Between The Lines - Η μη σχεδιασμένη χρήση στην πόλη

Page 1



line noun, often attributive : a state of agreement or conformity : ACCORDANCE // took a firm line with his nephew : a state of order, control, or obedience // wouldn’t let them get out of line : a boundary of an area // the state line : DISTINCTION // the fine line between love and hate : a course of conduct, action, or thought especially : an official or public position // the party line : LIMIT, RESTRAINT // overstepped the line of good taste

read between the lines : to infer or understand the real or hidden meaning behind the superficial appearance of something. : to understand or find an implicit meaning in addition to the obvious one.



Η μη σχεδιασμένη χρήση στην πόλη: ανάμεσα στις γραμμές του προγράμματος ερευνητική εργασία του Θάνου Σταβέλα

επιβλέπων καθηγητής Παύλος Λέφας

Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Πατρών



ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η σύγχρονη πόλη είναι ένα περιβάλλον πλήρως οργανωμένο και προσδιορισμένο. Χώροι, προγράμματα και συμπεριφορές είναι βαθιά χαραγμένα και κωδικοποιημένα στον ιστό της, δομώντας τη ζωή όπως την ξέρουμε. Παράλληλα, η καταναλωτική της διάσταση, με τα αμέτρητα - χωρικά και μη - προϊόντα της εντείνει ακόμα περισσότερο τη πίστη και την υποταγή στα προμελετημένα περιβάλλοντα. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες της αρχιτεκτονικής και της αγοράς να σχεδιάσουν και να εξορθολογήσουν πλήρως την χωρική κατανομή της ζωής, ένα τέτοιο έργο είναι αδύνατο. Η ανθρώπινη συμπεριφορά δε μπορεί να περιγραφεί εξαντλητικά ή να ενταχθεί πλήρως στο πρόγραμμα. Η αναλογική φύση της ζωής ξεχειλίζει εκτός των ψηφιακών ορίων του σχεδιασμού. Πολλές ενέργειες αναμφίβολα γλιστρούν εκτός των προσδιορισμών και έτσι καταλήγουν να μοιάζουν ανοίκειες, ή ακόμη παράλογες.. Παντού γύρω μας, ανάμεσα στις γραμμές, εντοπίζουμε αυτές τις «παράλογες», πλην δημιουργικές συμπεριφορές. Άτομα και ομάδες προσπαθούν να καθιερώσουν μια δική τους χρήση. Να επιβιώσουν ανάμεσα στον απόλυτο προσδιορισμό. Να οικειοποιηθούν χώρους που έχουν «εκπέσει» ή όπου το πρόγραμμα δεν τους ικανοποιεί. Να χαράξουν κοιλότητες στον ιστό της πόλης που να φιλοξενούν τις δικές τους, οργανικές ανάγκες. Οι δημιουργικές πρακτικές εμφανίζονται σε κάθε γωνιά της. Στα παιδιά που αφήνουν κάτω τα ρούχα τους, σχηματίζοντας τέρματα για ένα αυτοσχέδιο γήπεδο. Στις σκάλες που μετατρέπονται σε τόπο αυθόρμητων συναθροίσεων και αναψυχής, τα ζεστά βράδια. Σε τοίχους γεμάτους με σύμβολα και εικόνες, που καθιερώνουν περιοχές μνήμης, αντιπροσώπευσης και οικειότητας. Όλες αυτές οι συμπεριφορές, έννομες και μη, συνθέτουν ένα μωσαϊκό μιας εκπληκτικής αστικής εμπειρίας. Οι εκφάνσεις αυτές δεν έχουν μόνο λαογραφικό, κοινωνικό ή εικαστικό ενδιαφέρον: αποτελούν μια βασική μορφή αρχιτεκτονικής, τα παράγωγα της οποίας θα μπορούσαν θα κοσμούν τις αίθουσες των πιο ξακουστών μουσείων.

7



ABSTRACT The modern city is a fully organized and specified environment. Spaces, programs and behaviors are deeply etched and coded into its fabric, structuring life as we know it. Meanwhile, the consumer city, with its countless spatial products, increases our faith and submission to prefabricated spaces even more. However, despite the effort, put by architecture and the market, to design and fully rationalize life’s spatial distribution, such task is impossible. Human behavior cannot be immensely described or absorbed by program. Life’s analog nature flows over design’s digital limits. Many actions, slipping through the specified reigns of program, end up looking foreign, even absurd. These outrageous, yet creative behaviors are everywhere you look, between the lines. Groups and individuals try to establish their own programs. They try to survive inside this absolute specification. To appropriate undesirable spaces or spaces whose programs cannot satisfy them. To carve out spaces in the city’s fabric, where they can satisfy their own needs. We can spot this creativity all around us. Through the kids who use their clothing to construct makeshift goals on the street. At large staircases, who turn to arbitrary meeting points, during summer nights. On the walls, who are filled with writings and symbols, creating spaces of memory, representation, intimacy. These actions certainly hold ethnographic, social and artistic value and meaning. But most of all, they are actions of an elementary form of architecture, whose works could hang in the most renowned museums.

9


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

7

ABSTRACT

9

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

12

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 – ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ Αρχιτεκτονική Αρχιτεκτονική, Εξουσία και Οργάνωση Προσδιορίζοντας σχέσεις Ο ρόλος του αρχιτέκτονα

17 23 31

Καταναλωση Ο αφομοιωτικός ρόλος της κατανάλωσης Η κατανάλωση ως αντικίνητρο για δημιουργία Η κατανάλωση στην πόλη

36 41 47

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 – ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ Σκέψεις για την πόλη The city as an oeuvre The right to the city

56 58

Αντίληψη Η κατασκευή της εικόνας Επίπεδα αντίληψης Το πρόγραμμα (ως αναφορά) Ταυτότητα μέσω χρήσης / ξεδιπλώνοντας ταυτότητες

60 61 63 66

Διεκδίκηση Από την αντίληψη στη διαθεσιμότητα Ο χρόνος ως ευκαιρία Η Μεσογειακή πόλη: χώρος και ρυθμός

71 73 75


ΕΝΘΕΤΟ – CASE STUDIES

79

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 - ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ Εισαγωγή – Η αρχιτεκτονική του μέρους

95

Η δημιουργικότητα Χρήστες και πρακτικές

Κίνηση

99

Γεγονός / Χρόνος

102

Κοινωνική Κατασκευή

106

Η κοινωνική διάσταση Space as the site of struggle Συνάθροιση: χτίζοντας την ατμόσφαιρα

Τέχνη, Εικόνες, Μύθοι

111

Αισθητική και οικειοποίηση Μήνυμα και Αφήγηση

Υλικές παρεμβάσεις

117

Η ρήξη της σημειολογίας

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

125

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

126

ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ

130


ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα έρευνα ασχολείται με τον εντοπισμό, την εννοιολογική προσέγγιση και την κατανόηση μη σχεδιασμένων χρήσεων και συμπεριφορών στον ιστό της πόλης. Μη σχεδιασμένη, θεωρείται εδώ, η χρήση η οποία βρίσκεται εκτός του επίσημου προγράμματος των χώρων και ταυτόχρονα δεν αποτελεί χωρικό προϊόν προς κατανάλωση.

12

Η εργασία ξεκινά με την κατανόηση των καταναγκασμών και της εξουσίας του προγράμματος στο επίπεδο της πόλης. Ύστερα, συνεχίζει με μια αμφισβήτηση της σε εννοιολογικό επίπεδο. Τέλος, εντοπίζει φαινόμενα οργανικής χρήσης και τις συμπεριφορές που μπορούν να την εδραιώσουν. Με αυτή την έννοια, η εργασία επιδιώκει μια πορεία βαθμιαίας αποδόμησης - μια σταδιακή ιδεολογική χειραφέτηση από την καθιερωμένη σκέψη. Παράλληλα, στοχεύει στο να εντοπίσει συμπεριφορές που συνθέτουν «οργανικές χρήσεις», ενώ παράλληλα εξαίρει την λαογραφική, κοινωνική, αρχιτεκτονική και εικαστική τους σημασία. Το ταξίδι αυτό διενεργείται και πρακτικά, μέσω της παρατήρησης ομάδων «του δρόμου», που συναθροίζονται, επεξεργάζονται το περιβάλλον τους και σχηματίζουν χώρους με τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις τους. Το πρώτο κεφάλαιο ασχολείται με τον προσδιορισμό της εξουσίας της αρχιτεκτονικής και τη δυνατότητα της να επηρεάζει κοινωνικά μοτίβα και συμπεριφορές. Αναλύονται οι πρακτικές εξορθολογισμού, διαχωρισμού και εμμονικής οργάνωσης που παρήγαγαν την σημερινή μορφή της πόλης. Υπάρχουν προβληματισμοί σε σχέση με το ρόλο του αρχιτέκτονα, το «εγώ», το στυλ του, αλλά και την πιθανότητα ο επιτυχημένος σχεδιασμός, στο επίπεδο της πόλης, να είναι εν γένει αδύνατος. Το δεύτερο μέρος του κεφαλαίου εξετάζει το ρόλο της κατανάλωσης στην παρακμάζουσα σχέση μας με το δημόσιο χώρο. Αρχικά η κατανάλωση βιώνεται ως διαδικασία κωδικοποίησης μέσω συμβόλων, που ενισχύει την επένδυση μας σε προσδιορισμένους χώρους, στη σημειολογία, στην αλληλουχία μορφής και λειτουργίας, στο ορισμένο πρόγραμμα. Έπειτα, στο επίπεδο της πόλης, βιώνεται ως αντικίνητρο για την ατομική δημιουργικότητα, είτε λόγω της πληθώρας έτοιμων λύσεων που προσφέρει, είτε μέσω της πρακτικής κατάληψης του αστικού χώρου.


Το δεύτερο κεφάλαιο αποτελείται από θεωρίες, σκέψεις και παρατηρήσεις που αμφισβητούν την ισχύ της προγραμματισμένης πόλης, υποδεικνύοντας πρακτικά και εννοιολογικά της κενά. Ξεκινά με σκέψεις του Lefebvre για την αστική ζωή, τον αυθορμητισμό και το δικαίωμα στην πόλη. Ύστερα, οδηγούμαστε στην αντίληψη και το ρόλο αυτής στην αποδοχή ή αμφισβήτηση των κανόνων. Σημαντική είναι η κατασκευή της εικόνα του περιβάλλοντος μας και τα επίπεδα της αντίληψης, που δεν μπορούν να είναι αμιγώς αντικειμενικά, ή προσδιορίσμα με τεχνικούς όρους. Σε μια πορεία προς τη χειραφέτηση από τους κανόνες, επανεξετάζεται το πρόγραμμα, περισσότερο ως σημείο αναφοράς, παρά ως ανώτατο όριο των δυνατοτήτων ή στοιχείο ελέγχου. Αντίστοιχα εξετάζεται η ταυτότητα, ως έννοια πολυδιάστατη και ανοιχτή σε αμφισβήτηση και μελλοντική επεξεργασία. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο πως χρησιμοποιούμε την εκάστοτε υλικότητα – την ταυτότητα μέσω της χρήσης – και ταυτόχρονα στο πως αντιλαμβανόμαστε τη σημασία κάθε πράξης. Τέλος, η ανάλυση εστιάζει στην αναγνώριση χώρων που δυνητικά επιδέχονται επεξεργασία από νέους χρήστες. Σημαντικός παράγοντας εδώ είναι ο χρόνος, που εξασφαλίζει πρακτικά κενά του προγράμματος, αλλά και η κουλτούρα και ο ρυθμός, που χαρακτηρίζει την κάθε περιοχή, και τελικά τις πιθανότητες δημιουργικών παρεμβάσεων. Το τρίτο κεφάλαιο εστιάζει στα μέσα και τις πρακτικές, που, αν υλοποιηθούν κατάλληλα, μπορούν να συνθέσουν νέους χώρους και ταυτότητες στον ιστό της πόλης, εκτρέποντας ή αναδιατυπώνοντας την αρχική τους χρήση. Με βάση την κατηγοριοποίηση του Hill, διατυπώνονται νέες κατηγορίες που εστιάζουν στην πρακτική έκφραση της κατασκευής ενός μέρους. Κείμενα των Urry, Tschumi, Lefevre και De Certau, μεταξύ άλλων, υποστηρίζουν αυτή τη νέα κατηγοριοποίηση. Έτσι, αποδεχόμαστε πως ένα «νέο μέρος» εδραιώνεται χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες πρακτικές: Κίνηση, Γεγονός, Κοινωνική Κατασκευή, Τέχνη, και τελικά Υλικές Προσθήκες. Αυτές μπορούν να επικαλύπτουν η μια την άλλη ή να δρουν μόνες τους. Τελικά, όλες τους εντοπίζονται, αθροιστικά, στα δύο case studies της έρευνας, που παρουσιάζονται στο αντίστοιχο ένθετο.

13



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ

15



Aρχιτεκτονική, Eξουσία και Oργάνωση Υλικό Η αρχιτεκτονική είναι μια διεργασία που μπορεί να ασκήσει εξουσία πάνω σε εμάς, (εάν αυτό αποτελεί σκοπό της) και η εξουσία αυτή ξεκινά από το υλικό επίπεδο. Η μορφή και η υλικότητα μπορούν σε αρχικό επίπεδο να ελέγξουν τις κινήσεις μας. Η πόρτα, ο τοίχος, η τάφρος, δίνουν ξεκάθαρα τελεσίγραφα αυτού του ελέγχου, τα οποία έχουν δομήσει βασικά στοιχεία τη ζωή μας: την άμυνα, την ιδιωτικότητα, την οριοθέτηση, την ιδιοκτησία, την ηγεμονία (στο χώρο). Η δυνατότητα αυτή επέτρεψε για αιώνες να εκμεταλλευτούμε, να οριοθετήσουμε και να καθιερώσουμε τη θέση μας στο περιβάλλον που ζούμε. Παρήγαγε, επίσης μεγάλο μέρος της ζωής όπως την γνωρίζουμε. Όσο επιτυχής όμως και αν είναι η υλική κυριαρχία όταν έχουμε τον έλεγχο, άλλο τόσο δυσχερής είναι αυτή, όταν ασκείται σε εμάς ή χωρίς να συμπεριλαμβάνει τις δικές μας ανάγκες. Το πιο καθημερινό, απλό και άμεσα κατανοητό περιβάλλον όπου μπορούμε να αντιληφθούμε αυτή την δυσχέρεια, είναι ένα περιβάλλον εν γένει αντίθετο από το οικείο, το ιδιωτικό, το «δικής μας ιδιοκτησίας», κάπου όπου δεν μπορούμε να είμαστε διαχειριστές και αδράξουμε αυτή τη δύναμη. Αυτό το περιβάλλον είναι ο δημόσιος χώρος. Στο Buildings Used, αναφέρεται πως η αρχιτεκτονική γνωρίζει ότι «η μορφή του κάθε αντικειμένου διευκολύνει ή καθιστά δύσκολη ή και αδύνατη την μια ή την άλλη χρήση» και χρησιμοποιεί αυτό το γεγονός ως μέσο εξάσκησης της κυριαρχίας της. «…η αρχιτεκτονική συχνά επιβάλει ένα ορισμένο τρόπο χρήσης των δημιουργημάτων της δίνοντάς τους μορφή που επιτρέπει μια και μόνη χρήση, επιβεβαιώνοντας την εξουσία της και τον αυταρχικό χαρακτήρα της»1. Για να δικαιολογήσει αυτή την διατύπωση, παραθέτει ένα παράδειγμα στο δημόσιο χώρο, όπου ανώτεροι φορείς αναζήτησαν λύση σε ένα ανεπιθύμητο φαινόμενο, εξασκώντας πλήρως το «υλικό δικαίωμα»: «Για παράδειγμα, στους σταθμούς του μετρό σε όλο σχεδόν τον κόσμο ενιαίοι πάγκοι ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένοι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας

17


του 1960 και της δεκαετίας του 1970. Όταν οι πάγκοι αυτοί άρχισαν να χρησιμοποιούνται όλο και πιο συχνά ως πρόχειρα κρεβάτια, κάτι που αντέβαινε στους κανονισμούς, η αρχιτεκτονική χρησιμοποιήθηκε ως αντίμετρο - μια λιγότερο αυταρχική και πιο οικονομική λύση από την επέμβαση της αστυνομίας: οι πάγκοι αντικαταστάθηκαν από ατομικά καθίσματα, που επιτρέπουν την καθιστή στάση του σώματος: άνετη, μεν, αλλά τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο»2.

18

Ανάλογες ιστορίες και περιπτώσεις «δυσάρεστων χωρικών κατασκευών» υπάρχουν πολύ πιο συχνά από όσο γίνονται αντιληπτές, και «μπορούν αν πάρουν οποιαδήποτε μορφή»3.Ο Tschumi θεωρεί ότι αντίστοιχες (μορφολογικές) πρακτικές όπως «απότομες και επικίνδυνες σκάλες» ή «εκείνοι οι διάδρομοι που συνειδητά φτιάχτηκαν υπερβολικά στενοί για τα πλήθη»4, φανερώνουν αυτή την δυνατότητα της να μας επιβληθεί. Τέτοιες επιλογές θεωρεί πως την υποβαθμίζουν, μετατρέποντας την από «αντικείμενο περισυλλογής» σε «διεστραμμένο όργανο της χρήσης»5. Ωστόσο, σημαντικό είναι να την κατανοήσουμε ως μια δυνατότητα που κατέχει, ανάμεσα σε τόσες άλλες – παρά σαν δεδομένη συνθήκη, σαν κάτι που με κάθε ευκαιρία αξιοποιείται στο έπακρο, με βίαιους σκοπούς. Συχνά δε, η εξουσία των χώρων μπορεί να είναι παράπλευρο φαινόμενο, να είναι δηλαδή απότοκο κάποιας άλλης πρόθεσης, κάποιας προσπάθειας οργάνωσης, «εξυγίανσης», λειτουργικότητας. Οι προθέσεις αυτές κρατούν και το βαθύτερο νόημα αυτής της επιβολής - όχι «με ποια εργαλεία» γίνεται αυτή, αλλά «γιατί». Γι’ αυτό και ο Φουκώ θεώρησε πως η κατανόηση της αρχιτεκτονικής ξεκινά από τις προθέσεις της: «…η αρχιτεκτονική και η συνακόλουθη θεωρία της δεν αποτελούν ποτέ ένα απομονωμένο πεδίο προς ανάλυση με εξαντλητική λεπτομέρεια: είναι μόνο ενδιαφέρουσα όταν κάποιος ψάχνει να δει πως συμπλέκεται με τα οικονομικά, την πολιτική ή τα ιδρύματα»6. Ύστερα από αυτή τη σκέψη, είναι φυσικό να επιδιώξουμε μια σύνδεση μορφής και πρόθεσης, αναζητώντας μια ιεράρχηση, μια κατηγοριοποίηση του «ποια μορφή είναι πιο βίαια από τις άλλες». Αν και αυτή η πορεία είναι δελεαστική, είναι σημαντικό να σκεφτούμε πως η αρχιτεκτονική έχεις δυο (τουλάχιστον) συνιστώσες, και ξεχνώντας την μια οδηγούμαστε σε λάθος συμπεράσματα. Αυτό το λάθος επισήμα-


νε ο Tschumi, μιλώντας για τη «βία της αρχιτεκτονικής», δηλαδή την «ένταση μιας σχέσεις μεταξύ των ατόμων και των γύρω χώρων τους»: «…οποιαδήποτε μείωση της αρχιτεκτονικής στους χώρους της εις βάρος των γεγονότων της είναι τόσο απλοϊκή όσο η μείωση της αρχιτεκτονικής στις προσόψεις της»7. Με τη ρήση αυτή, ουσιαστικά μας δείχνει ότι η «βία» δεν είναι «θέμα στυλ», ότι κανένα στυλ δεν είναι πιο βίαιο από το άλλο: «η μοντέρνα αρχιτεκτονική δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο βίαια από την κλασική αρχιτεκτονική, ή τη φασιστική ή τη σοσιαλιστική…»8. Η απάντηση είναι πολύπλοκη, και απαιτεί την εστίαση στο πρόγραμμα: «Η βία της αρχιτεκτονικής είναι θεμελιώδης και αναπόφευκτη, γιατί η αρχιτεκτονική συνδέεται με τα γεγονότα με τον ίδιο τρόπο που o φρουρός συνδέεται με τον κρατούμενο, η αστυνομία με τον εγκληματία, ο γιατρός με τον ασθενή, η τάξη με το χάος»9.

Πρόγραμμα «Program: a descriptive notice, issued beforehand, of any formal series of proceedings, as a festive celebration, a course of study, etc… , a list of the items or ‘numbers’ of a concert, etc., in the order of performance; hence the items themselves collectively, the performance as a whole…»10 Στο επίπεδο της πόλης, το πρόγραμμα έλαβε μεγάλες διαστάσεις καθώς η αύξηση του πληθυσμού, η οικονομική δραστηριότητα και η ανάγκη σχεδιασμού από το κράτος επέβαλαν έναν ορισμό των δραστηριοτήτων. Η απόδοση ταυτότητας μέσω του προγράμματος και της ύλης ήταν αναγκαία ώστε οι ανάγκες σε αυτό τον σύγχρονο κόσμο να οργανωθούν, και τα αναγκαία για τη ζωή «μέρη» να κωδικοποιηθούν, να υπάρξει η μελέτη για την διαμοίραση τους στην πόλη. «Κάθε γειτονιά πρέπει να έχει ένα πάρκο, μια παιδική χαρά, μια πλατεία, όπως ακριβώς πρέπει να έχει παροχή νερού, ηλεκτρικό ρεύμα κ.ο.κ.…». Αυτή είναι η λογική που επέβαλε οι χώροι να υπάρχουν, να αρθρώνονται και να «κάνουν σωστά τη δουλειά τους». Όπως το δίκτυο

19


ύδρευσης πρέπει να παρέχει νερό στις οικίες, έτσι και η πλατεία έπρεπε να εξασφαλίζει την κοινωνικοποίηση, το πάρκο την επαφή με τη φύση ή την αποβολή του αστικού στρες, την αναψυχή. Η κεντρική και τοπική εξουσία, όφειλαν να οργανώσουν τη ζωή στην πόλη λειτουργικά και πρακτικά, να σιγουρευτούν ότι οι κάτοικοι είχαν ότι τους ήταν αναγκαίο, τουλάχιστον σε βασικό επίπεδο. O Manuel Castells περιέγραψε αυτό ακριβώς το φαινόμενο, «την αρχή της κεντρικής εξουσίας», ως ένα σύστημα σχέσης με το περιβάλλον όπου «ο συντονισμός εξασφαλίζεται με τη διαμεσολάβηση ενός μικρού αριθμού κεντρικών λειτουργιών11.

20

«Η αστική οργάνωση εξηγείται τότε από ένα σύνολο διαδικασιών που σχηματίζουν, διανέμουν και συσχετίζουν “οικολογικές μονάδες”, δηλαδή κάθε χωρική έκφραση που παρουσιάζει μια ορισμένη ιδιαιτερότητα, σε σχέση με το άμεσο περιβάλλον (κατοικίες, εργοστάσια, γραφεία, κ.α.)»12Η κάθε κοινότητα, μετατρέπεται έτσι σε «ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των λειτουργικά διαφοροποιημένων μερών, το οποίο είναι εντοπισμένο εδαφικά»13.Τα μέρη αυτά, η «αστική διαμόρφωση που παρατηρούμε (ζώνες, τομείς, πυρήνες, ακτίνες, κ.α.)» υπογραμμίζει πως δεν εξηγούνται απομονωμένα, αλλά αποκλειστικά «σε σχέση με τους γενικούς οικονομικούς νόμους»14. Η περίοδος του μοντερνισμού ήταν ίσως η πιο ξεκάθαρη εφαρμογή αυτής της οργάνωσης, που βασιζόταν στην ιδέα πως «ο κόσμος θα μπορούσε, με συνεχείς και συντονισμένες προσπάθειες, να ‘τεθεί σε τάξη’»15. Μάλιστα, η επιβολή αυτής της τάξης ήταν «το καθήκον της ανθρωπότητας»16. Έτσι, ο κόσμος βασίστηκε στον εκτενή εξορθολογισμό, την επιβολή «μιας σειράς από νόρμες» και στη «δύναμη του νόμου», ώστε να αποφύγει οποιαδήποτε «έλλειψη τάξης» και «αμφισημία»17. Μέσα σε αυτό τον πυρετό της οργάνωσης, καλλιεργήθηκε και η «αγάπη για το πρόγραμμα». Ο σύγχρονος πολιτισμός, σύμφωνα με τον Freud, «βασίστηκε στο ότι ορισμένες “φυσικές” ανθρώπινες παρορμήσεις ήταν ασύμβατες με τους δικούς του (ορθολογικούς) σκοπούς»18.Η κουλτούρα του νέου κόσμου, («ένας όρος που αντλεί τη δύναμη και τη σημασία του από την εναντίωση στη ‘φύση’») θα ασκούσε αυτή την «καταπίεση» και «τη διόρθωση» των «ατυχών, δήθεν έμφυτων ανθρωπίνων τάσεων»19. Για τον Freud αυτό σήμαινε την υποταγή της “αρχής της απόλαυσης” στην «αρχή της


πραγματικότητας»: «Ο πολιτισμένος άνθρωπος έχει ανταλλάξει ένα κομμάτι των πιθανοτήτων του για ευτυχία για ένα κομμάτι ασφάλειας»20. Σε έναν σύγχρονο κόσμο λοιπόν, τόσο ασαφείς όσο και «παρορμητικές» συμπεριφορές έπρεπε να θυσιαστούν για να αποταχθεί η «αβάσταχτη αβεβαιότητα του προ-μοντέρνου κόσμου».21 Γι’ αυτό και χώροι με υπερβολική αμφισημία θεωρούταν μη-αποδοτικοί, «μη μετρήσιμοι», μη λογικοί: ένα μη ικανοποιητικό πάρκο θα απαιτούσε ένα άλλο για να αναπληρώσει εκ μέρους του, μια μικρή, ασήμαντη ή «όχι επαρκώς σχεδιασμένη» πλατεία δεν θα ήταν αρκετή για να υποδεχθεί τα κοινωνικά (και χωρικά) καθήκοντα της περιοχής, όποια και να ήταν αυτά. Εν τέλει, η έλλειψη προγράμματος, κατά την πρώτη φάση σχεδιασμού της πόλης θα ήταν ένα αδικαιολόγητο λάθος: οι καθημερινές, βασικές ανάγκες (χωρικές, κοινωνικές, ψυχικές) του γενικού πληθυσμού θα έμειναν ανικανοποίητες χωρίς καμία μέριμνα. Έτσι, το πρόγραμμα στην πόλη ήταν εξαιρετικά επιτυχημένο, κατά τη μετάβαση στη βιομηχανική εποχή, αλλά και σε κάθε τόπο σε αντίστοιχες μεγάλες μεταβάσεις και αλλαγές, όπως π.χ. στην Αθήνα την περίοδο της μαζικής αστικοποίησης του 60’. Μαζί με τις ήδη γνωστές ανάγκες μας για χώρους της πόλης, ο Tschumi θεωρεί πως αυτές οι αλλαγές δημιούργησαν (και) νέες: «Η αυξανόμενη εκβιομηχάνιση και η αστικοποίηση σύντομα δημιούργησαν τα δικά τους προγράμματα. Πολυκαταστήματα, σιδηροδρομικοί σταθμοί, και στοές (με μαγαζιά) ήταν προγράμματα του 19ου αιώνα γεννημένα από το εμπόριο και τη βιομηχανία»22. Η γέννηση νέων προγραμμάτων, σε συνδυασμό με τα παλιά, «αναγκαία», «παραδοσιακά (πάρκο, πλατεία, αγορά…) ενέτεινε την εδαφική του κυριαρχία, καθιερώνοντας τον ορισμό των χώρων της πόλης ως εν γένει χαρακτηριστικό της.

21



Προσδιορίζοντας σχέσεις Υπερ-προσδιορισμός Στο πνεύμα της οργάνωσης της σύγχρονης πόλης, πρόγραμμα και μορφή κατέληξαν σε δύο πρακτικές «ευτροφικές», που κατέληξαν σε μια τμηματοποίηση της, σε μια άσκηση βίας μέσω της αρχιτεκτονικής που ήταν μάλλον ένα απότοκο μιας κατά τα άλλα «λογικής» σκέψης. Η πρώτη θα ονομαστεί «Υπερπροσδιορισμός», με την έννοια ότι δραστηριότητες, πρακτικές, έθιμα και χώροι της πόλης μπήκαν σε μια λογική όπου το πρόγραμμα ήταν υπερβολικά στενά καθορισμένο και δεμένο με την ταυτότητά τους. Περιγράφοντας εμμονικά τη μια χρήση, απέκλειε όλες τις άλλες, καθιστούσε το «πιθανό» παράλογο, αντίλογο ή τελικά αδύνατο. Η αναγραφόμενη χρήση του χώρου απαιτούσε, προγραμματικά ή μορφολογικά, μια συγκεκριμένη χρήση. Η συσχέτιση αυτή στέρησε σε χώρους της πόλης τη δυναμική που θα μπορούσαν να έχουν. Γιατί να μη μπορεί να γίνει η χ δραστηριότητα στο χώρο; Η εκκλησία, το πάρκο, η πλατεία, το μουσείο, ο σταθμός, κέρδισαν τον προσδιορισμό αυτό μέσω του αποκλεισμού άλλων δραστηριοτήτων ως «παράλογων». Δεν καθόμαστε στο πεζοδρόμιο γιατί η πλατεία, ακριβώς δίπλα, ήταν σχεδιασμένη για αυτό. Δεν θα αναζητούσαμε τη φύση στο κράσπεδο ή έξω από την πόρτα μας, γιατί υπάρχει το πάρκο, όπου ανάλογες δραστηριότητες ενθαρρύνονται. Τα μοτίβα αυτά, του τι ανήκει που αποτέλεσαν βασική κουλτούρα της πόλης, ενώ αιώνες πριν ήταν ανύπαρκτα (όπου ο δημόσιος χώρος, και δει ο δρόμος, ήταν συγκεχυμένος ως προς τις λειτουργίες του: αγορά, κυκλοφορία, κοινωνικοποίηση, ακόμα και οχετός).Ο συσχετισμός, η γλώσσα αυτή, αυτή μετέτρεψε τους (προγραμματισμένους) χώρους της πόλης σε μετρήσιμα περιβάλλοντα με «συναλλαγματική αξία» : οι χώροι έγιναν «σύμβολα». Για τον Lefebvre, αυτή η αποδοχή οδήγησε στο να συλλαμβάνουμε την αστική πραγματικότητα «ως ένα σύστημα συμβόλων» τα οποία η πόλη «παραδίδει στην κατανάλωση ως απαραιτήτως αναλώσιμα»23. Η «μετατροπή χώρων σε σύμβολα και αξίες», σήμαινε ότι «πρακτικόυλικές» έννοιες έγιναν επίσημες συμπεριφορές24. Αν αποδεχθούμε

23


αυτή τη λογική της πόλης, τότε ουσιαστικά, αποδεχόμαστε την αναλωσιμότητα των χώρων, την προγραμματική, επίσημη αξία τους ως συμπεριφορές ή ως χώροι «εξαπόλυσης», εξάσκησης συγκεκριμένων συμπεριφορών. Αυτό μειώνει τον χώρο σε κάτι τεχνοκρατικό, σε ένα εργαλείο που μας είναι αναγκαίο, όπως μια οικιακή συσκευή, ένα εργαλείο το οποίο δεν έχει αξία από μόνο του αλλά μόνο ως προς το αποτέλεσμα, αυτό που υποδέχεται. Η εμπειρία του μέρους και η αξία του καθενός ξεχωριστά, χάνεται κάτω από αυτή την ταμπέλα, και η διαδικασία αποκτά μια έλλειψη ιδιομορφίας: στην πραγματικότητα ακριβή χαρακτηριστικά του μέρους δεν μας αφορούν, πάρα μόνο το ότι σε αυτό μπορούμε να εξασκήσουμε κάποια de facto λειτουργία (διασκέδαση, αποφόρτιση, αναψυχή, κοινωνικοποίηση, αγορά). Αυτό εν τέλει μας καθιστά «αμιγώς καταναλωτές συμβόλων»25 - όχι της εκάστοτε εμπειρίας.

