Ιστορία του προγραμματισμού των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών Γουρζής Στάθης – Φυσικός ( Άρθρα δημοσιευμένα στην εφημερίδα « Λευκαδίτικος Λόγος» - Φεβρουάριος 1999 )
Η ιστορία του προγραμματισμού των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. ( Μέρος Α΄ ) Σε παλαιότερο άρθρο του «Λευκαδίτικου Λόγου», είχαμε αναφερθεί σε έναν από τους πλέον περίπλοκους αλλά και ενδιαφέροντες τομείς της Πληροφορικής, τον προγραμματισμό των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Από την στήλη αυτή είχαμε περιγράψει την έννοια του προγραμματισμού , τις βασικές αρχές και την χρησιμότητά του μέσα σε μια κοινωνία που εξαρτάται διαρκώς και περισσότερο από την τεχνολογία και την ταχύτατη εξέλιξή της. Σε αυτήν την ενότητα θα ασχοληθούμε με την ιστορία, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της δημιουργίας προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η θεωρία που χρησιμοποιήθηκε για την ανάπτυξη του προγραμματισμού στα πρώτα του βήματα, ανήκει στην Μαθηματική επιστήμη. Η σχεδίαση ενός προγράμματος είναι εκείνη η διαδικασία που εντοπίζει τα βασικά του χαρακτηριστικά. Πρώτα εκφράζουμε το πρόβλημα που θέλουμε να επιλύσουμε με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, ύστερα την μέθοδο της επίλυσης, τα λογικά βήματα που θα ακολουθήσουμε και τέλος δημιουργούμε τον κώδικα του προγράμματος. Η μέθοδος της επίλυσης, ο τρόπος που θα ακολουθήσουμε για να λύσουμε ένα πρόβλημα, λέγεται και αλγόριθμος του προγράμματος. Η θεωρία των αλγορίθμων προσέλκυσε την προσοχή της επιστήμης κατά την διάρκεια του 19 ου αιώνα, με κύριο εκπρόσωπό της τον David Hilbert. Βασική επιδίωξη της θεωρίας των αλγορίθμων είναι η δημιουργία μιας μεθόδου για την επίτευξη λύσης για κάθε πρόβλημα. Αυτό όμως, όπως σήμερα μπορεί να αποδειχθεί θεωρητικά, είναι αδύνατον και η προσπάθεια της επιστήμης να ερμηνεύσει τον κόσμο παραμένει ακόμα ατέρμονη. Τα πρώτα προγράμματα για ηλεκτρονικούς υπολογιστές δημιουργήθηκαν σε γλώσσα μηχανής, machine language. Η γλώσσα που καταλαβαίνει ο υπολογιστής, και συγκεκριμένα ο επεξεργαστής που περιλαμβάνει, αποτελείται από σειρές ψηφίων,digits,της μορφής 0 και 1.Για να γράψουμε αυτό το κείμενο, χρησιμοποιούμε τα 24 γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου για να σχηματίσουμε τις λέξεις και τις προτάσεις που θέλουμε. Για να σχηματίσουμε λέξεις ή φράσεις στην γλώσσα του υπολογιστή, χρησιμοποιούμε τα δύο ψηφία 0 και 1, σε ομάδες των 8 ψηφίων, που λέγονται bytes.Για παράδειγμα, η σειρά των ψηφίων 00001010 είναι ένα byte και συμβολίζει κάποια πληροφορία, γράμμα ή αριθμό. Τα πολλαπλάσια του byte είναι : α) Tο KiloByte,(συμβολίζεται ως ΚΒ),που είναι περίπου ίσο με 1000 bytes, (1ΚΒ=1024 bytes), β)Το MegaByte, (ΜΒ),που είναι περίπου ίσο με 1000 KiloBytes και περίπου ίσο με 1.000.000 bytes,(1ΜΒ=1024 KiloBytes =1.048.576 bytes),και γ) το GigaByte,(GB),που είναι περίπου ίσο με 1000 MegaBytes,περίπου ίσο με 1.000.000 KiloBytes και περίπου ίσο με 1.000.000.000.000 bytes, (1GB=1.073.741.824 