Κεφάλαιο 4 Εφαρµογή των φυτοφαρµάκων 4.1. Σκευάσµατα φυτοφαρµάκων Ένα δραστικό συστατικό φυτοφαρµάκου σπάνια χρησιµοποιείται όπως αρχικά παρασκευάσθηκε. Πρέπει να διαλυθεί µε νερό, ελαιώδεις ουσίες ή άλλα χηµικώς ανενεργά υλικά ώστε να µπορεί να εφαρµοσθεί οµοιόµορφα στην επιφάνεια της φυτείας. Ο παρασκευαστής οίκος αναµιγνύει το δραστικό συστατικό µε άλλες ουσίες όπως διαλύτες, διαβρεκτικοί και προσκολλητικοί παράγοντες, σκόνες ή κόκκοι. Έτσι παράγει τελικά το σκεύασµα του φυτοφαρµάκου που είναι έτοιµο να χρησιµοποιηθεί, είτε αυτούσιο είτε αφού διαλυθεί µε νερό ή µε κάποιο άλλο αδρανή φορέα. Το ίδιο δραστικό συστατικό διατίθεται συχνά σε µερικά διαφορετικά σκευάσµατα. Για να αποφασισθεί ποιο σκεύασµα πρέπει να χρησιµοποιηθεί πρέπει να ληφθούν υπόψη: -
η αποτελεσµατικότητα του φαρµάκου εναντίον του εχθρού,
-
το φυτό που πρέπει να προστατευτεί,
-
τα µηχανήµατα εφαρµογής,
-
ο κίνδυνος διαφυγής (drift) και απορροής (run off),
-
η πιθανότητα φυτοτοξικότητας στα καλλιεργούµενα φυτά (βλέπε και παρακάτω).
Συχνά χρησιµοποιούνται συντµήσεις για τον χαρακτηρισµό των σκευασµάτων των φυτοφαρµάκων. Επειδή τα φυτοφάρµακα προέρχονται από ξένες χώρες έχει επικρατήσει η χρήση λατινικών γραµµάτων για το σκοπό αυτό. Παρακάτω περιγράφονται σύντοµα οι κυριότεροι τύποι σκευασµάτων µε τα αρχικά που συνηθέστερα χρησιµοποιούνται. ∆ιαλύµατα (S, LS, LC, AS). Το φυτοφάρµακο τυποποιείται (φορµουλάρεται) µέσα σε νερό ή άλλο διαλύτη και αποτελεί πραγµατικό διάλυµα. Τα διαλύµατα αν παρουσιαστούν σωστά από το γεωργό δεν αφήνουν ορατά υπολείµµατα πάνω στα γεωργικά προϊόντα (που σε µερικές περιπτώσεις µειώνουν την ποιότητα) και δεν προκαλούν προβλήµατα στα ψεκαστικά µηχανήµατα. Γαλακτωµατοποιήσιµα (EC) Είναι σε υγρή µορφή που µπορεί να αναµιχθεί µε νερό για να σχηµατίσει γαλάκτωµα. Γαλάκτωµα είναι ο λεπτός καταµερισµός ενός υγρού (συνήθως µε τη µορφή πολύ µικρών σφαιρικών σταγόνων) οµοιόµορφα µέσα σ’ ένα άλλο υγρό. Πολλά δραστικά συστατικά φυτοφαρµάκων δεν είναι υδατοδιαλυτά αλλά είναι διαλυτά σε ελαιώδεις ουσίες. Στα γαλακτώµατα λοιπόν το δραστικό συστατικό διαλύεται συχνά σε µια ελαιώδη ουσία και ένας γαλακτωµατοποιητής προστίθεται σ’ αυτά, ώστε τελικά το γαλακτωµατοποιήσιµο αυτό σκεύασµα να µπορεί να αναµιχθεί εύκολα µε νερό σχηµατίζοντας ένα γαλακτώδες υγρό, το γαλάκτωµα. Τα γαλακτωµατοποιήσιµα είναι σχεδόν αβλαβή για τους ψεκαστήρες. Απαιτείται µόνο µικρή ανάδευση στα ψεκαστικά µηχανήµατα κατά την εφαρµογή. Όταν όµως τα γαλακτωµατοποιήσιµα συνδυάζονται µε άλλα σκευάσµατα πιθανό να
1
