Η µπροσούρα αυτή αποτελεί µια προσπάθεια κατανόησης και κριτικής πάνω στα περιεχόμενα των μαθημάτων. Είναι ένα µέρος από αυτά που κάνουµε, συλλογικά και ισότιµα, απέναντι σε έναν κόσµο που αρνούµαστε, που στεκόµαστε ενάντια στις αρχές του και σε όσα αυτός γεννάει. Τα πανεπιστήµια της καπιταλιστικής µητρόπολης, αποτελούν για εµάς τόπο για δράση και κριτική. Ποτέ δεν θεωρήσαµε ότι τα µαθήµατα µπορούν να βρίσκονται στο απυρόβλητο, τόσο ως προς το περιεχόµενό τους, όσο και ως προς τις σχέσεις που αναπαράγουν. Η κατάληψη του αυτοδιαχειριζόμενου στεκιού αρχιτεκτονικής ανοίγει κάθε Τρίτη 14:0017:00 πολιτικό καφενείο, με πάγκο εντύπων και δανειστική βιβλιοθήκη, και βγάζουμε και τραπεζάκι με έντυπα στην αυλή της σχολής κάθε Πέμπτη 14:00-16:00. Αλλιώς, διαδικτυακά: stekiarblog.wordpress.com | stekiar@yahoo.gr Η µπροσούρα αυτή τυπώθηκε και µοιράστηκε σε 700 αντίτυπα τον Μάρτη του 2018.
Εισαγωγή Στα μαθήματα της αρχιτεκτονικής, είναι σύνηθες να διδασκόμαστε αρχιτεκτονικά “επιτεύγματα”, τα οποία ανάλογα με τη φύση του εκάστοτε μαθήματος, προσεγγίζονται είτε αποκλειστικά σχεδιαστικά, είτε σαν σημεία της ιστορίας που συνέβαλαν στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής επιστήμης. Η τέτοιου τύπου προσέγγισή τους, συνήθως συνοδεύεται από την τάση να διδάσκονται μεμονωμένα και, κατά κανόνα, αποκομμένα από το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό τους πλαίσιο. Μία τέτοια προσέγγιση εκτός από το ότι είναι ελλιπής, μπορεί να είναι και παραπλανητική, οδηγώντας σε συμπεράσματα που ακούγονται συχνά στη σχολή μας, και θεωρούν την αρχιτεκτονική κάποιον κορυφαίο επιστημονικό χειρισμό που έχει τη δύναμη να δίνει λύσεις σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Η κουζίνα της Φρανκφούρτης είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Διδάσκεται δηλαδή σαν καινοτομία σχεδιαστικής αλλά και επιστημονικής φύσεως που αναδιοργάνωσε στιγμιαία και καθολικά την οικιακή ζωή και εργασία. Ντύνεται φανερά με την ακαδημαϊκή άποψη, που παρουσιάζει παραδείγματα όπως αυτό σαν αρχιτεκτονικά μέσα βελτίωσης της ζωής. Ταυτόχρονα, στα πλαίσια των μαθημάτων, λίγο εξετάζονται οι λόγοι για τους οποίους κατασκευάστηκε αυτή η κουζίνα, τι σήμαινε η δημιουργία της εντός του ιστορικού της χρόνου και τόπου, σε ποιους απευθυνόταν και γιατί, ποιες ήταν οι προθέσεις των σχεδιαστών της και ποιους ευνόησε (ή όχι) τελικά. Σαν ανταγωνιστικά υποκείμενα μέσα στο πανεπιστήμιο, αντί να συζητάμε μόνο για τη σχεδιαστική και υπολογιστική δεινότητα κάποιων αρχιτεκτόνων του παρελθόντος, επιλέγουμε να διαβάζουμε πέρα από τα σκίτσα και τις γραμμές. Να βλέπουμε προθέσεις, κοινωνικές συνθήκες, ταξικές αντιθέσεις: φτιάχνοντας αντι-σχολεία και προσεγγίζοντας κριτικά τα περιεχόμενα των μαθημάτων μας και τον τρόπο που τα διδασκόμαστε - όσο φτάνουν τα χέρια μας. Προσπαθούμε έτσι να αντιληφθούμε ποια η σημασία τους στο σήμερα, και ποια η θέση μας απέναντι σε αυτά, όχι μόνο σαν φοιτητές και φοιτήτριες της αρχιτεκτονικής, αλλά και σαν πολιτικά υποκείμενα.
3
Ιστορικό σημείωμα Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Α’Π.Π) βρίσκει τη Γερμανία σε κατάσταση οξυμένου ταξικού ανταγωνισμού: οι μεγάλοι πρώσοι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι, οι έμποροι και οι τραπεζίτες συσσωρεύουν τεράστια κέρδη από τον πόλεμο, την ίδια στιγμή που η εργατική τάξη αριθμεί τους νεκρούς της και μαστίζεται από την πείνα. Τα ανώτερα ιεραρχικά κλιμάκια του σοσιαλιστικού κόμματος της Γερμανίας (SPD) αναλαμβάνουν, σε συνεργασία με τα επίσημα αστικά κόμματα, τη μετατροπή του καθεστώτος από τη βασιλεία στην αστική δημοκρατία. Η προπολεμική παρακαταθήκη του SPD ήταν αρκετά διαφορετική: το 1912 είχε 112 βουλευτές στη γερμανική βουλή, 1 εκατομμύριο μέλη και οι κομματικές εφημερίδες του περίπου 1,5 εκατομμύριο συνδρομητές. Πέρα από την επίσημη κομματική οργάνωση τα συνδικάτα αριθμούσαν περίπου 2,5 εκατομμύρια μέλη και τα ανεξάρτητα συλλογικά εγχειρήματα μερικές χιλιάδες ακόμα. Η εμπειρία του πολέμου ωθεί ακόμα περισσότερο τη συλλογικοποίηση των προλετάριων στη βάση των εργατικών συμφερόντων και της αντι-πολεμικής κίνησης, με μια παράλληλη αναβάθμιση του επιπέδου της βίας. Την ίδια στιγμή τα μερικά εκατομμύρια νεκρών του Α’Π.Π. ριζοσπαστικοποιούν σημαντικά χιλιάδες στρατιώτες, ναύτες και αγρότες που είχαν δει κάμποσα σώματα να καθηλώνονται δίπλα τους στα χαρακώματα, ενώ τα μαζικά παραγόμενα όπλα και πολεμοφόδια τους προσεφέραν την υλική δυνατότητα ένοπλων εξεγέρσεων μεγάλης κλίμακας. Τον Οκτώβριο του 1918 ξεσπά η γερμανική επανάσταση στο ναύσταθμο του Κιέλου. Μέχρι την αιματηρή κατάληξη της τον Ιανουάριο του 1919 γενικεύεται μια καθημερινότητα άκρως συγκρουσιακή με επίκεντρο τις μεγάλες πόλεις, όπως το Βερολίνο και το Αμβούργο και δευτερευόντως κάποιες επαρχιακές περιοχές. Όταν τους πρώτους μήνες του 1919 θα καταπνιγούν και οι τελευταίες εξεγέρσεις, η δημοκρατία της Βαϊμάρης θα στηθεί πάνω στα πτώματα της γερμανικής επανάστασης. Πολλά μπορούν να ειπωθούν για το βαϊμαρικό καθεστώς. Μια από τις προτεραιότητες του, για παράδειγμα, ήταν η οργάνωση μιας πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης για να αντισταθμίσει τα πολεμικά χρεούμενα και να ευθυγραμμίσει το κοινωνικό σώμα με τις απαιτήσεις της παραγωγής. Στις «επιτυχίες» αυτής της πολιτικής ήταν η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 30% και της κατανάλωσης κατά 15% την περίοδο 1925-
5
1928, την ίδια στιγμή που οι μισθοί παρέμεναν στα επίπεδα του 1913 (ή πιο κάτω) και η ανεργία σταθερά υψηλή. Στις άλλες «επιτυχίες» αυτής της πολιτικής άνηκαν θεσμικές παρακαταθήκες για το ναζιστικό καθεστώς, όπως οι νόμοι για την καταναγκαστική εργασία και το σύστημα της πρόνοιας (στη βάση του οποίου στήθηκε ένας κακόβουλος μηχανισμός ελέγχου, καταγραφής και κατακερματισμού της εργατικής τάξης), στα οποία δεν θα επεκταθούμε εδώ. Την ίδια στιγμή, η βαϊμαρική δημοκρατία θεωρήθηκε ένα από τα πιο «προοδευτικά» αστικά καθεστώτα για την εποχή της λόγω των προχωρημένων συνταγματικών ελευθεριών που παραχώρησε. Και πάλι οφείλουμε να αξιολογούμε αυτές τις κινήσεις σαν μια προσπάθεια διαχείρισης του ταξικού ανταγωνισμού από μεριάς ενός εθνο-κρατικού μηχανισμού που δεν είχε επιλύσει ακόμα τις εσωτερικές του αντιφάσεις*. Οπότε, οι «συνταγματικές ελευθερίες» ισοδυναμούν αφενός με μια αδύναμη μάλλον προσπάθεια της σοσιαλιστικής ηγεσίας να γεφυρώσει το τεράστιο χάσμα με τον κοινωνικό κορμό και να επιτύχει την κοινωνική της επικύρωση, και αφετέρου - και με ψιλά γράμματα - με μια επιβράβευση στα μικροαστικά στρώματα για την πατριωτική τους ανάταση επί Α’ Π.Π. Θεωρούμε ότι το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της περιόδου για τη Γερμανία είναι κεντρικής σημασίας για να μπορέσουμε να εντάξουμε σε αυτό, το χαρακτήρα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής παραγωγής, λόγω της προφανούς αντίφασης αυτών των δύο: από την μια, εσωτερική υποτίμηση, και από την άλλη, αρχιτεκτονική καινοτομία επιπέδου Bauhaus. Τη στιγμή που η Γερμανία, όπως και άλλα αστικά καθεστώτα, κλονίζονται στις αρχές του 20ου αιώνα από ανταγωνιστικές κινήσεις ποικίλης έντασης, το μήνυμα προς τους τεχνοκράτες και τους επιστήμονες διεθνώς είναι σαφές. Πρέπει να υποδειχθούν άμεσες και ρεαλιστικές λύσεις σε τομείς κομβικής σημασίας για τις κοινωνικές διεκδικήσεις. Όπως η στέγαση και η λειτουργική επάρκεια των πόλεων με κοινή συνισταμένη τον «εκμοντερνισμό» ως κοινωνικό τελεστή της προόδου. Οι φορείς που επινόησαν και υλοποίησαν αυτές τις πρώιμες μοντέρνες κατευθύνσεις υπόσχονταν τον τεχνικό και κοινωνικό μετασχηματισμό μιας ολόκληρης κοινωνίας. Μιας και την ίδια στιγμή οι μισθοί ήταν στον πάτο, η ανεργία στα ύψη και η καθημερινότητα για την εργατική τάξη αμφίβολη ανάμεσα στις ουρές για τα προνοιακά επιδόματα και τις ζωντανές αντιθέσεις στο δρόμο με τα σώματα ασφαλείας (freikorps). Με αυτά στο μυαλό θα προχωρήσουμε τώρα στο παράδειγμα της Φρανκφούρτης - μιας πόλης πρότυπο για τις μοντέρνες διευθετήσεις της.