bytes =1.048.576 KiloBytes =1024 MegaBytes). Ο προγραμματισμός σε γλώσσα μηχανής είναι πολύ δύσκολος και αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια του ανθρώπου να ελέγξει τον ηλεκτρονικό υπολογιστη. Σήμερα δεν χρησιμοποιείται, γιατί υπάρχουν πολύ πιο γρήγοροι και εύκολοι τρόποι για να προγραμματίσουμε έναν computer. Το επόμενο βήμα ήταν η δημιουργία πιο εύκολων τρόπων που θα προγραμμάτιζαν τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, και η εμφάνιση αυτών των γλωσσών προγραμματισμού που λέγονται συμβολικές γλώσσες,assembly languages. Οι γλώσσες αυτές δεν χρησιμοποιούσαν τα ψηφία 0 και 1,αλλά ένα είδος λέξεων με αγγλικούς χαρακτήρες. Οι λέξεις αυτές δεν έχουν κάποιο νόημα για τους γνώστες της αγγλικής γλώσσας, παρά μόνο για τους προγραμματιστές και κατ’ επέκταση για τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Είναι βέβαιο ότι μέχρι εδώ, ο μέσος αναγνώστης θα έχει ήδη διαπιστώσει την πολυπλοκότητα που χαρακτήριζε τον προγραμματισμό στα πρώτα του βήματα. Η δημιουργία προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μέχρι και την περασμένη δεκαετία, απαιτούσε πολλές και ειδικές γνώσεις. Γι’ αυτό τον λόγο και απασχολούσε ειδικούς επιστήμονες, συνήθως στα ανώτατα
εκπαιδευτικά ιδρύματα. Με την πάροδο των ετών και την μαζική προσέγγιση του αντικειμένου της πληροφορικής, έγινε αναγκαία η απλούστευση των προγραμμάτων και της διαδικασίας παραγωγής τους. Προγραμματισμός σε χαμηλό επίπεδο,low level programming,σημαίνει κώδικας αρκετά πολύπλοκος, «κοντά» στην γλώσσα του επεξεργαστή του υπολογιστή, ή αλλιώς, σε γλώσσα μηχανής,machine language και σε συμβολικές γλώσσες, assembly languages. Προγραμματισμός σε υψηλό επίπεδο, high level programming, σημαίνει συγγραφή κώδικα με λέξεις ή φράσεις που προσεγγίζουν κατά πολύ την καθομιλουμένη. Η δημιουργία γλωσσών προγραμματισμού υψηλού επιπέδου ξεκίνησε από την ανάγκη να γίνει πιο προσιτός ο κόσμος των ηλεκτρονικών υπολογιστών στον μέσο άνθρωπο. Ο κώδικας, το ειδικό κείμενο των προγραμμάτων, που αποτελείται από λέξεις, φράσεις ή σύμβολα που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα, είναι πολύ πιο κατανοητός και εύκολος στην συγγραφή του. Βασική διαφορά του προγραμματισμού στα δύο επίπεδα, υψηλό και χαμηλό, είναι η αυξημένη ταχύτητα των προγραμμάτων της δεύτερης κατηγορίας. Με τις σημερινές όμως, επιδόσεις των επεξεργαστών των ηλεκτρονικών υπολογιστών, η διαφορά αυτή έχει ουσιαστικά εξαλειφθεί. Ο κώδικας είναι εκείνο το ειδικό κείμενο που γράφουμε σε έναν υπολογιστή και αποτελείται από τις εντολές του προγράμματος. Το κείμενο αυτό για να μετατραπεί σε πρόγραμμα, χρειάζεται κάποια άλλα προγράμματα που τα μεταφράζουν στην ψηφιακή γλώσσα 0 και 1,που αντιλαμβάνεται ο επεξεργαστής. Τα προγράμματα αυτά χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τους διερμηνευτές, intepreters, και τους μεταγλωττιστές,compilers. Ο διερμηνευτής εντολών μετατρέπει το κείμενο του κώδικα, εξετάζοντας την μια γραμμή μετά την άλλη, με την σειρά που έχουν δημιουργηθεί. Γι’ αυτό