Σχάση

Page 1

σχάση αφήγημα



Χορόνζον

σχάση η διάσπαση του ατόμου

2


Σχάση | 2020 | 978-618-00-3346-5 Αυτοέκδοση: Στράτος Μουστάκας

Για το συγγραφέα: Ο Χορόνζον είναι δαίμονας αμμοστρόβιλος, που αλλάζει συνεχώς μορφές και φλυαρεί αδυνατώντας να συγκεντρωθεί σε κάποιο σημείο. Παρότι φαίνεται για κάτι έμβιο, ο δαίμονας δεν αποτελεί οντότητα παρά κυκλώνα ενός εκατομμυρίου φωνών.

Το έργο αυτό διατίθεται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές. Για να δείτε ένα αντίγραφο αυτής της άδειας, επισκεφθείτε το http://creativecommons.org/licenses/by/4.0/ ή στείλετε επιστολή στο Creative Commons, PO Box 1866, Mountain View, CA 94042, USA.

3


az élet szép

4


5


παγόβουνο

6


Τις νύχτες σε πιάνει παλι. Η ανώνυμη αδημονία. Γιατί να μην το πούμε; Έχεις το μικρόβιο. Θυμάσαι - όλοι κοιμόντουσαν - έξω μια μηχανή πετάχτηκε μουγκρίζοντας μέσα στη νύχτα. Στάθηκες με τις τρίχες σηκωμενες και αφουγκράστηκες τη σιωπή που άφησε πίσω της. Τα κόκαλα σου θέλαν να πηδήξουν εξω απ' το δερμα σου. Τις νύχτες ξέρεις: εκεί έξω περιμένει. Στα σφιγμένα δάχτυλα των ποδιών σου και τα μυστηριωδή ρίγη ξέρεις. υπάρχει ένας στεναγμός που σημαίνει φτάσαμε. * Παλιά δεν βρίσκονταν πάντα όλα τα τεύχη των κόμικς με τους υπερήρωες. Έμπαινες στη μέση της ιστορίας ή ίσως το κυριότερο - δεν μάθαινες ποτέ το τέλος. Μέναν ημιτελείς οι ιστορίες, έχασκε ο όλεθρος. Είναι άγρια η φαντασία ανυπότακτη στο να εξηγηθεί ή να οργανωθεί ή να ενσωματωθεί. Μέναν οι ιστορίες μετέωρες, αιφνιδιαστικές και μυστηριώδεις - δεν ήταν πια αφηγήσεις, γιατί αφήγηση είναι κάτι που τελειώνει, κάτι που οδηγεί. Αφήγηση δεν είναι να ξεχνάς καμιά φορά το ηχόχρωμα καθημερινών λέξεων ή του ονόματος σου, να γυρνάς τη λέξη στο στόμα σου μέχρι να ξαναγίνει λέξη. Τον τραυμάτιζαν τον παιδικό εαυτό του αυτές οι βουτιές στη μέση των ιστοριών. Τα κόμικς τα ήξερε ως συνέχειες, ως εκπλήξεις και καταποντισμούς, ως κάθαρση. Μα κάποτε οι εκπλήξεις γίνονταν οι

7


καταποντισμοί, οι συνέχειες γίνονταν θραύσματα, τα γύρναγε στο μυαλό του γυρεύοντας κάθαρση. Το κενό στο δωμάτιο άνοιγε, διαστελλόταν - ξάπλωνε εκείνος στο κρεβάτι και προσπαθούσε να το κατανοήσει. Υπάρχει λοιπόν μια γλώσσα, μια φωνή, που δεν αφηγείται, παρά μόνο εκφράζει. Μα εκείνου η φωνή πάντα αφηγούνταν, πάντα κλείδωνε στις αφηγήσεις των γύρω του, πάντα τον κλείδωνε. Κλείδωνε το σώμα του σε αγκυλωμένες πόζες που ταίριαζαν στα κενά της αφηγήσης. Ένας χωροφύλακας ήταν η φωνή του επί της ίδιας της φωνής του, έψαχνε πως να συστραφεί για να χωρέσει καλύτερα, έψαχνε τις κατάλληλες λέξεις, τα κατάλληλα ονόματα. Ένας πυρήνας ακατανόητος στα βάθη του. Έψαχνε εκείνος τα κενά, του λέγαν κάποτε οι άλλοι που είναι τα κενά, τα γέμιζε. Ήθελε μια φωνή που δεν αφηγείται αλλά απλά εκφράζει. Ήθελε μια φωνή υπεράνω κάλλους, άρθρωσης, σμίλευσης, μια φωνή που να μη μπορεί να δομηθεί να επιμεληθεί να καταταχθεί ή να πουληθεί. Φωνή που ξεκλειδώνει το σώμα, που ενώνει με το άλλο σώμα, που ενώνει - ίσως - το βαθύ μέσα με το άκρο έξω. Ήθελε ποίηση; - ίσως. Αλλά καλό είναι να ξεσυνηθίζουμε τα ονόματα. Ήθελε μια φωνή που να μην μπορεί να πει ψέματα, να μην μπορεί παρά να αγαπάει χωρίς φόβο. Φωνή όχι

8


φενάκη. Φωνή που να μην μπορεί να ακούσει τον εαυτό της. Του άρεσαν πάντα οι υπερήρωες, τους γύρευε στα διαδίκτυα, γύρευε μουσικές, σάρκα, ίσως το κενό του δωμάτιο. Κάποτε ανοίγονται οι κιθάρες πέρα από νότες συγχορδίες μελωδίες και γίνονταν ρεμβάσματα λευκού θορύβου, έρημοι ήχου που έχει χάσει το νόημα της μελαγχολίας, που προμηνύουν αυτό το άλλο κενό που δε μπορεί να γεμίσει, αυτή την άβυσσο. Feedback είναι μια φωνή προορισμένη να μην ακουστεί, μια φωνή συνομιλούσα το ίδιον της, μια φωνή χαμένη ανάμεσα σε άλλες. Άλλοτε στα διαδίκτυα - θάλασσες σάρκας σημαινόμενης - το βουλιμικό μάτι ανοίγεται πέρα από τα εργοτάξια ηδονών πρόθεσης, κατανάλωσης, εξουσιασμού, και λαχταρούμε να γίνουμε εμείς το αντικείμενο της κατανάλωσης, όχι ένα με τη σάρκα του άλλου του πολυπρόσωπου παρά μόνο το αντικείμενο, κάτι που διεισδύεται, πολιορκείται, ανοίγεται κι αυτό κι απομένει τρέμουλο, ροή και αίσθημα. Κάπου συγκινούμαστε. Αλλά τότε γυρνάμε στην ίδια σελίδα και τη βρίσκουμε άδεια, ότι αφήγηση κινεί τις αγορές και τις διαθεσιμότητες του διαδικτύου την έχει αδειάσει, και διαλύεται η μνήμη της συγκίνησης στον αφρό του λευκού θορύβου και των φευγαλέων πίξελ. Καθόταν εκείνος μόνος του στο έδρανο και προσπαθούσε να καταλάβει.

9


Υπήρχε λοιπόν μια φωνή που ήθελε αλλά δεν μπορούσε να τραγουδήσει, ένα σώμα που μάγκωνε, χτυπιόταν, ένας μόνος του στο έδρανο που προσπαθούσε να καταλάβει γιατί. Υπήρχε ένας στο έδρανο μόνος του που ήθελε να πάει κάπου - ίσως παντού - αλλά τον πήγαινε όπου ήθελε ένας πυρήνας ακατανόητος. Μπορούσε εκείνος να πάει όπου ήθελε. Ήθελε να πάει μόνο εκεί που δε μπορούσε. Ήθελε να γράψει για να μιλήσει, αλλά ο πυρήνας του έλεγε να γράψει για να ακουστεί. Ήθελε να αγαπήσει για να φανεί και να δώσει - ο πυρήνας τον έβαζε να αγαπήσει για να κρυφτεί και να πάρει. Ήθελε να γράψει αλλά δεν έγραφε, ο πυρήνας ήταν ένα φωτάκι εκεί που κοιμόταν και πέρναγαν βράδια ατελείωτα να κοιτάζονται σε κατάσταση αμοιβαία εξασφαλισμένης καταστροφής. Θυμάται πως όταν σπάνε οι αφηγήσεις γίνονται ιστορίες λανθάνουσες που χαώνουν το νου και διακόπτουν τη ροή της συνήθειας, που είναι σαν αδέσποτες εικόνες σε καλοκαιρινό απόγευμα στις καρέκλες της αυλής. Ξέρει πως τα τραγούδια - ακόμα κι αν δε μπορεί η φωνή να τα τραγουδήσει - κάνουν το σώμα φρενήρες, το κάνουν να θέλει να υπερβεί τους ρυθμούς του, να κόψει το οξυγόνο στον εγκέφαλο. Ελευθερία; Μάλλον όχι. Ο πυρήνας πάντα υποκαθιστά την υπέρβαση με απλή παρατροπή. Κι όμως κάποτε σ’ένα νησί κάποια του μίλησε σα να τον ήξερε πάντα. Του είπε αυτό που ήξερε πάντα, μα δεν το

10


καταλάβαινε. Και η αφήγηση του πυρήνα είναι ένα δίχτυ που απλώνεται από την Αμερική ως το έδρανο, ως τα μεγάλα παγόβουνα. Μα κάποτε υπήρχαν πράγματα που δεν είχαν θέση στην αφήγηση. Σηματοδότες κάποιες φορές του έλεγαν χρησμούς. Στοές και ετοιμόρροπα αρχοντικά εμφανίζονταν στην κατάλληλη στροφή. Ήθελε εκείνος μια φωνή νυστέρι κατά μήκος της δρακόντειας αφήγησης. Φωνή κατά προσώπου και προσωπείου. Κάποτε δεν ήταν έτοιμες οι αφηγήσεις της παγκόσμιας διαθεσιμότητας και δεν ερχόντουσαν τα τεύχη των κόμικς με τους υπερήρωες, και τα παιδιά διέσπειραν αλλόκοτους θρύλους για βιντεοπαιχνίδια. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να ονοματιστούν - τόσο το καλύτερο. Ονοματισμός σημαίνει ταρίχευση σώματος ζώντος. Λιώνουν τα παγόβουνα πέρα από την Αμερική, κομματιάζονται σε συμπλέγματα, διαστέλλονται. Είναι ένας μόνος του στο έδρανο και ακούει τη φωνή. * Εδώ που είμαστε ισόγειο δίπλα σε αυτοκινητόδρομο και μπορώ να αφουγκραστώ πάλι τις βουές των τροχοφόρων που κατεβαίνουν από ανισόπεδους κόμβους και χύνονται στις λεωφόρους και είναι πάντα κάπου ενδιάμεσα, τώρα

11


που τέλειωσαν τα όργανα και κλείσανε οι παρενθέσεις των αφηγήσεων μας, και βγάζω φωτογραφίες την αντανάκλαση μου με φόντο τα τροχοφόρα που μας χάλαγαν τον ύπνο αλλά δεν τα άκουγα, ξανά και ξανά να πετύχω τη φωτογραφία για να θυμάμαι αυτό το πρόσωπο που έχει δει την ομορφιά της ζωής μέσα σε νύχτα σπαραγμού, τώρα που με βρίσκω πάλι (επιτέλους; Επί ποιου τέλους;) σε μοναχικά διαμερίσματα με πεταμένες κιθάρες και πολλά βιβλία και σημειωματάρια, σκέφτομαι εσένα, εσένα που δεν είχες μόνο να κερδίσεις κι όμως επέμεινες πως κέρδισες, εσένα που μου κόβεις τα άσκοπα μηνύματα γιατί σε πληγώνουν, που δεν έχεις τη δικαιολογία της νιότης ούτε το καταφύγιο της τέχνης, εσένα που υποφέρεις. Τώρα μένει λοιπόν να πούμε ότι το μόνο που μπόρεσε ποτέ να πει αυτή η φωνή ήταν ότι δεν μπόρεσε ποτέ να μιλήσει όπως ήθελε.

12


13


αγκίστρι

14


Είναι από απόσταση όλες οι σχέσεις - είναι σιωπές γράμματα πίξελ. Καμιά φορά παίζανε σεξουαλικά παιχνίδια σε βντεοκλήσεις και το σήμα υποτροπίαζε. Τότε στις ψηφίδες που αναδιέτασσαν την εικόνα της το μάτι του διέκρινε την πορνογραφία που βουλιμικά κατανάλωνε. Εκείνος ήθελε να είναι κοντά - να υπάρχουν με εκείνη έξω από τις ανάπαυλες της ασύγχρονης επικοινωνίας. Έλεγε πως ήθελε. Γιατί στις συνομιλίες τους έπιανε τον εαυτό του να συστέλλεται όταν εκείνη τον ήθελε να προσχωρήσει, το νου του να απλώνει όταν εκείνη τον ήθελε κεντρωμένο. Έκανε ανοίγματα που έκλειναν πάνω στον ενθουσιασμό της, άλλαζε γνώμες και παγίδευε τις ορμές της. Κυρίως: δεν παραδεχόταν τί ήθελε. Πού θέλεις να πάμε το σαββατοκύριακο, τον ρώτησε κάποτε, τί θέλεις να κάνουμε. Πού θέλεις να πάμε, τον ρώταγε, τί θέλεις να κάνουμε δεν ήξερε εκείνος τί να πει. Περίμενε εκείνη να θελήσει. Ύστερα εκείνος έπαιρνε την επιθυμία, την εξέταζε, την γύριζε μέσα έξω, ώσπου έμενε μόνο αδράνεια και ένταση. Ας κάνουμε ότι θες, της είπε. Κι όταν του απάντησε “θέλω να ξέρω τι θες,” εκείνος δυσανασχέτησε, ενέχυσε τη ροή τους με δισταγμό και δυσθυμία. Έτσι κάμπτοταν εκείνη και άλλαζε τη θέληση της. Κι εκείνος δεν καταλάβαινε ότι το έκανε ή γιατί το

15


έκανε, κι όμως κάτι μέσα του χαιρόταν, ίσως γιατί το αποτέλεσμα έτεινε να τον βολεύει. Δεν παραδεχόταν αυτό που ήθελε κι όμως το έπαιρνε. Ότι ακατανόητος πυρήνας τον μόχλευε επικρατούσε. Ήταν ένας Υπνοβάτης, και το ήξερε. Τα βράδια τον κράταγαν ξύπνιο οι οδομαχίες των διπλανών ή ο βόμβος κάποιας άγρυπνης ηλεκτρικής συσκευής. Κάποιες φορές ονειρευόταν ότι κατέβαινε τις σκάλες και άνοιγε το ψυγείο και τον έλουζε ένα αγγελικό φως - τότε το φως τον ξύπναγε γιατί όντως τα είχε κάνει όλα αυτα και γέλαγε μόνος του. Αλλά ο βόμβος. Κάποτε μαζεύονταν με τον κύκλο του σε μπαρ ή σπίτια κι είχαν περάσει αρκετοί γύροι σιωπής και σαρκασμού φτάνανε σ’αυτόν και τον ρώταγαν πώς πάει ο γάμος. Γέλαγε εκείνος συγκρατημένα, ή μοιράζονταν κάποια επιφανειακή γκρίνια ή απλά έλεγε ότι είναι όλα καλά. Έπιανε τόπο έτσι, ακόμα κι αν παλιότερα δεν ήξερε πως να πιάνει τόπο κι άρχιζε και μίλαγε κι εκείνοι παίρναν τόνο δηκτικό και βάζαν τα δάχτυλα τους μέσα και τον ξεχαρβάλωναν, όπως όταν άρχισε να κάνει σεξ και το σώμα του δυσφόρησε. Του αρκούσε να πιάνει τόπο στον κύκλο, κι ας έτρεφε ακόμα κάποια πικρία γι’αυτές τις παλιές ιστορίες. Απλά ήταν προτιμότερο να μιλάν για εκείνες και τα ελαττώματα τους. Κάποτε ανέφερε κάποιος ένα πάρτι, κι εκείνος έγνεψε καταφατικά.

16


* Κι όταν ήταν στον ίδιο χώρο μ’εκείνη έβαζε να τους χωρίζει η τηλεόραση. Ήξερε ότι τα σώματα τους - οι κινήσεις τους, οι εκκρίσεις τους - θα ήταν εκτός φάσης, θα ψάχνανε μάταια την παλιά τους συμφωνία. Την έβαζε λοιπόν να βλέπει ανθρώπους στην Αμερική που έπαιρναν ότι ήθελαν ακόμα κι αν δεν ήξεραν ότι το ήθελαν, που λέγαν ότι θα κάνουν κάτι μόνο ώστε να ξέρουν ότι θέλουν να κάνουν κάτι άλλο. Ήξεραν τι να πουν ώστε να θελήσει κάποιος το σωστό πράγμα, χάνονταν και χάνανε και πήγαιναν σε ταξίδια και με καινούριους ανθρώπους κι υποσχέσεις κι όταν οι υποσχέσεις κόντευαν να εκπληρωθούν αυτοί απλά επέστρεφαν, απλά συνέχιζαν. Ένα νέο όνειρο θα τροφοδοτούσε την επόμενη περιφορά της αφήγησης, θα τροφοδοτούσε την Αμερική ώστε να αναδιαταχθεί, να επεκταθεί, να καταναλώσει. Της μίλαγε εκείνος για τις στρατηγικές της αφήγησης - μια αφήγηση ψάχνανε για τις ζωές τους κι αυτοί οι χαρακτήρες, άλλωστε - για δευτερεύοντα νοήματα που αφορούσαν την Αμερική ή το πως αδικούνται οι γυναίκες. Αλίμονο, τους ζήλευε. Κάποτε υπήρχε βία στην οθόνη κι αυτός ανακάθισε, σφίχτηκε, φαντασιώθηκε. Τί έχεις, τον ρώτησε, μα δε πήρε απάντηση. Είχε μάθει να τον ρωτάει τί σκέφτεται, στο κρεβάτι, στο λεωφορείο, τα σαββατοκύριακα. Δεν της εξηγούσε πάντα εκείνος,

17


δεν ήθελε ή δε μπορούσε, δεν έχει σημασία - του αρκούσε που πιάναν τόπο οι σιωπές του. Μα ήταν μετέωρο το θέμα του σαββατοκύριακου και το έθιξε. Ένιωθε τον αναβρασμό κάτω απ’το δέρμα της, κατέγραφε το δισταγμό στο χαμόγελο της. Τον ρώτησε πάλι αυτή τί θέλει εκείνος, σήκωσε εκείνος τους ώμους, ξεφύσηξε. Εκείνη έδειξε μια στιγμιαία θλίψη μα το χαμόγελο της επανήλθε γρήγορα. Αργότερα, στο εμπορικό που τον πλάκωνε, την ρώτησε αν τον αγαπάει. Μα ήταν ήσσονος σημασίας αν η δικιά του αγάπη έφθινε - όταν εκείνη προέβαλε ενόχληση ή θλίψη εκείνος πάντα άρπαζε το δόλωμα και απαιτούσε συζητήση, απαιτούσε την επαλήθευση της αγάπης. Εκείνος δε μπορούσε να πει αν έπαιρνε ή έδινε. Αλλά εκείνη σίγουρα έδινε, σίγουρα ήθελε. Εκείνος αργότερα κοντοστάθηκε μπροστά στο ίδιο κατάστημα με φιγούρες όπως πάντα. Το ποσό ήταν μεγάλο, μα εκείνη τον ενθάρρυνε να το δώσει. Συνέχισαν στο αγαπημένο τους εστιατόριο και για το σαββατοκύριακο δε θα συζητούσαν άλλο. Έκανε εκείνη δικά της πλάνα. Είχαν κι εκείνοι μια αφήγηση: ότι θα χώριζαν. Όλα τα ζευγάρια είναι ήδη χωρισμένα. Εκείνος δεν αγαπούσε την αφήγηση αλλά η αφήγηση τον αγαπούσε: τού’φερνε σπίθα, θαλπωρή, κυρίως: εμπειρία. Γέμιζε εκείνος τα κενά της ιδίας αφήγησης του, της σταδιοδρομίας του.

18


Ίσως κάποτε εκείνη να βαριόταν και να πήγαινε κάποιον άλλον, κι αυτό θα γέμιζε την αφήγηση του σπαραξικάρδιο νόημα. Αλλά δεν υπήρχε - δε μπορούσε να υπάρξει - κάτι στην αφήγηση που μαρτυρά ότι είναι με εκείνη ένα πράγμα μαζί.

με με θα να

* Δε μπορούσε να πει γιατί αλλά ήταν ταγμένος στην αφήγηση. Σίγουρα η αφήγηση του χάριζε λαβές και αφορμές: κάθε αντιγνωμία γέμιζε τις μέρες του με σιωπηλή δικαίωση, κάθε συμφιλίωση σήμαινε ένα κερδισμένο ακριβό ραντεβού ή μια αποστολή για μια ρομαντική χειρονομία. Αγόραζαν, αγόραζαν συνέχεια εκείνη παρότρυνε τον καταναλωτισμό του, χαιρόταν μαζί του για συσκευές, βιβλία, παιχνίδια. Καμιά φορά σκεφτόταν ότι ο μυστικός σκοπός της σχέσης, κάθε σχέσης, είναι η αναπαραγωγή όχι του είδους αλλά της κατανάλωσης. Χαιρόταν όμως πράγματι αν και τον πλάκωναν τα εμπορικά κέντρα που δαιδαλώνονταν κάτω απ’τα πεζοδρόμια, που διαρρέονταν από ανθρώπους να κυνηγιούνται με διαφημίσεις. Διάβαζε, κατανοούσε, πως κάθε διαφήμιση, κάθε προϊόν, το ίδιο το βιβλίο που τά’λεγε αυτά, είναι μια υπόσχεση, μια αφήγηση, περιπλεγμένη μυστηριωδώς με τη δικιά τους. Του χάριζε κερδισμένους νέους περισπασμούς η αφήγηση και προσέθετε και την περισυλλογή τους - ανίχνευε εκείνος το μέσα του για τις μικρές νίκες του πυρήνα.

19


Τί ήταν ο πυρήνας του; Ένα φωτάκι στο υπνοδωμάτιο, μόνο έτσι θα μπορούσε να το περιγράψει. Κάτι που τον κράταγε ξύπνιο μικρό, που τού’φερνε σκέψεις τρόμου, που μαζί του αναμετριόταν τόσο πολύ που έγινε κάτι σα φίλος. Ένα αβλέφαρο μάτι σε κάθε υπνοδωμάτιο, κάθε διαμέρισμα, κάθε δωμάτιο ξενοδοχείου. Κάτι που τον δυνάστευε με χθόνιες αφηγήσεις - θνητότητα; - που του απαγόρευε αυτά που ήθελε. Κάτι που μισούσε. Γιατί ήθελε ο Υπνοβάτης, ήθελε τόσα πολλά, κι ας μην ήξερε να τα πει. Όχι, δεν ήταν μόνο ότι τις ήθελε όλες σαφώς τις έβλεπε σε μπαρ και διαδρόμους και ποδήλατα και ναι κράταγε την ανάμνηση τους χρόνια ολόκληρα και ναι πέταγε πιάτα σε τοίχους όταν γύριζε στο σπίτι μόνος - ήταν ότι κι αυτό το παρανάλωμα ήταν προκάλυμμα. Κάποτε ένας ψυχολόγος θα τον μόχλευε ώστε να θυμηθεί τις φορές που η μητέρα του τον αιφνιδίαζε στο δωμάτιο του με μύδρους ανομοιογενών προσβολών και παραπόνων και βάραγε την πόρτα όσο εκείνος έψαχνε ακόμα να αρθρώσει λόγο. Εν τέλει δεν είχε σημασία: εκείνης το σώμα ήθελε την προσποίηση της βίας και στολές, εκείνου το σώμα του τον οδήγαγε σε δημόσια ουρητήρια, να όρμεται από την τεχνητή ένταση της παρανομίας και να αποσυμπιέζεται σε δευτερόλεπτα. Σκεφτόταν τους μεγάλους μαγνήτες που σήκωναν τα πεταμένα αυτοκίνητα.

20


Ήθελε ο Υπνοβάτης να γράψει κι όμως δεν έγραφε. Οι αυτοματισμοί του λόγου του, οι παραχωρήσεις στον εγωισμό του, οι αγκυλωμένες φιλοδοξίες για επικά μυθιστορήματα, όλη αυτή η ολιγωρία της φωνής του τον απέτρεπε. Ώρες πολλές είχε περάσει να ίπταται γύρω από ακριβά σημειωματάρια, να τρώγεται. Η στιγμή τον έβρισκε πάντα στο δρόμο, ή στη συντροφιά εκείνης, κάπου αλλού από εκεί που έπρεπε να είναι. Υπήρχε όντως κάποτε ένα αναύλισμα. Αλλά η στιγμή ήταν εκτός της αφήγησης, η φωνή του εκτός φάσης, εκείνος πάντα στις ανάπαυλες. * Κάποτε έγινε ένα πάρτι ένα σαββατοκύριακο. Τον κάλεσαν - οι απόψεις διίστανται, αλλά μάλλον τον κάλεσαν - κι αυτός πήγε. Μέσα τα σώματα χαλάρωναν, συμμετείχε. Κάποτε τον πικάρανε να τραγουδήσει και αρνήθηκε - τότε του δώσανε κάτι. Σκεφτόταν στη θολούρα του ότι πάντα ήθελε να τραγουδήσει. Κάποιοι τον χειροκρότησαν κι εκείνος τους οδήγησε στο μπαλκόνι, πάμε να κάνουμε καντάδα στους περαστικούς. Κάπως θέλησε να είναι ψηλότερα, ακόμα ψηλότερα, κι ανέβηκε στο κάγκελο - κάποιοι του φώναξαν να κατέβει, κάποιοι τον χειροκρότησαν κι άλλο, δεν έχει σημασία. Είχε δει στον ύπνο του, κάποτε, ότι ο βόμβος γινόταν

21


εκκωφαντικός βαριοπούλα.

κι

εκείνος

έσπαγε

τον

τοίχο

με

Μετά το ατύχημα σταμάτησε να υπνοβατεί. Έγινε κάποιος που όλοι ήθελαν να ξέρουν τη νύχτα. Είχε ένα χαμόγελο μαγικό, ένα ολόγιομο Ναι στη ζωή, που τους έβγαζε από το χορό της αυτοπροβολής και της ανασφάλειας, που τους συντόνιζε. Κι όλη η πόλη τον ήξερε σαν έναν από τους μεγάλους γητευτές, κάποιον που μπορούσε να μιλήσει σε οποιαδήποτε κοπέλα σε οποιοδήποτε μέρος και να αποσπάσει ενδιαφέρον, τουλάχιστον. Ίσως επειδή είχαν μάθει αυτές να μιλάνε προς τα πάνω και να νιώθουν την αιχμή της αύρας των αγοριών, κι ήταν αλλιώς τώρα που του τράβαγε ένα αγκίστρι προς τα κάτω για να μιλήσουν στον πιο όμορφο άνθρωπο που είχαν δει ποτέ σε αναπηρικό καροτσάκι. Και μόνο όσοι τον ξέρουν καλά καταγράφουν κάποτε την αφηρημένη του φύση, το άγχος στο βλέμμα του όταν τις κοιτάζει να απομακρύνονται, την αγωνία του. Απ’όλα τα όπλα του ανθρώπου, το πιο ύπουλο είναι το αγκίστρι. Γιατί όλα τα άλλα σκοτώνουν προς τα έξω, κατα μήκος μιας αιχμής που απωθεί τον εχθρό. Το αγκίστρι, από την άλλη, δεν έχει αιχμή, επεκτείνεται μόνο ώστε να συσταλλεί, κι ο εχθρός, αν είναι καν εχθρός, μας προσεγγίζει μόνος του, καταδικασμένος.

