Ηλίας Μακης
Η Οδύσσεια ενός Υπερανθρώπου ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2012
1
2
Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ
3
4
ΗΛΙΑΣ ΜΑΚΗΣ
Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ
Την δεκαετία του 1950 ανακαλύφθηκαν οι παλιότερες διατηρημένες παιδικές ζωγραφιές. Χρονολογούνται στην διάρκεια του Μεσαίωνα, ανάμεσα στον 12ο και 15ο αιώνα και έγιναν από ένα αγόρι, 6 με 7 ετών, που λέγονταν Όνφιμ και παρίσταναν σκηνές μάχης, μεγάλους πολεμιστές και τέρατα που πετούσαν φωτιά. Επειδή πάντα θα υπάρχει ένα παιδί που ονειρεύεται μέσα μας, η ιστορία που ακολουθεί είναι η προσπάθεια του μικρού παιδιού μέσα μου να ζωγραφίσει με λέξεις τα όνειρά του: τον Υπεράνθρωπο και την Αιώνια Αγάπη!
ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2012
5
ΜΕΡΟΣ I Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΞΕΚΙΝΑ
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο, το μ ε τ α ξ ύ φ ω τ ε ι ν ό δ ι ά σ τ η μ α τ ο λ έ μ ε Ζ ω ή ! Ασκητική-Νίκος Καζαντζάκης
ΕΝ ΑΡΧΗ…
Δεν ξέρω πώς να αρχίσω… είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να σας πω. Αναρωτιέμαι βέβαια τι σχέση έχουν οι άλλοι, όλοι εσείς, με το σύμπαν που υπάρχει μέσα μου! Ίσως καμία… ίσως τα πάντα… ποιος να ξέρει! Ξεκινάω να γράφω και δημιουργώ έναν κόσμο εξωτερικό, αντικειμενοποιώ τα όνειρά μου. Δεν γνωρίζω αν θα τα αντέξετε, αλλά θέλω να σας μιλήσω για Αυτόν που έρχεται! Καλώς ήρθατε στον κόσμο μου, όπου τούτη την στιγμή βλέπουμε από ψηλά, πολύ ψηλά, το σκοτάδι να γλιστράει, σχεδόν να σέρνεται, αργά πάνω απ’ την ήπειρο της Ευρώπης, καθώς η Γη μας στροβιλίζεται γύρω απ’ τον εαυτό της σε ένα μοναχικό χορό μες το απέραντο κενό. Προσπερνάμε γρήγορα τους δεκάδες δορυφόρους που κινούνται γύρω μας και πλησιάζουμε λίγο πιο κοντά! Βλέπουμε τώρα ξεκάθαρα τα φωτεινά κομμάτια γης, άλλα μεγαλύτερα κι άλλα μικρότερα, που απλώνονται διάσπαρτα μπροστά μας, καθώς και τις γραμμές που τα συνδέουν. Βλέπουμε τις πόλεις των ανθρώπων. Ναι, ναι, πλησιάζοντας κι άλλο διακρίνουμε καλύτερα τα δημιουργήματά τους, ένα τεράστιο δίκτυο κτηρίων και δρόμων, που στεγάζουν κι ενώνουν τις ζωές τους. Πώς φτάσαμε άραγε ως εδώ; Η αλήθεια είναι ότι για να σας δώσω να καταλάβετε αυτό που θέλω να σας πω πρέπει να γυρίσουμε πολύ πίσω στον χρόνο, να τα πάρουμε από την αρχή… αλλά για μια στιγμή… κάτι βλέπω. Δυο σώματα… ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Να, κοιτάξτε εκεί… κάπου στην ενδοχώρα, μου φαίνονται σαν δυο ερωτευμένοι νέοι, ξαπλωμένοι καθώς είναι αγκαλιασμένοι στο ψηλό και μαλακό σαν στρώμα, δροσερό γρασίδι. Τι να κάνουν άραγε; Η πρώτη μου σκέψη είναι ότι αγναντεύουν εδώ και λίγη ώρα το υπέροχο πορτραίτο του πεντακάθαρου νυχτερινού ουρανού. Κι εγώ σίγουρα το ίδιο θα έκανα! Το θέαμα που αντικρίζουν είναι μοναδικό και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια το νου τους σε ταξίδια μακρινά. Αμέτρητες κουκίδες φωτός χορεύουν μπρος τα μάτια τους μες το σκοτάδι. Σκοτάδι απέραντο, πηχτό, που τους γεννάει φόβο. Φως, που δημιουργεί ζωή! Ας τους πλησιάσουμε σιωπηλά κι ας ακούσουμε τι έχουν να πουν!
6
«Πώς άραγε ξεκίνησαν και από που προήλθαν όλα αυτά; Ποιος τα δημιούργησε; Ποιος είναι ο σκοπός τους; Υπάρχει αρχή και τέλος; Τι κάνω εγώ εδώ; Ποιο νόημα έχει η ζωή μου; Είμαι ο γιος ενός Θεού ή αποτέλεσμα της Τύχης; Κι εγώ; Ποιος είμαι εγώ;» Αυτές και μύριες ακόμη είναι οι ερωτήσεις που γεννάει το μυαλό των δυο νέων, το μυαλό όλων μας για την ακρίβεια, τροφοδοτούμενο διαρκώς από την άσβηστη φλόγα της ανθρώπινης θέλησης για γνώση. Θέλουμε να κατακτήσουμε τα μυστικά του Σύμπαντος και της ίδιας της ζωής. Και το θέλουμε εδώ και τώρα! Ένας σοφός είπε κάποτε: «Θέλω να γνωρίσω το νου του Θεού! Τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες». Τι υπέροχη φιλοδοξία! Και πόσο αληθινός! Αυτός δεν είναι άραγε ο ανομολόγητος πόθος τόσων και τόσων κυνηγών της γνώσης, που περπάτησαν πάνω στον γαλάζιο πλανήτη μας; Ίσως ακόμη κι αυτών, των «μαρτύρων» της θείας γνώσης, της απόλυτης αλήθειας; Υπάρχει άραγε αυτή; -Τι σκέφτεσαι βλέποντας το απέραντο διάστημα και τόσα πολλά αστέρια να λαμπυρίζουν μες την σκοτεινή του θάλασσα, ρώτησε το κορίτσι έχοντας το βλέμμα της καρφωμένο ψηλά. -Αναρωτιέμαι πως να δημιουργήθηκαν άραγε όλα αυτά. Ποιος να τα έφτιαξε … αν βεβαίως τα έφτιαξε κάποιος, απάντησε σκεπτικό το αγόρι. Διάφορες σκέψεις ξεπηδούσαν αυθόρμητα η μια μετά την άλλη και στροβιλίζονταν μπερδεμένες στο μυαλό του εδώ και ώρα. Άνοιξε τα χείλη του και οι σκέψεις δραπέτευσαν με ορμή από το στόμα του. -Κοίτα… σκέφτομαι ότι η ανθρώπινη νόηση έχει εφεύρει κάποιες θεωρίες τα τελευταία δυόμιση χιλιάδες χρόνια, που απαντούν εν μέρη σε κάποια από τα θεμελιώδη ερωτήματα που μας βασανίζουν. Ερωτήματα για την δημιουργία του κόσμου και της ζωής, για το νόημα της ύπαρξης, για τον αρχέγονο φόβο του θανάτου. Έχουμε σίγουρα ταιριάξει κάποια από τα κομμάτια του τεράστιου αυτού πάζλ. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι έχουν χαρτογραφηθεί κάποιες από τις σκέψεις του Θεού. Ανεξάρτητα αν αυτός υφίσταται ή όχι! Προσωπικά θεωρώ ότι η επιστήμη έχει δώσει τις πιο πειστικές απαντήσεις. Ξεπερνώντας την αμφισβήτηση και την προπαγάνδα τόσων αιώνων από τον μέγιστο εχθρό της, την θρησκεία, έχει φτάσει σήμερα σε ασύλληπτες ανακαλύψεις και εφευρέσεις. Βασισμένη στην συνεχή συσσώρευση γνώσης έχει κατανοήσει σε μεγάλο βαθμό την λειτουργία της φύσης, καταφέρνοντας παράλληλα να την μιμηθεί σε όλη την ασύλληπτη δημιουργική της δόξα! Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω εγώ… Το κορίτσι είχε στρέψει το βλέμμα του τώρα και κοιτούσε συνεπαρμένο το αγόρι, καθώς τον άκουγε να μιλάει με αυξανόμενη ένταση στην φωνή του, μαγεμένος καθώς ήταν από τα αστέρια. Ήταν τόσο παθιασμένος, γεμάτος δέος για αυτό που αντίκριζε που φαινόταν να μονολογεί. -Το βλέπουμε καθημερινά κι η πρόοδος της τεχνολογίας και η ικανότητα του ανθρώπου να δημιουργεί με άπειρους τρόπους αποτελεί την καλύτερη απόδειξη περί αυτού. Μέσω της εκρηκτικής τεχνολογικής εξέλιξης το ανθρώπινο είδος έχει εξελιχθεί πλέον σε διαχειριστή ενός ολόκληρου πλανήτη, της ίδιας της ύπαρξης της ζωής! Αναλογιζόμενοι βεβαίως ότι δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει ζωή και κάπου αλλού. Παρόλα αυτά γνωρίζουμε ότι η γνώση μας δεν είναι απόλυτη και οι συνεχείς εξελίξεις μας βοηθούν να την βελτιώνουμε διαρκώς, έστω κι αν χρειαστεί κάποιες φορές να παραδεχθούμε πως κάναμε λάθος. Ουδείς αναμάρτητος, ψιθύρισε χαμηλόφωνα και έσκασε αμέσως ένα γελάκι, γυρνώντας το βλέμμα του στο κορίτσι που τον κοίταζε γλυκά. Αυτή σκεφτόταν ότι τα θεμελιώδη ερωτήματα που είχε εκφράσει το αγόρι, τα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξής μας, είναι δύσκολο να απαντηθούν και αυτό τα κάνει άκρως διαπραγματεύσιμα. Ο καθένας από μας μπορεί να δώσει τις δικές του απαντήσεις και κατά
7
μία έννοια ... είναι όλες τους σωστές αφού βασίζονται στην σχετική, προσωπική γνώση του καθενός. Για τον νέο όμως απέναντί της, είναι ξεκάθαρο ότι δυο είναι οι μεγάλοι πόλοι γνώσης και αντιπαράθεσης. Η επιστήμη, βασιζόμενη στην ασταμάτητη αναζήτηση της Ιθάκης, το νησί της Σχετικότητας της Ανθρώπινης Γνώσης, η οποία μας παρέχει μόνο μια στιγμιαία αντανάκλαση της αιώνια εξελισσόμενης Ύλης και η θρησκεία, της εξ’ αποκαλύψεως Απόλυτης Αλήθειας, είναι οι δύο αιώνια μαχόμενοι αντίπαλοι που δίνουν τις δικές τους ερμηνείες για την ύπαρξη του κόσμου! -Αλήθεια… γνωρίζεις την ομορφότερη ιστορία του κόσμου, την ιστορία της γένεσης του σύμπαντος μας, ρώτησε με κρυφή αγωνία το αγόρι για να εισπράξει, με ευγνωμοσύνη, ένα χαμόγελο επιδοκιμασίας, που ίσως έκρυβε και λίγο θαυμασμό, απ' το κορίτσι, το οποίο μπορεί να γνώριζε αυτή την ιστορία, αλλά διψούσε ετούτη την στιγμή να την ακούσει απ’ τα χείλη του! Ταυτόχρονα, όμως δημιουργεί ο νέος κι ένα μεγάλο ερωτηματικό, μια εύλογη απορία σε εμάς που τον παρακολουθούμε από ψηλά, χωρίς αυτός να το γνωρίζει βεβαίως. «Τι θράσος! Ακούς εκεί την ομορφότερη ιστορία του κόσμου; Που το πάει άραγε; Τι θέλει να πει;» Δεν ξέρω για σας, πάντως εγώ έχω περιέργεια να τον ακούσω. Θέλω να δω την σκέψη του να ξετυλίγεται και τα λόγια του να μορφοποιούνται σε εικόνες, σκέψεις, συναισθήματα. Θέλω να του δώσω μια ευκαιρία! - Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν από την αρχή. Πώς δημιουργήθηκε άραγε ο υπέροχος κόσμος μας; Να το δυσκολότερο ίσως ερώτημα, που καλούμαστε να απαντήσουμε. Η επικρατέστερη θεωρεία σήμερα, σε καθαρά επιστημονικό επίπεδο, για την γέννηση του κόσμου μας είναι η θεωρεία της Μεγάλης Έκρηξης. Υπάρχουν ίσως επιμέρους διαφωνίες και αντιδικίες, αλλά κατά βάση όλοι, εννοώ τους επιστήμονες διότι οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους έχουμε πλήρη άγνοια, συμφωνούν στον κορμό της θεωρίας. Να τι πιστεύουν… ή νομίζουν, ότι έγινε λοιπόν, είπε το αγόρι και άρχισε να εξιστορεί με καθαρή, ίσως κι αδιόρατα τρεμάμενη, φωνή, που έκρυβε μέσα της πάθος για γνώση, αγωνίες για το αύριο και φόβο για το άγνωστο. Ας γυρίσουμε λίγο πίσω, στην απαρχή του χρόνου, περίπου δεκατριάμιση δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Είσαι έτοιμη; Το κορίτσι κατένευσε κουνώντας το κεφάλι με τα μάτια της ορθάνοιχτα, προσμένοντας να ρουφήξουν τις εικόνες που θα της περιέγραφε. Βρισκόμενος σε πλήρη ψυχική αρμονία με το σκοτεινό διάστημα που αντίκριζε άρχισε να μιλάει: Απόλυτο σκοτάδι… κενό… μια σπίθα φωτός… καθαρή ενέργεια! Κι ένα μηδενικού μεγέθους και άπειρης θερμότητας σύμπαν εκρήγνυται με μια κολοσσιαία δύναμη. Σαν μια φούσκα, που αναβλύζει από το τίποτα μέσα σε βραστό νερό! Φαντάσου το σύμπαν σαν έναν ομογενή πολτό από στοιχειώδη σωματίδια: ηλεκτρόνια, φωτόνια (κόκκοι φωτός), κουάρκ, γκραβιτόνια, γλουόνια, κ.α. Αυτά αποτελούν τα εξωτικά υλικά από τα οποία θα προκύψουν τα πάντα. Αρχίζει να διαστέλλεται με το φως να θεριεύει απότομα και να καταπίνει το σκοτάδι, ενώ ταυτόχρονα η θερμοκρασία του πέφτει. Τότε είναι που ξεκινάει και η διαδικασία της εξέλιξης. Στα πρώτα κλάσματα του δευτερόλεπτου τα γλουόνια και τα κουάρκ ενώνονται, αγκαλιάζονται ή μάλλον … χορεύουν και σχηματίζουν τελικά τα πρωτόνια και τα νετρόνια. Ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο περνάει και η θερμοκρασία του έχει ήδη πέσει στους δέκα περίπου δισεκατομμύρια βαθμούς. Λίγη περισσότερη ζέστη από όσο έχουμε συνήθως, σωστά, ρώτησε χαμογελώντας. Εκατό περίπου δευτερόλεπτα μετά την Μεγάλη Έκρηξη έχει ήδη πέσει στο ένα δισεκατομμύριο βαθμούς, όσο είναι δηλαδή στο κέντρο των πιο θερμών άστρων. Τότε είναι που μπαίνει στο παιχνίδι και η πυρηνική ενέργεια και τα πρωτόνια και
8
τα νετρόνια αρχίζουν να ενώνονται επίσης μεταξύ τους και σχηματίζουν τον πρώτο ατομικό πυρήνα, τον πυρήνα του ηλίου, και στην συνέχεια και άλλων βαρύτερων στοιχείων. Στις πρώτες λίγες ώρες από την στιγμή της δημιουργίας η παραγωγή ηλίου και των άλλων στοιχείων έχει ήδη συμπληρωθεί. Το σύμπαν συνεχίζει να διαστέλλεται και για αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια τίποτα δεν συμβαίνει. Απολυτή σιωπή καθώς το σχέδιο της δημιουργίας παίρνει γοργά και θεαματικά σάρκα και οστά. Το σύμπαν διαστέλλεται έχοντας πεπερασμένο μέγεθος, σαν ένα μπαλόνι που διαρκώς μεγαλώνει, δημιουργώντας όμως χώρο και χρόνο, μέσα σ’ ένα άπειρο κενό… ότι κι αν σημαίνει τούτο, κατέληξε με νόημα και έκανε μια μικρή παύση. Κοίταξε το κορίτσι και την είδε να κουνάει πέρα δώθε τα ματάκια της και να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά της πάνω στην προσπάθειά της να επεξεργαστεί τα λόγια του. Οι εικόνες σχηματίζονταν άπληστα μες το μυαλό της παλεύοντας να μορφοποιήσει αυτά που άκουγε. «Για συνέχισε νεαρέ, έχω περιέργεια να δω που θες να καταλήξεις!» Το αγόρι συνέχισε: Όταν η θερμοκρασία πέφτει στους τρεις περίπου χιλιάδες βαθμούς … ευτυχώς δρόσισε λίγο … η τρίτη ενέργεια, η ηλεκτρομαγνητική, μπαίνει σε λειτουργία. Τα ηλεκτρόνια και οι πυρήνες αρχίζουν να συνενώνονται, κροταλίζοντας και σπινθηροβολώντας και δημιουργούνται έτσι τα πρώτα άτομα υδρογόνου και ηλίου. Εν συνεχεία η εξέλιξη κάνει μια δεύτερη παύση για άλλα περίπου εκατό εκατομμύρια χρόνια μέχρι να συνεχίσει. Βέβαια το σύμπαν ως όλον συνεχίζει να διαστέλλεται. Έλα όμως που κάποιες περιοχές τυγχάνει να είναι λίγο πυκνότερες από τις υπόλοιπες. Σ’ αυτές τις περιοχές εμφανίζεται η τέταρτη και σημαντικότερη ίσως ενέργεια, δηλαδή η βαρύτητα. Τα άτομα αρχίζουν να έλκουν το ένα το άλλο με αποτέλεσμα η διαστολή να επιβραδύνεται. Έτσι, σε κάποια φάση ορισμένες περιοχές σταματάνε να διαστέλλονται και αρχίζουν να συρρικνώνονται. Αυτές οι περιοχές παίζουν το ρόλο «σπερμάτων» γαλαξιών. Η ελκτική τους δύναμη έλκει σ’ αυτούς την γύρω ύλη με αποτέλεσμα η μάζα τους να μεγεθύνεται διαρκώς. Αυτό το φαινόμενο τους επιτρέπει να αυξηθούν τόσο ώστε να σχηματίσουν τους μεγαλειώδεις γαλαξίες, που βλέπουμε τις νύχτες στον ουρανό. Όπως απόψε, πρόσθεσε κοιτώντας με δέος ψηλά. Παράλληλα και κατά την διάρκεια της συρρίκνωσης, λόγο της βαρύτητας, κάποιες περιοχές αρχίζουν να περιστρέφονται με αργό ρυθμό, οδηγώντας στην δημιουργία των δισκοειδών περιστρεφόμενων γαλαξιών. Άλλες περιοχές, που δεν τυγχάνει να αρχίσουν να περιστρέφονται εξελίσσονται στους ελλειπτικούς γαλαξίες. Γαλαξίες κάθε είδους, μορφής και σχήματος με υπέροχα χρώματα κοσμούν σήμερα τον νυχτερινό ουρανό και είναι διαθέσιμοι στο κάθε μάτι να τους δει! Με την πάροδο του χρόνου, τα αέρια υδρογόνου και ηλίου μέσα στους γαλαξίες διαχωρίζονται σε μικρότερα νέφη αέριων, που καταρρέουν κάτω από την ίδια τους την βαρύτητα. Αυτό οδηγεί μέσα από συγκρούσεις και συρρίκνωση σε αύξηση της θερμοκρασίας και πυρηνικές αντιδράσεις σύντηξης. Οι αντιδράσεις αυτές μετατρέπουν το υδρογόνο σε ήλιο και έχουμε έτσι την γένεση των άστρων. Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι το σύμπαν δεν είναι στατικό. Αντιθέτως εξελίσσεται διαρκώς καθώς διαστέλλεται, ψύχεται και αραιώνει. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ιστορία του σύμπαντος δεν είναι τίποτα άλλο από την ιστορία της ύλης, που οργανώνεται. Βλέπεις το σύμπαν οικοδομεί τις ίδιες δομές παντού στο διάστημα και μετά την Μεγάλη Έκρηξη η ύλη ανεβαίνει, αργά αλλά σταθερά, ένα ένα τα σκαλοπάτια της πυραμίδας της σύνθεσης. Δημιουργεί δομές όπως οι αχανείς γαλαξίες και τα λαμπερά άστρα. Στο ορατό σύμπαν σήμερα, παρατηρούμε περίπου εκατό δισεκατομμύρια γαλαξίες, καθένας από τους
9
οποίους έχει περίπου εκατό δισεκατομμύρια άστρα, σαν τον Ήλιο μας! Αντιλαμβάνεσαι για τι μεγέθη μιλάμε; Το κορίτσι είχε καταγοητευθεί από την ιστορία του αγοριού. Ήταν εδώ και μήνες ερωτευμένη μαζί του, όμως ξαφνικά τώρα, ακούγοντάς τον να περιγράφει με τέτοιο πάθος την γένεση του κόσμου μας, ένιωσε ότι μια δυνατή αγάπη πλησίαζε αποφασιστικά την καρδιά της, πανέτοιμη να την κατακτήσει. Αφέθηκε πλήρως στα συναρπαστικά του λόγια. -Το δικό μας άστρο, ο Ήλιος μας σχηματίζεται περίπου πέντε δισεκατομμύρια χρόνια μετά την Μεγάλη Έκρηξη από την ύλη ενός περιστρεφόμενου νέφους. Η περισσότερη ύλη αυτού του νέφους δημιουργεί τον ήλιο ή εκτινάσσεται μακριά. Αλλά μια μικρή ποσότητα βαρύτερων στοιχείων συγκεντρώνεται σε περιοχές σχηματίζοντας σώματα που κινούνται γύρω από τον ήλιο, την Γη και τους άλλους πλανήτες. Όπως γίνεται αντιληπτό μόνο ένα απειροελάχιστο μέρος πρωτονίων της αρχής της Ιστορίας δημιούργησαν βαριά άτομα. Μόνο ένας μικρός αριθμός απλών μορίων συνενώνονται σε σύνθετα και ένας ασήμαντος αριθμός από αυτά θα συμμετάσχει στις δομές της ζωής! Όπως γνωρίζουμε πλέον, το σύμπαν δεν είναι στατικό, αλλά αλλάζει διαρκώς και η αλλαγή αυτή είναι το πέρασμα από το απλό στο σύνθετο. Η Γη μας τώρα, ή Ωκεανός για κάποιους, αποτελεί τον μόνο γνωστό πλανήτη, ο οποίος φιλοξενεί Ζωή. Βέβαια, εύκολα αναρωτιέται κανείς που οφείλεται η επιτυχία της γης; Γιατί υπάρχει ζωή σ’ αυτήν και όχι και σ’ άλλους πλάνητες; Έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επιτυχία της γης οφείλεται στην απόσταση που έχει από τον ήλιο και από την ύπαρξη τρεχάμενου νερού, το οποίο αποτελεί τον μαγικό καταλύτη όπου άγνωστα και διαφορετικά στοιχεία συνθέτονται. Η τροχιά της γης την κρατάει σε αρκετή απόσταση, ώστε το νερό να διατηρείται σε υγρή μορφή. Αν ήταν πιο κοντά στον ήλιο, το νερό θα εξατμιζόταν και αν ήταν πιο μακριά θα ήταν παγωμένο. Και στις δυο περιπτώσεις δεν θα ήταν δυνατή η ανάπτυξη της ζωής ή τουλάχιστον της σύνθετης ζωής, όπως την ξέρουμε! Βέβαια, η δημιουργία της ζωής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μπορεί ο πλανήτης μας να είναι ο μοναδικός, απ’ όσο γνωρίζουμε τουλάχιστον, που διατηρεί την ζωή και μάλιστα σε τέτοια αφθονία, όμως η εξελικτική διαδικασία περνάει μέσα από φουρτούνες και κύματα μιας εκθαμβωτικής αλληλουχίας μέχρι να φτάσουμε στο απόγειο της ζωής στον πλανήτη μας σήμερα, με δεκάδες εκατομμύρια είδη φυτών και ζώων να γεννιούνται, να μάχονται και να πεθαίνουν στην παλαίστρα της γης. Ίσως γνωρίζεις ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν στην πρωτόγονη γη είναι τελείως διαφορετικές από τις σημερινές. Στην αρχή δεν υπάρχει ατμόσφαιρα και ο πλανήτης που κάποτε θα γίνει η γη μας, είναι μια πυρακτωμένη σφαίρα, ένας γιγάντιος βράχος από φωτιά και λάβα. Με την πάροδο του χρόνου όμως αρχίζει να ψύχεται και αποκτά μια αραιά ατμόσφαιρα αέριων, που αποδεσμεύονται από τα πετρώματα. Ο άνθρωπος, όπως τον ξέρουμε, δεν θα μπορούσε να επιβιώσει μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, διότι δεν περιέχει οξυγόνο. Υπάρχουν μόνο δηλητηριώδη αέρια, όπως υδρογόνο, μεθάνιο, αμμωνία, καθώς και τεράστιοι ωκεανοί, καταιγίδες με ηλεκτρικές εκκενώσεις και η υπεριώδης ακτινοβολία του ήλιου μέσα σε ένα μουντό, σκοτεινό περιβάλλον. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το αφιλόξενο περιβάλλον, μέσα σ’ αυτή την αρχέγονη σούπα των ωκεανών οικοδομείται η γέφυρα ανάμεσα στην ύλη και την ζωή κι αυτό γιατί αυτή η κοσμική σούπα είναι κατάλληλη για την ανάπτυξη ακόμη πιο σύνθετων μορίων. Όλα ξεκινούν με την δημιουργία των αμινοξέων. Από τα αμινοξέα συνθέτονται οι πρωτεΐνες, οι οποίες βρίσκονται σε λιμνοθάλασσες. Κάποια από τα αμινοξέα είναι υδρόφιλα, δηλαδή αγαπούν το νερό. Αλλά πάλι όχι, μισούν το νερό. Τι κάνουν λοιπόν; Συνεργάζονται και μπλέκονται μεταξύ τους, πράγμα που τα φέρνει σε επαφή με το νερό στο εξωτερικό τους και τα προφυλάσσει από αυτό στο εσωτερικό
10
τους! Κατά κάποιο τρόπο θα μπορούσε να πει κανείς, ότι κάνουν κάτι πρωτόγνωρο, κάτι εξωπραγματικό, κάτι άκρως ατομικό, κλείνονται στον εαυτό τους. -Σαν να ετοιμάζονται για κάτι μεγαλύτερο, είπε αυθόρμητα το κορίτσι. -Ναι, ίσως, απάντησε αφηρημένα το αγόρι, συλλογιζόμενο για μια στιγμή τα λόγια της και συνέχισε. Δημιουργούνται έτσι αυτά τα προέμβρυα σφαιρίδια και αυτό είναι μέγιστης σημασίας φαινόμενο, γιατί εμφανίζεται για πρώτη φορά κάτι που είναι κλεισμένο στον εαυτό του, κάτι που έχει εσωτερικό και εξωτερικό. Αυτές οι μικρές σταγόνες σχηματίζουν κλειστά περιβάλλοντα, απομονωμένα από την αρχική σούπα. Εκείνη την στιγμή πολλαπλασιάζονται σε τεράστιες ποσότητες. Εκτός αυτού είναι ημιδιαπερατές, αφήνουν να περάσουν στο εσωτερικό τους μικρά μόρια. Έτσι μια καινούρια αλχημεία συντελείται, παράγοντας καινούριες χημικές αντιδράσεις. Δεν ξέρουμε βέβαια πότε και πως ακριβώς δημιουργήθηκε η ζωή. Δεν ξέρουμε ποια είναι η πρώτη στιγμή που δημιουργείται το πρώτο έμβιο μόριο. Είναι όμως σίγουρο, μέσα στην απιθανότητα αυτού του γεγονότος, ότι συνέβηκε. Εμείς, ικανοί σήμερα να παρατηρούμε και να ερμηνεύουμε όλα αυτά, είμαστε η απόδειξη αυτού. Εγώ κι εσύ, εδώ κάτω απ’ τα αστέρια, της τόνισε τρυφερά. Ίσως λόγω τυχαίων συνδυασμών έχουμε την δημιουργία σύνθετων σωμάτων, τα οποία ονομάζονται μακρομόρια. Αυτά καταφέρνουν να συναρμολογήσουν άλλα σύνθετα άτομα από το περιβάλλον τους και έτσι μπορούν να αναπαράγουν τον εαυτό τους και να πολλαπλασιαστούν. Σε μερικές περιπτώσεις κατά την διαδικασία της αναπαραγωγής συμβαίνουν κάποια λάθη, τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν ως αποτέλεσμα την καταστροφή των μακρομορίων. Κάποια λάθη όμως οδηγούν σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Τα νέα μακρομόρια μπορούν να αναπαραχθούν με αποτελεσματικότερο τρόπο. Αποκτούν έτσι πλεονέκτημα απέναντι στα αρχικά και τείνουν σταδιακά να τα αντικαταστήσουν. Με τον τρόπο αυτό αρχίζει η διαδικασία εξέλιξης της ζωής, η οποία οδηγεί στην δημιουργία ακόμη πιο σύνθετων, αυτοαναπαραγόμενων και πολλαπλασιαζόμενων οργανισμών. Εν τω μεταξύ, οι πρώτες αρχέγονες μορφές ζωής, τα φωτοσυνθετικά βακτήρια, καταναλώνουν διάφορα υλικά, όπως υδρόθειο και απελευθερώνουν διάφορα άλλα, όπως οξυγόνο κι έτσι αρχίζει σιγά-σιγά η οξυγόνωση των ωκεανών κι αρκετά αργότερα της ατμόσφαιρας. Το οξυγόνο δραπέτευσε σε κάποια φάση από τους ωκεανούς στην ατμόσφαιρα όπου συγκεντρώθηκε σε μεγάλες ποσότητες. Η αύξηση του οξυγόνου προκάλεσε και την αύξηση του όζοντος με συνέπεια την προστασία από τις υπεριώδεις ακτινοβολίες του ήλιου. Έτσι σιγά-σιγά η ατμόσφαιρα άλλαξε και η σύνθεση της έγινε αυτή που είναι σήμερα, δημιουργώντας τελικά τον πανέμορφο γαλάζιο πλανήτη μας. Αυτή η σύνθεση επιτρέπει να δημιουργηθούν ανώτερες μορφές ζωής, όπως ψάρια, αμφίβια, θηλαστικά και τελικά το ανθρώπινο είδος, μέσα από μια πρωτογενή τάση για διαρκή εξέλιξη και βελτίωση. Περισσότερα είδη αναδύονται απ’ το τίποτα, νέοι οργανισμοί ικανότεροι να επιβιώνουν κυριαρχούν. Μια συνεχής μάχη, ένας άνισος αγώνας, όπου το καινούριο επικρατεί πάντα, συντρίβοντας το παλιό, οδηγώντας το σταδιακά στην εξαφάνιση. Κι ένας υπέροχος καινούριος κόσμος γεννιέται κάθε φορά. Κάθε φορά που ένα νέο είδος καταφέρνει να εκμεταλλευτεί με καλύτερο τρόπο τους φυσικούς νόμους για την επιβίωσή του. Ο Δαρβίνος … τον ξέρεις τον κύριο, σωστά, ρώτησε χαμογελώντας για να αντικρύσει ένα χαμόγελο κατάφασης απ’ το κορίτσι… ο Δαρβίνος λοιπόν ονόμασε την συνεχή τάση για εξέλιξη Φυσική Επιλογή! Το είδος που κυριαρχεί σήμερα και τα τελευταία δέκα χιλιάδες χρόνια στον πλανήτη μας είναι ο Άνθρωπος. Αντιλαμβάνεσαι ότι αποτελεί πραγματική οδύσσεια η πορεία της ύλης μέχρι την δημιουργία του ανθρώπινου είδους. Και σίγουρα η Ιθάκη είναι ακόμη μακριά! Στο μυαλό του κοριτσιού, που είχε πάρει φόρα μορφοποιώντας ασταμάτητα σε
11
εικόνες τα λόγια του αγοριού, ξεπήδησαν διάφορες σκέψεις, τις οποίες κράτησε για τον εαυτό του, αν και για κάποιον μυστήριο λόγο εμείς έχουμε πρόσβαση σ’ αυτές. « Ζούμε σε ένα, μάλλον, τετραδιάστατο Σύμπαν. Έχουμε τις τρείς διαστάσεις, που καθορίζουν τον χώρο μες τον οποίο κινείται η ύλη και τον χρόνο. Οι τρεις διαστάσεις είναι το μήκος, το πλάτος και το ύψος. Όλοι το γνωρίζουν αυτό. Αλήθεια όμως, τι είναι ο χρόνος; Σύμφωνα με τους φυσικούς η τέταρτη διάσταση του κόσμου μας δεν είναι τίποτα περισσότερο από την μέτρηση της γέννησης, της εξέλιξης και της φθοράς της ύλης από την γένεση του Σύμπαντος μέχρι σήμερα. Κι αν σκεφτούμε ότι η ύλη δεν πεθαίνει, παρά μόνο αλλάζει διαρκώς μορφές ή ακόμη ότι κι αυτή η ύλη δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια μορφή ενέργειας, τότε τι είναι οι σκέψεις μας; Τι προσδιορίζει τις διεργασίες που γίνονται μες το μυαλό μας; Σε τι εξωτική δημιουργία (την σκέψη) καταλήγει η λειτουργία της ύλης (του μυαλού μας); Μήπως είναι κι αυτή μια ακόμη μορφή ενέργειας; Κι αν η συνολική ενέργεια στο Σύμπαν είναι ίση με το μηδέν, από πού δανειζόμαστε την ενέργεια για τις σκέψεις μας; Και πως αυτή επιστρέφει στο Σύμπαν;» -Το ερώτημα βεβαίως παραμένει, συνέχισε την αφήγησή του ο νεαρός παρατηρώντας για λίγο την ονειροπόληση της αγαπημένης του. Τι είναι τελικά ο Άνθρωπος; Είναι ο γιός ενός Θεού ή αποτέλεσμα της Τύχης; Υπήρξε κάποιο σχέδιο στην δημιουργία του κόσμου μας ώστε να φτάσουμε στον Άνθρωπο ή μήπως αποτελεί αυτός την τυχαία εξέλιξη ενός χαοτικού σύμπαντος; Ποιος δημιούργησε τον κόσμο μας; Ένας Θεός; Και αν ναι, τι σκοπό είχε; Την δημιουργία του Ανθρώπου ή μήπως της Ζωής ως όλον; Μήπως το Σύμπαν απλώς εμπεριέχει τον εαυτό του, αποτελώντας ίσως ένα μικροσκοπικό κομμάτι ενός πολυσύμπαντος, μια μοναδική μπουρμπουλήθρα απ’ τις αμέτρητες μες την άπειρη θάλασσα του κόσμου; Σκέψου αυτό! Αν όλες οι λεπτομέρειες της δημιουργίας ήταν τέλεια σχεδιασμένες την στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης από έναν Θεό - Δημιουργό με στόχο την δημιουργία όλων μας, τότε είχε προβλεφθεί ήδη, εδώ και δεκατριάμιση δισεκατομμύρια χρόνια πριν, αυτή η μοναδική στιγμή που ζούμε! Εγώ στρέφω το βλέμμα μου στο πανέμορφο κορίτσι απέναντί μου, δηλαδή εσένα, το μυαλό μου αγωνίζεται να μην κυριευτεί από την ομορφιά σου και συνεχίζει μετά βίας την ιστορία του: «Αν όλες οι λεπτομέρειες …». Τι λέει αυτό για την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου; Αποτελεί αυτή μόνον μια ψευδαίσθηση; Η’ μήπως τελικά κάποιος Θεός – Δημιουργός έθεσε τις βάσεις για την δημιουργία του κόσμου μας, μην έχοντας γνώση του τι θα ακολουθήσει από εκεί και περά, ρώτησε αφήνοντας το κορίτσι να το σκεφτεί. -Ειλικρινά δεν ξέρω. Δυσκολεύομαι να αγγίξω αυτές τις ιδέες, όσο κι αν με γοητεύουν, απάντησε κάπως θλιμμένα αυτή. Φοβάμαι …μην καώ! -Εντάξει, σε καταλαβαίνω. Δεν πρόκειται να σ’ αφήσω να καείς, καρδιά μου, άκου όμως τι υποστηρίζει μια άποψη, που βρίσκω πολύ ελκυστική. Συμφώνα με αυτήν λοιπόν, ο Θεός έπρεπε να συμπτυχθεί στον εαυτό του ώστε να επιτρέψει έξω από αυτόν να δημιουργηθεί το κενό από το οποίο θα δημιουργούνταν ο κόσμος μας! Κάνοντας την υπέρτατη πράξη αγάπης, παραιτούμενος από το άτρωτο της ουσίας του για εμάς, δεχθήκαμε όλα τα πλάσματα ότι μπορούσαμε από το υπερπέραν. Έτσι, αφού παραδόθηκε εντελώς στον γινόμενο κόσμο, ο Θεός δεν έχει τίποτα άλλο να προσφέρει. Τώρα είναι η σειρά του Ανθρώπου, να προσφέρει μέσα από τον τρόπο της ζωής του, έτσι ώστε να μην αναγκασθεί ο Θεός και μετανιώσει για την γένεση του κόσμου που επέτρεψε. Σκέψου για λίγο την σημασία αυτής της σκέψης, έστω κι αν η υπέρτατη αυτοχειρία, ή θυσία, είναι μόνο ένα σενάριο της φαντασίας μας, μια υποθετική εργασία του μυαλού μας! Πως σου φαίνεται; -Πιθανό, ναι θα μπορούσε να συμβαίνει, είπε προβληματισμένο μετά από λίγο το κορίτσι. Έβλεπε την αρμονία στην σκέψη αυτή, αλλά κάτι την απωθούσε. Ίσως η
12
αίσθηση του κενού, που εμπεριέχει κάθε αιρετική σκέψη, της έλλειψης ενός σταθερού σημείου για να προσανατολιστεί. Έψαξε κάτι στέρεο, κάτι γνώριμο για να πιαστεί. - Και οι θρησκείες; Ποιος ο δικός τους ρόλος; Τα μεγάλα λόγια τους τι είναι; -Ας περάσουμε απέναντι, αφού το θέλεις. Γνώση εναντίον Δόγματος! Η λογική απέναντι στην πιστή! Είναι γνωστό ότι η πίστη ξεκινάει εκεί που τελειώνει η λογική, αλλά ας δούμε τι υποστηρίζουν οι θρησκείες, οι οποίες είναι καθολικά παραδεκτό ότι έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη τον ανθρώπινων κοινωνιών, κυρίως των πρώιμων. Ακολουθώντας κι αυτές την δίψα για κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει και μέρος του οποίου ήμαστε, έδωσαν τις δικές τους απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα. Βεβαία στηρίχθηκαν αποκλειστικά στην διαίσθηση και όχι στην έρευνα και οι απαντήσεις τους μοιάζουν καταπληκτικά μεταξύ τους. Σε αντίθεση με την επιστήμη, η οποία έχει δώσει πολλές και διαφορετικές θεωρίες για τα ίδια ζητήματα, αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής διαδικασίας όπου μέσα από το τρίπτυχο θέση – αντίθεση νέα θέση οδηγεί στην καλύτερη κατανόηση του κόσμου, βλέπουμε διαχρονικά μια βασική ομοιότητα στις θέσεις των θρησκειών. Είτε μελετήσουμε τις ειδωλολατρικές πολυθεϊστικές θρησκείες της αρχαιότητας, είτε τις μονοθεϊστικές σύγχρονες θρησκείες, ο σκελετός παραμένει ο ίδιος. Ένας Θεός - Δημιουργός, ή πολλοί Θεοί, έφτιαξε αυτόν τον κόσμο αποκλειστικά για τον Άνθρωπο! Η θρησκεία δίνει στον άνθρωπο την εντολή να κυριαρχεί πάνω στα ζώα, στα ψάρια και στα πτηνά και να καθυποτάξει την Γη. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο, επέτρεψε μου να πω… στην παράνοια, η θρησκεία δίδαξε τους ανθρώπους ότι έχουν το δικαίωμα να εκμεταλλευτούν την γη, όπως το επιθυμούν. Βέβαια, η ιστορία των θρησκειών ξεκινάει μαζί με τα πρώτα βήματα του ανθρώπου, βήματα χιλιάδες χρόνια πριν σε μια προσπάθεια να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του. -Αλήθεια γνωρίζεις, μωρό μου, ποιος ήταν ο πρώτος Θεός, που συνέλαβε η φαντασία μας; -Νομίζω ότι ήταν ο ήλιος! -Ακριβώς! Έχουμε καταλήξει πλέον ότι ο πρώτος θεός ήταν ο Ήλιος. Το μυστηριώδες αυτό ον το οποίο κάθε πρωί χάριζε το εκτυφλωτικό του φώς, την ζεστασιά και την ασφάλεια νικώντας το σκοτάδι. Και κάθε βράδυ υποχωρούσε νικημένος απ’ τον θεό του Σκοταδιού, ο οποίος έσερνε μαζί του τον φόβο, την αγωνία και τον θάνατο. Πόσο υπέροχος και μυστήριος πρέπει να φάνταζε ο Ήλιος μας στους πρώτους ανθρώπους. Τι υπέροχες φαντασίες θα σκαρφιζόταν το απαίδευτο μυαλό τους; Για να κάνει τι; Να εξηγήσει την ύπαρξη και την επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, που οδηγούσε στην ζωή και στον θάνατο, ενός κοινού, όπως γνωρίζουμε σήμερα, άστρου. Τότε όμως δεν ήταν ένα κοινό άστρο, αλλά ο Θεός –Ήλιος, τον οποίο αν τολμούσες να κοιτάξεις κατάματα, θα σε τιμωρούσε αυστηρά τυφλώνοντάς σε! Καταλαβαίνεις τι εννοώ, έτσι; Όλοι μας έχουμε προσπαθήσει, και νικηθήκαμε βεβαίως, να κοιτάξουμε τον πυρηνικό γίγαντα που αποκαλούμε ήλιο με γυμνά μάτια. Και εν συνεχεία, γνωρίζουμε ότι ανάλογα με την ανάπτυξη της κοινωνίας μέσα στην οποία γεννιέται η θρησκεία, επιβάλλονται μια σειρά από κανόνες τους οποίους όλοι οφείλουν να τηρούν. Αρκεί υνα παρατηρήσει κανείς τις εντολές, που δίνονται στους πιστούς της όποιας θρησκείας. Είναι όλες τόσο παρεμφερείς. Μην σκοτώσεις τον συνάνθρωπο σου! Αγαπά τους γονείς σου! Κάνε το ένα, κάνε το άλλο, μα πάνω από όλα, το οποίο είναι και το κυριότερο, αγαπά τον Θεό σου, και γίνε επομένως σκλάβος του ιερατείου, όποιος κι αν είναι αυτός, ακόμη κι αν είναι ένα ον τρομαχτικό, άσπλαχνο, εκδικητικό, ένας μισογύνης, ρατσιστής, βρεφοκτόνος, πατροκτόνος, γενοκτόνος, παρθενολάγνος, τύραννος, σαν αυτόν που παρουσιάζουν τα ιερά βιβλία σχεδόν όλων των θρησκειών. Αποτελούν ως επί το πλείστων οι θρησκείες
13
συστήματα συνήθως αμφιβόλων αξιών, επηρεαζόμενα από τις συνθήκες της κάθε εποχής. Βεβαία σ’ αυτό οφείλεται και η επιβίωση τους, στην προσαρμοστικότητα τους. Σ’ αυτό, αλλά και στην εύστοχη χρήση τους από τις ελίτ της κάθε εποχής για να χειραγωγούν τις μάζες! Σταμάτησε λίγο τον ορμητικό και χειμαρρώδη λόγο του, όχι τόσο για να πάρει μια απαραίτητη ανάσα, όσο για να αφήσει το ξέπνοο κορίτσι να σκεφτεί τα λόγια του. Την παρατηρούσε να τον κοιτάζει, πάντα γελαστή, όμως τώρα το βλέμμα της είχε αποκτήσει και μια μελαγχολία. Την μελαγχολία της γνώσης, αυτό το αινιγματικό βλέμμα παραδοχής ως προς τον εαυτό μας ότι σφάλλαμε. Αν όχι καθολικά, τότε σε πολύ μεγάλο ποσοστό. Το αγόρι συνέχισε την σκέψη του: -Δυστυχώς, όμως, ο Θεός που παρουσιάζουν οι θρησκείες έχει πολλά μειονεκτήματα. Αν δώσεις στον Άνθρωπο την εντύπωση ότι είναι ο ένας και μοναδικός Υιός του Θεού και ότι ολόκληρο το σύμπαν έχει χτιστεί μόνο για χάρη του, τότε έχεις διαπράξει το μεγαλύτερο κακό. Όπως και δυστυχώς συνέβη. Ο Άνθρωπος πιστεύοντας ότι είναι μια θεϊκή δημιουργία, έξω και πάνω απ’ τα άλλα είδη ζωής, έχασε την λογική συνεχεία της σκέψης του. Ξέχασε πως κατοικεί σ’ ένα απειροελάχιστο μόνο σημείο στο σύμπαν, σε έναν κόκκο άμμου μέσα στους αβαθείς ωκεανούς. Πίστεψε ότι τα πάντα ήταν πλασμένα για χάρη του, αφού έτσι τον διδάξαν οι θρησκείες και οι ηγέτες τους, και επομένως ήταν ο φυσικός διαχειριστής των πάντων. Έχασε το μέτρο και μαζί την αρμονία! Αναλογίσου για λίγο εδώ την επίδραση της οργανωμένης θρησκείας πάνω στους ανθρώπους. Μήπως απλώς περιορίζει το μυαλό σε σκέψεις από δεύτερο χέρι και κατ’ επέκταση κάνει τα άτομα να ζουν μια ζωή από δεύτερο χέρι; Δεν ξέρω, αλλά στο μυαλό μου αυτό μου θυμίζει έντονα τον ολοκληρωτισμό. Η ναζιστική Γερμανία και οι Σταυροφορίες, ο Σταλινισμός και η Ιερά εξέταση είναι στα μάτια μου οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος! Τα αποτελέσματα του «διαίρει και βασίλευε», που έχει επιβάλλει η άρχουσα τάξη μέσω των θρησκειών είναι ζοφερά και γίνονται αισθητά παντού γύρω μας. Βλέπουμε ξεκάθαρα και με βαθιά λύπη, οι πιο ευσυνείδητοι που κάναμε τον κόπο να αναρωτηθούμε για την αληθινή φύση των θεσμών που υποτίθεται ότι μας προστατεύουν, οι λίγοι δηλαδή που καταφέραμε να ξυπνήσουμε και να βιώσουμε την αλήθεια, ένα είδος με αβέβαιο μέλλον, πρακτικά υπό εξαφάνιση με ημερομηνία λήξης, και έναν πλανήτη σε κρίση να φωνάζει καθημερινά βοήθεια, ενώ εμείς γυρνάμε επιδεικτικά την πλάτη ... πίνοντας καφέ και συζητώντας παθιασμένα για άχρηστα πράγματα, για ποδόσφαιρο και τηλερεάλιτι! Δεν καταλαβαίνουμε ότι η φύση είναι ένα ενωμένο σύστημα αλληλοεξαρτώμενων μεταβλητών δράσης και αντίδρασης, που υπάρχουν μονάχα σαν σύνολο, οπότε δηλητηριάζοντας τον πλανήτη μας δεν κάνουμε τίποτε περισσότερο από το να υποθηκεύουμε την ιδία μας την ύπαρξη, είπε με νεύρα και με διάφορα σκοτεινά συναισθήματα να χρωματίζουν έντονα την φωνή του. Το κορίτσι κατανοούσε τώρα ξεκάθαρα και θαύμαζε την αγωνία του, αγωνία που είχε κυριεύσει και την ίδια, και η οποία τώρα γιγαντώνονταν με αφετηρία, τον θαυμασμό, τον έρωτα, την αποκάλυψη. Πήρε τον λόγο και μίλησε: -Συνεχίζοντας την σκέψη σου μπορούμε να πούμε ότι σήμερα η επιστήμη έχει δώσει πολλές ερμηνείες και για το φαινόμενο της πίστης. Κατά μια έννοια ο Θεός δεν είναι τίποτα περισσότερο από κάτι που ο άνθρωπος το έχει μέσα του και το φαντάζεται έξω από αυτόν, είναι κι αυτός ένας δικός μας τρόπος ύπαρξης, μια αίσθηση του εαυτού μας σε μια άλλη διάσταση του είναι! Στο ίδιο μήκος κύματος, η ψυχιατρική επιστήμη υποστηρίζει ότι ο θεός αποτελεί καθαρά προϊόν του εγκέφαλου μας. Θεωρείτε ότι κάθε άνθρωπος βιώνει καθόλη την διάρκεια της ζωής του ένα υπαρξιακό άγχος. Αυτό οφείλεται στις έσχατες έγνοιες, που είναι ο θάνατος, η μοναξιά, η ανάγκη νοήματος και η ελευθερία!
