Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΣΤΟΝ ΦΑΡΟ

Page 1

Ο Φύλακας στον Φάρο

Ευρυδίκη Αμανατίδου

1

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Φύλακας στον Φάρο Μυθιστόρημα


2

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ευρυδίκη Αμανατίδου σπούδασε Νομικά και ζει στην Αθήνα. Στις εκδόσεις Σαΐτα θα βρείτε τα έργα της: «Η Πολιτεία που δεν είχε Χριστούγεννα», «Ένα καπέλο για τον καθηγητή», «Ο ήλιος που έχασε τον δρόμο του», «Το συναχωμένο ηφαίστειο», «Το αεράκι και η καμινάδα», «Ο Δράκος και οι Σκορδοφάγοι Ιππότες (τα τέσσερα τελευταία και στα αγγλικά), τα μυθιστορήματα «Η ακριβή ανάσα του νερού», «Αραμπέλα/τα όρια της πίστης», τη νουβέλα «Ημίφως», όπως και τη συλλογή διηγημάτων «Μαζί» που έγραψε με τον Γιάννη Λαμπράκη. Το έργο της «ένα καπέλο για τον καθηγητή» βραβεύτηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1991 στην κατηγορία του παιδικού θεατρικού έργου. Το προσωπικό της ιστολόγιο είναι το http://evriam.blogspot.gr


Ο Φύλακας στον Φάρο

3

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΤΙΔΟΥ

Ο Φύλακας στον Φάρο Μυθιστόρημα


4

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ευρυδίκη Αμανατίδου, Ο Φύλακας στον Φάρο ISBN: 978-618-5147-93-8 Μάιος 2017

Φωτογραφία εξωφύλλου: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:ClaudeJoseph_Vernet_-_A_Storm_on_a_Mediterranean_Coast_-_Google_Art_Project.jpg Σελιδοποίηση:

Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu

Η συγγραφέας φέρει την ευθύνη για την επιμέλεια του κειμένου. Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα

Επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/


Ο Φύλακας στον Φάρο

5

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


6

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Ο Φύλακας στον Φάρο

7

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μέσα Μαρτίου 1985, στον φάρο

Χοντρές σταγόνες ιδρώτα ταλάνιζαν την πλάτη του μουσκεύοντας το τραχύ πουκάμισο. Η όψη του άνδρα έμοιαζε με την αγριεμένη θάλασσα, που κάθε άλλο παρά άνοιξη προμήνυε. Μήπως κι αυτός είχε τίποτα καλό να περιμένει; Πίσω του η φωνή πιο δυνατή κι από τον άνεμο τον πρόσταζε και τον νανούριζε συνάμα. «Κάνε το! Τι διστάζεις; Είσαι ή δεν είσαι άνδρας;» Όμως εκείνος δεν γνώριζε πια τι ήταν. Ένα πληγωμένο αγρίμι λυσσομανούσε να ελευθερωθεί από μέσα του με νύχια και με δόντια. Δεν τον βοηθούσε η φωνή. Αντίθετα, τον έσπρωχνε σε κάτι σκοτεινό κι απύθμενο, άπατο σαν τη θάλασσα, σαν τη ψυχή του. Δεν υπήρχε επιστροφή. Τα χέρια τον αγκάλιαζαν όμοια παγίδες. Έκλεισε τα μάτια κι άκουσε το όπλο που εκπυρσοκρότησε μια, δυο, τρεις φορές. Το σώμα του τραντάχτηκε από βίαιους σπασμούς. Άνοιξε τα μάτια φοβισμένος, ανίκανος να εστιάσει κάπου, ώσπου μια ανώτερη δύναμη λες και τράβηξε το βλέμμα του μέχρι το άψυχο κορμί πάνω στον βραχότοπο. Κι όμως, έμοιαζε σαν να είχε μόλις ξαπλώσει δίπλα στα ανοιξιάτικα λουλούδια που στόλιζαν το μονοπάτι, που στόλιζαν το νεκροκρέβατο. Ο Πέτρος δεν υπήρχε πια. Ο φίλος του, ο Πέτρος! Όχι! Πώς να έχει για φίλο έναν προδότη; Το οινόπνευμα που έρεε στο σώμα του του έφερε μια νάρκη. Ας έβρισκε ένα λαγούμι να τρυπώσει, να μην τον ακούει, να μην τον βλέπει κανείς! Τα λόγια στα αυτιά του είχαν πάψει. Έστρεψε αργά το κεφάλι κατά τον φάρο. Ψυχή! Πέταξε το όπλο μακριά σαν να ήταν ένα σιχαμερό ερπετό. Ο φάρος, ο φάρος του! Δεν υπήρχε άλλη ζωή ούτε γι’ αυτόν ούτε για τον φάρο. Δεν υπήρχε ζωή ούτε χωρίς εκείνη. Τον είχαν προδώσει όλοι τους! Έπεσε στα γόνατα κι έσκυψε μέχρι που ακούμπησε το χώμα σαν να ήθελε να κάνει ένα τελευταίο προσκύνημα σε τούτη τη γη. Σφάλισε τα μάτια και μια μόνο εικόνα πέρασε πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα: μια τρυφερή παιδική παλάμη που έψαχνε να χωθεί στη δική του. Του ήρθε λιγοθυμιά. Έγειρε μεμιάς στο πλάι κι άδειασε από μέσα του ξύδι και χολή. Κι ήταν σαν να έβγαινε μαζί και η τελευταία του πνοή.


8

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

1. Δεκέμβριος 2002, Μιλάνο

«Εγώ όμως μπορώ να το βρω!» βεβαίωσε με νεανική αυθάδεια η Ελένα και η κοντέσα Αλφιέρι την κοίταξε ανασηκώνοντας τα φρύδια. Ήταν φανερό πως η γριά καρακάξα δεν την πίστευε. Δεν είχε κι άδικο. Ποιος θα εμπιστευόταν κάποια σαν αυτήν; Δώδεκα μήνες πριν η Ελένα ούτε που θα περίμενε πως θα γινόταν συνοδός μιας ηλικιωμένης κοντέσας. Ως συνήθως όμως ήταν άφραγκη. Προτού κάνει άλλη μια τρέλα, η φίλη της η Μπέτα την πληροφόρησε ότι η κοντέσα, αν και είχε φτάσει ήδη τα ογδόντα επτά, επέμενε να ζει στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας που έβλεπε σε μια πολυσύχναστη πιάτσα του Μιλάνο και έψαχνε μια κοπέλα να της κρατάει συντροφιά. Η Μπέτα είχε συναντήσει αρκετές φορές την Ιταλίδα, για να συγκεντρώσει στοιχεία για τη διατριβή της πάνω στο κίνημα του φουτουρισμού του οποίου οπαδός ήταν και ο μακαρίτης Αλφιέρι. Στην πρώτη τους συνάντηση, η κοντέσα είχε αποκαλέσει την Ελένα χαμίνι. Ο χαρακτηρισμός θα μπορούσε να αποθαρρύνει οποιαδήποτε άλλη, όχι όμως και την παράτολμη κοπέλα, που συνηθισμένη να μην αφήνει κουβέντα να πέσει στο πάτωμα, ανταπόδωσε με κάτι εξίσου αιχμηρό περιμένοντας ότι η η ιδιόρρυθμη γριά θα την ξαπόστελνε. Εκείνη όμως έβαλε απλά τα γέλια, κάτι γέλια τόσο ηχηρά που για μια στιγμή η Ελένα φοβήθηκε πως η κοντέσα θα της έμενε ξερή στα χέρια. Πέρασαν σχεδόν έναν χρόνο συγκρίνοντας τις ιδιοτροπίες τους. Φυσικά και τα βρήκαν αμέσως, αφού μοιραζόντουσαν το πάθος για τα ταξίδια, τα άλογα και κάτι που στην κοντέσα είχε προκύψει μόλις τελευταία: την αγάπη τους για τα κοσμήματα. Σκυμμένες τώρα πάνω από το Gioielli di celebritá, ένα από τα πιο έγκυρα περιοδικά σχετικά με διάσημα κοσμήματα, μελετούσαν τον κατάλογο των χαμένων από χρόνια κομματιών που η αξία τους, αν βρισκόντουσαν κάπου, θα έφτανε σε αστρονομικά ποσά. Το δαχτυλίδι της Γένουας ήταν ένα από αυτά. «Πώς χάθηκε;» Η Ελένα απόρησε καθώς ένα τόσο σπάνιο κόσμημα δεν ήταν κάτι που μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. «Άνοιξε η γη και το κατάπιε» απάντησε ξερά η κοντέσα. Η Ελένα την κοίταξε δύσπιστη και ανυπόμονη ταυτόχρονα. Η γριά Αλφιέρι φαινόταν χαμένη στις σκέψεις της, αλλά η ίδια είχε ραντεβού ακριβώς σε μία ώρα. Κάποιος κλεπταποδόχος ήθελε να του κάνει μια εκτίμηση στο εμπόρευμα. Το ένστικτό της της έλεγε πως αυτή τη φορά τα πράγματα θα ήταν δυσκολότερα. Αναποφάσιστη αν έπρεπε να τηρήσει την υπόσχεσή της, ρώτησε την κοντέσα. «Θέλετε να το βρείτε ή όχι;» Αν ήταν στη θέση της, θα είχε κινήσει γη και ουρανό, θα είχε φτάσει στα έγκατα της γης, μόνο και μόνο για να το αγγίξει έστω και για δευτερόλεπτα. Επρόκειτο για έναν σφραγιδόλιθο που στην επιφάνειά του ήταν


Ο Φύλακας στον Φάρο

9

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σκαλισμένα δύο δελφίνια σε αντίθετη φορά με ένα ξίφος ανάμεσά τους. Το περίγραμμα του ενός δελφινιού ήταν από ρουμπίνια και του άλλου από ζαφείρια, ενώ το ξίφος ήταν στολισμένο σε όλη του την επιφάνεια με διαμάντια, ένα κομψοτέχνημα που ο θρύλος έλεγε πως ο δόγης της Γένουας είχε δωρίσει σε ένα μακρινό πρόγονο του Αλφιέρι. Αυτό το δαχτυλίδι πήγαινε από γενιά σε γενιά στον πρωτότοκο γιο για να φτάσει στα χέρια του ζωγράφου το 1936 αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του και λίγο πριν το ταξίδι του στην Ελλάδα. Η νεαρή αρραβωνιαστικιά του, Τερέζα Κάπουα, δεν τον είχε ακολουθήσει, καθώς τα αυστηρά ήθη της οικογένειάς της δεν επέτρεπαν τέτοιου είδους ταξίδια παρά μόνο μετά από τον γάμο. Αλλά ούτε και στα επόμενα ταξίδια έμελλε να τον συνοδεύσει. Κάποια στιγμή το δαχτυλίδι έγινε άφαντο και ο Αλφιέρι απάντησε σε σχετική ερώτηση της νόμιμης πια γυναίκας του ότι ο σφραγιδόλιθος είχε χαθεί, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος είχε πέσει θύμα ληστών που μάστιζαν την ηπειρωτική γη, χωρίς να δείξει όμως ιδιαίτερα στενοχωρημένος. Η εισβολή της Ιταλίας στην Ελλάδα και η μετέπειτα γερμανική κατοχή έκαναν απίθανη κάθε περαιτέρω έρευνα. Η Τερεζίνα είχε στενοχωρηθεί που το δαχτυλίδι δεν θα περνούσε στον δικό τους γιο, πεπεισμένη ακόμη, παρά τις άκαρπες προσπάθειες, πως θα αποκτούσε μεγάλη οικογένεια. «Εσύ τι θα έκανες;» ρώτησε η κοντέσα κοιτάζοντας διαπεραστικά πίσω από τα γυαλιά της πρεσβυωπίας. «Θα το φορούσα ήδη!» απάντησε χωρίς δισταγμό η Ελένα. «Και αν σου έλεγα ότι είναι καταραμένο;» «Δεν θα το πίστευα Αυτά είναι μεταφυσικές αρλούμπες!» «Πίστεψε ό,τι θέλεις λοιπόν. Ακόμη και το να μιλάμε γι’ αυτό είναι σαν να προκαλούμε τη μοίρα». Η κοντέσα μισόκλεισε τα μάτια. «Δεν θα σε χρειαστώ άλλο!» είπε και ολοφάνερα εκνευρισμένη τής έκανε νόημα να φύγει. Μία ώρα αργότερα, η αστυνομία είχε μπουκάρει στο μπαρ ο Μαύρος Γάτος. Πίσω από τα κάγκελα του μοναδικού κελιού στο αστυνομικό τμήμα, η Ελένα αναρωτήθηκε αν ήταν η προηγούμενη αναφορά στο δαχτυλίδι, ο μαύρος γάτος ή μια καλοστημένη παγίδα που την είχαν φέρει σε αυτή τη θέση. Το ένα και μόνο τηλέφωνο που της επέτρεψαν να κάνει ήταν στο δικηγορικό γραφείο του κηδεμόνα της στη Ζυρίχη. Ο Έριχ κατέφθασε τα ξημερώματα για να δώσει την εγγύηση της απελευθέρωσής της, κάτι που της έκανε εντύπωση. «Τι θα κάνω με εσένα, Ελένα, μπορείς να μου πεις; Τι σε πιάνει και μπλέκεσαι στις πιο απίθανες καταστάσεις;» τη ρώτησε συνοφρυωμένος. Εκείνη κούνησε το κεφάλι με απάθεια. «Ένας τρόπος υπάρχει μόνο για να ησυχάσω! Να σε παντρευτώ!» της είπε σοβαρά. Η Ελένα δεν φάνηκε να συγκινήθηκε. Γνώριζε πολύ καλά πόση αδυναμία τής είχε ο Έριχ. Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους σαν να ήθελε να του δείξει πως το ίδιο της έκανε.


10

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

2. Μάρτιος 2007, αγροτικές φυλακές Τίρυνθας Ο Μάρκος Βραχνός έριξε μια τελευταία ματιά στη βαριά σιδερένια πόρτα που έκλεινε με πάταγο. Είχαν συμπληρωθεί είκοσι δύο χρόνια, τόσα όσα η δικαιοσύνη είχε απαιτήσει για την αποκατάσταση της τάξης. Μπορούσε πια να γυρίσει στο σπίτι του. Όμως να πάει πού; Σε ποια οικογένεια να επιστρέψει; Δεν είχε τίποτα πια, κανέναν στον κόσμο, ούτε έναν άνθρωπο να ανταλλάξει μια κουβέντα. Στη φυλακή είχε γνωρίσει άνδρες πιο ειλικρινείς και τίμιους από τους έξω, άνδρες που σε μια κακιά στιγμή το πάθος τούς είχε τυφλώσει και είχε βάψει τα χέρια τους στο αίμα. Ο φύλακας του έκλεισε το μάτι κι έβαλε το χέρι στην καρδιά. Ο Μάρκος τού έγνεψε κουρασμένα σαν ύστατο αποχαιρετισμό. Κάποτε ήταν κι αυτός φύλακας, φύλακας ενός φάρου. Μοναχική ζωή, του άρεσε όμως. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς βέβαια. Μετά συντρόφεψε παρότι παντρεύτηκε αργά, πατημένα σχεδόν τα σαράντα. Εκείνη ήταν νέα και όμορφη. Δεν είχε να της προσφέρει παρά την αγάπη του και την υποταγή στις επιθυμίες της. Εκείνη του έδωσε το Νιτσάκι του. Και μετά, η ζωή ρήμαξε και σκόρπισε πίσω από σίδερα και δεκάρικους λόγους. Θα γύριζε πίσω. Δεν είχε πού αλλού να πάει εξάλλου. Ήταν ο μόνος τόπος που κάτι τον περίμενε. Και κάπου εκεί ζούσε ο άνθρωπος που είχε να κάνει με το δικό του παρελθόν. Εκείνος που του έγραψε στη φυλακή, ίσως γιατί ένιωθε το ίδιο απόκληρος και απομονωμένος. Θα πήγαινε να συναντήσει τον Γεώργιο Μανωλά. Του χρωστούσε τουλάχιστον ένα ευχαριστώ. Αλλά πιο πριν θα επέστρεφε στον φάρο του. Το μοναδικό κομμάτι του παρελθόντος του βρισκόταν θαμμένο εκεί.


Ο Φύλακας στον Φάρο

11

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

3. Ιούνιος 2007, Αδριατική Η Ελένα κάρφωσε το βλέμμα της στον άνδρα. Η στάση του της είχε ανεβάσει το αίμα στο κεφάλι. Η αλαζονεία αποτελούσε μόνο δικό της προνόμιο. Σε όλους τους υπόλοιπους την έβλεπε απλά ως κίνητρο για να τους πολεμήσει μέχρι να κάμψει κάθε αντίσταση. Κανένα αρσενικό δεν ήταν άπαρτο φρούριο. Ο κανόνας εξάλλου είχε επιβεβαιωθεί με τον γάμο της, έναν γάμο που η μητέρα της είχε βρει ολότελα αταίριαστο, άκαιρο και παρορμητικό. Όχι ότι θα τη ρωτούσε ή θα άκουγε τη γνώμη της. Μήπως εκείνη είχε ρωτήσει την Ελένα όταν παντρεύτηκε δεύτερη φορά; Ο νέος σύζυγος και οι βαριές επαγγελματικές υποχρεώσεις της μητέρας της είχαν πλήξει ανεπανόρθωτα τη σχέση τους. Τα κινητά και το διαδίκτυο δεν έσωζαν την κατάσταση. Η απόσταση υπήρχε αγεφύρωτη μεταξύ τους μέχρι που έγινε παντοτινή. Η Ελένα έριξε μια ματιά στο μεταλλικό βαλιτσάκι που είχε ακουμπήσει στην διπλανή καρέκλα. Μια ζωή αναπαυόταν εκεί, για την ακρίβεια ό,τι είχε απομείνει, μονάχα στάχτες. Συνοφρυώθηκε εκνευρισμένη. Ήταν κάπως αργά για να την πιάσει το συναίσθημα, ήταν κάπως αργά για να πισωγυρίσει, αν και υπήρξαν στιγμές στη διάρκεια του ταξιδιού από τη Ζυρίχη μέχρι την Αγκώνα, που έπιασε τον εαυτό της να μιλάει στην αυτοσχέδια λήκυθο. Επανήλθε αυτόματα στην πραγματικότητα στέλνοντας ένα χαμόγελο στον βλοσυρό άνδρα. Η αλήθεια όμως ήταν ότι χαμογελούσε με την πορεία που είχε πάρει η ζωή της. Στα είκοσι πέντε της χρόνια είχε γλιτώσει παρά τρίχα τη φυλακή, είχε παντρευτεί, και σε λίγο καιρό θα έφερε επάξια τον τίτλο της ζωντοχήρας, όπως θα έλεγαν και στην πατρίδα της, που αποτελούσε και τον τελικό προορισμό του ταξιδιού της, πρώτη φορά μέσα σε δύο δεκαετίες. Έτσι κι αλλιώς δεν θα επέστρεφε στην Ελβετία. Ο Χερ Γκουλντ γνώριζε πλέον την πραγματική αξία των κοσμημάτων που η ίδια είχε εκτιμήσει με την απαραίτητη σοβαροφάνεια, άρα οι αρχές πιθανόν καραδοκούσαν για να αρπάξουν στη μέγγενή τους την Ελένα Στολτς. Μα ούτε και ο αξιότιμος εν διαστάσει άνδρας της ήθελε άλλες παρτίδες μαζί της. Παρότι επέκρινε κατά καιρούς την σπατάλη της, βιαζόταν τόσο πολύ να την ξεφορτωθεί ώστε δεν τσιγκουνεύτηκε τα χρήματα για να ταξιδέψει με όλες τις ανέσεις η, σε άλλους καιρούς, λατρεία της ζωής του. Τα χρήματα που της είχε δώσει η κοντέσα Αλφιέρι θα της έφταναν για κάποιο διάστημα. Η Ελένα χαμογέλασε στη σκέψη της συμπαθητικής κουκουβάγιας και την τροπή των σχέσεών τους μετά τη σύλληψή της στον Μαύρο Γάτο. Η κοντέσα τής είχε στείλει ένα δώρο για τον γάμο της σχολιάζοντας στυφά ότι δεν θα παρευρισκόταν στην τελετή, γιατί έβρισκε τον Έριχ άχρωμο, άοσμο και άγευστο. Η αλληλογραφία τους όμως ήταν τακτική τα τέσσερα τελευταία χρόνια και μόλις το προηγούμενο καλοκαίρι η Ελένα την είχε συνοδέψει στο Κόμο για τις λουτροθεραπείες της. Έτσι δεν ένιωσε την παραμικρή έκπληξη όταν η κοντέσα, λίγες εβδομάδες μετά τον


12

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

θάνατο της Σοφίας Στολτς, της τηλεφώνησε για να τη συλλυπηθεί. Μαθαίνοντας για το επικείμενο ταξίδι της στην Ελλάδα, την κάλεσε να περάσει από το Μιλάνο. «Άλλαξα γνώμη!» της ανακοίνωσε με το γνωστό της ύφος και, θεωρώντας περιττό κάθε σχόλιο, συνέχισε: «Αποφάσισα να προκαλέσω τη μοίρα ή μάλλον να παίξουμε ένα παιχνίδι». «Θέλετε να ψάξω το χαμένο δαχτυλίδι» είπε η Ελένα χαμογελώντας πονηρά. «Αυτό μου αρέσει σ’ εσένα. Μπαίνεις αμέσως στο νόημα. Λοιπόν! Η οικονομική σου κατάσταση από δω και πέρα δεν θα είναι ανθηρή, μια και δεν βλέπω πώς θα αλλάξεις τρόπο ζωής, έστω και αν σε λίγο καιρό θα πάψεις να είσαι η κυρία Στολτς» της επεσήμανε με ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Πήρα την απόφασή μου λοιπόν, γιατί αυτό που με εκνεύρισε περισσότερο ήταν το ότι ο μακαρίτης ο Αλφιέρι είχε το θράσος να μου φορέσει κέρατα, όχι μετά από χρόνια έγγαμης συμβίωσης, πράγμα αναμενόμενο και αποδεκτό, αλλά από τη στιγμή του αρραβώνα μας κιόλας! Το ότι χρειάστηκε να φτάσω στα ενενήντα μου για να το ανακαλύψω, με κάνει έξω φρενών!» άναψε και κόρωσε η κοντέσα. Από το 1962 που ο Τζάκομπε Αλφιέρι εγκατέλειψε τα εγκόσμια σε ηλικία εξήντα έξι ετών, η κοντέσα είχε να τα βγάλει πέρα με χρέη και με μια αμφίβολη υστεροφημία, αφού ο εκλιπών είχε κατηγορηθεί και για προδοσία της πατρίδας του. Η γυναίκα ζούσε αντιμετωπίζοντας κάθε λογής σχόλια και κάθε είδος παράφρονα, όπως εκείνον που εμπλεκόταν με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και είχε κάνει απόπειρα κατά της ζωής της αποκαλώντας την φασιστικό πλουτοκρατικό φίδι. Όταν όμως το φθινόπωρο του 2006, κάτι μήνες πίσω, το ίδρυμα Arte sublime οργάνωσε μια αναδρομική έκθεση με θέμα τους φουτουριστές ζωγράφους, το όνομα Αλφιέρι βγήκε πάλι στην επιφάνεια και η χήρα του ζωγράφου ένιωσε την πικρότερη έκπληξη της ζωής της. Η υπεύθυνη της διοργάνωσης την είχε παρακαλέσει να δανείσει στην έκθεση κάποιο προσωπικό αντικείμενο του καλλιτέχνη. Η κοντέσα θυμήθηκε την άσπρη ποδιά που ο μακαρίτης φορούσε όταν ζωγράφιζε, ένα ρούχο ξεχασμένο στα βάθη της ντουλάπας και του χρόνου. Το βρήκε και περισσότερο από συνήθεια που δεν ξεχνιέται ποτέ, γύρισε προσεκτικά τις τσέπες, (ήταν μια από αυτές τις μεγάλες προστατευτικές ποδιές με εξωτερικές και εσωτερικές τσέπες), όπως έκανε πάντα όταν ήθελε να στείλει τα ρούχα στο καθαριστήριο. Και τότε βρήκε μια παλιά φωτογραφία μιας νεαρής γυναίκας. Στο πίσω μέρος ήταν γραμμένες μόνο μερικές λέξεις που σχεδόν δεν διακρίνονταν. Ο χρόνος είχε φανεί αρκετά σκληρός με το λεπτεπίλεπτο μελάνι. «Δεν είναι φυσικό ένας ζωγράφος να έχει πολλές θαυμάστριες;» τη ρώτησε η Ελένα. «Θαυμάστριες! Η γυναίκα ήταν ερωμένη του, δεν υπάρχει αμφιβολία!» απάντησε με απέχθεια η κοντέσα. «Ποια ήταν αυτή η γυναίκα;»


Ο Φύλακας στον Φάρο

13

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Κάποια που είχε μεγάλη σημασία για εκείνον. Δεν γνωρίζεις το έργο του Αλφιέρι όπως εγώ για να καταλάβεις» είπε η κοντέσα και της έδειξε ένα λεύκωμα που είχε κυκλοφορήσει το 1975, δέκα τρία χρόνια μετά τον θάνατο του ζωγράφου, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένα όλα τα γνωστά του έργα. «Αν κοιτάξεις τη φωτογραφία και παρατηρήσεις τους πίνακες, θα δεις ότι δεν κάνω λάθος» πρόσθεσε ανυπόμονα. Η Ελένα δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για να συμπεράνει ότι η γυναικεία μορφή στα έργα του ζωγράφου παρέπεμπε στη φωτογραφία. «Οι πίνακες χρονολογούνται ανάμεσα στο 1937 και το 1940» παρατήρησε. «Το περίμενα ότι θα το πρόσεχες. Τρεις πίνακες για τα τρία αντίστοιχα ταξίδια του Αλφιέρι στην Ελλάδα: Το 1936, το 1937 και το 1939. Δεν τον συνόδεψα σε κανένα. Μετά το 1939 δεν αναφέρθηκε ποτέ στην Ελλάδα ούτε ζωγράφισε κάτι αντίστοιχο. Δεν είναι περίεργα όλα αυτά;» «Θέλετε να πείτε ότι η γυναίκα ήταν Ελληνίδα;» «Θέλω να πω ότι αυτός ο έκφυλος ο Αλφιέρι όχι μόνο με κεράτωσε αλλά είμαι απόλυτα σίγουρη ότι χάρισε το οικογενειακό δαχτυλίδι στην ερωμένη του!» Η Ελένα επανήλθε στην πραγματικότητα διαπιστώνοντας ότι ο μελαχρινός άνδρας περνούσε τώρα το check in, δίνοντάς της έτσι την ευκαιρία να τον παρατηρήσει καλύτερα. Η αλήθεια ήταν ότι τύποι σαν και του λόγου του την εκνεύριζαν, ίσως γιατί η υπερβολική σιγουριά που λες και ξεχείλιζε από κάθε πόρο του καλογυμνασμένου του σώματος τον έκανε αδιάφορο στα αδηφάγα γυναικεία βλέμματα. Η Ελένα αδιαφόρησε εξίσου και συνέχισε να ξεφυλλίζει τον ταξιδιωτικό οδηγό της Ηπείρου, τόσο απορροφημένη που σχεδόν με αγανάκτηση σηκώθηκε για να περάσει τον έλεγχο. Η υπεύθυνη κοίταξε το διαβατήριο, μετά το εισιτήριο και συμβουλεύτηκε έναν μακρύ μηχανογραφημένο κατάλογο. Κούνησε το κεφάλι, ξανακοίταξε τον κατάλογο, και βέλασε σχεδόν πως δεν υπήρχε κράτηση καμπίνας στο όνομά της. Αν και το περίμενε, αφού όταν άλλαξε το εισιτήριο έχοντας καθυστερήσει στο Μιλάνο, η κοπέλα στο ταξιδιωτικό γραφείο την είχε ήδη ενημερώσει πως δεν υπήρχε δυνατότητα να πάρει καμπίνα, δεν δίστασε να ξεκινήσει καυγά. «Εγώ όμως θέλω την καμπίνα μου! Σίγουρα δεν είναι δικό μου σφάλμα!» είπε εριστικά. «Λυπάμαι, όμως υπάρχουν ακόμη θέσεις στους κοιτώνες. Θα επιστρέψουμε τη διαφορά» απάντησε η υπάλληλος χαμογελώντας χαιρέκακα. «Δεν νομίζω! Έχω την απαίτηση να πάρω πίσω την καμπίνα μου!» «Τότε κατά την επιβίβαση, θα απευθυνθείτε στο λογιστήριο» είπε η κοπέλα, με προφανή διάθεση να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα με τον έλεγχο. Η Ελένα αναψοκοκκινισμένη προχώρησε για την επιβίβαση. Πέντε λεπτά αργότερα δεν έδειξε την παραμικρή έκπληξη όταν συνάντησε ξανά τον βαρύ και ασήκωτο τύπο που δεν καταδεχόταν να χαμογελάσει και που φυσικά και πάλι δεν


14

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μπήκε στον κόπο να της ρίξει κάτι περισσότερο από μια φευγαλέα ματιά. Καθώς επιστράτευε ό,τι πιο αισχρό διέθετε το λεξιλόγιό της στην ελληνική γλώσσα κι ετοιμαζόταν να εκτοξεύσει μύδρους κατά παντός ενώ οι υπεύθυνοι του λογιστηρίου είχαν καρφωμένα τα μάτια τους στις οθόνες των υπολογιστών τους, ο άνδρας τής έτεινε ένα κλειδί και χωρίς να πει το παραμικρό, της γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε. Η Ελένα περιορίστηκε σε έναν μορφασμό. Δεν θα καθόταν δα και να ασχοληθεί με τον τύπο. Αυτό που της χρειαζόταν ήταν μόνο ένα απολαυστικό μπάνιο και μια ακόμη πιο απολαυστική al pesto. Μία ώρα αργότερα, έπεφτε πάλι στον πρώην κάτοχο της καμπίνας, αυτή τη φορά στην τραπεζαρία. Δεν της ξέφυγε βέβαια το ότι η νεαρή σερβιτόρα είχε προφανώς τη λανθασμένη εντύπωση πως η μόνη της υποχρέωση ήταν στο τραπέζι του δήθεν γόη, που της είχε πιάσει την κουβέντα βάζοντας στην άκρη ένα περιοδικό σχετικό με τα άλογα, το μόνο που μέχρι εκείνη τη στιγμή απασχολούσε την προσοχή του. Για κάποιον που ήταν αναγκασμένος να κοιμηθεί δεν ήξερε κι αυτή πού, δεν φαινόταν να έχει πτοηθεί στο παραμικρό. Φρέσκος-φρέσκος έμοιαζε να φλερτάρει ασύστολα τη μικρή ανόητη, που ξεχνώντας πως δεν ήταν παρά μια σερβιτόρα, μόνο που δεν είχε κάτσει στο τραπέζι του ως επίσημη καλεσμένη. Πολύ θα ήθελε να τον περιλούσει με όλο το περιεχόμενο της κανάτας που είχε μπροστά της. Ούτε κατά διάνοια δεν χρωστούσε ευγνωμοσύνη στη μεγαλοψυχία του! Η έκρηξη δεν θα αργούσε, τέτοιος ήταν ο χαρακτήρας της Ελένα. Εκνευρισμένη, έκανε νόημα στη σερβιτόρα, που με δυσκολία, λες και το απέναντι τραπέζι βρισκόταν σε μαγνητικό πεδίο, θυμήθηκε επιτέλους τα καθήκοντά της. Ο άνδρας έτρωγε αγνοώντας την ύπαρξή της. Η ίδια βρήκε άγευστη την πάστα της και έστειλε πίσω το κρασί κάνοντας παράπονα στην ανόητη σερβιτόρα. Δεν είχε αρχίσει καλά το ταξίδι της, αν και δεν ήξερε τι της έφταιγε στην ουσία. Αργότερα στην καμπίνα της στριφογύριζε χωρίς να της κολλάει ύπνος κι έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται πού να κοιμόταν άραγε ο άνδρας. Οι τύψεις της δεν κράτησαν για πολύ, ο τύπος θα ήταν σίγουρα το ίδιο ατσαλάκωτος και το πρωί, αν και πολύ θα ήθελε να δει τη φάτσα του κακοπαθημένη και άυπνη. Γιατί έτσι ήταν η Ελένα: εκεί που την έπιανε το συναίσθημα, κάτι σαν ζήλια ερχόταν να υπερνικήσει την αδυναμία της και να τη γεμίσει μια γλυκιά ευχαρίστηση για τα προβλήματα των άλλων. Πάντως το πρωί, αντικρίζοντας την καταπράσινη Κέρκυρα, τα αισθήματά της είχαν και πάλι αλλάξει. Ίσως γιατί σε αυτό το νησί είκοσι δύο χρόνια πριν, ο γιατρός Μίκαελ Στολτς είχε σώσει τη μικρή Ελένα από βέβαιο πνιγμό και αυτό το περιστατικό ήταν που ξεκίνησε μια καινούρια ζωή γι’ αυτήν και τη μητέρα της, Σοφία. Μισοκλείνοντας τα μάτια σαν άμυνα στο υπερβολικό φως που έμοιαζε να αναβλύζει από το τουρκουάζ του Ιονίου, η Ελένα αποφάσισε να ρωτήσει στην


Ο Φύλακας στον Φάρο

15

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

υποδοχή πώς είχε βολευτεί ο άνδρας. Δεν ήξερε καν το όνομά του… Ίσως να έπρεπε να τον ευχαριστήσει, όχι ότι συνήθιζε να χρωστάει ή να δείχνει ευγνωμοσύνη στους άλλους. Γυρίζοντας στην καμπίνα της για να μαζέψει τα πράγματά της, τον είδε φευγαλέα στο βάθος του διαδρόμου. Ξαναπήγε στο λογιστήριο και ρώτησε. Έγινε πυρ και μανία με το που έμαθε ότι ο κύριος Μαρδάς είχε περάσει όλο το βράδυ στη διπλανή της καμπίνα. Ενώ το πλοίο απείχε ελάχιστα πια από το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, η Ελένα μάζευε τα πράγματά της κάνοντας όσο πιο πολύ θόρυβο μπορούσε, ενώ από μέσα της έβραζε. Είχε στολίσει τον κύριο Μαρδά με όσα κοσμητικά είχε απόθεμα και στις τέσσερις γλώσσες που μιλούσε, χωρίς να σκεφτεί στιγμή ότι ο άνθρωπος στην ουσία δεν της έφταιγε σε τίποτα.


16

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

4. Διόνη Θεσπρωτίας

Η Ελένα άφησε τον σκαραβαίο της στην άκρη του δρόμου, παρότι η στροφή ήταν αρκετά απότομη και ο κίνδυνος ατυχήματος πολύ πιθανός. Όμως ο τόπος έμοιαζε ερημικός, λες και η μικρή πόλη που απλωνόταν στα δεξιά της είχε μοναδικούς κατοίκους φαντάσματα. Πολλά σπίτια ήταν νεόκτιστα. Υπήρχαν αρκετά ενοικιαζόμενα και μαγαζιά κάτω στην παραλία, μάλλον όμως η καλοκαιρινή σεζόν ξεκινούσε αργά σε αυτά τα μέρη. Ανάμεσα στα τελευταία σπίτια και το σημείο που έστεκε τώρα, ξεχώριζε μια μακρόστενη προβλήτα, αραξοβόλι για μερικά καΐκια και φουσκωτά, αρκετές βάρκες και ένα κότερο. Η Ελένα δεν ήταν η μοναδική που θαύμαζε το τοπίο. Ο ψηλός άντρας με το ξυρισμένο κεφάλι που έστεκε λίγο παραπέρα γύρισε προς το μέρος της. Ενοχλημένη στράφηκε στην αντίθετη μεριά, εκεί όπου ένα μονοπάτι έβγαζε στην άλλη άκρη του όρμου με μοναδικό φρουρό του έναν φάρο σε ένα νησάκι μια σπιθαμή που απείχε ελάχιστα από την ακτή. Το κατάλληλο σημείο για να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία της μητέρας της. Ξαφνικά ένιωσε άβολα, λες και το πνεύμα της γυναίκας που την έφερε στον κόσμο πλανιόταν κοντά της. Είχε την εντύπωση πως θα ακούσει τη φωνή της να κάνει ξανά και ξανά τη γνωστή κατήχηση, να της λέει για μία ακόμη φορά πόσο αταίριαστος θα ήταν ο γάμος της, να τη ρωτάει πόσες ακόμη απερισκεψίες θα έκανε. Πού ήταν όμως η μητέρα της στη δική της εφηβεία; Η Σοφία στάθηκε τυχερή μέσα στην ατυχία της. Έχοντας χάσει τον πρώτο της άνδρα σε ναυτικό ατύχημα, μετακόμισε στην Κέρκυρα με την τρίχρονη κόρη της. Εκεί γνώρισε τον Μίκαελ και πήγε μαζί του στην Ελβετία όπου η Ελένα θα μεγάλωνε σε μία φυσιολογική οικογένεια πλέον. Δεν είχε παράπονο. Το μόνο που μπορούσε να προσάψει στον Ελβετό γιατρό ήταν τα ανθρωπιστικά του αισθήματα. Αυτό τον οδήγησε στο να μπει στη στρατιά των γιατρών χωρίς σύνορα. Η Σοφία τον ακολούθησε με την ιδιότητα της νοσηλεύτριας, και οι δυο τους ξεκίνησαν ένα μακρόχρονο ταξίδι σε κάθε μεριά που η ανάγκη τούς καλούσε. Όμως όλα αυτά συνέπεσαν με την εφηβεία της Ελένα, έναν καιρό αρκετά δύσκολο, που τη βρήκε εσωτερική σε κολέγιο, εκτός γονικού ελέγχου, να κάνει ό,τι κατέβαζε το ανήσυχο κεφάλι της. Ο κηδεμόνας της, ο Έριχ, μικρότερος αδελφός του Μίκαελ, δεν προλάβαινε να τη συμμαζέψει, ώσπου η τελευταία του επίσκεψη στο αστυνομικό τμήμα τον οδήγησε σε πιο δραστικά μέτρα: να αποφασίσει το ανήκουστο να παντρευτεί τη μόλις είκοσι χρονών Ελένα. Καθώς η Ελένα εξερευνούσε το όριο ανάμεσα στη θάλασσα και τον ουρανό μπροστά της, μαγεμένη από τα χρώματα του ελληνικού καλοκαιριού, δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει στη σκέψη του άτυχου γάμου της στο δημαρχείο με παράνυφη την Μπέτα, δύο χρόνια μεγαλύτερή της, καλύτερη φίλη της και από μηχανής θεό στις ατελείωτες περιπέτειές της όταν παράδερνε στους πειραματισμούς της ενηλικίωσης.


Ο Φύλακας στον Φάρο

17

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ακόμη θυμόταν το τεράστιο σατέν τριαντάφυλλο το στολισμένο με μαργαριτάρια, δώρο της κοντέσας Αλφιέρι, που σαν αξεσουάρ είχε φορέσει πάνω από τη τζιν σαλοπέτα για να πάει να παντρευτεί. Ο Έριχ όχι μόνο δεν είχε πικαριστεί, αλλά την παρότρυνε κιόλας, λες και η αντίθεση με τη σοβαροφάνεια του κομψού κοστουμιού του έκανε ακόμη πιο εξωτικό εκείνον τον παράλογο γάμο. Ήταν πραγματικά άξιο απορίας το πώς έμειναν παντρεμένοι επί τέσσερα χρόνια. Ίσως γιατί η Ελένα είχε να ολοκληρώσει τις σπουδές της, ευχαριστημένη για ένα διάστημα, νομίζοντας πως τα είχε επιτέλους όλα. Στην πραγματικότητα είχε αποκτήσει έναν εφήμερο σύζυγο έτοιμο να ικανοποιήσει τα καπρίτσια της, γοητευμένο από την προστατευόμενή του, παιδί και γυναίκα μαζί. Ο γάμος δυστυχώς την κακόμαθε ακόμη περισσότερο. Οι επαγγελματικές δραστηριότητες της Ελένα ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη. Με σπουδές πάνω στους πολύτιμους λίθους και την εκτίμηση κοσμημάτων, δεν άργησε να βάλει σε καινούριους μπελάδες τον ταλαίπωρο Έριχ. Το τελευταίο της παράπτωμα σε συνδυασμό με τις ασύστολες σπατάλες της σφράγισε την ημερομηνία λήξης του γάμου. Η Ελένα, για να εξυπηρετήσει την τσέπη της αλλά και έναν παλιό γνώριμο, είχε πιστοποιήσει την τεράστια αξία ενός περιδέραιου, κάτι που δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Είχε γλιτώσει τη δίωξη και πάλι έπειτα από μια έξυπνη κίνηση του Έριχ, όμως το τελεσίγραφό του έλεγε πως αυτό ήταν και το τέλος του γάμου τους. Η Ελένα πήρε από τη θέση του συνοδηγού το μεταλλικό βαλιτσάκι και προχώρησε με σίγουρα βήματα στο απότομο μονοπάτι παρακάμπτοντας το ασφαλτοστρωμένο κομμάτι, σαν να ήθελε να επιμηκύνει τις τελευταίες στιγμές με τη μητέρα της, επιτέλους μόνες οι δυο τους. Μετά την αποτέφρωση στη Ζυρίχη, ο Μίκαελ είχε αναχωρήσει για τη Δυτική Όχθη αυτή τη φορά. Η φρίκη των εμπόλεμων ζωνών και η θλίψη για τον θάνατο της Σοφίας δεν είχαν κάμψει το ηθικό του γιατρού. Ο θάνατος της γυναίκας του ήταν αναπόφευκτος. Η βόμβα στην εμπορική συνοικία της Πρίστινα στο Κοσσυφοπέδιο είχε απλά επισπεύσει το προδιαγεγραμμένο. Ακόμη κι αν η Σοφία δεν είχε φύγει για το αμετάκλητο ταξίδι της παρασυρμένη από το ωστικό κύμα, ο καρκίνος που κατέτρωγε την ύπαρξή της θα έφερνε ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα το πολύ τρεις μήνες αργότερα. «Γιατί ως και αυτό προτίμησες να το κρατήσεις κρυφό, Σοφία;» Η ερώτηση της Ελένα είχε ως αποδέκτη μόνο την ερημιά του τοπίου. Η μητέρα της ήταν πλέον για πάντα απούσα. Ένα δεκάλεπτο αργότερα, απότομα βράχια οριοθετούσαν το τέλος της διαδρομής της. Ο φάρος βρισκόταν πάντα στα αριστερά της. Η λεπτή πλατίνα του ρολογιού της έστελνε μια εκτυφλωτική λάμψη στον ορίζοντα καθώς η Ελένα κοιτούσε την ώρα. Δώδεκα ακριβώς, μεσημέρι αυτής της τέλειας καλοκαιρινής ημέρας σκόρπιζε στο Ιόνιο τις στάχτες της Σοφίας Στολτς.


18

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

5. Λιμάνι Ηγουμενίτσας

Ακριβώς

μία ώρα μετά η Ελένα χάζευε την κίνηση στο λιμάνι της

Ηγουμενίτσας από την προνομιούχα θέση του υπερυψωμένου καφενείου. Αφήνοντας πίσω της τη Διόνη, δεν αισθάνθηκε την ελάχιστη περιέργεια να περπατήσει έστω και για πέντε λεπτά στα δρομάκια της γενέτειρας της μητέρας της. Οι δύο ημέρες που η Ελένα καθυστέρησε στο Μιλάνο και της κόστισαν την αλλαγή του εισιτηρίου και τον εκνευρισμό στο πλοίο, είχαν τουλάχιστον αποδώσει κάποια στοιχεία για την περαιτέρω έρευνά της στην Ελλάδα. Εβδομήντα χρόνια δεν ήταν λίγα, ιδιαίτερα με τη μεσολάβηση του Δεύτερου Παγκόσμιου. Οι ελπίδες να βρει το δαχτυλίδι και μάλιστα στην αυθεντική του μορφή λογικά ήταν σχεδόν μηδενικές. Ο πειρασμός όμως ήταν μεγάλος. Η περιπέτεια και ο τυχοδιωκτισμός έρρεαν πάντα στις φλέβες της. Όσο για το αγροτόσπιτο έξω από το Σαν Τζιμινιάνο που της είχε υποσχεθεί η κοντέσα, ήταν ένα ισχυρότατο κίνητρο. Τα δάχτυλά της, περιποιημένα, με νύχια κομμένα κοντά και περασμένα μόνο με ένα άχρωμο βερνίκι, πληκτρολόγησαν κάποιες λέξεις κλειδιά στον φορητό της υπολογιστή. Το αρχείο Genoa fingerprints εμφανίστηκε στην οθόνη της. Ο λόγος των ταξιδιών του Αλφιέρι στην Ήπειρο της ήταν πλέον γνωστός, αφού τα απομνημονεύματα του διπλωμάτη Μοράντι είχαν αποκαλύψει άγνωστες πτυχές των ταλέντων του ζωγράφου, μία εκ των οποίων ήταν η κατασκοπία. Ο Αλφιέρι, γραμμένος στο Φουτουριστικό Πολιτικό κόμμα ένα χρόνο σχεδόν μετά την ίδρυσή του το 1918, συμμεριζόταν την άποψη ότι η Ιταλία είχε αναλάβει το θεάρεστο έργο να σώσει τον κόσμο. Συμπορευόμενος με τις πεποιθήσεις του Μαρινέττι ζούσε το όραμα ενός μέλλοντος συγκεχυμένου με την απολυταρχία του φασισμού. Παρά ταύτα ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ επίσημο μέλος της φατρίας του Μουσολίνι, αν και ένθερμος υποστηρικτής του. Η Ελένα δεν άργησε να διακρίνει τη χρονολογική συνάφεια των ταξιδιών του ζωγράφου σε σχέση με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Την άνοιξη του 1935 είχε γίνει τα δεύτερο αποτυχημένο κίνημα του Πλαστήρα. Η Ιταλία είχε κρατήσει ουδέτερη θέση και δεν είχε επιτρέψει στον εξόριστο έλληνα πολιτικό να ταξιδέψει μέσα από τα εδάφη της προς την Ελλάδα. Με ποιον ερχόταν άραγε σε επαφή ο Αλφιέρι και τίνος τα συμφέροντα εξυπηρετούσε; Τα απομνημονεύματα αναφέρονταν σε ταξίδια στη Θεσπρωτία και τη γνωριμία του Αλφιέρι με κάποιον Τόλια. Αυτό ήταν και το μόνο γνωστό μέρος της εξίσωσης που είχε να επιλύσει, οπότε και άρχισε να ψάχνει ό,τι είχε σχέση με αυτό το όνομα. Ο Τόλιας είχε βρεθεί δολοφονημένος το 1940, έχοντας εμπλακεί σε μια υπόθεση ληστείας. Η Ελένα είχε υπογραμμίσει τη συγκεκριμένη παράγραφο καθώς της θύμισε τους ισχυρισμούς του ζωγράφου ότι το δαχτυλίδι είχε κλαπεί από ληστές. Υπήρχε όμως μια χρονική διαφορά σχεδόν ενός έτους.


Ο Φύλακας στον Φάρο

19

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο επόμενος φάκελος είχε καταχωρηθεί ως Ποινικά αδικήματα που είχαν διαπραχτεί ανάμεσα στο 1936 και το 1940, τα οποία παραδόξως είχε βρει τυχαία σχεδόν όταν κάλεσε το λήμμα περιηγητές στον ιταλικό δικτυακό τόπο. Η πλειονότητά τους αφορούσε ζωοκλοπές, δεν έλειπαν όμως και οι επιθέσεις κατά της ζωής. Δύο περιστατικά τής είχαν τραβήξει την προσοχή, καθώς με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο αφορούσαν τον σκοτεινό Τόλια. Το ένα ήταν ο θάνατος της Ειρήνης Μανωλά στις, όχι πολύ μακρινές από το σημείο που βρισκόταν, αλυκές, όπου το πτώμα είχε ανακαλύψει ο ίδιος ο Τόλιας. Το μοιραίο είχε συμβεί τον Οκτώβριο του 1939, ακριβώς τότε που ερχόταν για τρίτη φορά στην Ελλάδα ο Αλφιέρι. Για τον φόνο είχε κατηγορηθεί ένας εργάτης, κάποιος Σπέθουλας, ο οποίος είχε διαφύγει διαλέγοντας τον δρόμο για τα βουνά. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1940, το όνομα του φυγόδικου και λήσταρχου Σπέθουλα εμπλεκόταν και πάλι με αυτό του Τόλια, όταν η τελευταία θεαματική αναβίωση της ληστοκρατίας έλαβε άδοξο τέλος σε μια δασωμένη χαράδρα έξω από το χωριό Καταφύγι. Η χωροφυλακή είχε οδηγηθεί στα ίχνη του ληστή από τον ίδιο τον Τόλια καθώς το μοναδικό άτομο που είχε απαχθεί ήταν ο γιος του φίλου του, Γιαννάκου Μανωλά, συζύγου της Ειρήνης και διευθυντή των αλυκών. Οι φήμες έλεγαν ότι μια ερωμένη του ληστή φρόντισε ο προδότης να εγκαταλείψει τα εγκόσμια μερικές ημέρες αργότερα και η ίδια να εξαφανιστεί προς άγνωστη κατεύθυνση. Η Ελένα άνοιξε ένα καινούριο φάκελο με την ονομασία Κύβος Ρούμπικ, γιατί χρειαζόταν λογική και επιδεξιότητα για να ταιριάξει τα ελάχιστα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της. Ξεκίνησε με την παραδοξολογία των επεξηγήσεων για το αλάτι, μία από τις τέσσερις λέξεις στο πίσω μέρος της φωτογραφίας που της είχε παραχωρήσει η κοντέσα. Sale: μετάφραση από τα ιταλικά για τη λέξη αλάτι. Χαρακτηρίζεται σαν το πρώτο ναρκωτικό που γνωρίζει ο άνθρωπος στην ιστορία του. Μέσο πληρωμής στα ρωμαϊκά χρόνια εξ ου και η ονομασία του μισθού των στρατιωτών ως salarium, καθώς το αλάτι είχε μεγάλη εμπορευματική αξία ως ανταλλάξιμο αγαθό. Μονοπωλιακό είδος για πολλές χώρες. Η Ελένα συμπλήρωσε έχοντας αποφασίσει να ερευνήσει οτιδήποτε είχε σχέση με τα ονόματα των τριών ελλήνων. Άγνωστη γυναίκα (ναρκωτικό, εξουσία, ανταλλαγή). Αλφιέρι~Τόλιας (μυστικές επαφές) Τόλιας~Μανωλάς (φίλοι) Μανωλάς~Σπέθουλας (εχθρότητα, απαγωγή) Σπέθουλας~Τόλιας (προδοσία). Σταμάτησε να πληκτρολογεί και κοίταξε κατσουφιασμένη τη φωτογραφία της άγνωστης. Το οστεώδες αναιμικό πρόσωπο με τα αμυγδαλωτά μάτια και τα μαλλιά πιασμένα σε ένα χαλαρό σινιόν ερχόταν σε αντίθεση με την αγέλαστη έκφρασή της. Το βλέμμα της έκρυβε το μυστήριο της Ανατολής, πόθο και πλάνες υποσχέσεις. Ο μακρύς λαιμός, σαν ένας μίσχος λουλουδιού, σαν κρίνος, πρόβαλλε κατάλευκος μέσα


20

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

από ημιδιάφανες δαντέλες. Διάβασε ξανά τις τέσσερις λέξεις που ο Αλφιέρι είχε σημειώσει στο πίσω μέρος της φωτογραφίας: κρίνος, θάλασσα, ζωή, αλάτι. Αν τα συνέδεε, θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο κρίνος της θάλασσας είναι το αλάτι της ζωής, ο μοναδικός συνδυασμός των λέξεων με κάποια λογική συνέχεια. Ίσως το όνομα της γυναίκας να θύμιζε κάποιο λουλούδι. Το μόνο που της ερχόταν στο μυαλό ήταν το Κρινιώ. Ο κρίνος της θάλασσας χαρακτηριζόταν από μια σπάνια βελούδινη ομορφιά και η ζωή του ήταν άρρηκτα δεμένη με τη θάλασσα, καθώς οι σπόροι του ταξίδευαν μαζί της σαν ελπιδοφόροι εξερευνητές σε αναζήτηση νέας γης. Ήταν σύμπτωση άραγε που και αυτό το στοιχείο την οδηγούσε στις αλυκές, όπου οι αμμοθίνες ήταν διάσπαρτες με κρίνους από τον Ιούλιο μέχρι τα μέσα του Σεπτεμβρίου; Τελικά δεν θα γλύτωνε το πέρασμα από τη Διόνη αφού οι αλυκές βρισκόντουσαν μόνο πέντε χιλιόμετρα δυτικά της. Έχοντας πάρει την απόφασή της, έκλεισε τον φορητό υπολογιστή και κοίταξε γύρω της. Προχωρημένο μεσημέρι και το απόμερο καφενείο έμοιαζε σχεδόν έρημο. Μόνο στο διπλανό τραπέζι κάποιος διάβαζε τη Θεσπρωτική Ηχώ. Η Ελένα θυμόταν πολύ καλά αυτή την τοπική εφημερίδα που επί χρόνια έβλεπε να μπαίνει κάθε μήνα στο σπίτι τους στη Ζυρίχη, και τη μητέρα της κυριολεκτικά να την ξεκοκαλίζει σαν να έψαχνε οδηγίες για έναν χαμένο θησαυρό. Η Ελένα όμως δεν ένιωθε καμία νοσταλγία για την πατρίδα της ούτε και μπορούσε να κατανοήσει τον λόγο που είχε κάνει τη Σοφία Στολτς να δηλώσει ως τελευταία της επιθυμία να σκορπιστεί ό,τι απόμεινε από το θνητό της σώμα σε έναν τόπο που είχε να επισκεφτεί πάνω από είκοσι χρόνια. Όμως οι φιλοσοφικές αναζητήσεις δεν ήταν του στυλ της και οι σκέψεις της γύρισαν στη δικό της παρόν. «Μπορώ;» ρώτησε τον ηλικιωμένο που ασθμαίνοντας σηκωνόταν από την καρέκλα του αφήνοντας διπλωμένη την εφημερίδα στο τραπεζάκι. Εκείνος συγκατένευσε και ανασήκωσε σε χαιρετισμό το ψάθινο καπέλο του προτού αυτό αναπαυτεί ξανά στο κάτασπρο κεφάλι του. Η Ελένα τού χαμογέλασε και άνοιξε την εφημερίδα. Παρά την ευχέρεια στα γερμανικά, αγγλικά και ιταλικά, ο γραπτός λόγος στη μητρική της γλώσσα δεν της ήταν το ίδιο προσιτός. Χάζεψε για λίγο τη στήλη με τα κοινωνικά, κάτι που σαν διαστροφή αναζητούσε σε κάθε έντυπο που έπεφτε στα χέρια της, μέχρι να σταθεί σε ένα μικρό άρθρο για μια φάρμα της περιοχής. Η φωτογραφία έδειχνε έναν άνδρα που αμυδρά της έφερε στο μυαλό τον ανεκδιήγητο τύπο του πλοίου, εκείνον που αν τον είχε μπροστά της θα τον στραγγάλιζε, εκείνον που δήθεν της είχε κάνει εξυπηρέτηση. Διαβάζοντας τις πρώτες γραμμές συνειδητοποιούσε πως οι δύο άνδρες ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο! «Ο Άρης Μαρδάς φαίνεται να πατάει καλά στη Θεσπρωτική γη. Σε ερώτηση του δημοσιογράφου μας δήλωσε πως στο άμεσο μέλλον η φάρμα του θα αποτελεί το πρότυπο της Ηπείρου, ευθυγραμμισμένη από την αρχή της λειτουργίας της σε όλες τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Οι επαφές του με ιπποφορβεία του εξωτερικού και οι καλύτερες εντυπώσεις των εκπροσώπων τους για τον σωματότυπο και τις επιδόσεις των αλόγων του ανεβάζουν


Ο Φύλακας στον Φάρο

21

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τον πήχη, κάνοντάς μας περήφανους για τον δικό μας άνθρωπο. Η αγάπη του για τα άλογα και το κοφτερό του μυαλό μάς δίνουν την εικόνα του σύγχρονου επιχειρηματία με το ανθρώπινο προφίλ. Τα άλογα της φάρμας Μαρδά διακρίθηκαν πρόσφατα στους ιππικούς αγώνες του Arezzo χαρίζοντας ένα ακόμη τρόπαιο στον δημοφιλή Άρη. Αλλά και για αυτούς που θέλουν να συνδυάσουν τη φυσική ομορφιά της περιοχής με το αθλητικό πνεύμα, η φάρμα και το εξειδικευμένο προσωπικό της προσφέρουν στιγμές χαλάρωσης και απόλαυσης με επιλεγμένες διαδρομές, δίνοντας την ευκαιρία ακόμη και στους αρχάριους να γνωρίσουν τις χαρές της ιππασίας αλλά και τις ομορφιές της περιοχής μας. Σε απόσταση μόλις μισής ώρας από το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, ικανοποιείστε την περιέργειά σας κάνοντας μια επίσκεψη στη φάρμα Μαρδά». Όσο και αν αγαπούσε τα άλογα, δεν υπήρχε περίπτωση να ικανοποιήσει την περιέργειά της, γιατί απλούστατα δεν είχε καμία διάθεση να ξαναδεί αυτή την αντιπαθητική φάτσα. Πίνοντας την τελευταία γουλιά του καφέ της, η Ελένα έκανε νόημα στον σερβιτόρο. Λίγα λεπτά αργότερα ο κόκκινος σκαραβαίος της ξεπερνούσε κατά πολύ το ανώτατο όριο ταχύτητας με κατεύθυνση τις αλυκές.


22

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

6. Αλυκές Θεσπρωτίας

Μέχρι το 1943, το χωριό κατηφόριζε μια απότομη πλαγιά όλο δρομάκια, που από μακριά έμοιαζαν με την πορεία ενός πειθαρχημένου ζώου. Όμως, όπως και τόσα άλλα μέρη, είχε καεί από τους Γερμανούς και δεν ξαναχτίστηκε ποτέ, καθώς οι περισσότερες οικογένειες ξεκληρίστηκαν. Όσες απόμειναν κατέβηκαν προς τη θάλασσα, πιο σίγουρο τρόπο διαφυγής σε περίπτωση κάποιας μελλοντικής συμφοράς. Η Ελένα παρατήρησε τα ερείπια σπιτιών που σε καιρούς ακμής τα χαρακτήριζε ο πλούτος και που ακόμη και σαν απομεινάρια μιας άλλης εποχής διατυμπάνιζαν την αρχιτεκτονική τους. Αψίδες και αίθρια, δωρικές κολόνες και επιστήλια υψώνονταν δίπλα σε γκρεμισμένους τοίχους και σωρούς πλίνθων, διαβρωμένα από αποικίες λειχήνων. Η φύση, αδιάφορη στο πέρασμα του χρόνου και τη φθορά της ύλης, θέριευε. Πανύψηλα δέντρα ξεπετάγονταν εκεί που κάποτε πατούσαν άνθρωποι. Το μόνο που άκουγε η Ελένα καθισμένη σ’ ένα χορταριασμένο σκαλοπάτι ήταν άγνωστά της είδη πουλιών και το κουδούνισμα αθέατων προβάτων. Η βαριά μυρωδιά της γης της έφερε κάτι σαν νάρκη. Ίσως και να ήταν το τοπίο ο φταίχτης για την ανατριχίλα που διαπέρασε το σώμα της. Μισοκλείνοντας τα μάτια στον ήλιο παραμέρισε την όποια μεταφυσική ανησυχία και ψαχούλεψε το σακίδιό της μέχρι που βρήκε το δεινοπαθημένο βιβλιαράκι. Γυρίζοντας τα παλαιοπωλεία του Μιλάνο και ψάχνοντας παλιούς οδηγούς σχετικούς με την Ελλάδα, έπεσε στην κυριολεξία πάνω σε ένα απίθανο εύρημα: το οδοιπορικό του Ιταλού φωτογράφου Il Barbiere, όπως ήταν το ψευδώνυμό του, καθώς το αρχικό του επάγγελμα ήταν πλανόδιος κουρέας. Από τόπο σε τόπο, Κύριος οίδε πώς, έφτασε και στην Ήπειρο το 1933, τρία μόλις χρόνια πριν το πρώτο ταξίδι του Αλφιέρι, αποτυπώνοντας την αρχιτεκτονική του τοπίου μαζί με στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής. Ξεφυλλίζοντας τις φθαρμένες σελίδες η Ελένα βρέθηκε ξανά μπροστά στη φωτογραφία του σπιτιού του προύχοντα Μανωλά, ο οποίος φερόταν ως ο ιδιώτης που είχε αναλάβει την επίβλεψη της εξόρυξης και διαμετακόμισης του αλατιού στην ενδοχώρα. Το οίκημα ήταν ένα εντυπωσιακό διώροφο φτιαγμένο με ροδόχρωμη πέτρα, αετώματα, δωρικούς κίονες στην επιβλητική είσοδο και σκεπαστά μπαλκόνια με περίτεχνα σχέδια μαιάνδρων. Ο παμπόνηρος φωτογράφος πόζαρε ακουμπώντας αμέριμνα στον δεξί κίονα της εισόδου ενώ κράδαινε σχεδόν απειλητικά μια λάμα ξυρίσματος πάνω από το κεφάλι ενός άνδρα καθισμένου μπροστά του με το πρόσωπο καλυμμένο σαπουνάδα. Η Ελένα έκανε την υπόθεση πως επρόκειτο για τον Γιαννάκο Μανωλά. Αυτό όμως που δεν είχε προσέξει μέχρι τώρα ήταν η μορφή που έστεκε πίσω τους, μισοκρυμμένη στη σκιά της εισόδου. Επρόκειτο σίγουρα για μία γυναίκα, προφανώς την Ειρήνη, που έξι χρόνια μετά ο θάνατός της θα πυροδοτούσε μια σειρά


Ο Φύλακας στον Φάρο

23

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άλλων γεγονότων. Όσο και να προσπάθησε, η Ελένα δεν μπόρεσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της. Αναστενάζοντας, έβαλε το βιβλιαράκι ξανά στο σακίδιο και συνέχισε την περιπλάνησή της. Η αναγεννημένη εκδοχή του χωριού έμοιαζε με φτωχό συγγενή, στερούμενη αίγλης και ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής. Λίγο προτού μπει η δεκαετία του πενήντα, στην κατεβασιά του λόφου ανάμεσα στα ερείπια της παλιάς πόλης και τις έρημες πια αλυκές, άρχισαν να χτίζονται τα πρώτα σπίτια, φτάνοντας να ενωθούν με τη διπλανή Διόνη και να αποτελούν ένα δημοτικό διαμέρισμα πλέον. Το μόνο που έβλεπε η Ελένα καθώς περιδιάβαινε τα σοκάκια ήταν η ασχήμια και η προχειρότητα. Η θάλασσα στο σημείο που κάποτε λειτουργούσαν οι αλυκές είχε το χρώμα και την όψη του βούρκου. Στο έδαφος ήταν ακόμη διακριτές οι σιδηροτροχιές για τη διακίνηση των βαγονέτων που μετέφεραν το αλάτι. Εκεί που τελείωναν τα τηγάνια οι ρηχοί λάκκοι για το τελευταίο στάδιο της επεξεργασίας του αλατόνερουξεκινούσαν οι αμμοθίνες. Η σκουριά είχε ρημάξει τα σίδερα και το μόνο που θύμιζε το παρελθόν ήταν το διώροφο κτίριο στην άλλη άκρη του μόλου, που σήμερα στέγαζε ένα κέντρο εξυπηρέτησης πολιτών, μέχρι το 1943 όμως αποτελούσε το νευραλγικό σημείο των γραφειοκρατικών διεκπεραιώσεων και στρατηγικών του Γιαννάκου Μανωλά. Η Ελένα έριξε μια αδιάφορη ματιά στα πρόσωπα των δύο νεαρών υπαλλήλων και συνέχισε την πορεία της στρίβοντας και ανηφορίζοντας δεξιά έως ότου έφτασε σε ένα πλάτωμα. Από εκεί μπορούσε να παρατηρήσει τον μικρό λιμενοβραχίονα με τα ψαροκάικα και μια αρμαθιά ανθρώπους που μπάλωναν τα απλωμένα τους δίχτυα. Κάποιος χτυπούσε με μανία ένα χταπόδι, κάποιος άλλος άναβε τα κάρβουνα σε μια αυτοσχέδια ψησταριά, ενώ η μυρωδιά του ούζου πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Η Ελένα κατηφόρισε ξανά και πλησίασε το ένα από τα τρία μαγαζιά που ήταν λίγο απ’ όλα: μπακάλικο, καφενείο και ταβέρνα μαζί. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι κάτω από μια καλαμωτή κι έκανε νόημα στον σερβιτόρο που δεν θα ήταν πάνω από δώδεκα χρονών. «Irish?» τη ρώτησε. «Σου μοιάζω για Ιρλανδή;» του απάντησε εκνευρισμένη στα ελληνικά. Ο μικρός έξυσε μηχανικά το κεφάλι και της έτεινε έναν λιγδιασμένο κατάλογο. Η Ελένα δεν είχε καμία διάθεση να τον συμβουλευτεί, αποφασισμένη ήδη για ούζο και μεζέ, όμως το όνομα του μαγαζιού τής τράβηξε την προσοχή. Ο κατάλογος, παρά την αμφίβολη καθαριότητά του, έφερε περήφανα και τυπωμένο με καλλιγραφικά γράμματα το όνομα Καταφύγι, τον τόπο των μυστικών συναντήσεων του κατάσκοπου Αλφιέρι, όπως ανέφερε ο Μοράντι. Πώς της είχε καρφωθεί η ιδέα ότι ο Ιταλός διπλωμάτης εννοούσε το κοντινό χωριό που ήταν και ο επόμενος σταθμός της; Τα καφενεία αποτελούσαν ιδανικά σημεία για επαφές και συνωμοσίες. «Τίνος είναι το μαγαζί;» ρώτησε τον πιτσιρικά.


24

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Εκείνος την κοίταξε καχύποπτα προτού απαντήσει με ένα «του πατέρα μου» μέσα από τα δόντια του. Η Ελένα σκέφτηκε πως δεν ωφελούσε να παιδεύεται με τον μικρό, που την παρατηρούσε αλληθωρίζοντας ελαφριά ενώ ταυτόχρονα έξυνε ένα σπυρί στο πηγούνι του. Στράφηκε ξανά στον κατάλογο κι ενώ ρωτούσε τη διαφορά ανάμεσα στον γαύρο, τη μαρίδα και την αθερίνα, αναζήτησε κάτι στην τελευταία σελίδα Με γράμματα που μόλις διακρίνονταν, διάβασε με απογοήτευση το όνομα του αγορανομικού υπεύθυνου που δεν είχε καμία σχέση με αυτό που περίμενε. Στο μεταξύ ο μικρός είχε πάψει να ξύνεται και κοιτούσε με προσήλωση τα πόδια της. «Άντε Νικολοχασομέρη! Κουνήσου!» του φώναξε ο ηλικιωμένος με τη ναυτική τραγιάσκα που εδώ και ώρα μπάλωνε ένα δίχτυ λίγο παραπέρα. Καθώς ο Νικολός εξαφανιζόταν για να εκτελέσει την παραγγελία, η Ελένα υπολόγισε νοερά την ηλικία του άνδρα, υποθέτοντας ότι είχε να κάνει με τον παππού του πιτσιρίκου. Εκείνος απέστρεψε αργά το βλέμμα συνεχίζοντας τη δουλειά του. Η Ελένα αναρωτήθηκε πώς θα μάθαινε αν ο Τόλιας ήταν κάποτε ιδιοκτήτης του καφενείου. Πλησίασε τον γέρο παρακολουθώντας τα χέρια του που όλο δεξιοτεχνία έμοιαζαν να κεντάνε πάνω στα κίτρινα σκοινιά. «Ψαράς ε;» ρώτησε. «Εσένα τι σου φαίνεται; Θάλασσα έχουμε, όχι περιβόλια!» Η φωνή του έμοιαζε σαν να τη μάλωνε που εκείνη είχε την τύχη να απολαμβάνει ρέμπελη το καλοκαίρι. «Ωραίος τόπος! Η ταβέρνα είναι πολύ γραφική. Ο Νικολός είναι εγγονός σας;» «Μόνο το όνομα πήρε από εμένα. Αν ήταν να του έκοβε και λίγο! Μόνο να χαζολογάει ξέρει. Διακοπές από το σχολείο και λέει πως βοηθάει. Εμένα μου λες! Αν ήμουνα εγώ στα νιάτα μου έτσι, θα είχα ψοφήσει από την πείνα» απάντησε μουτρωμένος. «Από μικρός στη θάλασσα φαντάζομαι» είπε η Ελένα παρατηρώντας προσεκτικά το σκαμμένο από τον ήλιο και την αρμύρα πρόσωπο. «Πες το κι έτσι! Από έξι χρονών, τόσο δα παιδάκι, δούλεψα αντάμα με το αλάτι, πρώτα στις αλυκές, μετά στο πέλαγο. Άμα με στύψεις, αρμύρα θα βγάλεις» σχολίασε συνοφρυωμένος. «Στο κλείσιμο θα τις προλάβατε τότε» τον τσίγκλισε η Ελένα. «Φαντάζομαι ο τόπος θα είχε άλλη ομορφιά». «Δε βαριέσαι! Σάμπως τι έχει να δει κανείς τώρα; Χαλάσματα και τίποτα άλλο». «Πώς και δεν ενδιαφέρθηκε κανείς να ξαναχτίσει εκεί πάνω; Με τα κοινοτικά προγράμματα…» Το βλέμμα του γέρου έκανε την Ελένα να αφήσει την πρόταση στον αέρα. «Χαλάσματα!» επανέλαβε ο ψαράς βαρύθυμα. «Να κεράσω ούζο;» Χωρίς να περιμένει απάντηση του γέμισε το ποτήρι. Στην ηλικία του γέρου, η παρέα και το ποτό έλυναν τη γλώσσα.


Ο Φύλακας στον Φάρο

25

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Άστο σκέτο! Να πιάνει στο λαιμό!» Ο γερο-Νικολός έπινε το ούζο ανέρωτο σαν να ήταν θεία κοινωνία. Η Ελένα κατέβασε μια γερή γουλιά κι ένιωσε την αψιά γεύση του γλυκάνισου να της καίει τον ουρανίσκο. Αν και το ποτό δεν είχε καμία σχέση με το απεριτίφ που είχε συνηθίσει στις εξεζητημένες της εξόδους με τον Έριχ, ο κίνδυνος να μεθύσει ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Ο οργανισμός της είχε εθιστεί σε κάθε είδους ατασθαλίες. Πιο νηφάλια από ποτέ χαμογέλασε στον ηλικιωμένο άνδρα. «Διάβαζα κάπου πως ο τόπος έχει πολύ παλιά ιστορία κι ότι τις αλυκές τις διαφέντευαν οι Ενετοί» έκανε επίτηδες παύση. Μια σπίθα οργής πέρασε από τα μάτια του Νικολού. «Βενετσιάνοι, Τουρκαλάδες, Γερμανοί! Μπάτε σκύλοι αλέστε, κι αλεστικά μη δίνετε! Την ξέρεις αυτή την παροιμία, κοπέλα μου;» «Την ξέρω, γερο-Νικολό!» του χαμογέλασε γλυκά σαν σειρήνα που προσπαθούσε να αποπλανήσει έναν άλλο πολύπαθο Οδυσσέα. «Έρχονταν, φεύγαν, και φτου ξανά από την αρχή. Κι ο τόπος πάντα εδώ με ανθρώπους στερημένους». «Θα υπήρχαν όμως και κάποιοι πλούσιοι. Πάντα βρίσκεται κι αυτός που θα επωφεληθεί, έτσι δεν είναι; Τουλάχιστον εγώ έτσι κατάλαβα» είπε κι έδειξε ψηλά. Ο γέρος τη ζύγιαζε πίσω από μισόκλειστα μάτια. «Είδα ένα σπίτι που έστεκε καλύτερα από τα υπόλοιπα. Με δωρικές κολόνες κι ένα ετοιμόρροπο μπαλκόνι με μαιάνδρους» συμπλήρωσε. «Τα γεμάτα πορτοφόλια δεν διώχνουν τη συφορά, αντίθετα την τραβάνε όπως ο διάολος το λιβάνι!» κάγχασε εκείνος. «Αυτό το σπίτι το έχω ξαναδεί…» επέμεινε η Ελένα. «Μπα!» Ο γέρος δεν φάνηκε να δίνει σημασία παρά μόνο παρατηρούσε αδιάφορος μια κατακόκκινη φέτα ντομάτας σαν να ήταν κάποιο εξωτικό φρούτο. Η Ελένα εκνευρίστηκε, δεν το έδειξε όμως. Έβγαλε το παλιό λεύκωμα από την τσάντα της αποφασισμένη να παίξει το τελευταίο της χαρτί. Το ξεφύλλισε και βρίσκοντας επιτέλους τη σελίδα, έδειξε τη φωτογραφία στον γέρο. Μόνο τότε το άδειο του βλέμμα απόκτησε μια ξαφνική ζωηράδα ενώ στα χείλη του χαράχτηκε ένα στρεβλό χαμόγελο. «Για φαντάσου!» μουρμούρισε. «Ο μπαρμπέρης!» Ήταν φανερό πως δεν καταλάβαινε λέξη από το ιταλικό κείμενο, τη φωτογραφία όμως την είχε αναγνωρίσει. Της γύρισε το λεύκωμα πίσω χωρίς να κοιτάξει τις υπόλοιπες εικόνες. «Και λοιπόν;» ρώτησε. «Ο φωτογράφος ήταν συγγενής μου» ξεφούρνισε η Ελένα για την οποία ψέμα και αλήθεια ήταν απλά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση ο γέρος να γνωρίζει την οικογενειακή κατάσταση ενός Ιταλού τυχοδιώκτη γεννημένου εκατό χρόνια πριν. Ο Νικολός την κοίταξε ανασηκώνοντας τα φρύδια.


26

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Για φαντάσου! Τι σου έλεγε λοιπόν ο συγγενής σου;» Τόνισε τη λέξη κάνοντας ολοφάνερο πως δεν είχε τσιμπήσει το παραμύθι της. «Με πειράζεις, Ούτε που ζούσε όταν γεννήθηκα. Ξέρω όμως για τα ταξίδια του». «Είναι περίεργο πώς μιλάς τόσο καλά τα ελληνικά!» «Πατέρας Έλληνας. Ναυτικός». «Και ποιος άνεμος σε έφερε στα μέρη μας;» «Λίγο απ’ όλα! Μια φίλη μου θα δουλέψει Ελλάδα για το καλοκαίρι» συμπλήρωσε ενώ σκεφτόταν πως δεν απείχε από την αλήθεια, αφού η Μπέτα έφτανε σε λίγες ημέρες για τα σεμινάρια της ελληνικής γλώσσας. «Κι εσύ;» επέμεινε ο γέρος. Η Ελένα έψαξε το σκαμμένο πρόσωπο, όμως τα μάτια του ψαρά έμοιαζαν να έχουν χαθεί πίσω από τις ρυτίδες. «Εγώ απλά μαζεύω πληροφορίες» απάντησε αόριστα. «Ας πούμε πως είμαι εδώ σε μυστική αποστολή» είπε χαρίζοντάς του το πιο γοητευτικό της χαμόγελο. «Σαν τους αστυνομικούς της τηλεόρασης!» χασκογέλασε ο μικρός Νικόλας που είχε στήσει αυτί από πάνω τους, όμως το βλέμμα του παππού του τον έκανε να απομακρυνθεί βιαστικά. Ξανά σιωπή. Ο γέρος τσιμπούσε πότε πότε κομμάτια μαριναρισμένου γαύρου. Η Ελένα ζύγιασε για λίγο την κατάσταση. Δεν σκόπευε να περάσει όλο της το απόγευμα χασομερώντας, όσο κι αν η παρέα του ψαρά κάθε άλλο παρά δυσάρεστη της ήταν. Έκανε νόημα στον πιτσιρίκο να φέρει ένα καραφάκι ούζο ακόμα. Ο γέρος γέμισε το ποτήρι του ξανά και το κατέβασε μονορούφι. «Ο φωτογράφος ήταν λίγο μπερμπάντης…» εκμυστηρεύτηκε η Ελένα αφήνοντας αδιάφορα πάνω στο τραπέζι τη φωτογραφία που η κοντέσα Αλφιέρι τής είχε εμπιστευτεί. «Χα!» κάγχασε εκείνος και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού το στόμα του. Έγειρε πίσω στην καρέκλα και μισόκλεισε τα μάτια. Η σιωπή έκανε την Ελένα να υποθέσει πως ο γέρος είχε αποκοιμηθεί, όμως εκείνος άνοιξε απότομα τα μάτια και με βλέμμα γεμάτο νεανική ζωντάνια τη ρώτησε: «Σε νοιάζουν οι παλιές ιστορίες;» «Αν είναι πικάντικες…» του απάντησε συνωμοτικά. «Άκου τότε, γιατί κανένας τους δε ζει για να κακοκαρδίσει. Οι πλούσιοι νομίζουν πως έχουν το πάνω χέρι και φέρνονται ανάλογα. Δεν εκτιμάνε, και κάνουν τη ζωή τους πολύπλοκη. Εμείς οι φτωχοί παλεύουμε ολημερίς κι έχουμε να γελάμε με τα δικά τους ζόρια». Έκανε μια μικρή παύση κι έστρεψε τα μάτια κατά τη μεριά της παλιάς πόλης. «Ρώτησες για τις αλυκές. Άκου λοιπόν! Ήταν πλούσιος από την κούνια του ο Γιαννάκος Μανωλάς και πλούτισε ακόμα περισσότερο από το κουμάντο του αλατιού. Μια και του περίσσευαν οι παράδες, μπορούσε να αγοράσει τα πάντα». «Όπως μια όμορφη γυναίκα» συμπλήρωσε η Ελένα.


Ο Φύλακας στον Φάρο

27

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Α, γεια σου!» συμφώνησε ο γέρος. «Πιάνεις το πουλί και το φυλακίζεις στο χρυσό κλουβί. Τούτο όμως πάλι φυλακισμένο νιώθει. Εσύ δεν το καταλαβαίνεις πως δεν έχεις πράξει καλά. Κι όταν ένα χέρι ανοίξει την πόρτα, το πουλί δε θα φύγει μακριά παρά θα κουρνιάσει στο χέρι που το λευτέρωσε. Γιατί έχει ξεμάθει να είναι λεύτερο και το μόνο που ζητάει είναι αγάπη». «Κι αυτό το χέρι ήταν του μπαρμπέρη;» ρώτησε πονηρά η Ελένα. «Μη βιάζεσαι. Όλα με τη σειρά τους» είπε ο γέρος φορώντας ξανά το στραβό του χαμόγελο. « Η Ειρήνη Μανωλά ήταν νέα και όμορφη. Γι’ αυτό οι κακές οι γλώσσες άλλη δουλειά δεν είχαν παρά να λένε το κοντό τους και το μακρύ τους. Είχαν κι έναν γιο ο Γιαννάκος και η γυναίκα του, τον Γεώργιο, πλάσμα ασθενικό κι αλλόκοτο σαν τη μάνα του. Από μικρό το τρέχαν στους γιατρούς και μετά το στέλνανε για παραθερισμό στο Καταφύγι, το χωριό του Απόστολου, καρδιακού φίλου του Μανωλά» απόσωσε ο γέρος και το πρόσωπό του σκλήρυνε απότομα. «Και;» «Αυτό το φίδι!» σφύριξε ο Νικολός. «Όμως τα φίδια βρίσκουν κακό τέλος. Τα πατάνε και τα λιώνουν!» συμπλήρωσε με λύσσα. Η διήγηση του Νικολού έμοιαζε ασυνάρτητη, η Ελένα όμως έβγαζε νόημα και με το παραπάνω. «Όλοι τους ψιθύριζαν σαν φάνηκε ο μπαρμπέρης. Έσφαλαν όμως. Αυτός τριγύριζε να βγάλει φωτογραφίες. Δεν τον ενδιέφερε τίποτα άλλο. Μόνο έστηνε τον κόσμο να ποζάρει κι εμείς τα πιτσιρίκια τον παίρναμε στο κατόπι. Μα πιο πολύ ο Γεώργιος του είχε γίνει κολαούζο. Τότε πήραμε χαμπάρι πως ήτανε αλλιώτικος…» Σταμάτησε σαν να έψαχνε τη σωστή λέξη. «Γυναικωτός σαν να λέμε! Από τότε του κρεμάσαμε τα κουδούνια, δεν το καταλαβαίναμε αυτό το πράγμα. Ο Γεώργιος όμως το χαβά του, σαν το κουτάβι τραβούσε το κατόπι του μπαρμπέρη». «Και η γυναίκα του Μανωλά; Τι γνώμη είχε για τον φωτογράφο;» «Τον περιποιούταν κι έκανε όπως της έλεγε ο άντρας της. Αυτά γίνανε το ’33 κι ήμουνα εγώ τότε κοντά οκτώ χρονών. Μετά ξανάπιασε ο καιρός στις αλυκές, πέσαμε στη δουλειά κι ούτε που καταλάβαμε πότε τα μάζεψε κι έφυγε ο μπαρμπέρης». «Θα ησύχασαν και οι κακές γλώσσες!» σχολίασε η Ελένα. «Άμα το έχει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες…» της απάντησε ο γέρος. «Το βλέπεις αυτό;» Της έδειξε το ποτήρι με το καθαρό ούζο. «Μία στάλα νερό να βάλεις, θολώνει. Τώρα, μια σταγόνα είναι, ένα δάχτυλο είναι, το ίδιο κάνει. Πάλι θολό θα βγει. Έτσι κι η γυναίκα του Μανωλά!» «Μάλλον ο κόσμος δεν είχε με τι άλλο να ασχοληθεί». «Πες το κι έτσι. Μόνο που αυτή τη φορά είχαν δίκιο. Ήταν δυο χρόνια μετά που εμφανίστηκε ο ζωγράφος». Η Ελένα δεν μίλησε. «Γιάκοβο τον έλεγαν, Ιταλός κι αυτός. Μόνο που δεν εμφανίστηκε ουρανοκατέβατος παρά τον έφερε ο Απόστολος και τον σύστησε σαν οικογενειακό


28

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του φίλο. Μπούρδες! Λες και δεν ξέραμε τα σουσούμια του καφετζή! Τι δουλειά να είχανε συναμεταξύ τους; Ο Απόστολος ήταν παραδόπιστος και συμφεροντολόγος, σου έκανε το φίλο, μπέσα όμως δεν είχε μα ούτε κανείς μπόραγε να τον εμπιστευτεί. Με τον Μανωλά τα είχανε βρει οι δυο τους, τρέχα γύρευε τι εξυπηρετήσεις κάνανε ο ένας στον άλλον». «Και για ποιο λόγο είχε έρθει ο ζωγράφος εδώ πάνω;» «Του άρεσε η Ελλάδα, μα πιο πολύ η Ήπειρος. Έκανε ταξίδια για την τέχνη του, να ζωγραφίσει πίνακες. Σάμπως τον είδαμε να φτιάχνει κάτι τις; Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, στο σπίτι του Μανωλά. Στην αρχή κανείς δεν υποψιαζόταν τίποτα. Μετά κάποιοι τους είδαν αυτόν και την Ειρήνη σε περιπάτους κι είχαν και το παιδί μαζί τους». «Ο Μανωλάς δεν υποψιαζόταν τίποτα απ’ όλα αυτά;» «Ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό του! Πάντως στο ζωγράφο έτρεφε μεγάλο σεβασμό, όλο έλεγαν συναμεταξύ τους. Μετά ο Γιάκοβος έφυγε». «Και δεν ξαναγύρισε;» «Ματαήρθε, όχι μία αλλά δύο φορές. Ο καθένας έλεγε το κοντό του και το μακρύ του, πως ήταν τάχα μου λαθρέμπορας, κατάσκοπος, φυγόδικος κι άλλοι πως είχε ερωτευτεί». «Κι εσύ τι γνώμη έχεις; Η Ειρήνη ήταν παντρεμένη». «Κοπέλα μου, αυτά που δεν ένιωθα μικρός, τα είδα και τα ξαναείδα στη ζωή μου. Τα ανθρώπινα είναι ακαταλαβίστικα πράματα. Είναι φορές που το συμφέρον ξεπουλάει την ίδια σου την οικογένεια». «Θέλεις να πεις ότι ο Μανωλάς μπορεί να έβαλε τη γυναίκα του επίτηδες στον δρόμο του ζωγράφου;» «Δε θέλω να πω τίποτα. Μετά γίνανε τόσα και τόσα! Τα ψιθυρίσματα δεν τα ακούς στα ανοιχτά. Θυμάμαι μόνο μια φορά που με είχε στείλει η μάνα μου εδώ πέρα στο μαγαζί του Απόστολου. Το βρήκα κλειστό, όμως είχε φως μέσα. Κρυφοκοίταξα από το παράθυρο κι εκεί ήταν ο Μανωλάς, ο Απόστολος κι ο ζωγράφος. Δε μπορούσα να ξεχωρίσω τι λέγανε, χειρονομούσαν όμως σα να μαλώνανε». «Πότε έγινε αυτό;» «Το φθινόπωρο του 1939. Το θυμάμαι καλά γιατί λίγες μέρες μετά βρήκαν την Ειρήνη σκοτωμένη στις αλυκές. Σ’ ένα από τα βαγόνια που κουβαλάγανε το αλάτι». Ο Νικολός σφάλισε ξανά τα μάτια λες και είχε την εικόνα ζωντανή μπροστά του. «Και ο ζωγράφος, τι απέγινε;» «Την άλλη μέρα ήταν άφαντος. Είπανε πως ναύλωσε ένα καΐκι, κάποιος τον πέρασε στην Κέρκυρα, μπορεί και στην Αλβανία, κι άλλος είπε πως έφυγε νύχτα με άλογο». «Δεν τον υποψιάστηκαν;» «Με τέτοια αναμπουμπούλα; Είχαν γίνει ιστορίες από μήνες, οι εργάτες κάνανε συνδικαλισμό, ο κομμουνισμός ήταν το κόκκινο πανί, πάνω η Αλβανία έβραζε. Ο


Ο Φύλακας στον Φάρο

29

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Απόστολος έριξε λάδι στη φωτιά και κατηγόρησε ανοιχτά έναν αρχιεργάτη. Αυτό ήταν που του έφαγε το κεφάλι τελικά». «Έτσι κατέληξε το καφενείο στην οικογένειά σου;» «Έχθρητα, μεγάλη έχθρητα!» κούνησε το κεφάλι ο Νικολός. «Είπανε πως κάποιος συγγενής του αρχιεργάτη έβαλε να σκοτώσουν τον Απόστολο για εκδίκηση, επειδή κι εκείνος πρόδωσε τον φυγόδικο. Το μαγαζί πέρασε στη μοναχοκόρη του, τη Μαρούλα. Μόνο που αυτή δεν είχε μυαλό για δουλειές παρά μονάχα για αγαπητικούς. Κάποιος της γύρεψε λεφτά για να την πάρει μακριά, η κοπέλα το πούλησε. Το κομπόδεμα της θάλασσας μού έφτασε να το αγοράσω το ’65, να έχει κι ο γιος μου τα χρειαζούμενα». «Καλά έκανες, γερο-Νικολό. Γιατί έτσι τα λέμε οι δυο μας εδώ πέρα!» είπε η Ελένα και του έσφιξε στοργικά το χέρι. «Θα μείνεις μέρες στον τόπο μας;» τη ρώτησε εκείνος σκουπίζοντας ένα αθέατο δάκρυ με την ανάστροφη του χεριού του. «Με περιμένει η φίλη μου που σου είπα. Λυπάμαι, είναι τόσο καλή η παρέα σου!» του απάντησε έκπληκτη κι η ίδια από την ειλικρίνειά της. «Έλα τότε να σου δείξω κάτι». Ο Νικολός σηκώθηκε αργά και τράβηξε κατά το μαγαζί. Η Ελένα τον ακολούθησε σε έναν μακρόστενο χώρο. Πίσω από τον πάγκο κι ανάμεσα σε ράφια γεμάτα βάζα και λογής μπουκάλια, στριμωγμένες σε ένα μπάλωμα του τοίχου, έστεκαν στο πείσμα του χρόνου μερικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Η πρώτη απεικόνιζε δύο άντρες στην πρόσοψη ενός επαρχιακού καφενείου. Ο ένας ήταν αναμφίβολα ο Τζάκομπε Αλφιέρι κρατώντας στο ένα χέρι το ψάθινο καπέλο του. Ο άλλος φαινόταν ο ιδιοκτήτης του καφενείου, με επιβλητικό μουστάκι και την απαραίτητη λευκή ποδιά πάνω από την τουρλωτή κοιλιά του. Οι δυο άντρες πόζαραν με φιλική διάθεση, το χέρι του ενός στον ώμο του άλλου, λες και γνωρίζονταν αρκετά καλά. Η Ελένα μελέτησε προσεκτικά τα φουσκωτά μάγουλα και τα βαθουλά μάτια του άγνωστου, σχεδόν χαμένα κάτω από στρώματα του λίπους. Τώρα πια ήταν σίγουρη πως αυτός ήταν ο περιβόητος Τόλιας. Ακριβώς από κάτω παρατήρησε την ίδια φωτογραφία που υπήρχε στο λεύκωμα του Il barbiere, μόνο που στη θέση του κουρέα βρισκόταν η γυναίκα της φωτογραφίας που της είχε δώσει η κοντέσα. Με ιταλικά καλλιγραφικά γράμματα κάποιος είχε προσθέσει τις λέξεις: “Il direttore et la moglie Krinio”. «Ο διευθυντής και η γυναίκα του, Κρινιώ» μετάφρασε η Ελένα προς χάριν του Νικολού. «Φαίνεται ο μπαρμπέρης άκουσε λάθος το όνομα» σχολίασε απαθής. «Κανένας δεν τη φώναζε Ειρήνη. Μόνο ο παπάς που τη βάφτισε, γιατί έλεγε πως το Κρινιώ δεν ήταν χριστιανικό όνομα» είπε ο γέρος χαμογελώντας συνωμοτικά.


30

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

7. Ηγουμενίτσα

Η

Ελένα πέρασε τελικά το βράδυ της στις Αλυκές. Αυτό που την έκανε να

αλλάξει γνώμη και να αφήσει τον γέρο να τη φιλοξενήσει στην πίσω μεριά του καφενείου ήταν οι φωτογραφίες. Έμειναν οι δυο τους μέχρι αργά το βράδυ να της δείχνει ό,τι ο φακός της οικογένειας αλλά και τόσων περαστικών είχε αποτυπώσει από την καθημερινή ζωή. Το επόμενο πρωί αποχαιρέτισε τον καλόκαρδο γέρο έχοντας κερδίσει μία πολύτιμη διεύθυνση στην Ηγουμενίτσα. Κατέλυσε σε ένα αρκετά πολυτελές ξενοδοχείο όπου επιτέλους μπορούσε να σκεφτεί με την ησυχία της και να αναμασήσει τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας. Καθισμένη στο μπαλκόνι κι απολαμβάνοντας τον ήλιο του καλοκαιριού, άναψε ένα αρωματικό σιγκαρίλο κι έγειρε απολαυστικά προς τα πίσω. Κοίταξε τον μακρινό ορίζοντα και τις κουκίδες των πλοίων, που έμοιαζαν μουτζούρα στην ήσυχη θάλασσα. Ξαφνικά η αίσθηση της μοναξιάς τη γέμισε αμηχανία. Αποζητούσε τη συντροφιά της Μπέτα, αλλά περισσότερο ένα ανδρικό σώμα που θα την αγκάλιαζε. Το χτύπημα στην πόρτα την επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο υπεύθυνος υπηρεσίας δωματίων έμοιαζε συνομήλικός της. Πώς θα ήταν αλήθεια να επιχειρήσει αυτή τη στιγμή να τον ξαπλώσει στο δελεαστικό κρεβάτι; Οι μόνες της σεξουαλικές επαφές αυτά τα τέσσερα χρόνια ήταν με τον Έριχ, αποστειρωμένες όπως και ο ίδιος. Παρά τον χαρακτήρα της, δεν είχε επιδιώξει κάποια περιπέτεια, ίσως γιατί οι επικίνδυνες δραστηριότητές της της άφηναν περισσευούμενη ηδονή. Τώρα όμως παρατηρώντας απροκάλυπτα τον νέο άνδρα αναρωτήθηκε αν η υπηρεσία δωματίων ικανοποιούσε κάθε επιθυμία του πελάτη. «Όμως όχι!» μονολόγησε. «Είπε κάτι η κυρία;» Ο υπάλληλος την κοίταξε με την καρτερικότητα που άρμοζε στη θέση του. «Άφησέ τα εδώ. Δεν χρειάζομαι κάτι άλλο!» του απάντησε με έναν ελαφρύ εκνευρισμό. Κάτι στο ύφος του της θύμισε τον Άρη Μαρδά. Δεν θα άφηνε όμως τη διάθεσή της να χαλάσει. Έφαγε την ελαφριά ομελέτα και πήρε τον καφέ της και το μεταλλικό νερό στο μπαλκόνι. Άνοιξε τον φορητό υπολογιστή της και έπιασε αμέσως να συμπληρώνει τα στοιχεία που είχε αποδώσει η επίσκεψη της στις Αλυκές. Παρότι το να βρεθεί το δαχτυλίδι ακουγόταν σαν κάτι χιμαιρικό, οι αφηγήσεις του ψαρά είχαν δώσει κάποια υπόσταση στις υποθέσεις της. Δεν είχε καμιά αμφιβολία πια ότι η Ειρήνη Μανωλά ήταν ο κρίνος του Αλφιέρι. Όσο κι αν οι λόγοι των ταξιδιών του ζωγράφου παρέμεναν σκοτεινοί, είχε μπροστά της μια ερωτική ιστορία. Άνοιξε τον φάκελο με τις φωτογραφίες και παρατήρησε προσεκτικά τις τρεις συνθέσεις του Αλφιέρι τα επίμαχα χρόνια: Αμάλθεια, Λαγνεία, Νέμεσις. Στην


Ο Φύλακας στον Φάρο

31

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

οθόνη του υπολογιστή έβλεπε ένα συνονθύλευμα από ηδονιστικά συμπλέγματα που ξεπρόβαλλαν ανάμεσα σε φουτουριστικούς μηχανισμούς. Από τις τρεις δημιουργίες του ζωγράφου, η Αμάλθεια του 1937 απέπνεε αισιοδοξία με ιμπρεσσιονιστικές τάσεις. Η Λαγνεία του 1938 θύμιζε τη νοοτροπία του Κλιμτ. Όμως η Νέμεσις του 1940 ήταν μια καθαρά φουτουριστική σύνθεση, τερατώδης στη σύλληψή της. Η ζοφερή εικαστική απεικόνιση είχε σημάνει τη θανατική καταδίκη της καριέρας του Αλφιέρι. Οι κριτικές της εποχής είχαν υπάρξει δυσμενείς για τον ζωγράφο, ίσως γιατί οι πολιτικές του προτροπές για τον ενστερνισμό του φασισμού δεν συνέπλεαν με το καλλιτεχνικό ρεύμα. Για την Ελένα οι πίνακες ζωγραφικής δεν είχαν την ίδια ομορφιά με τα κοσμήματα. Δεν την ενδιέφεραν οι καλλιτεχνικές ερμηνείες, μια και η δική της άποψη ήταν εντελώς διαφορετική. Ο Αλφιέρι βασανιζόταν από τύψεις. Όποιος κι αν ήταν ο ρόλος του στη ζωή και τον θάνατο της Ειρήνης Μανωλά, το βέβαιο ήταν ο έρωτάς τους. Κι ήταν παράξενο το γεγονός ότι ενώ ο ζωγράφος δεν θέλησε να αποχωριστεί τους τρεις πίνακες, τελικά λίγο πριν τον θάνατό του, το 1962, άλλαξε γνώμη. Τα έργα πωλήθηκαν σε ιδιώτη συλλέκτη ο οποίος παρέμεινε ανώνυμος. Αυξάνοντας τη φωτεινότητα στην οθόνη του υπολογιστή της, η Ελένα βάλθηκε να παρατηρεί πιο προσεκτικά τον πίνακα. Ένα πολύπλοκο σύστημα αποτελούμενο από αλυσίδες, τροχαλίες και γάντζους απεικονιζόταν με την παραμικρή λεπτομέρεια. Στο βάθος διακρίνονταν ράγες, ίδιες με αυτές που είχαν απομείνει στις αλυκές. Μόλις εκείνη τη στιγμή κατανόησε ότι αυτό το μέχρι πρότινος ακαθόριστο λόγω της σκίασης σχήμα δεν ήταν άλλο από ένα βαγονέτο όμοιο με εκείνα που σκούριαζαν εγκαταλειμμένα στον βούρκο των αλυκών. Ένα γυναικείο πρόσωπο έμοιαζε να αιωρείται ακριβώς από πάνω. Φαινόταν μόνο η αριστερή του μεριά, ενώ η δεξιά ήταν καλυμμένη από κρίνους της θάλασσας. Δίπλα έστεκε μια μικροσκοπική φιγούρα χωρίς χαρακτηριστικά. Θα μπορούσε να είναι ο γιος της Ειρήνης, υπέθεσε η Ελένα. Τι είχαν απογίνει αλήθεια οι απόγονοι του Μανωλά, του Τόλια, του Σπέθουλα; Ζούσε κανείς τους ή τα φαντάσματά τους γελούσαν αυτή τη στιγμή μαζί της;


32

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

8. Ξενώνας Άρτεμη

«Δεν

θα είμαι εδώ το επόμενο Σαββατοκύριακο!» Η τσιριχτή φωνή της

κοπέλας ακούστηκε μέχρι έξω. Ο Λευτέρης Μαρδάς σήκωσε το βλέμμα από την εφημερίδα του και κοίταξε συνοφρυωμένος την κόρη του. Αν και της είχε μεγάλη αδυναμία, ήταν στιγμές που η φωνή της του τρυπούσε τα αυτιά γεμίζοντάς τον εκνευρισμό. Και φυσικά ήταν παράλογο να θέλει η Άρτεμη να λείψει μέσα στον Ιούνιο για να πάει εκδρομή. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι μια ετεροχρονισμένη άνοιξη τής είχε πάρει τα μυαλά ή καλύτερα εκείνος ο παρακατιανός που ούτε το όνομά του καταδεχόταν να βάλει στη γλώσσα του. Αν δεν ήταν οι γελοίοι συναισθηματισμοί της γυναίκας του, θα είχε ησυχάσει μια για πάντα και από δαύτους. Τους ήξερε καλά, ήξερε όλη την οικογένεια με τη γνωστή νοοτροπία του αριστερού. Είχαν την ιδεολογία στο κεφάλι και τα χέρια στη ζητιανιά. Όμως ο Λευτέρης Μαρδάς ήταν άνθρωπος ελεήμονας. Είχε μια εικόνα να προβάλει προς τα έξω, να κλείσει τις κακές γλώσσες, αν και θα προτιμούσε να τις τραβήξει από τη ρίζα. Οι δραστικές λύσεις ήταν στο αίμα του. Τριάντα χρόνια πριν είχε κατορθώσει να γίνει γαμπρός του Σοφοκλή Σπανούδη, ενός ανθρώπου με πλούτη και γνωριμίες. Μπήκε σε άλλους κύκλους κι έτσι τα αθέμιτα μέσα μπορούσαν να βρίσκονται στο ημερήσιο πρόγραμμά του με έναν όρο: να παίζει το παιχνίδι, δηλαδή να τηρεί τα προσχήματα. Έδωσε λοιπόν τόπο στην οργή και χαμογέλασε στην κόρη του. «Τελευταία φορά, Άρτεμη! Η επιχείρηση ανήκει και στους δυο μας. Σε εμπιστεύτηκα, γιατί μου μοιάζεις. Έχεις τα μυαλά στο κεφάλι σου, όχι σαν τον αδελφό σου με τις μωροφιλοδοξίες του. Μη με κάνεις λοιπόν να αλλάξω γνώμη!» Παρότι το χαμόγελο δεν είχε φύγει από το πρόσωπό του, χίλιες απειλές παραμόνευαν πίσω από αυτό, για να εκτοξευτούν σαν μύδροι στην επόμενη ανυπακοή. «Τα άλογα είναι η ζωή του Άρη…» είπε η Άρτεμη σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί τον αδελφό της. Ο Λευτέρης περιορίστηκε σ’ ένα νεύμα που σήμαινε ότι καλά θα έκανε να τον απαλλάξει άμεσα από την παρουσία της. Εκνευριζόταν που η κόρη του υποστήριζε τον γιο του, παρότι όχι μόνο φοβόταν και απεχθανόταν τα άλογα, αλλά και είχε πολλές φορές δηλώσει ότι η φάρμα Μαρδά ήταν ένα παλάτι στην άμμο. Όταν η Άρτεμη εξαφανίστηκε πίσω από την πόρτα του γραφείου διεύθυνσης, ο Λευτέρης πήρε ένα πούρο από την ασημένια θήκη και το μύρισε ηδονικά. Μετά σηκώθηκε αργά και πλησίασε τη μεγάλη τζαμαρία του πρωινού καθιστικού, που χάριζε μια πανοραμική θέα της περιοχής.