22


* Σ’ένα σταθμό λεωφορείων, με πίεση χρόνου, σε αντικριστά τραπεζάκια με μια όμορφη κοπέλα που τον κοίταζε ανά περιόδους, που ξεκάθαρα ήθελε, δεν ήταν ο Υπνοβάτης ακόμα σε σχέση, δεν μπορούσε όμως, δεν ήξερε το σώμα κι η φωνή του πως να διαχειριστούν αυτή την ένταση που δεν είχε να κάνει με πλησμονή ή ανηδονία, φοβόταν το βατράχι που θα πεταγόταν απ’το λαρύγγι του - τα γνωστά. Σηκώθηκε με φούρια κι έψαξε στα μικρομάγαζα που πλαισιώνουν τους σταθμούς, επέστρεψε στο τραπεζάκι μ’ένα τετραδιάκι κι ανάμεσα στις ματιές τους το πλημμύρισε με νύφες έρμαιο ομάδων μπάσκετ διψασμένες ακόρεστες, να γίνουν οι οικογένειες παρτούζες ασύστολες, να βγάλουν επιτέλους οι κληρικοί τα δερμάτινα κάτω απ’τα ράσα, να κατέβει ο στρατός στους δρόμους να τους αρπάζουν γυναίκες κι οι σύζυγοι γονυπετείς και δεμένοι να χύνουν ταπείνωση, κι εγώ στημένος να διαλαλώ το νέο Ύμνο στην Ελευθερία, ένα όργιο ο κόσμος όλος, ένα όργιο όριο, οι ανδρείκελες αφηγήσεις σας, το στερητικό άλφα, συντέλεια Στον πάτο της τσάντας που κρέμεται απ΄το αμαξίδιο του βρίσκεται ένα ξεχαρβαλωμένο τετραδιάκι που με στυλό έχει γραφτεί στο εξώφυλλο η λέξη σχάση.

23


Χορόνζον

24


Χορόνζον, σκιά μου, πυρά μου. Σε καλώ, δαίμονα, κι όπως ορκίζομαι να διώκω το είδωλο μου έτσι ορκίζομαι να σε δεσμεύω. * “Παιδί αποφάσισα ότι πιστεύω στα φαντάσματα. Τί κι αν δεν υπήρχαν; Εγώ ήθελα να τα δω, να τους μιλήσω. Να πάρω τα μυστικά τους. Αποφάσισα λοιπόν ότι ο τρόπος που καθορίζουν το πραγματικό οι άνθρωποι έχει να κάνει πιο πολύ με το τι τους βολεύει παρά με το τι δουλεύει. Έτρεξα σήμερα δέκα χιλιόμετρα για νά’μαι έτοιμος, βασάνισα το σώμα μου κι όταν ο πόνος έγινε σαν οργασμός οραματίστηκα σαν αστραπή τον γλύφο σου. Γιατί πιστεύω σ’αυτή την Επίκληση, δαίμονα, πιστεύω ότι μπορείς να με ξανακάνεις ολόκληρο.” Ο Μαθητευομένος, γυμνός, απευθυνόταν στο είδωλο του σ’ένα μακρύ κάθετο καθρέφτη. Ένας κύκλος κεριά και χαρτιά με σύμβολα κι αυτός απέξω. Στο μέτωπο του είχε ζωγραφίσει το τρίτο μάτι. “Ας πούμε. Είχα πολλές γυναίκες, ωραία; Τις κυνηγούσα, τους έγραφα ερωτικές επιστολές και τραγούδια, έφτιαχνα καταστάσεις όπου θα με έβλεπαν να συνοδεύομαι, όπου θα έβλεπαν χλιδή. Πάντα πήγαινα στις πιο δύσκολες, αγωνιούσα για μήνες, έπινα κι έγραφα και δολοπλοκούσα ώσπου να τσιμπήσουν.

25


Έφτανα να τις έχω τετ-α-τετ και τότε μού’βγαινε ένας ποιητικός λόγος χείμαρρος, έλεγα ότι όλη η ζωή μου είναι μια τρύπα, ότι περίμενα για πάντα εκείνη να μου τη γεμίσει, υποσχόμουνα περιπέτειες, αφοσίωση, έλεγα έλεγα έλεγα. Τις κυνηγούσα, τις κατακτούσα, όλο έρωτα ενθουσιαμό γκάβλα, μετά μου πέρναγε κι εκείνες μ’έβαζαν να φάω τις υποσχέσεις μου. Καταλάβαινα τότε ότι πίστευα ότι τις αγαπούσα για νά’χω να γράφω, για νά’χω να πετυχαίνω. Έγραφα τον ίδιο μου τον έρωτα. Τράβαγαν μόνες τους οι λέξεις την αφήγηση, μαζί κι εμένα. “Σπούδασα το λόγο για να πάω μπροστά την τέχνη μου, κι είχα κάποτε χιλιάδες κόσμο να με συνοδεύουν στις καντάδες μου. Ο λόγος μου είχε μάθει να τους ρυθμίζω. Τον σπούδασα επί ίσοις όροις τον λόγο - εννοώ πως αναμετρήθηκα μαζί του, αρνήθηκα να τον μάθω όπως ήθελε να μαθευτεί, γιατί τότε σε μαθαίνει κι αυτός, σωστά; Έμαθα να μην περιμένω λογική από τη γνώση ή γνώση από τη λογική, να αδιαφορώ για πιστότητα, συνάφεια, συμπεράσματα, όλες αυτές τις πίπες. Έμαθα να διαβάζω την εγκυκλοπαίδεια και την εφημερίδα με τα φύλλα αποκομμένα και ανακατεμένα σα τράπουλα. Οσφραίνεται ο νους την επόμενη ιδέα - αυτό είναι όλο. “Ο λόγος. Θεμελιώδης μαγεία. Θεμελιώδης. Ξέρεις πως κάποιες φορές έχεις μια ιδέα παγωμένο ξυράφι, κι ώσπου να τη βάλεις στο χαρτί έχεις γράψει γύρω απ’την

26


αγριότητα της εισαγωγές και κατακλείδες και την έχεις ευνουχίσει, την έχεις παγιδέψει στον ίδιο σου το λόγο; Αυτές είναι οι γητείες του λόγου που έπρεπε να μάθω. Αυτή είναι η Κύκλωση, όπου αναγκάζεις τον αντίπαλο να τσαλακώσει την ιδέα του για να χωρέσει στο δικό σου λόγο αντί για το δικό του, σωστα; Μετά υπάρχει η Αφαίρεση, που εκτιμούν τόσο στην Αμερική, όπου πιέζεις με το βλέμμα τον αντίπαλο και περιορίζεσαι σε σθεναρά δηλωμένους λακωνισμούς, κι αυτός υποχρεώνεται να κατέβει μαζί σου σε ένα πιο βάρβαρο κοινωνικό πλαίσιο όπου ο λόγος σου υπερτερεί. Ο Ζυγός: προμετωπίζεις μια πρόταση με το κόστος και όχι το συμφέρον της, αλλά η παράσταση αμεροληψίας διασφαλίζει το πέρασμα του κόστους, όχι του συμφέροντος. Μετά η Υποβολή, η Προσποίηση, η Παράταση, η Σιωπή (αλίμονο), το Δόρυ (αυτό λέω να το εφαρμόσω σε λίγο), ολόκληρο γριμόριο. Ίσως το κυριότερο, η Ειδωλολατρεία, που κατείχαν τόσο καλά οι μεγάλοι δικτάτορες: η λατρεία που έχουν οι άνθρωποι για το είδωλο τους και πως όταν το βλέπουν στο λόγο σου μπορούν να εμπνευστούν ή να εξαγριωθούν. “Η πραγματικότητα είναι σπασμένος καθρέφτης, κι ο τρόπος του μάγου είναι να λέει σε ποια σειρά μπαίνουν τα κομμάτια. Εγώ προβάλλω πως ζω για ταχύτητα και νύχτα, για τα παλλόμενα μηνίγγια και το τρίτο μάτι, αυτοί ψάχνουν μια αφήγηση ολοκλήρωσης. Όμως είναι κι ο μάγος πλάσμα της πραγματικότητας. Είναι μέρος

27


της τέχνης μου να φτιάχνω περσόνες, οι κριτικοί το λατρεύουν. Όπως ο ηθοποιός που για να μάθει το ρόλο του τον ζει πρώτα εκτός σκηνής, Επικαλούμαι είδωλα να στοιχειώσουν το πετσί μου. Αλλά δεν ξέρω ποιος κατοικεί αυτό το θώρακα όταν κλείνει σεζόν ένας ρόλος, δαίμονα. Ποιος θέλει να θέλω και γιατί;” Ο Μαθητευόμενος έψαξε με τα ακροδάχτυλα του τις πτυχώσεις των πλευρών του, ένιωσε το δέρμα στις άκρες σκληρό απ’την κιθάρα. Συνέχισε: “Μαθαίνουμε το ξόρκι του εαυτού τόσο μικροί που το ασκούμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Αυθυποβαλλόμαστε, ξεχνάμε ότι γράφουμε την αφήγηση που παίζουμε, κι όμως καμιά φορά οι μάσκες χάσκουν, ας πούμε: εγώ δίνω κομμάτι του πλούτου μου σε ασθενείς και απόρους, επενδύω στην αφήγηση της φιλανθρωπίας, είμαι μεγάλος ευεργέτης και το χαίρομαι - το πιστεύω όταν με χειροκροτούν στο βάθρο, στο βήμα θέλω να πω, κι ύστερα πάω και αγκαλιάζω τους καρκινοπαθείς και τους οροθετικούς, πάω και τους αγκαλιάζω στα σεντόνια τους που μυρίζουν φορμόλη κι ύστερα όλα τα αρωματικά μπάνια του κόσμου δε μπορούν να με συνεφέρουν, περιφέρομαι σα τον λύκο κι είμαι όντως λύκος, παίρνω τηλέφωνα τις γκόμενες μου και βρίσκω αφορμές να τις λέω τσούλες χρυσοθήρες βρωμόμουνα κι αυτές μετά να με λένε εγωπαθές γουρούνι και ανώμαλο, ώσπου σπάνε και κλαίνε και κάνω κι εγώ πως κλαίω. Μόνο κάνω όμως.”

28


Τώρα ξάναβε και βημάτιζε: “Δεν είναι άλλος ο σαθρός πυρήνας μας παρά ο μπάσταρδος ο λόγος - ξέρεις κάποιες φορές δίνω κάτι σεμινάρια έκφρασης και βάζω κάτι θείτσες να τρέχουν ξυπόλητες πέρα δώθε στον τάπητα και να ωρύονται ώσπου λύνονται τα λαρύγγια τους κι αρχίζουν και βρίζουν τα πεθαμένα τους - κάτι οικτρότητες - και κάποτε με πιάνει και μένα και γλωσσολαλώ για το παλιοχώραφο της αβύσσου και τον ήλιο που αιμορραγεί στη θάλασσα, οικτρότητες επίσης, αλλά ριγώ και συνταράσσομαι και τρέχουν να με συνεφέρουν οι θείες, απολογούμαι εγώ και μου λένε αυτές πως δεν έχω να απολογηθώ για τίποτα, πως είμαι ένας υπέροχος άνθρωπος, και βάζουν κι αυτή τη μίζερη λέξη, την αυθεντικότητα…” Ο Μαθητευόμενος άφησε τον εαυτό του να καταλαγιάσει. Το βλέμμα του έκανε μια βόλτα πάνω από το είδωλο του στον καθρέφτη, βλέμμα πάνω σε βλέμμα. “Κάποτε ξέρεις με έπιασε ο γέρος μου να αυνανίζομαι και βάλθηκε να το συζητήσουμε, κι απ’τη ντροπή μου βημάτιζα μες στο δωμάτιο και έκλαιγα και ούρλιαζα, κι άρχισα να του λέω δεν ξέρεις πως είναι να ζεις σε ένα κόσμο που δεν ξέρει το νόημα σου, που δεν μπορεί - δε θα μπορούσε ποτέ - να το καταλάβει. Με μάλωνε ο γέρος και μού’λεγε ότι αυτά είναι απλά υπαρξιακές ανησυχίες, αν δεν ξέρεις τι να κάνεις με τη ζωή σου

29


περίμενε να τελειώσει. Αλλά έβλεπα στα μάτια του ότι τον έπιαναν αυτά που έλεγα, κι όσο τά’λεγα, ενώ τά’λεγα σου λέω τώρα, σκεφτόμουνα Θέε μου τι βρήκα να λέω τώρα, τι κοινοτοπίες πρέπει να πω για να βγω απ’αυτό το λούκι.” Στο σημείο αυτό ο Μαθητευόμενος φάνηκε να φτάνει σε κάποιου είδους όριο, κρέμασε το κεφάλι του, σκυθρώπιασε και χάθηκε. Στον καθρέφτη έχασκε ένα χαμόγελο πλατύ και διεστραμμένο, μια σαρδόνια περιέργεια γι’αυτή την πεταλούδα που πάλευε να εκκενώσει το κουκούλι της. Ο Μαθητευόμενος πέρασε τα χέρια του πάνω στα μαλλιά του, και συνέχισε κοιτώντας το πάτωμα: “Κι όμως τότε η μαγεία δούλευε. Αυτό είναι τό θέμα. Τότε περίμενα το ρίγος που σήμαινε ότι είμαι στο μονοπάτι. Ώσπου έκαναν παρέλαση γύρω μου τα σύμβολα και οι συχγρονικότητες. Υπήρχαν φορές που ήξερα ότι το επόμενο φύλλο θα είναι εικοσιμία και δεν το κοιτούσα καν, τα πόνταρα όλα και μου πήγαινε η χρονιά άριστα. Κι οι λέξεις ήταν ζώσες, πώς να στο πω, υπήρχαν όχι για να λεχθούν αλλά για να τραγουδηθούν, κι όλοι ρωτάγαν πως γίνεται να κουμπώνουν έτσι οι στίχοι με τις μελωδίες, πως γίνεται τόσο κρυπτικοί στίχοι να χτυπάνε στο ψαχνό. Σα παιδί περπατούσα σε ξαστεριά κι έβλεπα πάντα το ίδιο αστέρι στο κέντρο να με κοιτάει. Και δε

30


μιλούσα ποτέ σε κανέναν για όλα αυτά, ήξερα ότι είναι σα τις καλές ιδέες που χαλάνε όταν πας να τις εκφράσεις πριν την ώρα τους, δεν ήθελα ακόμα να ξέρω ότι αυτό το πράγμα το λένε πίστη, το λένε πεπρωμένο--” Τότε μίλησε κάποιος άλλος. * Λέξεις εκκρίσεις. Βίος ανείδωλος. Δεν μπόρεσε εκείνος να κρύψει τον τρόμο του, τον ενθουσιασμό του. Το ρίγος τώρα τον έσφιγγε, απέναντι σ’αυτό το είδωλο που ήταν αυτός αλλά δεν ήταν αυτός, που ήταν χαμένα τα μάτια του στη σκιά και δεν ήθελε να τα δει να ξεπροβάλλουν. Αυτό το είδωλο που του φαινόταν να είναι εκείνος αλλά γυναίκα. Το μόνο που κατάφερε να πει: “Ναι.” Ο άλλος (εκείνη;) μίλησε πάλι: Μακροαιώνιος ο δαίμονας, ξένος στον άνθρωπο ο λόγος του. Παραφθορά: το άλλαγμα των ονομάτων μέσα στις εποχές, η καθίζηση των αφηγήσεων. Αναγνωμάτευση: η ανταλλαγή ονομάτων μαγείας και επιστήμης, η αντιστροφή της πυξίδας του ανθρώπου. Κοσμοείδωλο: 31


μια ολική σύντηξη. “Πες μου. Πες μου κι άλλα.” Ένιωθε εκείνος να χάνει τον έλεγχο της Επίκλησης. Τα νοήματα του δαίμονα ήταν υπόγεια και σαγηνευτικά. Ηχώ και τίποτα ο άνθρωπος αύριο. Μια εργαλειοθήκη. Προσδόκα επικράτεια αβύσσου. Εκείνος σκέφτηκε την επέλαση της νευροεπιστήμης. “Μιλάς για το θάνατο του θεού,” είπε. Χιλίων θεών λυκαυγή. Εκδικούνται οι μάγοι του αιώνα του πυρήνα. Στιγμές σιωπής πέρασαν ανάμεσα τους. Έψαχνε ο Μαθητευόμενος να ανασυνταχτεί, μα το μυαλό του έτρεχε. Εν τέλει ρωτήθηκε: Ποθείς χρυσάφι; Εκείνος κάγχασε. “Είμαι πολύ πλούσιος. Ξέρεις τι είναι οι αγορές; Ένας αστρολογικός χάρτης, ένας λαβύρινθος που όλοι κυνηγούν τον ένοικο του. Ξαμολάς μια μετοχή σαν αστραφτερό γλύφο και αφήνεις τους αριθμολάγνους να τον θρέψουν φήμη τη φήμη, ψέμα το ψέμα, δολάριο το δολάριο. Ξαμολάς μια αφήγηση σα μυθολογικό τέρας που μεταμορφώνεται προτού πεθάνει, κρατάει μόνο τιμές και νούμερα.” 32


Αυτολογοκρατούμενος λαός. Διαθλάτται η αυτοκρατορία. Προσδόκα λόγο πόλεμο - παρέρχεται η εποχή όπου αιμομικτούσαν οι σημασίες και τα σύμβολα. ‘’Τί ανατέλλει;’ ήθελε να ρωτήσει εκείνος, αλλά συνερχόταν βαθμηδόν κι έπρεπε ξαναπάρει τον έλεγχο. “Δε θέλω να με σώσεις, δαίμονα,” είπε. Στον καθρέφτη σηκώθηκε ένα χέρι κι έδειξε πίσω, πέρα απ’την επιφάνεια: Ποθείς να βαδίσεις την άβυσσο; Ποθούσε την αλήθεια του λιωμένου ήλιου. Γέλασε λίγο για να υποτάξει τον άλλο. “Η Μεγάλη Αφήγηση: ο δρόμος για τον Θεό περνάει από την άβυσσο. Έφτασα αρκετές φορές στο μέρος που μένει η φουρνιά σου. Αφού είχα φτύσει αίμα να κάνω αυτοβιογραφία, ίσως μετά από χωρισμούς που ένιωθα ότι με εξιλέωναν, σίγουρα μετά από συγκεκριμένες ουσίες. Κάποιες φορές ένιωθα έτοιμος. Μα ξαπόσταινα στην είσοδο, γύριζα πίσω, με έβρισκε το ξημέρωμα με σύριγγες και ιερόδουλες.” Ανάποδος ιππότης, σπασμένος κύκλος. Ποθείς το νερό της κολυμβήθρας; “Την άκουγα πάντα τη άβυσσο”, είπε εκείνος και 33


σήκωσε τους τόνους, “στο λευκό θόρυβο ανάμεσα σε μαγνήτες και ηχεία. Την έμαθα όσο μπορούσα στο λαό μου. Μα την πέρασαν άλλοι και μας τα πρήζουν τώρα με τον αστραφτερό νέο εαυτό τους, είναι τόσο ξεδιάντροπη πλεκτάνη ο διαφωτισμός τους, τόσο εγωκεντρική η γαλήνη τους. Γι’αυτό σταμάταγα πριν την άβυσσο, όχι γιατί τη φοβόμουν, μα γιατί ήξερα ότι το μονοπάτι δεν είναι παρά άλλη μια αφήγηση, μια μετάσταση του λόγου, στην καλύτερη. Θα επέστρεφα μόνο για να δημιουργήσω αυλικούς και επίδοξους. Τί άλλο προσφέρεις;” Φωνές βοώντων. Εκείνος έπιασε την αναφορά, αλλά δεν του το αναγνώρισε. Άξαφνα, μια ιδέα. Συγκέντρωσε το θάρρος του και ζήτησε το αντάλλαγμα: “Άσε με να τις ακούσω, δαίμονα.” Στον καθρέφτη ένα χέρι του έγνεψε να έρθει. Εκείνος δείλιασε για μια στιγμή μα γρήγορα έσκυψε και έστησε αυτί στην άκρη του κύκλου: Άκουσε κάτι πέρα από την επιθυμία και το συμφέρον. Άκουσε και κατάλαβε, ίσως, τους άπορους, τους άστεγους, τί τους συνέδεε. Τον μαστίγωνε γυμνό ο άνεμος.

34


Ο άλλος-εκείνη κοίταζε τον άνθρωπο που οι κόρες των ματιών του συστέλλονταν και διαστέλλονταν, πάλευαν να εστιάσουν κάπου στο κενό, στο χάος. Οι φωνές που αντηχούν στην άβυσσο είναι προϊστορικές, κρατούν από μια εποχή πριν τη γλώσσα και πριν το Θεό. Τώρα θα βούιζαν στα εκπαιδευμένα αυτιά του ανθρώπου που τα είχε όλα, εκτός από μια φωνή που να μην πρέπει να κρύψει τις αλήθειες της σε ψέματα, εκτός από ένα πρόσωπο που δεν ήταν συνάμα και προσωπείο. Θα έψαχναν στη μνήμη των βοώντων τη δειλία της ειρωνείας και και του τακτικισμού τα αυτιά του μεγάλου καλλιτέχνη, απεγνωσμένα. Άρχισε να γελάει βραχνά και θλιβερά, το γέλιο του έγινε κλάμα κι ύστερα πάλι γέλιο. Γύρισε στον καθρέφτη κι έκανε μια χειρονομία που σήμαινε εγώ κι εσύ. Δε πήρε απάντηση. “Πες μου δαίμονα,” είπε εκείνος, “ξέρουν τί λένε τα παιδιά; Υπάρχει όντως πεπρωμένο;” Βέλο νυφικό, πλεκτό αράχνης. Μα εκείνος ήδη σκόρπαγε τα χαρτιά που απάρτιζαν τον κύκλο και γελούσε: “Κι αν το πεπρωμένο μας είναι να σώσουμε την τέχνη;” Εκείνη έβγαινε τώρα απ’τον καθρέφτη. 35


Ήταν αυτή η απόγνωση των αυτιών του που είχε αποφασίσει ότι ήθελε εκείνος. * Απ’τις αναφορές των γειτόνων φάνηκε ότι ο διάσημος είχε όντως περιέλθει σε μια κατάσταση οδυνηρής γλωσσολαλίας και φωνητικής υπερέκτασης (ο λαιμός του βρέθηκε σακατεμένος), που την κατέγραφαν μικρόφωνα που κρέμονταν απ’το ταβάνι. Οι αστυνομικοί που έσπασαν την πόρτα του ρετιρέ δεν εξεπλάγησαν με το τέλος που είχε βρει τον εκκεντρικό νέο, που ήταν κάποτε πρώτο όνομα. Ο σπασμένος καθρέφτης, οι σκόρπιες κόλλες με τα αλλόκοτα σύμβολα, ακόμα κι οι αφροί που ξεραίνονταν στο στόμα του και τον παγωμένο τρόμο στο βλέμμα - όλα σημάδια μιας οριακά κοινότοπης διαστροφής. Δε θα τους είχε κάνει ούτε ιδιαίτερη εντύπωση το τρίτο μάτι που συμβολικά είχε σκίσει στο μέτωπο του, αλλά στην εξέταση φάνηκε ότι το ματωμένο πράγμα δεν ήταν ούτε χαρακιά ούτε σύμβολο - στο μέτωπο του καλλιτέχνη είχε φυτρώσει ένα μικροσκοπικό αιδοίο. Θα ήταν μάλλον αδιάφορο να πούμε ότι ο δαίμονας δεν ήταν παρά το είδωλο αυτό καθεαυτό του Μαθητευόμενου, ότι ο δαίμονας με άλλα λόγια μπορεί να υπήρξε μόνο στη φαντασία του Μαθητευόμενου.

36


Όπως θα ήταν εξίσου αδιάφορο να λέγαμε ότι μπορεί ο Μαθητευόμενος να ασκούσε εδώ την ιδιότητα του ηθοποιού, ότι όλη η τελετή ήταν μια παράσταση προορισμένη να επιλογίσει το έργο και το θρύλο του ένα μεγάλο ανκόρ. Θα ήταν ίσως καιριότερο να λέγαμε πως κι αν ο Μαθητευόμενος όντως καταλήφθηκε από το δαίμονα ότι και να λάλησε πριν το θάνατο του μάλλον δε θα το καταλαβαίναμε, θα ήταν ίσως σαν μωρολογία ή παραλήρημα σχιζοφρενούς. Ο Χορόνζον είναι δαίμονας αμμοστρόβιλος, που αλλάζει συνεχώς μορφές και φλυαρεί αδυνατώντας να συγκεντρωθεί σε κάποιο σημείο. Παρότι φαίνεται για κάτι έμβιο, ο δαίμονας δεν αποτελεί οντότητα παρά κυκλώνα ενός εκατομμυρίου φωνών, προϊόν της ανειδώλου αβύσσου. Σ’αυτές τις φωνές, ωστόσο, ίσως να ανήκει πλέον και αυτή του Μαθητευόμενου: Φθίση, ρήση, τίση - ξυράφια οι λέξεις πέραν ονόματος και σημασίας, αδένες χολής για σας που ήρθατε εδώ μειδιώντας για το χαμό μου. Ναι, εσάς, που ήρθατε να δαχτυλώσετε τη μεγαλοφυία με την οικτρή ηθική σας. Μυρμηγκιάσατε ανάμεσα στα πόδια με το χαμό μου; Μυρίσατε πως είναι να ζεις για ματωμένα ακροδάχτυλα και ίλιγγο; Μη με κοιτάτε με τη μίζερη συμπόνοια σας, μην εύχεστε να με είχε καταλάβει κάποιος πρωτύτερα. Εμείς που μάθαμε να βάζουμε την αγάπη στη φορμόλη και να περνάμε βελόνα στο χαρτί μέσα απ’τις καρδιες των

37


άλλων ξέρουμε να βλέπουμε το βιασμό στο βλέμμα σας, ξέρουμε ποια είναι η πιο διεστραμμένη απόλαυση. Από μας που μάθατε να εξουσιάζεστε και να ερεθίζεστε σεροτονίνη, μελατονίνη, διμεθυλοτρυπταμίνη, να κι άλλες λέξεις: θα σας κάτσει βαρύς ο νέος αιώνας. Αφέντη θά’χετε ένα μικρό αδένα στον πυρήνα του εγκεφάλου και θα σας μάθει να κλείνετε τη συμπόνια σας με διακόπτη, θα σας μάθει να ονειρεύεστε με διακόπτη. Τί κι αν ιδρώνω βρωμόλογα κάθε φορά που βλέπω γέρο; Θεός είναι μια σφαίρα που περιμένει στη σπονδυλική στήλη. Αν ποτέ καταλάβετε ότι εμείς ξέραμε τον πυρήνα σας για λογαριασμό σας - ότι εμείς ήμασταν πάντα ο πυρήνας ίσως βρείτε το κουράγιο να την καβαλήσετε μέσα απ’τον αδένα αυτό που σας ερεθίζει και σας εξουσιάζει, ως μια άβυσσο παράδεισο, ως ένα θάνατο που θα σας βρει να αφρίζετε από το στόμα το μέλλον--

38


39


αγκώνας

40


Έμενε η οικογένεια του σ’ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα, πήγαινε εκείνος τα καλοκαίρια, καμιά φορά το Πάσχα. Καθόταν οκλαδόν στην κρύα άμμο και άκουγε το κύμα να σέρνεται και να ξεθυμαίνει, κράταγε η αίσθηση του κύματος απ’την παιδική του ηλικία και τον ησύχαζε. Ένα καλοκαίρι είχε πάει στο νησί και μια χούφτα απρόσμενες λέξεις τον ξεκλείδωσαν. Καθόταν οκλαδόν και αναθυμόταν, συνειδητοποιούσε, αλίμονο, ότι στο νησί ακούμπησε νωρίς την κορυφή που έψαχνε, τόσο νωρίς που το ξέχασε και την έψαχνε ακόμα. Του μέναν τα καλοκαίρια στο σπίτι, οκνηρά, λιωμένα πάθη. Κάπου φούσκωσε το κύμα και σύρθηκε μέχρι εκείνον, τού’βρεξε τα ρούχα. Ήταν χλιαρό το κύμα, τον δελέαζε. Σηκώθηκε στα γόνατα και μπουσούλησε προς τα μέσα. Δεν τον κάλυπτε το κύμα παρά μόνο μέχρι τους πήχεις, μα τό’βλεπε στην άμπωτη του να μαζεύεται προς τον ορίζοντα κι ήθελε να πάει ενδότερα. Κάπου σταμάτησε νιώθοντας να τον περιβάλλουν βρύα ή ιστοί αράχνης μέσα στο νερό. Κοίταξε γύρω του - γνώριμα παστέλ χρώματα κι αυτός κάπως ανάμεσα στα νήματα. Δεν περίμενε να τα δει εδώ, στα ζεστά νερά. Έπιασε το ύφασμα μα δεν πιανόταν, ήταν η σημαία μια αντανάκλαση στην επιφάνεια κι αυτός μέσα της. Κάπως άρχισε να σκιάζεται, του μπήκε στο μυαλό η ιδέα ότι η θάλασσα όλη ήταν ένα στόμα, ένα σαρκοβόρο στόμα που τρέφει τη θάλασσα με τη

41


σάρκα των παιδιών της. Δε μπόρεσε να αντισταθεί ήθελε να βάλει το χέρι του μέσα μέχρι τον αγκώνα. * Ότι αφήγηση κι αν λένε τα δίπατα παραθαλάσσια και το δικαίωμα στην ανία το καλοκαίρι, είναι σίγουρα δίκοπη. Από τη μια εξασφαλίζει κάποια ελευθερία κινήσεων για περιπλάνηση, ενδοσκόπηση, καλλιέργεια, κυρίως: εμπειρία. Από την άλλη προεξοφλεί και μια υπόθεση κληρονομιάς: την ελευθερία να λήξει η περιπλάνηση στην αφετηρία της, να επιστρέψουμε στο σπίτι, να επιληφθούμε αυτών που συνεπάγεται, να συγχωνευτούμε με την αφήγηση του. Κάποτε σώθηκε η πρώτη νιότη και μαζί της ότι αφήγηση υπόσχονταν τα μουγκρητά των αυτοκινήτων τη νύχτα. Βρέθηκε εκείνος με την πιθανότητα του μισθού, της σοβαρότητας, της επιστροφής. Η πιθανότητα δεν είναι ευκαιρία αν δε θες να την αδράξεις. Η πιθανότητα δεν είναι ούτε υποχρέωση απλά επειδή έχεις κάθε λόγο να την αδράξεις. Εκείνος έγραφε πάντα επιστροφές στη θάλασσα. Όλοι αρέσκονται στο κυνήγι της εμπειρίας, παρότι κάποτε απέτυχε να τους αλλάξει για πάντα ένα φτωχό νησί. Έτσι αποφάσισε ότι θα πήγαινε. Ότι ήθελε να πάει. Κι έτσι θριάμβευσε ο πυρήνας - χωρίς μάχες, χωρίς 42


ραδιουργίες. Γιατί αγκιστρώθηκε εκείνος από την πιο φρικτή αφήγηση, αυτή όπου γυμνώνεται το κρανίο του αφέντη: αυτή του στρατού.

