Κεφάλαιο 2 Παρασιτοκτόνος ενέργεια των φυτοφαρµάκων 2.1. ∆ιείσδυση των φυτοφαρµάκων σε ζωικούς και φυτικούς οργανισµούς Για να εκδηλωθεί η δράση των φυτοφαρµάκων στα παράσιτα των φυτών, µέλη του ζωικού ή του φυτικού βασιλείου, είναι απαραίτητο να εισέλθουν τα φυτοφάρµακα στο σώµα τους. Ζωικοί οργανισµοί (έντοµα, ακάρεα κ.α.). διακρίνονται τρεις διαφορετικές οδοί εισόδου: -
από το πεπτικό σύστηµα (φάρµακα στοµάχου), µε λήψη από το στόµα (per os)
-
από το αναπνευστικό σύστηµα (φάρµακα αναπνοής) και
-
από την cuticula (φάρµακα επαφής).
Φάρµακα στοµάχου είναι κυρίως, ενώσεις αρσενικού, φθορίου και χαλκού, καθώς και αλκαλοειδή φυσικής προέλευσης (derris dust κ.α.). Τα φάρµακα αναπνοής χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλή τάση ατµών και είναι συχνά γνωστά σαν καπνογόνα. Τα φάρµακα επαφής µπορούν να εισέλθουν στο σώµα του οργανισµού είτε από την απ’ ευθείας εφαρµογή του φαρµάκου πάνω στον οργανισµό είτε κατά τη µετακίνηση του οργανισµού πάνω σε επιφάνειες όπου έχει εφαρµοστεί το φυτοφάρµακο (π.χ. οργανοφωσφορικά, χλωριωµένα). Πάντως ο παραπάνω διαχωρισµός των φυτοφαρµάκων είναι τελείως συµβατικός και ατελής εφ’ όσον πολλά φάρµακα εισέρχονται στο σώµα εντόµων από περισσότερες από µία οδούς, π.χ. τα οργανοφωσφορικά εντοµοκτόνα που δρουν κυρίως µε επαφή αλλά και από το στοµάχι, και µερικά µε την αναπνοή. Η ευαισθησία των εντόµων και ακάρεων στα φυτοφάρµακα είναι κατά κανόνα µεγαλύτερη από ότι των ανώτερων ζώων. Αυτό οφείλεται κατά ένα µεγάλο µέρος στη µεγαλύτερη ποσοτικά είσοδο φυτοφαρµάκων στο σώµα των αρθρόποδων αυτών συγκριτικά µε το ζων βάρος των. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως: - στη µεγάλη αναλογία επιφάνεια/µάζα των αρθρόποδων - στην εντατικότερη διατροφή τους και - στην εντονότερη αναπνοή εξαιτίας του εντονότερου µεταβολισµού τους. Τα κύρια εµπόδια για την είσοδο φυτοφαρµάκων στο σώµα των εντόµων και ακάρεων είναι: -
Κηρώδεις ουσίες που εκκρίνουν µερικά έντοµα όπως οι αφίδες και τα κοκκοειδή.
1
-
Άκανθες, λέπια και τρίχες. Αυτά παρεµποδίζουν φυτοφαρµάκων που είναι σε µορφή σκόνης.
περισσότερο
την
είσοδο
-
Φρακτικά όργανα των στιγµάτων των τραχειών, στην περίπτωση των καπνογόνων.
-
Η cuticula, η οποία, επειδή καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώµατος των εντόµων, αποτελεί το κυριότερο εµπόδιο για τη διείσδυση φυτοφαρµάκων.