Ο Φύλακας στον Φάρο

33

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο ξενώνας Άρτεμη είχε ξεπλύνει όλες του τις ανομίες. Ήταν το καμάρι του, παιδί του κι αυτό, το πιο αγαπημένο. Ποιος θα το έλεγε ότι το κτήμα που περιφρονούσε επί δεκαετίες, θα ερχόταν στιγμή που θα ρίζωνε και θα μπουμπούκιαζαν ως και οι πέτρες του. Η ζωή του Λευτέρη Μαρδά όμως είχε ευκολύνει απίστευτα τα είκοσι τελευταία χρόνια. Το 1985 οι πόρτες έκλεισαν για πολλούς, γι’ αυτόν όμως άνοιξαν διάπλατα. Το γερακίσιο βλέμμα του περιπλανήθηκε στα περιποιημένα παρτέρια και τις πετρόχτιστες πεζούλες για να εστιάσει μακρύτερα κατηφορίζοντας τον δρόμο και μετά ανηφορίζοντας ξανά, κάνοντας μια στροφή στα δεξιά όπου κάπου εκεί χωμένο στο ελατόδασος στεκόταν ακόμα το Καταφύγι. Το μόνο βέβαια που μπορούσε να διακρίνει ήταν η πέτρινη σκάλα που φιδογύριζε στη χαράδρα λαξεμένη στους βράχους από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο ξενώνας είχε προνομιακή θέση. Πέρα από την πανοραμική θέα, εξασφάλιζε στον επισκέπτη δραστηριότητες στη φύση, αλλά και η χιλιομετρική του απόσταση από τα γύρω χωριά ήταν τέτοια ώστε να θεωρείται ένα κομβικό σημείο. Η κατασκευή της Εγνατίας, που είχε θορυβήσει τον Μαρδά, πρόσθεσε ένα ακόμη επιχείρημα στις προτιμήσεις των πελατών του, εκμηδενίζοντας την απόσταση από την Παραμυθιά. Χορτασμένος από το θέαμα και τα δικά του επιτεύγματα, ο Λευτέρης επέστρεψε στο μισοτελειωμένο πρόγευμά του. Τα τραχιά του γούστα δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει ιδιαίτερα για να τα στείλει στο πυρ το εξώτερον. Οι φιλοδοξίες έρεαν ανέκαθεν στο προγονικό αίμα, μόνο αυτός όμως στάθηκε ικανός να ξορκίσει το κακό και την ατυχία μαζί. Κι αν δεν γνώριζε από πρώτο χέρι πόσο χαμένο κορμί ήταν ο πατέρας του και πόσο πάλεψε η μητέρα του να τα βγάλει πέρα με την ανέχεια! Ευτυχώς δεν είχε κληρονομήσει τις λανθασμένες της εκτιμήσεις σχετικά με τους ανθρώπινους χαρακτήρες. Σε λίγους μήνες έκλεινε τα εξήντα. Ένιωθε βασιλιάς και σαν τέτοιος επιθεώρησε το στρωμένο τραπέζι. Τα ψημένα πλευρώτους μοσχοβολούσαν σαν τρυφερό καλοψημένο κρέας. Το αφράτο ψωμί με τους κουκουναρόσπορους, ειδική παραγγελία μόνο για τον ξενώνα του, το απολάμβαναν λίγοι και εκλεκτοί. Το ώριμο μετσοβόνε ανέδιδε μια γαργαλιστική μυρωδιά. Ο Λευτέρης βύθισε απολαυστικά το μαχαίρι του στο παχύρευστο βούτυρο και κοίταξε επιδοκιμαστικά τις γυάλες με τις μαρμελάδες. Διάλεξε το κούμαρο κι έβαλε μια γεμάτη κουταλιά στη ραφινάτη πορσελάνη μπροστά του. Η ξινόγλυκη γεύση του πολτού τον γύρισε πίσω στο 1964, όταν μήνα Δεκέμβριο περιπλανιόταν στο Νεκρομαντείο μετά τις ανασκαφές. Ίσως τότε να ήταν που κόλλησε το μικρόβιο της αρχαιολατρίας. Όταν απόκτησε παιδιά, τους έδωσε ονόματα θεών του Ολύμπου. Αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν συνέλαβε την μεγάλη ιδέα που άκουγε στο όνομα Λουτρά. Το επιτραπέζιο ελβετικό ρολόι, δώρο του ευεργέτη του για τον γάμο του, έδειχνε μόλις οκτώ και τρία λεπτά. Σήμερα, θα έπαιρνε κι αυτός ρεπό. Γιατί να μην


34

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πήγαινε άραγε ξανά μέχρι το Νεκρομαντείο; Ήταν όμορφα αυτή την εποχή. Αργότερα θα οδηγούσε μέχρι τις όχθες του Αχέροντα και θα έτρωγε στην περιποιημένη ταβέρνα εκεί κοντά. Το χρωστούσε στον εαυτό του. Αναστέναξε με απόλαυση. Δεν του καιγόταν καρφί για τίποτα. Η Διόνη ήταν μόλις μισή ώρα απόσταση, έμοιαζε όμως να βρίσκεται σε άλλο γαλαξία. Ο Λευτέρης Μαρδάς δεν είχε τύψεις. Αν κάποιος ισχυριζόταν το παραμικρό, εκείνος θα όρθωνε το επιβλητικό του ανάστημα προκαλώντας τον. “Έχεις στοιχεία; Απόδειξέ το!” θα έλεγε. Ο μόνος που γνώριζε ήταν ανέκαθεν παραλυμένος, έρμαιο των παθών του και αμετάκλητα νεκρός! Το επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου τάραξε την απόλυτη ησυχία. Πού στο καλό είχε χαθεί η Άρτεμη και δεν το σήκωνε; Σιχτιρίζοντας μέσα από τα δόντια του, άδραξε μπαρουτιασμένος το ακουστικό. «Ξενώνας Άρτεμη» απάντησε τυπικά. «Λευτέρη, σου έχω άσχημα νέα. Ο Βραχνός αποφυλακίστηκε». Η φωνή του δικηγόρου του είχε πάντα αυτή τη δουλική και συνάμα εκνευριστική χροιά, ειδικά όταν ήταν προάγγελος κακών ειδήσεων.


Ο Φύλακας στον Φάρο

35

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

9. Ηγουμενίτσα

Η Ελένα ίσιωσε το φόρεμα στο χρώμα του άγουρου λεμονιού κι έσκυψε να δέσει τα δαμασκηνί πέδιλα με τα λουριά που έφταναν μέχρι λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Τα παπούτσια αυτά ήταν σκέτος μπελάς, όμως τραβούσαν τα ανδρικά βλέμματα σαν μαγνήτης. Δεν φόρεσε σουτιέν ώστε το στήθος να διαγράφεται αφήνοντας ελάχιστα στη φαντασία. Πέρασε λιπ γκλος πάνω από το δαμασκηνί κραγιόν και τόνισε με άλλη μία στρώση μάσκαρα τις μακριές της βλεφαρίδες.. Άνοιξε τη θήκη με τα πρόσθετα νύχια (ποτέ δεν θα άφηνε τα δικά της τόσο μακριά), διάλεξε ένα σετ στην απόχρωση του κραγιόν και τα πέρασε με την ειδική κόλλα. Επιθεώρησε το αποτέλεσμα ικανοποιημένη. Ήταν έτοιμη. Ένα τέταρτο αργότερα τσαλάκωνε εκνευρισμένη το χαρτί όπου ο γερο-Νικολός είχε γράψει τη διεύθυνση του τουριστικού πρακτορείου με το παράδοξο όνομα η τρύπα του λαγού. Στις έντεκα και μισή το κατάστημα ήταν κλειστό και ο ιδιοκτήτης του άφαντος. Ένα σημείωμα κολλημένο στο τζάμι πληροφορούσε κάθε ενδιαφερόμενο ότι το πρακτορείο θα άνοιγε στις δύο. «Δεν πήγε μακριά!» την πληροφόρησε ο ψιλικατζής από δίπλα. «Εισιτήρια θέλεις;» «Τον Σίλα!» απάντησε η Ελένα και του χαμογέλασε πονηρά. «Θα γυρίσει σε καμιά ώρα. Να του πω κάτι;» «Δεν χρειάζεται, θα έρθω ξανά αργότερα» απάντησε. Λίγο πιο κάτω, συμβουλεύτηκε ξανά τον χάρτη της και έστριψε δεξιά και πάλι δεξιά. Η Θεσπρωτική Ηχώ στεγαζόταν σε ένα μακρόστενο ισόγειο συν το υπόγειό του. Στο μισοσκόταδο του κακοφωτισμένου χώρου η Ελένα διέκρινε έναν νεαρό με χοντρά γυαλιά μυωπίας πίσω από έναν υπολογιστή. Η οθόνη φώτιζε το σκαμμένο από την εφηβική ακμή πρόσωπό του, που στράφηκε προς εκείνη σαν να τον είχαν πιάσει στα πράσα. Από τη σπασμωδική κίνηση του χεριού του η Ελένα κατάλαβε ότι ο νεαρός σέρφαρε σε απαγορευμένες ζώνες του διαδικτύου. «Μην ανησυχείς, δεν θα σε μαρτυρήσω!». Αγνοώντας τα ψελλίσματά του, στάθηκε πίσω από την πλάτη του κι έριξε μια ματιά στην οθόνη. «Αλλά κι εσύ θα μου κάνεις μια χάρη…» τόνισε την τελευταία λέξη καθώς τα χείλη της ελάχιστα απείχαν από το πρόσωπο του νεαρού και το χέρι της του χάιδευε τον λαιμό. Εκείνος κούνησε το κεφάλι πειθήνια. «Θα μπορούσα να ψάξω κάτι στο αρχείο της εφημερίδας; Έχετε αρχείο, έτσι δεν είναι;» ρώτησε γνωρίζοντας ήδη ότι η Θεσπρωτική Ηχώ είχε ιδρυθεί το 1925. «Έχουμε ηλεκτρονικό αρχείο. Εγώ το έφτιαξα. Οι υπολογιστές είναι το ψώνιο μου» της απάντησε κορδωμένος.


36

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Το καλύτερο που έχεις να κάνεις!» συμφώνησε η Ελένα που εκείνη τη στιγμή δεν τη διέκρινε καμία απολύτως διάθεση να σκαλίσει μουχλιασμένα και ποντικοφαγωμένα παλιά τεύχη. «Αυτό είπα κι εγώ στον πατέρα μου. Αφού καυγαδίσαμε, με άφησε να δοκιμάσω. Έτσι γίνεται πάντα!» αναστέναξε αναγνωρίζοντας το άδικο της εφηβείας. «Αν θέλω να βρω κάτι λοιπόν, με ένα κλικ είναι μπροστά μου» είπε η Ελένα έχοντας υιοθετήσει ένα αφελές ύφος. «Δεν μασάει!» της επιβεβαίωσε μάγκικα προσφέροντάς της μια καρέκλα δίπλα του. «Τι θέλεις να βρούμε; Πες το κι έγινε!» «Θέλω να βρω οτιδήποτε για ένα περιστατικό του 1940. Κάνω ένα μεταπτυχιακό και χρειάζομαι κάποια στοιχεία. Μιλάω για την απαγωγή του Μανωλά από έναν ληστή» είπε αδιάφορα ενώ το δεξί της χέρι ακουμπούσε λίγο πάνω από το γόνατό του. «A piece of cake!» της πέταξε στα αγγλικά ο νεαρός πληκτρολογώντας με φούρια. «Έχω φτιάξει μια ειδική φόρμα. Μόνο εγώ μπορώ να τη χειριστώ!» Φλυαρούσε ακατάσχετα, φουσκωμένος σαν διάνος από την αναγνώριση της αξίας του και τη φυσική επαφή. «Και να σκεφτείς ότι μέχρι πριν ένα μήνα, ο γέρος ζούσε. Μουσείο ο τύπος!» Η Ελένα δεν έκανε κανένα σχόλιο. “Ο Μανωλάς ένα μήνα πριν ζούσε. Ο Μανωλάς ήταν νεκρός”. Mόνο αυτές τις δύο προτάσεις κατέγραψε στο μυαλό της. Δεν της προξένησε καμία έκπληξη το ότι είχε φτάσει αργά. Δεν μπορούσε να τα έχει όλα δικά της. Απόρησε μόνο γιατί ο γέρο Νικολός τής το είχε κρύψει. «Μπορείς να μου το τυπώσεις;» ρώτησε βλέποντας τα σκαναρισμένα άρθρα να περνούν μπροστά από τα μάτια της. Εκείνος την κοίταξε αβέβαια. «Μακάρι να συναντούσα τον γέρο, αλλά έφτασα αργά. Συνάντησα όμως εσένα κι αυτό είναι καλύτερο» του είπε χαρίζοντάς του ένα χαμόγελο γεμάτο σεξουαλικά υπονοούμενα. Η Ελένα χρειάστηκε να διαβάσει με προσοχή τα άρθρα έως ότου καταλάβει τι ακριβώς έγραφαν. Στο ελληνικό σχολείο στην Ελβετία δεν είχε διδαχτεί την καθαρεύουσα και από την άλλη τα έντυπα κομμάτια σε πολλά σημεία είχαν αλλοιωθεί από τη φθορά του χρόνου. Με τον φορητό υπολογιστή στα γόνατά της, προσάρμοζε τα δυσνόητα μέρη του λόγου μέχρι να φέρει το κείμενο στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας. Η εφημερίδα ήταν τότε εβδομαδιαία και οι περιγραφές της γλαφυρές για να συγκινήσουν το αναγνωστικό της κοινό. Η Ελένα αναρωτήθηκε αν οι αναφορές που είχε πρωτοβρεί στο διαδίκτυο σε ένα χώρο συζητήσεων είχαν την ίδια πηγή. 9 Σεπτεμβρίου 1940


Ο Φύλακας στον Φάρο

37

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Με τις απατηλές υποσχέσεις οι συνειδήσεις δεν αποκοιμίζονται. Ξαφνικά βρεθήκαμε σε μειονεκτική θέση έχοντας εξαναγκασθεί να αντιμετωπίσουμε ένα νέο κρούσμα ληστείας. Τίνος τη δόξα ζήλεψε ο Γιάννης Σπέθουλας όταν λίγες ημέρες πριν έξω από το Καταφύγι απήγαγε τον δεκαπεντάχρονο Γεώργιο, μοναχογιό του Γιαννάκου Μανωλά, υπεύθυνου για τη διαμετακόμιση του αλατιού στις Αλυκές; Υπενθυμίζουμε στους αναγνώστες ότι ο πρώην αρχιεργάτης στις αλυκές ήταν φυγόδικος καθώς είχε κατηγορηθεί για τον φόνο της Ειρήνης, συζύγου του Γιαννάκου Μανωλά. Διατυμπανίζοντας την αθωότητά του, κατέφυγε στις παλιές και δοκιμασμένες μεθόδους των ληστών. Λένε πως την απαγωγή εκτέλεσε για την υστεροφημία του καθώς ο τόπος και ο χρόνος της δείχνουν ότι ο φυγόδικος ακολουθούσε οργανωμένο σχέδιο. Υποστηρικτής όσων αδικούνται, φρόντισε περίτρανα να διαρρεύσει ότι τα λύτρα θα αποδοθούν σε όσους έχουν ανάγκη και ότι για τον εαυτό του επιθυμεί μόνο να πάρουν πίσω τις κατηγορίες, γιατί ληστής αναγκάστηκε να γίνει, δολοφόνος όμως δεν υπήρξε ποτέ. Η κοινή γνώμη, όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, τάσσεται με το μέρος του Σπέθουλα και ζητάει να αποκατασταθεί η αλήθεια. Στο διάστημα των μηνών που μεσολάβησαν από τον θάνατο της Ειρήνης Μανωλά, ο ληστής έχει αποδώσει το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων από τις ζωοκλοπές και άλλες συνηθισμένες του ληστρικού βίου πράξεις, σε φτωχές οικογένειες της περιοχής. Ίσως έτσι διατήρησε ανοιχτούς και τους δρόμους διαφυγής του έχοντας με το μέρος του την πλειοψηφία, ανθρώπους που βλέπουν ακόμα την αυτοδικία σαν τον πιο ικανό τρόπο απονομής της δικαιοσύνης. Η Ελένα παρατήρησε ότι η εφημερίδα είχε κάνει έκτακτες εκδόσεις στο ενδιάμεσο της εβδομάδας για να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των γεγονότων. Προφανώς θα είχε πουλήσει αρκετές εκατοντάδες φύλλα κρατώντας αμέριστο το ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας και επισκιάζοντας τα πολιτικά γεγονότα της εποχής. Ακόμη και η ίδια είχε υποκύψει πληρώνοντας το ποσό των εκατό πενήντα ευρώ για την εξυπηρέτηση στον νεαρό απόγονο του εκδότη. Στην έκτακτη έκδοση στις 12 Σεπτεμβρίου έγραφε: Δεινή η θέση της τοπικής κοινωνίας καθόσον εμπλέκονται και οι αντίστοιχες δυνάμεις της χωροφυλακής. Διαφορετικά αποσπάσματα χτενίζουν τα απόκρημνα φαράγγια της ευρύτερης περιοχής καθώς είναι άγνωστο πού ακριβώς έχει καταφύγει η ληστρική συμμορία και το θύμα τους. Ο Γιαννάκος Μανωλάς ανήσυχος για την υγεία του ήδη φιλάσθενου γιου του δεν επιθυμεί να θρηνήσει ένα ακόμη θύμα στην οικογένειά του. Η κοινή γνώμη είναι διχασμένη καθώς άλλοι συμπονούν τον προύχοντα ως πατέρα, άλλοι όμως επικροτούν την πράξη του ληστή, βλέποντας στο πρόσωπο του Γιαννάκου Μανωλά τον θύτη και όχι το μέρος που πάσχει. Κατώτερα λαϊκά στρώματα ισχυρίζονται ότι δέχονται προπηλακισμούς από ένστολους χωροφύλακες για να ομολογήσουν τι γνωρίζουν για τον βίο και την πολιτεία του καταζητούμενου Σπέθουλα. Ο συντάκτης μας έχοντας την προτίμηση της γριάς μητέρας του προαναφερόμενου και το προβάδισμα έναντι των Αθηναίων δημοσιογράφων, οφείλει να ομολογήσει ότι


38

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έμεινε υπόχρεος από τις περιποιήσεις της θεοσεβούμενης αυτής γυναίκας η οποία τον διαβεβαίωσε ότι ο Γιάννης της είναι χρυσό παιδί. Υπενθυμίζοντας τις πάγιες θέσεις της εφημερίδας μας για την τήρηση μιας ουδέτερης πολιτικής στάσης και την αντικειμενική ενημέρωση των πολυπληθών αναγνωστών μας, οφείλουμε να αναφερθούμε στους ισχυρισμούς της μητέρας αυτής, ότι δηλαδή το παιδί της το κυνηγούν γιατί είναι κομμουνιστής και ότι εκείνος δεν θέλει το άδικο, αλλά από το υστέρημά του έδινε πάντα στους άλλους. Η Ελένα διάβαζε με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση, αν και έβλεπε ότι είχε παρασυρθεί από την ιδιότυπη αυτή ιστορία της απαγωγής και είχε απομακρυνθεί από τον αρχικό της στόχο. Υπήρχαν όμως τρία ακόμη άρθρα. Από τις επόμενες ημερομηνίες είδε ότι το δράμα είχε σύντομη ημερομηνία λήξης. Τρεις μέρες αργότερα ο συντάκτης της εφημερίδας είχε αποσπάσει, ανάμεσα στις άλλες συνεντεύξεις με πρόσωπα που το καθένα έλεγε το κοντό του και το μακρύ του, και μία εκμυστήρευση του Απόστολου Τόλια, στενού φίλου του Γιαννάκου Μανωλά, ιδιοκτήτη καφενείου στις Αλυκές. Ο Τόλιας ισχυριζόταν ότι ο Σπέθουλας ήταν ταραχοποιό στοιχείο με προσωπικό μίσος κατά του Μανωλά. Ως και τον Γεώργιο, το μετέπειτα θύμα του, είχε προσεγγίσει στις συχνές επισκέψεις του στις Αλυκές δηλητηριάζοντας το μυαλό του με επικίνδυνες ιδέες. Για τον Τόλια όλες οι πράξεις του Σπέθουλα πήγαζαν από πολιτικό μένος και έβρισκαν εξήγηση ως έκφραση της λαϊκής εκδίκησης ενάντια στην εκμετάλλευση και τον πλουτισμό. Η Ελένα δεν στάθηκε στην πολιτική διάσταση του θέματος. Από προσωπική πείρα γνώριζε ότι κάθε σημαία μπορούσε μια χαρά να καλύψει τα πιο ταπεινά ένστικτα. Το επόμενο άρθρο περιέγραφε την αναμέτρηση των χωροφυλάκων και των ληστών υιοθετώντας μια γλαφυρή γλώσσα που ταίριαζε περισσότερο σε ανδραγαθήματα ηρωικώς πεσόντων. Ο δαιμόνιος συντάκτης φερόταν ότι είχε ακολουθήσει κατά πόδας το απόσπασμα και ότι είχε παρακολουθήσει τις εξελίξεις από απόσταση αναπνοής. Η σιγαλιά του ρουμανιού μάς αγκάλιαζε μαζί με την ομίχλη, που φαινόταν να βγαίνει από τη γη και να ανυψώνεται στα δέντρα. Το πρώτο φως του ξημερώματος έδινε μια απόκοσμη όψη στο τοπίο. Ουδείς εκινείτο. Οι άνδρες του αποσπάσματος είχαν λουφάξει υπομένοντας αγόγγυστα την υγρασία, αψηφώντας το μούδιασμα των ανθρώπινων μελών. Ο φόβος με είχε καταλάβει και έπιανα τον εαυτό μου να τεντώνει τα αυτιά στο παραμικρό. Τότε κάποιος σύρθηκε μέχρι τον ενωμοτάρχη και του υπέδειξε κάτι άγνωστο σε εμάς τους υπολοίπους. Ακολουθώντας την κατεύθυνση του χεριού του, στράφηκα προς το σημείο εκείνο όπου ανάμεσα στις κορυφές των δέντρων κάτι άστραφτε διακεκομμένο, σαν είδος σήματος. Τότε, ο πιο δεινός σκοπευτής πήρε θέση πυροβολώντας μία και μοναδική φορά. Ακούστηκε κραυγή πληγωμένου άνδρα και ακολούθησε ομοβροντία έως ότου το πεδίο της μάχης εσίγησε. Άνοιξα τα μάτια έντρομος και κάθιδρος για να αντικρίσω κορμούς δέντρων φαγωμένους από άστοχες βολές, σωρούς κλαδιών καταγής και πάνω σε στρώμα


Ο Φύλακας στον Φάρο

39

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ψυχορραγούντων φθινοπωρινών φύλλων, τον πληγωμένο χωροφύλακα. Ο ενωμοτάρχης έκανε νόημα και δύο άντρες του σύρθηκαν έρποντας έως το σημείο της πρώτης βολής. Το πτώμα του άτυχου ληστή είχε κυλήσει στο πλάι άψυχο, όμως λαμπρό ως και στο θάνατο. Δίπλα του ευρέθη ένα κομμάτι γυαλί και μία λάμα ξυρίσματος για να επιβεβαιώσει ότι ο ωραίος Σπέθουλας δεν εξεχνούσε την φροντίδα της κόμης και της γενειάδας του ακόμη και τις τελευταίες του ώρες. Στο τελευταίο άρθρο η Ελένα διάβασε ότι η συμμορία των ληστών είχε εξαρθρωθεί, όμως ο Γεώργιος δεν είχε βρεθεί ακόμη. Μήπως ο Σπέθουλας είχε βάλει να τον σκοτώσουν γνωρίζοντας ότι πλησίαζε και το δικό του τέλος ή μήπως ο εξασθενημένος οργανισμός του εφήβου δεν είχε αντέξει την ταλαιπωρία; Η τελευταία πράξη του δράματος έμελλε να παιχτεί ξανά στο Καταφύγι όταν η Μαρούλα, μοναχοκόρη του Απόστολου Τόλια, ξύπνησε στη μέση της νύχτας από έναν επίμονο θόρυβο που έμοιαζε με νιαούρισμα. Αποδείχτηκε όμως πως έξω από την πόρτα της έστεκε κλαίγοντας υστερικά δίπλα στο πτώμα του πατέρα της ο Γεώργιος Μανωλάς. Κάποιος είχε κόψει τον λαιμό του Τόλια με την ίδια λεπίδα που χρησιμοποιούσε ο Σπέθουλας. Δεν έγινε ποτέ γνωστό ποιος ήταν εκείνος που εκτέλεσε την αποτρόπαια πράξη, ούτε όμως και ο Γεώργιος ήταν σε θέση να πει το παραμικρό.


40

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

10. Καταφύγι

Όταν ο Δελής ο νεώτερος ή Σίλας τής μίλησε για το νυχτέρι, η Ελένα δεν κατάλαβε τι εννοούσε. Ούτως ή άλλως ο τύπος έδειχνε λίγο αλλού. Με μακριά μαλλιά και μούσι έφερνε περισσότερο σε οργισμένο φοιτητή παρά σε επαγγελματία. Εκείνος γέλασε όταν τον ρώτησε γιατί ονόμασε το πρακτορείο τρύπα του λαγού, αλλά δεν της εξήγησε. Και δεν είχε καν προσέξει την εμφάνισή της. Θα μπορούσε να φοράει μπούρκα και να την κοιτάζει με το ίδιο ελαφρά αλλήθωρο, ελαφρά απλανές βλέμμα. Καθώς αναμασούσε τη συνάντησή τους, η Ελένα αναρωτήθηκε τι θα έβρισκε στο Καταφύγι. Το μόνο που είχε μάθει ήταν ότι ο Γεώργιος Μανωλάς είχε βρεθεί νεκρός στο ίδιο σημείο όπου εβδομήντα σχεδόν χρόνια πριν τον είχε συναντήσει η συμμορία του Σπέθουλα. «Να πας στο Καταφύγι, θα σου αρέσει. Ο τόπος είναι υπέροχα στοιχειωμένος!» μονολόγησε η Ελένα μιμούμενη τον Σίλα. «Δεν πάει καλά ο τύπος!» κούνησε το κεφάλι κι έστρεψε την προσοχή της στις σημάνσεις του δρόμου. Η πινακίδα την πληροφορούσε ότι ευθεία την χώριζαν 19 χιλιόμετρα από την Παραμυθιά ενώ στα αριστερά σε 3 χιλιόμετρα έφτανε στο Καταφύγι. Μια άλλη χειροποίητη και υπέρκομψη πινακίδα ενημέρωνε τον κάθε τουρίστα ότι ο ξενώνας Άρτεμη της οικογένειας Μαρδά βρισκόταν σε απόσταση δύο χιλιομέτρων πάνω στον δρόμο προς την Παραμυθιά. Η Ελένα δεν έδωσε καμία σημασία στο όνομα Μαρδάς θεωρώντας το απλή σύμπτωση. Τρεις μέρες μετά την επεισοδιακή συνάντησή τους, ένιωθε ακόμη το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι της όταν ανόητοι συνειρμοί τής θύμιζαν τον Άρη Μαρδά. Όσο κι αν η Ελένα μαγευόταν από το δέσιμο ή την τεχνοτροπία ενός κοσμήματος, τόση αδιαφορία αισθανόταν απέναντι σε κάποιο τοπίο. Στην είσοδο όμως του Καταφυγίου, η ανάσα της κυριολεκτικά κόπηκε. Φαιά σπίτια, όγκοι γρανίτη, στέγες στο κόκκινο της σκουριάς, δύο εκκλησίες, τρία ξωκλήσια περιμετρικά, κι από πάνω ένας ουρανός διάστικτος από τους ιριδισμούς της δύσης του ήλιου. Η γεωγραφική θέση του χωριού συνταίριαζε τον ωχρό βράχο με το βαθύ πράσινο του έλατου που στεφάνωνε τη Σκάλα, μοναδικό τρόπο προσέγγισης μέχρι την κατασκευή του δρόμου. Η Ελένα θύμωσε με τον εαυτό της. Για δεύτερη φορά από την άφιξή της στην Ήπειρο, έπεφτε στην κατάσταση “χάνομαι, γιατί ρεμβάζω”. Ήρθε ξανά στην πραγματικότητα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του σκαραβαίου. Αυτή τη φορά η εμφάνισή της ήταν απλή και σοβαρή. Έσκυψε στο ντουλαπάκι του συνοδηγού και πήρε ένα ζευγάρι γυαλιών μυωπίας. Δεν τα είχε φυσικά ανάγκη, αλλά ενίσχυαν την εικόνα της Ελένα Στολτς που είχε σκοπό να εμφανίσει στον καρδιακό φίλο του


Ο Φύλακας στον Φάρο

41

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μανωλά, Βασίλη Δελή. Δεν είχε αποφασίσει ακόμη ποιο κομμάτι της αλήθειας θα του αποκάλυπτε, όμως οι αυτοσχεδιασμοί ήταν το μεγάλο της ατού. Πεζή ακολούθησε το ανηφορικό δρομάκι που έβγαζε στην πλατεία. Ο ήλιος είχε πια δύσει και οι περίτεχνοι φανοστάτες είχαν μόλις ανάψει. Καθώς προχωρούσε, διέκρινε κινήσεις, φευγαλέες σκιές. Άκουσε υπόκωφα βήματα, κάποιος έκλεισε με βιασύνη μια πόρτα. Το σπίτι του Μανωλά ήταν μισοσκότεινο με τα παντζούρια ορθάνοιχτα. Το εσωτερικό του έμοιαζε να φλέγεται από το τρεμούλιασμα των αναμμένων κεριών. Το δωμάτιο μύριζε λιβάνι και βαρύ καφέ. Δεν υπήρχε κόσμος, πέρα από μια γυναίκα που έμοιαζε να ψέλνει με σκυμμένο κεφάλι και έναν ηλικιωμένο άνδρα, που προφανώς ήταν ο Βασίλης Δελής. Η Ελένα κάθισε αμίλητη ώσπου η γυναίκα σηκώθηκε και τράβηξε κατά την κουζίνα. Έχοντας μείνει μόνη με τον μοναδικό άνθρωπο που μπορούσε να της πει κάτι για τον Μανωλά, έψαχνε να βρει λόγια, το παράδοξο όμως της κατάστασης μάλλον την είχε βγάλει από τα νερά της. Παρατήρησε τη φωτογραφία του νεκρού, τοποθετημένη πάνω σε ένα χαμηλό τραπέζι όπου άναβαν δύο μεγάλα κεριά. Δεν μπορούσε να βρει καμία ομοιότητα με την Ειρήνη ή Κρινιώ ούτε είδε κάποιο δαχτυλίδι να στολίζει το χέρι του. Η γριά επέστρεψε φέρνοντας ελληνικό καφέ. Τον άφησε δίπλα της και εξαφανίστηκε. Αυτός που υποτίθεται πως ήταν ο Δελής την κοιτούσε αμίλητος. Προφανώς το νυχτέρι ήταν ο φόρος τιμής στον νεκρό, που είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια εδώ και περίπου σαράντα ημέρες, ένα ετεροχρονισμένο ιδιότυπο ξενύχτι πριν το μνημόσυνο της επόμενης ημέρας, και η φροντίδα κανείς να μη διακόψει τον αιώνιο ύπνο του με αχρείαστα λόγια. Η Ελένα τα έβαλε με τον εαυτό της. Τι θα έκανε μέχρι το επόμενο πρωί; Τι είχε στο μυαλό της, ότι πήγαινε σε πάρτι όπου μπορούσε να πιάσει κουβέντα και να μάθει όλα τα κουτσομπολιά; «Πιες τον καφέ για να τον συγχωρήσεις!» Η βαθιά και καλλιεργημένη φωνή του ηλικιωμένου τής προκάλεσε έκπληξη. Η Ελένα ήπιε μια γουλιά από τον πικρό καφέ παρατηρώντας τον χώρο. Το δωμάτιο ήταν ευρύχωρο, φτωχό όμως σε έπιπλα. Στον απέναντι τοίχο δέσποζε ένας μεγάλος βενετσιάνικος καθρέφτης μισοσκεπασμένος με ένα μαύρο πανί, δοξασία θανάτου κοινή στους περισσότερους λαούς. «Σε έχω ξαναδεί» της είπε ο άνδρας και η Ελένα στράφηκε και τον κοίταξε προσεκτικά, δεν της θύμιζε όμως το παραμικρό. «Μου ζήτησες την εφημερίδα μου. Δύο ημέρες πριν, σε ένα καφενείο της Ηγουμενίτσας». Τότε μόνο πρόσεξε το ψάθινο καπέλο που είχε ακουμπισμένο στα πόδια του. Ο ασθματικός ηλικιωμένος, αυτός ήταν! «Ο εγγονός μου με ειδοποίησε ότι με έψαχνες. Ποιος σε έστειλε σ’ εμένα;» «Ένας ψαράς κάτω στις Αλυκές». «Γιατί ζητούσες να μάθεις για τον Γεώργιο;»


42

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ελένα ζύγισε τον συνομιλητή της. Δεν έβγαζε κάτι το αρνητικό και για πρώτη φορά στη ζωή της αποφάσισε να μην πει ψέματα, όχι όμως και όλη την αλήθεια. Εδώ που είχε φτάσει δεν θα ωφελούσαν τα μισόλογα. Εξάλλου ο Δελής δεν έμοιαζε στον Νικολό, που η καλή παρέα και το ούζο έλυναν τη γλώσσα του. Ο Δελής ήταν άλλη πάστα ανθρώπου. Προσπάθησε να μαντέψει ποιο ήταν κάποτε το επάγγελμά του. Σοβαρός, τυπικός, κάτι σχετικό με την εκπαίδευση ίσως; «Τι σχέση έχεις με τον Μανωλά; Ποιος σε στέλνει;» ξαναρώτησε ο Δελής. «Θέλω την αλήθεια, όχι αυτά που αράδιασες στον Νικολό!» της είπε αυστηρά. Για ένα πράγμα περηφανευόταν η Ελένα: πως δεν είχε βρεθεί άνθρωπος ικανός να την αποστομώσει. Έλα όμως που τώρα ένιωθε σαν να την είχαν κολλήσει στον τοίχο. «Ο μπαρμπέρης, όπως τον ήξεραν όλοι, σκοτώθηκε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο το 1940, στα βουνά που φωτογράφιζε επτά χρόνια πριν. Το θυμάμαι πολύ καλά. Ο πατέρας μου έχασε τη ζωή του στην ίδια μάχη. Καθόλου περίεργο που δεν το γνωρίζεις βέβαια, αφού ο μπαρμπέρης πέθανε άκληρος» είπε σαν να τη μάλωνε. «Πιστεύετε ότι ο χώρος και ο χρόνος επιτρέπουν μια τέτοια συζήτηση;» Η Ελένα αποπειράθηκε να υπεκφύγει σιχτιρίζοντας από μέσα της. Εντελώς επιπόλαια είχε υπερεκτιμήσει τις ικανότητές της και ταυτόχρονα είχε υποτιμήσει τον συνομιλητή της. Ο Έριχ δεν ήταν που της είχε πει ότι αν ξεκινήσεις με ψέματα, τελικά πέφτεις στην ίδια σου την παγίδα; «Ο Γεώργιος θα είχε την ίδια περιέργεια» την αποστόμωσε με διακριτική ειρωνεία ο ηλικιωμένος. «Πολύ καλά!» Έβγαλε και του έδειξε τη φωτογραφία της Ειρήνης Μανωλά. «Πώς βρέθηκε στα χέρια σου αυτή η φωτογραφία;» ρώτησε αφού είχε μελετήσει προσεχτικά τη φθαρμένη απεικόνιση. «Η χήρα του Τζάκομπε Αλφιέρι τη βρήκε καθώς σκάλιζε παλιά πράγματα του άνδρα της». «Ο Γιάκοβος!» κάγχασε ο Δελής. «Ξανά στο προσκήνιο μετά από τόσες δεκαετίες. Τι ζητάει η Τερέζα Αλφιέρι, λοιπόν;» «Με τι ασχολείστε;» ρώτησε η Ελένα θορυβημένη από την αναφορά στο όνομα της εργοδότριάς της. «Εμμέσως πλην σαφώς, έκανα την ίδια ερώτηση, δεν μου έχεις απαντήσει όμως ακόμη. Δεν θα το πάρω προσωπικά αν και θα μπορούσα κάλλιστα να σιωπήσω και να σου πω να φύγεις. Όμως όπως βλέπεις, ο Γεώργιος ακόμη και στον θάνατό του, είναι μόνος, Ορισμένα πράγματα δεν αλλάζουν στις μικρές κοινωνίες. Οι ιδιορρυθμίες δεν συγχωρούνται. Για να ικανοποιήσω λοιπόν την περιέργεια ή τη φιλομάθειά σου, υπήρξα επί σαράντα πέντε συναπτά έτη φιλόλογος. Λοιπόν, Ελένα, που δεν γνωρίζω ακόμη το επίθετό σου;» «Ελένα Στολτς. Ο άνδρας μου είναι Ελβετός δικηγόρος. Η προσωπική μου γνωριμία με τη χήρα Αλφιέρι και η δική της εντολή με έχουν φέρει στην Ελλάδα».


Ο Φύλακας στον Φάρο

43

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Με αυτά τα λόγια, η Ελένα έβγαλε την επιστολή της Τερέζας Αλφιέρι που επιβεβαίωνε τα λεγόμενά της. «Είναι στα ιταλικά» του διευκρίνισε, όμως ο ηλικιωμένος έγνεψε δίνοντάς της να καταλάβει ότι ήταν γνώστης της γλώσσας. Ο Δελής μελέτησε προσεκτικά τη χειρόγραφη σελίδα με το τυπωμένο οικόσημο των Αλφιέρι κι έστρεψε τα μάτια στην Ελένα περιμένοντας τη συνέχεια. «Η κοντέσα επιθυμεί να μάθει ποια είναι η τύχη τριών σημαντικών έργων του ζωγράφου» απάντησε η Ελένα γεμάτη αυτοπεποίθηση. «Αλλά δεν επιθυμεί στο ελάχιστο να μάθει, ας πούμε, την τύχη ενός άλλου οικογενειακού κειμηλίου». Το χέρι του Δελή έδειξε το οικόσημο των Αλφιέρι. Χωρίς να περιμένει την απάντηση της Ελένα, συνέχισε: «Η μελέτη της ιστορίας ήταν για εμένα όχι μόνο επιταγή του επαγγέλματός μου αλλά και προσωπική μου τέρψη. Πολλές φορές χρειάστηκε να διασταυρώσω πληροφορίες και κείμενα. Μετά τη συνταξιοδότησή μου, το πάθος μου έγινε μεγαλύτερο. Τα τελευταία χρόνια με τη βοήθεια του εγγονού μου που έχει κληρονομήσει την περιέργεια και φιλομάθειά μου, κατόρθωσα να εντρυφήσω και στη σύγχρονη τεχνολογία, που ομολογώ δεν είναι καθόλου διαβολική όπως οι συνομήλικοί μου διατείνονται». Σίγουρα η Ελένα είχε βρει τον δάσκαλό της. Είχε μπροστά της έναν διαδικτυακό ηλικιωμένο ιστορικό. «Και βέβαια η Ελένα Στολτς μιλάει αρκετά καλά τα ελληνικά. Άλλη μία σύμπτωση;» «Ήταν και ο λόγος που έκανε την Τερέζα Αλφιέρι να μου εμπιστευτεί την υπόθεση. Είμαι Ελβετίδα υπήκοος, αλλά έχω ελληνικές ρίζες». «Η ηλικία σου όμως είναι αρκετά μικρή. Θα το παραβλέψω και θα αρκεστώ σε ό,τι μου πεις». «Και το δικό μου πάθος είναι η έρευνα. Ασχολούμαι με την τέχνη» εκμυστηρεύτηκε η Ελένα κρατώντας για τον εαυτό της τα υπόλοιπα. «Άδικο κόπο έκανε η κοντέσα. Σε ελάχιστο χρόνο θα έπαιρνε απάντηση στα ερωτήματά της. Η έκφραση της Ελένα δεν άλλαξε στο παραμικρό, περιμένοντας υπομονετικά τον άνδρα να συνεχίσει. Σ’ αυτές τις ηλικίες, η ανάγκη της συντροφιάς και της εκμυστήρευσης συνήθως υπερίσχυε. Εκείνη τη στιγμή έκανε την είσοδό της μια ομάδα ανθρώπων πάνω κάτω στην ηλικία του Δελή. Σταυροκοπήθηκαν κι απόμειναν να κοιτάζουν τη φωτογραφία του νεκρού με μια έκφραση ανάμικτου φόβου και ανακούφισης. «Το χωριό έβαλε στην άκρη τις δεισιδαιμονίες του, τουλάχιστον προσωρινά. Οι νεκροί συγχωρούνται. Έλα μαζί μου. Ας τους αφήσουμε να τον τιμήσουν με τον δικό τους τρόπο» είπε ο Δελής και την οδήγησε σε ένα άλλο δωμάτιο απροσδιόριστης χρήσης. Άναψε το φως και της έκανε νόημα να περάσει. Η Νέμεσις του Τζάκομπε Αλφιέρι, σε όλο το ζοφερό της μεγαλείο, απέσπασε ολοκληρωτικά την προσοχή της Ελένα. Ο πίνακας ήταν μεσαίων διαστάσεων και ο


44

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ζωγράφος είχε χρησιμοποιήσει άφθονη ποσότητα βερμίλιον προς το κέντρο του, όχι για να απαλύνει τις εντυπώσεις, αλλά για να κάνει πιο έντονη τη θεματική αντίθεση. Η Ελένα είχε τη δυνατότητα να παρατηρήσει και την παραμικρή λεπτομέρεια εκ του φυσικού. Και πράγματι υπήρχαν κάποια στοιχεία που της είχαν ξεφύγει στον υπολογιστή. Το ένα ήταν το οικόσημο του Αλφιέρι το οποίο απεικονιζόταν αχνά πάνω στο βαγονέτο. Το άλλο ήταν ένα ανδρικό χέρι που πρόβαλε από το σκοτάδι της δεξιάς μεριάς του πίνακα. Σαστισμένη στράφηκε στον Δελή. «Θα με ρωτήσεις πού βρίσκονται οι άλλοι δύο και γιατί ο φίλος μου διάλεξε να κρεμάσει μόνο αυτόν. Προφανώς γνωρίζεις τις απαντήσεις». «Ο Μανωλάς λοιπόν αγόρασε τους πίνακες;» «Ακριβώς. Ήταν το 1962, λίγο πριν πεθάνει ο Αλφιέρι. Δεν ήρθαν σε καμία προσωπική επαφή. Η πώληση έγινε μέσω δικηγόρου». «Αυτοί οι πίνακες…» «Τι θα απογίνουν; Η Αμάλθεια και η Λαγνεία δωρίζονται εκ νέου στην κοντέσα Αλφιέρι. Αυτή ήταν η επιθυμία του Γεώργιου. Όσο για την Νέμεσι, την κληροδοτεί αλλού. Σε κάποιον από τους ευνοούμενούς του, ένα άτομο που ποτέ μου δεν κατάλαβα τι κοινό θα μπορούσε να έχει με τον Μανωλά, εκείνος όμως έκρινε πάντα με διαφορετικά κριτήρια». Η Ελένα κατάλαβε σε τι αναφερόταν ο Δελής. Προσωπικά τής ήταν αδιάφορες οι σεξουαλικές επιλογές των άλλων. «Το πιο θρασύ άτομο που έχω συναντήσει στη ζωή μου! Είμαι σίγουρος ότι αύριο θα εμφανιστεί στο μνημόσυνο. Στην κηδεία είχε έρθει μόνο η γυναίκα του, η Ουρανία, συγγενής του Γεώργιου. Ο Λευτέρης Μαρδάς δεν αφήνει να του ξεφύγει η παραμικρή ευκαιρία» πρόσθεσε βλοσυρά. Κανένας δε μπορεί να αποφύγει τη μοίρα. Για μια ακόμη φορά το όνομα Μαρδάς μπλεκόταν στα πόδια της, σκέφτηκε η Ελένα.


Ο Φύλακας στον Φάρο

45

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

11. Στη Σκάλα, Καταφύγι, 1940

Αν και είχαν ξεκινήσει ακριβώς τη στιγμή που ο ήλιος έπιανε να φωτίζει το πυκνό ελατόδασος, μία ώρα μετά η πορεία είχε γίνει εξαντλητική. Ο Γεώργιος σκέφτηκε πως ήταν τυχερός, αυτός τουλάχιστον καβαλούσε τη γαϊδουρίτσα. Σαν για να επιβεβαιώσει το άστρο του, έσκυψε και χάιδεψε το μαλακό τρίχωμα του ζωντανού. Εκείνο απάντησε μ’ έναν ακαθόριστο ήχο, τρεμόπαιξε τα ρουθούνια του, και τέντωσε τα αυτιά του στον σκονισμένο αέρα. Ο Γεώργιος ανασήκωσε το ψάθινο καπέλο του, σφούγγισε τον ιδρώτα από το μέτωπο και στύλωσε το βλέμμα ίσια μπροστά. Το κουρνιαχτό δεν έλεγε να καταλαγιάσει, οι φωνές αυτών που προπορεύονταν όμως έφτασαν ξεκάθαρα στα αυτιά του. «Τι είναι; Τι είναι;» «Πεθαμένος είναι;» «Ανασαίνει! Φέρτε νερό!» Ο Γεώργιος πλησίασε το σημείο όπου σαν το μπουλούκι είχαν μαζευτεί οι συνταξιδιώτες του. Να που το τέλος του παραθερισμού τους ερχόταν να το σκιάσει αυτός ο καταματωμένος άνδρας, που μαζεμένο κουβάρι είχε γίνει ένα με το κακοτράχαλο μονοπάτι. Ένας ακαθόριστος φόβος τού έσφιξε τα σωθικά. Κάτι το αφύσικο πλανιόταν, κάτι τον παραξένευε και τον τρόμαζε συνάμα. Άλλη στιγμή θα δικαιολογούσε τον φόβο του. Μήπως δεν ήταν ακόμη νωπός ο χαμός της μητέρας του; Αν και ο Απόστολος διέδιδε πως ο θάνατός της δεν ήταν ατύχημα παρά δουλειά του αρχιεργάτη, που είχε τολμήσει να σηκώσει τα μάτια του στη γυναίκα του διευθυντή, κανείς άλλος δεν βρέθηκε να πει κακό λόγο για τον Γιάννη Σπέθουλα. Μα δεν είχαν έτσι τα πράγματα. Ο αρχιεργάτης τού έμοιαζε καλός άνθρωπος, που δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με τη μητέρα του και τον Ιάκωβο. Αυτός ο ίδιος, τρελαμένος έφηβος, ήταν που έτρεχε ξοπίσω από το ζευγάρι, ερωτευμένος με τον ζωγράφο, τρομάζοντας συνάμα για το τι θα έλεγε ο πατέρας του αν μάθαινε πως ο γιος του ήταν γυναικωτός. Καλύτερα που όλο το καλοκαίρι παραθέριζε στο Καταφύγι. Ο πατέρας του από φόβο για τα ασθενικά του πνευμόνια ακολούθησε τη συμβουλή του γιατρού. Ο καθαρός αέρας θα έκανε καλό στο ισχνό σώμα και την κακοπαθημένη καρδιά του. Ο Γεώργιος μεμιάς εγκαταστάθηκε στο σπίτι που υπέδειξε ο Απόστολος. Η μελαγχολία του έδωσε τη θέση της σε ένα αχνό χαμόγελο, και αν δεν ήταν η ένα χρόνο μεγαλύτερή του Μαρούλα να τον ζαλίζει με τις περιποιήσεις της, ο θάνατος της μητέρας του θα του έμοιαζε εφιάλτης που έφυγε σαν σηκώθηκε από τον ύπνο του.


46

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Γιατί πραγματικά δεν θυμόταν ή μπορεί και να μην ήθελε να θυμηθεί τι ακριβώς είχε συμβεί σε εκείνον τον τελευταίο περίπατο στις αλυκές. Τα πουλιά είχαν λουφάξει βουβά, πόση ώρα αλήθεια; Η απόλυτη ησυχία τρυπούσε τα αυτιά. Η φύση είχε σωπάσει, ακόμα και ο αέρας είχε πυκνώσει γύρω τους. Ο Γεώργιος κοίταξε τους υπόλοιπους, που έμοιαζαν να μοιράζονται τη δική του ανησυχία. Κι έτσι ξαφνικά, ο φόβος απόκτησε ήχο και χρώματα ξανά καθώς από το πουθενά ξεπετάχτηκαν τέσσερις καβαλάρηδες ζωσμένοι μαχαίρια και όπλα. «Παγίδα! Σκορπιστείτε!» ακούστηκε μια ξέπνοη φωνή. Στη στιγμή το αιματοβαμμένο κορμί ζωντάνεψε. Το κουβάρι αναδιπλώθηκε, δεν ήταν πια ένα σώμα για λύπηση παρά ένας άνδρας φοβερός που κράδαινε μαχαίρι κι απειλούσε: «Μην κουνηθεί κανείς σας, αν τη θέλετε τη ζωή σας. Δεν το έχω σε τίποτα να κόψω μερικούς λαιμούς!» Πού να τολμήσουν να παρακούσουν; Εξάλλου οι πιο πολλοί ήταν γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι. Ο Γεώργιος, γεμάτος περιέργεια, θαυμασμό, αλλά και τρόμο, έστρεψε τα μάτια σε αυτόν που έμοιαζε ο αρχηγός. Παρά τη σκόνη που είχε κάτσει βαριά στο κορμί του, το ανάστημά του έμοιαζε γίγαντα, τα μακριά του μαλλιά, που έφταναν κάτω από τους ώμους, είχαν το στιλπνό χρώμα του ώριμου κάστανου, και τα ρούχα του έμοιαζαν γιορτινή φορεσιά, τόσο ασήμι είχαν επάνω τους. Κι αν η πολύπαθη χώρα είχε ησυχάσει από τους ληστές πέντε χρόνια πριν, να που ο Σπέθουλας είχε αποφασίσει να ξαναζήσει άλλες εποχές. Για τον αρχιεργάτη των αλυκών η τροπή που είχε πάρει η υπόθεση της Ειρήνης Μανωλά δεν του είχε αφήσει άλλο περιθώριο παρά να καταφύγει στα βουνά μακριά από την τσιμπίδα του νόμου. Ο Γεώργιος περιεργάστηκε παγωμένος το αγριεμένο πρόσωπο, όμως κάτω από τα πυκνά γένια διέκρινε την υποψία του χαμόγελου καθώς ο φυγόδικος κάρφωσε τα μάτια του βαριά επάνω του. «Πού είναι ο γιος του Μανωλά;» Η φωνή του ακούστηκε παράδοξα μειλίχια σαν να ρωτούσε από απλή περιέργεια. Ο Γεώργιος πάνιασε κι έφερε ασυναίσθητα το χέρι στο στήθος, που έμοιαζε να τον βαραίνει λες και ο παραθερισμός απλά επιδείνωσε την κατάστασή του. Τότε αυτός που νόμιζαν για μισοπεθαμένο προχώρησε με ζωηρά βήματα και ο Γεώργιος, που δεν έλεγε να ξεκολλήσει τα μάτια από τα τσαρούχια του που πατούσαν και τράνταζαν τη γη, άκουσε μόνο τη γεμάτη σιγουριά απάντηση κάποιου από τους συμπορευτές του. Δυο ζευγάρια χέρια τον άρπαξαν και τον κατέβασαν από το γαϊδούρι, τον κύκλωσαν μη και ξεφύγει. Πρόλαβε να δει το πρόσωπο του Απόστολου κοντά στο δικό του να τον κοιτάζει παράξενα. Πώς να ξεφύγει αλήθεια; Ούτε του πέρασε από τον νου. Οι ληστές κι αυτός είχαν ένα κοινό: το χρήμα. Εκείνοι το ζήταγαν, κι ο πατέρας του είχε μπόλικο να ξοδέψει.


Ο Φύλακας στον Φάρο

47

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Εσείς οι υπόλοιποι, θα κάτσετε εδώ. Θα πάει μεσημέρι, και μετά θα ξεκινήσετε. Και να μηνύσετε στο Μανωλά πως για να πάρει πίσω το παιδί του, θα κάνει ακριβώς ό,τι γράφει εδώ μέσα» είπε ο αρχιληστής και παρέδωσε στους έκπληκτους παραθεριστές το διπλωμένο γράμμα στολισμένο με τη σφραγίδα του, λες και χρειαζόταν αυτή η τελευταία για να επιβεβαιώσει το τρομερό γεγονός.

Στη Σκάλα, Καταφύγι, 2007 Ο Δελής είχε την τύχη και την ατυχία μαζί να είναι αυτόπτης μάρτυρας της απαγωγής του Γεώργιου Μανωλά και ό,τι είχε διηγηθεί στην Ελένα ήταν οι δικές του αναμνήσεις συνταιριασμένες με εκείνες του εκλιπόντος φίλου του. Σε αυτή τη μεριά του χωριού, στη Σκάλα, ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει δεκαετίες πριν. Η Ελένα παρατηρούσε το τοπίο έχοντας ζωντανή την εικόνα που μόλις της είχε περιγράψει ο Βασίλης Δελής. Είχε την εντύπωση πως ακόμη και η ίδια μπορούσε να δει και να ακούσει τη ληστρική παρέα, τον πανικό, τα παγωμένα πρόσωπα, τον φόβο και τον θαυμασμό μαζί. Ο Γεώργιος Μανωλάς αναπαυόταν σε τόπο χλοερό, όπως τα λόγια του ιερέα είχαν διαβεβαιώσει όσους παρακολούθησαν το μνημόσυνο. Ο κόσμος ήταν ελάχιστος, όμως ακόμη και αν ο ίδιος ο Δελής δεν της υποδείκνυε τον άνδρα που άκουγε στο όνομα Λευτέρης Μαρδάς, εκείνος έκανε αισθητή την παρουσία του σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Παρότι απείχε ελάχιστα από το να συμπληρώσει τα εξήντα του χρόνια, όπως την πληροφόρησε ο Δελής, η εμφάνισή του ήταν ακόμη αρρενωπή. Η γαμψή μύτη και τα κάπως σμιχτά φρύδια δεν αφαιρούσαν γοητεία από τον κομψοντυμένο άνδρα που είχε βγει αεράτος από μια μερσεντές με φιμέ τζάμια. Η σοβαρή του έκφραση δεν ξεγέλασε την Ελένα, που σε απόσταση ασφαλείας τον παρατηρούσε πώς έπιανε την κουβέντα και χαιρετούσε με εγκάρδιο ύφος όποιον τον πλησίαζε, σαν να αποτελούσε κι αυτό μέρος κάποιας προεκλογικής εκστρατείας. Ο άνδρας είχε ένα παγωμένο χαμόγελο, μόνιμο εκφραστικό του στοιχείο, που όμως δεν την ξεγελούσε. Τον ήξερε τον τύπο του, πολλές από τις γνωριμίες της λειτουργούσαν με τον ίδιο κώδικα. Ο Δελής δεν τον πλησίασε καν, η αντιπάθειά του ήταν ολοφάνερη. Η Ελένα πήρε τα κιάλια και σάρωσε το τοπίο. Στρέφοντας το σώμα της σε γωνία εξήντα μοιρών, μπορούσε να διακρίνει τον ξενώνα Άρτεμη. «Ο επόμενος προορισμός μου» ανακοίνωσε στον Βασίλη Δελή. Το μόνο άτομο που αυτή τη στιγμή συνδεόταν με τον Μανωλά ήταν ο ιδιοκτήτης του ξενώνα


48

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

12. Ξενώνας Άρτεμη

Η ψηλή ξανθιά στην υποδοχή ήταν η κόρη του Μαρδά. Η εμφάνισή της ήταν άψογη, το ψυχρό της βλέμμα όμως σκλήραινε το όμορφο πρόσωπό της. Της είπε ότι λυπόταν, δεν υπήρχαν προς το παρόν διαθέσιμα δωμάτια, μπορούσε όμως να καθίσει στο σαλόνι. Περίμενε επιβεβαίωση μιας κράτησης, δεν θα καθυστερούσε ιδιαίτερα. Η Ελένα προτίμησε να περιμένει έξω. Περιεργάστηκε το κτίριο παρατηρώντας ότι η γκρίζα πέτρα αποτελούσε και εδώ το κύριο υλικό δόμησης. Τα μακρόστενα παράθυρα και τα στενά μπαλκόνια του ξενώνα έδιναν την εντύπωση φρουρίου. Ο εξωτερικός χώρος ήταν πολύ περιποιημένος, με πλακόστρωτα μονοπάτια και σιδερένια παγκάκια. Διάλεξε ένα σχετικά απόμερο σημείο, που όμως της έδινε τη δυνατότητα να εποπτεύει απαρατήρητη. Το καλό ήταν ότι προς το παρόν ο Λευτέρης Μαρδάς δεν φαινόταν πουθενά. Στο μνημόσυνο η Ελένα είχε φροντίσει να παρακολουθεί από μακριά για να μη δώσει στόχο. Για την ώρα το χαμηλό προφίλ ήταν η καλύτερη λύση. Έπαιζε έξω από το γήπεδό της κι έπρεπε να ακολουθήσει τους κανόνες του παιχνιδιού. Πέρασε ξανά από το μυαλό της τη συζήτηση με τον Δελή εξετάζοντας τα επίμαχα σημεία ένα προς ένα. Γιατί ο Μανωλάς κληροδοτούσε τον συγκεκριμένο πίνακα στο συγκεκριμένο άτομο; Τι είχε απογίνει η κόρη του προδότη Τόλια; Και ο Νικολός και ο Δελής, ο καθένας με τον τρόπο του, της είχαν δώσει να καταλάβει ότι η κοπέλα είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της. Ορφανή πλέον και από τους δύο γονείς, υπήρξε το εύκολο θύμα του κάθε προικοθήρα. Αν η γυναίκα αυτή ζούσε, θα ήταν κάπου ογδόντα πέντε χρονών. Η Ελένα σκεφτόταν σαν σε παραλήρημα, δεν της διέφευγε όμως ότι τα συμπεράσματα ήταν φτωχά και ελάχιστα τεκμηριωμένα. Αν ο Μανωλάς κρατούσε μυστικά, δυστυχώς τα είχε πλέον πάρει στον τάφο του. Εκτός αν τα είχε εμπιστευτεί στον Δελή. Γιατί άλλωστε ο τελευταίος να τα μοιραστεί μαζί της; Παρά την προχωρημένη του ηλικία, ο Βασίλης Δελής τα είχε τετρακόσια και δεν έμοιαζε καθόλου με άνθρωπο που μπορούσε να πιαστεί στο δόκανό της. Το σημείο που έπρεπε να εστιάσει προς το παρόν ήταν η σχέση του Μανωλά με τον Λευτέρη Μαρδά. Θα μπορούσε ακόμη και να καταφύγει στις γνωστές της μεθόδους, για να κερδίσει τη συμπάθεια του ιδιοκτήτη του ξενώνα. Το ένστικτό της όμως την προειδοποίησε ότι αυτή τη φορά έπρεπε να είναι προσεκτική. Τα λόγια της κοντέσας Αλφιέρι για την κατάρα που συνόδευε τον σφραγιδόλιθο της Γένουας αντήχησαν ξανά στα αυτιά της. Το να πιστεύει ή έστω απλά να επαναλαμβάνει αυτές τις δεισιδαιμονίες όμως ήταν εντελώς ανόητο. Ένιωσε την ανάγκη να ουρλιάξει για να ξεθυμάνει. Την είχε καταλάβει μια νωχέλεια, σαν να αργοβούλιαζε σε βάλτο. Αυτή η ακινησία την αρρώσταινε. Ακόμη κι αν δεν έβρισκε δωμάτιο, είχε πάντα τη δυνατότητα να πάει για ιππασία στη φάρμα


Ο Φύλακας στον Φάρο

49

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μαρδά παραμερίζοντας την αντιπάθειά της για τον ιδιοκτήτη της. Όσο το σκεφτόταν, τόσο αυτή η ιδέα τής φαινόταν καλύτερη. Επέστρεψε στον ξενώνα, αλλά δεν βρήκε κανέναν στην υποδοχή. Το ισόγειο έμοιαζε έρημο, μόνο ένα ηλικιωμένο ζευγάρι μελετούσε έναν χάρτη στο σαλόνι. Στράφηκε προς το γραφείο διεύθυνσης, σταμάτησε όμως καθώς άκουσε την εκνευρισμένη φωνή της Άρτεμης. Παρότι έστησε αυτί, δυστυχώς μπορούσε να ακούσει μόνο τη μία μεριά της συνδιάλεξης. «Όχι, Άρη! Τα έχουμε πει χίλιες φορές αυτά τα πράγματα. Δεν μπορώ να γίνω η νοσοκόμα της μαμάς!»… «Εσύ έχεις αναλάβει το σπίτι και εμείς τον ξενώνα. Εσύ είσαι ο πιο ωφελημένος αν το καλοσκεφτείς»… «Δεν ξέρω, κάνε ό,τι νομίζεις. Βρες μια γυναίκα να την προσέχει, να έχουμε κι εμείς το κεφάλι μας ήσυχο»... «Να βάλεις αγγελία. Δεν σκοπεύω να βγω στους δρόμους ούτε να ρωτάω τους πελάτες μας αν μπορούν να φροντίσουν μια νευρασθενική!»… «Ναι, Άρη! Είναι και δική μου μητέρα και νοιάζομαι. Δεν σκοπεύω όμως να το πω στον μπαμπά. Ξέρεις πολύ καλά ότι θα τον νευριάσω, γιατί στο τέλος θα αναγκαστώ να σε υπερασπιστώ. Δεν θέλω άλλα προβλήματα. Κανόνισε το θέμα κι όταν έρθω το επόμενο Σάββατο, θα το κουβεντιάσουμε». Η Ελένα άφησε την Άρτεμη Μαρδά να βράζει στο ζουμί της. Αυτή η τόσο εποικοδομητική οικογενειακή συζήτηση της είχε δώσει μια πολύ καλή ιδέα.


50

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

13. Βίλα Ροδώνας

Ο Άρης Μαρδάς έκλεισε αθόρυβα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της μητέρας του, έριξε για πολλοστή φορά μια ενοχλημένη ματιά στην εξωφρενική ελαιογραφία που κοσμούσε τον διάδρομο και κατέβηκε την εσωτερική σκάλα. Ένιωθε καλύτερα όταν ήταν μόνος στο σπίτι, την έπαυλη, όπως το είχε αποκαλέσει ο παππούς του όταν το έχτιζε προίκα στην κόρη του, Ουρανία, τριάντα χρόνια πριν. Η Άννα, η Βόσνια μαγείρισσα, καθαρίστρια και ό,τι άλλο προέκυπτε, είχε ρεπό, κι έτσι η ησυχία που επικρατούσε ήταν απόλυτη. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε καμία διάθεση για φαγητό παρότι η ώρα ήταν ήδη έξι. Κατέβηκε στην κουζίνα, μια αποτυχημένη απομίμηση ηπειρώτικης εσωτερικής αρχιτεκτονικής, κι έφτιαξε έναν εσπρέσο. Προτίμησε να κάτσει στο σκεπαστό μπαλκόνι, που άνοιγε σε έναν ορίζοντα μέχρι την Ηγουμενίτσα, χαρίζοντάς του την ψευδαίσθηση πως ήταν μόνιμα σε φυγή. Στην οικονομική κατάσταση που βρισκόταν θα έπρεπε να έχει πουλήσει τα πάντα και να έχει εγκατασταθεί στην Ιταλία όσο είχε ακόμη τη δυνατότητα. Η Όρια μπορεί να ήταν πολύ μεγαλύτερή του, το palazzo όμως στη Βενετία ήταν μια πραγματικότητα όπως και το ιδιωτικό αεροπλάνο που βρισκόταν πάντα σε ετοιμότητα για να ικανοποιήσει τα βίτσια και των δυο τους. Ο Μαρδάς ο νεότερος όμως, και σε αυτό διέφερε από τον πατέρα του, δεν έφτανε ποτέ σε τόσο ακραίες καταστάσεις. Δεν είχε σκοπό να ξεπουλήσει τον εαυτό του με αυτό τον τρόπο. Αγαπούσε τη φάρμα και τα άλογά του, απλά η επιπολαιότητα και ο ενθουσιασμός του τον είχαν οδηγήσει σε λάθος δρόμο. Ούτε που κατάλαβε πώς έμπλεξε με τον υπόκοσμο. Ανοίχτηκε για να αγοράσει δύο καθαρόαιμα και στη βιασύνη του να προλάβει την ευκαιρία, άνοιξε παρτίδες με ανθρώπους που μόνο ο πατέρας του μπορούσε να κουμαντάρει. Τα ποσά συντήρησης της φάρμας είχαν γίνει εξωφρενικά. Μία πώληση που παίχτηκε όσο ήταν στο Arezzo, ναυάγησε την τελευταία στιγμή κοστίζοντάς του ένα εικοσιτετράωρο στο τρέξιμο για να προλάβει να πάει στη Ρώμη, από εκεί Αθήνα και πάλι Ηγουμενίτσα, όλα αυτά με την ταχύτητα του φωτός, φτάνοντας πίσω λίγες ώρες αργότερα από τον σταβλίτη του και με ένα εισιτήριο πλοίου Αγκώνα-Ηγουμενίτσα αχρησιμοποίητο. Τι ήταν όμως αυτά τα έξοδα μπροστά στο ναυάγιο της πώλησης του Φειδία, του αλόγου που τόσο καμάρωνε για τις επιδόσεις του; Η απαισιοδοξία και η κατήφεια δεν ήταν του χαρακτήρα του, κι έτσι, απολαμβάνοντας ένα cohiba, σκέφτηκε πως πάντα υπήρχε φως στον ορίζοντα. Έριξε μια ακόμη ματιά στο άρθρο του δημοσιογράφου που είχε πληρώσει αδρά για να γράψει τα καλύτερα στη Θεσπρωτική Ηχώ. Μήπως ήταν ψέματα; Οι διακρίσεις του ήταν μία πραγματικότητα, και η φάρμα Μαρδά λειτουργούσε υποδειγματικά, -σε


Ο Φύλακας στον Φάρο

51

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αυτό το τελευταίο βέβαια, και ας μην το παραδεχόταν ποτέ μπροστά στους άλλους, συντελούσε ο Δήμος. Ήταν λαβράκι η περίπτωσή του, αυτό όμως δεν το γνώριζε τότε που τον είχε προσλάβει από καθαρή φιλανθρωπία και παρά τις φωνές του πατέρα του. Αν το καλοσκεφτόταν, δεν ήταν η ανθρώπινη αλληλεγγύη αλλά οι τύψεις και μόνο που τον οδήγησαν στο να φέρει τον Δήμο και τη Ραλλού στον Ροδώνα. Ακόμη κι αν δεν το είχε ομολογήσει ούτε στον ίδιο του τον εαυτό, έβλεπε καθαρά αυτό που αρνιόταν, ότι δηλαδή όσο ο καιρός περνούσε τόσο η φυσιογνωμία της μικρής άλλαζε και γινόταν η εικόνα του. Από τη μητέρα της, την Αντιγόνη, είχε πάρει μόνο τα μάτια, όμως τα χείλη, τα λακκάκια στα μάγουλα, η γραμμή του σαγονιού θα του θύμιζαν πάντα το δικό του ατόπημα. Η Αντιγόνη με τα καστανά μακριά μαλλιά της και την αθώα έκφραση στο πρόσωπο, μια νεράιδα φευγάτη και, εκτός των άλλων, μια παρακατιανή, όπως περιφρονητικά την αποκαλούσε ο πατέρας του. Κι όταν τη βρήκαν νεκρή κι είπαν όλοι πως ήταν ατύχημα και όχι αυτοκτονία, ώστε να έχει μια κανονική ταφή, η μόνη που πήγε στην κηδεία της ήταν η μητέρα του, και ίσως από τότε η μελαγχολία της έγινε πραγματικά ορατή. Ο Άρης δεν ήξερε πώς να χειριστεί την κατάσταση της μητέρας του αλλά και το θέμα της Ραλλούς, της κόρης που ούτε είχε αναγνωρίσει ούτε και το είχε σκοπό. Δεν ήθελε καμία ευθύνη, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να μην ασχολείται καθόλου. Είχε ένα βάρος στις πλάτες του είτε το επιθυμούσε είτε όχι. Χαιρόταν που η μικρή περνούσε καλά στον Ροδώνα, -ήταν ένα ήσυχο παιδί εξάλλου-, αλλά φοβόταν πως αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τις ευθύνες του. Στα αυτιά του ήχησε ξανά η δροσερή φωνή στο τηλέφωνο. Αν και απόρησε που η Άρτεμη τελικά ασχολήθηκε με το θέμα, δεν έκανε καμία ερώτηση στην κοπέλα. Κοίταξε το ρολόι του και σκέφτηκε πως δεν θα αργούσε να ικανοποιήσει την περιέργειά του. Ήλπιζε μόνο να μην ήταν κανένα εξάμβλωμα σαν εκείνα που είχαν παρουσιαστεί παλιότερα για να αντιμετωπίσουν την ίδια κατάσταση, τότε που στην ουσία είχε απειλήσει τον πατέρα του ότι θα σηκωνόταν να φύγει από τον Ροδώνα, κι εκείνος με τον φόβο να του μείνει αμανάτι η Ουρανία πρόσφερε απλόχερα τον μισθό για μία οικονόμο, έτσι το είπαν μη και φοβίσουν τις υποψήφιες αν έγραφαν στην αγγελία πως έπρεπε να φροντίσουν μιαν άρρωστη. Άρρωστη πραγματικά δεν ήταν η Ουρανία Μαρδά, όμως η μελαγχολία την είχε καθηλώσει στον μικρόκοσμο του σπιτιού, με μοναδική εξαίρεση τη φροντίδα του κήπου της. Και ο πατέρας του όπως και η αδελφή του είχαν αποποιηθεί κάθε ευθύνη, αρνούμενοι να αφήσουν τη βολή τους στον οικογενειακό ξενώνα. Ο Άρης κάκιζε την Άρτεμη, γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής οι κόρες είχαν την ευθύνη για τη φροντίδα της μητέρας και όχι οι γιοι. Α, σε αυτά τα πράγματα ήταν παραδοσιακός! Όσο για την αδελφή του, γνώριζε πολύ καλά ότι το Σάββατο θα ερχόταν για να δει τον Δήμο και όχι επειδή ενδιαφερόταν για την υγεία της Ουρανίας. Τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά από το πούρο του και γέλασε μόνος του καθώς αναρωτήθηκε τι να είχε περάσει από το μυαλό του πατέρα του όταν έδινε στα δύο


52

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του παιδιά αρχαία ελληνικά ονόματα. Ο ίδιος δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον θεό του πολέμου, όσο για την Άρτεμη, το τόξο και η φαρέτρα ήταν το μόνο που της έλειπε, αν πρώτα είχε εξασφαλίσει μια κούρα ομορφιάς σε ένα καλό σπα. Καθώς έσβηνε τα πούρο του, διέκρινε έναν κόκκινο σκαραβαίο που ανέβαινε με ταχύτητα τον δρόμο. Πειραγμένη μηχανή, δεν χρειαζόταν να είσαι ειδικός, το καταλάβαινε από τον θόρυβο και μόνο. Στηρίζοντας τα χέρια του στο μπαλκόνι, παρακολούθησε την πορεία του αυτοκινήτου καθώς διέσχιζε τα τελευταία μέτρα του ιδιωτικού δρόμου και με ένα απότομο φρενάρισμα σταματούσε στην απλόχωρη αυλή, εκτοξεύοντας ένα σύννεφο χαλίκια στον ουρανό.


Ο Φύλακας στον Φάρο

53

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

14.

Η Ελένα διασκέδασε τη διαδρομή βλέποντάς τη σαν μια ακόμη ευκαιρία να δοκιμάσει την αντοχή του πανάκριβου σκαραβαίου της. Ήταν δώρο του Έριχ, οπότε εκείνος δεν θα πρόβαλε την απαίτηση να τον πάρει πίσω μετά το διαζύγιο. Τα ηλιοκαμένα της πόδια πάτησαν γερά το χαλικόστρωτο μονοπάτι ενώ η ματιά της καρφώθηκε επιδοκιμαστικά στις συστάδες των τριαντάφυλλων που έδιναν την ψευδαίσθηση ενός κρεμαστού κήπου. Αναπνέοντας το γλυκερό άρωμά τους, δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει τις περιποιημένες βραγιές, τα δαιδαλώδη μονοπάτια, τα σιδερένια καθίσματα, όλα αυτά που σου έδιναν την εντύπωση ότι περπατούσες σ’ ένα ευρωπαϊκό πάρκο. Με δυσκολία αποτράβηξε το βλέμμα από τον χώρο που της θύμιζε τόσο έντονα βόλτες με τη Σοφία και τον Μίκαελ, σε άλλες εποχές, σε μια άλλη χώρα. Η αντανάκλαση που την τύφλωσε στιγμιαία ήταν το καθρέφτισμα του απογευματινού ήλιου σε αυτό που έμοιαζε τεχνητή λίμνη, δεν ήταν όμως παρά η πισίνα της βίλας, που ξεγελούσε με το σχήμα της. Αποδιώχνοντας την επιθυμία να βουτήξει στο νερό που την καλούσε, προχώρησε εκεί που το μονοπάτι χώριζε για να οδηγήσει στο σπίτι. Το πρώτο που της έκανε εντύπωση ήταν ο πέτρινος όγκος του και οι προεξοχές σαν σειρές από πολεμίστρες που περιτριγύριζαν την οροφή του επάνω πατώματος. Αυτή την ώρα οι τελευταίες αντανακλάσεις του ήλιου ζωήρευαν τις ροδαλές παραλληλόγραμμες πλάκες που ήταν διάσπαρτες ανάμεσα στις ακανόνιστες χρωματικές μορφές. Η βαριά δρύινη πόρτα, σκαλισμένη με ακατανόητα σύμβολα, δέσποζε στη μέση του κτιρίου. Τα κάτω φαρδιά μπαλκόνια ήταν ντυμένα με πέτρα, ενώ τα επάνω με σφυρήλατο σίδερο. Το σύνολο συμπλήρωναν βαριές πήλινες γλάστρες φορτωμένες κατακόκκινα γεράνια, ενώ στην ανατολική πλευρά του κτιρίου ένας κισσός σκαρφάλωνε μέχρι επάνω. Στην αντίθετη πλευρά, λες και ο αρχιτέκτονας είχε κάτι άλλο στο μυαλό του την τελευταία στιγμή, ο ρυθμός άλλαζε και το οικοδόμημα έμοιαζε να επεκτείνεται αυτόνομο καταλήγοντας σε ένα σκεπαστό μπαλκόνι. Εκεί είχε διακρίνει την ανδρική φιγούρα λίγο πριν και προφανώς ήταν ο ίδιος άνδρας που άνοιγε τώρα την εξώθυρα τείνοντάς της το χέρι. Σε απόσταση αναπνοής, καθώς εκείνος την καλωσόριζε, η Ελένα αναρωτήθηκε πού τον είχε ξαναδεί. «Άρης Μαρδάς!» συστήθηκε ο άνδρας οδηγώντας την σε ένα καθιστικό με χαμηλούς καναπέδες, μαξιλάρια στο πάτωμα και τραπεζάκια φορτωμένα βαριά κεχριμπαρένια κομπολόγια. Η Ελένα τον ακολούθησε χωρίς να πάψει να αναρωτιέται πώς γινόταν να είναι αυτός ο γιος του Μαρδά. Τότε, εκείνος στο πλοίο, τι ήταν; Απατεώνας; «Και το δικό σας όνομα;» ξαναρώτησε ο άνδρας.


54

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Ελένα Στολτς!» απάντησε χαρίζοντάς του το πιο γοητευτικό της χαμόγελο. Δεν έβρισκε τίποτα το μεμπτό στο να χρησιμοποιεί ακόμα το επίθετο του πρώην συζύγου της. Το δικό της πατρικό ήταν κάτι που της θύμιζε την καταγωγή της, όχι όμως τον πατέρα της, μια θολή φιγούρα που η τρίχρονη παιδική φαντασία είχε εγκαταστήσει στη χώρα των αγγέλων. «Γερμανίδα; Μιλάτε τόσο καλά ελληνικά!» «Ελβετός πατέρας, ελληνίδα μητέρα». Αυτή το σύντομο ψέμα ήταν όλα όσα σκόπευε να πει για τον εαυτό της. Δεν ενδιέφερε κανέναν η ζωή και ο θάνατος της Σοφίας Στολτς ούτε και η μικρή λεπτομέρεια ότι Στολτς ήταν το συζυγικό της επώνυμο. Στο κάτω-κάτω ο ίδιος ο πρώην άνδρας της δεν θέλησε ποτέ να διατυμπανίσει τον γάμο τους. Για εκείνον δεν συμβιβαζόταν ένας σοβαρός και ατσαλάκωτος δικηγόρος να παντρεύεται την κατά είκοσι χρόνια μικρότερη προστατευόμενή του. Στους κύκλους του την παρουσίαζε αποκλειστικά και μόνο ως ανιψιά του. Για τη συνέντευξη με τον Μαρδά, η Ελένα είχε μαζί της επιστολές με υπογραφές ανθρώπων που γνώριζε και βεβαίωναν τις ικανότητες και την εργατικότητά της, μόνο που οι ίδιοι αγνοούσαν ότι είχαν συντάξει. Τα επιστολόχαρτα των ακριβών ξενοδοχείων στη Λάγκο Ματζόρε, το Λουγκάνο και το Κόμο θα έκαναν για μία ακόμη φορά το θαύμα τους. Η μόνη αληθινή επιστολή ήταν της κοντέσας Αλφιέρι, όμως αυτή ειδικά δεν σκόπευε να τη χρησιμοποιήσει προς το παρόν. Για την πολυμήχανη Ελένα το να προσαρμοστεί και να βγάλει κέρδος από κάθε γύρισμα της τύχης ήταν μια συνεχής πρόκληση. Γνώριζε πολύ καλά τις ερωτήσεις που θα ακολουθούσαν, όπως και το ότι οι απαντήσεις της θα ικανοποιούσαν τον Άρη Μαρδά. Κάνοντας τον συνδυασμό ανάμεσα στο άρθρο της εφημερίδας, τη δική της έρευνα και την έκταση που καταλάμβανε η ιδιοκτησία, και προσθέτοντας ακόμα ένα συν λόγω της εξωτερικής εμφάνισης του άνδρα απέναντί της, χαλάρωσε απολαμβάνοντας το παγωμένο τσάι με τρεις σταγόνες ρούμι που της είχε ετοιμάσει ο οικοδεσπότης της. Παρατηρώντας τον καθώς εκείνος διάβαζε τις συστατικές της επιστολές υπολόγισε πως δεν θα έπρεπε να έχει πατήσει ακόμη τα τριάντα, αν και το σώμα του άρχιζε κάπως να χαλαρώνει. Το βλέμμα του είχε κάτι το σπιρτόζικο, αλλά και πονηρό μαζί. Της άρεσε ο τρόπος που άγγιξε το χέρι της καθώς της έδινε το ποτήρι της, ένας συνδυασμός τολμηρότητας και αδεξιότητας, κάτι το επίκτητο φυσικά, η δική του μέθοδος για να τραβάει την προσοχή. Το ντύσιμό του, η στάση του, οι λεπτές ρυτίδες στις άκρες των ματιών και του στόματος έδειχναν άνθρωπο που κυνηγούσε τις απολαύσεις και ζούσε γενικά μια καλή ζωή ικανοποιώντας κάθε πάθος και αδυναμία. Όταν τελείωσε την ανάγνωση των επιστολών, την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα επίμονα, σαν να ήθελε με αυτό τον τρόπο να επιβεβαιώσει το περιεχόμενό τους.


Ο Φύλακας στον Φάρο

55

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ελένα είχε μάθει από νωρίς πως ο καλύτερος τρόπος να λες ψέματα είναι να τα πιστεύεις κι εσύ ο ίδιος. Έτσι τώρα, είχε γείρει στον καναπέ φροντίζοντας τα πόδια της να βρίσκονται ολοκληρωτικά στο οπτικό πεδίο του Άρη Μαρδά ενώ τα γατίσια μάτια της τον κοιτούσαν σταθερά. «Τι θα έκανε λοιπόν μια νέα κοπέλα σαν εσάς να απομονωθεί στα μέρη μας;» «Η χαλάρωση και η λήθη... Η μητέρα μου πέθανε πρόσφατα κάτω από μάλλον δυσάρεστες συνθήκες. Εσείς…» Σταμάτησε χαμογελώντας από μέσα της καθώς είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του. «Ας αφήσουμε αυτόν τον πληθυντικό και ας ελαφρύνουμε την ατμόσφαιρα. Η πολλή σοβαρότητα δεν ταιριάζει σε αυτή την εποχή του χρόνου» της απάντησε, και τα λακάκια στα μάγουλά του βάθυναν από το παιχνιδιάρικο χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Αν το προτιμάς!» Η Ελένα πρόσθεσε άλλον έναν πόντο υπέρ του Άρη Μαρδά, μια και δεν αναλώθηκε στα τετριμμένα παρηγορητικά λόγια, τα αναμενόμενα μιας τέτοιας αναγγελίας. «Οφείλω να σε προετοιμάσω. Δεν ψάχνω ακριβώς για οικονόμο, αλλά περισσότερο για μια γυναίκα που θα φροντίζει τη μητέρα μου. Δεν ξέρω αν η εμπειρία σου σαν συνοδός και γραμματέας...» Η πρόταση έμεινε στο κενό και το πρόσωπο του Άρη Μαρδά έγινε σοβαρό. Η Ελένα δεν έδειξε την παραμικρή έκπληξη. Στις επαγγελματικές της επαφές είχε μάθει να μην αποκαλύπτει τίποτα από τα συναισθήματά της. Αντίθετα, ο οικοδεσπότης της έμοιαζε ξαφνικά να μετράει τα λόγια του. Ήταν σίγουρη πως θα προσπαθούσε να εξωραΐσει την κατάσταση για να μην την τρομάξει. Του είχε κάνει εντύπωση, την ίδια που έκανε σε όλους τους άνδρες, αν και συνήθως το πεδίο των επιτυχιών της ήταν οι μεγαλύτερες ηλικίες. Έφερε και τα δύο χέρια στο πρόσωπό της στρώνοντας τα μαλλιά της προς τα πίσω και σχεδόν ταυτόχρονα ανασυντάχθηκε στον καναπέ γέρνοντας προς το μέρος του Μαρδά σαν να ήθελε να του εκμυστηρευτεί κάτι. Δεν ήταν δύσκολο να κάνει τα μάτια της να βουρκώσουν. «Θα ήταν ευχαρίστησή μου. Έμαθα πολλά πράγματα από τη μητέρα μου, ήταν νοσηλεύτρια. Είμαι σίγουρη ότι μπορώ να φροντίσω μια μεγάλη γυναίκα» απάντησε κάνοντας εντελώς κυνικά τη σκέψη πως τον είχε στείλει αδιάβαστο. Το μόνο που την απασχολούσε τώρα, καθώς πετάριζε τα βλέφαρα για να αποτρέψει δήθεν τα δάκρυα ενώ στην πραγματικότητα αφομοίωνε τον πλούτο γύρω της, ήταν να πάρει τη θέση. «Η αλήθεια είναι πως η Ουρανία δεν είναι αυτό που φαντάζεσαι. Απλά αποτελεί μια… ειδική περίπτωση. Τέλος πάντων, θα δεις και μόνη σου για να αποφασίσεις. Πηγαίνουμε;» Ο Άρης Μαρδάς σηκώθηκε σαν να είχε ένα βάρος στα πόδια του και της έτεινε το χέρι για να την οδηγήσει στον επάνω όροφο.


56

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

15.

Ο Άρης έκανε μια προσευχή, πράγμα που δεν συνήθιζε ποτέ στη ζωή του. Φανταζόταν τις υποψήφιες είτε μεγάλης ηλικίας είτε τόσο άσχημες που δεν θα γύριζε να τις κοιτάξει δεύτερη φορά, και φυσικά δεν ήταν του γούστου του να κυκλοφορεί μια μέγαιρα μέσα στο σπίτι. Και να που είχε εμφανιστεί από το πουθενά μια κοπέλα που κανονικά θα έπρεπε να περιφέρεται αν όχι σε καμία πασαρέλα, τουλάχιστον σίγουρα στο λόμπι ενός μεγάλου ξενοδοχείου και να ασχολείται με τις δημόσιες σχέσεις. Παρότι το γούστο του έκλινε προς τις ξανθές γυναίκες, είχε μόλις ανακαλύψει τη χάρη της μελαχρινής ομορφιάς. Έχοντας κατασταλάξει στην πεποίθηση ότι τα αμιγώς εγχώρια προϊόντα υστερούσαν, συμπεριλαμβανομένου και του γυναικείου φύλου, έβλεπε ότι η Ελβετία εκτός από τα ρολόγια, τις σοκολάτες και το τραπεζικό της σύστημα, είχε να επιδείξει και την Ελένα Στολτς, που, πέρα από τη γοητεία της, φαινόταν να διαθέτει και μυαλό. Η κοπέλα ήταν μια πρόκληση. Του άρεσαν όμως τα αινίγματα, ιδιαίτερα όταν διέθεταν τέτοια αποθέματα γοητείας. Καθώς ανέβαιναν τη σκάλα, τα μάτια του είχαν καρφωθεί στα πόδια της Ελένα. Η μίνι φούστα δεν άφηνε πολλά περιθώρια στη φαντασία. Αλλά και ο τρόπος που έφερνε τα χέρια στα μαλλιά της για να τα τιθασεύσει ήταν ένας συνδυασμός πρόκλησης και αθωότητας μαζί. Ο Άρης συμμάζεψε τις ξεστρατισμένες του σκέψεις πειθαρχώντας στα ένστικτά του. Χτύπησε διακριτικά την πόρτα και μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα της μητέρας του. Δεν έκρυψε την έκπληξή του βλέποντας την Ουρανία να κάθεται μπροστά στο πιάνο και να μελετάει τις παρτιτούρες της. Για χρόνια το μουσικό όργανο είχε την ίδια χρησιμότητα με ένα οποιοδήποτε έπιπλο, σήμερα όμως τα συνήθως απλανή της μάτια είχαν αποκτήσει ένα μέρος της παλιάς ζωντάνιας τους, σαν να είχε μόλις ανασύρει από τη λήθη το ακριβό της απόκτημα. Η Ουρανία φορούσε φαρδιά παντελόνια κι ένα πουκάμισο στο χρώμα της λεβάντας, ενώ είχε χτενίσει τα ξανθοκάστανα μαλλιά της σε έναν περιποιημένο κότσο. Αναρωτήθηκε μήπως είχε μπει επίτηδες στον κόπο, για να του δώσει να καταλάβει πως δεν είχε ανάγκη από φροντίδα, πράγμα που βεβαίως απείχε από την πραγματικότητα. Γιατί η αλήθεια ήταν πως η Ουρανία Μαρδά είχε κάνει ήδη δύο απόπειρες αυτοκτονίας και αυτό που οι γιατροί είχαν διαγνώσει σαν μια ελαφριά διαταραχή του ψυχισμού της μετά από τα γεγονότα του φάρου, αποτελούσε μόνιμη κατάσταση τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ο λόγος ήταν γνωστός στην τοπική κοινωνία. Η κόρη του πολιτευτή Σπανούδη είχε μία και μοναδική αγάπη στη ζωή της, έναν άνδρα πολύ κατώτερό της. Πόσο κατάλληλος υπήρξε τελικά και ο ίδιος ο Λευτέρης Μαρδάς για την εύθραυστη Ουρανία ήταν μια ερώτηση που επιδεχόταν πολλές απαντήσεις. Άραγε τον παντρεύτηκε γιατί δεν γινόταν να πράξει διαφορετικά ή για να ξεχάσει εκείνον που δε μπορούσε να έχει; Η αλήθεια βρισκόταν κάπου στη μέση, αφού εκείνη δεν ξέκοψε


Ο Φύλακας στον Φάρο

57

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ποτέ από τον Πέτρο Μπελιέ και όταν αυτός ο τελευταίος πέθανε, ποτέ δεν έπαψε να βοηθάει τη χήρα του και τα παιδιά της. Η Ελένα χαμογέλασε πλατιά δίνοντας το χέρι της στην Ουρανία και κάθισε δίπλα της στο πιάνο δοκιμάζοντας τα πλήκτρα. Ο Άρης κάθισε στην μπερζέρα βγάζοντας το πούρο του. Δεν είχε σκοπό να το ανάψει, -η μητέρα του δεν το άντεχε-, ήταν ένας τρόπος να καταπολεμήσει την ανικανότητά του να ανοίξει αυτός την κουβέντα. Θα άφηνε τα πράγματα στην τύχη τους. Η Ουρανία δεν ήταν δύστροπη, απλά είχε τις καλές και τις κακές της ημέρες. Όταν όμως η μητέρα του τοποθέτησε τα χέρια της με σιγουριά στο πιάνο και η μελωδία πλημμύρισε το δωμάτιο, ο Άρης ξεφύσηξε ανακουφισμένος. «Το έπαιζα στα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Είναι το νανούρισμα της θάλασσας, άγριο και γλυκό, γαλάζιο και πράσινο μαζί!» είπε με την σαν του αερικού φωνή της. Ο Άρης αναρωτήθηκε τι γνώμη θα σχημάτιζε η Ελένα από αυτές τις ασυναρτησίες, είδε όμως με έκπληξη ότι εκείνη έβαλε τα δάχτυλά της στα πλήκτρα και προσπάθησε να παίξει αυτό που είχε ήδη ακούσει. «Έχεις κάνει σπουδές πιάνου;» ρώτησε η Ουρανία. «Όχι, ο Έριχ..., ο θείος μου θέλω να πω, έπαιζε». «Τότε έχεις μουσικό αυτί!» «Χαίρομαι» επενέβη ο Άρης, «γιατί η Ελένα από εδώ θα γίνει ο φύλακας άγγελός σου, μητέρα!» Η Ουρανία Μαρδά κούνησε απλά το κεφάλι χωρίς να σταματήσει να παίζει το νανούρισμα. Ο Άρης έκανε νόημα στην Ελένα ότι ήταν ώρα να φύγουν. Αθόρυβα έκλεισαν την πόρτα πίσω τους αφήνοντας την Ουρανία στη λήθη της μουσικής της. «Λοιπόν;» τη ρώτησε. «Είναι τόσο γλυκιά!» Ο Άρης σκέφτηκε πόσος χρόνος θα χρειαζόταν για να αλλάξει η πρώτη εντύπωση της Ελένα. Υιοθετώντας ένα εντελώς ουδέτερο ύφος, τη ρώτησε αν υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να επιβεβαιώσει τις συστάσεις της. «Η φίλη μου, Μπέτα Μακρίδις, είναι καθηγήτρια Ελληνικών και θα βρίσκεται στην Ήπειρο σε λίγες ημέρες. Ο θείος μου, ο Έριχ Στολτς, είναι πολύ γνωστός δικηγόρος και άμεμπτος πολίτης. Μπορώ να του τηλεφωνήσω αυτή τη στιγμή». Η Ελένα άρχισε να σχηματίζει έναν αριθμό στο κινητό της. «Όχι, είμαστε εντάξει. Πότε μπορείς να ξεκινήσεις;» Εκείνη σήκωσε τους ώμους. «Είναι πολύ να σου ζητήσω από σήμερα ή έστω αύριο το πρωί;» «Έχω τα πράγματά μου στο αμάξι, μπορώ να τα φέρω και...» Το κινητό του Άρη χτυπούσε επίμονα από το καθιστικό όπου το είχε αφήσει. «Συγγνώμη! Περιμένω ένα επείγον τηλέφωνο!» απολογήθηκε κι έτρεξε να προλάβει. Ο ήχος της κλήσης ακουγόταν σαν θεία μελωδία στα αυτιά του. Σε λίγα λεπτά θα γνώριζε αν το αποψινό βράδυ θα κοιμόταν χωρίς άλλα βάσανα.


58

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

16.

Η Ελένα ακολούθησε με το βλέμμα τον Άρη Μαρδά καθώς εκείνος κατέβαινε τρέχοντας την εσωτερική σκάλα. Τα συναισθήματά της ήταν διφορούμενα. Από τη μία είχε πάρει παράταση χρόνου σχετικά με την ταυτότητά της, από την άλλη είχε ενοχληθεί γιατί ο νέος εργοδότης της ούτε της είχε υποδείξει πού θα πήγαινε ούτε είχε φωνάξει κάποιον να τη βοηθήσει. Αναρωτήθηκε ποιος άλλος να έμενε σε αυτό το σπίτι, αφού προς το παρόν η ησυχία ήταν απόλυτη. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα αλλά όχι την Ελένα, που αντί να κουβαλήσει τα πράγματά της από τον σκαραβαίο της, αποφάσισε να εξερευνήσει τα πέριξ. Η γύρω έκταση έδειχνε να είναι τεράστια. Αφήνοντας πίσω της τον κήπο, ανηφόρισε ένα άλλο μονοπάτι, που οδηγούσε προφανώς στις εγκαταστάσεις της φάρμας, αφού οι ήχοι που έφταναν στα αυτιά της μόνο αυτό μπορούσαν να σημαίνουν. Τα χλιμιντρίσματα και χρεμετίσματα των αλόγων ακουγόντουσαν όλο και πιο κοντά. Το δικό της μυαλό όμως ήταν απασχολημένο από άλλες σκέψεις. Ποιος ήταν αυτός ο απατεώνας που παρίστανε τον Άρη Μαρδά στο πλοίο; Δεν ήταν δική της δουλειά βέβαια και δεν είχε κανένα δικαίωμα να ενοχλείται, πόσο μάλλον εφόσον και η ίδια συχνά πυκνά δανειζόταν ταυτότητες για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της. Στους άλλους όμως το έβρισκε ελάττωμα. Τελικά διαπίστωσε ότι είχε βρεθεί στην πίσω μεριά της έπαυλης και κάποια μέτρα μακρύτερα είδε ένα ακόμη δίπατο οίκημα που περιστοιχιζόταν από μια μικρογραφία του κήπου που είχε αφήσει πίσω της με μόνη διαφορά εκτός από την κλίμακα, μια ξύλινη κούνια δεμένη ανάμεσα σε δύο πυκνόφυλλες μουριές. Το σπιτάκι έμοιαζε κουκλίστικο. Τα παντζουρόφυλλα και η ξύλινη πόρτα του ήταν βαμμένα άλικα κάνοντας ακόμη μεγαλύτερη την αντίθεση με τους τοίχους στο χρώμα του κίτρου. Διέκρινε καθαρά τις δαντελωτές κουρτίνες στα παράθυρα, που έμοιαζαν κεντημένες στο χέρι. Η όλη φροντίδα έδειχνε πως το σπίτι ήταν κατοικήσιμο, όμως η ίδια δεν έβλεπε κανέναν. Από παρόρμηση και μόνο, δοκίμασε το παλιομοδίτικο χερούλι της πόρτας. Δεν ήταν κλειδωμένα, έσπρωξε και απλά μπήκε. Βρέθηκε κατευθείαν σ’ ένα ευρύχωρο καθιστικό, που η διαρρύθμισή του ήταν ένας συνδυασμός παλιού και άνετου μαζί. Αριστερά ένας μικρός διάδρομος έβγαζε στην κουζίνα ενώ μια στενή ξύλινη σκάλα οδηγούσε στο επάνω πάτωμα. Στην άκρη του καθιστικού δεξιά της δέσποζε ένα τζάκι φτιαγμένο από πυρότουβλα και ροδόχρωμο γρανίτη. Δυο χαμηλοί καναπέδες με κόκκινο κάλυμμα ήταν τοποθετημένοι ο ένας απέναντι από τον άλλο, ενώ στη μέση τους βρισκόταν ένα σκουρόχρωμο χαμηλό τραπέζι φορτωμένο με κάθε λογής ετερόκλητα αντικείμενα. Η Ελένα περιεργάστηκε τα διακοσμητικά κεριά και τα ρόδια που ήξερε πως φέρνουν καλή τύχη. Δίπλα τους είδε ένα σχολικό τετράδιο και ένα βιβλίο της τρίτης


Ο Φύλακας στον Φάρο

59

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δημοτικού. “Αυτό είναι το τετράδιο εργασίας της Ραλλούς Μπελιέ”, ένα παιδικό χέρι είχε γράψει με σίγουρα ολοστρόγγυλα γράμματα στην πρώτη του σελίδα. Το έκλεισε χαμογελώντας και ξεφύλλισε αφηρημένα μια στοίβα περιοδικά για τα άλογα, τη ζωική παραγωγή και την οικολογία. Σίγουρα η μικρή Ραλλού δεν είχε τέτοια ενδιαφέροντα. Οι τοίχοι είχαν το χρώμα του φιστικιού, ενώ τα μικρά και μεγάλα μαξιλάρια που καταλάμβαναν σαν απρόσκλητοι επισκέπτες τον χώρο ήταν βαθιά κόκκινα κεντημένα με λευκές, κίτρινες και μπλε ηπειρώτικες βελονιές. Πάνω ακριβώς από τον κάθε καναπέ άνοιγε ένα παράθυρο που η φαρδιά του εσοχή ήταν φορτωμένη γλάστρες με μυρωδικά. Η λεβάντα και η μέντα ανακατεύονταν με τον δυόσμο και τον βασιλικό γαργαλώντας την αίσθηση της όσφρησης. Τέντωσε τα αυτιά, καθώς ο μονότονος θόρυβος που άκουγε εδώ και ώρα άλλαξε ανεπαίσθητα. Το προφανές ήταν πως εφόσον το οίκημα ήταν κτισμένο στο όριο του ύψους του κτήματος, η φάρμα βρισκόταν από την άλλη πλευρά του λόφου. Πλησίασε βιαστικά το παράθυρο και πράγματι το θέαμα που απλωνόταν μπροστά της δικαιολόγησε τη σκέψη της. Το λιβάδι έμοιαζε με ψεύτικο καταπράσινο χαλί, η τελειότητά του άγγιζε την απάτη. Στο πλάτωμα που σηματοδοτούσε το τέλος της κατωφέρειας, απλωνόταν μια σειρά κτίσματα, σίγουρα οι στάβλοι. Διέκρινε δύο άνδρες, -προφανώς ήταν κάποιοι από το προσωπικό-, να οδηγούν και να κλείνουν στα χωρίσματά τους ένα μαύρο κι ένα καφετί άλογο. Ανακτώντας την αίσθηση του χρόνου, σκέφτηκε πως ο Άρης Μαρδάς θα αναρωτιόταν σίγουρα πού είχε χαθεί. Ενάντια σχεδόν στη θέλησή της, η Ελένα κατευθύνθηκε στον σκαραβαίο της. Σκυμμένη στο πορτ μπαγκάζ, άκουσε τα βήματα και το σώμα της τεντώθηκε αναγνωρίζοντας τον επερχόμενο κίνδυνο. Κάποιος την καλησπέρισε. Στράφηκε και το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της χρωματίζοντας το οπτικό της πεδίο ένα βαθύ κόκκινο. Ο απατεώνας, αυτός ο θρασύς που παρίστανε τον Μαρδά! Τι δουλειά είχε εκεί; Ο άνδρας του πλοίου στεκόταν πράγματι μπροστά της χωρίς την παραμικρή ένδειξη ότι την είχε αναγνωρίσει, κάτι που γιγάντωσε τον θυμό της. Αυτό όμως που την εξόργισε περισσότερο ήταν το ότι εκείνος δεν έδειχνε καμία πρόθεση να τη βοηθήσει. Η αυτοσυγκράτηση της Ελένα έγινε καπνός. «Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» ρώτησε ενώ ο θυμός είχε μπλοκάρει το ελληνικό της λεξιλόγιο και της έμοιαζε δύσκολο να βρει έναν κατάλληλο χαρακτηρισμό για να στολίσει τον μασκαρά. Εκείνος απαθέστατος στράφηκε προς τα πίσω ψάχνοντας δήθεν αυτόν στον οποίο είχε απευθυνθεί η ερώτηση. «Δεν φτάνει που είσαι απατεώνας, είσαι και γάιδαρος!» άφρισε η Ελένα. Ο άνδρας πέρασε το χέρι μέσα από τα κυματιστά μαλλιά του ενώ το ειρωνικό χαμόγελο είχε κολλήσει στο πρόσωπό του.


60

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δε μπορώ να καταλάβω πού βρίσκεις το αστείο. Πολύ θα ήθελα να μάθω αν ο Μαρδάς γνωρίζει πως τον κοροϊδεύεις πίσω από την πλάτη του». Η Ελένα συνέχιζε να ρίχνει μύδρους. Μεμιάς το χαμόγελο εγκατέλειψε τον αντίπαλό της και η Ελένα δεν μπόρεσε να κρύψει την αγαλλίασή της βλέποντας τη βλοσυρή γκριμάτσα. «Είδες που σε έπιασα στα πράσα;» κάγχασε. Δεν ήταν του τύπου της να κάνει ρουφιανιές, θα της ήταν όμως πολύ ευχάριστο να ξεμπροστιάσει αυτόν τον απατεωνίσκο στον νέο της εργοδότη «Γνωριζόμαστε από κάπου;» τη ρώτησε ο άνδρας ενώ το πρόσωπό του συσπάστηκε ελαφρά. «Ναι. Κάνε τώρα πως δεν με ξέρεις! Ταξίδευες ή όχι Αγκώνα-Ηγουμενίτσα; Με ποια ταυτότητα αλήθεια; Μήπως του Άρη Μαρδά;» Ετοιμαζόταν να πει κι άλλα, όμως κάτι στην έκφραση του μελαχρινού άνδρα την έκανε να σταματήσει. «Είσαι τρελή, κοπέλα μου; Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις έλεγχο; Ποια είσαι;» «Ρώτα τον Άρη Μαρδά! Αν τολμάς βέβαια! Και τι δεν θα έδινα να δω τα κατεβασμένα σου μούτρα όταν μάθει πως χρησιμοποίησες το όνομά του κι ούτε ξέρω τι άλλο ακόμα!» Η Ελένα σταμάτησε εξαντλημένη από την προσπάθεια. «Δεν πας σε κανένα γιατρό να σε κοιτάξει; Τρέχα να ρωτήσεις τον Μαρδά, κι άντε παράτα μας!» «Παράτα μας εσύ!» βρυχήθηκε η Ελένα δίνοντας μια κλωτσιά στη βαλίτσα της για να μην κλωτσήσει τον αχώνευτο. «Δήμο!» φώναξε ο Άρης Μαρδάς, καθώς ερχόταν προς το μέρος τους κρατώντας από το χέρι ένα κοριτσάκι με μακριά εβένινα μαλλιά.«Α, Ελένα! Γνωριστήκατε με τον κύριο Μπελιέ; Ο Δήμος είναι υπεύθυνος της φάρμας μου, το δεξί μου χέρι!» συμπλήρωσε. «Και η μικρή μας Κοραλία ή όπως τη φωνάζουμε Ραλλού. Η Ραλλού είναι...» «Κόρη μου!» συμπλήρωσε ο Δήμος Μπελιές κάνοντας ένα ανεπαίσθητο νεύμα στη μικρή, που έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά του, κρυφοκοιτάζοντας την Ελένα. «Τέλος πάντων! Η δεσποινίς Ελένα Στολτς θα φροντίζει την Ουρανία». Ο Άρης Μαρδάς ξεφύσηξε κι απόμεινε σιωπηλός σαν να είχε εκτελέσει μόλις ένα δυσάρεστο καθήκον. «Το τελευταίο που χρειάζεται η Ουρανία είναι μπέιμπυ σίττερ!» παρατήρησε στρυφνά ο άλλος. «Και μάλιστα κάποια σαν την κυρία από εδώ!» Η Ελένα προσπαθούσε ακόμη να αφομοιώσει ό,τι είχε ακούσει κι έτσι δεν έδωσε καμία απάντηση στην πρόκληση, όχι όμως και ο Μαρδάς. «Πώς κρίνεις κάποια που ούτε καν γνωρίζεις;» «Με την κυρία», ο Δήμος τόνισε απαξιωτικά τη λέξη, «έχουμε να λύσουμε το μεσανατολικό! Κάθεται και διαδίδει πως παριστάνω εσένα! Εξήγησέ της λοιπόν σε παρακαλώ, γιατί με έχει εκνευρίσει από το πλοίο, αφού είχα την τύχη να


Ο Φύλακας στον Φάρο

61

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

συνταξιδεύουμε. Εξήγησέ της, μήπως κι εσένα σε πιστέψει, πως είμαστε δύο διαφορετικά πρόσωπα!» Ώστε τον είχε εκνευρίσει από το πλοίο… Πρώτη φορά άκουγε πως είχε εκνευρίσει και όχι γοητεύσει κάποιον. Η διαπίστωση την έκανε να αντιπαθήσει ακόμη περισσότερο τον Μπελιέ. «Δεν έχεις δίκιο να τα βάζεις με τον Δήμο, Ελένα! Το μπέρδεμα οφείλεται αποκλειστικά σ’ εμένα που δεν χρησιμοποίησα το εισιτήριό μου ούτε και το ακύρωσα όμως. Έτσι υπήρχαν καμπίνες και στο όνομά μου και στο δικό του» είπε εύθυμα ο Άρης μοιάζοντας ο μόνος που έβλεπε το αστείο του πράγματος. Η Ελένα δεν ικανοποιήθηκε με την εξήγηση, γιατί τότε θα έπρεπε να τα βάλει με τον εαυτό της και την τάση της να κατασκευάζει σενάρια από το παραμικρό. Αυτό όμως θα σήμαινε ταυτόχρονα ότι η έμφυτη σχεδόν αντιπάθειά της για τον Μπελιέ δεν θα είχε πλέον καμία βάση. Με μια ελαφριά ξινισμένη έκφραση, ακολούθησε τον Άρη στο εσωτερικό της βίλας ανακουφισμένη που δεν θα ήταν αναγκασμένη να συνυπάρξει έστω και λίγα δευτερόλεπτα ακόμη με τον αχώνευτο.