43


μητέρα

44


1 Όλα τα αγόρια ήταν ενθουσιασμένα όταν ήρθε η μέρα της κατάταξης. Εποχές ατομικής ανεξαρτησίας και υποχρεωτικής καλλιέργειας τα είχαν προσπεράσει μπερδεμένα και άβουλα, και υπήρχε πολλή χαρά στην ατμόσφαιρα που αυτή η παλιά Κατασκήνωση άνοιγε και πάλι τις πόρτες της για να τα οδηγήσει στη ζεστή αγκαλιά του αφέντη. Εκτός αυτού, η Κατασκήνωση συμβόλιζε μια ανάπαυλα από το ανυπόφορο βλέμμα των κοριτσιών, από τα οποία πλέον βαθμολογούνταν ανοιχτά και δημόσια σε διαδικτυακές εφαρμογές. Οπωσδήποτε, η Κατασκήνωση ήταν μια μεγάλη φούσκα επιδοτήσεων και πολιτικών μοχλεύσεων, αλλά αυτό μικρή σημασία είχε για αυτά τα αγόρια που λαχταρούσαν το βάρος του τουφεκιού να πραγματώσει τα εικονικά οπλοστάσια των βιντεοπαιχνιδιών όπου ανακουφιζόταν η αγωνία της ήβης. Την πρώτη μέρα τα κούρεψαν και τους έδωσαν παραλλαγές. “Τι ωραία”, είπε ο Πέντε Κόμμα Εννιά, που είχε λίγη βλεφαρόπτωση, “που δεν έχουμε να τρέχουμε να διαλέγουμε ρούχα, και να κάνουμε μαλλιά, και να τρωγόμαστε όλη μέρα”, ενώ ο Τέσσερα Κόμμα Τέσσερα ρώτησε τραυλίζοντας αν μπορούσε να φορέσει κι έξω την στολή, ένα αίτημα που απορρίφθηκε από ένα αυστηρό αρχιλοχία με μουστάκι. Τα τάισαν κρέας που

45


τους είπαν ότι δεν έχει έρθει απ’τα εργαστήρια και τά’στειλαν νωρίς για ύπνο. Την επομένη τα μάζεψαν για να τους μιλήσει ένας γεροδεμένος ασπρομάλλης που ακόμα κι οι στεντόριοι αξιωματικοί (που προκαλούσαν στα αγόρια μια εθελούσια υποταγή απόρροια θαυμασμού, φόβου, και περιέργειας), στέκονταν μπροστά του μια προσοχή τόσο αγαλματένια. Τα αγόρια, που ζούσαν στο διάπλου επιλογών ενδιαφερόντων και καριέρας, στάθηκαν γοητευμένα από το αδιαπραγμάτευτο της σκηνής. Ο αλλόκοτος, πολυστόλιστος άντρας (ο Στρατηγός, διέρρευσε ένας ψίθυρος) άρχισε να κεντάει μια αφήγηση για ένα αρχαίο λαό που λεγόταν Έθνος, που λάτρευε ένα μυθολογικό τέρας: την τρομερή Σημαία. Τα στρατιωτικά έθιμα αυτού του Έθνους, όπου λεγόταν ότι προτού ορκιστούν κληρώνονταν ένα πραγματικό στόχο που έπρεπε να εξουδετερώσουν (ένα ταξιτζή ας πούμε, ή ένα μανάβη), ενέπνεαν τις αρχές του Σώματος στο οποίο κατατασσόντουσαν τα αγόρια σήμερα, όπου θα γίνονταν στρατιώτες στην υπηρεσία των ιδανικών της ελεύθερης αγοράς και της ελεγχόμενης μετανάστευσης, μια προτυποποίηση που θα τους δίδασκε την πειθαρχία και ατομική ευθύνη και θα τους έδινε το πλεονέκτημα στην αγορά εργασίας - στο σημείο αυτό άρχισε να το πηγαίνει πιο πολύ στο πως πρέπει όλοι να μάθουν να στρώνουν το κρεβάτι τους το πρωί και πως έχει παραγίνει το κακό

46


με την πορνογραφία, και τα αγόρια άρχισαν να ξεχνιούνται και να σκαλίζουν συσκευές και ρουθούνια, και οι αξιωματικοί πάσχιζαν να τα βάλουν σε τάξη με τρόπο αρκετά λεπτό ώστε να μη χαλάσει η ατμόσφαιρα της αφήγησης του Στρατηγού. Ύστερα άρχισαν οι εκπαιδεύσεις, οι ομαδοποιήσεις, οι απαιτήσεις για αψεγάδιαστο συντονισμό κινήσεων. Τα αγόρια, που οι κλειδώσεις τους ήταν πάντα γεμάτες ανυπομονησία για τις αποκρίσεις των κοριτσιών, δυσκολεύονταν με την ακινησία και την ακρίβεια, ώσπου ο αρχιλοχίας τα επέπληξε: Αν κάποιο αγόρι δε μπορούσε να συντονιστεί, τους είπε, θα αποβαλλόταν από την Κατασκήνωση. Ο Επτά Κόμμα Εννιά πήρε το θάρρος και παραπονέθηκε για τα δίδακτρα τους. “Αυτά που ήξερες έξω να τα ξεχάσεις”, τον έκοψε ο αρχιλοχίας, μαζί και όλο τον αέρα που θα κουβάλαγε ως πολίτης με τέτοιο βαθμοόνομα, “κάποτε οι στρατιώτες ράβαν τον αορτήρα πάνω τους για να μην τον χάσουν, και για να γίνεις Δόκιμος έπρεπε να κάτσεις προσοχή στο χιόνι για ένα φεγγάρι και να τρομάξεις λύκο με την κραυγή σου, ήρθε τώρα το Ηνωμένο Κονσόρτσιουμ και σας καλοέμαθε”. Ο Επτά Κομμά Εννιά ένιωσε το τσίμπημα στα μάτια και ησύχασε. Ήταν ας πούμε μια αφήγηση που θα άκουγαν πολύ συχνά κατά τη θητεία τους τα αγόρια.

47


2 Το σώμα ήταν εκτός φάσης. Το σώμα δε μπορούσε να συντονιστεί με σώματα. Συστέλλονταν όταν έπρεπε να Υποχωρούσε όταν έπρεπε να εισβάλλει. Το μπορούσε να συντονιστεί με τις ορμές του. ήταν εκτός φάσης. Το σώμα ήταν σε αφασία.

τα άλλα τεντωθεί. σώμα δε Το σώμα

Ο αφέντης είχε απαιτήσεις από το σώμα. Ο αφέντης έδινε εντολές. Υπήρχαν ακριβείς μηχανικές οδηγίες θέσεις αποστάσεις χρόνοι απόκρισης που έπρεπε να τηρηθούν. Το σώμα έπρεπε να διατάσσεται (και να αποδιατάσσεται και αναδιατάσσεται) σε συγκεκριμένα γεωμετρικά σχήματα. Το σώμα πάλευε να έρθει εντός προδιαγραφών. Ο αφέντης έδινε εντολές. Ήθελε (ο αφέντης) να εκτινάσσει το σώμα τα άκρα του σαν πιστόνια. Ήθελε να τα εκτινάσσει ξανά και ξανά. Ήθελε ξανά και ξανά και ξανά. Ήθελε (ο αφέντης) να έρθει το σώμα σε φάση. Ήθελε να συντονιστεί με όλα τα άλλα σώματα. Ήθελε να γίνουν όλα τα σώματα ένα. Το σώμα ήταν εκτός φάσης και ο αφέντης είχε προδιαγραφές. Μα ο αφέντης δεν ήταν κάτοχος του σώματος. Ο κάτοχος είχε εξαϋλωθεί - είχε υποχωρήσει 48


μέσα στον πυρήνα. Το σώμα αντιστεκόταν στην κατοχή του. Υπήρχαν μόνο σώματα και ο αφέντης. Τα σώματα λαχταρούσαν να έρθουν σε φάση. Να συγχρονίσουν τις κινήσεις τους και τις εκκρίσεις τους. Ήθελαν (τα σώματα) να συγχρονίσουν τους κύκλους της συστολής και της διαστολής, της αποστολής και της λήψης. Ορμές έπρεπε να μεταγράφονται σε κινήσεις στον προδιαγεγραμμένο χρόνο. Ήθελαν (τα σώματα) να γίνουν ένα. Αλλά ο πυρήνας τα συγκρατούσε. Τα σώματα ήταν εκτός φάσης. (Τα σώματα υπέφεραν με τρόμο και απελπισία μέσα στις αναρίθμητες διελκυνστιδικές εντάσεις τους και σύντομα θα κατέρρεαν σα μαύρες τρύπες.) (Ήθελαν [τα σώματα] να εκραγούν με βία κατά του εαυτού τους, να χτυπήσουν χέρια σε κεφάλια και κεφάλια σε τοίχους. Αλλά ο πυρήνας τα συγκρατούσε. Τα σώματα υπέφεραν μέσα στο φλέμμα.) Υπήρχε μόνο μία κατάσταση κατά την οποία το σώμα ερχόταν σε φάση: ο χορός. Εκεί το σώμα μπορούσε να αποσυμπιεστεί και αναδιέτασσε τον εαυτό του ξανά και ξανά σε έξαλλα γεωμετρικά σχήματα. Ήταν μόνο αλλά ήταν συντονισμένο - ήταν συντονισμένο με τον εαυτό του. Έδινε μια παράσταση το σώμα. Ακολουθούσε τη μουσική.

49


Ο αφέντης είχε κι εκείνος απαιτήσεις από τα σώματα για τις ανάγκες μιας Παράστασης. Η Παράσταση δεν απαιτούσε από τους παραστάτες να εννοούν ούτε να αποδέχονται το περιεχόμενο της. Η Παράσταση απαιτούσε την Παράσταση. Γι’ αυτό ο αφέντης έβαζε και ξαναέβαζε τα σώματα να εκτελούν τις κινήσεις της και θύμωνε και τα ταλαιπωρούσε. Άκρα έπρεπε να εκτινάσσονται σαν ελάσματα. Σώματα έπρεπε να εκπαιδευτούν ώστε να λειτουργούν με ακρίβεια και βεβαιότητα οπλικού κλείστρου. Η Παράσταση είχε προδιαγραφές. Μα το σώμα δε μπορούσε να ακολουθήσει τη μηχανική μουσική της Παράστασης του αφέντη. Απαιτούνταν δομημένα σχήματα και όχι άναρχα. Πίσω απ’ την πλάτη, όπου δε κοιτούσε ο αφέντης, το σώμα ταλαιπωρημένο άφηνε τα χέρια να παίρνουν ότι σχήμα ήθελαν. Το σώμα ήταν εκτός φάσης με όλα τα άλλα σώματα. Ο χορός δεν ικανοποιούσε τον αφέντη. Η Παράσταση είχε προδιαγραφές. Υπήρχαν συγκεκριμένες ακολουθίες λέξεων που έπρεπε να φωναχθούν την κατάλληλη στιγμή. Ήθελε (ο αφέντης) να φωνάζει το σώμα με όλη του τη δύναμη. Αλλά δεν ήξερε ο αφέντης ότι η Φωνή δεν άνηκε στο σώμα. Δεν ήξερε πως το σώμα ήταν εκτός φάσης με τη φωνή του. Και το σώμα λαχταρούσε έλεγχο της Φωνής πάνω απ’

50


όλα. Η Φωνή ήταν το απώτατο άκρο του σώματος. Δυσλειτουργούσε: άλλαζε όγκο και τονικότητα ανάλογα με τις περιστάσεις. Δυσλειτουργούσε: ψέλλιζε όταν έπρεπε να αντηχήσει, ψεύδιζε όταν έπρεπε να κραυγάσει. Η Φωνή είχε όλη τη δύναμη που κρύβεται μέσα στον πυρήνα. Αλλά λύγιζε κάτω απ’ το βάρος της και το βάρος του. Σε στιγμές έξαρσης τραγουδούσε άηχα και τέντωνε μικρούς μύες γύρω από το στόμα και το λαιμό. Τη νύχτα τους διέστρεφε σε βάρβαρους μορφασμούς. Ήθελε (η Φωνή) να τραγουδάει με όλη της τη δύναμη. Μα ήταν εκτός φάσης. Η Φωνή δεν ήθελε να συντονιστεί με τις άλλες φωνές. Δεν ήθελε να φωνάζει. Κινούσε άηχα το στόμα για να φαίνεται ότι το κάνει. Μέσα στην οχλοβοή ο αφέντης δε μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά. Η Φωνή ήταν εκτός προδιαγραφών. Η Φωνή ήταν σε ανομία. Η Παράσταση είχε απαιτήσεις από τη Φωνή. Η Παράσταση απαιτούσε την Παράσταση. Δεν απαιτούσε από τη Φωνή να εννοεί ή να αποδέχεται το περιεχόμενο της. Δεν υπήρχαν ακριβή φωνητικά χαρακτηριστικά που έπρεπε να τηρηθούν. Ήθελε (ο αφέντης) να φωνάζουν τα σώματα με όλη τους τη δύναμη. Μόνο να φωνάζουν. Η Φωνή δεν ήθελε και δεν ήξερε να φωνάζει. Σε συνθήκες έξαρσης και συγκάλυψης (ας πούμε: στον

51


χορό) η Φωνή κάποιες φορές αφηνίαζε, χαμένη αναμέσα στις άλλες φωνές. Αλλά πάντα η οχλοβοή καταλάγιαζε και προλάβαινε η Φωνή να ακούσει τον εαυτό της και να ντραπεί για την ασχήμια της. Η Φωνή ήταν εκτός φάσης. Ο αφέντης έβαζε τα σώματα να φωνάζουν ξανά και ξανά και ξανά τα λόγια της Παράστασης. Ο αφέντης ταλαιπωρούσε τα σώματα. Τα σώματα ένιωθαν πόνο. Αλλά ήθελε (ο αφέντης) να πετύχει τη μέγιστη συνολική ένταση. Ήθελε (ο αφέντης) να γίνουν όλες οι φωνές μία. Η Φωνή άρχισε να ανοίγει προσπαθώντας να ανακουφίσει το σώμα. Μέσα στην οχλοβοή κανείς δε μπορούσε να την ακούσει. Η Παράσταση δεν απαιτούσε από τη Φωνή να εννοεί ή να αποδέχεται το περιεχόμενο της. Η Φωνή άρχισε να εκφέρει τα λόγια της Παράστασης. Η Φωνή άρχισε να εκφέρει τα λόγια σε χαμηλή ένταση. Μέσα στην οχλοβοή μπορούσε μόλις και μετά βίας να ακούσει τον εαυτό της και γέλασε με την ασχήμια της. Δοκίμασε να αλλάξει τα λόγια με βρισιές ή να τα πει με προφορά. Το σώμα, κάπως ανακουφισμένο, επανέλαβε τις κινήσεις με λίγο μεγαλύτερη ακρίβεια. Η Παράσταση είχε προδιαγραφές. Υπήρχαν συγκεκριμένες ακολουθίες λέξεων που έπρεπε να φωναχθούν την κατάλληλη στιγμή. Δεν υπήρχαν

52


συγκεκριμένα φωνητικά χαρακτηριστικά που έπρεπε να τηρηθούν. Κάθε φωνή φώναζε διαφορετικά- κάθε φωνή φώναζε εξίσου. Ήθελε (ο αφέντης) να ακούγονται οι φωνές σαν επερχόμενος τυφώνας. Ήθελε να ακούγονται σαν ομοβροντία. Η Φωνή άρχισε να υψώνεται γιατί δεν είχε λόγο να μην το κάνει. Μέσα στην οχλοβοή κανείς δε μπορούσε να την ακούσει και το κυριότερο, δεν υπήρχε κίνδυνος να απομείνει και να αποκαλυφθεί καθώς το σώμα δε βρισκόταν σε έξαρση μα σε πίεση. Η Παράσταση δεν απαιτούσε να εννοηθεί ή να γίνει αποδεκτό το περιεχόμενο της. Η Φωνή άρχισε να υψώνεται. Ήθελε (η Φωνή) να δει πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει. Ήθελε (η Φωνή) να κινητοποιήσει όλο το σώμα σε μια ενιαία υπέρβαση. Μέσα στην οχλοβοή δε μπορούσε να ακουστεί παρά μόνο από τον εαυτό της. Η Παράσταση δεν απαιτούσε την αποδοχή του περιεχομένου της, και η Φωνή δεν το αποδεχόταν. Σύντομα η Φωνή είχε φτάσει σε πλήρη ισχύ και σάλια γυάλιζαν πάνω στα χείλη απ’ την προσπάθεια. Τέλειωσαν οι πρόβες κι ήρθε η ώρα να δοθεί η Παράσταση. Η Φωνή ήταν ουσιαστικά απαλλαγμένη. Δεν είχε κανένα λόγο να φωνάξει και ο αφέντης δεν είχε πια χρόνο να επιβληθεί. Η Φωνή ήταν ελεύθερη σύντομα και το σώμα.

53


Η μπάντα έπαιξε ένα πανέμορφο θλιμμένο εμβατήριο. Ήταν η πρώτη φορά που ακουγόταν μουσική στα πλαίσια της Παράστασης. Ένα εξαίσιο ρίγος έκατσε σαν πάχνη πάνω στο πονεμένο σώμα. Η Φωνή μπήκε στην ώρα της στα λόγια. Ο Εθνικός Ύμνος έπρεπε να παιανίσει. Το σώμα εκτίνασσε τα άκρα του σα σφαίρες. Το σώμα έστηνε ξανά και ξανά και ξανά τον εαυτό του σε συγκεκριμένα γεωμετρικά σχήματα με την ακρίβεια και την τελικότητα που φόρτωνε σφαίρες στη θαλάμη το κλείστρο του ανά χείρας όπλου. Πίσω απ’ την πλάτη, όπου δε κοιτούσε ο αφέντης, τα χέρια έπαιρναν ότι σχήμα απαιτούσαν οι προδιαγραφές της Παράστασης. Ήθελε (το σώμα) να έρθει σε φάση με όλα τα άλλα σώματα. Ήθελε (το σώμα) να γίνει με όλα τα άλλα σώματα ένα. Κι όταν ήρθε η ώρα του Όρκου, όλα τα σώματα ύψωσαν χέρια με το σημείο του Σταυρού με την ίδια ακρίβεια και τη βία που σκάγαν τις μπότες σε ομοβροντία στο έδαφος. Και σα να φοβήθηκε, πίσω απ’ την πλάτη όπου δε βλέπει ο αφέντης, το σώμα σταύρωσε δυο δάχτυλα σ’ ένα Χ. 54


Το σώμα ήταν ικανοποιημένο: είχε έρθει σε φάση - είχε απελευθερωθεί από τον πυρήνα. Αλλά και ο πυρήνας πήρε επιτέλους αυτό που ήθελε: το σώμα είχε αγαπήσει τον αφέντη. 3 Ήρθε ο καιρός που ξανάγινε ο πόλεμος από γεγονός, γενόμενος. Δεν ήταν πια έκτακτες ειδήσεις όπως δεν ήταν γράμματα από το μέτωπο. Μια ήταν ο πόλεμος κάμερα που μετέδιδε αδιάλειπτα το διάστικτο χρόνο των συνόρων, που ένωνε την ανία τους με αυτή στους θύλακες της αποπνικτικής ειρήνης. Παραφύλαγαν (καρτερούσαν;) για αυτοσχέδια εκρηκτικά, για μη επανδρωμένα αεροσκαφίδια, για το τίναγμα της βίας που θα έκανε την ανία τους ανάπαυλα, τον τόπο τους τοπογραφία στον αγώνα κατά των αλλοεθνών. Δεν είχε περάσει ο καιρός που λυμαίνονταν σαν ιός το έθνος μέσα από υποθαλάσσια καλώδια, που λύμαινε στα ανθρώπινα τερματικά θάνατο γλυκό σα σωτηρία. Μα είχε ξανάρθει κι ο καιρός που το Έθνος κατακερματιζόταν και ανασυντασσόταν σα μιτοχόνδριο, σα κάτι αυτοαναπαραγωγικό ή αυτοφαγικό, δυσδιάκριτο ποιο από τα δύο. Ήρθε η πέμπτη γενιά πολέμου κι ύστερα η έκτη κι η έβδομη, κι οι πόλεμοι που νικήθηκαν χωρίς να πέσει σφαίρα κι αυτοί που αιματοκύλησαν χώρες χωρίς να κυρηχθούν ποτέ, κι όλες οι Σημαίες που

55


λιπάνθηκαν από την αποδόμηση των αφηγήσεων της Αμερικής. Ήθελε το Έθνος να μονομαχεί με τον εαυτό του, να πλαγιοκοπά και να υποκρίνεται απέναντι στον εαυτό του, να κορδώνεται σε αγώνες με πλασματικά πυρά. Αφηγήσεις τιμών και μετοχών το προσεταίριζαν οι αφέντες των καλωδίων. Όπως τον καιρό της γαλέρας και του κανονιού, ο πόλεμος ήταν και πάλι συνέχεια του εμπορίου με άλλα μέσα. Δεν ήταν παγκόσμιος ο πόλεμος, παρά μάλλον παγκοσμιότητα σήμαινε πια πόλεμος. Και στις ακμές του πανούργου λόγου που χάραζε στον παγκόσμιο χάρτη το Έθνος εφάπτονταν, αναγκαστικά, μάζες πεινασμένων απάτριδων, πρόσφυγες της αιτιοκρατίας. Ορθώνονταν, φωνές στην έρημο. Εκείνον τον είχαν νά’χει το νου του στην κάμερα και να μετράει τα σώματα που απωθούσε το Έθνος απ’τα συρματοπλέγματα του ώστε να προσμετρώνται στους δείκτες απόδοσης που συνάπτονταν στην μετάδοση. Καθόταν οχτάωρα ολόκληρα και παρακολουθούσε το τίποτα στα πεδινά της όχθης μαζί με τους πολίτες πίσω στους θύλακες. Κατά βάση δε συνέβαινε τίποτα κι εκείνος έβγαζε τα παλιόχαρτα του απ΄το πλάι του παντελονιού κι έγραφε. Μα κάποτε συνέβαινε και τότε εκείνος μέτραγε πυρετωδώς πυροσβεστικές αντλίες, δακρυγόνα, άσφαιρα, αεροσκαφίδια. Γέμιζαν τα σημειωματάρια με τσαμπιά από τέσσερις ίσιες μια

56


διαγώνια - αυτός ήταν ακόμα ο πιο γρήγορος τρόπος κάποτε κι η επιφάνεια που ήταν σχολικού θρανίου, και περίμενε τις ανάπαυλες για να καταχωρήσει. Στο καταλάγιασμα τον έβρισκαν να αναδεύεται σα νά’ναι κουνιστή η καρέκλα, το χέρι να σκαλίζει το τατουάζ στον αυχένα. “Κοιτάω άμα θέλω κούρεμα,” τους έλεγε καθώς τον σήκωναν. Άμα πίεζε το νου του θυμόταν ακόμα πως είναι να είσαι νέος, πως μάθαινες να διαβάζεις τον άλλο γυμνό απο τα διακριτικά των πολιτικών ρούχων, όταν είχε ακόμα νόημα η διάκριση των κοινωνικών στρωμάτων. Τα πρωινά στο κέντρο έβγαζε μια ζεστή σοκολάτα απ’το μηχάνημα και αγνάντευε για πέντε λεπτά το στρατώνα απέναντι και την πάχνη του βουνού. Αλλόκοτο μάκρος η θητεία μπροστά του, αλλόκοτο που στεκόταν εκεί πριν το χάραγμα, χαμένος μέσα σ’αυτά τα ρούχα. Μα ήταν ακόμα γεγονός η θητεία, επεισόδιο σαν αυτά που γίνονταν στα σύνορα. Και κάποτε εκεί που οδηγούσε του είπε ο φίλος του ότι στα γραφεία λένε πως τα επεισόδια θα τραβήξουν χρόνια, δεκαετίες. Σα νά’ξερε εκείνος τί σήμαινε αυτό σταμάτησε το φορτηγό κι έμπηξε τα κλάματα, κι ο άλλος τον παρηγόρησε. Πια κυνηγούσε τη δουλειά, και προτιμούσε να κοιμάται λίγο. Γύρναγε τώρα από περιπολία. Ήταν ακόμα μεγάλες πορείες ο στρατός, ήταν ακόμα πρησμένα πόδια και λάσπη. Γύρευαν τους εισβολείς κατά μήκος του ποταμού

57


και του φράχτη, τέντωναν τα αυτιά τους για εχθρικά αεροσκαφίδια. Στον κοιτώνα έμαθε ότι η σκοπιά είχε μείνει ορφανή, αυτός που ήταν να την κάνει δυσφόρησε ή υποκρίθηκε ή τέλος πάντων δε μπορούσε. Μια φήμη για ξυλοκοπημένους απάτριδες κυκλοφορούσε - συχνά πυκνά συνέβαινε απέναντι γιατί αρνιόντουσαν οι απάτριδες να πάνε να κόψουν το φράχτη ή αλλιώτικα να προβοκάρουν τους δικούς του - ίσως η απαλλαγή να σχετιζόταν. Υπέφερε το σώμα εκείνου μα πήγε στο λοχία και τη ζήτησε τη σκοπιά. Τον κοίταξε ο άλλος στα μάτια, έγνεψε κατάφαση. * Άλλοι ροχάλιζαν στον κοιτώνα ή κλώτσαγαν στον ύπνο τους μα εκείνον δεν τον έπαιρνε. Είχε ξαπλώσει στο παλιό κρεβάτι του φίλου του, που δεν είχε γεμίσει ακόμα. Είχαν κρεμάσει τόσο οι σάρκες του στην πορεία που κάπου τον πήρε ο ύπνος κι ενώ περπάταγε είδε όνειρο ότι μια διαβολογυναίκα έκοβε με ψαλίδι τη θηλή απ’το μπιμπερό του μωρού της. Μα τώρα το μυαλό του γύριζε. Ήταν θολή η φημολογία ως προς το ποιος ξυλοκόπησε. Ήταν απ’τα κοινά μυστικά του στρατού ότι αυτά τα κάνανε κι οι δικοί του. Καθοδηγούσε το Έθνος,

58


ξυλοκοπούσε το Έθνος, μαγνητοσκοπούσε το Έθνος, κέρδισε τη μάχη των εντυπώσεων το Εθνος. Έθνος ήταν τόσο οι απέναντι όσο κι αυτοί, Έθνος δεν ήταν μόνο οι απάτριδες. Μα εκείνον δεν τον απασχολούσε ιδιαίτερα το Έθνος δεν υπήρχε για να δικαιολογήσει την ατομική ηθική. Το Έθνος δεν υπήρχε επειδή εκείνος εφάπτονταν στα συμφέροντα του, όπως η Σημαία δεν σήμαινε επειδή εκείνος εφάπτονταν στις αφηγήσεις της. “Δεν υπάρχει σημαία χωρίς άγημα,” τους έλεγε κάποτε. Χαμογέλασε με την ανάμνηση. Είχε ανάψει φωτιά η ομάδα ανάμεσα στις σκηνές, είχε βρει εκείνος βήμα να αναπτύξει τον λόγο των σημειώσεων: “Δεν υπάρχει σημαία μέχρι να την χαιρετήσουμε, μέχρι να παρελάσουμε μπροστά της στιλπνοί και γυαλισμένοι. Μόνο όταν οι σκιές μας έχουν συντονιστεί σαν εξαρτήματα δεν υψώνουμε όπλα αλλά ιερατικά εργαλεία. Είναι τα βλέμματα μας μέσα απ’τις φλογοκρύπτες που μετουσιώνουν το πανί.” Είχαν τεντώσει αυτιά γύρω του, χόρευαν σκιές φλόγινες στα πρόσωπα των άλλων - εκείνος έλαμπε. “Όσο πιο άγρια μας σηκώνει απ’τον ύπνο ο αφέντης τόσο καλύτερη Παράσταση δίνουμε, γιατί το σώμα έχει μάθει να μην αντιστέκεται στον πειρασμό να γίνει ζωντανή τέχνη. Παραδίνεται αυτοβούλως στον πυρήνα. Κι όταν η Παράσταση είναι τέλεια, τότε, στον ήλιο που τρυπάει το πανί, τα μάτια μας παλεύουν να δουν κάτι που επιτέλους δεν μπορούν να περιγράψουν. Σημαία σημαίνει θεός.”