τον λόγο χρησιμοποιεί αρίθμηση γραμμών ενώ δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο πρόγραμμα. Για να χρησιμοποιήσουμε τον κώδικα που έχουμε με μια τέτοια γλώσσα προγραμματισμού, πρέπει πρώτα να «μπούμε», όπως λέμε στο περιβάλλον της γλώσσας και μετά να «τρέξουμε» το πρόγραμμα. Ο μεταγλωττιστής μεταφράζει το κείμενο σε γλώσσα μηχανής, ανεξάρτητα από την σειρά των γραμμών που το αποτελούν, και μπορεί να δημιουργήσει ένα ξεχωριστό πρόγραμμα μέσα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Σήμερα χρησιμοποιούμε γλώσσες προγραμματισμού που διαθέτουν μεταγλωττιστές και όχι διερμηνευτές εντολών. Η ιστορία του προγραμματισμού των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. ( μέρος Β΄ ) Η πρώτη γλώσσα προγραμματισμού που χρησιμοποιήθηκε από πολλούς επιστήμονες, ήταν η FORTRAN, FORmula TRANslation, και δημιουργήθηκε το 1955 από την εταιρεία ΙΒΜ,International Bussines Machines.Η γλώσσα προγραμματισμού FORTRAN είναι υψηλού επιπέδου και προορίζεται για την επίλυση επιστημονικών και τεχνικών προβλημάτων. Η πιο γνωστή της έκδοση είναι η FORTRAN 77 και τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της είναι η ευχέρεια στην γραφή μαθηματικών συναρτήσεων και η ταχύτατη διαχείριση αριθμητικών δεδομένων. Είναι σχεδιασμένη να υλοποιείται σε μεγάλα υπολογιστικά συστήματα, όπως τα mainframes,οι μεγάλοι computers που διαθέτουν τα ερευνητικά κέντρα και τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η δομή και η χρήση της δείχνουν ότι αφορά περισσότερο ειδικευμένους επιστήμονες και όχι αρχάριους ή επαγγελματίες προγραμματιστές. Είναι μια απλή γλώσσα προγραμματισμού, περιλαμβάνει σχετικά μικρό αριθμό εντολών και είναι εύχρηστη για όσους είναι εξοικειωμένοι μαζί της. Σήμερα η FORTRAN απασχολεί κυρίως όσους προγραμματίζουν με σκοπό την μαθηματική έρευνα μεγάλης ποσότητας δεδομένων. Υπάρχουν υπερσύγχρονες εκδόσεις της γλώσσας, ακόμα και για υλοποίησή της μέσα στο περιβάλλον των Windows. Το 1959 δημιουργήθηκε η LISP, List Processor,στο ερευνητικό κέντρο MIT των Η.Π.Α. Είναι από τις πρώτες γλώσσες προγραμματισμού που χρησιμοποιούν συναρτήσεις, ξεχωριστά κομμάτια κώδικα με ειδικές λειτουργίες. Ο προγραμματισμός με συναρτήσεις εφαρμόζεται ακόμα και σήμερα, αλλά με διαφορές ως προς το μέγεθος και την λειτουργία των συναρτήσεων. Η LISP δεν χρησιμοποιεί έναν αλγόριθμο, έναν τρόπο, για να προσεγγίσει το αποτέλεσμα κάποιων υπολογισμών. Μπορεί να ακολουθήσει πολλές διαφορετικές λογικές διαδρομές για να επεξεργαστεί τα δεδομένα, δίνοντας
όμως πάντα τα ίδια αποτελέσματα. Η LISP χρησιμοποιείται σήμερα σε περιορισμένες εφαρμογές, συνήθως επιστημονικού περιεχομένου, όπως και η Fortran. Την ίδια περίοδο κυκλοφόρησε στην Ευρώπη η ALGOL, Algorithmic Language. Οι πιο γνωστές εκδόσεις της γλώσσας είναι η ALGOL 60 και ALGOL 68. Και αυτή η γλώσσα υψηλού επιπέδου προοριζόταν για την μαθηματική επεξεργασία δεδομένων και δεν είναι γνωστή στο ευρύ κοινό. Ο προγραμματισμός των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχει ξεπεράσει το στάδιο των πρώτων εφαρμογών, αλλά βρίσκεται ακόμα στα χέρια των ειδικών και όχι των πολλών. Η επόμενη γλώσσα προγραμματισμού δημιουργήθηκε το 1960 και είναι η πιο διάσημη σήμερα, ακόμα και σε ανθρώπους που δεν ασχολούνται με την πληροφορική. Είναι η BASIC, Beginners Allpurpose Symbolic Instruction Code.