απαιτηθεί ειδική µίξη, συνεχής ανάδευση ή και ειδικές ουσίες συνδυασµού για να µην γίνει διαχωρισµός µέσα στο µίγµα (βλέπε παρακάτω). Βρέξιµες σκόνες (WP ή PM). Είναι ξηρά κονιοποιηµένα σκευάσµατα που µοιάζουν οπτικά µε τις σκόνες επίπασης (βλέπε παρακάτω). Όµως σε αντιδιαστολή µε τις σκόνες, περιέχουν διαβρεκτικές και διασπορικές ουσίες επειδή προορίζονται για µίξη µε νερό. Όταν αναµιχθούν µε νερό σχηµατίζουν αιώρηµα. Επειδή οι βρέξιµες σκόνες δεν σχηµατίζουν πραγµατικά διαλύµατα είναι απαραίτητο κατά τον ψεκασµό να γίνεται συνεχής ισχυρή ανάδευση µέσα στον ψεκαστήρα για να παραµένει το φάρµακο σε οµοιόµορφη αιώρηση. Οι σωστές βρέξιµες σκόνες δεν αποφράσσουν τα ακροφύσια των ψεκαστήρων αλλά µπορεί να προκαλέσουν φθορά στις αντλίες και τα ακροφύσια. Είναι πιο ασφαλείς συνήθως, όσο αφορά τη φυτοτοξικότητα, από τα γαλακτωµατοποιήσιµα. Υδατοδιαλυτές σκόνες (SP, WSP). Όπως και οι βρέξιµες σκόνες βρίσκονται σε ξηρή µορφή. Όµως όταν προστεθούν σε νερό διαλύονται σχηµατίζοντας πραγµατικό διάλυµα. Ανάδευση στον ψεκαστήρα χρειάζεται σε µερικές περιπτώσεις για να ολοκληρωθεί η διάλυση. Κατόπιν η ανάδευση δεν είναι απαραίτητη. Συµπυκνωµένα αιωρήµατα (SC, F, FL, flowable). Είναι σκευάσµατα πολύ λεπτόκοκκης βρέξιµης σκόνης. Πωλούνται σαν παχύρρευστο αιώρηµα για διευκόλυνση της προσθήκης τους στο νερό του ψεκαστήρα. Απαιτούν µέτρια ανάδευση και σπάνια φράσσουν τα ακροφύσια. Πρόσφατα γίνονται γνωστά και σαν υγρά (L, liquid). Ρευστά κοκκώδη (DF, dry flowable). Αποτελούνται από πολύ λεπτούς κόκκους που ρέουν από τη συσκευασία και κατανέµονται οµοιόµορφα αν προστεθούν σε νερό. Προορίζονται για ανάµειξη µε υγρά λιπάσµατα ή νερό και εφαρµόζονται σαν ψεκασµός. Απαιτούν ισχυρή αρχική ανάδευση για επίτευξη οµοιόµορφου αιωρήµατος. Υδατοδιαλυτοί κόκκοι (granules) (WDG). Αν προστεθούν σε νερό ή υγρά λιπάσµατα δηµιουργείται αιώρηµα. Απαιτούν µεγαλύτερη ανάδευση από τις βρέξιµες σκόνες για επίτευξη του αρχικού αιωρήµατος. Σκόνες επίπασης (D, DP, P). αποτελούνται συνήθως από το δραστικό συστατικό σε ανάµειξη µε αδρανές υλικό όπως ο τάλκης, η άργιλος, κονιοποιηµένα κελύφη ξηρών καρπών, ηφαιστειακή στάχτη κ.α. Όλα τα συστατικά είναι κονιοποιηµένα σε ένα σχετικά οµοιόµορφο µέγεθος σωµατιδίων (particles). Τα αδρανή υλικά προστίθενται για να βελτιώσουν την αποθήκευση και τους χειρισµούς. Οι σκόνες επίπασης πάντα εφαρµόζονται στα φυτά σε ξηρή µορφή (σκονίσµατα), και δεν πρέπει ποτέ να αναµειγνύονται µε νερό. Τα πολύ µικρά σωµατίδια των σκονών επίπασης τις κάνουν επιρρεπείς σε διαφυγή (drift) σε µη στοχευόµενες επιφάνειες κατά την εφαρµογή στις καλλιέργειες. Κοκκώδη (G, granular). Παρασκευάζονται µε διαβροχή σωµατιδίων αργίλου, κελυφών καρυδιών, σπαδίκων αραβοσίτου ή άλλων πορωδών υλικών µε υγρό δραστικό συστατικό φυτοφαρµάκου. Εφαρµόζονται απ’ ευθείας χωρίς ανάµειξη µε νερό ή άλλο φορέα. Χρησιµοποιούνται συνήθως για επεµβάσεις στο έδαφος. Μπορούν να εφαρµοσθούν απ’ ευθείας στο έδαφος ή και πάνω στα φυτά. Είναι ασφαλέστερα στην εφαρµογή τους από φυτοφάρµακα που εφαρµόζονται µε ψεκασµό ή επίπαση και υπάρχει µικρός κίνδυνος διαφυγής (drift).