59


Τέλειωσε η στιγμή του κι εκείνος μέτραγε τώρα αντιδράσεις. Ο νέος τον κοίταζε κι έχασκε το μουστάκι του. Ο λοχίας, τεράστιος μπόγος απέναντι του, έγνεφε σεβασμό - γυάλιζε η καράφλα, τράβαγε τζούρες μακριές. Ο φίλος του, ο γιατρός: γυαλιά μυωπίας, μειδιάματα, δυσπιστία, αγάπη. Σηκώθηκε εν τέλει ο λοχίας κι έσπασε η σιωπή. Είχε φέρει μπύρες κρυμμένες στον πάτο της κλούβας κι έπρεπε τώρα να αδειάσει. Ο νέος τόλμησε και τον ρώτησε εκείνον: “Εσύ δεν ήταν να απολυθείς;” Σκέφτηκε εκείνος να στέκεται άπραγος μπροστά από μια ανοιχτή βαλίτσα, να πρέπει να στοιχειοθετήσει την πολιτική ζωή που τον περίμενε. Χαμογέλασε, ανασήκωσε τους ώμους. “Πάμε για το περίπολο,” είπε και σηκώθηκε. Ο γιατρός του γαύγισε να πάει για ύπνο, μα εκείνος ήθελε να δει την ανατολή. Τράβηξαν κατά μήκος του δρομολογίου οι τρεις τους, θά’μενε πίσω για σκοπιά ο λοχίας, χαιρόταν γι’αυτό ο φίλος του κι ως ένα βαθμό κι εκείνος. Είναι παγερότερο το κρύο τις μεγάλες ώρες, μα φέρνει λυκαυγή που στράφτει πάνω στις καλαμιές της όχθης, και φαίνονται αν θες τα γαιδουράγκαθα που μπλέκονται στο συρματόπλεγμα. Αν έχεις τύχη βλέπεις κάνα ερωδιό στο 60


βάθος ή τον ακούς να κράζει. Μα κυρίως το οικοσύστημα εμφανίζεται ως αιμοβόρα κουνούπια που σκάνε πάνω στο ύφασμα που καλύπτει το αυτί σου, ιδίως όταν η νύχτα είναι ακόμα βαθιά. Ήταν όλοι τους καλυμμένοι ως τα μάτια. Ποτέ δεν είχε γίνει κάτι σ’αυτές τις περιπολίες. Όσο άντεχαν τα κορμιά τους ήταν βόλτα, μεγάλες κουβέντες και διαξιφισμοί με το γιατρό. Κάποτε βγαίναν στην όχθη και τράβαγαν φωτογραφίες ή κράταγαν τσίλιες για να ρίξει κάνα μισάωρο στις καλαμιές όποιος δεν άντεχε. Τώρα ο νέος επέμενε: “Δεν ήθελες να πιάσεις δουλειά έξω;” Κι εκείνος όντως κάποτε ήθελε, κάποτε όλο ήθελε. Αγωνιούσε γι’αυτά που ήθελε, έπειθε τον εαυτό του ότι ήθελε, διάβαζε, συλλογιζόταν, αγόραζε. Έπειθε τον εαυτό του ότι ερχόταν, ότι γινόταν, ότι υπήρχε, μα ποτέ δε γινόταν γιατί ποτέ δεν υπήρξε. “Ξέρεις τί είναι η ελευθερία των πολιτών;” τον ρώτησε. Απάντηση: “Μια απόχη για πεταλούδες. Ο αφέντης διδάσκει ότι ελευθερία υπάρχει μόνο έξω από τον εαυτό, γιατί μόνο εκεί που δεν έχει να κυνηγήσεις πεταλούδες βλέπεις το χρόνο της ζωής ως έχει.” Στο στρατόπεδο τους βάζανε να πλένουν αμμόσακους, να φτυαρίζουν πευκοβελόνες, ότι ανούσια δουλειά γέμιζε το πρόγραμμα του λοχία. Μα ο χρόνος του στρατού δεν είναι κενός μα γυμνός, είναι χρόνος απαλλαγμένος από τη νευρική βουλιμία που τους

61


έτρωγε έξω. Γι’αυτά φιλονικούσαν και τώρα με το γιατρό. “Έξω, σε πείθουν ότι τις θέλεις τις πορείες και τις σκοπιές, ότι τις διαλέγεις, ότι έχουν νόημα.” “Το γεγονός ότι μπορείς να το φιλοσοφήσεις και σε ενδιαφέρει να το φιλοσοφήσεις δε σε κάνει ένα με το στράτευμα, πάντως.” “Δε με παίρνω τόσο στα σοβαρά όσο νομίζεις. Η ατομικότητα δεν καταλήγει κάπου. Ένα σερί από μεταστάσεις είναι.” “Μεταστάσεις, λέει,” κάγχασε ο γιατρός, και τότε εκείνος του γυάλισε ένα χαμόγελο και τον χτύπησε στην πλάτη. Περπάτησαν για λίγο ήσυχα, με το νέο να έχει μείνει πίσω και να τραβάει φωτογραφίες και να στέλνει μηνύματα, ξυπνούσαν τριζόνια, λιβελούλες. Εν τέλει ο γιατρός επανήλθε: “Η ευτυχία δε σε ενδιαφέρει;” Ήθελε να του πει ότι όλο κι όλο το κυνήγι της ευτυχίας είναι να πλάθεις τον άμορφο πηλό του χρόνου, κι εκείνος έψαξε πολύ μα δε βρήκε καλύτερο τρόπο από τις τριάντα μοίρες της παλάμης πάνω στο εθνόσημο, από τις τρίωρες ορθοστασίες με το κέβλαρ βαρύ. Μα τότε τους πάγωσε ο τρόμος γιατί πίσω απ’ το βόμβο των εντόμων υπήρχε τώρα ο μηχανικός βόμβος ενός αεροσκαφιδίου που σίγουρα είχε παραβιάσει τον εναέριο χώρο κι είχε 62


μπει σε απόσταση βολής. Γύρισαν στο νέο που ήταν ακόμα με το κινητό στο χέρι και την οθόνη να φέγγει. Αμήχανος αυτός, μόλις που κούνησε τον αντίχειρα για να το σβήσει. Η κάμερα των δικών τους θα το κοίταζε επίσης το αεροσκαφίδιο, θα ανίχνευε τη σκοτεινή του μάζα με όργανα που εκείνοι δεν είχαν και θα το κατέγραφε, εν δυνάμει ο στρατός θα το αναχαίτιζε. Οι απευθείας εχθροπραξίες ήταν σπάνιες καθώς κουβαλούσαν μεγάλο διπλωματικό κόστος, σκέφτηκε εκείνος. Ύστερα υπολόγισε πρόχειρα την απόσταση και διερωτήθηκε αν τα πίξελ που ήταν κεντημένα στη στολή του θα τον έκρυβαν από τον χειριστή των απέναντι. Αυτοί είχαν, αν μη τι άλλο, εκπαίδευση, όπλα, πίξελ. Η άλλη ομάδα, που ήταν κρυμμένη στις καλαμιές, είχε ένα βαρύ σιδερένιο κόφτη, ποταμίσιο νερό, ανήλικα. Τους κατέβαλε ο πανικός κι άρχισαν να τρέχουν - ξέχασαν εκείνοι για το βόμβο κι άρχισαν να φωνάζουν αλτ και να σημαδεύουν. Έτρεξε εκείνος με το όπλο χιαστί, έπεσε πάνω της στο χορτάρι με τον πήχη να της πιέζει τα χέρια και τον θώρακα, την είδε με το σκούρο δέρμα της, την είδε, την είδε, την είδε. * Τεντώθηκε στο κρεβάτι, κάτσαν σωστά οι αρθρώσεις

63


του. Σηκώθηκε να πάει στο μηχάνημα για ζεστή σοκολάτα. Δυο νέοι απέθεταν στο θάλαμο, ήξερε ότι ήταν νέοι γιατί θορυβούσαν, γκρίνιαζαν. Δεν ήθελαν να κάνουν τόσες γύρες στο περίπολο, δεν ήθελαν να φοράνε όλη την ώρα κράνος, δεν ήθελαν γενικά να μην είναι σπίτ τους. “Δεν ξέρετε τι θέλετε”, τους είπε καθώς τράβαγε το πλαστικό απ’το μηχάνημα, και τους πλησίασε. Εκείνοι ψάρωσαν. “Δε μου λες”, είπε στον ένα, “το χειμώνα σε πήγαν στο ποτάμι; Το κρύο εκεί δεν καταλαβαίνει στρώσεις, μάλλινα, τίποτα, βρίσκει με τη μία κόκκαλο. Λένε ότι έχουν άλλο θεό εκεί. Στην εκπαίδευση μας βάζαν να στεκόμαστε σε αποθήκες και να απομνημονεύουμε εγχειρίδια, ή απλά να στεκόμαστε. Ένα πρωί είπε ο διοικητής να μας βγάλουν για τρέξιμο χωρίς χιτώνια - είχαμε ένα διοικητή λιοντάρι, φαρδύς, ευγενέστατος, πρώην Λεγεωνάριος, όλοι τον λάτρευαν. Τρέχω, κάνω κάμψεις, φωνάζω συνθήματα, περνάω καλά, τί να με κάνει το κρύο. Αλλά μετά πήγα στο γιατρό για ένα κρύωμα και μια μολυσμένη παρανυχίδα, ήταν εκεί ένας συνάδελφος με κάποια χρόνια παραπάνω κι ένα φιλικό πρόσωπο, με άφησε κι έπεισα τον εαυτό μου ότι έπρεπε να μείνω στη ζέστη. Χωρίς να το πολυσκεφτώ πήγα στη γραφέα και την έπεισα κι εκείνη. Οι άλλοι τα βράδια υπέφεραν, αλλά μόνο εγώ μετάνιωνα. Κι ακόμα το μετανιώνω.” Χασκογέλασαν εκείνοι, δείξαν τα πρόσωπα τους ενδιαφέρον, πιάσαν οι τρεις τους γνωριμία.

64


Κανείς δεν ήθελε να πάει στο στρατό κι όμως όλοι πήγαιναν. Θυμόταν ακόμα την πρώτη του βολή - είχαν κατέβει από την Καναδέζα κάπου κοντά στο ποτάμι, κάπου πεδινά, ήλιος πολύ αν και χειμώνας. Είχε στηθεί ήδη το πεδίο, πιάσανε όλοι την πάρλα και το γέλιο πριν αρχίσουν γραμμές και αναφορές. Αντήχησαν οι πρώτες βολές, ένας σπασμωδικός κρότος που φόρτωνε κι αποσυμπιεζόταν μουγγά, απλωνόταν στον αέρα και δίπλωνε προς το μέρος τους σαν καπνός από ήχο. Πάψανε όλοι, μαζί κι οι αξιωματικοί που είχε γίνει η δουλειά τους. Όλοι κοιτούσαν προς το πεδίο. Άβολο γέλιο όταν τέλειωσε η σειρά - όλοι καταλάβαιναν. * Εν τέλει τους ηρέμησαν, τους βάλαν να κάτσουν στο χορτάρι, δώσαν σοκολάτες στα παιδιά. Τους είπαν ότι αν συνεργαστούν δε χρειάζεται να τους δέσουν, και στείλαν το νέο να αντικαταστήσει τον λοχία, που έπρεπε τώρα νά’ρθει με την κλούβα. Μιλούσε μόνο ο γιατρός με τους απάτριδες, είχε το χέρι στην οπλολαβή και την ασφάλεια ανοιχτή μα τους μιλούσε, λέγαν εκείνες ότι στη χώρα τους δεν υπήρχε πόλεμος αλλά η κυβέρνηση είχε βάλει φωτιά στα πετρέλαια για να τον αποφύγει και τώρα σκοτώνονταν στους δρόμους με τους πολιτοφύλακες. Δε φοβόντουσαν τους φαντάρους έλεγαν μα τους πολίτες, πάντα οι

65


πολίτες ήταν οι χειρότεροι. Εκείνος δε μιλούσε πια, κάτι που δεν ενοχλούσε το γιατρό. Μα ο γιατρός είδε την απόγνωση εκείνου και του χαμογέλασε. Ήρθε ο λοχίας με την κλούβα και τού’βαλε τις φωνές εκείνου γιατί δεν κοιμάται και καθυστερεί τις διαδικασίες. Πήγε να χωθεί ο γιατρός και τα άκουσε κι αυτός. Εν τέλει φορτώθηκαν κι ο λοχίας την έβαλε εκείνη να κάτσει μπροστά, μαζί τους. Τον κοίταξε σιωπηλά ο γιατρός μα ο λοχίας δε σήκωνε. Τον άκουγαν το λοχία σ’όλη τη διαδρομή να προσπαθεί να βγάλουν συνεννόηση. Τους τράνταζε ο χωματόδρομος, κρατιόντουσαν από χειρολαβές μέσα στον κουβούκλειο βόμβο. Τον είδε ο γιατρός εκείνον σκυθρωπό και χαμένο, ψάρι στο μάτι. “Εντάξει, αλλάζουν οι καιροί,” τον πίκαρε, “έβαλε το χέρι της κι η Εκκλησία και τώρα αντί για εκτρώσεις βάζουν τα αγόρια να μεγαλώσουν στην κοιτίδα, τα στέλνουν μετά στον ανάδοχο κι ύστερα κατευθείαν στις μονάδες. Πήζουν όλα μαζί να μεγαλώσουν στο ίδιο σπίτι, να πλακώνονται και να βλέπουν όλη μέρα το κανάλι της κυβέρνησης, αγώνες, διαγγέλματα, θεία λειτουργία,” κάγχασε εδώ, “τί να θέλουν απ’τη ζωή τους 66


αυτά τα παιδιά; Το πολύ πολύ να πάνε κι αυτά στους αγώνες, να σκάνε λαστιχένιες σφαίρες στους απέναντι μπας και πεθάνει κανείς από ατύχημα κι ανέβει το κασέ τους στα διαδίκτυα.” Διέκρινε εκείνος την ειρωνεία και την εκτίμησε. Μα δεν ήθελε να του μιλήσει του γιατρού. Εκείνος ήθελε να μιλάει τώρα σ’εκείνη. “Να μη μυρίζω μπαρούτι,” ήθελε να της έλεγε. “Τρέχω να κλειδώσω το όπλο και να κατέβω στις τουαλέτες, κράνη εξαρτύσεις να κρέμονται, κατεβάζω σαπούνι με φούρια και τρίβομαι σαν τρελός να μη μυρίζω μπαρούτι. Στο μυαλό μου” - τον είδε ο γιατρός να σηκώνει δείκτη και αντίχειρα και να σημαδεύει τον αφέντη - “είμαι ακόμα στη σειρά μου, μαθαίνω πως αναποδογυρίζει την ακοή η ωτοασπίδα, το λαχάνιασμα μου έχει γίνει βαθύ και τρεμάμενο καθώς ανεβαίνω και παίρνω θέση όπως όπως. Σκαλώνει το όπλο και φωνάζω εμπλοκή όπως μας είπανε αλλά μετά εκπυρσοκροτεί, νιώθω ντροπή αλλά είναι άλλο πράγμα ο πανικός τώρα που σκάει ο κρότος καταπάνω σου, που σου πατάει την κλείδα και σου γεμίζει τα ρουθούνια.” Θα τον κοίταζε εκείνη σαστισμένη, θα το γύριζε εκείνος στο αστείο: “στους εξομοιωτές θα τα πήγαινα καλύτερα.” Μα εκείνη μόνο έπιανε την κοιλιά της κι έλεγε “pregnant, pregnant.”

67


* Βάλαν οι τρεις τους τα γέλια, έγνεψε εκείνος ευγενικά να κάνουν ησυχία. Ντροπαλή περηφάνεια εκείνος, σκάλιζε τη σαρδέλα πού’ταν μελανωμένη στον αυχένα του.

Ο θαλαμοφύλακας έψαχνε τώρα να κάνει φίλο τον παλιό, κι έτσι πως κένταγε το λόγο του με κριτική του θύμιζε τον φίλο του. “Αυτά τα αγόρια στις μονάδες,” άρχισε να λέει, και χαμήλωσε το βλέμμα στο τσιγάρο που έστριβε, “μαθαίνουν όμως από νωρίς ότι ο κόσμος είναι βίαιος.” Άφησε το λόγο του να απλώσει κάταχνος απέναντι στο λόγο του άλλου, να φανεί ότι θυμόταν μια εποχή που ο κόσμος καμωνόταν ακόμα ότι δεν ήταν βίαιος παρά μόνο στις μεθορίους του μονοκράτορα λογου του, εκεί που φανταχτεροί υπερήρωες υπέτασσαν τη βία της παρεκτροπής με τη βία της ανάγκης. “Κι ο κόσμος είναι πια πάρα πολύ βίαιος,” συμπλήρωσε, με το φιλτράκι στη γωνία του στόματος. Κουνούσαν τα κεφάλια οι άλλοι όλο σοβαρότητα, καλά χωμένο αγκίστρι. “Αυτόν που ήταν να κάνει τη σκοπιά μου, τον ξέρετε;” Σήκωσε το βλέμμα και τους συνάντησε.

68


“Κάτι έγινε στο περίπολο και δεν την πάλεψε,” είπε ο ένοπλος που είχε πάρει γραμμή, “άκουσα του είπαν να πάει να δει τον ψυχολόγο. Τον φέρνουν μαζί τους στην κλούβα, καμιά φορά πιάνουνε τρελούς που θέλουν ενέσεις και τέτοια.” Αναστέναξε εκείνος, ενώ συνέχιζε να γνέφει κατάφαση. “Όλο το ποτάμι τρελό είναι. Ότι ιστορία θες έχει συμβεί. Πιάσαμε κάποτε κάτι γυναίκες με παιδιά, ξέρεις πως ο κανονισμός λέει ότι τους πας στον καταυλισμό και τους δίνεις στην Υπηρεσία, και μετά είτε τους κάνουν συμβασιούχους ανειδίκευτους, είτε δίνουν τα παιδιά στον ανάδοχο, είτε περιμένουν εγκύκλιο για επαναπροώθηση, ανάλογα. Ε, υπήρχε και μία που έλεγε ότι ήταν έγκυος και δεν ήξερε ότι πλέον τη δίνεις στο γιατρό να της κάνει τεστ επιτόπου. Τι τα θες, βγήκε από την κλούβα με το κινητό στο χέρι κι άρχισε να φωνάζει ότι με αρπάξανε και με κάνανε. Είδαμε και πάθαμε.” Βγήκε απ’το γραφείο ο λοχίας, τον έψαξε με το βλέμμα. Ζύγωνε η ώρα της σκοπιάς, τού’γνεψε εκείνος ναι. Μια υποψία μειδιάματος δείλιαζε στα πρόσωπα των νέων, έκανε εκείνος τη χειρονομία που σήμαινε καλό μουνί και γέλασαν οι νέοι κρύβοντας τα πρόσωπα τους. Έβαλε το τσιγάρο στο αυτί και γύρισε στο θάλαμο για τον εξοπλισμό του. Τον ακολούθησε κι ο ένοπλος. “Δεν κοιμάσαι εδώ;” τον

69


ρώτησε δείχνοντας το άλλο κρεβάτι. Χαμογέλασε εκείνος κι ανασήκωσε τους ώμους. * Σα το ποτάμι που τα διατρέχει, ο χρόνος στα σύνορα είναι αργόσυρτος αν και επικίνδυνος, αλλά εν τέλει εξημερωτικός, μια σειρά από καταφάσεις. Έβλεπε πια τη ζωή του εφαπτόμενη στις ακμές του πολέμου, και δεν τον πείραζε. Αν ποτέ στέρευε το ποτάμι θα ξεκινούσε πάλι στο μέρος του πιο δίκαιου πολέμου που θα τον δεχόταν, κι ύστερα στου λιγότερο δίκαιου, κι ύστερα σ’όποιου περίσσευε. Στην Ανατολή υπήρξε κάποτε ένας πολέμαρχος που ως νέος έπαιρνε ουσίες κι έβλεπε στους απέραντους ουρανούς της Αμερικής την αιματοβαμμένη δόξα του Προφήτη. Απέναντι του είχε εθελοντές φαιοκόκκινους, φυσικούς εχθρούς που είχαν κάνει πέρα τις μεταξύ τους απέναντι ιδεολογίες για χάρη ενός κοινού αγώνα. Κάποτε ίσως έχανε ένα χέρι που μετά θα συνέχιζε να αισθάνεται σα να είναι ακόμα εκεί, και στο ακρότατο του θα χάιδευε το φάντασμα της κρύας σκανδάλης. Και δεν σκεφτόταν συχνά τον φίλο του, τον γιατρό, που τον είχε έτσι κι αλλιώς στο μάτι ο λοχίας. Εκείνος κάποτε είχε την ευκαιρία να τελειώσει κανονικά τη θητεία του, είχε πάει στο γραφείο των αξιωματικών και τους είχε πει δεν μπορείτε να μου το κάνετε αυτό, έχω

70


σπουδές και καριέρα, θα μιλήσουμε στον βουλευτή, έλεγε και μόνο που δεν έκλαιγε. Τον λυπήθηκαν εν τέλει και του μήνυσαν για απαλλαγή. Έτρεξε εκείνος να φτιάξει βαλίτσα. Ίσως ήταν η αίσθηση που τού’χε αφήσει ο Κυριακάτικος ήλιος στο σάπιο μάρμαρο των σκαλιών του στρατώνα, ίσως απλά είχε φάει αρκετές φορές το ίδιο του το αγκίστρι και τώρα ο πυρήνας του έλεγε άλλα. Κατάλαβε, εν πάσει περιπτώσει, εκεί, μπροστά στη βαλίτσα, ότι ίσως ο τρόπος να μην υπνοβατεί σ’αυτη τη ζωή δεν ήταν να είναι μαθητευόμενος μιας Μεγάλης Αφήγησης αλλά Στρατιώτης μιας οποιασδήποτε - της πιο σκληρής, ενδεχομένως. Ο φίλος του δεν είχε πει αυτό το ναι, και δεν περίμενε η αλλοδαπή που δασκάλεψε να πέσει πάνω στο λοχία και να γίνει διάολος, να τον σπρώξει και να του βάλει τις φωνές - ξεμάγκωναν ασφάλειες ξαφνικά ούρλιαζαν γυναικόπαιδα - να του λέει για τη μάνα του σε σπασμένη γλώσσα κι αυτός νά’χει κοκκαλώσει, να βάζει τότε εκείνη το χέρι στην τσέπη κι ο Στρατιώτης να σημαδεύει - ένα βήμα μετέωρο όλος εκείνος - μα εν τέλει να την πατάει ο νέος τη σκανδάλη. Κι ύστερα να τρέχουν να τους δέσουν όλους, τα παιδιά να οδύρονται και να τους κλωτσάνε όπου βρίσκουν, να συνέρχεται κι ο λοχίας με τα αίματα και τη σαρδέλα στον αυχένα να ανοίγει πυρ στον αέρα ωρυόμενος. Ρίξαν μετά το φίλο του χειροπόδαρα δίπλα στη φωτιά.