* «Η δημοκρατία της Βαϊμάρης συνιστούσε ένα περίεργο κρατικό σύστημα: η περιοχή της Πρωσίας αποτελούσε πάνω από το μισό της επικράτειας της όπου - στα πλαίσια του ομοσπονδιακού συντάγματος - κυβερνούσε μια κυβέρνηση που δεν αντανακλούσε τις ίδιες σχέσεις εξουσίας με το εθνικό κοινοβούλιο. Στην πραγματικότητα, η Πρωσία κυβερνιόταν από τους Σοσιαλδημοκράτες, που ναι μεν μοιράζονταν την εξουσία με άλλα κόμματα, αλλά στην ουσία κατείχαν τον έλεγχο τόσο της δημόσιας διοίκησης όσο και τη κυβέρνησης», «Ναζισμός και Εργατική τάξη» , Sergio Bologna
6
Frankfurt & Ernst May Στοιχεία για την εξέλιξη της πόλης
Η Φρανκφούρτη συγκαταλέγεται στα μεγάλα αστικά κέντρα της επικράτειας για την περίοδο που προσεγγίζουμε. Το 1888 εγκαινιάστηκε στην πόλη ο μεγαλύτερος σιδηροδρομικός σταθμός της Ευρώπης. Τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν, λοιπόν, και μέχρι τον Α’ Π.Π., θα αναδειχθεί σε εμπορικό/επιχειρηματικό κέντρο και σε συγκοινωνιακό κόμβο με αυξημένη σημασία για την ευρύτερη περιοχή. Από σχεδιαστικής και πολεοδομικής άποψης μπορούμε να πούμε, ότι ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα η Φρανκφούρτη είναι επίσης μια πόλη-πρωτοπορία. Την ύστερη βασιλική περίοδο (1882-1914), και μέσα από τη δουλειά των αρχιτεκτόνων Obergurgermeisters και Adickes, λήφθηκαν μέτρα για την προώθηση της συλλογικής κατοικίας, τη φορολόγηση των γαιοκτημόνων, την ενίσχυση του αστικού zoning (χωροθέτηση λειτουργιών σε διακριτές ζώνες), το σχεδιασμό με βάση τις γενικές χωροθετήσεις (masterplan) και τα προνοιακά κοινωνικά προγράμματα προς τα κατώτερα στρώματα, ξεπερνώντας σε επίπεδο σχεδιασμού και συγκρότησης τη μέση ευρωπαϊκή μητρόπολη. Η πόλη ήταν επίσης τεχνικά προηγμένη: λίγο πριν τον Α’Π.Π τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας επεκτάθηκαν και χτίστηκαν νέα. Το εργοστάσιο φυσικού αερίου εκσυγχρονίστηκε με νέο εξοπλισμό και δημιουργήθηκαν τοπικές υπηρεσίες για τη δημοτική θέρμανση. Μέχρι το τέλος του Α’Π.Π., η δυνατότητα παραγωγής ενέργειας της πόλης ξεπερνούσε κατά πολύ τις ανάγκες της υπάρχουσας αγοράς. Η Φρανκφούρτη επηρεάστηκε πολύ άμεσα από τις συνέπειες του πολέμου, τόσο υλικά όσο και λειτουργικά. Το 1918 θα αποτελέσει, επίσης, μια από τις πρώτες πόλεις που θα τεθούν υπό εργατικό έλεγχο. Την ίδια στιγμή ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης και των στρατιωτών που επέστρεφαν από τα μέτωπα, ενώ τα οικιστικά προγράμματα έμεναν στάσιμα μέχρι το 1923 λόγω του υψηλού
9
πληθωρισμού, και οι ανάγκες οικιστικής αποκατάστασης πολλαπλασιάζονταν*. Η οικιστική αγορά απελευθερώθηκε με την εισροή αμερικανικού κεφαλαίου και τη νομοθετική πράξη (Hauszinssteuer Act) του 1924, η οποία επέτρεπε στη δημοτική αρχή να φορολογεί τους ιδιοκτήτες κατοικιών που δεν ήταν χρεωμένοι με στεγαστικά δάνεια. Σαν οικονομικό μέτρο κρίθηκε εξαιρετικά πετυχημένο την περίοδο 1924-1930, αν αναλογιστεί κανείς ότι το ίδιο διάστημα χτίστηκαν συνολικά 1.650.000 μονάδες κατοικίας σε όλη τη Γερμανία με κρατικά έξοδα. Οι οικισμοί της Φρανκφούρτης αποδείχτηκαν μια ζωντανή απόδειξη της καλπάζουσας οικοδομικής δραστηριότητας με επίκεντρο τη μαζική παραγωγή κατοικίας. Η πρόσφατη σχεδιαστική παράδοση της πόλης και η τεχνική υποδομή της ήταν το κατάλληλο υπόβαθρο για την υλοποίηση μιας πόλης-αποδεικτικό πεδίο του σύγχρονου σχεδιασμού. Η τοπική διοίκηση συνέταξε το 1925 ένα δεκαετές πρόγραμμα στεγαστικής αποκατάστασης και «αναβάθμισης του βιοτικού επιπέδου» με επικεφαλής τον Ernst May. Την περίοδο 1926-1927 μόνο, χτίστηκαν 5.500 κατοικίες - η μεγαλύτερη οικοδομική δραστηριότητα που σημειώθηκε στη χώρα, αλλά ελάχιστη ταυτόχρονα, σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό - με εκ νέου πρόβλεψη για 16.000 ακόμα κατοικίες σε τέσσερα χρόνια. Η πρόθεση του May ήταν οι οικισμοί που είχε αναλάβει - οι οποίοι αντιστοιχούσαν στη συντριπτική πλειοψηφία του νέου κτιριακού αποθέματος της Φρανκφούρτης - να λειτουργούν σαν ολοκληρωμένα αστικά σύνολα. Περιοχές αυτάρκεις, με σχολεία, εκκλησίες, φούρνους και ιατρεία όπου θα προβλέπονται κοινόχρηστες λειτουργίες και θα προωθούνται συλλογικά πρότυπα ζωής. Και πιο πολύ, οι νέοι οικισμοί αποδείκνυαν τις τεχνικές δυνατότητες της νέας εποχής: ηλεκτροδοτούμενες κατοικίες από προκατασκευασμένα στοιχεία, που συναρμολογούνταν σε εργοστάσια στημένα στην τοποθεσία της κατασκευής μόνο γι’ αυτό το σκοπό, τυποποιημένα οικοδομικά μέρη και έπιπλα. To Romerstadt, για παράδειγμα, ένας από τους πρώτους οικισμούς που σχεδίασε ο May, ήταν η πρώτη πλήρως ηλεκτροδοτημένη συνοικία στη Γερμανία, όπου και δοκιμάστηκε η κουζίνα της Φρανκφούρτης.
* Πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικές όταν μιλάμε για τις στεγαστικές ανάγκες των διάφορων πληθυσμών στον ιστορικό τους χρόνο και πώς οι διάφοροι επίσημοι φορείς - κοινωνικοί ή τεχνικοί - ήρθαν να τις υπερκεράσουν. Η πληροφόρηση πάνω σε αυτές τις ανάγκες από τις ιστορικές πηγές είναι κατά βάση μια ιστοριογραφία που λίγο καταγράφει από τα κάτω και ισχυρίζεται πολλά από τα πάνω. Όσο δεν γνωρίζουμε (που δεν γνωρίζουμε) το πώς οι προλετάριοι και οι προλετάριες στη Γερμανία διευθετούσαν τη στέγαση τους - αν ήταν μικρό-ιδιοκτήτες ή έμεναν παράνομα σε άδεια κτίρια ή είχαν τη δυνατότητα να αυτο-στεγάζονται σε δικές τους κατασκευές ή κληρονομούσαν τις ιδιοκτησίες τους από την οικογένεια - και το κατά πόσο οι τρόποι αυτοί ήταν κοινωνικά και πολιτικά νομιμοποιημένοι δεν μπορούμε να καταλάβουμε και πολλά. Και δεν μπορούμε επουδενί να παραδεχτούμε ότι ο επίσημος σχεδιασμός ήταν η μόνη λύση για τη στέγαση ή ότι οι προθέσεις πάνω στις οποίες καινοτόμησε δίχως προηγούμενο ήταν να λύσει πράγματι κάποιο στεγαστικό πρόβλημα ενιαία και καθολικά. «Der Geschmack der Mieter ist nicht der Geschmack der Architekten» (Οι ορέξεις των ενοίκων δεν ταυτίζονται με τις ορέξεις των αρχιτεκτόνων)
10
Στο δια ταύτα Στο όνομα της αλλαγής και της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, η τοπική αυτοδιοίκηση, οι σχεδιαστές και οι κατασκευαστικές εταιρίες ανέδειξαν τη Φρανκφούρτη σε πόλη-μοντέρνα φαντασίωση. Όπως είδαμε όμως και πιο πάνω, η φαντασίωση δεν αφορούσε τόσο αυτούς για τους οποίους τυπικά προορίζονταν. Οι τεχνολογικές καινοτομίες του μεσοπολέμου αναπαράγονταν σχεδόν ναρκισσιστικά στους τόπους συνάντησης των επίσημων εκπροσώπων του τεχνοκρατικού βραχίονα της αστικής τάξης, όπως τα εκθεσιακά κέντρα, τα πρώτα καταστήματα και τα αρχιτεκτονικά συνέδρια. Οι επενδύσεις του κεφαλαίου σε υποδομές, κτίρια και μηχανές, από την άλλη, αλλά και οι μελέτες του τεχνοεπιστημονικού κλάδου πάνω σε αυτά, ήταν μια συνέπεια του καιρού τους. Το πέρασμα στη μαζική παραγωγή επιταχύνθηκε άλλωστε με «θαυμάσια» αποτελέσματα στον Α’Π.Π.: «η μαζική παραγωγή όπλων και πολεμοφοδίων (άρα ολόκληρος ο κύκλος της σιδηρουργίας, απ ’τα ορυχεία μέχρι τα χυτήρια, αλλά και ο χημικός κύκλος παραγωγής εκρηκτικών και δηλητηριωδών αερίων), η μαζική παραγωγή στολών, παπουτσιών, τροφίμων και ιατρικών εφοδίων για τα μέτωπα (άρα ο κύκλος της κλωστοϋφαντουργίας και ξανά της χημείας φαρμάκων), η μαζική παραγωγή οχημάτων για στρατιωτική χρήση (άρα και η αυτοκινητοβιομηχανία), εγκατέστησαν απότομα και βίαια μέσα σε ελάχιστα χρόνια νέες σχέσεις παραγωγής: εν σειρά και σε τεράστιες ποσότητες - με μαζική χρήση ανειδίκευτης εργασίας»**. Μετά το τέλος του πολέμου οι βιομηχανίες που είχαν ήδη αναδιαρθρωθεί στράφηκαν στην παραγωγή εμπορευμάτων ειρηνικής χρήσης (προτού καταβαραθρωθούν στο παραγωγικό τους πλεόνασμα) όπως τα ιδιόκτητα οχήματα, τα έπιπλα ή οι πρώτες οικιακές ηλεκτρικές συσκευές. Ο κατασκευαστικός κλάδος και η σύγχρονη οικοδομική είναι ένα πεδίο όπου κατεξοχήν αξιοποιήθηκαν οι τεχνικές δυνατότητες των νέων παραγωγικών σχέσεων: από τα προκατασκευασμένα τμήματα κτιρίων, τα τυποποιημένα στοιχεία, όπως τα υαλοστάσια και τα δομικά υλικά, μέχρι τη μαζική αξιοποίηση του ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού στα εργοτάξια. Οι δυνατότητες αυτές επηρέασαν αδιέξοδα και τη διαδικασία του σχεδιασμού που ενσωμάτωσε τις αρχές της κανονικοποίησης και του ορθολογισμού, την προοπτική του μαζικά και εν σειρά παραγόμενου. Το όραμα όπως και να έχει δεν ευοδώθηκε, μιας και οι παραγωγικές δυνατότητες ξεπερνούσαν ακόμα κατά πολύ τις αγοραστικές δυνατότητες των αδιαμόρφωτων ακόμα καταναλωτών. Όπως ξαναείπαμε, οι μισθοί παρέμεναν στα επίπεδα του 1913, ενώ η ανεργία ήταν αρκετά υψηλή. Ένας παραπάνω λόγος ήταν ότι, αν και το νέο νόμισμα (reichsmark/1924) σταθεροποίησε την οικονομία, το κόστος ζωής δεν μειώθηκε στα προπολεμικά επίπεδα. Παράλληλα, το κόστος της κατασκευής διπλασιάστηκε από το 1914 στο 1929 και τα επιτόκια αυξήθηκαν κατά 250%, εκτοξεύοντας τις τιμές των ενοικίων.
** Κόκκινες Σελίδες 0,2: Η Μεγάλη Κρίση στα 30s’ και ο Κέυνς
11
Wohnkultur και ο Taylor στο νοικοκυριό Η καταγωγή της σχεδιαστικής ομάδας May Στο οικιστικό πρόγραμμα της Φρανκφούρτης την περίοδο 1925-1929, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη μελέτη της οικιακής ζωής (Wohnkultur): ο May δημοσίευσε αργότερα μια έρευνα στο περιοδικό Das Neue Frankfurt, η οποία καταπιανόταν με το νοικοκυριό, την κουζίνα, την καταναλωτική αγορά οικιακών προϊόντων και συσκευών, μέχρι και το σχεδιασμό αιθουσών διδασκαλίας για την οικιακή οικονομία. Η ομάδα σχεδιασμού που είχε στην υπηρεσία του, είχε σπουδάσει ψυχολογία, κοστολόγηση (evaluation) υλικών και προϊόντων και αρχές επιστημονικού μάνατζμεντ εφαρμόσιμες στην κατοικία. Τόσο η στοχοθεσία του προγράμματος, όσο και η επιλογή των συντελεστών έδειχνε προς μία κατεύθυνση: τον σχεδιασμό μαζικά παραγόμενων και αποτελεσματικών νοικοκυριών, με τη χρήση των ίδιων ακριβώς μεθόδων σύμφωνα με τις οποίες παράγονται όλα τα υπόλοιπα μαζικώς παραγόμενα προϊόντα στο εργοστάσιο. Οι κατευθύνσεις αυτές δεν ήταν κάτι καινούργιο για την εποχή. Αντίθετα, ο τρόπος σχεδιασμού αυτός εναρμονίζεται πλήρως με ένα ευρύτερο κλίμα, που χρησιμοποιεί ως βάσεις τη λειτουργικότητα και την οικονομία. Τέτοιες μεθοδολογικές αρχές κυκλοφορούν και εφαρμόζονται ήδη εδώ και μια δεκαετία και οφείλουν την καταγωγή τους στην προπολεμική Αμερική του 1911 και στο Επιστημονικό Μάνατζμεντ του Taylor*. Συγκεκριμένα, η πρώτη τεκμηριωμένη και σημαντική απόπειρα ενσωμάτωσης των αρχών του επιστημονικού μάνατζμεντ και της ορθολογικής διαχείρισης του νοικοκυριού έγινε το 1913 από την αμερικανή Christine Frederick, στο βιβλίο της με τίτλο «The New House-keeping: Efficiency Studies in Home Management» που εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 1912.
*Παραπάνω πληροφορίες στο παράρτημα στο τέλος της μπροσούρας.
