Traditional dancing

Page 1

Θέμα project :

Επαφή με τη παράδοση

 Υπεύθυνος καθηγητής: Ηρακλής Μαντζάρης (ΠΕ11)  Σχολικό Έτος: 2013 – 2014  Λύκειο Νέας Χαλκηδόνας

 Ερευνητικές ομάδες: Ομάδα Α: Μικρά Ασία Μέλη: Αρώνης Φίλιππος, Γκούτη Μαρία, Ορζεχόβσκα Βικτώρια, Φαντοπούλου Μυρτώ Ομάδα Β: Ήπειρος Μέλη: Βλασσόπουλος Γιώργος, Καβουκλή Σταυρούλα, Κοσόβα Μέγκι , Μπουρνάς Παναγιώτης

Ομάδα Γ: Θράκη Μέλη: Τζωρτζίνα Διαμαντώνη, Φρειδερίκη Παπακωνσταντίνου, Αιμίλιος Σκέμπι, Σπύρος Τζανιδάκης Ομάδα Δ: Κρήτη Μέλη: Γεωργαλάκης Πάρης, Κραβαρίτη Ιωάννα, Λέκκα Ιωάννα, Μπούτας Σπύρος

 1) 2) 3)

Η εργασία μας περιλαμβάνει: Εισαγωγή Πληροφορίες, εικονογράφηση, (βιβλιογραφία) για κάθε περιοχή. Ένα ερωτηματολόγιο που διεκπεραιώθηκε με τις απαντήσεις από τους μαθητές του σχολείου μας. 4) Φωτογραφικό υλικό από την εκπαιδευτική εκδρομή στο <<Μουσείο ελληνικών λαϊκών μουσικών οργάνων>> που πραγματοποιήθηκε στις 17/1/2014.

1)Εισαγωγή: [1]


Χορός: είναι η ρυθμική κίνηση ενός ή περισσότερων προσώπων που εκτελείται με συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού. (χορευτών). Σύμφωνα με τον Maurice Bejarts ο χορός είναι μία από τις σπάνιες ανθρώπινες δραστηριότητες όπου ο άνθρωπος δίνεται ολοκληρωτικά: με σώμα, καρδιά και πνεύμα. Ο χορός ως τρόπος διασκέδασης και επικοινωνίας από παλιά μέχρι σήμερα: Είναι µία µορφή καλλιτεχνικής και αθλητικής έκφρασης κατά την οποία ο άνθρωπος δίνει το σώµα αλλά και το πνεύµα του. Ακόµη είναι ένα µέσο εξωτερίκευσης συναισθηµάτων το οποίο προσφέρει απόλυτη ισορροπία και διέξοδο από την καθηµερινή ρουτίνα και το στρες. Είναι µια δραστηριότητα που προάγει την οµαδικότητα και τη χαρά της επικοινωνίας καθώς οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά και ενισχύουν την κοινωνικότητάς τους. Μέσα από αυτόν οι χορευτές εκφράζουν συναισθήµατα όπως χαρά, λύπη και αγάπη ενώ εκτονώνονται και νιώθουν ελευθερία. Είναι µια απόδραση από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο χορός είναι ο παλαιότερος τρόπος έκφρασης των συναισθηµάτων του ανθρώπου και θεωρείται, ότι είναι η πρώτη µορφή τέχνης, που εµφανίστηκε πάνω στον πλανήτη µας. Υπήρξε µια κύρια µορφή κοινωνικής έκφρασης και θρησκευτικής λατρείας και ήταν τόσο σηµαντικός στην ζωή του πρωτόγονου ανθρώπου, ώστε κατέληξε να είναι το πρωταρχικό µέσο κοινωνικής ταυτότητας. Ο χορός είναι µια από τις πιο σπάνιες ανθρώπινες δραστηριότητες, όπου ο άνθρωπος δίνεται ολόκληρος, σώµα, καρδιά και πνεύµα. Πρωτοπαρουσιάστηκε όταν ο πρωτόγονος άνθρωπος εκδηλώθηκε συναισθηµατικά και τελειοποιήθηκε στο πέρασµα του χρόνου. Όλοι οι λαοί καλλιέργησαν το χορό, αλλά καθένας τον προσάρµοσε στα ήθη, στα έθιµα κι στις ιδιοµορφίες του. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η πρώτη µορφή επικοινωνίας του ανθρώπου δεν είναι λεκτική αλλά κινητική! Τις πρώτες µέρες της ζωής τους τα νεογέννητα, όταν τους µιλά ένας ενήλικος, κάνουν µια σειρά από ρυθµικές κινήσεις που είναι συγχρονισµένες µε τους ήχους που ακούν. Η πρώτη µορφή επικοινωνίας λοιπόν, δεν είναι λεκτική αλλά κινητική, παρόλο που και οι δύο ελέγχονται από την ίδια [2]


εγκεφαλική περιοχή. Μέχρι την ηλικία των δύο χρονών οι άνθρωποι µιλούν µε το σώµα γεγονός που συνεχίζεται µέχρι την ενηλικίωση τους αφού πάντοτε χρησιµοποιούν το σώµα τους για να εκφραστούν. Με λίγα λόγια, ο χορός είναι µια µορφή επικοινωνίας πιο άµεση από το λόγο και ίσως γι´ αυτό πιο πλήρης! Ο χορός, που αποτελεί την κρυμμένη γλώσσα της ψυχής, όπως είχε πει χαρακτηριστικά η διάσημη αμερικανίδα χορεύτρια Martha Graham, αποτέλεσε διαχρονικά μια πανανθρώπινη αξία και σημείο ενότητας ανάμεσα στους λαούς, ενώ επιτελεί ένα αδιαμφισβήτητα πολυδιάστατο ρόλο. Διαμέσου των αιώνων ο χορός αποτελούσε ένα μέσο επικοινωνίας, έκφρασης συναισθημάτων και απελευθέρωσης της ψυχής. Σε κάθε σημαντική κοινωνική του εκδήλωση ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε ανέκαθεν τον χορό ως τρόπο εξωτερίκευσης του εσωτερικού του κόσμου. Μέσα από τον χορό, μοντέρνο ή παραδοσιακό, ο άνθρωπος εκφράζει τη λύπη του, τη χαρά του, την αγωνία του ή ακόμα και την εθνική του υπερηφάνεια. Αυτή ακριβώς η έκφραση συναισθημάτων είναι που ανάγει τον χορό σε τέχνη. Ο χορός αποτελεί µια µορφή επικοινωνίας του χορευτή τόσο µε τον εαυτό του όσο και µε του άλλους .Μέσα από αυτόν καθρεφτίζεται ο πολιτισµός µιας κοινωνίας , συνειδητά ή ασυνείδητα. Κατά τη διάρκεια του χορού ενεργοποιούνται οι οπτικές αισθήσεις , η κίνηση του σώµατος, που µαζί µε τη διάθεση της στιγµής προκαλούν στο χορευτή και στους άλλους µια σειρά από εµπειρίες. Αν και ο χορευτής µπορεί να ακολουθεί κανόνες κατά τη διάρκεια του χορού δεν είναι αποµονωµένος από τις αισθήσεις του και το περιβάλλον στο οποίο έχει γαλουχηθεί. Ο τρόπος που ένα άτοµο κινείται µιλάει και ερµηνεύει τα γεγονότα, προέρχεται από την ίδια την διαδικασία να ζει µέσα στην κοινωνία. Έτσι ενώ η έµφυτη ικανότητα ή το ταλέντο χαρακτηρίζουν έναν άνθρωπο ως “γεννηµένο” χορευτή, µόνο η εµπειρία του µέσα στον κόσµο , µαζί µε την δύναµη και την τεχνική µπορούν να τον κάνουν “µοναδικό” χορευτή.

Στόχοι του χορού:

  

Είναι ένα µέσο θρησκευτικής λατρείας, ως µορφή ιεροτελεστίας και άµεσου τρόπου επικοινωνίας µε τον θεό. Είναι ένα µέσο έκφρασης της εθνικής ή φυλετικής αφοσίωσης και δύναµης. Είναι µια µορφή τέχνης, µια εκδήλωση της αυτοέκφρασης και της προσωπικής δηµιουργίας.

[3]


 

 

 

Μπορεί επίσης να είναι µια µορφή διασκέδασης ικανής να προσελκύσει ένα κοινό μεγαλύτερο από εκείνο που θα έλκυε µια µορφή τέχνης µε αισθητικοί άξια υψηλού επιπέδου. Ο χορός µπορεί να χρησιµεύει σαν µέσο έκφρασης της φυσικής διαχυτικότητας, της δύναµης και της ευκαµψίας. Προσφέρει ένα σηµαντικό κοινωνικό και ψυχαγωγικό διέξοδο, όχι µόνο σαν µέσο της σωµατικής αναζωογόνησης, αλλά ακόµη επειδή το άτοµο αισθάνεται κοινωνικά αποδεκτό συµµετέχοντας στην χορευτική οµάδα. Εξασφαλίζει το ερωτικό πλησίασµα την έλξη ανάµεσα στα δυο φύλα. Ο χορός µπορεί να νοηθεί ως µέσο εκπαίδευσης, µε την έννοια ότι διδάσκεται για να συµβάλλει στη πραγµάτωση των στόχων της εκπαίδευσης µιας δεδοµένης κοινωνίας. Ο χορός χρησιµεύει σήµερα και σαν επαγγελµατική απασχόληση. Ο χορός µπορεί να είναι και θεραπεία. Ο χορός με το πέρασμα των χρόνων: Η πρώτη εµφάνιση του χορού συµπίπτει µε την εµφάνιση του “Homo Sapiens” πρώτης Παλαιολιθικής εποχής τη στιγµή ακριβώς που αυτός αρχίζει να συνειδητοποιεί τους δεσµούς που τον ενώνουν µε τις µορφές της φύσεως. Η έλλειψη κάθε εικονογραφίας αποκλείει την πιθανότητα να αποδοθεί η γένεση του χορού, σε µια πιο µακρινή ακόµα περίοδο, την περίοδο του Homo Primogenitors ( Νεανερνταλ) της Μεσοπαλαιοληθικής περιόδου. Έτσι από έλλειψη κάθε χειροπιαστής µαρτυρίας η γένεση του χάνεται και θα µείνει αναµφίβολα για πάντα χαµένη µέσα στα σκοτάδια ενός χρόνου άγνωστου. Στην Kίνα διάφορες πηγές µας πληροφορούν ότι ο χορός και η µουσική αποτελούσαν τα απαραίτητα στοιχεία της αυτοκρατορικής αυλής. Ακόµη σύµφωνα µε πληροφορίες από τις Βέρες, η µουσική και ο χορός των Iνδών ήταν στενά συνδεδεµένο µε τις κοσµολογικές και θρησκευτικές αντιλήψεις. Επίσης στην Αίγυπτο η πλούσια εικονογράφηση των Βασιλικών τάφων µας επιτρέπουν να σχηµατίσουµε σαφή ιδέα για τον Αιγυπτιακό µουσικό πολιτισµό. Από το σύνολο των χορών θα ξεχωρίσουµε τον κυκλικό χώρο που από κάθε άποψη είναι ο ποιο σηµαντικός. Θα µπορούσε κανείς να συµπεράνει ότι αυτή η µορφή του χορού γεννήθηκε µαζί µε την ανακάλυψη της γεωργίας: το φύτεµα του σπόρου στην γη, τη βλάστηση και τη θριαµβευτική επιστροφή του στο φως της µέρας.

[4]


Οι παραδοσιακοί χοροί: Οι παραδοσιακοί χοροί στην Ελλάδα παρουσιάζουν µεγάλη ποικιλία. Κάθε περιοχή ή χωριό της Ελλάδας έχει τους δικούς του χορούς οι οποίοι διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή ακόµη από χωριό σε χωριό. Αυτή η διαφορά των χορών οφείλεται σε λόγους όπως το κλίµα, ο τρόπος ζωής των κατοίκων, οι πόλεµοι και οι καταστροφές. Οι παραδοσιακοί ελληνικοί χοροί , λόγω της ποικιλίας που παρουσιάζουν, χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες. Αυτές είναι: 1) Σε θρησκευτικούς: ιερείς και λαϊκοί χόρευαν γύρω από τον βωµό. 2) Σε πολεµικούς ή πυρρίχιους: χρησιµοποιούνταν για πολεµική εξάσκηση. Χορεύονταν από έναν χορευτή ή και από οµάδες. 3) Σε γυµναστικούς: κατά των οποίων γινόταν µίµηση πάλης, παγκρατίου και άλλων αθλητικών παλµών µε συνοδεία ειδικών µουσικών συνθέσεων. 4) Σε θεατρικούς 5) Σε ακροβατικούς: ήταν καθαρά επαγγελµατικοί. 6) Σε βίαιους: οι οποίοι υπερέβαλλαν σε ζωηρότητα και ήταν προσφιλείς σε άτοµα µε ισχυρή ιδιοσυγκρασία. 7) Σε κωµικούς: για παράδειγµα αυτοί που χορεύονταν από άντρες που φορούσαν γυναικεία ρούχα ή από γυναίκες µε αντρικά ρούχα. 8) Σε ηδυπαθείς: για παράδειγµα ο χορός της κοιλιάς. 9) Σε συµποσιακούς: κατά την οποία οι χορευτές µιµούνταν σχήµατα αγγέλων. 10) Σε γαµήλιους: χορεύονταν ιδίως από παρθένες κατά τις προετοιµασίες των γάµων. 11) Σε πένθιµους: χορεύονταν κατά την εκφορά των νεκρών. Ο ελληνικός παραδοσιακός χορός: είναι η κύρια εκδήλωση πολιτισμού που διασώζει την εθνική μας παράδοση και αποδεικνύει την ιστορική συνέχεια του πολιτισμού μας, διατηρώντας ολοζώντανα τα στοιχεία προέλευσής του από την αρχαιότητα. Η διδασκαλία των ελληνικών χορών, τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, πέρα από τις γνώσεις της ελληνικής παράδοσης, των ηθών και των εθίμων μας, έχει ως στόχο την ανάπτυξη του ψυχοκινητικού τομέα του ατόμου, την αισθητική του καλλιέργεια, τη βελτίωση [5]


της κοινωνικής συμπεριφοράς, καθώς και τη διαμόρφωση της πολιτισμικής του συνείδησης. Η προσέγγιση και η διδασκαλία του μαθήματος γίνεται με διεπιστημονικό και διαθεματικό τρόπο, προσφέροντας αβίαστα γνώσεις από τη λαογραφία, την ιστορία, τον ελληνικό πολιτισμό.

2) Πληροφορίες, εικονογράφηση, (βιβλιογραφία) για κάθε περιοχή. Ομάδα Α:

Μικρά Ασία Μέλη: Αρώνης Φίλιππος, Γκούτη Μαρία, Ορζεχόβσκα Βικτώρια, Φαντοπούλου Μυρτώ

Η Μικρά Ασία: είναι η χερσόνησος που προεκτείνεται δυτικά της ασιατικής ηπείρου σε μια νοητή γραμμή που ξεκινά από τον κόλπο της Αλεξανδρέτας (Ισσός) έως την Τραπεζούντα της Μαύρης Θάλασσας. Βρέχεται από τρεις θάλασσες, τον Εύξεινο Πόντο (Μαύρη Θάλασσα) στο Βορρά, τη Μεσόγειο στο Νότο και το Αιγαίο δυτικά. Ο γεωγραφικός προσδιορισμός της είναι 36°- 42° βόρειο πλάτος και 26°- 40° ανατολικό μήκος. Το μέγιστο μήκος είναι 1044 χλμ. και το μέγιστο πλάτος 509 χλμ. αντίστοιχα. Στο δυτικό άκρο της σχεδόν αγγίζει την ευρωπαϊκή ήπειρο, από την οποία χωρίζεται μόνο από τα Στενά του Βοσπόρου και των

[6]


Δαρδανελίων (Ελλήσποντος) και τη θάλασσα του Μαρμαρά, ( Προποντίς ), μέσω των οποίων ενώνεται η Μεσόγειος και η Μαύρη Θάλασσα. Ονομασία: Στη μακρινή αρχαιότητα δεν απαντάται κάποιος συγκεκριμένος όρος για την περιοχή, η οποία γίνεται γνωστή σύμφωνα με τις φυλές που την κατοικούν. Ο όρος Μικρά Ασία ήταν άγνωστος στην αρχαιότητα. Ο όρος Ασία γίνεται ιδιαίτερα γνωστός από τους Ρωμαίους, για τους οποίους η περιοχή ήταν δυτική επαρχία μαζί με τις περιοχές της Καρίας, της Μυσίας και της Φρυγίας. Ο πρώτος συγγραφέας που χρησιμοποίησε τον όρο Asia minor ήταν ο χριστιανός συγγραφέας Παύλος ο Ορόσιος , περί το 400 μ.Χ. Οι συγγραφείς της πρώιμης βυζαντινής περιόδου την αναφέρουν ως "η μικρά Ασία". Υπό βυζαντινή διοίκηση ήταν περισσότερο γνωστή ως Ανατολή. Διοικητικά η Ανατολή ήταν "θέμα", δηλαδή μία από τις 29 επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από την εποχή της κατάρρευσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και εντεύθεν, δηλαδή στην εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έγινε γνωστή ως Ανατολία.

Ιστορία: H M. Ασία από αρχαιοτάτων χρόνων υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμών και κυρίως σημείο συνάντησης μεταναστευτικών φυλών που μετακινούνταν από την ανατολή προς τη δύση ή και αντίστροφα ενίοτε .Εκεί κατέληγαν παλιοί εμπορικοί δρόμοι από το εσωτερικό της Μ.Ασίας(Μεσοποταμία, Παλαιστίνη κα) Οι ανασκαφές του Τζέιμς Μέλαρτ (James Mellaart) ανάμεσα στο 1961 και το 1965 στο Τσατάλ-χουγιούκ (Çatalhöyük) αποκάλυψαν πως η Ανατολία ήταν κέντρο προηγμένου πολιτισμού ήδη από το 7500 π.Χ., κατά την Νεολιθική και την Χαλκολιθική περίοδο. Στην αυγή της ιστορίας ως κάτοικοι αναφέρονται οι Χάλυβες -σε σχέση με τα κοιτάσματα σιδήρου του Καυκάσου στη Μαύρη θάλασσα- οι Ίβηρες, οι Κόλχοι (Βλ. Ηρόδοτος, 2, 104 1) και άλλες φυλές. Θρακικές φυλές αναφέρονται επίσης στη Φρυγία και τη Βιθυνία, τον αρχικό πιθανώς τόπο καταγωγής τους, ενώ συναντάμε σημιτικούς λαούς στην Καππαδοκία κατά τους ιστορικούς χρόνους. Από το 1500 έως το 1000 π.Χ οι Χιττίτες κατέκλυσαν την περιοχή, φθάνοντας ως την Έφεσο και τη Σμύρνη. Απομεινάρια του πολιτισμού τους (γλυπτά και λίθινοι βωμοί) έμειναν ως τις μέρες μας στο Μπογάζ-κιόι της Καππαδοκίας. Ο μύθος της πολιτείας των Αμαζόνων στην κοιλάδα του Θερμόδοντα φαίνεται πως προέκυψε από το θηλυκό ιερατείο της χιττιτικής θεότητας Μα, η οποία στο ελληνικό μυθολογικό πάνθεο μετουσιώθηκε σε Αρτέμιδα, ειδικότερα στην Έφεσο, με τη λατρεία της πολύστηθης Αρτέμιδας. Οι σύγχρονες ανακαλύψεις του Σλήμαν (Schliemann) και του Ντόρπφελντ (Dörpfeld) στο Χισαρλίκ, στην αρχαία Τρωάδα επιβεβαίωσαν την ημερομηνία καταστροφής της Τροίας (1200-1100 π.Χ.) θέτοντας έτσι έναν ιστορικό σταθμό για την αλληλουχία των γεγονότων. Ωστόσο δεν ήταν ούτε ο Αγαμέμνων και οι Αργείοι του εκείνοι που κατέκτησαν την Μ. Ασία. Περίπου το 1100 π.Χ. ωθούμενοι από την πίεση των Δωρικών φυλών αρκετοί Έλληνες μετανάστευσαν ανατολικά από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία για να εγκατασταθούν σε νησιά του Αρχιπελάγους και στις νότιες ακτές της Μ. Ασίας, όπου οι εκβολές ποταμών και η διαμόρφωση των ακτών ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου. Από τον 9ο έως τον 6ο αι. π.Χ. σε μια μακρά διαδοχή μεταναστεύσεων Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς έφθασαν ως τις ακτές της Μ. Ασίας ως έμποροι, αποικιστές, τυχοδιώκτες και

[7]


στρατιώτες, έκτισαν τις πόλεις τους, αναμείχθηκαν με τους γηγενείς πληθυσμούς υιοθέτησαν τμήμα της θρησκείας τους (βλ. πολύστηθη 'Άρτεμις) και σύντομα εγκαθίδρυσαν έναν αξιόλογο πολιτισμό που προπορεύθηκε σε πολλές περιπτώσεις εκείνου της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η ανάπτυξη αυτού του πολιτισμού θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς το πρώτο κεφάλαιο στην ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού κυρίως εξαιτίας της φιλοσοφικής σκέψης που παρήγαγε. Σε αυτή την περίοδο κόπηκαν τα πρώτα τετράγωνα νομίσματα από ήλεκτρον, (Λυδία-7ος π.Χ.), πιθανώς ως αποτέλεσμα των εμπορικών συναλλαγών των γηγενών με τους Έλληνες, ενώ άρχισαν οι Λυδοί βασιλείς -σύμφωνα με τον Ηρόδοτο- να ενδιαφέρονται για το μαντείο των Δελφών και να στέλνουν δώρα στον ναό του. Περί τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. κατόρθωσε να εξαπλώσει την ηγεμονία του στην ευρύτερη περιοχή ο βασιλιάς των Λυδών Κροίσος, (548-546 π.Χ.), ο οποίος σύντομα εκδιώχθηκε από τον Πέρση Κύρο, που μετέτρεψε όλη την περιοχή σε επαρχία του διοικητικού συστήματος της Περσίας. Σε εκείνα τα χρόνια οι φιλοδοξίες του Μεγάλου Βασιλέα Δαρείου Α΄ και του διαδόχου του Ξέρξη Α΄ έφεραν σε σύγκρουση τις ελληνικές πόλεις-κράτη με την περσική αυτοκρατορία (500-449 π.Χ.). Η περσική ήττα προκάλεσε αλλεπάλληλες κοινωνικές αλλαγές που προετοίμασαν το δρόμο για τον Αλέξανδρο και την ολοκληρωτική κατάκτηση της περσικής αυτοκρατορίας από τους Έλληνες. Ακολούθησε μια δύσκολη και ταραγμένη περίοδος κατά την Ελληνιστική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας οι Σελευκίδες, διάδοχοι του Αλέξανδρου διεκδίκησαν τη Μ. Ασία με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τα νέα βασίλεια του Πόντου, της Βιθυνίας, της Καππαδοκίας, της Περγάμου και της Κιλικίας, όπως και το κελτικό βασίλειο της Γαλατίας (280 π.Χ.), αποτέλεσμα των πολεμικών περιπετειών με τους Γαλάτες επιδρομείς στη Μ. Ασία. Οι επόμενοι επτά περίπου αιώνες έφεραν και την ιδιαίτερη σφραγίδα του κελτικού πολιτισμού. Η ελληνική τέχνη, που ήδη είχε ανθίσει με τρόπο θαυμαστό στα ιωνικά νησιά, στα κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας και στη νότια Μ. Ασία ανανεώθηκε στο ορεινό βασίλειο της Περγάμου υπό τη διακυβέρνηση των Ατταλιδών. Ακολούθησαν οι πόλεμοι με τη δημοκρατική Ρώμη (190-63 π.Χ.), που τελείωσαν με την ήττα και το θάνατο του μεγάλου Μιδραδάτη ΣΤ΄, του "Ανατολίτη υπερασπιστή της ελληνικής ελευθερίας", ενώ ο Πόντος και η Βιθυνία στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας απειλούνταν διαρκώς από τις εξ ανατολών επιδρομές. Γενικά οι πρώτοι τρεις αιώνες της Ρωμαϊκής διακυβέρνησης ήταν περίοδος ειρήνης και ευημερίας για την ευρύτερη περιοχή της Μ. Ασίας. Τούτη την περίοδο ειρήνης ακολούθησαν τρεις αιώνες περίπου πολέμων της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την Περσία. Η εκμηδένιση της περσικής φιλοδοξίας από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-641) απλώς μετέθεσε χρονικά τον κίνδυνο. Οι Άραβες και οι διάδοχοί τους, οι Τούρκοι, Διεκδίκησαν επίμονα την Ανατολία και τελικά τα κατάφεραν. Οι αραβικές επιδρομές από το 672 έως το 717 απωθήθηκαν από την Κωνσταντινούπολη και η περιοχή έμεινε "θέμα" υπό Βυζαντινή διακυβέρνηση, αν και το χριστιανικό κράτος της Αρμενίας υπέφερε τα πάνδεινα από τις αλλεπάλληλες καταστροφές. Το 1922 η προσπάθεια του ελληνικού κράτους να θέσει τη δυτική Μ. Ασία υπό ελληνικό έλεγχο είχε άδοξη κατάληξη, Το ίδιο συνέβη και με την προσπάθεια να δημιουργηθεί ΠοντοΑρμενικό κράτος βάσει της συνθήκης των Σεβρών. Την ίδια περίοδο συνέβησαν τα γεγονότα το οποία οι Αρμένιοι και Πόντιοι χαρακτηρίζουν ως γενοκτονία, και η Καταστροφή της Σμύρνης. Με την συνθήκης της Λωζάνης σφραγίστηκε η καταστροφή του Χριστιανισμού της Μ Ασίας. Οι Χριστιανοί μέχρι εκείνη την περίοδο αποτελούσαν το 30% του πληθυσμού της Μ. Ασίας.

[8]


Χοροί της Μικράς Ασίας:

-Συρτός -Μπάλος - Συρτόμπαλος -Χασάπικος -Ζεϊμπέκικος -Πασχαλινός -Καρσιλαμάδες (χαρακτηριστικός χορός στο Προκόπι της Μ.Ασίας ) -Άταρης (Αλάτσατα Ερυθραία) -Σουρουντίνα (Μιστί Καππαδοκίας – συρτός χορός) ~Χαρακτηριστικά των χορών, αυτών είναι η Αρχαιοελληνική – Βυζαντινή τάση με προσχεδιασμένες χορογραφίες. ~Υπάρχουν τρεις χοροί από τα Φάρσαλα της Καππαδοκίας: ο χορός της αυγής, ο Αγιοβασιλιάτικος και ο Σεήτατα.

παραδοσιακά τραγούδια Μικράς Ασίας:

[9]


1)Του ψαρά ο γιος :

Εγώ είμαι του ψαρά ο γιος ο έμορφος κι ο ταπεινός οπού πάω να ψαρέψω, μαύρα μάτια να διαλέξω. Ρίχνω την πρώτη καμακιά, έλα Χριστέ και Παναγιά και πιάνω τρεις κοπέλες όμορφες σαν περιστέρες. Η μια ήταν απ’ το Γαλατά, βαστά το νου της δυνατά και η άλλη απ’ το Νιοχώρι του Χατζηγιαννάκη η κόρη. Η τρίτη η μικρότερη κι απ’ όλες η ομορφότερη ήταν από την Πόλη που την αγαπούσαν όλοι. Που την αγάπαγα κι εγώ, να την επάρω δεν μπορώ. Το σπίτι της δεν ξέρω, πού να πάω να τη γυρεύω.

2)Γιωργίτσα:

[10]


Εγώ `λεγα να σ’ αγαπώ Γιωργίτσα μου κανείς να μην το ξέρει τώρα το μάθανε οι δικοί Γιωργίτσα μου το μάθανε κι οι ξένοι Έλα Γιούλα Γιούλα έλα πάρε με άνοιξε τις δυο αγκάλες μέσα βάλε με Το γιασεμί στην πόρτα σου Γιωργίτσα μου άνθισε και θα δέσει τ’ αγγελικό σου το κορμί Γιωργίτσα μου στα χέρια στα χέρια μου θα πέσει Έλα Γιούλα Γιούλα έλα πάρε με άνοιξε τις δυο αγκάλες μέσα βάλε με Μάζεψε εσύ τα γιασεμιά Γιωργίτσα μου κι εγώ τα βελονιάζω πούλησε την αγάπη σου Γιωργίτσα κι εγώ την αγοράζω Έλα Γιούλα Γιούλα έλα πάρε με άνοιξε τις δυο αγκάλες μέσα βάλε με Αχ μωρέ σμυρνάκι Αμάν αμάν τα μάτια σου όταν γλυκοκοιτάνε πόσες καρδούλες καίγονται και δεν το μολογάνε Αμάν αμάν τα μάτια σου όταν γλυκοκοιτάνε. Άντε θα στο δώσω άντε κι ας το χάσω άντε θα στο δώσω πάλι το φιλί. Βρε μελαχρινάκι είσαι βασανάκι είσαι ένα φαρμάκι είσαι ένας καημός. Αχ μωρέ Σμυρνάκι είσαι πειρασμός. Αμάν αμάν τα χείλη σου όταν γλυκοφιλάνε με στέλνουν στον Παράδεισο κι ύστερα με ξεχνάνε. Αμάν αμάν τα χείλη σου όταν γλυκοφιλάνε.

3)Γιατζηλαριανή:

Tην καλησπέρα σου ’φερα, δώσ’ μου την καληνύχτα, εγώ δουλειά δεν είχα εδώ μόνο για σένα ήρχα. Έβγα να σε δω να παρηγορηθώ.

[11]


Tα μάτια σου με κάψανε μα ’γω τα καμαρώνω, σαν κάνω μέρες να τα δω κλαίω και δε μερώνω. Γιαλό, γιαλό, γιαλό, ψαράκια κυνηγώ κυνήγα τα και συ αγάπη μου χρυσή. Όλοι μου λεν να σ’ αρνηθώ, δεν ξέρω τι να κάνω, και ’γω μια ώρα αν δε σε δω το νου μου τόνε χάνω. Mαλών’ η μάνα της, μαλών’ η μάνα της, μαλώνει κι αδερφός της πως πέφτω αντάμα της.

4)Ερηνάκι:

Ερηνάκι για την εμορφιά σου τριγυρίζω μες τη γειτονιά σου τραγουδώ πονώ και κλαίγω τον καημό μου και σου λέγω Ερηνάκι μου παρηγοριά μου χάνομαι για σε πονεί η καρδιά μου δε μ’ ακούς δε με λυπάσαι ούτε και Θεό φοβάσαι αχ σκληρή καρδιά δε με πονείς τι σου κάνω και με τυραννείς Έλα έλα Ερηνάκι να μου γιάνεις την καρδιά που στον κόσμο μόνο εσένα έχω για παρηγοριά Να μου δώσεις τα φιλιά σου που πολύ τα λαχταρώ και τα έμορφα σου κάλλη Ερηνάκι να χαρώ

5)Ρουμπαλιά, γαρουφαλιά:

Ποιος είδε νε ρούμπα ρουμπαλιά ποιος είδε νέο σεβνταλή και της αγάπης κλέφτη τριαλαλαλαλαλαλα Ρουμπαλιά γαρυφαλιά σε τριγυρνούνε τα πουλιά Για να ξυπνά ρούμπα ρουμπαλιά για να ξυπνάει με το αχ και με το βαχ να πέφτει τριαλαλαλαλαλαλα Ρουμπαλιά μου Χιώτισσα σε είδα ψες κι αρρώστησα Τα μάτια σου ρούμπα ρουμπαλιά τα μάτια σου με κάνανε να στρώσω δεν κοιμούμαι τριαλαλαλαλαλαλα Ρουμπαλιά γαρυφαλιά σε τριγυρνούνε τα πουλιά Και το σταυρό ρούμπα ρουμπαλιά και το σταυρό σαν χριστιανός να κάνω δε θυμούμαι τριαλαλαλαλαλαλα Ρουμπαλιά γαρυφαλιά σε τριγυρνούνε τα πουλιά

[12]


Μουσικά όργανα που συναντάμε στη μουσική της Μικράς Ασίας : 1)ΛΑΟΥΤΟ:

Το λαουτο ειναι εγχορδο οργανο και αποτελειται απο ενα μεγαλο αχλαδοσχημο ηχειο που καταληγει σε ενα μακρυ χερι (βραχιονο) Για πρωτη φορα ενα οργανα που μοιαζει το λαουτο εμφανιστηκε στην Αιγυπτο το 1300 π.Χ ΟΥΤΙ Το ουτι με το λαουτο, ειναι ιδιαιτερα διαδεδομενο στις αραβικες χωρες και εχει μικροτερο χερι 2)ΛΥΡΑ:

Η λυρα παιζεται με δοξαρι.Ακουστικα, ειχε καποια ομοιοτητα με το βιολι.Ειναι ομως διαφορετικος ο τροπος που κρατιεται η λυρα , καθως δεν ακουμπαει συνηθως στο γονατο του οταν ειναι καθιστος η στηριζεται στη κοιλιακη χωρα οταν ειναι ορθιος. Λογω του εντονου ακουστικου χαρακτηρα της , αποτελει συχνα κυριο οργανο στα μουσικα σχηματα, ενω συνοδευεται συχνα απο λαουτο η/και νταουλι.Οι Ρωμοι της Κων/πολης ειχαν την πολιτικη λυρα (αχλαδοσχημη) ενω οι Ποντιοι την ποντιακη λυρα η κεμεντζε.

3)ΚΑΝΟΝΑΚΙ :

[13]


Το κανονάκι ή ψαλτήριο αποτελείται από ένα ηχείο σε σχήμα ορθογωνίου τραπεζίου, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένες οι 72 χορδές του κατά μήκος των δύο παραλλήλων πλευρών του. Το κανονάκι παίζεται πάνω στα πόδια του οργανοπαίχτη με δύο πένες ή νύχια , όπως λέγονται.Ο οργανοπαίχτης με αυτά τσιμπάει τις χορδές, συνήθως με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και το δεξί τις ψηλότερες.Το ιδιαίτερο ηχόχρωμα και οι ανεξάντλητες δυνατότητες του βοήθησαν στην εξάπλωσή του και σήμερα ομορφαίνει τις μουσικές τις μουσικές όλου του κόσμου 4)ΣΑΝΤΟΥΡΙ :

Το σαντούρι, σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου , έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του. Είναι τοποθετημένο πάνω σε βάση , πάνω από τα γόνατα του οργανοπαίχτη. Πολλές φορές είναι κρεμασμένο στους όμους , όταν στον γάμο πηγαίνουν να πάρουν τη νύφη σε πατινάδες κλπ (έθιμο που στις μέρες μαε τείνει να εκλείψει).Παίζεται με δύο λεπτά ραβδάκια, τις μπαγκέτες , τυλιγμένα στις άκρες με μαμβάκι ή δερμα. Οι μπαγκέτες, με το άκρο τους τυλιγμένο λίγο προς τα πάνω, κρατιούνται ανάμεσα στον δείκτη και το μεσαίο δάχτλυλο , με τη βοήθεια του αντίχειρα.Στο παίξιμο χρησιμοποιείται κυρίως ο καρπός του χεριού και λιγότερο τα δάκτυλα. Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στο ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μ.Άσιας που ήρθαν μετά τη μικρασιατική καταστροφή.Το σαντούρι παιζόταν βέβαια και πριν το 1922 στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, σε περιορισμένη κλίμακα. Χάρη στις εκφραστικές του δυνατότητες γίνεται σε περιορισμένη κλίμακα.Χάρη στις εκφραστικές του δυνατότητες γίνεται γρήγορο ένα από τα απαραίτητα όργανα της " κομπανίας" (κλαρίνο, βιολί, σαντούρι, λαούτο)

Βιβλιογραφία: 1)Βικιπαίδεια

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%AC_%CE%91%CF%83% CE%AF%CE%B1 2)εικόνες από το «google» 3) dide.chi.sch.gr/Ekdiloseis/asia_minor.pdf [14]


4) mikrasiatis.gr/tag/παραδοσιακοί-χοροί 5) www.xorio.gr/index.php?option=com_content&

Μικρασιάτικες Φορεσιές:

[15]


Ομάδα Β:

[16]


Ήπειρος Μέλη: Βλασσόπουλος Γιώργος, Καβουκλή Σταυρούλα, Κοσόβα Μέγκι , Μπουρνάς Παναγιώτης

Λίγα Λόγια : Η Ήπειρος είναι γεωγραφική περιοχή,που καταλαμβάνει το χώρο που ορίζεται πρός τα Δυτικά απο το Ιόνιο πέλαγος προς τα Βόρια,τις περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας και προς τα νότια απο τη Στερεά Ελλάδα.διαιρείται διοικητικά σε τέσσερις νομούς: Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας, Άρτας και Πρεβέζης.Οι μεγαλύτερες και σπουδαιότερες πόλεις της είναι τα Ιωάννινα(ή Γιάννενα),η Άρτα,η Πρέβεζα,η Ηγουμενίτσα και η Κόνιτσα. Σήμερα το τμήμα της Ηπείρου που βρίσκεται μεταξύ του Γενούσου (βόρεια) και των σημερινών ελληνοαλβανικών συνόρων (νότια) ανήκει στο Αλβανικό κράτος και είναι η λεγομένη Βόρεια Ήπειρος . Η μορφολογία του εδάφους της Ηπείρου είναι κυρίως ορεινό με κυρίαρχη την μεγαλύτερη οροσειρά της Ελλάδας, την Πίνδο..Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων, μιας και υπάρχουν ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας στην Ήπειρο που χρονολογούνται στην παλαιολιθική εποχή. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας γνώρισε μεγάλη ακμή, με σπουδαία γεγονότα, σαν αυτά του μεγάλου πολέμου του Αλή πασά με τους Σουλιώτες, τις αλλεπάλληλες επαναστάσεις ενάντια στον Οθωμανικό Ζυγό. Η γεωμορφολογία της χαρακτηρίζεται από το ορεινό ανάγλυφο και την αφθονία των επιφανειακών υδάτων. Αποτέλεσμα είναι το πλούσιο φυσικό περιβάλλον, με άφθονα δάση, μοναδική χλωρίδα και πανίδα και σπάνια φυσική ομορφιά. Διαθέτει εθνικούς δρυμούς και [17]


υδροβιότοπους ενώ το υπέδαφος είναι πλούσιο σε μη μεταλλικά ορυκτά. Έχει εκτεταμένα παράλια και στους τρεις νομούς που βρέχονται από τη θάλασσα του Ιονίου Πελάγους και του Αμβρακικού κόλπου.