Η BASIC έχει δημιουργηθεί με βάση την FORTRAN και το αναφέρουμε αυτό για να δειχθεί, πως από τα πρώτα τους βήματα όλες οι γλώσσες προγραμματισμού έχουν σχέση μεταξύ τους, άλλοτε πιο μεγάλη και άλλοτε πιο μικρή. Δημιουργήθηκε από τους καθηγητές John Kemency και Thomas Kurtz,του Dartmouth College των Η.Π.Α., με σκοπό να διδάξουν τις βασικές αρχές του προγραμματισμού σε αρχάριους φοιτητές ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η γλώσσα αυτή θεωρείται ιδανική για να ξεκινήσει κάποιος να μαθαίνει προγραμματισμό, επειδή έχει πολύ απλό συντακτικό. Πολλοί προγραμματιστές ξεκινούν να μελετούν τα μυστικά της δημιουργίας προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές με την BASIC ακόμα και σήμερα, αν και οι περισσότεροι χρησιμοποιούν πια την PASCAL,που θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Η BASIC διαθέτει διερμηνευτή,interpreter,εντολών και αρίθμηση γραμμών κατά αύξουσα σειρά. Η πιο γνωστή της έκδοση, για αυτούς που κάνουν προγραμματισμό από το ξεκίνημά του, είναι η GWBASIC,Graphics Window – BASIC,ε-νώ σήμερα είναι διαδεδομένη σε όλο τον κόσμο η VISUAL BASIC,που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη εφαρμογών και προγραμμάτων κάθε είδους. Άλλες εκδόσεις της γλώσσας είναι η Basica, η Turbo Basic και η Quick Basic.Έχουν όλες παρόμοιο συντακτικό, σχεδόν ίδιες εντολές και είναι πολύ εύκολες στην εκμάθηση και την χρήση τους. Η γλώσσα προγραμματισμού PL/1 κυκλοφόρησε το 1966 από την IBM,αλλά δεν γνώρισε μεγάλη αποδοχή, κυρίως γιατί είχε πολύπλοκη γραφή και ήταν δύσκολη η εξοικείωση των προγραμματιστών με το συντακτικό της. Συνδυάζει χαρακτηριστικά της FORTRAN και της COBOL,επειδή δημιουργήθηκε για να χρησιμοποιηθεί στην επιστημονική έρευνα και στην επίλυση τεχνικών και μαθηματικών προβλημάτων. Το 1971 δημιουργήθηκε η PASCAL στο πολυτεχνείο της Ζυρίχης, από τον καθηγητή Niklaus Wirth.Η γλώσσα προγραμματισμού PASCAL δημιουργήθηκε με βάση την ALGOL,όταν ο Wirth εξερευνώντας την προσπάθησε να δημιουργήσει μια διάλεκτο που να μπορούσε να λειτουργήσει και σε μικρούς υπολογιστές, τα σημερινά PC,Personal Computers.Εκείνη την εποχή για να μάθει κάποιος προγραμματισμό, έπρεπε να σπουδάζει στα εκπαιδευτικά ιδρύματα που διέθεταν μεγάλους υπολογιστές, και αυτά ήταν ελάχιστα. Με την PASCAL του N.Wirth,όποιος διέθετε έναν μικροϋπολογιστή, ή PC σήμερα, μπορούσε να μελετήσει και να μάθει προγραμματισμό, ακόμα και στο σπίτι του, αν διέθετε βέβαια και τα κατάλληλα βιβλία. Σήμερα η PASCAL χρησιμοποιείται για την εκμάθηση των βασικών αρχών του προγραμματισμού και η σύγχρονη έκδοσή της είναι το DELPHI, (για Windows). Η PASCAL είναι γλώσσα υψηλού επιπέδου, διαθέτει εύκολο συντακτικό και χρησιμοποιείται για δομημένο προγραμματισμό,structured programming.