62

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

17.

Η Ελένα τεντώθηκε χουζούρικα στο κρεβάτι της. Παρότι είχε αλλάξει για μια ακόμη φορά σελίδα στη ζωή της, αναρωτήθηκε αν θα νοσταλγούσε ποτέ την ιεροτελεστία των τελευταίων χρόνων. Ακόμη κι όταν είχε κινηθεί η διαδικασία του διαζυγίου, το πρόγραμμά της με τον Έριχ είχε μείνει απαράλλαχτο. Στο διαμέρισμα της Ζυρίχης, που έπιανε όλο τον τέταρτο όροφο του πολυτελούς συγκροτήματος, το πρωινό ξεκινούσε απαρέγκλιτα με τους δυο τους να πίνουν καφέ στο τεράστιο τραπέζι. Σαν δυο ξένοι, εκείνος χωμένος πίσω από την εφημερίδα του κι εκείνη να ξεφυλλίζει ανόητα περιοδικά που ο Έριχ ποτέ δεν ενέκρινε. Αλλά τι αλήθεια ενέκρινε ο Έριχ απ’ όσα έκανε; Δεν του έδινε άδικο μέσα στην τόση ιδιοτυπία της σχέσης τους! Η Ελένα αισθανόταν για τον πρώην σύζυγό της ό,τι ακριβώς και για τις γηραιές κυρίες τις οποίες συνόδευε τα δύο τελευταία χρόνια φροντίζοντας να μαδάει τα κοσμήματά τους με ελαφριά καρδιά και εξίσου ελαφριά συνείδηση. Δεν είχε τύψεις για τον Έριχ, όπως δεν είχε και για τα πανάκριβα κειμήλια που κατέληγαν στα χέρια της για να εκτιμηθούν ή απλά ως δώρο. Αν ο Έριχ υπολόγιζε ότι η στέρηση της άνεσης και του πλούτου θα τη γονάτιζε, ήταν πολύ γελασμένος. Η κοντέσα Αλφιέρι την πλήρωνε πολύ καλά. Πάτησε σταθερά με τα γυμνά της πέλματα στο ξύλινο πάτωμα και πλησίασε το ανοιχτό παράθυρο ρουφώντας άπληστα τον δροσερό αέρα. Το αίμα έβραζε μέσα της οξύνοντας τις αισθήσεις της. Άκουσε πουλιά κι ανάσανε το βαρύ άρωμα του ροδώνα αναστενάζοντας ηδονικά και αποστρέφοντας το βλέμμα από το μόνο μελανό σημείο αυτού του ονειρεμένου λόφου που έβλεπε στο Ιόνιο. Αν τα ομορφότερα λουλούδια έχουν αγκάθια, το δικό της ονομαζόταν Δήμος Μπελιές, μόνιμα στο οπτικό της πεδίο, αφού το δωμάτιό της έβλεπε στα λιβάδια της φάρμας και το σπίτι όπου έμενε εκείνος με τη Ραλλού. Καθώς ντυνόταν για να κατέβει για πρωινό, σκεφτόταν πως τα καθήκοντά της δεν ήταν τελικά και τόσο βαριά. Είχε βέβαια αναρωτηθεί αρκετά συχνά όλη αυτή την εβδομάδα από τι να έπασχε άραγε η Ουρανία Μαρδά. Ο γιος της τσιγκουνευόταν τα λόγια όταν διακριτικά τον είχε ρωτήσει για το ιατρικό παρελθόν της άρρωστης. Συνήθως η Ουρανία ήταν ήρεμη και γλυκομίλητη, άλλοτε όμως γινόταν σιωπηλή και μελαγχολική. Το προηγούμενο βράδυ την είχε ξενυχτίσει με τις ακατάληπτες φωνές της κι εκείνο το παραπονιάρικο κλάμα πληγωμένου αγριμιού. Ήταν και η πρώτη φορά που η Ελένα είχε δει τα σημάδια από τα βαθιά κοψίματα στους καρπούς της γυναίκας, κατανοώντας επιτέλους τη μανία της να φοράει μακριά μανίκια και σειρές βραχιολιών και στα δυο της χέρια. Έφριξε στη σκέψη της αυτοκτονίας αδυνατώντας να καταλάβει τι την βασάνιζε.


Ο Φύλακας στον Φάρο

63

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ελένα, που δεν είχε δεθεί ποτέ στη ζωή της με κάποιον άλλον άνθρωπο, άκουγε με ευχαρίστηση τις μακροσκελείς εξομολογήσεις της Ουρανίας σχετικά με τις σκανδαλιές της μικρής Ραλλούς. Στο μόνο που έκλεινε τα αυτιά της ήταν όταν η κουβέντα γύριζε στον Δήμο Μπελιέ, λες και ήταν αυτός ο γιος της κυρίας Μαρδά και όχι ο Άρης. Το παιδικό γέλιο την τράβηξε προς το παράθυρο. Η Ραλλού κουνιόταν στην ξύλινη αιώρα τινάζοντας τα πόδια στον αέρα. Πίσω της, ο Δήμος Μπελιές φορώντας τζιν παντελόνι και γυμνός από τη μέση και πάνω, γελούσε μαζί της στέλνοντάς την με σταθερές ωθήσεις όλο και πιο ψηλά. Η Ελένα απόμεινε άναυδη να παρακολουθεί το πρωτόγνωρο θέαμα. Όποτε συναντούσε τον Μπελιέ, σπάνια ευτυχώς, με το ζόρι αντάλλασσαν μία κουβέντα κεραυνοβολώντας ο ένας τον άλλον με βλοσυρές ματιές. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως είχε κι αυτός ανθρώπινες στιγμές. Αν δεν τον ήξερε, ακούγοντας μόνο το γέλιο του, θα τον έβρισκε γοητευτικό. Όχι, το παρατραβούσε…, απλά συμπαθητικό. Παρασυρμένη από την τρυφερή εικόνα, η Ελένα αντιλήφθηκε ότι στεκόταν μισόγυμνη στο παράθυρο μόνο τη στιγμή που εκείνος στράφηκε προς τη μεριά της. Εκνευρισμένη και νιώθοντας τα μάγουλά της να καίνε από ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ντροπής σκεπάστηκε όπως-όπως με τη λινή κουρτίνα κι έκλεισε με πάταγο το παραθυρόφυλλα. «Τέλος το μπανιστήρι, κύριε Μπελιέ» βρυχήθηκε, αλλά ο αντίπαλός της γεμάτος θράσος τής κούνησε το χέρι. «Αυτό πάει πολύ!» μουρμούρισε η Ελένα. «Δεν θα γίνω ο περίγελος ενός υπηρέτη! Ποιος νομίζει πως είναι επιτέλους;» Ξεχνούσε όμως πως κι αυτή βρισκόταν στην υπηρεσία του Μαρδά. Κι όμως, δεν θα το έλεγε. Είχε δει πώς την κοιτούσε ο Άρης, πόσο περιποιητικός ήταν απέναντί της, πόσες φορές την είχε ρωτήσει αν της άρεσε που ήταν μαζί τους. Ήξερε τι όπλα έπρεπε να χρησιμοποιήσει για να τον κατακτήσει. Το ερώτημα ήταν αν ήθελε να το κάνει. Γιατί όχι; Μήπως τα μεγαλεία της οικογένειας Μαρδά ωχριούσαν μπροστά στον πλούτο και την κοινωνική θέση του Έριχ Στολτς; Η διαφορά βρισκόταν στο ότι ο Άρης ήταν νέος, καλοσχηματισμένος, γοητευτικός, του άρεσαν τα ταξίδια και τα άλογα. Χωρίς να θέλει να το παραδεχτεί, η Ελένα ένιωθε ότι το περιβάλλον του Ροδώνα την είχε κάνει να βάλει σε δεύτερη μοίρα την έρευνά της. Στο πρωινό καθιστικό τα φρεσκοστυμένα πορτοκάλια, ο αχνιστός καφές και τα τρία είδη κέικ, σπεσιαλιτέ της Άννας την οποία η Ελένα δεν έβλεπε με καλό μάτι, περίμεναν άψογα σερβιρισμένα στα κρύσταλλα και τις οικογενειακές πορσελάνες. Η Ουρανία Μαρδά έπινε σκέτο καφέ παίζοντας νευρικά με μια απλή σειρά μαργαριτάρια πάνω από μια τουρκουάζ τουνίκ. Η Ελένα εντυπωσιάστηκε από την κομψή απλότητά της, αλλά προβληματίστηκε και από τη στάση της. Η κυρία Μαρδά έμοιαζε να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα.


64

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πως σου αρέσει να μου χαλάς πάντα το πρόγραμμα, μητέρα!» Ο τόνος του Άρη έπαιζε κάπου ανάμεσα στο μάλωμα και το παράπονο. «Αν κι αυτό σου είναι βάρος, παιδί μου, θα καλέσω ένα ταξί!» απάντησε συγκαταβατικά η Ουρανία. «Όχι, θα σε κατεβάσω εγώ, ευκαιρία να δει και η Ραλλού τη γιαγιά της». Η Ελένα κάθισε στη θέση της απογοητευμένη. Υποτίθεται ότι η ημέρα ήταν δική της, αφού ο Άρης είχε υποσχεθεί ότι θα της έδειχνε τα αξιοθέατα της περιοχής. Καμουφλάροντας τα συναισθήματά της, τον κοίταξε σταθερά μέχρι που εκείνος της ανταπόδωσε το βλέμμα. Φυσικά και δεν θα του έλεγε τίποτα, προφανώς το είχε ξεχάσει, όμως κι εκείνη δεν ήταν κανένα μωρό για να κρατήσει μούτρα. «Δεν βγάζεις μόνο εμένα από το πρόγραμμά μου, μητέρα, αλλά και την Ελένα. Θα κάναμε μια βόλτα να της γνωρίσω τον τόπο μας. Δεν είναι σωστό να την κρατάμε σαν φυλακισμένη εδώ μέσα!» «Αγόρι μου, η μόνη φυλακισμένη είναι κάποια άλλη. Μια νέα κοπέλα σαν την Ελένα θα βρει κάποιον να τη συνοδεύσει. Γιατί δεν λες στον Δήμο;» «Όχι, όχι! Δεν είναι ανάγκη! Μπορώ να πάρω κάποιο άλογο και να κάνω ιππασία εδώ γύρω!» βιάστηκε να απαντήσει η Ελένα ενώ από μέσα της αναλογιζόταν έντρομη τι μπορεί να σκάρωνε η Ουρανία που ειδικά σήμερα δεν της έμοιαζε καθόλου για το άβουλο πλάσμα που με γλαφυρά χρώματα παρουσίαζε ο γιος της. «Ο Δήμος έχει να γυμνάσει τον Έβενο. Διαφορετικά θα πήγαινε αυτός στη Διόνη, να δει και τη Μάρθα!» απάντησε ο Άρης τονίζοντας μία μία τις λέξεις σαν να απευθυνόταν σε κάποιον με προβλήματα νοημοσύνης. «Αλήθεια, έχεις γνωρίσει τη Μαρόν;» Αυτή τη φορά η Ουρανία απευθύνθηκε στην Ελένα και χωρίς να περιμένει την απάντησή της, συνέχισε. «Είναι η αγαπημένη μου φοράδα. Θα δεις που θα σε συμπαθήσει αμέσως!» Πάνω στην ώρα χτύπησε το κουδούνι της πόρτας και λίγο μετά η Ραλλού έτρεξε να χωθεί στην αγκαλιά της Ουρανίας ενώ ο Δήμος Μπελιές στάθηκε παράμερα αμήχανος και στωικός. Η Ελένα παρατήρησε δύο πράγματα: ότι το κορίτσι απέφυγε οποιαδήποτε επαφή με τον Άρη αν και εκείνος έκανε κάποιες αδέξιες προσπάθειες να το πλησιάσει και από την άλλη ότι η Ουρανία ευχήθηκε χαμογελώντας “καλή διασκέδαση” στον Μπελιέ. «Αφού θέλεις να περάσει το δικό σου μητέρα, κοίτα να βιαστείς. Εγώ θα σας αφήσω στη Διόνη και θα πεταχτώ στην Ηγουμενίτσα, να κάνω τουλάχιστον καμία δουλειά!» O Άρης κοίταξε εκνευρισμένος το ρολόι του. «Λυπάμαι πολύ, Ελένα. Υπόσχομαι να αναπληρώσω!» Καγχασμός ήταν ο ήχος που έφτασε στ’ αυτιά της; Ο Μπελιές δεν άφηνε ώρα και στιγμή που να μη δείξει, με όποιο μέσο διέθετε, τη δυσαρέσκειά του. Στους χαρακτηρισμούς που του είχε προσάψει, ερχόταν να συμπληρώσει τα “χωριάτης, άξεστος, ανάγωγος”.


Ο Φύλακας στον Φάρο

65

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μόλις οι υπόλοιποι έφυγαν κι ενώ το μουγκρητό της μηχανής του σπορ αυτοκινήτου του Άρη γινόταν απόηχος, η Ελένα πήγε να αλλάξει ρούχα. Καθώς φορούσε παντελόνι ιππασίας κι ένα δετό πουκάμισο, ο εκνευρισμός της για τον επιστάτη είχε φτάσει ακόμη μια φορά σε δυσθεώρητα ύψη. Ήταν προφανές ότι εκείνος περίμενε να τρέξει ξοπίσω του κουνώντας χαρούμενα την ουρά της.


66

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

18.

Αφού η Ελένα έχασε την υπομονή της περιμένοντας μάταια τον επιστάτη, ναι, έτσι θα τον αποκαλούσε από εδώ και πέρα-, τράβηξε κατά τους στάβλους. Τον βρήκε να βουρτσίζει τον Έβενο αδιαφορώντας για την παρουσία της. «Θα φύγουμε επιτέλους;» ρώτησε ειρωνικά. «Μάλλον θα περιμένεις. Δεν έχω σκοπό να βγάλω τα άλογα χωρίς τη σωστή προετοιμασία» ήταν το μόνο που καταδέχτηκε να της πει. Η Ελένα δεν σχολίασε γνωρίζοντας πως σε αυτό είχε δίκιο. Το μόνο που του αναγνώριζε ήταν το ότι έκανε σωστά τη δουλειά του. Απ’ ό,τι είχε καταλάβει, σύζυγος δεν υπήρχε. Μάλλον ούτε αυτή θα τον είχε αντέξει και θα είχε φύγει όσο ήταν νωρίς. Το να είχε πεθάνει η μητέρα της Ραλλούς δεν περνούσε καν από το μυαλό της. Τέλος πάντων, και απέναντι στην κόρη του δεν είχε τίποτα να του προσάψει. Προφανώς τα άλογα και η μικρή ήταν όλη του η ζωή. Πώς ένας νέος άνθρωπος ήταν τόσο μονόχνοτος και πικρόχολος, δεν μπορούσε να το εξηγήσει, ιδιαίτερα καθώς θυμόταν την άνετη κουβέντα του και το φλερτ με τη σερβιτόρα στην τραπεζαρία του πλοίου. Ίσως δεν ήταν και τόσο κακός παρά μόνο κομπλεξικός. Αν το καλοεξέταζε στο κάτω-κάτω, του χρωστούσε που της παραχώρησε την καμπίνα του στο πλοίο, ενώ θα μπορούσε να κάνει το κορόιδο. Ναι, μέχρι τώρα δεν το είχε σκεφτεί έτσι. Τι την είχε πιάσει ξαφνικά; Όχι, δεν είχε αλλάξει ο τρόπος που τον έβλεπε, απλά κάποιες φορές ερχόταν στα συγκαλά της και έκρινε αντικειμενικά. Η περιπλάνησή της στους στάβλους κράτησε κανένα μισάωρο στη διάρκεια του οποίου διαπίστωσε με ικανοποίηση ότι υπήρχαν τουλάχιστον καμιά δεκαριά ακόμη άλογα, από τα οποία τα δύο ήταν αγωνιστικά. Τα περισσότερα τα χρησιμοποιούσαν για περιπάτους αναψυχής των τουριστών, όπως είχε διαβάσει και στο άρθρο της εφημερίδας. Εκτός από το κατώτερο προσωπικό που ασχολιόταν με την καθαριότητα και τη συντήρηση, είδε δύο κοπέλες που το ντύσιμό τους και μόνο της έδωσε να καταλάβει πως αυτές ξεναγούσαν όσους επιθυμούσαν να κάνουν μια βόλτα με τα άλογα. Έστρεψε το βλέμμα προς τη μεριά του επιστάτη, που κατευθυνόταν προς την έξοδο της φάρμας οδηγώντας τον Έβενο και τη Μαρόν. Επιτέλους, μπορούσαν να ξεκινήσουν! Ο Μπελιές δεν προθυμοποιήθηκε καν να τη βοηθήσει, όχι πως το περίμενε βέβαια, ούτε και είχε την ανάγκη του. Θα τον άφηνε άναυδο η ετοιμότητά της με τα άλογα παρότι είχε να κάνει ιππασία έναν χρόνο. Η Μαρόν ήταν μια φιλική φοράδα, που έστρεψε τη νοτισμένη της μουσούδα κατά την Ελένα επιτρέποντάς της


Ο Φύλακας στον Φάρο

67

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

να χαϊδέψει την πλούσια χαίτη της. Τα μεγάλα μάτια του ζώου την κοιτούσαν ήδη με μια έκφραση αφοσίωσης. «Η Μαρόν δεν θέλει άνδρες αναβάτες, προτιμάει τη γυναικεία συντροφιά. Σας αφήνω να τα βρείτε!» φώναξε ο επιστάτης και καβαλικεύοντας τον Έβενο πέρασε σαν σίφουνας από δίπλα της με κατεύθυνση τις χαμηλές ξύλινες μπάρες που σηματοδοτούσαν την έξοδο της φάρμας. Με ένα θεαματικό σάλτο βρέθηκε στο χωμάτινο μονοπάτι που συναντούσε την άσφαλτο πεντακόσια μέτρα μακρύτερα. Η Ελένα χάιδεψε ακόμη μια φορά τη φοράδα ψιθυρίζοντάς της να μην ανησυχεί. Με μια κίνηση ακροβάτη καβαλίκεψε διαπιστώνοντας ότι η φυσική της κατάσταση δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από αυτή του κυρίου Μπελιέ. Σε δευτερόλεπτα περνούσε τις μπάρες από τα πλάγια μη θέλοντας να εξωθήσει το ζώο στην αρχή της γνωριμίας τους, και συναντούσε το αρσενικό άλογο και τον αναβάτη του στη στροφή του μονοπατιού. «Χα!» Ο επιστάτης τέντωσε τα χαλινάρια πιέζοντας ταυτόχρονα τα πλευρά του αλόγου ώστε να στραφει προς τη μεριά της θάλασσας. Η Ελένα ακολούθησε με σιγουριά παρότι το κατηφορικό μονοπάτι ήταν σπαρμένο αγκαθωτούς θάμνους και μεγάλες πέτρες. Δεν ήθελε να κλονίσει την εμπιστοσύνη που της έδειχνε η φοράδα. Η παραμικρή αμφιβολία θα έκανε τη Μαρόν ή να αρχίσει να καλπάζει ή να προσπαθήσει να ξεφορτωθεί την αναβάτριά της. Η Ελένα είχε καταλάβει τι προσπαθούσε να πετύχει ο επιστάτης. Ήθελε να της βγάλει το λάδι, δεν θα τα κατάφερνε όμως. Το μονοπάτι έγινε πιο βατό και ο Έβενος επιτάχυνε αλλάζοντας τον τροχασμό σε καλπασμό. Η Ελένα αστραπιαία έδωσε την ίδια εντολή στο δικό της άλογο κρατώντας την ισορροπία της σχέσης τους. Απολάμβανε τη βόλτα καθώς γνώριμες αισθήσεις πλημμύριζαν το σώμα της: απόλυτη ελευθερία, χαρά, ευεξία, ακόμη και ηδονή. Έκλεισε τα μάτια κι ανάσανε βαθιά το θαλασσινό ιώδιο που προσπαθούσε να τρυπώσει στο σώμα της. Ο ήλιος έλουζε χρυσάφι τα ήσυχα νερά ακινητοποιώντας το τοπίο, σταματώντας τον χρόνο, κάνοντάς την να νιώσει σαν ένα μικρό παιδί που διασκέδαζε με την ψυχή του. «Μπορούμε να πάμε στον φάρο;» φώναξε στον επιστάτη, που προς στιγμήν είχε επιβραδύνει σαν να δίσταζε για τη συνέχεια της διαδρομής, μέχρι που έστρεψε το άλογό του προς το ψαροχώρι. Η ακτογραμμή απλωνόταν στα δεξιά, ένα χιλιόμετρο αμμουδιάς που καλούσε σε ξέφρενο καλπασμό. Η Ελένα όμως κοιτούσε σαν μαγεμένη τον φάρο που έστεκε στην αντίθετη κατεύθυνση, ένα κτίσμα που θύμιζε αλλοτινούς καιρούς. Ο πιο εύκολος τρόπος για να τον προσεγγίσει κάποιος ήταν σίγουρα με μια βάρκα. Από το σημείο που βρισκόντουσαν όμως, η Ελένα έβλεπε ένα χαραγμένο μονοπάτι, σαν μια λεπτή γραμμή που φιδογύριζε μπροστά στα μάτια της.


68

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Δήμος Μπελιές είχε ξεπεζέψει το άλογό του και περπατούσε δίπλα του αμίλητος. «Λοιπόν, θα πάμε;» ξαναρώτησε η Ελένα μουτρωμένη. «Όχι! Τα άλογα έχουν κουραστεί!» Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε στο μυαλό του αυτός ο άνθρωπος. Έβλεπε πράγματι τον ιδρώτα να γυαλίζει στο τρίχωμα του Έβενου, αλλά γνώριζε πολύ καλά ότι το απλό περπάτημα θα βοηθούσε το άλογο να ξεϊδρώσει. «Πολύ καλά. Τότε θα πάω μόνη μου!» «Δεν πιστεύω να έχεις την απαίτηση να πάρεις τη φοράδα μαζί σου!» «Θα πάω με τα πόδια!» του αντιγύρισε προκλητικά. «Είσαι τρομερά κακομαθημένη, κορίτσι μου! Φαίνεται έχεις συνηθίσει να περνάει πάντα το δικό σου!» «Το βρήκες! Και δεν είμαι κορίτσι σου! Αν και πολύ θα ήθελες, ανόητε!» πρόσθεσε με μια γκριμάτσα. «Τι είπες;» τη ρώτησε αγριεμένος. «Άκουσες πολύ καλά! Από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, μου σπας τα νεύρα! Τι θα έλεγε ο Άρης αν το μάθαινε;» «Μπα! Έγινε και Άρης ο κύριος Μαρδάς; Από πότε; Άρχισες να τον σέρνεις κι αυτόν από τη μύτη όπως την Ουρανία;» συνέχισε την επίθεση. «Γιατί, νομίζεις ότι έχεις την αποκλειστικότητα; Σε τι ελπίζεις, μήπως να σε υιοθετήσουν κιόλας; Το να ζεις με πλούσιους, δεν σημαίνει πως ανήκεις κι εσύ σε αυτή την κατηγορία!» «Ξέρω πολύ καλά τη θέση μου και δεν τους χρωστάω καμία χάρη. Μάλλον αυτοί μου χρωστάνε!» «Δεν είσαι μόνο αχάριστος, αλλά κι ένας παλιοεγωιστής!» του φώναξε η Ελένα και πιέζοντας τα πόδια της στα πλευρά της Μαρόν πήρε το μονοπάτι που οδηγούσε στον φάρο γελώντας μόνη της καθώς γνώριζε πολύ καλά ότι ο επιστάτης δεν θα άφηνε το άλογο στην τύχη του και θα αναγκαζόταν να την ακολουθήσει. Η απόσταση δεν ήταν όπως την είχε υπολογίσει. Ο φάρος έμοιαζε να παραμένει σταθερά απόμακρος ενώ το χαραγμένο μονοπάτι ήταν πια άφαντο. Η βλάστηση πύκνωνε καθώς τα σκίνα κι ένα άγνωστό της είδος κωνοφόρων μπλέκονταν μεταξύ τους φράζοντας κάθε δίοδο. Η φοράδα τίναξε το κεφάλι ανήσυχα διαισθανόμενη την αβεβαιότητα της αναβάτριάς της. Φουρκισμένη εκείνη έκανε μια ακόμη προσπάθεια να ξαναβρεί τον προσανατολισμό της, αλλά η Μαρόν αρνήθηκε να υπακούσει χλιμιντρίζοντας ανήσυχα. Η Ελένα έγδαρε το χέρι της σ’ ένα κλαδί που εξείχε


Ο Φύλακας στον Φάρο

69

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προκλητικά, έβγαλε μια ξαφνιασμένη κραυγή, έχασε την ισορροπία της, και πέφτοντας προσγειώθηκε στην όχι και τόσο φιλόξενη αγκαλιά ενός σκίνου. Στα όρια της απελπισίας, ξεφύσηξε ανακουφισμένη βλέποντας ότι η φοράδα δεν σκόπευε να το σκάσει παρά είχε σταματήσει παράμερα χτυπώντας το μπροστινό δεξί της πόδι στο χώμα. Το σύννεφο της σκόνης που ερχόταν να την τυλίξει χειροτερεύοντας τη θέση της έφερε μαζί του τον Έβενο και τον αναβάτη του. Ο Δήμος Μπελιές τής έριξε μια ματιά όλο περιφρόνηση, ξεπέζεψε το άλογό του και πλησίασε από τα πλάγια τη φοράδα εξετάζοντας το πόδι της. «Ποιος είναι τώρα ο παλιοεγωιστής; Μπήκε ένα χαλίκι στην οπλή της. Αν δεν σκέφτεσαι τον εαυτό σου, ανόητη, καλά θα έκανες να έχεις το μυαλό σου στο άλογο που σου εμπιστεύθηκαν!» «Ακόμη κι αν πέθαινα, καρφί δεν θα σου καιγόταν!» του φώναξε άγρια η Ελένα και σηκώθηκε κάνοντας έναν μορφασμό πόνου. Το πουκάμισό της είχε σκιστεί σε όλο το μήκος του δεξιού μανικιού ενώ το αίμα από το γδάρσιμο είχε αποτελειώσει το ρούχο. Κουτσαίνοντας ελαφριά πλησίασε τη φοράδα και γονάτισε μπροστά της. «Φύγε από εκεί!» γρύλισε σχεδόν ο επιστάτης. «Δεν γνωρίζεις ακόμη και τα στοιχειώδη και μας κάνεις την πολύξερη. Τη φοβίζεις έτσι, δεν το καταλαβαίνεις;» Συγκρατώντας την επιθυμία της να τον κλωτσήσει με το γερό της πόδι έτσι όπως ήταν σκυμμένος δίπλα στο άλογο, η Ελένα ξανακάθισε στο χώμα ξεφυσώντας. Ο θυμός της άρχισε να υποχωρεί καθώς η προσοχή της στράφηκε στη Μαρόν. Παρατηρούσε τα επιδέξια χέρια του Μπελιέ να ψηλαφίζουν την οπλή και μετά, με τον ειδικό γάντζο που έβγαλε από το σακίδιο που είχε μαζί του, να αφαιρούν ένα μικροσκοπικό χαλίκι. «Τόση φασαρία για το τίποτα! Καλό κορίτσι!» επαναλάμβανε καθησυχαστικά στη Μαρόν ενώ της έτριβε με απαλές κινήσεις το πόδι. Η φοράδα χαμήλωσε το κεφάλι της και του έγλειψε τα χέρια με ευγνωμοσύνη. «Κι εγώ σε αγαπάω!» της ψιθύρισε και σηκώθηκε όρθιος ρίχνοντας ένα φαρμακερό βλέμμα στην Ελένα. Προφανώς η καλοσύνη του είχε εξαντληθεί στο άλογο και για εκείνη δεν υπήρχε περιθώριο ούτε μιας παρήγορης κουβέντας. Καθώς η Ελένα πήγε να σηκωθεί, κατάλαβε ότι είχε στραμπουλίξει άσχημα το αριστερό της πόδι. Δεν είπε τίποτα στον Μπελιέ, όχι από φόβο αλλά από εγωισμό και μόνο. Γνώριζε όμως πολύ καλά ότι δεν μπορούσε να καβαλικέψει τη Μαρόν. Η αλήθεια ήταν ότι με το ζόρι περπατούσε. «Θα μείνω εδώ!» του ανακοίνωσε. «Να κάνεις τι; Α, ξέχασα! Να πας στον φάρο! Έχεις την εντύπωση ότι θα σου εμπιστευτώ το άλογο μετά από τη συμπεριφορά σου; Ούτε για αστείο!»


70

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πολύ καλά! Τότε, θα περπατήσω!» είπε η Ελένα και σηκώθηκε στηρίζοντας το βάρος της στο άλλο της πόδι. «Κάνεις τη ζόρικη, αλλά είσαι απλά και μόνο μια κακομαθημένη! Πόση ώρα νομίζεις πως μπορείς να στέκεσαι σαν τον πελαργό; Το βρίσκεις κακό να παραδεχτείς ότι κατάφερες να στραμπουλίξεις το πόδι σου;» Η Ελένα κοίταξε αλλού προσπαθώντας να κρύψει την έκπληξή της. «Παραβλέπω τα παιδιάστικα καμώματά σου, γιατί δεν έχω σκοπό να φάω όλη μου τη μέρα μαζί σου! Άκουσέ με, γιατί θα το πω μόνο μια φορά. Θα κάνεις ό,τι πρέπει, διαφορετικά σε αφήνω στην ερημιά!» Λίγα λεπτά αργότερα η Ελένα δυσανασχετούσε από την ακούσια επαφή με τον Δήμο Μπελιέ, έτσι όπως τα χέρια του την έσφιγγαν συγκρατώντας την μπροστά του, καθώς και οι δύο καβαλίκευαν τον Έβενο. Η Μαρόν δεμένη, ακολουθούσε στον ίδιο αργό βηματισμό. Ο ήλιος έκαιγε από πάνω τους, προσθέτοντας σε όλους τους άλλους πόνους κι ένα βαρύ κεφάλι. Καθώς δεν μπορούσε να σηκώσει το βλέμμα, ήταν αναγκασμένη να εστιάζει εμπρός και χαμηλά, δηλαδή στα χέρια του ξιπασμένου. Θέλοντας και μη, παρατήρησε τους καλοσχηματισμένους μύς και τα μακριά δάχτυλα με τα άψογα νύχια κομμένα κοντά, όπως ταιριάζει σε έναν άνθρωπο που περιποιείται ζώα. Θα ήταν άδικο να μην παραδεχτεί ότι ο Δήμος Μπελιές ήταν το πρότυπο του αθλητικού άνδρα, όνειρο κάθε γυναικείας φαντασίωσης, όχι όμως και της δικής της. Εκνευρισμένη με αυτές τις σκέψεις, τόσο άτοπες στην παρούσα κατάσταση, μετακινήθηκε σαν να προσπαθούσε να απαλλαγεί από την παρουσία του. «Σε πονάω;» Εκείνος έσκυψε λίγο για να ακουστεί και στιγμιαία τα χείλη του ακούμπησαν τον λοβό του αυτιού της. Έτσι θα μουρμουρίζει ερωτόλογα στις ηλίθιες και θα τον κοιτάνε σαν χάνοι! σκέφτηκε η Ελένα, αλλά περιορίστηκε να κουνήσει το κεφάλι αρνητικά. Ήταν ιδέα της ή τα χέρια του σφίχτηκαν λίγο περισσότερο στο στήθος της που όπως-όπως είχε καλύψει με το μισοσκισμένο ρούχο; Από μέσα της μετρούσε τα λεπτά μέχρι να αντικρίσουν τη γνώριμη πύλη της φάρμας. Ο επιστάτης τη βοήθησε να κατέβει από τον Έβενο και την έβαλε να καθίσει πάνω σ’ ένα στρώμα καθαρού άχυρου. Έδωσε οδηγίες για τα δύο άλογα και μετά τη σήκωσε απαλά και παρά τις διαμαρτυρίες της, την κουβάλησε στην αγκαλιά του μέχρι το σπίτι του. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;» τον ρώτησε η Ελένα κοιτώντας τον με μάτια που πετούσαν σπίθες. «Το αυτονόητο! Για κάποιον σαν εμένα, είναι η απόλυτη ευκαιρία να επωφεληθώ!» της απάντησε ειρωνικά καθώς την ξάπλωνε στον καναπέ.


Ο Φύλακας στον Φάρο

71

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

19.

Από την πρώτη στιγμή, ο Δήμος είχε από ένστικτο καταλάβει ότι θα έβρισκε τον μπελά του. Τις ήξερε αυτές τις γυναίκες, από την καλή και από την ανάποδη. Στα τριάντα του χρόνια του είχαν παρουσιαστεί άπειρες ευκαιρίες να φτιάξει τη ζωή του, δεν ήταν όμως από αυτούς τους τύπους ανδρών. Θα μπορούσε να ζει όπως ακριβώς και ο Άρης Μαρδάς: κάνοντας ταξίδια, πίνοντας ένα απεριτίφ σήμερα σε κάποια ιταλική πιάτσα, αύριο σε ένα μπιστρό χαζεύοντας τα bateaux mousses στον Σηκουάνα, μένοντας σε ακριβές βίλες στους Δολομίτες ή σε κάποιο palazzo στη Βενετία. Δεν τη ζήλευε αυτή τη ζωή, όσο παράδοξο κι αν φαινόταν για κάποιον στη δική του οικονομική θέση. Για το μόνο πράγμα που οίκτιρε τον εαυτό του ήταν όταν πριν από δύο χρόνια είχε ενδώσει για μία και μοναδική φορά στις προτάσεις της Όρια προτού αυτή τα ρίξει στον Άρη. Προς στιγμή είχε σκεφτεί ότι θα εξασφάλιζε μια άνετη διαβίωση για τη Ραλλού. Ποιον πήγαινε να ξεγελάσει όταν το ελικόπτερο της Ιταλίδας τούς αποβίβασε στο Μέστρε κι από εκεί με το ιδιωτικό της motoscafo έφτασαν στη μουσειακή της έπαυλη; Τη μία και μοναδική φορά που έκανε έρωτα μαζί της αισθάνθηκε φρικτός και τιποτένιος. Δεν ξεπουλήθηκε όμως. Αυτή ήταν πάντα η ευχή και κατάρα του πατέρα του, που οι αριστερές του πεποιθήσεις είχαν φέρει πολλές φορές την οικογένεια σε δύσκολη θέση. Τα αισθήματά του Δήμου προς αυτούς που έφεραν το όνομα Μαρδάς κυμαίνονταν ανάμεσα στην αδιαφορία και την περιφρόνηση. Οι τελευταίοι εξάλλου ανέκαθεν τους θεωρούσαν υπηρέτες τους. Κάπως έτσι είχε δει και ο Άρης τη σχέση του με την Αντιγόνη, Την είχε μαγέψει μέχρι που την έκανε να χάσει τα μυαλά της. Ποτέ δεν αναγνώρισε τη Ραλλού για πραγματικό του παιδί, και ήταν μόνο από συμφέρον που τον είχε προσλάβει ως επιστάτη στη φάρμα. Μα το συμφέρον του κοίταξε και ο Δήμος, προκρίνοντας να έχει κοντά του τη μικρή παρά αυτή να μένει στη Διόνη στο μικροσκοπικό σχεδόν πατρικό του σπίτι μαζί με τη φιλάσθενη μητέρα του. Από την άλλη, ήταν και η μοναδική χαρά που μπορούσε να δώσει στην Ουρανία, μια γυναίκα που άδικα έφερε τη στάμπα του επιθέτου Μαρδά. Φυσικά και γνώριζε για τον έρωτα του πατέρα του με την αρχοντοπούλα, όπως την αποκαλούσαν. Οι φήμες ποτέ δεν έμεναν μέσα στα σπίτια σ’ έναν τόσο μικρό τόπο. Ο αέρας και οι κακές γλώσσες τις κουβαλούσαν χιλιόμετρα μακριά, στα αυτιά του όμως είχαν φτάσει από το στόμα της ίδιας της Ουρανίας όταν εκείνη είχε καταλήξει στο νοσοκομείο κόβοντας τις φλέβες της οκτώ χρόνια πριν κι αμέσως μετά την αυτοκτονία της αδελφής του. Την είχε επισκεφτεί και μετά, μία φορά στον Ροδώνα, όταν η φάρμα ήταν ακόμη στα σκαριά και ο ίδιος είχε μόλις τελειώσει τις σπουδές του. Του είχε δείξει φωτογραφίες του πατέρα του που ο ίδιος δεν γνώριζε ότι υπήρχαν, -τι πιο φυσικό εξάλλου-, αποκλειστικό έργο ενός κοριτσόπουλου που μόλις είχε γυρίσει από


72

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

το Παρίσι με μια φωτογραφική μηχανή στα χέρια και μοναδικό μέλημα να ξανασυναντήσει τον νεαρό ψαρά με τον οποίο ήταν ερωτευμένη από μικρή. Δυστυχώς, η Ουρανία Σπανούδη και ο Πέτρος Μπελιές δεν έμελλε να ζήσουν μαζί καθώς η απαγωγή που είχαν σχεδιάσει ναυάγησε μετά από παρέμβαση του παντοδύναμου πολιτευτή πατέρα της. Κι έτσι, ο Δήμος είχε διχάσει τον εαυτό του εφαρμόζοντας ακριβώς το «αγαπάω αυτό που μισώ». Τουλάχιστον η δουλειά στη φάρμα απέφερε έναν παχυλό μισθό, που έμπαινε σχεδόν ολόκληρος στην τράπεζα. Κάποια ,όχι πολύ μακρινή, ημέρα θα έκανε επιτέλους κάτι για τον εαυτό του και τη Ραλλού, ίσως μια μικρή φάρμα ολόδική του κάπου στα ορεινά. Μέχρι τότε θα ήταν το πιστό σκυλί του αφεντικού του κάνοντας τα στραβά μάτια στους λανθασμένους και ριψοκίνδυνους χειρισμούς του Άρη, που ξόδευε ασυλλόγιστα τον τελευταίο καιρό επεκτείνοντας τις ατασθαλίες του και στον ερωτικό τομέα. Ο Δήμος δεν είχε περιθώρια για σοβαρές σχέσεις με το αντίθετο φύλο ζώντας σχεδόν μια μοναστική ζωή και αποφεύγοντας όσο αυτό ήταν εφικτό την Άρτεμη Μαρδά. Τον τελευταίο καιρό η αδελφή του Άρη είχε πληθύνει τις εμφανίσεις της στον Ροδώνα. Σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο άφηνε τον ξενώνα στην αποκλειστική επίβλεψη του πατέρα της κι αφού έκανε πρώτα την καθιερωμένη επίσκεψη στο σπα της Ηγουμενίτσας, κατέφθανε στην τρίχα, δήθεν για να δει τη μητέρα της. Ο Δήμος δεν ήθελε να πάρει στα σοβαρά την Άρτεμη, δεν μπορούσε όμως και να την πικάρει. Δεν γνώριζε αν πολύ σύντομα θα έπεφτε στη δυσμένειά της, όχι ότι θα στενοχωριόταν! Σίγουρα όμως η Άρτεμη θα δοκίμαζε μια πολύ μεγάλη έκπληξη με το που θα έκανε τη γνωριμία της Ελένα. Ο καθένας θα είχε χίλιους λόγους να την αντιπαθήσει. Με την πρώτη ματιά η Ελένα Στολτς δεν σε άφηνε αδιάφορο, το αντίθετο μάλιστα. Είχε σκουροκάστανα μαλλιά με ατίθασες αφέλειες, αυθάδικα φρύδια και χαμόγελο, καταπληκτικά ζυγωματικά κι ένα σώμα που κάποιες άλλες εποχές θα τον κρατούσε ξάγρυπνο τις νύχτες. Αυτή τη στιγμή όμως καθώς έψαχνε να βρει μια καθαρή πετσέτα για να τυλίξει τον πάγο που θα έβαζε στο πόδι της, με το ζόρι συγκρατούσε τα νεύρα του. Δεν ήξερε τι τους έφταιγε και είχαν γίνει τόσο αντιπαθητικοί ο ένας στον άλλο. Το θεωρούσε πλέον δεδομένο, ίσως γιατί η Ελένα είχε κάτι που δεν του ενέπνεε εμπιστοσύνη. Γιατί να αφήσει την Ελβετία και την πλούσια οικογένειά της και να έρθει στην Ελλάδα; Κόντευε πια μεσημέρι και σε λίγο τα προβλήματά του θα μεγάλωναν. Έβαλε τον υπόλοιπο πάγο στο ψυγείο κι αποφάσισε να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα με την Ελένα Στολτς. «Ακόμα έτσι είσαι; Βγάλε το παντελόνι!» την πρόσταξε. «Δεν θα είσαι στα καλά σου!» του απάντησε κάνοντας μια γκριμάτσα απέχθειας. «Αν νομίζεις ότι θα βάλω τον πάγο πάνω από το ρούχο, δεν στα είπανε καλά τα πράγματα. Αρκετά τράβηξα μαζί σου σήμερα. Πρώτα η ηλίθια εμμονή σου να πας


Ο Φύλακας στον Φάρο

73

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στον φάρο και τώρα χάνω την ώρα μου με το να σε νταντεύω!» Προσπάθησε νε εστιάσει στον πρησμένο αστράγαλο και όχι στις βελούδινες γάμπες και τους καλοσχηματισμένους μηρούς που εκτέθηκαν απροκάλυπτα στα μάτια του «Άφησε το έτσι για μισή ώρα, θα σε ανακουφίσει» διέταξε, αφού έτριψε απαλά την κακοπαθημένη περιοχή και την τύλιξε με την πετσέτα. Από μέσα του δόξασε τον Πανάγαθο. Η Ελένα, πέρα από έναν μορφασμό πόνου, δεν διαμαρτυρήθηκε, ειδάλλως θα αναγκαζόταν να την πετάξει ημίγυμνη έξω από το σπίτι του. «Μπορείς να μου πεις γιατί είσαι τόσο ξεροκέφαλη;» τη ρώτησε μετά από μια αμήχανη σιωπή. «Ρώτα τον εαυτό σου καλύτερα!» του απάντησε ειρωνικά. «Δεν πιάνεσαι εύκολα φίλη». «Δεν το επιδιώκω, όπως έχεις ήδη διαπιστώσει!» Ο Δήμος έμεινε αμίλητος. «Τι είναι αυτό που σε ενοχλεί στον φάρο;» τον ρώτησε. «Δεν υπάρχει τίποτα να δεις εκεί πέρα!» απάντησε έντονα. «Εγώ κατάλαβα το αντίθετο. Σαν να μην ήθελες εσύ να πας εκεί…» «Ο φάρος έχει πάψει να λειτουργεί από το 1985. Επί είκοσι δύο χρόνια είναι κλειστός, έρημος. Δεν μπορείς να μπεις, άρα δεν υπάρχει κανένας λόγος να πας!» επανέλαβε μηχανικά και βλέποντας την Ελένα να μισοκλείνει τα μάτια, κατάλαβε πως το ηρεμιστικό που της είχε δώσει για τον πόνο άρχιζε να ενεργεί. Δύο ώρες αργότερα, ο ιδρώτας είχε ποτίσει όλο το σώμα του καθώς τελείωνε την εκγύμναση του Φειδία. Το πρόγραμμα του αλόγου άλλαζε σαν πολεμικό ανακοινωθέν, όσο το μέλλον της παραμονής του στους στάβλους παρέμενε αβέβαιο. Ο Δήμος λυπόταν που θα έχανε το υπέροχο άλογο, ήταν όμως και αυτό μέσα στα πλαίσια των εμπορικών συναλλαγών του Άρη. Έχοντας ξεχάσει την αναμενόμενη άφιξη της Άρτεμης, μπήκε στα νύχια των ποδιών του στο σπίτι του και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Αγνοώντας ολότελα την ημίγυμνη αποκοιμισμένη Ελένα, αφέθηκε στη λυτρωτική απόλαυση του κρύου νερού που έπεφτε ορμητικά επάνω του. Ακόμα και οι γεμάτες υπεκφυγή απαντήσεις του σχετικά με τον φάρο, του ξυπνούσαν άσχημες αναμνήσεις. Όχι, δεν είχε καμία διάθεση να επισκεφθεί τον τόπο όπου είχε σκοτωθεί ο πατέρας του, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τα καπρίτσια μιας κακομαθημένης. Εντελώς απορροφημένος, δεν άκουσε την Άρτεμη. Τυλιγμένος με μια πετσέτα και ξυπόλητος, μπήκε στο καθιστικό και τη βρήκε να κάθεται ακριβώς απέναντι από την Ελένα, που κοιμόταν ακόμη. «Ωραία υποδοχή!» του είπε μουτρωμένη. «Καλησπέρα Άρτεμη! Δεν περίμενα να σε βρω εδώ!» της απάντησε ενώ σκεφτόταν ότι αν μία γυναίκα ήταν ένα πρόβλημα, με δύο μαζεμένες δεν θα τα έβγαζε πέρα.


74

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Το βλέπω! Μπορείς να μου πεις ποια είναι αυτή; Από πότε φέρνεις γυναίκες εδώ μέσα;» Όταν η Άρτεμη εκνευριζόταν, ύψωνε τον τόνο της φωνής της ξεχνώντας τον αιώνιο φόβο της για τις ρυτίδες. «Έλεγχο μου κάνεις;» τη ρώτησε στον ίδιο τόνο κοιτάζοντάς απειλητικά το άψογα μακιγιαρισμένο της πρόσωπο, γνωρίζοντας με μαθηματική ακρίβεια την επόμενη αντίδρασή της. «Αγριάνθρωπε!» του νιαούρισε και τα κατακόκκινα νύχια της χάιδεψαν φευγαλέα το μάγουλό του. Ο Δήμος της έπιασε το χέρι και το φίλησε. «Με κάνεις ό,τι θέλεις!» είπε αναστενάζοντας η Άρτεμη, κι εκείνος χαμογέλασε σατανικά στο αγουροξυπνημένο πρόσωπο της Ελένα. «Κι από εδώ, η Ελένα Στολτς. Την προσέλαβε ο Άρης για να φροντίζει την Ουρανία. Υποθέτω όμως ότι είσαι ήδη ενήμερη». «Κάτι μου είπε στο τηλέφωνο…» μουρμούρισε η Άρτεμη χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία στην Ελένα, έχοντας μάτια μόνο για τον Δήμο. Η Ελένα προσπάθησε να σηκωθεί από τον καναπέ, ο Δήμος όμως την ανάγκασε να ξανακαθίσει. «Θα σε πάω εγώ επάνω. Δεν θα το κινήσεις για μερικές ημέρες, και θα είσαι εντάξει». «Δεν είμαι φοράδα!» απάντησε άγρια η Ελένα, που φαινόταν να έχει ξαναβρεί τους παλιούς της τρόπους. «Σωστά! Ακόμη και η Μαρόν θα συμπεριφερόταν καλύτερα!» είπε ο Δήμος και τη σήκωσε απαλά, κόβοντας τις διαμαρτυρίες της.


Ο Φύλακας στον Φάρο

75

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

20.

Η Ελένα χρειάστηκε τελικά μόνο ένα εικοσιτετράωρο ακινησίας. Στο διάστημα αυτό κατάλαβε αρκετά πράγματα για τον βίο και την πολιτεία της οικογένειας Μαρδά. Κατ’ αρχάς ο Άρης έκανε ολόκληρο θέμα για τον τραυματισμό της, δείχνοντας ένα υπέρ το δέον ενδιαφέρον, και ρίχνοντας το φταίξιμο στον επιστάτη του. Από τη μεριά της, η Άρτεμη δημιούργησε πρόσθετο εκνευρισμό σε όλους. Είχε γνώμη για το καθετί, έδινε συμβουλές στην Ουρανία αντιμετωπίζοντάς την σαν ιδιότροπο μωρό, κι όταν δεν έκανε κάτι από αυτά ακολουθούσε τον επιστάτη σαν να ήταν η προέκτασή του, όπως ακριβώς εκείνη τη στιγμή. «Πώς σου φαίνεται η κόρη μου;» Η Ουρανία στάθηκε δίπλα της παρακολουθώντας και αυτή την Άρτεμη να κουνάει πέρα δώθε τη Ραλλού στην ξύλινη αιώρα. «Δεν πιστεύω ότι αγαπάει τη μικρή» ξεστόμισε αυθόρμητα η Ελένα. Το είχε παραξηλώσει, από την άλλη όμως δεν έβλεπε την ώρα να της αδειάσει τη γωνιά η νεότερη απόγονος της οικογένειας Μαρδά. Παραδόξως η Ουρανία έβαλε τα γέλια. «Ξέρεις κάτι, Ελένα; Είσαι σαν το ακατέργαστο διαμάντι. Το καλύτερο όμως είναι ότι με κάνεις και γελάω. Αλήθεια, πώς έβγαλες αυτό το συμπέρασμα;» «Η Άρτεμη δείχνει πάντα ατσαλάκωτη…, σαν να το κάνει από υποχρέωση. Στη θέση της θα είχα ανέβει κι εγώ να κάνω κούνια». «Αγαπάς τα παιδιά, Ελένα;» «Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Νομίζω πως ναι. Αν είναι σαν τη Ραλλού, ίσως…. Δεν μοιάζει να έχει πάρει από τον πατέρα της!» «Ο ίδιος έχει άλλη άποψη, αν και, όπως είναι τα πράγματα, δεν μπορεί να υπερηφανευτεί γι’ αυτό». Η Ελένα στράφηκε προς τη μεγαλύτερή της γυναίκα απορημένη. «Νομίζω πως ένας λόγος που δεν θα καεί στην κόλαση ο Δήμος Μπελιές είναι η αγάπη του για την κόρη του» είπε κι εκεί σταμάτησε τα καυστικά της σχόλια καθώς η Ουρανία την κοιτούσε παράξενα. «Συγγνώμη, η γλώσσα μου τρέχει πάντα». «Πώς σου ήρθε ότι η Ραλλού είναι κόρη του Δήμου;» «Έτσι είπε ο ίδιος. Εξάλλου μένουν μαζί, τη φροντίζει, την αγαπάει, γιατί…» Κάπως έτσι έμαθε για τη σχέση του Άρη με την αδελφή του επιστάτη. Αποστομώθηκε. Πολύ θα ήθελε να κάνει ένα πικρό σχόλιο για τον Μπελιέ, δεν μπόρεσε όμως. Δεν υπήρχε κάτι να του προσάψει κι αυτό την εκνεύρισε. Φαινόταν ότι η Ουρανία τον θεωρούσε άλλο ένα μέλος της οικογένειάς της. «Αποκτήσατε δηλαδή το πρώτο σας εγγόνι» της είπε για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, κι εκείνη την κοίταξε χαμογελώντας θλιμμένα.


76

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Μπορείς να το πεις κι έτσι. Σκέφτομαι καμιά φορά τι θα είναι καλύτερο για τη μικρή: να την αναγνωρίσει τελικά ο Άρης ή να αποκτήσει νέα μητέρα όταν ο Δήμος και η Άρτεμη παντρευτούν;» Η Ελένα την κοίταξε εμβρόντητη. Άνοιξε το στόμα της να πει κάτι, το μετάνιωσε όμως αμέσως. Ο Δήμος Μπελιές μπορούσε να πάει να πνιγεί, καρφί δεν της καιγόταν. Το ίδιο απόγευμα, όταν η Άρτεμη εγκατέλειψε επιτέλους τον Ροδώνα, η Ελένα τράβηξε τη σεζλόνγκ στο μπαλκόνι της κι επιδόθηκε σε ένα άλλο έργο. Από τα λίγα πράγματα που της είχε κληροδοτήσει η μητέρα της ήταν ένα βιβλίο με γιατροσόφια. Είκοσι χρόνια πριν, και αυτό έμοιαζε να είναι η πρώτη της ανάμνηση από την παιδική της ηλικία, της είχε πει ένα παραμύθι, που όμως ήταν αληθινή ιστορία. Τότε άκουσε πρώτη φορά για τους Βικογιατρούς, και γέλασε σαν όλα τα παιδιά της ηλικίας της με το αστείο αυτό όνομα. Ένας μακρινός πρόγονος του πρώτου άνδρα της μητέρας της ήταν πρακτικός γιατρός που ζούσε στο Ζαγόρι. Η χαράδρα του Βίκου δεν είχε μόνο τα νερά του Βοϊδομάτη για να περηφανεύεται, αλλά και μια τεράστια ποικιλία από βότανα κι άλλα φυτά με θαυμαστές ιδιότητες. Το βιβλίο που είχε μαζί της η Ελένα ήταν γραμμένο το 1810. Της το είχε χαρίσει η μητέρα της, ένα ιδιότυπο γαμήλιο δώρο, με την αιχμηρή σημείωση ότι οι συμβουλές του θα της ήταν χρήσιμες με έναν άνδρα είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της. Το μαύρο εξώφυλλό του ήταν σαφώς κακοπαθημένο, σαν να είχε διαβρωθεί από κάποιο οξύ, και το κάλυμμά του θύμιζε περισσότερο δέρμα ερπετού. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ελένα θα ακολουθούσε τις πρακτικές συμβουλές που η διατύπωσή τους έμοιαζε με ξόρκι μάγισσας. Παρά την απέχθειά της στη βαριά γλυκερή μυρωδιά, άπλωσε με επιμέλεια τα βρασμένα κρεμυδόφυλλα, συγκρατώντας τα με μια γάζα. Ψέματα ή αλήθεια, το γιατρικό έφερνε αποτέλεσμα. Με το πόδι στο μαξιλάρι, άνοιξε τον υπολογιστή της και καταπιάστηκε να συμπληρώνει το προφίλ του Λευτέρη Μαρδά: μια κοινότοπη ιστορία κάποιου φτωχού πλην φιλόδοξου άνδρα που έχοντας ξεκινήσει από χαμηλά έκανε έναν πλούσιο γάμο και βρέθηκε σε μια πολύ ισχυρή θέση. Ένας άνθρωπος που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις γνωριμίες του πεθερού του και που μέχρι αυτή τη στιγμή κατόρθωνε να αποσπάει αδρές επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Γεννημένος επιχειρηματίας ή επαγγελματίας απατεώνας; πληκτρολόγησε η Ελένα καθώς θυμόταν τα λόγια του Δελή. “Η σχέση του Λευτέρη Μαρδά με τοn Μανωλά ήταν μια σχέση αγάπης και μίσους”. Ο Μανωλάς, κατά τα λεγόμενα πάντα του Δελή, ζούσε πλουσιοπάροχα από τις επενδύσεις της πατρικής περιουσίας στο εξωτερικό. Το 1965 πεθαίνει ο πατέρας του και αναγκάζεται να γυρίσει στην Ελλάδα. Θα εγκατασταθεί αρχικά στην Ηγουμενίτσα, όπου έναν χρόνο αργότερα θα συναντήσει τον δεκαεννιάχρονο τότε


Ο Φύλακας στον Φάρο

77

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Λευτέρη Μαρδά σε ένα ύποπτο στέκι, ιδανικό για γνωριμίες που ταίριαζαν περισσότερο στη σεξουαλική του ιδιορρυθμία. Ο Δελής έμοιαζε σίγουρος ότι ο Μαρδάς ήταν εκείνος που προσέγγισε τον Μανωλά, καθώς η φήμη του εκκεντρικού μαλθακού πλούσιου έλκυε τέτοιου είδους υποκείμενα. Ο νεαρός Λευτέρης δεν είχε στον ήλιο μοίρα, όπως γλαφυρά του είχε αναφέρει σε συζητήσεις τους ο Γεώργιος. Έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού για να ζήσει τη χήρα μητέρα του. Τρία χρόνια πριν μάλιστα, είχε πάρει μέρος σαν σκαφτιάς στις ανασκαφές του Νεκρομαντείου, κοντά στον τόπο καταγωγής του. Έψαχνε δουλειά εκείνη την εποχή, σκόπευε να μπαρκάρει, γιατί τα καράβια είχαν τότε λεφτά. Ο Γεώργιος τον λυπήθηκε και τον περιμάζεψε. Το θεώρησε σαν ευκαιρία να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στην Ήπειρο, καθώς ο Γιαννάκος Μανωλάς τού είχε αφήσει τις παλιές αποθήκες του αλατιού, ανάμεσα στη Διόνη και τις Αλυκές. Η μοναδική συγγενής του, ξαδέλφη του από τον αδελφό του πατέρα του, είχε παντρευτεί τον Σοφοκλή Σπανούδη, μελισσοκόμο. Έτσι αποφασίστηκε οι παλιές αποθήκες να γίνουν συσκευαστήριο μελιού, καθώς οι πολιτικές γνωριμίες του Σπανούδη ήταν αρκετές για να ωθήσουν το σχέδιό τους. Η νέα επιχείρηση απέδωσε οφέλη. Ο Δελής είχε σχολιάσει δηκτικά ότι πιο κερδισμένος βγήκε ο Λευτέρης Μαρδάς, που μέσα σε μία δεκαετία κατόρθωσε όχι μόνο να γίνει διευθυντής, αλλά και να κερδίσει την Ουρανία, κόρη του Σπανούδη, ο οποίος στο μεταξύ είχε εξελιχτεί σε πολιτικό παράγοντα του τόπου. Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης βρίσκουν τον Μαρδά αρραβωνιασμένο με την Ουρανία και λίγο αργότερα παντρεμένο με δύο παιδιά. Τι μεσολάβησε και ο άκρατος ενθουσιασμός του Γεώργιου Μανωλά κατέληξε σε πικρία, ο Δελής δεν της το εκμυστηρεύτηκε. Δεν χρειαζόταν και πολύ όμως για να καταλάβει ότι ο Μανωλάς ήταν ο μόνος που δεν χάρηκε ιδιαίτερα με τον γάμο του προστατευόμενού του. Το γαμήλιο δώρο του, κατέληξε ο Δελής γελώντας, ήταν μόνο ένα ελβετικό ρολόι. Λίγο καιρό μετά την τελετή, απομακρύνθηκε από τους νιόπαντρους, κι εγκαταστάθηκε στο Καταφύγι. Η Ελένα έκλεισε τον υπολογιστή και βάλθηκε να εξετάζει το πόδι της. Το πρήξιμο είχε φύγει. Δεν θα είχε πρόβλημα, αρκεί να μην έκανε υπερβολές. Το γιατροσόφι είχε φέρει αποτέλεσμα. Αναστέναξε ανακουφισμένη κοιτάζοντας αφηρημένα τις ατελείωτες σειρές με τις τριανταφυλλιές. Η Ραλλού έτρεχε ανάμεσά τους γελώντας. Η Ελένα δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Η μικρή έμοιαζε με χαρούμενο διαβολάκι και ήταν απόλυτα άδικο να καταλήξει με μητριά την Άρτεμη Μαρδά. Τι την ένοιαζε όμως; Το καλό για την ίδια ήταν ότι η κόρη του Μαρδά δεν της είχε δώσει καμία σημασία. Η Ελένα λόγω του μικροτραυματισμού της είχε μείνει στα μετόπισθεν. Από την άλλη, η Άρτεμη δεν έδειξε να θυμήθηκε τη συνάντησή τους στον ξενώνα. Έσκυψε στο μπαλκόνι χαμογελώντας ακόμη στη Ραλλού.


78

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Βλέπω ότι η διάθεσή σου βελτιώθηκε!» της φώναξε ο Μπελιές, που ξεπρόβαλε εντελώς αναπάντεχα πίσω από τη μικρή. Η Ελένα δεν του απάντησε καν. Η δική του διάθεση φαινόταν η καλύτερη. Μάλλον είχε συντελέσει σε αυτό η Άρτεμη. Περί ορέξεως όμως… Με μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας, μπήκε ξανά στο δωμάτιο. Ακόμη και η φωνή του της ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι. Η δυσαρέσκειά της έγινε μεγαλύτερη καθώς σχημάτιζε στο κινητό της το νούμερο του Έριχ στη Ζυρίχη. Έπρεπε όμως να έχει καλυμμένα τα νώτα της. Όταν άκουσε το τυπικό “δικηγόρος Στολτς”, έδωσε στη φωνή της όση γλυκύτητα διέθετε και τον καλησπέρισε. «Ζήτησε κανείς να μάθει για εμένα;» ρώτησε. «Ελένα, με κουράζεις αφάνταστα. Τι έχεις κάνει πάλι; Αλλά τι ρωτάω; Θα χαρείς πολύ να μάθεις ότι σε δύο το πολύ τρεις ημέρες, θα έχω στα χέρια μου το διαζύγιο. Οπότε η παραμονή σου στην πατρική σου γη, παύει να άπτεται της ευθύνης μου και τυπικά». Πόσο αποστειρωμένος ακουγόταν ακόμη και τόσες εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Η Ελένα έστειλε από μέσα της τον πρώην άνδρα της πιο πέρα και από την επικράτεια του διαβόλου, αλλά συνεχίζοντας να νιαουρίζει στο τηλέφωνο, του ζήτησε μια χάρη. «Δεν είσαι σοβαρή!» απάντησε ο Έριχ και αυτή ήταν η μοναδική έκφραση που διέθετε για να εκφράσει την αποδοκιμασία του. «Μου ζητάς να πλαστογραφήσω χαρτιά;» «Σου ζητάω απλά να βεβαιώσεις ότι είμαι συγγενής σου. Είσαι πάντα θείος μου, έτσι δεν είναι;» «Εξ αγχιστείας και μόνο. Τέλος πάντων». Και πάλι η Ελένα τον σιχτίρισε σιωπηλά. «Δεν πρόκειται να σε ξαναενοχλήσω, Έριχ. Αν και δεν είμαστε εχθροί!» «Αυτό έπρεπε να το σκεφτείς όταν έμπλεκες και το δικό μου όνομα στις συναλλαγές σου. Ας είναι... Δώσε μου τη διεύθυνσή σου. Μαζί με το έγγραφο του διαζυγίου, έχω και ένα πακέτο για σένα από τον Μίκαελ». «Τι είναι;» «Πώς θέλεις να ξέρω; Σε αντίθεση μ’ εσένα, δεν ανακατεύομαι σε ό,τι δεν με αφορά». Η Ελένα τού έδωσε τη διεύθυνση της νέας της διαμονής, αυτό όμως έκανε τον Έριχ να υψώσει ξανά τη φωνή του. «Τι ακριβώς μου είπες ότι κάνεις εκεί πέρα; Τη συνοδό ενός ασθενή; Το καλό που σου θέλω, μην αρχίσεις ξανά τα γνωστά σου καμώματα, όπως το να ξαφρίζεις κοσμήματα!» «Δεν έκανα ποτέ κάτι τέτοιο» διαμαρτυρήθηκε η Ελένα, όμως η γραμμή ήταν ήδη νεκρή.


Ο Φύλακας στον Φάρο

79

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Ηλίθιε!» φώναξε και πέταξε το κινητό της χολωμένη μακριά, για να το δει να προσγειώνεται με γδούπο στο υφαντό που κάλυπτε το πάτωμα. Αυτή η κίνηση δεν απέτρεψε τη συσκευή από το να χτυπήσει ξανά αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο την αντοχή της σε τέτοιου είδους εξάρσεις. Η κλήση ήταν από την Μπέτα, κι αυτό έκανε την Ελένα να χαλαρώσει. «Έφθασα επιτέλους!» την άκουσε λαχανιασμένη. Η Ελένα φαντάστηκε την παλιά της φίλη να κοιτάζει αγχωμένη τις βαλίτσες της θεωρώντας ως μοναδικό τρόπο να ηρεμήσει το να τακτοποιήσει πρώτα άψογα τα πάντα. Γνωρίζοντας τον χαρακτήρα της Μπέτα, ένιωσε κολακευμένη που η φίλη της είχε δώσει προτεραιότητα στο να της τηλεφωνήσει, αν και ήταν λίγο νωρίς για την άφιξή της στην Ήπειρο. Είχε την εντύπωση ότι τα σεμινάρια δεν θα ξεκινούσαν παρά μετά από ένα δεκαήμερο. Η Μπέτα την πρόλαβε λύνοντάς της την απορία. «Τα χάλασα με τον Ζυλ κι έφυγα νωρίτερα. Σαν το θηρίο στο κλουβί πήγαινα κι ερχόμουνα. Δεν με σήκωναν άλλο οι ελβετικές λίμνες και είπα να μυρίσω μια ώρα αρχύτερα τον αέρα της πατρίδας». «Καλά. Και πού είσαι τώρα;» ρώτησε η Ελένα συνειδητοποιώντας μόλις ότι η συνδιάλεξή τους κοβόταν από επίμονα κορναρίσματα. «Καθηλωμένη στο μποτιλιάρισμα του λιμανιού, παρατηρώ τον ήλιο να βουτάει στα νερά του Ιονίου» της απάντησε με το τυπικό της χιούμορ. «Ακούγεται πολύ δελεαστικό» είπε η Ελένα και γέλασε καθώς σκέφτηκε πόσο περισσότερο θα ταίριαζε η Μπέτα με τον Έριχ. «Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πού να πάω. Δυστυχώς μου φαίνεται ότι θα μείνω για πάντα στο λιμάνι. Η ώρα είναι περασμένη και η προοπτική να πάω στην Παραμυθιά μάλλον απίθανη. Άσε που μπορεί και να μην είναι ακόμα διαθέσιμο το δωμάτιο που μου έχει κλείσει η κοινότητα». Εντελώς αυθόρμητα, η Ελένα τής έδωσε τη διεύθυνση του Ροδώνα. «Μα πώς θα έρθω στο ξένο σπίτι;» ρώτησε σοκαρισμένη η Μπέτα. «Κάνε αυτό που σου λέω. Ο εργοδότης μου δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθεί». «Ελένα! Είσαι ακόμη παντρεμένη. Τι νομίζεις ότι κάνεις;» «Για τον Θεό! Μιλάς σαν τον Έριχ. Μην ανησυχείς. Δεν τον αποπλάνησα, τουλάχιστον όχι ακόμη…» Κλείνοντας το τηλέφωνο, βάλθηκε να εξετάζει την όλη κατάσταση. Δεν ήταν δα και τόσο άσχημα τα πράγματα. Η αναμενόμενη άφιξη της Μπέτα τής είχε δώσει μια πολύ καλή ιδέα.


80

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

21.

«Πόσα χρόνια έχουμε να το κάνουμε αυτό;» αναρωτήθηκε η Μπέτα. Η Ελένα ανασήκωσε τους ώμους ενώ παρατηρούσε ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει πάνω στη φίλη της. Ακόμη και σε στιγμές χαλάρωσης σαν και αυτή, η Μπέτα διατηρούσε τη δασκαλίστικη εμφάνιση. Το άψογο μακρύ της νυχτικό, τα μυωπικά γυαλιά και η αιώνια αλογοουρά ερχόντουσαν σε πλήρη αντίθεση με το δικό της σορτ και το σκισμένο μακό. «Γιατί δεν αλλάζεις χτένισμα, να αναπνεύσουν και λίγο τα μαλλιά σου;» τη ρώτησε κι εκείνη την κοίταξε συνοφρυωμένη. «Σχολίασα εγώ την εμφάνισή σου; Γιατί προσπαθείς πάντα να αλλάξεις τον κόσμο; Σκέψου ότι μόλις έφτασα». «Τι υπερβολική που είσαι! Σιγά το καπέλωμα. Λες και δεν με ξέρεις! Με συμπαθείς λιγουλάκι όμως, ε;» «Απορώ με τον εαυτό μου που σου επιτρέπω να με τραβάς από τη μύτη» σχολίασε αναστενάζοντας η Μπέτα. «Αφού είμαι αξιαγάπητη». «Και αξιέραστη επίσης» συμπλήρωσε η φίλη της αποτελειώνοντας το κρασί της και σπρώχνοντας παράμερα τον δίσκο με το αργοπορημένο βραδινό. «Ο εργοδότης σου έχει ό,τι μπορεί να επιθυμήσει μια γυναίκα». «Τι φαρμακόγλωσσα, Θεέ μου! Αλήθεια, γιατί το διαλύσατε με τον βασιλιά του σκόρδου;» «Ελένα!» «Το να δουλεύει σεφ σε ακριβό εστιατόριο, δεν σημαίνει ότι έπαψε να είναι ένας Προβηγκιανός αγρότης». «Θέλεις να σου θυμίσω τι θα ήσουν εσύ αν δεν είχες παντρευτεί τον Έριχ; Τρόφιμος των ελβετικών φυλακών σε μόνιμη βάση. Και θα παρακαλούσες για έναν βλάχο από την Προβηγκία!» «Αν συνεχίσεις έτσι, θα σε πιάσει δυσπεψία, και τότε τι θα πούμε στην καημένη τη μαγείρισσα;» είπε η Ελένα παπαγαλίζοντας το ύφος της Μπέτα. «Θα την προτρέψουμε να παντρευτεί ένα προβηγκιανό σεφ» συμπλήρωσε η φίλη της κι έσκασε στα γέλια. «Μου έλειψες. Πάρα πολύ!» είπε η Ελένα αγκαλιάζοντάς την και συνέχισαν να γελάνε μέχρι δακρύων. «Δηλαδή την άφιξή σου στον Ροδώνα τη χρωστάς σ’ εμένα. Αν δεν σε γνώριζα στη γριά νυχτερίδα…» «Θα είχα την ησυχία μου» συμπλήρωσε η Ελένα.


Ο Φύλακας στον Φάρο

81

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πολύ που την ήθελες ποτέ! Το έχεις στο αίμα σου φαίνεται να μπλέκεις στα πλέον απίθανα». «Δεν είναι συναρπαστικό, αλήθεια;» «Πρόσεξε όμως, γιατί απ’ ό,τι κατάλαβα, ο πατέρας του Άρη δεν έχει την αβρότητα του γιου του. Αλήθεια, αυτός ο Μανωλάς δεν άφησε διαθήκη;» «Προφανώς. Αν και το μόνο που μου είπε ο Δελής ήταν ότι από τους τρεις πίνακες, μόνο η Νέμεσις θα περάσει στα χέρια του Λευτέρη Μαρδά, ενώ οι άλλοι δύο θα καταλήξουν και πάλι στη φίλη μας την κοντέσα». «Τι ήξερε ο Μανωλάς που δεν γνωρίζουμε όλοι οι υπόλοιποι;» Η Ελένα ενθουσιάστηκε σαν μικρό παιδί που η Μπέτα είχε μόλις χρησιμοποιήσει πληθυντικό, γιατί τώρα μπορούσε να ζητήσει μια μικρή χάρη από τη φίλη της. «Προφανώς κάτι για το οποίο ο Μαρδάς θα έπρεπε να έχει τύψεις. Αν και δεν μοιάζει να γνωρίζει τι σημαίνει η λέξη. Αυτός όμως ο πίνακας είναι από τη μαύρη περίοδο του Αλφιέρι. Αν τον δεις από κοντά, είναι σχεδόν τρομακτικός, δεν παύει όμως να σε γοητεύει». «Τι άλλο μπορούμε να μάθουμε και από ποιον;» «Επειδή είμαι σίγουρη πως ο Άρης θα σου βρει δωμάτιο στον ξενώνα κι επειδή θαυμάζεις τον Αλφιέρι…» «Που οι φήμες λένε ότι ήταν κατάσκοπος…» συνέχισε η Μπέτα. «Γιατί να μην είναι αλήθεια; Τι εμπόδιζε άραγε τον Αλφιέρι να εμφανιστεί ινκόγκνιτο στην Ήπειρο; Για παράδειγμα, η άφιξή του στην Αλβανία το καλοκαίρι του 1940, δεν σου λέει τίποτα; Εσύ το επεσήμανες άλλωστε επειδή για εκείνο το χρονικό διάστημα βρήκες αντιφατικά στοιχεία. Γιατί άραγε ο Αλφιέρι να αναφέρει ότι έπεσε θύμα ληστών το 1939 όταν υπήρχε ένα παρόμοιο περιστατικό το 1940;» «Κατάλαβα. Θέλεις να σου προσφέρω τις ταπεινές μου υπηρεσίες». «Έλα, Μπέτα! Πού είναι το αίσθημα της αλληλεγγύης; Πώς αλλιώς θα βοηθήσουμε τη συμπαθητική γριούλα Αλφιέρι;» «Ή την Ελένα Στολτς να αποκτήσει ένα αγρόκτημα στο Σαν Τζιμινιάνο;» «Κανείς δεν κάνει τίποτα χωρίς ανταλλάγματα». «Και μια και μιλάμε για ανταλλάγματα, μέχρι πότε θα χρησιμοποιείς το επίθετο του αξιότιμου Έριχ;» «Την άλλη βδομάδα μού στέλνει την απόφαση του διαζυγίου. Προφανώς θα ξαναπάρω το κακόηχο δικό μου!» ξεφύσηξε η Ελένα. Η Μπέτα έβαλε τα γέλια και η Ελένα τη μιμήθηκε. Ήταν τόσο εύκολο να βλέπει την αστεία πλευρά των πραγμάτων όταν είχε καλή παρέα, όμως ο ήχος βιαστικών βημάτων στον διάδρομο και το βρόντημα της πόρτας της Ουρανίας την έκαναν να σωπάσει απότομα. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Μπέτα. Η Ελένα τής έκανε νόημα να μείνει στη θέση της και βγαίνοντας από το δωμάτιο, προχώρησε στις μύτες των ποδιών μέχρι το τέλος του διαδρόμου. Έστησε


82

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αυτί και δεν άργησε να καταλάβει ότι ο επισκέπτης της Ουρανίας δεν ήταν άλλος από τον άνδρα της. «Γαμώτο, και την είχα αφήσει τόσο ήρεμη!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της. Ο Λευτέρης Μαρδάς μονολογούσε έξω φρενών υψώνοντας όλο και περισσότερο τον τόνο της φωνής του. «Φαίνεται εμείς δεν του κάναμε. Ξέρεις τι μου αφήνει; Έναν ψωραλέο πίνακα. Εμένα, που του δούλεψα τόσα χρόνια! Κι αν δεν αναγνώρισε αυτό, ήσουνα κι εσύ, η μοναδική στενή του συγγενής. Το μισό παλιό εργοστάσιο και το σπίτι τα αφήνει λέει να τα διαχειριστεί ο φίλος του ο Δελής, μέχρι να εκπληρωθεί ο απίθανος όρος που έχει βάλει στη διαθήκη του. Τι σημαίνει αυτό, μπορείς να μου πεις;» Προφανώς η Ουρανία δεν είχε να πει το παραμικρό, γιατί δεν ακούστηκε καν. «Τι σόι διαθήκη είναι αυτή; Είναι έγκυρη; Δεν με νοιάζει τίποτα. Αύριο κιόλας ξεκινάω διαδικασίες να την προσβάλω!» «Πράξε όπως νομίζεις» ακούστηκε η άχρωμη φωνή της Ουρανίας. «Έτσι κι αλλιώς, αυτό έκανες πάντα». «Πάω στο δωμάτιό μου και μη με ενοχλήσει κανείς» είπε βροντώντας κι αστράφτοντας, κι αυτό ήταν το σύνθημα για την Ελένα να οπισθοχωρήσει αθόρυβα σαν τη γάτα.


Ο Φύλακας στον Φάρο

83

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

22.

Η

έκφραση “πήραν φωτιά τα μπατζάκια του” αντιπροσώπευε απόλυτα το

ντελίριο στο οποίο βρισκόταν ο Λευτέρης Μαρδάς. Νόμιζε πως είχε κανονίσει στην εντέλεια τη ζωή του, να όμως που το παρελθόν είχε τρυπώσει από μια χαραμάδα για να φέρει τα πάνω κάτω. Δεν ήταν μόνο το ότι έχανε την ακίνητη περιουσία του Μανωλά μέσα από τα χέρια του. Του κόστιζε βέβαια, γιατί η πείνα του για αγαθά ήταν πάντα ακόρεστη. Αυτό που τον έκανε έξω φρενών ήταν η προσβολή που ένιωθε. Ίσως έπρεπε να αλλάξει δικηγόρο, αυτός που είχε του έφερνε γρουσουζιά. Τον τελευταίο μήνα δεν είχε μάθει τίποτα καλό. Και λίγες ώρες πριν είχε πληροφορηθεί επιτέλους το ακριβές περιεχόμενο της διαθήκης. Ο πορνόγερος, που άλλοτε του έταζε λαγούς με πετραχήλια, τον είχε κάνει πέρα. Ποιος έφταιγε όμως; Αυτός και μόνο που δεν τον είχε ξεζουμίσει τότε που έπρεπε, να του μαδήσει ό,τι είχε και δεν είχε. Του δούλεψε σκληρά και έγινε κάποιος κι αυτό δεν του άρεσε του Μανωλά, ειδικά όταν του ανακοίνωσε ότι παντρεύεται την ανιψιά του κι ότι τον είχε σιχαθεί που του είχε γίνει κολαούζο. Εκείνος τον είχε αποκαλέσει καιροσκόπο και με άλλους καθόλου κολακευτικούς χαρακτηρισμούς επισήμανε την αχαριστία του. Με τη χολερική φωνή του, είχε προσπαθήσει να τον κάνει να ζηλέψει, αναφέροντάς του το περιστατικό της μεσολάβησής του για τον διορισμό του φαροφύλακα. Πού να ήξερε ότι μεγαλύτερο καλό δεν μπορούσε να του κάνει! Η άφιξη του Βραχνού τού είχε λύσει τα χέρια. Κρίμα που η δική του μάνα δεν ζούσε να τον δει να παίρνει επιτέλους εκδίκηση. Της το είχε τάξει, -ήταν καθήκον του- και το είχε πράξει με θρησκευτική ευλάβεια. “Είσαι αχάριστος, Λευτέρη. Το χέρι που σε ταΐζει, εσύ το δαγκώνεις!» Αυτά είχε πει ο Μανωλάς το 1977, έναν μήνα προτού ο Λευτέρης γίνει γαμπρός του Σπανούδη. Τριάντα χρόνια μετά, θυμόταν με ακρίβεια τα πικρόχολα λόγια. “Αυτός ο άνδρας ήρθε σεμνά και ταπεινά να μου ζητήσει κάτι. Εγώ είμαι όμως ο οφειλέτης. Χρωστάω τη ζωή μου στη μητέρα αυτού του ανθρώπου. Μέχρι τα δεκαέξι μου τα πνευμόνια μου δεν λειτουργούσαν σωστά, όλοι με έλεγαν φθισικό. Το φθινόπωρο του 1940, εκείνη η γυναίκα, απόγονος πρακτικών γιατρών, με έκανε καλά. Δεν είναι τίποτα λοιπόν για εμένα να το ξεπληρώσω”. Ο Λευτέρης Μαρδάς γέλασε μοναχός του. Κανένας δεν υποψιάστηκε τίποτα ούτε τότε ούτε αργότερα. Ούτε και τώρα ο Βραχνός μπορούσε να κάνει το παραμικρό. Είχε βέβαια αποφυλακιστεί, μια κλωστή όμως τον χώριζε από το να μπει ξανά στη φυλακή. Γιατί η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει μόνο να είναι τίμια αλλά και να φαίνεται τίμια.


84

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πού να βρισκόταν αλήθεια τώρα ο Βραχνός; Σίγουρα δεν θα τολμούσε να γυρίσει ξανά στα μέρη τους. Η γυναίκα του είχε φροντίσει να ρίξει μαύρη πέτρα, του είχε γυρίσει τις πλάτες και αφού είχε πάρει διαζύγιο, κανείς δεν την ξαναείδε. Το πρόσωπο του Λευτέρη μαλάκωσε στην ανάμνηση της ερωμένης του, δεν κράτησε όμως πολύ και ο θυμός διαστρέβλωσε ξανά τα χαρακτηριστικά του. «Έχω ράμματα για τη γούνα ολονών!» μουρμούρισε καθώς πληκτρολογούσε τον συνδυασμό στο χρηματοκιβώτιό του. Ανακατεύοντας τα χαρτιά που με θρησκευτική επιμέλεια είχε στοιβάξει, αποφάσισε πως έπρεπε να κάνει ό,τι πιο απλό: να προσβάλει τη διαθήκη, κι ας έλεγε ο δικηγόρος του να μην το ρισκάρει. Πού είχε ακουστεί τέτοιος εξωφρενικός όρος; Από μόνη της η τελευταία επιθυμία του Μανωλά ήταν περίτρανη απόδειξη ότι ο άνθρωπος δεν έστεκε καλά στα μυαλά του. “Αφήνω όλη την υπόλοιπη περιουσία μου κινητή και ακίνητη σε αυτόν ο οποίος θα αποδειχτεί κάτοχος ενός παλιού δαχτυλιδιού που για εμένα, τον διαθέτη, έχει μεγάλη συναισθηματική αξία: του σφραγιδόλιθου της Γένουας”.


Ο Φύλακας στον Φάρο

85

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

23.

Ο Άρης προθυμοποιήθηκε να συνοδέψει την Μπέτα στον ξενώνα κι έτσι η Ελένα επέστρεψε στα καθήκοντά της προσπαθώντας να πείσει την Ουρανία να κατέβει στον κήπο. Η θλίψη στα μάτια της γυναίκας ήταν ολοφάνερη. Τι άλλο θα μπορούσε να προκαλέσει στα ευαίσθητα νεύρα της Ουρανίας η μεταμεσονύκτια επίσκεψη του άνδρα της; Ο Μαρδάς ήταν σαδιστής και η νόμιμη σύζυγός του ένα θύμα, όχι όμως και το μοναδικό του. Την προηγούμενη νύχτα η Ελένα είχε μείνει στο μπαλκόνι παραφυλώντας ακίνητη στο σκοτάδι. Δεν ήταν η μόνη που ξαγρυπνούσε εκείνη την ώρα. Από τους ήχους που έφταναν στα αυτιά της ήταν ολοφάνερο πως ο Μαρδάς ικανοποιούσε τις ερωτικές του ορέξεις με την Άννα, τη μαγείρισσα. Παρότι η αλλοδαπή ήταν αδιάφορη στην Ελένα, εκείνη τη στιγμή ένιωσε οίκτο και συμπάθεια καθώς δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια για να κατανοήσει το αυτονόητο, ότι δηλαδή και αυτή ήταν ένα υποχείριο του Μαρδά. Πόσο κέρατο θα είχε φάει η Ουρανία στη διάρκεια του έγγαμου βίου της και μάλιστα εν γνώσει της! Αηδιασμένη από τα επαναλαμβανόμενα “είσαι η δούλα μου” και τον γδούπο του αντρικού χεριού καθώς προσγειωνόταν χωρίς οίκτο πάνω στην κοπέλα προκαλώντας της πονεμένα βογκητά, η Ελένα έβαλε τα ακουστικά της και αφέθηκε στη μαγεία του Richard Clayderman. Το μόνο κοινό στοιχείο με τη μητέρα της ήταν η αγάπη τους για τον Γάλλο πιανίστα. Βολεμένη στη σεζλόνγκ, μισόκλεισε τα μάτια και χαλάρωσε επιτρέποντας στον εαυτό της να ταξιδέψει πίσω από το χλωμό ασήμι του φεγγαριού. Ο ροδώνας έδειχνε απόκοσμος και οι σκιές υποκινούσαν τη φαντασία να οργιάσει μέσα στην αδράνεια του χρόνου. Το βαρύ άρωμα από τα τριαντάφυλλα την πολιορκούσε επίμονα λεηλατώντας την όσφρησή της και η λουλουδένια οσμή είχε μεταμορφωθεί σε ανδρικό χέρι που χάιδευε το σώμα της. Μπορεί και να είχε αποκοιμηθεί, όμως ξαφνικά άνοιξε τα μάτια διαισθανόμενη ότι και κάποιος άλλος είχε αρνηθεί την αγκαλιά του Μορφέα. Με έκπληξη παρατήρησε τις προσεκτικές κινήσεις του Δήμου Μπελιέ καθώς σήκωνε την κοιμισμένη Ραλλού από τις μαξιλάρες που είχε στρώσει στην πεζούλα και την έπαιρνε στην αγκαλιά του. Ήταν μόνο η φαντασία της ή ο επιστάτης στάθηκε επίτηδες μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω κοιτώντας προς τη μεριά της ώσπου επιτέλους να μπει στο μικρό σπίτι; Η Ελένα ένιωσε μια απροσδιόριστη ανησυχία αναγνωρίζοντας το δέος και την τρυφερότητα που απορρέουν από στιγμές οικογενειακής θαλπωρής. Πώς γινόταν να είναι τόσο αντιφατικός ο Μπελιές; Εκτός από αντιπαθητικός βέβαια, υπενθύμισε στον εαυτό της. Η επανάληψη του τίτλου που είχε κολλήσει σαν ετικέτα στον επιστάτη δεν την εμπόδισε να τον ακολουθήσει με το βλέμμα της. Προφανώς η


86

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φαντασία της οργίαζε ακόμη επηρεασμένη από τη μουσική, τη νύχτα και τα αρώματα. Εκείνος βγήκε ξανά έξω και κάθισε στο πεζούλι ανάβοντας ένα τσιγάρο. Δεν περίμενε να καπνίζει, δεν τον είχε δει ποτέ. Ανόητο συμπέρασμα, λες και τον ήξερε χρόνια. Χώθηκε πιο βαθιά στο κάθισμά της επιδιώκοντας να γίνει αόρατη καθώς είχε την περίεργη αίσθηση ότι εκείνος κοιτούσε επίμονα προς το μέρος της. Ακόμη πιο εξωπραγματικό ήταν όμως το ότι εντελώς ανόητα της είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως τα βλέμματά τους είχαν δεθεί, πως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος μπορούσαν να αντισταθούν σε κάτι που έμοιαζε διονυσιακό κάλεσμα. Η Ελένα ένιωσε το αίμα της να κυλάει πιο γρήγορα στο σώμα της και τις σκέψεις της να παίρνουν ανεξέλεγκτα μονοπάτια. Δεν ήταν δυνατόν να αισθάνεται ότι κάνει έρωτα από απόσταση, δεν είχε δοκιμάσει ποτέ παρόμοια εμπειρία. Σηκώθηκε αθόρυβα και ακούμπησε στα κάγκελα νιώθοντας το ψυχρό μέταλλο να παγώνει το δέρμα της. Ο επιστάτης έσβησε το τσιγάρο του και σηκώθηκε κι εκείνος κάνοντας μερικά βήματα προς το μέρος της. Η Ελένα άκουσε τους χτύπους της καρδιάς της και κράτησε την αναπνοή της. Είχε ξεχάσει πόσο τον αντιπαθούσε κι έβλεπε μόνο ένα στιβαρό ανδρικό σώμα που τα παιχνιδίσματα ανάμεσα στις σκιές το έκαναν ακόμη πιο θελκτικό. Τη νύχτα δεν υπάρχουν αναστολές, σκέφτηκε βλέποντάς τον να φτάνει σχεδόν κάτω από το μπαλκόνι της. Ένα φως άναψε στο δωμάτιο του Μαρδά και της απέσπασε την προσοχή. Όταν κοίταξε ξανά προς τη μεριά του επιστάτη, εκείνος είχε εξαφανιστεί. Μπορεί όλα αυτά να ήταν μια φαντασίωση, μια φαντασίωση όμως τόσο ενοχλητική που η Ελένα χαστούκισε με δύναμη τον εαυτό της για να νιώσει τον πόνο να τη φέρνει στα συγκαλά της. Ό,τι δεν κατόρθωσε η Ελένα, το κατάφερε η Ραλλού, που ήρθε να προσκαλέσει την Ουρανία σε πρωινό τσάι, όπως δήλωσε. Περίεργη, η Ελένα τις ακολούθησε έως ότου έφτασαν στο κέντρο περίπου του κήπου όπου κάτω από μια μεγάλη ομπρέλα ήταν στρωμένη μια κουβέρτα και πάνω της τακτοποιημένα ποτήρια, κανάτες και πιάτα. Η Ελένα χαμογέλασε στη σκέψη ότι η Ουρανία θα ξεχνιόταν για λίγο κάνοντας την επισκέπτρια στο σαλόνι της εγγονής της κι αποφάσισε, υπακούοντας στην προτροπή της μεγαλύτερης γυναίκας, να κάνει μια βουτιά στην πισίνα. Εξάλλου λίγη χαλάρωση στο νερό την είχε ανάγκη, γιατί οι αναμνήσεις της προηγούμενης νύχτας την έκαναν να θυμώνει όλο και περισσότερο…. με τον εαυτό της…. με τον Μπελιέ. Κάποιος βρισκόταν κοντά στην πισίνα. Ένας μεγαλόσωμος άνδρας με ξυρισμένο κεφάλι, που κάτι της θύμιζε, όμως εκείνος απομακρύνθηκε βιαστικά όταν αντιλήφθηκε την παρουσία της. Η Ελένα ερεύνησε τον χώρο κι αφού βεβαιώθηκε πως ήταν μόνη, πήρε τηλέφωνο την κοντέσα Αλφιέρι για να την ενημερώσει για τη διαθήκη του Μανωλά. Στην καθημερινή τους επικοινωνία, η κοντέσα έμοιαζε να


Ο Φύλακας στον Φάρο

87

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

συμμετέχει τόσο σε αυτό το κυνήγι του χαμένου θησαυρού, που η Ελένα είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι η γριά Ιταλίδα είχε βρει έναν τρόπο να διώξει την ανία της. Ήταν σίγουρη πια πως η παμπόνηρη κουκουβάγια δεν έτρεφε κανένα ζήλο για αυτό καθ’ εαυτό το δαχτυλίδι. Στην ελάχιστη ζωή που της απέμενε σε αυτόν τον κόσμο, προσπαθούσε να ρουφήξει το καθετί και δεν θα φαινόταν παράξενο στην Ελένα ακόμη και να την έβλεπε να καταφθάνει στην Ελλάδα με κάποια απίθανη δικαιολογία. Η τηλεφωνική τους συνδιάλεξη έκλεισε με το αμίμητο: «Πόσο μου αρέσει που θα τρίζουν τα κόκαλα του Αλφιέρι!» Η Ελένα βούτηξε στο νερό και γύρισε ανάσκελα αφήνοντας το σώμα της να επιπλέει χαλαρά στην επιφάνεια. Σκέφτηκε τις επόμενες κινήσεις της. Η διαθήκη είχε δημοσιευτεί λοιπόν. Ήταν περίεργο που ο Μανωλάς είχε αποφασίσει να δηλώσει τις τελευταίες του επιθυμίες ελάχιστες ημέρες πριν τον θάνατό του. Σε ποιον άφηνε την περιουσία του; Έπρεπε να επικοινωνήσει με τον Δελή για να μάθει τις λεπτομέρειες. Πάντως ο Λευτέρης Μαρδάς είχε φύγει από τον Ροδώνα αξημέρωτα. Γύρισε μπρούμυτα και κοίταξε προς το μεγάλο σπίτι. Το βράδυ είχε σκοπό να μπει στο δωμάτιο του Μαρδά. Δεν υπήρχε περίπτωση να έχει απροσδόκητες συναντήσεις αφού ήταν εντελώς απίθανο εκείνος να εμφανιστεί ξανά τόσο σύντομα. Οι ορέξεις του είχαν ικανοποιηθεί πλήρως αν έκρινε από το μελανιασμένο πρόσωπο της Άννας. Κοίταξε το ρολόι της, ήταν όμως πολύ νωρίς ακόμη. Βγήκε από το νερό και ξάπλωσε στον ήλιο να στεγνώσει. Κάπου-κάπου στα αυτιά της έφτανε το κελαρυστό γέλιο της Ραλλούς καθώς διάβαζε στην Ουρανία το αγαπημένο της βιβλίο. Η Ελένα ήταν πεπεισμένη πως η μοναδική χαρά της γυναίκας ήταν αυτό το παιδί. Αν ο Άρης το είχε αναγνωρίσει και η μικρή ζούσε μαζί τους στο μεγάλο σπίτι, η μητέρα του δεν θα είχε ανάγκη από κάποιον να την προσέχει. Βέβαια τα καθήκοντα της Ελένα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, πάντα όμως υπήρχε ο αστάθμητος παράγοντας. Πάντως είχε το ελεύθερο να πηγαίνει όπου ήθελε, αρκεί μετά τη δύση του ηλίου να βρισκόταν κοντά στην Ουρανία. Οι ημέρες του Ιουνίου ήταν ιδιαίτερα μεγάλες και αυτός ο διακανονισμός τη βόλευε. Πέρα και πάνω από τα καθήκοντά της προς την Ουρανία και την κοντέσα Αλφιέρι, υπήρχε πάντα ο εαυτός της, και δεν είχε βέβαια σκοπό να μονάσει. Ήθελε και μπορούσε να έχει ελευθερία κινήσεων. Είχε σκοπό να ξαναπάει στις Αλυκές, και φυσικά να επισκεφθεί τον μυστηριώδη φάρο. Προς το παρόν, οι συγκεκριμένες ώρες ήταν αποκλειστικά δικές της, σκέφτηκε χαμογελώντας ευχαριστημένη, ώσπου μια σκιά τής έκρυψε τον ήλιο. Το ενοχλητικό σύννεφο δεν βρισκόταν στον ουρανό αλλά ακριβώς δίπλα της υλοποιημένο στη βλοσυρή μορφή του επιστάτη. «Θα ήθελα να ήξερα τι ακριβώς είχε στο μυαλό του ο Άρης όταν σε προσέλαβε. Πρώτη φορά βλέπω το προσωπικό να απολαμβάνει αμέριμνα τις παροχές του σπιτιού!» Ο Δήμος Μπελιές αποτελείωσε τη φράση του καγχάζοντας.


88

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ελένα απόρησε πώς είχε κάνει ανομολόγητες σκέψεις την προηγούμενη νύχτα, πώς της είχε φανεί ότι ο επιστάτης ήταν ένας φυσιολογικός άνδρας. Η αμοιβαία τους αντιπάθεια ήταν ολοφάνερη. Μακάρισε τα γυαλιά του ηλίου που έκρυβαν τα μάτια της, γιατί διαφορετικά το βλέμμα που του ανταπόδωσε θα μπορούσε να τον σκοτώσει. «Θα πρέπει να είσαι και το τελευταίο άτομο σε αυτόν τον πλανήτη που έχει δικαίωμα να εκφράσει τέτοιες απόψεις. Αν κάποιος ανήκει στο προσωπικό. αυτός σίγουρα είσαι εσύ, αλλά μάλλον έχεις άλλες βλέψεις» του είπε φαρμακερά καθώς σηκωνόταν και μάζευε τα πράγματά της. «Τι θέλεις να πεις;» τη ρώτησε έντονα. Δεν καταδέχτηκε να του απαντήσει. Πήρε την πετσέτα της και του γύρισε την πλάτη. Δεν της άρεσε καθόλου το ότι ήταν εκτεθειμένη στο βλέμμα του με αυτό το μικροσκοπικό μπικίνι που φορούσε. «Σε ρώτησα κάτι!» της είπε άγρια και της άρπαξε βίαια το χέρι κάνοντάς την να στραφεί προς το μέρος του. «Αν αυτά τα κόλπα πιάνουν στην Άρτεμη, εγώ δεν είμαι τέτοιο κοριτσάκι». Μόνο αυτό κατόρθωσε να ξεστομίσει προτού εκείνος την αποστομώσει με ένα δυνατό χαστούκι. «Τότε πάψε να συμπεριφέρεσαι σαν να είσαι!» της απάντησε συνεχίζοντας να της κρατάει τα χέρια λες και περίμενε ότι κι εκείνη θα βιαιοπραγούσε. Η Ελένα δεν σκέφτηκε καθόλου. Αστραπιαία, δάγκωσε τα δάχτυλα που έσφιγγαν τον καρπό της, ο Μπελιές όμως δεν φάνηκε να χαμπαριάζει. Την έσφιξε ακόμη περισσότερο και χαλάρωσε μόνο όταν είδε πως την πονούσε πραγματικά. «Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου βγάζεις τον χειρότερό μου εαυτό». Τράβηξε τα χέρια του και η Ελένα βρήκε την ευκαιρία να απομακρυνθεί βιαστικά. «Και βάλε κάτι επάνω σου. Έχουμε επισκέψεις. Δεν είναι τουριστικό θέρετρο εδώ!» τον άκουσε να φωνάζει έξαλλος ακόμα. Μετάνιωσε που τον είχε δαγκώσει. Έπρεπε να του είχε ρίξει μια κλωτσιά στα αχαμνά.


Ο Φύλακας στον Φάρο

89

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

24.

Ο

Άρης κοίταξε τον συνομιλητή του προσπαθώντας να διατηρήσει την

ψυχραιμία του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ο μυστηριώδης άνδρας γνώριζε το καθετί για τη φάρμα Μαρδά έως και τις αποτυχημένες προσπάθειες για την πώληση του Φειδία. Το πλέον ικανό άτομο για να τα βγάλει πέρα σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν μόνο ο πατέρας του, αλλά προτιμούσε να συρθεί στη γη παρά να ζητήσει τη βοήθειά του. Καθώς έβαζε μια δόση ακριβού αρμανιάκ στον συνομιλητή του, έκανε υποθέσεις επί υποθέσεων. Σίγουρα κάποιος ήθελε να τον εξοντώσει, να τον εκδικηθεί. Για ποιο πράγμα όμως; Προσπαθούσε να κινείται στα πλαίσια του νόμου και το είχε κατορθώσει. Δυστυχώς όμως η φάρμα δεν λειτουργούσε με αέρα. Χρειαζόταν ρευστό και έτσι είχε αναγκαστεί να καταφύγει στους τοκογλύφους αγνοώντας τις προειδοποιήσεις του Δήμου. Κάτι άστραψε στο μυαλό του. Μήπως ο επιστάτης του δεν ήταν αυτός που νόμιζε; Του είχε δείξει τυφλή εμπιστοσύνη, ίσως δεν έπρεπε να έχει φανεί τόσο μπόσικος. Αν το καλοσκεφτόταν, ο Δήμος είχε κάθε λόγο να θέλει να τον εκδικηθεί αφού τον θεωρούσε υπαίτιο για τον θάνατο της Αντιγόνης. Από την άλλη, δεν του είχε δώσει κανένα δικαίωμα να αμφισβητήσει την τιμιότητά του. Δούλευε σαν σκυλί, ήταν πάντα σε ετοιμότητα οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή και της νύχτας χρειαζόταν, κι έμοιαζε να αδιαφορεί για τις υλικές απολαύσεις. Ποιος άλλος αλήθεια; Σκέφτηκε την Όρια, μία από τις τόσες γυναίκες που είχε κάνει πέρα. Η Όρια βέβαια δεν ήταν σαν τις άλλες. Η περιουσία της μπορούσε να αγοράσει και να εξαγοράσει τα πάντα. Μήπως του είχε στήσει κάποιο παιχνίδι για να τον εξωθήσει να καταφύγει στη βοήθειά της; Ή μήπως ήταν κάτι ολότελα διαφορετικό, κάτι που, μόνο σαν το απειροελάχιστο του νόμου των πιθανοτήτων, ερχόταν σε τελευταία θέση στον κατάλογο των υποψιών του; Ο πατέρας του δεν είχε δει ποτέ με καλό μάτι τη φάρμα. Ανέκαθεν οι δυο τους κοντραρίζονταν. Εξάλλου η φάρμα είχε ξεκινήσει περισσότερο σαν ένα από τα καπρίτσια του Άρη, ώσπου αποδείχτηκε η ευκαιρία για να δείξει την αξία του. «Λοιπόν;» Ο συνομιλητής του είχε αφήσει το κονιάκ στην άκρη και τον κοιτούσε καμουφλάροντας στο ελάχιστο τον εκνευρισμό του. Η αντιπάθεια που εξέπεμπε το ξυρισμένο κεφάλι και το γεμάτο ουλές πρόσωπό του Μίλτου Κραμπή δεν μειωνόταν από το φροντισμένο του ντύσιμο. «Η φάρμα βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση. Θα μπορούσα βέβαια να παραχωρήσω ένα μέρος των δραστηριοτήτων της στην εταιρεία σας, όμως προς το παρόν ο συνεταιρισμός είναι κάτι έξω από τα σχέδιά μου» απάντησε ο Άρης έχοντας


90

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προβάρει αρκετές φορές το μεστό του λογίδριο μέχρι να κατορθώσει να δώσει στη φωνή του τον σωστό τόνο αδιαφορίας. «Δε νομίζω πως θα αντέξετε για πολύ, κύριε Μαρδά. Κυκλοφορούν φήμες ότι η φάρμα είναι υπερχρεωμένη. Εγώ πάλι έχω όλη την καλή διάθεση να σας βοηθήσω. Δεν πιστεύω ότι θα σας γίνει άλλη τόσο συμφέρουσα πρόταση. Ούτε η δική μου υπομονή θεωρείται ανεξάντλητη βέβαια» κατέληξε με μια αδιόρατη απειλή στη φωνή του. «Θα βρω τα χρήματα και θα ξεπληρώσω το χρέος μου!» «Δεν νομίζω ότι είναι και τόσο εύκολο. Τι θα κάνετε αλήθεια; Θα βάλετε δεύτερη υποθήκη στη φάρμα ή μήπως στο μερίδιό σας εδώ;» πρόσθεσε κοιτάζοντας άπληστα γύρω του. Ο Άρης έχασε τα λόγια του. «Ίσως πάλι ο αξιότιμος πατέρας σας να μπορούσε να μου επιστρέψει το ποσό που σας δάνεισα. Εκείνος θα εκτιμήσει καλύτερα ένα θέμα τιμής». «Με εκβιάζετε; Τι σχέση έχει ο πατέρας μου στις δικές μας δοσοληψίες;» «Τι σχέση μπορεί να έχει αλήθεια ένας έντιμος επιχειρηματίας; Δυστυχώς, κύριε Μαρδά, εκεί που βρίσκεται το χρήμα η τιμιότητα έχει προ πολλού κάνει φτερά. Πόσο να κρατήσεις τις κακές γλώσσες όταν κάποια στιγμή λύνονται και φλυαρούν ανεξέλεγκτα!» αποφάνθηκε ψευτοφιλοσοφώντας ο Κραμπής «Τι θέλετε να πείτε με αυτό;» ρώτησε ο Άρης θορυβημένος. «Ρωτήστε τον αξιότιμο πατέρα σας καλύτερα. Όλο και κάποια ιδέα θα έχει να σας δώσει» του είπε και κατεβάζοντας μονορούφι το υπόλοιπο κονιάκ σηκώθηκε από τη θέση του. Ο Άρης τον μιμήθηκε διατηρώντας την ψυχραιμία του. Την ώρα που άνοιγε την πόρτα έπεσε κυριολεκτικά πάνω στην Ελένα. Το θέαμα του ημίγυμνου σώματος που μετά βίας κάλυπτε το παρεό αλλά και ο έντονος εκνευρισμός της κοπέλας τον έκαναν να ξεχάσει προς στιγμήν τον επισκέπτη του. «Συγγνώμη!» είπε εκείνη και πέρασε τρέχοντας σχεδόν από μπροστά τους. Ο Κραμπής παραμέρισε κάνοντας μια ιπποτική κίνηση και στράφηκε προς τον Άρη. «Πέντε εργάσιμες. Εκεί θα εξαντληθεί και η μεγαλοθυμία μου. Δεν μου γνωρίσατε αλήθεια αυτή τη θεσπέσια ύπαρξη. Μια τέτοια γυναίκα ίσως και να με έκανε να φανώ ελαστικός…» είπε χαμογελώντας σαρδόνια. Ο Άρης έκλεισε την πόρτα ευχόμενος να μη χρειαστεί ούτε να ξαναδεί ούτε να ξανακούσει τον τοκογλύφο. Ανεβαίνοντας βιαστικά τη σκάλα, τα τελευταία λόγια του Κραμπή ηχούσαν σαν αντίλαλος στο κεφάλι του. Φθάνοντας έξω από το δωμάτιο της Ελένα, κοντοστάθηκε διστάζοντας. Χτύπησε δύο φορές και όταν δεν πήρε καμία απάντηση, άνοιξε την πόρτα.


