«Οίστρος Ακολασίας» » … 14 χρόνια µετά… … «Ζητώ την άδεια να αρχίσω το άρθρο τούτο σε πρώτο πρόσωπο, όχι για να του δώσω εγωκεντρικό χαρακτήρα, αλλά για να κάνω αισθητό αµέσως από την αρχή ότι διατυπώνει καθαρά προσωπικές, αν και όχι πρωτότυπες απόψεις, που δεν δεσµεύουν παρά µόνο τον υπογραφόµενο. Πολλοί, εποµένως, µπορούν να διαφωνήσουν, αρµοδιότεροι από εµένα, θέσει και φύσει. Γίνεται επίµονα λόγος τώρα τελευταία για «διάλογο», για τις αρετές του. Μόλο που θεωρώ τον όρο ρευστό και κάπως θεληµένα αόριστο, ας πούµε πως οι απόψεις που θα διατυπωθούν εδώ δεν είναι παρά ένα κατεβατό σε διάλογο µε κάποιαν αρχή αλλά, φοβάµαι, δίχως τέλος. Μακαρίζω συχνά τους επιπόλαιους και τους άπιστους, αυτούς που δεν συνδέονται ποτέ βαθύτερα µε πρόσωπα, πράγµατα, τόπους. Είναι αξιοζήλευτα ελαφρόκαρδοι και για τη ζωή καταβάλλουν ελάχιστο αντίτιµο. Κι έπειτα υποπτεύοµαι πως ανάµεσα στις τάξεις τους στρατολογούνται οι εξ επαγγέλµατος ανακαινιστές, οι κατά σύστηµα πρωτοπόροι, όλοι αυτοί που επιταχύνουν την πάροδο του καιρού. Βέβαια, δεν πρέπει να νοµίζουµε πως το αντίθετό τους είναι η οπισθοδροµικά συντηριτικοί, τα αρνητικά στοιχεία. Το αντίθετό τους είναι εκείνοι που δένονται προσωπικά, συναοσθηµατικά, µε τα φαινόµενα του κόσµου τούτου, ειδωµένα από τη σκοπιά του ανθρώπου, δηλαδή µε ζέστα, πόνο, αγάπη, ευλάβεια. Και πάλι, όχι µε όλα δίχως εξαίρεση τα φαίνοµενα, µε κείνα µόνο που τους φαίνονται να αντιπροσωπεύουν µιαν αξία πνευµατική. Γυρίζοντας από ένα ολιγοήµερο καλοκαιρινό ταξίδι στο εσωτερικό, έπιασα τον εαυτό µου να κοιτάζει µε θλίψη µια φωτογραφία του Ναυπλίου γενική του άποψη σε κάπως – όχι πολύ παλαιότερη εποχή. Η φωτογραφία δείχνει την κατατοµή της πολιτείας να ξεκόβεται στο φωτεινό ορίζοντα µε τα κλιµακωµένα επίπεδα της Ακροναυπλίας. Η φυσιογνωµία αυτή δεν ανταποκρίνεται πια απόλυτα στην πραγµατικότητα. Εκεί – απάνω ο εικοστός αιώνας, τώρα σ’ όλη του την έξαρση, έκανε το θαύµα του. Κόλλησε µε τσιρότο κάτι αλλόκοτες πιτσουνοφωλιές, αισθητικά ξεκρέµαστες, σύµφωνα µε κάποιο σχέδιο βραβευµένο σε διεθνή διαγωνισµό ακαλαισθησίας. Η πρόθεση θεάρεστη φυσικά: Ν’ «αξιοποιηθεί» η Ακροναυπλία, µην αποµείνει ιστορικό µνηµείο, δηλαδή περιττή. Αλλά µε τι αντίτιµο! Ποιος έχει ποτέ καθήσει να κάνει λογαριασµό τι χρειάζεται βραχυπρόθεσµα και τι χάνεται µακροπρόθεσµα µε κάποιες πλαστικές εγχειρήσεις; Η Ακροναυπλία, η διαρρύθµισή της, αν υποτεθεί πως ήταν αναγκαία, αποτελούσε πρόβληµα καλλιτεχνικό. Αντιµετωπίστηκε σαν θέµα εµπορικό. Αυτό τουλάχιστον µαρτυρούν τα φορτωµένα στη ράχη της «έργα».