13
C. Frederick, «ορθολογικό νοικοκυριό» και οι προεκτάσεις στην Ευρώπη. Η Frederick, επαγγελματίας νοικοκυρά -όπως η ίδια δήλωνε- μέσα από αυτό το έργο καταπιάνεται με τα ζητήματα του νοικοκυριού και της γυναικείας θέσης, προσπαθώντας να κατανοήσει του λόγους για τους οποίους οι γυναίκες δεν ενδιαφέρονται πλέον για τους θεσμούς της οικογένειας και του σπιτικού. Όντας γυναίκα ενός συμβούλου επιχειρήσεων, ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε στρέψει το ενδιαφέρον του στο νέο μοντέλο οργάνωσης της εργασίας που ονομάστηκε τεϊλορισμός, επηρεάζεται έντονα. Όπως υποστηρίζει, παρακολουθώντας τις ομιλίες των συναδέλφων του άντρα της για το επιστημονικό μάνατζμεντ, ξεκίνησε να ασχολείται με την αποτελεσματικότητα της εργασίας του νοικοκυριού κάνοντας έρευνες και μελέτες. Η ίδια γράφει σε ένα απόσπασμα από το συγκεκριμένο βιβλίο: «George, είπα στον άντρα μου, μου φαίνεται πως αυτή η αποτελεσματικότητα που έχει γίνει της μόδας τελευταία, έχει μεγάλη σχέση με το σύγχρονο νοικοκυριό. Ξέρεις, λέω να εφαρμόσω τις αρχές του εδώ, στο σπίτι μας! Δε θα κάτσω να βλέπω εσάς τους άντρες να ασχολείστε με όλα τα σπουδαία πράγματα! Θα κοιτάξω να βρω πώς κάνουν τις έρευνές τους αυτοί οι ειδικοί και όλα τα άλλα, και μετά θα μπορώ να τα εφαρμόσω κι εγώ στο εργοστάσιό μου, στην επιχείρησή μου, στο σπιτικό μου.» «Όσο πιο πολύ το σκεφτόμουν τόσο πιο ελκυστική μου φαινόταν η ιδέα. Λίγες μέρες πριν, είχα διαβάσει ένα άρθρο μιας γνωστής κυρίας που είχε καταφέρει να λύσει το υπηρετικό πρόβλημα αντικαθιστώντας τους τρεις υπηρέτες της με ακριβές οικιακές συσκευές. Ένα άλλο άρθρο μιλούσε για τις γυναίκες που προτιμούν να νοικιάζουν δωμάτια ή να μένουν σε μικρά διαμερισματάκια απ’ το να υποστούν το βάρος του αληθινού νοικοκυριού.» «Ένας τρίτος συγγραφέας είχε γράψει σελίδες και σελίδες για την νεολαία που παντρεύεται όλο και λιγότερο, κατά την γνώμη του γιατί οι σύγχρονες νέες φοβούνται το μόχθο των οικιακών. Από παντού έβλεπα να ασχολούνται με το πρόβλημα του σπιτιού το πρόβλημα της λάτρας και των οικιακών.»* Ο στόχος της μέσα από αυτό το έργο, ήταν να καταφέρει να εντάξει την λογική του τεϊλορισμού μέσα στο νοικοκυριό. Προκειμένου αυτό να συμβεί, έπρεπε για αρχή να χρονομετρήσει και να καταγράψει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Έπειτα, να τις εξορθολογικοποιήσει και τυποποιήσει. Και τέλος, να πειθαρχήσει τόσο τον εαυτό της, όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, στη βάση του νέου μοντέλου. Όλοι έπρεπε να είναι εκπαιδευμένοι με βάση το χρονόμετρο. Ο χρόνος έπρεπε να είναι άρτια τεμαχισμένος ώστε να είναι αποτελεσματικά εκμεταλλεύσιμος. Οι νοικοκυρές έπρεπε να ξέρουν να χρησιμοποιούν τα εργαλεία τους σωστά προκειμένου να μην κουράζονται άσκοπα, λόγω λάθος χειρισμών. Οι συσκευές και τα εργαλεία έπρεπε να είναι σωστά αρθρωμένα στο χώρο, ώστε να μπορούν μέσα από την τυποποίηση των κινήσεων, να εξοικονομήσουν χρόνο και ενέργεια. Έτσι η γυναίκα, για παράδειγμα, όφειλε να γνωρίζει τους απαιτούμενους χρόνους για κάθε καθήκον και να ρυθμίζει αντίστοιχα το ημερήσιο πρόγραμμα των παιδιών της ώστε να μην την ενοχλούν στις άλλες εργασίες της.
*Monitor06, αφιέρωμα στον Taylor και στον τεϊλορισμό,
14
Ακόμη, παρότι ήταν θερμή υποστηρίκτρια των ηλεκτρικών συσκευών, αναγνώριζε ότι την εποχή εκείνη, λόγω του περιορισμένου ποσοστού ηλεκτροδότησης, μικρή θα μπορούσε να είναι η εφαρμογή τους στα μεσαία νοικοκυριά. Έκρινε περισσότερο αναγκαία την καλύτερη χωροθετική οργάνωση της κουζίνας και την υιοθέτηση πρότυπων τρόπων οικιακής εργασίας, ως μέσα ελέγχου ή και ολικού αφανισμού του υπηρετικού προσωπικού. Η Frederick είχε μία επικριτική διάθεση απέναντι σε εκείνες που επέλεγαν την εργασία, την εργένικη ζωή ή απαρνούνταν τη μητρότητα. Πίστευε ότι ο εξορθολογισμός του νοικοκυριού ήταν ένα πρώτης τάξεως κίνητρο επιστροφής της γυναίκας στην κουζίνα της. Η εργογραφία της Frederick δεν τελειώνει σε αυτό το βιβλίο. Έκανε και άλλες μελέτες, έγραψε βιβλία, άρθρα και διαλέξεις. Ταξίδεψε στο εξωτερικό πηγαίνοντας σε διάφορα μέρη του τότε δυτικού κόσμου και μετέδωσε τις γνώσεις και τα συμπεράσματά της. Το έργο της επηρέασε ένα μεγάλο πλήθος σχεδιαστών που ασχολήθηκε με το σχεδιασμό του σπιτιού. [ενδειτικτικά στη Γερμανία: (α) Bruno Taut - Die neue Wohnung: Die Frau als Schoepferin (The New House: The Woman as Creator), (β) Grete and Walter Dexel - Das Wohnhaus von Heute (The Dwelling of Tomorrow), (γ) Ludwig Neundorfer - So wollen wir wohnen (This is How We Want to Live)]. Ακόμη, η Frederick αναδύθηκε σε κύρια εκπρόσωπο της οικιακής αποτελεσματικότητας, «αξία» η οποία έγινε ατού στην προώθηση προϊόντων και στο μάρκετινγκ βιομηχανιών που παρήγαγαν οικιακές συσκευές. Με τη λήξη του Α’Π.Π., οι ιδέες της αποτελεσματικότητας φαίνεται να έχουν επεκταθεί και στην Ευρώπη. Από το 1920 και μετά, τόσο εντός του πλαισίου διάφορων στεγαστικών προγραμμάτων των χωρών, όσο και εντελώς αυτόνομα, πραγματοποιήθηκαν αρκετές προσπάθειες σχεδιασμού και προώθησης κατοικιών και προϊόντων βασισμένα στις αρχές της λειτουργικότητας και την οικονομίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η δουλειά της M. Lihotzky το 1921 στη Βιέννη - λίγα χρόνια προτού ενταχθεί στην διεπιστημονική ομάδας του May στην Φρανκφούρτη. Εκεί, η Lihotzky επιχειρεί να σχεδιάσει μια «σύγχρονη και αποτελεσματική» κουζίνα, για τις εργατικές κατοικίες της κόκκινης Βιέννης. Στη «Live-In-Kitchen» δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην τυποποίηση της διαρρύθμισης, στην αφομοίωση των νέων επιστημονικών αρχών και εργασιακών μεθόδων, στην ελαχιστοποίηση και βέλτιστη διαχείριση του χώρου και στην κατά το δυνατόν πιο αποτελεσματική χρήση της κουζίνας. Όπως αναφέρει και η ίδια: «Πρέπει να σχεδιάζουμε μικρές κουζίνες, όχι μόνο για να εξοικονομήσουμε χώρο και χρήματα, αλλά κυρίως χρόνο». Η κουζίνα της Φρανκφούρτης, καθώς και άλλα αντίστοιχα παραδείγματα, καταδεικνύουν την τάση της εποχής. Σε συνδυασμό με τη μελέτη της Frederick που μεταφράζεται το 1922 στα γερμανικά από την Irene Witte, (επικεφαλής του γερμανικού Ινστιτούτου Μελέτης και Έρευνας της Εργασιακής Επιστήμης και Ψυχοτεχνολογίας) θα αποτελέσουν τη βάση πάνω στην οποία θα εξελιχθεί η προσαρμογή του νοικοκυριού στα τεϊλορικά πρότυπα εργασίας στην Ευρώπη του μεσοπολέμου.
15
Η εφαρμογή των ιδεών στη Φρανκφούρτη Πίσω στη Φρανκφούρτη, οι προσπάθειες εκμοντερνισμού της κουζίνας έλαβαν έντονα υπόψιν τους αυτές τις έρευνες, μετατρέποντας το σπίτι σε μια «μηχανή αποτελεσματικότητας» και το κέντρο της «οικιακής εργασίας» σε επαγγελματικό «γραφείο» της νοικοκυράς. Τέτοια πεδία επιδεχόταν πλέον ατέρμονες τεχνολογικές βελτιώσεις για τους σχεδιαστές και τους κατασκευαστές.
Ο May εστίασε στην παραγωγή ποιοτικών και ταυτόχρονα προσιτών μαζικά παραγόμενων κατοικιών. Παρότρυνε, λοιπόν, τους αρχιτέκτονες του να σχεδιάζουν σπίτια τα οποία συμπεριλάμβαναν κάθε αναγκαία λειτουργία - αλλά τίποτα παραπάνω. Καθοδηγούμενοι, έτσι, από τις μεθοδολογικές αρχές που είχαν εφαρμοστεί στη σύγχρονη βιομηχανία, σχεδιαστές και μεταρρυθμιστές επεξεργάστηκαν την αναδιοργάνωση του νοικοκυριού με γνώμονα τη λειτουργικότητα και την οικονομία. Το τελικό τους πόρισμα ήταν ότι η αύξηση της παραγωγικότητας και ο λιγότερος «χαμένος κόπος» έφερναν μια ισορροπημένη οικιακή ζωή, έναν ευχαριστημένο σύζυγο και περισσότερα και πιο υγιή παιδιά. Με την εφαρμογή των σύγχρονων μεθόδων οικιακής πρακτικής οι εμπειρογνώμονες υπόσχονταν ότι οι μεσοαστές θα μπορούσαν τώρα να κάνουν με άνεση τις δουλειές τους και να διαθέτουν ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό τους, οι αστές να ελέγχουν καλύτερα τις υπηρέτριες τους, ενώ οι γυναίκες της εργατικής τάξης να δουλεύουν εντός και εκτός σπιτιού χωρίς να εξαντλούνται (και να πεθαίνουν νέες). Τα πορίσματα αυτά συνέπλευσαν με την πολιτική του redomestication*, μιας κρατικής πολιτικής που υποστηρίχθηκε από έναν συνασπισμό κρατικών παραγόντων, γυναικείων οργανώσεων της μεσαίας τάξης και κατασκευαστών βιομηχανικών προϊόντων. Στο πλαίσιο της καμπάνιας, οι εμπλεκόμενοι φορείς προσπάθησαν αφενός να επανατοποθετήσουν ηθικά και πραγματικά τη γυναίκα στο σπίτι, ως το χώρο εργασίας που της αντιστοιχούσε στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας** και αφετέρου να επαναπροσδιορίσουν το πρότυπο του νοικοκυριού ως «το επαγγελματικό εργασιακό περιβάλλον» για τις γυναίκες, το οποίο απαιτεί την ίδια επιστημονική έρευνα όπως και η γραμμή παραγωγής για τους άντρες. Κατά τη διάρκεια του 5ετούς προγράμματος στεγαστικής αποκατάστασης, διάφορες πειραματικές εκδοχές σε αυτή τη βάση εγκαταστάθηκαν στους οικισμούς. Το πιο γνωστό πρότζεκτ αυτών, ήταν η κουζίνα της Φρανκφούρτης της Margarete Lihotzky (1926).
