Κεφάλαιο 3 Παρενέργειες των φυτοφαρµάκων 3.1. Τοξικότητα για τον άνθρωπο και τα άλλα θερµόαιµα Τα περισσότερα φυτοφάρµακα είναι από πάρα πολύ τοξικά µέχρι απλώς επικίνδυνα για τον άνθρωπο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασµό µε την όλο και διευρυνόµενη χρήση των φυτοφαρµάκων τα καθιστούν µία από τις πιο επικίνδυνες οµάδες ουσιών για τη δηµόσια υγεία. Οι κίνδυνοι που εµφανίζουν τα φυτοφάρµακα για τον άνθρωπο είναι παρόµοιοι µε εκείνους για τα υπόλοιπα θερµόαιµα ζώα. Έτσι οι τοξικολογικοί κίνδυνοι για τον άνθρωπο που είναι γνωστοί για κάθε φάρµακο είναι το αποτέλεσµα πειραµατισµού πάνω σε θερµόαιµα πειραµατόζωα (ινδικά χοιρίδια, ποντίκια, κουνέλια, κ.α.) και αντίστροφα, ό,τι είναι γνωστό σχετικά µε την τοξικολογία ενός φαρµάκου για τον άνθρωπο έχει ισχύ και στα άλλα θερµόαιµα ζώα. Όπως και στα ζωικά παράσιτα, τα φυτοφάρµακα µπορούν να διεισδύσουν στο ανθρώπινο σώµα από το στόµα, το δέρµα και µε την αναπνοή. Έτσι διακρίνουµε τις αντίστοιχες τοξικότητες per os, δερµατική και αναπνευστική. Ανάλογα µε το χρονικό διάστηµα για το οποίο εισέρχεται ο τοξικός παράγοντας µέσα στον οργανισµό διακρίνουµε: -
Την οξεία τοξικότητα που αφορά τις συνέπειες της χορήγησης του τοξικού παράγοντα µία φορά ή πολλές φορές µέσα σε ένα 24ώρο.
-
Την υποξεία ή ηµιχρόνια τοξικότητα που αφορά τις λειτουργικές ή και ανατοµικές αλλοιώσεις που εµφανίζονται σ’ ένα οργανισµό µετά από χορήγηση σ’ αυτόν τοξικού παράγοντα για διάστηµα από ολίγες ηµέρες µέχρι και ένα έτος.
-
Τη χρόνια τοξικότητα που αφορά µακροχρόνια χορήγηση του τοξικού παράγοντα σε πολύ µικρές δόσεις, ακίνδυνες από πλευράς οξείας και υποξείας τοξικότητας, που όµως προκαλούν λανθάνουσα δηλητηρίαση του οργανισµού, η οποία εκδηλώνεται µε αλλοιώσεις στα κύτταρα, τους ιστούς και το µεταβολισµό γενικότερα.
Η οξεία και υποξεία τοξικότητα, εκτός από εγκληµατικές ή ηθεληµένες ενέργειες (αυτοκτονίες), αφορά έκθεση στα φυτοφάρµακα είτε εξαιτίας επαγγελµατικής απασχόλησης (παρασκευαστές φυτοφαρµάκων, γεωργοί), είτε από ατύχηµα. Η χρόνια τοξικότητα αφορά το σύνολο του πληθυσµού και έχει άµεση σχέση µε την κατανάλωση προϊόντων στην παραγωγική διαδικασία των οποίων έχουν χρησιµοποιηθεί φυτοφάρµακα. Γι’ αυτό οι χρήσεις των φυτοφαρµάκων επιτρέπονται µόνο στις περιπτώσεις εκείνες που δεν αφήνουν υπολείµµατα στα προϊόντα πάνω από τα επιτρεπτά όρια για να µην απειλείται η δηµόσια υγεία. Κατά τη µελέτη των επιδράσεων φυτοφαρµάκων γίνονται επίσης ειδικές µελέτες πάνω στην καρκινογένεση, µεταλλαξιγένεση και τερατογένεση των ουσιών αυτών στα πειραµατόζωα.