Τουρκοκρατία Η Οθωμανική περίοδος ήταν εξαιρετικά επώδυνη για την Ήπειρο, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις δόθηκαν στους μουσουλμάνους και πολλοί Ηπειρώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή, για μια καλύτερη ζωή. Υπήρχαν όμως μεμονωμένες περιοχές στα παράλια που βρίσκονταν υπό βενετική κυριαρχία μέχρι τα τέλη του 15ου αι. όπου ολοκληρώθηκε η οθωμανική κατάκτηση στην Ήπειρο (Πρέβεζα, Πάργα κ.α.). Η περιοχή υπήρξε εστία εξεγέρσεων με κυριότερη αυτή του Διονυσίου του Φιλοσόφου, που καταπνίγηκε στο αίμα το 1611. Από τον 17ο αιώνα πολλοί έμποροι από τα Ιωάννινα, το Μέτσοβο, το Ζαγόρι και άλλες περιοχές, συνέβαλαν με τα ευεργετήματά τους στην πνευματική ανάκαμψη του τόπου, με την ανέγερση σχολείων και βιβλιοθηκών. Αξιομνημόνευτη είναι και η συμβολή πολλών Ηπειρωτών διδασκάλων της εποχής (Μπαλάνος Βασιλόπουλος, Νεόφυτος Δούκας, Αθανάσιος Ψαλίδας κ.α.). Η Ήπειρος υπήρξε από τις περιοχές που καλλιέργησαν έντονα τις ιδέες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Δεν είναι υπερβολική η έκφραση που αναφέρεται στα Γιάννενα (Ιωάννινα) εκείνη την εποχή, ότι είναι «πρώτα στα άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα». Τον 18ο αιώνα, με την σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανέλαβε πασάς στα Ιωάννινα ο μουσουλμάνος-αλβανός (Τουρκαλβανός) Αλή πασάς από το Τεπελένι (1788). Για ένα διάστημα ήλεγχε μια εκτεταμένη περιοχή (Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος), όμως έμειναν ξακουστές οι πολύχρονες συγκρούσεις μεταξύ του στρατού του και των Σουλιωτών, τους οποίους εξουθένωσε και τους ανάγκασε να αποχωρίστουν τις πατρογονικές εστίες ύστερα από δολοπλοκίες (1803). Ο Αλή πασάς υπήρξε έξυπνος διπλωμάτης, αλλά με τις ραδιουργίες του για να αποκτήσει όλο και πιο πολύ επιρροή, προκάλεσε την οργή του Σουλτάνου, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό του.

Από την Επανάσταση του ’21 ως την απελευθέρωση της Άρτας 'Oταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 πολλές πόλεις και χωρία της περιοχής ύψωσαν την σημαία της επανάστασης και οι Ηπειρώτες συμμετείχαν ενεργά στις συγκρούσεις, εντός και εκτός Ηπείρου.Με το πέρας της Επανάστασης (1830), η Ήπειρος δεν περιήλθε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Όμως ιδιαίτερα έντονη υπήρξε η συμβολή των Ηπειρωτών ευεργετών στην ενίσχυση του κράτους, όπως του Γεωργίου Σταύρου, ιδρυτή και πρώτου διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Γεώργιος Αβέρωφ, ιδρυτή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνίου. Ο πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας (ως συνταγματικής μοναρχίας) υπήρξε ο Ηπειρώτης Ιωάννης Κωλέττης, από το Συρράκο. [18]


20ος αιώνας Η Συνθήκη του Βερολίνου το 1881 έδωσε στην Ελλάδα την περιοχή της Άρτας και με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 προσαρτήθηκε και η υπόλοιπη Ήπειρος. Με την αναγκαστική αποχώρηση του ελληνικού στρατού το 1914 από την Βόρεια Ήπειρο, οι Βορειοηπειρώτες συγκρότησαν δική τους αυτόνομη κυβέρνηση και στρατό, που αντιμετώπισε με επιτυχία τις επιθέσεις της αλβανικής χωροφυλακής και Αλβανών ατάκτων, μέχρι να υποχρεωθεί η Αλβανική κυβέρνηση να υπογράψει το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Όταν ξέσπασε ο Ά Παγκόσμιος Πόλεμος, ο ελληνικός στρατός εισήλθε ξανά στην βόρειο Ήπειρο, όμως λόγω του εθνικού διχασμού την κατέλαβαν το 1916 οι Ιταλοί. Παρόλο που η Διάσκεψη ειρήνης στο Παρίσι το 1919, επιδίκασε την περιοχή στην Ελλάδα, διπλωματικές μηχανορραφίες, κυρίως της Ιταλίας, καθώς και ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1922, συντέλεσαν να προσαρτηθεί η Β. Ήπειρος στην Αλβανία το 1924.Η Ιταλία του Μουσολίνι κατέλαβε την Αλβανία το 1939 και στις 28 Οκτωβρίου 1940 κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Μετά όμως την νικηφόρο προέλαση του ελληνικού στρατού, η Β. Ήπειρος απελευθερώθηκε για 3η φορά. Με την επίθεση όμως της Γερμανίας τον Απρίλιο του 1941 μέσω Γιουγκοσλαβίας, ακολούθησε συνθηκολόγηση της Ελλάδας. Η Ήπειρος στην περίοδο της κατοχής ανήκε στην ιταλική ζώνη κατοχής και αργότερα με την συνθηκολόγηση της Ιταλίας στους Συμμάχους (1943), ανήκε στην γερμανική ζώνη.Στα βουνά της Ηπείρου έγιναν σκληρές μάχες στον εμφύλιο πόλεμο, μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ.Η Ήπειρος μεταπολεμικά υπήρξε από τις πιο παραμελημένες, οικονομικά, περιοχές της χώρας, με πολλούς Ηπειρώτες να φεύγουν για το εξωτερικό για μια καλύτερη τύχη. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες μεγάλη έξαρση έχει σημειώσει ο τουρισμός της περιοχής, ιδιαίτερα το καλοκαίρι στις παραθαλάσσιες περιοχές, αλλά ακόμη και τον χειμώνα στις ορεινές (ιδιαίτερα στο Ζαγόρι και το Μέτσοβο).

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ: Όλα τα παραπάνω γεγονότα ήταν φυσικό να επηρεάσουν το χαρακτήρα και την ζωή των Ηπειρωτών, πράγμα που φαίνεται σε κάθε τους κοινωνική εκδήλωση· τους έκαναν ανθρώπους πείσμονες και αποφασιστικούς, με όρεξη για ζωή και κίνηση. Ως αποτέλεσμα, το τραγούδι και ο χορός, αποτέλεσαν αναπόσπαστα στοιχεία όλης σχεδόν της καθημερινότητάς τους. Για παράδειγμα, η συμμετοχή όλων των κατοίκων του χωριού στον ανοιχτό κύκλο του χορού, ή στο «διπλοκάγκελο», πιασμένων χέρι – χέρι, συμβόλιζε και ταυτόχρονα ενίσχυε την συνοχή και την ενότητά τους ως μελών της ίδιας κοινότητας. Παραδοσιακή Μουσική της Ηπείρου: Στην σημερινή του μορφή, το δημοτικό τραγούδι της Ηπείρου μπορεί να αναχθεί στις μουσικές εξελίξεις των δύο τελευταίων αιώνων κυρίως. Προηγουμένως, η μουσική φαίνεται να είναι κατά κύριο λόγο φωνητική (αντιφωνικό τραγούδι), ενίοτε με συνοδεία φλογέρας ή /και κρουστού (νταούλι ή ντέφι). Η ηπειρώτικη μουσική διακρίνεται πανελλήνια από το αρμονικό και μελωδικό χρώμα που την περιβάλλει: οι μελωδικές γραμμές είναι σύντομες, ο ήχος είναι λυπητερός, ακόμα και τα τραγούδια με εύθυμο σκοπό ή με σατυρικό περιεχόμενο ηχούν “βαριά”. Η άγρια λιτότητα του ορεινού τοπίου δεν μπορούσε παρά ν' αντανακλάται στην αποφυγή κάθε περιττής πληθωρικότητας, ακόμα κι όταν ο καλλιτέχνης καταγίνεται στα τόσο χαρακτηριστικά στολίδια και τσακίσματα. [19]


Στην παραδοσιακή μουσική της Ηπείρου γενικά,το μουσικό όργανο που κυριαρχεί είναι το ντέφι. Η ιδιαιτερότητα του οργάνου και το ότι παίζεται με ένα χέρι, δημιούργησε συγκεκριμένους μουσικούς κανόνες, που ταυτίστηκαν με το ήθος των Ηπειρωτών, με την μελωδία και τον χορό στο πέρασμα των χρόνων, που καταγράφουμε και ορίζουμε ως Ηπειρώτικους ρυθμούς. Οι παραδοσιακοί μουσικοί δεν συνεννοούνται μεταξύ τους με μέτρα και ρυθμούς, με δίσημους αι τρίσημους χρόνους ή πόδες. Η ίδια η παράδοση έχει προσδιορίσει τους ρυθμούς οι οποίοι συνήθως αντιστοιχούνε σε χορούς. Η κυριότεροι ρυθμοί είναι ο <<πωγωνήσιος>> ή <<συρτός>>, ο <<ζαγορίσιος>> , στους οποίους αντιστοιχούνε και τα περισσότερα τραγούδια. Ειδικότερα,στην Βόρεια 'Ηπειρο, το τραγούδι είναι μια σύνθεση από πολλές φωνές ή αργότερα από πολλά μουσικά όργανα. Το ιδιόμορφο ύφος του βορειοηπειρώτικου τραγουδιού προέκυψε από τη πολυφωνική αρμονική μελωδία, που συνδυάζεται με τη λυγερή και εύθυμη, μελωδική επανάληψη. Γι' αυτό λέγεται και πολυφωνικό. Για να ηχήσει μελωδικά το μουσικό κομμάτι το σύνολο των τραγουδοποιών αποτελείται από 4 ως 10 άτομα, καθένα με διαφορετικό ρόλο στην απήχηση του τραγουδιού. Ο αυτοσχεδιασμός και η εναλλαγή των συνδυασμένων φωνών προσφέρουν μοναδικά ηχητικά αποτελέσματα. Το πολυγωνικό τραγούδι που ανάγεται στην αρχαία ελληνική παράδοση, χαρακτηρίζεται από ομαδική παρουσίαση, φωνητικό χαρακτήρα και ανημίτονη πεντατονική κλίμακα. Ο θεματικός κύκλος του βορειοηπειρώτικου δημοτικού τραγουδιού αναφέρεται σε χαρές, λύπες, αγωνίες, καθώς επίσης και στη γενναιότητα, τον πόνο της ξενιτιάς, την ευγνωμοσύνη του σε γενναία παλικάρια, την αγάπη για τη φύση και την προσήλωση σε αγαπητά και ποθητά πρόσωπα. Ορισμένα χαρακτηριστικά τραγούδια με έντονο θρησκευτικό περιεχόμενο είναι η Δεροπολίτισσα και του Δελή-Παπά.Ο στοίχος πολλών κομματιών με θέμα την ξενιτιά ενέχει και διττό περιεχόμενο, υποδηλώνοντας τον πόθο για ένωση με τις πολιτιστικές και πολιτισμικές του ρίζες, στην Ελλάδα.

Χαρακτηριστικά Παραδοσιακών Χορών Ηπέιρου: Η μορφολογία του εδάφους του κάθε τόπου, φαίνεται να παίζει ουσιαστικό ρόλο στην διαμόρφωση του ύφους των χορών που χορεύονται στον τόπο αυτό. Σε πολλές περιπτώσεις ο χορός στην Ήπειρο αποτελούσε κριτήριο για την επιλογή του γαμπρού και της νύφης, ενώ η συμμετοχή μιας κοπέλας σ’ αυτόν ήταν δείγμα ότι έφτασε σε ηλικία γάμου και ήταν έτοιμοι να δεχθεί προτάσεις. Στους δημόσιους αυτούς χορούς,, ο καθένας είχε την θέση του και η σειρά του ήταν απόλυτα προκαθορισμένη, με βάση την κοινωνική θέση την ηλικία και το φύλο του χορευτή. Μόνο στο Ζαγόρι επιτρεπόταν σε άνδρες και γυναίκες να αναμιγνύονται στο χορό και αυτό ήταν ασφαλώς αποτέλεσμα του ανώτερου μορφωτικού-οικονομικού επιπέδου του οποίου απολάμβανε το χωριό. Όλοι οι ηπειρώτικοι παραδοσιακοί χοροί χορεύονται σε σχήμα «ανοιχτού» κύκλου, με εξαίρεση τον «καγκελάρη» του χωριού Παπαδάτες, ο οποίος έχει σχήμα λαβύρινθου και τον «χορό των κοριτσιών» του Μέτσοβου και της Μηλιάς ο οποίος έχει σχήμα «κλειστού» κύκλου.Κάποιοι από τους χορούς είχαν ιδιαίτερη χρήση, υπήρχαν για συγκεκριμένη γιορτή ή ώρα και συγκεκριμένους θεατές. Για παράδειγμα το «Πώς το τρίβουν το πιπέρι» χορευόταν μόνο από τους άνδρες, κυρίως στους γάμους, τις πρωινές ώρες όταν κάποιοι έρχονταν σε μεγάλο κέφι. Επίσης μπορεί να χορευόταν και στα καφενεία, υπό τις ίδιες συνθήκες, ποτέ όμως στο χοροστάσι, σε κοινή θέα, κατά την διάρκεια μεγάλων [20]


πανηγυρικών εκδηλώσεων.Αυτό που χαρακτηρίζει γενικά τους Ηπειρώτικους χορούς σε ότι αφορά το ύφος ήταν οι περιορισμένες και συγκρατημένες κινήσεις. Ο τρόπος όμως εκτέλεσης διέφερε ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες. Τα βήματα των γυναικών ήταν πιο στρωτά και μικρά κι εκτελούνταν σ’ ολόκληρο το πέλμα, χωρίς ένταση, άρσεις, πηδήματα και καθίσματα. Λίκνισμα του σώματος δεν συγχωρούνταν, ενώ το κεφάλι παρέμενε σκυμμένο ως ένδειξη σεμνότητας. Επίσης δεν υπήρχαν για τις γυναίκες περιθώρια αυτοσχεδιασμού και τα βήματα έπρεπε να ακολουθούνται αυστηρά. Αντίθετα οι άνδρες χορευτές είχαν την άνεση να κινηθούν εντονότερα, να κάνουν μεγαλύτερα βήματα με αναπλάσεις και άρσεις. Επίσης το ελεύθερο δεξί χέρι του πρωτοχορευτή μπορούσε να κινείται μπρος – πίσω, τεντωμένο ή λυγισμένο και να ακουμπάει στον αυχένα ή τη μέση του. Μια τέτοια κίνηση –φυσικά- ήταν αδιανόητη για τις γυναίκες.

Μερικοί Παραδοσιακοί χοροί και Στίχοι τραγουδιών:  Τσάμικος: Ο Τσάμικος είναι ένας παραδοσιακός ελληνικός χορός. Το όνομα του χορού Τσάμικος, προέρχεται από τα περίχωρα του ποταμού Καλαμά (Θύαμης, Τσάμης, Τσάμικος), στην ευρύτερη περιοχή στην Παραμυθιά της Ηπείρου. Με το πέρασμα του χρόνου ο χορός Τσάμικος χορεύεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους στην Ελλάδα. Χορεύεται σε κύκλο με ρυθμό 6/8 (αργός) ή 3/4 (γρήγορος). Ο Τσάμικος λέγεται και Κλέφτικος επειδή αγαπήθηκε και χορεύτηκε πάρα πολύ από τους κλέφτες. Σαν ηρωικός χορός πρωτοχορεύτηκε από άνδρες, αλλά αργότερα στον κύκλο του χορού προστέθηκαν και οι γυναίκες. Ο Τσάμικος μετά από κάθε μάχη και νίκη είχε την τιμητική του.

Τραγούδι: <<Κατσαντώνης>> Στίχοι: Ωχ, ν έχετε γεια ψηλά βουνά [21]


και σεις κοντές ραχούλες, γεια σου Kατσαντώνη μου, και σεις κοντές ραχούλες, γεια σου καπετάνιε μου. Και σεις Tζουμέρκα κι Άγραφα, παλικαριών λημέρια μην πείτε πως με πιάσανε, με προδοσιά, με δόλο, αρρωστημένο μ’ ηύρανε ξαρμάτωτον στο στρώμα. Αχ εχετε γεια, μωρέ γεια ψηλά βουνά, κι εσείς κοντές ραχούλες ραχούλες, γειά σου Κατσαντώνη μου, κι εσείς κοντες ραχούλες ραχούλες, γειά σου καπετάνιε μου. Αχ Σούλι, Τζουμέ μωρέ Τζουμέρκα κι Άγραφα, παλικαριών λημέρια αχ λημέρια, γειά σου Κατσαντώνη μου, παλικαριών λημέρια αχ λημέρια, γειά σου καπετάνιε μου. Αχ τον Κατσαντώνη πιάσανε, στα Γιάννενα τον πάνε αχ τον πάνε, γειά σου Κατσαντώνη μου, στα Γιάννενα τον πάνε αχ τον πάνε, γειά σου καπετάνιε μου. 

Συρτός στα 3:

Είναι ο χορός που πρωτομάθαιναν όλοι σε μικρή ηλικία γιατί έχει αργό τέμπο και απλά βήματα. Χορευόταν, όπως και σήμερα και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, τη Θεσσαλία, τη Δυτική Μακεδονία τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Μπορεί να χορευτεί και μόνο με τραγούδι, χωρίς την συνοδεία μουσικών οργάνων. Τα πιο συνηθισμένα τραγούδια που χρησιμοποιούσαν ήταν τα «Παιδιά της Σαμαρίνας», το «Γιάννη μου το μαντήλι σου» κλπ. Η λαβή των χεριών γίνεται από τις παλάμες και με λυγισμένους τους αγκώνες για τους δύο πρώτους χορευτές και κάτω χαμηλά για τους υπόλοιπους. Σήμερα ο χορός εξακολουθεί να χορεύεται, με πιο γρήγορο όμως ρυθμό και με περισσότερο απελευθερωμένες κινήσεις τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες, όπως άλλωστε συμβαίνει και με όσους άλλους παραδοσιακούς χορούς εξακολουθούν να επιβιώνουν.

Τραγούδι: <<Παιδία της Σαμαρίνας>> Στίχοι: Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα [22]


παιδιά της Σαμαρίνας μωρέ παιδιά καημένα παιδιά της Σαμαρίνας κι ας είστε λερωμένα. Αν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά κατά τη Σαμαρίνα μωρέ παιδιά καημένα κατά τη Σαμαρίνα κι ας είστε λερωμένα. Τουφέκια μωρέ να μη ρίξετε τραγούδια να μη πείτε μωρέ παιδιά καημένα τραγούδια να μη πείτε κι ας είστε λερωμένα.

Κι αν σας ρωτήσει μωρ’ η μάνα μου κι η δόλια η αδερφή μου μωρέ παιδιά καημένα κι η δόλια η αδερφή μου κι ας είστε λερωμένα. Μη πείτε πως μωρέ εχάθηκα πως είμαι σκοτωμένος μωρέ παιδιά καημένα πως είμαι σκοτωμένος κι ας είστε λερωμένα. Πείτε τους μωρέ πως παντρεύτηκα τη μαύρη γη πως πήρα μωρέ παιδιά καημένα τη μαύρη γη πως πήρα κι ας είστε λερωμένα.  Ζαγορίσιος: Μικτός κυκλικός χορός σε διπλοκάγκελο (άνδρες στον εξωτερικό κύκλο – γυναίκες στον εσωτερικό) ή σε έναν κύκλο με τους άνδρες να προηγούνται των γυναικών που παρουσιάζεται ως ομοιογενής αλισυδωτή χορευτική φόρμα. Τον συναντάμε με τα τραγούδια : "Αλεξάνδρα", "Κωνσταντής", "Μαργιόλα", "Βασιλοαρχόντισσα", "Βιργινάδα", "Λαμπάδα". Χορεύονταν σε ανοιχτό κύκλο από άνδρες και γυναίκες. Η λαβή των χεριών ήταν από τις παλάμες με λυγισμένους τους αγκώνες ή θηλυκωτά. Το χορευτικό του μοτίβο σχηματιζόταν από 16 κινήσεις που επαναλαμβανόταν σ’ όλη την διάρκεια της μουσικής. Συνοδευόταν είτε από οργανική μουσική είτε με μουσική και τραγούδι, όπως «ο Κωσταντάκης», η «Αλεξάνδρα» το «Πουλάκι» ή τη «Βεργινάδα» που έχει μεταφορική σημασία και εννοεί τη λυγερόκορμη κόρη. Μετά το Ζαγορίσιο το γύριζαν συνήθως σε τσάμικο ή συρτό στα δύο.

[23]


Τραγούδι: <<Κωνσταντάκης>> Στίχοι: Άιντε ο Κωσταντής, παιδιά μ’ ο Κωσταντάς, ο μικρο Κωνσταντίνος, Κωνσταντάκη μου, ο μικρο Κωνσταντίνος, λεβεντάκη μου. Άιντε τρεις χρόνους επερπάτησε, να βρεί καλή γυναίκα, Κωνσταντάκη μου, να βρεί καλή γυναίκα, λεβεντάκη μου. Ωρέ να βρεί ψηλή, μωρέ να βρεί λιανή, να βρεί καγκελοφρύδα, Κωνσταντάκη μου, να βρεί της αρεσειάς του, λεβεντάκη μου. Ψάχνει σ’ όλα τα Γιάννενα και σ’ όλο το Ζαγόρι, Κωνσταντάκη μου, και σ’ ολο το Πωγώνι, λεβεντάκη μου. Μωρέ βρήκε ψηλή, αχ βρήκε λιανή, βρήκε καγκελοφρύδα, Κωνσταντάκη μου, βρήκε της αρεσειάς του, λεβεντάκη μου. Άιντε τρεις χρόνους γράφουν τα προικιά, και τρεις τα πανωπροίκια, Κωνσταντάκη μου, και τρεις τα πανωπροίκια, λεβεντάκη μου. 

Κλειδωτός:

Αργός, Κυκλικός γυναικείος και αντρικός χορός, με λαβή από τις παλάμες και με λυγισμένους τους αγκώνες ή θηλυκωτά (αγκαζέ). Ονομάζεται και «μέσα έξω», διότι το χορευτικό του μοτίβο αποτελείται από 4 κινήσεις εκ των οποίων οι δύο γίνονται προς το κέντρο του κύκλου και οι άλλες δύο προς τα έξω. Όλοι οι χορευτές εκτελούσαν την ίδια κίνηση, με τους άνδρες βέβαια να μπορούν να κάνουν μικρές άρσεις του δεξιού ποδιού κατά το δεύτερο -«προς τα μέσα»- βήμα. Μερικές φορές ο χορός χορευόταν ως συμπλήρωμα κάποιου άλλου. Σήμερα η μορφή του χορού έχει αλλάξει και χορεύεται και με 5 κινήσεις.

Τραγούδι: <<Τούτο το καλοκαιράκι>> Στίχοι: Τούτο το, μαύρα μου μάτια. [24]


Τούτο το καλοκαιράκι. Τούτο το καλοκαιράκι, κυνηγούσα’ να πουλάκι. Κυνηγούσα, μαύρα μου μάτια, κυνηγούσα προσπαθούσα. Κυνηγούσα προσπαθούσα, να το πιάσω δεν μπορούσα. Κι’ έστησα, μαύρα μου μάτια έστησα, τα ξόβεργά μου. Εστησα τα ξόβεργά μου, κι ήρθ’ η πέρδικα κοντά μου. 

Καγκελάρης:

Το «Καγκελάρι» ή «Καγκελάρης» Παπαδατών Πρεβέζης χορεύεται πάνω σ’ ένα τραγούδι, χωρίς ενόργανη συνοδεία που το εκτελουν οι άντρες και οι γυναίκες χορευτές. Ο χορός παραπέμπει σε αρχαϊκές μορφές τόσο με το ρυθμικό του σχήμα όσο και με την αντιφωνία, το τραγούδισμα δηλαδή των εξαρχόντων γεροντότερων ανδρών των πρώτων στίχων και της ακόλουθης επανάληψής τους από τους υπόλοιπους χορευτές. Το χορευτικό του μοτίβο σχηματιζόταν από 5 κινήσεις που επαναλαμβάνονταν σ’ όλη τη διάρκεια του τραγουδιού.Ο καγκελάρης, ο οποίος χορευόταν την τελευταία μέρα ενός εξαήμερου πανηγυριού που άρχιζε στο χωριό την Κυριακή του Πάσχα και τελείωνε την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής, οφείλει το όνομά του στα «καγκέλια», το δίπλωμα δηλαδή του χορού.Οι χορευτές ήταν πιασμένοι θηλυκωτά από το μπράτσο και η διάταξή τους ήταν αυστηρά προκαθορισμένη, με τους γεροντότερους μπροστά, τους νεότερους να ακολουθούν και τις γυναίκες να έπονται, επίσης κατά ηλικία.Το παράγγελμα για την αναδίπλωση του χορού δινόταν με τους στίχους του τραγουδιού και γινόταν ως εξής: Ο πρωτοχορευτής ή «καγκελάρης», μόλις δινόταν το πρόσταγμα δίπλωνε το χορό προς τ’ αριστερά και μέσα του κύκλου, έτσι ώστε οι χορευτές να έρχονται αντιμέτωποι. Με το δεύτερο παράγγελμα, ο πρωτοχορευτής δίπλωνε το χορό προς τα έξω και δεξιά, σχηματίζοντας τρεις σειρές χορευτών έτσι ώστε οι χορευτές της πρώτης σειράς να έχουν στραμμένα τα νώτα τους σ’ εκείνους της δεύτερης.Συνέχιζαν να ανοίγονται μέχρι που επανέρχονταν και πάλι στον ανοιχτό κύκλο.

Τραγούδι: << Τέτοιαν ώρα ήταν εψές>> [25]


Στίχοι: Τέτοιαν ώρ' μωρ' μάτια μου, τέτοια ώρα ήταν εψές. Τέτοιαν ώρα ήταν εψές τέτοια και παραπροχτές. Στο χορό μωρ' μάτια μου, στο χορό που χόρευαν, στο χορό που χόρευαν, όλ' αγόρια και παιδιά. Όλ' αγόρ' μωρ' μάτια μου, όλα αγόρια και παιδιά. Όλ' αγόρια και παιδιά και κορίτσια ανύπαντρα. Πώχουν κο' μωρ' μάτια μου, πώχουν κόκκινες ποδιές, πώχουν κόκκινες ποδιές, πράσινες και γαλανές. Καγκελάρ' μωρ' μάτια μου, Καγκελάρης του χορού, Καγκελάρης του χορού, κάνε δίπλα το χορό, κάνε δίπ' μωρ' μάτια μου, κάνε δίπλα το χορό, κάνε δίπλα το χορό, διπλοκαγκελίσματα. Και στη μέσ' μωρ' μάτια μου, και στη μέση του χορού, και στη μέση του χορού, κάθεται χρυσός αητός. Κάθεται χρυσός αητός και τροχάει τα νύχια του, και τροχάει τα νύχια του, τις χρυσές φτερούγες του. Καγκελάρ' μωρ' μάτια μου, Καγκελάρης του χορού, Καγκελάρης του χορού, κάνε δίπλα το χορό, κάνε δί' μωρ' μάτια μου, κάνε δίπλα το χορό, κάνε δίπλα το χορό, τριτοκαγκελίσματα.

 Φυσούνι: Κυκλικός χορός της Πρέβεζας που χορεύονταν κυρίως από γυναίκες, με λαβή από τις παλάμες και λυγισμένους τους αγκώνες. Το όνομά του το πήρε από κάποιον αέρα που φυσούσε στην περιοχή γι'αυτό και ο ρυθμός του ειναι γρήγορος (σε αντίθεση με άλλους ηπειρωτικούς χορούς).Ο χορός αυτός αποτελείται από δύο κινητικά μοτίβα, οκτώ κινήσεων το καθένα, και με μερικά επιτόπια βήματα. Η μουσική του είναι χαρακτηριστική και θεωρείται από τις πιο ωραίες μελωδίες των Ελληνικών Παραδοσιακών χορών. Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ ότι η λαβή του χορού άλλαξε πρόσφατα σε λαβή από τους ώμους, και φαίνεται πως έπαιξε σ’ αυτό ρόλο η παρουσίασή του από διάφορα χορευτικά συγκροτήματα. Στην εικόνα η κινητική ανάλυση των δύο μοτίβων.  Παλαμάκια: Κυκλικός χορός που χορευόταν στα Ζαγοροχώρια και τα Τζουμέρκα από άνδρες και γυναίκες. Ο χορός είναι πολύ εύθυμος, και χορευόταν κυρίως στις περιστασιακές εκδηλώσεις (γάμοι, βαφτίσεις, φιλικά γλέντια). Αποτελείται από δύο μέρη εκ των οποίων το πρώτο βασίζονταν στον συρτό στα δύο ενώ το δεύτερο είχε πέντε κινήσεις : δύο των ποδιών και τρεις των χεριών (παλαμάκια). Απ’ αυτό βγήκε και το όνομα του χορού. Στην διπλανή εικόνα φαίνονται τα βήματα το α΄ μέρους.Σήμερα ο χορός χορεύεται σπάνια στα πανηγύρια ή τα γλέντια, αλλά λόγω της χάρης την οποία αποπνέει είναι ο αγαπημένος χορός των διάφορων συλλόγων που δίνουν παραστάσεις προσπαθώντας να διατηρήσουν ζωντανή την παράδοση.

[26]


 Παραμυθιώτικος: Κυκλικός γυναικείος και αντρικός χορός της περιοχής της Παραμυθιάς απ’ όπου πήρε και το όνομά του. Χορεύεται με γρήγορη οργανική μουσική. Ο χορός αποτελούταν από δύο χορευτικά μοτίβα των 6 κινήσεων. Η λαβή των χεριών ήταν από τις παλάμες με τα χέρια τεντωμένα κάτω για το πρώτο μοτίβο και με λυγισμένους τους αγκώνες για το δεύτερο. Τα βήματα του δεύτερου χορευτικού μοτίβου είναι σχεδόν επιτόπια, αποτελούν στην ουσία μικρά πηδήματα.

 Κλέφτες: Κυκλικός χορός που χορευόταν κυρίως στην περιοχή του Σουλίου και των Αγράφων. Είναι λεβέντικος αντρικός χορός σε τέσσερα επαναλαμβανόμενα χορευτικά μοτίβα των έξι κινήσεων το καθένα. Το τραγούδι του χορού αναφέρεται στην προσπάθεια του Αλή Πασά να εξαγοράσει τους κλέφτες δίνοντάς τους ανταλλάγματα.

Κλέφτες παλιοί Είναι παλιότερη εκδοχή του προηγούμενου χορού, ο οποίος χορευόταν κυρίως με αυτοσχεδιασμούς, με στροφές, καθίσματα και γονατίσματα. Ενώ είναι κυρίως αντρικός χορός, στην περιοχή Ελεούσα των Ιωαννίνων χορευόταν και από γυναίκες και τότε το χορευτικό του μοτίβο περιελάμβανε επτά κινήσεις με φορά προς τα δεξιά και επαναλαμβανόταν το ίδιο με φορά προς τ’ αριστερά. Κλέφτες (παλιοί) Κυκλικός αργός χορός της περιοχής των Ιωαννίνων, του Ζαγοριού και των Τζουμέρκων, κυρίως αντρικός. Χορεύονταν με κινητικά μοτίβα που διέφεραν όχι μόνο από χωριό σε χωριό αλλά και από χορευτή σε χορευτή. Χόρευαν δηλαδή με ελεύθερα κινητικά μοτίβα πάνω στον ρυθμό του τραγουδιού, όπως στροφές, καθίσματα και γονατίσματα, χωρίς ν’ ακολουθούν ορισμένη σειρά, ενώ οι υπόλοιποι χορευτές ακολουθούσαν με αργά περπατητά βήματα, ή στέκονταν κατά την ώρα που ο πρώτος χορευτής αυτοσχεδίαζε στον τόπο.

Μενούσης:

Κυκλικός χορός που χορευόταν σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ηπείρου από άνδρες και γυναίκες με λαβή από τις παλάμες και λυγισμένους τους αγκώνες. Αποτελείται από 10 κινήσεις που επαναλαμβάνονταν σ’ όλη τη διάρκεια του χορού και διαφοροποιούνταν από περιοχή σε περιοχή. [27]


 Κοφτός:Ο χορός χορευόταν σε ανοιχτό κύκλο από γυναίκες και άντρες, κυρίως στα Ζαγοροχώρια αλλά και στην υπόλοιπη Ήπειρο, με λαβή απ’ τις παλάμες και με λυγισμένους τους αγώνες. Πήρε το όνομά του από το απότομο σταμάτημα της μουσικής, σε κάθε φράση που επαναλαμβάνεται δύο φορές. Το χαρακτηριστικό κοινό στοιχείο αυτών των δύο φράσεων (μουσικών στροφών) είναι ότι και οι δύο καταλήγουν απότομα – κοφτά, απ’ όπου και το όνομα του χορού.Οι χορευτές ακολουθώντας αυτή την μουσική ιδιομορφία σταματάνε κι αυτοί, αφήνοντας πολλές φορές απότομο επιφώνημα και κάνουν μια παύση τετάρτου όμοια με την μουσική. Οι κινήσεις του είναι οι 6 κινήσεις του συρτού στα δύο που επαναλαμβάνονται συνολικά 3 φορές συν μια φορά οι τρεις πρώτες, ενώ στην τελευταία τέταρτη κίνηση, το αριστερό πόδι πατούσε με δύναμη και με όλο το πέλμα κοντά στο δεξί στην προσοχή.  Γκέκας:Κυκλικός χορός που χορευόταν στα Ιωάννινα, τα Ζαγοροχώρια και την περιοχή της Παραμυθιάς. Στα Ζαγοροχώρια χορευόταν όπως ο «Ζαγορίσιος», ενώ στις άλλες περιοχές ήταν χορός αυτοσχεδιαστικός. Στην περιοχή των Ιωαννίνων επικράτησε ένα μοτίβο του χορού 13 κινήσεων. Τα πρώτα 2 βήματα ήταν προς την φορά του χορού με εκκίνηση από το δεξί. Το 3ο βήμα ήταν άρση του δεξιού πίσω από το αριστερό και τα επόμενα έξι βήματα προς τη φορά. Το 9ο βήμα ήταν άρση του αριστερού πίσω από το δεξί (ή στο πλάι του). Τα επόμενα τρία βήματα ήταν αντίθετα προς τη φορά και το τελευταίο (13ο) ήταν μικρή άρση του δεξιού πίσω ή πλάι από το αριστερό με ταυτόχρονη ανάπαλση του αριστερού.

 Μπεράτι: Είναι χορός «συγκαθιστός» που συναντάται και στην Θεσσαλία, και χορευόταν συνήθως στους γάμους, όταν οι συγγενείς συνόδευαν τη νύφη και το γαμπρό στην εκκλησία. Γι? αυτό και δεν έχει καθορισμένο σχήμα και διακρίνεται για την ελευθερία και την μεγάλη ποικιλία των βημάτων του. Τα βήματα του χορού είναι έξι και χορεύονται τρία δεξιά και τρία αριστερά ή και τα έξι προς τα εμπρός. Εντούτοις ο χορευτής είχε το περιθώριο να αυτοσχεδιάσει με καθίσματα, στροφές, χτυπήματα.  Ρόβας: Ο χορός χορευόταν σε ανοιχτό κύκλο από γυναίκες, κυρίως στα Ζαγοροχώρια. Το τραγούδι αναφέρεται στον αγωγιάτη Ρόβα και ανάγεται στην εποχή της μεγάλης αποδημίας των Ζαγορίσιων σ'όλα τα μέρη του κόσμου.

 Φεζοδερβέναγας: Είναι, κυκλικός, κυρίως γυναικείος χορός, που χορεύεται σε δύο μέρη. Η λαβή γίνεται από τις παλάμες και με τα χέρια κάτω για το πρώτο μέρος, ενώ στο δεύτερο μέρος κρατάμε τους αγκώνες λυγισμένους. Η μουσική του πρώτου μέρους είναι οργανική ενώ του δευτέρου τραγούδι συνοδεύεται από όργανα. Τα βήματα ακολουθούν [28]


την μελωδία κι έτσι το πρώτο μέρος είναι έξι κινήσεις επαναλαμβανόμενες επτά συνολικά φορές, ενώ το δεύτερο είναι πιο σύνθετο και σχηματιζόταν από τρία επί μέρους κινητικά μοτίβα.

