Ιωάννη Κων. Πρίμπα
Η Οντολογία της Απάθειας και των Παθών (με Έμφαση στο Πάθος της Επιθυμίας) στο Έργο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ
Θεσσαλονίκη 2010
1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα εργασία έχει ως σκοπό την εμπεριστατωμένη διαπραγμάτευση και σε βάθος ανάλυση της περί της απάθειας και των παθών θεολογίας του αγίου Γρηγορίου, Επισκόπου Νύσσης (335‐394 μ.Χ.). Από τα πάθη, ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στο πάθος της επιθυμίας, λόγῳ της εξέχουσας θέσης που κατέχει στη γρηγοριανή θεολογία και σκέψη. Στην επιλογή του συγκεκριμένου θέματος, μας οδήγησε κυρίως ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο νοηματοδοτεί τις έννοιες της απάθειας και του πάθους ο Επίσκοπος Νύσσης. Η μεν απάθεια, δε σημαίνει ψυχική αναλγησία, αλλά εκφράζει τον απόλυτο δυναμισμό του πνεύματος, που όχι μόνο δεν αποκλείει, αντίθετα μάλιστα προκαλεί την ηδονή, την απόλαυση, ακόμη και αυτό το πάθος, που είναι όμως πνευματικό, ανεπίληπτο, «ἀπαθές». Το δε πάθος, παρά την καταρχήν θεώρησή του ως στοιχείου επείσακτου στη δομή της ανθρώπινης ψυχής, απενοχοποιείται αντιμετωπιζόμενο ως στοιχείο που δύναται να μεταμορφωθεί δια της παιδαγωγίας και έτσι να καταστεί παράγων «ἐκ τῶν ὦν οὐκ ἄνευ» για την πνευματική τελείωση του ανθρώπου. Ευχαριστώ το Θεό που οδήγησε τα βήματά μου ώστε να ασχοληθώ με το έργο του αγίου Γρηγορίου, επισκόπου Νύσσης, και με τον τρόπο αυτό να εμβαθύνω στην πλατιά θεολογική σκέψη ενός από τα πιο ανήσυχα και δημιουργικά πνεύματα που ανέδειξε στην ιστορία της η ανθρωπότητα. Χίος, 10 Ιουν 2010 Ιωάννης Κων. Πρίμπας
2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ............................................................................................................................2 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ.............................................................................................................5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...............................................................................................................................6 ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΑ....................................................................................................................9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΟΙ ΑΡΧΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΑΠΑΘΕΙΑΣ 1. Η απάθεια του Θεού........................................................................................................10 2. Η απάθεια του προπτωτικού ανθρώπου....................................................................14 3. Η απώλεια της απάθειας...............................................................................................22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΘΗ 1. Η δομή της ψυχής (α) Οι πλατωνική περί της δομής της ψυχής θεωρία...............................................28 (β) Η ουσία και τα δομικά συστατικά της ψυχής......................................................30 (γ) Ο νους και η λειτουργία του....................................................................................37 2. Τα πάθη της ψυχής (α) Οι δερμάτινοι χιτώνες και τα πάθη......................................................................39 (β) Το ενδεχόμενο της συμμετοχής των παθών στη ζωή κατ΄εικόνα.................42 (γ) Σημασίες που λαμβάνει το «πάθος»....................................................................47 3. Η τυραννία των παθών.................................................................................................49 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ 1. Το πάθος της επιθυμίας (α) Η φύση της επιθυμίας..............................................................................................56 (β) Το «ἀληθῶς ἐπιθυμητόν»........................................................................................59 (γ) Το κάλλος του ουράνιου Νυμφίου και τα όρια της επιθυμίας........................64 2. Η ασκητική παιδαγωγική..............................................................................................66 (α) Ο αγώνας κατά των παθών και η κάθαρση........................................................67 (β) Η υποταγή στο θείο θέλημα και η επανεύρεση της παρρησίας.....................74 (γ) Η «ἀναχώρησις» και η «ἀπό σκοπιᾶς ἐξεχούσης» εποπτεία...........................77 3. Η υψηλή παιδαγωγική του Άσματος Ασμάτων........................................................83
3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ «ἈΠΑΘΟΥΣ ΠΑΘΟΥΣ» 1. Το «ἀπαθές πάθος» (α) Το οξύμωρο θεολογικό σχήμα «πάθος ἀπαθές»................................................89 (β) Οι παράδοξες εκδηλώσεις του πάθους αυτού.....................................................93 2. Ο «ἐπεκτατικός» χαρακτήρας του πάθους................................................................98 3. Η υπέρβαση της επιθυμίας.........................................................................................102 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Η ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΠΑΘΟΣ 1. Η πρόσληψη του πάθους από τον Ιησού Χριστό....................................................107 2. Η «θεία φιλανθρωπία».................................................................................................111 3. Εσχατολογική θεώρηση των παθών.........................................................................112 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ............................................................................................................117 SUMMARY………………………………………………………………………………..119 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...................................................................................................................121
4
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΒΕΠ
Βιβλιοθήκη Ἐλλήνων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, Έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Ελλάδος
Βyz
Byzantion, revue international des études Byzantines, Bruxelles 1924 κ.ε.
EEΘΣΑΠΘ
Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
ΕΕΘΣΠΑ
Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἐν Ἀθήναις 1924‐1926 κ.ε.
ΕΠΛΜ GOTR
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 1‐61, Μαρούσι, 1981‐1996
ΗΘΕ
Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, Αθήνα 1962‐1968
PG
Patrologiae, Cursus Completus, Series Greaca, Paris, ἐκδ. J.P. Migne
Greek Orthodox Theological Review, Brookline 1952 κ.ε
5
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Ο άγιος Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης (335‐394 μ.Χ.), συγκαταλέγεται δίκαια ανάμεσα στα μεγάλα δημιουργικά πνεύματα που ανέδειξε η ανθρωπότητα. Μέσα από το πλούσιο έργο του, αναδύονται δύο βασικές δυνάμεις της ενδοστρεφούς του φύσεως: η αίσθηση της παρουσίας του Θεού από τη μία, κέντρο της μυστικής του θεολογίας και ζωής, και η ενέργεια του στοχασμού από την άλλη, με την οποία οδηγείται στην έρευνα και κατανόηση των θεολογικών προβλημάτων. Με οδηγό την αίσθηση της παρουσίας του Θεού που βίωνε πλούσια εντός του, ο επίσκοπος Νύσσης οικοδόμησε έναν ανεκτίμητο κόσμο σκέψεων και ιδεών1. Μελετώντας κανείς το έργο του αγίου Γρηγορίου, έρχεται αμέσως σε επαφή με το ξεχωριστό ύφος και τον περίτεχνο τρόπο έκφρασης. Αντιλαμβάνεται την αγάπη του συγγραφέα για το παράδοξο, μια τάση που εκδηλώνεται δια της συχνής χρήσης οξύμωρων σχημάτων και τολμηρών εικόνων. Διαπιστώνει επίσης την ανήσυχη ερευνητική διάθεση και την έντονη ροπή του αγίου προς τη λογική εξέταση ενός μεγάλου όγκου θεολογικών προβλημάτων, ο τρόπος προσέγγισης των οποίων δείχνει αφενός μεν τη βαθιά γνώση των θείων Γραφών, αφετέρου δε την πλήρη κατανόηση και κυριαρχία εκ μέρους του ιερού πατρός επί της θύραθεν παιδείας. Μια αίσθηση μελαγχολίας για την ελεεινή σημερινή κατάσταση του ανθρώπου και μια διάθεση νοσταλγίας είναι διάχυτη στο έργο του ιερού πατρός. Ίσως αυτή η μελαγχολική και νοσταλγική διάθεση να κυοφόρησε στη σκέψη του επισκόπου Νύσσης την άποψη περί των δύο σταδίων στη δημιουργία του ανθρώπου, μια θέση κρίσιμη για την κατανόηση της περί της απάθειας και των παθών θεολογίας του. Ο ιερός πατήρ, στοχαζόμενος υποθετικά τη ζωή του πρωτόγονου ανθρώπου, διακρίνει «οὐκ ἀποφαντικῶς»2, δύο στάδια στη δημιουργία του: το πρώτο στάδιο είναι η κατ’ εικόνα Θεού δημιουργία, ενώ το δεύτερο, η διάκριση των φύλων στην ανθρώπινη φύση. Κατά το πρώτο στάδιο δημιουργήθηκε ο κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπος: «θεοειδής», απαθής, μακάριος, όμοιος με τους αγγέλους, βραχύ τι παρ’αυτούς ελαττωμένος, αντικατόπτριζε το θείο κάλλος. Γήρας τότε δεν υπήρχε, ούτε νηπιότητα, ούτε αρρώστια, ούτε θάνατος. Το σώμα του αρχέγονου ανθρώπου δεν ήταν όπως το ταλαίπωρο σημερινό. Ήταν σχεδόν άϋλο, όπως το σώμα του Κυρίου κατά την μεταμόρφωση καθώς και μετά την ανάσταση3. Ούτε ανάγκη γάμου υπήρχε τότε, καθώς οι άνθρωποι θα αναπαράγονταν όπως οι άγγελοι μέχρι ορισμένου Κατά τον Δημ. Βακάρο, ο λόγος και οι εικόνες που μας εκθέτει στα έργα του ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αποδεικνύουν την πλήρη παρουσία του Θεού εντός της ψυχής του καθώς και το ύψος του κόσμου των σκέψεων τον οποίο αναζητεί η διάνοιά του Πρβλ. Βακάρου Δημήτριου, Μυστήριον καὶ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἅγιον Γρηγόριον Νύσσης, Θεολογία 54 (1983), σελ.306 2 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185 A 3Πρβλ. Κοκκινάκη, Α., Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Γρηγορίου Νύσσης Έργα 1, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Εισαγωγή στον τόμο, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 65 1
6
αριθμού, κατά τρόπο όμως άρρητο και για τον ανθρώπινο στοχασμό ανεπινόητο4. Επειδή όμως ο Θεός προείδε την κίνηση της προαιρέσεως του ανθρώπου προς την κακία, για να μην κολοβωθεί το πλήθος των ανθρώπων, ‐α‐φού δια της αμαρτίας θα καθίστατο αδύνατος ο πολλαπλασιασμός κατά τον αγγελικό τρόπο‐, προέβη, εν όψει της πτώσεως, στο δεύτερο στάδιο της δημιουργίας, διαιρώντας τα φύλα στην ανθρώπινη φύση. Η διάκριση όμως των φύλων, πριν από την πτώση, δε συνεπάγεται πρόσληψη της ιδιότητας της σεξουαλικότητας, καθώς, κατά τον άγιο Γρηγόριο, ο κτηνώδης τρόπος αναπαραγωγής εισήλθε στην ανθρώπινη φύση ως συνέπεια της πτώσεως και της συνακόλουθης ενδύσεως του ανθρώπου με τους άλογους δερμάτινους χιτώνες. Αφορμή για την επιλογή μας να ασχοληθούμε με την περί της απάθειας και των παθών θεολογία του επισκόπου Νύσσης, αποτέλεσε μια εκ πρώτης όψεως διαφαινόμενη εσωτερική αντίφαση στο έργο του. Συγκεκριμένα, στο διάλογο «Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως», η οσία Μακρίνα, αδελφή του αγίου Γρηγορίου, ευρισκόμενη σε ασκητήριο του Πόντου λίγο πριν την κοίμησή της (φθινόπωρο του 379 μ.Χ.), συζητώντας με τον αδελφό της περί ψυχής, τον προτρέπει να εγκαταλείψει την τριμερή πλατωνική διαίρεση της ψυχής σε λογιστικό, επιθυμητικό και θυμοειδές. Και αυτό, γιατί στο απαθές θεϊκό πρωτότυπο, εικόνα του οποίου είναι ο άνθρωπος, υπάρχει μόνο το «διανοητικόν». Εξοβελίζει άραγε η οσία Μακρίνα τα παθητικά στοιχεία της επιθυμίας και του θυμού από την ψυχή του ανθρώπου; Ακόμα περισσότερα ερωτήματα, προκύπτουν στη συνέχεια του ίδιου έργου, από τη θέση που διατυπώνει η οσία Μακρίνα περί μιας ενδεχόμενης υπερβάσεως και καταστολής της επιθυμητικής δύναμης του ανθρώπου. Πώς όμως μπορούν να συμβιβαστούν αυτές οι τοποθετήσεις περί του ανθρώπινου παθητικού στοιχείου, με την κυρίαρχη θεολογική θέση του αγίου, σύμφωνα με την οποία τα πάθη, αποτελούν στοιχεία που όχι μόνο δεν πρέπει να ξεριζωθούν από τη φύση του ανθρώπου, απεναντίας μάλιστα, είναι άκρως αναγκαία για την οντολογική του τελείωση; Μπροστά στα «ἀνείκαστα» του Θεού, το λογιστικό, η διάνοια δηλαδή του ανθρώπου απομένει αργή. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο λαμβάνει η «ἐπιθυμητική δύναμις»5, η οποία μέσα από την πίστη, έρχεται να δέσει την ανθρώπινη με την ακατάληπτη θεία φύση. Στα περισσότερα ασκητικά έργα του αγίου, εξεχόντως μάλιστα στην ερμηνεία του στο Άσμα των Ασμάτων, τονίζεται με έμφαση ότι η ενεργοποίηση του πάθους της επιθυμίας συνιστά συνθήκη sine qua non για την ατελεύτητη ανοδική πορεία του ανθρώπου προς το Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος προτρέπει: «ἐπιθύμησον ὅσον χωρεῖς», «ἀνέγκλητον γὰρ τοῦτο καὶ ἀπαθὲς ἐπὶ τῶν ἀσωμάτων τὸ πάθος»6. Η επιθυμία, μπορεί υπό τις κατάλληλες παιδαγωγικές προϋποθέσεις να οδηγήσει τον άνθρωπο σε μια κατάσταση απαθούς πάθους, σε μια Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 189 A Το ουσιαστικό «ἐπιθυμία» και το ρήμα «ἐπιθυμῶ» απαντώνται τουλάχιστον πεντακόσιες φορές στο έργο του αγίου Γρηγορίου 6 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 772A 4 5
7
παράδοξη πνευματική κατάσταση, κατά την οποία το πάθος συνυπάρχει με την απάθεια. Η ανάπτυξη του θέματος της παρούσης εργασίας δομείται σε πέντε βασικά κεφάλαια. Στο πρώτο, ερευνώνται οι αρχικές καταβολές της απάθειας και η απώλειά της ένεκα της πτώσης. Στο δεύτερο, εκτίθεται η διδασκαλία του επισκόπου Νύσσης περί της δομής της ψυχής, ενώ γίνεται μια προσπάθεια ανάλυσης της περί των παθών θεολογίας του. Στο τρίτο κεφάλαιο, εστιάζουμε στο πάθος της επιθυμίας και φωτίζονται οι παιδαγωγικές μέθοδοι που εισηγείται ο άγιος Γρηγόριος, προκειμένου να εξευγενιστεί και να μεταμορφωθεί το άγριο και δυσκόλως πειθαρχούμενο αυτό πάθος. Στο τέταρτο, αναλύεται το οξύμωρο θεολογικό σχήμα «ἀπαθές πάθος», ως τόκος της παιδαγωγημένης επιθυμίας που προηγήθηκε, ενώ εξετάζεται το ενδεχόμενο υπέρβασης ή καταστολής της επιθυμητικής δύναμης του ανθρώπου. Στο πέμπτο κεφάλαιο, γίνεται χριστολογική προσέγγιση της πρόσληψης του πάθους από τον Θεάνθρωπο Χριστό, ενώ τέλος επιχειρείται μια εσχατολογική θεώρηση των παθών. Πρωτότυπη, σε σχέση με τη βιβλιογραφία που τέθηκε υπόψη μας, μπορεί να θεωρηθεί η ανάλυση που επιχειρείται στο υποκεφάλαιο το σχετικό με την υπέρβαση του πάθους της επιθυμίας, με αφορμή τους λόγους της οσίας Μακρίνας στο έργο «Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως». Αξιοσημείωτο είναι, ότι η οσία Μακρίνα (όπως και ο άγιος Γρηγόριος), περιγράφει εν προκειμένῳ το δικό της προσωπικό βίωμα, μια εμπειρία θεώσεως όπως εκείνη η ίδια την έζησε και την οποία μας παραδίδει με εξαιρετική λεπτότητα και ενάργεια. Η αδελφή του αγίου Γρηγορίου, λίγο πριν την κοίμησή της, έχει η ίδια φτάσει σ’ αυτήν την τελική κατάσταση την οποία μας μεταφέρει, μια κατάσταση κατά την οποία κάθε σκέψη παρελθόντος (μνήμης) και μέλλοντος (ελπίδας) εκβάλλονται από τη διάνοια. Ο άνθρωπος ζει μόνο το παρόν, ενωμένος μυστικά με το Θεό και πυρπολούμενος από την αγάπη. Τίποτε δε θυμάται και τίποτα δεν ελπίζει ούτε επιθυμεί, καθώς τίποτα δε του λείπει. Η επιθυμία τότε παύει, μένει αργή και έωλος, ενώ τη διαδέχεται η κυριαρχία της απολαύσεως. Τελικός σκοπός της παρούσης εργασίας είναι η προσπάθεια για την κατάδειξη της πραγματικής φύσης, θέσης, προέλευσης και προορισμού των παθών, ως στοιχείων που αναπόφευκτα και αδιαμφισβήτητα υφίστανται στην ανθρώπινη ψυχοσωματική ενότητα. Σύμφωνος με το πνεύμα της ορθόδοξης πατερικής θεολογίας, ο άγιος Γρηγόριος, δεν διαχωρίζει τα πάθη σε αυτοδύναμα κακά και αυτοδύναμα καλά. Είναι αυτές οι ίδιες πάντοτε ορμές που στρέφονται είτε προς τη δημιουργική τελείωση είτε προς την άβυσσο του μηδενός. Γι΄ αυτό και στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου η απάθεια δεν υποδηλώνει μια κατάσταση ψυχικής αναλγησίας που επιτυγχάνεται δια της εξαφάνισης και εκρίζωσης των παθών. Απεναντίας, τα πάθη μπορούν και πρέπει να συνυπάρχουν με την απάθεια, την οποία τροφοδοτούν με την άσβεστη ορμή και τον ανεξάντλητο δυναμισμό τους.
8
«ἀγάπησον ὅσον δύνασαι ἐξ ὅλης καρδίας τε καὶ δυνάμεως͵ ἐπιθύμησον ὅσον χωρεῖς. προστίθημι δὲ θαρρῶν τοῖς ῥήμασι τούτοις καὶ τὸ ἐράσθητι· ἀνέγκλητον γὰρ τοῦτο καὶ ἀπαθὲς ἐπὶ τῶν ἀσωμάτων τὸ πάθος»
Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 772A
«χρὴ τὴν ψυχὴν πρὸς τὸ ἀπρόσιτον τῆς θείας φύσεως κάλλος ἐνατενίζουσαν τοσοῦτον ἐρᾶν ἐκείνου͵ ὅσον ἔχει τὸ σῶμα τὴν σχέσιν πρὸς τὸ συγγενὲς καὶ ὁμόφυλον͵ μετενεγκοῦσαν εἰς ἀπάθειαν τὸ πάθος͵ ὥστε πάσης κατασβεσθείσης σωματικῆς διαθέσεως μόνῳ τῷ πνεύματι ζέειν ἐρωτικῶς ἐν ἡμῖν τὴν διάνοιαν διὰ τοῦ πυρὸς ἐκείνου θερμαινομένην͵ ὃ βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν ἦλθεν ὁ Κύριος»
Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 773D
9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΟΙ ΑΡΧΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΑΠΑΘΕΙΑΣ 1. Η ΑΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Η «απάθεια», κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, είναι όρος εκφραστικός της απόλυτης οντολογικής υπερβατικότητας της θείας φύσης. Ο Θεός είναι ἄφθαρτος και ἀπαθής 7, ανεπίδεκτος τροπής, πάθους ή αλλοιώσεως, μη υποκείμενος σε δεσποτεία ή παθητικότητα καθώς, «τὸ αὐτοκρατές τε καὶ ἀδέσποτον ἴδιόν ἐστι τῆς θείας μακαριότητος»8. Στο έργο του επισκόπου Νύσσης, συχνά επαναλαμβάνεται ότι το «Θεῖον» είναι «ἀπαθὲς»9, απαλλαγμένο από κάθε πάθος10, μέσα στην απάθεια ενυπάρχει η θεϊκή μακαριότητα11. Η απάθεια αυτή ως έννοια, δεν ταυτίζεται ούτε με την απόλυτη «ακινησία» της αριστοτελικής σκέψης, ούτε με την «αταραξία» των στωϊκών. Στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου, η απάθεια, ως ιδιότητα του Θεού, έχει δυναμικό χαρακτήρα, καθώς εκφράζει τον καθαρό δυναμισμό του πνεύματος και την ενεργητική εσωτερική πληρότητα της Τριαδικής ζωής. Ο Θεός, στην αϊδιότητά του, χαίρεται την πληρότητα και το Κάλλος του, καθώς μόνο αυτός «οὐχ ἐτέρωθεν ἔχει τὸ καλὸν...ἀλλ’ἐξ ἑαυτοῦ καὶ δι’ἑαυτοῦ καλὸν καὶ ἐν ἑαυτῶ τοιοῦτον καλόν ὄν» 12. Αντίθετα με την «απάθεια», που συνδέεται με το «ἀναλλοίωτον» του υποκειμένου, το «πάθος» περιγράφει μια κατάσταση παθητική. Προϋποθέτει εξ ορισμού κάποια μεταβολή του διακατεχόμενου από αυτό, αισθητή, είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά. Η φύση της Θεότητας, αντίθετα, είναι πάντοτε ενεργητική13. Δεν υφίσταται ποτέ και από κανένα εξωτερικό αίτιο μεταβολή ή αλλοίωση14, δεν Κατά Εὐνομίου ἀντιρρητικός λόγος, PG 45, 1105Α Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 524A 9 Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 49B 10«ἄφραστόν ἐστι τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον͵ πάσης ὑπερκείμενον καταληπτικῆς ἐπινοίας͵ ἀναγκαίως οἱ τῷ ἁγίῳ πνεύματι θεοφορούμενοι προφῆται καὶ ἀπόστολοι πολλοῖς ὀνόμασί τε καὶ νοήμασιν ἐπὶ τὴν σύνεσιν τῆς ἀφθάρτου φύσεως ἡμᾶς χειραγωγοῦσιν͵ ἄλλου πρὸς ἄλλο τι τῶν θεοπρεπῶν νοημάτων ἡμᾶς διευθύνοντος· ὥστε τὴν μὲν ἐπὶ πάντων ἐξουσίαν τῷ τῆς βασιλείας ὀνόματι παραδηλοῦσθαι͵ τὸ δὲ π άθους παντὸς καὶ κακίας πάσης ἀ μιγὲς καὶ ἐ λ εύθ ερ ο ν τοῖς τῆς ἀρετῆς ὀνόμασιν ὀνομάζεσθαι» Πρὸς Ἀρμόνιον, Περὶ τοῦ τί τό τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, PG 46, 241D 11 «ἐν δὲ τῇ ἀπαθείᾳ τὸ μακὰριον εἶναι οὐκ ἀμφιβάλλεται» Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 92B 12 Περὶ Παρθενίας, PG 46, 368C. Πρβλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 30. 13 « ἡ σὰρξ παθητικῆς ἐστι φύσεως͵ ἐνεργητικῆς δὲ ὁ λόγος͵ καὶ οὔτε αὐτὴ δημιουργικὴ τῶν ὄντων οὔτε ἡ θεότης παθητικὴν ἔχει τὴν δύναμιν» Κατά Εὐνομίου ἀντιρρητικός λόγος, PG 45, 705Β 14 Η βουλητική βεβαιότητα του Θεού συνδέεται με την απόλυτη υποστασιακή του πιστότητα:«ὁ δὲ Θεὸς ἕν ὤν ἀγαθόν ἐν ἁπλῇ τε καὶ ἀσυνθέτῳ τῇ φύσει πάντοτε πρὸς τὸ αὐτὸ βλέπει καὶ οὺδ έπ οτε τ αῖς τ ῆς προα ιρέσεως ὁρμαῖς μετα βάλλετα ι» Αὐτόθι , PG 45, 609Β 7 8
10
υπόκειται επομένως σε πάθη ή καταστάσεις παθητικές. Η Θεότητα είναι ανεπίδεκτη τροπής ή αλλοίωσης, προσθήκης ή αυξήσεως15, είναι απαθής: «οὔτε διὰ τῆς ἡδονῆς ἡ ὑπερέχουσα χαρακτηρίζεται φύσις͵ δειλία τε καὶ θράσος͵ καὶ ἡ τοῦ πλείονος ἔφεσις͵ καὶ τὸ πρὸς τὸ ἐλαττοῦσθαι μῖσος͵ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα πόῤῥω τοῦ θεοπρεποῦς χαρακτῆρός ἐστι»16. Το πάθος της επιθυμίας ειδικότερα, ως «πόθος του ελλείποντος» («ἡ τοῦ ἐλλείποντος ἔφεσις»17), ενεργεί στη φύση εκείνη, η οποία έχει την ανάγκη να κατευθύνεται συνεχώς προς εκείνο το οποίο χρειάζεται18. Η Τριαδική Θεότητα, αντίθετα, «ὅ ἔχει θέλει» και «ὅ θέλει ἔχει»19. Δεν έχει δηλαδή την ανάγκη κανενός αγαθού20, αφού αυτή η ίδια αποτελεί το πλήρωμα όλων των αγαθών21, ενώ έξω από αυτή δεν υφίσταται τίποτα. Μόνο η κακία υπάρχει, η οποία όμως, ουσιαστικά δεν υπάρχει, αφού λαμβάνει την ύπαρξή της από τη στέρηση του όντος22. Όταν αναφερόμαστε εξάλλου στη θεία φύση, δε μπορούμε, να κάνουμε λόγο για «επιθυμία», όπως αυτή εννοείται στις ανθρώπινες κατηγορίες. Η «επιθυμία», είναι χαρακτηριστικό της βαριάς και δυσκίνητης φύσης μας: ως άνθρωποι, πρώτα θέλουμε να έχουμε κάτι που δεν έχουμε κι έπειτα αποκτούμε αυτό που θελήσαμε να αποκτήσουμε23. Προηγείται δηλαδή η επιθυμία ως στάδιο και έπεται η απόκτηση του επιθυμητού. Στην περίπτωση της θείας φύσης, προσήκει να μιλήσουμε για «θέλημα» ή «βούλημα»24. Στα υπερβατικά πλαίσια της θείας απάθειας και μακαριότητας, οι όροι αυτοί, ξεπερνούν τη σημασία της απλής τάσης ή επιθυμίας, καθώς εκφράζουν την πραγματικότητα που δημιουργεί μια ειδική φύση, αυτή της Θεότητας, μια πραγματικότητα που δεν προέρχεται από κάποια αναγκαιότητα ή ιδιοτέλεια, αλλά από την οντολογική έκρηξη της θείας ελευθερίας. «ἐν ἑαυτῷ τοιοῦτον καλὸν ὄν καὶ οὐδὲ ποτὲ καλὸν γενόμενον ἤ ποτὲ οὐκ ἐσόμενον, ἀλλὰ πά ντ οτ ε ὡ σα ύτ ω ς ἔχο ν πρ ο σ θή κ η ς τ ε καὶ α ὐξ ή σ εως ὑπ ε ρά νω κ α ὶ ἀν ε πίδ ε κ το ν π ά σ η ς τ ρ οπ ῆς τ ε κα ὶ ἀ λλ ο ι ώσ ε ω ς» Περὶ Παρθενίας, PG 46, 368CD 16 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 192Β 17 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 92C 18 «ἀεὶ πρὸς τὸ ἐνδέον ἴεται» Αὐτόθι, PG 46, 92C 19 Αὐτόθι, PG 46, 93B 20 «ἀ λ λ ’ἀ ε ὶ κ α ι β ο ύ λετ α ι ὅπ ε ρ ἐσ τ ί ν κα ὶ ὅ ἐ σ τ ὶν πάν τ ω ς κ α ὶ βο ύ λ ε τ α ι» Κατά Εὐνομίου ἀντιρρητικός λόγος, PG 45, 609Β 21 «Ἡ δὲ ὑπερέχουσα πᾶσαν ἀγαθὴν ἔννοιαν φύσις͵ καὶ πάσης ὑπερκειμένη δυνάμεως͵ ἅτε μηδενὸς ἐνδεῶς ἔχουσα τῶν πρὸς τὸ ἀγαθὸν νοουμένων͵ αὕτη τῶν ἀγαθῶν οὖσα τὸ πλήρωμα» Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 92C‐93A 22 «ἡ κακία μόνη͵ ἥτις͵ εἰ κἂν παράδοξον εἰπεῖν͵ ἐν τῷ μὴ εἶναι τὸ εἶναι ἔχει» Αὐτόθι, PG 46, 93B 23 «τοῦτο γὰρ τῆς βαρείας ἡμῶν καὶ δυσκινήτου φύσεώς ἐστιν ἴδιον͵ τὸ μὴ ἐν ταὐτῷ πολλοὺς παρεῖναι ἡμῖν καὶ τὸ ἔχειν τι καὶ τὸ βούλεσθαι͵ ἀλλὰ νῦν μὲν βουλόμεθά τι ἔχειν ὧν οὐκ ἔχομεν͵ μετὰ ταῦτα δὲ τυγχάνομεν ὧν τυχεῖν ἠβουλήθημεν. ἐπὶ δὲ τῆς ἁπλῆς καὶ παντοδυνάμου φύσεως ὁμοῦ τὰ πάντα καὶ κατὰ ταὐτὸν νοεῖται͵ καὶ τὸ θέλειν τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ ἔχειν ὅπερ ἠθέλησε» Κατά Εὐνομίου ἀντιρρητικός λόγος, PG 45, 773D‐776A 24 «οὐδὲ γὰρ ἐνδέχεται παρὰ τῷ Θεῷ ἢ τὸ ἀγαθὸν θέλημα μὴ εἶναι ἢ μὴ συνεῖναι τὸ θελήματι͵ οὐδεμιᾶς αἰτίας ουδὲ τὸ πρέπον τῷ Πατρὶ μὴ πάντα εἶναι μειούσης οὔτε πρὸς τὸ ἔχειν τὸ βουλητὸν ἐμποδιζούσης» Αὐτόθι, PG 45, 776A 15
11
Το θείον αυτό θέλημα, νοείται πάντοτε ενεργό, ουσιωμένο και ενυπόστατο. Δεν εξαρτάται από έτερη αρχή και δε μπορεί να νοηθεί χωρισμένο από αυτό που θέλει25. Είναι πάντοτε «ἀγαθόν» (οὐδέ γὰρ ἐνδέχεται παρὰ τῷ Θεῷ τὸ ἀγαθὸν θέλημα μὴ εἶναι26), ενώ «δεν υπάρχει καμία αιτία που να εμποδίζει τον Πατέρα από το να έχει αυτό που θέλει»27. Αυτό σημαίνει, ότι η θέληση του αγαθού νοείται μαζί με την απόκτηση του28, χωρίς να μεσολαβεί καμία προσπάθεια, καμία χρονική ή άλλης μορφής προϋπόθεση ανάμεσα στην προαίρεση, τη θέληση και την πραγματοποίησή της. Το θείον δε αυτό θέλημα, «τὸ τῆ ἀγαθῆ φύσει διὰ παντὸς ἐνυπάρχον»29, νοείται πάντοτε ενωμένο στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, και στην αΐδια ζωή και στην οικονομική τους φανέρωση30. Ολόκληρη η δημιουργία μετέχει στο θείο θέλημα, από το οποίο προήλθε31. Ο άγιος Γρηγόριος περιγράφει το θείο θέλημα («ἐν τῇ μιᾷ ῥοπῆ τοῦ θείου θελήματος»32), ως μια δύναμη η οποία συνθέτει και καταβάλλει τις αφορμές, τις αιτίες και τις δυνάμεις προκειμένου να δημιουργηθεί η κτιστή ουσία των όντων33. Η κοσμική δημιουργία είναι η πραγματοποίηση, η υλοποίηση, η «ουσιοποίηση» του θείου θελήματος34, το οποίο αποτελεί την ύλη και την ουσία των δημιουργημάτων35: «ἡ ὁρμὴ τῆς θείας προαιρέσεως, ὅταν ἐθέλῃ, πρᾶγμα γίνεται καὶ οὐσιοῦται τὸ βούλημα, εὐθὺς φύσις γινόμενον...ἡ δὲ τοῦ θελήματος ὕπαρξις οὐσία ἐστί»36. Το
«ἐπὶ δὲ τῆς ἁπλῆς καὶ παντοδυνάμου φύσεως ὁμοῦ τὰ πάντα καὶ κατὰ ταὐτὸν νοεῖται͵ καὶ τὸ θέλειν τὸ ἀγαθὸν τε καὶ τὸ ἔχειν ὅπερ ἠθέλησε. Πάντα γὰρ ἐνεργὸν καὶ ἐνούσιον καὶ ἐνυπόστατον τῇ ἀϊδίῳ φύσει τὸ ἀγαθόν τε καὶ τὸ ἀΐδιον ἐνθεωρεῖται θέλημα οὔτε ἀπό τινος ἰδιαζούσης ἀρχῆς ἐγγινόμενον οὔτε δίχα τοῦ θελητοῦ νοηθῆναι δυνάμενον» Αὐτόθι, PG 45, 776A. 26 Αὐτόθι, PG 45, 776A 27 «οὐδεμιᾶς αἰτίας οὔτε τὸ πρέπον τῷ Πατρὶ...πρὸς τὸ ἔχειν τὸ βουλητὸν ἐμποδιζούσης». Αὐτόθι, PG 45, 776Α 28 «ἐπὶ δὲ τῆς ἁπλῆς καὶ παντοδυνάμου φύσεως ὁμοῦ τὰ πάντα καὶ κατὰ ταὐτὸν νοεῖται͵ καὶ τὸ θέλειν τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ ἔχειν ὅπερ ἠθέλησε», Αὐτόθι, PG 45, 776A 29 Αὐτόθι, PG 45, 776B 30 «φαμὲν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου τόν Κύριον πρὸς πᾶσαν θελήματος κίνησιν ἀμέσως τε καὶ ἀδιαστάτως συνδιατίθεσθαι τῷ Πατρί. Ἠθέλησέ το ὁ Πατὴρ καὶ ὁ ἐν τῷ Πατρὶ ὤν Υἱὸς εἶδε τὸ θέλημα τοῦ Πατρός, μᾶλλον δὲ αὐτὸς τοῦ Πατρὸς ἐγένετο θέλημα» Αὐτόθι, PG 45, 981D‐984A 31 Πρβλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 32‐34. 32 Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Νύσσης ἀπολογητικός πρὸς Πέτρον τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ εἰς τὴν ἑξαήμερον, PG 44, 72D 33 «Οὐκοῦν τοῦτο νοεῖν͵ ἡ ἀρχὴ τῆς κοσμογονίας ὑποτίθεται͵ ὅτι πάντων τῶν ὄντων τὰς ἀφορμὰς καὶ τὰς αἰτίας͵ καὶ τὰς δυνάμεις͵ συλλήβδην ὁ Θεός ἐν ἀκαρεῖ κατεβάλετο, καὶ ἐν τῇ πρώτῃ τοῦ θελήματος ὁρμῇ», Αὐτόθι, PG 44, 72Β. 34 «καὶ οὐκ ἄν τινα ξενισμὸν ἐπάγοι τῇ ἀκοῇ τὸ λέγειν πᾶσαν τὴν ἐν τῷ κόσμω κτίσιν καὶ πᾶν ὅτιπερ ἔξω τῶν φαινομένων καταλαμβάνεται, ἐν τῇ Θεοῦ δυνάμει συστῆναι, αὐτοῦ τοῦ θελήματος πρὸς τὸ δοκοῦν οὐσιωθέντος» Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 64C 35 «τὰ ὄντα πάντα οὐκ ἔκ τινος ὑποκειμένης ὕλης πρὸς τὸ φαινόμενον μετεσκευάσθη ἀλλὰ τὸ θεῖον θέλημα ὕλη καὶ οὐσία τῶν δημιουργημάτων ἐγένετο»͵ Εἰς τό «Ὅταν ὑποταγῆ αὐτῷ τὰ πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα», PG 44, 1312A. 36 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 124Β 25
12
θέλημα του Θεού37, είναι πάγια προσανατολισμένο προς το αγαθό, είναι παντοδύναμο, άκρως ενεργητικό και δημιουργικό των απάντων. Είναι «σωτήριον θέλημα», «φιλάνθρωπο θέλημα», «τέλειον θέλημα», θέλημα «πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»38. Κάθε εξωτριαδική κίνηση του Θεού προς τον κόσμο, δεν έχει ως κίνητρο κάποια ανάγκη ή έλλειψη οντολογική39. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο μέσα από το πλεόνασμα και την υπεραφθονία της αγαθότητας40 και της αγάπης του41. Κανένα είδος προσπάθειας, μεταβολής, πάθους ή παθητικότητας, Παράλληλα χρησιμοποιείται και ο όρος «προαιρετική δύναμις», που υποδηλώνει την πάντοτε ενεργητική και ουδέποτε παθητική ιδιότητα της θείας φύσης. «Αν ο Λόγος ζει, ο οποίος είναι ζωή πάντως έχει και προαιρετική δύναμη...Αν και δύναται τα πάντα η προαίρεση του Λόγου, δεν έχει ροπή προς κανένα κακό (διότι η ορμή προς την κακία είναι ξένη για τη θεία φύση), αλλά κάθε τι που είναι αγαθό, αυτό και θέλει. Θέλουσα δε, και δύναται, δυναμένη δε, δε μένει ανενέργητη, αλλά φέρει σε ενέργεια κάθε προαίρεση αγαθού. Αγαθό δε είναι ο κόσμος και όλα τα εν αυτῷ σοφώς και τεχνικώς τοποθετημένα. Άρα τα πάντα είναι έργα του Λόγου, του ζώντος και υπάρχοντος, διότι είναι Λόγος Θεού, ο οποίος έχει προαίρεση, διότι ζει, δυναμένου δε παν ότι προαιρείται, προαιρουμένου δε πάντως το αγαθόν και σοφόν και ότι άλλο έχει υψηλότερο νόημα» Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 13D‐16B. Η πάγια και αμετάβλητη αυτή «προαιρετική κίνησις» της θεότητας πάντοτε προς το αγαθόν, αποτελεί απόδειξη της ενότητας των προσώπων της Αγίας Τριάδος37:«οτιδήποτε θεωρείται ως προσόν του Πατρός, η αγαθότητα, η δύναμη, η σοφία, η αϊδιότητα, το ανεπίδεκτον κακίας και θανάτου και φθοράς, η παντελειότητα και οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζουν και τον εξ εκείνου προελθόντα Λόγο» Αὐτόθι, PG 45, 16D. Το δε Άγιον Πνεύμα περιγράφεται ως «δύναμη ουσιώδης, υφιστάμενη καθ’εαυτήν ως ιδιαίτερη υπόσταση, μη δυναμένη να χωριστεί από τον Θεό στον οποίο βρίσκεται ή τον Λόγο του Θεού, εις τον οποίο συνυπάρχει...αλλά καθ’ομοιότητα προς τον Θεόν Λόγον υπάρχουσα εις υπόστασιν προαιρετικήν, αυτοκίνητον, ενεργόν, πάντοτε εκλέγουσα το αγαθόν και προς πάσαν θέλησιν έχουσαν συνηνωμένη με τη βούληση την ισχύ της: «δύναμιν οὐσιώδη αὐτὴν ἐφ΄ ἑαυτῆς ἐν ἰδιαζούσῃ ὑποστάσει θεωρουμένην͵ οὔτε χωρισθῆναι τοῦ θεοῦ͵ ἐν ᾧ ἔστιν͵ ἢ τοῦ λόγου τοῦ θεοῦ͵ ᾧ παρομαρτεῖ͵ δυναμένην· οὔτε πρὸς τὸ ἀνύπαρκτον ἀναχεομένην͵ ἀλλὰ καθ΄ ὁμοιότητα τοῦ θεοῦ λόγου καθ΄ ὑπόστασιν οὖσαν͵ προαιρετικήν͵ αὐτοκίνητον͵ ἐνεργόν͵ πάντοτε τὸ ἀγαθὸν αἱρουμένην καὶ πρὸς πᾶσαν πρόθεσιν σύνδρομον ἔχουσαν τῇ βουλήσει τὴν δύναμιν». Αὐτόθι, PG 45, 17C. Για να εκφράσει την ενότητα του θελήματος των τριών θείων προσώπων ο ιερός πατήρ αναφέρει χαρακτηριστικά: «πᾶσαν τὴν διὰ τῆς κτίσεως ὑποστᾶσαν φύσιν θελήματος κίνησιν και προθέσεως ὁρμὴν καὶ δυνάμεως διάδοσιν εἰκότως ἄν τις προσαγορεύσειεν ἐκ Πατρὸς ἀρχομένην καὶ δι’ Υἱοῦ προϊοῦσαν καὶ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τελειουμένην» Περὶ τοῦ Ἁγιου Πνεύματος κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, PG 45, 1317B. Πρβλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 34. 38 Α’Τιμ. 2.4. Πρβλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου, PG 45, 1188Α 39 Πρβλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 35. 40 «Θεὸς...οὐ δι’ἄλλο τι κτίζει τὴν ἀνθρωπίνην ζωὴν ἤ διὰ τὸ ἀγαθὸς εἶναι, τοιοῦτος δὲ ὤν καὶ διὰ τοῦτο πρὸς τὴν δημιουργίαν τῆς ἡμετέρας φύσεως ὁρμήσας οὐκ ἄν ἡμιτελῆ τὴν τῆς ἀγαθότητος ἐνεδείξατο δύναμιν» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 184 Α 41 «οὗτος τοίνυν ὁ Θεὸς ὁ Λόγος...οὐκ ἀνάγκη τινὶ πρὸς τὴν τοῦ ἀνθρώπου κατασκευὴν ἐναχθείς, ἀλλ’ἀγάπης περιουσία τοῦ τοιούτου ζώου δημιουργήσας τὴν γένεσιν» Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 21B. Η δημιουργία επομένως αποτελεί προϊόν αγάπης και ελευθερίας, αποτέλεσμα υπερβάλλουσας αγαθότητας, εκστατικής και γόνιμης. Με αυτήν την αντίληψη, η θεολογία του αγίου Γρηγορίου (όπως και ολόκληρη η αγιοπατερική θεολογία), διαφοροποιείται από την πλωτινική άποψη ότι το Ἔν δημιουργεί μόνο από παντοδυναμία, υπερπληρότητα και υπεραφθονία Πρβλ. Αλεξόπουλου 37
13
πόνου, ελάττωσης, έλλειψης ή ανάγκης δεν υπεισέρχεται στην ορμή του θείου θελήματος τόσο κατά τη δημιουργία όσο και κατά τη σωτηριώδη οικονομία, συμπεριλαμβανομένης και της ενσάρκωσης του Λόγου42. Η θεία φύση, «κρείττων τε προσθήκης ἁπάσης καὶ τῆς ἐλαττώσεως τῶν ἀγαθῶν ἀνεπίδεκτος»43, δεν εκπίπτει ποτέ της απαθείας της, καθώς, «πόνος οὐδεὶς ἐν τῆ συστάσει τῶν περὶ τὴν θείαν φύσιν ὑπονοεῖται (ὁμοῦ γὰρ τῷ προελέσθαι τὸ γενέσθαι δέον εὐθὺς οὐσία ἡ πρόθεσις γίνεται)44. 2. Η ΑΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΠΤΩΤΙΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Κατά την άποψη του αγίου Γρηγορίου, την οποία διατυπώνει «οὐκ ἀποφαντικῶς»45, υπό μορφήν υποθέσεως και χωρίς να απαιτεί γι’ αυτήν καθολικό και δογματικό κύρος, με βάση την περιγραφή της Γένεσης, μπορεί να διαπιστωθούν δύο διαδοχικά στάδια στη δημιουργία του ανθρώπου46. Θεόδωρου, «Τὸ εἶναι» κατά τη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2006, σελ. 519 42 Στην στ’ομιλία στους Μακαρισμούς του αγίου Γρηγορίου, έχουμε μια θαυμάσια πραγμάτευση της απαθούς δημιουργίας του ανθρώπου από το Θεό, της μετάδοσης σε αυτών των θείων αγαθών καθώς και του τι σηματοδοτεί η μετάδοση αυτή όχι τόσο για την ανθρώπινη γνωσιολογία, όσο για την ανθρώπινη οντολογία και ψυχολογία: «Αν σκεφτούμε την αιτία της ζωής μας, δεν ήρθε βέβαια από ανάγκη ο Θεός να δημιουργήσει τον άνθρωπο αλλά από αγαθή προαίρεση... μόλις σε έπλασε ο Θεός τέτοιου είδους αγαθό ενουσίωσε ευθύς αμέσως μέσα στη φύση σου, αποτύπωσε μέσα στη σύνθεσή σου τα μιμήματα των αγαθών της ίδιας του της φύσης...όποιος λοιπόν βλέπει τον εαυτό του, βλέπει μέσα του αυτό που ποθεί ...αν ξαναγυρίσετε στη χάρη της εικόνας που είχε από την αρχή κατασκευαστεί μέσα σας, έχετε μέσα σας αυτό που ζητάτε:η θεότητα είναι καθαρότητα, απάθεια και αποξένωση από κάθε κακό» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1268D‐1272Β. Δε χρειάζεται επομένως να εξέλθει ο άνθρωπος από τον εαυτό του, αλλά να επιστρέψει σεαυτόν για να βρει το Θεό, να επανεύρει δηλαδή τον εσωτερικό του άνθρωπο, τον καθαρό, τον αποξενωμένο από το κακό, τον απαθή. 43 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 885D 44 Περὶ τοῦ Ἁγιου Πνεύματος κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, PG 45, 1317 ΑB 45«διὰ στοχασμῶν τινων καὶ εἰκόνων φαντασθέντες τὴν ἀλήθειαν͵ τὸ ἐπὶ νοῦν ἐλθὸν οὐκ ἀποφαντικῶς ἐκτιθέμεθα͵ ἀλλ΄ ὡς ἐν γυμνασίας εἴδει τοῖς εὐγνώμοσι τῶν ἀκροωμένων προσθήσομεν» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185A 46 Σύμφωνα με την άποψη αυτή του αγίου Γρηγορίου, ο χωρισμός των φύλων σε άνδρα και γυναίκα αποτελεί μια «επιγεννηματική» πραγματικότητα, που ακολούθησε την αρχική προγεννητική κατ’εικόνα Θεού κατασκευή της ανθρώπινης ύπαρξης Αὐτόθι, PG 44, 181ΒD Πρβλ. Σταμούλη Χρ., Έρως και θάνατος, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 2009, σελ.177. Κάποιοι ερευνητές έχουν την άποψη ότι ο άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για δύο δημιουργίες του ανθρώπου, μιας νοητής‐προϊστορικής και μιας αισθητής‐ιστορικής, εξαιτίας των πλατωνικών επιδράσεων που χαρακτηρίζουν τη διδασκαλία του, καθώς και των επιδράσεων του Φίλωνα και του Ωριγένη (Πρβλ. Ηλ. Μουτσούλα, Ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου καί ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν διδασκαλίαν Γρηγορίου τοῦ Νύσσης, Ἀθῆναι 1965, σελ. 63 κ.ε. Επίσης πρβλ. Von Balthasar, Η., Présence et pensée, Essai sur la philosophie religieuse de Grégoire de Nysse, Paris. Beauchesne 1942, σελ. 43 κ.ε.). Ο Γ. Μαρτζέλος, δεν δέχεται την άποψη περί διακρίσεως δύο δημιουργιών (μιας νοητής και μιας αισθητής) στο έργο του επισκόπου Νύσσης. Σύμφωνα με την άποψή του, όπως ο κόσμος δημιουργήθηκε «συλλήβδην» μέσω των σπερματικών δυνάμεων και αιτιών
14
που καταβλήθηκαν «ἐν ἀκαρεῖ» στην κτίση και κατόπιν προέκυψε η ποικιλία των επιμέρους δημιουργημάτων, κατά τον ίδιο τρόπο, πρώτα δημιουργήθηκε σπερματικά και «ἀθρόως», με την έννοια της μαζικής σπερματικής καταβολής στην κτίση, ο καθόλου άνθρωπος και κατόπιν προέκυψε η διαφορά των φύλων των συγκεκριμένων προσώπων, δηλαδή του Αδάμ και της Εύας. Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, Εκδ. Πουρνάρα, Θεσ/νίκη 2007, σελ. 77‐ 78. Την άποψη ότι δε διακρίνονται δύο δημιουργίες στο έργο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, υποστηρίζει σθεναρά και ο Ε. Corsini, ο οποίος καταλήγει στα εξής ενδιαφέροντα συμπεράσματα: α) δεν διακρίνονται στο έργο του αγίου Γρηγορίου δύο δημιουργίες του ανθρώπου όπως δεν διακρίνονται δύο δημιουργίες του κόσμου. β) δε μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε άνθρωπο ιδεατό και σε άνθρωπο ιστορικό. Η υπόθεση περί ενός ανθρώπου ιδεατού, άφυλου, ως εικόνας ακριβούς του Θεού, αποτελεί ονειροπόληση του αγίου Γρηγορίου, στο Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου έργο του, η οποία δεν απαντάται σε κανένα άλλο έργο του επισκόπου Νύσσης, γ) ο άνθρωπος δημιουργήθηκε έχοντας φύλο, πλην όμως ευρισκόμενος σε μια τελεία κατάσταση, η οποία του επέτρεπε να μην κάνει χρήση του φύλου, πολλαπλασιαζόμενος κατά αγγελικό και για μας ακατανόητο τρόπο, δ) Η μοναδική διάκριση που κάνει ο ιερός πατήρ είναι πριν και μετά την ανθρώπινη πτώση, ε) Τα περί δημιουργίας του πληρωματικού ανθρώπου, δεν αποτελούν παρά μορφή και τρόπο έκφρασης του άχρονου και ακαριαίου χαρακτήρα της δημιουργικής πράξης του Θεού. Βλ. Ε. Corsini, «Plerôme humain et plerôme cosmique chez Grégoire de Nysse » στο Ecriture et culture philosophique dans la pensée de Grégoire de Nysse, Actes du colloque de Chevetogne (22‐26 Septembre 1969), Leiden, E.J. Brill, 1971, σελ. 122. Ο J. Ζachhuber, αναφερόμενος στο ζήτημα, αποδίδει τις διατυπώσεις του αγίου Γρηγορίου στην επίδραση του Ωριγένη, ενώ θέτει το ερώτημα γιατί ο επίσκοπος Νύσσης αποδίδει την όποια «έκπτωση» της ανθρώπινης φύσης (από την τελειότητα της εικόνας στην διαίρεση των φύλων), στη θεωρία περί διπλής δημιουργίας και όχι απευθείας στο προπατορικό αμάρτημα και την πτώση, τη στιγμή μάλιστα που η διαίρεση αυτή των φύλων αύξανε τις πιθανότητες της αμαρτίας. βλ. Ζachhuber Johannes, Human Nature in Gregory of Nyssa (Philosophical Background and Theological Significance), Brill, Leiden‐Boston‐Koln, 2000, σελ.172. Κατά την προσωπική μας άποψη, είναι λάθος να αναζητείται απεγνωσμένα η ανεύρεση λύσεων που θα μπορούσαν να συμβιβάσουν τις απόψεις του αγίου Γρηγορίου περί της δημιουργίας του ανθρώπου με την επικρατούσα γραμμή της πατερικής παράδοσης. Και αυτό διότι ο επίσκοπος Νύσσης ξεκαθαρίζει ότι διατυπώνει μια καθαρά προσωπική άποψη και μάλιστα υποθετική, υπό μορφήν ερευνητικής ασκήσεως του νου, για την οποία ουδόλως ζητά δογματική κατοχύρωση (Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου PG 44, 185A). Αυτό που με ασφάλεια συνάγεται από τη μελέτη του όλου έργου του αγίου Γρηγορίου, είναι η ξεκάθαρη θέση του, ότι η αρχική κατασκευή του ανθρώπου ήταν όλως διαφορετική συγκρινόμενη με τη σημερινή κατάσταση της φύσης του. Ο αρχέγονος άνθρωπος (ο οποίος ταυτίζεται με τον εσχατολογικό άνθρωπο βλ. Αὐτόθι, PG 44, 185CD), αντίθετα με τη σημερινή «ἐλεεινή τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ταλαιπωρία», ζούσε εντός της μακαριότητας της απαθούς ζωής (Αὐτόθι, PG 44, 180C). Στην πρώτη κατασκευή του ο άνθρωπος, ήταν αθάνατος (Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 708C. Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 21D. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 200D), καθαρός, απαθής και μακάριος (Αὐτόθι, PG 44, 137AB), ελεύθερος (Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 101CD), άφθαρτος (Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 521D). Η διαφορετικότητα του αρχέγονου ανθρώπου σε σχέση με τη σημερινή μεταπτωτική του κατάσταση, περιγράφεται από τον ιερό πατέρα με ιδιαίτερα δραματικό τόνο: «τὸ ὑψηλὸν τεταπείνωται, τὸ κατ’εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου γενόμενον ἀπεγεώθη, τὸ βασιλεύειν τεταγμένον κατεδουλώθη, τὸ εἰς ἀθανασίαν κτισθέν κατεφθάρη θανάτῳ, τὸ ἐν τρυφῇ τοῦ παραδείσου διάγον, εἰς τὸ νοσῶδες καὶ ἐπίπονον τοῦτο μετῳκίσθη χωρίον. Τὸ τῇ ἀπαθείᾳ σύντροφον, τὸν ἐμπαθῆ καὶ ἐπίκηρον ἀντηλλάξατο βίον. Τὸ ἀδέσποτον τε καὶ αὐτεξούσιον, νῦν ὑπό τοιούτων καὶ τοσούτων κακῶν κυριεύεται, ὡς μηδὲ ῥάδιον εἶναι τοὺς τυράννους ἡμῶν ἀπαριθμήσασθαι» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1228ΑΒ. Η διαίρεση των φύλων κατά το δεύτερο στάδιο της δημιουργίας έγινε εν όψει της πτώσης, πλην όμως η σεξουαλικότητα των φύλων ήταν ανενεργή, και μπορούσε να μείνει ανενεργή, αν δεν επερχόταν η πτώση. Η σημερινή ελεεινή κατάσταση της ανθρώπινης φύσης, προκαλούσε προφανώς στην ευαίσθητη ψυχή του επισκόπου
15
Κατά το πρώτο στάδιο47 (Γεν. α’ 26), πραγματοποιήθηκε η κατ’εικόνα Θεού δημιουργία. Η ομοιότητα θεϊκού πρωτοτύπου και ανθρώπινης εικόνας, κατά τον επίσκοπο Νύσσης, δεν είναι απλώς σχήμα λόγου, αλλά μια σχέση βαθιά οντολογική48. Κατ’εικόνα Θεού δημιουργία σημαίνει ότι ο άνθρωπος τιμήθηκε με την υψηλή και ισάγγελη αξία, κοσμήθηκε με όλα τα χρώματα του αρχετύπου και προικίστηκε με κάθε αρετή και σοφία49. Ποικίλα και πολυειδή είναι τα χρώματα της εικόνας, με τα οποία ζωγραφίστηκε η ανθρώπινη μορφή. Δεν είναι τα χρώματα Νύσσης ένα τραύμα μελαγχολίας και μια έντονη διάθεση νοσταλγίας για την αρχική μακαριότητα, ένα τραύμα που επουλώνεται από το σωτηριώδες γεγονός της ενανθρώπισης του Θεού Λόγου αλλά και την ελπιδοφόρο αναμονή της μακαριότητας των εσχάτων Αὐτόθι, PG 44, 1197C. Η προσωπική αυτή υπαρξιακή αγωνία και νοσταλγία του ιερού πατρός βρήκε –θα λέγαμε‐ διέξοδο στην διατύπωση της άποψης περί των δύο σταδίων στη δημιουργία του ανθρώπου. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όπως προκύπτει από πλείστα χωρία, στην ανθρωπολογική σκέψη του αγίου Γρηγορίου, η σημερινή κατάσταση του ανθρώπου δεν είναι «κατὰ φύσιν» (Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 624Β), είναι κατάσταση ανώμαλη (Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 24Β). Η εντονότατη αντίθεση ανάμεσα στην προπτωτική και στην παρούσα κατάσταση του ανθρώπου εξαίρεται παραστατικότατα στο παρακάτω θαυμάσιο χωρίο από το σχολιασμό στον Εκκλησιαστή: «τότε θάνατος οὐκ ἦν͵ νόσος ἀπῆν͵ τὸ ἐμὸν καὶ τὸ σόν͵ τὰ πονηρὰ ταῦτα ῥήματα͵ τῆς ζωῆς τῶν πρώτων ἐξώριστο. Ὡς γὰρ κοινὸς ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἀὴρ κοινὸς καὶ πρὸ πάντων τοῦ θεοῦ ἡ χάρις καὶ ἡ εὐλογία κοινή͵ οὕτως ἐν ἴσῳ καὶ ἡ παντὸς ἀγαθοῦ μετουσία κατ΄ ἐξουσίαν προέκειτο͵ καὶ ἡ νόσος τῆς πλεονεξίας οὐκ ἐγνωρίζετο͵ καὶ τὸ πρὸς τὸ ἐλαττοῦσθαι μῖσος κατὰ τῶν ὑπερεχόντων οὐκ ἦν (οὐδὲ γὰρ ὅλως τὸ ὑπερέχον ἦν) καὶ μυρία ἐπὶ τούτοις ἄλλα͵ ἃ οὐδ΄ ἂν παραστῆσαί τις δυνηθείη τῷ λόγῳ παμπληθὲς τῶν εἰρημένων κατὰ τὸ μεγαλεῖον προέχοντα͵ λέγω δὴ τὴν πρὸς ἀγγέλους ὁμοτιμίαν͵ τὴν ἐπὶ θεοῦ παρρησίαν͵ τὴν τῶν ὑπερκοσμίων ἀγαθῶν θεωρίαν͵ τὸ τῷ ἀφράστῳ κάλλει τῆς μακαρίας φύσεως καὶ ἡμᾶς ὡραΐζεσθαι͵ δεικνύντας ἐν ἑαυτοῖς τὴν θείαν εἰκόνα τῇ ὥρᾳ τῆς ψυχῆς ἐπιστίλβουσαν. Τὰ δὲ ἀντ΄ ἐκείνων͵ οἷα ὁ πονηρὸς τῶν παθημάτων ἑσμός͵ ἡ κακὴ τῶν λυπηρῶν σφηκιά͵ τί ἄν τις πρῶτον εἴποι τῶν τοῦ βίου κακῶν; πάντα ὁμοτίμως ἔχει πρὸς ἄλληλα͵ πάντα προτερεύει ταῖς τῶν κακῶν ἐξοχαῖς͵ πάντα τῶν ἴσων θρήνων ἀφορμὴ γίνεται. Τις θρηνήσει τῆς ἀθλιότητος; Πόθεν πλέον τὴν φύσιν ἀπολοφυρεῖται͵ τὸ ὠκύμορον τῆς ζωῆς͵ τὸ ἐπίπονον͵ τὸ ἀπὸ δακρύων ἄρχεσθαι καὶ καταλήγειν εἰς δάκρυον͵ τὴν ἐλεεινὴν νηπιότητα͵ τὴν ἐν τῷ γήρᾳ παράνοιαν͵ τὸ ἀστατοῦν τῆς νεότητος͵ τὸ πολύμοχθον τῶν τῇ ἡλικίᾳ καθεστηκότων͵ τοῦ γάμου τὸ φορτικόν͵ τῆς ἀγαμίας τὸ ἔρημον͵ τῆς πολυπαιδίας τὸ ἐπαχθές͵ τῆς ἀπαιδίας τὸ ἄρριζον͵ τοῦ πλούτου τὸ ἐπίφθονον͵ τῆς πενίας τὸ ἐπώδυνον; καὶ σιωπῶ τὰς πολυτρόπους τῶν νοσημάτων διαφοράς͵ τὰς λώβας͵ τοὺς ἀκρωτηριασμούς͵ τὰς σήψεις͵ τὰς τῶν αἰσθητηρίων πηρώσεις͵ τὰς ἐκ δαιμόνων παραφοράς͵ πάντα ὅσα ἡ φύσις ἐν ἑαυτῇ περιέχει͵ ἃ τῇ δυνάμει ἔκαστος ἀνθρώπων ἐστὶν ἔχων ἐν τῇ φύσει τὰ πάθη» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 708C‐709A. 47 Στο πρώτο στάδιο της κατ’εικόνα δημιουργίας συμπεριλαμβάνονταν όλοι οι άνθρωποι, ολόκληρη η ανθρωπότητα ως ένα σώμα, ως ένας άνθρωπος, πάνω από χρονικές κατηγορίες (βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185D), δημιουργήθηκε δηλαδή ο καθολικός άνθρωπος. Όλο το πλήρωμα της ανθρωπότητας συμπεριλήφθηκε σε ένα σώμα και αυτό έγινε μυστηριακά δια της προγνωστικής δύναμης του Θεού. Κατά συνέπεια και ο άνθρωπος που εμφανίστηκε με την πρώτη κατασκευή και εκείνος που θα γίνει κατά τη συντέλεια του σύμπαντος φέρουν πάνω τους κατά ίσο τρόπο τη θεία εικόνα. Στον αρχικό αυτό σύνολο άνθρωπο, τον «πληρωματικό», ενυπήρχε ο συνολικός αριθμός των ανθρώπινων ψυχών που επρόκειτο να αποτελέσουν την ανθρωπότητα. Αυτές οι ψυχές θα μεταφέρονταν στους επί μέρους ανθρώπους κατά τον τρόπο του πολλαπλασιασμού των αγγέλων. 48 Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 18. 49 Αὐτόθι, σελ. 53
16
βέβαια των ζωγράφων, αλλά αντ’ αυτών η καθαρότητα, η απάθεια, η μακαριότητα, η αλλοτρίωση από κάθε κακό, όλα αυτά με τα οποία διαμορφώνεται στους ανθρώπους η ομοίωση με το Θεό50. Ο πρώτος άνθρωπος παρουσιάζεται από τον άγιο Γρηγόριο ως νοερό σύνθετο ον του οποίου το πνεύμα και το σώμα51 διέφεραν σε κάποιο βαθμό, πάντως όμως και τα δύο χαρακτηρίζονται ως νοερά στοιχεία δημιουργημένα, το μεν νοερώτερο του άλλου, και το έτερο, καθ’ομοίωση του νοερού σε σχέση με το πρώτο52. Το ανθρώπινον, στην αρχική αυτή κατασκευή του, ήταν ελεύθερο και αδούλωτο53, «πάθους παντὸς καὶ κακίας πάσης ἀμιγὲς καὶ ἐλεύθερον»54, σύμφωνα με το χαρακτήρα του θείου πρωτοτύπου55. Ο αρχέγονος άνθρωπος, ο αληθινός κατά τον άγιο Γρηγόριο άνθρωπος56, ήταν «απαθής κατά την φύση, μίμημα του απαθούς»57: «νους, λόγος, αγάπη, καθαρότητα, απάθεια, μακαριότητα, αλλοτρίωση από το κακό, όλες αυτές οι ιδιότητες, συγκροτούν την αληθινή και γνήσια κατ’εικόνα Θεού φύση του ανθρώπου58». Η αφθαρσία, η αθανασία, η καθαρότητα, η απουσία φύλου «Πολυειδῆ δὲ καὶ ποικίλα τὰ οἱονεὶ χρώματα τῆς εἰκόνος͵ δι΄ ὧν ἡ ἀληθινὴ ἀναζωγραφεῖται μορφὴ͵ οὐκ ἐρύθρημα καὶ λαμπρότης͵ καὶ ἡ ποιὰ τούτων πρὸς ἄλληλα μίξις͵ οὐδέ τινος μέλανος ὑπογραφὴ ὀφρύν τε καὶ ὀφθαλμοὺς ὑπαλείφουσα͵ καὶ κατά τινα κρᾶσιν τὰ κοῖλα τοῦ χαρακτῆρος ὑποσκιάζουσα͵ καὶ ὅσα τοιαῦτα ζωγράφων χεῖρες ἐπετεχνήσαντο· ἀλλ΄ ἀντὶ τούτων καθαρότης͵ ἀπάθεια͵ μακαριότης͵ κακοῦ παντὸς ἀλλοτρίωσις͵ καὶ ὅσα τοῦ τοιούτου γένους ἐστὶ͵ δι΄ ὧν μορφοῦται τοῖς ἀνθρώποις ἡ πρὸς τὸ Θεῖον ὁμοίωσις. Τοιούτοις ἄνθεσιν ὁ δημιουργὸς τῆς ἰδίας εἰκόνος τὴν ἡμετέραν διεχάραξε φύσιν» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137AB 51 Είναι άστοχη η άποψη που διατυπώνεται από ερευνητές ότι ο αρχέγονος άνθρωπος, κατά την πρώτη δημιουργία, δεν είχε σώμα, καθώς η θέση του αγίου Γρηγορίου είναι ξεκάθαρη: «Τὸ γὰρ προκείμενον ἦν δεῖξαι τὴν σπερματικὴν τῆς συστάσεως ἡμῶν αἰτίαν͵ μήτε ἀσώματον εἶναι ψυχὴν͵ μήτε ἄψυχον σῶμα͵ ἀλλ΄ ἐξ ἐμψύχων τε καὶ ζώντων σωμάτων ζῶν καὶ ἔμψυχον παρὰ τὴν πρώτην ἀπογεννᾶσθαι ζῶον» Αὐτόθι, PG 44, 253Β. Πρβλ. Cavarnos J., St. Gregory of Nyssa on the origin and destiny of soul, Institute for Byzantine and Modern Greek studies, Massachusetts 1956, σελ. 4. Πρβλ. και την πάγια θέση του πατρός, ότι, «οὐδὲ γὰρ ἄλλο τι ἐστιν ἡ ἀνάστασις͵ εἰ μὴ πάντως ἡ εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀποκατάστασις» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 633C 52 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 145ΒC. Πρβλ. Κοκκινάκη, Α., Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Γρηγορίου Νύσσης Έργα 1, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Εισαγωγή στον τόμο, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 79‐80. 53 «Ἡ δ΄ ἐλευθερία ἐστὶν ἡ πρὸς τὸ ἀδέσποτόν τε καὶ αὐτοκρατὲς ἐξομοίωσις͵ ἡ κατ΄ ἀρχὰς μὲν ἡμῖν παρὰ Θεοῦ δεδωρημένη» Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 101CD 54 Πρὸς Ἀρμόνιον, Περὶ τοῦ τί τό τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, PG 46, 241D 55 «ὁ δὲ θεῖος χαρακτὴρ ὁ ἐπιφαινόμενος ἡμῖν τὸ κατ΄ ἀρχὰς οὐ ποιοῦ σχήματός τινος ἢ χρώματος ἦν ἰδιότης͵ ἀλλ΄ οἷς τὸ θεῖον θεωρεῖται κάλλος, τοιούτοις ἐκαλλωπίζετο καὶ ὁ ἄνθρωπος δι΄ ἀπαθείας τε καὶ μακαριότητος καὶ ἀφθαρσίας τὴν ἀρχέτυπον χάριν ἀπομιμούμενος». Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 521D 56 Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 146 57 «ἀπαθὴς δὲ τὴν φύσιν· τοῦ γὰρ ἀπαθοῦς μίμημα ἦν» Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 29B 58 «καθαρότης͵ ἀπάθεια͵ μακαριότης͵ κακοῦ παντὸς ἀλλοτρίωσις͵ καὶ ὅσα τοῦ τοιούτου γένους ἐστὶ͵ δι΄ ὧν μορφοῦται τοῖς ἀνθρώποις ἡ πρὸς τὸ Θεῖον ὁμοίωσις. Τοιούτοις ἄνθεσιν ὁ δημιουργὸς τῆς ἰδίας εἰκόνος τὴν ἡμετέραν διεχάραξε φύσιν. Εἰ δὲ καὶ τὰ ἄλλα συνεξετάζοις͵ δι΄ ὧν τὸ θεῖον κάλλος χαρακτηρίζεται· εὑρήσεις καὶ πρὸς ἐκεῖνα δι΄ ἀκριβείας σωζομένην ἐν τῇ καθ΄ ἡμᾶς εἰκόνι τὴν ὁμοιότητα. Νοῦς καὶ λόγος ἡ θειότης ἐστίν. Καὶ οἱ προφῆται κατὰ Παῦλον νοῦν Χριστοῦ ἔχουσι͵ τὸν ἐν 50
17
μαζί με την απάθεια, συνέθεταν τα χρώματα της μορφής του κατ’εικόνα Θεού ανθρώπου59, στην απλή και μονοειδή60 φύση του οποίου δεν είχαν καμία θέση τα πάθη61. Το «παθητικὸν» και «ἐπίκηρον» δεν ήταν «συνουσιωμένον» στη φύση του αρχέγονου ανθρώπου, είναι στοιχείο επείσακτο: «οὕτω γὰρ ἐν τῇ Κοσμογενείᾳ περὶ αὐτοῦ ἀναγέγραπται͵ ὅτι κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν͵ τοῦτο οὖν τὸ ζῷον͵ ὁ ἄνθρωπος͵ οὐ κατὰ φύσιν οὐδὲ συνουσιωμένον ἔσχεν ἐν ἑαυτῷ παρὰ τὴν πρώτην γένεσιν τὸ παθητικόν τε καὶ ἐπίκηρον. Οὐδὲ γὰρ ἦν δυνατὸν τὸν τῆς εἰκόνος διασωθῆναι λόγον͵ εἰ ὑπεναντίως εἶχε τὸ ἀπεικονισμένον κάλλος πρὸς τὸ ἀρχέτυπον. Ἀλλ΄ ὕστερον ἐπεισήχθη τὸ πάθος αὐτῷ μετὰ τὴν πρώτην κατασκευήν»62. Σε αντίθεση με τα σημερινά μύρια παθήματα και δεινά, ο άνθρωπος στην πρώτη του κατασκευή δημιουργήθηκε για να ζήσει με απάθεια63. Μετά το στάδιο αυτό, ο Θεός, δια της διορατικής και προγνωστικής του δυνάμεως, γνώριζε ότι η προαίρεση του ανθρώπου δε θα «ευθυπορούσε» προς το καλό, και γι’αυτό θα εξέπιπτε από την αγγελική ζωή. Έτσι, «ὡς ἄν μὴ κολοβωθείη τὸ τῶν ψυχῶν τῶν άνθρωπίνων πλῆθος», εκπίπτοντας από τον τρόπο με τον οποίο αυξήθηκαν οι άγγελοι, ο Θεός, εν όψει της επερχόμενης πτώσεως, προέβη στο δεύτερο στάδιο της δημιουργίας του ανθρώπου, διαιρώντας τα φύλα στην ανθρώπινη κατασκευή (Γεν. α’ 27). Η διαίρεση των φύλων, δεν υπάρχει βεβαίως στο θεϊκό πρωτότυπο, είναι κάτι ξένο προς τις ιδιότητες του Θεού. Ο άνθρωπος, μετά το δεύτερο αυτό στάδιο, δε τυγχάνει πια νοερά και πνευματική ύπαρξη, αλλά συγγενεύει, δια της διακρίσεως σε άρρεν και θήλυ, με την άλογο κτίση64. Έκφραση της μεν θείας φύσης πάνω του είναι το λογικό και διανοητικό, ενώ της άλογης φύσης, η χωρισμένη σε άρρεν και θήλυ σωματική κατασκευή. Δια του λογικού, που του δόθηκε κατά το πρώτο στάδιο της δημιουργίας, ο άνθρωπος συγγενεύει με το Θεό, ενώ δια της γενετικής διακρίσεως και σωματικής κατασκευής, συνδέεται προς την άλογη φύση65. αὐτοῖς λαλοῦντα. Οὐ πόῤῥω τούτων καὶ τὸ ἀνθρώπινον. Ὁρᾷς ἐν σεαυτῷ καὶ τὸν λόγον͵ καὶ διάνοιαν͵ μίμημα τοῦ ὄντως νοῦ τε καὶ λόγου. Ἀγάπη πάλιν ὁ Θεὸς͵ καὶ ἀγάπης πηγή» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137BC 59 Επί του θέματος πρβλ. Νέλλα Παναγιώτη, «Η θεολογία του «κατ’εἰκόνα» (Δοκίμιο ορθοδόξου ανθρωπολογίας)», ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ, Τόμ. 2, τεύχος Β’, (1970), 299 60 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 81Β 61 «διὰ τῆς θείας εὐλογίας δυναμωθεὶς ὁ ἄνθρωπος ὑψηλός μὲν ἦν τῶ αξιώματι...καλὸς δὲ τὸ εἶδος, ἀπεικόνισμα γὰρ τοῦ ἀρχετύπου ἐγεγόνει κάλλους, ἀπαθὴς δὲ τὴν φύσιν, τοῦ γὰρ ἀπαθοῦς μίμημα ἦν, ἀνάπλεως δὲ παρρησίας, αὐτῆς κατὰ πρόσωπον τῆς θείας ἐμφανείας κατατρυφῶν» Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 29B 62 Περὶ Παρθενίας, PG 46, 369B 63«ἀντὶ τῆς ἀπαθείας ἐκείνης͵ τὰς μυρίας τῶν παθημάτων ἀντειλήφαμεν κῆρας» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1257D 64 Πρβλ. Κωνσταντίνου Ε., Γρηγόριος ο Νύσσης, ΗΘΕ, τόμος 4, (1964) στ. 765 65«ἐπιτεχνᾶται τῇ εἰκόνι τὴν περὶ τὸ ἄῤῥεν καὶ θῆλυν διαφορὰν͵ ἥτις οὐκέτι πρὸς τὸ θεῖον ἀρχέτυπον βλέπει͵ ἀλλὰ καθὼς εἴρηται͵ τῇ ἀλογωτέρᾳ προσωκείωται φύσει». Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185A
18
Δεν ήταν όμως η διαίρεση των φύλων, αυτή που επέφερε την απώλεια της απάθειας και την είσοδο των παθών στη ζωή του ανθρώπου. Η χάρη του παραδείσου διεφύλασσε τους πρωτόπλαστους (οι οποίοι προπτωτικά δε θα πολλαπλασιάζονταν κατά το σημερινό τρόπο) από την αμαρτία, παρά το γεγονός ότι υπήρχε ήδη η διάκριση των δύο φύλων. Η ιδιότητα της σεξουαλικότητας ήταν ανενεργή66. Οι πρωτόπλαστοι ζούσαν στον παράδεισο με απάθεια. Η απάθεια όμως αυτή μπορούσε να διατηρηθεί μόνο εφόσον ο άνθρωπος εξακολουθούσε να μετέχει στη θεϊκή απάθεια, σε έναν δίχως όριο δηλαδή δυναμισμό του πνεύματος, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω. Αν ερευνήσουμε σε βάθος τη δομή αυτής της απάθειας, θα διαπιστώσουμε ότι διαφοροποιείται από την αντίστοιχη στωική αντίληψη67. Ο στωικός για να καταστεί απαθής, πιέζεται και αγωνίζεται να γίνει ψυχικά ανάλγητος, ώστε να μπορεί να στέκει ατάραχος ενώπιον τόσο της δυστυχίας όσο και της ευτυχίας68. Για τον άγιο Γρηγόριο όμως, αν ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή, είναι για να μετέχει και να χαίρεται εξίσου και το νοητό και τον αισθητό κόσμο 69. Ο Θεός πρόσφερε στον άνθρωπο τον κόσμο με την προοπτική αυτός να τον απολαύσει και όχι να τον απαρνηθεί70. Επομένως η έννοια της προπτωτικής απάθειας στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου, διαφοροποιείται τόσο από την πλατωνική αντίληψη περί απάθειας (η οποία αποσκοπεί στην απαλλαγή από τα δεσμά του σώματος), όσο και από την αταραξία των στωικών71. Για τον επίσκοπο Νύσσης, ως «απάθεια», υποδηλώνεται η απουσία από τη φύση του προπτωτικού ανθρώπου του πάθους, ως διαβρωτικού στοιχείου και απορρυθμιστικού παράγοντα της υποστασιακής του πιστότητας. Η απάθεια είναι συνώνυμη της πνευματικής ελευθερίας, της ανεξαρτησίας του πνεύματος. Έχει χαρακτήρα δυναμικό, ενώ δεν αποκλείει την ευχαρίστηση, την καθαρή και άϋλη ηδονή: «τῆς ἡδονῆς τὸ μέν ἐστι κτηνῶδες καὶ ἄλογον, τὸ δὲ καθαρόν τε καὶ ἄϋλον»72. Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 55. 67 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ. 8 68Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953,, σελ. 61. 69 «διπλᾶς αὐτῶ τῆς κατασκευῆς τὰς ἀφορμὰς καταβάλλεται,τῶ γηίνω τὸ θεῖον ἐγκαταμίξας, ἴνα δι’ ἀμφοτέρων συγγενῶς τε καὶ οἰκείως πρὸς ἐκατέραν ἀπόλαυσιν ἔχη, τοῦ Θεοῦ μὲν διὰ τῆς θειοτέρας φύσεως, τῶν δὲ κατὰ τὴν γῆν ἀγαθῶν διὰ τῆς ὁμογενοῦς αἰσθήσεως ἀπολαύων» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 133Β 70 «ὁ πλούσιός τε καὶ πολυτελὴς τῆς φύσεως ἡμῶν ἑστιάτωρ παντοίοις κάλλεσι κατακοσμήσας τὴν οἴκησιν͵ καὶ τὴν μεγάλην ταύτην καὶ παντοδαπῆ πανδαισίαν ἑτοιμασάμενος͵ οὕτως εἰσάγει τὸν ἄνθρωπον͵ ἔργον αὐτῷ δοὺς οὐ τὴν κτῆσιν τῶν μὴ προσόντων͵ ἀλλὰ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν παρόντων» Αὐτόθι, PG 44, 133B 71 Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 61. Πρβλ. Σκουτέρη Κ., Συνέπειαι τῆς πτώσεως καὶ λουτρὸν παλιγγενεσίας (Ἐκ τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης) Αθῆναι 1973, σελ. 33 υποσημ. 56 72 Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 536D. Πρβλ. Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων PG 44, 993C 66
19
Δεν αποκλείει και αυτό το ίδιο το πάθος, που είναι όμως πνευματικό, ανεπίληπτο και απαθές: «ἀνέγκλητον γὰρ τοῦτο καὶ ἀπαθές ἐπί τῶν ἀσωμάτων τὸ πάθος»73. Η δυνατότητα διπλής μετοχής και απόλαυσης του ανθρώπου, δημιουργεί δύο αντίθετες τάσεις: ζωή υλική και ζωή πνευματική, ηδονές του σώματος και ηδονές του πνεύματος, ροπή για τα σωματικά και ροπή για τα πνευματικά. Για να συνυπάρξουν αρμονικά οι δύο αυτές έμφυτες τάσεις, αφενός μεν το πνευματικό πάθος, δεν πρέπει ποτέ να τείνει προς τα κάτω, αφετέρου δε η ροπή για τα υλικά, καθαρή από οιαδήποτε μίξη κακού, πρέπει να τείνει πάντοτε προς τα άνω. Με άλλα λόγια, η απάθεια του προπτωτικού ανθρώπου, παρουσιάζεται ως μια δύναμη άκρως ενεργητική και μαχητική, αρμονικά εξισορροπητική, εμπλουτιστική και πληθωρική, που δε θυσιάζει ούτε εξαφανίζει το σώμα. Αντίθετα έρχεται να εξευγενίσει και να ανυψώσει προς τα άνω τις τάσεις του με τη δύναμη του πνεύματος74. Μιλούμε βέβαια για το σώμα του ανθρώπου στην προπτωτική του κατάσταση, ένα σώμα ελαφρύ, διάφανο, σχεδόν πνευματικό75. Στο σώμα αυτό, ανθούσαν οι πνευματικές αισθήσεις76, καθώς «διχῆ μεμέρισται τῶν ὄντων ἡ φύσις εἴς τε τὸ νοητὸν καὶ τὸ αἰσθητὸν διαιρουμένη»77. Είναι ο «ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς»78, η «ἀκοή τῆς καρδίας»79, η «ἀφή τῆς ψυχῆς»80, η «ὀσφραντική αἴσθησις»81, αισθήσεις που υφίστανται «κεχωρισμένως» από τις σωματικές, χαρακτηρίζονται δε ως «θειότεραι»82 αυτών, ενώ διεγείρονται και δραστηριοποιούνται για την ανάκραση με τη Θεότητα83. Τα πάθη που βίωνε ο προπτωτικός άνθρωπος δια των πνευματικών αυτών αισθήσεων, ήταν πνευματικά, Αὐτόθι, PG 44, 772A Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 61‐63. 75Το ίδιο αυτό σώμα, άφθαρτο, λεπτό, ανωφερές, φωτεινό και αέριο, χωρίς ορμές, μετασχηματισμένο πνευματικά, ανταποκρινόμενο στην παραδείσια κατάσταση είναι το σώμα που αναμένεται κατά τον άγιο Γρηγόριο να αποκτήσει ο άνθρωπος μετά την ανάσταση. Στο σημείο αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, η πρωτολογία συμπίπτει με την εσχατολογία. Βλ. Μαρά Αναστάσιου, Η εσχατολογία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ, 2002, σελ. 159‐160 76 Κατά τη σχετική θεολογική θεώρηση του αγίου Γρηγορίου, όλες οι πνευματικές αισθήσεις, διεγερθείσες και αναχθείσες στο επίπεδο της θεωρίας, περιγράφουν, αντίθετα προς τη διασπορά που χαρακτηρίζει τις σωματικές αισθήσεις, μια κοινή δραστηριότητα της ψυχής, αυτή της ανακράσεως με τη Θεότητα Πρβλ. Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ. 228‐230 77 Κατά Εὐνομίου ἀντιρρητικός λόγος, PG 45, 1101D. Η διδασκαλία περί των πνευματικών αισθήσεων, συνδέεται άμεσα με την ανθρωπολογία του επισκόπου Νύσσης, και αποτελεί σύμφωνα με ερευνητές καινοτομία του ιερού πατρός Πρβλ. Αντ. Βαρκιντζόγλου, Η μυστική θεολογία και η έκφραση αυτής διά της αντιθετικής ορολογίας του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Αθήνα 2003, σελ. 61 78 Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 388B 79 Αὐτόθι, PG 44, 380A 80 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 780D 81 Αὐτόθι, PG 44, 821C 82 Αὐτόθι, PG 44, 780C 83 Βλ. J. Daniélou, Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Edition Montaigne, Paris, 1954, σελ. 228 73 74
20
ανεπίληπτα και απαθή, γεμάτα από το δυναμισμό του πνεύματος, πάθη που εμπλούτιζαν με την ορμή τους τη βίωση της απάθειας. Για τα πάθη αυτά ομιλεί ο άγιος Γρηγόριος στο Λόγο του «Εἰς τοὺς κοιμηθέντας», αποδίδοντάς τα στον αναστοιχειωμένο, μετά την ανάσταση των νεκρών, άνθρωπο. Όμως η πάγια θέση του πατρός, ότι, «οὐδὲ γὰρ ἄλλο τι ἐστιν ἡ ἀνάστασις͵ εἰ μὴ πάντως ἡ εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀποκατάστασις»84, μας επιτρέπει την αναγωγή αυτών και στην προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου. Πρόκειται για παράγωγα πάθη του επιθυμητικού, που αναφέρονται στην άϋλη μετουσία των αγαθών: είναι η «ὄρεξις πρὸς τὸ μόνον ὀρεκτόν τε καὶ ἐράσμιον», «ὁ ἔρως τοῦ ἀληθινοῦ κάλλους ὁ ἄπαυστος», η «ἐπαινετὴ τῶν τῆς σοφίας θησαυρῶν πλεονεξία», «ἡ καλή τε καὶ ἀγαθὴ φιλοδοξία», «τὸ καλὸν πάθος τῆς ἀπληστίας οὐδέποτε κόρῳ τῶν ὑπερκειμένων πρὸς τὸν ἀγαθὸν πόθον ἐπικοπτόμενον»85. Στους κόλπους της προπτωτικής μακαριότητας, έμπλεως ο άνθρωπος από το δυναμισμό του πνεύματος, ζούσε ένα πάθος απαθές, ανεπίληπτο, πνευματικό. Στο σχολιασμό του Εκκλησιαστή, ο άγιος Γρηγόριος παραφράζει τον Απόστολο Παύλο: «παρὰ τοῦ ἀποστόλου ἠκούσαμεν͵ ὅτι οὐκ ἔστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις͵ ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ ἀπάθεια καὶ μακαριότης»86. Η παραπομπή στον Απόστολο Παύλο είναι από την προς Ρωμαίους επιστολή: «οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις͵ ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν πνεύματι ἁγίῳ»87. Όπως προκύπτει από τη σύγκριση των χωρίων, η «ειρήνη» αντικαθίσταται από την «απάθεια» και η «χαρά» από τη «μακαριότητα». Η παύλεια όμως «ειρήνη» δεν είναι η «νηνεμίη», η αμέτοχη δηλαδή ηρεμία και ψυχική αναλγησία του σοφού, αλλά η εσωτερική πληρότητα και η οντολογική ελευθερία του αγίου, ο οποίος, όπως ο προπτωτικός άνθρωπος, εξευγενίζει τις τάσεις του σώματος και των αισθήσεων, προσδίδοντάς τους ανωφερή προοπτική με τη δυναμικότητα του πάθους του πνεύματος. Η απάθεια του προπτωτικού ανθρώπου επομένως, ομοιάζει με τη θεϊκή απάθεια στο ότι είναι και αυτή, κατά μετοχή, μια δύναμη δημιουργική και εμπλουτιστική. Διαφοροποιείται όμως από την απάθεια του Θεού, καθώς, λόγῳ της κτιστής του φύσης και της ένωσης της ψυχής με το σώμα, ο άνθρωπος καλείται συνεχώς να αγωνιστεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο τάσεις. Δύο τάσεις που οπωσδήποτε υπάρχουν και πριν από την εμπειρία του κακού: τη ροπή για την ηδονή του σώματος και τη ροπή για την ηδονή του πνεύματος88. Η απάθεια επομένως εκφράζει τον ατελείωτο δυναμισμό του ανθρώπου, που αφενός μεν αγωνίζεται και πετυχαίνει αβίαστα να εξισορροπήσει αρμονικά τις εντός του αναφυόμενες τάσεις Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 633C Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 532A 86 Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 696B 87 Ρωμ., ΧΙV, 17 88«διπλῆς γὰρ οὔσης ἐν τῆ ἀνθρωπίνη φύσει τῆς ἡδονῆς, τῆς μὲν ἐν ψυχῆ δι’ ἀπαθείας ἐνεργουμένης, τῆς δὲ διὰ πάθους ἐν σώματι, ἥνπερ ἄν ἐξ ἀμφοτέρων ἡ προαίρεσις ἕληται, αὕτη κατὰ τῆς ἐτέρας τὸ κράτος ἔχει» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων PG 44, 993C 84 85
21
(καθώς η διατάραξη είναι συνεχώς επαπειλούμενη), αφετέρου δε, δεν επιδέχεται την υποδούλωση, τον περιορισμό και την παθητικότητα. Ως δύναμη μαχητική και εμπλουτιστική, η απάθεια συνιστά την πιο υψηλή έκφραση κάθε ελεύθερης υπαρξιακής δομής, τόσο της ανθρώπινης όσο και της αγγελικής. Ταυτίζεται κατά τον άγιο Γρηγόριο με την αρετή, υποδηλώνοντας μια αρμονία εσωτερική89, μια εσωτερική τάξη90, μια διαρκή ανωφερή τάση91. Επίσης ταυτίζεται με την τέλεια ελευθερία αλλά και με την μακαριότητα, την αληθινή μακαριότητα καθώς «ἐν τῆ ἀπαθεία τὸ μακάριον εἶναι οὐκ ἀμφιβάλλεται»92. Μαζί με την απάθεια, που καθιστούσε τον προπτωτικό άνθρωπο «ἀδούλωτο» και «ἀδέσποτο», «αὐτοκρατή», «αὐτεξούσιο», «έλεύθερο» 93, έλαμπαν πάνω του και τον στόλιζαν τα συνοδευτικά αυτής χρώματα: η καθαρότητα94, η παρρησία95, η μακαριότητα96, η κατά πρόσωπο θέα του Θεού97. 3. Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΑΘΕΙΑΣ Βλέποντας όμως ο άγιος Γρηγόριος τη σημερινή κατάσταση του ανθρώπου, αναρωτιέται: «ποῦ γὰρ τῆς ψυχῆς τὸ θεοειδές; Ποῦ δὲ ἡ ἀπάθεια τοῦ σώματος; Ποῦ τῆς ζωῆς τὸ ἀΐδιον; Ὠκύμορον, ἐμπαθές, ἐπίκηρον, πρὸς πᾶσαν παθημάτων ἰδέαν κατά τε σῶμα και ψυχήν ἐπιτήδειον...»98. Πώς είναι δυνατόν ο σημερινός άνθρωπος, το θνητό αυτό και παθητό και πρόσκαιρο ον, να είναι εικόνα της άφθαρτης και καθαρής και αΐδιας φύσεως; Το δράμα ολόκληρης της ανθρωπότητας, οφείλεται στην κακή χρήση από τον άνθρωπο της ελευθερίας του, και συγκεκριμένα στην εκούσια απομάκρυνσή του από το αγαθό. Το κακό, δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν, είναι στέρηση του αγαθού99, οφείλεται «Οὐκοῦν καὶ ὁ τῆς κατὰ ψυχὴν ζωῆς τε καὶ ὑγείας ἐπιμελούμενος ἐπὶ τοῦ μέσου τῆς ἀπαθείας ἑαυτὸν τηρήσει͵ ἀμιγὴς καὶ ἀμέτοχος διαμένων τῆς ἑκατέρωθεν τῇ ἀρετῇ παρακειμένης ἐναντιότητος» Περὶ Παρθενίας, PG 46, 388A 90 Αὐτόθι, PG 46, 389A 91 Αὐτόθι, PG 46, 393D 92 Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 92Β 93 Κατά Εὐνομίου ἀντιρρητικός λόγος, PG 45, 413AB 94 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137B. Πρβλ. Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων PG 44, 961C 95 Εἰς τὴν Προσευχήν, PG 44, 1180Α. Πρβλ. Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 29C 96 Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1197Β 97 Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 29Β 98 Αὐτόθι, PG 45, 24B 99 Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 637C. Αὐτόθι, PG 44, 681C. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 164A. Αὐτόθι, PG 44, 201BC. Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων PG 44, 797A. Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 93B. Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 29D‐ 32B. 89
22
στην απομάκρυνση από το Θεό, «ἐμφύεται πως ἔνδοθεν τῆ προαιρέσει...ὅταν τις ἀπό τοῦ καλοῦ γένηται τῆς ψυχῆς ἀναχώρησις»100. Η λέξη κλειδί για την κατανόηση της πτώσης και του δράματος όλης της ανθρωπότητας είναι η λέξη «προαίρεσις», ένας όρος που απαντάται πάρα πολύ συχνά στα έργα του αγίου Γρηγορίου101. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε φύσει καλός και επομένως η προαίρεση αυτού είλκετο προς το καλό102. Η πτώση του οφείλεται στην εσφαλμένη του κρίση, καθώς απατήθηκε θεωρώντας ως καλό, το «ἐπηνθισμένον τινὶ καλοῦ φαντασίᾳ»103. Τους όρους «ἀκρισία»104 και «ἀβουλία»105, χρησιμοποιεί ο ιερός πατήρ για να δηλώσει τους λόγους της πτώσεως του ανθρώπου: η πρώτη υποδηλώνει την έλλειψη της ικανότητας του ορθώς κρίνειν (κατά συνέπεια η εσφαλμένη κρίση), ενώ η δεύτερη την απερισκεψία, την κακοβουλία, μια αποδυνάμωση της ισχύος του ανθρωπίνου πνεύματος106. Ο άνθρωπος απατήθηκε και αίτιος αυτής της απάτης υπήρξε «ὁ τῆς κακίας σύμβουλος»107, ο οποίος «δελέατος δίκην τῷ τῆς κακίας ἀγκίστρῳ τὴν τοῦ καλοῦ φαντασίαν» περιέπλασε108. Η φαντασίωση δηλαδή του καλού παρουσιάστηκε από το διάβολο δι’ απατηλών μέσων, ως δέλεαρ στο άγκιστρο της κακίας και έτσι κατεμίχθη η κακία στην προαίρεση του ανθρώπου109.