Ο Φύλακας στον Φάρο

91

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ελένα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη εξετάζοντας το πρόσωπό της και μη δίνοντας την παραμικρή σημασία στην παρουσία του. Ο Άρης παρατήρησε -όχι για πρώτη φορά- τις υπέροχες μεστές καμπύλες της κοπέλας καθώς διαγράφονταν προκλητικές μέσα από το διαφανές ύφασμα. Την πλησίασε κοιτάζοντας τα είδωλά τους στον καθρέφτη. «Τι συμβαίνει, Ελένα;» «Κάτι δικό μου!» απάντησε εκείνη απρόθυμη να μοιραστεί τις σκέψεις της. Ο Άρης παρατήρησε το κοκκινισμένο της μάγουλο και την έστρεψε προς το μέρος του. «Και δεν κάνει να το μάθω εγώ; Δεν είμαστε φίλοι;» «Δεν έχει σημασία. Ξέρω πολύ καλά πώς θα λύσω το μικρό μου πρόβλημα» απάντησε αφήνοντας τα χέρια του να χαϊδέψουν το πρόσωπό της. Ο Άρης σκέφτηκε πως η Ελένα ήταν ο καλύτερος αντιπερισπασμός εκείνη τη στιγμή. Ίσως και για περισσότερες. Ο καιρός θα έδειχνε. «Τι θα έλεγες να τρώγαμε μαζί;» τη ρώτησε. Εκείνη χαμογέλασε χωρίς να του απαντήσει. «Εννοούσα έξω, οι δυο μας!» βιάστηκε να προσθέσει νομίζοντας ότι δεν είχε γίνει κατανοητός. «Και τα καθήκοντά μου;» «Η Ραλλού θα κρατήσει παρέα στην Ουρανία όλη την ημέρα. Θα φροντίσουν η μία την άλλη μέχρι να επιστρέψει ο Δήμος». Ήταν απλά ιδέα του ή το πρόσωπο της Ελένα αγρίεψε στο άκουσμα του ονόματος του επιστάτη του; Ήταν ολοφάνερο ότι οι μικροδιαφορές τους είχαν οξύνει την αρχική τους αντιπάθεια. Δεν τον πείραζε καθόλου. Θα του ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική η πιθανότητα να έχει κοινές βλέψεις με τον Μπελιέ. «Λοιπόν, πού θέλεις να πάμε;» ρώτησε την Ελένα καθώς εκείνη επιβιβαζόταν στο διθέσιο σπορ αμάξι του. «Αφού εσύ είσαι ο οικοδεσπότης, μάλλον θα έχεις κάποια ιδέα» του απάντησε πονηρά. «Όλο και κάτι έχω στο μυαλό μου…» Είχε ήδη κλείσει τραπέζι στο εστιατόριο που η Διόνη είχε να επιδείξει ως την αφρόκρεμα της γευσιγνωσίας. Η Θάλασσα με τη θέση της και την κουζίνα της δεν θα κατόρθωνε βέβαια να του λύσει τα προβλήματα, όμως το να έχει την αποκλειστικότητα της Ελένα για ένα δίωρο ήταν ό,τι καλύτερο. Το εστιατόριο ήταν κτισμένο πάνω σε έναν βράχο με θέα τον φάρο της Διόνης. Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό ενώ η αφόρητη ζέστη της ημέρας γινόταν ελάχιστα αισθητή στο ύψωμα. Ο Άρης είχε το δικό του τραπέζι και παρατήρησε ευχαριστημένος ότι ήταν ολομόναχοι. Ο κόσμος ερχόταν πολύ αργά ώστε να έχει την ευκαιρία να απολαύσει και το ηλιοβασίλεμα από αυτό το σημείο.


92

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Παράγγειλε αστακό και καβούρια μαζί με ένα ακριβό λευκό μοσχοφίλερο. Καλό φαγητό, θεϊκό κρασί και μια πανέμορφη γυναίκα απέναντί του ήταν αυτό που χρειαζόταν. Δεν είχε φανεί απόλυτα ειλικρινής μαζί της βέβαια, όμως η αλήθεια ήταν ότι είχε κάνει την έρευνά του για τον Έριχ Στολτς. Είχε βεβαιωθεί ότι ήταν μεγαλοδικηγόρος στη Ζυρίχη και ένας από τους πλουσιότερους Ελβετούς πολίτες. Εξάλλου μόλις το πρωί είχε λάβει ένα φαξ από το γραφείο του Στολτς όπου ο δικηγόρος εξέφραζε τις ευχαριστίες του και την υποχρέωσή του σε ανταπόδοση. Στην κατάσταση που βρισκόταν ο Άρης θα χρειαζόταν σίγουρα τις συμβουλές ενός νομικού. Σε ένα πράγμα έδινε δίκιο στον πατέρα του. Ο οικογενειακός τους δικηγόρος είχε πολλαπλά αποδείξει ότι οι νουθεσίες του ήταν εκτός πραγματικότητας. Πέντε μέρες διορία για να βρει τόσα χρήματα... Πώς αλήθεια; Τι μπορούσε να κάνει; Να εξαφανίσει από προσώπου γης τον κάθε Κράμπη ή να παντρευτεί την Όρια και να ησυχάσει από τα βάσανά του; Έχοντας όμως τη σφιχτή σάρκα της Ελένα απέναντί του, η Ιταλίδα τιτλούχος φάνταζε σαν ξινισμένο κρασί. «Λοιπόν;» τη ρώτησε χαϊδεύοντάς της απαλά τα δάχτυλα. Η κίνησή του δεν της ήταν αδιάφορη παρότι δεν ανταπόδωσε την οικειότητά του. Την έβρισκε παράδοξα λιγομίλητη για την ηλικία της, δημιουργώντας του την εντύπωση ότι το μυαλό της σπρίνταρε σε δρόμους άγνωστους για τους υπόλοιπους ανθρώπους. Εκείνη έγειρε το κεφάλι και τον κοίταξε με το γνώριμό του πια αινιγματικό της χαμόγελο. «Πώς βρίσκεις την Ελλάδα;» «Γενικότερα ή κάποια συγκεκριμένη περιοχή;» Ο Άρης γέλασε. «Γνωρίζεις τους σοφιστές;» τη ρώτησε κι όταν εκείνη έγνεψε καταφατικά, συνέχισε. «Είχαν ένα δικό τους τρόπο να αναποδογυρίζουν τον λόγο και να αντιστρέφουν τις ερωτήσεις, ακριβώς όπως εσύ». «Το βρίσκεις κακό;» «Όχι όταν προέρχεται από τόσο γοητευτικά χείλη. Δεν μου απάντησες όμως. Σου αρέσει που βρίσκεσαι εδώ;» «Μου αρέσει που βρίσκομαι εδώ μαζί σου, Άρη». «Αισθάνομαι λίγο άβολα ξέρεις…» «Εσύ; Για ποιο λόγο;» «Δεν θέλω να παρεξηγήσεις τις προθέσεις μου. Υποτίθεται ότι είμαι ο εργοδότης σου». «Δεν είμαι ανήλικη». Είχαν φτάσει στο επιδόρπιο και απολάμβαναν φράουλες ποτισμένες σε κονιάκ. Ο Άρης χάιδεψε τα χείλη της με το τρυφερό φρούτο προτού την αφήσει να το δαγκώσει. «Έτσι κακομαθαίνεις όλες σου τις υπαλλήλους;» Η ερώτηση της Ελένα δεν έμοιαζε να σηκώνει υπεκφυγές.


Ο Φύλακας στον Φάρο

93

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Κάνω αυτό που νιώθω. Με εντυπωσίασες από την πρώτη στιγμή και το ξέρεις». «Κι εμένα επίσης. Η πρώτη εντύπωση όμως δεν είναι σχεδόν ποτέ αντικειμενική». «Τότε θα πρέπει να φοβάμαι» αστειεύτηκε ο Άρης. «Ίσως να πρέπει να φοβάμαι εγώ» του αντιγύρισε η Ελένα και προτού εκείνος χωνέψει το νόημα της απάντησής της, τον ρώτησε πώς μπορούσε να πάει στον φάρο.


94

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

25.

Καθώς το σκάφος πλησίαζε τον φάρο, το πέτρινο κτίσμα αποκτούσε όλο και περισσότερη μεγαλοπρέπεια και άλλο τόσο μυστήριο που εντεινόταν από την αφροντισιά του υπόλοιπου χώρου. Φθάνοντας στην κοιλότητα του βράχου με τα λαξεμένα σκαλιά που υποδήλωναν παλιότερα αγκυροβόλια, η Ελένα εντυπωσιάστηκε από το ύψος του κυκλικού πέτρινου κτίσματος που σε πείσμα του χρόνου και της εγκατάλειψης διατηρούσε ανέπαφη την αίγλη άλλων εποχών. Σκαρφαλώνοντας στο βραχώδες ύψωμα απογοητεύτηκε βλέποντας ότι δεν ίσχυε το ίδιο για τον υπόλοιπο χώρο. Όπως όμως της εξήγησε ο Άρης, οι νέες τεχνολογίες είχαν αντικαταστήσει την ανθρώπινη παρουσία κι έτσι τα μόνα ζωντανά πλάσματα στο νησάκι ήταν τα γλαροπούλια ή καμιά ξεστρατισμένη θαλάσσια χελώνα. Ο φάρος είχε πάψει να χρησιμεύει στο παραμικρό από τη στιγμή που το λιμανάκι της Διόνης δεν προσεγγιζόταν πια για εμπορικούς λόγους, και δεν υπήρχε καν η σκέψη να ανακαινιστεί ή να αξιοποιηθεί. «Η ιστορία απέδειξε ότι αυτή είναι και η καλύτερη λύση» κατέληξε σιβυλλικά και η Ελένα τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. Περίμενε να συνεχίσει, όμως ο Άρης δεν έμοιαζε διατεθειμένος ούτε να πει περισσότερα αλλά ούτε και να την ακολουθήσει. «Δεν θα έρθεις;» τον ρώτησε απογοητευμένη. «Δεν υπάρχει πια μονοπάτι. Εξάλλου δεν μπορείς να μπεις στον φάρο, είναι κλειδωμένος» Η Ελένα κούνησε τους ώμους και προχώρησε αφήνοντάς τον πίσω της. Πυκνά σκίνα που ξεπερνούσαν το ύψος της σχημάτιζαν ένα φράγμα από κλαδιά τόσο μπλεγμένα μεταξύ τους που έκαναν σχεδόν αδύνατη την προσπέλαση. Δεν πτοήθηκε, λες και δεν ήταν μόνο το πείσμα της που την τραβούσε στην κατασκευή που δέσποζε στο ύψωμα. Ο ήλιος αντανακλούσε στο φανάρι του φάρου, σε ύψος δώδεκα μέτρων από τη βάση του. Σκιάζοντας τα μάτια και κοιτώντας ψηλά απόμεινε με την εντύπωση πως κάποιος την παρακολουθούσε. Εντελώς ανόητη ιδέα, σκέφτηκε πεταρίζοντας τα βλέφαρα και προσπαθώντας να αποκαταστήσει την ευκρίνεια του οπτικού της πεδίου. Δεν υπήρχε περίπτωση να βρίσκεται κανείς εκεί πάνω ή κάπου μέσα στο κτίριο. Πέρα από τον ήχο των τζιτζικιών που της τριβέλιζε τα αυτιά, δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο. Ήταν μόνο αντικατοπτρισμός, ο ήλιος πάνω στο γυαλί, όπως ακριβώς μια ψεύτικη όαση στην έρημο. Κοίταξε προς το μέρος του Άρη που δεν φαινόταν να εμπνέεται από το τοπίο. Της είχε στρέψει την πλάτη και προφανώς χαμένος στις σκέψεις του εστίαζε πάνω από τη Διόνη στο σημείο όπου σαν θολή φιγούρα ξεχώριζε ο μοναχικός όγκος του Ροδώνα. Μη δίνοντας σημασία στον δαίδαλο της βλάστησης, η Ελένα άρχισε να


Ο Φύλακας στον Φάρο

95

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σκαρφαλώνει. Καθώς ανηφόριζε, διέκρινε ολοκάθαρα την περιμετρική περίφραξη με τα ενισχυμένα αγκαθωτά σύρματα στην επάνω μεριά της και το μοναδικό σημείο εισόδου: μια παλιά σιδερένια πόρτα με λουκέτο. Παρά την απογοήτευσή της, συνέχισε να προχωράει ώσπου έφτασε τη σκουριασμένη πόρτα για να διαπιστώσει ότι το λουκέτο ήταν παραβιασμένο, το ίδιο και η κλειδαριά. Ρίχνοντας μια ματιά πάνω από τον ώμο της για να βεβαιωθεί ότι ο Άρης βρισκόταν στην ίδια θέση, έσπρωξε αργά και μπήκε στον περίβολο. Οι πλάκες της αυλής ήταν χορταριασμένες και στην πλειοψηφία τους ραγισμένες ή διαβρωμένες από τις άσχημες καιρικές συνθήκες και την ανθρώπινη αδιαφορία. Από κοντά ο φάρος φάνταζε σαν ένας πελώριος κύκλωπας. Το φανάρι, μια κατασκευή από γυαλί και σίδερο που εντελώς παράδοξα διατηρούσε το σμαραγδί του χρώμα, ήταν το μάτι που κάποτε επόπτευε και προειδοποιούσε για τους κινδύνους της θαλάσσιας περιοχής. Η θέα από κει πάνω θα έκοβε την ανάσα. Η Ελένα χαμήλωσε το βλέμμα της εστιάζοντας στο διπλανό φαρόσπιτο που μαράζωνε κι αυτό υπομένοντας τη φθορά του χρόνου. Μια βαθύτερη ανάγκη την έσπρωξε να ψηλαφίσει κάθε πέτρα έως ότου έφτασε στην πόρτα που φυσικά ήταν κλειδωμένη. Κοίταξε προς τα επάνω λες και έτσι θα έπαιρνε κάποια ιδέα. Μοναδικός τρόπος να μπει κανείς, αν φυσικά είχε φτερά για να πετάξει, ήταν το πρώτο από τα στενόμακρα παράθυρα του φάρου. Τριγύρω δεν υπήρχε το παραμικρό που να μπορεί να τη βοηθήσει. Η Ελένα δεν συνήθιζε να το βάζει κάτω. Μελέτησε προσεκτικά την επιφάνεια και σκέφτηκε τι δυνατότητες είχε. Το να μπει στον φάρο δεν θα προσέφερε το παραμικρό στις έρευνές της. Γιατί το ήθελε τόσο; Το πείσμα της και μόνο θα την έκανε να ξαναγυρίσει. Αν ήταν τυχερή, στη Διόνη θα έβρισκε αυτά που χρειαζόταν. Ανακουφισμένη, πήρε τον δρόμο της επιστροφής.


96

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

26.

Η Μπέτα διάβασε προσεκτικά τις σημειώσεις της. Οι οδηγίες της Ελένα για το πώς θα έφτανε στο Καταφύγι και θα έβρισκε το σπίτι του Μανωλά ήταν κατατοπιστικές. Τουλάχιστον είχε να αντιμετωπίσει μόνο το άγχος που της προξενούσε η αποστολή της. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν είχε το θράσος της Ελένα κι ακόμα σκεφτόταν τι εντύπωση θα έκανε στον ξένο άνθρωπο όταν θα εμφανιζόταν ξαφνικά να ψάχνει και αυτή για το παρελθόν. Κατά πόσον ο Δελής θα της έδειχνε εμπιστοσύνη, δεν μπορούσε να το γνωρίζει. Δεν ήταν όμως και του χαρακτήρα της τα ψέματα. Οι φόβοι της για τον Δελή αποδείχτηκαν αβάσιμοι. Ο ηλικιωμένος ιστορικός την υποδέχτηκε στο δροσερό χαγιάτι του σπιτιού που είχε μια πανοραμική θέα προς την κατάφυτη χαράδρα. Της έφτιαξε ελληνικό καφέ και τη φίλεψε από την καρυδόπιτα που η Μπέτα είχε αγοράσει στην Παραμυθιά. Η Ελένα την είχε προειδοποιήσει ότι ο Δελής ήταν λάτρης των σιροπιαστών γλυκών. Για την ώρα η Μπέτα μονολογούσε λέγοντάς του για τις σπουδές της και τα σεμινάρια της ελληνικής γλώσσας που ξεκινούσαν την επόμενη εβδομάδα. Μετά του μίλησε για τη φιλία της με την Ελένα ενώ ο Δελής την παρατηρούσε χαμογελώντας. «Θα διαπιστώσατε ότι είμαστε διαφορετικές» κατέληξε. «Μου το λες αυτό για να μη σε κακοχαρακτηρίσω;» Η Μπέτα τον κοίταξε σαστισμένη. «Μην ανησυχείς! Δεν σχημάτισα άσχημη εντύπωση για τη φίλη σου. Είναι δροσερή και αυθόρμητη, ακόμη και στα ψέματά της». «Η Ελένα είναι ευαίσθητη, όσο κι αν προσπαθεί να το καμουφλάρει. Η ζωή της ήταν αρκετά πολυτάραχη μέχρι τώρα. Φταίει και το ότι δεν έζησε ποτέ μέσα σε μια κανονική οικογένεια». «Ας τα αφήσουμε αυτά για την ώρα. Πες μου για τον Αλφιέρι. Έχεις κάνει αλήθεια μια σχετική διατριβή;» Ο Δελής φάνηκε ανυπόμονος να αλλάξει θέμα. «Ξεκίνησα από τον φουτουρισμό, αλλά όταν γνώρισα την κοντέσα, επικεντρώθηκα στην ιδεολογία και το ταμπεραμέντο του ζωγράφου». «Πολύ θα ήθελα να διαβάσω την εργασία σου. Έχουμε βλέπεις κάτι κοινό. Γράφω κι εγώ για τον Αλφιέρι». «Δεν μου ανέφερε κάτι τέτοιο η Ελένα!» Η Μπέτα δεν έκρυψε την έκπληξή της. «Η Ελένα έχει να λύσει τα δικά της προβλήματα, αν και πιστεύω ότι σύντομα θα μπορεί να δώσει μια απάντηση στην Τερέζα Αλφιέρι. Ο σφραγιδόλιθος της Γένουας είναι πλέον σε ημερήσια αναζήτηση» κάγχασε ο Δελής. «Η διαθήκη του Μανωλά;» ρώτησε με αμφιβολία η Μπέτα.


Ο Φύλακας στον Φάρο

97

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη μαθευτεί. Έτσι δικαιολογεί και ο νόμος τη δημοσίευσή της. Ο Μανωλάς, εν ολίγοις, αφήνει την περιουσία του σε αυτόν που θα εμφανίσει το παλιό δαχτυλίδι». «Δεν καταλαβαίνω πώς και η κοντέσα και ο Μανωλάς είχαν την ίδια έμπνευση. Μοιάζει λίγο έως πολύ αρρωστημένο». «Η Τερέζα Αλφιέρι παρά την ηλικία της παραμένει μια ζηλότυπη σύζυγος. Ο δε Μανωλάς μάλλον γνώριζε κάτι περισσότερο για την τύχη του σφραγιδόλιθου, όπως σύντομα θα διαπιστώσεις». «Γιατί τότε να μην ονομάσει αυτόν που έχει το δαχτυλίδι;» τον ρώτησε παραξενεμένη. «Μπορεί να μην το θέλησε αυτό το μυστηριώδες πρόσωπο. Ή ο Μανωλάς πάλι να το άφησε στη διακριτική του ευχέρεια». «Αυτό σημαίνει ότι ο Μανωλάς ενέκρινε ή έστω είχε αποδεχτεί ότι αυτός, ο άγνωστος σε εμάς, έφερε στην κατοχή του το δαχτυλίδι». «Ή ακόμη ότι του το είχε δώσει ο ίδιος ο Αλφιέρι!» συμπλήρωσε ο Δελής. Τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει από την προσπάθεια, η δε τροπή της κουβέντας τους έμοιαζε να τον ευχαριστεί ιδιαίτερα. «Θα μπορούσαμε να πιθανολογούμε επί ώρες» παρατήρησε η Μπέτα. «Αναφαίρετο δικαίωμά μου. Βλέπεις είμαι ο εκτελεστής της διαθήκης κι έχω κάθε συμφέρον. Αν δεν παρουσιαστεί κανείς, η περιουσία του Γεώργιου καταλήγει σε εμένα». «Και ο σφραγιδόλιθος άφαντος για πάντα!» συμπλήρωσε η Μπέτα. «Ίσως αυτή να ήταν η επιθυμία και του ίδιου του Αλφιέρι». «Τώρα με μπερδέψατε». «Από τις δικές σου έρευνες, τι γνώμη σχημάτισες για τον ζωγράφο;» τη ρώτησε ο Δελής, σαν να προσπαθούσε να υπεκφύγει. «Εννοείτε αν έχουν υπόσταση οι φήμες που τον θέλουν κατάσκοπο;» «Έτσι ισχυρίζονται διάφοροι κύκλοι. Η κλίκα του Μουσολίνι υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες τον φουτουρισμό. Γιατί αλήθεια να μη θέλει ο Αλφιέρι να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη μητέρα πατρίδα;» «Κύριε Δελή, είμαι σίγουρη πως γνωρίζετε πολύ περισσότερα από εμένα». Ο Δελής γέλασε ευχαριστημένος. Κατόπιν, άνοιξε το κουτί που είχε μπροστά του και σκάλισε το περιεχόμενό του. Έβγαλε από μέσα δύο γράμματα. Το ένα ήταν εμφανώς παλιό, ενώ το άλλο έμοιαζε σχετικά πρόσφατο. «Μπορείς να τα διαβάσεις με την ησυχία σου» απάντησε βλέποντας την απορία στο πρόσωπό της. Η Mπέτα έπιασε πρώτα την κιτρινισμένη σελίδα, που ήταν πραγματικά μια έκπληξη αφού επρόκειτο για ένα γράμμα του ίδιου του Αλφιέρι το οποίο έφερε ημερομηνία του Απριλίου του 1940. Ο γραφικός χαρακτήρας επιβεβαίωνε τον συντάκτη της επιστολής. Τα στενόμακρα καλλιγραφικά γράμματα ήταν από μόνα


98

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τους ένα κομψοτέχνημα. Η επιστολή βέβαια είχε γραφεί στα ιταλικά και εν ολίγοις υπογράμμιζε την κατασκοπευτική δράση του ζωγράφου ο οποίος επιβεβαίωνε θέσεις και στρατηγικά περάσματα των ελληνικών συνόρων, όπως επίσης περιέγραφε τοποθεσίες της Ηπείρου και τον βαθμό δυσκολίας της διάσχισής τους από στρατό ξηράς. Από τις πρώτες λέξεις που διάβασε, κατανόησε ότι κρατούσε στα χέρια της κάτι πολύτιμο. Η προσφώνηση «Εξοχότητά σας» ήταν το αποκλειστικό προνόμιο του Ντούτσε. Παρότι όμως υπερηφανευόταν για τη μεθοδικότητα και την παρατηρητικότητά της, στάθηκε ανίκανη να συνδέσει οποιοδήποτε γεγονός. Είχε απλά μείνει άφωνη. «Αναρωτιέσαι πώς βρέθηκε στα χέρια μου αυτή η επιστολή. Όπως και εγώ αναρωτιέμαι ποια θα ήταν η έκβαση του πολέμου αν το γράμμα είχε φτάσει στον προορισμό του. Μάλλον δεν θα έκανε καμία διαφορά. Οι Έλληνες είχαν υποσχεθεί ότι θα πετάξουν τον Μουσολίνι στη θάλασσα!» Ο Δελής γέλασε μέχρι που τον έπνιξε ο βήχας. Όταν του πέρασε η κρίση, συνέχισε: «Ο πατέρας μου ήταν χωροφύλακας στο απόσπασμα που κυνηγούσε τον Σπέθουλα. Ήταν ο πρώτος που αντίκρισε το πτώμα του ληστή. Βρήκε το διπλωμένο γράμμα στις τσέπες του και το κράτησε. Κανένας δεν θα έψαχνε, όμως ο πατέρας μου, από τα λίγα ιταλικά που ήξερε, είχε καταλάβει πως το γράμμα ήταν σημαντικό. Όπως γνώριζε καλά πως όλοι λίγο πολύ θα πλιατσικολογούσαν». «Πώς όμως αυτό το γράμμα που αποδείκνυε ατράνταχτα ότι ο Αλφιέρι δρούσε ως κατάσκοπος μιας φασιστικής κυβέρνησης είχε καταλήξει στα χέρια του Σπέθουλα;» αναρωτήθηκε η Μπέτα. «Είναι ώρα να διαβάσεις το γράμμα που μου παρέδωσε ο συμβολαιογράφος που φύλαγε τη διαθήκη του Γεώργιου Μανωλά» την προέτρεψε ανυπόμονα ο Δελής. Ήταν ολοφάνερο ότι αυτή η ιστορία τον έτρεφε. Η Μπέτα ξεδίπλωσε τις σελίδες και άρχισε να διαβάζει. Φίλε μου Βασίλη, Επειδή εσύ θα είσαι αυτός που θα φροντίσει να εκτελέσει τις τελευταίες μου επιθυμίες, δε θέλω τα μυστικά μου να τα πάρω στον τάφο μαζί μου. Εγώ που για χρόνια ήμουν δακτυλοδεικτούμενος όχι μόνο για την εμπλοκή μου στα γεγονότα στις Αλυκές και το Καταφύγι αλλά και λόγω της σεξουαλικής μου ταυτότητας, δε στάθηκα ικανός να αντιληφθώ εγκαίρως το πού μπορούν να οδηγήσουν τα πάθη τους άλλους ανθρώπους. Υπήρξα εύπιστος και κοντόφθαλμος. Με το γράμμα μου αυτό δε θα δικαιολογήσω τη δική μου συμπεριφορά ούτε θα δώσω δίκιο σε άλλους. Γιατί ο κάθε άνθρωπος λειτουργεί διαφορετικά. Θα μου πεις τι ενδιαφέρει κάτι που έγινε τόσες δεκαετίες πριν. Αυτό όμως δε θα το αποφασίσω ούτε εγώ ούτε εσύ. Ο άνθρωπος που δεν κατονομάζω γνωρίζει πως θα ωφεληθεί από τη διαθήκη μου. Είναι στο


Ο Φύλακας στον Φάρο

99

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δικό του χέρι το αν θα εμφανιστεί ή όχι. Αυτός που είναι ο πιο αδικημένος από όλους, ας πράξει ανάλογα με τη δική του συνείδηση. Επειδή δεν επιθυμώ να σε κουράσω, εσένα που μου συμπαραστάθηκες και με κατάλαβες χωρίς προκαταλήψεις, θα σου εξιστορήσω τα πράγματα όπως ακριβώς έγιναν. Ας πάμε λοιπόν ξανά πίσω, όταν ο Τζάκομπε Αλφιέρι έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στα μέρη μας. Τον Τζάκομπε τον είχε πρωτοφέρει στο σπίτι μας ο Τόλιας, ένα άτομο που κανείς δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση, όμως τι ήμουνα εγώ τότε; Πολύ μικρός για να τα καταλαβαίνω αυτά. Ο Τόλιας μπαινόβγαινε στο σπίτι μας και έπεισε τον πατέρα μου να ρίξει τη μητέρα μου στην αγκαλιά του ζωγράφου ώστε όλοι να ωφεληθούν. Ο Αλφιέρι είχε υψηλές διασυνδέσεις και επιρροή στην Ιταλία. Ο Τόλιας πάλι είχε μεγαλεπήβολα σχέδια, ποιος ξέρει τι ακριβώς φανταζόταν, όμως και ο πατέρας μου ξεχνούσε οτιδήποτε όταν μυριζόταν δόξα και πλούτη. Τα πλούτη τα είχε, τη δόξα όμως όχι, και αυτή ήταν που του είχε τάξει ο Αλφιέρι μέσω του Τόλια. Η μητέρα μου θα αποτελούσε το δόλωμα. Αυτό που δεν υπολόγισε κανένας ήταν ότι ο ζωγράφος θα την ερωτευόταν και εκείνη θα το ανταπέδιδε. Όποιες κι αν ήταν οι δραστηριότητες του Τζάκομπε στην Ήπειρο, ήταν ολοφάνερο ότι το τρίτο του ταξίδι είχε γίνει μόνο για ένα σκοπό. Να πείσει τη μητέρα μου να φύγει μαζί του. Εκείνο το απόγευμα στις αλυκές, είχαμε κατέβει οι τρεις μας για βόλτα. Με έπαιρναν μαζί τους για να μη κινούν τις υποψίες. Ο Τόλιας μάς παρακολουθούσε, τον είχα δει. Κάποια στιγμή βγήκε μπροστά μας και μας χαιρέτησε, πήρε παράμερα τον ζωγράφο και λογομάχησαν. Ο Τόλιας έφυγε φουριόζος, ο Αλφιέρι δεν έκανε κανένα σχόλιο. Ήξερα όμως πως οι σχέσεις του ζωγράφου και με τον πατέρα μου και με τον Τόλια ήταν τεταμένες. Από τα λόγια του πατέρα μου στη μητέρα μου, είχα καταλάβει ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως τα είχαν σχεδιάσει. Εγώ ακολούθησα από περιέργεια τον Τόλια που χάθηκε στις αποθήκες του αλατιού. Είδα μόνο τον Σπέθουλα, τον αρχιεργάτη, που με χαιρέτησε από μακριά. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και άκουσα ένα τρομερό θόρυβο. Πετάχτηκα τρομαγμένος έξω. Ακόμη πιο έντρομος παρατήρησα το βαγόνι που κατέβαινε προς την παραλία. Η μητέρα μου περπατούσε πάνω στις ράγες χωρίς να δίνει σημασία. Δεν άκουσαν τις δικές μου φωνές, όμως τα στριγκλίσματα του βαγονιού τούς έκαναν να γυρίσουν το κεφάλι. Είδα καθαρά τον Αλφιέρι να τραβάει τη μητέρα μου από το χέρι, εκείνη όμως έμενε κοκαλωμένη λες και το βαγονέτο που ερχόταν καταπάνω της δεν ήταν θανάσιμη απειλή. Την τίναξε ψηλά. Σκοτώθηκε επί τόπου. Κανένας δεν κατηγόρησε το ζωγράφο που έγινε καπνός. Πρώτος ο Τόλιας έριξε τις υποψίες στον Σπέθουλα. Εκείνος πήρε τα βουνά και πέρασαν οι μήνες μέχρι που το Σεπτέμβριο με άρπαξε στη Σκάλα ζητώντας λύτρα από τον πατέρα μου. Λίγο μετά την απαγωγή μου η κατάσταση της υγείας μου χειροτέρεψε κι έτσι ο Σπέθουλας αναγκάστηκε να με εμπιστευτεί στη Βοτανού για να με γιατροπορέψει. Η Μαρούλα, η κόρη του Τόλια, πήγαινε συχνά στη Βοτανού, στο καλυβόσπιτο απέναντι από τη χαράδρα. Πήγαινε για να της δώσει ερωτικά φίλτρα και άλλες γητειές, ήταν από τότε


100

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μανιακή με τους άνδρες, ίσως για αυτό δε τη συμπαθούσα καθόλου και με ενοχλούσε όταν τριγύριζε σαν τη μύγα δίπλα μου όλο το καλοκαίρι στο Καταφύγι. Η Μαρούλα είδε τον Σπέθουλα να βγαίνει από το καλύβι της Βοτανούς και τον ακολούθησε εκεί που κρυβόταν. Και φυσικά το είπε στον πατέρα της χαρτί και καλαμάρι. Ο Τόλιας πρόδωσε τον ληστή, όμως δυο μέρες αργότερα βρέθηκε κι ο ίδιος δολοφονημένος. Πολλά ειπώθηκαν τότε όπως θα θυμάσαι. Όλοι καταλάβαιναν ότι η δολοφονία είχε γίνει για λόγους εκδίκησης, από ποιον όμως κανένας δεν ήξερε. Να ήταν κάποιος συγγενής του ληστή, να ήταν κάποιος τυχαίος, να ήταν κάποια παλιά γνωριμία του Τόλια; Κανενός όμως το μυαλό δεν πήγε στον πραγματικό ένοχο. Περνώντας τα χρόνια, δεν ξέχασα ποτέ μου τον Αλφιέρι, Παράξενο, αλλά τον θυμόμουνα ολοκάθαρα, ενώ όλα τα υπόλοιπα φρόντισα να τα λησμονήσω ή προσπάθησα τουλάχιστον. Έκανα συνέχεια ταξίδια κι ανάμεσα στα άλλα είχα γίνει φιλότεχνος. Τους τρεις πίνακες του Αλφιέρι τους πρωτοείδα σε μια έκθεση το 1958 στη Ρώμη. Δέχτηκε να με συναντήσει και του ζήτησα να τους αγοράσω, δεν ήθελε όμως να τους πουλήσει, ποτέ του δεν είχε θελήσει. Μερικά χρόνια αργότερα -βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο της κίρρωσης του ήπατοςεπικοινώνησε μαζί μου επιδιώκοντας να με συναντήσει. Διαισθανόμενος το τέλος του, θέλησε να μάθω το δικό του μυστικό. Ο Τζάκομπε Αλφιέρι μού ομολόγησε χωρίς καμία τύψη ότι αυτός είχε δολοφονήσει τον Τόλια. Στην αρχή δεν τον πίστεψα. Δε μπορούσα να καταλάβω πώς. Κανένας δεν τον είχε ξαναδεί στην Ήπειρο. Πώς είχε έρθει και πότε; Τότε ο Αλφιέρι μού έδειξε τον πίνακα που είχε ονομάσει Νέμεσις. Μου εξομολογήθηκε ότι οι τύψεις του για τον θάνατο της μητέρας μου του είχαν δώσει την τρομακτική έμπνευση. Καθώς όμως ζωγράφιζε, τα γεγονότα ξεκαθάριζαν στο κεφάλι του. Τότε αντιλήφθηκε τι ακριβώς είχε συμβεί, πώς μόνο ο Τόλιας ήταν αυτός που είχε και τη δυνατότητα αλλά και το κίνητρο να πειράξει τον «σαλίγκαρο», το σύστημα που κινούσε τα βαγονέτα στις αποθήκες του αλατιού. Στο μεταξύ, ξεκοκάλιζε όλες τις ελληνικές εφημερίδες μήπως μάθει κάτι παραπάνω για τον θάνατο της μητέρας μου. Το μόνο που είχε γίνει γνωστό ήταν οι κατηγορίες για τον Σπέθουλα και οι ληστρικές του περιπέτειες. Όταν έγινε η απαγωγή, έγραψαν ακόμη και οι ξένες φυλλάδες. Ο ζωγράφος το θεώρησε ευκαιρία καθώς γνώριζε την αναταραχή που προκαλούν αυτές οι καταστάσεις. Ήταν το καταλληλότερο χρονικό σημείο για να γυρίσει πίσω και να κινηθεί αθόρυβα, εξάλλου βρισκόταν πολύ κοντά, στην Αλβανία. Κατέφυγε στη Βοτανού, που τη γνώριζε από τα προηγούμενα ταξίδια του. Το καλύβι της μάλιστα είχε γίνει δύο φορές τόπος των ερωτικών του συναντήσεων με τη μητέρα μου, όταν εκείνη βρισκόταν στο Καταφύγι. Η παράξενη γυναίκα έκανε διάφορες εξυπηρετήσεις για να βγάζει τα προς το ζην, όμως το καλύβι της σπάνια το επισκέπτονταν άνθρωποι στα καλά τους, από φόβο για τη μάγισσα. Της ζήτησε να ειδοποιήσει τον Σπέθουλα παραδίνοντάς της ένα γράμμα και τον περιβόητο σφραγιδόλιθο της Γένουας. Σε περίπτωση που το γράμμα δεν έπειθε τον ληστή, το δαχτυλίδι που όλοι γνώριζαν, θα έκανε τη δουλειά του. Η Βοτανού εκτέλεσε τις οδηγίες του, όμως ο Αλφιέρι δεν πρόλαβε να συναντήσει τον Σπέθουλα αφού ο Τόλιας τον είχε ήδη


Ο Φύλακας στον Φάρο

101

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καταδώσει. Ο ζωγράφος δεν κάθισε να σκεφτεί σε ποιανού τα χέρια βρισκόταν τώρα το ενοχοποιητικό γράμμα που αποδείκνυε τη δική του κατασκοπευτική δράση ούτε τι είχε απογίνει το οικογενειακό κειμήλιο, παρά έστησε παγίδα στον Τόλια στέλνοντας παραγγελία ξανά με τη Βοτανού να έρθει στην καλύβα της. Ο Αλφιέρι έπεισε τη γυναίκα να αποκοιμίσει με τα βότανά της τον προδότη αλλά και εμένα που ανάρρωνα στο καλύβι της, βράζοντας από μέσα του όσο η ώρα της δικής του εκδίκησης πλησίαζε. Όταν επιτέλους έκοψε το λαιμό του Τόλια με τη λεπίδα που ο ίδιος ο Σπέθουλας χρησιμοποιούσε, για το μόνο που λυπήθηκε ήταν ότι εγώ θα ξυπνούσα με ένα πτώμα δίπλα μου. Όπως καταλαβαίνεις Βασίλη, μόνο τότε τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους και κατάλαβα ότι ο Αλφιέρι είχε πάρει εκδίκηση για όλες τις πράξεις του Τόλια. Ποτέ του δεν ένιωσε τύψεις. Μόνο η στενοχώρια για τον άδικο θάνατο της μητέρας μου τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή και η αίσθηση ότι εκείνη είχε πάρει τη θέση του, γιατί ποτέ του δεν άλλαξε γνώμη σχετικά με τις υποψίες του, ότι δηλαδή εκείνο το φονικό βαγόνι προοριζόταν για τον ίδιο και όχι για την Κρινιώ. Τα κρίματα όμως των άλλων τα φορτώνονται στις πλάτες τους αθώοι. Μέχρι που η κόρη του Τόλια έριξε μαύρη πέτρα πίσω της κατηγορούσε τη Βοτανού, ότι αυτή είχε σκοτώσει τον πατέρα τη,ς αφού ήταν το τελευταίο άτομο που τον είχε δει. Κι η δύστυχη η γυναίκα αναγκάστηκε να πάρει τον οματιόν της και να φύγει. Η συνάντηση με τον Αλφιέρι συνδαύλισε και τις δικές μου αναμνήσεις. Περιστατικά που είχα προτιμήσει μέχρι τότε να ξεχάσω, σκόρπια λόγια και εικόνες ξύπνησαν από τον ύπνο και φώλιασαν στο κεφάλι μου. Από όλα αυτά έμεινα με μία ακόμη απορία. Τι είχε απογίνει άραγε το δαχτυλίδι του ζωγράφου, εκείνο που προόριζε για τον Σπέθουλα, όμως δε βρέθηκε ποτέ επάνω του; Μετά η ζωή μου άλλαξε κι εσύ γνωρίζεις πολύ καλά ποιος ήταν ο λόγος. Δυστυχώς το πάθος μου με παρέσυρε, μα πάνω από όλα τα αστόχαστα λόγια μου από τη ζήλια μου. Η καρδιά που χτυπάει δε γνωρίζει χρόνο ούτε πρόσωπα. Αυτά είχα να σου εξομολογηθώ, Βασίλη μου, και φυσικά καταλαβαίνεις ότι τα δικά μου κρίματα τα άφησα στην άκρη. Είπα μόνο για όσους δε ζουν πια και η μνήμη τους έχει λησμονηθεί από τους περισσότερους. Αυτές οι ιστορίες όμως δεν τελειώνουν ποτέ και το παρελθόν χτυπάει πάντα την πόρτα σου. Και είναι ευτυχισμένος αυτός που είναι κουφός και δεν την ανοίγει ποτέ. Εγώ την άνοιξα γιατί ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου. Προσπάθησα όμως να επανορθώσω έστω και αργά, έστω και με τον αδέξιο τρόπο μου. Όταν θα διαβάζεις αυτές τις γραμμές, εγώ θα έχω φύγει από τη ζωή, όμως θα υπάρχει ακόμη ένας αθώος, ο ίδιος άνθρωπος που θα αποφασίσει αν έστω και καθυστερημένα αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη των ανθρώπων και όχι των νόμων. Είναι αυτός που λίγες ημέρες πριν συνάντησα κρυφά και στα χέρια του είδα το χαμένο από δεκαετίες δαχτυλίδι του Αλφιέρι. Όταν τον ρώτησα, μου είπε πως δε γνώριζε τίποτα για την ιστορία του παρά μονάχα πως του το είχε δώσει η δική του μητέρα, μοναδική της περιουσία. Ελπίζω να εκτελέσεις τις επιθυμίες μου κατά πώς ορίζω και όπως η Νέμεσις προστάζει.


102

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο πιστός σου φίλος Γεώργιος Μανωλάς. Η Μπέτα δίπλωσε ξανά τις έξι πυκνογραμμένες σελίδες και τις άφησε στο τραπεζάκι. Περίμενε ότι ο Βασίλης Δελής θα είχε κάτι να σχολιάσει, εκείνος όμως έμενε σιωπηλός. «Είναι τιμή μου που μοιραστήκατε αυτές τις εξομολογήσεις μαζί μου» του είπε συγκινημένη. Ο Δελής ξεφύσηξε σαν κάποιο βάρος να βασάνιζε το στήθος του και κοίταξε προς τη χαράδρα. «Οι τόποι αλλάζουν μαζί με τους καιρούς. Το καλύβι της Βοτανούς έστεκε μισογκρεμισμένο για τέσσερις δεκαετίες. Κανένας δεν ξαναπήγε εκεί λες και ο τόπος ήταν στοιχειωμένος» κούνησε αργά το κεφάλι. «Και σήμερα; Πώς είναι ο τόπος αυτός;» «Αγνώριστος, όπως και οι άνθρωποι. Εδώ και δώδεκα χρόνια το πυκνό δάσος φαγώθηκε σιγά σιγά. Κανένας δεν θα πίστευε πώς ήταν άλλοτε, τι υπήρχε στο μέρος που χτίστηκε ο ξενώνας». «Εννοείτε τον ξενώνα που μένω εγώ; Τον ξενώνα του Μαρδά;» ρώτησε η Μπέτα που μόλις είχε πιάσει το νόημα των λόγων του Δελή. Εκείνος ένευσε καταφατικά. «Δώρο του πεθερού του, για τον γάμο του. Ο Σπανούδης είχε αδυναμία στον γαμπρό του, γιατί ήταν αυτοδημιούργητος σαν κι εκείνον». Η Μπέτα προσπάθησε να βάλει σε μiα τάξη τις πληροφορίες του γέρου Δελή. Υπήρχε κάτι που της ξέφευγε. Βασάνιζε το μυαλό της μέχρι που θυμήθηκε. «Τι σχέση έχει η Νέμεσις με το παρόν; Γιατί σίγουρα εκείνο το “όπως η Νέμεσις προστάζει” δεν αναφέρεται γενικά και αόριστα στην έννοια της δικαιοσύνης» συμπλήρωσε η Μπέτα μη τολμώντας να εκφράσει πού είχαν καταλήξει οι δικές της σκέψεις. Ο Δελής γέλασε και την κοίταξε κατάματα. «Είσαι πολύ έξυπνη κοπέλα. Η Νέμεσις και το δαχτυλίδι. Πες μου λοιπόν, αν ήσουν στη θέση μου, τι θα σκεφτόσουν;» «Δεν έχω την ευστροφία της Ελένα στα μυστήρια, όμως δεν θα απέφευγα τον συνειρμό ανάμεσα στον πίνακα και το δαχτυλίδι». Σταμάτησε διστάζοντας, αλλά ο συνταξιούχος καθηγητής την προέτρεψε να συνεχίσει δίνοντάς της να καταλάβει ότι δεν αερολογούσε. «Ένα πρόσωπο που κατονομάζεται, ο Λευτέρης Μαρδάς, θα αποκτήσει τον πίνακα, σύμφωνα με τη ρητή επιθυμία του Μανωλά. Έναν πίνακα που προορίζεται μόνο για να δημιουργήσει τύψεις. Ένα άλλο πρόσωπο που έχει στα χέρια του τον χαμένο σφραγιδόλιθο, θα ωφεληθεί από τη διαθήκη μόνο εφόσον κάνει γνωστή την παρουσία του. Κάποιος που αδικήθηκε. Και ο Σπέθουλας και η


Ο Φύλακας στον Φάρο

103

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Βοτανού είχαν αδικηθεί επίσης. Μήπως έχει σχέση με κάποιον από εκείνους τους δύο;» «Η φίλη σου η Ελένα είχε μια πολύ λογική απορία. Τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι, πού βρίσκονταν οι απόγονοί τους, αν βέβαια ζούσαν. Πες το ένστικτο, πες το παρόρμηση, όμως ακολούθησε τον σωστό δρόμο». «Μπορεί ο Μαρδάς...» Η Μπέτα σταμάτησε σαστισμένη. «Το σίγουρο είναι πως δεν έχει αυτός το δαχτυλίδι». «Και η Βοτανού; Ποιο ήταν το όνομά της;» «Δεν γνώριζε κανείς το επίθετό της ούτε καν πώς έφτασε στα μέρη μας. Η Μαρούλα ήξερε κάτι παραπάνω κι αυτό ήταν μόνο ότι την έλεγαν Ελένη και η οικογένειά της από αιώνες γνώριζε κάθε είδους γιατροσόφι. Η ίδια όμως ήταν πολύ φτωχή. Οποιοσδήποτε στη θέση της θα κρατούσε κάτι που είχε αξία, κάτι σαν το δαχτυλίδι. Γιατί αλήθεια να το παραδώσει στον Σπέθουλα; Εκτός αν εκείνος το είχε δώσει αλλού ή το είχε κρύψει, οπότε η υπόθεση μπλέκεται και πάλι. Πάντως, ο πατέρας μου είχε βρει μόνο το γράμμα, στο χέρι του όμως ο ληστής δεν φορούσε το παραμικρό. Όπως βλέπεις, όλες οι φήμες που κυκλοφόρησαν δεν ήταν παρά μυθοπλασίες που ακολουθούν πάντα αυτούς που γίνονται λαϊκοί ήρωες». «Και τώρα, τι θα γίνει;» «Θα έχω να αντιμετωπίσω τον Λευτέρη Μαρδά. Έχει σίγουρα σκοπό να προσβάλει τη διαθήκη, αν δεν το έχει κάνει ήδη. Όμως δεν έχω παίξει ακόμη όλα μου τα χαρτιά. Μπορώ κι εγώ να γίνω όσο αδίστακτος υπήρξε εκείνος» είπε ο Δελής και το μειλίχιο πρόσωπό του σκλήρυνε απότομα.


104

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

27.

Ανανεωμένη

και ταυτόχρονα ανακουφισμένη, η Ελένα βγήκε από το

αυτοκίνητο του Άρη έχοντας στο μυαλό της πώς θα εκμεταλλευόταν καλύτερα τις ώρες της μέχρι το βράδυ. Είχε βρει τρεις αναπάντητες κλήσεις από τη Μπέτα στο κινητό της. Τη στιγμή που σχημάτιζε το νούμερό της, η άκρη του ματιού της έπιασε τον επιστάτη να βγαίνει από το σπίτι κρατώντας τη Ραλλού από το χέρι. Χωρίς δεύτερη σκέψη έκλεισε το κινητό και με το πιο σατανικό χαμόγελο του κόσμου στράφηκε προς τον Άρη που κάτι έψαχνε στο ντουλαπάκι του συνοδηγού. «Δεν σε ευχαρίστησα για το γεύμα. Ούτε και για τη βόλτα…» είπε κι έσκυψε στο ανοικτό αυτοκίνητο και χάιδεψε το μάγουλο του Άρη. «Η ευχαρίστηση ήταν όλη δική μου» της απάντησε και της φίλησε το χέρι. Η Ελένα πλησιάζοντας το πρόσωπό της στο δικό του τον φίλησε πεταχτά στα χείλη και προτού εκείνος προλάβει να αντιδράσει, έφυγε τρέχοντας προς το σπίτι. «Καλησπέρα Ραλλού!» είπε στη μικρή και της χάιδεψε φευγαλέα τα μαλλιά. Μετά μπήκε στην έπαυλη χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία στον Δήμο Μπελιέ. Όταν όμως έκλεισε την πόρτα πίσω της, με το ζόρι κρατήθηκε για να μη βάλει τα γέλια. Το ύφος του επιστάτη έδειχνε άνθρωπο που μόλις που συγκρατούσε τα νεύρα του. Τώρα είχαν πατσίσει. Ελπίζοντας να έχει πάρει πια το μάθημά του ο αγροίκος, τηλεφώνησε στην Μπέτα και κόβοντας τις διαμαρτυρίες της στη μέση τής ζήτησε να πάει στη Διόνη και να της αγοράσει μια κουλούρα σκοινί ορειβασίας και καρφιά για αναρρίχηση. «Είσαι ολότελα τρελή;» Η Μπέτα είχε βγει εκτός εαυτού. «Μη στενοχωριέσαι. Δεν έχασα ακόμη τα λογικά μου. Όλες μου οι κινήσεις είναι υπολογισμένες». «Δεν θέλεις να μάθεις πώς πήγε η συνάντηση με τον Δελή;» «Σίγουρα θα ξετρελάθηκε μαζί σου. Αν βιαστείς, θα προλάβεις να μου κάνεις τα ψώνια και να έρθεις για να πιούμε καφέ» είπε και τερμάτισε την κλήση.


Ο Φύλακας στον Φάρο

105

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

28.

Στον

ξενώνα Άρτεμη η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Ο Λευτέρης Μαρδάς

γνώριζε πολύ καλά πως η επίσκεψη του γιου του δεν ήταν από αβροφροσύνη. Είχε έρθει σίγουρα να του ζητήσει δανεικά, πράγμα που φυσικά θα αρνιόταν για μία ακόμη φορά. Ο ανόητος, αντί να βρει μια πλούσια νύφη και να εξασφαλιστεί δια βίου, ακόμη πάλευε με τα άλογα. Του είχε περάσει από το μυαλό να σαμποτάρει τη φάρμα και να ησυχάσει μια και καλή, αλλά ακόμη κι αυτός διέθετε έστω και κάτι λίγο από το πατρικό φίλτρο. Ως πατέρας λοιπόν όφειλε να δώσει τη συμβουλή του, παρότι αυτό σήμαινε ότι βροντούσε στου κουφού την πόρτα. «Δεν έχω έρθει για ζητιανιά» τον αποστόμωσε ο γιος του. Ο Λευτέρης έκανε μια αόριστη κίνηση με το χέρι για να εκφράσει κάτι ανάμεσα σε δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία. Δεν του άρεσε που ο Άρης ώρες-ώρες διάβαζε τις σκέψεις του, αλλά και πάλι αίμα του ήταν, κι έδινε τόπο στην οργή. «Μήπως τότε ήρθες κι εσύ να μου ζητήσεις τον λόγο που δεν σέβομαι τη μνήμη του Μανωλά; Η μητέρα σου σε έστειλε;» «Δεν ανακατεύομαι στις δουλειές σου. Αρκεί να μη χώνεις κι εσύ τη μύτη σου στις δικές μου!» «Γιατί, ακούς και κανέναν εσύ; Δεν με ενδιαφέρει τι κάνεις, αν αυτό σε ανησυχεί. Αρκεί να μην ντροπιάσεις το όνομά μας». «Δέχτηκα μια πρόταση και ήθελα να τη συζητήσω μαζί σου». «Μπα!» έκανε ο Λευτέρης. «Το όνομα Κραμπής σου λέει τίποτα;» Ο Λευτέρης Μαρδάς περηφανευόταν πάντα ότι ακόμη κι αν έβραζε από μέσα του, αν δεν ήθελε να το δείξει, και να τον σταυρώνανε, κιχ δεν θα έβγαζε. Έτσι και τώρα, συνέχιζε να κοιτάζει το γιο του απαθής. «Είναι επιχειρηματίας και θέλει να του πουλήσω τη φάρμα». «Κι εσύ δεν είσαι πρόθυμος να το κάνεις. Αυτό που δεν κατάλαβα είναι τι γυρεύεις από μένα». «Εκείνος μου είπε ότι εσύ θα είχες μια ιδέα παραπάνω, αμφισβητώντας την τιμιότητά σου. Και σε ξαναρωτάω, τον γνωρίζεις;» «Δεν ξέρω κανέναν με αυτό το όνομα» του επανέλαβε εκνευρισμένος ο Λευτέρης. Όταν ο γιος του έφυγε, ο Λευτέρης Μαρδάς αναθεμάτισε την ώρα και τη στιγμή που ενώ είχε σχεδιάσει ολομόναχος την επιχείρηση των Λουτρών, δεν αρκέστηκε στις δυνάμεις του παρά τελικά εμπιστεύτηκε άλλους. Βέβαια μόνο η Σοφία και ο Τίτο, όπως είχε κολλήσει το παρατσούκλι στο τσιράκι του, ήξεραν, -η Σοφία λιγότερα, ο Τίτο πολύ περισσότερα. Ο Κραμπής πρέπει να είχε κάποια σχέση με


106

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αυτούς τους δυο, δεν μπορούσε να το εξηγήσει διαφορετικά. Λες ο ανόητος Γιουγκοσλάβος να είχε μιλήσει πουθενά; Δεν του έφτανε που του έγραψε η χήρα του και του έστειλε την κόρη της στην Ελλάδα; Λες και είχε καμιά υποχρέωση επειδή τον είχε παρασύρει αυτοκίνητο και μείνανε χωρίς βρακί να φορέσουν! Τι τον είχε κουβαλήσει τότε τον ηλίθιο στην Ήπειρο; Σιχτίρισε για μια ακόμη φορά τον Μανωλά, το εμπόριο μελιού και την εξαγωγή στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ακόμη περισσότερο σιχτίρισε τον εαυτό του που τότε είχε χρησιμοποιήσει τη Σοφία ενώ έπρεπε να κάνει τη δουλειά μοναχός του. Θα έβαζε τον δικηγόρο του να ψάξει το παρελθόν του Κραμπή. Τουλάχιστον αυτή τη φορά ο νομικός του σύμβουλος είχε κινηθεί άμεσα κι είχε εκτελέσει την εντολή του κατά γράμμα. Φυσικά και πρόσβαλε τη διαθήκη, και άμα χρειαζόταν, θα έβρισκε ο ίδιος όσους ψευδομάρτυρες χρειαζόταν για να πιστοποιήσουν ότι ο Μανωλάς δεν έστεκε στα καλά του. Εκείνο όμως που τον προβλημάτιζε ήταν το πού ακριβώς είχε καταφύγει ο φαροφύλακας. Μετά την αποφυλάκισή του, δεν είχε γίνει τίποτα άλλο γνωστό. Πού να είχε πάει, ένας Θεός το ήξερε. Καλά θα έκανε να μάθει, όμως τι είχε αλήθεια να φοβηθεί από τον Βραχνό; Είκοσι δύο χρόνια φυλακή σπάνε και τα πιο σκληρά καρύδια, πόσο μάλλον κάποιον που σε όλη του τη ζωή υπήρξε εύπιστος και αφελής.


Ο Φύλακας στον Φάρο

107

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

29.

Η Ελένα είχε μόνο μία απορία καθώς με υπομονή εντελώς ξένη προς τον χαρακτήρα της άκουγε τον μονόλογο της Μπέτα. Τι σχεδίαζε ο Δελής; Είχε ρίξει άδεια για να πιάσει γεμάτα; Προφανώς γνώριζε κάτι ακόμη, κάτι που μπορεί και να το κρατούσε για τον εαυτό του. Αυτό που κατάλαβε η Ελένα ήταν ότι τα πάθη δεν έσβηναν με την πάροδο του χρόνου, όπως αφελώς πίστευαν οι περισσότεροι. Οι χάρες παρέμεναν χάρες και οι αδικίες αδικίες. Ο Αλφιέρι την είχε οδηγήσει στον Μανωλά και ο Μανωλάς στον Μαρδά. Υπήρχε και ο άγνωστος Χ. Κάπου κοντά ή πιο μακριά της ο σφραγιδόλιθος της Γένουας στόλιζε ένα χέρι, πιθανόν το χέρι ενός άνδρα που τη μητέρα του την έλεγαν Ελένη, είχε το παρατσούκλι Βοτανού και γνώριζε τα γιατροσόφια. «Έχεις καμιά καλύτερη ιδέα;» τη ρώτησε η Μπέτα «Τόσα χρόνια σε ακούω να μου μιλάς για τους περίφημους Βικογιατρούς» συμπλήρωσε κάνοντας προφανώς τις ίδιες σκέψεις. «Ναι. Θα φορέσω πράσινη στολή με παράσημα και θα καβαλήσω ένα σκουπόξυλο!» «Για απόψε το βράδυ ειδικά, ελπίζω να μην το παρατραβήξεις, Ελένα» την προειδοποίησε η Μπέτα. «Ίσα-ίσα, τώρα έχω έναν λόγο παραπάνω για να ψάξω το δωμάτιο του Μαρδά. Γιατί αλήθεια το κρατάει κλειδωμένο; Προφανώς φυλάει κάτι που δεν θέλει να αφήσει στον ξενώνα. Ξέρεις τι έχω καταλάβει; Ο κύριος Μαρδάς έχει δύο όψεις: ο καλός επιχειρηματίας, άμεμπτος και φιλικός σαν τον ξενώνα του και από την άλλη, ένας άνθρωπος με πάθη, φιλήδονος, άπληστος, εξουσιαστής και κυρίως σατράπης». «Να σε άκουγε… ούτε ψύλλος στον κόρφο σου. Ούτε το χέρι δεν θα ήθελα να μου πιάσει!» «Αυτό θα ήταν και το τελευταίο σημείο του σώματός σου που θα είχε στον νου του. Πάντως διακρίνεται για τις σεξουαλικές του επιδόσεις. Φαντάζομαι σύντομα θα διαπιστώσω αν ο γιος έχει πάρει από τον πατέρα του». «Ελένα, τα έριξες στον Άρη Μαρδά;» Η Μπέτα την κεραυνοβόλησε με το βλέμμα της. «Γιατί όχι; Δεν ξεφεύγω από τις προδιαγραφές του Έριχ με τη μόνη διαφορά ότι ο Άρης είναι νεότερος και σεξουαλικά επιθυμητός. Νομίζω ότι παίζουμε το ίδιο παιχνίδι, το θέμα είναι απλά ποιος θα ενδώσει πρώτος. Μπορώ να σου ομολογήσω ότι αν ήμουν πρωτάρα, θα πίστευα ότι είναι άτολμος και ρομαντικός». «Ευτυχώς που δεν σου παρέθεσε δείπνο υπό το φεγγαρόφως!» «Δυστυχώς, δεν θα του έκανα τη χάρη. Η αποψινή μου προτεραιότητα, μόλις σιγουρευτώ ότι η Ουρανία κοιμάται, θα είναι να εξερευνήσω τα ιδιαίτερα


108

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διαμερίσματα του πατέρα του. Έλα να δεις κάτι!» Έσπρωξε σχεδόν τη φίλη της μέχρι το μπαλκόνι και την έστρεψε προς το διπλανό παράθυρο. «Να δω τι πράγμα;» ρώτησε απορημένη η Μπέτα. «Αυτό αριστερά μας, χαζούλα μου, είναι το δωμάτιο του Μαρδά. Κι εγώ έχω το αποκλειστικό προνόμιο να μένω δίπλα του». «Σκοπεύεις να πετάξεις; Ακόμη κι αν φτάσεις εκεί, πώς θα μπεις μέσα;» Η Ελένα την κοίταξε με ένα ύφος σαν να λυπόταν την απειρία της αλλά η Μπέτα είχε στρέψει την προσοχή της αλλού. «Ποιος είναι αυτός; Ο επιστάτης μήπως;» της σκούντησε τον ώμο. «Είπα ότι είναι αντιπαθητικός, όχι όμως και έκτρωμα!» της απάντησε η Ελένα. «Τι δουλειά έχει ακόμη εδώ; Και να μιλάει με την Άννα; Για φαντάσου!» μονολόγησε. «Περίμενε με, δεν θα αργήσω!» είπε στη Μπέτα. «Πού πηγαίνεις πάλι;» της φώναξε η φίλη της, η Ελένα όμως δεν έδωσε σημασία καθώς ήδη κατέβαινε φουριόζα την εσωτερική σκάλα. Σε ελάχιστο χρόνο είχε βρεθεί στην είσοδο του ροδώνα. Εκείνοι οι δύο πρέπει να είχαν προχωρήσει στα δαιδαλώδη μονοπάτια. Η Ελένα στα νύχια των ποδιών της φροντίζοντας να μένει αθέατη, έφτασε στο σημείο όπου η Ραλλού και η Ουρανία είχαν καθίσει το πρωί, όμως δεν άκουσε και δεν είδε κανέναν. Πιστεύοντας ότι ο άνδρας και η Άννα είχαν φύγει, στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη, αλλά οι ψίθυροι την έκαναν να μείνει στη θέση της. Τέντωσε τα αυτιά της και πραγματικά κάποιος ή κάποιοι κρυμμένοι από τους πυκνούς θάμνους της επόμενης αλέας, ενός σημείου ιδιαίτερα απόμερου, κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα. Η Ελένα έβγαλε τα πέδιλά της και περπατώντας σκυφτά, κρύφτηκε στο παραπέτασμα των κλαδιών. «Ποια είναι η κοπέλα; Την είδα το πρωί, αλλά ο φίλος μας δεν μου τη σύστησε». «Νοσοκόμα της γριάς! Το μικρό αφεντικό τη γουστάρει πολύ, την έχει στα όπαόπα» εξήγησε η Άννα. «Τότε να κοιτάξει να έχει κανένα φράγκο γιατί σύντομα ο ίδιος θα βρεθεί πανί με πανί» γέλασε ο άλλος. «Τον ζόρισες, ε;» «Του έχω βάλει το μαχαίρι στον λαιμό. Πουλάει μούρη, αλλά θα σπάσει γρήγορα. Ξέρω να ψυχολογώ αυτούς που βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού. Του στήσαμε μια μηχανή και αυτού και του πατέρα του, που δεν τη φαντάζονται. Πού να πάει το μυαλό του Λευτέρη Μαρδά ότι ο καλός του ο Τίτο θα έβγαζε τα άπλυτά του στη φόρα για να αγοράσει εισιτήριο για τον Παράδεισο; Η ιστορία του φάρου θα μας φέρει λεφτά με ουρά». «Δεν αντέχω πια να του κάνω όλα τα βίτσια» είπε νευριασμένη η Άννα. «Υπομονή! Λίγες μέρες ακόμα και η οικογένεια Μαρδά θα υποκλίνεται μπροστά μας».


Ο Φύλακας στον Φάρο

109

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Άκουσες κάτι;» ρώτησε καχύποπτη η Άννα και η Ελένα σαν αστραπή χώθηκε στους θάμνους μέχρι που οι συνωμότες απομακρύνθηκαν παίρνοντας τον δρόμο για τη φάρμα. Η Ελένα περίμενε λίγο και βγήκε από την κρυψώνα της από την αντίθετη κατεύθυνση, που έβγαζε στο σπίτι του επιστάτη. Για καλή της τύχη η Ραλλού διάβαζε απορροφημένη στο πεζούλι. «Κάνω πάρτι στο δωμάτιό μου!» της φώναξε η Ελένα λαχανιασμένη. «Θα έρθεις να φάμε γλυκά;» ρώτησε γνωρίζοντας την αδυναμία της μικρής. «Ουάου!» ήταν το μόνο που σχολίασε η Ραλλού και την ακολούθησε χοροπηδώντας. Λίγη ώρα αργότερα η Ελένα, αδιάφορη στο επικριτικό βλέμμα της Μπέτα, διάλεγε πάστες για τη Ραλλού σχολιάζοντας τη γεύση και την εμφάνιση του κάθε γλυκού ξεχωριστά. «Μπορώ να δοκιμάσω λίγο από όλες;» ρώτησε λιγωμένη η μικρή. «Και βέβαια. Θα τις δοκιμάσουμε μαζί» απάντησε η Ελένα έχοντας ήδη ξεχάσει ότι παραλίγο να την πιάσουν στα πράσα. «Δεν είναι σωστό αυτό που κάνεις!» είπε η Μπέτα με το δασκαλίστικο ύφος της. «Δεν είναι κόρη σου να την κακομαθαίνεις!» «Νάτα μας! Άσε το κήρυγμα και φάε κανένα γλυκό να συνέλθεις» απάντησε η Ελένα χαϊδεύοντας τα μαλλιά της Ραλλούς. «Του Δήμου δεν θα του αρέσει καθόλου αυτό! Δεν θέλει να τρώω γλυκά και θα θυμώσει που δεν τον ειδοποίησα ότι θα λείψω από το σπίτι» γουργούρισε η Ραλλού. «Ας δείρει τότε εμένα» απάντησε η Ελένα, αλλά η μικρή σηκώθηκε απότομα κοιτώντας προς τα κάτω. «Ραλλού, τι κάνεις εκεί πάνω;» Η φωνή του επιστάτη ακουγόταν στα όρια της υπομονής. «Κατά φωνή και ο γάιδαρος!» μουρμούρισε η Ελένα. Σκούπισε όπως-όπως τη Ραλλού προσπαθώντας ταυτόχρονα να συμμαζέψει τα υπολείμματα από τις πάστες, που έμοιαζαν να έχουν κηρύξει την επανάσταση της σοκολάτας, ενώ από μέσα της μετρούσε τον χρόνο που χρειαζόταν ο αγροίκος μέχρι να εισβάλει στο δωμάτιό της. «Απορώ με την ψυχραιμία σου!» ήταν το μόνο που πρόλαβε να πει η Μπέτα καθώς ο Δήμος Μπελιές έκανε την εμφάνισή του σαν ταύρος σε υαλοπωλείο. «Ραλλού, μαζί μου γρήγορα! Κι εσύ, μη νομίζεις ότι τελειώσαμε!» φώναξε στην Ελένα. Αντί για απάντηση η Ελένα έσκυψε και φίλησε τη μικρή στα μαλλιά ψιθυρίζοντάς της κάτι που έκανε το κορίτσι να ξεκαρδιστεί στα γέλια. «Τι να σου πω; Ωραίο παράδειγμα δίνεις, να κυκλοφορείς μέσα στις λάσπες!» Ο Μπελιές κοιτούσε γεμάτος αποδοκιμασία τα πόδια της Ελένα.


110

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μέχρι εκείνη να συνειδητοποιήσει ότι είχε ξεχάσει τα πέδιλά της στον κήπο, ο επιστάτης είχε βροντήξει την πόρτα πίσω του. «Τώρα κατάλαβες πόσο άξεστος είναι; Ούτε καν σε χαιρέτησε!» είπε η Ελένα στην Μπέτα μουτρωμένη. «Αφού δεν είχε μάτια παρά μόνο για σένα!» «Με δουλεύεις ή μήπως εννοείς πως ήθελε να μου βγάλει τα μάτια;» «Εγώ σχολιάζω αυτά που είδα». «Τότε να αλλάξεις τα γυαλιά σου!» της πέταξε η Ελένα καθώς καθάριζε τις λάσπες από τα πόδια της και φορούσε βιαστικά ένα άλλο ζευγάρι παπούτσια. «Πάλι φεύγεις; Δεν μου είπες καν πού είχες πάει πριν. Μην κάνεις πάλι καμιά βλακεία. Ελένα, σου μιλάω!» της φώναξε η Μπέτα, όμως η Ελένα αναρωτιόταν μόνο αν θα έβρισκε τα πέδιλά της εκεί που τα είχε παρατήσει. «Μήπως ψάχνεις αυτά;» άκουσε τη φωνή του Δήμου πίσω από την πλάτη της. Δεν της άρεσε καθόλου που την είχε καταλάβει σε αυτή τη στάση, έτσι χωμένη μέσα στους θάμνους, να ενισχύει την εικόνα τροφίμου χοιροστασίου. «Κι εσύ τι κάνεις; Με παρακολουθείς;» του απάντησε προσπαθώντας να πάρει τα πέδιλα, όμως ο άλλος τα σήκωσε ψηλά σαν να κρατούσε κάποιο αναπάντεχο τρόπαιο. «Δεν νομίζω. Τα βρήκα έξω από το σπίτι μου και αργά ή γρήγορα περίμενα να έρθεις να τα αναζητήσεις. Σε είδα που έτρεξες στον κήπο και αναρωτήθηκα τι άλλο μπορούσε να σκαρώνει το μυαλουδάκι σου. Δεν θα σε ρωτήσω τι δουλειά είχε η Ραλλού στο δωμάτιό σου, αν και δεν πιστεύω ότι είσαι η καλύτερη συντροφιά για τη μικρή. Απαιτώ όμως κάποια εξήγηση για τη συμπεριφορά σου γενικότερα. Ποια νομίζεις ότι είσαι;» «Δεν ανέχομαι κηρύγματα από έναν υποκριτή σαν κι εσένα». «Η μόνη υποκρίτρια εδώ πέρα είσαι εσύ και απορώ πώς ο Άρης έπεσε στην παγίδα σου!» «Γιατί, μήπως ζηλεύεις;» του αντιγύρισε η Ελένα έχοντας στο μυαλό της τα λόγια της Μπέτα. «Να ζηλέψω τι;» «Μπορεί και να σου χαλάω τα σχέδια…» του απάντησε υιοθετώντας την έκφραση αγίας. «Τα σχέδιά μου αφορούν μόνο εμένα και τη Ραλλού, κανέναν άλλον! Εσύ είσαι αυτή που έρχεσαι ουρανοκατέβατη και κινείσαι ύποπτα. Ποιον κατασκόπευες αλήθεια στον κήπο;» «Δικός μου λογαριασμός. Αν είσαι κι εσύ μπλεγμένος, ξέρεις πολύ περισσότερα. Αν όχι, τότε κοίτα να με αφήσεις στην ησυχία μου!» «Νομίζω ότι το πρωινό χαστούκι δεν ήταν αρκετό». «Για τόλμα, και αυτή τη φορά θα δεις ότι δεν παίζω».


Ο Φύλακας στον Φάρο

111

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Κι όμως παίζεις ,δεσποινίς μου, και να είσαι σίγουρη ότι δεν θα το κάνεις για πολύ» της απάντησε ο επιστάτης και δίνοντάς της κυριολεκτικά τα παπούτσια στο χέρι, της γύρισε την πλάτη. «Πάψε να βρίζεις σαν νταλικέρης και εξήγησέ μου τι έγινε στον κήπο» παρακάλεσε η η Μπέτα σε μια ακόμη προσπάθεια να ηρεμήσει την Ελένα. Εκείνη δεν της έδωσε καμία σημασία παρά κατέβασε μια γερή δόση από το ακριβό κονιάκ που είχε βουτήξει από τον κάτω όροφο. Προσπάθησε να ξεχάσει τη σύγχυση που της είχε δημιουργήσει ο Μπελιές, και υποσχέθηκε στον εαυτό της να φροντίσει οι δρόμοι τους να είναι αντίθετοι για όσο διάστημα θα βρισκόταν στην έπαυλη. Μετά τη συζήτηση που είχε κρυφακούσει, καταλάβαινε πως η διαμονή της έπρεπε να συντομεύσει. Τα οικονομικά του Άρη δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Η φάρμα ήταν χρεωμένη κι εκείνος έψαχνε κάποιον να τον τραβήξει από τα μαλλιά για να μη πνιγεί. Υπήρχε όμως κάτι ακόμη πίσω από αυτά. Κάποιοι είχαν στήσει τη δική τους κομπίνα για να μαδήσουν τον Λευτέρη Μαρδά. Κι αυτό που την απασχολούσε δεν ήταν ποιοι ήταν τελικά αυτοί οι άνθρωποι και τι ακριβώς σχεδίαζαν, αλλά γιατί το όνομα του Λευτέρη Μαρδά βρισκόταν πίσω από το καθετί.


112

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

30.

Η Ελένα έριξε μια τελευταία ματιά στην Ουρανία και αφού σιγουρεύτηκε ότι τίποτα δεν θα τάραζε τον ύπνο της, βγήκε ξανά στον διάδρομο. Έξω από την πόρτα του Άρη κοντοστάθηκε. Έχοντας πληροφορηθεί ήδη από τη γραμματέα του Έριχ ότι ο αξιότιμος Ελβετός πρώην σύζυγός της είχε εκτελέσει την παραγγελία της, αντιλαμβανόταν ότι οι περιποιήσεις του Άρη Μαρδά έκρυβαν κάποια ιδιοτέλεια. Παρά τον χαρακτήρα της δεν ένιωσε μειωμένη, ίσως γιατί γνώριζε ότι ο Άρης θα τη φλέρταρε ούτως ή άλλως. Για την ώρα η συμπεριφορά του πάντως την διασκέδαζε. Έστησε αυτί, αλλά η ησυχία ήταν απόλυτη. Η Ελένα ήξερε ότι ο Άρης θα αργούσε, της το είχε πει ο ίδιος δίνοντάς της την υπόσχεση ότι θα φρόντιζε να επανορθώσει την επομένη. Κατά πόσο θα έπεφτε από τα σύννεφα αν την έβλεπε από μια μεριά, της ήταν ολότελα αδιάφορο. Ίσως η αποψινή της επίσκεψη στο δωμάτιο του Λευτέρη Μαρδά να της έλυνε κάμποσες απορίες, οπότε ο σκοπός άγιαζε τα μέσα. Σε αντίθεση με την προηγούμενη νύχτα, η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά ενώ ο αέρας δυνάμωνε. Τόσο το καλύτερο, σκέφτηκε η Ελένα, που έχοντας φορέσει σκούρα ρούχα και γάντια, βγήκε στο μπαλκόνι κρατώντας την κουλούρα του σκοινιού και υπολογίζοντας την απόσταση. Το σκοτάδι ήταν σχεδόν απόλυτο και αυτό τη διευκόλυνε. Στο σπίτι του επιστάτη δεν άναβε κανένα φως, όχι ότι αυτό σήμαινε το παραμικρό, καθώς ο Μπελιές είχε την τάση να υλοποιείται σαν το τζίνι απρόσκλητος και ενοχλητικός, όμως τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Το πιο πιθανό, σκέφτηκε η Ελένα, ήταν να βρίσκεται στο κρεβατάκι του τηρώντας με θρησκευτική ευλάβεια τους κανόνες της υγιεινής ζωής. Προσηλώνοντας το βλέμμα στον στόχο της, υπολόγισε κατά προσέγγιση πόσο σκοινί χρειαζόταν, έδεσε στην άκρη του τον γάντζο και άρχισε να τον φασκιώνει με μακρόστενες λωρίδες από ένα σεντόνι που είχε βουτήξει από την ιματιοθήκη. Το είχε δοκιμάσει παλιότερα αυτό το κόλπο και ήξερε ότι ο μεταλλικός ήχος μειωνόταν αισθητά. Όταν ο γάντζος θα προσγειωνόταν στον στόχο του, θα ακουγόταν κάτι σαν γδούπος που ο αέρας θα ελαχιστοποιούσε. Φόρεσε τα γάντια κι έδεσε το σακίδιό της στην πλάτη. Δεν είχε σκοπό να μπει στα άδυτα του Λευτέρη Μαρδά απροετοίμαστη. Πέρασε τα πόδια της στην εξωτερική μεριά του μπαλκονιού και δοκίμασε τη σταθερότητα του σκοινιού. Κρατήθηκε γερά και άφησε το σώμα της ελεύθερο μετρώντας σιωπηλά κάθε επόμενο πιάσιμο. Φθάνοντας στον στόχο της αναδιπλώθηκε, πιάστηκε από τα κάγκελα και πέρασε στο εσωτερικό του μπαλκονιού. Τα παντζούρια μαντάλωναν από μέσα. Η Ελένα γονάτισε κι έβγαλε μια πολύ λεπτή λάμα, την πέρασε από τη χαραμάδα και ανασήκωσε αργά το μάνταλο. Μπήκε μακαρίζοντας την τύχη της που λόγω της εποχής, τα παραθυρόφυλλα παρέμεναν ανοικτά για να αερίζεται το δωμάτιο.


Ο Φύλακας στον Φάρο

113

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κούφωσε προσεκτικά τα παντζούρια και τράβηξε τις βαριές κουρτίνες. Μόνο τότε άναψε τον φακό που είχε στο σακίδιό της φωτίζοντας τμηματικά το δωμάτιο. Δεν συγκινήθηκε ιδιαίτερα από την επίπλωση. Ένας καναπές, το γραφείο και η βιβλιοθήκη. Οι τοίχοι ήταν γυμνοί, με μοναδική εξαίρεση μια παλιά ελαιογραφία που απεικόνιζε τον φάρο. Η Ελένα ψηλάφισε κάθε σπιθαμή του καναπέ σκύβοντας ως το πάτωμα για να δει αν υπήρχε τίποτα από κάτω. Ανασήκωσε το υφαντό χαλί και ακολούθησε με τον φακό της το σοβατεπί παρατηρώντας προσεκτικά τους τοίχους κατά μήκος και πλάτος. Κατόπιν πήγε στη βιβλιοθήκη. Η θεματολογία των βιβλίων ήταν ποικίλη, από την αρχαιολογία έως τη φαρμακευτική και τη βοτανολογία. Η Ελένα συμβουλεύτηκε το ρολόι της αναστενάζοντας. Με την ελπίδα να μην ανησυχήσει στον ύπνο της η Ουρανία, άρχισε να τραβάει ένα-ένα τα βιβλία και να τα ξεφυλλίζει. Προφανώς ο Λευτέρης Μαρδάς είχε πολλά ενδιαφέροντα. Οι ανασκαφές στο Νεκρομαντείο, η μαντική τέχνη στην αρχαιότητα, τεχνικές ύπνωσης, η στέρηση της βούλησης, μέθοδοι ψυχαναγκασμού, τόμοι ψυχολογίας και κλινικής ψυχιατρικής έπιαναν το επάνω ράφι. Στο μεσαίο υπήρχαν βιβλία φυτολογίας, βοτανολογίας, πρακτικής ιατρικής και φαρμακολογίας, ενώ το τρίτο και τελευταίο ράφι φιλοξενούσε λαϊκά μυθιστορήματα σχετικά με τους ληστές και τις περιπέτειές τους καθώς και μια επίσης εκλαϊκευμένη έκδοση της βιογραφίας του Καζανόβα. Μη βρίσκοντας κάτι αξιόμεμπτο, πλησίασε το γραφείο και αφού έριξε μια ματιά στην σχεδόν άδεια επιφάνειά του, έστρεψε την προσοχή της στα συρτάρια. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της καθώς αντίκριζε το περιεχόμενό τους: ερωτικά βοηθήματα που θα ζήλευε και ο πιο διεστραμμένος νους. Αν ο ιδιοκτήτης του δωματίου το κρατούσε κλειδωμένο μόνο και μόνο για να μη δει κανείς τα ερωτικά παραφερνάλια, ήταν άξιο απορίας γιατί μπήκε στον κόπο. Προφανώς κάπου υπήρχε κάτι κρυμμένο, ίσως κάποιο χρηματοκιβώτιο. Η Ελένα έριξε μια αφηρημένη ματιά στην ελαιογραφία του φάρου. Ανέβηκε στην καρέκλα κι από εκεί στο γραφείο και ξεκρέμασε τον πίνακα. Το ρολόι της έδειχνε μία και μισή μετά τα μεσάνυχτα. Αναρωτήθηκε μόνο για κλάσματα του δευτερολέπτου τι θα έκανε αν εμφανιζόταν ξαφνικά ο Λευτέρης Μαρδάς, αλλά απόδιωξε τη σκέψη κι άναψε αποφασιστικά το φωτιστικό του γραφείου, αφού προηγουμένως έσπρωξε το χαλί μέχρι τη χαραμάδα της πόρτας για να αποφύγει να τραβήξει την προσοχή κάποιου που μπορεί να είχε αϋπνίες. Παρατηρώντας προσεκτικά τον τοίχο -το δωμάτιο ήταν το μοναδικό του σπιτιού που ήταν ντυμένο με ταπετσαρία- γέλασε σιγανά. Οι υποψίες της ήταν σωστές. Πέρασε τα δάχτυλά της έμπειρα στο περίγραμμα της κορνίζας, ψηλαφίζοντας προσεκτικά. Σίγουρη πια ότι το συγκεκριμένο σημείο έκρυβε κάτι, έβγαλε έναν φακό σε σχήμα στυλό με ιριδίζουσα ακτινοβολία. Βρήκε αυτό που έψαχνε και ανασήκωσε το κομμάτι της ταπετσαρίας αποκαλύπτοντας ένα χρηματοκιβώτιο με πληκτρολόγιο.


114

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αναστέναξε κοιτάζοντας τα ψηφία σαν να περίμενε να της ψιθυρίσουν τον συνδυασμό. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν την ημερομηνία γέννησής τους, την ημερομηνία γέννησης των παιδιών τους, την επέτειο του γάμου τους, άλλοι πότε πήραν το πρώτο τους αυτοκίνητο ή ακόμη και πότε η ομάδα τους κατέκτησε το κύπελλο. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα ήταν σημαντικό για τον Λευτέρη Μαρδά, σίγουρα δεν θα κατέφευγε σε κάτι που θα έκανε ο καθένας. «Αυτοί οι συνδυασμοί είναι οκταψήφιοι» μονολόγησε ενώ έκανε τη σκέψη ότι τα ψηφία του συνδυασμού στο πληκτρολόγιο θα είχαν δακτυλικά αποτυπώματα, εκτός και αν ο Μαρδάς φορούσε πάντα γάντια. Περνώντας τον φακό μινιατούρα από το ένα πλήκτρο στο άλλο, μελετούσε την επιφάνειά τους σαν να ήταν το πιο πολύτιμο κόσμημα που της είχε τύχει. Τα πέντε από τα δέκα ψηφία έμοιαζαν ανέγγιχτα, πιο καθαρά από τα άλλα. Τα υπόλοιπα ήταν το 1, 4, 7, 9 και το 0. Ακόμη και αν ήταν αυτοί οι αριθμοί, πώς τους είχε συνδυάσει στο αρρωστημένο του μυαλό ο Μαρδάς; Ξεφύσηξε εκνευρισμένη, έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω της κι έσβησε το πορτατίφ. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ξάπλωσε στον καναπέ και κλείνοντας τα μάτια έφερε στο μυαλό της όλες τις προηγούμενες κινήσεις της, σαν να παρακολουθούσε κάποια ταινία την οποία έπαιζε ξανά και ξανά. Πετάχτηκε απότομα κι έσκυψε στο τρίτο ράφι της βιβλιοθήκης απ’ όπου ανέσυρε το εικονογραφημένο λαϊκό φυλλάδιο με τον τίτλο: «Οι περιπέτειες του ηρωικού Σπέθουλα». Κάθισε αναπαυτικά στο γραφείο του Μαρδά κι ανάβοντας ξανά το πορτατίφ, έπιασε να ξεφυλλίζει το παλιό τεύχος. Απ’ όσο θυμόταν τις φωτογραφίες του Σπέθουλα που είχε δει δημοσιευμένες στη Θεσπρωτική Ηχώ, εδώ ο καλλιτέχνης είχε ξεπεράσει εαυτόν δίνοντάς στον ληστή την όψη λαϊκού ήρωα, αναμφισβήτητα ατρόμητου και μεγαλοπρεπή. Οι διάλογοι και τα σκίτσα ήταν από μόνα τους υπερβολικά σε σημείο να τραβάς τα μαλλιά σου. Στην τελευταία σελίδα η Ελένα βρήκε αναπάντεχα την πιθανή απάντηση στο πρόβλημά της. Το γκροτέσκο σκίτσο του Τόλια δεν περνούσε απαρατήρητο. Ο κομμένος λαιμός του έμοιαζε να στάζει ακόμη αίμα. Η λεζάντα πληροφορούσε τον διψασμένο για πάθη αναγνώστη ότι στις 17 Σεπτεμβρίου του 1940 είχε γραφτεί ο επίλογος εκείνης της θλιβερής ιστορίας. Κάποιος είχε σημειώσει την ημερομηνία με κόκκινο μελάνι, κάποιο χέρι σπρωγμένο από τέτοια μανία και οργή που το χαρτί είχε τρυπήσει στο συγκεκριμένο σημείο. Η Ελένα κοίταξε τα νούμερα που είχε σημειώσει στην παλάμη του χεριού της. 1, 4, 7, 9, 0. Και ο θάνατος του Τόλια είχε συμβεί στις 17/09/1940. Δεν είχε τίποτα να χάσει αν δοκίμαζε. Γιατί όχι; Προφανώς ο Μαρδάς μοιραζόταν τη δική της εμμονή με το παρελθόν. Όταν άκουσε τον ανεπαίσθητο ήχο και επιτέλους το πορτάκι άνοιξε, η Ελένα ξέχασε οτιδήποτε άλλο κι έβαλε το χέρι της στο χρηματοκιβώτιο. Περιείχε μόνο δύο φακέλους και ένα προσεκτικά διπλωμένο ρούχο. Ξεδιπλώνοντάς το διαπίστωσε ότι ήταν ένα είδος μανδύα με χρυσοκέντητα στολίδια. Το έβαλε στη θέση του και


Ο Φύλακας στον Φάρο

115

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άδειασε το περιεχόμενο του πρώτου φακέλου στην επιφάνεια του γραφείου. Βρήκε ένα σχεδιάγραμμα που απεικόνιζε την κάτοψη ενός χώρου με την ονομασία Λουτρά. Έβγαλε τη φωτογραφική της μηχανή από το σακίδιο και φωτογράφησε οτιδήποτε υπήρχε στον φάκελο. Το ίδιο έκανε και με το περιεχόμενο του δεύτερου. Θα είχε την ευκαιρία να μελετήσει με την ησυχία της τα στοιχεία όταν θα περνούσε όλες τις φωτογραφίες στον φορητό της υπολογιστή. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν στη θέση τους, πέντε λεπτά αργότερα η Ελένα εξαφανιζόταν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.


116

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

31.

Ο Δήμος σκεφτόταν ότι έπρεπε να συγκρατηθεί και να μην ασχολείται άλλο με τα καμώματα της Ελένα. Δεν του άρεσε όμως που η Ραλλού έτρεχε ξοπίσω της κι έβρισκε σούπερ και απίθανο ό,τι κι αν έκανε η ανεκδιήγητη κοπέλα. Αντικειμενικά βέβαια, αυτή η συμπεριφορά ήταν συνηθισμένη σε άτομα της ηλικίας της. Δεν περίμενε όμως ότι θα την έβλεπε να φιλάει τον Άρη τόσο απροκάλυπτα μπροστά στα μάτια του. Τέλος πάντων… Η Ραλλού δεν είχε καμία δουλειά μαζί της, έστω κι αν η Ελένα ήταν φυσική και αυθόρμητη, δείχνοντας ότι τη συμπαθεί πραγματικά. Αν το έπαιρνε έτσι, όσο περίεργο κι αν ακουγόταν, μια τέτοια γυναίκα θα αποδεχόταν σίγουρα τη μικρή. Μα τι καθόταν και σκεφτόταν τώρα; Ίσως γιατί ο κίνδυνος βρισκόταν προ των πυλών. Η άφιξη του Κραμπή είχε επιβεβαιώσει τις υποψίες του για την κακή διαχείριση της φάρμας. Άρα και το δικό του μέλλον ήταν αβέβαιο. Φυσικά είχε τη συμπαράσταση της Ουρανίας που ποτέ δεν θα πετούσε στον δρόμο την εγγονή της. Μπορούσε όμως να στηριχτεί σε μια γυναίκα που τον περισσότερο καιρό υπέφερε από κατάθλιψη; Ξαφνικά το βλέμμα του στάθηκε στο μπαλκόνι του δωματίου της Ελένα. «Είπα κι εγώ! Μα την πίστη μου, είναι τρελή!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ενώ παρακολουθούσε έκπληκτος τα ακροβατικά της Ελένα που σκαρφάλωνε από το μπαλκόνι της σε αυτό του Λευτέρη Μαρδά. Όχι, δεν θα ανακατευόταν, δεν θα μιλούσε καθόλου. Όπως λίγες ώρες πριν, όταν συνάντησε τον Σίλα Δελή στην Ηγουμενίτσα, κι έκανε τον ανήξερο όταν εκείνος του περιέγραψε την κοπέλα που ήθελε να συναντήσει τον παππού του. Τι τον ένοιαζε αν η Ελένα ήταν κλέφτρα; Ή αν είχε κάποιον παλιό ανοιχτό λογαριασμό με τον Μαρδά, που ξεπλήρωνε με τον τρόπο της τώρα; Ποτέ του δεν συμπάθησε τον Λευτέρη, όπως κι εκείνος με τη σειρά του δεν έτρεφε την παραμικρή εκτίμηση για την οικογένειά του. Παρά την υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του, ο Δήμος δεν κουνήθηκε από τη θέση του προσπαθώντας να υπολογίσει τις κινήσεις της Ελένα. Ό,τι κι αν έψαχνε αργούσε, σκέφτηκε, καθώς παρατηρούσε το παιχνίδισμα της σκιάς με το αμυδρό φως στο απέναντι μπαλκόνι. Τα πόδια και τα χέρια του είχαν ήδη μουδιάσει από την ακινησία όταν είδε επιτέλους την Ελένα να κρέμεται στο κενό και κάνοντας τρεις ταλαντώσεις να φτάνει ξανά στο μπαλκόνι της. Αποφασισμένος να μάθει τι σκαρώνει, βγήκε από το σπίτι και διέσχισε την απόσταση που τον χώριζε από την έπαυλη. Δεν είχε κάποιο σχέδιο κατά νου και περιορίστηκε ξανά στην αναμονή παρατηρώντας την


Ο Φύλακας στον Φάρο

117

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ανεπαίσθητη εναλλαγή στα χρώματα της νύχτας που υποχωρούσε αργά στις προσταγές της ημέρας που ερχόταν. Αν πέρασε ώρα ή μόνο κάποια λεπτά, ο Δήμος δεν ήταν σε θέση να πει, όταν όμως άκουσε τη βοηθητική πόρτα να ανοίγει, κατάλαβε ότι η Ελένα δεν είχε ολοκληρώσει τη μυστηριώδη δράση της. Σε απόσταση ασφαλείας, παρακολούθησε την κοπέλα να τραβάει προς τους στάβλους. Προσπαθώντας να συνέλθει από την έκπληξη και αδυνατώντας να καταλάβει τι δικαιολογία είχε ξεφουρνίσει η Ελένα στον φύλακα της φάρμας, ο Δήμος την είδε να διασχίζει ανενόχλητη το μονοπάτι και να βγαίνει στη δημοσιά. Πού πήγαινε με τα πόδια; Σίγουρα όχι μακριά, αλλά πού; Άφησε πέντε λεπτά να περάσουν και σαν να μην έτρεχε το παραμικρό, δανείστηκε το ένα από τα δύο ποδήλατα που έστεκαν δίπλα στο φυλάκιο και σηκώνοντας το χέρι σε ένδειξη χαιρετισμού, προσπέρασε τον μισονυσταγμένο άντρα. Καθώς ο νοτισμένος αέρας εισχωρούσε σε κάθε πόρο του σώματός του, ο Δήμος έψαχνε τις σκιές θεωρώντας το πλέον απίθανο να βρει την Ελένα, που έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί. Πάνω που ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την προσπάθεια, διέκρινε τα φώτα ενός αυτοκινήτου σε μια απόσταση γύρω στα διακόσια μέτρα. Το παρακολούθησε να ξεκινάει και να ακολουθεί τις στροφές του δρόμου. Ήταν γελοίο να συνεχίσει με το ποδήλατο, αλλά αν γυρνούσε πίσω για να αλλάξει μεταφορικό μέσο, θα καθυστερούσε. Επωφελούμενος από την κατηφόρα και με το πόδι στο φρένο, ακολούθησε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε τη φωτεινή δέσμη που προπορευόταν κατά πολύ μέχρι που το αυτοκίνητο σταμάτησε. Φθάνοντας στο σημείο όπου τρεις μέρες πριν η Μαρόν είχε σχεδόν αφηνιάσει, βρέθηκε μπροστά στο άδειο πια αυτοκίνητο που ανήκε στη φίλη της Ελένα. Δεν του άρεσε η ιδέα να τις ακολουθήσει στο νησί, από την άλλη όμως τον έτρωγε η περιέργεια. Τα λεπτά της ώρας έτρεχαν προς το ξημέρωμα και τα σχήματα γίνονταν πιο ευδιάκριτα. Ο Δήμος έψαξε τη θάλασσα, μήπως οι δυο γυναίκες είχαν κλέψει καμία βάρκα και κωπηλατούσαν προς τον φάρο. Όμως τελικά είχαν διαλέξει τη στενή λωρίδα στεριάς, αυτό μαρτυρούσαν οι σιλουέτες που κινούνταν στον βραχότοπο. Ο Δήμος είχε κερδίσει χρόνο, γιατί το απότομο έδαφος καθυστερούσε όποιον δεν ήταν μαθημένος. Δεν είχε βέβαια την παραμικρή αμφιβολία ότι η Ελένα θα διέσχιζε το μονοπάτι και με κλειστά μάτια, δεν ίσχυε όμως το ίδιο για τη φίλη της: τα μουρμουρητά που ανάμεσα στον παφλασμό των κυμάτων έφταναν μέχρι τα αυτιά του επιβεβαίωσαν τις σκέψεις του. «Γιατί σε ακολουθώ πάντα; Εμένα τι με ήθελες, μπορείς να μου πεις;» Η φίλη της Ελένα -ο Δήμος θυμήθηκε ότι την έλεγαν Μπέτα- παραπονιόταν λαχανιασμένη. «Κόψε τη μουρμούρα και πρόσεχε πού πατάς! Τι ήρθες να κάνεις με τα πέδιλα μέσα στα βράχια; Αφού σε προειδοποίησα!» απάντησε η Ελένα. Τα παράπονα της Μπέτα με τη συνοδεία κραυγών πόνου από τα παραπατήματά της έδωσαν την ευκαιρία στον Δήμο να πλησιάσει ακόμη περισσότερο.


118

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Συνεπαρμένος, ξέχασε την προηγούμενη απέχθειά του για τον φάρο, την άρνηση μιας ολόκληρης ζωής να βρεθεί στον τόπο όπου ο φαροφύλακας είχε δολοφονήσει εν ψυχρώ τον πατέρα του. Ό,τι κι αν έψαχνε η Ελένα, ο φάρος ήταν εγκαταλειμμένος. Πώς διάβολο σκόπευαν να μπουν μέσα; Η Ελένα είπε να δώσει τόπο στην οργή και να κλείσει τα αυτιά της στη μουρμούρα της Μπέτα. Καλύτερα να την καλόπιανε, αν και δεν έβλεπε τι θα μπορούσε να της τάξει για να της φτιάξει τη διάθεση. Η αλήθεια ήταν ότι η παρουσία της φίλης της αποτελούσε την κάλυψή της, αν βρισκόταν και κανείς να πιστέψει ότι είχαν βγει για μια βόλτα προτού καν ξημερώσει. Δεν θα σπαταλούσε όμως άλλον χρόνο σε ανόητες εικασίες. Τα μάτια της ερεύνησαν εξονυχιστικά κάθε σπιθαμή του πετρόκτιστου φάρου και μετά προσηλώθηκαν στη θάλασσα που, καθώς ο ουρανός έπαιρνε ένα γαλακτερό χρώμα, είχε επιτέλους γαληνέψει. Μακριά στον ορίζοντα δυο κουκίδες αντιπροσώπευαν ψαρόβαρκες που είχαν ανοιχτεί στο πέλαγος πριν ώρες. Δεν υπήρχε άλλος κίνδυνος στην πίσω μεριά του φάρου, εκτός και αν τη μαρτυρούσαν τα ψαροπούλια. Ούτε κάποιος φιλόδοξος τουρίστας θα έκανε την εμφάνισή του, δεν είχαν όλοι τις δικές της παρορμήσεις. Υπήρχε άραγε περίπτωση να τις είχε παρακολουθήσει κανείς; Τέντωσε τα αυτιά της μήπως ακούσει τον παραμικρό ήχο που θα σήμαινε ανθρώπινη παρουσία. Ήταν μάλλον ιδέα της, ίσως κάποιο ζώο που έβρισκε καταφύγιο στην ερημιά. Έστρεψε τη δέσμη του φακού της στο χαμηλό κτίσμα, εκεί που παλιότερα έμεναν οι φαροφύλακες και οι οικογένειές τους. Πάνω από το σφραγισμένο με σανίδες παράθυρο υπήρχε ένα μεγάλο άνοιγμα. Από εκεί κάποτε θα έβγαινε αυτό που έλεγαν μπουρί για τις σόμπες. Φυσικά και είχε εκτιμήσει σωστά. Τα πουλιά που μπαινόβγαιναν τόσα χρόνια είχαν σκάψει τις πλίνθους απ’ όπου ξεπετάγονταν ξεραμένα πια αγριόχορτα Το δομικό υλικό ήταν τόσο σαθρό ώστε η Ελένα δεν θα χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια για να εισχωρήσει. Με μια ανάσα έβαλε το πόδι της στο παράθυρο, πιάστηκε από τη σανίδα και ψαχούλεψε την τρύπα. Χοντροί σβώλοι χώμα έπεσαν στα μαλλιά της ενώ ένα σύννεφο σκόνης την έκανε να βήξει δυνατά. Πίσω της η Μπέτα άφησε να της ξεφύγει μια κραυγή τρόμου. «Τι είναι πάλι;» Ο εκνευρισμός της Ελένα είχε χτυπήσει κόκκινο. «Κι αν μας πιάσουν;» «Να μας πιάσει ποιος;» «Δεν ξέρω… Το λιμενικό…» απάντησε αμήχανα η Μπέτα. «Δεν σου ζήτησα να σκαρφαλώσεις μαζί μου. Αν θέλεις, μπορείς να φύγεις» είπε θυμωμένη η Ελένα και ισορροπώντας στην εσοχή, άρχισε να ανοίγει περισσότερο την τρύπα. Ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα και μη δίνοντας καμία σημασία στα λερωμένα της ρούχα, φώτισε με τον φακό της το εσωτερικό του σπιτιού. Άκουσε ένα φτερούγισμα και μόλις που πρόλαβε να τραβηχτεί προτού το άγνωστο νυκτόβιο


Ο Φύλακας στον Φάρο

119

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πετάξει τρομαγμένο μακριά της. Κρίνοντας το μέγεθος της τρύπας ικανό να χωρέσει το σώμα της, έγειρε στο πλάι περνώντας το δεξί της πόδι στο άνοιγμα. Το φως του φακού αποκάλυψε ότι ακριβώς από κάτω δεν υπήρχε το παραμικρό πέρα από το πάτωμα, ένα ύψος γύρω στα δύο μέτρα, όπως υπολόγισε. Πέρασε και το άλλο της πόδι ενώ ταυτόχρονα στηριζόταν με τα χέρια στο κούφωμα. Σε δευτερόλεπτα είχε αφήσει το σώμα της ελεύθερο και είχε προσγειωθεί σε έναν σωρό από χώματα, ξερόκλαδα και περιττώματα τρωκτικών. Τα ρούχα της κολλούσαν πάνω στο σώμα της και η τριβή επιδείνωνε το γδάρσιμο στους αγκώνες της. Έψαξε ολόγυρα για κάποιο απομεινάρι προηγούμενων ζωών, όμως το δωμάτιο ήταν ολότελα αδειανό. Μπήκε στον διπλανό χώρο που κάποτε χρησίμευε για κουζίνα. Υπήρχε μόνο μια βρύση κι ένας παλιός πέτρινος νεροχύτης και στον τοίχο δύο ράφια που τα ένωνε ένας πολύπλοκος ιστός αράχνης. Κάτι πέρασε σαν σφαίρα από το οπτικό της πεδίο, μάλλον κάποιο ποντίκι που του είχε χαλάσει την ησυχία. Η Ελένα έσκυψε και σήκωσε από το πάτωμα ένα πλαστικό μπολ με μια ξεθωριασμένη παιδική ζωγραφιά. Το έβαλε στο σακίδιό της και συνέχισε το ψάξιμο. Ο χώρος όμως δεν είχε τίποτα περισσότερο από μια ξεχαρβαλωμένη σκάλα να της αποκαλύψει. Μετακινώντας την στο άνοιγμα, σκαρφάλωσε και βγήκε έξω με τον ίδιο τρόπο, τραβώντας και τη σκάλα ξοπίσω της. «Δεν πιστεύω να θέλεις να χρησιμοποιήσεις αυτό το πράγμα!» κλαψούρισε η Μπέτα, που στεκόταν από κάτω τουρτουρίζοντας. «Σήκωσέ την πιο ψηλά!» της φώναξε η Ελένα σκαρφαλωμένη στην ταράτσα του φαρόσπιτου ενώ ταυτόχρονα παρατηρούσε την παλιά δεξαμενή του νερού, που ακουμπούσε στον τοίχο του φάρου. Υπολόγισε ότι το κτίσμα είχε ύψος κάτι παραπάνω από δύο μέτρα κι ένα η δεξαμενή του νερού, συνολικά τρία. Άρα απέμεναν τρία ακόμη μέχρι το πρώτο στενό παράθυρο του φάρου. Η γαλακτερή όψη του ουρανού έμοιαζε να την προειδοποιεί για την απερισκεψία της. Δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τις διαμαρτυρίες της Μπέτα αλλά και τον χρόνο που κυλούσε. Έπρεπε όμως να μπει στον φάρο. Κάτι υπήρχε, κάτι είχε συμβεί που είχε σχέση με τον Μαρδά. Τα λόγια του Κραμπή την είχαν κάνει πιο αποφασιστική από ποτέ. Έβγαλε από το σακίδιό της τα καρφιά της ορειβασίας και την κουλούρα του σκοινιού και τα άφησε πάνω στη δεξαμενή. Η σκάλα δεν ήταν καθόλου ασφαλής για αυτό το ύψος, όμως ο τοίχος είχε εσοχές σε αρκετά σημεία και αυτό της ήταν αρκετό. Πέρασε τον γάντζο στο σκοινί και την κουλούρα στην πλάτη της και τοποθέτησε τη σκάλα στο τοίχωμα της δεξαμενής. Ευτυχώς που δεν έπασχε από υψοφοβία. Η φιγούρα της Μπέτα τής φάνηκε πολύ μικρή καθώς στράφηκε προς το μέρος της για να βεβαιωθεί πως η φίλη της δεν είχε λιποθυμήσει από τον πανικό της. Όμως ακριβώς πίσω της παραμόνευε η έκπληξη των εκπλήξεων.


