Οι Λευκές Σελίδες

Page 1


Περιεχόμενα Οι Λευκές Σελίδες - Μια ιστορία ψυχοθεραπείας .................................................................... 3 ένα πρώτο ραντεβού ............................................................................................................. 3 σοκ ......................................................................................................................................... 4 η πρώτη συνεδρία ................................................................................................................. 5 ανοιχτοί λογαριασμοί ........................................................................................................... 7 εποπτεία ................................................................................................................................ 8 μαθαίνοντας τις λεπτομέρειες .............................................................................................. 9 το σημειωματάριο ............................................................................................................... 11 αποχωρισμός ....................................................................................................................... 13 ταραχή ................................................................................................................................. 14 έξι μήνες μετά ..................................................................................................................... 14 κλείσιμο ............................................................................................................................... 17 Επίσκεψη στο Ζωολογικό Κήπο............................................................................................... 18 Ο Δρόμος με τα Δέντρα ........................................................................................................... 22 Η Επόμενη Στροφή .................................................................................................................. 26 Αλκυονίδες Μέρες................................................................................................................... 30 Ο Τρίτος Γιος............................................................................................................................ 33 I ............................................................................................................................................ 33 II ........................................................................................................................................... 34 ΙΙΙ .......................................................................................................................................... 35 ΙV .......................................................................................................................................... 35 V ........................................................................................................................................... 36 VΙ .......................................................................................................................................... 37 VII ......................................................................................................................................... 38 Κλαδί Αμυγδαλιάς ................................................................................................................... 40 Απόγευμα ................................................................................................................................ 44 i ............................................................................................................................................ 44 ii ........................................................................................................................................... 46 iii .......................................................................................................................................... 47 iv .......................................................................................................................................... 49 Η Ανεστραμμένη Εικόνα της Ευτυχίας .................................................................................... 51 Μικρά, Μικρά Βήματα ............................................................................................................ 56



Οι Λευκές Σελίδες - Μια ιστορία ψυχοθεραπείας ένα πρώτο ραντεβού Ήταν Παρασκευή βράδυ. Ο ψυχοθεραπευτής είχε περάσει μια κάπως κουραστική βδομάδα και το μόνο που ήθελε ήταν να πέσει στο κρεβάτι του και να κοιμηθεί. Αυτός ο καινούριος πελάτης, όμως, δεν του είχε αφήσει πολλά περιθώρια. Είχε πει ότι ήταν αδύνατο να πάει πριν τις οκτώ λόγω ανειλημμένων επαγγελματικών υποχρεώσεων. Εκείνος είχε διστάσει κάπως αλλά ο άντρας στην άλλη γραμμή επέμενε. «Σας παρακαλώ, είναι σημαντικό να σας δω αυτήν την Παρασκευή. Πρέπει να γίνει αυτήν την Παρασκευή, στις 12 Δεκεμβρίου.» Ο τόνος του ήταν παρακλητικός αλλά και κάπως εχθρικός. Δεν του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση αυτό γιατί πολύ συχνά άνθρωποι που απευθύνονται για πρώτη φορά σε ψυχοθεραπευτή είναι ιδιαίτερα αγχωμένοι και καχύποπτοι. Ωστόσο δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί αυτή η πρώτη συνεδρία ήταν ανάγκη να γίνει αυτήν την Παρασκευή, 12 Δεκεμβρίου. Δεν είχε αναλωθεί πολύ σε υποθέσεις. Συμπέρανε ότι αυτός ο άντρας είχε κάποιου είδους επείγουσα κατάσταση και του έκλεισε το ραντεβού. Η ώρα τώρα ήταν οκτώ και είκοσι, έξω έβρεχε καταρρακτωδώς και ο άντρας με την τόσο επείγουσα κατάσταση δεν είχε φανεί. Επίσης δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο, πολλές φορές αυτοί οι άνθρωποι που στο τηλέφωνο επείγονταν για μια συνεδρία δεν εμφανίζονταν ποτέ και συχνά χωρίς να ειδοποιήσουν. Δεκαπέντε χρόνια έκανε τη δουλειά αυτή και είχε μάθει να το αποδέχεται, όχι όμως χωρίς να νιώθει ενόχληση ή θυμό. Καθισμένος στο γραφείο του με το κεφάλι να ακουμπάει στο ένα του χέρι κοιτούσε το ρολόι του περιμένοντας να δείξει οκτώ και σαράντα για να πάει στο σπίτι του, να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και να ξαπλώσει. Ο χρόνος, όμως, ποτέ δεν περνά γρήγορα, όταν έχεις ένα ρολόι απέναντί σου και το κοιτάζεις. Τα μάτια του ήταν έτοιμα να κλείσουν από την κούραση, όταν άκουσε το κουδούνι. Πετάχτηκε σαστισμένος. Πάτησε το κουμπί δίπλα στο γραφείο του και κοίταξε το ημερολόγιο. 12 Δεκεμβρίου. Σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει εκνευρισμένος αλλά και με κάποια περιέργεια. Λίγα λεπτά μετά ένας μεγαλόσωμος άντρας γύρω στα πενήντα με μια ομπρέλα που έσταζε έμπαινε στον χώρο αναμονής. Φορούσε ακριβό μαύρο παλτό, από μέσα κουστούμι και γραβάτα και στα μάγουλα του είδε λίγες σταγόνες. Ήταν βροχή ή δάκρυα, αλλά δεν μπορούσε να πει με σιγουριά. Του είπε το όνομά του και του έδωσε το χέρι χωρίς όμως να το σφίξει καθόλου. Ήταν αρκετά πιο ψηλός από εκείνον και τον κοίταξε με κάποια περιφρόνηση. «Από εδώ πάω;», είπε και προχώρησε προς το γραφείο με θράσος. Τον ακολούθησε προσπαθώντας να κρύψει τον εκνευρισμό του, λέγοντας στον εαυτό του πως κάποια πονεμένη ιστορία έφερε αυτόν τον άνθρωπο στην πόρτα του και πως αυτός ο αέρας του ανώτερου και δυνατού ίσως δεν ήταν παρά μια πανοπλία. «Καθίστε.», του είπε αλλά ο πελάτης είχε ήδη καθίσει στην πολυθρόνα και κοιτούσε τον χώρο εξονυχιστικά σαν να έκανε κάποιου είδους έρευνα.


«Η ώρα είναι οκτώ και είκοσι πέντε. Εδώ θα πρέπει να έρχεστε ακριβώς στην ώρα σας…» «Ξέρω, ξέρω. Αλλιώς θα χάσω αυτά τα λεπτά της καθυστέρησης.», είπε ο άντρας σαρκαστικά. «Έχετε ξανακάνει θεραπεία;», ο ψυχοθεραπευτής προσπάθησε να αγνοήσει τον σαρκασμό. «Όχι, εγώ. Η γυναίκα μου.», η φωνή του έσπασε. Ακολούθησε μια άβολη παύση. «Πάντως μην ανησυχείτε. Θα φύγετε στην ώρα σας. Δεν έχω σκοπό να σας κρατήσω πολύ», είπε λίγο μετά ο άντρας σαν να ανακτούσε πάλι τη δύναμή του. «Για την πρώτη συνεδρία μπορώ να κάνω μια εξαίρεση.» «Γενναιόδωρο αλλά μάλλον δεν θα χρειαστεί.» «Λοιπόν, τι σας φέρνει σε μένα;», ο ψυχοθεραπευτής προσπάθησε να ακούγεται ευγενικός αν και μέσα του είχε αρχίσει να θυμώνει πολύ. «Πριν δέκα χρόνια έχασα τη γυναίκα μου.» «Λυπάμαι πολύ». Να η πονεμένη ιστορία του, λοιπόν, σκέφτηκε ο ψυχοθεραπευτής και κοίταξε τον άντρα με κάποια συμπάθεια. «Πριν δέκα χρόνια ακριβώς. Στις 12 Δεκεμβρίου.» «Οπότε είχε κάποιο νόημα για εσάς το να γίνει αυτή η πρώτη συνεδρία στην επέτειο του θανάτου της.» «Και για εσάς.» «Δεν καταλαβαίνω.» «Τη γνωρίζατε τη γυναίκα μου.» «Ειλικρινά, δεν σας καταλαβαίνω. Ίσως πρόκειται για κάποια παρεξήγηση…» «Η γυναίκα μου ήταν η Μαρία.» Ο ψυχοθεραπευτής ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι αλλά προσπάθησε να σκεφτεί λογικά. Το όνομα «Μαρία» είναι τόσο συνηθισμένο. Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να ήταν σε παραλήρημα και να το είπε τυχαία. Τον κοίταξε αμίλητος περιμένοντας να συνεχίσει. Όταν ο άντρας είπε μέσα από τα δόντια του το πατρικό επίθετο της Μαρίας, ο ψυχοθεραπευτής ένιωσε να τινάζεται σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα.

σοκ Το νερό του ντους έπεφτε πάνω του με ορμή, το μυαλό του, όμως, ήταν αδύνατο να καθαρίσει. Ήταν σε μια κατάσταση που θύμιζε αυτόματο πιλότο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ποια ήταν τα ακριβή λόγια που είπε στον άντρα της Μαρίας, όταν εκείνος ευθέως τον κατηγόρησε για τον θάνατό της ή μάλλον την αυτοκτονία της. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς τον οδήγησε στην πόρτα και πώς μετά από λίγη ώρα έφυγε από το γραφείο του και περπάτησε για δέκα λεπτά στον πολυσύχναστο δρόμο που τον οδήγησε στο σπίτι του. Τώρα έριχνε παγωμένο νερό πάνω του προσπαθώντας να συνέλθει αλλά όχι, ήταν απίστευτα κουρασμένος και σε κατάσταση σοκ. Μετά από αρκετή ώρα βγήκε από το μπάνιο, ήπιε ουίσκι από ένα κλειστό μπουκάλι που του είχαν φέρει


πρόπερσι τα Χριστούγεννα και ξάπλωσε στον καναπέ φορώντας μόνο το παντελόνι μιας φόρμας. Όλη τη νύχτα τουρτουρίζοντας έβλεπε στον ύπνο του ασύνδετες εικόνες. Η Μαρία σε μια γέφυρα που καιγόταν προσπαθούσε να τον φτάσει κι εκείνος την κοιτούσε χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. Ο άντρας της, μια τεράστια μαύρη μορφή, που τον έπνιγε. Εκείνος καθισμένος στην πολυθρόνα του κι απέναντι η άδεια πολυθρόνα μαύρη. Η Μαρία μικρό κοριτσάκι κι εκείνος την κρατούσε από το χέρι κι ένα αυτοκίνητο έτρεχε κατά πάνω τους. Ο επόπτης του να του μιλάει σε ένα λευκό δωμάτιο κι εκείνος να μην τον ακούει. Ένα βιβλίο ανοιγμένο στη μέση και οι μισές σελίδες λευκές. Χιόνι, αγκαλιά, ένα βρεγμένο χαρτομάντιλο. Δάκρυα, κρύο, ένα ουρλιαχτό, βήματα, κρύο, εικόνες, εικόνες, σκοτάδι, χρώματα, η μελωδία του κινητού του, το τηλέφωνο χτυπούσε… Κάπως έτσι ξύπνησε και όλο του το σώμα πονούσε φρικτά και κρύωνε. Κοίταξε το κινητό του, η ώρα ήταν δέκα και μισή το πρωί και του είχε τηλεφωνήσει η γυναίκα του. Ήταν στο εξωτερικό σε επαγγελματικό ταξίδι και θα επέστρεφε σε έξι μέρες. Δεν πρόλαβε να το σηκώσει αλλά δεν άντεχε και να σηκωθεί από τον καναπέ. Θα της τηλεφωνήσω αργότερα, σκέφτηκε και το κεφάλι του πονούσε. Τελικά δεν άντεξε άλλο να κρυώνει, σηκώθηκε με δυσκολία, πήγε στο υπνοδωμάτιο, φόρεσε μια μακό μπλούζα και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Ένιωθε αυτό που πολλές φορές ένιωθε τα πρωινά ύστερα από μια δύσκολη νύχτα. Πως το σκοτάδι πέρασε και η καινούρια μέρα θα έφερνε μια καινούρια προοπτική. Έφτιαξε τον καφέ και κάθισε απέναντι στο παράθυρο της κουζίνας που έβλεπε σε μια σειρά με ψηλούς ευκαλύπτους. Ένα πουλί πέταξε στο ένα δέντρο, εκείνος άναψε τσιγάρο και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Χθες το βράδυ ο άντρας της πρώτης του θεραπευόμενης , της Μαρίας, ήρθε στο γραφείο του ως πελάτης και του είπε ότι η Μαρία ήταν νεκρή. Συγκεκριμένα ότι είχε αυτοκτονήσει πέφτοντας σε ένα αυτοκίνητο δέκα χρόνια πριν, ημέρα Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου, στις 5:25 το απόγευμα, πέντε λεπτά ακριβώς δηλαδή μετά την τελευταία τους συνεδρία.

η πρώτη συνεδρία Η Μαρία Τ. ήταν η πρώτη του τακτική πελάτισσα, όταν εκείνος άνοιξε το γραφείο του δεκαπέντε χρόνια πριν. Εκείνος ήταν τριάντα χρόνων και γεμάτος όρεξη να μάθει για τους ανθρώπους όχι πια μέσα από βιβλία αλλά ακούγοντας ιστορίες και ανοίγοντας ψυχές. Πίστευε με κάποια αφέλεια ακόμη τότε ότι οι άνθρωποι με αγάπη μόνο μπορούν να γιατρευτούν από παλιές πληγές και να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον. Με τα χρόνια έμαθε ότι για να γίνει αυτό χρειάζεται πάνω από όλα θέληση και ίσως και κάποια τύχη και πως ακόμη κι αυτά μερικές φορές δεν φτάνουν. Εκείνο τον πρώτο καιρό περνούσε όλα του τα απογεύματα περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο και κοιτάζοντας τις αντικριστές πολυθρόνες που σύντομα θα έπαιρναν ζωή.


Όταν η Μαρία ξεκίνησε θεραπεία εκείνος είχε ξεπεράσει το άγχος των πρώτων συνεδριών και ανυπομονούσε να έρθει ένας πελάτης που θα συνέχιζε για καιρό τις συνεδρίες. Το πρώτο τους ραντεβού εξελίχθηκε περίπου ως εξής. Η Μαρία ήρθε δέκα λεπτά νωρίτερα, της άνοιξε και της είπε να περιμένει στην αίθουσα αναμονής. Μετά πήγε στο γραφείο και άλλαξε θέση στα χαρτομάντιλα χωρίς να ξέρει γιατί κι έπειτα έμεινε ακίνητος απέναντι στο ρολόι που έκανε τον χρόνο να περνά απελπιστικά αργά. Όταν τα δέκα λεπτά πέρασαν, πήγε στην αίθουσα αναμονής και τη βρήκε καθισμένη στην πολυθρόνα δίπλα στη βιβλιοθήκη να κουνάει νευρικά το πόδι της. Της είπε να περάσει, εκείνη χαμογέλασε και σηκώθηκε κάπως αμήχανα. Φευγαλέα του πέρασε από το μυαλό ότι ήταν συμπαθητική, μάλλον όμορφη. Πέρασαν στο γραφείο, η Μαρία κάθισε στην πολυθρόνα κι εκείνος απέναντί της. Και η πρώτη συνεδρία άρχισε. Η Μαρία είπε ότι ένας φίλος της είχε βοηθηθεί από αυτόν στην κοινωνική υπηρεσία του δήμου, όπου δούλευε τα πρωινά. Ο φίλος της είχε μάθει ότι δούλευε και ως ιδιώτης, βρήκε το τηλέφωνό του και της το έδωσε. Δεν είχε κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα είπε. Εκτός αν είχε και δεν το ήξερε, εκεί είχε χαμογελάσει αποκαλύπτοντας ένα όμορφο χαμόγελο. Ωστόσο ήθελε να κάνει ψυχοθεραπεία γιατί μάλλον κάτι δεν πήγαινε καλά με εκείνη. Ήταν είκοσι έξι χρόνων, καθηγήτρια αγγλικών και το βασικό της πρόβλημα ήταν ότι ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένη στις σχέσεις της. Είχε αποφασίσει να κάνει ψυχοθεραπεία έπειτα από αρκετές συναντήσεις σε ομάδα για οικογένειες χρηστών ουσιών. Ο μικρότερος αδερφός της ήταν χρήστης για κάποιο καιρό και έτσι βρέθηκε σε αυτήν την ομάδα. Εκεί πήρε κάποιες κατευθύνσεις για το πώς να τον αντιμετωπίζει αλλά πάνω από όλα είδε ότι σε μια οικογένεια στην προβληματική συμπεριφορά ενός μέλους συμβάλλουν εξίσου και οι υπόλοιποι, ότι δεν υπάρχουν θύτες και θύματα και ότι μικρές αλλαγές στη συμπεριφορά του ενός αλλάζουν τη συμπεριφορά των άλλων με έναν τρόπο σαν κάπως μαγικό. Ο αδερφός της τελικά διέκοψε τη χρήση πηγαίνοντας σε ομάδα αυτοβοήθειας και προσπαθούσε να τελειώσει τις σπουδές του. Ο πατέρας τους ήταν γιατρός, περνούσε πολλές ώρες εκτός σπιτιού και η Μαρία υποψιαζόταν ότι απατούσε τη μητέρα της συστηματικά. Ωστόσο δεν είχε αποδείξεις και στο κάτω κάτω δεν την αφορούσε αυτό. Λίγο πολύ αυτά του είχε πει εκείνα τα σαράντα πέντε λεπτά της πρώτης τους συνεδρίας παίζοντας νευρικά με μια μπούκλα από τα μαλλιά της. «Νομίζω πως είμαι πολύ δυστυχισμένη», είχε πει λίγο πριν το ρολόι γράψει το τέλος της συζήτησής τους. Εκείνος την είχε κοιτάξει βαθιά σαν κάπως να είχε αγγίξει τη λύπη της. «Μπορείτε να με βοηθήσετε;», τον κοίταξε με βλέμμα γεμάτο αγωνία. «Μπορώ να προσπαθήσω», απάντησε εκείνος και μετά δεν ήξερε τι άλλο να πει. Σηκώθηκαν και έκλεισαν το επόμενο ραντεβού κι ύστερα τη συνόδευσε ως την πόρτα. Μακάρι να ξανάρθει, είχε ευχηθεί.


ανοιχτοί λογαριασμοί Η Μαρία είχε πρόβλημα στις σχέσεις της και το ήξερε. Κάτι δεν πάει καλά με μένα, έλεγε συχνά. Είχε κάνει αρκετές σχέσεις και στην αρχή όλων ένιωθε πολύ ερωτευμένη. Της άρεσε να τη διεκδικούν και να την προσέχουν. Της άρεσε να προκαλεί στον άλλον ενδιαφέρον, να παλεύει να την κατακτήσει. Για κάποιο καιρό περνούσε όμορφα και έλεγε πως αυτός ο άντρας ήταν διαφορετικός από όλους τους προηγούμενους. Πως αυτή η σχέση θα πήγαινε καλά. Όμως λίγο καιρό μετά άρχιζε να χάνει το ενδιαφέρον της. Πάντα υπήρχε κάτι που δεν ήταν αρκετό. Ένας δεν ήταν αρκετά έξυπνος, άλλος αρκετά μορφωμένος, άλλος δεν είχε χιούμορ, άλλος ήταν υπερβολικά προσκολλημένος πάνω της, άλλος δεν ήταν πολύ σεξουαλικός. Στον καθένα έβρισκε κάτι που την έκανε να πνίγεται, να δυσφορεί, να μην αντέχει και τελικά έδινε τέλος στη σχέση. Όλοι αυτοί οι άντρες ήταν ερωτευμένοι με τη Μαρία, όταν εκείνη τους άφηνε. Όσο όμως της Μαρίας της άρεσε να τη διεκδικούν στην αρχή μιας σχέσης, τόσο το μισούσε στο τέλος της. “Κάνω κάτι που ίσως δεν είναι σωστό, είχε εκμυστηρευτεί στον θεραπευτή στην έβδομη συνεδρία τους. Αλλάζω αριθμό στο κινητό μου. Δεν μπορούν να με βρουν μετά.” Την είχε κοιτάξει κάπως έκπληκτος. “Το έκανα πρώτη φορά στην τρίτη σχέση μου. Γιατί με έπαιρνε τηλέφωνο και με παρακαλούσε για μια δεύτερη ευκαιρία. Δεν το άντεχα. Από τότε το κάνω συνεχώς. Το βράδυ τους ζητάω να χωρίσουμε, το επόμενο πρωί αλλάζω αριθμό. Δεν έχω ποτέ πια νέα τους.” Ξαφνικά πήρε ένα ένοχο ύφος. “Και μερικές φορές τους ζητώ να χωρίσουμε από το τηλέφωνο. Δεν θέλω να εξηγώ. Δεν αντέχω να ρωτάνε γιατί. Όταν για μένα τελειώνει, τελειώνει.” Δεν ήθελε να την κρίνει αλλά του φάνηκε σκληρό. Εκείνη συνέχισε. “Μια φορά χώρισα κάποιον χωρίς να του το πω.” “Τι εννοείς;”, τη ρώτησε. “Βγήκαμε ένα βράδυ και ένιωσα να πνίγομαι. Το επόμενο πρωί άλλαξα αριθμό στο κινητό.” Ο ψυχοθεραπευτής παρέμενε αμίλητος, η Μαρία του ζήτησε τη γνώμη του. “Ίσως δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να χωρίσει κανείς”, είπε. “Γιατί;”, ρώτησε εκείνη παίζοντας με το δαχτυλίδι στο μεσαίο της δάχτυλο.. “Είναι καλό να μην αφήνουμε ανοιχτούς λογαριασμούς. Όταν τελειώνει κάτι, το τέλος πρέπει να γραφτεί με κάποιο τρόπο. Αλλιώς κάτι μέσα μας παραμένει μετέωρο.” “Μα εγώ γράφω το τέλος.” “Η σχέση είναι μια ιστορία δύο ανθρώπων. Τη γράφουν μαζί.” “Δεν αντέχω να κάνω κάτι άλλο. Ειλικρινά δεν αντέχω”, είχε πει και τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει. Στα τρεισήμισι πρώτα χρόνια της θεραπείας τους η Μαρία άλλαξε αριθμό κινητού τρεις φορές. Κάθε φορά που του υπαγόρευε έναν νέο αριθμό, κατέβαζε τα μάτια σαν παιδί που παραδέχεται με φόβο ότι έκανε την πιο φρικτή ζημιά.


εποπτεία Ο ψυχοθεραπευτής μιλούσε για τη Μαρία μόνο στον επόπτη του. Ήταν ένας έμπειρος θεραπευτής παχύς, με μαύρα μαλλιά και μούσι, η βοήθεια του οποίου ήταν πολύτιμη ειδικά εκείνα τα πρώτα χρόνια. “Για να την καταλάβεις πρέπει να συνδεθείς με κάτι δικό της”, του είχε πει στην εποπτεία μετά την πρώτη αλλαγή αριθμού. “Δεν μπορώ να συνδεθώ. Εγώ στις σχέσεις μου ήμουν πάντα πολύ εντάξει.” “Θα έλεγε κανείς ότι θυμώνεις μαζί της για αυτό που κάνει στους άντρες.” “Ναι, νομίζω ότι νιώθω θυμό, όταν την ακούω. Τους εξαπατά.” “Ίσως εξαπατά τον εαυτό της.” “Φαντάζομαι πως θα νιώθουν, όταν την παίρνουν τηλέφωνο και ακούγεται το ηχογραφημένο μήνυμα. Θα ανησυχούν, θα απορούν. Δεν θα μάθουν ποτέ γιατί τους χώρισε. Πώς θα συνεχίσουν έτσι; Δεν λέει σε κανέναν που μένει. Επειδή τάχα ο πατέρας της είναι αυστηρός, κανείς δεν τη συνοδεύει ως το σπίτι.” “Νομίζω πως η δουλειά σου είναι να βοηθήσεις τη Μαρία να καταλάβει τι κάνει και όχι να ανησυχείς για τον εκάστοτε σύντροφό της.” “Μα είμαι άντρας και ταυτίζομαι μαζί τους.” “Σε έχει γοητεύσει και σένα;” Στο άκουσμα αυτής της ερώτησης αισθάνθηκε ντροπή. Δεν απάντησε. “Άνθρωποι είμαστε, μπορεί να συμβεί. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να είσαι σε επαφή με ό,τι σου συμβαίνει.” “Εντάξει, νομίζω πως αυτή η κοπέλα έχει κάτι που γοητεύει τους άντρες χωρίς να είναι ιδιαίτερα γοητευτική. Ίσως αυτή η αίσθηση του αβοήθητου στο βλέμμα της κάνει κάποιον να θέλει να την αγκαλιάσει. Ωστόσο, μην ανησυχείτε. Δεν την έχω ερωτευτεί. Είμαι σε μια πολύ καλή σχέση και είμαι καλά. Τη σκέφτομαι συχνά, όμως. Ίσως επειδή είναι η πρώτη μου θεραπευόμενη. Θέλω να πετύχει η θεραπεία της.” “Η θεραπεία δεν είναι κάτι το οποίο στοχεύει στην επιτυχία. Είναι ένα ταξίδι κι αν πάει καλά τόσο περισσότερα πράγματα βλέπεις.” “Γιατί θυμώνω όμως μαζί της; Τι δεν βλέπω;” “Νομίζω την απόγνωσή της, όταν χωρίζει. Αλλάζει αριθμό στο κινητό της για να αποφύγει κάτι. Δεν είναι σκληρότητα, είναι η άμυνά της.” Εκείνη τη στιγμή τα λόγια του επόπτη σαν να διέλυσαν ένα σύννεφο μέσα του. “Θυμήθηκα κάτι. Ένα όνειρο της. Μου το είχε πει πριν καιρό.” “Σε ακούω.” “Δυνατή βροχή. Οι δρόμοι της πόλης πλημμυρισμένοι. Εκείνη είναι με την οικογένειά της στο διαμέρισμα που μένουν. Προσπαθούν να προστατευτούν από την καταστροφή. Ξαφνικά ο πατέρας της εξαφανίζεται. Το νερό παρασύρει το σαλόνι τους. Το σαλόνι μεταφέρεται στον δρόμο, που έχει μετατραπεί σε ορμητικό ποτάμι. Η μητέρα της πέφτει στο νερό και πνίγεται.” “Ενδιαφέρον.”


“Όταν τη ρώτησα τι της ερχόταν στο μυαλό με αυτό το όνειρο, μου είπε ότι ως παιδί είδε κάποτε τον πατέρα της με μια βαλίτσα έτοιμο να φύγει και τη μητέρα της να τον ικετεύει με κλάματα να γυρίσει πίσω. Όταν ο πατέρας της έφτασε στην πόρτα, η μητέρα της σωριάστηκε στο πάτωμα. Εκείνος γύρισε πίσω. Η βαλίτσα έμεινε στο χολ για μια εβδομάδα κι ύστερα όλα έγιναν όπως πριν.” “Ο πατέρας της ήταν έτοιμος να χωρίσει τη μητέρα της;” “Δεν το διευκρίνησε. Πριν προλάβω να ρωτήσω, άλλαξε θέμα και λίγο μετά τελείωσε η συνεδρία.” Εκείνη η εποπτεία τον είχε βοηθήσει αρκετά. Ωστόσο, συνέχισε να λυπάται τους άντρες που έτσι απρόσμενα εγκατέλειπε κάθε φορά η Μαρία.