 Καραματάτικος: Η προέλευση του ονόματος του χορού πρέπει να είναι από παραφθορά της λέξης «Καραμουρατάτες», που αναφέρεται στους παλιότερους κατοίκους μιας περιοχής ανάμεσα στο Πωγώνι και την Κόνιτσα. Στο χωριό Ελεούσα σχηματιζόταν από ένα χορευτικό μοτίβο 8 κινήσεων προς τα δεξιά που επαναλαμβάνονταν άλλη μια φορά προς τα αριστερά. Χορευόταν επίσης και στην περιοχή Κόνιτσας.  Γιατρός: Είναι ένας πρόσφατος χορός που καθιερώθηκε μεταπολεμικά και χορεύεται από άνδρες και γυναίκες, με λαβή απ τις παλάμες και λυγισμένους τους αγκώνες.Χορεύεται σε 11 κινήσεις εκ των οποίων οι 6 πρώτες είναι του συρτού στα δύο και οι επόμενες πέντε, οι πέντε πρώτες του ίδιου χορού. Πήρε τ όνομά του από τα λόγια του τραγουδιού «Δεν μπορώ μανούλα μ δεν μπορώ, αχ σύρε να φέρεις το γιατρό». Στίχοι:Δεν μπορώ μανούλα μ’, δεν μπορώ, αχ συρε να φέρεις το γιατρό. Αχ συρε να φέρεις το γιατρό, μην πεθάνω η δόλια και χαθώ. Αγάπησα μανα μ’ αγάπησα, πικρά η μαύρη το μετάνιωσα. Πικρά η μαύρη το μετάνιωσα, αχ μανούλα μου δε σ’ άκουσα. Ζήλεψα μανα μ’ την ομορφιά, τώρα είμαι άρρωστη βαριά. Τώρα είμαι άρρωστη βαριά, θα πεθάνω η δόλια κι είμαι νια.

[29]


Σώπα τσούπρα μ’ και μην κλαις εσύ, θα φέρω το γιατρό ταχιά πρωί. Θα φέρω το γιατρό ταχιά πρωί, να σου γιάνει κόρη μ’ την πληγή. 

Συγκαθιστοί Χοροί:

Συγκαθιστός Μετσόβου Χορευόταν από άνδρες και γυναίκες, ελεύθερα, κι όχι σε κύκλο, πράγμα σπάνιο για τα ήθη των Ηπειρωτών. Οι χορευτές, αντίθετων φύλων, που ήταν πάντοτε στενοί συγγενείς γιατί το αντίθετο θα παρεξηγούνταν, πλησίαζαν και χόρευαν ζευγάρια αντικριστά. Πήρε το όνομά του από το ελαφρό συγκάθισμα των χορευτών. Στο Μέτσοβο ξεκινούσαν το πανηγύρι με τον χορό αυτό για να δημιουργήσουν κέφι, ή τέλειωναν για να μπορέσουν να χορέψουν όσοι δεν πρόλαβαν. οι γυναίκες τοποθετούσαν τα χέρια τους είτε και τα δύο σε μεσολαβή, είτε το αριστερό στη μεσολαβή και το δεξί στην τσέπη. Οι άντρες κινούσαν τα χέρια τους ελεύθερα και μπορούσαν να παραλλάζουν το χορευτικό μοτίβο με στροφές και καθίσματα. Ανάλογα με το τραγούδι που συνόδευε το χορό, παράλλαζαν και οι κινήσεις. Συνήθως άρχιζαν με το τραγούδι «Άιντε μωρ’ μηλιά» που χόρευαν με 8 κινήσεις και συνέχιζαν και με τις άλλες παραλλαγές του.

Τραγούδι: <<Αιντε μωρ'μηλιά>> Στίχοι: Άιντε μωρ' μηλιά και συ τριανταφυλλιά όρε μου 'βαλες μαράζι και ντέρτι στην καρδιά. Στα Γιάννενα θα πάω στα μπογιατζίδικα να βάψω τα μαλλιά μου τα σεβνταλίδικα. Όρε δε σ' έχω να δουλεύεις να βασανίζεσαι όρε, σ' έχω να τρως, να πίνεις και να στολίζεσαι. Όρε το μαύρο το μαντήλι, που δένεις στα μαλλιά να μην το ξαναδέσεις, μαραίνεις τα παιδιά. Αν είσαι κι αν δεν είσαι, πανάθεμα να πας εγώ καταλαβαίνω πως άλλον αγαπάς. Όρε γεφύρ' θέλω να γίνω, σ' όλα τα ρέματα για να περάσ' η αγάπη με τα φορέματα

 Συγκαθιστός Συρράκου:Αυτός ήταν ένας χορός κατ’ εξοχήν γαμήλιος. Ποτέ δεν χορεύονταν σε δημόσιο χορό, στα καφενεία ή στα πανηγύρια. Στους γάμους, κάθε παρέα που σηκώνονταν να χορέψει άρχιζε συνήθως με συγκαθιστό, για να δημιουργηθεί το ανάλογο κέφι. Χορευόταν από άνδρες και γυναίκες σε πεντάσημο ρυθμό, ελεύθερα και όχι σε κύκλο και με διαφορετικό τρόπο ερμηνείας για κάθε φύλο. Το χορευτικό μοτίβο του [30]


σχηματιζόταν από 9 ή 12 κινήσεις, κι αυτό γιατί τις πρώτες 3 κινήσεις εκτελούσαν οι χορευτές άλλοτε μία φορά κι άλλοτε δύο. Μετά τον «συγκατστό», η διάρκεια του οποίου εξαρτιόταν από το κέφι των συμμετεχόντων, το γύριζαν στο συρτό στα δύο.

ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ Η μουσική παράδοση της Ηπείρου αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους πολιτιστικούς θησαυρούς της Ελλάδας. Διακρίνεται από το μελωδικό και αρμονικό χρώμα που την περιβάλλει. Οι μελωδικές γραμμές είναι σύντομες, ο ήχος είναι λυπητερός, ακόμα και τα τραγούδια με εύθυμο σκοπό ή με σατυρικό περιεχόμενο ηχούν “βαριά”. Η άγρια λιτότητα του ορεινού τοπίου δεν μπορούσε παρά ν' αντανακλάται μέσα στη μουσική. Όργανα 

Φλογέρα:

Ένα από τα κύρια ηπειρώτικα όργανα, που είναι πανελληνίως διαδεδομένο, είναι η φλογέρα.Η φλογέρα είναι πνευστό μουσικό όργανο. Είναι κυλινδρικό, μακρόστενο, ανοικτό και στα δύο του άκρα, στο ένα άκρο φέρει επιστόμιο που παράγει τις κύριες δονήσεις του ήχου, και κατά μήκος του κυλίνδρου φέρει ευθυγραμμισμένες τρύπες, σε σχετικές αποστάσεις μεταξύ τους, τις οποίες κλείνει και ανοίγει με τα δάχτυλά του ο οργανοπαίκτης καθώς παίζει. Είναι παραδοσιακό μουσικό όργανο που φτιάχνεται από καλάμι ή ξύλο, αλλά και πιο σύγχρονα υλικά πλέον, όπως πλαστικό. Έχει διάφορα μεγέθη και απαντάται με μήκος από 15 ως και 50 περίπου εκατοστά. Η φλογέρα, πέραν του ότι χρησιμοποιείται από τον λαό της ελληνικής υπαίθρου, είναι από τα μουσικά όργανα που διδάσκονται τα παιδιά μουσική στα δημόσια σχολεία.Eπειδή κατασκευάζεται από τον ίδιο τον οργανοπαίχτη οι αποστάσεις των οπών γίνεται σύμφωνα με τα δάχτυλα του. Άρα, το όργανο δεν ανταποκρίνεται πλήρως στο σύστημα που ορίζει τόνους και ημιτόνια.

[31]


Κλαρίνο ή Κλαρινέτο:

Το κλαρινέτο (ή ευθύαυλος) είναι πνευστό μουσικό όργανο. Στη σημερινή του μορφή εμφανίστηκε το 19ο αιώνα. Το κλαρινέτο κατέχει σήμερα βασική θέση στη συμφωνική ορχήστρα, και ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Πολύ σύνηθες είναι το κλαρινέτο και ως μέλος ορχηστρών της τζαζ. Στην Ελλάδα, όπου επεκράτησε η ονομασία κλαρίνο, αλλά και σε πολλές χώρες των Βαλκανίων, αποτελεί ένα από τα βασικά όργανα της παραδοσιακής μουσικής.Έχει επίμηκες σωληνωτό σχήμα, ενώ στο σώμα του διακρίνονται έξι βασικές οπές μπροστά και μία οπή στην πίσω πλευρά, μοιάζοντας οπτικά με φλογέρα και άλλα αντίστοιχα πνευστά μουσικά όργανα. Επιπλέον όμως, το κλαρινέτο έχει και μια σειρά από μεταλλικά κλειδιά που καλύπτουν ή αποκαλύπτουν άλλες οπές στο σώμα του. Ο ήχος του κλαρινέτου προέρχεται από την παλλόμενη γλωττίδα που βρίσκεται τοποθετημένη στο επιστόμιο στην κορυφή του οργάνου, και στο οποίο στερεώνεται μέσω του σφιγκτήρα.

Βιολί:

[32]


Το βιoλί είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει 4 χορδές διαφορετικού τονικού ύψους (σολ, ρε, λα, μι), που χορδίζονται κατά διαστήματα πέμπτης και η μουσική του έκταση περιλαμβάνει 44 χρωματικούς φθόγγους. Το βιολί στηρίζεται στον ώμο ενώ με το ένα χέρι ο μουσικός απλώς πιέζει τις χορδές με το να το κρατά καθόλου ενώ με το άλλο κινεί το δοξάρι επάνω στις χορδές.Ο ρόλος του βιολιού στην κομπανία είναι να συμπληρώσει το κλαρίνο και να “γεμίζει” τα κενά. Στην Ήπειρο παίζονται επαναλαμβανόμενα ρυθμικά μοτίβα, δημιουργώντας έτσι ένα αρμονικό φάσμα στο οποίο κινείται το κλαρίνο. 

Λαούτο:

Το λαούτο ή λαγούτο, είναι έγχορδο όργανο.Το λαούτο αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι). Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει [33]


μεγαλύτερο μπράτσο.Το λαούτο είναι το πολυφωνικό όργανο της κομπανίας. Ο ρόλος του είναι συνοδευτικός,σε βιολί, λύρα ή άλλα όργανα. Συχνά όμως ξεχωρίζει και στις οργανικές εισαγωγές, κι ακόμα συχνότερα στον αυτοσχεδιασμό. Το ηπειρώτικο λαούτο αποτελείται από τέσσερις διπλές χορδές κουρδισμένες ανά δύο και παίζεται με πένα ή φτερό. 

Ντέφι:

Το ντέφι είναι μουσικό όργανο που ανήκει την οικογένεια των κρουστών και αποτελείται από μια μεμβράνη στερεωμένη σε ένα κυκλικό τελάρο και διάφορα ζεύγη από μέταλλο που κουδουνίζουν. Τα περισσότερα ντέφια που βλέπει κανείς σήμερα στη δυτική λαϊκή μουσική είναι χωρίς τη μεμβράνη. Το ντέφι παίζεται με διάφορους τρόπους: Κρατώντας το ή στερεώνοντάς το σε μια βάση, κτυπώντας το με το χέρι ή κάποιο ξύλο, κουνώντας το, ή κτυπώντας το στο πόδι. Συναντάται σε διάφορα είδη μουσικής: Αρχαία ελληνική και λαϊκή μουσική, κλασική μουσική, περσική μουσική, γκόσπελ, ποπ και ροκ.Το ντέφι, έχει ρυθμικό ρόλο σε πλαίσια πάντα λιτά και συντηρητικά. Δεν αυτοσχεδιάζει ποτέ, περιορίζεται δηλαδή ώστε να υπογραμμίζει τα χορευτικά βήματα εναλλάσσοντας ένα βαρύ κι ένα οξύ ήχο. Με αυτό τον τρόπο χαρακτηρίζει τυπικά, το γνωστό αργόσυρτο ηπειρώτικο ύφος.

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ

[34]


Τα ενδύματα μεταφέρουν πληροφορίες για την κοινωνική και προσωπική ταυτότητα των ανθρώπων. Χωρίζονται σε δύο μεγάλεςΙωάννινα κατηγορίες α) τα γυναικεία και β) τα ανδρικά. Κάθε ενδυμασία μπορεί να δηλώνει:  κοινωνική θέση (π.χ. αρραβωνιασμένη, παντρεμένη, νεόνυμφη, χήρα)  ποιότητα και αισθητική κάθε περιοχής (καθημερινή, γιορτινή, νυφική),  κοινωνική τάξη (αστική, χωρική). Η φορεσιά εξαρτάται από:  το κλίμα  το φύλο  τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες  την ιστορική πορεία και τις πολιτικές επιδράσεις που δέχτηκε η κάθε γεωγραφική περιοχή. Διαφέρει ανάλογα με την ηλικία και την κοινωνική θέση εκείνου που τη φοράει. Tα στοιχεία της φορεσιάς π.χ. μιας νέας κοπέλας διαφέρουν από εκείνα της αρραβωνιασμένης ή της παντρεμένης, της χήρας και της γυναίκας που ο άντρας της λείπει στην ξενιτιά. Οι ανδρικές από τις γυναικείες φορεσιές διαφέρουν πολύ μεταξύ τους: η ανδρική έχει λίγα κεντήματα και είναι σε λιτή και αυστηρή γραμμή ενώ η γυναικεία ποικίλλει ανάλογα με τη γυναίκα και την κλίση της προς τον καλλωπισμό. Ένα σημαντικό μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς είναι τα καλλωπιστικά της στοιχεία τα οποία, αποτελούν σύμβολα. Για παράδειγμα, ένας σταυρός συμβολίζει τη θρησκεία, ένα καράβι τη ζωή, ένα λουλούδι τη νεότητα. Επίσης ένα χρώμα ή κάποιο σχήμα συμβολίζουν κάποιες αξίες. Οι ελληνικές φορεσιές του παρελθόντος είναι επηρεασμένες από την Τουρκοκρατία όπως επίσης δηλώνεται και ο εθνικός δυναμισμός κάθε φορεσιάς. Αποτελούνται απο: 

Το πουκάμισο

Το πουκάμισο είναι κοινό κομμάτι σε όλες τις φορεσιές, αντρικές ή γυναικείες, και το τελευταίο που διατηρήθηκε έστω και φορεμένο κάτω από τα δυτικά ρούχα. Είναι φτιαγμένο από μπαμπακερό ύφασμα, αλλά και λινό ή μεταξωτό, ανάμεικτα με καννάβι ή μαλλί. Συνήθως είναι άσπρο, πάντα κλειστό με άνοιγμα για τον λαιμό και συχνά με μανίκι. Κατασκευάζεται στο σπίτι, μόνο στις πόλεις είναι αγοραστό. Η διακόσμησή του είναι υφαντή, κεντητή ή πρόσθετη στα σημεία που φαίνονται. Στις άκρες μπορεί να έχει δαντέλες, κρόσσια και κορδέλες. Φοριέται κατάσαρκα, ή πάνω στην φανέλα από τους άντρες. Το πουκάμισο είναι το πιο προσωπικό από τα τμήματα μιας φορεσιάς,Μέτσοβο γι' αυτό δεν αλλάζει μορφή ανάλογα με την κοινωνική θέση του ατόμου. Συχνά φέρει μικρά σημάδια του ιδιοκτήτη, λουλουδάκια, μονόγραμμα κ.τ.λ.

[35]


Τους επενδύτες

«Επενδύτης» είναι μια ονομασία που δίνουμε για τα: καβάδι, αντερί, καπλαμάς, σαγιάς, καφτάνι, σιγκούνι και πολλές άλλες. Το κόψιμο είναι παρόμοιο με του πουκάμισου με την διαφορά ότι έχει κατακόρυφο άνοιγμα μπροστά. Αποτελείται από τη μάνα μπρος-πίσω, τα λαγκιόλια στα πλάγια, και τα μανίκια. Αντίθετα με το πουκάμισο, ράβεται από ειδικό μάστορα, τον τερζή, που βάφει το ύφασμα, το κόβει, το ράβει και το κεντάει με το ειδικό τερζήδικο κέντημα. Στο κέντημα αυτό, ένα χρυσό ή χρωματιστό κορδόνι (γαϊτάνι) ράβεται πάνω στην τσόχα σε σπειροειδή σχέδια. Το ύφασμα είναι βαμβακερό, υφαντό ή μάλλινο, αλλά και από διάφορα αγοραστά υφάσματα, με φλόκους εσωτερικά ή φορδαρισμένο. Το μήκος εμφανίζεται αρχικά μεγάλο, φτάνει μέχρι τον αστράγαλο, με τάση να κονταίνει με τον χρόνο. Το χρώμα, αρχικά λευκό, γίνεται λουλακί, μπλε ή μαύρο. Στολίζεται στα πιο εμφανή σημεία, κυρίως στις άκρες, με κέντημα ή με πρόσθετα κομμάτια ύφασμα. Όταν είναι αμάνικο ή κοντομάνικο, τότε δίνεται περισσότερη έμφαση στο στόλισμα των μανικιών του πουκαμίσου που προεξέχουν. Αποτελεί το κεντρικό κομμάτι της φορεσιάς, γι' αυτό σημειώνει την συγκινησιακή κατάσταση της γυναίκας: ανασκουμπωμένο στον χορό και κατεβασμένο στην λύπη ή στην εκκλησία. 

Τα Σαρακατσάνατα φορέματα

Ο κύριος σκοπός του φορέματος είναι να καλύπτει το σώμα από την μέση και κάτω. Μπορεί να έχει πανωκόρμι μονοκόμματο, ανοιχτό στην μέση, ή με τιράντες, μανικωτό ή αμάνικο. Όταν δεν έχει, τότε λέγεται φούστα. Υπάρχουν και εδώ πάρα πολλές παραλλαγές στο σχέδιο και στην ονομασία: φουστάνι, φόρεμα, τσούκνα, βελέσι, σάρτζα κλπ. Φοριέται πάνω από το πουκάμισο. Η φούστα είναι από μονοκόμματο ύφασμα ή από πολλά κομμάτια οριζόντια ή κατακόρυφα. Ο ποδόγυρος είναι κεντητός, ή από πρόσθετο κομμάτι διαφορετικού χρώματος. Σε ορισμένα μέρη φοριούνται πολλές φούστες η μια πάνω στην άλλη. Το περισσότερο κέντημα είναι στον κόρφο. Το κέντημα της φούστας μπορεί να είναι διακριτικό γνώρισμα της παντρεμένης από την ανύπαντρη, ή ακόμα να δίνει περισσότερες πληροφορίες για την κοινωνική θέση της γυναίκας. Στον χορό το φουστάνι υπογραμμίζει τις κινήσεις των γοφών και τις στροφές. Παράλληλα όμως κρύβει τις κινήσεις των ποδιών ώστε οι γυναίκες να μην χρειάζεται να κάνουν πολύπλοκα βήματα. 

Τις ποδιές

Αρχικά, η ποδιά είναι ένα εξάρτημα με την σαφή πρακτική χρησιμότητα να προφυλάσσει το μπροστινό κάτω τμήμα της φορεσιάς, που είναι περισσότερο εκτεθειμένο στο λέρωμα και την φθορά. Αυτές οι ποδιές φτιάχνονται από ένα απλό κομμάτι ύφασμα,Σούλι μπαμπακερό ή μάλλινο, συνήθως με τσέπες και σπάνια με κανένα στολίδι. Υπάρχει όμως και μια άλλη ποδιά για τις γυναίκες, η γιορτινή, που δεν έχει κανένα πρακτικό σκοπό αλλά είναι αποκλειστικά διακοσμητική. Η ποδιά σαν τμήμα της γιορτινής φορεσιάς συνηθίζεται σε όλες σχεδόν τις ηπειρωτικές περιοχές. Επειδή ακριβώς αποτελεί ένα πρόσθετο κομμάτι, και μάλιστα σε πολύ εμφανές σημείο του [36]


σώματος, προσφέρεται ιδιαίτερα για την έκφραση της αισθητικής δημιουργικότητας των γυναικών. Πάνω στην επιφάνεια αυτή αποκρυσταλλώνεται η συμβολική εικόνα με την οποία διαφοροποιείται το ένα χωριό από το άλλο: η ποδιά είναι ένα είδος σημαίας. Κατασκευαστικά, η ποδιά έχει είτε ορθογώνιο είτε τραπεζοειδές σχήμα. Χρησιμοποιούνται όλων των ειδών τα υφάσματα; από το χοντρό υφαντό μέχρι το πιο πολυτελές αγοραστό. Στο επάνω μέρος μπορεί να υπάρχει ένα ιδιαίτερο κομμάτι ύφασμα εκεί που ακουμπάει η πόρπη της ζώνης, για να μην φθείρεται. Η ποικιλία στα χρώματα είναι επίσης πολύ μεγάλη, εναρμονισμένη όμως με τα χρώματα της υπόλοιπης φορεσιάς. Το ράψιμο και το κέντημα γίνεται σχεδόν πάντα από τις γυναίκες, σπάνια από τους ραφτάδες. 

Τα κεφαλοδέματα

Τα στολίσματα των μαλλιών και του κεφαλιού είναι τόσο ποικίλα που δύσκολα επιτρέπουν γενίκευση. Συνήθως καλύπτουν όλο το κεφάλι αφήνοντας ελεύθερο μόνο το πρόσωπο, στην νυφική φορεσιά είναι σκεπασμένο κι αυτό μέχρις ότου η πεθερά ή ο γαμπρός αποκαλύψουν τελετουργικά την νύφη. Οι φορεσιές μένουν, αλλά τα μαντηλοδέματα ήταν ολόκληρη τέχνη που στις περισσότερες φορές έχει σήμερα χαθεί γιατί δεν μεταδόθηκε στις νεότερες γυναίκες. Ο στολισμός του κεφαλιού της νύφης ήταν η πιο περίτεχνη εργασία, γι’ αυτό την αναλάμβαναν οι εμπειρότερες γυναίκες του χωριού. Ο γενικός κανόνας είναι να τονίζεται σαφώς η διαφορά ανάμεσα στο κεφαλόδεμα της ελεύθερης και της παντρεμένης, υπάρχουν όμως διακριτικές παραλλαγές ανάλογα με την φάση της ζωής της γυναίκας. Τις φάσεις αυτές, που προσδίδουν την αντίστοιχη κοινωνική θέση και αναγνώριση, μπορούμε να ορίσουμε προσεγγιστικά ως εξής: κοριτσάκι, στο νυφοπάζαρο, αρραβωνιασμένη, νύφη, παντρεμένη, ηλικιωμένη, με δύο παιδιά, σε πένθος, χήρα. Κάθε φάση υποδηλώνεται από την φορεσιά, αλλά ιδιαίτερα από τον κεφαλόδεσμο. Επί πλέον βέβαια υπάρχουν οι παραλλαγές ανάλογα με την περίσταση: στο σπίτι, στην γειτονιά, στο χωράφι, στην γιορτή, στην εκκλησία, το χειμώνα, το καλοκαίρι κλπ. Το χτένισμα στα χωριά είναι σχεδόν πάντα το ίδιο, τα μαλλιά πλέκονται σε δύο κοτσίδες. Πριν από τον γάμο οι κοτσίδες κρέμονται στην πλάτη, ενώ οι παντρεμένες μπορούν να τις γυρίζουν πάνω στο κεφάλι σε διάφορα σχέδια. Οι κοτσίδες της νύφης πλουμίζονται με φλουριά, κοσμήματα, γαϊτάνια, λουλούδια και άλλα στολίδια. Στην κορυφή του κεφαλιού στερεώνεται το χαρακτηριστικό γνώρισμα της παντρεμένης, ένα διπλωμένο μαντήλι ή τυλιγμένο πανί που έχει σκοπό να εμφανίσει υπερυψωμένο το συνολικό χτένισμα. Στο μέτωπο κρέμεται μια κορδέλα με ή χωρίς νομίσματα. Από πάνω δένονται τα διάφορα μαντήλια. Αλλού φοριέται μικρό καλπάκι ή φέσι. Μαντήλια γενικά λέγονται αυτά που έχουν τετράγωνο σχήμα, ενώ οι μπόλιες είναι στενόμακρες. Το τσεμπέρι είναι ένα μεγάλο μαντήλι από λεπτό ύφασμα, ενώ το φακιόλι είναι αυτό που δένεται κάτω από το κυρίως μαντήλι. Τα πολύ απλά φτιάχνονται στο σπίτι, τα περισσότερα όμως τα φέρνουν οι πραματευτάδες ή οι ξενιτεμένοι. Στον χορό μεσολαβεί ώστε να μην πιάνονται από το χέρι άντρας με γυναίκα, μ' αυτό κρατιέται από τον δεύτερο αυτός που σέρνει ώστε να κάνει εύκολα στροφές. 

Την Φουστανέλα

[37]


Στην ηπειρωτική Ελλάδα η πιο συνηθισμένη αντρική φορεσιά αποτελείται από την πουκαμίσα, ένα απλό ρούχο με μανίκια που φοριέται πάνω από το εσωτερικό πουκάμισο, κουμπώνει μπροστά, και μπορεί να φτάνει μέχρι τα γόνατα. Καθώς η μέση σφίγγεται με το ζωνάρι, η πουκαμίσα ανοίγει προς τα κάτω και σχηματίζει δίπλες στον ποδόγυρο. Οι δίπλες αυτές είναι ένδειξη πολυτέλειας και στην προσπάθεια να γίνουν όσο το δυνατόν περισσότερες δημιουργήθηκε σταδιακά ένα ιδιαίτερο ρούχο, η φουστανέλα. Μια πλούσια φουστανέλα μπορεί να έχει μέχρι 400 λαγκιόλια, χρειάζεται δηλαδή σχεδόν ένα τόπι ύφασμα για να γίνει. Όταν είναι από χοντρό ύφασμα του αργαλειού χρειάζεται πανωκόρμι για να κρατάει το βάρος της, οπότε λέγεται κορμοφουστανέλα. Η φουστανέλα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή στον χορό γιατί δίνει έμφαση στις στροφές και στα πηδήματα.

Γυναικεία Φορεσιά Δωδώνης Ιωαννίνων Ηπείρου

Η φορεσιά της Δωδώνης είναι μια από τις αξιόλογες φορεσιές της Ηπείρου. Αντικατοπτρίζει τα αυστηρά ήθη και τις παραδόσεις της κλειστής κοινωνίας των Ηπειρωτών. Αποτελείται από το σιγκούνι, το πουκάμισο, τη φούστα, τη ποδιά και το μαντήλι. Πιο αναλυτικά, το πουκάμισο, το οποίο είναι και το βασικό ένδυμα κάθε γυναικείας φορεσιάς, είναι κλειστό με κατακόρυφο άνοιγμα ως το λαιμό. Το πουκάμισο καθώς και η φούστα είναι συνήθως στον ίδιο χρωματισμό και από το ίδιο ύφασμα κατασκευασμένο. Το σιγκούνι ή φλοκάτα είναι αμάνικο πανωφόρι κατασκευασμένο από μαύρο χοντρό ύφασμα και στολισμένο με κορδέλες και κεντήματα από γαϊτάνι. Στη μέση δένουν τη μαύρη ποδιά, η οποία είναι έντονα διακοσμημένη στο κάτω μέρος της. Στο κεφάλι δένουν το μαύρο μαντήλι που στολίζεται από δαντέλα σε διάφορους χρωματισμούς. Ως συμπλήρωμα της φορεσιάς φορούν στη μέση το ασημοζούναρο, ασημένια πόρπη με ζώνη και στο στήθος τα φλουριά.Στα πόδια φορούν κάλτσες και μαύρα παπούτσια.

[38]


Ανδρική Φορεσιά Μπουραζάνα Ηπείρου

Μια χαρακτηριστική ανδρική φορεσιά είναι αυτή της Ηπείρου. Τη χαρακτηρίζει η λιτότητα στη μορφή και ο αρμονικός συνδυασμός των χρωμάτων. Αποτελείται από το παντελόνι που είναι συνήθως σε μπεζ ή άσπρο χρώμα φτιαγμένο από χονδρό ύφασμα, τη λεγόμενη τσόχα και λέγεται μπουραζάνα ή βρακοπαντέλονο. Το πουκάμισο που φτιάχνεται συνήθως από βαμβακερό ύφασμα σε άσπρο χρώμα ή σε διάφορες καρό αποχρώσεις. Ανάλογα με την περιοχή έχει στενά ή φαρδιά μανίκια. Το αμάνικο γιλέκο φτιάχνεται από μάλλινο ύφασμα σε σκούρα απόχρωση. Απαραίτητα εξαρτήματα της φορεσιάς είναι επίσης το ζωνάρι, μονόχρωμο ή ριγέ πολύχρωμο από δίμιτο ύφασμα που μπαίνει στη μέση, το γούνινο καλπάκι για το κεφάλι, και η ασημένια αλυσίδα ή ο σταυραετός που στολίζει το στήθος. Στα πόδια φορούν μαύρα παπούτσια ή τσαρούχια ανάλογα με την περιοχή.

Η γυναίκεια φορεσιά του Ζαγορίου

Η γυναικεία λαϊκή ζαγορίσια φορεσιά απαρτιζόταν από το πουκάμισο, το μαντίλι, το [39]


γελέκι, τη φούστα, το φόρεμα, την ποδιά, το σεγκούνι, τη ζώνη, τις πατούνες και τα τσαρούχια. Από τα κομμάτια αυτά άλλα πλέκονταν ή κεντιόταν στο χέρι ή υφαίνονταν στον αργαλειό ή ράβονταν στη μηχανή από τις γυναίκες του χωριού ή επιτηδεύονταν με αυτά ντόπιοι ή ξένοι αξιόλογοι τεχνίτες, άλλα πάλι σαν υφάσματα ή έτοιμα έμπαιναν στα χωριά από τις Βαλκανικές ή Ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι Ζαγορίσιοι ξενιτεύονταν και καζαντούσαν.Το σεγκούνι ήταν το πιο εντυπωσιακό και συγχρόνως το πιο ακριβό κομμάτι της ζαγορίσιας φορεσιάς. Ήταν ένα είδος μεσάτου πανωφοριού χωρίς μανίκια, ανοιχτό μπροστά και ριχτό πίσω, που δενόταν στην μέση μ’ ένα εσωτερικό κουμπί. Μακρύ ως τα μέσα της άντζας, κατέληγε σε δυο βαθιά κοψίματα, με τα οποία χωρίζονταν σε τρία φύλλα, το μεσιανό στενό και τα δυο ακρινά πλατιά. Φτιάχνονταν από δίμητο, μάλλινο χοντρό και κρουστό μαύρο ύφασμα δουλεμένο ειδικά σε όρθιο (ανδρομιδίσιο) αργαλειό. Το ανεβατό κέντημά του γινόταν με μεταξωτές οτρές και κόκκινα μπρισίμια, που το χρώμα τους ήταν ανεξίτηλο. Τα είδη του κεντήματος ήταν ποικίλα αλλά ακολουθούσαν ορισμένα κοχλιωτά, δηλ. σε σχήμα σαλιγκαριού ή κολιαντίνας, δηλ. σε σχήμα κρίκου αλυσίδας, σχέδια που επαναλαμβάνονταν κάθε φορά με διάφορες παραλλαγές. Ανάλογα με την έκταση του κεντήματος ή το καπλάντισμα το σεγκούνι διακρινόταν σε μισοσάικο ή τσαπαρένιο, σε κλειστό και σε σπατέλα. Στο μισοσάικο ή τσαπαρένιο σεγκούνι που ήταν φοδραρισμένο με κλαρωτό ύφασμα, το κέντημα περιοριζόταν στις άκρες ολόγυρά του, τις δυο καμάρες του και την πλάτη του. Το κλειστό σεγκούνι που ήταν φοδραρισμένο με σατέν ή εμπριμέ ύφασμα, ήταν ολοκέντητο. Το σεγκούνι σπατέλα ήταν καπλαντισμένο στα πλευρά του με δυο ορθογώνια κομμάτια κόκκινης τσόχας, γνωστής με τ’ όνομα σπατέλα και το υπόλοιπο κέντημά του ήταν περιορισμένο, ενώ θεωρείται παλιότερη τεχνική σε σχέση με το κλειστό σεγκούνι.

Αντρική Φορεσιά Βωβούσας

[40]


Πριν από 100 χρόνια η φορεσιά ήταν ολόλευκη. Είχε άσπρο τσιπούνι, άσπρα τσιουάρετσι και άσπρη φλοκάτη. Γέροντες φορούσαν άσπρο ως το 1930-’35 στο χωριό. Τα τελευταία 100 χρόνια φορούν μαύρο τσιπούνι, μαύρα τσιουάρετσι και πανωφόρι. Η άσπρη φλοκάτη συνήθως δεν χρησιμοποιείται. Τη γιορτινή φορεσιά τη φορούσαν στην εκκλησία, σε γάμους και γενικά σε κάθε πανηγυρική εκδήλωση του χωριού. Χωρίς περιττή πολυτέλεια και διακόσμηση δεν παύει να είναι κομψή και εντυπωσιακή. Μαζί με τη γιορτινή γυναικεία είναι από τις ωραιότερες ελληνικές φορεσιές. Τα μέρη της φορεσιάς αναφέρονται με την σειρά που τα φορούν

a. b. c. d. e. f. g. h. i. j.

Φανέλα Χολέβια (Τσιουάρετσι) Κολτσοβέτα Φουστανέλα ή πουκαμίσα Γιλέκι (Τσουμουντάνι) Τσιπούνι Ζωνάρια (Μπρούνο) και λουρί Παλτό (Πανωφόρι) Κούκος Τσαρούχια Φουστανέλα ή πουκαμίσα Μονοκόμματη λευκή, κατασκευασμένη από άσπρο χασέ και ραμμένη από τις μοδίστρες του χωριού. Έχει απλό “παπαδίστικο” γιακά ίσα με δυο δάκτυλα, [41]


ήταν σκιστό μπροστά και κουμπωτή με κουμπιά. Τα μανίκια είναι αρκετά στενά με μανσέτα. Τα λαγκιόλια (κλίνη) ξεκινούν από τη μέση και υπάρχουν μόνο στο μπροστινό μέρος. Στο πίσω μέρος δεν υπάρχουν, γιατί η φουστανέλα καλύπτεται από το τσιπούνι. Είναι πιο κοντή από το τσιπούνι και φτάνει ως λίγο πάνω από το γόνατο. Η πουκαμίσα είναι κι αυτή λευκή μονοκόμματη φουστανέλα, που φορούν σε γιορτές, στο γάμο και γενικά σε επίσημες περιστάσεις. Η πουκαμίσα έχει φαρδιά μανίκια χωρίς μανσέτες (σαν καμπάνες). Από τα ανοικτά μανίκια φαίνεται το κέντημα της φανέλας, οι μακέτες. Τσιπούνι Επενδυτής μάλλινος, μαύρος κατασκευασμένος από άδιμτο. Αχειρίδωτος, φτάνει μέχρι το γόνατο. Είναι ανοιχτό μπροστά από πάνω ως κάτω, δηλαδή δεν κουμπώνει. Από τη μέση ξεκινούν λαγκιόλια γύρω-γύρω. Έχει τρεις κανονικές τσέπες, μια πάνω αριστερά στην οποία κρεμούσαν το ρολόι ή κάποιο άλλο κόσμημα και δυο, από τα δεξιά και αριστερά, στο γοφό, όπου κρεμούσαν το κομπολόι ή έβαζαν το μαντίλι τους. Μεταξωτό κορδόνι από μπρισίμι (μαύρο, βυσσινί ή σκούρο μελιτζανί) το διακοσμεί όλο γύρω-γύρω.

Γυναικεία Βωβούσας

Ευκαιρία για να βγουν οι γυναίκες από το σπίτι, να χορέψουν αλλά και να επιδείξουν την ομορφιά τους ήταν οι γιορτές και τα πανηγύρια. Γι’ αυτό και σ’ αυτές τις περιπτώσεις φρόντιζαν περισσότερο την εμφάνισή τους. Η όλη περιφορά και αμφίεση ήταν σεμνή. Τα ενδύματα που απαρτίζουν τη γιορτινή φορεσιά είναι : [42]


a. b. c. d. e. f. g. h. i. j.

Φανέλα Χολέβια (Τσιουάρετσι) Κολτσοβέτα Φουστανέλα ή πουκαμίσα Γιλέκι (Τσουμουντάνι) Τσιπούνι Ζωνάρια (Μπρούνο) και λουρί Παλτό (Πανωφόρι) Κούκος Τσαρούχια

Φόρεμα Το φόρεμα ήταν κατασκευασμένο από μαύρη στόφα που μπορεί να είχε και λίγο πράσινο ή θαλασσί. Το ύφασμα το αγόραζαν από τους πραματευτάδες ή από τα Γιάννινα και το έραβαν οι μοδίστρες του χωριού. Η λαιμόκοψη είναι στη βάση του λαιμού, όχι πιο κάτω. Το φόρεμα είναι ανοιχτό από το λαιμό ως τη μέση και κουμπώνει σταυρωτά στο πλάι με κουμπιά ή κόπτσες. Συνήθιζαν να ράβουν βελούδινες λωρίδες στο άνοιγμα του στήθους. Έχει από τρεις πιέτες δεξιά και αριστερά στο στήθος και αντίστοιχα στην πλάτη. Τα μανίκια είναι μακριά και αρκετά στενά. Στις μανσέτες έραβαν βελούδινη λωρίδα αρκετά φαρδιά. Από τη μέση ως κάτω υπάρχουν γύρω-γύρω όλο πιέτες. Πάνω στη μέση γαζώνεται μια ζώνη. Μερικές γυναίκες έραβαν και μια λουρίδα βελούδο 15-20 εκ. πάνω από τον ποδόγυρο καθώς επίσης και κλόσια (μεταπολεμικά). Οι πιο πλούσιες κεντούσαν με μετάξι το κέντημα στις πιέτες ή έβαζαν χάντρες στο άνοιγμα του στήθους και στα μανίκια, στο ρεβέρ, αν ήταν κεντημένο το φόρεμα. Τσιπούνι Το γυναικείο σιγκούνι. Μάλλινος μαύρος επενδυτής, κατασκευασμένος από μαύρο αδίμτο ή βαμμένος με λουλάκι σκούρο, αχειριδωτός. Φοριέται πάνω από το φουστάνι. Έχει τέσσερα λαγκιόλια πίσω και δυο τσέπες στα πλαϊνά. Είναι διακοσμημένο με φαρδύ κόκκινο σιρίτι γύρω-γύρω και στις ενώσεις. Η διακόσμηση είναι μεγαλύτερη στο στήθος. Υπάρχουν και δυο διακοσμητικές φουντίτσες στις μασχάλες. Το έραβαν και διακοσμούσαν οι ραφτάδες.