14
Η θρησκεία λοιπόν, ξεπροβάλλει ως θεμελιώδης προσπάθεια του ανθρωπινού γένους να καθησυχάσει το άγχος της ύπαρξης. Συνεπώς, η αίτια που η θρησκευτική πιστή είναι πανανθρώπινη είναι ότι το υπαρξιακό άγχος είναι πανανθρώπινο, έτσι; Όπως είχα διαβάσει σε ένα άρθρο, η πίστη στο Θεό βρίσκεται δικτυωμένη βαθιά στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ο οποίος είναι προγραμματισμένος για τις θρησκευτικές εμπειρίες, γεγονός που καθιστά την θρησκεία ένα παγκόσμιο ανθρώπινο φαινόμενο στην ιστορία. Μοιάζει λοιπόν προφανές ότι αντί να έχουμε δημιουργηθεί από θεούς, εμείς δημιουργούμε θεούς για την ανακούφιση μας, και μάλιστα τους δημιουργούμε καθ’ ομοίωση μας. Σε τελική ανάλυση ο εγκέφαλος μας δημιουργεί έναν θεό - αγχολυτικό για να ελαττώσει το υπαρξιακό μας άγχος και να αυξήσει τις πιθανότητες επιβίωσης μας. Ακούγεται λογικό, έτσι δεν είναι; -Ναι … απολύτως, συμφώνησε το αγόρι, που διέκρινε κάτι περισσότερο από μια όμορφη εικόνα κοιτάζοντας με πρόσωπο σοβαρό τα αστέρια. Ξαναπήρε τον λόγο: -Εκτός αυτών που είπες, αν υποθέσουμε ότι η μετάβαση απ’ τον πολυθεϊσμό της αρχαιότητας στον σύγχρονο μονοθεϊσμό είναι μια προοδευτική κίνηση, τότε και ο μονοθεϊσμός με την σειρά του είναι καταδικασμένος να αφαιρέσει έναν θεό και να γίνει αθεϊσμός! Σε τελική ανάλυση, οι θεοί, πολυθεϊσμός, μονοθεϊσμός ή αθεϊσμός, είναι ζήτημα στυλ. Κοίτα, θεωρώ ότι όσο η γνώση του ανθρώπου θα αυξάνεται και η συσσώρευση τάξης στο μυαλό του θα επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων για τον κόσμο μας, τόσο η προπαγάνδα της θρησκείας θα φθίνει. Σαν αποτέλεσμα, τολμώ να εικάσω ότι σε χίλια χρόνια από τώρα, αν το είδος μας θα έχει επιβιώσει, τα μικρά παιδιά θα διδάσκονται στην Ιστορία, ότι πολύ παλιά, χίλια χρόνια πριν, οι άνθρωποι πίστευαν σε έναν παντοδύναμο γεράκο, που κατοικούσε στα σύννεφα, τους παρακολουθούσε αδιάκοπα κι όλους μαζί εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, τους είχε δώσει κάποιες εντολές να ακολουθούν κατά γράμμα κι αν κάποιος δεν τις τηρούσε τον έστελνε σε ένα απάνθρωπο μέρος όπου βασανίζονταν αιώνια με φριχτά βασανιστήρια και παρόλα αυτά … τους αγαπούσε! Και τότε τα μικρά παιδιά του μέλλοντος θα γελάνε. Ω, ναι, θα γελάνε, είπε γελώντας κι ο ίδιος, γελώντας με την καρδιά του, χαχανίζοντας σαν μικρό παιδί. Το κορίτσι τότε τρύπωσε στην αγκαλιά του συλλογιζόμενη όλα όσα είχε ακούσει και σκεφτεί, αγναντεύοντας μαζί του τον ουρανό. Το αγόρι απήγγειλε μηχανικά τις επόμενες φράσεις, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι η μαγική στιγμή που μοιράζονταν οι δυο τους, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, δυο άνθρωποι ψυχικά ενωμένοι, ήταν ίσως το ζητούμενο. -Πιστεύαμε, οι κακόμοιροι, ότι βρισκόμαστε στο κέντρο του κόσμου. Πόσο αδαής ήμασταν! Ο Γαλιλαίος, ο Κοπέρνικος και άλλοι μας έβγαλαν από αυτή την πλάνη, δείχνοντας μας ότι είμαστε κάτοικοι ενός ασήμαντου πλανήτη, που βρίσκεται στα περίχωρα ενός μετρίων διαστάσεων γαλαξία. Νομίζαμε, τρομάρα μας, ότι είμαστε αυθεντικά δημιουργήματα, πολύ διαφορετικά από άλλα είδη ζωής και η ανθρώπινη ζωή ένα ξεχωριστό δημιούργημα μιας θεϊκής φύσης. Πόσο γελαστήκαμε! Ο Δαρβίνος μας τοποθέτησε στο ίδιο δέντρο εξέλιξης των ζώων, τόσο των πιθήκων, όσο και των μικροβίων. Είμαστε τελικά, οι άνθρωποι, τα τελευταία παράγωγα του μεγαλειώδους οργανισμού του σύμπαντος. Τα σώματά μας, αυτά που νομίζαμε ότι ήταν μοναδικά κι ανεπανάληπτα, δεν αποτελούνται παρά από μικροσκοπικά άτομα κι ολόκληρο το σύμπαν, τα ίδια τα κύτταρα μας περικλείουν τα μόρια των αρχαίων ωκεανών της Γης κι ακόμη και τα γονίδια μας είναι, κατά βάση, ίδια με τα γονίδια των πιο κοντινών μας πιθήκων. Ο εγκέφαλος μας δεν είναι τίποτε περισσότερο από την μέγιστη, μέχρι σήμερα, εξέλιξη της διάνοιας και καθώς σχηματίζεται μέσα στην μητρική μας κοιλιά, λίγο πριν την γέννηση του καθενός μας, επαναλαμβάνει με τρομακτική ταχύτητα τη διαδικασία της ζωικής
15
εξέλιξης. Μέσα σε εννιά μήνες αποκωδικοποιούνται εκατομμύρια χρόνια μιας εξελικτικής διαδικασίας, που ανεβαίνει ασταμάτητα σε ανώτερα επίπεδα. Καταγόμαστε λοιπόν, τόσο από τους αρχέγονους πιθήκους και από τα ασήμαντα βακτήρια, όσο κι από τα φλογερά αστέρια και τους γιγάντιους γαλαξίες! Τα στοιχεία που σήμερα συνθέτουν το σώμα μας κάποτε αποτελούσαν το σύμπαν, ένα αστέρι, που πέθανε σε μια κολοσσιαία έκρηξη, έναν κομήτη, βράχια και σκόνη. Η ύλη αλλάζει μορφές ασταμάτητα, ψάχνει αγωνιωδώς για νέες δυνατότητες, νέες συνθέσεις. Προερχόμαστε από την μαγική αστερόσκονη, που ανακυκλώνεται κι εξελίσσεται διαρκώς, αιώνια και για αυτό είμαστε πραγματικά παιδιά των αστερίων! Το πανέμορφο πυροτέχνημα της μεγάλης έκρηξης δεν είναι τίποτα άλλο από την ιστορία, το πάθος και το δράμα της γένεσης του σώματος του θεού. Είναι οι περιπέτειες και το γίγνεσθαι του σώματος του θεού κι ίσως εμείς δεν είμαστε παρά τα τελευταία παράγωγα της συνείδησης του σύμπαντος. Ίσως το Σύμπαν αποκτά το «Γνώθι σ’ αυτόν» μέσω της νοήμονος ζωής, μέσω του ανθρώπινου είδους. Ίσως... -Ίσως… ναι… τι όμορφο που ακούγεται. Παιδιά των αστεριών! Η συνείδηση του… Θεού! Αλλά αν είναι όντως έτσι, τότε τι πιστεύεις ότι έχει σημασία τελικά; Εννοώ ότι είμαστε εδώ σήμερα μετά από μια πραγματική οδύσσεια της ύλης, αυθεντικά δημιουργήματα της πολυπλοκότητας της ζωής, μέλη μιας σύγχρονης κοινωνίας των ανθρώπων, αλλά με τι σκοπό και κυρίως, ποιον δρόμο οφείλουμε να διαβούμε απ’ τους αναρίθμητους που ανοίγονται μπροστά μας; -Θεωρώ ότι σε τελική ανάλυση, το μόνο που ίσως έχει σημασία είναι το τι ζωή, με ποιες αρχές κι αξίες, θα ζήσει ο καθένας μας! Γεννιόμαστε, αφού κερδίσουμε την μάχη από εκατομμύρια άλλα σπερματοζωάρια, σε ένα τυχαίο περιβάλλον. Δεν επιλέγουμε τους γονείς μας, την μόρφωσή τους ή την οικονομική τους κατάσταση. Δεν επιλέγουμε την χώρα και το πολιτικό της καθεστώς. Αν γεννηθεί κάποιος στη Δύση γίνεται χριστιανός, αν γεννηθεί στην Μέση Ανατολή μουσουλμάνος και αν γεννηθεί στην Ανατολή γίνεται βουδιστής. Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα για τον κόσμο στον οποίο ερχόμαστε. Τι κάνουμε λοιπόν, αφού καταφέρουμε, και με λίγη τύχη είναι η αλήθεια, να επιβιώσουμε μέχρι κάποια ηλικία όπου γινόμαστε «ανεξάρτητοι» και «κυρίαρχοι» της μοίρας μας; Ιδού το ερώτημα! Σύμφωνα με μια άποψη, ενώ τα ζώα λένε «Φαΐ, επιβίωση, αναπαραγωγή!», ο άνθρωπος λέει « Για ποιο λόγο; Για ποιο λόγο;». Εννοεί ότι ενώ όλες οι άλλες μορφές ζωής αντιλαμβάνονται περί τινός πρόκειται., εμείς οι άνθρωποι δεν νοούμε να το αποδεχτούμε έτσι εύκολα και θεσπίζουμε επομένως την ύπαρξη κάποιου ανώτερου σκοπού ή αποστολής. Ίσως είναι καλυτέρα να μην κυνηγά κάνεις ένα νόημα για την ζωή του, αλλά να το αφήνει να αναδυθεί μέσα από την αυθεντική και την ουσιαστική συμμέτοχη, από την καταβύθιση σε μια ενασχόληση, που μας διευρύνει, μας γεμίζει και μας κάνει να υπερβούμε τον εαυτό μας. Και προσωπικά θεωρώ ως χρέος μας την σύνθεση και την δημιουργία, την πορεία προς την πνευματική αθανασία, πριν η υλική μας αποσύνθεση μας οδηγήσει μοιραία στον θάνατο! Το κορίτσι, βομβαρδισμένο με την αστείρευτη γνώση των λόγων του κι ευτυχισμένη από την καθολική ταύτιση των απόψεών τους, τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και σφίχτηκε πιο δυνατά μες την αγκαλιά του. Μες την γλυκιά νύχτα, που τους σκέπαζε, ένιωθαν σίγουροι ότι είχαν δραπετεύσει για πάντα απ’ το σκοτάδι! Παρέμειναν έτσι, προσκολλημένοι στα αστέρια, με το νου τους ειρηνικό και τις καρδιές τους πλημμυρισμένες από γαλήνη και μια ανεξάντλητη προσδοκία για το μέλλον! Μάλιστα! Καλά δεν τα είπαν οι δυο νέοι; Κι έχω την εντύπωση ότι κατάλαβα τι εννοούσαν και ποια αστείρευτη αγωνία τους είχε συνεπάρει. Η αλήθεια είναι ότι τώρα που το καλοσκέφτομαι μου θύμισαν μια ιστορία που είχα ακούσει, ή ίσως την ονειρεύτηκα
16
κάποτε, για έναν νεαρό, που τον είχε κυριέψει ολόκληρο, ή για να είμαστε πιο ακριβείς του είχε γίνει εμμονή, η ίδια ακριβώς αγωνία, η αγωνία για το μέλλον του ανθρώπινου είδους και του πλανήτη. Αν σε απασχολεί κι εσένα, φίλε αναγνώστη, αυτή η αγωνία έχει καλώς, αν όχι σταμάτα την ανάγνωση εδώ και τώρα και κάνε κάτι διαφορετικό… οτιδήποτε! Ωραία! Τώρα που μείναμε λίγοι και καλοί, ας αφήσουμε τους δυο αυτούς νέους να ονειροπολούν, να σκέφτονται, να αναζητούν και να χαρούν τον έρωτά τους, χωρίς να τους παρακολουθούμε άλλο αδιάκριτα, κι ας μεταφερθούμε λίγο νοτιότερα. Να' μαστε λοιπόν εδώ, σ’ αυτήν την μικρή γωνιά του πλανήτη, σε μια μικρή χώρα, στην Ελλάδα, της αρχαίας φιλοσοφίας και της δημοκρατίας, σε μια μικρή πόλη όπου … μια φορά κι έναν καιρό, ένας ιδιαίτερος νέος ετοιμάζονταν, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει ακόμη, για το μεγαλύτερο ταξίδι της ζωής του. Είναι ένας νέος ξεχωριστός, ένας νέος, ο οποίος θα αποτελέσει το επόμενο γιγάντιο βήμα στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και κατ’ επέκταση της ανθρώπινης κοινωνίας! Ένας νέος, που βίωσε την κούραση της επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας και το σκηνικό κατέρρευσε μπρος τα μάτια του. Η μηχανική του ζωή οδήγησε στο μεγάλο ερώτημα: Γιατί και τότε η συνείδηση του πήρε μπρος κι οδηγήθηκε αυτός, σε αντίθεση με τους σύγχρονούς του, στην οριστική αφύπνιση. Αντιλαμβανόταν απόλυτα κυρίως αυτό που έχει ειπωθεί, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να καταφέρει τίποτα εκτός αν έχει πρώτα κατανοήσει ότι δεν πρέπει να βασίζεται σε κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του, ότι είναι μονός του, παρατημένος στην γη μεταξύ ατελείωτων ευθυνών, χωρίς βοήθεια, χωρίς σκοπό άλλο από αυτόν που θέτει ο ίδιος στον εαυτό του και χωρίς πεπρωμένο άλλο από αυτό που σφυρηλατεί ο ίδιος για τον εαυτό του σ’ αυτή τη γη! Ας τον συντροφεύουμε στην οδύσσειά του. Είναι το ελάχιστο, που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτόν. Στην αρχή σίγουρα από περιέργεια και αργότερα ίσως, σαν ελάχιστο δείγμα τιμής για τον αγώνα του! Ας τον παρατηρήσουμε λοιπόν, από αυτήν την αυθαίρετη στιγμή, μιας και δεν έχουμε άλλη καλύτερη, που χτυπώντας δυνατά την πόρτα μπαίνει νευριασμένος στο αυτοκίνητό του και κατευθύνεται προς άγνωστη κατεύθυνση. Έτσι, κι ενώ οι χριστιανοί περιμένουν την επιστροφή του Χριστού, οι βουδιστές αναμένουν έναν νέο Βούδα, οι μουσουλμάνοι τον Ιμάμ Μαχντί, οι ινδουιστές την μετενσάρκωση του Κρίσνα, οι Εβραίοι τον Μεσσία κι όλοι οι υπόλοιποι τα όνειρά τους να πραγματοποιηθούν, ένας ανέλπιδος αγώνας ξεκινάει καθώς ο νέος οδηγεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε έναν ανηφορικό και φιδίσιο δρόμο. Τον βλέπουμε καθώς πατάει απότομα το γκάζι και ο κινητήρας, μουγκρίζοντας δυνατά, ξερνάει τα άλογα του πάνω στην άσφαλτο. Πάλι τα πήρε στο κρανίο, νιώθοντας τις αδίστακτες φλόγες της απόγνωσης να γλύφουν τα όνειρά του. Προφανώς, δεν του άρεσε καθόλου η είδηση που άκουσε πριν από λίγο ότι οι μεγάλες δυνάμεις για μια ακόμη φορά δεν τα βρήκαν στα θέματα του περιβάλλοντος και της καταπολέμησης της φτώχειας. Θεωρούσε ότι είναι τόσο ηλίθιοι, αυτοί που κυβερνούν το Βασίλειο του Ανθρώπου, που στιγμές μόλις πριν το τέλος βάζουν τα ατομικά κι οικονομικά τους συμφέροντα πάνω από το συμφέρον της ανθρωπότητας και της ίδιας της ζωής, αδυνατώντας να κατανοήσουν ότι το σύμπαν δεν είναι φτιαγμένο αποκλειστικά για τους ανθρώπους. Αλλά και ούτε ενδιαφέρεται … ή μάλλον, δεν του καίγεται καρφάκι γι’ αυτούς! Ο νέος έρχεται… τον βλέπετε, καθώς οδηγεί σκεφτικός και οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου του χαϊδεύουν τρυφερά το πρόσωπο; Το τέλος κι η αρχή του Βασίλειου των Ανθρώπων πλησιάζουν μαζί του!
17
ΑΦΥΠΝΗΣΗ
1 Έστριψε απότομα το τιμόνι δεξιά και μπήκε με ταχύτητα στο ξέφωτο, ενώ τα λάστιχα στρίγγλισαν σε ένα παρατεταμένο φρενάρισμα σηκώνοντας σύννεφα σκόνης παντού γύρω τους. Το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε βίαια στην κόψη της πλαγιάς. Βγήκε απ’ αυτό και με ένα σάλτο ανέβηκε στο καπό του. Έμεινε έτσι ακίνητος, καθισμένος σταυροπόδι, να μεθάει τα μάτια και τα αυτιά του με τα χρώματα και τους ήχους του τοπίου, που αγαλλίαζε την ψυχή του. Βρισκόταν περίπου στο μέσο του βουνού, που υψώνεται επιβλητικά δίπλα στην πόλη και η απόκρημνη πλάγια κατηφόριζε απότομη μπροστά του. Η πόλη απλώνονταν απέναντι του, περιτριγυρισμένη απ’ τα αιώνια βουνά, με την ξακουστή λίμνη ανάμεσα τους. Ο ήλιος είχε κρυφτεί πριν από λίγο στον ορίζοντα δεξιά του και ο ουρανός είχε φορέσει ένα υπέροχο ροζ φωτοστέφανο, το οποίο καθρεφτιζόταν πάνω στο πρόσωπο της λίμνης. Το δροσερό αεράκι του χάιδευε τρυφερά το πρόσωπο, δημιουργώντας μαζί με την μοναδική θέα το δυνατό συναίσθημα της απόλυτης γαλήνης. Η λίμνη κυμάτιζε χαλαρά και τα βρώμικα νερά της τώρα φάνταζαν γαλαζοπράσινα, σχεδόν καθαρά. Παρατήρησε κάτω απ’ τα πόδια του το διάσημο νησάκι με τους λιγοστούς κατοίκους του, καθώς έστεκε ακίνητο ανάμεσα σ’ αυτόν και την πόλη, να ετοιμάζεται για ένα ακόμη καλοκαιρινό βράδυ του Ιουλίου. Τα τραπέζια στις ταβέρνες, στρωμένα και περιποιημένα, περίμεναν τους βραδινούς επισκέπτες, οι οποίοι θα απολάμβαναν ανάμεσα σε άλλες και τις τοπικές λιχουδιές, βατραχοπόδαρα πανέ, χέλι και τσίπουρο! Απέναντι του, στο λιθόστρωτο παραλίμνιο, κόσμος πολύς πηγαινοερχόταν κάνοντας την βόλτα του, κάτω από τα πανύψηλα κι αιωνόβια πλατάνια, σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, με την λίμνη να χορεύει αργά και ρυθμικά μπρός τα μάτια τους και το βλέμμα τους να κατακλύζεται από τα πανύψηλα κι εντυπωσιακά βουνά της Πίνδου στο βάθος. Ήταν ένας πίνακας ζωγραφισμένος απ’ το μεγαλύτερο ταλέντο, αυτό της φύσης. Ερωτευμένοι κάθε ηλικίας περπατούσαν πιασμένοι απ’ το χέρι. Παππούδες και γιαγιάδες είχαν βγάλει για βόλτα τα εγγονάκια τους και οι νέοι στις γεμάτες καφετέριες, κατέστρωναν τα σχεδία της αποψινής βραδιάς. Τα πάντα φάνταζαν αρμονικά. Όλοι συζητούσαν για το σήμερα και φαίνονταν να αδιαφορούν για το αύριο. Κι αυτός καθόταν ακίνητος και τους παρατηρούσε. Θα ‘λεγε κανείς ότι αποτελούσε το μοναδικό ακίνητο σημείο σε έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο. Γέλασε θλιμμένα. Ερχόταν συχνά εδώ και έμενε για ώρες. Η θέα αυτή τον ηρεμούσε. Ήταν το καταφύγιο στις φουρτούνες της ψυχής του, στον ασταμάτητο πόλεμο της καρδιάς του! Τις τελευταίες ημέρες είχε την γαληνή που του πρόσφερε αυτή η θέα, περισσότερο ανάγκη από ποτέ. Βρισκόταν σε μια μόνιμη εγρήγορση κι ήταν διαρκώς ανήσυχος. Οι φουρτούνες θέριευαν μέσα του. Κοιμόταν ελάχιστα και το μυαλό του δούλευε μηχανικά, σχεδόν από μόνο του. Ένοιωθε ... διαφορετικός! Η σκέψη του ήταν στοιχειωμένη από τον πλανήτη και τον άνθρωπο. Δεν άντεχε άλλο τον ξεπεσμό του ανθρώπινου είδους, αρνούνταν να τον δεχτεί. Έστυβε τον νου του να βρει μια λύση, κάτι έπρεπε να γίνει
18
ειδάλλως ... Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του. Οραματίστηκε τον παράδεισο επί Γης. Πόσο δύσκολο ήταν άραγε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο; Ο άνθρωπος σε αρμονία με την φύση και η δημιουργία ενός καινούριου πολιτισμού, που θα στηρίζεται στην εξάλειψη όλων των παράλογων συνόρων μεταξύ φυλών, εθνών και κοινωνικών τάξεων και στην διατήρηση της ιεραρχίας μόνον ανάμεσα σε άνθρωπο και άνθρωπο, ήταν το όραμα του! Θεωρούσε απόλυτο σκοπό των ανθρώπων το να μετατρέψουν την υλη σε ζωή, να φτάσουν στην αθανασία δημιουργώντας έναν τέλειο πολιτισμό. Αυτό επιζητούσε, αυτό απαιτούσε, η αχάριστη κι αχόρταγη καρδιά του, γιατί κατανοούσε ότι υπέρτατη φιλοδοξία μιας ευγενικής και δυνατής ψυχής δεν είναι να ζήσει και να αισθανθεί όλη την ζωή, αλλά να την οργανώσει, να την φέρει εις πέρας σε ευφυή αρμονία και συντονισμό! Αντ’ αυτού όμως είδε την κόλαση, έναν κόσμο σκοτεινό κι ανελέητο. Είδε τους ατέλειωτους πολέμους, την σαρκοφάγο πείνα και τις αδιάκριτες αρρώστιες. Είδε τον συνεχή κατήφορο, την κατρακύλα του είδους μας στην αποσύνθεση και τον θάνατο. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως γινόταν και λίγες χιλιάδες ανθρώπων είχαν στην κατοχή τους τον πλούτο της Γης μας, όταν σύμφωνα με τις κακές γλώσσες της στατιστικής πέντε εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν κάθε χρόνο από την φτώχεια και την εξαθλίωση. Όλα αυτά ήταν δημιουργήματα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, ο οποίος ήταν ξεκάθαρο πλέον ότι κατέχεται από πλεονεξία, ιδιοτέλεια και εφησυχασμό. -Οι καρποί της Γης ανήκουν σε όλους τους ανθρώπους και η ίδια η Γη δεν ανήκει σε κανέναν μας, ψιθύρισε. Βαθιά μέσα του πίστευε ότι σε κάποια στιγμή της ιστορίας το Βασίλειο των Ανθρώπων είχε πάρει τον λάθος δρόμο, τον εύκολο δρόμο και τα αποτελέσματα ήταν τραγικά. Ολόκληρη η ανθρωπότητα βούλιαζε αργά και βασανιστικά στον βάλτο του υλισμού. Ήταν, κατά την άποψή του, ολοφάνερα ενάντια στο φυσικό δίκαιο οι λίγοι να υπερσιτίζονται και να έχουν και περίσσευμα, ενώ οι πολλοί να στερούνται ακόμη και τα απολύτως αναγκαία. Θεωρούσε ότι η ισορροπία της εξέλιξης είχε εκτραπεί προς το σκοτάδι κι ένα δυσβάσταχτο φορτίο είχε στρογγυλοκαθίσει στους ώμους όλων μας. Ανίκανα ανθρωπάκια βρισκόταν σε θέσεις κλειδιά, αχυράνθρωποι πολιτικοί έρμαια ποταπών κι οργανωμένων συμφερόντων, ανθρώπων της λάσπης και το μόνο που έκαναν με την τεραστία εξουσία τους ήταν να επιτείνουν την διαδικασία καταστροφής τόσο του πλανήτη, όσο και του είδους μας. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι το μόνο που ζητάν σε αντάλλαγμα αυτά τα ανθρωπάκια είναι να γεύονται την ματαιοδοξία της εφήμερης εξουσίας και της κατανάλωσης. «Τι ξεφτίλα!», φώναξε το ανικανοποίητο πνεύμα του. «Πώς μπορούν να κάθονται στην άκρη και να βλέπουν αυτή την σφαγή; Πώς αντέχουν να βλέπουν τα παιδιά του Ανθρώπου… ή μάλλον όχι του Ανθρώπου, αλλά των αστεριών, ναι τα παιδιά των αστεριών… πώς μπορούν να τα βλέπουν να πεθαίνουν;» Άνοιξε τα μάτια και η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή μες το στήθος του. Νόμιζε ότι έτσι όπως πετάριζε ασταμάτητα θα έσπαγε το στέρνο του και θα πετούσε μακριά, σε άλλους κόσμους, πιο γαλήνιους και ίσως πιο ανθρώπινους. Καυτά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα του. Ύστερα τον πήραν τα κλάματα! Ήταν τριάντα χρονών και έκλαιγε με λυγμούς. Έκλαιγε για τα αγέννητα παιδιά του, για τα παιδιά όλου του κόσμου. Έκλαιγε για το είδος μας! 2 Είναι σίγουρα δύσκολο να καταλάβει κανείς την ευαισθησία και τον προβληματισμό αυτού του ονειροπόλου νέου, που ξεχώριζε όπως η μύγα μες το γάλα, στο βασίλειο του
19
μηδενισμού, αλλά θα προσπαθήσω να σας πω δυο λόγια, να μάθετε λίγα πράγματα για το παρελθόν του και να τον γνωρίσετε έτσι λίγο καλυτέρα. Βλέπετε ήταν δύσκολο ακόμη και για τους γονείς του. Αν και άνθρωποι υψηλής μόρφωσης κι οι δυο τους, χειρουργός ο πατέρας του και ψυχολόγος η μητέρα του, αντέδρασαν με περιέργεια κι επιφύλαξη στις τεράστιες δυνατότητες του γιου τους, δυνατότητες που φάνηκαν από νωρίς. Τα συναισθήματά τους όμως αυτά, αν και απολύτως δικαιολογημένα, μετατράπηκαν σιγά – σιγά με το πέρασμα των χρόνων σε θαυμασμό, θαυμασμό για τον γιο τους, θαυμασμό για τον υπέροχο συνδυασμό του DNA τους! Η μοναδικότητά του φάνηκε αμέσως, από την ίδια τη στιγμή της γέννησης του, όπου παραδόξως δεν έκλαψε καθόλου. Τα μωρά κλαίνε όταν γεννιούνται και αυτό σημαίνει ότι πήραν την πρώτη τους ανάσα, καθώς τα πνευμονάκια τους έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με το οξυγόνο. Αν το μωρό δεν κλάψει τότε οι γιατροί αρχίζουν να ανησυχούν. Όχι όμως και στην περίπτωση του ήρωα μας! -Πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο, είχε πει ο μαιευτήρας, εμφανώς εντυπωσιασμένος. Κρατούσε στα χεριά του το μωρό, που μόλις είχε γλιστρήσει έξω απ΄ την μητέρα του στον κόσμο μας, και παρατηρούσε τον χώρο γύρω του με τα μπλε ματάκια του και μόλις τον είδε του ... αν είναι δυνατόν … του χαμογέλασε! -Είναι καλά το παιδί μου γιατρέ; Είναι υγιές, είχε ρωτήσει γεμάτη λαχτάρα η μητέρα του, πετώντας στην άκρη, σαν να μην συνέβη ποτέ, την κούραση της γέννας. -Ναι… φαίνεται μια χαρά, αποκρίθηκε αργά ο έκπληκτος γιατρός, χαμογελώντας και μην μπορώντας να πάρει τα μάτια του από το μωρό. Αισθανόταν ένα αίσθημα πληρότητας και αγαλλίασης. Αυτή η, τόσο εύκολη κι ανεπανάληπτη, γέννα, μαζί με το απρόσμενο χαμόγελο ενός μικροσκοπικού ανθρώπινου όντος, θα έμενε για πάντα χαραγμένη στην μνήμη του! Από εκείνη την στιγμή κι έπειτα δεν έπαψε ούτε δευτερόλεπτο να τους εκπλήσσει. Ο ήρωας μας είχε την πιο γρήγορη ανάπτυξη που είχε ποτέ ανθρώπινο ον. Οι μεγάλες αλλαγές στην νοητική του πρόοδο έγιναν σε χρόνους απίστευτους μέχρι τότε. Τριών μηνών αντιδρούσε ήδη στην φωνή της μητέρας του, γυρνώντας το κεφαλάκι του προς αυτήν και γελώντας δυνατά. Τεσσάρων μηνών καθόταν καλά, χωρίς καμιά υποστήριξη και στεκόταν όρθιος για λίγα δευτερόλεπτα. Μετά βέβαια έπεφτε κουρασμένος και τους κοιτούσε λυπημένος, με ένα βλέμμα όμως μάλλον μεγάλου παιδιού, παρά μωρού, που γεννούσε πλήθος ερωτημάτων στους γονείς του. Έξι μηνών στεκόταν ήδη όρθιος μόνος του χωρίς καμιά υποστήριξη, ενώ καταλάβαινε αρκετές λέξεις, απλές οδηγίες και γνωρίζοντας το όνομά του. Εννιά μηνών περπατούσε απολύτως μόνος του, καταλάβαινε και υπάκουε σε πολλές εντολές, λέγοντας ταυτόχρονα αρκετές λεξούλες. Ήταν δώδεκα μηνών, όταν άρχισε να τρέχει πέρα δώθε, να ευχαριστιέται με τραγουδάκια και να χρησιμοποιεί πλέον πάνω από εκατό λεξούλες. Πάνω στον χρόνο ήταν που άρχισε να ρωτάει διαρκώς ονόματα αντικειμένων και ατόμων και από τότε δεν έπαψε να ρωτάει. Είχε απίστευτα έντονη την έμφυτη τάση όλων των παιδιών, να θέτει ερωτήματα και να ζητά επίμονα τις απαντήσεις. Στα χρόνια που ακολούθησαν ρώταγε τα πάντα, ρουφώντας σαν σφουγγάρι τις γνώσεις για τον κόσμο μας. Οι γονείς του, έχοντας την οικονομική δυνατότητα, έκαναν τα πάντα για να σβήσουν την δίψα του γιου τους για γνώση. Κατανοούσαν άλλωστε κι οι δυο τους ότι η γνώση είναι δύναμη και μάλιστα η απόλυτη δύναμη! Άνθρωποι της γνώσης, λοιπόν κι αυτοί, επέκτειναν την ήδη μεγάλη βιβλιοθήκη τους για χάρη του. Δεκάδες εγκυκλοπαίδειες γέμιζαν με γνώση το μυαλό του, ενώ γρήγορα η φιλοσοφία και η επιστήμη κατέληξαν να είναι τα αγαπημένα του πεδία. Οι γονείς του συζητούσαν ασταμάτητα μαζί του και προσπαθούσαν να λύσουν τις απορίες του.
