Γεωργίου και Θέλμας Παρασκευάίδη και της κυπριακής κυβέρνησης. Έγινε πλήρης ανακατασκευή του μηχανισμού του πιεστηρίου, σύμφωνα με το πρότυπο του ληνού της Λάνιας, και είναι επισκέψιμος (εικ. 1). Πρόκειται για ένα ορθογώνιο λιθόκτιστο οικοδόμημα διαστάσεων 5,50x13,00 μ. Καλύπτεται από «δώμα» (επίπεδη οροφή), με τέσσερις «νευκές» (εγκάρσιες δοκούς) που στηρίζονται σε στύλους. Στις νευκές πατούν τα «βολίτζια» (δοκάρια), που μαζί με κλαδιά και χώμα συμπληρώνουν την κατασκευή της επί-
πέδης στέγης. Αξιόλογο μορφολογικό στοιχείο αποτελεί η οξυκόρυφη καμάρα της εισόδου με ανάγλυφο διάκοσμο, παρόμοια με τις εισόδους του μοναστηριού του Τιμίου Σταυρού στο ίδιο χωριό. Το δωμάτιο φωτίζεται αμυδρά από τρία ανοίγματα στο πάνω μέρος του τοίχου της πρόσοψης. Στο ανατολικό τμήμα του χώρου υπάρχει «σέντε» (πατάρι) για αποθήκευση. Στο πίσω μέρος (δυτικά) έχει διαμορφωθεί το υπερυψωμένο και πλακοστρωμένο «τζυάθι» (πιθανόν από την αρχαία λέξη κυάθιον), όπου γίνεται το πάτημα των σταφυλιών. Το πιεστήριο λειτουργεί ως μοχλός β' είδους (εικ. 2). Αποτελείται από ένα μακρύ δοκάρι από ορθογωνισμένο κορμό πεύκου, το «μουκλό», που στην πραγματικότητα είναι δύο δοκάρια τοποθετημένα με τρόπο ώστε το ένα να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του άλλου. (Το δεύτερο δοκάρι αυξάνει το βάρος του συστήματος). Συνδέονται με ξύλινη σφήνα που διαπερνά κάθετα και τα δύο. Το σύστημα αυτό των δοκαριών περνά ανάμεσα από δύο στύλους ειδικά τοποθετημένους σε μικρή απόσταση μεταξύ τους στην πεζούλα του τζυαθιού, για να τα εμποδίσουν να ξεφύγουν από το οριζόντιο επίπεδο. Το άκρο των δοκαριών εισχωρεί στη «ριζομουλκιά», σε μία υποδοχή στον τοίχο πίσω από το τζυάθι. Μέσα στο άλλο άκρο του πάνω δοκαριού, σε ελικοειδή υποδοχή, περιστρέφεται το «αδράχτι», ένας κάθετος κοχλίας, με έναν ογκόλιθο στερεωμένο από κάτω (εικ. 3). Κατά τη λειτουργία του ληνού ο ογκόλιθος αποτελεί τη δύναμη του μοχλού, τα σταφύλια την αντίσταση και η ριζομουλκιά το υπομόχλιο. Τα σταφύλια απλώνονται στο τζυάθι και σκεπάζονται με σανίδια που πάνω τους τοποθετούνται τα «μερκακά» (τράβες), μια πιο χοντρή από πάνω, ο «μούοκος», και τέλος το «παραμούκλι» που συνδέεται με το «μουκλό». Δύο-τρία άτομα περιστρέφουν το αδράχτι με ξύλινους βραχίονες, τους «στρέφτες». οπότε ο κοχλίας, ελισσόμενος στην ελικοειδή υποδοχή του μουκλού, ανεβαίνει ανυψώνοντας ταυτόχρονα τον ογκόλιθο. Αρχίζει έτσι η συμπίεση των σταφυλιών στο τζυάθι. Με την απελευθέρωση του ογκόλιθου από το έδαφος, το βάρος του τραβά προς τα κάτω το μουκλό και η συμπίεση φτάνει στο μέγιστο. Η περιστροφή συνεχίζεται έτσι, ώστε ο ογκόλι-
θος να παραμένει αιωρούμενος και ο μουκλός να εξακολουθεί να ασκεί πίεση στα σταφύλια μέχρις ότου στραγγίσει όλος ο χυμός, το «μουστάρι». Αυτό ρέει μέσα από τρύπα στο κάτω μέρος του τζυαθιού στο «ποδόσιην» (πιθάρι), μισοχωμένο στο δάπεδο, απ' όπου μεταφέρεται σε μεγάλα πιθάρια για να γίνει η ζύμωση. Η αποπίεση των σταφυλιών γίνεται περιστρέφοντας αντίστροφα το αδράχτι. Παρόμοιος μηχανισμός υπήρχε αρχικά και στον παρακείμενο πανομοιότυπο ληνό, που κηρύχθηκε επίσης «αρχαίο μνημείο», αλλά αποτελεί ιδιωτική περιουσία και χρησιμοποιείται ακόμη από τον ιδιοκτήτη του για την παραγωγή κρασιού και ζιβανίας. Το κτίσμα διατηρεί στο εσωτερικό το χαρακτήρα του, και στο χώρο όπου ήταν παλιά το πατητήρι έχουν εκτεθεί τα σχετικά με την αμπελοκαλλιέργεια εργαλεία. Στα κυρίως Κρασοχώρια παλαιότερα υπήρχαν περισσότεροι ληνοί σε λειτουργία. Ανήκαν σε αρκετούς συνιδιοκτήτες, συνήθως σε μεγάλες οικογένειες. Κοινοτικός ήταν ο ερειπωμένος ληνός στην πλατεία του χωριού Φικάρδου, στις ΝΑ πλαγιές του Τροόδους (επαρχία Λευκωσίας). Στην ξύλινη πόρτα του είναι χαραγμένη η χρονολογία 1774. Τον χοη-
σιμοποιούοε η Εκκλησία και πολλοί συνιδιοκτήτες, ο καθένας των οποίων είχε τα «λουκκοτόπια» του (ρηχούς λάκους) για την τοποθέτηση των πιθαριών. Στο ληνό αυτόν, που άρχισε να επιδιορθώνεται το 1988, για να αξιοποιηθεί μέσα στα πλαίσια των γενικότερων προσπαθειών για την αναβίωση του χωριού Φικάρδου, σώζεται ένα μεταγενέστερο μικρό γωνιακό πιεστήριο. Για το πάτημα μικρών ποσοτήτων σταφυλιών χρησιμοποιείται ο δεύτερος τύπος πατητηριού (εικ. 4). Ειδικές εγκαταστάσεις σώζονται σε όλα σχεδόν τα σπίτια του Φικάρδου, όπως και σε άλλα χωριά όπου η αμπελοκαλλιέργεια αποτελεί βασική ασχολία των κατοίκων. Στεγάζεται συνήθως στη γωνιά κάποιου
χώρου του ισογείου, κάτω από οριζόντια οροφή με άνοιγμα για το ρίξιμο από αυτή των σταφυλιών στο τζυάθι. Το άνοιγμα αυτό λέγεται «λούρος» και συνήθως είναι ένα ανοιχτό στον πυθμένα πιθάρι, ενσωματωμένο στο δώμα. Από αυτό ρίχνουν τα απλωμένα στο δώμα σταφύλια στον πλακοστρωμένο χώρο από κάτω για το πρώτο πάτημα. Στη συνέχεια στίβονται ανάμεσα σε βαρέλια καθώς γυρίζουν με το «λιβέρι» (ξύλινο ή σιδερένιο στέλεχος) τη «βίδα» που διαπερνά το μουκλό. Το στιμμένα σταφύλια στρώνονται πάλι στο τζυάθι, για να χτυπηθούν με τη «ματσούκα». Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται έως ότου βγει όλος ο μούστος που συλλέγεται στο μισοθαμμένο στο δάπεδο πιθάρι, για να μεταφερθεί στα
μεγάλα πιθάρια για τη ζύμωση. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ οι μεγάλοι ληνοί αποτελούν πλέον μουσειακά κατάλοιπα, δείγματα μιας ξεπερασμένης τεχνολογίας, οι μικροί σπιτικοί ληνοί χρησιμοποιούνται ακόμη σε χωριά της κυπριακής υπαίθρου. Μια πιο εμπεριστατωμένη μελέτη για τους ληνούς της Κύπρου ετοιμάζεται σε συνεργασία με τον κ. Γλαύκο Παπαδούρη, αρχιτέκτονα του Τμήματος Αρχαιοτήτων.
Στην Άνδρο, αρκετά κοντά στην ποταμιά με τους παραδοσιακούς νερόμυλους για τους οποίους έγινε λόγος στο προηγούμενο τεύχος της «Τεχνολογίας» (σελ. 21 ), ένα ερειπωμένο μεγάλων διαστάσεων κτίριο, με διάτρητους τοίχους και σκουριασμένα κατάλοιπα εξοπλισμών μαρτυρεί τη γένεση μιας νέας εποχής. Πρόκειται για τον ατμόμυλο του Εμπειρίκου, που πρέπει να χτίστηκε γύρω στα 1876-77 (πρώτη μνεία σε πηγές του 1878) και είναι ένα σπάνιο κατάλοιπομνημείο της πρώτης, και πολύ σύντομης, φάσης της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα. Ο μύλος του Εμπειρίκου είναι ένας ενδιαφέρων συνδυασμός ατμόμυλου και νερόμυλου. Είναι χτισμένος στην κοιλάδα που γειτονεύει με την πρωτεύουσα της Άνδρου, τη Χώρα, πίσω από το ακρωτήρι της Πούντας, στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού. Η κοιλάδα αυτή φιλοξενεί τα νερά που κατεβαίνουν από το όρος Πέταλο, περνώντας από τα Αποικία, τη σημερινή Σάριζα, όπου βρίσκεται η γνωστή μονάδα παραγωγής εμφιαλωμένου νερού και αναψυκτικών. Ο μύλος βρίσκεται δίπλα στην κοίτη, βαθιά μέσα στην κοιλάδα και αρκετά μακριά από τη θάλασσα, κάτω από το χωριό Στενιές, που είναι σκαρφαλωμένο στην πλαγιά. Η ρόδα του νερόμυλου, μεγάλων διαστάσεων (με διάμετρο ίσως και πάνω από 7 μέτρα), ολόκληρη από σίδηρο, είναι τοποθετημένη στη στενή πλευρά του τριώροφου ορθογώνιου κτιρίου. Ο οριζόντιος άξονας που διέτρεχε το κτίριο κατά μήκος, μεταδίδοντας την κίνηση στα μηχανήματα, συνδεόταν και με την ατμομηχανή, που στεγαζόταν σε χωριστό κτίσμα, δίπλα στη ρόδα. Ίσως η ατμομηχανή προστέθηκε λίγο αργότερα, όταν φάνηκε ότι η άτακτη ροή του ποταμού δεν κάλυπτε τις ανάγκες λειτουργίας του μύλου. Πάντως, σε πηγή του 1884 αναφέρεται με σαφήνεια ότι ο μύλος της Άνδρου χρησιμοποιούσε εναλλακτικά το νερό και τον ατμό ως κινητήρια δύναμη. Τότε θα πρέπει να λειτουργούσε χωρίς διακοπή. Νησί ναυτικό και γεωργικό, η Άνδρος έχει την εποχή αυτή πάνω από 20.000 κατοίκους (η Χώρα περίπου 4.000) και συμπληρώνει την ελλειμματική σιτοπαραγωγή της με δημητριακά που εισάγει απευθείας από τη Ρωσία, όπου εξάγει τα λεμόνια της.
Σε όλα σχεδόν τα λιμάνια της Ελλάδας, όπου εισάγεται σιτάρι την εποχή εκείνη, παρατηρείται εγκατάσταση ατμόμυλων. Ο μύλος του Εμπειρίκου εφοδίαζε με τα προϊόντα του την αγορά του νησιού, αλλά κατά πάσα πιθανότητα και τα ανδριώτικα καράβια (ο τοπικός στόλος αριθμεί 80 ιστιοφόρα και 4 ατμόπλοια το 1884), και ίσως και τη γειτονική Τήνο. Αργότερα, τον εικοστό αιώνα, όταν η τοπική νησιωτική οικονομία άρχισε να χάνει την αυτονομία της και οι μεγάλοι κυλινδρόμυλοι του Πειραιά να κατακτούν το σύνολο της εθνικής αγοράς, ο μύλος της Άνδρου θα μείωσε σταδιακά το ρυθμό λειτουργίας του. Η μηχανή (ατμομηχανή και ίσως αργότερα πετρελαιομηχανή) πρέπει να περιέπεσε πρώτη σε αχρηστία, ενώ η
φυσική πηγή ενέργειας, το νερό, επέτρεπε την περιοδική λειτουργία του, σε ειδικές περιπτώσεις. Οι περίοικοι μαρτυρούν ότι ο μύλος εργαζόταν ακόμη στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου και λίγο αργότερα, προφανώς αποσπασματικά και «εκ των ενόντων»: οι χωρικοί άλεθαν το σιτάρι τους εκεί, ανάλογα με τις ανάγκες της σοδειάς και όποτε το επέτρεπε η ροή του ποταμού. Σήμερα, στο ερειπωμένο κτίριο διασώζεται ακέραια η μεγάλη ρόδα του νερόμυλου, υπολείμματα του κεντρικού άξονα και των συστημάτων μετάδοσης της κίνησης με τους οδοντωτούς τροχούς και τους ιμάντες, ένας λέβητας και εξαρτήματα της μηχανής και τέσσερα ζεύγη μυλόλιθων με τις σιδερένιες βάσεις τους.
ΦΡ ΡΙΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΗΓΟΥΜΕΝΙΔΟΥ Αρχαιολογικός Λειτουργός Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του μύλου του Εμπειρίκου έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί σπάνιο δείγμα πραγματικά βιομηχανικού κτιρίου στην ύπαιθρο. Τέτοιας κλίμακας βιομηχανικές εγκαταστάσεις, «φυτεμένες» στο αγροτικό τοπίο, δεν υπάρχουν πολλές στην Ελλάδα των συνόρων της Λαμίας. Η βιομηχανία κατέφυγε γρήγορα στην πόλη, και είναι λιγοστές οι μονάδες που εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο για να αξιοποιήσουν τοπικές πρώτες ύλες ή φυσικές πηγές ενέργειας, όπως συνέβη σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, στην «παιδική ηλικία» της βιομηχανίας, το 18ο και 19ο αιώνα. Η ανεπάρκεια των φυσικών πηγών ενέργειας είναι ασφαλώς ένας από τους λόγους αυτής της «απουσίας» ανεπάρκεια για την οποία ακριβώς μαρτυρεί η προσθήκη της ατμομηχανής στο μύλο της Άνδρου. Το υδροκίνητο νηματουργείο που σώζεται στη Λιβαδειά είναι ένα άλλο δείγμα αυτού του τύπου των εγκαταστάσεων. Προηγούνται βέβαια όλων οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας, αλλά εκεί η κλίμακα είναι μικρή: βρισκόμαστε σε προβιομηχανική φάση. Ο ατμονερόμυλος της Άνδρου, που σήμερα ανήκει στην τοπική κοινότητα, είναι πραγματική βιομηχανική εγκατάσταση και σαν τέτοια θα άξιζε να μελετηθεί, να διασωθεί και να αξιοποιηθεί για άλλες χρήσεις. Άλλωστε, μαζί με τη γειτονική ποταμιά με τους παλαιότερους μικρούς νερόμυλους έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα αποτύπωση στο τοπίο δύο διαφορετικών φάσεων της ιστορίας της τεχνικής αλλά και της ιστορίας του νησιού γενικότερα. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΓΡΙΑΝΤΩΝΗ
Από τις σύγχρονες τεχνολογίες που έχουν προσφέρει εργαλεία στην αρχαιολογική και ιστορική έρευνα είναι και η πληροφορική. Καθώς η τεχνολογία αυτή εξελίσσεται ραγδαία, θα ήταν παρακινδυνευμένη μία οριοθέτηση των εφαρμογών της, ιδίως σε πεδία που δεν έχουν ακόμη καθιερωθεί. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε μερικές από τις δυνατότητες που η πληροφορική ήδη προσφέρει στον αρχαιολόγο ή τον ιστορικό: καταχώρηση, ευρετηριασμός και γρήγορη αναζήτηση και αντιπαραβολή μεγάλου όγκου δεδομένων, διευκόλυνση εφαρμογής στατιστικών μεθόδων, αυτόματη πρόσληψη και επεξεργασία δεδομένων. Πολλαπλασιάζει δηλαδή τη δυνατότητα οργανωμένης καταχώρησης, λήψης και συσχετισμού πληροφοριών. Εδώ θα επιχειρήσουμε τη σύντομη παρουσίαση μιας πρόσφατης πρότασης για την ανάπτυξη ενός συστήματος αρχειοθέτησης και ανάλυσης αρχαιολογικών μνημείων, που υποστηρίζεται από τα Ινστιτούτα Πληροφορικής και Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (πρώην Ερευνητικού Κέντρου Κρήτης). Το σύστημα αυτό επιτρέπει την ενιαία, κατά μνημείο, αρχειοθέτηση πληροφοριών υπό μορφή κωδικοποιημένων στοιχείων, κειμένων και εικόνων, με τρόπο που προσφέρει πολύ μεγάλη ευελιξία στην αναζήτηση τους. Έχει ληφθεί ειδική μέριμνα για την υποβοήθηση του χρήστη κατά την κωδικοποίηση, ταξινόμηση και αναζήτηση των μνημείων. Βασικός στόχος είναι η δημιουργία ενός συστήματος που θα μεταφέρεται και θα προσαρμόζεται σε πολλά είδη μνημείων, αποτελώντας μοντέλο για εξειδικευμένες ερευνητικές τράπεζες αρχαιολογικών και ιστορικών δεδομένων. Ως βάση για την ανάπτυξη του συστήματος θα χρησιμεύσει το πειραματικό σύστημα αρχειοθέτησης μικτών εγγραφών "MUSE", που έχει σχεδιαστεί και πραγματοποιηθεί στο Ινστιτούτο Πληροφορικής Κρήτης. Το σύστημα αυτό έχει αναπτυχθεί, εν μέρει, στα πλαίσια των ερευνητικών έργων MULTOS του προγράμματος ESPRIT της ΕΟΚ και GR-offices του προγράμματος Science for Stability του NATO. To MUSE αρχειοθετεί κωδικοποιημένες πληροφορίες, ελεύθερο κείμενο, εικόνα και ήχο ως ενιαίο σύνολο («μικτό έγγραφο»). Επιτρέπει την εύκολη δημιουργία τυπολογίας εγγράφων (στην περίπτωση μας μνημείων) και την αναζήτηση τους βάσει τόσο των κωδικοποιημένων πληροφοριών όσο και τυχαίων λέξεων μέσα στο κείμενο και, στο εγγύς μέλλον, εικόνων, με ερωτήσεις απλές και σύνθετες, συζευτικές ή διαζευκτικές. Έχει επίσης ανοιχτή, κατανεμημένη αρχιτεκτονική, δηλαδή επιτρέπει τη συγκρότηση ενός επεκτάσιμου δικτύου επικοινωνούντων, ανεξάρτητων υπολογιστών, με διάφορες τράπεζες δεδομένων. Την επιστημονική εποπτεία της δημιουργίας του πληροφοριακού μοντέλου και της προσαρμογής του συστήματος "MUSE" έχει ο υπογράφων. Το εγχείρημα κρίθηκε απαραίτητο να αρχίσει από ένα συγκεκριμένο είδος μνημείων,
που πληρούν τους εξής όρους: έχουν πολύπλοκη ιεραρχική δομή, αποτελούν πλήθος αρκετό για στατιστική ανάλυση και έχουν μελετηθεί διεξοδικά, χωρίς όμως τη βοήθεια της πληροφορικής. Σε αυτούς τους όρους ανταποκρίνονται, μεταξύ άλλων, τα βυζαντινά μνημεία και τα ρωμαϊκά πορτραίτα. Όσον αφορά στα βυζαντινά μνημεία, έχει ήδη σχεδιαστεί εικονογραφημένο μηχανογραφικό δελτίο βάσει του MUSE σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών. Εξάλλου, έχει ήδη αρχίσει η ανάλυση και η αρχειοθέτηση ρωμαϊκών πορτραίτων, ως εφαρμογή-πιλότος, με τη συνεργασία της κ. Μαρίας Λαγογιάννη Γεωργακαράκου, δρ. αρχαιολόγου. Βασική επιδίωξη είναι η όσο το δυνατόν αντικειμενική και πλήρης τυπολογική ανάλυση των πορτραίτων. Οι παραδοσιακές περιγραφές πορτραίτων δεν κατορθώνουν να αποκλείσουν πάντοτε τον κίνδυνο υποκειμενικών εκτιμήσεων ούτε να είναι απόλυτα εξαντλητικές οι αδυναμίες αυτές δεν αντισταθμίζονται πλήρως από την παρουσία φωτογραφιών και σχεδίων. Στο υπό ανάπτυξη σύστημα το πορτραίτο διακρίνεται σε περιοχές που αναλύονται σε επιμέρους στοιχεία, τα οποία χαρακτηρίζονται από μονοσήμαντους κωδικοποιημένους όρους («κλειδιά»). Για την τυπολογική του ένταξη κάθε πορτραίτο πρέπει να συγκριθεί με μία σειρά όμοια κωδικοποιημένων προτύπων. Κάθε «κλειδί» έχει διαφορετική, εν γένει, σημασία για τον ορισμό ενός τύπου. Για κάθε πορτραίτο χρησιμοποιούνται 4 ψηφιοποιημένες εικόνες, μία για κάθε όψη, τα χαρακτηριστικά των οποίων κωδικοποιούνται, καταρχήν, κατά το μάλλον ή ήττον εμπειρικά. Όταν θα έχει κωδικοποιηθεί ικανός αριθμός πορτραίτων, θα ακολουθήσει στατιστική αξιολόγηση των «κλειδιών», που αναμένεται να οδηγήσει σε ακριβέστερη επανεκτίμηση τόσο της τιμής όσο και της σημασίας τους. Επειδή αρκετά «κλειδιά» είναι εγγενώς υποκειμενικά, το σύστημα προβλέπεται να στηρίζει την αναλυτική εργασία κατά τρεις τρόπους: α) αναλαμβάνοντας την αυτόματη εκτίμηση ορισμένων κλειδιών, β) υποβοηθώντας το χρήστη στην ομοιόμορφη άσκηση της κρίσης του για την εκτίμηση των υποκειμενικών κλειδιών, γ) προωθώντας τη σύγκλιση των υποκειμενικών εκτιμήσεων με τη συνεχή συλλογή, σύγκριση και σύνθεση της εμπειρίας διαφόρων χρηστών. Η παρουσίαση της πληροφορίας περιλαμβάνει δελτία των αντικειμένων με τα χαρακτηριστικά τους, ψηφιακές εικόνες και σμικρύνσεις των εικόνων για πρόχειρη αντιπαραβολή στην οθόνη. Το σύστημα αναπτύσσεται σε έναν ισχυρό μικρούπολογιστή SUN-3/50 με λειτουργικό σύστημα UNIX 4.3 BSD, διαχωριζόμενη οθόνη μεγάλης ευκρίνειας, δυνατότητα γραφικών απεικονίσεων, πρόσβαση σε μεγάλους δίσκους και συνδεδεμένο με ψηφιοποιητή εικόνων και εκτυπωτή λέηζερ. ΠΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΑΟΣ Επίκουρος Καθηγητής Πληροφορικής Πανεπιστημίου Κρήτης
Αφότου ο άνθρωπος άρχισε να ασχολείται με την παρατήρηση και τη μελέτη της μορφής του εδάφους και των επίγειων δημιουργημάτων του, όπως είναι τα μεγάλα και μικρά τεχνικά έργα του παρόντος και του παρελθόντος, παρουσιάστηκε η ανάγκη της λεπτομερούς απεικόνισης τους υπό κλίμακα, για να είναι δυνατή η αξιοποίηση των πληροφοριών που αυτά παρέχουν από τον ίδιο ή από κάθε τρίτο ενδιαφερόμενο χωρίς τις δεσμεύσεις του χώρου και του χρόνου. Για το σκοπό αυτόν, στα νεότερα χρόνια, αναπτύχθηκαν και δοκιμάστηκαν δύο μέθοδοι απεικόνισης, η επίγεια ή «τοπογραφική αποτύπωση» και πρόσφατα, μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο, η εναέρια μέθοδος ή «φωτογραμμετρία». Η τοπογραφική αποτύπωση συνίσταται στην επιτόπια καταμέτρηση, από κάποιο σύστημα αναφοράς, των διευθύνσεων και αποστάσεων, των διαφόρων χαρακτηριστικών σημείων του προς απεικόνιση αντικειμένου, στη μεταφορά τους κατόπιν, υπό κλίμακα, σε ένα χάρτη και. τέλος, στη σχεδιαστική σύνδεση των σημείων αυτών για την απόδοση της ζητούμενης μορφής. Με τη μέθοδο αυτή δε χρειάζονται πολύ ακριβά μηχανήματα ούτε πολύ προσωπικό, αλλά το αποτέλεσμα, δηλ. ο χάρτης, αν και μεγάλης ακρίβειας, είναι μία προσέγγιση της πραγματικότητας, γιατί περιέχει μόνο τα σημεία που εμείς μετρήσαμε επειδή τα θεωρήσαμε σημαντικά. Η νεότερη μέθοδος, η φωτογραμμετρία, που στηρίζεται στη λήψη αεροφωτογραφιών και στη σύνταξη, στη συνέχεια, ενός χάρτη με όλες τις λεπτομέρειες που υπάρχουν στην αεροφωτογραφία, είναι ασύγκριτη όσον αφορά στην ποσότητα των πληροφοριών, είναι όμως αντιοικονομική, γιατί χρειάζονται ακριβά μηχανήματα, ειδικά αεροπλάνα, ειδικευμένο προσωπικό κ.ά. είναι επίσης ακατάλληλη για μικρές εκτάσεις και μεγάλες κλίμακες. Η αναζήτηση της φθηνής αεροφωτογράφησης από μικρό ύψος, που να δίνει στον ειδικό τη δυνατότητα, ενώ βρίσκεται στο γραφείο του, να περιδιαβάζει τη φωτογραφημένη περιοχή και να έχει παράλληλα στα χέρια του το τοπογραφικό διάγραμμα της, οδήγησε τους ερευνητές σε πειραματισμούς, όπως η φωτογράφηση από αερομοντέλα ή μπαλόνια, που έχουν όμως το μειονέκτημα να μη γνωρίζει ο χειριστής τι ακριβώς φωτογραφίζει, επειδή ο ίδιος δε βρίσκεται στο αεροσκάφος.
Για να επιτευχθεί η οικονομική και πιστή απεικόνιση από μικρό ύψος, είναι δυνατή η χρησιμοποίηση αιωροπτέρου (Delta-Plan) με κινητήρα, που πετά χαμηλά και αργά με μικρό κόστος και με περιορισμένες ανάγκες χώρου απογείωσης-προσγείωσης. Στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιείται μια φωτογραφική μηχανή με μεγάλο φιλμ, όπως η Bronika ή η Hasselblad, αναρτημένη σε ένα σύστημα που εξασφαλίζει την κατακορυφότητά της. Με τον τρόπο αυτό είναι εύκολο να γίνουν οι ορθοφωτογραφίες, που είναι κατάλληλες για μετρήσεις και μπορούν να υποκαταστήσουν το τοπογραφικό διάγραμμα.