Αὐτόθι, PG 45, 24D Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 328B, πρβλ. Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων PG 44, 796D, επίσης πρβλ. Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 92A. Περὶ Παρθενίας, PG 46, 369C. Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 21A. Ο όρος «προαίρεσις» χρησιμοποιείται παράλληλα με τον όρο «αὐτεξούσιον» (Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 136C. Αὐτόθι, PG 44, 184B. Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 81B), ενώ ενίοτε γίνεται λόγος περί «αὐτεξουσίου προαιρέσεως» ή περί του «αὐτεξουσίου τῆς προαιρέσεως» (Αὐτόθι, PG 46, 24D. Αὐτόθι, PG 46, 57D. Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 524A. Περὶ Παρθενίας, PG 46, 369C). Ο όρος «προαίρεση» δηλώνει καταρχήν ελευθερία εκλογής. Εκφράζει μια κίνηση, μια κλίση, μια ροπή, η οποία τυγχάνει στον άνθρωπο διπλή «ἔνθεν πρὸς σωφροσύνην, ἐκεῖθεν πρὸς τὸ ἀκόλαστον» (Πρβλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1213D), και είναι χαρακτηριστικό της κτιστής και τρεπτής του φύσης (Πρβλ. Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων PG 44, 873D). 102 Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 497Β. 103 Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 60B 104 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 64D‐65A 105 Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1229D. Πρβλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ 104 106Πρβλ.Ηλία Μουτσούλα, Γρηγόριος Νύσσης, Εισαγωγή στη ΒΕΠ, Αθήνα 1996, τόμος 65, σελ. 396 107 Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 60C 108 «ἐπεὶ οὖν τῆς πρὸς τὸ ὄντως ἀγαθὸν ἐπιθυμίας διαψευσθεὶς ὁ νοῦς πρὸς τὸ μὴ ὂν παρηνέχθη͵ δι΄ ἀπάτης τοῦ τῆς κακίας συμβούλου τε καὶ εὑρετοῦ καλὸν ἀναπεισθεὶς εἶναι τὸ τῷ καλῷ ἐναντίον· οὐ γὰρ ἂν ἐνήργησεν ἡ ἀπάτη͵ μὴ δελέατος δίκην τῷ τῆς κακίας ἀγκίστρῳ τῆς τοῦ καλοῦ φαντασίας περιπλασθείσης» Αὐτόθι, PG 45, 60C. 109 «καὶ ὥσπερ ἐπὶ λύχνου τοῦ πυρὸς τῆς θρυαλλίδος περιδεδραγμένου͵ εἴ τις ἀδυνατῶν τῷ φυσήματι σβέσαι τὴν φλόγα ὕδωρ ἐμμίξει τῷ ἐλαίῳ διὰ τῆς ἐπινοίας ταύτης ἀμαυρώσει τὴν φλόγα͵ οὕτως δι΄ ἀπάτης τῇ προαιρέσει τοῦ ἀνθρώπου τὴν κακίαν ἐμμίξας ὁ ἀντικείμενος σβέσιν τινὰ καὶ ἀμαύρωσιν τῆς εὐλογίας ἐποίησεν͵ ἧς ἐπιλειπούσης ἐξ ἀνάγκης τὸ ἀντικείμενον ἀντεισέρχεται» Αὐτόθι, PG 45, 29C. Πρβλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 106 100 101
23
Ο άγιος Γρηγόριος, ομιλεί όμως και για ένα ακόμη αίτιο, το οποίο, σε συνδυασμό με την ακρισία και την αβουλία, απομάκρυνε τον άνθρωπο από το Θεό και τον οδήγησε στην πτώση. Ο άνθρωπος απατήθηκε και έπεσε, παρήκουσε, γιατί δεν είχε αποκτήσει ακόμα σταθερότητα στο αγαθό: «η ανθρώπινη φύση έγινε απεικόνισμα του αληθινού φωτός, στίλβοντας μακριά από τις σκοτεινές απεικονίσεις εξαιτίας της ομοιότητας με το αρχέτυπο κάλλος. Ο πειρασμός όμως, προκαλώντας με απάτη τον καύσωνα που φλογίζει, πρόλαβε τρυφερό ακόμα και χωρίς ρίζα το πρώτο φύτρο. Και πριν αποκτήσει σταθερότητα στο αγαθό και πριν προλάβει με τις φροντίδες της καλλιέργειας να δώσει την ευκαιρία στις ρίζες να εισχωρήσουν στο βάθος, ευθύς, αποξηραίνοντας με την παρακοή το θαλερό και ωραίο πρόσωπο, το έκαψε και το μαύρισε»110. Ο άνθρωπος τυγχάνει μεθόριος111 της νοητής και της αισθητής φύσεως, γεγονός, που όπως είδαμε, δημιουργεί μέσα του δύο αντίρροπες τάσεις, τη ροπή προς τα του πνεύματος και τη ροπή προς τα του σώματος. Όσο ο προπτωτικός άνθρωπος διατηρούσε την ισορροπία ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις, εξευγενίζοντας την δεύτερη, στρέφοντάς την προς τα άνω με τη δύναμη της πρώτης, διαφυλασσόταν εντός της χάριτος του Παραδείσου. Η απώλεια αυτής της ισορροπίας, και η επικράτηση της ροπής προς τα αισθητά σε βάρος της ορμής προς τα πνευματικά (λόγω εξαπάτησης, αβουλίας, ακρισίας, έλλειψης σταθερότητας στο αγαθό), είχε ως επακόλουθο την πτώση. Οι πνευματικές αισθήσεις νεκρώθηκαν, ενώ όλος ο δυναμισμός των πνευματικών παθών, που εμπλούτιζαν και συντηρούσαν την απάθεια, ‐ο έρωτας του αληθινού κάλλους, η επαινετή πλεονεξία, η καλή και αγαθή φιλοδοξία, το καλόν πάθος της απληστίας‐, χάθηκε με την πτώση. Την ίδια στιγμή, η άλογος αίσθησις ‐ένα στοιχείο ξένο για τον προπτωτικό άνθρωπο, που ο νους του καθρέπτιζε το Θεό‐, κατέστη πλέον το επισφαλές κριτήριο του καλού112. Φυσικό επακόλουθο της πτώσης του ανθρώπου113, υπήρξε η απώλεια των δώρων, με τα οποία αυτός κοσμούνταν στην προπτωτική του κατάσταση. Ο άνθρωπος εξέπεσε από την υπερφυσική ζωή και στερήθηκε τα δώρα της παρρησίας (τη θέση της πήρε η αισχύνη), της αφθαρσίας (τη θέση της πήρε η θνητότητα) και της μακαριότητας (τη θέση της πήρε ο πόνος και η δυστυχία). Αυτό όμως που κυρίως έχασε ο άνθρωπος με την πτώση, ήταν η ιδιότητα της απάθειας, που τον καθιστούσε απαθή, αυτεξούσιο, μη υποταγμένο σε καμμία Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 793B Ο όρος «μεθόριος», στην ανθρωπολογία του αγίου Γρηγορίου, εμφαίνει την εναρμόνιση στην ανθρώπινη φύση πνευματικού και υλικού κόσμου, των δύο αυτών αντιτιθέμενων στοιχείων. Πρβλ. Φειδά Β., «Γρηγόριος Νύσσης», ΕΠΛΜ 19 (1985), 248‐249. Επίσης βλ.Daniélou J., L’ être et le temps chez Grégoire de Nysse, Leiden, E.J. Brill, 1970, σελ. 106 112 «τὴν δὲ ἄλογον αἴσθησιν τοῦ καλοῦ κριτήριον παρὰ τὴν πρώτην ποιούμενοι συντρεφόμεθα τῇ κατ’ ἀρχάς ἐγγιγνομένῃ περὶ τῶν ὄντων κρίσει καὶ τούτου χάριν δυσαποσπάστως ἔχομεν τῶν τῇ αἰσθήσει νομισθέντων εἶναι καλῶν, ἑαυτοῖς τὴν περὶ ταῦτα σχέσιν τῇ συντροφίᾳ ποιήσαντες» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 733CD. 113 Αξίζει να σημειωθεί ότι σε κανένα σημείο του έργου του Αγίου Γρηγορίου δεν παρουσιάζεται η πτώση ως επανάσταση και αντίδραση συνειδητή και ηθελημένη κατά του Θεού. 110 111
24
ανάγκη114, την οποία αντάλλαξε με το δηλητήριο της ηδονής των παθών της κακίας: «διά τινος ἡδονῆς οἷόν τι δηλητήριον μέλιτι παραρτυθὲν τῇ φύσει τὸ κακὸν καταμίξαντες͵ καὶ διὰ τοῦτο τῆς κατὰ τὸ ἀπαθὲς νοουμένης μακαριότητος ἐκπεσόντες͵ πρὸς τὴν κακίαν μετεμορφώθημεν»115. Αμέσως μετά την πτώση, ο άνθρωπος περιβλήθηκε τους «δερμάτινους χιτώνες», με τους οποίους υποδηλώνεται η σωματικότητα με την σημερινή μορφή καθώς και όλα τα επακόλουθά της, με πρώτο την είσοδο του πάθους, ως στοιχείου πλέον κτηνώδους και άλογου στην ανθρώπινη φύση116. Στην ερμηνεία «Εἰς τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων», η νύμφη του άσματος ομολογεί, ότι επειδή «τὸν ἀμπελῶνα τὸν ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα»117, «κατεμελάνθην τῶ πένθει, τῆς γὰρ καθαρότητος ἐκπεσοῦσα, τὸ ζοφῶδες εἶδος ἐνεδυσάμην, τοιοῦτος γὰρ τῷ εἴδει ὁ χιτὼν ὁ δερμάτινος»118. Ο άνθρωπος χάνει την ισορροπία του, το πάθος και η ροπή προς τα πνευματικά αποδυναμώνεται, ενώ η ροπή για τα κατ’ αίσθησιν επικρατεί119. Η εμπειρία του κακού μετέτρεψε τη ροπή και το πάθος για τα υλικά, σε πάθος κατά κακίαν120. Ο ιερός πατήρ παρουσιάζει με τα μελανότερα χρώματα τις δραματικές για την ανθρώπινη φύση συνέπειες της πτώσεως και της εισόδου των παθών121. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος παραλληλίζεται δια την αλογία του με τα «ἐν τῶ μύλωνι ζῶα»122. Όπως εκείνα έχουν καλυμμένους τους οφθαλμούς τους και στρέφονται συνεχώς γύρω από τον εαυτό τους, έτσι πράττει και ο «τὸν ἐμπαθῆ καὶ ἐπίκηρον «εἰκὼν ἦν καὶ ὁμοίωμα͵ καθὼς εἴρηται͵ τῆς πάντων τῶν ὄντων βασιλευούσης δυνάμεως καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἐν τῷ αὐτεξουσίῳ τῆς πρὸς τὸν ἐξουσιάζοντα πάντων εἶχε τὴν ὁμοιότητα͵ οὐδεμιᾷ τινι τῶν ἔξωθεν ἀνάγκῃ δεδουλωμένος͵ ἀλλὰ τῇ γνώμῃ τῇ ἰδίᾳ πρὸς τὸ δοκοῦν διοικούμενος καὶ τὸ ἀρέσκον αὐτῷ κατ΄ ἐξουσίαν αἱρούμενος» Περὶ Παρθενίας, PG 46, 369C 115 Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 33B 116 Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 112‐113 117Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 800C 118 Αὐτόθι, PG 44, 800D 119 «οἷόν τινι ἥλω πρὸς τὰ ἡδέα τοῦ βίου τῆ αἰσθητικῆ δυνάμει προσκολλωμένη, δυσαποσπάστως ἔχει τούτων» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1297A 120 Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 115 121 «τὸ ὑψηλὸν τεταπείνωται, τὸ κατ’εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου γενόμενον ἀπεγεώθη, τὸ βασιλεύειν τεταγμένον κατεδουλώθη, τὸ εἰς ἀθανασίαν κτισθέν κατεφθάρη θανάτῳ, τὸ ἐν τρυφῇ τοῦ παραδείσου διάγον, εἰς τὸ νοσῶδες καὶ ἐπίπονον τοῦτο μετῳκίσθη χωρίον. Τὸ τῇ ἀπαθείᾳ σύντροφον, τὸν ἐμπαθῆ καὶ ἐπίκηρον ἀντηλλάξατο βίον. Τὸ ἀδέσποτον τε καὶ αὐτεξούσιον, νῦν ὑπό τοιούτων καὶ τοσούτων κακῶν κυριεύεται, ὡς μηδὲ ῥάδιον εἶναι τοὺς τυράννους ἡμῶν ἀπαριθμήσασθαι. Ἔκαστον γὰρ τῶν ἐν ἡμῖν παθῶν, ὅταν ἐπικρατήση, δεσπότης τοῦ δουλωθέντος γίνεται. Και καθάπερ τις τύραννος καταλαβὼν τῆς ψυχῆς τὴν ἀκρόπολιν δι αὐτῶν τῶν ὑποχειρίων κακοῖ τὸ ὑπήκοον, ὑπηρέται τοῖς ἡμετέροις λογισμοῖς πρὸς τὸ δοκοῦν ἑαυτῷ καταχρώμενος. Οὕτως ὁ θυμός, οὕτως ὁ φόβος, ἡ δειλία, τὸ θράσος, τὸ κατὰ λύπην τε καὶ τὸ καθ’ἡδονὴν πάθος, μῖσος, ἔρις, ἀνέλεος, ἀπήνεια, φθόνος, κολακεία, μνησικακία,τε καὶ ἀναλγησία καὶ πάντα τὰ κατὰ τὸ ἐνάντιον ἐν ἡμῖν νοούμενα πάθη, τυράννων ἐστί τινων καὶ δεσποτῶν ἀπαρίθμησις, τῶν πρὸς τὸ ἴδιον κράτος τὴν ψυχὴν οἷόν τινα δορυάλωτον καταδουλούντων» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1228AC 122 Ἐπιτάφιος Λόγος εἰς Πλακίλλαν βασίλισσαν, PG 46, 888D 114
25
τοῦτον βίον»123 ζων άνθρωπος. Τα μάτια ανοίγουν, βλέπουν την απάτη του πάθους, που τα υπνωτίζει και τα σκεπάζει με το ζοφερό του σκότος. Μια παθητική θλίψη κυριεύει τον άνθρωπο, μια θλίψη που «μιμεῖται τὰ πάντα τὴν τοῦ θανάτου κατήφειαν»124. Απόλυτη απάθεια πλέον, δια της πλήρους εκρίζωσης των παθών, δεν είναι δυνατόν να κατορθωθεί μετά την πτώση, ως κατάσταση πέραν των ορίων και των δυνατοτήτων της φθαρτής ανθρώπινης φύσης125, εφόσον αυτή συνοδεύεται πλέον αχώριστα από τα (αδιάβλητα και διαβλητά) πάθη και τη θνητότητα. Ο Κύριος μακαρίζει «όχι όσους ζουν έξω από το πάθος (γιατί δεν είναι δυνατόν να κατορθωθεί ο απόλυτα άϋλος και απαθής βίος μέσα στη ζωή της ύλης)...δε νομοθετεί την απόλυτη απάθεια για την ανθρώπινη φύση... γιατί κάτι τέτοιο είναι σα να υποχρεώνει κάποιος τα υδρόβια να ζήσουν μέσα στον αέρα ή μέσα στο νερό όσα ζουν στον αέρα. Ποιος μπορεί να φτάσει στην ακινησία προς την επιθυμία δεμένος στο ζυγό της σάρκας και του αίματος;»126. Δεν είναι επομένως η εκρίζωση και αποβολή των παθών από την ανθρώπινη φύση το ευκταίο ζητούμενο. Για το μεταπτωτικό άνθρωπο, η απάθεια συνιστά το μακρινό κατόρθωμα ενός αγώνα για τη μεταποίηση των αρνητικών αλόγων παθών, σε στοιχεία θετικά, που υπηρετούν τους σκοπούς της λογικής. Η απάθεια, στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου, δεν έχει χαρακτήρα αρνητικό, δε συνίσταται ουδόλως σε μια εξαφάνιση γενικά των παθών, ούτε αποσκοπεί σε μια απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα, όπως κάποιες «ασκήσεις» φιλοσοφικών σχολών. Σε αντίθεση με τους στωικούς, οι οποίοι καταδίκαζαν συλλήβδην τα πάθη με βάση την πεποίθησή τους ότι συνιστούν ψυχικές ασθένειες, κατά τον άγιο Γρηγόριο, τα πάθη θα πρέπει από στοιχεία που παραχαράσσουν την ανθρώπινη φύση, να μεταμορφωθούν σε θετικές αναπότρεπτες εκδηλώσεις της ανθρώπινης ψυχοσωματικής ενότητας. Η δε απάθεια, προϊόν ασκητικού αγώνα, συνοδεύεται από την εσωτερική γαλήνη και την καθαρή ηδονή που προσφέρει στον άνθρωπο η απαλλαγή από τα διαβρωτικά και τυραννικά πάθη της κακίας127. Εκείνο όμως που συμβάλλει περισσότερο από κάθε τι άλλο στο να κατανοήσουμε την αληθινή φύση της απάθειας μεταπτωτικά, είναι η συχνά επαναλαμβανόμενη θέση ότι αυτή δε συνιστά παρά μετοχή στην απαθή ζωή του Ιησού Χριστού: «τὸ δὲ καθαρεῦον πάσης ἐμπαθοῦς διαθέσεως πρὸς τὸν ἀρχηγὸν τῆς ἀπαθείας βλέπει͵ ὅς ἐστιν ὁ Χριστός͵ ἐξ οὗ καθάπερ ἐκ καθαρᾶς καὶ ἀφθάρτου πηγῆς ἀρυόμενός τις εἰς ἑαυτὸν τὰ νοήματα τοιαύτην ἑαυτῷ πρὸς τὸ πρωτότυπον δείξει τὴν ὁμοιότητα...μία γὰρ τῇ φύσει ἡ καθαρότης ἥ τε ἐν τῷ Χριστῷ καὶ ἡ ἐν τῷ μετέχοντι θεωρουμένη͵ ἀλλ΄ ὁ μὲν πηγάζει͵ ὁ δὲ Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1228B Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων PG 44, 869B 125 «Οὐ γὰρ καθόλου τὴν ἀπάθειαν νομοθετεῖ τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει· οὐδὲ γὰρ δικαίου νομοθέτου τὸ ταῦτα κελεύειν͵ ὅσα ἡ φύσις οὐ δέχεται» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1216A 126 Αὐτόθι, PG 44, 1213D‐1216C 127 Βλ. Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων PG 44, 993C. Πρβλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 164 123 124
26
μετέχων ἀρύεται͵ μετάγων ἐπὶ τὸν βίον τὸ ἐν τοῖς νοήμασι κάλλος»128. Η εικόνα που μας παρουσιάζει το ανωτέρω χωρίο από το έργο του αγίου «Πρὸς Ὀλύμπιον, Περὶ τελειότητος», είναι η εκροή της θείας απαθειας μέσα στην κτίση129. Η απάθεια είναι ο τρόπος ζωής του Χριστού, του αρχηγού της απάθειας, και σε αυτήν την απάθεια δύναται κάθε άνθρωπος να μετάσχει130. Ο αγώνας για απάθεια στη θεολογία και ζωή του αγίου Γρηγορίου, έχει σκοπό να απομακρύνει από την ψυχή κάθε ακανόνιστη και διαστρεβλωμένη τάση, κάθε άλογο και διαβρωτικό στοιχείο, που εμποδίζει την ανάπτυξη και άνθιση της θείας ζωής εντός του ανθρώπου. Η απάθεια συνδέεται αναπόσπαστα με την καθαρότητα131 (απάθεια και καθαρότητα χαρίζουν στον άνθρωπο την δόξα του Αγίου Πνεύματος132), ενώ παράγει όλα τα άνθη, τους βλαστούς και τους καρπούς της πνευματικής ζωής, της οποίας αποτελεί τη ρίζα. Η απάθεια είναι το ποτό των ανθρώπων που ζούσαν στον Παράδεισο133, αλλά και το ποτό του ανθρώπου που διάγει υψηλό (πνευματικό) βίο134. Είναι επίσης, μια αναγωγή στην αγγελική ζωή135, μια ιδιότητα που καθιστά συγγενείς την αγγελική και την ανθρώπινη φύση.
Πρὸς Ὀλύμπιον μοναχόν, Περὶ τελειότητος, PG 46, 284D Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.102 130 «οὐκοῦν ὥσπερ ἡ ἀπαρχὴ τοῦ φυράματος διὰ καθαρότητός τε καὶ ἀπαθείας ᾠκειώθη τῷ ἀληθινῷ Πατρὶ καὶ Θεῷ͵ οὕτω καὶ ἡμεῖς τὸ φύραμα διὰ τῶν ὁμοίων ὁδῶν τῷ Πατρὶ τῆς ἀφθαρσίας κολληθησόμεθα δ ι ὰ τ οῦ μ ι μή σασθα ι͵ κα θὼς ἂ ν ᾖ δ υν ατ όν͵ τ οῦ μ εσί τ ου τὸ ἀπαθές τ ε κ α ὶ ἀ να λλοί ω τον» Πρὸς Ὀλύμπιον μοναχόν, Περὶ τελειότητος, PG 46, 280B. 131 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.104 132«δεκτικὸς δὲ τῆς τοῦ πνεύματος δόξης γενόμενος δι΄ ἀπαθείας καὶ καθαρότητος͵ οὗτός ἐστιν ἡ τελεία περιστερὰ πρὸς ἣν ὁ νυμφίος ὁρᾷ λέγων ὅτι Μία ἐστὶ περιστερά μου» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων PG 44, 1117B 133 Βλ. J. Daniélou, Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Edition Montaigne, Paris, 1954, σελ. 101 134«τροφὴ τοῦ ἀγαθοῦ ἡ σωφροσύνη͵ ἄρτος ἡ σοφία͵ ὄψον ἡ δικαιοσύνη͵ ποτὸν ἡ ἀπάθεια» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 696A. 135«ὁ γὰρ τῆς ἀπαθείας χαρακτὴρ ὁμοίως ἐπιλάμπων αὐτῇ τε καὶ τοῖς ἀγγέλοις εἰς τὴν τῶν ἀσωμάτων αὐτὴν ἄγει συγγένειάν τε καὶ ἀδελφότητα τὴν ἐν σαρκὶ τὸ ἀπαθὲς κατορθώσασαν. διὰ τοῦτό φασι πρὸς αὐτὴν ὅτι Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς͵ ἀδελφὴ ἡμῶν νύμφη͵ κυρίως ἑκατέρῳ τῶν ὀνομάτων σεμνυνομένη· ἀδελφὴ μὲν ἡμετέρα διὰ τὴν τῆς ἀπαθείας συγγένειαν» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων PG 44, 948AB 128 129
27
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΘΗ
1.
Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
α. Η πλατωνική περί της δομής της ψυχής θεωρία Από τους έλληνες φιλοσόφους και εκπροσώπους της θύραθεν παιδείας, εκείνος ο οποίος έθελξε τον άγιο Γρηγόριο136, λόγω της έντονης μυστικής του διάθεσης, εκείνος που προκαλούσε το σεβασμό και την εκτίμηση του ιερού επισκόπου, υπήρξε «ὁ σοφὸς ἐν τοῖς ἔξω Πλάτων»137. Στην πλατωνική φιλοσοφία, μέχρι το «Φαίδωνα», η ψυχή θεωρείται ακόμη ενιαίο ον. Για πρώτη φορά στην Πολιτεία (439 e), η ψυχή διακρίνεται σε τρία μέρη, κατ’ αντιστοιχία προς τις τρεις τάξεις της ιδανικής πολιτείας: σε «λογιστικό» (είναι αυτό με το οποίο σκεφτόμαστε και μαθαίνουμε), σε «επιθυμητικό» (είναι αυτό που ερωτεύεται, πεινά, διψά, ρίχνεται αλόγιστα σε κάθε επιθυμία και είναι επιρρεπές στις απολαύσεις και τις ηδονές) και σε «θυμοειδές» (που είναι η έδρα της οργής και του θυμού). Από τα τρία αυτά μέρη, μόνο στο πρώτο αναγνωρίζει ο αρχαίος φιλόσοφος το δικαίωμα να κυβερνά και να έχει την έγνοια όλης της ψυχής, γιατί αυτό έχει τη σοφία της γνώσης. Από τα άλλα, το μεν θυμοειδές θα πρέπει να είναι υποτακτικός συνεργός και σύμμαχος του λογιστικού, το δε επιθυμητικό θα πρέπει να είναι πλήρως υποταγμένο στον ηγεμόνα νου, καθώς παρουσιάζεται πιο άπληστο για τις σωματικές ηδονές. Οι επιθυμίες δεν αποδίδονται ξεκάθαρα στο σώμα, ούτε και στον καθαρό χώρο της νόησης, αλλά σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο, στο κατώτερο μέρος της ψυχής, που μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για την καλλιέργεια του σωματικού παρά του νοητικού χαρακτήρα του ανθρώπου138. Ο επηρεασμός του αγίου Γρηγορίου από τον Πλάτωνα είναι ένα θέμα που απασχόλησε τη σύγχρονη έρευνα. Ο J.P. Cavarnos, υποστηρίζει ότι ο επίσκοπος Νύσσης, επηρεάστηκε σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό από τον Πλάτωνα τόσο στη σκέψη όσο και στο ύφος, ενώ φαίνεται να επικεντρώνει τις πλατωνικές επιδράσεις στις αντιλήψεις του αγίου Γρηγορίου περί ψυχής. Κατά τον Κ. Σκουτέρη, ο άγιος Γρηγόριος είναι χριστιανός πλατωνιστής, αλλά η έρευνά του δεν είναι απλώς θεολογική ή φιλοσοφική, καθώς ο άγιος χρησιμοποιεί την πλατωνική επιχειρηματολογία για την κατανόηση της χριστιανικής αλήθειας. Ο πλατωνισμός είναι το εργαλείο, το μέσο, όχι ο σκοπός. Παρά το γεγονός ότι σε κάποια επιμέρους προβλήματα χρησιμοποιείται ο πλατωνισμός για την επίλυσή τους, η τελική αναφορά είναι καρπός κοινής βιβλικής τοποθετήσεως και φιλοσοφικής γνώσεως. Βλ. Μαρά Αναστάσιου, Η εσχατολογία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ, 2002, σελ. 24‐25 137 Πρός Ἱέριον, Περὶ τῶν πρό ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, PG 46, 164D 138 Bλ. Παπανούτσου Ευάγγελου, Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, Εκδόσεις Δωδώνη, σελ. 62 136
28
Στο λογιστικό αποδίδεται ένας ρυθμιστικός ρόλος, καθώς πρέπει να κατευθύνει την όλη ανθρώπινη φύση, όχι προς την ικανοποίηση των σωματικών ηδονών –που θα ήταν ό,τι πιο καταστροφικό για την ψυχή‐, αλλά προς την εκπλήρωση ενός καθολικότερου στόχου, την ηθικοπνευματική τελείωση του ανθρώπινου όντος και την ταύτισή του με το άπειρο και αιώνιο στοιχείο του Αγαθού και της Αλήθειας139. Το θυμοειδές και το επιθυμητικό, συναποτελούν το θνητό μέρος της ψυχής, τοποθετήθηκαν δε κατά την πλατωνική άποψη στο στήθος και συγκεκριμένα στο σημείο που καλείται θώρακας. Επειδή όμως η θνητή ψυχή έχει μια καλύτερη και μια χειρότερη πλευρά, χωρίστηκε ο θώρακας στη μέση με την τοποθέτηση ενδιάμεσα του διαφράγματος. Από τη μία λοιπόν πλευρά, το θυμοειδές είναι εκείνο που θεωρείται ότι περιέχει ανδρεία και βρίσκεται επομένως πιο κοντά στο αθάνατο μέρος της ψυχής. Αποτελεί την καλύτερη πλευρά της θνητής ψυχής, καθ’ ότι σκοπός του είναι να ακούει τον ορθό λόγο και να συμπράττει στην χαλιναγώγηση των επιθυμιών140. Από την άλλη πλευρά το επιθυμητικό, το οποίο επιθυμεί τις τροφές, τα ποτά και τις απολαύσεις, εγκαταστάθηκε κάπου ανάμεσα στο διάφραγμα και στο όριο της περιοχής του ομφαλού. Οι θεοί όρισαν αυτό το μέρος για διαμονή έτσι, ώστε να αφήνει απερίσπαστο το άριστο μέρος να σκέφτεται και να αποφασίζει για το κοινό συμφέρον της ψυχής. Αυτό το έκαναν γιατί γνώριζαν ότι το επιθυμητικό μέρος της ψυχής δε θα συνεργαζόταν με το λογιστικό και πως καθημερινά θα παρασυρόταν, λόγω της ορμητικής του διάθεσης, από εικόνες και φαντάσματα. Το επιθυμητικό, δεν περιέχει κανένα ίχνος λογικής, αντίθετα έχει μόνο την αίσθηση του ευχάριστου ή του δυσάρεστου καθώς και επιθυμίες. Αυτό συμβαίνει γιατί βρίσκεται μονίμως σε μια κατάσταση παθητική. Θεωρείται ότι ασκεί μεγάλη δύναμη στην ψυχή του καθενός και ότι από τη φύση του είναι αχόρταγο. Αποτελεί δηλαδή τη χειρότερη πλευρά της θνητής ψυχής141. Στο «Φαίδρο» (246 a κ.π., 253 c κ.π.), η ανθρώπινη ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη, τα οποία λαμβάνουν το όνομα του πόθου. Πόθος δε ίσον επιθυμία (για το «ἐπιθυμητικόν»), πόθος ίσον θυμός (για το θυμοειδές) και πόθος ίσον νους‐λόγος (για το λογιστικόν). Ο Πλάτων παρομοιάζει την ανθρώπινη ψυχή με ένα άρμα, του οποίου ο ηνίοχος συμβολίζει το νου ενώ από τις δύο άλλες δυνάμεις, η μεν επιθυμία αντιπροσωπεύεται από ένα άγριο άλογο, ο δε θυμός από ένα άλογο ευγενικό. Το άγριο άλογο, παριστάνει τις φυσικές επιθυμίες (φύλο, τροφή, νερό κλπ). Το ευγενικό άλογο αντιπροσωπεύει τις συναισθηματικές εκδηλώσεις: είναι ο χώρος του θυμού. Τέλος ο λόγος (νους), ως ηνίοχος του άρματος της ψυχής, συνδέεται με έναν τρόπο πολύ στενό με τις δύο ανορθολογικές δυνάμεις. Πρβλ. Καζά Πηνελόπης, Η θεωρία της ηδονής στον Πλάτωνα, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 64. Ο Πλάτωνας πιστεύει ακράδαντα σε αυτήν τη συνεργασία λογιστικού‐θυμοειδούς, γιατί θεωρεί πως το θυμοειδές από τη φύση του είναι φιλόνικο και γι’ αυτό τοποθετήθηκε ανάμεσα στο διάφραγμα και το λαιμό, για να ακούει τη φωνή του λογιστικού και μαζί να εξουσιάζουν τις επιθυμίες. 141Πρβλ.Μπούρα Γιαννούλας, Η πορεία της ψυχής από τον Όμηρο μέχρι τον Πλάτωνα (διπλωματική εργασία), Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 38‐39 139 140
29
Η διάκριση σε άγριο και ευγενικό άλογο, υποδηλώνει ότι υπάρχουν δύο ειδών πάθη: το άγριο και το ευγενές. Το άγριο άλογο (επιθυμητικό) είναι αυτό που δύσκολα υποτάσσεται, ενώ το ευγενές (θυμοειδές) συνεργάζεται με το λόγο. Η αποστολή του οδηγού του άρματος (του νου) δεν είναι εύκολη, καθώς οι τάσεις της ψυχής που αντιπροσωπεύονται από το άγριο πάθος είναι ισχυρές και δύσκολα πειθαρχούν142. β. Η ουσία και τα δομικά συστατικά της ψυχής Στο «Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως» έργο του αγίου Γρηγορίου (που συχνά συγκρίνεται με τον Πλατωνικό διάλογο «Φαίδων»), η οσία Μακρίνα, ευρισκόμενη σε ασκητήριο του Πόντου, μια ημέρα πριν την κοίμησή της143 (φθινόπωρο του 379 μ.Χ.), συζητώντας με τον αδελφό της Γρηγόριο περί ψυχής, εισηγείται μία κάπως παράδοξη περί της δομής της ψυχής θεωρία. Θεμέλιο για την οικοδόμηση της διδασκαλίας της, αποτελεί η δημιουργία του ανθρώπου κατ’ εικόνα Θεού και ως εκ τούτου, η συνακόλουθη ομοίωση της ανθρώπινης ψυχής με το Θεό. Με εφαλτήριο την κατ’ εικόνα Θεού ανθρώπινη δημιουργία και ἐπί σκοπῷ να υποστηρίξει το «ενιαίο και ασύνθετο» της ψυχής, την απλότητα δηλαδή και κατ’ επέκταση την αθανασία της144, η οσία Μακρίνα προτρέπει τον αδελφό της, να εγκαταλείψει την τριμερή πλατωνική διάκριση σε λογιστικό, επιθυμητικό και θυμοειδές: «παρέντες τὸ Πλατωνικὸν ἅρμα͵ καὶ τὴν ὑπεζευγμένην αὐτῷ ξυνωρίδα τῶν πώλων͵ οὐχ ὁμοίως ταῖς ὁρμαῖς πρὸς ἀλλήλους ἐχόντων͵ καὶ τὸν ὑπὲρ τούτων ἡνίοχον»145. Ας παραμερίσουμε, λέγει, το πλατωνικό άρμα και την υποζευγμένη σε αυτό δυάδα ίππων, με τις διαφορετικές τους ορμές και τον πάνω από αυτούς ηνίοχο. Εφόσον το παθητικό στοιχείο απουσιάζει από τη φύση της Θεότητας, συνακόλουθη είναι λογικά η μη συμπερίληψη του στοιχείου αυτού στην ουσία της κατ’ εικόνα Θεού δομημένης ανθρώπινης ψυχής, καθώς, «πᾶν ὅ ἀλλότριόν ἐστι Θεοῦ», βρίσκεται «ἐκτός τοῦ ὅρου τῆς ψυχῆς»146. Για να εξετάσει κανείς την ψυχή του ανθρώπου, θα πρέπει, κατά την οσία Μακρίνα, να παραμερίσει τα λεγόμενα της φιλοσοφίας, και να δει τι λέει ο δογματικός κανόνας της θεοπνεύστου αγίας Γραφής147, που θέλει την ψυχή, εικόνα του Θεού. Εφόσον το θεϊκό πρωτότυπο είναι απαθές, αφού δεν υφίστανται σε αυτό
Βλ. Καραγιάννη Γεώργιου, Ο παιδαγωγικός έρως στην αρχαία Ελλάδα (το ιερό μένος της αρετής και η καταδίκη των σαρκικών παθών), Θεσ/νίκη 2003, σελ. 213 143 Quasten J., Patrology, Vol. III, Westminster/Maryland:Christian Classics Inc. 1983, σελ. 261 144 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 48B 145 Αὐτόθι, PG 46, 49C 146 Αὐτόθι, PG 46, 52Α 147 «ἡμεῖς δὲ τῆς ἐξουσίας ἄμοιροι ταύτης ἐσμὲν͵ τῆς λέγειν φημὶ ἅπερ βουλόμεθα͵ κανόνι παντὸς δόγματος καὶ νόμῳ κεχρημένοι τῇ ἁγίᾳ Γραφῇ· ἀναγκαίως πρὸς ταύτην βλέποντες͵ τοῦτο δεχόμεθα μόνον͵ ὅ͵ τι περ ἂν ᾖ συμφωνοῦν τῷ τῶν γεγραμμένων σκοπῷ» Αὐτόθι, PG 46, 49C 142
30
πάθη θυμού ή επιθυμίας, εξάγεται το συμπέρασμα ότι τα παθητικά αυτά στοιχεία απουσίαζαν από την αρχική δομή της ανθρώπινης ψυχής. Η οσία Μακρίνα προϋποθέτει στο συλλογισμό της την ψυχή στην αρχική, την κατ’εικόνα Θεού κατασκευή της. Έτσι τη συλλαμβάνει ως μία, ενιαία, νοερά, απλή, λογική και ασύνθετη μονάδα που δεν υπόκειται σε διαιρέσεις. Είναι «οὐσία γεννητὴ͵ οὐσία ζῶσα͵ νοερὰ»148, διαφορετική της σωματικής παχυμέρειας149, άυλη, ασώματη150, μία και αδιαίρετη: «ἀληθής τε καὶ τελεία ψυχὴ μία τῇ φύσει ἐστίν, ἡ νοερά τε καὶ ἄυλος»151. Το ιδιάζον χαρακτηριστικό του ανθρώπου, αυτό που τον ορίζει, τον ξεχωρίζει, και συνιστά την ουσία της ψυχής του, είναι το λογικό. Εξαιτίας όμως της ένωσής της με το σώμα, η ψυχή προσλαμβάνει πρόσθετα στοιχεία στη δομή της152. Όταν ιδωθεί στην ενωμένη με το υλικό σώμα κατάστασή της, η θεώρηση της ψυχής ως αδιαίρετης μονάδας, ως «ἐν τῷ νοερῷ τε καὶ λογικῷ τὸ τέλειον ἐχούσης»153, δεν είναι πλέον αρκετή για να αποτυπώσει τη δομή της154. Η λογική δύναμη, για να μπορέσει να συνδεθεί με τη σωματική ζωή, χρειάζεται τις σωματικές αισθήσεις155, δια των οποίων προσλαμβάνει στοιχεία και χαρακτηριστικά που είναι παρμένα από τη φύση των αλόγων156. Είναι το επιθυμητικό και το θυμοειδές, τα οποία έχουν σχέση με την ψυχή, είναι κινήματά της, άνευ των οποίων δε μπορεί να θεωρηθεί η ανθρώπινη φύση157, πλην όμως δεν ανήκουν στην ουσία της158. Οι ορισμοί, του μεν θυμού ως ζέσεως του αίματος της καρδιάς, της δε επιθυμίας ως πόθου ηδονικής απολαύσεως, ούτε συμπίπτουν ούτε έχουν καμία σχέση με τον ορισμό της ψυχής159. Πρόκειται για στοιχεία που δε ταυτίζονται ακριβώς με την ψυχή. Θεωρούνται «περὶ τὴν ψυχήν», όχι ως μέρη αλλά ως «μυρμηκίαι» αυτής: «Ἃ πάντα καὶ περὶ τὴν ψυχήν ἐστι͵ καὶ ψυχὴ οὐκ ἔστιν͵ ἀλλ΄ οἷον μυρμηκίαι τινὲς τοῦ διανοητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς ἐκφυόμεναι. Ἃ μέρη μὲν αὐτῆς εἶναι διὰ τὸ προσπεφυκέναι νομίζεται͵ οὐ μὴν ἐκεῖνό εἰσιν͵ ὅπερ ἐστὶν ἡ ψυχὴ κατ΄ οὐσίαν»160. Αὐτόθι, PG 46, 29B Αὐτόθι, PG 46, 28C 150 Αὐτόθι, PG 46, 29A 151 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 176B 152 Βλ. Cherniss H. F., The platonism of Gregory of Nyssa, Burt Franklin, New York, 1971, σελ.15 153 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 176D‐177A 154 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.70 155 Βλ. Cherniss H. F., The platonism of Gregory of Nyssa, Burt Franklin, New York, 1971, σελ.19 156 ««οὐκ ἔστιν ἄλλως τὴν λογικὴν δύναμιν ἐγγενέσθαι τῇ σωματικῇ ζωῇ͵ μὴ διὰ τῶν αἰσθήσεων ἐγγινομένην· ἡ δὲ αἴσθησις ἐν τῇ τῶν ἀλόγων προϋπέστη φύσει· ὡς ἀναγκαίως διὰ τοῦ ἑνὸς καὶ πρὸς τὰ συνημμένα τούτων γίνεται τῆς ψυχῆς ἡμῶν ἡ κοινωνία» Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 60D‐61A 157 «ὧν ἄνευ οὐκ ἔστιν ἀνθρωπίνην θεωρηθῆναι φύσιν» Αὐτόθι, PG 46, 57C 158 «Ἃ μέρη μὲν αὐτῆς εἶναι διὰ τὸ προσπεφυκέναι νομίζεται͵ οὐ μὴν ἐκεῖνό εἰσιν͵ ὅπερ ἐστὶν ἡ ψυχὴ κατ΄ οὐσίαν» Αὐτόθι, PG 46, 56C 159 Αὐτόθι, PG 46, 56A 160 Αὐτόθι, PG 46, 56C 148 149
31
Στην σύλληψή του αυτή ο άγιος βοηθείται από πλατωνικό μύθο του θαλάσσιου Γλαύκου, η φύση του οποίου σκεπάστηκε με όστρακα, φύκια και πέτρες: «τεθεάμεθα μέντοι διακείμενον αὐτό͵ ὥσπερ οἱ τὸν θαλάττιον Γλαῦκον ὁρῶντες οὐκ ἂν ἔτι ῥᾳδίως αὐτοῦ ἴδοιεν τὴν ἀρχαίαν φύσιν...προσπεφυκέναι͵ ὄστρεά τε καὶ φυκία καὶ πέτρας͵ ὥστε παντὶ μᾶλλον θηρίῳ ἐοικέναι ἢ οἷος ἦν φύσει»161. H σύνδεση μεταξύ των δύο ανωτέρω κειμένων είναι προφανής: ο άγιος Γρηγόριος θεωρεί το επιθυμητικό και το θυμοειδές όχι ως μέρη, αλλά ως προσθήκες, ως μυρμηγκιές και επιστρώματα, που επικάλυψαν τη μία, ενιαία και αδιαίρετη, νοερά και λογική, κατ’εικόνα Θεού πλασμένη στην αρχική κατασκευή της ανθρώπινη ψυχή. Τα πάθη που προκαλούν το σώμα και οι αισθήσεις διακρίνονται από την ψυχή, όπως διαφοροποιούνται από την φύση του πλατωνικού μυθολογικού Γλαύκωνα, τα επικαθίσαντα επί του αγάλματος αυτού ποικίλα θαλάσσια φυτά. Οι δυνάμεις της επιθυμίας και του θυμού χαρακτηρίζονται επίσης ως νόθα σπέρματα, τα οποία εσπάρησαν από τον επουράνιο γεωργό, ώστε η γη‐καρδιά, δια του λογικού (της φυσικής‐γνήσιας δύναμης της ψυχής), άλλα να τα ξηράνει και άλλα να τα βοηθήσει να βλαστήσουν162. Τοποθετήθηκαν μάλιστα, όχι ακριβώς στην ψυχή (στην ουσία της), αλλά «ἐν μεθορίῳ τῆς ψυχῆς»163, σε ένα οριακό δηλαδή νοητό σημείο ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα164. Από αυτή τη «μεθόριο» γραμμή, «ρέπουν» ως «κινήματα» είτε προς το «καλόν» είτε προς το «ἐνάντιον», ανάλογα με το πώς θα χρησιμοποιηθούν165. Εφόσον η λογική μας, ως το εξαιρετικό προσόν της ανθρώπινης φύσης, κυριαρχεί στις άλογες αυτές ορμές, τότε τα πάθη, οι εκδηλώσεις δηλαδή του επιθυμητικού και του θυμοειδούς, δε θα ενεργούν κατά τρόπο που εξυπηρετεί την κακία‐αλογία, αλλά κατά τρόπο που υπηρετεί τη λογική: ο φόβος θα γεννά υπακοή, ο θυμός ανδρεία, η δειλία ασφάλεια, η δε ορμή της επιθυμίας θα προξενεί την θεία και αγία ηδονή166. Αν όμως τα άλογα κινήματα του επιθυμητικού και του θυμοειδούς
Πολιτεία 611 D Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 65A 163 Αὐτόθι, PG 46, 57C 164 Πρβλ. Cherniss H. F., The platonism of Gregory of Nyssa, Burt Franklin, New York, 1971, σελ. 13 165 «Ὅσα δὲ τῆς ψυχῆς ἐν μεθορίῳ κεῖται πρὸς ἑκάτερον τῶν ἐναντίων ἐπιῤῥεπῶς κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν ἔχοντα· ὧν ἡ ποία χρῆσις͵ ἢ πρὸς τὸ καλὸν ἢ πρὸς τὸ ἐναντίον ἄγει τὴν ἔκβασιν͵ οἷον τὸν θυμὸν͵ ἢ τὸν φόβον͵ ἢ εἴ τι τὸ τοιοῦτον τῶν ἐν τῇ ψυχῇ κινημάτων ἐστὶν͵ ὧν ἄνευ οὐκ ἔστιν ἀνθρωπίνην θεωρηθῆναι φύσιν· ταῦτα ἔξωθεν ἐπιγενέσθαι αὐτῇ λογιζόμεθα͵ διὰ τὸ τῷ ἀρχετύπῳ κάλλει μηδένα τοιοῦτον ἐνθεωρηθῆναι χαρακτῆρα». Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 57C 166 «εἰ μὲν ὁ λόγος͵ ὃ δὴ τῆς φύσεώς ἐστιν ἐξαίρετον͵ τῶν ἔξωθεν ἐπεισκριθέντων τὴν ἡγεμονίαν ἔχοι͵ καθὼς καὶ δι΄ αἰνίγματος ὁ τῆς Γραφῆς παρεδήλωσε λόγος͵ ἄρχειν ἐγκελευόμενος πάντων τῶν ἀλόγων͵ οὐκ ἄν τι πρὸς κακίας ὑπηρεσίαν τῶν τοιούτων κινημάτων ἡμῖν ἐνεργήσειε͵ τοῦ μὲν φόβου τὸ ὑπήκοον ἐμποιοῦντος͵ τοῦ δὲ θυμοῦ τὸ ἀνδρεῖον͵ τῆς δειλίας δὲ τὴν ἀσφάλειαν͵ τῆς δὲ ἐπιθυμητικῆς ὁρμῆς τὴν θείαν τε καὶ ἀκήρατον ἡμῖν ἡδονὴν προξενούσης» Αὐτόθι, PG 46, 61B 161 162
32
επικρατήσουν εις βάρος της κυριαρχίας του νου, τότε ο άνθρωπος μεταβαίνει από το διανοητικό και θεοειδές, στο άλογο και ανόητο167. Παράλληλα, περνώντας από την πλατωνική στην αριστοτελική διαίρεση των ενεργειών της ψυχής168, ο επίσκοπος Νύσσης ομολογεί ότι εκτός από το νοερό και λογικό, η ανθρώπινη φύση περιλαμβάνει ακόμα τη θρεπτική‐αυξητική καθώς και την αισθητική λειτουργία169. Η θρεπτική‐αυξητική και η αισθητική ενέργεια όμως, ιδιότητες των μεν φυτών η πρώτη, των δε άλογων ζώων μαζί με την πρώτη η δεύτερη, συνδέονται άμεσα με το σώμα, και καταχρηστικώς ονομάζονται «ψυχή, καθώς είναι ενέργειες που υπάρχουν και στα άλογα ζώα»170. Μόνο το νοερό‐λογικό, αποτελεί την κυριολεκτικώς ονομαζόμενη ψυχή, την κεφαλή της ψυχής171, εφόσον εκεί εδράζεται «η θεωρητική και κριτική και εποπτική των όντων δύναμη»172, που υπάρχει και στο θεϊκό πρωτότυπο. Η ψυχή όμως χρειάζεται και τη θρεπτική και την αισθητική λειτουργία για να μπορέσει να μείνει σε σώμα και να συγκραθεί με το αισθητό173. Μετά τη διάλυση του σωματικού συγκρίματος, παραμένει ως «ἁπλῆ» καὶ
«Οὕτω καὶ ἐν ἡμῖν εἰ μὴ πρὸς τὸ δέον ἄγοιτο ταῦτα διὰ τοῦ λογισμοῦ͵ ἀλλ΄ ἐπικρατοίη τῆς τοῦ νοῦ δυναστείας τὰ πάθη͵ πρὸς τὸ ἄλογόν τε καὶ ἀνόητον μεταβαίνων ὁ ἄνθρωπος͵ ἀπὸ τοῦ διανοητικοῦ καὶ θεοειδοῦς τῇ ὁρμῇ τῶν τοιούτων παθημάτων ἀποκτηνούμενος. Αὐτόθι, PG 46, 61C‐64A. 168 Πρόκειται για διάκριση που βρίσκουμε στον Αριστοτέλη, ο οποίος ακολουθώντας μερικώς τον Πλάτωνα, παραδέχεται τρία είδη ψυχής, τα οποία εκεί όπου συνδέονται σε μία μόνο ψυχή, αποτελούν τρία μέρη της ψυχής: τη θρεπτική ή φυτική ψυχή, την αισθητική ή ζωική και τη λογική ανθρώπινη ψυχή. Βλ. Παπαβασιλείου Ανδρέα, Χριστιανική ψυχολογία (κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης), Λευκωσία 1995, σελ. 83 169 Σύμφωνα με τη διάκριση αυτή, υπάρχουν, κατά τον άγιο Γρηγόριο, τρεις λειτουργίες στη ζωτική δύναμη του ανθρώπου: α) εκείνη που τρέφεται χωρίς αίσθηση, δηλαδή τη θρεπτική‐ζωτική, β) εκείνη που τρέφεται και αυξάνεται, αλλά στερείται λογικής ενέργειας, δηλαδή την αισθητική και γ) τη λογική και τέλεια η οποία διαπερνά όλη τη δύναμη της ψυχής, ώστε να βρίσκεται και στις άλλες λειτουργίες, βασικά όμως να κυριαρχεί στο νοερό μέρος, Βλ. Λόγος Κατηχητικός PG 45, 40D 170 «Οὕτω τοίνυν καὶ τῆς ψυχῆς ἐν τῷ νοερῷ τε καὶ λογικῷ τὸ τέλειον ἐχούσης͵ πᾶν ὁ μὴ τοῦτό ἐστιν͵ ὁμώνυμον μὲν εἶναι δύναται τῇ ψυχῇ͵ οὐ μὴν καὶ ὄντως ψυχὴ͵ ἀλλά τις ἐνέργεια ζωτικὴ͵ τῇ τῆς ψυχῆς κλήσει συγκεκριμένη. Διὸ καὶ τὴν τῶν ἀλόγων φύσιν͵ ὡς οὐ πόῤῥω τῆς φυσικῆς ταύτης ζωῆς κειμένην͵ ὁμοίως ἔδωκε τῇ χρήσει τοῦ ἀνθρώπου͵ ὁ τὰ καθ΄ ἕκαστον νομοθετήσας͵ ὡς ἀντὶ λαχάνου τοῖς μετέχουσιν εἶναι. Πάντα γὰρ͵ φησὶ͵ τὰ κρέα φάγεσθε͵ ὡς λάχανα χόρτου. Μικρὸν γάρ τι πλεονεκτεῖν δοκεῖ τῇ αἰσθητικῇ ἐνεργείᾳ τοῦ δίχα ταύτης τρεφομένου τε καὶ αὐξανομένου. Παιδευσάτω τοῦτο τοὺς φιλοσάρκους͵ μὴ πολὺ τοῖς κατ΄ αἴσθησιν φαινομένοις προσδραμεῖν τὴν διάνοιαν͵ ἀλλ΄ ἐν τοῖς ψυχικοῖς προτερήμασι προσασχολεῖσθαι͵ ὡς τῆς ἀληθοῦς ψυχῆς ἐν τούτοις θεωρουμένης͵ τῆς δὲ αἰσθήσεως καὶ ἐν τοῖς ἀλόγοις τὸ ἴσον ἐχούσης». Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 176D‐177A 171 «ὥσπερ ἐπὶ τῆς σωματικῆς διαπλάσεως τὸ προέχον τοῦ ὅλου κεφαλὴ ὀνομάζεται͵ οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ψυχῆς τὸ ἡγεμονικόν τε καὶ προτεταγμένον ἀντὶ κεφαλῆς νοεῖται»· Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 681D‐684A. 172 «Φαμὲν γὰρ τῆς ψυχῆς τὴν μὲν θεωρητικήν τε καὶ διακριτικὴν καὶ τῶν ὄντων ἐποπτικὴν δύναμιν οἰκείαν εἶναι καὶ κατὰ φύσιν αὐτὴν͵ καὶ διὰ τῆς θεοειδοῦς χάριτος͵ διὰ τοῦτο σώζειν ἐν αὐτῇ τὴν εἰκόνα. Ἐπεὶ καὶ τὸ Θεῖον͵ ὅ͵ τί ποτε κατὰ τὴν φύσιν ἐστὶν͵ ἐν τούτοις ὁ λογισμὸς εἶναι στοχάζεται» Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 57B 173«τὸ δὲ λογικὸν οὐκ ἂν ἑτέρως γένοιτο ἐν σώματι͵ εἰ μὴ τῷ αἰσθητῷ συγκραθείη» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 145B 167
33
«ἁσύνθετος φύσις»174. Η καθαρή επομένως ενέργεια της ψυχής είναι η λογική, ενώ οι άλλες δύο αριστοτελικές ενέργειες είναι παράπλευρες. Παρά την επιχειρηματολογία υπέρ της απλότητας της ψυχής, ο ιερός πατήρ δεν αποφεύγει, σε άλλα σημεία του έργου του, να κάνει λόγο για το τριμερές σύνθετο αυτής175. Στην Κανονικη Επιστολή του, ενώ στην αρχή επιμένει να χαρακτηρίζει το επιθυμητικό και το θυμοειδές ως στοιχεία «περὶ τὴν ψυχήν» («τρία ἐστὶ τὰ περὶ τὴν ψυχὴν ἡμῶν θεωρούμενα κατὰ τὴν πρώτην διαίρεσιν· τό τε λογικὸν͵ καὶ τὸ ἐπιθυμητικὸν͵ καὶ τὸ θυμοειδές»176), συνεχίζει όμως λέγοντας: «Διὸ προσήκει τὸν μέλλοντα τὴν κατάλληλον θεραπείαν προσάγειν τῷ νενοσηκότι τῆς ψυχῆς μέρει͵ πρότερον μὲν ἐπισκέπτεσθαι ἐν τίνι συνέστη τὸ πάθος»177. Κατόπιν, εξακολουθεί να ·κάνει λόγο για μέρη της ψυχής, διακρίνοντας το λογικό, το επιθυμητικό και το θυμοειδές. Η χρήση της έκφρασης «περὶ τὴν ψυχὴν», είτε σημαίνει την ίδια την ψυχή, είτε σημαίνει σε σχέση με την ψυχή, δεικνύει ότι στη σκέψη του αγίου Γρηγορίου, όσο η ψυχή είναι ενωμένη με το σώμα, πρακτικά το λογικό, το επιθυμητικό και το θυμοειδές μπορούν να θεωρούνται μέρη της178. Στο έργο του «Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως», ο ιερός Γρηγόριος, κάνει λόγο και πάλι για τα τρία μέρη της ψυχής: «τὸ δὲ περὶ τὰς ἡδονὰς πάθος οἱ ἵπποι νοείσθωσαν͵ ἀσχέτῳ τινὶ ὁρμῇ τὸ ἅρμα δι΄ ἑαυτῶν ἐφελκόμενοι͵ ἐν ᾧ οἱ τρεῖς ἐπιβάται͵ οὓς τριστάτας ὀνομάζει ἡ ἱστορία· νοήσεις δὲ τοὺς τρεῖς τούτους πάντως τοὺς φερομένους ὑπὸ τοῦ ἅρματος͵ προδιδαχθεὶς ἐν τῷ κατὰ τοὺς σταθμοὺς καὶ τὴν φλιὰν μυστηρίῳ τὴν τριμερῆ τῆς ψυχῆς διαίρεσιν͵ εἰς τὸ λογιστικὸν καὶ ἐπιθυμητικὸν καὶ θυμοειδὲς ἀναπέμπων τὸ νόημα»179. Πρόκειται για μια ελεύθερη μεταφορά του μύθου του Πλάτωνα180, σύμφωνα με την οποία οι ίπποι στο άρμα είναι τα πάθη των ηδονών ενώ «λυθέντος τοῦ συγκρίματος͵ καὶ εἰς τὰ οἰκεῖα πάλιν ἀναδραμόντος͵ τὴν ἁπλῆν ἐκείνην καὶ ἀσύνθετον φύσιν ἑκάστῳ παρεῖναι τῶν μερῶν͵ καὶ μετὰ τὴν διάλυσιν οἴεσθαι»͵ Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 44D 175 Βλ. Cherniss H. F., The platonism of Gregory of Nyssa, Burt Franklin, New York, 1971, σελ.14 176 Ἐπιστολή κανονική πρός τόν ἐν ἁγίοις Λητόϊον ἐπίσκοπον Μελιτινῆς, PG 45, 224A 177 Αὐτόθι, PG 45, 224Β 178 Βλ. Cherniss H. F., The platonisme of Gregory of Nyssa, Burt Franklin, New York, 1971, σελ. 15 179 Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 361CD 180 Στον πλατωνικό Φαίδρο, η ψυχή παρομοιάζεται με ένα άρμα, όπου ένας ηνίοχος διαφεντεύει δύο φτερωτά άλογα, ένα λευκό και ένα μαύρο (246 a). O αρματηλάτης με τα δύο άλογα, απαρτίζουν ένα σύνθετο αλλά ενιαίο και ζωντανό σύνολο, το οποίο αντιστοιχεί την τριμερή διαίρεση της ψυχής στην «Πολιτεία» και στον «Τίμαιο»: ο ηνίοχος είναι το λογιστικόν μέρος της ψυχής, η κρίση, το λευκό άλογο είναι το θυμοειδές, το θάρρος, ενώ το μαύρο είναι το «ἐπιθυμητικόν», η επιθυμία. Ο ηνίοχος πρέπει να διαφεντεύει δύο άλογα με διαφορετικές ροπές το καθένα, καθώς το ένα αντιτίθεται στο άλλο: το ένα άλογο είναι όμορφο, ήμερο, ευγενικό και καλής ράτσας, ενώ το άλλο έχει ακριβώς τα αντίθετα χαρακτηριστικά. Όσο καιρό τα δύο αυτά άτια δεν παλεύουν μεταξύ τους και επομένως διατηρούν τα φτερά τους, η ψυχή διανύει το ουράνιο στερέωμα, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη διατήρηση της αρμονίας του σύμπαντος και της κοσμικής τάξης (Φαίδρος 246 b‐c). Οι ψυχές των κατώτερων ανθρώπων, δεν καταφέρνουν να ανυψωθούν στον κόσμο των Ιδεών αλλά βιώνουν μια απότομη πτώση στη γήινη πραγματικότητα, λόγω της απειθαρχίας του μαύρου αλόγου και της ανικανότητας του λευκού αλόγου και κυρίως του ηνιόχου να το συγκρατήσουν. Έτσι τα άλογα των ψυχών αυτών χάνουν τα φτερά τους και μαζί με τον ηνίοχό τους, κατακρημνίζονται στη γη. Για να ανακτήσουν τη 174
34
οι τρεις αιγύπτιοι αναβάτες προσωποποιούν τα τρία μέρη της ψυχής, που οδηγούνται στην καταστροφή από τους ίππους των ηδονών181. Στο έργο του αγίου «Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν», ο θυμός και η επιθυμία προσδιορίζονται ως κινήματα και όχι ως μέρη της ψυχής, ενώ μια νέα διάσταση του θέματος φωτίζεται182: τα κατώτερα μέρη ή κινήματα της ψυχής, μπορούν να φανούν χρήσιμα, ως αγαθά κτήνη και υποζύγια του λογισμού, και γι’αυτή ακόμα την ανώτερη, την πνευματική ζωή183. Στις ερμηνευτικές των Μακαρισμών ομιλίες, τα πάθη παρουσιάζονται ως κινήσεις εντός της ψυχής, ενώ ο λογισμός δεν είναι πλέον ο αναβάτης‐οδηγός του άρματος, αλλά το ίδιο το χαλινάρι: «Μακάριοι τοίνυν οἱ μὴ ὀξύῤῥοποι πρὸς τὰς ἐμπαθεῖς τῆς ψυχῆς κινήσεις͵ ἀλλὰ κατεσταλμένοι τῷ λόγῳ͵ ἐφ΄ ὧν ὁ λογισμὸς καθάπερ τις χαλινὸς ἀναστομῶν τὰς ὁρμὰς͵ οὐκ ἐᾷ τὴν ψυχὴν πρὸς ἀταξίαν ἐκφέρεσθαι»184. Εδώ το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το θυμό και την επιθυμία αλλάζει εύκολα από «κινήσεις τῆς ψυχῆς» σε «ὁρμὰς». Παρόλο που το επιθυμητικό και το θυμοειδές δεν ονομάζονται από τον άγιο Γρηγόριο μέρη της ψυχής, είναι πρόδηλο ότι ο ιερός πατήρ τα θεωρεί ως διακριτά στοιχεία, που μαζί με το λογικόν συνθέτουν ένα όλο, την ψυχή. Στο σχολιασμό του Εκκλησιαστή, συναντάμε μία ακόμα παραλλαγή του μύθου του πλατωνικού Φαίδρου: «κατ΄ ἐξουσίαν οἷόν τινα πῶλον τὴν τῆς φύσεως ὁρμὴν μικρὸν ἀφεὶς ἐπισκιρτῆσαι τοῖς κάτω πάθεσι πάλιν ἀνεστόμωσα τῇ τοῦ λογισμοῦ ἡνίᾳ καὶ τῇ τούτου ἐξουσίᾳ ὑπήγαγον»185. Εδώ ο ίδιος ο ομιλών είναι ο
θέση που είχαν στον άυλο κόσμο, πρέπει οι ψυχές να περιμένουν να ξαναφυτρώσουν τα φτερά των αλόγων τους (Φαίδρος 247 e‐248 b). 181 Μια παραλλαγή του πλατωνικού άρματος, ευρίσκουμε στο περί Παρθενίας δοκίμιο του Αγίου: «Ὥσπερ γὰρ ὁ τοῦ ἅρματος ἐπιστάτης͵ εἰ μὴ συμφωνούντων ἐπιστατοίη τῶν πώλων͵ οὔτε τὸν ὀξὺν ἐπισπέρχει τῇ μάστιγι οὔτε τὸν βραδὺν κατάγχει ταῖς ἡνίαις͵ οὐδ΄ αὖ πάλιν τὸν ἐνδιάστροφον ἢ δυσήνιον ἄνετον ἐᾷ ταῖς οἰκείαις ὁρμαῖς εἰς ἀταξίαν ἐκφέρεσθαι͵ ἀλλὰ τὸν μὲν εὐθύνει͵ τὸν δὲ ἀνακόπτει͵ τοῦ δὲ καθικνεῖται διὰ τῆς μάστιγος͵ ἕως ἂν μίαν τοῖς πᾶσι τὴν πρὸς τὸν δρόμον σύμπνοιαν ἐμποιήσῃ· τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ὁ ἡ μ έτ ερ ος νοῦς ὁ τ ὰ ς τοῦ σώματος ἡνίας ὑφ ΄ ἑ α υτ ὸ ν ἔχω ν οὔτε πλεονάζοντι τῷ θερμῷ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς νεότητος τὰς τῆς πυρώσεως προσθήκας ἐπινοήσει͵ οὔτε κατεψυγμένῳ διὰ πάθος ἢ χρόνον τὰ ψύχοντα καὶ τὰ μαραίνοντα πλεονάσει» Περὶ Παρθενίας, PG 46, 404D. Στο εν προκειμένω όμως χωρίο, μόνο ο «νοῦς», το θείο μέρος δηλαδή της ψυχής οδηγεί ως αναβάτης και κρατά τα ηνία των ορμών του σώματος που έχουν την θέση των αλόγων του άρματος. 182 Βλ. Cherniss H. F., The platonism of Gregory of Nyssa, Burt Franklin, New York, 1971, σελ.17 183 «Εὐλόγησε γάρ͵ φησίν͵ αὐτοὺς καὶ ἐπληθύνθησαν σφόδρα͵ καὶ τὰ κτ ήν η αὐτῶν οὐκ ἐσμίκρυνεν. κτήνη λέγει τὴν ὑποχείριον τῶν τῆς ψυχῆς κ ι ν ημά τω ν ὑπηρεσίαν͵ ὅταν πρὸς ἀρετὴν ἕκαστον τῶν ἐν ἡμῖν χρησιμεύῃ· ἀγαθὸν κτῆνός ἐστιν ὁ θυμός͵ ὅταν τοῦ λογισμοῦ ὑποζύγιον γένηται· ἕτερον τοιοῦτον κτῆνος ἡ ἐπιθυμία νωτοφοροῦσα τρόπον τινὰ καὶ βαστάζουσα τὴν ψυχὴν καὶ ἐπὶ τὸ ὕψος ἀνάγουσα͵ ὅταν ἐπὶ τὰ ἄνω τῇ ἡνίᾳ τῆς διανοίας εὐθύνηται. καὶ τὰ ἄλλα πάντα κτήνη ἐστὶν αὐξανόμενα τῇ εὐλογίᾳ͵ ὅταν πρὸς τὰ μεγάλα γένηται ἡμῖν ἡ παρὰ τούτων ὑπηρεσία» Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 477BC 184 Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1216 C 185 Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 692C
35
ηνίοχος‐οδηγός, ενώ ο λογισμός συνιστά το ηνίο‐χαλινάρι. Το άλογο είναι μια ορμή της φύσεως η οποία σκιρτά ανάμεσα στα κατώτερα πάθη186. Από τα παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα, ότι η χρήση των λέξεων στα ποικίλα έργα του ιερού πατρός είναι χαλαρή, η ορολογία που χρησιμοποιείται δεν είναι αυστηρή, οι δε παραλλαγές του Πλατωνικού μύθου, εναλλάσσονται στα διάφορα κείμενα, ανάλογα με το θεολογικό σκοπό που θέλουν κάθε φορά να εξυπηρετήσουν, κάτω από το ευρύ πνεύμα του επισκόπου Νύσσης. Συγκεφαλαιώνοντας, μπορούμε να πούμε ότι ο άγιος Γρηγόριος, όταν θεολογεί περί της δομής της ψυχής, προβαίνει σε ένα ιδεατό διαχωρισμό της ουσίας της από τις παράπλευρες και προστεθείσες σε αυτήν ενέργειες‐δυνάμεις. Η ψυχή στην ουσία της είναι νοερά, λογική, απαθής, άφθαρτη187, απλή, θεοειδής, και ως εκ τούτου αδιαίρετη και αθάνατη μονάδα188. Εξετάζοντας όμως, ο ιερός πατήρ, τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα, διαπιστώνει, ότι εκτός από το νου, παρατηρούνται και άλλες κινήσεις, που προσιδιάζουν στη ζωή των αλόγων και οι οποίες ενεργούν εντός της φύσεως του189. Οι κινήσεις αυτές, ναι μεν τοποθετούνται στην ψυχή (ἐνορᾶσθαι τῆ ψυχῆ ταῦτα παρὰ πάντων ὁμολογεῖται»190), πλην όμως δεν ανήκουν στην ουσία, στην αρχική κατασκευή της. Δεν είναι πραγματικά μέρη της ψυχής (καταχρηστικά ονομάζονται έτσι), αλλά επείσακτα άλογα κινήματα, τα οποία προστέθηκαν «περὶ τὴν ψυχήν», σκεπάζοντάς την λογική και νοερά ουσία της, σαν μυρμηγκιές και επιστρώματα. Θεωρούνται «τῶν ἔξωθεν ἐπιθεωρουμένων», ενώ αφορμώνται από τη «μεθόριο της ψυχής» για να κινηθούν προς το καλό ή το κακό, ανάλογα με τη χρήση της προαιρέσεώς μας. Τα άλογα παθητικά στοιχεία της ψυχής, παρά τη θεώρησή τους ως μυρμηγκιών και επιστρωμάτων191, αντιμετωπίζονται σε όλο το έργο του αγίου Γρηγορίου, ως αναπόσπαστες και αναπότρεπτες εκδηλώσεις της ανθρώπινης ψυχοσωματικής ενότητας. Το ζητούμενο δεν είναι η εκρίζωσή τους από την ανθρώπινη φύση, αλλά η καλή τους χρήση, καθώς δια της κατάλληλης παιδαγωγίας, μπορούν να καταστούν οι πιο πολύτιμες δυνάμεις για την πνευματική τελείωση του ανθρώπου192. Η ομαλή συνεργασία τους με το λογικόν, δύναται να τα μεταμορφώσει από άλογα στοιχεία, σε δυνάμεις που υπηρετούν τη λογική. Κατά τον Cherniss193, όλη Βλ. Cherniss H. F., The platonism of Gregory of Nyssa, Burt Franklin, New York, 1971, σελ.18 Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 624A 188 «ἡ μὲν ἀληθής τε καὶ τελεία ψυχὴ μία τῆ φύσει ἐστιν, ἡ νοερά τε καὶ ἄυλος, ἡ διὰ τῶν αἰσθήσεων τῆ ὑλικῆ καταμιγνυμένη φύσει» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 176B 189 «οὐ γὰρ μόνον περὶ τὴν ἐπιστημονικήν τε καὶ θεωρητικὴν διάνοιαν ἐνεργός ἐστιν ἡμῶν ἡ ψυχὴ͵ ἐν τῷ νοερῷ τῆς οὐσίας τὸ τοιοῦτον ἐργαζομένη͵ οὐδὲ τὰ αἰσθητήρια μόνα πρὸς τὴν κατὰ φύσιν ἐνέργειαν οἰκονομεῖ· ἀλλὰ πολλὴ μὲν ἡ κατὰ ἐπιθυμίαν͵ πολλὴ δὲ καὶ ἡ κατὰ θυμὸν κίνησις ἐνθεωρεῖται τῇ φύσει· ἑκατέρας δὲ τούτων γενικῶς ἡμῖν ἐνυπαρχούσης͵ εἰς πολλάς τε καὶ ποικίλας διαφορὰς ὁρῶμεν προϊοῦσαν ταῖς ἐνεργείαις ἀμφοτέρων τὴν κίνησιν». Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 48C‐49A 190 Αὐτόθι, PG 46, 49B 191 Βλ. Cherniss H. F., The platonism of Gregory of Nyssa, Burt Franklin, New York, 1971, σελ.18 192 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 61BC 193 Βλ. Cherniss H. F., The platonism of Gregory of Nyssa, Burt Franklin, New York, 1971, σελ. 19 186 187
36
η σχετική επιχειρηματολογία περί της απλότητας και μη διαιρετότητας της ψυχής στο διάλογο «Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως», αποσκοπεί στο να αποδειχθεί δια του μη κατατεμαχισμού της ψυχής, η αθανασία της 194. γ. Ο νους και η λειτουργία του Ο νους του ανθρώπου, «απλός στη φύση του»195, προικισμένος από το Θεό με κάθε λογική δύναμη196, αποτελεί την αληθινή και καθαρή ουσία της ψυχής (είναι έκδηλη η τάση του αγίου Γρηγορίου να εξισώσει την ψυχή με το νου197). Είναι όργανο ηγεμονικό198, καθώς εκεί εδράζεται η «θεωρητική και διακριτική και εποπτική των όντων δύναμη»199. Αποτελεί το πιο σημαντικό από τα «ἐν ἠμῖν», καθώς σε αυτόν ενυπάρχει η φυσική εκείνη δύναμη200, που κυβερνά και συνέχει τον όλο άνθρωπο με τις νοητικές ενέργειες, «ἐκάστῳ τῶν μερῶν προσαπτόμενος»201. Συνδέεται άμεσα με την «προαίρεση», αφού η τελευταία «οὐδὲν ἕτερον εἰ μὴ νοῦς τις ἐστι καὶ πρός τι διάθεσις»202. Ο τρόπος όμως με τον οποίο ο νους συνδέεται με τα κατώτερα μέρη της ψυχής και με το σώμα, όπως παραδέχεται ο ιερός πατήρ, είναι ανεξήγητος. Απόδειξη δε της τελειότητας του νου είναι το γεγονός ότι έχει στη φύση του την εκούσια και αβίαστη ορμή προς το αγαθό203. Αν αφαιρεθεί ο νους από τον άνθρωπο, αυτό που απομένει δεν είναι παρά κτήνος204. «πῶς γὰρ ἂν διαιρεθείη τὸ ἄτμητον; κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον καὶ ἡ νοερὰ τῆς ψυχῆς φύσις͵ καὶ τῇ συνδρομῇ τῶν στοιχείων ἐνθεωρεῖται͵ καὶ διαλυθέντων οὐκ ἀποκρίνεται͵ ἀλλὰ καὶ ἐν αὐτοῖς μένει καὶ ἐν τῷ χωρισμῷ αὐτῶν συμπαρεκτεινομένη οὐ διακόπτεται͵ οὐδὲ πρὸς τὸν ἀριθμὸν τῶν στοιχείων εἰς μερικὰ τμήματα κατακερματίζεται» Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 48C. 195 «διὰ τῶν κατ΄ αἴσθησιν ἐνεργουμένων τὴν οἰκειότητα͵ διὰ τὸ ἁπλοῦν μὲν αὐτὸν εἶναι» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 153B 196 «ἡμεῖς δέ φαμεν ὅτι ὁ τὰ πάντα ἐν σοφίᾳ ποιήσας καὶ τὸ λογικὸν τοῦτο πλάσμα ζῳοπλαστήσας μόνῳ τῷ ἐφεῖναι τῇ φύσει τὸν λόγον πᾶσαν τὴν δύναμιν τὴν λογικὴν ἐναπέθετο» Κατά Εὐνομίου ἀντιρρητικός λόγος, PG 45, 1044D‐1045A 197 «Οὕτω τοίνυν καὶ τῆς ψυχῆς ἐν τῷ νοερῷ τε καὶ λογικῷ τὸ τέλειον ἐχούσης͵ πᾶν ὁ μὴ τοῦτό ἐστιν͵ ὁμώνυμον μὲν εἶναι δύναται τῇ ψυχῇ͵ οὐ μὴν καὶ ὄντως ψυχὴ͵ ἀλλά τις ἐνέργεια ζωτικὴ͵ τῇ τῆς ψυχῆς κλήσει συγκεκριμένη» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 176D‐177A. Πρβλ. Cherniss H. F., The platonism of Gregory of Nyssa, Burt Franklin, New York, 1971, σελ.23 198 «Καθηγεῖται γὰρ ὁ νοῦς͵ λόγῳ καὶ οὐχὶ πάθει τὸ λυσιτελὲς προαιρούμενος· ἡ δὲ φύσις κατ΄ ἴχνος ἕπεται τῷ προκαθηγουμένῳ» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 176Α 199 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 57B 200 «διὰ τῆς ἐγκειμένης αὐτῇ φυσικῆς δυνάμεως͵ ἥτις ἐστὶν ὁ λογισμὸς» Αὐτόθι, PG 46, 65B 201 «οὕτω καὶ ὁ νοῦς δι΄ ὅλου τοῦ ὀργάνου διήκων͵ καὶ καταλλήλως ταῖς νοητικαῖς ἐνεργείαις͵ καθὸ πέφυκεν͵ ἑκάστῳ τῶν μερῶν προσαπτόμενος» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 161B 202 Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου, PG 45, 1217C 203 «ἡ γὰρ ἑκούσιός τε καὶ ἀβίαστος πρὸς τὸ ἀγαθὸν ὁρμὴ μαρτυρία τῆς τοῦ νοῦ τελειότητος γίνεται» Αὐτόθι, PG 45, 1220B 204 «ὁ δὲ τὸ κυριώτατον ἀφαιρῶν τοῦ ἀνθρώπου͵ τοῦτο δέ ἐστιν ὁ νοῦς͵ κτῆνος ἀπέδειξε τὸ λειπόμενον· τὸ δὲ κτῆνος οὐκ ἄνθρωπος» Αὐτόθι, PG 45, 1172C 194
37
O νους του ανθρώπου, θα μπορούσε να παρομοιαστεί, με μια πόλη, που έχει πολλές εισόδους, τις αισθήσεις. Δι’αυτών, δέχεται πλήθος «επισκεπτών» (εικόνες, ήχους, χρώματα, αγγίγματα), τους οποίους, αφού τους εξετάσει και τους αξιολογήσει, τους εναποθέτει στην ανάλογη θέση205. Επίσης, θα μπορούσε να παραλληλιστεί με καθρέπτη, ο οποίος αντικατοπτρίζει όλα τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά που ανακλώνται πάνω του206. Το σώμα και ο νους βρίσκονται σε μια συνεχή σχέση αλληλεξάρτησης, κατά την οποία το ένα (το σώμα) στολίζεται με το κάλλος του άλλου (του νου). Σώμα και νους συνιστούν μια αρραγή και ακέραια υπαρξιακή κατά φύση λειτουργική ενότητα, στην οποία θα πρέπει οπωσδήποτε να διαπιστώνεται μια ιεράρχηση λειτουργιών207. Μπορεί ο νους, να χαρακτηρίζεται από τον άγιο Γρηγόριο, ως η μόνη και αληθινή ψυχή208, η οποία έχει τη δύναμη να σβήνει τα πάθη209, ο άνθρωπος όμως, δεν ενεργεί μόνο ως επιστημονική και θεωρητική διάνοια. Πολλά κυβερνούν η επιθυμία και ο θυμός. Πολλές φορές, ο νους ακολουθεί τις ορμές αυτές φερόμενος σαν υπηρέτης. Τα δύο κατώτερα αυτά μέρη, στην περίπτωση αυτή, παρέχουν στο νου τις πρώτες αρχές (προκαλώντας την ορμή των ηδονών), ο δε νους, δεχόμενος τις ορμές αυτές, προσφέρει με τους λογισμούς του τις αφορμές προς το ποθούμενο 210. «Καὶ ὥσπερ εἴ τις πολύχωρος εἴη πόλις ἐκ διαφόρων εἰσόδων τοὺς πρὸς αὐτὴν συμφοιτῶντας εἰσδεχομένη͵ οὐκ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατά τι τῶν ἐν τῇ πόλει συνδραμόντες οἱ πάντες͵ ἀλλ΄ οἱ μὲν κατὰ τὴν ἀγορὰν͵ οἱ δὲ κατὰ οἰκήσεις͵ ἄλλοι κατὰ τὰς ἐκκλησίας͵ ἢ τὰς πλατείας͵ ἢ τοὺς στενωποὺς͵ ἢ τὰ θέατρα͵ κατὰ τὴν ἰδίαν ἕκαστος γνώμην μεταχωροῦσι· τοιαύτην τινὰ βλέπω καὶ τὴν τοῦ νοῦ πόλιν τὴν ἔνδοθεν ἐν ἡμῖν συνῳκισμένην͵ ἢν διάφοροι μὲν αἱ διὰ τῶν αἰσθήσεων εἴσοδοι καταπληροῦσιν· ἕκαστον δὲ τῶν εἰσιόντων φιλοκρινῶν τε καὶ δι εξετάζων ὁ νοῦς͵ τοῖς καταλλήλοις τῆς γνώσεως τόποις ἐναποτίθεται». Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 152CD 206 «Οἷον γάρ τι κάτοπτρον κατὰ νώτου τὴν τῶν ἀγαθῶν ἰδέαν ὁ νοῦς ποιησάμενος͵ ἐκβάλλει μὲν τῆς ἐκλάμψεως τοῦ ἀγαθοῦ τὰς ἐμφάσεις͵ τῆς δὲ ὕλης τὴν ἀμορφίαν εἰς ἑαυτὸν ἀναμάσσεται» Αὐτόθι, PG 44, 164A 207 Βλ. Μαντζανάρη Κωνσταντίνου, «Η έδραση του νου κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης», Θεολογία, Τόμ. 74 (2003), σελ. 716. Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ. 72‐73 208 «ἡ μὲν ἀληθής τε καὶ τελεία ψυχὴ͵ μία τῇ φύσει ἐστὶν͵ ἡ νοερά τε καὶ ἄϋλος͵ ἡ διὰ τῶν αἰσθήσεων τῇ ὑλικῇ καταμιγνυμένη φύσει. Τὸ δὲ ὑλῶδες ἅπαν ἐν τροπῇ τε καὶ ἀλλοιώσει κείμενον͵ εἰ μὲν μετέχοι τῆς ψυχούσης δυνάμεως͵ κατὰ αὔξησιν κινηθήσεται· εἰ δὲ ἀποπέσοι τῆς ζωτικῆς ἐνεργείας͵ εἰς φθορὰν ἀναλύσει τὴν κίνησιν» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 176B 209 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 973Β 210 «Ἔστι δὲ ὅπου καὶ ἐπακολουθεῖ ταῖς φυσικαῖς ὁρμαῖς ὁ νοῦς͵ οἷον ὑπηρέτης γενόμενος. Καθηγεῖται γὰρ πολλάκις ἡ τοῦ σώματος φύσις͵ καὶ τοῦ λυποῦντος αἴσθησιν ἐντεθεῖσα͵ καὶ τοῦ εὐφραίνοντος ἐπιθυμίαν͵ ὥστε ταύτην μὲν τὰς πρώτας παρέχειν ἀρχὰς͵ ἢ βρώσεως ὄρεξιν͵ ἤ τινος ὅλως τῶν καθ΄ ἡδονὴν τὴν ὁρμὴν ἐμποιοῦσαν͵ τὸν δὲ νοῦν ἐκδεχόμενον τὰς τοιαύτας ὁρμὰς͵ ταῖς οἰκείαις περινοίαις τὰς πρὸς τὸ ποθούμενον ἀφορμὰς συνεκπορίζειν τῷ σώματι». Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 173D‐176A 205
38
2.