Ειδικά η λιποειδής στιβάδα που βρίσκεται στο εξωτερικό µέρος της epicuticula είναι πολύ ισχυρός φραγµός αλλά και το κύριο αίτιο για την ευκολότερη διείσδυση λιποδιαλυτών, µη πολικών φυτοφαρµάκων. Αφού οι τοξικοί παράγοντες περάσουν την cuticula, προσβάλλουν τα υποδερµικά κύτταρα (δινιτροορθοκρεζόλη, πυρεθρίνες), καταστρέφουν τα αιµοκύτταρα (αρσενικούχα) και µεταφέρονται από την αιµολέµφο σε διάφορους ιστούς, ιδιαίτερα δε στο νευρικό σύστηµα (οργανοφωσφορικά, χλωριωµένα). Φυτικοί οργανισµοί. Από τη διείσδυση των φυτοφαρµάκων στα φυτά εξαρτάται η θανάτωση των παρασίτων που διαβιούν µέσα σ’ αυτά αλλά και το επίπεδο των υπολειµµάτων των φυτοφαρµάκων στα γεωργικά προϊόντα. Οι κύριες οδοί εισόδου φυτοφαρµάκων στα φυτά είναι το ριζικό σύστηµα και το φύλλωµα. Βασική σηµασία για την απορρόφηση από τις ρίζες έχει ο βαθµός υδροδιαλυτότητας των φυτοφαρµάκων. Η αρχική διείσδυση από το φύλλωµα γίνεται από τα στοµάτια ή από την εφυµενίδα και συνεχίζεται µέσα από τα τοιχώµατα των επιδερµικών κυττάρων και από τους µεσοκυττάριους χώρους. Πάντως η δοµή και χηµική σύσταση της εφυµενίδας και της επιδερµίδας των φύλλων εµφανίζει τόσο µεγάλη ποικιλία ανάµεσα στα διάφορα φυτικά είδη ώστε είναι αδύνατη η διατύπωση γενικών κανόνων για τη διείσδυση φυτοφαρµάκων από το φύλλωµα. Έτσι η διείσδυση µιας φαρµακευτικής ουσίας σ’ ένα φυτό από τη φυλλική επιφάνεια καθορίζεται τελικά -
από το βαθµό αλληλοσυµπλήρωσης ή ανταγωνισµού των ιδιοτήτων της φαρµακευτικής ουσίας και της εξωτερικής φυλλικής επιφάνειας
-
από τις συνθήκες του περιβάλλοντος και
-
από τις ιδιότητες των βοηθητικών ουσιών που µαζί µε την κύρια φαρµακευτική ουσία περιέχονται στο γεωργικό φάρµακο. 2.2. Συσχέτιση της παρασιτοκτόνου ενέργειας των φυτοφαρµάκων προς τις φυσικές και χηµικές τους ιδιότητες
Ο αριθµός των µορίων που έχουν χρησιµοποιηθεί ή χρησιµοποιούνται για την καταπολέµηση φυτοπαράσιτων είναι αρκετά µεγάλος, στο επίπεδο µερικών χιλιάδων. Αυτά µπορούν να οµαδοποιηθούν ανάλογα µε τη χηµική τους συγγένεια και τις φυσικές τους ιδιότητες. Η τοξικότητα ενός φυτοφαρµάκου στο παράσιτο που στοχεύει εξαρτάται βέβαια σε κάθε περίπτωση από ποικίλους παράγοντες που σχετίζονται µε το ίδιο το παράσιτο και συνθέτουν την ευαισθησία του στο συγκεκριµένο φυτοφάρµακο. Όµως, µε κίνητρο την
2
ανακάλυψη νέων βελτιωµένων φαρµάκων, οι φυτοφαρµακολόγοι εκµεταλλεύονται στην έρευνά τους τη συσχέτιση που υπάρχει ανάµεσα στις φυσικές και χηµικές ιδιότητες των παρασιτοκτόνων µε την τοξικότητά τους στα φυτοπαράσιτα. Ενδεικτικά θα αναφερθούν περιπτώσεις τέτοιων συσχετίσεων. Σηµείο ζέσεως. Σε αλειφατικούς υδρογονάνθρακες που χρησιµοποιούνται σαν καπνογόνα εντοµοκτόνα η τοξικότητά τους είναι ανάλογη µε