1
Τα φυτοφάρµακα που διατίθενται στο εµπόριο φέρουν τυποποιηµένη σήµανση (βλέπε σχετικό Εργαστήριο) ανάλογα µε την κατηγορία Τοξικότητας στην οποία υπάγονται. Η κατάταξη των φυτοφαρµάκων στις διάφορες Κατηγορίες Τοξικότητας γίνεται µε κριτήριο την οξεία τοξικότητα. Αυτή εκφράζεται σαν LD50 σε mg/kg ζώντος βάρους και ισοδυναµεί µε την ποσότητα του φαρµάκου που είναι απαραίτητη για να θανατωθούν τα 50% των πειραµατόζωων. Τοξικά υπολείµµατα. Οι διάφορες χώρες παίρνουν νοµοθετικά και διοικητικά µέτρα που αποσκοπούν στην διατήρηση των τοξικών υπολειµµάτων στα γεωργικά προϊόντα κάτω από τα καθορισµένα ανώτατα όρια που δεν είναι επιβλαβή για τον άνθρωπο. Τα όρια αυτά (ανεκτά όρια υπολειµµάτων – tolerance) εκφράζονται σε ppm (µέρη στο εκατοµµύριο) και καθορίζονται από παγκόσµιους οργανισµούς όπως ο WHO (World Health Organization – Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας) κ.α. για κάθε φυτοφάρµακο και καλλιέργεια. Τρόποι για τη διατήρηση των υπολειµµάτων κάτω από τα ανεκτά όρια είναι: α. Η σύσταση της ελάχιστης απαραίτητης δοσολογίας για κάθε χρήση καθώς και του µεσοδιαστήµατος από τον τελευταίο ψεκασµό µέχρι την συγκοµιδή (preharvest interval) από τις αρχές εγκρίσεως κυκλοφορίας των φυτοφαρµάκων. β. Ο έλεγχος τήρησης των οδηγιών αυτών και γενικότερα ο έλεγχος αποφυγής αλόγιστης χρήσης των φυτοφαρµάκων. Οι έλεγχοι αυτοί είναι βέβαια σχεδόν αδύνατο να πραγµατοποιηθούν µε τις σηµερινές συνθήκες. Ένας τρόπος παρεµπόδισης της παραβίασης των οδηγιών χρήσης είναι η ανάλυση των υπολειµµάτων στα γεωργικά προϊόντα πριν αυτά εισαχθούν στην κατανάλωση. Αυτό όµως απαιτεί πολύ ειδικευµένο προσωπικό και συσκευές ανάλυσης µε υψηλό κόστος. ∆ηλητηριάσεις κατά κατηγορία φυτοφαρµάκων Εντοµοκτόνα Οργανοφωσφορικά. Είναι κατά κανόνα τοξικά. ∆ρουν στο νευρικό σύστηµα αδρανοποιώντας το ένζυµο της χολινεστεράσης. Συµπτώµατα δηλητηρίασης είναι: - ναυτία, διάρροια, σιελόρροια - κεφαλαλγία, ζάλη, ίλιγγος - θόλωση όρασης - γενική αδυναµία, τραύλισµα - διανοητική σύγχυση - αναπνευστική δυσχέρεια - σπασµοί, ακράτεια, κώµα και θάνατος. Ειδικό αντίδοτο είναι η θειϊκή ατροπίνη. Καρβαµιδικά. Είναι επίσης πολύ τοξικά. ∆ρουν ταχύτερα από οργανοφωσφορικά, αλλά µε παρόµοιο τρόπο, στο νευρικό σύστηµα. Συµπτώµατα: -
αρχικά κεφαλαλγία, αδυναµία, ναυτία
2
τα
-
αργότερα θόλωση όρασης, σιελόρροια, διάρροια, εµετός.