Σε αυτό το είδος προγραμματισμού δημιουργούμε προγράμματα, αναπτύσσοντας τον κώδικα ξεχωριστά κατά τμήματα, ανάλογα σε ποιές διαδικασίες έχουμε χωρίσει την εφαρμογή μας. Μια άλλη γλώσσα προγραμματισμού είναι η PROLOG, PROgramming in LOGic, που αναπτύχθηκε την δεκαετία του ’70 στην Ευρώπη. Η PROLOG είναι μια καθαρά επιστημονική γλώσσα προγραμματισμού και χρησιμοποιεί αυστηρά την Μαθηματική Λογική. Προϋποθέτει ειδικές γνώσεις και χρησιμοποιείται, μαζί με την LISP,στον χώρο της τεχνητής νοημοσύνης,artificial intelligence. Το 1972 εμφανίζεται η C,που προέρχεται από δύο άλλες γλώσσες προγραμματισμού, τις BCPL και B,που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστές. Η C εφευρέθηκε από τον Dennis Ritchie και χρησιμοποιήθηκε στη αρχή σε μεγάλους υπολογιστές. Με αυτή την γλώσσα προγραμματισμού δημιουργήθηκε το λειτουργικό σύστημα Unix, και γι’ αυτό τον λόγο η C αλληλεπιδρά πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα σε αυτό το περιβάλλον. Η C έχει πολύ καλή συνεργασία με τις συμβολικές γλώσσες, όπως είναι η Assembly.Σημερινή έκδοση της C,που είναι πολύ διαδεδομένη στην ανάπτυξη εφαρμογών, είναι η C+ +,που χρησιμοποιείται στην ανάπτυξη εφαρμογών σε Windows.Επειδή όμως η C++ λειτουργεί με μια άλλη τεχνική δημιουργίας προγραμμάτων, που λέγεται αντικειμενοστραφής προγραμματισμός, object
oriented programming,θα την εξετάσουμε στο επόμενο φύλλο, όπου θα συνεχίσουμε την αναφορά σε παλιές αλλά και πιο σύγχρονες γλώσσες προγραμματισμού. Η ιστορία του προγραμματισμού των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. ( μέρος Γ΄ ) Μια πολύ γνωστή γλώσσα προγραμματισμού είναι και η COBOL, COmmon Business Oriented Language, που χρησιμοποιείται στην μηχανογράφηση μεγάλων επιχειρήσεων. Παρουσιάστηκε το 1961 και από τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι η μεγάλη ποικιλία των εντολών που περιλαμβάνει. Αποτέλεσμα είναι και η δημιουργία μεγάλων προγραμμάτων σε μέγεθος, που όμως δεν αποτελεί μειονέκτημα για πεπειραμένους προγραμματιστές. Και η COBOL έχει περάσει στις μέρες μας σε πιο σύγχρονες εκδόσεις, όπως είναι η MicroFocus COBOL, της τελευταίας δεκαετίας. Οι καινούργιες εκδόσεις της γλώσσας είναι, όπως όλες οι σύγχρονες γλώσσες προγραμματισμού, προσανατολισμένες στον αντικειμενοστραφή προγραμματισμό. Προορίζεται περισσότερο για την δημιουργία εμπορικών εφαρμογών και λιγότερο για την επιστημονική έρευνα. Ο CLIPPER είναι μια σχετικά καινούργια γλώσσα προγραμματισμού μιας και δημιουργήθηκε το 1987,σαν μια διάλεκτος της Dbase III,ενός προγράμματος που ασχολούνταν αποκλειστικά με την διαχείριση βάσεων δεδομένων. Τα περισσότερα συστατικά του CLIPPER είναι γραμμένα με την γλώσσα προγραμματισμού C. Έτσι είναι αυτονόητη η αρμονική συνεργασία μεταξύ των δύο αυ-τών γλωσσών προγραμματισμού. Οι βάσεις δεδομένων είναι μεγάλα αρχεία για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, που περιέχουν ομοειδή δεδομένα, όπως είναι οι κάρτες των πελατών μιας επιχείρησης. Λίγο-πολύ όταν λέμε