μαθαίνοντας τις λεπτομέρειες Ήταν Δευτέρα μεσημέρι. Αυτή τη φορά ο άντρας της Μαρίας ήρθε στην ώρα του στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή. Τον κοίταξε και πάλι με κάποια περιφρόνηση, ωστόσο έδειχνε να είναι λιγότερο συναισθηματικά φορτισμένος από ό,τι στην πρώτη του επίσκεψη. «Να ξέρετε ότι ακύρωσα ένα πολύ σημαντικό ραντεβού για να έρθω», του είπε ψυχρά την ώρα που με άνεση καθόταν στην πολυθρόνα. «Το εκτιμώ», απάντησε ο ψυχοθεραπευτής. «Για να είμαι ειλικρινής δεν κατάλαβα γιατί μου ζητήσατε να έρθω.» «Ήθελα να συζητήσουμε για αυτό που συνέβη στη Μαρία. Την προηγούμενη φορά δεν κατάλαβα πολύ καλά τι συνέβη ακριβώς.» «Ναι, η αλήθεια είναι ότι ταραχτήκατε. Δικαιολογημένα μάλλον. Πώς θα μπορούσατε να μην ταραχτείτε μαθαίνοντας ότι είστε υπεύθυνος για την αφαίρεση μιας ζωής;» Ο ψυχοθεραπευτής έσφιξε τα δόντια. Προέβλεπε ότι η συνάντηση θα γινόταν όλο και πιο δυσάρεστη αλλά έπρεπε να μάθει τι συνέβη στη Μαρία και ήταν ο μόνος τρόπος. «Θα μπορούσατε να μου πείτε τι ακριβώς συνέβη;» «Αυτό που σας είπα και την προηγούμενη φορά. Η Μαρία έφυγε από εδώ και πέντε λεπτά αργότερα ήταν νεκρή. Ο οδηγός του αυτοκινήτου που έπεσε πάνω της είπε ότι ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα, στο νόμιμο όριο, όμως, και η Μαρία πετάχτηκε ξαφνικά.» «Σε περιπτώσεις όπου υπάρχει υπόνοια αυτοκτονίας γίνεται έρευνα από την αστυνομία. Δεν θα έπρεπε να επικοινωνήσουν μαζί μου; Ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που την είδε. Εγώ μέχρι να έρθετε εσείς εδώ πίστευα ότι η Μαρία είχε διακόψει τη θεραπεία της και δεν ήθελε να επικοινωνήσει μαζί μου. Σοκαρίστηκα απίστευτα, όταν μου είπατε ότι είναι νεκρή εδώ και δέκα…» «Το κατάλαβα αυτό», τον διέκοψε ο άντρας της Μαρίας. Ξερόβηξε λίγο και ύστερα συνέχισε. «Έχω καλές γνωριμίες στην αστυνομία. Το περιστατικό καταχωρήθηκε ως ατύχημα. Όπως καταλαβαίνετε δεν ήταν δυνατόν να μαθευτεί ότι θα γινόταν έρευνα για πιθανή αυτοκτονία της γυναίκας μου. Αυτό θα έπληττε το όνομά


μου, το κύρος μου, την καριέρα μου. Ο πατέρας της Μαρίας με ευγνωμονεί για αυτό. Είναι γνωστός γιατρός, όπως θα ξέρετε.» «Εσείς είστε δικηγόρος, αν δεν κάνω λάθος.» «Δεν κάνετε λάθος. Τι σας έλεγε η Μαρία για μένα;» «Είναι κάτι που δεν μπορώ να συζητήσω μαζί σας.» «Λόγω του απορρήτου;» «Μάλιστα.» «Μου κάνει εντύπωση που έχετε πρόβλημα να παραβιάσετε το απόρρητο για μια πελάτισσα εδώ και δέκα χρόνια νεκρή και δεν σας προβληματίζει καθόλου το ότι είστε εσείς υπεύθυνος για τον θάνατό της.» Ο ψυχοθεραπευτής προσπάθησε να μην χάσει την ψυχραιμία του. Ένιωθε όμως έντονα την ανάγκη να χτυπήσει με δύναμη το πρόσωπο του άντρα που καθόταν απέναντί του για να τον κάνει να σταματήσει να επαναλαμβάνει αυτή τη φοβερή κατηγορία. «Λέτε και ξαναλέτε ότι εγώ είμαι υπεύθυνος για τον θάνατο της Μαρίας. Θα μπορούσα να μάθω γιατί;» «Θα έπρεπε να το προβλέψετε. Είναι η δουλειά σας. Πληρώνεστε αδρά για αυτό.» «Η Μαρία δεν είχε εκφράσει ποτέ αυτοκτονικές σκέψεις.» «Είστε σίγουρος;» «Ναι», είπε αλλά ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. «Όπως και να’ χει, έπρεπε να το καταλάβετε. Τι μάθατε από σπουδές και εκπαιδεύσεις τόσων χρόνων; Μάλιστα, ρώτησα κι έμαθα για τα προσόντα σας. Έχετε καλή φήμη αλλά δεν σας αξίζει. Αν την είδατε πέντε λεπτά πριν αυτοκτονήσει και δεν διακρίνατε κάτι ανησυχητικό, καλύτερα να κατεβάσετε την ταμπέλα έξω από την πόρτα σας γιατί όσοι απευθύνονται σε εσάς εκθέτουν τον εαυτό τους σε μεγάλο κίνδυνο.» Ο ψυχοθεραπευτής ένιωσε να κατακλύζεται από οργή και αγωνία. Έσφιξε πάλι τα δόντια και δεν μίλησε. «Νομίζετε ότι δεν σκέφτηκα να σας κάνω μήνυση και να σας πάρω την άδεια; Το σκεφτόμουν συνεχώς τις πρώτες μέρες και κάποιες στιγμές ήμουν έτοιμος να το κάνω. Όμως αν γινόταν αυτό, θα μαθευόταν ότι η γυναίκα μου αυτοκτόνησε. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση και πήρα αυτήν με το μικρότερο κόστος.» «Πώς είστε τόσο σίγουρος ότι αυτοκτόνησε;» ρώτησε ο ψυχοθεραπευτής με φωνή που δεν έβγαινε. «Σε έναν καβγά μας λίγες μέρες πριν μου είχε πει ότι θα το έκανε.» «Αυτό δεν είναι απόδειξη.» «Τι σας είπε στην τελευταία συνεδρία;» «Αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να συζητήσω μαζί σας.» «Μα είστε απερίγραπτος!» φώναξε ο άντρας της Μαρίας. Η φωνή του ήταν δυνατή και οργισμένη. «Ο οδηγός δικάστηκε και εξέτισε την ποινή του. Εσείς όμως είστε ο αληθινός υπαίτιος αυτού του θανάτου. Ξέρω ότι νομικά δεν μπορώ να σας κάνω τίποτα τώρα αλλά ελπίζω οι ενοχές να σας κατατρέχουν σε όλη σας τη ζωή.”


«Μα σας παρακαλώ!» ύψωσε και ο θεραπευτής τη φωνή. «Δεν θα ανεχτώ άλλες κατηγορίες.» «Έπρεπε να το δείτε», ο άντρας της Μαρίας ήταν βουρκωμένος από οργή. «Νομίζω ότι δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε, κύριε.» «Όχι, δεν έχουμε.» Ο άντρας της Μαρίας σηκώθηκε από την πολυθρόνα και βγήκε από το δωμάτιο. Πήρε από την αίθουσα αναμονής το μαύρο παλτό και τον χαρτοφύλακα του και έφυγε χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του.

το σημειωματάριο Ο ψυχοθεραπευτής ήταν πολύ ταραγμένος. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και τα χείλη του έτρεμαν. Προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τα συναισθήματά του αλλά ήταν δύσκολο, πολύ δύσκολο. Το επόμενο ραντεβού του ήταν σε δυόμιση ώρες. Πήγε στην κουζίνα και άναψε ένα τσιγάρο. Ήταν δυνατόν; Κι αν η Μαρία είχε αυτοκτονήσει; Κι αν έφταιγε εκείνος; Έσβησε το τσιγάρο και με βιαστικά βήματα ξαναπήγε στο γραφείο του. Άνοιξε το ντουλάπι, στο οποίο έβαζε τους φακέλους των θεραπευόμενων. Χρειάστηκε να το αδειάσει για να βρει κάπου βαθιά χωμένο το σημειωματάριο. Ήταν ένα δερματόδετο καφέ σημειωματάριο. Του το είχε χαρίσει η μητέρα του, όταν ήταν ακόμη μαθητής. Δεν το είχε χρησιμοποιήσει τότε και μετά τον θάνατό της το κρατούσε για κάποια χρήση σημαντική. Όταν ένιωσε ότι η Μαρία δεσμευόταν στη θεραπείας τους τους, άρχισε να γράφει εκεί τις σημειώσεις από τις συνεδρίες τους. Όταν έπιασε στα χέρια του το σημειωματάριο ένιωσε κάτι σαν συγκίνηση και μια αίσθηση κάπως αλλόκοτη. Θυμήθηκε τη μητέρα του κι ύστερα τη Μαρία. Το άνοιξε και τα χέρια του έτρεμαν. Άρχισε να το ξεφυλλίζει από την αρχή. Ήταν όλα εκεί. Οι διάλογοί τους, τα όνειρά της, κάποιες σκέψεις δικές του για εκείνη, οι σημειώσεις από την εποπτεία. Ήταν εκεί οι προβληματισμοί της για τις σχέσεις της, η επιθυμία της να φύγει από το πατρικό της σπίτι, η ανησυχία της για τον αδερφό της, τα παράπονά της από τον πατέρα της, αγάπη αλλά και κάποια περιφρόνηση για τη μητέρα της, επαγγελματικές ανησυχίες και άλλα πολλά, όλα όσα έγιναν σε αυτά τα τέσσερα χρόνια της ζωής της. Ο ψυχοθεραπευτής γύριζε γρήγορα τις σελίδες σαν να τον κυνηγούσε η αγωνία. Το βλέμμα του έπεφτε στις ημερομηνίες και σε τυχαίες λέξεις. Όταν έφτασε στον πέμπτο χρόνο της ψυχοθεραπείας της, άρχισε να διαβάζει πιο προσεκτικά τις σημειώσεις και να θυμάται. Έναν χρόνο πριν σκοτωθεί είχε γνωρίσει τον άντρα της. Ήταν ένας δικηγόρος γοητευτικός, πετυχημένος, έξυπνος και πολύ δυναμικός. Διαφορετικός από όσους άντρες είχε γνωρίσει ως τότε. Την έκανε να νιώθει ασφάλεια, της μάθαινε καινούρια πράγματα. Ένιωθε ευτυχισμένη μαζί του και έλεγε ότι ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε ευτυχία. Πέντε μήνες μετά τη γνωριμία τους πήγε να μείνει μαζί του και έναν μήνα αργότερα της έκανε πρόταση γάμου. Ο ψυχοθεραπευτής τότε είχε


προσπαθήσει μάταια να την κάνει να δει ότι όλα ήταν πολύ βεβιασμένα. “Μόλις έφυγες από το πατρικό σου. Δώσε λίγο χρόνο.”, σχεδόν την παρακαλούσε να το αναβάλει. “Νομίζω ότι είμαι σε ηλικία γάμου.”, απαντούσε εκείνη γελώντας σαν να μην την άγγιζαν καθόλου οι επιφυλάξεις του. Παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο μια Τετάρτη του καλοκαιριού. Στη Μαρία δεν άρεσαν οι θρησκευτικοί γάμοι και δεν έβρισκε καθόλου συγκινητική τη στιγμή που ο πατέρας της θα την παρέδιδε στον γαμπρό. Για τον δικηγόρο θα ήταν ο δεύτερος γάμος του, οπότε δεν επέμεινε για θρησκευτική τελετή. Ο ψυχοθεραπευτής διάβαζε γρήγορα τις σελίδες. Έψαχνε κάτι, αυτό το κάτι που είχε δημιουργήσει τον κόμπο στον λαιμό του. Το βρήκε. Είχε ημερομηνία έναν μήνα πριν από την ημερομηνία της τελευταίας τους συνεδρίας και του θανάτου της. Οι σημειώσεις του τού θύμισαν τη συζήτησή τους. “Ορισμένες φορές σκέφτομαι τον θάνατο”, του είχε πει. “Είναι ανθρώπινο. Όλοι οι άνθρωποι σκέφτονται κάποιες φορές τον θάνατο”, είχε απαντήσει εκείνος. “Θα ήθελα να έβλεπα την κηδεία μου. Θα ήθελα να έβλεπα τον πατέρα μου και τον άντρα μου στην κηδεία μου.” “Γιατί συγκεκριμένα αυτούς τους δύο;” “Δεν ξέρω. Ίσως επειδή είναι τόσο ατάραχοι απέναντι σε όλα. Μόνο η δουλειά τους και η εικόνα τους τούς νοιάζει. Νομίζω ότι δεν θα έκλαιγαν για να μην χαλάσουν την εικόνα τους.” Ο γάμος της Μαρίας δεν ήταν τόσο ονειρεμένος όσο ονειρεμένη της φαινόταν η σχέση τους στην αρχή. Ο άντρας της έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι, όταν γύριζε ήταν πάντα αγχωμένος και δούλευε τις υποθέσεις του μέχρι αργά το βράδυ και θεωρούσε απαραίτητο να παρευρίσκεται σε κάθε κοινωνική εκδήλωση που ήταν καλεσμένος γιατί κάπου μέσα του επιθυμούσε να ασχοληθεί κάποια στιγμή με την πολιτική και ήθελε να έχει όσο το δυνατόν περισσότερες διασυνδέσεις μπορούσε. Η Μαρία δούλευε λίγες ώρες σε ένα φροντιστήριο αγγλικών, είχε ξεκόψει από τις περισσότερες παρέες της και περνούσε τον περισσότερο χρόνο της βλέποντας τηλεόραση. Δεν της άρεσε η ζωή της αλλά ένιωθε ακόμη ερωτευμένη με τον άντρα της και αυτό ήταν που τη δυσκόλευε περισσότερο. Ήταν η πρώτη φορά που δεν ήθελε να φύγει από μια σχέση αλλά αυτή η σχέση δεν της έδινε όσα είχε ανάγκη. Ο ψυχοθεραπευτής γύρισε τη σελίδα. 12 Δεκεμβρίου. Η τελευταία τους συνεδρία. Δεν είχε σημειώσει πολλά. Η Μαρία ήταν πολύ αναστατωμένη γιατί είχε μαλώσει με τον άντρα της το προηγούμενο βράδυ. Συζητούσαν για το χριστουγεννιάτικο πάρτι τους και της είχε πει κάτι που την είχε εξοργίσει. “Σε παρακαλώ, πες στον αδερφό σου να μην λέει σε όποιον γνωρίζει ότι κάποτε ήταν χρήστης ναρκωτικών. Στα γενέθλιά σου το ανέφερε σε έναν συνάδελφο και το νέο κυκλοφόρησε. Δεν θέλω το όνομά μου να συνδέεται με τέτοια θέματα.” Είχαν μαλώσει άσχημα και έκλαιγε όλο το βράδυ. Ήταν ευερέθιστη εκείνη τη μέρα στη συνεδρία και τα είχε βάλει και με τον ψυχοθεραπευτή. Του είχε πει ότι η θεραπεία δεν την βοηθούσε και ότι


ένιωθε ότι είχε τελματώσει. Αυτές ήταν οι τελευταίες σημειώσεις του. Οι υπόλοιπες σελίδες στο σημειωματάριο ήταν λευκές.

αποχωρισμός Ναι, είχε ταραχτεί πολύ τότε. Όταν πίστεψε ότι η Μαρία είχε διακόψει τη θεραπεία τους αλλάζοντας αριθμό κινητού. Το κινητό της δεν λειτουργούσε και δεν είχε τον αριθμό του σπιτιού. Τον πρώτο μήνα, την ημέρα και ώρα της συνεδρίας τους περίμενε νευρικά ελπίζοντας ότι θα χτυπούσε το κουδούνι και θα ήταν εκείνη. Ότι θα ζητούσε συγγνώμη και θα έλεγε ότι κάτι πολύ επείγον είχε συμβεί και δεν μπορούσε να ειδοποιήσει. Πέρασαν δύο μήνες και άρχισε να καταλαβαίνει ότι η Μαρία δεν θα ξαναρχόταν. Ωστόσο κάτι μέσα του είχε φουσκώσει σαν θάλασσα. Το ήξερε ότι δυσκολευόταν με τους αποχωρισμούς. Στη διάρκεια της δικής του ψυχοθεραπείας είχε έρθει σε επαφή με τον πόνο που ένιωθε για τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας του, όταν ήταν δεκαεπτά χρόνων. Ένα απόγευμα, ενώ εκείνος διάβαζε για τις εισαγωγικές εξετάσεις, τον αποχαιρέτισε για να πάει σε μια φίλη της και δεν γύρισε ποτέ. Ανακοπή καρδιάς και κανείς δεν κατάλαβε γιατί, ήταν νέα και υγιής. Η ζωή του σημαδεύτηκε από αυτόν τον τόσο βίαιο αποχωρισμό και για πολλά χρόνια φοβόταν να δεθεί πολύ με κάποια γυναίκα. Την εποχή που η Μαρία έφυγε από τη ζωή του ήταν ήταν έναν χρόνο παντρεμένος. Η ασφάλεια και η αγάπη που ένιωθε στον γάμο του τον βοήθησαν να ξεπεράσει τις πρώτες δυσκολίες και απογοητεύσεις που είχε ως νεαρός θεραπευτής. Όμως, είχε πληγωθεί και είχε θυμώσει. Είχε πληγωθεί γιατί για πέντε χρόνια ήταν εκεί για τη Μαρία. Την περίμενε, την άκουγε με προσοχή, άκουγε τα παράπονά της, τις λύπες της, μοιραζόταν τις αγωνίες της, χαιρόταν όταν την έβλεπε να κάνει μικρά βήματα, ανησυχούσε για εκείνη, όταν την ένιωθε να παραπαίει. Η Μαρία έδειχνε να τον σέβεται και να τον εκτιμά. Συνήθως ήταν συνεπής, δεν ακύρωνε συνεδρίες, πάντα ζητούσε τη γνώμη του και τη λάμβανε υπόψη. Υπήρχαν φορές που τον αμφισβητούσε και παραπονιόταν ότι δεν την καταλάβαινε. Άλλες πάλι φορές του έλεγε ότι ήταν ο μοναδικός άνθρωπος, στον οποίο μπορούσε να μιλήσει ελεύθερα χωρίς να την κρίνει. Άλλοτε τον εξιδανίκευε υπερβολικά, άλλοτε της φαινόταν λίγος, στα πλαίσια, όμως πάντα μιας σχέσης που τη χαρακτήριζε δέσμευση. Κι όμως παρά τα όσα είχαν μοιραστεί αυτά τα πέντε χρόνια η Μαρία ξαφνικά τον είχε βγάλει τόσο απότομα από τη ζωή της κι αυτό τον είχε πονέσει. Και ήταν τόσο μόνος σε αυτόν τον πόνο. Δεν μπορούσε να μιλήσει στη γυναίκα του ή στους φίλους του και στον επόπτη του ντρεπόταν να πει ότι μετά από έξι μήνες σκεφτόταν ακόμη την πρώτη του θεραπευόμενη. Του έλειπε. Την είδε στον ύπνο του κάποιες φορές και άλλες τη συνέκρινε με νέες πελάτισσες. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του το πόσο απελπισμένα είχε ζητήσει τη βοήθειά του στην πρώτη συνεδρία τους και τον θυμό της απέναντί του στην τελευταία. Η αίσθηση αποτυχίας τον έπνιγε μα πιο πολύ


τον έπνιγε το ότι δεν την είχε κοιτάξει μια τελευταία φορά πριν φύγει και δεν της είχε πει αντίο.

ταραχή Έμεινε να κοιτάζει τις λευκές σελίδες σαν χαμένος. Η Μαρία είχε πεταχτεί επίτηδες μπροστά σε εκείνο το αμάξι; Ήταν κι αυτός υπεύθυνος; Θα μπορούσε να την είχε προστατέψει από τον εαυτό της; Αν τότε που του είπε ότι φανταζόταν την κηδεία της την είχε ρωτήσει ευθέως αν σκεφτόταν την αυτοκτονία, οι σελίδες αυτές θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί; Κι αν ήταν κουρασμένος εκείνη την ημέρα και δεν διέκρινε κάποια πιο ιδιαίτερη ταραχή; Αν δεν της έδωσε την προσοχή που έπρεπε; Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Προσπάθησε, όμως, να ανακτήσει την ψυχραιμία του και να σκεφτεί καθαρά. Έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε στην αναπνοή του. “Δεν μπορείς να ελέγξεις τίποτα σε αυτό που συμβαίνει”, είπε στον εαυτό του. “Ή μάλλον σε αυτό που συνέβη. Δεν είσαι παντοδύναμος για να ελέγχεις τη ζωή και τον θάνατο και ούτε τότε ήσουν.” Άνοιξε τα μάτια, όμως δεν ένιωθε καλύτερα. Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου του και σχημάτισε τον αριθμό του επόπτη του που ξαφνικά θυμήθηκε απ'έξω. Στο μήνυμα στον τηλεφωνητή είπε ότι ήθελε να του μιλήσει για κάτι σημαντικό. Μετά πήγε στο μπάνιο και έριξε νερό στο πρόσωπό του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είδε το βλέμμα του σπασμένο. Γύρισε στο γραφείο του για να ετοιμάσει τον χώρο για την επόμενη συνεδρία.

έξι μήνες μετά Ήταν ένα απόγευμα Τρίτης και ο άντρας της Μαρίας καθόταν και πάλι απέναντί του. Του είχε τηλεφωνήσει την προηγούμενη ημέρα και του είχε πει ότι ήθελε να του μιλήσει. Ο ψυχοθεραπευτής είχε νιώσει ένα σφίξιμο στο στομάχι και ήθελε να αρνηθεί αλλά ξαφνικά άκουσε τον εαυτό του να λέει ότι είχε ένα κενό το απόγευμα της επόμενης μέρας. Τώρα με εκνευρισμό χτυπούσε με το δάχτυλό του το μπράτσο της πολυθρόνας και ήταν έτοιμος να αμυνθεί και πάλι. Τους προηγούμενους μήνες είχε σκεφτεί πολύ το θέμα της Μαρίας και το είχε συζητήσει διεξοδικά με τον επόπτη του. Μετά από αρκετό καιρό απενοχοποιήθηκε. Ο θάνατός της του προκαλούσε αληθινή λύπη αλλά τώρα ήταν έτοιμος να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Δεν ήταν υπεύθυνος για τον θάνατό της, είτε ήταν αυτοκτονία είτε όχι. “Ήθελα πολύ να σας μιλήσω εδώ και καιρό”, είπε ο άντρας της Μαρίας του και το ύφος του ήταν λιγότερο σίγουρο και υπεροπτικό από ό,τι την τελευταία φορά. “Θέλετε να με κατηγορήσετε πάλι για τον θάνατο της γυναίκας σας;”, απάντησε αυτός και η φωνή του είχε κάτι από πίκρα. “Επ' αυτού πρόκειται.” δίστασε λίγο να συνεχίσει και μια βαριά σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. “Έκανα λάθος. Η Μαρία δεν αυτοκτόνησε.”


Ο ψυχοθεραπευτής τινάχτηκε από την πολυθρόνα του. “Τι εννοείτε;”, είπε μόνο. “Βρήκα το ημερολόγιό της. Το είχα κρύψει σε ένα κουτί μαζί με άλλα προσωπικά της αντικείμενα. Δεν είχα τολμήσει να το ανοίξω τόσα χρόνια. Φοβόμουν ότι θα έγραφε για μένα. Ότι θα έγραφε πόσο δυστυχισμένη την έκανα, ότι με μισούσε, ότι με περιφρονούσε. Δεν θα άντεχα να διαβάσω κάτι τέτοιο.” “Και τι σας έκανε να αλλάξετε γνώμη;” “Ξέρετε...Τόσα χρόνια κατηγορούσα εσάς για τον θάνατό της. Μου ήταν πιο εύκολο να στρέψω κάπου αλλού την οργή μου. Πίστευα ότι η επίσκεψή που θα σας έκανα θα με λύτρωνε. Ότι επιτέλους θα μπορούσα να σας φωνάξω, να σας υψώσω το δάχτυλο, να σας φέρω αντιμέτωπο με τις ευθύνες σας.” “Και; Δεν ανακουφιστήκατε;”, είπε ο ψυχοθεραπευτής λίγο ειρωνικά, αν και ο θυμός για τον άντρα απέναντί του είχε αρχίσει κάπως να καταλαγιάζει. “Όχι. Καθόλου. Ένιωσα χειρότερα. Πολύ χειρότερα. Νόμιζα ότι θα απαλυνόταν ο πόνος αλλά ο πόνος μεγάλωσε. Καμία ανακούφιση. Απαλλάχτηκα από αυτή τη λύσσα που ένιωθα εναντίον σας, όμως ξαφνικά ήταν σαν να άδειασε η ζωή μου.” “Και το ημερολόγιο;” “Μια μέρα δεν άντεχα άλλο αυτό το κενό, αυτή τη λύπη και την ενοχή που με κατέτρωγε. Αποφάσισα να το διαβάσω και να αντιμετωπίσω όσα έγραφε. Όσο κι αν με είχε κατηγορήσει η Μαρία δέκα χρόνια πριν δεν θα ήταν περισσότερο από τις κατηγόριες με τις οποίες βάρυνα εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου. Βρήκα το κουτί. Ήταν δύσκολο, ξέρετε.” Η φωνή του έσπασε λίγο, ξεροκατάπιε και συνέχισε. “Τα πράγματά της που είχα κρατήσει... Είχα να τα δω τόσα χρόνια. Χωρίς την παρουσία της Μαρίας στο σπίτι είναι απλώς πράγματα ξεχασμένα, μια βούρτσα, μια βέρα, ένα φουλάρι...Σκονισμένα, ανήκουν σε μια ζωή που για μένα έχει περάσει, που δεν θα την ξαναζήσω ποτέ.” “Καταλαβαίνω, θα ήταν δύσκολο.”, του είπε με ειλικρίνεια και στο μυαλό του ήρθε η στιγμή που ξεδιάλεγε μαζί με τον πατέρα του τα ρούχα της μητέρας του έναν χρόνο μετά τον θάνατό της. “Το ημερολόγιό της ήταν ένα σημειωματάριο με χοντρό εξώφυλλο. Όσο ζούσε το έκρυβε κάπου, ούτε ήξερα πού. Όταν την έβλεπα σκυμμένη πάνω του με κοιτούσε ένοχα και με τα χέρια της το κάλυπτε για να μην δω τις αράδες του ακόμη κι αν στεκόμουν πολύ μακριά. Έγραφε ακανόνιστα σκέψεις και ποιήματα. Και φράσεις που λέγατε στις συνεδρίες σας.” Ο ψυχοθεραπευτής ένιωσε συγκίνηση. Τη θυμήθηκε πόσο προσεκτικά τον άκουγε με ορθάνοιχτα τα μάτια και πώς μερικές φορές επαναλάμβανε τις φράσεις του, σαν να προσπαθούσε να μην τις ξεχάσει. “Δεν μου μιλούσε για εσάς, είπε ο άντρας της Μαρίας. Ίσως επειδή ήμουν πολύ αρνητικός απέναντί σας και απέναντι στην ψυχοθεραπεία γενικότερα. Αυτό την εξόργιζε. Είχαμε μαλώσει πολλές φορές για αυτό το θέμα. Της έλεγα ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν και πάντα μου έφερνε το παράδειγμα του αδερφού της. Εγώ σταματούσα τη συζήτηση γιατί ποτέ δεν αποδέχτηκα ότι ο


αδερφός της ήταν ναρκομανής. Ήταν κάτι που χαλούσε την κοινωνική μου εικόνα. Ήταν μεγάλο λάθος μου.” “Έχετε επικοινωνία με τους δικούς της;” “Μιλάω με τον πατέρα της. Έχει μαραζώσει μετά τον θάνατό της. Κατηγορεί τον εαυτό του κι εκείνος για όσα δεν της έδωσε, παλεύει με το ότι δεν θα επανορθώσει ποτέ για τα λάθη του. Η μητέρα της είναι σε κατάθλιψη. Ο αδερφός της έχει φύγει από το σπίτι, τελείωσε τις σπουδές του και δουλεύει. Στηρίζει όσο μπορεί τους γονείς του και παλεύει με τους δαίμονές του αλλά είναι δυνατός. Μια μέρα ήρθε στο γραφείο μου και μιλήσαμε για ώρες. Αποδέχεται αυτό που δεν μπορεί να αλλάξει και αλλάζει ό,τι μπορεί να αλλάξει, κάτι τέτοιο μου είπε.” “Το λένε αυτό στις συναντήσεις των ομάδων αυτοβοήθειας.” “Τα περιφρονούσα όλα αυτά αλλά αυτός ο νεαρός στάθηκε πολύ πιο αξιοπρεπής απέναντι στον θάνατο από ό,τι εγώ. Και νόμιζα ότι θα ξανακυλούσε. Ήμουν τόσο λάθος.” Ξερόβηξε και τον χαμήλωσε το βλέμμα του. “Και απέναντί σας ήμουν λάθος. Σας ζήλευα. Ήσασταν για μένα ένας μυστηριώδης νεαρός άντρας που αγαπούσε, θαύμαζε και εμπιστευόταν η Μαρία. Ήσασταν στη ζωή της πριν από μένα, δεν μπορούσα να σας γνωρίσω, δεν μπορούσα να σπάσω τη σχέση που είχατε. Εσείς τι νιώθατε για εκείνη;” “Ήταν η πρώτη μου πελάτισσα...” “Και τι νιώθατε για εκείνη;”, επέμεινε ο άντρα της Μαρίας. “Ξέρετε...Στη δουλειά μας υπάρχει αγάπη.” Αυτό μόνο τόλμησε να πει και ο άντρας της Μαρίας μάλλον έμεινε ευχαριστημένος από την αοριστία της απάντησης. Ακολούθησε μια άβολη σιωπή που κανείς τους δεν ήταν πρόθυμος να σπάσει. Πέρασαν αρκετά λεπτά και ο άντρας της Μαρίας ξανάρχισε να μιλάει σαν να μην είχε μεσολαβήσει αυτή η αμήχανη εξομολόγηση. “Στο ημερολόγιο είχε γράψει ότι δεν θα αυτοκτονούσε ποτέ. Ότι η ζωή είναι δώρο. Ότι το είχε πει τότε για να με σοκάρει, να με ταρακουνήσει, να με κάνει να νιώσω ενοχές. Το είχε μετανιώσει που το είχε πει.” “Πότε το έγραψε αυτό;” “Δυο μέρες πριν πεθάνει.” Ο ψυχοθεραπευτής ανάσανε βαθιά. “Δεν φταίγατε ούτε εσείς, ούτε εγώ. Ήταν μια άτυχη στιγμή από αυτές που δεν μπορείς ποτέ να καταλάβεις όσο κι αν ανατρέχεις, όσο κι αν προσπαθείς.” “Κουράστηκα να προσπαθώ να καταλάβω.” Ο ψυχοθεραπευτής δεν βρήκε κάτι να πει αλλά κοίταξε στα μάτια τον άντρα με συμπόνοια και κούνησε ελαφρά το κεφάλι. Εκείνος στην απέναντι πολυθρόνα, σαν να μην άντεξε την επαφή τους, γύρισε το βλέμμα αλλού. Λίγο μετά σηκώθηκε. “Νομίζω ότι καταχράστηκα τον χρόνο σας.” “Ήταν και για μένα σημαντικό.” “Σας ζητώ συγγνώμη για την προηγούμενη φορά.” “Πείτε πως δεν έγινε. Ευχαριστώ που με εμπιστευτήκατε σήμερα.”