Ειδικό αντίδοτο είναι η θειϊκή ατροπίνη. ∆εν επιτρέπεται η χορήγηση του 2-PAM. Πυρεθροειδή. Είναι γενικά µικρής τοξικότητας για τον άνθρωπο. Όµως είναι ιδιαίτερα ερεθιστικά για το δέρµα και τα µάτια. Θεραπεία συµπτωµατική. Μυκητοκτόνα ∆ιθειοκαρβαµιδικά. Είναι πολύ χαµηλής τοξικότητας. Συµπτώµατα ερεθισµός των βλεννογόνων του ανωτέρου αναπνευστικού (φαρυγγίτιδα, ρινίτιδα, βρογχίτιδα), επιπεφυκίτιδα, διάρροια, δερµατίτιδα. Χαλκούχα. Χαµηλής τοξικότητας. Σε περίπτωση κατάποσης προκαλούν διάρροια, κοιλιακό άλγος, κεφαλαλγία, εφίδρωση. Άλλα µυκητοκτόνα: (φθαλιµιδικά, βενζιµιδαζόλες, καρβοξιµίδια). Χαµηλής τοξικότητας. Ζιζανιοκτόνα Είναι γενικά χαµηλής τοξικότητας. ΠΡΟΣΟΧΗ Σε κάθε περίπτωση δηλητηρίασης, µε τη συσκευασία του φυτοφαρµάκου ανά χείρας: -
Καλέστε το 01 7733777 (Κέντρο ∆ηλητηριάσεων – Αθήνα) για άµεσες πρώτες Βοήθειες. Λειτουργεί όλο το 24ωρο.
-
Καλέστε αµέσως γιατρό στο πλησιέστερο Κέντρο Υγείας ή νοσοκοµείο και ακολουθείστε πιστά τις οδηγίες. 3.2. Μελισσοτοξικότητα
Πολλά από τα φυτοφάρµακα και ιδιαίτερα τα εντοµοκτόνα είναι τοξικά για τις µέλισσες. Έτσι, όταν αυτές βόσκουν σε γεωργικές καλλιέργειες µετά από επεµβάσεις µε φυτοφάρµακα, θανατώνονται µε συνέπειες την απώλεια µεγάλου µέρους του εισοδήµατος τους γεωργού, αφού δεν γίνεται επαρκής επικονίαση, και, βέβαια, στην καταστροφή των µελισσοσµηνών. Τα φυτοφάρµακα είναι δυνατό να εισέλθουν στο σώµα των µελισσών µε τους εξής τρόπους: -
Από το πεπτικό σύστηµα: Το νέκταρ ή η γύρη των λουλουδιών µπορεί να έχουν µολυνθεί µε γεωργικό φάρµακο είτε αν έπεσε σε αυτά το φάρµακο κατά την εφαρµογή του είτε µέσα από το σώµα του φυτού στην περίπτωση διασυστηµατικού φαρµάκου.
-
Με επαφή: Οι µέλισσες µπορεί να ψεκασθούν οι ίδιες όταν βόσκουν πάνω στην καλλιέργεια ή να έλθουν σε επαφή µε φυτική επιφάνεια που είχε ήδη ψεκασθεί.
3
-
Από το αναπνευστικό σύστηµα: στην περίπτωση πολύ πτητικών φαρµάκων.