Είναι προφανείς οι δυνατότητες της μεθόδου αυτής ειδικά για μικρές εκτάσεις με σύνθετα έργα ή ερείπια τα οποία χρειάζονται πιστή και όχι σχηματική απεικόνιση όλων των λεπτομερειών τους, αλλά και η αξία της στη φωτοερμηνεία (αγροτική οικονομία, περιβάλλον, παρακολούθηση έργων κ.ά.) με φωτογράφηση ή με μαγνητοσκόπηση. Για κάθε οργανισμό που διαθέτει μεγάλη περιουσία γης (λ.χ. για την ΕΤΒΑ που ασχολείται με την ίδρυση και τη λειτουργία βιομηχανικών περιοχών και άλλων τεχνικών έργων και έχει μία περιουσία 50.000 στρεμμάτων) η εφαρμογή αυτού του συστήματος για την απογραφή της και την παράλληλη δημιουργία αρχείου αεροφωτογραφιών θα επέτρεπε την καλύτερη εποπτεία των χώρων, την ακριβή οριοθέτηση τους, την προστασία και την παρακολούθηση τους. Με την αεροφωτογράφηση από μηχανοκίνητο αιωρόπτερο τίθεται σήμερα στη διάθεση της επιστήμης ένα καινούργιο σύστημα οικονομικής και σωστής αεροφωτογράφησης, που είναι πλεονεκτικότερο από τα ως τώρα χρησιμοποιούμενα επίγεια και εναέρια συστήματα, ειδικά για μεγάλες κλίμακες και συνεχή παρακολούθηση. Ν. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Η τεχνολογία, ως «λόγος περί τεχνικής» και ως ειδικός ορίζοντας προσέγγισης της κοινωνίας, χωρίς να είναι νέος, αποτελεί σήμερα ένα ανανεωμένο πεδίο έρευνας για τις κοινωνικές και ανθρωπολογικές επιστήμες. Μερικοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι αποτελεί και ανεξάρτητη επιστημονική περιοχή. Ο συνδυασμός των τριών διαστάσεων της τεχνολογίας, της ιστορικής, της κοινωνικής και οικονομικής και της συστημικής ανάλυσης, δημιουργεί τον κλάδο της πολιτιστικής τεχνολογίας, που προσπαθεί να ορίσει τις σχέσεις τεχνικών συστημάτων και κοινωνικο-πολιτιστικών φαινομένων'. Η προσέγγιση των προϊστορικών κοινωνιών μέσω των τεχνολογιών που αφήνουν υλικά μόνο κατάλοιπα μπορεί βέβαια να θεωρηθεί ταυτολογία. Είναι γνωστό πάντως ότι από τα τεκμήρια των κοινωνιών του προϊστορικού παρελθόντος, τα προϊόντα της «τεχνικής» -κινητά τεχνήματα και εμφανείς ή λανθάνουσες δομές στο χώρο- αποτελούν την κύρια πηγή πληροφοριών, όπου και στηρίζεται η αρχαιολογική ερμηνευτική. Η ανθρωποποίηση ορίζεται αρχαιολογικά με την εμφάνιση των πρώτων τεχνικών αντικειμένων και την ανάδυση της αντιδιαστολής ανάμεσα στο φυσικό κόσμο και στον τεχνικό κόσμο. Η παραδοχή ότι υπάρχει σχέση ομολογίας μεταξύ ανθρώπινης εξέλιξης και τεχνικής εξέλιξης και ότι τα τεχνικά φαινόμενα είναι κατεξοχήν φαινόμενα κοινωνικά και πολιτιστικά, καθιστά επιστημολογικά νόμιμο το πέρασμα από τα υλικά τεκμήρια στην κοινωνία που τα δημιούργησε. Η ιδιαιτερότητα ίσως της έμφασης που δίνουμε στην τεχνική διάσταση των υλικών τεκμηρίων έγκειται στο γεγονός ότι οι τεχνικές, που ορίζονται ως συνδυασμός γνώσεων, διαδικασιών (πράξεις και εγχειρήματα) και μέσων (υλικά και εργαλεία), υλοποιούν τις σχέσεις της κοινωνίας με το περιβάλλον, έχουν συνοχή και συνέπεια και αποτελούν σύστημα'. Οι μεταβολές στα τεχνικά συστήματα αποτυπώνονται και στο υλικό τους τμήμα, το μόνο που είναι αρχαιολογικά προσιτό. Η αποκατάσταση των τεχνικών συστημάτων των κοινωνιών του παρελθόντος, όσο βέβαια επιτρέπουν οι συνθήκες διατήρησης της υλικής τους δομής, πρέπει να βασιστεί στο σύνολο των αρχαιολογικών τεκμηρίων και όχι μόνο σε επιλεγμένα τέχνεργα, όπως π.χ. τα έργα τέχνης, τα διακοσμητικά μοτίβα ή τα τυπικά εργαλεία, που θεωρούνται συνήθως οι ιδανικοί φορείς πολιτιστικού νοήματος. Η αντίληψη αυτή έχει σημαντική επίπτωση τόσο στον τρόπο προσέγγισης των αρχαιολογικών τεκμηρίων όσο και στην ίδια την ανασκαφική μέθοδο και στον τρόπο καταγραφής της αρχαιολογικής πληροφορίας. Η Προϊστορική Τεχνολογία αποδεσμεύεται εν μέρει από την κλασική θέση της στην Ιστορία των Επιστημώνα. Οι κοινωνικές διασυνδέσεις των τεχνικών φαινομένων, που τονίστηκαν ιδιαίτερα με τις εργασίες του G. ChildeV η θέση υποσυστήματος που αποδίδεται στην τεχνολογία από τη συστημική αρχαιολογία'" ή ο καθοριστικός της ρόλος στις παραγωγικές σχέσεις, που τονίζει η μαρξική προσέγγιση,
καθιστά την τεχνολογία ισότιμη με τις άλλες περιοχές έρευνας των πολιτισμών του παρελθόντος. Πρόκειται για τομέα όπου ευδοκιμεί ιδιαίτερα η σύγκλιση της φορμαλιστικής αντίληψης της περιγραφικής αρχαιολογίας και των ερμηνευτικών σχημάτων που προτείνουν οι νέες επιστημονικές περιοχές της προϊστορικής αρχαιολογίας, όπως η εθνοαρχαιολογία4, η οικονομική αρχαιολογία, η αρχαιομετρία και, από το χώρο της ανθρωπολογίας, η πολιτιστική τεχνολογία και οι εθνοεπιστήμες'". Τρεις κύκλοι μαθημάτων με θέμα την Προϊστορική τεχνολογία δόθηκαν στον Αρχαιολογικό Τομέα του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο, βασισμένα στην παραπάνω προβληματική (19851988). Σκοπός ήταν να παρουσιαστούν το σύγχρονο πλαίσιο μελέτης των προϊστορικών τεχνικών και τα θέματα-οδηγοί: τεχνολογία/τεχνική, τεχνολογία/κοινωνία, τεχνολογία/πολιτιστικό μόρφωμα (culture), τεχνολογία/οικονομία, τεχνολογία/χρόνος. Πρωταρχικό θέμα στην προσέγγιση των τεχνικών ήταν ο τρόπος ταξινόμησης τους. Στην αρχαιολογία τα κινητά ευρήματα διαφοροποιούνται από τις δομές στο χώρο και παρουσιάζονται σε χωριστά σύνολα με βάση την πρώτη ύλη και την τυπολογική κατάταξη των διαφόρων υποκατηγοριών (π.χ. κεραμεική, μεταλλικά αντικείμενα, μικρά ευρήματα, διάφορα). Για μια τεχνολογική προσέγγιση όμως είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί ένα ταξινομικό σχήμα διαφορετικής αντίληψης, ένα σχήμα που να επιτρέπει την προσέγγιση τόσο των υλικών τεκμηρίων όσο και του μη υλικού μέρους των τεχνικών -της σχέσης «δράση/ εργαλείο/πρώτη ύλη»-, να επιτρέπει την ανασύσταση τεχνικών διαδικασιών και της συσσωμάτωσης των τεχνικών σε τεχνολογικά συστήματα, κοινωνικοπολιτιστικά καθορισμένα. Για την ταξινόμηση των τεχνικών, χρησιμοποιήθηκε το λογικό πλαίσιο ταξινόμησης που προτάθηκε από τον André Leroi-Gourhan στο κλασικό δίτομο έργο του Evolution et techniques'. Η ιδιαιτερότητα του έγκειται στο γεγονός ότι οι τεχνικές παρουσιάζονται από την υλική τους πλευρά και ομαδοποιούνται σε τρία λογικά σύνολα, τεχνικές κατασκευής, τεχνικές πρόσκτησης, τεχνικές κατανάλωσης, σύνολα που βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση. Το σχήμα θέτει ως αρχή ότι οι πρώτες ύλες προκαθορίζουν τις τεχνικές. Ο άνθρωπος διαθέτει τα στοιχειώδη μέσα επέμβασης στην ύλη και κατασκευάζει τέχνεργα που διευκολύνουν την πρόσκτηση υλικών και προϊόντων Η κατανάλωση τους εξασφαλίζει τη συντήρηση, τη διατροφή και άνεση του'. Η εφαρμογή του ταξινομικού αυτού σχήματος των τεχνικών έγινε σε τρεις κατευθύνσεις: 1. Παραλληλισμός των τεχνολογικών συστημάτων και των τεχνικών πρόσκτησης και κατανάλωσης με τις χρονολογικές υποδιαιρέσεις της προϊστορίας «Παλαιολιθική», «Νεολιθική». 2. Αναλυτική παρουσίαση ενός τεχνικού συστήματος: «Τεχνικές του λαξεμένου λίθου».
3. Σε σεμινάρια παρουσιάστηκαν, ενταγμένες σε «θέματα Προϊστορικής Τεχνολογίας» και «Οικονομικής Αρχαιολογίας», οι τεχνικές κατασκευής, οι τεχνικές πρόσκτησης και οι τεχνικές κατανάλωσης και ο βαθμός τεκμηρίωσης τους στους ελλαδικούς προϊστορικούς οικισμούς της παλαιολιθικής και νεολιθικής εποχής. Έχουν προγραμματιστεί δύο ακόμη κύκλοι μαθημάτων στην ίδια προοπτική: αναλυτική παρουσίαση των τεχνικών κατασκευής των σταθερών πρώτων υλών της μικρής πυκνότητας (οστό, κέρατο) τεχνικές κατασκευής των ημιπλαστικών και πλαστικών πρώτων υλών (μεταλλουργία, κεραμεική) και οι διασυνδέσεις με το θέμα της ανάδυσης της τεχνικής εξειδίκευσης και των λεγόμενων πρωτοβιοτεχνικών κοινωνικών οργανώσεων που χαρακτηρίζουν τις χαλκολιθικές κοινωνίες και τις κοινωνίες της αρχόμενης χαλκοκρατίας. 1. Haudricourt Α.-G. "La Technologie science humaine". Recherches d'Histoire et d'Ethnologie des Techniques. Paris. Ed. de la Maison des Sciences de l'Homme, 1987. 2. Lemonier P.. "L'étude des systèmes techniques. Une urgence en technologie culturelle. Technique et Culture 1 (1983): 11-20. 3. Singer C.J. et al., A History of Technology. Oxford. Claderon Press. 1954-1958. 5 vol. 4. Trigger Β., Gordon Childe. Revolutions in Archaeology. New York. Columbia Univ. Press. 1980. 5. Σορδίνας A . «H ιστορία των προβιομηχανικών τεχνικών στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο». Κέρκυρα. Γεχνολογια 1 (1987): 7.
ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΥΓΕΝΙΔΟΥ Το Ίδρυμα Ευγενίδου κατέχει μία ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα κοινωφελή ιδρύματα της χώρας. Αυτό οφείλεται στις πολύπλευρες δραστηριότητες του, που επεκτείνονται από την παρουσίαση πολυδιάστατων επιμορφωτικών παραστάσεων μέχρι την παροχή υποτροφιών, την έκδοση βιβλίων και τη φιλοξενία διεθνών συνεδρίων. Εκτός από την επιστημονική βιβλιοθήκη του, μία από τις πληρέστερες στο είδος της, το Ίδρυμα Ευγενίδου διαθέτει επίσης και το μοναδικό στην Ελλάδα Πλανητάριο, ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης. Το Ίδρυμα Ευγενίδου δημιουργήθηκε το 1956 με κληροδότημα του εφοπλιστή Ευγένιου Ευγενίδη. Αμέσως μετά τη σύσταση του το Ίδρυμα συγκέντρωσε την προσοχή του στην κάλυψη των αναγκών της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την παροχή πληροφοριών για τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Κρίθηκε ότι η επίτευξη των σκοπών αυτών έπρεπε να επιδιωχθεί με συγκεκριμένα μέσα. Τα μέσα αυτά διαμορφώθηκαν προοδευτικά στα χρόνια που μεσολάβησαν και σήμερα καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα υπηρεσιών και δραστηριοτήτων. Το Ίδρυμα Ευγενίδου στεγάζει όλα τα τμήματα του στο ιδιόκτητο κτιριακό συγκρότημα που διαθέτει. Ξεχωριστή θέση στο συγκρότημα αυτό κατέχει το Πλανητάριο με την ιδιάζουσα αρχιτεκτονική του. Τα κτίρια του Ιδρύματος θεμελιώθηκαν το 1961 και η κατασκευή τους ολοκληρώθηκε το 1966, οπότε και άρχισε η κανονική λειτουργία όλων των τμημάτων.
Πλανητάριο Ένα από τα πιο ενεργά στον εκπαιδευτικό τομέα τμήματα του Ιδρύματος Ευγενίδου είναι το Πλανητάριο, το οποίο, λόγω της ιδιαιτερότητας των δραστηριοτήτων του, βρίσκεται σε καθημερινή επαφή με το μαθητικό κόσμο της χώρας. Μέσα στην ειδική θολωτή αίθουσα προβολών είναι εγκατεστημένη η πολύπλοκη συσκευή «Πλανηταριακός Προβολέας», που έχει κατασκευαστεί από τη διεθνούς φήμης εταιρεία οπτικών Carl Zeiss, και έχει τη δυνατότητα να αναπαριστά στο θόλο του Πλανηταρίου μεγάλο αριθμό ουράνιων φαινομένων. Με τη βοήθεια δεκάδων προβολέων ο θόλος-οθόνη καλύπτεται με άστρα, αστερισμούς, γαλαξίες, νεφελώματα και πλανήτες. Οι κινήσεις των ουράνιων σωμάτων και η εξέλιξη των διαφόρων διαστημικών φαινομένων αναπαριστάνονται όπως ακριβώς συμβαίνουν στο σύμπαν. Ταυτόχρονα, η ειδικά διασκευασμένη αφήγηση, πλαισιωμένη με την κατάλληλη μουσική, ξεναγεί τους θεατές στα μυστήρια της φύσης. ' Όλα τα προγράμματα που προβάλλονται παράγονται στο Πλανητάριο από ειδικό επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό. Το περιεχόμενο τους διαφοροποιείται ανάλογα με την ηλικία των θεατών στους οποίους απευθύνονται. Στη διάρκεια του σχολικού έτους γίνονται καθημερινές προβολές για τους μαθητές των δημόσιων σχολείων, των γυμνασίων και των λυκείων, ενώ οι προβολές των Κυριακών είναι αποκλειστικά αφιερωμένες στο γενικό κοινό και σε εξωσχολικές ομάδες επισκεπτών. Πε-
ρισσότεροι από 100 χιλιάδες μαθητές παρακολουθούν δωρεάν κάθε χρόνο τις προβολές του Πλανηταρίου. Παράλληλα με τις προβολές των προγραμμάτων του Πλανηταρίου γίνονται στην ειδική αίθουσα βιντεοράματος εκπαιδευτικές βιντεοπροβολές. Τα προγράμματα, που προβάλλονται διανθισμένα με ψυχαγωγικά θέματα, καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα επιστημονικών θεμάτων. Επιστημονική και τεχνική βιβλιοθήκη Η βιβλιοθήκη του Ιδρύματος περιέχει μια πλούσια συλλογή βιβλίων και περιοδικών σε τέσσερις γλώσσες (ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά), που καλύπτουν θέματα των θεματικών και φυσικών επιστημών, της τεχνολογίας και της πληροφορικής. Διαθέτει επίσης βιβλία ελληνικής ιστορίας, λογοτεχνίας και τέχνης. Σκοπός της βιβλιοθήκης είναι να βοηθήσει την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση
της χώρας, προσφέροντας στους σπουδαστές των τεχνικών σχολών και στους φοιτητές των πανεπιστημίων και του Πολυτεχνείου τα κατάλληλα βοηθήματα στις σπουδές τους. Επιδιώκει επίσης να δώσει στους επιστήμονες τη δυνατότητα ενημέρωσης στις τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις και να εξυπηρετεί τους συγγραφείς των βιβλίων του Ιδρύματος. Η βιβλιοθήκη διαθέτει περισσότερα από 20.000 βιβλία και διαρκώς εμπλουτίζεται με νεότερες εκδόσεις. Εκθέματα φυσικής και μηχανικής Το Ίδρυμα Ευγενίδου διαθέτει μία εκτεταμένη συλλογή πειραματικών συσκευών φυσικής, που καλύπτουν όλους τους κλάδους της και τους βασικούς νόμους τους. Κάθε συσκευή είναι μελετημένη ώστε να αποδεικνύει ένα συγκεκριμένο νόμο με τον απλούστερο δυνατό τρόπο και να μπορεί να τη χειριστεί με ασφάλεια ο επισκέπτης. Υπάρχουν περισσότερες από 150 διατάξεις πειραμάτων που
αναφέρονται μεταξύ άλλων στη γενική μηχανική, στη ρευστομηχανική και στη θερμότητα. Ως πρότυπο για την κατασκευή και την τοποθέτηση τους χρησιμοποιήθηκε το φημισμένο μουσείο Deutsches Museum του Μονάχου. Υπάρχουν επιπλέον εκθέματα εφαρμογών στη φυσική, όπως π.χ. μηχανές εσωτερικής και εξωτερικής καύσης, τουρμπινογεννήτριες, τηλεφωνικά συστήματα, ηλεκτρολογικό υλικό και εποπτικοί πίνακες. Εκδοτικό τμήμα Το Ευγενίδειο Ίδρυμα, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, εκδίδει τα επίσημα διδακτικά βιβλία των τεχνικών και επαγγελματικών Λυκείων του κράτους, καθώς και των Δημοσίων Σχολών Πλοιάρχων και Μηχανικών του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. Οι εκδοτικές δραστηριότητες του άρχισαν το 1956 και σήμερα εκδίδονται κάθε χρόνο 1,5 εκατομμύριο βιβλία, που επιχορηγούνται από το Ίδρυμα και διατίθενται από το κράτος. Η συγγραφή των βιβλίων με βάση τα εκάστοτε ισχύοντα αναλυτικά προγράμματα διδασκαλίας του Υπουργείου Παιδείας ανατίθεται σε ειδικούς επιστήμονες. Τα βιβλία του Ιδρύματος βοηθούν από το 1957 τους μαθητές και τους καθηγητές των τεχνικών σχολών, παρέχοντας διδακτέα ύλη σε ενιαία μορφή, και συντελούν στην ανύψωση του επιπέδου απόδοσης των σχολών.
Αμφιθέατρο και αίθουσες διαλέξεων Στο Ίδρυμα υπάρχουν κατάλληλοι χώροι και εγκαταστάσεις για την οργάνωση συνεδρίων, διαλέξεων και ομιλιών. Το κύριο αμφιθέατρο έχει χωρητικότητα 430 ατόμων και έχει κατασκευαστεί ειδικά για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σύγχρονης οργάνωσης συνεδρίων. Υπάρχουν μικροφωνικές εγκαταστάσεις και σύστημα ταυτόχρονης μετάφρασης σε 4 γλώσσες. Εκτός από το κύριο αμφιθέατρο υπάρχει και αίθουσα διαλέξεων 160 θέσεων με ιδιαίτερα μηχανήματα κινηματογράφου και άλλων οπτικών προβολών. Πρόσφατα οι εκπαιδευτικές προβολές περιέλαβαν και τη χρήση βιντεοπροβολικών συστημάτων, εμπλουτίζοντας έτσι τα διαθέσιμα οπτικοακουστικά μέσα. Υποτροφίες Η πρόσφατη χορήγηση ενός εκατομμυρίου δολαρίων για υποτροφίες σε φοιτητές του Πολυτεχνείου αποτελεί συνέχιση του συστήματος παροχής υποτροφιών σε απόφοιτους τεχνολόγους και μηχανολόγους, που είχε εγκαινιάσει ο ιδρυτής του Ευγένιος Ευγενίδης. Οι υποτροφίες έχουν ενταχθεί σε ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα σύμφωνα με το οποίο οι αξιολογότεροι φοιτητές επιλέγονται κάθε χρόνο για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό. Η διάρκεια των υποτροφιών, που καλύπτουν τα έξοδα σπουδών και διαβίωσης, κυμαίνεται μεταξύ 2 και 3 ετών, ανάλογα με την ειδικότητα.