20
Υπάρχουν όμως ερωτήσεις χωρίς απαντήσεις. -Μαμά, τι γίνονται τα όνειρα και οι σκέψεις μας μετά τον θάνατο μας; Μπαμπά, τι είναι ο Θεός, αν όχι το Εγώ μας; Δεν έκαναν άλλα παιδιά, μιας και ο ήρωας μας απορροφούσε όλη τους την ενέργεια. Αφοσιώθηκαν λοιπόν με πάθος στην ανατροφή του. Η ταχύτατη ανάπτυξή του απαιτούσε να τον στείλουν σε ειδικό σχολείο, για παιδιά –θαύματα όπως τα αποκαλούν, όμως δεν υπήρχε τέτοιο στη πόλη τους και έτσι έκανε μαθήματα κατ’ οίκον με πολλούς δασκάλους και καθηγητές. Περνούσε τις αντίστοιχες τάξεις στο σχολείο, όπου τον έστελναν μόνο και μόνο για να μην νοιώθει μόνος, με απίστευτους ρυθμούς και ήδη σε ηλικία μόλις δώδεκα χρονών πέρασε στο τοπικό πανεπιστήμιο, με φυσικό επακόλουθο στα δεκαπέντε του χρόνια να είναι πτυχιούχος φυσικός. Ήταν ένα εντυπωσιακό φαινόμενο για όλους, γονείς, συγγενείς και κοινωνικό περίγυρο. Η φυσική, όπως ίσως αντιληφθήκατε ήδη, ήταν η αγαπημένη του επιστήμη. Εκτιμούσε βαθιά την ιατρική, την επιστήμη των γονιών του, για την κατανόηση της λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού και της βοήθειας προς τους μη υγιείς. Η φυσική όμως δεν περιοριζόταν στο σώμα, στην Γη, αλλά έψαχνε το νόημα και την φύση των πάντων. Προσπαθούσε να απαντήσει στα αιωνία ερωτήματα. Από που προέρχεται το σύμπαν και που πηγαίνει; Υπήρξε αρχή του χρόνου; Θα υπάρξει τέλος του χρόνου; Υπάρχει Θεός; Κι ο θάνατος; Τι είναι ο θάνατος; Οι προοπτικές του ήταν λαμπρές και άπειροι δρόμοι και ευκαιρίες ανοιγόταν μπροστά του. Θα μπορούσε να σπουδάσει στα καλυτέρα πανεπιστήμια του κόσμου, οι προσφορές ήταν σίγουρα πολλές. Όμως αυτός δεν ήθελε να αφήσει τους γονείς του. -Αφού υπάρχει το ιντερνέτ και τα συνέδρια θα μπορώ να παρακολουθώ τις εξελίξεις από εδώ, τόνιζε χαριτολογώντας. Ξεκίνησε λοιπόν μεταπτυχιακό στην κοσμολογία, έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της πόλης του (η αλήθεια είναι με λίγη δυσκολία, μιας και στην χώρα αυτή δεν μετράει τόσο ένα υπέροχο μυαλό, όσο μια επιδέξια γλώσσα) και ταυτόχρονα άρχισε της σπουδές του στην φιλοσοφία, καθώς οι αρχαίοι Έλληνες και η σκέψη τους αποτελούσαν έναν ασύγκριτο πόλο έλξης για τον διψασμένο και αχόρταγο για γνώση αυτό νέο. Η αλήθεια πάντως είναι λίγο διαφορετική από αυτήν που ήθελε να δείχνει προς τους άλλους, ακόμα και προς τους γονείς του. Η αλήθεια είναι ότι ενώ ήθελε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και να σπουδάσει στα καλυτέρα πανεπιστήμια για να κατακτήσει την γνώση, παράλληλα ήθελε να είναι κοντά στους γονείς του και στην ασφάλεια που αυτοί, όπως όλοι οι γονείς, παρείχαν, όταν θα συνέβαινε. Τι θα συνέβαινε; Κάτι, αλλά δεν είχε ιδέα τι! Βλέπετε από μικρός είχε αντιληφθεί την διαφορετικότητα του. Και δεν ήταν μόνο η αυξημένη ευφυΐα του, την οποία παρατηρούσαν οι πάντες. Όχι, ήταν και κάτι άλλο, κάτι που αισθανόταν μόνο αυτός! Κάτι ένοιωθε μέσα του. Ένοιωθε το σώμα του πολλές φορές, παράξενο λες και κάτι περίεργο διαδραματιζόταν στα εσώψυχά του, λες και κάτι κοιμόταν ανήσυχα μες το αίμα του, κάτω απ΄ το δέρμα του! Κάτι που θα ξυπνούσε σε κάποια στιγμή και αυτός δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο από το να περιμένει. Έβλεπε σε τακτά χρονικά διαστήματα κάποιους εφιάλτες, όπου το σώμα του καλύπτονταν απ’ το σκοτάδι, το οποίο κατάπινε βασανιστικά αργά το φως του και στο τέλος απέμενε το απόλυτο σκότος, μια ανθρώπινη μαύρη τρύπα. Στην αρχή αισθανόταν έναν πανίσχυρο φόβο, όπως όλοι μας απέναντι στο σκοτάδι, απέναντι στο άγνωστο, ξυπνούσε ιδρωμένος, ασθμαίνοντας βαριά και κλαίγοντας όταν ήταν μικρός, αλλά στην πορεία, με τα χρόνια να περνούν, ο φόβος έδωσε την θέση του σε αναμονή και αγωνιά. Δεν είπε ποτέ τίποτα, σε κανέναν. Έζησε λοιπόν στην πόλη του, όπου διέπρεψε σαν καθηγητής, και συνέχισε να
21
διαβάζει και να μαθαίνει για τον κόσμο μας. Αναζητούσε με πάθος σε όλα τα πράγματα, το πραγματικό τους νόημα, αυτό που υπάρχει μέσα τους. Έτσι πήρε άλλα τρία πτυχία, στην φιλοσοφική, την ψυχολογία και το παιδαγωγικό. Επιθυμούσε να διαβάσει ολόκληρα καράβια από βιβλία και να αποθηκεύσει μέσα του βουνά, την γνώση των γιγάντων. Ζούσε μια ήρεμη ζωή βυθισμένος μες την μοναξιά, έχοντας χιλιάδες φίλους μες τα βιβλία τα οποία καταβρόχθιζε και ελάχιστους στην πραγματική ζωή. Ζούσε μες τα εργαστήρια, στα αμφιθέατρα και στο καταφύγιο του σπιτιού του, σαν ερημίτης. Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να κάνει φίλους και να τριφτεί με τους ανθρώπους, όμως ήταν δύσκολος άνθρωπος, γιατί είχε απαιτήσεις. Τα υλικά κι εφήμερα τον αφήναν παγερά αδιάφορο σε σύγκριση με τους συνομήλικους του. Έτσι, δεν έβρισκε ταίρι μιας και οι άνθρωποι δεν μπορούν ούτε να καταλάβουν, ούτε να εκτιμήσουν την μοναξιά του ανώτερου πνεύματος. Παρότι όλοι τον αγαπούσαν, βλέποντάς την βασιλική του ματιά, ακούγοντας την ευγενική φωνή του, θαυμάζοντας την υπέροχη σκέψη του, ταυτόχρονα ένιωθε τον φθόνο στις ματιές και τις χειραψίες τους και κυρίως στα ψεύτικα xχαμόγελα που έντυναν τα πρόσωπά τους. Ταξίδευε με την σκέψη του στα ουράνια, όπου έβλεπε το μέλλον του ανθρώπου. «Η Γη είναι η μητέρα μας, όλα όμως τα παιδιά πρέπει σε κάποια φάση της ζωής τους να απογαλακτιστούν», συνήθιζε να λέει. Ταυτόχρονα βίωνε, με μέτρο, με τις αισθήσεις του τον κόσμο μας, τα μικρά και τα μεγάλα, την ομορφιά και την ασχήμια, την οδύνη και την… ηδονή! Καλά, όχι την ηδονή, μιας και αυτή αποτελούσε μάλλον την μοναδική αίσθηση που κυνηγούσε αχόρταγα. Είχε μεγαλώσει κι είχε γίνει ένας πανέμορφος και γοητευτικός νέος, τον οποίο τα κορίτσια έβρισκαν ακαταμάχητο. Οι εφήμερες σεξουαλικές σχέσεις διαδέχονταν η μια την άλλη με μικρά διαλείμματα. Χάριζε κι έπαιρνε ηδονή, αφήνοντας όμως πίσω του ραγισμένες καρδιές στις συντρόφους του κι ένα αίσθημα κενού στο κέντρο της ύπαρξής του. Ίσως γιατί έβλεπε τον άνθρωπο σαν ένα ανολοκλήρωτο ον, το οποίο συμπεριφέρεται με αυτοματοποιημένες αντιδράσεις, ανάλογα κάθε φορά με τα εξωτερικά ερεθίσματα και καταστάσεις. Θεωρούσε όμως εφικτό, μέσα από εσωτερικό αγώνα και προσπάθεια, την επί-τευξη της εσωτερικής ενότητας και αρμονίας. Στόχος του για τον εαυτό του, ο ολοκληρωμένος άνθρωπος. Ο άνθρωπος με θέληση και αντικειμενική γνώση, ικανός να πράξει με την αληθινή σημασία του όρου. Αναζητούσε το ίδιο το βάθος της ύπαρξής του, αυτό που θα τον ένωνε με το Σύμπαν! Ονειρευόταν την στιγμή που θα έφτανε στην απόλυτη διαύγεια, ικανός πλέον να πλάσει τον εαυτό του, ως ον που ενεργεί και σκέφτεται, κατ’ εικόνα και ομοίωση του ιδανικού του! Το σκοτάδι είχε πλέον αγκαλιάσει την Γη και το φεγγάρι ακτινοβολούσε δυνατά. Ολόκληρη η πόλη ήταν φωταγωγημένη. Τις τελευταίες δεκαετίες, μετά την ηχορύπανση είχε κάνει την εμφάνιση της και η φωτορύπανση. Ήταν προφανές ότι ο άνθρωπος κάνει ότι μπορεί για να πολεμήσει τον φόβο του για το σκοτάδι. Καταναλώνει όση ενεργεία χρειάζεται αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις. Ο νέος έγειρε πίσω στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου και βάλθηκε να χαζεύει τα αστέρια, που κρέμονταν σαν μικροσκοπικές λάμπες στον σκοτεινό ουρανό. Ζητούσε τόσο λίγα απ’ τη ζωή, λίγο ήλιο, ένα κομμάτι ουρανού, λίγη ησυχία και πάνω απ’ όλα να μην τον βαραίνει πολύ η γνώση ότι υπάρχει, να μην έχει καμιά απαίτηση απ’ τους άλλους, ούτε κι αυτοί απ’ αυτόν. Από την άλλη όμως, καθώς απολάμβανε την ομορφιά των άπειρων φωτεινών κουκκίδων στην απέραντη θάλασσα από πάνω του σκέφτηκε αυθόρμητα ότι είχε, απ’ όταν θυμόταν τον εαυτό του, την εντύπωση ότι κάποιος του ζητούσε απεγνωσμένα να
22
ομορφύνει και πάλι την Γη, που βούλιαζε κάτω απ’ τα βουνά της ασχήμιας, που έχτιζε το Βασίλειο των Ανθρώπων. Έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε στις σκέψεις του. Του φάνηκε ότι άκουσε μια σιγανή φωνή, σχεδόν ψιθυριστή, μια φωνή που έβγαινε από τα βάθη της καρδιάς του και τον πρόσταζε να αλλάξει αυτόν τον κόσμο! 3 Δεν πέρασαν παρά λίγα δευτερόλεπτα κι ένας άγριος θόρυβος τον τράβηξε βίαια από το σπήλαιο των σκέψεων του. Σηκώθηκε βαριεστημένα αργά και στράφηκε με περιέργεια προς την πηγή του ενοχλητικού ήχου. Ένα καλογυαλισμένο, μαύρο, αγροτικό φορτηγάκι, μόλις είχε στρίψει στο ξέφωτο και τώρα κατευθυνόταν προς το μέρος του. Η μηχανή και η εξάτμιση του μούγκριζαν δυνατά, θέλοντας προφανώς να προαναγγείλουν το αφεντικό τους, το οποίο κατέφτανε υπό την συνοδεία εκκωφαντικής ροκ μουσικής. Ο ήρωας μας, ο Πλάτων, πίστευε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα αισθάνονται ζωντανοί, μόνο όταν τραβάνε πάνω τους τα βλέμματα των άλλων, όταν γίνονται αξιοθέατα και αντικείμενο σχολιασμού, μουσειακά εκθέματα της σάρκας. Αυτοί είναι ως επί το πλείστων πνευματικά νεκροί, άνθρωποι με άδειο εσωτερικό κόσμο, που προσπαθούν να καλύψουν άγαρμπα την γύμνια τους αυτή τονίζοντας υπερβολικά την εξωτερική τους εικόνα και ο Πλάτων αντιλήφθηκε ότι τέτοιοι άνθρωποι, οι πιο επικίνδυνοι απ’ όλους, πλησίαζαν προς το μέρος του. Διέκρινε στο ημίφως δυο άτομα στις θέσεις του οδηγού και του συνοδηγού και του φάνηκε ότι κοίταζαν μια αυτόν και μια τον χώρο γύρω τους. Φαινόταν να ελέγχουν το μέρος και όντως αυτό έκαναν, όταν το βλέμμα τους καρφώθηκε τελικά πάνω του. Η ώρα είχε περάσει και η κίνηση πλέον ήταν λιγοστή στον δρόμο πίσω τους και εκτός των άλλων η βλάστηση, με τα ψηλά δέντρα κατά μήκος του δρόμου, περιόριζε αρκετά την ορατότητα προς το σημείο. Ήταν μόνοι τους λοιπόν, οι τρεις τους σε ένα απόμερο σκηνικό. Οι δυο άγνωστοι αντάλλαξαν κάποια λόγια και γέλασαν, εμφανώς ευχαριστημένοι με τις συνθήκες. Ο Πλάτων παρακολουθούσε σχετικά ήρεμος, μέχρι που η ματιά του διασταυρώθηκε με το βλέμμα του οδηγού. Τότε ο φόβος χτύπησε την πόρτα της ψυχής του. Για μια και μοναδική στιγμή όμως, καθώς ξαφνικά ένοιωσε ανακούφιση. Όλοι οι δρόμοι κι οι νύχτες της άφεγγης ζωής του τον είχαν οδηγήσει σ’ αυτό το σημείο και σε κανένα άλλο. Τύχη; Μοίρα; Θεός; Πείτε το όπως θέλετε! Το ταξίδι που είχε ήδη κάνει έφτανε στο τέλος του και ένα νέο τον περίμενε από την άλλη πλευρά. Η ώρα που ασυνείδητα περίμενε όλη του την ζωή ήταν εδώ! Τώρα! Το μαύρο φορτηγάκι σταμάτησε λίγα μετρά πιο πίσω από το αυτοκίνητο του. Οι πόρτες άνοιξαν και οι δυο άντρες κατέβηκαν. Ο Πλάτων είχε συνεχώς το βλέμμα του στραμμένο στον οδηγό, ο οποίος ήταν ψηλός, γεροδεμένος και σχεδόν συνομήλικος του με την πρώτη ματιά. Το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο και ο Πλάτων παρατήρησε κάποιες ουλές, οι οποίες διέσχιζαν το κρανίο και το πρόσωπο του, προδίδοντας αμέσως μια βίαιη ζωή. Τα μάτια του, σχεδόν κόκκινα, άγρια και σίγουρα, συνηγορούσαν στο ότι η κόλαση πρέπει να φάνταζε παιδική χαρά γι’ αυτόν τον τύπο. Είχε κι αυτό το βλέμμα, το βλέμμα που αρχικά είχε φοβίσει τον Πλάτωνα. Ήταν σαν λιοντάρι, εκστασιασμένο απέναντι στο ανήμπορο θήραμα του. Κι όμως, παρά την αγριάδα των ματιών του μπορούσε με λίγη προσπάθεια να διακρίνει κανείς το κενό μέσα τους. Αυτός ο άνθρωπος εκτός από πνευματικά νεκρός ήταν σίγουρα υπό την επήρεια ναρκωτικών. Και μάλιστα πολλών ναρκωτικών! Αυτός στράφηκε προς τον φίλο του κι ο Πλάτων σκέφτηκε ασυνείδητα ότι το κοντινότερο ον στον άνθρωπο που είχε απέναντι του ήταν ο γορίλας. Ένα ζώο γεμάτο
23
τεστοστερόνη, δύναμη και …συγκριτικά με τον Χόμο Σάπιενς χαμηλή ευφυΐα. Ο συνοδηγός από την άλλη ήταν ψηλόλιγνός, με μακρύ, λιγδωμένο μαλλί και έδειχνε ελαφρώς ανήσυχος, καθώς κοίταζε διαρκώς πίσω, προς τον δρόμο, προς κάποιους αόρατους πιθανούς μάρτυρες. -Δεν σου είπα ότι θα είναι παιχνιδάκι, ρώτησε με φωνή σπαστή ο «γορίλας». Σκέτο κελεπούρι, πρόσθεσε γυρνώντας προς τον Πλατών. -Ναι, αλλά κάνε γρήγορα … μπορεί ανά πάσα στιγμή κάποιος να στρίψει προς εδώ, αποκρίθηκε ανήσυχος ο φίλος του. -Χαλάρωσε, ρε συ! Δεν τρέχει μία. Λοιπόν, τι έχουμε εδώ, ρώτησε ο «γορίλας» κατευθυνόμενος αργά, με το άπληστο βλέμμα του να ρουφάει την εικόνα του αυτοκινήτου του Πλάτων. Ήταν ένα σπορ αυτοκίνητο, δώρο των γονιών του για την ενηλικίωση του. Αν και δεκαετίας η αξία του ήταν αρκετά μεγάλη και η εξωτερική του σχεδίαση άκρως γοητευτική, ώστε να αποτελεί αντικείμενο πόθου για ανθρώπους σαν τον «γορίλα». Ο Πλάτων όμως, καθώς τον έβλεπε να τον πλησιάζει αργά, είχε άλλα στο μυαλό του. Ξαφνικά, αν και δεν ήταν καθόλου φρόνιμο, αδιαφορούσε για τα τεκταινόμενα γύρω του κι ο λόγος ήταν ένας και μοναδικός, προς το παρόν. Κοίταξε τα χεριά του. Τα ένιωσε απότομα παγωμένα, λες και τα είχε χώσει από ώρα σε βαρέλι με πάγο. Ήταν παγωμένα και μουδιασμένα από τους αγκώνες και κάτω. Σχεδόν δεν τα ένιωθε, τα έβλεπε αλλά δυσκολευόταν να πιστέψει ότι υπήρχαν. Ίσως μάλιστα δεν υπήρξαν ποτέ. Τα έφερε κοντά στο πρόσωπο του και τα περιεργάστηκε. Δεν είδε τίποτα περίεργο. Ήταν όπως πάντα, δυο ανθρώπινα χέρια, δυο τέλεια εξελιγμένα εργαλεία, με δάχτυλα ικανά για τις πιο λεπτές και φίνες κινήσεις, αλλά η αίσθηση που είχε ήταν πραγματικά περίεργη. Λες και... -Εεε, βλάκα, δεν ακούς που σου μιλάω, ούρλιαξε ο «γορίλας, κοιτάζοντας υποτιμητικά τον Πλάτωνα και βγάζοντας τον από τον λήθαργο του. Κοίτα να δεις, τα πράγματα είναι απλά, βρυχήθηκε. Δώσε όσα φράγκα έχεις πάνω σου και κάτσε στην άκρη σαν καλό κορίτσι μέχρι να φύγουμε μ’ αυτό το κουκλί, ειδάλλως ... Ένα χαμόγελο φανέρωσε μια ταλαιπωρημένη οδοντοστοιχία. Εννοούσε κάθε λέξη! Δεν θα τον ενοχλούσε αν ήταν συγκαταβατικός, αλλά θα του γάμαγε την ζωή, αν αντιστεκόταν! Ο Πλάτων σχεδόν μηχανικά και νιώθοντας όλο και πιο έντονη την περίεργη αίσθηση στα χέρια του, έκανε στην άκρη. -Αυτό θέλεις, ρώτησε με σπαστή φωνή δείχνοντας προς το αυτοκίνητο. Ο γορίλας πήγε να απαντήσει «ναι», αλλά ο Πλατών συνέχισε με μια αυξανόμενη ένταση να τον κατακλύζει με κάθε λέξη που ξεστόμιζε, με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Και η πρωτόγνωρη αίσθηση στα χέρια του παρέμενε. Αν το πάρεις και φύγεις τι θα κάνεις; Άσε να μαντέψω! Θα πουλήσεις το αυτοκίνητο και με τα λεφτά θα αγοράσεις ένα τσουβάλι ναρκωτικά. Αν είσαι τυχερός, ή μάλλον άτυχος, και ζήσεις να τα πιεις όλα, θα ξανακλέψεις κάποιον άλλο, θα ξαναγοράσεις ναρκωτικά και έτσι θα συνεχιστεί η μίζερη ζωή σου περιφέροντας το ταλαίπωρο σαρκίο σου στον κόσμο, μέχρι να καταλήξεις στην φυλακή ή απλώς πεθάνεις! Πάνω-κάτω έτσι δεν είναι, ολοκλήρωσε την σκέψη του έχοντας επίγνωση ότι δεν είναι ποτέ φρόνιμο να εξαγριώνεις τέτοιους ανθρώπους, υπό αυτές τις συνθήκες. Κι όμως, αδιαφορούσε παντελώς για αυτό. Ο «γορίλας» έχοντας σαστίσει από την απρόσμενα γενναία συμπεριφορά του, παρακολούθησε άναυδος τον Πλατών να κάνει ένα βήμα και να στέκεται αποφασισμένος, σαν ορκισμένος φρουρός, δίπλα στην πόρτα του αυτοκινήτου του. Τα μάτια του γούρλωσαν και οι σφυγμοί του εκτοξευτήκαν, βάφοντας κόκκινο από θυμό το είναι του. -Ποιος είσαι εσύ, ρε καριόλη που θα μου κάνεις κήρυγμα; Δεν έχεις ιδέα για την ζωή μου, ούρλιαξε απότομα. Η βαλβίδα της αυτοσυγκράτησης έσκασε βίαια και αίμα θα
24
έβαφε τον χώρο γύρω τους. Αφού θες να παίξουμε, θα παίξουμε, είπε και έβγαλε το πιστόλι, που είχε κρυμμένο πίσω του, στην μέση του παντελονιού. Για να δούμε ποσό καλά θα ψυχολογείς τους νεκρούς, είπε και προχώρησε προς τον Πλατών, που βρισκόταν τρία μέτρα μπροστά του σημαδεύοντας το χώμα. Εκείνη την στιγμή ο ήρωας μας ένιωσε έναν αναπάντεχο τρόμο, καθώς αισθάνθηκε μέσα του το αίμα του καυτό, τον έκαιγε ολόκληρο κοχλάζοντας μες τα σωθικά του. Ταυτόχρονα τα κόκκαλα του άρχισαν να δονούνται δυνατά δοκιμάζοντας τις αρθρώσεις του και για μια στιγμή πανικοβλήθηκε για την ίδια την συνοχή του κορμιού του. Αν συνέχιζε έτσι θα έσπαγε. Ο Πλάτων βίωνε το είναι του να ξυπνάει. Κάτι σάλευε κάτω απ’ το δέρμα, μες τα σωθικά του. Κάποια δύναμη κρυμμένη στα γονίδια του ετοιμαζόταν να πει ένα «γεια» στον ταλαίπωρο κόσμο μας και θα το έκανε με όλη της την μεγαλοπρέπεια! Η θερμοκρασία του όλο και σκαρφάλωνε ψηλότερα, επεκτεινόμενη σε όλα τα μήκη και πλάτη του είναι του. Εκατομμύρια στάλες ιδρώτα άρχισαν να βγαίνουν απ’ τους πόρους του, το δέρμα του έκαιγε από έναν πρωτοφανή πυρετό. Ο σεισμός που τον είχε κυριέψει απότομα έσβηνε αργά κι ο Πλάτων, αν και ζαλισμένος, παίρνοντας κοφτές, γρήγορες αναπνοές, που οδηγούσαν το στήθος του σε ένα ρυθμικό χοροπηδητό, αντιλήφθηκε έστω και σ’ αυτήν την κατάσταση μπρος το άγνωστο που του συνέβαινε, μπρος τις οδύνες ενός πρωτοφανούς τοκετού, ότι οι δονήσεις είχαν περιοριστεί πια μόνο στα χέρια του. Ένα ξαφνικό βουητό, σαν χιλιάδες μέλισσες να τρυπώνουν στο κρανίο του, μες το μυαλό του, κάλυψε όλους τους ήχους γύρω του. Έκλεισε έντρομος τα μάτια του, πισωπάτησε στο χείλος της πλαγιάς και προσπάθησε απεγνωσμένα να συγκεντρωθεί. Όσο περίεργο και να σας φαίνεται, δεν τον απασχολούσε ο κίνδυνος εκείνη την στιγμή, παρά μόνο αυτό που του συνέβαινε. Έλπιζε βεβαία, βαθιά μέσα του πως θα είχε τον χρόνο να αντιμετωπίσει την επικίνδυνη κατάσταση, αλλά προς το παρόν … Καθάρισε το μυαλό του από κάθε σκέψη και το βουητό άρχισε να υποχωρεί. Απολυτή σιωπή απλώθηκε γύρω του. Ξαφνικά σαν να άκουγε για πρώτη φορά, άκουσε το αδύναμο αεράκι να τον χτυπάει στο πρόσωπο, ένα σμήνος πουλιών να περνάνε μακριά πάνω από την πόλη κι ένα αυτοκίνητο, μάλλον φορτηγό, να κατεβαίνει, λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω στον δρόμο, προς το μέρος του. Άκουσε έκπληκτος κι έναν γνώριμο ήχο, μια καρδιά να χτυπάει ειρηνικά, αργά και ρυθμικά (μάλλον η δικιά του), κι αμέσως μετά μια άλλη καρδιά να χτυπάει πολεμικά, γρήγορα και ακανόνιστα (του «γορίλα»). Άκουσε και τον «γορίλα» να τον πλησιάζει με τα χαλίκια να τρίβονται κάτω από το παπούτσι του και αισθάνθηκε την σκόνη να σηκώνεται και να αιωρείται μέχρι να ξεκινήσει το ταξίδι της καθόδου. Ο ήχος γινόταν ένα με το μυαλό του και αισθανόταν αυτό που άκουγε. Τώρα αισθανόταν τον γορίλα στα δυο μετρά να σηκώνει το πιστόλι! -Μην το κάνεις! Θα μπλέξουμε άσχημα! Πάρε το αυτοκίνητο και πάμε να φύγουμε, γρύλισε με τρόμο ο φοβητσιάρης. -Σκασμός! Θα πεθάνει για να μάθει να το παίζει έξυπνος, φώναξε θολωμένος ο «γορίλας», που δεν είχε δώσει και μεγάλη σημασία στο τρέμουλο του τύπου απέναντι του, σηκώνοντας το όπλο. Εκείνη την στιγμή δεν τον ένοιαζαν οι συνέπειες (είναι βλέπετε γνωστό ότι χαμηλή αυτοεκτίμηση, μειωμένη ευφυΐα, προβληματικό παρελθόν, χρήση ναρκωτικών και η παρουσία ενός όπλου αποτελούν κοκτέιλ θανάτου) παρά μόνο να κλείσει μια για πάντα αυτό το ενοχλητικό στόμα, που τόλμησε να του θυμίσει την κατάντια του. Ήταν ένας ζωντανός νεκρός, ένα φάντασμα της κοινωνίας και βαθιά μέσα του το ήξερε. Ω ναι, το ήξερε, το ήξερε και το μισούσε θανάσιμα! Πίεσε την σκανδάλη! Ο Πλάτων άκουσε τον κόκορα του πιστολιού να ξεκινά το θανατηφόρο ταξίδι του και ταυτόχρονα άνοιξε τα μάτια. Είδε τότε για πρώτη φορά στην ζωή του τον κόσμο μας με μια μοναδική προοπτική. Τα πάντα βρισκόταν σε αργή κίνηση, λες και ο χρόνος έρεε
25
γύρω του σαν παχύρευστο υγρό, ενώ τα χρώματα που αντίκριζε ήταν πιο ζωντανά από ποτέ. Τα χεριά του συνέχιζαν να δονούνται αμυδρά κι ευθύς μόλις τα κοίταξε, νιώθοντας καυτός σαν ανθρώπινη φλόγα, αισθάνθηκε μια απίστευτη παγωνιά να εκλύεται απ’ τους καρπούς μέχρι τα ακροδάχτυλά του και τότε συνειδητοποίησε με έκπληξη ότι ένα είδος ενέργειας είχε συσσωρευτεί μέσα τους. Ασυναίσθητα, χωρίς να έχει ιδέα τι θα συμβεί κι όμως πλήρως απελευθερωμένος από κάθε έγνοια για τις συνέπειες, πλημμυρισμένος από μια πρωτόγνωρη γαλήνη και με μια ασύλληπτη περιέργεια, ώθησε ταυτόχρονα τις παλάμες του προς τον γορίλα. Όταν τα χέρια του έφτασαν σε πλήρη έκταση συνέβη κάτι μαγικό. Μια αόρατη Δύναμη, ίσως κάτι σαν μαγνητικό πεδίο, ένα αμυδρά γαλάζιο πεδίο ενέργειας, ίσως …τα πάντα, ξεχύθηκε με μανία, χτύπησε τον γορίλα στο στήθος και την στιγμή που έκοβε ακαριαία το νήμα της ζωής του εξαφανίστηκε σε μια εκτυφλωτική λάμψη. Αυτός με μάτια έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους από τον τρόμο του ανεπανάληπτου, λες και τον χτύπησε φορτηγό, πετάχτηκε δέκα μετρά μακριά και σύρθηκε σαν τσουβάλι στα χαλίκια. Είχε προλάβει να πατήσει την σκανδάλη, αλλά η σφαίρα συγκρούστηκε με την Δύναμη, στιγμές αφού ξεπήδησε από τα χέρια του Πλάτων και σαν να βρήκε σε θωρακισμένο τοίχο εξοστρακίστηκε νικημένη στο έδαφος. Ο φοβητσιάρης παρακολούθησε έκπληκτος το συμβάν και η σκέψη του παραδόθηκε σ’ αυτό που αντίκρισε μέχρι που η λάμψη τον τύφλωσε κι αυτός γύρισε το κεφάλι του απ’ την άλλη για να προστατευτεί σφίγγοντας δυνατά τα βλέφαρά του. Στράφηκε μετά από λίγες στιγμές αγωνίας αργά προς το σημείο που φαντάστηκε ότι προσγειώθηκε ο φίλος του, μην μπορώντας να πιστέψει ότι αυτό που είδε ήταν πραγματικότητα, πιστεύοντας ακράδαντα ότι το μυαλό του, γεμάτο από τις παραισθησιογόνες ουσίες που είχαν καταναλώσει προηγουμένως, του έπαιξε μια υπέροχη φάρσα και οι ελπίδες του συντρίφτηκαν άγαρμπα, όταν αφού τον εντόπισε κοντά σε κάτι θάμνους και πλησιάζοντάς τον, διέκρινε αίμα να αναβλύζει από το πολτοποιημένο στήθος του, νεκρού πλέον, φίλου του και με το σώμα του να τρέμει ολόκληρο, αλλά και την καρδιά του να λυγίζει μπροστά στο σίγουρο τέλος γύρισε δειλά προς τον Πλατών. -Τι ... πως ..., ψέλλισε κλαίγοντας. Γονάτισε και άρχισε τα παρακάλια για την ζωή του. Ο Πλατών όμως ήταν εξίσου τρομοκρατημένος μ’ αυτόν. Αυτό που μόλις είχε συμβεί ήταν αδιανόητο, ανεπανάληπτο. Ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί κάτι τέτοιο. Το ανθρώπινο σώμα δεν είχε τέτοιες δυνατότητες. Όχι, όχι, σε καμιά περίπτωση … Όχι μέχρι σήμερα πάντως! Ζαλάδα τον πλημμύρισε και ένιωσε μια απίστευτη εξάντληση. Η Δύναμη απορρόφησε σχεδόν όλη την ενέργεια του κορμιού του. Έπεσε απότομα στα γόνατα, ανήμπορος να σταθεί όρθιος. Το κορμί του έτρεμε και νιώθοντας τις τελευταίες ικμάδες της ενέργειας του να σβήνουν, πέφτοντας αργά πάνω στο χώμα, αντιλήφθηκε με μάτια θολά, κάπου μακριά τον φοβητσιάρη να φεύγει με το φορτηγάκι. Οδηγούσε λες και τον κυνηγούσε ο διάολος με βλέμμα τρομαγμένο, κοιτάζοντας διαρκώς πίσω (θα περνούσαν μήνες μέχρι να τολμήσει να βγει απ’ το λαγούμι του και πάλι στην κοινωνία των ανθρώπων). Έπειτα όλα άρχισαν να σβήνουν, ο χώρος, ο χρόνος, η ίδια η ύπαρξη και ένα σκοτάδι γλυκό, σαν γυναικείο χάδι στην πλάτη, τον κυρίεψε! 4 Απόλυτο σκοτάδι και νεκρική σιγή τον αγκάλιασε σφιχτά! Το μυαλό του είχε παγώσει κι όμως παραδόξως αισθανόταν μια περίεργη ασφάλεια. Ένιωθε το κορμί του να αιωρείται στο κενό, κενό το οποίο επεκτεινόταν στο άπειρο κι ίσως αυτός να επέπλεε σε
26
μια άυλη, κι όμως φιλόξενη, θάλασσα. Θέλησε να κουνήσει τα χέρια του, να ψαχουλέψει γύρω του, να αγγίξει το σώμα του, να αγγίξει οτιδήποτε, να νιώσει ζωντανός. Αλλά μάταια. Τίποτα δεν υπήρχε κοντά του και σκέφτηκε ξαφνικά ότι κάπως έτσι πρέπει να νιώθει ένας ολοκληρωτικά παράλυτος. Ένα ζωντανό μυαλό παγιδευμένο σε ένα νεκρό σώμα. Η εντολή δεν φτάνει ποτέ από τον εγκέφαλο στα μέλη του. Έτσι κι ο ίδιος δεν είχε τον παραμικρό έλεγχο του σώματος του. Ο κόσμος όλος είχε χαθεί και μόνο η σκέψη του λειτουργούσε στην κατάσταση που βρισκόταν. Αναρωτήθηκε αν ήταν ζωντανός! Μήπως η σφαίρα τον είχε πετύχει τελικά; Μήπως ... Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την σκέψη του, όταν μια αδιόρατη αλλαγή άρχισε να συμβαίνει. Το κενό, που πριν από λίγο ήταν άδειο, άρχισε να γεμίζει. Ένα αμυδρό φως έκανε αργά την εμφάνιση του στην αρχή και στην συνέχεια εκατομμύρια κουκίδες φωτός, διάσπαρτες μες το σκοτάδι, έδωσαν τροφή στα πεινασμένα του μάτια. Τότε, καταφέρνοντας να γύρει ελαφρά το κεφάλι του, αντίκρισε το σώμα του γυμνό να αιωρείται στο κενό. -Που βρίσκομαι, αναρωτήθηκε φωναχτά, αλλά η φωνή του πνίγηκε στο απόλυτο κενό. Μια υποψία, πάντως πρόλαβε να φωλιάσει μέσα του. Η εικόνα μπροστά του ήταν γνώριμη. Αναγνώρισε αυτό που είχε δει τόσες φορές κοιτώντας τις νύχτες ψηλά στον ουρανό κι ένας απερίγραπτος φόβος τον επισκέφθηκε απρόσμενα! «Είναι δυνατόν να βρίσκομαι ... στο σύμπαν;» αναρωτήθηκε και η σκέψη αυτή τροφοδότησε τον πανικό του. Ένα αίσθημα ασφυξίας έκανε απειλητικά την εμφάνιση του. Ανέκτησε τότε τον έλεγχο του σώματός του κι άρχισε αμέσως να παλεύει με τον εαυτό του μες την άγνωστη συμπαντική θάλασσα. Στριφογυρνούσε καθώς προσπαθούσε να ικανοποιήσει το πρωταρχικό ένστικτο της ζωής, προσπαθούσε να αναπνεύσει. Μες τον τρόμο και τον αγώνα που έδινε για την ζωή του, με το μυαλό του να παλεύει ενάντια στο αναπόφευκτο, καθώς ο πανικός του μεγάλωνε όσο δεν μπορούσε να ανασάνει, αντιλήφτηκε κάτι με την άκρη του ματιού του. Κάτι ξεχωριστό από το μαύρο του σύμπαντος και τις κουκίδες των μακρινών αστερίων βρισκόταν εκεί κοντά. Ξέχασε τον πανικό του, σαν να μην υπήρξε ποτέ, λες και υπήρχε άλλη προτεραιότητα, πιο σημαντική από την ίδια του την ζωή και γύρισε να δει. Το θέαμα τον συγκλόνισε και ένα καλοδεχούμενο αίσθημα ειρήνης πλημμύρησε το είναι του. Το απέραντο γαλάζιο των ωκεανών, το κατάλευκο χρώμα των σύννεφων και το κίτρινο - πράσινο των ηπείρων συναρμολογούσαν το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο, την Γη μας! Ελάχιστοι άνθρωποι στην Ιστορία είχαν την τύχη να αντικρύσουν αυτή την εικόνα. Είχε δει την Γη έτσι μόνο μέσω της τηλεόρασης, αλλά το να την βλέπεις ζωντανά από αυτή την θέση ήταν κάτι το μαγευτικό. Παρατήρησε τα σύννεφα, το πράσινο των δασών και το γαλάζιο των ωκεανών. Έδειχναν όλα τόσο ζωντανά, δημιουργώντας μια ανείπωτη, μοναδική ομορφιά περιτριγυρισμένη απ’ το σκότος! Έπρεπε να πλησιάσει κι άλλο, ήθελε να δει το σπίτι της ζωής από πιο κοντινή απόσταση. Βάλθηκε να κουνάει χέρια και πόδια σαν να κολυμπούσε. Διαπίστωσε ότι έστω και αργά μετακινούνταν. Γέλασε χαρούμενος και έντεινε τις προσπάθειες του. Ο πρότερος πανικός είχε ήδη καταχωνιαστεί στο ασυνείδητο. Η Γη μπροστά του περιστρέφονταν αργά κι αυτός δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της, κολυμπώντας παθιασμένα. Όλο και πλησίαζε λοιπόν! Ξαφνικά όμως η περιστροφή της επιτάχυνε και ακόμα πιο περίεργο ήταν το γεγονός ότι άλλαξε φορά. Άρχισε να περιστρέφεται από βορρά προς νότο και στην συνέχεια αντίθετα με σταδιακά αυξανόμενη ταχύτητα. Η περιστροφή της ήταν πλέον ακανόνιστη, χαοτική και ο Πλάτων σαστισμένος αντιλήφτηκε ότι οι νόμοι της φυσικής, που δίδασκε στο πανεπιστήμιο είχαν ήδη πάει περίπατο.