αρχεία στο εσωτερικό του ηλεκτρονικού υπολογιστή, εννοούμε μικρές ή μεγάλες βάσεις δεδομένων. Τα περισσότερα προγράμματα διαχειρίζονται τα δεδομένα αυτών των αρχείων, αλλά υπάρχουν και μερικά που είναι ειδικά σχεδιασμένα για αυτό τον σκοπό. Ανάμεσα σε αυτά είναι και η DΒase III και κυρίως ο CLIPPER, που δημιουργεί βάσεις δεδομένων και διαχειρίζεται τα δεδομένα τους. O CLIPPER είναι μια γλώσσα προγραμματισμού που παρουσιάζει εξαιρετική ακρίβεια στην διαχείριση δεδομένων, ακόμα και σε περιβάλλον δικτύου. Άλλο πολύ μεγάλο προτέρημα του CLIPPER είναι το γεγονός ότι μπορεί να δημιουργήσει αρχεία με χιλιάδες εγγραφές και να μην παρουσιάζει σφάλματα στον εντοπισμό και την ταξινόμηση των δεδομένων. Η τελευταία έκδοση της γλώσσας για δομημένο προγραμματισμό είναι ο CA-CLIPPER 5.3, τον Ιούνιο του 1995.Σήμερα ο CLIPPER υπάρχει και για Windows,έχει και αντικειμενοστραφή χαρακτήρα, και διατίθεται με το όνομα CA-Visual Objects. Τα γράμματα CA είναι τα αρχικά της εταιρείας Computer Associates, που έχει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των προγραμμάτων CLIPPER, τα τελευταία χρόνια. Σήμερα ο CLIPPER χρησιμοποιείται για την μηχανογράφηση μεγάλων οργανισμών, κρατικών και μη, και στο εξωτερικό είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος. Επίσης είναι πολύ καλό εργαλείο δημιουργίας προγραμμάτων για επιχειρήσεις οποιουδήποτε μεγέθους. Είναι με άλλα λόγια ένα σύγχρονο επαγγελματικό εργαλείο και έχει φανατικούς φίλους σε όλο τον κόσμο. Σε αντίθεση με άλλες γλώσσες προγραμματισμού που έχουμε αναφέρει, εκτός από την C,την PASCAL και την COBOL,ο CLIPPER είναι ένα σύγχρονο πρόγραμμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί επαγγελματικά από ένα προγραμματιστή. Όλες οι άλλες γλώσσες προγραμματισμού μπορούν να χρησιμεύσουν για μια απλή εισαγωγή στις έννοιες του προγραμματισμού, αλλά όχι για την δημιουργία προγραμμάτων για επαγγελματική χρήση. Επίσης υπάρχουν και γλώσσες προγραμματισμού που είναι σχεδιασμένες για την εκπαίδευση, όπως η LOGO που είναι εξαιρετικά εύκολη και απλή, αφού απευθύνεται σε παιδιά των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού και των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου. Πολύ γνωστές έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια και οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται στο Ιnternet, όπως η HTML,η JAVA και η J++. Ο δομημένος προγραμματισμός,structured programming, υλοποιείται σε δύο σταδία. Στο πρώτο στάδιο γίνεται η ανάλυση του προγράμματος σε επιμέρους διαδικασίες και στο δεύτερο πραγματοποιείται η συγγραφή του κώδικα, για κάθε μέρος ξεχωριστά. Η τεχνική αυτή παρουσιάζει το πλεονέκτημα του αυξημένου ελέγχου του προγράμματος και των ενοτήτων που το αποτελούν. Γλώσσες προγραμματισμού που χρησιμοποιούν αυτή την τεχνική λέγονται δομημένες και τέτοιες είναι η BASIC,η FORTRAN,η PASCAL, η C και ο CLIPPER.Σε αυ-τές τις γλώσσες προγραμματισμού συναντάμε την φιλοσοφία των προγραμματιστών της περασμένης κυρίως δεκαετίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα προ-γράμματα που φτιάχνουμε με αυτές, δεν είναι εύχρηστα και αποτελεσματικά. Οι δομημένες γλώσσες προγραμματισμού υλοποιούνται σε λειτουργικό σύστημα MS-DOS,που είναι