24

Εν τέλει, αρχιτέκτονες, urban designers και λοιποί, κατέφυγαν σε προσπάθειες να «θέλουν να ελέγξουν τα πάντα» και να μην «αφήσουν κάποια πράγματα ασαφή», μια προσέγγιση διαμετρικά αντίθετη του (πιο ανθρωποκεντρικού) μεταμοντερνισμού26. Πράγματι, εδώ και αιώνες, τόσο πριν όσο και μετά την περίοδο του μοντερνισμού, ο σχεδιασμός της πόλης εντάχθηκε σε μια λογική «μοντερνιστική», με την έννοια ότι επιδίωξε να δημιουργήσει ένα «σαφώς ταξινομημένο, οριοθετημένο»27 κόσμο, με το να «καθορίσει σχέσεις», και κυρίως να «απομονώσει στοιχεία»28.

Διαχωρισμός των λειτουργιών Η δεύτερη συνιστώσα, λοιπόν, αυτού το φαινομένου, ήταν ο διαχωρισμός των λειτουργιών. Τα στοιχεία της πόλης έγιναν ξεκάθαρα και απομονωμένα μεταξύ τους, φυσικά αναζητώντας το αποδοτικότερο αποτέλεσμα. Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μορφή του διαχωρισμού στην πόλη είναι και ο ιδιωτικός χώρος, μια «εφεύρεση» που έμελλε να αλλάξει την πόλη ακόμα περισσότερο σήμερα, στην καταναλωτική εποχή. Οι Benko και Strohmayer θεώρησαν ότι αυτή δείχνει τη δύναμη τη εξουσίας, την ικανότητα να μας πείσει ότι αυτός ο διαχωρισμός είναι φυσικός ή μάλλον έννομος.


«Οι κοινές διακρίσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, για παράδειγμα, καταδεικνύουν την ικανότητα των ηγεμονικών δυνάμεων να πολιτογραφούν τις χωρικές κατηγορίες στα κεκτημένα συμφέροντα όσων επωφελούνται από τις καπιταλιστικές περιουσιακές σχέσεις»29. Ταυτόχρονα, αναρωτήθηκαν πόσο πιο αποτελεσματική θα ήταν η «κοινωνικό-χωρική σύμπραξη» (δηλαδή η αλληλεπίδραση μεταξύ κοινωνίας και χώρου), αν η ιδιωτική φύση του χώρου ήταν μόνο «προσωρινή», αν φράχτες και πινακίδες «μην καταπατείτε» ήταν «ανοικτές προς αμφισβήτηση και παραβίαση»30. Σε κάθε περίπτωση, ο κατακερματισμός του άστυ από τον ιδιωτικό χώρο (κάθε βαθμό του) είναι ένα αποτέλεσμα τόσο «προγραμματικό» όσο και υλικό. Ο Dean MacCannell, στο The Tourist, εξηγεί αυτό το διαχωρισμό, τους χώρους που δημιουργεί μέσω του εγκλεισμού και της περίφραξης, πως αυτός λαμβάνει υλική υπόσταση, δημιουργώντας ένα «λαβύρινθο»: «Η σύγχρονη κοινωνία συνιστάται ως μια δαιδαλώδης δομή από νόρμες που διέπουν την πρόσβαση σε εργαστήρια, γραφεία, γειτονιές και ημιδημόσια μέρη. Καθώς η πυκνότητα του πληθυσμού ανεβαίνει, αυτός ο λαβύρινθος από νόρμες εκδηλώνεται ως υλικά χωρίσματα, τοίχους, οροφές, φράχτες, πατώματα, περίφραξη, οδοφράγματα και πινακίδες που σηματοδοτούν το όριο μιας κοινότητας, μιας εγκατάστασης, ή του χώρου ενός ατόμου. Το κοινωνικό αυτό σύστημα περιέχει ενδιάμεσους διαδρόμους – αίθουσες, δρόμους, ανελκυστήρες, γέφυρες, υδάτινες οδούς και υπόγειες οδούς»31.Αυτοί οι διάδρομοι «είναι γεμάτοι με πράγματα που ο καθένας μπορεί να δει, είτε το θέλει είτε όχι», αναφέρει o MacCannell. Αντίστοιχους προβληματισμούς εξέφρασε ο Leo Schnore , όπου στο άρθρο του, The City as a Social Organism, θεώρησε πως «η πόλη διαμορφώθηκε ουσιαστικά από τη σύνδεση μεταξύ των τόπων εργασίας και των κατοικημένων περιοχών, με τις λειτουργίες και τους χώρους που προέρχονται από τη δυναμική που προκαλούνται από αυτούς τους δύο πόλους»32. Σε κάθε περίπτωση, οι σύγχρονες πόλεις είναι χωρισμένες σε τομείς, περιοχές, χρήσεις, δηλαδή χώρους που αφορούν συγκεκριμένες προκαθορισμένες δραστηριότητες.Και οι δύο αυτές απόψεις ουσιαστικά σκιαγραφούν μια πόλη όπου ο χώρος αν και εξορ-

25



θολογισμένος και ορισμένος αυστηρά, περιλαμβάνει και συνδέσεις, διαδρόμους- ενδιάμεσο χώρο που συνδέει «αυστηρά ορισμένα προγράμματα». Αυτό το «ενδιάμεσο» είναι και χώροι που μελετά η εν λόγω εργασία.

Compartmentalization Τόσο ο διαχωρισμός όσο και ο υπερπροσδιορισμός προγραμμάτων και λειτουργιών στην πόλη κατέστησε μεγάλο μέρος της «συγκεκριμένο» και αναμενόμενο. Συνέδεσε συγκεκριμένους χώρους με συγκεκριμένες δραστηριότητες. Ανέπτυξε ένα φορμαλισμό της ανθρώπινης ζωής μέσω της κατανομής της σε διαφορετικά χωρικά δοχεία. Η επαφή με τη φύση στο πάρκο, η κατανάλωση στο εμπορικό κέντρο, η άθληση στο γήπεδο, το γυμναστήριο, την αθλητική ακαδημία. Για σχεδόν αποκλειστικά λειτουργικούς λόγους, η εμπειρία της πόλης κατακερματίστηκε σε πολύ μικρές, χρονικά και χωρικά (περι)ορισμένες συμπεριφορές. Ακόμα και ο «αυθορμητισμός» παρέμεινε οριοθετημένος ή τουλάχιστον βρήκε τη θέση του ανάμεσα σε αυστηρά οριοθετημένα και ορισμένα περιβάλλοντα. Αυτό δε σημαίνει πως δεν πολεμήθηκε, όσο ότι ο διαχωρισμός της πόλης δεν κατάφερε να είναι καθολικός - δεν κατάφερε ποτέ να συμπεριλάβει και να ορίσει το σύνολο των λειτουργιών, των χώρων, των συμπεριφορών (κάτι τέτοιο ίσως παρατηρείται, με ένα τρόπο, σε καθεστώτα δικτατορικά όπως η Βόρεια Κορέα). Η κωδικοποίηση, η χωροθέτηση της αστικής ζωής αποτελεί ωστόσο πραγματικότητα, τουλάχιστον για την συντριπτική πλειοψηφία. Από χώρους όπως το πάρκο και η αγορά, από τα προϊόντα του καταναλωτισμού, μέχρι τις περιοχές κατοίκησης, τα zoning laws, τα εμπορικά, οικονομικά, διοικητικά κέντρα των πόλεων, ο διαχωρισμός είναι γεγονός. Ίσως ο όρος Compartmentalization είναι αυτός που περιγράφει καλύτερα αυτό το φαινόμενο, που αφορά τις περισσότερες «δυτικές», «καπιταλιστικές» πόλεις. Κυρίως στην Αμερική, όπου τόσο η δομή της οικονομίας, η κουλτούρα, το κράτος, όσο και η εξάρτηση από το αυτοκίνητο, έχει παράξει πόλεις- συνονθυλεύματα αστικών εμπειριών σε «πακέτα». Οικιστικές ζώνες, εμπορικά κέντρα, «φύση», συνθέτουν ένα πλέγμα στο οποίο η πλοήγηση διενεργείται με το αυτοκίνητο.

27


Το μέρος που ζούμε, το μέρος για την άθληση, το μέρος για την «ξεκούραση», έχουν ονόματα, όρια, και χωρίζονται από διαδρομές με το αμάξι- ο συνδυασμός τους παρέχεται μόνο σε συγκεκριμένα μέρη, συνήθως σε δομές τύπου “mall”. Αυτός ο τρανός διαχωρισμός λαμβάνει σάρκα και οστά, σε απόλυτο βαθμό σε πόλεις όπως το Los Angeles.

Επηρεάζοντας κοινωνικά μοτίβα Η επιβολή της αρχιτεκτονικής στα σώματα, εξουσία που ασκεί πάνω τους μέσω του υλικού και του προγράμματος δεν θα είχε καμία αξία σε ένα α-κοινωνικό περιβάλλον. Όλη η ύλη που ξοδεύθηκε, όλες οι οδηγίες και οι παροτρύνσεις του προγράμματος, θα ήταν άχρηστα έξω από την κοινωνική πραγματικότητα. Οποιαδήποτε ικανότητα, δύναμη, η αξία κατέχει η αρχιτεκτονική συνδέεται άμεσα με παράγοντες που σχετίζονται με την αλληλεπίδραση της με τα άτομα, παρά με την τεχνική και την ιδιάζουσα γεωμετρία. Ο Φουκώ ήταν ένας από τους φιλοσόφους που ασχολήθηκε με αυτή τη βασική συσχέτιση: 28

«Νομίζω ότι είναι κάπως αυθαίρετο να προσπαθήσουμε να διαχωρίσουμε την αποτελεσματική πρακτική της ελευθερίας από τους ανθρώπους, την πρακτική των κοινωνικών σχέσεων, και τις χωρικές κατανομές στις οποίες βρίσκονται. Αν χωριστούν, είναι αδύνατο να κατανοηθούν. Το καθένα μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο μέσω του άλλου... Τίποτα δεν είναι θεμελιώδες. Αυτό είναι που είναι ενδιαφέρον στην ανάλυση της κοινωνίας...Υπάρχουν μόνο αμοιβαίες σχέσεις, και τα αέναα χάσματα μεταξύ προθέσεων το ένα σε σχέση με το άλλο... Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι πάντα η διασύνδεση, όχι η υπεροχή του ενός επί του άλλου, η οποία ποτέ δεν έχει κανένα νόημα»33. Από την άλλη πλευρά, ο Lefebvre συνέκρινε τον αρχιτέκτονα με τον κοινωνιολόγο, με την έννοια ότι αμφότεροι είναι περισσότερο μελετητές κοινωνικών τάσεων, όχι «θαυματοποιοί» 34. «Κανείς από τους δύο δεν μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικές σχέσεις», μπορούν ωστόσο να «βοηθήσουν τάσεις να διαμορφωθούν (να πάρουν μορφή)», δημιουργώντας «ορισμένες ευνοϊκές συνθήκες» 35.


Lefebvre, Tschumi, και άλλοι θεωρητικοί αναρωτιόνται αν αρχιτεκτονική και κοινωνία αποτελούν «αντίπαλα στρατόπεδα (άνθρωποι εναντίων χώρων) » και αν ένα από τα δύο «ξεκάθαρα κυριαρχεί του άλλου» ή «επηρεάζονται με συγκρίσιμο τρόπο»36(περισσότερα στο κεφάλαιο 2). Το ερώτημα επιδέχεται πολλές διαφορετικές απαντήσεις, η κάθε μια σωστή σε διαφορετικό βαθμό. Ανεξαρτήτως απάντησης, είναι σίγουρο ότι η σχέση χώρου και ανθρώπου είναι δυναμική και αμφίδρομη, ότι «άνθρωποι και οι κοινωνίες δημιουργούν και τροποποιούν χώρους ενώ ταυτόχρονα επηρεάζονται από αυτούς με διάφορους τρόπους»37. Μια απλή μεν αλλά κατανοητή άποψη περί αυτoύ διατύπωσε ο Matthew Carmona: «Οι κοινωνικές σχέσεις μπορούν: Να συγκροτηθούν μέσω του χώρου (χαρακτηριστικά της τοποθεσίας επηρεάζουν τη μορφή του οικισμού) Να περιοριστούν μέσω του χώρου (όπου το υλικό περιβάλλον διευκολύνει ή εμποδίζει την ανθρώπινη δραστηριότητα) Να διαμεσολαβηθούν από το χώρο (όπου η τριβή της απόστασης διευκολύνει ή εμποδίζει την ανάπτυξη διαφόρων κοινωνικών πρακτικών)»38. Μέσω της διαμόρφωσης αυτού του τεχνητού περιβάλλοντος, «οι urban designers μπορούν να επηρεάσουν μοτίβα της ανθρώπινης δραστηριότητας και της κοινωνικής ζωής». Αυτό ωστόσο, δε σημαίνει πως πολλές φορές οι προσπάθειες αυτές δεν έχουν και ανεπιθύμητα αποτελέσματα.

29



Ο ρόλος του αρχιτέκτονα Μιλώντας για τον (υπερ) προσδιορισμό σχέσεων δε μπορούμε να μην αναφερθούμε στο ρόλο του αρχιτέκτονα, ένα ρόλο που στην συνείδηση πολλών συνδέεται με ισχυρές τάσεις ελέγχου. Ο Tschumi θεωρεί ότι το παράδειγμα που έχουμε για τον αρχιτέκτονα σήμερα είναι κάτι που «κληροδοτήθηκε σε εμάς μέσα από την περίοδο του μοντερνισμού»39. Είναι «ο δημιουργός των ιεραρχικών και συμβολικών δομών που χαρακτηρίζονται, από τη μία πλευρά, από την ενότητα των μερών τους και, από την άλλη, από τη διαφάνεια της μορφής με στο νόημα»40.Ανεξάρτητα με τον αν υπάρχουν τάσεις μοντερνισμού ή όχι, η ιδιότητα του αρχιτέκτονα φαίνεται να είναι συνυφασμένη με την λογική και την οργάνωση, μια οργάνωση με στόχο το αποδοτικότερο, το πλέον κατανοητό, το βέλτιστο αποτέλεσμα. Ποιο είναι όμως το βέλτιστο, και από ποια οπτική προσεγγίζεται αυτό; Στο επίπεδο του κτηρίου, ίσως αντίστοιχοι προβληματισμοί να ανάγονταν στο γούστο ή τις απαιτήσεις του πελάτη, ή ακόμα σε καθαρά λειτουργικούς, πρακτικούς σκοπούς. Ο επιτυχής σχεδιασμός σύμφωνα με τους Νόρα και Παύλο Λέφα «μπορεί να λάβει τις απαιτήσεις αυτές υπ’ όψιν του και να δώσει τέτοια μορφή στο κτήριο, που αυτό να τις ικανοποιεί»41. Ωστόσο, η διαδικασία «διαπίστωση αναγκών, σχεδιασμός που να ανταποκρίνεται σε αυτές, κατασκευή κτηρίου, ευτυχισμένος χρήστης» αποτελεί φαινόμενο που «σπάνια παίρνει σάρκα και οστά».42Η αστοχία αποδίδεται εδώ στην «άγνωστη» μελλοντική χρήση του κτηρίου, και παρά στην «ανικανότητα του αρχιτέκτονα»43. Ωστόσο και τα δύο μπορούν να ισχύουν. Πράγματι, η εφαρμογή κάποιας μορφής ορθολογισμού μπορεί να αποτελεί εξαιρετικά μυωπική (χρονικά) αντιμετώπιση, και έτσι έλλειψη πρόβλεψης του μέλλοντος και της τότε χρήσης. Θα μπορούσαμε να πούμε, ίσως, ότι ο σχεδιασμός του σήμερα έχει μεγάλες πιθανότητες να αποτύχει αύριο. Στο επίπεδο της πόλης ωστόσο, η αναζήτηση του τι σημαίνει επιτυχής σχεδιασμός είναι αρκετά πιο πολύπλοκη, και η ικανότητα του αρχιτέκτονα να συνθέσει ένα επιτυχές προϊόν, έστω και με «περιορισμένη χρονική διάρκεια» μοιάζει εν γένει αμφισβητήσιμη.Ο σχεδιασμός της πόλης

31


έπρεπε, συνεπώς, να υιοθετήσει πρότυπα και λογικές, να οριστεί το τι ακριβώς πρεσβεύει και σε τι αποσκοπεί. Ο Jonathan Barnett, στο An Introduction to Urban Design, θεωρεί πως ο ρόλος του αστικού σχεδιασμού ήταν, αρχικά, «να δίνει οπτική σχεδιαστική κατεύθυνση στην αστική ανάπτυξη»44, παρά να επιμένει στην προσπάθεια να προσδιορίσει σχέσεις.

32

Ωστόσο, αυτή η εμμονή δεν αποφεύχθηκε και έτσι η μορφή και η δομή της πόλης υπέστη πολλά κύματα επεξεργασίας και επέμβασης. Η άλλοτε «συνδυαστική» πόλη όπου ο δρόμος χρησίμευε ως αγορά, άξονας κυκλοφορίας, τοπίο μυστηρίου (ακόμα και ως οχετός) έπρεπε να αλλάξει. Στο βωμό της λειτουργικότητας, την εξυγίανσης, της εκάστοτε εξουσίας, ή κάποιας μορφής μοντέρνου «οράματος», οι λειτουργίες απλοποιήθηκαν, απομονώθηκαν και εξορθολογίστηκαν. Η κατεύθυνση που δέχθηκε η πόλη ήταν τεχνοκρατική και λειτουργική, με έμφαση στην οικονομία και την απλοποίηση -εμπορικών, κυρίως - σχέσεων. Η πυκνότητα του πληθυσμού απαιτούσε κάποιας μορφής παρέμβαση ώστε να βελτιστοποιηθεί η ποιότητα ζωής, που τροφοδοτούσε την ίδια την οικονομία της (είτε ως εργάτες, ή ως καταναλωτές). Η πόλη ως σύνολο έπρεπε να έχει νόημα ως οικονομικός πόλος, και έτσι το περιβάλλον της έπρεπε να σχεδιαστεί εκ νέου ή να υποστεί μετατροπές που θυσίαζαν τμήματα της στο βωμό της (νέας) «λογικής». Τεχνοκρατικές παρεμβάσεις όπως αυτή του Haussman στο Παρίσι ή ακόμα και πλήρως πειραματικές- «αρχιτεκτονικές» όπως η Γραμμική Πόλη του Arturo Soria y Mata, ακόμα και το σαφώς μεταγενέστερο Plan Voisin του Le Corbusier θα μπορούσαν να αποτελέσουν τέτοια παραδείγματα «εξυγίανσης» και προόδου, για διαφορετικούς, ωστόσο, λόγους. Οι αρχιτέκτονες (κυρίως στο επίπεδο της πόλης) φαίνεται πως δανείστηκαν προβληματισμούς του μοντερνισμού, ακόμα και πολύ πριν αυτοί εκφραστούν, για να δικαιολογήσουν την εξουσία τους και την αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητα και μεγαλοφυΐα των προτάσεων τους. Ακόμα και σε σύγχρονες περιπτώσεις, σε εποχές «ανθρωποκεντρικού» σχεδιασμό, οι αντίστοιχες «δικαιολογίες» προέρχονται από μια ηγεμονία του αρχιτέκτονα που συγκαλύπτει ένα από τα παλαιότερα προβλήματα του σχεδιασμού: την αδυναμία του να προβλέπει και να ικανοποιεί


ανάγκες υποκειμένων που ξεφεύγουν από τον ορισμό του «πελάτη», δηλαδή τον σχεδιασμό των αναγκών των άλλων, χωρίς τους άλλους. Αν και σε περιπτώσεις άσκησης εξουσίας η αρχιτεκτονική μπορεί με άνεση και εκτεταμένο οπλοστάσιο να επιβληθεί, να προβλέψει και να ορίσει τους χώρους της, αδυνατεί πλήρως να σχεδιάσει «ελευθέρα», ανοικτά σε ερμηνεία περιβάλλοντα, όπου όλα είναι πιθανά. Όσο το θέμα της παραμένει ορισμένο και δοθέν, ο πελάτης λαμβάνει βέλτιστα αποτελέσματα. Όταν το θέμα είναι αφηρημένο, όταν ο πελάτης είναι ο οποιοσδήποτε, όλοι ή και κανένας, το καλύτερο που παίρνουμε είναι η ερμηνεία του εκάστοτε σχεδιαστή του «τι θα έπρεπε να χρειαζόμαστε». Η υποκειμενικότητα και το «εγώ» του αρχιτέκτονα διαφαίνονται μέσα στα (αστικά) έργα του, ιδιαίτερα σε μια εποχή που δεν υπάρχει κάποια ανώτερη επιβολή να τα δικαιολογήσει. Τόσο τα κατάλοιπα της εξουσίας όσο και αυτά της αρχιτεκτονικής αυθαιρεσίας, ουσιαστικά συνθέτουν ένα αστικό περιβάλλον γεμάτο «αστοχίες», γεμάτο χώρους σχεδιασμένους για εμάς, όχι με βάση το ποιοι είμαστε αλλά με βάση το τι πιστεύει κάποιος άλλος (αρχιτέκτονας, πολεοδόμος, άρχοντας, τεχνοκράτης) πως είμαστε. 33 Πέρα από την κριτική, ίσως το πιο εύλογο ερώτημα είναι το εξής: μπορεί να υπάρξει επιτυχής πρόβλεψη και τελικά σχεδίαση των αναγκών σημαντικού τμήματος της κοινωνίας, δηλαδή στο επίπεδο της πόλης; Είναι άραγε δόκιμο να ανάγουμε τον αρχιτέκτονα σε πληρεξούσιο διαχειριστή και σχεδιαστή ενός θέματος που είναι τόσο πολύπλοκο, που δύσκολα μπορεί να γίνει κατανοητό; Η ευθύνη διαχείρισης όλων των σχέσεων και διεργασιών που εκτυλίσσονται στο δημόσιο χώρο είναι τεράστια, και η υλική της πραγμάτωση αποτελεί «μόνιμο» αποτέλεσμα, που χρειάζεται κεφάλαιο, τοπική πρωτοβουλία και αρκετή δουλειά για να αναιρεθεί. Εν έτει 2020, ίσως το μεγαλύτερο στοίχημα είναι η διαχείριση και η αξιοποίηση αυτού του κληροδοτήματος, ενός κατάλοιπου που δεν μπορεί πάντα να εξαλειφθεί. Στο επόμενο κύμα ανοικοδόμησης, η μελέτη και η παρατήρηση αυτής της αξιοποίησης θα αποτελέσει κλειδί προς πιο ενσυνείδητες (και μακροβιότερες) σχεδιαστικές αποφάσεις.


Endnotes - Μέρος Α

34

1 Lefa, Nora και Lefas, Pavlos, Buildings Used: Human Interactions with Architecture, Routledge, 2019, σελ 33 2 Ό.π. 3 Tschumi, Bernard, Architecture and disjunction, MIT Press, Cambridge, MA, 1994, σελ 124 4 Ό.π. 5 Ό.π. 6 Foucault, Michel, “Space, Knowledge, and Power: An Interview with Michel Foucault by Paul Rabinow,” στο Skyline, Μάιος 1982, σσ18-20 7 Tschumi, Bernard, Architecture and disjunction, MIT Press, Cambridge, MA, 1994, σελ 122 8 Ό.π. 9 Ό.π. 10 Celant, Germano ,The New Italian Landscape, Museum of Modern Art, New York, 1972, σελ 320 11 Castells, Manuel, The urban question: a Marxist approach, MIT Press, Cambridge, MΑ, 1979, σελ 118-119 12 Ό.π. 13 Ό.π. 14 Ό.π. 15 Clarke, David, The consumer society and the postmodern city, Routledge, London, 2003, σελ 107 16 Ό.π. 17 Ό.π. σελ 81 18 Ό.π. σελ 107 19 Ό.π. 20 Bauman, Zygmunt, Postmodernity and its Discontents, Polity Press, Cambridge,1997,σελ 2 21 Clarke, David, The consumer society and the postmodern city, Routledge, London, 2003, σελ 107 22 Tschumi, Bernard, Architecture and disjunction, MIT Press, Cambridge, MA, 1994, σελ 114 23 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ 115 24 Ό.π. 25 Ό.π. 26 Lucien, Kroll, 1984c. Comment intervenir sans empêcher l’autre de construire? J.-P. LeDantec,ed.Enfin, l’architecture? Paris: Autrement, 132–41. 27 Clarke, David, The consumer society and the postmodern city, Routledge, London, 2003, σελ 82 28 Rosenau, Pauline Marie, Post-Modernism and the Social Sciences: In-


sights, Inroads, and Intrusions, Princeton University Press, 1992, σελ 8 29 Benko, Georges και Strohmayer, Ulf, Space and Social Theory: Interpreting Modernity and Postmodernity, Blackwell Publishers, 1997, σελ 152 30 Ό.π. 31 MacCannell, Dean, The Tourist: a new theory of the leisure class, University of California Press, 2013, σελ 39 32 Schnore, Leo, “The City as a Social Organism”, στο Urban Affairs Quarterly, 1(3), Μάρτιος 1966, σσ 58–69. 33 Foucault, Michel, “Space, Knowledge, and Power: An Interview with Michel Foucault by Paul Rabinow,” στο Skyline, Μάιος 1982, σσ18-20 34 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ 149 35 Ό.π. 36 Tschumi, Bernard, Architecture and disjunction, MIT Press, Cambridge, MA, 1994, σελ 122 37 Carmona, Matthew, Public Places, Urban Spaces: The Dimensions of Urban Design, Architectural Press, Oxford, 2003, σελ 107 38 Ό.π. 39 Tschumi, Bernard, Architecture and disjunction, MIT Press, Cambridge, MA, 1994, σελ 207 40 Ό.π. 41 Lefa, Nora και Lefas, Pavlos, Buildings Used: Human Interactions with Architecture, Routledge, 2019, σελ 24 42 Ό.π. 43 Ό.π. 44 Barnett, Jonathan, An introduction to urban design, Harper & Row, New York, 1982, σελ 12

35


Μέρος Β – Κατανάλωση Ο αφομοιωτικός ρόλος της κατανάλωσης

36

Για την ουσιαστική κατανόηση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, και συγκεκριμένα του δημοσίου χώρου, είναι σημαντικό να μελετήσουμε και να προσδιορίσουμε τον κόσμο της πόλης: ποιες διαδικασίες, κανόνες και πρακτικές σχετίζονται με τη λειτουργία, την ανάπτυξη και τη ζωή της, τόσο σε υλικό όσο και σε κοινωνικό / διαπροσωπικό επίπεδο. Ίσως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της πόλης, πιο σημαντικό από την πληθυσμιακή πυκνότητα ή την πολιτική της δύναμη, είναι ο βαθύτατα χρηματικός χαρακτήρας της. Η πόλη, όπως είπε ο Simmel «βασίζεται στην χρηματική οικονομία η οποία είναι η πηγή και η έκφραση της λογικής και της πνευματικότητας»1 της. Με λίγα λόγια, η πόλη είναι υπόλογος στην αλλά και ταυτόχρονα η πεμπτουσία της χρηματικής οικονομίας. Η οικονομία αυτή είναι ένα από τα βασικά μέσα που οργανώνουν, προσδιορίζουν και συστηματοποιούν τη ζωή στο αστικό περιβάλλον, ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα, πολυεπίπεδες σχέσεις και συναλλαγές, ένα γενικότερο χάος και αβεβαιότητα. Η πλέον πρακτική έκφραση αυτής της οικονομίας, είναι ένα σύστημα αναγκών και προϊόντων που κυριαρχεί και προσδιορίζει το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας στην πόλη, και κατ’ επέκταση τον ίδιο τον αστικό χώρο. Αυτό το σύστημα ονομάζεται κατανάλωση.

Από το σύστημα στην κουλτούρα Σε μια πρώτη προσέγγιση, μιλάμε για μια μέθοδο που αντιστοιχίζει τα προϊόντα της βιομηχανίας με τις ανθρώπινες ανάγκες που προκύπτουν, ουσιαστικά καθιστά τα προϊόντα της βιομηχανίας «χρήσιμα» και ταυτόχρονα τις ανάγκες «εκμεταλλεύσιμες» ως πηγή κέρδους. Από τη μεριά του καταναλωτή, η κατανάλωση είναι ένα σύστημα κωδικοποίησης και «εξυπηρέτησης» κυρίως των βιολογικών μας αναγκών, αναγκαίο σε μια πλήρως εξειδικευμένη και τεχνοκρατική εποχή που οι συνθήκες ζωής μας έχουν κάνει τον καθένα από εμάς «όλο και περισσότερο εξαρτημένο στις συμπληρωματικές δραστηριότητες των άλλων»2. Ο καθένας


από εμάς έχει ανάγκη πολλά αγαθά και υπηρεσίες απλά και μόνο για την επιβίωση του, αγαθά τα οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να παράγει ή να διαθέτει ο ίδιος, και άρα η συστηματοποίηση της προμήθειας είναι μάλλον ενδεδειγμένη. Ο ρόλος της όμως υπερβαίνει κατά πολύ την οργάνωση και η κατανομή πόρων στα πλαίσια των συγχρόνων κοινωνικό-οικονομικών συνθηκών που ζούμε. Ο Baudrillard, θεώρησε ότι «παρά την πλέον συνηθισμένη μας τάση να την μειώνουμε στην “φυσική” της βάση», είναι σημαντικό να την κατανοήσουμε ως ένα «βιο-λειτουργικό, βιο-οικονομικό σύστημα αγαθών και προϊόντων που αντικαθίσταται από ένα κοινωνιολογικό σύστημα συμβόλων»3. Αυτό που εννοείται εδώ είναι πως, η αληθινή φύση της κατανάλωσης είναι βαθύτατα συλλογική και κοινωνική, όπου «φυσικές σχέσεις αντικαθίστανται από κοινωνικές σχέσεις»4, όπου «τεχνητοί κανόνες» «υπερτίθενται πάνω στις φυσικές συνδέσεις»5. Το αληθινό νόημα της κατανάλωσης βρίσκεται στο ρόλο της ως μέσο μετάβασης από ένα «φυσικό» σύστημα σε ένα «κοινωνικό ή πολιτιστικό σύστημα»6. Η κατανάλωση, δηλαδή, είναι μια κουλτούρα. «Αντί να υποθέτουμε ότι τα αγαθά είναι πρωτίστως απαραίτητα για την επιβίωση και την ανταγωνιστική επίδειξη, ας υποθέσουμε ότι είναι απαραίτητα για την καταστήσουν ορατές και σταθερές κατηγορίες κουλτούρας»7, αναφέρουν οι Douglas και Isherwood. Σημαντικό είναι να κατανοήσουμε πως αυτές οι παρατηρήσεις δεν αφορούν μεμονωμένα παράγωγα της κατανάλωσης, αλλά τη «γενική μορφή» 8 της που, «εισάγει μια γενική αντιπαράθεση μεταξύ φύσης και κουλτούρας»9.