2
Καπνογόνα, φυτοφάρµακα σε αέρια µορφή (gas). Ουσίες που παράγουν τοξικά αέρια. Χρησιµοποιούνται για καταπολέµηση τρωκτικών, εντόµων, ακάρεων νηµατωδών, ζιζανίων και οργανισµών που προκαλούν ασθένειες στα φυτά. Πωλούνται σε στερεά, υγρή και αέρια µορφή. Όλα πάντως, όταν απελευθερωθούν, µετατρέπονται σε αέρια. Μπορούν να εγχυθούν στο έδαφος, να χρησιµοποιηθούν κάτω από ταρπολίνες, σε αποθηκευµένα προϊόντα ή για καταπολέµηση σε κτίρια (για τις λεγόµενες «απολυµάνσεις»). Τα αέρια αυτά διαχέονται γρήγορα στο χώρο που εφαρµόζονται, διαπερνούν ακόµα και στερεούς φραγµούς (π.χ. ξύλο) καταπολεµώντας έτσι παράσιτα σε απρόσιτα σηµεία. Είναι πολύ τοξικά για τον άνθρωπο και τα ζώα και πρέπει να χρησιµοποιούνται µε εξαιρετική προσοχή. Αερολύµατα (aerosol). Βρίσκονται µέσα σε µεταλλικά κουτιά µε πίεση. Το προωθητικό αέριο ωθεί το φυτοφάρµακο προς τον εξωτερικό χώρο µέσα από ένα λεπτό ακροφύσιο. Χρησιµοποιούνται κύρια σε κατοικίες και κήπους και λιγότερο σε θερµοκήπια και στάβλους. Σπάνια χρησιµοποιούνται στη γεωργία σε εµπορική κλίµακα. Πέρα από τα συµπιεσµένα αερολύµατα, τα θερµικά και µηχανικά αερολύµατα χρησιµοποιούνται σε ειδικές περιπτώσεις. ∆ηλητηριώδη δολώµατα (poisonous bait). Το δραστικό συστατικό βρίσκεται σε ανάµειξη µε νερό, τροφή, ή άλλη ελκυστική ουσία. Τοποθετείται σε χώρο µε πρόσβαση στα ζώα – στόχους. Είναι χρήσιµα για την καταπολέµηση ποντικών, αρουραίων και άλλων τρωκτικών. Βοηθητικές ή προσθετικές ουσίες (ή έκδοχα – adjuvants additives). Είναι χηµικές ενώσεις που προστίθενται στα σκευάσµατα για βελτίωση της αποτελεσµατικότητάς τους. Οι διαβρεκτικοί παράγοντες και οι γαλακτωµατοποιητές είναι απαραίτητοι για να αναµειχθεί το δραστικό συστατικό µε νερό και να διαβρέξει τη φυλλική επιφάνεια. Οι εξαπλωτικοί και προσκολλητικοί παράγοντες βοηθούν το δραστικό συστατικό να εξαπλωθεί οµοιόµορφα στην ψεκαζόµενη επιφάνεια και να παραµείνει εκεί χωρίς να αφαιρείται εύκολα από τη βροχή και τον αέρα. Οι διεισδυτικοί παράγοντες υποβοηθούν το δραστικό συστατικό να διαπεράσει την εξωτερική επιφάνεια προς τους εσωτερικούς ιστούς του φυτού. Το σκεύασµα συνήθως περιέχει την απαραίτητη ποσότητα από τις παραπάνω ουσίες για τις περισσότερες από τις χρήσεις που συνιστάται. Πάντως συχνά χρησιµοποιούνται από το γεωργό επιπλέον προσθετικά σκευάσµατα. Για παράδειγµα όταν ψεκάζονται φυτά µε κηρώδεις επιφάνειες όπως φύλλα λάχανου ή κρεµµυδιού, είναι απαραίτητος ένας εξαπλωτικός παράγοντας. Αυτός προστίθεται απ’ ευθείας στον ψεκαστήρα. Πάντως στην περίπτωση αυτή πρέπει να χρησιµοποιηθεί µόνο η συνιστώµενη δόση, αλλιώς µπορεί να συγκρατηθεί στην ψεκαζόµενη επιφάνεια λιγότερο δραστικό συστατικό µε