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
α. Οι δερμάτινοι χιτώνες και τα πάθη Στη θεολογία του επισκόπου Νύσσης, η παρακοή των πρωτοπλάστων και η συνακόλουθη ένδυση των δερμάτινων χιτώνων συνδέονται άμεσα με τη βίαιη είσοδο και επικράτηση των παθών, ως άλογων διαβρωτικών πλέον στοιχείων και κατωφερών τάσεων στη ζωή του ανθρώπου. Παρά την υπαρκτή διάκριση των φύλων κατά τη δεύτερη φάση της δημιουργίας –καθώς είχε δοθεί στον Αδάμ σύντροφος στον Παράδεισο211‐, η ιδιότητα της σεξουαλικότητας, ήταν ανενεργή πριν από την πτώση212. Ο προπτωτικός άνθρωπος είχε τη δυνατότητα να μην χρησιμοποιήσει τα φύλα και τη σεξουαλικότητα για την αναπαραγωγή του. Ο τρόπος με τον οποίο θα αναπαρασσόταν, είναι ασύλληπτος για το σημερινό άνθρωπο. Αυτό που εισήλθε επιπρόσθετα στη φύση του ανθρώπου με την πτώση, ήταν η σεξουαλικότητα213, ως κτηνώδης τρόπος αναπαραγωγής και διάδοσης της ζωής214. Ειδικότερα, μετά την πτώση, προστέθηκαν στην ανθρώπινη φύση οι δερμάτινοι χιτώνες, που σηματοδοτούν τη μετοχή του ανθρώπου στον άλογο και κτηνώδη τρόπο ζωής215. Η ένδυση αυτών των χιτώνων216, αφενός μεν επέφερε την «ἐκεῖνο γενώμεθα͵ ὃ ἦν παρὰ τὴν πρώτην ζωὴν ὁ πρωτόπλαστος. Τί οὖν ἐκεῖνος ἦν; Γυμνὸς μὲν τῆς τῶν νεκρῶν δερμάτων ἐπιβολῆς͵ ἐν παρρησίᾳ δὲ τὸ τοῦ θεοῦ πρόσωπον βλέπων͵ οὔπω δὲ διὰ γεύσεως καὶ ὁράσεως τὸ καλὸν κρίνων͵ ἀλλὰ μόνον τοῦ κυρίου κατατρυφῶν κ αὶ τ ῇ δοθείσῃ βοηθῷ πρὸς τοῦτο συγχρώμενος͵ καθὼς ἐπισημαίνεται ἡ θεία γραφή͵ ὅτι οὐ πρότερον αὐτὴν ἔγνω͵ πρὶν ἐξορισθῆναι τοῦ παραδείσου καὶ πρὶν ἐκείνην ἀντὶ τῆς ἁμαρτίας͵ ἣν ἀπατηθεῖσα ἐξήμαρτε͵ τῇ τῶν ὠδίνων τιμωρίᾳ κατακριθῆναι» Περὶ Παρθενίας, PG 46, 373CD. 212 «ἐπειδὴ γὰρ οὔτε ἄρρεν οὔτε θῆλυ τὸ θεῖόν ἐστιν (πῶς γὰρ ἂν ἐπὶ τῆς θεότητός τι νοηθείη τοιοῦτον͵ ὁπότε οὐδὲ ἡμῖν τοῖς ἀνθρώποις τοῦτο εἰς τὸ διηνεκὲς παραμένει͵ ἀλλ΄ ὅταν ἐν Χριστῷ ἔν πάντες γενώμεθα͵ τὰ σημεῖα τῆς διαφορᾶς ταύτης μετὰ ὅλου τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου συνεκδυόμεθα;)͵ τούτου χάριν ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὴν ἔνδειξιν τῆς ἀφράστου φύσεως πᾶν τὸ εὑρισκόμενον ὄνομα οὔτε θήλεος οὔτε ἄρρενος τὴν σημασίαν τῆς ἀκηράτου καταμολύνοντος φύσεως» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 916B. 213 Η σεξουαλικότητα στη σκέψη του αγίου Γρηγορίου συνιστά μια αλλοτρίωση της γνήσιας ανθρώπινης φύσης, και μάλιστα την μεγαλύτερη αλλοτρίωση, καθώς είναι συνώνυμο της ανατροπής των σχεδίων του Θεού για τον άνθρωπο. Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 55. H σεξουαλικότητα συνδέεται άμεσα και με το θάνατο, καθώς η ανάσταση θα σημάνει το τέλος της σεξουαλικότητας βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 188AC. 214 «ἐπειδὴ προεῖδε τῇ ὁρατικῇ δυνάμει μὴ εὐθυποροῦσαν πρὸς τὸ καλὸν τὴν προαίρεσιν͵ καὶ διὰ τοῦτο τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς ἀποπίπτουσαν· ὡς ἂν μὴ κολοβωθείη τὸ τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρωπίνων πλῆθος͵ ἐκπεσὸν ἐκείνου τοῦ τρόπου͵ καθ΄ ὃν οἱ ἄγγελοι πρὸς τὸ πλῆθος ηὐξήθησαν· διὰ τοῦτο τὴν κατάλληλον τοῖς εἰς ἁμαρτίαν κατολισθήσασι τῆς αὐξήσεως ἐπίνοιαν ἐγκατασκευάζει τῇ φύσει͵ ἀντὶ τῆς ἀγγελικῆς μεγαλοφυῖας τὸν κτηνώδη τε καὶ ἄλογον τῆς ἐξ ἀλλήλων διαδοχῆς τρόπον ἐμφυτεύσας τῇ ἀνθρωπότητι» Αὐτόθι, PG 44, 189CD. 215 Διεξοδική ανάλυση της έννοια των δερμάτινων χιτώνων βλ. Daniélou, J., L’ être et le temps chez Grégoire de Nysse, Leiden, E.J. Brill, 1970, σελ. 160‐161 211
39
απώλεια της απάθειας και της αφθαρσίας, ενεργοποίησε δε ταυτόχρονα τις ιδιότητες της σεξουαλικότητας και της θνητότητας. Δια των χιτώνων αυτών εισήλθαν και επικράτησαν τα πάθη ως βίαιες και αναπόφευκτες κατωφερείς τάσεις που υπηρετούν τη συντήρηση του ανθρώπου σε έναν σκληρό μεταπτωτικό κόσμο217. Το σχεδόν άυλο και πνευματικό σώμα του προπτωτικού ανθρώπου, αντικαταστάθηκε από ένα σώμα βαρύ και γεώδες. Τα ευγενή προπτωτικά πάθη του επιθυμητικού έχασαν απότομα την ανωφερή τους τάση, ενώ άλλα πάθη, χαρακτηριστικά των άλογων κτηνών υπεισήλθαν και επικράτησαν στη ζωή του ανθρώπου. Ο άγιος Γρηγόριος οντολογεί τα πάθη ως «ἀφορμηθέντα ἐκ τῆς κτηνώδους ἀλογίας»218, εννοώντας ότι η εμφάνιση του κτηνώδους τρόπου αναπαραγωγής, υπήρξε η θύρα δια
Όπως εξηγεί ο ιερός πατήρ στο λόγο του στους κεκοιμημένους, το δέρμα των αλόγων, ο δερμάτινος χιτώνας, δόθηκε στον άνθρωπο για δύο λόγους:πρώτον, για να διασωθεί η ελευθερία και το αυτεξούσιο στον άνθρωπο, ο οποίος μπορεί να υποτάξει ή να υποταγεί στην αλογία, και δεύτερον για να μη στερηθεί ο άνθρωπος την αρετή που θα κερδίσει από την επάνοδο στο αγαθό, εφοσον ο άνθρωπος το επιθυμήσει, αφού σύντομα αυτός που επέλεξε την κακία, θα αισθανθεί κόρο και πλησμονή από την αλογία (που είναι κάτι το αλλότριο από την αληθινή φύση του ανθρώπου) και θα στραφεί ελεύθερα προς το αληθινά ποθητό και αγαπητό. Ήταν δηλαδή ένας τρόπος για να μην παραμείνει η κακία αιωνίως σε μια «νοερή» ανθρώπινη φύση, όπως έγινε με τους δαίμονες. Η μη συγγένειά μας με το κακό και την αλογία, εγγυάται το ότι και να στραφούμε σε αυτά προσωρινά, ο κόρος και η πλησμονή που θα αισθανθούμε θα μας κάνουν να επιστρέψουμε στα αληθινά ποθητά και επιθυμητά θεία αγαθά Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 524D‐525A. Ως συνέχεια των ανωτέρω, στον Κατηχητικό Λόγο του, ο Άγιος Γρηγόριος περιγράφει και ερμηνεύει αυτή την ένδυση των δερματίνων χιτώνων από τους πρωτοπλάστους: «Επειδή οι πρωτόπλαστοι γεύθηκαν τα απαγορευμένα και απογυμνώθηκαν από τη μακαριότητα εκείνη, ο Κύριος επιθέτει σε αυτούς δερμάτινους χιτώνες. Δε νομίζω δε ότι φέρει την έννοια του λόγου προς αυτά τα δέρματα κυριολεκτικά (διότι ποια ζώα εσφάγησαν και εξεδάρησαν ώστε να σχηματιστεί η περιβολή αυτών με τα δέρματα;), αλλά επειδή κάθε δέρμα χωρισμένο από το ζώο είναι κάτι το νεκρό, νομίζω ότι πάντως ο θεραπευτής της κακίας μας επέβαλε έπειτα στους ανθρώπους τη δύναμη προς τη νέκρωση, η οποία είναι αρχικά κατ’εξοχή χαρακτηριστικό της αλόγου φύσεως, για να μη παραμένει μετά από αυτά αιωνίως η κακία στους ανθρώπους. Γιατί ο χιτώνας είναι κάτι το οποίο επιτίθεται εξωτερικά σε μας, προσφέροντας την υπηρεσία του πρόσκαιρα στο σώμα και δεν είναι σύμφυτος στον άνθρωπο» Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 33BC. 217 «Ὥσπερ γὰρ εἴ τις ῥωγαλέον περὶ αὐτὸν ἔχων χιτῶνα͵ γυμνωθείη τοῦ περιβλήματος͵ οὐκέτι ἂν τὴν τοῦ ἀποῤῥιφέντος ἀσχημοσύνην ἐφ΄ ἑαυτοῦ βλέποι͵ οὕτω καὶ ἡμῶν ἀποδυσαμένων τὸν νεκρὸν ἐκεῖνον καὶ εἰδεχθῆ χιτῶνα͵ τὸν ἐκ τῶν ἀλόγων δερμάτων ἡμῖν ἐπιβληθέντα (δέρμα δὲ ἀκούων τὸ σχῆμα τῆς ἀλόγου φύσεως νοεῖν μοι δοκῶ͵ ᾧ πρὸς τὸ πάθος οἰκειωθέντες περιεβλήθημεν)͵ πάντα ὅσα τοῦ ἀλόγου δέρματος περὶ ἡμᾶς ἦν ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ χιτῶνος συναποβαλλόμεθα. Ἔστι δὲ ἃ προσέλαβεν ἀπὸ τοῦ ἀλόγου δέρματος͵ ἡ μίξις͵ ἡ σύλληψις͵ ὁ τόκος͵ ὁ ῥύπος͵ ἡ θηλὴ͵ ἡ τροφὴ͵ ἡ ἐκποίησις͵ ἡ κατ΄ ὀλίγον ἐπὶ τὸ τέλειον αὔξησις͵ ἡ ἀκμὴ͵ τὸ γῆρας͵ ἡ νόσος͵ ὁ θάνατος» Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 148C‐149A. Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ. 56 218 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 193B. Υπάρχει και η διαφορετική πατερική θέση που ορίζει τα πάθη ως συστατικά της φύσεως ιδιώματα που είναι θετικά καθεαυτά και όχι άλογα και κτηνώδη Πρβλ. Nικολάου Θεόδωρου, Η ελευθερία της βουλήσεως και τα πάθη της ψυχής κατά Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (διατριβή επί διδακτορία υποβληθείσα στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 90 216
40
της οποίας εισήλθαν τα πάθη ως άλογα (μη υποταγμένα στη λογική) πλέον στοιχεία, πλημμυρίζοντας και διαβρώνοντας μεταπτωτικά την ανθρώπινη φύση219. Η μελέτη επομένως των «δερμάτινων χιτώνων» (που ισοδυναμούν όχι με το σώμα αλλά με τη θνητότητα), οι οποίοι αντικατέστησαν τους «φωτοειδεῖς» χιτώνες του προπτωτικού ανθρώπου220, μας οδηγεί απευθείας στο πρόβλημα των παθών του σημερινού ανθρώπου. Οι χιτώνες αυτοί κόμιζαν μέσα τους τα άγρια ιδιώματα της αλόγου φύσεως: την ηδονή, το θυμό, τη δειλία, τη γαστριμαργία, την απληστία και τα όμοια221. Άλογα στοιχεία τα πάθη, αλλοίωσαν τη λογική και απαθή, γεμάτη από δυναμισμό και πάθος του πνεύματος, κατ’εικόνα Θεού πλασμένη ανθρώπινη φύση. Οι πνευματικές αισθήσεις νεκρώθηκαν και πλέον, τα χαμερπή ιδιώματα των αλόγων κτηνών, έγιναν κύρια χαρακτηριστικά του μεταπτωτικού ανθρώπου, χωρίς τα οποία αυτός δε μπορεί πλέον να συντηρηθεί και να επιβιώσει σε έναν σκληρό και αδυσώπητο μεταπτωτικό κόσμο222:«αυτά τα ιδιώματα, που είναι μακριά από τον θεοπρεπή χαρακτήρα, τα προσείλκυσε προς τον εαυτό της η ανθρώπινη φύση από το άλογο μέρος. Πράγματι εκείνα με τα οποία ασφαλίστηκε η άλογη ζωή προς συντήρηση του εαυτού της, αυτά όταν μεταφέρθηκαν στον ανθρώπινο βίο, έγιναν πάθη. Διότι με το θυμό συντηρούνται τα ωμοβόρα, η φιληδονία διασώζει τα πολύγονα ζώα, τον αδύνατο η δειλία και τον ευάλωτο από τους ισχυρότερους ο φόβος, τον δε πολύσαρκο η λαιμαργία. Όλα αυτά και τα παρόμοια συνεισήλθαν στην κατασκευή του ανθρώπου δια του κτηνώδους τρόπου γεννήσεως»223. Μετά την παρακοή και τη διάπραξη της προπατορικής αμαρτίας, οι πρωτόπλαστοι «αποδέχθηκαν το πάθος», και έτσι σα νόμος της φύσης πλέον, το πάθος διαπερνά όλη τη ζωή του ανθρώπου, γεννιέται άνθρωπος από άνθρωπο,
«οἶμαι γὰρ ἐκ τῆς ἀρχῆς ταύτης καὶ τὰ καθ’ἔκαστον πάθη οἷον ἐκ τινος πηγῆς συνδοθέντα πλημμυρεῖν ἐν τῆ ἀνθρωπίνη ζωῆ. Τεκμήριον δὲ τῶν λόγων ἡ τῶν παθημάτων συγγένεια κατὰ τὸ ἴσον ἡμῖν τε καὶ τοῖς ἀλόγοις ἐμφαινομένη» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 192A.Πρβλ. Αὐτόθι, PG 44, 189D. 220 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ. 61 και 64 221 «πάντα γὰρ φέρων ἐν ἑαυτῷ τὰ ἰδιώματα ὁ δερμάτινος χιτὼν, ὅσα εἶχε περιέχων τὴν ἄλογον φύσιν͵ ἡδονήν τε καὶ θυμὸν καὶ γαστριμαργίαν καὶ ἀπληστίαν καὶ τὰ ὅμοια͵ ὁδὸν δίδωσι τῇ ἀνθρωπίνῃ προαιρέσει τῆς καθ΄ ἑκάτερον ῥοπῆς, εἰς ἀρετήν τε καὶ κακίαν ὕλη γινόμενος» Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46,524D 222 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.67 223 «Ταῦτα τοίνυν ἐκ τοῦ ἀλόγου μέρους ἡ ἀνθρωπίνη φύσις πρὸς ἑαυτὴν ἐφειλκύσατο. Οἷς γὰρ ἡ ἄλογος ζωὴ πρὸς συντήρησιν ἑαυτῆς ἠσφαλίσθη͵ ταῦτα πρὸς τὸν ἀνθρώπινον μετενεχθέντα βίον͵ πάθη ἐγένετο. Θυμῷ μὲν γὰρ συντηρεῖται τὰ ὠμοβόρα· φιληδονία δὲ τὰ πολυγονοῦντα τῶν ζώων σώζει· τὸν ἄναλκιν ἡ δειλία͵ καὶ τὸν εὐάλωτον τοῖς ἰσχυροτέροις ὁ φόβος͵ τὸν δὲ πολύσαρκον ἡ λαιμαργία. Καὶ τὸ διαμαρτεῖν οὑτινοσοῦν τῶν καθ΄ ἡδονὴν͵ λύπης ὑπόθεσις ἐν τοῖς ἀλόγοις ἐστί. Ταῦτα πάντα καὶ τὰ τοιαῦτα διὰ τῆς κτηνώδους γενέσεως συνεισῆλθε τῇ τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῇ» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 192BC 219
41
εμπαθής από εμπαθή224. Η ανθρώπινη ζωή έγινε υλική και επομένως πρόσφορη στην ανάπτυξη των παθών (αφού «τα πάθη αναπτύσσονται στην ύλη»), ενώ η απάθεια κατέστη απωλεσθέν αγαθό225. Τα πάθη, έγιναν οι ορμές εκείνες που ξεχύνονται να καταλαβουν την ακρόπολη της ψυχής μας (το νου). Πρέπει συνεχώς να δίνεται η μάχη της χαλιναγώγησής τους, κατά το δυνατόν, με το χαλινάρι του λογισμού, αφού η φύση μας ορμά πλέον ακράτητη στο κακό226. Δεν πρόκειται απλά για ένα τυραννικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε με την εισαγωγή των παθών, αλλά για μια παρά φύσει παράδοση του ανθρώπου στην εξουσία του θανάτου, για μια ολοκληρωτική δηλαδή οντολογική αλλοίωση της ανθρώπινης φύσης227. β. Το ενδεχόμενο της συμμετοχής των παθών στη ζωή του κατ΄εικόνα Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο, «τὰ ἄλογα ἐν ἡμῖν πάθη ἐκ τῆς πρὸς τὴν ἄλογον φύσιν συγγενείας τὰς ἀφορμάς ἔχει»228. Τα πάθη δηλαδή έλαβαν «ἀφορμὴν» για την εκδήλωσή τους «ἐκ τῆς κτηνώδους ἀλογίας». Η αφορμή (το ὅθεν της εκδηλώσεως), όμως, δε συνεπάγεται αυτοδίκαια το δέσιμο της ανθρώπινης φύσης με την κτηνώδη αλογία. Ο άνθρωπος οδηγείται στην κτηνώδη αλογία και την κακία των παθών, μόνο εφόσον συγκατατεθεί η ανθρώπινη «Εὐθὺς ἐκ πάθους ἡμῖν ἡ γένεσις ἄρχεται͵ καὶ διὰ πάθους ἡ αὔξησις πρόεισιν͵ καὶ εἰς τὸ πάθος ἡ ζωὴ καταλήγει͵ καὶ ἀνακέκραταί πως τὸ κακὸν πρὸς τὴν φύσιν͵ διὰ τῶν ἐξ ἀρχῆς παραδεξαμένων τὸ πάθος͵ τῶν διὰ τῆς παρακοῆς εἰσοικισαμένων τὴν νόσον. Ὥσπερ δὲ τῇ διαδοχῇ τῶν ἐπιγινομένων καθ΄ ἕκαστον εἶδος͵ τῶν ζώων ἡ φύσις συνδιεξέρχεται͵ ὡς ταὐτὸν εἶναι τὸ γενόμενον κατὰ τὸν τῆς φύσεως λόγον͵ τοῦ ἐξ οὗ γέγονεν· οὕτως ἐξ ἀνθρώπου ἅνθρωπος γίνεται͵ ἐξ ἐμπαθοῦς ἐμπαθὴς͵ ἐξ ἁμαρτωλοῦ τοιοῦτος» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1273A 225 «επειδή κάθε πάθος έχει σφοδρή και ακατάσχετη ορμή προς την εκπλήρωση του θελήματος (γιατί η ύλη είναι βαριά και κατηφορική), γι’αυτό ο Κύριος μακαρίζει όχι όσους ζουν έξω από το πάθος (γιατί δεν είναι δυνατόν να κατορθωθεί ο απόλυτα άϋλος και απαθής βίος μέσα στη ζωή της ύλης)...δε νομοθετεί την απόλυτη απάθεια για την ανθρώπινη φύση...γιατί κάτι τέτοιο είναι ίδιο σα να υποχρεώνει κάποιος τα υδρόβια να ζήσουν μέσα στον αέρα ή μέσα στο νερό όσα ζουν στον αέρα» ή ποιος μπορεί να φτάσει στην ακινησία προς την επιθυμία δεμένος στο ζυγό της σάρκας και του αίματος» Αὐτόθι, PG 44, 1213D‐1216A 226 «πολλὴ πρὸς τὴν κακίαν ἐστὶν ἡ εὐκολία͵ καὶ ὀξύῤῥοπον ἐπὶ τὸ χεῖρον ἡ φύσις» Αὐτόθι, PG 44, 1213B 227 «ἐπειδὴ τοίνυν τῇ τοιαύτῃ τυραννίδι περιεσχέθημεν͵ καθάπερ δημίοις τισὶν ἢ πολεμίοις ταῖς προβολαῖς τῶν παθημάτων τῷ θανάτῳ δεδουλωμένοι͵ καλῶς εὐχόμεθα τοῦ θεοῦ τὴν βασιλείαν ἐφ΄ ἡμᾶς ἐλθεῖν· οὐ γὰρ ἔστιν ἄλλως ἐκδῦναι τὴν πονηρὰν τῆς φθορᾶς δυναστείαν͵ μὴ τῆς ζωοποιοῦ δυνάμεως ἐφ΄ ἡμῶν ἀντιλαβούσης τὸ κράτος. Ἐὰν οὖν ἐλθεῖν ἐφ΄ ἡμᾶς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ αἰτήσωμεν͵ ταῦτα τῇ δυνάμει τὸν θεὸν ἱκετεύομεν· ἀπαλλαγείην τῆς φθορᾶς͵ ἐλευθερωθείην τοῦ θανάτου͵ ἄνετος γενοίμην τῶν τῆς ἁμαρτίας δεσμῶν͵ μηκέτι βασιλεύοι κατ΄ ἐμοῦ ὁ θάνατος͵ μηκέτι ἐνεργὸς ἔστω καθ΄ ἡμῶν ἡ τυραννὶς τῆς κακίας͵ μὴ κατακρατείτω μου ὁ πολέμιος͵ μηδὲ ἀγέτω με δι΄ ἁμαρτίας αἰχμάλωτον͵ ἀλλ΄ ἐλθέτω ἐπ΄ ἐμὲ ἡ βασιλεία σου͵ ἵνα ὑποχωρήσῃ ἀπ΄ ἐμοῦ͵ μᾶλλον δὲ εἰς τὸ μὴ ὂν μεταχωρήσῃ τὰ νῦν ἐπικρατοῦντα καὶ βασιλεύοντα πάθη» Εἰς τὴν Προσευχήν, PG 44, 1156CD 228 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 193B. Πρβλ. Nικολάου Θ., Η ελευθερία της βουλήσεως και τα πάθη της ψυχής κατά Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (διατριβή επί διδακτορία υποβληθείσα στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη 1981 σελ. 90‐91 224
42
προαίρεση: «Ταῦτα πάντα (τα πάθη) τῆς πονηρᾶς τοῦ νοῦ γεωργίας ἐστίν... τὰ καθ΄ ἕκαστον πάντα τῆς κτηνώδους ἀλογίας ἀφορμηθέντα͵ διὰ τῆς πονηρᾶς τοῦ νοῦ χρήσεως κακία ἐγένετο»229. Το «πάθος» επομένως, δεν ταυτίζεται αυτοδίκαια με την «κτηνώδη ἀλογία». Αποτελεί φυσική εκδήλωση και δυνάμει θετικό στοιχείο στην ψυχή του ανθρώπου, ενώ καθίσταται διαβρωτικό όργανο της κακίας, μόνο εκ προαιρέσεως και «πονηρᾶς τοῦ νοῦ χρήσεως»230. Τα πάθη ενυπάρχουν και λειτουργούν «περὶ τὴν ψυχήν», αντιτιθέμενα πολλές φορές το ένα στο άλλο, προέρχονται δε από τις δύο θεμελιώδεις τάσεις, που κατά τον Πλάτωνα αποτελούν τα δύο κατ’εξοχήν πάθη, «το ἐπιθυμητικόν» και το «θυμικόν»231. Το θράσος για παράδειγμα και η περιφρόνηση υποδηλώνουν έμφαση της ορμής του θυμοειδούς, ενώ η δειλία και ο φόβος ελάττωση και ύφεσή του. Τα δε αντιτιθέμενα πάθη της ηδονής και της λύπης μοιράζονται ανάμεσα στο επιθυμητικό και το θυμοειδές. Η λύπη ειδικότερα, προκαλείται είτε λόγω ατονίας του θυμού ένεκα αδυναμίας εκδικήσεως εκείνων που μας προελύπησαν είτε λόγω στέρησης των ποθητών. Τον «θυμό» και την «επιθυμία», τις δύο αυτές «ορμές» ή «κινήσεις» του παθητικού, παραβάλλει ο ιερός πατήρ προς αγαθά και υπάκουα κτήνη (Ψαλμ. 106, 38): «κτήνη τὴν ὑποχείριον τῶν τῆς ψυχῆς κινημάτων ὑπηρεσίαν͵ ὅταν πρὸς ἀρετὴν ἕκαστον τῶν ἐν ἡμῖν χρησιμεύῃ· ἀγαθὸν κτῆνός ἐστιν ὁ θυμός͵ ὅταν τοῦ λογισμοῦ ὑποζύγιον γένηται· ἕτερον τοιοῦτον κτῆνος ἡ ἐπιθυμία νωτοφοροῦσα τρόπον τινὰ καὶ βαστάζουσα τὴν ψυχὴν καὶ ἐπὶ τὸ ὕψος ἀνάγουσα͵ ὅταν ἐπὶ τὰ ἄνω τῇ ἡνίᾳ τῆς Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 193Β Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.68 231 «ἀλλὰ καὶ ὅσα ἄλλα περὶ ψυχὴν καθορᾶται͵ τὰ ἐξ ἀντιθέτου ἀλλήλοις ὁρώμενα͵ οἷον δειλίαν καὶ θράσος͵ λύπην καὶ ἡδονὴν͵ φόβον καὶ καταφρόνησιν͵ καὶ ὅσα τοιαῦτα͵ ὧν ἕκαστον συγγενῶς ἔχειν δοκεῖ πρὸς τὸ ἐπιθυμητικὸν ἢ θυμοειδὲς͵ ἰδιάζοντι δὲ ὅρῳ τὴν ἰδίαν ἀνυπογράφει φύσιν. Τό τε γὰρ θράσος καὶ ἡ καταφρόνησις ἔμφασιν ὑποσημαίνει τινὰ τῆς θυμώδους ὁρμῆς· ἐλάττωσιν δέ τινα καὶ ὕφεσιν τοῦ αὐτοῦ τούτου ἡ κατὰ δειλίαν καὶ φόβον ἐγγινομένη σχέσις. Ἡ δὲ λύπη ἐξ ἀμφοτέρων ἔχει τὰς ὕλας. ῞Η τε γὰρ τοῦ θυμοῦ ἀτονία͵ ἐν τῷ τοῦ ἀμύνασθαι τοὺς προλελυπηκότας ἀδυνάτῳ λύπη γίνεται· καὶ ἡ ἀπόγνωσις τῶν ἐπιθυμουμένων͵ καὶ ἡ στέρησις τῶν καταθυμίων͵ τὴν σκυθρωπὴν ταύτην ἐμποιεῖ τῇ διανοίᾳ διάθεσιν. Καὶ τὸ ἀντιθεωρούμενον τῇ λύπῃ͵ τὸ καθ΄ ἡδονὴν λέγω νόημα», Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 56B. Θεωρώντας ως πηγή όλων των παθών τις δυο αυτές θεμελιώδεις τάσεις, το επιθυμητικό και το θυμικό, ο Άγιος Γρηγόριος προτείνει διάφορους ορισμούς. Για το θυμό γράφει: «θυμὸν δὲ ζέσιν εἶναι τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος τοῖς πολλοῖς δοκεῖ. Ἕτεροι δὲ͵ ὄρεξιν τοῦ ἀντιλυπῆσαι τὸν προκατάρξαντα. Ὡς δ΄ ἂν ἡμεῖς ὑπολάβοιμεν͵ θυμός ἐστιν ὁρμὴ τοῦ κακῶσαι τὸν παροξύνοντα» Αὐτόθι, PG 46, 56A. Την δε επιθυμία ορίζει ως εξής: «Κἂν τὴν ἐπιθυμίαν ἐφ΄ ἑαυτῆς διορισώμεθα͵ ἔφεσιν λέξομεν τοῦ ἐνδέοντος͵ ἢ πόθον τῆς καθ΄ ἡδονὴν ἀπολαύσεως͵ ἢ λύπην ἐπὶ τῷ μὴ κατ΄ ἐξουσίαν ὄντι κατα θυμητικῷ· ἤ τινα πρὸς τὸ ἡδὺ σχέσιν͵ οὗ μὴ πάρεστιν ἡ ἀπόλαυσις. Ταῦτα γὰρ πάντα καὶ τὰ τοιαῦτα τὴν μὲν ἐπιθυμίαν ἐνδείκνυται» Αὐτόθι, PG 46, 56A. Πλην όμως ο Άγιος Γρηγόριος τονίζει: «ταῦτα τὰ πάθη τῆς φύσεως ὄντα καὶ οὐκ οὐσία. Ἡ μὲν γάρ ἐστιν ὅπερ ἐστίν· τοῦ δὲ ὁρισμοῦ τοῦ περὶ ψυχῆς οὐ προσάπτεται... Ἃ πάντα καὶ περὶ τὴν ψυχήν ἐστι͵ καὶ ψυχὴ οὐκ ἔστιν͵ ἀλλ΄ οἷον μυρμηκίαι τινὲς τοῦ διανοητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς ἐκφυόμεναι. Ἃ μέρη μὲν αὐτῆς εἶναι διὰ τὸ προσπεφυκέναι νομίζεται͵ οὐ μὴν ἐκεῖνό εἰσιν͵ ὅπερ ἐστὶν ἡ ψυχὴ κατ΄ οὐσίαν» Αὐτόθι, PG 46, 56C 229 230
43
διανοίας εὐθύνηται»232. Επομένως το «παθητικόν» μπορεί να έχει χρήσιμο και θετικό προορισμό, καθώς, κατευθυνόμενο από το λογικό μέρος, δύναται να αναγάγει την ψυχή σε πνευματικά ύψη. Τα κινήματα του μέρους αυτού της ψυχής κατευθύνονται στην αρετή ή την κακία ανάλογα με τη χρήση της προαιρέσεώς μας: «τῇ ποιᾶ χρήσει τῆς προαιρέσεως ἤ ἀρετῆς ἤ κακίας ὄργανα γίνεται»233. Σκοπός του ανθρώπου πρέπει να είναι η δια της πνευματικής παιδαγωγίας καλλιέργεια αυτών των κινημάτων, ώστε να λειτουργούν εντός του ως θετικά, «κατ’ ἀρετήν» πάθη, που θα συμβάλλουν ως άκρως αναγκαία στοιχεία στην πνευματική του τελείωση. Εφόσον η λογική μας, ως το εξαιρετικό προσόν της ανθρώπινης φύσης, μάθει να κυριαρχεί στις άλογες αυτές ορμές, τότε τα πάθη, οι εκδηλώσεις δηλαδή του επιθυμητικού και του θυμοειδούς, δε θα ενεργούν κατά τρόπο που εξυπηρετεί την κακία, αλλά την αρετή: ο φόβος θα γεννά υπακοή, ο θυμός ανδρεία, η δειλία ασφάλεια, η δε ορμή της επιθυμίας θα προξενεί την θεία και αγία ηδονή. Ο νους, με το δρεπάνι του κριτικού λόγου234, αποτελεί τον ηγεμόνα που συνέχει τα κατώτερα μέρη της ψυχής, το επιθυμητικό και το θυμοειδές, καθώς αυτά τον υποβαστάζουν και τον στηρίζουν, προκειμένου να υπηρετείται η πνευματική πρόοδος του ανθρώπου: «ὑποβεβηκέναι φασίν͵ ἑκατέρωθεν τὸ διανοητικὸν τῆς ψυχῆς ὑπερείδουσαν͵ τὸν δὲ λογισμὸν ἀμφοτέροις ἐπεζευγμένον συνέχειν τε αὐτοὺς καὶ ὑπὸ ἐκείνων ἀνέχεσθαι͵ πρὸς μὲν ἀνδρείαν τῷ θυμῷ στομούμενον͵ πρὸς δὲ τὴν τοῦ ἀγαθοῦ μετουσίαν δι΄ ἐπιθυμίας ὑψούμενον»235. Αν όμως η λογική χάσει τα ηνία της κυριαρχίας, όπως ο ηνίοχος που μπλέκεται στο άρμα και σέρνεται ανεξέλεγκτα από την άλογη κίνηση των ζευγμένων ζώων, τότε ο έλεγχος χάνεται και οι ορμές αυτές, το επιθυμητικό και το θυμοειδές, καταντούν πάθη αλλοτριωτικά, με την έννοια της κυριαρχίας του αλόγου επί του λογικού236. Στην περίπτωση αυτή, ο άνθρωπος μεταβαίνει από το θεοειδές και διανοητικό στο άλογο και ανόητο, αποκτηνωμένος από την ορμή αυτών των παθών237. Στην Κανονική Επιστολή του ο άγιος Γρηγόριος αναλύει λεπτομερώς αυτή τη διδασκαλία, εξετάζοντας τις ανωφερείς και κατωφερείς τάσεις που μπορεί να πάρει κάθε «μέρος» της ψυχής238. Διότι δεν υφίστανται πάθη αυτοδύναμα καλά και Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 477BC Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 61A 234 Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 661A. 235 Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 353C 236 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 61AD 237 «Οὕτω καὶ ἐν ἡμῖν εἰ μὴ πρὸς τὸ δέον ἄγοιτο ταῦτα διὰ τοῦ λογισμοῦ͵ ἀλλ΄ ἐπικρατοίη τῆς τοῦ νοῦ δυναστείας τὰ πάθη͵ πρὸς τὸ ἄλογόν τε καὶ ἀνόητον μεταβαίνων ὁ ἄνθρωπος͵ ἀπὸ τοῦ διανοητικοῦ καὶ θεοειδοῦς τῇ ὁρμῇ τῶν τοιούτων παθημάτων ἀποκτηνούμενος». Αὐτόθι, PG 46, 61C‐64A. 238 Για το λογιστικό λέγει: «κατόρθωμα μὲν τοῦ λογιστικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς ἐστιν͵ ἡ εὐσεβὴς περὶ τὸ Θεῖον ὑπόληψις͵ καὶ ἡ τοῦ καλοῦ τε καὶ κακοῦ διακριτικὴ ἐπιστήμη͵ καὶ ἡ τρανήν τε καὶ ἀσύγχυτον ἔχουσα περὶ τῆς φύσεως τῶν ὑποκειμένων τὴν δόξαν· τί μέν ἐστιν αἱρετὸν ἐν τοῖς οὖσι· τί δὲ βδελυκτὸν καὶ ἀπόβλητον. Καὶ πάλιν ἐκ τοῦ ἐναντίου πάντως ἡ ἐν τῷ μέρει τούτῳ κακία θεωρηθήσεται͵ ὅταν ἀσέβεια μὲν ᾖ περὶ τὸ Θεῖον͵ ἀκρισία δὲ περὶ τὸ ὄντως καλόν· ἐνηλλαγμένη δὲ καὶ ἐσφαλμένη ἡ περὶ τὴν τῶν πραγμάτων φύσιν ὑπόληψις͵ ὥστε τιθέναι τὸ φῶς σκότος͵ καὶ τὸ σκότος φῶς͵ καθώς φησιν ἡ 232 233
44
αυτοδύναμα κακά. Ίδιες είναι πάντοτε οι ορμές που στρέφονται είτε στη δημιουργική τελείωση είτε στην άβυσσο του μηδενός. Έτσι, δουλειά του λογιστικού πρέπει να είναι η «εὐσεβὴς περὶ τὸ θεῖον ὑπόληψις καὶ η τοῦ καλοῦ τε καὶ κακοῦ διακριτική ἐπιστήμη» που θα δείξει «τί τὸ αἰρετόν». Το επιθυμητικό θα στρέψει τα παράγωγα αυτού πάθη προς το «ὄντως ἐπιθυμητόν». Όσο για το θυμοειδές, αυτό βρίσκεται στο ύψος του όταν με τα παράγωγά του πάθη οδηγεί στην απέχθεια προς το κακό και οπλίζει την ψυχή με ανδρεία για να αντιμετωπίζει όπως πρέπει τα «νομιζόμενα φοβερά». Έτσι τα πάθη εξαγνίζονται, και, αντί να είναι φθοροποιά και διαβρωτικά στοιχεία, απόλυτα καταδικαστέα, που πρέπει να ξεριζωθούν από την ανθρώπινη φύση, όπως ήθελαν οι στωικοί, καθίστανται οι πιο πολύτιμες δυνάμεις για τη δημιουργική τελείωση του ανθρώπου 239. Την ίδια διδασκαλία συναντάμε στο δοκίμιο περί Παρθενίας, όπου εξηγείται πώς τα πάθη μπορούν να στραφούν προς το καλό και πώς με την ορθή χρήση αυτών μπορεί να διαφυλαχθεί η αρετή: «τὸν δὲ θυμὸν καὶ τὴν ὁργὴν καὶ τὶ μῖσος καθάπερ κύνας τινάς πυλωρούς πρὸς μόνην ἐγρηγορέναι την τῆς ἀμαρτίας ἀντίστασιν»240. Στο έργο του αγίου «εἰς τὴν Προσευχήν», περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο μπορούν Γραφή» Για το επιθυμητικό λέγει: «Τοῦ δὲ ἐπιθυμητικοῦ μέρους ἡ μὲν ἐνάρετός ἐστι κίνησις τὸ πρὸς τὸ ὄντως ἐπιθυμητικὸν͵ καὶ ἀληθῶς καλὸν ἀνάγεσθαι τὸν πόθον· καὶ εἴ τις ἐν ἡμῖν ἐρωτικὴ δύναμίς τε καὶ διάθεσις͵ ἐκεῖ κατασχολεῖσθαι πᾶσαν͵ ἐν τῷ πεπεῖσθαι μηδὲν ὀρεκτὸν εἶναι τῇ ἑαυτοῦ φύσει ἄλλο͵ πλὴν τῆς ἀρετῆς͵ καὶ τῆς τὴν ἀρετὴν πηγαζούσης φύσεως. Παρατροπὴ δὲ καὶ ἁμαρτία τοῦ τοιούτου μέρους ἐστὶν͵ ὅταν τις μεταγάγῃ τὴν ἐπιθυμίαν πρὸς τὴν ἀνυπόστατον κενοδοξίαν· ἢ πρὸς τὸ ἐπικεχρωσμένον τοῖς σώμασιν ἄνθος· ὅθεν γίνεται ἡ φιλοχρηματία͵ καὶ ἡ φιλοδοξία͵ καὶ ἡ φιληδονία͵ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα͵ ὅσα τοῦ τοιούτου ἤρτηται τῆς κακίας γένους». Τέλος για το θυμοειδές αναγράφει: «Πάλιν δὲ τῆς θυμώδους διαθέσεως κατόρθωμα μέν ἐστιν ἡ πρὸς τὸ κακὸν ἀπέχθεια͵ καὶ ὁ πρὸς τὰ πάθη πόλεμος͵ καὶ τὸ πρὸς ἀνδρείαν ἐστομῶσθαι τὴν ψυχὴν͵ ἐν τῷ μὴ καταπτήσσειν τὰ τοῖς πολλοῖς φοβερὰ νομιζόμενα͵ ἀλλὰ μέχρις αἵματος πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀντικαθίστασθαι· καταφρονεῖν δὲ θανατικῆς ἀπειλῆς͵ καὶ ἀλγεινῶν κολαστηρίων͵ καὶ τῆς τῶν ἡδίστων διαζεύξεως͵ καὶ πάντων ἅπαξ τῶν διά τινος συνηθείας καὶ προλήψεως ἐν ἡδονῇ τοὺς πολλοὺς κατεχόντων κρείττονα γενέσθαι͵ τῆς τε πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς προμαχόμενον. Τὰ δὲ ἀποπτώματα τοῦ τοιούτου μέρους ἐστὶν ἅπασι πρόδηλα͵ ὁ φθόνος͵ τὸ μῖσος͵ ἡ μῆνις͵ αἱ λοιδορίαι͵ αἱ συμπλοκαὶ͵ αἱ ἐμφιλόνεικοί τε καὶ ἀμυντικαὶ διαθέσεις͵ αἱ μέχρι πολλοῦ παρατείνουσαι τὴν μνησικακίαν͵ καὶ πολλοὺς εἰς φόνους καὶ αἵματα καταθήγουσαι». Για την ορθή χρήση του λογιστικού, του επιθυμητικού και του θυμοειδούς προκειμένου να δώσουν στον άνθρωπο ροπή προς τα άνω, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η παιδεία του λογισμού: «Μὴ γὰρ εὑρὼν ὁ ἀπαίδευτος λογισμὸς ὅπου χρήσηται λυσιτελῶς τῷ ὅπλῳ͵ ἐφ΄ ἑαυτὸν τρέπει τὴν τοῦ σιδήρου ἀκμὴν καὶ γίνεται τὸ ἐκ Θεοῦ δοθὲν ἡμῖν ἀμυντήριον ὅπλον τῷ κακῶς κεχρημένῳ ὀλέθριον». Ἐπιστολή κανονική πρός τόν ἐν ἁγίοις Λητόϊον ἐπίσκοπον Μελιτινῆς, PG 44, 224Β‐ 225Β. Για τον Άγιο Γρηγόριο το μεγαλύτερο πάθος του λογιστικού είναι η αίρεση, την οποία ονομάζει πόρνη, μια πόρνη που γοητεύει με τις απατηλές της ηδονές: «πόρνη γάρ ἐστιν ἡ αἵρεσις ταῖς ἠγαπημέναις ἡδοναῖς γοητεύουσα». Εἰς τὴν ἑαυτοῦ χειροτονίαν, PG 46,548C. Σύμφωνα δε με την πλατωνική διδασκαλία, ο βαθμός επίδρασης του λογιστικού στα κατώτερα μέρη καθορίζεται από την παιδεία και είναι αυτό που διαφοροποιεί την εξωτερική συμπεριφορά των ατόμων σε σχέση με τη δύναμη των επιθυμιών. Όσο πιο απαίδευτο και ακαλλιέργητο είναι ένα άτομο, τόσο πιο έντονα κυριαρχούν οι επιθυμίες σε αυτό και μάλιστα οι πιο άγριες και παράνομες (Πολιτεία, 572 b) 239 Πρβλ. Τατάκη Βασίλειου, Η συμβολή της Καππαδοκίας στη Χριστιανική σκέψη, Εκδόσεις του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, σελ. 38 240 Περὶ Παρθενίας, PG 46, 389D
45
να συνυπάρξουν ισορροπημένα και υγιώς τα μέρη της ψυχής241: όταν συνεργάζονται όλα μεταξύ τους για το καλό, ο λογισμός παρέχει στα κατώτερά του τη δική του ασφάλεια και με τη σειρά του παίρνει και αυτός ίση χάρη242. Από αυτή τη θεολογία περί παθών μπορούμε να περάσουμε σε μια θεολογία περί απαθείας. Εφόσον τα πάθη δε συνιστούν από μόνα τους αυτοδύναμα αρνητικά στοιχεία, καθώς όλα εξαρτώνται από τη χρήση τους, από την «προαίρεση» δηλαδή του ανθρώπου, με τον όρο «απάθεια», υποδηλώνεται όχι η εξαφάνιση αλλά η ορθή χρήση των παθών, ώστε αυτά να υπηρετούν τους σκοπούς της λογικής. Δυνάμεθα επομένως να διακρίνουμε δύο είδη απάθειας243: η μία είναι εσχατολογική, αφορά τη μετά θάνατον κατάσταση του ανθρώπου (ξεκινά όμως από την εδώ ζωή με τη βίωση της παρθενίας και της μυστικής ζωής), και συνιστά μια απελευθέρωση από τη βιολογική κατάσταση της φθαρτότητας και της σεξουαλικότητας, μια επιστροφή δηλαδή στην προπτωτική απάθεια του ανθρώπου. Το άλλο είδος της απάθειας, συνιστά η κατ’αρετήν απάθεια, που προϋποθέτει όχι τον αφανισμό αλλά την καλή χρήση των παθών, όταν αυτά λειτουργούν ως θετικά στοιχεία ενισχύοντας το δυναμισμό του πνεύματος. Η απάθεια αυτή συνίσταται στην αποκατάσταση της διασαλευθείσας τάξης εντός της ανθρώπινης φύσης, στην υποταγή των προβάτων‐ παθών στα κελεύσματα του ποιμένα‐ νου244. Κατόπιν των παραπάνω, μπορούμε με ασφάλεια να μιλήσουμε για μία υπό προϋποθέσεις μετοχή των παθών, στη ζωή του κατ’ εικόνα245. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος στο Περί Παρθενίας δοκίμιό του: «με τη δραχμή που ζητούμε υπαινίσσεται ασφαλώς την εικόνα του βασιλιά που δεν έχει χαθεί ολότελα αλλά είναι κρυμμένη κάτω από την κοπριά...Οι δυνάμεις που συνοικούν στην ψυχή, που χαίρονται γιατί βρέθηκε η θεϊκή δραχμή, το λογιστικό και το επιθυμητικό και το συναίσθημα της λύπης και της οργής και όποιες άλλες δυνάμεις νοούνται σχετικά με την ψυχή, φυσικό είναι να νομίζονται φίλες και είναι φυσικό να δοκιμάζουν όλες τη χαρά του «῏Ην ἐν ὑγείᾳ ποτὲ νοητῇ τὸ ἀνθρώπινον͵ οἷόν τινων στοιχείων͵ τῶν τῆς ψυχῆς λέγω κινημάτων͵ κατὰ τὸν τῆς ἀρετῆς λόγον ἰσοκρατῶς ἐν ἡμῖν κεκραμένων. Ἐπεὶ δὲ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ κατισχύσαντος ἡ ἐκ τοῦ ἐναντίου νοουμένη διάθεσις͵ ἡ ἐγκράτεια͵ κατεκρατήθη τῷ πλεονάζοντι͵ καὶ τὴν ἄμετρον τῆς ἐπιθυμίας ἐπὶ τὰ μὴ δέοντα κίνησιν τὸ κωλύον οὐκ ἦν͵ ἐκ τούτου τὸ ἐπιθανάτιον νόσημα͵ ἡ ἁμαρτία͵ τῇ ἀνθρωπίνῃ συνέστη φύσει». Εἰς τὴν Προσευχήν, PG 44, 1161CD. 242 «Ἐκ τούτων δὲ τὸν θυμὸν μὲν καὶ τὴν ἐπιθυμίαν ὑποβεβηκέναι φασίν͵ ἑκατέρωθεν τὸ διανοητικὸν τῆς ψυχῆς ὑπερείδοντας͵ τὸν δὲ λογισμὸν ἀμφοτέροις ἐπεζευγμένον συνέχειν τε αὐτοὺς καὶ ὑπ΄ ἐκείνων ἀνέχεσθαι͵ πρὸς μὲν ἀνδρείαν τῷ θυμῷ στομούμενον͵ πρὸς δὲ τὴν τοῦ ἀγαθοῦ μετουσίαν δι΄ ἐπιθυμίας ὑψούμενον. Ἕως ἂν οὖν ἡ ψυχὴ τῷ σχήματι τούτῳ κατησφαλισμένη τύχῃ͵ καθάπερ τισὶ γόμφοις τοῖς κατ΄ ἀρετὴν νοήμασι τὸ βέβαιον ἔχουσα͵ ἐν πᾶσι δι΄ ἀλλήλων γίνεται ἡ πρὸς τὸ καλὸν συνεργία͵ παρέχοντος ἤδη δι΄ ἑαυτοῦ τοῖς ὑποβεβηκόσι τοῦ λογισμοῦ τὴν ἀσφάλειαν καὶ ἐν τῷ μέρει παρ΄ ἐκείνων τὴν ἴσην χάριν ἀντιλαμβάνοντος» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 353CD 243 Βλ. J. Daniélou, Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Edition Montaigne, Paris, 1954, σελ. 68 244 «πάντων τῶν ἐν ἡμῖν τῆς ψυχῆς κινημάτων͵ προβάτων δίκην͵ τῷ βουλήματι τοῦ ἐπιστατοῦντος λόγου ποιμαινομένων» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 332C. 245 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.71 και 74 241
46
Κυρίου, όταν είναι στραμμένες προς το καλό και το αγαθό, πράττουν τα πάντα προς δόξαν Θεού και δε γίνονται πια όπλα της αμαρτίας»246. Οι δυνάμεις αυτές, ως «κατ’αρετήν» πάθη, ονομάζονται «γειτονικές», ή «σύνοικες» της ψυχής, ή «δυνάμεις περί την ψυχήν», και όταν καθαριστούν από κάθε αμαρτητική διάθεση, μπορούν να συσχηματίζονται με το κάλλος της θείας εικόνας, μπορούν να συμμετέχουν στη ζωή του κατ’ εικόνα: «πᾶν τὸ τοιοῦτον κίνημα τῷ ὑψηλῷ τῆς διανοίας συνεπαιρόμενον͵ τῷ κατὰ τὴν θείαν εἰκόνα κάλλει συσχηματίζεται»247. γ. Σημασίες που λαμβάνει το «πάθος» Ο όρος «πάθος»248, στο έργο του αγίου Γρηγορίου, λαμβάνει διάφορες σημασίες249. Εκτός από τις δευτερεύουσες σημασίες, όπως αυτή του συμβάντος‐ γεγονότος με την γενική έννοια250 ή της ασθένειας251, στο έργο του αγίου Γρηγορίου συναντάμε τον όρο «πάθος» με δύο κυρίως σημασίες, μια γενική και μια ειδικότερη252. Σύμφωνα με την πρώτη, «πάθη», θεωρούνται όλες οι αναπόφευκτες εσωτερικές και εξωτερικές ορμές‐εκδηλώσεις του ανθρώπου ως αδιάσπαστης ενότητας ψυχής και σώματος. Ο άγιος Γρηγόριος γράφει χαρακτηριστικά ότι «με τη «Τῷ ὄντι γὰρ πᾶσαι αἱ σύνοικοι τῆς ψυχῆς δυνάμεις͵ ἃς γείτονας νῦν προσηγόρευσεν͵ ἐπειδὰν συνανακαλυφθῇ καὶ ἐκλάμψῃ αὕτη ἡ μεγάλη τοῦ βασιλέως εἰκών͵ ἣν ἐξ ἀρχῆς ἐνεσημήνατο ἡμῶν τῇ δραχμῇ ὁ πλάσας κατὰ μόνας τὰς καρδίας ἡμῶν͵ τότε ἐπὶ τὴν θείαν ἐκείνην χαράν τε καὶ εὐφροσύνην ἐπιστραφήσονται͵ τῷ ἀφράστῳ κάλλει τοῦ εὑρεθέντος ἐνατενίζουσαι. Συγχάρητε γάρ μοι͵ φησίν͵ ὅτι εὗρον τὴν δραχμήν͵ ἣν ἀπώλεσα. Αἱ δὲ γείτονες ἤτοι σύνοικοι τῆς ψυχῆς δυνάμεις αἱ ἐπὶ τῇ εὑρέσει τῆς θείας δραχμῆς εὐφραινόμεναι͵ ἡ λογιστική τε καὶ ἐπιθυμητικὴ καὶ ἡ κατὰ λύπην τε καὶ ὀργὴν ἐγγινομένη διάθεσις͵ καὶ εἴ τινες ἄλλαι δυνάμεις εἰσὶ περὶ τὴν ψυχὴν θεωρούμεναι͵ εἰκότως ἂν καὶ φίλαι εἶναι νομίζοιντο͵ ἃς πάσας τότε χαίρειν ἐν κυρίῳ εἰκός͵ ὅταν αἱ πᾶσαι πρὸς τὸ καλόν τε καὶ ἀγαθὸν βλέπωσι καὶ πάντα εἰς δόξαν θεοῦ ἐνεργῶσι͵ μηκέτι τῆς ἁμαρτίας ὅπλα γινόμεναι». Περὶ Παρθενίας, PG 46, 373BC. 247 «εἴπερ ὁ λογισμὸς τῶν τοιούτων κινημάτων ἀντιμεταλάβοι τὸ κράτος͵ εἰς ἀρετῆς εἶδος ἕκαστον τούτων ἀντιμεθίσταται. Ποιεῖ γὰρ ὁ μὲν θυμὸς τὴν ἀνδρείαν͵ τὸ δὲ δειλὸν τὴν ἀσφάλειαν͵ καὶ ὁ φόβος τὴν εὐπείθειαν͵ τὸ μῖσος δὲ τὴν τῆς κακίας ἀποστροφὴν͵ ἡ δὲ ἀγαπητικὴ δύναμις τὴν πρὸς τὸ ἀληθῶς καλὸν ἐπιθυμίαν. Τὸ δὲ γαῦρον τοῦ ἤθους ὑπεραίρει τῶν παθημάτων͵ καὶ ἀδούλωτον ὑπὸ τοῦ κακοῦ διαφυλάσσει τὸ φρόνημα. Ἐπαινεῖ δὲ τὸ τοιοῦτον τῆς ἐπάρσεως εἶδος καὶ ὁ μέγας Ἀπόστολος͵ συνεχῶς ἐγκελευόμενος τὰ ἄνω φρονεῖν. Καὶ οὕτως ἔστιν εὑρεῖν͵ ὅτι πᾶν τὸ τοιοῦτον κίνημα τῷ ὑψηλῷ τῆς διανοίας συνεπαιρόμενον͵ τῷ κατὰ τὴν θείαν εἰκόνα κάλλει συσχηματίζεται» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 193BC. 248 Ο Ντεκάρτ στο μνημειώδες έργο του «Τα πάθη της ψυχής», πολύ χαρακτηριστικά ονομάζει τα πάθη ως συγκινήσεις της ψυχής, όχι μόνο γιατί ο όρος αυτός μπορεί να αποδοθεί σε όλες τις αλλαγές που σημειώνονται εντός της, δηλαδή σε όλες τις σκέψεις της, αλλά ειδικότερα γιατί από όλα τα είδη σκέψεων που μπορεί να έχει, τα πάθη την ταράζουν και την κλονίζουν περισσότερο», βλ. Ντεκάρτ Ρενέ, Τα πάθη της ψυχής, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1996, σελ. 113 249 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ. 50 250 Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 489D 251 Αὐτόθι, PG 44, 512A 252 Βλ. Daniélou, J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse),, Aubier, Edition Montaigne, Paris, 1954, σελ. 50 246
47
λέξη άνθρωπος δηλώνονται περιληπτικά τα πάθη της ανθρώπινης φύσης»253. Ως αναπότρεπτα πάθη, είναι κυρίως αποτελέσματα του προπατορικού αμαρτήματος, ένεκα του οποίου ο άνθρωπος ενδύθηκε το νεκρό και απαίσιο χιτώνα από άλογα δέρματα. Αποτέλεσμα της πρόσληψης των δερμάτινων χιτώνων υπήρξε «η γαμική μίξη, η σύλληψη, η γέννηση, η ακαθαρσία, το θήλασμα, η τροφή, η εκβολή των ακαθαρσιών, η βαθμιαία αύξηση προς το τέλειο, η νεότητα, το γήρας, η νόσος, ο θάνατος»254. Είναι δε χαρακτηριστική η έκφρασή του ιερού πατρός, ότι ο άνθρωπος «με το πάθος αρχίζει και με το πάθος τελειώνει»255. Σύμφωνα με τη δεύτερη, ειδικότερη σημασία, με τον όρο «πάθη», εννοείται το σύνολο των αμαρτωλών τάσεων προς τις οποίες ρέπει μεταπτωτικά η ανθρώπινη φύση256: «πάθος της ανθρώπινης ψυχής είναι η ομοίωση προς το άλογο, η προσοικείωση που μετατρέπει την ανθρώπινη φύση σε κτηνώδη»257. Πρόκειται για τα αρνητικά και διαβρωτικά πάθη «τῆς αἰσχύνης» ή, «κατὰ κακίαν»258 πάθη, που ξεπερνούν τα όρια της βιολογικότητας και οδηγούν τον άνθρωπο στην αισχύνη του παρά φύσιν. Τις αφορμές για την εκδήλωση των αρνητικών παθών, δε τις προσφέρει, κατά τον άγιο Γρηγόριο, το σώμα, αλλά η προαίρεση. Το σώμα έχει τις φυσικές του ανάγκες, κινείται μέσα στη φύση του και προσαρμόζει τις ορμές του σε όσα συντελούν στη σύσταση και τη διατήρησή του. Έχει φυσική ανάγκη, για παράδειγμα για φαγητό και ποτό, γι’αυτό ενεργοποιείται η όρεξη. Η κακή όμως προαίρεση, ενεργώντας ως υπηρέτης των ηδονών, καθιστά τις αναπόφευκτες φυσικές ανάγκες του σώματος, δρόμους για να περάσουν τα πάθη. Διά των αισθήσεων επίσης αποδυναμώνεται η στερεότητα της ψυχής, μια αποδυνάμωση που δεν οφείλεται στις ίδιες τις αισθήσεις, αλλά στην κακή ή απρόσεκτη χρήση τους259. Παρά ταύτα, «ἄνθρωπον δὲ λέγω͵ ὅσα τῇ περιληπτικῇ φωνῇ τὰ τῆς φύσεως ἐνδείκνυται πάθη» Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 580A 254 «εἴ τις ῥωγαλέον περὶ αὐτὸν ἔχων χιτῶνα͵ γυμνωθείη τοῦ περιβλήματος͵ οὐκέτι ἂν τὴν τοῦ ἀποῤῥιφέντος ἀσχημοσύνην ἐφ΄ ἑαυτοῦ βλέποι͵ οὕτω καὶ ἡμῶν ἀποδυσαμένων τὸν νεκρὸν ἐκεῖνον καὶ εἰδεχθῆ χιτῶνα͵ τὸν ἐκ τῶν ἀλόγων δερμάτων ἡμῖν ἐπιβληθέντα (δέρμα δὲ ἀκούων τὸ σχῆμα τῆς ἀλόγου φύσεως νοεῖν μοι δοκῶ͵ ᾧ πρὸς τὸ πάθος οἰκειωθέντες περιεβλήθημεν)͵ πάντα ὅσα τοῦ ἀλόγου δέρματος περὶ ἡμᾶς ἦν ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ χιτῶνος συναποβαλλόμεθα. Ἔστι δὲ ἃ προσέλαβεν ἀπὸ τοῦ ἀλόγου δέρματος͵ ἡ μίξις͵ ἡ σύλληψις͵ ὁ τόκος͵ ὁ ῥύπος͵ ἡ θηλὴ͵ ἡ τροφὴ͵ ἡ ἐκποίησις͵ ἡ κατ΄ ὀλίγον ἐπὶ τὸ τέλειον αὔξησις͵ ἡ ἀκμὴ͵ τὸ γῆρας͵ ἡ νόσος͵ ὁ θάνατος». Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 148D‐149A. 255 «ἐκ πάθους γὰρ ἀρξάμενος τοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος πάθει συναπαρτίζεται». Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 45A 256 «Ὥστε προνοητέον ἢ καθόλου τῶν τῆς κακίας μολυσμάτων φυλάξαι τὴν ψυχὴν ἀμιγῆ τε καὶ ἀκοινώνητον· ἢ εἰ τοῦτο πάντη ἀμήχανον διὰ τὸ ἔμπαθες τῆς φύσεως ἡμῶν͵ ὡς ὅτι μάλιστα ἐν μετρίοις τισὶ καὶ εὐθεραπεύτοις εἶναι τὰ τῆς ἀρετῆς ἀποτεύγματα» Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 101B. 257 «ἀνθρωπίνης δὲ ψυχῆς πάθος͵ ἡ πρὸς τὸ ἄλογόν ἐστιν ὁμοίωσις· τούτῳ δὲ προσοικειωθεῖσαν αὐτὴν͵ εἰς κτηνώδη φύσιν μεταῤῥυῆναι» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 232BC 258 «ἓν κατὰ φύσιν μόνον τῶν πάντων ἐστὶν αἰσχρὸν τὸ κατὰ κακίαν πάθος͵ τὸ δὲ κακίας ἐκτὸς παντὸς αἴσχους ἐστὶν ἀλλότριον» Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 41A 259 Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, PG 46, 677CD 253
48
αναγνωρίζεται από τον άγιο Γρηγόριο, και μια φυσική ροπή του σώματος προς τις ηδονές και τα πάθη, καθώς «αν γίνει κανείς ακριβοδίκαιος δικαστής των ανθρώπινων σφαλμάτων και εξετάσει με προσοχή από πού φυτρώνουν οι πρώτες αιτίες της αμαρτίας, θα βρει ίσως ότι το πρώτο που ατακτεί και κάνει παραβάσεις είναι το σώμα260. Το πάθος συνδέεται αναπόσπαστα με την ηδονή, μια ηδονή όμως που ευχαριστεί όχι τη φύση αλλά το πάθος της φύσης. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια απόλαυση ή ικανοποίηση της φύσης, αλλά για μια αυτοϊκανοποίηση του πάθους από το ίδιο το πάθος261. Επειδή μάλιστα το εφάμαρτο πάθος δεν ανήκει στην αληθινή φύση του ανθρώπου, την ικανοποίηση του πάθους από το ίδιο το πάθος, η φύση μας τη δέχεται και τη προσλαμβάνει σαν κάτι το ξένο και αλλότριο. Αυτό εξηγεί τον κόρο που προκαλείται πάντοτε ως συνέπεια των έργων της παρεκτραπείσης επιθυμίας262. 3. Η ΤΥΡΑΝΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ Όταν οι φυσικές ορμές του επιθυμητικού και του θυμοειδούς διαστραφούν, εξαιτίας της νόσου της προαιρέσεως, γεννιούνται ως φοβεροί τόκοι και διαβρωτικά στοιχεία, τα άλογα πάθη «τῆς αἰσχύνης». Η δύναμη αυτών των παθών, συνίσταται στην αλυσιδωτή τους δράση263, καθώς η είσοδος και κυριαρχία του ενός πάθους στο ανθρώπινο είναι, συνεισάγει και τον λοιπό «ὅμιλο τῶν παθῶν»264. Η ηδονή που προσφέρουν τα πάθη, καλείται θηρίο, που έρπει επί των αισθήσεων, προσφέροντας «εἰ δέ τις ἀκριβὴς γένοιτο δικαστὴς τῶν ἀνθρωπίνων πλημμελημάτων καὶ σκοπήσειεν ἐπιμελῶς͵ πόθεν φύονται αἱ πρῶται τῆς ἁμαρτίας αἰτίαι͵ τάχα πρῶτον ἀτακτοῦν ἐν τοῖς ἐγκλήμασιν εὑρήσει τὸ σῶμα. ἠρεμούσης γὰρ πολλάκις τῆς ψυχῆς καὶ γαλήνην ἐχούσης ἀτάραχον εἶδεν ὁ ὀφθαλμὸς ἐμπαθῶς͵ ἃ μὴ θεάσασθαι βέλτιον ἦν͵ καὶ τῇ ψυχῇ παραπέμψας τὴν νόσον εἰς χειμῶνα καὶ κλύδωνα τὴν ἡσυχίαν μετέβαλεν. ὁμοίως αἱ ἀκοαὶ ἀσχημόνων τινῶν ἢ παροξυντικῶν ἐπακούσασαι λόγων οἷον διά τινων σωλήνων ἑαυτῶν τὸν τῆς ταραχῆς ἢ τὸν τῆς ἀκοσμίας βόρβορον τοῖς λογισμοῖς ἐπεισφέρουσιν. ἔστι δὲ ὅτε καὶ ἡ ῥὶς διὰ τῆς ὀσφρήσεως καὶ τῶν ἀτμῶν μεγάλα τε καὶ ἀνήκεστα κακὰ διατίθησι τὸν ἔσωθεν ἄνθρωπον. οἴδασι δὲ καὶ αἱ χεῖρες διὰ τῆς ἐπαφῆς καρτερᾶς ψυχῆς ἐκθηλύνειν στερρότητα. καί μοι κατὰ μικρὸν οὕτως ἐπιόντι καὶ σκοπουμένῳ ὑπαίτιον εὑρίσκεται τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν τὸ σωμάτιον». Αὐτόθι, PG 46, 677CD. 261 «εἰ δέ τινα ἐκτροπὴν πάθοι διὰ μοχθηρᾶς προαιρέσεως͵ τότε αὐτῇ τῶν ἀλλοτρίων ἡ ἐπιθυμία ἐγγίνεται͵ ὧν ἡ ἀπόλαυσις ἡδύνει οὐχὶ τὴν φύσιν ἀλλὰ τὸ πάθος τῆς φύσεως» Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46,525C. 262 «οὐ γὰρ εἰς ἀεὶ παραμένει τῶν ἀλλοτρίων ἡ ἐπιθυμία τῇ φύσει͵ διότι πλήσμιον ἑκάστῳ καὶ προσκορές ἐστι τὸ μὴ ἴδιον οὗ μὴ κατ΄ ἀρχὰς ἔσχεν ἐν ἑαυτῇ τὴν κοινωνίαν ἡ φύσις͵ μόνον δὲ τὸ συγγενὲς καὶ ὁμόφυλον ποθεινὸν καὶ ἐράσμιον εἰς ἀεὶ διαμένει͵ ἕως ἂν ἐφ΄ ἑαυτῆς ἡ φύσις ἀπαράτρεπτος μένῃ». Αὐτόθι, PG 46,525C. 263 Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 122 264 Περὶ Παρθενίας, PG 46, 344A. 260