Σύμβολα, κουλτούρα και γλώσσα Η κατανάλωση, όπως και κάθε κουλτούρα, συνοδεύεται από ένα σύστημα, ένα αλφάβητο από σύμβολα, μια γλώσσα. Κουλτούρα και η γλώσσα αποτελούν έννοιες συγγενικές και στη συγκεκριμένη περίπτωση αλληλένδετες: η μια αποτελεί έκφραση της άλλης. Αξίες και κανόνες τις κουλτούρας επικοινωνούνται μέσω της γλώσσας, ενώ ιδιώματα της γλώσσας πηγάζουν από την κουλτούρα την οποία περιγράφουν. Ανεξάρτητα από το αν η μια γεννά την άλλη, γλώσσα και κουλτούρα είναι αλληλεξαρτώμενες και ο τρόπος που λειτουργούν παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες. Η κατανόηση της μιας οδηγεί στην κατανόηση της άλλης.

37


Σύμφωνα με τον Bauman, η κουλτούρα «είτε στην γλωσσική είτε στην μη-γλωσσική σφαίρα, λειτουργεί πρωτίστως ως μια μορφή δομικής δραστηριότητας, με στόχο την αύξηση της μεθοδικότητας, της προβλεψιμότητας και της κατανοησιμότητας (ή σκοπιμότητας) του κόσμου»10. Η γλώσσα προσπαθεί να πετύχει την τακτοποίηση και κατανόηση των όρων, να δομήσει ένα σύστημα αναφοράς και οργάνωσης, όπου δεν υπάρχει χώρος για παρερμηνείες, παρά ακρίβεια και βεβαιότητα. Η δραστηριότητα αυτή ωστόσο, σύμφωνα με τον Bauman είναι «γεμάτη αμφιθυμία»11 και υποκειμενικότητα. Αναλόγως, ο Simmel θεωρεί πως αυτή η «μη αναστρέψιμη ποσότητα αμφιθυμίας» είναι αναγκαία ώστε να επιτευχθεί η «ευστοχία»12 και να αποφευχθεί «η περαιτέρω αταξία»13. Μπροστά στην έλλειψη κοινής πορείας και γενικών συμβάσεων, γλώσσα και κουλτούρα υιοθετούν κάποιες- όχι πάντοτε ορθές ή αντικειμενικές- αρχές, οι οποίες όμως πετυχαίνουν μια καθολική «συνεννόηση». Αυτές μπορεί να είναι «νόρμες», τελετουργικά, γενικεύσεις και ορισμοί, που στόχο έχουν να δομήσουν μια κανονικότητα, μια βάση. Αυτές οι παραδοχές ή οι νόρμες δομούν το λόγο μας, αλλά πιο σημαντικά, τη σκέψη μας. 38 «Η κυκλοφορία, η αγορά, πώληση, η ιδιοποίηση διαφοροποιημένων αγαθών και συμβόλων/αντικειμένων σήμερα αποτελεί τη γλώσσα μας, των κώδικα μας, τον κώδικα με τον οποίο ολόκληρη η κοινωνία μας επικοινωνεί και συνδιαλέγεται»14. Η γλώσσα ως ένα σύστημα συμβόλων, (δηλαδή η αντιστοίχιση αντικειμένου και νοήματος), είναι πολύ πιο «βαθιά» από ότι η αντιστοίχιση ανάγκης και προϊόντος. Η αντιστοίχιση έχει χαρακτήρα βαθύτατα ιδεολογικό: εικόνα ή υλικότητα μας παραπέμπουν αμέσως σε ένα σύμβολο. Αυτό συμβαίνει γιατί η κατανάλωση σαν διαδικασία είναι αμιγώς κοινωνική και «προσδιοριστική», ότι πλέον φέρει νόημα και φανερώνει το χαρακτήρα, την ιδεολογία, την κοινωνική θέση και άλλους προσδιορισμούς του υποκειμένου. Δεν αποτελεί μια «ανάγκη να ένα συγκεκριμένο προϊόν όσο την “ανάγκη” για διαφοροποίηση (την επιθυμία για την κοινωνική σημασία)».15 Τα σύμβολα περιγράφουν μια κατάσταση «πολύ πιο σημαντική από οποιαδήποτε χρήση καταναλωτικών αγαθών», είναι πρακτικά «status symbols, σύμβολα υπο-πολιτιστικής διαφωνίας, ή προσωπικού στυλ».16


Τα σύμβολα ή μάλλον οι «εικόνες-σύμβολα» είναι λοιπόν ένα είδος «κοινωνικού συναλλάγματος» με ανταλλακτική αξία: έχουν αμιγώς κοινωνική σημασία, και σχετίζονται με την ένταξη ή διαφοροποίηση από τα υπόλοιπα μέλη του συνόλου.

Η σκέψη μέσω συμβόλων Είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η σκέψη μας, η οποία δομείται και εκφράζεται μέσω αυτών των συμβόλων, είναι επίσης τυποποιημένη και συγκεκριμένη, ή ότι τουλάχιστον είναι εν γένει υπόλογη σε αυτή την τυποποίηση. Αυτός ο «φυσικός» συσχετισμός (ότι η φυσική θέση της σκέψης μας είναι κοντά στο πρόσταγμα της γλώσσας), και άρα η απόκλιση- η μάλλον η ανεξαρτητοποίηση- από αυτή, η χειραφέτηση της σκέψης μας απαιτεί προσπάθεια «κόντρα» στην ίδια της τη φύση (ή τουλάχιστον τη συνήθεια). Έτσι, οι προσωπικές αναζητήσεις μας με σχετικά απόλυτη βεβαιότητα θα έχουν την τάση να κατευθύνονται (συνειδητά και μη) σε προϊόντα, λύσεις και σύμβολα που προέρχονται από την αγορά-και άρα μη-ουδέτερα. Οι σκέψεις μας λοιπόν, είναι σκέψεις που αφορούν προϊόντα, σύμβολα και εικόνες, παρά καθαρά προσωπικούς, βιολογικούς ή συναισθηματικούς λόγους και σκοπούς. Το μυαλό πλέον αναζητά αυτά τα «πακέτα», τα σύμβολα (και εν τέλει τα προϊόντα). Ψάχνει και συνθέτει τη μορφή του γύρω περιβάλλοντος σαν να απαρτίζεται από αυτά. Τα αναζητά όπως ακριβώς προσπαθεί να εντοπίσει τις λέξεις σε ένα παιχνίδι αναγραμματισμού. Αυτή η τάση έχει επιπτώσεις στο πως διαχειριζόμαστε το περιβάλλον μας, αφού αποτελεί (πλέον) το σημείο μηδέν. Η απόδραση, η απόκλιση ή τουλάχιστον η αποδόμηση αυτής της τάσης απαιτεί κάποια παραπάνω προσπάθεια. «Σήμερα, για τους κατοίκους της καταναλωτικής κοινωνίας, η εξάρτηση από την αγορά είναι πιο έντονη από ποτέ: η πίστη μας στην κατανάλωση έφτασε σε ένα σημείο όπου οι δικές μας κατακερματισμένες ταυτότητες […] υπόκεινται στην παροχή μιας «λύσης από την αγορά»17.

39



Η κατανάλωση ως αντικίνητρο για δημιουργία Ευκολία / Υπερ-προμήθεια / Εθισμός στο τεχνητό Μια συνιστώσα της ευκολίας που προσφέρει η κατανάλωση είναι η παρακμή της «κουλτούρας της αναμονής» (waiting culture). O Harvey στο Τhe Condition of Postmodernity ανέπτυξε το επιχείρημα ότι, η πρόοδος, οδήγησε στη συρρίκνωση του κόσμου σε ένα «παγκόσμιο χωριό τηλεπικοινωνιών», και τους ανθρώπους σε μια «αίσθηση της συμπίεσης των χωρικών και χρονικών κόσμων μας»18. Οι Macnaghten και Urry, θεωρούν πως «Ο επιταχυνόμενος χρόνος κύκλου εργασιών στην παραγωγή, ο αυξανόμενος ρυθμός της αλλαγής και εφήμερη φύση της μόδας, η μεγαλύτερη διαθεσιμότητα των προϊόντων σχεδόν παντού» οδήγησαν σε μια διαρκώς αυξανόμενη «προσωρινότητα» προϊόντων σχέσεων και συμβάσεων19. Η εφήμερη και αναλώσιμη φύση των πραγμάτων γύρω μας, και η γνώση ότι αυτά έχουν σύντομη ζωή (και αξία), οδήγησε στην παρακμή της «κουλτούρας της αναμονής»20, δηλαδή στην απαίτηση του «εδώ και τώρα». Το σώμα των καταναλωτών δεν έχει χρόνο να χάσει, γνωρίζοντας τόσο την εύκολη, τυποποιημένη παραγωγή, τον ανταγωνισμό και τις άπειρες εναλλακτικές που έχουν, αλλά και το ότι η μόδα και οι ανάγκες μπορεί να μην υφίστανται αύριο. Γιατί να πρέπει να περιμένουν, ενώ η αγορά έχει πάντα εναλλακτικές προτάσεις για αυτούς; Αντίστοιχα, οι καταναλωτές δεν έχουν και πολλούς λόγους να μοχθήσουν για κάτι, ούτε για να το παράγουν ούτε για να περιμένουν να συμβεί. Η ανυπομονησία τους τρέφεται από την υπερ-προμήθεια προϊόντων στην αγορά, όπου και εξαργυρώνεται. Ο Clarke θεωρεί ότι η «τεμπελιά», του καταναλωτή είναι απολύτως δικαιολογημένη όταν οι λύσεις είναι προσιτές και εύκολες, και ότι αυτό αποτελεί ένα είδος «επιλεκτικής όρασης»: «Δεν χρειάζεται να κοιτάξουμε πέρα από την αγορά όταν η λύση φθάνει συνεχώς μαζί με το πρόβλημα – όταν η απάντηση που αναζητείται βρίσκεται πάντοτε – υποτίθεται – σε κοντινή απόσταση»21.

41


42

Η υπερπροσφορά και η εύκολη πρόσβαση σε αυτή δικαιολογούν αυτό το φαινόμενο, το οποίο όμως πολλοί θεωρούν ότι είναι οικονομικό, όχι συγκεκριμένα καταναλωτικό. Ο Simmel, για παράδειγμα, θεωρεί πως η οικονομία γενικότερα «ελαχιστοποιεί μέρα με τη μέρα το φόρτο εργασίας που απαιτείται από τους πελάτες»22. Τέλος, μιλώντας για την «γρήγορη κουλτούρα», την ευκολία και τη «συμπίεση του κόσμου μας», είναι σημαντικό να δούμε πως αυτή οδήγησε και στον κατακερματισμό προηγούμενων «συλλογικών εμπειριών». Ο Urry εικάζει πως η χώρο-χρονική συμπίεση» που βιώνουμε είναι ουσιαστικά ένα «κολλάζ απομονωμένων ιστοριών» με καμία «συνεκτική γεωγραφική διάταξη»23. Η υπερπροσφορά που βιώνουμε, το πλήθος των επιλογών (σε εκπομπές, ρούχα, καταστήματα, μουσική), μας κατέστησε πλήρως ανυπόμονους να ολοκληρώσουμε κάτι, καθώς συνεχώς πηγαίνουμε στο επόμενο, όταν τα πράγματα γίνουν δύσκολα ή ανιαρά. Εάν κάτι δεν μας κάνει πλήρως, είναι σίγουρο πως θα βρούμε κάτι άλλο. Γι’ αυτό, περνάμε το χρόνο μας ανάμεσα σε αυτές τις επιλογές, σε ένα ατελείωτο «ζάπινγκ» εμπειριών. Ταυτόχρονα, μπορούμε να «σπάσουμε σε κομμάτια» την κατανάλωση, να τη βιώσουμε στα δικά μας μέτρα, όπως μπορούμε να αποθηκεύσουμε κάποιο τηλεοπτικό πρόγραμμα για αργότερα ή να έχουμε πρόσβαση σε διαδικτυακούς καταλόγους ταινιών, μουσικής και e-shop. Αυτό κατακερματίζει «συλλογικές εμπειρίες όπως το να βλέπουμε μια εκπομπή στην τηλεόραση24, και τις κάνει βαθύτατα προσωπικές και εξατομικευμένες. Ουσιαστικά, επιτρέπει την αποκοπή της εμπειρίας από το σύνολο, δίνοντας βάση στην ατομική ανάγκη ως θεό: σημασία δεν έχει το «οικουμενικό» αλλά το προσωπικό, το πότε και τι ταιριάζει στη δική μας ζωή. Θα μπορούσαμε να πούμε πως με αυτό τον τρόπο, έχει ενθαρρυνθεί μια υπολογιστική, ωφελιμιστική, εγωκεντρική προσέγγιση ζητημάτων της ζωής μας, και μια φειδώ σε σχέση με την συλλογική προσπάθεια. Η ευκολία των έτοιμων λύσεων και η φαινομενική υπεροχή τους, οδήγησε σε μια προτίμηση που μετατράπηκε σε εμμονή. Η παρατεταμένη βύθιση στην εμπειρία του προϊόντος και την «προκατασκευασμένη» εμπειρία, φαίνεται πως σε, βάθος χρόνου, κυρίως σε αμιγώς καπιταλιστικά κράτη (όπως οι ΗΠΑ), προκάλεσε ένα είδος εθισμού και λατρείας του τεχνητού περιβάλλοντος. Αυτό φαινόμενο ονομάστηκε «φετιχισμός» του τεχνητού, και αποτέλεσε ένα ακόμα εμπόδιο στη σχέση ατόμου και δημοσίου χώρου. Χώροι όπως η παραλία, δεν ήταν πλέον


καθόλου ανταγωνιστικοί σε σύγκριση με αντίστοιχα τεχνητά περιβάλλοντα – τα σπα, τις πισίνες, τα θεματικά υδάτινα πάρκα.

Απόδραση από την καταπίεση Αξίζει να σημειωθεί ότι η «τεμπελιά» και η έλλειψη πρωτοβουλίας στην οποία οδηγείται το καταναλωτικό σώμα δεν είναι αποτέλεσμα προερχόμενο αποκλειστικά από την ευκολία που προσφέρει η αγορά, με τις έτοιμες λύσεις της. «Η κοινωνία μας, αν και ισχυρίζεται πως οδεύει συνεχώς προς «την κατάργηση της προσπάθειας, την επίλυση της έντασης, μεγαλύτερη ευκολία διαβίωσης και αυτοματισμό, είναι στην πραγματικότητα, μια κοινωνία άγχους, έντασης και χρήσης ουσιών, στην οποία το ατομικό και συλλογικό ισοζύγιο βρίσκεται προοδευτικά εκτεθειμένο ακόμη και εφόσον πληρούνται οι τεχνικές προϋποθέσεις για την υλοποίηση του», αναφέρει ο Baudrillard25. Ουσιαστικά, καταναλωτικές πρακτικές που μοιάζουν να είναι εύκολες και τυποποιημένες λύσεις, που προσεγγίζουν την τεμπελιά, είναι συνήθως το πιο άμεσο και αποτελεσματικό αντίδοτο έναντι στον αισθητηριακό κόσμο που έχει πλάσει (μεταξύ άλλων και) ο καταναλωτισμός. Αυτός ο κόσμος, δεν είναι πρακτικά ένα επεμβατικό περιβάλλον, αλλά, σύμφωνα με πολλούς, «από τα ποιο ικανά να διασφαλίζουν προσωπική ελευθερία»26. Αντί να λειτουργεί δικτατορικά, βασίζεται σε ένα δίπολο στην ύπαρξη δύο «παράλληλων κόσμων»: «Οι παράλληλοι κόσμοι της αποπλάνησης και της καταστολής που μαζί συγκροτούν την καταναλωτική κοινωνία είναι εξ ολοκλήρου αμοιβαία εξαρτώμενοι»27. Η ζωή υφίσταται πιέσεις, και η κατανάλωση υπόσχεται την αποσυμπίεση, μέσα από ένα προϊόν ελκυστικό, θελκτικό και ικανό να προκαλέσει θαυμασμό, κάτι που είναι τόσο λειτουργικό, όσο και αξιοθαύμαστο. «Αποπλάνηση εναντίον τρόμου. Αυτό είναι το στοίχημα, αφού δεν υπάρχει άλλο»28, ανέφερε ο Baudrillard.Ενδίδοντας στην κατανάλωση, πιστεύοντας σε αυτή, αποκομίζουμε μια γρήγορη, ελκυστική και κυρίως αποτελεσματική απόδραση, μια νίκη ενάντια στην καταπίεση: «Η πίστη στον καταναλωτισμό, την αγορά και το κυνήγι του χρήματος βασίζεται καταρχήν σε μια αποδοχή ότι αυτό παρέχει την μόνη πιθανή

43


ελευθερία από την καταστολή».29 Ο Bauman, θεωρεί ότι η πίστη ξεκινάει από την πεποίθηση των καταναλωτών ότι πιθανώς είναι δυνατόν «να εξαγοράσουν την απόδραση τους από αυτό τον δεύτερο κόσμο (την καταπίεση)»30.

Παραγωγική Αυτονομία

44

Αξίζει να σημειώσουμε ότι, με όποιον όρο και να περιγραφεί αυτό σύστημα, ο καταναλωτής, στην πραγματικότητα «δεν χειραγωγείται με κανένα τρόπο, ούτε και η συμπεριφορά του είναι καθορισμένη»31 Ωστόσο, σύμφωνα με τον Clarke, «στερείται επισήμως οποιαδήποτε μορφή αυτονομίας εκτός από την παραπλανητική μορφή της ελευθερίας επιλογής»32. Σε αυτό το έντονο συναισθηματικά περιβάλλον, η έλλειψη αυτονομίας συντελεί στην επήρεια της καταστολής. Ταυτόχρονα, η ψευδαίσθηση την επιλογής είναι μάλλον κάποιου είδους placebo, ώστε να νιώσουμε κάποια μορφή ελέγχου ή κυριαρχίας απέναντι στην πίεση που δεχόμαστε. Πέρα από το ψυχολογικό σκέλος, η αυτονομία μας ως καταναλωτές είναι και σε πρακτικό επίπεδο ελάχιστη, κάτι που πηγάζει από τη θέση μας σε αυτό το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Οι σχέσεις που χτίζονται μέσα σε αυτό, καθώς και η πλήρης εξειδίκευση που παρατηρείται στην παραγωγική διαδικασία, ουσιαστικά μας καθιστά εξαρτημένους από τους άλλους: από διεργασίες, συναλλαγές και σχέσεις που δεν είναι σε καμία περίπτωση εξ ολοκλήρου ελεγχόμενες από εμάς Η ίδια η ζωή μας είναι στα χέρια αυτών των σχέσεων, όπως και ο σχεδιασμός των εμπειριών της, που έχει αφεθεί και ανατεθεί πλέον σε αυτές. «Η εξάπλωση των σχέσεων εμπιστοσύνης, η εξάρτηση από εξειδικευμένες γνώσεις και τεχνογνωσία, και η ιδιωτικοποίηση του έργου της κατασκευής ενός είδους συνέχειας των εμπειριών ζωής είναι αναπόφευκτα χαρακτηριστικά της ζωής σε μια καταναλωτική κοινωνία».33 Πέρα από την ευκολία και την υπερ-προσφορά του σύγχρονου κόσμου, ένας καταλυτικός παράγοντας που δρα ως αντικίνητρο είναι η (μαζική) ιδεολογία και κουλτούρα, οι οποίες επηρεάζουν ριζικά τη ζωή του μέσου ανθρώπου.


Ιδεολογία, Μαζική κουλτούρα και Χωροθέτηση Ποιος είναι ο ρόλος της κουλτούρας σε αυτή την κατάσταση; Η μητρόπολη, σύμφωνα με τον Simmel είναι «η γνήσια αρένα αυτής της κουλτούρας που υπερβαίνει όλη την προσωπική ζωή»34, ένα περιβάλλον που παρατηρείται η «ατροφία της ατομικής κουλτούρας μέσω της υπερτροφίας της αντικειμενικής»35. Θεώρησε ότι, για το άτομο, ήταν αδύνατο «να διατηρήσει την αυτονομία και την ατομικότητα της ύπαρξής του ενώπιον των συντριπτικών κοινωνικών δυνάμεων, της ιστορικής κληρονομιάς, της “εξωτερικής κουλτούρας”, και της τεχνικής της ζωής»36. H παρακμή του ατομικού πνεύματος (που έκανε φιλοσόφους όπως ο Νίτσε να τρέφουν «πικρό μίσος»37 για τη μητρόπολη), οφείλεται στις πιέσεις αυτής της υπερπροσφορά πνεύματος: «…στα θαύματα και τις ανέσεις […] της τεχνολογίας, στους σχηματισμούς της κοινοτικής ζωής, στα ορατά όργανα του κράτους, προσφέρεται μια τέτοια συντριπτική πληρότητα κρυσταλλωμένου και απρόσωπου πνεύματος που η προσωπικότητα, για παράδειγμα, δε μπορεί να διατηρηθεί υπό την επίδρασή του»38. Είτε η κουλτούρα για την οποία μιλάμε είναι εκπορευόμενη από το κράτος, είτε είναι η αντικειμενική, είτε η καταναλωτική, λειτουργεί με ανάλογο τρόπο. Προσφέρει «έτοιμο» πνεύμα, συνήθειες, απόψεις, έθιμα, εικόνες. Και σε μη υλικό επίπεδο, στη σφαίρα της ιδεολογίας, δεν είναι απαραίτητο να «δουλέψουμε» πολύ – η σκέψη έχει ήδη γίνει για εμάς και μας προσφέρεται απλόχερα ως ρεύμα, κίνημα, μόδα, νόρμα, το «φυσιολογικό». «Από τη μία πλευρά, η ζωή έχει γίνει απείρως εύκολη για την προσωπικότητα με την έννοια ότι ενδιαφέροντα, χρήσεις του χρόνου και συνείδηση της προσφέρονται από όλες τις μεριές. Μεταφέρουν το άτομο όπως ένας χείμαρρος, και κανείς δε χρειάζεται να κολυμπήσει για τον εαυτό του»39. Η πνευματική μας αναζήτηση μπορεί κάλλιστα να περιοριστεί στην υιοθέτηση ενός έτοιμου πακέτου. Η ίδια η πόλη αποτελεί βασικό δείγμα αυτής της προσφοράς πνεύματος, αφού η ζωή της ομαδοποιείται και «χωροθετείται»: περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέρη, εμπειρίες, συνα-

45



ναστροφές ως κομμάτι ενός πακέτου που με μεγάλη άνεση μπορούμε να υιοθετήσουμε ως δικό μας. Όσο εύκολη και να έχει γίνει η κοινωνική μας ύπαρξη έτσι, τόσο πιο τετριμμένες και προβλέψιμες είναι οι σχέσεις, οι δραστηριότητες και οι χώροι που την αφορούν. Η αντικειμενική κουλτούρα ουσιαστικά σημαίνει την ένταξη της καθημερινής ζωής μας σε συγκεκριμένα, «προσδιορίσιμα» περιβάλλοντα. Εδώ εμφανίζεται η δύναμη της κουλτούρας να σχηματίζει περιβάλλοντα. Ο Lefebvre θεωρούσε πως κουλτούρα και ιδεολογία «έχουν αφήσει το σημάδι τους στην πόλη» τόσο όσο η εξουσία, η ιδιοκτησία και η παραγωγή. «Γενικές σχέσεις» και «παγκόσμιες διαδικασίες» για να εγγραφούν στην πόλη, «στο αστικό κείμενο», πρώτα «μεταφράζονται μέσα από ιδεολογίες». Τελικά, το κίνητρο για δράση εκτός της (δημοφιλούς) κουλτούρας, είναι για τη μάζα, σχεδόν ανύπαρκτο. Προφανώς παρορμητικές επιλογές «δεν είναι καθόλου αδύνατες», θεωρούνται όμως παράλογες, αφού βρίσκονται σε «αντίθεση με την τυπική ζωή της πόλης»40. 47

Η κατανάλωση στην πόλη Kλειστό κύκλωμα / Aναγκαιότητα Από την άλλη πλευρά, αυτό το σύστημα αυτό είναι ένα κλειστό, αυτοτροφοδοτούμενο κύκλωμα, που δύσκολα μπορούμε να παρακάμψουμε πλήρως, ζώντας στην πόλη. Με τον όρο «κλειστό» εννοούμε πως η κατανάλωση έχει βασικές αρχές οι οποίες διασφαλίζουν την ύπαρξη, και επιβίωση της, και ότι αυτές είναι αυτοτροφοδοτούμενες: το ένα κομμάτι της συντηρεί ή πριμοδοτεί το άλλο. Ο Baudrillard είχε δώσει έναν από τους πιο ξεκάθαρους ορισμούς αυτού του χαρακτηριστικού, σε άρθρο του στο Canadian Journal of Political and Social Theory: «Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, η αγορά επιδεικνύει ένα αξιοσημείωτο μοτίβο. Δείχνει μια τάση να δρα ταυτόχρονα σε αντίθετες κατευθύνσεις, ευημερώντας από τις ίδιες της τις αντιφάσεις με ένα τρόπο που τις διατηρεί, συνεχώς αναπαράγοντας τη δική της μορφή. Δεν υπάρχει δείγμα οποιασδήποτε διαλεκτικής εξέλιξης σε όλο αυτό, παρά μόνο η διαρκής αναπαραγωγή ενός συστήματος εγκλωβισμένου στη δική του κυκλικότητα…»41.


Το ότι «τροφοδοτείται από τις ίδιες της τις αντιφάσεις» και δουλεύει έτσι ώστε να «μην αφήνει τίποτα έξω από το σύστημα που αντιπροσωπεύει»42 σημαίνει ,αρχικά, την εκμετάλλευση όσων περισσότερων στοιχείων χώρων της πόλης μπορεί. Σε επίπεδο προγράμματος (πρακτικής, εθίμων, δράσης, μεταφράζει και αξιοποιεί κάθε ανθρώπινη ανάγκη ή τελετουργικό, από τη βόλτα στο πάρκο ως και την κοινωνική συναναστροφή σε κομμάτι του συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι άλλοτε «δημόσιες», «ανθρώπινες», «φυσιολογικές» λειτουργίες του δημοσίου χώρου έχουν πλέον σχέση με την κατανάλωση, υφίστανται διεκδίκηση από αυτή, κωδικοποίηση με δική της ορολογία (σύμβολα). Ο δημόσιος χώρος, ένας υποδοχέας και εκπληρωτής αναγκών, δραστηριοτήτων και λειτουργιών (και ως αποσυμφορητής της αστικής έντασης), υφίσταται έτσι, μια διεκδίκηση. Η μορφή, η λειτουργία, η αισθητική, και κυρίως ο πολύτιμος ρόλος αυτού του αστικού τάπητα βρίσκεται στο επίκεντρο μιας διαμάχης.

48

Πρακτικά, ο δημόσιος χώρος είναι ένα ελεύθερο πεδίο ανάπτυξης και δοκιμής νέων καταναλωτικών αγαθών και εμπειριών: γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, κατάληψης και πρώτη ύλη για ανάπτυξη κέρδους. Πλατείες, πεζοδρόμια, πάρκα και δρόμοι γίνονται εύφορο έδαφος για κατανάλωση έχετε προϊόντων είτε εμπειριών. Κάθε κατάστημα- οποιαδήποτε μορφής- διεκδικεί και οικειοποιείται την περιοχή γύρω από αυτό. Μια ανοικτή πόρτα, πόσο μάλλον η εξάπλωση του στο δρόμο ή στην πλατεία εντείνει την παρουσία του και άρα την πιθανότητα να προσελκύσει πελάτες και εν συνεχεία κάποια μορφή κέρδους. Η ασυδωσία αυτής της επέκτασης οδηγεί σε πόλεις όπου το κέντρο είναι κατά μεγάλο μέρος αφιερωμένο στην κατανάλωση, όχι μόνο ως λειτουργία αλλά και ως φυσική παρουσία και υλικότητα. Καρέκλες, τραπέζια, πινακίδες και διακοσμητικά καταλαμβάνουν χώρους σε όλα τα επίπεδα και ύψη, και μπλοκάρουν τη δίοδο, σε ένα περιβάλλον θεωρητικά «ουδέτερο», προσβάσιμο και διαθέσιμο σε όλους. Σε περιοχές που η απόδοση του χώρου είναι μεγάλη, τόσο μεγαλύτερη είναι και η εξάπλωσή της καταναλωτικής εμπειρίας, και τελικά η κατάληψη του «ουδέτερου» δημοσίου χώρου από μια καθαρά ιδιωτική λειτουργία.


Προσπαθώντας να ενταχθεί στις τελετουργίες της καθημερινής ζωής, η κατανάλωση δημιούργησε ένα κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον όπου η ζωή περιστρέφεται γύρω από έντονα προβληματικά συναισθήματα άγχους και φόβου από τη μία, ενώ οι λύσεις τους από την άλλη, εντυπωσιακές και «άνετες», αφορούσαν την απόδραση, τη χαλάρωση και την επιβράβευση. Αυτή η αμφίδρομη σχέση έκανε και τον καταναλωτισμό να προσπαθεί συνεχώς να εφεύρει νέες ανάγκες αλλά και σε έναν υπερ-σχεδιασμό αναγκών και εκμετάλλευσής των εντάσεων της αστικής ζωής. Μέσα σε αυτό το σύστημα, ο χώρος της πόλης έχει γίνει δέλεαρ στην υπηρεσία της «ανακούφισης» και της «λύσης». Η κατάληψη του αφοσιώθηκε στη δημιουργία συγκεκριμένων, έντονων και εξαγοράσιμων εμπειριών, αδιαφορώντας για την μάζα, για την συνολικά οφέλη που (θα μπορούσε να) έχει. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η παρακμή του δημοσίου χώρου, απέναντι στις προσταγές και τα αντικίνητρα που παρέχει η κατανάλωση.