Σύνθεση εµπνευσµένη, όπου Φύση κι’ ανθρώπινα χέρια συνεργάστηκαν σε µια ευτυχισµένη κατάσταση ευφορίας, από εκείνες που δεν καλοξέρεις αν το ένστικτι ή η σιωπηλή σοφία τις έχουν προκαλέσει, η Ακροναυπλία µε την οχύρωσή της, τα βράχια της, τη γραµµή της, είχε βρει στα τέλη του περασµένου αιώνα την τέλεια αισθητική της έκφραση. Κάθε επέµβαση σε τέτοια επιτεύγµατα του χρόνου πρέπει ή να αποκλείεται κατηγορηµατικά ή, αν σχεδιάζεται, να µελετιέται προσεκτικά πολύ, κατά βάθος, µε απόλυτη αρµοδιότητα, περίσκεψη, αφού πρώτα ρωτηθούν υπεύθυνα οι πιο σοβαροί παράγοντες που διαθέτει ο τόπος. ∆εν είναι ποτέ όσοι λογαριάζουν επ πιχειρηµατικά.. Το επ πιχειρηµατικό πνεύµα π έχει µέσα του κάτι το αδίσταχτο.. Στην Ελλάδα, τουριστική αξιοποίηση θα έπρεπε να σηµαίνει πρώτα απ’ όλα αξιοποίηση πνευµατική, καλλιτεχνική, ιστορική, εθνική. Τι θα κερδίσουµε αν µεταµορφώσουµε την Ελλάδα σε κάτι που δεν θα είναι πια αυτή η ίδια; Τι θα «πουλάµε» στους περιηγητές, αν αυτό κατά κύριο λόγο είναι ο σκοπός µας; Ξενοδοχεία; Έχουν και στους τόπους τους. Στο Ναύπλιον φθάνουν κάθε µέρα αλλεπάλληλα τουριστικά καραβάνια. Ανάµεσα στους ξένους αυτούς, όπως δα κι’ ανάµεσα στους ανάλογους δικούς µας, υπάρχουν εκείνοι που κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν και υπάρχουν εκέινοι που βλέπουν. Άκουσα έναν από τους τελευταίους τούτους – τους µόνους που θα έπρεπε να λογαριάζουµε- να στέκεται κάτω, στην προκυµαία, να κοιτάζει ψηλά την Ακροναυπλία, τη νέα της µορφή, και
να ψιθυρίζει : shame! Τι σχόλιο να προσθέσω στο µονολεκτικό τούτο σχόλιο; Και προς τι; Το ισχυρότερο επιχείρηµα που κυκλοφορεί ανάµεσα σε ‘κείνους που συζητούν ακαδηµαϊκά τα νέα «έργα» της Ακροναυπλίας (δεν έφτανε το αεροπλανοφόρο «Ξενία», που παραµόρφωσε οριστικά το πρώτο στη σειρά κάστρο, το φράγκικο) είναι πως από εκεί απάνω έχεις έξοχη θέα. Η ιδέα οµολογώ πως µε εµπνέει. Βέβαια και πριν θα την είχες τη θέα, αν ήθελες, µόνο που θα ‘πρέπε για να την χαρείς να είσαι λιγότερο τεµπέλης, να µην ανεβαίνεις σώνει και καλά µε το αυτοκίνητό σου. Αλλά ας θεωρήσουµε τη θέα κριτήριο απόλυτο. Μου έρχεται αυτή τη στιγµή µια έµπνευση και την υποβάλλω ως πρόταση επισήµως: Να χτίσουµε πάνω στην Ακρόπολη έναν ουρανοξύστη. Εγγυώµαι πως από αυτόν η θέα θα είναι µοναδική.