παλαιότερης τεχνολογίας πρόγραμμα, αλλά όχι παρωχημένο, γιατί εξασφαλίζει μεγαλύτερη ταχύτητα επεξεργασίας δεδομένων. Στον αντικειμενοστραφή προγραμματισμό,object oriented programming,η τε-χνική μοιάζει αλλά δεν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Ο κώδικας είναι και εδώ χωρισμένος σε ενότητες, αλλά κάθε ενότητα έχει μεγάλη αυτονομία όταν αλληλεπιδρά με το κυρίως πρόγραμμα. Οι ενότητες αυτές του κώδικα διατίθενται α-πό την γλώσσα προγραμματισμού έτοιμες, υπάρχουν έτοιμα τα κείμενα και εμείς απλά ρυθμίζουμε τις παραμέτρους τους. Σημαντικό πλεονέκτημα του αντικειμενοστραφούς προγραμματισμού είναι η λειτουργία μέσα στο περιβάλλον των Windows και η παραγωγή προγραμμάτων για τέτοιο περιβάλλον. Οι σύγχρονες γλώσσες προγραμματισμού, όπως η Visual Basic,το Delphi,τα CA-Visual Objects και η C++,δημιουργούν προγράμματα για Windows και αποτελούν το μέλλον του προγραμματισμού. Βλέπουμε λοιπόν πως από την δεκαετία του ’60 έως και τις μέρες μας, ο προγραμματισμός των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχει πολύ μεγάλη πρόοδο, κυρίως ως προς την απλούστευση των διαδικασιών που χρησιμοποιεί, ώστε να γίνει πιο προσιτός σε όλους όσους ασχολούνται με την Πληροφορική. Για να ξεκινήσει κανείς να μελετά προγραμματισμό σήμερα, δεν απαιτούνται τόσες πολλές εξειδικευμένες γνώσεις, όπως στο παρελθόν. Εκείνο όμως που είναι απαραίτητο, είναι να υπάρχουν οι βασικές γνώσεις της λειτουργίας του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Με άλλα λόγια να υπάρχει εξοικείωση με το λειτουργικό σύστημα του υπολογιστή, με το βασικό εκείνο πρόγραμμα που ελέγχει την λειτουργία του. Για να μπορέσει κανείς να γίνει ικανός να δημιουργήσει προγράμματα για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, πρέπει πρώτα να θέλει να μάθει. Έπειτα απαιτείται προσπάθεια και επιμονή, μιας και στην αρχή θα αντιμετωπίζει μόνο προβλήματα. Η ικανότητα και η δημιουργικότητα του προγραμματιστή όμως, μετά την απόκτηση των απαραίτητων γνώσεων, κρίνεται από την έμπνευση και κυρίως από την φαντασία που διαθέτει. Το μέλλον του προγραμματισμού είναι άρρηκτα δεμένο με το μέλλον των υπολογιστών. Όσο εξελίσσονται οι υπολογιστές, τόσο θα προχωρά και η δημιουργία καινούργιων προγραμμάτων. Σήμερα ακόμα το πεδίο του προγραμματισμού παραμένει άγνωστο στο πλατύ κοινό και αρκετά απρόσιτο από οικονομικής πλευράς. Η ανοδική πορεία όμως της Πληροφορικής και η διάδοσή της σε ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του κόσμου, ευνοεί την αισιοδοξία, ότι με την πάροδο του χρόνου, ο προγραμματισμός των ηλεκτρονικών υπολογιστών θα αποκτά διαρκώς και περισσότερους φίλους κάθε ηλικίας. Στην συγγραφή των άρθρων για τον «Λευκαδίτικο Λόγο» χρησιμοποιήθηκε σαν πηγή δεδομένων, το περιοδικό πληροφορικής,«Chip,(παλιά έκδοση),που ανήκει στην εκδοτική εταιρεία «Computer Vela» S.A.