Η (ελάχιστη) παραμονή εκτός της καταναλωτικής διαδικασίας Περιβάλλοντα όπου κυριαρχεί ο καταναλωτισμός ουσιαστικά δημιουργούν είτε δίκτυα από καταναλωτικές «νησίδες» - ουσιαστικά αρχιπελάγη (χωρικών) προϊόντων - είτε προσπαθούν να συνθέσουν ένα ενιαίο «template», ένα αστικό ύφασμα - υποδοχέα ώστε να οριοθετήσουν μια «περιοχή κατανάλωσης». Σε κάθε περίπτωση, ο ενδιάμεσος χώρος, ανάμεσα σε εν λόγω οικονομικές διεργασίες είναι ένας χώρος αμήχανος. Γι’ αυτό το λόγο, τα καταναλωτικά αρχιπελάγη βρίθουν σε μεγάλες πυκνότητες, συγκροτώντας την «αγορά», ή «τα μαγαζιά», όταν η απόσταση μεταξύ των νησίδων είναι μικρή, όταν δηλαδή ο «αμήχανος» ενδιάμεσος χώρος εκλείπει όσο το δυνατόν περισσότερο (διατηρώντας βέβαια τη λειτουργικότητα του). Ίσως αυτή η αμηχανία (μεταξύ άλλων παραγόντων) ωθεί στην επικάλυψη και οριοθέτηση του, ως εύκολη λύση αυτού του ενιαίου template. Αυτή η τακτική ουσιαστικά υπονοεί μια επέκταση του καταναλωτικού χώρου προς τα έξω και μια διεκδίκηση / προσδιορισμό, προς την απο-

49



φυγή της σχετικά ουδέτερης φύσης του. Θεωρητικά, τα κενά των πλεγμάτων, αρχιπελαγών ή εν πάση περιπτώσει αυτών των δομών δεν είναι ιδιαιτέρως επιθυμητά ή ευνοϊκά προς το σύστημα. Η «ουδέτερη» φύση τους μπορεί να λειτουργήσει ως “palette cleanser”: μια «ανάσα εκτός της καταναλωτικής διαδικασίας», μια παύση της, που θα μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα για την απόδραση από αυτή, ή αντίστοιχες σκέψεις. Έτσι λοιπόν, στο κέντρο της πόλης, στη μέση της αγοράς, τέτοιες αποδράσεις πρέπει να είναι σύντομες, όχι παρατεταμένες. Η αγορά ευνοείται από την ξεκούραση των καταναλωτών για λίγα λεπτά, σε κάποιο παγκάκι ή στάση, ώστε αυτοί να είναι έτοιμοι, έπειτα, να συνεχίσουν και αν παρατείνουν τα ψώνια τους, με την αρωγή μικρών διαλλειμάτων. Αυτό που δεν ευνοεί την αγορά ωστόσο, είναι η αύξηση της διάρκειας τους, που μπορεί να οδηγήσει σε μια «απόσπαση της προσήλωσης» του καταναλωτή, που θα τον θέσει «εκτός φόρμας». «Οι καταναλωτές δεν θα έπρεπε ποτέ να επιτρέπεται να “ξυπνήσουν” από τα “όνειρά” τους»44, αναφέρει ο Bauman. Πέρα από την διάλειψη της προσοχής, το σύστημα μπορεί να πέσει σε μια άλλη παγίδα, την απόσπαση του καταναλωτή εξ ολοκλήρου, και την επερχόμενη επένδυση του στον δημόσιο χώρο, εκμετάλλευση της ατμόσφαιρας που έκτισε η αγορά αλλά χωρίς καμία επένδυση ή συσχετισμό του με αυτή. Αυτή η περίπτωση δεν αποτελεί απειλή για την εν λόγω οικονομία εξ ολοκλήρου, αλλά για όσους είναι στην εξωτερική στοιβάδα της επήρειάς της, αυτούς που δεν έχουν συνάφεια και προτίμηση σε αυτή. Όπως τα ηλεκτρόνια της εξωτερικής στοιβάδας είναι ήδη έτοιμα να αποδράσουν με κάποια ενεργειακή μεταβολή, έτσι και αυτοί αναζητούν, χωρικές αρχικά, αφορμές ώστε να την εγκαταλείψουν. Όσο αυτή η απόδραση αφορά μεμονωμένες περιπτώσεις και μειονότητες - και μάλιστα αυτές που δεν έχουν ιδιαίτερο «κύρος»( παιδιά, φοιτητές, μετανάστες, ιδεολογικά φορτισμένες ομάδες), ώστε να εμπνέουν την μίμηση από τους υπολοίπους – η όλη κατάσταση είναι υπό έλεγχο. Ωστόσο, η διεύρυνση αυτού του δημογραφικού και η αύξηση των μελών του μπορεί να δημιουργήσει νέα έθιμα και συνήθειες, μακριά από την κατανάλωση, «κλέβοντας» έτσι δυνητικούς πελάτες.

51


Τί θα συνέβαινε αν ολόκληρη η πόλη προτιμούσε το παγκάκι από το καφέ, την έξοδο στην πλατεία ή το δρόμο αντί για το μπαρ; Η απάντηση δεν είναι εύκολη (ούτε και η πιθανότητα ρεαλιστική, τουλάχιστον στη δική μας πραγματικότητα), ωστόσο είναι βέβαιο πως η αλλαγή αυτή θα ήταν – τουλάχιστον στην αρχή - ιδιαίτερα δυσχερής για την αγορά, που δεν θα ήξερε πως να απαντήσει σε αυτή την αλλαγή τελετουργικού.

Endnotes

52

1 Urry, John, Consuming places, Routledge, London, 2006, σελ 8 2 Simmel, Georg, “The Metropolis and Mental Life”, στο Sennett, Richard, Classic Essays on the Culture of Cities, Meredith, New York, 1969, σσ 47-60 3 Baudrillard, Jean, The Consumer Society: Myths and Structures, Sage, London, 1998, σελ 79 4 Clarke, David, The consumer society and the postmodern city, Routledge, London, 2003, σελ 60 5 Levi Strauss, Claude, The Elementary Structures of Kinship, Beacon Press, Boston, 1969, σελ 595 6 Clarke, David, The consumer society and the postmodern city, Routledge, London, 2003, σελ 8 7 Douglas, Mary, και Isherwood, Baron, The World of Goods: Towards an Anthropology of Consumption, Routledge, London, 1996, σελ 38 8 Clarke, David, The consumer society and the postmodern city, Routledge, London, 2003, σελ 60 9 Easthope, Anthony, The Unconscious, Routledge, London, 1999, σελ 34 10 Ό.π. 11 Ό.π. 12 Ό.π. 13 Ό.π. 14 Baudrillard, Jean, The Consumer Society: Myths and Structures, Sage, London, 1998, σελ 79-80 15 Ό.π. 77-78 16 Clarke, David, The consumer society and the postmodern city, Routledge, London, 2003, σσ 60 17 Ό.π. σελ 93


18 Harvey, David, The Condition of Postmodernity, Blackwell, Cambridge, MΑ, 1991, σελ 240 19 Macnaghten, Phil και Urry, John, Contested natures, SAGE Publications, London, 1999, σελ 140 20 Ό.π. 21 Clarke, David, The consumer society and the postmodern city, Routledge, London, 2003, σελ 158 22 Sennett, Richard, Classic Essays on the Culture of Cities, Appleton-Century-Crofts, New York, 1969, σελ 49 23 Urry, John, Consuming places, Routledge, London, 2006, σελ 22 24 Ό.π. 25 Baudrillard, Jean, The Consumer Society: Myths and Structures, Sage, London, 1998,182 26 Bauman, Zygmunt, Freedom, Open University Press, Milton Keynes, 1988, σελ 22 27 Bauman, Zygmunt, Legislators and interpreters: On Modernity, Post-Modernity, Intellectuals, Cornell University Press, Ithaca, NY,1987, σελ 168 28 Baudrillard, Jean, Symbolic Exchange and Death, μτφρ. Grant, Iain Hamilton, SAGE Publications, 1993, σελ 183 29 Clarke, David, The consumer society and the postmodern city, Routledge, London, 2003, σελ 92 30 Bauman, Zygmunt, Legislators and interpreters: On Modernity, Post-Modernity, Intellectuals, Cornell University Press, Ithaca, NY,1987, σελ 169 31 Clarke, David, The consumer society and the postmodern city, Routledge, London, 2003, σελ 163 32 Ό.π. 33 Ό.π. 34 Simmel, Georg, “The Metropolis and Mental Life”, στο Sennett, Richard, Classic Essays on the Culture of Cities, Meredith, New York, 1969, σσ 47-60 35 Ό.π. 36 Ό.π. 37 Ό.π. 38 Ό.π. 39 Ό.π. 40 Ό.π. σελ 51 41 Baudrillard, Jean, “Modernity”, στο Canadian Journal of Political and Social Theory, 11(3), 1987, σσ 63-72 42 Clarke, David, The consumer society and the postmodern city, Routledge, London, 2003, σελ 159 43 Ό.π. σσ 157-158 44 Bauman, Zygmunt, “Consuming life”, στο Journal of Consumer Culture, 11(1), 2001, σελ 13

53



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 : ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ


Σκέψεις για την πόλη «And thus the city is an oeuvre, closer to a work of art than to a simple material product. If there is production of the city, and social relations in the city, it is a production and reproduction of human beings by human beings, rather than a production of objects»1. - Henri Lefebvre

The city as an oeuvre Ο Henri Lefebvre, όντας ιδεολογικά αντίθετος με την καπιταλιστική πραγματικότητα, μίλησε για την πόλη με έννοιες που προκαλούσαν τον ορθολογικό και χρηματικό της χαρακτήρα. Τέτοιες έννοιες μπορούν να εμπνεύσουν μια εναλλακτική προσέγγιση του δημοσίου χώρου, σήμερα αλλά και στο μέλλον.

56

Η πόλη, θεωρεί πως πρέπει να ανακτήσει το στοιχείου του «παιχνιδιού», του αυθόρμητου, της κοινωνικής αλληλεπίδρασης που ομοιάζει με αυτή που βιώνουμε παρακολουθώντας θέατρο ή έναν αγώνα στο γήπεδο: μια κοινωνική συνδιαλλαγή συχνά με αφορμή κάτι που μας αφορά όλους. Ο «χώρος του παιχνιδιού» συνυπάρχει με «χώρους ανταλλαγής και κυκλοφορίας, πολιτικό χώρο και πολιτιστικό χώρο»2, δηλαδή οπουδήποτε διενεργούνται βασικές αστικές λειτουργίες. Αυτή η αυθόρμητη συνύπαρξη είναι ζωτικής σημασίας στη σύγχρονη ζωή, όπου η τάση τυποποίησης και «παγκοσμιοποίησης» των εμπειριών οδηγεί στην αρχή μιας «κοινωνικής παθολογίας»3. «Έργα μέσα σε ποσοτικό και υπολογισμένο “κοινωνικό χώρο” που χάνουν της ποιοτικούς και διαφοροποιημένους χώρους της, συσχετίζονται με μια σχιζοφρένεια που κρύβεται κάτω από τα πέπλα της ακρίβειας, της επιστημονικής και της λογικής», αναφέρει4. Το αστικό κέντρο είναι «κίνηση, το απρόβλεπτο, το πιθανό και οι συναντήσεις» κάτι που επιτυγχάνεται με το «αυθόρμητο θέατρο”. O αυθορμητισμός μπορεί να γεννήσει έναν «νέο ανθρωπισμό, διαφορετικό από τον παλιό φιλελεύθερο», καταστρέφοντας την «ιδεολογία της κατανάλωσης»5. Έτσι, μπορούμε να φτάσουμε σε ένα νέο πρότυπο αστικού ανθρώπου όπου «η πόλη και η δική του καθημερινή ζωή σε αυτή


γίνονται έργο», από και για τον ίδιο, όπου κυριαρχεί η «οικειοποίηση» και η «αξία χρήσης» - όχι η συναλλαγματική αξία. Για να καταλήξουμε σε αυτή την πόλη- έργο, είναι αναγκαίο να επιβάλλουμε πάνω στην υλική πραγματικότητα την αξία της «οικειοποίησης»: «του χρόνου, του χώρου, του σώματος και της επιθυμίας»6. Πρέπει, δηλαδή, να βρούμε χώρο για το αυθόρμητο, το ανθρώπινο, το μη κεντρικά εκπορευόμενο, σε συνδυασμό με τις αναγκαίες διαδικασίες. Χωρίς αυτό το συνδυασμό, σε ένα περιβάλλον υπερπροσφοράς ιδεολογίας και δομών, η κοινωνία μας θα είναι «ελλιπής»7. Η χωρική/κοινωνική υπόσταση του άνωθεν κειμένου (και ολόκληρης της έρευνας), συμπυκνώνεται στο εξής απόσπασμα: «Μεταξύ των υπο-συστημάτων και των δομών που εδραιώνονται με διάφορα μέσα (καταναγκασμός, τρόμος, και ιδεολογική πειθώ), υπάρχουν τρύπες και χάσματα. Αυτά τα κενά δεν υπάρχουν λόγω αλλαγής. Είναι οι τόποι του πιθανού. Περιέχουν τα αιωρούμενα και διάσπαρτα στοιχεία του πιθανού, αλλά όχι τη δύναμη που θα μπορούσε να τα συναρμολογήσει»8. 57 Τη δύναμη μπορούμε, σύμφωνα με τον Lefebvre, να τη βρούμε μέσα από τη φιλοσοφία και την τέχνη9. Για να αξιοποιηθεί σωστά, η τέχνη πρέπει να αποφύγει επιφανειακές πρακτικές, «το στολισμό», «την εκπροσώπηση» και «τη διακόσμηση». «Το να θέσουμε την τέχνη στην υπηρεσία του αστέως δεν σημαίνει το να ομορφύνουμε τον αστικό χώρο με έργα τέχνης», κάτι που θεωρεί «παρωδία του πιθανού» και «καρικατούρα»10. Αντίθετα, η τέχνη πρέπει να βιωθεί ουσιαστικά, καθένας να βιώσει τη ζωή του ως «έργο τέχνης»: «η τέχνη του να ζεις στην πόλη», ένα έργο από και προς εμάς. Η τέχνη της ζωής μπορεί να ιδιοποιηθεί και να οικειοποιηθεί τα αστικά σκηνικά σαν ένα «γεγονός», μια «γιορτή» (fête) μετατρέποντας τα σε «δομές της γοητείας»11. Έτσι, η τέχνη γίνεται η «πηγή και το μοντέλο της οικειοποίησης του χώρου και του χρόνου»12. Συνθέτει νέα «έργα τέχνης», τα «time-spaces», δηλαδή χώρο-χρονικές συμπλέξεις, κάτι αναμεσά σε γεγονός και χώρο, σε πρόγραμμα και υλικότητα13. Η τέχνη, η φιλοσοφία, το «παιχνίδι» και το «έργο» έχουν μια κοινή επιδίωξη: να «δώσουν προτεραιότητα στο χρόνο έναντι του χώρου».


Ο χρόνος έχει βασική σημασία και τη μοναδική ικανότητα να σφετερίζεται και να οικειοποιείται χώρους που «δεν του ανήκουν»: «ο χρόνος έρχεται να εγγραφεί και να γραφτεί σε ένα χώρο και έτσι να αντικαταστήσει την κυριαρχία με την οικειοποίηση (τον σφετερισμό)»14. Με αυτό τον τρόπο, η πόλη ως έργο μπορεί να βλέπει πέρα από τη μορφή, προς τη δράση και το γεγονός. Να είναι ένα ζωντανό έργο τέχνης που θα εξάπτει τη φαντασία συμβαδίζοντας με τη «χρονικότητα» της ανθρώπινης ύπαρξης, μια πόλη που όπου πάνω από το χώρο υπερέχει η ζωή: «Η ιδανική πόλη θα περιλάμβανε την απαξίωση του χώρου: μια επιταχυνόμενη αλλαγή κατοικίας, θέσεων και προετοιμασμένων χώρων. Θα ήταν η εφήμερη πόλη, το αέναο έργο (oeuvre) των κατοίκων, οι ίδιοι κινητοί και κινητοποιημένοι για και από αυτό το έργο. Ο χρόνος έρχεται πρώτος»15.

The right to the city 58

Ο Lefevre αναφέρει μια έννοια, προς μια διαφορετική προσέγγιση της αστικής ζωής, γνωστή ως «το δικαίωμα στην πόλη» (the right to the city): «Το δικαίωμα στην πόλη εκδηλώνεται ως ανώτερη μορφή δικαιωμάτων: δικαίωμα στην ελευθερία, στην εξατομίκευση στην κοινωνικοποίηση, στο βιότοπο και στην κατοίκηση. Το δικαίωμα στο έργο (oeuvre), στη συμμετοχή και την οικειοποίηση (σαφώς διαφορετικό από το δικαίωμα στην ιδιοκτησία), υπονοούνται στο δικαίωμα στην πόλη»16. Το δικαίωμα αυτό, δεν είναι αμιγώς «υλικό»: αφορά το πώς αξιοποιείται η υλική υπόσταση της πόλης, τί συμβαίνει σε αυτή, τί σχέσεις προάγονται, ποια είναι η καθημερινότητα που χτίζεται με και γύρω από αυτή. Βασίζεται στις σχέσεις που καλλιεργούνται σε αυτό το πλαίσιο, το οποίο έχουμε κληρονομήσει από προηγούμενες γενιές ως αποτέλεσμα άλλων (πολιτικών, οικονομικών…) διεργασιών. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το πρόγραμμα και συνεπώς με την κοινωνία και την ιδεολογία. Αυτό σημαίνει πως η άσκηση αυτού του δικαιώματος στην πρακτική του μορφή περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα αναθεώρησης


αυτών που ήδη γνωρίζουμε: του προγράμματος, του σχεδιασμένου χώρου, του ιδιωτικού, του προϊόντος, τη σύνδεση μορφής και λειτουργίας, της οργάνωσης των εμπειριών. Απαιτεί μια αναθεώρηση, μια επαναδιατύπωση, μια καταστροφή (ή έναν εμπλουτισμό) των συμβόλων που έχει χτίσει ο σχεδιασμός της πόλης και η κατανάλωση - όλων αυτών των εικόνων που ταξινομούν τις κοινωνικές και χωρικές πρακτικές μέσα σε αυτή. Για τον Lefebvre η πιο σημαντική ιδεολογία που μας έχει παρεκτρέψει από το δικαίωμα αυτό, είναι αυτή της «αναψυχής». Το λεγόμενο «leisure», ουσιαστικά είναι μια «στρατηγική», η οποία έχει βαθιά ιδεολογική φόρτιση και φαντασιώσεις που τη συνοδεύουν. Η κοινωνική φαντασία «έχει επιπλωθεί» με τέτοιες φαντασιώσεις «από την ιδεολογία και τη διαφήμιση» για του τί σημαίνει αναψυχή17. Η ιδεολογία αυτή ξεχωρίζει την αναψυχή από την καθημερινή ζωή: δημιουργεί μια αποκόλληση από αυτή, μια «θλιβερή πραγματικότητα από “χόμπυ” και τμηματικά, «μπλόκ “δημιουργικότητας”», περιβάλλοντα δηλαδή αποκομμένα και διάσπαρτα, όπου τελείται η αναψυχή και η δημιουργικότητα. Τόσο η τμηματοποίηση της πόλης όσο και τα «απόλυτα» περιβάλλοντα της κατανάλωσης (Κεφάλαιο 1) μπορούν να ενταχθούν σε αυτή την ιδεολογία. Φυσικά, γνωρίζουμε πως τέτοιες (υπολογισμένες) πρακτικές θεωρεί πως «συσχετίζονται με μια σχιζοφρένεια»18. Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι πως καμία μορφή τυποποιημένης αναψυχής, ούτε οι «διακοπές» σε πακέτα, ούτε η «βιομηχανοποιημένη πολιτιστική παραγωγή» (πολιτισμός ως αμιγώς καταναλωτικό προϊόν) μπορούν να λύσουν το πραγματικό πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι δομικό, και βρίσκεται στο ότι αναζητούμε την αναψυχή εκτός της καθημερινής ζωής, ως κάτι ξέχωρο, κάτι που έχει μια απόσταση από αυτή. Πακέτα διακοπών, σπα, νυχτερινά μαγαζιά και άλλες τεχνητές εμπειρίες διαχωρίζουν την αναψυχή: παύει να είναι ουσιαστική, να υπάρχει στην καθημερινότητα με οργανικό, αυθόρμητο, μη-προμελετημένο τρόπο. Οι εικόνες που προβάλλουν και έχουν δημιουργήσει μας έχουν εθίσει στο να ψάχνουμε την αναψυχή σε οτιδήποτε συνιστά «οργανωμένη απόδραση» και απόφυγή του καθημερινού. Αποτρέπουν τη λύση του πραγματικού προβλήματος: ότι η αναψυχή πρέπει να υπάρχει στην καθημερινή ζωή.

59


Για να γίνει αυτό, είναι αναγκαίο λοιπόν να μπει ένα τέλος στους διαχωρισμούς της μορφής «καθημερινότητα - αναψυχή», τη σκέψη ότι το ένα αποκλείει το άλλο, το ότι τα δύο πρέπει να είναι ασυμβίβαστα ενδεχόμενα που ποτέ δε συνυπάρχουν19. Αυτό απαιτεί μια «αλλαγή της καθημερινής ζωής»20, μια μεταβολή πρακτικών. Το ζητούμενο, δεν είναι το πως αυτή θα επιτευχθεί, αλλά οι σχέσεις, οι εμπειρίες, τα μέρη, και το κοινωνικό της αποτέλεσμα.

Αντίληψη Η κατασκευή της εικόνας «Η δημιουργία της περιβαλλοντικής εικόνας είναι μια αμφίδρομη διαδικασία μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου. Αυτό που βλέπει βασίζεται στη εξωτερική μορφή, αλλά το πως το ερμηνεύει και το οργανώνει, και πως κατευθύνει την προσοχή του, με τη σειρά του επηρεάζει το τι βλέπει»21. 60 Αυτό το απόσπασμα, από το σύγγραμμα του Kevin Lynch The Image of the City, εισάγει την έννοια την αντίληψη του περιβάλλοντος μας. Ο Lynch θεωρεί ότι η εικόνα που παράγεται μέσω αυτής είναι μια διαδικασία αμφίδρομη και βασισμένη στην ερμηνεία- όχι την «αντικειμενικότητα». Η υποκειμενική φύση της αντίληψης, είναι απότοκο του ανθρώπινου οργανισμού που είναι «ιδιαίτερα ευπροσάρμοστος και ευέλικτος», ώστε «διαφορετικές ομάδες μπορεί να έχουν διαφορετικές εικόνες από την ίδια εξωτερική πραγματικότητα»22. Τι είναι λοιπόν αυτό που διαφοροποιεί την αντίληψη ενός δεδομένου περιβάλλοντος; Ο Hall θεωρεί πως η διαφορά αυτή βρίσκεται στην «κουλτούρα» η οποία προκαλεί τόσο μεγάλη διαφορά στην αντίληψη ώστε «άνθρωποι από διαφορετικές κουλτούρες όχι μόνο μιλούν διαφορετικές γλώσσες», αλλά πρακτικά «κατοικούν διαφορετικούς αισθητηριακούς κόσμους»23. Μέσω της κουλτούρας επιδιδόμαστε σε μια «επιλεκτική διαλογή» των δεδομένων που προσλαμβάνουμε από τις αισθήσεις μας, ώστε αποδεχόμαστε κάποια από αυτά ενώ άλλα τα «αποβάλλουμε» μέσα από αυτό το φίλτρο24. Για τον Hall, αυτό σημαίνει ότι η εμπειρία από


τη μια ομάδα στην άλλη διαφέρει, γιατί γίνεται αντιληπτή «μέσα από ένα σύνολο πολιτιστικά διαμορφωμένων αισθητηριακών φίλτρων», ότι δηλαδή διαφορετικές κουλτούρες παράγουν διαφορετικές εμπειρίες και εικόνες του κόσμου. Αυτό το πολιτισμικό «φιλτράρισμα» αποτυπώνεται, με χειροπιαστό τρόπο, στο «αρχιτεκτονικό και αστικό περιβάλλον που δημιουργούν οι άνθρωποι»25. Ο Christian Norberg-Schulz μίλησε για αυτή τη σχέση αντίληψης και δημιουργίας του περιβάλλοντος, όπου τα δύο συνυπάρχουν και ταυτόχρονα αλληλοεπηρεάζονται: «…η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του συνίσταται στην προσπάθεια να το αφομοιώσει κατά τα προσωπικά του πρότυπα αντίληψης και από την άλλη να το τροποποιήσει ώστε να αντιστοιχεί με αυτά»26. Με λίγα λόγια αυτό που παράγουμε (και αντιλαμβανόμαστε) ως κτιστό περιβάλλον είναι ταυτόχρονα προϊόν αλλά και αντανάκλαση των προτύπων που κληρονομούμε μέσω της κουλτούρας. Αυτή η διττή φύση και αμφίδρομη σχέση πρέπει, σύμφωνα με το Lefebvre να τονιστεί και να ληφθεί υπ’ όψη στην ανάλυση του χώρου: «Ο χώρος δεν είναι απλά μια κοινωνικά παραχθείσα υλικότητα αλλά ένα κοινωνικά παραγόμενο - και ισχυρό - σύστημα αντικείμενων-συμβόλων. Αυτό, στο οποίο αναφερόμαστε ως “σύστημα εκπροσώπησης”, δεν αρνείται την υλικότητα, αλλά μάλλον υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε υλική υπόσταση επισυνάπτεται στην αντιπροσώπευση μέσω της οποίας αυτή η υλικότητα ταυτόχρονα ενσωματώνει και μεταβιβάζει την κοινωνική σημασία»27.

Επίπεδα αντίληψης Κατανοώντας τα παραπάνω, είναι βέβαιο πως οποιαδήποτε ανάλυση του χώρου, οφείλει να έχει επίπεδα. Η ανάλυση της υλικότητας πρέπει να συμβαίνει ταυτόχρονα «μέσω του συστήματος της σημασίας που το οποίο έχει ενδεχομένως προσκολληθεί σε αυτή», δηλαδή της εκπροσώπησης28. Για τον Tschumi, αυτή η εκπροσώπηση κρύβεται πίσω από (μορφολογικές) «μάσκες», που ακολουθεί η αρχιτεκτονική, και έχει αμέτρητα επίπεδα νοήματος, όπου το ένα συγκαλύπτει το άλλο:

61


«…όψεις, στοές πλατείες ακόμη και αρχιτεκτονικές έννοιες γίνονται τα εργαλεία της αποπλάνησης. Όπως και οι μάσκες, τοποθετούν ένα πέπλο ανάμεσα σε αυτό που θεωρείται πως είναι η «πραγματικότητα» και σε αυτούς που συμμετέχουν σε αυτήν (εσείς ή εγώ). Έτσι, μερικές φορές θα επιθυμούσατε απεγνωσμένα να αναγνώσετε την πραγματικότητα πίσω από την αρχιτεκτονική μάσκα. Σύντομα, παρ΄όλα αυτά, συνειδητοποιείται πως μία και μοναδική κατανόηση δεν είναι δυνατή. αποκαλύπτοντας αυτό που βρίσκεται πίσω από την μάσκα δεν αποκαλύπτεται παρά μια άλλη μάσκα. Η κυριολεκτική πλευρά της μεταμφίεσης (η όψη, ο δρόμος) δείχνει άλλα συστήματα γνώσης, άλλους τρόπους ανάγνωσης της πόλης: μορφικές μάσκες κρύβουν κοινωνικό-οικονομικές, ενώ κυριολεκτικές μάσκες κρύβουν μεταφορικές. Κάθε σύστημα γνώσης συγκαλύπτει ένα άλλο. Οι μάσκες κρύβουν άλλες μάσκες και κάθε διαδοχικό επίπεδο νοήματος επιβεβαιώνει την αδυναμία σύλληψης της πραγματικότητας»29.

62

Τέλος, είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως η υποκειμενική εστίαση της ποικίλλει, και από αυτή την ποικιλία, προκύπτουν, σχεδιάζονται αλλά και γίνονται αντιληπτές όλες οι διαστάσεις της αρχιτεκτονικής και της πόλης. Για κάποιους, όπως ο Roland Barthes, η πόλη είναι «κείμενο για ανάγνωση όπως περίπου και ένα λογοτέχνημα»30 ενώ για άλλους, όπως ο Victor Hugo, η αρχιτεκτονική της «ξεκίνησε όπως όλες οι γραφές», ως σημείο μηδέν, ως μια «αλφάβητος»31. Για τη σημερινή πόλη και τα φαινόμενα οικειοποίησης της, η πιο απτή αντίληψη είναι αυτή των Foucault και Derrida, ότι «το τεχνητό περιβάλλον είναι ανοιχτό περίπου σε κάθε δυνατή ανάγνωση»32. Η εξουσία της αρχιτεκτονικής, τα καταναλωτικά αντικίνητρα, τα σύμβολα και οι εικόνες που έχει χτίσει η μοντέρνα ζωή, μπορούν, λοιπόν, να αρθούν, ή τουλάχιστον να προσαρμοστούν στις πραγματικές μας ανάγκες. Αυτή η προσαρμογή φυσικά, είναι για αρχή, ζήτημα αντίληψης και ερμηνείας όσων γνωρίζουμε ήδη αλλά και όσων ακόμα δεν έχουν φανερώσει την πλήρη δυναμική τους.


Το πρόγραμμα (ως αναφορά) «Η αρχιτεκτονική και τα γεγονότα παραβιάζουν συνεχώς το ένα τους κανόνες του άλλου, είτε κατηγορηματικά είτε έμμεσα. Αυτοί οι κανόνες, αυτές οι οργανωμένες συνθέσεις, μπορούν να αμφισβητηθούν, αλλά παραμένουν πάντα σημεία αναφοράς»33. Ο Tschumi θεωρεί ότι οι «χώροι ορίζονται από γεγονότα τόσο όσο τα γεγονότα ορίζονται από χώρους», ότι έχουν ανάλογη δύναμη στο να συνθέσουν τον χώρο, όταν ξεκινάμε από το σημείο μηδέν34. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, μπορούν να «υπάρχουν ανεξάρτητα»35. Ωστόσο, η βία της αρχιτεκτονικής, η σύγκρουση μεταξύ αυτών των ανεξάρτητων παραγόντων δεν χάνεται – παρά εμφανίζεται «μόνο όταν αυτά διασταυρώνονται»36. Η επαφή τους έχει επιπτώσεις: το γεγονός «μεταβάλλεται από κάθε νέο χώρο» και αντίστροφα ένας «ουδέτερος» χώρος «αποκτά νέα επίπεδα σημασίας» όταν του δώσουμε ένα «αντιφατικό πρόγραμμα»37. «Γεγονός και χώρος δεν συγχωνεύονται αλλά επηρεάζουν το ένα το άλλο»38. Το πρόγραμμα, σύμφωνα με τον Tschumi, υπόκειται σε μια από τρεις κατηγορίες: είτε είναι «αδιάφορο απέναντι στην χωρική ακολουθία», είτε «την ενισχύει» ή «δρα έμμεσα εναντίον της»39: «Αδιαφορία: ακολουθίες των γεγονότων και ακολουθίες των χώρων μπορεί να είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες η μια από την άλλη. Κατόπιν παρατηρούμε μια στρατηγική της αδιαφορίας στην οποία οι επίσημες θεωρήσεις δεν εξαρτώνται από χρηστικές. Αμοιβαιότητα: οι ακολουθίες των γεγονότων και οι ακολουθίες των χώρων μπορούν, φυσικά, να γίνουν εντελώς αλληλένδετες και να προδιαθέτουν πλήρως η μια την ύπαρξη της άλλης. [...] Παρατηρούμε έπειτα μια στρατηγική της αμοιβαιότητας στην οποία κάθε ακολουθία ενισχύει πραγματικά την άλλη - το είδος αρχιτεκτονικής ταυτολογίας που ευνοείται από τα λειτουργικά δόγματα. (Ο σκέιτερ κάνει πατινάζ στο παγοδρόμιο). Σύγκρουση [όπου] «ακολουθίες των γεγονότων και των χώρων περιστασιακά συγκρούονται και έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους» και κάθε ακολουθία συνεχώς παραβιάζει την εσωτερική λογική της άλλης40».