Θα µου πουν πως η Ακροναυπλία δεν είναι Ακρόπολη. Όχι βέβαια, είναι όµως (προσέξτε!). Το ’21. Θαρρώ πως λησµονιέται πολύ συχνά ότι τον βενετσιάνικο χαρακτήρα του Ναυπλίου- αυτόν καθ’ εαυτόν αισθητά ένα αριστούργηµα – ήρθε να τον επικαλύψει, να τον αφοµοιώσει, να τον εµψυχώσει, η ζωντανή παρουσία του αγώνα. Το αποτύπωµα που άφησε εκείνος παντού. Μας είναι τάχα λιγότερο πολύτιµη η στιγµή του 1821 από τον Ε’ αιώνα π.Χ.; Προσωπικά, ξεκάθαρα, αρνιέµαι να το παραδεχτώ. Νιώθω τον εαυτό µου πολύ περισσότερο παιδί του ’21 παρά των Μηδικών πολέµων. Αν ξεχάσω το πρώτο, αποξενώνοµαι οριστικά από τους δεύτερους. Ο Ε’ π.Χ. αιώνας ανήκει στην ανθρωπότητα, το ’21 είναι δικό µας, καταδικό µας. Όποιος δεν ξέρει να γονατίζει µπροστά στη µάννα του,
είναι θεοµπαίχτης αν λέει πως ανάβει το καντήλι στους πριν από 2500 χρόνια προγόνους του, επειδή τον εφοδίασαν µε «τίτλους ευγενείας». Αλλοίµονο! Ζούµε σ΄ έναν αιώνα όπου η πίστη δεν αποφέρει τίποτα, ενώ η απιστία κι ο βανδαλισµός πολλά. Ο άνθρωπος σκοτώνει την ψυχή του για να εισπράττει, αυτοκτονεί για να εισπράττει – απόδειξη ότι δηλητηριάζει τη Φύση, τον ζωτικό του περίγυρο, πως θα σεβαστεί την οµορφιά τη φιλοτεχνηµένη από τους αιώνες; Καµµιά γενιά όσο η δική µας δεν παρεβρέθηκε τόσο στην αλλοίωση, στην καταστροφή του φυσικού στοιχείου. Και µε τόση αναισθησία ή αυταρέσκεια. Είναι απίστευτη η µανία των ανθρώπων να µην ζουν µέσα στο γνήσιο, στο αυθεντικό, αλλά µέσα σε µια κακή σκηνογραφία. Τόσο ξελογιαστική δύναµη πρέπει να έχει η ψευτιά. Πόσο καλά κι ωραία θα µπορούσαν να έχουν γίνει, χωρίς να συσχετίζονται αναγκαστικά µε µια καταστροφή, που είναι κατά κανόνα ανεπανόρθωτη! Ο σηµερινός θαυµαστής του Ναυπλίου – κι ακούω κάθε µέρα πολλούς, όλο και περισσότερους – είναι αδύνατο να φανταστεί τι έχει χαθεί, αφανιστεί για πάντα, αδικαιολόγητα, και που θα µπορούσε να κάνει τι λεβέντικη πολιτεία τρεις φορές πιο ωραία, αυθεντική, από ‘τι είναι. Και το έργο του ολέθρου συνεχίζεται, επιτείνεται. Έρχεται στο νού µου αυτή τη στιγµή µια παρατήρηση του κύριου Χρήστου Μαλεβίτση: «∆υστυχώς µας κατέλαβαν οι εκσκαφείς και τα τσιµέντα και τα πολλά χρηµατικά µέσα, προτού ακόµη χάσωµε την νοοτροπία του χωρικού. Που θεωρεί την άσφαλτο και το µπετόν πρόοδο». Αναρωτιέµαι, σε τέτοιες στιγµές αυτοελέγχου οφειλόµενου, αν είµαστε οι άξιοι θεµατοφύλακες του ηθικού κεφαλαίου ελληνικός χώρος. Όλο µε τα λόγια, λόγια ποµπώδη, διεκδικούµε την ένδοξη πατρότητα, µε τις πράξεις τη ρεζιλεύουµε. Είµαστε ο άσωτος υιός που κοκκορεύεται εξανεµίζοντας την πατρική περιουσία. Αντί να πολλαπλασιάζουµε τους τόκους, τρώµε το κεφάλαιο. Γιατί σταθήκαµε ανίκανοι να καταλάβουµε πως Ελλάδα λέγοντας εννοούµε ένα κεφάλαιο αποκλειστικά πνευµατικό. Η Ακροναυπλία λοιπόν είχε µιαν έξοχη, δυνατή, προσωπικότατη