το σηµείο ζέσεως. Συντελεστής κατανοµής (σε σύστηµα λαδιού – νερού). Η ωοκτόνος ενέργεια εντοµοκτόνων βρέθηκε να αυξάνει όσο αυξάνει ο συντελεστής κατανοµής (partition coefficient). Βαθµός κορεσµού των µορίων. Η τοξικότητα ακόρεστων χλωριωµένων και αλειφατικών υδρογονανθράκων και λιπαρών οξέων είναι µεγαλύτερη από την τοξικότητα των κορεσµένων. Ισοµέρεια, δηλαδή η διάταξη των µορίων στο χώρο. Υπάρχουν µεγάλες διαφορές ανάµεσα στα cis- και τα trans- ισοµερή στα πυρεθροειδή εντοµοκτόνα. Σε άλλες περιπτώσεις η τοξικότητα µορίων φυτοφαρµάκων µεταβάλλεται σε συνάρτηση µε τη µεταβολή των θέσεων υδρογόνου στο µόριο, την προσθήκη χηµικών οµάδων που αυξάνουν τη λιποδιαλυτότητα, την πολικότητα του µορίου, τη θέση τοξικοφόρων οµάδων στο βενζολικό πυρήνα (para, ortho ή meta κ.α. Πάντως, ενώ καθένας από τους παραπάνω παράγοντες µπορεί να ευρίσκεται σε µία συγκεκριµένη συνάρτηση µε την τοξικότητα του µορίου, η συνολική τοξικότητα κάθε φυτοφαρµάκου είναι το αποτέλεσµα της επίδρασης πολλών παραγόντων. Έτσι, αν ληφθεί υπ’ όψη και γεγονός ότι και µόνη η ευαισθησία του παράσιτου εξαρτάται από σύµπλοκο παραγόντων, συνάγεται το συµπέρασµα ότι δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί η τοξική επίδραση ενός µορίου πάνω σε συγκεκριµένο ζωικό ή φυτικό οργανισµό. 2.3. Μεταβολές των φυτοφαρµάκων µέσα στο σώµα των ζώων και των φυτών Οι ενεργοί τοξικοί παράγοντες των φυτοφαρµάκων είναι δυνατό να υποστούν µεταβολές στο µόριό τους, κάτω από την επίδραση φυσικών, χηµικών, ενζυµατικών και άλλων παραγόντων. Οι µεταβολές αυτές παρουσιάζουν ενδιαφέρον επειδή πολύ συχνά επιδρούν στην τοξικότητα του φυτοφαρµάκου. Οξειδώσεις. Συνήθως οδηγούν στην παραγωγή µεταβολιτών υψηλότερης τοξικότητας. Π.χ. parathion, malathion, dimethoate, thimet, χλωριωµένα εντοµοκτόνα και ακαρεοκτόνα. Εκτός από την αύξηση της τοξικότητας οι οξειδώσεις προκαλούν και αύξηση της υπολειµµατικής δράσης επειδή τα παράγωγα της οξείδωσης είναι πιο σταθερά µόρια από το αρχικό. Αφυδροχλωριώσεις. Προκαλούν συνήθως εξασθένηση του γεωργικού φαρµάκου. Π.χ. HCl σε φυτά. Στις αφυδροχλωριώσεις οφείλεται συχνά η ανάπτυξη ανθεκτικότητας φυτοπαράσιτων σε φυτοφάρµακα π.χ. σε χλωριωµένα. Υδρολύσεις. Επίσης προκαλούν εξασθένηση της τοξικότητας του αρχικού µορίου, π.χ. DDT στα ζώα, καρβαµιδικά εντοµοκτόνα όπως το carbaryl σε φυτά και ζώα,
3
οργανοφωσφορικά εντοµοκτόνα όπως τα parathion και malathion. Η ανθεκτικότητα ορισµένων παρασίτων σε φυτοφάρµακα οφείλεται στην ικανότητα τους να διασπούν το µόριο του φαρµάκου µε υδρόλυση σε λιγότερο τοξικούς ή µη τοξικούς µεταβολίτες. Μία τελευταία διεργασία αποικοδόµησης και τελικά φυτοφαρµάκων είναι η αναγωγή όπως π.χ. συµβαίνει στο parathion.