63



Είναι βασικό να τονίσουμε πως αστικά (πάρκα, πλατείες, ποδηλατοδρόμοι, γήπεδα, πεζόδρομοι…) και καταναλωτικά παράγωγα στην πόλη (μαγαζιά, εμπορικά κέντρα, spa, καφετέριες, μπαρ…) παρουσιάζουν αυτή την «αμοιβαιότητα» προγράμματος και χώρου, με την έννοια ότι είναι σχεδιασμένα με βάση αυτή. Η μορφή τους είναι η βέλτιστη δυνατή για την υποστήριξη της προγραμματισμένης δραστηριότητας και συνάμα η δραστηριότητα βρίσκει εκεί το «καταλληλότερο», αποδοτικότερο περιβάλλον υποδοχής της. Η μονοσήμαντη αυτή ικανοποίηση παρέχει έναν προσδιορισμό χωρίς εκπλήξεις, και ταυτόχρονα έναν αποκλεισμό άλλων προγραμμάτων, ή τουλάχιστον σημαντική αποθάρρυνση τους. Αποτελεί μια πλήρως αναμενόμενη (και χωρικά περιορισμένη) διαδικασία, όχι ένα γεγονός που διαταράσσει ή δίνει ενδιαφέρον στο χώρο. Το ενδιαφέρον, συχνά παράγεται μέσω της «σύγκρουσης» προγράμματος και μορφής. Η παραβίαση της λογικής του χώρου (ή του προγράμματος) αποκαλύπτει νέες προοπτικές και δυναμική. Ωστόσο, απαιτεί ένα ποσό επανάστασης και δημιουργικότητας, που δύσκολα μπορεί να αρθρωθεί σε «προγραμματισμένους» χώρους. Η «επανάσταση» πρέπει να βρει ενδιαφέροντες τρόπους να παραβιάσει την τάξη, να διερωτηθεί για το πρόγραμμα, να τμήσει το χώρο με διαφορετικό τρόπο, να δώσει μια νέα ματιά και ταυτότητα. Ουσιαστικά πρέπει να καθιερώσει την αντίληψη ότι κάθε χώρος είναι εν δυνάμει ένας άλλος, ότι πίσω από συμβάσεις, ταυτότητες και σημειολογία, κρύβονται αμέτρητες δυνατότητες- όχι μόνο οι αναμενόμενες ή οι ήδη σχεδιασμένες. Η σκάλα θα μπορούσε να είναι όσο αποτελεσματική όσο και η πλατεία για τη συνάθροιση ή και ακόμα περισσότερο γιατί είναι αμφιθεατρική. Η λεία επιφάνεια ενός μνημειακού μαρμάρου μπορεί να γίνει κάτι πολύ περισσότερο από μια «βιτρίνα» του κτηρίου – μπορεί να γίνει η (υλικά) καταλληλότερη πίστα για πατίνι. Η σύγκρουση, λοιπόν, επεκτείνει συνεχώς τον ορισμό κάθε κατασκευής. Είναι αυτή που θέτει τις εξαντλητικές ερωτήσεις ενάντια στη σημειολογία: Υφίσταται άραγε το αμιγώς μονοσήμαντο; Γιατί αυτό που γνωρίζουμε να μην υπόκειται επέκταση;

65


Πρέπει ο αρχικός ορισμός να είναι και εξαντλητικός; Μπορούμε να βάλουμε τελεία κατά τη συγγραφή ενός ορισμού (ενός προγράμματος μια χρήσης), ή μήπως αυτός επιδέχεται αμφισβήτηση; Η αναζήτηση αυτή μας οδηγεί στην ταυτότητα.

Ταυτότητα μέσω χρήσης / ξεδιπλώνοντας ταυτότητες «Ας ξεκινήσουμε με μια εξίσωση, βαθιά χαραγμένη στο ύφασμα της χωρικής και πολιτισμικής σκέψης, που έχει κανονικοποιήσει ένα σύνολο λειτουργικών υποθέσεων όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ χώρου και ταυτότητας: Ορισμένοι χώροι = ορισμένες ταυτότητες»41.

66

Οι Benko και Strohmayer, θεωρούν πως η ταυτότητα ενός χώρου γίνεται αντιληπτή από την κοινωνία ως μια εξίσωση, μια «ομόλογη ευθυγράμμιση μεταξύ χώρου και ταυτότητας»42. Η θεώρηση αυτή σημαίνει πως η ταυτότητα, το πρόγραμμα, και η ίδια η σκέψη του κοινωνικού συνόλου υιοθετούν μια κοινή πορεία που προωθεί την τήρηση των κανόνων και του «αναμενόμενου». Σε αυτή τη κλειστή συλλογιστική πορεία, η ταυτότητα είναι κάτι που δίνεται και έπειτα επιβεβαιώνεται από το πρόγραμμα, τη συνήθεια και τις παραδοχές των χρηστών και του συνόλου. Ταυτόχρονα όμως, αυτή η θεώρηση ωθεί στην αντίληψη ότι, άπαξ και δοθεί, η ταυτότητα μέλλει να παραμείνει δεμένη με ένα χώρο για πάντα, ως μια ιστορία της οποίας το τέλος έχει ήδη γραφτεί – ότι δηλαδή ο χώρος έχει «ξεμείνει» με αυτή. Στο Buildings Used, φαίνεται πως η κλειστή αυτή αντίληψη έχει βάση μόνο για τα «πρώτα στάδια της ζωής» του κτιστού περιβάλλοντος43. Η μορφή θεωρείται «καίριας σημασίας για την ταυτότητά» με την έννοια ότι, αυτά που παράγουμε πρέπει να αποτελούνται «από στοιχεία που σημαίνουν κάτι»44. Ταυτόχρονα, η τοποθέτηση τους πρέπει να οδηγεί σε ένα «νόημα αντιληπτό και κατανοητό από το κοινό που ανήκει στο


πολιτιστικό περιβάλλον» στο οποίο δημιουργήθηκαν45. Οι συγγραφείς θεωρούν πως τα παράγωγα του σχεδιασμού «πρέπει να φέρουν νοήματα προκειμένου να λειτουργήσουν» : τα σπίτια πρέπει να μοιάζουν με σπίτια, οι πόρτες με πόρτες»46. Η ίδια παραδοχή ισχύει και στον αστικό χώρο: κάθε στοιχείο, από το δρόμο μέχρι την πλατεία πρέπει να είναι λειτουργικό, να μοιάζει με αυτό που «είναι», δηλαδή να υπάρχει μια σημειολογία, και τελικά μια εν γένει προσδιορισμένη ταυτότητα. Ίσως αυτός είναι και ο μόνος τρόπος να «γεννηθεί» ένα μέρος, να επιβιώσει έως ότου καθιερωθεί στη συνείδηση του κοινού. Ωστόσο, η σχέση αυτή αναφέρεται στα «πρώτα στάδια της ζωής» των κτισμάτων, που σύμφωνα με τους συγγραφείς, «σύντομα παρέρχονται»47.Τότε ξεκινά ένας νέος κύκλος διεργασιών. Αυτό που επιβεβαιώνει, διαιωνίζει ή αντίθετα καταρρίπτει (ή εμπλουτίζει) την ταυτότητα, φαίνεται πως σχετίζεται με τη χρήση. Σίγουρα η συντριπτική πλειοψηφία του κτισμένου περιβάλλοντος κατασκευάστηκε ώστε οι χρήστες του να είναι «παθητικοί»48 και η σημασία του οικουμενική και απαράλαχτη. Ωστόσο, αυτή μονοσήμαντη φύση είναι μάλλον αφηρημένη παραδοχή, παρά ρεαλιστική προσδοκία. Για τον Hall, η ταυτότητα δεν μπορεί να μπει σε απόλυτα στεγανά, που την διαχωρίζουν από τη χρήση: «Τα “αντικείμενα καθ’ αυτά” σπάνια έχουν, αν έχουν καν, ένα μοναδικό, σταθερό και απαράλλαχτο νόημα. Ακόμη και κάτι τόσο προφανές όσο μια πέτρα, μπορεί να είναι μια πέτρα, ένα σημάδι που ορίζει μια περιοχή ή ένα γλυπτό…. Το στρογγυλό δερμάτινο πράγμα που κλωτσάμε είναι ένα υλικό αντικείμενο σε σχήμα σφαίρας. Γίνεται όμως “μπάλα ποδοσφαίρου” στο πλαίσιο των κανόνων του παιχνιδιού αυτού.... Είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε το νόημα ενός αντικειμένου έξω από το πλαίσιο της χρήσης του»49. Με ανάλογο τρόπο, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι «η ταυτότητα των κτισμάτων είναι κατά ένα μεγάλο μέρος της αυτή την οποία τους δίνουν, χρησιμοποιώντας τα, οι άνθρωποι»50. Αυτό, όπως αναφέρεται και στο Buildings Used, σημαίνει πως η ανάπτυξη της ταυτότητας συμβαίνει «συχνά και κυρίως» αφού αυτά έχουν συλληφθεί, σχεδιαστεί, και κατασκευαστεί51. Η ταυτότητα του δημόσιου, κτιστού περιβάλλοντος,

67



τότε, είναι ουσιαστικά υπό διαμόρφωση: νέες μορφές της προσπαθούν να προσκολληθούν σε μέρη, κάποιες φορές με επιτυχία, ενώ άλλες δίχως. Η ανάπτυξη νέας ταυτότητας υπερβαίνει την αρχική ταυτότητα με τη λογική οτι «αν αυτή είναι αρκετά δυνατή ώστε να παραμείνει, τότε θα υπερτερήσει των (επίδοξων) άλλων». Αν δεν πείθει ως η καλύτερη, η πλέον αναγκαία ή η μόνη δυνατή, το ζήτημα της ταυτότητας είναι ανοικτό σε νέες προκλήσεις και άρα σε νέα διεκδίκηση - πρακτική η σημειολογική. Αυτό σημαίνει ότι, αργά η γρήγορα, η επιβεβαίωση ή μη από τους χρήστες θα οδηγήσει στην παγίωση ενός «μέρους» ή στην απαλλοτρίωση του από μια νέα ταυτότητα, χρήση, ομάδα χρηστών… Τέτοιες πρακτικές και σκέψεις μπορούν να μεταμορφώσουν ουσιαστικά την πόλη, αρχικά απορρίπτοντας σχεδιαστικά «λάθη» και ύστερα αξιοποιώντας διαφορετικά «αδύναμους» χώρους. Η επιβεβαίωση μέσω της χρήσης αποτελεί εργαλείο που μπορεί να αλλάξει την πόλη ξεκαθαρίζοντας τις ουσιαστικές της ανάγκες από τις επιβεβλημένες / προβλεπόμενες, σε μια πρακτική από και για τον χρήστη. Με αυτή την έννοια, η πόλη, ένα εν γένει κοινωνικό προϊόν, μπορεί να διορθωθεί μορφολογικά και προγραμματικά. Μέσω της χρήσης, οι κάτοικοι συνθέτουν μια πόλη και καθημερινότητα «αναλογική», ουμανιστική, κρατώντας τις θετικές ποιότητες της προ-βιομηχανικής, μη-τυποποιημένης καθημερινότητας. Είναι βέβαιο ότι, παρά την αναγκαιότητα της οργάνωσης της αστικής πραγματικότητας, όλες οι προσπάθειες σχεδιασμού ενέχουν πάντα τον κίνδυνο να είναι τυφλές απέναντι στη χρήση, και εν τέλει στην πραγματικότητα. Ο σχεδιασμός και η ζωή πάντοτε θα βρίσκονται σε μια ανεκπλήρωτη σχέση: είτε τα όρια του σχεδιασμού θα πνίγουν τον αυθορμητισμό της ζωής, είτε η ζωή θα υπερχειλίζει έξω από αυτά, προδίδοντας τις προθέσεις του. Η ζωή είναι μια πραγματικότητα αναλογική, παρά τις προσπάθειες του σχεδιασμού να την μετατρέψει σε «ψηφιακή». Το χάσμα μεταξύ τους αποκαλύπτει τα περιθώρια λάθους του σχεδιασμού. Ταυτόχρονα, φανερώνει δυνατότητες δημιουργικότητας: το κενό μεταξύ τους είναι ο χώρος του πιθανού.

69



Διεκδίκηση Από την αντίληψη στη διαθεσιμότητα Είναι δόκιμο, μετά από την αναφορά στην ταυτότητα και το πρόγραμμα, να υποθέσουμε πως η δημιουργικότητα του χρήστη του (δημοσίου) χώρου κινείται γύρω από συγκεκριμένες συνήθειες. Τέτοιες παρεμβάσεις και μετασχηματισμοί μπορούν να συμβούν σε κάθε περιβάλλον, αλλά οι πιθανότητές εμφάνισης τους είναι σημαντικά αυξημένες υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Αρχικά, η εμφάνιση τους σχετίζεται με το πρόγραμμα και την συνακόλουθη δομή του χώρου. Χώροι που το πρόγραμμα είναι αυστηρό και επιβάλλεται, αρχικά ως σύνολο κανόνων είναι δυσκολότερο να προσελκύσουν τον δημιουργικό χρήστη, αλλά πιθανό να προσελκύσουν τον αντιρρησία, και μαζί την παραβατικότητα με σκοπό «εξέγερσης». Ωστόσο, τέτοιου είδους παραβατικότητα δεν έχει πάρα μόνο βραχύβια δράση, ως μια εκρηκτική αντίδραση - δεν συνιστά αφορμή ή παρέμβαση με σκοπό την καθιέρωση μιας νέας χρήσης. Αντιδραστικές κινήσεις καταστροφής μπορεί να ενέχουν σκοπό και να φέρουν μηνύματα, σίγουρα όμως δεν αποτελούν προσπάθειες δημιουργίας νέας ταυτότητας, ή οικειοποίησης με σκοπό την εξάσκηση του δικαιώματος στην πόλη. Μια «δομική» δημιουργικότητα, μάλλον προτιμά «άδοξα» περιβάλλοντα, όπου το πρόγραμμα είναι χαλαρό, ενδεικτικό, ή δεν επιβάλλεται επαρκώς. Η ισχυρή επιβολή, σε βάθος χρόνου, είναι περισσότερο αποτρεπτική για μόνιμες επεμβάσεις και ταυτότητες που επιθυμούμε να καθιερώσουμε. Από τη μεριά της υλικότητας, ισχύουν ανάλογες σκέψεις. Ωστόσο, ενώ μια υλικότητα απαγορεύει μια χρήση (όπως τα παγκάκια «ενάντια» στους άστεγους), με αρκετή φαντασία, το μειονέκτημα αυτό μπορεί να γίνει εκμεταλλεύσιμο από μια άλλη χρήση. Τα οδοφράγματα μπορούν να γίνουν εμπόδιο- αξεσουάρ αυτοσχέδιας «πίστας skate», ή ένα περιφραγμένο σημείο να επωφεληθεί από την έλλειψη προσβασιμότητας ως απόμερο «στέκι». Σίγουρα, η πρόσβαση από όλους είναι θεμιτή αλλά όχι απαραίτητη- καμιά φορά μάλλον δρα θετικά (για μικρότερο πλήθος χρηστών). Ακόμα και στην περίπτωση που το υλικό είναι ενάντια στις περισσότερες χρήσεις, η μη υποστήριξη του

71


από αστυνόμευση, πρόγραμμα ή κυρώσεις ουσιαστικά το εγκαταλείπει στην αφομοιωτική φύση της φαντασίας μας (και της συνήθειας). Το θέμα που αφορά το υλικό δεν είναι το αν θα επιτρέψει κάποια δραστηριότητα, αλλά ποιά θα είναι αυτή. Τέλος, μιλώντας για την ταυτότητα, φαίνεται πως οι ανοικτές ταυτότητες είναι πιο ευνοϊκές, σε βάθος χρόνου. Συχνά η «ανοικτή» φύση τους δεν εξαρτάται από το πρόγραμμα ή το υλικό, αλλά από την επιβεβαίωση τους από το σύνολο. Χώροι με ισχυρή επιβεβαίωση μιας συγκεκριμένης χρήσης είναι «δύσκολο» περιβάλλον για μια δημιουργικότητα με διάρκεια, παρά την πιθανότητα παρατήρησης μεμονωμένων περιστατικών. Για παράδειγμα, το να αντιμετωπίσει κάποιος μια λεωφόρο ως κομμάτι του τοπίου προς ξεκούραση σίγουρα εκπλήσσει ως μεμονωμένο γεγονός, αλλά η ήδη καθιερωμένη ταυτότητα δεν πρόκειται σε βάθος χρόνου να προκαλέσει καθιέρωση αντίστοιχων «παράλογων» περιστατικών.

72

Η «εύκολη» καθιέρωση συμπεριφορών φαίνεται πως είναι συμβάινει σε περιβάλλοντα τα οποία ο γενικός πληθυσμός δεν έχει συνδυάσει έντονα με μια συγκεκριμένη χρήση, ή για τα οποία δεν δείχνει εξ ολοκλήρου έντονο ενδιαφέρον. Ένα αυτοσχέδιο γήπεδο ποδοσφαίρου έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να γεννηθεί και να καθιερωθεί σε ένα παράδρομο με ελάχιστη κίνηση, παρά στο μέσω της Ερμού. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο για λόγους πρακτικούς, αλλά γιατί ο «παραλογισμός» της νέας χρήσης είναι έντονος, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου η ταυτότητα είναι απόλυτη και καθιερώνεται κάθε λεπτό που περνάει από το σύνολο των παρευρισκομένων. Η αίσθηση αυτή μπορεί να αποθαρρύνει χρήστες, που βλέπουν το φαινόμενο σαν αντίδραση, θέαμα ή έκκληση για προσοχή, παρά ως προσπάθεια οικειοποίησης. Αυτή η αναζήτηση μπορεί να γίνει ευκολότερα σε σημεία με μικρότερη διεκδίκηση της ταυτότητας. Σε κάθε περίπτωση, η ανάμειξη του συνόλου είναι αποτρεπτική, και οι ανοικτές ταυτότητες είναι προτιμότερες. Σε αυτό το σημείο, γίνεται προφανές ότι τόσο το πρόγραμμα όσο και η ίδια η ταυτότητα υφίσταται ανταγωνισμό αλλά και μεταβολές. Μέσα τους υπάρχουν «κενά», νοηματικά ή πρακτικά, αλλά και χρονικά. Επομένως, η εμφάνιση της δημιουργικότητας και η σύνθεση του (νέου) μέ-


ρους εξαρτώνται από το χρόνο και τις μεταβολές που μπορεί να επιφέρει.

Ο χρόνος ως ευκαιρία Στο προηγούμενο κεφάλαιο, έγινε αναφορά στην πόλη ως ένα σύστημα βασισμένο στην οικονομία, την τήρηση του προγράμματος και την ακρίβεια, ποσοτικά και χρονικά. Αυτό το χαρακτηριστικό, προγραμματίζει τη ζωή και δίνει τον λιγότερο δυνατό χώρο και χρόνο για αυθορμητισμό στην καθημερινότητα, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού. Ωστόσο, οι υπολογισμένες δράσεις σε αυτό το πλαίσιο, η ρουτίνα, το ωράριο εργασίας και λειτουργίας και η εργατική εβδομάδα, μπορεί να έχουν και θετικά απότοκα για δημιουργικές συμπεριφορές στο δημόσιο χώρο. Η καθημερινή ζωή και οι χώροι της προγραμματίζονται ώστε να λειτουργούν με μέγιστη αποδοτικότητα, πράγμα που σημαίνει πως υπάρχουν συγκεκριμένες στιγμές όπου το κάθε κομμάτι της πόλης είναι κατάμεστο- εν ενεργεία. Υπάρχει το ωράριο των καταστημάτων, το ωράριο της εργασίας, το σαββατοκύριακο, η αργία, και άρα υπάρχει και η αντίστοιχη δομή που ενεργοποιείται με αυτά. Όταν η κάθε περίοδος παρέλθει, ο αντίστοιχος χώρος βρίσκεται σε μια «αναμονή». Το γραφείο είναι κατάμεστο τις καθημερινές και άδειο τις αργίες, με τον ίδιο τρόπο που τα μπαρ βρίθουν το σαββατοκύριακο και υπολειτουργούν τις καθημερινές. Η αγορά είναι ασφυκτικά πλήρης μέχρι το κλείσιμο, και ύστερα έρημη, σαν το ενδιαφέρον να μην υπήρξε ποτέ. Η μια χώρο-χρονική αλληλουχία διαδέχεται την άλλη, σε μια σχέση που φαίνεται αλληλεξαρτώμενη: τα μέρη της εργασίας, ή της «καθημερινότητας», αδειάζουν για να πληρώσουν τους χώρους αναψυχής και ξεκούρασης, σαν μια περιοδική ανταλλαγή ανθρώπινου δυναμικού. Η δόμηση της ζωής γύρω από (παραγωγικούς) κύκλους εξασφαλίζει την ύπαρξη του «κατάμεστου» όσο και αυτή του «άδειου». Βέβαια, οι κύκλοι αυτοί είναι αυθαίρετοι, βασιζόμενοι στην παραγωγή και την κατανάλωση, είναι μια κατασκευή «όχι φυσική αλλά κοινωνική», κάτι που έχει καθιερωθεί, παρά κάποια συμπαντική αλήθεια52. Φυσικά, υπάρχουν διαφορές από τη μια κοινωνία στην άλλη, ωστόσο ο χρόνος παραμένει προϊόν τεχνοκρατικό: γύρω από αυτόν δομείται η υπόλοιπη

73


καθημερινότητα53. Ο Urry θεωρεί πως η σχέση χρόνου και κοινωνίας σε καπιταλιστικά περιβάλλοντα είναι βασική, επηρεάζοντας το πώς λειτουργούν οι χώροι τους. «Ο χρόνος στις σύγχρονες κοινωνίες δεν είναι κατά κύριο λόγο δομημένος με βάση τις κοινωνικές δραστηριότητες. Ο χρόνος του ρολογιού είναι κεντρικός στην οργάνωση των σύγχρονων κοινωνιών και των αντίστοιχων κοινωνικών τους δραστηριοτήτων. Τέτοιες κοινωνίες βασίζονται στο άδειασμα του χρόνου ( και του χώρου) και την ανάπτυξη ενός αφηρημένου, διαιρέσιμου και οικουμενικά μετρήσιμου υπολογισμό του χρόνου»54.

74

Το δίπολο άδειασμα - πλήρωση που παρατηρείται δίνει διαφορετικές ποιότητες στο δημόσιο χώρο και, συνεπώς, χρονικές ευκαιρίες και χώρο ανάπτυξης της δημιουργικότητας. Αποτελούν «παράθυρα» του προγράμματος και της ταυτότητας, της κεντρικής οργάνωσης, της δημοφιλούς χρήσης. Ομάδες και άτομα που επιδιώκουν την αξιοποίηση και την οικειοποίηση του δημοσίου χώρου γνωρίζουν, εκμεταλλεύονται και επωφελούνται από αυτά, ως ευκαιρίες δράσης. Οι διαβαθμίσεις της διεκδίκησης χώρων από το ευρύ κοινό είναι άλλοτε αποτρεπτικές και άλλοτε ευνοϊκές, μιας και ο ανταγωνισμός είναι συνεχώς παρόν στο πυκνοκατοικημένο άστυ. Ουσιαστικά, η ύπαρξη των κύκλων αυτών εξασφαλίζει και την αποφυγή σύγκρουσης μεταξύ των ομάδων που διεκδικούν το χώρο, μεταξύ της «προμελετημένης» και της νέας χρήσης.

Η Μεσογειακή πόλη: χώρος και ρυθμός Στη μεσογειακή - επομένως και την ελληνική - πόλη, η «απόλυτη ελευθερία» προέρχεται από την «διαλεκτική» όλων των ρυθμών. 55 Η ελευθερία αυτή σύμφωνα με τον Lefebvre βασίζεται σε μια απεμπλοκή του πολίτη από το κράτος: δεν είναι «ελεύθερος πολίτης του κράτους», αλλά «ελεύθερος στην πόλη εκτός του κράτους»56.Η διαλεκτική μεταξύ κράτους και πολιτών είναι αυτή που καθιστά το δημόσιο χώρο μια απέραντη σκηνή επίδειξης και δράσης των διαφορετικών ρυθμών. «Η πολιτική δύναμη προσπαθεί να επιβληθεί στο χώρο», και έτσι δίνει βάρος στα «μνημεία και τις πλατείες»57. Ταυτόχρονα, οι πολίτες έχουν


αντίστροφα κίνητρα: «…αν τα παλάτια και οι εκκλησίες έχουν πολιτικό νόημα και σκοπό, οι κάτοικοι της πόλης τον εκτρέπουν, και οικειοποιούνται τον αυτό το χώρο με έναν μη-πολιτικό τρόπο. Ο πολίτης αντιστέκεται στο κράτος με μια συγκεκριμένη χρήση του χρόνου. Έτσι, ξεδιπλώνεται μια μάχη για οικειοποίηση , στην οποία οι ρυθμοί παίζουν μείζονα ρόλο»58. Έτσι, ο «κοινωνικός» χρόνος προσπαθεί να «προστατευτεί από τον κρατικό, γραμμικό, άρρυθμο» χρόνο και τρόπο μέτρησης του χρόνου, αυτόν δηλαδή που παρατηρούμε στις σύγχρονες κοινωνίες. Αυτή η αντιδραστικότητα της μεσογειακής πόλης καθιστά τον αστικό χώρο ένα «χώρο εκπροσώπησης», που οι αυθόρμητες συναλλαγές, ο διάλογος και οι διαπραγματεύσεις, του δίνουν μια «θεατρική» ποιότητα59. Ο Lefebvre θεωρεί πως η αντίσταση στη «ομοιογένεια και την ηγεμονία» που παρατηρείται στη Μεσόγειο, δεν είναι πάντα συνυφασμένη με την πολιτική, το κράτος, την κεντρική εξουσία. Η αντίσταση είναι καθολική: είναι μια αντίσταση στους «ρυθμούς του άλλου», του εξωτερικού παράγοντα - όποιος και αν είναι αυτός. «Η ιδέα της κεντρικότητας απορρίπτεται επειδή κάθε ομάδα, κάθε οντότητα, κάθε θρησκεία και κάθε κουλτούρα θεωρεί τον εαυτό της ως ένα κέντρο»60. Το κάθε κέντρο είναι ουσιαστικά ένας «παραγωγός των ρυθμών στον κοινωνικό χρόνο»61. Η πολυρυθμία αναδεικνύει μια «μάχη ανάμεσα σε δύο τάσεις»: «την τάση για ομοιογένεια» και «την τάση για διαφοροποίηση», με την δεύτερη να είναι «ιδιαίτερα ενεργή» στη Μεσόγειο62. Με άλλα λόγια, η «παγκοσμιοποίηση που εκπορεύεται από τα κέντρα (πρωτεύουσες, επικρατούσες χώρες και κουλτούρες)», επιτίθεται στην πολυδιάστατη φύση της περιφέρειας, δημιουργώντας ένα «κολλάζ διαφορετικών ρυθμών και κουλτούρας»63. Γι’ αυτό η Μεσόγειος αποτελεί το πιο ιδιάζον πεδίο αυτής της «ένωσης μέσω της διαφοροποίησης»64. Με τη «Ρυθμανάλυση», ο Lefebvre εντοπίζει αυτή τη μάχη μεταξύ «ενός μετρημένου, επιβεβλημένου και εξωτερικού χρόνου» και ενός «περισσότερο ενδογενούς χρόνου»65. Αυτές οι διαφορετικές συχνότητες και η συνακόλουθη διαφοροποίηση καθιστούν χώρες

75


όπως την Ελλάδα ένα εξαιρετικό περιβάλλον παρατήρησης ιδιαίτερων φαινομένων της αστικής ζωής. Η εν γένει τάση διαφοροποίησης και αντίστασης, οι διαφορετικοί ρυθμοί και οι κουλτούρες, εμφανίζουν αμέτρητες ομάδες που διεκδικούν, οικειοποιούνται, ανακατασκευάζουν το δημόσιο χώρο, με τις δικές τους συνθήκες και ιδιάζουσες πρακτικές. Τόσο ιδεολογικά και κοινωνικά (όσο και κλιματικά) είναι το πλέον εύφορο έδαφος ανάπτυξης της αυθόρμητης διεκδίκησης του δικαιώματος στον αστικό χώρο - και το πιο ενδιαφέρον για τον αστικό μελετητή.

Endnotes

76

1 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ101 2 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ 171 3 Ό.π. 4 Ό.π. 5 Ό.π. 6 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ 180 7 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ 156 8 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ 156 9 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ 180 10 Ό.π. 11 Ό.π. 12 Ό.π. 13 Ό.π. 14 Ό.π. 15 Ό.π. 16 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ 171 17 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ 168 18 Ό.π. 19 Ό.π.


20 Ό.π. 21 Lynch, Kevin, The Image of the City, The MIT Press, Cambridge, MA, 1960, σελ 131 22 Ό.π 23 Hall, Edward Twitchell, The Hidden Dimension, Peter Smith Pub, Gloucester, MA, 1992, σελ 2 24 Ό.π 25 Ό.π 26 Lefa, Nora και Lefas, Pavlos, Buildings Used: Human Interactions with Architecture, Routledge, 2019, σελ 110 27 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ 115 28 Jones, John Paul III, ‘Making Geography Objectively: Ocularity, Representation, and The Nature of Geography’, στο Natter, Wolfgang, Schatzki, Theodore και Jones, John Paul III, (eds), Objectivity and its Other, Guilford, New York, 1995,σελ 67-92 29 Tschumi, Bernard, “The pleasure of architecture” στο Architectural Design 47, no.3, 1977, σσ. 214-218, επαναδημοσιευμένο με τροποποιήσεις στο Bernard Tschumi, Architecture and Disjunction Cambridge Mass./ London MITPress, σσ.81-96 Μετάφραση: Γιάννης Αίσωπος 30 Lefa, Nora και Lefas, Pavlos, Buildings Used: Human Interactions with Architecture, Routledge, 2019, σελ 27 31 Ό.π. 32 Ό.π. 33 Tschumi, Bernard, Architecture and disjunction, MIT Press, Cambridge, MA, 1994, σελ 132 34 Tschumi, Bernard, Architecture and disjunction, MIT Press, Cambridge, MA, 1994, σελ 130 35 Ό.π. 36 Ό.π. 37 Ό.π. 38 Ό.π. 39 Tschumi, Bernard, Architecture and disjunction, MIT Press, Cambridge, MA, 1994, σσ 159-160 40 Ό.π. 41 Benko, Georges και Strohmayer, Ulf, Space and Social Theory: Interpreting Modernity and Postmodernity, Blackwell Publishers, 1997, σελ 152 42 Ό.π. 43 Lefa, Nora και Lefas, Pavlos, Buildings Used: Human Interactions with Architecture, Routledge, 2019, σελ 28 44 Ό.π. 45 Ό.π. 46 Ό.π. 47 Ό.π.