27
Εμφανώς προβληματισμένος, έμεινε ακίνητος να παρακολουθεί την άναρχη αυτή πορεία. Η Γη εντελώς ξαφνικά σταμάτησε. Απέναντι του διέκρινε ξεκάθαρα την Αφρική. Κοιτούσε απορημένος κι είχε μια αδιόρατη υποψία ότι κάτι επρόκειτο να συμβεί, τίποτα όμως δεν θα μπορούσε να τον προϊδεάσει για ότι θα ακολουθούσε, όταν αστραπιαία η Γη κινήθηκε κατά πάνω του. Ενστικτωδώς, κι όσο αστείο κι αν φαίνεται, σήκωσε τα χέρια του για να προφυλαχτεί, κοιτώντας παραδομένος ανάμεσα απ’ τα δάκτυλά του. Η Γη σταμάτησε το ίδιο απότομα και ο Πλατών είδε ανακουφισμένος και καθαρά το δράμα που εκτυλισσόταν λίγες δεκάδες μέτρα κάτω απ’ τα πόδια του. Γύρω στα εκατό γυναικόπαιδα βρισκόταν συγκεντρωμένοι στο κέντρο ενός τυπικού αφρικάνικου χωρίου, με πλινθόκτιστες καλύβες και τσίγκινες παράγκες. Έκλαιγαν όλοι μαζί με τις φωνές τους να φαλτσάρουν την συμφωνία της δυστυχίας. Οι μητέρες οδύρονταν, αγκαλιάζοντας και φιλώντας τα ξυπόλητα παιδιά τους. Απέναντι τους και σε απόσταση είκοσι μέτρων βρισκόταν μια ομάδα αντρών με όπλα, δημιουργήματα του «πολιτισμένου» κόσμου. Όσο σπαραχτικά έκλαιγαν οι μητέρες, άλλο τόσο εκκωφαντικά γελούσαν αυτοί. Ο Πλατών κατάλαβε ότι μάλλον πρόκειται για αντάρτες. Αντάρτες… πόσο παρεξηγημένη λέξη! Ένας από αυτούς έδωσε το σύνθημα και άρχισε η μακάβρια χορωδία τους. Τα όπλα τους άρχισαν να φτύνουν τις σφαίρες τους. Οι μητέρες έβαζαν το κορμί τους ασπίδα για τα παιδιά τους, αλλά η σάρκα είναι αδύναμη μπροστά στο μέταλλο. Μανές και παιδιά έπεφταν νεκροί, ψυχές στέλνονταν άδικα στην παγωμένη άβυσσο και οι εκστασιασμένοι άντρες συνέχιζαν τα γέλια. Ο Πλάτων παρακολουθούσε συντετριμμένος την κολασμένη σκηνή. Αφού δεν έμεινε ούτε πνοή ζωής και η φρίκη ολοκληρώθηκε, οι άντρες έφυγαν ήρεμοι λες και μόλις είχαν πετάξει τα σκουπίδια τους. Το έργο τους είχε ολοκληρωθεί και η ανδρεία τους θα μνημονευόταν στο διηνεκές! Το αίμα χύθηκε άφθονο πάνω στο χώμα, αλλά η Γη άρχισε να το ρουφάει σαν σφουγγάρι και γεύτηκε για μια ακόμη φορά πως ήταν τα ανθρώπινα πλάσματα Σε λίγο δεν είχε μείνει ούτε σταγόνα, παρά μόνο ένας σωρός από άψυχα αγκαλιασμένα κορμιά. Προφανώς η Γη αγωνιζόταν με λαιμαργία να εξαφανίσει από το πρόσωπο της αυτή την τραγωδία. Δεν μπορούσε όμως να κάνει το ίδιο και ο Πλάτων. Δεν είναι καθόλου εύκολο να ξεχάσεις τέτοια φρίκη, τα τσακισμένα κορμιά και τα άψυχα, γυάλινα μάτια των παιδιών, που τον κοιτούσαν και τον κατηγορούσαν για τα δεινά τους. Ο ανθρώπινος νους έχει μεγάλες αντοχές στην δυστυχία, απόρροια της εξέλιξης, αλλά όλα έχουν τα όρια τους. Ακόμα και η φρίκη. Μίσος και αποφασιστικότητα άρχιζαν να τον κατακλύζουν, αυτόν, τον ευγενικότερο νέο όλων! Η Γη απομακρύνθηκε και πάλι και άρχισε την αλλόκοτη περιστροφή της. Ο Πλάτων έμεινε να ατενίζει από ψηλά σαν σε τρισδιάστατο κινηματογράφο. Μόνο που το έργο, όπως είχε καταλάβει, ήταν έργο τρόμου. Και ο τίτλος, ίσως, «Το φονικότερο είδος στον πλανήτη Γη!» Τώρα βρισκόταν πάνω από την Μέση Ανατολή. Η εικόνα πλησίασε και είδε! Σε έναν δρόμο που έσφυζε από κίνηση υπήρχε μια στάση λεωφορείου. Αρκετός κόσμος περίμενε και ακόμη περισσότερος πηγαινοερχόταν στο πεζοδρόμιο από πίσω. Ένας κύριος μιλούσε στο κινητό του, ενώ ένα ζευγάρι δίπλα του φιλιόταν παθιασμένα, διατυμπανίζοντας τον έρωτα του σε όλους, μια κυρία και η κόρη της περίμεναν γελώντας το λεωφορείο, πιασμένες χέρι - χέρι. Το λεωφορείο έφτασε και ο κόσμος άρχισε να ανεβοκατεβαίνει. Ένας νέος, μπορεί και νέα, έτρεξε ανάμεσα τους. Μια έκρηξη συνέβη και μια θανατηφόρα ενέργεια παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά της. Το λεωφορείο διαλύθηκε και κομμάτια ανθρώπινης σάρκας και μετάλλου σχημάτισαν μια αποτρόπαια βροχή. Το γέλιο και η χαρά της ύπαρξης μετατράπηκαν σε θρήνο. Από την
28
ζωή στην ανυπαρξία σε κλάσματα δευτερόλεπτου! Η απάντηση στην αυτοκτονία αυτού του δυστυχισμένου ανθρώπινου όντος διαπίστωσε αμέσως ότι ήταν δυσανάλογη. Πολεμικές μηχανές τελευταίας τεχνολογίας ξέσκισαν τις σάρκες και τα οστά μικρών παιδιών και γυναικών, αθώων θυμάτων, ίσως κι ελάχιστων ηθικών αυτουργών της αυτοκτονίας. Σε κάθε αθώο θύμα του βομβιστή αντιστοιχούσαν εκατοντάδες αθώα θύματα συμπατριωτών του. Ο Γολιάθ έπαιρνε επιτέλους την εκδίκησή του! Μεταφέρθηκε ακαριαία πάνω από ένα στάδιο. Αρκετές εκατοντάδες κόσμου κραύγαζαν με μίσος. Είδε στο κέντρο του σταδίου ένα κορίτσι. Δεν θα ήταν πάνω από δώδεκα-δεκατριών ετών και ήδη παντρεμένη. Έτρεμε από φόβο και ποτάμια δάκρυα κυλούσαν πάνω στο σκονισμένο της προσωπάκι. Είχε ανοίξει τα χεράκια της εκλιπαρώντας τους ανθρώπους για την ζωή της. Δεν ήξερε ότι απέναντί της είχε μόνο κτήνη, με βουλιμία για αίμα και θάνατο. Γεννήθηκε σε ένα χωριό της Αφρικής, ξεχασμένο από τον κόσμο. Ανατράφηκε με την θρησκεία των γονιών της και έκανε ότι επέβαλαν οι ιερείς. Πριν λίγες μέρες πηγαίνοντας με τα πόδια να επισκεφτεί την γιαγιά της, τρεις σαραντάρηδες άντρες την βίασαν, σβήνοντας για πάντα από την ψυχή της την αθωότητα του παιδιού. Αυτή στράφηκε για βοήθεια στους ιερείς, οι όποιοι σαν κτήνη μιας άλλης εποχής, έκαναν το απάνθρωπο. Την καταδίκασαν σε θάνατο… αν είναι δυνατόν… λόγο μοιχείας. Και να την τώρα εκεί σύξυλη να βλέπει το νήμα της ζωής της να κόβεται άδικα, τόσο άδικα. Πριν προλάβει καν να ζήσει τις μικρές χαρές της ζωής! Ο πρώτος αναμάρτητος έριξε τον πρώτο λίθο κι ακολούθησαν εκατοντάδες μέχρι που συνέτριψαν κι έσπασαν κάθε κόκκαλο στο αθώο της κορμάκι. Ο Πλάτων γύρισε τα μάτια του για να μην βλέπει τα σπασμένα κόκκαλα, το ποτάμι αίμα και τα σκοτεινά μάτια που τον κατηγορούσαν(μόνο αυτόν!), ενώ δάκρυα απόγνωσης κυλούσαν μαζικά και στα δικά του μάγουλα, αλλά το έργο συνεχίστηκε αδιαφορώντας για τα συναισθήματά του! Οι επόμενες σκηνές ήταν το ίδιο αποκαρδιωτικές. Επιβεβαίωσαν αυτό που ήξερε ήδη, αυτό που ήξεραν όλοι, αλλά ελάχιστοι αντιδρούσαν. Το μίσος είχε κυριέψει τους ανθρώπους. Στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στην Αφρική, όπου γινόταν πόλεμος η σκηνή επαναλαμβανόταν. Ένα ανθρώπινο χέρι, το χέρι του θανάτου, πατούσε ένα κουμπί. Πύραυλοι, βόμβες, ρουκέτες ξεκινούσαν ένα ταξίδι, χωρίς επιστροφή. Τα κατορθώματα τους οδυνηρά. Εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί, εκατομμύρια τραυματίες και σακάτες, οι χήρες και τα ορφανά απαρηγόρητοι. Μετά είδε τον βιασμό της φύσης. Μόλυνση παντού! Κάθε λογής λύματα, δηλητηριώδη αέρια, πυρηνικά απόβλητα, χημικές ενώσεις, πλαστικά μόλυναν τα πάντα. Δάση κόβονταν και καίγονταν. Ζώα κατακρεουργούνταν και εξαφανίζονταν. Μόλυνση παντού, στον αέρα στην στεριά και στην θάλασσα. Η Γη βαθιά πληγωμένη και μολυσμένη. Το πρόσωπο της; Το θέατρο του παραλόγου! Κι όμως υπάρχουν πολλοί τρόποι να ζήσει κανείς πάνω στην γαλαζοπράσινη σφαίρα μας που γυρνά ασταμάτητα, με αρμονία, χαρά και υγεία κι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει επιλέξει ίσως τον μοναδικό ηλίθιο τρόπο, αυτόν τον αστικοποιημένο και αγελοειδή τρόπο, που αντίκριζε ο Πλάτων σε όλη του την μεγαλοπρεπή αηδία! Απελπισία κυρίεψε το μυαλό του. -Αυτοί είναι οι γιοι του θεού, ρώτησε σαρκάστηκα με τρεμάμενη φωνή, σκουπίζοντας τα μάτια του. Δεν μπορούσε πλέον να ζει την ζωή του σαν να μην τρέχει τίποτα. Δεν μπορούσε να πει ότι δεν ήξερε. Αρκετό καιρό είχε μείνει κι αυτός άβουλος, άπρακτος, ένας τέλειος υποτακτικός των συμφερόντων και του συστήματος. Ίσως ήταν μονός του, ίσως όχι. Δεν τον ένοιαζε καθόλου! Αυτό που είχε σημασία, φίλοι μου, ήταν ότι βίωσε
29
βαθιά μέσα του την αποδοχή. Το κενό, το σύμπαν, η ίδια η Γη είχαν μια άπειρη προσωπικότητα και σίγουρα κάτι ήθελαν να του πουν! -Κάποιος πρέπει να βάλει ένα τέλος σ’ αυτήν την παράνοια, βροντοφώναξε απελευθερωμένος. Και σαν το δέχτηκε αυτό μες την καρδιά του, άρχισε με μεγάλη ταχύτητα να κατευθύνεται προς την Γη, σαν φλεγόμενος κομήτης. Έκλεισε τα μάτια του και με καθαρή την συνείδηση, χωρίς φόβο και πάθος, μην πιστεύοντας και μην ελπίζοντας τίποτα, όντας πραγματικά ελεύθερος για πρώτη φορά στην ζωή του, κατανοώντας απόλυτα ότι έφτασε η ώρα ο στοχασμός να δώσει την θέση του στην δράση, περίμενε την σύγκρουση! Έπεφτε από εκεί ψηλά, μες' από το απέραντο διάστημα, σε μια πτώση χωρίς κατεύθυνση, απειροπολλαπλή και κενή. Πέρασε στην ατμόσφαιρα της Γης και χιλιάδες γνώριμοι ήχοι και μυρωδιές έκαναν την εμφάνιση τους. Το βλέμμα του απέπνεε ένα τέτοιο κύρος και μια ήρεμη δύναμη, που όλα τα ζώα την αντιλήφθηκαν και άρχισαν, το καθένα στην γλωσσά του, να τον χαιρετούν. Ακόμα και η βλάστηση ήθελε να του δείξει την ευγνωμοσύνη της, προσφέροντας του τις καλύτερες μυρωδιές της, τις μυρωδιές της ζωής! Τελευταία μύρισε την θάλασσα. Κατευθυνόταν πάνω της και στην κάρδια του το μέλλον ήταν σίγουρο. Ήταν το κέντρο όλου αυτού που δεν υπάρχει παρά μόνο μέσω μιας γεωμετρίας της αβύσσου. -Θέλω μόνο μια ευκαιρία, ψιθύρισε στον κόσμο και την στιγμή της σφοδρής σύγκρουσης άνοιξε τα μάτια του! 5 Πετάχτηκε απότομα προς τα πάνω με τα μάτια ορθάνοικτα. Μια έντονη ζαλάδα τον πλημμύρησε και έγειρε αμέσως πίσω. Όλα χόρευαν χαοτικά στο μυαλό του. Ο χώρος και ο χρόνος του ήταν άγνωστα για πρώτη φορά στην ζωή του και η μνήμη του ήταν ανενεργή. Η εικόνα γύρω του γύρναγε σε επαναλαμβανόμενους κύκλους και η όραση του αδυνατούσε να σταθεροποιηθεί. Η εικόνα άρχισε να σταθεροποιείται σταδιακά μετά από λίγα δευτερόλεπτα και αυτό που την χαρακτήριζε ήταν μια έντονη θολούρα, λες κι έβλεπε πίσω από ένα πολύ σκονισμένο τζάμι. Καταρχήν του φάνηκε ότι βρισκόταν σε ένα λευκό δωμάτιο, που ακτινοβολούσε έντονα το ημίφως που έμπαινε απ’ το παράθυρο. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ξημέρωνε ή αν νύχτωνε. Ήχοι, σταθερά επαναλαμβανόμενοι, δυσκόλευαν επίσης την αντίληψη του. Έκλεισε τα μάτια, απογοητευμένος από την αδυναμία του να καταλάβει τι συμβαίνει και προσπάθησε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Βίωσε μια πρωτόγνωρη αίσθηση διαύγειας και σε κλάσματα του δευτερολέπτου η σκέψη του είχε οργανωθεί, αν και μια ελαφριά ζαλάδα δήλωνε παρούσα. Ένοιωσε ευχαρίστα, λες και είχε πιει λίγα ποτηράκια παραπάνω. Αιωρούνταν στο ευχάριστο σημείο μεταξύ ευθυμίας και σοβαρότητας, μεταξύ ελαφρότητας και βαρύτητας! Άνοιξε ξανά τα μάτια του. Και το θέαμα που αντίκρισε του έκοψε την ανάσα. Είδε έναν ολόλευκο τοίχο απέναντί του και του φάνηκε ότι το λευκό ακτινοβολούσε δυνατά, νόμισε για μια στιγμή πως το φως ερχόταν κατά πάνω του… ή ίσως τα μάτια του ρουφούσαν το λευκό που αντίκριζαν. Απόρησε μ’ αυτό, έκλεισε τα μάτια του και τα ξανάνοιξε αργά. Το έντονο λευκό ήταν ακόμη εκεί! Άρχισε με το βλέμμα του να εξετάζει το δωμάτιο γύρω του και όπου έστρεφε το βλέμμα του τα μάτια του ρουφούσαν την εικόνα και ένοιωσε ότι δεν έβλεπε απλώς, αλλά βίωνε αυτό που αντίκριζε. Τα πάντα γινόταν ένα με το μυαλό του, σχήματα, χρώματα, αντικείμενα. Ο χώρος που τον περιτριγύριζε αποκτούσε μια πλαστικότητα, μια ζωντάνια μες το μυαλό του. Ένοιωθε ότι ήταν ένα καινούριο ον με μάτια γεμάτα νέα όραση! Η απορία για το τι του συμβαίνει άρχισε να γιγαντώνεται. Αντικρίζοντας όμως την πηγή των
30
επαναλαμβανόμενων ήχων στα αριστερά του κατάλαβε τουλάχιστον το που βρίσκεται κι αυτό ήταν σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Κι επίσης ήταν καλωδιωμένος. Ένα μόνιτορ δίπλα στο κρεβάτι κατέγραφε τα ζωτικά του σημεία, σφυγμούς, πίεση, αναπνοές κ. α. Αισθάνθηκε ανακούφιση, μη γνωρίζοντας το γιατί. Η μνήμη του άρχισε σιγά σιγά να παίρνει μπρος. Όλα ήταν θολά στο άμεσο παρελθόν του, όμως μια ανάμνηση ανέβλυσε γοργά στην επιφάνεια. Ένα όραμα, ναι το όραμα που είχε στην δυστυχία του ανθρώπου και του πλανήτη. Και πως βρέθηκε στο νοσοκομείο; Ποσό καιρό ήταν εδώ; Ένιωσε ξαφνικά μια απελπιστική μοναξιά και μόνο η σκέψη του κρατούσε συντροφιά με τα αναπάντητα αυτά ερωτήματα. Μετά από λίγο το στομάχι του διαμαρτυρήθηκε. Ένοιωσε μια δυνατή σουβλιά στα σωθικά του και μια ακόρεστη πείνα. Πρόσεξε τους ορούς που κρέμονταν δίπλα του, την τροφή του. Ακολούθησε την πορεία, που είχαν τα σωληνάρια με το διαυγές υγρό μέχρι τις φλέβες του. Κοιτάζοντας τα χέρια του ένα εκκωφαντικό καμπανάκι χτύπησε μέσα του. Περιέργεια και αμφιβολία τον κατέκλυσαν με χιλιάδες ερωτήματα να χοροπηδάνε μες το μυαλό του. Έφερε τα χέρια του κοντά στο πρόσωπο και τα περιεργάστηκε για λίγα λεπτά. Η εικόνα των χεριών του πυροδότησε αναπάντεχα την μνήμη του και καθώς θυμήθηκε τα πάντα σε μια μόλις στιγμή, η ανάμνηση τον χτύπησε σαν χαστούκι! Αυτό που είχε συμβεί ήταν τόσο σοκαριστικό, όσο και εξωπραγματικό. Θυμήθηκε μια αόρατη Δύναμη να βγαίνει από τα χέρια του και ... είχε χτυπήσει έναν άνθρωπο, τον «γορίλα» ή μάλλον ... τον είχε σκοτώσει. Τότε οι αναμνήσεις έσυραν μαζί τους την θλίψη σε τεράστιες ποσότητες. Αυτή τον κυρίεψε και χρωμάτισε μαύρη την καρδία του. Πάλευε σε όλη την διάρκεια της σύντομης ζωής του να κάνει πράξη μια φιλοσοφική στάση ζωής, μιας ζωής με αγάπη και συμπόνια για τον συνάνθρωπο, μιας ζωής μηβίας. Κι αυτό είχε πάει περίπατο σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Είχε αφαιρέσει, έστω και άθελα του, μια ζωή. Μπορεί ο «γορίλας» να μην αποτελεί ... αποτελούσε τον καλύτερο τύπο ανθρώπου, αλλά ήταν ένας από εμάς. Θεωρούσε μέχρι σήμερα το «Ου φονεύσεις» σαν το επιστέγασμα μιας δίκαιας και ηθικής κοινωνίας. Είχε κάνει λάθος; «Από την άλλη, ίσως ήταν αναπόφευκτο» σκέφτηκε και η θλίψη άρχισε σιγά σιγά να υποχωρεί μέσα του. Όσο περισσότερο το σκεπτόταν, τόσο περισσότερο κατέληγε στο ότι ίσως έπρεπε να γίνει έτσι. Η απειλή κατά της ζωής του είχε ενεργοποιήσει την Δύναμη μέσα του, είχε ξυπνήσει το είναι του και είχε επαληθεύσει με ανεπανάληπτο τρόπο το ισχυρό αίσθημα διαφορετικότητας που τον κατέτρωγε τόσα χρόνια. Όταν αναλαμβάνουν δράση τα ένστικτα δεν κάνουν ποτέ λάθος. Κι αυτό γιατί δεν λειτουργούν με όρους ηθικής, αλλά με όρους επιβίωσης. Ήταν η ζωή του, απέναντι στου γορίλα λοιπόν! Η τελευταία σκέψη, όσο κι αν του φάνηκε απίστευτο, εξαφάνισε τελείως την θλίψη του, σαν να την έσβησε απλά απ΄ τον πίνακα των συναισθημάτων του. Σκέφτηκε τώρα, εντελώς απροσδόκητα αυτό που πίστευε μέχρι σήμερα, ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος δεν είναι τίποτε περισσότερο από αυτό, που γίνεται μόνος του, καθώς συνίσταται από ένα πλήθος δυνατοτήτων τις οποίες μπορεί να πραγματώσει μόνο μέσα από τις επιλογές που κάνει στην ζωή του, ανεξαρτήτως συγκυριών κι εξωτερικών παραγόντων. Κράτησε αυτή την σκέψη βαθιά μέσα του. Ναι, ήταν ξεκάθαρα θέμα συγκυρίας η συνάντησή του με τον γορίλα, αλλά αυτό που κρυβόταν μέσα του βγήκε επιτέλους στο προσκήνιο κι ήταν δική του επιλογή ή να το επικροτήσει ή απλά να το απορρίψει! -Πρέπει να γίνω αυτό που είμαι, είπε αποφασιστικά στον εαυτό του. Αισθάνθηκε απόλυτη σιγουριά και ετοιμότητα, δίχως να γνωρίζει το πως και το γιατί και κυρίως χωρίς να υποψιάζεται ούτε κατά διάνοια τι ακριβώς ήταν!
31
Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει στέλνοντας το σκοτάδι της νύχτας πίσω στο κρησφύγετο του. Από το παράθυρο έβλεπε να μπαίνει ένα ζεστό φως, με μια πλούσια πορτοκαλί απόχρωση. Ένα βάζο με κατακόκκινα, σχεδόν ζωντανά, τριαντάφυλλα, που τα είχε φέρει η μητέρα του για να δώσει λίγο χρώμα, μια νότα ζωής μες το στείρο δωμάτιο, βρισκόταν στο τραπεζάκι, απέναντι από το κρεβάτι του και μια ιδέα έκανε την εμφάνιση της όταν το είδε. H πρώτη του γνωριμία με την Δύναμη ήταν τραυματική. Έπρεπε λοιπόν να την δαμάσει. Ένιωθε σίγουρος ότι αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει, αφού βέβαια διαπίστωνε πρώτα ότι αυτή όντως υπάρχει στην πραγματικότητα και όχι μες το φαντασμένο του μυαλό. Δεν ήθελε άλλα πολτοποιημένα κορμιά. Όχι άλλους νεκρούς, εκτός αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Ο Πλάτων δεν ήξερε πόσο αναγκαίο, πόσο αναπόφευκτο, θα ήταν αυτό στο μέλλον! Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και αυτό έγινε με την μια, σαν το πάτημα ενός κουμπιού. Έτσι απλά. Η ελαφρά ζαλάδα, όμως παρέμενε. Κοίταξε πρώτα το δεξί του χέρι και μετά το βάζο. Έτεινε το χέρι του μπροστά καρφώνοντας με την ματιά του το βάζο. Η επιθυμία του ήταν απλή. Ήθελε να μετακινήσει έστω και λίγο το αντικείμενο απέναντι του. Λίγα χιλιοστά θα ήταν αρκετά, ήθελε απλώς να το δει να κινείται, τίποτα παραπάνω. Ένιωσε την αμυδρή δόνηση να κάνει την εμφάνιση της και πανευτυχής γι ‘αυτό, χαμογελώντας πλατιά από ικανοποίηση, αλλά και επιβεβαίωση(όχι δεν ήταν τρελός τελικά!), έδωσε την εντολή. Αισθάνθηκε ένα μέρος του εαυτού του, της ενέργειας του, να εκτοξεύεται, σαν ένα ρεύμα αέρα που γλιστρά πάνω μας χαϊδεύοντάς μας, από το χέρι του και για μια μοναδική στιγμή το βάζο τρεμόπαιξε στην θέση του. Η ευχαρίστηση που ένιωσε το εγώ του, με την συνοδεία μιας πρωτόγνωρης μέχρι τότε ηδονής, το οδήγησε σε μια ακατάσχετη λαιμαργία και τα μάτια του γυάλισαν. «Λίγο ακόμα», είπε η λαιμαργία του και εκτίναξε με πάθος το χέρι μπροστά για να φτάσει τα ακτινοβολούντα το χρώμα τους κόκκινα τριαντάφυλλα. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου το βάζο είχε μια μοιραία συνάντηση με τον τοίχο και κομμάτια από τα τριαντάφυλλα που χόρευαν στον αέρα πέφτοντας αργά δημιούργησαν ένα κόκκινο χαλί στο λευκό πάτωμα. Ο ήχος της σύγκρουσης ήταν αρκετά δυνατός ώστε να καλέσει στο δωμάτιο τον πρώτο περαστικό. Η πόρτα άνοιξε και μια νοσοκόμα μπήκε μέσα. Κοίταξε χαμηλά τα πολύχρωμα κομμάτια από το βάζο και τα τριαντάφυλλα, στράφηκε προς τον Πλατών και η έκπληξη της ήταν μεγάλη, όταν διαπίστωσε ότι την κοιτούσε κι αυτός. -Νεαρέ, ξύπνησες, ρώτησε και ένα χαμόγελο, που αντικατέστησε αμέσως την απορία για το σπασμένο βάζο, ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της. Ήταν κοντά στα εικοσιπέντε, όμορφη και το χαμόγελο της ανέβλυζε ενθουσιασμό. Θα φωνάξω τον γιατρό, είπε εκστασιασμένη και βγήκε έξω τρέχοντας. Ο Πλάτων έμεινε, απογοητευμένος από τον εαυτό του, να περιμένει. Οι απορίες του θα λύνονταν σε λίγο. Ένιωσε όμως κι αδύναμος, ένα αίσθημα κόπωσης, με το οποίο είχε ήδη γνωριστεί. Συνειδητοποίησε ότι η Δύναμη, απορροφά μεγάλο μέρος της ενέργειας του. Συνειδητοποίησε επίσης, ότι χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για να τιθασεύσει την Δύναμη αυτή, αν και πρωτίστως έπρεπε να τιθασεύσει τις ορμές του. Ένιωσε ότι όφειλε να γνωρίσει πάνω απ’ όλα τον καινούριο του εαυτό, το καινούριο του εγώ, αυτό που θα σκαρφάλωνε πάνω απ’ όλα τα άλλα! 6 Σε λίγα λεπτά ένας γιατρός, γύρω στα πενήντα, ήρθε τρέχοντας. Η νεαρή νοσοκόμα που τον ενημέρωσε ακολούθησε πίσω του. Ο γιατρός πλησίασε τον Πλάτων ελέγχοντας
32
γρήγορα τα μηχανήματα και κρατώντας στα χέρια του τον φάκελο με το ιστορικό του. Κάθισε δίπλα του στο κρεβάτι. -Πλάτων, καλημέρα. Λέγομαι Άγγελος και είμαι ο γιατρός που σε παρακολουθεί. Πως αισθάνεσαι, ρώτησε με ύφος σοβαρό, μην μπορώντας όμως να κρύψει την αγωνία του απ’ τα εκφραστικά του σκούρα μάτια. -Είμαι καλά, αποκρίθηκε ο Πλάτων. Αισθάνομαι μόνο μια ελαφριά ζαλάδα. Και όντως ένιωθε περίφημα. Το κορμί του πρέπει να ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Έμενε βεβαίως να του το επιβεβαιώσει και ο γιατρός. -Θυμάσαι τι έγινε; Ποια είναι η τελευταία ανάμνηση που έχεις, ρώτησε ο γιατρός με χαμηλή φωνή. Το όχι, του βγήκε εντελώς φυσικά. Απεχθανόταν τα ψέματα, τα οποία δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος να ξεκινήσεις μια συζήτηση, αλλά το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είχε πάρει τον έλεγχο. -Όχι, δεν θυμάμαι τίποτα γιατρέ, είπε με φυσικότητα ηθοποιού. Όλα είναι θολά στο μυαλό μου. -Προσπάθησε! Οτιδήποτε σου έρχεται στο μυαλό, επέμενε ο γιατρός. -Τίποτα, αποκρίθηκε κατηγορηματικά μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής ο Πλατών και μια έκφραση δυσαρέσκειας κι απογοήτευσης φανέρωσε τα αισθήματα του γιατρού. Συμβιβάστηκε και προχώρησε παρακάτω. -Νεαρέ, σε βρήκαν λιπόθυμο, πριν ένα μήνα και από τότε νοσηλεύεσαι εδώ. Είναι Σάββατο, οκτώ Αυγούστου σήμερα. Η φράση ήχησε σε επανάληψη μες το μυαλό του, «... σε βρήκαν ... ένα μήνα ...»! -Ένα μήνα, ρώτησε φωναχτά. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως πέρασε ένας μήνας, την στιγμή μάλιστα που αυτός είχε αντιληφτεί ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, μόλις λίγων λεπτών. Κι όμως η λέξη κλειδί ήταν το «σχετικά». Θυμήθηκε αμέσως την θεωρεία της Σχετικότητας. Ο χρόνος δεν είναι απόλυτος, αλλά σχετικός. Έτσι δυο παρατηρητές έχουν το δικό τους μέτρο χρόνου, ανάλογα με την θέση τους. Ένας μήνας στο νοσοκομείο ήταν μόλις λίγα λεπτά μες το μυαλό του! -Η περίπτωση σου είναι αρκετά ... περίεργη, πρωτόγνωρη θα έλεγα, ολοκλήρωσε την σκέψη του ο γιατρός. Σου κάναμε διάφορες εξετάσεις αυτόν το μήνα και βρήκαμε κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχειά. Καταρχήν, δεν ξέρω πως θα το πάρεις, αλλά η φυσική σου κατάσταση είναι σήμερα πολύ καλύτερη από ότι ήταν όταν σε έφεραν εδώ. Οι δείκτες έχουν όλοι αγγίξει … τολμώ να πω την τελειότητα, συμπλήρωσε με έναν τόνο θαυμασμού κι απορίας. Η επιβεβαίωση που περίμενε ο Πλάτων ήρθε με τον καλύτερο τρόπο. Γι’ αυτό αισθανόταν περίφημα. Αλλά που οφειλόταν αυτό; Ο γιατρός έσπευσε να απαντήσει στην σκέψη του. -Εκτός αυτού, υπήρχε καθ' όλη την παραμονή σου εδώ, ασυνήθιστα υψηλή εγκεφαλική δραστηριότητα. Ο συνδυασμός των δυο είναι εντυπωσιακός. Λες και ο εγκέφαλος σου καθοδηγούσε όλες αυτές τις αλλαγές. Είναι σαν να έδωσε εντολή για πλήρη αναδόμηση των ιστών σου. Είναι πρωτοφανές, δεν έχω… ούτε οι συνάδελφοί μου βεβαίως, ξαναδεί ή ακούσει παρόμοια περίπτωση, είπε καθώς κοίταζε σοβαρός τον Πλάτων. Η νοσοκόμα είχε ήδη μαζέψει τα απομεινάρια του βάζου και κρυφάκουγε την συζήτηση. Η περιέργεια ήταν έντονη και όχι μόνο εκ μέρους της, αφού η φήμη ή καλυτέρα το κουτσομπολιό, για τον μεταλλαγμένο νέο είχε απλωθεί σε όλο το νοσοκομείο. Ο γιατρός την ενημέρωσε ευγενικά ότι δεν θα την χρειαστεί άλλο και αυτή αποχώρησε, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά με το πιο ωραίο της χαμόγελο στον Πλάτων.