49
στον άνθρωπο μια ευχαρίστηση «ἀνδραποδώδη» και «ἄλογο». Ταυτόχρονα, εκθηλύνει το ανδροπρεπές της ανθρώπινης φύσεως, λυμαίνεται τους λογισμούς και θολώνει σα μια ομίχλη το καθαρό των νοημάτων265. Η ψυχή συρρικνώνεται υπό την έντονη πίεση των αισθήσεων και τον βίαιο κατωφερή πόθο για την ύλη, ενώ ο δυναμισμός του πνεύματος μαραίνεται, εξαντλείται και τελικά εξαφανίζεται. Αυτό όμως που κυρίως χάνεται, υπό την τυραννική παρουσία των παθών, είναι η ίδια η ελευθερία: ο άνθρωπος καταντά υπόδουλος στα άλογα πάθη, σε κάτι δηλαδή, που είναι κατώτερο και μηδαμινό σε σχέση με την αληθινή του φύση και αξία. Στο βίο του Μωϋσή, τα πάθη της κακίας παρομοιάζονται με την αιγυπτιακή πανστρατιά: ως αναβάτες προσωποποιούνται οι τρεις λειτουργίες της ψυχής, λογιστικό, επιθυμητικό, θυμοειδές, ενώ τα πάθη της κακίας περιγράφονται ως άλογα266. Στο ίδιο έργο, τα πάθη παραλληλίζονται με τα βατράχια της Αιγύπτου. Ζωογονούνται από τη ρυπαρά καρδία των ανθρώπων, όπως τα βατράχια από κάποιο βούρκο267. Οι υποταγμένοι σε αυτά, ομοιάζουν με πρόβατα που κοιτάζουν συνεχώς χαμηλά, βόσκοντας και ζώντας μόνο για την κοιλία. Η χωρίς δύναμη και τόνο ψυχή τους, ανοίγει τις θύρες της για να εισέλθουν βίαια το ένα μετά τον άλλο τα πάθη ως κακή αλυσίδα268. Η ορολογία που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί ο κόσμος των «εἰ γὰρ ἔγνων μόνον τὴν ἡδονὴν οἷόν τι θηρίον τὰς αἰσθήσεις μου περιέρπουσαν͵ εὐθὺς ἂν ἀντεμαχόμην τε πρὸς αὐτὴν καὶ ἀντέβαινον͵ Τί ταῦτα ποιεῖς; λέγων πρὸς τὴν ἀνδραποδώδη ταύτην καὶ ἄλογον εὐφροσύνην· τί ἐκθηλύνεις τὸ ἀνδρῶδες τῆς φύσεως; τί καταμαλάσσεις τῆς διανοίας τὸ σύντονον; τί ἐκνευρίζεις τῆς ψυχῆς τὸν τόνον; τί διαλυμαίνῃ τοῖς λογισμοῖς; τί μοι τὸ καθαρὸν τῆς τῶν νοημάτων αἰθρίας τῇ παρ΄ ἑαυτῆς ὁμίχλῃ ζόφον εμποιεῖς;» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 648A 266 «Τίς γὰρ οὐκ οἶδεν ὅτι στρατὸς Αἰγύπτιός ἐστι τὰ ποικίλα τῆς ψυχῆς πάθη͵ οἷς καταδουλοῦται ὁ ἄνθρωπος; Ἐκεῖνοι οἱ ἵπποι͵ ἐκεῖνα τὰ ἅρματα καὶ οἱ ἐπ΄ αὐτῶν ἀναβάται͵ τοξόται καὶ σφενδονῆται καὶ ὁπλομάχοι͵ καὶ ὁ λοιπὸς ὅμιλος τῆς τῶν ἐχθρῶν παρατάξεως. Τί γὰρ ἄν τις διαφέρειν εἴποι τοὺς θυμώδεις τῶν λογισμῶν ἢ τὰς πρὸς ἡδονήν τε καὶ λύπην καὶ πλεονεξίαν ὁρμὰς τῆς μνημονευθείσης στρατιᾶς. Λίθος ἄντικρυς ἀπὸ σφενδόνης ἐστὶν ἡ λοιδορία καὶ λόγχη τὴν αἰχμὴν ἐπισείουσα ἡ θυμώδης ὁρμή· τὸ δὲ περὶ τὰς ἡδονὰς πάθος οἱ ἵπποι νοείσθωσαν͵ ἀσχέτῳ τινὶ ὁρμῇ τὸ ἅρμα δι΄ ἑαυτῶν ἐφελκόμενοι͵ ἐν ᾧ οἱ τρεῖς ἐπιβάται͵ οὓς τριστάτας ὀνομάζει ἡ ἱστορία· νοήσεις δὲ τοὺς τρεῖς τούτους πάντως τοὺς φερομένους ὑπὸ τοῦ ἅρματος͵ προδιδαχθεὶς ἐν τῷ κατὰ τοὺς σταθμοὺς καὶ τὴν φλιὰν μυστηρίῳ τὴν τριμερῆ τῆς ψυχῆς διαίρεσιν͵ εἰς τὸ λογιστικὸν καὶ ἐπιθυμητικὸν καὶ θυμοειδὲς ἀναπέμπων τὸ νόημα» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 361CD 267 «Οὗτοι οἱ βάτραχοι οἰκοῦσι μὲν τὰς οἰκίας τῶν αἰγυπτιαζόντων κατὰ τὴν τοῦ βίου προαίρεσιν͵ δείκνυνται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν καὶ τῶν κλινῶν οὐκ ἀπέχονται καὶ εἰς τὰ ταμιεῖα τῶν ἀποθέτων εἰσδύνουσιν. Ὅταν γὰρ ἴδῃς τὸν ῥυπαρόν τε καὶ ἀκόλαστον βίον ἐκ τοῦ ἀληθῶς πηλοῦ τε καὶ βορβόρου τικτόμενον καὶ τῇ πρὸς τὸ ἄλογον μιμήσει κατὰ τὸ εἶδος τῆς ζωῆς ἐν οὐθετέρᾳ φύσει ἀκριβῶς μένοντα καὶ ἄνθρωπον μὲν κατὰ τὴν φύσιν ὄντα͵ κτῆνος δὲ διὰ τὸ πάθος γινόμενον͵ καὶ διὰ τοῦτο τὸ ἀμφίβιον ἐκεῖνο καὶ ἐπαμφοτερίζον τῆς ζωῆς εἶδος ἐπιδεικνύντα͵ εὑρήσεις καὶ ἐπὶ τούτου τὰ τῆς τοιαύτης νόσου γνωρίσματα͵ οὐκ ἐπὶ τῆς κλίνης μόνον͵ ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ ἐν τοῖς ταμιείοις καὶ κατὰ πᾶσιν τὴν οἴκησιν» Αὐτόθι, PG 44, 345BC. 268 «όποιος έχει αμβλύ νου και κοιτάζει χαμηλά και η ψυχή του είναι σκυμμένη προς τη σωματική ηδονή, όπως τα πρόβατα στη βοσκή, και ζουν μονάχα για την κοιλιά και τα μετά από αυτήν, και είναι αποξενωμένος από τη ζωή του Θεού και ξένος από τις διαθήκες της επαγγελίας, αυτός δεν πιστεύει ότι υπάρχει τίποτε άλλο καλό εκτός από τη σωματική ευχαρίστηση...σ’αυτούς υπάρχει και η πλεονεξία και τα ακόλαστα πάθη και η δίχως μέτρο έκδοση στις ηδονές, η φιλαρχία και επιθυμία της κούφιας δόξας και η υπόλοιπη παρέα των παθών που θρασομανούν στις ψυχές των ανθρώπων. Γιατί 265
50
αρνητικών παθών, υιοθετεί εκφράσεις από τη ζωή των κτηνών. Τα πάθη, ως τόκοι της επικράτησης της κτηνώδους αλογίας εις βάρος της ανθρώπινης λογικής, μοιάζουν με άγρια ζώα: το πάθος της ηδονής περιγράφεται ως όφις269, οι αμαρτωλές τάσεις ως σκύμνοι λεόντων270, ο φθόνος ως θηρίον271, η θηλυμανία με τους μαινόμενους ίππους272. Η κυριαρχία των παθών επί της ανθρώπινης φύσης, έχει μαγική μεταμορφωτική δύναμη273: «όπως στα παραμύθια που πίνοντας ένα φάρμακο μεταβάλλονται οι άνθρωποι και παίρνουν μορφή ζώων, μπορείς να δεις ξαφνικά να γίνεται ο άνθρωπος από το θυμό του κάπρος ή σκύλος ή πάρδαλη ή ένα άλλο θηρίο. Μάτια ματωμένα, μαλλιά ανορθωμένα, φωνή τραχιά, που δίνει έναν οξύ τόνο στα λόγια, γλώσσα που μένει ναρκωμένη από το πάθος και δεν υπηρετεί τις εσωτερικές ορμές, χείλη ακινητοποιημένα που δεν αρθρώνουν το λόγο ούτε περιορίζουν μέσα στο στόμα το σάλιο που προκαλεί ο θυμός, αλλά φτύνουν αηδιαστικά μαζί με τα λόγια και τους αφρούς. Έτσι είναι τα χέρια, έτσι τα πόδια, έτσι όλη η σωματική κατάσταση, αφού κάθε μέλος επηρεάζεται ανάλογα από το πάθος»274. Υποδηλώνεται ένας παραλληλισμός ανάμεσα στον εσωτερικό κόσμο των παθών και στον εξωτερικό κόσμο των ζώων: η εσωτερική αταξία του ανθρώπου, η υποταγή του νου στα πάθη, βρίσκει την αντιστοιχία της στον εξωτερικό κόσμο όπου ο «ηγεμών» άνθρωπος καταντά λεία των άγριων ζώων275. τα κακά είναι συνέχεια το ένα του άλλου και σε όποιον παρουσιαστεί το ένα, έρχονται υποχρεωτικά τα άλλα, σα να τα τραβάει μια φυσική αναγκαιότητα, όπως γίνεται με μια αλυσίδα. Όταν πιαστεί η αρχή ούτε οι υπόλοιποι κρίκοι δεν είναι δυνατόν να ηρεμήσουν, αλλά ο κρίκος στο άλλο άκρο κινείται μαζί με τον πρώτο, γιατί πάντοτε κατ’ακολουθία και κατά συνέχεια η κίνηση προχωρεί από το πρώτο διά μέσου των διπλανών του. Έτσι είναι και τα ανθρώπινα πάθη πλεγμένα και ενωμένα μεταξύ τους, μαζί με το ένα που επικράτησε μπαίνει στην ψυχή και η υπόλοιπη σειρά των κακών» Περὶ Παρθενίας, PG 46, 344AC 269 Εἰς τὴν Προσευχήν, PG 44, 1172B 270 Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 588A 271 Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 705D 272 Εἰς τὰ τῆς Γραφῆς ῤήματα «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’εἰκόνα ἡμετέραν καὶ ὁμοίωσιν», PG 44, 276D. 273 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.83 274 «καθάπερ οἱ μῦθοι διὰ φαρμακοποσίας τινὸς εἰς ἀλόγων μορφὰς ἀλλοιοῦσι τὴν φύσιν· οὕτως ἔστιν ἐξαίφνης ἰδεῖν σῦν͵ ἢ κύνα͵ ἢ πάρδαλιν͵ ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον θηρίον ἐκ τοῦ θυμοῦ τὸν ἄνδρα γενόμενον. Ὕφαιμος ὀφθαλμός· θρὶξ ἑσταμένη καὶ ἐπιφρίσσουσα· φωνὴ τραχεῖα καὶ ἐποξυνομένη τοῖς ῥήμασιν· γλῶσσα τῷ πάθει νεναρκηκυῖα͵ καὶ οὐχ ὑπηρετοῦσα ταῖς ἔνδον ὁρμαῖς· χείλη πεπηγότα͵ καὶ οὐ διαρθροῦντα τὸν λόγον͵ οὔτε περιστέλλοντα τῷ στόματι τὴν ἐγγενομένην ὑπὸ τοῦ πάθους ὑγρότητα͵ ἀλλ΄ ἀσχημόνως τὸν ἀφρὸν τῇ φωνῇ συνεκπτύοντα· τοιαῦται αἱ χεῖρες· τοιοῦτοι οἱ πόδες· τοιαύτη πᾶσα τοῦ σώματος ἡ διάθεσις͵ ἑκάστου τῶν μελῶν συνδιατιθεμένου τῷ πάθει». Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1216CD 275 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.80
51
Ο κυριευμένος από τα πάθη άνθρωπος, μεταμορφώνεται σε θηρίο276. Τέτοιες μεταμορφώσεις είναι συχνές στο έργο του αγίου Γρηγορίου277. Δεν λείπουν και οι παραλληλισμοί με τις μυθικές κίρκειες μεταμορφώσεις: «γοητείαν δὲ ἀκούσας͵ νόησόν μοι τὴν ποικίλην τῆς ζωῆς ταύτης ἀπάτην͵ δι΄ ἧς οἱ ἄνθρωποι͵ καθάπερ τινὶ Κιρκαίῳ κρατῆρι φαρμακευόμενοι͵ τῆς ἰδίας ἐκστάντες φύσεως εἰς ἀλόγων μορφὰς μεταπλάττονται»278. Το χωρίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς το πάθος φαίνεται να έχει δύο συνιστώσες: από τη μία η κτηνώδης μεταμόρφωση και από την άλλη μια παραίσθηση, η έλξη της γοητείας, η εξαπάτηση του λογισμού279. Η χρήση της μετοχής «ἐκστάντες», είναι επίσης αξιοσημείωτη: το πάθος είναι μια έκσταση, που εξάγει τον άνθρωπο από τη φύση του. Δεν πρόκειται όμως εδώ για μια έκσταση προς τη θέωση, αλλά έκσταση για μια, θα λέγαμε, «θηρίωση»280. Υπάρχουν δε και μεταμορφώσεις που δεν επηρεάζουν τον όλο άνθρωπο, αλλά ένα μέρος αυτού, δημιουργώντας τερατουργήματα, μυθικούς Μινώταυρους και ιπποκένταυρους, μισούς ανθρώπους και μισά ζώα, μισά λογικά και μισά άλογα281. Ο ιερός πατήρ επίσης κάνει λόγο για μια ολοκληρωτική αλλοτρίωση της δομής της ψυχής, με την υποκατάσταση της τελευταίας (εννοείται το λογικό στοιχείο της) με τα «θηρία» των παθών: «σε καθέναν από τους απαίδευτους υπάρχουν πολλές ψυχές. Σ’ αυτούς τα πάθη με την επικράτησή τους παίρνουν τη θέση της ψυχής ώστε η φύση της μεταβάλλεται σε λύπη και ηδονή ή θυμό και φόβο και δειλία και θάρρος»282. Στο σχολιασμό του Εκκλησιαστή περιγράφεται μια θεοποίηση των «εἰ δέ τις ἐμπαθὴς εἴη καὶ θηριώδης͵ ἄλλοτε πρὸς ἄλλα πάθη μεταμορφούμενος καὶ πολλὰς ὑποδυόμενος θηρίων ἐν τῷ ἤθει μορφὰς (θηρία γὰρ ἄντικρυς ἔστιν ἰδεῖν ταῖς τῆς φύσεως ἡμῶν παρατροπαῖς ἐμμορφούμενα)͵ ἔπειτα Χριστιανὸν ἑαυτὸν ὁ τοιοῦτος ὀνομάζοι͵ φανερόν πᾶσιν ὄντος͵ ὅτι ἡ ὑπόσχεσις τοῦ ὀνόματος μίμησιν θεοῦ ἐπαγγέλλεται͵ ψεκτὸν ἐν τῷ ἰδίῳ βίῳ τὸ πεπιστευμένον παρ΄ ἡμῶν θεῖον ἐν τοῖς ἀπίστοις ποιήσει». Πρὸς Ἀρμόνιον, Περὶ τοῦ τί τό τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, PG 46,245Β 277 Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 588AB. Πρβλ. Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 945A 278 Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 428C 279 «ἢ γὰρ δι΄ ἡδονῆς τὸν θησαυρὸν τῆς καρδίας ἐτοιχωρύχησεν ἢ δι΄ ἑτέρου πάθους κενὸν τῆς ἀρετῆς τὸ τῆς ψυχῆς δοχεῖον ἐποίησε͵ θυμῷ ἢ λύπῃ ἢ ἄλλῳ τινὶ τοιούτῳ πάθει τὸν λογισμὸν ὑποκλέψας» Πρὸς Ἀρμόνιον, Περὶ τοῦ τί τό τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, PG 46, 249Α 280 Πρβλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1216C‐1217A. Πρβλ. επίσης J. Daniélou, Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Edition Montaigne, Paris, 1954, σελ. 84. 281 «οὕτως οὐδ΄ ἂν Χριστιανὸς ἀκριβῶς ὀνομασθείη ὁ τὴν κεφαλὴν ἄλογον ἔχων͵ τουτέστιν ὁ τὴν τοῦ παντὸς κεφαλὴν ἥτις ὁ λόγος ἐστὶν ἐν τῇ πίστει μὴ ἔχων͵ κἂν ἐν τοῖς ἄλλοις ἄρτιος ᾖ͵ ἢ ὁ τῇ κεφαλῇ τῆς πίστεως μὴ κατάλληλον ἐνδεικνύμενος τῆς πολιτείας τὸ σῶμα͵ ἢ δρακόντων θυμοῖς συμφυόμενος καὶ καθ΄ ὁμοιότητα τῶν ἑρπετῶν τούτων ἐκθηριούμενος ἢ τὸ θηλυμανὲς τῶν ἵππων τῷ ἀνθρωπίνῳ χαρακτῆρι συμβάλλων καὶ διφυής τις ἱπποκένταυρος ἐκ λογικοῦ τε καὶ ἀλόγου γινόμενος. τοιούτους δὲ πολλοὺς ἔστιν ἰδεῖν ἢ ἐν μόσχου κεφαλῇ͵ τουτέστιν ἐν τῷ τῆς εἰδωλολατρίας δόγματι͵ τὸν εὐσχήμονα κατορθοῦντας βίον͵ οἷον τὸν Μινώταυρον γράφουσιν͵ ἢ Χριστιανῷ προσώπῳ θηριῶδες ὑφαρμόζοντας τῷ βίῳ τὸ σῶμα͵ οἵους τοὺς κενταύρους ἢ τοὺς δρακοντόποδας πλάττουσιν» Πρὸς Ὀλύμπιον μοναχόν, Περὶ τελειότητος, PG 46, 256D‐257A. Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.83 282 «πολλαὶ γὰρ ἐν ἑκάστῳ γίνονται τῶν ἀπαιδεύτων ψυχαί͵ ἐν οἷς τὰ πάθη διὰ τῆς ἐπικρατήσεως εἰς τὸν τῆς ψυχῆς τόπον ἀντιμεθίσταται πρὸς λύπην καὶ ἡδονὴν ἢ θυμὸν καὶ φόβον καὶ δειλίαν καὶ 276
52
παθών, με την υποκατάσταση του Θεού από τα πάθη: «στους λαίμαργους γίνεται Θεός η κοιλιά, οι πλεονέκτες κάνουν είδωλό τους τη νόσο τους, όσων σκοτίστηκαν τα μάτια της ψυχής τους μέσα στη ζωή αυτή, κάνουν Θεό τους την κενοδοξία»283. Αυτό που χαρακτηρίζει το αρνητικό πάθος, είναι η έλξη της γοητείας, που απατά τον απαίδευτο νου με κάτι το φαινομενικά καλό. Η επήρεια του πάθους δημιουργεί στο νου μια μαγική, θα λέγαμε, παραίσθηση, που παριστάνει τα απατηλά φαινόμενα ως αληθινή πραγματικότητα. Τίθεται το ζήτημα της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στην παιδεία, την εσωτερική μόρφωση και τα πάθη. Για τον άγιο Γρηγόριο είναι δείγμα έλλειψης εσωτερικής μόρφωσης και παιδείας η πίστη ορισμένων στις απάτες της φαντασίας και στις μάταιες προλήψεις που κάνουν να φαίνονται καλά όσα ούτε ουσία ούτε υπόσταση έχουν284. Στην περίπτωση αυτή, το ορθό κριτήριο του νου εξασθενεί και τη θέση του παίρνει η «ἄλογος αἴσθησις»285. Γράφει χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος ότι «δε θα είχαν είσοδο στη ζωής μας τα πάθη, αν γυμναζόταν η φύση των ανθρώπων στη διάκριση του καλού. Τώρα όμως κάνοντας από την αρχή κριτήριο του καλού την άλογη αίσθηση, συμβιώνουμε με την κρίση που σχηματίσαμε στην αρχή για τα όντα και γι’αυτό είναι δύσκολο να αποσπασθούμε από όσα η αίσθησή μας νόμισε ως καλά, επειδή σταθεροποιήσαμε μέσα μας μ’αυτή τη συμβίωση τη σχέση μας με αυτά. Φαίνεται καλό στους ανθρώπους αυτό που προκαλεί στα μάτια κάποια ηδονή από το ωραίο χρώμα του είτε είναι άψυχη ύλη είτε ένα θέαμα έμψυχων όντων». Το πάθος της επιθυμίας ιδιαίτερα, βγαίνει από τα όριά του, πάντοτε διαψευσμένο και πάντοτε αναγεννημένο, όταν ο άνθρωπος δεν επιθυμεί ότι χρειάζεται η φύση, αλλά όσα ζητά η απαιδαγώγητη επιθυμία286. Η επιθυμία προς το αγαθό διαψεύδεται και ο άνθρωπος παθαίνει κάτι παρόμοιο με αυτό που λέει ο Αισώπειος μύθος ό,τι «έπαθε η κύων, βλέπουσα δηλαδή στο νερό είδωλο του κρέατος το οποίο έφερε στο στόμα της, άφησε την αληθινή τροφή και ανοίξασα ματαίως το στόμα της να λάβει το είδωλο της τροφής έμεινε πεινασμένη»287.
θράσος μεταβαλλομένου τοῦ τῆς ψυχῆς χαρακτῆρος. ἡ δὲ πρὸς τὸν λόγον ὁρῶσα τῷ μονοειδεῖ τῆς κατ΄ ἀρετὴν ζωῆς μιᾷ ψυχῇ συζῆν μεμαρτύρηται» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 952B. 283 «ἡ δὲ ἀχάριστος τούτων χρῆσις πάθος τὸ κτίσμα ἐποίησε͵ δι΄ οὗ ἐκβαίνει μὲν ἡ πρὸς Θεὸν οἰκειότης͵ ἀντεισελθόντα δὲ τὰ ἐναντία εἰς τὸν τοῦ θεοῦ τόπον ἀντικαθίσταται͵ ὥστε τοῖς τοιούτοις θεοποιεῖσθαι τὰ πάθη. Οὕτως τοῖς λαιμαργοῦσι γίνεται θεὸς ἡ κοιλία. Οὕτως εἰδωλοποιοῦσιν ἑαυτοῖς οἱ πλεονέκται τὴν νόσον. Οὕτως οἱ δι΄ ἀπάτης σκοτισθέντες ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ τοῖς ὀφθαλμοῖς τῆς ψυχῆς θεὸν ἑαυτοῖς τὴν κενοδοξίαν ἐποίησαν. Καὶ συνελόντι φράσαι ᾧπερ ἄν τις τὸν ἑαυτοῦ λογισμὸν ὑποζεύξας δοῦλον ποιήσῃ καὶ ὑποχείριον͵ τοῦτο ἐν τῷ ἰδίῳ πάθει ἐθεοποίησεν͵ οὐκ ἂν τοῦτο παθών͵ εἰ μὴ διὰ τῆς ἀγάπης τὸ κακὸν ᾠκειώσατο». Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 744AB 284 «ἄλλα πάντα͵ ὅσα τῇ αἰσθήσει καλά ἐστι͵ διὰ τῆς κατὰ τὴν οἴησιν ἀπάτης καλὰ φαινόμενα οὔτε ἔστι τῇ φύσει οὔτε ὑφέστηκεν͵ ἀλλὰ τῆς ῥοώδους καὶ παροδικῆς ὄντα φύσεως δι΄ ἀπάτης τινὸς καὶ ματαίας προλήψεως ὡς κατ΄ ἀλήθειαν ὄντα τοῖς ἀπαιδεύτοις νομίζεται» Αὐτόθι, PG 44, 737BC 285 Αὐτόθι, PG 44, 736D 286 «ἃ ἡ χρεία μὲν τῆς ζωῆς οὐκ ἐζήτησεν͵ ἐπιζητεῖ δὲ ἡ ἀπαιδαγώγητος ἐπιθυμία» Αὐτόθι, PG 44, 661D 287 Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 60B
53
Το πάθος της κακίας πιέζει βίαια σαν αδυσώπητος τύραννος, ώσπου ο νους του ανθρώπου να υποκύψει, να υποταχθεί σε αυτό και να δώσει την εντολή στη βούληση για να το ικανοποιήσει. Όταν γίνει αυτό, αμέσως το στοιχείο του κόρου πληρώνει την ψυχή: «όποια επιθυμία έχουμε μαραίνεται μετέχοντας στο επιθυμητό, κι όταν ξαναέρθει, ξαναμαραίνεται και τίποτε δεν κρατάει παντοτινά από τα ευχάριστα στην αίσθηση ούτε είναι πάντοτε το ίδιο»288. Ο «ευρύς χώρος» εντός του ανθρώπου, αν και αδιάκοπα γεμίζει από την ικανοποίηση των υλικών ηδονών, μένει πάντοτε κενός289. «Διότι, για την αυτόματη και ακαριαία απόλαυση που δοκιμάζουν οι άνθρωποι δεν υπάρχει καμία αποθήκη, ώστε να αποθηκεύσουν σε αυτήν την ηδονή, που αποκτούν με κάθε ζήλο, αλλά συμβαίνει ό,τι με ένα απατηλό φάντασμα: ενώ οι φιλήδονοι νομίζουν πως το κρατούν, εξαφανίζεται αμέσως και περνάει στο ανύπαρκτο»290. Στην ιεραρχία των λειτουργιών της ψυχής, ο νους, παραλληλίζεται με μια ακρόπολη291. Όταν η ακρόπολη πέσει, ο νους καταντά υπόδουλος των τυραννικών παθών. «Εάν κυριαρχήσουν επί του νου τα πάθη, είναι σα να επαναστατούν οι δούλοι κατά του κυρίου τους, ο δε νους τότε γίνεται κτήμα αυτών που είναι κατά τη φύση κατώτεροί του». Στην ιεραρχική δομή της ψυχής, ο νους φέρει το αξίωμα και τη θέση του στρατηγού. Αν η στρατιωτική αυτή ιεραρχία παραβιαστεί, ο άνθρωπος υποκύπτει ανάνδρως σε δουλικούς παραλογισμούς292, καταπατείται από τα σκοτεινά «κἄν ὅτι μάλιστα πρὸς τὸ παρὸν δελεάζῃ τὴν αἴσθησιν͵ ἐν ἀκαρεῖ τὸ εὐφραῖνον ἔχει· οὐ γὰρ ἔστιν ἐπ΄ οὐδενὶ τῶν ἐν τῷ σώματι γινομένων διαρκῶς ἡσθῆναι͵ ἀλλ΄ ἡ τοῦ πίνειν ἡδονὴ συναπολήγει τῷ κόρῳ͵ καὶ ἐπὶ τοῦ ἐσθίειν ὡσαύτως ἡ πλησμονὴ τὴν ὄρεξιν ἔσβεσε͵ καὶ εἴ τις ἄλλη ἐπιθυμία κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον τῇ τοῦ ἐπιθυμητοῦ μετουσίᾳ κατεμαράνθη͵ κἂν πάλιν γένηται͵ πάλιν μαραίνεται» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 648CD 289 «οὗ πληροῦντες ἑαυτοὺς οἱ πρὸς τὰς πηλώδεις ἡδονὰς κεχηνότες οὐδέποτε τὴν δεκτικὴν τῶν ἡδονῶν εὐρυχωρίαν πλήρη φυλάσσουσιν͵ ἀλλὰ τὸ ἀεὶ πληρούμενον κενὸν γίνεται πάλιν τῷ ἐπεισρέοντι. Οὕτω γὰρ ὁ πλινθουργῶν ἄλλοτε ἄλλον πηλὸν ἀεὶ κενουμένῳ ἐπιβάλλει τῷ τύπῳ͵ ὅ μοι δοκεῖ τις καὶ πρὸς τὴν ἐπιθυμητικὴν τῆς ψυχῆς βλέπων διάθεσιν εὐκόλως ἂν νοῆσαι τὸ αἴνιγμα. Ὁ γὰρ πληρώσας ἑαυτοῦ τὴν ἐπιθυμίαν ἔν τινι ὧν ἐσπούδασεν͵ εἰ πρὸς ἕτερόν τι τῇ ἐπιθυμίᾳ ῥέψειε͵ κενὸς πρὸς ἐκεῖνο πάλιν εὑρίσκεται· κἂν γένηται τούτῳ πλήρης͵ τῷ ἑτέρῳ πάλιν κενός τε καὶ εὐρύχωρος γίνεται. Καὶ τοῦτο οὐ παύεται διὰ παντὸς ἐν ἡμῖν ἐνεργούμενον͵ ἕως ἄν τις ὑπεξέλθοι τοῦ ὑλώδους βίου» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 344A. 290 «αἳ πάσης ἄρχουσιν ὑλικῆς ἀσχολίας͵ περὶ ἃ ἡ σπουδὴ εἰς οὐδὲν εὐοδοῦται πέρας͵ οὐ γάρ ἐστι τῆς ἐν ἀκαρεῖ γινομένης τοῖς ἀνθρώποις ἀπολαύσεως ἐν τῇ φύσει ταμιεῖον οὐδέν͵ ὥστε ἀπόθετον ἑαυτοῖς ποιεῖσθαι τὴν ἡδονήν͵ ἣν κατὰ πᾶσαν κτῶνται σπουδήν͵ ἀλλ΄ ὥσπερ τι τῶν ἀπατηλῶν φαντασμάτων κεκρατῆσθαι παρὰ τῶν φιληδόνων δόξαν εὐθὺς ἠφανίσθη καὶ εἰς τὸ μὴ ὂν μετεχώρησε». Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 445D‐448A 291 «Οἱ δὲ τὸν ἐγκέφαλον ἀφιεροῦν τες τῷ λογισμῷ͵ ὥσπερ ἀκρόπολίν τινα τοῦ παντὸς σώματος τὴν κεφαλὴν δεδομῆσθαι παρὰ τῆς φύσεως λέγουσιν· ἐνοικεῖν δὲ ταύτῃ καθάπερ τινὰ βασιλέα τὸν νοῦν͵ οἷόν τισιν ἀγγελιαφόροις ἢ ὑπασπισταῖ͵ τοῖς αἰσθητηρίοις ἐν κύκλῳ δορυφορούμενον» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 156D‐157A. 292 «Οὐκοῦν εἰ μέν τις τούτοις κατὰ τὸν δέοντα χρήσαι λόγον͵ ἐν αὐτῷ λαμβάνηται ἐκεῖνα͵ καὶ μὴ αὐτὸς ἐν ἐκείνοις͵ ἀλλ΄ οἷόν τις βασιλεὺς τῇ πολυχειρίᾳ τῶν ὑπηκόων συνεργῷ χρώμενος͵ ῥᾷον κατορθώσει τὸ κατ΄ ἀρετὴν σπουδαζόμενον. Εἰ δὲ ἐκείνοις γένοιτο͵ καθάπερ δούλων τινῶν ἐπαναστάντων τῷ κεκτημένῳ͵ καὶ ἐξαδραποδισθείη ταῖς δουλικαῖς ἐπινοίαις ἀγεννῶς ὑποκύψαι͵ καὶ κτῆμα γένοιτο τῶν ὑπεζευγμένων κατὰ τὴν φύσιν αὐτῷ͵ πρὸς ἐκεῖνα κατ΄ ἀνάγκην μετατεθήσεται͵ 288
54
παθήματα293, βαίνει από το ον στο μη ον και εκουσίως εκμηδενίζεται294. Από την απογοήτευση, γεννιέται η ντροπή, οι τύψεις, η απελπισία, αλλά και, λόγω της τρεπτότητας της ανθρώπινης φύσης, η διάθεση και η δύναμη για προσωπική απελευθέρωση295. πρὸς ἅπερ ἂν ἡ ἐπικράτησις τῶν καθηγουμένων βιάζεται» Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 65C 293 Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 580B 294 «ὥσπερ οὖν ὁ ἐν τῷ ὄντι ὢν ἐν τῷ εἶναί ἐστιν͵ οὕτως ὁ ἐν τῷ οὐδενὶ γενόμενος (τοῦτο δέ ἐστιν ἡ κακία) ἐξουδένωται͵ καθὼς ὀνομάζει ὁ λόγος. ἡ δὲ τοιαύτη τοῦ λόγου χρῆσις τέτριπταί πως ἐν τῇ συνηθείᾳ τῶν κεχρημένων. ὡς τὴν τροφὴν ἐν σαρκὶ γενομένην ἀποσαρκοῦσθαι λέγομεν καὶ τὸν οἶνον ἐκχεθέντα τῷ ὕδατι ἐξυδαροῦσθαι͵ καὶ ἐν τῷ πυρὶ τὸν σίδηρον ἐκπυροῦσθαί φαμεν͵ οὕτω καὶ τὸν τοῦ ὄντος ἐκπεσόντα ἐν τῷ οὐδενὶ γενόμενον ἐξουδενοῦσθαι· οὐκοῦν ἡ ἐξουδένωσις ἡ ἐν τῷ ἀγαθῷ ἀνυπαρξία ἐστίν». Αὐτόθι, PG 44, 480AB 295 Πρβλ.Daniélou J., L’ être et le temps chez Grégoire de Nysse, Leiden, E.J. Brill, 1970, σελ. 106
55
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ
1. ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ
α. Η φύση της επιθυμίας Η διάκριση σε πάθη κατ’ αρετήν και σε κατά κακίαν πάθη, ουδόλως σημαίνει ότι υπάρχουν δύο αντίθετα πράγματα που παλεύουν, όπως λέγει ο Μανιχαϊσμός. Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος, σύμφωνος με το πνεύμα της ορθόδοξης πατερικής θεολογίας, δεν κάνει ποτέ λόγο για πάθη αυτοδύναμα κακά και αυτοδύναμα καλά. Ίδιες είναι πάντοτε οι εφέσεις και τάσεις της ύπαρξης, που είτε τείνουν στη δημιουργική τελείωση, είτε αποβαίνουν μηδενιστικές και καταστροφικές296. Γι’ αυτό τα αρνητικά πάθη μπορούν και πρέπει, όχι να εκριζωθούν αλλά να μεταμορφωθούν. Εκ του συνόλου των παθών, δια της παρούσης, θα εστιάσουμε στο πάθος της επιθυμίας (το πλέον απειθάρχητο από τα πάθη κατά Πλάτωνα), ένεκα της ιδιαίτερης έμφασης που δίνει στο πάθος αυτό μέσα στο έργο του ο άγιος Γρηγόριος. Μάλιστα, το ερμηνευτικό του έργο «Εἰς τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων», θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί ένα δοκίμιο περί επιθυμίας297. Η επιθυμία, παράγωγο πάθος του επιθυμητικού μέρους της ψυχής, ορίζεται ως «ἔφεσις τοῦ ἐνδέοντος͵ ἢ πόθος τῆς καθ΄ ἡδονὴν ἀπολαύσεως͵ ἢ λύπη ἐπὶ τῷ μὴ κατ΄ ἐξουσίαν ὄντι κατὰ θυμητικῷ· ἤ τις πρὸς τὸ ἡδὺ σχέσις͵ οὗ μὴ πάρεστιν ἡ ἀπόλαυσις»298. Από τον ορισμό αυτό συνάγεται ότι επιθυμία είναι η τάση για την απόκτηση ενός πράγματος το οποίο δεν είναι παρόν, αλλά προσδοκάται. Η τάση αυτή συνδέεται με την ηδονή, η οποία λειτουργεί και ως κίνητρο για την εκδήλωση της επιθυμίας αλλά και ως αποτέλεσμα αυτής. Η επιθυμία υφίσταται αναπόφευκτα στην ανθρώπινη φύση, καθώς αυτή, επειδή είναι φτωχή σε κάλλος, πάντοτε στρέφεται προς εκείνο το οποίο στερείται299. Η επιθυμία κατευθύνεται από την ελπίδα, η οποία, μετά την ικανοποίηση της επιθυμίας, παραχωρεί τη θέση της στη μνήμη. Αν η επιθυμία, με οδηγό την ελπίδα, καταλήξει στο αληθινά αγαθό για τον άνθρωπο, τότε αποτυπώνεται σε αυτήν το Ματσούκα Νίκου, Το Πρόβλημα του Κακού (Δοκίμιο Πατερικής Θεολογίας), Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 138 297 Στο εν λόγῳ έργο η λέξη «ἐπιθυμία» και τα παράγωγά της απαντώνται τουλάχιστον ενενήντα φορές 298 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 56Α 299 «Ἀλλ΄ ἡμῖν μὲν͵ διὰ τὸ πτωχὴν εἶναι τοῦ καλοῦ͵ ἡ φύσις ἀεὶ πρὸς τὸ ἐνδέον ἴεται͵ καὶ ἡ τοῦ λείποντος ἔφεσις αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπιθυμητικὴ τῆς φύσεως ἡμῶν διάθεσις» Αὐτόθι, PG 46, 92C 296
56
ίχνος της ευχαρίστησης. Αν όμως η επιθυμία διαψευστεί, επειδή η ελπίδα παραπλάνησε την ψυχή με κάποιο είδωλο ομορφιάς, τότε η ψυχή πληγώνεται και στη μνήμη χαράσσεται το ίχνος του πάθους της εντροπής300. Προκαλείται τότε στην ψυχή ένα είδος εμφύλιου πολέμου, ανάμεσα στη μνήμη και την ελπίδα, επειδή η τελευταία έγινε κακός οδηγός της προαιρέσεως. Η ψυχή τέλος χρησιμοποιεί τη μεταμέλεια ως μαστίγιο κατά της ανεπιθύμητης εκ του αποτελέσματος προκληθείσας κατάστασης, και καλεί τη λήθη ως σύμμαχο εναντίον της λύπης301. Επιθυμία επομένως, καλείται η ορμή εκείνη που κινητοποιεί τον άνθρωπο ώστε να τείνει, είτε ευστόχως προς το ον, επιθυμώντας την ολοκλήρωση και την αληθινή ευδαιμονία, είτε αστόχως προς το μη ον, βαδίζοντας προς το μηδενισμό, τη φθορά και τελικά το θάνατο. Στο ερώτημα αν η επιθυμία πρέπει να ξεριζωθεί ή αν υπάρχει δυνατότητα παιδαγωγίας της302, η θέση του αγίου Γρηγορίου είναι ξεκάθαρη και σαφής: η επιθυμητική διάθεση του ανθρώπου μπορεί και πρέπει να εξευγενιστεί και να μεταμορφωθεί δια της παιδαγωγίας303, ώστε να μάθει ο άνθρωπος να επιθυμεί το όντως καλό. Η ορμή του επιθυμητικού, όχι μόνο δεν πρέπει να κατασταλεί, αντίθετα, πρέπει να αναφλεγεί304, να ενισχυθεί όσο γίνεται περισσότερο, μετατιθέμενη «ἀπό τῆς ὑλικῆς προσπαθείας πρὸς τὴν ἄυλον σχέσιν»305. Σαν το σίδερο, η επιθυμία, μπορεί να καθαρθεί από οποιαδήποτε ρυπαρή και εφάμαρτη πρόσμιξη306. Όταν ευρεθεί σε αυτήν την κεκαθαρμένη κατάσταση, ο άνθρωπος δύναται να προσελκυθεί από το Θεό, ως όμοιος ομοίῳ307. Η επιθυμία επομένως, ως στοιχείο αναπόσπαστο της δεμένης με το σώμα ανθρώπινης φύσης, έχει χαρακτήρα εύπλαστο και δυναμικό. Μπορεί είτε να «Ἐλπὶς μὲν γὰρ καθηγεῖται τῆς ἐπὶ τὸ πρόσω κινήσεως͵ μνήμη δὲ δέχεται πρὸς τὴν ἐλπίδα προϊοῦσαν τὴν κίνησιν· ἀλλ΄ εἰ μὲν πρὸς τὸ φύσει καλὸν ἡ ἐλπὶς τὴν ψυχὴν ἄγοι͵ φαιδρὸν ἐν σημαίνεται τῇ μνήμῃ τὸ ἴχνος ἡ τῆς προαιρέσεως κίνησις· εἰ δὲ διαψευσθείη τοῦ κρείττονος͵ εἰδώλῳ τινὶ καλοῦ͵ παρασοφισαμένης τὴν ψυχὴν τῆς ἐλπίδος͵ ἡ ἐπακολουθοῦσα τοῖς γινομένοις μνήμη αἰσχύνη γίνεται» Αὐτόθι, PG 46, 92AB 301 «Καὶ ἐμφύλως οὗτος ὁ πόλεμος ἐν τῇ ψυχῇ συνίσταται͵ μαχομένης τῇ ἐλπίδι τῆς μνήμης͵ ὡς κακῶς καθηγησαμένης τῆς προαιρέσεως. Τοιοῦτον γάρ τινα νοῦν ἑρμηνεύει σαφῶς τὸ κατ΄ αἰσχύνην πάθος͵ ὅταν δάκνηται πρὸς τὸ ἀποβὰν ἡ ψυχὴ͵ οἷόν τινι μάστιγι τῇ μεταμελείᾳ καθαπτομένη τῆς ἀβουλήτου ὁρμῆς͵ καὶ εἰς συμμαχίαν κατὰ τοῦ λυποῦντος ἐφελκομένη τὴν λήθην» Αὐτόθι, PG 46, 92B 302 Πρβλ.Martin Laird, Under Solomon’s Tutelage: Τhe education of desire in the Homilies n the Song of the Songs, στο Rethinking Gregory of Nyssa, Ed. Coakley S., Blackwell, 2003, σελ. 79 303 «πάντα ταῦτα καὶ εἴ τι ἄλλο ἐξεῦρεν ἐν τοῖς φυτοῖς ἡ τέχνη βιασαμένη τὴν φύσιν͵ ἃ ἡ χρεία μὲν τῆς ζωῆς οὐκ ἐζήτησεν͵ ἐπιζητεῖ δὲ ἡ ἀπαιδαγώγητος ἐπιθυμία» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 661CD 304 Πρβλ.Martin Laird, Under Solomon’s Tutelage: Τhe education of desire in the Homilies n the Song of the Songs, στο Rethinking Gregory of Nyssa, Ed. Coakley S., Blackwell, 2003, σελ. 81 305«μὴ φόβῳ τινὶ καὶ ἀνάγκῃ ἀλλὰ ἐπιθυμίᾳ καὶ πόθῳ πρὸς τὴν τῶν ἀγαθῶν μετουσίαν διαναστῆναι· ἡ γὰρ τοῦ κάλλους ὑπογραφὴ ἐπισπᾶταί πως τὴν τῶν νέων ἐπιθυμίαν πρὸς τὸ δεικνύμενον πρὸς κοινωνίαν τῆς ὥρας τὸν πόθον ἀναρριπίζουσα. ὡς ἂν οὖν μᾶλλον αὐτῷ τὸ ἐπιθυμητικὸν αὐξηθείη μετατεθὲν ἀπὸ τῆς ὑλικῆς προσπαθείας πρὸς τὴν ἄϋλον σχέσιν͵ ὡραΐζει διὰ τῶν ἐγκωμίων τῆς σοφίας τὸ κάλλος» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 768C 306Ludlow M., Universal Salvation: Eschatology in the thought of Gregory of Nyssa and Carl Rahner, Oxford University Press, Oxford 2000, σελ. 57 307 Αὐτόθι, σελ. 64 300
57
ευθυγραμμιστεί με τις υλιστικές παρορμήσεις, είτε να στραφεί προς το όντως καλό308 και αληθώς επιθυμητό, ανάλογα με τους λογισμούς με τους οποίους τροφοδοτείται309. Όταν μάλιστα η επιθυμία γεννηθεί και στραφεί στη Θεότητα, ενεργεί ως η βαθύτερη και πιο γνήσια ορμή της ανθρώπινης ύπαρξης310. Η ιδεατή κατάσταση της απάθειας, δεν προϋποθέτει ούτε σηματοδοτεί την εξαφάνιση της επιθυμίας. Απάθεια, δε σημαίνει εκρίζωση της επιθυμίας, αλλά απελευθέρωση από κάθε άλογη υλιστική παρόρμηση311. Το πάθος επομένως μπορεί να συνυπάρξει με την απάθεια, η δε επιθυμία από εμπόδιο, καθίσταται το μέσο για να αναχθεί ο άνθρωπος στο γνόφο της Θεότητας, σε ένα χώρο απρόσιτο, στον οποίο ο ανθρώπινος λογισμός δε μπορεί να διεισδύσει. Ο επιθυμητής των υπέρ λόγον αγαθών, παρασύρεται άπληστα312 από την επιθυμία για τα μη βλεπόμενα και αιώνια, και υψώνεται με τη δύναμη του Θεού, ο οποίος του δείχνει το επιθυμητό313. Δε μπορεί κατά τον ιερό πατέρα να γεννηθεί μέσα στον άνθρωπο η ηδονή ενός πράγματος, όταν αυτός δεν το επιθυμεί: ο δρόμος για την ηδονή είναι η επιθυμία και ο πόθος314. Μόνο δια της επιθυμίας θα μπορέσει ο άνθρωπος να παλινδρομήσει προς την πρώτη μακαριότητα, αφού προηγουμένως απεκδυθεί κάθε τι το εμπαθές και άλογο315. Η θέωση του ανθρώπου παρουσιάζεται στο έργο του αγίου Γρηγορίου ως συνισταμένη δύο παραγόντων: της αγάπης του Θεού και της επιθυμίας του ανθρώπου. Το επιθυμητικό, που όπως είδαμε, εντάχθηκε στο άλογο μέρος και όχι στην ουσία της ψυχής, χαρακτηριζόμενο ως μυρμηγκιά και επίστρωμα, το χειρότερο μέρος της ψυχής κατά Πλάτωνα, αναδεικνύεται ως συνθήκη sine qua non για την πνευματική τελείωση του ανθρώπου. Ο άγιος Γρηγόριος συνηθίζει να χαρακτηρίζει το Θεό ως το όντως Ον, ορολογία παρμένη από τον Πλάτωνα (Τίμαιος, 38c) 309 «ὁδηγὸν πρὸς τὸ κρεῖττον τὴν ἰδίαν ἐπιθυμίαν ἔχειν. Δεῦρο͵ γάρ φησι͵ σεαυτῇ͵ μὴ ἐκ λύπης μηδὲ ἐξ ἀνάγκης͵ ἀλλὰ σεαυτῇ͵ τοῖς ἰδίοις λογισμοῖς τὴν ἐπιθυμίαν πρὸς τὸ καλὸν ἐπιρρώσασα͵ οὐκ ἀνάγκης καθηγουμένης» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 876D 310 Ludlow M., Universal Salvation: Eschatology in the thought of Gregory of Nyssa and Carl Rahner, Oxford University Press, Oxford 2000, σελ. 63 311 Αὐτόθι, σελ. 58 312 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1025C 313 «Ὁ οὖν ἐπιθυμητὴς τῶν ὑπὲρ λόγον͵ καὶ σκοπῶν καθὼς καὶ ἡμῖν ἐγκελεύεται μηδὲν τῶν βλεπομένων· ὅτι τὰ μὲν βλεπόμενα πρόσκαιρα͵ τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια ὅπου αὐτὸν ἡ ἐπιθυμία ἐπῆρεν͵ ἐκεῖ ἐγένετο ὑψωθεὶς τῇ δυνάμει. Τοῦτο ἐπιθυμητὸν αὐτῷ προδεικνύντος͵ καὶ ἀντὶ εἰπεῖν͵ Οἶδα ἄνθρωπον πᾶσαν τὴν αἰσθητὴν διαβάντα κτίσιν͵ καὶ ἐν τοῖς ἀδύτοις τῆς νοητῆς γενόμενον φύσεως» Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Νύσσης ἀπολογητικός πρὸς Πέτρον τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ εἰς τὴν ἑξαήμερον, PG 44, 121C 314 «ἐπιθυμίας δὲ μὴ προϋπαρχούσης͵ οὐδ΄ ἂν ἡδονή τις ἐγγένοιτο τοῦ μὴ ποθουμένου πράγματος. ὁδὸς γὰρ εἰς ἡδονὴν ὁ πόθος γίνεται» Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 437B 315«ἵνα γευσάμενος τῶν κακῶν ὧν ἐπεθύμησεν καὶ τῇ πείρᾳ μαθὼν οἷα ἀνθ΄ οἵων ἠλλάξατο͵ παλινδρομήσῃ διὰ τῆς ἐπιθυμίας ἑκουσίως πρὸς τὴν πρώτην μακαριότητα ἅπαν τὸ ἐμπαθές τε καὶ ἄλογον ὥσπερ τι ἄχθος ἀποσκευάσας τῆς φύσεως ἤτοι κατὰ τὴν παροῦσαν ζωὴν διὰ προσοχῆς τε καὶ φιλοσοφίας ἐκκαθαρθεὶς ἢ μετὰ τὴν ἐνθένδε μετάστασιν διὰ τῆς τοῦ καθαρσίου πυρὸς χωνείας». Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 524B 308
58
β. Το «ἀληθῶς ἐπιθυμητόν» «Υπάρχει», μας βεβαιώνει ο άγιος Γρηγόριος, «μέσα στην ουσία του ανθρώπου και σύμφυτη με αυτόν, η τάση της επιθυμίας για το καλό και το άριστο. Είναι δεμένος με τη φύση μας ο απαθής και μακάριος έρωτας της νοητής εκείνης και μακαρίας εικόνας που ο άνθρωπος αποτελεί μίμημά της»316. Ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί για να επιθυμεί317 και να απολαμβάνει δια μετοχής τα θεία αγαθά: να θεάται το θείο φως, να μαρτυρεί την θεία δόξα, να απολαμβάνει τη θεία αγαθότητα και τα άλλα προσόντα της θείας φύσης318. Έχει έμφυτη την τάση για την αναζήτηση της αρχής των όντων, της πηγής της ομορφιάς, της δύναμης και της σοφίας τους319. Δεν θα μπορούσε όμως να μετάσχει στα θεία αγαθά αν δεν είχε κάτι συγγενές με αυτά στα οποία θα μετείχε. Αυτός ήταν ο λόγος κατά τον άγιο Γρηγόριο, που ο άνθρωπος κοσμήθηκε με τη λογική, τη σοφία και όλα τα θεοπρεπή αγαθά που συνιστούν το κατ’ εικόνα: για να μπορεί να επιθυμεί και να μετέχει προς το οικείο. Του δόθηκε επίσης ως χαρακτηριστικό η δύναμη αλλά και η αθανασία από την κατασκευή της φύσης του, ώστε με την μεν δύναμη να αναγνωρίζει το υπερκείμενό του, με την δε δοθείσα σε αυτόν αθανασία, να επιθυμεί την αϊδιότητα κοντά στο Θεό320. «εὑρήσει γὰρ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπισκοπῶν συνουσιωμένην τε καὶ συμπεφυκυῖαν τῷ ἀνθρώπῳ τὴν ἐπὶ τὸ καλόν τε καὶ ἄριστον τῆς ἐπιθυμίας ὁρμὴν καὶ τῆς νοητῆς ἐκείνης καὶ μακαρίας εἰκόνος͵ ἧς ὁ ἄνθρωπος μίμημα͵ τὸν ἀπαθῆ καὶ μακάριον ἔρωτα συνημμένον τῇ φύσει» Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν σκοποῦ, PG 46, 288A. 317 Κατά τον Ντεκάρτ, το πάθος της επιθυμίας, είναι μια διέγερση της ψυχής, που ταράσσει την καρδιά περισσότερο από κάθε άλλο πάθος και προδιαθέτει την ψυχή με τέτοιο τρόπο ώστε να θέλει για το μέλλον όσα πράγματα φαντάζεται ότι της αρμόζουν. Η πρωταρχικότερη επιθυμία είναι αυτή που πηγάζει από την τελειότητα που θεωρούμε ότι διακρίνει κάποιο πρόσωπο στο οποίο αναγνωρίζουμε τη συμπληρωματική έκφραση του εαυτού μας. Βλ. Ντεκάρτ Ρενέ, Τα πάθη της ψυχής, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1996, σελ. 149‐152 318 «ἔδει γὰρ μήτε τὸ φῶς ἀθέατον͵ μήτε τὴν δόξαν ἀμάρτυρον͵ μήτε ἀναπόλαυστον εἶναι τὴν ἀγαθότητα͵ μήτε τὰ ἄλλα πάντα͵ ὅσα περὶ τὴν θείαν καθορᾶται φύσιν͵ ἀργὰ κεῖσθαι͵ μὴ ὄντος τοῦ μετέχοντός τε καὶ ἀπολαύοντος. εἰ τοίνυν ἐπὶ τούτοις ὁ ἄνθρωπος εἰς γένεσιν ἔρχεται͵ ἐφ΄ ᾧ τε μέτοχος τῶν θείων ἀγαθῶν γενέσθαι͵ ἀναγκαίως τοιοῦτος κατασκευάζεται͵ ὡς ἐπιτηδείως πρὸς τὴν τῶν ἀγαθῶν μετουσίαν ἔχειν» Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 21BC 319 «ἡ δὲ ἑτέρα σωματικὴ καὶ ὑλώδης καὶ ἄλογος͵ ἐπειδὰν τάχιστα τῆς πρὸς τὸν παχύν τε καὶ γεώδη βίον σχέσεως ἐκκαθαρθεῖσα δι΄ ἀρετῆς ἀναβλέψῃ πρὸς τὸ συγγενὲς καὶ θειότερον͵ οὐ παύεται διερευνωμένη καὶ ἀναζητοῦσα τὴν τῶν ὄντων ἀρχήν͵ τίς ἡ τοῦ κάλλους τῶν ὄντων πηγή͵ πόθεν βρύει ἡ δύναμις͵ τί τὸ πηγάζον τὴν ἐμφαινομένην τοῖς οὖσι σοφίαν». Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1009B 320 «οὕτως οὖν καὶ τὸν ἄνθρωπον ἐπὶ τῇ τῶν θείων ἀγαθῶν ἀπολαύσει γενόμενον ἔδει τι συγγενὲς ἐν τῇ φύσει πρὸς τὸ μετεχόμενον ἔχειν. διὰ τοῦτο καὶ ζωῇ καὶ λόγῳ καὶ σοφίᾳ καὶ πᾶσι τοῖς θεοπρεπέσιν ἀγαθοῖς κατεκοσμήθη͵ ὡς ἂν δι΄ ἑκάστου τούτων πρὸς τὸ οἰκεῖον τὴν ἐπιθυμίαν ἔχοι. ἐπεὶ οὖν ἓν τῶν περὶ τὴν θείαν φύσιν ἀγαθῶν καὶ ἡ ἀιδιότης ἐστίν͵ ἔδει πάντως μηδὲ τούτου τὴν κατασκευὴν εἶναι τῆς 316
59
Ως αληθινά άξιο για επιθυμία, ορίζεται «εκείνο που είναι πάντοτε το ίδιο, που είναι αναύξητο και αμείωτο και εξίσου αδρανές σε κάθε μεταβολή είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο. Είναι ξένο προς το κακό, αλλά δεν επιδέχεται και το καλύτερο. Εκείνο που δεν έχει ανάγκη από κανένα άλλο, είναι το μόνο ορεκτό, στο οποίο μετέχει το καθένα και που παρόλη τη μετουσία του από εκείνα που το μετέχουν δεν ελαττώνεται»321. Το αγαθό αυτό, είναι εξίσου θελκτικό για κάθε ηλικία322, και για όλη τη διάρκεια της ζωής, δεν αντιμετωπίζει κόρο και δεν υπάρχει χόρτασή του, αλλά η μετοχή σε αυτό επιτείνει την όρεξη. Όσο το απολαμβάνει κανείς τόσο περισσότερο το ποθεί323: «όσο πιο πολύ απολαμβάνει κανείς το αγαθό, τόσο περισσότερο αναρριπίζεται η επιθυμία από την απόλαυση, και η απόλαυση επιτείνεται με την επιθυμία»324. Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, το καλό δε βρίσκεται στα στοιχεία του κόσμου (τη φωτιά, τον αέρα, το νερό κλπ.), καθώς αυτά, λόγω της αστάθειάς τους, για άλλα όντα είναι ωφέλιμα και για άλλα καταστρεπτικά. Το καλό δεν βρίσκεται φύσεως ἡμῶν ἀπόκληρον͵ ἀλλ΄ ἔχειν ἐν ἑαυτῇ τὸ ἀθάνατον͵ ὡς ἂν διὰ τῆς ἐγκειμένης δυνάμεως γνωρίζοι τε τὸ ὑπερκείμενον καὶ ἐν ἐπιθυμίᾳ τῆς θείας ἀιδιότητος εἴη» Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 21D 321 «Τὸ δὲ ὡσαύτως ἔχον ἀεί͵ τὸ ἀναυξές͵ τὸ ἀμείωτον͵ τὸ πρὸς πᾶσαν μεταβολὴν τήν τε πρὸς τὸ κρεῖττον καὶ τὴν πρὸς τὸ χεῖρον ἐπίσης ἀκίνητον (τοῦ μὲν γὰρ χείρονος ἠλλοτρίωται͵ τὸ δὲ κρεῖττον οὐκ ἔχει)͵ τὸ δὲ παντὸς ἀνενδεὲς ἑτέρου͵ τὸ μόνον ὀρεκτόν͵ καὶ παρὰ παντὸς μετεχόμενον καὶ ἐν τῇ μετουσίᾳ τῶν μετεχόντων οὐκ ἐλαττούμενον͵ τοῦτό ἐστιν ἀληθῶς τὸ ὄντως ὂν καὶ ἡ τούτου κατανόησις ἡ τῆς ἀληθείας γνῶσίς ἐστιν». Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 333ΒC 322 Στην πλατωνική φιλοσοφία, το αγαθό εκφράζει την υπέρτατη επιθυμία κάθε όντος και η κατάκτησή του συνεπάγεται την πληρότητα και επάρκεια του ανθρώπου, την πλήρη ικανοποίηση κάθε πόθου. Αποτελεί το ιδανικό κάθε έλλογης φύσης, την υπέρτατη αξία της νοητικής σύλληψης, καθώς τίποτε πάνω από αυτό δεν είναι πιο επιθυμητό Βλ. Καζά Πηνελόπης, Η θεωρία της ηδονής στον Πλάτωνα (μεταπτυχιακή εργασία), Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 82 323 Στην πλατωνική φιλοσοφία, που ασκεί έντονη επιρροή στη σκέψη του Αγίου Γρηγορίου, το ύψιστο αγαθό, νοείται και ως το ωραίο στην άκρα απολυτότητά του: η ιδέα του αγαθού έχει «ἀμήχανον κάλλος», αφού υπερτερεί και στην ομορφιά από την επιστήμη και την αλήθεια (Πολιτ. VI 509 a). To κάλλος της δε μπορεί να συγκριθεί με τη σχετική ομορφιά, εκείνη που εξαρτάται από το χρόνο, τον τόπο και το γούστο, τη γήινη ομορφιά που γεννιέται και χάνεται, αυξάνεται και φθίνει: «οὐδ΄ αὖ φαντασθήσεται αὐτῷ τὸ καλὸν οἷον πρόσωπόν τι οὐδὲ χεῖρες οὐδὲ ἄλλο οὐδὲν ὧν σῶμα μετέχει͵ οὐδέ τις λόγος οὐδέ τις ἐπιστήμη͵ οὐδέ που ὂν ἐν ἑτέρῳ τινι͵ οἷον ἐν ζώῳ ἢ ἐν γῇ ἢ ἐν οὐρανῷ ἢ ἔν τῳ ἄλλῳ͵ ἀλλ΄ αὐτὸ καθ΄ αὑτὸ μεθ΄ αὑτοῦ μονοειδὲς ἀεὶ ὄν͵ τὰ δὲ ἄλλα πάντα καλὰ ἐκείνου μετέχοντα τρόπον τινὰ τοιοῦτον͵ οἷον γιγνομένων τε τῶν ἄλλων καὶ ἀπολλυμένων μηδὲν ἐκεῖνο μήτε τι πλέον μήτε ἔλαττον γίγνεσθαι μηδὲ πάσχειν μηδέν» (Συμπ. 211 a b). Το απόλυτο κάλλος που παρασταίνει η ιδέα του αγαθού, είναι «αὐτὸ τὸ θεῖον καλόν» σε μία και μοναδική ιδεατή μορφή («μονοειδές»), όχι γεμάτο από ανθρώπινη σάρκα και ανθρώπινα χρώματα και «ἄλλην πολλὴν φλυαρίαν θνητήν», παρά «εἰλικρινές, καθαρόν, ἄμεικτον» (211 e). Bλ. Παπανούτσου Ευάγγελου, Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, Εκδόσεις Δωδώνη, σελ. 117 324 «ἐγὼ δέ͵ φησίν͵ ἐζήτουν ἐκεῖνο τὸ ἀγαθόν͵ ὃ πάσῃ ἡλικίᾳ καὶ παντὶ τῷ χρόνῳ τῆς ζωῆς ἐπ΄ ἴσης ἀγαθόν ἐστιν͵ οὗ κόρος οὐκ ἐλπίζεται καὶ πλησμονὴ οὐχ εὑρίσκεται͵ ἀλλὰ συμπαρατείνεται τῇ μετουσίᾳ ἡ ὄρεξις͵ καὶ συνακμάζει τῇ ἀπολαύσει ὁ πόθος καὶ τῇ τοῦ ἐπιθυμητοῦ ἐπιτυχίᾳ οὐ περιγράφεται͵ ἀλλ΄ ὅσῳ μᾶλλον ἐντρυφᾷ τῷ ἀγαθῷ͵ τοσούτῳ μᾶλλον ἡ ἐπιθυμία τῇ τρυφῇ συνεκκαίεται͵ καὶ ἡ τρυφὴ τῇ ἐπιθυμίᾳ συνεπιτείνεται καὶ κατὰ πᾶν διάστημα τῆς ζωῆς ἀεὶ καλὸν τοῖς μετιοῦσι γίνεται» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 648D‐649A.