αποτέλεσµα ατελή καταπολέµηση. Ένας άλλος τύπος προσθετικής ουσίας ελαττώνει τον σχηµατισµό αφρού στο ψεκαστικό διάλυµα (defoaming agent) µε αποτέλεσµα τη διευκόλυνση της εφαρµογής. Επιλογή τύπου σκευάσµατος. Συνήθως γίνεται µε κριτήριο την ευκολία του γεωργού. Γεωργοί µε µεγάλους ψεκαστήρες, φερόµενους ή ελκόµενους από ελκυστήρα, που είναι εφοδιασµένος µε υδραυλική ανάδευση, προτιµούν σκευάσµατα E.C. που αδειάζονται στον ψεκαστήρα απ’ ευθείας από την φιάλη χωρίς την ανάγκη ζύγισης όπως
3
στις βρέξιµες σκόνες κ.α. Πάντως σε πολλά µέρη του κόσµου χρησιµοποιούνται οι λιγότερο ακριβές βρέξιµες σκόνες, παρά το γεγονός ότι χρειάζεται προαραίωση πριν από την τελική συνιστώµενη αραίωση για την εφαρµογή. Βέβαια η δυσκολία του ζυγίσµατος στον αγρό µπορεί να ξεπερασθεί ζυγίζοντας από πριν πολλές φορές την ίδια ποσότητα που απαιτείται για τον ψεκαστήρα πλάτης ή ότι άλλο µεγαλύτερο ψεκαστήρα χρησιµοποιείται. Οι βρέξιµες σκόνες άλλωστε έχουν µακρύτερο χρόνο αποθήκευσης (shelf life) από τα γαλακτωµατοποιήσιµα, δηλαδή διατηρούν τη δραστικότητα τους για µακρύτερο χρονικό διάστηµα, ιδιότητα πολύ σηµαντική όταν δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί η ακριβής ποσότητα φυτοφαρµάκου που απαιτείται σε κάθε αυξητική περίοδο. Η έλλειψη ψεκαστικών µηχανηµάτων υπαγορεύει την επιλογή σκονών επίπασης ή κοκκωδών αν υπάρχουν, που όµως απαιτούν περισσότερη εργασία ή άλλα ειδικά µηχανήµατα για την εφαρµογή. Επίσης η έλλειψη νερού υπαγορεύει τη χρήση σκονών επίπασης ή κοκκωδών που όµως και πάλι έχουν την αδυναµία του µεγάλου όγκου και βάρους κατά τη µεταφορά τους. Τα κοκκώδη βέβαια είναι προτιµητέα για την αποφυγή διαφυγής (spray drift). Η εκλογή σκευάσµατος µπορεί επίσης να έχει περιορισµούς για λόγους φυτοτοξικότητας. Μερικά είδη φυτών ή και ποικιλίες µόνο, είναι ευπαθή σε ορισµένους διαλύτες και άλλα συστατικά των σκευασµάτων ή και µόνο σε χηµικές ακαθαρσίες που προέρχονται από τη χρήση φθηνών διαλυτών κατά την τυποποίηση. Έχοντας την τιµή αγοράς κατά µονάδα δραστικού συστατικού σαν κριτήριο, εκτός από τα WΡ που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι συνήθως φθηνότερα, σκευάσµατα µε υψηλή περιεκτικότητα σε δραστικό συστατικό είναι συνήθως φθηνότερα από άλλα µε χαµηλότερη περιεκτικότητα. Πάντως κατά την εκλογή του σκευάσµατος πρέπει να λαµβάνεται υπ’ όψη και το κόστος της ίδιας της εφαρµογής που µπορεί να ποικίλει για τα διάφορα είδη σκευασµάτων (π.χ. EC σε σχέση µε D ή G). 