120

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Φουρκισμένη δρασκέλισε ξανά την ταράτσα και έσκυψε προς τη μεριά του Δήμου Μπελιέ, που την παρατηρούσε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και μια έκφραση θυμηδίας στο πρόσωπό του. «Τι δουλειά έχεις εδώ;» του φώναξε. Η Μπέτα αναπήδησε τρομαγμένη, καθώς ήταν φανερό ότι ούτε καν είχε αντιληφθεί την παρουσία του. «Κατέβα αμέσως κάτω!» της αντιγύρισε ο επιστάτης στο ίδιο ύφος. «Άντε κόψε τον λαιμό σου και παράτα με!» «Ο μόνος λαιμός που θα πάθει κάτι θα είναι ο δικός σου μαζί με το υπόλοιπο σώμα σου. Αν δεν κατέβεις αμέσως, έρχομαι να σε μαζέψω!» «Ελένα, κάνε αυτό που σου λέει!» την παρακάλεσε η Μπέτα. «Θα μπλέξουμε!» Η Ελένα πέταξε το σακίδιό της σημαδεύοντας τον Μπελιέ και ήταν κρίμα που ο θυμός της την έκανε να αστοχήσει. Αν τουλάχιστον πάθαινε διάσειση, θα τον ξεφορτωνόταν μια και καλή. «Μου φαίνεται ότι στο μυαλό σου έχεις μόνο άχυρα!» Είχε μόλις πατήσει ασφαλής στο έδαφος όταν η φωνή του επιστάτη τής ανέβασε ξανά το αίμα στο κεφάλι. «Ανακατεύτηκα εγώ στις δουλειές σου;» τον ρώτησε με θράσος. «Αν ονομάζεις δουλειά το να κάνεις διαρρήξεις και μετά να σκαρφαλώνεις όπου σου καπνίσει, μάλλον λάθος συστάσεις έδωσες στον εργοδότη σου!» «Κι εσύ τι είσαι, σπιούνος;» κάγχασε η Ελένα παρατηρώντας με ευχαρίστηση ότι το πρόσωπό του συσπάστηκε από οργή. «Αυτό να μην το ξαναπείς ποτέ» είπε και της άστραψε ένα χαστούκι τόσο δυνατό που η Ελένα δεν μπόρεσε να αρθρώσει τίποτα περισσότερο από την έκπληξή της. «Σου χρειαζόταν, έτσι για να μπουν κάποια πράγματα στη θέση τους». «Ελένα, πάμε να φύγουμε!» παρακάλεσε η Μπέτα αναψοκοκκινισμένη. «Θα φύγουμε όλοι μαζί. Και μετά εσείς κυρία μου θα γυρίσετε στον ξενώνα και εγώ με την Ελένα θα κάνουμε μια ωραία συζήτηση» είπε ο Δήμος χαμογελώντας σαρδόνια.


Ο Φύλακας στον Φάρο

121

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

32.

Σέρνοντας σχεδόν από το χέρι την Ελένα, ο Δήμος συμβουλεύτηκε το ρολόι του υπολογίζοντας ότι είχε μία ώρα στη διάθεσή του, κι αυτή σκάρτη. Φοβόταν όμως πως αν δεν εξηγιόταν μια και καλή, η κοπέλα θα δημιουργούσε περισσότερους μπελάδες. Βλέποντας το σπορ αμάξι του Άρη στο χαλικόστρωτο, οι επιλογές του περιορίστηκαν κατά πολύ. Δεν είχε καμία διάθεση να του εμπιστευτεί το παραμικρό αν δεν κατανοούσε πρώτα ο ίδιος κάποια πράγματα. Εξάλλου ήταν ηλίου φαεινότερον ότι η ζυγαριά θα έκλεινε προς το μέρος της Ελένα. Ο Άρης δεν είχε μείνει ασυγκίνητος από τις χάρες της. «Θα μου κάνεις την τιμή να περάσεις στο φτωχικό μου;» τη ρώτησε ειρωνικά. Προφανώς ούτε εκείνη είχε άλλη επιλογή κι έτσι τον ακολούθησε στο καθιστικό. Ο Δήμος ανέβηκε τη σκάλα για να σιγουρευτεί ότι η Ραλλού κοιμόταν ακόμη. Όταν επέστρεψε, είδε πως η Ελένα είχε βολευτεί στον καναπέ έχοντας βγάλει τα βρώμικα ρούχα της και φορώντας μόνο ένα σορτ κι ένα μικροσκοπικό τοπ. Αυτή η κοπέλα ήταν ικανή να κολάσει και άγιο, αλλά δεν θα της έκανε το χατίρι. Κάθισε απέναντί της αποφεύγοντας να κοιτάζει το σχεδόν γυμνό σώμα της, γνωρίζοντας ότι εκείνη έπαιζε τον μοναδικό άσσο που είχε στο μανίκι. «Για ποιον δουλεύεις, Ελένα; Και μην προσπαθήσεις πάλι να με παραμυθιάσεις» της είπε κι έγειρε στον καναπέ πιέζοντας τον εαυτό του να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Η Ελένα τον παρατηρούσε στενεύοντας σαν τη γάτα τα μάτια , όσο για τα νύχια της, ο Δήμος ήταν σίγουρος ότι και αυτά τα είχε ακονίσει. Βλέποντάς την να δυσανασχετεί, αποφάσισε να την προσεγγίσει διαφορετικά. Δεν τα είχε σχεδιάσει έτσι τα πράγματα, τώρα όμως που και αυτός είχε κάπως ηρεμήσει, το παρελθόν είχε ανοιχτεί ξανά μπροστά του. Παραλίγο να υποκύψει στην παρόρμηση να παραβιάσει την πόρτα του φάρου για να σταθεί ακόμη μια φορά στο ψηλότερό του σημείο. «Ελένα, μπορούμε επιτέλους να αφήσουμε τα προσωπικά μας και να μιλήσουμε σαν άνθρωποι;» «Γιατί να σε εμπιστευτώ; Με παρακολουθούσες!» τον κατηγόρησε κοιτώντας τον καχύποπτα. «Θα αισθανόμουν καλύτερα αν δεν το είχα κάνει, πίστεψέ με. Ο πατέρας μου δολοφονήθηκε στον φάρο πριν από είκοσι δύο χρόνια. Είναι η πρώτη φορά που πατάω το πόδι μου εκεί πέρα». Για μοναδική φορά από την πρώτη τους συνάντηση, το πρόσωπο της Ελένα φανέρωσε κάτι άλλο εκτός από τον υπέρμετρο εγωισμό της. «Δεν το ήξερα! Ένας λόγος παραπάνω για να με αντιπαθήσεις!»


122

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν σε έχω αντιπαθήσει, Ελένα. Απλά έχεις μια τάση να παρεξηγείς τους άλλους και να τους στολίζεις μετά με όποιο χαρακτηρισμό σε εξυπηρετεί». «Δεν έχω ανάγκη από συμβουλές!» του πέταξε θυμωμένη. «Θα μου πεις λοιπόν τι γύρευες στον φάρο; Ποια είσαι στην πραγματικότητα, Ελένα; Τι έχεις έρθει να κάνεις εδώ; Για ποιο λόγο θέλησες να συναντήσεις τον Βασίλη Δελή;» Πώς ήξερε για τον Δελή; αναρωτήθηκε η Ελένα. Γιατί όχι; Η Ελλάδα τής ήταν άγνωστη, αλλά από ό,τι είχε καταλάβει, αυτή η περιοχή έμοιαζε με ένα μεγάλο χωριό όπου όλοι γνωρίζονταν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Διόλου απίθανο ο επιστάτης να ήταν φίλος με τον εγγονό του Δελή. Θα πρέπει να είχαν πάνω κάτω την ίδια ηλικία. Αυτό όμως που της είχε κάνει εντύπωση ήταν η διάθεση ή η ανάγκη του Μπελιέ να της εξομολογηθεί το προσωπικό του δράμα. Δεν είχε σκεφτεί μέχρι τώρα ότι ο Δήμος μπορεί και να της φαινόταν χρήσιμος. Ίσως γνώριζε κάποια πράγματα που είχαν να κάνουν με τη δική της έρευνα. Εξάλλου δεν μπορούσε να τον βγάλει τρελό. Τι θα του έλεγε, ότι είχε δει λάθος και δεν ήταν αυτή που έκανε διάρρηξη στο δωμάτιο του Λευτέρη Μαρδά; Τι γύρευε εκεί; Να καθαρίσει ή δεν είχε πώς να περάσει την ώρα της και αυτό ήταν το χόμπι της;. «Πώς ακριβώς σκοτώθηκε ο πατέρας σου;» ρώτησε τον Δήμο. «Πώς δολοφονήθηκε; Ο φαροφύλακας τον πυροβόλησε εν ψυχρώ. Ήταν ο καλύτερός του φίλος…» συμπλήρωσε κυνικά. «Χωρίς καμία αιτία;» «Δεν έμαθα ποτέ, κανείς δεν έμαθε. Ο άνθρωπος αυτός έμεινε είκοσι δύο χρόνια στη φυλακή χωρίς ποτέ να δικαιολογήσει το έγκλημά του». «Θέλεις να πεις ότι τώρα είναι ελεύθερος;» «Πιθανόν. Αν ζει…» Η Ελένα βρήκε πολύ ψύχραιμες τις απαντήσεις του Δήμου. Αν ήταν αυτή στη θέση του, θα προσπαθούσε να πάρει εκδίκηση. «Κατέστρεψε και τη δική μας ζωή και τη δική του. Η γυναίκα του τον εγκατέλειψε μαζί με το παιδί τους» συνέχισε ο Μπελιές σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της. «Αρκετά όμως, Ελένα. Νομίζω πως ικανοποίησα την περιέργειά σου. Καιρός να μιλήσουμε για τις δικές σου δραστηριότητες». Η Ελένα διέκρινε την ειρωνεία στη φωνή του, αλλά το άφησε να περάσει. Ίσως αν του μιλούσε ειλικρινά, να μάθαινε κάτι περισσότερο για τον φάρο. Μπορεί τα λόγια που είχε κρυφακούσει να είχαν σχέση με το έγκλημα. Ή μήπως ήταν απλά σύμπτωση; «Υποθέτω ότι αν γνωρίζεις τον Βασίλη Δελή, δεν θα με χαρακτηρίσεις για άλλη μια φορά τυχοδιώκτρια».


Ο Φύλακας στον Φάρο

123

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τα συμπεράσματα είναι και πάλι δικά σου. Όμως, ναι. Ο μοναδικός λόγος που οι δραστηριότητές σου έχουν μείνει προς το παρόν μεταξύ μας, είναι γιατί ο γέρο Δελής είναι ένα άτομο που χαίρει εκτίμησης. Ο πατέρας μου τον είχε καθηγητή και ο εγγονός του είναι φίλος μου» διευκρίνισε ο Δήμος κάνοντάς της νόημα να συνεχίσει. «Ωραία λοιπόν. Μπορείς να τσεκάρεις ότι δεν λέω παραμύθια. Ήρθα στη Θεσπρωτία για να βρω ένα πολύ παλιό κόσμημα…» Η Ελένα σταμάτησε επίτηδες παρατηρώντας την έκφραση του Δήμου, όμως το πρόσωπό του παρέμεινε ανέκφραστο. «…τον χαμένο σφραγιδόλιθο της Γένουας, πατρογονικό δαχτυλίδι του ζωγράφου Τζάκομπε Αλφιέρι» συμπλήρωσε με μια ανάσα. Ο Δήμος ανασήκωσε τα φρύδια περιμένοντας τη συνέχεια. Ήταν ολοφάνερο πως δεν θα ξεμπέρδευε μαζί του αν δεν του έλεγε τα πάντα. Κι έτσι του μίλησε για την αποστολή που της είχε αναθέσει η κοντέσα Αλφιέρι. «Αν δεν με πιστεύεις, έχω την επιστολή της. Ο Άρης την έχει δει». «Θέλεις να πεις ότι ο Άρης γνωρίζει τι ψάχνεις και σε προσέλαβε για να σε διευκολύνει;» Ο τόνος του Μπελιέ έγινε ξανά ειρωνικός. «Με περνάς για ηλίθια; Η επιστολή που του έδειξα είναι απλά συστατική». «Από τον Αλφιέρι λοιπόν κατέληξες στον Μανωλά, στον Δελή και τέλος στον Ροδώνα. Γιατί; Πιθανολογείς ότι το δαχτυλίδι βρίσκεται εδώ;» «Όχι! Αλλά όποια πέτρα κι αν σηκώσω, το όνομα του Λευτέρη Μαρδά βρίσκεται πάντα από κάτω. Οι άνθρωποι που τον συμπαθούν μετριούνται μάλλον μόνο στα δάχτυλα του ενός χεριού και σίγουρα μέσα σε αυτούς δεν είναι ο επιχειρηματίας για χάρη του οποίου σου έγινε συνήθεια να με χαστουκίζεις» συμπλήρωσε αναψοκοκκινισμένη η Ελένα. Προς στιγμή ο Δήμος την κοίταξε με απορία, σε δευτερόλεπτα όμως ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. «Χαίρομαι που σε διασκεδάζω. Θα πάψεις να χαμογελάς όμως όταν μάθεις ότι αυτός ο άνθρωπος ξέρει κάτι και σκοπεύω να το ανακαλύψω. Σίγουρα όμως δεν έχει εμφανιστεί για να βοηθήσει τη φάρμα Μαρδά». «Ο Κραμπής! Ναι, προσωπικά μού είναι απόλυτα αντιπαθής. Προειδοποίησα τον Άρη, αλλά δεν με αφορούν οι επιλογές του» της είπε με νόημα. «Υπονοείς και πάλι κάτι για εμένα; Πως βρήκα ευκαιρία και τα ρίχνω στον Άρη;» «Αυτό δεν με απασχολεί καθόλου, Ελένα. Ελεύθερο κορίτσι είσαι, γιατί όχι;» Η Ελένα τσαντίστηκε, αλλά δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι η αδιαφορία του Μπελιέ την είχε πικάρει. Εξάλλου δεν ήταν αυτό το θέμα τους. «Υπάρχει κάτι στο παρελθόν του Μαρδά, κάτι που ο Κραμπής θα το χρησιμοποιήσει για εκβιασμό. Ακόμη και η διαθήκη του Μανωλά δείχνει ότι για κάποιο λόγο ο Λευτέρης Μαρδάς έπαψε να είναι ευνοούμενός του. Κάποια σύνδεση θα υπάρχει».


124

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Είσαι σίγουρη πως μου τα είπες όλα;» ρώτησε ο Δήμος, που δεν φαινόταν να την πολυπιστεύει. «Ομολογώ ότι οι μέθοδοί σου με έχουν καταπλήξει. Πώς μια κοπέλα στην ηλικία σου αδιαφορεί και για την παρανομία αλλά και για τον κίνδυνο στον οποίο βάζει τον εαυτό της, μου είναι αδύνατον να το κατανοήσω. Αντιλήφθηκες άραγε ότι αν δεν σε ακολουθούσα, θα είχες γκρεμοτσακιστεί από τον φάρο;» «Μην είσαι τόσο σίγουρος. Έχω κάνει πολύ χειρότερα!» καμάρωσε χαιρέκακα η Ελένα. «Δεν αμφιβάλλω! Αναρωτιέμαι αν είσαι το μαύρο πρόβατο της οικογένειάς σου». «Δεν πιστεύω πως θα απασχολήσει κανέναν αυτό. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν τριών χρονών και η μητέρα μου μόλις πριν από λίγους μήνες» του είπε αδιάφορα. Ήταν η σειρά του επιστάτη να δείξει έκπληξη και μετά κάτι σαν πόνος φάνηκε στο πρόσωπό του. Όμως η Ελένα δεν είχε σκοπό να γίνει αντικείμενο του οίκτου κανενός, πόσο μάλλον του Μπελιέ. «Όπως βλέπεις, πατσίσαμε!» του είπε και χωρίς άλλη κουβέντα σηκώθηκε από τον καναπέ. Η ώρα των εξομολογήσεων είχε περάσει. Το αν θα ήταν σύμμαχοι ή εχθροί, το άφηνε στη διακριτική του ευχέρεια. Η ίδια είχε να τσεκάρει την Ουρανία και μετά να ασχοληθεί επιτέλους με όσα είχε φωτογραφήσει στο δωμάτιο του Λευτέρη Μαρδά. «Αργά το βράδυ, θα σε περιμένω εδώ!» άκουσε πίσω της τη φωνή του. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Δεν ήξερε αν της άρεσε η τροπή που είχε πάρει η κατάσταση. Είχε συνηθίσει να δουλεύει μόνη της, για καλό ή για κακό. Δεν είχε διάθεση για συνεταιρισμούς με τον Μπελιέ.


Ο Φύλακας στον Φάρο

125

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

33.

Εβδομήντα

μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σαν την κάμπια που

λουφάζει στη σιγουριά του κουκουλιού, ο Μάρκος Βραχνός ακουμπούσε το μέτωπό του στο γυάλινο κουβούκλιο και παρατηρούσε τις τρεις φιγούρες να απομακρύνονται από το νησί. Με τον αέρα που φυσούσε δεν θα άκουγε το παραμικρό, αν δεν είχε περάσει ακόμη μια νύχτα αγρύπνιας. Αδιαφιλονίκητος άρχοντας του φάρου, δεν είδε με καλό μάτι τους εισβολείς. Οι άνθρωποι του είχαν στερήσει τα πάντα, αυτός όμως είχε γυρίσει πίσω. Εδώ δεν θα τον έψαχνε κανείς, εκτός ίσως από την περίπολο του λιμενικού, μα κι αυτή περνούσε μία φορά τον χρόνο. Ποιος θα ανέβαινε στο καταφύγιό του; Ο φάρος είχε στοιχειώσει μετά το έγκλημα. Το νησί απόμεινε έρημο να φιλοξενεί μόνο μερικά αγριοκάτσικα και θαλασσοπούλια. Τίποτα από την προηγούμενη ζωή του δεν υπήρχε εδώ. Η γυναίκα του είχε φροντίσει να αδειάσει αυτό που ήταν κάποτε το σπίτι τους. Για τον ίδιο δεν ήταν δύσκολο να βρει το εφεδρικό κλειδί και να ξεκλειδώσει την πόρτα του φάρου. Με ελάχιστα υλικά αγαθά, ζούσε σαν ερημίτης εδώ και τρεις μήνες σχεδόν. Σπάνια έφτανε μέχρι τις Αλυκές, αποφεύγοντας σκόπιμα τη Διόνη από φόβο μήπως έστω και μετά από είκοσι δύο χρόνια συναντήσει κάποιον γνωστό. Περισσότερο ντρεπόταν τη Μάρθα Μπελιέ και τον γιο της. Κάποτε ήταν φαροφύλακας, τώρα πια ένα φάντασμα. Τα φαντάσματα ψάχνουν την εκδίκηση, όμως ο Μάρκος Βραχνός έδιωχνε τα γεγονότα του τελευταίου τριμήνου από το μυαλό του. Ακριβώς όπως εσκεμμένα έδιωχνε τις εικόνες που τον στοίχειωναν τα ατελείωτα χρόνια της φυλακής. Τα αραιά γράμματα του Μανωλά ήταν η μοναδική του συντροφιά. Χαιρόταν και λυπόταν για τις ζωές των άλλων. Χανόταν κάπου ανάμεσα στο όνειρο και την αλήθεια, καθώς αρνιόταν να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση σχετικά με τα γεγονότα στον φάρο. Ο Μανωλάς είχε πεθάνει και ο ίδιος έπρεπε να διαλέξει: να βγει επιτέλους από το κουκούλι του και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα ή να συνεχίσει να ζει στην απομόνωση με τις αναμνήσεις μέχρι αυτό το προστατευτικό κάλυμμα να γίνει ο τάφος του; Αναρωτήθηκε τι είχε άραγε να κερδίσει: να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη, να αποκτήσει περιουσία; Είχαν καμία σημασία όλα αυτά; Ποιος θα έφερνε πίσω τη γυναίκα και την κόρη του; Είχε τη δύναμη να σκοτώσει τον Λευτέρη Μαρδά με τα ίδια του τα χέρια; Πώς θα ήταν άραγε να βρεθεί στο ίδιο σημείο όπως πριν από είκοσι δύο χρόνια αλλά αυτή τη φορά να είναι το δικό του δάχτυλο αυτό που θα πιέσει τη σκανδάλη; Άξιζε σε ανθρώπους όπως ο Λευτέρης Μαρδάς να πατάνε πάντα επί πτωμάτων για να επιβιώνουν;


126

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Γιατί ήταν τόσο κοντόφθαλμος και δεν μπόρεσε ποτέ να αντιληφθεί τη διπροσωπία του; Πώς είχε πιστέψει αυτό το σκουλήκι, τον λόγο του ενάντια στην άφωνη διαμαρτυρία του Πέτρου Μπελιέ; Όσο ζούσε δεν θα ξεχνούσε ποτέ το βλέμμα της έκπληξης του μοναδικού του φίλου καθώς τον αντίκριζε να τον στοχεύει με το όπλο.


Ο Φύλακας στον Φάρο

127

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

34.

Η

Ελένα άνοιξε τον υπολογιστή της και φόρτωσε τις φωτογραφίες που είχε

τραβήξει το προηγούμενο βράδυ. Η απότομη μεσημεριανή ζέστη έμοιαζε να έχει αποχαυνώσει το υπόλοιπο σπίτι επιτείνοντας τις ημικρανίες της Ουρανίας και την ανάγκη της να αποσυρθεί στο δωμάτιό της. Προσπαθώντας να αγνοήσει ό,τι είχε διαδραματιστεί στο σπίτι του επιστάτη, εστίασε την προσοχή της στην οθόνη. Η ενοχλητική φωνή του Μπελιέ έπαψε να τριβελίζει τα αυτιά της καθώς πάτησε τη μεγέθυνση και άρχισε να μελετάει προσεκτικά το σχεδιάγραμμα της κτιριακής εγκατάστασης των Λουτρών. Ήταν ο Λευτέρης Μαρδάς ένα πολυμήχανο επιχειρηματικό μυαλό ή ένας αρρωστημένος άνθρωπος; Θα έκλινε στην πρώτη εκδοχή αν είχε μείνει στα λεγόμενα του Δελή για τη φαεινή ιδέα του Μαρδά να εκμεταλλευτεί τα ιαματικά νερά που ανάβλυζαν στην περιοχή των Αλυκών. Όμως αυτό που είχε μπροστά της φανέρωνε λίγο έως πολύ τη σύλληψη και πραγματοποίηση ενός νοσηρού σχεδίου. Η Ελένα δεν είχε ανάγκη να διαβάσει τα βιβλία που βρήκε στη βιβλιοθήκη του διπλανού δωματίου για να καταλάβει τι ήταν το ιδιότυπο τοπογραφικό. Θυμόταν πολύ καλά από τα σχολικά της χρόνια την ιστορία του Νεκρομαντείου. Μπροστά της είχε ένα σχεδιάγραμμα που αποτελούσε αντιγραφή αυτής της καλοστημένης επιχείρησης της αρχαιότητας. Όλα ήταν ίδια, με έναν τόνο μοντερνισμού όμως: ένας κήπος με εξωτικά φυτά και σιντριβάνια ήταν αυτό που αντίκριζε ο επισκέπτης μόλις έμπαινε στον χώρο όπου στεγάζονταν κάποτε οι αποθήκες του αλατιού και αργότερα το εργοστάσιο συσκευασίας μελιού. Σύμφωνα με την κάτοψη και τις σημειώσεις που η Ελένα βρήκε σε μια άλλη σελίδα, αριστερά του κήπου υπήρχαν τρία μικρά δωμάτια υποδοχής όπου οι επισκέπτες έβγαζαν τα ρούχα τους και φορούσαν γκρίζους μανδύες (αυτή η τελευταία πληροφορία υπήρχε με τη μορφή υποσημείωσης). Από εκεί οδηγούνταν στον χώρο διαμονής όπου τους παρέχονταν τροφές ειδικές για την περίπτωση. Δεν άργησε να αντιληφθεί τι σήμαινε αυτό, καθώς ο ίδιος ο Λευτέρης Μαρδάς έμοιαζε να έχει αφήσει ένα μνημόνιο του μεγαλεπήβολου σχεδίου του. Αν το βασικό παραισθησιογόνο του Νεκρομαντείου ήταν οι κύαμοι, τα κοινά κουκιά, ο ενστερνιστής της μοντέρνας εκδοχής του είχε υπ’ όψη του μια γαστρονομική σύλληψη που θα παρέλυε και τους πιο ισχυρούς οργανισμούς. Βότανα που η Ελένα γνώριζε με τα ονόματά τους μόνο, και αυτό από το παλιό βιβλίο με τα γιατροσόφια, τα συναντούσε ξανά εδώ ως καρυκεύματα λιπαρών τροφών. Με αηδία έφερε στον νου της το γεύμα που μόλις την προηγούμενη ημέρα τής είχε παραθέσει ο Άρης Μαρδάς. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην απόλαυση και τη δηλητηρίαση είχε να κάνει μόνο με τις συνθήκες.


128

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεξιά του εσωτερικού κήπου, μία κρυφή πόρτα άνοιγε σε έναν διάδρομο που οδηγούσε στο κυρίως κτίριο των Λουτρών. Στο βόρειο τμήμα αυτού του τεράστιου χώρου υπήρχαν κελιά όπου γινόταν η επόμενη στάση των επισκεπτών, το καθένα με διαφορετικό θέμα ανάλογο των διαστροφών των πελατών. Ο χρόνος που περνούσαν οι τελευταίοι ποίκιλλε ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση ή την κοινωνική τους θέση. Όταν η εκεί παραμονή τους κρινόταν ικανοποιητική, τότε οι εκλεκτοί, κατά τον Μαρδά πάντα, δηλαδή αυτοί που είχαν περάσει την δοκιμασία του θάρρους της διαφθοράς, (η Ελένα απόρησε με τον συγκεκριμένο όρο αφού ήταν βέβαιο πως οι εκλεκτοί θα είχαν γίνει πλέον ανθρώπινα ράκη), κατευθύνονταν στο άδυτο των αδύτων. Περνούσαν γυμνοί σε ένα χαμάμ και αφού φορούσαν έναν λευκό μανδύα, έφταναν επιτέλους στο ιερό αντιμέτωποι με τον εξομολογητή ή αρχέγονο μάντη. Η Ελένα αναρωτήθηκε αν έπρεπε να γελάσει με αυτά που διάβαζε. Γνώριζε όμως ήδη από τον Δελή ότι τα Λουτρά είχαν λειτουργήσει για αρκετό διάστημα, το ίδιο ακριβώς κατά το οποίο η περιουσία του Λευτέρη Μαρδά απογειώθηκε. Έχοντας κατά νου τις μηχανορραφίες των ιερέων του Νεκρομαντείου, δεν απόρησε για τον τελευταίο χώρο, το πατάρι πάνω από το ιερό. Το σύστημα με τις τροχαλίες είχε το όνομα Σαλίγκαρος, –τι σύμπτωση-, εκείνο το ίδιο που ο Τόλιας δεν είχε διστάσει να χρησιμοποιήσει για ένα άλλο έγκλημα. Επικερδής διαστροφή! σκέφτηκε η Ελένα που μισή ώρα αργότερα είχε αποκτήσει πλέον μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με την υλοποίηση της επιχείρησης Λουτρά. Πόσο καιρό αλήθεια τα σχεδίαζε όλα αυτά ο Μαρδάς; Μπορεί και δεκαετίες. Είχε επεξεργαστεί και δουλέψει έως και την παραμικρή λεπτομέρεια. Η Ελένα χάζεψε τα σκιτσαρισμένα με μολύβι ρούχα, τα μοτίβα στους τοίχους έως και τα σχήματα στις σιδερένιες πόρτες που οδηγούσαν στο ιερό, ίδια και απαράλλαχτα με το σχέδιο στην είσοδο του Ροδώνα. Ο Μαρδάς, πέρα έως πέρα οργανωτικό πνεύμα, ήξερε να κουμαντάρει τα οικονομικά του. Είχε φροντίσει λοιπόν να βρει τα κεφάλαια ή καλύτερα τους χορηγούς αυτής της επιχείρησης. Το όνομα του Σοφοκλή Σπανούδη κατείχε την τιμητική πρώτη θέση στον εντυπωσιακό κατάλογο που ο Μαρδάς είχε συντάξει. Αυτό όπως και το όνομα Θεοφάνης Δελής ήταν τα μόνα επίθετα που αναγνώρισε η Ελένα. Συγγενής του Βασίλη Δελή; Αν ήταν δυνατόν! Κι αν όλα αυτά αποτελούσαν το θεωρητικό κομμάτι της επιχείρησης, υπήρχαν και τα πειστήρια του εγκλήματος. Ο Μαρδάς δεν θα έχανε την ευκαιρία να απαθανατίσει το δημιούργημά του. Οι φωτογραφίες που ακολουθούσαν, τραβηγμένες με αυτόματη μηχανή, δεν ήταν πολλές, όμως αρκούσαν για να αποδείξουν ότι τα λόγια δεν είχαν μείνει μόνο στα χαρτιά. Άγνωστά της πρόσωπα χλωμά σαν το θάνατο σε στάση αναμονής και με απλανές βλέμμα ντυμένα ομοιόμορφα περίμεναν όπως οι πιστοί την κοινωνία. Σε μια άλλη απεικόνιση, στην αίθουσα του χαμάμ οι ίδιες φιγούρες βούλιαζαν στο νερό ενώ στο βάθος φαινόταν μόνο η γυμνή πλάτη μιας γυναίκας που τα μαλλιά της σαν


Ο Φύλακας στον Φάρο

129

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

βρεγμένα φίδια έφταναν τη μέση της. Οι ίδιοι άνθρωποι και πάλι, καθισμένοι σε ένα τραπέζι έτρωγαν και έπιναν, όμως η έκφρασή τους παρέμενε αναλλοίωτη. Η τελευταία φωτογραφία δεν είχε καμία σχέση με τις προηγούμενες. Απεικόνιζε δύο γυμνά σώματα, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο. Ο άνδρας είχε το πρόσωπο γυρισμένο προς τον φακό με τα μάτια κλειστά, έμοιαζε να κοιμάται. Το πρόσωπο της γυναίκας δεν φαινόταν καν, όμως η Ελένα αναγνώρισε το σώμα της προηγούμενης φωτογραφίας, την ίδια πλάτη, τα ίδια μαλλιά. Φυσικά ο Μαρδάς τα κρατούσε όλα αυτά κλειδωμένα στο μόνο ασφαλές σημείο, κάπου μακριά από τον αγαπημένο του ξενώνα. Δεν είχε σκοπό να χαλάσει την εικόνα του αλλά ούτε και να απαρνηθεί το δημιούργημά του. Η Ελένα θυμήθηκε τις ακολασίες του δύο βράδια πριν και χαμογέλασε στη σκέψη ότι εκείνος θα είχε έρθει για δεύτερη φορά σε οργασμό μελετώντας τα κειμήλιά του. Έκλεισε τον υπολογιστή της και τεντώθηκε για να ξεπιαστεί. Υποτίθεται ότι ο Μπελιές τής είχε δώσει ραντεβού για το βράδυ, όμως το βράδυ την είχε καλέσει και ο Άρης για να βγουν σκοπεύοντας ξανά να την εντυπωσιάσει. Τα αισθήματά της βέβαια δεν είχαν αλλάξει απέναντί του. Τα μισόλογα στον κήπο δεν ήταν αρκετά ώστε να πλήξουν τον εγωισμό της Ελένα. Το ενδιαφέρον του Άρη δεν ήταν ψεύτικο, δεν τη συνέφερε να πέσει έξω σε αυτό. Φυσικά και θα προτιμούσε να βγει και να διασκεδάσει παρά να περάσει τη νύχτα της αντιμέτωπη με την κατήχηση του επιστάτη. Της αρκούσαν οι κατηγορίες της Μπέτα, που την είχε πάρει τηλέφωνο αξημέρωτα για να τη ρωτήσει πώς είχε πάει η κουβέντα με τον Μπελιέ. Βαριόταν αφόρητα αυτή τη στιγμή. Ήθελε να κολυμπήσει στη θάλασσα και μετά να ξαπλώσει στα βράχια κάτω από τον φάρο, να απολαύσει το ελληνικό καλοκαίρι σαν μια οποιαδήποτε τουρίστρια. Αντί γι’ αυτό, κάθε ημέρα που περνούσε προέκυπτε κάτι νεότερο, κάνοντας την να πωρώνεται όλο και περισσότερο. Το κακό ήταν ότι είχε αρχίσει να συνηθίζει τον τόπο και τη ζωή του, ακόμη και τους ανθρώπους του. Δεν ήξερε τι θα έκανε όταν έβρισκε επιτέλους τον σφραγιδόλιθο. Μπορεί και να μοίραζε τον χρόνο της ανάμεσα στην Ιταλία και την Ελλάδα. Έπρεπε να συμμαζέψει τα σκόρπια στοιχεία, όμως πιο πριν έπρεπε να φάει κάτι επιτέλους. Θα κατέβαινε στην κουζίνα να φτιάξει μια σαλάτα και θα ξαναχωνόταν στο δωμάτιό της για να συμμαζέψει τις σημειώσεις της. Σκύβοντας να φορέσει τα σανδάλια της, είδε το παιδικό μπολ που είχε βρει στο φαρόσπιτο. Προφανώς το είχε βγάλει από το σακίδιό της βιαστικά και το είχε ξεχάσει στο ίδιο σημείο από το πρωί. Ευκαιρία να το πλύνει, σκέφτηκε. Σίγουρα είχε γνωρίσει καλύτερες ημέρες. Στην έρημη –ευτυχώς- κουζίνα ξέπλυνε μια ντομάτα, τρία φύλλα μαρούλι και άλλα τόσα ρόκα, πρόσθεσε μερικές φλούδες παρμεζάνας και μπαλσάμικο και το πιάτο της ήταν έτοιμο. Κατόπιν σαπούνισε το παιδικό μπολ τρίβοντάς το σχολαστικά και ξεβγάζοντάς το μέχρι που έλαμψε. Τα χείλη της έσκασαν ένα χαμόγελο στα τέσσερα παπιά, που κατά σειρά ύψους ακολουθούσαν τη μαμά τους. Ο φαροφύλακας είχε ένα παιδί. Προφανώς αυτό το μικρό μπολ θα ήταν δικό του.


130

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ένας εξωτερικός θόρυβος της τράβηξε την προσοχή. Έμεινε ακίνητη στη θέση της. Δίπλα ακριβώς από την κουζίνα, μια σκάλα έβγαζε στο υπόγειο, στο δωμάτιο της Άννας. Η Ελένα βγήκε στα νύχια των ποδιών της, κατέβηκε προσεκτικά τα σκαλιά κι έστησε αυτί πίσω από την κλειστή πόρτα. Μπορεί να ήταν της φαντασίας της, γιατί επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Το κλειδί, που κατά τη διάρκεια της ημέρας βρισκόταν πάντα επάνω στην πόρτα, έλειπε. Ή κάποιος το είχε πάρει ή το πιο πιθανό, κάποιος βρισκόταν μέσα και είχε κλειδώσει επίτηδες. Η Ελένα περίμενε αναποφάσιστη, ώσπου ο θόρυβος ακούστηκε ξανά. Τώρα πια είχε ακουμπήσει το αυτί της πάνω στην πόρτα περιμένοντας τη συνέχεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις χρειαζόταν υπομονή. Ένα ακατανόητο μουρμουρητό έφτασε στα αυτιά της. Λίγο μετά άκουσε τον θόρυβο ενός φελλού, κάποιοι μάλλον είχαν αποφασίσει να το γιορτάσουν. «Μην πιεις πολύ!» ακούστηκε καθαρά μια γυναικεία φωνή που η Ελένα από την προφορά αναγνώρισε σαν της Άννας. «Γιατί, θα τους λείψει; Όταν ο Μαρδάς ξεζούμιζε τον πατέρα σου ήταν καλά; Ή μήπως σε πηδάει καλύτερα από εμένα;» απάντησε η ανδρική φωνή. Χμ! Το ζευγαράκι έχει ερωτική συνάντηση, σκέφτηκε η Ελένα ενώ παράλληλα αναρωτιόταν τι άλλο σκάρωναν οι δυο τους. «Θα μου πεις τώρα ότι το διασκεδάζω;» ρώτησε η Άννα στυφά. «Είδα πώς κοιτάζεις κι εσύ αυτό το κολοκόριτσο! Σε έβαλε κι εσένα φαίνεται μέσα στα βρακιά της!» «Ζηλεύει η πουλαδίτσα μου; Όταν θα γίνουν μύλος, θα είμαστε μακριά. Φαντάσου να μάθει ο καλός σας επιστάτης τα κατορθώματα του πατέρα Μαρδά» είπε ο Κραμπής συνοδεύοντας τα λόγια του με ένα ρουφηχτό φιλί. «Βρωμάς κρασί. Και πάψε να λες βλακείες. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά!» Αφήνοντας πίσω της το ζευγάρι που ερωτοτροπούσε ξανά, η Ελένα αηδιασμένη γύρισε στην κουζίνα. Ξαφνικά της είχε κοπεί η όρεξη. Πέταξε τη σαλάτα στα σκουπίδια, έφτιαξε έναν δυνατό καφέ κι επέστρεψε στο δωμάτιό της. Όταν λείπει ο γάτος, τα ποντίκια χορεύουν, σκέφτηκε. Προφανώς ο Λευτέρης Μαρδάς δεν ενδιαφερόταν για το ποιος μπαινόβγαινε στο σπίτι, όσο για τον Άρη είχε να σβήσει άλλες φωτιές. Δεν της άρεσε όμως να ασχολούνται με την ίδια. Άκου θράσος, ποιους δηλαδή είχε βάλει στα βρακιά της; «Καλά θα κάνει η μικρή βρομιάρα να κοιτάζει τη δουλειά της!» μονολόγησε γεμάτη θυμό. Τι εννοούσε δηλαδή, ότι σε αυτούς που τράβαγε από τη μύτη συμπεριλαμβανόταν και ο επιστάτης; «Ας γελάσω!» είπε ξανά μόνη της ακριβώς τη στιγμή που ο επιστάτης ανηφόριζε το μονοπάτι που οδηγούσε από τη φάρμα στον Ροδώνα. Κρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες τον παρακολούθησε μέχρι που εκείνος έφτασε στο σπιτάκι και χάθηκε στο εσωτερικό του χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην έπαυλη. Γιατί αλήθεια την εκνεύρισε και αυτό; Ο άνθρωπος ήταν λουσμένος


Ο Φύλακας στον Φάρο

131

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στον ιδρώτα και σίγουρα χρειαζόταν λίγη ξεκούραση. Αλλά πάλι, ποια ήταν τα κατορθώματα του Λευτέρη Μαρδά που μπορεί να έφταναν στα αυτιά του Δήμου Μπελιέ; Ή κάτι που είχε να κάνει με τα Λουτρά ή κάτι που αφορούσε τον φόνο στον φάρο. Το πιο κοντινό άτομο για να ρωτήσει για όλα αυτά ήταν η Ουρανία. Η Ελένα κοντοστάθηκε έξω από το δωμάτιο της Ουρανίας ακούγοντας τις νότες του πιάνου. Μάλλον ήταν η κατάλληλη στιγμή. Χτύπησε και μπήκε. Κάθισε στην μπερζέρα παρατηρώντας τα δάχτυλα που πηγαινοέρχονταν πάνω στα ασπρόμαυρα πλήκτρα γεμίζοντας τον χώρο με τη μελωδία μιας σονάτας. Η Ουρανία έμοιαζε σχεδόν ευτυχισμένη. Μόνο όταν τελείωσε το κομμάτι, στράφηκε προς την Ελένα. «Παίξατε πολύ ωραία!» «Κάποτε είχα περισσότερο πάθος. Σήμερα είναι πολύ μικρές οι στιγμές…» είπε αόριστα η Ουρανία. «Θέλετε να κατεβούμε στον κήπο; Ή μήπως να βγούμε μια βόλτα;» «Εννοείς να το σκάσουμε;» «Μπορούμε να κατεβούμε στο ψαροχώρι στις αλυκές. Ο αέρας της θάλασσας θα σας κάνει καλό. Υπόσχομαι ότι θα είμαι προσεκτική οδηγός» της είπε χαμογελώντας. Η Ελένα ανέβασε την κουκούλα του σκαραβαίου, βεβαιώθηκε ότι η Ουρανία είχε βολευτεί και κάθισε στο τιμόνι. Πήρε μαλακά την πρώτη μεγάλη στροφή και με χαμηλή ταχύτητα ακολούθησε τη σήμανση που έβγαζε στις Αλυκές. Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα πάρκαρε στον μόλο, βρίσκοντας τον γεροΝικολό να μπαλώνει όπως πάντα τα δίχτυα του. «Γερο-Νικολό, τα δίχτυα σου φαίνεται να έχουν περισσότερες τρύπες κι από ένα σουρωτήρι!» τον πείραξε η Ελένα και αυθόρμητα τον φίλησε και στα δυο μάγουλα. «Το καλό μου το κορίτσι! Είπα κι εγώ πως με ξέχασες πια τώρα που βρήκες δουλειά» της απάντησε στο ίδιο ύφος ο γέρος αναψοκοκκινισμένος. «Να σας συστήσω την κυρία Ουρανία Μαρδά» είπε η Ελένα, αλλά προς μεγάλη της έκπληξη ο ηλικιωμένος άντρας έκλεινε ήδη στην αγκαλιά του τη γυναίκα. «Αν δεν ξέρω τον Νικολό, ποιον να γνωρίζω σε αυτό τον τόπο;» είπε συγκινημένη η Ουρανία. «Μικρή με έφερνε ο πατέρας μου να αγοράσουμε φρέσκο ψάρι, κι εγώ παρόλο που ξύπναγα από τα χαράματα, περίμενα πώς και πώς!» «Έχω χρόνια να σε δω, κυρά!» «Οι περιστάσεις, Νικολό. Η ζωή μας αλλάζει, κι όχι πάντα όπως τη θέλουμε…» «Άντε, καθίστε να σας φιλέψουμε κάτι!» Η Ελένα απόρησε με τη φυσικότητα της Ουρανίας, που έμοιαζε έτοιμη να φορέσει μια ποδιά και να πιάσει να ξελεπιάζει ψάρια. Ήταν φανερό ότι το περιβάλλον του Ροδώνα τής ρουφούσε τη ζωή. Όταν έφτασε το τσίπουρο, η Ελένα την κοίταξε ερωτηματικά.


132

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν είμαι άρρωστη, ό,τι κι αν λένε όλοι τους» την καθησύχασε η Ουρανία. «Ποιος λέει τέτοια πράγματα, κυρά μου;» ρώτησε θυμωμένος ο Νικολός. «Αυτοί που τους βολεύει» του απάντησε. «Μην τους αφήνεις να σε κάνουν ό,τι θέλουν». «Είναι πολύ αργά πια, Νικολό. Άλλα περιμένεις από τη ζωή κι άλλα βρίσκεις τελικά». «Έτσι όπως τα λες είναι!» συμφώνησε βαρύθυμα εκείνος. «Έμαθα πως ο Δήμος του Μπελιέ δουλεύει σε εσάς». «Κι απόρησες, έτσι; Ευτυχώς, ο γιος μου δεν έχει πάρει όλα τα άσχημα του άνδρα μου!» «Ο Μαρδάς δεν ξέχασε ποτέ ότι εκείνος ήταν ο μεγάλος σου έρωτας…» είπε ο Νικολός και ξαναγέμισε τα ποτήρια τους. «Μπορεί και όλα να ήταν διαφορετικά αν ο Πέτρος κι εγώ είχαμε φύγει τότε. Τουλάχιστον θα ήταν ζωντανός…» είπε η γυναίκα γεμάτη πίκρα. Η Ελένα κοίταζε πότε τον ένα και πότε τον άλλο χωρίς να μπορεί να παρακολουθήσει σε ποιον αναφέρονταν. «Δεν νομίζω ότι είσαι από εκείνες τις κοπέλες που σοκάρονται με αυτά τα πράγματα, Ελένα. Ο πατέρας του Δήμου κι εγώ σχεδιάζαμε να κλεφτούμε μέχρι που ο δικός μου πατέρας μάς χάλασε τα σχέδια. Μετά εμφανίστηκε ο Μαρδάς και οι δρόμοι μας χώρισαν» της εξήγησε η Ουρανία. «Τη νοιάζεσαι όμως ακόμη τη χήρα του» συμπλήρωσε ο Νικολός. «Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω. Πάντα τους θεωρούσα δικούς μου ανθρώπους». «Ο Δήμος μού είπε για τον φάρο. Πήγαμε μαζί!» είπε η Ελένα αρπάζοντας την ευκαιρία. «Δέχτηκε ο Δήμος να πάει μέχρι εκεί;» τη ρώτησε έκπληκτη η Ουρανία. Η Ελένα έγνεψε αόριστα. «Λες και ο τόπος αυτός ποτέ δεν ησυχάζει» μουρμούρισε ο Νικολός. «Θυμάμαι σαν τώρα δα πώς πρωτογνωριστήκατε με τον Πέτρο, εδώ στην ταβέρνα μου. Ούτε δεκαπέντε χρονών δεν ήσουν, σε περνούσε δέκα ολόκληρα χρόνια». «Ο Πέτρος δούλευε για τον Νικολό, τον είχε βοηθό στο ψάρεμα» διευκρίνισε η Ουρανία. «Ο πατέρας μου έγινε πυρ και μανία. Η ανήλικη κόρη του να ερωτευτεί έναν αδέκαρο ψαρά που εκτός των άλλων ήταν και αριστερός!» συμπλήρωσε. «Και μετά, ο Πέτρος έκανε εξορία τρία χρόνια» είπε ο Νικολός. «Όμως τίποτα δεν άλλαξε. Όταν γύρισε, ο έρωτάς μας είχε γίνει πιο δυνατός. Θα κλεβόμασταν, τα είχαμε κανονίσει όλα. Τότε ο πατέρας μου αποφάσισε να εφαρμόσει τις τακτικές που γνώριζε πολύ καλά από την εμπειρία του στην πολιτική». Η φωνή της Ουρανίας έσταζε πίκρα. «Έβαλε να τον ξυλοκοπήσουν άγρια απειλώντας την ίδια του τη ζωή. Κι εγώ αναγκάστηκα να κάνω πίσω, δεν ήθελα να γίνω η αιτία να πάθει κακό».


Ο Φύλακας στον Φάρο

133

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Αν είναι της μοίρας το γραφτό!» Ο Νικολός κούνησε το κεφάλι σαν να ήθελε κάτι να προσθέσει αλλά μετάνιωσε την τελευταία στιγμή. «Μη σταματάς, Νικολό. Νομίζεις ότι πονάω με όλα αυτά; Είναι και τα μόνα που με τρέφουν. Νομίζεις ότι βρίσκω αγάπη μέσα στην οικογένειά μου; Ο άντρας που παντρεύτηκα απέχει ελάχιστα στη νοοτροπία από τον πατέρα μου». Ο Νικολός κούνησε το κεφάλι δείχνοντας να συμφωνεί. Η Ελένα αναρωτήθηκε τι ήταν ακριβώς αυτό που διέκρινε στο βλέμμα του γέρου. Φόβο, απέχθεια; «Η αχαριστία αργά ή γρήγορα πληρώνεται» είπε τελικά ο παλιός ψαράς. «Μπορεί η αχαριστία του φαροφύλακα να πληρώθηκε, κάποιων άλλων όμως όχι!» Πρώτη φορά η Ελένα άκουγε τη φωνή της Ουρανίας Μαρδά οργισμένη. Ξαφνικά συνειδητοποιούσε πόσες ομοιότητες υπήρχαν στην ιστορία της Ειρήνης Μανωλά και σε αυτήν της μικρανιψιάς της. Όμως ούτε ο Τζάκομπε Αλφιέρι ούτε ο Πέτρος Μπελιές είχαν κατορθώσει να προσφέρουν την ευτυχία στις γυναίκες που αγάπησαν. Η μόνη διαφορά ήταν ότι στην περίπτωση της Ουρανίας εκείνη ζούσε ενώ ο αγαπημένος της είχε δολοφονηθεί. «Από τα λίγα που μου είπε ο Δήμος, αυτό το έγκλημα μοιάζει να έγινε χωρίς καμία απολύτως αιτία» είπε η Ελένα. «Έτσι είναι, αν σκεφτείς ότι γνωριζόντουσαν ήδη από τα χρόνια της εξορίας του Πέτρου. Διατήρησαν αλληλογραφία και ο Πέτρος ήταν εκείνος που επέμεινε να έρθει στη Διόνη, γιατί ήξερε ότι είχαν έναν κοινό γνωστό, τον θείο μου τον Γεώργιο». «Δεν τα γνώριζα όλα αυτά. Ο Δήμος δεν μπήκε σε λεπτομέρειες» είπε η Ελένα αφομοιώνοντας τη νέα αυτή πληροφορία. «Θα πρέπει να σε συμπαθεί πολύ για να σου μιλήσει έστω και ελάχιστα για την προσωπική του τραγωδία. Ο Δήμος δεν ανοίγεται εύκολα!» παρατήρησε η Ουρανία. «Να με συμπαθεί; Το αντίθετο θα έλεγα!» κάγχασε η Ελένα. «Έχεις άδικο. Μην είσαι επιπόλαιη στις κρίσεις σου!» τη μάλωσε η Ουρανία. Η Ελένα δεν βρήκε κάτι να απαντήσει καθώς την προσοχή της απέσπασε ο άνδρας που είχε μόλις καθίσει δυο τραπέζια πιο πέρα. «Είναι κανείς εδώ;» Η φωνή του Κραμπή έφερε σιχαμάρα στην Ελένα. «Νομίζω ότι είναι ώρα να πηγαίνουμε. Το παρακάναμε και δεν έχουμε ειδοποιήσει κανέναν!» είπε και σηκώθηκε πρώτη. «Χάρηκα που σας είδα! Να μου έρθετε ξανά. Και οι δυο σας!» είπε ο Νικολός φιλώντας το χέρι της Ουρανίας. Η Ελένα πέρασε δίπλα από τον Κραμπή χωρίς να του ρίξει δεύτερη ματιά.


134

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

35.

Ο Άρης την περίμενε ντυμένος με ένα λινό κοστούμι κι ανοιχτό πουκάμισο. Η Ελένα βρήκε τα ρούχα υπερβολικά επίσημα, αλλά δεν έκανε καμία ερώτηση. Δεν γνώριζε πού θα πήγαιναν, οπότε αφέθηκε για μια ακόμη φορά στις φιλοφρονήσεις και περιποιήσεις που της είχαν γίνει λίγο έως πολύ συνήθεια. Η Λέσχη δεχόταν μόνο τα μέλη της και βρισκόταν τρία χιλιόμετρα έξω από την Ηγουμενίτσα. Επρόκειτο για ένα είδος κλαμπ χτισμένο στην άκρη του γκρεμού, με σκαλιά που κατέβαιναν στο επόμενο και το μεθεπόμενο επίπεδο. Η ατμόσφαιρα ανέδιδε τη μυρωδιά ενός μυστηριώδους ρομαντισμού. Το τραπέζι που τους περίμενε ήταν στολισμένο με ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα και κεριά πάνω σε κρυστάλλινα κηροπήγια. «Για εμένα όλα αυτά;» ρώτησε η Ελένα κολακευμένη. Ο Άρης δεν απάντησε παρά της κράτησε την καρέκλα για να καθίσει Ο σερβιτόρος άνοιξε μια ακριβή σαμπάνια και γέμισε τα ποτήρια τους. «Γιορτάζουμε κάτι;» ρώτησε η Ελένα. «Τη γνωριμία μας!» της απάντησε ο Άρης υψώνοντας το ποτήρι του στην υγειά της. Ακολούθησε μια πανδαισία γεύσεων, που έκανε την Ελένα να σκεφτεί ότι τα σικ εστιατόρια όπου την είχε συνοδεύσει ο Έριχ ήταν ουραγοί σε αγώνα δρόμου. Στο τέλος του δείπνου σερβιρίστηκε ένα ελαφρύ μους συνδυασμένο με ένα υπέροχο Κουρβουαζιέ και αρωματικό κολομβιανό καφέ. Όμως η βραδιά δεν έμελλε ακόμη να τελειώσει. Μια απαλή χορευτική μουσική είχε οδηγήσει λίγα ζευγάρια στην πίστα. «Θέλεις να χορέψουμε;» Ο Άρης είχε ήδη σηκωθεί και την κοιτούσε σχεδόν με ικεσία. Η Ελένα τού έδωσε το χέρι της και δέχτηκε να την οδηγήσει στο κέντρο της πίστας. Είχε πιει αρκετά κι ένιωθε πως για πρώτη φορά στη ζωή της δεν μπορούσε να ελέγξει τις κινήσεις της. Αφέθηκε στην αγκαλιά του Άρη με την αίσθηση ότι τα πάντα γύρω της είχαν αλλάξει θέση. Έκλεισε τα μάτια για να πάψει να ζαλίζεται και ακούμπησε το μάγουλό της στον λαιμό του. Εκείνος την έσφιξε λίγο παραπάνω, αλλά πάντα συγκρατημένα. Κάτι της ψιθύρισε στο αυτί, η μουσική όμως και η νάρκη που της είχε φέρει η παράτολμη δράση της σε συνδυασμό με την κατανάλωση φαγητού και αλκοόλ την εμπόδισαν να καταλάβει. Ο Άρης προφανώς περίμενε μια απάντηση, γιατί είχε μείνει ακίνητος κοιτάζοντάς την στα μάτια. Η Ελένα σκέφτηκε πως ήταν απόλυτα ερωτεύσιμος ξεχνώντας την πληθώρα των ελαττωμάτων του κι ένευσε συμφωνώντας με τον εαυτό της. Ο Άρης πήρε το χέρι της, φίλησε ένα προς ένα τα δάχτυλά της και της πέρασε ένα μονόπετρο. «Το ήξερα ότι θα δεχτείς!» της είπε καθώς την οδηγούσε πίσω στο τραπέζι τους.


Ο Φύλακας στον Φάρο

135

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ελένα είχε μείνει άναυδη. Η πρώτη της αντίδραση ήταν να βγάλει το δαχτυλίδι που ήδη ένιωθε ότι την έσφιγγε τόσο που εμπόδιζε την κυκλοφορία του αίματος. Δεν υπέκυψε στην παρόρμηση, όχι γιατί ήταν ζαλισμένη, ίσα-ίσα αυτή η κίνηση του Άρη στάθηκε αρκετή ώστε να ξεμεθύσει, αλλά γιατί εκτός από κολακευμένη, ήταν περίεργη να δει τι εξελίξεις θα πυροδοτούσε αυτό το γεγονός. Όταν έφτασαν στον Ροδώνα, ο Άρης τη συνόδευσε έξω από την πόρτα της. Η Ελένα προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι κύματα ηδονής την πλημμύρισαν όταν εκείνος τη φίλησε στο στόμα, όμως δεν ένιωσε το παραμικρό. Κάνοντας μια χλιαρή προσπάθεια τον κάλεσε να περάσει μέσα, προς μεγάλη της έκπληξη όμως εκείνος αρνήθηκε. Η Ελένα σωριάστηκε στο κρεβάτι της και κοίταξε με θολό βλέμμα το δαχτυλίδι. Νύσταζε τόσο πολύ που το μόνο που κατάλαβε προτού κλείσει τα μάτια ήταν ότι χαμογέλασε στα τέσσερα μικρά παπιά που έμοιαζαν να χοροπηδάνε μέσα στο παιδικό μπολ. Όταν ξύπνησε είχε έναν τρομερό πονοκέφαλο και το ρολόι της έδειχνε οκτώ και μισή. Γνώριζε ότι έπρεπε να διεκπεραιώσει κάτι, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τι, γιατί στο μυαλό της κυριαρχούσε μόνο το εφιαλτικό όνειρο. Η τελευταία εικόνα που θυμόταν προτού βυθιστεί σε έναν ληθαργικό ύπνο ήταν το εύρημά της στο φαρόσπιτο και ταυτόχρονα σχεδόν άρχισε να ονειρεύεται το ίδιο αντικείμενο. Το μπολ με τα παπάκια βρισκόταν σε ένα σημείο τόσο ψηλό που τα κοριτσίστικα χέρια όσο κι αν τεντώνονταν άγαρμπα, αδυνατούσαν να φτάσουν. Η κουζίνα ήταν στενόχωρη και σκοτεινή και μια γυναικεία φωνή επαναλάμβανε μονότονα μέσα στα αυτιά της: “όσο και να φωνάζεις, δεν πρόκειται να στο δώσω. Μόνο έτσι θα μάθεις να τρως όταν πρέπει και όχι όποτε θέλεις εσύ. Κακομαθημένη! Αυτά που σου έμαθε ο πατέρας σου, θα τα ξεμάθεις, θέλεις, δε θέλεις!” Το κορίτσι έβαλε τα κλάματα και κάθισε στο πάτωμα πεισμωμένο παρά το κρύο που έκανε. Πεινούσε και είχε κουραστεί πια να κλαίει. Παρόλο που γνώριζε ότι απαγορευόταν, πήγε δίπλα κι άρχισε να σκαρφαλώνει τα ατελείωτα σκαλοπάτια που έβγαζαν στον ουρανό. Ήξερε ότι ήταν πολύ μικρή και δεν μπορούσε να φτάσει μέχρι επάνω. Για την ώρα όμως, της αρκούσε το θέαμα που της πρόσφερε το πρώτο στενόμακρο άνοιγμα στον παράξενο πύργο που βρισκόταν κολλημένος στο μικρό τους σπίτι. Λαχανιασμένη στήριξε τα χέρια της στο πλατύ μάρμαρο και κάθισε. Τα τζάμια είχαν θολώσει κι αυτή ξεκίνησε το αγαπημένο της παιχνίδι. Έπιασε να σχεδιάζει καραγκιοζάκια που αντιπροσώπευαν τον κόσμο όπως τον έβλεπε. Θύμωσε που δεν της έβγαιναν όπως τα ήθελε και με το μανίκι της μπλούζας της μουτζούρωσε τα σκίτσα της και μετά έπιασε να καθαρίζει με μανία το τζάμι. Τότε είδε τον πατέρα της κι έναν άλλο άντρα που τον κρατούσε αγκαλιά. Ήθελε να του φωνάξει και να τον χαιρετήσει, όμως δεν μπορούσε να ανοίξει το παράθυρο. Έτσι ακούμπησε το μέτωπό της στο κρύο τζάμι και με περιέργεια κοιτούσε προς τη μεριά του βραχότοπου. Κάποιος ερχόταν κι όλο πλησίαζε. Άκουσε τρεις δυνατούς θορύβους και τρομαγμένη άρχισε να στριγκλίζει.


136

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ελένα ένιωσε ένα σύγκρυο σε όλο της το σώμα. Το όνειρο ήταν λες και είχε αποτυπωθεί ανεξίτηλα στα εγκεφαλικά της κύτταρα. Η διάθεσή της είχε χαλάσει, όλοι οι μύες του σώματός της πάλλονταν. Γιατί είχε δει αυτό το όνειρο; Τι συνειρμούς είχε κάνει και η φαντασία της εντελώς ανεξέλεγκτη είχε δημιουργήσει αυτές τις εικόνες; Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι επρόκειτο για το αποτέλεσμα των γεγονότων των δύο τελευταίων ημερών και των τύψεών της για τη δική της μητέρα, -ένα καθυστερημένο σοκ, μια ασυνείδητη εξομοίωση και άλλα τόσα βαρύγδουπα που κάποιος ψυχολόγος θα ήταν πρόθυμος να της εξηγήσει. Το κρύο νερό του ντους την ωφέλησε. Το μυαλό της ξεκαθάρισε και θυμήθηκε επιτέλους το ραντεβού με τον επιστάτη που δεν είχε τηρήσει. Δεν στενοχωρήθηκε ιδιαίτερα, γιατί η ελάχιστη συμπάθεια που είχε αισθανθεί για τον Δήμο Μπελιέ την προηγουμένη, είχε πλέον εξανεμιστεί στο φως της ημέρας, και σε αυτό συνέτεινε και ο ανεπίσημος αρραβώνας της με τον Άρη Μαρδά. Χαιρέκακα σκέφτηκε ότι ο επιστάτης θα έμενε με το στόμα ανοιχτό από τις απρόσμενες εξελίξεις. Μα κι αυτή θα είχε κάθε λόγο να πετάει από τη χαρά της, αν δεν γνώριζε ότι η οικονομική κατάσταση του Άρη ήταν απαγορευτική για ένα τέτοιο έξοδο κι αν δεν έβρισκε ολότελα παράδοξο το γεγονός ότι ναι μεν της έκανε πρόταση να αρραβωνιαστούν, περιορίστηκε όμως σε ένα και μόνο φιλί. Μήπως της είχε τύχει άλλος ένας Έριχ, που είχε θεωρήσει πρέπον να κάνουν πρώτη φορά έρωτα τη νύχτα του γάμου τους; Ο Άρης Μαρδάς όμως δεν έμοιαζε να έχει τέτοιες σκουριασμένες ιδέες, αλλά και η ίδια δεν είχε καμία διάθεση να εγκλωβιστεί σε μια ανέραστη σχέση. Κατέβηκε στην κουζίνα όπου παραδόξως βρήκε την Ουρανία και τη Ραλλού να απολαμβάνουν ένα πλούσιο πρωινό. Το μικρό κορίτσι έτρεξε να την αγκαλιάσει. Η Ουρανία την κάλεσε να καθίσει δίπλα της κοιτώντας την με μια απροκάλυπτη περιέργεια. Η Ελένα ένιωσε κάτι απροσδιόριστο να βαραίνει τη μέχρι πριν λίγο ευχάριστη ατμόσφαιρα. «Συγχαρητήρια!» είπε η Ουρανία ξερά κοιτώντας το δαχτυλίδι στο χέρι της. «Δεν είναι κάτι επίσημο…» Η Ελένα κόμπιασε σαν να προσπαθούσε να δικαιολογήσει κάποιο ατόπημα. «Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, Ελένα, όμως δεν μου αρέσει όταν καταχρώνται την εμπιστοσύνη μου. Δεν θα σε χρειαστώ άλλο!» της ανακοίνωσε ψυχρά η γυναίκα. «Μα γιατί;» τη ρώτησε. Της ήταν αδύνατον να κατανοήσει την αντίδραση της Ουρανίας. Σαν να της έλεγε ότι της την είχε φέρει πισώπλατα. Μήπως νόμιζε ότι προσπαθούσε να τυλίξει τον γιο της; Ή μήπως περίμενε στη θέση του Άρη να βρίσκεται ο Δήμος Μπελιές; Πολύ κακό για το τίποτα! σκέφτηκε η Ελένα εκνευρισμένη και ακόμη πιο εκνευρισμένη έβγαλε το δαχτυλίδι και το παράχωσε στο συρτάρι του κομοδίνου της. Αφού η κυρία Μαρδά δεν τη χρειαζόταν για την ώρα ή και για πάντα, μπορούσε κι


Ο Φύλακας στον Φάρο

137

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αυτή να πάει να επισκεφθεί τον Δελή, που είχε επιστρέψει στο σπίτι του στη Διόνη. Αν την έψαχνε κανείς, θα έλεγε απλά ότι η Ουρανία την είχε απολύσει. Το σπίτι ήταν ένα παλιό πέτρινο δίπατο στην πάνω μεριά της Διόνης προς την κατεύθυνση των Αλυκών. Ο Βασίλης Δελής την υποδέχτηκε σαν να την περίμενε από μέρες. «Ο Μανωλάς είχε άλλη διαθήκη πριν από αυτή που δημοσιεύτηκε πρόσφατα;» τον ρώτησε μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα. «Ναι, αλλά η τελευταία αναιρεί την προηγούμενη». «Και σίγουρα η προηγούμενη είχε άλλους αποδέκτες. Βάζω στοίχημα ότι ο κυρίως ωφελημένος θα ήταν ο Λευτέρης Μαρδάς και η οικογένειά του». «Πραγματικά» απάντησε ο Δελής μονολεκτικά. «Τι έγινε λοιπόν ξαφνικά και άλλαξε γνώμη;» Βλέποντας τον Δελή να την κοιτάζει χαμογελώντας απαθής, συνέχισε: «Δεν είναι πολύ περίεργο που άλλαξε τη διαθήκη του το ίδιο χρονικό διάστημα που ο φαροφύλακας ξεπλήρωσε το χρέος του στην πολιτεία;» «Ήξερα ότι εκεί θα κατέληγες». «Χτύπησα διάνα λοιπόν, κι ας με αφήσατε να βγάλω μόνη μου το φίδι από την τρύπα». «Το είπα στη φίλη σου τη Μπέτα ότι είσαι πολύ έξυπνη. Υποθέτω ότι γνωρίζεις πλέον την ιστορία του φάρου…» «Πήγα στον φάρο, αλλά δεν βρήκα όλα όσα ήθελα. Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε ο Δήμος Μπελιές και μου έκανε χαλάστρα» απάντησε η Ελένα μουτρωμένη. «Δεν θα είχε και άδικο. Φαντάζομαι τι μεθόδους θα χρησιμοποίησες…» είπε ο Δελής χαμογελώντας πονηρά. «Νομίζω ότι κάτι συνέβη εκεί πριν από είκοσι δύο χρόνια. Επίσης ανακάλυψα κάποια πολύ πρωτότυπα πράγματα για τον αξιότιμο Λευτέρη Μαρδά» είπε η Ελένα και εν συντομία ανέφερε τι είχε αποδώσει η εξίσου ανορθόδοξη είσοδός της στο δωμάτιο της έπαυλης. «Το Νεκρομαντείο! Ναι, θα έπρεπε να το έχω φανταστεί…» «Μόνο αυτό έχετε να πείτε;» ρώτησε ανυπόμονα η Ελένα. «Δεν θα με συνέφερε να πω τίποτα παραπάνω, γιατί θα ήταν σαν να ανοίγω και τα δικά μου χαρτιά. Όμως αργά ή γρήγορα τα δεδομένα θα ανατραπούν. Τα Λουτρά λειτουργούσαν νόμιμα για τους ανύποπτους ημερήσιους πελάτες, που ήταν στην πλειοψηφία τους οι συνήθεις ηλικιωμένοι που εμφανίζονται σε τέτοια μέρη. Υπήρχε όμως και μια άλλου είδους πελατεία, άνθρωποι με πιο εκλεπτυσμένα γούστα, όπως το έθεταν οι ίδιοι, αδύναμοι, μεγαλομανείς ή αρρωστημένοι θα έλεγα εγώ!» κατέληξε με πάθος ο Δελής. Η Ελένα δεν απόρησε με την αλλαγή του ύφους. Κατάλαβε ότι αυτά που θα της αποκάλυπτε τα γνώριζε από πρώτο χέρι. Δεν έπεσε έξω.


138

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Ο πατέρας του Σίλα, που χρόνια τώρα δεν έχω αναφέρει καν το όνομά του, υπήρξε ένας από τους άλλους επισκέπτες εκείνου του πρωτότυπου λουτροθεραπευτηρίου. Όταν άρχισε ξαφνικά να γυρίζει ξημερώματα, η νύφη μου ανήσυχη, μου είπε χαρτί και καλαμάρι για την ιδιαίτερη φιλία του με τον Λευτέρη Μαρδά. Φοβόταν πως ο άντρας της είχε μπλέξει, Παραμελούσε τη δουλειά του, -ο γιος μου ήταν πολιτικός μηχανικός-, αγνοούσε και εκείνην και το παιδί τους, γενικά φερόταν σαν να υπέφερε από κάτι, άγνωστο όμως τι. Δεν ήθελα να ανακατευτώ, γιατί ήταν ανέκαθεν ισχυρογνώμονας και δεν με είχε ακούσει ποτέ. Κάποια στιγμή όμως ήρθε ο ίδιος και με βρήκε λέγοντάς μου πως μόνος του είχε βγάλει τα μάτια του. Ο Μαρδάς τον εκβίαζε, ζητώντας του διάφορες εκδουλεύσεις με αντάλλαγμα να τηρήσει σιγή ιχθύος για τα όργια στα οποία συμμετείχε σχεδόν κάθε βράδυ. Και δεν ήταν ο μόνος. Ο γιος μου μου ανέφερε ονόματα ανθρώπων που ήταν και αυτοί μπλεγμένοι στα πλοκάμια του Μαρδά. Τότε τον συμβούλευσα να πάρει την οικογένειά του και να φύγει όσο γρηγορότερα γινόταν προτού μπλέξει παραπάνω. Δεν με υπάκουσε, οι επισκέψεις του όμως στα Λουτρά μειώθηκαν. Περίπου δυο μήνες μετά, η δολοφονία του Μπελιέ έστρεψε αλλού το ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας, κι έτσι η διάλυση της επιχείρησης Λουτρά πέρασε σχεδόν απαρατήρητη». «Τι είναι σήμερα εκεί; Υπάρχει κάτι;» «Εννοείς αν ο Μαρδάς άφησε τα πειστήρια πίσω του; Υπερφίαλος μπορεί να είναι, ανόητος όμως όχι. Ο χώρος άδειασε κι έτσι έμεινε από τότε». «Είναι όμως ένα μέρος της περιουσίας που θα αποκτήσει ο κάτοχος του σφραγιδόλιθου…» «Οι παλιές αποθήκες του αλατιού ανήκαν κατά το ήμισυ στον Γεώργιο. Το άλλο μισό ανήκε στον Σπανούδη, σαν προικώο από το γάμο του με την εξαδέλφη του Γιαννάκου Μανωλά, και αυτός με τη σειρά του το έδωσε στην κόρη του, την Ουρανία». «Και τι σχέση θα μπορούσαν να έχουν τα Λουτρά με το έγκλημα στον φάρο;» «Απολύτως καμία, αν δεν υπήρχαν δυο παράξενες συμπτώσεις. Η γυναίκα του φαροφύλακα δούλευε στα Λουτρά και ο Πέτρος Μπελιές ήταν ο προμηθευτής ειδών πρώτης ανάγκης και για τον φάρο και για την επιχείρηση του Μαρδά». «Και επίσης καλός φίλος του φαροφύλακα» πρόσθεσε η Ελένα. «Αυτό είναι αλήθεια. Είχαν πολλά κοινά». «Φρόντισε να με κατατοπίσει η Ουρανία Μαρδά. Εσείς γνωρίζατε αλήθεια ότι ο Μανωλάς ήταν κοινός γνωστός του φαροφύλακα και του Πέτρου Μπελιέ;» «Ομολογώ πως όχι» δήλωσε ο ηλικιωμένος άνδρας. «Να λοιπόν και κάτι καινούριο. Από τη μία ο Μανωλάς αλλάζει τη διαθήκη του τη χρονική στιγμή που αποφυλακίζεται ο φαροφύλακας κι από την άλλη ο ίδιος αυτός φαροφύλακας έχει γνωριμία με τον Μανωλά χρόνια προτού πάρει τη θέση στον φάρο της Διόνης. Μήπως γιατί είναι ο γιος της Βοτανούς της οποίας τα ίχνη


Ο Φύλακας στον Φάρο

139

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

είχαν χαθεί; Έχουμε ήδη κάνει την εικασία πως αυτή η γυναίκα μπορεί να μην παρέδωσε ποτέ το δαχτυλίδι στον Σπέθουλα». «Όλα αυτά έχουν κάποια λογική...». «Ο Μαρδάς είχε μια εμμονή με αυτή την παλιά ιστορία. Ο συνδυασμός του χρηματοκιβωτίου του ήταν η ημερομηνία που βρέθηκε νεκρός ο Τόλιας. Για κάποιο λόγο ο Μανωλάς δεν τον ευνοεί με τη διαθήκη του την οποία αλλάζει είκοσι δύο χρόνια μετά το έγκλημα στον φάρο. Πού βρίσκεται τώρα ο φαροφύλακας; Η γυναίκα του πήρε το παιδί τους και τον εγκατέλειψε. Ο μόνος λόγος της επιστροφής του θα ήταν η εκδίκηση. Τι ακριβώς λέει η επιστολή που σας άφησε ο Γεώργιος; Η Μπέτα μού μίλησε για το περιεχόμενό της». Ο Δελής έφερε το γράμμα και η Ελένα το διάβασε προσεκτικά. Κατόπιν διάβασε δυνατά τις τελευταίες παραγράφους: «Αυτά είχα να σου εξομολογηθώ, Βασίλη μου, και φυσικά καταλαβαίνεις ότι τα δικά μου κρίματα τα άφησα στην άκρη. Είπα μόνο για όσους δε ζουν πια και η μνήμη τους έχει λησμονηθεί από τους περισσότερους. Αυτές οι ιστορίες όμως δεν τελειώνουν ποτέ και το παρελθόν χτυπάει πάντα την πόρτα σου. Και είναι ευτυχισμένος αυτός που είναι κουφός και δεν την ανοίγει ποτέ. Εγώ την άνοιξα γιατί ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου. Προσπάθησα όμως να επανορθώσω έστω και αργά, έστω και με τον αδέξιο τρόπο μου. Όταν θα διαβάζεις αυτές τις γραμμές, εγώ θα έχω φύγει από τη ζωή, όμως θα υπάρχει ακόμη ένας αθώος, ο ίδιος άνθρωπος που θα αποφασίσει αν έστω και καθυστερημένα αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη των ανθρώπων και όχι των νόμων. Είναι αυτός που λίγες ημέρες πριν συνάντησα κρυφά και στα χέρια του είδα το χαμένο από δεκαετίες δαχτυλίδι του Αλφιέρι. Όταν τον ρώτησα, μου είπε πως δε γνώριζε τίποτα για την ιστορία του παρά μονάχα πως του το είχε δώσει η δική του μητέρα, μοναδική της περιουσία. Ελπίζω να εκτελέσεις τις επιθυμίες μου κατά πώς ορίζω και όπως η Νέμεσις προστάζει». «Ένα γράμμα γεμάτο αλληγορίες… Γιατί να πιστέψω αλήθεια ότι ο Γεώργιος αναφερόταν στα γεγονότα της δεκαετίας του τριάντα;. Με την ίδια λογική θα μπορούσε να υπονοεί το έγκλημα στον φάρο αφού μιλάει για κάποια αδικία που μόνο ο κάτοχος του δαχτυλιδιού είναι ικανός να αποκαταστήσει» κατέληξε ο Δελής. «Που προφανώς είναι ο φαροφύλακας στον οποίο το είχε δώσει η μητέρα του χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει τον τρόπο που αποκτήθηκε» επανέλαβε με μεγαλύτερη σιγουριά η Ελένα. «Είχατε πει στην Μπέτα ότι είχα μια σωστή απορία, αν κατάλαβα καλά. Τι απέγιναν οι απόγονοι του Σπέθουλα, του Τόλια και της Βοτανούς;» Ο Δελής την κοίταξε σιωπηλός σαν να τη ζύγιζε. «Αυτό που μπορώ μόνο να σου πω είναι ότι ο μοναδικός συγγενής του Σπέθουλα ήταν ο Πέτρος Μπελιές, ο πατέρας του Δήμου. Για την ακρίβεια, γιος της αδελφής του. Γεννήθηκε μάλιστα μέσα στις σπηλιές όπου η μητέρα του μαζί με άλλους είχε βρει καταφύγιο στους βομβαρδισμούς του πολέμου» της είπε τελικά.


140

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τον οποίο Μπελιέ ο Μαρδάς είχε κάθε λόγο να αντιπαθεί, και λόγω πολιτικών πεποιθήσεων αλλά και γιατί ήταν ο μεγάλος έρωτας της γυναίκας του. Αν όμως για τον Μπελιέ έχουμε στοιχεία, γιατί υπάρχει η οικογένειά του, για το φαροφύλακα δεν έχουμε τίποτα, αν δεν εμφανιστεί ο ίδιος. Όπως δεν έχουμε και για τον Μαρδά. Ο Μανωλάς όμως μίλησε για αδικία. Ή λοιπόν ο φαροφύλακας και ο Μαρδάς είναι άσχετοι ως προς την παλιά εκείνη ιστορία ή….» Η Ελένα έμεινε για λίγο σκεφτική και κατόπιν συμπλήρωσε: «Σίγουρα ο φαροφύλακας δεν είναι απόγονος του Τόλια, γιατί εκείνος ήταν ο μόνος που τιμωρήθηκε δίκαια. Είναι λοιπόν ο φαροφύλακας ο γιος της Βοτανούς κι αν ναι, πώς το ήξερε ο Μαρδάς;» «Διόλου απίθανο να το έμαθε από τη γυναίκα του φαροφύλακα. Ο λόγος που εκείνη εξαφανίστηκε όταν καταδικάστηκε ο άντρας της δεν ήταν μόνο το κοινωνικό στίγμα ή η έλλειψη οικονομικών πόρων -αφού στο μεταξύ τα Λουτρά είχαν κλείσει-, αλλά και το ότι ο εραστής της την είχε κοροϊδέψει». «Ο εραστής της; Εννοείτε ότι ο Μαρδάς...» «Ακριβώς!» Ο Δελής κούνησε το κεφάλι και συνέχισε: «Έτσι δεν γίνεται πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις; Την έκανε ό,τι ήθελε. Αυτό μπορούσε να το δει ο καθένας, εκτός από τον άνδρα της…» Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό της Ελένα. «Με συγχωρείτε!» είπε στον Δελή και πήγε στην άλλη άκρη της βεράντας για να μιλήσει χαμηλόφωνα στον Άρη. «Πού είσαι;» τον ρώτησε κάνοντας προσπάθεια να τον ακούσει. «Πηγαίνω στα Ιωάννινα. Χίλια συγγνώμη, αλλά υπόσχομαι να επανορθώσω!» της απάντησε και η σύνδεση κόπηκε απότομα. Η Ελένα έκλεισε το τηλέφωνο θυμωμένη με τον Άρη. Οι ραγδαίες εξελίξεις των τελευταίων δύο ημερών είχαν σαν αποτέλεσμα να αποπροσανατολιστεί και να ξεχάσει στον Ροδώνα τον υπολογιστή της. Κι έτσι προς το παρόν δεν μπορούσε να δείξει τα ευρήματά της στον Βασίλη Δελή. Το κορνάρισμα του αγροτικού, που σταμάτησε έξω από το σπίτι σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης, την έκανε να στραφεί προς την πηγή της ρύπανσης. «Είναι ο Βασίλης επάνω;» τη ρώτησε ένας ξερακιανός άντρας. «Πες του πως κατεβαίνω!» απάντησε ο Δελής από το εσωτερικό του σπιτιού. Δεν πέρασαν παρά μερικά λεπτά και ο ηλικιωμένος βγήκε κρατώντας στο χέρι το ψαθάκι του και το μπαστούνι του. «Θα με συγχωρήσεις, αλλά δεν είναι εύκολο να μετακινούμαι στην πόλη. Θα επιστρέψω το απόγευμα. Στείλε μου με μήνυμα ό,τι θέλεις και θα σου απαντήσω». Η Ελένα τον κοίταξε εμβρόντητη καθώς ο Δελής της έδινε ένα χαρτάκι όπου είχε σημειώσει την ηλεκτρονική του διεύθυνση. «Εφόσον ο Μαρδάς σκοπεύει να παίξει μαζί μου, αποφάσισα να ακολουθήσω τους κανόνες του παιχνιδιού. Το χρωστάω και στους δικούς μου ανθρώπους αλλά


Ο Φύλακας στον Φάρο

141

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και στη μνήμη του Γεώργιου, που δεν τη σεβάστηκε. Ο βαφτισιμιός μου δουλεύει στο ληξιαρχείο. Έχω μια πολύ βιαστική δουλειά να κάνω» είπε καγχάζοντας ο Δελής. «Είσαστε απόλυτα σατανικός!» «Δεν μου έχουν κάνει καλύτερη φιλοφρόνηση» της απάντησε εκείνος. Η Ελένα απόμεινε να τον κοιτάζει που κατέβαινε τα σκαλιά σαν να ήταν πέντε δεκαετίες νεότερος. Τα τελευταία λόγια του Δελή την είχαν βάλει σε σκέψεις. Υπήρχαν τόσες συμπτώσεις και ομοιότητες ανάμεσα στις κινήσεις του Τόλια και του Λευτέρη Μαρδά…


142

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

36.

Ήταν ήδη μεσημέρι. Η Ελένα μπήκε στον πειρασμό να μην επιστρέψει στον Ροδώνα. Θα μπορούσε να μείνει με τον Δελή, να πάει στου Νικολού ή και να κατασκηνώσει στον φάρο. Ποιος θα την εμπόδιζε; Δεν της άρεσε η συναισθηματική εμπλοκή με τον Άρη. Ήταν ανοησία της που δεν του είχε επιστρέψει ακόμη το δαχτυλίδι. Πώς του είχε έρθει να αρραβωνιαστούν; Σε λίγο καιρό εκείνος θα μάθαινε τι είδους συγγένεια είχε η μνηστή του με τον Έριχ Στολτς. Σκέφτηκε να επικοινωνήσει με την Μπέτα, αλλά το μετάνιωσε. Γνώριζε καλά τι θα της έσερνε η φίλη της όταν μάθαινε για τον ανεπίσημο αρραβώνα της. Μπήκε στον σκαραβαίο της και την τελευταία στιγμή πήρε την κατεύθυνση προς τον Ροδώνα. Καθώς έμπαινε στον ιδιωτικό δρόμο της έπαυλης, σκεφτόταν την απόλυτη γελοιότητα της κατάστασης. Τι την ενδιέφερε αν ο Άρης είχε οικονομικά προβλήματα ή αν η Ουρανία έπασχε από κατάθλιψη; Όλοι μπορούσαν να επιβιώσουν με ή χωρίς αυτήν, και πρώτος και καλύτερος ο Δήμος Μπελιές, που εκείνη τη στιγμή παραλάμβανε την αλληλογραφία από το γραμματοκιβώτιο της έπαυλης. Η Ελένα κοντοστάθηκε. Δεν είχε σκοπό να ακούσει τις κατηγορίες του Μπελιέ επειδή είχε αθετήσει το ραντεβού τους. Θα έμπαινε από την πίσω πόρτα, θα μάζευε τα πράγματά της, θα άφηνε το δαχτυλίδι πίσω της και... Το πακέτο που κρατούσε ο επιστάτης ήταν σίγουρα δικό της. Η ελβετική ακρίβεια του Έριχ… Τρέχοντας, σχεδόν έπεσε πάνω στον Δήμο. «Είναι για εμένα!» είπε λαχανιασμένη και έτεινε το χέρι της. «Καλημέρα και σε εσένα, Ελένα!» είπε ο Δήμος χωρίς την παραμικρή πρόθεση να της δώσει το πακέτο. Η Ελένα πολύ θα ήθελε να του χώσει μία και να τον ξαπλώσει κάτω, τόσο της την έδινε η ειρωνεία που ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπό του σαν ανεξίτηλο σημάδι. «Βιάζομαι!» του απάντησε ξερά. «Όχι τόσο όσο για να μου ζητήσεις συγνώμη!» της αντιγύρισε με το ίδιο ύφος. «Δεν έχω να απολογηθώ για κάτι. Αν εννοείς για χθες, ήμουν πολύ κουρασμένη». «Δεν ήξερα ότι το να διασκεδάζεις φέρνει τόση κούραση!» «Χα! Τα νέα ταξιδεύουν. Μήπως θα ήθελες να ήσουν στη θέση κάποιου άλλου;» του πέταξε η Ελένα όλο φαρμάκι. «Ούτε κατά διάνοια» της απάντησε και δίνοντάς της το πακέτο, της γύρισε την πλάτη. Η Ελένα ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Έσκισε βιαστικά το περιτύλιγμα και άνοιξε τον χοντρό φάκελο. Μέσα βρήκε τη δικαστική


Ο Φύλακας στον Φάρο

143

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απόφαση που έλυνε οριστικά τον γάμο της με τον Έριχ, ένα γράμμα από τον ίδιο και ένα χειρόγραφο της μητέρας της. Έπιασε το γράμμα και παρακάμπτοντας τον γλυκερό πρόλογο, έφτασε στο δια ταύτα. “Όπως καταλαβαίνεις, από εδώ και πέρα προσδοκώ και απαιτώ να πάψεις να χρησιμοποιείς το επίθετό μου. Οποιαδήποτε συναλλαγή σου με αυτό το όνομα, θα με αναγκάσει να πάρω τα απαραίτητα μέτρα” διάβασε φουρκισμένη. «Ηλίθιε!» μουρμούρισε και τσαλακώνοντας το γράμμα, το πέταξε στο καλάθι των αχρήστων. Είχε φτάσει η στιγμή να ξαναπάρει το πατρικό της όνομα, αυτό που τόσο ασυλλόγιστα κορόιδευε τρεις μέρες πριν όταν έκανε πλάκα με την Μπέτα. Ελένα Βραχνού… Όσες φορές κι αν το επαναλάμβανε από μέσα της ή δυνατά, το επίθετο συνέχιζε να ακούγεται το ίδιο κακόηχα στα αυτιά της. Έριξε μια βιαστική ματιά στις σημειώσεις της μητέρας της και τις παράχωσε στο σακίδιό της. Τι ενδιαφέρον μπορεί να είχε η μελέτη της Σοφίας σχετικά με τις μορφές των συνδρόμων; Η Ελένα δεν είχε καμία διάθεση για τέτοιου είδους αναγνώσματα. Ψάχνοντας στο σακίδιό της, έβγαλε το μπολ με τα παπάκια, το παρατήρησε για μια στιγμή και το έκρυψε κάτω από το κρεβάτι της. Τα μέχρι εκείνη τη στιγμή φιλήσυχα μικρά ξαφνικά της φάνταζαν σαν ιδιαίτερα απειλητικές μεταλλάξεις. Απώθησε το όνειρο της προηγούμενης βραδιάς από το μυαλό της και με τον φορητό υπολογιστή μπροστά της, πάτησε τη σύνδεση στο διαδίκτυο κι έστειλε στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Δελή τις φωτογραφίες από τα Λουτρά. Προσπάθησε να θυμηθεί τι άλλο είχε να κάνει όταν άκουσε βήματα να σταματούν έξω από την πόρτα της και κάποιους να μιλούν ψιθυριστά. Όταν άνοιξε την πόρτα βρέθηκε μπροστά στον επιστάτη και τη Ραλλού. Τα μάτια της μικρής ήταν κατακόκκινα από το κλάμα ενώ ο Μπελιές φαινόταν αμήχανος. «Τι έχει το κορίτσι μου;» ρώτησε αγκαλιάζοντας τη Ραλλού, εκείνη όμως ρουθούνιζε αμίλητη. «Νομίζει ότι θα φύγεις και θα μας εγκαταλείψεις» είπε μέσα από τα δόντια του ο Μπελιές. Η Ελένα ήταν έτοιμη να θριαμβολογήσει, αφού ο Δήμος είχε φτάσει μέχρι την πόρτα της παρά τη θέλησή του, όμως η Ραλλού ήταν πραγματικά αξιολύπητη. «Χαζούλα που είσαι! Αφήνω εγώ τέτοιο όμορφο κορίτσι μόνο του;» Η Ραλλού σκούπισε τη μύτη της με την ανάστροφη του χεριού της και χαμογέλασε πλατιά. «Ικανοποιήθηκες τώρα; Την τραβάς από τη μύτη» είπε στάζοντας φαρμάκι ο Δήμος. «Αυτό ήρθες να μου πεις;» τον ειρωνεύτηκε η Ελένα. «Όταν αφήσεις στην άκρη τον εγωισμό σου και δεις πιο μακριά, θα καταλάβεις την κατάσταση των πραγμάτων».


144

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τι βαρύγδουπο!» Η Ελένα μόλις που συγκρατήθηκε να μη βάλει τα γέλια. «Πάμε, Ραλλού. Ελπίζω να διαπίστωσες ότι με αυτόν τον χαρακτήρα η φίλη μας δεν θα πάει μακριά». «Δεν θα φύγει!» επανέλαβε η Ραλλού και πιάνοντας τον Δήμο από το χέρι, τον τράβηξε προς τη σκάλα χοροπηδώντας πανευτυχής. Λίγο μετά, η Ελένα κατέβηκε στην κουζίνα ψάχνοντας την Άννα. Η κοπέλα ήταν άφαντη. Μάλλον θα βρισκόταν κάπου με τον Κραμπή, ευκαιρία λοιπόν να ψάξει τα πράγματά της. Χωρίς δισταγμό μπήκε στο μικρό δωμάτιο που βρισκόταν στο ημιυπόγειο. Τα πράγματα που είχε φέρει η Άννα από την πατρίδα της ήταν ελάχιστα. Μετά από λίγα λεπτά, το μόνο που αποκόμισε από την έρευνά της ήταν μία φωτογραφία, την οποία είχε κάθε λόγο να κοιτάζει χωρίς να κρύβει την έκπληξή της. Δύο άνδρες και μία γυναίκα στη μέση γελούσαν στον φακό. Το ένα πρόσωπο της ήταν άγνωστο, το δεύτερο το είχε δει πρόσφατα, όσο για το τρίτο το γνώριζε όλη της τη ζωή. Τι δουλειά είχε η Σοφία Στολτς αγκαλιά με τον Λευτέρη Μαρδά και εκείνον που ήταν μάλλον ο συνεργάτης του και πιθανόν ο πατέρας της Άννας; Η Ελένα μπλόκαρε. Το μυαλό της είχε κολλήσει σε μία και μόνη εικόνα. Στο δικό της χέρι, που ένα δεκαπενθήμερο πριν σκόρπιζε ό,τι θύμιζε τη μητέρα της στη θάλασσα του Ιονίου. Η τελευταία επιθυμία της Σοφίας Στολτς ήταν κάτι που η Ελένα εκτέλεσε αδιαμαρτύρητα χωρίς καν να εξετάσει το νόημά της. Και ξαφνικά αντιλαμβανόταν πως τα πάντα είχαν κάποια σημασία, μια σημασία που της ήταν αδύνατον να κατανοήσει εκείνη τη στιγμή. Το κεφάλι της έμοιαζε ένα απόλυτο κενό. Ήταν η πρώτη φορά από την ώρα που πάτησε το πόδι της στην Ελλάδα που ένιωθε να κλυδωνίζεται πάνω σε ένα πλοίο έτοιμο να βυθιστεί. Προσπάθησε να ανακτήσει τη ψυχραιμία της. Δεν ήταν του χαρακτήρα της να τα βλέπει μαύρα, αυτό το χρώμα δεν υπήρχε καν στο λεξιλόγιό της. Ίσως η μητέρα της δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά, οπότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να θορυβείται. Γιατί δεν της είχε απαντήσει ακόμη ο Δελής; Κοίταξε το ρολόι της. Ποιος ξέρει τι ώρα θα τελείωνε αυτή τη μυστηριώδη δουλειά που είχε… Η ανάγκη αλλά και η ενοχή την οδήγησαν έξω από την πόρτα της Ουρανίας. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα χτύπησε διακριτικά. Καμία απάντηση. Χτύπησε πιο δυνατά και ταυτόχρονα δοκίμασε το πόμολο. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. «Κυρία Μαρδά!» φώναξε, αλλά και πάλι δεν πήρε καμία απάντηση. Θορυβημένη κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και βγαίνοντας από την έπαυλη τράβηξε κατά τους στάβλους. Έβλεπε ήδη τον Μπελιέ να μιλάει με μία από τις κοπέλες του προσωπικού. Την είδε κι εκείνος αλλά όταν του έκανε νόημα, δεν της έδωσε καμία σημασία συνεχίζοντας την κουβέντα του. Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι γιατί ο αγενέστατος συμπεριφερόταν ακριβώς όπως τότε που τον είχε πρωτοδεί στο πλοίο. Φλέρταρε ασύστολα, χαμογελώντας και κρατώντας το χέρι της συνομιλήτριάς του.


Ο Φύλακας στον Φάρο

145

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Είναι η Ουρανία εδώ;» τον ρώτησε μουτρωμένη η Ελένα. «Την πήγα στη Μάρθα μαζί με τη Ραλλού. Θα τις ξαναφέρω αύριο το πρωί». Μόλις που καταδέχτηκε να της απαντήσει, χωρίς να γυρίσει καν να την κοιτάξει. Η Ελένα περίμενε μερικά δευτερόλεπτα κι έκανε ξανά μεταβολή. Κατευθυνόμενη και πάλι προς την έπαυλη, δεν είχε άλλη λύση παρά να γυρίσει στο δωμάτιό της. Κυριευμένη από μια αίσθηση μοναξιάς, δεν απόλαυσε στο ελάχιστο την απόλυτη ελευθερία που είχε. Ο Άρης μακριά, η Ουρανία με τη Ραλλού στη Διόνη, ακόμη και η Άννα δεν βρισκόταν πουθενά. Ξαφνικά το σπίτι τής φάνηκε μια τεράστια φυλακή. Δεν είχε διάθεση ούτε στην πισίνα να κάτσει ούτε και στον σκιερό ροδώνα. Δεν υπήρχε κανένας για να την περιορίσει αλλά και κανένας για να ασχοληθεί μαζί της. Ήταν πια έξι το απόγευμα και η Ελένα καπνίζοντας συνεχώς τσέκαρε ξανά την ηλεκτρονική της αλληλογραφία. Μα πού ήταν επιτέλους ο Δελής; Παραλίγο να ξεφωνίσει όταν εμφανίστηκε η ένδειξη: ένα εισερχόμενο μήνυμα. Από Vdelis@epiruson.gr Προς Elenast@batpages.sw Αυτή που απεικονίζεται στις φωτογραφίες είναι η γυναίκα του φαροφύλακα. Ο άνδρας που είναι ξαπλωμένος δίπλα της είναι ο Πέτρος Μπελιές. Πώς είναι δυνατόν να είχε στην κατοχή του ο Μαρδάς αυτήν ειδικά τη φωτογραφία; Ο Μπελιές ποτέ δεν θα έδινε τέτοια δικαιώματα. Η Ελένα πληκτρολόγησε πυρετωδώς και έστειλε νέο μήνυμα. Από Elenast@batpages.sw Προς Vdelis@epiruson.gr Δεν ρώτησα ποτέ το όνομα του φαροφύλακα, της γυναίκας του και του παιδιού τους. Τι ακριβώς γνωρίζετε για τη γυναίκα και το παιδί; Από Vdelis@epiruson.gr Προς Elenast@batpages.sw To όνομα του φαροφύλακα ήταν Μάρκος Βραχνός. Τη γυναίκα του την έλεγαν Σοφία και το κοριτσάκι τους, η Νίτσα, ήταν τριών ετών όταν έγιναν τα γεγονότα στον φάρο. Η Σοφία με τη μικρή της κόρη έφυγαν λίγο μετά τη σύλληψη του φαροφύλακα. Δεν γνωρίζω τίποτα περισσότερο για τη γυναίκα και το παιδί. Αυτό που έμαθα όμως εγώ και φαίνεται να δικαιολογεί τις προηγούμενες κουβέντες μας είναι ότι η μητέρα του Λευτέρη Μαρδά λεγόταν Μαρία Αποστόλου πριν τον γάμο της. Αποστόλου ήταν το επίθετο του Τόλια, που ήταν απλά το παρατσούκλι του. Παραείναι σύμπτωση, δεν νομίζεις κι εσύ; Η Ελένα έκλεισε τον υπολογιστή χωρίς να στείλει καμία απάντηση. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της εντελώς ανέκφραστη. Στην αρχή αρνήθηκε να αφομοιώσει τα νέα στοιχεία. Ψάχνοντας στα τυφλά, βρήκε το μπολ με τα παπάκια και κρατώντας το


146

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σφιχτά στην αγκαλιά της, κούρνιασε σε εμβρυακή στάση και προσπάθησε να αδειάσει εντελώς το μυαλό της και να αντιμετωπίσει επιτέλους την πραγματικότητα. Είχε φτάσει μέχρι τη Θεσπρωτία έχοντας δεδομένη την ορφάνια της και την αδιαφορία της για τους οικογενειακούς δεσμούς. Αυτή, η Ελένα Βραχνού, πρώην Ελένα Στολτς, γνώριζε ότι ο πατέρας της είχε πεθάνει σε ναυτικό ατύχημα. Τι σύμπτωση αλήθεια, σε ηλικία τριών ετών, να έχει βρεθεί στην Κέρκυρα με τη μητέρα της, που όλως περιέργως σε όλη την υπόλοιπη ζωή της όχι μόνο δεν αναφέρθηκε ποτέ στην Ελλάδα αλλά έκανε τα πάντα για να απομακρυνθεί ακόμη και από την ίδια της την κόρη. Η Σοφία Στολτς δεν είχε παρελθόν. Όχι γιατί δεν διέθετε τέτοιο, αλλά γιατί αυτό το παρελθόν ήταν τόσο ενοχλητικό που η μόνη λύση ήταν να φύγει μακριά του. Η μητέρα της ερωμένη του Λευτέρη Μαρδά... Η μητέρα της συμμέτοχος σε εκβιασμούς και όργια... Η μητέρα της ακόμη και ερωμένη του Πέτρου Μπελιέ... Η μητέρα της μια πόρνη πολυτελείας, μια αγία πόρνη, εξαγνισμένη μετά θάνατον... Η μητέρα της, στάχτες που επέστρεψαν στον τόπο του εγκλήματος... Και αυτή, κόρη ενός ανθρώπου που καταδικάστηκε, δίκαια για όλους, άδικα προφανώς μόνο για τον Μανωλά, αφού τον ευεργετούσε με τη διαθήκη του. Τον κάτοχο του σφραγιδόλιθου της Γένουας, του δαχτυλιδιού που ήταν αποστολή της να ανακαλύψει. «Τίποτα δεν μένει κρυφό, τίποτα απολύτως… Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται…» μουρμούριζε ξανά και ξανά, νιώθοντας τα βλέφαρά της να βαραίνουν. Η σύγχυση στο μυαλό της υποχώρησε αφήνοντας θέση στο όνειρο. Λίγο πριν τη λήθη του ύπνου, η οικογένεια των παπιών χαμογέλασε ξανά στο Νιτσάκι, που έκλεισε σφιχτά τα μάτια και γέρνοντας το σώμα του βρήκε παρηγοριά στο νοτισμένο τζαμόφυλλο του φάρου. Οι φωνές αντηχούσαν ακόμη στα αυτιά της, όμως η μικρή σαν τη στρουθοκάμηλο, εκείνο το μεγάλο πουλί που ο πατέρας της της είχε μάθει το δύσκολο όνομά του, έκρυψε το κεφάλι, ασφαλής ότι δεν τη βλέπει κανείς. Οι γονείς της μάλωναν…, δηλαδή η μητέρα της φώναζε και ο πατέρας της απλά την άκουγε και κουνούσε το κεφάλι έχοντας στην αγκαλιά του τον ζουρνά που έφτιαχνε. Έμοιαζε να δίνει σημασία μόνο στο περίεργο μουσικό όργανο και όχι στην όμορφη γυναίκα του, συνηθισμένος στους καυγάδες που πάντα εκείνη ξεκινούσε. «Γιατί να μη ζούμε κι εμείς όπως ο υπόλοιπος κόσμος;» ρώτησε θυμωμένη η Σοφία. «Νόμιζα πως σου άρεσε εδώ. Δεν μας λείπει τίποτα. Δεν χρειάζεται να δουλέψεις, δεν θέλω να δουλέψεις». «Θέλω όμως εγώ! Βαρέθηκα να είμαι αποκομμένη από τον κόσμο, να βλέπω μόνο τους γλάρους και να ψαρεύω σαν να είμαι ναυαγός σε ερημονήσι. Θα πάω να δουλέψω στα Λουτρά. Είναι ευκαιρία να κάνω αυτό που έμαθα».


Ο Φύλακας στον Φάρο

147

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Αν νομίζεις ότι αυτό θα σε βοηθήσει, ποιος είμαι εγώ να σου πω όχι; Μόνο το παιδί θα μείνει εδώ μαζί μου. Δεν μπορείς να το κουβαλάς πέρα-δώθε. Πού θα το αφήνεις; Δεν έχεις κανέναν άλλον, Σοφία!» «Σαν να ακούω τη μάνα μου! Παντρέψου τον Μάρκο, θα σε έχει βασίλισσά του! Η βασίλισσα του φάρου, για φαντάσου!» κάγχασε η Σοφία. «Δεν πρόκειται να σου χαλάσω το χατίρι. Κάνε αυτό που νομίζεις!» απάντησε ο Μάρκος ενώ τα χέρια του πιλάτευαν τον αγαπημένο του ζουρνά.


148

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

37.