Μερικές Ακόμη Παραδοσιακές Στολές: Σαρακατσάνα:

[43]


Γιορτινή Φορεσιά 19ου αιώνα.Αποτελείται απο βαμβακερό πουκάμισο,πολύπτυχο μάλλινο φουστάνι,ολοκέντητη τραχηλιά , κοζάκι με κρεμαστά μανίκια στην πλάτη, τσουράπια , μαύρο σταμπωτό μαντήλι, τσαρούχια

Ενδυμασίες της Παραμυθιάς Γυναικεία

Αντρική

[44]


Γυναικεία Ενδυμασία Ιωαννίνων

Από τις λαμπρότερες ποικιλίες της γυναικείας φορεσιάς, ιδιαίτερα της αστικής τάξης. Το χαρακτηριστικότερο εξάρτημά της είναι το βαρύτιμο πιρπιρί, ο μακρύς χρυσοκέ ντητος επενδύτης, δείγμα της τεχνικής των τερζήδων. Το φόρεμα και η ποδιά ράβο- νταν από ευρωπαϊκές στόφες. Το κάλυμμα του κεφαλιού είναι ένα απλό κόκκινο φεσάκι με μακριά φούντα από γαλάζιο μεταξωτό κορδόνι, το μπρισίμι.

Ανδρική ενδυμασία Μετσόβου [45]


Το κυριότερο εξάρτημα της ενδυμασίας αυτής είναι το μαύρο αμάνικο πανωφόρι με την πτυχωτή φούστα, τη δίμιτα. Στο Μέτσοβο, ακόμη και σήμερα, οι γέροι αλλά και πολλοί νεώτεροι, φορούν την ενδυμασία αυτή με το μαύρο πουκάμισο που σπάνια το συναντούμε στον ελληνικό χώρο.

Γυναικεία ενδυμασία Σουλίου

[46]


Νυφική και γιορτινή ενδυμασία Σουλίου. Παλιότερος τύπος νυφικής και γιορτινής φορεσιάς, που συνηθιζόταν στα 44 χωριά της περιοχής Σουλίου. Χαρακτηριστικό της είναι το λευκό χρώμα και οι ομοιότητες της με την ανδρική φουστανέλα. Αποτελείται από το άσπρο πουκάμισο, γιλέκο από ριγωτό μεταξωτό ύφασμα, την ολοκέντητη υφαντή ποδιά, το μαύρο σιγκούνι, τα πλεκτά τσουράπια και τα κόκκινα τσαρούχια με τις φούντες. Το στόλισμα του κεφαλιού δημιουργείται από τη μαύρη και κόκκινη σκούφια, και το σταμπωτό μαντήλι. Το θηλυκωτάρι της μέσης, τα σκουλαρίκια και το κόσμημα του στήθους συμπληρώνουν τη φορεσιά.

Γυναικεία ενδυμασία Μετσόβου

Η ενδυμασία αυτή του Μετσόβου έφερε παλαιότερα ένα υπόλευκο μεταξωτό πουκάμισο που στα νεώτερα χρόνια έχει καταργηθεί. Το ποδήρες φουστάνι έχει μακριά μανίκια, εφαρμοστό μπούστο και σουρωτή ψηλόταλη (ψηλόμεση) φούστα. Απαραίτητο είναι το μαύρο, αμάνικο πανωφόρι, η φλοκάτα, που φοριέται σε όλες τις περιστάσεις. Η κόκκινη ταινία που στολίζει τις παρυφές της φλοκάτας αποτελεί, σύμφωνα με την παράδοση, διακριτικό γνώρισμα που παραχωρήθηκε ως προνόμιο από τον Σουλτάνο το 17ο αιώνα στους κατοίκους του Μετσόβου, για να διακρίνονται από τους άλλους υποτελείς και να γίνονται έτσι σεβαστοί. Στη μέση δένουν την κεντητή μεταξωτή ποδιά και φορούν ασημένια πολίτικη ζώνη με πόρπη σε σχήμα φιόγκου. Φέρει ιδιότυπο κεφαλόδεσμο με τα περούκλια (κοτσίδα με τον τεπέ) και αλυσίδες με φλουριά. Η ενδυμασία εξακολουθεί να φοριέται και σήμερα στην καθημερινή και γιορτινή της μορφή. [47]


ΠΗΓΕΣ: www.ipirotikos.gr www.tovoion.com https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8D%CE%BB%CE%B7:%CE%9A%CF%8D%CF%81% CE%B9%CE%B1 http://paradositk.blogspot.gr/2004/01/blog-post_2105.html http://www.zagoroxoria.gr/3rd-section/topike-mousike/to-ipeirotiko-mousiko-ufos.html http://paroutsas.jmc.gr/dances/epiros/index.htm http://www.cuzagori.gr/clothing.htm

Εγκυκλοπαίδεια Νέος Θησαυρός Γνώσεων.

[48]


Ομάδα Γ:

Θράκη Μέλη: Τζωρτζίνα Διαμαντώνη, Φρειδερίκη Παπακωνσταντίνου, Αιμίλιος Σκέμπι, Σπύρος Τζανιδάκης

Η περιοχή την οποία επεξεργάζεται η ομάδα μας είναι η Θράκη.

[49]


ΙΣΤΟΡΙΚΑ-ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η Θράκη είναι μια ιστορική και γεωγραφική περιοχή των Βαλκανίων στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Σήμερα το όνομα Θράκη υποδηλώνει μια περιοχή που εκτείνεται στη νότια Βουλγαρία (βόρεια Θράκη), τη βορειοανατολική Ελλάδα (δυτική Θράκη), και την ευρωπαϊκή Τουρκία (Ανατολική Θράκη). Η περιοχή που ανήκει στην Ελλάδα, αποτελεί το γεωγραφικό διαμέρισμα της Θράκης και υπάγεται διοικητικά στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Σύνορα της Θράκης σε τρεις θάλασσες: η Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο και η Προποντίδα. Στην Τουρκία, καλείται επίσης Ρούμελη. Τα ιστορικά όρια της Θράκης ποικίλουν. Η αρχαία Θράκη (δηλ. το έδαφος όπου ζούσαν οι θρακικές φυλές) συμπεριελάμβανε την σημερινή Βουλγαρία, την ευρωπαϊκή Τουρκία, τη βορειοανατολική Ελλάδα και τμήματα της ανατολικής Σερβίας και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Τα όριά της ήταν μεταξύ του ποταμού Δούναβη στο Βορρά και του Αιγαίου στο νότο, στην ανατολή η Μαύρη Θάλασσα και η Προποντίδα (Θάλασσα του Μαρμαρά) και στη δύση οι ποταμοί Αξιός και Μοράβας. Η ρωμαϊκή επαρχία της Θράκης ήταν κάπως μικρότερη, έχοντας τα ίδια ανατολικά και νότια θαλάσσια όρια, και σύνορα στο Βορρά ώς το όρος Αίμος. Η ρωμαϊκή επαρχία επεκτείνονταν στα δυτικά μέχρι τον ποταμό Νέστο. Κατά την ελληνική μυθολογία, υπήρξε ένας προπάτορας που λεγόταν Θραξ και ήταν γιος του θεού του πολέμου Άρη. Ο θεός Άρης λεγόταν ότι διέμενε στη Θράκη. Σε μια άλλη εκδοχή και σύμφωνα με τον Ευριπίδη (στο έργο του Των Θρακών οι χρυσές ασπίδες) αναφέρει ότι το όνομα του Άρη ήταν Θραξ, ο οποίος ήταν ο προστάτης των Θρακών και του οποίου η χρυσή ασπίδα φυλασσόταν στο ναό του στη Βιστονίδα της Θράκης. Στην ελληνική μυθολογία η Θράκη ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Οι Θράκες εμφανίζονται στην Ιλιάδα του Ομήρου ως σύμμαχοι των Τρώων με αρχηγούς τον Ακάμα και τον Πήρο ή Πήρρο. Αργότερα στη Ιλιάδα έκανε την εμφάνιση του και ένας άλλος βασιλιάς, ο Ρήσος, ο οποίος σκοτώθηκε μετά από νυχτερινή επιδρομή που έκανε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας στο στρατόπεδο των Τρώων. Ένας άλλος μυθολογικός βασιλιάς των Θρακών ήταν ο Κισσεύς, ο οποίος ζούσε στη δυτική τότε Θράκη και μετέπειτα Μακεδονία, ο οποίος ήταν πατέρας του Τρώα πρεσβύτερου Αντήνορα. Ας σημειωθεί εδώ ότι η Ομηρική Θράκη εκτεινόταν ως τον Αξιό ποταμό δυτικά, τον Ελλήσποντο και την Μαύρη Θάλασσα ανατολικά. Βόρεια εκτεινόταν μέχρι και τη σημερινή Σερβία και ολόκληρη τη Βουλγαρία.

[50]


ΟΡΓΑΝΑ ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Η Ανατολική Θράκη χρησιμοποιεί, κατά βάση, βυζαντινά όργανα, όπως: Κανονάκι. Χορδόφωνο όργανο της ελληνικής βυζαντινής παραδοσιακής μουσικής,

Ούτι Χορδόφωνο όργανο δημοφιλές στους ανατολικούς λαούς. Η ονομασία του προέρχεται από το αραβικό al oud = ξύλο. Στο ΄΄μπράτσο’’ του δεν έχει τάστα.

Η Βόρεια Θράκη χρησιμοποιεί: Θρακιώτικη λύρα.

[51]


Γκάιντα. Αερόφωνο πνευστό όργανο. Αποτελείται από έναν ασκό και έναν ή περισσότερους αυλούς.

Φλογέρα και

ι

[52]


Καβάλ (καβάλι). Ξύλινη φλογέρα με μεγάλο μήκος.

Η Δυτική Θράκη χρησιμοποιεί κυρίως: Κλαρίνο,

[53]


Ούτι και συνοδευτικά επιλεκτικά όργανα και των δύο άλλων διαμερισμάτων. Εκτός από τα βασικά αυτά όργανα χρησιμοποιούνται σε ορισμένες περιπτώσεις και: Ζουρνάς, ( πνευστό όργανο που μοιάζει με το κλαρίνο ή τον αυλό).

Λαούτο ή Λαγούτο, από τα παλαιότερα έγχορδα μουσικά όργανα που μοιάζει με το Ούτι αλλά έχει τάστα, και

Βιολί.

[54]


ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Οι χοροί της Θράκης παρουσιάζονται πλούσιοι σε αριθμό και εντυπωσιακοί στο τρίπτυχο κίνηση, λόγος, μελωδία. Η ιδιάζουσα ακόμη συμμετρία κινήσεων του σώματος, σε συνδυασμό με συντονισμένα στην ίδια οξύτητα από τους χορευτές ζωηρά επιφωνήματα, είναι στοιχεία που προσδίδουν ξεχωριστά εντυπωσιακό χαρακτήρα στους θρακικούς χορούς. Οι χοροί είναι κυκλικοί, αντικριστοί και μεικτοί και έχουν διάφορες ονομασίες, κυρίως από τον τρόπο ή από τις περιστάσεις που χορεύονται, από ιδιαίτερα τοπικά γεγονότα, από εναρκτήριους στίχους τραγουδιών που τους συνοδεύουν κλπ. Οι πιο συνηθισμένοι είναι: 

Ζωναράδικος. Μεικτός χορός, από άντρες και γυναίκες, εντυπωσιακός, με μεγάλη διάδοση σ” όλη τη Θράκη. Οφείλει την ονομασία του στο γεγονός ότι οι χορευτές πιάνονται ο ένας από τον άλλο από τα ζωνάρια. Χορεύεται κυκλικά. Μπροστά μπαίνουν οι άντρες και ακολουθούν οι γυναίκες. Σύμφωνα με τα ήθη παλαιότερα, ο τελευταίος άντρας για να πιαστεί με την πρώτη χορεύτρια του γυναικείου κύκλου και ν” αποτελέσουν από κοινού έναν κύκλο, έπρεπε απαραίτητα να είχαν συγγενική σχέση μεταξύ τους. Η συνήθεια αυτή ίσχυε για το σύνολο των κυκλικών χορών, ιδιαίτερα στην περιφέρεια του Διδυμότειχου.

[55]


Δω στα λιανοχορταρούδια Δω στα λια κι αμάν αμάν, δω στα λιανοχορταρούδια. Δω στα λιανοχορταρούδια, τι τρανός χορός θα γένει. Σαν γαϊτά κι αμάν αμάν, σα γαϊτάνι θα παγαίνει. Σαν γαϊτάνι θα παγαίνει, πέντε πέρδικες πετούσαν. Μες τον κά κι αμάν αμάν, μες τον κάμπο όλο γυρνούσαν. Μες τον κάμπο όλο γυρνούσαν, για τα μας τα δυο ρωτούσαν. Ποια είν’ η ά κι αμάν αμάν, ποια είν’ η άσπρη ποια είν’ η ρούσα. Ποια είν’ η άσπρη ποια είν’ η ρούσα, ποια είν’ η γαϊτανοφρυδούσα.

Συγκαθιστός. Ιδιαίτερα σημαντικός χορός, από άντρες και γυναίκες. Χορεύεται στους γάμους, όταν πηγαίνουν να πάρουν τη νύφη, επίσης σε πανηγύρια και άλλα γλέντια. Την ονομασία του οφείλει στο ότι το βήμα του χορευτή ημικάθεται μια στο δεξιό και μια στο αριστερό πόδι. Οι συγκαθιστοί σκοποί είναι πολλοί σε κλίμακες, τρόπους και αρχιτεκτονική μελωδιών. Χορεύονται κατά ζεύγη αντικριστά με μεγάλη ποικιλία χορευτικών σχημάτων και συνοδεύονται από ενθουσιώδη επιφωνήματα.

[56]


Χασάπικος Πολιτικός ή Μακελάρης. θεωρείται πολεμικός χορός. Τη σημερινή ονομασία του έλαβε, επειδή ήταν ο χορός που συνηθιζόταν ιδιαίτερα από τη συντεχνία των μακελάρηδων (των χασάπηδων). Ο χορός αποτελείται από δυο μέρη, αργό και γρήγορο, που έχουν διάφορες ονομασίες: βαρύ χασάπικο, χασαπιά κ.ά. Αντικριστός ή Καρσιλαμάς. Χορός με μεγάλη διάδοση (καρσί = αντίκρυ). Συνηθίζεται ιδιαίτερα στις γαμήλιες τελετές και διασκεδάσεις. Στην παραδοσιακή εκτέλεση του χορού, οι γυναίκες κρατούν μαντήλι από δυο διαγώνιες άκρες, με τεντωμένα ή λυγισμένα τα χέρια στους αγκώνες και κινούν τα χέρια δεξιά-αριστερά ή περιστρέφουν το μαντήλι κυκλικά στη μια κατεύθυνση, ώσπου να διπλωθεί» μετά αυτό ξεδιπλώνεται στην αντίθετη κίνηση.

Μαντηλάτος. Χορός αντικριστός, συνήθως από έναν άντρα και μια γυναίκα. Οφείλει την ονομασία του στο μαντήλι που κρατούν οι χορευτές. Συνηθιζόταν ιδιαίτερα στους γάμους, στο δρόμο, όταν πήγαιναν να πάρουν τη νύφη ή τον κουμπάρο για την εκκλησία. Ταπεινός. Χορός γαμήλιος, γυναικείος, απλός και αργός, με μικρά βήματα, ο πρώτος μετά τη στέψη, με τη νύφη στην κορυφή του χορού.

Χορός της παλαίστρας. Συνηθιζόταν σε γάμους και πανηγύρια, όπου απαραίτητο στοιχείο ήταν το αγώνισμα πάλης, πολλές φορές από επαγγελματίες [57]


παλαιστές. Οι σκοποί της παλαίστρας είναι πολλοί και καθένας αποτελείται από τρία μελωδικά και ρυθμικά μέρη. Το πρώτο, σε αργό ρυθμό, παίζεται στην έναρξη, το δεύτερο, σε πιο γρήγορο ρυθμό, όταν το αγώνισμα βρίσκεται στο αποκορύφωμα του και το τρίτο μέρος, σε ακόμη πιο γρήγορο και ελεύθερο ρυθμό, παίζεται όταν η πάλη φτάνει προς το τέλος και ο νικητής αρχίζει πλέον να ξεχωρίζει καθαρά. 

Γίκνα. Γαμήλιος χορός της περιοχής Ορεστιάδας. Την ονομασία του οφείλει στο χρώμα (κνα) που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες .για το βάψιμο των νυχιών τους.

Πώς το τρίβουν το πιπέρι. Μιμητικός αντρικός χορός, πολύωρος. Στα λόγια που τραγουδούν οι χορευτές προσπαθούν να μιμηθούν τις αντίστοιχες κινήσεις υποθετικού τριψήματος πιπεριού με τα μέλη του σώματος (αγκώνα, γόνατα, μύτη κλπ.).

[58]


Πώς το τρί βλάχα μου καλή, πώς το τρίβουν το πιπέρι; Πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι; Με το γό βλάχα μου μωρή, με το γόνατο το τρίβουν. Με το γόνατο το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν. Άιντε για σκωθείτε παλληκάρια με σπαθιά και με χαντζάρια. Με την μύ βλάχα μου μωρή, με την μύτη τους το τρίβουν. Με την μύτη τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν. Άιντε για σκωθείτε παλληκάρια με σπαθιά και με χαντζάρια. Με την γλώ βλάχα μου μωρή, με την γλώσσα τους το τρίβουν. Με την γλώσσα τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν. Άιντε για σκωθείτε παλληκάρια με σπαθιά και με χαντζάρια. Με τον κώ βλάχα μου καλή, με τον κώλο τους το τρίβουν. Με τον κώλο τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν. Άιντε για σκωθείτε παλληκάρια με σπαθιά και με χαντζάρια. 

Μπαϊντούσκα: Από τους δημοφιλέστερους χορούς της Θράκης. Χορεύεται τόσο από Καβακλιώτες πρόσφυγες όσο και από Ανατολικοθρακιώτες. Με διαφορές τόσο στα βήματα όσο και στις κιν΄λησεις των χεριών. Κατά μία εκδοχή η ονομασία του χορού οφείλεται στη σύνθετη λέξη «Μπάι και Ντούσκο» που σημαίνει αριστερά και ίσια, ενώ άλλη εκδοχή στην τουρκική λέξη «Παιτάκ» που σημαίνει άνθρωπος που κουτσαίνει, γι αυτό ο χορός εκφωνείται πολλές φορές και σαν Κουτσός. Μια καλή γειτονοπούλα μια καλή γειτονοπούλα Όμορφη κι αρχοντοπούλα μού `χει κάψει την καρδούλα Στο μπαχτσέ μου μπαίνει βγαίνει στο μπαχτσέ μου μπαίνει βγαίνει Τα λουλούδια μου μαραίνει

[59]


και τα λογικά μου παίρνει Πα κρυφά την καμαρώνω πα κρυφά την καμαρώνω Τον καημό μ δεν φανερώνω κι απ’ αγάπη μαραζώνω

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΦΟΡΕΣΙΕΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ Κάθε Ελληνική τοπική φορεσιά είναι ένα σύνολο ενδυμάτων, που χαρακτηρίζει μία ομάδα ανθρώπων που ζουν μέσα στον ελληνικό χώρο. Λειτουργεί όπως κάθε ενδυμασία. Ντύνει δηλαδή και στολίζει το κορμί και παρουσιάζει την όψη που επιθυμεί να δώσει εκείνος που τη φοράει στους τρίτους, παρέχοντας στον εαυτό του σιγουριά και άνεση. Μέσα στη συντηρητική και αυστηρή κοινωνία του χωριού και της μικρής πόλης, η σιγουριά και η άνεση πετυχαίνονται με την ομοιομορφία που προσφέρει μία φορεσιά. Η φορεσιά βασίζεται στην παράδοση και στη συντηρητικότητα και διαφέρει ριζικά από τη μόδα που βασίζεται στην αλλαγή. Η συντηρητικότητα στη φορεσιά δημιουργεί απαγορευτικά ταμπού, αλλά και ταμπού που λειτουργούν δίνοντας μαζικές ιδιότητες σε ορισμένα της τμήματα (ποδιά, ζωνάρι, κεφαλόδεσμοι κ.α). Η έρευνα γύρω από τις τοπικές φορεσιές του ελληνικού χώρου δεν έχει ολοκληρωθεί επίσημα. Ποτέ άλλωστε δεν έγινε μία συστηματική καταγραφή τους, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει και μία μελέτη σε βάθος. Ο χώρος της ενδυματολογίας στην περιοχή της Θράκης παρουσιάζει μία εντυπωσιακή ποικιλομορφία. Οι ενδυματολογικές ιδιαιτερότητες της κάθε ενδυμασίας, διαφοροποιούν και τονίζουν το χαρακτήρα της κοινωνικής ομάδας από την οποία προέρχεται. Η ενδυμασία ως ενδυματολογικό σύνολο, σε συνάρτηση με τη διακοσμητική αντίληψη των επί μέρους εξαρτημάτων της, που εκφράζεται μέσα από διαφορετικά υλικά, σχήματα και χρώματα, δίνουν την ιδιαίτερη αισθητική της κάθε ομάδας.

[60]


Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ Η ανδρική ενδυμασία παρουσιάζει ενότητα ως προς τη μορφή της σ’ όλο σχεδόν το Θρακικό χώρο. Η ενδυμασία αυτή της περιοχής της Θράκης, αποτελούσε ένδυμα κοινό, όπως κοινές ήταν άλλωστε οι συνθήκες και οι ασχολίες των ανθρώπων του τόπου. Έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις γυναικείες φορεσιές, όπου τα τολμηρά χρώματα, η διακόσμηση και τα πολλά εξαρτήματα μπερδεύουν την κυρίως γραμμή τους. Οι Θρακιώτες όλοι φορούν ποτούρια. Το ποτούρι είναι είδος ανοιχτού δηλαδή φαρδύ παντελονιού που φορέθηκε μόνο στη Θράκη και που ονοματολογικά χαρακτήριζε όλη τη Θρακιώτικη ανδρική ενδυμασία. ‘Ηταν φτιαγμένο από σαγιάκι, μάλλινο δίμιτο ύφασμα της νεροτριβής (είδος τσόχας), συνήθως καφέ χρώματος, για την καθημερινή ενδυμασία, μαύρου χρώματος για την επίσημη φορεσιά και ραβόταν από τους τερζήδες (ράφτες), που το γαϊτωναν με μαύρο γαϊτάνι στις άκρες. Το γαϊτωμα των ποτουριών ήταν ανάλογο με την περίσταση και την οικονομική κατάσταση του καθενός. Τα καλοκαιρινά ποτούρια ήταν από βαμβακερό γαλάζιο ύφασμα και ονομαζόταν «βρακιά». H ανδρική ενδυμασία της Θράκης αποτελείτο επίσης από το πουκάμισο το οποίο ήταν ή λευκό βαμβακερό κεντημένο στο λαιμό,την τραχηλιά και τα μανίκια ή σκουροζάλαζα ή καφετιά με λευκές ρίγες ή τετραγωνάκια για την δουλειά και είχαν συνήθως όρθιο γιακαδάκι και φαρδιά μανίκια. Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν αμάνικα γιλέκα που ήταν από σαγιάκι και άλλα ήταν ανοιχτά και άλλα κλειστά ανάλογα με την περιοχή. Υπήρχαν και πανωφόρια κοντά μανικωτά γιλέκα που ήταν και αυτά από σαγιάκι μαύρο ή σκουρογάλαζο ή καφετί και λεγόταν τζαμαντάνι. Κόκκινο ήταν μόνο το τζαμαντάνι του γαμπρού στην περιοχή της Μακράς Γέφυρας (Ζαλούφι). Τις κρύες όμως μέρες του χειμώνα φορούσαν τη γούνα, είδος παλτού σαγιακένιου, με γούνινη επένδυση εσωτερικά (προβιά). Το εξάρτημα αυτό χαρακτήριζε την οικονομική κατάσταση αυτού που το φορούσε. Οι πιο φτωχοί φορούσαν το «γιαμουρλούκι» (είδος μακριού

[61]


παλτού) από γκρι σαγιάκι με κουκούλα. Στα πόδια φορούσαν τσουράπι α πλεκτά. Για κάθε μέρα είχαν λευκά κομμάτια από σαγιάκι, με τα οποία τύλιγαν τις κνήμες, τα λεγόμεναμπλιάλια ή ποδοπάνια και τα γουρουνοτσάρου χα ή βοϊδοτσάρουχ α που τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι και δένανε με τα τσαρουχόσχοινα σταυρωτά. Τις γιορτές φορούσαν τα κουντο ύρια ή γεμενιά παπούτσια που αγόραζαν. Τα αγοραστά υποδήματα δίνονταν κυρίως σαν δώρα γάμου και φορέθηκαν με τις Θρακιώτικες φορεσιές από τα τέλη του 19ου αιώνα κυρίως. Η ανδρική ενδυμασία συμπληρωνόταν με το μακρύ μάλλινο δίμιτοζωνάρι, κροσσωτό στις δύο στενές πλευρές, σε χρώμα μαύρο με λευκές ρίγες στο υφάδι ή κόκκινο με λευκές ρίγες για τους νέους και βυσσινί για τους μεγαλύτερους ή όπως στο Μ.Ζαλούφι κόκκινο για τους νέους, βυσσινί για τους μεσήλικες και μαύρο για τους ηλικιωμένους. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ανδρικών ενδυμασιών της Θράκης είναι το κεφαλοκάλυμμα. Πρόκειται για ένα μαύρο ή σκουρογάλαζο ζωνάρι, μήκους περίπου 2 μέτρων, μάλλινο ή βαμβακερό, το οποίο τύλιγαν ολόγυρα στο κεφάλι, αφήνοντας να κρέμεται στην πλάτη η μία κροσσωτή άκρη. Το κάλυμμα αυτό λεγόταν σάλι ή σερβέτα και αντικαταστάθηκε από το καλπάκι, μαύρο βελούδινο ή αστρακάν καπέλο με δύο κουμπιά. Στο καλπάκι συνήθιζαν να σκαλώνουν ένα ρομβοειδές ή στρογγυλό χάντρινο κόσμημα.

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ Οι γυναικείες φορεσιές μοιάζει να έχουν φτιαχτεί για να εντυπωσιάσουν παρά για να αναδείξουν την ομορφιά του κορμιού. Αντίθετα λοιπόν με την ανδρική ενδυμασία η οποία παρουσιάζεται ως ένα ενιαίο, κοινό ένδυμα, η γυναικεία ενδυμασία της Θράκης παρουσιάζει μεγάλες διαφοροποιήσεις μέσα στο χώρο. Τα γυναικεία ρούχα αποτελούσαν ένα κώδικα

[62]


επικοινωνίας που δήλωναν την κοινωνική θέση ή την κοινωνική κατηγορία της γυναίκας. Το κάθε εξάρτημα, το χρώμα, η διακόσμηση, η μορφή του ενδύματος, όλα αποτελούσαν μηνύματα αναγνωριστικά που δήλωναν αδιάψευστα τη θέση της γυναίκας στην παραδοσιακή κοινωνία. Οι ελεύθερες είχαν ρούχα με ζωηρά χρώματα και πλούσια κεντίδια. Οι κορδέλες στολισμένες με πούλιες μόνο για τις ελεύθερες και τις νιόπαντρες, τα κόκκινα «σαλένια» ή «μπουχασένια» μόνο για τις νύφες, που θα τα φορούσαν 40 ημέρες μετά το γάμο. Ο κεφαλόδεσμος σεμνός για τις ηλικιωμένες, λουλουδιασμένες μαντίλες καισιργκούνια για τις ελεύθερες. Για τις νύφες λουλούδια και γκιρλάντες, καρφίτσες και τέλια πολλά. ‘Όλα την ημέρα του γάμου λαμπερά., πλούσια, καλορίζικα, σύμβολα και ευχές για τη νέα ζωή της γυναίκας και την εξασφάλιση της γονιμότητας. Πριν να παρουσιάσουμε κατά περιοχή τις γυναικείες φορεσιές της Θράκης, θα πρέπει να πούμε λίγα λόγια για την ζωή της Θρακιώτισσας. Γενικά η ζωή της γυναίκας στην Θράκη ήταν δύσκολη. Την ημέρα δούλευε στο χωράφι και το βράδυ εκτός από τις δουλειές του σπιτιού έγραφε στον αργαλειό με την κλωστή τη ζωή της στο πανί, έφτιαχνε ρούχα με κεντίδια που ήταν μόνο με απλά χρώματα, άλλα ρούχα με χρώματα της χαράς, κεντημένα με δένδρα και πουλιά που πέταγαν και τα έβαζε στο υφαντό της. Κλαδιά και ρόδια καρπερά, μεταξένια, όλα πάνω στον τσεβρέ που η ίδια θα χάριζε στο παλικάρι που οι γονείς της διάλεξαν γι΄ αυτήν. Ρούχα που θα φορούσε τις σημαδιακές στιγμές της ζωής της (γέννηση – γάμος – θάνατος). Και όταν η κούραση του καθημερινού μόχθου βάραινε τα βράδια που ύφαιναν ή ξεφλούδιζαν το καλαμπόκι, άρχιζαν τα τραγούδια, τα χωρατά, τα παραμύθια, για να μη πετρώσει η καρδιά και χαθεί η ελπίδα. Και όλη η ζωή τους αγάπες, καημοί, μεράκια, θάνατοι έβρισκε παρηγοριά στο τραγούδι.

ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΜΑΚΡΑΣ ΓΕΦΥΡΑΣ (Μέγα Ζαλούφι Αν.Θράκης) Σε πολύ κλειστές γεωργικές ομάδες που η κοινωνική οργάνωση οριοθετεί αυστηρά τους ρόλους των δύο φύλων, η γυναικεία ενδυμασία που διαμορφώνεται είναι αυστηρή ως προς γραμμή της και αδρή ως προς τα υλικά της κατασκευής της.

[63]


Αντιπροσωπευτικός τύπος η ενδυμασία του Ζαλουφιού (Μακράς Γέφυρας). Το Ζαλούφι (κεφαλοχώρι) βρισκόταν βορειανατολικά της Μακράς Γέφυρας (Οζούν Κιουπρού) και εκκλησιατικά υπαγόταν στην Μητρόπολη Διδυμοτείχου. Οι κάτοικοί της ασχολούνταν κυρίως με την αμπελουργία (το κρασί του Ζαλουφιού ήταν ονομαστό), την γεωργία και την κτηνοτροφία. Μετά τον ξεριζωμό οι πρόσφυγες αυτής της περιοχής εγκαταστάθηκαν σε χωριά κατά μήκος της δυτ. όχθης του ‘Εβρου (Δίκαια, Σάκκος, Χειμώνιο, Θούριο, Πύθιο κλπ), σε χωριά του Νομού Σερρών (Κοίμηση, Παραλίμνιο, Θολό, Νεοχώρι, Νέα Πέτρα) και στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης.

Η Γυναικεία φορεσιά του Ζαλουφιού φορέθηκε σε μεγάλο αριθμό χωριών της περιοχής με μικρές παραλλαγές όπως στη Θυρέα, Πύθιο, Πραγγί, Πετράδες (Δυτ.Θράκη) και στα χωριά Ανατ.Θράκης Μικρό Ζαλούφι, Ψαθάδες, Τσαλί Κούρτ κλπ. Η μεγάλη διάδοση της φορεσιάς σε χωριά της ευρείας περιοχής που είχαν ως διοικητικό κέντρο την Μακρά Γέφυρα, δικαιολογεί και την ονομασία της ως φορεσιά Μ.Γέφυρας, αν και δεν φορέθηκε σ’αυτή την πόλη. Τα υλικά για την κατασκευή της ενδυμασίας αυτής είναι όλα δικής τους παραγωγής. Μόνες τους σι γυναίκες ύφαιναν, έκαναν το σαγιάκι και έβαφαν σε χρώματα μαύρο, καφέ σκούρο (λιζαρένιο) ή κόκκινο.

Η φορεσιά αποτελούνταν από: 1. Το μακρύ πουκάμισο (το χιμίς) από λευκασμένο χοντρό βαμβακερό ύφασμα, με «γραμμένα» (υφαντά κεντήματα) στον ποδόγυρο και κεντήματα στα μανίκια (σταυροβελονιά) 2. Το σχετικά στενό αμάνικο μονοκόματο σαγιακένιο φουστάνι σε χρώματα μαύρο, καφέ, βυσσινί, που κεντιόταν με λευκό ελαφρά κλωσμένο βαμβάκι και χρωματιστά μαλλιά, στον ποδόγυρο και ελάχιστα στην τραχηλιά. Μοτίβα, σχηματισμένα δένδρα, κούκλες, σαλιαγκούδια (σαλιγκάρια) που συνήθως το κέντημα λεγόταν σαλιαγκό. Το φουστάνι στο Ζαλούφι

[64]


ήταν πάντα μαύρο ή σκούρο βυσσινί. Το ολοκόκκινο φοριόταν όταν η κοπέλα έφτανε σε ηλικία γάμου (15-16 ετών). Το νυφικό ήταν πάντα μαύρο κεντημένο με βαμβακερές κλωστές. 3. Το μάλλινο δίμιτο φαρδύ ζωνάρι, μαύρο με λεπτές ρίγες στο υφάδι. Οι Ζαλουφιώτισσες σπάνια φορούσαν μεταλλικό ζωνάρι που συνήθιζαν σε άλλα χωριά της περιοχής και αυτό μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Στα υπόλοιπα χωριά φορούσαν το ζωνάρι και τις γιορτές τοασημοζούναρο ή μπακιροζούναρο (σημάδι του αρραβώνα). 4. Οι ποδιές που λεγόταν «ποδέ» διαφέρουν από χωριό σε χωριό. Στο Ζαλούφι οι ποδιές είναι κατηφένιες (βελούδινες) με στεφανάκια από λουλούδια κεντημένα. Στους Ψαθάδες οι ποδιές ήταν μάλλινες σαγιακένιες με έντονα χρώματα και πολλές πούλιες. Οι γυναίκες στους Πετράδες και το Πραγγί κεντούν στις ποδιές τους σταυρούς, παιδάκια, σαλιγκάρια και άλλα αρχέγονα σύμβολα, και μ’ αυτό πιστεύουν πως θα ξορκίσουν το κακό το πνεύμα και θα αποκτήσουν αυτό που ποθούν. 5. Το Τερλίκ ή Μοχαέρι. Το πιο εντυπωσιακό κομμάτι της ενδυμασίας αυτής είναι το τερλίκ ή μοχαέρι, μακρύ πανωφόρι από μάλλινο δίμιτο με μανίκια μακριά που ανασκουμπώνονται στον αγκώνα, για να φανεί το κέντημα καμωμένο σε πρόσθετο βαμβακερό ύφασμα. Το τερλίκ έχει πλούσιο κέντημα με λευκό βαμβάκι και χρωματιστά μαλλιά στα δύο μπροστινά φύλλα, ολόγυρα στον ποδόγυρο, στην πλάτη και σε όλες τις ραφές. Πάνω στο τερλίκ κεντούν «ανάρια-ανάρια» (αραιά) διάφορα σχήματα. Ο ανάγλυφος όγκος των αφηρημένων σχημάτων κάνει τον επενδυτή εντυπωσιακό και μοναδικό. Η γυναίκα αρχίζει να το κεντά μόλις με την αρχή της εφηβείας της και θα κεντήσει 3 κομμάτια.

Το «μικρό μοχαέρι» που θα το φορέσει την ημέρα του γάμου, το «μεγάλο μοχαέρι» που θα το φορέσει τις μεγάλες μέρες (γιορτές) των Χριστουγέννων, τις Αποκριές, Πάσχα και τη «σιγκούνα» που θα τη φορέσει μετά τα 45 της χρόνια και μ’ αυτή θα την θάψουν, για να κλείσει έτσι τον κύκλο της ζωής της. Πιο απλά και νεώτερα είναι διάφορα αμάνικα συνήθως

[65]


τσιπούνια, σκούρου χρώματος που ήταν πιο ελαφρά διακοσμημένα (κεντημένα). Τα μόνα υλικά που αγοράζει η γυναίκα για την κατασκευή της ενδυμασίας αυτής είναι όσα χρειάζονται για τον κεφαλόδεσμο (χάντρες, φλουριά, πούλιες, μαντίλες). Τα προμηθευόταν κυρίως οι άνδρες από την τοπική αγορά ή τα μεγάλα παζάρια των γειτονικών χωριών, αφού οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να πηγαίνουν στις αγορές. Στο κεφάλι φορούσαν ένα κόκκινο σκουφάκι με υποσαγώνιο το μαγγούρι, που σκεπαζόταν όλο από το καφέ ή σκούρο βυσσινί μαντίλι, το τσεμπέρι Κάτω από την μαντίλα στερέωναν (στο μαγγούρι) σειρές φλουριά και σταυρούς που κρέμονταν στο μέτωπο. Στα πόδια οι νύφες φορούσαν τα λευκά σαγιακένια καλτούνε, στολισμένα με χρωματιστά γαϊτάνια από τον τερζή (ράφτη). Καθημερινά φορούσαν γουργουνουτσάρουχα όπως και οι άνδρες, και τις Κυριακές και τις γιορτές κουντούρες (κλειστά δερμάτινα παπούτσια).

ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΠΕΡΙΧΗΣ ΚΑΒΑΚΛΙ (Β.ΘΡΑΚΗ) Το Καβακλί 90 χιλιόμετρα από την Φιλιππούπολης, άλλοτε κέντρο ελληνισμού, αριθμούσε 10.000 κόσμο πριν τον ξεριζωμό των κατοίκων του. Υπήρξε κέντρο οικονομικό αλλά και πνευματικό με άλλα έντεκα χωριά της περιφέρειάς του, τα οποία και επηρέαζε πολιτιστικά. Οι τελευταίοι πρόσφυγες του Καβακλί και της περιφέρειάς του έφθασαν στην Ελλάδα το 1914 και εγκαταστάθηκαν στα χωριά Κουφάλια, Αίγειρο, Ξυλαγανή, Δίκαια, Φέρρες κλπ. Τα ιερά κειμήλια που έφεραν μαζί τους από τις προγονικές τους εστίες μαρτυρούν την οικονομική τους ευημερία και τα κοσμήματα και οι φορεσιές τους την αρχοντιά των ανθρώπων της περιοχής. Η γυναικεία ενδυμασία του Καβακλί χαρακτηρίζεται από κομψότητα και σύνθετο διακοσμητικό πλούτο. Παραδοσιακά σύμβολα, όνειρα, ελπίδες, όλα κεντημένα με μεταξωτές κλωστές. Χρωματιστές εναλλαγές, υποδηλώνουν ένα μάλλον αστικό χώρο μέσα στον οποίο διαμορφώθηκε η ιδιαιτερότητα των γυναικών του. Η «τσούκνα» τόσο ως ονομασία όσο και ως υλικό, αποτελούσε το χαρακτηριστικό εξάρτημα της ενδυμασίας. Η «τσούκνα» ή «φ’στάνι», είναι πλισιδωτή με

[66]


κέντημα στον κόρφο και τον ποδόγυρο. Η τσούκνα των ηλικιωμένων γυναικών έχει κεντητά τα διάφορα τμήματα του ποδόγυρου σε αντίθεση με την τσούκνα της νέας κοπέλας, που η διακόσμησή της αποτελείται από επίραπτη μεταξωτή ταινία με χρυσές τρέσες. Πολλές φορές οι νέες γυναίκες πρόσθεταν στον ποδόγυρο τις «μπέλκες», μακρόστενα κομμάτια μεταξωτού υφάσματος σε διάφορα χρώματα.. Στον κόρφο της τσούκνας οι ελεύθερες κεντούσαν αντικριστά παγώνια, πέρδικες, σύμβολα γονιμότητας και οι μεγάλες γυναίκες γεωμετρικά σχήματα, φυλακτά για το καλό τέλος της ζωής τους. Το πουκάμισο στην ενδυμασία του Καβακλί είναι «λουλακιασμένο»(περασμένο με λουλάκι), βαμβακερό, με μανίκια σε σκουρότερη μπλε απόχρωση και κεντημένο στον ποδόγυρο και τα μανίκια με μεταξωτές κλωστές. Το ριγωτό πολύχρωμο ζωνάρι υφαινόταν και διπλωνόταν λοξά, ώστε να γίνει διπλό. Πάνω από το ζωνάρι δενόταν η στενόμακρη υφαντή «πιτσίρκα» (ποδιά) που είναι από τα καλύτερα δείγματα υφαντικής τέχνης στην Ελλάδα. Για τις νέες οι ποδιές ήταν συνήθως κόκκινες με κατακόρυφα στο κέντρο διακοσμητικά μοτίβα κεντητά. Διάφορα μαύρα πανωφόρια κοντά, όπως το τσιουπούν ή μακριά (γούνα), κάλυπταν το σώμα ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Στα πόδια φορούσαν μαύρες ή λευκές πλεκτές κάλτσες, μεκουντούρες (παπούτσια) για τις γιορτές και γουρουνουτσάρουχα για κάθε μέρα. Στο κεφάλι φορούν την μαντίλα και στο μέτωπο στερεώνουν ένα κόσμημα με 5-15 φλουριά την «μπάπκα».

ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΤΑΞΑΔΩΝ (ΔΥΤΙΚΗ ΘΡΑΚΗ) Το χωριό Μεταξάδες βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα του Ν.Έβρου. Ενδυματολογικά με το ίδιο όνομα χαρακτηρίζονται τα χωριά της ευρύτερης περιοχής των Μεταξάδων (Αλεποχώρι, Παλιούρι, Χανδράς, Μικρή και Μεγάλη Δόγα, Ελληνοχώρι, Χιονάδες).

[67]


Οι κάτοικοι των χωριών αυτών, ριζωμένοι σ’ έναν τόπο άγονο, χωρίς μεγάλο κάμπο, πέρα από τις μικρές γεωργικές καλλιέργειες, ασχολήθηκαν με διάφορες άλλες τέχνες και έγιναν μπογιατζήδες (βαφείς), τερζήδες (ράφτες), τσουκαλάδες (αγγειοπλάστες), χτιστάδες (χτίστες). Το κεφαλοχώρι Μεταξάδες, γνωστό και ως Τοκμάκι από το σφυρί που σκάλιζαν την πέτρα, έβγαζε τους πιο ονομαστούς χτιστάδες. Στο χωριό λειτουργούσαν αλευρόμυλοι, γιαχανάδες (μύλοι για τα σουσάμια),επίσης τερζήδικα (ραφεία) και λανάρες για το ξάσιμο των μαλλιών. Οι τσουκαλάδες του, γνωστοί στον ευρύτερο χώρο, πουλούσαν τα εμπορεύματά τους σ’ όλη τη Θράκη. Η παραγωγή, το εμπόριο και η επικοινωνία που είχαν οι κάτοικοι των Μεταξάδων με τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο επηρέασε και ενδυματολογικά τους κατοίκους των γύρω χωριών με αποτέλεσμα ο τόπος της ενδυμασίας των μεταξάδων να επηρεάσει την περιοχή.

Γενικά αναγνωριστικά στοιχεία της γυναικείας ενδυμασίας των Μεταξάδων είναι το μαύρο φόρεμα με τα πορτοκαλιά γαϊτάνια στον κόρφο και δύο ανοίγματα στο στήθος τις «κουρφλήθρες» που διευκόλυναν την γυναίκα κατά τον θηλασμό. Χαρακτηριστικό της γυναικείας ενδυμασίας των Μεταξάδων είναι επίσης τα λεπτά βαμβακερά ή μεταξωτά υφάσματα που χρησιμοποιούν στην κατασκευή των φουστανιών. Τα κορίτσια στην περιοχή των Μεταξάδων άρχιζαν να υφαίνουν τις φορεσιές τους μόλις αρραβωνιαζόταν. ‘Εμεναν αρραβωνιασμένα 4 έως 9 χρόνια. Οι γονείς του γαμπρού εκτός από το «τράχωμα» (χρήματα) που έδιναν στη νύφη, έδιναν και το «φιλεμέ» (βαμβακερή κλωστή) καθώς και μαλλί για την προίκα του κοριτσιού. Για την προίκα

[68]


τους οι κοπέλες έφτιαχναν 25 πουκάμισα, 15 φουστάκια, 10 ζευγάρια κάλτσες, μέτσια (υφασμάτινα παπούτσια) και έδιναν παραγγελία τη γούνα τους, που θα φορούσαν την ημέρα του γάμους τους, στον τερζή (ράφτη). Όλα τα υλικά για την κατασκευή της φορεσιάς τους ήταν δική τους παραγωγής.Εκτός από το φόρεμα η ενδυμασία των Μεταξάδων αποτελείται από: -το πουκάμισο, βαμβακερό λευκό το καθημερινό, βαμβακομέταξο το καλό (επίσημο). Τα καλά πουκάμισα ονομάζονταν «κιναρωτά» (ήταν υφαντά μεταξωτά, με ρίγες από μάλλινες ή βαμβακερές κλωστές και είχαν στο τελείωμά τους δαντέλα και πούλιες). -το γιλέκο, από σαγιάκι κεντημένο με πούλιες και πολύχρωμες βαμβακερές και μεταξωτές κλωστές. Στα πόδια οι γυναίκες φορούσαν τις κάλτσες, άσπρες μάλλινες με χρωματιστά λουλούδια για το χειμώνα. Παπούτσια είχαν τα μέστια, υφασμάτινα παπουτσάκια με γαϊτάνια σε μαύρο ή πορτοκαλί χρώμα. Οι ποδιές που φορούσαν ήταν υφαντές μάλλινες με διάφορα σχέδια στον αργαλειό. Τις ονόμαζαν «ζαπράτσες». Η λεχώνα φορούσε τη «χραδένια» ποδιά που ήταν υφαντή βαμβακερή. Ο τύπος της μεταξωτής ποδιάς σε έντονα χρώματα με δαντέλες και πούλιες είναι ο νεώτερος τύπος που επικράτησε.

Ο κεφαλόδεσμος είναι περίτεχνος με «μπαρμπούλες» (μαντίλι σταμπωτό) σε κίτρινο χρώμα για τις νέες και σε σκούρα χρώματα για τις ηλικιωμένες. Τα μαλλιά φτιαγμένα σε κοτσίδες ριγμένες στην πλάτη, κατέληγαν σε φούντες με χάντρες στερεωμένες με κλωστές. Οι ελεύθερες και οι νιόπανδρες στερέωναν πίσω πέντε κορδέλες χρωματιστές, στολισμένες επίσης με πούλιες. Οι νέες κάτω από την κίτρινη «μπαρμούλα» φορούσαν και τον τσεβρέ ο οποίος είναι τετράγωνος κεντημένος στις γωνίες. Τον σκάλωναν με «σιργκούτσια» (λουλούδια) στο πλάι. Ζωνάρι δεν φορούσαν με την καθημερινή

[69]


ενδυμασία τους, παρά μόνο με την επίσημη. Τότε φορούσαν το σημοζούναρο, δώρο του γαμπρού, αγορασμένο από τους κουγιουμτζήδες (χρυσοχόους) του Διδυμοτείχου, δουλεμένο με σμάλτο. Πολλά στολίδια έκαναν και οι ίδιες όπως το φαρδύ χάντρινο περιλαίμιο, τογκερντάν.

ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΡΗΔΩΝ (ΚΑΡΩΤΗΣ) – ΔΥΤ.ΘΡΑΚΗΣ Μάρηδες είναι οι ντόπιοι κάτοικοι 13 χωριών του νομού Έβρου μεταξύ Διδυμοτείχου και Ορεστειάδος όπως Καρωτή, το Κουφόβουνο, Ασπρονέρι, Βρυσικά, Στέρνα, Αμπελλ’αλια, Χιονάδες, Ποιμενικό, Ασβεστάδες. Η γυναικεία ενδυμασία των Μάρηδων αποτελείται από: -Το λευκό βαμβακερό πουκάμισο με ποδόγυρο και τραχηλιά γραμμένους στον αργαλειό. Βαμβακερά αλλά σε κόκκινο χρώμα ήταν και τα πουκάμισα τα νυφικά που κεντιόταν στον ποδόγυρο. -Χαρακτηριστικό εξάρτημα της γυναικείας φορεσιάς των μάρηδων είναι η τσούκνα και το φ’στάνι(φόρεμα). Η τσούκνα ήταν μαύρη μάλλινη και το φ’στάνι βαμβακερό σε σκούρο γαλάζιο ή πράσσινο χρώμα. Τα φ’στάνια ήταν «γιαλωμένα» (γιαλισμένα) από τον μπογιατζή. H τσούκνα είναι αμάνικο φόρεμα από λεπτό μάλλινο σκούρο ύφασμα. ‘Εχει κέντημα στην πλάτη την τραχηλιά, στις κουρφολήθρες καθώς και στον ποδόγυρο. Το φ’στάνι είναι βαμβακερό αμάνικο φόρεμα πράσινο ή γαλάζιο που το διακοσμούσαν στον κόρφο και την πλάτη με επίραπτες κορδέλες χρυσές ή κίτρινες. Το φ’στάνι και η τσούκνα είχαν το ίδιο κόψιμο. Πρόσθεταν δε στο πλάϊ κάτω από τις μασχάλες κομμάτια από ζωηρόχρωμα αγοραστά υφάσματα τα «μπασκαλίδια». -Πάνω από την τσούκνα φορούσαν το «καπούδι» (γιλέκο) από μαύρο σαγιάκι ή την «γούνα» από άσπρη προβιά διακοσμημένη με μαύρο ύφασμα στα τελειώματα.

[70]


-Η ποδιά στην περιοχή των Μάρηδων είναι υφαντή και ονομαζόταν «μισαλούδα». Εκτός από τις υφαντές ποδιές αργότερα άρχισαν να φορούν και ποδιές από αγοραστά υφάσματα στολισμένες με δαντέλες και πούλιες και κορδέλες σε ζωηρά χρώματα. -Τις γιορτές φορούσαν στα πόδια λευκές ή σκούρες μονόχρωμες κάλτσες με διάφορα σχέδια,γεμενιά (κλειστή παντόφλα) ή κοντούρια ( παπούτσια με τακούνια). Συνήθιζαν πολλές φορές να φτιάχνουν και να φορούν και μέστια (υφασμάτινα παπουτσάκια κεντημένα με πολύχρωμες κλωστές και πούλιες). -Στο κεφάλι οι νέες γυναίκες φορούσαν λεπτό «τσεμπέρι» και κίτρινη με λουλούδια μαντίλα την «μπαρμπούλα». Πάνω από την κίτρινη μαντίλα «τζιβιρντούσαν» (σκάλωναν) μία δεύτερη άσπρη υφαντή μαντίλα με υφαντό διάκοσμο στη μία μόνο πλευρά διπλωμένη κατάλληλα.

ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΚΕΣΣΑΝΗΣ (ΑΝΑΤ.ΘΡΑΚΗΣ) Η Κεσσάνη ήταν μία από τις σημαντικότερες κωμοπόλεις της Ανατ. Θράκης. Η κυριότερη ασχολία των ελλήνων κατοίκων της Κεσσάνης ήταν το εμπόριο, η γεωργία και η κτηνοτροφία. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών οι κάτοικοί της ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Δυτ.Θράκη και Μακεδονία. Η γιορτινή φορεσιά της Κεσσάνης έχει κύρια χαρακτηριστικά την αντίθεση του μαύρου και του άσπρου, τους έντονους αλλά αρμονικά συνδιασμένους χρωματισμούς των κεντημάτων και τα εντυπωσιακά λεπτοδουλεμένα κοσμήματα.

Αποτελείται από το άσπρο υφαντό βαμβακερό πουκάμισο, με πολύχρωμο μάλλινο κέντημα στον ποδόγυρο και την τραχηλιά. -το μαύρο αμάνικο φουστάνι ή τσούκ να στολισμένο στην τραχηλιά και τον ποδόγυρο με πολύχρωμα μεταξένια γαϊτάνια. Η διακόσμηση δηλ. της τετράγωνης τραχηλιάς

[71]


και του ποδόγυρου γινόταν με πολύχρωμα σιρίτια στον ποδόγυρο, στα μανίκια και κυκλικά στο στήθος. -Τον χειμώνα πάνω από την τσούκνα φορούσαν την μανικωτή σιγκούνα από ίδιο ύφασμα και ίσια στολισμένη όπως η τσούκνα. -Η ποδιά ή ήταν μαύρη από σαγιάκι στολισμένη με διάφορα σιρίτια ή γαϊτάνια ή ήταν σε κόκκινο χρώμα από δίμιτο ύφασμα. Οι κοπέλες έπλεκαν τα μαλλιά τους κοτσίδες, φορούσαν στο κεφάλι ένα κόκκινο φεσάκι όπου στερέωναν σειρές με φλουριά περασμένες σε αλυσίδες και από πάνω έβαζαν τη μαντίλα έτσι ώστε να φαίνονται τα φλουριά.

ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥΦΛΙΟΥ ΕΒΡΟΥ Το Σουφλί ήταν ονομαστό για την καλλιέργεια του μεταξοσκώληκος και υπήρξε ένα εμπορικό κέντρο στην περιοχή του ‘Εβρου. Η γυναικεία λοιπόν φορεσιά που φορέθηκε στο Σουφλί επηρέασε σημαντικά όλες τις φορεσιές της περιοχής του ‘Εβρου. Χαρακτηριστικό της ενδυμασίας του Σουφλίου είναι το καφτάνι. Είναι ένα φόρεμα μακρύ, με μανίκια, και είναι ανοιχτό με ένα τριγωνικό άνοιγμα στο στήθος. Το μπούστο είναι εφαρμοστό και μετά από την μέση φαρδαίνει και σχηματίζει πιέτες. Τα γιορτινά καφτάνια ήταν από μεταξωτά υφάσματα ενώ για κάθε μέρα τα καφτάνια ήταν βαμβακερά υφαντά στον αργαλειό.

Το πουκάμισο που φορούσαν κάτω από το καφτάνι ήταν και αυτό βαμβακερό λευκό το καθημερινό και μεταξωτό το γιορτινό. Κάτω από το καφτάνι συνήθιζαν να φορούν μεσοφόρι για να τονίζεται περισσότερο η μέση και να φουσκώνει το καφτάνι από την μέση και κάτω. Στη μέση φορούσαν την ποδιά. Η γιορτινή και νυφική ποδιά ήταν «γραμμένη» στον αργαλειό με πολύπλοκα σχέδια. Συνήθιζαν όμως τα νεότερα χρόνια να φορούν και κατιφένιες ποδιές που τελικά και επικράτησαν. Στη μέση στερέωναν την μαλαμοκαπνισμένη ζώνη με την υπέροχη πόρπηπου απεικόνιζε στο

[72]


κέντρο ως επί το πλείστον τον δικέφαλο αετό, δουλεμένη με σμάλτο και στολισμένη με πολύχρωμες πέτρες. Οι ζώνες αυτές ήταν δώρο του αρραβωνιαστικού ή του γαμπρού. Υπήρχαν φυσικά και απλούστερες ζώνες με απλές πόρπες. Στο κεφάλι φορούσαν μεταξωτό μαντίλι με λουλούδια, που για τις νέες ήταν σε έντονα χρώματα που τα έδεναν με τέτοιο τρόπο ώστε τα κρόσσια από τη μαντίλα να κρέμονται στον τράχηλο και στη πλάτη. Συμπλήρωναν δε κάτω από την μαντίλα και αλυσίδες με φλουριά για να φαίνονται από το μέτωπο. Στον λαιμό κρεμούσαν τα γκερντάνια με τα φλουριά και στο στήθος τις ντούμπλες με φλουριά. Ο αριθμός των φλουριών φυσικά σε κάθε φορεσιά ήταν ανάλογος με την οικονομική κατάσταση της κάθε γυναίκας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

http://www.sfbyzantini-aigio.gr

http://users.sch.gr

http://www.stixoi.info

http://gym-sourp.mag.sch.gr

http://el.wikipedia.org

[73]


Ομάδα Δ:

Κρήτη Μέλη: Γεωργαλάκης Πάρης, Κραβαρίτη Ιωάννα, Λέκκα Ιωάννα, Μπούτας Σπύρος

Λίγα λόγια: Η Κρήτη είναι το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και το 5ο μεγαλύτερο στη Μεσόγειο. Πρωτεύουσα καθώς και μεγαλύτερη πόλη της είναι το Ηράκλειο. Η Κρήτη εδράζει περίπου 160 χλμ νότια της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας εκτεινόμενη κατά διεύθυνση Ανατολή - Δύση, νότια του Αιγαίου πελάγους, του οποίου και αποτελεί το νότιο φυσικό όριο και βόρεια του Λιβυκού . Αποτελεί τμήμα της περιφερειακής διοίκησης της Ελλάδας και χωρίζεται σε τέσσερις περιφερειακές ενότητες: Ηρακλείου, Χανίων , Λασιθίου και Ρεθύμνης . Στην Κρήτη άκμασε, περίπου από το 3000 π.Χ.-1.400 π.Χ., ένας από τους πρώτους πολιτισμούς της Ευρώπης, ο Μινωικός.

Γεωγραφία

[74]


Η Κρήτη είναι το μεγαλύτερο νησί στην Ελλάδα και το δεύτερο μεγαλύτερο (μετά τηνΚύπρο) της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του Αιγαίου πελάγους και καλύπτει μια περιοχή 8.336 km². Ο πληθυσμός της είναι 622.913 άνθρωποι (απογραφή 2011). Έχει μήκος 260 χλμ και ποικίλλει στο πλάτος με ένα μέγιστο 60 χλμ (από το ακρωτήριο Δίον έως το ακρωτήριο Λίθινο), σε ένα ελάχιστο 12 χλμ στον ισθμό Ιεράπετρας στην ανατολική Κρήτη. Η ακτογραμμή της παρουσιάζει βαθύ γεωγραφικό διαμελισμό, ο οποίος παρουσιάζει στην Κρήτη πάνω από 1.000 χλμ ακτών. Το νησί είναι εξαιρετικά ορεινό και καθορίζεται από μια υψηλή σειρά βουνών που το διασχίζει την από τη δύση ως την ανατολή, διαμορφωμένη από τρεις διαφορετικές ομάδες βουνών. Αυτές είναι:   

τα Λευκά Όρη (2.452 μ). η οροσειρά Ίδη (Ψηλορείτης (35.18° Β 24.82° Α 2.456 μ). το όρος Δίκτη (2.148 μ).

Σ' αυτά τα βουνά οφείλεται η ύπαρξη στο νησί εύφορων οροπεδίων ο Ομαλός, η Νίδα και το οροπέδιο Λασιθίου, σπηλαίων όπως τοΔικταίο και το Ιδαίο άντρο και φαράγγια όπως το διάσημο φαράγγι της Σαμαριάς, το φαράγγι Ίμπρου, το Κουρταλιώτικο φαράγγι, το Φαράγγι των Νεκρών στην Κάτω Ζάκρο Λασιθίου κ.α.

Πολιτισμός Στη Κρήτη ομιλείται η Κρητική διάλεκτος η οποία θεωρείται η μακροβιότερη ελληνική διάλεκτος. Υπάρχει μεγάλη παράδοση στη μαντινάδα που είναι ένα δεκαπεντασύλλαβο ποίημα με ομοιοκαταληξία. Η Κρήτη επίσης είναι γνωστή για τη παραδοσιακή μουσική της, χαρακτηριστικά όργανα της οποίας είναι πρωτίστως η κρητική λύρα και το λαούτο και δευτερευόντως το βιολί, το μαντολίνο και η ασκομαντούρα. Μερικοί από τους γνωστότερους Κρητικούς μουσικούς είναι ο Νίκος Ξυλούρης, ο Θανάσης Σκορδαλός, οΚώστας Μουντάκης και ο Ψαραντώνης. Μεγάλη παράδοση υπάρχει και στο χορό με αρκετά διαφορετικά είδη τα οποία θεωρούνται συνέχεια αρχαίων χορών όπως ο πυρρίχιος. Από τους πιο γνωστούς χορούς σήμερα είναι ο σιγανός, ο πεντοζάλης, ο χανιώτης, η σούστα και ο μαλεβιζιώτικος. O Ψαραντώνης σε φεστιβάλ στη Μεγάλη Βρετανία

[75]


Χαρακτηριστική επίσης είναι και η Κρητική φορεσιά, που συνήθως φοριέται από τα παραδοσιακά χορευτικά συγκροτήματα. Στη λογοτεχνία Κρητικοί συγγραφείς έχουν προσφέρει πολλά με γνωστότερους τον Βιτσέντζο Κορνάρο που έγραψε τον Ερωτόκριτο τον 17ο αιώνα, τον Νίκο Καζαντζάκη τον 20ο αιώνα, ο οποίος προτάθηκε 3 φορές για Νόμπελ λογοτεχνίας, και το βραβευμένο με Νόμπελ Οδυσσέα Ελύτη. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης στη Κρήτη αναπτύχθηκε η Κρητική σχολή ζωγραφικής που επηρέασε το Δομήνικο Θεοτοκόπουλο (γνωστός και σαν Ελ Γκρέκο). Το νησί είναι ακόμα γνωστό για αρκετά παραδοσιακά έθιμα όπως ο Κρητικός γάμος.

Πόλεις–Χωριά Οι κυριότερες πόλεις της Κρήτης είναι:             

Ηράκλειο Χανιά Ρέθυμνο Ιεράπετρα Άγιος Νικόλαος Σητεία Σούδα Νεάπολη Κίσσαμος Άγιοι Δέκα Μοίρες Τυμπάκι Χερσόνησος

[76]


Ηράκλειο Κρήτης

ΟΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ:

Οι χοροί της Κρήτης εκφράζουν τον πλούσιο εσωτερικό κόσμο του λαού της . Με το χορό και το τραγούδι ο Κρητικός εκδηλώνει τα συναισθήματά του, τον ενθουσιασμό, την απογοήτευση, την αγάπη και τον έρωτα . Εντούτοις, παρ’ όλο που το χορευτικό ρεπερτόριο των Κρητών είναι πλούσιο, χοροί όπως ο απανωμερίτης, το μικρό μικράκι, ο αγκαλιαστός, ο ζερβόδεξος, ο πριμνιανός, ο τριζάλης, ο κουτσαμπαδιανός, κ.α. έχουν παραμεριστεί λόγω της εξέλιξης. Διατηρούνται όμως και χορεύονται οι παρακάτω χοροί. Σούστα, συρτός, πεντοζάλι, σιγανός και καστρινός ή μαλεβιζιώτης ή πηδηχτός. Παρ’ όλο που όλοι οι κρητικοί χοροί χορεύονται σ’ ολόκληρο το νησί και έχουν τις ρίζες τους στις αρχαίες μινωικές τελετές κάθε χορός έχει και κάτι ξεχω-ριστό. Υπάρχει δε μια άγραφη παράδοση που τους κατατάσσει κατά επαρχίες. Έτσι ο συρτός θεωρείται χορός της Δ. Κρήτης (Ν.Χανίων), η σούστα της Κεντρικής και Δυτικής (Ν. Ρεθύμνου, Ν Ηρακλείου, ο μαλεβιζιώτης της Κεντρικής (Ν.Ηρακλείου) και το πεντοζάλι της Ανατολικής Κρήτης(Ν. Λασιθίου).

[77]


1. Σιγανός

Λέγεται και Χορός του Θησέα ή Χορός της Νύφης. Πιστεύεται ότι αποτελεί αναπαράσταση της πορείας του Θησέα μέσα στο Λαβύρινθο. Οι χορευτές είναι σφιχταγκαλιασμένοι και βαδίζουν με μικρά σιγανά βήματα, με τον πρωτοχορευτή να φαίνεται ότι σέρνει την ανθρώπινη αυτή αλυσίδα προσπαθώντας να την οδηγήσει έξω από το Λαβύρινθο στη σωτηρία. Σιγά σιγά μετατρέπεται σε γρήγορο πεντοζάλι ίσως για να μας δείξει τη χαρά τους για τη σωτηρία τους χωρίς αυτό να έχει διευκρινιστεί. Χορός της Νύφης γιατί χορεύεται στους γάμους με το γαμπρό μπροστά και τη νύφη δίπλα του. Σήμερα όμως ως Χορός της Νύφης θεωρείται περισσότερο ο Συρτός. Ο Σιγανός χορευόταν παλιά με τα χέρια σταυρωτά. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας είχε γίνει ο χορός της φιλίας, της ενότητας , της ανθρώπινης αλυσίδας που θα τους οδηγούσε στην ελευθερία. Κατά την παράδοση την εποχή της Τουρκοκρατίας οι αγάδες καλούσαν σε γλέντια τους χριστιανούς και έβαζαν τις γυναίκες να χορεύουν στους οντάδες. Έριχναν όμως στο πάτωμα ρόβι με αποτέλεσμα οι γυναίκες να γλιστρούν και να πέφτουν και έτσι να τις κοροϊδεύουν και να τις «κάνουν χάζι» όπως έλεγαν τότε. Οι άντρες τότε έλεγαν στους οργανοπαίχτες που στην πλειοψηφία τους ήταν χριστιανοί να παίζουν το «Σιγανό» χωρίς να ξέρουμε αν προϋπήρχε ή δημιουργήθηκε τότε για το σκοπό αυτό. Οι γυναίκες πιάνονταν τότε με τα χέρια χιαστί και χόρευαν αργά έτσι ώστε να μην πέσουν. Άλλη εκδοχή θέλει τους Τούρκους στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη να έχουν απαγορέψει στους Κρητικούς να χορεύουν επαναστατικούς χορούς. Έτσι οι Κρητικοί εφεύραν το Σιγανό που μοιάζει πολύ στα βήματα με το Πεντοζάλι για να μην ξεχάσουν το σπουδαίο αυτό χορό. Στη σημερινή του μορφή οι χορευτές πιάνονται πλέον από τους ώμους. Ο Σιγανός αποτελεί την εισαγωγή στο Πεντοζάλι. Υπάρχουν πλήθος μελωδίες οι γνωστές μας «κοντυλιές» που αποδίδουν το χορό οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονται από το Λασίθι και τις ανατολικές επαρχίες του Ηρακλείου γι’αυτό και ο Σιγανός θεωρείται χορός της ανατολικής Κρήτης και ειδικότερα του νομού Λασιθίου.

2. Συρτός

[78]


Είναι ίσως ο πιο δημοφιλής χορός σήμερα στην Κρήτη. Λέγεται και σερτός, χανιώτικος ή χανιώτης καθώς η διάδοση και η γέννησή του (όπως θα δούμε παρακάτω) με τη μορφή που τον συναντάμε σήμερα έγινε στο νομό Χανίων και ειδικότερα στην επαρχία Κισσάμου γι’αυτό θα τον ακούσομε και κισσαμίτικο. Αποκαλείται επίσης και « χορός της αγάπης» . Σερτός ή συρτός ονομάζεται γιατί τα πόδια του χορευτή σέρνονται στο έδαφος χωρίς να χάσουν την επαφή τους με τη γη την οποία οι Κρήτες λάτρεψαν ως θεά. Ο συρτός ως χορός με μορφή που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πρέπει να υπάρχει εκατοντάδες χρόνια τώρα στην Κρήτη. Σαν μελωδία προϋπήρχε ήδη από τα Βυζαντινά χρό-νια. Κατά την άλωση της Κων/λης Κρητικοί πολεμιστές με αρχηγό το Σφακιανό Μανούσο Καλλικράτη πήγαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Βυζαντινών. Εκεί κατά την ανάπαυλα των μαχών έβγαλαν κάποιες μελωδίες βυζαντινούκρητικού μίγματος που τις τραγουδούσαν στις μάχες και πήραν την ονομασία Πρώτος Χανιώτικος και Δεύτερος Χανιώτικος ή Κισσαμίτικος προφανώς από την καταγωγή των περισσότερων πολεμιστών. Μετά την Άλωση της Πόλης ο σουλτάνος αναγνωρίζοντας την ανδρεία που επέδειξαν τους άφησε να φύγουν με τον οπλισμό τους και τα πλοία τους χωρίς να τους πειράξει. Ύστερα από πολλές κακου-χίες έφτασαν στην Κίσσαμο όπου και παρέμειναν τραγουδώντας τις δυο αυτές μελωδίες χω-ρίς όμως να τις χορέψουν ποτέ. Έτσι αυτές οι δυο μελωδίες πέρασαν από γενιά σε γενιά συνοδεύοντας ριζίτικα τραγούδια και ποτέ χορευτικά.. Το 1750 στα Πατεριανά Λουσακιών Κισσάμου παντρευόταν ένας οπλαρχηγός της εποχής ο Πατερομάνος και ήταν καλεσμένοι όλοι οι Κισσαμίτες και Γραμπουσιανοί οπλαρχηγοί. Σκοπός τους ήταν να οργανώσουν μια επανάσταση κατά των Τούρκων. Κάλεσαν λοιπόν τότε και το μεγάλο βιολάτορα της εποχής Στεφανή Τριανταφυλλάκη ή Κιόρο και για να τιμήσουν τους πεσόντες της πόλης του ζή-τησαν να παίξει τις δυο παλιές μελωδίες και να τις χορέψουν πράγμα το οποίο δεν είχε γίνει ως τότε. Έτσι λοιπόν οι καπεταναίοι χόρεψαν πάνω στις δυο αυτές μελωδίες και προέκυψαν τα έντεκα βήματα του συρτού . Στα επόμενα χρόνια βγήκαν δεκάδες μελωδίες πάνω στα βήματα αυτά που σιγά σιγά κατέληξαν στη σημερινή μορφή του συρτού. Ο χορός ήταν και είναι ιεροτελεστικός. Ο πρώτος που σέρνει κάνει τα ταλίμια του σεμνά και με δεξιοτεχνία αλλά ποτέ με εναέρια πετάγματα και ακροβατικά. Ο δεύτερος α-κολουθεί και συμμετέχει στα ταλίμια του πρώτου , ενώ οι άλλοι απλώς ακολουθούν περπα-τώντας μέχρι να έρθει η σειρά τους να πιάσουν κι αυτοί πρώτοι στην καφαλή του χορού, συμβολίζοντας έτσι τον καπετάνιο και τα παλικάρια του που σε περίπτωση που σκοτωθεί αναπληρώνεται από τους συντρόφους του. Στο ξεκίνημά του ο χορός ήταν καθαρά ανδρικός. Στις μέρες μας η αυστηρή δομή του χορού έχει χαθεί. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες πιασμένοι από τις παλάμες στο ύψος των ώμων και με πλήθος φιγούρες ξένες προς τα πατήματα και το νόημα του χορού. Σιγά σιγά ο συρτός πέρασε στις γειτονικές επαρχίες και από εκεί με τη συμβολή των ιερών τεράτων της κρητικής μουσικής Ανδρέα Ροδινού, Θανάση Σκορδαλού Κώστα Μουντάκη αλλά και αρκετών άλλων επικράτησε ολοκληρωτικά σε παγκρήτιο επίπεδο . Σήμερα μάλιστα θεωρείται ότι έχει αντικαταστήσει το Σιγανό και έχει πάρει τη θέση του ως Χορού της Νύφης. [79]


3. Ζερβόδεξος

«Ήρθανε πάλι αποκριές κι όλοι κουζουλαθήκαν κι οι γράδες κι οι μπαμπόγριες σαν κοπελιές ντυθήκαν.

Τσι μυζηθρόπιτες θωρώ απάνω στο τραπέζι μα η κοιλιά μου ειν’αδειανή και σαν τη λύρα παίζει.

Ελάτε να γλεντήσομε μασκάρες να ντυθούμε τσι κουζουλούς να κάνομε να μην κουζουλαθούμε.

Απόσταν εγεννήθηκα δεν ήφαγα λαζάνια μα τσ’αποκρές τα ψήσαμε κι ‘φαγα δυο καζάνια.

Ήφυγε δα κι η αποκρά με γλέντια με τραγούδια και ήρθε η σαρακοστή μ’ελιές και με λουμπούνια.

Ο Λαζανάς ψυχομαχεί και ο Μακαρούνης κλαίει και κρόμμυδος σουσουραδεί και στο τραπέζι βγαίνει.

Ο Κρέως εξεψύχησε και ο Τύρος αποθαίνει και ο καημένος ο Κουκιάς μες το τραπέζι μπαίνει.

Eύθυμος και κωμικός χορός και όπως φαίνεται από τις μαντινάδες που λέγονται όταν χορεύεται αποκριάτικος και σατυρικός. Ονομάζεται Ζερβόδεξος γιατί οι χορευτές χορεύουν με κατεύθυνση πότε ζερβά και πότε δεξιά. Οι χορευτές είναι πιασμένοι αρκετά πολύπλοκα. Συνήθως χρησιμοποιούν ένα σαρίκι ή ένα μαντήλι [80]


για να πιαστούν. Κάθε χο-ρευτής πιάνει με το δεξί του χέρι το αριστερό του μπροστινού του ο οποίος το έχει φέρει πάνω από τον ώμο. Έτσι ο ένας βρίσκεται πίσω από τον άλλο. Η αλλαγή της πορείας γί-νεται όταν ο λυράρης παίξει κάποιο συγκεκριμένο υψηλό φθόγγο. Τότε ο πρώτος χορευτής γίνεται τελευταίος και ο τελευταίος πρώτος. Η μελωδία είναι ιδιόρρυθμη και ξεσηκώ-νει τους χορευτές. Η όλη ατμόσφαιρα γίνεται ακόμα πιο εύθυμη όταν ο λυρατζής δεν παίζει το φθόγγο που όλοι περιμένουν για την αλλαγή της πορείας και οδηγεί τους χορευτές έξω από το χώρο που γίνεται το γλέντι, πάνω σε τοίχους, δένδρα κ.λ.π. Πρόκειται για ένα χορό παιχνίδι που συνήθως χορεύεται τις απόκριες. Χορός της ανατολικής Κρήτης και ιδιαίτερα του νομού Λασιθίου που τείνει να εξαφανιστεί.

4. Μαλεβιζιώτης

“Θα παίξομε και καστρινό και το μαλεβιζιώτη απου τονε χορεύουνε όσοι ‘χουνε τη νιότη”

“Είναι ένας όμορφος χορός από το Μαλεβίζι και δεν υπάρχει Κρητικός να μην τονε γνωρίζει”.