4.2. Συνδυαστικότητα Η ανάµειξη µέσα στον ψεκαστήρα (tank mix) δύο ή περισσοτέρων φυτοφαρµάκων ή διαφυλλικών λιπασµάτων εξοικονοµεί χρόνο και εργασία, ελαττώνει το κόστος µηχανηµάτων και εφαρµογής και σε µερικές περιπτώσεις µπορεί και να αυξήσει την αποτελεσµατικότητα των φαρµάκων. Πάντως σε ορισµένες περιπτώσεις η ανάµειξη µπορεί να καταλήξει σε µείωση της δραστικότητας των φαρµάκων ή και σε φυτοτοξικότητα στην καλλιέργεια. Εάν δύο φυτοφάρµακα αναµιχθούν στον ψεκαστήρα και εφαρµοστούν µε επιτυχία τότε λέµε ότι συνδυάζονται, αν προκύψουν όµως προβλήµατα (όπως φυτοτοξικότητα, υπερβολικός αφρός, σχηµατισµός ιζήµατος κ.ά.) τότε λέµε ότι τα φάρµακα δεν συνδυάζονται. Οι λόγοι για έλλειψη συνδυαστικότητας µπορεί να είναι φυσικοί, χηµικοί, φυτοτοξικότητας, στόχου και χρόνου εφαρµογής κ.α. Αν δύο φάρµακα που εφαρµόζονται σε συνδυασµό καταλήξουν σε ζηµιές στην καλλιέργεια τότε αυτά τα φάρµακα δεν συνδυάζονται εξαιτίας της φυτοτοξικότητας. Για παράδειγµα ανάµειξη µυκητοκτόνων µε γαλακτωµατοποιήσιµα εντοµοκτόνα που περιέχουν ξυλένιο σαν διαλύτη µπορεί να προκαλέσει φυτοτοξικότητα.
4
Σε άλλες περιπτώσεις ο συνδυασµός δεν είναι δυνατός λόγω ασυµβατότητας του στόχου. Για παράδειγµα κάποια ζιζανιοκτόνα πρέπει να ενσωµατωθούν στο έδαφος ενώ άλλα πρέπει να παραµείνουν στην επιφάνεια. Αυτά δεν συνδυάζονται. Χρονική ασυµβατότητα, υπάρχει όταν δύο φάρµακα δεν έχουν την απαραίτητη αποτελεσµατικότητα σε δεδοµένη χρονική στιγµή. Για παράδειγµα ένα προφυτρωτικό ζιζανιοκτόνο δεν µπορεί να συνδυαστεί µε ένα εντοµοκτόνο που στοχεύει σε έντοµο το οποίο θα εµφανισθεί σε άλλη χρονική στιγµή της αυξητικής περιόδου. Επίσης φυτοφάρµακα που εφαρµόζονται σε ανάµειξη µπορούν να υποστούν χηµικές µεταβολές. Ανταγωνισµό έχουµε όταν η ανάµιξη δύο ή περισσοτέρων φυτοφαρµάκων καταλήγει σε µειωµένη αποτελεσµατικότητα ενός ή περισσοτέρων από αυτά. Για παράδειγµα καρβαµιδικά φυτοφάρµακα χάνουν τη δραστικότητα τους αν συνδυαστούν µε αλκαλικές ενώσεις (pΗ>7). Χηµική ασυµβατότητα είναι πιο πιθανό να εµφανισθεί αν χρησιµοποιηθεί αλατούχο ή χλωριωµένο νερό ή διαλύµατα φωσφορικής αµµωνίας. Όταν γίνεται αλλαγή πηγής νερού ή παρτίδας λιπασµάτων πρέπει να γίνεται δοκιµή συνδυαστικότητας µε τα χρησιµοποιούµενα φυτοφάρµακα. Φυσική ασυµβατότητα είναι το αίτιο της έλλειψης οµοιόµορφης κατανοµής σε µίγµα περισσότερων από ένα σκευασµάτων στο νερό. Μπορεί να προκληθεί από ακατάλληλη ανάµιξη, ανεπαρκή ανάδευση ή έλλειψη σταθερών γαλακτωµατοποιητών όπως σε µερικά γαλακτωµατοποιήσιµα σκευάσµατα. Πολλά τέτοια προβλήµατα εµφανίζονται κατά το συνδυασµό φυτοφαρµάκων µε υγρά λιπάσµατα. Βρέξιµες σκόνες και γαλακτωµατοποιήσιµα που δεν αναµίχθηκαν σωστά µπορεί να σχηµατίσουν παχύρρευστο υγρό, µε ένα ελαιώδες στρώµα να επιπλέει στην κορυφή του ψεκαστήρα. Μερικά γαλακτωµατοποιήσιµα δεν είναι σταθερά σε αλατούχα διαλύµατα, όπως υγρά λιπάσµατα. Σε µερικές