Εδώ και μερικά χρόνια λειτουργεί στην Αθήνα (Γενναδίου 2Β, Κολωνάκι) το Καναδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, που ιδρύθηκε και κατοχυρώθηκε νομικά στον Καναδά, το 1974. Στην Ελλάδα προσέλαβε την ιδιότητα της «Ξένης Αρχαιολογικής Σχολής» από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο του Υπουργείου Πολιτισμού. Οικονομικά, διοικητικά και προγραμματικά θέματα του Ινστιτούτου (ΚΑΙ) κατευθύνονται, σύμφωνα και με τους όρους του καταστατικού, από το Καναδικό Μεσογειακό Ινστιτούτο (ΚΜΙ), ένα μη κερδοσκοπικό οργανισμό, με έδρα την Οττάβα (Καναδάς). Μέσω του ΚΜΙ, που έχει αποδεχτεί την οικονομική και διοικητική ευθύνη και των δύο άλλων ινστιτούτων που βρίσκονται στην Ιταλία και την Αίγυπτο, το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας υποστηρίζεται ενεργά από το Συμβούλιο Κοινωνικών Επιστημών και Έρευνας του Καναδά, το Καναδικό Συμβούλιο, το Υπουργείο Εξωτερικών του Καναδά, από ιδιώτες και επιχειρήσεις και, τέλος, από πολλά καναδικά πανεπιστήμια και δημόσιους οργανισμούς. Το ΚΑΙ εξασφαλίζει κατά βάση τις αναγκαίες προϋποθέσεις στους Καναδούς που σπουδάζουν, διεξάγουν έρευνες ή πολιτιστικά προγράμματα στην Ελλάδα και συνεπικουρεί Έλληνες επιστήμονες και καλλιτέχνες με ανάλογες επιδιώξεις στον Καναδά. Ένας από τους κατεξοχήν στόχους του Ινστιτούτου είναι η προώθηση και διεξαγωγή ερευνών στον τομέα της αρχαιολογίας και των συναφών επιστημονικών κλάδων. Τοπογραφικές μελέτες και ανασκαφικές εργασίες από Καναδούς ερευνητές διενεργούνται με άδειες του Υπουργείου Πολιτισμού, που χορηγούνται μέσω του Ινστιτούτου. Οι στόχοι του επεκτείνονται στην οργάνωση συνεδρίων, σεμιναρίων και ομιλιών, σε καλλιέργεια σχέσεων με τις άλλες ξένες αρχαιολογικές σχολές και ινστιτούτα στην Ελλάδα και συναφή ελληνικά ιδρύματα, σε χορήγηση βοήθειας σε ανώτερα και ανώτατα καναδικά εκπαιδευτικά ιδρύματα που σχεδιάζουν ομαδικές μελέτες και περιοδείες στην Ελλάδα, εξασφαλίζοντας πρόσβαση σε βιβλιοθήκες, αρχεία, μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Αναλαμβάνει επίσης τη διοργάνωση εκθέσεων ή άλλων πολιτιστικών εκδηλώσεων, με στόχο την προώθηση της πολιτιστικής παράδοσης του Καναδά στην Ελλάδα και της Ελλάδας στον Καναδά. Παράλληλα, δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στην κατάρτιση μιας βιβλιοθήκης για χρήση τόσο των μελών όσο και του κοινού γενικότερα, με ιδιαίτερη έμφαση σε ένα τμήμα με βιβλία που δεν υπάρχουν σε άλλες βιβλιοθήκες της Αθήνας. Με το πνεύμα αυτό συγκροτήθηκε μια «εξειδικευμένη συλλογή», που αποτελεί ένα συνεχώς αυξανόμενο κομμάτι του όγκου της βιβλιοθήκης του ΚΑΙ, με αρχαιολογικό, ιστορικό ή παρεμφερούς περιεχομένου υλικό. Η συλλογή αυτή που μπορεί να χαρακτηριστεί ανθρωπολογική και εθνοαρχαιολογική, επειδή περιλαμβάνει θέματα και τίτλους που αφορούν στην Ελλάδα και το μεσογειακό χώρο γενικότερα, άρχισε να καταρτίζεται από το 1983, ύστερα από τη διαπίστωση ότι καμιά από τις βιβλιοθήκες των ξένων τουλάχιστον αρ-
χαιολογικών σχολών δε διέθετε (ή ίσως δεν κάλυπτε) υλικό με εθνογραφικό, εθνοαρχαιολογικό, ανθρωπολογικό ή κοινωνιολογικό-ανθρωπολογικό περιεχόμενο. Εξάλλου, μολονότι η σύσταση της βιβλιοθήκης συμμορφώθηκε κατά βάση προς το πνεύμα μιας ευρύτερης ερευνητικής συλλογής, αποφεύχθηκαν οι επαναλήψεις ή και οι συναγωνισμοί με τις καθιερωμένες αρχαιολογικές βιβλιοθήκες, οι οποίες διαθέτουν πλούσιο και συνεχώς αυξανόμενο υλικό με έργα που αφορούν στις ανασκαφικές έρευνες και την αρχαιολογία. Με αυτά τα δεδομένα, αλλά και χωρίς να παροραθούν οι βασικοί όροι του καταστατικού του Ινστιτούτου ως προς «την προώθηση από Καναδούς επιστήμονες των ερευνών γύρω από την Ελλάδα και τον πολιτισμό της (αρχαίο, μεσαιωνικό ή νεότερο!)», άρχισε η συγκρότηση της συλλογής με έργα και δημοσιεύσεις που εξετάζουν, προβληματίζονται ή αναλύουν μορφές του πολιτισμού και της ζωής στη νεότερη Ελλάδα. Τρεις είναι οι κατηγορίες ή οι ευρύτεροι τομείς στους οποίους στράφηκε η «συλλεκτική» προσπάθεια: 1. Εθνογραφία. Ο όρος αντιμετωπίστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση αρκετά «χαλαρά», με αντικείμενα το χειροπιαστό/χειροποίητο πολιτιστικό προϊόν της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας: πραγματείες και άρθρα γύρω από υφάσματα και υφαντική τέχνη, κεραμεική, ξυλοτεχνία, μεταλλοτεχνία κ.ά. Δειγματοληπτικά αναφέρονται: 7α επαγγέλματα του χθες (Πατέλλη), Το Κρητικό σπίτι (Βασιλάδι), ή ερμηνευτικές μελέτες, όπως: Regional variations in Modern Greece & Cyprus: Towards a perspective on the Ethnography of Greece (Dimen & Friedl). 2. Εθνοαρχαιολογία. Πρόκειται για έναν τομέα που αξιοποιείται όλο και περισσότερο από τους αρχαιολόγους που κάνουν χρήση της εθνογραφικής πληροφορίας για λόγους ερμηνευτικούς -κατ' αναλογία- ενός αρχαίου πολιτιστικού συνόλου. Ως «νέος» υποτομέας της αρχαιολογίας, η εθνοαρχαιολογία είναι εκείνη που αφενός δανείζει το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται, ερμηνεύονται ή «μεταφράζονται» τα αρχαιολογικά δεδομένα και αφετέρου αναζητεί η ίδια κάποια σημασία μέσα στα αρχαιολογικά δεδομέ-
να, στο επίπεδο, κατ' επέκταση, της αναλογίας. Δεν είναι πλέον σπάνιο φαινόμενο ότι σε πολλές ανασκαφικές έρευνες συμπεριλαμβάνονται έρευνες που αφορούν στις σύγχρονες κοινότητες ή το δεδομένο περιβαλλοντολογικό υπόβαθρο. Μία από τις πρώτες εργασίες που έγιναν στην Ελλάδα σε αυτά τα πλαίσια ήταν η έρευνα του S. Aschenbrenner και της ομάδας του στη Μεσσηνία ("A Contemporary Community" στο έργο The Minnesota Messenia Expedition. Reconstructing a Bronze Age Environment). Αναζητήθηκαν, σύμφωνα με τον εθνοαρχαιολογικό ορισμό, τα εθνογραφικά παράλληλα στην ερμηνευτική του αρχαιολογικού υλικού. Αναζητήθηκαν αντικείμενα ή «τεχνοκατασκευάσμα-τα» που χρησιμοποιήθηκαν ενδεχομένως ακριβώς όπως τα παλαιά κατάλοιπα (π.χ. λιθοθρίπτες καρπών). 3. Ανθρωπολογία και Κοινωνική Ανθρωπολογία. Μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο το ερευνητικό έργο των ανθρωπολόγων και των κοινωνιολόγων γύρω από την Ελλάδα, παρ' ότι αποσκοπεί στην περιγραφική και ερμηνευτική θεώρηση των θεσμών και των τρόπων ζωής στη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα, μπορεί να διαφωτίσει σημαντικά πολιτιστικές μορφές του παρελθόντος. Τέτοιες προσεγγίσεις αναφαίνονται π.χ. στα βιβλία των du Boulay, J. (Portrait of a Greek Mountain Village), Friedl, E. (Vasilika. A Village in Modern Greece) ή στη μελέτη του J. Davis (People of the Mediterranean), όπου η παρουσίαση της Ελλάδας γίνεται μέσα από την τοποθέτηση της και την ένταξη της στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο. Η σχετική έρευνα κατέδειξε ότι δημοσιεύσεις γι' αυτούς τους τομείς αντιπροσωπεύονται ελάχιστα ή ελλιπώς στις αρχαιολογικές βιβλιοθήκες (τουλάχιστον όταν το ΚΑΙ ανέλαβε την προσπάθεια). Σήμερα η συλλογή του ΚΑΙ περιλαμβάνει πάνω από 300 δημοσιεύσεις και ένα σημαντικό αριθμό άρθρων (ανατύπων) διαφόρων ερευνητών, που εντάσσονται στις τρεις κατηγορίες που αναφέρθηκαν. Είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας ότι το 70% του αναγνωστικού κοινού της βιβλιοθήκης του ΚΑΙ κάνει συστηματική χρήση της συλλογής. Η βιβλιογραφική ενημέρωση για το νέο υλικό της βιβλιοθήκης γίνεται με δελτίο που καταρτίζεται δύο ή τρεις φορές το χρόνο. Σε συνδυασμό με τη συλλεκτική αυτή προσπάθεια οργανώνονται ανεπίσημες συναντήσεις και διαλέξεις από ειδικούς ή από μεταπτυχιακούς φοιτητές για έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη. Άμεσος στόχος του ΚΑΙ είναι η μηχανογράφηση του βιβλιογραφικού υλικού σύμφωνα με μια εξειδικευμένη ταξινόμηση, η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να διαιρεθεί σε «υποτομείς» κατηγοριών - με συναφείς στην κάθε κατηγορία τίτλους. Απώτερος στόχος του είναι η συγκρότηση μιας ταινιοθήκης με εθνογραφικό και εθνοαρχαιολογικό περιεχόμενο, μια κατεύθυνση που θα διασταυρώσει πιθανώς τις «απόψεις» ή και «ερμηνείες» θεωρητικών και παραστατικών γύρω από τους τομείς που ενδιαφέρουν τη συλλογή. ΜΑΡΙΑ ΔΟΓΚΑ-ΤΟΛΗ Αρχαιολόγος
Το Μορφωτικό Ινστιτούτο της ΑΤΕ ιδρύθηκε επίσημα το 1986, με έδρα το σπίτι του Αλέξανδρου Παπαναστασίου (εμπνευστής και ιδρυτής της ΑΤΕ) στην Εκάλη. Ο σκοπός για τον οποίο ιδρύθηκε το ΜΙΑΤΕ είναι η προώθηση της επιστημονικής έρευνας πάνω σε προβλήματα που αφορούν στη σύγχρονη ελληνική οικονομική και κοινωνική ιστορία και την ελληνική πραγματικότητα, καθώς και η διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων για την προαγωγή των Γραμμάτων και των Τεχνών επίσης, η έκδοση πρωτότυπων και μεταφρασμένων επιστημονικών μελετών υψηλής εκλαΐκευσης με προορισμό το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Τμήμα, επίσης, του Μορφωτικού Ινστιτούτου αποτελεί το Ιστορικό Αρχείο της Τράπεζας, που δημιουργείται για να αποτελέσει πηγή της ιστορίας της ΑΤΕ και της ιστορίας εν γένει του αγροτικού προβλήματος στη χώρα μας. Εκτός από το Ιστορικό Αρχείο, οι άλλοι τομείς δραστηριότητας του Μορφωτικού Ινστιτούτου είναι οι εξής: Τομέας Γραμμάτων και Τεχνών, Τομέας Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας. Τομέας Πολιτικής Οικονομίας και Τομέας Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Μελετών. Το έργο του Μορφωτικού Ινστιτούτου μέχρι σήμερα είναι: α) Εκδόσεις 1 ) «Το Αρχοντικό της ΑΤΕ», με κείμενο του καθηγητή Χρ. Χρήστου (1985). 2) Φυλλάδιο για το Γιάννη Ρίτσο, με κείμενο της Χρ. Προκοπάκη (1985). 3) Χρονολόγιο για τον Αλ. Παπαναστασίου της Ελ. Σμαραγδή (1986). 4) «Μελέτες, Λόγοι, Άρθρα», του Αλ. Παπαναστασίου (ανατύπωση) (1987). 5) Κατάλογος έκθεσης «Σελίδες από την Ιστορία της ΑΤΕ» (1989). β) Πρωτότυπες μελέτες υπό έκδοση 1 ) «Βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας», των Γ. Παναγόπουλου, Κ. Ντόκου. 2) «Η δυναμική του αγροτικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», του Λ. Καλλιβρετάκη. 3) «Μερικά προβλήματα πάνω στη στρατηγική της ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο», των Δ. Ιωάννου, Ν. Μαραβέγια, Γ. Παπακωνσταντίνου, Μ. Τσουλουβή. 4) «Nelly's» Λεύκωμα φωτογραφιών με την καλλιτεχνική επιμέλεια του Δίον. Φωτόπουλου και κείμενα των 'Αλκή Ξανθάκη και Ευρυδίκης Trichon-Μιλσανή. 5) «Η αγροτική ζωή στην τέχνη», με κείμενο Χρ. Χρήστου. γ) Μεταφράσεις υπό έκδοση 1 ) «Υλικός πολιτισμός, οικονομία και καπιτα λισμός», του F. Braudel (3 τόμοι). 2) «Η Γαλλική Επανάσταση», του ΑΙ. Soboul. 3) «Η Θεσσαλία», του M. Sivingnon. 4) «Μύηση στην ορολογία και στους σύγχρονους οικονομικούς μηχανισμούς», του J. Bouvier. 5) «Οικονομική ανάπτυξη της ΑνατολικοΚεντρικής Ευρώπης κατά τον 19ο και 20ό αιώνα», των Ranki Berend.
6) «Δοκίμια Ερμηνευτικής», του R. Riceour. 7) «Διάνοια, Εαυτός και Κοινωνία», του G.H. Mead. 8) «Η μακρά επανάσταση», του R. Williams. δ) Πρωτότυπες επιστημονικές μελέτες που διεξάγονται με χρηματοδότηση του ΜΙΑΤΕ 1) «Εκχρηματισμός του αγροτικού χώρου μέσω των εμποροπανηγύρεων (19ος -20ός αιώνας), της Ευαγ. Βουτσοπούλου. 2) «Αγροτική παραγωγή και εκβιομηχάνιση (19ος - 20ός αιώνας)», της Χρ. Αγριαντώνη. 3) «Η πολιτική προσωπικότητα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου», του Σ. Μαρκέτου. 4) «Ο κύκλος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και η ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών στην Ελλάδα», του Αλ. Αν. Κύρτση. 5) «Τα μικρά εγγειοβελτιωτικά έργα στον Ελλαδικό χώρο (1833-1940)», της Ελένης Καλαφάτη. 6) «Τα εγγειοβελτιωτικά έργα στη Βόρειο Ελλάδα στο μεσοπόλεμο», του Παν. Σπανίδη. 7) «Η εγκατάσταση στον αγροτικό χώρο των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής», του Γ. Μπαφούνη. 8) «Επαναπροσδιορισμός των σχέσεων αρχαίας και νέας ελληνικής», του Χρ. Δάλκου. 9) «Τοπικισμός και κοινωνική ένταξη: Ο ρόλος των εθνικοτοπικών συλλόγων και των δημόσιων χώρων συναναστροφής στη διαδικασία ένταξης των αγροτών στη ζωή της μεγαλούπολης», των Γ. Τσιάκαλου, Ζ. Τσιάκαλου. 10) «Κοινωνική αλλαγή και σχέση των αγροτών με το χρήμα», των Κ. Ναυρίδη, Ι. Αρχοντάκη. Κ. Δοξιάδη. 11) «Η Ελληνική κινηματογραφία», του θ. Ρεντζή. 12) Μονογραφία για τη ζωή και το έργο του Στρατή Τσίρκα, της Χρ. Προκοπάκη. 13) «Η περιοχή του Ζαγορίου Ηπείρου κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας», του Γ. Παπαγεωργίου. 14) «Αγροτικές προσφυγικές εγκαταστάσεις στη Μακεδονία (Κιλκίς, Δράμα, Σέρρες και Καβάλα)», του Ν. Παπαμίχου και ομάδας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 15) «Το αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα ως την ίδρυση της ΑΤΕ», του Ν. Λάππα. 16) «Ο τρόπος ένταξης της Ελλάδος στο διεθνές οικονομικό σύστημα», των Σ. Αντωνοπούλου. Ηλ. Ιωακείμογλου, Γ. Μηλιού, Γ Πολιτάκη. 17) «Κοινωνική δομή και πολιτική συγκρότηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στη μεταπολεμική περίοδο», των Ν. Γεωργαράκη, Μ. Σπουρδαλάκη, Δ. Χαραλάμπη. 18) «Ο ρόλος της αγοράς εργασίας στη μεταπολεμική ανάπτυξη της Ελλάδος», των Δ. Ιωάννου. Χ. Ιωάννου, Χ. Φραγκούλη. 19) «Αγροτικά κέντρα στήριξης τοπικής ανάπτυξης», των Λ. θεοχάρη, Γ. Κοτίνη.
20) «Ο κοινοτισμός ως νεώτερη θεωρία και πράξη», των Β. Βουτσάκη, Κ. Λιβιεράτου, Λ Κλαδιού. Β. Ξυδιά, Σ. Μπενετάτου, Ξ. Παπαρηγόπουλου. 21) «Αξίες και στάσεις των αγροτών μέσα στον επαρχιακό τύπο», του Ν. Δεμερτζή. 22) «Γλώσσα και κοινωνικές συνθήκες. Πολυπαραγοντικά μοντέλα του τομέα εργασίας / ελεύθερου χρόνου», της Αλ. Καλομοίρη.
23) «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Αλεξάνδρειας (1900-1950). Μία έκφραση του παροικιακού Ελληνισμού», του Δ. Δασκαλόπουλου. 24) «Το Νεοελληνικό Θέατρο (1700-1980)». του Δ. Σπάθη. 25) «Η Ελληνική ζωγραφική μετά το 1940», του Χ. Καμπουρίδη.
Ποικιλία προσεγγίσεων, «αναγνώσεων», διαπιστώσεων... Q έξι ομάδες ειδικών, που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του Κοινωφελούς Ιδρύματος της ΕΤΒΑ καταθέτοντας τη μαρτυρία τους, συζήτησαν και αναζήτησαν τις κοινές παραμέτρους των ερευνητικών αφετηριών τους, τα κοινά αιτήματα της προβληματικής τους, κάποια πρώτα κοινά συμπεράσματα. Αφετηρίες, αιτήματα και συμπεράσματα που θα μπορούν να οριοθετήσουν και να συντονίσουν μια επιστημονική κοινότητα, μια νέα, διεπιστημονική αναζήτηση. Η ατμόσφαιρα των συζητήσεων και των διαλειμμάτων, η πορεία των εργασιών μέσα από τις διαφορές των θεμάτων, των θεωρητικών απόψεων και εμπειριών, τις επιμέρους επιτεύξεις αλλά και τις γενικότερες αβεβαιότητες, εξέφραζαν την αναζήτηση αυτή του κοινού χώρου έργου, εργαλείων και στόχου. Πέτυχαν να τα δημιουργήσουν -πρόσκαιρα έστω- σε επίπεδο ήθους, ύφους και ποιότητας διαλόγου. Από το Τριήμερο Εργασίας έμεινε σε όλους η ευεξία της γόνιμης επικοινωνίας, της συμφωνίας για τη σημασία των παράλληλων επιδιώξεων - η αίσθηση της ανάγκης να συνεχιστούν οι προσπάθειες αποτελεσματικότερα. Το Τριήμερο Εργασίας οργανώθηκε στην Πάτρα (21-23 Οκτωβρίου 1988) από το Κοινωφελές Ίδρυμα σε συνεργασία με τη Νομαρχία Αρκαδίας. Την οργανωτική ευθύνη είχε το Ίδρυμα (Ασπ. Λούβη), την επιστημονική μια Ομάδα Εργασίας από τους κ.κ. Χρ. Αγριαντώνη, ιστορικό (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών), Λευτ. Παπαγιαννάκη, επίκουρο καθηγητή (Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο). Αύγ. Σορδίνα, καθηγητή (Ιόνιο Πανεπιστήμιο), και Στ. Παπαδόπουλο (Κοινωφελές Ίδρυμα ΕΤΒΑ). Οι συνεδρίες πραγματοποιήθηκαν στην Αίθουσα Συνεδρίων του εργοστασίου της Αχάια Clauss, έξω από την Πάτρα. Η άψογη οργάνωση, η ακρίβεια εκτέλεσης του προγράμματος, η φιλόξενη διάθεση της Αχάια Clauss και η ζεστή φιλική ατμόσφαιρα, που επικράτησε σε όλο το Τριήμερο, δημιούργησαν άριστες συνθήκες δουλειάς, που υπήρξε υπερεντατική και, κατά κοινή ομολογία, γόνιμη. Τα πρακτικά του Τριημέρου, που έχουν συγκεντρωθεί και θα εκδοθούν μέσα στο χρόνο, πιστεύουμε ότι θα το τεκμηριώσουν. Το Τριήμερο Εργασίας ήταν η πρώτη επιστημονική συνάντηση Ελλήνων ειδικών που είχε ως θέμα της την ιστορία των τεχνικών
στο νεοελληνικό χώρο. Από την άποψη αυτή αποτελεί σταθμό: εκφράζονται οι ευαισθητοποιήσεις, συνειδητοποιούνται οι ανάγκες, διερευνώνται οι πρακτικές, αναθεωρούνται οι επιμέρους θεωρητικές τοποθετήσεις, υποδομούνται νέοι σταθμοί, αυτοί που κατεξοχήν μπορούν να ανταποκριθούν στην επιτακτική ανάγκη εκσυγχρονισμού που επιτάσσει η εποχή μας. Προετοιμάζεται ήδη το Β' Τριήμερο Εργασίας για το 1990 θεμελιώνεται έτσι ένας διετής θεσμός συναντήσεων, ευκαιρία απολογισμών και σχεδιασμών (βλ. σελ. 34). Το Τριήμερο Εργασίας ήταν επίσης μία ευκαιρία για να δοκιμαστεί, κριθεί και επιτύχει ένας νέος τύπος συναντήσεων. Αποκλείστηκαν οι μεμονωμένες ανακοινώσεις (αναγνώσεις ανατύπων), κοινοποιήθηκαν τα πορίσματα ομάδων που εργάστηκαν σε επιμέρους τομείς και αυτά συζητήθηκαν με τους άλλους ειδικούς που είχαν παράλληλα μεν ενδιαφέροντα, κοινά όμως ερωτηματικά για την προβληματική, τις μεθόδους, τα αποτελέσματα της εργασίας των συναδέλφων τους. Q ανακοινώσεις τεκμηρίωσαν τις διαφορές στο βαθμό προόδου της έρευνας και σπουδής των επιμέρους θεμάτων, οι συζητήσεις τη δυνατότητα γόνιμης -χωρίς εμπλοκές και επιπλοκέςεπικοινωνίας. Η σύντομη ανασκόπηση που ακολουθεί επιχειρεί να δώσει κάποιες πρώτες διαπιστώσεις.
ε) Οι πολιτιστικές δραστηριότητες του
Ιδρύματος περιλαμβάνουν ομιλίες, εκθέσεις ζωγραφικής, ποιητικές βραδιές. Άξιες ιδιαίτερης μνείας είναι η οργάνωση διεθνούς επιστημονικής συνάντησης (υπό την αιγίδα της Unesco) με θέμα «Ο κόσμος της υπαίθρου στον περιφερειακό σχεδιασμό» (35.4.1983) και η μεγάλη έκθεση για τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου με θέμα «Αναφορά στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου» (17.9.1986).
Ήταν έντονα αισθητή, και ήταν προσδοκώμενη, η απουσία κοινής προβληματικής και μεθόδου. Η κάθε Ομάδα Εργασίας εξέφρασε, με τον τρόπο και το περιεχόμενο της παρουσίασης του θέματος της. την επαγγελματική και επιστημονική προϊστορία των μελών της, τις επιλογές, τις συνθήκες εργασίας της. Η Ομάδα για την Προβιομηχανική Ναυπηγική (Α. Τζαμτζής, πλοίαρχος Ε.Ν., Κ. Δαμιανίδης, αρχιτέκτων, Β. Καρδάσης, ιστορικός, Μ. Τερζοπούλου. εθνολόγος) έδωσε ένα πλούσιο συνθετικό δίπτυχο: ιστορική ανασκόπηση του κλάδου και τεχνολογική καταγραφή 'Ηταν ιδιαίτερα αισθητή η μακροχρόνια ενασχόληση των ειδικών με το θέμα που διαπραγματεύονταν. Η Ομάδα Εργασίας για τις Τεχνικές των Μετάλλων (Χρ. Καπιολδάση-Σωτηροπούλου, φιλόλογος, Γ. Οικονομάκη-Παπαδοπούλου, ιστορικός τέχνης, Στ. Παπαδόπουλος, εθνολόγος, Ε. Τσενόγλου, εθνολόγος) πρόσφερε μία πρώτη σύνθεση συμπερασμάτων από προσωπικές θητείες στην έρευνα επιμέρους τομέων (αρχυροχοΐα. ορειχαλκουργία, σιδηρουργία, χαλκουργία) και διετή κοινή προσπάθεια. Από τη σύνθεση αυτή αναδύθηκε η σημασία των επιμέρους θεμάτων: πρώτες ύλες, εργαλεία, εξοπλισμός, τεχνολογικές παραδόσεις, τεχνίτες, εργαστήρια, μαθητεία, πελατεία, προϊόντα.