16
*Redomestication - Γενικό πλαίσιο της πολιτικής του Redomestication στη Γερμανία του Μεσοπολέμου: Αξίζει σε αυτό το σημείο να κάνουμε μια αναφορά στους έμφυλους κοινωνικούς συσχετισμούς της Γερμανίας την εποχή που σχεδιάζεται η κουζίνα της Φρανκφούρτης. Είναι τότε που αναδεικνύεται μια νέα γυναικεία φιγούρα. Η επονομαζόμενη «Νέα Γυναίκα» με τα κοντά μαλλιά, τις αδρές γραμμές των φορεμάτων της, την ανεξαρτησία της ανύπαντρης ζωής και της εργασίας της, αναδύεται ως ημι-πολιτικό αλλά σίγουρα επαναστατικό υποκείμενο στην κοινωνία του μεσοπολέμου. Για τους ορθόδοξους άντρες, σοσιαλιστές και συντηρητικούς από κοινού, το όραμα της «Νέας Γυναίκας» ενσαρκώνει τη γυναικεία απειλή απέναντι στο κατεστημένο μοντέλο οικογενειακής οργάνωσης και κοινωνικής ιεραρχίας και παράλληλα συνιστά μια προδιαγεγραμμένη πορεία προς την πνευματική υποβάθμιση και οικονομική καταστροφή της εργατικής τάξης της Γερμανίας. Οι προβληματισμοί τους αυτοί ενισχύονται από τα ανησυχητικά δημογραφικά δεδομένα που, εν μέρει εξαιτίας της «απεργίας των γεννήσεων» αλλά και του πολέμου, δείχνουν τα ποσοστά των γεννήσεων εμφανώς μειωμένα (3-9 γέννες ανά νοικοκυριό). Ενώ, λοιπόν, οι Γερμανίδες αρνούνται ή καθυστερούν να γίνουν μητέρες, από το 1917 τα ποσοστά των γυναικών που εργάζονται ή σπουδάζουν γνωρίζουν εντυπωσιακή άνοδο, σε πλήρη αντίθεση με την υψηλή ανεργία που μαστίζει τον πληθυσμό των αντρών. Ταυτόχρονα, η τάση αυτή των γυναικών των χαμηλών στρωμάτων δημιουργεί πρόβλημα και στη γενικότερη οικονομία, καθώς αφενός η μεσαία και μεγαλοαστική τάξη διαμαρτύρεται για την έλλειψη σε υπηρετικό προσωπικό, ενώ αφετέρου η αναπαραγωγή του φτηνού εργατικού δυναμικού κινδυνεύει. «Ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων -ο συγκαλυμμένος μισογυνισμός του τρόμου απέναντι στη «Νέα Γυναίκα» μαζί με τα τοξικά οικονομικά ζητήματα- κατέληξε στην κρατική πολιτική του επονομαζόμενου “female redomestication”». Πρόκειται για μια «κραυγή» για τη διάσωση της πυρηνικής οικογένειας μέσω του επαναπροσδιορισμού της «γυναικείας σφαίρας». Η πολιτική του redomestication μπορεί να οριστεί ως ένας χαλαρός συνασπισμός ομάδων συμφερόντων που προσπάθησε να «επαναδιεκδικήσει» τη γυναικεία σφαίρα, στηρίζοντας την, την ίδια στιγμή, ως ιδεολογικό ισοδύναμο των ανδρικών επαγγελμάτων και διαχωρίζοντας την από τη δουλειά του εργοστασίου που ήταν απλά μισθωτή εργασία. Η πολιτική του redomestication υποστηρίχθηκε και συνδιαμορφώθηκε από τις γυναίκες της άρχουσας τάξης με την καμπάνια «Πολιτική της Μητρότητας». Η ένωση γυναικείων συλλόγων Γερμανίας (Bund Deutscher Frauvereine - BDF), αναπτύχθηκε ως ένας συνασπισμός οργανώσεων αστών γυναικών στο πνεύμα του πατριωτικού αισθήματος και της συντηρητικής αντίδρασης που ακολούθησε τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μέχρι το 1920 η BDF απαριθμούσε πάνω από 6.000 οργανώσεις-μέλη και στο σύνολο πάνω από ένα εκατομμύριο γυναίκες. Μετά τον πόλεμο, η BDF χρησιμοποίησε τη διευρυμένη σφαίρα επιρροής της -που προέκυπτε από κοινωνικούς, οικογενειακούς αλλά και θεσμικούς δεσμούς - ώστε να παίξει καίριο ρόλο σε εθνικές και βιομηχανικές συμβουλευτικές επιτροπές που προωθούσαν τη συγκεκριμένη πολιτική. Η συνεργασία μεταξύ κράτους και BDF μερίμνησε επίσης για τη διαμόρφωση μιας νέας ομοσπονδιακής εκπαιδευτικής πολιτικής που έφερε στα σχολεία μαθήματα οικοκυρικής. Ταυτόχρονα η προσπάθεια για διατήρηση μιας «υπηρετούσας» τάξης ώθησε στη δημιουργία επαγγελματικών γυμνασίων θηλέων, τα οποία εκπαίδευαν τις γυναίκες ως «επαγγελματίες» σε οικιακές δουλειές. Πίσω από αυτές τις αλλαγές βρέθηκε το γραφείο δημόσιων υπηρεσιών της Φρανκφούρτης, και όχι κάποιος ομοσπονδιακός πολιτικός φορέας, μιας και οι εξουσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης στη βαϊμαρική Γερμανία ήταν ενισχυμένες.
17
Άποψη από την κουζίνα της Φρανκφούρτης
Κουζίνα: από την καταγωγή της μέχρι την κουζίνα της Φρανκφούρτης Η καταγωγή της κουζίνας Η κουζίνα, ιδιαίτερα της εργατικής τάξης, ως χώρος-δωμάτιο της κατοικίας δεν ήταν πάντοτε όπως την ξέρουμε σήμερα. Κάποτε, μάλιστα, δεν υπήρχε καν. Πριν τα μέσα του 19ου αιώνα και όσο οι κοινωνίες οργανώνονταν σε αγροτική βάση, ο χώρος του μαγειρέματος, της διημέρευσης και του ύπνου ήταν ένας και μοναδικός και οργανωνόταν με κέντρο το τζάκι. Αυτός ο μοναδικός χώρος πολλαπλών χρήσεων ήταν κεντρικής σημασίας για την ύπαρξη, την επιβίωση, την επιτέλεση των καθημερινών οικιακών εργασιών αλλά και όλων των εργασιών της οικογένειας, αν σκεφτούμε ότι δουλειά και νοικοκυριό ήταν στην ουσία το ίδιο ακριβώς πράγμα σε έναν ενιαίο κύκλο οικιακής παραγωγής και κατανάλωσης. Η δομική αλλαγή που οδήγησε στην συγκρότηση ενός ξεχωριστού χώρου για την παρασκευή φαγητού ήταν η υιοθέτηση της καμινάδας στις αρχές του 17ου αιώνα. Η εστία μεταφέρθηκε στον τοίχο και ο καπνός διοχετεύτηκε μέσω της καμινάδας έξω από το σπίτι. Μετά από μια σειρά σταδιακών αλλαγών μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα κάθε αστικό σπίτι στην Αγγλία θα ήταν εξοπλισμένο με ένα τζάκι (περίκλειστο κατά περίπτωση), ένα λέβητα νερού και ένα φούρνο υγραερίου. Στις πρώτες μεγάλες βιομηχανικές πόλεις, η κουζίνα θα αρχίσει ωστόσο, να αναγνωρίζεται σαν αναγκαίος χώρος μιας κατοικίας. Με την περίφραξη των μέχρι τότε κοινόχρηστων γαιών, οι αγροτικοί πληθυσμοί μετακινούνται βίαια στις πόλεις και από αγρότες μετατρέπονται σε μισθωτούς εργάτες, δουλεύοντας για να επιβιώσουν, αφού πλέον δεν διέθεταν τα μέσα για την οικιακή παραγωγή ή τουλάχιστον δεν ήταν αυτάρκεις μόνο με αυτά. Η ζωή στις αστικές συγκεντρώσεις μεγάλης κλίμακας είναι άρδην διαφορετική από τον πρότερο βίο στην ύπαιθρο: οι νέες μάζες των πόλεων κατοικούν κυρίως σε οργανωμένες εργατικές κατοικίες, χτισμένες από κεντρικό σχεδιασμό και εξοπλισμένες με τα νέα συστήματα παροχής νερού και γκαζιού, και πιο μετά, ηλεκτροδότησης.