“Μάλλον δεν είστε τόσο κακός ψυχοθεραπευτής όσο νόμιζα. Νιώθω σαν να μου έφυγε ένα βάρος”, είπε ο άντρας της Μαρίας στην πόρτα και χαμογέλασε αχνά. “Ευχαριστώ”, είπε ο ψυχοθεραπευτής και του έδωσε το χέρι.

κλείσιμο Ο ψυχοθεραπευτής ήταν καθισμένος στο γραφείο του. Σε είκοσι λεπτά θα ερχόταν το επόμενο ραντεβού. Μπροστά του είχε ανοιχτό το δερματόδετο σημειωματάριο και στο μυαλό του θολές εικόνες της Μαρίας. Ήταν άδικο που πέθανε έτσι, ήταν νέα και ήθελε να παλέψει για να φτιάξει τη ζωή της. Δεν υπήρχε καμιά απάντηση στο γιατί του θανάτου της. Οι άνθρωποι πεθαίνουν γιατί πεθαίνουν και ατυχήματα γίνονται γιατί γίνονται. Ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στη λύπη του. Δυο δάκρυα σημάδεψαν τις λευκές σελίδες. Λίγο μετά ο κόμπος είχε λυθεί, ο ψυχοθεραπευτής έκλεινε το σημειωματάριο κι έπαιρνε μια βαθιά ανάσα.


Επίσκεψη στο Ζωολογικό Κήπο Ξύπνησα με μια άσχημη διάθεση το πρωί χωρίς να ξέρω γιατί. Η γυναίκα μου με περίμενε ντυμένη, είχε ετοιμάσει το αγαπημένο μου πρωινό. Βιάσου, αγάπη μου, μού είπε, θα αργήσουμε. Πού έχουμε να πάμε; Στον ζωολογικό κήπο. Μα ναι, πώς το είχα ξεχάσει; Το είχαν κανονίσει εδώ και βδομάδες με την καλύτερή της φίλη και τον άντρα της και τον εξάχρονο γιο τους. Νομίζω ότι η γυναίκα μου το περίμενε με μεγαλύτερη ανυπομονησία από τον εξάχρονο και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Πολλές φορές εγκατέλειπα την προσπάθεια να την καταλάβω και αυτή ήταν μία από αυτές και γι' αυτό ένα βράδυ που έβλεπα ειδήσεις στην τηλεόραση συμφώνησα μέσα από τα δόντια μου να πάω κι εγώ στον ζωολογικό κήπο γιατί, ζευγάρι είμαστε και δεν νιώθει άνετα να μην τη συνοδεύω. Οι αμαρτίες πληρώνονται και είχε έρθει η ώρα να πληρώσω το γεγονός ότι από το να ακούω τη γκρίνια της προτίμησα να χαλάσω την Κυριακή μου. Τώρα που είχε έρθει η Κυριακή όμως θα προτιμούσα να είχα πετάξει το τηλεκοντρόλ στον τοίχο και να είχα φωνάξει "δεν θέλω να πάω στον ζωολογικό κήπο, μια Κυριακή έχω να ξεκουραστώ!". Πολλές φορές φαντασιώνομαι ότι σπάω όλο το σπίτι, δυστυχώς όμως είμαι ανίκανος και τη φωνή μου να υψώσω ακόμη. Η επιθετικότητά μου διοχετεύεται στο καυστικό χιούμορ μου και όπως λέει η σύντροφος η αταραξία μου και ο χλευασμός μου μερικές φορές είναι χειρότερες και από σωματική βία. Έφαγα το πρωινό μου βιαστικά, γιατί κάθε ενάμιση λεπτό άκουγα τη φωνούλα της να λέει ότι οι φίλοι μας μάς περίμεναν και έχουν και μικρό παιδί. Βγήκαμε από το σπίτι και πήγαμε στο αμάξι σχεδόν τρέχοντας. Αποφάσισε να οδηγήσει εκείνη με αποτέλεσμα να μας βρίσουν δύο άντρες οδηγοί και μια πεζή γριούλα και ο Θεός βοήθησε και φτάσαμε τελικά σε αυτόν τον καταραμένο το ζωολογικό κήπο. Οι φίλοι μας, που εγώ δεν τους θεωρώ φίλους μου, μάς περίμεναν στη ουρά και το παιδάκι τους χοροπηδούσε γύρω τους κάνοντας τον Ινδιάνο. Η γυναίκα μου το διέκοψε από το παιχνίδι του και άρχισε να το ρωτάει για το σχολείο. Μετά από λίγα λεπτά οι ερωτήσεις έγιναν κανονική ανάκριση. Πώς σου φαίνεται το σχολείο; Είσαι καλός μαθητής; Ποιο μάθημα προτιμάς; Έχεις φίλους; Αγαπάς τη δασκάλα σου; Σου αρέσει καμιά συμμαθήτριά σου; Ο εξάχρονος μικρός βαρέθηκε να απαντάει και ξανάρχισε να κάνει τον Ινδιάνο αλλά αυτό τάραξε τη μητέρα του που του είπε ότι είναι αγένεια να μην απαντάει όταν τον ρωτάνε κάτι και ότι έπρεπε να ζητήσει συγνώμη. Εκείνος είπε μια συγγνώμη στα ινδιάνικα, η μητέρα ξεφύσηξε αγανακτισμένη, ο πατέρας ξεφύλλιζε μια εφημερίδα που κρατούσε στα χέρια του και η γυναίκα μου άρχισε να κοιτάζει γύρω της. Και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν έπρεπε να είχαμε πάει εκεί. Ήμουν περιτριγυρισμένος από οικογένειες. Οικογένειες σε κάθε συνδυασμό. Ζευγάρια με μωρό στο καρότσι και παιδί προσχολικής ηλικίας, ζευγάρια εν αναμονή βρέφους και με νήπιο στην αγκαλιά, ζευγάρια με παιδί στην εφηβεία και μωρό ή νήπιο, ζευγάρια με δύο εφήβους που μάλωναν, ζευγάρια με τη μάνα του ενός να κρατάει το μωρό στην αγκαλιά, ζευγάρια με


τρία παιδιά στα οποία φώναζαν να μην απομακρύνονται, παντού παιδιά, παιδιά, παιδιά...Ήθελα να ουρλιάξω. Και για να μην με παρεξηγήσετε δεν έχω τίποτα με αυτούς τους μικρούς ανθρωπάκους. Είναι αρκετά χαριτωμένοι και συνήθως πιο έξυπνοι από εμάς τους ενήλικες. Τότε γιατί ήθελες να ουρλιάξεις θα μου πείτε. Γιατί η γυναίκα μου κάθε φορά που βλέπει μωρό σε κοιλιά, σε κούνια, σε αγκαλιά ή πεζό γυρίζει και με κοιτάζει επίμονα και παρακλητικά, θλιμμένα και θυμωμένα. Εγώ γυρίζω τα μάτια μου αλλού αλλά το βλέμμα της δεν φεύγει από πάνω μου και ακολουθεί μια βαριά και φορτισμένη σιωπή κατά την οποία ο ένας μισεί τον άλλο για αρκετή ώρα. Και εκείνη τη μισή ώρα στην ουρά που περιμέναμε στο ζωολογικό κήπο μισηθήκαμε για άλλη μια φορά. Το θέμα του παιδιού είναι ένα θέμα που δεν συζητάμε ποτέ. Εγώ της είχα ξεκαθαρίσει πριν τον γάμο ότι δεν θέλω παιδιά. Εκείνη είχε πει ότι δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εμένα. Και περάσαμε τέσσερα πολύ όμορφα χρόνια χωρίς αυτό το θέμα να μας επισκιάζει. Και μια μέρα μου είπε πολύ σοβαρά ότι ήθελε παιδί. Της απάντησα εξίσου σοβαρά ότι εγώ δεν ήθελα και ότι το ήξερε από την αρχή. Είπε ότι ήλπιζε ότι θα άλλαζα γνώμη με τον καιρό. Της είπα ότι δεν άλλαξα γνώμη. Για πολύ καιρό προσπαθούσε ο ένας να πείσει τον άλλον με αποτέλεσμα δράματα, κλάματα και καυστικά σχόλια. Μια μέρα δεν άντεξα κι έφυγα από το σπίτι. Έμεινα ένα μήνα σε έναν εργένη φίλο μου. Ένα βράδυ με πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας και μου είπε ότι δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εμένα. Της είπα ότι δεν ήθελα να κάνει τέτοια θυσία. Μου είπε ότι δεν θα μπορούσε να αγαπήσει ποτέ άλλον άρα και πάλι παιδί δεν θα έκανε. Γύρισα στο σπίτι και τον πρώτο καιρό απολαμβάναμε ο ένας τον άλλο, μου είχε λείψει και της είχα λείψει και είχαμε συνειδητοποιήσει πόσο αγαπιόμαστε. Είναι πολύ όμορφο να μοιράζεσαι τη ζωή σου με κάποιον που αγαπάς. Αλλά λίγο μετά άρχισαν αυτά τα βλέμματα για τα οποία δεν μπορώ να κάνω κάτι γιατί ποτέ δεν τα συνοδεύουν λέξεις. Αν γκρίνιαζε όπως γκρινιάζει για το ότι δεν πηγαίνουμε στο θέατρο ίσως μπορούσα να το αντιμετωπίσω, ίσως αναγκαζόμουν και να χωρίσω για πάντα. Φοβάμαι να ανοίξω πάλι αυτήν την πληγή, φοβάμαι ότι ο γάμος μας δεν θα αντέξει και η αλήθεια είναι ότι κι εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εκείνη. Μισώ τον εαυτό μου που δεν μπορώ να την κάνω ευτυχισμένη αλλά είμαι και θυμωμένος μαζί της γιατί εγώ το είχα πει από τότε, εγώ ήμουν εντάξει, μου είχε υποσχεθεί ότι εγώ της αρκούσα και τώρα δεν είμαι αρκετός, ξέρω ότι εκείνες τις στιγμές που βλέπει ένα όμορφο μωρό να κοιμάται με μισεί που δεν είναι το δικό μας μωρό, με μισεί και δεν μπορεί ούτε καν να μου το πει γιατί φοβάται μην με χάσει και το μόνο που της μένει είναι αυτά τα βλέμματα που όσο περνάει ο καιρός είναι όλο και πιο έντονα και όλο και περισσότερη φορτισμένη σιωπή αφήνουν. Νιώθω αδικημένος. Ένας γάμος δεν πρέπει να γίνεται με την προοπτική ότι ο ένας θα αλλάξει τον άλλον. Καταλαβαίνω όμως ότι κι εκείνη νιώθει το ίδιο αδικημένη. Της στερώ τη μητρότητα που υποτίθεται ότι είναι η ολοκλήρωση για μια γυναίκα. Ο καιρός περνάει και γίνεται όλο και πιο μελαγχολική. Τα μάτια της είναι γεμάτα απορία. Όταν συζητούσαμε ακόμη το θέμα και με ρωτούσε γιατί δεν ήθελα παιδιά δεν είχα απάντηση να της δώσω. Αυτό την έκανε να ελπίζει ότι τελικά θα με έπειθε. Είναι αλήθεια


παράξενο το πώς είμαι τόσο αποφασισμένος για κάτι χωρίς να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αίτία. Δεν το έχω σκεφτεί και πολλές φορές και δεν θέλω να το σκεφτώ. Είναι δικαίωμά μου να μην θέλω να φέρω μια ανθρώπινη ζωή σε αυτόν τον κόσμο για την οποία επί δεκαοχτώ χρόνια θα είμαι υπεύθυνος. Δεν είναι τόσο ότι φοβάμαι την ευθύνη, από μικρός στη ζωή μου έμαθα να ανταπεξέρχομαι στις ευθύνες μιας και μεγάλωσα χωρίς μάνα. Θέλω να λέω ότι δεν μου αρέσει αυτός ο κόσμος, είναι σκληρός και άδικος, η ζωή είναι όλο απρόοπτα και δυσκολίες, η αβεβαιότητα για το καθετί είναι μεγάλη κι εγώ δεν θέλω να συνεισφέρω στη δημιουργία μιας μικρής ψυχούλας που θα κινδυνεύει από χίλια δυο πράγματα, όπως σωματικές αρρώστιες, ατυχήματα και κυρίως ψυχικό πόνο. Αν οι άνθρωποι δεν ήταν φτιαγμένοι έτσι ώστε να πονάνε με το παραμικρό εγώ μάλλον δεν θα είχα πρόβλημα να κάνω παιδί. Φυσικά με κανέναν δεν έχω μοιραστεί αυτές τις σκέψεις μου γιατί όλοι θα με περνούσαν για τρελό, τι πιο φυσικό από το να κάνει ένα ζευγάρι παιδί, οι άνθρωποι τεκνοποιούν επί αιώνες και οι απόγονοί τους με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο καταφέρνουν να επιβιώσουν. Όπως και να χει εγώ είμαι αποφασισμένος και καμιά κοινωνία δεν πρόκειται να αφήσω να μου επιβάλει τον ρόλο του γονιού. Ελπίζω μόνο να μην πεθάνω πολύ μεγάλος, φαντάζομαι ότι η μοναξιά των γηρατειών είναι αβάσταχτη όταν δεν έχεις κάποιον να σε φροντίζει αλλά σίγουρα αυτός δεν είναι λόγος για να αλλάξω γνώμη. Και επειδή έχω μάθει να δέχομαι τις συνέπειες των επιλογών μου χωρίς μεμψοιμιρία καταλαβαίνω πως πρέπει να μάθω να ζω με αυτά τα λεπτά μίσους που μοιράζομαι με τη γυναίκα μου όταν βλέπουμε μωρά και παιδιά και στωικά λοιπόν τα υπέμεινα εκείνο το πρωινό στην ουρά έξω από τον ζωολογικό κήπο. Και τότε συνέβη κάτι που με τάραξε πολύ και μου έφερε στο μυαλό μια ξεχασμένη μνήμη που ήθελα να μείνει βαθιά, πολύ βαθιά θαμμένη. Ένα νεαρό ζευγάρι και τα δυο τους παιδιά προσπέρασαν με θράσος εμάς τους κακομοίρηδες που περιμέναμε επί τόση ώρα στην ουρά και πήγαν στο ταμείο να βγάλουν εισιτήρια. Κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν και να βρίζουν, άλλοι παραπονέθηκαν στους δίπλα, πάντως η οικογένεια κατάφερε να μπει μέσα αμέσως. Έκλεισα για λίγο τα μάτια και προσπάθησα να καταλάβω γιατί το στομάχι μου είχε σφιχτεί και το σώμα μου ολόκληρο είχε σφιχτεί και είχε συρρικνωθεί και είχε γίνει το σώμα του εξάχρονου αγοριού που υπήρξα κάποτε. Ήμουν ένα φοβισμένο καχεκτικό αγόρι, βαθιά πληγωμένο που η μητέρα του το είχε εγκαταλείψει και απόλυτα εξαρτώμενο από έναν πατέρα σκληρό και δύστροπο. Η μνήμη μου άρχισε να ζωντανεύει εκείνη την επίσκεψη στο ζωολογικό κήπο, ήταν δύο χρόνια μετά τη φυγή της μαμάς μου, κρατιόμουν στο χέρι του σφιχτά, φοβόμουν μην με αφήσει κι αυτός, φοβόμουν μη με ρουφήξει το πλήθος, μην βρεθώ ξαφνικά ολομόναχος σε αυτόν τον επικίνδυνο κόσμο και πεθάνω. Δεν τον αγαπούσα, αυτό ήταν σίγουρο. Ήταν απότομος, ποτέ δεν μου διάβαζε παραμύθια, ποτέ δεν έπαιζε μαζί μου και φώναζε συνεχώς ότι δεν τον βοηθούσα στο σπίτι. Μερικές φορές έφερνε γυναίκες και με ανάγκαζε να μένω κλεισμένος στο δωμάτιό μου, εγώ ήθελα να πάω στην τουαλέτα αλλά φοβόμουν να βγω από το δωμάτιο γιατί ένιωθα ότι κάτι τρομερό συνέβαινε έξω από αυτό και κρατιόμουν για πολλή


ώρα και ξαφνικά δεν άντεχα και...Έβαζα τα κλάματα και κοιμόμουν με μουσκεμένο παντελόνι και μουσκεμένα μάτια. Δεν έχει νόημα να τα θυμάμαι όλα αυτά και καλά τα είχα θάψει για τόσα χρόνια αλλά να, εκείνο το ζευγάρι που προσπέρασε την ουρά μου θύμισε πως το είχαμε κάνει κι εμείς τότε, με τραβούσε από το χέρι, εγώ ένιωθα ότι κάναμε κάτι κακό αλλά δεν ήξερα τι, γύρω μας άρχισαν να φωνάζουν, εκείνος τους κοιτούσε περιφρονητικά και που και που πετούσε και καμιά βρισιά και ξαφνικά κάποιος μας έκλεισε το δρόμο. Έσφιγγα το χέρι του φοβισμένος, το χέρι του ήταν παγωμένο και τραχύ όπως η καρδιά του αλλά ήταν το μόνο χέρι που υπήρχε για να με κρατήσει και ξαφνικά αυτός ο κάποιος που δεν τον θυμάμαι παρά σαν μια πελώρια σκιά τον έσπρωξε και τα χέρια μας χωρίστηκαν κι εμένα με κατάπιε μια άβυσσος, ήμουν χαμένος κι άρχισα να κλαίω και τότε άκουσα τη φωνή μιας κυρίας, σταματήστε, λυπηθείτε το αγοράκι, και εκείνοι συνέχισαν λίγο να σπρώχνονται και μετά σταμάτησαν και με τράβηξε απότομα και μπήκαμε μέσα στον ζωολογικό κήπο κι εγώ έψαχνα στο πλήθος την κυρία που φώναξε για να με πάρει μαζί της. Προφασίστηκα έντονο πονοκέφαλο και έφυγα από τον ζωολογικό κήπο πριν προλάβει η γυναίκα μου να έρθει πίσω μου. Αυτό φυσικά θα το πληρώσω ακριβά όταν γυρίσει και ετοιμάζομαι ήδη να κατεβάσω τα ρολά για τις ατέλειωτες ώρες γκρίνιας που θα επέλθουν. Δεν πειράζει, δεν είναι άλλωστε κάτι που δεν έχω συνηθίσει. Είμαι στο σπίτι μου τώρα και είμαι καλά, βρήκα πάλι το κέφι μου και τον εαυτό μου. Η ζωή δεν είναι να την παίρνεις πολύ στα σοβαρά. Όσο ανοίγεις την πόρτα στη δυστυχία τόσο αυτή μπαίνει μέσα σου και σε καταστρέφει σιγά σιγά και όχι, δεν θέλω να πεθάνω γκρινιάζοντας, αυτό είναι κάτι που έχω αποφασίσει καιρό τώρα. Κάποιος μου είπε κάποτε ότι πίσω από το χιούμορ μου κρύβω ένα πολύ πληγωμένο παιδί, δεν ξέρω αν είχε δίκιο, πάντως εγώ σταμάτησα να τον κάνω παρέα. Δεν ξέρω τι θα φέρει το μέλλον και μπορεί να καταλήξω να πεθάνω μόνος, την έχω σκεφτεί πολλές φορές αυτή την πιθανότητα, αλλά δεν έχει νόημα να σκέφτομαι τον θάνατό μου, το μέλλον μου, ούτε καν τη σχέση μου με τη γυναίκα μου, τώρα αυτή τη στιγμή είμαι στο μπαλκόνι μου με μια κούπα καφέ, κάπου μακριά δύει ο ήλιος κι ο ουρανός είναι κόκκινος κι ένα πουλί, ένα πουλί ελεύθερο και όχι σαν αυτά τα δυστυχισμένα του ζωολογικού κήπου που δεν είδα σήμερα, προς κάπου μακριά ταξιδεύει...


Ο Δρόμος με τα Δέντρα Κάθε πρωί περπατάει στο δρόμο με τα δέντρα. Σε ένα μονοπάτι, μέσα σε ένα άλσος στην άκρη της πόλης, όπου βλέπει πράσινο και ακούει πουλιά και για λίγα λεπτά δεν σκέφτεται τη ζωή του. Ας τα πάρουμε από την αρχή. Ο νεαρός που περπατάει σε αυτόν τον δρόμο και δεν σκέφτεται τη ζωή του είναι ένας άνεργος νοσηλευτής, που πλησιάζει τα τριάντα, πρόσφατα χωρισμένος από μια νεαρή κομμώτρια και ζει με τον συνταξιούχο πατέρα του και τη νοικοκυρά μητέρα του σε ένα σχετικά μικρό διαμέρισμα. Πρόσφατα δε ήρθε να μείνει μαζί τους και η εκατόν είκοσι κιλά γιαγιά του, επειδή πια δεν μπορεί να περπατήσει, οπότε τώρα εκείνος κοιμάται στην τραπεζαρία σε ένα άβολο ντιβάνι, μιας και η γιαγιά του ήθελε οπωσδήποτε δικό της δωμάτιο και αυτός ήταν ο όρος της για να του δίνει τη σύνταξή της. Οπότε κατά κάποιο τρόπο νοίκιασε το δωμάτιό του στη γιαγιά του και από αυτό βιοπορίζεται τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες, έπειτα από τη λήξη μιας ολιγόμηνης σύμβασης σε ένα αντικαρκινικό νοσοκομείο, που δυστυχώς δεν ανανεώθηκε ποτέ. Η κατάσταση στο σπίτι είναι πνιγηρή, η παχιά γιαγιά καταλαμβάνει όλο το ζωτικό χώρο, όχι τόσο λόγω του όγκου της, αλλά λόγω της εκνευριστικής, αφόρητης πολυλογίας της και των συνεχών απαιτήσεών της. Κοινώς, η τριμελής οικογένεια εκτελεί χρέη υπηρετών και δεν τολμά να φέρει καμία αντίρρηση σε οτιδήποτε ζητήσει η γιαγιά, όχι μόνο από αγάπη και σεβασμό, αλλά και από φόβο μη χαθεί αυτό το συμπληρωματικό εισόδημα, που τόσο απαραίτητο είναι πια τώρα που ο γιος δεν δουλεύει. Προχθές το βράδυ αναγκάστηκαν μόνο να της χαλάσουν το χατίρι κι αυτό όταν ξύπνησε στις τέσσερις τα ξημερώματα και ζήτησε χταποδάκι. Μετά από διαβουλεύσεις δύο ωρών εκείνη δέχτηκε να ξανακοιμηθεί τρώγοντας φακές που είχαν περισσέψει από το μεσημέρι, αμφίβολο δε αν κατάλαβε ότι ήταν πραγματικά αδύνατο να της βρουν χταποδάκι και μάλιστα κοκκινιστό μέσα στη μαύρη νύχτα. Κάπως έτσι είναι η κατάσταση στο σπίτι κι ευτυχώς που πέρασε ο χειμώνας και τώρα ο νεαρός της ιστορίας μας βγαίνει στη μικρή βεράντα τους με τις λίγες γλάστρες και καπνίζει ενάμιση πακέτο τσιγάρα κάθε απόγευμα. Ο νεαρός καπνίζει το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο και χάνεται στις μαύρες σκέψεις του για ώρες. Έχει χάσει τις ελπίδες του πια και θα έλεγε κανείς ότι ρουφάει απελπισία και βγαίνει καπνός κάθε απόγευμα από το στόμα του και δεν μπορεί να μην καπνίζει, γιατί τότε τα χέρια του θα μείνουν άπραγα σε ένα σώμα σταματημένο στο τίποτα και αν μείνουν άπραγα και τα χέρια του, θα αρχίσει ίσως να σκέφτεται την αυτοκτονία, κάτι που καθόλου δεν το θέλει. Το κάπνισμα, όμως, παρόλο που είναι μια στιγμιαία παρηγοριά, μετά του αφήνει μια απαίσια γεύση στο στόμα, που δεν φεύγει όσο κι αν βουρτσίζει τα δόντια του κάθε βράδυ και με αυτήν την απαίσια γεύση κοιμάται κάθε βράδυ στο ντιβάνι στην τραπεζαρία, τότε που οι σκέψεις του γίνονται ακόμη πιο μαύρες πριν γίνουν άσχημα όνειρα και πέραν αυτού ήταν πάντα υποχόνδριος λόγω του επαγγέλματός του, τώρα είναι βέβαιος ότι θα πεθάνει από καρκίνο και εύχεται να πάει μια κι έξω και να μην


ταλαιπωρηθεί όπως όλοι αυτοί οι ασθενείς που φρόντιζε αυτούς τους λίγους μήνες που δούλεψε στο αντικαρκινικό νοσοκομείο, τότε που δεν έβαζε τσιγάρο στο στόμα του και μάζευε χρήματα για να παντρευτεί κάποτε. Ο νεαρός δεν ήταν ποτέ πολύ αισιόδοξος, ούτε τις καλές μέρες, θα έλεγε κανείς και πάντα ξεφύτρωναν στο μυαλό του μικροί φόβοι, αλλά πάντα κατάφερνε να τους διώχνει, να τους ξεριζώνει με δύναμη και αποφασιστικότητα ή να τους καταπνίγει ή ακόμη και να τους αγνοεί και να συνεχίζει να προχωρά. Τώρα οι φόβοι έχουν γιγαντωθεί μέσα του και έχουν κυριέψει κάθε μικρή γωνίτσα της ψυχής του, φοβάται ότι δεν θα βρει ποτέ δουλειά, ότι δεν θα κάνει ποτέ οικογένεια, ότι θα περάσει τη ζωή του στη βεράντα και στο ντιβάνι και σύντομα το τσιγάρο θα τον αρρωστήσει βαριά και τι θα κάνει που είναι ανασφάλιστος; Επίσης, επειδή τα μεσημέρια βλέπει στην τηλεόραση πολλά ντοκιμαντέρ για φυσικές καταστροφές, τελευταία νομίζει ότι γίνεται σεισμός, όταν η γιαγιά περπατάει με το πι της στο παλιό πάτωμα ή όταν βρέχει δυνατά φαντάζεται τον εαυτό του να πνίγεται και πολλές φορές δεν τον παίρνει ο ύπνος, γιατί φοβάται ότι τα αποτσίγαρα θα ξανανάψουν ξαφνικά και θα τυλιχτεί στις φλόγες το σπίτι τους όλο και η πολυκατοικία και αυτή η απαίσια πόλη και η χώρα και δεν θα μείνει τίποτα παρά στάχτες στον ουρανό. Ο νεαρός έχει αρκετούς φίλους αλλά τελευταία δεν είχε όρεξη να βγαίνει και ζηλεύει όσους έχουν δουλειά και χρήματα, ντρέπεται να μιλάει σε κοπέλες που δεν γνωρίζει γιατί η λέξη «άνεργος» είναι πολύ ταπεινωτική κι έτσι κλείνεται στον εαυτό του, πού και πού διαβάζει κανένα βιβλίο, μια φορά το μήνα πηγαίνει στον κινηματογράφο, η ζωή του πάντως σε γενικές γραμμές είναι εφημερίδα με αγγελίες, βιογραφικά που στέλνει χωρίς καμιά απάντηση, λίγες συνεντεύξεις που λήγουν άδοξα, ντοκιμαντέρ, ενάμιση πακέτο τσιγάρα στη βεράντα και ταραγμένος ύπνος στο άβολο ντιβάνι. Και ο δρόμος με τα δέντρα. Θα περιγράψουμε τη σημερινή βόλτα στον δρόμο με τα δέντρα, γιατί κάτι διαφορετικό έγινε σήμερα, που ίσως αξίζει να αναφερθεί. Αλλά θα ξεκινήσουμε από λίγο πιο πριν, από τη στιγμή που ο νεαρός ανοίγει τα μάτια του. Το ξύπνημα δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστο, γιατί αρχίζει και νιώθει την απαίσια γεύση στο στόμα. Πριν λίγο άκουσε την πόρτα να κλείνει, άρα ο πατέρας του πήγε στο καφενείο, τώρα μέσα κάτι λένε η μητέρα του και η γιαγιά του, μιλάνε έντονα, εκείνος θέλει να κοιμηθεί κι άλλο, να χαθεί στον ύπνο να μην σκέφτεται, αλλά η τσιριχτή φωνή της γιαγιάς του διαπερνάει το αυτί του, το μυαλό του και τα μάτια του ανοίγουν και μηχανικά σηκώνεται για να φύγει γρήγορα και να μην βρίσκεται σε αυτό το αποπνιχτικό σπίτι. Την ώρα που πλένει τα δόντια του με μανία, η μητέρα του έρχεται στην πόρτα του μπάνιου. Ο διάλογος έχει περίπου ως εξής. «Η γιαγιά σου δεν είναι καλά» «Τι έπαθε;» «Νομίζω πως τα έχασε» Η γιαγιά έρχεται με το πι προκαλώντας ένα μικρό σεισμό και του λέει συνωμοτικά. «Ωραία δεν έβαψα το σπίτι;»