ετικέτες υποδεικνύεται έλεγχος συνδυαστικότητας. Επίσης σε µερικές περιπτώσεις είναι απαραίτητη η προσθήκη ειδικού χηµικού παράγοντα συνδυαστικότητας. Το πρώτο βήµα για να διευκρινιστεί η δυνατότητα συνδυασµού σε µια συγκεκριµένη περίπτωση είναι η ανάγνωση της ετικέτας του φυτοφαρµάκου. ∆εν πρέπει ποτέ να γίνεται συνδυασµός δύο ή περισσοτέρων φαρµάκων αν στην ετικέτα ενός από αυτά (ή όλων), αναφέρεται ότι ο συνδυασµός δεν είναι δυνατός. Πάντως στην ετικέτα ή ακόµα και σε πίνακες συνδυαστικότητας που τυχόν υπάρχουν, δεν δίδονται πληροφορίες για τη δυνατότητα όλων των πιθανών συνδυασµών. Έτσι όταν δεν υπάρχει καµιά ένδειξη πρέπει να γίνεται δοκιµαστική ανάµειξη για να εξετασθεί τουλάχιστον η περίπτωση φυσικής ασυµβατότητας του συνδυασµού. ∆ηλαδή σε ένα διαφανές δοχείο µε µισό λίτρο από τον υγρό φορέα (νερό ή υγρό λίπασµα) προστίθενται διαδοχικά οι συνιστώµενες δόσεις των φυτοφαρµάκων µε τη σωστή σειρά (βλέπε παρακάτω) και γίνεται ανακίνηση για 5-10 δευτερόλεπτα µετά από κάθε προσθήκη. Μετά από ακινησία του υγρού για 10-15 λεπτά αν εµφανισθεί ίζηµα, ζελέ, συσσωµατώµατα, παχύρρευστο υγρό κ.λ.π. ο συνδυασµός δεν πρέπει να γίνει για εφαρµογή. Σε λίγες περιπτώσεις µόνο είναι δυνατός ένας συνδυασµός µετά από προσθήκη παραγόντων συνδυαστικότητας. Για την ελαχιστοποίηση των προβληµάτων συνδυαστικότητας πρέπει να ακολουθείται πάντα η σωστή διαδικασία. Ο συνηθέστερος τρόπος είναι α) το γέµισµα του ψεκαστήρα κατά το ½ έως 2/3 πριν από την προσθήκη οποιουδήποτε σκευάσµατος, β) η
5
προσθήκη παράγοντα συνδυαστικότητας αν είναι απαραίτητος, γ) η προσθήκη των φυτοφαρµάκων µε τη σειρά: WP, FL, WDG και EC ή S. τελευταίες οι επιφανειοδραστικές ουσίες (surfactants) όπως οι εξαπλωτικοί και διεισδυτικοί παράγοντες κ.α. Για κάθε σκεύασµα πρέπει να γίνεται προ-αραίωση, προσθήκη στον ψεκαστήρα και καλή ανάδευση πριν προστεθεί το επόµενο, ειδικά στην περίπτωση που ο φορέας είναι υγρό λίπασµα. Για να είναι το ψεκαστικό µίγµα συνεχώς οµοιόµορφο θα πρέπει να γίνεται συνεχώς ανάδευση κατά την εφαρµογή και να µην αφήνεται ψεκαστικό διάλυµα από τη µια ηµέρα στην άλλη. Να παρασκευάζεται µόνο όσο απαιτείται για εφαρµογή µέχρι το τέλος της ηµέρας. ΠΡΟΣΟΧΗ. Ο συνδυασµός (tank mix) µπορεί να έχει σαν αποτέλεσµα ψεκαστικό διάλυµα πολύ πιο τοξικό για τον άνθρωπο από το άθροισµα τοξικότητας των συστατικών του. για παράδειγµα η LD 50 για το malathion είναι 1500 mg/kg, για το fenitrothion είναι 400 mg/kg αλλά του µίγµατός τους λιγότερο από 200 mg/kg. Συµπερασµατικά: Ένας συνδυασµός φυτοφαρµάκων µπορεί να θεωρηθεί συνολικά ασφαλής µόνο εάν έχει χρησιµοποιηθεί προηγούµενα και έχει µελετηθεί λεπτοµερειακά από κάθε άποψη.
6