77


78

48 Lefa, Nora και Lefas, Pavlos, Buildings Used: Human Interactions with Architecture, Routledge, 2019, 24 49 Hall, Stuart, Representation: Cultural Representations and SignifyingPractices, Sage Publications, London, 1997, σελ 213 50 Lefa, Nora και Lefas, Pavlos, Buildings Used: Human Interactions with Architecture, Routledge, 2019, σελ 30 51 Ό.π. 52 Urry, John, Consuming places, Routledge, London, 2006, σελ 4 53 Ό.π. 54 Ό.π. 55 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ 237- 238 56 Ό.π. 57 Ό.π. 58 Ό.π. 59 Ό.π. 60 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ 239 61 Ό.π 62 Ό.π 63 Ό.π 64 Ό.π 65 Ό.π


CASE STUDIES - ΕΝΘΕΤΟ




Σκαλάκια Γεροκωστοπούλου, Πάτρα Οι σκάλες στο ανώτατο τμήμα της οδού Γεροκωστοπούλου είναι, με την πρώτη ματιά, μια πολύ αναμενόμενη- έως αδιάφορη χωρική συνθήκη. Η Πάτρα, όπως πολλές μεσογειακές πόλεις, χωρίζεται σε άνω και κάτω πόλη. Συνεπώς, υπάρχουν δεκάδες σκάλες άλλες κρυμμένες και άλλες μνημειακές, που πασχίζουν να ενώσουν τα δύο τμήματά της. Κάποιες από αυτές τις σκάλες είναι φωταγωγημένες και έχουν στάτους ορόσημου, ή προσφέρουν μοναδική θέα στον Πατραϊκό κόλπο και την πόλη. Άλλες, χρησιμοποιούνται ως αυτοσχέδια «σινεμά» αφού επωφελούνται από την «αμφιθεατρική» ποιότητα τους. Τα σκαλάκια στην Γεροκωστοπούλου όμως δεν ανήκουν σε καμία από αυτές τις κατηγορίες: δεν είναι ούτε τουριστικά, ούτε έχουν φυσιολατρικό ενδιαφέρον, μήτε φιλοξενούν οργανωμένες δράσεις. Περνώντας από εκεί κατά τη διάρκεια της μέρας, όλα μοιάζουν πεζά και αναμενόμενα: μια απλή σειρά από οριακά επαρκώς συντηρημένα πέτρινα σκαλιά. Γύρω τους, κλειστά νυχτερινά μαγαζιά, και ορισμένες καφετέριες. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα δε, η περιοχή μοιάζει μάλλον έρημη. Για κάποιους κατοίκους της πόλης, ειδικά για τους γηραιότερους, αυτή είναι η μοναδική αντίληψη που έχουν για το χώρο. Κάποια συνθήματα, χρωματισμένα μέρη της πέτρας και ίσως κάποια ίχνη βρωμιάς μαρτυρούν ότι κάποιος βρέθηκε εδώ, μα κατά τα άλλα τίποτε δεν παρεκκλίνει από το φυσιολογικό. Με το πέρας της μέρας, από τη στιγμή που ο ήλιος αρχίζει να πέφτει, η περιοχή μεταμορφώνεται: ορδές νέων συρρέουν στο σημείο. Αρχικά, ο κόσμος σε παρέες καταλαμβάνει το χώρο του στις άκρες της σκάλας, χαζεύοντας τους περαστικούς και τους υπόλοιπους θαμώνες. Αλκοόλ και τσιγάρα γεμίζουν την πέτρινη επιφάνεια αλλά και την ατμόσφαιρα. Κάποιες φορές ένα ηχείο ή μια κιθάρα αναμιγνύονται μαζί με το βουητό των συζητήσεων, των γέλιων, των θορύβων από τα διπλανά μαγαζιά. Κάθε παρέα φαίνεται πως αντιπροσωπεύει ένα «στυλ»: οπτικά, ενδυματολογικά, ιδεολογικά, ηλικιακά…. Όλα μοιάζουν σαν ένα μεγάλο πάρτι, σαν μια συγκέντρωση ή μια επίδειξη μόδας από τους περαστικούς. Ήχοι, χρώματα και αμφιέσεις, μυρωδιές του καπνού και ένα ατέρμονο βουητό γεμίζουν ακόμα περισσότερο το χώρο. Τα κενά μεταξύ των ομάδων γεμίζουν με νέα γκρουπ, και η άνοδος προς την κορυφή γίνεται αυξανόμενα δυσκολότερη. Κάποιες μέρες (τα σαββατοκύριακα ή τους καλοκαιρινούς μήνες), η συμπλήρωση αυτού του κενού είναι πλήρης – και μαζί της η συνακόλουθη ατμόσφαιρα. Σύντομα, ο θαμώνας χάνεται μέσα σε αυτή - μεταφορικά και κυριολεκτικά. Τόσο έντονο είναι το φαινόμενο, σε συνδυασμό με την συνυφασμένη κατανάλωση, ώστε η δραστηριότητα καταφέρνει να ξεπεράσει το χώρο που την φιλοξενεί και να συνθέσει πλέον μια δική της «ετεροτοπία», κατά κάποιον τρόπο.


Με την υπέρβαση αυτή, ο χώρος αναπτύσσει μια νέα, χρονικά περιορισμένη βέβαια, ταυτότητα. Το φαινόμενο συνιστά μια απλή επικόλληση νέας χροιάς ή μια απόδραση από την ενδεδειγμένη χρήση. Κατά τη διάρκεια της πλήρωσης των κενών, η σκάλα γίνεται ουσιαστικά απροσπέλαστη, χάνοντας εξολοκλήρου - έστω για λίγες μόνο στιγμές- τον λειτουργικό της σκοπό. Ο λόγος για τον οποίο σχεδιάστηκε, οι προθέσεις του σχεδιασμού της βρίσκονται προδομένες: η τωρινή χρήση της βρίσκεται σε πλήρη απόκλιση από αυτές. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως ο σχεδιασμός απέτυχε. Σημαίνει απλώς ότι η δημιουργικότητα, οι συνήθειες των θαμώνων ή απλά η τυχαιότητα της ζωής, ανέδειξε μια νέα ταυτότητα σε αυτή, επεκτείνοντας την αρχική της. Τα σκαλάκια πλέον έχουν κοινωνική διάσταση καθώς αποτελούν «τόπο κοινωνικοποίησης». Έχουν κοινωνική διάσταση, γιατί είναι ένας χώρος στον οποίο όλοι έχουν πρόσβαση. Επειδή οι ομάδες που δραστηριοποιούνται εκεί είναι περισσότερο «ανοιχτόμυαλες». Επειδή δεν υπάρχει χρηματικό αντίτιμο εισόδου. Επειδή τα συνθήματα και οι αναπαραστάσεις που βρίσκονται εγγεγραμμένα εκεί δίνουν μηνύματα ενάντια στο ρατσισμό, τη βία, την ομοφοβία, τον φασισμό, την αστυνομική βία. Υπάρχει μια αίσθηση της κοινότητας ή μάλλον μια αίσθηση της ασφάλειας, ένας θύλακας του οικείου, ένα γνωστό και γνώριμο δημογραφικό που εντοπίζεται χωρικά. Τέλος, υπάρχουν οι συνήθειες και οι αναμνήσεις. Η συνήθειες που, χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευση τους, κατάφεραν να καθιερώσουν αυτό το μέρος στη συνείδηση ντόπιων και νεοσύλλεκτων. Να συνθέσουν μια ατμόσφαιρα, ένα φόντο για τις αναμνήσεις όσων έχουν βρεθεί εκεί, και τελικά ένα μύθο, μια ιστορία γι’ αυτό το μέρος - μια ιστορία που είναι συνυφασμένη με αυτή την «ανοιχτότητα», τη νιότη, τον αυθορμητισμό.




Πλατεία Ι. Ναού Παντανάσσης, Πάτρα Στο οικοδομικό τετράγωνο ακριβώς μπροστά από τον Ιερό Ναό Παντανάσσης βρίσκεται μια μαρμάρινη υπερυψωμένη πλατεία. Φαίνεται, με την πρώτη ματιά πως ο λόγος κατασκευής της ήταν ώστε να δημιουργηθεί ένα απλό και οπτικά εύπεπτο βάθρο για τον μεγαλειώδη ναό. Σε περίπτωση που το οικόπεδο αυτό ήταν δομημένο, η πρόσοψη του ναού πίσω του θα βρισκόταν μάλλον παραγκωνισμένη, κρυμμένη πίσω από κάποια μπετονένια πολυκατοικία. Είναι απολύτως λογικό λοιπόν, το ότι η εκκλησία μερίμνησε ώστε ο αρχιτεκτονικός πλούτος του ναού να αναδειχθεί αλλά και να αποκτήσει ένα δραματικό, μνημειακό προθάλαμο. Η επένδυσή της πλατείας με αντίστοιχα (μνημειακά) υλικά, η ευθυγράμμιση της με της είσοδο του ναού επίσης προδίδουν αυτή την πρόθεση. Παράλληλα, η μεγάλη σκάλα που ξεκινά 2 τετράγωνα κάτω από τον ναό, στη μέση της πλατείας, δραματοποιεί την συρροή των πιστών. Πολλές ώρες τις μέρας, η πλατεία παραμένει άδεια: δεν αποτελεί όαση πρασίνου, κομβικό σημείο, ούτε και ιδιαίτερα ενδιαφέρον περιβάλλον. Η έλλειψη εξοπλισμού, οι απότομες σκάλες και ο εγκιβωτισμός της από τις γύρω πολυκατοικίες επίσης δεν βοηθούν την ανάπτυξη κάποιου ενδιαφέροντος. Η μοναδική χρήση της φαίνεται να συμπυκνώνεται στο ότι αποτελεί πέρασμα, από και προς την εκκλησία, για τους πιστούς που δυσκολεύονται λόγω της ανηφορικής κλίσης του δρόμου. Με το πέρας της λειτουργίας, ο χώρος βρίσκεται σε αχρησία, τουλάχιστον από το «ευρύ» κοινό. Αν κάποιος βρεθεί εκεί ένα πρωινό καθημερινής θα το διαπιστώσει και μόνος του. Αυτή την αχρησία λοιπόν, εκμεταλλεύτηκε μια ομάδα αρκετά μακριά από το ενδεδειγμένο target group για το οποίο κατασκευάστηκε. Αυτή ομάδα είναι οι skaters. Η Πάτρα είναι μια από τι τελευταίες πόλεις στην Ελλάδα που δεν διαθέτουν αντίστοιχες υποδομές / πίστες για skate, BMX και τα συναφή σπορ. Ταυτόχρονα, όμως, είναι μια πόλη με πολύ σημαντικό νεανικό και φοιτητικό πληθυσμό, και άρα, υποψήφιους για τα εν λόγω σπορ. Έτσι, η ανάγκη για ένα χώρο εξάσκησης βρήκε τον καταλληλότερο «αυτοσχέδιο χώρο» στην πλατεία της Παντάνασσας. Αρχικά, αυτό συνέβη για λόγους εδαφικούς: η πλατεία βρίσκεται στο κέντρο της Πάτρας, και έτσι δίπλα στα άλλα σημεία ενδιαφέροντος των (νέων) χρηστών της. Η πρόσβαση σε αυτή ήταν εύκολη και μπορούσε να συνδυαστεί με άλλες δραστηριότητες. Έπειτα, ο λόγος ήταν καθαρά μορφολογικός. Η απότομες σκάλες που έκαναν δυσχερή της πρόσβαση στο ευρύ κοινό, ήταν κατάλληλες για άλματα και κόλπα που περιλαμβάνουν αυτά τα σπορ, συνθέτοντας ένα είδος «μη ηθελημένης» πίστας. Τα λοιπά πεζούλια του μνημειακού χώρου είχαν, επίσης, αντίστοιχη χρήση. Τέλος, το αμόλυντο μάρμαρο που την επενδύει αποτέλεσε την πιο ομαλή, την καταλληλότερη επιφάνεια για τις ρόδες τους. Με αυτά τα στοιχεία η πλατεία έγινε «καταλάθος» η καλύτερη πίστα.


Πέρα από πρακτικούς λόγους ωστόσο, η πλατεία προσέφερε τις καλύτερες χρονικές συνθήκες. Ήταν μια πλατεία χωρίς κίνηση, όπου η εξάσκηση δεν χρειάζεται να διακοπεί λόγω των περαστικών. Επίσης, ήταν ένας χώρος ελεύθερος από οποιαδήποτε οικονομική εκμετάλλευση από καταστήματα και, ταυτόχρονα, με μηδενική αστυνόμευση. Το πιο σημαντικό ωστόσο, είναι η χρονική συνθήκη σε σχέση με τον ιδιοκτήτη (την εκκλησία) και τους αρχικά προοριζόμενους χρήστες ( τους πιστούς). Οι δύο πλευρές δεν συναντώνται σχεδόν ποτέ, το οποίο είναι, και για τους δύο, ευτύχημα. Οι πιστοί χρησιμοποιούν το χώρο για λίγα μόλις λεπτά, μόνο νωρίς το πρωί, ώρες τις οποίες οι χρήστες – στη συντριπτική τους πλειοψηφία φοιτητές ή μαθητές - βρίσκονται σε κάποιο μάθημα ή ώρες μακριά από το αναμενόμενο εγερτήριό τους. Ουσιαστικά, δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερος συγχρονισμός αυτής της αποφυγής. Όλα τα παραπάνω έθεσαν λοιπόν τις ευνοικότερες συνθήκες για την ανάπτυξη της νέας ταυτότητας. Ωστόσο, σίγουρα έχουν υπάρξει σημεία τριβής σε σχέση με το θόρυβο της δραστηριότητας, τη συνάθροιση, τα κατάλοιπά της, τις ζημιές αλλά και τις εικαστικές παρεμβάσεις. Οι νέοι χρήστες της πλατείας προκάλεσαν πολλές αλλαγές, ορισμένες πιο αισθητές από άλλες. Έφεραν μαζί τους υλικά, που ενίσχυσαν την χρηστικότητα της πλατείας ως πίστα. Τα περισσότερα από αυτά προήλθαν από την ίδια την πόλη, αντικείμενα που προορίζονταν για οριοθέτηση, διαχωρισμό, κατάλοιπα περίφραξης και σήμανσης. Ένα διαχωριστικό κάγκελο πήρε εδώ μια νέα ταυτότητα: εμπόδιο για εξάσκηση. ενώ πλαστικές σημάνσεις της τροχαίας είχαν ανάλογη χρήση. Ξύλινα διαχωριστικά μπήκαν πάνω στα σκαλιά, σχηματίζοντας μικρές ράμπες. Παράλληλα, έφεραν τα αχρείαστα κατάλοιπα από τα γειτονικά μαγαζιά, παλιά υλικά που σάπιζαν στη γύρω περιοχή και ευρήματα από τα σκουπίδια. Οτιδήποτε μπορούμε να φανταστούμε: σανίδες, ξύλινα κιβώτια, ακόμα και ένας πλήρως λειτουργικός καναπές βρήκαν εδώ ένα νέο σπίτι και μια νέα χρήση. Ξεδίπλωσαν ακόμη περισσότερο την υλική πλευρά της οικειοποίησης του γύρου, πρακτικά «διακοσμώντας» τον με χρηστικά και διακοσμητικά στοιχεία. Ταυτόχρονα, η οικειοποίηση προχώρησε και σε οπτικό επίπεδο: γκράφιτι, συνθήματα και χρώματα γέμισαν τα άλλοτε γυμνά μάρμαρα της πλατείας. Κάθε απόγευμα, η οικειοποίηση έφτανε στο απόγειο, καθώς σιγά σιγά η πλατεία γέμιζε με κόσμο. Μαζί του, ερχόταν και ο θόρυβος από τα πατίνια που χτυπούσαν στο έδαφος, οι κραυγές των θεατών, οι συζητήσεις, οι παρέες που συμμετείχαν στο θέαμα, έκτοτε και κάποιο ηχείο με μουσική. Όλα αυτά συνέθεταν μια εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα στο χώρο, που έβρισκε μια νέα χρήση στο πρόσωπο όλων αυτών των ομάδων.


Φυσικά, τα κατάλοιπα αυτής της ατμόσφαιρας ήταν ορατά και μετά τη χρήση, γεγονός που έκανε ντόπιους να παραπονιούνται για το θόρυβο και την «μόλυνση» της οπτικής καθαρότητας του χώρου. Τα παράπονα έφτασαν στα τοπικά μέσα, στο διαδίκτυο, ακόμα και στο γραφείο του Δημάρχου. Ωστόσο, η εκκλησία και οι χρήστες κατάφεραν, με κάποιο ανεξήγητο τρόπο, να πετύχουν μια ευχάριστη συνύπαρξη. Οι χρήστες φαίνεται πως είναι προσεκτικοί σε περίπτωση που παρατηρηθεί κίνηση πιστών διαμέσου της πλατείας. Παράλληλα, πολλές από τις υλικές προσθήκες οδηγούνται στην άκρη της πλατείας, ανοίγοντας δίοδο για τους περαστικούς. Δεν είναι αποδεδειγμένο αν αυτή η κίνηση αφορά μέριμνα των ίδιων των χρηστών ή των υπευθύνων του ναού, όμως κάθε απόγευμα, τα νέα αξεσουάρ βρίσκονται ακόμα στην πλατεία, και κάθε πρωί, οι πιστοί ανεβαίνουν ανεμπόδιστοι τη μεγάλη σκάλα. Κι αυτό είναι ευτύχημα για όλους - αλλά και τον ίδιο το χώρο που χαίρει διπλής, τουλάχιστον, αξιοποίησης. Η παρατεταμένη χρήση και οι οπτική επιβεβαίωση της κατάφερε να καθιερώσει τη νέα ταυτότητα στη συνείδηση των κατοίκων, με αναφορές ακόμα και στον Τύπο. Οι νέοι θαμώνες, σίγουρα είχαν θετικές και αρνητικές επιδράσεις στο χώρο, αλλά τελικά κατάφεραν κάτι πολύ σημαντικό με την παρουσία τους. Συνέθεσαν μια εικόνα και ένα μύθο για αυτό το μέρος που, πριν από αυτούς, είχε πολύ αυστηρά περιορισμένο ρόλο. Κατάφεραν, έστω και άθελά τους, να δώσουν νέα πνοή και σημασία σε ένα χώρο που «χάθηκε» λόγω του μνημειακού σχεδιασμού του, φέρνοντάς το πίσω στην καθημερινή, ανθρώπινη κλίμακα.






ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 : ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ – Η αρχιτεκτονική του μέρους Το κεφάλαιο αυτό αφορά τις πρακτικές που ακολουθούν χρήστες του δημοσίου χώρου, ώστε να μεταλλάξουν την ταυτότητα του, να δημιουργήσουν ένα νέο μέρος, επαναδιατυπώνοντας νοητικά, υλικά και προγραμματικά χαρακτηριστικά του. Είναι σημαντικό να τονιστεί πως η εν λόγω διαδικασία αφορά ένα μικρό ποσοστό των χρηστών του χώρου της πόλης – όχι την συντριπτική πλειοψηφία τους – καθιστώντας τη διαδικασία ένα ιδιάζον φαινόμενο, παρά μια «φυσιολογική» ή ευρέως διαδεδομένη πρακτική.

94

Οι χρήστες, σύμφωνα με τον Hill, χωρίζονται σε τρείς κατηγορίες: «παθητικοί», «αντιδρώντες» και «δημιουργικοί». Ο παθητικός χρήστης αφορά τη συντριπτική μερίδα του πληθυσμού: είναι «συνεπής», «προβλέψιμος», και δρα «σύμφωνα με τις αρχές του φονξιοναλισμού»1. Ακολουθεί «μια σειρά χώρων σκηνοθετημένων από τον αρχιτέκτονα», χωρίς να τις αμφισβητεί, ή, ακόμα, θεωρεί τον αρχιτέκτονα ως ποιητή του χώρου – που γνωρίζει τι είναι καλύτερο - και θαυμάζει το κτήριο ως «έργο τέχνης»2. Φυσικά, αυτό ενέχει διάφορες «παγίδες» τόσο για τον χρήστη όσο και για τον αρχιτέκτονα, ο οποίος λαμβάνει το στάτους του αλάνθαστου επιστήμονα, του πληρεξούσιου διαχειριστή της ύλης, και μια «θεϊκή» υπόσταση. Με λίγα λόγια, υπερβολική δύναμη και επιρροή, που είναι μάλλον αδύνατο να χρησιμοποιηθεί με αμερόληπτο, ανιδιοτελή και ταυτόχρονα ορθολογικό τρόπο. Ο αντιδρών χρήστης, έχει μια μεγαλύτερη ανάμειξη στην χρήση του περιβάλλοντος του. «Μεταβάλλει τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου, καθώς οι ανάγκες αλλάζουν, αλλά πρέπει να διαλέξει από ένα στενό και προβλέψιμο φάσμα διαμορφώσεων, ορισμένων, σε μεγάλο βαθμό, από τον αρχιτέκτονα», αναφέρει ο Hill 3. Εδώ διαφαίνεται μια αναγνώριση της σημασίας της ικανοποίησης των αναγκών από τον υφιστάμενο σχεδιασμό, αλλά η ανάθεση των επιλογών στον αρχιτέκτονα μας δείχνει μια αποποίηση ευθυνών από το χρήστη. Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο αντιδρών όσο και ο παθητικός χρήστης, δεν «λερώνουν τα χέρια τους», ώστε να διαμορφώσουν τις συνθήκες που επιθυμούν. «Εξαρτώνται από υφιστάμενες συνθήκες τις οποίες είναι ανίκανοι να μετασχηματίσουν», σύμφωνα με τον Hill4.


Η αρχιτεκτονική ωστόσο, οφείλει να είναι μια διαδικασία διαλεκτική, όπου η κριτική, η επιβεβαίωση του έργου, η επιτυχία (ή η αποτυχία) του είναι δομικά χαρακτηριστικά της. Η διαδικασία δε σταματά με την παραγωγή της υλικότητας – αυτή είναι μονάχα η αρχή. Ο Hill θεωρεί πως οι δημιουργικοί χρήστες, απαντώντας στην υπάρχουσα αρχιτεκτονική – και μετασχηματίζοντας την αναλόγως – έχουν πλέον ρόλο αρχιτέκτονα. Η αντιδραστικότητα τους δεν είναι τόσο μια προσπάθεια αποτίναξης του ελέγχου όσο μια κατασκευαστική, αρχιτεκτονική διαδικασία, όπου οι ίδιοι παράγουν νέους χώρους: “Με έναν ρόλο τόσο σημαντικό στη διατύπωση της αρχιτεκτονικής όσο και του αρχιτέκτονα, ο δημιουργικός χρήστης είτε δημιουργεί νέο χώρο είτε δίνει σε έναν υφιστάμενο σημασίες και χρήσεις αντίθετες στην καθιερωμένη συμπεριφορά»5. Για αυτό και η δημιουργικότητα εδώ δεν μπορεί να μειωθεί σε διαδικασία με λαογραφικό, κοινωνικό ή εικαστικό ενδιαφέρον – αλλά σε μια βασική μορφή αρχιτεκτονικής. Η έλλειψη οποιασδήποτε κεντρικής οργάνωσης, οικονομικής ή νομοθετικής βοήθειας, μεταφέρει αυτή τη διαδικασία σε έναν άλλο χρόνο, όπου οι χρήστες διαθέτουν ελάχιστα θεσμικά και υλικά εργαλεία. Σε έναν παρελθοντικό χρόνο με σύγχρονο context: μαρτυρούμε τη δράση του Homo faber ο οποίος πλέον επεξεργάζεται το ανθρωπογενές, όχι το φυσικό, περιβάλλον. Όπου αψηφά τον σύγχρονο deus faber: την «κεντρική» αρχιτεκτονική, τον φονξιοναλισμό, τις επιταγές της οικονομίας και της αστικής οργάνωσης.

Η δημιουργικότητα Εάν αποδεχθούμε τον «κλασικό ορισμό»6 της δημιουργικότητας «που θέτει ως κριτήρια την πρωτοτυπία και την αποτελεσματικότητα»7, καταλαβαίνουμε πως η εκδήλωση της παράγει προϊόντα πιο αποτελεσματικά, αποδοτικά, «έξυπνα» από το ήδη δοσμένα. Με αυτή την έννοια, μπορεί – δυνητικά – να δώσει καλύτερες λύσεις σε αστικά σχεδιαστικά προβλήματα. Καλύτερους δημόσιους χώρους, πιο φιλικά προς το χρήστη περιβάλλοντα, πιο ανθρώπινους οικείους ή πρακτικά χρήσιμους σχηματισμούς, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ του σχεδιαστή και της πραγματικής χρήσης και ανάγκης. Είναι, θα έλεγε κανείς, μια μορφή

95


feedback και αξιολόγησης της υπάρχουσας δομής, μια προσπάθεια ουσιαστικής βελτίωσης της εμπειρίας του χρήστη. Κάποιοι θεωρούν την δημιουργικότητα ως την «ικανότητα παραγωγής μη προφανών συσχετισμών που μπορούν να συνδέσουν μέχρι τότε ασύνδετες μεταξύ τους ιδέες»8. Αυτό σημαίνει ότι, οι δημιουργοί καταφέρνουν να ανασυνθέσουν ψήγματα σκέψης που ήδη βρίσκονται στη συνείδησή μας, με νέους τρόπους, συνήθως μακριά από την «μαζική» ή επιβεβλημένη ερμηνεία τους. Συνεπώς, η διαδικασία παράγει νέα σκέψη, νέες ιδέες και πρακτικές. Ταυτόχρονα, υπονοεί το ότι οι δημιουργεί έχουν εν μέρει κάμψει ( ή και απορρίψει) τις καθιερωμένες πρακτικές, εικόνες και τα κατασκευάσματα, είτε της αρχιτεκτονικής είτε της αγοράς, και μαζί τους τα σύμβολα που εκφράζουν τις πρακτικές της ζωής (Κεφάλαιο 1). Η διαδικασία έχει λοιπόν ένα έντονο στοιχείο «χειραφέτησης» και αποσύνδεσης του προσωπικού ρυθμού από τον κεντρικά εκπορευόμενο. Κατά κάποιον τρόπο, ένα φιλοσοφικό έργο, μια φιλοσοφική κριτική της σημειολογίας στην σύγχρονη πραγματικότητα. 96

Μια τρίτη άποψη, αναφέρει ότι η δημιουργικότητα «εκδηλώνεται με παρεκκλίνουσα από τα συνήθη σκέψη, και με την ικανότητα παραγωγής μιας μεγάλης ποικιλίας αποκρίσεων σε ένα δοσμένο σύνολο ερεθισμάτων»9. Αυτή η απόκλιση ενέχει την εκδήλωση νέων παραγώγων, που μπορεί ως τώρα να μην είχαν εμφανιστεί. Το ορισμένο περιβάλλον, βάζει την εφευρετικότητα στο προσκήνιο, αφού μόνο αυτή μπορεί να ελευθερώσει τα παράγωγα από τις προσδιορισμένες συνθήκες. Συνεπώς η δημιουργία, σε αυτό το πλαίσιο, μοιάζει να είναι η απόλυτη έκφραση της ιδιοφυΐας του ανθρώπου, η οποία σε κάθε στάδιο της ιστορίας κατάφερε να καταστήσει δυνατή την ύπαρξη της ζωής στο μέλλον. Η εφευρετικότητα μας έβγαλε από τις σπηλιές, μας έδωσε τα φάρμακα, την ιατρική, τις επιστήμες, την τέχνη, τον πολιτισμό. Η δημιουργικότητα λοιπόν εκφράζει την ευφυΐα αλλά και την παραγωγή του «νέου». Φυσικά, στη δική μας περίπτωση, στον αστικό χώρο η σημασία είναι εικαστική και λαογραφική, παρά ζωτική. Οι νέοι τρόποι δημιουργίας και οικειοποίησης αποδεικνύουν την εν γένει εφευρετικότητα του ανθρώπου, παράγοντας ταυτόχρονα εξαιρετικά ενδιαφέροντα εικαστικά και οπτικά αποτελέσματα. Μια αντίστοιχη απάρνηση και


εφευρετικότητα χαρακτήρισε και τη μοντέρνα τέχνη: σκέψη χωρίς όρια, δεδομένα μέσα, με περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις. Εξάλλου, η «παρεκκλίνουσα» σκέψη είναι αυτή που πυροδότησε κάθε νέο κίνημα στις τέχνες – τα πιο ενδιαφέροντα έργα ενέχουν μια ρήξη από αυτό που μέχρι τότε γνωρίζαμε. Έτσι και στον αστικό χώρο, το εικαστικό και conceptual αποτέλεσμα είναι γεμάτο εκπλήξεις και ετερογένεια, εικόνες, χρώματα και χώρους που δεν θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε - πραγματικά αξιοθαύμαστο. Κοινωνιολόγοι, ιστορικοί, φωτογράφοι και εικαστικοί ταυτόχρονα, μπορούν ύστερα να εκτιμήσουν αυτά τα προϊόντα, που μαρτυρούν τάσεις, κοινωνικά φαινόμενα αλλά και μια νέα «ωμή» πηγή εικόνων και τέχνης, απαλλαγμένη από δογματισμούς, ακαδημαϊκές ή χρηματικές επιδιώξεις.

Χρήστες και πρακτικές O Hill, στο Occupying Architecture, προσδιορίζει πέντε τύπους δημιουργικότητας του χρήστη, με βάση τις πρακτικές που αυτός ακολουθεί. Θεωρεί ότι οι πρακτικές αυτές μπορεί να είναι συνειδητές ή μη, «τυχαίες», αλλά και να «συμβούν μεμονωμένες ή σε συνδυασμό μεταξύ τους»10, σε μια κατάσταση επικάλυψης ή μάλλον αμοιβαίας επίρρωσης. Οι κατηγορίες είναι: «Νοητική, αλλαγή στην κατανόηση, όπως μετονομασία ενός χώρου ή σύνδεσή του με μια συγκεκριμένη μνήμη. Σωματική, μια κίνηση ή σειρά κινήσεων, ανεξάρτητες ή σε παράθεση με το χώρο, όπως πικ-νικ στο μπάνιο. Φυσική, αναδιαμόρφωση του χώρου ή των αντικειμένων σε αυτόν, όπως κλείδωμα μιας πόρτας. Κατασκευαστική, φτιάξιμο ενός νέου χώρου ή υλική τροποποίηση μιας υφιστάμενης μορφής, χώρου ή αντικειμένου, όπως αφαίρεση της κλειδαριάς από μια πόρτα. Αυτή που συνδέεται με νέες ιδέες (conceptual), μια χρήση, μορφή, χώρος ή αντικείμενο που προτίθεται να κατασκευαστεί, όπως μια πόρ-

97


τα»11. Στο παρόν κεφάλαιο, γίνεται μια προσπάθεια εκ νέου οργάνωσης αυτών των πρακτικών σε νέες κατηγορίες, με βάση το έργο των Urry, Lefebvre, Tschumi, αλλά και του Hill. Κρατώντας αυτό το θεωρητικό υπόβαθρο, η μέθοδος γίνεται περισσότερο βιωματική. Χαρακτηρίζεται από τη βασική πράξη που παρατηρείται, όπως αυτή εμφανίζεται στον ιστό της πόλης, ιδιαίτερα δε στα case - study της Πλατείας Παντανάσσης και στις σκάλες Γεροκωστοπούλου. Οι νέες κατηγορίες και οι αντιστοίχιση τους με αυτές του Hill είναι οι εξής: Κίνηση (Σωματική) Γεγονός (Σωματική / Φυσική / Νοητική) Κοινωνική Κατασκευή (Σωματική / Φυσική / Νοητική) 98

Τέχνη, Εικόνες, Μύθοι (Νοητική / Conceptual) Υλικές παρεμβάσεις (Φυσική / Κατασκευαστική / Conceptual)


Κίνηση (Σωματική) Όπως η αρχιτεκτονική ασκεί βία στα σώματα, έτσι και αυτά, σύμφωνα με τον Tschumi, εξασκούν τη δική τους ηγεμονία στο χώρο. Διαταράσσουν την «ελεγχόμενη τάξη της αρχιτεκτονικής» με «την ίδια τους την παρουσία»12. Απλές και «διακριτικές» πράξεις όπως το άνοιγμα μιας πόρτας ή η είσοδος σε ένα κτήριο είναι ουσιαστικά ενέργειες που «παραβιάζουν την ισορροπία μιας επακριβώς προκαθορισμένης γεωμετρίας»13. Η αρχιτεκτονική με και χωρίς τα σώματα είναι δυο διαφορετικές ιστορίες, όπως ο άδειος δρόμος δε συγκρίνεται με αυτόν πάνω στην ώρα αιχμής. Οι κινήσεις στο χώρο ή ακόμα και η απλή παρουσία των σωμάτων δημιουργούν νέους χώρους και αναδεικνύουν νέες πτυχές, ορίζουν νέα προγράμματα και διαφορετικές διαστάσεις. Ο Tschumi επιβεβαιώνει τη δύναμη των σωμάτων κάνοντας μια απλή ερώτηση: «περιλαμβάνουν ποτέ οι αρχιτεκτονικές φωτογραφίες δρομείς, μαχητές, εραστές;»14. Γι’ αυτόν η κίνηση αποτελεί σύγκρουση σώματος και χώρου, όπου το σώμα καταφέρνει να «σκαλίσει» το μερίδιο του χώρου που του αναλογεί. «Τα σώματα σκαλίζουν όλων των ειδών νέους και απρόσμενους χώρους, μέσω ρευστών ή ανεξέλεγκτων κινήσεων. Η αρχιτεκτονική, τότε, είναι μόνο ένας οργανισμός αφοσιωμένος στη συνεχή επαφή με χρήστες, των οποίων τα σώματα ορμούν ενάντια στους προσεκτικά θεμελιωμένους κανόνες της αρχιτεκτονικής σκέψης»15. Φυσικά, η αρχιτεκτονική πολλές φορές δεν είναι ενάντια σε αυτή την παραβίαση, αλλά την επιθυμεί, οι περισσότεροι χώροι είναι σχεδιασμένοι – προορίζονται - ώστε να την υποδέχονται. Ωστόσο, η δυναμική αυτή είναι, πολλές φορές, παράδοξη: «κάθε διάδρομος υπαινίσσεται την ακολουθία μια κίνησης που τον μπλοκάρει»16, αναφέρει ο Tschumi. Βέβαια, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η αρχιτεκτονική παράγει χώρους που επιθυμούν συγκεκριμένη βία, συγκεκριμένες κινήσεις, συγκεκριμένες ακολουθίες, όχι οποιεσδήποτε. Όσο ο διάδρομος απαιτεί την «παραβίαση», άλλο τόσο είναι ενάντια στην διημέρευση, τη στάση, ή την αποθήκευση, για παράδειγμα. Όσο οι αίθουσες του Λούβρου επιθυμούν τις ορδές των τουριστών, τόσο θα ήταν ενάντια στο να γίνουν πίστα για αγώνες καρτ. Οι αναλογίες δεν σταματούν

99



ποτέ, αλλά το σίγουρο είναι πως, σε κάθε περίπτωση, η κίνηση, ως διατάραξη της ισορροπίας είναι μια διαδικασία που «παράγει» χώρο. Μια άλλη κίνηση που παράγει χώρο είναι, σύμφωνα με τον De Certau, το περπάτημα. Το περπάτημα σύμφωνα με αυτόν «ορίζει ένα “τόπο άρθρωσης”», καθώς οι κοινωνικοί χώροι (όπου δραστηριοποιείται ο άνθρωπος) είναι «πιο ανοικτοί στην ανθρώπινη δημιουργικότητα και δράση»17. Το «σμήνος», η ασύλληπτη μάζα των βημάτων είναι μια αναρίθμητη συλλογή από μοναδικότητες», από ξεχωριστές μονάδες που καλύπτουν το έδαφος στης πόλης. «Τα διασταυρωμένα τους μονοπάτια δίνουν σχήμα στους χώρους» μέσα από τους οποίους διέρχονται18. Στο επίπεδο της πόλης, οι πατημασιές «υφαίνουν μέρη μεταξύ τους» και εν τέλει «δημιουργούν την πόλη μέσα από καθημερινές δραστηριότητες και κινήσεις». Με αυτή τη λογική, τα βήματα δεν είναι «εντοπισμένα» : δεν είναι κατάλοιπα σκορπισμένα στο χώρο αλλά ουσιαστική μια πράξη «χωροθέτησης» στη πόλη, μια δημιουργία που συντελείται τώρα αλλά και σε βάθος χρόνου.19 Ο De Certau ήταν μεγάλος υποστηρικτής αυτής της δύναμης της συνήθειας και των πρακτικών της καθημερινής ζωής. Το σύνολο των πράξεων στο πλαίσιο της έχει κοινωνικό, χωρικό, πολιτικό και εν τέλει πραγματικό, απτό αντίκτυπο: «Οι χώροι της πόλης δημιουργούνται από μυριάδες πράξεις, οι οποίες φέρουν τη σφραγίδα της ανθρώπινης πρόθεσης»20. Οι κινήσεις και οι συνήθειες που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής, μαζί και το περπάτημα, θεωρεί πως παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον στο πλαίσιο της αντίστασης σε κάποια επιβεβλημένη τάξη. Οι «εντοπισμένες κουλτούρες του δρόμου» εμφανίζουν τέτοιες κινήσεις, πρακτικές και μορφές, που αποκτούν ενδιαφέρον ως μια χωρική συνήθεια, ενάντια σε μια ιδεολογική ή κεντρικά εκπορευμένη. Η μελέτη, τελικά, αποκαλύπτει τις «μορφές» και τη «δημιουργικότητα ομάδων ή ατόμων που έχουν ήδη πιαστεί στα δίχτυα της ‘πειθαρχίας’», δηλαδή πως οι χωρικές συνήθειες αντιτίθενται στην καθιερωμένη τάξη21. Στο ανώτατο όριο τους, τόσο οι πρακτικές όσο και οι ίδιες οι κινήσεις, ξεφεύγουν από την τυχαία και «βασική» τους φύση. Με την θέσπιση επανάληψης και πολυπλοκότητας, μετατρέπονται σε οριακά γεγονότα.