60
επίσης στην σωματική ομορφιά και τη ρώμη, ούτε στη λαμπρή καταγωγή και τη λάμψη των αξιωμάτων, καθώς αυτά έρχονται και παρέρχονται, λόγω της τρεπτότητας και της φθαρτότητας του ανθρώπου. Το καλό που πρέπει να επιθυμείται, δε βρίσκεται ούτε στις διαδικασίες της πλήρωσης και της κένωσης που εναλλάσσονται σε αυτόν τον βίο, καθώς ο κόρος περιορίζει την απόλαυση και τη διάρκεια τους325. Αντίθετα, ως «ἀληθῶς καλόν», προσδιορίζεται η μετοχή στην θεία φύση, της οποίας «η απόλαυση δεν εναλλάσσεται όμοια με την εδώ ζωή με απόκτηση και στέρηση, με εισδοχή και αποβολή, αλλά πάντοτε γεμίζει και ποτέ ο κόρος δεν περιορίζει την πλήρωσή της. Γιατί η νοερή απόλαυση είναι δίχως βάρος και ποτέ δεν συμπληρώνεται, αλλά ακόρεστα πλημμυρίζει τις επιθυμίες αυτών που απολαμβάνουν»326. Όπως όμως ομολογεί ο άγιος Γρηγόριος, «δεν είναι δυνατόν να επιθυμήσει ο άνθρωπος εκείνο που δε φαίνεται, καθώς η φύση μας είναι κάπως αδρανής και αναίσθητη προς το άγνωστο, αν δε σχηματίσει μια εικόνα του επιθυμητού, είτε με την ακοή είτε με την όραση»327. Για ποια όραση όμως μπορούμε να μιλήσουμε στην περίπτωση του όντως αγαθού; Στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου το «ὁρᾶν τὸν Θεόν», η θέα δηλαδή του Θεού, ισοδυναμεί προς το «μὴ ὁρᾶν»328. «Ἡ δὲ τοῦ Θεοῦ θεωρία οὔτε κατὰ τὸ φαινόμενον οὔτε κατὰ τὸ ἀκουόμενον ἐνεργεῖται͵ οὔτε τινὶ τῶν συνήθων νοημάτων καταλαμβάνεται· οὔτε γὰρ ὀφθαλμὸς εἶδεν͵ οὔτε οὖς ἤκουσεν͵ οὔτε τῶν ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου συνήθων ἀναβαινόντων ἐστίν»329. Η λέξη «θεωρία» αποβάλλει εδώ όλη την πρωτεύουσα σημασία της, καθώς, ενώ καταρχήν θα έπρεπε να δηλώνει κάτι το αισθητό, εν προκειμένῳ εκφράζει ένα άλλου είδους γεγονός. Το παράδοξο του γεγονότος αυτού είναι, ότι ο μυστικός «κάτι» βλέπει, αυτό όμως που βλέπει, δεν είναι φυσικό μέγεθος, ούτε βλέπει με τους σωματικούς οφθαλμούς: θεωρεί ότι ο Θεός είναι αόρατος και απερίγραπτος, δηλαδή θεωρεί το αθεώρητο. Η θεία φύση, υπερβαίνει κάθε καταληπτική ικανότητα του νου, καθώς «δεν έχει βρεθεί καμιά δύναμη από τους ανθρώπους για την κατανόηση αυτών που δεν μπορούν να κατανοηθούν, ούτε επινοήθηκε καμιά μέθοδος για την κατανόηση των
Πρβλ.Daniélou J., L’ être et le temps chez Grégoire de Nysse, Leiden, E.J. Brill, 1970, σελ. 116 κ.ε. «ὧν ἡ ἀπόλαυσις οὐκ ἐνηλλαγμένη καθ΄ ὁμοιότητα τοῦ τῇδε βίου διὰ ἕξεως καὶ στερήσεως γίνεται εἰσκρινομένη τε καὶ ἀποποιουμένη͵ ἀλλ΄ ἀεὶ πληρουμένη καὶ οὐδέποτε περιγράφουσα κόρῳ τὴν πλήρωσιν. Ἀβαρὴς γὰρ ἡ νοερὰ τρυφὴ καὶ ἀπλήρωτος πάντοτε ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν μετεχόντων ἀκορέστως ἐπιπλημμυρίζουσα» Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46,505A 327 «Οὐδὲ γάρ ἐστι δυνατὸν πρὸς τὸ μὴ φαινόμενον ἐπιθυμητικῶς ἔχειν͵ ἀλλ΄ ἀργή πως ἐπὶ τὸ ἄγνωστόν ἐστιν ἡ φύσις ἡμῶν καὶ ἀκίνητος͵ εἰ μὴ δι΄ ἀκοῆς ἢ ὄψεως ἔννοιάν τινα τοῦ ἐπιθυμητοῦ λάβοι» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1233CD 328 Βλ. Χρίστου Μπούκη, Η γλώσσα του Γρηγορίου Νύσσης υπό το φως της φιλοσοφικής αναλύσεως, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσ/νίκη 1970, σελ. 121 329Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 373D 325 326
61
ακατανοήτων»330. Αυτό που συλλαμβάνει ο ανθρώπινος νους από την ακατάληπτη θεότητα, «είναι ομοίωμα του ζητουμένου, γιατί δε δείχνει το ίδιο το είδος εκείνου, που ούτε το είδε ποτέ κανείς ούτε μπορεί να το δει, αλλά σαν μέσα από καθρέπτη και με αινίγματα σκιαγραφεί κάποια σημασία του ζητούμενου που δημιουργείται στις ψυχές από εικασία»331. Μόνο με εικασίες επομένως, μπορούμε κάπως να αναχθούμε στο κάλλος της Θεότητας. Αποτυπώνεται, σύμφωνα με την έκφραση του αγίου Γρηγορίου, στην ψυχή μας η εικόνα για το Θεό, ως εικόνα μιας θείας και υψηλής έννοιας, πλήρους δυνάμεως και καθαρότητας 332. Ο Θεός ξεφεύγοντας από την ξεκάθαρη κατανόηση, κρυμμένος μέσα στο αόρατο της φύσης του, αυτό που δίνει στην ψυχή είναι μια «αίσθηση παρουσίας»333. Κρούει τη θύρα του ανθρώπινου νου, και με
Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1268BC. Με μια πολύ όμορφη εικόνα, από την πραγματεία του στον Εκκλησιαστή, ο ιερός Γρηγόριος μας παρουσιάζει την δυσχέρεια αυτή κατανοήσεως της θείας φύσης, καθώς και για το μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη κατανόηση: «ας φανταστούμε κάποιον που βρέθηκε σε μια κορυφή. Κι ας υποθέσουμε πως είναι ο βράχος λείος και απότομος, ολόγυρα πελεκημένος που από κάτω ανεβαίνει σε αμέτρητο μάκρος και από πάνω προβάλλει στα ύψη την άκρη στην προεξοχή της κορυφής που γέρνει σε βάθος άπατο. Τι είναι φυσικό να πάθει αυτός που με την άκρη του ποδιού του αγγίζοντας τη ράχη που γέρνει πάνω από τα βάθη δε βρίσκει ούτε για το πόδι του να πατήσει ούτε για το χέρι του πού να πιαστεί; Αυτό νομίζω παθαίνει και η ψυχή όταν ξεπεράσει τη βεβαιότητα των χρονικών εννοιών στην αναζήτηση της προαιώνιας, άχρονης φύσης. Δεν έχει από πού να πιαστεί, τόπο, χρόνο, μέτρο, κανένα παρόμοιο, που δέχεται την παρέμβαση του νου μας, αλλά από παντού ξεγλιστρώντας από τα ασύλληπτα την πιάνει σκοτοδίνη και αμηχανία και γυρίχει πάλι στα ομογενή της. Περιορίζεται να γνωρίζει τόσο μόνο για αυτό που υπέρκειται, όσο να πειστεί ότι είναι κάτι άλλο στη φύση από αυτά που γνωρίζει» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 729D‐732A 331 «τὸ τοίνυν διὰ τούτων δηλούμενον τοιοῦτόν ἐστιν ὅτι ἡ θεία φύσις πάσης ὑπέρκειται καταληπτικῆς διανοίας. Tὸ δὲ περὶ αὐτῆς ἡμῖν ἐγγινόμενον νόημα ὁμοίωμά ἐστι τοῦ ζητουμένου· οὐ γὰρ αὐτὸ δείκνυσιν ἐκείνου τὸ εἶδος͵ ὃ οὔτε τις εἶδεν οὔτε ἰδεῖν δύναται͵ ἀλλὰ δι΄ ἐσόπτρου καὶ δι΄ αἰνίγματος ἔμφασίν τινα σκιαγραφεῖ τοῦ ζητουμένου ἔκ τινος εἰκασμοῦ ταῖς ψυχαῖς ἐγγινομένην. πᾶς δὲ λόγος τῶν τοιούτων νοημάτων σημαντικὸς στιγμῆς τινος ἀμεροῦς δύναμιν ἔχει μὴ δυνάμενος ἐμφῆναι ὅπερ ἡ διάνοια βούλεται· ὡς εἶναι πᾶσαν μὲν διάνοιαν κατωτέραν τῆς θείας κατανοήσεως͵ πάντα δὲ λόγον ἑρμηνευτικὸν στιγμὴν βραχεῖαν δοκεῖν μὴ δυνάμενον τῷ πλάτει τῆς διανοίας συνεπεκτείνεσθαι» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 820D‐821A 332 «Ἡ γὰρ δύναμις καὶ ἡ καθαρότης͵ καὶ τὸ ὡσαύτως ἔχειν͵ καὶ τὸ ἀμιγὲς τοῦ ἐναντίου͵ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα θείας τινὸς καὶ ὑψηλῆς ἐννοίας ἐντυποῖ ταῖς ψυχαῖς τὴν φαντασίαν» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1269A 333 «ἀλλ΄ αἴσθησιν μέν τινα δίδωσι τῇ ψυχῇ τῆς παρουσίας͵ ἐκφεύγει δὲ τὴν ἐναργῆ κατανόησιν τῷ ἀοράτῳ τῆς φύσεως ἐγκρυπτόμενος» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1001B. Η αίσθηση αυτή παρουσίας του Θεού στην ψυχή, στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου, συνιστάτην ουσία της μυστικής εμπειρίας. Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.207. Επίσης πρβλ. Cavenet Mariette, La perception de la présence de Dieu a propos d’ une expression de la XI Ηomélie sur le Cantique des Cantiques στον τόμο Epectasis, Mélanges Patristiques offerts au Cardinal Jean Daniélou, Fontaine, J., et Kannengiesser, publ., Beauchesne 1972, σελ. 443 κ.ε. 330
62
υπόνοιες και αινίγματα, του γίνεται γνωστός μερικώς334, μέσω των ενεργειών του που κατεβαίνουν σε εμάς και τις αισθανόμαστε στη ζωή μας335. Με δύο κυρίως τρόπους, κατά τον άγιο Γρηγόριο, μπορεί ο άνθρωπος να σχηματίσει μια εικόνα για το αόρατο κάλλος της Θεότητας. Ο πρώτος είναι δια της καθαρής παρατήρησης, με τους οφθαλμούς της ψυχής, των όντων, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται ο διαχωρισμός του κάλλους από την ύλη τους. Με τον τρόπο αυτό, ο άνθρωπος είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αυτό που βλέπει σαν ένα βάθρο για τη θεωρία του νοητού κάλλους, που με τη μετουσία του γίνονται και ονομάζονται τα άλλα ωραία. Επιπρόσθετα, «μέσα από την Εκκλησία που έκτισε ο Κύριος και τα μυστήριά της, δύναται ο επιθυμών να βλέπει τον αόρατο καθαρότερα»336, εφόσον μάλιστα τα μέλη της Εκκλησίας χαρακτηρίζονται ως το ορατό κάλλος του ουράνιου νυμφίου337. Ο δεύτερος τρόπος αναγωγής στο όντως καλόν, είναι δια της θεωρίας του κατόπτρου. Τοποθετώντας ο άνθρωπος τον εαυτό του ως ένα είδος κατόπτρου απέναντι στην καθαρότητα του Θεού, λαμβάνει μορφή και κάλλος αντικατοπτρίζοντας το πρωτότυπο κάλλος. Με τον τρόπο αυτό, αρχίζει να συλλαμβάνει κατά κάποιο τρόπο το όμοιο από το όμοιο. Μια στροφή του κεκαθαρμένου ανθρώπου εις εαυτόν, τον καθιστά ικανό να αντιληφθεί την ανερμήνευτη δόξα και το άρρητο κάλλος της αχώρητης θείας φύσης. Εξετάζοντας ο άνθρωπος ενδόμυχα τον εαυτό του, θα δει μέσα του αυτό που ποθεί338. «ἔξω τοίνυν ἑστῶσα τῆς φύσεως ἡμῶν ἡ ἀλήθεια διὰ τῆς ἐκ μέρους γνώσεως͵ καθώς φησιν ὁ ἀπόστολος͵ ἐν ὑπονοίαις τισὶ καὶ αἰνίγμασι θυροκρουστεῖ τὴν διάνοιαν Ἄνοιξον λέγουσα καὶ μετὰ τῆς προτροπῆς ὑποτιθεμένη τὸν τρόπον͵ ὅπως ἀνοιγῆναι προσήκει τὴν θύραν͵ οἷόν τινας κλεῖς ὀρέγουσα τὰ καλὰ ταῦτα ὀνόματα͵ δι΄ ὧν τὸ κεκλεισμένον ἀνοίγεται· κλεῖδες γάρ εἰσιν ἄντικρυς αἱ τῶν ὀνομάτων τούτων ἐμφάσεις αἱ τὰ κρυπτὰ διανοίγουσαι», Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1001C 335«πάντας δὲ λογισμοὺς καὶ πᾶσαν ἐρευνητικὴν νοημάτων δύναμιν ἀνακινοῦσα καὶ περιεργαζομένη καταλαβεῖν τὸ ζητούμενον ὅρον ποιεῖται τῆς καταλήψεως τοῦ θεοῦ τὴν ἐνέργειαν μόνην τὴν μέχρις ἡμῶν κατιοῦσαν͵ ἧς διὰ τῆς ζωῆς ἡμῶν αἰσθανόμεθα» Αὐτόθι, PG 44, 1009B 336 «εἰ οὖν σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἡ ἐκκλησία͵ κεφαλὴ δὲ τοῦ σώματος ὁ Χριστὸς τῷ ἰδίῳ χαρακτῆρι μορφῶν τῆς ἐκκλησίας τὸ πρόσωπον͵ τάχα διὰ τοῦτο πρὸς ταύτην βλέποντες οἱ φίλοι τοῦ νυμφίου ἐκαρδιώθησαν͵ ὅτι τρανότερον ἐν αὐτῇ τὸν ἀόρατον βλέπουσιν· καθάπερ οἱ αὐτὸν τοῦ ἡλίου τὸν κύκλον ἰδεῖν ἀδυνατοῦντες͵ διὰ δὲ τῆς τοῦ ὕδατος αὐγῆς εἰς αὐτὸν ὁρῶντες͵ οὕτω κἀκεῖνοι ὡς ἐν κατόπτρῳ καθαρῷ τῇ ἐκκλησίᾳ τὸν τῆς δικαιοσύνης ἥλιον βλέπουσι τὸν διὰ τοῦ φαινομένου κατανοούμενον» Αὐτόθι, PG 44, 949B. 337 «ἐν τούτῳ γὰρ οἶμαι σαφέστερον αὐτὴν διασημαίνειν ὅτι περὶ τὸ βλεπόμενον τοῦ νυμφίου κάλλος ἐστὶν ὁ ἔπαινος (ἐκεῖνό φημι τὸ βλεπόμενον͵ ὃ διὰ τῶν καθ΄ ἕκαστον μελῶν τῶν συμπληρούντων τὴν ἐκκλησίαν σωματοποιεῖ ὁ ἀπόστολος)» Αὐτόθι, PG 44, 1080B 338 «αποτύπωσε ο Θεός μέσα στη σύνθεσή σου τα μιμήματα των αγαθών της ίδιας του της φύσης, σα να ήσουν είδος κεριού όπου χάραξε το ανάγλυφό τους. Αλλά η κακία χύθηκε επάνω στο θεϊκό χάραγμα και αχρήστεψε το αγαθό καταχωμένο κάτω από τα αισχρά επικαλύμματα. Αν λοιπόν αποπλύνεις πάλι με την επιμελή ζωή σου τον ρύπο που επικάθισε στην καρδιά σου, θα ξαναλάμψει το θεόμορφο κάλλος...Έτσι και ο εσωτερικός άνθρωπος, που ο Κύριος τον ονομάζει καρδιά, όταν αποξύσει από πάνω του την ακαθαρσία της σκουριάς, που την έκανε να βγει στην επιφάνεια το κακό μούχλιασμα, θα ξαναπάρει πάλι την ομοιότητά του προς το αρχέτυπο και θα γίνει αγαθός...Όποιος λ ο ι π όν βλέπ ε ι τ ον εα υτ ό τ ο υ, β λ έ π ε ι μ έ σα τ ο υ α υτ ό π ο υ π ο θ ε ί . Κι έτσι γίνεται μακάριος ο 334
63
γ. Το κάλλος του ουράνιου Νυμφίου και τα όρια της επιθυμίας Στο ερμηνευτικό έργο του αγίου Γρηγορίου «εἰς τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων», το κάλλος του ουράνιου νυμφίου περιγράφεται με μια επαναλαμβανόμενη έκφραση: «είναι όλος επιθυμία»339. Κατεξοχήν γνωρίσματα του θείου κάλλους αποτελούν η αλήθεια, η δικαιοσύνη και η πραότητα340. Το θείο κάλλος όμως, δε μπορεί να αποδοθεί γλωσσικά με λέξεις. Αυτό που μπορεί να περιγραφεί είναι ό,τι αισθάνεται ο άνθρωπος από την παρουσία του Θεού (το ότι κοινώνησε και μετέσχε του Θεού), και αυτό μπορεί να ανακοινωθεί ως ένα βαθμό μόνο με εικόνες και με σύμβολα 341. Έτσι, στην αλληγορική περιγραφή του γάμου της νύμφης ψυχής με τον ουράνιο Νυμφίο, ο στολισμός της νυφικής κλίνης, παρουσιάζεται να γίνεται από εξήντα πολεμιστές342. Η χρήση της παράδοξης αυτής εικόνας, εξηγείται από το γεγονός ότι τα θέλγητρα της θείας ομορφιάς είναι ακριβώς τα αντίθετα από αυτά της σωματικής. Ενώ η σωματική ομορφιά προσελκύει την επιθυμία με την προσήνεια στην όψη, τη μειλιχιότητα και το χωρισμό από κάθε φοβερή διάθεση, χαρακτηριστικό και εξέχον θέλγητρο της αθάνατης θείας ομορφιάς, είναι η φοβερή και καταπλήσσουσα ανδρεία 343. Στο σωματικό πάθος και το σαρκικό έρωτα, ο νους διαχέεται και καταληστεύεται από την όλο πάθη και ρύπους επιθυμία των σωμάτων και υποτάσσεται τελικά σε αυτήν. Αντίθετα, τον θείο έρωτα, τροφοδοτούν τα αντίθετα στη σωματική επιθυμία. Έτσι, ενώ στο σωματικό πάθος προηγείται η διάχυση, η άνεση και η βλακώδης διάθεση, ύλη του θείου έρωτα γίνεται η απειλητική και καθαρός στην καρδιά επειδή αποβλέποντας στην ίδια του την καθαρότητα, βλέπει το αρχέτυπο μέσα στην καρδιά του» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1272AB. 339 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1084D 340 «τούτοις γὰρ τὸ θεῖον κάλλος χαρακτηρίζεται͵ τῇ ἀληθείᾳ λέγω καὶ τῇ δικαιοσύνῃ καὶ τῇ πραότητι» Αὐτόθι, PG 44, 1097D 341 Βλ. Χρίστου Μπούκη, Η γλώσσα του Γρηγορίου Νύσσης υπό το φως της φιλοσοφικής αναλύσεως, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσ/νίκη 1970, σελ. 110 342 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 900A 343 Στον Πλατωνικό «Φαίδρο» η ανατριχίλα («φρίκη» Φαῖδρ. 251 a) του εραστή μπροστά στο αγαπημένο πρόσωπο υποδηλώνει την ιδιότυπη ταραχή της ευλαβικής ψυχής μπροστά στο γεμάτο από μυστήριο θεμέλιο του παντός: χαρακτηριστικά του πλατωνικού θρησκευτικού πάθους, είναι ο τρόμος μπροστά στη μεγαλοσύνη και στο θαύμα του θείου και από το άλλο μέρος την έλκυση, την καταγοήτευση της ψυχής από τα ακαταμάχητα θέλγητρά του‐mysterium tremendum et fascinans. Bλ. Παπανούτσου Ευάγγελου, Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, Εκδόσεις Δωδώνη, σελ. 135
64
καταπλήσσουσα ανδρεία344: «όταν ο ανδρικός θυμός κατατρομάξει την ηδονή που ελλοχεύει και τη φυγαδεύσει, προβάλλει η καθαρή ομορφιά της ψυχής, φανερώνεται ένα πάθος που δεν κηλιδώνεται από κανένα πάθος σωματικής επιθυμίας»345. Το πάθος αυτό, απαθές και ανεπίληπτο, που γεννιέται από τα φοβερά και καταπλήσσοντα θέλγητρα της αθάνατης θείας ομορφιάς, υπερβαίνει και σβήνει κάθε πάθος σωματικής επιθυμίας. Ποιο είναι όμως το μέτρο και η δύναμη αυτής της επιθυμίας; Ο άγιος Γρηγόριος απαντά: εφόσον το επιθυμητό, δεν έχει όριο, τότε κατά συνέπεια και η επιθυμία εκείνου που μετέχει σε αυτό, επειδή συμπαρατείνεται προς το απεριόριστο, δεν έχει σταμάτημα346. Τα όρια της επιθυμίας συμπίπτουν με τα όρια της ανθρώπινης φύσης: «η ψυχή καλεί το Λόγο όσο μπορεί και μπορεί όχι όσο θέλει, γιατί θέλει περισσότερο από όσο μπορεί. Μα βέβαια ούτε και να θελήσει μπορεί τόσο, όσος είναι εκείνος, αλλά όσο μπορεί να θελήσει η προαίρεσή μας»347. Σύμφωνα με τη διατύπωση αυτή, διαπιστώνεται διαφορά σε δύο επίπεδα. Καταρχήν, ανάμεσα στο μέγεθος της επιθυμίας και στις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης, καθώς η δύναμη και η ορμή της επιθυμίας είναι μεγαλύτερη από όσο μπορεί να αντέξει η ανθρώπινη φύση. Τα πεπερασμένα όρια της φύσεώς μας, θέτουν όρια στην επιθυμία της ψυχής, η οποία θέλει περισσότερο από όσο δύναται η δεμένη με το σώμα φύση της. Υπάρχει όμως διαφορά, και σε ένα άλλο επίπεδο. Το μέγεθος της ανθρώπινης επιθυμίας είναι πολύ μικρότερο από όσο αξίζει να επιθυμείται το κάλλος της θείας φύσης. Σταματάει πάντως σε κάθε περίπτωση, εκεί που φτάνουν τα όρια της δύναμης της ανθρώπινης προαιρέσεως. Ανάλογη με τη δύναμη που θα δοθεί στην επιθυμία, είναι η απάντηση του Νυμφίου, ο οποίος όλες τις επιθυμίες τις δέχεται, «συσσωρεύοντας τις αμοιβές για εκείνους που έφτασαν πιο ψηλά και αποδίδοντας το ανάλογο στους χαμηλότερα ευρισκόμενους» καθώς, «πολλὰς εἶναι παρὰ τῷ Πατρὶ μονὰς μεμαθήκαμεν»348. Οι νύμφες που προσκολλώνται στον ουράνιο νυμφίο, διακρίνονται ανάλογα με τη δύναμη της επιθυμίας τους, σε βασίλισσες και σε παλλακίδες. Στις μεν βασίλισσες ανήκουν όσες με την πρέπουσα επιμέλεια αυξήθηκαν τόσο, πνευματικά, ώστε με δυνατό πόθο και έντονη επιθυμία, προσκολλώνται στο Λόγο για να ανακραθούν με την θεία καθαρότητα. Τέτοιες βασίλισσες ήταν, κατά τον άγιο Γρηγόριο, οι ψυχές του Δαυίδ και του Παύλου. Στις παλλακίδες, ανήκουν όσες ναι μεν παραμένουν μέσα Κατά τον Ντεκάρτ, ο θαυμασμός είναι στην ακολουθία των παθών που απαριθμεί, το πρώτο από όλα τα πάθη βλ. Ντεκάρτ Ρενέ, Τα πάθη της ψυχής, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1996, σελ. 132‐133. 345 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 900BD 346 «ἐπεὶ οὖν τὸ τῇ φύσει καλὸν εἰς μετουσίαν ἐπιθυμητὸν πάντως ἐστὶ τοῖς γινώσκουσι͵ τοῦτο δὲ ὅρον οὐκ ἔχει͵ ἀναγκαίως καὶ ἡ τοῦ μετέχοντος ἐπιθυμία τῷ ἀορίστῳ συμπαρατείνουσα στάσιν οὐκ ἔχει» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 301AB 347 «διὰ τοῦτο καὶ ἡ ψυχὴ τὸν λόγον καλεῖ μὲν ὡς δύναται͵ δύναται δὲ οὐχ ὡς βούλεται· βούλεται γὰρ πλεῖον ἢ δύναται. οὐ μὴν οὐδὲ θελῆσαι τοσοῦτον δύναται͵ ὅσον ἐκεῖνός ἐστιν͵ ἀλλ΄ ὅσον βουληθῆναι ἡ προαίρεσις δύναται». Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1028D. Πρβλ. Αὐτόθι, PG 44, 1109D 348 Αὐτόθι, PG 44, 1109D 344
65
στην αφθαρσία και τον αγιασμό, αποφεύγοντας τις απόπειρες μοιχείας, όμως απορρίπτουν το κακό παιδαγωγημένες από το φόβο περισσότερο και από δουλική διάθεση, παρά από την επιθυμία και τον πόθο349. 2.
Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ
Ο επίσκοπος Νύσσης, όταν αναφέρεται στον πόθο του ανθρώπου για το Θεό, προτρέπει: «ἐπιθύμησον ὅσον χωρεῖς». Για να εξευγενιστεί όμως και να λάβει ανωφερείς τάσεις το «άγριο», «απείθαρχο» και «ἀνυπότακτο» επιθυμητικό, με την έντονη ροπή προς τις ηδονές του σώματος μάλλον παρά του πνεύματος, θα πρέπει να περάσει από το στίβο της παιδαγωγίας350. Δια της παιδαγωγίας αυτής επιχειρείται η μεταμόρφωση της επιθυμίας, η μετάθεση δηλαδή της επιθυμητικής δύναμης από τις συνήθεις εμπαθείς ορμές και ηδονές, στη νοητή και άϋλη θεωρία του καλού351. Σκοπός κατά τον επίσκοπο Νύσσης του βιβλίου των Παροιμιών και του Εκκλησιαστή αλλά κυρίως και ειδικότερα του Άσματος Ασμάτων είναι να καλλιεργήσουν στην ψυχή, καθένα με τον τρόπο του, την επιθυμία και τον πόθο προς το Θεό352. Υπηρετούν και τα τρία την προοπτική της παιδαγωγίας του πάθους της επιθυμίας. Οι Παροιμίες καλλιεργούν την ψυχή ώστε να επιθυμεί την αρετή, ενώ ο Εκκλησιαστής προσπαθεί να στρέψει την επιθυμία προς τον πνευματικό κόσμο, τον κόσμο πέρα από τις αισθήσεις. Ειδικά όμως το Άσμα Ασμάτων προσπαθεί, με τολμηρές εκφράσεις και εικόνες, να εκπαιδεύσει την ψυχή ώστε να επιθυμεί τη θεία ομορφιά, προκειμένου να μπορέσει να εισαχθεί στα Άγια των Αγίων του θείου γνόφου. Αὐτόθι, PG 44, 1112D‐1113A. Στα κείμενα του ιερού Γρηγορίου υπονοείται σαφώς κάποια διάκριση‐ ιεράρχηση στα νοητά όντα, με βάση το βαθμό μετοχής τους στο θείο. Το κριτήριο αυτής της διάκρισης, στο οποίο δίνει ιδιαίτερη έμφαση ο συγγραφέας, είναι αυτό της ελευθερίας. Τα νοητά όντα είναι ελεύθερες αυτοπροσδιοριζόμενες οντότητες, προικοδοτημένες με την προαιρετική δύναμη, ικανές να μετάσχουν στο αγαθό στο μέτρο που το επιθυμούν. Η πολύ σημαντική ιδέα της οικοδόμησης της ιεραρχικής τάσης με κριτήριο το βαθμό της μετουσίας, ανάλογα με την προαιρετική διάθεση, μεταλαμπαδεύτηκε στο συγγραφέα των αρεοπαγητικών έργων Βλ. Αλεξόπουλου Θεόδωρου, «Τὸ εἶναι» κατά τη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2006, σελ. 524 350 «πάντα ταῦτα καὶ εἴ τι ἄλλο ἐν τοῖς φυτοῖς ἐξεῦρεν ἡ τέχνη βιασαμένη τὴν φύσιν͵ ἃ ἡ χρεία μὲν τῆς ζωῆς οὐκ ἐζήτησεν͵ ἐπιζητεῖ δὲ ἡ ἀπαιδαγώγητος ἐπιθυμία» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 661D 351 «Ὡς ἂν οὖν μάλιστα ἡμῖν ἐλευθέρα καὶ ἄνετος ἡ ψυχὴ πρὸς τὴν θείαν τε καὶ μακαρίαν ἡδονὴν ἀναβλέποι͵ πρὸς οὐδὲν τῶν γηΐνων ἑαυτὴν ἐπιστρέψει οὐδὲ τῶν νενομισμένων κατὰ τὴν τοῦ κοινοῦ βίου συγχώρησιν ἡδονῶν μεταλήψεται͵ ἀλλὰ μεταθήσει τὴν ἐρωτικὴν δύναμιν ἀπὸ τῶν σωματικῶν ἐπὶ τὴν νοητήν τε καὶ ἄϋλον τοῦ καλοῦ θεωρίαν» Περὶ Παρθενίας, PG 46, 348CD. 352 Πρβλ. Martin Laird, Under Solomon’s Tutelage: Τhe education of desire in the Homilies n the Song of the Songs, στο Rethinking Gregory of Nyssa, Ed. Coakley S., Blackwell, 2003, σελ. 77 349
66
Δύο είναι οι βασικές παιδαγωγικές μέθοδοι, που εισηγείται ο άγιος Γρηγόριος, για την παιδαγωγία του πάθους της επιθυμίας. Η μία είναι η παιδαγωγική της ασκήσεως (η ασκητική παιδαγωγική), η οποία είναι συνισταμένη τριών επιμέρους μαθημάτων. Το πρώτο μάθημα για την εξευγένιση του επιθυμητικού, είναι να μάθει ο άνθρωπος να αγωνίζεται κατά των αρνητικών παθών, ώστε να καθαρθεί από την κακία. Ως δεύτερο μάθημα, είναι να μάθει ο άνθρωπος να υποτάσσεται στο θείο θέλημα, ώστε να μπορέσει να επανεύρει την παρρησία στη σχέση του με το Θεό (συναντάται κυρίως στα ασκητικά συγγράμματα του ιερού πατρός). Τέλος, πρέπει να μάθει την αναγκαιότητα του «ἀναχωρεῖν» προκειμένου να επιτύχει την «ἀπό σκοπιᾶς ἐξεχούσης» εποπτεία (συναντάται κυρίως στα έργα του αγίου «Εἰς τὸν βίον Μωυσέως» και «Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν»). Η άλλη παιδαγωγική μέθοδος, παράδοξη και τολμηρή, είναι η παιδαγωγική με τον εξ ολοκλήρου θετικό χαρακτήρα, που κατά τον άγιο Γρηγόριο χρησιμοποιούν ο διδάσκαλος Νυμφίος και η διδασκάλισσα νύμφη, στο ωραιότερο έργο του αγίου, την ερμηνεία του «Εἰς τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων».
α. Ο αγώνας κατά των παθών και η κάθαρση
Η ασκητική παιδαγωγική, αποσκοπεί στο να μάθει ο άνθρωπος να υποτάσσει τα άλογα πάθη στον ηγεμόνα νου, προκειμένου αυτά ως «αγαθά κτήνη», να υπηρετήσουν τους σκοπούς της πνευματικής ζωής353. Μέσο υλοποίησης αυτής της παιδαγωγικής αποτελεί ο αγώνας για προσωπική κάθαρση354, ως απαλλαγή της ψυχής από τη διαβρωτική επιρροή των αρνητικών παθών, από κάθε κτηνώδη και άλογη τάση, μέσα από έναν αγώνα εγκράτειας, νηστείας, άσκησης, δίψας, κρύου, γυμνότητας στις ακραίες της μορφές355, και κυρίως όπλισης‐θωράκισης των «εἰ μὲν ὁ λόγος͵ ὃ δὴ τῆς φύσεώς ἐστιν ἐξαίρετον͵ τῶν ἔξωθεν ἐπεισκριθέντων τὴν ἡγεμονίαν ἔχοι͵ καθὼς καὶ δι΄ αἰνίγματος ὁ τῆς Γραφῆς παρεδήλωσε λόγος͵ ἄρχειν ἐγκελευόμενος πάντων τῶν ἀλόγων͵ οὐκ ἄν τι πρὸς κακίας ὑπηρεσίαν τῶν τοιούτων κινημάτων ἡμῖν ἐνεργήσειε͵ τοῦ μὲν φόβου τὸ ὑπήκοον ἐμποιοῦντος͵ τοῦ δὲ θυμοῦ τὸ ἀνδρεῖον͵ τῆς δειλίας δὲ τὴν ἀσφάλειαν͵ τῆς δὲ ἐπιθυμητικῆς ὁρμῆς τὴν θείαν τε καὶ ἀκήρατον ἡμῖν ἡδονὴν προξενούσης» Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 61B. Πρβλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 163 354Η αληθινή καθαρότητα είναι προπτωτικό αγαθό, που χάθηκε όταν ο άνθρωπος «ντύθηκε τη σκοτεινή όψη», το δερμάτινο δηλαδή χιτώνα, που τέτοιος (σκοτεινός), είναι στην όψη του: «τῆς γὰρ καθαρότητος ἐκπεσοῦσα τὸ ζοφῶδες εἶδος ἐνεδυσάμην (τοιοῦτος γὰρ τῷ εἴδει ὁ χιτὼν ὁ δερμάτινος)» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 800D. Είναι ιδιότητα του Θεού, μαζί με την απάθεια και την απουσία κάθε κακίας: «καθαρότης γὰρ, ἀπάθεια καὶ κακοῦ παντός ἀλλοτρίωσις ἡ θεότης ἐστίν» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1272ΒC. Η απάθεια και η μακαριότητα συνιστούν την «καθαρά πολιτεία» και καθιστούν δυνατή την ομοίωση με το Θεό, μέσα από μια σχέση μετοχής στην καθαρότητα του Χριστού:«μία γὰρ τῇ φύσει ἡ καθαρότης ἥ τε ἐν τῷ Χριστῷ καὶ ἡ ἐν τῷ μετέχοντι θεωρουμένη͵ ἀλλ΄ ὁ μὲν πηγάζει͵ ὁ δὲ μετέχων ἀρύεται» Πρὸς Ὀλύμπιον μοναχόν, Περὶ τελειότητος, PG 46, 284D. 355 «Πάντως δὲ οὐκ ἀγνοεῖς τὸν ἀντίπαλον τὸν διὰ τῆς σαρκὸς προσπαλαίοντα͵ ὃν ὑπωπιάζει διὰ τῆς πυκτικῆς͵ ἀμύσσων τοῖς ὄνυξι τῆς ἐγκρατείας͵ οὗ νεκροῖ τὰ μέλη λιμῷ͵ καὶ δίψει͵ καὶ ψύχει͵ καὶ 353
67
αισθήσεων356. Χωρίς την κάθαρση δεν πρέπει να αποτολμάται οποιαδήποτε πνευματική ανάβαση:μια ανάβαση με ακάθαρτη και κατασπιλωμένη περιβολή θεωρείται θρασεία, αφού οι αναβαίνοντες στην περίπτωση αυτή «λιθοβολούνται από τους ίδιους τους λογισμούς τους»357. Μόνο όταν ο άνθρωπος θέσει στο σωστό επίπεδο τη σχέση του «με τον πηχτό και γήινο βίο, θα μπορέσει να στρέψει το βλέμμα προς το συγγενικό του και θεϊκότερο, θα μπορέσει να στραφεί στην έρευνα και την αναζήτηση της αρχής των όντων, θα αντιληφθεί ποια είναι η πηγή της ομορφιάς των όντων, από πού αναβλύζει η δύναμη, από πού πηγάζει η σοφία που εμφανίζεται στα όντα»358. Η ψυχή του ανθρώπου λειτουργεί ως προαιρετικό και έμψυχο κάτοπτρο:κοιτάζοντας ο κεκαθαρμένος άνθρωπος εντός του, θεωρεί το θείο κάλλος, το οποίο τον ελκύει και του γεννάει την επιθυμία για το αρχέτυπο κάλλος. Η επιστροφή του ανθρώπου στον αληθινό εαυτό του, στην πνευματική καθαρότητα δηλαδή και ομορφιά359, ως επανεύρεση της εικόνας του αρχέτυπου κάλλους360 και σωκρατικό «γνῶθι σεαυτόν», προϋποθέτει την απομάκρυνση κάθε ξένου στοιχείου (όπως είναι τα πάθη της κακίας) από τη φύση του: «ἀπόθεσις δὲ τοῦ ἀλλοτρίου ἐστὶν ἡ εἰς τὸ οἰκεῖον ἑαυτῷ κατὰ φύσιν ἐπάνοδος»361. Ο αγώνας κατά των παθών της κακίας συνιστά την ουσία της ασκητικής παιδαγωγικής. Ερμηνεύοντας ο ιερός πατήρ το γραφικό «ἐγὼ ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω»362, γράφει ότι η θανάτωση, ο φόνος των παθών της κακίας, θα μας κάνει να θεραπευτούμε και να ζήσουμε363. Σε άλλο σημείο, στις Επιγραφές των Ψαλμών, γυμνότητι͵ ᾧ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ἐπιβάλλει͵ ὃν νικᾷ διὰ τοῦ δρόμου κατόπιν ἑαυτοῦ καταλιπὼν͵ ὡς ἂν μὴ ἐπισκοτοῖτο τὰς ὄψεις τοῦ ἀντιπάλου προτρέχοντος» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1213A. 356 «οὕτως ἔστιν ὁπλίσαι καὶ τὴν γεῦσιν καὶ τὴν ἁφὴν καὶ τὴν ὄσφρησιν τῇ τῆς ἐγκρατείας ῥομφαίᾳ καταλλήλως ἑκάστην τῶν αἰσθήσεων θωρακίζοντα͵ δι΄ ὧν γίνεται θάμβος καὶ ἔκπληξις τοῖς σκοτεινοῖς ἐχθροῖς͵ ὧν καιρὸς εἰς τὴν κατὰ τῶν ψυχῶν ἐπιβουλὴν ἡ νὺξ γίνεται καὶ τὸ σκότος» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 904BC 357 «Πολλοὶ γὰρ καθαρσίων ἔτι ἐκ τῶν βεβιωμένων δεόμενοι͵ ἄπλυτοί τινες καὶ κατεσπιλωμένοι τῇ τοῦ βίου περιβολῇ͵ τὴν ἄλογον αἴσθησιν ἑαυτῶν προβαλλόμενοι͵ τῆς θείας ἀνόδου κατατολμῶσιν͵ ὅθεν αὐτοὶ τοῖς ἰδίοις ἑαυτῶν λογισμοῖς κατασαλεύονται» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 376C 358 «ἡ δὲ ἑτέρα σωματικὴ καὶ ὑλώδης καὶ ἄλογος͵ ἐπειδὰν ἡ δὲ ἑτέρα σωματικὴ καὶ ὑλώδης καὶ ἄλογος͵ ἐπειδὰν τάχιστα τῆς πρὸς τὸν παχύν τε καὶ γεώδη βίον σχέσεως ἐκκαθαρθεῖσα δι΄ ἀρετῆς ἀναβλέψῃ πρὸς τὸ συγγενὲς καὶ θειότερον͵ οὐ παύεται διερευνωμένη καὶ ἀναζητοῦσα τὴν τῶν ὄντων ἀρχήν͵ τίς ἡ τοῦ κάλλους τῶν ὄντων πηγή͵ πόθεν βρύει ἡ δύναμις͵ τί τὸ πηγάζον τὴν ἐμφαινομένην τοῖς οὖσι σοφίαν» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1009B 359 «Τῷ τοίνυν πάσας ἑαυτοῦ τὰς τῆς ψυχῆς δυνάμεις ἐκ παντὸς εἴδους κακίας ἀποκαθάραντι τολμῶ καὶ λέγω ὅτι ἐμφανὲς γίνεται τὸ μόνον τῇ φύσει καλόν» Περὶ Παρθενίας, PG 46, 368D 360 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1093CD 361 Περὶ Παρθενίας, PG 46, 372C 362 Δευτ. 32,39 363 «οὕτω καὶ τὰ λοιπὰ πάντα͵ ὅσα ἐπὶ κακῷ καθ΄ ἡμῶν ζῇ͵ λέγω δὴ τὴν κακὴν τῶν παθημάτων παράταξιν καὶ τὸν ἐμφύλιον τοῦτον πόλεμον τὸν καθ΄ ἡμῶν διὰ τῶν ἡδονῶν στρατευόμενον καὶ αἰχμαλωτίζοντα ἡμᾶς τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας͵ καιρός ἐστι τοῦ ἀποκτεῖναι. ὁ γὰρ τῶν τοιούτων φόνος ἴασις γίνεται τοῦ διὰ τῆς ἁμαρτίας ἐξασθενήσαντος» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 705C
68
χρησιμοποιεί την εικόνα του ελαφιού και μιλά για μια καταβρόχθιση των αρνητικών παθών σα να είναι φίδια, μια καταβρόχθιση που την ακολουθεί η δίψα για τη μετουσία του Θεού364. Η παιδαγωγική όμως αυτή, δεν έχει μόνο αρνητικό χαρακτήρα, αλλά και θετικό: «είναι ένας αγώνας να μην αποχωριστούμε με τα πάθη από τη συνάφεια του Θεού, που είναι απαθής»365, να μη χάσουμε την οικειότητά μας με το Θεό, μια οικειότητα που μόνο με τον καθαρό λογισμό επιτυγχάνεται366. Η ψυχή που βαδίζει προς το Θεό παρομοιάζεται με έναν αθλητή, ο οποίος κατά τη διάρκεια του αγώνα έχει να αντιμετωπίσει ολοένα και δυσκολότερους, μεγαλύτερους και δυνατότερους αντιπάλους367. Mε το βάπτισμα, το κατ’ εικόνα αποκαθίσταται στην ψυχή, τα πάθη όμως παραμένουν παρόντα ως αμαρτητικά στοιχεία και κακές προδιαθέσεις368. Ο καινός χριστιανός, μετά το βάπτισμα, οφείλει να αγωνιστεί κατά των αμαρτωλών τάσεων, προκειμένου να ενεργοποιηθεί και να θριαμβεύσει σε αυτόν η καινή ζωή που προσέλαβε με αυτό. Στα βέλη των παθών που εκτοξεύουν οι εχθροί, «το αμυντικό όπλο που οπλίζει το χέρι αυτού που αριστεύει κατά των παθών, είναι το Άγιο Πνεύμα, όπλο φοβερό κατά των εχθρών και όπλο σωτηρίας γι’αυτόν που το διαθέτει»369. Στην παιδαγωγική αυτή, κύριο και βασικό μάθημα, συνιστά η προσευχή, η οποία, κατά τον άγιο Γρηγόριο, έχει τη δύναμη να παιδαγωγεί και να μεταμορφώνει τα πάθη: «Προσευχὴ σωφροσύνης ἐστὶ φυλακτήριον͵ θυμοῦ παιδαγωγία, τύφου
«ὁ τοίνυν προτελεσθεὶς τὴν ἐν ἀρετῇ ζωὴν ἐν τῷ πρώτῳ μέρει τῆς ψαλμῳδίας καὶ τὸ γλυκὺ τοῦ ποθουμένου τῇ γεύσει γνωρίσας͵ δαπανήσας δὲ πᾶν ἑρπυστικὸν ἐπιθυμίας εἶδος ἐν ἑαυτῷ καὶ τοῖς τῆς σωφροσύνης ὀδοῦσι διαφαγὼν ἀντὶ θηρίων τὰ πάθη͵ διψῇ τῆς τοῦ θεοῦ μετουσίας πλέον ἢ καθ΄ ὅσον ποθεῖ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων ἡ ἔλαφος. ἕπεται δὲ τῷ τῆς πηγῆς ἐπιτυχόντι μετὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν δίψαν τοσοῦτον σπᾶσαι τοῦ ὕδατος͵ ὅσον ἡ ἐπιθυμία κατ΄ ἐξουσίαν ἐφέλκεται. ὁ δὲ λαβὼν ἐν ἑαυτῷ τὸ ποθούμενον πλήρης ἐστὶν οὗ ἐπόθησεν. οὐ γὰρ καθ΄ ὁμοιότητα τῆς ἐν σώματι πλησμονῆς κενοῦται πάλιν τὸ πλῆρες γενόμενον οὐδὲ ἀργὸν ἐν ἑαυτῷ τὸ ποτὸν διαμένει͵ ἀλλ΄ ἡ θεία πηγή͵ ἐν ᾧπερ ἂν γένηται͵ πρὸς ἑαυτὴν μεταποιεῖ τὸν ἁψάμενον καὶ συμμεταδίδωσι τῆς ἰδίας δυνάμεως» Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 452BC 365 «Ἀλλοτριοῦται δὲ ἀπὸ θεοῦ ἀνθρωπίνη ψυχὴ οὐκ ἄλλως ἢ διὰ τῆς ἐμπαθοῦς διαθέσεως. Ἐπεὶ οὖν ἀπαθὲς τὸ θεῖον͵ πᾶν τὸ ἐν πάθει γινόμενον τῆς πρὸς τὸ θεῖον συναφείας ἀποσχοινίζεται». Εἰς τὴν Προσευχήν, PG 44, 1132CD 366 «δύο ἐστὶ τὰ τῷ θεῷ προσοικειοῦντα τὸν ἄνθρωπον· ἓν μὲν τὸ ἀπλανὲς τῆς περὶ τὸ ὄντως ὂν ὑπολήψεως͵ ὡς μὴ ταῖς ἠπατημέναις ὑπονοίαις εἰς ἐθνικάς τε καὶ αἱρετικὰς περὶ τοῦ θείου δόξας ἐκφέρεσθαι͵ ὅπερ ἐστὶν ὡς ἀληθῶς τὸ ναί͵ ἕτερον δὲ ὁ καθαρὸς λογισμὸς πᾶσαν ἐμπαθῆ διάθεσιν τῆς ψυχῆς ἐξορίζων͵ ὅπερ οὐδὲ αὐτὸ τοῦ ναὶ ἠλλοτρίωται» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1041CD 367 Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 572AB 368 «Ἐλευθεροῦται οὖν τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος διὰ τοῦ ὑπελθόντος τὸ τῆς ἁμαρτίας εἶδος καὶ γενομένου καθ΄ ἡμᾶς τοὺς πρὸς τὸ εἶδος μεταστραφέντας τοῦ ὄφεως͵ δι΄ οὗ ὁ μὲν θάνατος ὁ ἐκ τῶν δηγμάτων κωλύεται͵ αὐτὰ δὲ τὰ θηρία οὐκ ἀφανίζεται. Θηρία δὲ λέγω τὰς ἐπιθυμίας. Τῶν γὰρ εἰς τὸν σταυρὸν βλεπόντων ὁ μὲν πονηρὸς τῶν ἁμαρτιῶν θάνατος οὐκ ἐνεργεῖται͵ ἡ δὲ ἐγκειμένη τῇ σαρκὶ κατὰ τοῦ πνεύματος ἐπιθυμία εἰς τὸ παντελὲς οὐκ ἀπόλωλε» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 416Α 369 Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 748C 364
69
καταστολή, μνησικακίας καθάρσιον, φθόνου καθαίρεσις, ἀδικίας ἀναίρεσις͵ ἀσεβείας ἐπανόρθωσις»370. Η πραγματικότητα του «πειρασμού», ως στοιχείου που πρέπει να μάθει να αντιμάχεται ο άνθρωπος, τονίζεται στα έργα του αγίου Γρηγορίου, ιδιαίτερα όμως στο βίο του Μωυσή. Από την αρχή της πραγματείας, ο ιερός πατήρ μας παρουσιάζει το δαίμονα να υψώνει εμπόδια στην ψυχή που θέλει να εισέλθει στη ζωή της αρετής. Ο πρώτος και ο πιο σημαντικός από τους πειρασμούς είναι η αισθησιακή απόλαυση, την οποία υποδηλώνουν τα βατράχια από τις πληγές της Αιγύπτου, οι όφεις της ερήμου, οι Μωαβίτισσες371. Ακόμα κι αν απαλλαγεί από την αισθησιακή ηδονή ο άνθρωπος, δε σημαίνει ότι σίγουρα θα βγει αλώβητος, καθώς το πάθος της υπερηφανείας καιροφυλακτεί για να μολύνει τους πιο προχωρημένους372. Ο άγιος Γρηγόριος αναλύει λεπτομερώς τους δόλους και τις πανουργίες που χρησιμοποιεί ο δαίμων για να υποσκελίσει την ψυχή373, αλλά και δίνει πλείστες συμβουλές στον αγωνιζόμενο σε αυτήν τη μάχη, με πρώτη την απόκρουση του πειρασμού στην πρώτη του κίνηση374. Ο τρόπος με τον οποίο παιδαγωγεί η άσκηση375 είναι σκληρός και αυστηρός. Ο άγιος Γρηγόριος τον περιγράφει με τις λέξεις «ἐγκρατής», «αὐστηρός», «κατεσκληκώς», «κατεστυμμένος». Είναι αυτή η κρούστα αυστηρότητας που σκεπάζει την γλυκύτητα της πνευματικής ζωής376. Για να περιγράψει αυτήν τη πραγματικότητα, ο ιερός πατήρ, χρησιμοποιεί συχνά το παράδειγμα του ροδιού: είναι φρούτο σκληρό απ’ έξω αλλά γλυκύ από μέσα377. Ο σπουδαστής του πνευματικού Εἰς τὴν Προσευχὴν, PG 44, 1124 ΑB. «Οὐ μήν͵ ἐπειδὴ τούτου διήμαρτεν ὁ τῆς κακίας εὑρετής͵ καθόλου τῆς κατὰ τῶν ἐπιβουλευομένων ἐπινοίας ἐπαύσατο͵ ἀλλὰ πρὸς τὸ ἴδιον πάλαισμα τὴν ἐπίνοιαν τρέπει͵ πάλιν δι΄ ἡδονῆς πρὸς τὸ κακὸν δελεάζων τὴν φύσιν. Ὄντως γὰρ πάσης κακίας οἷόν τι δέλεαρ ἡ ἡδονὴ προβληθεῖσα εὐκόλως τὰς λιχνοτέρας ψυχὰς ἐπὶ τὸ ἄγκιστρον τῆς ἀπωλείας ἐφέλκεται. Μάλιστα δέ πως διὰ τῆς ἀκολάστου ἡδονῆς ἀφυλάκτως ἡ φύσις πρὸς τὸ κακὸν παρασύρεται» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 421D 372 «τότε μόλις βγήκε το πάθος της επιθυμίας παίρνει τη θέση του η νόσος της υπερηφανείας... γιατί πτώση είναι κάθε πάθος, όσο εξακολουθεί να είναι πάθος, στην παραλλαγή των παθών δεν υπάρχει καμμία παραλλαγή πτώσης. Κι εκείνος που γλίστρησε από την ολισθηρότητα των ηδονών έπεσε αλλά και αυτός που υποσκελίστηκε από την υπερηφανεία ανατράπηκε» Αὐτόθι, PG 44, 417A 373 Αὐτόθι, PG 44, 417CD 374 Αὐτόθι, PG 44, 353AB. Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.96 375 Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 157 376 Βλ. J. Daniélou, Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse),Aubier, Edition Montaigne, Paris, 1954, σελ. 95 377 « ὁ δὲ βίος μιμείσθω τοῦ καρποῦ τῆς ῥοιᾶς τὴν φύσιν. Ἐκείνης γὰρ ἄβρωτός ἐστιν ἡ ἐπιφάνεια͵ στερρῷ τε καὶ κατεστυμμένῳ τῷ ἐλυτρῷ διειλημμένη͵ τὸ δὲ ἐγκείμενον ἡδὺ μὲν ὀφθῆναι τῷ ποικίλῳ τε καὶ εὐκόσμῳ τῆς τοῦ κάρπου διαθέσεως͵ ἥδιον δὲ τῇ γεύσει γίνεται͵ καταγλυκαῖνον τὴν αἴσθησιν. Ἡ δὲ φιλόσοφος καὶ κατεστυμμένη διαγωγὴ δύσληπτός τις οὖσα καὶ ἀηδὴς τῇ αἰσθήσει πλήρης ἀγαθῶν ἐλπίδων ἐστὶ κατὰ τὸν ἴδιον καιρὸν πεπανθεῖσα. Ἐπειδὰν γὰρ ὁ γεωργὸς ἡμῶν ἀναπτύξῃ τοῦ βίου τὴν ῥοιὰν τῷ ἰδίῳ καιρῷ καὶ δείξῃ τῶν ἀποθέτων τὸ κάλλος͵ τότε γλυκεῖα γίνεται τοῖς ἀπολαύουσιν ἡ μετουσία τῶν ἰδίων καρπῶν» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 389AB 370 371
70
σχολείου της εσωτερικής καθάρσεως έχει να αντιμετωπίσει τον κόπο, τη λύπη, την ανήσυχη σκέψη, τη βαθιά ταραχή, τη φωνή του εχθρού, το δέος του θανάτου, το φόβο, τον τρόμο και το σκότος που περικυκλώνουν τη ζωή του εξαιτίας της δαιμονικής ενέργειας378. Τους κόπους όμως και τις ταλαιπωρίες έρχεται να αντικαταστήσει αφενός μεν η ανέκφραστη χαρά379 που δωρίζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, αφετέρου δε ο έρωτας γι’ αυτούς τους αγώνες της πίστεως380. Στα πλαίσια αυτής της ασκητικής, το ανθρώπινο σώμα, δε θεωρείται όπως στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία, στοιχείο κακό ή τουλάχιστον ανεπιθύμητο381. Σκοπός της ασκήσεως δεν είναι η εξάντληση αλλά η πειθάρχηση του σώματος: ο άγιος μας προτρέπει συνεχώς να αγαπάμε το σώμα μας382, ενώ χαρακτηρίζει απερίσκεπτους όσους το κατηγορούν383. Δεν πρέπει να γίνεται η άσκηση για την άσκηση, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση όλος ο δυναμισμός του ανθρώπου χάνεται. Η άσκηση είναι μια διαδικασία για την απελευθέρωση από την τυραννία των αρνητικών παθών, μια διαδικασία που αποσκοπεί στην απελευθέρωση του δυναμισμού του πνεύματος, στην εξισορρόπηση και την εσωτερική αρμονία του ανθρώπου, καθώς αποκαθιστά την απωλεσθείσα εξαιτίας των αρνητικών παθών ενέργεια.
«ὑποδείκνυσι διὰ τοῦ λόγου τῶν ἀγώνων τοὺς πόνους͵ λύπην καὶ ἀδολεσχίαν καὶ ταραχὴν καρδίας καὶ φωνὴν ἐχθροῦ καὶ θλῖψιν ἁμαρτωλοῦ διηγούμενος͵ οἷόν τινα κρατήματα παλαιστρικὰ γινόμενα παρὰ τῶν ἀνταγωνιζομένων αὐτῷ τῷ ἀγωνοθέτῃ ἐπιδεικνύμενος. καὶ ἔτι πρὸς τούτοις καρδίας ταραχὴν καὶ δειλίαν θανάτου καὶ φόβον καὶ τρόμον καὶ ζόφον τὴν ζωὴν αὐτοῦ πᾶσαν διαλαβόντα» Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 572C 379 Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Χρ. Σταμούλης, η άσκηση δεν είναι στέρηση, δεν είναι η απόρριψη της χαράς, δεν είναι η έλλειψη της επιθυμίας, δεν είναι η απουσία της ηδονής, αλλά βαθιά ευαισθησία, ένα ολοκληρωτικό βάπτισμα στο βάθος των παθημάτων, που επιτρέπει την αποκάλυψη της έσχατης επιθυμίας, την πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση με την έσχατη ηδονή Βλ. Σταμούλη Χρυσόστομου, Έρως και θάνατος, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 2009, σελ 156‐157. Η άσκηση αποσκοπεί στην απόκτηση της απάθειας, που στη γρηγοριανή θεολογία υποδηλώνει την εσωτερική γαλήνη και την καθαρή ηδονή που προσφέρει η απαλλαγή από τα διαβρωτικά πάθη της κακίας Πρβλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 164 380 Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν σκοποῦ, PG 46, 289B 381 Η ανωτερότητα του νοητού κόσμου έναντι του αισθητού δε σημαίνει καταφρόνηση και απόρριψη της σωματικότητας, ιδιαίτερα, εάν παρασυρθεί κανείς από την ευρύτερη ισχυρή υποτιμητική φρασεολογία του αγίου Γρηγορίου για την ύλη και το σώμα. Αυτές οι ισχυρές εναντίον του αισθητού στοιχείου διατυπώσεις εκφράζουν την τάση του συγγραφέα να αντιπαραβάλλει τη μεταπτωτική κατάσταση του ανθρώπου με τη ζωή της αρχικής μακαριότητας στον παράδεισο. Δεν υπάρχει διπολισμός και οξεία διχοτόμηση ανάμεσα σε πνεύμα και ύλη με διάθεση απαξίωσης του αισθητού στοιχείου, αλλά η διχοτόμηση, ο δυϊσμός αυτός, έχει ηθική διάσταση και αναφέρεται στη χρήση της προαίρεσης. Η ύλη, το σώμα, καταξιώνεται και εξυψώνεται ή απαξιώνεται και ευτελίζεται, ανάλογα με τη στάση της προαιρέσεως απέναντι στα φαινόμενα του κόσμου Πρβλ. Αλεξόπουλου Θεόδωρου, «Τὸ εἶναι» κατά τη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2006, σελ. 513 382 «ἀγάπα τὸ ἴδιον σῶμα κατὰ τὸν τοῦ ἀποστόλου νόμον͵ ὅς φησιν ὅτι Οὐδεὶς τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ἐμίσησεν. Τὸ σῶμα δὲ τὸ κεκαθαρμένον ἀγαπᾶσθαι χρή͵ οὐ τὴν ἀποποιουμένην σκωρίαν» Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 532AB 383 «Μὴ τοίνυν κακιζέσθω παρὰ τῶν ἀπερισκέπτων τὸ σῶμα» Αὐτόθι, PG 46, 529A 378
71
Ακόμα κι αν πέσει ο άνθρωπος στα έσχατα σημεία δουλικού παραλογισμού, και αντικρύσει την άβυσσο του μηδενός, το αεικίνητο και η τρεπτότητα της φύσης του, προσφέρουν τη δυνατότητα να επανέλθει και να πορευτεί την αντίθετη οδό, την «ἀγαθὴν πορείαν», ώστε, σωφρονιζόμενος με τη μνήμη των προηγούμενων δυστυχιών, να μην καταληφθεί πάλι από τα ίδια κακά384. Η «αἰσχύνη», η βαθιά δηλαδή συναίσθηση της πτώσης, (τιμωρό συναίσθημα που έπεται, αποτέλεσμα ενός εμφυλίου πολέμου385 που συντελείται μεταξύ μνήμης και ελπίδος στο χώρο της ψυχής, παρομοιάζεται δε με τα ίχνη που αφήνει το θηρίο‐φάντασμα της ηδονής386), έχει κατά τον άγιο Γρηγόριο παιδαγωγικό χαρακτήρα, καθώς συνιστά μια πρόσκληση για τη μη επανάληψη της πτώσης στο μέλλον387. Μαζί με τη συγγενή της «αἰδώ» (που προηγείται ως συναίσθημα προληπτικό), αποτελούν σημαντικά παιδαγωγικά μέσα και ισχυρά όπλα για την αποφυγή της αμαρτίας388. Ο αγώνας κατά των παθών της κακίας, είναι στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου αλληλένδετος με την εκκλησιαστική και μυστηριακή ζωή, από την οποία τρέφεται και νοηματοδοτείται389. Το βάπτισμα, αποκαθιστά την καθαρότητα της «τὸ ἀεικίνητον ἡμῶν τῆς φύσεως πάλιν ὕστατον ἐπὶ τὴν ἀγαθὴν ἀνατρέχει πορείαν͵ τῇ μνήμῃ τῶν προδεδυστυχημένων πρὸς τὸ μὴ πάλιν ἐναλῶναι τοῖς ἴσοις σωφρονιζόμενον» Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 201C 385 «Ἐλπὶς μὲν γὰρ καθηγεῖται τῆς ἐπὶ τὸ πρόσω κινήσεως͵ μνήμη δὲ δέχεται πρὸς τὴν ἐλπίδα προϊοῦσαν τὴν κίνησιν· ἀλλ΄ εἰ μὲν πρὸς τὸ φύσει καλὸν ἡ ἐλπὶς τὴν ψυχὴν ἄγοι͵ φαιδρὸν ἐν σημαίνεται τῇ μνήμῃ τὸ ἴχνος ἡ τῆς προαιρέσεως κίνησις· εἰ δὲ διαψευσθείη τοῦ κρείττονος͵ εἰδώλῳ τινὶ καλοῦ͵ παρασοφισαμένης τὴν ψυχὴν τῆς ἐλπίδος͵ ἡ ἐπακολουθοῦσα τοῖς γινομένοις μνήμη αἰσχύνη γίνεται. Καὶ ἐμφύλιος οὗτος ὁ πόλεμος ἐν τῇ ψυχῇ συνίσταται͵ μαχομένης τῇ ἐλπίδι τῆς μνήμης͵ ὡς κακῶς καθηγησαμένης τῆς προαιρέσεως. Τοιοῦτον γάρ τινα νοῦν ἑρμηνεύει σαφῶς τὸ κατ΄ αἰσχύνην πάθος͵ ὅταν δάκνηται πρὸς τὸ ἀποβὰν ἡ ψυχὴ͵ οἷόν τινι μάστιγι τῇ μεταμελείᾳ καθαπτομένη τῆς ἀβουλήτου ὁρμῆς͵ καὶ εἰς συμμαχίαν κατὰ τοῦ λυποῦντος ἐφελκομένη τὴν λήθην» Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 92AB 386 «τοῦ δὲ τοιούτου φάσματος ἓν ἴχνος καταλείπεται μετὰ τὴν ἀναχώρησιν͵ ἡ αἰσχύνη͵ βαθύν τε καὶ δυσεξάλειπτον ἐνσημηναμένη τούτοις τὸν τύπον τούτων͵ δι΄ ὧν ἂν παρέλθῃ͵ ὡς δυνατὸν εἶναι͵ κατὰ τὴν τέχνην τῶν θηρευόντων τοῖς ἴχνεσι διαγινώσκειν τοῦ θηρίου τὴν φύσιν» Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 448A 387 Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 139 388 «ἔοικε γὰρ μέγα τι καὶ ἰσχυρὸν πρὸς τὴν τῆς ἁμαρτίας ἀποφυγὴν ὅπλον εἶναι ἡ ἐναποκειμένη τοῖς ἀνθρώποις αἰδώς͵ εἰς αὐτὸ τοῦτο͵ οἶμαι͵ παρὰ τοῦ θεοῦ ἐντεθεῖσα τῇ φύσει͵ ὡς ἂν ἡμῖν ἀποτροπὴ τῶν χειρόνων ἡ τοιαύτη τῆς ψυχῆς διάθεσις γένοιτο. συγγενῶς δὲ ἔχει πρὸς ἄλληλα καὶ οἰκείως τό τε κατὰ τὴν αἰδῶ καὶ τὸ κατ΄ αἰσχύνην πάθος͵ δι΄ ὧν ἀμφοτέρων ἡ ἁμαρτία κωλύεται͵ εἴπερ ἐθέλοι τις πρὸς τοῦτο χρήσασθαι τῇ τοιαύτῃ τῆς ψυχῆς διαθέσει. μᾶλλον γὰρ τοῦ φόβου πολλάκις ἡ αἰδὼς πρὸς τὴν ἀποφυγὴν τῶν ἀτόπων ἐπαιδαγώγησεν͵ ἀλλὰ καὶ ἡ αἰσχύνη ἡ ἐπακολουθοῦσα τοῖς ἐλέγχοις τοῦ πλημμελήματος ἱκανὴ δι΄ ἑαυτῆς σωφρονίσαι τὸν ἁμαρτάνοντα πρὸς τὸ μὴ πάλιν ἐν τοῖς ὁμοίοις γενέσθαι» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 649D 389 Η αλλοτρίωση της ψυχής από τον εμπαθή βίο και η επανεύρεσή της προς το Θείο, δεν επιτυγχάνεται μόνο με τον προσωπικό αγώνα της κάθαρσης από τα πάθη (όπως διδάσκει ο Νεοπλατωνισμός), αλλά και με τον τρόπο που υποδεικνύει η μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και με τον οποίο χορηγείται απλόχερα η «χάρις» του Θεού στους ανθρώπους Βλ. Αλεξόπουλου Θεόδωρου, «Τὸ εἶναι» κατά τη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2006 384
72
φύσεως του ανθρώπου, και τον επανασυνδέει με το Θεό390: «διὰ τῆς ἐν ὕδατι καθάρσεως ἐνεργὸς γίνεται. ὁ δὲ καθαρθεὶς ἐν μετουσίᾳ τῆς καθαρότητος ἔσται͵ τὸ δὲ ἀληθῶς καθαρὸν ἡ θεότης ἐστίν»391. Συνιστά μια διακοπή της συνέχειας του κακού («τινα διακοπὴν τῆς τοῦ κακοῦ συνεχείας»), που επιτυγχάνεται κατά τον άγιο Γρηγόριο με δύο τρόπους: αφενός μεν με την μετάνοια του αμαρτήσαντος, ο οποίος αποκτά μίσος προς την κακία, αφετέρου δε με τη μίμηση του θανάτου και της αναστάσεως του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος διά του θανάτου και της αναστάσεώς του, αφάνισε το κακό και ανασυγκρότησε την ανθρώπινη φύση392. Ένα άλλο μυστήριο προβάλλεται από τον άγιο Γρηγόριο ως αντίδοτο που σβήνει την ενέργεια του δηλητηρίου των κατά κακίαν παθών: είναι το μυστήριο της θείας κοινωνίας, το Σώμα του Χριστού, το οποίο εισερχόμενο στο δικό μας σώμα, το αφομοιώνει και το μεταποιεί στη θεανθρώπινη φύση393. Το σωτήριο αυτό αντίδοτο του ολέθριου δηλητηρίου των παθών, «ενώνεται με τα σπλάχνα μας διά βρώσεως και πόσεως», καταμερίζεται σε ολόκληρο το σώμα, και δι’ αυτής της ενώσεως, το «φθαρτόν» του ανθρώπου, μετέχει της αφθαρσίας394. Επιπρόσθετα, το μυστήριο της εξομολογήσεως, αποτελεί άριστο παιδαγωγικό μέσο της επιθυμίας, καθώς, μέσα από τα συναισθήματα της αιδούς και της αισχύνης, ο άνθρωπος μαθαίνει να επιθυμεί στο εξής τα πρέποντα και να απομακρύνεται από το κακό, ενθυμούμενος την ντροπή που δοκίμασε: «ὁ στηλιτεύσας ἑαυτὸν διὰ τῆς τῶν κρυφίων ἐξαγορεύσεως τῇ μνήμῃ τοῦ κατ΄ αἰσχύνην πάθους πρὸς τὸν ἐφεξῆς παιδαγωγόν τίθεται βίον»395. Παράλληλα, τη διαδικασία της καθάρσεως, πέραν των μυστηρίων, ενισχύει και βοηθά η στροφή του βλέμματος προς τα πάθη του Χριστού: «όποιος στρέφει το βλέμμα του σε Αυτόν, δεν τον βλάπτει το δηλητήριο της επιθυμίας. Η ενατένιση του Σταυρού σημαίνει αυτό, να κάνεις όλη τη ζωή σου νεκρή και σταυρωμένη για τον κόσμο, ακίνητη προς κάθε αμαρτία»396. Προς την ίδια κατεύθυνση της κάθαρσης – νέκρωσης των αρνητικών παθών ενεργεί και ο φόβος της γεένης, που έχει την ιδιότητα να εξορίζει τα πάθη397. Οι θεολογικές θέσεις του αγίου Γρηγορίου περί επιστροφής του ανθρώπου εις εαυτόν398, περί εσωτερικής καθάρσεως και λάμψεως του κάλλους της ψυχής, προέρχονται από τις «εσχατιές» της ερήμου, στης οποίας το πανεπιστήμιο είχε Πρβλ. Strawley J., The Catechetical Oration of Gregory of Nyssa, Cambridge:at the University Press, 1956, σελ. 36 391 Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 92D 392 Αὐτόθι, PG 45, 89B 393Αὐτόθι, PG 45, 93AC 394 Αὐτόθι, PG 45, 93C 395 Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 652BC 396 Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 413CD 397 «Ὁ γὰρ γεέννας ἀκούσας͵ οὐκέτι πόνῳ τινὶ καὶ σπουδῇ τῶν κατὰ τὴν ἁμαρτίαν ἡδονῶν χωρισθήσεται· ἀλλ΄ ἀρκέσει μόνος ὁ φόβος τοῖς λογισμοῖς ἐγγενόμενος͵ ἐξορίσαι τὰ πάθη» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1276C. 398 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.46 390
73
αριστεύσει ο ίδιος399. Η εσωστρεφής τάση του ιερού πατρός, που αποσκοπεί στην καλλιέργεια και την αποκατάσταση του κάλλους του εσώτερου ανθρώπου, διαφοροποιείται από την αντίστοιχη τάση του νεοπλατωνισμού: η εσωτερικότητα του αγίου Γρηγορίου αποτελεί εμβάθυνση στη μυστηριακή χάρη του βαπτίσματος για την ενδόμυχη κοινωνία με το Θεό, και όχι απλή ατομική κατάκτηση μόνου του ανθρώπινου πνεύματος. β. Η υποταγή στο θείο θέλημα και η επανεύρεση της παρρησίας Η «παρρησία»400, λέξη παρμένη από το δικαίωμα του ελεύθερου πολίτη της αρχαιοελληνικής δημοκρατικής πόλης να μιλά ελεύθερα και να μετέχει στα κοινά401, αντιπαρατίθεται στην έννοια της δουλείας. Η παρρησία, κατά τον άγιο Γρηγόριο, αναφέρεται στη βεβαιότητα μιας σχέσης Θεού και ανθρώπου, ως σχέσης πατέρα και υιού. Σχετίζεται με την απάθεια στην παραδεισιακή κατάσταση του ανθρώπου402, καθώς συνιστά τρόπον τινά το στέφος, το απάνθισμα της απάθειας403. Ο δια της καθάρσεως απαθής, ξαναβρίσκει την ελευθερία και το θάρρος στις σχέσεις του με το Πρβλ.Ηλία Μουτσούλα, Γρηγόριος Νύσσης, Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκκλησιαστικών συγγραφέων, Αθήνα 1996, τόμος 65, σελ. 28 400 Τον όρο αυτό, βρίσκουμε σε πλείστα σημεία της Κ. Διαθήκης, κυρίως δε στις επιστολές του Απ. Παύλου και στην πρώτη επιστολή του Ευαγγελιστού Ιωάννου, όπου σημαίνει την ελευθερία και το θάρρος του ανθρώπου να επικοινωνεί και να διαλέγεται με το Θεό. Ο όρος «παρρησία» επίσης χρησιμοποιείται δαψιλώς στην γραμματεία των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Με αυτόν δηλώνεται κυρίως η ενώπιον του Χριστού «παρρησία» των μαρτύρων και ομολογητών της πίστεως. Οι μάρτυρες δηλαδή με το μαρτύριό τους και την «παρρησία» των αγώνων τους, θεωρούνταν ότι είχαν παρρησία ενώπιον του Θεού, για να εύχονται αποτελεσματικά υπέρ των λοιπών μελών της Εκκλησίας Βλ. Σκουτέρη Κωνσταντίνου, Η Εκκλησιολογία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (Εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή), Αθήνα 1969, σελ. 126. Πολύ συχνά στο έργο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης η έννοια της παρρησίας συνδέεται με την έννοια της ελευθερίας, αφού θεωρούνται εκφράσεις της αξιοπρέπειας και του βασιλικού της καταγωγής του ανθρώπου. Στον διάλογο περί ψυχής και αναστάσεως διαβάζουμε: «ἅπαν ἀποθέμενος τὸ ἀλλότριον ἑαυτοῦ͵ ὅπερ ἐστὶν ἡ ἁμαρτία͵ καὶ τὴν ἐκ τῶν ὀφλημάτων αἰσχύνην ἀποδυσάμενος͵ ἐν ἐλευθερίᾳ τε καὶ παῤῥησίᾳ γένηται. Ἡ δ΄ ἐλευθερία ἐστὶν ἡ πρὸς τὸ ἀδέσποτόν τε καὶ αὐτοκρατὲς ἐξομοίωσις͵ ἡ κατ΄ ἀρχὰς μὲν ἡμῖν παρὰ Θεοῦ δεδωρημένη͵ συγκαλυφθεῖσα τῇ τῶν ὀφλημάτων αἰσχύνῃ» Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 101CD. Όλες οι εκφραστικές της ελευθερίας λέξεις παρατίθενται στο ανωτέρω χωρίο: «ἐλευθερία», «ἀδέσποτος», «παρρησία», «αὐτοκρατής», έρχονται να περιγράψουν την κυριαρχούσα ελευθερία που δόθηκε από το Θεό στην ψυχή από την δημιουργία της. Πρβλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 65 401 Βλ. J. Daniélou, Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Edition Montaigne, Paris, 1954, σελ. 114 402 «ἐπειδὴ γὰρ διὰ τῆς θείας εὐλογίας δυναμωθεὶς ὁ ἄνθρωπος ὑψηλὸς μὲν ἦν τῷ ἀξιώματι· βασιλεύειν γὰρ ἐτάχθη τῆς γῆς τε καὶ τῶν ἐπ΄ αὐτῆς πάντων· καλὸς δὲ τὸ εἶδος· ἀπεικόνισμα γὰρ τοῦ ἀρχετύπου ἐγεγόνει κάλλους· ἀπαθὴς δὲ τὴν φύσιν· τοῦ γὰρ ἀπαθοῦς μίμημα ἦν· ἀνάπλεως δὲ παρρησίας͵ αὐτῆς κατὰ πρόσωπον τῆς θείας ἐμφανείας κατατρυφῶν» Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 29B 403 Για το θέμα της εξαρτήσεως της παρρησίας από την απάθεια Πρβλ. Robert J., «Sur deux thémes mystiques de Grégoire de Nysse», Byz 36 (1966), 127 399