Η

Ελένα πετάχτηκε από το κρεβάτι τρέμοντας. Έπιασε το μέτωπό της

νομίζοντας πως είχε πυρετό, το βρήκε όμως δροσερό, λες και το όνειρο ήταν απόλυτα αληθινό και το τζάμι στον φάρο την προστάτευε από τη ζέστη της ημέρας. Τα μάτια της στράφηκαν ερωτηματικά στο παιδικό μπολ, που κρατούσε ακόμη στα χέρια της. Της φάνηκε ότι τα παπάκια είχαν ακινητοποιηθεί από τον φόβο τους, λες και είχαν μόλις διαπράξει το μεγαλύτερο παιδιάστικο ατόπημα. Σοκαρισμένη, είχε μόλις συνειδητοποιήσει ότι ο φάρος δεν την τραβούσε για να ικανοποιήσει την περιέργεια και την ανάγκη της περιπέτειας που κυλούσε στις φλέβες της, αλλά γιατί ήταν το μοναδικό σπίτι που είχε γνωρίσει στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής της. Αυτής της ζωής που μέχρι πριν λίγο ήταν ένα απόλυτο κενό, μια μηδενική ανάμνηση, αφού αν τη ρωτούσε κανείς θα έλεγε ότι το πρώτο πράγμα που θυμόταν από την παιδική της ηλικία ήταν η ημέρα που ο Μίκαελ Στολτς την είχε σώσει από βέβαιο πνιγμό στην Κέρκυρα. Οι προτεραιότητές της είχαν πλέον αλλάξει. Οι απαιτήσεις της κοντέσας Αλφιέρι και ο ηλίθιος αρραβώνας με τον Άρη Μαρδά είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα. Άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου και κοίταξε με απέχθεια το δαχτυλίδι που είχε παραχώσει από το πρωί εκεί. Δεν είχε σκοπό να ακολουθήσει τα βήματα της μητέρας της, που είχε πιστέψει ότι θα έβρισκε την εξιλέωση γυρίζοντας την πλάτη στο παρελθόν της και επιλέγοντας να συνδράμει όλους τους άλλους εκτός της κόρης της. Δεν ένιωθε καμία ενοχή που είχε απομακρυνθεί από τη μητέρα της. Είχε εκτελέσει χωρίς άλλη σκέψη την τελευταία της επιθυμία, εκ των υστέρων όμως αντιλαμβανόταν ότι η Σοφία ουδέποτε είχε αποκόψει τον ομφάλιο λώρο που τη συνέδεε με την ιδιαίτερη πατρίδα της. Το ότι ξεκοκάλιζε τη Θεσπρωτική Ηχώ προφανώς σήμαινε ότι ποτέ της δεν είχε ξεφύγει από τον Λευτέρη Μαρδά και όχι ότι αισθανόταν το ελάχιστο των τύψεων για τα δικά της κρίματα. Η Ελένα κοίταξε με ένα είδος απέχθειας το πακέτο με το μισοσκισμένο περιτύλιγμα. Τι είχε στο μυαλό της η Σοφία εκφράζοντας την επιθυμία να σταλεί στην κόρη της κάτι που είχε σημασία μόνο για φοιτητές ψυχολογίας ή για πανεπιστημιακές παραδόσεις; Ίσως η μητέρα της να είχε κρύψει κάτι μέσα στις σελίδες, κάτι που μόνο η Ελένα θα μπορούσε να καταλάβει. Ίσως… ίσως… Δεν ωφελούσαν οι εικασίες, έπρεπε να τις διαβάσει. Οι σελίδες ήταν αλλού δακτυλογραφημένες κι αλλού χειρόγραφες, με σημειώσεις ανάμεσα στα διαστήματα ή στο περιθώριο. Το μελάνι ποίκιλλε, το χρώμα που κυριαρχούσε όμως ήταν το έντονο κόκκινο, λες και η Σοφία είχε αποφασίσει να γράψει με το ίδιο της το αίμα. Η Ελένα άρχισε να διαβάζει προκατειλημμένη. Η


Ο Φύλακας στον Φάρο

149

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μητέρα της είχε το θράσος να ασχολείται με τις διαταραχές των άλλων χωρίς να έχει θεραπεύσει τις δικές της. ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ Η ένταξη της κάθε περίπτωσης σε μία κατηγορία ψυχολογικής διαταραχής δεν συντελείται αβασάνιστα αλλά κατόπιν επισταμένης μελέτης λαμβανομένου υπ’ όψιν όχι μόνον του χαρακτήρα και της φυσιογνωμίας αλλά και των επιρροών και της κουλτούρας του υπό μελέτη ασθενούς. Το σύνδρομο της Στοκχόλμης έχει να κάνει με την απόλυτη εξάρτηση του θύματος από τον θύτη σε τέτοιο βαθμό ώστε το θύμα να δικαιολογεί τον θύτη για τις άδικες πράξεις εις βάρος του. Το θύμα φτάνει σε σημείο να ταυτίζεται με τον θύτη και να αισθάνεται την ανάγκη να εξανθρωπίσει τις πράξεις του ή ακόμη και να αποκαταστήσει την εις βάρος του αδικία με το να αποδέχεται ως απαραίτητη ή αναγκαία την όλη κατάσταση. Στην περίπτωση της ΣΒ έχουμε να κάνουμε με πλήρη ταύτιση της εικοσιδυάχρονης με τον κατά δέκα τρία χρόνια μεγαλύτερό της εργοδότη και εραστή της ΛΜ. Ο θύτης επιδιώκει την πλήρη αφαίρεση της πρωτοβουλίας από το θύμα κάνοντάς το ερωτικό υποχείριό του. Η άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας δεν βρίσκει κανένα σημείο αντίστασης, αντίθετα η ΣΒ αποδέχεται την όλη κατάσταση ως την πλέον ενδεδειγμένη έκφραση ερωτικής εξουσίας και επιβολής. Η σχέση εξάρτησης είναι απόλυτη και δικαιολογημένη καθώς ενδόμυχα το θύμα αρέσκεται στο να μιμείται με τη σειρά του τη συμπεριφορά του θύτη για να εδραιώσει τη μεταξύ τους σύνδεση. Για το θύμα δεν συντελείται η έννοια της αδικίας καθώς αδυνατεί να αντιληφθεί ότι τίθεται τέτοιο ζήτημα στη μορφή της σχέσης τους. Ο ψυχαναγκασμός είναι κάτι όχι μόνο αποδεκτό αλλά και επιδιωκόμενο καθώς το θύμα τον θεωρεί άλλο ένα μέσο επιβεβαίωσης του ενδιαφέροντος του θύτη προς αυτό. Η Ελένα προσπέρασε τις βαρετές για αυτήν ψυχολογικές αναλύσεις. Τα αρχικά των ονομάτων δεν ήταν άλλη μία σύμπτωση. Η περίπτωση που ανέλυε η μητέρα της ήταν ολοφάνερα η δική της. Πιο κάτω άρχιζε μια περιγραφή της σχέσης. Από την αρχή ήξερα ότι ο γάμος μου δεν μου ταίριαζε. Η μητέρα μου είχε άλλη γνώμη κι απλά προχώρησα, όχι για να της κάνω το χατίρι, αλλά γιατί δεν είχα άλλη επιλογή. Παντρεύτηκα στα είκοσι ένα μου χρόνια και ένα χρόνο αργότερα, γεννώντας την κόρη μου, γνώρισα τον ΛΜ. Αυτό που η δική μου μητέρα ήθελε να αποφύγει με τον γάμο μου, τελικά έγινε πραγματικότητα. Ο ΛΜ ήταν αυτός που με μετέφερε στο νοσοκομείο λόγω της γνωριμίας με τη μητέρα μου που δούλευε στο σπίτι του πεθερού του. Η μητέρα μου που δεν ήθελε να μπλέξω με αυτούς τους ανθρώπους γιατί όπως έλεγε το μακρύ χέρι του αφεντικού της έφτανε κάτω από τις φούστες του προσωπικού του, αποδείχτηκε εκ των υστέρων σωστή στην κρίση της, αλλά ευτυχώς δεν έζησε για να δει την κατάντια μου.


150

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η γνωριμία μου με τον ΛΜ ήταν μοιραία. Γοητεύτηκα και ξεχάστηκα από τους τρόπους και τη συμπεριφορά του, παρόλο που ήμασταν και οι δύο παντρεμένοι. Ζούσα πια σε ένα κόσμο ονειρικό, που όπως αποδείχτηκε δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο άνδρας μου με αγαπούσε υπερβολικά, και ίσως ακόμα περισσότερο από την ώρα που γεννήθηκε η κόρη μας. Προσπαθούσε με τον τρόπο του να με κάνει ευτυχισμένη, ήταν όμως απλός άνθρωπος και δεν καταλάβαινε τις δικές μου ανάγκες. Αντίθετα, ο ΛΜ που επί δύο χρόνια συναντούσα κρυφά, πολλές φορές με τις πιο απίστευτες δικαιολογίες, αποτελούσε το πρότυπό μου. Παρότι ερωμένη και όχι σύζυγός του, ήμουν απόλυτα ευτυχισμένη. Τα ρομαντικά μέρη που συναντιόμασταν, οι αβρές χειρονομίες του, τα λόγια του, όλες του οι κινήσεις, ακόμη και ο τρόπος που μου έκανε έρωτα με είχαν διχάσει. Ζούσα για αυτές τις ελάχιστες στιγμές, τις περίμενα με αγωνία υπομένοντας τη ζωή στην απομόνωση. Ο ΛΜ επαναλάμβανε -και με δηλητηρίαζε αργά- ότι δεν είχα τη ζωή που μου άξιζε και ότι ο άνδρας μου ήταν πολύ λίγος για εμένα. Αντίθετα αυτός ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα κι εγώ το πίστευα ακράδαντα. Όταν μου ζήτησε να τον βοηθήσω, δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Χωρίς καν να ρωτήσω περισσότερα, απάντησα καταφατικά. Υποτίθεται ότι η δουλειά μου θα είχε σχέση με τις σπουδές μου. Αισθάνθηκα κολακευμένη και πρόσφερα ανεπιφύλακτα όσες υπηρεσίες μου ζητήθηκαν. Επί ένα χρόνο σχεδόν έκανα πράγματα για τα οποία θα ντρέπομαι σε όλη μου τη ζωή. Τότε όμως, όλα έμοιαζαν ένα παιχνίδι ή καλύτερα ένας τρόπος να εξασφαλίσω τον άνδρα που αγαπούσα. Κάθε φορά ο οποιοσδήποτε δισταγμός μου υποχωρούσε όταν ο ΛΜ χρησιμοποιώντας τις γνωστές του μεθόδους με έπειθε ότι πλησιάζαμε τον στόχο μας. Κι αυτός ο στόχος ήταν το να είμαστε για πάντα μαζί, έτσι τουλάχιστον μου έλεγε. Εγώ ένιωθα την ανάγκη να ικανοποιήσω την κάθε επιθυμία του αλλά και να δικαιολογήσω τις πράξεις του, τις αποφάσεις και τις αντιδράσεις του. Πίστευα ότι μόνο εγώ τον καταλάβαινα και ότι ήμασταν μια ομάδα. Μου υποσχέθηκε ότι μετά από αυτό θα ήμασταν για πάντα μαζί. Τα συναισθήματα της Ελένα ήταν συγκεχυμένα. Υποτίθεται ότι διάβαζε τις εξομολογήσεις του πιο κοντινού της ατόμου. Κι όμως, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι αυτή η ιστορία αφορούσε κάποια άλλη γυναίκα. Αδυνατούσε να ταυτίσει την αποφασιστική ψυχραιμία της Σοφίας Στολτς με την υποτελή ανασφάλεια της Σοφίας Βραχνού. Ούτε μία σειρά δεν είχε αφιερώσει στο πραγματικό θύμα εκείνης της ιστορίας, τον νόμιμο άνδρα της και πατέρα της κόρης της. Ούτε μία σειρά δεν είχε αφιερώσει στη μονάκριβη κόρη της. Αντίθετα, έδειχνε να έχει γράψει αυτές τις σελίδες για να δικαιολογήσει για μια ακόμη φορά τον εαυτό της και τον εραστή της. Η Ελένα παραμέρισε τις σελίδες και παρατήρησε ξανά τη φωτογραφία του Μαρδά, του Τίτο και της μητέρας της. Η Σοφία είχε σγουρά μακριά μαλλιά που έφταναν μέχρι τη μέση της. Έμοιαζε με μάγισσα, όμως το πρόσωπό της έλαμπε. Δεν τη θυμόταν έτσι. Όχι απλά γιατί το σοβαρό χτένισμα και το ντύσιμο που υιοθέτησε μετά τον δεύτερο γάμο της άλλαξαν την εξωτερική της εμφάνιση, αλλά και γιατί η


Ο Φύλακας στον Φάρο

151

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μοναδική ανάμνηση της Ελένα ήταν μια έκφραση μόνιμης δυσαρέσκειας και αποδοκιμασίας, ένα βλέμμα παγωμένο και απλανές στο πρόσωπο της μητέρας της. Η επόμενη σελίδα ήταν γεμάτη μουτζούρες. Στενεύοντας τα μάτια ζόρισε τον εαυτό της να αποκρυπτογραφήσει τις σχεδόν κωδικοποιημένες λέξεις. Το κορακόχορτο είναι δηλητηριώδες, όμως σε μικρές δόσεις το χρησιμοποιούμε για τις καρδιοπάθειες. Χρυσόχορτο για ασθματικούς. Το μαυροκούκι ρίχνει την πίεση. Η δαιμοναριά μειώνει τις εκκρίσεις των βλεννογόνων, του σάλιου και των πεπτικών υγρών. Ο μανδραγόρας έχει παραισθησιογόνες ιδιότητες. Η μπελαντόνα είναι χαλαρωτικό, αναισθητικό και παραισθησιογόνο επίσης. Η βαλεριάνα χαλαρώνει. Τα φύλλα και οι σπόροι του ντάτουρα είναι επίσης από παραισθησιογόνα έως και καθαρό δηλητήριο. Η λήψη από το στόμα του κολχικού δημιουργεί παρενέργειες. Ο κατάλογος με τα βότανα έμοιαζε ατελείωτος. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη εξυπνάδα για να καταλάβει ότι όλα αυτά αποτελούσαν συμπληρώματα διατροφής για την εξυπηρέτηση της λειτουργίας των Λουτρών. Θυμήθηκε ξανά το παλιό βιβλίο με τα γιατροσόφια, το γαμήλιο δώρο της μητέρας της, καγχάζοντας στη σκέψη ότι η Σοφία είχε εξαντλήσει τη χρήση του και το είχε απλά ξεφορτωθεί. Βγάζοντας το περιβόητο μητρικό δώρο από το σακίδιό της το περιεργάστηκε για πρώτη φορά με όλη της την προσοχή. Το εξώφυλλο ήταν όντως τόσο φθαρμένο που ήταν αδύνατον να καταλάβει αν κάποτε έγραφε κάτι. Η πρώτη και η δεύτερη σελίδα ήταν κενές, κι από κει και πέρα άρχιζε το κείμενο. Η Ελένα έφερε στο φως το βιβλίο και παρατήρησε ξανά τις κενές σελίδες. Δεν είχαν την παραμικρή διαφορά πέρα από το ότι η πρώτη είχε επάνω της μικροσκοπικά σημάδια. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά είδε ότι κάποιος είχε σκίσει το αμέσως προηγούμενο φύλλο. Η Ελένα ψηλάφισε το χαρτί νιώθοντας στις άκρες των δακτύλων τα βαθουλώματα που δεν ήταν ορατά με γυμνό μάτι. Κοίταξε σκεφτική την κιτρινισμένη σελίδα σαν να μελετούσε ένα σπάνιο κείμενο. Βρήκε ένα μολύβι και το έτριψε σε πολύ λεπτά ρινίσματα. Κατόπιν, πήρε ένα κομμάτι βαμβάκι και το πέρασε προσεκτικά απλώνοντας τα τρίμματα και χρωματίζοντας με αργές κινήσεις την επιφάνεια της σελίδας. Η μαγική μέθοδος των πρώτων σχολικών χρόνων αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά αλάνθαστη. Γραφικοί χαρακτήρες αποτυπωμένοι από διαφορετικά χέρια διαδέχονταν ο ένας τον άλλον αποκαλύπτοντας τους κατά καιρούς ιδιοκτήτες του βιβλίου. Χριστόφορος Μπόικος 9 Μαρτίου 1817 στο γιο μου Αριστείδη Αριστείδης Μπόικος 5 Απριλίου 1849 στο γιο μου Χριστοφόρη Χριστοφόρης Μπόικος 20 Ιουνίου 1873 στο γιο μου Αριστείδη. Χριστοφόρης Μπόικος 13 Μαρτίου 1876 στο δευτερότοκό μου Παναγή Παναγής Μπόικος 10 Ιουνίου 1906 στην κόρη μου Ελένη Ελένη Βραχνού το γένος Μπόικου 2 Φεβρουαρίου 1943 στο γιο μου Μάρκο Μάρκος Βραχνός 18 Νοεμβρίου 1982 στην κόρη μου Ελένη


152

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Άλλο ένα στοιχείο ερχόταν να συμπληρώσει τον γρίφο της ζωής της. Αν έκρινε από την τελευταία καταχώρηση, ο κάθε απόγονος του πρώτου Μπόικου, με τη γέννηση του πρωτότοκου παιδιού του, πέρναγε το βιβλίο στην επόμενη γενιά Ο Μάρκος Βραχνός, πρώην φαροφύλακας και πρώην κατάδικος και απόκληρος της κοινωνίας, είχε περάσει αυτό το βιβλίο στην κόρη του, Ελένη, που είχε τη δική της ημερομηνία γέννησης. Η Ελένα δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο για να πειστεί ότι ήταν η μικρή κόρη του φαροφύλακα, το κορίτσι που έβλεπε στους εφιάλτες της. Σκέφτηκε πυρετικά ότι έπρεπε να ψάξει να βρει τον πατέρα της, τον πατέρα που η Σοφία τής είχε στερήσει κάνοντάς την να πιστεύει ότι εδώ και είκοσι δύο χρόνια ήταν νεκρός, άθαφτος στον πάτο κάποιας άγνωστης θάλασσας. Καθώς μάζευε τις σελίδες που πάνω στον θυμό της είχε σκορπίσει στο πάτωμα, μπήκε στον πειρασμό να τις κάψει, για να μην υπάρχει το παραμικρό που να δηλώνει ότι η Σοφία Στολτς βασανιζόταν από τύψεις, ό,τι κι αν αφορούσαν αυτές. Τελικά αποφάσισε να τις κρατήσει, γιατί δεν ήθελε να κάνει κάτι βιαστικά. Έπιασε τον φάκελο με τα καλλιγραφικά γράμματα του Μίκαελ με σκοπό να τακτοποιήσει ξανά το χειρόγραφο, τότε όμως είδε ότι υπήρχε κάτι ακόμα μέσα, ένας μικρότερος φάκελος που έγραφε: Στην κόρη μου Ελένα, μόνο μετά τον θάνατό μου. «Μετά τον θάνατό σου, Σοφία! Για ποιο λόγο; Τι να πρωτοδιορθώσω τώρα εγώ;» φώναξε σε μια μητέρα που ήταν και δεν ήταν μαζί της. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, άρχισε να διαβάζει:


Ο Φύλακας στον Φάρο

153

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πρίστινα, Ιανουάριος 2007 Ελένα, γνωρίζοντας τον χαρακτήρα σου, θα σε παρακαλέσω να διαβάσεις αντικειμενικά αυτά που σου γράφω. Οι σχέσεις μας δεν ήταν οι καλύτερες, το ξέρω καλά. Συνειδητοποιώντας πια πως είναι ψευδαίσθηση το ότι η ζωή μάς ανήκει για πάντα, γελάω με τον εαυτό μου και περιγελάω τον ίδιο τον θάνατό μου. Αν υποθέσω ότι ο καθένας παίρνει ό,τι του αξίζει, η διάγνωση του καρκίνου δεν ήταν παρά η ανταμοιβή μου για τον τρόπο που έζησα. Δεν με ενοχλεί καθόλου το ότι έχω τρεις μήνες ζωής ακόμη. Μου είναι απόλυτα αδιάφορο, γι’ αυτό και πηγαίνω πάλι σε μια εμπόλεμη ζώνη. Η διάγνωση δείχνει ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν από εσάς. Δεν χρειάζομαι ούτε συμπαράσταση ούτε συμπόνια. Τα φάρμακα δεν φέρνουν σχεδόν κανένα αποτέλεσμα στον σωματικό μου πόνο. Δεν με ενδιαφέρει. Ό,τι και να μου συμβεί, θα μου αξίζει. Αυτή είναι η πληρωμή που οφείλω για να ησυχάσω επιτέλους. Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο μου είναι αδιάφορα πλέον τα πάντα είναι το παρελθόν που σου έκρυψα. Το διαστρεβλωμένο παρελθόν όπου ζούσα μέχρι πριν από τρεις μήνες. Με τον Μίκαελ βρισκόμασταν στο Σεράγεβο. Στο νοσοκομείο έκανα για μία ακόμη φορά τις εξετάσεις για να πάρω για μία ακόμη φορά την ίδια διάγνωση. Μεταστατικός καρκίνος, έξι μήνες ζωής. Συνάντησα τον Τίτο. Ας πούμε ότι ήταν ένας παλιός φίλος. Πέθαινε κι αυτός. Με συντομότερο χρονικό περιθώριο από το δικό μου. Τον είχαν φέρει δυο μέρες πριν, θύμα τροχαίου. Εγχειρίστηκε αλλά δεν είχε άλλη ζωή. Είχα να τον δω είκοσι δύο χρόνια. Δεν είχα καμιά δουλειά στο θάλαμό του, οι αρμοδιότητές μου ήταν άλλες, όμως πήγα να τον δω, όταν η κόρη του αναστατωμένη ήρθε στο γραφείο και ζητούσε ιερέα για τον πατέρα της. Ο Τίτο με αναγνώρισε. Μου είπε ότι δεν είχα αλλάξει καθόλου. Είχαμε κοινούς γνωστούς από την Ελλάδα. Με ρώτησε. Του είπα αυτά τα λίγα που μάθαινα από την εφημερίδα. Τίποτα περισσότερο. Δεν μιλήσαμε πολύ, δεν το επέτρεπε η κατάστασή του. Ζητούσε να εξομολογηθεί, δεν ήθελε να φύγει έτσι. Με ρώτησε γιατί γελάω. Του είπα ότι πέθαινα κι εγώ .Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το δικό μου. «Ο Θεός μάς τιμωρεί Σοφία κι ας έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια. Ελπίζω αυτός που έχει μείνει πίσω, να τιμωρηθεί περισσότερο κι από τους δυο μας». Τα λόγια του με νευρίασαν. Ακόμη κι εκείνη τη στιγμή, με την κατάστασή μου δεδομένη, η αναφορά στον Λευτέρη μού έκοβε την ανάσα. «Μας έπαιζε όλους και μετά μας πέταξε» είπε ο Τίτο. Δεν ήθελα να ακούω αυτά που σκεφτόμουν κι εγώ τόσα χρόνια. Του είπα ότι θα πήγαινα να του βρω έναν παπά, όμως παρά την κατάστασή του, το χέρι του έσφιξε δυνατά το δικό μου. «Ούτε ο Θεός θα συγχωρήσει αυτά που κάναμε. Στείλαμε έναν αθώο στη φυλακή, αυτό από μόνο του τα λέει όλα». «Λες ανοησίες» του απάντησα. «Πιστεύεις ακόμη ότι εκείνη τη μέρα στο φάρο είχα έρθει να σε βοηθήσω να το σκάσεις;» Δεν πρόλαβα να πω τίποτα. «Πλάτες του έκανα, όπως πάντα. Είχε πάει για να σκοτώσει όχι έναν, αλλά δύο ανθρώπους!» είπε και με κοίταξε με δάκρυα στα μάτια. Τράβηξα το χέρι μου θυμωμένη. «Ησύχασε τώρα!» του είπα και βγήκα τρέχοντας από τον θάλαμο. Δεν ήθελα να ακούσω αυτά που ενδόμυχα γνώριζα, αυτά που


154

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

νόμιζα ότι δεν θα ξανασκεφτόμουν ποτέ πια. Ο Τίτο πέθανε την επόμενη μέρα. Δεν ξέρω αν πρόλαβε να εξομολογηθεί. Ας καούμε και οι δύο στην κόλαση. Εγκληματίας δεν είναι μόνο αυτός που κάνει το έγκλημα αλλά και αυτός που συμπαραστέκεται στον εγκληματία. Τρία χρόνια της ζωής μου έκανα ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ήρθε η ώρα να πληρώσω κι εγώ. Είναι καλύτερο που στα έγραψα. Δεν έχω μάθει να σου μιλάω, Ελένα. Είσαι εγωίστρια, όπως ήμουν κι εγώ στην ηλικία σου. Δεν πήρες τίποτα από τον χαρακτήρα του πατέρα σου. Κάποτε καμάρωνα γι’ αυτό. Έχω ζητήσει από τον Μίκαελ, όταν πεθάνω, να γίνει αποτέφρωση. Πήγαινε τις στάχτες μου πίσω στην Ελλάδα και μετά κάνε αυτό που πρέπει. Σοφία Στολτς. Η Ελένα αρνήθηκε να υποκύψει στην αδυναμία και να κλάψει, παρόλο που θα ήταν μια υγιής αντίδραση. Είχε ξεπεράσει αυτό το στάδιο προ πολλού στη ζωή της και παρά τα απίθανα που της είχαν συμβεί, αποφάσισε ότι ο μόνος τρόπος να το αντιμετωπίσει ήταν να προσποιηθεί ότι ήταν ακόμη η Ελένα Στολτς και ο άλλος της εαυτός, η Ελένα Βραχνού, της είχε αναθέσει μία έρευνα. «Η κοντέσα Αλφιέρι μού δίνει ένα σπίτι στο Σαν Τζιμινιάνο. Εσύ τι έχεις να μου προσφέρεις, Ελένα Βραχνού;» αναρωτήθηκε καθώς έβαζε τις σημειώσεις της μητέρας της, το βιβλίο των Βικογιατρών και το παιδικό μπολ στο σακίδιό της, προσθέτοντας ένα χοντρό πουλόβερ και τον υπνόσακό της. Ακόμη κι αν δεν μπορούσε να μπει στον φάρο, είχε σκοπό να στρατοπεδεύσει απ’ έξω. Αποκλείεται να είχε ανοίξει η γη και να είχε καταπιεί τον Μάρκο Βραχνό. Ο φάρος ήταν το μόνο του καταφύγιο. Βρισκόταν εκεί ψηλά στο γυάλινο κουβούκλιο. Ήταν απόλυτα σίγουρη. Κι αυτή έπρεπε, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία της μητέρας της, να κάνει το σωστό.


Ο Φύλακας στον Φάρο

155

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

38.

Ο

φαροφύλακας είχε ξαναπιάσει το πόστο του. Έτσι θα νόμιζε κάποιος

βλέποντάς τον να καθαρίζει το παλιό φανάρι και να γυαλίζει τα σίδερα. Κι όπως κάθε απόγευμα κάθισε στον θρόνο του εκεί ψηλά στο μάτι του κύκλωπα, έβγαλε τα παλιό κανοκιάλι που οι ανόητοι είχαν αφήσει να ρημάξει στην αρμύρα της ερημιάς κι επόπτευσε το βασίλειό του. Από τη Διόνη μέχρι τις Αλυκές και ξανά πίσω, από τη Διόνη μέχρι το Καταφύγι και τον ξενώνα, εκεί που ήταν κάποτε το καλύβι που ζούσε η μητέρα του. Δεν είχε πει όλη την αλήθεια στον γέρο Μανωλά. Απόθεσε το κανοκιάλι και με κόπο έβγαλε τον σφραγιδόλιθο από τα πρησμένα του δάχτυλα. Τον περιεργάστηκε για μία ακόμη φορά αν και γνώριζε το παραμικρό στίγμα στην επιφάνειά του. Ήξερε την αξία του, όπως ήξερε και την ιστορία του. Άλλα ήταν αυτά που δεν γνώριζε, αυτά που μέχρι πριν λίγο καιρό δεν μπορούσε να εξηγήσει στον εαυτό του. Γιατί τόσο μίσος; Τι είχε κάνει στον Μαρδά και του είχε στήσει αυτό το παιχνίδι; Χρειάστηκε είκοσι δύο χρόνια για να πάρει μιαν απάντηση. Ο Μάρκος Βραχνός μέτρησε όλα τα μερόνυχτα που πέρασε φυλακισμένος. Όλα τα μερόνυχτα που πέρασε να θυμάται ξανά και ξανά την τελευταίες του ώρες στον φάρο. Όλη εκείνη τη βδομάδα, -ήταν ο Μάρτιος του 1985-, η Σοφία ήταν ανήσυχη, σαν το θηρίο στο κλουβί. Ο Μάρκος ήξερε ότι η Σοφία τον θεωρούσε κατώτερό της. Η αλήθεια ήταν ότι ποτέ του δεν είχε πιστέψει στην τύχη του όταν εκείνη δέχτηκε να ενώσουν τις ζωές τους. Στην αρχή της άρεσε να ζει έτσι. Όλα άλλαξαν όταν γεννήθηκε το Νιτσάκι. Τότε άρχισαν και οι γκρίνιες και οι καυγάδες. Η Σοφία έφευγε και τον άφηνε με το μωρό. Έμοιαζε να ζει στον κόσμο της κι αυτός απόφευγε τις ερωτήσεις, του αρκούσε που όταν γυρνούσε ήταν ξανά χαρούμενη. Μετά ήρθε η δουλειά στα Λουτρά κι έκαναν βδομάδες να τη δουν αυτός και το παιδί. Περνούσαν στη μοναξιά τους, εκτός κι αν ερχόταν ο Πέτρος με τον γιο του. Ήταν καλός φίλος ο Πέτρος, τα έβρισκαν στις ιδέες και τα χούγια. Όταν ο Μάρκος πήρε εκείνο τον φάκελο, που ο Πέτρος με τα ίδια του τα χέρια του παράδωσε, τον έζωσε το άσχημο προαίσθημα. Δεν είχε άδικο. Δύο φωτογραφίες ήταν όλες κι όλες εκεί μέσα, αλλά το θέαμα ήταν αρκετό για να στραγγίξει το αίμα από το πρόσωπό του. Ο Πέτρος και η Σοφία στο κρεβάτι γυμνοί. Ο φίλος του κι η γυναίκα του! Δεν είπε σε κανέναν τίποτα. Του φάνηκε απίστευτο. Περίμενε τη Σοφία να του ανοίξει κουβέντα, το ένιωθε ότι κάτι ετοίμαζε. Εκείνη όμως τον κοιτούσε αμίλητη σαν να τον σιχαινόταν και να τον μισούσε μαζί. Δεν άντεχε άλλο εκείνο το βλέμμα, δεν μπορούσε όμως και να της μιλήσει, δεν ήξερε τι να πει, πώς να το πει, σαν να ήταν αυτός ο φταίχτης. Άρχισε να πίνει. Και τότε ήρθε ο Μαρδάς. Δεν είχαν ποτέ πάρε δώσε, ήταν όμως τόσο θολωμένος από το ποτό, και οι φωτογραφίες πάντα


156

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μπροστά του να τις κοιτάζει και να μην καταλαβαίνει. Όπως δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε παλεύοντας με την αποκάλυψη της απιστίας των δύο ανθρώπων που αγαπούσε. Ο Μαρδάς έπινε κι εκείνος μαζί του και τον σιγόνταρε. Ο ήλιος είχε ξεπροβάλει ανάμεσα στα μαρτιάτικα σύννεφα και ο αέρας φυσούσε, όταν βγήκαν μαζί έξω κι αντίκρισαν τον βραχότοπο. Άκουσε το σφύριγμα κι είδε τη φιγούρα του Πέτρου να έρχεται από τη μεριά της Διόνης για να φέρει τις προμήθειες και το ταχυδρομείο. Ο Μαρδάς είχε σταθεί πίσω του και τον είχε αγκαλιάσει από τους ώμους σαν ένας στοργικός πατέρας νανουρίζοντάς τον. «Αν ήμουν εγώ στη θέση σου, δεν θα τον άφηνα ζωντανό. Πρόδωσε τη φιλία σου, θέλει τη γυναίκα σου. Έτσι είναι αυτός. Πρώτα την Ουρανία, μετά τη Σοφία. Όλη του η οικογένεια έτσι ήταν πάντα. Δεν πρέπει να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Είναι ζιζάνια και χρειάζονται ξερίζωμα». Δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε με το όπλο στο χέρι. «Κάνε το! Είσαι ή δεν είσαι άνδρας;» Το όπλο στο δεξί του χέρι… το χέρι του έτρεμε… Έπρεπε να σκεφτεί, όμως ο Μαρδάς δεν τον άφηνε. Του άρπαξε το όπλο τσαντισμένος. Τα αυτιά του βούιξαν από τον πρώτο πυροβολισμό… το όπλο βρέθηκε ξανά στα χέρια του… τα ανυπόμονα δάχτυλα έσφιξαν όπως-όπως τα δικά του… η σκανδάλη απελευθερώθηκε. Δύο κρότοι ακόμη κι ο Πέτρος κειτόταν στον βραχότοπο, ξαπλωμένος ανάμεσα στα ανοιξιάτικα λουλούδια που στόλιζαν το νεκροκρέβατό του. Κοίταξε ολόγυρα, όμως ήταν μόνος. Ο Μαρδάς δεν φαινόταν πουθενά. Από κάπου άκουσε το κλάμα ενός παιδιού. Έγειρε εκεί που βρισκόταν και ξάπλωσε καταγής. Έβγαλε το οινόπνευμα από μέσα του, ξύδι και χολή. Μία ώρα μετά, σέρνοντας σχεδόν σηκώθηκε. Δεν τόλμησε να πάει στον βραχότοπο, εκεί που κειτόταν το άψυχο κορμί του Πέτρου. Μπήκε στον φάρο, που έμοιαζε πιο έρημος από ποτέ. Θα τον έπιαναν, θα τον δίκαζαν και θα τον καταδίκαζαν. Ας ερχόντουσαν. Δεν τον ένοιαζε πια. Κατευθύνθηκε στην πίσω μεριά του φάρου κι έψαξε τις πέτρες της βάσης. Άρχισε να ξύνει προσεκτικά μέχρις ότου χωρούσαν ίσα-ίσα δύο δάχτυλα. Έβγαλε το εφεδρικό κλειδί του φάρου και το δαχτυλίδι που φορούσε, τα τύλιξε και τα παράχωσε, κι έπειτα σφράγισε το άνοιγμα. Ο φάρος θα έστεκε για πάντα, ακόμη κι όταν η δική του ζωή θα είχε τελειώσει… Είκοσι δύο χρόνια μετά, ο Μάρκος Βραχνός σκεφτόταν με πίκρα ότι εκείνη ήταν και η μόνη σωστή του εκτίμηση. Σε όλα τα άλλα είχε πέσει έξω. Όπως είχε πέσει έξω και η δικαιοσύνη. Τυφλή όπως πάντα, δεν είχε καν εξετάσει το πώς ένας αριστερόχειρας, τύφλα στο μεθύσι, είχε πυροβολήσει από απόσταση με το δεξί και είχε βρει τον στόχο του. Η ποινή του είχε μετριαστεί έπειτα από τρομερό αγώνα του δικηγόρου του. Όταν αποφυλακίστηκε και γύρισε πίσω, όταν πήγε στη Σκάλα στο Καταφύγι και συνάντησε τον Μανωλά, άκουσε πράγματα που δεν τα φανταζόταν. Δεν τα ήξερε… πώς να ξέρει τι γινόταν μόλις μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, σχεδόν κάτω από τη μύτη του; Αυτός ήταν ο φαροφύλακας, φύλαγε τη θάλασσα, κι είχε ξεχάσει πως στη στεριά η ζωή συνεχιζόταν. Και η Σοφία του είχε πράγματι εραστή, μόνο που δεν ήταν ο Πέτρος Μπελιές αλλά ο Λευτέρης Μαρδάς. «Γιατί με μισεί;» είχε ρωτήσει απορημένος τον Μανωλά.


Ο Φύλακας στον Φάρο

157

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Για τον ίδιο λόγο που η μητέρα του μισούσε τη δική σου». Ο Μάρκος τον είχε κοιτάξει χωρίς να καταλαβαίνει. «Ο Λευτέρης Μαρδάς είναι γιος της Μαρούλας κι εγγονός του Τόλια. Σε αυτή την οικογένεια ένα έγκλημα δεν είναι ποτέ αρκετό» του είχε απαντήσει θλιμμένα ο Μανωλάς.


158

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

39.

Ο

Δήμος δεν έβλεπε την ώρα να ξεκουραστεί επιτέλους. Η μέρα ήταν

ατελείωτη. Όλη η δουλειά είχε πέσει επάνω του κι ευτυχώς, αν και ντρεπόταν που το σκεφτόταν, η Ραλλού θα περνούσε το βράδυ με τις δυο της γιαγιάδες. Πλησιάζοντας στην έπαυλη, αναρωτήθηκε τι να έκανε η Ελένα. Δεν είχε πιστέψει τις παιδιάστικες ανοησίες της Ραλλούς, και όσο για την κρίση της Ουρανίας που η μικρή τού είχε περιγράψει, δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Αυτός όμως δεν είχε δει κανένα δαχτυλίδι στα χέρια της Ελένα. Ήταν ακόμη θυμωμένος που εκείνη είχε αθετήσει το ραντεβού τους, αλλά και νευριασμένος με τον εαυτό του που το ενδιαφέρον του είχε αρχίσει να γίνεται προσωπικό. Αυτό που τον έκαιγε δεν ήταν ούτε να μάθει τις ιστορίες του Κραμπή για τον φάρο ούτε το αν διακυβεύονταν τα συμφέροντα της οικογένειας Μαρδά. Δεν ήταν ούτε η συμπόνια που ένιωσε όταν η Ελένα τού εξομολογήθηκε ότι είχε χάσει και τους δύο γονείς της. Παρά τη θέλησή του, η απρόβλεπτη κοπέλα τον τραβούσε χωρίς και ο ίδιος να μπορεί να εξηγήσει το γιατί. Δεν ήθελε όμως να το ψάξει περισσότερο, γιατί φοβόταν ότι θα έμπαινε σε νέες περιπέτειες. Ή μήπως αυτό επιδίωκε πραγματικά; Αλλάζοντας γνώμη, κατευθύνθηκε ξανά προς τους στάβλους. Δεν ωφελούσε να κάνει ένα ντους και να ξαπλώσει. Δεν ήταν αυτός ο τρόπος για να του περάσει η υπερένταση. Το μόνο που ήθελε ήταν να νιώσει τον αέρα στο πρόσωπό του καλπάζοντας πάνω στο αγαπημένο του άλογο. Η Ελένα έβαλε εμπρός τον σκαραβαίο της και βγήκε στον δημόσιο δρόμο. Φθάνοντας στη μεγάλη στροφή διέκρινε το άλογο και τον αναβάτη του. Ποιος έκανε ιππασία την ώρα που ο ήλιος κόντευε σχεδόν να δύσει; Μα τι αναρωτιόταν; Ο Δήμος Μπελιές το είχε δει αφεντικό εκμεταλλευόμενος την απουσία του Άρη. Αντί να στρίψει προς τη μεριά του φάρου, που ήταν και ο προορισμός της, η Ελένα σταμάτησε επί τόπου κι έβγαλε τα κιάλια της για να δει πού ακριβώς πήγαινε ο επιστάτης. Και ποιος τη βεβαίωνε ότι ο τύπος δεν είχε κανονίσει μια μυστική συνάντηση; Με τον Κραμπή για παράδειγμα, μια και αυτός ο τελευταίος είχε εξαφανιστεί, κρίνοντας ίσως ότι η συνεχής παρουσία του στην περιοχή καταντούσε ύποπτη. Κάνοντας μια μικρή παράκαμψη και στο προηγούμενο σχέδιό της αλλά και στην άσφαλτο, η Ελένα μπήκε στο μονοπάτι που είχε ακολουθήσει ο Μπελιές. Μόλις βεβαιώθηκε για την κατεύθυνσή που είχε πάρει, βγήκε ξανά στον δημόσιο δρόμο οδηγώντας εκ του ασφαλούς προς το ίδιο σημείο. Όταν όμως έφτασε στις αλυκές, δεν υπήρχε κανείς. Κοίταξε ξανά με τα κιάλια. Ο Μπελιές ήταν άφαντος.


Ο Φύλακας στον Φάρο

159

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Δήμος γέλασε ευχαριστημένος. Είχε κερδίσει τον Άρη στα σημεία. Ήταν επικίνδυνο να αφήνει γυναίκες σαν την Ελένα μόνες. Βλέποντάς την να μπαίνει ξανά στο αυτοκίνητό της, βγήκε από το σημείο που είχε κρυφτεί και άρχισε να καλπάζει προς τον όρμο με τις συκιές. Η ατίθαση κοπέλα δεν είχε κανένα λόγο να τον ακολουθήσει. Εκτός και αν… Η αδρεναλίνη του είχε φτάσει στα ύψη. Η πνοή του αέρα γέμιζε τα πνευμόνια του με τη μυρωδιά των αρωματικών θάμνων που κάλυπταν και τις δύο πλευρές του μονοπατιού. Ο ήλιος έμοιαζε με φλεγόμενο σώμα που πλησίαζε να βουλιάξει στη θάλασσα. Όλες του οι αισθήσεις είχαν οξυνθεί στη σκέψη ότι η Ελένα ίσως βρισκόταν μια ιδέα πίσω του. Από ψηλά είδε τον όρμο με τις αγριοσυκιές που τα καμπουριαστά κλαδιά τους έφταναν έως το σημείο που έσκαγε το κύμα. Το μονοπάτι κατηφόριζε απότομα μέχρι που χανόταν μέσα στα πυκνά δέντρα. Ο Δήμος ξεπέζεψε κι έδεσε το άλογο αφήνοντάς το να ξεκουραστεί. Η Ελένα είχε κόψει ταχύτητα προσπαθώντας να μη χάσει την οπτική επαφή με τον Μπελιέ. Θα είχε προσπεράσει το συγκεκριμένο σημείο, αν την τελευταία στιγμή δεν έβλεπε το άλογο. Βγήκε από το αυτοκίνητο ψάχνοντας με το βλέμμα προς τα κάτω, εκεί όπου τερατώδεις συκιές έκαναν απαγορευτική την πρόσβαση στην παραλία. Αφαιρέθηκε ακούγοντας τον παφλασμό του κύματος και παρατηρώντας μια τεράστια αράχνη να υφαίνει με μαεστρία τον ιστό της από το ένα κλαδί στο άλλο. Ο ήλιος σε μορφή πυρωμένης έλλειψης άγγιζε ήδη τα νερά του Ιονίου βάφοντας με πορφύρα ουρανό και θάλασσα. Σε αυτή την απόμερη παραλία ξεχνούσες Θεό και ανθρώπους, όπως έλεγαν. Τον Θεό μπορεί, τους ανθρώπους όμως όχι. Εμβρόντητη, η Ελένα είδε τον Δήμο Μπελιέ να βγάζει ένα-ένα τα ρούχα του, να μπαίνει στη θάλασσα και να ξεμακραίνει με γρήγορες απλωτές. Η υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της να μην εμπλακεί συναισθηματικά με κανέναν είχε ήδη κάνει φτερά. Ακολουθώντας το ένστικτό της και μόνο, κατηφόρισε το μονοπάτι και σκύβοντας πέρασε κάτω από τα μπλεγμένα κλαδιά. Αναποφάσιστη κάθισε στα βότσαλα που είχαν την όψη θρυμματισμένου πάγου χαζεύοντας τα σκόρπια ανδρικά ρούχα. Κοίταξε γύρω της για να σιγουρευτεί ότι ήταν πραγματικά μόνη. Ο Δήμος δεν φαινόταν πουθενά. Καθησυχασμένη, άπλωσε το χέρι κι άρπαξε σαν λάφυρο τη μαύρη μπλούζα. Έχωσε το πρόσωπό της στο ύφασμα και ρούφηξε όλες τις μυρωδιές που το πότιζαν. Καθαρός ανδρικός ιδρώτας και ένα αισθησιακό after shave παρέλυσαν τις αισθήσεις της. Αν και αργά, είχε καταλάβει τι ήταν αυτό που την ενοχλούσε. Το μούδιασμα που κατέλαβε όλο της το σώμα είχε ένα και μόνο όνομα: λαγνεία. Ο Δήμος την είχε δει και κολυμπώντας γρήγορα ερχόταν προς το μέρος της. Αδιαφορώντας για τη γύμνια του, βγήκε από το νερό και στάζοντας κάθισε δίπλα της.


160

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Άργησες μια μέρα στο ραντεβού μας» της είπε χωρίς το παραμικρό ίχνος ειρωνείας. Ο τρόπος που την κοιτούσε καθώς τα σώματά τους πλησίαζαν την έκανε να ξεχάσει ότι αυτός ο άνδρας πίστευε ότι ο πατέρας της ήταν ένας δολοφόνος. Ο Δήμος, με ανακούφιση, διαπίστωσε ότι ο πόθος της Ελένα ήταν ίδιος με τον δικό του, καθώς έβγαζε βιαστικά το στρατιωτικό παντελόνι και το εφαρμοστό μπλουζάκι της και την τραβούσε επάνω του. Χάιδεψε τους ώμους της και άρχισε να φιλάει τη βελούδινη επιφάνεια του λαιμού της κατεβαίνοντας αργά προς τα κάτω. Με μια γρήγορη κίνηση ανασήκωσε το πόδια της και τα πέρασε στο ύψος των ώμων του κρατώντας τη σφιχτά από τη μέση, ενώ τα σώματά τους αγκομαχούσαν να εκτονωθούν. Μπήκε μέσα της και ο ρυθμός του γινόταν όλο και πιο βίαιος μέχρι που κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να κρατηθεί για πολύ ακόμη. Χαλάρωσε για μια στιγμή και την κοίταξε. Εκνευριζόταν όταν έκανε έρωτα με μια γυναίκα κι εκείνη έκλεινε τα μάτια. Ήταν σαν να έχανε το μισό παιχνίδι. Η Ελένα τον κοιτούσε γεμάτη απαίτηση. Αυτό και μόνο εκτόξευσε τον πόθο του στα ύψη. Αδυνατώντας να ελέγξει άλλο τον εαυτό του, βύθισε τη γλώσσα του πιο βαθιά στο στόμα της και με όλο και πιο έντονες κινήσεις, τελείωσε τη στιγμή που και το δικό της σώμα τρανταζόταν από βίαιους σπασμούς. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι οι ανάσες τους να ξαναβρούν τον κανονικό τους ρυθμό και το κύμα να ξαναγίνει ο μοναδικός ήχος που έσπαγε την ησυχία του όρμου. Στο λιγοστό φως που είχε απομείνει η Ελένα παρατηρούσε τον Δήμο καθώς εκείνος μάζευε κλαδιά για να ανάψει φωτιά. Δεν είχε πια καμία αμφιβολία ότι ο έρημος όρμος ήταν το καταφύγιό του. Οι μαυρισμένες πέτρες έδειχναν ότι είχαν χρησιμοποιηθεί ξανά και ξανά. Ο Δήμος ζούσε σαν ερημίτης μια ζωή εντελώς διαφορετική από αυτή του Άρη Μαρδά. Είχε πέσει έξω στην εκτίμησή της, για μία και μοναδική φορά έπρεπε να το παραδεχτεί. Δεν θα έφτανε όμως στο σημείο να πει ότι άρχιζε να τον ερωτεύεται. Η ιδέα την ενοχλούσε. Ήταν μια σωματική ανάγκη και τίποτα περισσότερο και για τους δύο. Κι ας φτερούγιζε η καρδιά της καθώς παρακολουθούσε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του όπως φωτίζονταν από τις πρώτες φλόγες της φωτιάς. Ο Δήμος κάθισε δίπλα της και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Η φωτιά είχε ανάψει για τα καλά και ζέσταινε τα γυμνά τους σώματα στέλνοντας έναν πίδακα σπίθες προς τη μεριά της θάλασσας. Η Ελένα έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ξεχάσει τις σκέψεις που σαν φίδια τρύπωναν μέσα της. Ποιο το όφελος όμως; Τα παραμύθια κρατάνε μερικές μόνο στιγμές. Δεν μπορούσε να χαλαρώσει και να αφεθεί. «Μήπως μετάνιωσες;» τη ρώτησε χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά.


Ο Φύλακας στον Φάρο

161

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ελένα μπήκε στον πειρασμό να αποζητήσει ξανά τα χάδια του Δήμου. Κάθε του κίνηση την ηλέκτριζε. Τον ήθελε ξανά, καταλάβαινε ότι κι εκείνος ένιωθε το ίδιο. Δεν θα χαλάρωνε όμως. Αυτή η ιστορία έπρεπε να τελειώσει και μάλιστα αμέσως. «Δεν συνηθίζω να μετανιώνω για τις πράξεις μου!» Η φωνή της ήταν και πάλι γεμάτη κυνισμό. Ο Δήμος αναστέναξε αλλά δεν είπε τίποτα. Η Ελένα ντύθηκε και κάθισε πιο κοντά στη φωτιά. Γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω εκεί που ήταν δεμένο το άλογο. «Σ’ εμένα έκανες ολόκληρο θέμα για τη Μαρόν κι εσύ βγάζεις τα άλογα από τη φάρμα όποτε σου κατέβει!» είπε ψάχνοντας την οποιαδήποτε αφορμή για καυγά. «Τι κατεβάζει πάντα το μυαλουδάκι σου, Ελένα!» της αντιγύρισε κάνοντας μια γκριμάτσα. «Σε λίγο θα πεις ότι τον έκλεψα. Ο Βίκος είναι το άλογό μου. Η μοναδική μου περιουσία». «Και θα μείνει έξω όλο το βράδυ;» τον ρώτησε επιμένοντας. «Δεν είχα τέτοια πρόθεση. Απλά μου ανέτρεψες το πρόγραμμα». «Υπέθεσα ότι πήγαινες να συναντήσεις κάποιον. Δεν είχα καμία διάθεση να σε ακολουθήσω» του είπε πεισμωμένη. «Δε σε καταλαβαίνω. Τη μία στιγμή είσαι γυναίκα και την άλλη γίνεσαι ξανά αγρίμι». «Που θέλεις να εξημερώσεις!» «Γιατί παρεξηγείς την κάθε μου κίνηση; Με υποψιάζεσαι ακόμη και τώρα; Μήπως νομίζεις ότι παίζω το παιχνίδι σου και υπέθεσες ότι θα με έβρισκες με κάποια άλλη; Ήμουν ολότελα ηλίθιος για να πιστέψω ότι η Ραλλού είχε καταλάβει λάθος!» Η Ελένα ένιωσε το αίμα να σφυροκοπάει το κεφάλι της, σίγουρη πλέον ότι ο έρωτας που έκαναν λίγο πριν ήταν μια παρένθεση και για τους δύο, μια στιγμιαία ανακωχή. «Σου έλεγε αλήθεια. Ο Άρης μού πρότεινε να αρραβωνιαστούμε» του απάντησε ετοιμοπόλεμη. Το σκοτάδι τούς είχε τυλίξει και της ήταν αδύνατον να αποκρυπτογραφήσει το βλέμμα του Δήμου. «Και μαζί τι κάναμε, Ελένα; Μια δοκιμή για να δεις ποιος μπορεί να σε πηδήξει καλύτερα;» «Είσαι γελοίος!» «Όχι περισσότερο από εσένα! Προφανώς είναι αδύνατο να συνυπάρξουμε. Φεύγω. Θα έρθεις μαζί μου ή όχι;» τη ρώτησε καθώς μάζευε τα σκόρπια του ρούχα. Δεν μπήκε στον κόπο να του απαντήσει. Τον ένιωσε που δίστασε για λίγο περιμένοντας ίσως να αλλάξει γνώμη. Πεισμωμένη έστρεψε το βλέμμα της στη φωτιά και δεν το τράβηξε παρά μόνο όταν άκουσε τον Βίκο και τον αναβάτη του να απομακρύνονται.


162

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η υπόθεση με τον Δήμο δεν είχε κανένα μέλλον. Δεν είχε την υπομονή να του εξηγήσει αλλά ούτε και την υποχρέωση. Οι συνθήκες είχαν οδηγήσει τον καθένα τους σε άλλους δρόμους. Το μόνο τους κοινό ήταν η αμοιβαία σεξουαλική απόλαυση. Ικανοποιημένη από το πώς είχε αντιμετωπίσει την κατάσταση και μην έχοντας τις ελάχιστες τύψεις για τη συμπεριφορά της, η Ελένα χώθηκε στον υπνόσακό της κοιτάζοντας τη φωτιά που σιγόκαιγε μέχρι που τα βλέφαρά της βάρυναν. Η νύχτα της όμως ήταν ανήσυχη. Ξυπνούσε κάθε λίγο σαν να φοβόταν τα όνειρα, τους εφιάλτες, τις αναμνήσεις, τη χαμένη παιδική ηλικία που τώρα ξανάχτιζε. Σηκώθηκε μουδιασμένη νιώθοντας πιο μόνη από ποτέ. Μάζεψε κι άλλα κλαδιά, ανάβοντας ξανά τη φωτιά κι απόμεινε ώρα συνδαυλίζοντάς τη, χαμένη στις σκέψεις της. Έψαξε το σακίδιό της να βρει το μπολ με τα παπάκια. Σηκώθηκε και μπήκε στη θάλασσα μέχρι τα γόνατα. Για λίγο έγινε ξανά το μικρό παιδί, το Νιτσάκι, πότε γεμίζοντας και πότε αδειάζοντας το μπολ νερό. Μα ούτε αυτό ωφελούσε. Αποκαμωμένη, κουλουριάστηκε κοντά στη φωτιά φέρνοντας το μπολ κοντά στα μάτια της, παρατηρώντας τις χαρούμενες ζωγραφιές του μέχρι που ήρθαν τα όνειρα. Ο ήλιος είχε ξεπροβάλει πίσω από ένα μολυβένιο σύννεφο καθώς η βάρκα απομακρυνόταν από τον φάρο. Δε γνώριζε κανένα από τους δύο άντρες ούτε της άρεσε που ο ένας κρατούσε το χέρι της μητέρας της. «Γιατί δεν ήρθε ο μπαμπάς μαζί μας;» ρώτησε η μικρή. «Ο μπαμπάς δουλεύει πάνω στο νησί. Δεν μπορεί να φύγει». Έβαλε τα κλάματα και ο άνδρας που κρατούσε το χέρι της μητέρας της έβγαλε από την τσέπη του μια σοκολάτα και της την έδωσε. Αυτή θυμωμένη, την πέταξε στη θάλασσα και συνέχισε να κλαίει πιο σπαρακτικά. «Δεν θέλω να φύγω! Δεν θέλω!»


Ο Φύλακας στον Φάρο

163

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

40.

Ο Δήμος πέρασε τη νύχτα ξάγρυπνος περιμένοντας να ακούσει τον παραμικρό θόρυβο που θα σήμαινε ότι η Ελένα επέστρεψε. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι άδικα ανησυχούσε κι ότι εκείνη θα ερχόταν να του ζητήσει συγγνώμη. Έπρεπε να είχε ελέγξει τις παρορμήσεις του. Χάνεις το παιχνίδι όταν παύεις να το βλέπεις σαν τέτοιο. Το ξημέρωμα αργούσε και ο λαιμός του είχε κλείσει σχεδόν από τα τσιγάρα. Ήταν μάταιο να ξαπλώσει. Με το που έκλεινε τα μάτια η μόνη εικόνα που έβλεπε μπροστά του ήταν να κάνει έρωτα με την Ελένα. Αρνιόταν να παραδεχτεί ότι την είχε πατήσει σαν σχολιαρόπαιδο. Προσπαθούσε να σκέφτεται ότι η Ελένα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια τυχοδιώκτρια. Ούτε αυτό όμως την έδιωχνε από το μυαλό του. Πού να βρισκόταν άραγε; Την είχε ικανή να έχει κοιμηθεί ακόμη και έξω από τον φάρο. Η αγωνία του υπερίσχυσε και τον έκανε να πάρει την απόφασή του. Θα επέστρεφε στον όρμο με τις συκιές παρότι του φαινόταν απίστευτο να έχει περάσει εκεί τη νύχτα της η Ελένα. Τίποτα όμως δεν ήταν απίστευτο όσον αφορούσε την κοπέλα, όπως πολύ σύντομα διαπίστωσε. Την είδε κουλουριασμένη δίπλα στη σβησμένη φωτιά κι ανησυχώντας πραγματικά, κατέβηκε το μονοπάτι. Έκανε ελάχιστο θόρυβο, όμως η Ελένα κοιμόταν τόσο βαθιά που δεν κινήθηκε καν. Τι την είχε πιάσει και είχε μείνει στην παραλία; Θα μπορούσε να της έχει συμβεί οτιδήποτε. Ο υπνόσακός της ήταν κουβαριασμένος παράμερα, το ίδιο και το σακίδιό της με το περιεχόμενό του πεταμένο εδώ κι εκεί. Αν δεν παρακολουθούσε την αναπνοή της για να καταλάβει ότι η κοπέλα ήταν ζωντανή, θα μπορούσε να υποθέσει ότι είχε δεχτεί κάποια επίθεση. Κάθισε παράμερα παρατηρώντας την. Δεν τόλμησε να τη σκεπάσει από φόβο μην την ξυπνήσει. Θα μπορούσε να τη χαζεύει για πάντα, έτσι όπως κοιμόταν ανυποψίαστη και τα υπέροχα πόδια της άγγιζαν σχεδόν τα χέρια στο ύψος του στήθους. Αμήχανος, έστρεψε το βλέμμα του και ψαχούλεψε τις σημειώσεις απορώντας για το τι μπορούσε να διαβάζει η Ελένα. Σίγουρα οδηγίες για επίδοξους διαρρήκτες. Έπεσε έξω από τον τίτλο και μόνο: υπαγωγή στο σύνδρομο της Στοκχόλμης. Προφανώς κάποιο ιατρικό κείμενο. Το προσπέρασε χωρίς άλλη σκέψη κι έπιασε να φυλλομετράει το φθαρμένο βιβλίο. Διαβάζοντας την πρώτη σελίδα απόρησε. Γιατί να του φανεί περίεργο όμως; Αφού η Ελένα είχε εισβάλει στο φαρόσπιτο, θα το είχε ανακαλύψει εκεί και θα το βούτηξε. Τυχοδιώκτρια, ψεύτρα, πλαστογράφος, ικανοποιητικά εύσημα για την Ελένα.


164

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σηκώθηκε και στάθηκε πάνω από την κοιμισμένη κοπέλα. Ξαφνικά, ο ύπνος της είχε γίνει ανήσυχος, το ίδιο και η αναπνοή της. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο παιδικό μπολ που κρατούσε σφιχτά στο στήθος της. Έσκυψε για να το παρατηρήσει κι εκείνη τη στιγμή η Ελένα άνοιξε τα μάτια της φωνάζοντας «Δεν θέλω να φύγω» ξανά και ξανά. Η όψη της ήταν ταλαιπωρημένη από τον εφιάλτη και τα δάκρυα δεν είχαν στεγνώσει ακόμη στα μάγουλά της. Η καρδιά του σφίχτηκε. Δεν είχε ξαναδεί την Ελένα σε αυτή την κατάσταση. «Τι δουλειά έχεις εδώ; Πόση ώρα με παρακολουθείς;» τον ρώτησε καχύποπτη. «Μόλις ήρθα. Είδα το αμάξι σου και κατέβηκα» είπε ψέματα ο Δήμος. Η Ελένα άρχισε να μαζεύει βιαστικά τα σκόρπια αντικείμενα και να τα βάζει στο σακίδιό της. «Τι σε έπιασε πάλι;» τη ρώτησε. «Έχουμε υπογράψει σύμβαση και πρέπει να σου δίνω αναφορά; Δεν γίναμε και αυτοκόλλητοι! Ούτε θα κάτσω για πάντα εδώ!» «Όπως θέλεις. Μόνο που αυτή τη φορά θα φύγουμε μαζί». «Μπορώ να μάθω τον λόγο;» τον ειρωνεύτηκε. «Πού τα βρήκες όλα αυτά;» τη ρώτησε υπεκφεύγοντας ενώ έδειχνε αόριστα γύρω. «Να μη σε ενδιαφέρει! Δεν έχω να σου πω το παραμικρό. Το ότι πηδηχτήκαμε δεν σημαίνει τίποτα!» Ο Δήμος μόρφασε στο άκουσμα της χυδαίας έκφρασης. «Με την ησυχία σου λοιπόν, δεν πρόκειται να σε παρακαλέσω. Αν αλλάξεις γνώμη, ξέρεις πού θα με βρεις. Πολύ γρήγορα θα καταλάβεις ότι δεν μπορείς να είσαι μόνη σου σε αυτή την ιστορία. Και καλά θα κάνεις να επιστρέψεις το βιβλίο εκεί που το βρήκες. Αν κάποτε γυρίσει η κόρη του φαροφύλακα, σίγουρα θα το αναζητήσει». Η Ελένα όμως δεν του απάντησε, δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. Αυτό ήταν λοιπόν! σκέφτηκε ο Δήμος καθώς ανέβαινε βιαστικά το μονοπάτι. Η Ελένα ήταν καλά κι αυτός είχε πράξει κατά συνείδηση. Γιατί όμως αντί για ανακούφιση, ένιωθε μόνο μια αόριστη απειλή να πλησιάζει;


Ο Φύλακας στον Φάρο

165

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

41.

Ο Μάρκος Βραχνός είχε πάρει την απόφασή του. Δεν είχε να φοβηθεί τίποτα και κανέναν πια. Ο Μανωλάς τού είχε πει ότι μπορούσε να ζητήσει να γίνει αναψηλάφηση της δίκης. Για ποιο λόγο; Είχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ή θα του γύριζε κανείς πίσω τα χαμένα του χρόνια; Η Σοφία είχε πάρει την κόρη τους μακριά και θα είχε σίγουρα φτιάξει ξανά τη ζωή της. Η λύση ήταν μόνο μία. Δεν είχε να χάσει τίποτα, δεν διακινδύνευε το παραμικρό. Έπιασε ξανά το κανοκιάλι και παρατήρησε το βασίλειό του. Κάποτε αυτή και μόνο η κίνηση του χάριζε γαλήνη. Τώρα ήταν η καθαρή περιέργεια να δει τις ζωές των άλλων, αλλά και ή ανάγκη να προλάβει το επόμενο κακό. Η αγάπη για τη δική του χαμένη οικογένεια, για την κόρη του, που καλή της ώρα θα ήταν τώρα είκοσι πέντε χρονών, είχε μετουσιωθεί σε μιαν ανάγκη να προστατέψει τον γιο του Πέτρου. Τρεις μήνες τώρα δεν περνούσε στιγμή που να μην έχει στο μυαλό του το παλικάρι. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να πάει να χτυπήσει την πόρτα της Μάρθας, μπορούσε όμως να τους παρακολουθεί όλους από ψηλά. Σαν τους αγγέλους. Έστρεψε το κανοκιάλι πέρα από τις αλυκές, εκεί όπου οι όρμοι έμοιαζαν με δαντέλα, στο ίδιο σημείο που ο Δήμος έτρεχε με το άλογο το προηγούμενο σούρουπο. Δεν ντράπηκε που είχε δει το ανδρικό και το γυναικείο σώμα να ενώνονται κάνοντας έρωτα. Σιωπηλά τους είχε δώσει την ευλογία του και μετά είχε αποσυρθεί για να αναπολήσει το δικό του πάθος για τη Σοφία. Τώρα όμως ο Δήμος κι η κοπέλα έμοιαζαν να λογοφέρνουν. Όρθιοι στη μικρή παραλία χειρονομούσαν μοιάζοντας θηρία έτοιμα να επιτεθούν. Λυπήθηκε. Ο Δήμος έφυγε μόνος του, η κοπέλα έμεινε πίσω. Στον δρόμο πάνω από τον όρμο ήταν παρκαρισμένο το αμάξι της, ένα από αυτά που κάποτε έλεγαν σκαθάρια. Το είχε ξαναδεί αρκετές φορές. Υπέθεσε ότι η κοπέλα είχε κάποια σχέση με τη φάρμα του Άρη Μαρδά. Ο Μάρκος Βραχνός κατέβηκε αργά τα εσωτερικά σκαλοπάτια και βγάζοντας το σκουριασμένο κλειδί από την τσέπη του, ξεκλείδωσε την πόρτα του φάρου. Ήταν ελεύθερος άνθρωπος, δεν είχε ανάγκη να κρυφτεί από κανέναν πια.


166

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

42.

Καθώς η Ελένα πλησίαζε τη Διόνη, αναρωτιόταν αν ο Δήμος είχε προλάβει να διαβάσει το χειρόγραφο και το γράμμα. Πολύ αμφέβαλλε, γιατί τότε η αντίδρασή του θα ήταν διαφορετική. Τι ήταν τότε η σπόντα για την κόρη του φαροφύλακα; Ο ύπνος στην παραλία δεν της είχε κάνει καλό. Την πονούσαν τα κόκαλά της και ένιωθε το μέτωπό της να καίει. Οδηγούσε αφηρημένα και μόλις που είδε τον ασπρομάλλη άνδρα που προχωρούσε σκυφτός. Του κόρναρε, και ενστικτωδώς γύρισε το τιμόνι την τελευταία στιγμή, ακινητοποιώντας το αμάξι ακριβώς στο χείλος του γκρεμού. Ένιωσε κάτι σαν ναυτία, σαν κάποιος να της στερούσε το οξυγόνο. Άνοιξε την πόρτα για να βγει και να ανασάνει καλύτερα, σωριάστηκε όμως στο χώμα χάνοντας τις αισθήσεις της. Το πρώτο που ένιωσε ήταν τα ξένα χέρια που έψαχναν όλο της το σώμα. Έκανε μια βίαιη κίνηση για να τα απωθήσει, όμως το ρυτιδιασμένο πρόσωπο έσκυψε καθησυχαστικά από πάνω της. «Δεν είναι τίποτα. Είσαι καλά. Μόνο να συνέλθεις λίγο». «Νερό… Είναι στο σακίδιό μου ένα μπουκάλι…» Η γλώσσα της ήταν βαριά, σαν πρησμένη. Οι κινήσεις του άνδρα ήταν πολύ αργές ή έτσι της φαινόταν γιατί δεν ένιωθε καλά; Η ναυτία δεν την είχε αφήσει. Το στομάχι της ήταν άδειο, -ούτε θυμόταν από πότε. Επιτέλους, ο άνδρας βρήκε το μπουκάλι και της το ακούμπησε στα χείλη. «Καλύτερα έτσι! Δεν νομίζω να μπορείς να οδηγήσεις. Θέλεις να σε πάω κάπου;» τη ρώτησε. «Καλά είμαι. Λίγα λεπτά και θα σηκωθώ» απάντησε η Ελένα κοιτάζοντας γύρω της. Βρισκόταν πολύ κοντά στον φάρο, στο σημείο όπου ο δρόμος έκανε ένα απότομο γύρισμα, ακουμπισμένη στο μοναδικό δέντρο που της χάριζε τη σκιά του. Ο άνδρας ήταν εντελώς άγνωστος, αλλά και πάλι πόσο κόσμο γνώριζε σε αυτά τα μέρη; Παραλίγο να τον πατήσει. Ήθελε να του ζητήσει συγγνώμη, έτσι όπως τα μάτια του την κοιτούσαν ανήσυχα ακόμη. «Να σε πάω εγώ κάπου;» την ξαναρώτησε. «Ξέρω να οδηγώ, μην ανησυχείς» βιάστηκε να τη βεβαιώσει. Η Ελένα σε άλλη περίπτωση δεν θα άφηνε κανέναν να ακουμπήσει τον σκαραβαίο της. Όμως εκείνη τη στιγμή το μόνο που αναζητούσε ήταν το σκιερό δωμάτιο του Ροδώνα, να ξαπλώσει και να κοιμηθεί για έναν αιώνα. Έγνεψε καταφατικά στον άνδρα, που τη βοήθησε να μπει στο αυτοκίνητο. Φθάνοντας στο ύψος της πύλης της φάρμας τον είδε να διστάζει. «Εδώ είναι καλά» του είπε. Και μετά τα πάντα χάθηκαν από το οπτικό της πεδίο καθώς λιποθύμησε ξανά.


Ο Φύλακας στον Φάρο

167

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

43.

«Κύριε Δήμο! Ελάτε γρήγορα!» Ο Δήμος είδε τον Μανόλη να τρέχει ασθμαίνοντας προς το μέρος του. «Τι συμβαίνει;» «Η κυρία Ελένα δεν είναι καλά!» Ο Δήμος κοίταξε προς τη μεριά της πύλης. Ο σκαραβαίος της Ελένα ήταν παρκαρισμένος με τέτοιο τρόπο που μόνο ατζαμής θα μπορούσε να το καταφέρει. Ακολουθώντας τον φύλακα, έφτασε ανήσυχος στο αμάξι για να αντικρίσει την Ελένα κάτωχρη στη θέση του συνοδηγού. «Ποιος την έφερε μέχρι εδώ;» ρώτησε. «Κάποιος άνδρας. Δεν είδα. Μου έκανε νόημα από μακριά κι έφυγε τρέχοντας σχεδόν!» απολογήθηκε ο Μανόλης. Ο Δήμος πήρε στην αγκαλιά του την Ελένα και κατευθύνθηκε στον Ροδώνα. Αλλάζοντας γνώμη την τελευταία στιγμή έστριψε προς το σπίτι του. Κλωτσώντας σχεδόν την πόρτα, ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα κι ακούμπησε την Ελένα στο κρεβάτι σαν να ήταν μωρό. Το μέτωπό της έκαιγε. «Ελένα…» της ψιθύρισε. Εκείνη άνοιξε τα μάτια για δευτερόλεπτα και τα έκλεισε ξανά. «Άφησέ με να κοιμηθώ. Είναι τόσο δροσερά εδώ…» Η φωνή της ίσα που έφτασε στα αυτιά του. «Δε μπορώ να σε αφήσω μόνη σου. Είμαι σίγουρος πως μόλις γυρίσω την πλάτη μου, θα το έχεις σκάσει». Η Ελένα δεν αντέδρασε στο σχόλιό του, γιατί είχε ήδη αποκοιμηθεί. Ο Δήμος κατέβηκε στο καθιστικό και τηλεφώνησε στη Μίρκα, τη γραμματέα του Άρη. Την έβαλε να σημειώσει τις λεπτομερείς του οδηγίες για το πρόγραμμα των αλόγων και να του υποσχεθεί ότι θα τον κρατάει ενήμερο. Με μια λεκάνη δροσερό νερό και πετσέτες μπήκε ξανά στην κρεβατοκάμαρα. Έγδυσε την Ελένα αποφεύγοντας να εστιάσει στο σώμα της και τη σκέπασε απομένοντας δίπλα της να της αγγίζει κάθε λίγο το μέτωπο για να υπολογίσει πόσο ζεστή ήταν. Το φταίξιμο ήταν δικό του και μόνο. Αν δεν την άφηνε στον όρμο, δε θα είχε φτάσει σε αυτή την κατάσταση. Ξάπλωσε δίπλα της κρατώντας της το χέρι. Με όλα τα ελαττώματά της και παρά τον απαίσιο χαρακτήρα της, την είχε ερωτευτεί. Το παραδέχτηκε σαν αναπόφευκτο κακό αναστενάζοντας. Η Ελένα είχε μια εξωτική ομορφιά, σκέφτηκε, καθώς πρώτη φορά την παρατηρούσε από τόσο κοντά απερίσπαστος. Η επιδερμίδα της είχε την όψη και την υφή ενός ώριμου φρούτου. Τα μάτια της θύμιζαν ανατολή. Άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τα μαλλιά της. Νιώθοντας


168

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

το σώμα του να φτάνει στα όριά του, μπήκε στο μπάνιο, γιατί μόνο μια ψυχρολουσία μπορούσε πια να τον συνεφέρει. Το κινητό του χτυπούσε επίμονα. Το είχε ξεχάσει στο καθιστικό. «Εσύ μας έλειπες!» μουρμούρισε λαχανιασμένος διαπιστώνοντας ότι η κλήση ήταν από την Άρτεμη. «Πού είσαι, Δήμο; Πέρασα από τη φάρμα και μου είπαν πως έφυγες βιαστικά!» Η γυναικεία φωνή έμοιαζε στα πρόθυρα υστερίας. «Είχα κάτι επείγον…» Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή του καθώς είδε την Άρτεμη ακριβώς έξω από το παράθυρό του. «Θα μου ανοίξεις επιτέλους;» Πέταξε το τηλέφωνο στον καναπέ και μισοφορώντας το παντελόνι του άνοιξε νευριασμένος την πόρτα. «Τι συμβαίνει, Άρτεμη; Γιατί τόση βιασύνη;» «Είχα πάει στην Ηγουμενίτσα για να ανανεώσω τα λευκά μας είδη και σε σκέφτηκα αμέσως» του είπε ναζιάρικα ενώ τα μάτια της δεν ξεκολλούσαν από το σώμα του. Ο Δήμος μόλις παρατήρησε τη σινιέ τσάντα που έστεκε στα πόδια της. «Σατέν σεντόνια» διευκρίνισε περιχαρής η Άρτεμη. Ο Δήμος κοίταξε όλο απέχθεια το γυαλιστερό ύφασμα στο χρώμα του γραφίτη. «Καλοσύνη σου!» της είπε ξερά. «Τι λες; Πάμε να τα δοκιμάσουμε» «Δεν νομίζω…» της είπε απότομα. «Χαζούλη μου, εννοούσα να δούμε αν ταιριάζουν στο κρεβάτι σου. Ξέρω ότι σέβεσαι την οικογένειά μου. Όλα τα υπόλοιπα στην ώρα τους!» Ο Δήμος δεν είχε καμία απολύτως διάθεση για τα υπόλοιπα που εννοούσε η Άρτεμη και άφησε ασχολίαστο τον σεβασμό στην οικογένειά της. «Δεν έχω δει ποτέ την κρεβατοκάμαρά σου» του φώναξε καθώς ανέβαινε δυοδυο τα σκαλιά. «Να πάρει ο διάβολος!» Ο Δήμος βιάστηκε να την ακολουθήσει αν και γνώριζε τη συνέχεια. Η Άρτεμη κρατούσε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας σαν να φοβόταν ότι θα υποχωρήσει. «Αυτή ήταν η δουλειά που είχες;» στρίγκλισε. «Σταμάτα τις υστερίες, Άρτεμη! Η κοπέλα είναι άρρωστη, στον Ροδώνα δεν είναι κανείς για να τη φροντίσει και την έφερα εδώ. Ρώτα τον Μανόλη αν δεν με πιστεύεις!» «Κι εσύ, γίνεσαι πάντα ο νοσοκόμος της! Τη μία χτυπάει το πόδι της, την άλλη αρρωσταίνει, σε λίγο θα χρειαζόμαστε και υπηρέτη για...» Ο Δήμος, αδυνατώντας να ακούει άλλο τις βλακείες της, την έκοψε με τη μόνη ενδεδειγμένη μέθοδο. Τραβώντας την επάνω του, κόλλησε άγρια τα χείλη του στα


Ο Φύλακας στον Φάρο

169

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δικά της μέχρις ότου έκρινε ότι η υστερία της Άρτεμης είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Τότε μόνο την έσπρωξε απαλά και μιλώντας της περί ανέμων και υδάτων, κατάφερε να την κατεβάσει στο κάτω πάτωμα και από εκεί να τη συνοδεύσει με αόριστες υποσχέσεις έξω από το σπίτι. Δεν πρόλαβε να ησυχάσει. Επιστρέφοντας στην κρεβατοκάμαρα, βρήκε την Ελένα όρθια. «Πού είναι το σακίδιό μου;» τον ρώτησε εκνευρισμένη. «Δεν ξέρω. Μάλλον στο αμάξι σου. Για πού ετοιμάζεσαι;» «Σκοπεύεις να μας σπιτώσεις όλες εδώ μέσα;» Φυσικά και τους είχε δει. Οι τσιρίδες της Άρτεμης μπορούσαν να έχουν αναστήσει και πεθαμένο. Προτού προλάβει όμως να πει το παραμικρό, την είδε να ξανακάθεται στο κρεβάτι αποκαμωμένη. «Ποιος σε έφερε μέχρι εδώ;» τη ρώτησε, αλλά δεν πήρε απάντηση, καθώς η Ελένα είχε αποκοιμηθεί ξανά.


170

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

44.

Ο

Μάρκος Βραχνός κούνησε φιλικά το χέρι στον οδηγό του αυτοκινήτου

καθώς το όχημα απομακρυνόταν. Δεν θα τον πείραζε να γυρίσει στον φάρο του με τα πόδια, αλλά αφού είχε βρεθεί αυτός ο καλός άνθρωπος στον δρόμο του, δέχτηκε να τον πάει μέχρι τη διασταύρωση. Φθάνοντας στο σημείο που παραλίγο να γίνει το ατύχημα, σταυροκοπήθηκε. Κοίταξε κατά τον φάρο του κι είχε μόλις πιάσει να κατεβαίνει στο πλάτωμα όταν είδε το σακίδιο. Βρισκόταν ακριβώς πίσω από το δέντρο, εκεί που το είχε αφήσει όταν έδωσε στην κοπέλα να πιει νερό. Το πήρε μαζί του, δεν μπορούσε να το παρατήσει εκεί, η κοπέλα μπορεί να το χρειαζόταν. Κάποιο τρόπο θα έβρισκε για να της το επιστρέψει. Κοίταξε αναποφάσιστος προς τα επάνω, στον λόφο όπου ήταν χτισμένος ο Ροδώνας. Δεν ήθελε να ξαναπάει εκεί. Σκέφτηκε τον Βασίλη Δελή που ο Μανωλάς τού είχε πει να πάει να βρει μετά τον θάνατό του, αφού αυτός θα ήταν ο εκτελεστής της διαθήκης του. Είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες και δεν είχε καν φροντίσει να επικοινωνήσει με τον άνθρωπο. Τώρα όμως ήταν έτοιμος. Το βράδυ όταν ο ήλιος θα βασίλευε,τότε θα γύριζε στη Διόνη. Από το πλάτωμα κατρακύλησε σαν το κατσίκι στον γκρεμό. Παρά την ηλικία του και τα χρόνια στη φυλακή δεν είχε χάσει τη σβελτάδα του. Από τον βραχότοπο έφτασε στο νησί, αλλά δεν ανέβηκε στον φάρο παρά κατέβηκε στο παλιό αραξοβόλι κι έστησε τις πετονιές του. Ίσως αργότερα κολυμπούσε μέχρι την ξέρα που τόσο καλά γνώριζε. Την αγαπούσε τη θάλασσά του κι ευχόταν όταν πέθαινε να ήταν στην αγκαλιά της. Αλίμονο σε αυτόν που βρισκόταν στο έλεός της... Ο φύλακας στον φάρο ανάπνευσε βαθιά το ιώδιο μαζί με το θρούμπι που φύτρωνε γύρω του. Τα ψάρια σήμερα τον κορόιδευαν, αλλά αυτός θα περίμενε. Μετάνιωσε που δεν είχε τον ζουρνά μαζί του. Το μάτι του έπεσε ξανά στο σακίδιο που είχε ακουμπήσει παράμερα. Μπας κι η κοπέλα είχε αφήσει το κινητό της, όπως τα έλεγαν αυτά τα πράγματα σήμερα; Δεν ήταν σωστό, αλλά το έκανε. Έχωσε αποφασιστικά το χέρι του μέσα στον πάνινο σάκο κι άρχισε να βγάζει ένα-ένα αυτά που έβρισκε απιθώνοντάς τα δίπλα του από φόβο μην τα χαλάσει. Έπιασε το βιβλίο και τα χαρτιά και τα έβαλε στην άκρη. Δεν υπήρχαν και πολλά ακόμα μέσα. Στον πάτο ήταν ένα μπουκάλι αντηλιακό, ένα καπέλο και κάτι σαν κούπα. Τράβηξε το τελευταίο αντικείμενο έξω και το περιεργάστηκε στον ήλιο. Τι περίεργο! Ολόκληρη γυναίκα και να κουβαλάει κάτι τέτοιο μαζί της! Υπήρχαν ακόμη άραγε αυτά τα ζωγραφιστά παιδικά μπολάκια; Είχε κι η κόρη του ένα τέτοιο, σκέφτηκε και σφάλισε σφιχτά τα μάτια από τον έντονο πόνο που του έφερε η ανάμνηση.


Ο Φύλακας στον Φάρο

171

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Νιτσάκι μου!» βόγκηξε. Σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια του και στράφηκε στο βιβλίο. Η αρχική περιέργεια μετατράπηκε σε αναστάτωση. Το γνώριζε αυτό το βιβλίο, θα έπαιρνε όρκο… Με τρεμάμενα χέρια γύρισε στην πρώτη σελίδα. Δεν βρήκε αυτό που περίμενε. Μάλλον η Σοφία την είχε σχίσει για να μη θυμίζει τίποτα από το παρελθόν. Κάποιο άλλο χέρι όμως είχε βρει τον τρόπο να αποκαλύψει τις γραπτές αφιερώσεις. Τι γύρευε στην τσάντα της κοπέλας το βιβλίο των Βικογιατρών; Η ταραχή του μεγάλωνε όλο και περισσότερο, τόσο που όταν φυλλομέτρησε τις δεμένες σημειώσεις, κρύος ιδρώτας έλουσε το σώμα του. Από κάποιο σημείο και μετά, το κείμενο ήταν γραμμένο στο χέρι. Αναγνώρισε με τρόμο τον γραφικό χαρακτήρα της πρώην γυναίκας του. Διάβασε το γράμμα χωρίς να καταλαβαίνει. Το διάβασε ξανά και ξανά μέχρι που μπορούσε να θυμηθεί λέξη προς λέξη το περιεχόμενό του. Η Σοφία είχε ξαναφτιάξει τη ζωή της, μόνο που αυτή η ζωή δεν υπήρχε πια. Δεν πόνεσε για το ότι εκείνη αγάπησε τον Λευτέρη Μαρδά και όχι αυτόν, τον νόμιμο άνδρα της. Δεν ένιωσε οργή για τη σκευωρία που είχε στηθεί πίσω από την πλάτη του, γιατί είχε κι αυτός ο κοντόφθαλμος το μερίδιό του στην ευθύνη. Όμως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα για να σταματήσει τα καταραμένα δάκρυα που θόλωναν τα μάτια του καθώς σκεφτόταν ότι η θάλασσά του είχε πάρει μαζί της τις στάχτες της Σοφίας. Έκλαψε μέχρι που ένιωσε ότι το σώμα του είχε αδειάσει. Όμως η καρδιά του έπιασε να βροντοχτυπάει ξανά καθώς αναρωτήθηκε για την ταυτότητα της κοπέλας. Είχε το γράμμα, το βιβλίο των Βικογιατρών, είχε αυτό το παιδικό μπολάκι. Ποια άλλη θα μπορούσε να είναι από την κόρη του; Τρελαινόταν και μόνο που έκανε αυτές τις σκέψεις. Όχι, δεν ήταν η κόρη του. Ποιος ξέρει με ποιο τρόπο είχαν φτάσει τα πράγματα αυτά στα χέρια της… Τι έπρεπε να κάνει;. Έπρεπε να μάθει την ταυτότητά της. Έπρεπε να βεβαιωθεί. Αν ήταν η κόρη του και είχε έρθει για να κάνει το σωστό, όπως διάβασε στο γράμμα, τότε κινδύνευε! Δεν είχε καιρό για χάσιμο. Το μόνο άτομο στο οποίο μπορούσε να προστρέξει ήταν ο Βασίλης Δελής.


172

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

45.

Δεν μπορώ να την αφήσω μόνη, σκέφτηκε ο Δήμος. Η Ελένα ήταν ικανή να δραπετεύσει από οπουδήποτε. Όμως η ώρα περνούσε, η φάρμα είχε μείνει στην ουσία χωρίς καμία επίβλεψη κι αυτός έπρεπε να πάει στη Διόνη για να φέρει πίσω την Ουρανία και τη Ραλλού. Το χτύπημα του κινητού του τον ξαναγύρισε στο καθιστικό. Η κλήση ήταν από τον Σίλα. Γιατί δεν το είχε σκεφτεί πιο νωρίς; Η λύση απείχε μόνο ελάχιστα χιλιόμετρα. «Σίλα, θέλω να σου ζητήσω μια χάρη» του είπε αντί για καλημέρα. «Τι σύμπτωση! Κι εγώ το ίδιο… Μπορώ να περάσω από εκεί;» ρώτησε αμήχανα ο φίλος του. «Ακριβώς αυτό θέλω. Να έρθεις εδώ. Όχι στη φάρμα, είμαι στο σπίτι. Προτού ανέβεις όμως, πέρνα από τη Διόνη για να πάρεις την Ουρανία και τη Ραλλού από της μητέρας μου». «Στις διαταγές σου!» είπε ανακουφισμένος ο άλλος και η συνδιάλεξη τελείωσε. Τρία τέταρτα χρειάστηκαν για να εμφανιστεί ο Σίλας με τη Ραλλού και τη φίλη της Ελένα. «Αυτή τι την κουβάλησες;» ρώτησε ενοχλημένος από την παρουσία της Μπέτα, που κοιτούσε αμήχανα πότε τον ένα και πότε τον άλλο. «Πρόσεξε τι θα πεις, το κορίτσι είναι μαζί μου…» είπε ο Σίλας τραβώντας τον παράμερα. «Το βλέπω ότι είναι μαζί σου, δεν είμαι τυφλός!» απάντησε νευριασμένα ο Δήμος. «Εννοώ ότι τα έχουμε φτιάξει…» του διευκρίνισε ο Σίλας χρησιμοποιώντας αυτή την παλιομοδίτικη έκφραση που άλλη στιγμή θα έκανε τον Δήμο να γελάσει. «Τι είναι ρε συ; Κουτσός είμαι ή στραβός;» συνέχισε κοιτώντας τον αγριεμένος. «Δεν μου φτάνει ένας μπελάς! Και τι γυρεύει εδώ;» «Ανησυχεί για την Ελένα. Την παίρνει στο κινητό και δεν της απαντάει». Ο Δήμος μαλάκωσε. Δεν έφταιγε σε τίποτα η Μπέτα να γνωρίσει για δεύτερη φορά τον κακό του εαυτό. Τον είχε πάρει σίγουρα από φόβο αν έκρινε από τον τρόπο που είχε λουφάξει σε μια γωνιά. «Δήμο! Η Ελένα είναι γυμνή στο κρεβάτι σου!» φώναξε η Ραλλού ενώ κατέβαινε δυο-δυο τα σκαλιά χαχανίζοντας. «Πήγαινε στο δωμάτιό σου, Ραλλού! Αμέσως!» Το κορίτσι έκανε μεταβολή μουτρωμένο. Ο Δήμος αντιμετώπισε στωικά τα έκπληκτα βλέμματα του Σίλα και της Μπέτα. Ο μεν φίλος του τον κοίταζε επιδοκιμαστικά, η δε Μπέτα είχε γίνει κατακόκκινη. «Τα βλέπεις; Κι εσύ νόμιζες ότι κάτι έπαθε!» της είπε ο Σίλας.


Ο Φύλακας στον Φάρο

173

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Δήμος θεώρησε άσκοπο να εξηγήσει την κατάσταση. Είχε πια συνηθίσει από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας του με την Ελένα τους μπελάδες που αυτή έσερνε μαζί της. «Η Ελένα είναι άρρωστη. Θα κάτσεις και θα τη φροντίσεις και θα προσέχεις να μη το σκάσει» είπε στη Μπέτα και η κοπέλα έγνεψε υπάκουα χωρίς να ρωτήσει το παραμικρό. «Πού είναι η Ουρανία;» ρώτησε ο Δήμος. «Στης μητέρας σου. Είπε ότι δεν πρόκειται να γυρίσει πίσω αν δε φύγει η Ελένα» απάντησε ο Σίλας ανασηκώνοντας τους ώμους. «Μάλιστα!» Ο Δήμος σκέφτηκε ότι με την Ουρανία μακριά είχε μία έγνοια λιγότερη. Μάλλον η γυναίκα δεν είχε πάρει με καλό μάτι τον ανεπίσημο αρραβώνα. Δεν της έδινε άδικο. Ο ίδιος είχε ενοχληθεί ακόμη περισσότερο. Ανακουφισμένος που κάποιος θα πρόσεχε την Ελένα, ο Δήμος ξαναγύρισε στη φάρμα. Βλέποντας τον κόκκινο σκαραβαίο, θυμήθηκε το σακίδιο. Όσο κι αν έψαξε όμως, δεν το βρήκε πουθενά. Ρώτησε τον Μανόλη, αλλά ο φύλακας δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα τού μιλούσε. Όποιος κι αν είχε φέρει την Ελένα, ήταν σίγουρα ατζαμής. Από τον τρόπο που ήταν παρκαρισμένο το αμάξι μέχρι τα φώτα που είχαν ξεχαστεί αναμμένα, μόνο αυτό το συμπέρασμα μπορούσε να βγάλει. Να ήταν ο ίδιος που είχε πάρει το σακίδιο; Αν όμως ήταν κλέφτης, δεν θα άφηνε εκεί το αμάξι ούτε φυσικά θα είχε την Ελένα μαζί του. Δεν θα έκανε καν τον κόπο να φτάσει στον Ροδώνα. Εκτός αν… Όχι, δεν θα άρχιζε να σκέφτεται κι αυτός παράλογα σαν την Ελένα. Κι όμως, η υποψία τού τριβέλιζε το μυαλό και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Αρκετές φορές έπιασε τον εαυτό του να κοιτάζει αφηρημένα προς την κατεύθυνση όπου ορθωνόταν ο φάρος. Τελειώνοντας με τις εκκρεμότητες στη φάρμα, είχε πάρει την απόφασή του. Περπατώντας για δεύτερη φορά μέσα σε τόσο λίγες ημέρες στον βραχότοπο, χαμήλωσε το βλέμμα αδυνατώντας να εστιάσει στο σημείο όπου είχε βρεθεί το πτώμα του πατέρα του. Το μόνο που θυμόταν από την ημέρα της κηδείας ήταν ότι το φέρετρο είχε παραμείνει σκεπασμένο και τα βλέμματα του κόσμου είχαν την ίδια παγωνιά με εκείνου του μαρτιάτικου πρωινού. Προσπέρασε βιαστικά κι ανηφόρισε προς τον φάρο. Του έκανε εντύπωση που η πόρτα ήταν ανοιχτή. Έστρεψε αργά το βλέμμα στο αγκυροβόλιο. Κάτι υπήρχε εκεί κάτω. Κατέβηκε και είδε τις απλωμένες πετονιές. Έσκυψε και σήκωσε ένα παραπεταμένο φύλλο χαρτιού. Το κοίταξε προσεκτικά ενώ αναρωτιόταν τι του θύμιζε. Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταλάβει ότι ο επίδοξος ψαράς είχε στην κατοχή του το σακίδιο της Ελένα. Όμως δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο εκεί. Διπλώνοντας τη σελίδα, την έχωσε στην τσέπη του κι ανηφόρισε ξανά προς τον φάρο.


174

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πόσα χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που είχε ανέβει εκεί πάνω; Είχε ξαναγίνει παιδί κι η καρδιά του χτυπούσε με εκείνη την ίδια προσμονή της κορυφής. Φθάνοντας στα τελευταία σκαλοπάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα κι ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τους εφιάλτες του. Το γυάλινο κουβούκλιο ήταν έρημο. Τα πάντα φαινόντουσαν υπερβολικά τακτοποιημένα, ο εξοπλισμός καθαρισμένος και γυαλισμένος, λες και ο φάρος λειτουργούσε ξανά. Κάτω από ένα χαμηλό τραπέζι ήταν τυλιγμένο ένα στρώμα και δίπλα του ένα σακίδιο με λίγα ρούχα κι έναν ζουρνά. Περιεργάστηκε για λίγο το όργανο και το ξαναέβαλε στη θέση του. Ο Δήμος βγήκε στον κυκλικό εξώστη. Είχε ξεχάσει πώς ήταν ο κόσμος από τόσο ψηλά. Παρατήρησε το κανοκιάλι που ήταν ακουμπισμένο στην καρέκλα. Το έπιασε στα χέρια του και το περιεργάστηκε, όμως στη θύμηση του φαροφύλακα να του δείχνει πώς να το κρατάει, η ανάμνηση τον πόνεσε τόσο που το απόθεσε βιαστικά στη θέση του σαν να τον είχε κάψει. Με κόπο εστίασε το βλέμμα στο σημείο που απόφευγε, στον καταραμένο βραχότοπο. Επί χρόνια σκεφτόταν πώς θα αντιδρούσε όταν ο φαροφύλακας θα αποφυλακιζόταν. Δεν φανταζόταν όμως ότι εκείνος θα τολμούσε να ξαναγυρίσει, κι έτσι απόδιωχνε τις σκέψεις που του ξερίζωναν την καρδιά. Γιατί αλήθεια ο Βραχνός είχε γυρίσει πίσω και πού βρισκόταν αυτή τη στιγμή; Ήταν παράνοια να υποθέσει ότι η Ελένα τον είχε συναντήσει; Ή ακόμη να κάνει την εικασία ότι αυτός ήταν ο άνδρας που την είχε φέρει πίσω στον Ροδώνα; Έβγαλε από την τσέπη του τη διπλωμένη σελίδα και τη διάβασε. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ήταν τα αρχικά ΣΒ και ΛΜ. Υποτίθεται ότι ο δημιουργός του κειμένου, μάλλον κάποιος ψυχολόγος, ανέλυε την περίπτωση μιας ψυχαναγκαστικής ερωτικής σχέσης. Σοφία Βραχνού, Λευτέρης Μαρδάς θα μπορούσε να υποθέσει, αν δεν το έβρισκε τραβηγμένο από τα μαλλιά. Όμως παραήταν πολλές οι συμπτώσεις, σκέφτηκε, καθώς θυμόταν τα λόγια του πατέρα του. “Είναι κρίμα μια γυναίκα να σε σέρνει από τη μύτη” έλεγε μετά από κάθε επίσκεψη στον φάρο ο Πέτρος Μπελιές. Δεν είχε ποτέ έναν καλό λόγο για τη Σοφία. Την αντιπαθούσε και δεν το έκρυβε.


Ο Φύλακας στον Φάρο

175

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

46.

«Δεν είμαι άρρωστη!» φώναξε η Ελένα παραμερίζοντας το πιάτο. «Αυτά να τα πεις στο θερμόμετρο που λέει άλλα!» της απάντησε στον ίδιο τόνο η Μπέτα. «Μπορείς να μου πεις πώς τα κατάφερες;» «Πάψε να μου το παίζεις μαμά! Κοιμήθηκα σε μια παραλία, αυτό είναι όλο». «Μόνη σου;» τη ρώτησε ανασηκώνοντας τα φρύδια. «Με τον επιστάτη» της απάντησε η Ελένα χαμογελώντας σαρδόνια. «Δεν είσαι με τα καλά σου!» «Φυσικά. Τώρα δεν αποφάνθηκες ότι είμαι άρρωστη;» «Τι σου φταίει ο άνθρωπος και πας να τον μπλέξεις;» «Δεν νομίζω ότι είχε καμία αντίρρηση να κάνουμε έρωτα». «Καλά, τι μεσολάβησε; Εγώ τον άφησα πυρ και μανία να σε τραβάει από το χέρι…» «Πολλά μεσολάβησαν, Μπέτα, αλλά είναι προτιμότερο να μην τα μάθεις προς το παρόν. Ψάχνεις να βρεις κάτι και πέφτεις σε κάτι άλλο που δεν μπορούσες καν να φανταστείς…» «Δεν είναι του τύπου σου οι φιλοσοφίες, Ελένα. Είσαι ακόμη θυμωμένη μαζί μου; Μοιάζεις διαφορετική». «Ναι, μεγάλωσα ξαφνικά!» είπε απότομα η Ελένα κι άρχισε να ντύνεται. «Ο Δήμος θα με κρεμάσει…» «Κι εγώ αυτόν, αν δεν βρω το σακίδιό μου!» Η Ελένα κατέβηκε τα σκαλιά και είδε τον Σίλα στο καθιστικό. Μέσα σε όλα τα παράλογα που συνέβαιναν, χαιρόταν τουλάχιστον που η φίλη της είχε βρει κάποιον στα μέτρα της. Σε άλλη περίπτωση θα έβαζε τα γέλια καθώς θυμήθηκε την προσπάθειά της να τον αποπλανήσει με εκείνο το εξωφρενικό της ντύσιμο στην Ηγουμενίτσα. «Πού στο καλό έχει πάει ο Δήμος;» τον ρώτησε. Ο Σίλας κούνησε ανήξερος τους ώμους και δεν σήκωσε κεφάλι από την οικολογική εφημερίδα που διάβαζε. Ο θυμός τής είχε φέρει ξανά ζαλάδα. Τηλεφώνησε στον Μανόλη στην πύλη κι έμαθε το απίστευτο... Ο Δήμος είχε πάρει τον σκαραβαίο της και είχε φύγει. ΄ Έπιασε το κεφάλι της και με τα δυο της χέρια. «Γιατί δεν τον σκότωσα όταν είχα την ευκαιρία;» μονολόγησε. Ακόμη και ο Σίλας άφησε την εφημερίδα και την κοίταξε έκπληκτος. «Πάρε τηλέφωνο τον φίλο σου να τον ρωτήσεις πού στο καλό βρίσκεται! Τι με κοιτάς σαν χαζός;»


176

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τι να τον πάρω; Αφού το έχει αφήσει εδώ το τηλέφωνό του» της απάντησε απορημένος. Βρίζοντας από μέσα της, του γύρισε την πλάτη και πήγε στην κουζίνα να βρει την Μπέτα. «Να σου φτιάξω μια πορτοκαλάδα, Ελένα; Στο τέλος θα πάθεις αφυδάτωση». Κούνησε τους ώμους αδιάφορη και σωριάστηκε σε μια καρέκλα ξεφυσώντας. «Πρέπει να ηρεμήσεις» τη συμβούλευσε η Μπέτα. «Φέρεσαι σε όλους σαν να είναι εχθροί σου!» «Δεν θα κάτσω να ακούσω εις διπλούν το κήρυγμα. Τι αξιόμεμπτο βρίσκεις αλήθεια; Δεν θα έχω και τύψεις τώρα για ό,τι έκανα με τον Δήμο. Πάει, πέρασε, και δεν σημαίνει τίποτα. Και πάψε να με κοιτάς με αυτό το ύφος οσιομάρτυρα. Ο Άρης μού χάρισε ένα μονόπετρο και μου ζήτησε να αρραβωνιαστούμε». «Κι εσύ; Ξεχνάς ότι είσαι παντρεμένη;» «Αυτό έχεις μόνο να πεις; Δεν είμαι παντρεμένη πια και το ξέρεις. Το διαζύγιο βγήκε επιτέλους και από χθες το έχω στα χέρια μου». «Είναι οριστικό, δηλαδή». «Και αμετάκλητο. Τέσσερα χρόνια σε έναν κατεψυγμένο γάμο μού ήταν αρκετά. Ο Έριχ Στολτς! Είχε το θράσος να μου στείλει και τελεσίγραφο, να μην τολμήσω και χρησιμοποιήσω ξανά το επίθετό του!» Η Ελένα σταμάτησε απότομα το λογύδριό της βλέποντας τα απεγνωσμένα νοήματα της Μπέτα. Στράφηκε πίσω της και είδε τη Ραλλού. «Είσαι καλά τώρα, Ελένα;» ρώτησε η μικρή κοιτάζοντάς την αμήχανα. «Και βέβαια. Το απόγευμα που θα έρθει ο Άρης θα πάμε βόλτα με τα άλογα. Θέλεις;» τη ρώτησε χαμογελώντας της γλυκά. Η Ραλλού ξεφώνισε και την αγκάλιασε χαρούμενη. «Τι τάζεις στο παιδί; Έχεις πυρετό, δεν το καταλαβαίνεις πια;» «Προφανώς είμαι αναίσθητη. Όλες οι γνώμες συγκλίνουν σε αυτό» σχολίασε αιχμηρά η Ελένα κατεβάζοντας μονορούφι την πορτοκαλάδα που της πρόσφερε η φίλη της. Μία ώρα μετά η Ελένα ξεφύσηξε ανακουφισμένη. Είχε κατορθώσει να ξεφορτωθεί την Μπέτα και τον Σίλα αφού τους είχε δώσει μια λεπτομερή περιγραφή του Μίλτου Κραμπή. Δεν θα απορούσε αν ο εκβιαστής είχε εγκατασταθεί ήδη στον ξενώνα Άρτεμη για να διπλαρώσει το υποψήφιο θύμα του. Της χρειαζόταν λίγος καθαρός αέρας, σκέφτηκε, καθώς άνοιγε με θράσος την ντουλάπα του Δήμου και φορούσε ένα από τα δικά του πουκάμισα. Βασικά δεν μπορούσε να το σκάσει, όχι γιατί τον φοβόταν, αλλά γιατί δεν ήθελε να αφήσει μόνη της τη Ραλλού. «Πάμε να κάνουμε κούνια;» της πρότεινε ευδιάθετη μια και ο καταραμένος πυρετός είχε πέσει ως δια μαγείας.


Ο Φύλακας στον Φάρο

177

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σπρώχνοντας τη μικρή όλο και πιο ψηλά μπόρεσε επιτέλους να ηρεμήσει και να αναλογιστεί αυτά που είχαν συμβεί το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Δεν είχε τις γνώσεις της μητέρας της για να εξηγήσει τι είχε πάθει το υποσυνείδητό της και σαν το κουτί της Πανδώρας είχαν ξεχυθεί από μέσα του όλα τα καλά και τα κακά. Αλλά της ήταν άχρηστες αυτές οι γνώσεις. Το μόνο που θα τη βοηθούσε ήταν το ένστικτό της. «Ήρθε ο Δήμος!» φώναξε η Ραλλού μέσα στην τρελή χαρά. Η Ελένα σταμάτησε απότομα την κούνια. «Γιατί σηκώθηκες;» τη ρώτησε εκείνος. Ετοιμαζόταν να του πει κάτι πικρόχολο, όμως η έκφραση του προσώπου του την έκανε να σταματήσει εγκαίρως. Έμοιαζε με κάποιον που είχε δει φάντασμα. «Πάμε μέσα. Θέλω να σου μιλήσω» της είπε αγνοώντας τη Ραλλού, που είχε γαντζωθεί πάνω του σαν το σκυλάκι, επιδιώκοντας να τραβήξει την προσοχή του. «Θα της ζητήσεις να σε παντρευτεί;» Η ερώτηση της μικρής έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία ενώ το προσωπάκι της είχε φωτιστεί από την ελπίδα. Ο Δήμος κοκάλωσε. «Τι ανοησίες λες, Ραλλού; Πήγαινε στο δωμάτιό σου και μην κατέβεις αν δεν σε φωνάξω!» Το ύφος του δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα. «Αφού μπορεί να το κάνει τώρα! Πήρε διαζύγιο. Αλήθεια λέω!» παραπονέθηκε η μικρή με το πιο σοβαρό ύφος του κόσμου. «Δεν θα το πω άλλη φορά. Με βλέπεις να αστειεύομαι;» Η Ραλλού έβαλε το κεφάλι κάτω κι εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Η Ελένα κοίταξε τον Δήμο ανέκφραστη. Τώρα θα της ζητούσε εξηγήσεις που δεν είχε διάθεση να δώσει. «Πάμε μέσα!» Ο απότομος τόνος της φωνής του δεν είχε αλλάξει. Τον ακολούθησε αναστενάζοντας και βούλιαξε στον καναπέ. Το κεφάλι της είχε αρχίσει να γυρίζει ξανά, αποτέλεσμα της άφιξης του κακοδιάθετου Δήμου. «Μήπως βρήκες το σακίδιό μου;» τον ρώτησε. Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Πόσα ψέματα μού έχεις πει μέχρι τώρα, Ελένα; Γιατί εγώ τουλάχιστον έχω χάσει τον λογαριασμό» της είπε ξερά. «Θα με βάλεις τιμωρία γιατί σου έκρυψα ότι ήμουν παντρεμένη;» «Δεν έχω κανένα τέτοιο δικαίωμα πάνω σου. Είναι ολοφάνερο ότι αδιαφορείς για τους άλλους αν δεν περάσει το δικό σου». «Για ποιο λόγο κάνουμε αυτή τη συζήτηση, αλήθεια;» «Γιατί αναρωτιέμαι αν το ενδιαφέρον σου για τον φάρο έχει πιο προσωπικό χαρακτήρα». «Πού είναι το σακίδιό μου;» τον ξαναρώτησε ενώ τα φίδια της καχυποψίας την έζωναν. «Σου είπα ότι δεν ξέρω. Υποθέτω όμως τι θα γίνει αν φτάσει σε λάθος χέρια».