Την κοιτάζει συνεχίζοντας να βουρτσίζει με μανία τα δόντια του, είναι εκνευρισμένος, αλλά δεν θέλει να της φωνάξει, γιατί είναι και κάπως γλυκούλα έτσι αναμαλλιασμένη και αγουροξυπνημένη που στέκεται με το φαρδύ ροζ νυχτικό της. «Ωραία δεν έβαψα το σπίτι;, ξαναλέει η γιαγιά και είναι σαν χαμένη σε όνειρο. Έβαψα και τους τοίχους και τα ταβάνια, όλο το βράδυ έβαφα.» Και με το παχουλό της χέρι κάνει την κίνηση που κάνει κάποιος, όταν βάφει. Η μητέρα του είναι πανικοβλημένη και την κοιτάζει αμήχανα. Ωραία, σκέφτεται εκείνος. Τα έχασε η γιαγιά. Άλλη μια καταστροφή. Ξεπλένει το στόμα του, στρώνει τα ακούρευτα μαλλιά του και βγαίνει από το μπάνιο. Πηγαίνει στο δωμάτιό του, κλείνει την πόρτα και ντύνεται γρήγορα. Απ’ έξω ακούει τον διάλογο, που είναι λίγο πολύ, έβαψα το σπίτι, δεν το έβαψες, όνειρό ήταν, όχι το έβαφα όλη νύχτα, δεν το έβαψες, Θεέ μου τι πάθαμε, θα καλέσουμε γιατρό, πού είναι ο πατέρας σου πάλι, ωραία το έβαψα το σπίτι, δεν το έβαψες, όνειρό ήταν και πάει λέγοντας. Όταν βγαίνει από το δωμάτιο καταρρακωμένος με τη νέα καταστροφή που τους βρήκε, βλέπει προς έκπληξή του τη μητέρα του και τη γιαγιά του να γελάνε. «Καλέ όνειρο ήταν, πώς μπερδεύτηκα έτσι;» λέει η γιαγιά. «Ευτυχώς δεν τα έχασε, απλώς ήταν από τον ύπνο», λέει η μητέρα του και κάνει τον σταυρό της. «Καλά, εγώ βγαίνω» λέει αυτός. «Στο καλό, παιδάκι μου» ακούγεται η γιαγιά, όταν κλείνει την πόρτα και πατάει το κουμπί του ανελκυστήρα. Στο λεωφορείο που παίρνει για να πάει στο άλσος, εκεί που χαζεύει από το παράθυρο την άσχημη πόλη, γυρνάει ξαφνικά το κεφάλι και βλέπει έναν κοκκινομάλλη κάπως αλλόκοτα ντυμένο και με εξίσου αλλόκοτο βλέμμα, που κάθισε απέναντί του. Και τότε τον πιάνει τρόμος. Φοβάται ότι αυτός ο κοκκινομάλλης είναι έτοιμος να ανατινάξει το λεωφορείο ή να απειλήσει με όπλο τον οδηγό και να κρατήσει ομήρους τους επιβάτες, όπως είχε δει σε άλλα ντοκιμαντέρ, γυρισμένα, όμως, σε πιο επικίνδυνες πόλεις. Οι παλάμες του ιδρώνουν, η καρδιά του αρχίζει να χτυπάει δυνατά. Σηκώνεται και κάθεται σε άλλη θέση για να μην βλέπει αυτόν τον κοκκινομάλλη, που το μόνο αλλόκοτο που είχε πάνω του ήταν η άχαρη εφηβεία του και ίσως το χρώμα των μαλλιών του, που δεν ταιριάζει και πολύ σε άντρα. Εδώ να πούμε ότι ο νεαρός μας δεν έχει γίνει παρανοϊκός και στην πραγματικότητα δεν φοβάται. Απλώς παίζει παιχνίδια με το μυαλό του, γιατί η ζωή του έχει γίνει πια αφόρητα προβλέψιμη, βαρετή και μουντή, που θέλει μάλλον για λίγο να νιώσει ότι παίζει σε ταινία δράσης. Ήθελε απλώς «να γίνει κάτι». Και φτάνουμε στον δρόμο με τα δέντρα. Ο νεαρός κατεβαίνει από το λεωφορείο και αρχίζει να περπατάει στον δρόμο με τα δέντρα. Προσηλωμένος μόνο στο πράσινο και στα πουλιά, αυτά τα δεκαπέντε λεπτά, που διαρκεί η βόλτα μπορεί για λίγο να νιώσει όμορφα και να αναπνεύσει χωρίς να σκέφτεται την ανεργία του, το μέλλον και τις καταστροφές, που του επιφυλάσσει. Περπατάει όμορφα λοιπόν για δεκαπέντε λεπτά, για λίγο


ξεχνάει τη ζωή του και ξαφνικά την ώρα που πάει να καθίσει στο τελευταίο παγκάκι, όπως πάντα, φαντάζεται τον εαυτό του γέρο, αλλά όχι γέρο και άστεγο όπως συνήθως. Γέρο με σύνταξη και με παιδιά. Κι αν όλα πήγαιναν καλά; Αν του τηλεφωνούσαν από κάποια ιδιωτική κλινική να πάει για δουλειά, αν γνώριζε πάλι τον έρωτα, αν παντρευόταν, αν έκανε παιδιά, αν δεν γινόταν καταστροφικός σεισμός ούτε η χώρα διαλυόταν όπως έλεγαν, αν έκοβε το τσιγάρο ή δεν το έκοβε και ωστόσο δεν πέθαινε από καρκίνο κι αν δεν συναντούσε ποτέ επικίνδυνο βομβιστή στο λεωφορείο; Αυτό σκέφτηκε και αντί να βγάλει τσιγάρο από το κουτί του όπως έκανε συνήθως, πήρε το κουτί και το στυλό που πάντα κουβαλούσε στο τσαντάκι του κι έγραψε ένα ποίημα. Το ποίημα είχε περίπου ως εξής. Είμαι ένας γέρος Έτοιμος από καιρό να φύγω Πέρασα τη ζωή μου προβλέποντας καταστροφές Και περιμένοντάς τες να με ρημάξουν Τώρα τα χρόνια μου τελείωσαν Δεν έχω άλλα να ζήσω πια Καμιά καταστροφή Από αυτές που περίμενα Δεν ήρθε ποτέ Και τη ζωή μου Ρήμαξε Ο φόβος μονάχα Αυτό συνέβη σήμερα στον δρόμο με τα δέντρα. Δυστυχώς δεν μπορούμε να εγγυηθούμε τίποτα για τον νεαρό. Δεν ξέρουμε αν η χώρα θα καταστραφεί, αν θα βρει δουλειά, γυναίκα, αν θα κάνει παιδιά, ούτε καν αν η γιαγιά του θα συνεχίσει να του δίνει τη σύνταξή της. Δεν ξέρουμε αν θα κόψει το κάπνισμα, από τι θα πεθάνει και ούτε μπορούμε να εγγυηθούμε εκατό τοις εκατό ότι σε αυτήν ή σε κάποια άλλη πόλη δεν θα πέσει θύμα βομβιστικής επίθεσης. Αυτή η ιστορία δεν έχει κάποιο βαθύτερο νόημα, το μόνο που θα μπορούσαμε να πούμε ίσως είναι ότι συχνά ότι χρησιμοποιούμε τον φόβο μας για να καλύψουμε κενά της ζωής μας, για να μην χαρούμε ή επειδή έτσι έχουμε μάθει. Το πιο πιθανό είναι ο νεαρός να γυρίσει πάλι μέσα στην απελπισία, να αποβλακωθεί το μεσημέρι από τα ντοκιμαντέρ με τις φυσικές καταστροφές, να καπνίσει το απόγευμα ενάμιση πακέτα τσιγάρα στη βεράντα και το βράδυ να κοιμηθεί με αυτήν την απαίσια γεύση στο στόμα. Ωστόσο σήμερα στο δρόμο με τα δέντρα σε ένα πακέτο τσιγάρα έγραψε ένα ποίημα.


Η Επόμενη Στροφή Πέρασε όλα τα παιδικά του χρόνια με τον παππού και τη γιαγιά του. Όταν μερικές φορές το ανέφερε αυτό σε συζητήσεις με ανθρώπους που δεν τον γνώριζαν καλά, έβλεπε κάτι σαν λύπηση στα μάτια τους γιατί το πρώτο που υπέθεταν ήταν πως σε μικρή ηλικία είχε ορφανέψει. Τις περισσότερες φορές επεξηγούσε με τα ίδια λόγια. «Όχι, όχι… Δεν έχασα τους γονείς μου. Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός και έπαιρνε πολλές μεταθέσεις. Η μητέρα μου ήταν, και είναι, δηλαδή ακόμη, ζωγράφος. Θεώρησαν καλύτερο να μείνω στους παππούδες μου για να είμαι σε σταθερό περιβάλλον. Ο πατέρας μου ήταν κι εκείνος γιος στρατιωτικού και περιέγραφε ως μαρτύριο την αλλαγή πόλης, σπιτιού, σχολείου, φίλων κάθε λίγα χρόνια. Έρχονταν και με έβλεπαν κάποια σαββατοκύριακα και στις διακοπές έμενα στο εκάστοτε σπίτι τους.» Οι συνομιλητές του έδειχναν κάποια ανακούφιση γιατί σίγουρα δεν θα ήξεραν τι να πουν αν τους έλεγε ότι οι γονείς του είχαν σκοτωθεί σε κάποιο φρικτό ατύχημα, όταν ήταν μωρό, σχολίαζαν κάτι για τη δύσκολη ζωή των στρατιωτικών και καμιά φορά ρωτούσαν για τη ζωγράφο μαμά. Σε κάθε τέτοια συζήτηση ένιωθε συνήθως ένα μούδιασμα ή κάτι σαν κενό που απλωνόταν σε όλο του το σώμα. Έτσι και τώρα στον οίκο ευγηρίας την ώρα που μιλάει με τη διευθύντρια αναφέρθηκε το θέμα. Η διευθύντρια ενθουσιάζεται. Είναι μια παχιά γυναίκα, με κοκάλινα μαύρα γυαλιά και πονηρά μάτια. «Μα έτσι εξηγείται το ενδιαφέρον σας, αγαπητέ! Δεν έχω γνωρίσει κανέναν εγγονό που να έρχεται να βλέπει τον παππού του μια φορά την εβδομάδα. Ούτε τα παιδιά τους δεν έρχονται. Είναι όλοι τόσο απορροφημένοι από τις δουλειές τους, τις οικογένειες, τις ζωές τους. Δεν τους κατηγορώ. Απλώς είναι κρίμα. Ο παππούς σας δεν σας θυμάται, αλλά…» σε αυτό το σημείο αρχίζει να βήχει. Πίνει λίγο νερό από το ποτήρι που έχει δίπλα της και συνεχίζει… «Τι έλεγα; Ναι, η άνοια. Είναι κρίμα. Μακάρι να σας θυμόταν. Πολλές φορές, όμως, μου λέει η νοσοκόμα που τον φροντίζει, λέει το όνομά σας. Θα πληρώσετε με επιταγή;» Τον είδε που έβγαλε την επιταγή από το πορτοφόλι και κοίταξε το ρολόι του, οπότε μάλλον κατάλαβε ότι δεν ήθελε να μιλήσει άλλο. Λέει λίγα πράγματα για τον καιρό, γιατί μάλλον αυτή η γυναίκα δεν μπορεί να αναπνέει χωρίς να μιλάει και φωνάζει τη γραμματέα της για να του κόψει την απόδειξη. Και όταν εκείνος της δίνει το χέρι κάπως ψυχρά, γιατί δεν θέλει και πολλές οικειότητες, του λέει γελαστά «Τα χαιρετίσματά μου στη γλυκιά γυναίκα σας». Το κενό στο στομάχι του ξαφνικά γίνεται οξύς πόνος. Φεύγει με βήματα βιαστικά, σαν να τρεκλίζει. Κάθε φορά έφευγε από τον οίκο ευγηρίας συναισθηματικά φορτισμένος. Ο πατέρας του τού έλεγε ότι αυτές οι συχνές επισκέψεις δεν είχαν νόημα, ο γέρος δεν τον αναγνώριζε πια και δεν αξίζει να ξοδεύει χρόνο και βενζίνη για να πηγαίνει ως εκεί. Εκείνος, όμως, το ένιωθε σαν υποχρέωση που δεν μπορούσε να παραμελήσει. Όταν πέθανε η γιαγιά του πριν δέκα


χρόνια, τότε που είδε τον παππού του να γερνάει τρομακτικά σε τρεις μόνο μέρες, ορκίστηκε στον εαυτό του ότι δεν θα τον άφηνε να πεθάνει μόνος. Τελευταία, όμως, από τότε που η γυναίκα του πήρε την τρίχρονη κόρη τους κι έφυγαν από το σπίτι, τα συναισθήματά του έχουν κάπως αλλάξει. Δεν νιώθει τη στοργή και την αγάπη, που ένιωθε άλλοτε για αυτό το αδύναμο πλάσμα χωρίς δόντια, που κάποτε του φαινόταν τόσο δυνατός, τόσο σοφός, τόσο παντοδύναμος. Δεν νιώθει λύπη που οι μνήμες του είχαν όλες σβηστεί ή διαστρεβλωθεί, που η ζωή του κατέληξε να είναι μόνο τρία πιάτα φαγητό την ημέρα και πολλά φάρμακα, δεν νιώθει καν τον τρόμο του θανάτου και των γηρατειών, ούτε καν κάποια μικρή αγωνία για το πώς θα είναι τα δικά του τελευταία χρόνια και αν κάποιος εγγονός θα τον ρωτάει τότε τι κάνει χωρίς απάντηση. Νιώθει κάτι σαν παράπονο, ίσως και σαν θυμό. Ναι, είναι γενικά θυμωμένος με όλους και με όλα. Είναι θυμωμένος με τον πατέρα του που ποτέ δεν κατάλαβε την επαγγελματική ανασφάλεια επειδή δεν τη βίωσε ο ίδιος ως στρατιωτικός, με τη μητέρα του γιατί του μιλάει μόνο για γκαλερί και θεατρικές παραστάσεις, με τον διευθυντή του, που έχει υπερβολικές απαιτήσεις, τους συναδέλφους του που δεν δουλεύουν σκληρά όπως αυτός, τους πελάτες που δεν πληρώνουν, την τράπεζα γιατί κάθε μήνα του παίρνει το ένα τρίτο του μισθού του για το δάνειο του σπιτιού, τον ψιλικατζή της γειτονιάς του γιατί σταμάτησε να φέρνει τα τσιγάρα που καπνίζει, την τηλεόραση γιατί δεν βάζει ποτέ τις ταινίες που του αρέσουν και η λίστα δεν τελειώνει. Φυσικά είναι θυμωμένος με όλους γιατί είναι θυμωμένος πάνω από όλα με τη γυναίκα του που του είπε ξαφνικά ένα απόγευμα ότι δεν τον άντεχε άλλο και το ίδιο βράδυ πήγε στην εκνευριστική μητέρα της στερώντας του την κόρη του. Πώς του το έκανε αυτό και γιατί; Και κυρίως πώς έφτασαν ως εκεί, αφού την αγαπάει τόσο; Με αυτά τα ερωτήματα παλεύει κάθε βράδυ όταν γυρίζει κουρασμένος από τη δουλειά και μαγειρεύει τα τρία φαγητά που ξέρει να μαγειρεύει εναλλάξ. Και λίγο πιο μετά, όταν κάθεται στο σαλόνι και καπνίζει τουλάχιστον δέκα τσιγάρα πίνοντας ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Και πιο μετά, όταν πηγαίνει και ανάβει το φως στο παιδικό δωμάτιο και λέει καληνύχτα στο άδειο κρεβατάκι. Και ύστερα όταν ξαπλώνει και σβήνει το φως και δεν την νιώθει δίπλα του, και το σπίτι του γίνεται τόσο άδειο, τόσο τεράστιο, τόσο σκοτεινό, έτοιμο να τον καταπιεί και να τον εξαφανίσει. Όμως, με τον παππού του γιατί θυμώνει; Ποτέ δεν είχε θυμώσει με τον παππού του. Ήταν ο πιο αγαπημένος του άνθρωπος. Ήταν η μόνη ασφάλεια που είχε νιώσει σαν παιδί, του στάθηκε σαν καλός πατέρας. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα τρυφερός αλλά ποιος άντρας είναι; Και είχε τις ιδιοτροπίες του αλλά ποιος δεν τις έχει; Στη γειτονιά τον έλεγαν ο «κος Στριμμένος» αλλά κατά βάθος τον εκτιμούσαν και όλοι ήξεραν ότι ήταν καλός άνθρωπος. Δεν έκανε ποτέ κακό σε κανέναν αλλά μάλλον ούτε και καλό. Ο παππούς του φοβόταν τους ανθρώπους και μάλλον φοβόταν και τη ζωή. «Ο κόσμος είναι επικίνδυνο μέρος», του έλεγε συχνά. «Μην εμπιστεύεσαι κανέναν απόλυτα και μην παίρνεις ρίσκα.» Τα έλεγε αυτά γιατί είχε δύσκολη ζωή, έτσι του είχε πει η γιαγιά. Μικρός ήθελε πολύ να μάθει την ιστορία του παππού και γιατί ήταν δύσκολη η ζωή του. Αλλά φοβόταν κιόλας. Γιατί ήθελε


να τον βλέπει δυνατό. Χωρίς τον παππού ο κόσμος φάνταζε τρομακτικός και ένιωθε σαν χαμένος, όπως τότε που πήγαινε στα μικρά διαμερίσματα των γονιών του στις διάφορες επαρχιακές πόλεις για να περάσει μαζί τους τα Χριστούγεννα. Έτσι προτιμούσε να ζει στον επικίνδυνο κόσμο που περιέγραφε ο παππούς, αν ήταν εκείνος μέσα να τον προστατεύει. Αυτά σκεφτόταν στη διαδρομή της επιστροφής από τον οίκο ευγηρίας. Ο δρόμος ήταν άδειος αλλά όπως πάντα πήγαινε με χαμηλή ταχύτητα. Δεν άκουγε μουσική στο αυτοκίνητο γιατί δεν ήθελε να τον αποσπάει από την οδήγηση. Και το παράθυρο ήταν κλειστό γιατί τον ενοχλούσε ο αέρας. Και κάτι άλλο του έλεγε πολύ συχνά ο παππούς. «Μην βιαστείς να χαρείς, δεν ξέρεις τι σε περιμένει στην επόμενη στροφή». Το έλεγε πολύ συχνά αλλά είχε δίκιο. Δεν θα ξεχάσει ποτέ την πρώτη φορά που γύρισαν οι γονείς του στο σπίτι μετά την πρώτη μετάθεση του πατέρα του. Ήταν τριών χρόνων και μάλλον αυτή είναι η πρώτη του ανάμνηση. Είχε χαρεί τόσο πολύ, αγκάλιαζε τη μητέρα του και τη φιλούσε και την τραβούσε για να παίξουν και να ζωγραφίσουν. Πίστευε ότι δεν θα ξαναέφευγαν ποτέ και ήταν ευτυχισμένος έπειτα από έναν μήνα ανησυχίας και απορίας για την εξαφάνισή τους. Όμως έφυγαν. Και τη δεύτερη φορά που επέστρεψαν χάρηκε, ίσως και την τρίτη. Μετά σταμάτησε να χαίρεται και αρκετά χρόνια αργότερα του εξήγησαν ότι δεν ήξεραν πότε ο πατέρας του θα έπαιρνε οριστική μετάθεση στην πόλη τους και άρα πότε θα έμενε με τους γονείς του σαν οικογένεια. Αλλά είχε πια συνηθίσει. Και δεν ήθελε να μείνει με τους γονείς του. Ούτε ήθελε να ξαναχαρεί ποτέ του γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη λύπη από τη λύπη που έρχεται μετά τη χαρά, ούτε μεγαλύτερη αγωνία από την αγωνία που έρχεται μετά τη χαρά, ούτε μεγαλύτερος πόνος από τον πόνο που έρχεται μετά τη χαρά. «Δεν ξέρεις να χαίρεσαι», του είχε πει η γυναίκα του εκείνο το απόγευμα πριν φύγει. «Δεν αρκεί ένας καλός μισθός κι ένας πιστός σύζυγος για να είναι μια γυναίκα ευτυχισμένη. Θέλω να ζούμε όμορφες στιγμές ,να απολαμβάνουμε τη ζωή. Να ακούμε μουσική στο αυτοκίνητο, να κάνουμε ταξίδια. Εσύ θέλεις να πηγαίνουμε για μπάνιο στην ίδια παραλία και για φαγητό στο ίδιο εστιατόριο. Υπάρχει κάτι μέσα σου που σε εμποδίζει να ζεις. Και είσαι αβάσταχτα καχύποπτος. Νομίζεις ότι θα πέσεις θύμα απάτης αν δώσεις τα στοιχεία σου για μια τηλεφωνική έρευνα. Υποψιάζεσαι ότι όλοι οι άντρες συνάδελφοί μου θέλουν να κοιμηθούν μαζί μου και ότι οι φίλοι μας σε κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη σου και δεν σε εκτιμούν. Δεν χάρηκες τον γάμο μας, την εγκυμοσύνη μου, ούτε τη γέννηση της κόρης μας.» «Μα ξέρεις ότι σας αγαπώ πιο πολύ και από τη ζωή μου», είχε πει σαστισμένος με την ξαφνική επίθεση. «Το ξέρω. Κι εγώ σ’ αγαπώ, αλλά ίσως αυτό δεν είναι αρκετό.» «Γιατί;» «Γιατί φοβάμαι ότι της κάνεις κακό. Τώρα μαθαίνει τον κόσμο και τη ζωή κι εσύ την κάνεις να φοβάται. Είσαι συνεχώς από πάνω της, αν τρέξει λίγο μακριά σου πανικοβάλλεσαι, αν πονέσει η κοιλιά της ετοιμάζεσαι για το νοσοκομείο και δεν μου αρέσει καθόλου που τώρα τελευταία έχεις αρχίσει να της λες να μην εμπιστεύεται κανέναν.»


φωνή.

«Ο κόσμος είναι πολύ επικίνδυνο μέρος.», είπε με σιγανή, αδύναμη

«Αλήθεια; Ποιος το είπε;» Σε αυτήν την ερώτηση δεν απάντησε. Η γυναίκα του λίγο μετά κατέβασε τη βαλίτσα από τη ντουλάπα τους και τη γέμισε με ρούχα. Του είπε ότι χρειαζόταν χρόνο για να σκεφτεί, πήρε τη μικρή κι έφυγαν αφήνοντάς τον μουδιασμένο, ταπεινωμένο και σαστισμένο. Στην αρχή ήταν μόνο θυμωμένος μαζί της αλλά και τόσο τρομοκρατημένος στην ιδέα ότι θα διαλυόταν η οικογένειά του. Και θυμωμένος και τρομοκρατημένος παρέμενε. Τις τελευταίες μέρες, όμως, δεν μπορούσε πια να μην αρχίσει να αναρωτιέται αν υπήρχε κάποια αλήθεια στα λόγια της. Αν δεν υπήρχε η κόρη του, ο εγωισμός του δεν θα του επέτρεπε ποτέ να της δώσει δίκιο. Όμως η σκέψη πως ίσως με κάποιο τρόπο έκανε κακό στο παιδί του τον διέλυε και ταυτόχρονα του έδινε μια παράξενη ώθηση για αλλαγή. Τον πονούσε που δεν μπορούσε να κάνει ευτυχισμένη τη γυναίκα του αλλά σιγά-σιγά καταλάβαινε ότι ούτε κι ο ίδιος ήταν ευτυχισμένος κι αυτό γιατί όντως είχε μάθει να ζει χωρίς χαρά. Κι αν δοκιμάσω, σκέφτεται; Με χέρι που σχεδόν τρέμει ανοίγει δειλά το ραδιόφωνο. Η καρδιά του σφίγγεται σαν να είναι έτοιμος να απενεργοποιήσει ωρολογιακή βόμβα. Η μουσική ξεχειλίζει και νιώθει κάπως όμορφα. Κι ύστερα βλέπει τη στροφή που πλησιάζει απειλητικά. Σφίγγει τα δόντια του και το τιμόνι. Καημένε παππού, ποιος ξέρει τι πέρασες και μου τα έμαθες αυτά, λέει δυνατά και κλείνει το ραδιόφωνο ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα βρει τρόπο να σπάσει την αόρατη αλυσίδα.


Αλκυονίδες Μέρες Τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ δύσκολα για μένα και ήταν η πρώτη φορά που περνούσα κάτι τέτοιο. Η ζωή μου μέχρι τα σαράντα μου χρόνια ήταν αρκετά καλή, χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις. Μεγάλωσα σε μια ευκατάστατη οικογένεια χωρίς εντάσεις, ήμουν καλός μαθητής και αρκετά δημοφιλής, σπούδασα χωρίς δυσκολίες, ήμουν επαγγελματικά ικανός και κατάφερα να δημιουργήσω μια κερδοφόρα επιχείρηση με πολλή δουλειά αλλά και όρεξη. Ζούσα σε ένα διαμέρισμα, σε μια όμορφη πολυκατοικία μπροστά στη θάλασσα με μια εμφανίσιμη και καλή γυναίκα και νόμιζα ότι ο γάμος μου ήταν πετυχημένος μέχρι που εκείνη μια μέρα που ανακοίνωσε ότι με άφηνε γιατί για χρόνια ήταν δυστυχισμένη μαζί μου. Δεν υπάρχει λόγος να περιγράψω με λεπτομέρειες εκείνη τη συζήτηση, άλλωστε το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που όλα πια τα θυμάμαι θολά, ωστόσο αυτό που δεν θα ξεχάσω ήταν το βλέμμα της όταν μου έλεγε ότι ποτέ δεν της έδωσα τίποτα. Λίγους μήνες μετά η οικονομική κρίση έπληξε και τη δική μου επιχείρηση με αποτέλεσμα να αναγκαστώ να δουλεύω από το σπίτι και να στερηθώ μικρές πολυτέλειες στις οποίες είχα μάθει. Η ζωή μου άλλαξε δραματικά και ήταν η πρώτη φορά που ήμουν τόσο μόνος. Στην αρχή ένιωθα μόνο θυμό. Μιλούσα άσχημα σε υπαλλήλους τραπεζών ή σε πελάτες στο τηλέφωνο, ήμουν εξοργισμένος με τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους και όσους κινούν τα νήματα του χρηματιστηρίου, έσπασα μερικά πιάτα και τρεις φορές κλώτσησα την ηλεκτρική κουζίνα στην προσπάθειά μου να μάθω να μαγειρεύω. Η γυναίκα μου δεν ζήτησε διατροφή, ούτε διεκδίκησε κάποια από τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήσαμε μετά τον γάμο μας και για ό,τι χρειαζόταν επικοινωνούσα μαζί της μέσω του δικηγόρου μου. Για μένα ήταν σαν να είχε πεθάνει και όταν έμαθα από μια κοινή μας φίλη έναν χρόνο μετά ότι ζούσε με κάποιον άλλο, το μόνο που ένιωσα ήταν την καρδιά μου να παγώνει και το σώμα μου να παγώνει και γρήγορα άλλαξα κουβέντα. Όλα πήγαιναν κατά διαόλου, όταν άρχισα να έχω προβλήματα στην υγεία μου. Ταχυκαρδίες, ζαλάδες, αϋπνίες και ένα αβάσταχτο αίσθημα κούρασης που με έκανε να σέρνομαι μέσα στο σπίτι με βρώμικες πιτζάμες σαν άρρωστος γέρος και με πολλή δυσκολία να δουλεύω. Ήταν παράξενο γιατί πάντα φρόντιζα την υγεία μου, ποτέ δεν έβαλα τσιγάρο στο στόμα μου και τακτικά γυμναζόμουν. Έκανα όλες τις εξετάσεις και επισκέφθηκα τρεις γιατρούς, ο τελευταίος μου είπε ότι αυτά ήταν συμπτώματα κατάθλιψης και ότι καλό θα ήταν αντί να επαναλαμβάνω τις εξετάσεις αίματος να απευθυνθώ σε ψυχίατρο. Του είπα να πάει αυτός σε ψυχίατρο, πήρα τις εξετάσεις μου και έφυγα κλείνοντας την πόρτα θυμωμένος. Δεν ξαναπήγα σε γιατρό και αφέθηκα σε έναν μαύρο χειμώνα. Δούλευα μόνο και δεν έβλεπα κανέναν φίλο ή συγγενή, απέφευγα ακόμη και να μιλάω στους γονείς μου στο τηλέφωνο και η αδερφή μου μόνο τηρούσε τη συνήθεια που για χρόνια κρατούσαμε και πήγαινε στο σπίτι τους τις Κυριακές για φαγητό. Τα βράδια πίστευα πως θα