Η Ομάδα για τη Σηροτροφία στο Σουφλί (Π. Γκαγκούλια, αρχιτέκτων, Α. Οικονόμου, εθνολόγος, Στ. Παπαδόπουλος, εθνολόγος, Μιχ. Ρηγίνος, ιστορικός) παρουσίασε τα αποτελέσματα μιας συστηματικής τοπικής έρευνας, που επεδίωξε την πλήρη, κατά το δυνατό, καταγραφή, αλλά στόχευε εξ υπαρχής και στη μουσειολογική αξιοποίηση της (οργάνωση έκθεσης). Η Ομάδα της Οικοδομικής (Ν. Καλογεράς, καθηγητής ΕΜΠ, Ε. Καλαφάτη, αρχιτέκτων ιστορικός, και οι Γ. Κίζης, Μ. Τζιτζάς και Π. Τουλιάτος, όλοι αρχιτέκτονες και λέκτορες του ΕΜΠ) πρόσφερε ένα φάσμα προσεγγίσεων που ξεπερνά τις δυνατότητες της συνοπτικής αυτής παρουσίασης. Άφησαν όλες μια έντονη γεύση επαφής με την πραγματικότητα, χωρίς αισθητισμούς και στερεότυπα, για το 18ο, και με νέες προσεγγίσεις για το 19ο αιώνα. Εδώ το Τριήμερο πέρασε από την προφορική στη γραπτή παράδοση. Η Ομάδα για τους Σιδηρόδρομους (Ανδρ. Δεληγιάννης, χημικός μηχανικός, Δ. Παπαδημητρίου, υπάλληλος ΟΣΕ, Όλγα ΤραγανούΔεληγιάννη, αρχιτέκτων) έφερε στη συνάντηση τη βιομηχανική αρχαιολογία, τον αιώνα της μηχανής, πίσω από τον οποίο είχαν σταθεί οι προηγούμενες ανακοινώσεις, και την παρουσίαση μιας μεθόδου έρευνας πεδίου που προκάλεσε ενδιαφέρον μεγαλύτερο από τα σημαντικά αποτελέσματα της. Η τελευταία Ομάδα για τις Πηγές Ενέργειας (Στ. Νομικός, αρχιτέκτων, Ζ. Βάος, λαογράφος, Φ. Οικονομίδου, φιλόλογος, Ε. Τσενόγλου, εθνολόγος) παρουσίασε με εξαντλητική συστηματικότητα ορισμούς, τύπους και φωτογράφηση των θεμάτων της. Η τρίτη μέρα της συνάντησης αφιερώθηκε στις θεωρητικές προσεγγίσεις. Η κ. Χρ. Αγριαντώνη αναφέρθηκε στις μεγάλες αλλαγές που συνοδεύουν τη γένεση και διάδοση των βιομηχανικών τεχνικών και στους παράγοντες (δημογραφικούς, γεωγραφικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, ιδεολογικούς) που τις προσδιορίζουν: σταθεροποίηση της παραγωγικής μονάδας στο χώρο (σε αντίθεση με την κινητικότητα των παραδοσιακών τεχνικών), εργοστασιακό σύστημα παραγωγής (σε αντίθεση με το εξατομικευμένο οικιακό), εξοικονόμηση εργασίας, τρόπος διάδοσης των τεχνικών γνώσεων (οργανωμένη εκπαίδευση
στη θέση της εμπειρικής μαθητείας). Τέλος αναφέρθηκε στην κοινωνική δεκτικότητα που ευνοεί την υιοθέτηση της τεχνικής καινοτομίας. Ο κ. Λευτ. Παπαγιαννάκης, αφού έκανε κάποιες μεθοδολογικές και εννοιολογικές διευκρινίσεις, επικέντρωσε το ενδιαφέρον στη σχέση των τεχνικών με τη διαχρονική και χωρική διάρθρωση της αγοράς. Αναφέρθηκε σε παραδείγματα από τη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων και τις μεταφορές, από την οργάνωση και λειτουργία της αγοράς. Διαπίστωσε την αντίσταση της ελληνικής κοινωνίας στην ενσωμάτωση μεταφερόμενων τεχνικών και στη διαφοροποίηση παραδοσιακών προτύπων συμπεριφοράς. Τέλος, ο κ. Στ. Παπαδόπουλος εξέτασε το «ουτοπικό εκδοτικό πρόγραμμα» για τη συγγραφή της Νεοελληνικής Τεχνολογίας. Επισκόπησε τις διαθεσιμότητες σε ειδικούς φορείς και επιστήμονες, την κατάσταση των πηγών, προβληματικής και μεθόδων, και της σχετικής βιβλιογραφίας, τις αρνητικές νοο-
τροπίες που οδηγούν σε αναβολές ή σε εξίσου καταστροφικούς αυτοσχεδιασμούς και προχειρότητες. Θα πρέπει να το επαναλάβουμε: σε μια πρώτη στα χρονικά μας συνάντηση εργασίας ήταν αναπόφευκτη (αλλά και επιθυμητή) η ποικιλία των προσεγγίσεων και αναγνώσεων των νεοελληνικών τεχνικών και χρήσιμη η παραπληρωματικότητα των αποτελεσμάτων που οι Ομάδες κατέθεσαν. Η ποικιλία και η παραπληρωματικότητα δεν ήταν εύκολο ούτε δυνατό να καταλήξει σε σύνθεση. Οι αιτίες διαπιστώθηκαν επανειλημμένα και διαπιστώθηκαν σε διαφορετικές στιγμές και με διαφορετικούς τρόπους από τους ομιλητές και τους συνομιλητές τους: Απουσία θεσμοθετημένων φορέων και παράδοσης. Οι πενήντα περίπου ειδικοί είχαν κατά κανόνα αυτοχρηματοδοτήσει τις έρευνες τους, επισήμαναν όλοι την έλλειψη ειδικών φορέων, πιστώσεων, βιβλιογραφίας, κοινού μεθοδολογικού πλαισίου, διασυνδέσεων με τα κέντρα του εξωτερικού και σχέσεων μεταξύ τους, αναγωγών από τις τεχνικές στην οικονομία και την ιστορία και αντίστροφα. Υπογράμμιζαν την ταχύρρυθμη καταστροφή πληροφοριών, τεκμηρίων, μνημείων, την έλλειψη συστηματικής παιδείας για την παραγωγή ειδικών, την απουσία μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού για τη διάσωση και σπουδή της τεχνικής παράδοσης της χώρας. Συχνά, μάλιστα, ζητήθηκε από το Κοινωφελές Ίδρυμα της ΕΤΒΑ η διεύρυνση της προσφοράς του για την κάλυψη των αναγκών που επισημαίνονται, παράλληλα όμως διαπιστωνόταν ότι το μέγεθος του έργου επέβαλλε έναν ευρύτερο σχεδιασμό, που θα έπρεπε να ενεργοποιήσει αρμόδιους κρατικούς φορείς, πανεπιστήμια, ερευνητικά ιδρύματα. Το αίτημα για συστηματική έρευνα και παιδεία στον τομέα της νεοελληνικής τεχνολογίας προέκυψε ως σημαντικό και κατεπείγον. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Από τις 30 Νοεμβρίου ως τις 2 Δεκεμβρίου 1988 πραγματοποιήθηκε Επιστημονικό Συμπόσιο με θέμα «Λαογραφικά μουσεία στην Ελλάδα: μορφές - εξέλιξη - προοπτικές» από το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και το Υπουργείο Πολιτισμού. Στην πρώτη συνεδρίαση με θέμα «Το γενικού περιεχομένου λαογραφικό μουσείο» έγιναν εισηγήσεις από τους διευθυντές των σπουδαιότερων λαογραφικών μουσείων (Μουσείο Μπενάκη, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Λαογραφικό Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα) για την ιστορία, τα οργανωτικά προγράμματα και τις πρακτικές τους. Η συνεδρίαση της δεύτερης ημέρας ήταν αφιερωμένη στο εξειδικευμένο λαογραφικό μουσείο και παρουσιάστηκαν ανακοινώσεις για λαογραφικές συλλογές και τοπικά μουσεία (Μουσείο Ζυγομαλά, Μουσείο Λαϊκών Τεχνών και Επαγγελμάτων). Παρουσιάστηκαν, επίσης, μουσειολογικές μελέτες που έγιναν με σκοπό τη δημιουργία σύγχρονων εξειδικευμένων μουσείων για τη σηροτροφία-μεταξουργία. μαρμαροτεχνία,βιομηχανική αρχαιολογία. Το συμπόσιο έκλεισε με συζήτηση (στρογγυλό τραπέζι) με θέμα «Οι προοπτικές των λαογραφικών μουσείων σε σχέση με το θέμα της τεκμηρίωσης του λαϊκού πολιτισμού: κριτήρια-επιλογές». Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Περισσότεροι από 650 επιστήμονες και εκπαιδευτικοί, που εκπροσωπούσαν σχεδόν 200 ιδιωτικά και κρατικά τεχνικά μουσεία, επιστημονικά ιδρύματα, επιχειρηματικούς οργανισμούς και κρατικές υπηρεσίες από τις ΗΠΑ και τον Καναδά, πήραν μέρος στο Συνέδριο της Association of Science and Technology Centers (ASTC), που πραγματοποιήθηκε στη Βοστώνη από 15 έως 18 Οκτωβρίου 1988. Με θέμα Trends, Expectations and Innovations, το Συνέδριο είχε σκοπό την προσεκτική μελέτη των νέων συνθηκών για την αναβάθμιση και εντατικοποίηση των δραστηριοτήτων παρέμβασης στο χώρο της επιστημονικής και τεχνολογικής επιμόρφωσης, ιδίως της νέας γενιάς. Οι κύριες εκδηλώσεις του Συνεδρίου φιλοξενήθηκαν στις τεράστιες, πλούσιες και σύγχρονες εγκαταστάσεις του Τεχνικού Μουσείου της Βοστώνης (The Boston Museum of Science). Η Βοστώνη, με τις 695.000 κατοίκους της, είναι, από πλευράς πληθυσμού, η 13η πόλη των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν όμως υπολογίσουμε και τους κατοίκους των γύρω δήμων,
Από τις 14 ως τις 17 Νοεμβρίου 1988 οργανώθηκε στο Ίδρυμα Ερευνών από το περιοδικό Αρχαιολογία Διεθνές Συμπόσιο με θέμα «Βιομηχανική Αρχαιολογία - Βιομηχανικός Πολιτισμός». Το Συμπόσιο πραγματοποιήθηκε με τη συμπαράσταση του Υπουργείου Πολιτισμού, της Πολιτιστικής Εταιρείας «Πανόραμα», του EOT, του Βρετανικού Συμβουλίου και των μορφωτικών τμημάτων των Πρεσβειών της Γαλλίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας. Κατά τη διάρκεια των εργασιών του Συμποσίου τέθηκε κυρίως το πρόβλημα της Βιομηχανικής Αρχαιολογίας στην Ελλάδα. Την πρώτη μέρα έγιναν ανακοινώσεις Ελλήνωνν επιστημόνων μόνο με κύριο αντικείμενο τον ορισμό του βιομηχανικού πολιτισμού στον ελληνικό χώρο και τη σχέση του με το διεθνή χώρο σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης δραστηριότητας (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό). Τη δεύτερη μέρα έγιναν ανακοινώσεις από ξένους επιστήμονες, πανεπιστημιακούς δασκάλους ή διευθυντές βιομηχανικών μουσείων, οι οποίοι εκτός από τη θεωρητική προσέγγιση παρουσίασαν τα μεγάλα προγράμματα βιομηχανικής αρχαιολογίας αλλά και τη γενικότερη στρατηγική της χώρας τους απέναντι στο βιομηχανικό μνημείο. Την τρίτη μέρα έγιναν ανακοινώσεις από
τους ελληνικούς φορείς που έχουν ασχοληθεί με το θέμα της βιομηχανικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα είτε θεωρητικά (πανεπιστήμια) είτε πρακτικά (ερευνητικές ομάδες, υπουργεία, τοπική αυτοδιοίκηση). Την τελευταία μέρα πραγματοποιήθηκε επίσκεψη των συνέδρων στα σημαντικότερα μνημεία βιομηχανικής αρχαιολογίας στην Αττική (Γκάζι και Λαύριο). Κατά τη διάρκεια του Συμποσίου προέκυψε ανάγλυφη η αναγκαιότητα ενεργοποίησης στο χώρο της Βιομηχανικής Αρχαιολογίας στην Ελλάδα, αλλά και η διαπίστωση ότι σε αυτόν το χώρο σώζονται μνημεία μοναδικά, που έχουν προκαλέσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον και τα οποία πρέπει να μελετηθούν και να διασωθούν. Ας ελπίσουμε ότι στην πρωτοβουλία αυτή της κ. Α. Λαμπράκη και των κ.κ. Α. Ιωαννίδη και Γ. Μαχαίρα θα δοθεί από τους κρατικούς φορείς μία δημιουργική συνέχεια. Α. ΛΟΥΒΗ-ΚΙΖΗ
τότε ο πληθυσμός φτάνει τα 3.000.000, και η ευρύτερη περιοχή της Βοστώνης ανεβαίνει στην έκτη θέση. Πολύ γρήγορα, μετά την ίδρυση της το 1630, η Βοστώνη έγινε η αδιαμφισβήτητη πολιτιστική πρωτεύουσα της Νέας Αγγλίας, με πλούσια καλλιτεχνική και πνευματική κίνηση, όταν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας βρισκόταν ακόμη σε πρωτόγονη κατάσταση. Αξίζει να θυμηθεί κανείς μερικές πρωτιές της Βοστώνης: 1634 το πρώτο δημόσιο πάρκο, 1635 το πρώτο δημόσιο σχολείο, 1636 το Χάρβαρντ, το πρώτο αμερικάνικο πανεπιστήμιο, 1638 το πρώτο τυπογραφείο στην Αμερική, 1639 το πρώτο αμερικάνικο ταχυδρομείο, 1653 το πρώτο δημοτικό υδραγωγείο. 1653 η πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη, 1700 η πρώτη αμερικανική εφημερίδα, 1876 η πρώτη χρήση του τηλεφώνου από τον Α. Γκ. Μπελ, 1898 το πρώτο υπόγειο μετρό, 1920 ο πρώτος υπολογιστής κατασκευάζεται στο Μ.Ι.T., που γρήγορα εξελίσσεται και παραμένει το μεγαλύτερο Πολυτεχνείο. Η Βοστώνη σήμερα, με τη χαρούμενη, δυναμική και χαρακτηριστική ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα -πολλοί δρόμοι και γειτονιές της θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι στην Αγγλία ή στην Ολλανδία-, είναι η έδρα πολλών επιχειρηματικών οργανισμών, πολιτιστικών φορέων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και αναρίθμητων εκδηλώσεων, με εθνικό ή διεθνή χαρακτήρα. Το Τεχνικό Μουσείο της Βοστώνης -από τα μεγαλύτερα και πιο γνωστά στον κόσμο- είναι χτισμένο ο ' ένα τεχνητό νησάκι στη μέση του ποταμού Τσαρλς, που χωρίζει τη Βοστώνη από το Καίμπριτζ. Σε λιγότερο από 15 λεπτά με τα πόδια μπορεί κανείς να βρεθεί στο εμπορικό κέντρο της πόλης, στις εγκαταστάσεις του Μ.Ι.T., στο κτιριακό συγκρότημα του Χάρβαρντ ή στην περιοχή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης Την περασμένη χρονιά το Μουσείο της Βοστώνης ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο επισκέπτες. Οι αμέτρητες αίθουσες, σε τρία επίπεδα, είναι γεμάτες με εντυπωσιακά εκθέματα, 400 από τα οποία είναι στη διάθεση των
επισκεπτών για πειραματισμό και επιμορφωτικές εξερευνήσεις: "interactive" ή "handson", όπως λένε στη γλώσσα των μουσείων. Επιπρόσθετοι πόλοι έλξης μεγάλου αριθμού επισκεπτών είναι το Πλανητάριο, με προβολέα αξίας 2.000.000 δολαρίων και ο κινηματογράφος Omnimax, με θολωτή οθόνη διαμέτρου 25 μ. και ύψους 12 μ. Η ASTC (Association of Science Centers), με έδρα την Ουάσιγκτον, έχει σήμερα 253 μέλη-μουσεία, εκπαιδευτικούς οργανισμούς και επιχειρήσεις που ειδικεύονται στην παραγωγή εποπτικού και μορφωτικού υλικού - η πλειοψηφία των οποίων βρίσκεται στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Με κύριο στόχο την εξυπηρέτηση των ιδρυμάτων που είναι αφιερωμένα στην ενημέρωση και στην επιμόρφωση του ευρύτερου κοινού σε θέματα επιστήμης και τεχνολογίας, η ASTC είναι συγχρόνως κέντρο συγκέντρωσης και διάχυσης πληροφο-
ριών, εκδοτικός οργανισμός, οργανωτής κινητών εκθέσεων, κάνει μελέτες της αγοράς, οργανώνει εκπαιδευτικά προγράμματα για δασκάλους και καθηγητές φυσικών και τεχνικών μαθημάτων, συντονίζει δραστηριότητες των μελών της και διοργανώνει ένα πολύ αξιόλογο ετήσιο συνέδριο, πάντα με ενδιαφέροντα και επίκαιρα θέματα και πρώτης επιλογής ομιλητές. Η σοβαρότητα και η μεθοδικότητα του τρόπου εργασίας της ASTC μπορεί να φανεί και από το γεγονός πως τη στιγμή αυτή είναι καθορισμένες οι ημερομηνίες και οι πόλεις που θα γίνουν τα ετήσια συνέδρια τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Το Συνέδριο του 1989 είχε στόχο τον εντοπισμό και τη μελέτη των κοινωνικών αλλαγών, σε παγκόσμιο επίπεδο, που θα επηρεάσουν τη λειτουργία των τεχνικών μουσείων στο άμεσο μέλλον, ώστε να διαμορφωθούν και να διατυπωθούν οι προσεγγίσεις -στρατηγικές και τακτικές- και οι δραστηριότητες που θα επιτρέψουν στα τεχνικά μουσεία να παραμείνουν στην πρωτοπορία των προσπαθειών για την επιστημονική και τεχνολογική ενημέρωση και επιμόρφωση του κοινού. Το πρόγραμμα περιελάμβανε μεγάλη ποικιλία εκδηλώσεων: ομιλίες, συζητήσεις στρογγυλής τράπεζας, επιδείξεις, ξεναγήσεις, ομάδες εργασίας, επισκέψεις σε άλλα μουσεία της Βοστώνης και ανταλλαγές απόψεων και πληροφοριών. Για την τελευταία δραστηριότητα είχε διατεθεί μία μεγάλη αίθουσα, όπου πολλά μουσεία (περισσότερα από 40) παρουσίασαν σε μικρά εκθετήρια ενδιαφέρουσες ιδέες ή επιτυχίες τους και πολλές εταιρείες (περισσότερες από 30) παρουσίασαν νέα προϊόντα, μεθόδους ή υλικά που μπορούν να βοηθήσουν στην καλύτερη οργάνωση ή λειτουργία των μουσείων. Η σπονδυλική στήλη του Συνεδρίου ήταν ασφαλώς οι 40 κύριες παρουσιάσεις στρογγυλής τράπεζας (3, 4 ή και 5 συγχρόνως, σε χωριστά αμφιθέατρα), στις οποίες έπαιρναν μέρος τέσσερα άτομα: ο συντονιστής της συζήτησης και τρεις εισηγητές, με ομιλίες 15
λεπτών ο καθένας. Μετά τις εισηγήσεις γινόταν συζήτηση (πάντα ζωντανή και ενδιαφέρουσα) επί μισή ώρα. Για να γίνει αντιληπτό το επίπεδο και η ποικιλία των θεμάτων που απασχόλησαν τους συνέδρους, σημειώνω τους τίτλους μερικών παρουσιάσεων στρογγυλής τράπεζας : Συνεργασία με τα σχολεία και ο νέος ρόλος των μουσείων στα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα, Νέες τάσεις στις προδιαγραφές εκθεμάτων, Διασύνδεση και συνεργασία με τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, Κινητές εκθέσεις και εξωτερικά προγράμματα, Προσχολικά και μετά-σχολικά εκπαιδευτικά προγράμματα, Εξασφάλιση δωρεών και επιχορηγήσεων, Πληροφορική-τράπεζες πληροφοριών και τεχνικά μουσεία. Αλλαγές στην ποσοστιαία δημογραφική σύνθεση των επισκεπτών, Συνεργασία και κοινά προγράμματα μεταξύ μουσείων στην ίδια περιοχή, Εισαγωγή νέων εκθεμάτων και βελτίωση των τρόπων παρουσίασης των τεχνολογικών εκθεμάτων, Εκπαιδευτική χρήση ηλεκτροστατικών μηχανών, Πειράματα υπεραγωγιμότητας σε υψηλές θερμοκρασίες, Δυνατότητες επιστημονικής έρευνας στα τεχνικά μουσεία, Εκσυγχρονισμός της λειτουργίας των μουσείων Αποτελεσματικότερη προσέλκυση και καλύτερη εξυπηρέτηση των επισκεπτών. Είναι δύσκολο να διαλέξει κανείς την πιο σημαντική εμπειρία του ευρωπαίου επισκέπτη από το συνέδριο της ASTC: η παρακολούθηση και η συμμετοχή στη συζήτηση κάποιας παρουσίασης στρογγυλής τράπεζας, η προσωπική επαφή και γνωριμία με τους υπευθύνους κάποιων συγκεκριμένων μουσείων με ιδιαίτερες περγαμηνές σε κάποιον τομέα δραστηριότητας; η συγκέντρωση πληροφοριών για τον τρόπο λειτουργίας, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και τις μεθόδους που ακολουθούν πολλά αξιόλογα μουσεία της Αμερικής και του Καναδά; η πενθήμερη παραμονή και η ιδιαίτερη γνωριμία με ένα από τα πιο αξιόλογα τεχνικά μουσεία του κόσμου; ή οι ειδικές εμπειρίες μιας προβολής Omnimax, ενός προγράμματος παρουσίασης των χαρακτηριστικών και των δυνατοτήτων των συσκευών Laser ή της λειτουργίας της μεγαλύτερης ηλεκτροστατικής γεννήτριας Van der Graaf στον κόσμο, με σφαίρες διαμέτρου 4,5 μ. και φορτία 1.5 εκατ. βολτ; Αν η επιλογή της πιο σημαντικής εμπειρίας είναι δύσκολη, η γενική εντύπωση και τα συμπεράσματα από τη συμμετοχή στο Συνέδριο δεν επιδέχονται καμία αμφισβήτηση: τα τεχνικά μουσεία στην Αμερική και τον Καναδά είναι αξιόλογα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με έντονη και πολύπλευρη παρουσία στα πολιτιστικά θέματα της περιοχής, με υπεύθυνη παρέμβαση στα θέματα επιστημονικής ενημέρωσης και επιμόρφωσης και με σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες για συνεχή αναβάθμιση του επιστημονικού και τεχνολογικού δυναμικού της χώρας. Στην Ελλάδα τι κάνουμε; ΜΑΝΟΣ ΙΑΤΡΙΔΗΣ
τρο του δυνατού, την επιστημονική ζωή και προσπαθεί να βοηθήσει την επικοινωνία, το συντονισμό, την πρόοδο του τομέα που υπηρετεί. Το Δελτίο δε δημοσιεύει τις συνήθεις επιστημονικές εργασίες: αυτές ανήκουν στα ειδικά περιοδικά και θα πρέπει να υποβάλλονται σε αυτά. Ας προστεθεί ότι η Τεχνολογία δεν έχει δικό της εκδοτικό επιτελείο: είναι και αυτή έργο του ολιγάριθμου προσωπικού του Ιδρύματος, που επιδιώκει, στα πλαίσια των περιορισμένων δυνατοτήτων του, να ανταποκριθεί στις επιδιώξεις του Δελτίου και τις προσδοκίες των αναγνωστών. Γι' αυτό η κατανόηση και η συνεργασία σας είναι αναγκαία. Κρίνουμε σήμερα σκόπιμο να προσθέσουμε δύο ακόμη σκέψεις: Οι συνάδελφοι που τόσο συχνά ενδιαφέρονται για το πότε κυκλοφορεί κάθε επόμενο τεύχος του δελτίου αυτού θα πρέπει να θυμούνται τη χρυσή αρχή του do ut des. θα πρέπει δηλ. όχι μόνο να καρπώνονται' τις όποιες πληροφορίες συγκεντρώνει η φροντίδα και το ενδιαφέρον των συναδέλφων τους για να τους ενημερώσουν σχετικά με έρευνες, εκδόσεις, εκθέσεις κλπ., αλλά και αυτοί να προσφέρουν από τις ίδιες στήλες τις δικές τους πληροφορίες με σύντομα κείμενα. Το δελτίο αυτό είναι ανοιχτό σε κάθε επιστήμονα ή φορέα που επιτελεί ένα έργο στο χώρο της τεχνολογίας. Για όσους τελικά αποφασίσουν να συμμετάσχουν στην προσπάθεια μας υπενθυμίζουμε τη βασική ανάγκη για πληρότητα, συντομία, σαφήνεια και λιτότητα. Η ελληνική γλώσσα καταταλαιπωρείται στους καιρούς μας και οι υπεύθυνοι για την έκδοση της Τεχνολογίας παλεύουν συχνά με κείμενα που εκφράζουν περισσότερο τον έρωτα για το θέμα παρά τη φροντίδα για την παρουσίαση του. θερμή παράκληση: ξαναδιαβάστε αυτό που μας στέλνετε και στείλτε το έγκαιρα. ... και συνδρομητές
Συνεργασίες Στο προηγούμενο τεύχος της Τεχνολογίας είχαμε δημοσιεύσει σχετικά με τον τρόπο σύνταξης και το χαρακτήρα του δελτίου αυτού ένα σύντομο κείμενο, που θεωρούμε χρήσιμο να αναδημοσιεύσουμε και εδώ με τις αναγκαίες αλλαγές και κάποιες προσθήκες. Ο αριθμός των συνεργατών του 3ου τεύχους του Δελτίου μας τεκμηριώνει την απήχηση που είχαν το 1 ο και το 2ο τεύχος και δικαιώνει την προσδοκία για θετική συνέχεια με το μόνο τρόπο που αυτή είναι δυνατή: τη συμμετοχή των αναγνωστών στην παραγωγή του. Ο τρόπος αυτός διασφαλίζει το πλάτος και την πρωτοτυπία της πληροφόρησης που το Δελτίο επιδιώκει να προσφέρει - και τη συνεχή βελτίωση του. Με την ευκαιρία αυτή θα ήταν σκόπιμο να υπογραμμιστεί, για μιαν ακόμη φορά. ο χαρακτήρας του πληροφοριακού δελτίου (newsletter) που στοχεύει, κυρίως, στην ενημέρωση για έναν επιστημονικό τομέα με σύντομες ανακοινώσεις και πληροφορίες για ερευνητικά προγράμματα, εκδόσεις, συνέδρια, εκθέσεις κλπ. Το Δελτίο παρακολουθεί, στο μέ-
Για να επιτύχουμε τη σωστή διάθεση της Τεχνολογίας στείλαμε μέσα στο 2ο τεύχος και απαντητικό δελτάριο για τους αναγνώστες μας που ήθελαν να γίνουν μόνιμοι αποδέκτες της. Είχαμε περισσότερες από 500 απαντήσεις. Ξαναστέλνουμε, για δεύτερη και τελευταία φορά, το δελτάριο αυτό με την παράκληση να συμπληρωθεί και ταχυδρομηθεί (το ταχυδρομικό τέλος είναι πληρωμένο). Για όσους το έχουν ήδη στείλει δε χρειάζεται επανάληψη της αποστολής του. Ας δώσουν το δελτάριο σε κάποιον άλλο που πράγματι τον ενδιαφέρει το δελτίο μας. Σκοπός μας είναι να φτάσει η Τεχνολογία στα χέρια όσων πράγματι ασχολούνται με τα θέματα που αυτή διαπραγματεύεται. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος Από 8.7.1988 έως 2.12.1988 το Δ. Συμβούλιο του Ιδρύματος περιελάμβανε τους κ.κ. Μιχ. Σάλλα. διοικητή της ΕΤΒΑ και ex officio πρόεδρο του Ιδρύματος, τον καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών κ. Δ. Μυταρά ως αντιπρόεδρο, τον καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου κ. Χαρ. Μπούρα ως γενικό
γραμματέα, τον προϊστάμενο Διεύθυνσης Διοικήσεως της ΕΤΒΑ κ. Μ. Πλυμάκι ως ταμία και τον κ Γ Παναγιωτόπουλο, πολιτικό μηχανικό, τμηματάρχη της ΕΤΒΑ ως σύμβουλο. Μετά την παραίτηση του κ. Μιχ. Γ. Σάλλα (2.12.1988) από τη διοίκηση της Τράπεζας, πρόεδρος του Κοινωφελούς Ιδρύματος είναι ex officio ο νέος Διοικητής της ΕΤΒΑ κ. Νικόλαος Ζωγράφος Το προσωπικό του Ιδρύματος Η ανάπτυξη των εργασιών του Ιδρύματος είχε ως συνέπεια και την αύξηση του προσωπικού του Εκτός από τον κ Στ Παπαδόπουλο, διευθυντή, και την κ Ασπ Λούβη, αναπληρωτή διευθυντού, εργάζονται σήμερα σε αυτό η κ. Μαν Μπέρκη, φιλόλογος, που ανέλαβε από τις 10.5 1988 τη φροντίδα των εκδόσεων, η κ Ανδρ. Οικονόμου, εθνολόγος, που ανέλαβε από την 1 10 1988 τον τομέα των μουσειακών δραστηριοτήτων. Η κ Κων/να Δαρδαμάνη έχει από 10.5.1988 την ευθύνη της γραμματείας. Η κ. Ευαγγ. Ανέστη από 1.6.1987 και ο κ Σπ. Παπαντωνίου από 19.4.1989 έχουν τη λογιστική φροντίδα του Ιδρύματος
Η Β΄ Συνάντηση Εργασίας για τη Νεοελληνική Τεχνολογία οργανώνεται από το Κοινωφελές Ίδρυμα της ΕΤΒΑ με χορηγία της Μπουτάρης Α Ε . στη Σαντορίνη το φθινόπωρο του 1990 και θα έχει ως θέμα της το ελληνικό κρασί Την Ομάδα Εργασίας για την προετοιμασία του αποτελούν οι κ κ Χρ Αγριαντωνη. ιστορικός. Π ΚουράκουΔραγώνα. οινολόγος και Στ Παπαδόπουλος, εθνολόγος Προσκαλούνται οι ερευνητές (ιστορικοί, εθνολόγοι, οινολόγοι κλπ.) να υποβάλουν απόψεις και θέματα για τη διαμόρφωση του προγράμματος του. Υπενθυμίζεται ότι η Συνάντηση Εργασίας διαρκεί 3 ημέρες και περιλαμβάνει ομάδες ειδικών που επεξεργάζονται και συμπαρουσιάζουν ευρύτερης σημασίας όψεις του κεντρικού θέματος της συνάντησης Οι εισηγήσεις των ομάδων αποτελούν αντικείμενο συζήτησης του συνόλου των ερευνητών και δημοσιεύονται σε ειδικό τόμο «Πρακτικών» Για περισσότερες πληροφορίες γράψτε στη διεύθυνση του Ιδρύματος ή επικοινωνήστε με την αρμόδια οργάνωσης κ Ασπ Λούβη. στα τηλέφωνα 325.09.20 ή 325 0998 (1000-1500)
Η Φλαμανδική Εταιρεία για τη Βιομηχανική Αρχαιολογία κάνει έκκληση για διεθνή συμπαράσταση στην προσπάθεια της να διασώσει τη βιομηχανική κληρονομιά του Λιμβούργου. Τεκμηριώνεται από την έκκληση αυτή η σημασία της διεθνούς συνεργασίας για την επίτευξη σωστικών επεμβάσεων, που σήμερα μεν παραβλέπονται, αύριο όμως θα διεκτραγωδούνται ως απώλειες. Εκφράζουμε και από τις στήλες αυτές τη συμπαράσταση μας στην προσπάθεια των συναδέλφων που μάχονται για τη διάσωση της Ευρωπαϊκής Βιομηχανικής Κληρονομιάς στο Βέλγο.