178

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τι εννοείς;» ρώτησε ενοχλημένη. «Πήγα στον φάρο κι αν δεν παραλογίζομαι ολότελα, τότε ο φαροφύλακας βρίσκεται εδώ. Μπορεί βέβαια να είναι ο οποιοσδήποτε, όμως ποιος τρελός θα γυάλιζε και θα είχε σε τάξη τα μηχανήματα του φάρου σαν να πρόκειται να λειτουργήσει ξανά;» είπε και της έδωσε ένα διπλωμένο χαρτί. «Το βρήκα στο αγκυροβόλι κάτω από τον φάρο. Ο άγνωστος Χ είχε ρίξει πετονιές εκεί. Και είναι ο ίδιος που έχει το σακίδιό σου, άρα το πιθανότερο είναι ότι ο άνδρας αυτός σε έφερε μέχρι εδώ». Η Ελένα ξεδίπλωσε τη σελίδα και χλόμιασε όταν είδε ότι ήταν ένα απόσπασμα από το χειρόγραφο της μητέρας της. «Το διάβασες;» ρώτησε τον Δήμο κι εκείνος έγνεψε καταφατικά. Πόσα γνώριζε; Τι είχε καταλάβει; Μια φευγαλέα εικόνα πέρασε μπροστά από τα μάτια της o άνθρωπος που κόντεψε να πατήσει με το αυτοκίνητό της, ο ίδιος που την έφερε μέχρι τη φάρμα. Ανατρίχιασε και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να είχε συναντήσει τον πατέρα της. Προσπάθησε να θυμηθεί. Το σακίδιο ήταν δίπλα της στο αυτοκίνητο. Μετά ζήτησε νερό. Ο άνδρας έβγαλε το σακίδιο από το αμάξι και πήρε το μπουκάλι. «Ελένα, μίλησε μου. Αυτός ο άνθρωπος σκότωσε τον πατέρα μου! Πού βρήκες τα πράγματα που είχες σκορπίσει στην παραλία;» «Δεν τον σκότωσε αυτός. Πίσω από όλα αυτά βρίσκεται ο Λευτέρης Μαρδάς!» ούρλιαξε σχεδόν η Ελένα. «Θα μου πεις πάλι τις αερολογίες για τον Κραμπή;» «Ό,τι άλλο και να σου πω, δεν είσαι διατεθειμένος να το πιστέψεις. Για εσένα ο δολοφόνος του πατέρα σου θα είναι πάντα ο φαροφύλακας». «Απόδειξέ μου το αντίθετο!» την προκάλεσε. «Στο πορτ μπαγκάζ του σκαραβαίου θα βρεις τον υπολογιστή μου» είπε και του έτεινε ξανά τα κλειδιά. Λίγο μετά η Ελένα έψαχνε τα αρχεία της στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή. «Αυτό που θα δεις δεn νομίζω ότι θα σου αρέσει» είπε στον Δήμο που παρακολουθούσε αμίλητος πάνω από τον ώμο της. «Παρατήρησε προσεκτικά αυτή τη φωτογραφία!» τον προέτρεψε παραχωρώντας του τη θέση της. «Πού τη βρήκες;» τη ρώτησε ενώ το πρόσωπό του είχε πάρει το χρώμα της στάχτης. «Στο χρηματοκιβώτιο του Λευτέρη Μαρδά μαζί με διάφορα άλλα ενδιαφέροντα». «Είναι ψέματα! Ο πατέρας μου δεν θα κοιμόταν ποτέ με αυτή τη γυναίκα». «Τότε τι είδους αναμνηστικό αποτελούσε αυτή ειδικά η φωτογραφία για τον Μαρδά; Και γιατί να βρίσκεται κλειδωμένη σαν πολύτιμος θησαυρός;»


Ο Φύλακας στον Φάρο

179

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν μπορώ να το πιστέψω!» επανέλαβε ο Δήμος. «Γιατί θα πήγαινε μαζί της ο πατέρας μου;» «Βασικά δεν θα είχε κανένα λόγο. Ο εραστής της ήταν ο Λευτέρης Μαρδάς, όπως με διαφώτισε ο Βασίλης Δελής. Όσο για το ενδιαφέρον μου για τον φάρο, ναι, είναι προσωπικό. Ο σφραγιδόλιθος που ψάχνω βρίσκεται στα χέρια του φαροφύλακα, το ίδιο πρόσωπο που ο Μανωλάς εννοεί χωρίς να κατονομάζει στη διαθήκη του». Θεώρησε άσκοπο να πει όλη την αλήθεια στον Δήμο. Όχι μόνο γιατί γνώριζε την αντίδρασή του, αλλά και γιατί ενδόμυχα δεν ήθελε να τη μισήσει. Ανέσυρε το αρχείο «αποτυπώματα της Γένουας» και το άνοιξε για να το διαβάσει ο Δήμος. «Με έπιασες στα πράσα και σου είπα ότι το όνομα του Λευτέρη Μαρδά εμφανιζόταν συνεχώς μπροστά μου. Η μόνιμη απορία μου ήταν πού να βρίσκονταν σήμερα οι απόγονοι των προσώπων της ιστορίας που μόλις διάβασες. Και πού κατέληξα; Ο Μαρδάς απόγονος του Τόλια, ο Πέτρος Μπελιές του Σπέθουλα κι ο φαροφύλακας της περιβόητης Βοτανούς! Και πάλι ο Βασίλης Δελής με βοήθησε να βρω την άκρη» είπε η Ελένα γελώντας αμήχανα. Πόσο ακόμη θα του έκρυβε την ταυτότητά της; Ο Δήμος μέσα στη σαστιμάρα του δεν την είχε ρωτήσει για το διαζύγιό της, προφανώς μένοντας με την εντύπωση ότι το Στολτς ήταν το πατρικό της επίθετο. «Τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά;» ρώτησε ο Δήμος σαν να ξυπνούσε από ένα είδος λήθαργου. «Εκδίκηση, βεντέτα, πες το όπως θέλεις. Ούτε ο πατέρας σου έκρυψε το παρελθόν του ούτε ο φαροφύλακας. Αντίθετα, ο Λευτέρης Μαρδάς ήταν αυτός που εμφανίστηκε από το πουθενά και όλες του οι κινήσεις απέδειξαν περίτρανα ότι δεν υπολόγιζε το παραμικρό προκειμένου να αποκτήσει τα πάντα». «Όμως ζούμε στο παρόν, Ελένα» σχολίασε επιτέλους ο Δήμος. «Και το παρόν ζητάει αποδείξεις. Πού βρίσκονται αυτές οι αποδείξεις; Ποιος θα κατηγορήσει σήμερα, μετά από είκοσι δύο χρόνια, τον Λευτέρη Μαρδά; Ποιος θα σε πιστέψει; Αν υποθέσουμε ότι με έχεις πείσει». Η Ελένα εκνευρίστηκε, γιατί ήξερε ότι ο Δήμος είχε δίκιο. Με βαριά καρδιά, βρήκε ξανά την επίμαχη φωτογραφία και τη μεγέθυνε. «Όταν την πρωτοείδα, δεν αναγνώρισα κανέναν» είπε δείχνοντάς την στον Δήμο. «Το πρόσωπο της γυναίκας είναι μισοκρυμμένο, όσο για τον πατέρα σου αγνοούσα ακόμη και την ύπαρξή του. Ο Βασίλης Δελής ήταν αυτός που μου έλυσε την απορία. Τουλάχιστον εκείνος δεν έχει κανένα λόγο να πιστεύει ότι έχω κάνει φωτομοντάζ». «Ο πατέρας μου μισούσε σχεδόν τη γυναίκα του φαροφύλακα. Πώς μπορεί να κοιμήθηκε μαζί της;»


180

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τότε υποτίθεται ότι ο Μάρκος Βραχνός πυροβόλησε τον Πέτρο Μπελιέ χωρίς κανένα λόγο. Ένα ωραίο πρωινό βγήκε από τον φάρο του και μην έχοντας τι να κάνει, τον είδε να έρχεται και είπε να τον σκοτώσει». «Δεν είναι αστείο, Ελένα!» «Και όμως είναι. Ένα τραγικά αστείο παιχνίδι που ξέρω πολύ καλά ποιος το οργάνωσε. Σε ενοχλεί που σπιλώνεται η τιμή του πατέρα σου μήπως; Ο φαροφύλακας έχει χαρακτηριστεί ως δολοφόνος και με επίσημη σφραγίδα μάλιστα!» Ο Δήμος ενοχλημένος της έκανε νόημα να σωπάσει. Είχε μεγεθύνει κι άλλο τη φωτογραφία και την παρατηρούσε σαν να ήταν κάτω από ένα μικροσκόπιο. «Το πρόσωπο του πατέρα μου...» Σταμάτησε απότομα. «Έχω κάνει ένα σωρό εικασίες σχετικά με αυτή τη φωτογραφία. Ξέρεις πού καταλήγω κάθε φορά; Ότι κάποιος την τράβηξε επίτηδες για εκβιασμό. Αν εσένα το πρόβλημά σου είναι η ηθική του πατέρα σου, το δικό μου βρίσκεται αλλού. Τι σόι ενθύμιο θεωρούσε αυτό το παλιόχαρτο ο Λευτέρης Μαρδάς». Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό της. Η Ελένα αναγνώρισε την κλήση του Άρη. Τον άκουσε να της λέει ότι ανυπομονούσε να συναντηθούν, είχε τα καλύτερα νέα να της ανακοινώσει. Ο Δήμος σηκώθηκε εκνευρισμένος. Άνοιξε τον δικό του υπολογιστή και μετέφερε όλες τις φωτογραφίες από τον φορητό της Ελένα. Τις τύπωσε από δύο φορές. «Τι ήθελε;» τη ρώτησε καθώς της έδινε τα δικά της αντίτυπα. «Να συναντηθούμε. Έχει κάτι να μου ανακοινώσει». Η Ελένα δεν είχε διάθεση να μπει σε λεπτομέρειες. «Να σου ανακοινώσει τι; Ότι όρισε και την ημερομηνία του γάμου; Πόσο μακριά σκοπεύεις να τραβήξεις αυτή την ιστορία; Τι θα συμβεί όταν μάθει τι πραγματικά ψάχνεις να βρεις;» «Δεν θα το μάθει!» «Δεν μιλάς σοβαρά!» αγρίεψε ο Δήμος. «Κι όμως! Εσύ το είπες ότι χρειάζομαι αποδείξεις. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει. Εγώ ψάχνω το δαχτυλίδι και ο κάτοχός του τον Λευτέρη Μαρδά. Ένας επίσημος αρραβώνας θα φέρει τον Λευτέρη Μαρδά εκεί που τον θέλω. Πρέπει να κινήσω τα νήματα ώστε ο φαροφύλακας να βγει από την κρυψώνα του, όσο και να μην αρέσει σε κανέναν σας αυτό. Μου είπες ότι αργά ή γρήγορα θα χρειαστώ τη βοήθειά σου. Νομίζω πως ήρθε η ώρα να διαλέξεις στρατόπεδο». Τα χείλη της Ελένα σχεδόν ψιθύρισαν την τελευταία πρόταση. Είχε καταλάβει επιτέλους αυτό που όλοι οι υπόλοιποι έβλεπαν και η ίδια αρνιόταν να παραδεχτεί. Ο Δήμος ενδιαφερόταν πραγματικά, τουλάχιστον όσο δεν γνώριζε την ταυτότητά της. Τα πρόσωπά τους πλησίασαν και η γλώσσα της ακούμπησε φευγαλέα στην άκρη των χειλιών του. Το αποτέλεσμα ήταν μια ηλεκτρική εκκένωση, όμως ο Δήμος τραβήχτηκε απότομα.


Ο Φύλακας στον Φάρο

181

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν έχω να διαλέξω τίποτα. Δεν είμαι υπηρέτης τους, όπως νομίζεις. Ποτέ δεν ήμουν. Δεν τους χρωστάω απολύτως τίποτα!» «Θα συμμαχήσεις μαζί μου;» τον ρώτησε μην εγκαταλείποντας την προσπάθεια. Φυλάκισε τα δάχτυλά του και με τα δυο της χέρια, και τα έφερε στο στόμα της. Αργά και βασανιστικά άφησε τη γλώσσα της να συρθεί στην επιφάνειά τους. Τον άκουσε να βογκάει από ηδονή και με την εντύπωση ότι είχε κάμψει την αντίστασή του, αναζήτησε τα χείλη του πότε φιλώντας και πότε δαγκώνοντάς τα. Εκείνος μπαίνοντας στο ερωτικό της παιχνίδι άρχισε να την ξεκουμπώνει και να της χαϊδεύει το στήθος. Τα χέρια του έγιναν μέγγενη γύρω από τις ρώγες της που ήταν ήδη ερεθισμένες από την τριβή πάνω στο ύφασμα του πουκάμισου. Σε δευτερόλεπτα τα δάχτυλά του την χάιδευαν όλο και πιο χαμηλά διεγείροντάς την. Οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί και η Ελένα αντιλαμβανόταν πολύ αργά ότι είχε γίνει το θύμα των κινήσεών της. «Σε θέλω, τώρα!» είπε νιώθοντας τα γόνατά της να λύνονται. «Παρακάλεσέ με, τότε!» της απάντησε εκείνος, ενώ τα δάχτυλά του εισχωρούσαν όλο και πιο βαθιά, κόβοντάς της την αναπνοή. Γιατί αργούσε; Η Ελένα προσπάθησε να ξεκουμπώσει το παντελόνι του, όμως τη σταμάτησε η ειρωνική λάμψη στα μάτια του. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, τα δάχτυλά του εγκατέλειψαν το ερωτικό παιχνίδι, σπρώχνοντάς την μακριά του. «Τι κάνεις;» τον ρώτησε με μια έκφραση ανάμεσα στην έκπληξη και την απόλυτη δυσπιστία. «Αφήνω το τρόπαιο στον Άρη! Προφανώς δεν έχεις ανάγκη από άλλη φροντίδα, Ελένα. Είσαι απόλυτα καλά. Και σίγουρα δεν με χρειάζεσαι. Δεν υπάρχει λόγος να τρώω τις ώρες μου μαζί σου. Μπορείς να συνεχίσεις τα κόλπα σου με τον υποψήφιο αρραβωνιαστικό σου. Δεν μου αρέσουν τα παιχνίδια. Στο ξαναείπα, αλλά μάλλον δεν το πήρες στα σοβαρά!» της πέταξε θυμωμένος και βρόντηξε την πόρτα πίσω του. «Χωριάτη!» ούρλιαξε η Ελένα, και ήταν τόση η υπερέντασή της που δάγκωσε με μανία τον καρπό της για να μην αναλυθεί σε βλακώδη κλάματα.


182

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

47.

Ο Μάρκος Βραχνός στάθηκε αναποφάσιστος κάτω από το σπίτι του Δελή. Ήταν ίδιο, όπως το θυμόταν από παλιά. Για να φτάσει μέχρι την άκρη της Διόνης περπάτησε σαν τον κλέφτη, ρίχνοντας αλαφιασμένες ματιές πάνω από τον ώμο του, αν και ήξερε ότι υπερέβαλε. Τα σπίτια που είχε περάσει ήταν όλα νεόκτιστα, τα πρόσωπα άγνωστα. Ένα δύο μαγαζιά που λειτουργούσαν από την εποχή που υπηρετούσε ως φαροφύλακας μόνο στο όνομα παρέμεναν τα ίδια, αφού οι ιδιοκτήτες τους είχαν από καιρό βγει στη σύνταξη. Είχε έγνοια να μη συναντήσει τη Μάρθα, μέχρι που θυμήθηκε την ευαισθησία της γυναίκας στα πόδια και ησύχασε κάπως. Βρήκε την εξώπορτα ανοιχτή, ακούγοντας όμως φωνές από πάνω, λούφαξε περιμένοντας. Ο Δελής είχε μάλλον επισκέψεις. Ίσως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, αλλά και πάλι ποια ώρα θα ήταν η σωστή για να ρωτήσει αυτά που τον έκαιγαν; Έσφιξε το σακίδιο στο στήθος του αναποφάσιστος: να ανέβει τα σκαλιά ή να γυρίσει πίσω; Ήταν δύσκολη η επαφή με τους ανθρώπους, αισθανόταν ντροπή, σαν να είχε κρεμασμένη μια ταμπέλα που έγραφε: “μακριά, εγκληματίας!” Η επάνω πόρτα άνοιξε, η επίσκεψη είχε τελειώσει. Άκουσε τα βήματα στη σκάλα. «Μην κατέβεις, παππού! Τον ξέρουμε τον δρόμο». Η ανδρική νεανική φωνή τού ακούστηκε εύθυμη και εγκάρδια. «Να προσέχετε, Σίλα παιδί μου. Αρχίσαμε όλοι να παίζουμε με τη φωτιά!» Αυτή ήταν η φωνή του Δελή. «Υπερβολές!» ακούστηκε ο εγγονός του Δελή που προφανώς προπορευόταν. «Μπέτα, να με πάρεις τηλέφωνο, κορίτσι μου. Δεν του έχω και μεγάλη εμπιστοσύνη. Με τη μέχρι στιγμής δράση του έχει ενοχλήσει πολύ κόσμο, από τότε που πρωτοετής φοιτητής ακόμη είχε ξεσηκώσει όλη την περιοχή για την καταπάτηση του δάσους». «Μην ανησυχείτε, κύριε Βασίλη. Ο Σίλας δεν θα φανεί πουθενά. Θα σας κρατάω ενήμερο». Ο Μάρκος άκουσε τον ήχο φιλιών και γρήγορα νεανικά βήματα που κατέβαιναν τα τελευταία σκαλοπάτια. Έκανε στην άκρη να περάσει το ζευγάρι. Η κοπέλα κοντοστάθηκε και τον κοίταξε για λίγο χαρίζοντάς του το χαμόγελο που τα νιάτα έχουν στο απόθεμά τους για τους πολύ μεγαλύτερους. Θα τον είχε περάσει μάλλον για συνομήλικο του Δελή. Πού καιρός τώρα για ματαιοδοξίες! Έστρεψε το κεφάλι προς τα πάνω κι αντίκρισε το πρόσωπο του παλιού φιλόλογου της πρώην γυναίκας του. Σε αντίθεση με τον ίδιο, ο Δελής παρέμενε


Ο Φύλακας στον Φάρο

183

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

θαλερός, σαν να μην είχαν περάσει είκοσι δύο χρόνια από την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί σε μία αίθουσα δικαστηρίου. «Καλησπέρα, Μάρκο! Καλώς όρισες!» Ο Δελής τον χαιρέτησε αναστενάζοντας με ανακούφιση, λες και είχαν ραντεβού και είχε αργήσει ανεπίτρεπτα. Μπήκαν στη δροσιά του καθιστικού κι ο Μάρκος κάθισε βαρύς στην καρέκλα σφίγγοντας πάντα το σακίδιο επάνω στο στήθος του. Ένιωσε το βλέμμα του Δελή να τον βαραίνει. Ίσως κι εκείνος έκανε νοερά τη σύγκριση με μια νεαρότερη εκδοχή ενός λιγότερο βασανισμένου ανθρώπου, ώσπου τα μάτια του ηλικιωμένου εστίασαν βλοσυρά στη μοναδική περιουσία του: τον σφραγιδόλιθο που φορούσε στον δεξί παράμεσο. «Όπως το φανταζόμουν!» μουρμούρισε ο Δελής και, σαν ο χρόνος να τους πίεζε μην αφήνοντας άλλα περιθώρια για ευγένειες και λόγια του αέρα, συνέχισε: «Τι αποφάσισες, Μάρκο; Θα διεκδικήσεις την περιουσία του Μανωλά ή όχι;» Δεν μασούσε τα λόγια του. Έτσι τον θυμόταν πάντα τον Δελή, που είχε διδάξει έναν στρατό παιδιά με τη μεθοδικότητα και την τετράγωνη λογική του. Ο Μάρκος έκανε μιαν αόριστη κίνηση με το κεφάλι κι έσφιξε πιο δυνατά το σακίδιο σαν τον μόνο τρόπο να ησυχάσει την καρδιά του που κονταροχτυπιόταν μέσα του στη σκέψη ότι απείχε ελάχιστα από το να δώσει λύτρωση στα βάσανά του. Σίγουρα τα είχε ανάγκη τα χρήματα, -διέθετε ελάχιστα μέσα για να επιβιώσει, αν και στη φυλακή είχε μάθει να είναι ολιγαρκής. «Ναι, θα τη διεκδικήσω. Μερικές ώρες πριν θα απαντούσα το αντίθετο» είπε ξεφυσώντας με στενοχώρια. «Όμως τώρα θα τη διεκδικήσω για την κόρη μου!» Ο Δελής έμοιαζε να τον κοιτάζει με οίκτο, αλλά ίσως και να ήταν η ιδέα του. Το καλό με τον συνταξιούχο καθηγητή ήταν ότι ήξερε να περιμένει. Έτσι και τώρα δεν τον είχε διακόψει για να του απαντήσει τις κοινοτοπίες που θα έλεγε ο καθένας στη θέση του. «Η Σοφία μου πέθανε!» Η φωνή του Μάρκου ήχησε σαν ένα ξεκούρδιστο όργανο. Το πρόσωπο του Δελή συννέφιασε. «Πώς το έμαθες;» «Από αυτό εδώ!» είπε μόνο κι έδωσε το σακίδιο στον Δελή σαν να του έλεγε να βγάλει εκείνος το φίδι από την τρύπα. Ξαφνικά ένιωθε να έχει χάσει το θάρρος του. Τον είχε καταλάβει μια ανείπωτη κούραση, τα μέλη του σώματός του έμοιαζαν ξένα και βαριά. Έγειρε το κεφάλι εμπρός και περίμενε. Σκέφτηκε την κοπέλα και η αγωνία του κόντευε να του τρυπήσει το στομάχι. Προσπαθούσε να ξαναφέρει στη μνήμη του τα χαρακτηριστικά της, συγκρίνοντάς τα με αυτά της κόρης που δεν είχε δει να μεγαλώνει. Κι αν ήταν η κόρη του πραγματικά; Τι θα έκανε τότε; Όχι, δεν έπρεπε να ελπίζει. Η ζωή δεν του είχε φερθεί καλά. Γιατί να αναθαρρήσει τώρα; Μπορεί η κοπέλα να τα είχε βρει κάπου αυτά τα πράγματα. Άμα όμως έβαζε μπρος τη λογική, κατέληγε ξανά στο ίδιο


184

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

συμπέρασμα. Τι συμφέρον θα είχε κάποιος άλλος να κουβαλάει μαζί του ένα τέτοιο χειρόγραφο; «Μάλιστα!» αποφάνθηκε ο Δελής και ο Μάρκος περίμενε την ετυμηγορία, όμως εκείνος φαινόταν να εξετάζει με προσοχή το σακίδιο. «Πού το βρήκες;» τον ρώτησε. Ο Μάρκος του είπε και μετά ξεστόμισε αυτό που του έκαιγε τη γλώσσα. «Και την άφησες στη φάρμα. Όμως την παρακολουθούσες με τον τρόπο σου, Μάρκο. Όλους μας παρακολουθούσες τόσον καιρό!» «Δεν έκανα τίποτα κακό!» «Όχι!» είπε καλόκαρδα ο Δελής. «Λυπάμαι για τη Σοφία. Πίστευα πάντα ότι ήταν υπερβολικά έξυπνη, δεν έφτανε όμως μόνο αυτό. Ας τα αφήσουμε τώρα, οι νεκροί δικαιώνονται. Όσο για τους ζωντανούς...» Ο Δελής έκοψε την κουβέντα του στη μέση σαν κάτι άλλο να απασχολούσε τώρα το μυαλό του. Το βλέμμα του έγινε ξανά ζωηρό και τα μάγουλά του γέμισαν χρώμα ενώ τα χέρια του χάιδευαν ασυναίσθητα το σακίδιο. «Ποια είναι η κοπέλα;» ρώτησε ο Μάρκος. Ήθελε και δεν ήθελε να μάθει. Ένιωθε την καρδιά του να σπαρταράει και μετά να παύει να χτυπάει. Μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα θα γνώριζε αν η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. «Το όνομά της είναι Ελένα Στολτς. Είναι είκοσι πέντε χρονών, ορφανή και από τους δύο γονείς, παντρεμένη με Ελβετό δικηγόρο και έχει έρθει στην Ελλάδα με μια πολύ περίεργη αποστολή: να βρει τον σφραγιδόλιθο της Γένουας για να τον παραδώσει στη νόμιμη δικαιούχο του, τη χήρα του ζωγράφου Αλφιέρι. Αυτό είναι πράγματι το σακίδιό της. Μόλις χθες η Ελένα ήταν εδώ και το είχε μαζί της» Ο Δελής σταμάτησε για να τον αφήσει να χωνέψει τα δεδομένα. Το περίμενε και τώρα το είχε ακούσει: ίδια ηλικία, ίδιο βαφτιστικό όνομα, το επίθετο Στολτς ίδιο με αυτό της Σοφίας. Είχε επιβεβαιωθεί, όμως το μυαλό του Μάρκου σταμάτησε να δουλεύει, το κεφάλι του βάρυνε στους ώμους του που κι αυτοί έμοιαζαν δυο τόνοι μολύβι. Όλες οι προηγούμενες αναμνήσεις του έσβησαν καθώς κυριάρχησε μια μοναδική εικόνα, αυτή της ενήλικης κόρης του. Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να σκουπίσει τα δάκρυα που άρχισαν να τρέχουν σαν τα ξεροπόταμα που έγιναν χείμαρρος. Άκουγε τους λυγμούς του, αυτούς ενός ανθρώπινου αγριμιού, όμως η εικόνα άλλαξε και πάλι μπροστά του. Πρώτα ήταν ο ήχος, ένα βαθύ τρίξιμο, και μετά τα μάτια της φαντασίας του είδαν την πεταλούδα που έσπαγε το κουκούλι της για να πετάξει ελεύθερη στη σύντομη ζωή της. Δεν το ήθελε το κουκούλι του πια, ζητούσε να προλάβει τη δεύτερη ευκαιρία. Κι έτσι ηρέμησε επιτέλους και γύρεψε από τον Δελή να του πει με λεπτομέρειες ό,τι άλλο γνώριζε. Τον άκουγε φουσκώνοντας από περηφάνια για την έξυπνη κι ατρόμητη κόρη του, αλλά και με ανησυχία για τα επικίνδυνα παιχνίδια της. «Λες να ξέρει;» ρώτησε τον Δελή όλο αγωνία.


Ο Φύλακας στον Φάρο

185

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Η κόρη σου είναι μια πολύ έξυπνη ψεύτρα, όμως όχι! Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι δεν γνώριζε για το δικό της παρελθόν. Έψαξε τα πράγματα του Μαρδά. Αν ήξερε, δεν θα ρώταγε εμένα. Είχε μια εμμονή με τον φάρο, αλλά δεν γνώριζε ούτε καν το όνομα του φαροφύλακα. Χθες το πρωί ήρθε και μιλήσαμε, μου είπε μάλιστα ότι είχε να μου δείξει κάποιες φωτογραφίες. Είχα όμως μια βιαστική δουλειά. Μετά όμως….» σταμάτησε χαμένος στις δικές του σκέψεις. Κούνησε το κεφάλι σαν να συμφωνούσε με κάποιον αόρατο συνομιλητή και συνέχισε: «Αλήθεια, εσύ γνώριζες ότι ο Λευτέρης Μαρδάς ήταν ο γιος της Μαρούλας του Τόλια;» «Μου το είπε ο Μανωλάς λίγο πριν πεθάνει. Οι τρόποι του Μαρδά τον είχαν ενοχλήσει, και είχε φτάσει μέχρι την Πάργα, όπου ρωτώντας στην Αμμουδιά βρήκε κάποιον που τον θυμόταν από τις ανασκαφές στο Νεκρομαντείο». «Τι ξέρεις από υπολογιστές, Μάρκο;» τον έκοψε ανυπόμονα ο Δελής. «Αλλά τι ρωτάω; Μάλλον δεν είχες αυτή την πολυτέλεια μέσα στη φυλακή. Περίμενε εδώ!» Ο Μάρκος παρακολούθησε τον Δελή να ανοίγει κάτι που έμοιαζε με λεπτή βαλίτσα. Δεν έβλεπε τι έκανε, του είχε όμως εμπιστοσύνη και χαλάρωσε στο κάθισμά του ασφαλής που δεν ήταν πια μόνος του. Ο Δελής τού έγνεψε και τράβηξε την καρέκλα του για να του κάνει χώρο. «Αυτό είναι ένας φορητός υπολογιστής, ένα μικρό θαύμα, αδιανόητο κάποτε. Λίγο ξεπερασμένο το μοντέλο του σήμερα, αλλά κάνει μια χαρά τη δουλειά του. Η Ελένα λοιπόν μου έστειλε ό,τι πληροφορία είχε συλλέξει για τον Μαρδά. Κοίταξε προσεκτικά αυτές τις φωτογραφίες!» Ο Μάρκος είδε τη Σοφία του όπως είχε πάντα φυλαγμένη στο νου του την εικόνα της. Η καρδιά του σκίρτησε ξανά από έρωτα, όμως ήρθε στα συγκαλά του καθώς θυμήθηκε ότι ήταν μόνο η φωτογραφία μιας γυναίκας που δεν είχε υπάρξει ποτέ δική του, που δεν βρισκόταν πια ανάμεσα στους ζωντανούς. Τα χέρια του δαιμονισμένα από ένα ανεξέλεγκτο τρέμουλο ακούμπησαν την οθόνη διατρέχοντας το περίγραμμα του Πέτρου και της Σοφίας. «Κι αυτή η φωτογραφία βρισκόταν στα πράγματα του Μαρδά;» ρώτησε σαν ένας άλλος άπιστος Θωμάς που έψαχνε τα σημάδια από τα καρφιά. «Αυτός ήταν που μου την έστειλε! Αυτό το φίδι. Δεν του έφτανε η γυναίκα μου, ήθελε και να με καταστρέψει!» Ο Μάρκος είχε γίνει κατακόκκινος, το αίμα σαν τις τρόμπες στον φάρο του όρμηξε και του πίεσε τα μηνίγγια, το οπτικό του πεδίο βάφτηκε κόκκινο κι αυτό. «Θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Όχι! Θα κάνω κάτι πιο έξυπνο. Θα ακολουθήσω το δικό του παράδειγμα, στα μουλωχτά, να μη με πάρει χαμπάρι κανένας!» «Τι έγινε ακριβώς τότε, Μάρκο; Τι συνέβη πραγματικά στον φάρο;» ρώτησε ο Δελής. «Εγώ δεν είχα πάρε δώσε με τον Μαρδά. Όταν πήρα τις φωτογραφίες κι έφριξα που ο Πέτρος είχε κοιμηθεί με τη γυναίκα μου, με έπνιξε ο πόνος κι η ντροπή, όμως δεν μίλησα σε κανέναν. Τότε εμφανίστηκε ο Μαρδάς κι άρχισε να βάζει λόγια. Πού


186

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

να ήξερα ότι αυτός ο αρρωστημένος σατανάς, σαν τον πρόγονό του, με μισούσε τόσο πολύ, κι εμένα και τον Πέτρο; Πού να ήξερα εγώ τότε τίνος απόγονος ήταν; Ποιος άνθρωπος με τα καλά του θα σκεφτόταν να κάνει αυτά τα πράγματα; Δεν γνώριζα, λάθευα, και θόλωσα από το κρασί κι από την προδοσία. Όλα τα είχε σχεδιάσει στην εντέλεια. Ήρθε μέχρι τον φάρο, ήξερε την ώρα που θα εμφανιζόταν ο Πέτρος, και μέχρι τότε με είχε φτάσει εκεί που ήθελε. Μου έδωσε το όπλο και αγκαλιάζοντάς με από πίσω, προσπάθησε να το σταθεροποιήσει στο δεξί μου χέρι. Το μόνο που δεν γνώριζε ήταν πως δεν θα μπορούσα να σημαδέψω έτσι, αφού είμαι αριστερόχειρας. Φουρκισμένος, πήρεε το όπλο στα χέρια του κι έριξε. Ο Μαρδάς ήταν άριστος σκοπευτής, πέτυχε τον Πέτρο κατευθείαν στην καρδιά. Μετά έβαλε ξανά το όπλο στα χέρια μου κι έσπρωξε τα δάχτυλά μου. Οι βολές ήταν άστοχες, αλλά αυτός είχε κάνει τη δουλειά του. Με άφησε εκεί και χάθηκε». «Γιατί δεν είπες ποτέ τίποτα; Ούτε καν απολογήθηκες. Πώς έζησες με αυτή την αδικία;» «Στην αρχή όλα ήταν θολωμένα στο μυαλό μου. Μέσα στην απόγνωσή μου νόμιζα πως ο Μαρδάς είχε έρθει για να απαλύνει τον πόνο μου. Ούτε καν μου είχε περάσει από το νου ότι ήταν ο εραστής της Σοφίας. Είχε φροντίσει να μου ρίξει στάχτη στα μάτια, το κάθαρμα! Ο δικηγόρος μου ήταν ένας νεαρός από αυτούς που διορίζει το δικαστήριο, όμως ο άνθρωπος πάλεψε με νύχια και με δόντια. Εγώ δεν τον βοηθούσα, αρνιόμουν πεισματικά να ανοίξω το στόμα μου. Δεν είχα ούτε έναν μάρτυρα υπεράσπισης, ο μόνος που είπε κάποια καλά λόγια ήταν ο Μανωλάς, που σε όλα τα χρόνια της καταδίκης μου φρόντιζε έστω και αραιά να επικοινωνεί μαζί μου. Κι αυτός ήταν που μου άνοιξε τα μάτια. Αυτός ήταν που μου επισήμανε ότι κάποιος είχε επέμβει στη δουλειά του δικαστηρίου. Είχε κάνει τη δική του έρευνα για τους λόγους που μου εξήγησε μετά. Βρήκε τον δικηγόρο και την παλιά δικογραφία. Μελέτησε όλα τα στοιχεία προσεκτικά. Γιατί κανένας δεν είχε ασχοληθεί με το γεγονός ότι εγώ ήμουν αριστερόχειρας, ενώ στο όπλο είχαν βρεθεί τα αποτυπώματα του δεξιού χεριού; Γιατί κανένας δεν είχε ασχοληθεί με το παράδοξο, η πρώτη βολή να βρίσκει τον στόχο και οι επόμενες δύο να εξοστρακίζονται; Γιατί κανένας δεν είχε εξετάσει πώς βρήκε τον στόχο του κάποιος που μέσα στο σώμα του κυλούσε οινόπνευμα και ναρκωτικό μαζί;» Ο Μάρκος έπαψε, δεν είχε τίποτα περισσότερο να πει. Κάθε φορά που ξανάφερνε στο νου του εκείνη την ημέρα, το στόμα του γέμιζε από τη στυφή γεύση του κρασιού. «Τι θα κάνεις με την κόρη σου, Μάρκο; Πότε θα εμφανιστείς; Γιατί αργά ή γρήγορα, θα ζητήσει τη βοήθειά μου και πρέπει να ξέρω τι θα της πω». Ο Μάρκος Βραχνός κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι, όχι ακόμη! Μου αρκεί που ξέρω! Ξέμαθα τις σχέσεις τόσα χρόνια, έγινα μονόχνοτος, δεν ξέρω πώς να φερθώ!» Για λίγο απόμειναν με την αμηχανία να πλανιέται στην ατμόσφαιρα, σαν να είχαν στερέψει από παρήγορα λόγια.


Ο Φύλακας στον Φάρο

187

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Θα ζητήσει να σε δει» έσπασε πρώτος ο Δελής τη σιωπή. «Τι θα της πω τότε; Πως δεν σε συνάντησα; Αν γυρίσεις στον φάρο, θα έρθει να σε βρει. Δεν ξέρεις τι είναι ικανή να μηχανευτεί!» σχολίασε αχνογελώντας. «Δεν θέλω να τη βάλω σε κίνδυνο» δικαιολογήθηκε ο Μάρκος. «Η κόρη σου έχει μάθει να ζει επικίνδυνα. Μην το υποτιμάς αυτό. Και ο Λευτέρης Μαρδάς είναι άλλη μία εμμονή της». Ο Μάρκος θορυβήθηκε και τον κοίταξε αναποφάσιστος, αλλά το κορνάρισμα ενός αυτοκινήτου τον έκανε να πεταχτεί από τη θέση του. Ο Δελής άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε έξω, όμως ο Μάρκος κατάλαβε ποιος ήταν, προτού ο άλλος πει οτιδήποτε. «Θα κρυφτώ στο μέσα δωμάτιο. Μου φτάνει να την ακούσω, δεν ξέρω αν θα αντέξω να τη δω!» είπε συννεφιασμένος και τράβηξε να λουφάξει στη μέσα κάμαρα. Άκουσε τον Δελή και κρυφοκοίταξε από τη χαραμάδα με την καρδιά του να χτυπάει τόσο δυνατά που φοβόταν ότι η κοπέλα, η κόρη του, θα καταλάβαινε αμέσως την παρουσία του. Το Νιτσάκι του, που είχε αφήσει τριών χρονών, που η Σοφία είχε πάρει μακριά του! Έστησε αυτί μη χάσει την παραμικρή λέξη. «Έχει συμβεί κάτι φοβερό!» φώναξε σχεδόν η Ελένα και σωριάστηκε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά της. Κόντευε να σκάσει από όλα όσα την πίεζαν, τον παράλογο θυμό της και τα συναισθήματά της για τον Δήμο. Η ηρεμία του Δελή επέδρασε ευεργετικά επάνω της και πιο νηφάλια του αφηγήθηκε την απίθανη εξέλιξη της υπόθεσης που ενδιέφερε και τους δύο. «Δεν φαινόσαστε να έχετε εντυπωσιαστεί!» παρατήρησε με θυμωμένη απογοήτευση η Ελένα, φοβούμενη ότι ο Δελής υπέθετε ότι του είχε ξεφουρνίσει άλλη μια σειρά ψέματα. «Όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή» της απάντησε. «Ήρθε, τον είδατε;» ρώτησε η Ελένα αδιαφορώντας για τις παροιμίες. Ο Δελής έγνεψε καταφατικά. «Πού είναι;» Η Ελένα έψαξε πυρετικά γύρω της λες και ο πατέρας της βρισκόταν στο δωμάτιο κι εκείνη δεν τον είχε προσέξει. «Ηρέμησε!» την καθησύχασε ο ηλικιωμένος. «Είναι δύσκολο για τον Μάρκο να χωνέψει τα πράγματα: την προδοσία της Σοφίας, την παγίδα που του έστησε ο Μαρδάς, τη δική σου ύπαρξη. Θεωρεί ακόμη ότι είναι συνυπεύθυνος για τον θάνατο του Πέτρου Μπελιέ». «Σας είπε τι έγινε στον φάρο;» ρώτησε με κομμένη την ανάσα η Ελένα. «Είναι μόνος του, φοβάμαι μήπως του συμβεί κάτι!» «Κι εκείνος ανησυχεί το ίδιο για εσένα. Ηρέμησε, να σκεφτούμε τα πράγματα. Τώρα ειδικά, δεν πρέπει να κάνουμε βιαστικές κινήσεις. Οι αποδείξεις μάς λείπουν ακόμη. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Μαρδά για το παραμικρό, αν δεν ομολογήσει ο ίδιος. Είσαι ένας διάβολος, Ελένα! Κατόρθωσες να μπλέξεις ως και τον


188

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εγγονό μου σε αυτή την ιστορία!» είπε ο Δελής, το ύφος του όμως δεν ήταν επικριτικό. «Θέλω να δω τον Μαρδά να υποφέρει όπως έκανε αυτός στον πατέρα μου και τον πατέρα του Δήμου!» Ο Δελής ανασήκωσε το μαξιλάρι του καναπέ κι έβγαλε το σακίδιό της. Η Ελένα αναστέναξε με ανακούφιση καθώς βεβαιώθηκε ότι δεν έλειπε τίποτα από τα πράγματά της. «Πώς ήξερες ότι θα το είχε ο φαροφύλακας;» τη ρώτησε ο Δελής. «Ο Δήμος βρήκε μια σελίδα από το χειρόγραφο της μητέρας μου στο αγκυροβόλι του φάρου». «Και δεν κατάλαβε το παραμικρό;» «Δεν θέλω να μπλέξω περισσότερο τα πράγματα μεταξύ μας». Η Ελένα δεν έδωσε συνέχεια σε αυτό που είχε γίνει άλλο ένα αγκάθινο πρόβλημά της, ήξερε όμως ότι ο Δελής είχε την ικανότητα να ψυχολογεί τους άλλους. «Μην τον πολεμάς άλλο, Ελένα! Χρόνια τώρα σηκώνει τον δικό του σταυρό αγόγγυστα». «Το ίδιο μου είπε κι εκείνος: να μην τον πολεμάω» παραδέχτηκε μουτρωμένη η Ελένα. «Τότε πρέπει να του πεις όλη την αλήθεια». «Αυτό είναι αδύνατον! Έγινε κάτι μεταξύ μας...» Η Ελένα κόμπιασε, γιατί ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ντροπής μπροστά στον Δελή την εμπόδιζε να ομολογήσει ότι είχε κάνει έρωτα με τον Δήμο. «Φρόντισε να με κατατοπίσει ο Σίλας. Μη με κοιτάζεις με αυτό το έκπληκτο ύφος, Ελένα. Ο εγγονός μου φαίνεται να ζει στον κόσμο του, όμως δεν παύει να είναι άντρας και να καταλαβαίνει αν ο αδελφικός του φίλος είναι ερωτευμένος ή όχι». «Ό,τι και να είναι, καυγαδίσαμε άσχημα, και τώρα δεν μπορώ να κάνω πίσω!» Ο Δελής την κοίταξε ερωτηματικά. «Είναι και κάτι ακόμη. Ο Άρης μού ζήτησε να αρραβωνιαστούμε. Σε λίγο επιστρέφει και στο τηλέφωνο μού είπε ότι έχει τα πιο ευχάριστα νέα να μου ανακοινώσει» αναστέναξε η Ελένα. «Κι εσύ δέχτηκες;» «Δεν ήξερα τότε. Το χειρόγραφο της μητέρας μου το πήρα μόλις χθες το μεσημέρι, λίγο μετά τη συνάντησή μας. Από εκείνη τη στιγμή, νομίζω ότι κάνω τη μία λάθος κίνηση μετά την άλλη. Ο Άρης μού έχει φερθεί καλά και δεν έχει καμία σχέση με τις βρώμικες δουλειές του πατέρα του». «Και η Ουρανία; Τι λέει για όλα αυτά;» «Δεν μου μιλάει πια. Στην ουσία δεν θέλει να με βλέπει». «Το καλύτερο θα ήταν να πάρεις το δαχτυλίδι και να φύγεις. Ξέρω όμως ότι δεν πρόκειται να το κάνεις. Η περιπέτεια κυλάει στο αίμα σου, Ελένα. Αυτό μάλλον στο


Ο Φύλακας στον Φάρο

189

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κληροδότησε η μητέρα σου. Ήταν η πιο ατίθαση αλλά και η πιο έξυπνη μαθήτριά μου» αναπόλησε ο Δελής. «Μου είναι αδιάφορο!» δυσφόρησε η Ελένα. «Όπως ήταν αδιάφορη και η ίδια. Φρόντισε μόνο να μου φορτώσει τις τύψεις της κι ούτε αυτό δεν είχε το κουράγιο να μου πει πρόσωπο με πρόσωπο. Μια ζωή ψέματα!» «Η μητέρα σου δεν βρίσκεται πια στον κόσμο των ζωντανών για να απολογηθεί. Πάψε λοιπόν να την κατηγορείς. Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση. Ο κάθε άνθρωπος έχει τα όριά του, και υπάρχει μόνο μια λεπτή γραμμή που χωρίζει την Αρετή από την Κακία». «Δεν με ενδιαφέρει ούτε η ηθική ούτε ο νόμος! Ο Λευτέρης Μαρδάς δεν σεβάστηκε τίποτα από τα δύο. Θα ακολουθήσω το παράδειγμά του». Η φωνή της Ελένα σκλήρυνε απότομα. Ο Δελής πήγε κάτι να πει, αλλά ο ήχος του κινητού της Ελένα, που καλούσε επίμονα, τον έκοψε. Η Ελένα απάντησε εκνευρισμένη. «Επέστρεψες;» ρώτησε ψυχρά και άκουσε το ευτυχισμένο παραλήρημα του Άρη απαντώντας του μονολεκτικά. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, κοίταξε τον Δελή με ένα ύφος που θα το φοβόταν ο ίδιος ο διάβολος. «Ήρθε η ώρα να ξεσκεπάσω τον Μαρδά στον τόπο του εγκλήματος! Ο Άρης κανόνισε δεξίωση για αύριο το βράδυ στο φαρονήσι. Θα επισημοποιήσουμε τον αρραβώνα μας!» του ανακοίνωσε θριαμβευτικά, διαπίστωσε όμως ότι ο Δελής δεν είχε καν προσέξει τα λόγια της παρά κοιτούσε επίμονα πίσω της. Στράφηκε ξαφνιασμένη καθώς η πόρτα της διπλανής κάμαρας άνοιξε διάπλατα, τρίζοντας μέσα στην απόλυτη ησυχία.


190

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

48.

Ο Δήμος επιθεωρούσε κακοδιάθετος τους στάβλους. Δεν συγκράτησε ούτε τα μισά από όσα του είπε η γραμματέας του Άρη ούτε έδωσε καμία προσοχή στην αναφορά του υπόλοιπου προσωπικού. Ό,τι είχε συζητήσει με την Ελένα την τελευταία ώρα, παιζόταν ξανά και ξανά στο μυαλό του. Κάθε τόσο έβγαζε από την τσέπη του τη φωτογραφία που απεικόνιζε τον πατέρα του μαζί με τη γυναίκα του φαροφύλακα, σαν να έψαχνε κάποιο σημάδι που θα τον έπειθε ότι ήταν όλα ψέματα. Δεν τον ενδιέφεραν οι εικασίες της Ελένα. Ο πατέρας του ήταν το ίδιο νεκρός είτε τον είχε δολοφονήσει ο φαροφύλακας είτε ο Λευτέρης Μαρδάς. Σε όλη του τη ζωή όμως ο πατέρας του ήταν το πρότυπό του. Ένας άνθρωπος τίμιος και με αρχές, κάποιος που δεν θα πρόδιδε τα ιδανικά του για οποιοδήποτε τίμημα. Κι ερχόταν αυτό το βρωμερό χαρτί να ανατρέψει τα πάντα. Δεν μπορούσε να το χωνέψει, όχι! Καλύτερα να μην είχε συναντήσει ποτέ του την Ελένα. Έτσι τουλάχιστον θα είχε διατηρήσει και την ανάμνηση του πατέρα του και τη δική του ψυχική ηρεμία ακέραια. Είδε τον Άρη να κατηφορίζει το μονοπάτι από τη μεριά του Ροδώνα. Από τον τρόπο που βάδιζε κατάλαβε ότι όλα του είχαν πάει καλά. Θα είχε κάθε λόγο να πανηγυρίζει με την Ελένα δίπλα του. Ο Δήμος μόρφασε προσπαθώντας ακόμη να καταλάβει γιατί ήταν τόσο βίαιη η αντίδραση του, γιατί είχε συνεχίσει το ερωτικό παιχνίδι της Ελένα και μετά είχε φερθεί με έναν τρόπο που δεν συνήθιζε, που τώρα τον έκανε να αισθάνεται φτηνός. Η μόνη εξήγηση που μπορούσε να δώσει ήταν ο εκνευρισμός και η απογοήτευσή του όταν διαπίστωσε ότι τα αισθήματα της Ελένα δεν ήταν ίδια με τα δικά του. Αποφάσισε να ξεχάσει αυτή την ιστορία και να κλειστεί ξανά στον εαυτό του. Του αρκούσε η Ραλλού, κανένας από τους δυο τους δεν είχε ανάγκη την Ελένα. «Τον πούλησα, Δήμο! Νομίζω πως πιάσαμε την καλή επιτέλους. Η τύχη μας γύρισε. Δεν πρέπει να έχω κλείσει καλύτερη συμφωνία στη ζωή μου!» Ο Άρης φώναζε σαν χαρούμενο παιδί. Ο Δήμος παρατήρησε στρυφνά ότι ο σχεδόν συνομήλικός του άνδρας ήταν ανέκαθεν ένα παραχαϊδεμένο παιδί. Δεν μπορούσε όμως και δεν είχε κανένα λόγο να συμμεριστεί τη χαρά του. Δεν έβλεπε πια την ώρα να πάρει τη Ραλλού και να φύγουν. Δεν ήταν βέβαια τόσο απλά τα πράγματα. Μέχρι τώρα είχε την ανεξαρτησία του. Του ήταν αδύνατον να κλειστεί σε ένα στενόχωρο σπιτικό μαζί με τη μητέρα του. Είχε μπουχτίσει πια να είναι πάντα ο στοργικός γιος, αυτή τη στιγμή ζήλευε τον Άρη που όλος ο κόσμος απλωνόταν μπροστά του λουσμένος στο λευκό χρώμα της αισιοδοξίας.


Ο Φύλακας στον Φάρο

191

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Να σκεφτείς ότι μου πρότειναν την εκτροφή καθαρόαιμων» συνέχισε το παραλήρημά του ο Άρης. «Δεν έχουμε κανονίσει όλες τις λεπτομέρειες, αλλά τουλάχιστον είναι έντιμοι. Δεν έχουν καμία σχέση με τον υπόκοσμο του Κραμπή». Ο Δήμος αναρωτήθηκε αν ο Άρης έπαιρνε ποτέ στα σοβαρά κάτι για περισσότερο από ελάχιστες ώρες. Τώρα που είχε στα χέρια του τα χρήματα που όφειλε στον Μίλτο Κραμπή, έμοιαζε να έχει ξεχάσει όλους τους προηγούμενους δισταγμούς του. Για μία ακόμη φορά ετοιμαζόταν να ξανοιχτεί σε άγνωστες κατευθύνσεις, βλέποντας μόνο το κέρδος και μην υπολογίζοντας το ρίσκο. «Δε σε βλέπω και πολύ χαρούμενο!» σχολίασε πικαρισμένος ο Άρης. «Οικογενειακά προβλήματα…» είπε αόριστα ο Δήμος. «Συμβαίνει κάτι με τη Ραλλού;» ρώτησε ο Άρης προσπαθώντας να δείξει πραγματικό ενδιαφέρον, όμως ο Δήμος ήξερε πολύ καλά ότι τα πατρικά αισθήματα δεν ήταν του χαρακτήρα του. «Όχι. Κάτι δικό μου. Μη δίνεις σημασία!» «Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη» παρατήρησε ο Άρης, που έμοιαζε με άνθρωπο που βρίσκεται σε κατάσταση ελαφριάς μέθης. «Θα πάμε βόλτα με τα άλογα. Η Ελένα το υποσχέθηκε στη Ραλλού. Έρχεσαι;» Ο Δήμος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Δεν είχε καμία διάθεση να αφήσει τη Ραλλού να πάει μαζί τους, όμως παραήταν κτητικός απέναντί της. Η πραγματικότητα δεν άλλαζε κι αυτή έλεγε ότι ο Άρης Μαρδάς ήταν ο φυσικός της πατέρας ,που μπορεί να μην την είχε αναγνωρίσει ως παιδί του αλλά τίποτα δεν τον εμπόδιζε να το κάνει στο μέλλον. Η Ελένα δεν θα είχε καμία αντίρρηση, -έμοιαζε να αγαπάει πραγματικά τη Ραλλού. Η σκέψη τον πόνεσε καθώς μια φευγαλέα εικόνα πέρασε από μπροστά του: αυτός και η Ελένα μαζί με τη Ραλλού σε μια δική τους μικρή φάρμα πάνω σε μια βουνοπλαγιά της Ηπείρου. Ανόητες φαντασιώσεις που απείχαν έτη φωτός από την πραγματικότητα. «Εγώ λέω να πας να ξεκουραστείς» διέκοψε τις σκέψεις του ο Άρης. Ο Δήμος δεν περίμενε να το ακούσει δεύτερη φορά. Έκανε απότομα μεταβολή, όμως ο Άρης τον ξαναφώναξε. «Μην το ξεχάσω. Αύριο το βράδυ γιορτάζουμε διπλά. Τη σωτηρία της φάρμας Μαρδά και τους αρραβώνες μου με την Ελένα» συμπλήρωσε περιχαρής. Παρότι ο Δήμος περίμενε αυτή την αναγγελία, ένιωσε σαν τον αλεξιπτωτιστή λίγο προτού βουτήξει στο κενό. Δεν βρήκε τίποτα να απαντήσει, γιατί η γλώσσα του είχε δεθεί κόμπος που του έφραζε το λαρύγγι. Μισή ώρα αργότερα τραβούσε ξανά προς τους στάβλους για να σελώσει τον Βίκο. Είδε από μακριά την Ελένα ντυμένη με σοκολατί παντελόνι ιππασίας κι ένα εφαρμοστό τουρκουάζ πουκάμισο να μιλάει με τον Άρη. Η Ραλλού τούς τριγυρνούσε σαν χαρούμενος δορυφόρος. Όσο τους πλησίαζε, είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει καλύτερα την Ελένα. Το πρόσωπό της έλαμπε από ευτυχία. Γιατί όχι; Η φάρμα είχε


192

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ορθοποδήσει και ο Άρης είχε όλα όσα έλειπαν από τον ίδιο. Πέρασε από δίπλα τους αμίλητος και συνοφρυωμένος. Έπεισε τον εαυτό του πως δεν τον ενδιέφερε τι θα έκανε η Ελένα. Είχε βαρεθεί τα κόλπα της για να αποκτήσει τον περιβόητο σφραγιδόλιθο. Δεν τον ενδιέφερε αν τον είχε ο φαροφύλακας ή ο Πάπας της Ρώμης. Αυτή τη στιγμή απορούσε με το πώς είχε υπνωτιστεί από τα παιχνίδια της, κινδυνεύοντας να γίνει θύμα του καιροσκοπισμού της. Προσπάθησε να τον πάρει με το μέρος της με το φτηνό τέχνασμα της ανάμιξης του Λευτέρη Μαρδά. Αν και ο τελευταίος τού ήταν το πλέον αντιπαθητικό άτομο σε αυτό τον κόσμο, αδυνατούσε να πιστέψει την οποιαδήποτε συμμετοχή του στη δολοφονία του πατέρα του, παρότι λίγες ώρες πριν σκεφτόταν διαφορετικά. Τώρα όμως όχι! Ήταν κι αυτό άλλο ένα ψέμα της Ελένα για να τον έχει του χεριού της. Ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να ασχοληθεί με το δικό του πρόβλημα βρισκόταν στις Αλυκές. Ο Βίκος πήδηξε όλο χάρη πάνω από τις μπάρες και ξεχύθηκε στην κατηφόρα. Ο Δήμος είδε μπροστά του τα μπαλώματα των παλιών αλυκών και κατεύθυνε το άλογο προς τα εκεί. Από ψηλά οι αλυκές έμοιαζαν να σχηματίζουν ένα μωσαϊκό στην κόχη της θάλασσας, αραξοβόλι για τα κοπάδια των πεινασμένων γλάρων που φτεροκοπούσαν ανάμεσα στα βούρλα. Ο Δήμος κάλπασε με το άλογο μέχρι τις αμμοθίνες και κατόπιν πήρε ξανά τον δρόμο προς το χωριό από την αντίθετη κατεύθυνση. Στα τελευταία μέτρα πριν από τις παλιές αποθήκες του αλατιού, ξεπέζεψε και προχώρησε αργά δίπλα στο άλογό του. Το έδεσε κάτω από ένα αλμυρίκι και κοίταξε κατά τις ψαροταβέρνες. Ο γερο-Νικολός δεν είχε εγκαταλείψει το ψάρεμα, παρά την ηλικία του. Το πιο πιθανό ήταν να μπαλώνει κάπου παράμερα τα δίχτυα του. Έβγαλε το κινητό του και κάλεσε το νούμερο της ταβέρνας. Περιμένοντας τον Νικολό, έγειρε στον κορμό του δέντρου κι έστριψε ένα τσιγάρο. Το άναψε ρουφώντας βαθιά όλη την πίκρα του καπνού, αναπολώντας τις ειδυλλιακές στιγμές που συνόδευε τον πατέρα του στο ψάρεμα, ώσπου είδε τον γέρο ψαρά, σβέλτο παρότι είχε περάσει πια τα ογδόντα, να έρχεται προς το μέρος του κραδαίνοντας σαν λάφυρο ένα καραφάκι τσίπουρο. Ο γέρος χάιδεψε τη χαίτη του Βίκου, κάθισε δίπλα στον Δήμο αναστενάζοντας με ανακούφιση και τον παρατήρησε χαμογελώντας πονηρά. «Σεκλετισμένο σε βλέπω! Μπας και σε έφαγε ο έρωτας;» τον κούρδισε συνοδεύοντας τα λόγια του με ένα κακαριστό γέλιο. Ο Δήμος δεν απάντησε παρά τράβηξε το πώμα από το τσίπουρο, που ο γέρος είχε απιθώσει ανάμεσά τους, και κατέβασε μια γερή δόση. Το κάψιμο τον χτύπησε κατευθείαν στο κεφάλι κι αυτό τον συνέφερε κάπως. «Με μέτρο!» τον νουθέτησε ο Νικολός και του πήρε το μπουκάλι από τα χέρια. «Λοιπόν, ποιος αγέρας φύσηξε και σε έφερε να δεις τον νονό σου;» Στην πραγματικότητα ο Νικολός είχε βαφτίσει την Αντιγόνη και αργότερα τη Ραλλού κάνοντας τρομερή φασαρία όταν ο παπα-Ζήσης τού επισήμανε ότι το παιδί


Ο Φύλακας στον Φάρο

193

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δεν είχε πατέρα. Ο Δήμος είχε αδυναμία στον παλιό ψαρά, γιατί το έλεγε η καρδιά του. Ομοϊδεάτης με τον παππού του, ο Νικολός είχε γλιτώσει τον θάνατο στα βουνά της Μουργκάνας τα χρόνια του αλληλοσπαραγμού μέχρι που τους μούντζωσε όλους και λούφαξε ξανά στα παράλια της Θεσπρωτίας, φιλοσοφώντας ότι οι φουρτούνες της θάλασσας ήταν παιχνίδι μπροστά στα ανθρώπινα μίση. Την αγάπη του για την οικογένεια του Μπελιέ ο Νικολός την είχε δείξει από πολύ παλιά. Όταν η Νίκη Μπελιέ, το γένος Σπέθουλα, έμεινε χήρα, το μοναχοπαίδι της, ο Πέτρος, ήταν μόλις τεσσάρων χρονών. Ο Νικολός δίνοντας υπόσχεση στον παλιό του συναγωνιστή λίγο πριν τον θάψει κάτω από το χιόνι τον χειμώνα του 48, ανέλαβε να προστατεύει μάνα και γιο. Πήρε τον Πέτρο για βοηθό του κι όταν εκείνος γύρισε από την εξορία της Χούντας, τον βοήθησε ξανά να σταθεί στα πόδια του. Ο Δήμος ψαχούλεψε αναποφάσιστος τη φωτογραφία στην τσέπη του. «Τι έχεις εκεί; Ραβασάκι από καμιά μικρούλα; Τόσες που σε περιτριγυρίζουν, δεν θα είναι δύσκολο να διαλέξεις! Αν και ξέρω εγώ μία, που κι ο διάβολος δεν θα μπορούσε να της αντισταθεί! Είχε έρθει τις προάλλες με την Ουρανία του Μαρδά. Αλλά τι λέω, τη συνάντησες ήδη! Αχ, και να ήμουνα κι εγώ νέος, θα σου έλεγα!» Ο Δήμος κοκκίνισε ασυναίσθητα, όπως εκείνες τις ελάχιστες φορές που τον έπιανε η μάνα του να τριγυρίζει τα βάζα με τις σπιτικές μαρμελάδες. «Χα! Έπεσα διάνα, έτσι; Χαλάλι σου τέτοια κοπέλα, μέσα στην καρδιά μου την έχω. Με έκανε να θυμηθώ τα παλιά, κι ας μου ξεφούρνισε και κάποια ψεματάκια. Άντε να σε δω να παντρεύεσαι, να αποκτήσει κι η Ραλλού μας σπιτικό!» Ο Δήμος χάρισε ένα συγκρατημένο χαμόγελο στον Νικολό παραμερίζοντας τον θυμό του, που ο γέρος τον είχε κιόλας συνταιριάξει με την Ελένα. Με μια απόφαση και μια ανάσα, έβγαλε τη φωτογραφία και την έτεινε σιωπηλά. Ο Νικολός τη μελέτησε με περιέργεια κι ύστερα το πρόσωπό του συννέφιασε. «Πού τη βρήκες;» ρώτησε μόνο. «Την ξετρύπωσε στον Ροδώνα αυτή που έχεις στο μυαλό σου». «Διαβολοθήλυκο! Πρώτα ο μπαρμπέρης, μετά ο Γιάκοβος!» Ο Δήμος τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. «Κάτι ψάχνει να βρει, κι εγώ δεν ξέρω τι. Ρωτούσε για τον Μανωλά κι εγώ την έστειλα στο Βασίλη τον Δελή, που είναι και γραμματιζούμενος και ήξερε τι θα της πει και τι όχι!» απολογήθηκε ο Νικολός. «Και η φωτογραφία; Θα έκανε ο πατέρας μου κάτι τέτοιο; Εσύ τον είχες σαν παιδί σου». Η φωνή του Δήμου έμεινε αξιοθαύμαστα σταθερή προσπαθώντας να παραμερίσει τον πόνο της παράλογης πατρικής προδοσίας. «Πιες!» πρόσταξε ο Νικολός κι ο Δήμος υπάκουσε κατεβάζοντας το μισό περιεχόμενο του μπουκαλιού, κι έπειτα έγειρε στον κορμό του δέντρου παίζοντας νευρικά με το πακέτο του καπνού του. «Ο πατέρας σου είχε αρχές. Αυτό το ξέρεις. Η μοναδική γυναίκα που αγάπησε ήταν η Ουρανία, όμως παντρεύτηκε τη Μάρθα και το στεφάνι του το τίμησε. Όπως


194

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τιμούσε και τις φιλίες του. Ποτέ δεν θα πλάγιαζε με τη γυναίκα του φίλου του. Πόσο μάλλον με κάποια που δεν του γέμισε ποτέ το μάτι!» «Αυτό πιστεύω κι εγώ» συμφώνησε αναθαρρώντας ο Δήμος. «Όμως» συνέχισε ο Νικολός κι η φωνή του έκρυβε έναν αψύ θυμό, «λίγες μέρες πριν πεθάνει έγινε κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς το έκανε. Ήταν τόσο σεκλετισμένος όταν ήρθε να με βρει, κι εγώ τον άκουσα προσεκτικά και του είπα να μην παραλογίζεται, αυτά ήταν πράγματα της φαντασίας του και μόνο». «Τι σου είπε;» ρώτησε απότομα ο Δήμος. Ο γέρος αγνόησε το προστακτικό του ύφος, σαν να είχε να αφηγηθεί μια ιστορία της θάλασσας που ήθελε την ώρα της για να κατασταλάξει στη φαντασία του διψασμένου ακροατή. «Ο πατέρας σου προμήθευε τρόφιμα στα Λουτρά του Μαρδά. Εκείνη τη μέρα είχε πολλές παραγγελίες και ξεκίνησε για τα Λουτρά πολύ πρωί. Η Σοφία δεν ήταν στην υποδοχή όπου είχε συνηθίσει να τη βρίσκει. Μια άλλη κοπέλα στη θέση της του είπε να περιμένει να τη φωνάξει. Ο Πέτρος έμεινε μόνος του, σε λίγο όμως άκουσε σπαρακτικές κραυγές πίσω από μια πόρτα. Ανήσυχος σηκώθηκε και προχώρησε μέχρι την άλλη μεριά του διαδρόμου, όπου έτσι κι αλλιώς ποτέ του δεν είχε βρεθεί. Αναγούλιασε, όπως μου είπε, γιατί οι κραυγές δεν ήταν για βοήθεια, όπως νόμιζε, αλλά προέρχονταν από κάτι χειρότερο από λυσσασμένα ζώα που ζευγάρωναν. Γιατί αυτό ήταν το θέαμα που αντίκρισε όταν κοντοστάθηκε πίσω από τη μισοτραβηγμένη κουρτίνα που χώριζε τους λουτήρες». «Ποιος ήταν; Τι είδε;» «Ο γιος του Βασίλη του Δελή, ο μηχανικός, μαζί με τη Σοφία Βραχνού και τον Λευτέρη Μαρδά. Όλοι τους γυμνοί, μπλεγμένοι ο ένας με τον άλλον, έβγαζαν τα μάτια τους. Ο πατέρας σου έφυγε γυρίζοντας τα πίσω μπρος χωρίς να παραδώσει την παραγγελία. Δεν ήξερε τι να κάνει. Να μιλήσει στον Μάρκο δεν μπορούσε, ήταν φίλος του. Ποιος θα τον πίστευε κιόλας αν έλεγε για τον Μαρδά με τον πανίσχυρο πεθερό; Αναποφάσιστος έκοβε βόλτες στον μόλο ώσπου είδε τη Σοφία να έρχεται. Δεν σκόπευε να της μιλήσει, δεν ήξερε αν κάποιος από τους τρεις τον είχε πάρει χαμπάρι, όμως το αλαζονικό της ύφος τον εκνεύρισε και της τα ξεφούρνισε όλα. Εκείνη έκανε σαν της έλεγε τα πιο τρελά πράγματα στον κόσμο και φυσικά δεν παραδέχτηκε τίποτα. Το ίδιο βράδυ, ο Μαρδάς τον πήρε τηλέφωνο και του ζήτησε να περάσει από τα Λουτρά, γιατί είχε μια βιαστική παραγγελία. Ο πατέρας σου πήγε με χίλιες υποψίες, όμως ο Μαρδάς τον καλοδέχτηκε και επέμενε να τον κεράσει από ένα κρασί που άνοιξε μπροστά του. Του έλεγε περί ανέμων και υδάτων, αλλά ο πατέρας σου καταλάβαινε ότι το χαμόγελο ήταν ζορισμένο στο μούτρο του. Αυτό το χαμόγελο σε λίγο του φάνηκε ότι έγινε γκριμάτσα, ώσπου θόλωσε. Κατάλαβε ότι το δωμάτιο γύρω του στριφογύριζε και ένιωσε αναγούλα και μια περίεργη έξαψη μαζί. Του φάνηκε ότι άκουσε τον Μαρδά να γελάει σαν τρελός κι αισθάνθηκε να μην


Ο Φύλακας στον Φάρο

195

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ορίζει το σώμα του». Ο γέρος σταμάτησε την αφήγησή του για να πάρει μια βαθιά ανάσα. Ο Δήμος άκουγε παγωμένος. Θυμόταν εκείνο το βράδυ που ο πατέρας του είχε φύγει από νωρίς και δεν γύρισε παρά τα ξημερώματα. Η μητέρα του ανάστατη έκλαιγε σιγανά χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Αυτός και η Αντιγόνη είχαν λουφάξει στον σοφά. Δεν είχαν ξαναδεί τη μάνα τους να κλαίει, όπως πρώτη φορά άκουσαν τους γονείς τους να καυγαδίζουν ώρες μετά. «Όταν μετά από μέρες ο πατέρας σου ξαναπήγε στα Λουτρά, ο Μαρδάς τον υποδέχτηκε αυτοπροσώπως και του έδειξε τον πραγματικό του εαυτό. Με τρεις κουβέντες, του έδωσε να καταλάβει πως αν μιλούσε για το τι γινόταν εκεί μέσα, όχι μόνο θα τον έβγαζε τρελό, αλλά είχε και στοιχεία που θα του κατέστρεφαν την οικογένεια για πάντα. Αυτό ήταν το τελευταίο τους πάρε-δώσε και ο Πέτρος ήρθε και με βρήκε, και μου τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι. Δεν ήξερε με ποιον τρόπο σκόπευε να πραγματοποιήσει τις απειλές του ο Μαρδάς, αλλά δεν έζησε για να το μάθει. Τρεις ημέρες αργότερα έγινε το φονικό στον φάρο». Ο Δήμος κοίταξε για πολλοστή φορά τη φωτογραφία του πατέρα του με τη γυναίκα του φαροφύλακα. Αυτό που δεν καταλάβαινε, άρχιζε να φωτίζεται τώρα κάτω από το πρίσμα των νέων αποκαλύψεων. Το πρόσωπο του Πέτρου Μπελιέ δεν έδειχνε έναν άνθρωπο που κοιμόταν, αλλά κάποιον υπό την επήρεια ναρκωτικού. Η φωτογραφία θα φαινόταν πιστευτή σε κάποιον που δεν γνώριζε. Χωρίς να πει λέξη για τις υποψίες του, κατάλαβε ότι ο νονός του σκεφτόταν το ίδιο πράγμα. Ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του. Ο πατέρας του ήταν αθώος, ένας αθώος όμως που είχε πληρώσει τις σκευωρίες και το μίσος του Λευτέρη Μαρδά. «Ο κακορίζικος εγώ, που δεν έδωσα σημασία στα λόγια του πατέρα σου...» είπε συννεφιασμένος ο Νικολός. «Όταν πέθανε, όλοι παραλύσαμε παρασυρμένοι από τον πόνο μας και την αδικία που είχε κάνει ο φαροφύλακας. Μετά η δίκη τελείωσε, η δικαιοσύνη μίλησε και η μάνα σου, ανήμπορη η ίδια, είχε να θρέψει δύο στόματα. Ανασκουμπωθήκαμε και συνεχίσαμε τη ζωή μας. Τα Λουτρά έκλεισαν, η γυναίκα του φαροφύλακα πήρε το παιδί της κι εξαφανίστηκε, όλα έγιναν όπως πρώτα με μια ψυχή λιγότερη. Είχαμε να παλέψουμε με άλλα κι ό,τι και να σκεφτόμαστε, ο πατέρας σου δεν θα γυρνούσε πίσω» είπε βαριά ο Νικολός. «Δεν την πίστεψα! Πόσο βλάκας μπορώ να γίνω ακόμη;» μονολόγησε ο Δήμος κάνοντας τη σκέψη ότι η Ελένα τελικά είχε δίκιο. «Τι βασανίζει το κεφάλι σου;» ρώτησε ο Νικολός βάζοντας προστατευτικά το χέρι στον ώμο του. «Η Ελένα μπορεί να τρελάνει άνθρωπο, αλλά είχε δίκιο» αναγκάστηκε να παραδεχτεί. «Αμ, κατάλαβα εγώ ότι για αυτήν πονάει το δοντάκι σου!» σιγογέλασε ο Νικολός.


196

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν είναι αυτό!» έκανε νευριασμένος ο Δήμος. «Επιμένει πως τον πατέρα μου δεν τον σκότωσε ο φαροφύλακας, αλλά ο ίδιος ο Λευτέρης Μαρδάς. Όμως ο φαροφύλακας είχε το κίνητρο, έστω κι αν αυτό ήταν κατασκεύασμα του Μαρδά. Έφαγε είκοσι δύο χρόνια φυλακή, δεν μίλησε ποτέ, δεν ισχυρίστηκε ούτε μία φορά ότι είναι αθώος! Δεν μπορώ άλλο, Νικολό. Με έχει κουράσει αυτή η ιστορία!» Ο Νικολός δεν μιλούσε. Η όψη του έδειχνε όλο και πιο προβληματισμένη, σαν να είχε να ξεδιαλύνει πρώτα ο ίδιος κάτι και μετά να το ανακοινώσει. Οι ρυτίδες βάθυναν στο μέτωπό του και τελικά η φωνή του ακούστηκε σιγανή, διστακτική. «Μπορεί όμως και να έχει δίκιο…» Ο Δήμος τον κοίταξε παραξενεμένος. «Εκείνο το πρωινό που σκοτώθηκε ο πατέρας σου, η ψαριά δεν είχε πάει καλά. Ξανοίχτηκα και πάλι, αυτή τη φορά τράβηξα κατά το φάρο. Σπάνια πηγαίναμε εκεί, από φόβο για τις ξέρες, όμως η ανάγκη μού άλλαξε γνώμη. Ήμουνα σε απόσταση, ξεχώρισα όμως δύο πράγματα. Μια βάρκα με μηχανή που περίμενε όχι στο αραξοβόλι, δεν το έβλεπα έτσι κι αλλιώς, αλλά στην άλλη μεριά. Και μετά πρόσεξα τις δυο φιγούρες στο ύψωμα μετά τον βραχότοπο. Ήταν ο ένας πίσω από τον άλλο, κι εγώ χαμογέλασα καθώς σκέφτηκα ότι ο φαροφύλακας τα είχε ξαναβρεί με τη γυναίκα του. Στράφηκα πάλι στη θάλασσα έχοντας το νου μου στις ξέρες ώσπου άκουσα τους κρότους. Τρεις ήταν θαρρώ, όμως το μυαλό μου δεν πήγε στο κακό παρότι μηχανικά στράφηκα στον φάρο. Πολύ αργότερα, καθώς επέστρεφα, κοίταξα το νησί. Δεν φαινόταν κανείς και η βάρκα με τη μηχανή είχε κι αυτή χαθεί. Δεν έδωσα σημασία, είχα την έγνοια πως είχα θαλασσοπνιγεί χωρίς αποτέλεσμα. Καθώς έβγαζα τα δίχτυα μου, από συνήθεια κοίταξα ζηλόφθονα την τράτα που ήταν αραγμένη πάντα κάτι μέτρα πιο πέρα. Δίπλα της πρόσεξα το σκαρί που είχα δει στο φαρονήσι. Ξέρεις ποιος το είχε; Αυτός ο Τίτο, το τσιράκι του Μαρδά. Αναρωτήθηκα τι να γύρευε στον φάρο, τι με ένοιαζε όμως εμένα; Κούνησα τους ώμους και συνέχισα τη δουλειά μου. Τώρα όμως που το γυρίζω στον νου μου, ξέρεις τι σκέφτομαι; Κι αν δεν ήταν η Σοφία με τον φαροφύλακα, αλλά ο ίδιος ο Μαρδάς;» «Μάλλον δεν είσαι ο μόνος που σκέφτεται έτσι» παρατήρησε πικρά ο Δήμος. «Το λέει κι η κοπελιά σου;» «Πάψε να μας παντρολογάς!» του είπε νευριασμένος. «Αύριο βράδυ αρραβωνιάζεται τον γιο του Μαρδά». «Άλλο πάλι και τούτο! Δεν την έχω για τέτοια. Κάτι σκαρώνει, σίγουρα!» «Η Ελένα ψάχνει να βρει ένα πολύτιμο δαχτυλίδι, που έχει την εντύπωση ότι το κρατάει ο φαροφύλακας». «Ο Βραχνός; Αποφυλακίστηκε;» Ο Νικολός έμεινε συλλογισμένος. «Είναι εδώ, Νικολό! Επέστρεψε στον φάρο!» «Μπα σε καλό του!» μουρμούρισε ο ψαράς και κατέβασε μονορούφι το υπόλοιπο τσίπουρο.


Ο Φύλακας στον Φάρο

197

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Δήμος σηκώθηκε βιαστικά κι έλυσε τον Βίκο. Έπρεπε να προλάβει την Ελένα προτού κάνει καμιά καινούρια βλακεία.


198

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

49.

Ο Λευτέρης Μαρδάς έκλεισε το τηλέφωνο νευριασμένος. Έπρεπε να προσέχει, να μη δίνει δικαιώματα με τη συμπεριφορά του. Ζαλιζόταν ακόμη , λιγότερο όμως από ό,τι τις προηγούμενες ημέρες. Οι στομαχικές διαταραχές είχαν υποχωρήσει, αλλά αυτή τη στιγμή τον έλουζε ξανά κρύος ιδρώτας από την έξαψη. Αν ήθελε ο γιος του να κόψει τον λαιμό του, δεν του καιγόταν καρφί. Του ήρθε να αρραβωνιαστεί, με γεια του και χαρά του. Αλλά να έχει το θράσος να του ζητάει να μεσολαβήσει για να πάρουν την άδεια να κάνουν τη δεξίωση στον φάρο, πήγαινε πολύ. Δεν του κοβόντουσαν τα πόδια καλύτερα! Και ποια ήταν η περιβόητη Αυτής Υψηλότητα; Γιατί σίγουρα για δική της ιδέα τού φαινόταν. Φυσικά και αρνήθηκε κατηγορηματικά, όμως ο γιος του του απάντησε ότι θα τα φρόντιζε όλα μόνος του. Ας έκανε λοιπόν για άλλη μια φορά του κεφαλιού του, δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί και μαζί του. Εδώ είχε άλλες φουρτούνες, αφού είχε κάνει την εμφάνισή του ο περιβόητος Μίλτος Κραμπής, που υποτίθεται γνώριζε κάτι από το παρελθόν του. Δεν τον είχε δει, ούτε ήξερε πού είχε χαθεί προς το παρόν. Είχε φτάσει μόλις το μεσημέρι. Δεν θα τον είχε πάρει χαμπάρι, αν δεν είχε κοιτάξει το βιβλίο των αφίξεων, όπου η Άρτεμη είχε σημειώσει το όνομά του. Τη ρώτησε, κι εκείνη του απάντησε πως ο άνδρας δεν είχε αποσκευές. Είχε κλείσει ένα δωμάτιο και είχε φύγει ξανά για να απολαύσει τον απογευματινό ήλιο από τον φάρο της Διόνης, αυτό της είχε πει μόνο. Ο Λευτέρης σκέφτηκε ότι η δήθεν εκδρομή ήταν ένα μήνυμα για τον ίδιο. Να λοιπόν που ο φάρος είχε ξυπνήσει από τον λήθαργο και απειλούσε να ξαναμπεί στη ζωή του. Κατά την περιγραφή της Άρτεμης πάντα, ο Κραμπής δεν φαινόταν να είναι πάνω από σαράντα χρονών, άρα απέκλειε το ενδεχόμενο ο φαροφύλακας να είχε φτάσει μέχρι τον ξενώνα του με ψεύτικη ταυτότητα. Η κόρη του είπε ακόμη ότι ο άνδρας είχε την εμφάνιση μπράβου. Με το μυαλό του πάντα στον φαροφύλακα, ο Λευτέρης σκέφτηκε μήπως εκείνος ο ηλίθιος είχε μυριστεί κάτι και είχε στείλει τον προπομπό του για να τον απειλήσει. Όχι, το απέκλεισε και αυτό. Για λίγο ξύπνησε ο αντρικός του εγωισμός κι αναρωτήθηκε, όπως αρκετές φορές μέσα σε αυτά τα είκοσι δύο χρόνια, πού να είχε χαθεί η Σοφία. Είχε γνωρίσει πολλές γυναίκες στη ζωή του, αλλά η Σοφία τον αγαπούσε πραγματικά, με μια μαζοχιστική υποταγή που τον ερέθιζε σε τέτοιο βαθμό ώστε να πιστέψει κι ο ίδιος ότι μπορεί κάποτε να την είχε ερωτευτεί. Ό,τι είχε κάνει στη Σοφία, το εφάρμοζε τώρα πάνω στην Άννα, όμως δεν ήταν το ίδιο. Η κόρη του Τίτο υποτασσόταν από ανάγκη, ενώ η Σοφία τον είχε για Θεό της. Με απόλυτη ψυχραιμία ο Λευτέρης έσβησε προσεκτικά την καταχώρηση με το όνομα του Κραμπή, για να φυλάξει τα νώτα του. Είχε δώσει άδεια στην Άρτεμη να


Ο Φύλακας στον Φάρο

199

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πάει όπου ήθελε -ήξερε ότι θα έτρεχε κατευθείαν στη φάρμα για να σαλιαρίσει με τον Μπελιέ, αλλά ας έκανε οτιδήποτε, φτάνει να βρισκόταν μακριά. Κάποιος τον καλησπέρισε, κι ο Λευτέρης σήκωσε τα μάτια κρύβοντας την αποστροφή του κάτω από ένα λαμπερό χαμόγελο. Ο εγγονός του Δελή συνόδευε μια πελάτισσα του ξενώνα. Δεν μπορούσε να πει και τίποτα, δυστυχώς δεν μπορούσε να εξαφανίσει όσους του ήταν αντιπαθείς. «Πώς πάει η δουλειά στο πρακτορείο, Σίλα;» ρώτησε με προσποιητό ενδιαφέρον. «Πρίμα!» του απάντησε εκείνος, και το ζευγάρι χάθηκε στη σκάλα που έβγαζε στον επάνω όροφο. «Ας ελπίσουμε ότι δεν θα μας αναστατώσεις πάλι, βρομιάρη!» μουρμούρισε ο Λευτέρης μέσα από τα δόντια του, καθώς ακόμη θυμόταν ότι πριν δώδεκα χρόνια ο μουσάτος νεαρός τού είχε κουβαλήσει όλους τους εξτρεμιστές της χώρας, για να διαμαρτυρηθούν για τα λίγα παλιόδεντρα που είχε κόψει. Κάθε φορά που κάποιος έμπαινε, ο Λευτέρης τον περιεργαζόταν από την κορυφή μέχρι τα νύχια σαν να παρατηρούσε έντομο κάτω από μικροσκόπιο. Κανένας τους όμως δεν ήταν αυτός που περίμενε. Μόλις έπιασε βάρδια η νυχτερινή ρεσεψιονίστ, πήγε στο σαλόνι κι άναψε το πούρο του, με τα μάτια προσηλωμένα στον καθρέφτη που του επέτρεπε τον έλεγχο της εισόδου. Κατάλαβε ότι αυτός που είχε μόλις μπει ήταν ο Κραμπής από τη σημαδεμένη φάτσα του. Δεν κουνήθηκε από τη θέση του και χαμογέλασε σατανικά καθώς είδε τον άλλο να πλησιάζει. Όταν εκείνος κάθισε απέναντί του, του έτεινε το κουτί με τα πούρα. «Φαντάζομαι ότι θα έχετε πληροφορηθεί για τις συναλλαγές μου με τον γιο σας…» είπε ο Κραμπής ενώ φαινόταν να έχει απορροφηθεί από το κομψό κουτί που είχε ανασηκώσει και εξέταζε κάτω από το τεχνητό φως. «Δεν ανακατεύομαι στις δουλειές του γιου μου και δεν γνωρίζω σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος». Ο Λευτέρης είχε αποφασίσει να υιοθετήσει μια αδιάφορη στάση μέχρι να καταλάβει πού το πήγαινε ο Κραμπής. «Βολευτήκατε καλά εδώ πάνω» είπε ο Κραμπής και έδειξε αόριστα γύρω του. «Και οι έσχατοι γαρ έσονται πρώτοι!» απήγγειλε με θρησκευτικό ζήλο. «Ο πατέρας μου ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Ήθελε να γίνω ιερέας!» γέλασε κοφτά. «Όμως τι να βγάλει κανείς από την πίστη του σήμερα όταν υπάρχουν πιο αποδοτικοί τρόποι;» «Είστε του δόγματος της ανακατανομής του πλούτου φαίνεται» σχολίασε ο Λευτέρης. «Όπως και εσείς, άλλωστε. Νομίζω ότι θα έρθουμε σε μια συνεννόηση, κύριε Μαρδά. Δεν θα θέλατε να ρισκάρετε τη μικρή σας αυτοκρατορία…» «Και το ρίσκο είναι μέσα στο πρόγραμμα». «Συμφωνώ απόλυτα, όμως δεν είσαστε πια και τόσο νέος, όπως ας πούμε πριν από είκοσι δύο χρόνια…» Η φωνή του Κραμπή ήταν μειλίχια, όμως ο Λευτέρης


200

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κατάλαβε την απειλή. «Είχατε μια πολύ φρέσκια ιδέα τότε για την εκμετάλλευση του υδατικού πλούτου της περιοχής και την προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο». Ο Λευτέρης δεν σάλεψε ούτε φρύδι. Δεν είχε πέσει έξω σχετικά με το τι γύρευε ο Κραμπής. Τώρα περίμενε να δει τι θα του πρόσφερε και τι ανταλλάγματα θα ζητούσε. «Ο κόσμος όμως είναι μοχθηρός και αχάριστος. Πόσοι αλήθεια κατανόησαν την ευγενή σας άμιλλα;» Ο Κραμπής συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο. Ο Λευτέρης είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του. Ήξερε ότι αυτό γύρευε να καταφέρει και ο Κραμπής, όμως έπρεπε να του δείξει, όσο ήταν νωρίς, ότι δεν θα τον είχε του χεριού του. «Κόψε τις παπαριές, κι έλα στο ψητό. Το μούτρο σου δεν μου μοιάζει για οσιομάρτυρα!» του είπε σκύβοντας απειλητικά προς τα εμπρός. «Τον Μάρτιο του 1985 δολοφόνησες εν ψυχρώ έναν άνθρωπο φορτώνοντας το έγκλημα σε άλλες πλάτες» ανακοίνωσε παγερά ο Κραμπής. «Πού τη βρήκες αυτή την ανοησία;» «Και όχι μόνο αυτό!» συνέχισε απτόητος. «Υπήρξες μαστροπός, εκβιαστής και διακινητής ναρκωτικών σε όλο το διάστημα της λειτουργίας των Λουτρών». «Αν συνεχίσεις τις συκοφαντίες, θα πάψω να είμαι τόσο φιλόξενος μαζί σου!» «Δεν νομίζω» γέλασε ο Κραμπής. «Αν μη τι άλλο, είμαι πελάτης του ξενώνα». «Τι ζητάς;» «Τρία εκατομμύρια ευρώ είναι ψίχουλα μπροστά στις καταθέσεις σου στις ελβετικές τράπεζες» ανακοίνωσε ο Κραμπής μεγαλόψυχα. «Αυτά που μου καταμαρτυρείς, έχουν παραγραφεί. Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσα κι εγώ να βγω γύρα στη γειτονιά και να αρχίσω να ζητάω ό,τι μου κατέβει». «Μα αυτό έκανες, με πιο κομψό τρόπο όμως. Μην το κουράζουμε, Μαρδά! Όταν διαλέγεις συνεργάτες, πρέπει ύστερα να τους κλείνεις το στόμα μία και καλή. Διαφορετικά, κάποια στιγμή θα κελαηδήσουν. Κι από το ένα αυτί στο άλλο, δεν είναι όλοι τόσο εχέμυθοι όσο εγώ!» «Θέλω αποδείξεις». «Μην ανησυχείς, έχω όσες θέλεις. Τι προτιμάς να σου φέρω; Γράμματα ή φωτογραφίες;» «Ακόμη κι αν είναι έτσι, πώς θα ξέρω ότι δεν θα ανοίξεις το στόμα σου;» «Την ίδια δουλειά κάνουμε, Μαρδά! Μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια!» γέλασε ο Κραμπής. Ο Λευτέρης έκανε πως το σκεφτόταν. Δεν έπρεπε να κινήσει υποψίες σε αυτό το μούτρο και να καταλάβει ότι είχε κάνει και αυτός τις προετοιμασίες του. Μια ιδέα που είχε χρειαστεί να εφαρμόσει κάποτε στα Λουτρά είχε αποδειχτεί πολύ χρήσιμη. Ένα εικοσιτετράωρο ακόμη και θα βρισκόταν εκτός κινδύνου. «Αύριο το βράδυ θα σου έχω μια προκαταβολή για τον κόπο σου. Αν τα στοιχεία σου με πείσουν, μπορεί και να πάρεις τα λεφτά σου...»


Ο Φύλακας στον Φάρο

201

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Όσο γι’ αυτό, να είσαι σίγουρος!» Το βλοσυρό πρόσωπο του Κραμπή φωτίστηκε από ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Όταν έμεινε μόνος του, ο Λευτέρης άρχισε πάλι να σκέφτεται πυρετωδώς. Αν σκάλιζε κάποιος τώρα το παρελθόν του κι έβγαινε βρώμα, έπαιζε το κεφάλι του. Η αποκάλυψη σκανδάλων ήταν στην ημερήσια διάταξη των δημοσιογράφων. Μπορεί ο Σπανούδης να είχε πεθάνει τρία χρόνια πριν και να είχε γλιτώσει τη δίωξη, δεν ίσχυε όμως το ίδιο και γι’ αυτόν. Ο ιστός που είχε υφάνει προσεκτικά από την εποχή των Λουτρών είχε ξεφτίσει. Αν έκλεινε λοιπόν το στόμα του Κραμπή μια για πάντα... Σκέφτηκε όμως πάλι ότι αυτό το μούτρο αποκλείεται να δούλευε μόνο του. Κάπου θα είχε δώσει οδηγίες του τύπου: “αν μου συμβεί κάτι, να ειδοποιηθεί η αστυνομία, σκοτώστε τον τύπο, συνεχίστε τον εκβιασμό” και πάει λέγοντας. Επειδή όμως ο Λευτέρης συνήθιζε να αντιμετωπίζει τα τρέχοντα και όχι τα πιθανολογούμενα προβλήματα, αποφάσισε να ξεκαθαρίσει μερικά πράγματα όσο τον βόλευε το σκοτάδι. Κάποιος είχε κελαηδήσει. Είχε τη βάσιμη υποψία ότι θα τον έβρισκε στον Ροδώνα. Οδήγησε μέχρι την έπαυλη και μπήκε από μια δευτερεύουσα αφύλακτη είσοδο. Προχώρησε στην πίσω μεριά του κυρίως κτιρίου και έφτασε στην κουζίνα. Είδε το ξανθό κεφάλι της Άννας σκυμμένο πάνω από τον νεροχύτη και το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του. Κόντεψε να βγάλει την πόρτα από τη θέση της καθώς την τράνταξε για να την ανοίξει. Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε έντρομη και ο Λευτέρης κατάλαβε ότι είχε τη φωλιά της λερωμένη. «Θα σε σκοτώσω, μωρή!» βρυχήθηκε ενώ η Άννα έβαζε τα χέρια στο πρόσωπο για να προφυλαχτεί. «Εσύ μίλησες στον Κραμπή; Τι του ξέρασες, ε; Μίλα!» Η Άννα είχε καταπιεί τη γλώσσα της από τον φόβο της. Ο Λευτέρης προσπάθησε να κατευνάσει τον θυμό του καθώς η φωνή της λογικής τού έλεγε ότι η Άννα δεν γνώριζε τον Κραμπή, που στο κάτω-κάτω συναλλασσόταν με τον γιο του. «Δεν καταλαβαίνω!» κλαψούριζε τώρα η κοπέλα, αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Λευτέρη να την κλωτσήσει με ανανεωμένη λύσσα. Σταμάτησε για λίγο κι έστησε αυτί. Από επάνω ακουγόταν μόνο ο θόρυβος της τηλεόρασης. Τράβηξε βίαια την Άννα από το χέρι και την κατέβασε σχεδόν κουτρουβαλώντας στο υπόγειο. Την πέταξε στο κρεβάτι κι αν ήταν άλλη στιγμή, θα της ξέσκιζε τα ρούχα και θα την πηδούσε για να ολοκληρώσει το μάθημά του, όμως περιορίστηκε στο να τη δέσει και να της βάλει ένα μαντήλι στο στόμα, ώστε ο μόνος ήχος που της ξέφευγε ήταν ένα πνιχτό βογκητό. Μετά, κλείδωσε την πόρτα ξοπίσω του παίρνοντας το κλειδί και σαν τελευταία πινελιά στο έξοχο έργο του, κατέβασε την ασφάλεια του υπογείου. Είχε όλον τον καιρό να ασχοληθεί μαζί της. Προείχε να ξεφορτωθεί τον Κραμπή.


202

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

50.

Ο

Δήμος διέκρινε τη φιγούρα της Άρτεμης στην είσοδο της φάρμας. Ήταν

προφανές ότι τον περίμενε, όμως το να τη συναντήσει δύο φορές την ίδια ημέρα παραήταν μεγάλη δοκιμασία ακόμη και για την υπομονή του. Ξεπέζεψε δίπλα της και η Άρτεμη όρμησε να τον αγκαλιάσει. Μάταια ο Δήμος διαμαρτυρήθηκε ότι ήταν βρώμικος από τη βόλτα με το άλογο. «Ο Άρης αρραβωνιάζεται αύριο κάτω από τον φάρο!» του ανακοίνωσε κι ο Δήμος κατάλαβε αμέσως -ήταν τόσο απλό το να την ψυχολογήσει κανείς- ότι δεν χαιρόταν για τον αδελφό της αλλά για την προφανή ευόδωση και των δικών της βλέψεων. Δεν έπεσε έξω. «Αν ανακοινώναμε αύριο και τους δικούς μας αρραβώνες;» Το επιμελώς περιποιημένο της πρόσωπο φωτίστηκε από ελπίδα. Ο Δήμος νευρίασε και με την Άρτεμη αλλά και με τα νέα για τη δεξίωση στο φαρονήσι. Άλλη μια καταπληκτική ιδέα της Ελένα σίγουρα, αλλά αν με αυτόν τον τρόπο περίμενε να ξετρυπώσει τον φαροφύλακα, ήταν πολύ γελασμένη. «Η αυριανή ημέρα είναι για τον Άρη και την Ελένα. Εμείς έχουμε καιρό…» της απάντησε με σφιγμένα δόντια. «Μας κάλεσαν να βγούμε μαζί τους απόψε. Θα πάμε στη Λέσχη!» «Πώς κι έτσι; Δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοια ο αδελφός σου!» σχολίασε πικρόχολα ο Δήμος κρύβοντας την έκπληξή του. Και η πρόσκληση της τελευταίας στιγμής ήταν πάλι σίγουρα ιδέα της Ελένα, αφού ο Άρης δεν του είχε πει το παραμικρό. «Δήμο!» τον ψευτομάλλωσε η Άρτεμη. «Πάω να ετοιμαστώ!» «Τότε ανυπομονώ! Πήγαινε να γίνεις η ομορφότερη!» της είπε αλλάζοντας ύφος. Καθώς την έβλεπε να απομακρύνεται, σκέφτηκε ότι η αναπάντεχη πρόσκληση του πρόσφερε μια καλή ευκαιρία να έχει τον νου του στην Ελένα, που αν μη τι άλλο, δεν θα είχε χρόνο για να υλοποιήσει κάποιο νέο τρελό σχέδιο. Δύο ώρες αργότερα, αφού είχε κανονίσει να κοιμηθεί η Ραλλού στης Ουρανίας, έκανε την είσοδό του στη Λέσχη, κρατώντας αγκαζέ την Άρτεμη. «Να και το κουρασμένο μας παλικάρι! Δεν περίμενα ότι θα ερχόσασταν τελικά» είπε ο Άρης με το που τους είδε. Ο Δήμος δεν τον είχε δει ποτέ σε καλύτερη διάθεση. Αντίθετα η Ελένα, που ήταν εκθαμβωτική, ντυμένη με ένα έξωμο φόρεμα στο χρώμα της λεβάντας, τον παρατηρούσε συνοφρυωμένη. «Αφού συνόδευε εμένα, δεν θα ερχόταν;» είπε η Άρτεμη καμαρώνοντας.


Ο Φύλακας στον Φάρο

203

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το δείπνο υπήρξε μια δοκιμασία για τον Δήμο, που ένιωθε το στομάχι του δεμένο σε έναν πολύπλοκο κόμπο, αποτέλεσμα της κατανάλωσης του τσίπουρου του Νικολού και των κρασιών που κατέφθαναν συνεχώς στο τραπέζι τους. Ο Άρης φλυαρούσε για την επόμενη ημέρα, το πώς είχε κατορθώσει να πάρει την άδεια για τη δεξίωση πάνω στο νησί, πώς είχε οργανώσει το κέτερινγκ, για τις βέρες που ήταν ό,τι πιο αξιόλογο είχε να επιδείξει η τέχνη των Ιωαννίνων. Ο Δήμος παρατήρησε πως όσο η Άρτεμη θαύμαζε τα λεγόμενα του αδελφού της συνοδεύοντάς τα με τα ανάλογα επιφωνήματα, η Ελένα τον κάρφωνε με ένα φονικό βλέμμα. Δεν έβλεπε πώς μπορούσε να την ξεμοναχιάσει και να πουν δυο κουβέντες σαν άνθρωποι. Ακόμη κι αν είχε ξεγελάσει τον εαυτό του πιστεύοντας ότι κι εκείνη έτρεφε κάποια αισθήματα γι’ αυτόν, τώρα αναγκαζόταν να παραδεχτεί ότι δεν είχε κανέναν λόγο να του ρίξει μια δεύτερη ματιά. «Ακούς, Δήμο;» Η Άρτεμη τον τράβηξε από το μανίκι και τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Ένευσε αφηρημένος χωρίς καν να καταλάβει τι τον είχε ρωτήσει. «Ο Δήμος κι εγώ αύριο θα ανακοινώσουμε και τους δικούς μας αρραβώνες!» δήλωσε τσιρίζοντας φανερά επηρεασμένη από το ποτό. Ο Δήμος έκλεισε τα μάτια απελπισμένος. «Δηλαδή ανεπίσημα… ακόμη δεν έχουμε πει κάτι οριστικό…» έσπευσε να το μπαλώσει η Άρτεμη. «Συγχαρητήρια, Δήμο! Ή μήπως να σε λέω, γαμπρέ μου;» γέλασε ο Άρης. Ο Δήμος κούνησε απλά το κεφάλι παρατηρώντας τις αντιδράσεις της Ελένα. Το πρόσωπό της παρέμενε ανεξιχνίαστο, αλλά ίσως και να έφταιγε το μισοσκόταδο που τον εμπόδιζε να διακρίνει την έκφρασή της. «Τι έχει το κορίτσι μου;» ρώτησε ο Άρης την Ελένα και αυτή απάντησε με το ζόρι ότι ήταν κακόκεφη. «Μα στη βόλτα με τα άλογα πετούσες από τη χαρά σου!» απόρησε ο Άρης. Παρότι η Ελένα δεν μίλησε, ο Δήμος γνώριζε ποιος ήταν ο λόγος της δυσφορίας της. Τελικά η ευκαιρία που ζητούσε ο Δήμος εμφανίστηκε όταν η ορχήστρα άρχισε να παίζει χορευτικά κομμάτια. Σηκώθηκε κι έτεινε το χέρι στην Ελένα, αγνοώντας εντελώς τον Άρη και τη μεθυσμένη Άρτεμη. «Μπορώ;» ρώτησε σχεδόν βέβαιος ότι η Ελένα θα αρνιόταν. Εκείνη σηκώθηκε και τον ακολούθησε με ένα ύφος που του έλεγε ότι το ίδιο της έκανε είτε χόρευαν είτε όχι. Όταν ο Δήμος την έσφιξε επάνω του, η πρώτη του σκέψη ήταν ότι δεν είχε χορέψει ποτέ στη ζωή του μπλουζ. Δεν ήταν πλέον κάτι της μόδας παρά ο απόηχος δύο δεκαετιών πριν, όμως η Λέσχη αποτελούσε έναν νοσταλγό του παρελθόντος. Το σώμα της Ελένα όμως ήταν άκαμπτο στα χέρια του και η όλη της στάση έδειχνε ότι η αναγκαστική επαφή τής ήταν δυσάρεστη, κάνοντάς τον να νιώσει αμηχανία. Δεν


204

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

είχε βρεθεί ξανά σε παρόμοια κατάσταση. Δεν ήξερε ούτε τι ακριβώς έπρεπε να της πει ούτε πώς να της εκφράσει τα αισθήματά του, έτσι περιορίστηκε στο να της χαϊδέψει φευγαλέα τον λαιμό σαν μια κίνηση συμφιλίωσης. Η Ελένα τραβήχτηκε απότομα. «Τόση απέχθεια σου προκαλώ;» «Το δοκίμασες το κόλπο σήμερα. Δεν υπάρχει λόγος να επαναλαμβάνεσαι!» του απάντησε ειρωνικά. «Κι αν σου ζητούσα συγγνώμη;» Η Ελένα δεν μίλησε. «Αν υποθέσουμε ότι έκανα λάθος, θα δεχόσουν να με ακούσεις;» επέμεινε ο Δήμος. «Τη δωδεκάτη ώρα; Τα έχουμε εξαντλήσει όλα, Δήμο!» του απάντησε θυμωμένα. «Κι αν υπάρχουν νέα δεδομένα, τότε τι γίνεται;» τη ρώτησε, ο χορός όμως είχε τελειώσει, σε λίγο θα επέστρεφαν στο τραπέζι του Άρη. «Θα σε περιμένω στο σπίτι μου. Έχω κάτι να σου πω!» συμπλήρωσε ενώ της κρατούσε σφιχτά το χέρι και χάιδευε με τον αντίχειρά του την παλάμη της. «Ακόμη κι αν δεν υπολογίζεις τον Άρη, ξεχνάς μάλλον ότι η Άρτεμη δεν θα σε αφήσει να κάνεις βήμα!» «Σου έχω εξηγήσει ότι όσα λέει η Άρτεμη βρίσκονται απλά στη σφαίρα της φαντασίας της!» της απάντησε εκνευρισμένος ο Δήμος. Η Ελένα τράβηξε απότομα το χέρι της από το δικό του. «Γιατί δεν του λες ότι δε νιώθεις τίποτα γι’ αυτόν;» της είπε κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια. «Γιατί δεν θα είναι αλήθεια!» του απάντησε φωνάζοντας σχεδόν και με μια παγωμένη έκφραση στο πρόσωπό της κατευθύνθηκε στο τραπέζι του Άρη. Η δήλωση βόμβα στριφογύριζε στο κεφάλι του Δήμου σε όλη τη διαδρομή της επιστροφής. Η κακοκεφιά της Ελένα είχε μεταδοθεί και στον ίδιο, δεν είχε όμως εγκαταλείψει την ελπίδα ότι τελικά θα ερχόταν να τον βρει. Πίσω στον Ροδώνα, παρατήρησε ζηλόφθονα τον Άρη και την Ελένα να μπαίνουν αγκαλιασμένοι στο σπίτι. Δεν μπορούσε ούτε καν να διανοηθεί ότι υπήρχε η πιθανότητα να κοιμηθούν μαζί, αρρώσταινε και που το σκεφτόταν. Αν ήταν μόνο αυτό το βάσανό του! Η Άρτεμη, αρκετά μεθυσμένη, είχε ξεπεράσει τις αναστολές της και δεν έλεγε να φύγει από κοντά του. Τον κοιτούσε στα μάτια σαν αφοσιωμένο κουτάβι. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη εξυπνάδα για να καταλάβει τι περίμενε σαν κατάληξη της βραδιάς. Αφού δεν μπόρεσε να την ξεφορτωθεί, ο Δήμος την έβαλε στο κρεβάτι του και περίμενε υπομονετικά μέχρι να σταματήσει τον μεθυσμένο της μονόλογο για την κοινή ζωή τους και να αποκοιμηθεί. Από φόβο μήπως η Ελένα εμφανιστεί και


Ο Φύλακας στον Φάρο

205

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διαπιστώσει ότι φιλοξενούσε την Άρτεμη, κάθισε έξω από το σπίτι στο χαμηλό πεζούλι μην αφήνοντας από τα μάτια του ένα συγκεκριμένο δωμάτιο στον επάνω όροφο της έπαυλης. Η προσμονή του μετατράπηκε σε απόλυτη απογοήτευση. Ήταν ολοφάνερο ότι η Ελένα δεν βρισκόταν εκεί. Εξαντλώντας την υπομονή του, έκανε τον γύρο του σπιτιού και στάθηκε κάτω από το μπαλκόνι του Άρη. Ένα απαλό φως διαχεόταν από τις γρίλιες και του φάνηκε ότι άκουσε γέλια και ψιθύρους. Απομακρύνθηκε βιαστικά καταλαβαίνοντας ότι είχε χάσει το παιχνίδι. Αυτός και η Ελένα ήταν ξανά αντίπαλοι και έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, το επόμενο που είχε να κάνει ήταν να εγκαταλείψει τη φάρμα Μαρδά. Είχε κάνει λάθος για μία ακόμη φορά. Η Ελένα ενδιαφερόταν να βρει με κάθε θυσία το δαχτυλίδι. Ακόμη και αν είχε στοιχεία που να ενοχοποιούν τον Λευτέρη Μαρδά, ήταν σίγουρος πια ότι δεν θα τα χρησιμοποιούσε. Τώρα που η φάρμα είχε ξεπεράσει τον σκόπελο της χρεοκοπίας, ένας γάμος με τον Άρη θα ήταν το όνειρο κάθε γυναίκας.