19
Η κουζίνα ως ξεχωριστός χώρος του σπιτιού, λοιπόν, γεννιέται χωρικά και σχεσιακά με αυτόν τον πρώτο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, σε μισθωτή εργασία έξω από το σπίτι, που αναλαμβάνει ο άντρας, και σε αναπαραγωγική εργασία εντός του σπιτιού, που αναλαμβάνει η γυναίκα. Όλα αυτά σε άμεση συνάρτηση με το νέο περιβάλλον κατοίκησης και τις νέες τεχνικές δυνατότητες. Ο έμφυλος καταμερισμός της εργασίας συνιστούσε μια βασική προϋπόθεση στην νέα κατανομή των ρόλων. Ενώ οι περισσότερες γυναίκες της εργατικής τάξης ήταν και οι ίδιες εργάτριες, κοινωνικά η γυναίκα ήταν η κύρια υπεύθυνη για την ανατροφή των παιδιών, την επιμέλεια του σπιτιού και όλες τις άλλες εργασίες που επέτρεπαν στον άντρα εργάτη να δουλεύει, δηλαδή την παρασκευή του φαγητού, το πλύσιμο των ρούχων κ.τ.λ., Από εκεί και έπειτα, η κουζίνα αναγνωρίζεται ως ο απόλυτος γυναικείος χώρος. Παράλληλα θεωρείται ο πιο βρώμικος χώρος του σπιτιού αφού συγκεντρώνει όλες εκείνες τις πρακτικές που κρίνονται ανθυγιεινές και «επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία» και άρα χρήζει διαρκούς εξυγίανσης. Ταυτόχρονα συνεχίζει να μετασχηματίζεται, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αναθεώρησης των όρων της αναγκαίας οικιακής κατανάλωσης. Και όλα αυτά σε αντιστοιχία με τα συστήματα που υποκατέστησαν την οικιακή παραγωγή (όπως οι βιοτεχνίες, οι εκβιομηχανισμένες αλυσίδες παραγωγής τροφίμων και οι κονσέρβες) και τις τεχνολογίες συντήρησης και επεξεργασίας της τροφής.
κουζίνα Woodward & Lothrop, 1917
20
Η κουζίνα της Φρανκφούρτης Η κουζίνα της Lihotzky αναδεικνύεται σαν ένα μανιφέστο οικονομίας του χώρου. Προηγήθηκαν αυτού του μοντέλου αρκετές ακόμα δοκιμές, τόσο της ίδιας στο οικιστικό πρόγραμμα της Βιέννης, όπως και δύο προπλάσματα κουζίνας που εξέθεσε η Erna Meyer, ως επικεφαλής της ενότητας του νοικοκυριού, «Εποικισμός και Στέγαση» (Siedlung und Wohnungen), στην έκθεση της Στουτγκάρδης το 1927. Το ένα μάλιστα, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα J.J. P. Oud., έγινε μια από τις πιο γνωστές και συχνά αναπαραγόμενες κουζίνες της βαϊμαρικής περιόδου. Με τη Lihotzky, ωστόσο, η κουζίνα σαν χώρος ωρίμασε πλήρως ως εξάρτημα ενός εξαιρετικά εξειδικευμένου εξοπλισμού - ένας χώρος εργασίας όπου όλες οι συσκευές ήταν μια προέκταση του χεριού του «χειριστή» - χρήστη. Τα μεθοδολογικά της βήματα αντιστοιχούν απόλυτα στην τεϊλορική προσέγγιση της εργασίας στο εργοστάσιο: ώρες παρατήρησης και καταγραφής κινήσεων και «άσκοπων» χειρισμών από τον επιστημονικό θάλαμο, μετρήσεις του εξοπλισμού, μετρήσεις του ανθρώπινου σώματος στην κινησεολογία του. Και το πόρισμά: η κάτοψη των 1,9 x 3,43 μέτρων ήταν επιστημονικά υπολογισμένη ως η βέλτιστη διαστασιολόγηση του χώρου, προκειμένου κάθε κίνηση να είναι τέλεια αποτελεσματική και κάθε χειρισμός συντονισμένος. Το χρώμα φώτιζε τον κόσμο της νοικοκυράς και έκανε τις δουλειές του σπιτιού πιο υποφερτές, οι επισμαλτωμένες επιφάνειες έκαναν το καθάρισμα πιο εύκολο, τα έπιπλα με λιτές γραμμές περιόριζαν το ξεσκόνισμα σε δυσπρόσιτα σημεία. Πέρα από την εφισταμένη ανάλυση της διεξαγωγής των κινήσεων στην κουζίνα, η Lihotzky φέρεται να εμπνεύστηκε τη σφιχτή διαρρύθμιση της κουζίνας από μονάδες ταχυφαγείων και τρόλεϊ φαγητού στο πνεύμα της παρασκευής των περισσότερων δυνατών γευμάτων (δηλαδή εργασιών) στον ελάχιστο χρόνο και χώρο. Σε επίπεδο κάτοψης η κουζίνα μετατράπηκε σε «γωνία» του σπιτιού. Προκειμένου το σπίτι να παρέχει ηρεμία και ανάπαυση από την εργασία στον έξω κόσμο οι δουλειές του σπιτιού έπρεπε να είναι απομονωμένες αν όχι αόρατες. Και πάλι, αυτό το αίτημα τεκμηριώθηκε από τους τεχνοκράτες με τη ρητορική της υγιεινής: η «γωνία» απάλλασσε τους χώρους ζωής του σπιτιού από τις μυρωδιές του φαγητού, τον ατμό, το θόρυβο και τους εξοπλισμούς, ιδέες που προϋπήρχαν ήδη από τη γέννηση του χώρου της κουζίνας. Μια από τις κύριες πρωτοπορίες της κουζίνας της Φρανκφούρτης και συναφών πρότζεκτ ήταν η πλήρης ενσωμάτωση της σύγχρονης τεχνολογίας, τόσο σε επίπεδο τεχνολογίας υλικών, όσο και με την εισαγωγή των πρώτων ηλεκτρικών συσκευών. Η κουζίνα της Φρανκφούρτης ήταν επίσης ένα εργοστασιακά τυποποιημένο προϊόν που αποστελλόταν στο εργοτάξιο και τοποθετούταν με γερανό. 10.000 κουζίνες είχαν εγκατασταθεί σε κατοικίες αποκλειστικά στη Φρανκφούρτη, ενώ μεμονωμένα κομμάτια κυκλοφορούσαν εμπορικά από τη Franfurt Register. Τέλος, η διαδικασία σχεδιασμού της κουζίνας της Φρανκφούρτης εξαρτήθηκε σημαντικά από τη συνεργασία με τη βιομηχανία - στη συγκεκριμένη περίπτωση με τον κατασκευαστή Georg Grumbach - και τη διαβούλευση με γυναίκες-πελάτισσες από τις γυναικείες οργανώσεις της μεσαίας τάξης.
21
Τα χρόνια που ακολουθούν η κουζίνα της Φρανκφούρτης θα εκτεθεί για πρώτη φορά στην ετήσια Διεθνή Έκθεση Εμπορίου (International Trade Fair Exhibition) στη Φρανκφούρτη που θα λάβει χώρα το 1927, παράλληλα με την έκθεση της Werkbund στη Στουτγάρδη. Εκεί το πλήρες υλικό για την κουζίνα, καθώς και μια μακέτα 1:1 θα παρουσιαστούν στο κοινό τραβώντας τα διεθνή βλέμματα. Ένα χρόνο αργότερα, ο Γάλλος υπουργός εργασίας θα παραγγείλει 200.000 κουζίνες για τα γαλλικά στεγαστικά προγράμματα, ενώ μια σουηδική εκδοχή της θα τεθεί στη μαζική παραγωγή. Είναι ξεκάθαρο ότι η κουζίνα της Φρανκφούρτης δεν σχεδιάστηκε μόνο για την εργατική τάξη, αλλά προσπαθούσε να ικανοποιήσει το ιδανικό μοντέλο γυναίκας κάθε τάξης. Για το λόγο αυτό σχεδιάστηκαν τρείς εκδοχές της: η τυπική που απευθυνόταν στις εργάτριες, μια δεύτερη που είχε χώρο για δύο άτομα με στόχο τις μεσοαστές γυναίκες, που συμμετείχαν μεν οι ίδιες στο νοικοκυριό τους, αλλά απασχολούσαν και μια υπηρέτρια, και τέλος, μια τρίτη εκδοχή για τις γυναίκες αστές στις οποίες η κουζίνα επέτρεπε να εργάζονται τρία άτομα ταυτόχρονα. Επί της ουσίας, αποτέλεσε ένα σχεδιαστικό πείραμα-μανιφέστο, με πολύ μικρή πρακτική εφαρμογή, που στόχευε περισσότερο στη διαμόρφωση ενός προτύπου ζωής παρά μπορούσε να επιφέρει οποιαδήποτε ουσιαστική βελτίωση στις συνθήκες ζωής των εργατριών γυναικών. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι οι φτωχές οικογένειες αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν στο κόστος απόκτησης μιας τέτοιας κουζίνας ή των απαραίτητων συνοδευτικών συσκευών. Πολλά χρόνια αργότερα, η ίδια η Lihotzky παραδέχεται την αποτυχία: «Μόνο στον εργοδηγό του εργοστασίου, στον εργάτη του λευκού κολλάρου και στο διανοητή ήταν αυτά τα ενοίκια προσβάσιμα. Έτσι προέκυψε μια κατάσταση κατά την οποία κανείς από αυτούς που επωμίζονταν το βάρος της φορολογίας για την κατασκευή των κατοικιών αυτών δεν μπορούσε να ζήσει στα διαμερίσματά τους». Και συμπληρώνει: «Στη Φρανκφούρτη ο στόχος ήταν να θέσουμε ένα παράδειγμα μοντέρνου τρόπου ζωής με τα πιο προχωρημένα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας, ακριβώς επειδή η μοντέρνα κατασκευαστική βιομηχανία αναδυόταν τότε εκεί, συμπεριλαμβανομένων όλων των απαραίτητων πειραμάτων.».