101


Οι πρακτικές του δρόμου γίνονται κοινωνικές. Οι κινήσεις γίνονται ο «διάλογος μεταξύ του χώρου αισθήσεων και του χώρου της κοινωνίας»22. Η σχέση που ξεκίνησε στους «διαδρόμους, τις σκάλες, τις ράμπες» και «τα κατώφλια» ως απλή διατάραξη, στο ανώτατο της όριο γίνεται πλέον μια άλλη μορφή παραγωγής του χώρου: ένα γεγονός23. «Οι κινήσεις – χορού, αθλήματος, πολέμου – είναι η εισβολή των γεγονότων στους αρχιτεκτονικούς χώρους. Στο όριο τους, αυτά τα γεγονότα γίνονται σενάρια ή προγράμματα, κενά ηθικών ή λειτουργικών υπαινιγμών, ανεξάρτητα αλλά αδιαχώριστα από τους χώρους που τα εσωκλείουν»24.

Γεγονός (Σωματική/Φυσική/Νοητική)

102

Ο Tschumi, ανάγει το γεγονότος ως βασικό κομμάτι της αρχιτεκτονικής ακολουθίας. Ταυτόχρονα, έχει υποστηρίξει πως η φύση της αρχιτεκτονικής μπορεί να έχει προεκτάσεις ή ακόμα και να κατασκευάζεται μέσω γεγονότων: «… η φύση της αρχιτεκτονικής δεν βρίσκεται πάντα εντός του κτηρίου. Γεγονότα, ζωγραφιές, κείμενα, επεκτείνουν τα όρια των κοινωνικά δικαιολογημένων κατασκευών»25. Αυτή η παραδοχή συνεπώς αμφισβητεί το «τι θεωρούμε αρχιτεκτονική» , τί μπορεί να τη συνθέσει, τι μπορεί να «σταθεί» μόνο του και να αποτελέσει δείγμα της. Η θεωρία αυτή είναι ωστόσο αμφιλεγόμενη: οι αρχιτέκτονες δυσκολεύονται να την υιοθετήσουν, καθώς μια τέτοια παραδοχή θα σήμαινε πως «η τέχνη τους έχει αλλάξει δραστικά»26.Ο ίδιος αποδίδει τον γενικότερο παραγκωνισμό του γεγονότος στην άρνηση της εξέλιξης του επαγγέλματος αλλά και στον «σύγχρονο αρχιτεκτονικό ιστορικισμό»27. Σε κάθε περίπτωση, η «χωροθέτηση» (spatialization) που συνοδεύει το γεγονός είναι εξίσου σημαντική. Στο Buildings Used, οι συγγραφείς επίσης προσδίδουν μεγάλη αξία στο γεγονός. Το γεγονός δεν θεωρείται απαραίτητα «ελάχιστη κατασκευή»,


αλλά δύναμη που αλλάζει την αντίληψη μας για ένα χώρο, και συνεπώς την ταυτότητα του. Όπως ο χώρος «χρωματίζει» τις πράξεις σε αυτόν, «άλλο τόσο, αν όχι πολύ περισσότερο, οι πράξεις καθορίζουν τον χώρο στη συνείδηση και στο φαντασιακό των ανθρώπων28. Τι είναι η χωροθέτηση, αν όχι μια αλλαγή στην αντίληψη;Επίσης, τα γεγονότα είναι αυτά που τροφοδοτούν το ενδιαφέρον και το θαυμασμό της αρχιτεκτονικής, αυτά που θα «μείνουν» και θα δομήσουν την αφήγηση της ζωής- όχι το υλικό. «Τα γεγονότα που συνέβησαν σε ένα κτήριο, ή με αφορμή ένα κτήριο, δηλαδή εν τέλει η χρήση που του έγινε, είναι αυτό που έχει σημασία. Οι γάμοι και οι γεννήσεις και οι θάνατοι που συνέβησαν σε αυτό, και λιγότερο η κλίση της στέγης και το χρώμα των κεραμιδιών, ή οι έλικες των ιωνικών κιονοκράνων σε ένα δωρικό κτίσμα, είναι η πρώτη ύλη των αφηγημάτων που κάνουν πλούσια τη ζωή της κοινότητας. Εξ άλλου το αφήγημα είναι από τη φύση του πιο κοντά στην περιγραφή γεγονότων, παρά στην περιγραφή μορφών»29. «Η αρχιτεκτονική καθορίζεται τόσο από τις πράξεις των οποίων γίνεται μάρτυρας όσο και από τον ορισμό του χώρου από τους τοίχους της», κρίνει ο Tschumi, μιλώντας για τη σχέση υλικού και γεγονότος30.

Χρόνος Η αδιάρρηκτη σχέση χρόνου και χώρου, που μελέτησε και ο Lefebvre, υπέδειξε πως τα γεγονότα επιδέχονται περαιτέρω κοινωνιολογική και ψυχολογική ανάλυση.Ο Urry, με βάση το έργο του Heidegger, πιστεύει πως η επιρροή του χρόνου σχετίζεται άμεσα με την ανθρώπινη φύση. Οι άνθρωποι είναι «θεμελιωδώς χρονικά» όντα και «βρίσκουν τη σημασία τους στον προσωρινό χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης»31. Είναι σημαντικό να γίνονται αντιληπτοί «εν χρόνω», και να μην αντιμετωπίζουμε το χρόνο ως «κάποιο ξεχωριστό στοιχείο ή παρουσία»32. Ο χρόνος, σύμφωνα με τον Mead, είναι «ενσωματωμένος μέσα στις ενέργειες, τα γεγονότα, και τους ρόλους», παρά ένα «αφηρημένο πλαίσιο»33. Πιο σημαντικά, «ο χρόνος, είναι αναπόφευκτα δεμένος με το σώμα» : οι άνθρωποι όχι μόνο «σκέφτονται σε πραγματικό χρόνο», αλλά τον «βιώνουν

103


αισθησιακά, ποιοτικά»34. Η εξέταση του «τώρα», του παρόντος, είναι καταλυτική για την περιγραφή και κατανόηση του χώρου: δεν θεωρείται «απόλυτος» αλλά εξαρτάται από τις παρούσες συνθήκες. Η «ανάδυση» του παρόντος, που «παράγεται μέσω της αλληλεπίδρασης μεταξύ ατόμων και περιβάλλοντος» είναι πολύ περισσότερο από τις συνθήκες που την υποστηρίζουν, λέει ο Mead.35

104

Οι Καταστασιακοί επίσης θεωρούσαν πως η περιγραφή του χώρου έχει τον χρόνο ως άξονα. Η σύμπτυξη χρόνου που αποτυπώνουν αεροφωτογραφίες και χάρτες, για παράδειγμα, δείχνει μια εξιδανικευμένη, υπεραπλουστευμένη πραγματικότητα, που παράχθηκε με υποθέσεις και «έστω ότι ισχύει πως…». Χάρτες όπως το Plan de Paris, που αποκαλύπτουν το σύνολο της πόλης σε μια (ψευδή) χρονική στιγμή ήταν γι’ αυτούς μυωπικοί: υπονοούσαν την ταυτόχρονη ύπαρξη του παρατηρητή σε όλα τα εικονιζόμενα μέρη, σε ένα αφηρημένο, ιδανικό, «εργαστηριακό» χρόνο. Αγνοούσαν το χρόνο, τα γεγονότα, τις αισθήσεις, αποκόπτοντας τα από το υλικό φάσμα του χώρου. Αντ’ αυτού παρήγαγαν χάρτες εμπειρικούς, με άξονα την βιωματική τους εμπειρία, το χρόνο και την αίσθηση του, την ατμόσφαιρα που έχτιζαν τα γεγονότα, τη κίνηση στο δρόμο, τη διέλευση από την αγορά. Η πραγματική εμπειρία βρισκόταν σε χαρτογραφήσεις όπως το The Naked City36, παρά σε τεχνικούς, «υλικο-κεντρικούς» χάρτες που ξεριζώνουν το χρόνο. Πολλοί ακόμα μελετητές, όπως ο Bergson, «δίνουν προνόμιο στο χρόνο έναντι του χώρου»: ο χρόνος αντιμετωπίζεται «ποιοτικά» ενώ ο χώρος ως «αφηρημένος και ποσοτικός»37 Tέλος, είναι θεμιτό να αναρωτηθούμε που τελειώνει το γεγονός και που ξεκινά το πρόγραμμα, πώς γίνεται ο διαχωρισμός κατά τα άλλα συγγενών εννοιών. Κάλλιστα το γεγονός μπορεί να μετατραπεί σε πρόγραμμα. Το πρόβλημα συχνά είναι πρακτικό ή θέμα αντίληψης. Το επιθυμητό γεγονός μπορεί να θεωρηθεί πρόγραμμα, ενώ το ανεπιθύμητο να εξοστρακιστεί στη σφαίρα του παραλόγου. Φυσικά, ο διαχωρισμός είναι θέμα αναγωγής και ορισμού του τι επιθυμούμε από ένα χώρο- όχι απαραίτητα εμείς ως χρήστες, αλλά οι αρχιτέκτονες, η πολιτεία, ο ιδιοκτήτης. Σε κάθε περίπτωση το πρόγραμμα είναι εν μέρει ένα νομιμοποιημένο γεγονός, ένα γεγονός που θέλουμε να προσελκύσουμε και να διασφαλίζουμε την σταθερή και αξιόπιστη συντέλεση του. Αυτό ξεχωρίζει


το πάρτι στο δρόμο από το νυχτερινό μαγαζί, κατά κάποιον τρόπο. Το πρώτο είναι ένα γεγονός μεταβαλλόμενο, περιστασιακό,(έως και ανεπιθύμητο) όπου δεν έχει σταθερή «παροχή». Το δεύτερο έχει ωράριο, υλική υποστήριξη και την αντίστοιχη ταυτότητα, ώστε στη συνείδηση μας, συσχετίζεται με το πρόγραμμα του χώρου. Το πάρτι παρουσιάζει μια παρέκκλιση από το κανονικό. Το πρόγραμμα από την άλλη είναι μια πρόσθεση «γεγονότων σε μια αυτόνομη χωρική ακολουθία», μια «μορφή παρακίνησης» κάθε άλλο παρά τυχαία38.Τα δυο γεγονότα είναι παρόμοια, απλώς η «νομιμοποίηση» κάνει αυτό του μαγαζιού πρόγραμμα, και το πάρτι μια ευχάριστη έκπληξη, σε έναν κατά τα άλλα «βαρετά φυσιολογικό» χώρο. Η διαφορά έγκειται στον προκαθορισμό των γεγονότων, την ύπαρξη μιας (επιθυμητής) λογικής: «οποιαδήποτε προκαθορισμένη ακολουθία γεγονότων μπορεί πάντα να μετατραπεί σε πρόγραμμα», αναφέρει ο Tschumi39. Επομένως, γεγονότα τα οποία είναι εν μέρει περιοδικά, αναμενόμενα, που δεν είναι εντελώς τυχαία αλλά έχουν κάποια λογική, ακόμα και αν δεν εκπορεύονται από κάποιον αρχιτέκτονα ή κανονισμό, (θα μπορούσαν να) συνιστούν πρόγραμμα. Η συνάθροιση και οι λοιπές δραστηριότητες στα σκαλάκια Γεροκωστοπούλου, έχουν για παράδειγμα μια περιοδική φύση και είναι αναμενόμενες (έμφαση στο βράδυ, το σαββατοκύριακο, τους καλοκαιρινούς μήνες). Έχουν επίσης ένα ευρύ αλλά συγκεκριμένο πλαίσιο πρακτικών όπως και μια κοινή λογική: την «κατασκευή ενός κοινωνικού χώρου, τη συνάθροιση, την συλλογική εμπειρία. Παρόλα αυτά, το «οριακό» αυτό πρόγραμμα δεν του έχει δοθεί από κανέναν άλλο πέρα από τους χρήστες και την αναπαραγωγή, μίμηση και συνέχιση πρακτικών που έχουν δει να λαμβάνουν χώρα εκεί. Και στην πλατεία της Παντάνασσας, μέσα σε ένα δεδομένο πλαίσιο μη- προβλεψιμότητας, τα γεγονότα έχουν κοινό σκοπό και παρόμοιες πρακτικές. Κατασκευή πίστας, θέαμα, συνάθροιση, αθλητισμός, δημιουργία ατμόσφαιρας, αίσθηση κοινότητας. Σε κάποιες τέτοιες περιπτώσεις, το «άτυπο» πρόγραμμα προκαλεί συμπεριφορές, χώρους και εμπειρίες που πολλοί αρχιτέκτονες θα ευχόντουσαν να μπορούσαν να εμπνεύσουν με το έργο τους. Το ίδιο βέβαια και η «δημιουργός αξιομνημόνευτων χώρων» κατανάλωση.

105


Κοινωνική Κατασκευή (Σωματική/Φυσική/Νοητική) Η κοινωνική διάσταση

106

Η μελέτη του γεγονότος οδηγεί αναπόφευκτα στη μελέτη της κοινωνικής κατασκευής του χώρου. Ο Shields ασχολήθηκε με ακριβώς αυτό, την ανάλυση της κοινωνικής χωροθέτησης, έναν όρο που περιγράφει την «θεμελιώδη κοινωνική κατασκευή» του χώρου40. Αυτή η κατασκευή συντελείται τόσο στο επίπεδο «συγκεκριμένων παρεμβάσεων στο περιβάλλον» όσο και στην κοινωνική φαντασία»41.Η κοινωνία έχει τη δύναμη να συσχετίζει μέρη με αντίστοιχες δραστηριότητες, εικόνες, αισθήσεις και εν τέλει προσδοκίες. Δημιουργεί «place-myths», δηλαδή ιστορίες και «μύθους» που συνδέονται με το χώρο, και αυτοί με τη σειρά τους «place-images», εικόνες του μέρους με την ευρύτερη (ψυχολογική) έννοια. Οι μύθοι, οι ιδέες και οι εικόνες συχνά επικαλύπτονται, δίνοντας ταυτότητα και υπόσταση στις περιοχές και τα μέρη που ορίζουν, μέσω του συσχετισμού και των προσδοκιών μας από αυτά (κάτι αντίστοιχο με τα σύμβολα του κεφ. 1). Σημαντικό παράδειγμα αποτελεί ο χώρος της παραλίας, η οποία μεταβλήθηκε από «υγειονομική», φυσιολατρική ζώνη σε «ζώνη απόλαυσης», επίδειξης και κοινωνικοποίησης42. Ο κοινωνικός παράγοντας έχει παραγάγει επίσης διαχωρισμούς όπως «ο Βορράς» και «ο Νότος» της Αγγλίας43. Τέτοιοι χωρικοί διαχωρισμοί ανάγονται στην αντίληψη του περιβάλλοντος ως κομμάτι της ιστορίας, της οικονομίας και της κοινωνίας, παρά σαν «καθαρά γεωμετρικό», υλικό χώρο.

Space as the site of struggle Ο Lefebvre από την άλλη πλευρά, θεωρούσε ότι η κοινωνική κατασκευή δεν είναι θέμα αντίληψης, αλλά μια μαρτυρία, που «αφήνει το σημάδι του στις πόλεις»44. Ο χώρος, «δεν είναι ουδέτερη και παθητική γεωμετρία», αλλά παράγεται και αναπαράγεται και συνεπώς «αντιπροσωπεύει την τοποθεσία του αγώνα»45. Οι Benko και Strohmayer συμφωνούν με αυτή την περιγραφή του χώρου ως ένα «διαρκώς» ανταγωνιστικό περιβάλλον, στο οποίο είναι αδύνατο να «σταθεροποιήσουμε και να δώσουμε κατάληξη στην


ταυτότητα»46. Αν παραδεχθούμε ότι «οι χωρικές κατηγορίες δεν είναι παγιωμένες, αλλά παράγονται από μια διαρκή απόκλιση» της μίας από την άλλη, τότε εμφανίζεται ένας μόνιμος ανταγωνισμός47. Οι χωρική πολιτική αποκόπτεται από την «τελεολογική βεβαιότητα» και την πιθανότητα παγίωσης της48. «Ως μια μη παγιωμένη κατηγορία, ο χώρος αποδεικνύεται πάντοτε ανοιχτός σε μια πολιτική αναδιάταξης της διαφοροποίησης με διαφορετικό τρόπο»49. Τελικά, η κοινωνική κατασκευή αποδεικνύεται ανταγωνιστική και δυνατή, αλλά μονάχα στο πλαίσιο της υπεροχής της έναντι άλλων. Με λίγα λόγια, είναι «εύθραυστη», χρειάζεται (μαζική και) διαρκή επιβεβαίωση για να επιβιώσει, αλλά και να υπερτερεί άλλων «καλύτερων» διεκδικήσεων. Η δύναμη της βρίσκεται στην υπεροχή, με την έννοια πως η επικρατούσα κοινωνική τάση θα είναι η πιο αποτελεσματική πρακτική χωροθέτησης και αυτή που θα εκτοπίσει (έστω και προσωρινά) και θα «ακυρώσει» τις άλλες. Για τον De Certeau, ο ανταγωνισμός που βιώνει η κοινωνική κατασκευή και ταυτότητα εντοπίζεται κυρίως στη κεντρικά εκπορευόμενη «πειθαρχία»50. Για να αποφύγουν «κάποια πρωταρχική καταπιεστική τάξη (εξουσία)» διάφορες «εντοπισμένες κουλτούρες του δρόμου» αναπτύσσουν ιδιαίτερες «μορφές»51. Η ανάλυση του ήθελε να «φέρει στο φως τις κρυφές μορφές που παίρνει η διασκορπισμένη, στρατηγική και αυτοσχέδια δημιουργικότητα ομάδων ή ατόμων ήδη πιασμένων στα δίχτυα της ‘πειθαρχίας’»52. Η σκέψη αυτή εισάγει την έννοια του χώρου ως «χώρος εκπροσώπησης». Για τον Urry, υπάρχουν 3 βασικές κατηγορίες που αφορούν «χωρικά φαινόμενα» ή «χωροθέτηση».Οι πρώτη αφορά την παγίωση μέσω του υλικού και ατομικής ρουτίνας (spatial practices). Η δεύτερη, συντελείται μέσω διαδικασιών και οργάνωσης (representation of space)53. Την τρίτη, την ονομάζει χώρους της εκπροσώπησης»: «…υπάρχουν οι χώροι εκπροσώπησης, ή οι συλλογικές εμπειρίες του χώρου. Αυτές περιλαμβάνουν συμβολικές διαφοροποιήσεις και συλλογικές φαντασιώσεις γύρω από το χώρο, τις αντιστάσεις στις επικρατούσες πρακτικές και τις επακόλουθες μορφές ατομικής και συλλογικής παράβασης»54.

107



Η κοινωνική κατασκευή εμφανίζει αναλογία με τον όρο που αποκαλούμε «αυτό-εθνογραφία»55. Αφορά μια κατάσταση όπου «οι χαρακτήρες μιας αφήγησης δημιουργούν την ιστορία, παρά οι συγγραφείς»56, γράφει η Nan Ellin. «Στη λογοτεχνία, τον αστικό σχεδιασμό και την ανθρωπολογία, αυτή η προσέγγιση στοχάζεται την απουσία του συγγραφέα, ή τουλάχιστον την υποτιθέμενη απουσία του συγγραφέα, και αναλογίζεται την πιθανότητα των ατόμων να σχηματίζουν το δικό τους πεπρωμένο»57. Αρκετοί αρχιτέκτονες και urban designers έχουν βρει ενδιαφέρον στην έννοια και την πιθανότητα να την «γαλουχήσουν», δηλαδή «να διευκολύνουν τους κατοίκους να δημιουργήσουν τον βιότοπο τους».

Συνάθροιση: χτίζοντας την ατμόσφαιρα Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε σε μια λιγότερο εννοιολογική και περισσότερο αισθητηριακή σκοπιά της κοινωνικής κατασκευής. Δανειζόμενοι ορολογία που αφορά τον τουρισμό, μπορούμε να μιλήσουμε για το «collective gaze»58, το «συλλογικό βλέμμα». Ο Urry θεωρεί πως το collective gaze (δηλαδή η προσοχή που επιτάσσει το τουριστικό σημείο, μνημείο, κομμάτι της πόλης), ανάγει ένα σημείο ως «το μέρος που πρέπει να βρίσκεται κανείς και ότι κανείς δεν θα έπρεπε να βρίσκεται αλλού»59. Η συμμετοχή μέρους της κοινωνίας σε αυτό, μέσα από το άθροισμα των βλεμμάτων, το ανάγει σε κάτι αναγνωρίσιμο, ποθητό, εκμεταλλεύσιμο, στο «the place to be», το καθιερώνει στο χώρο. Τόσο επιτυχημένο είναι αυτό το φαινόμενο, ώστε τουρίστες και περαστικοί να δείχνουν ενδιαφέρον και προθυμία να το βιώσουν, πολλές φορές εξαγοράζοντας κομμάτι της συλλογικής εμπειρίας που δημιουργείται. Η συνάθροιση και το μαζικό ενδιαφέρον είναι πολλές φορές αυτό που συνθέτει ένα μέρος και είναι «απαραίτητα για την επιτυχία του». Για τον Urry, υπάρχουν δημόσια μέρη που «θα έδειχναν παράξενα αν ήταν άδεια» - «είναι εν μέρει οι άνθρωποι που συνθέτουν τέτοια μέρη»60. Ωστόσο, το συλλογικό βλέμμα (μια κοινωνική κατασκευή) απαιτεί την «παρουσία μεγάλου αριθμού άλλων ανθρώπων» για να συνθέσει τη συλλογική εμπειρία: «οι άλλοι άνθρωποι δίνουν ατμόσφαιρα σε ένα μέρος»61. Μέρη όπως τα σκαλάκια Γεροκωστοπούλου αποτελούν με αυτή την έν-

109



νοια ένα ξεκάθαρα κοινωνικά κατασκευασμένο χώρο, αν όχι με την ιδεολογική έννοια, τότε σίγουρα με την «τουριστική». Μια σκάλα σε βαθμίδες είναι το ιδανικό και τον προφανέστερο μέρος να συγκεντρώσει το «συλλογικό βλέμμα» (αντίστοιχη περίπτωση τα σκαλιά στην Piazza di Spagna στη Ρώμη ένα φημισμένο αξιοθέατο). Οι τοπικοί καταστηματάρχες γνωρίζουν (και αξιοποιούν) αυτή την «εκμεταλλευσιμότητα» όπως και οι περαστικοί από την πόλη που προτίθενται να συμμετάσχουν. Επίσης προφανής είναι η κατασκευασμένη ατμόσφαιρα μέσω των «άλλων ατόμων». Τελικά, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε και την πολιτική χροιά ή τουλάχιστον την τάση εναντίωσης στην κεντρική πολιτική που διέπει τους συνήθεις θαμώνες, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί διεκδίκηση ή απάντηση στα «δίχτυα της πειθαρχίας». Άρα, αποτελούν αναμφισβήτητα «χώρο εκπροσώπησης». Ως δημιούργημα των ίδιων των χρηστών αποτελεί και ένα είδος «αυτό-εθνογραφίας». Όλα αυτά τα επίπεδα επιβεβαιώνουν την κοινωνική κατασκευή αυτού του μέρους.

Τέχνη, Εικόνες, Μύθοι (Νοητική / Conceptual) Μέσα στις πολλές δυνατότητες της τέχνης, είναι και αυτή της επίδρασης που ασκεί στο χώρο. Η τέχνη μπορεί με τις εικόνες, τις ιδέες και την προσοχή που προκαλεί να αναδείξει παραγκωνισμένα μέρη, να οικειοποιηθεί χώρους που θα ήταν ειδάλλως «εκτός ορίων», να εμφανίσει νέες προοπτικές στο χώρο. Καμία συγκεκριμένη μορφή τέχνης δεν υπερτερεί έναντι της άλλης - φτάνει να έχει «αστικές προσδοκίες» και εντοπισμό.

Αισθητική και οικειοποίηση Σε πρώτη φάση, το οπτικό / αισθητικό αποτέλεσμα της τέχνης αναδεικνύεται ως μια μετρήσιμη δύναμη ανάδειξης ενός χώρου. Τα γκράφιτι σε μια κατά τα άλλα παραγκωνισμένη γωνιά, μας προκαλούν αρχικά ένα ενδιαφέρον για το άλλοτε αδιάφορο σημείο. Τοίχοι, χώροι, δάπεδα, τούνελ, οποιαδήποτε μορφολογία της πόλης μπορούμε να φανταστούμε, μπορεί να μεταμορφωθεί - και κυρίως να αναδειχθεί. Η ανάδειξη είναι ένα πρώτο βήμα ώστε αρχικά ένα σημείο να «μπει στο χάρτη» και συνεπώς στη σφαίρα του ενδιαφέροντος μας. Ύστερα, άλλες

111


διεργασίες, γεγονότα, ομάδες και προσθήκες μπορούν να αναλάβουν την περαιτέρω πραγμάτωση ενός μέρους, με βάση- σημείο αναφοράς την επεξεργασμένη επιφάνεια.