αποτοξικοποίησης
Οι παραπάνω διεργασίες διάσπασης των φυτοφαρµάκων έχουν πάρα πολλές φορές ενζυµικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό στην περίπτωση των φυτών είναι ταχύτερες σε αυξανόµενα φυτικά όργανα όπως οι άωροι καρποί. 2.4. Φάσµα δράσης Μερικά φυτοφάρµακα δρουν αποτελεσµατικά εναντίον µεγάλου αριθµού παρασίτων ενώ άλλα καταπολεµούν µόνο λίγα συγγενικά είδη. Τα πρώτα καλούνται πολυδύναµα, τα δεύτερα εκλεκτικά. Πολυδύναµα γεωργικά φάρµακα είναι τα οργανοφωσφορικά εντοµοκτόνα και τα πιο πρόσφατα πυρεθροειδή. Σε πολλές περιπτώσεις το ευρύ φάσµα δράσης είναι επιθυµητό, σε άλλες όµως προκαλεί προβλήµατα στην εφαρµογή προγραµµάτων ολοκληρωµένης καταπολέµησης. Τα εκλεκτικά φυτοφάρµακα προτιµώνται για ολοκληρωµένη καταπολέµηση επειδή, στοχεύοντας σε µικρό αριθµό ειδών παρασίτων, επιτρέπουν την αντιµετώπιση των υπολοίπων µε βιολογικά µέσα. Ο όρος «εκλεκτικό φυτοφάρµακο» χρησιµοποιείται πρόσφατα συνηθέστερα για περιπτώσεις ουσιών που καταπολεµούν εχθρούς αλλά αφήνουν ανέπαφα τα αρπακτικά, τα παράσιτα ή τις µέλισσες, π.χ. το αφιδοκτόνο pirimicarb. Πάντως στην περίπτωση των µυκητοκτόνων η εκλεκτικότητα µπορεί να θεωρηθεί µειονέκτηµα, όπως το θειάφι, που καταπολεµά ωίδια αλλά όχι περονόσπορους, και το ziram που έχει ισχυρή δράσης στο Alternaria solani αλλά όχι στο Phytophthora infestans. Η εκλεκτικότητα δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν κάτι το απόλυτο. Εξαρτάται από τη δόση εφαρµογής και τη χρονική στιγµή µετά την εφαρµογή κατά την οποία ο κάθε οργανισµός έρχεται σε επαφή µε το υπόλειµµα του φαρµάκου. Παράδειγµα τα φάρµακα που είναι µέτρια τοξικά για τις µέλισσες. Αν οι µέλισσες επισκεφθούν φυτά µερικές ηµέρες µετά την εφαρµογή ενός τέτοιου φαρµάκου, οι θάνατοι περιορίζονται σηµαντικά. 2.5. Χρόνος δράσης Μετά από κάθε εφαρµογή φυτοφαρµάκου περνάει ένα διάστηµα χρόνου µέχρι να παρατηρηθεί η παρασιτοκτόνος ενέργεια. Έτσι σαν άµεση παρασιτοκτόνος ενέργεια νοείται η ιδιότητα ενός φυτοφαρµάκου να επιφέρει τοξικό αποτέλεσµα µέσα σε σύντοµο χρονικό διάστηµα από την εφαρµογή του. Για παράδειγµα στα πυρεθροειδή εντοµοκτόνα παρατηρείται ταχύτατο αποτέλεσµα (knock down) σε διάστηµα µερικών λεπτών της ώρας, ενώ στους ρυθµιστές αύξησης εντόµων απαιτούνται µερικές ηµέρες για να γίνει αισθητή η
4
µείωση του πληθυσµού των παρασίτων. Η άµεση ενέργεια των φυτοφαρµάκων εξαρτάται κύρια από το µηχανισµό δράσης τους. Υπολειµµατική ενέργεια είναι το χρονικό διάστηµα µετά την εφαρµογή κατά το οποίο συνεχίζεται η τοξική ενέργεια ενός φυτοφαρµάκου πάνω σε ένα παράσιτο. Φάρµακα µε µεγάλη υπολειµµατική δράση παρέχουν προστασία στην καλλιέργεια από αναµολύνσεις παρασίτων για µεγάλο χρονικό διάστηµα µετά την εφαρµογή. Καθοριστικοί παράγοντες για την διάρκεια της υπολειµµατικής ενέργειας ενός φυτοφαρµάκου είναι: -
Η ταχύτητα διάσπασης του κάτω από τις συνθήκες εφαρµογής. Οι βιολογικές επιφάνειες (σε αντίθεση µε νεκρές επιφάνειες) και οι υψηλές θερµοκρασίες επιταχύνουν τη διάσπαση.