33
«Μεταλλαγμένος ή όχι είναι κούκλος!» Τότε ο γιατρός έσκυψε κοντά στον Πλάτων και τον ρώτησε συνωμοτικά: - Τι σου συνέβη, αγόρι μου; Τι γινόταν μες το μυαλό σου τον τελευταίο μήνα; Είδες κάτι; Είχες κάποιες σκέψεις; Η αγωνιά του ήταν έκδηλη. Ήταν η αγωνιά και η προσμονή για γνώση μπροστά στο ανεξήγητο. Ήταν η ιδία αγωνία, που είχε οδηγήσει τον άνθρωπο στις ανακαλύψεις και τις εφευρέσεις, που τον είχαν μια για πάντα ξεχωρίσει από τα ζώα! -Τίποτα, γιατρέ, όλα ήταν μαύρα, αποκρίθηκε. Ήθελε να του πει τα πάντα, να του γνωστοποιήσει την μοναδική εμπειρία, που είχε ζήσει. Ήθελε όλος ο κόσμος να το μάθει. Αλλά κάτι τον σταμάτησε. Δεν ήταν αυτός ο δρόμος που έπρεπε να πάρει. Όχι, δεν θα γινόταν έτσι! Ο γιατρός χαμογέλασε αμήχανα. Μες το μυαλό του ο νεαρός αυτός περιβαλλόταν από ένα πρωτόγνωρο μυστήριο, από την στιγμή που τον παρέλαβαν στο νοσοκομείο μέχρι και το ξύπνημά του (Ποιος στο διάολο έσπασε το βάζο;), ένα μυστήριο που ήθελε να λύσει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι ‘αυτό. Έλπιζε μόνο ο νεαρός να τους πει την αλήθεια όταν θα ήταν έτοιμος. Τον ενημέρωσε λοιπόν ότι θα γίνουν κάποιες τελευταίες εξετάσεις και πιθανόν τις επόμενες ημέρες θα έπαιρνε εξιτήριο. Πριν κλείσει την πόρτα του είπε ότι θα ειδοποιούσε τους γονείς του και πρόσθεσε συνωμοτικά: -Καλό είναι να ξέρεις και το εξής: Η αστυνομία σε θεώρει ύποπτο για φόνο. Δεν ξέρω αν θυμάσαι τι έγινε πριν λιποθυμήσεις, αλλά είμαι υποχρεωμένος από τον νόμο να τους καλέσω, αφού συνήλθες, έτσι; Λοιπόν, τα ξαναλέμε, είπε και κλείνοντας την πόρτα ο Πλάτων άρχισε να σκέφτεται ξανά το συμβάν με τον «γορίλα». «Ύποπτος για φόνο!», σκέφτηκε συνειδητοποιώντας ότι δυστυχώς έτσι ήταν. Χρόνια και χρόνια προσπάθειας για την επίτευξη συγκεκριμένων προτύπων συμπεριφοράς μπορούν να πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Έτσι απλά! 7 Μισή ώρα αφότου μίλησε με τον γιατρό κατέφθασαν οι γονείς του. Μπροστά η μητέρα του και ακριβώς πίσω της ο πατέρας του μπήκαν στο δωμάτιο τρέχοντας. Άνοιξαν την πόρτα, κοντοστάθηκαν λαχανιασμένοι στην είσοδο για μια στιγμή μόνο και μόλις τον αντίκρισαν να τους κοιτάζει με τα πανέξυπνα μάτια του, ρίχτηκαν με ευγνωμοσύνη στην αγκαλιά του. -Γιε μου… ψυχή μου, είσαι καλά, ρώτησε βουρκωμένη η μάνα του και βάλθηκε να τον φιλάει στο πρόσωπο. -Πως είσαι, γιε μου, ρώτησε ο πατέρας του, πιάνοντας σφιχτά το χέρι του. Οι γονείς του ήταν συνήθως συγκρατημένοι στις εκδηλώσεις τους, δεν άφηναν, σχεδόν ποτέ, τα συναισθήματα τους να πάρουν τον έλεγχο. Ήταν κατά βάση άνθρωποι της λογικής. Σήμερα όμως ήταν πιο εκδηλωτικοί από ποτέ και του φάνηκε ότι έλαμπαν με μια καινούρια λάμψη. Ένας μήνας γεμάτος πόνο και αγωνιά για το μοναχοπαίδι του, είναι ικανός να αλλάξει έναν άνθρωπο, να τον κάνει πιο αυθόρμητο και παρορμητικό. Παράλληλα ο πόνος και η δυστυχία φέρνει τις καρδιές των ανθρώπων πιο κοντά. Οι γονείς του είχαν χωρίσει πριν από λίγα χρόνια, κουρασμένοι από την υπερπροσπάθεια που είχαν κάνει για χάρη του και αισθανόμενοι κι οι δυο τους την ανάγκη να επαναπροσδιορίσουν την ζωή τους και τις ανάγκες τους. Ο χωρισμός τους ήταν φιλικός, εξακολουθούσαν να αισθάνονται βαθειά αγάπη ο ένας για τον άλλο και είχαν τακτική επικοινωνία. Τον τελευταίο μήνα όμως ήρθαν πιο κοντά και το συμβάν που θα άλλαζε για πάντα την ζωή του γιου τους έφερε σ’ αυτούς την επίγνωση της μίας και μοναδικής
34
αλήθειας. Πέρα και έξω από τον εαυτό τους, αγαπούσαν ο ένας τον άλλο. Τρυφερά, ολοκληρωτικά, μοναδικά! -Είμαι καλά, τους απάντησε και τα ανακουφισμένα πρόσωπα τους, τον έκαναν να ξεχάσει για λίγο τις σκέψεις του. Την επομένη μισή ώρα συζήτησαν για όλα. Ήθελε να μάθει τα πάντα, όλες τις λεπτομέρειες. Η μητέρα του του εξήγησε ότι ένας φορτηγατζής, κάνοντας στάση στο ξέφωτο, τον βρήκε λιπόθυμο. Λίγο πιο πέρα ανακάλυψε και το πτώμα του «γορίλα», έτσι κάλεσε την αστυνομία. Τις πρώτες μέρες είχαν έναν ένστολο να τον φυλάει, αλλά εγκατέλειψαν νωρίς τις ελπίδες τους και μετά από μια εβδομάδα έδωσαν εντολή στους γιατρούς να τους ενημερώσουν για τυχόν βελτίωση της κατάστασης του. Δεν άργησε να δει την τρυφερότητα και την οικειότητα στις κινήσεις τους, στο άγγιγμά τους, στις ματιές που αντάλλασαν πιο ευτυχισμένοι από ποτέ. Αυτό του έδωσε χαρά. -Μου έκανε εντύπωση, αρνητικότατη, ένας αστυνομικός, πρόσθεσε η μητέρα του. Σε κοίταζε, σχεδόν με μίσος, έτσι όπως ήσουν ανήμπορος στο κρεβάτι. Και ήταν φοβερά αγενής. Αδιαφορούσε για την υγεία σου και μου υποσχέθηκε ότι θα πληρώσεις ότι και να γίνει. «Θα τον βάλω προσωπικά είτε στον τάφο, είτε στη φυλακή!», έτσι μου είπε. Θεέ μου, τι άνθρωπος! Ο Πλάτων παρατήρησε ότι η μητέρα του αγωνιζόταν, με τους μυς του πρόσωπό της να συσπώνται και τα μάτια της να υγραίνονται γοργά, να μην βάλει τα κλάματα και της έπιασε το χέρι. -Μην ανησυχείς, μητέρα! Όλα θα πάνε καλά! Δεν μπορούν να με αγγίξουν, της είπε και η σιγουριά της φωνής του, ένας τόνος παντοδυναμίας, έκανε τους γονείς του να κοιταχτούν και την καρδία τους να χαλαρώσει κάπως τους γρήγορους χτύπους αγωνίας. Ύστερα του μίλησαν για τις εξετάσεις. Στην αρχή οι γιατροί είπαν ότι οι εξετάσεις δεν έδειχναν κάποιο πρόβλημα με την υγεία του και δεν μπορούν να εξηγήσουν το κώμα στο οποίο βρισκόταν. Στην πορεία όμως διαπίστωσαν κάποιες απρόσμενες αλλαγές. Οι δείκτες, μα όλοι οι δείκτες, των αιματολογικών, βιοχημικών και ουρολογικών εξετάσεων άρχισαν να πλησιάζουν τις ιδανικές τιμές. Παράλληλα, το πιο απίστευτο γεγονός ήταν το ότι οι μυς του άρχισαν να … αλλάζουν, παίρνοντας την τέλεια μορφή. Πάντα ήταν λιτοδίαιτος νέος, αλλά η καταναλωτική κοινωνία μας είχε αφήσει το στίγμα της πάνω του. Ποιος μπορεί να αντισταθεί σε μια σοκολάτα και λίγες παγωμένες μπύρες; Κάνεις! Έτσι τα λίγα παχάκια που κοσμούσαν την κοιλία του, θεωρούνταν αμελητέα ποσότητα στην κοινωνία μας. Κι όμως τα δικά του παχάκια εξαφανίστηκαν σταδιακά. Εκτός αυτού το συναρπαστικότερο ίσως ήταν ότι ενώ έχασε σε κάποια σημεία, πήρε όγκο σε κάποια άλλα. Έτσι, το σώμα του πλέον θύμιζε γλυπτό του Πραξιτέλη. Σκληρό σαν μάρμαρο κι όμως καλλίγραμμο, με ιδανικές αναλογίες, τέλειο από κάθε άποψη. Ο Πλάτων άκουγε εντυπωσιασμένος και για πρώτη φορά αντιλήφθηκε πόσο δίκιο είχε η μητέρα του. Σήκωσε το σεντόνι με το οποίο ήταν σκεπασμένος και παρατήρησε με προσοχή το σώμα του. Ένα σλιπάκι ήταν το μοναδικό του εφόδιο. Το υπόλοιπο θύμιζε αμυδρά ότι ήξερε μέχρι τότε. Διέκρινε τους μυς στα γυμνασμένα του πόδια και το ανάγλυφο των τέλειων κοιλιακών του. Παρατήρησε επίσης το καλλίγραμμο στήθος του και καθώς χάζευε το κορμί του ένα γελάκι αγαλλίασης ξέφυγε αυθόρμητα. Δεν ήταν ποτέ νάρκισσος κι ας ήταν ένας όμορφος νεαρός. Τώρα όμως ερωτεύτηκε δυνατά το σώμα του. Αυτό που έβλεπε θα ήταν το αποτέλεσμα μιας τέλεια ισορροπημένης διατροφής και συνεχούς άσκησης από την γένεση του μέχρι σήμερα! Από την γέννηση του κάθε ανθρώπου μέχρι την ενηλικίωση του. Το σώμα του όμως είχε αλλάξει μέσα σε ένα μήνα! Μόνο του! Ενώ αυτός ... κοιμόταν!
35
8 Οι αστυνομικοί έφτασαν μετά από λίγο, την ώρα που ο Πλάτων προσπαθούσε να θυμίσει στο στομάχι του την λειτουργιά του, τρώγοντας ένα γιαουρτάκι με λίγο ψωμί για πρωινό. Οι γονείς του ήταν πάντα δίπλα του και τον παρατηρούσαν ευλαβικά. Η πόρτα άνοιξε και έφερε μαζί της τον κίνδυνο για το προσεχές μέλλον του. Μπροστά ήταν ένας ογκώδης νέος, περίπου τριανταπέντε χρονών. Φορούσε γκρίζο κοστούμι και το βλέμμα του ήταν ψυχρό, σχεδόν νεκρό. Σίγουρα δεν πρέπει να ήταν και πολύ ευτυχισμένος από την δουλειά του. Έβγαλε την αστυνομική του ταυτότητα. -Εγκληματολογικό. Καλημέρα, είπε σαν ρομπότ. Στην συνέχεια μπήκε ο γιατρός και πίσω του πρόβαλε ένας πενηνταπεντάρης περίπου άντρας. Είχε κατάμαυρα μαλλιά, προφανώς βαμμένα, και ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε κοιτάζοντας τον Πλάτων κατάματα και διαπιστώνοντας ότι ήταν ξύπνιος. Στην αρχή ο Πλάτων πίστεψε ότι το χαμόγελο ήταν φιλικό και ανταπέδωσε, μέχρι που πρόσεξε καλύτερα τα μάτια του. Ήταν καστανοκόκκινα, αλλά φαίνονταν καυτά σαν λάβα και προσπαθούσαν να τον διαπεράσουν, σαν ακτινογραφία. -Γεια σας… γεια σας… γεια σας, είπε με έναν σχεδόν μελωδικό τόνο στην φωνή του και έχοντας ακόμα το βλέμμα του καρφωμένο πάνω του, όταν ο γιατρός έδειξε την πορεία, που θα ακολουθούσαν τα πράγματα. -Κυρία… κύριε Αριστείδη, οι αστυνομικοί θέλουν να μιλήσουν ιδιαιτέρως στον γιο σας. Λόγω του ότι η κατάσταση του είναι ικανοποιητική, τους επέτρεψα να τον δουν για δέκα λεπτά. Τι θα λέγατε να πάμε για ένα καφεδάκι στο κυλικείο του νοσοκομείου, ρώτησε με ευγένεια και μια ελαφρά αμηχανία. Ήταν δοσμένος στην βοήθεια και όχι στην καταδίωξη των ανθρώπων και η κατάσταση αυτή όπου ένας εξωπραγματικός νέος, από τον οποίο θα μπορούσαν να μάθουν τόσα πολλά, βρισκόταν στο στόχαστρο του νόμου, του δημιουργούσε αντιφατικά συναισθήματα. Οι γονείς του στράφηκαν ταυτόχρονα στον Πλάτων και το βλέμμα τους πρόδιδε ανησυχία. Είχαν αναγνωρίσει τον αγενή αστυνομικό, για τον οποίο του είχαν μιλήσει προηγουμένως, στο πρόσωπο του μεγαλύτερου σε ηλικία αστυνομικού, που δεν έλεγε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω του, κοιτώνας τον με αφοσίωση, όπως ο κυνηγός το θήραμα στιγμές μόλις πριν την τελική του κίνηση. Φορούσε καλοκαιρινό κοστούμι, τελευταίας μόδας, κι ένα εξόγκωμα κάτω απ’ το σακάκι, αριστερά στο ύψος του στήθους πρόδιδε την παρουσία όπλου. Ο Πλάτων κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά και τους χαμογέλασε. Το χαμόγελο του, διατηρώντας ακόμα την μαγική του επίδραση, τους ηρέμησε. Είχε από μικρός αυτό το χάρισμα. Χαμογελούσε πολύ, ξέροντας ότι το χαμόγελο καταπραΰνει τους φόβους των ανθρώπων, τους στέλνει πίσω στην φωλιά τους και αφήνει το μυαλό καθαρό να ρουφήξει τις μικρές χαρές της ζωής. -Θα τα πούμε σε λίγο, γιε μου, αποκρίθηκε ο πατέρας του, ενώ η μητέρα του έριξε μια ματιά όλο περιφρόνηση στον ηλικιωμένο αστυνομικό βγαίνοντας. Η πόρτα έκλεισε και το ρομπότ ξαναμίλησε. -Νεαρέ, είσαι ύποπτος για φόνο. Ο συνάδελφος μου θα σου κάνει κάποιες ερωτήσεις. Σε συμβουλεύω να απαντήσεις ειλικρινά για να μην επιβαρύνεις κι άλλο την θέση σου, είπε με τόνο πιο ανθρώπινο αυτή την φορά. Ο Πλατών ανακάθισε στο κρεβάτι και ο ηλικιωμένος αστυνομικός τον πλησίασε, ανίκανος να ξεκολλήσει την ματιά του από πάνω του, από τα δεξιά. -Πως τον σκότωσες, αλητάκο; Ήσουν μόνος σου, ρώτησε με φωνή ψυχρή σαν μέταλλο, που μύριζε τσιγάρο και καφέ. Τα γεγονότα ήταν ξεκάθαρα μέσα του και δεν χωρούσε η παραμικρή αμφιβολία. Αυτός ο αλητάκος είχε, για κάποιον λόγο και με
36
κάποιον τρόπο, σκοτώσει τον ... Ήταν άκληρος όταν ο καλύτερος του φίλος πέθανε, πριν εικοσιπέντε χρόνια και αυτός πήρε την θέση του στο κρεβάτι της γυναίκας του. Παράλληλα, ανέλαβε και τον ρόλο του πατέρα για τον πεντάχρονο τότε γιο του. Αλλά ίσως δεν ήταν αυτό το πιο σημαντικό. Το σημαντικότερο ήταν ότι απέκτησε τον γιο που του είχε στερήσει εκείνη η γαμημένη νύχτα στην αίθουσα τοκετού! Τώρα ο θετός του γιος ήταν νεκρός, τον έθαψε και τον έκλαψε μόνος. Άρχισε να βομβαρδίζεται από στιγμές του παρελθόντος, καλές στιγμές, στιγμές ευτυχίας και άσχημες στιγμές, απλώς στιγμές. Είχε μπροστά του τον δολοφόνο του γιου του και μια σφαίρα στο κεφάλι ήταν η κατάλληλη ποινή. Ποθούσε να βγάλει το όπλο του και ... Μπαμμμ! Ήξερε, όμως, ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι τώρα. Η χειροδικία μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμη. -Λοιπόν, αλητάκο, θα μιλήσεις ή θα σε σύρω στο τμήμα, να στα βγάλω με τον παλιό καλό τρόπο, ρώτησε με φωνή που πάσχιζε να κρατηθεί σταθερή. Αυτός ο άνθρωπος έκανε αγώνα να μην ουρλιάξει! -Δεν θυμάμαι τίποτα, αποκρίθηκε ο Πλάτων. Όλα είναι θολά. Ελπίζω να επανέλθει γρήγορα η μνήμη μου για να μπορέσω να σας βοηθήσω, δήλωσε εντελώς πειστικά. Ήξερε ότι η αλήθεια ήταν απαγορευμένη αυτή την στιγμή. -Βρήκαμε ένα πιστόλι στον τόπο του εγκλήματος… Πλησίασε στο αυτί του Πλάτωνα και συνέχισε: Αν και δεν μπορεί να είναι αυτό το όπλο του εγκλήματος θα στο φορτώσω για την πλάκα μου, είπε και ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του καθώς τον κοίταζε απευθείας στα μάτια από απόσταση αναπνοής. Τότε ήταν που ο Πλάτων κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά. Αυτός ο αστυνομικός είχε κάτι το ιδιαίτερο, κάτι που του δημιουργούσε ανησυχία. -Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, αποκρίθηκε γαλήνια. Ήθελε να τον δοκιμάσει, να δει μέχρι που θα έφτανε. Έχεις περισσότερες πιθανότητες να νικήσεις, εάν γνωρίζεις τον αντίπαλο σου. Γιατί αυτό ήταν ο κύριος απέναντι του. Δεν γνώριζε το γιατί, αλλά κυριολεκτικά ήταν ένας αντίπαλος, ο πρώτος από τους πολλούς που θα είχε στο μέλλον. Το ρομπότ όχι, αλλά αυτός σίγουρα ναι! Μια σκέψη γεννήθηκε και μόλις ξεκίνησε το ταξίδι της για την γλώσσα του κάτι συνέβη. Η ζαλάδα που τον συνόδευε από την στιγμή που ξύπνησε, εξαφανίστηκε και ένα αίσθημα πληρότητας την αντικατέστησε. Ένιωθε υπέροχα και παράξενα μαζί. Ήταν αποκομμένος από τον έξω κόσμο. Ένιωσε ότι βρισκόταν σε μια δική του χωροχρονική φούσκα. Το κατάλαβε αυτό όταν είδε τον αστυνομικό να του μιλάει. Δεν άκουσε όμως τίποτα, λες και ένα αόρατο εμπόδιο δεν άφηνε τον ήχο να φτάσει στα αυτιά του, είδε μόνο τα χείλη του να ανοιγοκλείνουν φανερώνοντας τα κατακίτρινα δόντια του. Τον είδε να πηγαίνει στον συνάδελφο του, που έστεκε στην πόρτα και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Μετά γύρισε προς το μέρος του. Τότε άκουσε καθαρά την φωνή του: «Αφού θέλεις να παίξουμε… θα παίξουμε, τσόγλανε!» Μόνο που αυτή την φορά, όπως παρατήρησε ο Πλάτων, ο αστυνομικός δεν κούνησε τα χείλη του, ούτε στο ελάχιστο. Αν όμως δεν κούνησε τα χείλη του, τότε τι άκουσε; Έκπληκτος κι εντυπωσιασμένος μαζί δεν κρατήθηκε και έσκασε ένα πνιχτό γέλιο, που παγιώθηκε αργά σε ένα τεράστιο χαμόγελό. Αναρωτήθηκε αν ήταν δυνατόν να είχε ακούσει την σκέψη του αστυνομικού. -Τι συμβαίνει; Γιατί γελάς, βρυχήθηκε μπρος το θέαμα ο αστυνομικός. Σου φαίνεται αστείο όλο αυτό; Τον άκουγε και πάλι καθαρά, όπως συνηθίζουν να ακούν οι άνθρωποι. Θα έχεις έναν φύλακα είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο μέχρι να πάρω
37
το οκ από τον γιατρό. Θα περιμένω, τόνισε και αποχώρησε μαζί με το ρομπότ. «Και τότε θα τα πούμε, κωλόπαιδο!», άκουσε ο Πλάτων, καθώς ο αστυνομικός του έριχνε μια τελευταία ματιά. Έφυγαν και οι δυο, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους και ο Πλάτων έμεινε μόνος. Χιλιάδες σκέψεις τον κατέκλυσαν. Μετά την Δύναμη, τώρα μόλις βίωσε και την μοναδική εμπειρία του να ακούει τις σκέψεις, όχι του μυαλού του, αλλά κάποιου άλλου, κάποιου ξένου. Είχε αποκτήσει δυνάμεις, που μόνο στα όνειρα τους έχουν οι άνθρωποι, δυνάμεις που τον έκαναν ξεχωριστό, μοναδικό! Βέβαια ταυτόχρονα είχε αποκτήσει κι έναν αδίστακτο εχθρό, αλλά αυτό ήταν εκ των πραγμάτων δευτερεύον. Άρχισε να γελάει, μάλλον από νευρικότητα. Το μεγάλο ερώτημα άρχισε να κάνει διστακτικά την εμφάνιση του: «Και τώρα τι;» 9 Μετά από λίγο επέστρεψαν οι γονείς του με τον γιατρό και μια νοσοκόμα. Ο γιατρός τους είχε ενημερώσει ότι ο γιος τους κατά πάσα πιθανότητα θα έβγαινε την Δευτέρα. Υπενθύμισε στον Πλάτων ότι θα χρειαζόταν λίγο αίμα και ούρα για τις τελικές εξετάσεις. Η νοσοκόμα προσπάθησε και πήρε, με λίγη δυσκολία ομολογούμενος μιας και η πρώτη βελόνα στράβωσε απροσδόκητα κι ανεξήγητα κατά την έμπαρση της στο δέρμα του προκαλώντας ένα βλέμμα γεμάτο απορία σε όλους, λίγο αίμα από το χέρι του και του έδωσε ένα ποτηράκι για να συλλέξει τα ούρα του. Αυτός σηκώθηκε και πήγε με δυσκολία, από την μηνιαία ακινησία, αλλά πάραυτα μόνος του στο μπάνιο. Βγήκε με το ποτηράκι σχεδόν γεμάτο και το παρέδωσε στην νοσοκόμα, η όποια είχε μείνει, κι αυτή, με το στόμα ανοιχτό (σίγουρα αισθανόμενη έντονη ερωτική έλξη) βλέποντας το αγαλματένιο του κορμί. Αμέσως αποχώρησαν με τον γιατρό και τον άφησαν μόνο με τους γονείς του. Στο μικρό διάστημα που οι γονείς του έλειπαν και βρισκόταν μόνος του προσπαθούσε να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα, όσον αφορά τα γεγονότα. Βρισκόταν σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση και ένα τεράστιο δίλημμα ορθωνόταν αναπόφευκτα μπροστά του. Από την μια ο ίδιος είχε αλλάξει με τρόπο μοναδικό, είχε μεταλλαχτεί θα έλεγε κανείς, και από την άλλη βρισκόταν αντιμέτωπος με τον Νόμο για το βαρύτερο αδίκημα που μπορεί να διαπράξει ο άνθρωπος, την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Προσπάθησε με την λογική να εξετάσει τις δυνατότητες του. Είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο, έστω και χωρίς την θέληση του. Πως θα αποδείκνυε όμως ότι βρισκόταν σε αυτοάμυνα; Και τι θα έλεγε στους δικαστές; Ότι τον είχε σκοτώσει μια αόρατη και μυστήρια δύναμη, που βγήκε από τα χέρια του; Θα ακουγόταν τουλάχιστον γελοίο! Παράλληλα, είχε απέναντι του τον ηλικιωμένο αστυνομικό, ο οποίος για κάποιον ανεξήγητο λόγο τον αντιμετώπιζε με καθαρό μίσος. Αυτός θα έκανε τα πάντα να τον στείλει φυλακή, ακόμη και ισόβια. Άλλωστε του το είχε δηλώσει ξεκάθαρα ότι θα του φόρτωνε τον φόνο για την πλάκα του! Μπορεί το μυαλό του να ήταν το ίδιο, όσον αφορά τις αξίες και τις ιδέες που είχε για έναν καλύτερο κόσμο, όμως το σώμα του είχε μεταλλαχτεί. Είχε αποκτήσει δυο πρωτοφανής δυνάμεις. Τα χέρια του μπορούσαν να μετατραπούν σε φονικά όπλα ανά πάσα στιγμή και ταυτόχρονα είχε αποκτήσει πρόσβαση στις σκέψεις των άλλων. Τον ξανάπιασε νευρικό γέλιο. Δυσκολευόταν να κατανοήσει γιατί συνέβαιναν όλα αυτά και το κυριότερο γιατί συνέβαιναν σ’ αυτόν! Επανεξέτασε λοιπόν την παράξενη κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Σεβόταν απόλυτα τους νόμους μιας συντεταγμένης πολιτείας. Πίστευε βαθιά ότι μόνο μέσω της Δικαιοσύνης και της πιστής εφαρμογής των νόμων μπορεί ένα κράτος να λειτουργήσει σωστά και αξιοκρατικά, προσπαθώντας να οδηγήσει την πορεία των πραγμάτων προς
38
τον δρόμο της πλειοψηφίας. Είναι προφανές ότι η παθογένεια όλων των σύγχρονων κρατών είναι η διαφθορά και αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός της μη πιστής εφαρμογής των νόμων. Οι νομοί, καλοί ή κακοί, δεν ισχύουν πάντα και για όλους. Δυστυχώς, οι κρατικοί λειτουργοί, οι υποτιθέμενοι θεματοφύλακες των νόμων, είναι οι πρώτοι που τους παραβιάζουν εξυπηρετώντας προσωπικά και άλλα συμφέροντα! Το δίλημμα μέσα του άρχισε να γέρνει ξεκάθαρα προς τη μια πλευρά. Δεν μπορούσε να επιτρέψει να βρεθεί στην φυλακή για ένα έγκλημα το οποίο δεν μπορούσε να αποφύγει. Δεν μπορούσε να παραδώσει τον εαυτό του σε μια πολιτεία που έχει χάσει τον μπούσουλα, σε διεφθαρμένους πολιτικούς, αστυνομικούς και δικαστές. Δεν μπορούσε πάνω από όλα να επιτρέψει αυτές του οι δυνάμεις να μείνουν αναξιοποίητες. Υπήρχε μόνο ένας δρόμος εάν θα αψηφούσε τους νόμους. Έπρεπε να ακολουθήσει έναν ανώτερο σκοπό. Τώρα ήταν ένας, αν όχι καλύτερος σίγουρα ανώτερος, άνθρωπος και οι συγκύριες δεν θα τον απέτρεπαν από το να βρει τον δρόμο του. Έναν δρόμο που φάνταζε δύσκολος και ανηφορικός, ενώ αυτός είχε μόνο μια αδιόρατη σκέψη για το τι έπρεπε να κάνει. Η στιγμή της αληθείας, η μία και μοναδική, που έρχεται όχι πάντα και όχι σε όλους τους ανθρώπους, είχε φτάσει γι’ αυτόν και ήταν σίγουρος ότι με την σωστή χρήση των δυνάμεων του και με βάση το ιδεολογικό - φιλοσοφικό υπόβαθρο, που είχε κτίσει με την γνώση, οι δυνατότητες του ήταν κυριολεκτικά απεριόριστες. Πίστεψε στον πυρήνα της ύπαρξής του, ότι ίσως, επιτέλους, μπορούσε να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα. «Δεν αρκεί κάποιος να παλεύει για τις ιδέες του. Πρέπει να ζει για αυτές!» Αυτή η σκέψη, το μότο ενός αυθεντικού επαναστάτη, τον καταδίωκε για χρόνια. Βλέπετε, ο Πλάτων δεν έβλεπε κανένα μεγαλείο στις σκέψεις και τα λόγια κάποιου, ούτε σε πράξεις εντυπωσιασμού άνευ νοήματος, παρά μόνο στην μετατροπή των λόγων του σε πράξη στην ίδια του την ζωή. Τώρα αυτό θα γινόταν οδηγός του για το μέλλον! Η μητέρα του τον ενημέρωσε ότι ένας φύλακας είχε ήδη τοποθετηθεί έξω από το δωμάτιο του. Η ανησυχία της για το συννεφιασμένο μέλλον που πλησίαζε ήταν έκδηλη στα λόγια της. Το ίδιο ανήσυχος απ’ την πλευρά του ήταν και ο πατέρας του. Μια περίεργη όμως αίσθηση πλανιόταν στον αέρα και την είχαν αντιληφτεί και οι δυο. Βαθιά μέσα τους κάτι τους έλεγε ότι ο γιος τους δεν θα είχε κανένα πρόβλημα με την δικαιοσύνη. Τα δεινά του ήταν ακόμη μακριά και θα προερχόταν από αλλού. Κάτι είχε ήδη συμβεί και η Ιστορία θα έπαιρνε άλλον δρόμο. -Μητέρα, πατέρα, πλησιάστε! Πρέπει να σας εκμυστηρευτώ κάτι σημαντικό, αποκρίθηκε χαμηλόφωνα ο Πλάτων. Πλησίασαν με θρησκευτική ευλάβεια, καταλαβαίνοντας με θλίψη ότι η ώρα του γιου τους είχε σημάνει και άκουσαν με προσοχή! 10 Το μεσημέρι έφτασε και ησυχία επικρατούσε στο νοσοκομείο. Λίγο πριν το μεσημεριανό το στομάχι του Πλάτων διαμαρτυρόταν έντονα. Ένα μήνα είχε να επεξεργαστεί πραγματική τροφή και το πρωινό ήταν σαν σταγόνα στον ωκεανό. Οι ορέξεις του ήταν αυξημένες, κοινώς πείναγε σαν λύκος. Με την σύμφωνη γνώμη του γιατρού του ετοίμασαν ένα πλούσιο μεν, νοσοκομειακό δε, γεύμα! Κοτόπουλο βραστό με ρύζι, ντοματοσαλάτα, ένα κομμάτι τυρί φέτα, δυο φέτες μαύρο ψωμί και ένα γιαούρτι με μέλι, προσπάθησαν να καλύψουν τις ενεργειακές του ανάγκες. Αφού κατάπιε με ικανοποίηση και την τελευταία μπουκιά, χορτάτος πλέον κι αισθανόμενος το σώμα του να σφύζει από ενέργεια, έμεινε να παρατηρεί τον γαλάζιο ουρανό με τα ταξιδιάρικα σύννεφα από το παράθυρο του. Οι γονείς του είχαν φύγει νωρίτερα. Έπρεπε να κάνουν ότι τους είχε ζητήσει, να του ετοιμάσουν το δρόμο.