γραµµή. Αποχαιρετίστε την. Και να σταµατούσε εδώ το κακό… Μαθαίνω πως έχουν προγραµµατιστεί σωρό άλλες ακόµα επεµβάσεις, προσθήκες, αποφύσεις. Ακόµα και ο στρατώνας του Καποδίστρια είχε δέσει µε τη φυσιογνωµία της Ακροναυπλίας, κι ας τον βρίσκαµε κάπως να προβάλλεται στον ορίζοντα. Τί να πει όµως κανένας για τα εξαµβλώµατα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής όταν φυτρώνει εκεί όπου δεν έπρεπε να τη σπέρνουν; Άκουσα πως µπήκανε για χάρη της φουρνέλλα που πήγανε να ξεθεµελιώσουν το σύµπαν εκεί – απάνω. Να τινάξουν την ιστορία στον αέρα. Είµαστε οι περήφανοι σκαπανείς του µέλοντος… Ποιος θα συγκρατήσει το σατανισµό του ανθρώπου; Ακόµα και οι πιο καλοπροαίρετοι δεν είναι σε θέση πάντοτε ν’ αναµετρούν τις συνέπειες που έχουν οι προθέσεις τους. Το θέαµα του κόλπου της Ναυπλίας από την προκυµαία αλλά κι από παντού, είναι από τα ωραιότερα, τα πλατύτερα, τα φωτεινότερα του κόσµου. Θυµάµαι ότι το λόγο τούτο τον είχε πει στο πατέρα
µου, ∆ήµαρχο τότε, άγγλος ναύαρχος που είχε έρθει στο Ναύπλιον µε τον βρεταννικό στόλο αρχές του αιώνα. ∆εν ξέρω καταστροφή στο τόπο µας που να µην έχει γίνει στ’ όνοµα της προόδου: για µια βελτίωση, για µιαν αξιοποίηση, για έναν καλλωπισµό. Θα παραδώσουµε στους απογόνους µας µια πατρίδα µε πρόσωπο µασκαρά. Τέτοια υπονόµευση της έννοιας τουρισµός δεν θα µπορούσε να τη σοφιστεί ούτε ο πιο καταχθόνιος πολέµιός της. Τι να γίνει! Ζούµε σε µια χώρα που τρώει τα’ αυτιά του κόσµου πως γέννησε την οµορφιά, και για να το αποδείξει παράγει επίµονα, ασυγκράτητα, φορτικά, ασχήµια. Αυτά για το παρόν. Ας αποδράσουµε λοιπόν, για λίγο ξανάσασµα τουλάχιστον, στα περασµένα: και µάλιστα στ’ απώτερα. Οι περιστάσεις µας βοηθάνε. Βρέθηκαν τώρα τελευταία, ανάµεσα στο λόφο της Ευαγγελίστριας και στο Παλαµήδι, κάπου 45 προϊστορικοί τάφοι (πεντακόσιους τους έκανε µια αθηναϊκή εφηµερίδα), ασύλητοι, γεµάτοι κτερίσµατα, που σε συνδυασµό µε άλλη ανασκαφή, στα βράχια πάνω από το λιοντάρι των Βαυαρών, ανεβάζουν την ηλικία της οικισµένης περιοχής στη νεολιθική εποχή (5.000 – 2.500 π.Χ.). Αν σκεφτούµε πως οι Μυκηναίοι τοποθετούνται στο διάστηµα 1.600 – 1.100, έχουµε µια προοπτική του σχετικού χρόνου. Για τα νεολιθικά σπήλαια που βρήκε η κυρία Ευ. ∆εϊλάκη, πρώην Έφορος Αρχαιοτήτων Ναυπλίου, διαβάζω ένα της σύντοµο δηµοσίευµα στα «Αρχαιολογικά Ανάλεκτα». (1971). Πιθανολογείται η ταύτιση των σπηλαίων αυτών µε τους οικοδοµητούς λαβύρινθους και τα «κυκλώπεια», που αναφέρονται από το Στράβωνα. Τα έχτισαν, βεβαιώνει ο αρχαίος γεωγράφος, εφτά Κύκλωπες «γαστερόχειρες», φερµένοι από τη Λυκία. Χανόµαστε στα βάθη της προϊστορίας. Ποιος ξέρει τι µορφές ανθρώπων περπάτησαν σε τούτα τα χώµατα, στα βράχια, πως ξεκίνησαν οι θρύλοι και οι µύθοι, Ο ∆αναός µε τις κόρες του, Η Αµυµώνη αρπαγµένη από το Ποσειδώνα, που