Αριστερά αναλυτικές μελέτες χρόνου και κίνησης στο έργο της Frederick, δεξιά η κουζίνα της Φρανκφούρτης
Στοιχεία σχετικά με την διαδικασία σχεδιασμού, τις προδιαγραφές και την κυκλοφορία της κουζίνας πάρθηκαν από το “Architecture and feminism”, Debra Coleman, Elizabeth Danze, Carol Henderson
22
Συμπεράσματα Συνοψίζουμε, λοιπόν, ότι η κουζίνα της Φρανκφούρτης ήταν ένα πρότζεκτ πρότυπης οικιακής οικονομίας που φτιάχτηκε στο μεσοπόλεμο και διαφημίστηκε ως μια καινοτομία που θα ανέτρεπε τα δεδομένα της οικο-συσκευής. Ενσωματώθηκε άμεσα σε μερικές εργατικές κατοικίες και έμμεσα σε περισσότερα σπίτια, αφού διατίθετο αυτούσια στην αγορά σαν εμπόρευμα, όπως και τα διάφορα κομμάτια της. Στην κουζίνα της Φρανκφούρτης, ωστόσο, συναντάμε πολύ περισσότερο μερικές προθέσεις, παρά πραγματικούς και ταυτόχρονους μετασχηματισμούς της οικιακής ζωής - η εμβέλεια της κυκλοφορίας της άλλωστε δεν αντιστοιχούσε σίγουρα σε κάτι τέτοιο. Δεν θεωρούμε δηλαδή ότι ήταν αποτέλεσμα κάποιου υπερτεχνολογικού οράματος, ή κάποιας κοινωνικά θετικής αναγκαιότητας για όλο και μεγαλύτερο εκμοντερνισμό, αλλά μιας μεγαλύτερης κλίμακας πολιτικής στοχοθεσίας. Η στοχοθεσία αυτή διακλαδώνεται σε δυο διαφορετικές προθέσεις από την πλευρά των αφεντικών - και με την αναγκαία υποστήριξη του τεχνοεπιστημονικού συμπλέγματος για την περίοδο που προσεγγίζουμε: Η πρώτη πρόθεση αυτής της στοχοθεσίας είχε να κάνει με την δημιουργία της ανάγκης για την αναπαραγωγική/οικιακή εργασία που αναλάμβανε η γυναίκα στο σπίτι, αλλά και με τον συντονισμό της με τις ποιότητες της “αντρικής” εργασίας στο εργοστάσιο καθώς, όπως ανακάλυπταν οι ειδικοί, η ένταση της εργασίας στη γραμμή παραγωγής του εργοστασίου έπρεπε να υποστηρίζεται από μια αναπαραγωγική διαδικασία αντίστοιχης έντασης. Ακόμα και η καθημερινότητα δηλαδή, δε θα μπορούσε παρά να λειτουργεί αντίστοιχα με όρους λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας, με την κάθε μέρα μοιρασμένη προσεκτικά, ώστε να χωράει τις απαραίτητες λειτουργίες του κάθε σπιτιού χωρίς τη “σπατάλη” χρόνου. Όχι πολύ μακριά δηλαδή από τα χρονομετρημένα όνειρα της Frederick και κάθε άλλης επιστημονικής προσέγγισης του νοικοκυριού. Η κουζίνα της Φρανκφούρτης επομένως, ενσαρκώνει μια πρόταση για την εντατικοποίηση της αθέατης εργασίας της γυναίκας μέσα στο σπίτι, σύμφωνα με τα πρότυπα της γραμμής παραγωγής του εργοστασίου. Προτείνοντας την οριοθέτηση ενός πολύ φιλόδοξου, επι-
25
τακτικού και «μοναδικού τρόπου» πραγματοποίησης χειρισμών, φύσει ασύμβατου με τον πλούτο της οικιακής εργασίας με τις χιλιάδες μικροδουλειές και πρακτικές της, αλλά και τη μη σταθερή σύνθεση των ατόμων που την πραγματοποιούν. Η δεύτερη ήταν η πρόθεση για διαμόρφωση μιας καταναλωτικής κουλτούρας πάνω στην οποία θα στηριζόταν και η προσαρμογή του εκάστοτε νοικοκυριού στο πρότυπο που προωθούσε η κουζίνα της Φρανκφούρτης. Καθώς οι οικιακές ισορροπίες της μισοαγροτικής ζωής καταστρέφονταν (οι προλετάριοι φαίνεται να διατηρούσαν κάποιους από τους προ-καπιταλιστικούς/μη εμπορευματικούς τρόπους επιβίωσης όπως τα οικόσιτα ζώα και οι κήποι) η εργατική τάξη αναγκαζόταν να μπει όλο και πιο πολύ σε μια τροχιά «υποχρεωτικής» κατανάλωσης για την επιβίωση της (τρόφιμα, ρούχα). Η κουζίνα της Φρανκφούρτης υπήρξε λοιπόν ένα ιδεολογικό και πρακτικό εργαλείο από την επιστημονική κοινότητα στα χέρια των αφεντικών, για να προωθήσουν μια πρότυπη (και ιδανική για τις τσέπες τους) ζωή των προλετάριων που προέτρεπε σε συγκεκριμένες αγορές εντός της κατοικίας (ηλεκτρικές συσκευές και περισσότερα σκεύη, περισσότερα πιάτα στο εβδομαδιαίο μενού και σιδερωμένα ρούχα). Την ίδια ακριβώς περίοδο που η κουζίνα παρουσιάστηκε, βέβαια, η εργατική τάξη στη Γερμανία δεν μπορούσε να καταναλώσει όλα αυτά - και άλλα τόσα. Οι μισθοί είχαν μείνει στα επίπεδα του 1913 και η ανεργία ήταν σταθερά υψηλή, τα προνοιακά επιδόματα τη μια μέρα ήταν για μερικούς και την επόμενη δεν ήταν. Συμπερασματικά, το φαινόμενο «κουζίνα της Φρανκφούρτης» λίγο αφορούσε τους προλετάριους και τις προλετάριες, τουλάχιστον υλικά. Αυτό θα συμβεί μετά το Β’ Π.Π., όταν τελικά θα πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις - τα κουφάρια, τα ερείπια, η τεχνογνωσία και οι προθέσεις - για τον ολικό εκμοντερνισμό των δυτικών κοινωνιών στη βάση της μαζικής κατανάλωσης. Η εμπειρία της Φρανκφούρτης θα γίνει τότε το υπόδειγμα μοντέλου της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης και «η κουζίνα της Φρανκφούρτης», όχι μόνο σαν κατασκευή, αλλά σαν ένα πρότυπο σύστημα ενδο-οικιακών σχέσεων, θα γίνει η μητέρα-μοντέρνα κουζίνα. Μια έτοιμη και μελετημένη λύση «προς βοήθεια των νοικοκυρών» και με το αντίστοιχο χρηματικό αντίτιμο. Η κουζίνα της Φρανκφούρτης, λοιπόν, παρουσιαζόταν και παρουσιάζεται σαν μια πρωτοποριακή καινοτομία, και οι εμπνευστές της, σαν πρωτοπόροι σχεδιαστές υπέρ των γυναικών και της αποφόρτισής τους από τον οικιακό μόχθο. Φέρεται ακόμα να διέσωσε τις γυναίκες από τη χρονοβόρα οικιακή εργασία, αλλά και να ικανοποίησε την επιθυμία τους για εκσυγχρονισμό με τα πρότυπα της εποχής. Σε αυτά τα πλαίσια, η κουζίνα εμφανίζεται σαν ένα αρχιτεκτονικό και τεχνολογικό επίτευγμα που βελτίωσε την “θέση της γυναίκας”, παραγνωρίζοντας όμως, τις ταξικές διαφορές που υπάρχουν και στο σύνολο των γυναικών. Ακόμα δηλαδή, και αν ο χρόνος των οικιακών εργασιών μειώθηκε, δεν ήταν η γυναικεία κοινωνική θέση που άλλαξε, αλλά η ποιότητα και η ποσότητα των εργασιών που έπρεπε να επιτελεστούν, με ειδικό βάρος στις δουλειές που καλούνταν να κάνουν οι γυναίκες της εργατικής τάξης. Το νέο παράδειγμα που εγκαθιδρύεται λοιπόν μετά τον Α’Π.Π., θέλει τις γυναίκες να εργάζονται για να συμπληρώνουν το οικογενειακό εισόδημα, αλλά και να εργάζονται για την κατάλληλη αξιοποίησή τους εντός αυτού. Άρα, έχουν να αντιμετωπίσουν ακριβώς τα ίδια, μόνες τους. Καθάρισμα, μαγείρεμα και όλη την επιμέλεια της οικογένειας. Η μόνη αλλαγή που τελικά επέφερε η κουζίνα της Φρανκφούρτης ήταν να τοποθετήσει την κουζίνα, και άρα τις εργασίες που επιτελούνται από τις γυναίκες, σε ακόμα πιο αφανή και αόρατη θέση από πριν, όπως φαίνεται και στις κατόψεις, όπου οι οικιακές εργασίες τελούνται πλέον στην πιο αποκομμένη και «κρυφή γωνιά» του σπιτιού. Επιστρέφοντας στο σήμερα, βλέπουμε ότι το επιχείρημα περί αποφόρτισης του γυναικείου μόχθου μέσω της εισαγωγής όλο και περισσότερης τεχνολογίας στο νοικοκυριό επαναφέρεται διαρκώς. Δεν θα ήταν σκόπιμο παρόλαυτα να δαιμονοποιήσουμε τις συσκευές - το πλυντήριο διευκολύνει πράγματι πολύ περισσότερο από τη μπουγάδα.