206

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

51.

Η Ελένα δεν είχε αισθανθεί ποτέ τόσο αντιφατικά. Είχε κάθε λόγο να πετάει στα σύννεφα, όχι όπως θα υπέθετε κάποιος αδαής λόγω της επικείμενης παρωδίας αρραβώνα, αλλά γιατί είχε συναντήσει επιτέλους τον πατέρα της. Η καρδιά της κόντεψε να σταματήσει όταν στο σπίτι του Δελή η συνομιλία τους διακόπηκε από το ανατριχιαστικό τρίξιμο της πόρτας. Προτού καν στραφεί να δει ποιος παραφυλούσε, γνώριζε. Σαν να ονειρευόταν, αντίκρισε τον άνθρωπο που την είχε φέρει μέχρι τη φάρμα. Παρατηρούσε βουβή το άσπρο κεφάλι του άνδρα καθώς εκείνος την πλησίαζε διστακτικά. Κοίταξε τον Δελή, που το βλέμμα του ήταν σαν να την προέτρεπε να κάνει την επόμενη κίνηση, και είπε μόνο μια λέξη. Ήταν όμως αυτό που ο βασανισμένος άνθρωπος περίμενε μια ζωή για να το ακούσει. Και μετά όλες οι χαμένες στιγμές ζωντάνεψαν, τα κομμάτια του γρίφου μπήκαν επιτέλους στη θέση τους. Το ένστικτο αλλά και η λογική την είχαν οδηγήσει σωστά. Είχε αφήσει τον πατέρα της ασφαλή στο σπίτι του Δελή με την υπόσχεση να συναντηθούν αργά το βράδυ στον φάρο. Ναι, είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένη. Δεν θα μπορούσε να ελπίζει σε κάτι καλύτερο. Οι κακές στιγμές είχαν περάσει και λιγότερο από ένα εικοσιτετράωρο τη χώριζε από την τελική αποκάλυψη της αλήθειας, έτσι όπως με περισσή φροντίδα είχε σχεδιάσει. Τώρα κοίταζε τον Άρη προσπαθώντας να καταλάβει τι αισθανόταν γι’ αυτήν. Η αλήθεια ήταν ότι σκόπευε να του παίξει ένα σκληρό παιχνίδι και σε λίγες ώρες η τάξη στη ζωή του θα ανατρεπόταν. Ήταν όμως πολύ αργά για να κάνει πίσω. Πάντα υπήρχε και ο άμαχος πληθυσμός. Παραμέρισε τις τύψεις της με τη δικαιολογία ότι οι αμαρτίες των γονιών παιδεύουν τις επόμενες γενιές. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε στην κρεβατοκάμαρα του Άρη. Παρατήρησε ότι το δωμάτιο δεν ήταν κραυγαλέο, επιπλωμένο ακριβά μεν, αλλά λιτά. Απέφυγε να εστιάσει στο τεράστιο κρεβάτι, χωρίς να έχει βρει ακόμη μια επαρκή δικαιολογία για να αρνηθεί να το μοιραστεί μαζί του. Ποιος ο λόγος όμως να έρθουν μέχρι εδώ αν αυτός δεν ήταν ο σκοπός του Άρη; Θα ήταν και το αναμενόμενο. Για μία ακόμη φορά απόρησε πώς δεν της είχε ριχτεί μέχρι τώρα. Σε άλλη περίπτωση θα εκτελούσε τα καθήκοντά της για να εγγυηθεί την επιτυχία του σχεδίου της. Το δίλημμά της αυτή τη στιγμή όμως ήταν διπλό. Δεν ήθελε να παίξει άλλο ούτε με τα αισθήματα του Άρη αλλά ούτε και με του Δήμου. Αναστέναξε στη θύμηση των σωμάτων τους καθώς χόρευαν και απόρησε πώς συγκράτησε τον εαυτό της από το να παραδοθεί στα χάδια του. Κάτι του είχε συμβεί, ήταν ολότελα αλλαγμένος. Της είχε ζητήσει συγγνώμη για την συμπεριφορά του, και ήξερε ότι δεν του ήταν εύκολο. Αναρωτήθηκε πού να είχε πάει το απόγευμα. Ίσως είχε συναντήσει κάποιον, αλλά δεν μπορούσε να μαντέψει ποιος ήταν αυτός.


Ο Φύλακας στον Φάρο

207

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν βλέπω να σου πέρασε η κακή διάθεση. Νομίζω ότι είμαι ο πιο άχρηστος μελλοντικός σύζυγος σε αυτό τον κόσμο!» Ο Άρης προσπάθησε να αστειευτεί, η Ελένα όμως κατάλαβε ότι το είχε παρατραβήξει. «Δεν είμαι καλά από το πρωί. Πρέπει να είχα πυρετό κάποια στιγμή». «Γιατί δεν μου το είπες; Κι εγώ που νόμιζα ότι τα έχεις μαζί μου!» Ο Άρης την πλησίασε και της χάιδεψε με παιχνιδιάρικη διάθεση το μάγουλο. «Γιατί με αρραβωνιάζεσαι, Άρη;» τον ρώτησε κι εκείνος την κοίταξε εμβρόντητος. «Θέλω να πω, γνωριζόμαστε ελάχιστα. Όλα αυτά μοιάζουν σαν παρόρμηση της στιγμής…» είπε κουνώντας αόριστα το χέρι της. «Είσαι έξυπνη, καλλιεργημένη και πανέμορφη. Μια γυναίκα που ο κάθε άνδρας θα ήθελε στο πλευρό του. Πρέπει να πω κι άλλα;» αστειεύτηκε ο Άρης. «Με αγαπάς; Είσαι ερωτευμένος μαζί μου;» επέμεινε σοβαρή. «Ο έρωτας είναι κάτι στιγμιαίο. Όσο για την αγάπη, αυτή έρχεται με τον καιρό». Η απάντηση δεν είχε καλύψει την Ελένα. Ήθελε να του πει ότι μια παρόρμηση δεν στήνει τις σχέσεις, αλλά δεν ήταν του χαρακτήρα της να γίνει μελό. «Είσαι παράξενη σήμερα» μουρμούρισε ο Άρης στο αυτί της και την κράτησε σφιχτά επάνω. του. Η Ελένα έκλεισε τα μάτια ψάχνοντας πυρετικά μια δικαιολογία για να ξεφύγει. Ένιωσε το στόμα του στο δικό της ενώ τα χέρια του την έσφιξαν ακόμη περισσότερο. Μια κίνηση που σε άλλες στιγμές θα της δημιουργούσε τις πιο ευχάριστες των αισθήσεων, την είχε αφήσει ψυχρή και απόμακρη, σαν να ήταν ολότελα αμέτοχη. Προσπάθησε να ανταποκριθεί χλιαρά για να κρατήσει τα προσχήματα, όμως το αποτέλεσμα ήταν αποκαρδιωτικό. «Ας το αφήσουμε καλύτερα!» είπε και τον έσπρωξε μαλακά προτού η κατάσταση ξεφύγει από τον έλεγχό της. «Είμαστε και οι δύο κουρασμένοι και αύριο υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που πρέπει να γίνουν. Άσε που μπορεί να μας ακούσει η Άρτεμη!» είπε με ξαφνική έμπνευση η Ελένα μια και η αδελφή του Άρη έμενε πάντα στο διπλανό δωμάτιο. «Όπως θέλεις. Αν και η Άρτεμη δεν είναι εδώ. Το πιο πιθανόν είναι να πλέει σε πελάγη ευτυχίας στην αγκαλιά του Δήμου…» συμπλήρωσε ο Άρης κακόκεφα. Και μόνο η εικόνα που έπλασε στη φαντασία της έκανε την Ελένα να χλομιάσει. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Μια παράφορη ζήλια αγκύλωσε την καρδιά της. Ώστε έτσι λοιπόν; Ο Δήμος έπαιζε σε διπλό ταμπλό. Της είχε δήθεν ζητήσει συγγνώμη και ισχυριζόταν ότι δεν συνέβαινε το παραμικρό με την Άρτεμη κι από την άλλη κοιμόταν μαζί της. Κι αυτή η ανόητη είχε τύψεις και δεν ήξερε πώς να του ομολογήσει ότι ήταν η κόρη του Μάρκου Βραχνού! Καληνύχτισε βιαστικά τον Άρη και κατέβηκε στον κάτω όροφο. Έπρεπε να περιμένει μέχρι να σιγουρευτεί ότι όλα είχαν ησυχάσει. Μετά θα πήγαινε να βρει τον πατέρα της. Είδε φώτα στην κουζίνα και θυμήθηκε την Άννα. Η ώρα ήταν περασμένη, αλλά τι πείραζε να ρωτήσει κάποια πράγματα την κοπέλα;


208

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεν βρήκε κανέναν στην κουζίνα. Τα πιάτα έστεκαν μισοπλυμένα στο νεροχύτη σαν η Άννα να είχε μια βιαστική δουλειά και να τα είχε παρατήσει όπως-όπως. Δεν θα της φαινόταν παράξενο να χαίρεται τον έρωτά της με τον Κραμπή, ίσως σε κάποιο δωμάτιο του ξενώνα Άρτεμη.


Ο Φύλακας στον Φάρο

209

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

52.

Η Ελένα τρύπωσε στη φάρμα ξημερώματα πια. Ο Μανόλης, συνηθισμένος στα πηγαινέλα της, δεν έδωσε καμία σημασία, έτσι όπως είχε γείρει μισοκοιμισμένος στο πόστο του. Αλαφροπατώντας, σκέφτηκε πως αν τα πράγματα πήγαιναν όπως τα είχε υπολογίσει, αυτή θα ήταν και η τελευταία ημέρα της παραμονής της στην Ελλάδα. Ο πατέρας της είχε αποφασίσει να έρθει μαζί της, όσο για τον σφραγιδόλιθο θα επέστρεφε στα χέρια της κοντέσας Αλφιέρι. Ο Μάρκος Βραχνός προτιμούσε να μην έχει τίποτα που να του θυμίζει την παλιά του ζωή. Η περιουσία του Μανωλά θα πήγαινε σύμφωνα με τη διαθήκη στον Βασίλη Δελή, τον έμπιστό του φίλο και εκτελεστή των τελευταίων του επιθυμιών. Πατέρας και κόρη είχαν περάσει τις τελευταίες ώρες της νύχτας πάνω στον φάρο, και η Ελένα είχε συνδέσει ξανά τις σκόρπιες της αναμνήσεις ξορκίζοντας τους παιδικούς της εφιάλτες. Είχε ξαναζήσει εκείνη την ημέρα του Μαρτίου μέσα από τα μάτια ενός τρίχρονου παιδιού και μιας εικοσιπεντάχρονης ενήλικης ταυτόχρονα. Αυτό όμως δεν έφθανε για να κατευνάσει τον θυμό της για τον Λευτέρη Μαρδά. Με μια επίπλαστη ψυχραιμία είχε αφήσει τον πατέρα της στο σπίτι του Δελή απ’ όπου θα έφευγε ντυμένος σαν άλλος ένας σερβιτόρος της δεξίωσης. Σε λίγο το νησί θα κατακλυζόταν από το προσωπικό της εταιρείας που είχε αναλάβει τις ετοιμασίες για τον αρραβώνα. Ανηφορίζοντας προς τον Ροδώνα, κοντοστάθηκε στο σπίτι του επιστάτη, μη διακρίνοντας όμως καμία κίνηση, υπέθεσε ότι αυτό ήταν το καλύτερο. Δεν ήξερε τι άλλο θα μπορούσε να πει με τον Δήμο, αν και με έκπληξή της διαπίστωσε ότι αυτό τη γέμιζε μια απροσδιόριστη θλίψη. Μπήκε στον Ροδώνα από την είσοδο υπηρεσίας. Τα πιάτα συνέχιζαν να στέκονται άπλυτα στην κουζίνα όπως και την προηγούμενη νύχτα. Πού είχε εξαφανιστεί η Άννα; Αν και δεν άξιζε τον κόπο να ανησυχεί. Μήπως δεν έπαιζε κι αυτή το δικό της παιχνίδι για να αποσπάσει μαζί με τον εραστή της χρήματα από τον Μαρδά; Το σούσουρο από την πρωινή τραπεζαρία την έκανε να στήσει αυτί. Αναγνώρισε τις γυναικείες φωνές και μπήκε στο δωμάτιο αναστενάζοντας. Δεν είχε δει την Ουρανία δύο ημέρες σχεδόν και όσο για την Άρτεμη, δεν άντεχε στιγμή να αντικρίσει το ευχαριστημένο της μούτρο μετά από την ερωτική της βραδιά με τον Δήμο. «Δεν ξέρω τι κάνεις στον ξενώνα, εκεί είναι το σπίτι σου και δεν μου πέφτει λόγος. Αλλά το να διαπιστώνω ότι έχεις ξενοκοιμηθεί, όσο μεγάλη κι αν είσαι Άρτεμη, δεν είναι κάτι που μια μάνα μπορεί να το δεχτεί!» έλεγε η Ουρανία καθώς η Ελένα έμπαινε στο δωμάτιο. Η Άρτεμη σήκωσε το κεφάλι και το πρόσωπό της φωτίστηκε με το που την είδε.


210

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Έλα να με σώσεις!» της είπε δείχνοντάς της το κάθισμα δίπλα της. Η Ελένα την κοίταξε ερωτηματικά. «Η μητέρα μου με κατσάδιασε επειδή κοιμήθηκα στο σπίτι του Δήμου». «Ενήλικοι είσαστε και οι δύο. Σκοπεύετε να αρραβωνιαστείτε. Δεν ζούμε και στον Μεσαίωνα!» της απάντησε ενώ κατά βάθος θα το ευχαριστιόταν ιδιαίτερα αν έδινε ένα χαστούκι στην εκνευριστική Άρτεμη. Της ήταν αδιανόητο να πιστέψει ότι κάποια άλλη μπορούσε να μοιραστεί το ερωτικό πάθος που είχε ζήσει με τον Δήμο. «Μα δεν έγινε απολύτως τίποτα. Κοιμήθηκα στο κρεβάτι του, μόνη μου όμως. Ο Δήμος δεν πέρασε τη νύχτα μαζί μου. Ούτε ξέρω πού μπορεί να βρίσκεται!» παραπονέθηκε σχεδόν τσιρίζοντας η Άρτεμη. «Εσύ έχεις να πεις κάτι πάνω σε αυτό, Ελένα;» ρώτησε η Ουρανία κοιτάζοντάς της στα μάτια. «Πώς μπορώ να ξέρω; Ήμουν με τον Άρη, και μετά στο δωμάτιό μου!» διαμαρτυρήθηκε η Ελένα. «Αλήθεια, είδε καμιά σας την Άννα;» ρώτησε περισσότερο για να αλλάξει θέμα και να χωνέψει το ότι ο Δήμος και η Άρτεμη είχαν κοιμηθεί χωριστά. «Την κατάπιε το μαύρο χώμα!» συνέχισε με τον ίδιο εκνευρισμό η Άρτεμη. «Την πληρώνουμε για να φτιάχνουμε μόνοι μας και το πρωινό μας, βλέπεις!» πρόσθεσε ξινισμένα. Η Ελένα αμίλητη ήπιε όπως-όπως ένα φλιτζάνι καφέ αποφεύγοντας να κοιτάξει την Ουρανία. Η Άρτεμη σηκώθηκε για να πάρει εκατό τηλέφωνα τονίζοντας ότι το δικό της οργανωτικό πνεύμα θα έδινε την τελευταία πινελιά στη δεξίωση. «Μίλησες με τον Δήμο;» τη ρώτησε η Ουρανία όταν έμειναν μόνες. Η Ελένα απάντησε αρνητικά. «Οι επιλογές σου είναι λάθος, Ελένα. Μου θυμίζεις κάποια που προσπάθησα να πλησιάσω, δεν τα κατάφερα όμως ποτέ. Ήταν καχύποπτη βέβαια, και είχε κάθε λόγο γι’ αυτό, αφού ήταν η ερωμένη του άνδρα μου. Ατίθαση και όμορφη, καθόλου καλός συνδυασμός!» μουρμούρισε η Ουρανία. «Γιατί μου το λέτε αυτό;» ρώτησε η Ελένα νιώθοντας το αίμα να χάνεται από το πρόσωπό της. «Γιατί κι εκείνη είχε την εμμονή να αποκτήσει το όνομα του Μαρδά. Διάλεξες λάθος οικογένεια για να μπεις, κι ας πρόκειται για τον γιο μου. Δεν έχει τα χούγια του πατέρα του, αλλά οι αδικίες του Λευτέρη θα πέσουν κάποια στιγμή και στις πλάτες του». «Ο Δήμος θα είναι πολύ καλύτερα με την Άρτεμη» απάντησε η Ελένα με σταθερή φωνή. «Πιστεύεις ότι ο Δήμος αισθάνεται το παραμικρό για την κόρη μου; Μας ανέχεται, Ελένα. Απλά κάνει υπομονή. Αν και προσπάθησα να διορθώσω ό,τι έσπειρε ο Λευτέρης, τρέμω την ημέρα που ο Δήμος θα πάρει τη Ραλλού και θα φύγει. Για μια στιγμή μού γεννήθηκε η ανόητη εντύπωση ότι σ’ εσένα θα έβρισκε αυτό που έλειπε


Ο Φύλακας στον Φάρο

211

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

από τη ζωή του. Ας είναι όμως… Αν νομίζεις ότι θα βρεις την ευτυχία, σου δίνω και τις δικές μου ευχές». «Δεν θα έρθετε στη δεξίωση;» «Στον φάρο;» είπε γελώντας πικρά η γυναίκα ενώ σηκωνόταν από το τραπέζι. «Αν ο άντρας μου δεν έχει ντροπή, φαίνεται έχω εγώ και για αυτόν». Η Ελένα έμεινε μόνη στην τραπεζαρία. Για μια απειροελάχιστη στιγμή φοβήθηκε ότι η Ουρανία είχε καταλάβει ποια ήταν. «Ελένα!» τη φώναξε η Άρτεμη. «Πρέπει να μου δείξεις τι θα φορέσεις απόψε. Έχω κανονίσει τα λουλούδια και τα κεριά και δεν ξέρω αν τα χρώματα θα πηγαίνουν με τα ρούχα σου!» Πόσο ρηχή ήταν η Άρτεμη! Να είχε ο κόσμος τα δικά της προβλήματα! Παρά ταύτα την ακολούθησε πειθήνια και την άφησε να ψάχνει την γκαρνταρόμπα της εκθειάζοντας και απορρίπτοντας. Η Άρτεμη φλυαρούσε πίσω της και η Ελένα κοιτούσε αφηρημένη τη μουριά με την κούνια της Ραλλούς, κρατώντας αναποφάσιστη το κινητό της στα χέρια της. «Θα το απαντήσεις;» τη ρώτησε η Άρτεμη. Την κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. «Έχεις μήνυμα. Θεέ μου! Ελένα, είσαι τόσο αλλού σήμερα!» Το μήνυμα ήταν από την Μπέτα. Το άνοιξε και διάβασε: Ο Κραμπής έχει πιάσει δωμάτιο στον ξενώνα. Έψαξα στο βιβλίο εισόδου, δεν υπάρχει πουθενά όμως καταχώρηση στο όνομά του! Ξαναδιάβασε το μήνυμα και μετά στράφηκε προς την Άρτεμη. Δεν έχανε τίποτα να τη ρωτήσει. «Κάποιος γνωστός μου έψαχνε δωμάτιο. Αναρωτιέμαι αν βρήκε τελικά σε εσάς. Μίλτος Κραμπής. Το πρόσωπό του είναι σαν βλογιοκομμένο» της διευκρίνισε. «Ναι!» είπε χωρίς να διστάσει εκείνη. «Ήρθε χθες γύρω στο μεσημέρι. Αν τον θέλεις κάτι, να ειδοποιήσω, γιατί θα επιστρέψω στον ξενώνα την Κυριακή το πρωί. Πρώτη φορά ο πατέρας μου βιαζόταν να με ξεφορτωθεί. Έχει κι αυτός τόσες σκοτούρες… Δεν είναι και στα καλά του τώρα τελευταία. Δεν σου κρύβω πως ανησυχώ για την υγεία του» της εκμυστηρεύτηκε η Άρτεμη σαν να είχαν γίνει οι καλύτερες φίλες. Η Ελένα καταλάβαινε πολύ καλά τις αντιδράσεις του Λευτέρη Μαρδά. Ο Κραμπής τον είχε ήδη προσεγγίσει. Τι στοιχεία να είχε ο εκβιαστής; Σίγουρα τα κουβαλούσε επάνω του, γιατί στο δωμάτιο της Άννας δεν είχε βρει παρά μόνο εκείνη τη φωτογραφία. Κάτι είχε στο μυαλό του ο Μαρδάς. Αφού είχε φροντίσει να διώξει την κόρη του και να εξαφανίσει την καταχώρηση με το όνομα του Κραμπή, το επόμενο θα ήταν να ξεφορτωθεί και τον ίδιο. Έπρεπε να προλάβει! «Άρτεμη, στηρίζομαι επάνω σου!» φώναξε η Ελένα στην εμβρόντητη κοπέλα και βγήκε τρέχοντας σχεδόν.


212

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Έστειλε μήνυμα στη Μπέτα να παρακολουθεί συνεχώς τις κινήσεις του Κραμπή και να την ενημερώνει. Μετά, θεωρώντας βλακεία της που δεν είχε μιλήσει ακόμη με την Άννα, κατέβηκε τα σκαλιά και χτύπησε την πόρτα του υπογείου. Δεν πήρε καμία απάντηση. Έστησε αυτί και προσπάθησε να αφουγκραστεί. Ήταν ιδέα της ή άκουσε ένα βογκητό; Δοκίμασε την πόρτα ξανά, κι έπειτα έσκυψε και κοίταξε από την κλειδαρότρυπα. Δεν μπορούσε να διακρίνει το παραμικρό μέσα στο σκοτάδι. «Άννα, είσαι μέσα;» ρώτησε και αυτή τη φορά άκουσε καθαρά το μουγκρητό. Κοίταξε γύρω της πυρετωδώς. Χρειαζόταν ένα φως. Πάτησε τον διακόπτη, μάταια όμως. Περιεργάστηκε με αμφιβολία την απλίκα. Πήγε στον διάδρομο και κοίταξε τον πίνακα. Μία ασφάλεια ήταν κατεβασμένη, σίγουρα αυτή που άναβε τα πίσω εξωτερικό φως και αυτό του υπογείου. Βγήκε πάλι έξω, κατέβηκε τα σκαλιά και κοίταξε ξανά από την κλειδαρότρυπα. Αυτή τη φορά το δωμάτιο είχε πλημμυρίσει φως κι έτσι κατάφερε να διακρίνει κάτι σαν κουβάρι πάνω στο κρεβάτι. Εστιάζοντας προσεκτικότερα, ξεχώρισε το δεμένο γυναικείο σώμα. Το αίμα ανέβηκε κατευθείαν στο κεφάλι της κι ένας έντονος θυμός την πλημμύρισε. Αναζήτησε κάτι να σπάσει την πόρτα. Πού ήταν όλοι τους όταν τους χρειαζόταν; Τα βήματα πίσω της την έκαναν να στραφεί προς τα επάνω περιμένοντας να δει τον Μαρδά ή ακόμα και τον Κραμπή. Ένιωσε διπλή ανακούφιση αναγνωρίζοντας τη σιλουέτα του Δήμου. «Λίγες ώρες πριν τον αρραβώνα σου και δεν εγκαταλείπεις τον άνομο βίο!» της είπε χωρίς κανένα ίχνος ειρωνείας αυτή τη φορά. «Κάποιος έχει δέσει την Άννα και την έχει κλειδώσει μέσα!» Ποιος ξέρει πώς ήταν η έκφρασή της, γιατί ο Δήμος την παραμέρισε βλοσυρός και πέφτοντας με τον ώμο πάνω στην πόρτα, έπειτα από δύο προσπάθειες την έσπασε. Μπήκαν μέσα κι ένα ζευγάρι τρομαγμένα μάτια στυλώθηκε επάνω τους. Η Άννα ήταν φιμωμένη και σε κακή κατάσταση. Καθώς ο Δήμος την έλυνε, η Ελένα έβγαλε το βρώμικο μαντήλι από το στόμα της κοπέλας κι εκείνη πήρε μερικές ανάσες αγκομαχώντας. «Ποιος στο έκανε αυτό, Άννα; Ο Κραμπής;» τη ρώτησε. Η κοπέλα την κοίταξε τρομοκρατημένη βγάζοντας ακόμη άναρθρους ήχους. «Πάω να φέρω νερό!» της φώναξε ο Δήμος. Η Ελένα κάθισε δίπλα στην ταλαιπωρημένη κοπέλα και παρατήρησε τα κόκκινα σημάδια στα άκρα της. Την χάιδεψε απαλά στον ώμο κι αυτή έγειρε επάνω της κι άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί. Η Ελένα σκέφτηκε για πρώτη φορά ότι η Άννα ήταν ελάχιστα μικρότερή της, μακριά από την πατρίδα της και έρμαιο του κάθε επιτήδειου. Μια υποψία πέρασε από το μυαλό της. «Ο Μαρδάς το έκανε, έτσι δεν είναι κορίτσι μου;» Η Άννα κούνησε το κεφάλι καταφατικά ενώ το κλάμα της είχε καταλήξει σε θρήνο.


Ο Φύλακας στον Φάρο

213

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τι θα απογίνεις, Άννα, το έχεις σκεφτεί; Αφήνεις να σε χρησιμοποιεί ο ένας και ο άλλος! Θα μπορούσες να πεθάνεις από ασφυξία. Θα νοιαζόταν κανείς τους νομίζεις;» Ο Δήμος γύρισε ξανά με το νερό. Η Άννα άδειασε το ποτήρι και μετά χαμήλωσε το βλέμμα. «Πάψε να τους καλύπτεις όλους!» φώναξε η Ελένα βλέποντας ότι η Άννα δεν είχε σκοπό να πει το παραμικρό. «Ξέρεις πού έχεις μπλέξει; Εσύ κι ο Κραμπής νομίζετε ότι θα πιάσετε την καλή, έτσι; Μάθε λοιπόν ότι αν ο γκόμενός σου ζήσει μερικές ώρες ακόμη, θα είναι θαύμα!» Η Άννα γούρλωσε τα μάτια. «Εγώ, κυρία Ελένα...» ψέλλισε. «Τι είναι το σώμα σου, μπορείς να μου πεις; Σου κάνουν τα ακατονόμαστα και τα ανέχεσαι. Τόσο σεβασμό έχεις πια στον εαυτό σου;» συνέχισε η Ελένα εξαγριωμένη με την απάθεια της Άννας. «Δεν βλέπεις ότι την τρομάζεις περισσότερο; Άφησέ την ήσυχη!» Το χέρι του Δήμου την τράβηξε παράμερα. «Εσύ δεν άκουσες τον Μαρδά για να ξέρεις τι της έκανε! Κάθε φορά κινδυνεύει η ζωή της, κι αυτή κάθεται σαν τη χαζή στον ένα και στον άλλον!» απάντησε φουρκισμένη κι ύστερα στράφηκε ξανά προς την κοπέλα. «Δεν ξέρεις από εκβιασμούς, Άννα. Ό,τι κι αν έμαθες από τον πατέρα σου, μάλλον δεν υπήρξες καλή μαθήτρια!» «Πού γνώριζες τον πατέρα μου;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή η Άννα ενώ καινούρια δάκρυα γέμιζαν τα μάτια της. «Δεν έχει σημασία αυτό! Πρέπει να φροντίσεις να εξαφανιστείς!» «Πού να πάω;» «Θα σε κρύψω εγώ, αλλά θα μου κάνεις μια χάρη. Απόψε το βράδυ θα πεις όλη την αλήθεια!» «Θα με σκοτώσει!» «Ο Κραμπής ή ο Μαρδάς; Δεν έχεις να ανησυχείς για κανέναν από τους δύο». «Τι πρέπει να πω;» «Για ποιο πράγμα θα εκβιάζατε τον Μαρδά, Άννα; Ξέρω ότι ο πατέρας σου ήταν ο συνεργάτης του στα Λουτρά και σε όλες τις βρομοδουλειές του». «Για τον φόνο στον φάρο!» ψέλλισε εκείνη. «Έχεις αποδείξεις;» μπήκε στη μέση ο Δήμος. «Έχω ό,τι μου είπε ο πατέρας μου. Τα έγραψα και τον έβαλα να τα υπογράψει» απάντησε η Άννα. «Σε τι γλώσσα, στα σέρβικα; Ποιον θα πείσεις έτσι, Ελένα;» ρώτησε απογοητευμένος ο Δήμος. «Θα χρειαζόταν επίσημη μετάφραση, να βεβαιωθεί η υπογραφή του και ποιος ξέρει τι άλλο!» Η Ελένα δεν φάνηκε να πτοείται, συνεχίζοντας την ανάκριση της Άννας.


214

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πού γνώρισες τον Κραμπή;» «Στο Σεράγεβο, προτού φύγω για την Ελλάδα. Ήταν καλός μαζί μου και θέλησε να με βοηθήσει». Η Ελένα δεν σχολίασε την ευπιστία της Άννας. Στην κατάστασή της εξάλλου ήταν αναμενόμενο να πιαστεί από οπουδήποτε για να βγει από τη μιζέρια. Όμως κάτι δεν της κόλλαγε σχετικά με τον Μίλτο Κραμπή, κάτι που δεν είχε καιρό να σκεφτεί περισσότερο, κι έτσι το άφησε να περάσει. «Ώστε το μόνο που έχεις είναι μια γραπτή ομολογία του πατέρα σου. Δεν το βρίσκω και πολύ έξυπνο για έναν εκβιαστή». «Δεν είχα μόνο αυτό. Του έδωσα τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο πατέρας μου στο νησί τη μέρα του φόνου». «Για να έχει του χεριού του τον Μαρδά;» «Όχι, όχι!» διαμαρτυρήθηκε η Άννα. «Μόνο έτσι θα ήταν εξασφαλισμένος ότι δεν θα τον ενοχλούσε ξανά ο Μαρδάς. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να θυμάται ό,τι έκανε. Μάζεψε λεφτά για εμάς, να μην πεινάσουμε. Όμως μετά ήρθε ο πόλεμος και χάσαμε ακόμα και το σπίτι μας». «Γιατί όλοι κάποια στιγμή πληρώνουν… Περίεργο όμως να ζητήσεις βοήθεια και να καταφύγεις στο σπίτι του Μαρδά. Είσαι σίγουρη ότι αυτό ήταν δική σου ιδέα ή μήπως στην έβαλε στο μυαλό κανένας άλλος; Ξεχωρίζω πολύ καλά πότε μου λένε ψέματα, Άννα, έχε όμως χάρη που άλλα είναι αυτά που προέχουν!» Η Ελένα κοίταζε κατάματα την κοπέλα μέχρι που αυτή ακόμη πιο φοβισμένη χαμήλωσε ξανά το βλέμμα της. «Σήκω, φεύγουμε. Μην πάρεις το παραμικρό μαζί σου και πάψε επιτέλους να κλαψουρίζεις. Δεν είσαι η μόνη σε αυτό τον κόσμο που υποφέρει» συμπήρωσε ψυχρά ενώ τραβούσε μαζί της την άβουλη Άννα. «Ελένα, περίμενε!» φώναξε πίσω της ο Δήμος, αλλά εκείνη τον αγνόησε για μία ακόμη φορά.


Ο Φύλακας στον Φάρο

215

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

53.

Ο Λευτέρης Μαρδάς δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι πριν από είκοσι δύο χρόνια ο οργανισμός του είχε άλλες αντοχές. Ξαπλωμένος ακόμη στο κρεβάτι του στο αυτοτελές οίκημα που βρισκόταν στο πλάι του ξενώνα, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως ήταν ώρα να σηκωθεί. Όσο, με τα μάτια μισόκλειστα, αναμασούσε τις λεπτομέρειες του σχεδίου του, ένας αέρας αισιοδοξίας τον είχε συνεπάρει. Καθώς όμως ανακάθισε ένιωσε έξαψη και το στόμα του στεγνό, όπως ακριβώς και το προηγούμενο βράδυ. Ήταν σίγουρος ότι αν προσπαθούσε να μιλήσει, η φωνή του ούτε καν θα ακουγόταν. Ίσως να το είχε παρακάνει με τις δόσεις της μπελαντόνας, ήθελε όμως να είναι σίγουρος ότι η ίδια ποσότητα θα έστελνε σχεδόν στον αγύριστο τον Κραμπή, ενώ ο ίδιος θα έμενε αλώβητος. Θυμήθηκε ότι έτσι ακριβώς είχε αποκοιμίσει τον Πέτρο Μπελιέ προτού ρίξει τη Σοφία σαν δόλωμα δίπλα του. Η ζωηρή ανάμνηση έκανε τον Λευτέρη να νιώσει καλύτερα. Σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται χαμογελώντας χαιρέκακα στο είδωλό του μπροστά στον καθρέφτη. Το σώμα του δεν θα τον πρόδιδε ποτέ. Τώρα έμενε μόνο να ασχοληθεί με τις τελευταίες λεπτομέρειες. Κατέβηκε στην κάβα και διάλεξε ένα Κουρβουαζιέ. Κοίταξε το υπέροχο χρώμα του καθώς έγερνε το μπουκάλι στο φως και λυπήθηκε που θα πήγαινε στράφι. Πολύ προσεκτικά υπολόγισε την ποσότητα της μπελαντόντας, τόση ώστε ο εθισμένος οργανισμός του να αισθανθεί απλά την όχληση την ίδια ώρα που το ανύποπτο σώμα του Κραμπή θα δεχόταν ένα ισχυρό σοκ. Η σύριγγα ήταν έτοιμη. Χωρίς την παραμικρή τύψη τη βύθισε στο πώμα και παρατήρησε ψυχρά το υγρό που ανακατευόταν με το κονιάκ. Ανάδευσε απαλά το μπουκάλι και το έβαλε στη θέση του. Η ηδονή τον συνεπήρε καθώς σκεφτόταν τι θα συνέβαινε σε λίγες ώρες. Αφού βεβαιωνόταν ότι ο Κραμπής είχε πιει όσο χρειαζόταν, θα τον έσερνε στο αυτοκίνητό του και θα τον πήγαινε στα Λουτρά. Θα έβαζε σε λειτουργία τον Σαλίγκαρο και σε δευτερόλεπτα ο εκβιαστής του θα είχε γίνει παρελθόν. Θα τον κλείδωνε εκεί και θα επέστρεφε στη Διόνη για τη δεξίωση του αρραβώνα. Σαν καλός πατέρας θα άλλαζε τις βέρες του γιου του και μετά όλοι θα διασκέδαζαν μέχρι πρωίας. Είχε φροντίσει να υπάρχει τόσο αλκοόλ που θα μεθούσε ακόμη και κοσμοκαλόγερος. Κανένας δε θα ασχολιόταν με το παραμικρό κι αυτός, προτού καν ξημερώσει, θα γυρνούσε ξανά στα Λουτρά για να εξαφανίσει το πτώμα του Κραμπή. Είχε πάντα μερικούς καλούς φίλους πρόθυμους να του ανταποδώσουν εξυπηρετήσεις. Καθησυχασμένος, ανέβηκε στη ρεσεψιόν και περίμενε υπομονετικά να περάσει η ώρα ενώ φλυαρούσε και αστειευόταν με τους πελάτες. Όπως και να είχαν τα πράγματα, το πρόβλημά του θα λυνόταν πολύ πολύ σύντομα.


216

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

54.

Η Ελένα έκανε αφάνταστη υπομονή τις τελευταίες ώρες, δυστυχώς όμως δεν μπόρεσε ούτε στιγμή να απαλλαγεί από τη φορτική κόρη του Μαρδά, που με τη μία και την άλλη δικαιολογία μπαινόβγαινε συνεχώς στο δωμάτιό της. Της είχε χαρίσει τουλάχιστον την ψευδαίσθηση ότι ήταν λες και αρραβωνιαζόταν εκείνη, αφού ούτως ή άλλως της είχε καρφωθεί η ιδέα της επισημοποίησης της σχέσης με τον Δήμο. Θα την περίμενε μία πολύ δυσάρεστη έκπληξη το βράδυ, όλους θα τους περίμενε. Κοίταξε το ρολόι της. Ήταν ήδη έξι. Φανταζόταν τον πατέρα της, αμπαρωμένο πια στον φάρο του, να παρακολουθεί τις τελευταίες προετοιμασίες για την παρωδία του αρραβώνα. Η Μπέτα και ο Σίλας θα έφταναν πολύ αργά, ο Δελής με την Άννα επίσης. Και όταν θα εμφανιζόταν επιτέλους ο Μαρδάς… «Μπορώ να μπω; Υποτίθεται ότι δεν κάνει να δει κανείς τη νύφη του στον γάμο, όχι στον αρραβώνα» ρώτησε ο Άρης, που στεκόταν διστακτικά στην πόρτα. «Ναι, φυσικά!» Η Ελένα προσποιήθηκε ότι διάλεγε χρώματα από την παλέτα του μακιγιάζ αποφεύγοντα να τον κοιτάξει. Ένιωθε τύψεις. Ο Άρης δεν ήταν κακός, ίσαίσα της είχε φερθεί άψογα. Όχι μόνο θα τον απογοήτευε, αλλά θα διέσυρε και το δικό του όνομα. «Μοιάζεις θλιμμένη!» της είπε κοιτώντας το είδωλό της στον καθρέφτη. «Έτσι σου φαίνεται!» Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Κανόνισες τη μετακίνηση στο νησί;» ρώτησε όσο πιο ανέμελα μπορούσε. «Έχει στηθεί μια προβλήτα και μπήκαν σκοινιά στον βραχότοπο για να μην κινδυνέψει κανείς στο σκοτάδι. Για όσους επιμείνουν να έρθουν από τη στεριά, έχουμε τοποθετήσει έναν βοηθητικό ξύλινο διάδρομο. Είπα στον δήμαρχο να μην ανησυχεί για το παραμικρό, αφού αύριο όλα θα είναι όπως πρώτα. Μα, Ελένα, σίγουρα είσαι καλά;» την ρώτησε ανήσυχος. «Περισσότερο δεν γίνεται! Πώς με βρίσκεις;» τον ρώτησε κοκέτικα αν και δεν χρειαζόταν επιβεβαίωση. Ακόμη και η ίδια δεν χόρταινε να κοιτάζει το μακρύ τουρκουάζ φόρεμα που άφηνε τον ένα ώμο εντελώς ακάλυπτο ενώ στον άλλο έδενε με μια ασημί πόρπη ασορτί με τη φαρδιά ζώνη που ήταν από μόνη της ένα κόσμημα. «Ας μας απαντήσει κάποιος που δεν είναι προκατειλημμένος» είπε με ανανεωμένη διάθεση ο Άρης απευθυνόμενος στον Δήμο που στεκόταν έξω από το δωμάτιο. «Πέρασε μέσα, Δήμο! Η νύφη είναι ντυμένη, μην ανησυχείς!» Παρά την προτροπή του Άρη, ο Δήμος παρέμεινε στην είσοδο του δωματίου έχοντας καρφώσει τα μάτια του πάνω στην Ελένα. Εκείνη στο άκουσμα και μόνο του ονόματός του έχασε την ψυχραιμία της και η παλέτα έπεσε από τα χέρια της σκορπίζοντας τις σκιές στο πάτωμα.


Ο Φύλακας στον Φάρο

217

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Άφησέ τα, δεν είναι δική σου δουλειά! Η μέλλουσα γυναίκα μου δεν χρειάζεται να κουνήσει ούτε το δάχτυλό της! Θα φωνάξω κάποιον να καθαρίσει. Εσύ συνεννοήσου με τον Δήμο για το πώς θα πας στον φάρο. Κάλεσέ με στο κινητό για ό,τι άλλο! Θα σε περιμένω ανυπόμονα στις εννέα ακριβώς» της υπενθύμισε ο Άρης ακουμπώντας φευγαλέα τα χείλη του στα δικά της. Ήταν η πρώτη φορά που η Ελένα βρισκόταν μόνη με τον Δήμο νιώθοντας τόση αμηχανία. Προσπάθησε να κερδίσει χρόνο ανοιγοκλείνοντας συρτάρια σαν να έψαχνε κάτι ανεκτίμητο. «Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό» της είπε ο Δήμος. «Χρειάζομαι σίγουρα και κάποιο αξεσουάρ…» του απάντησε ψάχνοντας ακόμη. «Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, Ελένα! Εννοώ τον αρραβώνα. Πες του επιτέλους ότι δεν τον αγαπάς! Υπάρχει ακόμη χρόνος. Γιατί θα πρέπει να τον πληγώσεις και αυτόν;» Η Ελένα στράφηκε επιτέλους προς το μέρος του και τον κοίταξε. «Και αυτόν; Γιατί ποιον άλλον έχω πληγώσει;» τον προκάλεσε. «Τη Ραλλού…» είπε αμήχανα ο Δήμος. «Είμαι σίγουρος ότι αύριο, μετά από όλα αυτά, δεν θα είσαι εδώ, Ελένα. Η Ραλλού σε έχει συνηθίσει, δεν είχε ποτέ της ένα μητρικό πρότυπο και νομίζει ότι το βρήκε σ’ εσένα». «Υπάρχει πάντα η Άρτεμη!» «Δεν κοιμήθηκα ποτέ με την Άρτεμη, αν αυτό θέλεις να μάθεις, ούτε σκοπεύω να το κάνω, ειδικά τώρα! Δεν λειτουργώ όπως εσύ!» «Αν υπονοείς πού έφτασαν οι σχέσεις μου με τον Άρη, σε πληροφορώ ότι δεν έχουν προχωρήσει είτε το πιστεύεις είτε όχι!» του πέταξε θυμωμένη η Ελένα. «Γιατί;» «Είναι ερώτηση αυτή; Δεν είμαι τόσο αναίσθητη ούτε τόσο συμφεροντολόγα όσο θέλεις να πιστεύεις!» «Ξέρω πολύ καλά τι είσαι» της απάντησε ήρεμα ο Δήμος. Η αλλαγή στο ύφος του την έκανε να διστάσει. Απείχε ελάχιστα από το να του ομολογήσει ότι αυτή ήταν η κόρη του φαροφύλακα. Όμως όχι! Δεν ήθελε να πάει τίποτα στραβά, ακόμη κι αν χρειαζόταν να θυσιάσει τα προσωπικά της συναισθήματα. «Μάλλον δεν έχουμε να πούμε κάτι άλλο, Ελένα» της είπε απογοητευμένος. «Καλύτερα να αποχαιρετιστούμε απόψε. Αύριο δεν θα είμαι ούτε εγώ εδώ «Θα φύγεις;» τον ρώτησε νιώθοντας τα λόγια του σαν πισώπλατη μαχαιριά. «Νομίζεις ότι θα συνεχίσω να δουλεύω για έναν άνθρωπο που ο πατέρας του κατέστρεψε την οικογένειά μου; Μη με κοιτάς έτσι, Ελένα! Έχω επιχειρήσει δύο φορές να σου μιλήσω και δεν με άφησες. Ο Νικολός, που πίνει νερό στο όνομά σου, φρόντισε να μου ανοίξει τα μάτια». «Πότε του μίλησες;»


218

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τι σημασία έχει ο χρόνος; Θα ρωτήσω για τελευταία φορά, και θα μου απαντήσεις με ένα ναι ή ένα όχι. Έρχεσαι μαζί μου όπως είσαι, αυτή τη στιγμή;» «Όχι!» του απάντησε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, σαν να μην είχε ακούσει την πρόταση του Δήμου. «Πολύ καλά! Στις οκτώ και μισή θα σε περιμένω κάτω για να σε συνοδεύσω στον φάρο». «Κι εσύ;» «Οι δρόμοι μας χωρίζουν, Ελένα. Είναι τόσο απλό!» Και με αυτά τα λόγια ο Δήμος τής γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε. Η Ελένα απόμεινε με μόνη συντροφιά μια ανήμπορη λύσσα. Η καρδιά της είχε σχιστεί στα δύο, ένα κομμάτι για τον πατέρα της κι ένα για τον Δήμο. Αν ήταν να απογοητεύσει τον ένα από τους δύο, είχε ήδη διαλέξει.


Ο Φύλακας στον Φάρο

219

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

55.

Ο Μίλτος Κραμπής πέρασε ξανά στο μυαλό του τις επόμενες κινήσεις του. Αν ήθελε να παγιδεύσει τον Μαρδά, θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός. Ο άνθρωπος ήταν επικίνδυνος. Και ο ίδιος όμως μπορούσε να γίνει όσο επικίνδυνος χρειαζόταν. Είχε αποδείξει στον κύκλο του ότι αψηφούσε μέχρι και τη ζωή του για να πετύχει τους στόχους του. Αυτό ετοιμαζόταν να κάνει και τώρα. Αν ο Μαρδάς γνώριζε από δηλητήρια, προφανώς αγνοούσε ότι και οι δικοί του ορίζοντες ήταν εξίσου ευρείς σε αυτόν τον τομέα. Παρακολουθώντας τον στενά, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι θα τα έπαιζε όλα για όλα δοκιμάζοντας ξανά την αποδεδειγμένα πετυχημένη μέθοδο του παρελθόντος. Κάπως έτσι είχε παγιδέψει τον Πέτρο Μπελιέ, και τα ίδια κόλπα εφάρμοζε όταν δήθεν επικοινωνούσε με τα πνεύματα στα Λουτρά. Ο Κραμπής ευχήθηκε από μέσα του δύο πράγματα: πρώτον ο Μαρδάς να δοκίμαζε με το ίδιο δηλητήριο, και δεύτερον αυτός να είχε αναγνωρίσει σωστά τα συμπτώματα. Θυμήθηκε τα συγγράμματα που είχε διαβάσει, τις αντιδράσεις που όλο το προηγούμενο βράδυ προσπαθούσε να εντοπίσει στο σώμα του Μαρδά: ξηρότητα στόματος, μια αφύσικη κοκκινίλα, εφίδρωση. Μηχανικά επανέλαβε ό,τι είχε παρατηρήσει και μετά αναζήτησε τον κομψό χαρτοφύλακα που από μόνος του δεν κινούσε την παραμικρή υποψία. Έβγαλε την αμπούλα της φυσοστιγμίνης και μία σύριγγα και τα τοποθέτησε προσεκτικά στην πάνω τσέπη του σακακιού του απόλυτα καμουφλαρισμένα από το ασορτί με τη γραβάτα του μαντίλι. Προτού εγκαταλείψει το δωμάτιο, κοίταξε προσεκτικά γύρω του. Δεν είχε αφήσει πουθενά αποτυπώματα. Πήρε μία κακογραμμένη σελίδα από το τραπέζι και την έβαλε στην εσωτερική τσέπη. Ούτε ένας μυς δεν συσπάστηκε στο πρόσωπό του παρότι εγκαταλείποντας το δωμάτιο του ξενώνα δεν ήταν σίγουρος αν βάδιζε προς το δικό του τέλος ή την απόλυτη επιτυχία. Η ώρα ήταν οκτώ παρά ένα λεπτό και ο Λευτέρης Μαρδάς τον περίμενε στο γραφείο του. Μπαίνοντας, ο Κραμπής έριξε μια ματιά στα πούρα που ήταν εκτεθειμένα στην ασημένια θήκη τους, στο ακριβό κονιάκ και στον δίσκο με τα μπατόν σαλέ. Με ποια δικαιολογία θα αρνιόταν να πάρει ό,τι του πρόσφερε ο Μαρδάς; Ο αντίπαλός του ήταν πολύ ψύχραιμος δείχνοντας ότι δεν ίδρωνε το αυτί του, όμως καραδοκούσε σαν την αράχνη έχοντας ήδη υφάνει τον ιστό του. Ο Κραμπής σήκωσε ένα πούρο και το περιεργάστηκε. Το έφερε στα ρουθούνια του και το μύρισε απολαυστικά. Δεν διέκρινε κάτι το περίεργο, αυτό όμως δεν σήμαινε τίποτα. Με την άκρη του ματιού παρατήρησε τις κινήσεις του Μαρδά. Το μπουκάλι του Κουρβουαζιέ ήταν σφραγισμένο αλλά δεν χρειαζόταν να είναι κανείς δεξιοτέχνης για να το γεμίσει με το πιο επικίνδυνο δηλητήριο κι αυτό να μοιάζει ανέπαφο.


220

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Μαρδάς άνοιξε το μπουκάλι με μια κίνηση ταχυδακτυλουργού κι έβαλε ακριβώς την ίδια ποσότητα στα ποτήρια. «Στις χαρές του γιου μου!» είπε δυνατά και έφερε το ποτήρι στα χείλη του. Ο Κραμπής τον μιμήθηκε ενώ το μυαλό του δούλευε πυρετικά. Η όσφρηση και η γεύση του πάλευαν ταυτόχρονα μήπως αναγνωρίσουν κάτι ύποπτο, όμως δυστυχώς μάταια. Ξόρκισε σιωπηλά το επερχόμενο κακό κι έβγαλε από την τσέπη του το χειρόγραφο. «Σαν ένδειξη καλής θέλησης στο αφήνω να το μελετήσεις!» είπε στον Μαρδά κι εκείνος άρπαξε το χαρτί σουφρώνοντας τα χείλη. «Με δουλεύεις; Τι κινέζικα είναι αυτά;» Το βλέμμα του Μαρδά σπίθισε από οργή. «Η ομολογία του Γιουγκοσλάβου πρώην συνεταίρου σου. Υποθέτω ότι δεν έχεις ξεχάσει την υπογραφή του!» «Κι εγώ γράφω ότι πήγε η μάνα μου για νερό και βάζω και μια τζίφρα από κάτω!» του απάντησε ειρωνικά ο Μαρδάς. «Δεν υποτιμώ την εξυπνάδα σου, Μαρδά. Το πιο πολύτιμό μου χαρτί το φυλάω για αύριο. Εσύ είπες ότι σήμερα είναι ημέρα γιορτής». «Ναι, έχεις δίκιο!» του απάντησε ο Μαρδάς κοιτώντας το ρολόι του. «Θα πρέπει να πηγαίνουμε σε λίγο!» Στα ελάχιστα δευτερόλεπτα διαύγειας που του απέμειναν ο Κραμπής πρόλαβε να αναρωτηθεί τι και πόσο ήταν το οτιδήποτε περιείχε το κονιάκ. Το βλέμμα του θόλωσε, το στόμα του τον έκαιγε και ήταν ολόστεγνο ενώ αισθανόταν τον ιδρώτα να τρέχει στην πλάτη του και να ποτίζει το πουκάμισό του. Σε λίγο θα ήταν πολύ αργά, έπρεπε να κάνει την ένεση προτού αρχίσουν οι ψευδαισθήσεις. «Δεν σε βλέπω και πολύ καλά φίλε μου!» Η φωνή του Μαρδά έφτασε στα αυτιά του σαν να έβγαινε από ένα απύθμενο πηγάδι. «Λίγο νερό!» πρόλαβε να πει ενώ αγωνιζόταν να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. «Ευχαρίστως. Αυτά παθαίνει κανείς όταν γυρίζει όλη μέρα στον ήλιο. Πολύ επικίνδυνο!» Ο Μαρδάς σηκώθηκε να φέρει νερό πλαταγίζοτνας αποδοκιμαστικά τη γλώσσα του. Με χέρια που έτρεμαν όλο και περισσότερο ο Κραμπής έβγαλε τη σύριγγα και τη βύθισε στην αμπούλα. Το δωμάτιο χόρευε γύρω του αλλά ένιωσε μια απέραντη ανακούφιση όταν σφίγγοντας τα δόντια κατόρθωσε να κάνει την ένεση με το αντίδοτο. Σπρώχνοντας τα πειστήρια κάτω από τον δερμάτινο καναπέ έγειρε αποκαμωμένος προς τα πίσω χαλαρώνοντας τη γραβάτα του. Πίσω από τα μισόκλειστα βλέφαρά του μια απειλητική μορφή σαν ένα τέρας της Αποκάλυψης τον πλησίαζε. «Μα εσύ δεν είσαι καθόλου καλά!» άκουσε μια φωνή ενώ παράλληλα αισθάνθηκε κάτι να του πιέζει το μάγουλο.


Ο Φύλακας στον Φάρο

221

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το μόνο που ήξερε ήταν ότι έπρεπε να προσποιηθεί. Αναστέναξε βαριά κι έγειρε στον καναπέ αφήνοντας το αντίδοτο να κάνει τη δράση του. Ο Λευτέρης έψαξε το μισοαναίσθητο σώμα του Κραμπή, αλλά δεν βρήκε κάτι άλλο επάνω του. Θα είχε όμως όλο τον καιρό αργότερα να ερευνήσει και το δωμάτιό του στον ξενώνα και το αυτοκίνητό του. Μόλις θα ξεμπέρδευε από τους αρραβώνες φυσικά! Ανασήκωσε τα βλέφαρα του Κραμπή και χαμογέλασε με το απλανές του βλέμμα. Η ποσότητα που του είχε δώσει δεν ήταν ικανή από μόνη της να τον σκοτώσει, θα του δημιουργούσε όμως τέτοιο ντελίριο και ψευδαισθήσεις ,ώστε θα διευκόλυνε αφάνταστα το έργο του. «Έλα, σήκω!» μουρμούρισε στον Κραμπή. Υποβαστάζοντάς τον, τον φόρτωσε στην κυριολεξία στο αυτοκίνητο. Καθώς έπαιρνε τον δρόμο προς τις Αλυκές, είχε κάθε λόγο να χαμογελάει ικανοποιημένος. Το θύμα του παραληρούσε κάνοντας διάλογο με κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Τα είχε ζήσει στο παρελθόν αυτά, όταν οι δύσπιστοι πελάτες των Λουτρών τον ανάγκαζαν να καταφεύγει σε ακραίες μεθόδους. «Με ποιον μιλάς;» ρώτησε τον Κραμπή αμφιβάλλοντας αν είχε την παραμικρή αντίληψη της πραγματικότητας. «Είναι ο πατέρας μου εδώ… Μου είπαν πως πέθανε, αλλά κάθεται δίπλα μου». Ο Κραμπής είχε στριμωχτεί στη γωνία σαν όντως κάποιος να καθόταν εκεί περιορίζοντας τον ζωτικό του χώρο. «Ωραία! Θα πάμε κάπου απόμερα, να μιλήσετε όσο θέλετε!» τον καθησύχασε ο Λευτέρης ερευνώντας από τον καθρέφτη τον δρόμο πίσω του. Όταν έφτασαν έξω από το παλιό εργοστάσιο, ο Κραμπής δεν πρόβαλε την παραμικρή αντίσταση. Ο Λευτέρης ξεκλείδωσε και μπήκε σέρνοντας σχεδόν από τις μασχάλες τον επίδοξο εκβιαστή του, που έτρεμε σαν το ψάρι. Αναρωτήθηκε πού θα έβρισκε το κουράγιο να φτάσει μέχρι τον Σαλίγκαρο. Ούτε ο δικός του οργανισμός ήταν αλώβητος από την επήρεια της μπελαντόνας, κι ας έρεε αυτή τη στιγμή στο σώμα του Κραμπή πολλαπλά ισχυρότερη δόση. Τελικά κατάφερε να τον ξαπλώσει πάνω στον πάγκο και να δέσει τους ιμάντες. «Η καρδιά μου θα πετάξει!» σκλήρισε ο Κραμπής. «Ό,τι πεις! Θα ταξιδέψουμε τώρα. Με το τρένο! Σου αρέσουν τα ταξίδια;» Ο άλλος τον κοίταξε χαμογελώντας, έτσι τουλάχιστον φάνηκε στον Λευτέρη στο λιγοστό φως της βοηθητικής λυχνίας. Χωρίς να δώσει περισσότερη σημασία, τράβηξε τον μοχλό και τέντωσε το αυτί του για να απολαύσει τον στριγκό ήχο που σήμαινε ότι ο Σαλίγκαρος ξυπνούσε από τον λήθαργό του ξεκινώντας το φονικό του ταξίδι. Ο χρόνος που χώριζε τον Κραμπή από την αιωνιότητα ήταν πλέον ελάχιστος, σκέφτηκε χαιρέκακα.


222

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

56.

Στις οκτώ και μισή, η Ελένα βρισκόταν κάτω και περίμενε τον Δήμο. Δεν έβλεπε όμως πουθενά κάποιο αμάξι, οπότε αναρωτήθηκε αν ζούσαν και οι δυο τους σε τέτοια παράκρουση που δεν καταλάβαιναν πια την ίδια γλώσσα. Ξαφνικά άκουσε καλπασμό. Έστρεψε το κεφάλι προς τη μεριά του ήχου κι απόμεινε με το στόμα ανοιχτό από το αρκετά μεγαλόπρεπο θέαμα. Ο Δήμος ερχόταν προς το μέρος της καβάλα στον Έβενο, ενώ κρατούσε από τα γκέμια τη στολισμένη Μαρόν. «Δεν έχεις την απαίτηση να ανέβω σε αυτόν τον ανθόκηπο!» «Οι συνωμότες πάνε πάντα με άλογο!» της απάντησε ο Δήμος. «Ας τελειώνουμε λοιπόν!» συγκατάνευσε πατώντας το πόδι της στον αναβολέα. Καθώς κατηφόριζαν προσεγγίζοντας το φαρονήσι, η Ελένα άρχισε να ξεχωρίζει τις ανθρώπινες κουκίδες που άλλαζαν συνεχώς θέση κοντά στον φάρο, σαν πιόνια πάνω σε έναν στρατηγικό χάρτη. Διέκρινε τον μεγάλο ξύλινο διάδρομο και τη βοηθητική ράμπα δίπλα στο παλιό αραξοβόλι όπου βρίσκονταν κάθε είδους μικρά πλεούμενα. Κι ακόμα τα μεγάλα τραπέζια φορτωμένα λουλούδια, κρασιά και εδέσματα καθώς και τους πυρσούς που έστεκαν φρουροί κάθε δύο μέτρα. Στα αυτιά της έφτασε μια χαλαρωτική μουσική και ο χαμηλός αλλά συνεχής βόμβος από το ανθρώπινο μελίσσι. Εκατόν πενήντα μέτρα περίπου ήταν η απόσταση της στενής λωρίδας που είχε καμουφλαριστεί και φάνταζε σαν ένα μονοπάτι μέσα στη θάλασσα. «Φθάσαμε!» ανακοίνωσε ο Δήμος και ξεπεζεύοντας στάθηκε δίπλα της απλώνοντας τα χέρια του για να στηριχτεί επάνω του. «Δε χρειαζόταν να με σφίξεις τόσο!» του διαμαρτυρήθηκε καθώς τα πόδια της πάτησαν στη γη. «Ήταν η τελευταία μου ευκαιρία!» της απάντησε και χωρίς να την αφήσει, έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα. Η Ελένα, αδιάφορη στα έκπληκτα βλέμματα ενός μεσήλικου ζευγαριού που πέρασε δίπλα τους, ανταπόδωσε το φιλί. «Και τώρα μόνη σου, Ελένα!» είπε ο Δήμος χαιδεύοντάς της φευγαλέα το μάγουλο. Η Ελένα πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε ίσια μπροστά. Ξέχασε ό,τι υπήρχε γύρω της, βαδίζοντας με το βλέμμα στραμμένο στο ψηλότερο σημείο του φάρου απ’ όπου την παρακολουθούσε αθέατος ο πατέρας της. Ο τόπος είχε γίνει αγνώριστος. Τα πάντα είχαν καθαριστεί και το μεγάλο πλάτωμα ακριβώς κάτω από τον φάρο ήταν γεμάτο κόσμο. Οι σερβιτόροι περνούσαν ανάμεσα στις παρέες με τους δίσκους ψηλά, ενώ τα γέλια και οι κουβέντες καμπάνιζαν πάνω από το σμάρι των ανθρώπων. Όλοι στράφηκαν προς το μέρος της κι ακούστηκαν επιφωνήματα θαυμασμού. Έψαξε το πλήθος αλλά δεν είδε πουθενά


Ο Φύλακας στον Φάρο

223

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τα δικά της πρόσωπα. Ακόμα και η Ραλλού είχε μείνει με την Ουρανία πίσω στον Ροδώνα, απαρηγόρητη για τον αρραβώνα. Καλύτερα για τη μικρή, σκέφτηκε η Ελένα καθώς έκανε τα τελευταία βήματα προς το μέρος του Άρη και τον φιλούσε χλιαρά στο μάγουλο. Ο ήλιος είχε δύσει πια και οι κουβέντες έδιναν κι έπαιρναν καθώς όλοι περίμεναν τον Λευτέρη Μαρδά. Η Ελένα κοίταξε εκνευρισμένη το ρολόι της. «Πού είναι ο πατέρας σου;» ρώτησε τον Άρη. Στη σκέψη ότι ο Μαρδάς μπορεί να της χαλούσε την παράσταση, την έπιανε ίλιγγος. «Θα έπρεπε να βρίσκεται εδώ…» της απάντησε εκείνος λες και ο πατέρας του ήταν κάπου γύρω τους κι απλά δεν τον είχαν προσέξει. «Τηλεφώνησέ του! Τι περιμένεις αλήθεια;» «Του έχω κάνει ήδη τρεις κλήσεις!» απάντησε ο Άρης συγκρατώντας μόλις τον εκνευρισμό του. «Σε λίγο θα αρχίσουν να κουτσομπολεύουν!» σχολίασε, αν και τα κουτσομπολιά ήταν το τελευταίο που την ενδιέφερε. Όμως της έκανε εντύπωση που δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα ο Σίλας με την Μπέτα. Η Ελένα πήρε τη φίλη της στο κινητό, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να ακούσει το απρόσωπο μήνυμα που την πληροφόρησε: “η κλήση σας προωθείται”. Ακόμα ένα πρόσωπο έμοιαζε να έχει ξεχάσει την πρόσκλησή του. Ο Μίλτος Κραμπής θα έκανε κι αυτός το πέρασμά του από τη δεξίωση για να παραλάβει την επιταγή με την οποία ο Άρης τού ξοφλούσε το χρέος της φάρμας. Κι αυτός όμως ήταν άφαντος. Ένας ακαθόριστος φόβος τής στάθηκε σαν κόμπος στον λαιμό κι έψαξε με το βλέμμα τον Δήμο. Τον είδε να στέκεται παράμερα, όσο πιο μακριά μπορούσε από την Άρτεμη. Έδειχνε αδιάφορος. «Άρη, ακόμα δεν ήρθε ο μπαμπάς;» Η Άρτεμη, που τόση ώρα περιφερόταν ως η πρώτη κυρία επί των τιμών, έμοιαζε να έχει θυμηθεί ξαφνικά για ποιον λόγο βρισκόντουσαν εκεί. «Μήπως έπαθε κάτι;» ρώτησε ανήσυχη όταν είδε ότι ο Άρης προσπαθούσε ξανά να καλέσει στο κινητό. Η Ελένα απομακρύνθηκε συγχυσμένη. Χρειαζόταν τον Λευτέρη Μαρδά ζωντανό, τουλάχιστον για λίγες ώρες ακόμα.


224

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

57.

Ο Βασίλης Δελής διάβασε ξανά το μήνυμα στο κινητό του, για να σιγουρευτεί για την ώρα. Θα ήθελε να ήταν νεότερος για να έχει μια πιο ενεργή συμμετοχή, όμως του το είχαν απαγορέψει κατηγορηματικά. Έτσι περιορίστηκε στο να εκτελεί χρέη ενδιάμεσου και να μαζεύει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες. Χαιρόταν που τον είχαν εμπιστευτεί, όμως αυτή τη στιγμή ανησυχούσε πραγματικά, γιατί κινδύνευαν ανθρώπινες ζωές, κι ανάμεσα σ’ αυτές και η ζωή του εγγονού του. Το τηλέφωνό του χτύπησε και επιτέλους ήταν ο Σίλας. «Πού βρίσκεσαι;» ρώτησε ο Δελής. «Πίσω του. Έχει περάσει τη διασταύρωση της Διόνης και κατευθύνεται προς τις αλυκές» απάντησε ο εγγονός του. «Σε κατάλαβε;» «Υποθέτω πως όχι! Αν και με τον Μαρδά δεν μπορεί να είναι σίγουρος κανείς!» «Η Μπέτα είναι μαζί σου;» «Είναι πίσω μου με το αυτοκίνητό της». «Πες της να έρθει να με πάρει. Θα περιμένω στον κεντρικό δρόμο. Ο Μαρδάς πηγαίνει στις παλιές αποθήκες του αλατιού». «Σε κλείνω τότε!» «Φρόντισε να μη δει το αυτοκίνητό σου και να είσαι σε απόσταση. Ας ελπίσουμε ότι ο Κραμπής θα τον καθυστερήσει». Ο Βασίλης Δελής άρπαξε τα δεύτερα κλειδιά των αποθηκών που του είχε αφήσει ο Μανωλάς και βγήκε παίρνοντας μαζί του την Άννα. Καθώς βάδιζαν προς τα εκεί όπου θα τους περίμενε η Μπέτα, προσευχήθηκε να ψυχολόγησαν σωστά τον Λευτέρη Μαρδά. Δεν είχαν άλλο χρόνο για χάσιμο. Η Ελένα περίμενε το σύνθημα στο νησί. Ο Λευτέρης Μαρδάς παρακολουθούσε με δέος τον μηχανισμό, σιχτιρίζοντας το όνομά του. Μα την πίστη του, αν κάποτε εξυπηρετούσε αυτή η πολύπλοκη κατασκευή, σήμερα έμοιαζε με αργοκίνητο σάλιαγκα κι ο δικός του χρόνος ήταν πολύτιμος. Ο θόρυβος από τις τροχαλίες τού τρυπούσε τα αυτιά έτσι όπως ήταν τεντωμένα τα νεύρα του. Αναπήδησε άθελά του όταν στον θόρυβο προστέθηκε κι ο επίμονος ήχος του κινητού του. Είδε την κλήση από τον γιο του και την αγνόησε στρέφοντας ξανά την προσοχή του προς τον μηχανισμό. Οι τρομεροί γάντζοι, που έμοιαζαν ικανοί να σηκώσουν έναν τόνο, είχαν αρχίσει να κινούνται προς τα κάτω, αλλά ξαφνικά κοκάλωσαν σαν ξεχαρβαλωμένα εκκρεμή. Έβρισε τον εαυτό του, γιατί δεν είχε φροντίσει να παρακολουθήσει τον Σαλίγκαρο σε πλήρη λειτουργία παρά είχε περιοριστεί στο να τον λαδώνει τακτικά και απλά να τον συντηρεί. Κατέβασε τον μοχλό και περίμενε μερικά δευτερόλεπτα,


Ο Φύλακας στον Φάρο

225

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ενώ το κινητό του χτυπούσε ξανά. Πόσο ακόμα θα αγνοούσε τις κλήσεις του γιου του χωρίς να κινήσει υποψίες; Το σχέδιό του έκανε νερά κι ο χρόνος κυλούσε κοροϊδευτικά σε βάρος του. Κοίταξε τον Κραμπή, δεμένο με τους ιμάντες και παραδομένο στις ψευδαισθήσεις του. Η ντελιριακή του κατάσταση τον γέμισε έξαψη και τράβηξε ξανά τον μοχλό. Ανακουφισμένος, είδε ότι ο μηχανισμός φαινόταν να του κάνει επιτέλους το χατίρι, καθώς οι γάντζοι άρχισαν να κατεβαίνουν. Ελάχιστος χρόνος απέμενε μέχρι να φτάσουν στο αναμενόμενο ύψος, να ακινητοποιηθούν για λίγο, να προχωρήσουν προς την αντίθετη φορά και μετά με τη μεγαλύτερη δυνατή ώθηση, να ξεκινήσουν την πορεία τους για να διαπεράσουν το σώμα του Κραμπή. Ο Λευτέρης ένιωσε ρίγη ηδονής κι έκλεισε τα μάτια με απόλαυση. Ένας τρομερός θόρυβος από την πόρτα της αποθήκης υπερκέρασε ακόμα και τις στριγκλιές του Σαλίγκαρου, αναγκάζοντάς τον να σταματήσει για δεύτερη φορά τον μηχανισμό και να λουφάξει δίπλα στον Κραμπή περιμένοντας. Ποιος βρισκόταν έξω από τις αποθήκες; Ήταν σίγουρος ότι δεν τον είχε ακολουθήσει κανείς. Ποιος τρελός θα άφηνε το φαγοπότι και τη διασκέδαση της δεξίωσης για να φτάσει μέχρι τον βούρκο των αλυκών μέσα στο σκοτάδι; Ενώ περίμενε στο ίδιο σημείο, απενεργοποίησε το κινητό του. Ο παραμικρός ήχος θα τον πρόδιδε. Έριξε μια ματιά στον Κραμπή, που ίδρωνε και μονολογούσε και μετά κοίταξε το ρολόι του. Σκέφτηκε χαιρέκακα ότι με τον ρυθμό που χτυπούσε η καρδιά του επίδοξου εκβιαστή του, ίσως ο Σαλίγκαρος να του ήταν άχρηστος τελικά. Αν αυτός που βρισκόταν απέξω ήταν κανένας περιπλανώμενος άστεγος, μπορεί και να προσπαθούσε να μπει στις αποθήκες για να περάσει τη νύχτα του. Ίσως ήταν καλύτερα να εγκαταλείψει το σχέδιό του προς το παρόν και να έρθει ξανά μετά τη δεξίωση, έχοντας ένα όπλο μαζί του. Όμως όχι! Το μυαλό του φωτίστηκε ξαφνικά. Το ρεμάλι που προσπαθούσε να παραβιάσει την πόρτα θα του πρόσφερε ένα ισχυρό άλλοθι. Σιγουρεύτηκε ότι ο Κραμπής ήταν αδύνατον να κινηθεί, έβαλε ξανά σε λειτουργία τον μηχανισμό κι έσβησε το βοηθητικό φως. Γνωρίζοντας τα κατατόπια σαν τα δάχτυλα του χεριού του, βγήκε από τη μυστική πόρτα στην πίσω μεριά του κτιρίου. «Πιο γρήγορα Μπέτα!» παρότρυνε την κοπέλα ο Δελής αν κι έβλεπε ότι το αμάξι της είχε φτάσει στα όριά του. Η απόσταση ανάμεσα στη Διόνη και τις Αλυκές δεν του είχε φανεί ποτέ μεγαλύτερη. «Θα είναι καλά ο Μίλτος;» ρώτησε τρομοκρατημένη η Άννα, ο Δελής όμως την αγνόησε μην έχοντας καμία διάθεση να της εξηγήσει. «Εδώ! Σταμάτα εδώ!» διέταξε ο Δελής και η Μπέτα πάρκαρε όπως όπως το αμάξι στο απόλυτο σκοτάδι. Ο Δελής βγήκε έξω απαγορεύοντας στις δύο γυναίκες να το κουνήσουν κι αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες της Μπέτα. Καθώς προχωρούσε προσπαθώντας να διακρίνει σχήματα και ίσως τη μορφή του Μαρδά να ξεπετάγεται μπροστά του,


226

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διαπίστωσε ότι η ηλικία του κινδύνευε να τον προδώσει. Η καρδιά του χτυπούσε σαν ταμπούρλο και τον εμπόδιζε να συγκεντρωθεί, ενώ τα δάχτυλα των χεριών του είχαν γίνει δύσκαμπτα. «Από εδώ!» άκουσε τη φωνή του εγγονού του και μπόρεσε επιτέλους να προσανατολιστεί. Η αγαλλίασή του ήταν απέραντη, όμως κατέπνιξε τη συγκίνησή του. Μαζί με τον Σίλα έφτασαν έξω από τη διπλή πόρτα κι έστησαν αυτί. Ο θόρυβος ήταν ανατριχιαστικός. Ο Μίλτος Κραμπής προσπάθησε να σκεφτεί ψύχραιμα παρά τη δεινή του θέση. Τα σχέδια ήταν καλά επί χάρτου, αλλά υπήρχε πάντα ο απρόβλεπτος παράγοντας. Στην περίπτωσή του δεν ήταν το σκοτάδι που τον εμπόδιζε να διακρίνει το παραμικρό ούτε οι ιμάντες που τον είχαν καθηλώσει στην πιο άβολη οριζόντια θέση, αλλά ο καταραμένος μηχανισμός. Δύο φορές τον είχε σταματήσει ο Μαρδάς, για να τον βάλει τελικά και πάλι σε λειτουργία. Οι ήχοι που άκουγε, κάθε άλλο παρά εφησυχασμό προκαλούσαν. Η ειρωνεία του πράγματος θα ήταν αυτός να ταξίδευε για τον άλλο κόσμο ενώ ο Μαρδάς θα πατούσε πιο σταθερά στη γη. Κράτησε την αναπνοή του για να χαλαρώσει το σφίξιμο και να μπορέσει να λυθεί, όμως ήταν αδύνατον να το κατορθώσει με τα δάχτυλα του ενός χεριού. Ψαχούλεψε κάτω από τον πάγκο και τράβηξε ένα καρφί. Στα τυφλά άρχισε να σκίζει τους ιμάντες προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Δεν μπορούσε να στηριχτεί στο γεγονός ότι πριν λίγη ώρα ο μηχανισμός είχε πάθει εμπλοκή. Αν δεν έκανε γρήγορα, η τελευταία του ελπίδα θα ήταν ένας ηλικιωμένος ιστορικός που ήξερε από μάχες και συγκρούσεις μόνο ό,τι είχε διαβάσει στα βιβλία. «Πού έχει πάει ο Μαρδάς;» ρώτησε ο Σίλας. Ο Βασίλης Δελής δεν είχε ώρα να απαντήσει στην εύλογη απορία του εγγονού του. Ψαχούλεψε τους διακόπτες στους τοίχους, διαπιστώνοντας με απογοήτευση ότι οι περισσότερες λάμπες ήταν σπασμένες. Συνεχίζοντας να προχωράει στα τυφλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι σε έναν χώρο που γνώριζε μόνο από τις περιγραφές του, έφερε στον νου του το σχεδιάγραμμα που του είχε δείξει η Ελένα και τέντωσε τα αυτιά του για να καταλάβει την πηγή του θορύβου. Όμως ο Σαλίγκαρος έμοιαζε να βρίσκεται παντού κι ο ήχος του ήταν σαν να περικύκλωνε τους δύο άντρες. «Μίλτο!» φώναξε ο Δελής και του φάνηκε ότι μια φωνή τού απάντησε από πολύ κοντά. Ο Σίλας τον πρόλαβε κι έτρεξε προς το σημείο όπου ο θόρυβος ακουγόταν τώρα σαν αγκομαχητό ατμομηχανής που ανέβαζε την ταχύτητά της. Ο Δελής, έχοντας συνηθίσει πια το σκοτάδι, νόμισε ότι διέκρινε κάποια κίνηση. Ξαναφώναξε το αντρικό όνομα. «Εδώ! Γρήγορα!» άκουσε τη φωνή του Κραμπή.


Ο Φύλακας στον Φάρο

227

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Βρίσκοντας επιτέλους έναν διακόπτη που λειτουργούσε, ένα ασθενικό φως πλημμύρισε τον χώρο γεμίζοντάς τον έκπληξη, δέος και τρόμο. Βλέποντας τον άνδρα να παλεύει να απελευθερωθεί από τους ιμάντες που τον κρατούσαν δεμένο ενώ τρεις πελώριοι γάντζοι ερχόντουσαν απειλητικοί κατά πάνω του ένιωσε την ανάσα του να κόβεται. Ήταν απλά ζήτημα δευτερολέπτων, όμως ο εγγονός του δεν σκέφτηκε τον χρόνο παρά βούτηξε στην κυριολεξία προς τον πάγκο, ενώ κάτι άστραφτε στα χέρια του. Ο Δελής είδε τη λάμψη της λεπίδας κι άκουσε μόνο το δικό του ουρλιαχτό ενώ έκλεινε σφιχτά τα μάτια για να αποφύγει το ανατριχιαστικό θέαμα. Ο επόμενος ήχος ήταν ένας γδούπος και μετά ξαφνικά ησυχία. Αγκομαχώντας να ξαναβρεί την αναπνοή του, κοίταξε με τρόμο τα δύο σώματα που ήταν πεσμένα στο πάτωμα λαχανιάζοντας κι αγκομαχώντας. «Σίλα!» Ο αντίλαλος της κραυγής του γέμισε τις στοιχειωμένες αποθήκες, όμως ο φόβος και η λαχτάρα μετατράπηκαν σε έκπληξη όταν είδε τον εγγονό του να έχει γυρίσει ανάσκελα και να γελάει τρανταχτά. «Παρά τρίχα!» πανηγύρισε. Ο Κραμπής έβηχε και γελούσε κι αυτός. «Για στάσου!» σοβάρεψε απότομα ο Σίλας. «Εμείς τι κάναμε τώρα; Σώσαμε τον εκβιαστή του Μαρδά;» «Δεν είναι ο εκβιαστής του Μαρδά, ανόητο παιδί! Μόλις έσωσες τη ζωή του αστυνόμου Μάνου Αθανασίου!»


228

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

58.

Ο Δήμος άρπαξε ένα ποτήρι από τον περαστικό σερβιτόρο και το κατέβασε μονορούφι. Περιφερόμενος δήθεν άσκοπα, έφτασε έξω ακριβώς από τον φάρο και δοκίμασε την πόρτα. Ήταν κλειδωμένη. Αυτό σήμαινε δύο πράγματα. Ή ότι ο φαροφύλακας είχε εξαφανιστεί ή ότι καραδοκούσε εκεί πάνω στα ψηλά. Έκανε μερικά βήματα πίσω και κοίταξε προς τον ουρανό. Αν όλοι αυτοί είχαν δίκιο, ο Βραχνός ήταν αθώος κι ο Λευτέρης Μαρδάς ο μόνος πραγματικός φταίχτης. «Δήμο!» Η φωνή ερχόταν από την άλλη μεριά του συρματοπλέγματος. Στράφηκε κι αντίκρισε τη χλωμή οπτασία της Ελένα. «Τι κάνεις εδώ;» τη ρώτησε πλησιάζοντας τα σύρματα. «Ο Μαρδάς δεν φάνηκε ακόμη!» «Είναι εκεί πάνω, έτσι;» Έδειξε τον φάρο. «Με περιμένει, και δεν μπορώ να τον αφήσω ξανά!» Ο Δήμος κοίταξε με έκπληξη τα δακρυσμένα της μάτια. Προσπαθούσε να του πει κάτι κι αυτός αναρωτιόταν αν είχε καταλάβει σωστά Τα δάχτυλά του ενώθηκαν ασυναίσθητα με τα δικά της ανάμεσα στο συρματόπλεγμα. «Είμαι η κόρη του!» του ομολόγησε. Παρά την έκφρασή της η φωνή της ακουγόταν απόλυτα ψύχραιμη. Τα λόγια της λειτούργησαν σαν καταλύτης στη συνείδησή του. Το σύντομο αλλά επεισοδιακό παρελθόν του με την Ελένα πέρασε αυτόματα μπροστά στα μάτια του. Οι καυγάδες τους, οι αλλοπρόσαλλες και επικίνδυνες κινήσεις της, η επιμονή της, το πάθος της. Ξανάζησε σε κλάσματα δευτερολέπτου όλες τις στιγμές ιδωμένες κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα. «Γιατί μου το έκρυψες;» «Πώς μπορούσα να κάνω διαφορετικά; Πώς θα αντιδρούσες;» «Γιατί μου το λες τώρα; Τι άλλαξε;» «Γιατί ο Λευτέρης Μαρδάς δεν βρίσκεται πουθενά κι αναρωτιέμαι αν έχει καταλάβει ότι κάποιος του στήνει παγίδα. Ό,τι και να γίνει, αύριο ούτε εγώ θα είμαι εδώ, δεν θα ήθελα όμως να φύγω χωρίς να ξέρεις όλη την αλήθεια» είπε και χωρίς να του δώσει περιθώριο να της απαντήσει, απομακρύνθηκε τρέχοντας σχεδόν. «Στάσου Ελένα!» φώναξε ο Δήμος, αλλά εκείνη είχε ήδη ενωθεί με το πλήθος λίγα μέτρα πιο κάτω. «Με έκανες να ανησυχήσω… Φοβήθηκα ότι θα το έσκαγες την τελευταία στιγμή!» Ο Άρης έπιασε τρυφερά τα χέρια της Ελένα. «Είμαστε όλοι εδώ και σε περιμένουμε!»


Ο Φύλακας στον Φάρο

229

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ελένα κάρφωσε σαν από ένστικτο το βλέμμα της στην πλάτη του άνδρα που συζητούσε ζωηρά με μια γυναίκα ελάχιστα μακριά της. Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της και μετά βίας συγκράτησε τον εαυτό της από το να χυθεί καταπάνω του και να του βγάλει τα μάτια. «Πατέρα! Έλα να γνωρίσεις τη μνηστή μου, επιτέλους!» τον φώναξε ο Άρης. Ο Λευτέρης Μαρδάς στράφηκε με ένα γοητευτικό χαμόγελο και ήρθε προς το μέρος τους. Ποτέ άλλοτε δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία να τον παρατηρήσει από τόσο κοντά. Το στομάχι της ανακατεύτηκε καθώς ήρθαν στο νου της οι περιγραφές της μητέρας της για τη σχέση τους. Ο άνδρας που της έτεινε το χέρι είχε παγιδεύσει με τον τρόπο του και τους δύο γονείς της. Η αηδία της έγινε ακόμη πιο έντονη όταν εκείνος την τράβηξε επάνω του και τη φίλησε. Ο ιδρώτας κυλούσε από το πρόσωπό του σαν να είχε τελειώσει μόλις μια βαριά δουλειά. «Μα είναι μία κούκλα! Δεν περίμενα ποτέ να κάνεις τόσο καλή επιλογή!» είπε ο Μαρδάς στον γιό του. Δεν του θύμιζε το παραμικρό το πρόσωπό της; Δεν έβλεπε τίποτα γνώριμο επάνω της; «Χαίρομαι που σας γνωρίζω επιτέλους! Περίμενα τόσο καιρό!» απάντησε η Ελένα πιέζοντας τον εαυτό της να του χαρίσει κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο. Δεν έπρεπε να τα χαλάσει όλα την τελευταία στιγμή. Χρειαζόταν να τον αφήσει για λίγο ακόμη στη σιγουριά που του είχαν χαρίσει οι δάφνες των εγκλημάτων του. Το σούσουρο έκανε την Ελένα να στραφεί προς το σημείο όπου μια παρέα νεοφερμένων πλησίαζε. Επιτέλους! Ο Βασίλης Δελής με τον εγγονό του και την Μπέτα! Πρόσεξε τον σχεδόν συριστικό ήχο που άφησε να του ξεφύγει ο Μαρδάς βλέποντας τον ηλικιωμένο, σαν ένα φίδι που βγάζει τη γλώσσα του έτοιμο να εκτοξεύσει δηλητήριο. «Πατέρα, είναι η ώρα να αλλάξουμε τις βέρες!» είπε ο Άρης επαναφέροντάς τον στην πραγματικότητα. «Βλέπω δεν κρατιέσαι!» του αντιγύρισε ο πατέρας του. «Μια στιγμή!» Ο Βασίλης Δελής πλησίασε με αργά βήματα. Παρά την κούρασή του, στο πρόσωπό του είχε απλωθεί ένα τεράστιο χαμόγελο. Η Ελένα κατάλαβε ότι κάτι είχε συμβεί, κάτι που η ίδια αγνοούσε, αλλά ήταν προφανώς προς όφελός τους. «Αυτό είναι για εσένα!» της είπε ξεκινώντας το θέατρο του παραλόγου που είχαν ενορχηστρώσει. Η Ελένα έβγαλε ένα επιφώνημα θαυμασμού καθώς ο Δελής άνοιγε το κουτί και της παρουσίαζε το δαχτυλίδι. Παρότι γνώριζε κάθε του λεπτομέρεια και είχε την ευκαιρία να το θαυμάσει από κοντά στα χέρια του πατέρα της, η εντύπωση που προκαλούσε το κόσμημα ήταν η ίδια με αυτήν που ένιωθε κανείς μπροστά σε ένα αρχέγονο μυστήριο. «Αυτός ο σφραγιδόλιθος κατασκευάστηκε τον δέκατο πέμπτο αιώνα στη Γένουα για να χαριστεί στην οικογένεια του μετέπειτα ζωγράφου Αλφιέρι και να καταλήξει


230

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στην Ήπειρο πριν πολλές δεκαετίες. Είναι το δώρο που σου στέλνει ο πατέρας σου!» Ο Δελής απάγγειλε με στόμφο φορώντας της το δαχτυλίδι. Οι καλεσμένοι μαζεύονταν όλο και πιο κοντά τους παρακολουθώντας με έκπληξη την απόκλιση από το τυπικό ενός αρραβώνα. Ο Άρης την κοιτούσε με ολοφάνερη απορία. «Τι παιχνίδι είναι αυτό, Δελή;» ρώτησε σχεδόν μέσα από τα δόντια του ο Λευτέρης Μαρδάς. «Αυτό είναι το δαχτυλίδι της διαθήκης του Μανωλά. Τι δουλειά έχει στα χέρια σου; Και τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» «Εδώ δεν είναι περιουσία σου, Μαρδά!» απάντησε ο Δελής στον ίδιο τόνο. «Ή μήπως το ξέχασες κι αυτό;» «Δεν είναι ώρα για φασαρίες, πατέρα! Μας κοιτάζει όλος ο κόσμος! Πέρασε τις βέρες να τελειώνουμε!» είπε ο Άρης αμήχανος μπροστά στην ξαφνική σιωπή. «Μια στιγμή!» Ο Δήμος άνοιξε δρόμο μέσα στο πλήθος. «Δεν το ήξερα ότι έχεις καλέσει και τους υπηρέτες τώρα!» ειρωνεύτηκε ο Μαρδάς. «Πώς μιλάς έτσι για τον Δήμο;» επενέβη η Άρτεμη πηγαίνοντας ίσως για πρώτη φορά κόντρα στον πατέρα της. «Κάνε τη δουλειά σου εσύ!» την προειδοποίησε άγρια εκείνος. «Όσο για σένα…» είπε στρεφόμενος προς τον Δήμο. «Δεν με φοβίζεις, Μαρδά! Δεν είμαι τόσο εύπιστος όσο ο πατέρας μου!» Η φωνή του Δήμου ήταν γεμάτη απειλή. «Ή ο πατέρας της Ελένα!» «Τι ανοησίες λες, Δήμο; Ο πατέρας της Ελένα ζει στην Ελβετία και ούτε έχει συναντηθεί ποτέ με τον δικό μου!» είπε ο Άρης. Η Ελένα αποφάσισε να πάρει επιτέλους την κατάσταση στα χέρια της. «Δεν συστηθήκαμε ποτέ κανονικά, κύριε Μαρδά! Το όνομά μου είναι Ελένη Βραχνού, κόρη του Μάρκου και της Σοφίας!» είπε ολοκληρώνοντας τη φράση της με το πιο αφοπλιστικό της χαμόγελο. Ο Μαρδάς άνοιξε το στόμα του για να πει κάτι, ήταν όμως ολοφάνερο ότι προσπαθούσε ακόμη να χωνέψει αυτά που είχε ακούσει. Το πρόσωπό του είχε συσπαστεί και όλη η γοητεία του είχε δώσει τη θέση της σε μια σατανική μάσκα. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μια φωτοβολίδα διέσχισε τον ορίζοντα και όλοι έστρεψαν τα μάτια προς τον φάρο. «Κάποιος είναι εκεί πάνω!» ακούστηκε μια φωνή. Η Ελένα διέκρινε την ανδρική μορφή κι άκουσε, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, τη βαριά μελαγχολία του ζουρνά. Ο κόσμος, που δεν είχε καταλάβει το δράμα που παιζόταν δίπλα του, άρχισε να χειροκροτεί νομίζοντας ότι ήταν κι αυτό μέρος της γιορτής. «Σταματήστε αμέσως!» φώναξε έξαλλος ο Μαρδάς και οι καλεσμένοι πάγωσαν. Η Ελένα είδε δύο ακόμη ανθρώπους να πλησιάζουν από τη μεριά του βραχότοπου. Αναγνώρισε την Άννα και -αν ήταν δυνατόν!- τον Μίλτο Κραμπή!


Ο Φύλακας στον Φάρο

231

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Φρόντισε να μη δείξει την έκπληξή της, αν και ο Μαρδάς είχε στραμμένες τις πλάτες και κοιτούσε όπως όλοι προς τον φάρο. «Λευτέρη Μαρδά!» Η φωνή από ψηλά έσκισε τη γαλήνια ατμόσφαιρα σαν τη ρομφαία του αγγέλου της Αποκάλυψης. «Κατηγορείσαι ότι στις 17 Μαρτίου του 1985 σκότωσες πάνω σε αυτό εδώ το νησί τον Πέτρο Μπελιέ. Κατηγορείσαι επίσης ότι από τον Ιούνιο του 1984 μέχρι τον Μάιο του 1985 οργάνωνες σεξουαλικά όργια και διέπραττες άλλες εγκληματικές πράξεις με σκοπό να εκβιάσεις επιφανείς πολίτες στον χώρο που εσύ αποκαλούσες Λουτρά. Κατηγορείσαι...» «Σκάσε, ψεύτη!» ούρλιαξε ο Μαρδάς. «Πού είναι η αστυνομία να συλλάβει αυτόν τον αχρείο;» «Εδώ, Μαρδά!» φώναξε με τη σειρά του ο Κραμπής και η Ελένα κοίταξε τον Βασίλη Δελή χωρίς να καταλαβαίνει. «Εσύ, βρομιάρη! Τι γυρεύεις εδώ πέρα;» άρθρωσε ο Μαρδάς με λύσσα. «Δεν υπολόγισες σωστά, Μαρδά! Η μάλλον υπολόγισες χωρίς τον ξενοδόχο!» γέλασε δυνατά ο Κραμπής προχωρώντας απειλητικά προς το μέρος του. «Εμπρός, Άννα, μίλα κι εσύ!» είπε κι έσπρωξε μαλακά την κοπέλα να βγει μπροστά. «Όλα είναι αλήθεια! Μπορώ να το ορκιστώ!» βεβαίωσε εκείνη με σταθερή φωνή. «Κάνε πέρα, πουτάνα!» Ο Μαρδάς είχε σηκώσει το χέρι του, έτοιμος να χτυπήσει την Άννα. «Έλα, Μαρδά! Οι καλές μέρες τελείωσαν. Είναι καιρός να δώσεις λόγο στη δικαιοσύνη!» του είπε ο Κραμπής. «Δεν έχω να δώσω λόγο πουθενά. Όλα αυτά έχουν παραγραφεί!» «Δεν έχει παραγραφεί όμως η απόπειρα δολοφονίας! Αν κάποιος ψάξει αυτή τη στιγμή στο γραφείο σου, θα βρει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία!» «Τολμάς να μιλάς εσύ, ένας εκβιαστής;» γρύλισε ο Μαρδάς. Ο Κραμπής ξεφύσηξε σαν να είχε μπροστά του ένα απείθαρχο παιδί. Αμέσως μετά έβγαλε από την τσέπη του ένα σήμα και το κόλλησε στη μούρη του Λευτέρη Μαρδά. «Αστυνόμος Μάνος Αθανασίου. Συλλαμβάνεσαι, καθίκι!» Ο Μαρδάς κοίταξε δύσπιστα το σήμα και μετά ξέσπασε σε γέλια. «Αν με πιάσεις!» βροντοφώναξε και με πρωτοφανή σβελτάδα κατηφόρισε προς το αγκυροβόλι. Η Ελένα άκουσε τα βαριά του βήματα πάνω στην ξύλινη πλατφόρμα και μετά τον θόρυβο της εξωλέμβιας. «Θα τον αφήσεις να φύγει;» ρώτησε θυμωμένη αυτόν που μέχρι πριν λίγο ήξερε με το όνομα Μίλτος Κραμπής. Εκείνος της χαμογέλασε κι έβαλε το δάχτυλο στα χείλη. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η σειρήνα από το περιπολικό του λιμενικού.


232

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ελένα όπως και όλοι οι άλλοι έκανε ασυναίσθητα μερικά βήματα προς το αγκυροβόλι παρακολουθώντας την απόσταση ανάμεσα στον Μαρδά και τους διώκτες του να εκμηδενίζεται. Ξαφνικά η εξωλέμβια του Μαρδά άλλαξε πορεία με κατεύθυνση τις ξέρες. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, μία τεράστια λάμψη μετέτρεψε τη νύχτα σε ημέρα ενώ σχεδόν ταυτόχρονα ακούστηκε ο τρομερός ήχος της έκρηξης. Ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν, ενώ γύρω της ακούγονταν κραυγές, ουρλιαχτά και κλάματα. Στράφηκε και περπάτησε ανάμεσα στα παγωμένα πρόσωπα που έστεκαν σαν αγάλματα. Είχε εκτελέσει την αποστολή της, μέσα της όμως δεν ένιωθε καμία ευχαρίστηση. Άκουσε να φωνάζουν το όνομά της, συνέχισε όμως να περπατάει, με τον φόβο ότι αν γυρνούσε το κεφάλι, θα γινόταν μια στήλη άλατος, σαν τη γυναίκα του Λωτ. Βγήκε στον δρόμο σαν να είχε σκοπό να γυρίσει με τα πόδια στον Ροδώνα. Η φαντασία της τής έπαιζε άσχημα παιχνίδια. Άκουσε οπλές αλόγου ξοπίσω της. Γύρισε και αναγνώρισε πρώτα το άλογο, και μετά τον αναβάτη του. Τα μάτια τους συναντήθηκαν. Για κλάσματα δευτερολέπτου η Ελένα κοίταξε με δυσπιστία τον Δήμο. «Φεύγουμε, Ελένα! Μαζί!» της είπε και της έτεινε το χέρι. Η Ελένα κρατήθηκε γερά κι ανέβηκε στο άλογο. Καθώς κάλπαζαν μέσα στη νύχτα που έσερνε μαζί της τη μυρωδιά του θανάτου, σφίχτηκε πάνω στο σώμα του Δήμου κλείνοντας τα μάτια, πλημμυρισμένη επιτέλους από γαλήνη.


Ο Φύλακας στον Φάρο

233

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ιούνιος 2009, Σαν Τζιμινιάνο

Η Ελένα άφησε την πένα στην άκρη και κοίταξε αυτό που μόλις είχε γράψει. Μπροστά της είχε το βιβλίο των Βικογιατρών και είχε πλέον συμπληρώσει την καινούρια καταχώρηση. Ελένη Βραχνού, 5 Ιουνίου 2009, στον γιο μου Πετρομάρκο Μπελιέ. Κοίταξε περήφανη τον μόλις τριών εβδομάδων μικρό της και έπειτα σήκωσε τα μάτια ακούγοντας τα άλογα να πλησιάζουν. Έβαλε το χέρι της αντήλιο και το βλέμμα της αγκάλιασε με αγάπη τον άντρα της και τη Ραλλού. Μετά πλανήθηκε στην τεράστια έκταση γύρω της. Χαμογέλασε στη σκέψη ότι η κοντέσα Αλφιέρι τής είχε κάνει λόγο μόνο για ένα μικρό αγροτόσπιτο χωρίς να της διευκρινίσει ότι αυτό περιλάμβανε και είκοσι πέντε στέμματα γης. Η αγαπημένη της γριά κουκουβάγια τής είχε χαρίσει τον σφραγιδόλιθο της Γένουας λέγοντάς της ότι δικαιωματικά της ανήκε. Το δαχτυλίδι στόλιζε τώρα τα δάχτυλά της δίπλα ακριβώς από τη βέρα του Δήμου. Σηκώθηκε νωχελικά κι έκανε τον γύρο της βεράντας. Το μικρό αγροτόσπιτο είχε επεκταθεί για να καλύψει τις ανάγκες των νέων του ενοίκων. Η Μάρθα είχε έρθει μαζί τους, και λίγους μήνες μετά την ακολούθησε η Ουρανία, έχοντας μεταβιβάσει όλη την περιουσία της στα δυο της παιδιά. Η Άρτεμη έκανε πολύ καιρό μέχρι να συνέλθει από τον τρομακτικό θάνατο του πατέρα της, συνέχισε όμως τις καθημερινές της ασχολίες έχοντας αποκλειστικά πια στην κυριότητά της τον ξενώνα. Ο Άρης χρειάστηκε πολύ λιγότερο διάστημα για να ξεπεράσει τον χαμό του πατέρα του και το καπρίτσιο του για τη χαμένη μνηστή του. Παντρεύτηκε την Όρια, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους, και συνέχισε τη ζωή του μεταφέροντας τις δραστηριότητές του στην Ιταλία. Οι δρόμοι τους ευτυχώς δεν είχαν διασταυρωθεί μέχρι στιγμής. Ο Σίλας και η Μπέτα παντρεύτηκαν διαλέγοντας να ζήσουν στο Καταφύγι στο σπίτι του Μανωλά. Ο Βασίλης Δελής περίμενε όλος ανυπομονησία το πρώτο του δισέγγονο. Ο αστυνόμος Μάνος Αθανασίου, το πιο απρόβλεπτο πρόσωπο αυτής της ιστορίας, ένας ευγενικός ωραίος άνδρας που το παρουσιαστικό δεν θύμιζε σε τίποτα πια τον Μίλτο Κραμπή, πήρε προαγωγή και συζούσε με την Άννα. Μπορεί να προσποιήθηκε κάποιον άλλο για να παγιδέψει τον Λευτέρη Μαρδά, όμως τα αισθήματά του για την κοπέλα ήταν αληθινά, όπως εκμυστηρεύτηκε σε ένα γράμμα του στην Ελένα ένα χρόνο πριν, όταν αισθάνθηκε την ανάγκη να της εξηγήσει κάποια πράγματα για να εξιλεωθεί για τις λάθος εντυπώσεις που είχε προκαλέσει. Ο μόνος που γνώριζε από την αρχή την πραγματική του ταυτότητα ήταν ο Βασίλης


234

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δελής. Ο Μίλτος Κραμπής ή κατά κόσμον Μάνος Αθανασίου ήταν μόλις επτά χρονών όταν βρήκε τον πατέρα του κρεμασμένο στην κουζίνα του σπιτιού τους, ένα ακόμη θύμα των εκβιασμών του Λευτέρη Μαρδά. Κι από εκείνη την τρυφερή ηλικία ακόμη, ορκίστηκε εκδίκηση. Χρειάστηκε να περιμένει πάνω από είκοσι χρόνια μέχρι να εδραιώσει τη θέση του στο αστυνομικό σώμα, έχοντας μόλις τελειώσει την μετεκπαίδευσή του στα αμερικανικά εγκληματολογικά εργαστήρια, για να μπορέσει να αφοσιωθεί στο κυνήγι του Μαρδά. Όπως επίσης χρειάστηκε να ταξιδέψει μέχρι το Σεράγεβο για να βρει τον περιβόητο Τίτο. Δεν τον πρόλαβε ζωντανό, αλλά είχε την τύχη να γνωρίσει την κόρη του και να την πείσει, χωρίς να της αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα, να προσεγγίσει τον Μαρδά με το κόλπο του εκβιασμού. Ο χαρακτηριστικός ήχος των αντρικών βημάτων έκανε την Ελένα να στραφεί προς τον Μάρκο Βραχνό, για να παρακολουθήσει την καθημερινή πια ιεροτελεστία. Ο πατέρας της απόθεσε την τσουγκράνα του δίπλα στην πέτρινη βρύση, έβγαλε τις γαλότσες του κι έπλυνε προσεκτικά τα χέρια του. Ανέβηκε τα σκαλιά σαν να μην είχε δουλέψει όλη τη μέρα στη φάρμα και πήρε στην αγκαλιά του τον εγγονό του ταχταρίζοντάς τον με λαχτάρα. Η Ελένα ένιωσε τον ύπνο να σφαλίζει τα βλέφαρά της. Βολεύτηκε στην ψάθινη πολυθρόνα και παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα. Ό,τι αγαπούσε ήταν κοντά της…


Ο Φύλακας στον Φάρο

235

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


236

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Ο Φύλακας στον Φάρο

237

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας.

Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!


238

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ελένα Στολτς, είκοσι πέντε χρονών, εκτιμήτρια πολύτιμων λίθων και κατά γενική εκτίμηση τυχοδιώκτρια, φτάνει στην Ήπειρο αναζητώντας τον σφραγιδόλιθο της Γένουας, ένα πολύτιμο κόσμημα που εικάζεται εξαφανισμένο εδώ και δεκαετίες. Αυτό που η ίδια αγνοεί όμως είναι ότι θα εμπλακεί σε ένα μυστήριο που γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο. Ξεκινώντας την έρευνά της από το τέλος της δεκαετίας του 1930, προσπαθεί να συνδέσει τις απανωτές ατυχίες που φαίνονται να κατατρέχουν την οικογένεια Μανωλά με έναν ισχυρό άνδρα του σήμερα, τον Λευτέρη Μαρδά. Θέλοντας και μη, δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από αυτό το όνομα, χωρίς όμως να έχει αντιληφθεί πόση σχέση έχει με το δικό της παρελθόν. Εβδομήντα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, σαν την κάμπια που λουφάζει στη σιγουριά του κουκουλιού, ο φύλακας στον φάρο παρακολουθεί. Η ώρα της εκδίκησης έχει φτάσει…

ISBN: 978-618-5147-93-8


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.