39
Ανακάθισε στο κρεβάτι, έσφιξε τα γόνατα του στο στήθος και έκλεισε για λίγο τα μάτια του, όχι για να κοιμηθεί (αισθανόταν περίφημα και η ψυχική και σωματική κούραση φάνταζαν μακρινό παρελθόν), αλλά για να συνεχίσει το ταξίδι της αυτογνωσίας. Είχε φτάσει στο συμπέρασμα ότι θα ακολουθούσε έναν ανώτερο σκοπό, έπρεπε όμως να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του και να βρει τις προτεραιότητες του μες τον λαβύρινθο της γνώσης του. Ήξερε ότι ένας άνθρωπος δεν αρκεί να έχει πολλές γνώσεις. Χρειάζεται παράλληλα και την ικανότητα να τις συνδυάζει και να τις συνθέτει έτσι, ώστε να καταλήγει στις σωστές αποφάσεις, απαντώντας τις κατάλληλες ερωτήσεις. Δυστυχώς, δεν είναι η λογική, ούτε ο βαθμός ευφυΐας που καθορίζουν την ποιότητα των ανθρωπίνων σκέψεων και πράξεων! Ο κόσμος είναι γεμάτος ανθρώπους, που έχουν λανθασμένα κριτήρια. Θεωρητικά μορφωμένοι άνθρωποι λειτουργούν με γνώμονα το πρόσκαιρο συμφέρον τους αγνοώντας τις μακροπρόθεσμες συνέπειες για αυτούς και τα παιδιά τους. Δεν θα επέτρεπε να συμπεριφερθεί το ίδιο και αυτός. Δεν μπορούσε εξάλλου. Το παρελθόν του ήταν έτσι διαμορφωμένο ώστε να φτάσει σ’ αυτό το παρόν. Άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι οι ευθύνες του πλέον ήταν τεράστιες. Όχι μόνο απέναντι στον εαυτό του, αλλά και απέναντι στο ανθρώπινο είδος, του οποίου αποτελούσε το επόμενο, τεράστιο και μαζί υπέροχο βήμα! Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις για προσωπικό του όφελος. Πολλοί θα το έκαναν, αλλά όχι αυτός. Όχι αυτός, διότι εκτός του ότι ήταν το πιο εύκολο πράγμα να κάνει κάνεις, ήταν επίσης και ο πιο ποταπός σκοπός, κι αυτός αναζητούσε έναν ανώτερο σκοπό. Μόνο βαθιά περισυλλογή θα του φανέρωνε τον δρόμο και έτσι βυθίστηκε στις σκέψεις του. Γνώριζε ότι η αναζήτηση όταν συντεθεί σωστά αναδύεται ως η κύρια και πιο ουσιαστική πνευματική δύναμη στην ζωή του ανθρώπου και γίνεται παράγοντας της εσωτερικής μεταμόρφωσης! Καθώς οι ώρες φτερούγιζαν αυτός ακίνητος, πότε με μάτια κλειστά, πότε ορθάνοικτα να ατενίζουν το γαλάζιο του ουρανού, επεξεργαζόταν ότι είχε μάθει σε όλη του την ζωή. Η φιλοσοφία μπλεκόταν με την θρησκεία, οι πολιτικές με τις κοινωνικές επιστήμες, το σύμπαν με την Γη μας, η ύλη με το πνεύμα και όλα μαζί γινόταν κουβάρι με τον Πλάτων να ψάχνει την άκρη του νήματος. Μια άκρη, που μόλις την έβρισκε θα του έδειχνε τον αποδοτικότερο, και συντομότερο ίσως, τρόπο να κάνει πράξη μια αόριστη επιθυμία. Την επιθυμία να βοηθήσει την ανθρωπότητα, ακόμα κι αν χρειαστεί ... να την αλλάξει! Ο χρόνος συνέχισε να κυλά αργά και σταθερά, μέχρι που ο φύλακας τον έβγαλε από τον λαβύρινθο. Τον ενόχλησε σε μια στιγμή, θέλοντας να δει αν όλα είναι εντάξει. Ζήτησε συγνώμη, καθώς αντιλήφθηκε από το βλέμμα του Πλάτων ότι είχε πολλά στο μυαλό του και τον άφησε πάλι μόνο του. Μετά από λίγο ήρθαν οι γονείς του και δραπέτευσε μια και καλή απ’ τον λαβύρινθο των σκέψεών του. Κουβαλούσαν λίγα ρούχα για το ενδεχόμενο που έπαιρνε εξιτήριο τις επόμενες ημέρες, όπως εξήγησαν στον φύλακα και μετά τον τυπικό έλεγχο μπήκαν στο δωμάτιο. -Πως είσαι, γιε μου, ρώτησε η μητέρα του σπάζοντας μια περίεργη σιωπή που είχε στρογγυλοκαθίσει στο δωμάτιο. -Αισθάνομαι υπέροχα, μητέρα, αποκρίθηκε χαμογελώντας. Ο πατέρας του όμως παρέμενε σιωπηλός. Η αμηχανία ήταν έκδηλη στην έκφραση του προσώπου του. Αυτά που τους είχε εκμυστηρευτεί νωρίτερα φάνταζαν αδύνατα. Αντικρίζοντας όμως το βλέμμα του Πλάτων και την οξυδέρκεια που φανέρωνε δεν μπορούσε παρά να δεχθεί τα λόγια του σαν την μόνη αλήθεια. Θυμήθηκε όταν μικρό παιδί ακόμα τον ρωτούσε: «Μπαμπά, πότε θα μπορέσω να αλλάξω τον κόσμο;». Ήθελε να του πει την ωμή
40
αλήθεια: «Ποτέ, γιόκα μου! Ο άνθρωπος είναι το πιο αυτοκαταστροφικό ον και θα καταστρέψει τον κόσμο μας πριν μπορέσεις εσύ ή ακόμη κι ο ίδιος ο Θεός να αντιδράσετε!» Δεν του το είπε όμως ποτέ και σήμερα ένιωσε ένα υπέροχο αίσθημα ανακούφισης γι’ αυτό! Και νάτος τώρα μπροστά του, ο γιος του ήταν έτοιμος να ακολουθήσει τα όνειρα του. Η περιέργεια πάντως είχε φωλιάσει βαθιά μέσα στους γονείς του και αφού κοιτάχτηκαν σχεδόν συνωμοτικά ο πατέρας του ζήτησε με έκδηλη αγωνία: -Δείξε μας, αγόρι μου σε παρακαλώ! Δείξε μας τις δυνάμεις, που μας περιέγραψες! Ο Πλάτων ντυνόταν σιωπηλός και στράφηκε στους γονείς του. Κοίταξε πρώτα τον πατέρα του και μετά την μητέρα του. Το βλέμμα δυο ανθρώπων μπροστά στο ανεξήγητο και η βαθιά παράκληση στην φωνή του πατέρα του τον έπεισε αμέσως. -Πρέπει να δούμε, γιε μου, συμπλήρωσε ικετευτικά η μητέρα του. Θέλουμε να δούμε αυτό που δεν έχει υπάρξει στο παρελθόν… αυτό που είναι από το μέλλον! Ήθελε να τους δείξει, αλλά αμφιταλαντεύτηκε στο πως να το κάνει. Αντιλαμβανόταν την αγωνιά και τον πόθο τους, όμως σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να διακινδυνέψει να γίνει αντιληπτός από τον φύλακα. Επομένως, δεν μπορούσε να τους δείξει την Δύναμη, γιατί δεν ένοιωθε ακόμη ικανός να την ελέγξει πλήρως. Μπορούσε κάλλιστα όμως να τους πει τι σκέφτονται, σκέψεις που θα έκαναν μπροστά του. Αυτό έλπιζε να ικανοποιήσει την περιέργεια τους, όταν μια περίεργη σκέψη γεννήθηκε μέσα του. -Θα σας δείξω αλλά παράλληλα θέλω να δοκιμάσω κάτι, είπε τελικά. Συγκεντρωθείτε και κάντε μια συγκεκριμένη σκέψη, οτιδήποτε! Είδε τους γονείς του να κάνουν ότι τους είπε. Κοίταξε τον πατέρα, ύστερα την μητέρα του και συγκεντρώθηκε κι ο ίδιος μονομιάς. Απομονώθηκε από τον έξω κόσμο και η απόλυτή ησυχία έκανε την εμφάνιση της. Ψίθυροι άρχισαν να σχηματίζονται, ακαταλαβίστικοι σαν βουητό από μέλισσες στην αρχή. Σταδιακά άρχισαν να γίνονται σταθερός ήχος, μια λέξη, μια πρόταση «Σ’ αγαπάω, γιε μου, σ’ αγαπάω, γιε μου…», επαναλαμβανόταν ρυθμικά κι από τους δυο. Συγκίνηση τον πλημμύρισε αλλά δεν έχασε την αυτοσυγκέντρωση του. Αντιθέτως, πιο σίγουρος από ποτέ κατεύθυνε την δική του σκέψη στους γονείς του. «Κι εγώ σας αγαπώ!» σκέφτηκε και περίμενε να δει το αποτέλεσμα. Η σκέψη του ήχησε τόσο καθαρά, τόσο αρμονικά και κρυστάλλινα μες το μυαλό τους, που άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη τα μάτια τους και ξεχύθηκαν με μιας στην αγκαλιά του. Πνιγμένος στα φιλιά των γονιών του, στην ζεστή τους αγκαλιά και την ψυχική σύνδεση που μοιράζονταν χαμογελούσε ικανοποιημένος. Ναι ήταν σίγουρα ευτυχισμένος την μοναδική αυτή στιγμή. Το μέλλον μπορεί να ήταν αβέβαιο, το παρόν όμως ήταν τόσο γλυκό και καθώς ένα δάκρυ ακροβατούσε στο χείλος του δεξιού του ματιού ο Πλάτων ευχήθηκε μέσα του να μπορούσε η στιγμή να γίνει αιώνας! 11 Ο ήλιος είχε δύσει από ώρα και τα αστέρια είχαν κάνει την εμφάνιση τους στον πινάκα του νυχτερινού ουρανού. Είχε έρθει η στιγμή για τον Πλάτων να αναζητήσει τον σκοπό της ζωής του. Ζήτησε από τους γονείς του να είναι δυνατοί. O πατέρας του συγκρατούσε, έστω και με δυσκολία, την ψυχραιμία του. Η μητέρα του, αντιθέτως ήταν απαρηγόρητη, όπως κάθε μάνα, που αποχωρίζεται τα παιδιά της. Θυμήθηκε την γένεση του, καθώς και την απροσδόκητη έκπληξη του γιατρού. Δεν είχε πάψει να τους εκπλήσσει από τότε, όπως έκανε περίτρανα και σήμερα. Αισθανόταν δέος για τον γιο της, ενώ ταυτόχρονα την έτρωγε ο φόβος. Φόβος για το αύριο, για το άγνωστο, που θα τον βρει μακριά της. Και μόνο … τόσο μόνο! Η σκέψη αυτή ήταν αρκετή για να ανοίξουν
41
τα δακρυϊκά κανάλια της και να ξεσπάσουν με ορμή. Έκλαιγε με αναφιλητά, όταν την πήρε στην αγκαλιά του. Έβαλε τα δυνατά της και συνήλθε γρήγορα. Έπρεπε να δώσει μια μικρή παράσταση για χάρη του σε λίγο. Ο Πλάτων τους υποσχέθηκε ότι θα τους ξανάβλεπε, μην γνωρίζοντας κατά πόσο αυτό θα ήταν εφικτό, και φορώντας τα ρούχα του, μπήκε κάτω από το σεντόνι παίρνοντας μαζί του την τελευταία εικόνα των γονιών του. Αγκαλιασμένοι κι αγαπημένοι, μια ψυχή σε δύο σώματα, τον κοιτούσαν με λαχτάρα και μια ευχή: «Στο καλό!». Ο πατέρας του πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. Ο Πλάτων έχοντας κλειστά τα μάτια του ένιωσε στο μέτωπό του το γλυκό φιλί της μητέρας του. Ο αστυνομικός, που φύλαγε απέξω σηκώθηκε και κοίταξε διακριτικά μες το δωμάτιο από την διάπλατα ανοιχτή πόρτα. -Αισθανόταν εξαντλημένος και κοιμήθηκε, αποκρίθηκε στον αστυνομικό ο πατέρας του. Και όντως αυτή την εικόνα αποτύπωσε στο μυαλό του ο φύλακας, βλέποντας τον ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Έκανε στην άκρη να περάσει η μητέρα του και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον κοιμισμένο νεαρό έκλεισε προσεκτικά την πόρτα. -Συγγνώμη, νεαρέ, μήπως θα μπορούσες να μας ενημερώσεις για το τι πρόκειται να ακολουθήσει; Ποια είναι η συνήθης διαδικασία, ρώτησε η μητέρα του, με βλέμμα που μαρτυρούσε απόγνωση και ένα δάκρυ να παλεύει να κρατηθεί στα ήδη ταλαιπωρημένα της μάτια. Ο σύζυγός της πέρασε το χέρι του στον ώμο της και κοίταξε, με μάτια επίσης βουρκωμένα, τον αστυνομικό. Τότε, το θέατρο που επρόκειτο να παίξουν για χάρη του γιού τους ξεκλείδωσε μια μυστικιστική επίγνωση της ανήλεης πραγματικότητας που ερχόταν και αντιλαμβανόμενοι κι οι δυο τους ότι δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ πια τον γιο τους, ξέσπασαν σε γοερά κλάματα! Έχοντας αυτή την βαριά εικόνα θλίψης απέναντι του, ο νεαρός αστυνομικός αισθάνθηκε την υποχρέωση να τους καθησυχάσει. Βεβαία, δεν θα αναφερόταν καθόλου στον Αστυνόμο, που είχε αναλάβει την υπόθεση. Ήταν γνωστό στο τμήμα ότι δεν ανακατεύεσαι στις δουλείες αυτού του τύπου. Το παρατσούκλι που του είχαν δώσει ήταν ο «τρελός», γιατί αυτό ακριβώς ήταν. Αν μιλούσε γι’ αυτόν εφιάλτες θα στοίχειωναν τον ύπνο των δύστυχων αυτών ανθρώπων, που έκλαιγαν με αναφιλητά. Άσε που μπορούσε να βρει και τον μπελά του. Σε τελική, δεν τον πλήρωναν για να κάνει δυστυχισμένο κανένα. Ούτε καν τους γονείς ενός υποψήφιου φονιά. Έδειξε τις πλαστικές καρέκλες απέναντι από το δωμάτιο. -Καθίστε, παρακαλώ. Θα προσπαθήσω, με τις λίγες ομολογούμενος γνώσεις μου περί δικαίου, να σας εξηγήσω τα βασικά, τους είπε, ενώ ο Πλάτων μες το δωμάτιο σηκωνόταν από το κρεβάτι. Όπως κάθε βράδυ, απολυτή ησυχία επικρατούσε στο νοσοκομείο. Σχεδόν όλοι οι ασθενείς και οι συνοδοί τους κοιμόταν. Μόνο ένας άνοιξε την μπαλκονόπορτα του με χειρουργική προσοχή, για τον παραμικρό θόρυβο, και βγήκε στο μπαλκόνι. Κοίταξε αριστερά -δεξιά διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρχε κανείς σ’ αυτή την πτέρυγα του νοσοκομείου. Δροσερό αεράκι τον χαστούκισε στο πρόσωπο, θυμίζοντας του την νύχτα στην πλαγία, πριν από ένα μήνα. Πήγε στην άκρη του μπαλκονιού και κοίταξε κάτω. Βρισκόταν στον δεύτερο όροφο και απείχε τουλάχιστον έξι μέτρα από το έδαφος. Ήταν ο μοναδικός δρόμος διαφυγής του και ήταν αποφασισμένος να πηδήξει. Γρήγορα, όμως κατάλαβε ότι το σύμπαν είχε σίγουρα συνωμοτήσει υπέρ του. Λέγεται ότι αν θέλεις κάτι πάρα, μα παρά πολύ, τότε το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ σου ώστε να κάνεις το όνειρο σου πραγματικότητα. Μπορεί να είναι έτσι ή μπορεί απλώς η τύχη να ευνοεί τους τολμηρούς! Πάντως το ασθενοφόρο που έφτασε εκείνη
42
την στιγμή, με τα μπλε φωτά του να αναβοσβήνουν ρυθμικά πάρκαρε ακριβώς από κάτω. Οι τραυματιοφορείς έβγαλαν γρήγορα ένα άτυχο θύμα τροχαίου με το φορείο και μπήκαν στο νοσοκομείο, εκεί που προφανώς βρισκόταν τα επείγοντα. Και πριν προλάβει να το σκεφτεί, ο Πλάτων πήδηξε στο κενό και προσγειώθηκε πρώτα στο ασθενοφόρο και μετά στο έδαφος, με τα τέσσερα άκρα του να απορροφούν τους κραδασμούς, σαν αίλουρος, σχεδόν αθόρυβα και με απόλυτη ακρίβεια κινήσεων. Η εντυπωσιακή του προσγείωση τροφοδότησε το αίσθημα της υπεροχής που είχε αρχίσει να τον κυριεύει. Ένιωσε πανέμορφα, όπως έστεκε ακίνητος στηριγμένος στις παλάμες και τις μύτες των αθλητικών του παπουτσιών! Χαμογελώντας για το υπέροχο κορμί του και τις τεράστιες δυνατότητές του, χωρίς να κοιτάξει στιγμή πίσω του, όπου λίγοι έκπληκτοι θεατές από το απέναντι μπαλκόνι κι ενώ κάπνιζαν κοιτάζονταν απορημένοι μεταξύ τους αφού αντίκρισαν το αναπάντεχο θέαμα, σηκώθηκε στα πόδια του κι άρχισε να τρέχει προς το μέλλον. Έπρεπε να προλάβει τον αόρατο διώκτη του! Έφτασε στο παρκινγκ, το όποιο βρισκόταν στο πίσω μέρος του νοσοκομείου, κάτω από το μικρό δασάκι. Μια λάμπα προσπαθούσε ανεπιτυχώς να διασπάσει το σκοτάδι. Τα αυτοκίνητα είχαν κατακλύσει το παρκινγκ μιας και ήταν η βραδιά που το νοσοκομείο εφημέρευε και βάλθηκε να ψάχνει. Οι οδηγίες προς τους γονείς του ήταν σαφείς. Είχε ζητήσει ένα μικρό αυτοκίνητο, που να περνάει απαρατήρητο. Εντόπισε το πολυτελές Μερσεντές των γονιών του και δίπλα ακριβώς βρισκόταν το μέσο διαφυγής του, ένα ταπεινό Γιούγκο μπλε χρώματος. Έσκυψε στην αριστερή μπρος ρόδα, πέρασε το χέρι του από πίσω και ψαχούλεψε μέχρι που τα δάχτυλα του εντόπισαν τα κλειδιά. Διέκρινε στο ημίφως ένα κόκκινο πλαστικό μπρελόκ με τρία κλειδιά να κρέμονται. Με το ένα από αυτά ξεκλείδωσε την πόρτα του αυτοκινήτου και μπήκε μέσα. Αφουγκράστηκε γύρω του τον χώρο έξω από το αυτοκίνητο. Μες το ημίφως όλα ακτινοβολούσαν μια ήρεμη δύναμη κι αισθανόταν μια μοναδική ενέργεια να τον κατακλύζει. Τότε ήταν που του γεννήθηκε η ιδέα ότι ήταν ανίκητος! Έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο και βγαίνοντας από το παρκινγκ κατευθύνθηκε προς το διαμέρισμα του, όπου θα έμπαινε με τα άλλα δυο κλειδιά. Μέχρι το πρωί, που θα γινόταν αντιληπτή η απουσία του, και θα άρχιζε το κυνηγητό, θα οργάνωνε τις επόμενες κινήσεις του. Άνοιξε το ραδιόφωνο και η μουσική που έπαιζε έκανε τον κόσμος μας να φαντάζει στο μυαλό του αυτό που πραγματικά ήταν. Υπέροχος! Η «Ωδή στη Χαρά» του Μπετόβεν γλύκανε τα αυτιά και την ψυχή του! 12 Ο Αστυνόμος σηκώθηκε απ’ τον καναπέ στον οποίο βούλιαζε τις τελευταίες ώρες και πήγε τρεκλίζοντας στο κρεβάτι του. Μετά από μισό μπουκάλι ουίσκι ήταν λογικό η συνεργασία σώματος και πνεύματος να έχει πάει περίπατο. Αυτός όμως ήταν ο μοναδικός δρόμος για λίγο ύπνο τα τελευταία βράδια. Βράδια ανήσυχα, γεμάτα πληγές! Και ο μόνος του σύμμαχος μες το μοναχικό του διαμέρισμα δεν ήταν άλλος απ’ τον παλιόφιλο Τζακ Ντάνιελς. Βλέπετε, ο Τζακ δεν έκανε πολλά, απλώς κουβαλούσε πάντα μαζί του την αναγκαία λήθη, αυτή που γλυτώνει την ψυχή μας από τον συνεχή κι ανυπόφορο πόνο, κλειδώνοντας τις αναμνήσεις στο συρτάρι του ασυνείδητου μας και εξασφαλίζοντας έτσι στο νου λίγη ηρεμία. Όσο χρειάζεται για να συνεχίσει, όσο αντέχει! Τις πρώτες μέρες μιας τραγωδίας αυτό είναι αδύνατο, χρειάζεται χρόνος. Γι’ αυτό υπάρχει όμως ο παλιόφιλος Τζακ και το αλκοόλ εν γένη, σωστά; Αυτή είναι η ουσιαστική του προσφορά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η τόσο ευχάριστη, όσο και αναγκαία, λήθη. Η ελαφρότητα του πνεύματος! Υπάρχουν όμως και οι αναθεματισμένες φωτογραφίες, όπως αυτές που κοίταζε τώρα
43
με μισόκλειστα μάτια δίπλα του, πάνω στο κομοδίνο. Η πρώτη έξυσε με βία πληγές τριάντα ετών, πληγές αγιάτρευτες που δεν επουλώνονται ποτέ. Σ’ αυτήν έβλεπε την πανέμορφη σύζυγο του να του χαμογελάει πανευτυχής, ακριβώς έναν μήνα πριν γεννήσει. Χάιδευε την κοιλία της, φουσκωμένη από τον αγέννητο γιο τους και το πρόσωπο της έλαμπε από ευτυχία. Οι εικόνες που ακολούθησαν την προσωποποίηση της ευτυχίας ξεχύθηκαν σχεδόν με μίσος από το ασυνείδητο. Έπιασε το κεφάλι του και μόρφασε από τον πόνο. Είδε τον εαυτό του αγχωμένο να καπνίζει νευρικά έξω από την αίθουσα τοκετού. Περίμενε το πρώτο του παιδί, τον γιόκα του! Νεκρική σιγή επικρατούσε γύρω του, ώσπου η πόρτα άνοιξε απότομα και το χάος ξεχύθηκε με μανία. Γιατροί και νοσοκόμες άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι πέρα δώθε, κουβαλούσαν διάφορα ιατρικά εργαλεία και τα πρόσωπά τους μαρτυρούσαν ότι μια μάχη ήταν σε εξέλιξη. Κολλημένος στον καναπέ, ανήμπορος να αντιδράσει, μετά από λίγο είδε σαν από χιλιόμετρα ένα γιατρό να τον πλησιάζει και με περίλυπο ύφος να του λέει:« Δυστυχώς ... επιπλοκές ... ότι μπορούσαμε ... γυναίκα ...γιος ... νεκροί!» Ο πανικός στρογγυλοκάθισε στο πρόσωπο του και η τρέλα φώλιασε μέσα του για πάντα. Από τότε στράφηκε στην θρησκεία και αποφάσισε εν μια νυκτί να μην ξανακάνει παιδιά. Ποτέ! Ήταν μεθυσμένος και χοντρά δάκρυα, σαν στάλες βροχής, κυλούσαν αργά στα μάγουλα του. Με την άκρη του ματιού του εστίασε, όσο αυτό ήταν εφικτό, στην δεύτερη φωτογραφία. Σ’ αυτήν ήταν ο Άλκης, ο «γορίλας», σε ηλικία δεκαοκτώ χρονών. Μόλις είχε πάρει το δίπλωμα του κι είχε ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Ήταν οι δυο τους, αγκαλιασμένοι και αλήθεια φαίνονταν πραγματικά ευτυχισμένοι. Ο Άλκης βέβαια δεν ήταν ο πραγματικός του γιος, αλλά ήταν ο γιος του καλύτερου του φίλου. Αστυνομικός κι αυτός άφησε έγκυο γυναίκα χήρα, όταν ένα βράδυ πήγε να συναντήσει τον δημιουργό του, χάρη στο ραντεβού που του έκλεισε μια σφαίρα. Έκλαψε με οδύνη για τον φίλο του, αλλά σύντομα πήρε με ευχαρίστηση την θέση του ανάμεσα στα σκέλια της γυναικάς του. Είχαν περάσει ήδη δυο χρόνια, δυο μαρτυρικά χρόνια, από την δική του τραγωδία και απέκτησε ξανά την οικογένεια, που δεν πρόλαβε να χαρεί. Είχε αποφασίσει να μην κάνει παιδιά θεωρώντας, κατά έναν περίεργο και θρησκευτικό τρόπο, τον εαυτό του αποκλειστικό υπεύθυνο για την τραγωδία του, παρόλα αυτά λάτρεψε το νεογέννητο παιδί του φίλου του. Μπορεί να μην ήταν ο βιολογικός του πατέρας ήταν όμως αυτός που έπεσε με τα μούτρα στην προσπάθεια να του προσφέρει αγάπη και φροντίδα, ότι χρειάζονται όλα τα παιδιά. Όπως και να’ χει, ήταν ο μόνος πατέρας που γνώρισε ποτέ ο Άλκης και τώρα, μέσα από μια σύμπτωση γεγονότων, τα οποία ο αστυνόμος αδυνατούσε να κατανοήσει εκείνη την στιγμή, ήταν νεκρός κι αυτός… νεκρός σαν την μητέρα του, που είχε φύγει από την ζωή πέντε χρόνια πριν από καρκίνο. Δεν είχαν παντρευτεί ποτέ από σεβασμό στους νεκρούς τους συντρόφους κι έτσι έμεινε τώρα και πάλι μόνος, ο μοναχικότερος άνθρωπος στον κόσμο. Σαν εκείνη την καταραμένη ημέρα στο νοσοκομείο, έξω από την αίθουσα τοκετού, που τον παγίδεψε για πάντα στον χωροχρόνο της μοναξιάς. Τα γεράματα πλησίαζαν και δεν είχε κανένα στον κόσμο. Όχι ότι ο Άλκης ήταν το καλύτερο παιδί, τα προβλήματα του με τα ναρκωτικά και τις φασαρίες τους είχαν αποξενώσει, αλλά ... Ήταν ξεχασμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους, αποκομμένος από κάθε ανθρώπινη παρουσία και ήξερε πολύ καλά ποιος ευθυνόταν γι’ αυτό. -Θα τα πούμε το πρωί, κωλόπαιδο, ψιθύρισε κλαίγοντας. Θα σε σκίσω... Θα μάθεις... Θα σε γαμήσω για την πλάκα μου ... , συνέχισε να παραμιλάει με την φωνή της οδύνης, με λυγμούς. Ύστερα τον πήρε ο ύπνος. Πήγε στην χώρα του πουθενά, όπου μόνο τα όνειρα επιτρέπεται να επισκεφτούν. Πήγε στην χώρα που συνορεύει με τον θάνατο!
44
13 Ο Πλάτων έφτασε στο διαμέρισμα του την ώρα που ο Αστυνόμος άνοιγε τις πόρτες του αποψινού του ονείρου. Ζούσε μόνος του τα τελευταία χρόνια σε ένα ρετιρέ, στα προάστια. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και νιώθοντας ασφαλής προς το παρόν, αποφάσισε να κάνει ένα καλό μπάνιο. Καταρχήν, έπρεπε να χαλαρώσει και να καθαρίσει τον εαυτό του. Όση προσπάθεια κι αν γινόταν στο νοσοκομείο, ένας ολόκληρος μήνας χωρίς κανονικό μπάνιο είχε αφήσει μια χαρακτηριστική μυρωδιά πάνω του, η όποια μπορεί να μην ήταν ευδιάκριτη στους άλλους, όμως ο ίδιος την ένιωθε όλο και πιο έντονα να πλημμυρίζει την μύτη του αφότου έφυγε απ’ το νοσοκομείο. Μπήκε στο υπνοδωμάτιο του, όπου διαπίστωσε ότι η μητέρα του είχε ετοιμάσει τα πράγματα που ήθελε. Ένας μικρός σάκος ήταν τοποθετημένος πάνω στο κρεβάτι. Παρατήρησε λίγα ρούχα στοιβαγμένα, μερικά τζιν, καλοκαιρινά μπλουζάκια, κάλτσες και εσώρουχα. Όλα τακτοποιημένα με χειρουργική ακρίβεια. Ακριβώς δίπλα υπήρχε ένας μεγάλος λευκός φάκελος. Τον άνοιξε και είδε αρκετά ευρώ για έναν μήνα στα καλύτερα ξενοδοχεία της χώρας. Πήγε στην μπανιερά και την γέμισε, σχεδόν μέχρι που ξεχείλισε, με καυτό νερό και διάφορα χαλαρωτικά, αρωματικά έλαια. Έφερε ένα μικρό ραδιάκι, το τοποθέτησε δίπλα απ’ την μπανιέρα, πάνω στο πλυντήριο και έπιασε τον αγαπημένο του σταθμό. Ροκ επιτυχίες είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο! Χαμήλωσε ελαφρώς την φωνή μιας και η ώρα ήταν περασμένη και άρχισε να γδύνεται. Το είδωλό του, που καθρεφτιζόταν στον καθρέφτη απέναντι του, τον μαγνήτισε. Στάθηκε όρθιος για λίγα λεπτά, γυμνός όπως τον γέννησε η μάνα του και ταξίδεψε το βλέμμα του σε όλα τα μήκη και πλάτη του κορμιού του. Ναι, αυτό που έβλεπε ήταν ο εαυτός του, μπορεί βέβαια να μην τον γνώριζε τόσο καλά όσο νόμιζε μέχρι πρόσφατα, αλλά το αγαλματένιο κορμί που αντίκριζε ήταν δικό του. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα, ξεφυσώντας αργά. Αισθανόταν πλήρης! Μπήκε στη μπανιερά και η αίσθηση του καυτού νερού που τον άγγιξε ήταν σχεδόν ηδονιστική. Ένα κύμα ευφορίας τον κατέκλυσε και το κορμί του αφέθηκε στην απόλαυση που ένοιωθε σε κάθε χιλιοστό του χαλαρώνοντας απόλυτα. Με κλειστά μάτια προσπάθησε να οργανώσει τις σκέψεις του, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι ο εγκέφαλος του λειτουργούσε σαν υπολογιστής. Έφερε στη οθόνη του μυαλού του τα συμβάντα των τελευταίων ωρών. Η ακρίβεια των αναμνήσεων ήταν πρωτοφανής και πρωτόγνωρη ταυτόχρονα. Ήταν κι αυτό μέρος του καινούριου του είναι και θα χρειαζόταν ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να το συνηθίσει. Το πρώτο πράγμα που τον απασχόλησε ήταν τα χέρια του. Τα έφερε κοντά στο πρόσωπο του και άρχισε να τα περιεργάζεται. Εκ πρώτης όψεως δεν φαινόταν διαφορετικά. Ήταν τα χέρια που γνώριζε τόσα χρόνια, δυο χέρια όπως τόσα άλλα σε ολόκληρο τον πλανήτη. Συγκεντρώθηκε, θέλοντας να τα «ενεργοποιήσει» και... -Καλώς την, είπε ξαφνιασμένος, αλλά χαμογελώντας. Διέκρινε μια σχεδόν διαφανή ή ίσως γαλάζια ενέργεια να καλύβει τα χέρια του από τους καρπούς μέχρι τα δάχτυλα. Έμοιαζε με φλόγα, με μια υπέροχη γαλάζια φλόγα που τρεφόταν απ΄ το σώμα του και λικνιζόταν στον αέρα. Πλησίασε τα χέρια του σε απόσταση δεκαπέντε-είκοσι εκατοστών και η φλόγα ενώθηκε απότομα πηδώντας ταυτόχρονα από το ένα στο άλλο. Το έβλεπε με τα μάτια του κι όμως δυσκολευόταν να το πιστέψει. Ποσό απίθανο ήταν αυτό που έβλεπε; Κι όμως γινόταν πράξη μπροστά του. Αποφάσισε να το σταματήσει και με την πρώτη σκέψη έγινε. Τα χέρια του ήταν και πάλι γυμνά, ανθρωπινά! Η γνώριμη κούραση έκανε την εμφάνιση της. Αισθανόταν σαν να είχε τρέξει λίγα χιλιόμετρα σε έντονο ρυθμό, καταναλώνοντας μεγάλη ποσότητα ενεργείας. Ήταν ξεκάθαρο ότι η Δύναμη απορροφούσε μεγάλες ποσότητες της δικής του ενέργειας. Δεν
45
ήξερε βέβαια εκείνη την στιγμή τι αντοχές έπρεπε να διαθέτει, ούτε τι θα μπορούσε να του προκαλέσει μια παρατεταμένη χρήση της ενέργειας αυτής. Η συντήρηση δυνάμεων λοιπόν ήταν απαραίτητη για την συνέχεια. Και το κρίσιμο ερώτημα επέστρεψε! «Και τώρα τι κάνω;» Από την στιγμή που συνήλθε στο νοσοκομείο έκανε διάφορες σκέψεις. Ένα δώρο είχε δοθεί σ’ αυτόν απ’ όλους τους ανθρώπους. Πως θα το χρησιμοποιούσε λοιπόν; Ποιος ήταν ο ανώτερος σκοπός που έπρεπε να ακολουθήσει; Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι είχε γίνει ένα είδος υπεράνθρωπου, κάτι σαν τους ήρωες των κόμικς. Μόνο που ζούσε στην πραγματική ζωή και όχι σε έγχρωμες τυπωμένες σελίδες. Ίσως θα μπορούσε να καταπολεμήσει το έγκλημα κι αυτός. Πως όμως, ενώ ήταν ήδη φυγάς και σε λίγο θα γινόταν απλώς ένας ακόμη καταζητούμενος; -Όχι, όχι! Πρέπει να κάνω κάτι διαφορετικό, ψιθύρισε στον εαυτό του και έκλεισε τα μάτια. Η αγάπη του για τον άνθρωπο και τον κόσμο μας του έδειξε τον δρόμο. Μέσα από το διάβασμα και τις γνώσεις που είχε αποκτήσει στην σύντομη μέχρι τώρα ζωή του, είχε καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα. Καταρχήν θεωρούσε, ότι ο βαθύτερος σκοπός της ζωής είναι η ευτυχία. Κάθε πράξη μας αποσκοπεί στην κατάκτηση της ευτυχίας. Η ευτυχία είναι μια κατάσταση του νου και σημαίνει, πολύ απλά, καλή ζωή. Η καλή ζωή από την άλλη είναι μια ζωή με διαρκή εξέταση. Μια ζωή την οποία περνάμε αναζητώντας την σοφία με κάθε κόστος. Ο σιγουρότερος δρόμος για την σοφία είναι μέσω ενός φιλοσοφικού ταξιδιού, δηλαδή μιας ζωής με ψάξιμο, διάβασμα, αμφισβήτηση, συζήτηση, σύνθεση απόψεων και κριτική σκέψη! Ζούμε όμως, δυστυχώς, σε ένα κόσμο δύσκολο και αβέβαιο, όπου το κέρδος κυριαρχεί, πάνω από αξίες και ιδανικά. Το μεγαλύτερο ποσοστό του πλανήτη μαστίζεται από οικονομικά προβλήματα. Ακόμη και σε κράτη θεωρητικά ανεπτυγμένα οι λαοί είναι δούλοι των τραπεζών, στις οποίες οφείλουν την ευημερία τους, χρωστώντας τους τα πάντα. Ακόμη και τον αέρα που αναπνέουν. Ο παραγόμενος από όλους πλούτος έχει συγκεντρωθεί στα χέρια λίγων ατόμων, που έχουν συγκεντρώσει τεράστια εξουσία στο Βασίλειο των Ανθρώπων. Βέβαια, ο Πλάτων θεωρούσε ότι αυτοί δεν κάνουν τίποτα περισσότερο, τίποτα πιο ευγενές, από το να ζουν σαν ζώα μες το χρήμα και την χλιδή και να ζητούν διαρκώς «Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο!» Αδυνατούν να αντιληφτούν την επικινδυνότητα της κυριαρχίας των ζωωδών ενστίκτων τους. Μες τα πανάκριβα κοστούμια και τις τουαλέτες κρύβονται ζώα, άτριχοι πίθηκοι που δεν μπόρεσαν να εξελιχτούν σε ανθρώπους. Γιατί άνθρωπος σημαίνει αγάπη και κατανόηση του γεγονότος ότι είναι ο καθένας μόνος και γυμνός απέναντι στον θάνατο και οφείλουν όλοι, έχουν ιερή υποχρέωση, εφόσον είναι άνθρωποι και όχι απλώς ζώα, να υμνήσουν την χαρά της ζωής σε όλο τον πλανήτη, αδιαφορώντας για τα εγωιστικά τους γονίδια! Ο Πλάτων αναρωτιόταν πως θα μπορέσει ο κάθε άνθρωπος να κάνει πράξη το φιλοσοφικό ταξίδι που χρειάζεται, όταν δεν έχει εξασφαλίσει καν την επιβίωση του; Πως θα ενδιαφερθεί να βρει τροφή για το μυαλό, όταν δεν έχει βρει τροφή για το στομάχι του; Κάθε άνθρωπος, απόδειξη του θαύματος και του δώρου της ζωής, έχει δικαίωμα στην ευημερία. Μόνο έχοντας εξασφαλίσει τα προς το ζην, θα μπορούσε ο καθένας μας να κατακτήσει την πραγματική ευτυχία και ο κόσμος μας θα ήταν ένα καλύτερο μέρος! «Εάν συνεισφέρεται στην ευτυχία των άλλων, θα βρείτε τo πραγματικό καλό, το αληθινό νόημα της ζωής», σύμφωνα με τον Δαλάι Λάμα. Κι ο Πλάτων θα έκανε ακριβώς αυτό, θα αφιέρωνε την ύπαρξη του σ’ αυτόν το σκοπό. Θα ακολουθούσε κυριολεκτικά την συμβουλή του Καμί και θα έκανε αυτό που θεωρούσε σωστό, ακόμα κι αν το σύμπαν είναι σκληρό και χωρίς νόημα!
46
Η απάντηση στο ερώτημα ήταν πλέον προφανής. Έπρεπε να εργαστεί με όλες του τις δυνάμεις για μια καλύτερη κοινωνία, ένα δικαιότερο κράτος. Όσοι ενδιαφέρονται για αυτόν το σκοπό, συνήθως ασχολούνται με τα κοινά της χώρας τους, δηλαδή την πολιτική. Και μπορεί στόχος της πολιτικής να μην είναι η ευτυχία, η οποία είναι μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση, αλλά η ελευθερία ή η ατομική και συλλογική αυτονομία, όμως μόνο έτσι και μέσω της πραγμάτωσης του κοινού καλού μπορούμε να αγγίξουμε το ευ ζην, την καλή ζωή! Ο Πλάτων βέβαια δεν είχε την πολυτέλεια να ασχοληθεί με την μικροπολιτική και τις εκλογικές διαδικασίες, καθώς αυτό ήταν χρονοβόρο και αυτός δεν διέθετε τον απαιτούμενο χρόνο. Αυτός, όχι ο Πλάτων, αλλά αυτός, ο Άνθρωπος! Μια ιδέα ανέβλυσε στο μυαλό του! Ήταν ξεκάθαρο ότι ο μόνος τρόπος για γρήγορα αποτελέσματα ήταν ένας. Έπρεπε απλώς να συναντήσει τον πρωθυπουργό της χώρας και να του προσφέρει τις υπηρεσίες του, εναντία στις δυνάμεις που καταδυναστεύουν αυτό τον τόπο. Πίστευε τότε ότι θα είχε την δυνατότητα να αλλάξει το σύστημα εκ των έσω, χωρίς επανάσταση, χωρίς απώλειες. Τι ρομαντική σκέψη! Κι αλήθεια, πόσο μακρινή απ’ την πραγματικότητα! «Η πράξη απέχει πολύ από την θεωρεία!», σκέφτηκε αναγνωρίζοντας τις αντικειμενικές δυσκολίες του εγχειρήματος του κι αυτό γιατί αναρωτιόταν πως μπορούσε να υλοποιήσει την πρόθεση του να υπηρετήσει την πατρίδα του ή να διευρύνει την ανθρώπινη καλλιέργεια ή ακόμη και να βελτιώσει την ανθρωπότητα. Δεν ήξερε ποια είναι τα μέσα για να το επιτύχει, ούτε καν για να ελέγξει τα αποτελέσματα. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι έπρεπε να δράσει όσο πιο γρήγορα γινόταν, χωρίς να τον πιάσουν και χωρίς να γίνουν αντιληπτές οι δυνάμεις του. Όσο βεβαία, αυτό ήταν εφικτό. Το πήρε απόφαση λοιπόν. Θα ξεκινούσε για την Αθήνα και θα επισκεπτόταν τον πρωθυπουργό στο Μέγαρο Μαξίμου. Πρώτα όμως έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε για λίγο ακόμη στο ευεργετικό άγγιγμα του νερού, ενώ το αγαπημένο του ροκ συγκρότημα τραγουδούσε στο ράδιο: «Ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός σε καίει, σε σκορπάει και σε παγώνει. Μα εσύ σε λίγο δεν θα βρίσκεσαι δω, Κάποιοι άλλοι θα παλεύουν με την σκόνη. Θέλεις ξανά να αποτελειώσεις μονάχος, ένα ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει. Κάτω απ’ τα ρούχα σου ξυπνάει ο πιο παλιός θεός, μες τις βαλίτσες σου στριμώχνονται όλοι οι δρόμοι!» 14 Ο Αστυνόμος στριφογύριζε από ώρα ιδρωμένος στο κρεβάτι του. Οι μυς του προσώπου του συσπώνταν έντονα και παραμιλούσε. Αγωνιά τον είχε κυριεύσει, καθώς η ταινία που προβαλλόταν απόψε στο μυαλό του δεν του άρεσε καθόλου. Αντιθέτως, γέμιζε ασυνείδητα τις μπαταριές του μίσους του, του πιο ποταπού κατάλοιπου των ανθρωπίνων συναισθημάτων. Έβλεπε ότι βρισκόταν με τον Άλκη, σε ηλικία δέκα ετών, σε ένα τεράστιο λούνα παρκ. Ο ήλιος έλαμπε στον καταγάλανο ουρανό και η ατμόσφαιρα δονούνταν από τις φωνές και τα γέλια μικρών και μεγάλων. Γονείς έπαιζαν με τα παιδιά τους ότι παιχνίδι βάζει ο νους του ανθρώπου, ενώ άλλοι αγόραζαν μαλλί της γριάς και πολύχρωμα ζαχαρωτά. Εκατομμύρια χρώματα δημιουργούσαν ένα υπέροχο, σχεδόν παραμυθένιο, σκηνικό. Τα πάντα βρισκόταν σε αέναη κίνηση. Μόνο οι δυο τους στεκόταν ακίνητοι και παρακολουθούσαν αμέτοχοι το μεγάλο πανηγύρι, που εκτυλισσόταν γύρω τους. Ξαφνικά
47
και ενώ ήταν συνεπαρμένος κι ο ίδιος από την ατμόσφαιρα, αισθάνθηκε ένα τράβηγμα στο μανίκι. -Άντε, πατερούλη, πάμε. Θέλω να παίξω κι εγώ, διαμαρτυρήθηκε ο μικρός. Μια αμφιβολία όμως είχε ήδη κάνει την εμφάνιση της. Κάτι δεν πήγαινε καλά! Όλοι γύρω του γελούσαν και διασκέδαζαν, μόνο αυτός είχε μια θλιμμένη όψη, σαν ηττημένος πολεμιστής μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αποτελούσε μια φανερή παραφωνία στο σύνολο, μόλις όμως άκουσε τον μικρό να τον αποκαλεί πατερούλη η καρδιά του σκίρτησε από ευτυχία. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το ποσό γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου η ύπαρξη ενός παιδιού, η δέσμευση και η εξάρτηση που έχει ο γονιός από την παρουσία, φυσική και συναισθηματική, της συνεχείας του, του παιδιού του, της αθανασίας! Άρχισαν, δειλά στην αρχή, να πηγαίνουν από παιχνίδι σε παιχνίδι και ο μικρός το διασκέδαζε με την ψυχή του. Και καθώς η ώρα περνούσε αυξανόταν και η δική του ευτυχία, αισθανόταν καλά. Στην αρχή η ευτυχία του ήταν σαν ρυάκι, που στην συνέχεια όμως από τον βαρύ χειμώνα είχε εξελιχτεί σε χείμαρρο. Ναι, τον διαπερνούσε ολόκληρο ένας χείμαρρος ευτυχίας και δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ. Έπαιζαν οι δυο τους ασταμάτητα και τα γέλια του μικρού ηχούσαν σαν αγγελική μελωδία στα αυτιά του. Αφού πέρασαν όλα τα παιχνίδια βρεθήκαν καθισμένοι στο τρενάκι του τρόμου και μια μηχανική φωνή τους προειδοποίησε για την ανατριχίλα του αιώνα. Ο μικρός κουλουριάστηκε πάνω του και προσπαθούσε με μισόκλειστα μάτια να κοιτάξει μπροστά. -Πατερούλη, θα με προστατεύσεις από όλα τα κακά, ρώτησε με φωνούλα που έτρεμε σαν κλαράκι στον άνεμο. -Ναι, γιε μου, αποκρίθηκε προσπαθώντας να χαμογελάσει, αλλά η αμφιβολία έκανε και πάλι πανηγυρικά την εμφάνιση της. Το τρενάκι ξεκίνησε με χαμηλή ταχύτητα. Σχεδόν απόλυτο σκοτάδι έπεσε παντού γύρω τους. Ενώ κατευθυνόταν με το παλιό, σκουριασμένο βαγονάκι τους μέσα σε ένα στενό διάδρομο, διάφορα τέρατα του κινηματογράφου άρχισαν να ξεπετάγονται απότομα δεξιά και αριστερά. Ένας προβολέας άνοιξε και έλουσε με κόκκινο φως έναν χάρτινο βρικόλακα που πετάχτηκε πάνω τους με τους τεράστιους κυνόδοντές του λερωμένους από αίμα. Ο μικρός σφίχτηκε ακόμη πιο δυνατά πάνω στον πατερούλη του. Μετά εμφανίστηκε ένας λυκάνθρωπος, σε μπλε φόντο αυτός. Ακολούθησαν η μούμια, ο Φρανκεστάϊν, ένα ζόμπι και άλλα λιγότερο γνωστά τέρατα της ανθρώπινης φαντασίας. Ο μικρός έτσι κουλουριασμένος που ήταν και με μισόκλειστα μάτια δεν είδε και πολλά. Ήταν φοβισμένος, παρά την ασφάλεια, που αισθανόταν στην αγκαλιά του. Έφτασαν επιτέλους στο τέρμα και το τρενάκι σταμάτησε. -Ειδές που δεν έγινε τίποτα; Άδικα φοβόσουν, είπε στον μικρό, ενώ τα φωτά είχαν ανοίξει και το φως του ήλιου που τρύπωνε διστακτικά από την πόρτα της εξόδου τους καλωσόριζε. Πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του όμως το βαγόνι τους σχίστηκε στα δυο. Η έκπληξη τον χτύπησε σαν γροθιά στο στομάχι, ενώ έβλεπε το μισό βαγόνι του μικρού να κολλάει απέναντι στον τοίχο και το δικό του μισό στην άλλη μεριά. Σειρήνες ούρλιαζαν μες το κεφάλι του. Κινήθηκε αστραπιαία προς τον Άλκη. Μάταια όμως, αφού μόλις έφτασε στο μέσο της απόστασης συγκρούστηκε βίαια και απροσδόκητα με έναν αόρατο τοίχο. Ζεστό αίμα κυλούσε τώρα στο μέτωπό του, πάνω στο οποίο είχαν ζωγραφιστεί έντονα έκπληξη και πανικός. Είδε τον μικρό να κλαίει, άλλα δεν τον άκουσε. Του φώναξε να τρέξει προς την έξοδο, άλλα δεν άκουσε τον παραμικρό ήχο να βγαίνει απ’ τα χείλη του. Πάγωσε ολόκληρος, όπως είχε παγώσει κι ο μικρός, και έμεινε ανήμπορος να κοιτάζει τρομοκρατημένος. Κοίταζε μες τα μάτια τον Άλκη, ο οποίος του ανταπέδιδε το ίδιο τρομαγμένο βλέμμα.