πέθαινα μόνος και απελπισμένος και το σώμα μου θα σάπιζε και θα μύριζε και μετά από μέρες θα το έβρισκαν και θα ήταν αποκρουστικό. Αν μη τι άλλο έναν τέτοιο θάνατο για μένα ποτέ πριν δεν είχα φανταστεί. Και τότε παρακαλούσα το Θεό, όχι να με βοηθήσει, όχι να με σώσει, όχι να με λυτρώσει, παρά μόνο να κάνει αυτόν τον πόνο που ένιωθα δάκρυα για να βγει έστω και λίγος από μέσα μου. Η αλήθεια είναι πως ποτέ μέχρι τότε δεν πίστεψα ποτέ ότι μια προσευχή έχει κάποιο νόημα. Νομίζω πως μέχρι τότε δεν πίστευα καν στον Θεό αν και πήγαινα στις εκκλησία στις μεγάλες γιορτές και μάλιστα το Πάσχα φρόντιζα να σηκώνω τον Επιτάφιο, όπως έκανε ο πατέρας μου, όταν ήμουν παιδί, με πολύ καμάρι. Από μικρός όμως είχα καταλάβει ότι η ζωή είναι άδικη και ότι ίσως και Θεός να μην υπήρχε τελικά, όταν ένας συμμαθητής μου στην ηλικία των επτά πέθανε από όγκο στον εγκέφαλο. Αυτή την αδικία την ξαναβρήκα πολλές φορές μπροστά μου, σε ντοκιμαντέρ για την πείνα στην Αφρική, στον δρόμο σε ανθρώπους ταλαίπωρους που έριχνα στα κύπελλά τους κέρματα και σε ιστορίες που άκουγα για παιδιά που έχασαν γονείς και ανθρώπους που έχασαν μέλη. Εγώ όμως μέχρι να χάσω τον γάμο μου και την εικόνα του επιτυχημένου που πολλοί κάποτε ζήλευαν, ποτέ δεν είχα χάσει τίποτα σημαντικό στη ζωή μου, ποτέ δεν είχα συμπονέσει πραγματικά άλλους και ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί ούτε για μια φορά γιατί εμένα να μου αξίζουν τα τόσα πολλά που ως τότε είχα. Οι σκέψεις για το τι έκανα λάθος με βασάνιζαν. Γιατί δεν ήταν ευτυχισμένη μαζί μου; Στην αρχή με πλήγωνε περισσότερο το ότι απέτυχα και όχι το ότι δεν έδωσα στον άνθρωπο που αγαπούσα όσα χρειαζόταν. Τον τελευταίο καιρό άρχισα να αναλογίζομαι τη ζωή μας και τη συμπεριφορά μου απέναντί της. Δούλευα πάρα πολλές ώρες, στο σπίτι ήμουν συνεχώς αγχωμένος ή απορροφημένος από τις επιτυχίες μου. Τα βράδια εκείνη διάβαζε βιβλία και πολλές φορές μου μιλούσε για αυτά κι εγώ κουνούσα το κεφάλι μηχανικά και σκεφτόμουν τις επενδύσεις μου. Τις Κυριακές με παρακαλούσε να περπατήσουμε στη θάλασσα αλλά πηγαίναμε πάντα στους γονείς μου, οι οποίοι δεν τη συμπαθούσαν. Συχνά μιλούσα επικριτικά για το σώμα της ή το ντύσιμό της και ειδικά όταν πηγαίναμε σε σπίτια πλούσιων συνεργατών ή πελατών, στoυς οποία ήθελα να την επιδείξω. Πριν λίγες μέρες, ένα ηλιόλουστο κυριακάτικο πρωινό Ιανουαρίου γεμάτος ενοχή αναρωτιόμουν γιατί ενώ την έβρισκα όμορφη, της έλεγα συνεχώς να αδυνατίσει και θυμήθηκα ότι ο πατέρας μου στα νεανικά μου χρόνια μού έλεγε πως ένας επιτυχημένος άντρας δίπλα του χρειάζεται μια ωραία γυναίκα που να μιλάει λίγο. Ήμουν στην κουζίνα και έπινα καφέ και τότε έγινε κάτι παράξενο. Σήκωσα το κεφάλι μου και αντίκρισα τη θάλασσα. Το μάτι μου ταξίδεψε λίγο στο λαμπύρισμά της και ήταν σαν να έβλεπα τη θάλασσα για πρώτη φορά. Και ίσως να ήταν η πρώτη φορά, γιατί όταν ήμουν παντρεμένος έλειπα συνεχώς από το σπίτι και μετά το διαζύγιο καμιά ομορφιά δεν άγγιζε την ψυχή μου. Θυμήθηκα τη γυναίκα μου να μου λέει πόσο υπέροχα ένιωθε σε αυτό το σπίτι, που μπορούσε να κοιτάζει τη θάλασσα κι εγώ να της απαντώ πως για μένα οι ονειροπολήσεις ήταν χρόνος χαμένος. Αυτό μου το έλεγε ο πατέρας μου όταν μικρός καμιά φορά την ώρα που


διάβαζα, σήκωνα το κεφάλι και κοιτούσα από το παράθυρο ένα μεγάλο, όμορφο δέντρο. Ίσως τελικά ο πατέρας μου δεν είχε δίκιο σε όσα είχε πει, σκέφτηκα, και χάζεψα λίγο ακόμη τη θάλασσα σαν μαγεμένος που ξυπνούσε από σκοτεινό ξόρκι. Λίγο μετά σηκώθηκα, ντύθηκα και βγήκα για να πάρω εφημερίδα. Η μέρα ήταν τόσο όμορφη κι εγώ ήθελα να μείνω στον ήλιο. Με την εφημερίδα αγκαλιά αφέθηκα στα βήματά μου κι έκανα τον πρώτο μου περίπατο μετά από ούτε που μπορώ να θυμηθώ πόσο καιρό. Τα βήματά μου με οδήγησαν στη μαρίνα, γύρω μου άνθρωποι απολάμβαναν την κυριακάτική τους βόλτα κοιτάζοντας τα σκάφη, άλλοι ζευγάρια, άλλοι σε παρέες, άλλοι μόνοι, άλλοι με καρότσια με μωρά ή παιδιά που έτρεχαν ανέμελα ή με σκυλιά που κουνούσαν φιλικά τις ουρές τους. Περπατούσα ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους που απολάμβαναν την κυριακάτικη βόλτα τους στη μαρίνα και το μυαλό μου περιπλανιόταν σε αναμνήσεις και σκέψεις και συνειδητοποιήσεις για τη ζωή μου. Είχα κάνει λάθη στον γάμο μου, όμως στους γάμους δεν υπάρχουν θύτες και θύματα και είχε και η γυναίκα μου ευθύνη για τα τόσα χρόνια της δυστυχίας της δίπλα μου. Τι όμορφα που χαμογελάνε τα παιδιά, σαν να μην υπάρχει παρά μόνο παρόν. Έζησα τη ζωή μου ακριβώς όπως μου υπέδειξε ο πατέρας μου και τις προάλλες σε ένα βιβλίο διάβασα ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο θλιβερό για έναν άνθρωπο από το να ακολουθήσει όσα του είπαν οι γονείς του χωρίς να αναρωτηθεί ποτέ αν τα θέλει πραγματικά. Τι ήθελα από όσα ζούσα και τι από όσα ήθελα έζησα; Τελικά δεν είναι κι άσχημο να δουλεύεις στο σπίτι όταν είσαι τόσο κοντά στη θάλασσα. Θα περπατάω κάθε μέρα. Σίγουρα υπάρχει Θεός, αν ένας γλάρος ανοίγει τα φτερά του και πετάει. Τόσα χρόνια δεν ήξερα να αγαπώ. Αυτή η κοπέλα έχει πολύ όμορφα μαλλιά. Θέλω να αγαπήσω πάλι. Αλλά μέχρι τότε ακόμη και μόνος θα μάθω να περνάω όμορφα. «Αχ, Αλκυονίδες μέρες!», είπε μια μεσήλικη κυρία στη μικρή εγγονή της. «Είναι μέρες με ήλιο στην καρδιά του χειμώνα.» Η μικρή κοίταξε τον ουρανό και κούνησε το μπαλόνι της. Ναι, ο χειμώνας δεν είχε περάσει και ούτε και ήξερα πόσοι χειμώνες με περίμεναν ακόμη. Όμως αυτή τη φωτεινή μέρα την είχα κερδίσει.


Ο Τρίτος Γιος I Μεγάλωσα σε μια πενταμελή οικογένεια και είμαι ο τρίτος γιος. Οι γονείς μου δεν είχαν σκοπό να κάνουν τρίτο παιδί, ήρθα απρόσμενα στη ζωή τους και πάντα ένιωθα πως για τον πατέρα μου ήμουν μεγάλο βάρος, μου το έλεγε άλλωστε πολλές φορές όταν ήμουν μικρός. Με τα αδέρφια μου έχω δέκα και δώδεκα χρόνια διαφορά και ποτέ δεν ήμασταν ιδιαίτερα δεμένοι. Ως παιδί ένιωθα πάντα μόνος και η αδυναμία που μου έτρεφε η μητέρα μου έκανε πατέρα και γιους να με αποξενώνουν ακόμη περισσότερο. Δεν θέλω να πω ότι ήμουν δυστυχισμένο παιδί αλλά ίσως και τελικά να ήμουν. Ο πατέρας μου ήταν πάντα ιδιαίτερα επικριτικός απέναντί μου. Ως νήπιο δεν έτρωγα γρήγορα, έκανα φασαρία και ενοχλούσα τα αδέρφια μου που διάβαζαν, καμιά φορά έβρεχα το παντελόνι μου, με λίγα λόγια ήμουν ένας μικρός μπελάς σε μια οικογένεια που είχε τόσα χρόνια μάθει να λειτουργεί χωρίς εμένα και που η παρουσία μου είχε ανατρέψει τη ζωή τους. Η μητέρα μου με αγαπούσε και το ένιωθα αλλά ήταν συνεχώς απασχολημένη και κουρασμένη και δεν είχε τον χρόνο που εγώ είχα ανάγκη. Δεν στερήθηκα τίποτα υλικά, αναρωτιέμαι ωστόσο αν στερήθηκα την προσοχή που χρειάζεται ένα παιδί για να μάθει να κυνηγάει την ευτυχία. Στην εφηβεία τα πράγματα ήταν πραγματικά πολύ άσχημα για μένα. Τα αδέρφια μου είχαν σπουδάσει και είχαν βρει καλές δουλειές, εγώ όμως δυσκολευόμουν πολύ στο σχολείο. Δεν ήταν ότι δεν ήθελα να είμαι καλός μαθητής, απλώς δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτα. Όταν οι καθηγητές ξεκινούσαν μια πρόταση, έβαζα τα δυνατά μου για να παρακολουθήσω, αλλά πριν την τελειώσουν το βλέμμα μου περιεργαζόταν την πλεξούδα της συμμαθήτριας που καθόταν μπροστά μου ή άκουγα τη βροχή έξω ή το μυαλό μου χανόταν σε εφηβικές φαντασιώσεις. Στο σπίτι έβαζα τα δυνατά μου αλλά τα μαθηματικά μού φαίνονταν ακατανόητα και δεν μπορούσα με τίποτα να αποστηθίσω ημερομηνίες για το μάθημα της ιστορίας. Οι βαθμοί μου ήταν φρικτοί, οι καθηγητές έλεγαν ότι ήμουν καλό παιδί αλλά όχι έξυπνος σαν τους δυο αδερφούς μου και ο πατέρας μου με κοιτούσε σαν να ήμουν το μεγαλύτερο λάθος που έκανε ποτέ κάθε φορά που κρατούσε στα χέρια του τον έλεγχό μου. Κάποια στιγμή το εφηβικό μου αίμα επαναστάτησε, άρχισα να τον περιφρονώ και όταν μου φώναζε να του φωνάζω. Σταμάτησα να αναφέρω πού πήγαινα και τι έκανα, έμπλεξα με κορίτσια και τα βράδια γυρνούσα αργά στο σπίτι και πια δεν με συγκινούσαν τα ανήσυχα και λυπημένα μάτια της μάνας μου που με περίμενε ξύπνια στον καναπέ και μου έλεγε χαμηλόφωνα όταν έμπαινα «Σσσς, μην τον ξυπνήσεις». Όλοι έλεγαν ότι είχα μπλέξει με κακές παρέες, στην πραγματικότητα ήταν παιδιά σαν κι εμένα χαμένα. Δοκίμασα τσιγάρα και ποτά και λίγες φορές ναρκωτικά, ωστόσο ποτέ δεν εθίστηκα και για αυτό τώρα ευγνωμονώ την τύχη μου. Οι δύο αδερφοί μου παντρεύτηκαν νωρίς κι έκαναν οικογένειες και κάθε φορά που με


έβλεπαν συνήθιζαν να επαναλαμβάνουν το λογύδριο του πατέρα μου για τη ζωή και την πειθαρχία, τις χαμένες ευκαιρίες και τους αλήτες τους φίλους μου. Χρησιμοποιούσαν τα ίδια λόγια με τον ίδιο τόνο φωνής κι έπαιρναν τις ίδιες εκφράσεις στο πρόσωπό τους σε βαθμό που από τη μία ήταν κάπως αστείο κι από την άλλη εφιαλτικό γιατί αυτός ο επικριτικός, απορριπτικός, δυνάστης πατέρας μου είχε τριπλασιαστεί και με κυνηγούσε με ξένα σώματα.

II Στην οικογένειά μου η τέχνη ήταν κάτι άγνωστο και αντιμετωπιζόταν με απέχθεια και περιφρόνηση. Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος και του άρεσε το ποδόσφαιρο. Η μητέρα μου δούλευε σε καθεστώς μερικής απασχόλησης σε ένα γραφείο κοντά στο σπίτι μας και στον λιγοστό ελεύθερο χρόνο της απλώς έκλεινε τα μάτια στον καναπέ και κοιμόταν καθιστή. Οι δυο αδερφοί μου ήταν μυαλά πρακτικά, άνθρωποι λογικοί, ενημερωμένοι για τις πολιτικές εξελίξεις και την οικονομία αλλά όταν πήγαιναν στον κινηματογράφο σε ταινία που η μισή να μην ήταν σκηνές δράσης συνήθως αποκοιμόνταν. Η ποίηση ήταν για τους τέσσερις αυτούς ανθρώπους ακατανόητες λέξεις σε ακατανόητη σειρά, το θέατρο κάτι εντελώς περιττό και η μουσική τα εκνευριστικά επαναλαμβανόμενα σουξέ του ραδιόφωνου. Εγώ όμως αγάπησα τη μουσική μέσα από φίλους μου, δανειζόμουν κασέτες και τις άκουγα για ώρες στο δωμάτιό μου σε ένα παλιό κασετόφωνο που μου είχαν παραχωρήσει. Ο πατέρας μου έμπαινε μέσα και κουνούσε το κεφάλι αποδοκιμαστικά ή μου φώναζε από μέσα να χαμηλώσω την ένταση. Όταν άκουγα μουσική το μυαλό μου ταξίδευε σε μέρη όμορφα, ο θυμός μου έπαιρνε φωνή, η λύπη μου γινόταν πιο γλυκιά, οι έρωτές μου πιο έντονοι και η εφηβική δυσβάσταχτη ζωή μου εν τέλειο πιο ανεκτή. Η μητέρα μου σε μια προσπάθεια να με κρατάει περισσότερο στο σπίτι μού έφερε ένα απόγευμα μια κιθάρα. Εγώ ενθουσιάστηκα και την αγκάλιασα σφιχτά, ύστερα πήρα την κιθάρα και τη χάιδεψα μην μπορώντας να πιστέψω πώς ήταν δική μου. Ο πατέρας μου θύμωσε και της έβαλε τις φωνές. Αρκετά αποβλακωμένος ήμουν ήδη, θα με αποσπούσε κι άλλο από τα μαθήματά μου, χρήματα δεν είχαμε για μαθήματα και άλλωστε πώς θα μάθαινα εγώ ένα μουσικό όργανο που τίποτα ως τότε δεν είχα μπορέσει να μάθω; Η μητέρα μου αν και σπάνια του αντιμιλούσε του απάντησε ψυχρά πως προτιμούσε να είμαι στο δωμάτιό μου με την κιθάρα παρά να γυρνάω εδώ κι εκεί και να μην ξέρει που βρίσκομαι και να ανησυχεί συνεχώς. Ύστερα βγήκε στη βεράντα για να ποτίσει τα λουλούδια και μετά μπήκε στο δωμάτιό τους και του είπε να μην την ενοχλήσει γιατί είχε πονοκέφαλο. Τις επόμενες ώρες ο πατέρας μου μουρμούριζε ότι ήμουν ο χαϊδεμένος της και ότι με αυτά και με αυτά δεν θα γινόμουν ποτέ άνθρωπος και με κοίταζε ως συνήθως. Σαν να έψαχνε να βρει κάτι καλό πάνω μου και να μην μπορούσε. Εγώ όμως ήμουν τρισευτυχισμένος που είχα μια κιθάρα δική μου.


ΙΙΙ Στα δεκαοχτώ μου όπως ήταν αναμενόμενο δεν πέρασα στο πανεπιστήμιο. Ήμουν μάλλον η ντροπή της οικογένειας. Όταν ο πατέρας μου μιλούσε για τα παιδιά του έλεγε με λεπτομέρειες για τις επιτυχίες των δυο μεγάλων, για τις σπουδές τους, για το πόσο καλές δουλειές και μορφωμένες γυναίκες είχαν, για το πόσο πέτυχαν στις ζωές τους και πόσο γρήγορα. Ο τρίτος γιος δεν ήταν πολύ του διαβάσματος, έλεγε κοκκινίζοντας από αμηχανία όταν τον ρωτούσαν για μένα και άλλαζε αμέσως κουβέντα. Ήμουν η αποτυχία προσωποποιημένη αλλά ήμουν αποφασισμένος να μην ανεχτώ άλλη ταπείνωση στο πατρικό μου σπίτι και να απαλλάξω επιτέλους τους δικούς μου από την ενοχλητική μου παρουσία. Πήγα να μείνω με έναν φίλο μου, λίγα χρόνια μεγαλύτερό μου, στον οποίο οι γονείς του είχαν παραχωρήσει ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης για τις σπουδές του. Χάρη σε αυτόν απομακρύνθηκα από κάποιες κακές, ας το πούμε, παρέες και έκανα καινούριες με άτομα, ας πούμε πιο αξιοπρεπή. Άλλαξα πολλές δουλειές, δούλεψα ως σερβιτόρος, ως διανομέας, ως πωλητής και για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωθα ότι πατούσα κάπως στα πόδια μου μιας και δεν εξαρτιόμουν πια οικονομικά από τους γονείς μου. Ωστόσο συνέχισα να νιώθω ότι ήμουν άτομο αποτυχημένο γιατί χρήματα έβγαζα λίγα και ζήλευα τους φίλους μου που σπούδαζαν. Ευτυχώς αν και όχι ιδιαίτερα όμορφος κατάφερνα να κατακτώ τις κοπέλες που μου άρεσαν κι αυτό με έκανε να νιώθω ότι στον ανδρισμό τουλάχιστον δεν υστερούσα. Η ζωή μου όμως άλλαξε πολύ όταν έπιασα δουλειά σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο σε έναν κεντρικό δρόμο κοντά στο σπίτι μου. Περνούσα συχνά από εκεί και κάτι τραβούσε το βλέμμα μου, αλλά ποτέ δεν τόλμησα να μπω μέσα γιατί δεν ήμουν φοιτητής και δεν είχα ποτέ καταφέρει να συγκεντρωθώ για να διαβάσω ούτε εφημερίδα ολόκληρη. Όταν όμως μου είπαν ότι ο ιδιοκτήτης έψαχνε υπάλληλο κάτι με έκανε να πάω εκεί και να συστηθώ με θάρρος. Προσλήφθηκα. Και τότε ανακάλυψα τα βιβλία.

ΙV Ειλικρινά δεν ξέρω γιατί τώρα τα σκέφτομαι όλα αυτά και τα θυμάμαι. Είναι βράδυ, κάνει πολύ κρύο και είμαι καθισμένος σε ένα παγκάκι σε μια πλατεία και καπνίζω έπειτα από πραγματικά πολύ καιρό. Αυτή τη στιγμή είμαι θυμωμένος και στενοχωρημένος και απορημένος από τον ίδιο μου τον εαυτό. Νομίζω πως έκανα μια μεγάλη ανοησία απόψε, πως είχα ένα ξέσπασμα αδικαιολόγητο. Και μέσα σε αυτή τη ντροπή που νιώθω για τον εαυτό μου δεν ξέρω γιατί θυμήθηκα ξαφνικά τους καβγάδες με τον πατέρα μου ή τη μέρα που η μητέρα μου μού χάρισε την κιθάρα ή τότε που πήγα στο βιβλιοπωλείο για πρώτη φορά πριν οκτώ χρόνια. Το βιβλιοπωλείο έχει σχέση με ό,τι μου συνέβη απόψε αφού αυτό αφορά το αφεντικό μου και ίσως καλύτερα να ξαναθυμηθώ τι διαδραματίστηκε σε εκείνο το μικρό δωμάτιο μήπως και βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου και καταλάβω γιατί φέρθηκα τόσο γαϊδουρινά.


Το αφεντικό μου είναι ένας άντρας είκοσι οκτώ χρόνια μεγαλύτερός μου με ομορφιά ψυχής που φαίνεται στα γαλάζια του μάτια και από την πρώτη στιγμή της συνεργασίας μας μου φέρθηκε άψογα. Ήταν υπομονετικός, ευγενικός, ενθαρρυντικός και κάθε φορά που έκανα λάθος μου έλεγε πως δεν ήταν παρά άλλη μια ευκαιρία για να μάθω κάτι. Μου έλεγε ότι του θύμιζα πολύ τον εαυτό του όταν ήταν νέος και ξεκινούσε τη ζωή του. Κάθε φορά που με επαινούσε γυρνούσα το κεφάλι για να δω αν μιλούσε σε κάποιον άλλον ή αναρωτιόμουν αν αυτός ο άνθρωπος ήταν στα καλά του. Την πρώτη φορά που μου έδωσε ένα βιβλίο για να το διαβάσω και να λέω στους πελάτες τη γνώμη μου του είπα ότι ήμουν πολύ κακός μαθητής κι εκείνος χαμογέλασε και μου είπε κάτι για τον Αϊνστάιν. Σίγουρα Αϊνστάιν δεν είμαι, ανταπάντησα αυτοσαρκαζόμενος. Όχι, αυτό είναι βέβαιο, μου είπε συνεχίζοντας να χαμογελά. Ωστόσο είσαι εσύ κι αυτό δεν είναι λίγο. Πήρα το βιβλίο και το διάβασα και αυτό και πολλά άλλα και μετά από λίγο καιρό κατάλαβα ότι χαζός δεν υπήρξα ποτέ. Αυτό το οφείλω αποκλειστικά σε αυτόν τον άνθρωπο και γι’ αυτό τόσο πολύ τον αγαπώ.

V Τώρα πάλι το μυαλό μου χάνεται σε αναμνήσεις και δεν συγκεντρώνεται στο σημερινό συμβάν. Έχω ήδη καπνίσει έξι τσιγάρα και το στόμα μου έχει ξεσυνηθίσει τη γεύση τους αλλά δεν μπορώ να σταματήσω. Απέναντί μου, στην πλατεία, ένα αγοράκι τρέχει κι ένα ζευγάρι εφήβων δίνει πεταχτά φιλιά. Κι εγώ σαν έφηβος φέρθηκα απόψε. Αλλά ας το πάρουμε από την αρχή. Το αφεντικό μου με ρώτησε πριν δυο βδομάδες αν θα με ενδιέφερε να παίξω κιθάρα στο συγκρότημα του γιου του γιατί ο κιθαρίστας τους πήγε σε άλλη πόλη. Ο γιος του παίζει μπάσο και ένας φίλος του ντραμς. Το συγκρότημα δεν ήταν ακριβώς συγκρότημα, αλλά τρεις φίλοι που μαζεύονταν κάθε Τρίτη και Παρασκευή σε ένα δωμάτιο ενός άθλιου κτηρίου σε μια υποβαθμισμένη συνοικία και έπαιζαν μουσική. Εγώ παίζω κλασική και ηλεκτρική κιθάρα και το θεώρησα αρχικά πολύ καλή ιδέα αν και ταυτόχρονα ένιωσα και έντονο άγχος. Ο γιος του αφεντικού μου είναι σχεδόν συνομήλικός μου. Για χρόνια σπούδαζε και δούλευε στο εξωτερικό, τελικά γύρισε αλλά εδώ δεν μπορεί να βρει κάτι σταθερό. Αρνείται πεισματικά να έρθει να δουλέψει στο βιβλιοπωλείο και αυτό νομίζω είναι το παράπονο του αφεντικού μου. Τον θεωρούσα πάντοτε τυχερό που είχε για πατέρα το αφεντικό μου και όχι κάποιον τόσο επικριτικό άνθρωπο σαν τον πατέρα μου, και χαίρομαι που δεν έρχεται να δουλέψει στο βιβλιοπωλείο γιατί τότε ίσως περιττεύσω εγώ. Όπως και να ΄ χει, είδα αυτή τη συμμετοχή στο συγκρότημα σαν μια νέα πρόκληση και δέχτηκα. Ο γιος του μου τηλεφώνησε, μου είπε τη μέρα και την ώρα της συνάντησης και μου έδωσε τη διεύθυνση του άθλιου κτηρίου. Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο είχα μετανιώσει που δέχτηκα χωρίς να ξέρω τον λόγο.


Όταν βρέθηκα σε αυτό το απίστευτο μικρό δωμάτιο με την ηλεκτρική κιθάρα μου στον ώμο και με τον γιο του αφεντικού και τον φίλο του απέναντι, ένιωσα ότι ο αέρας δεν ήταν αρκετός και για τους τρεις μας. Με τον γιο του αφεντικού είχαμε μιλήσει κάποιες φορές που είχε έρθει στο βιβλιοπωλείο, τυπικά όμως. Ο ντραμίστας ήταν ένας γεροδεμένος τριανταπεντάρης με μακριά μαλλιά δεμένα πίσω και είπε ότι είχε δουλέψει ως ηχολήπτης για πολλά χρόνια σε νυχτερινά μαγαζιά. Και οι δύο είχαν κάνει για χρόνια μαθήματα μουσικής. Έπαιζαν δύο μουσικά όργανα ο καθένας και αντιμετώπισαν με έκπληξη το γεγονός ότι εγώ έμαθα κιθάρα με τη βοήθεια φίλων μόνο και με πολλή προσωπική προσπάθεια. Με ρώτησαν αν ήξερα να παίζω ένα γνωστό τραγούδι και κούνησα το κεφάλι καταφατικά. Ξεκινήσαμε να παίζουμε και το χέρι μου έτρεμε. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και ένιωθα στάλες ιδρώτα να κυλούν στο μέτωπό μου. Παρ ΄όλο που το τραγούδι ήταν εύκολο και το ήξερα πολύ καλά, έχανα τον ρυθμό. Ευχόμουν να τελειώσει γρήγορα το τραγούδι αλλά ο χρόνος κυλούσε απελπιστικά αργά και οι παραφωνίες της κιθάρας μου ηχούσαν στα αυτιά μου σαν κατηγορίες. Όταν επιτέλους σταματήσαμε να παίζουμε, ένιωθα απίστευτα κουρασμένος και ταπεινωμένος. Δεν ξέρεις να διαβάζεις νότες;, άρχισαν τις ερωτήσεις. Μόνο ταμπλατούρες; Ίσως να ξεκινήσεις να μαθαίνεις και θεωρία αν έχεις χρόνο. Θα δεις αλλιώς τη μουσική. Και οπωσδήποτε τις πεντατονικές. Μιλούσαν εναλλάξ κι εγώ άρχισα μέσα μου να βράζω. Με ποιο δικαίωμα με έκριναν; Ήταν μεγάλο λάθος που είχα πάει εκεί. Τόσα χρόνια έπαιζα κιθάρα μια χαρά και στο κάτω κάτω δεν δήλωσα ποτέ μουσικός. Ήθελα να τους βρίσω. Ξέρετε κάτι; είπα και η φωνή μου μού ακούστηκε πρωτόγνωρα δυνατή. Ίσως δεν σας κάνω. Μάλλον θέλετε κάποιον του ωδείου. Δεν πειράζει. Γεια σας. Έβαλα την κιθάρα μου στη θήκη της, την πέρασα στον ώμο, φόρεσα και κούμπωσα το μπουφάν μου και βγήκα, ενώ ένας από τους δύο, δεν ξέρω ποιος μου φώναζε «Στάσου, περίμενε». Το κεφάλι μου έβραζε αλλά όταν βγήκα στον δρόμο και ανάπνευσα επιτέλους ελεύθερα κατάλαβα ότι είχα κάνει μεγάλη ανοησία. Δεν μου είπαν και τίποτα φοβερό και δεν υπήρχε λόγος να νιώσω τόσο τρομοκρατημένος. Σκέφτηκα ότι θα έδωσα τη χειρότερη εντύπωση. Και φυσικά το αφεντικό μου θα μάθαινε το συμβάν και θα απογοητευόταν πολύ από εμένα. Αυτό ήταν που με στενοχωρούσε περισσότερο. Περπάτησα για ώρα και κατέληξα στην πλατεία. Αγόρασα τσιγάρα και τόση ώρα κάθομαι εδώ και αναρωτιέμαι γιατί ένιωσα και φέρθηκα έτσι και τι θα κάνω για να δικαιολογήσω την τόσο αδικαιολόγητη συμπεριφορά μου. Το ζευγάρι σηκώνεται και φεύγει αγκαλιασμένο και το αγοράκι κλαίει στην αγκαλιά του μπαμπά του. Εγώ σβήνω μια γόπα πατώντας τη με δύναμη με το πόδι μου.