26
Οι διάφορες οικιακές τεχνολογίες, όπως και η κουζίνα της Φρανκφούρτης, δεν αποτελούν -ακόμα και όταν φτάνουν στα χέρια της εργατικής τάξης- μια «λύση» στο φόρτο εργασίας εντός του σπιτιού. Αυτό που κάνουν -και δεν αρνούμαστε ότι τις περισσότερες φορές το κάνουν καλά- είναι να στενεύουν τα χρονικά όρια μέρους των εργασιών. Ο «κερδισμένος» αυτός χρόνος δεν αποτελεί ελεύθερο χρόνο των γυναικών, αλλά αφιερώνεται σε άλλες δουλειές εντός του σπιτιού, που κρίνονται αναγκαίες από το εκάστοτε νέο παράδειγμα και τις νέες απαιτήσεις που αυτό προωθεί σε σχέση με την καθημερινή ζωή. Ειδικά στο παράδειγμα της κουζίνας-πείραμα οι γυναίκες νοικοκυρές έγιναν αντιληπτές μηχανιστικά σε ένα πολύ προχωρημένο βαθμό, σαν μηχανές αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, οι οποίες πρέπει να “παράγουν” οικιακό έργο γρήγορα και αποτελεσματικά σαν άλλα εξαρτήματα της οικο-συσκευής.
Αντί επιλόγου Στη μπροσούρα αυτή προσπαθήσαμε να αποδομήσουμε το παράδειγμα της κουζίνας της Φρανκφούρτης σαν τεχνολογική καινοτομία και μέσο αναβάθμισης της ζωής και ειδικά της εργατικής τάξης. Σαν κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος και μέσα στις σχολές οφείλουμε να διαβάζουμε την ιστορία από ταξική σκοπιά. Για λόγους μνήμης αλλά και για την απόκτηση μιας συνολικής ταξικής ανάγνωσης, οφείλουμε να ξεκινάμε από τα πιο κοντινά μας, τα μικρότερα ή μεγαλύτερα παραδείγματα που θα μας βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση, μέρος των οποίων είναι και αυτά που διδασκόμαστε στα αμφιθέατρα. Τα ζητήματα που θέτει το παράδειγμα της κουζίνας της Φρανκφούρτης, σε σχέση με την ελάφρυνση των γυναικείων υποχρεώσεων στο νοικοκυριό μέσα από τεχνολογικές και σχεδιαστικές αναδιαρθρώσεις, παραμένουν επίκαιρα. Και ναι, το πλυντήριο είναι πράγματι καλύτερο από τη μπουγάδα. Αλλά οι έμφυλοι συσχετισμοί και ειδικά στο σπίτι δεν θα αλλάξουν προς όφελος μας με προτάσεις που έρχονται από την αντίθετη πλευρά, την πλευρά των αφεντικών και της επιστημονικής κοινότητας. Για αυτό και καμία κουζίνα δεν πρόκειται να ανατιμήσει την κοινωνική θέση των γυναικών, αν και οι άντρες δεν πλύνουν κάνα πιάτο.
Παράρτημα
27
Τεϊλορισμός Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου μία πρώιμη τάση για την ορθολογικοποίηση και την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών έχει αρχίσει να απασχολεί διάφορους κλάδους, κυρίως επιστημονικούς. Οι μέχρι τότε ανεπτυγμένοι εξ αυτών, ως πρωτοπόροι, βάζουν κεντρικά το ζήτημα του εξορθολογισμού ως τρόπου σκέψης. Με την είσοδο στον 20ο αιώνα, τα αφεντικά και ο κύκλος των ειδικών που συντηρούν γύρω τους, στρέφουν το ενδιαφέρον τους προς αυτή την τάση, διότι ο εξορθολογισμός του τρόπου εργασίας των εργατών εντός των εργοστασίων -κατα κύριο λόγο - σήμαινε λιγότερες απώλειες, άρα αύξηση της παραγωγής, και συνεπώς μεγαλύτερο κέρδος. Η ανάγκη, όπως την θεωρούσαν, για μείωση της χασούρας/ “λούφας” των εργατών, μπαίνει στο προσκήνιο την ίδια περίοδο που η εργατική τάξη οργανώνεται σε συνδικάτα. Και ενώ οι διακρατικοί ανταγωνισμοί οξύνονται με τις πολεμικές προοπτικές να είναι αναπόφευκτες, η καλύτερη κατά το δυνατόν αξιοποίηση των εθνικών πόρων είναι μονόδρομος για τα αφεντικά. Σαν απόρροια αυτής της τάσης κάνει την εμφάνιση του στην Αμερική, το κίνημα της κοινωνικής αποτελεσματικότητας. Αυτό το «κίνημα» υποστήριζε πως, τόσο στην οικονομία και το κράτος, όσο και στην κοινωνία συνολικά, υπάρχει μεγάλη αν-αποτελεσματικότητα και σπάταλη. Για τον λόγο αυτό προέτασσαν μια τεχνοκρατική διαχείριση, την οποία θα αναλάμβανε ο επιστημονικός κλάδος, ώστε το πρόβλημα της μαζικής απώλειας να λυθεί. Εστιάζοντας σε κάθε στιγμή ανθρώπινης διεργασίας, μέσω της παρατήρησης και ανάλυσης της, αναζητούσαν τα σημεία στα οποία σημειωνόταν σπατάλη υλικού ή/και ανθρώπινης δύναμης, με στόχο να τα εξαλείψουν. Αυτή η λογική δεν άργησε να καρπωθεί εντός των διαφόρων κρατικών και μη τομέων, όπως η εκπαίδευση, οι δημόσιες υπηρεσίες και η υγεία. Σε αυτό το κλίμα των αρχών του 20ου αιώνα, όπου ο ταξικός ανταγωνισμός είναι οξυμένος από την μεριά της εργατικής τάξης, τα αφεντικά προσπαθούν να βρουν τρόπους προκειμένου να οργανώσουν την εργασία ξανά, ξεκινώντας από την αποειδίκευση των
29
εργατών. Κάπου εκεί κάνει την εμφάνιση του το έργο του Frederick Winslow Taylor με τίτλο The Principles of Scientific Management που αποτέλεσε έναν από τους βασικούς φορείς της οργάνωσης της εργασίας, βασισμένο στα προτάγματα της εποχής από την μεριά των αφεντικών. Το σύστημα οργάνωσης της εργασίας και διεύθυνσης της παραγωγής, αυτό που αργότερα θα ονομαστεί τεϊλορισμός, αφορούσε ένα σύνολο μεθόδων και πρακτικών. Κυρίως όμως, την χρονομέτρηση των διαδικασιών, ώστε να καταγραφεί αυτό που ονόμαζαν χασομέρι από τη μεριά των εργατών, και τον έλεγχο πάνω στην παραγωγική διαδικασία, επιδιώκοντας την τυποποίηση των κινήσεων και ως αποτέλεσμα αυτής, την αποειδίκευση των εργατών - προκειμένου οι τελευταίοι να έχουν όσο το δυνατόν λιγότερο λόγο πάνω σε αυτό που παράγουν αλλά και με στόχο ο λιγότερος χαμένος χρόνος να αυξήσει την παραγωγικότητα. Το έργο του Taylor όπως επίσης και το κίνημα της κοινωνικής αποτελεσματικότητας, δεν στάθηκε μόνο στο κομμάτι της εργασίας στο εργοστάσιο. Ασχολήθηκε με το σύνολο των ανθρώπινων διεργασιών μέσα και έξω από το εργοστάσιο, επιδιώκοντας την βελτιστοποίηση των δραστηριοτήτων της καθημερινότητας. Έτσι, αν και το έργο του Taylor έχει περάσει στην ιστορία σαν κάτι το οποίο αφορά τα εργοστάσια, τους εργάτες και την εργασία καθ’εαυτή, με έναν τρόπο αφορούσε όλους τους τομείς της καθημερινότητας που αργά η γρήγορα θα συντονίζονταν με το μοντέρνο μοντέλο εργασίας. Η θεώρηση του Taylor αλλά και των ομοίων του, πως στόχος δεν είναι η επιμόρφωση μόνο των εργατών, αλλά ολόκληρης της κοινωνίας, έδειχνε την κατεύθυνση που θα έπαιρνε η ζωή της εργατικής τάξης στα πρώτα μισά του αιώνα. Ακόμα, το νέο σύστημα οργάνωσης παρουσιαζόταν σαν κάτι από το οποίο δεν θα ωφελούταν μόνο το κεφάλαιο, αλλά και κάθε ξεχωριστό υποκείμενο της εργατικής τάξης, καθώς ο βιομηχανικός εργάτης δεν θα σπαταλούσε άσκοπα -χωρίς να παράγει κάτι- ενέργεια. Έτσι πέρα από τη μισθωτή εργασία η οποία μπαίνει σε μία διαδικασία αναδιάρθρωσης και προσαρμογής στις νέες συνθήκες παραγωγής, ο τεϊλορισμός διαχέεται σιγά σιγά σε όλο το φάσμα των κοινωνικών σχέσεων και των καθημερινών δραστηριοτήτων. Αυτές οι σκέψεις δεν άργησαν να διασχίσουν τον Ατλαντικό ωκεανό βρίσκοντας οπαδούς στην Ευρώπη, με παρόμοια κινήματα σε Αγγλία και Γερμανία. Αντίστοιχες μελέτες ξεκινούν και εκεί, με μια από τις πιο γνωστές να είναι αυτή του H. Fayol με τίτλο Βιομηχανική και Γενική Διοίκηση (1916), η οποία είχε μεγαλύτερη ανταπόκριση στο εκεί ενδιαφερόμενο κοινό.
30
αυτοδιαχειριζόμενο
στέκι αρχιτεκτονικής