48
Τα φώτα χαμήλωσαν αργά, σαν κερί που ξεψυχά. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τον μικρό, μέχρι που αντιλήφθηκε μια παρουσία πίσω του. Ήταν σκοτεινά, αλλά κατάφερε να διακρίνει έναν μακρύ, μαύρο μανδύα. Του θύμισε τον Χάρο, αν και δεν διέκρινε πουθενά το δρεπάνι, και ξέσπασε σε αναφιλητά. Στεκόταν όρθιος πίσω από το βαγόνι του παιδιού και δεν μπορούσε να διακρίνει αν υπάρχει άνθρωπος μέσα ή αν απλώς ήταν κρεμασμένος από μια αόρατη κρεμάστρα. Το μυστήριο λύθηκε σύντομα κι επώδυνα. Ένα ζωντανό χέρι πρόβαλλε και κρατούσε ένα πιστόλι. -Άλκη, τρέξε! Τρέξε να σωθείς, ούρλιαξε με όλη την δύναμη της θέλησης του. Τίποτα δεν διατάραξε την νεκρική σιγή. Άρχισε να χτυπά με μανία τις γροθιές του στον τοίχο, μέχρι που μάτωσαν και έπεσε εξαντλημένος και νικημένος στα γόνατα. Το αγόρι γύρισε αργά, τρέμοντας απ’ τον φόβο του, να δει τι υπήρχε πίσω του, όταν το πιστόλι κόλλησε στο κεφάλι του και ύστερα από ένα δευτερόλεπτο… μια μέρα… έναν αιώνα εκπυρσοκρότησε. Τα μυαλά του μικρού σκόρπισαν τριγύρω και έδωσαν μια απόχρωση αλήθειας στο τρενάκι του τρόμου. Κοίταξε για τελευταία φορά το προσωπάκι του γιου του. Τα ορθάνοικτα μάτια και το βλέμμα που αντίκρισε του μάτωσαν την καρδιά. «Γιατί δεν κράτησες την υπόσχεση σου, πατερούλη; Γιατί τον άφησες να με σκοτώσει;» Το κορμάκι του σωριάστηκε άψυχο στο πάτωμα κι αυτός έμεινε να κλαίει και να οδύρεται. Ο ήχος επανήλθε σταδιακά κι άκουσε τον εαυτό του να κλαίει με σπαραχτικούς λυγμούς. Αμέσως μετά άκουσε μια ψυχρή φωνή και του φάνηκε γνώριμη. Προερχόταν από τον μανδύα. -Με συγχωρείς, αλλά αυτό που έγινε ήταν αναπόφευκτο κι αυτό που είδες δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια. Δεν είναι η πραγματικότητα, και το ξέρεις αυτό, αλλά το σενάριο… ένα παιχνίδισμα του μυαλού σου. Ένιωσε έντονη ζαλάδα. «Το σενάριο του μυαλού μου;», αναρωτήθηκε μες το κοιμισμένο μυαλό του που αδυνατούσε να κατανοήσει τα λόγια αυτά. Ο μανδύας σωριάστηκε στο χώμα και διέκρινε με δυσκολία στο σκοτάδι μια ανθρώπινη μορφή να τρέχει. Όντως η φωνή του ήταν γνώριμη και τώρα συνειδητοποίησε ξαφνικά σε ποιον ανήκε. Ναι, ήταν αυτός ο αλητάκος, ο Πλάτων! Και έτρεχε μακριά, σίγουρα έτρεχε να ξεφύγει. -Θα σε πιάσω, φώναξε με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και η φωνή αντιλάλησε μες το ηχείο του κρανίου του. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του μούσκεμα στον ιδρώτα. Όλα άρχισαν να γυρνάνε και έγειρε πάλι πίσω. Κοίταζε το ταβάνι και βαριανάσαινε. Ξέσπασε σε κλάματα όταν τα κατάλοιπα του εφιάλτη τροφοδότησαν την σκέψη του. Το μίσος όμως είχε μεγαλώσει πολύ, είχε θεριέψει και τον επανέφερε γρήγορα στην τάξη. Κάτι δεν πήγαινε καλά, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Προσπάθησε να ηρεμήσει, όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί και γούρλωσε τρομοκρατημένος τα μάτια του. Ήταν έτοιμα να εκραγούν, όταν άρπαξε το κινητό από το κομοδίνο και άρχισε να καλεί. Ο φύλακας κοιμόταν ήσυχος, αν και κάπως άβολα είναι η αλήθεια, σε μια από τις καρέκλες, απέναντι απ’ το δωμάτιο του Πλάτων. Φαίνεται ότι ήταν η βραδιά των ονείρων, αφού ένα χαμόγελο ευχαρίστησης είχε εντυπωθεί πάνω στο πρόσωπο του. Ίσως έβλεπε ωραίες γυναίκες να του προσφέρουν τις ερωτικές τους υπηρεσίες, όταν ένας επαναλαμβανόμενος ήχος τον τράβηξε σιγά - σιγά από τον προσωπικό του παράδεισο. Με κλειστά μάτια, χαμογελώντας και ψαχουλεύοντας για το κινητό του ανακάθισε στον καναπέ. -Παρακαλώ, απάντησε εμφανώς μισοκοιμισμένος. -Παρακάλα τον δημιουργό σου να είναι όλα εντάξει εκεί, γιατί ειδάλλως θα σε στείλω να τον συναντήσεις, ούρλιαξε ο Αστυνόμος.
49
Σηκώθηκε με μιας λες και βόμβες έπεφταν τριγύρω του. -Όλα είναι εντάξει, κύριε Αστυνόμε, απάντησε ελπίζοντας αυτό να αληθεύει. Κοίταξε την κλειστή πόρτα απέναντι του. Είμαι έξω από το δωμάτιο όλο το βράδυ και... -Μην μιλάς και μπες μέσα, τον πρόσταξε. Άπλωσε το χέρι του προχωρώντας προς την πόρτα. Έπιασε το πόμολο και την άνοιξε. Στάθηκε με το βλέμμα καρφωμένο να αντικρίζει ένα άδειο δωμάτιο, την μπαλκονόπορτα ανοιχτή και την κουρτίνα να κυματίζει από το πρωινό αεράκι. Έτρεξε έξω στο μπαλκόνι και κοίταξε με την κρυφή ελπίδα ότι .... Τίποτα! -Εεε ... έφυγε, ψέλλισε φοβισμένος. Εγώ δεν ... ξεκίνησε να λέει και ο χαρακτηριστικός ήχος του κλεισίματος της γραμμής τον διέκοψε. Το πρώτο φως της μέρας έδιωχνε το σκοτάδι. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και προμηνυόταν μια υπέροχη μέρα. Υπέροχη για όλους εκτός από αυτόν. Ήξερε ότι ήταν χαμένος από χέρι! 15 Ο Αστυνόμος, βρίζοντας θεούς και δαίμονες, άρχισε τα τηλέφωνα. Δεν θα έδινε στον αλητάκο ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Ήδη του είχε δώσει ένα σημαντικό προβάδισμα, πέντε έως εφτά ώρες ήταν η αρχική του εκτίμηση. Τον είχε υποτιμήσει, αλλά αυτό θα ήταν το τελευταίο του λάθος. Οργάνωσε τις κινήσεις του και παράλληλα τον μηχανισμό της αστυνομίας σε απίστευτο για τα γραφειοκρατικά δεδομένα χρόνο. Έστειλε δυο άντρες να ψάξουν στο πατρικό του. Θα περνούσε κι αυτός αργότερα για να μιλήσει με τους γονείς του, αλλά τώρα έπρεπε να ψάξει σε κάθε πιθανό κρησφύγετο, αν και όπως είχε αντιληφθεί από τον έλεγχο που είχε κάνει όταν συνέβηκε ο θάνατος του Άλκη, αυτά δεν ήταν και πολλά. Ο ύποπτος είχε ελάχιστους φίλους, μάλλον γνωστοί ήταν η κατάλληλη λέξη, και ήταν τόσο φλώροι που κανένας δεν θα τολμούσε να τον κρύψει. Ο συνάδελφος του ήταν καθοδόν. Μαζί θα έλεγχαν το διαμέρισμά του, αυτό που είχαν ψάξει παρουσία της μητέρας του, πριν ένα μήνα. Ήταν σίγουρος ότι δεν θα τον έβρισκαν εκεί, αλλά δεν έχαναν τίποτα να ψάξουν. Εξάλλου δεν διεκδικούσε την αποκλειστικότητα στα λάθη, τα οποία είναι πανανθρώπινα! Ντύθηκε γρήγορα κι ετοίμασε το όπλο του, ένα περίστροφο τόσο ισχυρό με το οποίο θα κυνηγούσε άνετα αρκούδες, πόσο μάλλον ανθρώπους. Η σχέση του με αυτό ήταν κάτι παραπάνω από λειτουργική. Ήταν σχεδόν ερωτική. Μ’ αυτό είχε σκοτώσει, ή για να είμαστε ακριβείς είχε διαμελίσει, καμιά δεκαριά εγκληματίες μέχρι σήμερα κι έλπιζε να σκοτώσει (διαμελίσει) σύντομα και τον ενδέκατο. Το φίλησε και του ψιθύρισε χαϊδεύοντας το: -Ετοιμάσου να με βγάλεις ασπροπρόσωπο σήμερα … ή αύριο, σίγουρα μες τις επόμενες ημέρες. Ο συνάδελφος του κόρναρε από κάτω, αποσπώντας του την προσοχή. Κοίταξε με μια αναίτια λύπη το διαμέρισμα του, έκλεισε με δύναμη την πόρτα και έτρεξε σαν νεαρός σπρίντερ! Σε λίγο έφτασαν στην πολυκατοικία, όπου έμενε ο Πλάτων. Χωρίς να περιμένει στιγμή, ο Αστυνόμος βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να τρέχει. Παρότι ξημέρωνε Κυριακή, μέρα που οι περισσότεροι κοιμούνται λίγο παραπάνω, ο αγουροξυπνημένος συνάδελφος του δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει το παράδειγμα του. Βγήκαν από το ασανσέρ, έβγαλαν τα πιστόλια τους και στήθηκαν δίπλα στην πόρτα. Βρισκόταν στον τέταρτο όροφο και λογικά δεν υπήρχε άλλος τρόπος διαφυγής για τον αλητάκο. Σιωπή επικρατούσε στην πολυκατοικία. Σε λίγο οι ένοικοι θα ξυπνούσαν, αλλά τώρα τίποτα δεν μαρτυρούσε την παρουσία του οποιουδήποτε στο κτίριο. Χτύπησαν το κουδούνι και περίμεναν δέκα δευτερόλεπτα. Τίποτα! Ο αστυνόμος έκανε νεύμα στον θηριώδη συνάδελφο του να σπάσει την πόρτα. Ογκώδης όπως ήταν πήρε λίγη φόρα και
50
κλώτσησε με δύναμη κι η πόρτα, απλή στην κατασκευή της, έσπασε σαν κλαράκι. Ο Αστυνόμος έτρεξε μέσα με το όπλο να σημαδεύει και φωνάζοντας στον Πλάτων να παραδοθεί. Η αλήθεια είναι ότι μόλις τον έβλεπε θα του έριχνε στο ψαχνό! Ο εφιάλτης της νύχτας τον είχε πείσει ότι ήταν η μόνη μορφή δικαιοσύνης, που δικαιούταν το κωλόπαιδο. Δυστυχώς, όμως είχαν έρθει πολύ αργά. Έψαξαν το διαμέρισμα και το μόνο που μαρτυρούσε την παρουσία του Πλάτων ήταν το από ώρες παγωμένο νερό στην γεμάτη μπανιέρα. Ο Αστυνόμος μουρμούρισε αγριεμένος και έφυγε τρέχοντας. Εν τω μεταξύ, ο ήρωας μας είχε ήδη φύγει από την πόλη. Οδηγούσε όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε το αυτοκινητάκι και ο ΚΟΚ και σε λίγο θα έφτανε στην Πάτρα. Βρισκόταν περίπου τρεις ώρες μπροστά από τον Αστυνόμο. Μόνο που εκείνη την δεδομένη στιγμή ο Πλάτων αγνοούσε ότι ο αστυνομικός που τον είχε ανακρίνει θα γινόταν ο διώκτης του. Ήξερε ότι σε λίγο όλη η αστυνομία της χώρας θα ενημερωνόταν για την περίπτωση του και θα βαφτιζόταν ένας ακόμη καταζητούμενος. Έπρεπε να κρατήσει χαμηλό προφίλ και να αποφύγει οποιαδήποτε επαφή με την αστυνομία. Βασικά έπρεπε να αποφύγει τα προβλήματα! Ο ήλιος είχε πάρει να χαράζει και τα νυχτερινά φώτα στους δρόμους έσβηναν σταδιακά. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, φυσούσε και είχε αρκετή υγρασία. Υπήρχε μεγάλη πιθανότητα βροχής, αυτό ήταν σίγουρο. Η κίνηση ήταν λίγη στον δρόμο, καθότι πρωινό Κυριακής. Τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα και οι πεζοί ανύπαρκτοι …ή σχεδόν ανύπαρκτοι. Διέκρινε στο βάθος, καμία κατοστάρια μέτρα από αυτόν μια φιγούρα, σχεδόν στην μέση του δρόμου. Κουνούσε πέρα δώθε τα χέρια κάνοντας του σινιάλο. «Τι να θέλει τώρα;», σκέφτηκε με δυσφορία. Έπρεπε όμως να μείνει προσηλωμένος στον σκοπό του, χωρίς να διακινδυνεύσει το παραμικρό. Από την άλλη ίσως χρειαζόταν η βοήθεια του, κάτι που θα του ήταν σχεδόν αδύνατο να αρνηθεί. Πλησιάζοντας η φιγούρα έγινε πιο ευδιάκριτη, κάνοντας ταυτόχρονα στην άκρη. Κάποιος έκανε ωτοστόπ. «Ευτυχώς», σκέφτηκε ανακουφισμένος. «Δεν υπάρχει επείγουσα ανάγκη, κάποιος τραυματίας ή άρρωστος. Άρα μπορεί να περιμένει το επόμενο αυτοκίνητο για να τον μεταφέρει στον προορισμό του». Φτάνοντας στα δέκα μέτρα από τον ταξιδιώτη, έκοψε ταχύτητα και διαπίστωσε με έκπληξη ότι ήταν … ένα κορίτσι. «Τι κάνεις μόνη σου εδώ στο πουθενά;» Φαινόταν λίγο μικρότερη του, φορώντας ένα φθαρμένο τζιν, άρβυλα και έχοντας ένα σακίδιο στον ώμο. Πέρασε αργά δίπλα της και την είδε να τον κοιτάζει στα μάτια με το χέρι σηκωμένο και τον αντίχειρα προς τα πάνω. Το σπινθηροβόλο βλέμμα και η απαστράπτουσα μορφή της, οι στιγμιαίες εικόνες που φωτογράφησαν σε κλάσματα δευτερολέπτου τα μάτια του, τον μαγνήτισε ακαριαία. Είχε δυο γαλαζοπράσινα, μεγάλα μάτια, τονισμένα με μαύρη σκιά και το δέρμα στο πρόσωπο της ήταν κατάλευκο, τόσο λείο, καθαρό και πανέμορφο, με τέλειες αναλογίες. Το μακριά μελαχρινά της μαλλιά ανέμιζαν στο αδύναμο φως των ακτινών του ήλιου, που δραπέτευαν από τα σύννεφα και το στήθος της δημιουργούσε δυο υπέροχα ανάγλυφα πάνω στο κολλητό μαύρο μπλουζάκι της, που έγραφε με κόκκινα γράμματα στα αγγλικά: ΡΟΚΑΡΕ ΝΕΟΣ, ΠΕΘΑΝΕ ΓΕΡΟΣ! Τώρα που την πρόσεξε καλύτερα διαπίστωσε ότι δεν θα ήταν πάνω από είκοσι δύο είκοσι τρία χρονών κι έμοιαζε τόσο εύθραυστη, άυλη, σαν ένα αερικό που είχε δραπετεύσει στον κόσμο μας. Ήταν σαν πίνακας, σαν οπτασία από καθάριο και γάργαρο νερό στην μέση της σύγχρονης ερήμου των πόλεων. Στην αρχή του γελούσε και τον κοιτούσε με ένα βλέμμα, στο οποίο ο Πλάτων διέκρινε ξεκάθαρα μια αχόρταγη δίψα για ζωή, αφού την προσπέρασε όμως έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας και στράφηκε
51
προς τα πίσω, περιμένοντας το επόμενο αυτοκίνητο. Ο Πλάτων πάτησε απότομα φρένο και τα λάστιχα του Γιούγκο στρίγγλισαν στην προσπάθειά τους να υπακούσουν στην εντολή του. Το αυτοκινητάκι ακινητοποιήθηκε είκοσι μέτρα από το κορίτσι κι αυτός έμεινε για λίγο σκεφτικός, αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στον στόχο μπροστά του και στο πανέμορφο πλάσμα που βρέθηκε τόσο απρόσμενα στον δρόμο του. Με την πρώτη ματιά φαινόταν απλό. Θα έβαζε πρώτη και θα ξεκινούσε πάλι το ταξίδι του. Δεν υπήρχε χρόνος και χώρος για άλλο άτομο στο ταξίδι που σκόπευε να κάνει. «Ακόμη και γι’ αυτό το πανέμορφο πλάσμα που η τύχη έφερε στον δρόμο μου;», αναρωτήθηκε. Κοίταξε στον καθρέπτη και την είδε να τον παρακολουθεί. Τα μάτια της μαρτυρούσαν απορία, καθώς μίκρυναν αισθητά στην προσπάθειά της να καταλάβει τι ακριβώς θα έκανε ο οδηγός. Το ίδιο και το σώμα της, όταν σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος και μετά από λίγο του γύρισε αδιάφορα την πλάτη. Ο Πλάτων κατάλαβε τελικά ότι δεν μπορούσε να την αφήσει εκεί. «Όχι αυτήν!» Έβαλε όπισθεν και σταμάτησε ακριβώς δίπλα της. Αυτή, μην περιμένοντας κάτι τέτοιο, είχε μείνει ακίνητη. Ίσως να ανησυχούσε και λίγο! Ποιος λογικός άνθρωπος κάθεται για λίγα λεπτά κι αναρωτιέται για το αν θα σταματήσει να πάρει κάποιον άγνωστο που του κάνει ωτοστόπ ή όχι. Δεν είναι πρόβλημα πυρηνικής φυσικής και σχεδόν όλοι έχουν πάγια αντίληψη περί αυτού και ξέρουν τι θα κάνουν πριν καν τους συμβεί. Έσκυψε διστακτικά και αντίκρισε το σοβαρό και συνάμα πανέμορφο πρόσωπο ενός νεαρού άντρα. Το μπλε των ωκεανών μες τα μάτια του ξεχύθηκε και την κυρίεψε αμέσως, πυροδοτώντας μια βαθιά εισπνοή, καθώς το μυαλό της προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ που δέχτηκε κοιτώντας βαθιά μέσα σ’ αυτά τα μάτια. Είδε μέσα σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, εικόνες μπερδεμένες, όνειρα και …εφιάλτες. Της φάνηκε για μια στιγμή, σε λίγο θα έπειθε τον εαυτό της ότι το φαντάστηκε και θα κλειδαμπάρωνε την ανάμνηση στο υπόγειο της συνείδησής της, ότι το απόλυτο σκοτάδι πέρασε για κλάσματα του δευτερολέπτου πάνω… ή μάλλον μες τα μάτια του, όπως περνάει στιγμιαία μια εικόνα μπροστά απ’ το ακίνητο βλέμμα μας. Τον είδε αμέσως μετά, ακόμη παγωμένη και τώρα λίγο φοβισμένη, να γέρνει προς το μέρος της και να κατεβάζει το παράθυρο του. Ο Πλάτων αντιλήφθηκε αμέσως, σχεδόν μύρισε, τους αμυδρούς φόβους της. -Χρειάζεσαι κάποια βοήθεια, ρώτησε φορώντας τελικά το πιο γλυκό του χαμόγελο. Κι όπως πάντα, το χαμόγελο του λειτούργησε άψογα, ελευθερώνοντας και διώχνοντας μακριά κάθε φόβο που μπορεί να βασάνιζε το κορίτσι. Αυτή άνοιξε την πόρτα, πέταξε μαζί με την καχυποψία της και το σακίδιο της στο πίσω κάθισμα και μπήκε μέσα. Έβαλε την ζώνη και του χάρισε κι αυτή το πιο γλυκό της χαμόγελο. -Πηγαίνω στην Αθήνα. Άσε με όσο πιο κοντά σε πάει ο δρόμος σου, του είπε με μελωδική φωνή και στράφηκε μπροστά, χαμογελώντας ακόμη με την καρδιά της να επιταχύνει τον ρυθμό της. -Κοίτα σύμπτωση! Κι εγώ στην Αθήνα πάω, είπε ο Πλάτων και ξεκίνησε το αυτοκίνητο. Το χαμόγελό τους ακτινοβολούσε φωτεινά, μην γνωρίζοντας που οφείλεται αυτό το αίσθημα ευχαρίστησης και ελαφρότητας, αυτό το φτερούγισμα στο στομάχι, που αισθάνονταν. Δεν είχαν νιώσει ποτέ έτσι, τόσο περίεργα, λες και όλα είχαν ταιριάξει ξαφνικά και το μέλλον θα έπαιρνε τον δρόμο που τους άξιζε, κι όμως τόσο ευχάριστα! Κανείς απ’ τους δυο τους!
52
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΙ Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ
1 Τα επόμενα πέντε λεπτά ήταν τα πιο βασανιστικά της ζωής του. Ο χρόνος έμοιαζε παγωμένος, ακίνητος και εχθρικός. Αυτός οδηγούσε αφοσιωμένος στον δρόμο που ανοίγονταν μπροστά του, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος, ενώ αυτή παρέμενε αμίλητη με το βλέμμα στραμμένο έξω από το παράθυρο. Η πρωινή βροχούλα, που άρχισε να πέφτει μόλις ξεκίνησαν, σε συνδυασμό με τις αδύναμες ακτίνες του ήλιου είχαν σκηνοθετήσει μια ατμόσφαιρα μελαγχολική. Ο Πλάτων αναζητούσε κάτι να πει, πίεζε τον ανανεωμένο του εγκέφαλο να βρει τα κατάλληλα λόγια, κάτι έξυπνο και παράλληλα όμορφο, κάτι αιθέριο όπως έβλεπε με την καινούρια του όραση το κορίτσι δίπλα του. Όλος περιέργως όμως ο τέλειος νους του είχε κολλήσει μαγεμένος από την ομορφιά, την απλότητα και την καλοσύνη που ανέδιδε το αμίλητο κορίτσι. Απέμεινε τελικά μόνο μια ελπίδα, η συνταξιδιώτισσα του να κάνει το πρώτο βήμα και να σπάσει την σιωπή. Γύρισε απελπισμένος και την κοίταξε στιγμιαία, έτοιμος να ανοίξει το στόμα του και να πει οτιδήποτε, το πρώτο πράγμα που θα δραπέτευε απ’ την σκέψη του. Αυτή ίσα που κούνησε τις άκρες των ματιών της και ο Πλάτων καρφώθηκε απότομα και πάλι ευθεία μπροστά του. Πάντα ήταν ντροπαλός με το γυναικείο φύλο. Αν και τα κορίτσια τον γούσταραν σε όλη του την ζωή και οι εφήμερες σεξουαλικές του σχέσεις ήταν αμέτρητες, αυτός είχε πάντα μια αίσθηση ανασφάλειας, όταν βρισκόταν κοντά τους. Ποσό μάλλον τώρα, που βρισκόταν δίπλα στο πιο υπέροχο πλάσμα που είχε δει ποτέ του. Έβλεπε την ομορφιά σε κάθε κορίτσι που γνώριζε, σε κάθε θηλυκό που τον έβλεπε είτε σαν το ιδανικό αρσενικό, με ομορφιά, μυαλό και χρήμα, είτε σαν μια απλή μηχανή ηδονής. Και κάθε φορά ένοιωθε την ίδια ταπεινότητα απέναντι στην τρυφερότητα και την πελώρια γλύκα που εκπέμπει η γυναικεία παρουσία. Ίσως ένοιωθε ανάξιος αυτού του ενδιαφέροντος που του έδειχναν, πάντως σίγουρα τώρα ένιωθε πιο ανασφαλής από ποτέ. Δίπλα του δεν είχε μια απλή γυναίκα, αλλά ίσως την ίδια την Ιδέα της γυναίκας, αυτής που αναζητούσε σε όλη του την ζωή! Αυτό που δεν ήξερε ο φίλος μας είναι ότι ακριβώς το ίδιο αισθανόταν και η συνταξιδιώτισσά του. Κοιτούσε κι αυτή έξω το τοπίο ψάχνοντας τις κατάλληλες λέξεις. Τι μπορούσε όμως να πει στο πιο ενδιαφέρον αγόρι, που είχε δει ποτέ της; Ποια λόγια θα έκρυβαν την αμηχανία που ένιωθε το μυαλό της και την αστείρευτη δίψα που ταλαιπωρούσε την καρδιά της; Δεν τολμούσε να κοιτάξει προς το μέρος του, γιατί τα μάτια του ήταν σαν ναρκωτικό. Είχε δει μέσα τους όλους τους ανομολόγητους πόθους της, και όχι μόνο τους σαρκικούς. Όχι υπήρχε σίγουρα κάτι περισσότερο! Κάτι που είχε διαισθανθεί την πρώτη φορά που την είχε κοιτάξει χαμογελώντας. Της φάνηκε ότι διέκρινε κάτι πίσω απ’ το ζεστό του χαμόγελο, μια αδιόρατη επιθυμία κρυμμένη πίσω απ’ τα μπλε του μάτια, πίσω απ’ τα όνειρα και τους… εφιάλτες; Ήταν θα έλεγες κάτι σαν …σιγουριά... ή μάλλον μια θέληση για ... για δύναμη ίσως; Απόρησε με την σκέψη της, γύρισε και τον κοίταξε με ένα αινιγματικό χαμόγελο.
53
Την ιδία ακριβώς στιγμή, ο Πλάτων έχοντας κάνει χρήση, πάνω στην απελπισία του, της κρυφής του δυνάμεως να ακούει τις σκέψεις των άλλων, και όντας ο ίδιος απορημένος με την διαίσθηση της, γύρισε προς το μέρος της. -Ταξιδεύουμε τόση ώρα και δεν μου είπες ακόμη το όνομα σου! -Αλήθεια, πως σε λένε; Γέλασαν ταυτόχρονα. Επιτέλους μίλησαν! Και αφού ξεκίνησαν δεν θα σταματούσαν να μιλάνε ποτέ. Τουλάχιστον για όσο καιρό οι αμείλικτοι νομοί της Ιστορίας τους ήθελαν μαζί. -Με λένε Πλάτων. -Εμένα Νεφέλη, του απάντησε όλο νάζι. Από που είσαι; Εγώ είμαι από τα Γιάννενα, συμπλήρωσε ξεχνώντας εντελώς την απρόσμενη σκέψη για την θέληση της δυνάμεως, που μόλις είχε κάνει. -Κοίταξε να δεις, κι άλλη σύμπτωση. Κι εγώ από τα Γιάννενα είμαι, της απάντησε αυτός κοιτώντας την γλυκά. Γύρισε το κεφάλι του ξανά προς τον δρόμο και αναλογίστηκε με λύπη τα χαμένα χρόνια. «Που ήσουν τόσο καιρό, κορίτσι μου;» Συνέχισαν για λίγο ακόμη να ανταλλάσουν φιλοφρονήσεις για τα ονόματα τους και τυπικές πληροφορίες ο ένας για τον άλλο, όπως καταγωγή, σπουδές, σε ποια καφέ σύχναζαν στα Γιάννενα, τι ρομαντικός και συνάμα θλιμμένος που είναι ο καιρός με τις ατέλειωτες βρόχινες ημέρες κτλ, μέχρι που φτάσαμε στο κρίσιμο ερώτημα. -Γιατί πας στην Αθήνα; Μίλησαν και πάλι ταυτόχρονα, λες και τα ρολόγια στο μυαλό τους είχαν ήδη συγχρονιστεί. Ο Πλάτων προσπάθησε με έναν ελιγμό να κερδίσει λίγο χρόνο, ώστε να βρει μια καλή δικαιολογία. Δεν ήξερε τι να της πει, αν και ένιωσε μια στιγμιαία, αλλά δυνατή παρόρμηση να της εξομολογηθεί τα πάντα. -Οι κυρίες προηγούνται, της είπε ευγενικά. -Που την είδες την κυρία, τον ρώτησε αυτή σχεδόν αυστηρά. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα γέλασε δυνατά. Πλάκα σου κάνω, είπε και ο Πλάτων έσκασε δειλά ένα χαμόγελο. Ο πάγος έλιωνε γοργά, πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά. -Λοιπόν …κυρία μου, θα μου πεις τι δουλεία έχει ένα όμορφο κορίτσι σαν εσένα να κάνει οτοστόπ μόνο του κι ενώ ζούμε σε μια επικίνδυνη εποχή, πηγαίνοντας στη Αθήνα, την ξαναρώτησε. Ο χαρακτηρισμός «όμορφη», όσο λίγος κι αν ήταν για να αποδώσει την εντυπωσιακή της εμφάνιση, εκφρασμένος απ’ τα φιλήδονα χείλη του, την έκανε να κοκκινίσει. Σχεδόν το ίδιο έπαθε κι ο φίλος μας όταν κατάλαβε τι είπε, αφού βέβαια η ζημιά είχε ήδη γίνει. Αυτό που δεν φάνηκε αμέσως ήταν το γεγονός ότι και η Νεφέλη δεν αισθανόταν άνετα με την ερώτηση αυτή. Αποφάσισε όμως να είναι ειλικρινής μαζί του. Η αύρα αυτού του αγοριού ήταν καταπληκτική και αυτά τα μάτια… «Αχ, αυτά τα μάτια!» Το μυαλό της ξεκίνησε να ταξιδεύει όταν η ίδια το προσγείωσε με το ζόρι στην πραγματικότητα. -Ας τα πάρουμε ένα-ένα, του είπε. Κοίτα ... έκανα οτοστόπ, γιατίιιιιιι ... το έσκασα πριν αρκετές ώρες από το σπίτι μου, είπε διστακτικά. Σταμάτησε και περίμενε με αγωνία την αντίδραση του Πλάτωνα. Αυτός την κοίταξε και την προέτρεψε να συνεχίσει. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που βγάζουν βιαστικά συμπεράσματα. Θα την άφηνε να ολοκληρώσει την σκέψη της χωρίς διακοπές. Αυτό επέδρασε λυτρωτικά στην ψυχολογία της Νεφέλης και έδιωξε με μιας τις όποιες αμφιβολίες μπορεί να είχε. -Τσακώθηκα χτες το βράδυ με τους γονείς μου και έφυγα κρυφά κατά τις πέντε το πρωί. Δεν μπορούσα να περιμένω για το πρώτο λεωφορείο κι έτσι έκανα οτοστόπ. Ένας
54
πολύ ευγενικός φορτηγατζής με έφερε μέχρι το Μεσολόγγι. Θα προχωρούσα μέχρι να σταματήσει κάποιος, αλλά μετά με βρήκες εσύ, του είπε γλυκαίνοντας την φωνή της και κοιτώντας χαμηλά. Μετά από λίγο συνέχισε: ο λόγος που πηγαίνω στην Αθήνα είναι και η αιτία που τσακώθηκα με τους γονείς μου. Έχει αύριο το μεσημέρι μια πορεία και απλώς θέλω να πάρω μέρος. Αυτό είναι όλο. Ποσό κακό είναι να πηγαίνεις σε μια πορεία; Δεν έχω δικαίωμα να φωνάξω για τις απόψεις μου; Είχε πάρει φόρα και δεν θα σταματούσε με τίποτα. Ήταν σαν να έβλεπε τους γονείς της πάνω στο παρμπρίζ, που είχε μετατραπεί σε οθόνη κι ήταν ευκαιρία να τους τα πει ένα χεράκι. Δεν είμαι υποχρεωμένη να έχω τις απόψεις των γονιών μου, δεν είμαι και δεν θέλω να γίνω σαν κι αυτούς. Δεν θέλω να υιοθετήσω την κοσμοθεωρία τους, θέλω να σκέφτομαι μόνη μου, τι είναι σωστό και τι λάθος. Θέλω να κάνω λάθη και να μάθω απ’ αυτά, ρε γαμώτο! Τώρα σχεδόν φώναζε και ο Πλάτων αποφάσισε να παρέμβει για να την ηρεμήσει. -Νεφέλη να σε διακόψω για λίγο, ρώτησε με μαλακή φωνή. Αυτή σταμάτησε αμέσως και τον κοίταξε με απολογητικό βλέμμα. -Αχ, με συγχωρείς, δεν ήθελα να φωνάξω. Δεν είσαι υποχρεωμένος... -Ηρέμησε και άκου τι λέει ένα φωτεινό μυαλό, της είπε χαμογελαστά. Βασικά είναι μια παρότρυνση προς τους γονείς όλου του κόσμου και όλων των εποχών. Είναι μια συμβουλή που θα έπρεπε όλοι να την ακολουθούν και που πιστεύω ότι ταιριάζει γάντι στην περίπτωση σου. Κέρδισε εύκολα το ενδιαφέρον και την προσοχή της. Συνέχισε λέγοντας: Τα παιδιά σας δεν είναι παιδιά σας! Είναι οι γιοι και οι κόρες της επιθυμίας της Ζωής για τον εαυτό της. Έρχονται με μέσο εσάς, αλλά όχι από εσάς και παρόλο που είναι μαζί σας δεν σας ανήκουν. Μπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας, μα όχι και τις σκέψεις σας, γιατί έχουν δικές τους. Τόνισε αυτό το τελευταίο κοιτώντας την Νεφέλη και αυτή του ανταπέδωσε το βλέμμα ντυμένο με ένα φωτεινό χαμόγελο ικανοποίησης. Μπορείτε να στεγάσετε τα σώματα τους, μα όχι και τις ψυχές τους, γιατί οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο το οποίο δεν μπορείτε να επισκεφτείτε ούτε καν στα όνειρα σας. Μπορείτε να παλέψετε να γίνετε σαν κι αυτά, μα μην προσπαθείτε να τα κάνετε σαν κι εσάς! Τελειώνοντας την φράση του, σιωπή επικράτησε για λίγα λεπτά. Η Νεφέλη στράφηκε και πάλι προς το παράθυρο και τις εικόνες του τοπίου που εναλλάσσονταν με γρήγορο ρυθμό, προσπαθώντας να χωνέψει την συσσωρευμένη γνώση. Πόσες αλήθειες μπορεί να είναι κρυμμένες σε λίγες μόνο λέξεις. Πόσο αναγκαίο για τον κάθε άνθρωπο να κατακτήσει αυτές τις αλήθειες μόνος του ή έστω με την βοήθεια κάποιου άλλου, οποιουδήποτε. Και πόσο δύσκολο είναι αυτό στον σύγχρονο κόσμο μας! -Έχεις δίκιο, είπε μετά από λίγο η Νεφέλη. Ταιριάζει γάντι στην περίπτωση την δική μου, αλλά και τόσων νέων που κάνουν την επανάσταση τους καθημερινά. Δεν το είχα ακούσει, ήταν τέλειο, αποκρίθηκε γεμάτη θαυμασμό για τα λόγια που γαλήνεψαν την ψυχή της. Κοίταζε τον Πλάτων, ενώ αυτός οδηγούσε και παρότι γνωριζόταν μόλις λίγη ώρα, το όμορφο, χαμογελαστό του πρόσωπο με τα μπλε μάτια που αγνάντευαν τον κόσμο έξω απ’ το αυτοκίνητο, η ευγενική του φωνή και τα μεγαλειώδη λόγια που μόλις της είχε απαγγείλει, και βεβαίως το μυστήριο που ένιωθε ότι τον κάλυπτε σαν μανδύας, την έκαναν να νοιώσει αληθινά ερωτευμένη για πρώτη ίσως φορά στην ζωή της. Αποφάσισε να του τα πει όλα. -Θέλεις να μάθεις τι πορεία είναι αυτή στην οποία θέλω να πάρω μέρος, ρώτησε. -Βεβαίως, αν θέλεις να μου πεις, είμαι όλος αυτιά, απάντησε ο Πλάτων χαμογελώντας, εν μέρη διότι ακόμη έψαχνε κάποια καλή δικαιολογία για τον εαυτό του και θα κέρδιζε λίγο χρόνο ακόμη. -Κοίτα, έχω κάποιες απόψεις για συγκεκριμένα ζητήματα διαφορετικές από τον
55
περισσότερο κόσμο. Πιστεύω για παράδειγμα ότι δεν πρέπει να υπάρχει κράτος, το οποίο να καταπιέζει τον λαό, στερώντας μας την ελευθερία και περιορίζοντας τα δικαιώματά μας. Γι’ αυτό θέλω να πάρω μέρος σε μια πορεία αναρχικών. Θα μείνω το βράδυ σε κάτι φίλους και αύριο θα πάμε όλοι μαζί, είπε διστακτικά και με μια ανάσα περιμένοντας την αντίδραση του. 2 Εν τω μεταξύ, ο Αστυνόμος συντόνιζε ολόκληρο τον μηχανισμό της αστυνομίας με απίστευτη μεθοδικότητα. Δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτα από τους γονείς του Πλάτων, οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να μην δώσουν την παραμικρή πληροφορία για τον γιό τους, αλλά βρήκαν σύντομα ότι ένα αυτοκίνητο είχε νοικιαστεί το προηγούμενο απόγευμα στο όνομα του πατέρα του. Δόθηκε σήμα και όλη η τροχαία συνεπικουρούμενη από κάποια αυτοκίνητα της ασφάλειας χτένιζε την πόλη για ένα μπλε Γιούγκο. Από την άλλη όμως, η αστυνομία δεν είχε την πολυτέλεια να σπαταλά δυνάμεις στην αναζήτηση ενός και μόνο ατόμου, όταν το προσωπικό ήταν λιγοστό, οι ανοιχτές υποθέσεις δεκάδες και κυρίως όταν η κοινωνική κατάσταση, στροβιλιζόμενη μες την δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, θα χαρακτηριζόταν λείαν επιεικώς έκρυθμη. Ο αστυνομικός διευθυντής, κάνοντας μια πρωτοφανή κι ασυνήθιστη πράξη, πήγε κυριακάτικα στο γραφείο του και κάλεσε τον Αστυνόμο για ενημέρωση. Αυτός με την συνοδεία του συνεργάτη του μπήκε φουριόζος στο γραφείο του διευθυντή. Δεν γούσταρε καθόλου την καθυστέρηση, που θα του έφερνε αυτή η απροσδόκητη συνάντηση. -Κύριε διευθυντά, καλημέρα. Με καλέσατε; -Καλημέρα, Σωτήρη ! Καλημέρα, νεαρέ! Καθιστέ, παρακαλώ. Καφεδάκι, ρώτησε ευγενικά. Ήξερε ότι αυτό που θα έλεγε δεν θα άρεσε καθόλου στον Αστυνόμο. Ευτυχώς, όμως είχε και ανταλλάγματα να του προσφέρει. Ο Αστυνόμος παρέμεινε επιδεικτικά όρθιος. Συνεργαζόταν μαζί τριάντα χρόνια και ο διευθυντής τον θεωρούσε έναν από τους καλύτερους αστυνομικούς του σώματος. Θα μπορούσε εύκολα κανείς να τους περάσει για φίλους, αλλά δεν ήταν. Κι αυτό για συγκεκριμένους λόγους. Μπορεί ο Αστυνόμος να είχε την φήμη του «τρελού» στην υπηρεσία, αλλά έκανε την δουλεία του και με το παραπάνω. Είχε διαλευκάνει τις πιο δύσκολες υποθέσεις και, γαμώτο, θα είχε φτάσει πολύ ψηλά αν δεν πυροβολούσε τόσο αναθεματισμένα εύκολα. Βλέπετε είχε σκοτώσει αρκετούς εγκληματίες, μερικούς εκ των οποίων σε συνθήκες που δημιουργούσαν ερωτηματικά, οπότε αν και δεν του απαγγέλθηκε ποτέ κάποια κατηγορία μιας και το σύστημα γνωρίζει καλά πως να κουκουλώνει τις απρέπειες των αστυνομικών, ωστόσο αυτό είχε επίδραση στην ανέλιξη του στην ιεραρχία του σώματος. Θα μπορούσε να είναι αυτός αστυνομικός διευθυντής σήμερα κι όχι απλώς ένας ταπεινός Αστυνόμος Α΄. Ήταν όμως κοινό μυστικό ότι το σύστημα είχε βρει τον αμείλικτο τιμωρό της πόλης, αν και δημοσίως όλοι κατέκριναν την άκρατη χρήση των όπλων. Δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να τον διώξουν, αλλά δεν μπορούσαν και να τον προάγουν εκεί που θα όφειλε να είναι. Δεν θα ήταν σωστό για επικοινωνιακούς λόγους, όπως αντιλαμβάνεστε. Υπήρχε επομένως μια ιδιότυπη συμφωνία μεταξύ του Αστυνόμου και των ανωτέρων του. Αυτός έκανε την βρώμικη δουλεία όπως θεωρούσε καλύτερα και αυτοί φρόντιζαν να μην τον ενοχλεί κανείς! -Κύριε διευθυντά, βιάζομαι! Όπως ξέρετε, ο δολοφόνος του γιου μου είναι ελεύθερος. Όσο γρηγορότερα φύγω από εδώ, τόσο γρηγορότερα θα τον πιάσω. Σας ακούω, είπε και αυτό ακούστηκε ξεκάθαρα σαν διαταγή. Ο διευθυντής έσκυψε μπροστά στην καρέκλα του και πήρε ένα πολύ σοβαρό ύφος.