Το αφεντικό μου μού είχε πει κάποτε ότι όσα έζησε ως παιδί καθόρισαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη στάση του απέναντι στη ζωή και στους άλλους και αυτό άλλωστε είναι ένας νόμος που διατρέχει πολλά αριστουργήματα της λογοτεχνίας που μου πρότεινε να διαβάσω. Αίσθημα ασφυξίας, ντροπή, ζήλια και θυμό ένιωθα πάντα όταν ήμουν με τα αδέρφια μου. Ίσως κάτι σε αυτό το πνιγηρό δωμάτιο με πήγε πίσω στην παιδική μου ηλικία και σε αυτόν τον ανταγωνισμό που ήταν σαν πικρή γεύση στο στόμα. Η ψυχανάλυση όμως αυτή τη στιγμή δεν με βοηθάει να γυρίσω τον χρόνο πίσω και να φερθώ σαν ενήλικος. Άλλωστε τελευταία ανακαλύπτω πράγματα που ποτέ δεν φανταζόμουν για τα αδέρφια μου και τον πατέρα μου. Καταρχήν τα επιτυχημένα αδέρφια μου δεν είναι πια τόσο επιτυχημένα. Οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες που ανέτρεψαν τα πάντα άφησαν τον έναν χωρίς δουλειά και τον άλλον με έναν μισθό αρκετά μειωμένο και χρέη. Ο ένας, που απολύθηκε, βρέθηκε να στέλνει βιογραφικά για θέσεις πολύ κατώτερες των προσόντων του αποκρύπτοντας τα πτυχία του και να μένει ξάγρυπνος όλη νύχτα μη αντέχοντας το ότι δεν μπορεί πια να παρέχει στην οικογένειά του. Ο δεύτερος καταριέται την ώρα και τη στιγμή που αρνήθηκε κάποτε μια θέση στο δημόσιο γιατί στην πολυεθνική εταιρεία που εργάζεται το επόμενο εξάμηνο επίκεινται απολύσεις. Δεν είναι οι άνθρωποι που ήταν πριν μερικά χρόνια, εκείνοι που νόμιζα πως είχαν χαράξει τον δρόμο τους και πως είχαν οργανώσει τη ζωή τους, το έδαφος έχει χαθεί κάτω από τα πόδια τους κι εγώ πραγματικά λυπάμαι για εκείνους και τους συμπονώ, κυρίως επειδή έχουν οικογένειες. Παλιά δεν αναφέρονταν ποτέ στη δουλειά μου, τώρα όλο ενδιαφέρον με ρωτάνε πώς τα πάμε στο βιβλιοπωλείο και όταν τους λέω «δύσκολα» κουνάνε το κεφάλι και στα μάτια τους βλέπω ότι τους νοιάζει η δουλειά μου και το βιβλιοπωλείο και η ζωή μου κι εγώ. Και μια μέρα που ήμουν στο σπίτι των γονιών μου άκουσα τον πατέρα μου στην κουζίνα να λέει σε έναν φίλο του στο τηλέφωνο ότι για τον τρίτο γιο δεν φοβάται καθόλου γιατί από τα δεκαοκτώ του τα βγάζει πέρα χωρίς βοήθεια και έχει μάθει να επιβιώνει.

VII Δεν αντέχω άλλο να χάνομαι σε φευγαλέες σκέψεις και τίποτα να μην κάνω για το πρόβλημά μου. Επίσης έχει αρχίσει να βρέχει, δεν μπορώ να μείνω άλλο στην πλατεία. Βγάζω το κινητό μου από την τσέπη και τηλεφωνώ στο αφεντικό μου. Δεν είναι πολύ αργά και ξέρω ότι αυτήν την ώρα είναι στο σπίτι, όπου μένει μόνος του γιατί είναι χωρισμένος, πίνει το τσάι του και διαβάζει κάποιο κλασικό μυθιστόρημα ή ποίηση. Μου απαντάει αμέσως και μου λέει ότι θα με έπαιρνε κι εκείνος. Ο γιος του τού τηλεφώνησε και του είπε τι συνέβη. Νιώθω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου έτοιμο να με καταπιεί. «Τον κατσάδιασα», μου λέει. Έκπληξη. Συνεχίζει χωρίς να περιμένει απάντηση. «Σε είχα ενημερώσει ότι το παιδί είναι αυτοδίδακτο, του είπα. Αυτός δεν είχε τη μάνα σου τη φαντασμένη να το τρέχει στο ωδείο για να μάθει πιάνο στα επτά του. Αντί να του πείτε μπράβο που έμαθε μόνος του,


τον αρχίσατε στις συμβουλές.» Δεν ξέρω τι να πω. Ζητάω συγγνώμη και λέω ότι εγώ έφταιγα, ότι η συμπεριφορά μου ήταν απαράδεκτη. «Γιε μου. Μην ανησυχείς, μου λέει. Ο γιος μου δυστυχώς έμοιασε στη μάνα του. Αλλά είναι καλό παιδί και θα γίνετε καλοί φίλοι. Σε συμπάθησε και είπε ότι παίζεις καλή κιθάρα. Πήγαινε να ξεκουραστείς και τα λέμε αύριο στη δουλειά.» Κλείνω το τηλέφωνο και σηκώνομαι. Το βάζω στην τσέπη μου. Πριν ξεκινήσω να περπατώ το νιώθω να δονείται. Κοιτάζω τον αριθμό. Ο γιος του αφεντικού. Νιώθω τρόμο. Και ντρέπομαι. Απαντάω. «Συγγνώμη, μου λέει, για πριν. Δεν θέλαμε να σε προσβάλουμε. Αγαπάμε πολύ τη μουσική και καμιά φορά γινόμαστε υπερβολικοί. Ο πατέρας μου με κατσάδιασε. Καλή κουβέντα δεν έχω ακούσει από το στόμα του αλλά τον έχω συνηθίσει. Τον ξέρεις, άλλωστε, τι σου λέω, κάθε μέρα μαζί είστε. Μάλλον είχε δίκιο, όμως. Σε περιμένουμε την Τρίτη.» Ζητάω συγγνώμη και λέω πως θα είμαι εκεί. Το κλείνω. Ξαναβάζω το τηλέφωνο στην τσέπη. Η βροχή έχει δυναμώσει πολύ. Γύρω μου τα μαγαζιά αρχίζουν να κλείνουν, ομπρέλες πολύχρωμες ανοιχτές και τα αυτοκίνητα πετάνε νερά. Κι εγώ περπατάω στον πολυσύχναστο, κεντρικό δρόμο με βήματα ανάλαφρα.


Κλαδί Αμυγδαλιάς Στεκόταν απέναντι από ένα άδειο τελάρο και ένιωθε το μυαλό του χαμένο και άδειο. Ακουγόταν μόνο μουσική από το μικρό ραδιόφωνο στο τραπέζι του εργαστηρίου του. «Η έμπνευση είναι κάτι έξω από εσένα», του έλεγε συχνά ο δάσκαλός του. «Δεν μπορείς να τη φέρεις όσο κι αν προσπαθείς με το μυαλό. Όταν η καρδιά σου είναι γεμάτη και έτοιμη, οι πίνακές σου θα γεμίσουν χρώματα χωρίς να το καταλάβεις.» Είχε τόσο δίκιο. Αλλά εκείνος ήθελε εκείνη τη βραδιά πάση θυσία να ζωγραφίσει. Καμιά εικόνα δεν του ερχόταν στο μυαλό, καμιά ανάμνηση. Μέσα του ένιωθε συναισθήματα παγωμένα που αρνιούνταν να πάρουν μορφή, αρνιούνταν να γίνουν εικόνες και χρώματα. Εκνευρισμένος πέταξε κάτω το πινέλο και κάθισε στη σπαστή καρέκλα δίπλα στο τραπέζι. Άναψε ένα τσιγάρο και αφέθηκε στην όμορφη μελωδία του ραδιοφώνου που δυστυχώς τελείωσε γρήγορα. Ένιωθε μόνος και ήταν σαν να μην είχε φωνή να μιλήσει. Ήταν νέος και δεν ένιωθε νέος. Του έλεγαν πως είχε ταλέντο αλλά εκείνος ποτέ δεν έμενε από τον εαυτό του ευχαριστημένος. Οι πίνακές του ήταν για εκείνον εικόνες θλίψης πίσω από τους οποίους μπορούσε να κρυφτεί. Η ζωγραφική ήταν η φωνή του και ήταν ένας άνθρωπος που πολύ λίγο μιλούσε στην καθημερινότητά του. Κάποιοι τον χαρακτήριζαν ιδιόρρυθμο, άλλοι ενδιαφέροντα καλλιτέχνη. Εκείνος προτιμούσε να μην αυτοχαρακτηρίζεται. Δεν ήθελε να ασχολείται με τον εαυτό του γιατί ο εαυτός του δεν του άρεσε. Δεν ήθελε να ασχολείται με πολλά πράγματα σε αυτή τη ζωή. Αυτό ήταν ένας από τους λόγους που την έχασε τότε. «Είσαι μονίμως σε έναν κόσμο δικό σου», του είχε πει κάποτε συγχυσμένη. «Λες και δεν σε αφορά αυτή η ζωή. Σε ενδιαφέρει περισσότερο ένα κλαδί αμυγδαλιάς από ό,τι το μέλλον σου». Ναι, είχε δίκιο. Δεν σκεφτόταν ποτέ το μέλλον. Σαν να νόμιζε ότι θα έμενε για πάντα παιδί. Εκείνο το κλαδί αμυγδαλιάς που κάποτε ζωγράφισε το αγάπησε πραγματικά. Σαν άνθρωπο. Πάνω στο τραπέζι του εργαστηρίου του είχε πάρει για εκείνον ζωή. Μελετούσε για ώρες τα λευκά του ανθάκια, τα μικρά κλαδιά, κοιτούσε το φως του ήλιου πώς έπεφτε πάνω τους και τις σκιές που σχηματίζονταν στον τοίχο το βράδυ. Και όταν λίγες μέρες μετά έπεσαν σιγά-σιγά τα πέταλα πάνω στο τραπέζι, είχε λυπηθεί σαν να είχε χάσει κάτι. Τον πίνακα της τον είχε χαρίσει, αλλά όταν χώρισαν του τον έστειλε πίσω. Τον είχε καταχωνιασμένο πίσω από άλλους σκονισμένους, παλιούς του πίνακες. Το τσιγάρο του μίκρυνε ώσπου δεν είχε τίποτε άλλο να καπνίσει. Το έσβησε στο μισογεμάτο τασάκι και ξαναπήρε το πινέλο. Το λευκό τελάρο τον κοιτούσε εχθρικά. Όχι, δεν ήθελε να σκέφτεται, έπρεπε να ζωγραφίσει. Το χέρι του όμως κρεμόταν ακίνητο και δεν μπορούσε να το ορίσει. Οι μελωδίες στο ραδιόφωνο ήταν μελαγχολικές και ζέσταιναν λίγο το παγωμένο εργαστήριο. Ήταν κάτι που ποτέ δεν του άρεσε να κάνει, ωστόσο έπρεπε να αναρωτηθεί τι του συνέβαινε. Γιατί δεν μπορούσε να ζωγραφίσει. Εκείνο το απόγευμα είχε επισκεφθεί τον δάσκαλό του. Του είχε πει ότι εκείνη παντρευόταν. Το είχε πει ψυχρά και αδιάφορα, όπως και ένιωθε.


«Πόσος καιρός πέρασε από τότε που χωρίσατε;», τον ρώτησε εκείνος και τα φρύδια του έσμιξαν. «Ένας χρόνος, νομίζω. Ξέρεις ότι δεν τα πάω καλά με τον χρόνο.» Και ήταν αλήθεια. Κάποιες φορές μια μέρα του φαινόταν ατέλειωτη κι άλλες είχαν περάσει δυο μήνες και δεν το είχε καταλάβει. Ο χρόνος μετριόταν πάνω στους πίνακες που ζωγράφιζε. Μια μονάδα χρόνου ξεκινούσε με την πρώτη γραμμή, την πρώτη πινελιά και τελείωνε, όταν κοιτούσε από μακριά το έργο του ολοκληρωμένο. «Και ποιον παντρεύεται;» «Εκείνον τον παιδικό της φίλο, που ποτέ δεν συμπάθησα. Ήταν για χρόνια ερωτευμένος μαζί της. Έλεγε πως τον έβλεπε σαν αδερφό.» «Νομίζω πως θα προτιμούσε να παντρευτεί εσένα.» «Δεν είπε ποτέ κάτι τέτοιο.» «Σου είχε ζητήσει να μείνετε μαζί.» «Ξέρεις πως δεν θα μπορούσα να μείνω με άλλον άνθρωπο. Πολλές φορές ζωγραφίζω όλη τη νύχτα και κοιμάμαι την ημέρα. Μπορεί να περάσουν δυο μέρες και να μην έχω φάει. Δεν μου αρέσει να μιλάω πολύ και εκείνη ήθελε συνεχώς να μιλάμε. Θα ήταν ένας εφιάλτης και για τους δυο μας.» «Την είχες ερωτευτεί, όμως. Έτσι δεν είναι;» «Δεν ξέρω. Μπορεί.» «Έχεις ένα συρτάρι γεμάτο με σκίτσα που δείχνουν το πρόσωπό της.» «Ναι.» «Ήταν η μοναδική μακροχρόνια σχέση που έκανες. Δεν άντεξες ποτέ καμιά άλλη γυναίκα για πάνω από τρεις μήνες.» «Ναι.» «Είναι κρίμα.» Δεν απάντησε. Ο δάσκαλός του τον κοιτούσε λυπημένος. «Θα πρέπει να σε πονάει κάπως αυτό που συμβαίνει.» Πάλι δεν απάντησε. Γύρισε το βλέμμα του στο παράθυρο. Έβρεχε. Ο δάσκαλός του ήταν για εκείνον σαν δεύτερος πατέρας. Με τον πατέρα του δεν είχε ποτέ καλή σχέση. Πάντα τον απογοήτευε. Αδιαφορούσε για τα μαθήματά του, δεν του άρεσε ο αθλητισμός, ούτε ήταν καρδιοκατακτητής. Στην περίοδο της εφηβείας του κάποια φορά που είχε θυμώσει μαζί του για κάτι που τώρα δεν θυμόταν αν ήταν σοβαρό, τού είπε ότι συχνά αναρωτιόταν αν ήταν παιδί δικό του. Μάλλον θέλησε να τον χτυπήσει αλλά δεν το έκανε. Απλώς σήκωσε τους ώμους και έφυγε από το δωμάτιο. Η μητέρα του τους κοιτούσε αμίλητη στον καναπέ. Δεν συμμετείχε ποτέ σε συζητήσεις, δεν έκανε ποτέ κάτι παραπάνω από τις δουλειές του σπιτιού και ήταν σαν η ψυχή της να είχε γλιστρήσει από το σώμα της και να πετούσε κάπου μακριά, κάπου αλλού. Μοιάζεις στη μητέρα σου, του είχε πει ο δάσκαλός του στο πρώτο τους μάθημα. Είχε ένα εργαστήριο ζωγραφικής απέναντι από το σπίτι τους και στα δεκαπέντε του με ένα θάρρος που ήταν πρωτοφανές για εκείνον πήγε και του έδειξε τα σκίτσα του. Δεν έχω χρήματα για να σας πληρώνω, του είχε πει με το κεφάλι κατεβασμένο. Δεν πειράζει, είχε απαντήσει ο δάσκαλος. Θα με πληρώσεις όποτε μπορέσεις. Όταν πούλησε


τον πρώτο του πίνακα στα δεκαεννιά του, έτρεξε στο εργαστήριό και λαχανιασμένος του έδωσε τον φάκελο. Ο δάσκαλος τον πήρε συγκινημένος. Τα δέχομαι για να μην νιώθεις ότι μου χρωστάς, του είπε. Λίγο μετά τον προσέλαβε στο εργαστήριο για να τον βοηθάει στα μαθήματα. Ο μισθός του φυσικά δεν ήταν μεγάλος, κατάφερε όμως να νοικιάσει ένα διαμέρισμα με δυο δωμάτια σε μια πολύ παλιά πολυκατοικία. Στο ένα κοιμόταν, το άλλο ήταν το εργαστήριό του. Και αυτή η ζωή του αρκούσε. «Λοιπόν, είσαι λυπημένος;», τον ρώτησε ο δάσκαλος, ενώ έξω η βροχή ακουγόταν δυνατά. «Ξέρεις ότι δεν μου αρέσει να τα συζητάω αυτά.» «Την είχες αγαπήσει και είναι φυσιολογικό τώρα να πονάς. Μην αρνείσαι τον πόνο σου γιατί θα γιγαντωθεί κάποτε και θα σε κατασπαράξει.» «Δεν λυπάμαι, δεν πονάω. Πιστεύεις ότι θα μπορούσα εγώ να την παντρευτώ;» «Δεν ξέρω.» «Δεν έχει νόημα να μιλάμε για αυτά. Κάποια στιγμή κουράστηκε, έφυγε. Τώρα παντρεύεται τον παιδικό της φίλο που τον έβλεπε σαν αδερφό. Δεν ζηλεύω. Μπορεί και να τη λυπάμαι.» «Δεν πρέπει να φοβάσαι να ζεις.» «Είμαι ικανοποιημένος με τη ζωή μου.» «Είσαι μόνος.» «Έχω τους πίνακές μου. Τη δουλειά μου εδώ. Λίγους φίλους για να βγαίνω πού και πού. Εσένα. Δεν θέλω οικογένεια. Δεν θέλω και δεν μπορώ να κάνω.» «Εντάξει, δεν επιμένω. Απλώς, καμιά φορά ανησυχώ για σένα. Είναι σαν να ξεγλιστράς από τη ζωή.» «Κι εσύ μόνος σου ζεις.» «Και είναι κάτι για το οποίο έχω μετανιώσει.» «Κι αν είχες πάρει άλλο δρόμο, ίσως και γι’ αυτό να μετάνιωνες.» «Ίσως», είπε ο δάσκαλος και ξερόβηξε. Μάλλον κάποιο παλιό έρωτα σκέφτηκε και τα μάτια του σκοτείνιασαν. Σηκώθηκε και φόρεσε το παλτό του. «Τα λέμε αύριο στο μάθημα», είπε και γύρισε να φύγει. «Εντάξει, να προσέχεις», είπε ο δάσκαλος και τον συνόδευσε ως την πόρτα. Έξω η βροχή είχε σταματήσει και μύριζε όμορφα. Αυτή τη συζήτηση άκουσε πολλές φορές στο μυαλό του. Το τασάκι του τώρα είχε γεμίσει, στο ραδιόφωνο τα τραγούδια τελείωναν ένα-ένα. Το άδειο τελάρο συνέχιζε να τον κοιτάζει παγερά. Στο σώμα του σαν να πονούσε αλλά με έναν πόνο που δεν ήταν από το σώμα. Και σαν να μην μπορούσε να κυλήσει ο χρόνος. Και συνέβαινε αυτό που ήταν για εκείνον εφιάλτης. Δεν μπορούσε να ζωγραφίσει. Εκνευρισμένος πήγε και άνοιξε το συρτάρι. Όχι, δεν ήθελε να το κάνει αυτό αλλά έπρεπε. Το σώμα του τον οδηγούσε στα σκίτσα της. Τα χέρια του έτρεμαν λίγο, μάλλον από εκνευρισμό. Άρχισε να τα κοιτάζει ένα ένα. Μπορούσε να θυμηθεί κάθε στιγμή που τη ζωγράφιζε. Κάθε γωνία του προσώπου της, κάθε χαμόγελό της, κάθε σκιά στα μάτια της και κάθε βλέμμα.


Τα κράτησε για ώρα, θυμήθηκε πώς ένιωθε κοντά της. Κι ύστερα πήγε στους σκονισμένους πίνακες. Βρήκε πίσω-πίσω τον πίνακα με το κλαδί της αμυγδαλιάς. Σκέφτηκε να τον τυλίξει και να της τον στείλει. Δώρο γάμου, να γράψει στην κάρτα. Τι νόημα είχε; Δεν ήθελε να τον έχει. Το είχε ζωγραφίσει για εκείνη. Είχε για μέρες παλέψει για να ζωγραφίσει κάτι για εκείνη που να θυμίζει την άνοιξη. Αυτό ήταν ό,τι πιο πολύ μπορούσε να κάνει. Και αυτό το είχε πάρει πίσω. Κρίμα, σκέφτηκε. Και τότε κατάλαβε πως πονούσε. Πήρε το πινέλο και πλησίασε το λευκό τελάρο. Τώρα τον κοιτούσε όπως κοιτάζει έναν άνθρωπο πληγωμένο ο καλύτερος του φίλος, όταν ετοιμάζεται να τον αγκαλιάσει.


Απόγευμα i Στο δεξί του χέρι κρατούσε το τηλέφωνο. Ένιωθε να τρέμει ολόκληρος από την ταραχή. Στα αυτιά του αντηχούσε ακόμη ο κρότος της πόρτας που έκλεισε με δύναμη ο ανιψιός του και τα νευρικά βήματά του στη σκάλα. Δεν ήταν δυνατόν να είχε ξεστομίσει τέτοια πράγματα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Η φωνή της αδερφής του στην άλλη γραμμή σαν να τον ξύπνησε από πολύ κακό όνειρο. Τα λόγια του έβγαιναν ασυνάρτητα από το στόμα του για αρκετή ώρα κι εκείνη δεν καταλάβαινε. Κάποια στιγμή γέμισε ένα ποτήρι νερό από τη βρύση στην κουζίνα, το πήρε και κάθισε στο τραπέζι. Όσο το έπινε λίγο-λίγο η αδερφή του τον ρωτούσε φοβισμένη τι είχε συμβεί. Εκείνος άρχισε να της εξιστορεί την επίσκεψη του γιου της εκείνο το απόγευμα. Του είχε τηλεφωνήσει την προηγούμενη μέρα και του είχε πει ότι ήθελε να του πει κάτι σημαντικό. Είχε χαρεί που θα τον έβλεπε αλλά και κάπως είχε ανησυχήσει. Από το πρωί είχε νευρικότητα και όταν ο ανιψιός ήρθε, του είπε να μιλήσει χωρίς περιστροφές γιατί καταλάβαινε ότι κάτι συνέβαινε. Ο ανιψιός αρχικά δίσταζε. Άρχισε να μιλάει γενικά για τους νέους σήμερα, για το πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει κάποιος τι επιθυμεί στη ζωή, για τη σημασία του να είναι ευχαριστημένος στην καθημερινότητά του και να ξυπνάει το πρωί με όρεξη. Εκείνος είχε πει ότι συμφωνούσε σε όλα αυτά και ότι ήταν τυχερός που παρά την ηλικία του, κατάφερνε να ξυπνά τα πρωινά με καλή διάθεση. Γιατί κάνεις κάτι που αγαπάς, του είχε πει ο ανιψιός του. Ναι, παιδί μου, είχε απαντήσει. Όταν με το καλό τελειώσεις τη σχολή και έρθεις κι εσύ στο γραφείο, θα δεις τι ενδιαφέρουσα που θα γίνει η ζωή σου. Ο ανιψιός έμεινε για λίγο σιωπηλός και μετά το ξεστόμισε. Θα παρατούσε τις σπουδές του στη Νομική, δεν ήθελε να γίνει δικηγόρος όπως εκείνος. Μα σε έναν χρόνο τελειώνεις, του απάντησε αυτός απορημένος και μη συνειδητοποιώντας αυτό που μόλις είχε ακούσει. Ο ανιψιός σαν να πήρε θάρρος από την ήρεμη αντίδρασή του θείου του, είπε ότι δεν είχε περάσει όσα μαθήματα του είχε πει. Ότι μισούσε αυτές τις σπουδές. Ότι τα νομικά βιβλία ήταν ο εφιάλτης του. Ότι δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του μέσα σε αίθουσες δικαστηρίων και δικόγραφα. Δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει αλλά ήταν σίγουρος ότι δεν ήθελε να κάνει αυτό. Το είχε σκεφτεί πολύ καλά. Δεν είχε νόημα να κοροϊδεύει άλλο τον εαυτόν του κι εκείνον. Το βλέμμα του νεαρού ήταν φοβισμένο αλλά και αποφασισμένο. Εκείνος έπαθε σοκ. Στην αρχή προσπάθησε να τον μεταπείσει με γλυκά λόγια. Του είπε πόσο πίστευε σε εκείνον, πως ανυπομονούσε να έρθει να δουλέψουν μαζί στο γραφείο, πως αναγνώριζε τη δυσκολία των νομικών σπουδών κι αυτή η δυσκολία θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμο μάθημα για το πώς να μην παραιτείται στα εμπόδια που του βάζει η ζωή. Τον παρακάλεσε να τον αφήσει να τον βοηθήσει με τα μαθήματα και προσφέρθηκε να μιλήσει σε κάποιους καθηγητές του που γνώριζε. Ο ανιψιός επέμενε ότι δεν είχε νόημα τίποτε από όλα αυτά. Μισούσε το επάγγελμα του δικηγόρου και δεν


μπορούσε να ξεκινήσει τη ζωή του κάνοντας κάτι που μισούσε, αυτό δεν ήταν παρά μια συνταγή δυστυχίας. Εκείνος τότε άρχισε να θυμώνει. Να του λέει πως αυτές οι εποχές δεν είναι εποχές όπου μπορεί να διαλέγει κανείς πώς θα βγάζει το ψωμί του. Πως μια έτοιμη δουλειά με καλές απολαβές τον περίμενε κι εκείνος την κλωτσούσε με αχαριστία. Τον ρώτησε τι θα έκανε. Θα σπούδαζε; Πάλι από την αρχή; Και αν ναι, τι; Ή θα έψαχνε για δουλειά; Με τι προσόντα, τρία χρόνια σπουδών χαμένα; Δεν ξέρω τίποτα, ήταν απάντηση. Χρειάζομαι χρόνο να σκεφτώ. Ξέρω μόνο πως δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Και τότε εκείνος έχασε την ψυχραιμία του. Και του φώναξε. Πολύ. Του είπε πως θα το μετάνιωνε. Και θα ήταν αργά, εκείνος δεν θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Πως όλη του τη ζωή σκεφτόταν το καλό του και για το καλό του πάσχιζε. Πως δεν εκτιμούσε όσα είχε κάνει. Πώς θα ήταν η ζωή του χωρίς τη δική του στήριξή, όταν ο πατέρας του τους εγκατέλειψε χωρίς να αφήσει ίχνη πίσω του; Αν μη τι άλλο έπρεπε να σκεφτεί και το θείο του πριν πάρει τόσο βεβιασμένα μια τέτοια απόφαση. Δεν μπορούσε να του το κάνει αυτό, είχε τόσα επενδύσει σε εκείνον. Ο ανιψιός είχε δακρύσει μάλλον από θυμό. Δεν είσαι πατέρας μου, του είπε με μια σκληρότητα πρωτοφανή. Δεν έχεις δικαίωμα να ελέγχεις τη ζωή μου. Ούτε ένας γονιός δεν έχει αυτό το δικαίωμα, πόσο μάλλον εσύ που είσαι ένας θείος. Αν ασχολήθηκες τόσο μαζί μου ήταν επειδή δεν παντρεύτηκες και δεν έκανες δικά σου παιδιά. Νομίζω πως και αλλιώς θα είχα επιβιώσει, μπορεί να επιβιώσει κανείς και χωρίς πολλά χρήματα. Ζορίστηκα πολύ αυτά τα χρόνια και δεν σκοπεύω να ταλαιπωρώ τον εαυτό μου άλλο. Δεν περίμενα να δείξεις κατανόηση, αλλά δεν περίμενα να είσαι και τόσο εγωιστής. Σηκώθηκε και φόρεσε το μπουφάν του. Δεν τελειώσαμε του είπε εκείνος αυστηρά. Εγώ τελείωσα, απάντησε ο ανιψιός με σιγανή φωνή και βγήκε χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Αυτά διηγήθηκε στην αδερφή του στο τηλέφωνο κι εκείνη ήταν σε πολύ άσχημη θέση. Σου το έκρυβα τόσο καιρό, δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω, του είπε. Δεν άντεχε, δεν ήταν καλά. Δεν μπορούμε να τον πιέσουμε να κάνει κάτι που θα του φέρει δυστυχία. Εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ. Το αγαπάω πολύ το παιδί μου για να του κάνω κάτι τέτοιο. Ώστε το ήξερες, της είπε κι ένιωθε προδομένος. Δεν το είχαμε συζητήσει ανοιχτά, του απάντησε, αλλά το καταλάβαινα. Το ξέρω ότι αυτή η δουλειά δεν είναι για αυτόν. Δεν ήθελε να σε απογοητεύσει και γι’ αυτό τόσα χρόνια δεν είπε τίποτα. Δοκίμασε, όμως, ο δρόμος του είναι αλλού. Θα τον βρει, μην σε ανησυχεί, προσπάθησε να τον καθησυχάσει. Είπε και σε εκείνη για τη δύσκολη εποχή, την ανεργία, την τύχη του να έχει κάποιος μια έτοιμη, στρωμένη δουλειά. Δεν την έπεισε. Θύμωσε και μαζί της, είχε ελπίσει πως θα τον βοηθούσε να τον μεταπείσουν. Σιγά-σιγά καταλάβαινε ότι η απόφαση του ανιψιού του δεν ήταν καθόλου βεβιασμένη. Ένιωθε πανικό, οργή, απογοήτευση, έναν κατακλυσμό συναισθημάτων που δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Ανησυχώ για σένα, του είπε η αδερφή του έπειτα από μια παρατεταμένη σιωπή. Ξέρω ότι σου είναι δύσκολο όλο αυτό. Συγχώρεσε τον που σου μίλησε άσχημα. Είναι πιεσμένος. Πρόσεξε λίγο τον εαυτό σου. Πρέπει να σκεφτείς πιο ψύχραιμα την κατάσταση. Θα δεις ότι δεν μας βρήκε και κανένα κακό. Πώς να ηρεμήσω; τη ρώτησε. Θέλω να τα σπάσω όλα. Στη θέση


σου θα πήγαινα λίγο στο χωριό, του απάντησε. Είναι Παρασκευή αύριο. Πήγαινε. Η φύση πάντα σε βοηθά να ηρεμήσεις. Θα το σκεφτώ, της απάντησε κι έκλεισε το τηλέφωνο. Ήπιε το νερό που είχε απομείνει στο ποτήρι και κοίταξε το χέρι του που ακόμη έτρεμε.