Η µελισσοτοξικότητα µετράται πειραµατικά και τα φυτοφάρµακα κατατάσσονται σε κατηγορίες µελισσοτοξικότητας. Πάντως η µελισσοτοξική επίδραση µιας εφαρµογής φυτοφαρµάκου δεν εξαρτάται µόνο από την άµεση µελισσοτοξικότητα του δραστικού συστατικού. Σηµαντικό ρόλο παίζουν η συγκέντρωση εφαρµογής, το είδος του σκευάσµατος, η ποσότητα φαρµάκου που αποτίθεται ανά µονάδα φυτικής επιφάνειας, η ώρα της ηµέρας που γίνεται η εφαρµογή, η παρουσία ή µη των µελισσών πάνω στην καλλιέργεια κατά την εφαρµογή, η παρουσία ανθέων που επισκέπτονται οι µέλισσες στην ίδια την καλλιέργεια ή γύρω απ’ αυτή, οι συνθήκες περιβάλλοντος κ.α. 3.3. Τοξικότητα σε φυσικούς εχθρούς των φυτοπαράσιτων. Σε πολλές περιπτώσεις τα φυτοφάρµακα επιδρούν αρνητικά σε οργανισµούς που αποτελούν εχθρούς των παρασίτων των καλλιεργούµενων φυτών. Συνέπεια της επίδρασης είναι η ασυνήθιστη αύξηση των πληθυσµών των παρασίτων αυτών µε επακόλουθο τη µεγαλύτερη χρήση φυτοφαρµάκων κ.λ.π. Κλασσικό παράδειγµα της ανεπιθύµητης αυτής δράσης των φυτοφαρµάκων αποτελούν τα φυτοφάγα ακάρεα που άρχισαν να αποτελούν πρόβληµα για τη γεωργία µετά την έναρξη της χρήσης χηµικών µέσων για την προστασία καλλιεργειών στη δεκαετία του 1920. Επίσης η έξαρση προσβολών κοκκοειδών, όπως του λεκανίου της ελιάς, πολύ συχνά αποδίδονται στη χρήση φυτοφαρµάκων που µειώνουν τον πληθυσµό των παρασίτων τους. Στα προγράµµατα καταπολέµησης εχθρών των καλλιεργειών όταν κριθεί απαραίτητη η χρήση παρασιτοκτόνων, αυτά θα πρέπει να επιλεγούν έτσι ώστε εκτός από τη δράση τους στο παράσιτο – στόχο να είναι εκλεκτικά ως προς τους βιολογικούς εχθρούς των παρασίτων της καλλιέργειας. Η εκλεκτική αυτή δράση αποτελεί και τον κύριο γνώµονα για την ενσωµάτωση της χηµικής καταπολέµησης σε προγράµµατα ολοκληρωµένης αντιµετώπισης των παρασίτων των φυτών. Παραδείγµατα εκλεκτικών φυτοφαρµάκων αποτελούν οι αυξητικοί ρυθµιστές εντόµων, ενώ δεν είναι εκλεκτικά τα πυρεθροειδή εντοµοκτόνα. Πάντως η εκλεκτική δράση µπορεί να βελτιωθεί µε κατάλληλη µείωση της δόσης ή και µε εφαρµογή του φαρµάκου όταν οι ωφέλιµοι οργανισµοί βρίσκονται σε µη ευαίσθητο στάδιο ή βρίσκονται έξω από την καλλιέργεια (οικολογική εκλεκτικότητα). 3.4. Φυτοτοξικότητα στις καλλιέργειες Η εφαρµογή των φυτοφαρµάκων έχει πολύ συχνά ανεπιθύµητες επιδράσεις στα καλλιεργούµενα φυτά. Οι φυτοτοξικές αυτές επιδράσεις µπορεί να είναι: ξήρανση ολόκληρου ή µέρους µόνο του φυτού, κηλίδωση φυτικών µερών (όπως των προϊόντων για κατανάλωση µε συνέπεια µείωση της εµπορικής αξίας των), ελάττωση στη γονιµοποίηση των ανθέων ή µείωση του ρυθµού αύξησης των φυτών µε συνέπεια τη µείωση της παραγωγής, καθυστέρηση ωρίµανσης, αρνητική επίδραση στη φωτοσύνθεση, µείωση της βλαστικότητας των σπόρων κ.α.
4
Η φυτοτοξικότητα δεν είναι µια σταθερή ιδιότητα για κάθε φυτοφάρµακο. Γενικά εξαρτάται από: -
Την περιεκτικότητα του ψεκαστικού υγρού στον τοξικό παράγοντα,
-
Την εφαρµοζόµενη ποσότητα ψεκαστικού υγρού ανά µονάδα επιφάνειας,
-
Την εγγενή ευαισθησία του είδους του φυτού,
-
Την ποικιλία του φυτού,
-
Το είδος του φυτικού οργάνου,
-
Την ηλικία και το βαθµό ενυδάτωσης του φυτικού οργάνου,
-
Την υδατοδιαλυτότητα του τοξικού παράγοντα,
-
Τις ακαθαρσίες που προέρχονται από τη διαδικασία παραγωγής του φαρµάκου,
-
Τις περιβαλλοντικές συνθήκες όπως π.χ. θερµοκρασία, υγρασία, φως.