71


Ξάφνου σιωπή, ορφανές ευθύνες. Τού’ριξε την πρώτη προσβολή ο λοχίας, πλακώνονταν οσονούπω με τις λέξεις. Μέχρι που λέει εκείνος αφού δεν κλειδώσαμε την κοπελιά στην κλούβα να κλειδώσουμε τον γιατρό. Τον κοίταζε ο νέος και σχεδόν χαμογελούσε. Τον κοίταζε ο γιατρός μα δεν τον έβλεπε. Δεν έβλεπε τον Στρατιώτη. Ένιωθε ξεκούραστος στο δρόμο για τη σκοπιά. “Βία είναι ένας δαίμονας που ζει στον αυχένα,” σκεφτόταν να σημειώσει. Μα στα μισά τον σταμάτησαν και τον γύρισαν πίσω. Τον είχαν πάρει τηλέφωνο να του πουν ότι η μητέρα του πέθανε. 4 Γράψε και κάτι δικό σου μου λέει, ένας που ήταν φαφλατάς αλλά με νοιαζόταν και κάπως είχε αποφασίσει ότι ήμασταν κολλητοί, είχε γράψει κάτι ανάλογο πάνω απ’τη φωτογραφία με τα κόκκινα μάγουλα και τα χακί φούτερ, συμπλήρωσα εγώ in vino veritas που το δέχτηκε ασχολίαστα. Ήταν Βραδιά Οπλίτη κι είχαν φέρει το Μουσικό να βαράει μπουζούκια κι εμάς τραπεζωμένους με εξάδες κουτάκια μπύρας παραταγμένες ανά τραπέζι, μια μπύρα ανά φαντάρο ή δύο πες άμα κάποιος δεν έπινε, μα ο άλλος απέναντι - γόνος μεγαλοαγρότη με πρόσωπο σφιγμένο μάγκικα και το τσιγάρο να κρέμεται - γέμιζε τα άδεια μπυρόκουτα με ουίσκι κάτω απ’το τραπέζι - ήταν μιλημένα τα σουβλατζίδικα και μαζί με

72


τις πίτες της ζούλας βάζαν και μπουκαλάκια αλκοόλ στις σακούλες που πέταγαν πάνω απ’το φράχτη, άραγε τί κάνανε όταν πέφτανε πάνω σε κάνα αξιωματικό, σήκωναν τους ώμους και περίμεναν απειλητικά τηλεφωνήματα στο μαγαζί; Είχαμε μεθύσει όλοι με γουλιές απ’την κούραση και το σκάσιμο και το κάπνισμα επιβαλλόταν, μεγάλος χώρος το εστιατόριο, τό’χαμε κάνει κέντρο καμιά χιλιάδα νεόπληκτοι καταταγμένοι, σηκώθηκε κι ο φουκαράς που είχε εθελοντήσει για Όργανο και χόρεψε σα να μην υπάρχει αύριο, θα τον πειράζανε οι αξιωματικίνες όταν τον βρίσκανε κορδωμένο στις πρόβες. Θά’βγαινε δε μετά στην αναφορά ο τρομοκράτης ο Λοχαγός από δίπλα να μας κάνει παράπονα για κάποιον που μίλησε άσχημα σε αξιωματικό και θά’ταν μαζεμένος σα γατί, θα ακούγαμε και μια φήμη για δυο τύπους που άρχισαν να φιλιούνται στις τουαλέτες και είχαν και ακροατήριο - και πάνω στα γέλια στο δρόμο για το στρατώνα είπαμε στην αναφορά να φωνάξουμε κανονικά Παρών, να ξελαρυγγιαστούμε όπως μας λέγανε δηλαδή, να το βγάλουμε το Παρών από τα σπλάχνα μας, κι αφού στηθήκαμε και φτάναν στα ονόματα μας όντως, κι ο φίλος μου που δε θα τού’βγαινε το βύσμα αλλά εγώ θα τον είχα ξεχάσει κι ο γόνος και όλοι οι αλλοί κι εγώ με μια κραυγή συθέμελη φωνάξαμε Παρών, είπαμε Παρών. 5

73


Να τελειώνουμε και μ’αυτή τη σκοπιά. Να τελειώνουμε να πάμε για ύπνο να ξυπνήσουμε για την επόμενη σκοπιά. Ήρθε το καλοκαίρι κι εμείς ιδρώνουμε μες στις στολές, αγκαλιάζει ακόμα το δέρμα τη γάμπα. Μα να τελειώνουμε και μ’αυτό το καλοκαίρι, να απολυθούμε να ψάξουμε για δουλειά να τελειώνουμε. Εδώ μιλούν με κακό σκοπό κι όταν δεν είναι με κακό σκοπό είναι για να μην σκαλώσει το μυαλό, για να βγει πιο εύκολα η σκοπιά αυτό το τρίωρο που με βαραίνει σα το βαρύ μέταλο στο στήθος και στην πλάτη, που κάνει τον κορμό μου σκληρό και σφιγμένο. Κάποτε ήθελα νησιά και έρωτες τα καλοκαίρια μα δε θυμάμαι. Κάποτε μου βγαίνανε αυτά που ήθελα μα δε θυμάμαι. Κάποτε ήθελα μα δε θυμάμαι. Μα δεν είναι πυρήνας και μάθημα ο στρατός, είναι παράταιρο και καταδίκη. Είναι μια θρησκεία του θανάτου ο στρατός κι εμείς στο Παρουσιάστε ταγμένες ζωές που ζουν για να πεθάνουν που ζουν για να ποτίσει το αίμα τους τη Σημαία. Πεθάναμε μα δεν πεθάναμε ακόμα κι αυτός ο πόλεμος δεν ξεκινάει ποτέ αυτός ο πόλεμος που θα μας λυτρώσει που θα μας κάνει τέχνη νεκροζώντανη στο σάβανο του αφέντη. Τραβάει η σκοπιά σα το μέταλο που λένε ότι θα με προστατέψει τραβάει και σκέφτομαι όλο σκέφτομαι πως γίνεται να στέκομαι εδώ ακόμα, πώς γίνεται να στεκόμουν ποτέ αλλού οπουδήποτε. Τραβάει η σκοπιά μα δεν τελειώνει όπως δεν ξεκινάει ήτανε πάντα η σκοπιά, το ξέρουν οι βαθμοφόροι απ’τις επαρχίες γι’αυτό μιλάνε με κακό σκοπό γιατί όλοι οι σκοποί είναι κακοί όλοι οι σκοποί είναι πόλεμος. Να τελειώνουμε και μ’αυτό

74


τον πόλεμο, να τελειώνουμε και μ’αυτή τη ζωή. Να τελειώνουμε.

75


Altamont

76


1 Φοράω τα ρούχα που θα φόραγα όταν ήμουν εκείνος, μα ήρθα εδώ για να τα βγάλω. Κάθε ηρωικό ταξίδι πρέπει να περάσει από την άβυσσο. Είναι γκρίζοι οι ουρανοί πάνω απ’αυτό το ξεροχώραφο, ας με βρει τώρα γυμνό ο αέρας μέσα στον κύκλο της ασφάλτου. Μπορώ εδώ να αφήσω κατά μέρος τα προσωπεία μου; Μπορώ από εδώ να σου μιλήσω; 2 Ένα πάτωμα πλάτες συσπώμενες είναι η αίθουσα, και ουρλιάζουμε. Είπε ο γιατρός ότι είναι ώρα να αρχίσουμε να ουρλιάζουμε, να αποτάξουμε το λόγο απ’τη φωνή μας. Μας βάζει να βηματίζουμε γύρω απ΄το κενό της αίθουσας και να ακούμε την ανάσα μας, να κάνουμε ο ένας στον άλλο τον καθρέφτη μέχρι να ξεχάσουμε ποιος είναι ποιος. Μας κολλάει στον τοίχο ωρυόμενος ώσπου να μάθουμε να αντιστεκόμαστε. Άδεια βλέμματα στους διαδρόμους. Όταν μας φωνάζει στο γραφείο του αδειάζει το σταχτοδοχείο μπροστά μας αν και το μάθημα είναι ήδη κατανοητό. Τώρα συσπώμαστε στο πάτωμα και ουρλιάζουμε. Φλούδα-φλούδα μεταμορφωνόμαστε. Στο εξιτήριο παίρνουμε τις βαλίτσες στο χέρι και πετάμε για εκεί που η αφήγηση θα είναι μόνο δικιά μας. *

77


Κάποτε έσπασε τον πυρήνα η Αμερική, αφηνίασε κυκλώνας φωνών. Σείστηκαν τα παραθυρόφυλλα μας, ηλεκτρίστηκαν οι πόροι στο δέρμα μας. Με τα στόματα μας να ψηλαφίζουν τα ξενικά λόγια και τα τύμπανα των αυτιών μας να πονάνε λικνιστήκαμε στο ημίφως. Σα τους παλιούς ποιητές, μάθαμε να αναζητάμε ιλίγγους. Ήταν πληθυντικές οι φωνές και μας σαγήνεψε ο λόγος τους. Σμήνος κυμαινόμενο ο κάθε εαυτός τους, άλλαζε καπέλα σαν επιθυμίες. Αχαλίνωτες οι ιστορίες τους. Μα ανήκαν όλες σε σώματα που θέλαν να γίνουν ένα. Θέλαν αυτά τα σώματα να γίνουν ένα με τον χορό τους. Για κάποιο καιρό πίστεψαν - θέλαν και πίστεψαν - ότι αυτό αρκούσε. Ήθελαν μια αφήγηση κατά του αφέντη. Σήμερα οι χορευτές είναι αφήγηση οι ίδιοι, και αφήγηση θλιβερή, βιντεοκασέτες που πιάνουν σκόνη στα ράφια του αφέντη. Σα φάντασμα λευκού θορύβου, ότι απέμεινε από εκείνη τη θύελλα τώρα απευθύνεται στο κενό, Φωνή σπασμένη και δυσαρμονική. Και παρήλθε η εποχή όπου όλοι ήθελαν να γίνουν ένα. Από το αίμα που έκαψε τη χλόη κάτω απ’τα πόδια των χορευτών αναδύθηκε, σαν υπερήρωας, ο Ένας που ήθελε να γίνει Όλον. Εκείνος φύσαγε τη σκόνη και πάταγε play. * Ήτανε το άστρο του πλαστικό, το είχε βρει στην

78


άσφαλτο στο γυρισμό απ’το σχολείο. Ένας είρωνας του το είχε ζητήσει κι εκείνος απλά το βρήκε στο δρόμο. Το έκρυβε αυτό το αλλόκοτο άστρο όπως κρυβόταν κι αυτό απ’αυτόν, όπως κρυβόταν κι ο ίδιος. Είχε μάθει να φτιάχνει μάσκες και αντανακλάσεις: κρυβόταν από αυτούς με τους οποίους ήθελε να σμίξει, κρυβόταν γιατί ήθελε να βρεθεί, γιατί μόνο κρυμμένος μπορεί κανείς να βρεθεί. Δεν δεχόταν ποτέ κομπλιμέντα και δεν καλούσε κόσμο στο σπίτι. Είναι στη φύση της πίστης το κρυφτό, είναι στη φύση του κρυφτού το περίμενε. Νάρκισσος σκαφανδρωμένος, περίμενε να αναδυθεί με το σταυρό. Πίστεψε κι εκείνος ότι ήταν να γίνει ο Ένας - όλοι δεν το πιστεύουν; Πίστεψε ότι ο χορός κράταγε ακόμα κάπου πέραν της αφήγησης, πίστεψε στο χορό κατά της αφήγησης. Δεν το ονομάτιζε πίστη γιατί ήξερε πως ότι έχει όνομα ανήκει ήδη σε αλλουνού αφήγηση. Μα περίμενε τα σημάδια. Υπήρχαν στιγμές που ότι σκιώδης πυρήνας τού ’κοβε τη φωνή και το μέλλον προσωρινά έσβηνε - υπήρχαν στιγμές. Υπήρχε ένα τραγούδι που κάθε φορά τον έκανε να τρέμει, υπήρχαν θραύσματα ιστοριών που τον φώτιζαν σαν αστραπές. Ως έφηβος είχε ανταμώσει με κάποιον που είχε εξιστορήσει τα πολλαπλά του μέλλοντα στην ανάμνηση του σπερματικού εαυτού του - έκλεισε τότε εκείνος τον υπολογιστή και περιδιάβηκε ένα δωμάτιο άξαφνα αχανές. Ηρωικό ταξίδι δια της στατικής μεθόδου, χανόταν στα διαδίκτυα και περίμενε τις αναλαμπές.

79


* Όταν βγήκαν πιστόλια και μαχαίρια στο χορό οι επί σκηνής είχαν ανασηκώσει τους ώμους. Εμείς δεν είμαστε αφέντες, δεν είμαστε καν ιθύνοντες, είπε ο κορυφαίος του χορού. Εγώ δεν είμαι παρά ο κορυφαίος, ο Ένας. Φτιάχνω μάσκες, προβοκάτσιες, αντανακλάσεις. Αφήνω πετραδάκια στο δρόμο της Μεγάλης Αφήγησης. Γιατί ο καθένας μπορεί να γίνει ο Ένας. Αυτοί άδειαζαν τελάρα τριαντάφυλλα στα σώματα και τα κορίτσια άπλωναν τα χέρια στα πόδια τους. Κάποια στιγμή στη συναυλία μια γυμνόστηθη γυναίκα είχε αποπειραθεί να ανέβει στη σκηνή, μισότρελη υπό την επήρεια, όπως τόσοι άλλοι. Την απώθησαν μεγαλόσωμοι άντρες με δερμάτινα και πιστόλια. Αργότερα, όταν τα ελικόπτερα του στρατού κλήθηκαν να παραλάβουν τη σωρό του μαύρου άντρα, η λευκή κοπέλα του έκλαιγε μέσα σε μια κουβέρτα. Σβήσαν όλοι τις φωτιές τους και πήραν όλοι το δρόμο τους με τις σκηνές και τα καπέλα και τις ανάποδες σημαίες τους, πήραν τον κακοτράχαλο δρόμο του ξεροχώραφου κι άφησαν για πάντα πίσω τους τον κύκλο της ασφάλτου. Ένας σκηνικός προβολέας έσκιζε τη νύχτα. Ήτανε πάντα τέτοιοι οι άνεμοι που φυσούσαν μέσα στον πυρήνα; Σ’ένα κυκλώνα υπάρχουν μόνο φωνές, όχι

80


αφέντης, μα ο αφέντης ξέρει να φτιάχνει πυρήνες που κάνουν τον κυκλώνα κύκλωμα, που τιθασεύουν και δρομολογούν τους ανέμους αυτούς σε αφηγήσεις ενίοτε ήπιες και ενίοτε εφιαλτικές, μα πάντα επωφελείς. Όταν γέμιζαν οι λεωφόροι για τις συναυλίες τη νύχτα τα φώτα των αυτοκινήτων θύμιζαν δάδινη πορεία. Μετά το φονικό ασκούμε όλοι φωνητική. Ψάχνουμε να στεριώσουμε αφήγηση σαν υπερήρωες πεταμένοι στη μέση της ιστορίας, ψάχνουμε τον εχθρό, την αποστολή, το τραύμα. Έκτοτε πηγαίνουμε στο γιατρό για να μας μάθει να ουρλιάζουμε. Εκείνος έψαξε μα έπεσε πάνω σε μια Φωνή που δεν ήταν δικιά του, μια Φωνή προορισμένη να μην ακουστεί. Που μιλούσε μόνο όταν εκείνος δεν ήταν εκεί. Έψαξε τρόπο να την ακούσει. * Τον παλιό καιρό κάποιος περιφερόταν στις καυτές λεωφόρους των λόφων της Αμερικής, στην περιφέρεια της ερήμου. Είμαι της ερήμου, έλεγε, ήρθα να σας πω πως όλα είναι αγάπη και πως ο υποταγμένος υπερτερεί του αφέντη. Όλοι είναι ένας και ο ένας είμαι εγώ, είχε πει, δεν ακούω παρά τη φωνή μου. Με τη φωνή του έστειλε σώματα να σκοτώσουν άλλα σώματα, να χύσουν αίμα εγκύου γυναίκας. Ο αφέντης ανοίγει το λόγο του

81


δηλώνοντας την υποταγή του ερωμένου, αποδεσμεύει τις φωνές ώστε να κυκλώσουν τον εχθρό στη βία της αφήγησης του. Όταν συσπειρώθηκε και πάλι το Έθνος και φούντωσε η βία του αφέντη, οι πάλαι ποτέ επί σκηνής έπαιζαν μακάριοι για τους αυλικούς. Ήδη, πέρα απ’ την Αμερική και τις αφηγήσεις της, οι αλλόκοτοι νέοι βάζαν στους τοίχους τους ποιητές και επί σκηνής δίπλα σε δικτάτορες, και ακολουθούσαν επίδοξους ήρωεςπολεμιστές. Εκείνος έψαξε και έμαθε αργότερα ότι στα διαδίκτυα είχαν διαπλεχθεί νεόκοπες αφηγήσεις που προδιέθεταν αυτή του χρήστη. Αυτό απλά και όμορφα σημαίνει ότι ξέρουν να πουλάνε σταυρούς. Έψαχναν τη δικιά τους αφήγηση όλοι μα δρομολογούντουσαν στις αφηγήσεις της διαθεσιμότητας, και ήταν δύσκολο πια να πεις αν υπήρξε ποτέ Φωνή πέρα απ’αυτή του αφέντη. Πρωταθλητής στους επί σκηνής ήταν πια ο Πρόεδρος. Εκείνος τράβαγε τα μαλλιά του, μα όπως είπαμε, έβαλε το χέρι μέσα μέχρι τον αγκώνα. Ωστόσο, ίσως υποψιαζόταν ήδη ότι όσες παρτίδες σκάκι και να έπαιζε με τον πυρήνα του δε θα διακυβεύονταν ποτέ παρά κάτοπτρα και μάσκες. Ότι ο εαυτός δεν είναι παρά ένας λειψός άλλος. Ότι έξω από αλλουνού αφήγηση δεν υπάρχει παρά ο Κανένας.

82


* Να κάνουμε μια τελετή, μια περφόρμανς. Η Φωνή μπορούσε να υπάρξει μόνο ως στερητικό άλφα που περισσεύει κάθε αφήγησης. Θέλησε εκείνος να την κάνει αφήγηση καθεαυτή, αφήγηση δικιά του. Αντιλήφθηκε τον εχθρό του, αυτό το μηχανορράφο πυρήνα, γύρεψε το τραύμα που θα έτεμνε την επιφάνεια του και θα ξαμόλαγε τον κυκλώνα μέσα του. Για να σπάσει στα δύο η καρδιά, να σπάσουν όλες οι καρδιές μαζί: σχάση. Για μια φωνή που μιλάει μόνο όταν δεν την ακούνε: σχάση. Για ένα κάποιο αντάμωμα: σχάση. Σχάση. 3 Μαύρο χαλίκι και σκασμένη άσφαλτος, καμένη χλόη. Εδώ κάποτε βούιζαν και περιδρομούσαν τα αυτοκίνητα, επιταχύνονταν πέραν κάθε προορισμού. Γινόταν η ίδια η ταχύτητα προορισμός τους. Κλειστό κύκλωμα ιλίγγου για τα σώματα των θεατών, θα σμίγανε οι επευφημίες τους με τους βρυχηθμούς των τροχοφόρων. Ίσως στον αέρα να σεργιανίζει ακόμα η ηχώ τους. Θέλησα νυστέρι κατά μήκος μιας δρακόντειας αφήγησης. Το βάζω λοιπόν στην κορυφή του μετώπου μου και σκίζω το δέρμα προς τα κάτω. Ανοίγομαι σα φερμουάρ. Πόδι-πόδι βηματίζω εκτός μου. Νιώθω τη σάρκα του πέλματος μου αθήκωτη πάνω στη γη. 83


Πονάει τώρα ο αέρας πάνω μου και η γη κάτω μου, χύνεται λιμνώδες το αίμα μου στην καμένη χλόη. Κάτι κροταλίζει στον αέρα και εντείνεται. Είναι τα φάσματα των ποδοβολητών αυτών που χόρεψαν με το στοιχειό του αγέννητου κόσμου τους, αυτών που διατράνωσαν το λόγο του αφέντη σε δάδινη πορεία, αυτών που λούστηκαν με αίμα χοίρου στις αρχαίες πόλεις. Φτάνει το γέλιο τους σαρδόνιο και σπαρταριστό. Θέλησα να σπάσω την καρδιά μου στα δύο. Βάζω λοιπόν το χέρι μέσα και τραβάω το υγρό, σακουλιασμένο πράγμα. Κόβεται σα τσαμπί, κι είναι μαύρο και σκληρό. Τέμνω κατά μήκος. Ανοίγει απότομα μ’ένα συριστικό θόρυβο, σα νά’ταν τόσο καιρό πιεσμένο σα κάρβουνο. Καπνός τσιγάρου αναδύεται από τα σάπια σωθικά του. Φουντώνει γύρω μου ο χορός. Δεν υπάρχει μουσική, μουσική είναι τα ίδια τα γυμνά τους πέλματα στην καμένη χλόη, ένας άλογος χαλασμός. Όσο σουρουπώνει βλέπω και τα περιγράμματα τους. Κάθαρση ή καταποντισμός; Μα τότε σωπαίνουν όλα, και υπάρχει μια φιγούρα στο βάθος. Είναι επίπονο να περπατήσει κανείς χωρίς δέρμα, αλλά δεν έχω επιλογή. Σέρνω το αίμα μου μέχρι να τον φτάσω. Αργά αργά αρχίζουν να διακρίνονται οι ακμές που εκτείνονται γύρω απ’το πρόσωπο του.

84


Με βλέπω στα δεκαεπτά. Πελώριες βελόνες τρυπάνε τα μάγουλα μου και το σαγόνι μου, το κρατάνε ανοιχτό. Μου μιλάω σε νοηματική: Κοίταξε με. Μόλις δεκαεπτά κι έχω κάνει την καρδιά μου εργαστήριο. Ποτέ προφανής, ποτέ μαζί. Μόνο ξύπνιος ως άυπνος. Κατοικώ ξαφνικά σκοτάδια. Νοσταλγώ το αδύνατο. Πρήστηκαν τα πόδια μου να γυρίζω σπίτι μόνος. Χύθηκαν τα φώτα της λεωφόρου μέσα μου. Ούτε μοναξιά ούτε αγάπη. Αυτές οι λέξεις δεν εφευρέθηκαν ακόμα. Μόνο θέλω, μα δεν το ξέρω. Δαγκώνω τη γλώσσα μου να μη γλωσσολαλήσω. Εδώ έχει πάντα συννεφόκαμμα. Βάζω τα χέρια μου στα μάγουλα μου, αίματα παντού. Προσεκτικά τραβάω τις βελόνες, κάνω αντίσταση με το άλλο χέρι, πονάω καθώς σέρνεται το μέταλλο μέσα στη σάρκα. Πονάω, δακρύζω. Με κοιτάω μια τελευταία φορά κι εξαφανίζομαι. Μένουν μια στιγμή παραπάνω τα δακρυσμένα μάτια στον αέρα. Ολόκληρος, λοιπόν; Όπως και νά’χει. Ίσως τώρα μπορώ να σου μιλήσω 85


ευθέως. Αυτό αρκεί - πάει ο καιρός που με ενδιέφεραν οι τελεολογίες. Η αφήγηση τελειώνει εκεί που αρχίζει ο άλλος. Ας συνηθίσουμε στην ιδέα ότι πάντα ξεκινάμε, μόνο ξεκινάμε. Μα αυτούς που χόρεψαν πάνω σε αίμα αθώου, ας τους συγχωρήσουμε - παίζανε μόνο με τις καρδιές τους, δεν ξέρανε ότι οι καρδιές τους είναι ατομικές βόμβες. Ακούστε τη φωνή του αθώου που σεργιανίζει στον αέρα. Ακούστε πως άβυσσος είναι ένα ξεροχώραφο που το λένε Άλταμοντ, πως εκεί που πεθαίνουν τα όνειρα το λένε Άλταμοντ.

86


87


ακίδα

88


1 Να ξυπνάς και να σκέφτεσαι το χωρισμό. Νά’στε μαζί και να σκέφτεσαι το χωρισμό. Να σκέφτεσαι ότι θα φύγεις μετά τον επόμενο καυγά, μετά την επόμενη συμφιλίωση, μετά το επόμενο ταξίδι. Να σκέφτεσαι πότε το σπίτι θα είναι άδειο, πως θα μαζέψεις τα πράγματα σου, που θα αφήσεις τα κλειδιά. Ένα εκατομμύριο χωρισμοί. Ήθελες απόφαση μα είχαν κολλήσει τα σαγόνια μου, δεν έβγαινε το “φεύγω” απ’το στόμα μου. Με καταδίκαζες γιατί δεν μπορούσα να σου αποφασίσω το θέλω μου, κι ήταν ίσως επειδή αν κάποιος μπορεί να σε καταδικάσει μπορεί και να σε εξιλεώσει που ήθελα να φύγω μα δεν έφευγα, ή μήπως να έψαχνε ο Στρατιώτης καινούριο ζυγό; Να σκέφτεσαι χρόνια το χωρισμό και να παλεύεις να καταλάβεις: τί φοβάσαι περισσότερο, το εγώ ή το μαζί; Ήρθα και σε βρήκα στην κουζίνα, καιγόταν το πρωινό όσο κοιταζόμασταν. Τώρα θα θλίβομαι και δε θα ξέρω γιατί, μου είπες, αυτό φοβόμουν. Κι εγώ πέρασα μέρες στο σκοτάδι μέχρι να σε πάρω τηλέφωνο μα σε πήρα, σου είπα πως το φως άναψε και κατάλαβες, πάντα καταλάβαινες. Ήξερες το σκοτάδι και τη λαμπερή γαλήνη στο τέλος του, τη γαλήνη που αναζητούν οι διαλογιστές και που με είχε βρει μόνη της εκείνο το βράδυ στο γραφείο, ήξερες τον τρόμο μου τώρα που κατέρρεαν τα σύνορα που πάντα με χώριζαν από τον άλλο, ήξερες τον τρόμο μου. Το ρίγος που με κατέβαλε στα επόμενα ραντεβού που σκεφτόμουν πως δεν είναι

89


δυνατόν να είμαι εδώ, είναι ξεκάθαρο πως δεν έχω καμιά δουλειά να είμαι εδώ, είναι αδιανόητο να θέλω να συνυπάρξω όταν οι συνθήκες είναι ασύμβατες. Ένα βράδυ κοίταζα το κενό ταβάνι όπως κοιτάνε οι έφηβοι τη νύχτα το κενό ταβάνι κι είδα τα αποκαΐδια της παλιάς μου αφήγησης, τις υποσχέσεις των τροχοφόρων, τον χορό και την ολοκλήρωση, κι άρχισα να ξυπνάω με στηθόπονο. Μήνες ξύπναγα με στηθόπονο, ήθελα αλλά με πάλευε το μέσα μου, ικέτευα, άσε με να το έχω, ικέτευα τον ίδιο μου τον πυρήνα ίσως. Μα οι γυναίκες καταλαβαίνουν το σώμα και την επιθυμία, όπως τότε που μας πήγα σε μια προβολή για διαφυλικούς γονείς με ορμονική θεραπεία και παρατεταμένη έκθεση σε αντλία στήθους, λέει, ακόμα και τα γενετικά αρσενικά στήθη μπορούν να κατεβάσουν γάλα απ’τις θηλές τους, κι εγώ ξαφνικά χρειαζόμουν καθαρό αέρα, χρειαζόμουν μια τουαλέτα όπου μπορούσα να πάρω βαθιές ανάσες και να ιδρώσω και να μη σκέφτομαι, δεν άντεχα τόση υπερέκθεση στην πλαστικότητα αυτού του ανθρώπινου σώματος που από απόσταση είχα μάθει να καταναλώνω, κι όταν έκανα την απολογία μου χαμογέλασες, κατάλαβες. Ξύπναγα με στηθόπονο κι είχα κόψει τα τηλέφωνα γιατί κανείς έξω από σένα δε θα μπορούσε να καταλάβει γιατί ήθελα να φύγω αλλά δεν έφευγα, γιατί κανείς δεν έλεγε “σε βλέπω” όπως το εννοούσες εσύ, κανείς δε με είχε δει ποτέ όπως εσύ, δεν είχε δει τα κενά στην αφήγηση μου όπως εσύ. Κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι οι άνθρωποι ανταμώνουν γιατί

90


μοιράζονται αυτή διαδρομή όπως εσύ - κι είχες να χάσεις τόσα απ’αυτή τη διαδρομή, απ’αυτή την αφήγηση που στήναμε μαζί και μας κατάπινε. Φούντωνε τότε κι η μάχη στις ειδήσεις, εμείς θέλαμε αξιοπρέπεια, θέλαμε κάτι πέραν της Μεγάλης Αφήγησης του οφειλέτη, θέλαμε ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, θέλαμε να πιστέψουμε ότι αξίζαμε, θέλαμε και πιστέψαμε ότι θα σπάσουμε τον πυρήνα. Κι εγώ στον ίλιγγο μου να σκέφτομαι ότι σ’αυτό το τεντωμένο σκοινί πρέπει να βαδίσω, σ’αυτό το ξυράφι, και μόνο μαγικά να σκεφτόμαστε, να λέμε ότι αυτή η χώρα είμαι εγώ, το ήξερα πάντα ότι ήμασταν ένα, ότι η ψυχή της κι η ψυχή μου ήταν πάντα μία ψυχή, και να μείνει ακέραιη όσο γίνεται αυτή η σχιζοφρένεια κατά κάθε πρακτικότητας, κατά κάθε έννοιας ωριμότητας, κατά του καθετί μέσα μας που θέλει τα θέλω μας σε μια σειρά, που θέλει να δίνουμε μόνο το κατά δύναμιν. Να ζήσουμε την αρρώστια του μάγου κατά κάθε κοινής λογικής, κατά της πυραμίδας των αναγκών που απειλεί να μας ταριχεύσει, ώσπου να σκιστούν τα φρένα, να σκιστεί ο πυρήνας, να δώσουμε και να δοθούμε γιατί μόνο όταν δινόμαστε υπάρχουμε το περισσότερο. Σκεφτόμουνα ως εμείς μα το εμείς αυτό δεν ήταν εγώ κι εσύ, δεν ήταν εγώ κι ο άλλος παρά μάλλον εγώ κι η σκιά μου, εγώ κι ο άλλος μου. Κάτσαμε κάποτε για ένα ραντεβού και άρχισα να σου λέω πως τα πράγματα δεν είναι ούτε έτσι ούτε αλλιώς, πώς τα πράγματα πάντα αμφιταλαντεύονται, πάντα γίνονται και ποτέ δεν είναι,