74
Θεό. Τολμά εκ νέου να παρουσιαστεί ενώπιόν του Θεού με την αίσθηση της οικειότητας, μια οικειότητα που χάθηκε ένεκα της πτώσης, αντικατασταθείσα από την αισχύνη404, την οποία συμβολίζουν τα φύλλα συκής που φόρεσαν οι προπάτορες405. Η έννοια της δουλείας από την άλλη πλευρά, παρουσιάζεται με δύο σημασίες στο ελληνοχριστιανικό λεξιλόγιο. Έχει καταρχήν τη σημασία της υποδούλωσης, όπως την αναλύσαμε όταν αναφερθήκαμε στην τυραννία των παθών: στην περίπτωση αυτή η δουλεία συνδέεται με τα πάθη και φέρνει την αισχύνη κατά τον ίδιο αλυσιδωτό τρόπο που η ελευθερία συνδέεται με την απάθεια και φέρνει την παρρησία. Ο νους καθίσταται υπηρέτης των ορμών, κυβερνάται από την φύση του σώματος, και ακόμη περισσότερο, δεχόμενος αυτές τις ορμές, προσφέρει στο σώμα με τους εφάμαρτους λογισμούς τις αφορμές προς το επιθυμητό. Πρόκειται για μια κατάσταση εσχάτης δουλοπρέπειας και βάναυσης υποδούλωσης, κατά την οποία ο νους έχει απολέσει τον ηγεμονικό του ρόλο, υποτασσόμενος στις ηδονές των ορμών406. Η έννοια της δουλείας όμως έχει και μια δεύτερη σημασία, όταν αναφέρεται στις σχέσεις Θεού και ανθρώπου. Η λέξη δούλος χρησιμοποιείται για να εκφράσει την εβραϊκή λέξη ebed, που δε σημαίνει σκλάβος αλλά υπηρέτης407. Η λέξη δηλώνει τη σχέση του ανθρώπου προς το Θεό, ως σχέση υπηρέτη προς κύριο: δεν πρόκειται για μια σχέση βίας και καταναγκασμού αλλά για μια διαφορά υπαρξιακή και οντολογική, καθώς «ἴδιον γὰρ τῆς κτίσεως τὸ δουλεύειν ἐστίν»408. Στην περίπτωση αυτή, «ο νους διοικείται από το Θεό ενώ η υλική μας ζωή διοικείται από το νου»409. Έτσι ο νους αναλαμβάνει την κυριαρχική του θέση ως δεσπότης των ορμών και των παθών. Υπηρετώντας ο άνθρωπος το θείο θέλημα, «αρνούμενος την ίδια του την ψυχή»410, δεχόμενος το ζυγό της ανώτερης βασιλείας411, κάνει θέλημά του το «ἀντίκειται δὲ τῇ ζωῇ μὲν ὁ θάνατος͵ ἡ ἀσθένεια δὲ τῇ δυνάμει͵ τῇ εὐλογίᾳ δὲ ἡ κατάρα͵ τῇ παρρησίᾳ δὲ ἡ αἰσχύνη͵ καὶ πᾶσι τοῖς ἀγαθοῖς τὰ κατὰ τὸ ἐναντίον νοούμενα» Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 29C. Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.112 405 Αξιοσημείωτο είναι ότι στη θεολογία του Αγίου Γρηγορίου τα φύλλα συκής υποδηλώνουν την απώλεια της παρρησίας καθ’όμοιο και αντίστοιχο τρόπο που οι δερμάτινοι χιτώνες υποδηλώνουν την απώλεια της απάθειας Πρβλ. Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 409C 406 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου PG 44, 173D‐176A. 407 Βλ. J. Daniélou, Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Edition Montaigne, Paris, 1954, σελ. 116 408 Εἰς τὴν Προσευχήν, PG 44, 1157C 409 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 164C 410 «ἄρνησις δὲ ψυχῆς τὸ μηδαμοῦ ζητεῖν τὸ ἑαυτοῦ θέλημα θεραπεύειν͵ μᾶλλον δὲ ἑαυτοῦ θέλημα ποιεῖν τὸν ἐφεστῶτα τοῦ θεοῦ λόγον καὶ τούτῳ κεχρῆσθαι καθάπερ ἀγαθῷ κυβερνήτῃ τῷ τὸ κοινὸν τῆς ἀδελφότητος πλήρωμα μεθ΄ ὁμονοίας ἐπὶ τὸν λιμένα τοῦ θελήματος τοῦ θεοῦ διευθύνοντι». Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν σκοποῦ, PG 46, 297BC 411 «ὅταν μηκέτι ἐνεργὸς ᾖ ὁ τοῦ σώματος νόμος͵ ὁ ἀντιστρατευόμενος τῷ νόμῳ τοῦ νοὸς͵ ἀλλ΄ ὑποζευχθεὶς τῇ κρείττονι βασιλείᾳ ὑπηρέτης γίνεται τῶν θείων ἐπιταγμάτων» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1289CD. 404
75
θέλημα του κυβερνήτη λόγου του Θεού 412 και αποκτά καθαρή και ηγεμονική λογική δύναμη επί των παθών 413. Στο ψαλμικό «ἐκράτησας τῆς χειρός τῆς δεξιᾶς μου», το κράτημα του χεριού του ανθρώπου από το Θεό, έχει, κατά τον άγιο Γρηγόριο, αυτήν την έννοια της υποταγής και καθοδήγησης από το Θεό, προκειμένου να απομακρυνθεί ο άνθρωπος από τα έργα της αισχύνης και να οδηγηθεί η επιθυμία του στα όντως αγαθά414. Σε αντίθεση με τη δουλεία και την υποταγή στην αμαρτία, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ταπείνωση του ανθρώπου (αφού ταπεινώνει την ευγένεια της ψυχής)415, η υποταγή στο θέλημα του Θεού, δε σημαίνει δουλική ταπείνωση αλλά βασιλεία της αφθαρσίας και μακαριότητα416. Η υπηρέτηση του θείου θελήματος (των θείων εντολών), που συγκεφαλαιώνεται στην επιθυμία του Θεού για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων417, έχει τη δύναμη να επηρεάζει, να παιδαγωγεί418 και να μεταμορφώνει οντολογικά τον άνθρωπο: «όταν μέσα μου φωτίσει το θέλημά Σου, διαλύεται στο μηδέν κάθε πονηρή και άτοπη κίνηση της προαίρεσης...ας γίνει λοιπόν το θέλημά σου για να αχρηστευθεί το θέλημα του διαβόλου»419. Ο άγιος Γρηγόριος επαναλαμβάνει συχνά στο έργο του ότι μόνο αν ο άνθρωπος δια της υποταγής ενωθεί με το Θεό420, θα μπορέσει να χωριστεί από το κακό421. Όταν η προαίρεση του Θεού εκδηλωθεί μέσα μας, απομακρύνονται τα πάθη της κακίας και οδηγείται η επιθυμία του ανθρώπου στην ολοκλήρωσή της 422. Το θείο θέλημα, το οποίο καλείται ο άνθρωπος να υπηρετήσει, αποτελεί την υγεία της ψυχής, όπως ακριβώς η έκπτωση Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν σκοποῦ, PG 46, 297BC «ἀλλ΄ ὅσοι τοῦ θεοῦ λόγοι παρὰ τοῦ Μωϋσέως ἢ τῶν προφητῶν ἐγράφησαν͵ ἐνδείξεις εἰσὶ τοῦ θείου θελήματος ἄλλως καὶ ἄλλως κατὰ τὴν ἀξίαν τῶν μετεχόντων τῆς χάριτος τῷ καθαρῷ τε καὶ ἡγεμονικῷ τῶν ἁγίων ἐλλάμπουσαι» Κατά Εὐνομίου ἀντιρρητικός λόγος, PG 45, 997D. 414 «Ἐκράτησας γάρ͵ φησί͵ τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς μου. θεοῦ ἀντίληψιν λέγει͵ τὴν πρὸς τὰ δεξιὰ τῆς διανοίας ὁρμήν· Καὶ ἐν τῇ βουλῇ σου ὡδήγησάς με· οὐ γὰρ ἄνευ θείας βουλῆς γίνεται ἡ ἐπὶ τὸ καλὸν ὁδηγία» Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 453D‐456A 415 «πᾶσα μὲν γὰρ ἄδοξος ἁμαρτίας δουλεία ἀτιμοῖ γὰρ τῆς ψυχῆς τὴν εὐγένειαν» Εἰς τό «Ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει.», PG 46, 493AB 416 «τότε ἐν τῇ πάντων ἡμῶν ὑποταγῇ͵ ἥτις οὐχὶ δουλικὴ νοεῖται ταπεινότης ἀλλὰ βασιλεία καὶ ἀφθαρσία καὶ μακαριότης» Εἰς τό «Ὅταν ὑποταγῆ αὐτῷ τὰ πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα», PG 44, 1325C 417 «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου. Θέλημα δὲ θεοῦ ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἐστίν» Εἰς τὴν Προσευχήν, PG 44, 1164A 418 «Ἴσως γάρ τις κατὰ τὸν νεανίαν ἐκεῖνον τὸν πολυκτήμονα ταῖς ἐντολαῖς τὴν ζωὴν ἑαυτοῦ παιδαγωγήσας» Αὐτόθι, PG 44, 1181C 419 Αὐτόθι, PG 44, 1164BC 420«ἀλλὰ μὴν οὐκ ἔστιν ἄλλως τοῦ κακοῦ χωρισθῆναι μὴ τῷ θεῷ διὰ τῆς ὑποταγῆς ἀνακραθέντας» Εἰς τό «Ὅταν ὑποταγῆ αὐτῷ τὰ πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα», PG 44, 1324A 421 Πρβλ. Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 131 422«Διὰ τοῦτο πρὸς μὲν τὸ κακὸν ἡμῖν τῆς ὁρμῆς γινομένης οὐ χρεία τοῦ συνεργοῦντος͵ αὐτομάτως ἐν τῷ θελήματι ἡμῶν τῆς κακίας ἑαυτὴν τελειούσης· εἰ δὲ πρὸς τὸ κρεῖττον γένοιτο ἡ ῥοπὴ͵ τοῦ θεοῦ χρεία τοῦ τὴν ἐπιθυμίαν εἰς ἔργον ἄγοντος» Εἰς τὴν Προσευχήν, PG 44, 1165A 412 413
76
από το αγαθό θέλημα του Θεού, η παρακοή, συνιστά νόσο της ψυχής που καταλήγει στο θάνατο423. Το «δουλεύειν Θεῷ» αποτελεί ένδειξη πνευματικής τελειότητας πολύ υψηλού επιπέδου424, τελειότητα στην οποία έφτασε ο θεόπτης Μωυσής: «Διδασκόμεθα γὰρ διὰ τούτων ὅτι διὰ τοσούτων κατορθωμάτων γενόμενος τότε ἀξιοῦται τοῦ ὑψηλοῦ τούτου ὀνόματος͵ ὥστε οἰκέτης κληθῆναι Θεοῦ͵ ὅπερ ἐστὶν ἴσον εἰπεῖν ὅτι παντὸς κρείττων ἐγένετο. Οὐ γὰρ ἄν τις Θεῷ δουλεύσειε μὴ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ πάντων κρείττων γενόμενος»425. Η δουλεία Θεῷ, με την έλευση της εποχής της Καινής Διαθήκης, μεταμορφώνεται σε μια καινούρια σχέση, σχέση υιοθεσίας του ανθρώπου από το Θεό, στην οποία η αγάπη έχει αντικαταστήσει το φόβο426. Με την επανεύρεση της παρρησίας, που αποτελεί καρπό της υποταγής στο θείο θέλημα, το πνευματικό στάδιο του φόβου υπερβαίνεται και ο άνθρωπος εισάγεται στο στάδιο της αγάπης και της φιλίας με το Θεό427. Στην ερμηνεία στο Άσμα Ασμάτων, όπου περιγράφονται οι κορυφές της πνευματικής ζωής, η ψυχή αναπτύσσεται και χαίρεται την οικειότητά της με το Θεό, σε μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη ερωτική σχέση: «ἐπικαυχᾶται τῇ τῆς παρρησίας προσθήκῃ ἐν τῇ ἀφαιρέσει τοῦ προκαλύμματος»428. γ. Η «ἀναχώρησις» και η «ἀπό σκοπιᾶς ἐξεχούσης» εποπτεία Στο «πανεπιστήμιο» της ερήμου (στο ησυχαστήριο που είχε ιδρύσει ο αδελφός του Βασίλειος παρά τον Ίρι ποταμό), ο άγιος Γρηγόριος, διά της φιλοσοφήσεως της ματαιότητας του αισθητού κόσμου, διδάχθηκε, ότι μόνο εφόσον αποδεσμευτεί η ψυχή από τα απατηλά αισθητά, αποκτά τις προϋποθέσεις να υψωθεί ως τα κάλλη της αόρατης ομορφιάς. Η αποδέσμευση αυτή, συνιστά ένα είδος μεταστάσεως από το σκοτάδι στο φως429, και μια είσοδο της ψυχής στα κρύφια της θείας φύσης. Αποτελεί το παρμένο από το βίο του Μωϋσή στάδιο της νεφέλης, ένα στάδιο εγκατάλειψης των κάτω και ανάβασης προς τα δυσθεώρητα ύψη του θείου γνόφου430. Η νεφέλη, ως «Υγεία δὲ τῆς ψυχῆς ἡ τοῦ θείου θελήματος εὐοδία͵ ὥπερ δὴ πάλιν τὸ ἐκπεσεῖν τοῦ ἀγαθοῦ θελήματος νόσος ἐστὶ ψυχῆς τελευτῶσα εἰς θάνατον» Αὐτόθι, PG 44, 1161D 424 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.117 425 Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 428AB 426 Πρβλ. Προς Ρωμαίους 8, 15 427 «Τοῦτο γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς ἡ τελειότης τὸ μηκέτι δουλοπρεπῶς φόβῳ κολάσεως τοῦ κατὰ κακίαν βίου χωρίζεσθαι͵ μηδὲ τῇ τῶν μισθῶν ἐλπίδι τὸ ἀγαθὸν ἐνεργεῖν͵ πραγματευτικῇ τινι καὶ συναλλαγματικῇ διαθέσει κατεμπορευομένους τῆς ἐναρέτου ζωῆς͵ ἀλλ΄ ὑπεριδόντας πάντων καὶ τῶν ἐν ἐπαγγελίαις δι΄ ἐλπίδος ἀποκειμένων͵ μόνον ἡγεῖσθαι φοβερὸν τὸ τῆς φιλίας τοῦ Θεοῦ ἐκπεσεῖν͵ καὶ μόνον τίμιόν τε καὶ ἐράσμιον ἑαυτοῖς κρῖναι τὸ φίλον γενέσθαι Θεῷ͵ ὅπερ ἐστί͵ κατά γε τὸν ἐμὸν λόγον͵ ἡ τελειότης τοῦ βίου» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 429CD 428 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1037A 429 Πρβλ.Daniélou J., L’ être et le temps chez Grégoire de Nysse, Leiden, E.J. Brill, 1970, σελ. 165 κ.ε. 430 «ἡ δὲ προσεχεστέρα τῶν κρυπτῶν κατανόησις ἡ διὰ τῶν φαινομένων χειραγωγοῦσα τὴν ψυχὴν πρὸς τὴν ἀόρατον φύσιν οἷόν τις νεφέλη γίνεται τὸ φαινόμενον μὲν ἅπαν ἐπισκιάζουσα πρὸς δὲ τὸ 423
77
δεύτερο στάδιο της πορείας του Μωσαϊκού βίου, λειτουργεί ως ένα είδος θαμπώματος των φαινομένων, που απομακρύνει την ψυχή από τα απατηλά στοιχεία του κόσμου αυτού, φανερώνοντας τη ματαιότητά τους. Προσφέρει δε ταυτόχρονα στην ψυχή μια εξοικείωση με τον κόσμο των αοράτων, μια εξοικείωση με τη ζωή του Θεού. Ο ιερός πατήρ χρησιμοποιεί τον όρο «ἀναχώρησις» για να εκφράσει τη «φυγή» από τον κόσμο των απατηλών φαινομένων (ανάλογη με τη φυγή του Μωϋσή στην έρημο), ταυτόχρονα με την επιστροφή του ανθρώπου σεαυτόν, στον «ἔνδον ἄνθρωπο»431. Η «φυγή» αυτή γίνεται κάποτε η μοναδική οδός για να φτάσει κανείς στα ουράνια αγαθά432, καθώς εξασφαλίζει την εσωτερική ησυχία και επιτρέπει την περισυλλογή του ανθρώπινου είναι: «τῶν ἀνθρώπων ἐπιμιξίας ἑαυτὸν ἀποικίσας καὶ μόνος μόνῳ συζῶν ἑαυτῷ καὶ διὰ ἡσυχίας ἀμετεωρίστως τῇ θεωρίᾳ τῶν ἀοράτων ἐνατενίζων»433. Ο νους, πρέπει να σταματήσει «να διαχέεται παντού, να κυλά και να σκορπίζει προς αυτό που αρέσει στα αισθητήρια», πρέπει «να ανακληθεί από παντού, να μαζευτεί στον εαυτό του συγκεντρωμένος και αδιασκόρπιστος»434. Αυτό επιτυγχάνεται δια του «ἰδιάζειν»435, καθώς η εσωτερική ησυχία και συγκέντρωση, εξασφαλίζει πρόσφορο έδαφος, προκειμένου να ενωθούν όλες οι δυνάμεις της ψυχής υπό την καθοδήγηση του λογικού436. Αυτή η ενοποίηση των δυνάμεων της ψυχής437,
κρύφιον βλέπειν τὴν ψυχὴν χειραγωγοῦσα καὶ συνεθίζουσα͵ ἡ δὲ διὰ τούτων ὁδεύουσα πρὸς τὰ ἄνω ψυχή͵ ὅσον ἐφικτόν ἐστι τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει καταλιποῦσα͵ ἐντὸς τῶν ἀδύτων τῆς θεογνωσίας γίνεται τῷ θείῳ γνόφῳ πανταχόθεν διαληφθεῖσα͵ ἐν ᾧ τοῦ φαινομένου τε καὶ καταλαμβανομένου παντὸς ἔξω καταλειφθέντος μόνον ὑπολείπεται τῇ θεωρίᾳ τῆς ψυχῆς τὸ ἀόρατόν τε καὶ ἀκατάληπτον͵ ἐν ᾧ ἐστιν ὁ θεός͵ καθώς φησι περὶ τοῦ νομοθέτου ὁ λόγος ὅτι Εἰσῆλθε δὲ Μωϋσῆς εἰς τὸν γνόφον οὗ ἦν ὁ θεός» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1000D‐1001A 431 «Τῷ δὲ ἦν ὄρειός τε καὶ ἰδιάζουσα ἡ ζωή͵ πᾶσης ἀγοραίου τύρβης ἀπηλλαγμένη͵ ἐν τῇ τῶν προβάτων ἐπιμελείᾳ κατὰ τὴν ἔρημον ἰδιάζοντι» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 305C 432 «οὕτω καὶ ἐνταῦθα δοκεῖ μοι διδάσκων ὁ κύριος τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἐπικαλεῖσθαι πατέρα μνήμην σοι ποιεῖσθαι τῆς ἀγαθῆς πατρίδος͵ ὡς ἂν ἐπιθυμίαν σφοδροτέραν τῶν καλῶν ἐμποιήσας ἐπιστήσειέν σε τῇ ὁδῷ τῇ πρὸς τὴν πατρίδα πάλιν ἐπαναγούσῃ. Ὁδὸς δὲ ἡ πρὸς τὸν οὐρανὸν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἀνάγουσα οὐδεμία τίς ἐστιν ἄλλη εἰ μὴ φυγὴ καὶ ἀπόστασις τῶν περιγείων κακῶν· τῆς δὲ φυγῆς τῶν κακῶν ἐπίνοια οὐκ ἄλλη μοί τις εἶναι δοκεῖ πλὴν τῆς πρὸς τὸν θεὸν ὁμοιώσεως» Εἰς τὴν Προσευχήν, PG 44, 1145AB 433 Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 456C 434 «Οὕτω μοι δοκεῖ καὶ ὁ νοῦς ὁ ἀνθρώπινος͵ εἰ μὲν πανταχοῦ διαχέοιτο πρὸς τὸ ἀρέσκον ἀεὶ τοῖς αἰσθητηρίοις ῥέων καὶ σκεδαννύμενος͵ μηδεμίαν ἀξιόλογον δύναμιν σχεῖν πρὸς τὴν ἐπὶ τὸ ὄντως ἀγαθὸν πορείαν· εἰ δὲ πανταχόθεν ἀνακληθεὶς καὶ περὶ ἑαυτὸν ἀθροισθεὶς συνηγμένος καὶ ἀδιάχυτος πρὸς τὴν οἰκείαν ἑαυτῷ καὶ κατὰ φύσιν ἐνέργειαν κινοῖτο͵ οὐδὲν τὸ κωλύον αὐτὸν ἔσται πρὸς τὰ ἄνω φέρεσθαι καὶ τῆς ἀληθείας τῶν ὄντων ἐφάπτεσθαι» Περὶ Παρθενίας, PG 46, 352B 435 «Οὕτως ἐφ΄ ἑαυτῶν ἰδιάσομεν͵ οὐκέτι μαχομένοις τισὶ συμπλεκόμενοί τε καὶ μεσιτεύοντες͵ ἀλλ΄ ἐν ὁμοφρονοῦσί τε καὶ ὁμογνωμοῦσι τοῖς παρ΄ ἡμῶν βουκολουμένοις συζήσομεν͵ πάντων τῶν ἐν ἡμῖν τῆς ψυχῆς κινημάτων͵ προβάτων δίκην͵ τῷ βουλήματι τοῦ ἐπιστατοῦντος λόγου ποιμενομένων» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 332BC. 436 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ. 42
78
συνεπάγεται ταυτόχρονα την επιστροφή στην αληθινή της φύση, στην πρώτη της κατασκευή, τότε που ήταν «μονοειδής», ως «εἰκών τοῦ Θεοῦ». Σημαίνει την επανεύρεση της γνήσιας ζωής και της ξεχασμένης της αξίας, αυτής που λησμόνησε, δελεασμένη από την ποικιλοχρωμία των εξωτερικών πραγμάτων. Η «αναχώρηση» αυτή από τον κόσμο των απατηλών φαινομένων, προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα και το χάρισμα της εποπτείας438. Ο άνθρωπος‐επόπτης, ομοιάζει με κάποιον που θεωρεί ένα τοπίο από την κορυφή ενός λόφου439. Καθορά και εποπτεύει τα όντα, εμβαθύνοντας, υπό το φως της θείας γνώσης, στη ματαιότητα των αισθητών. Το υψηλό κριτήριο και η ανώτερη προοπτική με τα οποία ο άνθρωπος‐ επόπτης εξετάζει τα επίγεια πράγματα, είναι η αναφορά που αυτά έχουν στα έσχατα: η προοπτική του θανάτου, τον βοηθά να αντιληφθεί τη ματαιότητα των αισθητών440. Με τον διορατικό και εποπτικό οφθαλμό της ψυχής του, ξεπερνά την παγίδα της ακρισίας και αντιλαμβάνεται την αλήθεια των όντων. Ο άνθρωπος που «διπλῆς γὰρ οὔσης τῇ ψυχῇ τῆς ὀπτικῆς ἐνεργείας καὶ τῆς μὲν τὴν ἀλήθειαν ὁρώσης͵ τῆς δὲ ἑτέρας περὶ τὰ μάταια πλανωμένης͵ ἐπειδὴ περὶ μόνην τοῦ ἀγαθοῦ τὴν φύσιν ἀνέῳκται τῆς νύμφης ὁ καθαρὸς ὀφθαλμός͵ ἀργεῖ δὲ ὁ ἕτερος͵ τούτου χάριν τῷ ἑνὶ τῶν ὀφθαλμῶν προσάγουσιν οἱ φίλοι τὸν ἔπαινον͵ δι΄ οὗ μόνου θεωρεῖ τὸν μόνον͵ ἐκεῖνον λέγω τὸν μόνον τὸν ἐν τῇ ἀτρέπτῳ τε καὶ ἀϊδίῳ καταλαμβανόμενον φύσει͵ τόν τε ἀληθινὸν πατέρα καὶ τὸν μονογενῆ υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα· μόνον γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς τὸ ἐν μιᾷ θεωρούμενον φύσει͵ μηδένα χωρισμὸν ἢ ἀλλοτρίωσιν τῆς κατὰ τὰς ὑποστάσεις διαφορᾶς ἐμποιούσης. εἰσὶ γάρ τινες οἳ διαφόροις ὀφθαλμοῖς κακῶς περὶ τὸ ἀνύπαρκτον ὀξυωποῦσιν εἰς πολλὰς φύσεις τὸ ἓν ταῖς τῶν ἐνδιαστρό φων ὀφθαλμῶν φαντασίαις καταμερίζοντες. οὗτοί εἰσιν οἱ λεγόμενοι πολυβλέποντες͵ οἱ διὰ τοῦ πολλὰ βλέπειν ὁρῶντες οὐδέν. καὶ ὅσοι νῦν μὲν πρὸς τὸν θεὸν ὁρῶσι͵ πάλιν δὲ ταῖς ὑλικαῖς φαντασίαις ἐπιπλανῶνται͵ ἀνάξιοι τῆς τῶν ἀγγέλων εὐφημίας εἰσὶ ταῖς τῶν ἀνυπάρκτων φαντασίαις ἐμματαιάζοντες͵ ὁ δὲ πρὸς μόνον τὸ θεῖον ὀξυωπῶν τυφλὸς ἐν τοῖς ἄλλοις πᾶσίν ἐστιν͵ πρὸς ἅπερ αἱ τῶν πολλῶν βλέπουσιν ὄψεις. διὰ τοῦτο τῷ ἑνὶ τῶν ὀφθαλμῶν ποιεῖ τοῖς φίλοις ἡ νύμφη τὸ θαῦμα. οὐκοῦν τυφλὸς μέν ἐστιν ὁ πολυόμματος ὁ πρὸς τὰ μάταια πολλοῖς ὀφθαλμοῖς βλέπων͵ ὀξυδερκὴς δὲ καὶ διορατικὸς ἐκεῖνος ὁ δι΄ ἑνὸς τοῦ τῆς ψυχῆς ὀφθαλμοῦ πρὸς μόνον τὸ ἀγαθὸν βλέπων» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 949D‐952A 438 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.129 439 « ὁ τοίνυν ὑψηλὸς τὴν διάνοιαν καὶ οἷον ἀπό τινος σκοπιᾶς ἐξεχούσης τοῖς ἀφεστηκόσι τὸν ὀφθαλμὸν ἐπεκτείνων εἶδεν ἐν ᾧ ἐστι τῆς κακίας πρὸς τὴν ἀρετὴν τὸ διάφορον͵ ὅτι ἐκ τῶν ἐσχάτων͵ οὐκ ἐκ τῶν παρόντων ἡ τούτων γίνεται κρίσις. τῷ γὰρ ἐποπτικῷ τε καὶ διορατικῷ τῆς ψυχῆς ὀφθαλμῷ ὡς παρὸν κατανοήσας τὸ δι΄ ἐλπίδος τοῖς ἀγαθοῖς ἀποκείμενον͵ καὶ παρελθὼν τῇ ψυχῇ πᾶν τι φαινό μενον͵ ἐντός τε τῶν οὐρανίων ἀδύτων παραδὺς καθάπτεται τῆς ἀκρισίας τῶν μικροπρεπῶς τὴν τοῦ καλοῦ κρίσιν τοῖς αἰσθητικοῖς μορίοις ἐπιτρεπόντων. δι΄ ὧν φησιν Τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ͵ καὶ παρὰ σοῦ τί ἠθέλησα ἐπὶ τῆς γῆς; τῷ αὐτῷ μορίῳ τοῦ λόγου τὸ μὲν οὐράνιον θαυμαστικῶς μεγαλύνων τε καὶ ἐξαίρων τῷ λόγῳ͵ τὸ δὲ ἐπὶ γῆς τοῖς τῶν ἀνοήτων ὀφθαλμοῖς σπουδαζόμενον καταφρονητικῶς τε καὶ σκωπτικῶς ἐξευτελίζων τε καὶ μυσαττόμενος» Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 453AB 440 «εἴτε γάρ τι τῶν ὑψηλοτέρων ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ κατώρθωσε͵ κατηγορεῖ τούτου͵ ἐν ᾧ ἦν͵ τῇ πρὸς τὸ εὑρεθὲν συγκρίσει τὸ παρελθὸν ἀτιμάζουσα· εἴτε καὶ προσπαθῶς περὶ τὴν ὕλην διατεθεῖσα ἴδοι τὰ ἀπροσδόκητα καὶ τῇ πείρᾳ μάθοι τῶν σπουδασθέντων παρὰ τὸν βίον αὐτῇ τὸ ἀνόνητον͵ τότε θρηνοῦσα τὴν φωνὴν ταύτην προήσεται͵ οἷα δὴ ποιοῦμεν ἐκ μεταμελείας οἱ ἄνθρωποι τὰς ἀβουλίας ἑαυτῶν ἐν τοῖς ὀλοφυρμοῖς διηγούμενοι͵ τὸ Ματαιότης ματαιοτήτων καὶ τὰ λειπόμενα» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 629 ΑΒ 437
79
αποκτά το χάρισμα της εποπτείας, ομοιάζει επίσης με έναν χρόνια φυλακισμένο στο σκοτάδι της φυλακής, ο οποίος βγαίνει ξαφνικά στο φως της ημέρας441. Γι’αυτόν, τα μάταια πράγματα του κόσμου αυτού, λογίζονται ανύπαρκτα, αποτελούν μια παραίσθηση, μια απάτη του νου442. Ανεβασμένος ο άνθρωπος επόπτης443, στην υψηλή σκοπιά του, καθορά τις μύριες ματαιότητες του επιγείου βίου, και μας βοά ότι είναι καιρός να ξεχωρίσουμε τα αληθινά αγαθά, τα οποία αξίζει και πρέπει να αγαπήσουμε, από τις ψεύτικες απάτες, που αξίζουν την περιφρόνηση και την απέχθειά μας444. Με μια πληθώρα όρων («μάταιον», «ἀπάτη», «γοητεία», «οἴησις», «καταφρόνησις») αλλά και σχημάτων («ἐναέρια νήματα τῆς ἀνυπάρκτου ἱστουργίας»445, «ἀνυπόστατος τε καὶ σκιοειδής ἐστιν ἡ ζωὴ καθ’ομοιότητα τοῦ «ὡς εἴ τις τῶν ἐν φυλακῇ τεχθέντων μέγα τι κρίνων ἀγαθὸν εἶναι τὸν ζόφον͵ ᾧ ἐνετράφη τε καὶ συνηύξησεν͵ εἶτα τῆς ὑπαίθρου χάριτος μετασχὼν καταγινώσκει τῆς προτέρας αὐτοῦ κρίσεως͵ λέγων οἵων θεαμάτων ἡλίου τε καὶ ἀστέρων καὶ παντὸς τοῦ περὶ τὸν οὐρανὸν κάλλους προετίθην τὸν συνήθη ζόφον δι΄ ἀπειρίαν τοῦ κρείττονος. οὗ χάριν προκαταγινώσκει τῷ λόγῳ τῆς περὶ τὸ καλὸν ἀκρισίας͵ κτηνώδη λέγων ἑαυτὸν εἶναι͵ ἕως ἐν ἐκείνοις τὸ ἀγαθὸν ἑώρα» Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 453BC 442 «ὅσα τῇ αἰσθήσει καλά ἐστι͵ διὰ τῆς φύσιν. τὰ δὲ ἄλλα πάντα͵ ὅσα τῇ αἰσθήσει καλά ἐστι͵ διὰ τῆς κατὰ τὴν οἴησιν ἀπάτης καλὰ φαινόμενα οὔτε ἔστι τῇ φύσει οὔτε ὑφέστηκεν͵ ἀλλὰ τῆς ῥοώδους καὶ παροδικῆς ὄντα φύσεως δι΄ ἀπάτης τινὸς καὶ ματαίας προλήψεως ὡς κατ΄ ἀλήθειαν ὄντα τοῖς ἀπαιδεύτοις νομίζεται. οἱ οὖν τῶν ἀστάτων περιεχόμενοι τῶν ἀεὶ ἑστώτων οὐκ ἐπορέγονται. ἔοικε τοίνυν οἷον ἐπί τινος ὑψηλῆς σκοπιᾶς ἑστὼς ὁ ἐκκλησιαστὴς ἐμβοᾶν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει͵ δι΄ ὧν λέγει· Καιρὸς τοῦ φιλῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ μισῆσαι͵ ὅτι ἄλλα ἐστὶ τὰ ὄντως ἀγαθά͵ ἃ καὶ αὐτά ἐστι καλὰ καὶ τοὺς μετέχοντας τοιούτους ποιεῖ» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 737ΒC 443 Η έννοια του ανθρώπου‐επόπτου από σκοπιάς, αντιπαρατίθεται στην έννοια του ανθρώπου που είναι κλεισμένος στο σκοτάδι της φυλακής (δεσμωτηρίου), του υποταγμένου δηλαδή στα ανύπαρκτα και ψευδή ανθρώπου, όπως τον παρουσιάζει ο επίσκοπος Νύσσης, ή του ανθρώπου, κατ’ αντιστοιχία με την πλατωνική φιλοσοφία, που είναι κλεισμένος στο σκοτάδι του πλατωνικού σπ η λα ί ου Βλ. Daniélou Jean, L’ être et le temps chez Grégoire de Nysse, Leiden, E.J. Brill, 1970, σελ. 167 444 Ως βαθύς γνώστης της ανθρώπινης φύσης και ψυχολογίας ο Άγιος Γρηγόριος, μας εξηγεί γιατί η εσφαλμένη εκτίμηση και η αδυναμία διακρίσεως της αλήθειας των όντων, είναι σχεδόν αναπόφευκτη: «ἐπεὶ οὖν ἡ μὲν αἴσθησις ἅμα τῇ πρώτῃ γενέσει συμφύεται͵ ὁ δὲ νοῦς ἀναμένει τὴν εἰς τὸ σύμμετρον τῆς ἡλικίας ἀναδρομήν͵ ὥστε δυνηθῆναι κατ΄ ὀλίγον ἐμφανῆναι τῷ ὑποκειμένῳ͵ τούτου χάριν δυναστεύεται ὑπὸ τῆς αἰσθήσεως ὅλης οὔσης ὁ κατὰ μικρὸν ἐγγινόμενος νοῦς καὶ κατὰ κράτος ἀεὶ τῷ πλεονάζοντι πρὸς τὸ ὑπακούειν αὐτῇ συνεθίζεται͵ ἐκεῖνο καλὸν ἢ φαῦλον κρίνων͵ ὅπερ ἂν ἢ προέληται ἢ ἀποβάλῃ ἡ αἴσθησις. διὰ τοῦτο χαλεπή τε καὶ δυσκατόρθωτος ἡμῖν ἡ τοῦ ἀληθῶς ἀγαθοῦ κατανόησις γίνεται͵ ὅτι προειλήμμεθα τοῖς αἰσθητικοῖς κριτηρίοις͵ ἐν τῷ εὐφραίνοντί τε καὶ ἥδοντι τὸ καλὸν ὁριζόμενοι» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 736BC. Είναι δύσκολο να αποσπαστούμε από όσα η αίσθηση νόμισε ως καλά επειδή σταθεροποιήθηκε μέσα μας με τη συμβίωση με την αίσθηση η σχέση μας με αυτά. Έτσι «φαίνεται καλό στους ανθρώπους αυτό που προκαλεί στα μάτια κάποια ηδονή με το ωραίο χρώμα του είτε είναι έμψυχη ύλη είτε θέαμα έμψυχων όντων». Ο άνθρωπος επομένως προδιατίθεται στην κρίση του για τα όντα από την ισχυρά επίδραση της αισθήσεως, η οποία είναι έμφυτη σε αυτόν. Η αίσθητική δύναμη προηγείται χρονικά, κατά τον Άγιο Γρηγόριο του νοός, ο οποίος εμποδίζεται στην ενέργειά του, επειδή «δεν τον χωράει η νηπιότητα και κατά κάποιο τρόπο παθαίνει έκθλιψη με την επικράτηση της άλογης αίσθησης». 445 Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 461D 441
80
ἀραχνίου νήματος»446, «τά ὀνειρώδη ταῦτα φαντάσματα»447, «νηπίων τὰ ἐπί ψάμμον ἀθύρματα»448, παρομοίωση του επιγείου βίου με ύπνο από τον οποίο πρέπει να εγερθεί ο άνθρωπος για να ζήσει την άνω ζωή449), μας βοηθάει ο ιερός πατήρ να κατανοήσουμε τη διδασκαλία του περί «κοσμικής εξαπάτησης» του ανθρώπου από τα αισθητά450. Ο κόσμος της πλάνης των αισθήσεων είναι ένας κόσμος διαρκούς τροπής, ένας κόσμος «ῥοώδης», «παροδικός», «ἄστατος». Μέσα στον κόσμο των φαινομένων τα πάντα κινούνται με άξονα ένα συνεχές τέλος και μια ακατάπαυστη αρχή451. Οι φυσικοί νόμοι του κόσμου αυτού, δεν επιτρέπουν καμία εξέλιξη ή πρόοδο, παρά μόνο μια ακατάπαυστη προσπάθεια διατήρησης ενέργειας452. Ο άνθρωπος που είναι προσκολλημένος στον απατηλό αυτό κόσμο, υποτάσσεται στους νόμους του, απατάται από τη γοητεία του, πάντοτε αναγεννημένος στην επιθυμία του και πάντοτε διαψευσμένος453. Όπως συμβαίνει με τον Kierkegaard454, έτσι και στη σκέψη Αὐτόθι, PG 44, 461C Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 996B 448 Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 628D 449 «τὸ δεῖν κρείττους εἶναι τοῦ ὕπνου τοὺς πρὸς τὴν ἄνω ζωὴν ἀναβλέποντας καὶ διὰ παντὸς ἐγρηγορέναι τῇ διανοίᾳ οἷον ἀπατεῶνά τινα τῶν ψυχῶν καὶ τῆς ἀληθείας ἐπίβουλον τὸν νυσταγμὸν τῶν ὀφθαλμῶν ἀπελαύνοντας» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 996A. 450 Βλ. J. Daniélou, Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Edition Montaigne, Paris, 1954, σελ. 133 451 «ἐν τίνι δὲ καὶ ἔστιν ἡ ζωὴ ἢ τί μένει τῶν φαινομένων καλῶν ἐν ταὐτότητι; ἥλιος περιέρχεται τὸν ἴδιον δρόμον λάμπων ἀνὰ μέρος καὶ σκοτιζόμενος͵ φωτίζων τε τὸν ὑπερκείμενον ἡμῖν ἀέρα͵ ὅταν ὑπὲρ γῆς ἑαυτὸν δείξῃ͵ καὶ σκότος διὰ τῶν δυσμῶν ἐφελκόμενος. ἕστηκε δὲ ἡ γῆ καὶ μένει ἐν τῷ παγίῳ ἀκίνητος͵ καὶ τὸ ἑστὼς οὐ κινεῖται͵ καὶ οὐχ ἵσταται τὸ κινούμενον͵ πάντα δὲ διὰ τῶν αὐτῶν ἐν παντὶ τῷ χρονικῷ διαστήματι δείκνυται͵ κατ΄ οὐδὲν διὰ τῆς πρὸς τὸ καινότερον μεταβολῆς ἀλλασσόμενα. δοχεῖόν ἐστι τῶν πανταχόθεν συρρεόντων ὑδάτων ἡ θάλασσα͵ καὶ οὔτε ἡ σύρροια λήγει οὔτε ἡ θάλασσα αὔξεται. Τις ὁ σκοπὸς τοῦ δρόμου τοῖς ὕδασιν ἀεὶ πληροῦσι τὸ μὴ πληρούμενον; ἐπὶ τίνι δὲ τὰς ἐπιρροὰς δέχεται τῶν ὑδάτων ἡ θάλασσα͵ ἀναυξὴς διὰ τῆς προσθήκης εἰς ἀεὶ διαμένουσα; ταῦτα λέγει͵ ἵνα ἐξ αὐτῶν τῶν στοιχείων͵ ἐν οἷς ἐστιν ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων͵ προερμηνεύσῃ τῶν ἐν ἡμῖν σπουδαζομένων τὸ ἀνυπόστατον» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 624D‐625A. 452 Βλ. J. Daniélou, Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Edition Montaigne, Paris, 1954, σελ. 136 453 «Ὅ τι γὰρ ἂν ᾖ τῆς ὑλικῆς ἀπολαύσεως ὡς ἐκ γῆς ἐστι πάντως ἢ ὕδατος͵ παντί που δῆλον͵ εἴτε τι τῶν περὶ γαστέρα καὶ θοίνην σπουδαζομένων εἴτε καὶ ὅσα περὶ τὸν πλοῦτον ὁρᾶται. Ἡ δὲ τῶν στοιχείων τούτων μίξις πηλὸς γίνεται καὶ ὀνομάζεται· οὗ πληροῦντες ἑαυτοὺς οἱ πρὸς τὰς πηλώδεις ἡδονὰς κεχηνότες οὐδέποτε τὴν δεκτικὴν τῶν ἡδονῶν εὐρυχωρίαν πλήρη φυλάσσουσιν͵ ἀλλὰ τὸ ἀεὶ πληρούμενον κενὸν γίνεται πάλιν τῷ ἐπεισρέοντι. Οὕτω γὰρ ὁ πλινθουργῶν ἄλλοτε ἄλλον πηλὸν ἀεὶ κενουμένῳ ἐπιβάλλει τῷ τύπῳ͵ ὅ μοι δοκεῖ τις καὶ πρὸς τὴν ἐπιθυμητικὴν τῆς ψυχῆς βλέπων διάθεσιν εὐκόλως ἂν νοῆσαι τὸ αἴνιγμα. Ὁ γὰρ πληρώσας ἑαυτοῦ τὴν ἐπιθυμίαν ἔν τινι ὧν ἐσπούδασεν͵ εἰ πρὸς ἕτερόν τι τῇ ἐπιθυμίᾳ ῥέψειε͵ κενὸς πρὸς ἐκεῖνο πάλιν εὑρίσκεται· κἂν γένηται τούτῳ πλήρης͵ τῷ ἑτέρῳ πάλιν κενός τε καὶ εὐρύχωρος γίνεται. Καὶ τοῦτο οὐ παύεται διὰ παντὸς ἐν ἡμῖν ἐνεργούμενον͵ ἕως ἄν τις ὑπεξέλθοι τοῦ ὑλώδους βίου» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 341D‐344A 454 Βλ. J. Daniélou, Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Edition Montaigne, Paris, 1954, σελ. 139 446 447
81
του αγίου Γρηγορίου, η αναζήτηση του πέραν των αισθητών κόσμου, δεν ξεκινάει από μια περιέργεια, αλλά από την απελπισία. Ο άνθρωπος απελπίζεται αντιλαμβανόμενος τη ματαιότητα και την απάτη της γοητείας των φαινομένων και των αισθητών, πετά μακριά και δραπευτεύει455 στρεφόμενος στην αναζήτηση του αληθινού κόσμου, του πέραν των φαινομένων. Για να μην παρεξηγηθούν οι θέσεις του περί ματαιότητας των αισθητών πραγμάτων, εκλαμβανόμενες ως κατηγορίες κατά της κτίσης και του αισθητού βίου των ανθρώπων, ο άγιος Γρηγόριος ξεκαθαρίζει: «Ας μη νομίσει κανένας ότι όσα λέμε αποτελούν κατηγορία κατά της κτίσης. Γιατί βέβαια η κατηγορία θα πέσει σ’ αυτόν που δημιούργησε τα πάντα, αν αυτός που έδωσε ύπαρξη στα πάντα αποδειχθεί δημιουργός τέτοιων δημιουργημάτων, αν δηλαδή τα πάντα είναι ματαιότητα. Επειδή όμως η κατασκευή του ανθρώπου είναι διπλή, συνδυασμός της ψυχής με το σώμα και το είδος της ζωής μοιράστηκε κατάλληλα στο καθένα από τα δύο στοιχεία που παρατηρούνται σε μας, και είναι άλλη η ζωή της ψυχής και άλλη του σώματος, θνητή και φθαρτή η μία, απαθής και άφθαρτη η άλλη, η μία να βλέπει στο παρόν μόνο ενώ της άλλης ο σκοπός συνεχίζεται στο παντοτινό, επειδή λοιπόν είναι μεγάλη η διαφορά του θνητού προς το αθάνατο και του πρόσκαιρου προς το αιώνιο, το νόημα του εκκλησιαστή οδηγεί προς αυτό:ότι δε πρέπει να ενδιαφερόμαστε γι’ αυτή την αισθητή ζωή, που αν τη συγκρίνουμε με την αληθινή ζωή είναι ανύπαρκτη και ανυπόστατη...Η ζωή των ανθρώπων, η αληθινά δική τους, είναι η ζωή που έχει ομοιωθεί προς τη θεία φύση, ενώ η αισθητική ζωή, που τελείται με τη λειτουργία των αισθητηρίων, δόθηκε στην ανθρώπινη φύση γι’ αυτό το σκοπό, για να γίνει η γνώση των φαινομένων οδηγός της ψυχής για την κατανόηση των αοράτων» 456. Ο κόσμος των φαινομένων και των αισθήσεων επομένως, δεν είναι παρά ένα όργανο του Θεού, ένα μέσο για να αναχθεί ο άνθρωπος στο Θεό. Δεν είναι κακός ο κόσμος, κακό είναι παραμένει κανείς και να περιορίζει τα όρια του βίου του στον ορατό αυτό κόσμο. Μετά το σχολείο της άσκησης και της υπακοής στο θείο θέλημα, είναι άκρως σημαντική η παιδαγωγία την οποία προσφέρει το σχολείο της «ἀναχωρήσεως», ως επιστροφής του ανθρώπου σεαυτόν: βοηθά τον άνθρωπο να αποβάλει κάθε πολυπραγμοσύνη, κάθε δόξα και κάθε πρόληψη που δημιουργούν οι εικόνες του αισθητού κόσμου, έτσι ώστε να επιθυμήσει να επανέλθει στον κόσμο του όντως πραγματικού, στη θεωρία των υπερκοσμίων, των αοράτων, των όντως όντων457. Βλ. Cherniss H. F., The platonism of Gregory of Nyssa, Burt Franklin, New York, 1971, σελ.44 Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 621D‐624C 457 «τῶν ἀνθρώπων ἐπιμιξίας ἑαυτὸν ἀποικίσας καὶ μόνος τῶν ἀνθρώπων ἐπιμιξίας ἑαυτὸν ἀποικίσας καὶ μόνος μόνῳ συζῶν ἑαυτῷ καὶ διὰ ἡσυχίας ἀμετεωρίστως τῇ θεωρίᾳ τῶν ἀοράτων ἐνατενίζων» Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 456C 455 456
82
3.
Η ΥΨΗΛΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΣΜΑΤΟΣ ΑΣΜΑΤΩΝ
Η ασκητική παιδαγωγική καθαίρει, εξευγενίζει και μορφώνει την επιθυμητική δύναμη του ανθρώπου, ώστε να στραφεί προς τα «ἀληθῶς ἐπιθυμητά». Το πάθος όμως, κατά τον επίσκοπο Νύσσης, δεν πρέπει να χάσει κάτι από την ακατάσχετη ορμή ή δύναμή του. Δεν πρέπει να σβήσουν ούτε κατά το παραμικρό οι φυσικές τάσεις που υπάρχουν μέσα μας, αντίθετα θα πρέπει να μεταποιηθούν ολοκληρωτικά στρεφόμενες στη μετουσία των όντως αγαθών458. Για το σκοπό αυτό, ο επίσκοπος Νύσσης, στο ερμηνεία του «Εἰς τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων», εισηγείται μια παιδαγωγική της επιθυμίας ανώτερου επιπέδου, με εξ ολοκλήρου θετικό χαρακτήρα459. Δε χρησιμοποιεί για τη διδασκαλία του ένα κήρυγμα απαλλαγής από τις σαρκικές ορμές ή νέκρωσης των μελών του σώματος, αντίθετα, αποπειράται να μεταμορφώσει την επιθυμητική δύναμη του ανθρώπου και να φέρει την ψυχή σε κατάσταση καθαρότητας, μέσα από λέξεις και εικόνες φαινομενικά εμπαθείς, στις οποίες δίνει αθάνατο νόημα. Το κακό προέρχεται «εκ τῆς ἀπαιδαγωγήτου ἐπιθυμίας»460, γι’ αυτό ο ιερός πατήρ, ερμηνεύοντας το Άσμα Ασμάτων, θέλει πάνω από όλα να μας παιδαγωγήσει και να μας διδάξει περί πάθους. Το πάθος αυτό ενώνει δύο διαφορετικά ύψη. Το ερωτικό μορφωτικό ιδανικό, δεν πραγματώνεται υπό το καθεστώς της ισότητας των εραστών, αλλά της ανισότητάς τους. Διδάσκαλοι στο μάθημα αυτό είναι από τη μία ο «παιδεύων»‐διδάσκαλος Λόγος και Νυμφίος και από την άλλη η διδασκάλισσα κόρη και νύφη του Άσματος, η οποία μάλιστα, ως έχουσα το ολοκληρωμένο κάλλος461, διδάσκει και τις άλλες κοπέλες του έργου. Χρησιμοποιώντας τα πρόσωπα του ουράνιου Νυμφίου και της νύμφης ψυχής, και παρουσιάζοντάς μια σειρά από σαγηνευτικές εικόνες, το Άσμα Ασμάτων, κατά τον επίσκοπο Νύσσης, επιδιώκει κυρίως να μας διδάξει ότι η κοινωνία με το Θεό, μπορεί να γίνει εφικτή, μόνο μέσα από το δρόμο του πάθους και της επιθυμίας462. Για τη διδασκαλία αυτή, χρησιμοποιείται ο παράδοξος τρόπος, να επιχειρείται η διδασκαλία της απάθειας, μέσα από λέξεις και εικόνες που θεωρούνται τολμηρές και εμπαθείς. Οι εμπαθείς αυτές λέξεις και εικόνες, αποκτούν αθάνατο νόημα463, καθώς «ἡ ὄρεξις πρὸς τὸ μόνον ὀρεκτόν τε καὶ ἐπιθυμητὸν καὶ ἐράσμιον τῇ ἐνεργείᾳ τραπήσεται οὐκ ἀποσβέσασα καθόλου τὰς ἐγκειμένας φυσικῶς ἡμῖν ἐπὶ τὰ τοιαῦτα ὁρμὰς ἀλλὰ πρὸς τὴν ἄϋλον τῶν ἀγαθῶν μετουσίαν μεταποιήσασα» Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 529D‐532A. 459 Πρβλ.Martin Laird, Under Solomon’s Tutelage: Τhe education of desire in the Homilies n the Song of the Songs, στο Rethinking Gregory of Nyssa, Ed. Coakley S., Blackwell, 2003, σελ. 77‐90 460Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 661D 461 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1089D 462 Πρβλ.Martin Laird, Under Solomon’s Tutelage: Τhe education of desire in the Homilies n the Song of the Songs, στο Rethinking Gregory of Nyssa, Ed. Coakley S., Blackwell, 2003, σελ. 81 463 «τί γὰρ ἂν γένοιτο τούτου παραδοξότερον ἢ τὸ αὐτὴν ποιῆσαι τὴν φύσιν τῶν ἰδίων παθημάτων καθάρσιον διὰ τῶν νομιζομένων ἐμπαθῶν ῥημάτων τὴν ἀπάθειαν νομοθετοῦσάν τε καὶ παιδεύουσαν; οὐ γὰρ λέγει τὸ δεῖν ἔξω τῶν τῆς σαρκὸς γίνεσθαι κινημάτων καὶ νεκροῦν τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ 458
83
αναφέρονται σε ένα Πρόσωπο πλήρες φωτός και αγάπης, αυτόν τον ίδιο το Θεό Λόγο. Διδασκόμαστε με αυτό τον τρόπο, να αποδίδουμε τις ερωτικές σημασίες των λέξεων αμόλυντες και καθαρές στο μόνο αληθινά γλυκύ και επιθυμητό και αγαπητό αγαθό, που η απόλαυσή του γίνεται πάντοτε αφορμή για μεγαλύτερη επιθυμία464. Το φίλημα, για παράδειγμα, που ποθεί η κόρη του Άσματος να της δώσει ο ουράνιος νυμφίος, είναι «φίλημα παντός ρύπου καθάρσιον», φίλημα που καθαρίζει από κάθε ακαθαρσία465, το ίδιο φίλημα για το οποίο είπε ο Κύριος στον λεπρό Σίμωνα, «φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας»466. Το φίλημα αυτό είναι εκδήλωση ενός πάθους που δεν προκαλεί αλλά θεραπεύει την ασθένεια του είδους. Από τη ζέση της φωτιάς του πάθους, που ανάβει το φίλημα αυτό, θερμαίνονται όλες οι ενέργειες της ανθρώπινης φύσης, σαν μέλη του σώματος, και καμιά αμαρτία δε μπορεί πια να ψυχράνει την αγάπη του Θεού467. Ο Νυμφίος αναφωνεί στην Κόρη του Άσματος: «είσαι ωραία εσύ που κάθεσαι δίπλα μου, είσαι ωραία». Ο λόγος αυτός, κατά τον αγιο Γρηγόριο, σημαίνει, ότι τώρα έγινε ωραία, που πήγε δίπλα στο Νυμφίο, που προσέγγισε την ομορφιά Του και έγινε κοινωνός αυτής. Ενώ πιο πριν, λόγω της αποξένωσης από το αρχέτυπο κάλλος, είχε αλλοιωθεί η όψη της με την ύπουλη γειτνίαση της κακίας. Κατά την πλατωνική αντίληψη, η μέθεξη ενός πράγματος στην ωραιότητα καθιστά αυτό ωραίο468. Το πάθος επομένως που γεννάει ο νυμφίος, είναι καλλοποιόν, υπό την έννοια ότι αφενός μεν έχει την ιδιότητα να έλκει και να καλεί κοντά του, αφετέρου δε να ομορφαίνει, αφαιρώντας την ασχήμια του σκότους και της αμαρτίας. Είναι ένα πάθος με δύναμη μεταμορφωτική. Σε ολόκληρο το ερμηνευόμενο Άσμα, καθαρεύειν ἀπὸ τῶν ἐμπαθῶν ῥημάτων τῷ στόματι͵ ἀλλ΄ οὕτω διέθηκε τὴν ψυχήν͵ ὡς διὰ τῶν ἀπεμφαίνειν δοκούντων πρὸς τὴν καθαρότητα βλέπειν͵ διὰ τῶν ἐμπαθῶν ῥήσεων τὴν ἀκήρατον ἑρμηνεύων διάνοιαν» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 776C. 464 «οὕτω παρακελεύεται καὶ διὰ τοῦ βιβλίου τούτου ὁ λόγος τοῖς ἐπαΐουσι͵ κἂν ἐν σαρκὶ ζῶμεν͵ μηδ΄ ἐν τοῖς νοήμασι πρὸς αὐτὴν ἐπιστρέφεσθαι͵ ἀλλὰ πρὸς μόνην τὴν ψυχὴν βλέπειν καὶ τὰς ἀγαπητικὰς τῶν ῥημάτων ἐμφάσεις καθαράς τε καὶ ἀμολύντους ἀνατιθέναι τῷ ὑπερέχοντι πάντα νοῦν ἀγαθῷ͵ ὃ μόνον ἐστὶν ὡς ἀληθῶς γλυκύ τε καὶ ἐπιθυμητὸν καὶ ἐράσμιον͵ οὗ ἡ ἀπόλαυσις ἡ ἀεὶ γινομένη ἀφορμὴ μείζονος ἐπιθυμίας γίνεται τῇ μετουσίᾳ τῶν ἀγαθῶν τὸν πόθον συνεπιτείνουσα» Αὐτόθι, PG 44, 777B 465 «καθάρσιον γάρ ἐστι ῥύπου παντὸς τοῦτο τὸ φίλημα. διό μοι δοκεῖ τῷ λεπρῷ Σίμωνι τὸ τοιοῦτον ὀνειδιστικῶς προφέρειν ὁ κύριος͵ ὅτι Φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας. ἦ γὰρ ἂν ἐκαθαρίσθης τοῦ πάθους τῷ στόματι σπάσας τὴν καθαρότητα. ἀλλ΄ ἐκεῖνος μὲν εἰκότως ἀνέραστος ἦν ὑπερσαρκήσας διὰ τῆς νόσου καὶ πρὸς τὴν θείαν ἐπιθυμίαν μένων ὑπὸ τοῦ πάθους ἀκίνητος͵ ἡ δὲ κεκαθαρμένη ψυχὴ μηδεμιᾶς σαρκώδους λέπρας ἐπιπροσθούσης βλέπει τὸν τῶν ἀγαθῶν θησαυρόν» Αὐτόθι, PG 44, 780AB 466 Λουκ. 6, 45 467 «ἀλλὰ καὶ πηγήν τινα τοῦ ἐν ἡμῖν θερμοῦ τὴν καρδίαν φασίν͵ ἀφ΄ ἧς διὰ τῶν ἀρτηριῶν ἐφ΄ ἅπαν ἡ θερμότης τὸ σῶμα καταμερίζεται͵ δι΄ ἧς ἔνθερμά τε καὶ ζωτικὰ τὰ μέλη τοῦ σώματος γίνεται τῷ πυρὶ τῆς καρδίας ὑποθαλπόμενα͵ ἡ τοίνυν ἐν τῷ ἡγεμονικῷ παραδεξαμένη τοῦ κυρίου τὴν εὐωδίαν καὶ τὴν καρδίαν ἑαυτῆς ἔνδεσμον τοῦ τοιούτου ποιήσασα θυμιάματος πάντα τὰ καθ΄ ἕκαστον τοῦ βίου ἐπιτηδεύματα οἷόν τινος σώματος μέλη ζέειν παρασκευάζει τῷ ἐκ τῆς καρδίας διήκοντι πνεύματι μηδεμιᾶς ἀνομίας τὴν πρὸς τὸν θεὸν ἀγάπην ἐν μηδενὶ μέλει τοῦ σώματος καταψυχούσης» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 828AB 468 Βλ. Ηλία Μούτσουλα, ΒΕΠ 65 (Εισαγωγικά), σελ. 398
84
παρακολουθούμε τη σταδιακή μεταμόρφωση της νύμφης ψυχής, δια των ολοένα υψηλότερων αναβάσεων της από δόξα εις δόξαν προς τον ουράνιο εραστή της, αναβάσεις που της προσδίδουν κάθε φορά και έναν καινούριο χαρακτήρα ωραιότητας469. Ο διδάσκαλος‐νυμφίος προστάζει διαρκώς τη νύμφη‐ψυχή: «σήκω» κι «έλα». Η υποταγή στο διδάσκαλο‐Νυμφίο αποτελεί προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της επιθυμίας: το πάθος μοιάζει να ενεργοποιείται όταν κυριαρχήσει εντός μας το θέλημα του Θεού470. Για να ανοιχτεί η θύρα της ψυχής και να διαπλατυνθούν οι πύλες της προκειμένου να εισέλθει ο βασιλιάς της δόξας, θα πρέπει να αποδεχθεί εκουσίως ο άνθρωπος τα θελήματα του Θεού471. Η ψυχή μετά την κάθαρσή της, παραδίδεται στην εξουσία του παιδαγωγού Λόγου. Δέχεται πάνω της την ανάβαση εκείνου που καβαλικεύει τα άλογα για τη σωτηρία τους472. Ζητά να υποταχθεί στην αγάπη, ‐αγάπη είναι ο Θεός473‐, και η υποταγή σε αυτόν σημαίνει σωτηρία474. Όσες φορές προστάζει την ψυχή να σηκωθεί και να έλθει προς αυτόν, τόσες φορές της δίνει τη δύναμη να εκτελέσει την προσταγή και να συνεχίσει την ανάβαση προς το καλύτερο475. Στη συνέχεια την προστάζει να γίνει ωραιότερη από ωραία που ήταν476, να πάει ολότελα κοντά του, αφού γίνει ακόμα καλύτερη477.
«ἐν ταῖς κατὰ τὴν ἀρετὴν προκοπαῖς οὐ πάντοτε τῷ αὐτῷ παραμένουσι χαρακτῆρι οἱ ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν διὰ τῆς τῶν ὑψηλοτέρων ἐπιθυμίας μεταμορφούμενοι͵ ἀλλὰ πρὸς λόγον τῆς ἀεὶ κατορθωθείσης ἑκάστῳ διὰ τῶν ἀγαθῶν τελειότητος ἴδιός τις τῷ βίῳ χαρακτὴρ ἐπιλάμπει ἄλλος ἐξ ἄλλου γινόμενός τε καὶ φαινόμενος διὰ τῆς τῶν ἀγαθῶν ἐπαυξήσεως» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 896C 470Αὐτόθι, PG 44, 896A 471 «εἰ γὰρ βούλει σοι͵ φησίν͵ ἀνοιγῆναι τὴν θύραν καὶ ἐπαρθῆναι τῆς ψυχῆς σου τὰς πύλας͵ ἵνα εἰσέλθῃ ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης͵ χρή σε ἀδελφήν μου γενέσθαι ἐν τῷ τὰ θελήματά μου τῇ ψυχῇ παραδέξασθαι» Αὐτόθι, PG 44, 1001D 472 «προσεικάσθη μὲν ἐκείνῃ τῇ ἵππῳ ἡ διὰ τῶν ἀρετῶν κεκαθαρμένη ψυχή· ἀλλ΄ οὔπω τοῦ λόγου γέγονεν ὑποχείριος οὐδὲ ἐβάσταξεν ἐφ΄ ἑαυτῆς τὸν ἐπὶ σωτηρίᾳ τοῖς τοιούτοις ἐποχούμενον ἵπποις· χρὴ γὰρ πρῶτον διὰ πάντων κατακοσμηθῆναι τὸν ἵππον͵ εἶθ΄ οὕτω τὸν βασιλέα ἔποχον δέξασθαι. εἴτε δὲ ἄνωθεν ἑαυτῷ ἐφαρμόζοι τὸν ἵππον ὁ κατὰ τὸν προφήτην ἐπιβαίνων ἐφ΄ ἡμᾶς τοὺς ἵππους καὶ ἐπὶ σωτηρίᾳ ἡμῶν ἐφ΄ ἡμῶν ἱππαζόμενος͵ εἴτε καὶ ἐν ἡμῖν γένοιτο ὁ ἐνοικῶν τε καὶ ἐμπεριπατῶν καὶ ἐπὶ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς ἡμῶν διαδυόμενος͵ οὐδὲν διαφέρει κατὰ τὴν ἔννοιαν» Αὐτόθι, PG 44, 820A 473 Ιω. 4,8 474 Ψαλμ. 61,2. Πρβλ. Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 845B 475 «διὰ τοῦτό φησι πάλιν πρὸς τὴν ἐγηγερμένην ὅτι Ἀνάστηθι καὶ πρὸς τὴν ἐλθοῦσαν ὅτι Ἐλθέ· οὔτε γὰρ τῷ οὕτως ἀνισταμένῳ λείψει ποτὲ τὸ ἀεὶ ἀνίστασθαι οὔτε τῷ τρέχοντι πρὸς τὸν κύριον ἡ πρὸς τὸν θεῖον δρόμον εὐρυχωρία δαπανηθήσεται. ἀεί τε γὰρ ἐγείρεσθαι χρὴ καὶ μηδέποτε διὰ τοῦ δρόμου προσεγγίζοντας παύεσθαι. ὥστε ὁσάκις ἂν λέγῃ τὸ Ἀνάστηθι καὶ τὸ Ἐλθέ͵ τοσαυτάκις τῆς πρὸς τὸ κρεῖττον ἀναβάσεως τὴν δύναμιν δίδωσιν» Αὐτόθι, PG 44, 876C 476 «ὁ γὰρ καλὴν ἐκ καλῆς γενέσθαι κελεύων τὸ ἀποστολικὸν ἄντικρυς ὑποτίθεται τὴν αὐτὴν εἰκόνα προστάσσων ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν μεταμορφοῦσθαι» Αὐτόθι, PG 44, 876C 477«τὴν ψυχὴν κρείττονα γενομένην πρὸς ἑαυτὸν ἐλθεῖν ἐγκελευσαμένου ἀδιαστάτως δυναμωθεῖσα τῷ προστάγματι τοιαύτη γίνεται͵ οἵαν ὁ νυμφίος ἐβούλετο͵ μεταποιηθεῖσα πρὸς τὸ θειότερον καὶ ἀπὸ τῆς δόξης ἐν ᾗ ἦν πρὸς τὴν ἀνωτέραν δόξαν μεταμορφωθεῖσα διὰ τῆς ἀγαθῆς ἀλλοιώσεως» Αὐτόθι, PG 44, 948A 469
85
Η νύμφη ψυχή από την πλευρά της, καλείται να αφήσει όλη την κτίση, να απομακρυνθεί από κάθε απατηλή εικόνα, να παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια κατανόησης. Μόνο έτσι θα μπορέσει να βρει και να κρατήσει δια της πίστεως τον αγαπημένο της μέσα στην κάμαρά της, τουτέστιν να δεχτεί τη θεία ενοίκηση στην καρδιά της478. Στο νυφικό αυτό θάλαμο της καρδιάς, δέχεται από το νυμφίο και του ανταποδίδει το ερωτικό φιλί. Γιατί εκτός από το φίλημα εκείνο που τα χείλη του ενός ακουμπούν στα χείλη του άλλου, και το οποίο πραγματοποιείται με την αφή, υπάρχει το φίλημα της ψυχής, που γίνεται με μια ασώματη και νοερή επαφή, σύμφωνα και με τα λόγια του ηγαπημένου μαθητή Ιωάννου, ο οποίος μιλώντας για το Λόγο της ζωής, λέγει «τα χέρια μας τον ψηλάφισαν479». Σε αντίθεση μάλιστα με την ανθρώπινη συνήθεια να εκδηλώνει πρώτος ο νυμφίος την επιθυμία του, η κόρη του Άσματος, προλαβαίνει το νυμφίο και χωρίς ντροπή του κοινολογεί τον πόθο της, να μπορέσει δηλαδή να απολαύσει το φίλημα του480. Η ευωδία των μύρων που γεμίζουν τη νυφική κάμαρα, δεν είναι ευωδία ανθρωπίνου αρώματος, αλλά η ευωδία του Αγίου Πνεύματος, που έλκει μαζί της και την ευωδία του Χριστού481. Είναι το ξύπνημα και η άνθιση των νενεκρωμένων ένεκα της πτώσεως πνευματικών αισθήσεων, οι οποίες ενεργοποιούνται για να βιώσει ο άνθρωπος το απαθές και ανεπίληπτο πνευματικό πάθος, που θα περιγράψουμε στο επόμενο κεφάλαιο. Μόλις επιτευχθεί αυτή η ένωση δια του φιλήματος, μια αμοιβαία περιχώρηση λαμβάνει χώρα482. Ο Θεός κλίνει προς τα χαμηλά για να γίνει «ἐφικτός τοῖς κάτω»483, εισέρχεται ενεργειακά στην ψυχή και η ψυχή πάλι μετοικεί στο Θεό, δεχόμενη μέσα της τον ποθούμενο και ταυτόχρονα ευρισκόμενη η ίδια μέσα σε αυτόν: «και τούτου γενομένου μεταχωρεῖ τά δύο εἰς ἄλληλα, ὅ τε γάρ Θεός ἐν τῆ ψυχῆ γίνεται και πάλιν εἰς τον Θεόν ἡ ψυχή μετοικίζεται. Λέγει γάρ ὅτι ἀδελφιδός μου ἐμοί κἀγώ αὐτῶ484. Από τον έρωτα αυτόν της νύμφης ψυχής με τον ουράνιο Νυμφίο, προκύπτει κυοφορία, που έχει ως τόκο, το νέο εν Χριστῷ οντολογικά αναγεννημένο άνθρωπο. Η ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου στο Άσμα των Ασμάτων, αποκαλύπτει όμως, εκτός των άλλων, και μια αγιοτριαδική διδακτική στρατηγική485, βάσει της οποίας «τῇ πίστει εὗρον τὸν ἀγαπώμενον καὶ οὐκέτι μεθήσω τῇ τῆς πίστεως λαβῇ τοῦ εὑρεθέντος ἀντεχομένη͵ ἕως ἂν ἐντὸς γένηται τοῦ ἐμοῦ ταμιείου. καρδία δὲ πάντως τὸ ταμιεῖόν ἐστιν͵ ἣ τότε γίνεται δεκτικὴ τῆς θείας αὐτοῦ ἐνοικήσεως͵ ὅταν ἐπανέλθῃ πρὸς τὴν κατάστασιν ἐκείνην͵ ἐν ᾗ τὸ κατ΄ ἀρχὰς ἦν ὅτε ἐπλάσθη ὑπὸ τῆς συλλαβούσης» Αὐτόθι, PG 44, 893C 479 Α’ Ιω. 1,1 480 «ἡ δὲ εἰκὼν γαμική τίς ἐστι διασκευή͵ ἐν ᾗ κάλλους ἐπιθυμία μεσιτεύει τῷ πόθῳ͵ οὐ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην συνήθειαν τοῦ νυμφίου τῆς ἐπιθυμίας κατάρξαντος͵ ἀλλὰ προλαμβάνει τὸν νυμφίον ἡ παρθένος ἀνεπαισχύντως τὸν πόθον δημοσιεύουσα καὶ εὐχὴν ποιουμένη τοῦ νυμφικοῦ ποτε κατατρυφῆσαι φιλήματος» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 772B 481 Αὐτόθι, PG 44, 780D 482 Γεωργίου Φλωρόφσκι, Οι Ανατολικοί Πατέρες του τετάρτου αιώνα, Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2006, σελ .242 483 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 988A 484 Αὐτόθι, PG 44, 889D 485 Πρβλ.Martin Laird, Under Solomon’s Tutelage: Τhe education of desire in the Homilies n the Song of the Songs, στο Rethinking Gregory of Nyssa, Ed. Coakley S., Blackwell, 2003, σελ. 88‐90 478
86
προσελκύεται και καλλιεργείται η επιθυμία προς τον Νυμφίο Χριστό. Η νύμφη‐ψυχή του Άσματος ομολογεί: «τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ». Δέχεται μέσα της το βέλος της αγάπης και λαβωμένη από αυτό, επαινεί τον τοξότη για την ευστοχία του. Αυτός που ρίχνει το βέλος είναι η ίδια η Αγάπη, ο Θεός‐Πατήρ δηλαδή, όπως μας διδάσκει η Αγία Γραφή486, ο οποίος εξαποστέλλει το εκλεκτό του βέλος, τον Μονογενή του Υιό, σ’ αυτούς που θέλουν να σωθούν, χρωματίζοντας την τρίστομη αιχμή του με το Πνεύμα της ζωής, το Πνεύμα το Άγιο. Σε όποιον αυτό το βέλος εισχωρήσει, εισάγει μαζί του και τον ίδιο τον τοξότη, κατά τον ευαγγελικό λόγο «ἐγώ και ὁ Πατήρ ἐλευσόμεθα και μονήν παρ’αὐτῶ ποιησόμεθα487». Το γλυκύ αυτό βέλος είναι η κοινωνία της Θεότητας488, που πληγώνει τη νύμφη ψυχή, μα ταυτόχρονα την κάνει να καυχιέται «τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ»489, και να αναφωνεί «ὦ καλοῦ τραύματος και γλυκείας πληγῆς» δια του οποίου εισχώρησε μέσα μας η ζωή490. Με μια εξαίσια εικόνα ερωτικής ευαισθησίας, ο ιερός πατήρ τοποθετεί ψηλά τον πήχη για το κριτήριο της επιθυμίας, περιγράφοντας πώς η ψυχή, από στόχος του βέλους, γίνεται η ίδια βέλος στα χέρια του τοξότη και νυμφίου: «κάτω από το κεφάλι μου το αριστερό του χέρι, με το οποίο κατευθύνεται το βέλος στο στόχο του και το δεξί του μ’ αγκαλιάζει. Έτσι, ανεβαίνω ψηλά με τη φορά της βολής χωρίς να αποχωρίζομαι από τον τοξότη, αλλά και ταυτόχρονα αναπαύομαι μέσα στα χέρια του Κυρίου 491». Σύμφωνα με τη θαυμάσια και συνάμα παράδοξη αυτή εικόνα, ο τοξότης νυμφίος, με το αριστερό του χέρι, ως βέλος μεν κατευθύνει την ψυχή προς τον στόχο του αγαθού για να την καταστήσει τελεία, ως νύμφη δε, με το δεξί του χέρι, την αναλαμβάνει για μετουσία της άφθαρτης αιωνιότητας στην οποία ο ίδιος μετέχει και της οποίας είναι πρόξενος. Ως απάντηση στην ασχήμια της απαιδαγώγητης επιθυμίας, το Άσμα Ασμάτων έρχεται να μας μιλήσει για την ομορφιά της μορφωμένης επιθυμίας, για το κάλλος του πάθους εκείνου που έχει περάσει από το γυμναστήριο της παιδείας. Μέσα από τη Α’Ιω. 4,8.16 Ιω. 14,23 488 «διὰ τοῦτο ἀντερασθεῖσα ἡ νύμφη τοῦ ἀγαπήσαντος δείκνυσιν ἐν ἑαυτῇ ἐγκείμενον διὰ βάθους τῆς ἀγάπης τὸ βέλος͵ τουτέστι τὴν τῆς θεότητος αὐτοῦ κοινωνίαν» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1044D 489 Αὐτόθι, PG 44, 852A 490 «ὁρᾷ τοίνυν ἡ διὰ τῶν θείων ἀναβάσεων ὑψωθεῖσα ψυχὴ τὸ γλυκὺ τῆς ἀγάπης βέλος ἐν ἑαυτῇ͵ ᾧ ἐτρώθη͵ καὶ καύχημα ποιεῖται τὴν τοιαύτην πληγὴν λέγουσα ὅτι Τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ. ὦ καλοῦ τραύματος καὶ γλυκείας πληγῆς͵ δι΄ ἧς ἡ ζωὴ ἐπὶ τὰ ἐντὸς διαδύεται ὥσπερ τινὰ θύραν καὶ εἴσοδον τὴν ἐκ τοῦ βέλους διαίρεσιν ἑαυτῇ ὑπανοίξασα. ὁμοῦ τε γὰρ τὸ τῆς ἀγάπης βέλος ἐδέξατο καὶ παραχρῆμα εἰς γαμικὴν θυμηδίαν ἡ τοξεία μετεσκευάσθη» Αὐτόθι, PG 44, 852B 491 «κατὰ ταὐτὸν ἐν τοῖς διπλοῖς αἰνίγμασι τὰ περὶ τῆς θείας ἀναβάσεως ὁ λόγος φιλοσοφήσειε͵ δεικνὺς ὅτι ὁ αὐτὸς καὶ νυμφίος καὶ τοξότης ἐστὶν ἡμῶν͵ νύμφῃ τε καὶ βέλει τῇ κεκαθαρμένῃ κεχρημένος ψυχῇ͵ ὡς βέλος πρὸς τὸν ἀγαθὸν εὐθύνων σκοπόν͵ ὡς νύμφην εἰς μετουσίαν ἀναλαμβάνων τῆς ἀφθάρτου ἀϊδιότητος͵ μῆκος βίου καὶ ἔτη ζωῆς διὰ τῆς δεξιᾶς χαριζόμενος͵ διὰ δὲ τῆς ἀριστερᾶς τὸν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν πλοῦτον καὶ τὴν τοῦ θεοῦ δόξαν͵ ἧς οἱ τὴν τοῦ κόσμου ζητοῦντες δόξαν ἀμέτοχοι γίνονται» Αὐτόθι, PG 44, 852CD 486 487
87
διαρκή αναζήτηση του Νυμφίου, παρέχεται στον άνθρωπο η δυνατότητα για μια ζωή μέσα στο κάλλος και μια διαρκή αναγέννησή του μέσα στο ωραίο. Με το θετικό και ευαίσθητο χαρακτήρα της υψηλής παιδαγωγικής που εισηγείται το Άσμα Ασμάτων, καθίσταται δυνατή με τον πιο έξοχο και ταυτόχρονα παράδοξο τρόπο η μετάθεση της επιθυμητικής δύναμης του ανθρώπου, από τις συνηθισμένες σωματικές ηδονές και εμπαθείς ορμές, στη νοητή και άϋλη θεωρία του καλού492. «Ὡς ἂν οὖν μάλιστα ἡμῖν ἐλευθέρα καὶ ἄνετος ἡ ψυχὴ πρὸς τὴν θείαν τε καὶ μακαρίαν ἡδονὴν ἀναβλέποι͵ πρὸς οὐδὲν τῶν γηΐνων ἑαυτὴν ἐπιστρέψει οὐδὲ τῶν νενομισμένων κατὰ τὴν τοῦ κοινοῦ βίου συγχώρησιν ἡδονῶν μεταλήψεται͵ ἀλλὰ μεταθήσει τὴν ἐρωτικὴν δύναμιν ἀπὸ τῶν σωματικῶν ἐπὶ τὴν νοητήν τε καὶ ἄϋλον τοῦ καλοῦ θεωρίαν» Περὶ Παρθενίας, PG 46, 348CD.
492
88
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ «ἈΠΑΘΟΥΣ ΠΑΘΟΥΣ»
1.