-
Η εφαρµοζόµενη δόση. Υψηλές δόσεις έχουν µακρά υπολειµµατική δράση.
-
Η ευαισθησία του οργανισµού που δέχεται την τοξική επίδραση του φυτοφαρµάκου.
Η µακρά υπολειµµατική ενέργεια των φυτοφαρµάκων ενώ είναι επιθυµητή ως προς το παρασιτοκτόνο αποτέλεσµα, είναι επιβλαβής όσον αφορά τη ρύπανση του περιβάλλοντος. Έτσι φάρµακα, όπως το DDT και άλλα χλωριωµένα, που δεν διασπώνται για µεγάλο χρονικό διάστηµα και γι’ αυτό χαρακτηρίζονται έµµονα, δεν χρησιµοποιούνται πια επειδή συσσωρεύονται και µολύνουν το περιβάλλον. 2.6. ∆ράση σε βάθος, διασυστηµατική δράση ένα φυτοφάρµακο έχει διασυστηµατική δράση εάν το δραστικό συστατικό του µεταφέρεται µέσα από τα συστήµατα κυκλοφορίας των χυµών του φυτού σε αρκετή συγκέντρωση ώστε να επιτυγχάνεται παρασιτοκτόνο αποτέλεσµα σε φυτικά όργανα µακρυά από το σηµείο εισόδου. Ιδιότητες που πρέπει να έχει ένα διασυστηµατικό φυτοφάρµακο είναι: -
Να έχει ικανότητα διεισδύσεως στα φυτικά όργανα, κυρίως φύλλα, βλαστούς, ρίζες.
-
Να είναι αρκετά υδατοδιαλυτό ώστε να είναι δυνατή η µετακίνηση του µε τους χυµούς.
-
Να έχει αρκετή χηµική σταθερότητα, το ίδιο δραστικό συστατικό ή οι τοξικοί µεταβολίτες του, ώστε να επιτευχθεί παρασιτοκτόνο αποτέλεσµα.
Παραδείγµατα διασυστηµατικών φαρµάκων είναι πολλά οργανοφωσφορικά εντοµοκτόνα, όπως τα demeton-methyl, disulfoton, oxydemeton methyl, phosphamidon, vamidothion, formothion, phorate καθώς και τα καρβαµιδικά aldicarb και carbofuran. Ένα φυτοφάρµακο έχει δράση σε βάθος αν διεισδύει τοπικά στο φυτικό σώµα σε µικρή απόσταση µόνο από το σηµείο εφαρµογής. Πολλές λιποδιαλυτές ενώσεις έχουν αυτή την ιδιότητα, όπως οργανοχλωριωµένα και οργανοφωσφορικά φυτοφάρµακα. Μια περίπτωση όπου η δράση σε βάθος βελτιώνει σηµαντικά το παρασιτοκτόνο αποτέλεσµα είναι τα ακαρεοκτόνα. Τα ακάρεα συνήθως διαβιούν στην κάτω επιφάνεια των φύλλων. Επειδή µόνο η πάνω επιφάνεια ψεκάζεται συνήθως αποτελεσµατικά, φάρµακα µε
5
δράση σε βάθος ώστε να φθάσουν την κάτω επιφάνεια έχουν καλύτερο ακαρεοκτόνο αποτέλεσµα π.χ. το tetradifon. 