91


και ανησυχώ κι εγώ, ανησυχώ μα προσπαθώ. Κι εκεί η τρυφερότητα σου υπερκέρασε την κόντρα σου και με αποδέχτηκες με τις περιστροφές μου, κι ήξερα τότε πως εδώ αρχίζει το τέλος, εδώ είναι που θα αρχίσω να περιστρέφω την αγάπη μας και λίγο λίγο να τη δηλητηριάζω, εδώ είναι που ο πυρήνας μου αρχίζει να σε καταβάλει και η αφήγηση μου να περικυκλώνει τη δικιά μας. Κι ήταν πανικός αυτή η υποψία ότι σε ήθελα για να σε χάσω, ότι σε ήθελα για να σε κάνω στρατό και μάθημα και αφήγηση - πώς να μη θέλει κανείς να εξαϋλωθεί μέσα στη γλύκα και την ειλικρίνεια σου; Ήταν πανικός όταν δε χώραγες στη φαντασία μου, όταν η φαντασία μου σε εξοβέλιζε ως κάτι περιττό έτρεμα κι έλεγα όχι πάλι στο εγώ, όχι στην παλιά μου εσωστρέφεια που με απομονώνει και με παραλύει, όχι στα σάπια μου όνειρα. Φωτιά στα παλιά όνειρα, φωτιά στην παλιά φαντασία, θέλω να μείνω εύκολο ναι στα μηνύματα σου, θέλω να πιστέψω ότι θα μάθω να θέλω να δίνω, ότι θα δίνω ώσπου να σπάσει η καρδιά μου στα δύο και να δοθώ, θέλω τα θέλω που με καθιστούν δικό σου. Για την αφήγηση μας και για τα χρόνια που μου επενδύεις θέλω μάχες για την απλώστρα και το ψυγείο, θέλω ο χώρος μου να είναι ένα κοινό κρεβάτι, θέλω άβολα ταξίδια που τα αποδέχομαι κυνικά, θέλω στημένα δείπνα όπου κανείς δε μιλάει, αν αυτό σημαίνει τη σιωπή στο γρασίδι όπου βλέπω τον έρωτα στα μάτια σου, την απόλυτη παράδοση που ποτέ δε θα μπορέσω να πετύχω. Κι εγώ θα σου γράφω λίστες με αυτές τις σιωπές που

92


ένιωσα ευτυχισμένος, θα στις γράφω σαν αναφορά για να ξέρεις ότι μπορείς να μου μάθεις την ευτυχία, ότι μπορώ να πιστέψω ότι υπάρχει για μένα μια ευτυχία κι ένα αντάμωμα κι ότι αξίζω, θα περνάω τα δάχτυλα μου πάνω απ’το δέρμα της πλάτης σου με τον τρόπο που σου αρέσει, και με τα ρίγη σου θα γράψω μια ιστορία πάνω σου και μέσα σου, θα γράψω την ιστορία μας. Κι εσύ θα μου μαλάσσεις τις γάμπες και τα μπράτσα όπως κάνουν στις μικρές μπαλαρίνες ώσπου οι μύες μου αφεθούν αβαρείς στο άγγιγμα σου και χυθεί από μέσα μου το τρέμουλο, αυτό το σπασμωδικό πράγμα που ξέρω ότι θέλω περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ώσπου με κάνεις να κλάψω για τα μοναχικά μου γενέθλια. Κολλούσαν τα σαγόνια μου και δεν έβγαινε το “φεύγω” γιατί παραπάνω απ’όσο ήθελα αυτά που ήθελα - ήθελα αυτά που ήθελα να θέλω, γιατί παραπάνω από το χορό και την ολοκλήρωση ήθελα τη Φωνή, ήθελα να βηματίσω έξω από το σάπιο τσόφλι του πυρήνα μου γυμνός και ματωμένος και χωρίς καμιά αφήγηση να με βαραίνει, ήθελα αυτό που μου είπαν ότι ήθελα στο νησί. “Είμαι πάντα λίγο θλιμμένος,” θα μου μάθαινες να λέω στη γλώσσα σου, και θα συνήθιζα στην ιδέα ότι η θλίψη μου υπάρχει εκτός σου, ότι η θλίψη μου υπήρχε πάντα εκτός σου κι ας σε σημάδευε τώρα ως έρεισμα. Κι όσο μπόρεσα κρατήθηκα μέσα στον κυκλώνα ώσπου κι εσένα η υπομονή σου εξαντλήθηκε, ζήταγες όλο ζήταγες, αποδείξεις ωρίμανσης λογοδοτήσεις αγάπης, τεκμήρια εκτίμησης και τρυφερότητας, ξανά και ξανά να

93


εξαμβλώνω το λόγο μου ώσπου να πειστείς, ώσπου να κορεστούν αυτές οι κουφάλες της ψυχής σου οι τόσο μεγαλύτερες απ’τις δικιές μου, κι όταν δεν πειθόσουν έσπαγες και ανατινασσόσουν με το καθετί, έδινες τελεσίγραφα και μ’έδιωχνες, κι όσο μ’έδιωχνες κι όσο με τυραννούσες τόσο πάλευα να υπερασπιστώ τη νομιμότητα της ύπαρξης μου, της αφήγησης μου, για να αποδείξω ότι αξίζω γκάριζα και χτυπιόμουν κι εν τέλει όντως χτυπιόμουν, όντως γρονθοκοπιόμουνα και τότε πεταγόσουν να με φρενάρεις και φρενάραμε. Σαββατοκύριακα ολόκληρα τρώγαμε ο ένας τη σάρκα του άλλου, κάποτε με πήρε ο ύπνος νιώθοντας ότι πετάω μακρυά. Μάθαινες κι εσύ κι υποχωρούσες για να ενσωματωθεί η αφήγηση μου στη δικιά μας, το ζήτημα είναι να είμαι σου έλεγα, όχι να κάνω, και μας στοίχειωναν παράξενες συμπτώσεις, ημερομηνίες πέφταν η μία πάνω στην άλλη σαν τα θέλω μας. Κι οι αφηγήσεις που διάλεγα για τη διασκέδαση μας ήταν γεμάτες άντρες αναποφάσιστους και δυσλειτουργικούς, κι όσο πύκνωναν οι ενοχές τόσο έκλεβα ματιές στους διαδρόμους του γραφείου, μισάωρα στις τουαλέτες, να μπορεί η σκέψη μου που να πηγαίνει σε σένα μα να μην πηγαίνει. Οι αποστάσεις που έβαλα μεταξύ μας, να ζητάς κοινό διαμέρισμα και να ζητάω δικό μου γραφείο, όσο πιο κοντά, τόσο πιο μακριά, σ’εκείνες τις αποστάσεις έβαλα πάλι κατά φαντασίαν πάθη για ολοένα αναδυόμενες εκείνες, για την ίδια εκείνη που στην απόσταση της είχα εθιστεί από παιδί κι η οποία είχε

94


γίνει αφήγηση, όλο επανεμφανιζόταν ως κάποια άλλη, κάποια που ήθελες τόσο αλλά δε μπορούσες να είσαι ποτέ εσύ, δε μπορούσες εξ ορισμού να αγαπηθείς εξ αποστάσεως. Σιχάθηκα εσένα όταν δε μπορούσα να σιχαθώ άλλο την αφήγηση, μήνες κοιμόμασταν μαζί αλλά χώρια, μαζέψαμε τα υπάρχοντα μας σε κούτες για μπανάνες και πήγαμε σε ένα σπίτι με κάγκελα στα παράθυρα και τα τροχοφόρα να βουίζουν γύρω μας το βράδυ. Υπνοβατούσαμε τη διαδρομή αλλά ο ύπνος μας ήταν γλυκιά κινούμενη άμμος, μα κάποτε σε ξύπναγα με όλη τη πείνα των χθόνιων θεών να με εξουσιάζει. Κι όταν κόντευε το τέλος μας γυρεύα στο σκοτάδι τα χέρια σου, τα μαλλιά σου, την πραγματικότητα σου, σα να ήξερα ότι τέλειωνε η διαδρομή, όπως ήξερα από πριν που σκοντάφτουν οι άνθρωποι που ακολουθούν τη διαδρομή κι αν κάποτε σταμάτησα να πιστεύω ή να θέλω να πιστεύω ότι θα τα απέφευγα δεν υπήρχε πια άλλος δρόμος. Ώσπου βρήκα τρόπο να σου μιλήσω για εκείνη, βρήκα τρόπο να κοροϊδέψω τον εαυτό μου και σου μιλήσω για εκείνη που μ’ έπνιγε τόσα χρόνια, γιατί δε σταμάτησα ποτέ να τις σκέφτομαι, όσο κι αν το ήλπιζα δε σταμάτησα ποτέ να τις σκέφτομαι ως χαμένες ευκαιρίες της αφήγησης μου που προϋπήρχε της δικιάς μας και πάλευε να ενσωματωθεί στη δικιά μας, ακόμα με έκαναν εκείνες πυρετώδη και βρώμικο και δεν τις αποδόμησε ποτέ η αγάπη μας παρά μόνο όταν είχε σωθεί, γιατί όσο δεν είχε σωθεί έπρεπε κάποτε να είμαι πυρετώδης και βρώμικος, έπρεπε κάπου ο πυρήνας μου

95


να αναδιπλωθεί. Την έβαλα εκείνη σε μια ιστορία, άλλη μια ιστορία του Μαθητευόμενου που κατακρημνίζεται από τη δαιμόνισσα και άδολα στην έδωσα να τη διαβάσεις, ένα ξόρκι καθαυτό που συνετέλεσα ο ίδιος, μια απόπειρα εξορκισμού που απλώθηκε ανεξέλεγκτα ως το τέλος μας. Άδολα πείστηκα ότι θα ήταν πια κατανοητή η παρέκκλιση που συμβόλιζε εκείνη, ότι θα άνηκε στο παρελθόν, ότι θα καταλάβαινες. Θέλησα να το πιστέψω, θέλησε ο πυρήνας μου να το πιστέψω, ο πυρήνας μου που με οδήγησε στην πολυθρόνα του ψυχολόγου τάχα για να εξομαλύνουμε την απόφαση μα κατέληξα να μιλάω για εκείνη, για το πόσο με έκαιγε να μιλήσω για εκείνη, να εξιλεωθώ για όλη την υποκρισία της πιστότητας μου, μια πιστότητα μίζερη που ήξερα ότι για σένα δεν άξιζε τίποτα γιατί ήξερες ακόμα κι αν δεν ήθελες να ξέρεις για τα όργια στα παρασκήνια του λογισμού μου. Οι γυναίκες πάντα ξέρουν μα κάποτε δε θέλουν να ξέρουν, ντουζίνες θηλυκά είχα γδύσει με το βλέμμα και το νου κι αυτή ήταν όλη κι όλη η αφήγηση μου κι η επικράτεια της ελευθερίας μου, όλη μου η νιότη λίβας καυτός που με ασφυκτιούσε, σα τους μεγάλους μαγνήτες στα νεκροταφεία αυτοκινήτων τράβαγα πάνω μου όλες τις επιθυμίες. Μα ο μαγνήτης προϋποθέτει χάσμα, η βουλιμία προϋποθέτει χάσμα, κουφάλα, κενό, σε άφησα να με κολλήσεις στον τοίχο με την ελπίδα ότι θα κλείσει το χάσμα μέσα μου μα δεν έκλεισε. Έπρεπε να σου μιλήσω κάπως για εκείνη, έπρεπε και να απαγκιστρωθεί απ’την ενοχή η απόφαση, να σου

96


αφαιρεθεί το δικαίωμα του τελεσίγραφου, να γίνει υγιής η σχέση. Κι έτσι αποκρυσταλλώθηκε κι η πιθανότητα ενός υγιούς χωρισμού. Θα με ταπείνωνες εσύ, θα με αιφνιδίαζες με απότομες εντάσεις και θα με μαστίγωνες με όλα αυτά που τώρα μπορούσες να ξέρεις. Μα θα ήταν πια αργά - η απόφαση θα είχε εκχωρηθεί σε σένα, η ευθύνη του χωρισμού θα ήταν πια δική σου, το αγκίστρι στα σωθικά. Εγώ θα είχα ήδη φύγει. Η αφήγηση, πάντα η αφήγηση, η διαδρομή που δε μπορούσαμε παρά να πάρουμε, η διαδρομή προς τα μέσα σου κι ύστερα πέραν σου. Οι αποστάσεις που σε άφησα να κλείσεις για να μη νιώθω τόσο μόνος, ο χώρος που σε έβαλα να μου δώσεις γιατί ήθελα να πιστέψω ότι εκεί δε θα έφευγα αλλά θα φύτρωνα. Ο πρησμένος λαιμός μου, οι άνθρωποι που ήθελα να γίνω, το άστεγο τώρα μου. Ήθελα να μείνω για πάντα μα δεν έμεινα. Κι η αφήγηση, πάντα η αφήγηση. 2 “Σε πείθουν ότι είναι για το καλό σου,” είπε ο γιατρός, “εκεί την πατάς. Σου φέρνουν πράγματα που δεν τα ζήτησες και σε βάζουν να τα πληρώσεις γιατί τά’χετε πει αυτά, ξέρεις ότι τα χρειάζεσαι και τώρα πρέπει να τα πληρώσεις και να είσαι ευγνώμων, κι αν φέρεις αντίρρηση αρχίζουν οι σιωπές και οι μπηχτές και μετά τα δάκρυα, αυτές έχουν ακόμα το δικαίωμα να εκρήγνυνται και να βαράνε πόρτες, κατάλαβες; Γιατί στο τέλος πάλι θα κλαίνε και ποιος θα τις παρηγορήσει; εσύ,

97


θα τα καταπιείς τα επιχειρήματα σου και θα κάνεις και κάνα χατίρι μπας και σκάσουν κάνα χαμόγελο ή ακόμα χειρότερα κάτσουν να τις γαμήσεις, θα χαρείς κι εσύ κι έτσι θα μάθεις να χαίρεσαι, σα καλό σκυλί θα σε εκπαιδεύσουν.” Εδώ έβγαλε το νυστέρι από την τρύπα της θηλής και το πέταξε στο δισκάκι, πέταξε τα λαστιχένια γάντια κι έβγαλε το επόμενο τσιγάρο. Ρουφώντας το μέσα απ’το προηγούμενο που καρβούνιαζε ακόμα πάνω στα χείλη του, συνέχισε: “είναι ύπουλες σα πρέζα, σε καταβάλλουν με τις μικρές καθημερινές τους γκρίνιες, νιαουρίζουν για χάδια και αποδοχή, ρουφάνε ότι έχεις και δεν έχεις από μέσα σου ώσπου περιφέρεσαι περιμένοντας το επόμενο μήνυμα.” Έσβησε στο δισκάκι όπου ξεραίνονταν αίματα και έβγαλε καινούργια γάντια απ’τη συσκευασία. Θα ανίχνευαν αυτά τα γάντια το κενό που είχε ανοίξει τώρα μέσα στον αδένα, θα δοκίμαζαν τις αντοχές του. Συνέχισε: “Τα κάνεις όλα ένα σκηνικό, δουλειές παρέες όλα, ένα σκηνικό γι’αυτές, κι εκεί είναι που σε πατάνε γιατί σου λένε ότι νιώθουν τέτοια αγάπη, τέτοια εκτίμηση, έχετε πάει τόσο μπροστά σα ζευγάρι, σαν ομάδα, ε; που θέλουν να πάτε ακόμα παραπέρα, ε; θέλουν κοινούς λογαριασμούς και περιουσίες, θέλουν γάμους και κωλόπαιδα, θέλουν θέλουν θέλουν” - με τις λαβίδες στο άλλο χέρι έσπρωχνε μέσα το χειρουργικό βαμβάκι - “ούτε που θα το καταλάβεις για πότε θα σε κολλήσουν στη γωνία, για πότε θα ασφυκτιάς και δε θα ξέρεις γιατί, και δε θα σε αφήσουν καν να ασφυκτιάς, θα

98


σε αναγκάσουν να δώσεις τεκμήρια ευτυχίας γιατί αλλιώς, τί; ξοδεύουν τα χρόνια τους, ποιος ξέρει για πόσο ακόμα θα είναι γόνιμες, αν είναι πλέον γόνιμες, ε;” Έσκισε το χαρτί κι έβγαλε το επόμενο νυστέρι, που θα έτεμνε κάτω χαμηλά τον κύκλο με το μαρκαδόρο, συνέχισε: “Αλίμονο κι αν πας να διαφωνήσεις, αυτές όταν μιλάνε για επικοινωνία εννοούν έλα πες μου πως νιώθεις, πες μου για τη μάνα σου, και μετά στα κοπανάνε όταν θέλεις κάτι, σε λένε ανώριμο, δυσλειτουργικό, ανάξιο, γιατί επικοινωνία σημαίνει να μπορούν να πάρουν κάτι όταν το θέλουν, αν θέλεις κάτι εσύ είναι πάλι φωνές και κλάματα, και φυσικά εσύ ακόμα δεν επιτρέπεται να κλάψεις, ή, αλίμονο, να τους φωνάξεις, θα στα πάρουν και τα λεφτά και τα παιδιά και όλα, πάντα θα παίρνουν γιατί το τελευταίο που τους ενδιαφέρει είναι τί έχεις να πεις, ότι παραχωρήσεις αποσπάσεις θα στις παίρνουν πίσω όποτε θέλουν, θα σου λένε δε το είπα ποτέ αυτό, δεν ξέρω τί εννοείς, κι εσύ θα τραβάς τα μαλλιά σου γιατί είναι ολοένα και πιο δύσκολο να φύγεις, κοίτα σε πόσα πράγματα έχεις πει ναι.” Το σωληνάκι μέσα στην τομή ήταν τώρα έτοιμο να κενώσει κι άλλο τον αδένα, με απότομες κινήσεις ο γιατρός άλλαξε πάλι τσιγάρο και γάντια και ρούφηξε βαθιά, συνέχισε: “Ήρθες κι εσύ μέχρι την Αμερική να σου βάλω κώλο και βύζια. Θες να γίνεις μια απ’αυτές φαντάζομαι. Και γιατί να μη γίνεις; Μας τά’χουν πάρει όλα. Σα πολιτισμό μας τη φέρανε, όχι μόνο σαν άτομα. Από παιδιά τώρα μας καλλιεργούν ενοχικά σύνδρομα,

99


μας λένε ότι είμαστε βιαστές μέχρι αποδείξεως του εναντίου, μας βάζουν αντιψυχωσικά στο στόμα τάχα μου λόγω επιθετικότητας, κι εμείς δίνουμε, όλο δίνουμε, παραχωρούμε εξουσία για θολούς λόγους και το χαιρόμαστε, λέμε έτσι παέι μπροστά το Έθνος. Είναι το μόνο λόμπι που χαιρόμαστε που υπάρχει, κατάλαβες;” Έπαιζαν με φούρια οι παλάμες του γιατρού το εμφύτευμα που προηγουμένως κείτονταν στο αντισηπτικό, το πέρναγαν με ταχύτητα η μία στην άλλη είτε για να το ζεστάνουν είτε για λόγους που ο γιατρός δε θα μπορούσε ο ίδιος να διευκρινίσει. Εκείνος (εκείνη;) δεν μπορούσε να ακούσει το γιατρό από το άχρονο κενό της ολικής αναισθησίας, μα όταν πέρασε από κει σε έναν ύπνο σπαστό και ανήσυχο από τις αστραπές του πόνου ονειρεύτηκε τον πυρήνα ως ζεστή μαλακή μάζα που τον παρείσφρυε σα σπερματοζωάριο και κολυμπούσε μέσα στο ζελατινώδες υλικό του. Όταν πια ξύπνησε το πρώτο πράγμα που νοητά σημείωσε ήταν οι γραμμές του μαρκαδόρου ανάμεσα και γύρω από τα υψώματα που άνηκαν πια στην περιοχή του θώρακα και στο άτομο που τον ενοικούσε. Χειρουργική ταινία έκανε το γύρο των θηλών και προτίμησε να μην τη βγάλει. Όταν ο ξύπνιος νους είχε συνηθίσει τον πόνο, δοκίμασε να τεντώσει τα μπράτσα, και σύντομα σηκώθηκε. Προτού προλάβει να ξέρει τι θέλει, η Ικέτις ξεκινάει.

100


Τυλίγει το με το σεντόνι την ανδρόγυνη γύμνια της και εξαπολύεται στο δωμάτιο. Απ’τα ντουλάπια και τα συρτάρια σηκώνει ότι παυσίπονο βρει και για το δρόμο μασάει και καταπίνει μερικά επιτόπου. Αίφνης καταλαβαίνει ότι λιμάζεται από την πείνα και όλες οι κάψουλες του γιατρού δε θα τη γέμιζαν. Μόνο του το μάτι της σαρώνει το πεδίο και βρίσκει τις σακούλες από τα καταστήματα ρούχων στη γωνία με όλους τους κρυμμένους θησαυρούς τους, μπροστά από τον μακρύ καθρέφτη όπου ο γιατρός είχε σχεδιάσει τις περιοχές της επέμβασης στο θώρακα ενός για λίγο ακόμα μεθοριακά ανδρικού σώματος. Βαδίζει μέσα στη ζαλάδα όσο πιο γρήγορα μπορεί, σέρνεται το σεντόνι μέχρι τις σακούλες που τις σκαλίζει βάναυσα, μα κάπου σταματάει. Το βλέμμα της σηκώνεται και ατενίζει τον καινούριο εαυτό της, που ακόμα κρύβεται μέσα στο ντύσιμο των προγόνων της. Αφήνει το σεντόνι να χυθεί στο πάτωμα και αφήνεται στο μυστήριο ενός ακόμα ντυσίματος, ενός δέρματος που οι καμπύλες του πια αγκαλιάζουν το είναι της πιο εφαρμοστά από ποτέ. Για μερικές στιγμές τα μάτια της ακολουθούν το μαρκαδόρο που χάραξε τις νέες περιοχές της θηλυκότητας της - μα η πείνα την μαστίζει και σύντομα μπουκώνεται με τις συμπιεσμένες πρωτεΐνες που είχε στις σακούλες, και τα περιτυλίγματα μένουν σκόρπια στο πάτωμα. Στο ντους, κάθε καυτή ριπή συντελεί στο να κορυφώσει αυτό το δέρμα την ύπαρξη του ως αίσθημα και ως

101


όνειρο, κι η Ικέτις βρίσκεται ξαφνικά απλωμένη σε μια παραλία, ένα με την άμμο και το καλοκαίρι, Έτσι καταφέρνει να ξεχάσει την πείνα της για κάποιο διάστημα εξίσου άχρονο με αναισθησία. Ύστερα, βγάζει τα σύνεργα της από τις σακούλες και απαλείφει ότι τρίχωμα επέτρεπαν ακόμα στο σώμα της τα αντιανδρογόνα γύρω κατά μήκος των μηρών της, κάτω απ’τις μασχάλες της, γύρω απ’το συρρικνωμένο της μόριο. Αυτό το δέρμα είναι τώρα εδώδιμο, σκέφτεται μ’ένα χάχανο. Στον κάθρεφτη, το είδωλο με την περούκα και τα συγκεκριμένα ρούχα, το φούσκωμα κάτω απ’τη φούστα και τις νεόκοπες καμπύλες, προειδοποιεί για το περικύκλωμα άλλης μιας αφήγησης. Ας είναι, σκέφτεται, αν είναι να με πάει μέχρι όπου είναι να με πάει, προτού διαγραφεί κι αυτή. Σύντομα βαριά τροχοφόρα βρυχώνται και την προσπερνάνε, καυτά κύματα αέρα στο διάβα τους αναδεύουν τα ζεστά ρεύματα της ερήμου. Μα η Ικέτις δεν θέλει να μαγευτεί από την άγρια ομορφιά του τοπίου και των λεωφόρων που την διασχίζουν. Δεν είναι η άβυσσος σου η έρημος, σκέφτεται, δεν διέρχονται αυτά τα οχήματα για σε πάνε στην περιπέτεια και στη δόξα. Περπατά κατά μήκος της λεωφόρου προσπαθεί να αγνοήσει ότι μέσα της θέλει να κάνει τις βοές των τροχοφόρων σκοπό ή όνειρο. Δεν θέλει να αναστοχαστεί βιντεοκασέτες και λογοτεχνήματα, δεν θέλει να σκέφτεται για πάλαι ποτέ επί σκηνής υπερήρωες που

102


μπορεί κάποτε να πέρασαν από δω και που μπορεί κάποτε να ήθελε να τους μοιάσει, δεν θέλει να θέλει να επισκεφτεί μνημεία και να αρχειοθετήσει φωτογραφίες ή να αυτοπροβληθεί στα διαδίκτυα. Αντί να ξεγελαστεί από τους ορίζοντες της ασφάλτου που σαρώνουν και τη ρέμπελη βλάστηση που αφήνουν πίσω τους φαντασιοκοπεί πως οι κρημνοί κι οι κάκτοι έχουν κι αυτά από μία ψυχή, πως όλες αυτές οι ψυχές αγκαλιάζονται και συνευρίσκονται με το πολλαπλό φύλο της δικιάς της. Στεγνοί και σκονισμένοι, οι αέρηδες αντισταθμίζουν τον καυτό ήλιο όπως τα παυσίπονα μάχονται τον βουβό πόνο της ενσωμάτωσης κάτω απ’ τις μασχάλες της. Η έρημος πρέπει αυτή τη τη στιγμή να μην έχει σημάνει τίποτα ποτέ για κανέναν, αλλιώς σύντομα θα αρχίσει να θέλει πράγματα και κατευθύνσεις, όχι απλά να θέλεi. Οι βουές των τροχοφόρων είναι ταγμένες στο δρόμο της διαθεσιμότητας, όπως τα παυσίπονα και τα αντιανδρογόνα, όπως οι αλλεπάλληλες στρώσεις υφάσματος και καουτσούκ που σιγά-σιγά λιώνανε τα πέλματα της. Τα νιώθει να πρήζονται αυτά τα πέλματα, και παρότι ξέρει ότι η αφήγηση της λεωφόρου δεν μπορεί παρά να την προσεταιρίσει κι αυτήν ως διαθεσιμότητα, το μόνο που ελπίζει η Ικέτις είναι να της δώσει η αφήγηση και κάτι στέρεο να φάει. Είναι τα μπλε γυαλιά του οδηγού πίσω απ’ το

103


διερχόμενο τείχος του παρμπρίζ το πρώτο πράγμα που σημειώνει το μάτι της. Όταν το φορτηγό επιβραδύνει και σταματάει εκείνη ανεβαίνει στη θέση του συνοδηγού και σκέφτεται πως σύντομα τα μπλε γυαλιά θα καθρεφτίζουν την περούκα γύρω από το πρόσωπο της, το μόνο που θα βλέπει ο οδηγός, και τον συγκρατημένο τρόμο μέσα στο πρόσωπο της, που θα βλέπει μόνο εκείνη. Είναι τα επιζήσαντα τριχίδια στους τσιτωμένους πόρους των μηρών της που πλέκουν αυτή την προφητεία, μα αλίμονο, το σώμα ξέρει. Τα μπλε γυαλιά κρύβουν το ποιόν του οδηγού καθώς του λέει γεια και ευχαριστώ, μα αντανακλούν και αποκαλύπτουν το δικό της. Πάνω απ’το καντράν κείτεται μισοτελειωμένο ένα πλαστικό κουτί με κάτι κρεατώδες και αλμυρό και της παίρνει όλη της τη δύναμη να μην το θέλει όσο το θέλει, να περάσει με σφιγμένoυς κόνδυλους το ασημένιο χνουδωτό τσαντάκι από τους ώμους της πάνω στα γυμνά της πόδια και να το αγκαλιάσει προσεκτικά μπροστά απ’το στήθος της. Μα δεν αρκεί. Ο οδηγός τη ρωτάει: “Πεινάς;” κι ανάμεσα στα μπρελόκ ομάδων φούτμπολ που σαν εκκρεμή λικνίζονται ανάμεσα τους η Ικέτις ζυγίζει το χαμόγελο του καρχαρία και παίρνοντας απόφαση απλώνει χέρι στο καντράν. Μα αυτός απλώνει το δικό του και την σταματάει, και το ξερό άγγιγμα πάνω στο χέρι της μπορεί για κάποιον άλλο να σήμαινε τρυφερότητα. Είναι αστραπιαίο το μεσοδιάστημα όπου μπορεί κανείς