112

Ταυτόχρονα, μια αισθητική αλλαγή σε ένα χώρο αλλάζει την οικειότητα που έχουμε αναπτύξει με αυτόν. Ένα αμόλυντο νεοκλασικό ή μοντέρνο μνημείο, με πεντακάθαρες, αγνές επιφάνειες είναι όσο άφταστο για εμάς όσο ένα εργαστηριακό προϊόν ή το άβατο της εκκλησίας. Η παραμικρή επέμβαση σε αυτό– ένα σύνθημα, ένα γκράφιτι, ένα χαραγμένο όνομα πάνω σε αυτό – μπορεί να αλλάξει ριζικά την αντίληψη μας. Η απώλεια του «καθαρού» status το κάνει πιο ανθρώπινο και φθαρτό, πιο καθημερινό, κομμάτι της δικής μας πραγματικότητας, όχι ενός αφηρημένου μνημειακού χώρου. Ταυτόχρονα, η οικειοποίηση του από κάποιον άλλο, και τα κατάλοιπα αυτής της χρήσης, δεν μπορούμε να τα αντιληφθούμε παρά ως μια πρόσκληση ή προτροπή. Κάπου εκεί έξω υπάρχει κάποιος που ανέπτυξε μια πρακτική σχέση με το υλικό, που το βίωσε απτά, ως καμβά, παρά ως σύμβολο ή φόντο. Αφού έχει ξαναγίνει, η παράβαση εκ μέρους μας δε θα είναι τόσο επαναστατική ή παρεμβατική - εμείς απλώς θα ακολουθούμε την πεπατημένη – αυτό που κάνουν οι άλλοι. Αυτή η διάσταση της παραβατικότητας, το γεγονός ότι υπάρχει παρελθόν και παράδειγμα προς μίμηση, δρα θετικά στο να την ακολουθήσουμε ή τουλάχιστον στο να μετριάσει η αντίληψη μας περί «σωστού» και «λάθους». Σε κάθε περίπτωση, το παράδειγμα δείχνει κάτι πολύ σημαντικό, ότι η οικειοποίηση του εν λόγω χώρου είναι δυνατή -έχει ήδη γίνει από κάποιον όχι πολύ διαφορετικό από εμάς. Η συμμετοχή στην προσπάθεια οικειοποίησης είναι πλέον μια δυνατότητα. Παράλληλα, το παράδειγμα λειτουργεί και ως έναυσμα της δημιουργικότητας. Είτε μέσω πιστής αντιγραφής του ή απλά έμπνευσης από αυτό, η ύπαρξη του πυροδοτεί μια σειρά σκέψεων για το δημιουργικό χρήστη. Αρχικά, οι σκέψεις μπορεί να αφορούν την εφαρμογή αντίστοιχων πρακτικών στον ίδιο ή σε εφάμιλλους χώρους( πχ η χρήση κάθε σκάλας ως πίστα skate). Μπορεί να αφορούν άλλες ιδέες για τον ίδιο τύπο χώρου ( η χρήση μιας τέτοιας σκάλας ως κερκίδα). Στο γενικότερο πλαίσιο όμως, η δημιουργικότητα μπορεί να αφορά το σύνολο των πιθανοτήτων- μπορεί δηλαδή να εμπνεύσει μια


εντελώς ασύνδετη μορφή οικειοποίησης του χώρου. Το παράδειγμα μπορεί να μην έχει ενδιαφέρον ως συγκεκριμένη δράση αλλά ως δυνατότητα της οικειοποίησης: το πρώτο σύνθημα σε τοίχο μπορεί να ενέπνευσε το πρώτο γκράφιτι ή οποιαδήποτε μορφή καλλιτεχνικής «βεβήλωσης» του αστικού χώρου. Οι κανόνες δεν παρουσιάζουν ευθύγραμμη αντιστοίχιση αλλά μάλλον πηγή έμπνευσης για μελλοντικές επεμβάσεις, ως μια αλληλουχία αντιδράσεων, ένα «domino effect». Σε κάθε περίπτωση η αισθητική επέμβαση αποτελεί δυνατό έναυσμα. Τέλος, (ως μη- οπτικό, αλλά αισθητικό αποτέλεσμα) αξίζει να αναφερθούμε στη μουσική ως όργανο ανάδειξης μια διαφορετικής ποιότητας στο χώρο. Ο ρυθμός και η ένταση μπορούν να οριοθετήσουν χώρους, προκαλώντας είτε το συνωστισμό σε αυτούς - είτε την κατηγορηματική αποφυγή τους από χρήστες. Είναι δυνατόν να διαχειρίζεται την σωματική και εν τέλει την κοινωνική διασπορά σε ένα χώρο. Εξάλλου ο ήχος ως τρόπος δόμησης του χώρου είναι ευρύτατα διαδεδομένος. Καταστήματα τον χρησιμοποιούν για να δημιουργήσουν αξιομνημόνευτα «μέρη», γιορτές για να εδραιώσουν τη συνάθροιση, συγκεντρώσεις για να συσπειρώσουν τους ενδιαφερόμενους. Για κάποια περιβάλλοντα, όπως οι χώροι διασκέδασης, τα κλαμπ, τα μπαρ, δεν νοείται ύπαρξη σε ένα βουβό, χωρίς υπόκρουση περιβάλλον. Η μουσική είναι τόσο βαθιά δομικός παράγοντας όσο και οι τοίχοι και οι πόρτες, στην σύνθεση του χώρου. Ταυτόχρονα, επιβάλλει και αναδεικνύει διαφορετικές συμπεριφορές από τις συνηθισμένες - χορό, συνάντηση, ταύτιση, διαφορετικούς τύπους επικοινωνίας - και άρα διαφορετικές διεργασίες, γεγονότα, συνύπαρξη. Ένας εκκωφαντικός δρόμος στη μέση του καρναβαλιού είναι διαφορετικός από έναν «καθημερινό», με την έννοια ότι προωθεί και επιβάλλει διαφορετική αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Μαζί με τη μουσική, συχνά ακολουθούν κινήσεις και γεγονότα.

113



Μήνυμα, αφήγηση, μνήμη Το μήνυμα που φέρει η τέχνη αποτελεί μετρήσιμη δύναμη, όχι στην κατασκευή του χώρου αυτή καθ’ αυτή, αλλά λόγω της πυροδότησης διεργασιών και γεγονότων που μπορεί να προκαλέσει. Οι ιδέες και ο συμβολισμός πίσω από την τέχνη επικροτούν συμπεριφορές, αναδεικνύουν ταυτότητες και αισθήσεις της κοινότητας – του «ανήκειν». Ένα graffiti με πολιτικούς τόνους μπορεί να σηματοδοτήσει μια περιοχή ως «λημέρι» ατόμων με αντίστοιχη συνείδηση. Συνθήματα ενάντια στην αστυνομία, την εξουσία, το (οποιοδήποτε) σύστημα, επιβεβαιώνουν σε θαμώνες και περαστικούς πως αυτό το μέρος είναι φιλικό προς τους «αντιρρησίες», πως είναι μια νησίδα όπου μπορούν να νιώσουν «σαν στο σπίτι τους». Εξάλλου, η ιστορία που είναι γραμμένη στους τοίχους το επιβεβαιώνει, ως ταυτόχρονα αφορισμός και διακόσμηση. Η τέχνη και η αντίστοιχη φιλοσοφία, μπορούν να «δώσουν προτεραιότητα στον χρόνο έναντι του χώρου» αντικαθιστώντας, την επιβεβλημένη «ηγεμονία» με την «οικειοποίηση»62. Η υποβόσκουσα ιδεολογία που κρύβει η τέχνη, καλλιεργεί, επίσης, την αίσθηση της κοινότητας. Σύμφωνα με τον Urry, η κοινότητα «μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ιδεολογία»: συνεχώς προσπαθούμε να «επισυνάψουμε» την αίσθηση της κοινότητας σε «κτήρια, ή περιοχές», ακόμα και σε πόλεις63. Η τέχνη είναι ουσιαστικά ένας συνδυασμός νοήματος και αναπαράστασης – το τέλειο εργαλείο της επισύναψης εννοιών στο χώρο. Πέρα από την ιδεολογία, η τέχνη μπορεί να πετύχει αυτό το αίσθημα αναπαράγοντας αναμνήσεις, γεγονότα – την γενικότερη μνήμη μιας ομάδας – και να τα προσδέσει στην υλικότητα της πόλης. Οι κοινότητες, «συχνά ενώνονται μόνο από αναμνήσεις και τίποτα άλλο», που «συχνά είναι οργανωμένες γύρω από τεχνουργήματα»64. Με τη μετάβαση από την εικόνα στην ιδέα, μεταβαίνουμε από τα «place myths» στα «place images», όπου τα όρια μεταξύ αισθητικής παραγωγής και κοινωνικής αντίληψης είναι θολά. Το βαθύτερο νόημα των αναπαραστάσεων, είναι αυτό που συντελεί ουσιαστικά σε ένα «branding» του μέρους, μια αναγωγή ιστορίας, ποιότητας, αίσθησης σε ένα μέρος: το συντηρητικό «αυστηρό» Λονδίνο, το «καλλιτεχνικό» Παρίσι, το «αναρχικό» Βερολίνο. Μέρη χωρίζονται σε κατηγορίες με βάση την κουλτούρα που αναβλύζει από την κατασκευασμένη εικόνα τους, ώστε με μια ματιά καταλαβαίνουμε το ποιόν τους.

115



Υλικές παρεμβάσεις (Φυσική / Κατασκευαστική / Conceptual) Όταν όλες οι παραπάνω πρακτικές «αποτύχουν», δεν εμφανιστούν ή δεν καταφέρουν να εδραιώσουν το νέο μέρος (τη νέα ταυτότητα), η τελευταία και πιο απτή επιλογή είναι οι υλικές παρεμβάσεις. Ο άνθρωπος, από την αρχαιότητα επιζητούσε την επιβεβαίωση μέσω του υλικού. Έχτισε πανύψηλους και επιβλητικούς ναούς για να «θεμελιώσει» την πίστη, τη θρησκεία, το Θείο. Κατασκεύασε παλάτια, ανάκτορα και τείχη για να εδραιώσει την εξουσία και το κύρος. Και στην τελευταία φάση της πίστης στο υλικό, οργάνωσε, σχεδίασε και κατασκεύασε περιβάλλοντα «αρμονικά» και «λειτουργικά»: πόλεις και κτήρια, ελπίζοντας ότι η αρμονία και η λογική της μορφής θα μεταφραστεί στην πράξη, στη ζωή στην κοινωνία και τον καθένα ξεχωριστά. Όταν λοιπόν όλα τα άλλα αποτύχουν, το υλικό (όσο πιο «μόνιμο», τόσο καλύτερο), επιβεβαιώνει την εδραίωση της δράσης και της σκέψης. Φυσικά, η μη κεντρικά εκπορευόμενη δημιουργικότητα έχει και τα μειονεκτήματά της: σε υλικό επίπεδο, αυτά είναι πρακτικά και οικονομικά. Η πολιτεία μπορεί να έχει κονδύλια για ανθεκτικά, επιβλητικά υλικά, αλλά οι ομάδες που μεταμορφώνουν το χώρο, συχνά ασύνδετες με το κράτος ή το κεφάλαιο, πρέπει να αξιοποιήσουν οτιδήποτε είναι διαθέσιμο. Με αυτή την έννοια, πρέπει να εφεύρουν τρόπους προμήθειας ή εξολοκλήρου κατασκευή νέας υλικότητας, που θα επικολληθεί στην υπάρχουσα, ως μέσο επίρρωσης της νέας ταυτότητας. Είναι αναγκαίο, επίσης, να ξεχωρίσουν τις πραγματικές ανάγκες από τις πλασματικές, αφού οι υλικές δυσκολίες είναι πολλές. Ωστόσο, η ζωή στη σύγχρονη καταναλωτική πόλη έχει και τα θετικά της: χιλιάδες τόνοι καταναλωτικών σκηνικών, «άχρηστων» αντικειμένων και καταλοίπων καταλήγουν στους κάδους απορριμμάτων. Κάποια από αυτά θεωρούνται εκμεταλλεύσιμα, και αξιοποιούνται αναλόγως. Τα κατάλοιπα της αστικής κατανάλωσης γίνονται κομμάτι της απεμπλοκής από τους χώρους της. Άλλες φορές, το υλικό προέρχεται από το σπίτι ή από την προσωπική (ή ομαδική) επεξεργασία, ακόμα και από μικρο-επενδύσεις ομάδων για την προμήθεια νέων υλικών. Οι μειωμένες ευκαιρίες, ο πρακτικά ανύπαρκτος προϋπολογισμός και η έλλειψη εξωτερικής βο-

117


ήθειας ωθεί την εφευρετικότητα σε νέα ύψη. Μια πλατεία, μια αλάνα ή ένας άδειος δρόμος μπορούν να αλλάξουν εξ ’ολοκλήρου ταυτότητα με πρακτικά ελάχιστες προσθήκες. Τα παραπανίσια ρούχα των παιδιών, που δυσκολεύουν τη φυσική δραστηριότητα, ορίζουν τα τέρματα ενός αυτοσχέδιου γηπέδου. Οποιοδήποτε «στρογγυλό» αντικείμενο – από την πιο ακριβή εργοστασιακή μπάλα μέχρι ένα άδειο μπουκάλι νερού – μπορεί να εκτελέσει αντίστοιχα χρέη, ολοκληρώνοντας το «γήπεδο». Οι δυσκολίες εντοπίζονται μονάχα σε ισχυρές γεωμετρικές αντενδείξεις : «μια μπάλα πρέπει να είναι στρογγυλή» ή να έχει «περίπου σφαιρικό σχήμα»65. Πολλά αντικείμενα και υλικά είναι απαγορευτικά για καθαρά πρακτικούς και λειτουργικούς λόγους. Ωστόσο η εφευρετικότητα μπορεί να λυγίσει, εν μέρει, ακόμα και τους φυσικούς περιορισμούς, με τους πιο ευφάνταστους τρόπους.

118

«Ένα κοντάρι και ένα τζάμι δεν μπορούν να γίνουν μπάλες ποδοσφαίρου, αν και έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τι αντικείμενα χρησιμοποιούνται ευκαιριακά από τα παιδιά ελλείψει μιας κανονικής μπάλας: πλαστικά μπουκάλια αναψυκτικών, άδειες κονσέρβες, κουκουνάρια...», διαβάζουμε στο Buildings Used66.Με αντίστοιχο τρόπο λειτουργούν και άλλες μετατροπές χώρων. Δεν είναι τυχαίο δε, που οι περισσότερες από αυτές συντελούνται από παιδιά – και αυτό συνδέεται με δύο λόγους. Αρχικά, τα παιδιά είναι μάλλον η πλέον «ανίσχυρη» ομάδα του πληθυσμού όσον αφορά την παραγωγή υλικού χώρου. Δεν διαθέτουν ούτε την τεχνογνωσία, ούτε το κεφάλαιο ούτε την επιρροή ή τα δικαιώματα ενός ενήλικα. Δεν ανήκουν σε σωματεία ή Δήμους ή εταιρίες. Γι’ αυτά, ο χώρος είναι ο βιότοπός τους, όπου η δραστηριότητα υπερτερεί του χώρου, και που, η φαντασία μπορεί να αναπληρώσει αυτό που «λείπει», συμπληρώνοντας δημιουργικά τις υλικές αστοχίες. Η πρακτικές τους και τα ελάχιστα μέσα που διαθέτουν είναι η μοναδική τους ευκαιρία να συνθέσουν ένα ικανοποιητικό περιβάλλον – πρέπει αναγκαστικά να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν με ό,τι βρίσκεται μπροστά τους. Ο δεύτερος λόγος λοιπόν, είναι η μάλλον πασιφανής εμφάνιση ενός εν γένει ανθρώπινου χαρακτηριστικού, του ανθρώπου: δεν είναι τα παιδιά η επιτομή του ανθρώπου ως bricoleur;


Πολύ πριν η εκβιομηχάνιση, η αστική οργάνωση, η τεχνολογία, η πολιτεία και οι οικονομικές δυνάμεις αναλάβουν την διαμόρφωση του βιοτόπου του, μοναδικός υπαίτιος ήταν ο ίδιος ο άνθρωπος – ως bricoleur. Η τάση του να αξιοποιεί με το βέλτιστο τρόπο οτιδήποτε ήταν άμεσα διαθέσιμο ήταν, κάποτε, κυρίαρχη. Αυτή η τάση, όσο και να φαίνεται χαμένη μέσα στην σύγχρονη αστική πραγματικότητα, είναι δύσκολο να χαθεί εξ ολοκλήρου: είναι συνυφασμένη με το αίσθημα της επιβίωσης, κρυμμένη βαθιά μέσα στο γενετικό μας «είναι». Ίσως αναδύεται στην επιφάνεια όταν η τεχνολογία μας προδίδει, όταν το περιβάλλον είναι αφιλόξενο, όταν βρισκόμαστε σε κατάσταση ανάγκης. Σε κάθε περίπτωση εκφράζει μια πρωτόγονη, φυσική ανάγκη για οικειοποίηση και λειτουργικότητα. Οι ανάγκες αυτές, δεν γνωρίζουν από κοινωνικές και άλλες, «μη φυσικές» συμβάσεις, παρά μόνο από αυτό που, χωρίς μεσάζοντες, νιώθουμε. Είναι λογικό πλέον πως, τα παιδιά, η πλέον ανέγγιχτη από την κοινωνική επήρεια μερίδα του πληθυσμού, επιδίδεται σε αυτές τις τάσεις, χωρίς δεύτερη σκέψη. Εξάλλου, η κουλτούρα είναι αυτή που προωθεί την αντιπαράθεση με τη φύση (ανθρώπινη και μη). 119

Η ρήξη της σημειολογίας Στο κεφάλαιο 1, ο Dean Mccannell περιέγραψε τη μοντέρνα πόλη ως ένα σύνολο από φράχτες, διαχωριστικά, όρια και υλικά χωρίσματα. Η περιγραφή αυτή προκαλεί στον αναγνώστη όχι μόνο αρνητικά συναισθήματα για την εμμονική οργάνωση του χώρου, αλλά ακόμα και ένα αίσθημα κλειστοφοβίας, αφού η ζωή του αναγκαστικά εγκιβωτίζεται από τα εν λόγω όρια. Οι δημιουργικοί χρήστες ωστόσο, απέσπασαν, κατακερμάτισαν ή και πρακτικά αποποιήθηκαν την επιβολή των χωρισμάτων, χρησιμοποιώντας τα ως αφορμές για νέα χρήση, αλλά και στοιχεία υλικών νέων παρεμβάσεων. Με άλλα λόγια, οι υλικές παρεμβάσεις, πολλές φορές καθιερώνονται με υλικά από την ίδια την κατακερματισμένη οργάνωση της πόλης: από τα παλαιά όρια συντίθενται νέες δυνατότητες και χωρικές αφορμές. Πολλά από τα υλικά που χτίζουν τη νέα ταυτότητα και επιβεβαιώνουν την έλλειψη «συμμόρφωσης», προέρχονται από την ίδια την προσπάθεια επιβολής της. Παράδοξο αλλά αληθινό.


ρήξη των ορίων / το όριο ως αφορμή - όχι ως περιορισμός


Η δημιουργικότητα του χρήστη – ίσως και η προσωπική αίσθηση του σαρκασμού – μετατρέπει τα εργαλεία οριοθέτησης σε εργαλεία ακύρωσης της. Το οδόφραγμα γίνεται εμπόδιο της πίστας, το κιγκλίδωμα κάθισμα, ο φράχτης ράμπα. Εδώ εντοπίζεται το απόγειο της δημιουργικότητας (αλλά και της εννοιολογικής επανάστασης), μια αξιοποίηση του «ωφέλιμου» μέσα στο «κακό». Ο «χαρακτηρισμός» του υλικού (το κάλο, το κακό, η επιβολή, ο περιορισμός) μας δείχνει ότι η διαδικασία δεν είναι μονοσήμαντη – δεν αφορά μόνο την αξιοποίηση του υλικό αλλά την ίδια τη σημειολογία που το χαρακτηρίζει. Η διαδικασία είναι διττή: από τη μία τα χωρίσματα χρησιμοποιούνται για καθαρά υλικούς σκοπούς για να συνθέσουν, για παράδειγμα, ένα κάθισμα, ή μια ράμπα. Από την άλλη, μια γενικότερη ιδεολογική αμφισβήτηση του χαρακτήρα τους: τα όρια, οι φράχτες, τα κάγκελα γίνονται όρια που ωθούν τους νέους χρήστες να τα παραβιάσουν, να τα ακυρώσουν σημειολογικά. Οι skater ελκύονται από τα κιγκλιδώματα, από τις ψηλές «μάντρες», από το συρματόπλεγμα: αυτή είναι η αφετηρία τους αθλήματος τους – όχι το όριο που την οδηγεί σε τέλμα. Και αυτό δείχνει την αξία της ερμηνείας και της χρήσης έναντι της υλικότητας. Γιατί πράγματι δεν υπάρχουν ιδεολογικά φορτισμένα υλικά, παρά μόνο χρήσεις και σκοποί: το υλικό είναι και θα παραμείνει ουδέτερο, έρμαιο της επεξεργασίας και χρήσης του. Το μνημειακό μάρμαρο, το εργοστασιακό μπετόν, το αδιαπέραστο σίδερο. Αυτή δεν είναι όμως η λογική της αρχιτεκτονικής, ο χαρακτηρισμός του υλικού, η απόδοση νοήματος στο ουδέτερο, η κατασκευή της δικής μας αφήγησης; Εδώ, στους δρόμους, τις αλάνες και τις πλατείες δεν παρατηρούμε μόνο μια δημιουργία, ούτε απλά έναν «εξαγνισμό» ιδεολογικά φορτισμένων αντικειμένων. Παρατηρούμε μια διαδικασία αρχιτεκτονική, με ή χωρίς υλικό, με ή χωρίς συναίσθηση του βαθύτερου νοήματος της πράξης. Και οι «αρχιτέκτονες» της αποτελούν, από μόνοι τους, ένα ενδιαφέρον θέμα: τόσο για την έλλειψη γνώσεων, όσο και τη δημιουργικότητα, αλλά κυρίως για την άγνοια της ιδιαίτερης σημασίας της πράξης τους.

121


Endnotes

122

1 Hill, Jonathan, Occupying Architecture, Routledge, London, 1998, σελ 86, μετάφραση: Πάυλος Λέφας 2 Ό.π. 3 Ό.π. 4 Ό.π. 5 Ό.π. 6 Lefa, Nora, και Lefas, Pavlos, Buildings Used: Human Interactions with Architecture, Routledge, 2019, σελ 118 7 Ό.π 8 Ό.π. 9 Ό.π. 10 Hill, Jonathan, Occupying Architecture, Routledge, London, 1998, σελ 86, μετάφραση: Πάυλος Λέφας 11 Ό.π. 12 Tschumi, Bernard, Architecture and disjunction, MIT Press, Cambridge, MA, 1994, σελ 123 13 Ό.π. 14 Ό.π. 15 Ό.π. 16 Ό.π. 17 Harvey, David, The Condition of Postmodernity, Blackwell, Cambridge, MΑ, 1991, σελ 211 18 Ό.π. 19 Ό.π. 20 Harvey, David, The Condition of Postmodernity, Blackwell, Cambridge, MΑ, 1991, σελ 211 21 Ό.π. 22 Ό.π. 23 Tschumi, Bernard, Architecture and disjunction, MIT Press, Cambridge, MA, 1994, σελ 111 24 Ό.π. 25 Ό.π. 26 Ό.π. 27 Ό.π. 28 Lefa, Nora και Lefas, Pavlos, Buildings Used: Human Interactions with Architecture, Routledge, 2019, σελ 29 29 Ό.π. 30 Tschumi, Bernard, Architecture and disjunction, MIT Press, Cambridge, MA, 1994, σελ 131 31 Urry, John, Consuming places, Routledge, London, 2006, σελ 4 32 Ό.π.


33 Urry, John, Consuming places, Routledge, London, 2006, σελ 6 34 Urry, John, Consuming places, Routledge, London, 2006, σελ 4 35 Urry, John, Consuming places, Routledge, London, 2006, σελ 6 36 McDonough, Tom, Guy Debord and the situationist international: texts and documents, MIT Press, Cambridge, MA, 2002 37 Urry, John, Consuming places, Routledge, London, 2006, σελ 5 38 Tschumi, Bernard, Architecture and disjunction, MIT Press, Cambridge, MA, 1994, σελ 157 39 Ό.π. 40 Urry, John, Consuming places, Routledge, London, 2006, σελ 26 41 Ό.π. 42 Ό.π. 43 Ό.π. 44 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ 107 45 Urry, John, Consuming places, Routledge, London, 2006, σελ 22 46 Benko, Georges και Strohmayer, Ulf, Space and Social Theory: Interpreting Modernity and Postmodernity, Blackwell Publishers, 1997, σελ154 47 Ό.π. 48 Ό.π. 49 Ό.π. 50 de Certau, Michel, The Practice of Everyday Life, University of California Press, Berkeley, 1984, xiv 51 Ό.π. 52 Ό.π. 53 Urry, John, Consuming places, Routledge, London, 2006, σελ 25 54 Ό.π. 55 Ellin, Nan, Postmodern urbanism, Blackwell, Cambridge, MA, 1996, σσ281-282 56 Ό.π. 57 Ό.π. 58 Urry, John, Consuming places, Routledge, London, 2006, σελ 138 59 Ό.π. 60 Ό.π. 61 Ό.π. 62 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996, σελ 171 63 Urry, John, Consuming places, Routledge, London, 2006, σελ 27 64 Ό.π. 65 Lefa, Nora και Lefas, Pavlos, Buildings Used: Human Interactions with Architecture, Routledge, 2019, σελ 33 66 Ό.π.

123


124


ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ Η δημιουργικότητα του ανθρώπου δε χωρά σε στεγανά. Υπερβαίνει οποιαδήποτε κωδικοποίηση, περιορισμό, συγκεκριμενοποίηση. Είναι μια διαδικασία ελεύθερη και οργανική, όπως ίδια η ζωή. Φυτρώνει στα πιο άγονα και παράδοξα εδάφη, όχι πάντα εκεί που περιμένουμε, αλλά εκεί και για όποιους έχει νόημα. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε τους περιορισμούς μας, τα όρια, τις συμβάσεις, όλα αυτά που έχουν δομήσει την πραγματικότητα μας. Όχι να τα αποδεχθούμε άκριτα, ούτε και να τα πολεμούμε άδικα – μέσα τους ενέχουν τόσο θετικά όσο αρνητικά. Εκεί που πρέπει να πασχίσουμε είναι εννοιολογικά: με την κατάλληλη αντιμετώπιση όλα μπορούν να αξιοποιηθούν προς όφελος μας. Τα εμπόδια να σταθούν αφορμή, όχι τέλμα. Τα όρια ως ασφάλεια μέσα στην οποία γινόμαστε δημιουργικοί. Το πρόγραμμα να προσδώσει σιγουριά και οικειότητα, όχι μονοτονία και πλήξη. Τέλος, ως αρχιτέκτονες, είναι σημαντικό να επιτρέψουμε, με τα έργα μας, αυτή τη διφορούμενη φύση. Να επιτρέψουμε την αμφισημία και τη συνεπώς συμμετοχή του χρήστη, του κατοίκου, του θεατή. Να μην προσδιορίζουμε σχέσεις με εμμονικό τρόπο, αλλά να αφήσουμε, έστω και ένα μικρό κομμάτι στα έργα και τις σκέψεις μας να είναι ο τόπος για το πιθανό. Να είναι ένα κενό που να επιτρέπει να αναπτυχθεί κάτι νέο. Να επιδέχονται βελτίωση, αμφισβήτηση, απόρριψη. Τελικά, αυτά είναι και τα έργα που θα «επιβιώσουν» και μείνουν στη συνείδηση των ανθρώπων, όχι αυτά που βασίζονται στην επιβολή, το φόβο, τον καταναγκασμό, αλλά αυτά που επιτρέπουν την επεξεργασία της ταυτότητας και της χρήσης τους, σε βάθος χρόνου. Για αυτό ας αφήσουμε τόπους του πιθανού, ας αφήσουμε νοηματικά κενά, ας αφήσουμε το χρήστη να γράψει και αυτός το δικό του κομμάτι του σεναρίου – κι έτσι ίσως τελικά τα αγαπήσει. Είναι πολύ πιο νοήμων απ’ ότι πιστεύουμε.

125


Βιβλιογραφία Barnett, Jonathan, An Introduction to Urban Design, Harper & Row, London, 1982 Barnett, Jonathan, An introduction to urban design, Harper & Row, New York, 1982 Baudrillard, Jean, Symbolic Exchange and Death, μτφρ. Grant, Iain Hamilton, SAGE Publications, 1993 Baudrillard, Jean, The Consumer Society: Myths and Structures, Sage, London, 1998 Bauman, Zygmunt, Freedom, Open University Press, Milton Keynes, 1988 126

Bauman, Zygmunt, Legislators and interpreters: On Modernity, Post-Modernity, Intellectuals, Cornell University Press, Ithaca, NY,1987 Bauman, Zygmunt, Postmodernity and its Discontents, Polity Press, Cambridge, 1997 Benko, Georges και Strohmayer, Ulf, Space and Social Theory: Interpreting Modernity and Postmodernity, Blackwell Publishers, 1997 Carmona, Matthew, Public Places, Urban Spaces: The Dimensions of Urban Design, Architectural Press, Oxford, 2003 Castells, Manuel, The urban question: a Marxist approach, MIT Press, Cambridge, MΑ, 1979 Clarke, David, The consumer society and the postmodern city, Routledge, London, 2003


de Certau, Michel, The Practice of Everyday Life, University of California Press, Berkeley, 1984 Douglas, Mary, και Isherwood, Baron, The World of Goods: Towards an Anthropology of Consumption, Routledge, London, 1996 Easthope, Anthony, The Unconscious, Routledge, London, 1999 Ellin, Nan, Postmodern urbanism, Blackwell, Cambridge, MA, 1996 Elshater, Abeer, The Unknown Cities: From Loss of Hope to Well-Being [and] Self-Satisfaction, Partridge Africa, Johannesburg, 2016 Hall, Edward Twitchell, The Hidden Dimension, Peter Smith Pub, Gloucester, MA, 1992 Hall, Stuart, Representation: Cultural Representations and Signifying Practices, Sage Publications, London, 1997 127 Harvey, David, Rebel Cities: From the Right to the City to Urban Revolution, Verso Books, London and New York, 2012 Harvey, David, The Condition of Postmodernity, Blackwell, Cambridge, MΑ, 1991 Hill, Jonathan, Occupying Architecture, Routledge, London, 1998 Lefa, Nora και Lefas, Pavlos, Buildings Used: Human Interactions with Architecture, Routledge, 2019. Lefebvre, Henri, The Production of Space, Blackwell, Oxford, UK, 1991 Lefebvre, Henri, Writings on cities, μτφρ. Kofman, Eleonore και Lebas, Elizabeth, Blackwell Publishers, Oxford,1996 Levi Strauss, Claude, The Elementary Structures of Kinship, Beacon


Press, Boston, 1969 Lynch, Kevin, The Image of the City, The MIT Press, Cambridge, MA, 1960 MacCannell, Dean, The Tourist: a new theory of the leisure class, University of California Press, 2013 Macnaghten, Phil και Urry, John, Contested natures, SAGE Publications, London, 1999 McDonough, Tom, Guy Debord and the situationist international: texts and documents, MIT Press, Cambridge, MA, 2002. Rosenau, Pauline Marie, Post-Modernism and the Social Sciences: Insights, Inroads, and Intrusions, Princeton University Press, 1992. Schnore, Leo Francis, The City as a Social Organism, Sage Publications, Beverly Hills,1966 128 Sennett, Richard, Classic Essays on the Culture of Cities, AppletonCentury-Crofts, New York, 1969 Shields, Rob, Places on the Margin, Routledge, London, 1991 Tschumi, Bernard, Architecture and disjunction, MIT Press, Cambridge, MA, 1994 Urry, John, Consuming places, Routledge, London, 2006

Άρθρα Baudrillard, Jean, “Modernity”, στο Canadian Journal of Political and Social Theory, 11(3), 1987, σσ63-72 Bauman, Zygmunt, “Consuming life”,στο Journal of Consumer Culture, 11(1), 2001


Foucault, Michel, “Space, Knowledge, and Power: An Interview with Michel Foucault by Paul Rabinow,” στο Skyline, Μάιος 1982, σσ1820 Jones, John Paul III, ‘Making Geography Objectively: Ocularity, Representation, and The Nature of Geography’, στο Natter, Wolfgang, Schatzki, Theodore και Jones, John Paul III, (eds), Objectivity and its Other, Guilford, New York, 1995 Schnore, Leo, “The City as a Social Organism”, στο Urban Affairs Quarterly, 1(3), Μάρτιος 1966, σσ 58–69.

Simmel, Georg, “The Metropolis and Mental Life”, στο Sennett, Richard, Classic Essays on the Culture of Cities, Meredith, New York, 1969, σσ 47-60 Tschumi, Bernard, “The pleasure of architecture” στο Architectural Design 47, no.3, 1977, σσ. 214-218, επαναδημοσιευμένο με τροποποιήσεις στο Bernard Tschumi, Architecture and Disjunction (Cambridge Mass./ LondonMITPress, σσ.81-96 Μετάφραση: Γιάννης Αίσωπος

129


Πηγές Εικόνων Ιστοσελίδες lifo.gr thedailymail.co.uk nationalgeographic.com pelop.gr dete.gr patranews.gr theguardian.com tetartopress.gr tumblr.com ikivotos.gr itinari.com Υπηρεσία αποτυπώσεων πολεοδομίας Πατρών

Blogs barcelonaskatespots.wordpress.com

130

Φωτογράφοι: Alex_Grimanis Nick Yapp / Getty Images Γιώργος Αδάμος / lifo

Προσωπική συλλογή Αποκόμματα άρθρων – πηγές: http://patrasok.blogspot.com/2015/05/rock.html https://www.patrasevents.gr/article/227488-patra-diasparta-skoupidia-staskalakia-ti-gerokostopoulou-pic https://www.patrasevents.gr/article/371190-stis-skales-tis-gerokostopoulou https://www.thebest.gr/article/422233https://www.patrasevents.gr/article/227108-simaia-ouranio-tokso-gia-ta-meli-ti-gay-koinotita-sta-skalakia-ti-gerokostopoulou-deite-foto#




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.