Του Carlo Cipolla Η Βιομηχανική Επανάσταση ήταν το τελικό στάδιο, προϊόν των ιστορικών εξελίξεων που σημειώθηκαν στην Ευρώπη κατά τους πρώτους επτά αιώνες της χιλιετίας που διανύουμε Στα 700 αυτά χρόνια δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη μεταμόρφωση της Ευρώπης από μια καθυστερημένη αγροτική κοινωνία σε μία ισχυρή και βιομηχανική κοινωνία. Ο Carlo Cipolla, καθηγητής της οικονομικής ιστορίας, στη μελέτη του Η Ευρώπη πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση Κοινωνία και οικονομία 1000-1700 μ Χ . διερευνά τις διαδικασίες που οδήγησαν σε αυτή τη μεταμόρφωση, διαφωτίζει τον πολύπλοκο χαρακτήρα των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων και προσφέρει μία ενημερωτική, τεκμηριωμένη σύνδεση των ανθρώπινων εξελίξεων, μέσα από τις οποίες αναδύθηκε ο νέος κόσμος μας. Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος η ανάλυση είναι κατ ουσίαν στατική Αποσκοπεί στο να διευκρινίσει τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας και της οικονομίας της προβιομηχανικής Ευρώπης, τονίζοντας ιδιαίτερα κάποια σταθερά χαρακτηριστικά της κοινωνίας και της οικονομίας της εποχής Το δεύτερο μέρος αντίθετα οδηγεί στις αλλαγές που σημειώθηκαν μέσα στο πλαίσιο αυτό και οι οποίες σταδιακά μεταμόρφωσαν την Ευρώπη από μία πρωτόγονη, υπανάπτυκτη και χωρίς ενδιαφέρον γωνιά του πλανήτη, σε μία εξαιρετικά δυναμική, ανε-
πτυγμένη, δημιουργική κοινωνό, που τελικά επέβαλε την αδιαφιλονίκητη πολιτική, πολιτισμική και οικονομική υπεροχή της σε ολόκληρο τον πλανήτη Η μελέτη αυτή, που γενικά έχει αναγνωριστεί ως η πλέον χρήσιμη συνοπτική ιστορία της προβιομηχανικής Ευρώπης, απευθύνεται στον επιστήμονα, στο σπουδαστή αλλά και στον απλό αναγνώστη, γιατί, αν και ο Carlo Cipolla συγκεντρώνει την προσοχή του κύρια σε οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, η προσέγγιση του είναι κατά βάση διεπιστημονική Ο διττός αυτός χαρακτήρας ίσως βοηθήσει στην κατανόηση κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του. Το ύφος και ο τρόπος παρουσίασης κινούνται σε ένα σχετικά απλό επίπεδο, ταυτόχρονα όμως παρέχονται στον αναγνώστη ακριβείς παραπομπές, άφθονο υλικό και πλούσιες βιβλιογραφικές πληροφορίες Ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται από το συγγραφέα στη νοοτροπία και στις αντιλήψεις του παρελθόντος κατά την εφαρμογή της μεθόδου της σύγχρονης ανάλυσης Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Κοινωφελούς Ιδρύματος της ΕΤΒΑ από τις εκδόσεις «Θεμέλιο». Η μετάφραση έγινε από τον Πέτρο Σταμούλη. την επιστημονική επιμέλεια είχε ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος και το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο Γιάννης Βαλαβανίδης. Σελ. 456
ΑΝΝΑ ΜΑΛΙΚΙΩΣΗ
Το Κοινωφελές Ίδρυμα της ΕΤΒΑ ανέλαβε την πρωτοβουλία δημοσίευσης σειράς πολιτισμικών οδηγών, για να παρουσιάσει, με βάση τα τελευταία πορίσματα της αρχαιολογικής και ιστορικής έρευνας, περιοχές της Ελλάδας που δεν έχουν προβληθεί ανάλογα με τη σημασία τους. Ο πρώτος πολιτισμικός οδηγός, που μόλις κυκλοφόρησε ελληνικά και αγγλικά, είναι αφιερωμένος στη Οράκη, ακριτική σήμερα περιοχή του ελλαδικού χώρου, άμεσα όμως συνδεδεμένη με τη διαμόρφωση του ελληνικού πολιτισμού στην περιοχή του Αιγαίου ήδη από τα προϊστορικά και ομηρικά
χρόνια Η σχέση αυτή της Θράκης με τον ελληνισμό μορφοποιήθηκε στα μετα-ομηρικά και προ-περσικά χρόνια με την ίδρυση κατά τον 7ο αι. ελληνικών πόλεων στα παράλια και στο εσωτερικό, οι οποίες φύτεψαν το ελληνικό πνεύμα στην περιοχή και επηρέασαν τους συγγενείς προς τους Έλληνες θράκες, δίνοντας τους γραπτή γλώσσα και πολιτιστικό πρόσωπο. Με τους Μακεδόνες στην αρχή και κυρίως με τους Ρωμαίους ολοκληρώθηκε ο εξελληνισμός της Θράκης, γεγονός που διευκόλυνε αργότερα, κατά τη βυζαντινή περίοδο, τη σταδιακή μετακίνηση του κέντρου
του ελληνισμού από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη. Στο ιστορικό αυτό φαινόμενο η Θράκη έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο, επειδή, περιβάλλοντας την Κωνσταντινούπολη, ακολούθησε την ίδια με αυτήν ιστορική πορεία. Η άμεση σχέση της Θράκης με την Κωνσταντινούπολη συνεχίστηκε και μετά την οθωμανική κατάκτηση έως τις αρχές του αιώνα μας, οπότε με την υποχώρηση της Τουρκίας στον ευρωπαϊκό χώρο δημιουργήθηκαν στη Θράκη εθνικά σύνορα τριών κρατών, διαιρώντας, για πρώτη φορά, μία ενιαία γεωγραφικά, ιστορικά και πολιτιστικά περιοχή. Ο οδηγός διαιρείται σε δύο μέρη. Στην Εισαγωγή περιλαμβάνονται τα κεφάλαια: Ο χώρος, Ιστορική εισαγωγή (Από τα προϊστορικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια, Από τα παλαιοχριστιανικά ως τα νεότερα χρόνια), Η οικονομία, Πνευματική ζωή, Παραδοσιακός πολιτισμός (Η αρχιτεκτονική, Οι τοπικές φορεσιές, Η λαϊκή μουσική, Οι χοροί). Στο β' μέρος, στις Περιηγήσεις, παρουσιάζονται αναλυτικά μνημεία, αρχαιολογικοί χώροι, μουσεία και συλλογές της Θράκης. Πολλές πληροφορίες δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά. Οι περιηγήσεις παρουσιάζονται κατά δρομολόγια για να διευκολύνουν, μαζί με σχετικό χάρτη, τον επισκέπτη: 1. Από το Νέστο στην Ξάνθη, 2. Γύρω από την Ξάνθη (Περιοχή Σταυρουπόλεως, Περιοχή Εχίνου-Θερμών, Άβδηρα-Πολύστυλο), 3. Από τήν Ξάνθη στην Κομοτηνή (Πρώτη διαδρομή: μέσω Πόρτο-Λάγος, Δεύτερη διαδρομή: μέσω Ιάσμου· Κομοτηνή, Αρχαιολογικό Μουσείο Κομοτηνής), 4. Γύρω από την Κομοτηνή (Τάφος Συμβόλων, Γρατινή-Πάτερμα, Παραδημή-Στρύμη, Περιοχή Μαρώνειας), 5. Από τήν Κομοτηνή στην Αλεξανδρούπολη (Μεσημβρία, Μάκρη, Αλεξανδρούπολη, Προς Άβαντα, Σπήλαιο Αγίων Θεοδώρων), 6. Από Αλεξανδρούπολη προς Ορεστιάδα (Τραιανούπολη, Φέρρες, Δορίσκος, Δέλτα του Έβρου, Το δάσος Δαδιάς-Λευκίμηςαπό Μάνδρα προς Μεγάλο Δέρειο-Ρούσσα, Σουφλί, Πλωτινόπολη-Διδυμότειχο, Τάφος Ελαφοχωρίου-Αλεποχώρι από Διδυμότειχο-Ορεστιάδα). Ο οδηγός συμπληρώνεται με πλούσια βιβλιογραφία, γλωσσάρι, ευρετήριο και χρονολογικό πίνακα. Εικονογραφείται με 30 γραμμικά σχέδια, τοπογραφικά διαγράμματα και χάρτες και 37 έγχρωμες κυρίως φωτογραφίες χώρων, μνημείων και αντικειμένων. Ο οδηγός συντάχθηκε από τους εφόρους αρχαιοτήτων Δ. Τριαντάφυλλο και Χ. Μπακιρτζή. Συνεργάστηκαν με ειδικά κείμενα οι Δ. Κωτούλας, Γ. Λουτατίδης, Χρ. Ζαρκάδα, Ι. Παπαντωνίου, Ρ. Λουτζάκη, Λ. Λιάβας και Ε. Ζεγκίνης. Τη διεύθυνση της έκδοσης είχε ο διευθυντής του Κοινωφελούς Ιδρύματος της ΕΤΒΑ Στ. Παπαδόπουλος. Ο EOT και ο ΕΟΜ-ΜΕΧ συνεπιχορήγησαν την έκδοση. Ο οδηγός αυτός, όπως και οι άλλοι που θα ακολουθήσουν, απευθύνεται στο ευρύτερο ενδιαφερόμενο κοινό και το ενημερώνει υπεύθυνα· αποτελεί παράλληλα και χρήσιμο βοήθημα για όσους ασχολούνται συστηματικά με την ιστορία και αρχαιολογία της Οράκης. ΧΜ.
«Ελληνικά δάση» Οι οικολογικές συνθήκες της Ελλάδας ευνοούν την ανάπτυξη δασών σχεδόν στο σύνολο (99.5%) της επιφάνειας της. Και όμως το ποσοστό δάσωσής της παραμένει πολύ μικρό (19%) σε σχέση με εκείνο των χωρών της Ευρώπης, και μάλιστα μειώνεται συνεχώς. Τι συμβαίνει λοιπόν: Ποια είναι η σημερινή δασική κατάσταση της χώρας και ποιο το μέλλον των ελληνικών δασών; Τι πρέπει να γίνει; Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δίνονται στο έργο με τίτλο «Ελληνικά Δάση», που μόλις κυκλοφόρησε. Είναι το πρώτο τεύχος που εκδίδεται στα πλαίσια μιας νέας οικολογικής σειράς με πρωτοβουλία του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας και του Κοινωφελούς Ιδρύματος της ΕΤΒΑ. Διευθυντής της έκδοσης είναι ο καθηγητής του ΑΠΘ Δημήτριος Κωτούλας. Στη συγγραφή του έργου συνεργάστηκαν 16 καθηγητές, αναπληρωτές και επίκουροι καθηγητές και λέκτορες του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ. που είναι μοναδικό στο είδος του σε όλα τα ΑΕΙ της χώρας. Την εποπτεία των κειμένων είχε τριμελής επιστημονική επιτροπή από τους καθηγητές του ΑΠΘ Δ. Κωτούλα, Γ. Στεργιάδη και Σπ. Ντάφη. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα καλαίσθητη έκδοση σε σχήμα 28x20 εκ., που κοσμείται με 62 έγχρωμες φωτογραφίες από τα αρχεία των συγγραφέων και από τις συλλογές του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας. Από τα παρατιθέμενα στοιχεία διαπιστώνεται ότι. παρ' όλο που η επιφάνεια της Ελλάδας είναι κατάλληλη για την ανάπτυξη δασών και προσφέρεται για την άσκηση δασοπονίας, εντούτοις παραμένει γυμνή και ανεκμετάλλευτη ή υποβαθμισμένη παραγωγικά. Αλλά και το απόθεμα σε ξύλο των δασών μας είναι μικρότερο από το αντίστοιχο των ευρωπαϊκών χωρών. Ο σπουδαιότερος από τους εχθρούς των δασών μας είναι οι πυρκαγιές. Σοβαρές καταστροφές προκαλούν επίσης η βοσκή -ιδίως μετά από πυρκαγιά- και οι καταπατήσεις των δασικών εκτάσεων, τα βακτήρια, οι μύκητες και τα δασικά έντομα. Οι καταστροφές είναι τελικά πολύ μεγαλύτερες από την έκταση των αναδασώσεων, με αποτέλεσμα τα ελληνικά δάση να φθίνουν συνεχώς. Τα λίγα και υποβαθμισμένα δάση που απέμειναν σήμερα στη χώρα μας. μετά από την προοδευτική καταστροφή τους, παρά την ευεργετική υδρογεωνομική επίδραση που ασκούν ακόμη, αδυνατούν πλέον να προστατεύσουν το έδαφος στις ορεινές περιοχές. Ο ορεινός χώρος της Ελλάδας αποπλένεται καταστροφικά και υποβαθμίζεται συνεχώς. Τα εδαφικά υλικά που αποσπώνται, μεταφέρονται με τα νερά των 1000 και πλέον χειμαρρικών ρευμάτων μας και αποτίθενται στις πεδινές περιοχές, όπου προκαλούν πλημμύρες, αχρηστεύουν τα αντιπλημμυρικά, τα αρδευτικά, τα υδροηλεκτρικά και τα λιμενικά έργα, προσχώνουν τις φυσικές και τις τεχνητές λίμνες, διακόπτουν τις συγκοινωνίες, ρυπαίνουν τις παραλίες κλπ., δηλ. καταστρέφουν αθεράπευτα οριστικά την υποδομή πάνω στην οποία στηρίζεται η ζωή και η ανάπτυξη του τόπου μας.
Το τίμημα που πληρώνει σήμερα η χώρα μας από την αποδάσωση της ελληνικής γης και την προοδευτική καταστροφή των ελληνικών δασών είναι μεγάλο, πολύ μεγαλύτερο από τις δαπάνες που απαιτούνται για την επανίδρυση του δάσους, όπου αυτό είναι ακόμη δυνατό. Ο ελληνικός λαός στερείται τα προϊόντα του δάσους, που αναγκάζεται να εισάγει από το εξωτερικό, τη δυνατότητα για αναψυχή και απορρύπανση, υφίσταται τις συνέπειες από την αγονοποίηοη των ορεινών εδαφών, χάνει τις κοινωνικές παροχές του δάσους. Η αποδάσωση του τόπου μας αποτελεί ένα από τα αίτια της εγκατάλειψης του ορεινού χώρου και της μετανάστευσης προς το εσωτερικό ή ΤΟ εξωτερικό. Το ελληνικό κράτος βέβαια συνεχίζει να καταβάλλει σημαντικές δαπάνες για αντιπλημμυρικά έργα (που δεν αποδίδουν), για παραγωγικά έργα (που αρχηοτεύονται) και για αποζημιώσεις προς τους πολυπληθείς πλημμυροπαθείς. Η αύξηση των δασών στην Ελλάδα και η βελτίωση όσων απέμειναν αποτελεί όχι μόνο έργο υποδομής αλλά εθνική επιταγή. Θα πρέπει να γίνει σε όλους μας βίωμα ότι δεν μπορούμε πλέον να ζήσουμε χωρίς δάση και θα πρέπει να νιώθουμε ευγνώμονες προς τη φύση. που χάρισε στη χώρα μας οικολογικές συνθήκες που προσφέρονται για την ανάπτυξη δασών. Αυτό το ευνοϊκό φυσικό περιβάλλον της πατρίδας μας με την πλούσια και ποικιλόμορφη χλωρίδα και πανίδα του, τις ομορφιές και το μεγαλείο του αποτελεί το υπόβαθρο του πολιτισμού και της υπόστασης μας ως Έθνους. Γι' αυτό και πρέπει να το διαφυλάξουμε ως «κόρη οφθαλμού», να το αξιοποιήσουμε και να το βελτιώσουμε, αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως σύγχρονο κράτος. Τέλος, προτείνεται μία σειρά από μέτρα για την ανάπτυξη των δασών και την προστασία και βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα. Το έργο αποτελεί μία «κραυγή» για τη σωτηρία των λίγων δασών που μας απέμειναν. Ας ευχηθούμε ότι θα αποτελέσει και το έναυσμα για να ξεκινήσει μια καινούργια εποχή αναδάσωσης της Ελλάδας. Δ. ΚΩΤΟΥΛΑΣ Καθηγητής Α.Π.Θ.
Το Κοινωφελές Ίδρυμα ETBA προγραμματίζει για το Δεκέμβριο του 1989 την έκδοση μιας σειράς μονογραφιών όπου θα περιλαμβάνονται πρωτότυπα έργα Ελλήνων επιστημόνων με θέματα της νεοελληνικής ιστορίας. Τα πρώτα τρία έργα της σειράς θα είναι: Η Διώρυγα της Κορίνθου. Τεχνικός άθλος και οικονομικό τόλμημα της Ευδοκίας Παπαγιαννοπού-λου, Σιωπηλές πόλεις Ο οικιστικός χώρος της εργατικής τάξης στην Αθήνα και στον Πειραιά. 1909-1940 της Βίλας Λεόντειου και Δρόμοι και λιμάνια στην Ελλάδα, 1830-1880 της Μαρίας Συναρέλλη.
Η διαδικασία εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα διαφέρει ριζικά από τη «βιομηχανική επανάσταση» που συντάραξε τη Δυτική Ευρώπη το 19ο αιώνα, και το ίδιο ισχύει και για το ελληνικό προλεταριάτο. Σε αυτό το βιβλίο αναζητούνται όσες δραστηριότητες και κινητοποιήσεις του αποκρυσταλλώθηκαν σε σχέση με τον οικιστικό χώρο. σε μια προσπάθεια αναπαράστασης των σιωπηλών πόλεων που κατοίκησε η εργατική τάξη μέσα και γύρω από την Αθήνα και τον Πειραιά. Επιχειρείται επίσης να ερμηνευτεί η απότομη μετάβαση, το 1922, από τον ακτήμονα εργάτη στην ευρεία λαϊκή ιδιοκατοίκηση, μέσα από μία συστηματική ιστοριογραφία των πόλεων αυτών. Η Αθήνα είναι μία τεχνητή πρωτεύουσα, το αποκορύφωμα και μία από τις λίγες επιτυχίες του αστικού εποικισμού (που ακολούθησε τον αγροτικό εποικισμό). Πριν από το 1922 η Αθήνα και ο Πειραιάς αποτελούσαν δύο ξεχωριστές, αν και αλληλεξαρτημένες, πόλεις: τη μεταπρατική πρωτεύουσα και το βιομηχανικό της επίνειο. Ο πληθυσμός τους αναπτυσσόταν ταχύτατα (από 242 σε 453 χιλιάδες κατοίκους το 1907-1920), αλλά ο αστικός χώρος ξέφευγε από τις εντάσεις της γοργής αστικοποίησης λόγω της υπερπόντιας μετανάστευσης. Ταυτόχρονα η εκβιομηχάνιση εντεινόταν κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, μεταβάλλοντας την Αθήνα (και πολύ περισσότερο τον Πειραιά) από μικρής κλίμακας έδρα αστών και μικροαστών σε παραγωγικό κέντρο της Ελλάδας. Οι εργαζόμενοι σε παραγωγικούς κλάδους στις δύο πόλεις πλήθαιναν από 12,5% του ενεργού πληθυσμού το 1840 στο 34% το 1879 και στο 39% το 1920. Το 1910 αναφέρονται στην Αθήνα και στον Πειραιά 37.000 εργάτες και τεχνίτες, κοντά στο λιμάνι και κατά μήκος του σιδηροδρόμου που ένωνε τις δύο πόλεις. Ο βιομηχανικός αυτός άξονας πύκνωνε τα επόμενα χρόνια, και το 1920 οι εργαζόμενοι είχαν ξεπεράσει τις 100.000. Οι απαρχές του εργατικού κινήματος εκδηλώθηκαν το 1918 με τη δημιουργία της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ, του μετέπειτα ΚΚΕ.
Ελάχιστοι βιομήχανοι (στο Λαύριο, τη Δραπετσώνα, την Ελευσίνα) δημιούργησαν, πατερναλιστικά, βιομηχανικούς οικισμούς εργατικών κατοικιών, η μεγαλύτερη όμως μάζα των εργατών έπρεπε να ζήσει μέσα στην πόλη. σε μια περίοδο μάλιστα οικιστικής κρίσης (καθώς η οικοδόμηση είχε σταματήσει κατά τον πόλεμο και η στεγαστική πολιτική ήταν σχεδόν ανύπαρκτη) και αμελητέας αστικής εξάπλωσης. Ο διπλασιασμός των μέσων πυκνοτήτων το 1908-22 δεν επηρέασε ιδιαίτερα τους αστούς, που είχαν υπό τον έλεγχο τους τους πυρήνες της Αθήνας και του Πειραιά, τις ανατολικές και τις βόρειες περιοχές. Η πυκνοκατοίκηση εκδηλώνεται στις μικροαστικές αλλά ιδίως στις εργατικές συνοικίες, που χτίζονταν από μία εκμεταλλευτική, κερδοσκοπική αγορά. Εργατικές συνοικίες δε συγκεντρώνονταν μόνο στα δυτικά αλλά και σε θύλακες κοντά στο κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά, δημιουργώντας έναν διάστικτο κοινωνικό διαχωρισμό. Οι νοικιαζόμενες καλύβες και οι άθλιες παράγκες δεν άφησαν κανένα ίχνος, πέρα από μία καταγραφή τους σε ειδική έρευνα του 1921. Ενώ οι ιστορικοί της Αθήνας αναφέρονταν συνήθως σε ειδικές, «πολύχρωμες» περιπτώσεις, όπως τα Αναφιώτικα, διατηρούμενα μέχρι και σήμερα, ή το Προάστιο, διαπιστώσαμε ότι κυριαρχούσαν οι άθλιες φτωχογειτονιές του ακτήμονα εργάτη στην πόλη. Η απουσία οικιστικών διεκδικήσεων ερμηνεύεται από μία σειρά παραγόντων και ιδιαίτερα την προσωρινότητα του διερχόμενου προλετάριου, που μετατρεπόταν γρήγορα σε μετανάστη εξωτερικού. Αυτή η δομή έσπασε το 1922, κυριολεκτικά από τη μια μέρα στην άλλη, με την άφιξη των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής, που συνέπεσε με τον έλεγχο της μετανάστευσης από τις ΗΠΑ και με τη διεθνή οικονομική κρίση. Ο εθνικός διχασμός εμφανίζεται στο γεωγραφικό χώρο, καθώς το αστικό δίκτυο πολώνεται σε προσφυγουπόλεις και πόλεις ντόπιων. Οι δύο ομάδες του πληθυσμού συγχωνεύονται στην πρωτεύουσα, διαχωρισμένες πάντως γεωγραφικά. Η άγρια αστικοποίηση, αναπαραγόμενη από πολιτικές πέρα από τις οικονομικές αλλαγές, διπλασιάζει τώρα τον πληθυσμό του πολεοδομικού συγκροτήματος απότομα από 453 σε 802 χιλιάδες κατοίκους το 1920-28, πρόσφυγες κατά το 1/3. Ο πληθυσμός της πρωτεύουσας έφτανε το 1,124 εκατομμύριο το 1940, παρ' όλη τη διαδικασία υπαιθροποίησης που εμφανίστηκε, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, τη δεκαετία του 1930. Οι εντάσεις της αυθόρμητης γοργής αστικοποίησης γίνονταν εκρηκτικές. Με την παράλληλη επιτάχυνση της βιομηχανικής ανάπτυξης και τη δημιουργία νέων κλάδων με τη συμβολή των προσφύγων, οι εργαζόμενοι σε παραγωγικές δραστηριότητες ανήλθαν απότομα από το 39% του ενεργού πληθυσμού το 1920 στο 45% το 1928. Το τίμημα για την ανάπτυξη ήταν όμως η δημιουργία όλων εκείνων των εντάσεων που χαρακτηρίζουν τις διογκούμενες τριτοκοσμικές πόλεις: αναπαραγωγή της άτυπης οικονομίας δίπλα στην οργανωμένη εργοστασιακή παραγωγή (με κρατική μάλιστα παρέμβαση στην αφετηρία της), ενδημική ανεργία, χαμηλό επίπεδο διαβίωσης των εργατών και πολλα-
πλασιασμός των περιθωριακών στρωμάτων (23% του αστικού ενεργού πληθυσμού το 1928). Στο γεωγραφικό και πολεοδομικό επίπεδο ο αιφνιδιασμός ήταν ιδιαίτερα οξύς. Ως το 1922 η Αθήνα και ο Πειραιάς δεν είχαν προάστια. Αμέσως μετά, οι παρυφές ζωντάνεψαν και συνένωσαν τις δύο πόλεις σε ένα ενιαίο αστικό συγκρότημα. Το 1940 ο πληθυσμός των προαστίων ήταν το 44% του συνόλου (έναντι 6% το 1920) και η έκταση τους το 70% της αστικής περιοχής. Το 1922 ξεκίνησε η αντιφατική πολεοδομική μας ιστορία. Από τη μια, η οργάνωση του πολεοδομικού χώρου: παροχή ενός συστήματος τεχνικής υποδομής και συγκοινωνιών με αποικιακές συμβάσεις των ξένων εταιρειών, που ξεσήκωσαν τη λαϊκή οργή· στεγαστική πολιτική από την ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων) και σχεδιασμός από τους συνεταιρισμούς των αστών, των υπαλλήλων και των στρατιωτικών και η πρώτη και σημαντική πολεοδομική νομοθεσία, ιδιαίτερα ο νόμος του 1923. Από την άλλη, η αποδιοργάνωση του πολεοδομικού χώρου με τη λαϊκή αυτοστέγαση, συνήθως αυθαίρετη, που το κράτος έσπευδε να νομιμοποιήσει αναδρομικά με πολιτική σκοπιμότητα. Διαμορφώνεται, επίσης, τώρα και ο διττός τρόπος παραγωγής κατοικίας. Από τη μια αναπτύσσεται η πολυκατοικία, που είναι τα πρώτα αυτά χρόνια αμιγώς μεσοαστική, και από την άλλη, η λαϊκή (και εν μέρει αστική) αυτοστέγαση αναπαράγει έναν άτυπο τομέα παραγωγής κατοικίας που κατακλύζει τον περιαστικό χώρο με τις «φτωχογειτονιές της ελπίδας». Στη θέση του ακτήμονα εργάτη εμφανίζεται ο αυτοστεγαζόμενος σε ιδιόκτητα σπιτάκια. Με τα χρόνια, καθώς αποσύρεται η στεγαστική πολιτική της ΕΑΠ, ο εμπορευματικός τομέας παραγωγής κατοικίας κυριαρχεί πάνω στον κοινωνικό, αλλά στις λαϊκές γειτονιές ο άτυπος τομέας της αυτοστέγασης κυριαρχεί πάνω και στους δύο προηγουμένους.