104


να πάρει τα ηνία μιας αφήγησης πριν περικυκλωθεί. Για να το προλάβει, η Ικέτις προσπαθεί να μη σκέφτεται τον τρόμο της όταν αφήνει το τσαντάκι να πέσει στα πόδια της. Αυτός βαριανασαίνει ήδη πάνω στο τιμόνι και χωρίς περιστροφές σφίγγει τον πόνο του μαστού της, μα ευτυχώς με την άκρη του ματιού καταγράφει τη σύσπαση στο στόμα της και στο χέρι της πάνω στο δικό του και μαλακώνει. Εν τέλει είναι το μόριο εκείνης που τον ωθεί να βγάλει το δικό του. Την ώρα του θηλασμού εκείνη προσπαθεί να μη σκέφτεται ότι το μόριο αυτό ανήκει σε κάποιον που κάποτε αγάπησε ή ορέχτηκε, σε κάποια θολή πατρική φιγούρα ή κάποιο ώριμο ξάδερφο. Απαιτεί από τον εαυτό της το άκτιστο της σεξουαλικής πράξης, ούτε όνειδος ούτε όνειρο. Κάνει τα ιδρωμένα όργανα του οδηγού ένα νεφέλωμα ηδονής όπου εκείνη μετέχει γλώσσα δάχτυλα φωνή. Μα ότι κι αν κάνει αυτός πρέπει να σταματήσει το φορτηγό για να τελειώσει με ασφάλεια. Όσο εκείνη τρώει αρπακτικά αυτός έχει βγάλει τα γυαλιά και την περιεργάζεται. Εκείνης το μάτι σημειώνει πως είναι και τα μάτια του μπλε, κάπου εκεί μέσα βρίσκονται οι κουφάλες αγάπης που η λεωφόρος μεταχειρίζεται για να τον κρατάει ως υποχείριο. Θα τον θέλγει με κολαστήριες απολαύσεις και τη μυρωδιά της εξουσίας, σκέφτεται, προτού τον ξεβράσει πάλι στο κενό κάποιου αποτρόπαιου διαμερίσματος. Της έχει βγάλει και την περούκα, τα μαλλιά της είναι κοντοκουρεμένα

105


και το προτιμά, μάλλον κι εκείνη το προτιμά, αναρωτιέται αν θα αρχίσει να κάνει νύξεις για το παρελθόν της ή ακόμα χειρότερα για το παρόν του. Μα ο οδηγός μόνο ρωτάει το όνομα της, και χωρίς να το πολυσκεφτεί εκείνη λέει ‘Τσέλσι.’ Αυτός μάλλον μυρίζεται το ψέμα γιατί βάζει τα γέλια, αλλά δεν την πιέζει. “Πας κάπου συγκεκριμένα;” τη ρωτάει, κι εκείνη γνέφει όχι. “Θέλω να κάνω μια στάση κάπου. Είναι ένα μαγικό μέρος που λίγοι το γνωρίζουν. Νομίζω ότι θα σου άρεσε. Κι ίσως μπορείς να βγάλεις και κάτι,” της λέει, κι εκείνη νιώθει να κουμπώνει άλλο ένα κομμάτι μιας παλιάς και επικίνδυνης αφήγησης, πως ο οδηγός θέλει και πιστεύει τώρα ότι η λεωφόρος του έχει δωρίσει μια Τσέλσι για μαθήτρια, παλλακίδα, φίλη, ποιος ξέρει; Μα νιώθει επίσης ότι ανοίγεται μπροστά της ο δρόμος της ικεσίας, κι έτσι δέχεται. Πρωτεϊκά και πελώρια, τα σύννεφα διασχίζουν το σούρουπο παίρνοντας ότι μορφή τους δώσουμε. Έχει γυμνώσει τα πέλματα της η Ικέτις και οι αντίχειρες της τα τρίβουν με όση δύναμη τους επιτρέπει η στοργή της, και καθώς το στομάχι της έχει ησυχάσει κι εκείνη κόπιασε για μια ανάπαυλα, αφήνει τα σύννεφα να πάρουν το σχήμα που αρέσει στο νου της, αφήνει το νου της να ντύσει το τοπίο με λέξεις. Τα καφεκόκκινα υψίπεδα και τα φαράγγια (σα κομματιασμένες πολιτείες; σκέφτεται, σα καμινάδες;) κυλάνε στο παράθυρο

106


αντίθετα απ’αυτήν και αναπόφευκτα υποχωρούν στο παρελθόν. Αναπόφευκτα κι εκείνη σκέφτεται για ένα καιρό που τα νυχτερινά φώτα της λεωφόρου έξω από το παράθυρο ενός υπεραστικού λεωφορείου συμπλέκονταν με τις κιθάρες στα ακουστικά της και ευχολογούσαν το φευγιό της. “Θέλεις να βρεις τον εαυτό σου,” της είχε πει ο πατέρας της. Εκείνη στεκόταν μέσα σε εσάρπες και μακριά γάντια όπερας, μέσα στο ανδροπρεπές κουκούλι που ακόμα την παραμόρφωνε, τσάντα γυμναστηρίου παραμάσχαλα. Σκληραίνοντας, του απάντησε: “Θέλω να τον χάσω.” Ο πυρήνας της περιθωριακής πόλης - οι μνήμες εφηβικών τσακωμών που χαράκωναν τα γκρίζα πάρκινγκ, τα μπαρ όπου οι νιόπαντροι αναμασιόντουσαν, τα θολά περιστατικά όπου περιπολικά έπαιρναν γυναίκες με βαλίτσες τη νύχτα, οι θλιβεροί αλληλοαυνανισμοί που ποτέ δε συνέβησαν όλες οι σκάρτες αφηγήσεις στις οποίες απειλούσε εκ γενετής να την ενθυλακώσει το ανδρικό σώμα, όλοι οι άνθρωποι που ήξεραν τι ήθελαν. Στο υπόγειο τους υπήρχαν κούτες με τα μανταμίστικα ρούχα της γιαγιάς. Εκεί ανέπνεε. Θέλω να τον χάσω τον εαυτό μου, του είχε πει, μα κι αν ήταν ψέμα ήταν γιατί δεν ήξερε τι ήθελε, γιατί δε είχε ακόμα τις λέξεις για να περιγράψει πως ήταν κρίσιμο να μην βρει τι ήθελε, πως ότι άξιζε να το ήθελε άξιζε μόνο αν την έβρισκε εκείνο, και για να την βρει έπρεπε να απαλλαχθεί από τον πυρήνα, να

107


αποταχθεί κάθε φιλοδοξία και κάθε θαλπωρή, να κάνει πιάτσα και να ζητιανέψει. Κάποτε ένιωθε πάλι σκληρή κι από θλίψη έχανε τη μέρα της σε ανάστατα σεντόνια βρώμικων μοτέλ. Άλλοτε όμως έπιανε φιλίες και μοιραζόταν κρασί και μαλακά τυριά περιμένοντας αμαξοστοιχίες κι η ζέση που ένιωθε είχε κάτι από παλιό ποίημα. Ο πόνος αναδύεται τώρα και κατεβάζει άλλο ένα παυσίπονο μαζί με το χάπι που θα καταστείλει την τεστοστερόνη της ημέρας. Μετράει τα χάπια μέσα στο σακίδιο. Τα φώτα και οι κιθάρες προϋπάντιζαν ίσως έναν ερχομο, ένα νέο γίγνεσθαι, η Ικέτις άφησε το σώμα της το ίδιο να της πει τι σχήμα θέλει να πάρει. Όμως τώρα βρίσκεται στο έλεος των βάρβαρων αφηγήσεων της φαρμακευτικής διαθεσιμότητας, σύντομα το σώμα της μπορεί να την πολεμούσε, να ξανάβγαζε γένια και να κατέστρεφε τις διαθέσεις της, να κατέστρεφε ότι θηλυκό μέσα της είχε κληθεί στο υπόγειο να καλλιεργήσει. Μα κάποτε αντιλαμβάνεται τους τσίγκινους καταυλισμούς που κυλάνε τώρα έξω απ’το παράθυρο. “Φτάνουμε,” λέει ο οδηγός. “Είναι απάτριδες, τους βάλανε μέσα για να δουλέψουν σε τηλεφωνικά κέντρα, μα οι εταιρείες κλείσανε κι αυτοί μείναν καταγής,” της λέει. “Οι μισοί ήταν ήδη ναρκομανείς, τώρα κι όσοι δεν είναι κάνουν πιάτσα.”

108


Απ΄το παράθυρο βλέπει τα φορτηγά το ένα μετά το άλλο. “Είναι σαν εσένα, αντρογύναικα.” Εκείνη γυρίζει και τον κοιτάζει. “Μα είναι από παράδοση, πως το λένε, απ’ τους αρχαίους τους. Πουλάνε τις παραδόσεις τους τώρα, καναδυό φορές το χρόνο έτσι τη βγάζουν.” Απ’την απέναντι του καταυλισμού είχε λεωφορεία και αυτοκίνητα. “Γιορτάζουν την άνοιξη, λέει, έρχεται κόσμος για συναυλίες.” Ένας μουσικός βόμβος αναδίδεται από τα βάθη της παραγκούπολης, και το πλήθος είναι μεγάλο. Κατεβαίνοντας, η Ικέτις σκέφτεται μαζικές απελάσεις, σκέφτεται έθιμα συγκεχυμένα και διαστρεβλωμένα χάριν εμπορευματοποίησης, σκέφτεται νέους μηχανικούς μαθημένους σε νοοτρόπα να κατεβαίνουν από τις πόλεις με ψυχεδελικά και ψυχοτρόπα στην τσέπη ψάχνοντας την αίγλη του επικίνδυνου. Ο οδηγός της λέει κάτι μα εκείνη χάνεται ανάμεσα στα σώματα και δεν τον ξαναβρίσκει. Τις βρίσκει γρήγορα, βρίσκει τα σκούρα δέρματα τους, τα πολύχρωμα υφάσματα που χύνονται ανάμεσα στους στρογγυλούς ώμους τους. Κάποιες φοράνε τη βούλα στο μέτωπο, αναρωτιέται αν τη φοράνε για τις ίδιες ή για τους πελάτες. Οι πελάτες - αγριεμένοι τριχωτοί μεσήλικες σα τον οδηγό, κάποιοι με τα μάτια κόκκινα και ανήσυχα από την κοκαΐνη, κάπου μια μουσαμαδένια πόρτα μισάνοιχτη αποκαλύπτει τα περιγράμματα μιας

109


γονατιστής πεολειχίας. Το έδαφος είναι χώμα και λάσπη, η νύχτα φωτίζεται από στύλους που έχουν γύρει ή έχουν χαλάσει εντελώς, μα είναι όλοι στολισμένοι με γιρλάντες χάρτινα λουλούδια. Αυτή είναι η πλευρά της Γιορτής που οι πολίτες δε θα πλησίαζαν, που θα χαιρόντουσαν να λένε ότι θα μπορούσαν να είχαν πλησιάσει. Μια γηραιά απάτρις την προσεγγίζει μ’ένα τεράστιο χαμόγελο και της περνάει κι εκείνης ένα περιδέραιο χάρτινα λουλούδια. “Πολύ όμορφη γυναίκα,” της λέει, “έλα να γίνεις νύφη του Κυρίου, έλα να κερδίσεις.” Εκείνη παρατηρεί τις ρυτίδες που αυλακώνουν γύρωγύρω το πρόσωπο της, τα ασημένια δόντια της, τα μπράτσα που κρέμονται. Μια αντρική φωνή ξεχωρίζει από τη φασαρία γύρω της: “Μην πας,” της λέει, “είναι κομπίνα, θα σε βάλουν να πληρώσεις κι ύστερα θα βγάλουν μια απ’αυτές.” Όσο να γυρίσει να τον κοιτάξει η απάτρις έχει φύγει, μα εκείνη την βρίσκει στο πλήθος και την παίρνει στο κατόπι. Ο άντρας συνεχίζει και μιλάει, λέγοντας τί; Ότι έρχεται κάθε χρόνο; Ότι καλύτερα να πάει μαζί της αν θέλει να περάσει καλά; Είναι ήδη μια θολούρα, και για κάποιο λόγο τον θυμάται με κόκκινο φουλάρι. Πατάει πάνω σε χρωματιστό χαρτί, πατάει πάνω σε λιωμένα μπυρόκουτα και χίλια δυο σκουπίδια, περνάει ανάμεσα από πελάτες που διαπραγματεύονται στα κράσπεδα ή την φωνάζουν να γυρίσει. Εν τέλει τη

110


βρίσκει να πηγαίνει μέσα σε ένα κτίριο, κάτι που ίσως τεχνικά ανήκει ακόμα στην πολιτεία και ίσως κάποτε είχε απέξω τη Σημαία να κυματίζει μα τώρα είναι καλυμμένο γκραφίτι και ξεκοιλιασμένο από πόρτες και παράθυρα. Από μέσα ακούγεται καυγάς. Φωνάζει πως θα τις γαμήσει όλες, φωνάζει πως ξέρει κάποιον Μακ, φωνάζει πως θέλει τα λεφτά του πίσω αλλιώς θα τις γαμήσει όλες. Δυο-τρεις φίλοι ή περαστικοί του γέρνουνε σε τοίχους και πλαστικές καρέκλες και καπνίζουν. Η αίθουσα φωτίζεται μόνο από τον δρόμο απέξω, οι απάτριδες γυρνάνε μέσα του σα σκιές. Ο πάνω όροφος ακούγεται σα να έχει γίνει γαμιστρώνας. “Μην πας,” ακούγεται μια γνώριμη φωνή. Γυρνάει και βλέπει το κόκκινο φουλάρι έξω απ’το κατώφλι. “Μην πας. Θα σε ρίξουν στην πρέζα.” Μα εκείνη του γυρίζει την πλάτη και ψάχνει τη γηραιά με τους πελώριους κρίκους στα αυτιά και τα βραχιόλια. Την βλέπει απέναντι στο θηρίο που ξέρει τον Μακ. Η διαφωνία φαίνεται να είναι γύρω από κάποια ναρκωτικά που βγήκαν σκάρτα ή που δεν ήταν ποτέ ναρκωτικά. Εκείνος ένα μικρό βουνό απέναντι της, ο λόγος του ένας οχετός μίσους που η Ικέτις ξέρει ότι απευθύνει κανείς μόνο σε αυτούς που ορέγεται. Του φωνάζει κι η γηραιά, αλλά ηπιότερα, αμυντικά, με τις παλάμες έξω, και γύρω της ένας μικρός χορός από άντρες που προσπαθούσαν να είναι γυναίκες, θηλυπρεπή

111


αγόρια με κοντά μπλουζάκια και μακιγιάζ, μικρές κοπέλες με περίτεχνους κότσους. Κάποιες φωνές παρακαλάνε, κάποιες ανταποδίδουν τα βρισίδια, κάποιες είναι βουβές με ανησυχία. Στο βάθος παρακολουθεί τη σκηνή μια σκιά βουλιαγμένη σε πολυθρόνα, με τον πήχυ απλωμένο και γυμνό. Η γηραιά υψώνει τη φωνή της. Πάλλεται το λαρύγγι της ώσπου γεμίζει το δωμάτιο με φωνή, ώσπου έχουν πάψει όλες οι άλλες φωνές, θαρρείς η Γιορτή η ίδια. Διαστέλλεται ο ήχος, διαστέλλεται μαζί του κι η αίθουσα, γίνεται κενό αχανές απ’αυτό το πράγμα που φαίνεται να καταλαμβάνει όλο της το λαιμό και να τον σαπίζει, αυτό τον ολολυγμό που φαίνεται να προϋπάρχει κάθε μελωδίας, κάθε υποψίας αισθητικής, κάθε αφήγησης. Υψώνεται ως κίονας κάλλους τρεμάμενου. Η γηραιά τραγουδάει, τραγουδάει στο θηρίο, χάσκει το στόμα του, στέκεται στο κατώφλι η Ικέτις και την ακούει. Στέκεται στο κατώφλι η Ικέτις και ακούει τη Φωνή. Περνάει μια στιγμή ώσπου να συνέλθουν, κι ύστερα ο καυγάς ξαναρχίζει. Η Ικέτις παίρνει απόφαση, βάζει το βήμα μπροστά. “Να τα βρούμε μεταξύ μας,” του λέει, “να σε πληρώσουμε σε είδος.” Τα μάτια του είναι φουσκωμένα, έξαλλα, μα χάνει καναδυό ανάσες χωρίς να εκστομίσει κάτι. Τη βλέπει με το λευκό δέρμα της, ακούει την προφορά που προμηνύει κάποιο καλύτερο

112


αλλού, καταγράφει το σφρίγος του σφαχτηρίου. Το μίσος επανέρχεται, “ήρθες εδώ να κάνεις καριέρα,” της λέει ξανά και ξανά, η Ικέτις λέει Ναι, γνέφει και λέει σε όλα ναι, ο άντρας με το κόκκινο φουλάρι μπαίνει και κάνει μια απόπειρα μεταξύ του να συνδιαλεχθεί με το θηρίο και του να σηκώσει ανάστημα, ο άλλος γυρίζει και τον γρονθοκοπεί τρεις φορές με απαίσιους γδούπους. Τσιρίζουν οι μικρές απάτριδες, σηκώνουν τον ματωμένο απ’τις μασχάλες και τον απομακρύνουν αυτοί που κάπνιζαν στους τοίχους. Την πιάνει από το χέρι και της το φέρνει γύρω απ’την πλάτη - η Ικέτις οδύρεται μα τώρα το θηρίο ανασαίνει βαθιά και ξαναμμένα και την οδηγεί στην πολυθρόνα. Χωρίζονται τα σώματα καθώς περνάνε, κάποια σηκώνει αυτή που είχε αποναρκωθεί από το έπιπλο. Καθώς τη στήνει η Ικέτις αναρωτιέται αν όντως επιταχύνεται η μηχανική μουσική από την άλλη άκρη της νύχτας, αν όντως εντείνονται οι ενθουσιώδεις κραυγές του πλήθους. Τη σφάζουν οι μύες του στήθους της αλλά έχει ένα χέρι ελεύθερο, και προτού αυτός έχει ξεκουμπωθεί το περνάει μέσα από τη φούστα της. Είναι μια παλιά ιστορία αυτό που θέλει να επιχειρήσει, αλλά το θέλει τόσο πολύ. Αυτός τη βλέπει να αγγίζεται, να ηδονίζεται, αντανακλαστικά την αφήνει ελεύθερη. Το θέαμα γίνεται απροσδόκητο, αναπόφευκτο. Αρχίζει αυτός μόνος του.

113


Οι στεναγμοί της ακολουθούν τους δικούς του - ή μήπως ανάποδα; Όταν γυρίζει και τον κοιτάζει τελειώνει όλος, γρυλίσματα σάλια κι εκείνη μαζί του. Για μερικές στιγμές είναι αθώος σα μικρό παιδί, βαριανασαίνει. Ύστερα βλέπει την υποκρισία στα μάτια της. Η αίθουσα βάζει τα γέλια, κι εκείνος τώρα κουμπώνεται και ξαναπιάνει τον οχετό, μα η φωνή του είναι σπασμένη, αμυντική, όπως κι ο ίδιος καθώς φεύγει. Χειροκροτήματα. Ο άντρας με το κόκκινο φουλάρι στο βάθος να χάσκει. Την αγκαλιάζει η γηραιά, την αγκαλιάζουν όλες. Της δίνουν τσιγάρο και ποτό, τα αρνείται ευγενικά αν και θα ήθελε τόσο πολύ κάτι να κατεβάσει το φούντωμα της τώρα που είναι όλο αδρεναλίνη, που θέλει η καρδιά της να σπάσει στα δύο. Την συστήνουν στην κοπελίτσα που έχει επιλεγεί για Νύφη φέτος. Έχουν καταφέρει να τη βάλουν σε ένα σχολείο στα δέκα χιλιόμετρα. Εκείνη βλέπει το στραβό της χαμόγελο κάτω από το το βέλο και το πελώριο λουλουδένιο στεφάνι και σκέφτεται ποδήλατα και γύρη. Της δείχνουν που κοιμούνται και που τρώνε, που φυλάνε τις κούτες με το ρύζι και το υγραέριο. Της λένε ποια έντομα είναι καλά για να τα ρίξεις στο τηγάνι - ξαφνικά, θέλει να δοκιμάσει. Της δείχνουν τις σπασμένες σύριγγες στους διαδρόμους. Ένας άντρας που τον λένε Μακ είναι ο προμηθευτής τους. Κάποιες τις είχε και πελάτες, μα κάναν ότι

114


μπορούσαν. Κάποτε βρίσκει το κουράγιο και ρωτάει πλαγίως για εγκυμοσύνες - εκεί σιώπησαν όλες, έμειναν τα τριξίματα από τον πάνω όροφο και η μηχανική μουσική της Γιορτής. Ύστερα γονατίζει η Ικέτις μπροστά στη Νύφη και την αγκαλιάζει απ’τη μέση. Δυο πελάτες είχαν κατεβεί και φύγει χωρίς να καταλάβουν τίποτα. Για καναδυό ώρες, η Ικέτις έχει βρει το νόστο της. Να μείνει εδώ, να λιώσει μ’αυτές τις γυναίκες, να σκελετωθεί, να βγάλει γένια. Να ικετέψει μαζί τους για ζωή - αυτό θα ήταν το τάμα της. Κι αν δεν ήταν προετοιμασία το ταξίδι της για να φτάσει ως εδώ, δεν είχε σημασία. Αυτό που ήθελε να τη βρει, την είχε βρει. Για καναδυό ώρες η Ικέτις έχει καταπιεί το αγκίστρι. Ύστερα επιστρέφουν στην πρώτη αίθουσα, κι ένας σκιώδης άντρας καπνίζει απέναντι απ’την τρύπα του παραθύρου, κάτω απ’τα φώτα του δρόμου που έχει μείνει μυστηριωδώς άδειος. Από τα βάθη της νύχτας ο βόμβος, τα πλήθη - καμιά φωνή. Γυρίζει και τις κοιτάζει, τις βρίσκει όλες παγωμένες και βουβές. Στην επιβίωση δε χωράνε ούτε ηρωισμοί ούτε απολογίες, και η Ικέτις δεν τρέφει αμφιβολίες για την θέση της σ’αυτή την αφήγηση, που οι απάτριδες δε μπορούσαν ή δεν ήξεραν πως να απαρνηθούν, που δεν μπορούσαν παρά να διεκπεραιώσουν όσο καλύτερα

115


μπορούσαν. Μια πολιτεία καταρρέει μέσα της, ένα χάσμα στον κρημνό της που της κόβει την ανάσα, τα παγωμένα μάτια τους ένα με το παγωμένο είναι της, όλα τα παλιά ποιήματα που αγάπησε ξαφνικά άνευ ουσίας. Η Ικέτις γδύνεται και μορφάζοντας αφαιρεί τη χειρουργική ταινία γύρω απ’τις θηλές της και αφήνει τα πάντα εκτός από τα αθλητικά της παπούτσια στο βρώμικο πάτωμα και παίρνει το στεφάνι από τη Νύφη και το φοράει. Ύστερα βγαίνει από την πίσω πόρτα και παίρνει το δρόμο για τη μηχανική μουσική και τα πλήθη που θα πάλλονται μαζί της μπροστά στη σκηνή, κι ήδη η Γιορτή την αντιλαμβάνεται κι οι ξαναμμένοι πελάτες φωνάζουν πως η Νύφη είναι έτοιμη, η Νύφη έχει αρχίσει την πομπή της. Κι εκείνη διασχίζει το δρόμο που της ανοίγουν και σύντομα οι εορτάζοντες έχουν γίνει λωρίδες κόσμου στα πλαϊνά της που την επευφημούν και την λούζουν με χούφτες πολύχρωμες σκόνες που κολλάνε πάνω της. Αλλάζει και πυκνώνει το πλήθος, γίνεται ετερόκλητο και νεανικό, της θυμίζουν φοιτητές, φοράνε χαϊμαλιά και χαλαρά παντελόνια. Βήχει όλα τα χρώματα της ίριδας και συνεχίζει σ’αυτό το δρόμο που είναι μόνο δικός της, εντείνεται ο βόμβος, οι θεατές της χειροκροτούν και σφυρίζουν, κάπου θαρρεί πως βλέπει δύο ή τρεις απάτριδες σα τη γηραιά να τραγουδούν το πέρασμα της. Μα σύντομα κάποιος πλησιάζει κι ακουμπάει την παλάμη του πάνω της αφήνοντας ένα χρωματιστό αποτύπωμα, και σύντομα θέλουν να το

116


κάνουν όλοι, όλοι έρχονται για να την ακουμπήσουν για μια στιγμή κι ένα στίγμα και θαρρεί πως βλέπει στο πλήθος τον πατέρα της μα είναι μάλλον ο οδηγός όταν την βρίσκει το μαχαίρι στο νεφρό. Τα αίματα έχουν ήδη ξεραθεί κι έχουν γίνει αόρατα κάτω απ’την πολυχρωμία της όταν φτάνει στο πίσω μέρος της σκηνής. Το πλήθος ανοίγει γι’άλλη μια φορά και την αφήνει να περάσει, παρότι κουτσαίνει και σφίγγει τον πόνο κάτω απ’τα πλευρά της. Μπορεί να σταματήσει εδώ, μπορούν οπωσδήποτε αυτοί οι άνθρωποι με τους φακούς που φρουρούν το πίσω μέρος της σκηνής να τη σώσουν, μα συνεχίζει και βαδίζει, νιώθει πως το λιγότερο που μπορεί να κάνει είναι να ολοκληρώσει αυτό το δρόμο της ικεσίας. Οι σεκιουριτάδες της ανοίγουν την πόρτα, η μουσική τώρα εκρήγνυται, σφυροκοπά τα τύμπανα της, φουντώνει τον πόνο μέσα στη ζάλη της. Την βοηθάνε να ανέβει τα σκαλιά που βγάζουν στη σκηνή, και βγαίνει παραπαίον ουράνιο τόξο, ζωντανή αφήγηση για το αστικό πλήθος που ξαφνικά παραλληρεί για εκείνη. Αυτό δεν είναι αυτό που θέλησα, σκέφτεται καθώς απλώνεται στα υψωμένα χέρια τους κι αφήνεται να την παρασύρουν αυτά τα σώματα που έχουν γίνει ένα μέσα στην αφήγηση τους. Αυτό δεν είναι αυτό που θέλησα, μα ας είναι, ας με υποδεχτεί επιτέλους ο χορός, ας με υποδεχτεί ολόκληρη και ολοκληρωτικά μόνη, ας είναι το τελευταίο πράγμα που θα ακούσω αυτό το τραγούδι που λέει κάτι για μια

117


αρμονία και μια πεταλούδα. 3 Δεν τον περίμενε αυτός ο ιππότης τέτοιο το δρόμο για το Δισκοπότηρο, αλυσοδεμένος σ’ένα μπουντρούμι με την πανοπλία του να σκουριάζει πάνω του. Ένα θραύσμα ταξίδευε μέσα στην πληγή του, ταξίδευε σαν ακίδα στο δρόμο για την καρδιά του. Σαν ακίδα. Σαν αφίδα.