ii Έξω μύριζε η μυρωδιά του τζακιού, ήταν σκοτάδι κι έκανε κρύο. Ξεκλείδωσε την αυλόπορτα και πέρασε στην αυλή του πατρικού του σπιτιού στο χωριό. Στάθηκε μπροστά στην ξύλινη καφέ πόρτα και για λίγο χάρηκε την ησυχία. Άνοιξε και μπήκε μέσα. Άφησε τη μικρή του μαύρη βαλίτσα και τον χαρτοφύλακα κάτω κι έκλεισε την πόρτα. Το σπίτι τώρα ήταν ένα ανακαινισμένο, μοντέρνο σπίτι που σε τίποτα δεν θύμιζε τις θαμπές παιδικές του αναμνήσεις. Μόνο ίσως η ασπρόμαυρη φωτογραφία της μητέρας του κρεμασμένη στον έναν τοίχο. Ήταν νέα σε αυτή τη φωτογραφία και όμορφη. Είχε τραβηχτεί πριν εξαφανιστεί ο πατέρας του. Του άρεσε που από εκείνη έμεινε αυτό το αχνό χαμόγελο. Δεν μπορούσε να τη θυμηθεί να χαμογελάει. Είχε περάσει, όμως, αρκετός καιρός από τον θάνατό της. Ο χρόνος και η ζωή την έσβηναν λίγο-λίγο μέσα του και καμιά φορά ξεχνιόταν κοιτάζοντας τη φωτογραφία στο σαλόνι και έπειθε τον εαυτό του πως η μητέρα του δεν έζησε δυστυχισμένη όσο τη θυμόταν. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Δεν είχε πολλές αναμνήσεις από εκείνον. Θυμόταν μόνο πως όταν γύριζε από κάποιο ταξίδι η ατμόσφαιρα άλλαζε στο σπίτι. Η μάνα του ήταν αγχωμένη και αυστηρή και απαιτούσε από εκείνον και τη μικρή του αδερφή να γίνουν άλλα παιδιά, φρόνιμα, υπάκουα και τακτικά, να μην παίζουν, να μην ρωτάνε τίποτα και να μην ενοχλούν. Κάποιο χειμώνα τον περίμεναν και δεν γύρισε ποτέ. Το καράβι, στο οποίο δούλευε βρισκόταν αραγμένο και κανένας από τους ναυτικούς του δεν ήξερε τίποτα. Σε κάποιο λιμάνι της Μεσογείου βγήκε ένα βράδυ με κάποιους άλλους, κάπου χωρίστηκαν κι ύστερα δεν τον ξαναείδαν. Στο χωριό ρωτούσαν, η μάνα του και οι άλλοι συγγενείς δεν ήξεραν τι να πουν, εκείνος ήταν τότε δεκατριών χρόνων και ένιωθε μέσα του φόβο, ντροπή και μια ακατανόητη ανακούφιση. Έναν χρόνο μετά η μάνα του έλαβε ένα γράμμα. Εκείνος ήταν μπροστά, όταν το διάβαζε. Τα χέρια της έτρεμαν και ξέσπασε σε κλάματα. Την κοίταξε αμίλητος για λίγο κι ύστερα πήγε να πάρει το γράμμα από τα χέρια της. Η μάνα του το τράβηξε με δύναμη. Ο πατέρας σας πέθανε, είπε. Εκείνος ρώτησε πώς και γιατί και ποιος έστειλε το γράμμα. Δεν έχει σημασία, του απάντησε σκουπίζοντας τα δάκρυά της και το έριξε στο τζάκι μαζί με τον φάκελο. Έτρεξε να το προλάβει αλλά είδε το κίτρινο χαρτί τυλιγμένο στις φλόγες. Όλες οι απαντήσεις έγιναν στάχτες κάτω από τα κούτσουρα. Ορκίσου μου ότι θα με προσέχεις κι εμένα και την αδερφή σου, του είπε η μητέρα του κρατώντας τον σφιχτά από το μπράτσο κι ύστερα πήγε στο διπλανό δωμάτιο κι έκλαψε για ώρες μόνη της. Το τασάκι στο τραπεζάκι ήταν γεμάτο αποτσίγαρα. Ο ανιψιός του είχε έρθει τελευταία φορά με την κοπέλα του. Του έλεγε συνεχώς να μην καπνίζει


και κάθε φορά που διάβαζε στην εφημερίδα τα αποτελέσματα κάποιας έρευνας για το κάπνισμα έκοβε το άρθρο και του το έδινε. Δεν με ενδιαφέρει πόσες πιθανότητες έχω να πεθάνω από καρκίνο του πνεύμονα ή από καρδιακή προσβολή. Αν σκέφτεται κανείς τις πιθανότητες για το οτιδήποτε άσχημο, είναι σίγουρα καταδικασμένος να δυστυχεί, του απαντούσε ο ανιψιός του αδιάφορα. Ωστόσο δεν κάπνιζε μπροστά του και κάποια στιγμή του είπε ότι το έκοψε. Ψέματα μου είπε, σκέφτηκε απογοητευμένος και κούνησε το κεφάλι. Κι ύστερα είδε τον γεμάτο νεροχύτη. Αυτή η κοπέλα είναι ανεκδιήγητη, σκέφτηκε και ήταν έτοιμος να σπάσει τα βρώμικα πιάτα. Δεν συμπαθούσε την κοπέλα του ανιψιού του αλλά και κάτι στο άψυχο βλέμμα της τον έκανε να τη λυπάται. Δεν χαμογελούσε ποτέ, δεν ήταν ενημερωμένη για την πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα, δούλευε ως πωλήτρια σε ένα κατάστημα ρούχων και ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός. Ντυνόταν προκλητικά αλλά τίποτα στο σώμα της δεν ήταν προκλητικό γιατί ήταν χλωμή και αδύνατη, χωρίς καμπύλες, χωρίς ζωντάνια. Όταν περπατούσε βαριανάσαινε και η φωνή της ήταν βραχνή. Κάποια φορά στο σπίτι της αδερφής του, εκείνος την πίεσε υπερβολικά να φάει, εκείνη αρνιόταν πεισματικά για ώρα, τελικά έφαγε αλλά λίγο μετά εξαφανίστηκε στο μπάνιο. Μετά από μερικές μέρες έδωσε στον ανιψιό του ένα κομμένο άρθρο για τις διατροφικές διαταραχές. Ο ανιψιός το πήρε, αλλά τον κοίταξε θυμωμένα. Δεν τον ξανακάλεσαν ποτέ να φάει μαζί τους. Είναι κακή επιρροή αυτή η κοπέλα σκεφτόταν όσο έπλενε αηδιασμένος τα πιάτα. Δεν είναι καλό να ερωτεύεται κανείς πριν βρει τον δρόμο του στη ζωή. Τι θα κάνω με τον μικρό;, απελπιζόταν. Η μέση του τον πονούσε και τα μάτια του έκλειναν από την κούραση. Λίγο μετά σκούπισε το τελευταίο πιάτο και άδειασε το τασάκι. Πήγε να κοιμηθεί στην ανακαινισμένη κρεβατοκάμαρα, όπου κάποτε κοιμόταν παιδί, ικανοποιημένος από την αίσθηση ότι έβαλε τα πράγματα σε τάξη.

iii Το επόμενο πρωί έπινε τον καφέ του στην κουζίνα, ήρεμος, ακούγοντας το κελάηδισμα των πουλιών. Αυτό το άκουσμα του έλειπε τόσο στην πόλη και τις λίγες ημέρες που περνούσε κάθε χρόνο στο χωριό τού ήταν πολύτιμο. Ένιωθε όμορφα μόνος αλλά με μια απροσδιόριστη λύπη που είχε από έφηβος και δεν αποτίναξε ποτέ από πάνω του. Τα λόγια που του είπε ο ανιψιός του τού φαίνονταν τώρα μακρινά, σαν να μην τα άκουσε ποτέ, ήταν μάλλον σε άρνηση. Ξαφνικά ακούστηκαν οι καμπάνες. Πένθιμο χτύπημα. Κάποιος είχε πεθάνει. Αντανακλαστικά σηκώθηκε, άφησε την κούπα του στο τραπέζι και βγήκε έξω. Ήταν μια πολύ όμορφη μέρα στην αρχή της άνοιξης, ο ήλιος χάιδευε τα δέντρα και τα σπίτια. Είχαν βγει και άλλοι γείτονες και ρωτούσε ο ένας τον άλλον αν ήξερε κάτι. Εκείνος είχε διατηρήσει τυπικές σχέσεις με τους περισσότερους, δεν ένιωθε άνετα να πάει να πιάσει κουβέντα. Άκουγε


σκόρπιες φράσεις και λέξεις και προσπαθούσε να καταλάβει τι έλεγαν αν και κατά βάθος καθόλου δεν τον ένοιαζε. Ώσπου άκουσε ένα όνομα γνωστό και αγαπημένο. Γύρισε το κεφάλι προς τη γυναίκα που έμενε στο διπλανό σπίτι που μιλούσε με έναν άλλο γείτονα και προσπάθησε να διαβάσει τα χείλη της. Δεν τα κατάφερε. Σαν ένα χέρι να τον τράβηξε, πλησίασε και καλημέρισε μέσα από τα δόντια του. Οι άλλοι δύο τον καλημέρισαν και συνέχισαν την κουβέντα σαν να μην υπήρχε. Τελικά έμαθε. Είχε πεθάνει η μητέρα της αγαπημένης, παιδικής του φίλης. Ήταν εβδομήντα πέντε χρόνων αλλά ζούσε σαν να ήταν εξήντα. Μια παχιά γυναίκα γεμάτη ζωή και κέφι, που έμεινε νέα χήρα, αγαπητή στους περισσότερους και πάντα πρόθυμη να βοηθήσει τους άλλους. Ήταν γνωστή για την ψυχραιμία της και πάντα όταν πέθαινε κάποιος, πήγαινε να τον ντύσει και να ηρεμήσει τους ταραγμένους συγγενείς. Τώρα που πέθανε εκείνη, ποιον θα φώναζαν άραγε, αναρωτήθηκε ο γείτονας και τον κοίταξε. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και απομακρύνθηκε. Μπήκε στο σπίτι κοιτάζοντας μια τελευταία φορά έξω. Τα πουλιά είχαν σταματήσει να κελαηδάνε, ο ήλιος, όμως, ακόμη έλαμπε όμορφα. Έκλεισε την πόρτα κι επέστρεψε στον καφέ του. Είχε αναστατωθεί και αυτό του έκανε εντύπωση. Την θυμόταν καλά τη γυναίκα που πέθανε. Έκανε ό,τι δεν έκανε η δική του μητέρα. Χαιρόταν τη ζωή, γελούσε. Έλεγε συνεχώς αστεία και το γέλιο της ήταν τρανταχτό. Στα πανηγύρια χόρευε κι ας έλεγαν κάποιες ότι έτσι δεν τιμούσε και πολύ τη μνήμη του άντρα της. Ο άντρας μου με βλέπει τώρα να χορεύω και χαίρεται, ανταπαντούσε εκείνη. Μαγείρευε νόστιμα φαγητά, είχε μεράκι. Κάθε φορά που εκείνος πήγαινε για να διαβάσουν με τη φίλη του, έφευγε με κάποιο γλυκό. Για τη μητέρα σου, του έλεγε, για να γλυκαθεί. Η μητέρα του δεν της είχε στείλει ποτέ τίποτα και αυτό τον έκανε να νιώθει μεγάλη ντροπή και κάποια στιγμή σταμάτησε να πηγαίνει να διαβάζει εκεί. Κι η φίλη του πώς να είναι τώρα, αναρωτήθηκε κρατώντας σφιχτά την κούπα με τον καφέ που είχε αδειάσει. Όταν ήταν παιδιά, ήταν αχώριστοι και ποτέ δεν ξέχασε τα παιχνίδια τους. Μετά την εξαφάνιση του πατέρα του δέθηκαν ακόμη περισσότερο. Εκείνη μπορούσε να τον καταλάβει, αυτό ένιωθε κι ας μη συζητούσαν ποτέ για τις απώλειές τους. Στην εφηβεία του κάποιες φορές την είδε στον ύπνο του, σε όνειρα ερωτικά που τον αναστάτωσαν και τον έκαναν να ντραπεί. Όταν τελείωσε το σχολείο, πήγε στην πόλη, γιατί έπρεπε να συντηρήσει μάνα και αδερφή. Έπιασε δουλειά σε έναν δικηγόρο, στην αρχή τον έστελνε για θελήματα, γρήγορα κατάλαβε ότι το μυαλό του έκοβε και τον παρότρυνε να σπουδάσει στη Νομική. Τη φίλη του την έβλεπε τα καλοκαίρια, αλλά κάτι είχε αρχίσει πια να τους χωρίζει. Εκείνη μετά παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, δεν είχε θέση στη ζωή της. Πριν ένα χρόνο έμαθε ότι πήρε διαζύγιο και είχε κάπως θυμώσει που δεν απευθύνθηκε σε εκείνον. Τώρα έχασε και τη μάνα της, απανωτές απώλειες, σκέφτηκε. Κι ύστερα πήγε στην τραπεζαρία όπου τον περίμενε ο φορητός υπολογιστής του και ένα σωρό νομικά έγγραφα. Βυθίστηκε στη δουλειά για ώρες και το βράδυ έφτιαξε κάτι πρόχειρο να φάει και έπεσε για ύπνο κουρασμένος και χωρίς σκέψεις.


iv Απόγευμα. Της επόμενης μέρας. Θα έφευγε τη Δευτέρα τα ξημερώματα και θα πήγαινε κατευθείαν στο γραφείο του. Είχε αρχίσει να νιώθει καλύτερα αλλά η σκέψη της επιστροφής στην πόλη τον έκανε να σκεφτεί πάλι τον ανιψιό του και να βυθιστεί στην απελπισία. Τι θα έκανε με αυτό το παιδί; Γιατί δεν τον άκουγε; Αν δεν ακολουθούσε τα βήματά του, που θα οδηγείτο; Τον τρόμαζε η σκέψη ότι δεν θα τον είχε κοντά του. Πώς θα τον πρόσεχε τώρα; Τον πρόσεχε από τότε που ήταν μικρός, του μάθαινε πράγματα, τον βοηθούσε. Ήταν για εκείνον γιος και η περιφρόνησή του νεαρού τον είχε πληγώσει βαθιά. Θα μπορούσε να είχε επιβιώσει και χωρίς αυτόν, του είχε πει. Δεν άντεχε να σκέφτεται αυτά τα λόγια. Όσο η απελπισία του μεγάλωνε, τόσο πιο γρήγορα περπατούσε. Ήταν σε καλή φυσική κατάσταση για την ηλικία του, γιατί έκανε προσεγμένη ζωή χωρίς καταχρήσεις. Πέρασε και τα τελευταία σπίτια του χωριού αλλά δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Η μέρα ήταν όμορφη και όλα γύρω του καταπράσινα και ανθισμένα. Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε σε ένα ξωκλήσι, στο οποίο είχε χρόνια να πάει. Εδώ θα ξεκουραστώ, σκέφτηκε αλλά η κούραση ήταν βαθιά μέσα του. Προχώρησε προς το εκκλησάκι και τότε ξεχώρισε μια φιγούρα καθισμένη στο πεζούλι και σκυμμένη. Στην αρχή σκέφτηκε να φύγει, δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν, ούτε και να ενοχλήσει κάποιον που αναζήτησε εκεί την ησυχία. Όμως συνέχισε να προχωράει και η φιγούρα γινόταν όλο και πιο ευδιάκριτη μορφή, ήταν γυναίκα, στην ηλικία του με καστανόξανθα μαλλιά ως τους ώμους και μαύρα ρούχα. Τον κοίταζε κι εκείνη. Προχώρησε κι άλλο γιατί καμιά φορά το σώμα μας καταλαβαίνει και αντιδρά πριν το μυαλό συμπεράνει. Ήταν η φίλη του. Η αγαπημένη, παιδική του φίλη που την προηγούμενη μέρα έχασε τη μητέρα της. Την πλησίασε και κοιτάχτηκαν. Ένιωθε άβολα και δεν ήξερε τι να της πει. Συλλυπητήρια για τη μητέρα σου, άκουσε τη φωνή του. Σ’ ευχαριστώ, απάντησε εκείνη και η φωνή της ήταν ραγισμένη. Η κηδεία θα γίνει αύριο, του είπε. Περιμένω να έρθουν οι κόρες μου, η μία σπουδάζει σε μακρινή πόλη. Θα ήθελα πολύ να έρθω αλλά αύριο πρέπει να είμαι στο γραφείο, είπε και ένιωσε να κοκκινίζει ολόκληρος από ντροπή. Ναι, καταλαβαίνω, είπε εκείνη, δεν πειράζει. Έμειναν πάλι για λίγο αμίλητοι στην ησυχία ώσπου εκείνη άρχισε να κλαίει. Κάθισε στο πεζούλι δίπλα της. Ένιωθε αμήχανα αλλά δεν μπορούσε να μην συνδεθεί κάπως μαζί της γιατί είχαν μεγαλώσει μαζί και κάποτε αγαπούσε ο ένας τον άλλον. Και ξαφνικά άρχισαν να μιλάνε. Για τη μητέρα της αρχικά, ύστερα για τη δική του μητέρα, μετά για τα παιδικά τους παιχνίδια, για άλλους φίλους που είχαν τότε, για τις δουλειές τους, για τις κόρες της και για το διαζύγιο, που μετά από τόσα χρόνια γάμου ήταν επώδυνο και χρονοβόρο. Κι ύστερα αυτός της είπε για τον ανιψιό του. Για την ανησυχία του και την απελπισία του, τους φόβους του για το μέλλον και την κοπέλα του που ασκούσε κακή επιρροή πάνω του. Εκείνη φάνηκε να δείχνει κατανόηση και χαμογέλασε. Αχ, από μικρός ήθελες να τα τακτοποιείς όλα. Δυστυχώς δεν μπορούμε να


ελέγχουμε τις ζωές των άλλων και απόλυτα ούτε καν τη δική μας ζωή. Συνήθως όταν είσαι νέος ερωτεύεσαι άτομα ακατάλληλα. Και τότε εκείνος σκέφτηκε ότι όταν ήταν νέος δεν ερωτεύτηκε γιατί τα καθήκοντα ήταν πολλά και όταν μετά είχε μεγαλώσει οι σχέσεις που έκανε απέτυχαν. Του ήταν δύσκολο να προσαρμόζει τον εαυτό του στις επιθυμίες και τις συνήθειες των συντρόφων του και να μοιράζεται τη ζωή του. Και μετά για έναν απροσδιόριστο λόγο σκέφτηκε τον πατέρα του. Ίσως ο πατέρας μου ερωτεύτηκε σε εκείνο το λιμάνι και ξεκίνησε μια νέα ζωή. Ίσως εκείνος είχε στείλει το γράμμα. Είναι άσχημο που δεν θα μάθεις ποτέ, ψιθύρισε εκείνη. Ναι, απάντησε και ξερόβηξε. Μετά σιώπησαν και οι δύο για λίγη ώρα. Πάμε καλύτερα, είπε, θα σκοτεινιάσει σε λίγο. Ο ουρανός είχε αρχίσει να κοκκινίζει και σε λίγο θα νύχτωνε. Γύρισε και κοίταξε μια τελευταία φορά το λευκό εκκλησάκι. Σηκώθηκαν και άρχισαν να περπατούν δίπλα-δίπλα αμίλητοι. Τα χρώματα της δύσης ήταν όμορφα μελαγχολικά. Ήταν και οι δύο λυπημένοι. Ήθελε να της πιάσει το χέρι, όπως όταν ήταν παιδιά και έπαιζαν τους παντρεμένους. Δεν τόλμησε, όμως. Έκλεισε σφιχτά την παλάμη του. Εκείνη σαν να το διαισθάνθηκε τον έπιασε από το μπράτσο. Ο ουρανός από πάνω τους σκούραινε όλο και πιο πολύ και τα δέντρα γύρω άρχισαν να δείχνουν πιο άγρια. Περπάτησαν σκυφτοί ο ένας δίπλα στον άλλον. Μέχρι που το απόγευμα χάθηκε στο σκοτάδι.


Η Ανεστραμμένη Εικόνα της Ευτυχίας Είναι σχεδόν ξημερώματα και δεν έχει κοιμηθεί καθόλου. Θέλει να διώξει τις σκέψεις, να κλείσει τα μάτια και να χαθεί σε έναν ήρεμο ύπνο αλλά της είναι αδύνατο. Αύριο το πρόσωπό μου θα είναι χάλια, σκέφτεται και φαντάζεσαι με τρόμο τους μαύρους κύκλους που θα αντικρίσει. Μα τι της συμβαίνει; Τι ξαφνικά έχει αλλάξει; Γιατί νιώθει τόση ταραχή χωρίς κάτι άσχημο να συμβαίνει στη ζωή της; Εδώ να κάνουμε μια παρέμβαση και να σας πούμε λίγα λόγια για την ηρωίδα αυτής της ιστορίας. Είναι μια πολύ όμορφη γυναίκα, γύρω στα πενήντα. Αυτές είναι δύο πληροφορίες που πρέπει να ξέρετε. Η ομορφιά ήταν κάτι που την καθόριζε σε όλη της τη ζωή. Όταν ήταν μικρή, ο πατέρας της τής έλεγε συνεχώς πόσο όμορφη ήταν. Η μικρότερη αδερφή της δεν ήταν τόσο ωραία αλλά συνήθως γινόταν πιο συμπαθητική στους άλλους χάρη στον πιο γλυκό χαρακτήρα της. Τώρα συνεχίζει να είναι γλυκιά και ποτέ δεν παραπονιέται για τον χρόνο που περνάει από πάνω της. Ενώ εκείνη τον τελευταίο καιρό κοιτάζεται στον καθρέφτη και είναι σαν να βλέπει μια άλλη. Μικρές ρυτίδες σχηματίζονται στις άκρες των πράσινων ματιών της, στο καλοσχηματισμένο στόμα της και στο μέτωπό της. Μην φανταστείτε κάτι υπερβολικό. Παραμένει εντυπωσιακή γυναίκα. Όμως η αλλοτινή δροσερή ομορφιά της αρχίζει και χάνεται και αυτό δεν το αντέχει. Να συνεχίσουμε λοιπόν την ιστορία μας. Είμαστε τώρα εκεί που η ηρωίδα έχει σηκωθεί ταλαιπωρημένη από την αϋπνία και πίνει αμίλητη καφέ απέναντι από τον άντρα της. Εκείνος διαβάζει τα ηλεκτρονικά μηνύματα που έχει στο κινητό του τηλέφωνο. Δεν έχει προσέξει πως η γυναίκα του δεν είναι καλά κι αυτό την εξοργίζει. Ο διάλογος που ακολουθεί είναι περίπου ο εξής. « Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ» «Η ζέστη μπορεί να φταίει. Και στην ηλικία σου οι γυναίκες έχουν εξάψεις από όσο ξέρω.» «Δεν έχω εξάψεις! Απλώς είμαι αγχωμένη.» «Για ποιο λόγο;» «Δεν ξέρω. Νιώθω ένα αόριστο άγχος.» «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω σε αυτό.» «Ίσως φταίει που το παιδί έφυγε από το σπίτι.» «Ο γιος μας δεν είναι πια παιδί. Και θα έπρεπε να χαίρεσαι που φτιάχνει τη ζωή του.» «Ξέρεις ότι αυτήν δεν τη συμπαθώ.» «Το ξέρω και δεν καταλαβαίνω γιατί.» «Νομίζω ότι το παίζει έξυπνη.» «Εγώ νομίζω ότι είναι έξυπνη. Και έξυπνη είναι και όμορφη είναι, όλα τα καλά τα έχει.» «Όμορφη δεν τη λες.» «Επειδή δεν πηγαίνει τρεις φορές την εβδομάδα στο κομμωτήριο όπως εσύ; Εγώ θα την έλεγα απλή και ομορφούλα.» «Είναι απεριποίητη.»


«Υπερβολές.» «Ο γιος μας είναι για κάποια καλύτερη.» «Ας του επιτρέψουμε να κάνει τις επιλογές του.» «Αρχίζεις πάλι τις φιλοσοφίες σου. Μα τι γονιός είσαι εσύ που δεν νοιάζεσαι;» «Επειδή νοιάζομαι τον αφήνω ελεύθερο.» «Όλο λόγια, λόγια… Στην πραγματικότητα είσαι εντελώς αδιάφορος.» «Βαρέθηκα να σε ακούω. Φεύγω.» «Στο καλό!» Αυτά περίπου ειπώθηκαν ανάμεσα στην ηρωίδα και στον σύζυγό της. Εκείνος πήρε τον χαρτοφύλακά του κι έφυγε για τη δουλειά κι εκείνη πήγε στο μπάνιο και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Και όταν μετά κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη σχεδόν τρόμαξε. Για λίγο σαν να αντίκρισε στον καθρέφτη μια δυστυχισμένη, ταλαιπωρημένη γριά. Άγγιξε τα μάγουλά της και η πραγματική της εικόνα επανήλθε. Είμαι όμορφη, σκέφτηκε. Οι άντρες στον δρόμο ακόμη με κοιτάζουν. Και αποφάσισε να πάει στο γυμναστήριο για να γυμνάσει το καλοδιατηρημένο της σώμα. Στον γυμναστήριο δεν έγινε κάτι σημαντικό πέραν ενός ανεπαίσθητου φλερτ με τον νεαρό γυμναστή, που την έκανε να νιώσει λίγο καλύτερα. Μετά γύρισε στο σπίτι και έκανε ένα κρύο ντους. Βγήκε από το μπάνιο και άρχισε να απλώνει πάνω της τις πανάκριβες κρέμες της και τότε χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η αδερφή της. «Γεια σου», της λέει χαρούμενα. «Α, εσύ είσαι; Γεια.» «Τι διάθεση είναι αυτή, καλέ; Συμβαίνει κάτι;» «Όχι, απλώς δεν κοιμάμαι καλά τελευταία.» «Γιατί; Συμβαίνει κάτι;» «Όχι.» «Τότε γιατί δεν κοιμάσαι; Είναι περίεργο εσύ να χάνεις τον ύπνο σου. Όλα καλά πάνε στη ζωή σου. Δεν δουλεύεις, ο άντρας σου έχει μια καλή δουλειά, ζείτε στο ωραίο σπίτι σας, ο γιος σου πήρε πτυχίο, βρήκε δουλειά και τώρα μένει με μια καλή κοπέλα. Και έχετε και την υγεία σας, αν μη τι άλλο βασικό για να μπορείς να χαρείς το οτιδήποτε.» Η κόρη της αδερφής της είχε πρόσφατα απολυθεί, οπότε εκείνη έχει έναν λόγο παραπάνω να χάνει τον ύπνο της, ωστόσο δεν θέλει να της πει κάτι επ’ αυτού. «Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Δεν μπορώ να το εξηγήσω.» «Δεν σε καταλαβαίνω μερικές φορές. Να σου πω αυτό που ήθελα γιατί έχω και δουλειά. Η μητέρα παραπονιέται ότι δεν πηγαίνεις να τη δεις. Χθες με ζάλισε, «δυο κόρες έκανα, μία βλέπω» λέει συνεχώς τελευταία.» «Έχω δουλειές.» «Με κοροϊδεύεις;» «Όχι, έχω δουλειές αυτόν τον καιρό και δεν προλαβαίνω.» «Με κοροϊδεύεις μάλλον. Στην αδερφή σου μιλάς, όχι σε καμιά από τις φιλενάδες σου. Ξέρω ότι δεν έχεις απολύτως καμιά δουλειά, γιατί τη δουλειά σου την άφησες πριν χρόνια και τις δουλειές του σπιτιού πληρώνεις για να τις κάνει μια δύσμοιρη μετανάστρια. Λοιπόν, η μητέρα…»