Ο κοινωνικός διαχωρισμός ανατολικών/δυτικών προαστίων ξεκίνησε με την πρωτοβουλία τόσο των μεγαλοαστικών συνεταιρισμών, που δημιούργησαν τις αποκλειστικές «κηπουπόλεις» (Ψυχικό, Φιλοθέη, Εκάλη), όσο και της ΕΑΠ. Η πολιτική σκοπιμότητα έπαιξε αρχικά τον κυρίαρχο ρόλο στον εποικισμό του αστικού χώρου, όπως φαίνεται από την ανάλυση των συμφερόντων, αλληλοσυγκρουόμενων ή ομόλογων, διαφόρων ομάδων των κυρίαρχων στρωμάτων. Ενώ όμως οι δημόσιοι φορείς επιβάλλουν εσκεμμένα την κοινωνική διαφοροποίηση ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους γηγενείς, διαστρωματώνουν τον ίδιο τον προσφυγικό πληθυσμό και χειρίζονται με πολιτική σκοπιμότητα τους ρυθμούς αστικοποίησης, τη χωροθέτηση, το καθεστώς ενοίκησης και τα διοικητικά όρια των νέων συνοικισμών, η κατάσταση έχει ξεφύγει από τον έλεγχο τους. Οι προσφυγικοί συνοικισμοί περιτριγυρίζονται από λαϊκά στρώματα που καταλαμβάνουν ή και αγοράζουν γη: πρώτα από πρόσφυγες, έπειτα από εσωτερικούς μετανάστες. Η αστική επέκταση, υπόθεση μεσοαστική μέχρι το 1922, περιέχεται στη λαϊκή πρωτοβουλία. Η λαϊκή ιδιοκατοίκηση γενικεύεται. Η ιστορία της λαϊκής μικροοικοδόμησης και των αυθαιρέτων έχει αρχίσει. Στους προσφυγικούς συνοικισμούς, τους περισσότερους κοντά στα εργοστάσια, αναφύονται οι νέοι τρόποι ζωής, η κοινή κουλτούρα, η εργατική συνείδηση που εκτεινόταν ανάμεσα στο βενιζελισμό και στον κομμουνισμό, οι σφιχτές αλληλεξαρτήσεις των προλεταριακών και των περιθωριακών οικογενειών ως άμυνα απέναντι στο εκμεταλλευτικό περιβάλλον. Αυτός ο κόσμος, που είχε στο μεταξύ πυκνώσει από εσωτερικούς μετανάστες, έγινε το επίκεντρο της αντίστασης στις πόλεις κατά τη βασανισμένη δεκαετία του 1940. Στην Κοκκινιά, την Καισαριανή, το Περιστέρι, τη Ν. Ιωνία βρήκαν αργότερα καταφύγιο και έχτισαν κρυφά τις αυθαίρετες κατοικίες τους οι μετανάστες του εμφύλιου πολέμου. Θεωρώντας συγκριτικά τις πόλεις της καπιταλιστικής περιφέρειας, βρίσκουμε ενδιαφέρουσες ομοιότητες με τις ελληνικές στην αλληλουχία σταδίων εκβιομηχάνισης και αστικής ανάπτυξης και στη συγκρότηση της εργατικής
Δρόμοι και λιμάνια στην Ελλάδα, 1830-1880 Η μελέτη αυτή πραγματεύεται τη συγκρότηση του πρώτου οδικού και λιμενικού δικτύου στην Ελλάδα, από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ως την εποχή των μεγάλων δημοσίων έργων της δεκαετίας του 1880. Η πολιτική βούληση για την κατασκευή των δικτύων αυτών και η σύλληψη του εγχειρήματος συναρτώνται εξαρχής με το χαρακτήρα του μοντέρνου σύγχρονου εθνικού κράτους που διαδέχεται την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νότιο άκρο της Βαλκανικής και που εντάσσει στα άμεσα καθήκοντα του τον έλεγχο της εθνικής επικράτειας, αλλά και την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης μέσω της οργάνωσης της συγκοινωνιακής υποδομής. Η με-
τάξης. Η μελέτη επιβεβαίωσε την αρχική υπόθεση εργασίας, ότι ο λαϊκός έλεγχος της περιφερειακής αστικής γης στις πόλεις δεν προκύπτει από τη μεταφορά παρωχημένων (αγροτικών ή περιθωριακών) πολιτιστικών προτύπων. Πρόκειται, αντίθετα, για μια λύση που αντιστοιχεί σε μια κουλτούρα αναδυόμενη, εναλλακτική, ενίοτε αντιθετική ως προς την κυρίαρχη, που δημιουργείται και αναπαράγεται στα πλαίσια της ανάπτυξης του καπιταλισμού από εργάτες και λαϊκά στρώματα δημιουργημένα από τον περιφερειακό καπιταλι-
σμό, αλλά διαφορετικά από το προλεταριάτο των πόλεων του καπιταλιστικού κέντρου. Η ελληνική αστική ανάπτυξη αποτελεί αντιστροφή της αγγλο-αμερικάνικης εμπειρίας, της γεωγραφικής διάρθρωσης και των τρόπων κατανομής του οικιστικού χώρου. Τελειώνοντας, στο έργο προτείνεται η συστηματική διερεύνηση αυτής της αντιστροφής από μια σειρά μονογραφιών στο χώρο της ιστοριογραφίας των πόλεων της ημιπεριφέρειας. Λ ΑΕΟΝΤΙΔΟΥ
λέτη παρακολουθεί την επίπονη διαδικασία που οδηγεί από τις αποφάσεις και τις νομοθετικές ρυθμίσεις στην πραγματοποίηση των πρώτων έργων, μέσα από μοιραίες προσαρμογές, αναθεωρήσεις και αλλοιώσεις των αρχικών σχεδίων, που επιβάλλουν οι εξαναγκασμοί της κοινωνικής συναίνεσης και της πάντα ανέφικτης ισορροπημένης διαχείρισης των διαθέσιμων πόρων. Η βραδύτητα και η απόσταση που χωρίζει την πολιτική βούληση από την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα είναι ιδίατερα αισθητές στην περίπτωση της οδοποιίας, που εξετάζεται στο πρώτο μέρος της μελέτης. Η σύλληψη, από την πλευρά της κρατικής εξουσίας, των δρόμων ως εργαλείου ανάπτυξης και ενοποίησης του χώρου προτρέχει των αναγκών της οικονομικής ζωής. Οι πρώτες κατασκευές θα περιοριστούν σε μικρά τμήματα δρόμων που διεισδύουν από ορισμένα λιμάνια προς την ενδοχώρα, χωρίς να ενεργοποιούν ιδιαίτερα την οικονομική δραστηριότητα: οι παραδοσιακές μεταφορές με τα ζώα καλύπτουν τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης αγροτικής παραγωγής (με δεδομένα τα χαρακτηριστικά του αγροτικού χώρου: πολυκαλλιέργεια, διασπορά και μικρός αγροτικός κλήρος), ενώ η άμαξα, το νέο μεταφορικό μέσο που αντιστοιχεί στο δρόμο, σπανίζει στην ύπαιθρο. Επιπλέον, η τεχνολογία της οδοποιίας δε δαμάζεται εύκολα, σε μια χώρα μάλιστα με ιδιαίτερα σύνθετο και δύσβατο ανάγλυφο εδάφους (οι επισκευές και ανακατασκευές απορροφούν μεγάλο μέρος των διαθέσιμων πόρων). Η αναντιστοιχία πολιτικών αποφάσεων και πραγματικών αναγκών διαφαίνεται και μέσα από τις δυσκολίες που συναντά η επιβολή μιας έμμεσης φορολογίας για την οδοποιία, δηλαδή της υποχρεωτικής εργασίας των κατοίκων στα έργα οδοποιίας, εισφορά που κρίνεται απαραίτητη για να αντισταθμίσει την ανέχεια του δημόσιου ταμείου. Η παραδειγματική, στο σημείο αυτό, ανταπόκριση των κατοίκων των περιοχών γύρω από την
Αθήνα μαρτυρεί τον κινητοποιητικό ρόλο που παίζει το ταχύρρυθμα αναπτυσσόμενο αστικό κέντρο της πρωτεύουσας. Σημαντικοί σταθμοί στην κοπιαστική αυτή διαδικασία οργάνωσης του οδικού εγχειρήματος και των υλοποιήσεων είναι η καινοτομία της πρώτης ταξινόμησης των οδών (εθνική, επαρχιακή, αγροτική) -που αποδέχεται την επιλογή προτεραιοτήτων και την ιεράρχηση του χώρου (1852)-, και κυρίως η ίδρυση του Ταμείου Οδοποιίας (1867), που θα οδηγήσει σταδιακά στη συστηματοποίηση της εκτέλεσης των έργων, ιδιαίτερα μετά από την αποφασιστική οργάνωση της οικονομικής και τεχνικής διαχείρισης που θα επιτύχει η τρικουπική πολιτική. Μόνο τότε τα αποσπασματικά και διάσπαρτα τμήματα δρόμων θα μετατραπούν σε συγκροτημένο και ιεραρχημένο οδικό δίκτυο σε εθνική κλίμακα. Τέλος, επιχειρείται μία πρώτη αποτίμηση των οικονομικών αποτελεσμάτων του οδικού εγχειρήματος, μέσα από την εξέλιξη της πυκνότητας της κίνησης στους κατασκευαζόμενους δρόμους (1852-1872), των εισπράξεων των διοδίων ( 1852-1890) και των δαπανών του Ταμείου Οδοποιίας (18671890), όπως και η αποτίμηση της θέσης των δαπανών για έργα οδοποιίας στο σύνολο των αναπτυξιακών κρατικών δαπανών. Στην περίπτωση των λιμενικών έργων, που εξετάζονται στο δεύτερο μέρος της μελέτης, η σχέση κρατικής επέμβασης και αναγκών της οικονομικής ζωής είναι αντίστροφη. Η πρώτη περιορίζεται σε νομοθετικές ρυθμίσεις που οργανώνουν από διοικητική και θεσμική άποψη τον εθνικό θαλάσσιο χώρο και τη ναυσιπλοΐα, ενώ η δεύτερη εξασφαλίζει αυτόνομα και χωρίς ιδιαίτερη κρατική αρωγή τα ελάχιστα τεχνικά έργα που απαιτεί ένα μεταφορικό μέσο -η ιστιοπλοΐα- δαμασμένο από καιρό. Οι λόγοι είναι πολλοί. Το αδιάκοπα αναπτυσσόμενο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας του 19ου αιώνα, που εξετάζεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο της μελέτης, διεξάγεται σχεδόν αποκλειστικά με τις θαλάσσιες μεταφορές και
έτσι μπορεί να χρηματοδοτήσει (μέσω των τελωνειακών εισπράξεων) τα λιμενικά έργα. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα του ρόλου των θαλάσσιων μεταφορών, χαρτογραφούνται στη μελέτη οι θαλάσσιοι δρόμοι μεταφοράς της σταφίδας, από τα δευτερεύοντα λιμάνια της χώρας στα μεγάλα κέντρα εξαγωγής, και από εκεί στο εξωτερικό. Η γεωγραφία άλλωστε των παραλίων της χώρας παρέχει στην ιστιοφόρο ναυτιλία μια «φυσική» λιμενική υποδομή που απαιτεί μικρές τεχνικές βελτιώσεις (αποβάθρες και μώλους), στο βαθμό μάλιστα που η ναυτιλία αυτή θα ανταγωνίζεται επιτυχώς το ατμόπλοιο, τουλάχιστον ως το τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Πραγματικά, εξετάζοντας την εξέλιξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, η μελέτη εντοπίζει μια χαρακτηριστική άνθηση, ως τα μέσα του αιώνα, των μικρών ιστιοφόρων, που καλύπτουν την αναπτυσσόμενη κίνηση στα ελληνικά παράλια, ενώ το πρόβλημα της προσέγγισης μεγάλων πλοίων λύνεται συχνά με τη μεταφόρτωση εμπορευμάτων στα ανοιχτά (Πάτρα). Ο χαρακτήρας της εμπορικής κίνησης και της ιστιοφόρου ναυτιλίας του ελληνικού νησιώτικου χώρου εικονογραφείται με το παράδειγμα των Κυκλάδων, όπως παρουσιάζονται αναλυτικά σε μια γαλλική έκθεση του 1852. Η ανάγκη για λιμενικά έργα μεγαλύτερων διαστάσεων (εκβαθύνσεις λιμανιών, λίθινοι κυματοθραύστες κ.λπ.) θα προκύψει από την τελική επικράτηση της ατμοπλοΐας και κυρίως την πόλωση της ναυτιλιακής (αλλά και γενικότερα οικονομικής) δραστηριότητας γύρω από τα μεγάλα λιμάνια του εξαγωγικού εμπορίου. Ο Πειραιάς, το λιμάνι της πρωτεύουσας, αποσπά την πρωτοκαθεδρία έναντι της Πάτρας και της Ερμούπολης και θα μετατραπεί, πρώτος, σε πραγματικό λιμενικό συγκρότημα. Εξετάζονται επίσης και τα πρώτα λιμενικά έργα στην Πάτρα και στην Ερμούπολη, όπως και σε ορισμένα δευτερεύοντα λιμάνια. Η χρηματοδότηση και η εκτέλεση των έργων θα είναι πάντα ευκολότερα απ' ό,τι στα έργα οδοποιίας, μέσω της φορολόγησης της εμπορικής δραστηριότητας αλλά και μέσω της προθυμότερης εμπλοκής των τραπεζικών ιδρυμάτων (ιδιαίτερα της Εθνικής Τράπεζας). Η μελέτη, που ολοκληρώνεται με τη συγκριτική παρουσίαση της χρηματοδότησης που απορρόφησαν τα οδικά και λιμενικά έργα, στηρίζεται σε πρωτογενείς πηγές, αρχειακές και δημοσιευμένες (γαλλική προξενική αλληλογραφία, αλληλογραφία Υπουργείου Εσωτερικών στα ΓΑΚ, απολογισμοί Ταμείου Οδοποιίας, κρατικοί προϋπολογισμοί και «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» και άλλες πηγές της εποχής). Μ. ΣΥΝΑΡΕΛΛΗ
Η Διώρυγα της Κορίνθου Τεχνικός άθλος και οικονομικό τόλμημα Παρ’ ότι η ναυτιλιακή δραστηριότητα αποτέλεσε κεφαλαιώδες στοιχείο της νεοελληνικής ιστορίας, η ανάπτυξη της υποδομής της δεν ήταν ποτέ αντίστοιχη. Το βιβλίο αυτό επιχειρεί να συμβάλει στη σπουδή της δημιουργίας της υποδομής αυτής στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, θέμα ελάχιστα μελετημένο. Η πραγματοποίηση των μεγάλων δημοσίων έργων από τις κυβερνήσεις του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα αποτέλεσε έκφραση της εντατικής προσπάθειας που καταβάλλεται για εκσυγχρονισμό της οικονομίας με προσαρμογή της στα μοντέλα της ευρωπαϊκής προόδου. Αντικείμενο και χώρος σύγκρουσης των ευρωπαϊκών συμφερόντων, η Ελλάδα της εποχής δέχτηκε επίσης και την επίδραση των πρωτοπόρων της γαλλικής τεχνολογίας, στην οποία οφείλεται η Διώρυγα της Κορίνθου, το σημαντικότερο ίσως έργο για τη χώρα στα •τέλη του 19ου αιώνα. Η διάνοιξη της υπήρξε ενδεικτική του αποφασιστικού βήματος που επιχείρησε η κυβέρνηση για τη διεύρυνση του ναυτικού ορίζοντα της Ελλάδας. Αντίθετα προς τα περισσότερα λιμενικά έργα της εποχής, που οργανώνονται και στηρίζονται από την τοπική ή νομαρχιακή πρωτοβουλία, η απόφαση για τη διόρυξη του Ισθμού της Κορίνθου πάρθηκε από την κεντρική διοίκηση. Στην έκδοση αυτή εξετάζεται αναλυτικά προς τις διεθνείς συνθήκες η ιστορική συγκυρία που επέτρεψε την πραγματοποίηση της τομής του κορινθιακού Ισθμού. Στο βαλκανικό χώρο την ίδια εποχή ήταν πολύ σημαντικές οι
ξένες επενδύσεις στα δημόσια έργα και στα μέσα επικοινωνίας. Η επενδυτική απόφαση των Γάλλων κεφαλαιούχων συνέπεσε με τη γενική τάση εξαγωγής γαλλικών κεφαλαίων προς τις νέες χώρες της Λατινικής Αμερικής ή τις οικονομικές επενδύσεις πολιτικού χαρακτήρα στα Βαλκάνια και στη Ρωσία. Η βιομηχανική υπερπαραγωγή και οι πτωχεύσεις πολλών επιχειρήσεων στη Γαλλία είχαν συντελέσει στον προσανατολισμό των χρηματιστικών κύκλων προς τις αγορές του εξωτερικού με την αγορά τίτλων ιδιωτικών επιχειρήσεων, όπως στην περίπτωση της Διώρυγας. Το γεγονός αυτό, όπως και άλλα, δείχνει τη σχέση μεταξύ διεθνούς κίνησης κεφαλαίων και της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Οι επενδύσεις που προέρχονται από το εξωτερικό τονώνουν την κίνηση της εθνικής κεφαλαιαγοράς που καταλήγει στην αγορά των τίτλων από τη χώρα όπου είχε γίνει η επένδυση. Η συμπεριφορά των φορέων χρηματοδότησης του έργου και η μορφή που πήρε η επένδυση τους αποτελούν κεντρικό σημείο της μελέτης. Εξετάζεται, παράλληλα, λεπτομερώς και το νομικό πλαίσιο της ιστορίας της διόρυξης του Ισθμού. Η πραγματική άξια της Διώρυγας είναι συνάρτηση των υπηρεσιών που προσφέρει και αυτών που δέχεται. Εκτός όμως από τον οικονομικό υπολογισμό υπάρχει το θέμα της πολιτικής επιλογής βασισμένης στη συνολική αντίληψη και στις σχέσεις της συγκεκριμένης ναυτικής υποδομής με το γεωγραφικό χώρο της. Η επίδραση του έργου κρίνεται συγκριτικά όχι μόνο με τα άμεσα αποτελέσματα, θετικά ή όχι, αλλά και με τα μελλοντικά. Ορισμένοι χώροι δεν ανταποκρίνονται πλέον στην αρχική
πρόβλεψη, είτε γιατί η αρχική σύλληψη της διαμόρφωσης τους δεν αντιστοιχεί στην εξέλιξη του τύπου της ναυτιλιακής κίνησης, είτε γιατί στερούνται από τη φύση τους των δυνατοτήτων προσαρμογής σε νέα δεδομένα. Η ικανότητα της συνεχούς επανένταξης του χώρου της ναυτιλιακής δραστηριότητας στο σύγχρονο περιβάλλον μαρτυρεί το βαθμό επιτυχίας της σύλληψης του. Στην περίπτωση της Διώρυγας της Κορίνθου, οι εμπνευστές του έργου δε φαίνεται να é\aÇ>m υπόψη τους τη ραγδαία εξέλιξη της ναυπηγικής και των τελών συγκοινωνίας. Δε συνέδεσαν επίσης τη Διώρυγα με ένα συγκεκριμένο σχέδιο πολεοδομικής ανάπτυξης βασισμένης στην εκμετάλλευση των νέων δυνατοτήτων του χώρου. Η Διώρυγα, πάντως, συντελεί στην επιτάχυνση ορισμένων τοπικών αναδιατάξεων: παρακμή της Σύρας, άνοδος του Πειραιά και αξιοποίηση του λιμανιού της Πάτρας, ενώ ο συναγωνισμός των σιδηροδρόμων αποδείχτηκε αρνητικός για τη Διώρυγα. Παρά τα μεγαλεπήβολα σχέδια των κατασκευαστών της, η Διώρυγα αποδείχτηκε περιορισμένης και τοπικής μόνο σημασίας, δεδομένου μάλιστα ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της ελληνικής ναυτιλιακής κίνησης της εποχής διενεργούνταν από τα πλοία των ακτοπλοϊκών γραμμών. Προϊόν του πνεύματος του Σουέζ, που εκείνη την εποχή θεωρήθηκε «μικρή αδελφή» και απαραίτητο συμπλήρωμα του, η Διώρυγα της Κορίνθου δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες της δημιουργίας μιας νέας σημαντικής θαλάσσιας οδού που θα έφερνε την επανάσταση στις συγκοινωνίες της Ανατολικής Μεσογείου. Παρά το μεγάλο κόστος της, η κακή γεωλογική μελέτη του εδάφους και οι κοντόθωρες εκτιμήσεις για την εξέλιξη της ναυπηγικής και των τεχνικών, οδήγησαν σε μέτρια αποτελέσματα. Το μικρότερο πλάτος αποδείχτηκε επίσης αποφασιστικής σημασίας. Αντίθετα, η πολλά υποσχόμενη μείωση της διαδρομής για τα πλοία που πήγαιναν στη Μαύρη θάλασσα, ήταν πολύ σχετική για τα όλο και πιο ταχύπλοα πλοία. Μένει λοιπόν η «ποίηση του εργοταξίου»: οι Γάλλοι μηχανικοί εμψυχώνουν τις εργασίες του κορινθιακού Ισθμού ακολουθούμενοι από ένα στρατό εργατών και τεχνικών. Τα ίδια μεγάλα ονόματα μηχανικών και χρηματιστών της εποχής συναντιούνται στο Σουέζ, στον Παναμά και στην Κόρινθο. Από τεχνική άποψη η Διώρυγα ανήκει στην πρωτοπορία των έργων του τέλους του 19ου αιώνα. Τεχνικές και μέθοδοι εκτέλεσης των έργων της εποχής εκτίθενται αναλυτικά στο υπό έκδοση έργο. Η περιγραφική μέθοδος που ακολουθείται επιτρέπει την ανασύνθεση του τεχνικού προβλήματος της Διώρυγας στην ολότητα του και της πορείας του έργου. Η έρευνα που παρουσιάζεται στη δημοσίευση αυτή δεν εξαντλεί το θέμα, γιατί περιορίζεται στις συνθήκες πραγματοποίησης και στα πρώτα χρόνια εκμετάλλευσης της Διώρυγας. Εκτός από την προϊστορία και την εξιστόρηση της κατασκευής του έργου χρειάζεται να εξεταστεί και η θέση που κατέχει στη ναυτιλιακή κίνηση και στην οικονομική ζωή της χώρας από το 1907 μέχρι σήμερα. Ε. ΠΑΠΑΠΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
Υπό Bente Thomsen-Tsialis, "Galatista. The built-up environment of a Greek vernacular village; Past, Presence. Future? A disertation submitted in partial fulfillment of the requirements for a degree of Licenciate in Architecture in the Architect School of the Royal Danish Academy of Fine Arts Copenhagen, September 1987". Στα αγγλικά. Σελ. viii+ 143, εικόνες (φωτογραφίες, σχέδια, διαγράμματα, χάρτες) 158, σε μορφή βιβλίου χαρτόδετου, σχήματος A4. Ξεφυλλίζοντας κανείς το βιβλίο της Bente Thomsen-Tsialis γρήγορα καταλαβαίνει την ποιότητα της εργασίας αλλά και την έκταση και τη δυσκολία του φιλόδοξου στόχου της : να μιλήσει για τα πάντα που σχετίζονται, επηρεάζουν, συνθέτουν ή καταστρέφουν έναν τυπικό όσο και παμπάλαιο οικισμό της Μακεδονίας, φορτισμένο με την κληρονομιά της «παραδοσιακής» αρχιτεκτονικής και τα συνακόλουθα σημερινά προβλήματα. Και δε θα μπορούσε βέβαια μια διπλωματική εργασία για ένα τέτοιο αντικείμενο να φτάσει σε κάποια ολοκλήρωση, ώστε να μπορεί να παρουσιάζεται και σε μορφή βιβλίου, αν πίσω της δε στεκόταν η ολοκληρωμένη εκπαίδευση επώνυμου πανεπιστημιακού ευρωπαϊκού ιδρύματος, όπου το καλό σκίτσο και το σχέδιο, η επιμονή και η πληρότητα στην εργασία πεδίου, αλλά και η αγάπη για τη δουλειά είναι μέσα στις αναγκαίες συνθήκες για την παραγωγή ενός άρτιου επιστημονικού έργου. Όχι όμως και στις ικανές. Και το προσεκτικό διάβασμα του βιβλίου γρήγορα θα αποκαλύψει στον αναγνώστη τα αδύνατα σημεία, που οφείλονται ακριβώς στην απουσία κάποιων ικανών συνθηκών, όπως το βάθος ιστορικής γνώσης στα ειδικά αρχιτεκτονικά ζητήματα του συγκεκριμένου πολιτισμικού χώρου ή η εξειδικευμένη ενημέρωση πάνω στον αναστηλωτικό προβληματισμό εν γένει. Βέβαια, για μια διπλωματική εργασία η μη πλήρωση αυτών των συνθηκών και τα συνακόλουθα κενά ή η ανώριμη γραφή όχι μόνο δεν έχουν σημασία, αλλά αποτελούν και φυσιολογικό φαινόμενο. Επειδή όμως η συγκεκριμένη δουλειά και πολλές και μεγά-
λες αρετές έχει, αλλά και, στη μορφή του βιβλίου που έχει πάρει, ήδη βρίσκεται σε αρκετές πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες εκφράζοντας μια ενδιαφέρουσα οπτική ενός αλλοδαπού ερευνητή, αξίζει να μας απασχολήσει περισσότερο λεπτομερειακά. Όπως ο υπότιτλος υπαινίσσεται, η συγγραφέας επιχειρεί μια καθολική όσο και διαχρονική εξέταση του οικισμού. Το πρώτο κεφάλαιο (σ. 1-94) ασχολείται με τον προβιομηχανικό οικισμό της Γαλάτιστας. Ξεκινώντας από την τοπογραφία και τις συνθήκες ίδρυσης (μικροκλίμα, επικοινωνίες, αρώσιμη γη και παραγωγή), περνά στην ιστορική αναδρομή, όπου με σαφήνεια και λιτότητα διαγράφει τόσο τις συνθήκες του 18ου-19ου αι. που άνδρωσαν τις κοινότητες του βαλκανικού χώρου, όσο και την αντιφατική πολιτική του ελληνικού κράτους που οδήγησε στο μαρασμό τους. Εύστοχες αναφορές στην αρχαιότητα διατρέχουν το κείμενο, υπογραμμίζοντας τη διαχρονική ραχοκοκαλιά των φυλετικών ηθών και εθίμων και της οικιστικής (σ. 12-14), αποκαλύπτοντας την καλή εξοικείωση της συγγραφέως με την πολεοδομική μεθοδολογία που καθιέρωσαν σχετικά πρόσφατες μελέτες για αντίστοιχους οικισμούς, και στις οποίες συχνά αναφέρεται (Δ. Φιλιππίδης, du Boulay, Rapoport κ.ά.). Βέβαια, κάποια στιγμή, πέρα από την εργασία πεδίου (πολύ σοβαρή και εμπεριστατωμένη, πράγματι) και μετά την πολεοδομική ανάλυση με τις συχνά αυτονόητες ή και απλοϊκές αναδρομές στο ένδοξο παρελθόν (ο. 27, Όλυνθος, Βυζάντιο) έρχεται η ώρα της ιστορικής τεκμηρίωσης των αρχιτεκτονικών ζητημάτων. Η συγγραφέας εδώ δεν καταφέρνει να ξεφύγει από την παγίδα των παλαιών λαογράφων και ιστορικών (Μέγας, Κουκούλες και επίγονοι) περί της συνεχείας της «ελληνικής οικίας». Έτσι σχεδιάζει τυπολογικά διαγράμματα, συμβάλλοντας και αυτή, εν έτει 1987, στη διαιώνιση της «σχολής» εκείνων, με τον ονοματισμό του τυπικού αγροτόσπιτου με χαγιάτι ως... "pastas house" (σ. 39 κ.ε., 88 κ.ε.). Η σύγχυση εντείνεται όταν κάποια στιγμή αναφέρεται για λίγο σε "anatolian house" (σ. 57), χωρίς όμως να το καθορίζει ή να το διακρίνει
από το... βυζαντινό αρχοντικό, του οποίου πάλι τη μορφή αναγνωρίζει στο... πηλιορείτικο πυργόσπιτο της Κουκουράβας του 18ου αιώνα! Δε φέρει βέβαια όλη την ευθύνη: θύμα και αυτή μιας μονομερούς και ελλιπούς βιβλιογραφίας, άγεται μέχρι το περσιάνικο αυτοκρατορικό Cinili Kiosk στην Κωνσταντινούπολη... Πόσο πιο καλά θα ήταν όμως να μην είχε βάλει εκείνες τις ηχηρές και λίγο λαϊκίστικες προδιαγραφές στον πρόλογο της (σ. νί), σύμφωνα με τον οποίο η μέχρι τώρα βιβλιογραφία κακώς έχει ρίξει την προσοχή της «στα σπίτια των πλουσίων, που είχαν τα μέσα να αποκτούν αρχοντικά χτισμένα με μεγάλο αρχιτεκτονικό πλούτο, ενώ τα σπίτια των λιγότερο ευπόρων συνήθως παρελείποντοστη σιωπή»: ίσως τότε να είχε μπορέσει να δει την πλήρη κλιμάκωση από το αστικό σπίτι με τα πρωτευουσιάνικα πρότυπα ως το απλό αγροτικό που τόσο συχνά πασχίζει να το μιμηθεί, και ίσως ακόμη να είχε αποφύγει να εμφανίζει σπίτια της όψιμης τουρκοκρατίας σαν... βυζαντινά (εικ. 62). Αν το βιβλίο έχει αποτύχει στα θέματα της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής και της σχετικής τεκμηρίωσης (δεν παρουσιάζεται ούτε ένα χρονολογημένο κτίριο), έχει ωστόσο πετύχει στα πλαίσια της Εθνογραφίας και της καταγραφής της σημερινής κατάστασης (σ. 96 κ.ε.) με το ψύχραιμο βλέμμα του ξένου παρατηρητή. Μιλώντας για την εισβολή της νέας τεχνολογίας, για την αλλαγή στην παραγωγή και στα ήθη, για τη σύγχρονη ζωή γενικότερα στο χωριό, προσέχει πράγματα που ίσως θα τα ξεπερνούσαμε εμείς, και δίνει διαστάσεις και αποχρώσεις ιδιαίτερες σε φαινόμενα κατά τα άλλα παγκοίνως γνωστά. Το τελευταίο ίσως κάνει τον Έλληνα αναγνώστη να διακρίνει κάποια αφέλεια σε ορισμένες κρίσεις. Αφέλεια που συναντιέται εντονότερη στο τελευταίο κεφάλαιο ("Future?", σ. 120 κ.ε), όπου στις συχνά πρωτότυπες ιδέες για αξιοποίηση και προστασία του παραδοσιακού πλούτου παρεμβάλλονται σε πρωτολειακή μορφή οδηγίες για νέα δόμηση στον παραδοσιακό ιστό. Εδώ όμως η διεθνής βιβλιογραφία έχει να παρουσιάσει σοβαρότατους και προχωρημένους σύγχρονους προβληματισμούς και θέσεις (π.χ. Brolin, Β: Architecture in context, fitting new buildings with old, 1980, ευρείας κυκλοφορίας βιβλίο, αλλά και δεκάδες άρθρων σε αρχιτεκτονικά περιοδικά), που η συγγραφέας δείχνει να αγνοεί. Έτσι δεν καταλαβαίνουμε στο τέλος αν το όραμα της για τα νέα κτίρια της Γαλάτιστας είναι οι καλής, έστω, ποιότητας νεοπαραδοσιακές επιδερμικές ρέπλικες ή κάτι πιο ουσιαστικό, πέρα από τα στενά μορφολογικά όρια (σ. 125). Όπως και νάχει το πράγμα, πέρα από τις αυστηρές ίσως κρίσεις που προηγήθηκαν, θα πρέπει να ειπωθεί ότι το έργο της Β. Thomsen-Tsialis είναι αξιόλογο. Και γι' αυτό θα 'πρεπε να έχει μια εξέλιξη, βασισμένη σε πληρέστερη ενημέρωση πάνω στα ιστορικά και τα αναστηλωτικά ζητήματα της αρχιτεκτονικής. Η βιβλιογραφία της (σ. 141142) είναι ισχνή και κάπως απαρχαιωμένη, τη στιγμή που η τελευταία εικοσαετία έχει προσφέρει πλούσια γνώση, ανατρέποντας παλιές αντιλήψεις σχετικά με τα θέματα που την απασχολούν. ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΙΖΗΣ
Ο Νικ. Δημητρίου συνεχίζει την παράδοση των παλαιών δασκάλων (Δ. Λουκόπουλος) που με μεράκι και μόχθο συγκέντρωσαν και διέσωσαν πολύτιμο υλικό για τον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό. Το πεντάτομο αυτό σύγγραμμα του είναι το αποτέλεσμα μακρόχρονης, από το 1915, ενασχόλησης του συγγραφέα με τη συλλογή λαογραφικού υλικού της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Σάμου. Την ανάγνωση του έργου καθιστά πιο ευχάριστη η συχνή παράθεση φράσεων της καθημερινής ζωής και αφηγήσεων στη σαμιώτικη διάλεκτο. Τα θέματα που παρουσιάζονται στο έργο αυτό αφορούν στην κοινωνική, πνευματική και οικονομική ζωή της Σάμου και καλύπτουν χρονικά την περίοδο από το 1870 περίπου ως σήμερα: Α' τόμος: Κοινωνική οργάνωση, Από τον ιδιωτικό βίο, Ζητήματα σχετικά με το γάμο, Λατρεία, Λαϊκή παροιμία, Μαγεία, Δεισιδαιμονίες, Παραδόσεις, Αστρολογία και Μετεωρολογία. Β' τόμος: Οι γεωργοί, Η ποιμενική, Οι τέχνες, Άλλα επαγγέματα και ασχολίες. Γ" τόμος: Ονόματα, Επώνυμα, Παρωνύμια, Ζώα, Φυτά, Διάφορα, Ελεύθερα Αναγνώσματα, Το ανθρώπινο σώμα στη σαμιώτικη διάλεκτο. Δ ' τόμος: Γύρω από την ερήμωση της Σάμου, Τοπωνύμια της Σάμου, Παροιμιακές φράσεις, Καθιερωμένες λαϊκές φράσεις. Ε' τόμος: Παροιμίες που λέγονται στη Σάμο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο Β' τόμος, όπου επιχειρείται μία λεπτομερής παρουσίαση των βασικών παραδοσιακών αγροτικών επαγγελμάτων των Σαμιωτών, όπως η γεωργία (αμπελουργία, ελαιουργία, καπνοκαλλιέργεια) και η ποιμενική, με μικρότερη αναφορά στις παραδοσιακές τέχνες, π.χ. αγγειοπλαστική, υφαντική, σακκοποιία κ.ά. Περιγράφονται επίσης αναλυτικά ο ετήσιος αγροτικός κύκλος, οι παραδοσιακές τεχνικές
Guillou Α. (υπό τη διεύθυνση του) Giustina Ostuni. Les outils dans les Balkans du Moyen Age à nos jours. Έκδ. της Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales et Maisonneuve et Larose. 1986. Τόμος Ι. Ονοματολογία και μορφές, σελ. 380. Τόμος II, Πίνακες 1032.