-
Τις βοηθητικές ουσίες του σκευάσµατος,
-
Τη µορφή του σκευάσµατος. Π.χ. Τα γαλακτωµατωποιήσιµα (EC) είναι πιο φυτοτοξικά κατά κανόνα από τις βρέξιµες σκόνες (WP)
Πολύ συχνά στις ετικέτες γεωργικών φαρµάκων αναφέρονται οδηγίες για την αποφυγή φυτοτοξικότητας σε συγκεκριµένες καλλιέργειες. 3.5. Ρύπανση του περιβάλλοντος Στα τελευταία χρόνια στα πλαίσια του γενικότερου προβληµατισµού για την ρύπανση του περιβάλλοντος έχουν αποδοθεί ευθύνες και στην εντατικοποιηµένη γεωργία, µε µεγάλη έµφαση στα φυτοφάρµακα. Έτσι περιπτώσεις διαπίστωσης ρύπανσης του περιβάλλοντος από φυτοφάρµακα περιγράφονται πολύ συχνά από τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης, ιδιαίτερα µετά από οργανωµένες προσπάθειες οικολογικών κινηµάτων, αλλά και σαν αποτελέσµατα µελετών κρατικών ερευνητικών φορέων. Ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις αποτελούν: -
Οι µαζικοί θάνατοι ψαριών στο Μισισιπή και σε Ευρωπαϊκά ποτάµια από απόβλητα εργοστάσιων φυτοφαρµάκων.
-
Η µείωση ή και διαφοροποίηση των ειδών σε λίµνες εξαιτίας υψηλών συγκεντρώσεων παρασιτοκτόνων σε αυτές (π.χ. λίµνη Erie).
-
Η µείωση των πληθυσµών άγριων αρπακτικών πτηνών σαν συνέπεια της «συµπύκνωσης» των υπολειµµάτων φυτοφαρµάκων (βιολογική µεγιστοποίηση των υπολειµµάτων) µέσα από την τροφική αλυσίδα.
-
Η παρεµπόδιση της φωτοσύνθεσης στο φυτοπλαγκτό στις θάλασσες από το DDT και η ύπαρξη του έµµονου αυτού φυτοφαρµάκου στο λιπώδη ιστό των πιγκουΐνων της Ανταρκτικής που ποτέ δεν έχουν άµεσα έλθει σε επαφή µε το φυτοφάρµακο. Η τελευταία αυτή διαπίστωση δείχνει ότι υπάρχει ήδη µια γενικότερη ρύπανση ολόκληρου του πλανήτη από ορισµένα τουλάχιστον παρασιτοκτόνα.
5
Έτσι, αν ληφθούν υπ’ όψη οι τοξικές επιδράσεις των φυτοφαρµάκων στον άνθρωπο και τα ωφέλιµα ζώα, η φυτοτοξικότητα στις ίδιες τις καλλιέργειες και ρύπανση του γενικότερου περιβάλλοντος, συµπεραίνεται ότι η ωφέλεια της ανθρωπότητας από την αύξηση της παραγωγικότητας στη γεωργία µε τη χρήση φυτοφαρµάκων, σκιάζεται από τους κινδύνους που αυτά περικλείουν. Οι κίνδυνοι αυτοί είναι βέβαια δυνατό να περιοριστούν µε την ορθολογική χρήση των φυτοφαρµάκων, δηλαδή την εφαρµογή τους µόνο όταν είναι απαραίτητα, στις ελάχιστες αποτελεσµατικές δόσεις, και µε αποτελεσµατικές και ασφαλείς µεθόδους.
«…Τίποτα δεν είναι δηλητήριο. Όλα είναι δηλητήρια. Η δόση κάνει το δηλητήριο…» (Παράκελσος) 6