ΤΟ «ἈΠΑΘΕΣ ΠΑΘΟΣ»
α. Το οξύμωρο σχήμα «ἀπαθές πάθος» Μπροστά στα «ἀνείκαστα» του Θεού, η διάνοια του ανθρώπου, μένει αργή493. Ο Θεός αποκαλυπτόμενος αποκρύπτεται, παραμένοντας απρόσιτος στο λόγο και στη σκέψη494. Η ανθρώπινη διανοητική ικανότητα, διασκεπτικά λειτουργώντας, υποκείμενη σε γλωσσικές διατυπώσεις και σχήματα και εγκλωβισμένη στα πλαίσια του χώρου και του χρόνου, συντρίβεται μπροστά στο θείο μυστήριο, αφού δεν διαθέτει καμμία γνωσιολογική βάση495. Τον κυρίαρχο ρόλο λαμβάνει η «ἐπιθυμητική δύναμις», η οποία, μέσα από την πίστη, δένει την ανθρώπινη με την ακατάληπτη θεία φύση496. Το σημαντικό και εφικτό είναι όχι να κατανοήσουμε νοητικά (πράγμα αδύνατον), αλλά να ζήσουμε το Θεό, να ζήσουμε με το Θεό, ο δε μυστικός χώρος συνάντησης με την απρόσιτη και απορρήτη Θεότητα, είναι «τὸ κρυπτὸν τῆς καρδίας ἡμῶν ταμεῖον»497. Κινητήριος μοχλός στην πνευματική αυτή προσπάθεια του ανθρώπου, καθίσταται το πάθος της επιθυμίας498, ως τόκος της παιδαγωγίας που «οὗ τὸ ἐπέκεινα οὔτε ἡ διάνοια χωρεῖ στοχασμοῖς τισι καὶ ὑπονοίαις ἀναλογίσασθαι͵ οὔτε λόγος δι΄ ἀκολούθου τὸ ἐφεξῆς ἐξευρίσκει» Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 485Α 494 Πρβλ. Δ. Βακάρου, Μυστήριον καὶ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἅγιον Γρηγόριον Νύσσης, Θεολογία 54 (1983), σελ.318 495 Βλ. Αλεξόπουλου Θεόδωρου, «Τὸ εἶναι» κατά τη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2006, σελ. 523 496 Η αδυναμία της γνώσεως του Θεού, γεννά στην ψυχή του ανθρώπου τον πόθο και την ακόρεστο επιθυμία, να τον γνωρίσει και να δει την αθέατη δόξα του. Απογοητευμένος ο άνθρωπος από την ορθολογιστική γνώση του Θείου, προσπαθεί δια της ασφαλέστερης οδού της πίστεως να έλθει πλησίον του Βλ. Κωνσταντίνου, Ε., Γρηγόριος ο Νύσσης, ΗΘΕ, τόμος 4, (1964) στ. 761 497 Εἰς τὴν Προσευχὴν, PG 44, 1149C. Πρβλ. Martin Laird, Under Solomon’s Tutelage: Τhe education of desire in the Homilies n the Song of the Songs, στο Rethinking Gregory of Nyssa, Ed. Coakley S., Blackwell, 2003, σελ. 84 498 «οὐκ ἔστι δὲ ἄλλως ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς ἀναψῦξαι μὴ τῆς ἐπιθυμίας πρὸς τοῦτο τὴν ψυχὴν ἀναγούσης. ὁρᾷς διὰ τί σοι ἡ ἐπιθυμητικὴ δύναμις ἔγκειται͵ ἵνα σοι πόθον ἐμποιήσῃ τοῦ μήλου͵ οὗ πολυειδὴς γίνεται τοῖς προσεγγίσασιν ἡ ἀπόλαυσις» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 844D. Από πολλά σημεία του έργου του αγίου Γρηγορίου προκύπτουν στοιχεία γνωριστικά προσωπικής θεοπτικής εμπειρίας, ιδιαίτερα μάλιστα, σημεία που υποδηλώνουν ότι αυτός ο ίδιος ο ιερός πατήρ διακαιόταν από έντονο πάθος επιθυμίας προς τη Θεότητα. Παρά το γεγονός ότι ο επίσκοπος Νύσσης δεν καταγράφει την θεοπτική του εμπειρία με τρόπο σαφή και συστηματικό, όπως άλλοι πατέρες, ο άμεσος, εναργής και πειστικός λόγος του αγίου όταν ομιλεί για την ερωτική σχέση Θεού‐ανθρώπου, είναι δηλωτικός του αγώνα του αγίου για ευρύτερη εμπειρία Θεού Πρβλ. Μαρίνου‐ 493
89
προηγήθηκε, ένα πάθος που κάνει τον άνθρωπο να ορμά προς «τὸ διαφεῦγον τὴν κατανόησιν», να το αποκτά και να το ζει. Στη θεολογία του αγίου Γρηγόριου, η «ἄληκτος ἐπιθυμία τῶν ὑψηλῶν» είναι ο μοναδικός τρόπος να υψωθεί κανείς προς το Θεό499. Ενώ, όπως είδαμε, διά στόματος της οσίας Μακρίνας, το «ἐπιθυμητικόν» τέθηκε εκτός της ουσίας της κατ’εικόνα Θεού δομημένης ανθρώπινης ψυχής, χαρακτηριζόμενο ως μυρμηκιά και επίστρωμα αυτής, στα ασκητικά έργα του αγίου Γρηγορίου, όλως ιδιαιτέρως μάλιστα στην ερμηνεία «εἰς τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων», η επιθυμία έρχεται να λάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο για την πνευματική πορεία του ανθρώπου500. Δεν έχουμε να κάνουμε όμως τώρα με ένα ανήμερο επιθυμητικό (άγριο άλογο κατά Πλάτωνα), αλλά με μια επιθυμητική λειτουργία που έχει μεταμορφωθεί και εξευγενιστεί μέσα από την πρέπουσα παιδαγωγία που προηγήθηκε. Το πάθος της ψυχής προς το Θεό, φέρει στο έργο του αγίου Γρηγορίου καταρχήν το όνομα της «αγάπης», στην εκστατική της μορφή και μάλιστα την πλέον παράλογη και σφοδρή. Είναι η «ἐπιτεταμένη ἀγάπη», η αμετακίνητη, η «ἐξ ὅλης καρδίας τε καί ψυχῆς και δυνάμεως», η μη έχουσα καμία σχέση με ανταπόδοση ή φόβο501. Ονομάζεται επίσης «ἔρως», μια λέξη της οποίας, ο άγιος Γρηγόριος, φαίνεται να προσπαθεί να δικαιολογήσει τη χρήση, καθώς αυτή είναι άγνωστη στο λεξιλόγιο του Ευαγγελίου: «ἀγάπησον ὅσον δύνασαι ἐξ ὅλης καρδίας τε καὶ δυνάμεως͵ ἐπιθύμησον ὅσον χωρεῖς. προστίθημι δὲ θαρρῶν τοῖς ῥήμασι τούτοις καὶ τὸ ἐράσθητι· ἀνέγκλητον γὰρ τοῦτο καὶ ἀπαθὲς ἐπὶ τῶν ἀσωμάτων τὸ πάθος͵ καθώς φησιν ἡ σοφία ἐν ταῖς Παροιμίαις τοῦ θείου κάλλους νομοθετοῦσα τὸν ἔρωτα»502. Το τελευταίο αυτό χωρίο από την ερμηνεία στο Άσμα Ασμάτων, μας βοηθάει να εμβαθύνουμε στην οντολογία του απαθούς πάθους, ως βιώματος της νύμφης ψυχής προς το Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος προτρέπει: «ἐπιθύμησον ὅσον χωρεῖς», χρησιμοποίησε δηλαδή όλη τη δύναμη και την ορμή του επιθυμητικού σου. Η επιθυμία αυτή καθίσταται πάθος, το οποίο, δια της πρέπουσας παιδαγωγίας, γεννιέται σε μια ψυχή που πρώτα έχει καταστεί απαθής. Πρόκειται για μια παράδοξη κατάσταση, κατά την οποία το πάθος, συνυπάρχει αρμονικά με την απάθεια, προσφέροντάς της όλη τη δυναμικότητά του, όπως ακριβώς συνέβαινε στην προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου. Για να εκφράσει την θαυμαστή αυτή πνευματική πραγματικότητα με τον περιγραφικότερο τρόπο, ο ιερός πατήρ χρησιμοποιεί, κατά την προσφιλή του συνήθεια, ένα οξύμωρο σχήμα, στο οποίο συνυπάρχουν στο ίδιο νοηματικό σύνολο οι αντιθετικές έννοιες του πάθους και της Μπούρα Θ., Εμπειρία και θεωρία προσωπική στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, (μεταπτυχιακή εργασία), Αθήνα 2003, σελ 85‐87 499 «οὐκ ἔστιν ἄλλως πρὸς τὸν Θεὸν ὑψωθῆναι͵ μὴ ἀεὶ πρὸς τὰ ἄνω βλέποντα͵ καὶ τὴν τῶν ὑψηλῶν ἐπιθυμίαν ἄληκτον ἔχοντα» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1248D 500 Βλ. Meredith A., Gregory of Nyssa, Routledge, London 1999, σελ. 85 501 Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 513D 502 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 772AB
90
απάθειας: «ἀνέγκλητον γὰρ τοῦτο καὶ ἀπαθὲς ἐπὶ τῶν ἀσωμάτων τὸ πάθος». Το πάθος αυτό καλείται από τον άγιο Γρηγόριο «ἀνέγκλητον», αφενός μεν γιατί το τόξο που ρίχνει το βέλος αυτού του πάθους δε στοχεύει στη σάρκα, αφετέρου δε γιατί στον τοξότη δεν υπάρχει καμία ιδιοτέλεια 503. Έτσι, κανείς δεν αισχύνεται γι’ αυτό, αντίθετα καυχάται. Καλείται και «ἀπαθές», αφενός μεν γιατί προϋποθέτει την απάθεια του ανθρώπου, αφετέρου δε γιατί η ακίδα του βέλους που προκαλεί το τραύμα στο βάθος της ανθρώπινης καρδιάς είναι ακίδα άϋλου και όχι σαρκικού πόθου504. Το πάθος συνήθως υποτάσσει τον άνθρωπο σε κάτι κατώτερο του. Είδαμε στο κεφάλαιο της τυραννίας των παθών, την άγρια δεσποτεία των παθών επί του ανθρώπου, μια κατάσταση που αποξενώνει τον άνθρωπο από το Θεό. Το ἐν λόγῳ όμως «πάθος», ως έκρηξη της ροπής για τις καθαρές ηδονές του πνεύματος, διαφοροποιείται από όλα τα άλλα πάθη, καθώς ο φορέας του δεν υποτάσσεται σε κάτι κατώτερο από αυτόν, όπως συνήθως συμβαίνει. Ο διακατεχόμενος από το πάθος αυτό, υποτάσσεται παθητικά και υποδουλώνεται σε κάτι που είναι ανώτερό του, και μάλιστα στο κατεξοχήν υπέρτατο των όντων, στον ίδιο το Θεό505. Οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή αυτού του πάθους (όπως για παράδειγμα το «ἀγαθόν τραύμα»‐στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια), υπογραμμίζουν αυτό ακριβώς το στοιχείο της ξένης εξάρτησης, μιας έξωθεν επέμβασης και διατάραξης από κάτι ανώτερο και υπέρτερο, που ανυψώνει την ψυχή. Η ορμή της ψυχής προς το όντως επιθυμητό, προς το «πρωτότυπον και ἀόρατον» θείο κάλλος506, συνιστά πάθος «ἀπαθές» και «ἀνέγκλητον», διότι αν και διάπυρο, δεν απευθύνεται στην ικανοποίηση της σωματικής διάθεσης, αλλά στο πνεύμα και τη διάνοια 507. Συνιστά δηλαδή μια επανενεργοποίηση του πνευματικού πάθους που βίωνε ο προπτωτικός άνθρωπος στους κόλπους της Στον πλατωνικό Φαίδρο, όπου διερευνώνται οι σχέσεις «εραστή» και «ερώμενου», βασική θεματική πρόταση είναι η «ιδιοτέλεια» του εραστή προς το αντικείμενο του πόθου του. Ο εραστής, υπηρέτης ο ίδιος των επιθυμιών του, συμπεριφέρεται με ζήλια και εγωϊσμό προς τον αγαπημένο του. Δεν επιθυμεί κανένα είδος ανεξαρτησίας του και αντιδρά σε ότι τον καθιστά λιγότερο υποτακτικό. Σε μια τέτοια διαμορφωμένη κατάσταση, οι ηδονές μονοπωλούνται από τον «εξουσιαστή», ενώ το θύμα του στερείται οποιασδήποτε απόλαυσης, ανέχεται ωστόσο τη θέση του από τις κολακείες και τα οφέλη που του υπόσχεται ο εραστής, όσο διάστημα δεν έχει κορέσει τις επιθυμίες του. Βλ. Καζά Πηνελόπης, Η θεωρία της ηδονής στον Πλάτωνα (μεταπτυχιακή εργασία), Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 72. Γίνεται εύκολα αντιληπτό γιατί το πάθος αυτό το οποίο περιγράφει ο άγιος Γρηγόριος, ονομάζεται από τον ίδιο «ἀπαθές» και «ἀνεπίληπτο». 504 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1048CD 505 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.218 506 Στην πλατωνική σκέψη, ο έρως επιθυμεί την ομορφιά και αποστρέφεται την ασχήμια. Επιθυμεί αυτό το οποίο στερείται και αυτό το οποίο στερείται είναι η ομορφιά. Επειδή στερείται της ομορφιάς και επειδή επιθυμεί την ομορφιά κατευθύνεται προς την αναζήτηση της ομορφιάς. Βλ. Καραγιάννη Γεώργιου, Ο παιδαγωγικός έρως στην αρχαία Ελλάδα (το ιερό μένος της αρετής και η καταδίκη των σαρκικών παθών), Θεσ/νίκη 2003, σελ. 168 507 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 772AB 503
91
παραδείσιας μακαριότητας, με τη διαφορά ότι το απαθές αυτό πάθος βιώνεται τώρα, όχι με ένα φωτοειδές, αλλά ένα σώμα βαρύ και υλικό, ένα σώμα όμως που δια της καθάρσεως έχει καταστεί απαθές και στο οποίο οι πνευματικές αισθήσεις έχουν επαναφυπνιστεί. Η μετάθεση του ανθρώπινου ερωτικού πάθους «ἐπί την νοητήν καί ἄυλον τοῦ καλοῦ θεωρίαν», θεωρείται από τον άγιο Γρηγόριο κατόρθωμα του επιθυμητικού μέρους της ψυχής508 και καθιστά την ηδονή509, την οποία αισθάνεται η ψυχή, «θείαν», «μακαρίαν», «καθαράν» και «ἄυλον»510. Μια σειρά από πάθη του επιθυμητικού, η πλεονεξία, η φιλοδοξία, η φιληδονία και η απληστία511, μεταποιούνται σε παράγοντες επαινετούς, που τροφοδοτούν τον αγαθό πόθο, τον διεγείρουν «εἰς φλόγαν μετέωρον» και ποιούν «ἄπαυστον τον ἔρωτα τοῦ θείου κάλλους»512. Τα μεταμορφωμένα αυτά πάθη του επιθυμητικού, λειτουργούν όπως στην προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου: ενεργοποιούνται δια των πνευματικών αισθήσεων, ενώ με το δυναμισμό και την ορμητικότητά τους, εμπλουτίζουν δημιουργικά τη βίωση της απάθειας από τον άνθρωπο. Ο θεόπτης Μωυσής παρουσιάζεται από τον άγιο Γρηγόριο ως πρότυπο ανθρώπου που βίωσε έντονα αυτό το πάθος513. Η ψυχή του είχε ολοκληρωτικά διατεθεί με μια σφοδρή ερωτική διάθεση προς το θείο κάλλος: «δοκεῖ δέ μοι τὸ τοιοῦτο παθεῖν τῆς ψυχῆς διατεθείσης ἐρωτικῆ τινι διαθέσει πρὸς τὸ καλόν»514. Στο ἐν λόγῳ χωρίο, βρίσκουμε στην ίδια συνάφεια τις έννοιες του έρωτα («ἐρωτικῆ»), του πάθους («δοκεῖ δέ μοι τὸ τοιοῦτο παθεῖν») και της τάσης («διατεθείσης»). Με το πάθος αυτό, (που είναι τόσο δυνατό όσο όταν δένονται δύο σώματα μεταξύ τους), κάθε εφάμαρτη σωματική διάθεση νεκρώνεται και σβήνει υπό την επικράτηση του απόλυτου δυναμισμού του πνεύματος. Το πάθος συνυπάρχει με «Τοῦ δὲ ἐπιθυμητικοῦ μέρους ἡ μὲν ἐνάρετός ἐστι κίνησις τὸ πρὸς τὸ ὄντως ἐπιθυμητικὸν͵ καὶ ἀληθῶς καλὸν ἀνάγεσθαι τὸν πόθον» Ἐπιστολή κανονική πρός τόν ἐν ἁγίοις Λητόϊον ἐπίσκοπον Μελιτινῆς, PG 45, 224D‐225Α. 509 Κατά την πλατωνική διδασκαλία, στην οποία είχε εντρυφήσει ο άγιος Γρηγόριος, οι ηδονές διακρίνονται σε σωματικές (που συνδέονται με την οργανική πλησμονή‐ικανοποίηση) και σε νοητικές‐ ψυχικές (που τις προκαλεί η νοερή προσδοκία της ηδονής χωρίς καμμία σωματική παρέμβαση) Βλ. Καζά Πηνελόπης, Η θεωρία της ηδονής στον Πλάτωνα (μεταπτυχιακή εργασία), Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 30. Σύμφωνα με μια άλλη διάκριση, οι ηδονές διακρίνονται σε «ψευδείς» ηδονές του αισθησιασμού και σε «αληθείς» ηδονές της φιλοσοφικής ζωής, Αὐτόθι, σελ. 64. 510 «Ὡς ἂν οὖν μάλιστα ἡμῖν ἐλευθέρα καὶ ἄνετος ἡ ψυχὴ πρὸς τὴν θείαν τε καὶ μακαρίαν ἡδονὴν ἀναβλέποι͵ πρὸς οὐδὲν τῶν γηΐνων ἑαυτὴν ἐπιστρέψει οὐδὲ τῶν νενομισμένων κατὰ τὴν τοῦ κοινοῦ βίου συγχώρησιν ἡδονῶν μεταλήψεται͵ ἀλλὰ μεταθήσει τὴν ἐρωτικὴν δύναμιν ἀπὸ τῶν σωματικῶν ἐπὶ τὴν νοητήν τε καὶ ἄϋλον τοῦ καλοῦ θεωρίαν» Περὶ Παρθενίας, PG 46, 348CD. 511 «γυμνωθεῖσά τε καὶ καθαρθεῖσα πάντων ἡ ὄρεξις πρὸς τὸ μόνον ὀρεκτόν τε καὶ ἐπιθυμητὸν καὶ ἐράσμιον τῇ ἐνεργείᾳ τραπήσεται οὐκ ἀποσβέσασα καθόλου τὰς ἐγκειμένας φυσικῶς ἡμῖν ἐπὶ τὰ τοιαῦτα ὁρμὰς ἀλλὰ πρὸς τὴν ἄϋλον τῶν ἀγαθῶν μετουσίαν μεταποιήσασα. ἐκεῖ γὰρ ὁ ἔρως τοῦ ἀληθινοῦ κάλλους ὁ ἄπαυστος» Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 529D‐532A 512 Πρβλ. Αντ. Βαρκιντζόγλου, Η μυστική θεολογία και η έκφραση αυτής διά της αντιθετικής ορολογίας του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Αθήνα 2003, σελ. 123 513 Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44,401BD 514 Αὐτόθι, PG 44, 401D 508
92
την απάθεια, την οποία εμπλουτίζει και ασφαλίζει, ενώ καίει μέσα στον άνθρωπο ερωτικά κατά το πνεύμα μόνο η διάνοια, που θερμαίνεται με τη φωτιά εκείνη που ήρθε να βάλει ο Κύριος στη γη: «καὶ τούτου χάριν τὸ σφοδρότατον τῶν καθ΄ ἡδονὴν ἐνεργουμένων (λέγω δὲ τὸ ἐρωτικὸν πάθος) τῆς τῶν δογμάτων ὑφηγήσεως αἰνιγματωδῶς προεστήσατο͵ ἵνα διὰ τούτου μάθωμεν͵ ὅτι χρὴ τὴν ψυχὴν πρὸς τὸ ἀπρόσιτον τῆς θείας φύσεως κάλλος ἐνατενίζουσαν τοσοῦτον ἐρᾶν ἐκείνου͵ ὅσον ἔχει τὸ σῶμα τὴν σχέσιν πρὸς τὸ συγγενὲς καὶ ὁμόφυλον͵ μετενεγκοῦσαν εἰς ἀπάθειαν τὸ πάθος͵ ὥστε πάσης κατασβεσθείσης σωματικῆς διαθέσεως μόνῳ τῷ πνεύματι ζέειν ἐρωτικῶς ἐν ἡμῖν τὴν διάνοιαν διὰ τοῦ πυρὸς ἐκείνου θερμαινομένην͵ ὃ βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν ἦλθεν ὁ κύριος»515. β. Οι παράδοξες εκδηλώσεις του πάθους αυτού Παράλληλα με το οξύμωρο σχήμα «ἀπαθές πάθος», ο άγιος Γρηγόριος χρησιμοποιεί μια σειρά άλλων αντιθετικών σχημάτων516, δια των οποίων θέλει να εκφράσει την παράδοξη εκείνη πνευματική κατάσταση, κατά την οποία συνυπάρχουν θαυμαστά το πάθος με την απάθεια. Ένα από αυτά, είναι το αντιθετικό σχήμα της «νηφαλίου μέθης»517. Η «μέθη» θεωρείται «πάθος» αντιστρατευόμενο τη νηφαλιότητα518. Η άμετρη χρήση του οίνου Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 773D. Πρβλ.Λουκᾶ 12,49. Η χρήση αντιθετικών και παράδοξων σχημάτων για την έκφραση της μυστικής θεολογίας, συνιστά πρωτοτυπία του Επισκόπου Νύσσης Βλ. Αντ. Βαρκιντζόγλου, Η μυστική θεολογία και η έκφραση αυτής διά της αντιθετικής ορολογίας του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Αθήνα 2003, σελ. 40. Πρβλ. J. Denning‐ Bolle, «Gregor of Nyssa: The soul in mystical Flight», GOTR 34 (1989), 110. Τα αντιθετικά αυτά σχήματα, απελευθερωμένα από κάθε λογική αναγκαιότητα, συνθέτουν με ξεχωριστό τρόπο την πραγματικότητα της μυστικής εμπειρίας Βλ. Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ. 303 517 Ο Πλάτων στο «Φαίδρο», θέλοντας να εκφράσει το θαυμαστό διαποτισμό της ψυχής από τη θεότητα και την εντελώς ιδιότυπη συνειδησιακή κατάσταση που έρχεται ως αποτέλεσμά του, χαρακτηρίζει το βίωμα αυτό ως «θείαν μανίαν», «μανίαν γιγνομένην ἀπὸ θεῶν» (244 a d, 245 b, 256 b). Είναι μια θεϊ κ ή τ ρ έλ α, η μ έθη ενός ιερού οίστρου, μέσα στην οποία η βαθύτατα συγκλονισμένη ψυχή ζει μέσα της το «εντελώς άλλο», την πλησμονή της θεότητας, με έναν τρόπο που δεν επιδέχεται καμία περιγραφή. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να νιώσουν αυτό το θεογ ένν ητο πάθος της ψυχής, μόνο σε λίγους έχει δοθεί η «θεία μανία». Γι’αυτό οι πολλοί παίρνουν για τρελό τον βυθισμένο στην εκστατική «θεωρία» φιλόσοφο (Φαῖδρ. 249 d). Αυτός όμως ζει άμεσα το θαύμα μιας δύναμης που τον κυριεύει και τον ανυψώνει από τη γη στον ουρανό. Την ώρα εκείνη έχει ένα απερίγραπτο συναίσθημα:του έρχεται «οἷον ἐκ τῆς φρίκης μεταβολή τε καὶ ἱδρὼς καὶ θερμότης ἀήθης λαμβάνει» (251 a b). Έχει το αίσθημα ότι φυτρώνουν φτερά στην ψυχή του, «καὶ ὅπερ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται ὅταν ἄρτι φύωσιν͵ κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα͵ ταὐτὸν δὴ πέπονθεν ἡ τοῦ πτεροφυεῖν ἀρχομένου ψυχή· ζεῖ τε καὶ ἀγανακτεῖ καὶ γαργαλίζεται φύουσα τὰ πτερά» (251 c). Η ψυχή του θερμαίνεται από φλογερό «ἵμερον»: πετάει σε μιαν άλλη σφαίρα, ψηλά στο βασίλειο του φωτός, όπου ατενίζει αυτό που ποθεί και τότε «ὠδίνων λήγει» (251 d). Βλ. Παπανούτσου Ευάγγελου, Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, Εκδόσεις Δωδώνη, σελ. 133 518 Ἐγκώμιον εἰς τὸ μέγαν μάρτυρα Θεόδωρον, PG 46, 744Α 515 516
93
συνιστά «ψυχῆς δηλητήριον, διανοίας νέκρωσιν, ἀρετῆς ἀλλοτρίωσιν»519. Όταν όμως η «μέθη» συνδυάζεται με τη νηφαλιότητα, οι αισθήσεις αιφνιδίως αναστέλλονται και ο άνθρωπος θεωρεί το «ἀθέατον κάλλος»520. Ο οίνος ο «ἐργαζόμενος» την «θείαν καί νηφάλιον μέθην», είναι ο «ἄκρατος» και «ἀκήρατος» οίνος, τον οποίο παραθέτει στους συμπότες του ο Κύριος, όταν τους καλεί λέγοντας: «φάγετε καί πίετε καί μεθύσθητε»521. Είναι εμφανής η σχέση που υποδηλώνεται μεταξύ της «νηφαλίου μέθης» και του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Ο ευχαριστιακός οίνος, προκαλεί την εκστατική μέθη και φέρει την «κεκρατημένην» υπ’ αυτόν διάνοια εκτός των φυσικών της ορίων, μεταβάλλοντας αυτήν «ἀπό τῶν χειρόνων πρός τά βελτίω»522. Με αυτήν την μέθη «ἐμεθύσθησαν» τόσο ο μέγας Δαβίδ, όσο και ο «νεώτερος Βενιαμίν Παῦλος», ο οποίος υπό το καθεστώς της ομιλούσε, όχι ως μαινόμενος, αλλά ως σώφρων και δίκαιος523. Στη «μυστική τράπεζα» του Πνεύματος, ο οίνος ο προκαλών αυτήν την μέθη την «νήφουσαν», την «ἀγαθήν», την «θείαν», την «ἀκήρατον», την «σώφρονα» και «ἐκστατικήν», είναι ο ευχαριστιακός οίνος, το «πότιμον αἷμα τοῦ βότρυος» Ιησού Χριστού, δια του οποίου στην πλήρη «ἀκηράτου οἴνου» ψυχή εντίθεται «κρατήρ νηφάλιος»524. Ένα δεύτερο οξύμωρο σχήμα, είναι αυτό του «γρηγοροῦντος ὕπνου»525. Οι αντίθετοι όροι «ὕπνος» και «ἐγρήγορση», χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν μια κατάσταση διάδοχη της «νηφαλίου μέθης»526. Δι’ αυτών περιγράφεται μια κατάσταση κατά την οποία η ψυχή, αφενός μεν κοιμίζει κάθε σωματική λειτουργία, αφ’ ετέρου δε γρηγορεί, αγρυπνεί, και απολαμβάνει τη θεία ευδαιμονία527. O ύπνος αυτός είναι μυστικός, ιδιόμορφος, «ξένος καί τῆς φυσικῆς συνηθείας ἀλλότριος»528. Με τον όρο «ύπνος», υπογραμμίζεται η διακοπή της δραστηριότητας των αισθήσεων, εφόσον «παρά τόν τοῦ ὕπνου καιρόν» καμία αίσθηση δεν επιτελεί τη λειτουργία της529. Επέρχεται δηλαδή, μια νύκτα των σωματικών αισθήσεων, μια νέκρωση ανάλογη αυτής των τριχών του σώματος, οι οποίες αν και μέρος του σώματος, παραμένουν «ἀμοιροῦσες αἰσθήσεως»530. Ενώ όμως η ψυχή «κοιμάται», για Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 660Α Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 989D 521 Αὐτόθι, PG 44, 992B 522 Αὐτόθι, PG 44, 989C 523 Αὐτόθι, PG 44, 989D 524 Ἐπιτάφιος Λόγος εἰς τὸν μέγαν Μελέτιον Ἐπίσκοπον Ἀντιοχείας, PG 46, 860Α 525 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 992C 526 «Ἀκολούθως δὲ διαδέχεται τὴν μέθην ὁ ὕπνος» Αὐτόθι, PG 44, 992C 527 Πρβλ. J. Daniélou, Platonisme et théologie mystique, Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse, Aubier, Edition Montaigne, Paris, 1954, σελ. 282. Πρβλ. σχετικώς Αντ. Βαρκιντζόγλου, Η μυστική θεολογία και η έκφραση αυτής διά της αντιθετικής ορολογίας του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Αθήνα 2003, σελ. 143. Επίσης βλ. Κορναράκη Κ.Ι., «Νηπτική Θεώρηση των ανθρωπολογικών δεδομένων του ενυπνίου της νύμφης», ΕΕΘΣΠΑ 33 (1998), 673‐695 528 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 992C 529 Αὐτόθι, PG 44, 992D 530 Αὐτόθι, PG 44, 1104B 519 520
94
όλα όσα προκαλούνται από την δι’αισθήσεως ηδονή, ταυτόχρονα, μέσω της πνευματικής εγρηγόρσεως531, δέχεται την εμφάνεια του Θεού532. Ένα άλλο οξύμωρο σχήμα που χρησιμοποιείται, είναι αυτό της ἐν ταυτῷ «εἰσόδου» και «ἐξόδου» της ψυχής533. Η αδιάκοπη έκταση της ψυχής προς το θείον, περιγράφεται ως «ἔξοδος ἅμα καί εἴσοδος» της ψυχής, διότι η «ἀπό τοῦ ἐν ὧ ἐσμέν ἔξοδος τῶν ὑπερκειμένων ἀγαθῶν εἴσοδος γίνεται»534. Η «ἔξοδος» αυτή, η οποία αποκαλείται από τον άγιο Γρηγόριο «μακαρία»535, χωρίς να είναι μια κατάσταση καταστολής της συνειδήσεως (εφόσον δε προκαλείται αναστολή των αισθήσεων), επιφέρει ένα είδος υπέρβασης των πεπερασμένων ορίων της ψυχής, υπό την υπερέχουσα δύναμη της θείας παρουσίας536. Η ψυχή, ως εκ τούτου, «ἐξέρχεται» από το σημείο στο οποίο ευρίσκεται και «εἰσέρχεται» «ἐπί τά πρόσω»537. Ο Λόγος καθίσταται «χειραγωγός» της ψυχής «ἐπί τά ὕψη», είναι εκείνος που τρέφει συνεχώς το πάθος της, και υποδεικνύει σε αυτήν τον υψηλότερο «ἀναβαθμόν»538. Η δε ψυχή, ανταποκρινόμενη στις συνεχείς υποδείξεις «οὐδέποτε τοῦ εἰσιέναι» λήγει, «οὔτε τοῦ ἐξιέναι» παύεται539. Το γεγονός αυτό διαστέλλει τη δεκτική ικανότητα της, ώστε αυτή να αποκτήσει «τοῦ ἀνοῖξαι τήν δύναμιν»540. Το «ἄνοιγμα» αυτό συνιστά την «ἔξοδον» αυτής εκ των «κατειλημμένων» και την ταυτόχρονη «εἴσοδο» στη μετουσία του πλείονος. Το «παραδοξότατον» σχήμα της ταυτοχρόνου «στάσεως» και «κινήσεως» της ψυχής, είναι ένα ακόμα σχήμα εκφραστικό της οντολογίας του απαθούς πάθους. Με τον όρο «στάσις», υποδηλώνεται το «πάγιον» και «ἀμετάπτωτον» της ψυχής στην αρετή, η «κτῆσις» της οποίας «οὔτε χρόνῳ μετρεῖται, οὔτε κόρῳ περιορίζεται»541. Προϋποθέτει την επίτευξη προηγούμενων κατορθωμάτων, η ευφροσύνη των οποίων Η έννοια της «ἐγρηγόρσεως» δίδεται από τον επίσκοπο Νύσσης με δύο εικόνες. Η πρώτη είναι αυτή της «περιεζωσμένης ὀσφύος» και των «καιομένων λύχνων», εμφαίνει το άγρυπνο και ανεξαπάτητο της ψυχής, όπως ακριβώς συμβαίνει με την κατάσταση κατά την οποία το φως και η «διεσφιγμένη ὀσφύς διά τῆς ζώνης» «ἀπαράδεκτον τοῦ ὕπνου παρασκευάζουν το σῶμα» Αὐτόθι, PG 44, 996C. Η δεύτερη εικόνα είναι αυτή του κινναμώμου, το οποίο έχει τη δυνατότητα να μεταποιεί τον καθεύδοντα νου σε νηφάλιο και λογικό, καθίσταται δηλωτική της νηφαλιότητας διά της οποίας, «καί ἡ τῆς ἐπιθυμίας πύρωσις, καί ἡ περικάρδιος τοῦ θυμοῦ κατασβέννυται ζέσις». Μιμείται κατ’ αυτόν τον τρόπο η ψυχή την επαγρυπνούσα και ανεξαπάτητο φύση των αγγέλων, την οποία καμία φαντασίωση δεν απομακρύνει από την αλήθεια. Αὐτόθι, PG 44, 973AD 532 Αὐτόθι, PG 44, 993AC 533 Στηρίζεται στους ευαγγελικούς λόγους του Κυρίου (Ιω. 10,9) «ἐγώ εἰμί ἡ θύρα, δι ‘ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθη σωθήσεται και εἰσελεύσεται καί ἐξελεύσεται», ενώ ερείδεται και στο ψαλμικό (120,8) «Κύριος φυλάξει τήν εἴσοδόν σου καί τήν ἔξοδόν σου». 534 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1024D‐1025A 535 Αὐτόθι, PG 44, 1024D 536 Πρβλ. Αντ. Βαρκιντζόγλου, Η μυστική θεολογία και η έκφραση αυτής διά της αντιθετικής ορολογίας του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Αθήνα 2003, σελ. 138 537 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1028A 538 Αὐτόθι, PG 44, 876BC 539 Αὐτόθι, PG 44, 1025A 540 Αὐτόθι, PG 44, 1008D 541 Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1244D‐1245A 531
95
δεν είναι «παροδική» και «ἄστατος», αλλά «ἐνιδρυμένη και διαμένουσα»542. «Διά τῆς βεβαιότητος τοῦ ἀγαθοῦ», η ψυχή παραμένει σταθερή στην επιθυμία και το πάθος της για τα «ἔμπροσθεν», καθώς «πτερώνεται» προς την άνω πορεία της543. Η σταθερότητα αυτή συνιστά κατά τον άγιο θεολόγο της Νύσσης, την «πέτραν», η οποία σε αντίθεση με το επισφαλές και το ολισθηρό της «ψάμμου», καθιστά τον διανύοντα το δρόμο της αρετής «ἐδραῖον ἐν τῶ ἀγαθῶ καί ἀμετακίνητον»544. Η «στάσις» αυτή της ψυχής όμως, στη θεία σταδιοδρομία συνιστά ταυτόχρονα, μια ανοδική πορεία, διότι «διά τοῦ ἐστάναι (ενν. στην αρετή), τό ἀναβῆναι γίνεται»545. Συνιστά μια αδιάκοπη «αὔξησιν» κατά την οποία «ὁ τρέχων ἑαυτοῦ μείζων πάντοτε καί ἀνώτερος γίνεται»546. Η ταχύτητα δε της κινήσεως είναι ανάλογη της σταθερότητας με την οποία η ψυχή εμμένει στην αρετή547. Το «ἀεικίνητον» αυτό δεικνύει την έντονη πνευματική δραστηριότητα στην οποία ευρίσκεται η ψυχή όταν παραμένει σταθερή στην αντίθεσή της προς τα πάθη της κακίας, δραστηριοποιούμενη όμως εσωτερικά και φλεγόμενη από το ανέγκλητο και απαθές ερωτικό πάθος προς την Θεότητα. Το «ἀγαθόν τραῦμα», ως σχήμα παράδοξο και οξύμωρο, έρχεται να χρωματίσει και να φωτίσει μια άλλη διάσταση του απαθούς πάθους, καθώς, με τη συντελούμενη κάθαρση που επιτελείται με το τραύμα αυτό, απομακρύνονται και τα τελευταία εμπόδια που χωρίζουν την ψυχή από το Θεό548. Στην ερμηνεία στο Άσμα Ασμάτων, η πληγωμένη από το πάθος ψυχή αναφωνεί: «τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ»549. Η φύση του πάθους είναι τιτρώσκουσα. Το βέλος που τραυματίζει, συμβολίζει την κοινωνία της Θεότητας, την ενοίκησή της στην ψυχή, γεγονός που προκαλεί σε αυτήν άρρητη ηδονή550. Η αιχμή αυτού του βέλους είναι τρίστομη, χρωματισμένη με το πνεύμα της ζωής, σε όποιον δε εισχωρήσει, συνεισάγει μαζί της και τον τοξότη, όπως μας λέει ο Κύριος, «ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ’αὐτῶ ποιησόμεθα». Αὐτόθι, PG 44, 1244C Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 405BD 544 Αὐτόθι, PG 44, 405D 545 Αὐτόθι, PG 44, 405C 546 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 941BC 547 Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 405D 548 Πρβλ. Αντ. Βαρκιντζόγλου, Η μυστική θεολογία και η έκφραση αυτής διά της αντιθετικής ορολογίας του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Αθήνα 2003, σελ. 302 549 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 852A 550 Την ίδια εικόνα του βέλους ως συμβόλου της εισόδου του Λόγου στην ψυχή, ξαναβρίσκουμε στην ιγ’ ομιλία της ερμηνείας του Άσματος: «τά νομιζόμενα τοῦ φίλου τραύματα τῶν φιλημάτων ἦν τοῦ ἐχθροῦ λυσιτελέστερά τε καὶ αἱρετώτερα. ἐπεὶ οὖν συνέστησεν ἑαυτοῦ τὴν ἀγάπην ὁ καλὸς ἐραστὴς τῶν ἡμετέρων ψυχῶν͵ δι΄ ἣν καὶ Ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε͵ διὰ τοῦτο ἀντερασθεῖσα ἡ νύμφη τοῦ ἀγαπήσαντος δείκνυσιν ἐν ἑαυτῇ ἐγκείμενον διὰ βάθους τῆς ἀγάπης τὸ βέλος͵ τουτέστι τὴν τῆς θεότητος αὐτοῦ κοινωνίαν· ἡ γὰρ ἀγάπη ἐστὶν ὁ θεός͵ καθὼς εἴρηται͵ ἡ διὰ τῆς κατὰ τὴν πίστιν ἀκίδος τῇ καρδίᾳ ἐγγενομένη. εἰ δὲ χρὴ καὶ ὄνομα τοῦ βέλους εἰπεῖν τούτου͵ ἐροῦμεν ὃ παρὰ τοῦ Παύλου ἐμάθομεν ὅτι τὸ βέλος τοῦτο ἐστίν πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» Αὐτόθι, PG 44, 1044D. 542 543
96
Στην δωδέκατη ομιλία όμως του ίδιου έργου, παρουσιάζεται μια άλλη διάσταση του «ἀγαθοῦ τραύματος». Γίνεται λόγος για την παιδαγωγική κάθαρση που θα πρέπει να υποστεί η ψυχή για να μπορέσει να προχωρήσει εντονότερα στη μυστική ένωσή της με το Θεό. Αυτές οι διαδοχικές καθάρσεις αποτελούν τα «ἀγαθά τραύματα», που η ψυχή εύχεται διακαώς να βιώσει, έστω και με κάποιο πόνο (κάθε πάθος ζητάει τις θυσίες του από τον άνθρωπο), καθώς με τις καθάρσεις αυτές θα μπορέσει να χαρεί μια ένωση πιο έντονη με τη Θεότητα551. Με την επαναλαμβανόμενη χρήση αυτών των οξύμωρων και παράδοξων σχημάτων, ο επίσκοπος Νύσσης, θέλει να δείξει, ότι η πνευματική ζωή συντίθεται από διαδοχικές εκστάσεις, γνόφους, τραύματα, μέσα στα πλαίσια ενός σφοδρού και ακατάσχετου ερωτικού πάθους552. Κατά τη βίωση του απαθούς πάθους της, η νύμφη‐ψυχή μας παρουσιάζεται να υφίσταται χτυπήματα, τραύματα: «ἀδελφιδός μου παρῆλθεν· ἡ ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ. ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν͵ ἐκάλεσα αὐτὸν καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου. Εὕροσάν με οἱ φύλακες οἱ κυκλοῦντες ἐν τῇ πόλει͵ ἐ πά ταξά ν μ ε͵ ἐτ ρα υμ άτι σά ν μ ε ͵ ἦραν τὸ θέριστρον ἀπ΄ ἐμοῦ οἱ φύλακες τῶν τειχέων» Αὐτόθι, PG 44, 1029A. Ποια είναι η σημασία όμως αυτών των χτυπημάτων και τραυμάτων; Αυτά, εξηγεί ο άγιος Γρηγόριος, δεν είναι λόγια κάποιου που θρηνεί, όπως φαίνεται, αλλά κάποιου που καυχάται για τα κάλλιστα. Η αφαίρεση του πέπλου, που έγινε με το χτύπημα και την πληγή, απελευθέρωσε την νύμφη από το σάρκινο περικάλυμμα, ώστε αφενός μεν να παρουσιαστεί η ομορφιά της ψυχής χωρίς να τη σκοτεινιάζει πια το σκέπασμα, αφετέρου δε αυτή ανεμπόδιστα να μπορεί να θεωρεί και να απολαμβάνει την ποθούμενη ομορφιά. Στην β’ προς Κορινθίους, ο Απ. Παύλος, αναθέτει την αφαίρεση του πέπλου στη δύναμη του Αγίου Πνεύματος (3, 16‐17). Συμπεραίνει λοιπόν ο ιερός πατήρ, ότι εφόσον η αφαίρεση του καλύμματος είναι αγαθό, αφού γυμνώνει την ομορφιά της νύμφης, θα είναι αγαθό και το χτύπημα και το τραύμα με τα οποία πετυχαίνεται η αφαίρεση. Υπάρχει όμως, κατά τον Άγιο Γρηγόριο και μια άλλη ερμηνεία, αυτών των χτυπημάτων και τραυμάτων Αὐτόθι, PG 44, 1037CD. Η ψυχή διδάσκεται από τους φρουρούς (που δεν είναι άλλοι από τα λειτουργικά‐ αγγελικά τάγματα), ότι αγαπά τον απρόσιτο και επιθυμεί τον ακατάληπτο. Η είδηση αυτή, προκαλεί την απελπισία της ότι δε θα ολοκληρωθεί η επιθυμία της, δε θα ικανοποιηθεί το απαθές και ανεπίληπτο πάθος της να απολαύσει το καλό. Με το χτύπημα όμως αυτό, αφαιρείται το πέπλο της λύπης, μαθαίνοντας ακριβώς ότι το να προχωρεί πάντα στην αναζήτηση και να μην παύει ποτέ να ανεβαίνει, αυτό είναι η αληθινή απόλαυση του ποθούμενου, κάθε επιθυμία που πραγματοποιείται και κάθε πάθος που ικανοποιείται γεννά άλλη επιθυμία και άλλο δυνατότερο πάθος για το ανώτερο. «Μόλις λοιπόν αφαίρεσε τον πέπλο της απελπισίας και είδε το άπειρο και απερίγραπτο κάλλος του αγαπημένου που συνεχώς παρουσιάζεται ανώτερο σε όλη την ατελείωτη διάρκεια των αιώνων, παραδίνεται σε εντονότερο πόθο και αναγγέλλει στον αγαπημένο της με τις κοπέλες της Ιερουσαλήμ το πάθος της καρδιάς της, ότι δηλαδή δέχθηκε μέσα της το εκλεκτό βέλος του Θεού και με την αιχμή της πίστης χτυπήθηκε η καρδιά της, λαβωμένη καίρια από την σαϊτιά της αγάπης, λαβωμένη δηλαδή από τον Θεό σύμφωνα με το Λόγο του Ιωάννη (Ιω.4,8). 552 Πρβλ.Daniélou J., Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954, σελ.275 551
97
2.
Ο «ἘΠΕΚΤΑΤΙΚΟΣ» ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
Ο πόθος για ένωση με το Θεό, οδηγεί την ψυχή σε μια συνεχή ανοδική πορεία, σε μια ατελεύτητη «ἐπέκτασιν»: η ψυχή «πάντοτε τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτεινομένη οὐ παύεται»553. Πρόκειται για μια διαρκή πρόοδο της ψυχής, μια συνεχή αύξηση στη θεία χάρη, μια αδιάκοπη κίνηση στα βάθη του θείου γνόφου554. Στον όρο «ἐπέκτασις», συνυπάρχουν παραδόξως οι προθέσεις «ἐκ» και «ἐπί» στην ίδια λέξη. Με την πρόθεση «ἐπί» δηλώνεται η κατοχή, που πραγματοποιείται στην ψυχή από το Θεό, καθόσον αυτή καθίσταται χώρος παρουσίας του. Με την πρόθεση «ἐκ», αντίθετα δηλώνεται η έκταση της ψυχής προς την απεριόριστη θεία παρουσία. Επομένως με τον όρο «ἐπέκτασις», εκφράζονται δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητας: «ὅ τε γαρ Θεός ἐν τῆ ψυχῆ γίνεται καί πάλιν εἰς τόν Θεόν ἡ ψυχή μετοικίζεται»555. Η προσέγγιση της Θεότητας, παραλληλίζεται με έναν αγώνα δρόμου (εὔδρομον, διαδραμοῦσα), με μια πτήση (διαπτᾶσα)556, ή με την ανάβαση μιας κλίμακας, της οποίας τα σκαλοπάτια περιγράφουν τους βαθμούς αύξησης του πάθους και της επιθυμίας557. Στην αρχή της ανάβασης έχουμε το πρώτο ξύπνημα της επιθυμίας, το πρώτο σκίρτημα του πάθους. Κατόπιν η ψυχή, μεταμορφώνεται σε περιστερά, που διεισδύει μέσα στον φωτεινό αιθέρα και μετεωροπορεί, έχοντας ξαναβρεί τα απολεσθέντα φτερά της: «συνεπεκτεινόμενη τοῖς ἔμπροσθεν»558, από τον πόθο να ανέβει ακόμα ψηλότερα, «ἄπαυστον ποιεῖται τήν ἐπί τά ἄνω φοράν»559. Ίσως η ψυχή να πίστευε ότι βρίσκεται στο τέρμα της αναβάσεώς της. Όμως ξάφνου ο Λόγος, την έλκει εκ νέου προς Αυτόν, της αποκαλύπτει τα καινούρια μεγαλεία του, Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1036A. Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 404D. 554 «διὰ τοῦτο πάντοτε τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτεινομένη οὐ παύεται καὶ ἀπὸ τοῦ ἐν ᾧ ἐστιν ἐξιοῦσα καὶ πρὸς τὸ ἐνδότερον εἰσδυομένη ἐν ᾧ οὔπω ἐγένετο καὶ τὸ πάντοτε θαυμαστὸν αὐτῇ καὶ μέγα φαινόμενον κατώτερον ποιουμένη τοῦ ἐφεξῆς διὰ τὸ περικαλλέστερον πάντως εἶναι τοῦ προκατειλημμένου τὸ ἀεὶ εὑρισκόμενον͵ καθὼς καὶ ὁ Παῦλος καθ΄ ἡμέραν ἀπέθνῃσκεν͵ ἐπειδὴ πάντοτε πρὸς καινήν τινα μετῄει ζωὴν νεκρὸς ἀεὶ τῷ παρῳχηκότι γινόμενος καὶ λήθην τῶν προδιηνυσμένων ποιούμενος. διὰ τοῦτο καὶ ἡ πρὸς τὸν νυμφίον τρέχουσα νύμφη στάσιν τινὰ τῆς ἐπὶ τὸ μεῖζον προκοπῆς οὐχ εὑρίσκει» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1036A 555 Αὐτόθι, PG 44, 889D 556 Αὐτόθι, PG 44, 1001B 557 «ὁρῶμεν τοίνυν ὥσπερ ἐν βαθμῶν ἀναβάσει χειραγωγουμένην διὰ τῶν τῆς ἀρετῆς ἀνόδων ἐπὶ τὰ ὕψη παρὰ τοῦ λόγου τὴν νύμφην͵ ᾗ ἐνίησι πρῶτον διὰ τῶν προφητικῶν θυρίδων καὶ τῶν δικτυωτῶν τοῦ νόμου παραγγελμάτων τὴν ἀκτῖνα ὁ λόγος καὶ προσκαλεῖται αὐτὴν ἐγγίσαι τῷ φωτὶ καὶ καλὴν γενέσθαι πρὸς τὸ εἶδος τῆς περιστερᾶς ἐν τῷ φωτὶ μορφωθεῖσαν. Εἶτα μετασχοῦσαν τῶν καλῶν ὅσον ἐχώρησε πάλιν ἐξ ὑπαρ χ ῆ ς ὡς ἔτι τῶν καλῶν οὖσαν ἀμέτοχον πρὸς τὴν τοῦ ὑπερκειμένου κάλλους μετουσίαν ἐφ έλ κ ετα ι ͵ ὥστε αὐτῇ κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς προκοπῆς πρὸς τὸ ἀεὶ προφαινόμενον καὶ τὴν ἐπιθυμίαν συναύξεσθαι καὶ δ ιὰ τ ὴν ὑπ ερ βολ ὴν τ ῶν π άντ οτ ε κ α τ ὰ τ ὸ ὑπ ε ρ κ εί μ εν ο ν εὑρ ι σκ ομ έν ω ν ἀ γα θῶ ν π ρώτ ω ς ἅπτ εσ θα ι τ ῆ ς ἀν όδ ου δ οκ εῖ ν » Αὐτόθι, PG 44, 876B 558 Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 401A 559 Αὐτόθι, PG 44, 401A 553
98
σε σύγκριση με τα οποία, ότι είχε γνωρίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, της φαίνεται ασήμαντο, αφού αποκτά καινούρια ώθηση και πάθος για να αρχίσει «ἐξ ὑπαρχῆς»560. Η παρομοίωση της ψυχής με περιστερά, υποδηλώνει αφενός μεν την καθαρότητα και την απάθεια που έχει αποκτήσει, αφετέρου δε το γεγονός ότι έχει λάβει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος561. Όσο όμως η ψυχή προχωρεί και ανεβαίνει, τόσο διαπιστώνει ότι ο ακατάληπτος Θεός συνεχώς την υπερβαίνει και ότι η μεταξύ τους απόσταση δε μειώνεται. Αντιλαμβάνεται ότι πάντοτε θα υπάρχει κάτι μεγαλύτερο και ανώτερο από αυτό στο οποίο κάθε φορά φτάνει. Αρχικά αυτό το συναίσθημα την οδηγεί σε απελπισία, ώσπου καταλαβαίνει, ότι είναι ανάγκη να παραιτηθεί από κάθε λογισμό ή προσπάθεια γνωσιολογικής κατανόησης. Κατανοεί, ότι το να βρει το Θεό συνίσταται στο να τον αναζητεί συνεχώς παθιασμένα με την πίστη: «διά μείζονος πάλιν ἑτέρας ἐπιθυμίας πρός ἑτέραν ὑπερκειμένην κατά τὸ ἐφεξῆς ἡ ψυχή ἀνιοῦσα πάντοτε διά τῶν ἀνωτέρων ὁδεύει πρὸς τὸ ἀόριστον»562. Τη μία επιθυμία αντικαθιστά άλλη επιθυμία μεγαλύτερη και αυτήν μία άλλη ακόμα δυνατότερη, σε ένα πάθος που δεν έχει τέλος καθώς οδεύει προς το απεριόριστο563. Ο Νυμφίος‐Λόγος, από την πλευρά του, χειραγωγώντας την ψυχή με ένα διαρκές και ασταμάτητο «έλα», παρακινεί και αυξάνει την επιθυμία και το πάθος προς αυτόν564, δίνοντας στον άνθρωπο τη δύναμη να ανέβει σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα565: «ἐν τούτῳ ὄντως τοῦ ἀληθῶς ἰδεῖν τόν Θεόν ἐν τῶ μὴ λῆξαί ποτε τῆς ἐπιθυμίας τὸν πρὸς αὐτόν ἀναβλέποντα»566. Η λήθη καλύπτει ότι προηγουμένως έχει επιτευχθεί και η ψυχή, κατευθύνεται προς τον πλούτο εκείνο του οποίου δεν έχει γίνει ακόμα κοινωνός, «πρός δε τό κατόπιν οὐκ ἐπιστρέφεται»567. Βλ. J. Daniélou, Platonisme et théologie mystique, Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse, Aubier, Edition Montaigne, Paris, 1954, σελ. 312 561Πρβλ. Ηλία Μουτσούλα, Γρηγόριος Νύσσης, ΒΕΠ, Αθήνα 1996, τόμος 65, σελ. 473 562 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 941C 563 Αὐτόθι, PG 44, 941C. Αποτελεί πάγια αντίληψη στα ασκητικά έργα του αγίου Γρηγορίου, ότι ο πνευματικός αγώνας και η άνοδος του ανθρώπου δεν έχει τέλος, καθώς η αιωνιότητα του Θεού προσδιορίζει τη δυναμική και δυνητικά άπειρη φύση του αγώνα του ανθρώπου να τελειώσει τον εαυτό του. Βλ. Γ. Φλωρόφσκι, Οι Ανατολικοί Πατέρες του Τετάρτου αιώνα, Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 233. 564 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 944BC 565 Αὐτόθι, PG 44, 968C 566 Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 404A 567 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 845A. Kαι ο άγιος Γρηγόριος συνεχίζει: «διὰ τοῦτό φησι πάλιν πρὸς τὴν ἐγηγερμένην ὅτι Ἀνάστηθι καὶ πρὸς τὴν ἐλθοῦσαν ὅτι Ἐλθέ· οὔτε γὰρ τῷ οὕτως ἀνισταμένῳ λείψει ποτὲ τὸ ἀεὶ ἀνίστασθαι οὔτε τῷ τρέχοντι πρὸς τὸν κύριον ἡ πρὸς τ ὸν θεῖον δ ρ όμ ον εὐρυχωρία δαπανηθήσεται. ἀ εί τε γὰρ ἐγείρεσθαι χρὴ καὶ μηδέποτε δ ιὰ τ οῦ δ ρ όμ ου προσεγγίζοντας παύεσθαι. ὥ στ ε ὁσ άκις ἂν λέγῃ τ ὸ Ἀνάστ η θι κα ὶ τ ὸ Ἐλθέ͵ τ οσα υτάκις τ ῆ ς π ρ ὸ ς τ ὸ κ ρεῖτ τ ον ἀνα β άσε ω ς τὴ ν δύν αμ ιν δ ίδ ω σι ν» Αὐτόθι, PG 44, 876C. Στην περιγραφική εικόνα της «ανάβασης» και της «κλίμακας», έρχεται να προστεθεί ως εικόνα της πνευματικής προόδου, αυτή του «δρόμου». Η ψυχή «ἐφέλκεται» από το Λόγο, ο οποίος, επικοινωνεί μαζί της, της δίνει τη δύναμη να ανεβεί και να προχωρήσει, της δίνει τη δυνατότητα να διευρύνει τις δυνατότητές της. Μάλιστα, ενώ στον βίο του Μωυσέως και στο Άσμα Ασμάτων, στην προοδευτική 560
99
Μια άλλη εικόνα που χρησιμοποιείται για να αποδώσει τον επεκτατικό χαρακτήρα του πάθους, είναι η ομοίωση της ψυχής με «ἐν ταῖς χερσί τοῦ τοξότου βέλος». Σαν βέλος η ψυχή, «εὐθυνόμενη πρός τόν τῆς ἀληθείας σκοπόν», «τήν ἄνω φοράν ἀπεργάζεται ...τοῦ τοξότου μή χωριζομένη»568. Ομοιάζει επίσης «διά τό εὔδρομον» με «ἵππον» που πορεύεται «πυκνοῖς και συντεταγμένοις ἅλμασι», τον «ἀόριστο» δρόμο569. Επίσης ομοιάζει με «πομφόλυγα», η οποία από τον πυθμένα της λίμνης ανατρέχει «ἐπί τό ἄνω πρός τό συγγενές» αυτής στοιχείο, τον αέρα και δε σταματά «τῆς ἐπί τό ἄνω κινήσεως», ἐάν δεν «καταμιχθῆ» με αυτό570. Στην ερμηνεία «εἰς τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων», οι ψυχές παρουσιάζονται, υπό την ακατανίκητη έλξη του Θεού που εκφράζεται με την μεταφορά του μύρου, να τρέχουν αδιάκοπα σα «μαγεμένες» προχωρώντας προς τα εμπρός και ξεχνώντας ότι έχει περάσει571. Το «ἀκορέστως ἔχειν τοῦ πλείονος», ανάγεται κατά τον άγιο Γρηγόριο, στο πάθος της ψυχής προς το φύσει καλό572, που η φύση του είναι «ἀόριστος» και «ἀπεράτωτος». Έτσι, η «ἀπόλαυσις», του Θεού, συνίσταται, εις το «μηδέποτε τῆς ἐπιθυμίας κόρον εὐρεῖν»573. Το γεγονός ότι «οὐδείς ὅρος» μπορεί να ανακόψει «τήν αὔξησιν τῆς πρός τόν Θεόν ἀνόδου, καθιστά την ανθρώπινη ψυχή αενάως διψώδη, εφόσον αυτή, «ὅσον ἐμφορεῖται τῶν ἀγαθῶν, τοσοῦτο μάλλον διψώδης» γίνεται574. Η θέση του επισκόπου Νύσσης σχετικά με τον «κόρο», συνδέεται με τη διδασκαλία του περί ανυπαρξίας «ὅρου» στην αρετή575. Εφόσον το επιθυμητό, δεν έχει όριο, τότε κατά συνέπεια και η επιθυμία εκείνου που μετέχει σε αυτό, επειδή συμπαρατείνεται με το απεριόριστο, δεν έχει σταμάτημα576. Σταματάει μόνο εκεί που φτάνουν τα όρια της κτιστής και σωματικής της φύσης577. Η ψυχή, μη γνωρίζοντας «στάσιν τινά τῆς ἐπί τό μεῖζον προκοπῆς», «πάντοτε τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτεινομένη οὐ παύεται»578.
άνοδο της ψυχής δεν υπάρχει καμία δυνατότητα για στάση και ανάπαυση, καθώς αυτή θα έδινε την ευκαιρία αντεπίθεσης των εναντίων δυνάμεων, στις Επιγραφές των Ψαλμών παρουσιάζεται η εικόνα κάποιου, που καθώς ανεβαίνει ένα απότομο και ανηφορικό δρόμο, σταματάει να ξεκουραστεί, όπου υπάρχει χώρος ανάπαυσης. Και τότε ξεκούραστος και ανανεωμένος συνεχίζει την ανάβαση. Δε μπορούμε όμως να πούμε ότι υπάρχει ουσιαστική διαφορά στις δύο εκθέσεις, καθώς η προοδευτική ανοδική πορεία και στις δύο περιπτώσεις συνεχίζεται Πρβλ. Ronald E. Heine, Gregory of Nyssa’s treatise on the Inscriptions of the Psalms, Clarendon Press Oxford 1995, σελ. 60. 568 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 860A. Αὐτόθι, PG 44, 852D‐853A 569 Αὐτόθι, PG 44, 1001B. Αὐτόθι, PG 44, 845A. 570 Αὐτόθι, PG 44, 1009BC. 571 «ἕλκουσι τοίνυν αἱ ψυχαὶ πρὸς ἑαυτὰς τοῦ ἀφθάρτου νυμφίου τὸν πόθον ὀπίσω͵ καθὼς γέγραπται͵ κυρίου τοῦ θεοῦ πορευόμεναι. Τῆς δὲ ἀγάπης αὐτῶν αἰτία ἡ τοῦ μύρου εὐωδία γίνεται͵ πρὸς ἣν ἀεὶ τρέχουσαι τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτείνονται τοῦ κατόπιν λήθην ποιούμεναι» Αὐτόθι , PG 44, 784D 572 Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 404A 573 Αὐτόθι, PG 44, 404D‐405A 574 Αὐτόθι, PG 44, 405A 575 Αὐτόθι, PG 44, 301B. 576«τοῦτο δὲ ὅρον οὐκ ἔχει͵ ἀναγκαίως καὶ ἡ τοῦ μετέχοντος ἐπιθυμία τῷ ἀορίστῳ συμπαρατείνουσα στάσιν οὐκ ἔχει» Αὐτόθι, PG 44, 301B 577 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1028D, Πρβλ. Αὐτόθι, PG 44, 1109D 578Αὐτόθι, PG 44, 1033D‐1036A
100
Στον αντίποδα επομένως της αίσθησης του πεπερασμένου και του «κόρου»579, που συνοδεύει την ικανοποίηση των χαμερπών ανθρώπινων παθών, τοποθετείται από τον άγιο Γρηγόριο η απεραντοσύνη του Θεού και το ακόρεστο απαθές πάθος της ψυχής προς αυτόν. Η μεγάλη αντίθεση μεταξύ των άλλων παθών και του απαθούς και ανεπίληπτου πάθους, συνίσταται στο ότι με την ικανοποίηση των πρώτων ο χώρος της επιθυμίας μέσα στον άνθρωπο μένει κενός580, ενώ στην περίπτωση του δευτέρου παρατηρείται το παράδοξο, με την εκπλήρωση κάθε φορά του πόθου, η επιθυμία να παραμένει άσβεστη581, λόγω της ταυτόχρονης γέννησης καινούριου, μεγαλύτερου και ανώτερου πόθου: «οὐκ ἐπικόπτει τήν ἐπιθυμίαν τῶ κόρῳ, ἀλλά τρέφει μᾶλλον διά τῆς τῶν ἐπιθυμουμένων μετουσίας τόν πόθον»582. Παράδειγμα ανθρώπου που δεν ένιωσε ποτέ «κόρον» εμφορούμενος από το ανεπίληπτο ερωτικό πάθος προς τον Θεό, αποτελεί κατά τον επίσκοπο Νύσσης, ο Μωϋσής, ο οποίος, μη δυνάμενος να οριοθετήσει την εμπειρία της σχέσης του με τον εκτός ορίων και όρων Θεό, αντελήφθη ότι «κόρος» ουδείς μπορεί να αμβλύνει την πρόοδο του πάθους του προς αυτόν583. Ο βίος του, κατ’αυτόν τον τρόπο, καταδεικνύει τη δυνατότητα την οποία έχει η ψυχή να ανεβαίνει σε συνεχώς υψηλότερες βαθμίδες της ενάρετης ζωής, χωρίς ποτέ να διακόπτει την «ἀγαπητικήν πρός τό καλόν σχέσιν» ο «ὑβριστής κόρος»584. Κατόπιν των ανωτέρω, μπορούμε με ασφάλεια να μιλήσουμε για ένα «επεκτατικό πάθος», ένα πάθος δηλαδή που διακατέχει την ψυχή και ολοένα αυξανόμενο την κατευθύνει σε μια διηνεκή αυξητική πορεία585. Σε μια έξοδο από Σύμφωνα με τον Ηγησία, που ανήκει στον ηθικό ηδονισμό, η σωματική ηδονή ως σκοπός των ανθρωπίνων πράξεων είναι ανέφικτος. Το σώμα αργά ή γρήγορα αρρωσταίνει και «γέμει παθημάτων». Η ψυχή συμπάσχει με το σώμα. Κι αν ακόμα είμαστε υγιείς πρέπει να μας ευνοήσει πολύ η τύχη για να έχουμε ότι χρειάζεται για να είμαστε σε θέση να ικανοποιήσουμε τις σωματικές μας ανάγκες. Κι αν ακόμη διαρκέσει πολύ μια τέτοια εύνοια της τύχης, είναι απίθανο η ηδονή να διαρκέσει πολύ: η ηδονή φέρνει «κόρον». Έτσι οδηγεί στη λύπη. Τελικά, η ζωή και ο θάνατος είναι «αδιάφορα». Κατά μία εκδοχή ο Ηγησίας δικαίωνε την αυτοκτονία. Βλ. Ζησοπούλου Αγαθής, Ηθική και πολιτική φιλοσοφία του Επίκουρου, Θεσσαλονίκη 2006. 580 «Ὁ γὰρ πληρώσας ἑαυτοῦ τὴν ἐπιθυμίαν ἔν τινι ὧν ἐσπούδασεν͵ εἰ πρὸς ἕτερόν τι τῇ ἐπιθυμίᾳ ῥέψειε͵ κενὸς πρὸς ἐκεῖνο πάλιν εὑρίσκεται· κἂν γένηται τούτῳ πλήρης͵ τῷ ἑτέρῳ πάλιν κενός τε καὶ εὐρύχωρος γίνεται. Καὶ τοῦτο οὐ παύεται διὰ παντὸς ἐν ἡμῖν ἐνεργούμενον͵ ἕως ἄν τις ὑπεξέλθοι τοῦ ὑλώδους βίου» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 344A 581 «Οὕτως οὖν πληροῦται τῷ Μωϋσεῖ τὸ ποθούμενον͵ δι΄ ὧν ἀπλήρωτος ἡ ἐπιθυμία μένει» Αὐτόθι, PG 44, 404B 582 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1084CD 583 «Μηδενὸς δὲ ὄντος ἄνωθεν τοῦ τὴν ὁρμὴν ἐπικόπτοντος (ἑλκτικὴ γὰρ πρὸς ἑαυτὴν ἡ τοῦ καλοῦ φύσις ἐστὶ τῶν πρὸς ἐκείνην ἀναβλεπόντων)͵ ἀεὶ πάντως ὑψηλοτέρα ἑαυτῆς γίνεται͵ τῇ τῶν οὐρανίων ἐπιθυμίᾳ συνεπεκτεινομένη τοῖς ἔμπροσθεν͵ καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος͵ καὶ πάντοτε πρὸς τὸ ὑψηλότερον τὴν πτῆσιν ποιήσεται. Ποθοῦσα γὰρ διὰ τῶν ἤδη κατειλημμένων μὴ καταλιπεῖν τὸ ὕψος τὸ ὑπερκείμενον͵ ἄπαυστον ποιεῖται τὴν ἐπὶ τὰ ἄνω φοράν͵ ἀεὶ διὰ τῶν προηνυσμένων τὸν πρὸς τὴν πτῆσιν τόνον ἀνανεάζουσα» Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως, ἤ περὶ τῆς κατ’ἀρετὴν τελειότητος, PG 44, 401A 584 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 96C 585 Με αφορμή την χρησιμοποίηση του σχήματος της προοδευτικής αναβάσεως, αυξήσεως και επεκτάσεως από τον Άγιο Γρηγόριο, έχει διατυπωθεί μια α ντ ί ρρ ηση ενώ ελλοχεύει και ένας κίνδυνος . Η α ντ ίρρηση διατυπώθηκε από τον A. Νygren, στο έργο του Agape and Eros. Σύμφωνα 579
101
αυτά στα οποία έχει φτάσει και σε μια ασταμάτητη είσοδο στα υπερκείμενα586. Η ανοδική πορεία της ψυχής, η αδιάκοπη πρόοδος της ως διηνεκής νέα εμπειρία, η αυξανόμενη δίψα, η παθητικότητα και η εξάρτηση από το Θεό, η αίσθηση της πληρότητας και η ανάγκη περαιτέρω πληρώσεως, ο απεράτωτος πόθος για ένωση, η αέναη πρόσληψη καινών δωρεών και η ακόρεστη ικανοποίηση την οποία αισθάνεται η ψυχή με την αίσθηση παρουσίας του Θεού εντός της, καθίστανται, κατά την διδασκαλία του επισκόπου Νύσσης, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της διακατεχόμενης από το απαθές πάθος ψυχής, στην επεκτατική της πορεία587. 3.
Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ
Στο διάλογο «Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως», η αδελφή του αγίου Γρηγορίου, οσία Μακρίνα, φέρεται να υποστηρίζει το ενδεχόμενο μιας υπό προϋποθέσεις καταστολής ή παύσης κάθε άλογης κινήσεως του παθητικού μέρους της ψυχής, και ως εκ τούτου και της επιθυμίας588. Συγκεκριμένα διατυπώνει την άποψη, ότι όταν ο άνθρωπος με την προσεκτική ζωή του, επιτύχει την ολοκληρωτική κάθαρσή του από τα πάθη της κακίας (βρεθεί δηλαδή σε ένα πολύ υψηλό στάδιο πνευματικής με αυτή, από θεολογική άποψη είναι λάθος να εξεικονίζουμε οποιαδήποτε μυστική ανάβαση του ανθρώπου προς το Θεό, γιατί στην πραγματικότητα κάθε προσπάθεια αναβάσεως προς το Θεό (κάθε προσπάθεια αγώνα προς το Θεό) είναι ισοδύναμη με την αίρεση και τη βλασφημία. Κατά τον Nygren, η διδασκαλία του Γρηγορίου είναι απλώς μια λανθασμένη και διεστραμμένη θεολογία (Πρβλ. Γ. Φλωρόφσκι, Οι Βυζαντινοί ασκητικοί και πνευματικοί Πατέρες, Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 235), ενώ συνεχίζει κάνοντας μια τεχνητή διάκριση των όρων «Έρως» και «Αγάπη» και λέγοντας ότι ο Χριστιανισμός είναι αγάπη ενώ ο Έρως αντιπροσωπεύει τη μη χριστιανική, την ειδωλολατρική έννοια του αγώνα προς το καλό, το ωραίο και ακόμα προς το Θεό. Η προσέγγιση αυτή του Nygren, η οποία ακολουθεί και θέλει να δικαιώσει τις προτεσταντικές θέσεις του Λούθηρου, όχι μόνο δεν στέκεται λογικά, αλλά δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στην Αγία Γραφή, στην οποία συνεχώς παρομοιάζεται η πνευματική ζωή με αγώνα δρόμου ή με πόλεμο (ιδιαίτερα στην παύλεια θεολογία). Ο κ ί νδ υν ος είναι να θεωρηθεί η προοδευτική ανοδική αυτή πορεία του ανθρώπου με την πλατωνική έννοια, «ως να πρόκειται περί επαφής μετά νοητού τίνος πλατωνικού κόσμου ιδεών» (βλ. Ρωμανίδου Ιω., Το Προπατορικόν Αμάρτημα, Αθήναι 1957, σελ.172), αποκομμένη από την εκκλησιολογία και τη σωτηριολογία της εκκλησίας και ιδιαίτερα από τη χάρη του Θεού. Η προοδευτική ανοδική πορεία του ανθρώπου προς τη μακαριότητα, όπως παρουσιάζεται από τον Επίσκοπο Νύσσης, συνδέεται με τη μετάνοια, την ταπείνωση, την καθαρότητα του βίου, το ευχαριστιακό ήθος, τη θεία συνεργία και δεν έχει άλλο σκοπό από το «να εκτοπίση τας δυνάμεις της εν τω θανάτω και τη φθορά βασιλευούσης αμαρτίας δια της αποκαταστάσεως εις τον άνθρωπον της αρχής της αθανασίας, και να επαναφέρη τον άνθρωπον εις την οδόν προς την τελείωσιν και θέωσιν» (βλ. Αὐτόθι, σελ. 172). 586 «οὐδέποτε οὔτε τοῦ εἰσιέναι λήγων οὔτε τοῦ ἐξιέναι παυόμενος͵ ἀλλὰ πάντοτε διὰ προκοπῆς εἰς τὰ ὑπερκείμενα εἰσιὼν καὶ ἀεὶ τῶν κατειλημμένων ἔξω γινόμενος» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1025A 587 Βλ. Αντ. Βαρκιντζόγλου, Η μυστική θεολογία και η έκφραση αυτής διά της αντιθετικής ορολογίας του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Αθήνα 2003, σελ. 135 588 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 89C
102
κατάστασης), προχωρήσει στην ενατένιση του καλού, ευρεθεί στο φως του Θεού και γίνει θεοειδής, τότε την επιθυμία θα διαδεχθεί η απόλαυση, η δε κυριαρχία της απολαύσεως, θα καταστήσει την επιθυμία αργή και έωλο589. Πώς μπορεί να ερμηνευτεί όμως, η θέση αυτή της οσίας Μακρίνας; Το «ἀπαθές και ἀνέγκλητον» πάθος, τόκος της παιδαγώγησης της επιθυμίας, κατεργάζεται «τήν πρός τό ἀγαπώμενον ἀνάκρασιν» της ψυχής590. Η ψυχή νυμφοστολείται και προσκολλάται «ἐρωτικῆ τινι διαθέσει» στο Λόγο. Δι’ αυτής της «ἀσωμάτου, πνευματικῆς και ἀύλου τοῦ Θεοῦ συζυγίας» αναπαύεται στην «κοίτην» της τελειότερης του αγαθού «μετουσίας»591. Απαρχή αυτής της ανακράσεως κατέστη η ένωση της θείας φύσης με «πᾶσαν» την ανθρώπινη στο θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού, «ἵνα τῆ πρός τό θεῖον ἀνακράσει συναποθεωθῆ τό ἀνθρώπινον»592. Η μετουσία αυτή ερμηνεύεται ως γνώση, διάθεση, αναφορά και σχέση της ψυχής προς τη Θεότητα, και όχι ασφαλώς ως μετοχή στη θεία ουσία, αφού κάτι τέτοιο θα αναιρούσε τη βασική θεολογική αρχή του ιερού πατρός, σύμφωνα με την οποία, μεταξύ ακτίστου και κτιστού υπάρχει ουσιώδης διάκριση. Με την ανάκραση αυτή, έχουμε εισροή αγαθών στην ψυχή, γεγονός που καθιστά αυτήν «ἐλκτικοτέραν τοῦ κρείττονος και πολυχωρητοτέραν»593. Αυτό σημαίνει ότι το μετεχόμενο αγαθό δε καλύπτει ένα υπάρχον κενό, αλλά ότι προσθέτει στο πνευματικό μέγεθος της ψυχής, διαστέλλοντάς την και καθιστώντας αυτήν «μείζονα» και «δεκτικοτέραν» 594: «τέτοια είναι η μετουσία του θείου αγαθού, ώστε να καθιστά μεγαλύτερο και δεκτικότερο εκείνον στον οποίο αυτή πραγματοποιείται, αναλαμβανομένη από τον δεχόμενο αυτήν και προσθέτοντάς του δύναμη και πλούτο, ώστε ο τρεφόμενος από αυτήν, να αυξάνεται διαρκώς και η αύξηση αυτή να μη σταματάει ποτέ. Διότι, αφού η πηγή των αγαθών είναι ανεξάντλητη σε εκροή αγαθών, η φύση αυτού που μετέχει σε αυτά, επειδή τίποτα από τα λαμβανόμενα δεν είναι άχρηστο και όλο το εισρέον προσθέτει στο
«Ὁ γὰρ ἐν σκότει τὴν διαγωγὴν ἔχων͵ οὗτος ἐν ἐπιθυμίᾳ τοῦ φωτὸς ἔσται· εἰ δὲ ἐν τῷ φωτὶ γένοιτο͵ τὴν ἐπιθυμίαν ἐκδέξεται ἡ ἀπόλαυσις͵ ἡ δὲ ἐξουσία τῆς ἀπολαύσεως ἀργὴν καὶ ἕωλον τὴν ἐπιθυμίαν ἐργάζεται» Αὐτόθι, PG 46, 89C 590 «ἡ δὲ ἀγαπητικὴ σχέσις τὴν πρὸς τὸ ἀγαπώμενον ἀνάκρασιν φυσικῶς κατεργάζεται» Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 737D. 591 «ἐπεὶ τοίνυν νύμφην μὲν ὑπέθετο τὴν ψυχὴν ὁ λόγος͵ ὁ δὲ ἐξ ὅλης καρδίας τε καὶ ψυχῆς καὶ δυνάμεως παρ΄ αὐτῆς ἀγαπώμενος νυμφίος κατονομάζεται͵ ἀκολούθως ἡ ἐπὶ τὸ ἀκρότατον ὡς ᾤετο τῶν ἐλπιζομένων ἐλθοῦσα καὶ ἤδη πρὸς τὸν ποθούμενον ἀνακεκρᾶσθαι νομίσασα κοίτην ὀνομάζει τὴν τελειοτέραν τοῦ ἀγαθοῦ μετουσίαν καὶ νύκτα λέγει τὸν τῆς κοίτης καιρόν. διὰ δὲ τοῦ ὀνόματος τῆς νυκτὸς ἐνδείκνυται τῶν ἀοράτων τὴν θεωρίαν καθ΄ ὁμοιότητα Μωϋσέως τοῦ ἐν τῷ γνόφῳ γεγονότος ἐν ᾧ ἦν ὁ θεός͵ ὃς Ἔθετο͵ καθώς φησιν ὁ προφήτης͵ σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ κύκλῳ αὐτοῦ» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 892BC 592 Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου, PG 45, 1152C 593 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 105C 594 «τοιαύτῃ γὰρ ἡ τοῦ θείου ἀγαθοῦ μετουσία͵ ὥστε μείζονα καὶ δεκτικώτερον ποιεῖν τὸν ἐν ᾧ γίνεται͵ ἐκ δυνάμεως καὶ μεγέθους προσθήκην ἀναλαμβανομένη τῷ δεχομένῳ͵ ὡς ἂν αὔξεσθαι τὸν τρεφόμενον͵ καὶ μὴ λήγειν ποτὲ τῆς αὐξήσεως» Αὐτόθι, PG 46, 105B. 589
103
μέγεθός του, γίνεται ελκυστικωτέρα του αγαθού και ευρυχωροτέρα»595. Οι ενέργειες της Θεότητας περιγράφονται ως ξεχείλισμα ζωής, το οποίο εισρέει στην ψυχή, διαστέλλοντάς την ως προς τις δυνάμεις της. Λαμβάνοντας τη συνεχώς αυξανόμενη θεία χάρη, η ψυχή καθίσταται μείζων και ακόμα δεκτικότερη, φτάνοντας μέχρι τα όριά της, που είναι τα όρια της φθαρτής, ενωμένης με το σώμα ανθρώπινης φύσης596. Κατά την ανάκρασή της αυτή με τη Θεότητα, η ψυχή αποκτά αυτό που ποθεί, τόσο όσο αυτό έχει «εισρεύσει» μέσα της (ανάλογα με τη δεκτικότητα και τη διαστολή της) και κατά το μέτρο που μπορούν να χωρέσουν τα ανθρώπινα όριά της. Η επιθυμητική δύναμη του ανθρώπου, έχοντας οδηγήσει μέσα από μια σειρά αναβαθμών (η μια επιθυμία διαδεχόταν την άλλη) την πεπερασμένη και συνδεδεμένη με το υλώδες σώμα ανθρώπινη φύση στα ακρότατά της όρια, ολοκλήρωσε το έργο της, δίνοντας στην ψυχή αυτό που ποθούσε. Στο σημείο αυτό που πλέον έχει φτάσει, εκεί όπου προηγουμένως εφέρετο υπό της επιθυμίας («ἐν ἐκείνῳ ᾖ, πρὸς ὅ ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας τέως ὑπήρετο»597), η ανθρώπινη ψυχή βρίσκεται στα ακρότατα όρια της αντοχής της. Ο ορισμός που δόθηκε από την οσία Μακρίνα στην επιθυμία, ως «ἔφεσιν τοῦ ἐνδέοντος͵ ἢ πόθον τῆς καθ΄ ἡδονὴν ἀπολαύσεως͵ ἢ λύπην ἐπὶ τῷ μὴ κατ΄ ἐξουσίαν ὄντι κατὰ θυμητικῷ· ἤ τινα πρὸς τὸ ἡδὺ σχέσιν͵ οὗ μὴ πάρεστιν ἡ ἀπόλαυσις»598, όταν ο άνθρωπος κατορθώσει να ζήσει τη μυστική πραγματικότητα που περιγράψαμε, πλέον δεν επιβεβαιώνεται. Γιατί η ψυχή, έχει πια εκείνο που της έλλειπε, δε μπορεί (ένεκα των πεπερασμένων ορίων που θέτει η ένωσή της με το υλικό σώμα) να ποθήσει περισσότερη ηδονική απόλαυση, δε λυπάται πλέον για τη μη κατοχή του επιθυμητού, αντίθετα χαίρεται για την κατοχή του, και τέλος απολαμβάνει τη σχέση της με αυτό που τόσο πόθησε. Δεν είναι πλέον πτωχή σε κάλλος (γεγονός που της γεννούσε την επιθυμία προς το όντως Καλόν), έχει μέσα της το ίδιο το Κάλλος599. Η επιθυμία (προσωρινά) υπερβαίνεται, καταστέλλεται600 ως κίνημα της φύσεώς μας και εξ ορισμού παύει να ενεργεί. «Τοιαύτῃ γὰρ ἡ τοῦ θείου ἀγαθοῦ μετουσία͵ ὥστε μείζονα καὶ δεκτικώτερον ποιεῖν τὸν ἐν ᾧ γίνεται͵ ἐκ δυνάμεως καὶ μεγέθους προσθήκην ἀναλαμβανομένη τῷ δεχομένῳ͵ ὡς ἂν αὔξεσθαι τὸν τρεφόμενον͵ καὶ μὴ λήγειν ποτὲ τῆς αὐξήσεως. Τῆς γὰρ πηγῆς τῶν ἀγαθῶν ἀνέκλειπτα πηγαζούσης͵ ἡ τοῦ μετέχοντος φύσις͵ διὰ τὸ μηδὲν τοῦ λαμβανομένου περιττωματικόν τε εἶναι καὶ ἄχρηστον͵ ὅλον τὸ εἰσρέον προσθήκην τοῦ ἰδίου ποιουμένου μεγέθους͵ ἑλκτικωτέρα τε ἅμα τοῦ κρείττονος͵ καὶ πολυχωρητοτέρα γίνεται͵ ἀμφοτέρων ἀλλήλοις συνεπιδιδόντων͵ τῆς τε τρεφομένης δυνάμεως ἐν τῇ τῶν ἀγαθῶν ἀφθονίᾳ πρὸς τὸ μεῖζον ἐπιδιδούσης͵ καὶ τῆς τρεφούσης χορηγίας͵ τῇ τῶν αὐξανομένων ἐπιδόσει συμπλημμυρούσης. Ἔστιν οὖν εἰκὸς εἰς τοιοῦτον ἀναβήσεσθαι μέγεθος͵ ἐφ΄ ὃν ὅρος οὐδεὶς ἐπικόπτει τὴν αὔξησιν» Αὐτόθι, PG 46, 105BC 596 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1028D. 597 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 93B. 598 Αὐτόθι, PG 46, 56A 599 «διὰ τὸ πτωχὴν εἶναι τοῦ καλοῦ͵ ἡ φύσις ἀεὶ πρὸς τὸ ἐνδέον ἴεται͵ καὶ ἡ τοῦ λείποντος ἔφεσις αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπιθυμητικὴ τῆς φύσεως ἡμῶν διάθεσις» Αὐτόθι, PG 46, 92C 600 «Τοῦ δὲ τοῦ τοιούτου δόγματος καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος ἡμῖν καθηγήσατο͵ πάντων τῶν νῦν ἐν ἡμῖν καὶ ἐπὶ τῷ κρείττονι σπουδαζομένων παῦλάν τινα καὶ καταστολὴν προαγγείλας͵ μόνης δὲ τῆς ἀγάπης οὐχ εὑρὼν τὸν ὅρον» Αὐτόθι, PG 46, 96A 595
104
Βρισκόμαστε στην καρδιά των μυστικών εμπειριών που βίωσαν η οσία Μακρίνα και ο άγιος Γρηγόριος. Συνενωμένη η ψυχή με τη Θεότητα δια της αγάπης, «διαμορφώνεται» σύμφωνα με τη φύση του μετεχόμενου, καθ’ομοιότητα δηλαδή της φύσης του «ἀνενδεοῦς». Και επειδή εκείνο δεν έχει καμία έλλειψη αγαθού, επόμενο είναι και η ψυχή φθάνουσα, κατά τη δύναμή της, στη φύση του ανενδεούς, να εκβάλλει την επιθυμητική κίνηση και διάθεση, η οποία τότε μόνο υπάρχει, όταν δεν είναι παρόν το ποθούμενο601. Με κύριο υποστασιακό χαρακτηριστικό της την απάθεια602, την οποία κατέκτησε σβήνοντας, δια του πνευματικού και απαθούς πάθους προς τα άυλα, κάθε σαρκικό και επίγειο κίνημα603, η ψυχή ανακράται με τη Θεότητα και συσχηματίζεται με αυτήν σύμφωνα με τα ιδιώματά της. Καθίσταται έτσι «ἁπλῆ καὶ μονοειδὴς καὶ θεοείκελος», «ἁπλοῦν τε καὶ ἄϋλον ἀγαθόν» που, τη μεν ελπίδα, την αποβάλλει εφόσον κατέχει εκείνο, το οποίο ήταν αντικείμενο της ελπίδος. Τη δε μνήμη, την εκβάλλει δια της ενασχολήσεως με την απόλαυση των αγαθών604. Δε παραμένει τίποτα σε αυτήν, παρά μόνο η αγαπητική διάθεση. Η επιθυμία, υπερβαίνεται, και τη θέση της παίρνει η αγάπη, υπό την έννοια, όχι πλέον της τάσης ή ορμής, αλλά της απόλαυσης. Υπ’ αυτήν την προοπτική, κατά τη γνώμη μας, και με μεγάλη προσοχή, πρέπει να προσεγγίσουμε τους λόγους της οσίας Μακρίνας605, ως λόγους ανθρώπου, που δια του προσωπικού αγιασμού πρώτα βίωσε και κατόπιν ομίλησε για τα βιώματά του. Η αδελφή του αγίου Γρηγορίου, λίγο πριν την κοίμησή της, έχοντας φτάσει η ίδια σε υψηλότατη πνευματική κατάσταση, προϋποθέτει στο συλλογισμό της, μια ψυχή που δια της καθάρσεως έχει καταστεί θεοειδής, μια ψυχή που έχει διατρέξει όλα τα στάδια της επιθυμίας, όσο χωρούν τα πεπερασμένα όρια της ανθρώπινης φύσης, όρια που έχουν ήδη διασταλεί με τη χάρη του αγίου Πνεύματος. Η ψυχή τότε φτάνει σε μια τελική κατάσταση 606, κατά την οποία κάθε σκέψη παρελθόντος (μνήμης) και μέλλοντος (ελπίδας) εκβάλλονται από τη «Ὅταν οὖν ἡ ἁπλῆ καὶ μονοειδὴς καὶ ἀκριβῶς θεοείκελος ἡ ψυχὴ γινομένη εὕροιτο ἀληθῶς ἁπλοῦν τε καὶ ἄϋλον ἀγαθὸν͵ ἐκεῖνο τὸ μόνον τῷ ὄντι ἀγαπητὸν καὶ ἐράσμιον προσφύεταί τε αὐτῷ καὶ συνανακιρνᾶται διὰ τῆς ἀγαπητῆς κινήσεώς τε καὶ ἐνεργείας͵ πρὸς τὸ ἀεὶ καταλαμβανόμενόν τε καὶ εὑρισκόμενον ἑαυτὴν μορφοῦσα· καὶ τοῦτο γινομένη διὰ τῆς τοῦ ἀγαθοῦ ὁμοιότητος͵ ὅπερ ἡ τοῦ μετεχομένου φύσις ἐστὶν͵ ἐπιθυμίας ἐν ἐκείνῳ μὴ οὔσης διὰ τὸ μηδέ τινος τῶν ἀγαθῶν ἔνδειαν ἐν αὐτῷ εἶναι͵ ἀκόλουθον ἂν εἴη καὶ τὴν ψυχὴν ἐν τῷ ἀνενδεεῖ γινομένην ἐκβάλλειν ἀφ΄ ἑαυτῆς καὶ τὴν ἐπιθυμητικὴν κίνησίν τε καὶ διάθεσιν͵ ἣ τότε γίνεται μόνον͵ ὅταν μὴ παρῇ τὸ ποθούμενον. Αὐτόθι, PG 46, 93C‐96A 602 Η σφραγίδα της απάθειας, είναι το ακαταμάχητον κάλλος, που προσελκύει όσο τίποτα άλλο τον ουράνιο Νυμφίο, Βλ. Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 948AB 603 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 93B 604 Αὐτόθι, PG 46, 93B 605 Με την ίδια ευλαβή προσοχή, που πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις θέσεις όλων των μεγάλων αγίων, αποφεύγοντας οξείς και απόλυτους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, όταν διαφωνούμε. Παράδειγμα προς αποφυγή οι χαρακτηρισμοί περί των λόγων της οσίας Μακρίνας στο Δημητρακόπουλου, Γ., Φιλοσοφία και Πίστη κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, Αθήνα 1996, σελ.52 κ.ε. 606 «Εἰ οὖν ἐπὶ τοῦτό ποτε τὸ τέλος φθάσειεν ἡ ψυχὴ» Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 96C 601
105
διάνοια. Ζει μόνο το παρόν, σε μια μυστική ένωση με το Θεό, πυρπολούμενη από την αγαπητική διάθεση. Τίποτε δεν θυμάται και τίποτα δεν ελπίζει ούτε ποθεί, καθώς τίποτα δεν της λείπει. Η επιθυμία παύει, καταστέλλεται, μένει αργή και έωλος, καθώς τη διαδέχεται η κυριαρχία της απολαύσεως. Ο άνθρωπος δε θυμάται, δεν ελπίζει, παρά μόνο απολαμβάνει: «τὴν ἐπιθυμίαν ἐκδέξεται ἡ ἀπόλαυσις, ἡ δὲ ἐξουσία τῆς ἀπολαύσεως ἀργὴν καὶ ἕωλον τὴν ἐπιθυμίαν ἐργάζεται»607. Κανένας κόρος δε μπορεί να διακόψει αυτή την κατάσταση που ζει ο πιστός608, ο οποίος φτάνοντας σε αυτό το τέρμα, έχει αρπάξει το πλήρωμα των όντων, ζώντας στον ύψιστο βαθμό το χαρακτήρα της θείας μακαριότητας609. Πρόκειται για μια πολύ υψηλή πνευματική κατάσταση, για μια θεοπτική εμπειρία, την οποία φαίνεται να γνώριζαν εξ ιδίας πείρας και η οσία Μακρίνα, αλλά και ο άγιος Γρηγόριος, που μας μεταφέρει τα λόγια της. Εκτός όμως από την υπέρβαση της επιθυμίας, κατά τη μυστική αυτή εμπειρία, σε άλλο σημείο του έργου του ο άγιος Γρηγόριος, κάνει λόγο για μια παύση‐αργία της διάνοιας του ανθρώπου, του λογιστικού δηλαδή τμήματος της ψυχής: «ἀργεῖ μὲν ἡ στοχαστικὴ περὶ τὴν γνῶσιν διάνοια͵ ἀργεῖ δὲ καὶ ἡ ἐλπιστικὴ ἡμῶν ἐνέργεια͵ διαδέχεται δὲ ἡ ἄρρητός τε καὶ ἀκατανόητος καὶ πάσης κρείττων διανοίας κατάστασις͵ ῝Ην οὔτε ὀφθαλμὸς εἶδεν͵ οὔτε οὖς ἤκουσεν͵ οὔτε ἀνθρωπίνη καρδία ἐχώρησεν»610. Είναι το ανώτερο μέτρο μακαριότητας, στο οποίο όταν κανείς φτάσει, ο νους του ανθρώπου μένει ανήμπορος να προβεί σε συλλογισμούς, εικασίες ή συμπεράσματα611. Πρόκειται για μια υπέρλογη κατάσταση, κατά την οποία η ψυχή, χωρίς μνήμη και ελπίδα, με το νου και την επιθυμία να αργούν, σε μια κατάσταση τελείας μακαριότητας, μόνο απολαμβάνει, χαίρεται την ανάκραση με αυτό για το οποίο τόσο παθιάστηκε σε αυτήν την αγιαστική της πορεία. Αὐτόθι, PG 46, 89C «κόρου δὲ τὴν ἀγαπητικὴν πρὸς τὸ καλὸν σχέσιν οὐ διακόπτοντος͵ ἀεὶ ἡ θεία ζωὴ δι΄ ἀγάπης ἐνεργηθήσεται͵ ἣ καλή τε κατὰ φύσιν ἐστὶ͵ καὶ ἀγαπητικῶς πρὸς τὸ καλὸν ἐκ φύσεως ἔχει͵ καὶ ὅρον τῆς κατὰ τὴν ἀγάπην ἐνεργείας οὐκ ἔχει͵ ἐπειδὴ οὐδὲ τοῦ καλοῦ τι πέρας καταλαμβάνεται͵ ὡς συναπολήγειν τῷ πέρατι τοῦ καλοῦ τὴν ἀγάπην» Αὐτόθι, PG 46, 96C. 609«Εἰ οὖν ἐπὶ τοῦτό ποτε τὸ τέλος φθάσειεν ἡ ψυχὴ͵ ἀνενδεῶς ἕξει τῶν ἄλλων͵ ἅτε δὴ τοῦ πληρώματος περιδεδραγμένη τῶν ὄντων͵ καὶ δοκεῖ μόνη πως αὐτῆς τῆς θείας μακαριότητος ἐν αὐτῇ σώζειν τὸν χαρακτῆρα. ῞Η τε γὰρ ζωὴ τῆς ἄνω φύσεως ἀγάπη ἐστὶν» Αὐτόθι, PG 46, 96C. 610 Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 485D 611 Αὐτόθι, PG 44, 485A 607 608
106
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Η ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΠΑΘΟΣ
1.