118


119


προάγγελος

120


1 Πόσο ακόμα θα περιμένουμε; Ο Κάπτεν δεν πήρε απάντηση από την ανήλιαγη επικράτεια ούτε από το ρομπότ παραδίπλα που σήκωνε χαλίκια και τα περιεργαζόταν με βαβούρα μέσα στο πλαστικό χαμόγελο του και το σκότος στο στόμα της Σπηλιάς πίσω τους ακόμα ενδόμυχο των συγκρούσεων και των μεταμορφώσεων που μπορεί να διαδραματίζονταν στα έγκατα του και η κοπέλα βουβή. O δε Άρλεκιν χαμένος μέσα στην μορφογενετική νεφέλη του φυλαχτού του ίσως δεν τον άκουσε καν και το στόμα της Σπηλιάς έχασκε ανοιχτό σαν πρόσκληση όσο άδειαζε την καρδιά της η κοπέλα στον αντιδραστήρα μα όταν καρδιά και κοπέλα σώνονταν ο φίλος που είχε μείνει μέσα θα χανόταν για πάντα κι εκείνοι ρέστοι. Ίσως στην Άβυσσο δεν περιμένει κανείς να ακουστεί, ίσως ο Τόμι έπρεπε να τους είχε πει να φύγουν αν δεν τα καταφέρει στη Σπηλιά ίσως έπρεπε να τους είχε αφήσει μια δίοδο ένα μέσο μια ελπίδα σκεφτόταν ίσως ο Κάπτεν αλλά δε μίλησε. Μας έφερε ως εδώ, είπε ο Άρλεκιν όταν κυμάτισε και καταλάγιασε η κορωμένη άχλυς γύρω του αποκαλύπτοντας το τρέχον προσωπείο του (στιλπνό μαύρο δέρμα, φορετές συσκευές σα παλιά βιντεοκονσόλα), σήκωσε μια ολογραμματική οθόνη από την ογκώδη περιχειρίδα του και συνέχισε λέγοντας μας έφερε όπου πήγαμε, συνέχισε μαντεύοντας τις σκέψεις του Κάπτεν και έψαξε να του βρει μια δικαιολογία για

121


να μείνει σε όλα τα σκορ επωνυμίες χαρτοπινέζες που χόρευαν στην οθόνη ενώ στερέωνε τα στρογγυλά γυαλιά του μεταλλουργού που τώρα φορούσε και έπαιζε αφηρημένα με τις κουφάλες του τζελ στο πολύχρωμο λοφίο που τώρα είχε για μαλλιά. Κάποτε δε βγάζαν νόημα και στον Άρλεκιν τον ίδιο αυτές οι μεταμορφώσεις που σίγουρα κάπως περιέπλεκαν τις φαντασιώσεις του με τις ανάγκες του, κι ήταν ο Τόμι αυτός που διαπίστωσε ότι το φυλαχτό δούλευε το υλικό των ονείρων του Άρλεκιν και ήταν μάλιστα ένας πομπός που το σήμα του ερχόταν από κάπου που δε μπορούσε να φτάσει ούτε αυτός, κάπου που έλεγε πάνε τα όνειρα όταν ξυπνάμε. Tommy Tomorrow. Το αγόρι που πάντα έφτανε. Που έμπαινε σε τυχαία λεωφορεία γιατί όπου και να κατέβαινε ήταν καλά, όπου και να κατέβαινε ήταν κάπου όπου έπρεπε να είναι. Ότι και να γινόταν, ο Άρλεκιν θα έμενε, θα περίμενε να βγει ο φίλος του από τη Σπηλιά, να φτάσουν εκεί που έπρεπε να φτάσουν. Οι Βορεάλις μας έχασαν, είπε τελικά, τσακώνονται με την Παρεκκλησία της Βόμβας κάπου στο 16ο Σεφιρώθ, έχουν περάσει τα 9000 ροκ αλλά ψάχνουν τελείως λάθος μέρος. Έχουμε χρόνο. Μα ο Κάπτεν βαρύς και βλοσυρός γύριζε το ηλεκτρικό σπαθί με τον καρπό του ψάχνοντας τη λάμψη του γκρίζου ουρανού στη λάμα του, σκεφτόταν ίσως πόσοι φίλοι ξενέρωσαν ή στράβωσαν στον δρόμο και πως κάποτε Σωματοφύλακες δεν ήταν μόνο οι τρεις τους κι ένα σαράβαλο ρομπότ. Πόσους

122


πόντους του έχεις φορτώσει; τον ρώτησε ο Άρλεκιν, κι εκείνος δέχτηκε άλλη μια υπεκφυγή και έστριψε τον καρπό του ώστε να ανάψει το νούμερο στη βάση της ξυραφένιας λάμας που σφύριξε ικανοποιημένη μια γυαλιστερή ηχώ λευκού θορύβου. Το είχε βαφτίσει το σπαθί του Όκκαμ σα να του λέει Τόμι όσο εσύ δημιουργείς περιπλοκές εγώ τις απαλείφω, όσο εσύ χάνεσαι σε ιερά μονοπάτια και μας δένεις κόμπους με εσωγήινες μυστικές υπηρεσίες - αναρχο-οκάλτ κλίκες ΜΚΟ υπέρ εξαφάνισης του είδους και όλα τα υπόλοιπα συνάφια εγώ παίρνω τους κόμπους και τους πετσοκόβω, τους κάνω χάι σκορ και ανοίγω τον πιο ευθύ και λογικό δρόμο για τις Σπηλιές και τα Δισκοπότηρα σου. Χαμογέλασε: δεν τον απασχολούσαν ούτε οι Βορεάλις ούτε καμιά άλλη αντίπαλη κουστωδία που κονταροχτυπιόταν στην Άβυσσο και τα υπόλοιπα Σεφιρώθ ψάχνοντας τη Σπηλιά για να σώσει ή να καταστρέψει τον κόσμο. Μόνο ο Τόμι - ήταν αλήθεια ήθελε τη Σπηλιά σαν να ήταν το επόμενο τυχαίο λεωφορείο και για να την βάλει στο βιβλίο του. Ο Τόμι έγραφε ένα βιβλίο που δηλητηριάζει. Μα εκείνος κάποτε πάλεψε με τον Παραδοξόταυρο και κέρδισε χάνοντας. Τότε όμως Σωματοφύλακες δεν ήταν μόνο οι τρεις τους κι ένα σαράβαλο ρομπότ που τώρα έλεγε: ώρα της Κρίσης πάντα - ώρα αρχής πάντα - 2007, τελειώνουν οι μέρες της θαλασσοχώρας

123


Τα βλέμματα τους πάνω στο ρομπότ: Μάλιστα. Πόσα κυκλώματα να του είχαν μείνει μετά από τόσες γύρες στον κυκλώνα; Ο Τόμι είχε πει ότι το σήμα έρχεται από κάπου πέρα από τον ύπνο και τον θάνατο ακόμα, ένα αντίπερα που - εικάζανε - αχνοφαινόταν μόνο στο απόγειο των πιο γλυκών μεταμεσονύχτιων μαζώξεων, και το ρομπότ τους δεν μπορούσε να προσδιορίσει μια τόσο θεωρητική τοποθεσία αλλά χαμογελαστό όπως πάντα προσφέρθηκε να υπολογίσει μια ενδιάμεση τοποθεσία δια τριγωνισμού, να εξισώσει το άπειρο με άλλα λόγια και να τους βάλει στο δρόμο για το ενδιάμεσο της ενδιαμέσου ξανά και ξανά ώσπου έκαψε όλες του τις φλάντζες στην πορεία. Κι όμως, τόσες περιπέτειες, κι όμως, νάτοι τώρα στο μέρος που όλοι ήθελαν να είναι, στο πιο σημαντικό και επικίνδυνο μέρος στον κόσμο. Τα βλέμματα τους πάνω στο ρομπότ, που ατένιζε την Άβυσσο με το προγραμματισμένο του χαμόγελο. Μπορούσε άραγε να την καταλάβει καλύτερα από εκείνους; Μακάρι να είχαμε ένα ρομπότ να μας κάνει μια σωστή ανάλυση, πετάχτηκε ο Άρλεκιν και ευτυχώς γέλασαν κι οι δυο τους. Ο Κάπτεν ήταν τόσο ξεροκέφαλος που κάποτε κοίταξε έναν τηλεκυνικό στα μάτια και διεμήνυσε ότι η υπερδύναμη του είναι η αδικαιολόγητη αυτοπεποίθηση, κι αυτό μόνο και μόνο επειδή ο Τόμι είχε κοροϊδέψει την ιδέα, δεν τό’χε σε τίποτα ο Κάπτεν να περπατήσει μόνος του όλη την Άβυσσο και να τον

124


αφήσει μόνο του με το ρομπότ και την κοπέλα που έλιωνε το βλέμμα της. Έχουμε χρόνο; σκέφτηκε ξαφνικά και μέσα στην κολλητή πέτσινη φόρμα η καρδιά του σφίχτηκε. Είχε κι η κοπέλα μια καρδιά, και σύντομα η καταιγίδα που διαφαίνονταν μέσα από το πλέξιγκλας του αντιδραστήρα θα κατέρρεε μην αφήνοντας παρά θερμική ενέργεια καθώς το καλώδιο που είχαν κουμπώσει πάνω της μετασχημάτιζε ότι είχε απομείνει απ’αυτήν την καρδιά σε ροζ νεφελώματα. Τους παρακολουθούσε άραγε, τους καταλάβαινε, κι ας μην είχε λάμψει το βλέμμα της με τον ένα ή τον άλλο τρόπο; Σκεφτόταν τον Τόμι που θα πάλευε τώρα με το πιο σκοτεινό του είδωλο, με το πιο μεγάλο αφεντικό, όχι για δύναμη ή φήμη αλλά για να τελειώσει ένα βιβλίο που μάλλον δε θα διάβαζε ποτέ κανείς; Ο Κάπτεν θα έμενε, έπρεπε να μείνει. Ήξερε ότι το βιβλίο του Τόμι δε θα μπορούσε παρά να βγει μόνο του μέσα στα άλλα, να είναι ολόκληρο ένα άπαξ λεγόμενον. Τώρα ο Κάπτεν θα συλλογιόταν τον απόντα ήλιο και τον ουρανό που ίσως σουρούπωνε και η παρόρμηση μέσα του θα άφριζε και θα ηρεμούσε. Πάρε την Τσέρι, είπε ο Κάπτεν, και το στομάχι του Άρλεκιν σφίχτηκε μέσα στην τριπλή του ζώνη. Το ρομπότ έριξε μια σβούρα σα να χορεύει ζεϊμπέκικο. Η κοπέλα βουβή. Δεν μπήκε στον κόπο να αποσπάσει κάποια δικαιολογία

125


από τον φίλο του ούτε αφέθηκε να δυσανασχετήσει ή να ρωτήσει φωναχτά γιατί το κάνει αυτό στον εαυτό του, μόνο πέταξε άλλη μια οθόνη και άνοιξε την κλήση κι ευχήθηκε το σήμα να μην την βρει, αν και ήξερε ότι το σήμα του φυλαχτού μπορούσε να τους βρει όλους, παντού, το σήμα ξεκινάει από κάπου έξω από το χώρο και το χρόνο είχε πει ο Τόμι και γίναν τότε αχώριστοι. Το σήμα ξεκινάει από ένα υπερτώρα, ένα αντιεδώ, του είχε πει κι αντάλλαξαν αμέσως αριθμούς και σύγκριναν τα σκορ τους. Ο Τόμι βάφτισε την θεωρητική τοποθεσία νοῦς, ο Κάπτεν τον κορόιδεψε λέγοντας μοῦς, κι έκτοτε οι τρεις τους και το ρομπότ ήταν αχώριστοι μα οι υπόλοιποι κάπου κουράστηκαν και η Τσέρι είχε φύγει πετώντας στα μούτρα του Τόμι το χειρόγραφο του και ο Κάπτεν ποτέ δεν της το συγχώρεσε. Cherry Bomb: σύντομα η μάσκα ντόμινο και η ξανθιά αλογοουρά της πρώην φίλης και κάτι - περίπου σχέσης - περιστασιακού σεξ με μίσος δέσποζαν πελώριες και επικριτικές ανάμεσα σε εκείνους και τη μουντή έρημο. Λοιπόν; τους ρώτησε με ένα κυρτό μειδίαμα, λέτε να νικάει; Ο Κάπτεν δε χαιρέτησε και ο Άρλεκιν ήξερε ότι το βάρος της συνομιλίας έπεφτε πάνω του και για να πει κάτι έψαξε την τοποθεσία της Τσέρι στην οθόνη της περιχειρίδας. Σε ποιο Σεφιρώθ είσαι; τη ρώτησε, δε σε βρίσκω. Σε κανένα, απάντησε εκείνη, είμαι με την Ηράκλεια. Ο Άρλεκιν σκέφτηκε τις αντρίκειες ωμοπλάτες της θυμωμένης θεάς και αναρρίγησε -

126


άξαφνα ήξερε ότι δε θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις γιατί σίγουρα η Τσέρι θα καταλάβαινε που το πήγαινε και τότε εκείνος θά’χε μπλεξίματα. Οπότε για τί θα μιλούσαν; Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν ο Τόμι και η Σπηλιά και για τον Τόμι σίγουρα δεν έπρεπε να μιλήσουν και η Σπηλιά δε φαινόταν να απασχολεί καθόλου την Τσέρι, γεγονός που ταλάνιζε τον Άρλεκιν: όλοι - αχανή μυκητικά δίκτυα που γεννούσαν δράκους παραγκωνισμένες φιλοσοφικές σχολές - μπλε γυναίκες όλοι θέλαν να μπουν στη μαγική σπηλιά όπου οι ίσκιοι ζωντανεύουν και η καρδιά σπάει στα δύο, όλοι πόνταραν στην αναμέτρηση με τον πυρήνα γυρεύοντας τη δύναμη του αφέντη. Να και κάποιες που δεν θέλουν να σώσουν τον κόσμο, χαμογέλασε τελικά. Θέλεις τον αριθμό της; τον ρώτησε η Τσέρι και τα πίξελ της οθόνης και καθεαυτή η οθονη και ο Άρλεκιν ο ίδιος σπάσανε και αναδιατάχθηκαν για μια στιγμή καθώς το πλέγμα αφηγηματικής ακτινοβολίας είχε κλονιστεί με την αναμπουμπούλα του. Τί έχει εκεί που είστε, χώθηκε τότε ο Κάπτεν, τί ακριβώς συμβαίνει. Πολλαπλές βιοπολιτικές κρίσεις, του αντιγύρισε εκείνη, τί περίμενες; Αφηγήσεις λαίλαπες που τρώνε αφέντες. Χτίζεται μια πόλη από ηλιοτρόπια. Αποφάσισες Κάπτεν Τί είσαι; Εκείνοι έκπληκτοι: χτίζετε αφήγηση, της είπε ο Κάπτεν, πάτε να γίνετε αφεντικά και ήρωες, πάτε να διορθώσετε

127


τον κόσμο καθ’ομοίωση σας. Άλταμοντ. Είμαστε κι εμείς Σωματοφύλακες, του αντιγύρισε εκείνη, απλά δεν κάνουμε ότι μας λέει ο Τόμι. Ναι, χρειαζόμαστε μια αφήγηση, μια αφήγηση ήπια και πρωτεϊκή που περνάει πάντα από τον πυρήνα του Άλλου, που μοχλεύει και διοχετεύει τον πυρήνα με τα ίδια του τα εργαλεία, που αφήνει τον Άλλο να τον επαναδομήσει. Χρειάζεται μια σύντηξη, όχι μια σχάση. Ο Κάπτεν τώρα σκέτη φούρια: Ελάτε εδώ λοιπόν, ελάτε να αλωνίζετε στην ονειροχώρα και να συνωστίζεστε με τους πολέμους σας και όλες τις άλλες ανδρείκελες αφηγήσεις που κοντράρονται για να περατωθούν. Καμιά περάτωση, απάντησε εκείνη, ο χρόνος κάθε μέρα ξαναρχίζει, ζει μέσα στη μέρα και δε χρειάζεται κατάληξη, μην προσδοκώντας κανένα μέλλον η μέρα προοικονομεί πάντα το αύριο της. Κι εσύ χρειάζεται να ξεπεράσεις πως σου κόλλησαν το σπαθί στο χέρι όταν ήσουν παιδί στη Σούδα και το κίβδηλο φάντασμα του πατέρα σου. Κι ο άλλος κοφτερός σαν ηλεκτρικό σπαθί: Μια μέρα λοιπόν εσείς και οι υπόλοιποι ηλίθιοι θα καταστρέψετε τον τον κόσμο σώζοντας τον ή θα τον σώσετε καταστρέφοντας τον. Τουλάχιστον εμείς κοιτάμε να σώσουμε μόνο τον εαυτό μας και την παρέα μας.

128


Οι ορισμοί σκοτώνουν. Στέλιο; ρώτησε η Τσέρι, και το ρομπότ έστρεψε το χαμόγελο προς το μέρος της με τα χαλίκια να πέφτουν απ’τα πλαστικά του χείλη που δεν μπορούσαν να ματώσουν. Το υπαρκτό είναι η έξοδος της μηχανής αναζήτησης. Φυλάξου από το τέρας της γλώσσας. Τί κάνεις φιλαράκο, τον ρώτησε και μην μπορώντας να βρει άλλο φαρμάκι στη φωνή της κάτι μέσα στον Κάπτεν σκίρτησε. Κάθε ύπνος θάνατος. Είμαι ένα πραγματικό αγόρι. Τα χείλη της Τσέρι χώρισαν αλλά καμιά λέξη δεν ειπώθηκε. Τώρα το σήμα κουβάλαγε μόνο τη σιωπή τους ώσπου ο Κάπτεν βύθισε μ’ένα πέταγμα τον Όκκαμ στη γη και το σπαθί έσβησε με έναν απογοητευμένο ήχο. Η Σπηλιά δεν είναι τοποθεσία, ξεφύσηξε, παρά μάλλον μήκος κύματος. Υπάρχει παντού και πουθενά, και όπου και να την ψάχνεις είσαι σε λάθος μέρος. Όλοι τους, οι Βορεάλις, η Τεξαρκάνα, ο Οφιούχος, όλοι τους θα σταματούσαν να σπαράζουν αλλήλους και Σεφιρώθ αν είχαν μόνο μια τελετή και μια θυσία. Κοιτάχτηκαν οι παλιοί εραστές κι εκείνη κατάλαβε και 129


μόνο του το λευκό βλέμμα της μάσκας ντόμινο έπεσε πάνω στη βουβή κοπέλα, συνάντησε τα άδεια μάτια της που αν την αναγνώρισαν δεν έλαμψαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η Τσέρι είχε δίκιο, μικρή ή μεγάλη, η αφήγηση έπρεπε να περάσει μέσα από τον Άλλο, κάποιες φορές να τον διαπεράσει σαν αγκίστρι. Ποια είναι, ρώτησε. Κάποια φίλη του Τόμι, είπε εκείνος, και τότε, η καταδίκη: ο Τόμι είπε ότι αυτή το ήθελε. Τότε μίλησε ο Άρλεκιν: Πρέπει να μείνεις, του είπε και τον κάρφωσε με δακρυσμένα τώρα μάτια, πρέπει να μείνεις, δεν μπορείς να φύγεις. Τα χρωστάμε όλα στον Τόμι, δεν θα ξέραμε για το νοῦς, θα νόμιζα ότι ο μόνος λόγος που βρήκα το φυλαχτό είναι για να έχω ένα καινούριο προσωπείο μετά από κάθε ερωτική απογοήτευση, κι εσύ μάλλον θα είχες αυτοκτονήσει. Δεν φταίει αυτός που είναι δύσκολο, δεν φταίει αυτός που όταν όλοι μαθαίνουν ότι κάτι είναι πολύτιμο ξεχνούν γιατί είναι σημαντικό. Δε φταίει αυτός που φεύγουν. Το ρομπότ τραγούδησε ω Σούπερμαν. Μπορείτε να έρθετε αν θέλετε, είπε η Τσέρι και το έκλεισε. Ο Κάπτεν βρέθηκε να σκέφτεται τη μέρα που έβαλε φωτιά στην αμερικάνικη βάση που τον δημιούργησε και μαζί την βιντεοκασέτα με το φάντασμα του πατέρα και όλες τις αποστολές που κάποτε

130


ονειρευόταν ότι θα τον σαβάνωναν με τη Σημαία. Έχουμε το φυλαχτό και τον Στέλιο, είπε κι άφησε την υπόνοια να πλανηθεί και να φαρμακώσει τον Άρλεκιν, μα τότε βγήκε ο Τόμι απ’τη Σπηλιά ή κάποιος που έμοιαζε με τον Τόμι γιατί η μορφή αυτουνού είχε μια άγρια λάμψη μια αλλόκοτη κοκκινάδα. Ποιος είσαι, τον ρώτησαν, τί έκανες στον φίλο μας. Και τους είπε εκείνος τα γνωστά, είμαι ο ερχόμενος θάνατος, ο καταστροφέας των κόσμων. Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Άρλεκιν, τί συνέβη μέσα στον πυρήνα, ποιος νίκησε στη μάχη με το είδωλο σου, πού είναι το βιβλίο που δηλητηριάζει; Είμαι η σιωπή στο τέλος όλων των αφηγήσεων, είπε ο Τόμι(;), είμαι ο σπόρος του πυρήνα. Ελάτε μαζί μου να ζήσουμε το υπερτώρα. (Ο Άρλεκιν κοίταξε το φυλαχτό του και αναρωτήθηκε.) Κοιτάχτηκαν εκείνοι μεταξύ τους και συμφώνησαν. Ο Άρλεκιν έριξε μια τελευταία ματιά στην κοπέλα και το συννεφόκαμμα της καρδιάς της στον αντιδραστήρα και την Σπηλιά που χανόταν σε αναλαμπές καθώς έβγαινε εκτός φάσης με την αντίληψη τους, ο Κάπτεν πήρε τον Στέλιο παραμάσχαλα. Αντίο αυγή και δειλινό μου, έλεγε το ρομπότ, αντίο αποσπερίτη μου - μα αν η κοπέλα τον άκουσε δεν έλαμψε το βλέμμα της με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το δείλι έπεσε στην κοπέλα που είχε μείνει πια μόνη και στο βλέμμα της υπήρχε μόνο το κενό. Και τότε μίλησε, κι ακούστηκαν στην Άβυσσο λόγια

131


άπαξ λεγόμενα:

132


2 Ο καταστρεφόμενος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που μπορεί να φθαρεί. Δεν αποκρούει σφαίρες ούτε θεραπεύει πληγές. Δεν παρακολουθεί σεμινάρια αυθεντικότητας. Δεν κρύβεται για να φανεί. Δεν θεραπεύει πληγές γιατί είναι ο ίδιος πληγές. Καταστρεφόμενος είναι ο άνθρωπος που μπορεί να φθαρεί. Και φθείρεται, φθείρεται συνέχεια. Δε μιλάει με τη φωνή της λογικής ούτε με καμιά άλλη φωνή. Είναι όλος φωνή. Όλος ο πυρήνας του είναι μια φωνή. Πρόσεξε: ο καταστρεφόμενος άνθρωπος ζει στη στιγμη, οχι για τη στιγμή. Ο χρόνος της ηδονής είναι και χρόνος σήψης. Ο καταστρεφόμενος άνθρωπος ζει στο διάστημα που κινείται ο λεπτοδείκτης. Αυτό που είναι τόσο αργό που δεν προλαβαίνεις να το δεις. Ο καταστρεφόμενος άνθρωπος δε γυρνάει την πλάτη στην επιθυμία. Καμιά φορά νιώθει το αγκίστρι να βρίσκει μέσα του και το χαίρεται. Γίνεται φίλος με αγάλματα, και χιλιετηρίδες μπορεί να τον διαρρέουν. Μα δε ζει στο τραύμα του. Κρατάει χώρο για το επόμενο. Μαθαίνει σε εραστές να φοράνε πληγές σα τριμμένα τζιν. Δεν περιμένει να ζητήσεις. Θέλει να βρει τη ρωγμή των ψιθύρων. 133


Δεν κάνει το τραύμα του τακτικισμό. Τα λογοτεχνικά περιοδικά δεν θα ενδιαφέρονταν ποτέ για τις ήττες του. O καταστρεφόμενος άνθρωπος επανορίζει την ποίηση. Ξανά και ξανά. Κάθε μέρα. Τον είδα στο γάμο σου να θέλει να χορέψει και να μη μπορεί. Ο καταστρεφόμενος άνθρωπος θα ποτίζει τις πληγές ώσπου ανθίσουν. Θα ακούσει το σπόρο που σκάει και φυτρώνει. Θα δώσει ψιλά σε όλους τους άστεγους. Αυτή είναι η αφήγηση του ανθρώπου που καταστρέφεται: να αφήσουμε, όσο μπορούμε, την ομορφιά να μας φθείρει. Να εννοήσουμε το τέλος ως συνέχεια. Να στήσουμε χορό.

134


3 Δε δούλεψαν τα ναρκωτικά, είχαν δουλέψει πριν φύγουμε για το νησί αλλά αυτά τώρα δε μας είχαν πιάσει κι ας ήταν υποτίθεται τα καλά, μα κουβαριάστηκα εγώ με εκείνη και σύντομα σχολιάζαμε τη χροιά της τσιγαρίλας στο στόμα του άλλου και χαζεύαμε την παρέα που τους είχαν πιάσει και σύντομα τα γέλια τους γίνονταν κλάματα και εξομολογήσεις και μετά πάλι γέλια και ξυπόλητο μπαλέτο στην αμμουδιά. Ήμασταν πες λίγο μετά την ενηλικίωση εμείς και λίγο πριν εκείνες κι εγώ βρήκα ξαφνικά μέσα μου το λόγο του εραστή και της έλεγα για στιγμές και εμπειρίες και τέτοια γραφικά και το πρωί θα’μασταν δίπλα στη θάλασσα μες στις ζακέτες μας και οι πόροι τσιτωμένοι στους μηρούς της και τα γόνατα της στην αγκαλιά μου. Ανατολή στον ορίζοντα και η τελευταία ακμή στο πρόσωπο της κάπως παράταιρη με τις σκέψεις που μου φάνηκε να κινούνται στα βάθη της, μα τόσο πελώριο κι εκτυφλωτικό το πρόσωπο της που αναρωτήθηκα αν τελικά με είχαν πιάσει και μένα. Κάποτε σηκώθηκα να τεντωθώ και στάθηκα στο κύμα και μάλλον αγνάντεψα μάλλον συλλογίστηκα αυτά που σκεφτόμουνα όταν με τσάκιζε ακόμα το λιοπύρι στο σπίτι αλλά δεν ήξερα ακόμα τί συλλογιόμουνα, δεν ήξερα τις λέξεις, ήξερα μόνο εκείνες τις λέξεις που με κρύβαν καλύτερα. Με ζύγωσε τότε η φίλη του φίλου μου και μου τις είπε, δε με ήξερε πάνω από μια βδομάδα σου λέω και μου είπε αυτό που δεν ήξερα ακόμα ότι κρύβω από τον εαυτό μου,

135


νομίζω λέει ότι ψάχνεις μια λύτρωση. Και μετά κάτσε λέει, και μ’αφήνει, κάτσε λίγο ακόμα να ζήσεις αυτά τα δάκρυα τα ανεξήγητα, άσε να σε αγναντέψει με τη σειρά της η θάλασσα το ξημέρωμα, αυτή η ομορφιά που έμαθες να καταναλώνεις, τόσο τετριμμένη που ξαφνικά πονάει. Θα΄ρχόταν καιρός που θα περιφερόμουν στο υπόγειο φωνάζοντας απ’την κοιλιά τα φωνήεντα σαν επίκληση, θα στύλωνα τη συνείδηση μου για να νιώσω τους μύες της υπερώας να χαλαρώνουν. Υπήρχε κάποτε μια φωνή που δε μπόρεσε να τραγουδήσει και τάχτηκε στο γράψιμο, υπάρχει ακόμα μια φωνή κάτω απ’τους σκυθρωπούς μύες του στόματος που έμαθε να μιλάει κλειστό. Το άλφα το έψιλον τα εί! και τα ω! να γίνουν ο λόγος μας, να δονηθεί το κρανίο από τον λόγο μας, όλο το σώμα είναι ένα λαβύρινθος από ηχεία που δονούνται απ’αυτό το λόγο, που κάνει τον χώρο υποχείριο που γίνεται ένα με τις κούτες και τα πεταμένα έπιπλα των νεκρών και τις αράχνες και τις σκιές. Τι λέγεις περί σεαυτού; Τί έχει να πει αυτός ο δαίμονας; Κατέρρεα μπροστά σ’αυτή την ομορφιά την τόσο τετριμμένη, χωρίς πια περιστροφές κι επισημάνσεις όλα είναι ομορφιά κι οι λυγμοί απαλοί ένα είδος στοργής και ξέρω επιτέλους ότι λέω ψέματα, ότι πάντα αναμασάω ψέματα μα για λίγο τώρα μπορώ να με ακούσω, να ακούσω πως εγώ φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ιδού η αφήγηση, είναι το εγώ μια φωνή που σπαράζει στην έρημο, που αδημονεί για μια ηχώ να επαληθεύσει το ψεύδος της και μια αφήγηση που λέει- μια

136


προετοιμασία οι άδειες ώρες της συντριβής όπου αποτυγχάνουμε να ξεκινήσουμε, βλέπεις; πένθιμοι μετά μουσικής περίπατοι είθε να είστε η προοικονομία και τα Ανθεστήρια και η αφήγηση μου θα λέει- είθε να είμαι το αργό ολοκαύτωμα σας τα ανώνυμα ρίγη η μόνη αναζήτηση και τα μικροσκοπικά χειρόγραφα ανασυρόμενα χρόνια μετά από πλάγιες τσέπες και η αφήγηση, πάντα η αφήγηση

137


***

138


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.