2.7. Συνδυασµένη και συνεργιστική ενέργεια Η παρασιτοκτόνος δράση δεν εξαρτάται µόνο από το δραστικό συστατικό αλλά και από τα ισοµερή που συνήθως το συνοδεύουν και βέβαια από τις βοηθητικές ουσίες που περιέχει το σκεύασµα του φυτοφαρµάκου. Είναι λοιπόν η παρασιτοκτόνος δράση αποτέλεσµα της συνδυασµένης ενέργειας όλων αυτών των παραγόντων. Συνήθως η συνολική παρασιτοκτόνος δράση ενός µίγµατος ουσιών είναι το άθροισµα της δράσης των ουσιών αυτών κάθε µιας χωριστά. Όµως σε ορισµένες περιπτώσεις, η συνολική δράση είναι µεγαλύτερη από το άθροισµα των ανεξαρτήτων δράσεων. Τότε έχουµε συνεργιστική ενέργεια των ουσιών του µίγµατος. Παράδειγµα πυρεθρίνες µε piperonyl butoxide. Στις περιπτώσεις συνεργισµού υπάρχει στο µίγµα συνήθως ο κύριος τοξικός παράγοντας και ένας ενεργοποιητής (π.χ. το piperonyl butoxide για τις πυρεθρίνες). Ορισµένοι ενεργοποιητές δρουν στο παράσιτο µε αύξηση της προσλαµβανόµενης ποσότητας τοξικού παράγοντα από αυτό, η µε εντατικοποίηση του µεταβολισµού του ή ακόµα και µε παρεµπόδιση της ενζυµατικής αποτοξικοποίησης του ενεργού παράγοντα. Άλλοι ενεργοποιητές δρουν στον τοξικό παράγοντα προκαλώντας το σχηµατισµό τοξικότερων µοριακών συµπλοκών. Πολλές φορές δηµιουργείται η εντύπωση συνεργισµού από έκδοχα (βοηθητικές ουσίες) σε σκευάσµατα χωρίς αυτό να συµβαίνει. Η βελτίωση της παρασιτοκτόνου δράσης σε τέτοιες περιπτώσεις µπορεί να οφείλεται στη σταθεροποίηση των σταγονιδίων ψεκασµού καθώς και στη βελτίωση προσκόλλησης των σταγονιδίων, εξάπλωσης, διαβρεκτικότητας, διείσδυσης στο σώµα του παρασίτου, και σταθερότητας του δραστικού συστατικού. 2.8. Ανάπτυξη ανθεκτικότητας των παρασίτων στα φυτοφάρµακα Σε περιπτώσεις εντατικής χρησιµοποίησης φυτοφαρµάκων σε µια περιοχή για πολλά χρόνια είναι δυνατό να εµφανισθεί ανθεκτικότητα σε ορισµένα είδη παρασίτων µε αποτέλεσµα φυτοφάρµακα που χρησιµοποιούνται άλλοτε µε επιτυχία να παρουσιάζουν κλιµακωτά µειωµένη παρασιτοκτόνο δράση και να γίνουν τελικά ακατάλληλα για την καταπολέµηση των παρασίτων αυτών έστω και σε αυξηµένες δόσεις. Τα είδη εντόµων µόνο που έχουν εµφανίσει ανθεκτικότητα σε παγκόσµια κλίµακα θα πρέπει να έχουν ξεπεράσει τα 500, ενώ και τα ανθεκτικά είδη µυκήτων και ζιζανίων συνεχώς αυξάνουν. Η χρήση των παρασιτοκτόνων στα οποία αναπτύχθηκε ανθεκτικότητα δεν πρέπει να συνεχίζεται επειδή οι υψηλότερες δόσεις που είναι απαραίτητο να χρησιµοποιηθούν όχι µόνο δεν καταλήγουν στο επιθυµητό παρασιτοκτόνο αποτέλεσµα αλλά και επιβαρύνουν το κόστος των προϊόντων οικονοµικά, αυξάνουν τα τοξικά υπολείµµατα σ’ αυτά και µολύνουν το περιβάλλον. Επιπλέον αυξάνουν την ανθεκτικότητα
6