Η ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ
Το «ανθρώπινον», κατά τον επίσκοπο Νύσσης, έχει φύση παθητική, υποκείμενη σε πάθη, σε αντίθεση με τον Λόγο που έχει φύση ενεργητική612, μη επιδεχόμενη κανενός είδους πάθος. Ο Θεός Λόγος, προσέλαβε με τη σάρκωσή του τον όλο άνθρωπο, και την παθητική επομένως φύση της σάρκας, με τα πάθη και τις επιθυμίες της. Το πάθος όμως αναφέρεται στο «ἀνθρώπινον μέρος τοῦ Χριστοῦ»613: «οὕτω καὶ ἀπαθὴς ὁ μονογενὴς Θεὸς καὶ παθητὸς ὁ Χριστὸς εἶναι πιστεύεται»614. Το «πάθος» όμως, έχει μια κυριολεκτική και μια καταχρηστική σημασία615. Υπάρχει αφενός μεν το κατά κυριολεξία πάθος, δηλαδή το αρνητικό «κατὰ κακίαν πάθος»616, αφετέρου δε το κατά τη φυσική πορεία του ανθρώπου πάθος (με την έννοια «τοῦ κατὰ φύσιν κινήματος»), που θα ήταν επιτυχέστερο να χαρακτηριζόταν ως έργο και όχι πάθος. Ο Χριστός έμεινε ξένος, καθαρός και από «το κατά κακίαν πάθος», και από το πάθος της ηδονής που προηγείται της ανθρώπινης γεννήσεως: ο θεραπευτής ιατρός άγγιξε την ασθένεια αλλά έμεινε μακριά της617. «ἡ σὰρξ παθητικῆς ἐστι φύσεως͵ ἐνεργητικῆς δὲ ὁ Λόγος»͵ Κατά Εὐνομίου ἀντιρρητικός λόγος, PG 45, 705Β 613 «θεὸς ὁ υἱός͵ ἀπαθὴς πάντως ἐστὶ καὶ ἀκήρατος͵ εἰ δέ τι πάθος ἐν τῷ εὐαγγελίῳ περὶ αὐτοῦ λέγοιτο͵ διὰ τοῦ ἀνθρωπίνου πάντως τοῦ δεχομένου τὸ πάθος τὸ τοιοῦτον ἐνήργησεν. ἐνεργεῖ γὰρ ὡς ἀληθῶς ἡ θεότης διὰ τοῦ περὶ αὐτὴν σώματος τὴν τοῦ παντὸς σωτηρίαν͵ ὡς εἶναι τῆς μὲν σαρκὸς τὸ πάθος͵ τοῦ δὲ θεοῦ τὴν ἐνέργειαν· Αὐτόθι, PG 45, 713Β. 614 Αὐτόθι, PG 45, 716D‐717Α 615 «ὅτι τὸ πάθος τὸ μὲν κυρίως͵ τὸ δὲ ἐκ καταχρήσεως λέγεται. τὸ μὲν οὖν προαιρέσεως ἁπτόμενον καὶ πρὸς κακίαν ἀπὸ τῆς ἀρετῆς μεταστρέφον ἀληθῶς πάθος ἐστί͵ τὸ δ΄ ὅσον ἐν τῇ φύσει κατὰ τὸν ἴδιον εἱρμὸν πορευομένῃ διεξοδικῶς θεωρεῖται͵ τοῦτο κυριώτερον ἔργον ἂν μᾶλλον ἢ πάθος προσαγορεύοιτο͵ οἷον ἡ γέννησις͵ ἡ αὔξησις͵ ἡ διὰ τοῦ ἐπιρρύτου τε καὶ ἀπορρύτου τῆς τροφῆς τοῦ ὑποκειμένου διαμονή͵ ἡ τῶν στοιχείων περὶ τὸ σῶμα συνδρομή͵ ἡ τοῦ συντεθέντος πάλιν διάλυσίς τε καὶ πρὸς τὰ συγγενῆ μεταχώρησις» Λόγος Κατηχητικός, PG 45, 49BC 616 Αὐτόθι, PG 45, 41A 617 Αὐτόθι, PG 45, 49D 612
107
Την ίδια διάκριση συναντάμε και στον τρίτο κατ’Ευνομίου Λόγο618: αφενός μεν υπάρχει το πάθος ως «φυσική εξέλιξη και πορεία», που θα ήταν καλύτερο να ονομαστεί «έργο», αφετέρου δε υπάρχει το κυριολεκτικώς νοούμενο πάθος, το συνδεδεμένο αχωρίστως με την σωματική ηδονή619, ως ειδεχθές προσωπείο στο κάλλος της εικόνας620, ως «γνώρισμα της σφραγίδας του πονηρού»621, ως νόσος της προαιρέσεως και αδυναμία της φύσεως622, στο οποίο δεν συμμετείχε ο Θεάνθρωπος κατά την σάρκωση και την επί γης παρουσία του. Ενώ ο Μονογενής Θεός είναι απαθής, ο σαρκωθείς Χριστός κατά την ανθρώπινη φύση του είναι παθητός623. Ο Ιησούς Χριστός, υπέστη τα καταχρηστικώς καλούμενα πάθη της παθητικής ανθρώπινης φύσεως, χωρίς όμως της αμαρτίας: τη θηλή, τα σπάργανα, τη βαθμιαία αύξηση του σώματος, το αίσθημα της πείνας, τη δίψα, τη δειλία, το φόβο, την επιθυμία, τη νύστα, το δάκρυσμα624, τη λύπη, τον ύπνο, την ταραχή, την έλλειψη, τα δεσμά, τα καρφιά, τη λόγχη, το αίμα, την πληγή, την ταφή, το μνημείο625. Ενώ ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι απαθής, τα πάθη που αναφέρονται στο Ευαγγέλιο, αναφέρονται στο ανθρώπινο στοιχείο του Χριστού, που προσέλαβε και δέχεται το πάθος626. Προσέλαβε τα «καταχρηστικώς» λεγόμενα «πάθη» της φύσεώς μας, έμεινε ξένος όμως προς κάθε τι που οδηγεί στη διάπραξη της αμαρτίας. Η πρόσληψη του στοιχείου της παθητότητας από το Χριστό, αποτελεί, κατά τον άγιο Γρηγόριο, πολύ μεγάλη ευεργεσία για το ανθρώπινο γένος, καθώς, «αν συνέβαινε και ο Υιός να μην είναι επιδεκτικός πάθους, η συμφορά της φύσης μας δε θα ήταν δυνατό να επανορθωθεί, αφού δε θα υπήρχε εκείνος που υφιστάμενος την ο ίδιος, θα οδηγούσε τον άνθρωπο στην αφθαρσία627. Η σωτηρία δεν εξασφαλίζεται «ὅτι οὐδὲν κατὰ ἀλήθειαν πάθος ἐστίν͵ ὃ μὴ εἰς ἁμαρτίαν φέρει͵ οὐδὲ κυρίως ἄν τις τὸν ἀναγκαῖον τῆς φύσεως εἱρμὸν πάθος λέγοι͵ βλέπων ὁδῷ προϊοῦσαν ἐν τάξει τινὶ καὶ ἀκολουθίᾳ τὴν σύνθετον φύσιν. ἡ γὰρ τῶν ἑτεροφυῶν στοιχείων πρὸς ἄλληλα συνδρομὴ κατὰ τὴν τοῦ σώματος ἡμῶν κατασκευὴν σύνθεσίς τίς ἐστι διὰ πλειόνων ἀνομοίων ἁρμοζομένη. ἐκλυθείσης δὲ τῷ καθήκοντι καιρῷ τῆς συνδεούσης τὴν τῶν στοιχείων συνδρομὴν ἁρμονίας πάλιν τὸ σύνθετον εἰς τὰ ἐξ ὧν συνέστηκεν ἀναλύεται. ἔργον οὖν ἐστι τοῦτο μᾶλλον καὶ οὐχὶ πάθος τῆς φύσεως. μόνον γὰρ τὸ ἐξ ἐναντίου τῇ κατὰ τὴν ἀρετὴν ἀπαθείᾳ νοούμενον κυρίως προσαγορεύομεν πάθος͵ οὐ καὶ ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς ἡμετέρας φύσεως ἀμέτοχον διαμεῖναι τὸν τὴν σωτηρίαν ἡμῖν χαριζόμενον πεπιστεύκαμεν͵ τὸν πεπειραμένον κατὰ πάντα καθ΄ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας. τοῦ μὲν οὖν κατὰ ἀλήθειαν πάθους͵ ὃ προαιρέσεώς ἐστι νόσος͵ οὐκ ἐκοινώνησεν» Κατά Εὐνομίου ἀντιρρητικός λόγος, PG 45, 721BC 619 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1021C 620 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 193C 621 Εἰς τὴν Προσευχήν, PG 44, 1145D 622 Εἰς τὸν ἕκτον ψαλμὸν περὶ τῆς ὀγδόης, PG 44, 612D 623 «ἀπαθὴς ὁ μονογενὴς θεὸς καὶ παθητὸς ὁ Χριστὸς εἶναι πιστεύεται» Κατά Εὐνομίου ἀντιρρητικός λόγος, PG 45, 716D‐717A 624 Αὐτόθι, PG 45, 549A 625 Αὐτόθι, PG 45, 712D 626 Αὐτόθι, PG 45, 713A 627 «εἰ δὲ τῆς δωρεᾶς αἰσθανόμενοι τὴν εὐεργεσίαν ἀτιμάζουσι͵ δέδοικα μὴ πρὸς τοὐναντίον περι τραπῇ πάλιν αὐτοῖς ἡ ἀσέβεια καὶ προτιμοτέραν ποιήσωνται τὴν ἐμπαθῆ τοῦ υἱοῦ διάθεσιν τῆς 618
108
μόνο με τη διδασκαλία του Κυρίου, όσο «δι’αὐτῶν ὧν ἐποίησεν ὁ τὴν πρός τὸν ἄνθρωπον κοινωνίαν ὑποστάς». Η μυστηριακή μέθεξη στη ζωή του Χριστού γίνεται, επειδή Εκείνος έζησε ουσιαστικά, πραγματικά και ενεργητικά την ανθρώπινη ζωή, δι’όλων των σταδίων της (γέννηση, αύξηση, θάνατος κλπ)628. Με τις τοποθετήσεις του αυτές ο επίσκοπος Νύσσης, έρχεται να αντικρούσει τον Ευνόμιο, ο οποίος απέδιδε τα πάθη στη θεία φύση του Λόγου, προκειμένου να αποδείξει την ετερουσιότητα Του με τον Θεό Πατέρα. Με τον ένσαρκο βίο του ο Κύριος, αποτέλεσε υπόδειγμα καλής χρήσης της επιθυμητικής δύναμης της ψυχής (εφόσον προσέλαβε τον όλο άνθρωπο, προσέλαβε και την επιθυμητική τάση της ψυχής του): όταν εμφανίστηκε σε αυτόν το πάθος της πείνας, ο εφευρέτης των πειρασμών τον παρότρυνε να ικανοποιήσει την επιθυμία του με τις πέτρες, προσπάθησε δηλαδή να εκτρέψει την επιθυμία Του, από τη φυσική τροφή στο έξω από τη φύση629 (πέτρες κατά τον άγιο Γρηγόριο είναι τα αισχρά θεάματα, τα βουτηγμένα στα πάθη ακροάματα, και όλα τα προσανάμματα της τροφής της ακολασίας630). Με την απόκρουση του πειρασμού, χωρίς την άρνηση της επιθυμίας («οὐκ ἐξώρισεν»631), έγινε υπόδειγμα καλής παιδαγωγίας και χρήσης της επιθυμητικής δύναμης της ανθρώπινης ψυχής: «Τοῦτο οὖν ἐστιν͵ ὃ διδάσκει ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ τῶν νοημάτων ὄρους διαλεγόμενος͵ τῷ μηδενὶ τοιούτῳ τὴν ἐπιθυμίαν ἡμῶν προσασχολεῖν͵ οὗ μηδὲν πρόκειται τοῖς σπουδάζουσι πέρας͵ ἐν οἷς ματαία τε καὶ ἀνόητός ἐστιν ἡ σπουδή· καθάπερ τοῖς τῇ κορυφῇ τῆς ἑαυτῶν σκιᾶς ἐπιτρέχουσιν͵ οἷς ὁ δρόμος ἐπὶ τὸ ἀνήνυτον φέρεται͵ εἰς ἐκεῖνο ἀεὶ ταχέως τοῦ διωκομένου ὑπεξιόντος τῷ ἐπι τρέχοντι· ἀλλ΄ ἐκεῖ τρέψαι τὴν ὄρεξιν͵ ἐν οἷς ἡ σπουδὴ κτῆμα τοῦ σπουδάζοντος γίνεται»632. Υπάρχει δε μία επιθυμία, ένα πάθος που ο Ιησούς Χριστός το ονομάζει μακάριο, και δεν επαισχύνεται να ομολογεί ότι διακατέχεται από αυτό. Επιθυμεί διακαώς μία και μόνο τροφή: «τροφή δική μου είναι να κάνω το θέλημα του Πατέρα μου»633, «ὅς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»634. πατρικῆς ἀπαθείας͵ ἐν τῷ καθ΄ ἑαυτοὺς ἀγαθῷ τὴν τοῦ καλοῦ κρίσιν ποιούμενοι. εἰ γὰρ καὶ τὸν υἱόν͵ καθὼς περὶ τοῦ πατρὸς δογματίζουσιν͵ ἀπαράδεκτον εἶναι συνέβη τοῦ πάθους͵ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν ἂν ἡ τῆς φύσεως ἡμῶν συμφορά͵ οὐκ ὄντος τοῦ διὰ τῆς οἰκείας πείρας εἰς ἀφθαρσίαν ἐξαιρουμένου τὸν ἄνθρωπον» Αὐτόθι, PG 45, 904BC. 628 Μπρούσαλη Π., Αρχιμ., Η ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, Εκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 1999, σελ. 38 629 «Ἀπόσιτος γὰρ τεσσαράκοντα ἡμερῶν διαμείνας͵ ὕστερον ἐπείνασεν· ἔδωκε γὰρ ὅτε ἐβούλετο τῇ φύσει καιρὸν τὰ ἑαυτῆς ἐνεργῆσαι. Ἀλλ΄ ὁ τῶν πειρασμῶν εὑρετὴς͵ ὅτε ἔγνω τὸ κατὰ πεῖναν πάθος καὶ ἐν ἐκείνῳ γενόμενον͵ συνεβούλευσε λίθοις τὴν ὄρεξιν δεξιώσασθαι· τοῦτο δέ ἐστι͵ τὸ παρατρέψαι τὴν ἐπιθυμίαν ἐκ τῆς κατὰ φύσιν τροφῆς ἐπὶ τὰ ἔξω τῆς φύσεως» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1237A. 630 «Τί δ΄ ἄν τις τὰ λοιπὰ τῆς λιθώδους ταύτης διεξίοι τροφῆς͵ τὰ αἰσχρὰ θεάματα; τὰ ἐμπαθῆ ἀκροάματα͵ δι΄ ὧν ὁδοποιοῦσιν ἑαυτοῖς τὴν τῶν κακῶν ἀκολουθίαν τοῖς ὑπεκκαύμασι τῆς ἀκολασίας τὴν τροφὴν ἐπαρτύοντες;» Αὐτόθι, PG 44, 1240A. 631 Αὐτόθι, PG 44, 1240B 632 Αὐτόθι, PG 44, 1245A 633 Ιω. 4,34. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1240C 634 Α’Τιμ. 2,4
109
Η δύναμη της επιθυμίας και του πάθους του Θεανθρώπου για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, φαίνεται από το γεγονός ότι παραλληλίζει το πάθος αυτό, όχι μόνο με την πείνα αλλά (για να δείξει τη θέρμη και τη φλόγα της επιθυμίας) και με τη δίψα635. Το πάθος και η δύναμη της επιθυμίας αυτής του Κυρίου, αποτελεί υπόδειγμα του πάθους και της επιθυμίας που θα πρέπει να έχει κάθε άνθρωπος για τη σωτηρία του: η επιθυμία για σωτηρία κατά τον άγιο Γρηγόριο, πρέπει να συνιστά το άκρο άωτον της επιθυμίας (τὸ ἀκρότατον τῆς πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἐπιθυμίας)636. Το «μακαριστό»637 πάθος του Θεανθρώπου για τον άνθρωπο, πάθος από σαρκώσεως έως θανάτου σταυρικού, δικαιολογεί απόλυτα τον χαρακτηρισμό του αγίου Γρηγορίου: «ὁ καλός ἐραστής τῶν ἡμετέρων ψυχῶν»638. Βλέποντας την παράφορη αγάπη του εραστή νυμφίου, η νύμφη ψυχή, «ἀντερασθεῖσα τοῦ ἀγαπήσαντος δείκνυσιν ἐν ἑαυτῇ ἐγκείμενον διὰ βάθους τῆς ἀγάπης τὸ βέλος»639. Σύμφωνα με το χωρίο, το απαθές πάθος της ψυχής προς τον Χριστό δεν είναι παρά η ανταπόκριση στο πάθος που νιώθει ο Θεάνθρωπος γι’ αυτήν.
«Ποία οὖν ἐστιν ἡ βρῶσις͵ ἧς ὁ Ἰησοῦς τὴν ἐπιθυμίαν οὐκ ἐπαισχύνεται; Φησὶ πρὸς τοὺς μαθητὰς μετὰ τὸν πρὸς τὴν Σαμαρεῖτιν διάλογον· ὅτι Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν͵ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου·ῃ φανερὸν δὲ τοῦ Πατρός ἐστι τὸ θέλημα͵ ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι͵ καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν. Οὐκοῦν εἰ ἐκεῖνος ὀρέγεται τοῦ ἡμᾶς σωθῆναι͵ καὶ τροφὴ αὐτοῦ γίνεται ἡ ἡμετέρα ζωὴ͵ μεμαθήκαμεν εἰς ὅτι χρηστέον ἂν εἴη τῇ τοιαύτῃ τῆς ψυχῆς διαθέσει. Τί οὖν τοῦτό ἐστι; Πεινάσωμεν τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν͵ διψήσωμεν τοῦ θείου θελήματος͵ ὅπερ ἐστὶ τὸ ἡμᾶς σωθῆναι. Πῶς οὖν ἐστι τὴν τοιαύτην ἡμῖν κατορθωθῆναι πεῖναν͵ νῦν παρὰ τοῦ μακαρισμοῦ μεμαθήκαμεν. Ὁ γὰρ τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ ποθήσας͵ εὗρεν τὸ ἀληθῶς ὀρεκτόν· οὗ τὴν ἐπιθυμίαν οὐχ ἑνὶ τρόπῳ τῶν κατὰ τὴν ὄρεξιν ἐνεργουμένων ἐπλήρωσεν· οὐ γὰρ μόνον ὡς βρῶσιν τὴν τοῦ δικαίου μετουσίαν ἐπόθησεν. Ἡμιτελὴς γὰρ ἂν ἦν ἐπὶ ταύτης μόνης τῆς διαθέσεως στᾶσα ἡ ὄρεξις͵ νυνὶ δὲ καὶ πότιμον τὸ ἀγαθὸν τοῦτο ἐποίησεν͵ ἵνα τὸ ἔνθερμόν τε καὶ διακαὲς τῆς ἐπιθυμίας τῷ πάθει τῆς δίψης ἐνδείξηται. Ξηροὶ γὰρ τρόπον τινὰ καὶ φλογώδεις ἐν τῷ καιρῷ τοῦ δίψους γινόμενοι͵ ὡς θεραπευτικὸν τῆς τοιαύτης διαθέσεως τὸ ποτὸν μεθ΄ ἡδονῆς προσφερόμεθα. Ἐπεὶ οὖν μία μὲν τῷ γένει ἡ ὄρεξις ἐπὶ βρώσεώς τε καὶ πόσεως· διάφορον δὲ ἡ πρὸς ἑκάτερον τούτων διάθεσις͵ ὡς ἂν τὸ ἀκρότατον τῆς πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἐπιθυμίας ὁ λόγος ἡμῖν νομοθετήσειεν· μακαρίζει τοὺς τὰ δύο ταῦτα πρὸς τὴν δικαιοσύνην πάσχοντας͵ τὴν πεῖνάν τε καὶ τὴν δίψαν͵ ὡς ἱκανοῦ ὄντος τοῦ ποθουμένου πρὸς ἑκατέραν ἁρμοσθῆναι καταλλήλως τὴν ὄρεξιν͵ καὶ στεῤῥὰν μὲν τῷ πεινῶντι γίνεσθαι τροφὴν͵ πότιμον δὲ τῷ διψητικῶς ἐφελκυσαμένῳ τὴν χάριν» Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1240C‐1241A 636 Αὐτόθι, PG 44, 1241A 637 Αὐτόθι, PG 44, 1245C 638 Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 1044C 639 Αὐτόθι, PG 44, 1044D 635
110
2.
Η ΘΕΙΑ «ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ»
Η αγάπη του Τριαδικού Θεού, δηλώνεται στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου με τον όρο «φιλανθρωπία». Από αυτήν έλκεται και σε αυτήν ανταποκρίνεται ο άνθρωπος με ένα απαθές και ανεπίληπτο ερωτικό πάθος: «τοιοῦτόν τί μοι δοκεῖ καὶ περὶ τὴν ψυχὴν γίνεσθαι πάθος͵ ὅταν ἡ θεία δύναμις ὑπὸ φιλανθρωπίας ἐκ τῶν ἀλόγων τε καὶ ὑλικῶν συμπτωμάτων ἐφέλκηται τὸ ἴδιον»640. Η «φιλανθρωπία», παρουσιάζεται, ως ειδικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της θείας φύσης, εφόσον υπήρξε η αιτία και η αφορμή τόσο της δημιουργίας, όσο και της παρεμβάσεως του Θεού, με σκοπό την «ἐπιστροφήν» της ανθρωπότητας «εἰς τήν πατρώαν ἑστίαν»641. Δηλωτικό στοιχείο της θείας «φιλανθρωπίας» καθίσταται το σχέδιο της θείας οικονομίας, στο οποίο εντάσσεται η σταδιακή επαναφορά του ανθρώπου στην αρχική του εικόνα642. Ο Θεός, εκ «φιλανθρώπου» αγάπης κινούμενος, έρχεται προς τον άνθρωπο ως «πρόσωπο» σε άμεση σχέση. Η «φιλανθρωπία» του Θεού, συνιστά ένα είδος γνώσεως, η οποία μεταποιεί την αδυναμία «καταλήψεως» του Θεού, σε δωρεά αληθινής γνώσεως, μέσω της προσωπικής ερωτικής σχέσεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Η έννοια της «φιλανθρωπίας», αποκτά στη θεολογική διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου, προφανές σωτηριολογικό περιεχόμενο643. Στα πλαίσια αυτής της «φιλανθρωπίας», εντάσσεται η ενεργός συμμετοχή και ανταπόκριση του Λόγου‐Νυμφίου στο απαθές πάθος της νύμφης‐ψυχής. Εκείνος είναι που στολίζει την ψυχή με ομορφιά, που μεταφέρει την ακαθαρσία των αμαρτιών της στον εαυτό του, μεταδίδοντάς της ταυτόχρονα την δική του καθαρότητα. Εκείνος ανταλλάσσει τη δική του ομορφιά με τη δική της ασχήμια, την καθιστά «ἐξ εἰδεχθοῦς ἐρασμίαν» και έτσι την αγαπά. Ο ίδιος ο Λόγος ενεργεί την κάθαρση εντός της νύμφης ψυχής, της δίνει τη δυνατότητα να επιστρέψει στην απάθεια, την καθιστά κοινωνό του δικού του κάλλους και ως εραστής την αφήνει να ζήσει το πάθος της644. Η σφραγίδα της απάθειας, που λάμπει μέσα στην κεκαθαρμένη ψυχή, συνιστά αυτό το ακαταμάχητο κάλλος της, που προσελκύει τον Νυμφίο645. Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 97C Πρβλ. Αντ. Βαρκιντζόγλου, Η μυστική θεολογία και η έκφραση αυτής διά της αντιθετικής ορολογίας του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Αθήνα 2003, σελ. 129 642 Πρὸς Ὀλύμπιον μοναχόν, Περὶ τελειότητος, PG 46,269D 643 Βλ. Κ.Β. Σκουτέρη, «Ἡ ἐνότης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ὡς πραγματική προϋπόθεση τῆς σωτηρίας», Θεολογία 40, (1969), 424 644 «μὴ θαυμάσητε γάρ φησι͵ ὅτι ἐμὲ ἡ εὐθύτης ἠγάπησεν͵ ἀλλ΄ ὅτι μέλαιναν οὖσαν ἐξ ἁμαρτίας καὶ προσῳκειωμένην τῷ ζόφῳ διὰ τῶν ἔργων καλὴν διὰ τῆς ἀγάπης ἐποίησε τὸ ἴδιον κάλλος πρὸς τὸ ἐμὸν αἶσχος ἀνταλλαξάμενος. μεταθεὶς γὰρ πρὸς ἑαυτὸν τὸν τῶν ἐμῶν ἁμαρτιῶν ῥύπον μετέδωκέ μοι τῆς ἑαυτοῦ καθαρότητος κοινωνόν με τοῦ ἑαυτοῦ κάλλους ἀπεργασάμενος͵ ὃς πρῶτον ἐποίησεν ἐξ εἰδεχθοῦς ἐρασμίαν καὶ οὕτως ἠγάπησεν». Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 789BC 645 Αὐτόθι, PG 44, 948A 640 641
111
Ο Λόγος, ως «καλός ἐραστής»646, επαινεί τα χαρίσματα της νύμφης, το στόμα της647, το λαιμό της648, τα περιδέραιά της649, καθώς και κάθε μέλος του σώματός της650, όλα ερμηνευόμενα από τον άγιο Γρηγόριο, σε αναφορά με τις εννοούμενες αρετές. Έλκει διαρκώς την ψυχή για να της μεταδοθεί, διαστέλλει τα όριά της («ἡ μὲν γὰρ ψυχὴ μείζων ἑαυτῆς διὰ τῆς τοῦ ὑπερέχοντος μετουσίας γίνεται»651) και με μια μεταμορφωτική δύναμη τη μεταβάλλει προς το θεϊκότερο, «ἀπό τῆς δόξης ἐν ἧ ἦν πρὸς τὴν ἀνωτέραν δόξαν μεταμορφωθεῖσα»652. Την προστάζει με ένα ακατάπαυστο «ἀνάστηθι» και «ἐλθέ», μα όσες φορές φωνάζει το «σήκω» και «έλα», τόσες φορές της δίνει τη δύναμη να σηκωθεί653. Ο ίδιος ο Λόγος την ανεβάζει και την ανυψώνει στις βαθμιαίες ανόδους της ολοένα και ψηλότερα, στους κόλπους της μετουσίας του Θεού654. Και όλα αυτά γιατί η νύμφη αυτή ψυχή, είναι «ποθεινή τῷ νυμφίῳ»655, επειδή δηλαδή, ο Νυμφίος, την ποθεί. 3.
ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
Ο θάνατος επέρχεται, όταν το σώμα χάσει τη δύναμη της ζωής που του παρέχει η ψυχή656. Ο άνθρωπος τότε διαλύεται στα ἐξ ὧν συνετέθη στοιχεία. Κάθε στοιχείο επιστρέφει στο συγγενικό του, ελκόμενο από αυτό. Το μεν σώμα λιώνει, απεκδύεται τους δερμάτινους χιτώνες που είχε περιβληθεί, και κατά κάποιο τρόπο αποκαθαίρεται μέσα στη γη από τις κλίσεις του657, περιμένοντας την ανάσταση. Θα καθαρθεί διά της ιατρείας του πυρός658 από όλα τα «κατὰ κακίαν» πάθη659, θα Αὐτόθι, PG 44, 1044D Αὐτόθι, PG 44, 816A 648 Αὐτόθι, PG 44, 816B 649 Αὐτόθι, PG 44, 816B 650 Αὐτόθι, PG 44, 917AB 651 Αὐτόθι, PG 44, 876A 652 Αὐτόθι, PG 44, 948A 653 «ὥστε ὁσάκις ἂν λέγῃ τὸ Ἀνάστηθι καὶ τὸ Ἐλθέ͵ τοσαυτάκις τῆς πρὸς τὸ κρεῖττον ἀναβάσεως τὴν δύναμιν δίδωσιν» Αὐτόθι, PG 44, 876C 654 «τοσοῦτον δὲ αὐτὴν διὰ τῶν ἀναβάσεων ὑψώσας ὁ λόγος ἔτι πρὸς τὸ ὑψηλότερον ἄγει» Αὐτόθι, PG 44, 968C 655 «ποθεινὴν τῷ νυμφίῳ τὴν τοιαύτην γενέσθαι ψυχὴν» Αὐτόθι, PG 44, 960B 656 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 29A 657 Βλ. Βατσικούρα Κυριάκου, Η έννοια του θανάτου κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, Εκδόσεις Επέκταση, Κατερίνη 1999, σελ. 346 658 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 160C Η διδασκαλία του Γρηγορίου περί αποκαταστάσεως των πάντων παρουσιάζει σημαντικότατη διαφοροποίηση από την αντίστοιχη του Ωριγένους, καθώς από αυτήν απουσιάζουν ιδέες όπως η εκπνευμάτωση των πάντων, η προϋπαρξη των ψυχών και η κυκλική κίνηση των πάντων, Πρβλ. Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β’, Αθήνα 1999, σελ. 614. Επίσης βλ. Νίκου Ματσούκα, Το πρόβλημα του Κακού, Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 198 κ.ε. Στη μέλλουσα Βασιλεία το κακό, που ορίστηκε ως απουσία του καλού, 646 647
112
αναστοιχειωθεί «ἀπὸ τοῦ φθαρτοῦ καὶ γεώδους ἐπὶ τὸ ἀπαθὲς καὶ ἀΐδιον»660, προκειμένου να συμμετάσχει «πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν τῆς μελλούσης ζωής»661. Η αθάνατη δε ψυχή, μεταναστεύει απλώς με το θάνατο από το ορατό στο αόρατο. Φέρει όμως πάνω της τις συνέπειες των πράξεων που τέλεσε μαζί με τον θνητό εταίρο της, το σώμα, στην επίγεια ζωή. Η ανάσταση των νεκρών, θα «συνάξει» τα «διακεκριμένα» (μια εκ νέου σύνθεση η οποία όμως δεν πρόκειται πλέον να διαλυθεί) και θα συντελέσει στην αναστοιχείωση του κάθε ανθρώπου, τον οποίον θα καταστήσει «σῶον», «ἀπαθῆ», «ἀκέραιο» και αμέτοχο της «ἀλλοτρίας ἐπιμιξίας»662. Μετά την τελική κρίση, όσοι υπήρξαν δέσμιοι των παθών της κακίας, θα οδηγηθούν στη μετά θάνατον καταδίκη. Τελική τους κατάληξη θα είναι η γέενα, το σκοτάδι και η φωτιά: «τούτων ἁπάντων τὸ τέλος κατάκρισις εἰς γέεναν καὶ σκότος καὶ πῦρ καταλήγουσα»663. Το «σκότος» στο οποίο θα οδηγήσει μετά θάνατον η επίγεια υποταγή στα πάθη, είναι πνευματικό σκοτάδι, και συμβολίζει την αδυναμία κοινωνίας με το Θεό, τη μη δυνατότητα μετοχής του ανθρώπου στο φως της δόξας Του. Επιπλέον, ένα αναπόφευκτο πάθος θα τους ταλαιπωρεί: είναι η πείνα των αγαθών664. Τέτοια πείνα δοκίμασε, κατά τον άγιο Γρηγόριο, ο πλούσιος στον Άδη, μπροστά στην τόσο ποθητή665 σταγόνα του ύδατος, στερημένος από τη θεία δρόσο και κατακαιόμενος από τη φλόγα του πυρός666. Όσοι, από την άλλη πλευρά, με την καθυπόταξη των παθών τους στον ηγεμόνα νου, κατέκτησαν την απάθεια, θα βρεθούν σε μια κατάσταση πέρα από κάθε αίσθηση και γνώση667, μια κατάσταση που λεκτικά μπορεί να περιγραφεί ως ζωή χωρίς τέλος, αΐδια αφθαρσία, ατελείωτη βασιλεία, αδιάκοπη χαρά, αληθινό φως,
θα απαλειφθεί τελείως, αφού τότε θα κυριαρχήσει ολοκληρωτικά το καλό, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα «απουσίας» του. Βλ. Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β’, Αθήνα 1999, σελ. 613. 659 Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 172‐173 660 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 205C 661 Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 529Α 662 Λόγος Κατηχητικὸς, PG 45, 89A 663 Περὶ Παρθενίας, PG 46, 344C 664 Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 182 665 «εἰ ἀνάστασις οὐκ ἔστι͵ μῦθος ὁ Λάζαρος καὶ ὁ πλούσιος καὶ τὸ φρικῶδες χάσμα καὶ ἡ τοῦ πυρὸς ἄσχετος φλόγωσις καὶ ἡ διακαὴς γλῶσσα καὶ ἡ ποθουμένη σταγὼν τοῦ ὕδατος καὶ ὁ δάκτυλος τοῦ πτωχοῦ» Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, PG 46, 676ΒC. Για το πάθος αυτό του πλουσίου Βλ. Monique Alexandre, L’ interéprtation de Luc 16 19‐31 chez Grégoire de Nysse στον τόμο Epectasis, Mélanges Patristiques offerts au Cardinal Jean Daniélou, Fontaine, J., et Kannengiesser, publ., Beauchesne 1972, σελ. 435‐438 666 «Καὶ λιμώξουσιν ὡς κύων. οἷς γὰρ οὐκ ἔστι σωτηρίας ἐφόδιον͵ ἐξ ἀνάγκης ἡ ἐκ τοῦ λιμοῦ τῶν ἀγαθῶν ἐπακολουθήσει ταλαιπωρία. οὕτως ἐλίμωξεν ἐν τῷ ᾅδῃ ὁ πλούσιος͵ τῆς θείας δρόσου ἔρημος ὤν· καὶ διὰ τὸ ἀπαράσκευον τοῦ τοιούτου ἀγαθοῦ εἶναι τῇ φλογὶ κατεφλέγετο» Εἰς τὴν ἐπιγραφὴν τῶν Ψαλμῶν, PG 44, 604D 667 Αὐτόθι, PG 44, 481A
113
απροσπέλαστη δόξα, συνεχής αγαλλίαση, και γενικότερα ως βασιλεία κάθε αγαθού668. Η πρωτολογία του αγίου Γρηγορίου περί της προπτωτικής απάθειας ταυτίζεται με το εσχατολογικό νόημα της απάθειας («οὐδὲ γὰρ ἄλλο τι ἐστιν ἡ ἀνάστασις͵ εἰ μὴ πάντως ἡ εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀποκατάστασις»669), καθώς και στις δύο καταστάσεις δεν υφίστανται τα στοιχεία της θνητότητας, της σεξουαλικότητας και της βιολογικής συνθήκης. Η απάθεια, η οποία θα εισαγάγει τον άνθρωπο στον Παράδεισο, δεν μπορεί να είναι άλλο από κύριο, αν όχι κυρίαρχο χαρακτηριστικό του670. Η εσχατολογική απάθεια, έκφραση της εσωτερικής ενότητας και καθαρότητας, είναι συνώνυμη της προσωπικής απελευθέρωσης ενώ αποτελεί αφετηρία μιας ατέρμονης επ’άπειρον κίνησης, απελευθερωτική κάθε είδους χρονικότητας671. Με την ανάσταση, το υλώδες και βαρύ ανθρώπινο σώμα, θα απογυμνωθεί από τους δερμάτινους χιτώνες και θα καθαρθεί, θα απαλλαγεί από το βάρος του και από τη διαφορά των φύλων. Θα μεταποιηθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να τείνει προς τα άνω, ενώ οι ιδιότητές του θα μεταβληθούν προς το θεϊκότερο (το χρώμα, το σχήμα, το περίγραμμα και όλα τα άλλα)672. Θα είναι ένα σώμα ελαφρύ, φωτοειδές, ελεύθερο, καθώς σε αυτό θα λάμπει η θεία σφραγίδα673. Θα επανεύρει την αρχέγονη αποστολή του, καθιστάμενο όργανο του πνεύματος. Τα πάθη που θα κυριαρχούν στη καινή αυτή ανθρώπινη φύση (που αποτελείται από ψυχή ενωμένη με το αναστημένο σώμα), είναι τα ίδια πνευματικά πάθη που εμπλούτιζαν και έδιναν το δυναμισμό τους στην απαθή προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου674. Είναι τα παράγωγα πάθη της μεταμορφωμένης επιθυμίας, «ἡ ὄρεξις» η οποία «τραπήσεται πρὸς τὸ μόνον ὀρεκτόν τε καὶ ἐπιθυμητὸν καὶ ἐράσμιον», «οὐκ ἀποσβέσασα καθόλου τὰς ἐγκειμένας φυσικῶς ἡμῖν ἐπὶ τὰ τοιαῦτα ὁρμὰς ἀλλὰ πρὸς τὴν ἄϋλον τῶν ἀγαθῶν μετουσίαν μεταποιήσασα», «ὁ ἔρως τοῦ ἀληθινοῦ κάλλους ὁ ἄπαυστος», «ἡ ἐπαινετὴ τῶν τῆς σοφίας θησαυρῶν Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, PG 44, 1265B Ἐξηγησις ἀκριβὴς εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 633C 670 «ἐκβὰς ἕκαστος αὐτὸς ἑαυτοῦ καὶ ἔξω τοῦ ὑλικοῦ κόσμου γενόμενος καὶ ἐπανελθὼν τρόπον τινὰ δι΄ ἀπαθείας εἰς τὸν παράδεισον καὶ διὰ καθαρότητος ὁμοιωθεὶς τῷ θεῷ» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 772D‐773A 671 Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 1199‐200 672 «νῦν μὲν γὰρ πᾶν τὸ παχὺ καὶ στερέμνιον ἐκ φύσεως ἔχει τὴν ἐπὶ τὸ κάτω φοράν͵ τότε δὲ πρὸς τὸ ἀνωφερὲς ἡ μεταποίησις τοῦ σώματος γίνεται ...εἰ τοίνυν ἐπὶ τῶν ἀλλαγέντων τὸ βάρος οὐ παραμένει τῷ σώματι͵ ἀλλὰ συμμετεωροποροῦσι τῇ ἀσωμάτῳ φύσει οἱ πρὸς τὴν θειοτέραν μετα στοιχειωθέντες κατάστασιν͵ πάντως ὅτι καὶ τὰ λοιπὰ τῶν ἰδιωμάτων τοῦ σώματος πρός τι τῶν θεωτέρων συμμετατίθεται· τὸ χρῶμα τὸ σχῆμα ἡ περιγραφὴ καὶ τὰ καθ΄ ἕκαστον πάντα» Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 532CD 673«ὅταν ἓν σῶμα Χριστοῦ οἱ πάντες γενώμεθα τῷ ἑνὶ χαρακτῆρι μεμορφωμένοι͵ οὐκ ἀμφιβάλλομεν πᾶσι κατὰ τὸ ἴσον τῆς θείας εἰκόνος ἐπιλαμπούσης» Αὐτόθι, PG 46, 532D 674 Βλ. Gaith J., La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, (Etudes de philosophie medieval 43), Paris Vrin 1953, σελ. 186 668 669
114
πλεονεξία», «ἡ καλή τε καὶ ἀγαθὴ φιλοδοξία ἡ τῇ κοινωνίᾳ τῆς τοῦ θεοῦ βασιλείας κατορθουμένη» καὶ «τὸ καλὸν πάθος τῆς ἀπληστίας τὸ οὐδέποτε κόρῳ τῶν ὑπερκειμένων πρὸς τὸν ἀγαθὸν ἀνιὸν πόθον ἐπικοπτόμενον»675. Η ψυχή (η οποία χαρακτηρίζεται ως δοχείο‐αγγείο εντός του οποίου υπάρχει χώρος δεκτικός των αγαθών, χώρος ο οποίος διευρύνεται διηνεκώς δια της προσθήκης των εισερχομένων αγαθών676), έχοντας «ξεφορτωθεί» το βαρύ και γεώδες φορτίο του φθαρτού σώματος677, ενωμένη πλέον με ένα σώμα αναστημένο, φωτοειδές, ελαφρύ, «ἀερῶδες»678, χωρίς διαβλητά ή αδιάβλητα πάθη679, ελεύθερο, δεν γνωρίζει πια κανένα όριο που να μπορεί να την εμποδίσει από μια άνευ ορίων μετοχή στο θείο αγαθό. Καθίσταται ολοένα «μείζονα» και δεκτικότερη, αυξάνεται σε δύναμη και πνευματικό πλούτο, ώστε διαρκώς τρεφόμενη, «ἀεὶ αὔξεσθαι» και «μή λήγειν ποτὲ τῆς αὐξήσεως»680. Η πηγή των αγαθών, είναι ανεξάντλητη σε εκροή αγαθών, η δε αναστημένη ανθρώπινη φύση, στην οποία «εισρέουν» τα αγαθά, γίνεται «ἐλκτικωτέρα» και «πολυχωρητοτέρα», πλημμυρίζοντας από την τρέφουσα χορηγία681. Η αναστημένη ανθρώπινη φύση «οὐδὲν κωλύεται», δεν περιορίζεται από τα φθαρτά πεπερασμένα όρια του γήινου σώματος, ούτε από όρια που θέτει η κακία682. Έτσι, ανεμπόδιστη,
Πρός τοὺς πενθοῦντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 532A «οἷον ἀγγεῖά τινα προαιρετικὰ τῶν ψυχῶν δοχεῖα͵ παρὰ τῆς τὸ πᾶν συστησαμένης σοφίας κατεσκάσθη͵ ἐφ΄ ᾧτε εἶναί τι χώρημα δεκτικὸν ἀγαθῶν͵ τὸ ἀεὶ τῇ προσθήκῃ τοῦ εἰσχεομένου μεῖζον γινόμενον» Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 105A. 677 «τοῦ βαροῦντος ἡμᾶς͵ τοῦ ἐμβριθοῦς λέγω τούτου καὶ γεώδους φορτίου͵ τῆς ψυχῆς ἡμῶν ἀποσεισθέντος͵ τῆς τε πρὸς αὐτὸ συμπαθείας͵ ἣν ἐν τῷ δε τῷ βίῳ ἐσχήκαμεν͵ διὰ κρείττονος ἐπιμελείας ἐγκαθαρθέντας͵ ἐν τῷ καθαρῷ δυνηθῆναι προσοικειωθῆναι τὸ ὅμοιον» Αὐτόθι, PG 46, 105D. 678 «Ὄψει γὰρ τοῦτο τὸ σωματικὸν περιβόλαιον τὸ νῦν διαλυθὲν τῷ θανάτῳ ἐκ τῶν αὐτῶν πάλιν ἐξυφαινόμενον͵ οὐ κατὰ τὴν παχυμερῆ ταύτην καὶ βαρεῖαν κατασκευὴν͵ ἀλλ΄ ἐπὶ τὸ λεπτότερόν τε καὶ ἀερῶδες μετακλωσθέντος τοῦ νήματος͵ ὥστε σοι καὶ παρεῖναι τὸ ἀγαπώμενον͵ καὶ ἐν ἀμείνονι καὶ ἐρασμιωτέρῳ κάλλει πάλιν ἀποκαθίστασθαι» Αὐτόθι, PG 46, 108A. 679 Αὐτόθι, PG 46, 148C‐149A 680 «Τοιαύτῃ γὰρ ἡ τοῦ θείου ἀγαθοῦ μετουσία͵ ὥστε μείζονα καὶ δεκτικώτερον ποιεῖν τὸν ἐν ᾧ γίνεται͵ ἐκ δυνάμεως καὶ μεγέθους προσθήκην ἀναλαμβανομένη τῷ δεχομένῳ͵ ὡς ἂν αὔξεσθαι τὸν τρεφόμενον͵ καὶ μὴ λήγειν ποτὲ τῆς αὐξήσεως» Αὐτόθι, PG 46, 105B. 681 «Τῆς γὰρ πηγῆς τῶν ἀγαθῶν ἀνέκλειπτα πηγαζούσης͵ ἡ τοῦ μετέχοντος φύσις͵ διὰ τὸ μηδὲν τοῦ λαμβανομένου περιττωματικόν τε εἶναι καὶ ἄχρηστον͵ ὅλον τὸ εἰσρέον προσθήκην τοῦ ἰδίου ποιουμένου μεγέθους͵ ἑλκτικωτέρα τε ἅμα τοῦ κρείττονος͵ καὶ πολυχωρητοτέρα γίνεται͵ ἀμφοτέρων ἀλλήλοις συνεπιδιδόντων͵ τῆς τε τρεφομένης δυνάμεως ἐν τῇ τῶν ἀγαθῶν ἀφθονίᾳ πρὸς τὸ μεῖζον ἐπιδιδούσης͵ καὶ τῆς τρεφούσης χορηγίας͵ τῇ τῶν αὐξανομένων ἐπιδόσει συμπλημμυρούσης» Αὐτόθι, PG 46, 105BC 682 «ὅπου γὰρ κακία χώραν οὐκ ἔχει͵ ἀγαθοῦ πέρας ἐστὶν οὐδέν. ἐπὶ γὰρ τῆς τρεπτῆς φύσεως διὰ τὸ ἴσην ἐγκεῖσθαι τὴν δύναμιν τῇ προαιρέσει πρὸς τὴν ἐφ΄ ἑκάτερα τῶν ἐναντίων ῥοπὴν τό τε ἀγαθὸν τὸ ἐν ἡμῖν καὶ τὸ κακὸν ταῖς διαδοχαῖς ἀλλήλων ἐναπολήγει καὶ γίνεται τοῦ ἀγαθοῦ ὅρος ἡ ἐπιγινομένη κακία καὶ πάντα τὰ τῶν ψυχῶν ἡμῶν ἐπιτηδεύματα͵ ὅσα κατὰ τὸ ἐναντίον ἀλλήλοις ἀντικαθέστηκεν͵ εἰς ἄλληλα λήγει καὶ ὑπ΄ ἀλλήλων ὁρίζεται» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 873D 675 676
115
προάγεται ατελεύτητα «εἰς τὸ ἀϊδιον»683, καθώς «ὅρος οὐδεὶς ἐπικόπτει τὴν αὔξησιν»684. Στη ζωή του μέλλοντος αιώνος, η αναστημένη ανθρώπινη φύση, θα επαυξάνεται επ’ άπειρον, μετέχοντας στα «ἀεὶ μείζονα», καθώς ότι απομένει από την εισροή των θείων αγαθών κάθε φορά, είναι απειροπλάσιο από αυτό που έχει εισρεύσει685. Το πάθος της επιθυμίας και τα παράγωγά του, στην αναστοιχειωμένη δια της αναστάσεως ανθρώπινη φύση, δε θα έχουν το ίδιο νόημα με αυτό που τους δίνουμε στον επίγειο βίο. Με τον όρο «επιθυμία» δε θα εκφράζεται πλέον κάποια έλλειψη ή ανάγκη πλήρωσης ενός κενού, αλλά η ατελεύτητη κίνηση του προαγόμενου «εἰς τὸ ἀϊδιον» αναστοιχειωμένου ανθρώπου. Σε αυτήν την καινή οντολογική κατάσταση, η επιθυμία, εννοείται ως ατελεύτητη και αμετάβλητη τάση, ως αδιατάρακτη και επ’ άπειρον κίνηση686 στα αγαθά της Θεότητας. Δε φέρει πλέον τα στοιχεία της έλλειψης, της ανάγκης πλήρωσης ή της απελπισίας. Η επιθυμία σημαίνει κίνηση και ταυτόχρονα απόλαυση, μακαριότητα, αγάπη. Αγάπη, η οποία ούτε εκπίπτει, ούτε βρίσκει διάδοχη κατάσταση, ούτε τέρμα. Γιατί αγάπη είναι ο Θεός, και στο Θεό δεν υπάρχει όριο687. «ἀτελεύτητος καὶ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν ἀγγέλων ἡ φύσις καὶ οὐδὲν κωλύεται εἰς τὸ ἀΐδιον προϊέναι» Κατά Εὐνομίου ἀντιρρητικός λόγος, PG 45, 796D. 684 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 105C 685 «ἀπειροπλάσιον δὲ τοῦ πάντοτε καταλαμβανομένου τὸ ὑπερκείμενον καὶ τοῦτο εἰς τὸ διηνεκὲς γίνεται τῷ μετέχοντι ἐν πάσῃ τῇ τῶν αἰώνων ἀϊδιότητι διὰ τῶν ἀεὶ μειζόνων τῆς ἐπαυξήσεως τοῖς μετέχουσι γινομένης» Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων, PG 44, 941A 686 ἡ μὲν γὰρ ψυχὴ μείζων ἑαυτῆς πάντοτε διὰ τῆς τοῦ ὑπερέχοντος μετουσίας γίνεται καὶ αὐξομένη οὐχ ἵσταται» Αὐτόθι, PG 44, 876A 687 Περί ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 97A 683
116
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Σκοπός της παρούσας μελέτης υπήρξε η διερεύνηση και ανάλυση της περί της απάθειας και των παθών διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου, επισκόπου Νύσσης. Από τα πάθη, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη φύση και τη λειτουργία του πάθους της επιθυμίας, λόγῳ της εξέχουσας θέσης που κατέχει στη θεολογία και το έργο του ιερού πατρός. Από τη μελέτη αυτή προέκυψαν τα ακόλουθα βασικά συμπεράσματα: 1. Η απάθεια, ως ιδιότητα του Θεού, έχει δυναμικό χαρακτήρα, καθώς εκφράζει τον καθαρό δυναμισμό του πνεύματος και την ενεργητική εσωτερική πληρότητα της Τριαδικής ζωής. Η απάθεια του προπτωτικού ανθρώπου, προϊόν της κατ’εικόνα Θεού δημιουργίας του, συνιστά δύναμη άκρως ενεργητική και μαχητική, αρμονικά εξισορροπητική, εμπλουτιστική και πληθωρική, που δε θυσιάζει ούτε εξαφανίζει το σώμα και τις αισθήσεις. Είναι συνώνυμη της πνευματικής ελευθερίας και της ανεξαρτησίας του πνεύματος, ενώ δεν αποκλείει την ευχαρίστηση (την καθαρή και άϋλη ηδονή), ούτε αυτό το ίδιο το πάθος, που είναι όμως πνευματικό και απαθές. Δια της πτώσεως εισήλθε βίαια το πάθος ως στοιχείο άλογο και κτηνώδες στην ανθρώπινη φύση, διαβρώνοντάς την. Η απάθεια απωλέσθη και η επανεύρεσή της μεταπτωτικά καθίσταται δυνατή μέσα από έναν διαρκή πνευματικό αγώνα για τη μεταποίηση των αρνητικών και άλογων παθών, σε στοιχεία θετικά και χρήσιμα που υπηρετούν τους σκοπούς της ανθρώπινης λογικής. 2. Η oυσία της ψυχής είναι νοερά και λογική, η ένωση της ψυχής όμως με το σώμα, προσδίδει στη δομή της πρόσθετες ενέργειες. Είναι το επιθυμητικό και το θυμοειδές, τα οποία όμως, καταχρηστικά ονομάζονται «ψυχή», καθώς δεν ανήκουν στην ουσία της, αλλά αποτελούν προσθήκες και επιστρώματα στη μία, ενιαία και αδιαίρετη, νοερά και λογική, κατ’ εικόνα Θεού πλασμένη ανθρώπινη ψυχή. Τα στοιχεία αυτά τοποθετούνται σε ένα νοητό μεθόριο σημείο ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα, από το οποίο «ρέπουν» ως «κινήματα» είτε προς το «καλόν» είτε προς το «ἐνάντιον», ανάλογα με το πώς θα χρησιμοποιηθούν. Η παραχάραξη της φύσης και του προορισμού των παθών έχει ως χρονική αρχή και αφορμή την ένδυση μετά την πτώση του ανθρώπου με τους δερμάτινους χιτώνες, οι οποίοι κόμιζαν μέσα τους τα άγρια ιδιώματα της αλόγου φύσεως. Η ενεργοποίηση της σεξουαλικότητας ως κτηνώδους τρόπου αναπαραγωγής στην ανθρώπινη φύση, υπήρξε η θύρα δια της οποίας εισήλθαν τα άλογα πάθη, τα οποία χρησιμοποιούνται πλέον ως μέσα για τη συντήρηση και επιβίωση του ανθρώπου σε έναν αδυσώπητο μεταπτωτικό κόσμο. Παρά ταύτα, δεν αποκλείεται και μεταπτωτικά μία υπό προϋποθέσεις συμμετοχή των παθών στη ζωή του κατ’ εικόνα. 3. Η «ἄληκτος ἐπιθυμία τῶν ὑψηλῶν» είναι ο μοναδικός τρόπος να υψωθεί κανείς προς το Θεό καθώς, μπροστά στα «ἀνείκαστα» της θείας φύσης, η διάνοια του
117
ανθρώπου, μένει αργή. Ο Θεός ξεφεύγει από την ξεκάθαρη κατανόηση και, κρυμμένος μέσα στο αόρατο της φύσης του, αυτό που προσφέρει στην ψυχή είναι μια «αίσθηση» της «παρουσίας» του. Ενώ η σωματική ομορφιά προσελκύει την επιθυμία με την προσήνεια στην όψη, την άνεση, τη διάχυση και τη μειλιχιότητα, χαρακτηριστικό και εξέχον θέλγητρο της αθάνατης θείας ομορφιάς, είναι η φοβερή και καταπλήσσουσα ανδρεία. Για να μετατεθεί όμως το ανθρώπινο πάθος «ἐπί την νοητήν καί ἄυλον τοῦ καλοῦ θεωρίαν», η επιθυμητική δύναμη της ψυχής πρέπει να παιδαγωγηθεί και να εξευγενιστεί. Η ασκητική παιδαγωγική και η υψηλή παιδαγωγική που εισηγείται το Άσμα Ασμάτων, αποτελούν τις ασφαλείς μεθόδους, μέσω των οποίων η επιθυμία μπορεί να καθαρθεί από κάθε αρνητική προδιάθεση και να αποκτήσει ανωφερείς τάσεις, καθιστάμενη συνθήκη sine qua non για την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου. 4. Η παιδαγωγημένη επιθυμία μεταποιείται σε πάθος απαθές και ανεπίληπτο, που κατεργάζεται την ανάκραση της ψυχής με τη Θεότητα. Το μετεχόμενο δια της ανακράσεως αγαθό, εισρέοντας στην ψυχή, δε καλύπτει ένα ήδη υπάρχον κενό, αλλά προσθέτει στο πνευματικό της μέγεθος, διαστέλλοντάς την, έως τα όριά της, που είναι τα όρια της φθαρτής, ενωμένης με το σώμα ανθρώπινης φύσης. Η επιθυμητική δύναμη του ανθρώπου, έχοντας οδηγήσει μέσα από μια σειρά αναβαθμών (η μια επιθυμία διαδεχόταν την άλλη) την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση στα ακρότατά της όρια, ολοκλήρωσε το έργο της, δίνοντας στην ψυχή αυτό που ποθούσε. Συνενωμένη η κεκαθαρμένη ψυχή με τη Θεότητα διά της αγάπης, φτάνει, κατά τη δύναμή της, στη φύση του ανενδεούς. Και επειδή δε μπορεί να ποθήσει πλέον άλλο, εκβάλλει την επιθυμητική κίνηση και διάθεση, η οποία τότε μόνο υπάρχει, όταν δεν είναι παρόν το ποθούμενο. Σε αυτήν την τελική κατάσταση η λειτουργία της επιθυμίας παύει, υπερβαίνεται, ενώ τη θέση της παίρνει η κυριαρχία της απολαύσεως. 5. Με τον ένσαρκο βίο του ο Κύριος, αποτέλεσε υπόδειγμα καλής χρήσης της επιθυμητικής δύναμης της ψυχής. Το απαθές πάθος της ψυχής προς τον Χριστό δεν είναι παρά η ανταπόκριση στο πάθος που νιώθει ο Θεάνθρωπος γι’ αυτήν. Μετά θάνατον, τα πάθη που θα κυριαρχούν στη αναστημένη φύση του ανθρώπου, είναι τα παράγωγα πάθη της μεταμορφωμένης επιθυμίας, τα ίδια που εμπλούτιζαν με το δυναμισμό τους την απαθή προπτωτική του κατάσταση. Επειδή μάλιστα η ανθρώπινη φύση δεν θα περιορίζεται τότε από τα φθαρτά πεπερασμένα όρια του γήινου σώματος, ούτε από όρια που θέτει η κακία, η «επιθυμία», δε θα εκφράζει πλέον την έλλειψη ή την ανάγκη πλήρωσης ενός κενού, αλλά την ατελεύτητη και αδιατάρακτη κίνηση του προαγόμενου επ’ άπειρον στα αγαθά της Θεότητας αναστοιχειωμένου ανθρώπου.
118
SUMMARY
The purpose of the present study was to investigate and analyse the teaching of St. Gregory, bishop of Nyssa, in connection with apathy and the passions. Among the passions, special emphasis was given to the nature and function of the passion of desire, due to its prominent position in theology as well as in the work of the Holy Father. This study reached the following main conclusions: 1. As a quality of God, apathy is dynamic as it reflects the mere dynamism of spirit and the active internal completeness of the Trinitarian life. The apathy of man before the fall, being the result of his participation in the apathy of God, constitutes a highly active and combative force, a harmoniously rich and prolific equalizer that does not sacrifice or eliminate the body and the senses. It is synonymous with intellectual freedom and independence of spirit, yet does not exclude pleasure (in its pure and immaterial form), nor the passion itself that is spiritual and apathetic. Through man’s fall, the passion violently entered into human nature, as an illogical and brutal element and started undermining it. Apathy was lost and its recovery after the fall is possible through an ongoing spiritual battle of turning the negative passions into positive and useful elements for human life. 2. The essence of the soul is mental and logic, yet the union of the soul with the body gives additional activities to its structure: desire and anger, that are unfairly called ʺsoulʺ, as they do not belong to its essence, but constitute additions and encrustations to the united, indivisible, mental and logic human soul, that is created in the image of God. These elements are placed in an imaginary border point between the soul and body, from which they ʺinclineʺ as ʺmovementsʺ towards the ʺgoodʺ or its “contrary”, depending on how they are used. The distortion of the nature and the purpose of the passions originates and finds its excuse in the dressing after the fall of the leather mantles that carried into them the wild characteristics of the illogical nature. The introduction of the brutal way of reproduction into human nature, was the gate through which entered the illogical passions, now used as ways of maintenance and survival of man in the after the fall savage world. However, even now we cannot exclude the participation, under certain conditions, of passions in the life in the image of God. 3. The ʺendless desire for the nobleʺ is the only way to be raised towards God as before the ʺnon presumedʺ of the divine nature, the intellect of man stands still. God is beyond clear understanding and hidden in his invisible nature offers to the soul a ʹsenseʹ of his ʹpresenceʹ. While physical beauty attracts desire through gentleness of the appearance, ease, diffusion and blandness, the sensation of great and amazing courage constitutes a
119
prominent feature and an attraction of the immortal divine beauty. In order to advance the human passion ʺonto the imaginary and intangible vision of the good”, the power of the desire of the soul must be trained and refined. The ascetic teaching and the noble teaching introduced by the Song of Songs are the secure methods through which the desire, cleared from any negative attitudes, gains ascending tendencies thus becoming a sine qua non condition for the intellectual development of man. 4. The trained desire is transformed into apathetic and irreproachable passion, which elaborates the unity of the soul with God and then flows into the soul, not covering an existing gap, but adding to its spiritual range, expanding the soul to its limits, which are the limits of the perishable human nature united to the body. The power of desire of man, having led through a series of grades (one desire came after another) the finite human nature to extreme limits, has completed its work, giving soul what it desired. The purified soul united with God through love, reaches the nature of no need, according to its strength. As it cannot desire any more, it dismisses the desiring movement and disposal, which exists only when the desired is not present. In this final state, the function of the desire comes to an end, is exceeded and replaced by the dominance of pleasure. 5. Through his incarnated life, the Lord constituted a model of proper use of the desiring power of the soul. The apathetic passion of the soul towards Christ is a mere response to the passion that He feels for the soul. After death, the passions that will dominate the resurrected human nature are derivatives of the transformed desire, the same that enriched with their dynamism the apathetic state of man before the fall. As the human nature then will not be limited neither by the finite limits of the perishable body nor by the limits set by the evil, the ʺdesireʺ will not reflect any more the lack or the need to fulfill a void but will express the endless and imperturbable movement of the recreated man that endlessly moves up towards the goods of God.
120
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. ΠΗΓΕΣ Α. ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ Novum Testamentum Graece, ἔκδ. E. Nestle – K. Aland, Stuttgart, 1985 Β. ΕΡΓΑ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ Μigne, J.P. ἔκδ., S.P.N. Gregorii episkopi Nysseni opera quae reperiri potuerunt omnia, vol.44‐46, Patrologiae, Cursus Completus, Series Graeca, Paris 1858‐1863 Γ. ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ Burnet, I., ἐκδ., Platonis Opera, Oxford Classical Texts, 1978 2. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ Α. ΞΕΝΟΙ ΤΙΤΛΟΙ Cherniss, H.‐F., The platonism of Gregory of Nyssa, Burt Franklin, New York, 1971 Coakley, S., Rethinking Gregory of Nyssa, Blackwell, 2003 Cavarnos, J., St. Gregory of Nyssa on the origin and destiny of soul, Institute for Byzantine and Modern Greek studies, Massachusetts 1956 Daniélou, J., L’ être et le temps chez Grégoire de Nysse, Leiden, E.J. Brill, 1970 Platonisme et théologie mystique (Doctrine spirituelle de saint Grégoire de Nysse), Aubier, Editions Montaigne, Paris 1954 Denning‐Bolle, J., «Gregor of Nyssa: The soul in mystical Flight», GOTR 34 (1989), 99‐119
121
Fontaine, J., et Kannengiesser, publ., Gaith, J., Harl, Marg., Heine, R., Ludlow, M. Meredith, A., Quasten, J., Robert, J., Strawley, J., Von Balthasar, Η., Ζachhuber, J., Β. ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ Aλεξόπουλου, Θ., Βακάρου, Δ., Βαρκιντζόγλου, Α.,
Epectasis, Mélanges Patristiques offerts au Cardinal Jean Daniélou, Beauchesne 1972 La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, Librairie Philosophique J. Vrin, Paris 1953 Ecriture et culture philosophique dans la pensée de Grégoire de Nysse, Actes du colloque de Chevetogne (22‐26 Septembre 1969), Leiden, E.J. Brill, 1971 Gregory of Nyssa’s treatise on the inscriptions of the Psalms, Clarendon Press Oxford 1995 Universal Salvation: Eschatology in the thought of Gregory of Nyssa and Carl Rahner, Oxford University Press, Oxford 2000 Gregory of Nyssa, Routledge, London 1999 Patrology, Vol. III, Westminster/Maryland:Christian Classics Inc. 1983 «Sur deux thémes mystiques de Grégoire de Nysse», Byz 36 (1966), 127‐143 The Catechetical Oration of Gregory of Nyssa, Cambridge:at the University Press, 1956 Présence et pensée, Essai sur la philosophie religieuse de Grégoire de Nysse, Paris. Beauchesne 1942 Human Nature in Gregory of Nyssa (Philosophical Background and Theological Significance), Brill, Leiden‐Boston‐Koln, 2000 «Τὸ εἶναι» κατά τη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2006 Μυστήριον καὶ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἅγιον Γρηγόριον Νύσσης, Θεολογία 54 (1983) 303‐318 Η μυστική θεολογία και η έκφραση αυτής διά της αντιθετικής ορολογίας του Αγίου 122
Βατσικούρα, Κ., Δημητρακόπουλου, Γ., Ζησοπούλου, Α., Καζά, Π., Καραγιάννη, Γ., Κοκκινάκη, Α., (Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας) Κορναράκη, Κ.Ι., Κωνσταντίνου, Ε., Μαντζανάρη, Κ., Μαρά, Α., Μαρίνου‐Μπούρα, Θ., Μαρτζέλου, Γ., Ματσούκα, Ν., Μουτσούλα, Η.,
Γρηγορίου Νύσσης, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2003 Η έννοια του θανάτου κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, Εκδόσεις Επέκταση, Κατερίνη 1999 Φιλοσοφία και Πίστη κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, Αθήνα 1996 Ηθική και πολιτική φιλοσοφία του Επίκουρου, Θεσσαλονίκη 2006 Η θεωρία της ηδονής στον Πλάτωνα (μεταπτυχιακή εργασία), Θεσσαλονίκη 1993 Ο παιδαγωγικός έρως στην αρχαία Ελλάδα (το ιερό μένος της αρετής και η καταδίκη των σαρκικών παθών), Θεσ/νίκη 2003 Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Γρηγορίου Νύσσης Έργα 1, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς» (Εισαγωγή στον τόμο) Θεσσαλονίκη 1988. «Νηπτική Θεώρηση των ανθρωπολογικών δεδομένων του ενυπνίου της νύμφης», ΕΕΘΣΠΑ 33 (1998), 673‐695 Γρηγόριος ο Νύσσης, ΗΘΕ, τόμος 4, (1964) στ. 754‐771 «Η έδραση του νου κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης», Θεολογία, Τόμ. 74, (2003) σελ. 709‐728 Η εσχατολογία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ, 2002 Εμπειρία και θεωρία προσωπική στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, (μεταπτυχιακή εργασία), Αθήνα 2003 Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσ/νίκη 2007 Το Πρόβλημα του Κακού, Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2002 Γρηγόριος ο Νύσσης‐βιβλιογραφία, ανάτυπον εκ της Θεολογίας, Αθήναι 1983 Ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου καί ἡ θέωσις τοῦ 123
Μπούκη, Χ., Μπούρα, Γ., Μπρούσαλη Π., Αρχιμ., Νέλλα, Π., Nικολάου, Θ., Ντεκάρτ, Ρ., Παπαβασιλείου, Α., Παπαδόπουλου, Σ., Παπανούτσου, Ε., Ρωμανίδου, Ι., Σκουτέρη, Κ.,
ἀνθρώπου κατά τήν διδασκαλίαν Γρηγορίου τοῦ Νύσσης, Ἀθῆναι 1965 Γρηγόριος Νύσσης, Εισαγωγή στη ΒΕΠ, Αθήνα 1996, τόμος 65 Η γλώσσα του Γρηγορίου Νύσσης υπό το φως της φιλοσοφικής αναλύσεως, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσ/νίκη 1970 Η πορεία της ψυχής από τον Όμηρο μέχρι τον Πλάτωνα (διπλωματική εργασία), Θεσσαλονίκη 2005 Η ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, Εκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 1999 «Η θεολογία του «κατ’εἰκόνα» (Δοκίμιο ορθοδόξου ανθρωπολογίας)», ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ, Τόμ. 2, τεύχος Β’, (1970), 293‐320 Η ελευθερία της βουλήσεως και τα πάθη της ψυχής κατά Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (διατριβή επί διδακτορία υποβληθείσα στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη 1981 Τα πάθη της ψυχής, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1996 Χριστιανική ψυχολογία (κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης), Λευκωσία 1995 Πατρολογία Β’, Αθήνα 1999 Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, Εκδόσεις Δωδώνη, 1971 Το Προπατορικόν Αμάρτημα, Αθήναι 1957 Η Εκκλησιολογία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (Εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή), Αθήνα 1969 Συνέπειαι τῆς πτώσεως καὶ λουτρὸν παλιγγενεσίας (Ἐκ τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης) Αθῆναι 1973 Ἡ ἑνότης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ὡς πραγματική προϋπόθεσις τῆς σωτηρίας (Ἐκ τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης). Θεολογία 40 (1969) 416‐429 124
Σταμούλη, Χ., Στεφανίδου, Ε., Τατάκη, Β., Φειδά, Β., Φλωρόφσκι, Γ.,
Έρως και θάνατος, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 2009 Ο έρως στον Πλάτωνα (μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία), Θεσσαλονίκη 2004 Η συμβολή της Καππαδοκίας στη Χριστιανική σκέψη, Εκδόσεις του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, Αθήνα, 1960 «Γρηγόριος Νύσσης», ΕΠΛΜ 19 (1985), 248‐249 Οι Ανατολικοί Πατέρες του τετάρτου αιώνα, Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2006 Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες, Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1992
125