γέννησε έτσι το Ναύπλιο, κτήτορα της φερώνυµης πολιτείας, πατέρα του Παλαµήδη. Είναι οι εωθινοί καιροί, που είδαν θεούς, ανθρώπους, τέρατα, να ψυχώνουν συντροφικά τον ολόδροσο ακόµα κόσµο. Αλλά οι πιθανότητες να έχει κατοικηθεί η περιοχή αυτή πριν κι απ΄τους µύθους, µοιάζει να πυκνώνονται ολοένα. Ακούω αρµόδιους να µιλάνε για εποχή γύρω στα 10.000 πριν από το Χριστό, ή και πολύ πιο πίσω. Ίλιγγος! Τι είναι µπροστά σε τέτοια µεγέθη το τρεις – τέσσερες χιλιάδες κουτσοιστορηµένα χρόνια µας; Στο εργαστήριο του Μουσείου του Ναυπλίου, έχω τη τύχη να ιδώ, ανέκθετα ακόµα, στο καθαριστικό µέσα λουτρό τους, τα χειρουργικά εργαλεία που βρέθηκαν στον τάφο ενός γιατρού της µυκηναϊκής εποχής: 1.200 π.Χ. περίπου. Μένω άλαλος µπροστά στη τελειότητα κατασκευής µιας χάλκινης λαβίδας, µακρουλής, σε σχήµα ψαλιδιού, µε κόψεις ψιλοδουλεµένα οδοντωτές, άκρη ελαφρά γουβωτή, προορισµένης το πιθανότερο να βγάζει από το σώµα αιχµές από βέλη. Νυστέρια, άλλα εργαλεία, ανεξακρίβωτα, σα στριφτά ελάσµατα, συµπληρώνουν τον εξοπλισµό του γιατρού αυτού, που έζησε εδώ πριν από τρεις χιλιάδες διακόσια χρόνια. Αιώνες κι αιώνες, λαοί και λαοί, δίνουν τα χέρια τους στον τόπο τούτο, την πολιτεία που συνηθίσαµε υπεραπλουστεύοντας να τη λέµε µεσαιωνική. Φαίνεται να κατοικήθηκε από τις πρώτες στην Ελλάδα. Με το πέρασµα των αιώνων, τα κατάλοιπα των διαφόρων πολιτισµών, τα’ αποτυπώµατά τους, συγχωνεύτηκαν, έδεσαν µεταξύ τους, ισορρόπησαν αισθητικά, όπως γίνεται σ’
όλες τις αιωνόβιες πολιτείες. Ο Χρόνος είναι χρυσοχέρης λεπτουργός, παίρνει το κάστρο, το βράχο, τα πιο πρωτόγονα, άγρια υλικά και τα επεξεργάζεται µε δική του σοφία, τα πατινάρει, τα ζεσταίνει, τα µαλαµοκαπνίζει, τα κάνει κάτι σαν εικόνισµα, που περνάει στη διάσταση του ανθρώπου την ανήµερη έκφραση µιας άγνωστης, απρόσιτης θεότητας. Στο Ναύπλιον ο Χρόνος έχει εξαγιάσει το αίµα και το θάνατο, τα µετουσίωσε σε µνηµείο της οµορφιάς. Μιας αυστηρής, κρυφής οµορφιάς, που απαιτεί προετοιµασία ψυχής, µύηση, για να την προσεγγίσεις. Κι ευλάβεια. Τώρα εµείς πιάνουµε και την πελεκάµε. Την φτιασιδώνουµε. Μαζί µε λουλούδια που επάξια τη στεφανώνουν σαν αναθήµατα, ανακατεύουµε και λουλούδια χάρτινα. Την τελειότητα που δηµιουργήθηκε οργανικά, τη διορθώνουµε µε µπαλώµατα κι’ εξαµβλώµατα της επιχειρηµατικής ασέβειας. Ο σκοπός ιερός: να εµπορευτούµε την ιερότητα, µην πάει χαµένη. Ευτυχώς η πολιτεία του Ναυπλίου αντέχει ακόµα, αντιστέκεται σιωπηρά, µε την τραυµατισµένη αξιοπρέπεια της προαιώνιας αρχοντιάς της. Ως πότε όµως; Μήπως ο πολιτισµός µας, ο θεοκτόνος, αποδειχτεί επικρατέστερος; Μας το υπόσχονται οι προφήτες του, για να αισιοδοξούµε. Άγγελος Τερζάκης, Εφηµ. «Το Βήµα» της 7-10-1973. Από το βιβλίο «Το Ναύπλιο» της ΣΕΜΝΗΣ ΚΑΡΟΥΖΟΥ Έκδοση της Εµπορικής Τράπεζας Της Ελλάδος – Αθήνα 1979.