“Στην Κρήτη χορεύουνε Συρτό, χορεύουνε Χανιώτη μα δεν υπάρχει πιο όμορφος απ’το Μαλεβιζώτη”

Ο Μαλεβιζιώτης ή Μαλεβιζιώτικος ή Καστρινός, ή πηδηχτός είναι ο γρηγορό-τερος και ζωηρότερος χορός της Κρήτης. Μαλεβιζιώτης ονομάζεται γιατί φαίνεται ότι στην επαρχία Μαλεβιζίου πήρε την τελική του μορφή. Καστρινός εξαιτίας του Με-γάλου Κάστρου όπως λεγόταν παλαιότερα το Ηράκλειο. Θεωρείται κατάλοιπο του αρχαίου μινωικού πολεμικού χορού Πυρρίχιου και αναπαριστά τις προσπάθειες κα-τάληψης και άμυνας του Μεγάλου Κάστρου στις διάφορες στιγμές της ιστορίας του. Πηδηχτός από τα νευρικά άλματα και τις αεράτες φιγούρες που κάνουν οι χορευτές. Θεωρείται ο κατεξοχήν χορός του νομού Ηρακλείου τόσο στη δημιουργία του όσο και στην τελική του διαμόρφωση. Στα Χανιά ο χορός ονομάζεται Καστρινή Σούστα. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες οι οποίοι είναι πιασμένοι από τις παλά-μες στο ύψος των ώμων και με λυγισμένους τους αγκώνες. Με το γρήγορο ρυθμό και τη ζωντάνια του δίνει την ευκαιρία στο χορευτή να επιδείξει τη σβελτοσύνη του, την αντο-χή του, την ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει και να εντυπωσιάζει με τα τσαλίμια και τα αεράτα πηδήματά του. Είναι ο πιο δύσκολος, αλλά και ο πιο [81]


αγαπημένος χορός της Κρή-της. Είναι αλματώδης, θορυβώδης, ενθουσιώδης και δυναμικός χορός Ο χορός διαφο-ροποιείται από τις ορεινές στις καμπίσιες περιοχές. Μια αξιόλογη μαρτυρία της αρχαίας καταγωγής του καστρινού πηδηχτού μας αποκάλυψε η σκαπάνη αρχαιολόγων. Ο Δέμαρχ της γαλλικής αρχαιολογικής σχολής της Αθή-νας το 1900 στην αρχαία κρητική πόλη Λατώ ανακάλυψε σε ανάγλυφες πλάκες ένα χορό της 4ης π.Χ. εκατονταετηρίδας. Ο χορός έχει οκτώ κινήσεις των ποδιών. Στον καστρινό πη-δηχτό οι χορευτές ορμούν προς τα εμπρός σαν να επιτίθενται. Στην όγδοη κίνηση κάποιοι από αυτούς κατά παλιά συνήθεια υψώνουν το δεξί χέρι σαν να εκσφενδονίζουν ακόντιο και στην συνέχεια υποχωρούν. Σήμερα κάποιοι μελετητές έχουν να πουν ότι ο Μαλεβιζιώτης δεν είναι αναγκαστικά πολεμικός χορός αλλά μας δίνουν και δυο άλλες εκδοχές. Μπορεί να ήταν τελετουργικός και με τις αλματώδεις κινήσεις του επιδίωκαν να αυξήσουν την παραγωγή και τη γονιμότητα των σπαρτών ή εξαγνιστικός αφού με τις θορυβώδεις μελωδίες έδιωχναν μακριά τα κακά πνεύματα Στο Ρέθυμνο και στο Λασίθι ο χορός γνωστοποιήθηκε γύρω στο 1920 και σήμερα χορεύεται σε ολόκληρο το νησί

5. Κατσαμπαδιανός

«Τον Κατσαμπαδιανό χορό όποιος τονε κατέχει να ρθει να τονε πιάσομε μαζί να μ’ αρμηνέψει»

«Χόρευγε Κατσαμπαδιανό, χόρευγε και Κουγίτη (*) απ’ ομορφύτερος χορός δεν βρίχνεται στην Κρήτη» Λέγεται και Κουτσαμπαδιανός, Κατσιμπαδιανός, Κουτσιστός χορός ή χορός του Σηφοδασκαλάκη. Χορεύεται κυρίως στο νομό Ρεθύμνου, στην επαρχία Αμαρίου και ειδι-κότερα στην περιοχή της Αμπαδιάς ή Κατσιμπαδιάς και σε περιοχές γύρω από αυτήν.

Σύμφωνα με την παράδοση ο χορός πρωτοχορεύτηκε ως εξής : Ένας από τους οπλαρχηγούς του Δασκαλογιάννη ο Σηφοδασκαλάκης που επέζησε κατά την επανάσταση του 1769 χάνοντας όμως το αριστερό του πόδι, βρέθηκε γύρω στο 1780 στο χωριό Λοχριά της επαρχίας Αμαρίου και θέλησε να χορέψει Πεντοζάλη. Αυτό φυσικά λόγω της αναπηρίας του ήταν αδύνατο. Οι μουσικοί και οι χορευτές όμως θέλοντας να τον τιμήσουν προσάρμοσαν το ρυθμό αλλά και τα βήματα του Πεντοζάλι στα βήματα ενός κουτσού άντρα. Ο ίδιος έσερνε το αριστερό του πόδι και το δεξί στήρι-ζε στο έδαφος. Στα βήματά του λοιπόν προσαρμόστηκε ο χορός αυτός [82]


ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα. Τα ζάλα του χορού είναι έντεκα και αρχίζει και τελειώνει ακριβώς όπως το Πεντοζάλι. Χορεύεται μόνο από άντρες πιασμένους από τους ώμους. Στον Κατσαμπαδιανό χορό δεν πραγματοποιούνται φιγούρες και αυτοσχεδιασμοί ούτε ατομικοί ούτε ομαδικοί κάτι το οποίο γίνεται για να τιμηθεί ο γενναίος αυτός πολεμιστής που δεν μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα εξαιτίας της αναπηρίας του. (*) Το όνομα Κουγίτης ίσως είναι όνομα χαμένου χορού

6. Πεντοζάλη

«Άλλο χορό δεν ρέγομαι, παρά το πεντοζάλη απού τονέ χρεύουνε ούλοι, μικροί μεγάλοι».

«Άλλο χορό δεν ρέγομαι, παρά το πεντοζάλη που πάει τρία ζάλα ομπρός και δυο γιαγιέρνει πάλι»

«Το πεντοζάλι σα χορός έχει ομορφιά και χάρη με δύναμη με λεβεντιά της Κρήτης το καμάρι»

«Το Πεντοζάλι Κρητικός χορός με 5 ζάλα ζερβά δεξά και σταυρωτά μικρά μα και μεγάλα»

Πήρε το όνομά του από τα πέντε βασικά του βήματα τα οποία επαναλαμβανόμενα γίνο-νται δέκα. Είναι από τους θεαματικότερους και ίσως ο διασημότερος χορός της Κρήτης. Παρά το ότι όπως θα δούμε παρακάτω πρωτοξεκίνησε από τα Χανιά εν τούτοις θεωρείται γενικά ο χορός όλης της Κρήτης Ας δούμε όμως πώς και από πού ξεκίνησε : Ο Ιωάννης Βλάχος ή Δασκαλογιάννης έμπορος από την Ανώπολη Σφακίων πίστεψε στο όνειρο της απελευθέρωσης από τους Τούρκους και πεπεισμένος για την Ρωσική βοήθεια κάλεσε το φθινόπωρο του 1769 όλους τους καπεταναίους της επαρχίας [83]


Σφακίων και τους ενημέρωσε για την επικείμενη επανάσταση. Μετά από πολλές συσκέψεις αποφάσισαν η επανάσταση να ξεκινήσει στις 10 Οκτωβρίου του 1769. Οι πρωτεργάτες της επανάστασης ήταν 12 με αρχηγό το Δασκα-λογιάννη. Ο Δασκαλογιάννης και οι υπόλοιποι καπεταναίοι έχοντας υπ’ όψιν τους αυτό που συνέβη πριν από είκοσι χρόνια στις Λουσακιές με το συρτό κάλεσαν κι αυτοί τον Στεφανή Τριαντα-φυλλάκη ή Κιόρο στην Ανώπολη για να ετοιμάσει ένα νέο χορό ειδικά γραμμένο για το «πέμπτο ζάλο» δηλαδή την επικείμενη επανάσταση. Πραγματικά ο Κιόρος πήγε στην Ανώπολη και κάθισε έξι μήνες. Εκεί συνέθεσε τις μελωδίες του νέου χορού οι οποίες σύμφωνα με τον Δασκαλογιάννη έπρεπε να είναι 12 όσες και οι οπλαρχηγοί και τα βήματα 10 όπως η ημέρα που θα ξεκινούσε η επανάσταση. Στο ξεκίνημα της επανάστασης οι καπεταναίοι πιασμένοι από τους ώμους για να δηλώσουν την αλληλοϋποστήριξή τους χόρεψαν αυτό το νέο χορό τον οποίο ονόμασαν Πεντοζάλι και όχι Πεντοζάλης δηλαδή το πέμπτο βήμα του ξεσηκωμού. Άλλη εκδοχή θέλει το Πεντοζάλι να έχει δημιουργηθεί από τη συμφωνία πέντε καπεταναί-ων για την επανάσταση που ο καθένας είχε το δικό του γύρισμα. Στο ξεκίνημά του ήταν καθαρά ανδρικός χορός και χορευόταν από άντρες οπλισμένους .Το μαύρο κρουσάτο μαντήλι που φοράνε οι χορευτές μαρτυρά τις θυσίες του κρητικού λαού. Σιγά σιγά άρχισε να χορεύεται και από γυναίκες. Οι χορευτές είναι πιασμένοι από τους ώμους. Στο Πεντοζάλι ο μπροστινός δεν επιδίδεται σε ατομικές φιγούρες αλλά είναι ενσωματωμένος με το σύνολο εκτελώντας μόνο ομαδικές φιγούρες. Tα πολλαπλά χτυπήματα « οι πατιές» όπως λέγονται των χορευτών στο έδαφος συμβολίζουν τις ομοβροντίες των όπλων στη μάχη. Οι γυναίκες δεν εκτελούν ομαδικές ή ατομικές φιγούρες. Στην Κίσσαμο συνηθίζεται να φωνάζουν το .όνομα του κάθε οπλαρχηγού σε κάθε γύρισμα της μελωδίας Εδώ πρέπει και πάλι να τονιστεί ότι και στο Πεντοζάλι όπως άλλωστε και στους περισσό-τερους χορούς με το πέρασμα των χρόνων η αυστηρή δομή των χορών έχει χαλαρώσει για διά-φορους λόγους. Επίσης ο χορός δεν διαχωριζόταν σε σιγανό και σε γρήγορο. Η διάκριση αυτή έγινε κατά το 1950 όταν μερικοί λυράρηδες της κεντρικής Κρήτης γύριζαν τις κοντυλιές του Σι-γανού τον οποίο είδαμε παραπάνω σε Πεντοζάλι και η σχέση αυτή έχει σήμερα καθιερωθεί

7. Απανωμερίτης

Απανωμερίτης, ή προβατινίστικος χορός, ή προβατίνα, ή νταγκουνάκι. Άλλος ένας από τους πολλούς τοπικούς Κρητικούς χορούς που έχουν σχεδόν ξεχαστεί και είναι ελάχιστα τα συγκροτήματα που τον αποδίδουν. Απανωμερίτης λέγεται γιατί χορευόταν στις ορεινές (στα πάνω μέρη) περιοχές του Ρεθύμνου, ειδικά στην περιοχή του Αμαρίου και προς τη μεριά του Ηρακλείου. Προβατινίστικος ή προβατίνα εξαιτίας του ότι οι χορεύτριες στις κινήσεις τους κάποια στιγμή χτυπάνε με το πόδι τους στο έδαφος όπως όταν κάνουν τα πρόβατα όταν νευριάσουν. Νταγκουνάκι επίσης για τον παραπάνω λόγο επειδή οι χορεύτριες χτυπάνε με το πόδι τους (τακούνι) το έδαφος. [84]


Οι χορεύτριες είναι πιασμένες από τις παλάμες με τα χέρια κάτω.Ο χορός έχει τελετουργικό χαραχτήρα κάτι που δείχνει τις θρησκευτικές του καταβολές και έχει στενή σχέση με τους τελετουργικούς χορούς των αρχαίων Μινωιτών . Χορεύεται μόνο από γυναίκες. .

8. Σούστα

‘Η σούστα θέλει όμορφο και ταιριαστό ζευγάρι να το λυγίζει το κορμί με αρχοντιά και χάρη’

‘Η σούστα είναι ο χορός ο πιο καλός στην Κρήτη κι οντε τονε χορεύουνε σειέται ο Ψηλορείτης’

‘Η λύρα θέλει μερακλή κι ο μερακλής δοξάρι κι η σούστα θέλει όμορφο και ταιριαστό ζευγάρι’

“Χόρεψε σούστα κοπελιά χόρεψε ζάλο ζάλο ταχιά να τη χορέψουμε στην Κρήτη δίχως άλλο”

‘Χόρεψε σούστα κοπελιά μα τουτονα κερδίζεις πεντέξε ώρες τη βραδιά την ώρα που γλεντίζεις’

Η Σούστα είναι ο αντικριστός χορός της Κρήτης κατάλοιπο και αυτή όπως όλοι οι κρητικοί χοροί του αρχαίου πολεμικού χορού του πυρρίχιου που χορευόταν στην Κρήτη. Στην αρχική του μορφή χορευόταν αντικριστά από άνδρα σε άνδρα πριν από τη μάχη. Γύρω στο 300 μ.Χ. ο χορός άρχισε να χορεύεται και από γυναίκες και έτσι πήρε χαραχτήρα ερωτικό. Λέγεται μάλιστα ότι συμμετοχή της γυναίκας στη σούστα ήταν μια κοινωνική απαίτηση της εποχής. Λόγω της αυστηρότητας των ηθών όλες σχεδόν οι γυναίκες παντρευόταν χωρίς καν να έχουν δει έστω μια φορά τον υποψήφιο σύζυγό τους., ή τουλάχιστον να μην τον έχουν κοιτάξει μια φορά στα μάτια. Η σούστα λόγω του ότι χορεύεται σε ζευγάρια έδινε τη δυνατότητα να βρεθούν οι δυο [85]


νέοι απέναντι και να φτιάξουν ή όχι τη δική τους ερωτική ιστορία χωρίς τον φόβο της κοινωνικής κατακραυγής . Η εξέλιξη του χορού λοιπόν είναι μια ερωτική ιστορία και ο κάθε χορευτής παίζει το δικό το ρόλο. Τα βασικά βήματα του χορού είναι τρία και μοιάζουν με πηδηματάκια τα οποία κάνουν τα σώματα των χορευτών σαν να ωθούνται από κάποιο ελατήριο. Αυτός είναι μάλλον και ο λόγος που ο χορός κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας πήρε την ονομασία Σούστα από το ιταλικό susta που σημαίνει ελατήριο. Η Σούστα χορεύτηκε σε πολλές πόλεις στην Ελλάδα κάθε μια από τις οποίες διεκδικούσε και την πατρότητά της. Τελικά επικράτησε στην Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου. Θεωρείται ο κατεξοχήν Ρεθεμνιώτικος χορός Ο χορός είναι γρήγορος και το ζευγάρι έχει ελευθερία κινήσεων. Η ποικιλία στους σκοπούς και στα τραγούδια της σούστας είναι μεγάλη και δίνει τη δυνατότητα για άπλωμα των χεριών και μεγαλύτερη έκφραση του σώματος. Εξαιτίας του χαραχτήρα του και του σκοπού για τον οποίο επικράτησε ονομάζεται και «Χορός του Έρωτα»

9. Τριζάλης

"Τριζάλης ο Κουρουθιανός ρίζα του Ψηλορείτη πολύ πανέμορφος χορός και άγνωστος στην Κρήτη." Είναι ο γυναικείος πολεμικός χορός της Κρήτης αντίστοιχος του Πεντοζάλι. Το νόημα του χορού είναι η συμπαράσταση της γυναίκας στον άντρα πολεμιστή. Οι χορεύτριες είναι πιασμένες με λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων και λυγισμένους τους αγκώνες. Τα βήματα του χορού είναι τρία που επαναλαμβανόμενα γίνονται έξι. Χορευόταν στο νομό Ρεθύμνης και ειδικότερα στην περιοχή της Αμπαδιάς της επαρχίας Αμαρίου. Συχνά χαραχτηρίζεται " Κουρουθιανός" όπως λέει και η μαντινάδα που σημαίνει ότι συνηθιζόταν ιδιαίτερα στο χωριό Κουρούτες της επαρχίας Αμαρίου.

10. Ντουρνεράκια

Τα Ντουρνεράκια σε αντίθεση με τους υπόλοιπους χορούς που είδαμε μέχρι τώρα δεν έχει κρητικές ρίζες. Είναι ένας ξενόφερτος χορός ο οποίος έκανε την εμφάνισή του γύρω στο 1900 και είναι βασισμένος σε σέρβικους χορούς. Στο χορό συμμετέχουν και άνδρες και γυναίκες. Οι χορευτές είναι πιασμένοι από τους ώμους. Τα βήματά του είναι έξι και θυμίζουν ένα γρήγορο «Σιγανό». Είναι το γνωστό μας «Χασαποσέρβικο». [86]


Στη μουσική μας παράδοση πέρασε με τον τίτλο «Ντουρνεράκια» γύρω στο 1960 χάρη στον Κώστα Μουντάκη ο οποίος συμπεριέλαβε το χορό σε δίσκο με τον τίτλο αυτό. Από τότε και ύστερα θεωρείται ένα ακόμα κομμάτι της μουσικοχορευτικής μας παράδοσης.

11. Λαζώτης ή Λαζέδικος

Από τους ξεχασμένους χορούς της Κρήτης του οποίου η μελωδία είναι ακόμη πασίγνωστη, αλλά εξαιτίας της άγνοιας πολλών νέων χορεύεται όλο και σπανιότερα. Χορεύονταν σε ολόκληρη την Κρήτη. Αναφερόμαστε στο πασίγνωστο “ Κάνε με κυρά γαμπρό” του Κώστα Μουντάκη το οποίο πολύ συχνά χορεύεται ως χασαποσέρβικο δείγμα της άγνοιας των περισσότερων για τη χορευτική μας παράδοση. Ο χορός δεν έχει κρητικές ρίζες. Οι ρίζες του είναι ποντιακές. Για το πως επικράτησε στην Κρήτη υπάρχει η παρακάτω ερμηνεία. Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους και με την έναρξη του 1ου Παγκοσμίου πολέμου πήρε μέρος στους αγώνες ένα σύνταγμα Κρητικών αποτελούμενο από 3.000 άντρες. Την εποχή αυτή αρχίζει και ο εκπατρισμός των Ποντίων οι οποίοι αρχίζουν να κατεβαίνουν προς τη Βαλκανική. Για να αποφεύγουν τους Τούρκους άλλαζαν αμφίεση και για να αναγνωρίζονται ύστερα μεταξύ τους έλεγαν τη φράση η «ΕΛΛΑΣ ΖΕΙ». Οι Κρητικοί λοιπόν που βρίσκονταν στη Βόρεια Ελλάδα σε κάποια στρατόπεδα άκουσαν το συνθηματικό αυτό των Ποντίων αλλά λόγω της ποντιακής προφοράς το συγκράτησαν ως μια λέξη «ΛΑΖΙ» και γι ‘ αυτό και τους είπαν « ΛΑΖΟΥΣ». Όταν τους είδαν να χορεύουν θαύμασαν ένα χορό τους και επηρεασμένοι από αυτόν δημιούργησαν ένα άλλο τον οποίο ονόμασαν «Λαζώτη» αφού τον εμπνεύστηκαν από τους Λαζούς. Μετά το τέλος του πολέμου οι Κρητικοί που σώθηκαν , γυρίζοντας έφεραν μαζί τους και το «Λαζώτη¨ στην Κρήτη. Άλλη εκδοχή τον θέλει να έρχεται στην Κρήτη από τους Λάζους, ( λαός της περιοχής του Εύξεινου πόντου) κατά τον 18ο αιώνα λόγω μεταναστευτικών ρευμάτων. Είναι χορός που σε ξεσηκώνει και συνήθιζαν να τον χορεύουν τις απόκριες. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες πιασμένους από τις παλάμες με λυγισμένους τους αγκώνες στο ύψος των ώμων.

12. Πρινιανός

“Άλλο χορό δεν ρέγομαι ωσά ντο Πρινιανό μου

[87]


απού τονε χορεύουνε και μένα στο χωριό μου”

“Άλλο χορό δε ρέγομαι σαν το Πρινιώ Πρινιώτη απού τονε χορεύουνε όσοι χουνε νεότη”

“Ήλιωσα τα παπούτσια μου στου Πρινιανού τα ζάλα μα ο παπουτσής είναι κοντά και θα μου κάμει άλλα”

Χορός ο οποίος έχει τις ρίζες του στην ανατολική Κρήτη και έχει ατονήσει στις μέρες μας. Χορευόταν κυρίως στην περιοχή της Ιεράπετρας αλλά χορεύτηκε και στους νομούς Ηρακλείου και Ρεθύμνης. Έχει απορροφήσει και αυτός πολλά στοιχεία από τους χορούς των αρχαίων Κουρητών. Εκτελείται από άντρες και γυναίκες με τα χέρια πιασμένα χιαστί. Οι ομοιότητες του χορού με τον ’’ανωγειανό πηδηχτό ’’ στη λαβή των χεριών στα βασικά βήματα και στο ρυθ-μό της συνοδευτικής μουσικής καθώς και το γεγονός ότι το νταουλάκι ως συνοδευτικό όργα-νο, εμφανίζεται στη μουσικοχορευτική κληρονομιά του νομού Λασιθίου ισχυροποιεί την αρχαία παράδοση που θέλει ως τόπο γέννησης του Δία το Δικταίον Άντρον και ενισχύει έτσι και την πιθανότητα ο Πρινιανός να απηχεί το χορό των Κουρητών. Το όνομά του ίσως να έχει κάποια σχέση με το χωριό Πρίνα της επαρχίας Μεραμπέλου. Το χορό θα τον ακούσομε και σαν Μπριμιανό εξαιτίας ίσως μιας έντονης κίνησης που γίνεται προς τα εμπρός

13. Ανωγειανός Πηδηχτός

Ο Ανωγειανός Πηδηχτός ή Πηδηχτός ή Χορός των Κουρητών ή Όρτσες των Ανωγείων είναι ένας από τους παλιότερους πυρρίχιους χορούς της Κρητικής Μουσικοχορευτικής Παράδοσης. Όρτσες σημαίνει τους με μεγάλη ταχύτητα εκτελούμενους βηματισμούς. Οι πιο γνωστοί μύθοι της αρχαιότητας εμφανίζουν τους Κουρήτες ως ένοπλους χορευτές. Οι χοροί τους αποκλειστικά ανδρικοί, ήταν πηδηχτοί με ψηλά άλματα και θορυβώδεις. Ο ανδρικός πολεμικός Χορός "Πηδηχτός" ή Ανωγειανός Πηδηχτός με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στις κινήσεις και τους βηματισμούς φαίνεται ότι αποτελεί απόηχο του αρχαιότατου Χορού των Κουρητών οι οποίοι χόρευαν γύρω από το νεογέννητο Δία για να μην ακούσει τα κλάματά του ο Κρόνος . Οι χορευτές πιάνονται χιαστί από τις παλάμες, σχηματίζουν ημικύκλιο και [88]


εκτελούν χορό δώδεκα βημάτων (έξι μπροστά, έξι πίσω). Ο Πρώτος Χορευτής θα κάνει πολλά πατήματα και πολλές παραλλαγές, θα αναπτύξει πολλές δεξιοτεχνικές φιγούρες, αλλά το κύριο χαρακτηριστικό είναι τα δυνατά χτυπήματα των ποδιών στο έδαφος Με την γνήσια μορφή, συναντάμε τον χορό αυτό σήμερα στα Ανώγεια αλλά και σε μερικά χωριά του Μυλοποτάμου καθώς και δε και του Μαλεβιζίου. Υπάρχει η άποψη ότι ο χορός αυτός χορευόταν και στα ορεινά χωριά της Επαρχίας Αμαρίου, σύμφωνα με αφηγήσεις παλιών μουσικών της περιοχής.

14. Εθιανός Πηδηχτός

Μια ακόμη παραλλαγή του Πηδηχτού χορού της Κρήτης με τις ρίζες του στον αρχαίο Πυρρίχιο τον πολεμικό χορό των Κουρητών. Πήρε την ονομασία του από το χωριό Εθιά των Αστερουσίων όπου και πρωτοχορεύτηκε

15. Λασηθιώτικος Πηδηχτός

Χορός που ανήκει στην οικογένεια των πηδηχτών χορών της Κρήτης και με καταγωγή όπως και οι υπόλοιποι πηδηχτοί χοροί της Κρήτης τον αρ-χαίο Πυρρίχιο. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες πιασμένοι από τις παλά-μες στο ύψος των ώμων. Στον Λασηθιώτικο απεικοκίζεται όλη η αρχοντιά και η σεμνότητα των ανθρώπων της ανατολικής Κρήτης. Ο Λασηθιώτικος έχει πολλά κοινά με το Μαλεβιζιώτη στη λαβή των χεριών, στον τυπικό βηματισμό, στη συνδευτική μουσική. Στη Σητεία τον λένε “Στειακό” στην Ιεράπετρα “Γεραπετρίτικο” ( παλιά στην ιεράπετρα λεγόταν “ Kρητικός χορός”) και στο Χαμέζι της Σητείας θα τον ακούσομε “ Χαμεζανό” με μικρές παραλλαγές στα βήματα και τη συνοδευτική μουσική. Είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός χορός της ανατολικής Κρήτης στον ο-ποίο χαραχτηρίζονται μα και εκτιμώνται οι καλοί χορευτές και οι καλοί οργα-νοπαίχτες. Ξεκινά με αργή ρυθμική μουσική και προοδευτικά γίνεται γρήγορος αλλά πάντα συγκρατημένος χωρίς ποτέ να ξεπερνά τα όρια και να καταλήγει διονυσιακός (οργιαστικός ).

16. Εμπυρίκιος

Ονομασία κρητικού πηδηχτού χορού που καταγράφηκε στην περιοχή Πλατάνια [89]


Αμαρίου σε μουσική παρόμοια με του Πεντοζάλη και συγκεκριμένα με τη γνωστή μας μελωδία : “Μες του Μαγιού τσι μυρωδιές τα κόκιννα κεράσια για ιδέστε πως χορεύουνε της Κρήτης τα κοράσια”

Ίσως να χορεύονταν κατά την περίοδο της συγκομιδής των κερασιών μια και η περιοχή φημίζεται για τα κεράσια της και να έπαιρνε μορφή γιορτής χωρίς αυτό βέβαια να έχει διευκρινιστεί. Τα βήματά του είναι άγνωστα επομένως και η σχέση του με το Πεντο-ζάλη παραμένει αδιευκρίνιστη όπως και η προέλευση του ονόματός του που θυμίζει εμφανώς το όνομα του αρχαίου Πυρρίχιου.

17. Ξενομπασάρης

Το όνομά του το οφείλει στη μαντινάδα που τραγουδιέται πάντα πρώτη κατά τη διάρκεια του χορού:

‘Ξενομπασαριακάκι μου ξενομπασάρικό μου σγουρό βασιλικάκι μου και να σουνε δικό μου” H μελωδία του είναι χαριτωμένη, ανάλαφρη και προκαλεί τους μερα-κλήδες να τη χορέψουν. Χορός λασηθιώτικος τον οποίο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 χόρευαν και τραγουδούσαν σε κάθε γλέντι ιδιαίτερα στα ορεινά χωριά της Ιεράπετρας και στο κάτω Μεραμπέλο όπου τον λένε και “Μανά” εξαιτίας του επιφωνήματος “Για το θεό μανά μου” που λέγεται ανάμεσα στις μαντινάδες. Είναι στρωτός και αργός χορός που μοιάζει με το Σιγανό που χορεύεται σήμερα. Χορεύεται από άντρες μια γυναίκες με τα χέρια πιασμένα χιαστί. Επειδή οι ομοιότητες του με το Σιγανό είναι πολλές μπορούμε να πού-με ότι ο χορός είναι μια παλιά τοπική μορφή του Σιγανού ή χορού της Νύ-φης. Παλιοί χορευτές όμως που θυμούνται το χορό έχουν να πουν ότι άλλος χορός ο ένας και άλλος ο άλλος.

18. Μικρό μικράκι

[90]


“Άλλο χορό δεν ρέγομαι σαν το μικρό μικρό μου απού τονε χορεύουνε και μένα στο χωριό μου” “Άλλο χορό δεν ρέγομαι σαν το μικρό μικράκι απού τονε χορεύουνε εις το Μοναστηράκι”( χωριό του Αμαρίου) ή σε Πόμπια και Τυμπάκι.

Γυναικείος χορός που χορευόταν κυρίως στο νομό Ρεθύμνης (περιοχή Αμαρίου) και προς την μεριά της Μεσσαράς . Σήμερα όταν χορεύεται από ελάχιστα συγκροτήματα που τον αποδίδουν χορεύεται από άνδρες και γυναίκες με τα χέρια χιαστί . Παλιότερα οι χορεύτριες ήταν πιασμένες με τις παλάμες στο ύψος των ώμων και λυγισμένους τους αγκώνες.

19. Ρουμαθιανή σούστα

Είναι ένας από τους πολλούς ξεχασμένους χορούς της Κρήτης με καθαρά τοπική σημασία. Τον συναντάμε και με την ονομασία Ρουματσίστικη σούστα, ή Γιτσικιά σούστα. Ο χορός είναι η χανιώτικη εκδοχή του Πυρρίχιου στα Χανιά. Την ονομασία του την πήρε από τα Παλιά Ρούματα, χωριό της επαρχίας Κισσάμου του νομού Χανίων. Συμβαίνει δηλαδή και εδώ κάτι ανάλογο με τους υπόλοιπους πυρρίχιους χορούς της Κρήτης ( Μαλεβι-ζιώτης, Λασηθιώτικος , Ανωγειανός πηδηχτός κ.λ.π.) οι οποίοι έπαιρναν την ονομασία της περιοχής όπου πρωτοχορεύονταν. Στα Χανιά συναντάμε το χορό αυτό με κάποια ιδιαίτερα μουσικά γυρίσματα και βήματα τρία μπρός και τρία πίσω αλλά με κάποια ιδιαίτερη μορφή χωρίς να μοιάζει με τη Σούστα του Ρεθύμνου. Εκτελείται μόνο από άντρες, που ο πρώτος κάνει κάποια ταλίμια και οι υπόλοιποι τον ακολουθούν σε αυτά. Σήμερα αυτός ο χορός σπανίζει, εκτός από ελάχιστα χορευτικά συγκρο-τήματα που τον ξαναβγάζουν στο προσκήνιο και χορεύεται στην Κίσσαμο και ως επι το πλείστον στα Παλιά Ρούματα.

20. Ντάμες

Λέγονταν και Φτερωτός συρτός ή πάσο εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο χορεύoνταν. Ο χορός συναντιόταν στο Ρέθυμνο αλλά και στα Χανιά και χορευόταν [91]


από ζευγάρια αλλά με ιδιόρρυθμο τρόπο. Σήμερα δεν χορεύεται καθόλου Είχε τα εξής χαραχτηριστικά: Δυο ή τρία μαντιλάκια δένονταν σταυρωτά, έτσι ώστε ο κόμπος να είναι στη μέση και γύρω γύρω οι τέσσερις ή οι έξι άκρες. Την κάθε άκρη κρατούσε μια γυναίκα με το αριστερό της χέρι ενώ δίπλα τους χόρευαν άντρες. Κατά τη διάρκεια του χορού ο λυρατζής ή κάποιος εκ των χορευτών φώναζε “πάσο” ή “ ντάμα” . Τότε κάθε άντρας προσπαθούσε να πιάσει το δεξί χέρι της πιο κοντινής του χορεύτριας με λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων Επειδή όμως σκοπίμως οι άντρες ήταν κατά ένας περισσότεροι από τις γυναίκες κά-ποιος έμενε χωρίς ντάμα, παρέα με μια καρέκλα και αυτό συνεχίζονταν. Άλλος τρόπος ή-ταν οι γυναίκες να είναι όσοι και οι άντρες. Κάθε άντρας κρατούσε μια γυναίκα από το χέρι στο ύψος των ώμων. Ο λυρατζής ή κάποιος εκ των χορευτών φώναζε “πάσο” ή “ ντάμα”. Τότε ο κάθε χορευτής προωθούνταν και έπιανε το χέρι της μπροστινής του χορεύτριας και αυτό συνεχίζονταν . Ο χορός μπορούμε να πούμε ότι ήταν ένας χορός - παιχνίδι και χορευόταν κυρίως τις απόκριες.

21. Σωτής

“Ένα, δυο, τρία, ήρθε ο Σωτής ελάτε, κοριτσάκια, να χορέψετε κι εσείς.”

“Πόλκα, πόλκα, πόλκα και Σωτή ελάτε κοριτσάκια να παίξομε μαζί.”

Λαϊκή διασκευή της γνωστής μας Πόλκας που έγινε γνωστή και δια-δόθηκε στην Κρήτη και ειδικότερα στο νομό Ρεθύμνης, αρχές του εικοστού αιώνα μεταμορφωμένος σε ιδιότυπο, ζευγαρωτό, κρητικό χορό. Ιδιαίτερα παιχνιδιάρικος και ερωτικός εξυπηρέτησε τις ανάγκες της επο-χής παίρνοντας και σατυρική διάθεση

22. Ρόδο

Γυναικείος χορός που εντοπίζεται, τουλάχιστον στις μέρες μας, στην επαρχία Κισσάμου και ειδικότερα στο χωριό Λουσακιές. Ένας από τους τοπικούς χο-ρούς των Χανίων, που ατόνησαν από τα μέσα του 20ου αιώνα λόγω των πολιτισμι-κών και κοινωνικών συνθηκών. [92]


Το ύφος της μουσικής του συγγενεύει με αιγιοπελαγίτικα μουσικά ιδιώματα, υπενθυμίζοντας ότι η Κρήτη στεφανώνεται από τη "μεγάλη μάνα" των Ελλήνων, τη θάλασσα. Τα χέρια των χορευτριών είναι πιασμένα από τις παλάμες στο ύψος των ώμων.

23. Αγκαλιαστός

“Μ’αγκαλιαστό θα κάμομε να πούμε μαντινάδες μα δε θα τσ’αγοράσομε να δώσομε παράδες”.

“Πιάνονται στον αγκαλιαστό χορεύουν τραγουδούνε με μαντινάδες και χορό το χάρο τον πατούνε”

“Aγκαλιαστό θα κάμομε έλα ν’αγκαλιαστούμε και κράτα και στα χέρια σου ρόδα να μυριστούμε”

“Αγκαλιαστό θα κάμετε καταχτυπά η καρδιά μου να δω ποιον θα αγκαλιαστεί η αγαπητικιά μου”

Ο χορός αυτός είναι κάπως τελετουργικός και μπορεί να κρατήσει αρκετή ώρα ανάλο-γα με το πλήθος των χορευτών. Ο λυράρης ο οποίος αποδίδει το χορό ή καμιά φορά και κά-ποια γυναίκα «η πλουμίστρα» προσπαθεί με μαντινάδες να «πλουμίσει» τους χορευτές δηλα-δή να τους πειράξει ή να τους επαινέσει. Θεωρείται χορός της ανατολικής Κρήτης και ιδιαίτερα του νομού Λασιθίου. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος ρυθμός στον Αγκαλιαστό. Οι χορευτές είναι πιασμένοι από τις παλάμες με τα χέρια κάτω φροντίζοντας να είναι ένας άντρας και μια γυναίκα και α-κολουθούν διαισθητικά τη μουσική. Στην πρώτη μαντινάδα ο τελευταίος χορευτής σχηματίζει με την προηγούμενή του χορεύ-τρια μια καμάρα κάτω από την οποία περνούν και οι υπόλοιποι χορευτές με αποτέλεσμα στο τέλος ο τελευταίος χορευτής να φέρνει το χέρι του πάνω από το κεφάλι της μπροστινής του και να την αγκαλιάζει. Στη συνέχεια σταδιακά αγκαλιάζονται όλοι. Αφού αγκαλιαστούν όλοι ο λυράρης ή η «πλουμίστρα» αρχίζουν πάλι να πειράζουν ή να επαινούν τους χορευτές. Μόλις ακούσει ο πρώτος τη μαντινάδα του ξεπλέκεται. [93]


Στη συνέχεια ξεπλέκεται ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος μέχρι να ξεπλεχτούν όλοι. Αφού ξεπλεχτούν όλοι ο λυράρης γυρνάει τη μελωδία σε Λασηθιώτικο Πηδηχτό. Ο αγκαλιαστός σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων του νομού Λασιθίου ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους νέους εξαιτίας του ιδιόμορφου τρόπου πιασίματος. Παρ’όλα αυτά ο χορός χο-ρευόταν σπάνια και μόνο από συγγενικά πρόσωπα προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Και αυτό γιατί πολλές φορές η «πλουμίστρα» μέσα από τις μαντινάδες μπορούσε να αποκαλύψει ειδύλλια με-ταξύ των χορευτών. Σήμερα ο χορός δεν χορεύεται σχεδόν καθόλου.

ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ: Χοροί που χορεύονται ακόμη σε όλη την Κρήτη

1. Σιγανός 2. Συρτός 3. Μαλεβιζιώτης 4. Πεντοζάλι 5. Σούστα 6. Ντουρνεράκια

Ξεχασμένοι - τοπικοί

1. Αγκαλιαστός 2. Ζερβόδεξος 3. Κουτσαμπαδιανός 4. Απανωμερίτης 5. Τριζάλης [94]


6. Λαζώτης 7. Πρινιανός 8. Ανωγειανός πηδηχτός 9. Εθιανός πηδηχτός 10. Λασηθιώτικος πηδηχτός 11. Εμπυρίκιος 12. Ξενομπασάρης 13. Μικρό μικράκι 14. Ρουμαθιανή σούστα 15. Ντάμες 16. Σωτής 17. Ρόδο

Χωρισμός με βάση την περιοχή που πρωτοχορεύτηκαν:

Νομός Χανίων

Συρτός Πεντοζάλι Ρουμαθιανή σούστα Ρόδο

Νομός Ρεθύμνης

[95]


Σούστα Κουτσαμπαδιανός Απανωμερίτης Τριζάλης Εμπυρίκιος Μικρό μικράκι Ντάμες Ανωγειανός πηδηχτός

Νομός Ηρακλείου

Μαλεβιζιώτης Εθιανός πηδηχτός

Νομός Λασιθίου

Σιγανός Αγκαλιαστός Ζερβόδεξος Πρινιανός Λασηθιώτικος πηδηχτός Ξενομπασάρης

[96]


Ξενόφερτοι

Ντουρνεράκια Λαζώτης Σωτής ΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: Τα παραδοσιακά λαϊκά µουσικά όργανα που χρησιµοποιούνται σήµερα στην Kρήτη, για την απόδοση της µουσικής των χορών και των τραγουδιών της, άλλα σε µεγαλύτερο βαθµό κι άλλα σε µικρότερο, είναι το λαγούτο, η λύρα, το βιολί, η βιολόλυρα, το µαντολίνο, η κιθάρα, το µπουλγαρί, µ(π)αντούρα, η ασκοµ(π)αντούρα, το χαµπιόλι και το νταουλάκι. Οι τεκµηριωµένες πληροφορίες σχετικά µε τη χρονολόγηση της παρουσίας των περισσοτέρων από αυτά στην Kρήτη ανάγονται, κυρίως, στην περίοδο της Bενετοκρατίας, προέρχονται από διάφορες πηγές (εικονογραφικές, φιλολογικές, αρχειακές, αναφορές ιερωµένων της εποχής, αποµνηµονεύµατα, νοταριανά έγγραφα κ.ά.) και αφορούν το νταουλάκι, το χαµπιόλι, τη µ(π)αντούρα, την ασκοµ(π)αντούρα, το λαγούτο, το βιολί και την κιθάρα, καθώς και άλλα µουσικά όργανα (τσίτερες, κλαδοτσύµπανα, τροµπέτες, άρπες, µπάσα κλπ) των οποίων η χρήση δεν επιβίωσε. Για τη λύρα, το µπουλγαρί και το µαντολίνο τα εµπεριστατωµένα στοιχεία είναι υστερότερα. Αρχίζουν από το δεύτερο µισό του 18ου αιώνα. Τέλος, η βιολόλυρα είναι όργανο της εποχής του µεσοπολέµου. Τη χρήση των αυλών και των τυµπάνων στην Kρήτη αναφέρουν οι Έλληνες ορθόδοξοι ιερωµένοι της εποχής από τις αρχές του 15ου και του 17ου αιώνα, αντίστοιχα. Τα τύµπανα, που ονοµάζονται και ταµπούρλα, αναφέρονται και στα κείµενα της κρητικής λογοτεχνίας από το 1600 περίπου. Το µικρό κρητικό τύµπανο, που ονοµάζεται νταουλάκι ή τουµπί, διατηρείται µέχρι σήµερα µόνο στο νοµό Λασιθίου και είναι αυτό ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της µουσικής κληρονοµιάς του νοµού. Είναι ένα ρυθµικό όργανο, το οποίο παίζεται µε δύο ειδικά φτιαγµένα νταουλόξυλα, που ονοµάζονται τουµπόξυλα, και συνήθως συνοδεύει ένα τουλάχιστον µελωδικό όργανο, που µπορεί να είναι µ(π)αντούρα, ασκοµ(π)αντούρα, λύρα ή βιολί. Στην Kρήτη απαντώνται δύο τύποι αυλών. O ένας έχει στην άκρη επιστόµιο, όπως το φλάουτο µε ράµφος, και ο άλλος µονό γλωσσίδι, όπως το κλαρινέτο. Oι ονοµασίες που αποδίδονται στον κάθε τύπο είναι πολλές, ανάλογα µε τις περιοχές, και σηµειωτέον διαφορετικές από τις αντίστοιχες της υπόλοιπης Eλλάδας. Το πρώτο ακούγεται ως: Xαµπιόλι, θιαµπόλι, φθιαµπόλι (ή 8 φτιαµπόλι ή φιαµπόλι), µπαµπιόλι (ή παµπιόλι), σφυροχάµπιουλο (ή σφυροχάµπουλο), πειροχάµπιολο και γλωσσοχάµπουλο. Για το όργανο µε γλωσσίδι ο κρητικός λαός χρησιµοποιεί τις ονοµασίες µαντούρα, µπαντούρα ή παντούρα. Όπως καταδεικνύεται από [97]


την κρητική λογοτεχνία, οι όροι φιαµπόλι, µαντούρα και παντούρα είναι γνωστοί στην Kρήτη από τα τέλη του 16ου αιώνα.

Ασκοµ(π)αντούρα ή φλασκοµ(π)αντούρα ονοµάζεται στην Κρήτη η γνωστή σε όλα τα νησιά του Aιγαίου τσαµπούνα, η οποία είναι ο ένας από τους δύο τύπους άσκαυλου που συναντάµε στον ελλαδικό χώρο. Η χρήση της στην Κρήτη µαρτυρείται εικονογραφικά από τα µέσα περίπου του 15ου αιώνα. H παρουσία του λαγούτου και του βιολιού στην Kρήτη, ανάµεσα στα χρησιµοποιούµενα µουσικά όργανα, επισηµαίνεται από τα τέλη του 16ου αιώνα σε πολλές πηγές, φιλολογικές, αρχειακές, µουσειακές (κεντήµατα) κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά, µέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα η χρήση του λαγούτου είχε περιοριστεί µόνο στο νοµό Χανίων. Αντίθετα το βιολί παρέµεινε µέχρι τη δεκαετία του 1960 το πιο δηµοφιλές όργανο στις περισσότερες περιοχές των νοµών Χανίων, Λασιθίου και Ηρακλείου. O παλαιότερος γνωστός λαϊκός βιολάτορας στην Kρήτη θεωρείται ο Στέφανος Tριανταφυλλάκης ή Kιώρος (1715-1800) από τις Λουσακιές Κισσάµου Χανίων, που εµπνεύστηκε ή διαµόρφωσε τη µουσική του πεντοζαλιού, καθώς και αρκετούς σκοπούς του χανιώτικου συρτού. Τις τελευταίες δεκαετίες το λαγούτο διαδόθηκε σε όλη την Κρήτη, ενώ παράλληλα άλλαξε µέγεθος, κούρδισµα και ρόλο, περιοριζόµενο στην ρυθµική συνοδεία. Όµως στα Χανιά το λαγούτο παιζόταν και παίζεται όπως αιώνες παλαιότερα, δηλαδή δεν κρατεί απλώς το ρυθµό και δεν παίζει ρόλο οργάνου συνοδείας, αλλά µόνο του ή µε το βιολί ή τη λύρα παίζει και τη µελωδία, σαν να συνεχίζοντας θα λέγαµε την παλαιά παράδοση του µεσαιωνικού ή αναγεννησιακού λαγούτου, που ήταν όργανο σολιστικό. Τι συνέβαινε όµως µε τη λύρα; Αν και γνωστή στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 9ο αιώνα µ.Χ., άρχισε να χρησιµοποιείται στην Kρήτη, σύµφωνα µε τους σύγχρονους µελετητές, µετά την τουρκική κατάκτηση, τον 17ο ή τον 18ο αιώνα. Οι λύρες που συναντάµε σε κείµενα της Ενετοκρατίας αφορούν τις 9 αναγεννησιακές «λύρες ντα µπράτσο» και δεν έχουν καµµία σχέση µε τη λύρα που σήµερα παίζεται στην Κρήτη. Στην Kρήτη υπήρχαν δύο τύποι λύρας. Tο λυράκι, που έδινε οξύ και διαπεραστικό ήχο, κατάλληλο για χορό και η βροντόλυρα, µεγαλύτερη σε µέγεθος, ιδανική για την πολύωρη συνοδεία τραγουδιού. Aπό τους δύο τύπους αυτούς προήλθε η σύγχρονη κοινή λύρα. Στις µέρες µας η αχλαδόσχηµη αιγαιοπελαγίτικη λύρα (που συναντάµε σε παραλλαγές στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Κάρπαθο, την Κάσο κ.α.) θεωρείται το κατ’ εξοχήν λαϊκό όργανο της Kρήτης. Λόγω συγκυριών, κυριάρχησε και καθιερώθηκε τα τελευταία 40 χρόνια µέσα από τα χέρια [98]


σπουδαίων και φηµισµένων λαϊκών µουσικών. Η εύκολη και ανέξοδη κατασκευή της λύρας από τον ερασιτέχνη µουσικό, εν αντιθέσει µε το βιολί που κατασκευάζεται από επαγγελµατία οργανοποιό και κοστίζει πολύ, συνέβαλε στη γρήγορη διάδοσή της στο νησί, πιθανόν στα τέλη του 18ου αιώνα, αφού από τότε αναφέρεται σε διάφορες πηγές. H περιοχή της Kρήτης όπου ανέκαθεν κυριαρχούσε η χρήση της λύρας είναι ο νοµός Pεθύµνου. Mέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα παιζόταν, κυρίως, µόνη της, δηλαδή χωρίς συνοδευτικά όργανα, και στο κέντρο του χορευτικού κύκλου. Στο δοξάρι της συνήθιζαν να κρεµούν µικρά σφαιρικά κουδουνάκια, που λέγονται γερακοκούδουνα, επειδή θεωρείται ότι παρόµοια κουδουνάκια κρεµούσαν κατά τη βυζαντινή περίοδο στα κυνηγετικά γεράκια. Kατά την εκτέλεση της µουσικής τα γερακοκούδουνα µε επιδέξιες κινήσεις µεταµορφώνονται σ’ ένα δεύτερο όργανο ρυθµικής και αρµονικής συνοδείας. Στις αρχές της περιόδου του Μεσοπολέµου (1920-1940) διαµορφώθηκε στην κεντρική Κρήτη η βιολόλυρα, µια οκτάσχηµη λύρα που δηµιουργήθηκε στα πλαίσια µιας προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τις τεχνικές δυνατότητες του βιολιού. Χρησιµοποιήθηκε ιδιαίτερα στο νοµό Ηρακλείου. Μπουλγαρί ονοµάζεται στην Κρήτη ένα όργανο του τύπου του ταµπουρά, µε µικρό αχλαδόσχηµο κυρτό ηχείο και µακρύ λεπτό χέρι. Η χρήση του στη Κρήτη είναι πιθανή από τα µέσα του 18ου αιώνα. Xρησιµοποιήθηκε (και χρησιµοποιείται), κυρίως, στην απόδοση των ταµπαχανιώτικων τραγουδιών 10 που ακούγονταν στα αστικά κέντρα της Kρήτης (Xανιά, Pέθυµνο και Hράκλειο) τα χρόνια του Mεσοπολέµου (1920-1940) και στα οποία συνδυάζεται η κρητική µουσική, η µικρασιάτικη και το ρεµπέτικο τραγούδι. Το µαντολίνο είναι ένα όργανο που διαµορφώθηκε στην Ευρώπη το 17ο αιώνα. Πολλά χρόνια τώρα, και χωρίς να γνωρίζουµε ακριβώς από πότε, το χρησιµοποιούν οι Κρητικοί λαϊκοί οργανοπαίχτες κυρίως ως όργανο µελωδίας ή συνοδείας της λύρας στην κεντρική Kρήτη και του βιολιού στην ανατολική. Σύµφωνα µε τις µαρτυρίες πολλών σπουδαίων παλαιών µουσικών, το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα συνοδευτικά όργανα της λύρας στο νοµό Pεθύµνου ήταν το µπουλγαρί και το µαντολίνο. H κιθάρα (όργανο σήµερα της λαϊκής µουσικής πολλών χωρών), διαµορφώθηκε στη ∆υτική Eυρώπη σταδιακά, από το Mεσαίωνα µέχρι το 19ο αιώνα). Αν και γνωστή στην Κρήτη από την εποχή της Βενετοκρατίας, χρησιµοποιείται µόνο σε ορισµένες περιοχές του νοµού Λασιθίου, ως «πάσσο», καθαρά συνοδευτικό όργανο του βιολιού. Σήµερα, έντονη είναι η παρουσία της στις επαρχίες Σητείας και Iεράπετρας µε την πλούσια βιολιστική παράδοση.

Μαντολίνο Το µαντολίνο αποτελεί ένα όργανο ευρωπαϊκής προέλευσης. Η καταγωγή του [99]


προέρχεται από την µεσαιωνική µαντόλα ή µαντόρα. Η µαντόλα κάνει την εµφάνισή της στις αρχές του 13ου αιώνα. Το µαντολίνο στη µορφή που συναντάτε σήµερα, πρωτοεµφανίζεται στην Ιταλία, κυρίως στην Νάπολη, από τον 17ο αιώνα. Στην πορεία Οι οργανοποιοί της εποχής διακοσµούσαν τα µαντολίνα µε έβενο, κέρατο, κόκαλο, ελεφαντόδοντο, επιχρυσωµένη ταρταρούγα, βερνίκια. Αρχικά το µαντολίνο κατασκευαζόταν µε εντέρινες χορδές. Με την πάροδο του χρόνου, χρησιµοποιήθηκαν ζεύγη συρµάτινων χορδών οι οποίες και κουρδίζονται µε µεταλλικά κλειδιά. Το αρχικό σχήµα και το πλέον κλασσικό, που διατηρείται ακόµα και στις µέρες µας είναι το αχλαδοειδές. Στην πάροδο του χρόνου συναντάµε µαντολίνα µε επίπεδη πλάτη που διακρίνονται για την βαρύτερη τονικότητά τους. Μελωδίες για µαντολίνο χρονολογούνται στα µέσα του 17ου αιώνα. Αρκετοί «κλασσικοί» έχουν χρησιµοποιήσει µαντολίνο στα έργα τους. Στις αρχές του 20ου αιώνα το µαντολίνο γνώρισε µεγάλη άνθηση λόγω των µαντολινάτων. Οι µαντολινάτες αποτελούνται από µαντολίνα, µαντόλες κιθάρες και έχουν επιδείξει µελωδίες απαράµιλλης ακουστικής. Το µαντολίνο συναντάτε πλέον σε όλο τον κόσµο. Συνοδεύει κατά τόπους παραδοσιακά τραγούδια, blue grass αµερικάνικες µελωδίες, µοντέρνα ακούσµατα της rock και pop µουσικής. Στην Ελλάδα το µαντολίνο, ως µουσικό όργανο έκφρασης της τοπικής µουσικής παράδοσης, εµφανίστηκε κυρίως στα Επτάνησα και στην Κρήτη. Φηµισµένες εξάλλου είναι οι µαντολινάτες των Επτανήσων και των Αθηνών. Στην Κρήτη το όργανο εµφανίζεται από την εποχή της ενετοκρατίας. Στις αρχές του 20ου αιώνα το µαντολίνο εµφανίζεται ως κυρίαρχο όργανο συνοδείας της λύρας µαζί µε το µπουλγαρί. Με τον καιρό ενισχύει ολοένα την θέση του στην Κρητική µουσική παράδοση. Από όργανο συνοδείας της λύρας, µαζί µε το Κρητικό λαούτο, κατέχει σηµαντικό ρόλο στις µέρες µας και ως όργανο µελωδίας. Ολοένα και περισσότεροι ερµηνευτές και καλλιτέχνες της σύγχρονης Κρητικής µουσικής το χρησιµοποιούν πλέον στις εκτελέσεις τους. Η χρήση του µαντολίνου εδραιώνεται σηµαντικά στο πέρασµα του χρόνου και αναδεικνύει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην Κρητική µουσική παράδοσης. Η λύρα στην Κρήτη :

Το κρητικό λυράκι είναι σχεδόν ίδιο µε την πολίτικη λύρα, δηλαδή τη λύρα της Κωνσταντινούπολης. Για την προέλευσή του πρέπει να αντιµετωπίσουµε δύο [100]


πιθανές εκδοχές: α. Τη λύρα έφεραν οι Άραβες, που παρέµειναν στην Κρήτη ως κατακτητές (προερχόµενοι από την Ισπανία) τα έτη 823-961 µ.Χ., και παρέµεινε στην Κρήτη έκτοτε χωρίς διακοπή (αυτό θα σηµαίνει ότι το αραβικό ρεµπάµπ της εποχής εκείνης είναι µορφολογικά ίδιο µε τη βυζαντινή λύρα). β. Ήρθε στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη, είτε (το πιθανότερο) από το στρατό του Νικηφόρου Φωκά και τους Βυζαντινούς που ακολούθησαν είτε µέσω ∆ωδεκανήσου, οπότε η είσοδός της στο νησί πρέπει να άρχισε από την πλευρά της Σητείας (που γειτονεύει µε την Κάσο και την Κάρπαθο) και να είχε συντελεστεί το πολύ ως το 12ο αιώνα (1101-1200 µ.Χ.), αφού δύο αιώνες για το µουσικό «ταξίδι» από την Πόλη ως την Κρήτη είναι υπεραρκετοί. Πολύ περισσότερο µάλιστα εφ’ όσον οι Κρητικοί ήταν, ως γνωστόν, σπουδαίοι ναυτικοί: ο Γάλλος περιηγητής Andrè Thevet το 1549 έγραφε: «Οι Κρητικοί είναι σπουδαίοι πιλότοι και έµπειροι ναυτικοί. Χρησιµοποιούν µικρά πλεούµενα που τα αποκαλούν squiraces. Όταν είναι µπουνάτσα πέντε τούρκικες φούστες δε µπορούν ν’ αναµετρηθούν µ’ ένα απ’ αυτά τα κρητικά καραβάκια». Υπέρ της δεύτερης εκδοχής είναι ότι και στην Κρήτη για το συγκεκριµένο όργανο είναι γνωστό µόνο το ελληνικό όνοµα λύρα και δεν υπάρχει µαρτυρία ή ανάµνηση σε καµία τοπική παράδοση ότι χρησιµοποιήθηκε ποτέ γι’ αυτό το όνοµα ρεµπάµπ, ρεµπέκ, κεµεντζές ή άλλος ξενόγλωσσος όρος. Και στις δύο περιπτώσεις είναι προφανές ότι οι Ενετοί, ερχόµενοι στην Κρήτη το 1211, βρήκαν ήδη τη λύρα εδώ, ως λαϊκό όργανο βέβαια (όπως και στα ∆ωδεκάνησα) δηλαδή σε πρωτόγονη µορφή (λυράκια κατασκευασµένα από τους ίδιους τους λυράρηδες των χωριών από δέντρα της περιοχής τους και δοξάρια από ουρά αλόγου ή και γαϊδάρου –µε το συµπάθιο– όπως ακριβώς τα λυράκια που ξέρουµε από τους αµέτρητους λυράρηδες των κρητικών χωριών του 19ου και του πρώτου µισού του 20ού αιώνα, πριν η κρητική λύρα πάρει την τυπική σύγχρονη µορφή της µε την καθοριστική συµβολή του 15 θρυλικού Ρεθεµνιώτη λυράρη Ανδρέα Ροδινού, και των επίσης Ρεθυµνιωτών οργανοποιών Γιάννη Παπαδάκη ή Καρεκλά και Μανώλη Σταγάκη. Τα γερακοκούδουνα στο δοξάρι της κρητικής λύρας είναι µια επιπλέον, εξαιρετικά σηµαντική ένδειξη για την παρουσία της λύρας στην Κρήτη το αργότερο κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, οπότε οι άρχοντες κυνηγούσαν µε γεράκια, στα πόδια των οποίων φορούσαν τα γερακοκούδουνα, αν όχι και κατά τη βυζαντινή περίοδο, από ανάλογους κυνηγούς. Οι Τούρκοι της Κρήτης ποτέ δεν κυνήγησαν µε γεράκια (µόνο µε λαγωναρές σκύλες, όπως και οι απλοί Κρητικοί χωρικοί). Τα γερακοκούδουνα, εποµένως, µπήκαν στο δοξάρι της κρητικής λύρας (µόνο της λύρας, που ήταν όργανο της υπαίθρου, ποτέ του βιολιού, που ήταν ένα αστικό όργανο) είτε κατά τη βυζαντινή είτε κατά την ενετική εποχή. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή τα κουδουνάκια έµπαιναν στο δοξάρι αφού είχε πάψει να χρησιµοποιείται το κυνήγι µε γεράκια, µόνο από το ιερατικό θυµιατό θα µπορούσαν να έχουν ληφθεί, οπότε το πιθανότερο είναι ότι θα ονοµάζονταν παπαδοκούδουνα ή µε κάποιο παρεµφερή όρο. Το θυµιατό ήταν πάντα σε χρήση, µε εξαίρεση ίσως ταραγµένες εποχές. Η εικόνα των κουδουνιών του θυµιατού ήταν πολύ πιο κοντά στα µάτια των Κρητικών χωρικών κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, [101]


ακόµη και στους γέρους της πρώτης γενιάς, που θυµούνταν την εποχή των Ενετών και των αρχοντορωµαίων, απ’ ό,τι η εικόνα του κυνηγετικού γερακιού. Είναι γεγονός ότι οι αναφορές των κείµενων της Ενετοκρατίας σε λαϊκά µουσικά όργανα αναφέρουν σχεδόν αποκλειστικά πνευστά και κρουστά. Ίσως η µπαντούρα, η ασκοµαντούρα και το θιαµπόλι (σφυροχάµπιολο, το κρητικό σουραύλι) να ήταν ακόµη διαδεδοµένα στην κρητική ύπαιθρο περισσότερο από τη λύρα, αφού και ως τις αρχές του 20ού αιώνα η διάδοσή τους ήταν σηµαντική. Περιηγητές επίσης όπως ο Pierre Belon (1553) περιγράφοντας χορούς των Σφακιανών δεν αναφέρουν καθόλου µουσικά όργανα. Ο Χατζηδάκης µάλιστα επικαλείται τον Belon για να στηρίξει την άποψη ότι δεν υπήρχε λύρα στην Κρήτη το 16ο αιώνα, ξεχνώντας ότι οι Σφακιανοί ποτέ, µέχρι και την εποχή µας, δεν επιδόθηκαν στη χρήση έγχορδων οργάνων. Ωστόσο, συνήθως παραγνωρίζεται µία σηµαντική αναφορά. Είναι του Στέφανου Σαχλίκη, ποιητή του Χάνδακα του 14ου αιώνα, από τους προδρόµους της Κρητικής Αναγέννησης: «Λοιπόν, όποιος ορέγεται να µάθη διά την µοίραν, το πώς παίζει τον άτυχον, ωσάν παιγνιώτης λύραν ας έλθη ν’ αναγνώση εδώ τούτο το καταλόγι…». 16 Είναι πιθανόν, ότι η αναφορά δε γίνεται στην αρχαία άρπα ούτε στην ιταλική lira (όπως πίστευε ο αείµνηστος Νικόλαος Παναγιωτάκης), αλλά στη λαϊκή κρητική λύρα της εποχής του ποιητή (περίπου 1331-1400), πράγµα που αποδεικνύεται από τη λέξη παιγνιώτης, δηλαδή την ιδιωµατική λέξη που χρησιµοποιείται από τους Κρητικούς για να δηλώσει τόσο το σκοπευτή όσο και τον οργανοπαίχτη. Η παροµοίωση που χρησιµοποιεί ο Παναγιωτάκης ότι «ο Σαχλίκης ήταν αστός», που όµως έζησε από κοντά τη λαϊκή ζωή της υπαίθρου, ιδίως αφού κατέφυγε στο Πενταµόδι Ηρακλείου µετά την ολοκληρωτική πτώχευσή του από την άσωτη ζωή που έκανε, παραπέµπει λοιπόν καταφανώς σε µια εικόνα της λαϊκής ζωής της κρητικής υπαίθρου της εποχής του, µε έναν παιγνιώτη που παίζει λύρα, και όχι σε µια εικόνα Ιταλού µουζικάντη ή αρχαίου Έλληνα αρπιστή. Την ίδια άποψη φαίνεται να έχουν δύο από τους σηµαντικότερους νεότερους µελετητές της εποχής εκείνης, ο Φαίδων Κουκουλές και ο Στυλιανός Αλεξίου. Και οι δύο συγκαταλέγουν µε βεβαιότητα την κρητική λύρα στα µουσικά όργανα της βενετοκρατούµενης Κρήτης, µε αντίστοιχες αναφορές ο µεν Κουκουλές στο άρθρο του «Συµβολή εις την Κρητική λαογραφίαν επί Βενετοκρατίας», στην Επετηρίδα της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τόµ. 3 (1940), σελ. 21, ο δε Αλεξίου στα Κρητικά Χρονικά του 1965 (τόµος ιθ΄), σελ. 165. Και οι δύο στηρίζουν την αναφορά τους στο Σαχλίκη. Μαζί τους συµφωνεί και ο Ελβετός εθνοµουσικολόγος Samuel Baud-Bovy όπως σηµειώνει σε άρθρο του σχετικά µε την κρητική λύρα το 1977. Όµως… Γύρω στα 1580-1600 ο Γεώργιος Χορτάτζης στο έργο του Κατζούρµπος προσθέτει ένα ακόµα στοιχείο σχετικά µε την παρουσία της λύρας που µας διαφωτίζει ακόµη περισσότερο: ο Νικολός κάνει καντάδα στην αγαπηµένη του παίζοντας λυρόνι! Η ακατάδεχτη Πουλισένα γκρινιάζει, τονίζοντας πως θα του άνοιγε την πόρτα µόνο αν «της κουδούνιζε ένα σακούλι κίτρινα» (=χρυσά νοµίσµατα), γιατί αυτή «δεν κοµπώνεται» (=δεν ξεγελιέται) µε καντάδες και µερακλίκια: [102]


«Ανίσως κι εκουδούνιζε στο σπίτι µου αποκάτω µιαν ώρα το σακούλι του µε κίτρινα γεµάτο, δεις ήθελες πώς άνοιγα, µε µένα µε λυρόνι µηδέ µε το τραγούδι του ποσώς δε µε κοµπώνει…» (Κατζούρµπος, πράξη Α΄, στ. 195-198) Πιο κάτω ο Νικολός διεκτραγωδεί τη µοίρα του, καθώς ετοιµάζονται να δώσουν την Πουλισένα σε άλλον, µονολογώντας: 17 «Πήγαινε κι έρχου, Νικολό, µόνο µε το λυρόνι, τραγούδα κι αναστέναζε, κι άλλος ας ξεφαντώνει.» (στο ίδιο, πράξη Β΄, στ. 409-410) Εδώ θα πρέπει να επισηµανθεί ότι στον Κατζούρµπο φαίνεται να γίνεται σύγχυση ανάµεσα στη λύρα και την κιθάρα. Στην αρχή του έργου, όπου βλέπουµε επί σκηνής την καντάδα του Νικολό, ο νέος δεν αναφέρεται να παίζει λυρόνι, αλλά «κιτάρα». Αρκεί να αναφέρουµε εδώ ότι στο Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Σκαρλάτου Βυζάντιου, στο λήµµα κιθαρίζω, παρατίθεται ως παράδειγµα ο στίχος (από αρχαίο συγγραφέα) αναλαµβάνων την λύραν εκιθάριζεν. Λύρα, κιθάρα και φόρµιγξ είναι τρεις όροι που φαίνεται να χρησιµοποιούνται ενίοτε για το ίδιο όργανο. Επίσης σύµφωνα µε το Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής ∆ηµώδους Γραµµατείας του Εµµ. Κριαρά, όπου λιρόνι= το µουσικό όργανο λύρα (κρητική) [βεν. liron]. Το λυρόνι του Νικολό ωστόσο δεν ήταν κιθάρα, ούτε και αρχαία ελληνική λύρα. Το δεύτερο είναι προφανές από το ότι η υπόθεση του έργου διαδραµατίζεται στην εποχή του ποιητή, στη βενετοκρατούµενη Κρήτη, µε αναφορές µάλιστα στην τουρκική επιθετικότητα της εποχής. Αλλά το κυριότερο είναι ότι η κιθάρα και η αρχαία λύρα ποτέ δεν αναφέρονται µε υποκοριστικό. Αντίθετα, το µουσικό όργανο του Νικολό είναι µικρή λύρα (λυρόνι), σε αντιδιαστολή, προφανώς, µε τις «κανονικές» λύρες, που ήταν µεγαλύτερες. Είναι προφανές ότι µόνο σ’ ένα όργανο ταιριάζει αυτό το χαρακτηριστικό: στο γνωστό µας λυράκι, την παλαιότερη µορφή της κρητικής λύρας που ξέρουµε. Η αναφορά στο λυρόνι του Νικολό, είναι ίσως η πιο αδιαφιλονίκητη µαρτυρία για τη χρήση της λαϊκής κρητικής λύρας την εποχή της Ενετοκρατίας. Εδώ δεν είναι άστοχο ίσως να επισηµάνουµε ότι η γνωστή αναφορά του Βιτσέντσου Κορνάρου στο λαούτο αφορά στο αστικό («αναγεννησιακό») ευρωπαϊκό λαούτο και όχι στο σηµερινό κρητικό λαούτο, όργανο πολύ µεταγενέστερο, που συνδυάζει το χέρι (µανίκι) του ταµπουρά και το ηχείο (σκάφος) από το ούτι –γι’ αυτό και έχει µεγαλύτερο ηχείο τόσο από το στεριανό λαούτο όσο και από το νησιώτικο και το πολίτικο (λάφτα). Ο Σπυρίδων Ζαµπέλιος (1815-1881) στους «Κρητικούς Γάµους», περιγράφοντας πώς η Σοφία ∆α Μολίν έπαιζε λαούτο, αναφέρει: «Το έγχορδον εκείνο πλήκτρον εκαλείτο λιούτον. Η χρήσις του, εκλιπούσα προ πολλού, µικράς αφήκεν αναµνήσεις εις τα δηµοτικά ποιήµατα της συγχρόνου κρητικής σχολής». Εκτός από το λαούτο υπήρχαν στις πόλεις όλα τα ευρωπαϊκά όργανα της εποχής (τσίτερες, βιόλες, λαούτα, άρπες, µπάσα και φιαούτα, κλαδοτζύµπαλα, τρουµπέτες…) . 18 [103]


Την εποχή της Ενετοκρατίας πρέπει να ήρθε στα αστικά κέντρα της Κρήτης το βιολί. Πόσο γρήγορα έφυγε από τις πόλεις και πήγε στα χωριά; Άγνωστο. Ο Παναγιωτάκης θεωρεί ότι αυτό συνέβη σχετικά γρήγορα. Επί του προκειµένου, πάντως, ας έχουµε υπόψιν ότι: α. Το βιολί κατασκευάζεται πάντα από επαγγελµατία οργανοποιό και ποτέ από τον ίδιο τον ερασιτέχνη µουσικό (όπως η λύρα), εποµένως η εξάπλωσή του στα χωριά πρέπει να ήταν στην αρχή πολύ δύσκολη: όλα τα βιολιά που παίζονταν ήταν κατασκευασµένα στις πόλεις και προφανώς -το σπουδαιότερο- ακριβοπληρωµένα, άλλος ένας ανασταλτικός παράγοντας την εποχή εκείνη για τον πολύ λαό. β. Στις περιοχές που γνωρίζουµε από µεταγενέστερες πηγές ότι παιζόταν λύρα δεν πρέπει να είχε διαδοθεί ποτέ το βιολί (το πολύ να υπήρχε ένας βιολάτορας κάπου κάπου, αστός ή ηµιαστός), γιατί είναι απίθανο οι κάτοικοι να εγκατέλειψαν ένα τετράχορδο όργανο και να υιοθέτησαν ένα τρίχορδο (η µία λιγότερη χορδή σηµαίνει µικρότερες παικτικές δυνατότητες – η προαναφερόµενη «πεντάχορδη λύρα», απ’ όσο είναι γνωστόν, δε µαρτυρείται ποτέ στην Κρήτη). Αντίθετα, στις περιοχές που διαδόθηκε, ή και κάποια στιγµή κυριάρχησε, το βιολί, ακόµη κι αν αυτό συνέβη µέσα του 17ου αιώνα (1650), είναι πολύ πιθανόν ότι υπήρχε ήδη παλαιότερα λύρα, η οποία συνυπήρξε µε το βιολί για ένα µικρό ή µεγάλο χρονικό διάστηµα και είτε τελικά υποχώρησε (στην επαρχία Κισάµου) είτε συνυπάρχει ακόµη, όπως στους νοµούς Ηρακλείου και Λασιθίου –ας µην ξεχνούµε τη µεγάλη λασιθιώτικη παράδοση της λύρας, που, για το 19ο και τον 20ο αιώνα, περνάει από τα ονόµατα ξακουστών λυράρηδων, όπως του Φοραδάρη, του Ιωάννη Σολιδάκη (Κιρλίµπα) και του Μαθιού Γαρεφαλλάκη. ΤΟ ΛΑΟΥΤΟ

Σύντοµη περιγραφή : Το λαούτο είναι έγχορδο όργανο και αποτελείται βασικά από ένα µεγάλο αχλαδόσχηµο ηχείο που καταλήγει σε ένα µακρύ βραχίονα ο οποίος χωρίζεται µε κινητές υποδιαιρέσεις, τους µπερντέδες. Το ηχείο στην πίσω πλευρά είναι κυρτό φτιαγµένο µε λεπτές ξύλινες λωρίδες τις ντούγιες ενώ στην µπροστινή σκεπάζεται από λεπτό ξύλινο καπάκι που στο κέντρο του υπάρχει ένα στρογγυλό άνοιγµα ηροδάντζα συχνά διακοσµηµένη µε ξύλινο γλυπτό αραβούργηµα Πάνω στο καπάκι βρίσκεται κολληµένος ο καβαλάρης , ένα λεπτό κοµµάτι από σκληρό ξύλο για τη στήριξη των χορδών από τη µία άκρη, ενώ απ ΄ την άλλη αυτές στηρίζονται στο άκρο του βραχίονα τον καράβολα, εκεί όπου βρίσκονται και τα κλειδιά για το κούρντισµα. ΄Εχει τέσσερα ζευγάρια µεταλλικές χορδές και παίζεται µε πένα. Ονοµασία: Όργανα που µοιάζουν µε το ελληνικό λαούτο τα [104]


συναντάµε στη ∆υτική Ευρώπη µε τη γενική ονοµασία lute(λιούτ) ενώ στην Ελλάδα ανάλογα µε την περιοχή είναι γνωστό και ως λαγούτο ή λαβούτο. Την προέλευση της ονοµασίας του άλλοι την αποδίδουν στο αραβικό al oud που σηµαίνει ξύλο και άλλοι στο κούρδισµα σε λα και ουτ(σηµερινό ντο) των δύο διπλών χορδών που είχε παλιότερα . Ιστορία: Η ιστορία των οργάνων της οικογένειας του λαούτου ξεκινάει από την 3η χιλιετία π.Χ στη Μεσοποταµία. Στον ελλαδικό χώρο το πρώτο όργανο αυτού του τύπου που συναντάµε είναι το αρχαιοελληνικό τρίχορδο, η πανδούρα όπως την έλεγαν . Από την πανδούρα προήλθε ο ταµπουράς και µια παραλλαγή του ταµπουρά που διαµορφώθηκε γύρω στο 17ο αιώνα είναι το ελληνικό λαούτο. Στο λαούτο διατηρήθηκε το µακρύ χέρι µε τις κινητές υποδιαιρέσεις που είχε ο ταµπουράς , όµως το µικρό στρογγυλό ηχείο αντικαταστάθηκε από άλλο αχλαδόσχηµο και βασικά πολύ µεγαλύτερο µε στόχο την αύξηση του όγκου και της έντασης του ήχου. 25 Είναι πάρα πολλές οι απεικονίσεις µορφών λαούτου σε αγιογραφίες ,τοιχογραφίες, µικρογραφίες και λαϊκές ζωγραφιές. καθώς και οι αναφορές σ΄ αυτό στη λογοτεχνία. και ειδικότερα στην ποίηση και το τραγούδι. Στο έπος του ∆ιγενή Ακρίτα, τα ακριτικά τραγούδια και τα βυζαντινά χειρόγραφα , στον Ερωτόκριτο του Κορνάρου και φυσικά στο δηµοτικό τραγούδι το λαούτο προβάλλεται ως το µουσικό όργανο που είτε µόνο του είτε ως συνοδευτικό της φωνής µπορεί να εκφράσει τα λεπτότερα και ευγενέστερα συναισθήµατα του ανθρώπου. «Ηπαιρνε το λαγούτον του και σιγανά επορπάτει κι εχτύπαν το γλυκιά γλυκιά ανάδια στο παλάτι ( Ερωτόκριτος 17ος αι.) Κατασκευή :Το λαούτο όπως και όλα τα παραδοσιακά όργανα φτιαχνόταν και συνεχίζει να φτιάχνεται σε µικρά προσωπικά εργαστήρια πολλές φορές µε µακριά οικογενειακή παράδοση εξασφαλίζοντας τη γνώση που πρέπει να συνοδεύει το απαραίτητο µεράκι του κατασκευαστή. Είναι όργανο αρκετά δύσκολο στην κατασκευή του και προέχει η στερεότητά του και η αντοχή του στο σκέβρωµα λόγω των πολύ µεγάλων τάσεων που δέχεται από τις χορδές .Μεγάλη σηµασία έχει και η ακρίβεια στις αναλογίες του ώστε όταν τελικά αρµατωθεί -τοποθετηθούν δηλαδή οι χορδές- να µπορεί να κουρδιστεί και να παίξει σωστά. Ο περιορισµένος χώρος δεν µας επιτρέπει να αναφερθούµε διεξοδικότερα στον τρόπο κατασκευής του αλλά µπορούµε να πούµε γενικά ότι παίζει µεγάλο ρόλο στην ποιότητα του ήχου και γενικά της κατασκευής το είδος και η ποιότητα των ξύλων από τα οποία κατασκευάζονται τα διάφορα µέρη του, η κόλλα ,τα βερνίκια και φυσικά η ικανότητα του µάστορα. Ανάµεσα στα στάδια της κατασκευής του πρέπει να µεσολαβούν αρκετές µέρες ώστε να στρώνουν τα υλικά και να διορθώνονται προοδευτικά οι ατέλειες. Το χειροποίητο και η δυσκολία της κατασκευής του καθώς και η έλλειψη καλών µαστόρων έκαναν το λαούτο σήµερα εκτός από δυσεύρετο, να είναι και αρκετά ακριβό. Είδη λαούτου:Το λαούτο το βρίσκουµε σε παραλλαγές στις διάφορες [105]


περιοχές του ελλαδικού χώρου που έχουν µεταξύ τους από µικρές έως πολύ σηµαντικές διαφορές. Στην Κρήτη το λαούτο είναι πολύ µεγαλύτερο και έχει πιο χαµηλό κούρντισµα για να ταιριάζει µε τη λύρα ενώ στην Κων/πολη είναι αρκετά µικρό µε εντέρινες (σήµερα νάυλον) χορδές και ξύλινα κλειδιά. Το στεριανό και το νησιώτικο λαούτο µοιάζουν αρκετά και έχουν το ίδιο κούρντισµα. Τρόπος παιξίµατος-τεχνικές δυνατότητες :Το λαούτο κουρντίζεται πάντα κατά πέµπτες:ντο σολ ρε λα από πάνω προς τα κάτω το στεριανό και το νησιώτικο ,σολ ρε λα µι µια τετάρτη πιο χαµηλά το κρητικό. Σήµερα χρησιµοποιείται ως όργανο κυρίως συνοδευτικό, στηρίζοντας ρυθµικά και αρµονικά τα περισσότερα µελωδικά όργανα όπως το κλαρίνο το βιολί τη λύρα κλπ και η µελωδική του παρουσία περιορίζεται σε µικρές µελωδικές απαντήσεις ή µουσικές γέφυρες στα κενά της κύριας µελωδίας παρότι παλαιότερα το χρησιµοποιούσαν και ως µελωδικό. Η δυσκολία της τεχνικής 26 του και η εισβολή και επικράτηση άλλων πιο ηχηρών οργάνων έκανε τους πριµαδόρους λαουτιέρηδες ή να αποσυρθούν ή να προσαρµοστούν στον συνοδευτικό ρόλο. Η αρµονική συνοδεία ενώ παλιότερα ακολουθούσε τους κανόνες του ισοκρατήµατος και επέτρεπε συνηχήσεις σύµφωνες µε τον τροπικό χαρακτήρα του µονόφωνου βυζαντινού και δηµοτικού µέλους ,σήµερα επηρεασµένη από την ευρωπαϊκή µουσική επιτρέπει και συγχορδίες δυτικού τύπου που όταν η χρήση τους φθάνει στην υπερβολή αλλοιώνει εντελώς το χαρακτήρα της παραδοσιακής µουσικής. Το λαούτο σήµερα :Η δυσκολία που έχει το λαούτο στο παίξιµο και στο κράτηµά του, και η ακριβή αγορά του, οδήγησαν σιγά σιγά στην αντικατάστασή του από την ευκολόπαιχτη και φτηνή κιθάρα.<< _η κιθάρα όµως αλλοιώνει εντελώς το µουσικό ύφος του δηµοτικού µέλους. Του προσδίνει µε το γλυκερό της ύφος και τη διαφορετική τεχνική της ένα ψευδορροµαντικό ύφος, χαρακτηριστικά άγνωστο στη γνήσια δηµοτική µελωδία και το παραδοσιακό παίξιµο του ΄Έλληνα λαϊκού µουσικού . Αν στο λαούτο χρειάζεται προσπάθεια τεχνικά για να παίξει κανείς συγχορδίες δυτικού τύπου η κιθάρα τις επιβάλλει ολοκληρωτικά µε αποτέλεσµα τα δηµοτικά µας τραγούδια να χάνουν το χρώµα τους και να αποκτούν ύφος ιταλιανίζουσας καντάδας>> λέει χαρακτηριστικά ο Φοίβος Ανωγειανάκης στο µνηµειώδες έργο του τα<< Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά ΄Οργανα>>. Και τι να πει κανείς για τις ηλεκτρικές κιθάρες και τα αρµόνια µε τις τζαζ _ροκ συγχορδίες και τους θορυβώδεις ενισχυτές που ισοπεδώνουν ότι έχει αποµείνει_ Για να µην γίνει η αλλοιωµένη και παραποιηµένη µορφή της παραδοσιακής µας µουσικής µε τη συχνή προβολή της συνείδηση και κατεστηµένη αισθητική και τελικά χάσουµε άλλο ένα κοµµάτι πολιτισµού αµαχητί, πρέπει πέρα από τις µεµονωµένες προσπάθειες των διαφόρων συλλόγων η ίδια η πολιτεία να φροντίσει για την οργανωµένη διδασκαλία και εκµάθηση σπάνιων παραδοσιακών οργάνων όπως το λαούτο κυρίως στην επαρχία, όπου ενώ υπάρχει πολλές φορές η θέληση, δεν υπάρχει η ανάλογη δυνατότητα.