«Τι θέλει τώρα κι αυτή; Αφού πηγαίνεις εσύ, η καλή κόρη. Όταν πηγαίνω εγώ να τη δω, μαλώνουμε. Γιατί να ταραζόμαστε και οι δύο;» «Ακόμη δεν έχεις ξεπεράσει τα παιδικά τραύματα;» «Λοιπόν, σε κλείνω, γιατί έχω δουλειά τώρα…» Πριν προλάβει να απαντήσει η αδερφή της, είχε κλείσει το τηλέφωνο εκνευρισμένη. Επιστρέφει στις κρέμες της αλλά δεν είναι για εκείνη πια απόλαυση. Τις αρπάζει όλες και τις πετάει κάτω με δύναμη. Και αρχίζει πάλι να κλαίει με λυγμούς. Εδώ να κάνουμε άλλη μια παρένθεση. Όπως θα καταλάβατε η ηρωίδα μας δεν είχε ποτέ καλή σχέση με τη μητέρα της, αντιθέτως ήταν το λατρεμένο κοριτσάκι του μπαμπά της. Εκείνον τον έχασαν πριν αρκετά χρόνια, η μαμά της πάλι είναι μια κοτσονάτη γιαγιά όλο ενέργεια αλλά και με γλώσσα φαρμακερή. Με τη δεύτερη κόρη τα πηγαίνει καλύτερα χάρη στον πιο ήπιο της χαρακτήρα. Τον δύστροπο τρόπο της μητέρας της έχει μάθει πια να τον αντέχει αλλά αυτό που τώρα δεν αντέχει όταν πηγαίνει στο σπίτι της είναι το στραπατσαρισμένο πρόσωπό της, τα κρεμασμένα μπράτσα, το γυρτό, αδυνατισμένο κορμί της. Έτσι θα γίνω λοιπόν; , αναρωτιέται καμιά φορά αλλά διώχνει αμέσως αυτή τη σκέψη, τη διώχνει τόσο αμέσως που στιγμιαία την ξεχνάει και είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Όταν συνέρχεται και από το δεύτερο κλάμα, πηγαίνει στην κουζίνα και ετοιμάζει φαγητό. Όχι πολύ νόστιμο, πάντως τρώγεται. Όταν είναι και το φαγητό έτοιμο κι ενώ σκέφτεται ότι δεν έχει κουράγιο να πάει στο κομμωτήριο, χτυπάει το κουδούνι. Είναι η γυναίκα που μένει στον κάτω όροφο. Καμιά φορά πίνουν καφέ και τα λένε, αν και της φαίνεται κάπως παράξενη και συνήθως δεν καταλαβαίνει αυτά που της λέει. Είναι μεγαλύτερή της, δασκάλα που πρόσφατα συνταξιοδοτήθηκε. «Δεν φαίνεσαι καλά. Τι έχεις;», τη ρωτάει και είναι ο πρώτος άνθρωπος που δείχνει να καταλαβαίνει πραγματικά ότι εκείνη αν και χωρίς λόγο, υποφέρει. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Και κλαίω πολύ εύκολα και θυμώνω.» «Το έπαθα κι εγώ, όταν βγήκα στη σύνταξη. Μου ήταν πολύ δύσκολο να προσαρμοστώ. Τον πρώτο καιρό έκλαιγα συνεχώς και τα βράδια δεν κοιμόμουν. Μου έλειπαν πολύ τα παιδιά. Τώρα ευτυχώς είμαι καλά.» «Πώς το ξεπέρασες; Πήρες χάπια; Εκεί θα καταλήξω μου φαίνεται. Αν συνεχιστεί αυτό καιρό θα καταστραφεί το δέρμα μου.» «Όχι, δεν πήρα χάπια. Απλώς έχω μάθει τις δυσκολίες κάθε ηλικίας να τις αντιμετωπίζω σαν μια νέα πρόκληση, κάτι καινούριο να μαθαίνω από αυτές και να προχωράω. Βρήκα άλλα πράγματα να κάνω για να γεμίζω τη ζωή μου.» «Ααα», την κοιτάζει παραξενεμένη χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει. Κι ύστερα της βάζει καφέ σε μια κούπα για να κρύψει την αμηχανία της και την οδηγεί στο μεγάλο, όμορφο σαλόνι. «Δεν είναι εύκολο να μεγαλώνει κανείς», συνεχίζει η δασκάλα και κάθεται με άνεση στην πολυθρόνα. «Σκέφτομαι πολύ σοβαρά να κάνω ενέσεις στο πρόσωπο… Ξέρεις…»


Η δασκάλα αρχίζει να γελάει και τα στρογγυλά της μάτια της φωτίζονται. «Τι ωραία που τα λες!» Νομίζει πως αστειεύομαι, σκέφτεται. Μα δεν επικοινωνούμε καθόλου με αυτή τη γυναίκα. Όμως της αρέσει η παρέα της γιατί κάτι στην αύρα της την ηρεμεί. «Μήπως παίζει ρόλο που ο γιος σου έφυγε από το σπίτι;» τη ρωτάει ύστερα σοβαρά. «Η αλήθεια είναι ότι από τότε που έφυγε ξεκίνησαν οι αϋπνίες. Ανησυχώ πολύ γι’ αυτόν. Και έχουμε απομακρυνθεί. Δεν θέλει να έρχεται γιατί λέει ότι δεν του αρέσει το ύφος μου, όταν μιλάω στην κοπέλα του. Μα τι να κάνω; Αφού δεν είναι για εκείνον!» «Ίσως πρέπει να της δώσεις μια ευκαιρία.» «Δεν νομίζω πως θέλω. Θέλω να χωρίσουν, τίποτε άλλο. Μου λείπει το αγοράκι μου. Πικραίνομαι τόσο που μου μιλάει απότομα στο τηλέφωνο. Εκείνος δεν παίρνει ποτέ, όταν εγώ του τηλεφωνώ μου λέει δυο κουβέντες και κλείνει. Δεν τον αναγνωρίζω πια. Και ο πατέρας του αδιάφορος, θέλω να τον σκοτώσω. Πώς γίναμε έτσι;» «Δεν πρέπει να βάζουμε εμπόδια στα παιδιά μας, όταν προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους. Δεν είναι αυτός ο ρόλος μας, δεν μας ανήκουν.» «Μα τον αγαπώ όσο τίποτα…», λέει και από τα μάτια της κυλάνε δάκρυα. Η δασκάλα της χαϊδεύει την πλάτη τρυφερά, ανατριχιάζει. Η μητέρα της ποτέ δεν την είχε αγγίξει έτσι. «Με τον άντρα μου δεν μιλάμε πια. Μόνο για το τι θα φάμε και για τις εξόδους μας. Όταν είναι οι φίλοι μας μπροστά, τον αγκαλιάζω τρυφερά και λέω σε όλους τι καλός σύζυγος που είναι. Στο σπίτι δεν θέλω να τον αγγίξω, νιώθω ότι τον μισώ.» «Δεν είχα καταλάβει ότι περνάς τόσο δύσκολα. Δείχνετε όντως τόσο ευτυχισμένοι.» «Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ως τώρα ότι περνάω δύσκολα, λέει κάπως σαστισμένη με τη συνειδητοποίηση αυτή. Εσύ πώς καταφέρνεις να είσαι καλά; Ζηλεύω την ηρεμία που αποπνέεις.» «Προσπαθώ να βρίσκω μικρά νοήματα στο καθετί.» Πάλι δεν την καταλαβαίνει. Αλλά της αρέσει να την ακούει. Την κοιτάζει με μάτια κλαμένα, σαν υπνωτισμένα, απελπισμένη να πιαστεί από κάτι που θα της πει. «Πρόσφατα διάβασα το βιβλίο ενός Εβραίου ψυχιάτρου, που στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Λέει ότι ακόμη και την απόλυτη εξαθλίωση μπορεί να αντέξει κάποιος αν καταφέρνει να βρίσκει νόημα στον κάθε πόνο.» Πάλι δεν την καταλαβαίνει. Πώς να βρει νόημα στα μπράτσα της που θα κρεμάσουν, στη μοναξιά, στην απόρριψη από τον γιο της; Ξεσπάει πάλι σε κλάματα. Η δασκάλα την αγκαλιάζει και σε αυτήν την αγκαλιά θυμάται τον πατέρα της και γίνεται αδύναμο κοριτσάκι, μόνο, χαμένο και σπαρταρά. Κάπως έτσι περνάει αρκετή ώρα και δεν το καταλαβαίνει. Μα πέρασαν


χρόνια και δεν το κατάλαβε, ο χρόνος είναι ένας λωποδύτης που σε ξεγυμνώνει λίγο-λίγο κι όταν καμιά φορά το συνειδητοποιείς, παγώνεις. «Πρέπει να φύγω, λέει η δασκάλα. Ο γιος μου θα φέρει σε λίγο την εγγονή μου. Πόσο ανυπομονώ να δω τη μικρούλα μου!». Τα μάτια της πάλι φωτίζονται. Εκείνη με τρόμο σκέφτεται πώς μπορεί σε λίγο καιρό να γίνει γιαγιά και μάλιστα από τη συγκεκριμένη νύφη. Δεν λέει κάτι, αλλά νιώθει κάτι σαν δηλητήριο να βγαίνει από την ψυχή της κι ύστερα να γυρνά πάλι πίσω σε αυτήν. «Ωραία φωτογραφία. Πού είστε εδώ;», ρωτά η δασκάλα δείχνοντας τη μεγάλη κορνίζα στο ράφι της βιβλιοθήκης. Είναι εκείνη, ο άντρας της και ο γιος της καλοντυμένοι, αγκαλιασμένοι και χαμογελαστοί. «Στον γάμο της ανιψιάς μου.» Παίρνει την κορνίζα και κοιτάζει εξονυχιστικά τη φωτογραφία αλλά δε βλέπει πια τα όμορφα πρόσωπα, παρά εκείνη γριά και κλαμένη, τον άντρα της απόμακρο και ξένο, τον γιο της να την κοιτάζει με μίσος. «Θα σε συμβούλευα να πας έναν περίπατο για να ηρεμήσεις. Μπορεί να σε βοηθήσει να δεις αλλιώς τα πράγματα.» «Σ’ ευχαριστώ. Και ελπίζω όσα είπαμε να μείνουν μεταξύ μας.» «Μην το συζητάς, καλή μου…», λέει η δασκάλα τρυφερά και φεύγει κλείνοντας την πόρτα πίσω της. «Αντίο…», ψιθυρίζει με παγωμένο βλέμμα και αφήνει πάλι στο ράφι την κορνίζα. Ρίχνει μια τελευταία ματιά και αποστρέφει το βλέμμα γιατί σε αυτή την όμορφη φωτογραφία δεν βλέπει παρά την ανεστραμμένη εικόνα της ευτυχίας της. Τα λόγια της δασκάλας αν και δεν τα κατάλαβε απόλυτα άγγιξαν μέσα της αόρατες χορδές. Τώρα το αν θα εξελιχθούν σε κάτι ή αν τελικά θα βρει ανακούφιση στα χέρια ενός πλαστικού χειρουργού που θα τραβήξουν το δέρμα της είναι κάτι το οποίο εμείς δεν μπορούμε να ξέρουμε. Γιατί εξαρτάται αποκλειστικά από εκείνη.


Μικρά, Μικρά Βήματα Ήταν μια μέρα όμορφη αλλά εγώ δεν ήθελα να βγω από το σπίτι. Όπως τις περισσότερες όμορφες μέρες δηλαδή. Οι όμορφες μέρες με έκαναν να νιώθω πιο άσχημα και επιπλέον τότε βγαίνει ο περισσότερος κόσμος έξω κι εγώ μετά το ατύχημα δεν ήθελα να με βλέπουν πολλοί άνθρωποι. Ούτε ήθελα να βλέπω εγώ ανθρώπους άλλους, χαρούμενους και να συγκρίνομαι μαζί τους και να ζηλεύω τη χαρά τους. Ήμουν βυθισμένος σε μια δυστυχία, που μέχρι τότε πίστευα πως δικαιολογούσε απόλυτα η κατάστασή μου και γι’ αυτή τη δυστυχία δεν ντρεπόμουν. Μισούσα τον εαυτό μου, τους άλλους, τη ζωή μου και κυρίως την τύχη μου. Η κακή μου τύχη έφταιγε για όλα, αν δεν ήμουν σε εκείνο το αυτοκίνητο σε εκείνον τον δρόμο εκείνη τη μέρα εκείνη τη στιγμή, τώρα θα ήμουν κι εγώ ένας άνθρωπος φυσιολογικός σαν όλους τους άλλους και θα έβγαινα χαμογελαστός στη λιακάδα. Έτσι πίστευα μέχρι να συναντήσω εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό τον παλιό μου φίλο, τότε που βγήκα τελικά για να αγοράσω τσιγάρα αποφασισμένος να γυρίσω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να κρυφτώ πάλι στο σκοτεινό μου σπίτι. Καλύτερα, όμως, να πάρω τα πράγματα από την αρχή. Θα σας τα διηγηθώ όσο πιο συνοπτικά γίνεται γιατί δεν μου αρέσει να χάνομαι σε λεπτομέρειες και γιατί νομίζω ότι με λίγα λόγια μπορεί να πει κανείς πολλά. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια ήσυχη γειτονιά και η ζωή μου κυλούσε ήρεμα μέχρι τα είκοσι ένα μου χρόνια. Ήρεμα και φυσιολογικά, με χαρές και αγωνίες καθημερινές και χωρίς κανέναν προβληματισμό για το πεπρωμένο, την τύχη και την αδικία της ζωής. Στην ίδια γειτονιά έμενε και ο φίλος μου, αυτός που σας ανέφερα και πολύ τον αγαπούσα. Στο σχολείο ήμασταν αχώριστοι και όταν περάσαμε σε διαφορετικές σχολές στο πανεπιστήμιο συνεχίσαμε να κάνουμε παρέα αν και σε όχι τόσο τακτική βάση. Το καλοκαίρι που κλείσαμε τα είκοσι ένα μας χρόνια συνέβη το ατύχημα που με άλλαξε, κι εμένα ως άνθρωπο και τη ζωή μου ολόκληρη. Ένα βράδυ είχαμε βγει με δύο φίλους του. Στην επιστροφή τα ξημερώματα καθόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλον στο πίσω κάθισμα, κουρασμένοι και ικανοποιημένοι από το ξενύχτι και μπροστά οι φίλοι του σιγοτραγουδούσαν το τραγούδι που έπαιζε στο ραδιόφωνο. Ένας μεθυσμένος οδηγός που βρισκόταν εκείνη την ώρα ακριβώς από πίσω μας πάτησε γκάζι αντί για φρένο και έριξε το αυτοκίνητό του πάνω μας. Ο οδηγός σκοτώθηκε επί τόπου και νομίζω πως ποτέ δεν θα ξεχάσω το κομματιασμένο του σώμα στην άσφαλτο. Από το δικό μας αυτοκίνητο τραυματιστήκαμε μόνο εγώ και ο φίλος μου, εγώ στο πόδι, εκείνος στη σπονδυλική στήλη. Δεν ήθελα να θυμάμαι εκείνες τις στιγμές αλλά δεν περνούσε μέρα που να μην τις σκέφτομαι. Το σοκ, ο πόνος, αυτή η αίσθηση πως δεν είχα φωνή, η σειρήνα του ασθενοφόρου, αίμα, άγνωστα χέρια πάνω μου, πόνος, τα μάτια μου να κλείνουν πάνω σε ένα φορείο κι ύστερα πάλι να ανοίγουν στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, η μάνα μου κατάχλωμη από πάνω μου, ο πόνος στο πόδι μου, κάτι μου είπαν για εγχείρηση, εγώ βυθιζόμουν στον πόνο, έκλεινα τα μάτια, χανόμουν, ύστερα κάπως συνήλθα, έγινε η εγχείρηση,


φυσιοθεραπείες, πατερίτσες κι ύστερα δεν βελτιωνόταν, θα έμενα κουτσός λοιπόν; Ναι, θα έμενα κουτσός. Ήμουν είκοσι ενός έτους και θα έπρεπε να σέρνω το κατεστραμμένο μου πόδι σαν γέρος σακάτης για το υπόλοιπο της ζωής μου και φυσικά όλοι στον δρόμο θα με κοιτούσαν με λύπηση και καμιά γυναίκα δεν θα ήθελε δίπλα της κάποιον σαν εμένα. Όλοι μου έλεγαν πόσο τυχερός ήμουν που είχα επιζήσει, πως θα μπορούσα να μην ζω. Κι εγώ κουνούσα το κεφάλι μου και αναρωτιόμουν με τρόμο πώς όμως θα ζούσα. Και ο φίλος μου; Εκείνος ήταν σε χειρότερη μοίρα. Έμεινε παράλυτος από τη μέση και κάτω. Δεν ήθελα να τον δω ίσως γιατί μέσα μου τον κατηγορούσα επειδή ήμουν με τη δική του παρέα, όταν συνέβη αυτό το φρικτό ατύχημα. Επίσης δεν ήξερα τι να του πω. Ήμουν τόσο απελπισμένος κι εκείνος ήταν σε θέση πιο απελπιστική. Τον λυπόμουν και τον πρώτο καιρό ήθελα να τον αποφύγω. Λίγους μήνες μετά όμως έμαθα ότι πήγε να μείνει στο σπίτι του παππού του στην άλλη άκρη της πόλης. Ήταν μονοκατοικία και έπρεπε να προσαρμόσει τη ζωή του στο αναπηρικό καροτσάκι στο οποίο καταδικάστηκε να μείνει καρφωμένος για πάντα. Εκείνος μου τηλεφώνησε κάποιες φορές, του μίλησα κάπως κοφτά και απέφυγα να τον συναντήσω. Μετά το πήρε απόφαση και δεν επικοινώνησε ξανά. Το παλεύει, έλεγε η μητέρα του στη μητέρα μου, είναι δυνατός. Και η μητέρα μου με το παράδειγμά του προσπαθούσε να με εμψυχώσει αλλά εμένα η σκέψη του φίλου μου μού δημιουργούσε μόνο ενοχές και οργή για τη σκληρότητα της ζωής. Κι έτσι πέρασαν χρόνια. Χρόνια που έζησα γεμάτος θυμό και ντροπή. Δεν άντεχα να με κοιτάζουν στο δρόμο να κουτσαίνω, δεν άντεχα να βλέπω τους φίλους μου να χαίρονται, τα βράδια θυμόμουν το ατύχημα κι έκλαιγα βουβά αλλά αυτό το "γιατί σε μένα" ήταν κόμπος στον λαιμό και δεν λυνόταν. Δεν είχα διάθεση για τίποτα, έγινα κυνικός και απομονώθηκα. Με την κοπέλα, με την οποία ήμασταν μαζί από τα χρόνια του σχολείου χώρισα γιατί ένιωθα ότι δεν με καταλάβαινε και δεν μου συμπαραστεκόταν και χρόνια μετά όταν μια άλλη γυναίκα έδειξε ενδιαφέρον για μένα και κάναμε για κάποιο διάστημα κάτι σαν σχέση, μάλλον με τον τρόπο μου την έδιωξα κι εκείνη γιατί ήμουν τόσο πεπεισμένος ότι χαρά άλλη δεν υπήρχε στη ζωή για μένα. Μετά από πολλές απογοητεύσεις και άγχος βρήκα μια δουλειά βαρετή που δεν απαιτούσε επαφή με κόσμο. Έφυγα από το πατρικό μου γιατί δεν άντεχα να στενοχωρώ άλλο τους γονείς μου με την κατήφεια μου και πήγα να μείνω σε ένα μικρό διαμέρισμα στην ίδια γειτονιά. Κι εκεί έμενα μόνος και σχεδόν ποτέ δεν άνοιγα τα στόρια για να μπει έστω και λίγο φως. Μέχρι που συνάντησα τον παλιό μου φίλο πάνω στο αναπηρικό του καροτσάκι έξω από το σπίτι των γονιών του. Φορούσε όμορφα, καθαρά ρούχα, σε αντίθεση με μένα που είχα να αλλάξω μπλούζα τρεις μέρες. Το πάνω μέρος του κορμιού του ήταν πολύ γυμνασμένο και το πρόσωπό του φώτιζε ένα χαμόγελο που με σόκαρε. Ενστικτωδώς πήγα να αλλάξω δρόμο, αλλά με είδε και με φώναξε. Η καρδιά μου σφίχτηκε, ένιωσα ντροπή που τόσα χρόνια δεν είχα πάει να τον δω. Απρόθυμα τον πλησίασα σέρνοντας το σακατεμένο μου πόδι.


Τα πρώτα λεπτά ήταν αμήχανα. Τον παρατηρούσα με έκπληξη, το πρόσωπό του δεν είχε την απελπισία που περίμενα, αντίθετα έδειχνε γοητευτικό. Μιλήσαμε για λίγο τυπικά κι ύστερα θυμήθηκα τι όμορφα που περνούσαμε μαζί, όταν ήμασταν νέοι. Καταραμένο ατύχημα, σκέφτηκα πάλι. Πώς μας κατάντησες και τους δύο έτσι, εμένα κουτσό, εκείνον παράλυτο. Ο φίλος μου ωστόσο φαινόταν χαρούμενος που με έβλεπε και μου ζήτησε να πάμε μια βόλτα στα παλιά μας στέκια. Δεν τόλμησα να αρνηθώ και τον ρώτησα αν χρειαζόταν να σπρώχνω το καροτσάκι. «Μόνο στα πεζοδρόμια γιατί δεν έχει ράμπες. Πάντα ήθελα να κάνω μια βόλτα στη παλιά γειτονιά μας, αλλά μόνος μου δεν μπορούσα. Τι τύχη σήμερα να σε συναντήσω!», είπε και γέλασε. Εγώ τον κοίταξα έκπληκτος. Ξεκινήσαμε. Ευχήθηκα να μην συναντήσουμε πολύ κόσμο, πίστευα ότι το θέαμα θα ήταν αποτροπιαστικό. Εκείνος προχωρούσε μόνος και σε κάθε πεζοδρόμιο τον ανέβαζα ή τον κατέβαζα εγώ. Ήταν κοπιαστικό και με τρόμο σκέφτηκα πως για εκείνον το καροτσάκι ήταν προέκταση του κορμιού του. Όταν φτάσαμε στον πεζόδρομο που βρισκόταν το σχολείο μας ανακουφίστηκα γιατί ένιωθα ότι το σώμα μου δεν άντεχε. Μετά το ατύχημα δεν έκανα κανενός είδους γυμναστική κι αυτό ήταν κάτι που μου είχε κοστίσει, το σώμα μου το ένιωθα βαρύ και το μισούσα. Ο φίλος μου, όμως, κινούσε το καροτσάκι του σαν να ήταν ένα με αυτό και ήταν σαν να κυλούσε, αν μπορεί κανείς να το πει έτσι, ανάλαφρα. Λίγο μετά σταματήσαμε σε ένα παγκάκι. Εγώ κάθισα, εκείνος ήταν ήδη καθισμένος. «Πώς έρχεσαι στο σπίτι των γονιών σου;», τον ρώτησα. «Είναι ευτύχημα το ότι μπορώ να πηγαίνω. Ευτυχώς η είσοδος δεν έχει σκαλιά και στο ασανσέρ χωράει το καροτσάκι. Με το αυτοκίνητό μου έρχομαι.», μου απάντησε χαμογελώντας. «Οδηγείς;», τον ρώτησα και τα μάτια μου γούρλωσαν. «Αναγκαστικά. Είναι πολύ δύσκολο να χρησιμοποιήσω μέσα μαζικής μεταφοράς.» «Εγώ μετά το ατύχημα δεν θέλω να μπαίνω σε αυτοκίνητο…» «Και για μένα ήταν δύσκολο στην αρχή αλλά δεν ήθελα να περάσω όλη μου τη ζωή κλεισμένος σε ένα σπίτι.» Ήμουν σοκαρισμένος. Δεν τον περίμενα έτσι. Ένιωσα κάτι που δεν μου ήταν άγνωστο. Ντροπή για τον εαυτό μου. Όμως μια ντροπή κάπως διαφορετική. Εκείνος σαν να κατάλαβε την έκπληξή μου. Χαμογέλασε γλυκά. «Ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή, επανέλαβε. Πάρα πολύ. Ήθελα να πεθάνω, ήμουν οργισμένος. Μου πέρασε κάποιες στιγμές η σκέψη της αυτοκτονίας αλλά νομίζω πως αυτό ήταν κάτι που δεν ήμουν ικανός να κάνω. Πήγα στο σπίτι του παππού μου, επειδή ήταν μονοκατοικία και θα ήταν πιο εύκολα εκεί αλλά και επειδή δεν άντεχα να είναι όλα γύρω μου όπως πριν κι εγώ να μην είμαι ίδιος. Ανέλαβε τη φροντίδα μου η γυναίκα που τον φρόντιζε κι εκείνον, πολλές φορές ερχόταν να μας βοηθήσει και η κόρη της. Δύσκολα, τόσο δύσκολα όλα στην αρχή.» «Σε καταλαβαίνω», είπα και δάγκωσα τη γλώσσα μου γιατί σκέφτηκα ότι εγώ δεν αντιμετώπισα ποτέ πρόβλημα αυτοεξυπηρέτησης.


«Έκανα, όμως, ό,τι μπορούσα, συνέχισε. Έκανα γυμναστική, κολύμβηση, ψυχοθεραπείες, πήρα αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά, γράφτηκα σε συλλόγους αναπήρων, διάβασα. Ευτυχώς βρήκα μια δουλειά που γίνεται μέσω διαδικτύου από το σπίτι και αυτό είναι μεγάλη ανακούφιση. Κατά καιρούς βέβαια βυθιζόμουν πάλι στην απελπισία, όμως η απελπισία για το οτιδήποτε είναι κάτι που κάποια στιγμή πρέπει να τελειώνει.» «Ναι, ναι…», είπα γιατί δεν είχα άλλα λόγια. «Δεν θα περπατήσω ποτέ ξανά, αλλά μπορώ να βλέπω, να ακούω, να γεύομαι, να μυρίζω, να αγγίζω, να κάνω έρωτα…» «Έρωτα;» τα μάτια μου γούρλωσαν ακόμα μια φορά. «Ναι, ήμουν τυχερός και δεν επηρεάστηκε αυτή η ικανότητα», χαμογέλασε πονηρά και μου θύμισε τα πονηρά του χαμόγελα στην εφηβεία μας. «Και…. πώς;» «Δεν ήταν εύκολο να κάνω σχέση, το καταλαβαίνεις. Εγώ δεν ήμουν ανοιχτός σε αυτό γιατί ντρεπόμουν για τον εαυτό μου. Κάποια στιγμή γνώρισα μια κοπέλα στην πισίνα και έδειξε ενδιαφέρον για μένα. Δεν κράτησε πολύ. Πληγώθηκα πολύ τότε. Όταν όμως συνήλθα κατάλαβα ότι η αγάπη είναι κάτι που δικαιούμαι και κάθε άνθρωπος τη δικαιούται και έχει καθήκον να την προσφέρει στον εαυτό του. Εδώ και τέσσερα χρόνια είμαι με μια κοπέλα από έναν σύλλογο αναπήρων. Εκείνη έχει ελαφριά αναπηρία στο ένα χέρι, οπότε αυτό διευκολύνει πολύ τη ζωή μας. Όταν πέθανε ο παππούς μου, ήρθε να μείνει μαζί μου. Λίγο μετά παντρευτήκαμε και ζούμε όμορφα.» Συνέχισα να τον κοιτάζω σαστισμένος. «Η αναπηρία μου δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπομαι, δυσκολεύτηκα να το καταλάβω αυτό, αλλά από τη στιγμή που το κατάλαβα, άλλαξαν όλα. Είναι απλώς μια κατάσταση που με περιορίζει. Αρνούμαι να χαρακτηρίζομαι αποκλειστικά από αυτήν, πρέπει όμως να είμαι φίλος της και μαζί της να συμπορευτώ για μια πιο εύκολη ζωή.» Και πάλι δεν είπα τίποτα αλλά μέσα μου ήταν σαν να γινόταν σεισμός. Εκείνος μαζεύτηκε. «Αν αρχίσω να μιλάω, δεν σταματάω… Ελπίζω να μη σε ζάλισα.» «Όχι, καθόλου» του είπα. Ύστερα με ρώτησε για τη δική μου ζωή και του μίλησα λίγο για τους γονείς μου και τη δουλειά μου. Ανακουφίστηκα όταν λίγο μετά μου είπε ότι έπρεπε να φύγει γιατί είχε κανονίσει κάτι. Επιστρέψαμε ως το αμάξι του, πάλι κουράστηκα με το καροτσάκι και προσπάθησα να μην το δείξω. Το πρόσωπό μου ήταν συννεφιασμένο, όταν έμπαινε στο αυτοκίνητο κι εκείνος σαν να κατάλαβε τι σκεφτόμουν. «Θυμώνω ακόμα μερικές φορές και λυπάμαι. Αλλά έμαθα να μην κρατάω μέσα μου για πολύ ούτε οργή ούτε παράπονο και να αποδέχομαι. Η ζωή μάς βάζει εμπόδια αλλά εμείς συχνά φερόμαστε πιο σκληρά στον εαυτό μας από ό,τι μας φέρθηκε η μοίρα και τα εμπόδια που του βάζουμε είναι μεγαλύτερα. Αν υπάρχει κάτι πολύ δύσκολο σε αυτή τη ζωή είναι η αποδοχή. Όταν όμως μάθεις να αποδέχεσαι όσα δεν μπορείς να αλλάξεις, αρχίζεις να ζεις με όσα σου προσφέρονται και για τους περισσότερους ανθρώπους αυτά


δεν είναι λίγα. Όλα να ξέρεις γίνονται με μικρά, μικρά βήματα. Να προσέχεις τον εαυτό σου!» «Θα τα ξαναπούμε;», είπα μέσα από τα δόντια μου αλλά εκείνος δεν το άκουσε. Μου κούνησε το χέρι και είδα το αυτοκίνητό του να χάνεται στον δρόμο ανάμεσα σε άλλα αυτοκίνητα, που ποιος ξέρει τι βάσανα κουβαλούσαν κι αυτά. Κι ύστερα γύρισα στο σπίτι μου σέρνοντας το κουτσό μου πόδι και τη λύπη μου. Μέσα μου είχε κάτι γκρεμιστεί, αλλά μέσα μου ήταν και κάτι που είχε ρίζες βαθιές, αυτή η αρνητική μου στάση μου απέναντι στη ζωή, η απαισιοδοξία, η παραίτηση, η επιμονή μου να πονάω. Το σπίτι ήταν σκοτεινό όπως και η ψυχή μου και πώς μπορεί κάποιος να αλλάξει την ψυχή του, όταν με αυτήν έχει μάθει τόσα χρόνια να ζει; Μικρά, μικρά βήματα, άκουσα μέσα μου τη φωνή του φίλου μου. Και με μικρά κουτσά βήματα, πήγα στο παράθυρο της κουζίνας κι ανέβασα τα στόρια. Κι ύστερα πήγα και άνοιξα τα στόρια στις μπαλκονόπορτες και το σκοτεινό μου σπίτι φωτίστηκε ξαφνικά. Κάπως έτσι κατάλαβα πως η δυστυχία στην οποία υπέβαλα τον εαυτό μου τόσα χρόνια ήταν, αν μη τι άλλο, περιττή.



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.