Το σημαντικό αυτό έργο αποτελεί καρπό μιας δεκαετούς προσπάθειας που διηύθηνε ο καθηγητής André Guillou στο Κέντρο Ιστορικών Ερευνών (Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales) για την καταγραφή και λεξικογράφηση των εργαλείων στα Βαλκάνια από το 13ο αιώνα ως τα τέλη της προβιομηχανικής περιόδου, σε συνεργασία με ειδικούς από την Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία και Σερβία.
και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν. Το κείμενο συμπληρώνεται με πολλές φωτογραφίες και σχέδια. Δυστυχώς, δε γίνεται αναφορά σε άλλα, αξιόλογα παραδοσιακά επαγγέλματα, όπως η αλιεία, η βυρσοδεψία κ.λπ. Η συλλογή του λαογραφικού υλικού είναι έργο ζωής του συγγραφέα, που έζησε και εργάστηκε στη Σάμο, παρατηρώντας και σημειώνοντας καθετί αξιόλογο. Μολονότι έχει ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς με το αντικείμενο που πραγματεύεται, κατορθώνει με επιτυχία να το παρουσιάσει αντικειμενικά. Η λυρική και νοσταλγική διάθεση για το παρελ-
Έχοντας υπόψη το βαθμό προόδου της επιστημονικής δουλειάς σε καθεμιά από τις τέσσερις χώρες, η έρευνα αυτή έθεσε ως σκοπό της, γράφει στον πρόλογο ο καθηγητής Α. Guillou, τη συλλογή και εκμετάλλευση των πληροφοριών για τα εργαλεία παραγωγής και μεταποίησης βασικών υλών : εργαλεία και εξοπλισμός των μεταλλείων και της μεταλλουργίας, χειροτεχνικά εργαλεία (για το ξύλο, το δέρμα, το ύφασμα), εργαλεία και εξοπλισμός της καθημερινής ζωής, της οικοδομικής και της κουζίνας (το γουδί και το καζάνι, λ.χ. που μεταποιούν τα τρόφιμα, όχι τα πιάτα που απλώς τα δέχονται). Αποκλείσαμε τα επιστημονικά εργαλεία, τον στρατιωτικό εξοπλισμό, τα εργαλεία και όργανα της ναυσιπλοΐας, τα μέτρα και τα σταθμά. Η συλλογή πραγματοποιήθηκε από περισσότερα είδη πηγών, υπογραμμίζεται όμως ότι
θόν δε λείπει και γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στις αφηγήσεις και διάλογους των ντόπιων που παρατίθενται αυτούσιοι. Το σημαντικό και πλούσιο υλικό του πεντάτομου αυτού έργου αποτελεί πολύτιμη πηγή για τη σύγχρονη εθνολογία. Αξίζει να τονίσουμε εδώ τη σημασία τέτοιων σημαντικών έργων που, μολονότι αναφέρονται σε περιορισμένη τοπική κλίμακα, αποτελούν βιβλία αναφοράς για τη μελέτη της ελληνικής παραδοσιακής κοινωνίας. Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
επιδιώκετο η συγκέντρωση και εκμετάλλευση ενός υλικού ήδη συλλεγμένου από τις επιστημονικές κοινότητες των τεσσάρων χωρών που συνεργάζονταν στο έργο και όχι για μια έρευνα που θα έπρεπε να γίνει εξ υπαρχής. Αξιοποιήθηκαν πηγές αρχαιολογικές (υλικό από ανασκαφές ήδη δημοσιευμένο), πηγές γραπτές, αρχειακές (εκβαντάρια, συμβολαιογραφικά έγγραφα κυρίως) και έντυπες (οι περιηγητές λ.χ), πηγές εικονογραφικές και τοπογραφικές (αντικείμενα καταλογογραφημένα στα μουσεία, αποτελέσματα περαιωμένων ερευνών)... Συγκεντρώθηκαν με τον τρόπο αυτό για περισσότερα από 500 εργαλεία 10.000 δελτία, που είχαν τυποποιηθεί και συμπληρωθεί με διπλό σκοπό, τη λεξικογραφική αξιοποίηση και την ηλεκτρονική τους επεξεργασία (που θα αποτελέσει αντικείμενο ενός επόμενου έργου). Στο πρώτο αυτό λεξικό τα εργαλεία έχουν ταξινομηθεί ανά χώρα και μέσα σε αυτήν σε αλφαβητική σειρά, στη γλώσσα του τόπου.
Η παρουσίαση του κάθε εργαλείου ή μηχανήματος περιλαμβάνει περίοδο χρήσης του εργαλείου, άλλα ονόματα του, μετάφραση στα γαλλικά, το χώρο και τρόπο χρήσης του, προέλευση, χρονολογία του, περιγραφή, τόπο φύλαξης του και κατάσταση συντήρησης του, και, στο δεύτερο τόμο, φωτογραφίες ή/και σχέδια του. Το σημαντικό αυτό έργο αποτελεί σταθμό σε μια προσπάθεια που βρίσκεται στην αρχή της. Ανακεφαλαιώνει άνισες επιμέρους επιτεύξεις και υποδεικνύει, με τις ελλείψεις του που οφείλονται στις ανισότητες αυτές, την ενιαία μέθοδο που θα πρέπει να εφαρμοστεί σε κάθε χώρα και διαβαλκανικά για να επιτευχθεί πληρέστερα το ζητούμενο, ο Thesaurus των εργαλείων της Βαλκανικής. Ο δεύτερος τόμος δείχνει, με το πολύτιμο υλικό που περιλαμβάνει και με τα καλύτερα από τα σχέδια και τις φωτογραφίες του, το πώς θα έπρεπε αυτά να γίνονται για να έχουν τεκμηριωτική και συγκριτική αξία. Ο πρώτος μαρτυρεί τις μακρές διάρκειες και την κοινότητα των τεχνολογικών παραδόσεων και την ανάγκη να μελετηθούν συστηματικά, έστω και την ύστατη αυτή ώρα. Θα ήταν ευχής έργο αν στο δεύτερο τόμο που προαναγγέλλει ο κ. Α. Guillou περιλαμβάνονταν για κάθε χώρα ένα άρθρο-επισκόπηση της σπουδής της τεχνολογικής της παράδοσης και μία βιβλιογραφία των αντιπροσωπευτικών μελετών ανά κλάδο. Θα οτοιχειοθετείτο έτσι μια γενική εικόνα της κατάστασης των σπουδών διαβαλκανικά στον τομέα αυτόν και θα τεκμηριωνόταν η ανάγκη προώθησης της έρευνας με κοινές, εθνογραφικές, μεθόδους. Η κατάσταση της εθνογραφικής έρευνας στην Ελλάδα, σημειώνει ο καθηγητής Α. Guillou, μας επέτρεψε, παρά τις προσπάθειες μας, να δώσουμε μόνο μία πολύ συνοπτική εικόνα του θέματος στηριγμένη αποκλειστικά στην έκθεση που είχε παρουσιαστεί στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα, το 1978. Η εξέταση του υλικού είναι εντελώς προκαταρκτική, τα δελτία πολύ απλουστευμένα. Τα δελτία για την Ελλάδα, έντεκα μόλις σελίδες σε μια έκταση 335, καταχωρήθηκαν σε παράρτημα... Q διαπιστώσεις αυτές, που δεν άλλαξαν έκτοτε, επαναφέρουν για πολλοστή φορά την ανάγκη της συστηματικής απογραφής του τεχνολογικού μας πλούτου. Οι συλλογές, όποιες και όπως συγκροτήθηκαν, παραμένουν ακατάγραφες και αδημοσίευτες, δηλ. νεκρές το υλικό (εργαλεία, μηχανήματα, κτίσματα) χάνεται καθώς η ταχύρρυθμη αλλαγή της τεχνολογίας το αχρηστεύει οι τελευταίοι πληροφορητές, κατασκευαστές και χρήστες, πεθαίνουν παίρνοντας μαζί τους τη Μνήμη, τα λαογραφικά μας μουσεία και οι τοπικές συλλογές συνεχίζουν συχνά να υπηρετούν παλαιούς στόχους, ξεπερασμένους από δεκαετίες, με μεθόδους της ίδιας ηλικίας και αποτελεσματικότητας. Λείπει η μακρόχρονη συστηματική επιτόπια έρευνα από ειδικούς, η μόνη που μπορεί να καλύψει τα τεράστια κενά στη σπουδή και γνώση της παράδοσης μας. Λείπει η βούληση και η πίστη που ενεργοποιεί μαικήνες και ειδικούς, οι πρώτοι αγνοούν τους δεύτερους, οι δεύτεροι περιμένουν τους πρώτους... Θα έπρεπε ίσως οι μεγάλοι ιδιωτικοί οικονο-
μικοι φορείς να επανεξετάσουν τις πιστώσεις των δημοσίων σχέσεων τους. Εκατομμύρια δαπανώνται σε διαφημίσεις: αγωνίζονται όλοι να στοιχειοθετήσουν ένα μήνυμα που να προκαλεί το ενδιαφέρον, αγωνιούν να πείσουν, να συγκινήσουν. Το ενδιαφέρον, η πειθώ και η συγκίνηση δεν είναι μόνο αποτέλεσμα (εισαγόμενης) ευρηματικότητας, είναι, κυρίως, αποτέλεσμα αναφορών στην παιδεία και το συναίσθημα του Έλληνα πελάτη τους. Την παιδεία αυτή θα πρέπει να τη στοιχειοθετήσουν και να την αξιοποιήσουν, το συναίσθημα θα πρέπει να το ξαναδέσουν με τις πηγές του . να το καλλιεργήσουν και στη συνέχεια να το επικαλεστούν. Είναι καιρός οι μεγάλες βιομηχανίες να αναλάβουν την προσπάθεια έρευνας διάσωσης, σπουδής και αξιοποίησης της παράδοσης του τομέα στον οποίο αναπτύσσουν τις δραστηριότητες τους: να συγκροτήσουν τις συλλογές τους, να οργανώσουν τα μουσεία τους, να πραγματοποιήσουν τις εκδόσεις, τις επιστημονικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις τους. Κοστίζουν εκατοντάδες φορές λιγότερο από την πλημμυρίδα των έγχρωμων διαφημίσεων που καταλήγουν στο καλάθι των αχρήστων και είναι, επαγγελματικά, γι' αυτούς, και εθνικά, για όλους μας, εκατοντάδες φορές σημαντικότερες. Θα πρέπει κάποτε να πραγματοποιηθεί η από καιρό αναγκαία στροφή. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Από το τεύχος αυτό καθιερώνουμε ένα βιβλιογραφικό δελτίο. Σκοπός του είναι να καλύψει, σε ένα πολύ μικρό βέβαια ποσοστό, τη βασική ανάγκη ενημέρωσης των αποδεκτών του δελτίου μας για ξένα δημοσιεύματα, που συνήθως φτάνουν ως τις ελληνικές βιβλιοθήκες, και για ελληνικά που προσφέρονται από τους εκδότες ή τους συγγραφείς τους στη βιβλιοθήκη του Ιδρύματος. Η παρουσίαση των ξένων βιβλίων σχετίζεται άμεσα με τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης του Ιδρύματος, που γίνεται με βάση τις τρέχουσες ανάγκες των εργασιών του, συνεπώς δεν έχει συστηματικό χαρακτήρα. Ο εμπλουτισμός αυτός περιλαμβάνει ελάχιστα ειδικά περιοδικά ή πληροφοριακά δελτία, βασικά έργα και ορισμένα βιβλία. Από τα ελληνικά δημοσιεύματα μνημονεύονται συστηματικά όλα όσα προσφέρονται στο Ίδρυμα. Σε όλες τις περιπτώσεις η ανακοίνωση τους περιλαμβάνει την πλήρη βιβλιογραφική παρουσίαση τους χωρίς κριτικό σχολιασμό, που θα ξεπερνούσε τους σκοπούς του δελτίου. Θα πρέπει να υπομνηστεί ακόμη ότι όλα σχεδόν τα μνημονευόμενα δημοσιεύματα σχετίζονται λίγο ως πολύ με την τεχνολογία γενικά, τη νεοελληνική ιστορία ειδικά και, συμπληρωματικά, τη μουσειολογία. ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Βιβλία 1. Πεσμαζόγλου Στέφ., Εκπαίδευση και ανάπτυξη στην Ελλάδα, 1948-1985. Το ασύμπτωτο μιας σχέσης. Θεμέλιο, Αθήνα 1987, σελ. 617. 2. Καρδάση ΒΑ., Σύρος, σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1987, σελ. 473. Πρόλογος Γ. Δερτιλή: 3. Πετράκου Β.Χ., Η Εν Αθήναις Αρχαιολογι-
κή Εταιρεία. Η ιστορία των 150 χρόνων της. Έκδ. Αρχαιολογικής Εταιρείας, Αθήνα 1987, σελ. 440. 4. Η βιομηχανική υποδομή στην παλιά Θεσσαλονίκη. Ενθύμιο για τα 2.300 χρόνια της πόλης. Έκδοση της ΕΘΥΛ ΕΛΛΑΣ, Θεσσαλονίκη 1985. 5. Αγραφιώτης Δ., Πολιτιστικές ασυνέχειες, έκδ. Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1987. 6. Δημαρόγκωνας Α., Μαθήματα ιστορίας της τεχνολογίας. Πανεπιστημιακές παραδόσεις, τ. 1ος, Οι ρίζες της τεχνολογίας (μέχρι το 150 μ.Χ), σελ. 339, τ. 2ος, Η βιομηχανική επανάσταση (μέχρι το 1890), Πάτρα 1985, σελ. 333. 7. Τέχνη και τεχνολογία. Συμπόσιο που διοργανώθηκε στα Χανιά της Κρήτης το Μάρτιο 1987 (Πολυτεχνείο Κρήτης - ΥΠΠΟ Γραμματεία Ν. Γενιάς), έκδ. Ύψιλον, σελ. 174. Και τέσσερις σημαντικές εκδόσεις του Ιδρύματος Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος στη σειρά «Μελέτες Νεοελληνικής Ιστορίας». 1. Λιάτα EUT., Η Σέριφος κατά την τουρκοκρατία (17ος - 19ος), Αθήνα 1987, σελ. 233. 2. Ρηγίνος Μιχ., Παραγωγικές δομές και εργατικά ημερομίσθια στην Ελλάδα, 1909-1936. (Βιομηχανία - Βιοτεχνία). Αθήνα 1987, σελ. 349. 3. Βαρίκα Ελ., Η εξέγερση των κυριών. Η γένεση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα, 1833-1907, Αθήνα 1987. 4. Πιζάνιας Π., Οικονομική ιστορία της ελληνικής σταφίδας, 1851-1912. Παραγωγή, διεθνής αγορά, διαμόρφωση τιμών, κρίση, εκδ. Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1988, σελ. 159. και από την 1. Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, Διεθνές Οικονομικό Συνέδριο, Οικονομία και Αγροτικός Τομέας, Πρακτικά, Αθήνα 1986, τόμ. Α' και Β', σελ. 495 και 451. Περιοδικά 1. Θρακικά χρονικά, ετήσια έκδοση, No 42 (1987-1988), Ξάνθη. ΞΕΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Βιβλία Α) Τεχνολογικά 1. Bohnsack Almut., Spinnen und Weben. Entiwicklung von Technik und Arbeit im Textilgewerbe. Deutsches Museum Rowohlt 1985, σελ. 299. 2. Bijker W. - Hughes Th. - Pinch Tr., The Social Construction of Technological Systems, The M IT Press, London 1987, σελ. 405. 3. Garbrecht G., Wasser, Vorrat, Bedarf und Nutzungjn Geschichte und Gegenwart, Deutsches Museum Rowohlt 1985, σελ. 279. 4. Gervers V., The Influence of Ottoman Turkish Textiles and Costume in Eastern Europe with Particular Reference to Hungary, Royal Ontario Museum 1982, σελ. 168. 5. Hassan A.Y. - Hill D.R., Islamic
Technology. An Illustrated History, Cambridge University Press - Unesco, Paris 1986, σελ. 304. 6. Heltzer M. - Eitam D., Olive oil in Antiquity. Israel and Neighbouring Countries from Neolithic to Early Arab Period, Haifa 1987, σελ. 202 + 45 περίληψη στα αραβικά. 7. Ostuni G., Les outils dans les Balkans du Moyen Age à nos jours, (υπό τη διεύθυνση του Α. Guillou), τ. A' "Nomenclature et formes", σελ. 379, τ. Β' "Planches", σελ. 1032, εκδ. EHESS et Maisonneuve et Larose, 1986. 8. Rolt T.CL., Tools for the Job, εκδ. Her Majesty's Stationery Office, London 1986, σελ. 274. 9. Singer C. - Holmyard E.J. - Hall A.R. -Trevor I.W., A History of Technology, Oxford' At the Clarendon Press, τ. Δ' "The Industrial Revolution c. 1750 - c. 1850", 6η έκδ. 1982, σελ. 728, τ. Ε' "The Late Nineteenth Century c. 1850 - c. 1900", 6η έκδ. 1980, σελ. 888, τ. Η' "Consolidated Indexes" by Richard Râper, Clarendon Press, Oxford 1984, σελ. 232. 10. Smart E.J., Clothes for the Job. Catalogue of the Science Museum Collection, εκδ. Her Majesty's Stationery Office, London 1985, σελ. 67. 11. Staudenmaier M.S.J., Technology's Storytellers Reweaving the Human Fabric, εκδ. The Massachusetts Institute of Technology, 1985, σελ. 282. 12. Suhling L., Aufschlieben, Gewinnen und Fordern. Geschichte des Bergbaus, Deutsches Museum Rowohlt 1983, σελ. 246. 13. Varchmin J. - Radkau J., Kraft, Energie und Arbeit, Energie und Gesellschaft, Deutsches Museum Rowohlt 1984, σελ. 325. 14. Weber W. - Troitzsch U., Die Technik von den Anfangen bis zur Gegenwart, εκδ. Wastermann 1982, σελ. 640. Β) Ιστορικά 1. Acres des colloques de la Direction du Partimoine, "Les Inventaires du Parti-moine Industriel. Industrial Heritage Inventories", εκδ. Ministère de la Culture et de la Communication, Paris 1986, σελ. 213. 2. Alderson T.W. - Low P.S., Interpretation of Historic Sites, εκδ. American Association for State and Local History, 2η έκδ., Nashville 1985, σελ. 202. 3. Algoud H., La Soie Art et Histoire. La Manufacture, εκδ. La Manufacture, Lyon 1986, σελ. 212. 4. Ashton T.S., The Industrial Revolution 17601830, εκδ. Oxford University Press, Oxford 1948, σελ. 135. 5. Beurdeley C, Sur les routes de la soie. Le grand voyage des objets d'an. εκδ. Seuil, Suisse 1985, σελ. 224. 6. Bryer A. - Lowry H., Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society, Papers given at a Symposium at Dumbarton Oaks in May 1982. 1986. σελ. 343.