[106]


Μπουλγαρί :

Μπουλγαρί ονοµάζεται στην Κρήτη ένα όργανο που ανήκει στην οικογένεια του ταµπουρά, µοιάζει µορφολογικά µε το αραβικό σάζι, έχει µικρό αχλαδόσχηµο κυρτό ηχείο, µακρύ λεπτό χέρι, κινητούς µπερντέδες και τρεις διπλές χορδές. Η χρήση του στη Κρήτη πιθανολογείται από τα µέσα του 18ου αιώνα. Xρησιµοποιήθηκε (και χρησιµοποιείται), κυρίως, στην απόδοση των ταµπαχανιώτικων τραγουδιών που ακούγονταν στα αστικά κέντρα της Kρήτης (Xανιά, Pέθυµνο και Hράκλειο) τα χρόνια του Mεσοπολέµου (1920-1940) και στα οποία συνδυάζεται η κρητική µουσική, η µικρασιάτικη και το ρεµπέτικο τραγούδι. Κυριότερος εκπρόσωπος του θεωρείται ο Ρεθυµνιώτης Στέλιος Φουσταλιεράκης (1911-1992), που ήταν η αιτία να περάσει το µπουλγαρί στη δισκογραφία. Μεταπολεµικά το όργανο αυτό σχεδόν εξαφανίστηκε. Σήµερα ελάχιστοι είναι πλέον οι εκπρόσωποι του υπέροχου αυτού µουσικού οργάνου. Το µπουλγαρί και το µπουζούκι στην Κρήτη Το τρίχορδο ή σε κάποιες περιπτώσεις πολύχορδο όργανο «ταµπουράς» συναντάται στην Ελλάδα από αρχαιοτάτων χρόνων. Αρχικά σαν πανδουρίς και τρίχορδο στους Ελληνιστικούς χρόνους και αργότερα σαν πανδούρα, θαµπούρα, ταµπούρα στα Βυζαντινά χρόνια και αργότερα σαν γιογκάρι, λιογκάρι, τσιβούρι, ταµπουράς, ταµπούρι, µπουζούκι και ικιτέλι. 28 Οξέαν ξύλον έκοψεν,της δάφνης την καρδίαν, ταµπούραν εκατόρθωνεν,ταµπούρα κατορθώνει (Ακριτικό τραγούδι) Στην περίοδο της επανάστασης του 1821, η χρήση του ταµπουρά ήταν διαδεδοµένη στη Ρούµελη και στο Μωριά, από τους οπλαρχηγούς και από ταµπουρατζήδες που ακολουθούσαν τους αρχηγούς, για να εµψυχώνουν µε τα τραγούδια τους, τους εξεγερµένους Ελληνες. Η ονοµασία µπουζούκι προέρχεται από την τούρκικη λέξη µποζούκ που σηµαίνει "χαλασµένο" και κατά άλλους από την επίσης τούρκικη λέξη µπουγιούκ, που σηµαίνει µεγάλο. Στην Κρήτη µόνο και στη Μεσσηνία παρουσιάζεται µε την ονοµασία «µπουλγαρί» που όπως συµφωνούν όλοι οι παλιοί, οφείλεται στην πιο µπάσα χορδή του οργάνου, τη λεγόµενη και µπουργάρα ή µπουργάνα ή µπουλγάρα. Το πώς ακριβώς προέκυψε αυτή η ονοµασία της χορδής και µετέπειτα του οργάνου, ακόµα δεν έχει τεκµηριωθεί και δεν θα θέλαµε να µπερδέψουµε µε υποθέσεις τη συνεχιζόµενη έρευνα. Πάντως το πιο οµοιάζον όργανο µε το κρητικό µπουλγαρί στον Ελλαδικό χώρο, είναι το «ταµπούρι» του Μικρασιάτη πρόσφυγα Γιάννη Εϊτζερίδη (1893-1942), γνωστού σαν Γιοβάν Τσαούς. Απο τα στοιχεία που έχουµε έως σήµερα, φαίνεται ότι ο ταµπουράς ή µπουλγαρί ή µπουζούκι, «µετανάστευσε» απο τη Μικρά Ασία στην Κρήτη µέσα στο 19ο αιώνα, πιθανόν στις αρχες του 1800. ∆ιαδόθηκε κυρίως στις πόλεις Χανιά και Ρέθυµνο, όπου συναντάµε ένα ικανό αριθµό από παίκτες του µπουλγαρί στα [107]


τέλη του 19ου αιώνα. Οπωσδήποτε όµως είχε έρθει νωρίτερα αφού σε ριζίτικο για τη µάχη του Θερίσου στα 1821 αναφέρεται ο στίχος : «µε βιολιά και νταµπουράδες» (Αρ.Κριάρη : Κρητικά άσµατα-1920). Λέγεται ότι το µπουλγαρί του Φουσταλιέρη που σώζεται σήµερα σε καλή κατάσταση, είναι ηλικίας περίπου 150 ετών. Για ένα ακόµα παλιό όργανο που σώζεται επίσης στο Ρέθυµνο, γνωρίζουµε ότι είναι κατασκευής προ του 1900 ενώ ένας Ιεραπετρίτης µουσικός που ζει στην Αθήνα, έχει στην κατοχή του µπουλγαρί που είναι 200 χρόνων. Το µπουλγαρί αυτό -που παρεπιµπτόντως πρέπει να είναι από τα αρχαιότερα σωζόµενα ταµπουροειδή στην Ελλάδα- έχει µία µικρή τρύπα στο καπάκι, ξύλινα κουρντιστήρια (στριφτάρια), µπερντέδες στο µάνικο που έδεναν σε ένα µικρό καρφάκι και το σκάφος ήταν µε ντόγες, όχι σκαφτό. Λόγω της παράλληλης άνθησης της ζυγιάς «βιολί-λαγούτο» σε µεγάλο µέρος του Νοµού Χανίων, απο το 1850 περίπου και µετά και της ζυγιάς «λύρα, λαούτο ή µαντολίνο» στον Αποκόρωνα και στο Ρέθυµνο όπως και της συνύπαρξης βιολιού-λύρας-µαντολίνου, κιθάρας και παλιότερα ασκοµαντούρας και νταουλιού στο Ηράκλειο και στο Λασήθι, το µπουλγαρί ή µπουζούκι στην Κρήτη, τις περισσότερες φορές βρίσκονταν σε δεύτερο ρόλο. ∆εδοµένης όµως της πολυµορφίας της µουσικής έκφρασης στην Κρήτη και 29 της αναγκαιότητας ενός κοµµατιού του πληθυσµού, ιδίως των πόλεων, να εκφραστεί µε δικά του µέσα, έπαιξαν βασικό ρόλο στις διασκεδάσεις και στις ευρύτερες µουσικές αναφορές αφ’ενός των κατοίκων των Χανίων και του Ρεθύµνου το µπουλγαρί αφ’ετέρου των αλλων πόλεων και επί µέρους σηµείων της Κρήτης, το µπουζούκι. Η εξάπλωση του µπουλγαρί υπολογίζεται χρονικά µετά το 1870, όπου αρχίζει να πνέει ένας αέρας ελευθερίας στην Κρήτη. Μετά το 1880-90, έχουµε αρκετά στοιχεία και στη συνέχεια περισσότερα, σχετικά µε την ιστορία του οργάνου στην Κρήτη. Ο Μεχµέτ Σταφιδάκης (1878-1908), κατά τον συγγραφέα Γιάννη Τζίβη στο βιβλίο του «Χανιά 1252-1940», ήταν ένας πλούσιος Χανιώτης γαιοκτήµονας που έπαιζε µπουλγαρί και συνέθεσε τον «Σταφιδιανό σκοπο», ένα σκοπό που παίζεται έως σήµερα. Ο σκοπός αυτός πρωτο-ηχογραφήθηκε το 1930 απο τον Γιώργο Λαζαρίδη και στη συνέχεια απο τον περίφηµο Ρεθυµνιώτη µουσικό Στέλιο Φουσταλιεράκη και τον Αντώνη Παπαδάκη ή Καρεκλά, µε µπουλγαρί και λύρα το 1937 ενώ την επόµενη χρονιά το 1938 τον γραµµοφώνησαν ο Φουσταλιέρης µε τον Γιάννη Μπερνιδάκη η Μπαξεβάνη, µε µπουλγαρί και κιθάρα.

Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ:

[108]


Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ:

Οι Κρητικοί μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Βενετούς, και για δυο περίπου αιώνες, συνεχίζουν να φορούν το βυζαντινό ένδυμα, όπως αυτό μας παρουσιάζεται από εκθέσεις Βενετών Προβλεπτών, κρητικά κείμενα και, κυρίως, από τοιχογραφημένες βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες. Το βυζαντινό «στιχάριο» (μακρύ ριχτό ρούχο μέχρι τους αστράγαλους σχεδόν) κυριαρχεί, ενώ οι νεότεροι στην ηλικία φορούν ρούχο πάνω από το γόνατο με ζώνη στη μέση και τη χαρακτηριστική κάλτσα από κάτω. Τα ρούχα της περιόδου αυτής χαρακτηρίζονται από έντονα και ποικίλα χρώματα. Με την πάροδο του χρόνου οι Κρήτες, ακολουθώντας το νέο ρεύμα ή και κατόπιν διαταγών, ντύνονται σύμφωνα με τη βενετσιάνικη μόδα ανάλογα με την τάξη που ανήκουν και το επάγγελμα που εξασκούν. Αυτά, βέβαια, όσον αφορά στους εύπορους και τους αξιωματούχους, γιατί οι αγρότες και γενικά οι κάτοικοι της υπαίθρου που έπασχαν οικονομικά από την αφαίμαξη των Βενετών είχαν καταντήσει κουρελήδες και ο καθένας ντυνόταν με ό,τι έβρισκε ίσα για να καλύψει τη γύμνια του. Αυτή ήταν η κρητική ενδυμασία μέχρι το μισό περίπου του 16ου αιώνα. Τότε κάνει την εμφάνισή της η βράκα , που έμελλε να διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας σχεδόν και με κάποιες διαφοροποιήσεις, να αποτελέσει το επίσημο ένδυμα του Κρητικού για τους επόμενους αιώνες.

Από πού όμως ήρθε η βράκα; Τον 16ο αιώνα, οι Μπαρμπαρέζοι πειρατές που λυμαίνονταν τη Μεσόγειο φορούσαν ένα είδος [109]


βράκας που συνοδευόταν από γιλέκο, φέσι με ή χωρίς σαρίκι, φαρδιά ζώνη και χαμηλές μπότες. Οι Κρήτες ναυτικοί, σαν ιδιώτες ή σαν αγκαρευόμενοι στα βενετσιάνικα πλοία αναγκάζονταν πολλές φορές να φορούν ρούχα όμοια με των πειρατών ώστε αυτοί να τους μπερδεύουν και ωσότου να γίνει αντιληπτό το τέχνασμα οι ναυτικοί να έχουν απομακρυνθεί από τους πειρατές. Είναι λογικό σε εποχές μεγάλης οικονομικής δυστυχίας για τους φτωχούς χωρικούς της Κρήτης, αυτοί να συνεχίζουν να φοράνε το ναυτικό αυτό ένδυμα και μετά την αποστράτευσή τους από τα καράβια, μην έχοντας άλλα ρούχα και με τη σιωπηρή ανοχή των Βενετών. Έτσι καθιερώθηκε η βράκα σαν επίσημο ένδυμα των Κρητικών. Το ένδυμα αυτό συνεχίστηκε να φοριέται από όλους τους Κρήτες μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Τότε, με το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες (για να πάει κανείς εκεί έπρεπε να αποβάλλει τη βράκα) και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Κρητικοί άρχισαν σιγά σιγά να αντικαθιστούν τη βράκα με την κυλότα , της οποίας η επίδραση προέρχεται από τους ιππείς των ευρωπαϊκών στρατευμάτων. Μπαίνει μέσα στα στιβάνια (ψηλή μπότα) και συνδυάζεται με πουκάμισο, γελέκο και μεϊτάνι , πλατιά υφαντή ζώνη και μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Αυτόν τον τύπο φορεσιάς έβαλε και ο Ελ. Βενιζέλος κατά το κίνημα του Θερίσου το 1905. Απλοποίηση του τύπου αυτού αποτελεί ο συνδυασμός κυλότα, πουκάμισο, μαύρο μαντήλι και στιβάνια, ενδυμασία που φορέθηκε πολύ την περίοδο της εθνικής αντίστασης και που σώζεται ακόμα σε μερικά, ορεινά κυρίως, χωριά της Κρήτης . Ακόμα, την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, το Σώμα της Χωροφυλακής καθώς και οι Καβάσηδες, η προσωπική δηλαδή φρουρά του πρίγκιπα Γεωργίου, ήταν ντυμένοι με την παραδοσιακή φορεσιά. Σήμερα, η κρητική παραδοσιακή φορεσιά λόγω κόστους, αλλά κυρίως λόγω μόδας τείνει να γίνει μουσειακό είδος. Οι μόνοι που τη φορούν ακόμη είναι οι χορευτές των παραδοσιακών συγκροτημάτων στους χορούς και στις παρελάσεις. Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι μετά το 1913 που έγινε η επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα η παραδοσιακή κρητική φορεσιά της κρητικής Χωροφυλακής καθιερώθηκε ως η δεύτερη επίσημη ενδυμασία της ανακτορικής φρουράς. Έτσι, μέχρι σήμερα η μισή προεδρική φρουρά φοράει τη φουστανέλα και η άλλη μισή τη βράκα, το εσωτερικό δε του προεδρικού μεγάρου φρουρούν βρακοφόροι. Η Φορεσιά που βλέπουμε σήμερα: Η ανδρική φορεσιά αποτελείται από διάφορα τμήματα, τα οποία φορεμένα μας δίνουν την εικόνα του κρητικού που όλοι γνωρίζουμε. Αυτά ράβονται από ειδικούς τεχνίτες τους επονομαζόμενους «τερζήδες» . Πρώτα ο Κρητικός φοράει το πουκάμισο . Το λευκό φοριόταν στους γάμους στις χαρές και στα πανηγύρια, ενώ το μαύρο ήταν δείγμα πένθους. Οι Κρήτες, μετά το θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1936 φόρεσαν μόνιμα μαύρο πουκάμισο σε ένδειξη διαχρονικού πένθους και το βγάζουν μόνο στις χαρές. Στη συνέχεια, πάνω από το πουκάμισο φοριέται το γελέκι . Είναι αχειρίδωτο (χωρίς μανίκια) και φτιάχνεται από τσόχα καλής ποιότητας χρώματος βαθύ μπλε. [110]


Διακρίνεται σε ίσιο ή ανοιχτό που αφήνει να φαίνεται το πουκάμισο και σε σταυρωτό που σταυρώνει με τα δυο πέτα του στο στήθος και κλείνει τελείως εμπρός και κουμπώνει στα πλάγια, με θελιές και κουμπάκια. Στα πέτα του γίνεται διακόσμηση με πολλαπλές σειρές από μεταξωτά σειρήτια χρώματος μαύρου ή βαθύ μπλε που ονομάζονται χάρτζα. Κατόπιν ο κρητικός φοράει τη βράκα , που έχει τις ρίζες της στους πειρατές της Μπαρμπαριάς. Φτιάχνεται κι αυτή από τσόχινο ύφασμα χρώματος βαθύ κυανού και κεντιέται με μαύρο γαϊτάνι στις ραφές και στις ποδαρές. Τη βράκα συμπληρώνουν οι κάλτσες , που παλιότερα αποτελούσαν ξεχωριστό τμήμα της φορεσιάς, ενώ αργότερα άρχισαν να ράβονται πάνω στη βράκα, στα δύο μπατζάκια της. Στη συνέχεια φοριούνται τα υποδήματα ή στιβάνια , χρώματος άσπρου ή μαύρου ανάλογα με την περίσταση και μετά αρχίζει να τυλίγει τη ζώνη του μοιρασμένη πάνω από τη βράκα και το γελέκι. Η ζώνη, που είναι υφαντή από λεπτό μαλλί ή καθαρό μετάξι, έχει χρώμα μπλε ή κόκκινο, το μήκος της είναι περίπου 8 μ. και το πλάτος της 50εκ. Ταυτόχρονα περνάει σε αυτή και το μαχαίρι με μαύρη λαβή (μαυρομάνικο) ή ανοιχτόχρωμη, που η μορφή της σε σχήμα V είναι μοναδική σε όλο τον κόσμο. Η θήκη του, από ακριβό, συνήθως μέταλλο (ασήμι), είναι διακοσμημένη με πλούσια ανάγλυφα σχέδια. Στη συνέχεια κρεμιέται από το λαιμό η καδένα , το μοναδικό κόσμημα της φορεσιάς, που στο τελειώμά της συνδέεται το ρολόι το οποίο μπαίνει στο τσεπάκι του γελέκου. Στο κεφάλι βάζει ο Κρητικός το τσακιστό φέσι που αργότερα αντικαταστάθηκε από μαύρο μαντήλι με πυκνά κρόσσια που μοιάζουν με δάκρυα και συμβολίζουν τη θλίψη των Κρητικών για τους συμπατριώτες τους που ολοκαυτώθηκαν στο Αρκάδι. Η ένδυση ολοκληρώνεται με το μεϊτάνι που μπαίνει πάνω από το γελέκι. Είναι ρούχο με μανίκια, μεσάτο και τελείως ανοιχτό μπροστά. Είναι φτιαγμένο από ύφασμα ίδια ποιότητας και χρώματος με το γελέκι και τη βράκα και κοσμείται με χάρτζα μαύρου χρώματος σε διάφορα σημεία του. Τις κρύες μέρες ο Κρητικός φοράει αναρριχτό (όχι από τα μανίκια) το καπότο . Αυτό είναι μια κοντή κάπα με κουκούλα φτιαγμένη από το ίδιο τσόχινο ύφασμα όπως και τα υπόλοιπα ρούχα. Έχει και αυτό πλούσια κεντήματα στους ώμους, τους αγκώνες στην πλάτη και στα δυο πέτα, ενώ εσωτερικά είναι επενδυμένο με κόκκινη τσόχα που και σε αυτή την πλευρά υπάρχουν εντυπωσιακά κεντήματα.

[111]


Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ :

Η γυναίκα της Κρήτης συνεχίζει να φορά το βυζαντινό ένδυμα και μετά την κατάληψη του νησιού από τους Βενετούς και μέχρι περίπου την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Αυτό αποτελείται από δύο ιμάτια με μανδύα και τυμπάνιον στο κεφάλι. Οι απλές γυναίκες της υπαίθρου φορούσαν τα ίδια ρούχα, κατώτερης όμως ποιότητας και στη μέση μια ποδιά, το προσέργιον. Σύνηθες ήταν ακόμα και το σακοφίστανο (ζακέτα και φούστα), που μαζί με την ποδιά, φοριέται ακόμα και σήμερα από τις υπερήλικες γυναίκες στα χωριά μας. Από το τέλος του 15ου αιώνα το ρεύμα σπρώχνει προς την ιταλική μόδα και η εύπορη χωρική της Κρήτης ακολουθεί τη μόδα της Κρητικής αστής που ντύνεται σύμφωνα με τη μόδα της Βενετίας. Η είσοδος της ανδρικής βράκας στην Κρήτη, επηρέασε και τη γυναικεία φορεσιά. Οι νέες κοπέλες δανείστηκαν από τους άνδρες το «μεϊτάνι» και το ονόμασαν ζιπόνι το οποίο κέντησαν με χρυσές κλωστές και ονομάστηκε και χρυσοζίπονο. Αξίζει εδώ να σημειωθεί η καταπληκτική ομοιότητα του ζιπονιού, που αφήνει το στήθος ανοικτό, με το περικόρμιο των γυναικών της Κνωσού. Το ζιπόνι στην αρχή ήταν κοντό και φορέθηκε πάνω από το φόρεμα. Αργότερα, το 17ο αιώνα, το φόρεμα χωρίστηκε σε επανωκόρμι και φούστα . Το επανωκόρμι σιγά σιγά αποσύρεται και αντικαθίσταται από κεντημένο πουκάμισο . Αργότερα η φορεσιά συμπληρώνεται με τη διακοσμητική μπροσποδιά, κατάλοιπο της βυζαντινής εποχής.

[112]


Η Φορεσιά που βλέπουμε σήμερα: Σήμερα, σώζονται τρεις χαρακτηριστικές γυναικείες κρητικές φορεσιές, που η καθεμιά πρωτοφορέθηκε σε διαφορετικό σημείο του νησιού, αλλά με την πάροδο του χρόνου εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Κρήτη. Η σφακιανή φορεσιά, η ανωγειανή ή «σάρτζα» και η φορεσιά της Κριτσάς ή «κούδα». Η σφακιανή είναι η γιορτινή ή νυφική φορεσιά της περιοχής των Σφακίων και φορέθηκε σε ολόκληρη τη δυτική Κρήτη. Είναι η φορεσιά με τα παλιότερα στοιχεία από όλους τους τύπους ενδυμασιών που παραλάβαμε στις αρχές του 20ου αιώνα. Αποτελείται από πολύπτυχη φούστα σε χρώμα βυσινί ή καφέ συνήθως. Στο κάτω μέρος έχει φάσα από δυο φαρδιά χρυσαφένια σιρίτια . Το πουκάμισο της φορεσιάς είναι λευκό υφαντό, μεταξωτό ή βαμβακερό και στις άκρες των μανικιών μπορεί να έχει πλούσια κεντήματα ή προσραπτόμενη δαντέλα. Πάνω από το πουκάμισο μπαίνει το μεσάτο ζιπόνι , του οποίου τα μανίκια μπορεί να είναι αποσπώμενα. Το ζιπόνι είναι χρώματος μαύρου, καφέ ή βυσσινί, φτιαγμένο από τσόχα ή βελούδινο ύφασμα καλής ποιότητας. Είναι χρυσοκέντητο και μπροστά έχει άνοιγμα σε σχήμα V και κλείνει στο κάτω μέρος του σε ένα σημείο. Το μαντήλι μπορεί να έχει χρώμα κόκκινο ή βυσσινί και να δένεται στο κεφάλι ή άσπρο ριχτό. Στη στολή μπορεί να προστεθεί και υφαντή λευκή ποδιά , διακοσμημένη με πλούσια κεντήματα. Η σάρτζα ή ανωγειανή φορεσιά πήρε το όνομά της από ένα βασικό κομμάτι της στολής που έχει σχήμα ποδιάς και λέγεται σάρτζα . Φορέθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη αλλά ιδιαίτερα στα Ανώγεια από όπου και πήρε το όνομά της. Η στολή αποτελείται από μια φαρδιά παντελόνα φουφουλωτή στα κάτω άκρα. Από πάνω μπαίνει μια μακριά πουκαμίσα χρώματος κρεμ , που έχει το ρόλο του φορέματος αφού είναι τόσο μακριά όσο να φαίνεται το κάτω μέρος από τις μπατζάκες του παντελονιού. Η ποδιά της φορεσιάς είναι η κλασική κρητική ποδιά με τα πλούσια κεντήματα. Η σάρτζα , που έχει κόκκινο χρώμα , είναι μια ποδιά που δένεται πίσω και οι δυο της άκρες πιασμένες μπαίνουν στην αριστερή πλευρά της ζώνης, η οποία είναι και αυτή [113]


κόκκινη υφαντή. Το ζιπόνι φτιάχνεται από τσόχα σε διάφορα χρώματα, με επικρατέστερο το μαύρο, κι είναι πλούσια χρυσοκεντημένο. Αφήνει μπροστά ένα μεγάλο ημικυκλικό άνοιγμα με συνέπεια να μην καλύπτει το στήθος. Το κεφαλομάντηλο είναι κόκκινο ή βυσσινί με χρυσό ή κίτρινο κρόσσι . Η Κούδα ή φορεσιά της Κριτσάς πήρε το όνομά της από ένα εξάρτημα σε σχήμα φούστας, χρώματος κόκκινου που ονομάζεται κούδα (στα ιταλικά σημαίνει ουρά ). Από τον τρόπο που φοριέται και πιάνεται στο πίσω μέρος σχηματίζει μια ιδιότυπη διακόσμηση σε σχήμα ουράς. Η φορεσιά αυτή έχει πολλές ομοιότητες με την Ανωγειανή φορεσιά, αφού και αυτή περιλαμβάνει παντελόνα , και μακριά πουκαμίσα . Η διαφορά είναι ότι η παντελόνα έχει φαρδύ κέντημα στα μπατζάκια ίδιο με αυτό της ποδιάς. Το ζιπόνι της φορεσιάς έχει ίδιο χρώμα με την κούδα, και είναι πιο μακρύ καλύπτοντας τους γοφούς. Ιδιαίτερο είναι το κεφαλομάντηλο της φορεσιάς. Είναι λευκό , πολύ μακρύ και έχει ιδιαίτερο δέσιμο . Ξεχωριστή θέση στη γυναικεία ενδυματολογία κατέχουν τα κοσμήματα της κεφαλής , που η παρουσία τους, εκτός από διακοσμητική, ήταν και φυλακτική. Τα κοσμήματα του στήθους, του λαιμού, της μέσης μαρτυρούν την οικονομική και κοινωνική θέση της Κρητικιάς. Ξεχωριστή θέση σε αυτά καταλαμβάνει το σύμβολο-κόσμημα, ο σταυρός . Η γυναίκα της Κρήτης φοράει βραχιόλια, δαχτυλίδια και νομίσματα , ραμμένα πάνω στη μαντήλι, στο στήθος και στη μέση. Την γυναικεία φορεσιά συμπληρώνει το αργυρομπουνιαλάκι , το γυναικείο μαχαίρι, που είναι ίδιο με το ανδρικό αλλά μικρότερων διαστάσεων και περνιέται στη ζώνη της Κρητικοπούλας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΒΛΑΣΤΟΣ Π. –Σημειώσεις_ (1992). Η κρητική ενδυμασία το 19ο αιώνα. Επιμέλεια: Λ. Καούνη. Ημερολόγιο. Έκδ. Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνης. Ρέθυμνο. ΠΡΟΒΑΤΑΚΗΣ Θ. (1990). Κρήτη. Λαϊκή τέχνη και ζωή. Αθήνα. ΤΣΟΥΧΛΑΡΑΚΗΣ Ι.-Θ. (1997). Η ιστορία και η λαογραφία της κρητικής φορεσιάς. Κλασικές εκδόσεις. ΦΡΑΓΚΑΚΙ ΕΥ. (1960). Η λαϊκή τέχνη της Κρήτης, αντρική φορεσιά. Αθήνα. ΦΡΑΓΚΑΚΙ ΕΥ. (1960). Η λαϊκή τέχνη της Κρήτης, γυναικεία φορεσιά. Αθήνα. GEROLA G. (1993). Βενετικά μνημεία της Κρήτης-Εκκλησίες. Μετάφραση: Σπανάκης Στ. Εκδ. Σύνδεσμος Τ.Ε.Δ.Κ. Κρήτης. Ηράκλειο

[114]


Εγκυκλοπαίδεια «Υδρία» Περιοδικό «Στιγμές» Ιστορία Γ’ Δημοτικού Ιστορία ΣΤ’ Δημοτικού Τσουχλαράκης Ιωάννης «Παραδοσιακοί χοροί της Κρήτης» Συνεντεύξεις από γονείς, συγγενείς, φίλους κ.τ.λ. των μαθητών Διαδίκτυο: www. cretan-music.gr www. Kritikoi.gr www.cretafhone.gr www. kritikiparadosi.tk http://come. to/cretan-dances http://www.4crete.gr/creteguide/traditional.htm#dance http://www.hyperhosting.gr/kouritis

•https://www.google.com/search?hl=el&site=imghp&tbm=isch&source=hp&biw=10 24&bih=677&q=%CE%97%CF%81%CE%B1%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B F+%CE%BA%CF%81%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B7%CF%82&oq=%CE%97%CF%81 %CE%B1%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%BF+%CE%BA%CF%81%CF%84%CE% B7%CF%84%CE%B7%CF%82&gs_l=img.3...3473.9407.0.10191.16.10.0.6.2.0.164.141 6.0j10.10.0....0...1ac..32.img..5.11.1308.PN_v6bbGC7g#facrc=_&imgdii=x3QfiOhKxyT 2kM%3A%3BhnaHdTuGaR9SmM%3Bx3QfiOhKxyT2kM%3A&imgrc=x3QfiOhKxyT2kM %253A%3Bvot6UNLsabx-iM%3Bhttp%253A%252F%252Fwww.creteweb.gr%252Frentacar%252Fautotrip%252Fgr%252Findex_files%252FChaniaVenetian-harbour.jpg%3Bhttp%253A%252F%252Fwww.creteweb.gr%252Frentacar%252Fautotrip%252Fgr%252Findex.html%3B700%3B415 •http://papoutsakis.blogspot.gr/2007/01/blog-post.html •http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%81%CE%AE%CF%84%CE%B7 •https://www.google.com/search?hl=el&site=imghp&tbm=isch&source=hp&biw=10 24&bih=677&q=%CE%BA%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CF%8 2+%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%B9%CE%B5%CF%82&oq=%CE%BA %CF%81%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CF%82+%CF%86%CE%BF%CF% 81%CE%B5&gs_l=img.1.0.0j0i24.4317.10162.0.11862.13.10.0.3.3.0.804.2180.2j6j1j6[115]


1.10.0....0...1ac.1.32.img..2.11.1815.q2iyQ4Ue588 •https://www.google.com/search?hl=el&site=imghp&tbm=isch&source=hp&biw=10 24&bih=677&q=%CE%BA%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CF%8 2+%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%B9%CE%B5%CF%82&oq=%CE%BA %CF%81%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CF%82+%CF%86%CE%BF%CF% 81%CE%B5&gs_l=img.1.0.0j0i24.4317.10162.0.11862.13.10.0.3.3.0.804.2180.2j6j1j61.10.0....0...1ac.1.32.img..2.11.1815.q2iyQ4Ue588#hl=el&q=%CE%BA%CF%81%CE%B 7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B1+%CE%BF%CF%81%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE %B1&tbm=isch

3)Ένα ερωτηματολόγιο που διεκπεραιώθηκε με τις απαντήσεις από τους μαθητές του σχολείου μας:

Αποτελέσματα από το ερωτηματολόγιο [ Ερωτηματολόγια : 102 |Ηλικίες : 15 έως 20 | Κορίτσια : 53 | Αγόρια : 49 ] 1) Έχεις ακούσματα παραδοσιακής μουσικής από το οικογενειακό περιβάλλον;

[116]


2)Έχεις εμπειρία από γλέντι με παραδοσιακούς χορούς;

3)Έχεις παρακολουθήσει παράσταση ή φεστιβάλ παραδοσιακών χορών;

4)Έχεις παρακολουθήσει μαθήματα παραδοσιακών χορών στο σχολείο ή κάπου αλλού;

[117]


5)Συμμετέχεις ενεργά σε κάποιον πολιτιστικό σύλλογο της περιοχής σου που ασχολείται με την παράδοση;

-Αν όχι θα ήθελες να συμμετέχεις;

-Η εμπειρία σου από την εκμάθηση και την γνωριμία με τους παραδοσιακούς χορούς είναι:

[118]


-Θα ήθελες να ασχοληθείς στο μέλλον πιο συστηματικά με τους παραδοσιακούς χορούς;

6)Θα συμμετείχες σε χορευτική ομάδα παραδοσιακών χορών του σχολείου;

7)Θα προέτρεπες τους συμμαθητές σου, φίλους σου, να μάθουν παραδοσιακούς χορούς;

[119]


8)Πιστεύεις ότι ο παραδοσιακός χορός γενικότερα ο χορός είναι μια μορφή επικοινωνίας;

9)Πιστεύεις ότι η επαφή με την παράδοση μεταλαμπαδεύει τον πολιτισμό από γενιά σε γενιά;

10)Πιστεύεις ότι ταιριάζει στη σύγχρονη αντίληψη του πολιτισμού, όπως προβάλλεται από τα μέσα ενημέρωσης, να μαθαίνει να ασχολείται κάποιος-α με την παράδοση και τους παραδοσιακούς χορούς;

[120]


11)Υπάρχουν εκπομπές στα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα που προβάλλουν τη παράδοση ;

-Θα ήθελες κάτι περισσότερο σε σχέση με την παραπάνω ερώτηση;

4)Φωτογραφικό υλικό από την εκπαιδευτική εκδρομή στο <<Μουσείο ελληνικών λαϊκών μουσικών οργάνων>> που πραγματοποιήθηκε στις 17/1/2014.

[121]


[122]


[123]


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.