ακόµα περισσότερο µε συνέπεια τελικά, όπως έχει σηµειωθεί σε πολλές περιπτώσεις, ούτε το 1000 – πλαίσιο της αρχικής δόσης εφαρµογής να µην έχει παρασιτοκτόνο αποτέλεσµα. Η ανθεκτικότητα δηµιουργείται µετά από φυσική επιλογή, κατά την εφαρµογή του φαρµάκου, των ανθεκτικών µελών του πληθυσµού του παρασίτου. Η συνεχής εφαρµογή του φαρµάκου σε διαδοχικές γενεές του παρασίτου προκαλεί συνεχή επιλογή µε συνέπεια την δηµιουργία πληθυσµών στους οποίους τα περισσότερα ή τελικά και όλα τα µέλη είναι ανθεκτικά στο φυτοφάρµακο. Αντίθετα η διακοπή της εφαρµογής προκαλεί παλινδρόµηση της σύνθεσης του πληθυσµού προς µεγαλύτερα ποσοστά µη ανθεκτικών µελών. Η ανθεκτικότητα ενός παρασίτου, σε φυτοφάρµακο είναι ιδιότητα που αναπτύσσεται σε ένα τοπικό πληθυσµό του είδους. Αντίθετα αν το φυτοφάρµακο δεν είναι τοξικό από την αρχή της εφαρµογής του σε ένα είδος παρασίτου τότε λέµε ότι το είδος αυτό δεν είναι ευαίσθητο στο παρασιτοκτόνο. Έτσι λοιπόν η έλλειψη ευαισθησίας σε ένα παρασιτοκτόνο είναι µια ιδιότητα που εγγενώς προϋπάρχει σε ένα ζωντανό οργανισµό ενώ η ανθεκτικότητα αναπτύσσεται τοπικά σε ένα πληθυσµό (δηµιουργία ανθεκτικής φυλής) του είδους. Εξαιτίας του τρόπου ανάπτυξης της ανθεκτικότητας, δηλαδή της φυσικής επιλογής ανθεκτικών ατόµων κάτω από την επίδραση του φαρµάκου, η ανθεκτικότητα σε φυτοφάρµακα εµφανίζεται συντοµότερα σε είδη µε µεγάλο αναπαραγωγικό δυναµικό και πολλές γενεές κατά αυξητική περίοδο, π.χ. αφίδες, ακάρεα. Οι µηχανισµοί ανθεκτικότητας µπορούν να διακριθούν γενικά σε µορφολογικούς ή ανατοµικούς, που σχετίζονται µε τη δυσχέρεια του τοξικού παράγοντας να φθάσει στο στόχο του µέσα στο παράσιτο, και φυσιολογικούς, όπως η παρεµπόδιση µεταβολισµού του τοξικού παράγοντα σε πιο τοξικούς µεταβολίτες ή/και ο µεταβολισµός του τοξικού παράγοντα σε µη τοξικούς µεταβολίτες. Όταν ένα παράσιτο αναπτύξει ανθεκτικότητα σε ένα φυτοφάρµακο πολύ συχνά το παράσιτο αυτό είναι επίσης ανθεκτικό στα άλλα φυτοφάρµακα της ίδιας χηµικής οµάδας. Το φαινόµενο αυτό καλείται πολυδύναµη ανθεκτικότητα (Αγγλικά cross resistance). Τρόποι αποφυγής ανάπτυξης ανθεκτικότητας στα υπάρχοντα παρασιτοκτόνα είναι: -
Η χρήση εναλλακτικών µεθόδων καταπολέµησης για την ελάττωση της χρήσης των παρασιτοκτόνων.
-
Η αποτελεσµατική χρήση των παρασιτοκτόνων.
-
Η εναλλαγή παρασιτοκτόνων από διάφορες χηµικές οµάδες.
7
8