7. Burchard Brentyes -Siegfried Richter-Rolf Sonnemann, Geschichte der Technik, Aulis Verlag Deubner & COGK 1978, σελ. 502. 8. Cipolla M.C., The Fontana Economic History of Europe. The Industrial Revolution, τ. Γ, 1η έκδ. 1973, 6η έκδ. 1980, σελ. 624. The 20th Century, μέρος β', τ. Ε', 1η έκδ. 1976, 3η έκδ. 1981, σελ. 401-810. Contemporary Economies, μέρος α', τ. Στ ', 1 η έκδ. 1976, 3η έκδ. 1980, σελ. 265-375. 9. Cipolla Μ.Ο, The Fontana Economic History of Europe. The 16th and 17th centuries, τ. 2ος, 1η έκδ. 1974, 5η έκδ. 1981, εκδ. Collins/Fontana Books, σελ. 640. 10. Colloques internationaux du Centre National de la Recherche Scientifique, L'étude et la mise en valeur du Patrimoine industriel 4ème Conference international, Lyon-Grenoble, εκδ. CNRS (Sept. 1981), Paris 1985, σελ. 492. 11. Conway H., Design History: a Students' Handbook, εκδ. Allen and Unwin, London 1987, σελ. 226. 12. Dalen A.J. - Boon W., Nieuw Gezichtop Oud Werk. Industriele Archéologie: introductie en bibliografie, Stichting Industrieel Egfgoed Rijnmond, Rotterdam 1986, σελ. 148. 13. Field J.V. - Wright M.T., Early Gearing Geared Mechanisms in the Ancient and Medieval World, Science Museum, 1985, σελ. 48. 14. Fuchs H. - Burkhourdt F., Produkt from Geschichte 150 Jahre deutsches Design, Stuttgart 1985, σελ. 339. 15. Hanbury Brown, The Wisdom of Science its Relevance to Culture and Religion, Cambridge University Press, 1986, σελ. 194. 16. Hay D.G. - Stell P.G., Monuments of Industry. An Illustrated Historical Record, εκδ. Royal Commission on the Ancient and Historical Monumental of Scotland, 1986, σελ. 248. 17. Hughes S.-Reynolds P., A Guide to the Industrial Archaeology of the Swansea Region. Association for Industrial Archaeology, 1988, σελ. 55. 18. Institut France - Tiers Monde, Indentite culturelle et Revolution technologique. Heme Conference Internationale pour l'indentite Culturelle, sous la direction de Dom. Gallet, 1983. 19. Linters Α., Industriele Archéologie in de Vlasvallei, Industrieel Erfgoed 1987, σελ. 53. 20. Linters Α., Industrieel Erfgoed. Industriele Archéologie in Vlaanderen. Industrieel Erfgoed/de auteur 1987, σελ. 56. 21. Marc Α., L'homme et la foret en montage de Reims, Pare Naturel Regional de la Montagne de Reims, εκδ. La Manufacture, 1985. 22. Royal Commission on the Historical Monuments of England, Industry and the Camera, εκδ. Her Majesty's Station-
ery Office, London 1985, σελ. 96. 23. Schuchardin W.S. - Laman K.N. Fjodorow S.A., Allegemeine Geschichte der Technik von den Anfangen bis 1870, VEB Fachbuchverlog, Leipzig 1981, σελ. 335. Schuchardin W.S. - Laman K.N. Fjodorow S.A., Allegemeine Geschichte der Technik von 1870 bis etwa 1920, Leipzig 1986, σελ. 357. 24. Starensier Α., An Art Historical Study of the Byzantine Silk Industry, τ. A'-Β', Columbia University 1982, σελ. 865. 25. Tilden F., Interpreting our Heritage, P έκδ. The University of North Carolina Press, Chapel Hill 1977, σελ. 119. 26. Vollmer E. - Kealla E.J.J. - Nagai E. Berthrong, Silk Roads - China Ships. An Exhibition of East-West Trade, εκδ. Royal Ontario Museum, Toronto, Ontario 1983, σελ. 240. 27. Whithrow G.J., Time in History, Oxford University Press, Oxford 1988. Περιοδικά 1. L'Archéologie Industrielle en France, τχ. 10 (Δεκ. 1984), τχ. 11 (Ιούν. 1985), τχ. 13 (Ιούν. 1986), τχ. 14 (Δεκ. 1986), τχ. 15 (Ιούν. 1987), τχ. 16 (Δεκ. 1987). 2. C.I.L.A.C., L'Archéologie Industrielle en France, τχ. 15 (Ιούν. 1984), Actes du Ve Colloque sur le partimoine industriel. 3. Industrial Archaeology Review, τ. 10, τχ. 1 (Φθινόπωρο 1987), τχ. 2 (Ανοιξη 1988), τ. 11, τχ. 1 (Φθινόπωρο 1988). 4. Terrain, τχ. 11 (1988), εκδ. Ministère de la Communication. Direction du Partimoine. 5. Scuolaofficina, Periodico di Cultura Tecnica, τχ. 1 (Ιαν.-Ιούν. 1988), τχ. 2 (Ιούλ.-Δεκ. 1988). Δελτία 1. Association for Industrial Archaeology, Bulletin ΑΙΑ, τ. 15, τχ. 2 (1988), τ. 16, τχ. 1 (1988). 2. World Industrial History, ΑΙΑ, καλοκαίρι 1988, τχ. 5. Γ) Μουσειολογικά 1. Gerald G. - Leo Sherrell C, Starting Right. A Basic Guide to Museum Planning, εκδ. American Association for State and Local History, Nashville 1986, σελ. 151. 2. Guthe E.C., The Management of Small History Museums, εκδ. American Association for State and Local History, Nashville 1982, 2η έκδ., σελ. 80. 3. Hall M., On Display, A Design Grammar for Museum Exhibitions, εκδ. Lund Humphries, London 1987, σελ. 256. 4. Musée de Bretagne - Ecomusee les Bintinais, Découvrir les Ecomusèes, 1984, σελ. 47. 5. Stolow N., Conservation and Exhibitions Packing Transport, Storage and Environmental Considerations, εκδ. Butterworths, 1987, σελ. 266.
The creation of non-profit-making legal bodies springs from the awareness of certain needs, of a general nature, which theses are called upon, in accordance with the specification of their founder, to meet. These needs —in our case the history of techniques in Modern Greece— frequently come to the fore through comparisons with the developed countries, that is they are ascertaited as retardations and the ways in which they are dealt with are likewise frequently introduced as innovations (e.g. cultural activity, cultural management). The basic problem in examining cultural activities is the extent to which awareness of the needs these are intended to serve is based on first hand knowledge, that is it is devoid of ideological preconceptions, and the aspiration for their optimum satisfaction on practices which activate existing possibilities. Without these two preconditions, any planning whats ever is in the medium term fruitless, the degeneration —or even death— of innovations highly probable and the prolongation of delays unavoidable. The research foundations established by the banks have responded to the major needs of research and education in the sphere of modern Greek culture: art, economy, letters, technology, to mention them in chronological order of expressed interest. These foundations have sought, and are still seeking, to overcome the delays caused by archaeological preferences, under-funding of research, the indifference of the wider public to cultural values (a symptom of the general intellectual crisis of our time), the fixation with sterile bureaucratic procedures et al. Once the actual needs and their causes had been identified, and in full awareness of the limited potential in terms of funding and expert personnel, feasible programmes of action were devised, which have evidently passed successfully, between the Scylla of improvisation and the Charybdis of verbiage. What are the aims of the Cultural Foundation of ETBA? What are the specific needs it has elected to cover? How did they come into being and why have they remained, until recently, unfulfilled? What are the negative conditions which provoked it? What tactical or practical course has been chosen for overcoming them? These are the basic questions. The principal aim of the Cultural Foundation of ETBA is the study of the history of techniques in modern Greece. Leading question: What is the status of the history of techniques in Greece? Traditional folklore ("laographia") has been concerned with the study of pre-
industrial techniques, within the framework of its interest in "material life". An approach limited, fragmentary and philological in its methods, lexical in its inquiries, achronic in its partial conclusions, ideological in its aims (to document continuities). Its concern with the rural world, production and processing, has been minimal. The few splendid exceptions, most of them extraneous to the university, bear witness to just what could have been gained in terms of research findings if the other, modern European approaches had been followed. The discipline has been motivated by the impass of a "return to the roots", nostalgia, quaintness, folklorism. instead of systematic research, inventorying, collection, salvaging, study, presentation. It has been bedevilled by stereotypes instead of scientific thought, passive acceptance of the destruction of cultural tradition instead of methodical, systematic action. Eighty years after the official birth of folklore study, the basic demand for the museum of Modern Greek civilisation remains unfulfilled, and with barely any hope of coming to fruition. Until last year, no-one had been involved in the study of industrial archaeology. The term, subject, discipline are virtually unknown to us. Between the "industry of exploitation" and the "industry of pollution", "this society, in toto", as the historian Chr. Agriantoni remarks, "did not accept the industrial phenomenon, did not invest in its prospects, did not believe in its advantages, nor did it appear prepared to tolerate its coercions". Under these conditions solicitude for salvaging the history of industry and the evidence of its cultural importance, had virtually no prospect of seeing the light. And it did not see it. Typical of this is the attitude of the industrialists themselves — by token educated and affluent— towards their family and their personal history: not a single museum, only two or three publications. In the sphere of teaching and research, the attitude of the higher technical schools towards the national technical heritage is likewise characteristic. In Greece today, the prospects for anyone who chooses as his aim, his work the study of techniques are negative. The general climate outlined in brief is accompanied by a lack of bodies, programmes, funding and, especially, experts, as well as the inability to produce and/or utilise them. This is directly related to the neglect of the archives, the absence of critical bibliography, the untapped sources of descriptive material, the definitive loss of evidence, techniques, oral testimonies. Modern approaches and methods are
introduced more or less privately, spasmodically, are assimilated signally. A chasm divides the world of speech from the world of action, the town from the countryside, Greek scholarship from modern international bibliography, scientific life, theory. It is incumbent on the researcher to finance himself, entirely or complementarily, to create an area in which to stand (theory), tools in order to advance (method). There are the conditions, the negative conditions. On the other side of the coin are the needs: we need everything we are missing, not only in order to indite Modern Greek technology, the history of techniques in Greece, in the wide sense of the term, but also to acquire memory, to remould our relationship with reality, with the productive work and the practical word. The turn is not the work of one Foundation. The Cultural Foundation of ETBA, like many others in Greece (Goulandris Museum of Natural History, Evgenideion, not to mention those of the banks again, et al.), attempts to demarcate certain creative starting points, activating, within the bounds of its possibilities, those powers available, or which may be developed, in Greece. It demarcates strating points by attempting to devise models in different spheres of its activity. It is still in its infancy: the report will be brief. The activity of the Foundation is developed in four directions: publications, museums, scientific events (congresses, exhibitions) and development of relations. In the field of publications, the need for non-commercial publications, also sucessfully met by other foundations, is well known. First need: to publish original works by Greek researchers in the fields of interest of the Foundation. It is known how expensive personal research is today, and how often the results, after their academic recognition (doctoral theses), remain unpublished. In this field the Cultural Foundation of ETBA is preparing seven publications, at least five of which will appear in 1989. We mention the works of M. Synarelli, entitled "Roads and Harbours in Greece, 1830-1880", E. Papayannopoulou, "The Corinth Canal: Technical Feat and Economic Risk", L. Leontidou. "Silent Cities. The Quarters of the Working Class in Athens and Piraeus. 1909-1940", G. Petrocheilos, "The Determinants and Role of Direct Foreign Investment in the Greek Economy" and the proceedings of the "Three-day Workshop on the History of Modern Greek Technology" (21st-23rd October 1988). Two more will follow: St. Mamaloukos and P. Koufopoulos on the metal-working ateliers of Mt. Athos, and St. Papadopoulos and Chr. Florentis, entitled "The Modern Greek Archive of the Monastery of St John the Theologian, Patmos, as a Source on the Technique and Art of the period (1576-1874)". Two other
works are in the planning phase and a further two are under consideration for inclusion in the series. In some way, almost all fall within the major chapter of the history of techniques. Second need: The circulation of authoritative, accessible translations of classic manuals in the technical-economic field, the absence of which has been painfully obvious for some time. This is required to bridge the gap between contemporary scientific thought, to create terminology, models: there is a lag of two centuries, from the Encyclopaedia of Diderot to the present day. The policy of the Foundation is to subsidise publications not undertaken by publishers, for reasons of cost, despite their importance. C. Cipolla's work "Before the Industrial Revolution. Society and Economy, 1000-1700" is, in both form and content, an example of the publications envisaged. It is planned that these will also include the preparation of the translation of a history of technology, something which does not exist in the Greek scientific bibliography. Third need: to reprint, and thus make available, early basic texts of Modern Greek thought in the Foundation's sphere of interest. Petros Moraitinis* book, "La Grèce telle qu'elle est" (first edition 1877), produced in collaboration with the D. Karavias publishing house, has already appeared (1987). A volume for G. Charitakis is being prepared for 1989. Fourth need —and here the Foundation innovates— the issuing of an information bulletin to inform, to create awareness among and to a certain extent coordinate, those interested in the history of techniques in Greece, both in the area of pre-industrial techniques and industrial archaeology. Two fascicles of "Technology" have already appeared and been distributed gratis to all who expressed an interest in becoming subscribers. Because "Technology" is written by its readers, as these increase in number and their interest widens, it will be issued more frequently. The forth bulletin is in preparation and contributions are welcomed, with the only proviso that there be some pre-agreement so that the format of the texts, asdefined in the fascicles already in circulation, is adhered to. Another wider national-cultural need is met by the cultural guides to regions of Greece hitherto hardly publicised. The guide to "Thrace", produced in collaboration with EOT and EOMMEX, is the first fully informed, high quality guide to be published to this region. A second is being prepared for Samos and the lesser known islands of Ikaria and Fournoi. A third is being planned. Finally another effort is being made, in the field of ecology: the first outcome circulated on June 1989: a booklet on the "Greek Forests". This publication was prepared in collaboration with the Goulandris Museum of Natural History. So
much for the area of publications. The creation of local museums of technology is the Foundation's second area of activity. Technique is man - relations, action - processes, places -equipment, meeds - products, and the museums are the main arena for rescuing, studying and communicating these. In Greece local museums, with a few outstanding exceptions, have failed because of lack of methodical scientific work. Amateur improvisations, old unsuitable buildings, fortuitous, i.e. undocumented material, exhibits without plan and purpose, institutions without funding, continuity of administration and specialist personnel, absence of models, lack of experience. The delay in museology in Greece is strongly felt at the local level in general, the delay in technology is fully documented by the lack of a technical museum (with the exception of the significant Technical Museum of Thessaloniki). Characteristic is the absence of any museum whatsoever on Greece's basic export products (marble, tobacco, cotton, wine) and the most important industrial activities (textile weaving). In these circumstances, the creation from scratch of two local museums of technology (one at Soufli, on the subject of sericulture —silk— spinning, and an outdoor museum at Dimitsana on the subject of water power) furnish an important opportunity for studing not only their subjects, but the entire process of research, study and setting up of such local museums. From one point of view, the experience gained, to be communicated in special publications, will perhaps prove more important than the museums themselves. The organisation of scientific events is the Foundation's third area of activity, which covers another range of needs in the attempt to activate special funding and bodies. The exhibition on the history of industry in Thessaloniki (1870-1912), held in September 1987, in collaboration with the Directorate of Administration of ETBA, was also particularly successful and a noteworthy catalogue was also produced. Already in preparation for 1989 isasecond exhibition on the same subject, for the ensuing period (1912-1940). In October 1988, the First Three-day Workshop on the History of Modern Greek Technology was successfully held in Patras. Twenty-nine scholars, in six groups, read papers and discussed their findings in the sections on ship-building, fire techniques, energy sources, silk-cultivation, construction and history of the railways, as well as the general problems in this field. Thus they had the opportunity of getting to knowone another, exchanging views on subjects of common interest, ascertaining progress and retardations. A publication is under way, which will include the papers, comments and discussions.
Finally, public and international relations, the fourth area of activity of the Cultural Foundation of ETBA, serve to promote all the activities of the Foundation, the function of osmosis of ideas and practices, communication between institutions and specialists, the continuity of critical dialogue which constitutes the secure base of every scholarly work. Encompassed within the context of these efforts are participation in scientific events at home and abroad. This present paper, outlining what has been achieved so far, is an invitation to form an acquaintance and a collaboration with all those who believe that through these a positive result for the history of techniques in Greece may be achieved.
News from Greece The section Technology and Museums begins with an article by J. Favière on the European Museum of the Year Award (p. 5), presented by the Council of Europe. Primary factors assessed are the spirit motivating the organisation of the museum, awareness of its social role, imaginative presentation, able and effective administration, management of economic and political problems. Those Greek museums which have received the award are named. Ms. Efi Mantzoutsou, social anthropologist, gives an account of the background to establishing the Folk Museum of Stemnitsa (p. 6), as well as of the preparation and organisation of the exhibits, according to the demands of modern museology and focussing on the themes presented: the workshops and occupations of Stemnitsa, the organisation of the Stemnitsiote house and items of folk art. The museum's contribution to technology is significant, as is apparent from both its educational programmes and projected exhibitions on subjects relating to metalworking techniques. In his article on the Historical-Folklore Museum and the Natural History Museum of the Prefecture of Kozani (p. 7-8), Mr. Κ Siabanopoulos gives the background to the construction of the building and details of the lay out of its interior and its equipment. He then discusses the natural history collection and the exhibits on each floor, which provide information on the history of the prefecture and the town of Kozani, reconstruct rural life, the life of the lumber jack, traditional primary production activities (arable farming, stock raising, bee-keeping, crocus cultivation et al.), artisans' workshops (farrier, gunsmith, blacksmith, tooth-puller et al.), events in family and social life. Next comes a brief article by Mr. M. latridis on the Technical Museum of Thessaloniki (p. 8), concerned in particular with progress made in the museum's installation in a new building in the Industrial Zone of Thessaloniki.
Professor Ch. Doumas refers back to prehistoric times in his article on the Museum of Cycladic and Ancient Greek Art (N.P. Goulandris Collection) (p. 9). He points out the intrinsic weakness of such a collection, characterised as it is by the interests of the collector and influenced by what is available on the market, and the effort made to counteract this defect, in order to present as faithful a picture as possible of the Cycladic islanders, an inventive and creative people. To this end not only beautiful objects of aesthetic merit, but whatever seemingly insignificant everyday objects the collection included, which nonetheless shed light on their creator, where utilised. The scientifically documented collection also has a didactic - educational role, developed through such activities as lectures, scholarly meetings, temporary exhibitions. The section Technology and Exhibitions begins with the presentation of events held in Thessaloniki in June 1988 to mark the Centenary of the Railway between Thessaloniki and Europe (p. 10-11). Activities centred around two specially organised exhibitions, one of historic documents and one of paintings. A particularly important contribution was the restoration to working order of two historic steam engines. In their article entitled Thessaloniki Industrial City, 1912-1940 (p. 11), the architects V. Kolonas and Olga TraganouDeliyanni deal with a forthcoming exhibition, planned for October 1989, being organised by ETBA. This aims at giving a retrospective review of the important period when industry was established as the basic factor for development of Thessaloniki. The section closes with the presentation of the exhibition "150 Years of the Technical University. Documentation of a Route" (p. 12), by the architect-historian Ms. E. Kalafati. The exhibition sought to illustrate the multifarious course of an educational foundation, which evolved from a Sunday school where technicians received tuition in drawing and mathematics into the first technological institute of higher education in Greece. It comprised five units, determined by dates-landmarks in the institutional history of the foundation. In the following section articles relating to the subject of mills are presented. The architect St. Nomikos and the social anthropologist Ms. A. Oikonomou present the extremely interesting results of a research project to locate water-powered installations in Dimitsana (p. 13-15), in order to compile a museographic-museological report with a view to setting up an Open Air Museum of Water Power there. They describe the stages of their field work, the recording of details of the mills and collecting oral testimonies about workshops. They traced the existence of some 60 buildings, which housed 91 water-powered installations, as well as eliciting
details of their equipment and the associated network of client relations. There follows an account of the meeting at which the inhabitants of Dimitsana were told about the Open Air Museum of Water Power (p. 1518). In his talk, the Governor of ETBA and President of the Cultural Foundation of ETBA, Mr. N. Zografos, referred to the history of Dimitsana and its contribution to the nation. Mr. S. Papado-poulos, Director of the Cultural Foundation, referred to the character and aim of the Museum, while the architect of the project, Mr. I. Kizis, spoke of the specifications and aims in restoring the buildings and the arrangement of their environs. Mr. St. Nomikos then introduced the term Molinology (p. 18), new to Greecebut internationally acknowledged for the discipline pertaining to mills. He cited 25 organisations actively involved in preserving mills, as well as the founding of TIMS (The International Molinological Society) in 1969, to coordinate and internationalise research and the comparative study of issues such as the provenance, typology and diffusion of various types of mills. Mr. V. Katranas is translating an article by Gundolf Schweweling (Der Muhlstein, vol. 5, fasc. 3), entitled "Prospects for a Long-term Policy on the Preservation of Mills" (p. 19-20), concerning the historic windmills of Germany and the preservation and restoration policy implemented, as well as the productive exploitation of mills for grinding wheat for instance, or for establishing a museum, or as an alternative source of energy etc. In the section Technology and Research, there is an interesting article by Ms. Fr. Rizopoulou-lgoumenidou, archaeological assistant in the Department of Antiquities, Cyprus, on Viticulture and Traditional Winepresses in Cyprus (p. 20-22). She refers first to Cypriot grape and wine production and traditional vine cultivation and distinguishes two basic types of presses: a) those with a wooden mechanism, of impressive size, for large quantities of grapes, and b) small presses installed somewhere in the ground floor of the house. She then describes an important wine-press preserved at Omodos and the way in which it operated, as well astheway in which presses for smaller quantities of grapes operated. The historian Ms. Ch. Agriantoni has made a study of the Embeirikos Steam Mill on Andros (p. 22-23), a combination of a steam and water mill, a rare example of an industrial building in the countryside and a monument of the first phase of industrialisation in Greece. It was built in 1876 or 1877 and was still operational during the Second World War and shortly after. Mr. P. Konstantopoulos, Associate Professor of Computer Science, University of Crete, proposes that modern technology be put in the service of the past (p. 23). Indicatively he mentions that computers may be used by archaeologists for
recording, inventorying, rapid seeking and juxtaposition of a large volume of data, to facilitate application of statistical methods, automatic retrieval and analysis of data. He goes on to outline a proposal for the development of a system for inventorying and analysing archaeological monuments. The inventorying and analysis of Roman portraits has already been implemented as a pilot project. In proposing that aeriel photographs be taken from a mechanised hang glider with a camera using large film (Bronika or Hasselblad) suspended from a system ensuring verticality, Mr. N. Papadopoulos gives a new dimension to methods of illustration and photography (p. 24). The method is distinguished for its economy and accuracy, especially for large scale images. The article by Ms. A. Agrafioti deals with teaching the subject prehistoric technology at the University of Crete (p. 25). She presents her assessment of the problems, outlines the courses taught, intended to present the modern framework for studying prehistoric techniques and leading issues: technology/technique, technology/ society, technology/culture, technology/ economy, technology/time, as well as the classification of techniques into those of manufacture, acquisition, consumption. In the section Technology and Educational Institutions, the activities of three such bodies in Greece are outlined. The Evgenideion Foundation (p. 26-27) occupies a special position among the cultural foundations in this country, on account of its multifaceted activities (hosting international conferences, granting of scholarships, publication of books). It has a Planetarium, the only one in Greece, a library of scientific and technical volumes, a collection of instruments used for physics experiments, a publications department, an amphitheatre and lecture halls. The interests of the Canadian Archaeological Institute (p. 27-28) arefocussed on ethnoarchaeological problems, in which connection it has assembled a specialist library covering subjects such as ethnography, ethnoarchaeology, physical and social anthropology. Of course, the basic aim of the Institute is still to promote Hellenic studies by Canadian scholars. The section closes with an account of the Cultural Foundation of the Agricultural Bank of Greece (p. 28-29) and its work. The purpose of the institute is to foster scientific research into problems associated with contemporary economic and social history and the state of affairs in Greece. Its activities include publications, oriyinal studies and translations already published, original scientific studies funded by the institute, as well as cultural events. Mr. St. Papadopoulos gives a brief presentation of the Three-day Workshop on Modern Greek Technology (p. 29-30), organised in Patras by the Cultural
Foundation of ETBA (21-23 October 1988) and announces the preparation of the second Three-day Workshop in Santorini on the subject of wine producing. He mentions the six participating groups (on Preindustrial Shipbuilding, Metal-working Techniques, Silk-rearing at Soufli, Building, Railways, Energy Sources) and gives a synopsis of the subject of each. Theoretical issues were discussed by Ms. Ch. Agriantoni, who referred to the changes accompanying the birth and diffusion of industrial techniques, Mr. L. Papayannakis who focused his interest on the relationship between technology and the dia-chronic and spatial articulation of the market and Mr. St. Papadopoulos who presented the "utopian" programme of publishing the history of Modern Greek Technology. The Symposium held on the occation of the 70th anniversary of the Museum of Greek Folk Art, and the International Symposium Industrial Archaeology Industrial Civilisation (p. 31), are mentioned briefly. Mr. Manos latridis gives an account of the Annual Conference of the Union of Science Museums (p. 31-33), held in Boston, the Subject of which was Trends Expectations and Innovations. Aim of the conference was to note and study those global social changes likely to affect the functioning of technical museums in the immediate future, in order to formulate approaches which would ensure that such museums remain at the forefront in communicating scientific and technological information. The book review section opens with publications of the Cultural Foundation (p. 34-36): The study by C. Cipolla "Europe before the Industrial Revolution. Society and Economy AD 1000-1700" examines the processes leading to the transformation of Europe from a backward rural society to a mighty industrial one. In the cultural guide "Thrace" this border region is presented on the basis of the latest conclusions drawn from archaeological and historical research. It comprises two parts: Introduction (Geography, Historical Introduction, Economy, Intellectual Life, Traditional Culture) and Excursions to monuments, museums, collections, archaeological sites. Lastly, Professor D. Kotoulas reviews the publication of "Greek Forests", a plaintive cry for the salvation of the areas of woodland still extant in Greece, a country in which ecological conditions are favourable to forest development almost everywhere. The authors contend that the increase of woodlands and improvement of those remaining are a national imperative. The Cultural Foundation of ETBA plans to publish a series of monographs on subjects associated with Modern Greek history (p. 37-40). In her book "Silent Cities. The Quarters of the Working Class in Athens and Piraeus, 1909-1940", Ms. L. Leontidou examines those manifest activi-
ties and movements of the Greek proletariat related to their place of residence, thus seeking to reconstruct the silent cities inhabited by the working class, in and around Athens and Piraeus. She attempts to interpret the abrupt transition, 1922, from the landless worker to widespread owneroccupation, through a systematic historiography of these cities. In the book "Roads and Harbours in Greece, 18301880", Ms. M. Synarelli studies the organisation of the first road and harbour network in Greece, following the procedure from the decisions and legislative measures to the execution of the first works, comparing the financing absorbed by each. Finally, in her book entitled "The Corinth Canal: Technical Feat and Economic Risk", Ms. E. Papayannopoulou augments our knowledge of the infrastructure of maritime activities in Greece during the 19th century. The Corinth canal is regarded as the most important work undertaken in Greece towards the end of the 19th century, and yet it did not meet the expectations of creating a new sea route which would have revolutionised communications in the Eastern Mediterranean. In his review of the publication "Galatista: the built environment of a traditional Greek village. Past - Present - Future?" (p. 41), Mr. I. Kizis makesfavourablecomments on its merits (good drawings and plans, complete and intensive field work), though not neglecting its weak points, due to a lack of thorough knowledge of the historical dimension of specific architectural issues in this particular cultural area or of specialised briefing on problems relating to restoration. Ms. A. Oikonomou presents the five volume work "Folklore of Samos" (p. 42), by Nik. Dimitriou, for whom the collection of this folklore material, which is an invaluable source for modern ethnology, became a life's work. Mr. St. Papadopoulos reviews the publication "Les outils dans les Balkans du Moyen Age Ă nos jours" (p. 42-43), fruit of a ten year project directed by Professor AndrĂŠ Guillou to record and compile a lexicon of tools in the Balkans from the 13th century until the end of the preindustrial period. Collaborators include specialist scholars from Greece, Bulgaria, Rumania, Serbia. Taking as a pretext Professor Guillou's observation that the state of ethnographic research in Greece only permitted a summary picture of the subject, Mr. St. Papadopoulos once again stresses the need for a systematic census of Greece's technological wealth. Finally, the bibliographic bulletin (p. 4345) includes Greek and foreign publications relating to technology in general, Modern Greek history and also museology.
© Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς Υπηρεσία Έρευνας και Προβολής To περιοδικό Τεχνολογία ψηφιοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2008. Πραγματοποιήθηκε επίσης Οπτική Αναγνώριση Χαρακτήρων για την ανακατασκευή των κειμένων. Ομάδα Εργασίας: Κωνσταντίνος Φιολάκης - Βαγγέλης Στουρνάρας - Χρύσα Νικολάου