56
Κοίταζε αμίλητος τον μεγαλύτερο κατά μια πενταετία άντρα, ψάχνοντας για τα κατάλληλα λόγια. -Λοιπόν, Σωτήρη θα στα πω μια κι έξω για να ξεμπερδεύουμε. Επισήμως η υπόθεση περνάει εκτός ελέγχου σου. Πιστεύουμε ότι ο νεαρός έχει ήδη φύγει εκτός πόλης, επομένως δεν είναι πλέον στην δικαιοδοσία μας. Έχει δοθεί σήμα σε όλη την χώρα και τον αναζητούν. Δεν νομίζω ότι θα φτάσει μακριά. Ο Αστυνόμος, στεκόμενος ακόμη όρθιος, έσκυψε το κεφάλι κοιτώντας το πάτωμα και άρχισε να μουρμουρίζει ακαταλαβίστικες προτάσεις, φανερά εκνευρισμένος, σφίγγοντας με δύναμη τις γροθιές του πάνω στο γραφείο. Ο διευθυντής προσπάθησε να προλάβει τα χειρότερα. -Ανεπισήμως μιλώντας παίρνεις από σήμερα άδεια για όσο χρόνο χρειαστείς να διευθετήσεις το προσωπικό σου πρόβλημα, τόνισε με νόημα. Ο Αστυνόμος σήκωσε το κεφάλι του και ένα άγριο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, τα χείλη του τραβήχτηκαν αφύσικα και οι σουβλεροί του κυνόδοντες έκαναν την εμφάνισή τους θυμίζοντας περισσότερο λύκο, παρά άνθρωπο. Είχε πάρει το οκ να δράσει. Έστω και μόνος του! -Καλή σου μέρα και καλά να περάσεις στην άδεια σου, φώ-ναξε ο διευθυντής ενώ ο αυτός βγήκε σαν σίφουνας από το γραφείο του, με τον συνεργάτη του να ακολουθεί. Πήγε στο γραφείο του και κάθισε. Έδιωξε τον συνεργάτη του λέγοντας του ότι θα συνέχιζε μόνος του από εδώ και πέρα. Τον ευχαρίστησε για την συνεργασία τους λες και δεν θα βλεπόταν ποτέ ξανά και έμεινε ακίνητος στην καρέκλα του, χαζεύοντας τα απολύτως τακτοποιημένα έγγραφα πάνω στο ταλαιπωρημένο ξύλινο γραφείο του. Το μυαλό του στριφογύριζε αδιάκοπα κάνοντας μυριάδες σκέψεις. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα τον έπαιρνε από πίσω. Θα κυνηγούσε τον αλητάκο και θα τον ξετρύπωνε όπου και να ήταν. Ήθελε να φύγει αμέσως, να ξεχυθεί στο κυνήγι του, αλλά μια ασυνείδητη σκέψη τον σταμάτησε, μια διαίσθηση ότι κάτι επρόκειτο να συμβεί. Βάλθηκε να κοιτάζει το τηλέφωνο λες κι έβλεπε το πιο παράξενο αντικείμενο στον κόσμο! 3 -Πορεία αναρχικών, ε; Μάλιστα, δήλωσε με προσποιητή αδιαφορία ο Πλάτων. Είχε μάθει να σέβεται όλες τις απόψεις και θεωρούσε ότι ο καθένας από εμάς έχει την δικιά του κοσμοθεωρία και δεν μπορεί, αλλά ούτε και πρέπει να το επιτρέπουμε, κανένας να μας επιβάλλει την άποψη του. Το σημαντικότερο ίσως είναι να έχουμε τα κατάλληλα επιχειρήματα για να υποστηρίξουμε την άποψη μας. Να έχουμε δηλαδή το θεωρητικό υπόβαθρο για να εφαρμόσουμε τις ιδέες μας στην πράξη. Και αυτό ακριβώς θα επιχειρούσε, μιας και λάτρευε κυριολεκτικά τις διαλεκτικές συζητήσεις, να διαπιστώσει αν διαθέτει η Νεφέλη, όταν είδε στον καθρέπτη του ένα περιπολικό στο βάθος να τους πλησιάζει γρήγορα. Ο γαλάζιος φάρος του στριφογυρνούσε σαν τρελός και το περιπολικό πλησίαζε το Γιούγκο, όπως ένας πύραυλος τον ακίνητο στόχο του. Απείχαν κάνα τέταρτο από την Πάτρα και έβλεπαν μπροστά τους ένα σύγχρονο θαύμα της μηχανικής, την κρεμαστή γέφυρα του Ρίου – Αντιρρίου, να ορθώνεται επιβλητικά. Αποφάσισε καταρχήν να συνεχίσει σταθερά την πορεία του. Μπορεί το περιπολικό να είχε άλλες δουλείες. Ψυχραιμία λοιπόν! Έπρεπε όμως απαραίτητα να ενημερώσει την Νεφέλη. Και σίγουρα έπρεπε να της θέσει ένα δίλημμα! -Νεφέλη, θα επανέλθουμε στο θέμα της πορείας σε λίγο, όμως τώρα θέλω μια τεραστία χάρη από σένα. Θέλω να αποφασίσεις αμέσως τώρα, σε παρακαλώ, αν θα κατεβείς από το αυτοκίνητο ή αν θα συνεχίσεις μαζί μου! Ο λόγος για αυτό είναι ότι έχω κάποια μικροπροβλήματα με τον νόμο και ένα περιπολικό μας πλησιάζει. Μίλησε με
57
ξεκάθαρη και σταθερή φωνή, δείχνοντας μεγάλη αυτοπεποίθηση, ενώ ταυτόχρονα κοιτούσε τον καθρέπτη, βλέποντας τον να γεμίζει γοργά από την εικόνα του περιπολικού. Η Νεφέλη ξαφνιάστηκε από την δήλωση του και αφού γύρισε και κοίταξε πίσω, διακρίνοντας το περιπολικό, έμεινε σαστισμένη. Τον κοίταξε με αγωνιά. Δεν ήθελε να τον αφήσει, σε καμία περίπτωση, αλλά ... τον είδε να γυρίζει προς το μέρος της κι έπειτα τα μπλε του μάτια να την κοιτάνε με πάθος και τρυφερότητα. Έμοιαζαν με δύο μαγικές γαλάζιες χάντρες που υπόσχονταν μια ζωή ευτυχίας. Ίσως απλώς τα φαντάζονταν όλα αυτά, αλλά πήρε την απόφασή της εκείνη την στιγμή βασισμένη σε μια προσδοκία, στο κυνήγι ενός ονείρου. -Μπορώ να σου υποσχεθώ μόνο ένα πράγμα, της είπε. Δεν θα αφήσω κανέναν να σου κάνει κακό. Ποτέ, τόνισε αυστηρά κοιτάζοντας την κατάματα και η σιγουριά της φωνής του κάλμαρε την αγωνία της. -Θέλω να είμαι μαζί σου, εκδηλώθηκε αυτή με το πιο γλυκό χαμόγελο και την καρδιά της να φτερουγίζει. Δεν ξέρω ακόμη γιατί, σε γνωρίζω μόλις τα τελευταία τριάντα λεπτά, αλλά ... θέλω να είμαι μαζί σου, επανέλαβε ψιθυριστά πιο σίγουρη από ποτέ. Αυτός άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό της σφιχτά. -Κι εγώ, της απάντησε χαμογελώντας. Έμειναν έτσι πιασμένοι χέρι - χέρι για λίγα μαγικά δευτερόλεπτα παγιδευμένοι στον χωροχρόνο του έρωτα, κι ένιωθαν κι οι δυο τους ευτυχισμένοι, λες κι ένα αόρατο ποτάμι ευτυχίας έσκαγε πάνω στα κορμιά τους. Έτσι ακριβώς αισθάνονται όλοι οι ερωτευμένοι στην αρχή μιας σχέσης, όταν η καρδιά κυριαρχεί πάνω στο νου πλέκοντας συναισθήματα κι οράματα πέρα από κάθε φαντασία! Το περιπολικό έφτασε ακριβώς από πίσω τους και η Νεφέλη βγήκε απ’ τον ερωτικό της λήθαργο όταν άκουσε τον τσιριχτό ήχο της σειρήνας του περιπολικού, ακριβώς όπως στις ταινίες, που τους καλούσε αδιάκοπα να σταματήσουν. Προφανώς, ο Πλάτων ήταν η «δουλειά» τους σήμερα και αυτός υπολογίζοντας την κατάσταση αποφάσισε να σταματήσει στην άκρη. Το αυτοκινητάκι που οδηγούσε δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να ξεφύγει από το περιπολικό. Αφού ακινητοποιήθηκαν και τα δυο οχήματα στην άκρη του δρόμου μια φωνή ακούστηκε από το μεγάφωνο του περιπολικού. -Νεαρέ, βγείτε έξω με τα χέρια ψηλά! Ο Πλάτων είδε από τους καθρέπτες τους δυο αστυνομικούς να προτάσσουν τα όπλα τους καλυμμένοι πίσω από τις πόρτες του περιπολικού. -Σκύψε και μην σηκωθείς ότι και να γίνει, είπε στην Νεφέλη και αυτή οδηγημένη απ’ την έξαψη της στιγμής και το άγνωστο του μέλλοντος όρμησε πάνω του και του έδωσε ένα παθιασμένο φιλί. Αισθάνθηκε την γλύκα του φιλιού της και την θέρμη του κορμιού της, ενώ οι μπάτσοι έμειναν με ανοιχτό το στόμα να παρακολουθούν την σκηνή. -Σε εμπιστεύομαι απόλυτα, είπε ξαναμμένη η Νεφέλη και μαζεύτηκε στο κάθισμα της, μην μπορώντας να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Ζούσε κάτι το ανεπανάληπτο και το είχε ήδη καταλάβει. Είδε τον Πλάτων να ανοίγει την πόρτα, να βγαίνει έξω με σιγουριά και να κατευθύνεται με παράστημα αγέρωχο, ατρόμητος απέναντι σε δυο όπλα που τον σημάδευαν. Το ψιλόβροχο συνεχιζόταν και τα αυτοκίνητα περνούσαν με χαμηλή ταχύτητα από δίπλα τους για να παρακολουθήσουν το συμβάν. Οι αστυνομικοί έκαναν νόημα στους περίεργους οδηγούς να συνεχίσουν, σημαδεύοντας ταυτόχρονα τον Πλάτων. Προχώρησε αργά προς το μέρος τους, ενώ κανείς δεν ήξερε, ούτε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, ότι τα γυμνά του χέρια είχαν μετατραπεί σε φονικά όπλα. -Να βγει και η κοπέλα, φώναξε ο ένας αστυνομικός. -Η κοπέλα δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό, απάντησε ο Πλάτων. Έκανε οτοστόπ και
58
την πήρα μαζί μου. Είναι άσχετη με όλο αυτό, βρυχήθηκε αγριεμένα. Οι αστυνομικοί, δυο νέα παιδιά, αλληλοκοιτάχτηκαν με αμφιβολία. Είχαν ενημερωθεί ότι ο ύποπτος ήταν άκρως επικίνδυνος(είχε σκοτώσει και είχε δραπετεύσει κάτω απ΄ τη μύτη των συναδέλφων τους στα Γιάννενα) και έπρεπε να προσέχουν. Τόσα και τόσα είχαν συμβεί κατά καιρούς σε συναδέλφους τους. Τα δάχτυλά τους λοιπόν πίεζαν με τρεμάμενη δύναμη την σκανδάλη των όπλων τους κι ο ιδρώτας άρχισε να ρέει αργά στο μέτωπό τους, φανερώνοντας την ελάχιστη εμπειρία τους σε τέτοιες καταστάσεις και την ανεπαρκή τους εκπαίδευση. -Πέσε κάτω κωλόπαιδο και ξάπλωσε με χέρια και πόδια ανοιχτά, τον διέταξαν! Η Νεφέλη κρυφοκοίταζε πίσω από το κάθισμα της την σκηνή με κομμένη την ανάσα. Τώρα είδε κι αυτή μαζί με τους μπάτσους (δεν τους σκέφτηκε σαν αστυνομικούς, αλλά σαν μπάτσους… ίσως και σαν γουρούνια, ίσως και σαν πολλά, πολλά άλλα άσχημα πράγματα) τα χέρια του Πλάτων να σηκώνονται ψηλά. Δεν υπήρχε κάτι φανερό, δεν κρατούσε κάτι, αλλά ... είδε έκπληκτη ξαφνικά τα βουνά, μακριά πίσω από τα χέρια του, να τρεμοπαίζουν, όπως συμβαίνει το καλοκαίρι, όταν ζεματάει η άσφαλτος και το τοπίο πίσω της λικνίζεται στον αέρα! Ο ήρωας μας αναρωτήθηκε πως θα μπορούσε να αποφύγει τα θύματα στην προκειμένη περίπτωση. Δεν έφταιγαν σε τίποτα τούτοι οι κακομοίρηδες, που απλώς νόμιζαν ότι έκαναν την δουλειά τους. Ήταν απλά πιόνια ενός συστήματος που τους είχε εκπαιδεύσει να μην σκέπτονται, παρά μόνο να εκτελούν εντολές! Και πέρα απ’ αυτό δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να αποφύγει τα τραγικά αποτελέσματα της πρώτης χρήσης της Δύναμης. Δεν ήθελε να ακρωτηριάσει κατά λάθος τα χέρια ή ακόμη χειρότερα τα κεφάλια των αθώων αυτών παιδιών. Θέλησε λοιπόν να εκτοξεύσει ένα μικρό ποσοστό της Δύναμης κι έδρασε αστραπιαία. Ώθησε απότομα τα χέρια του μπροστά σημαδεύοντας με το καθένα τα δυο όπλα. Οι αστυνομικοί δεν πρόλαβαν καν να σκεφτούν, πόσο μάλλον να αντιδράσουν, όταν η αόρατη Δύναμη εκτοξεύτηκε ακαριαία από τις ανοιχτές παλάμες του, χτύπησε βίαια και με ακρίβεια τα χέρια τους, τσακίζοντας τα κόκκαλα τους και εκσφενδονίζοντας τα όπλα τους μακριά μες τα χρυσαφί χωράφια με τα ψηλόλιγνα σιτάρια. Οι παράπλευρες απώλειες ήταν ανεκτές για τον Πλάτων, σίγουρα όμως όχι και για τους αστυνομικούς (μπάτσους για την Νεφέλη). Αρκετά δάχτυλα ήταν σπασμένα με τα κόκκαλα μέσα τους θρυμματισμένα και το δέρμα γδαρμένο και οι μπάτσοι έμειναν σαστισμένοι μες τα αίματα, ακίνητοι σαν παγοκολόνες και πονώντας, να παρατηρούν τον Πλάτων. Τους κοίταζε βλοσυρός με τα χέρια του ακόμη σε έκταση. Προσπαθώντας να χωνέψουν τι είχε μόλις συμβεί(Τι στο διάολο μας χτύπησε;), αν και τα γεγονότα συγκρούονταν με την λογική, μπήκαν με κόπο κρατώντας τα σακατεμένα και ματωμένα χέρια τους στο περιπολικό. Οι αισθήσεις τους ούρλιαζαν. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να φύγουν όσο το δυνατόν πιο μακριά από τον παράξενο νέο που έστεκε ακίνητος απέναντι τους κι έμοιαζε βγαλμένος από άλλους κόσμους, μακρινούς και σκοτεινούς. Με τα χίλια ζόρια ο οδηγός έβαλε μπροστά το περιπολικό με το αριστερό του χέρι, το οποίο ήταν σε λίγο καλύτερη κατάσταση από το δεξί. Κοίταξε τον Πλάτων με τρόμο και περίμενε. Η ανάσα του ήταν γοργή. Ο ιδρώτας έσταζε ποτάμι. Φοβόταν! Φοβόταν όσο δεν είχε φοβηθεί ποτέ και όσο δεν θα φοβόταν ξανά σε όλη του την ζωή και το ίδιο τρομοκρατημένος ήταν και ο συνάδελφός του. Ο Πλάτων αντιλήφθηκε τον πανικό τους και έκανε το πολυπόθητο νόημα με τα μάτια του στον οδηγό να φύγει. Ξεκίνησε διστακτικά το αυτοκίνητο και περνώντας δίπλα του η μηχανή άρχισε να μουγκρίζει προσπαθώντας να ανταποκριθεί στο πατημένο μέχρι το δάπεδο γκάζι, και οι αστυνομικοί κοιτούσαν διαρκώς πίσω τους. Τον είδαν μετά από λίγο
59
να σκύβει πιάνοντας με τα χέρια του τα γόνατα και να παίρνει βαθιές ανάσες. Η Νεφέλη μην έχοντας συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έγινε, έκπληκτη από το πρωτόγνωρο θέαμα που είχε αντικρύσει, βγήκε από το αμάξι και έτρεξε δίπλα του. -Πλάτων, είσαι καλά; Τι ήταν αυτό; Πως το έκανες; Η απορία ήταν φανερή στο βλέμμα της, όμως δεν είχαν χρόνο για χάσιμο και έπρεπε οπωσδήποτε να εγκαταλείψουν το αυτοκινητάκι. -Πάρε τα πράγματα σου και τον σάκο μου από το πορτ - παγκάζ, πρόσταξε και αυτή τον υπάκουσε με μιας. Έτρεξε στο αυτοκίνητο, ενώ αυτός βγήκε βαριανασαίνοντας στον δρόμο κοιτάζοντας τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Είδε ένα πολυτελές αυτοκίνητο να πλησιάζει. Πετάχτηκε άφοβα μπροστά του σηκώνοντας το χέρι, όπως ο τροχονόμος όταν θέλει να σταματήσεις. Διέκρινε τον οδηγό, έναν εξηντάρη κύριο με γυαλιά, και κοιτώντας τον στα μάτια του έστειλε μια σκέψη: «Σταμάτα!» Αυτός σαν να χτύπησε συναγερμός μες το κεφάλι του πάτησε απότομα φρένο και το όχημα ακινητοποιήθηκε ακριβώς μπροστά στον Πλάτων. Έπιασε από το χέρι την Νεφέλη και μπήκαν στις πίσω θέσεις, με τον οδηγό να παρακολουθεί αποσβολωμένος. -Ξεκίνα! Θα μας πας στην Αθήνα, διέταξε τον οδηγό, ο οποίος υπάκουσε αμέσως λες κι ήταν υπνωτισμένος. Το μυαλό του ήταν μπερδεμένο και προσπαθούσε να καταλάβει από που προερχόταν η φωνή που άκουσε πριν από λίγο. Κοίταξε στον καθρέπτη του τον νεαρό, χυμένο στο κάθισμα να προσπαθεί με κλειστά μάτια να ανακτήσει τις δυνάμεις του βαριανασαίνοντας, ενώ το κορίτσι του χάιδευε αμίλητη και εξίσου μπερδεμένη το πρόσωπο. «Αποκλείεται!», σκέφτηκε καθώς οδηγούσε. Πέρασαν την γέφυρα του Ρίου μετά από λίγα λεπτά, την ώρα που τρία περιπολικά κινούμενα στο αντίθετο ρεύμα και με τις σειρήνες να ουρλιάζουν κατευθύνονταν προς το παρατημένο αυτοκινητάκι. Πέρασαν έξω από την Πάτρα και μπήκαν στην εθνική οδό προς Αθήνα. 4 Το τηλέφωνο χτύπησε και ο Αστυνόμος το σήκωσε με αγωνία. -Πες το! -Κύριε αστυνόμε, έγινε ένα συμβάν πριν από λίγο με ... -Που; -Πριν την γέφυρα, στο Αντίρριο! -Ξέφυγε, τόνισε με μια ακατανίκητη αίσθηση σιγουριάς. -Ναι, τον... Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του και ο Αστυνόμος είχε ήδη κλείσει το τηλέφωνο και ξεκίνησε για το αυτοκίνητο του. Έκανε μια μικρή στάση στο ντουλάπι του και πήρε όλα του τα πυρομαχικά και λίγα ρούχα που είχε για ώρα ανάγκης. Έφυγε μόνος του μην γνωρίζοντας πότε και αν θα επέστρεφε ποτέ! Μετά από λίγο είχε σχεδόν βγει από την πόλη όταν ένιωσε μια ακόρεστη επιθυμία για μια τελευταία εξομολόγηση. Κοίταξε στα δεξιά του, περίπου εκατό μέτρα μπροστά του, όπου βρισκόταν κατά παραγγελία το κατάλληλο μέρος για την εκπλήρωση της επιθυμίας του. Οδήγησε μέχρι εκεί και πάρκαρε μπροστά από το κτίριο, που υψώνονταν επιβλητικό μπρος τα μάτια του. Με το κεφάλι στραμμένο ψηλά έμεινε να κοιτάζει τον μεγάλο μπλε σταυρό από νέον, που δέσποζε στην κορυφή. Ανέβηκε αργά τα σκαλιά και μπήκε μες την εκκλησία με βλέμμα χαμηλωμένο. Η χαρακτηριστική μυρωδιά από λιβάνι και λιωμένο κερί εισχώρησε στα ρουθούνια του. Άναψε ένα κεράκι και προχώρησε διστακτικά. Κοίταξε δεξιά -αριστερά. Δεν υπήρχε κανείς. Ήταν μόνος του. Αυτός και ο Θεός του! Εντόπισε την εικόνα του
60
Χριστού, ανάμεσα σε άλλες που παρίσταναν τους «αγίους». Όντας κατά την εκτίμησή του ένας βαθιά θρήσκος άνθρωπος, έβλεπε εικόνες ανθρώπων που είχαν καταφέρει το απόλυτο, την αγιοσύνη, το άγγιγμα του θείου, αν και σε ένα βαθύτερο επίπεδο δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι δεν ήταν τίποτε περισσότερο από κάποιες ανθρώπινες σκουλικομορφές, η απογοήτευση της ζωής για τον εαυτό της! Έσκυψε, φίλησε με ευλάβεια την σκονισμένη εικόνα του Θεανθρώπου και γονάτισε. Διάφορα συναισθήματα, θλίψη για τον θάνατο του Άλκη, οργή για τον Πλάτων, απογοήτευση για την μίζερη ζωή του, τον είχαν κατακλύσει και τώρα τα μάτια του είχαν θολώσει από μια ανίκητη υγρασία που αυξανόταν γοργά. Κοίταξε τον εικονιζόμενο Χριστό και άρχισε την εξομολόγηση του. Όχι σε κάποιον άνθρωπο, όχι στους παπάδες, τους υποτιθέμενους εκπροσώπους του, τους οποίους δεν χώνευε απ’ όταν θυμόταν τον εαυτό του, αλλά απλώς ανεχόταν για χάρη της θρησκείας, αλλά στον ίδιο τον Χριστό. Τον δικό του Χριστό! Τα φυλακισμένα του δάκρυα βρήκαν και πάλι τον δρόμο τους προς την ελευθερία και τώρα κατέβαιναν μαζικά τα μάγουλα του. «Χριστέ μου, βοήθησε με να είμαι δυνατός για τελευταία φορά! Σου υποσχέθηκα πριν από χρόνια ότι θα καθαρίσω τον κόσμο σου από τους αμαρτωλούς. Τέτοιος ήμουν κι εγώ και μου πηρές την γυναίκα και τον γιο μου» σκέφτηκε θλιμμένος και το μίσος τρύπωσε στην πόρτα που ανοίχτηκε διάπλατα μπροστά του. «Τώρα ένα μεγαλύτερο κακό κυκλοφορεί ελεύθερο. Ο δολοφόνος του γιου μου, του Άλκη, είναι ελεύθερος… και δραπέτης. Ξέρω ότι ο Άλκης είχε προβλήματα, αλλά ήταν καλό παιδί και έδινε τον αγώνα του κάθε μέρα, έναν αγώνα άνισο, απέναντι στα γαμημένα τα ναρκωτικά!» Κοίταξε την εικόνα με τον Χριστό μπροστά στους δώδεκα μαθητές του, να τους διδάσκει την Τέχνη της Αγάπης. Ο πράος ποιμένας και τα πρόβατα του. Τώρα ήθελε να φωνάξει. Και το έκανε! -Σου υπόσχομαι ότι ο κόσμος σου θα έχει έναν δολοφόνο λιγότερο, μόλις τον βρω. Η Θεια Δίκη θα έρθει μέσω εμού, Χριστέ μου. Δως μου μόνο την δύναμη να τον βρω πρώτος και όπλισε το χέρι μου με αποφασιστικότητα! Αγάπη για σένα και θάνατος γι’ αυτόν! Είμαι ο Άγγελος Τιμωρός σου… πάντα ήμουν, ψέλλισε και σηκώθηκε όρθιος αργά. Σκούπισε τα μάγουλά του κοιτώντας επίμονα, σχεδόν εκλιπαρώντας, τα ειρηνικά μάτια του ζωγραφισμένου Χριστού, περιμένοντας με αγωνία μια φωνή, ένα σημάδι, έναν λόγο που δεν ήρθε ποτέ. Έστρεψε το βλέμμα του και βγήκε φουριόζος από την εκκλησία. Μπήκε στο αυτοκίνητο του, σχεδόν τρεκλίζοντας και αφού συμμάζεψε όπως όπως τα χιλιάδες κομμάτια του, ξεκίνησε προς το άγνωστο! Εν τω μεταξύ, ο Πλάτων είχε πάρει τις ανάσες που είχε ανάγκη και αποφάσισε να συνεχίσει την συζήτηση που είχε ξεκινήσει με την Νεφέλη, υπό το διακριτικό βλέμμα του οδηγού τους. Αυτός δεν είχε αρθρώσει λέξη από όταν τους πήρε ή σωστότερα αναγκάστηκε να τους πάρει. Πήγαινε στην Πάτρα για δουλειές και τώρα έπρεπε να τραβηχτεί μέχρι την Αθήνα. Είχε πειστεί όμως, σχετικά εύκολα και πως αλλιώς όταν ακούς μια φωνή μες το μυαλό σου άλλη από την δικιά σου, ότι δεν γινόταν διαφορετικά, επομένως θα έπαιρνε ότι μπορούσε από αυτή την ιστορία. Και που ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά, ίσως να του έβγαινε και σε καλό. Κατάλαβε πάντως νωρίς, ότι ο νεαρός, που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα δεν ήταν ένας συνηθισμένος νεαρός. Και δεν ήταν μόνο η φωνή στο κεφάλι του, η οποία μάλλον του ανήκε, αλλά και όλο του το παρουσιαστικό. Δεν είχε ξαναδεί έναν τόσο όμορφο και καλογυμνασμένο νέο. Το σώμα του ξεχώριζε σαν ανάγλυφο κάτω από το φανελάκι του. Και βέβαια το βλέμμα του! Αυτό που όταν τον διέταξε να σταματήσει ήταν τόσο απόκοσμο και τρομακτικό, που θα ορκιζόταν ότι δεν ανήκε σε ανθρώπινο όν. Με μάτια άγρια σαν φλόγες και μια ... νόμισε ότι διέκρινε μια περίεργη, σκοτεινή αύρα να χορεύει στον άνεμο, γύρω από το κορμί του. Μπορεί να ήταν απλώς μια οφθαλμαπάτη που
61
έπαιξαν οι ακτίνες του ήλιου μέσα από τα σύννεφα, πάντως ευχήθηκε οι γιοι του, υπέρβαροι και οι δυο να είχαν μοιάσει έστω και λίγο στον νεαρό, που καθόταν αμίλητος και κοιτούσε την, επίσης πανέμορφη, κοπελιά στα μάτια και αυτή του ανταπέδιδε ένα λάγνο βλέμμα, που θα κόλαζε και ... Απλά τους πάντες! -Λοιπόν, που είχαμε μείνει πριν μας διακόψουν οι αστυνομικοί, ρώτησε χαμηλόφωνα ο Πλάτων. Αμέσως ο οδηγός, με το που άκουσε την φωνή του για δεύτερη φορά, έσκασε ένα χαμόγελο σαν να έλεγε «Το ήξερα». Μαζί με το χαμόγελο όμως, εκατομμύρια απορίες γέμισαν το μυαλό του. -Να, σου έλεγα ότι θέλω να πάω σε μια πορεία αναρχικών, αποκρίθηκε η Νεφέλη. Είχε κι αυτή τεραστία ερωτηματικά μέσα της. Ήθελε να ρωτήσει τι ήταν αυτό που είχε συμβεί, αν ονειρεύτηκε, αν ... ίσως ακόμα και τώρα ονειρεύεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι της πίσω στα Γιάννενα! Αλλά ήξερε ότι δεν θα καθόριζε αυτή τους κανόνες του συγκεκριμένου παιχνιδιού. -Οκ, σεβαστό. Για πες μου όμως, τι είναι η αναρχία μιας και εγώ δεν ξέρω. Εσύ ξέρεις; Εσείς κύριε, ξέρετε, ρώτησε απευθυνόμενος στον οδηγό. -Όχι, δεν ξέρω, απάντησε αυτός θέλοντας να παίξει το παιχνίδι του Πλάτωνα και χαμογελώντας διστακτικά. Με λένε Νίκο, συμπλήρωσε επίσης διστακτικά. Ο Πλάτωνας και η Νεφέλη τον κοίταξαν ταυτόχρονα λες και είχε πει την μεγαλύτερη σοφία του κόσμου. Γέλασαν και οι δυο τους και οι φωνές τους, αν και τελείως διαφορετικές, ταίριαζαν, όπως συμπλέουν αρμονικά το βιολί και το τύμπανο σε μια συμφωνική ορχήστρα. -Είμαι ο Πλάτωνας και η δεσποινίς είναι η Νεφέλη, αποκρίθηκε. Γύρισε στην Νεφέλη και χαμογελώντας συνέχισε: -Λοιπόν; Θα μου πεις τι είναι η αναρχία; -Αναρχία, κατά την γνώμη μου, είναι αυτό που προσδιορίζει η ίδια η λέξη, δηλαδή η έλλειψη κάθε μορφής αρχής – εξουσίας, απάντησε αυτή, επίσης χαμογελώντας. Αισθανόταν και οι δυο υπέροχα καθώς κοιταζόταν στα μάτια και το μόνιμο χαμόγελο τους ήταν αδιάψευστος μάρτυρας γι’ αυτό. -Σωστό είναι αυτό που λες, μόνο που χωράει μια μικρή διόρθωση. Αναρχία, λοιπόν είναι η άρνηση, άρνηση όχι έλλειψη, το τονίζω αυτό, κάθε μορφής εξουσίας που δεν είναι φυσική και κοινά αποδεκτή απ’ όλους και όχι μόνο από την πλειοψηφία! Όπως ξέρεις η αναρχία πάει σταθερά κόντρα σε κάθε είδους αρχή, σε κάθε μορφή εξουσίας, είτε αυτή είναι πολιτική, θρησκευτική ή ακόμα και κομματική! Συμφωνείς με αυτό, ρώτησε με φωνή που δήλωνε απερίφραστη σιγουριά. Η Νεφέλη συνειδητοποίησε αυτό που είχε ήδη υποψιαστεί. Η απόλυτη σιγουριά της φωνής του και η αυτοπεποίθηση του βλέμματός του την έπεισαν ότι οι γνώσεις του Πλάτωνα ήταν απεριόριστες, ότι το μορφωτικό του επίπεδο ξεπερνούσε οτιδήποτε είχε γνωρίσει μέχρι εκείνη την στιγμή και θα έπρεπε να καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να φανεί αντάξια του, όχι μόνο τώρα στον διάλογο που έκαναν, αλλά και στο μέλλον. Η χαρά και η σιγουριά που ένιωθε δίπλα του έσβηνε άδοξα μέσα της από την δυσαρέσκεια και την ανασφάλεια για τον εαυτό της, την απλή ταπεινότητα που θα ένιωθε ο καθένας μας δίπλα σε μια αυθεντία. -Ναι, έχεις δίκιο, απάντησε μελαγχολικά. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι. Να σε ρωτήσω, όμως το εξής. Άτομα, που δέχονται την αναρχία ως ιδεολογία τους, είναι δυνατόν να δεχθούν μια φυσική εξουσία, εφόσον αυτή είναι κοινά αποδεκτή απ’ όλους; -Άκου, προσεκτικά, είπε ο Πλάτων και παράλληλα με την Νεφέλη και ο οδηγός τους έστρεψε την προσοχή του για να ακούσει. Η εξουσία είναι κάτι το παρά φύση και αυτό διότι στην φύση δεν υπάρχει εξουσία. Υπάρχει όμως ηγεσία! Χρειάζεται λοιπόν, στην φύση ένας ηγέτης, ο οποίος προηγείται και δείχνει τον δρόμο στους άλλους
62
για να μην χαθούν! Αντιλαμβάνεσαι τι σου λέω; Σκέψου αυτό! Πόσοι πραγματικοί ηγέτες έχουν περάσει από τον πλανήτη; Πόσοι ήταν αυτοί που ήξεραν τον δρόμο και τον έδειχναν στους λαούς τους με στόχο να βαδίσουν μπροστά στο αύριο και όχι να κάνουν κύκλους γύρω από τον εαυτό τους; -Δεν γνωρίζω, απάντησε η Νεφέλη μετά από σύντομη σκέψη. Δεν μου έρχεται κάποιος στο νου τώρα. -Αυτό συμβαίνει, επειδή πρώτον ήταν ελάχιστοι οι πραγματικοί ηγέτες και δεύτερον διότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής δεν τους προβάλει. Για να είναι κάποιος Ηγέτης πρέπει να έχει μια ιδεολογία, όποια κι αν είναι αυτή. Η ιδεολογία είναι μια περιληπτική μορφή ηθικής, πολίτικης ή κοινωνικής φιλοσοφίας με χαρακτήρα είτε μόνο θεωρητικό, είτε θεωρητικό και πρακτικό ταυτόχρονα. Είναι επίσης μια γενική και αφηρημένη αρχή πολιτικού, ηθικού και κοινωνικού χαρακτήρα, που μπορεί κανείς να την υπηρετήσει με αφοσίωση, με αυταπάρνηση και κυρίως με πλήρη ανιδιοτέλεια. Ερώτημα και πάλι. Γνωρίζεις πολλούς ανιδιοτελείς ηγέτες σήμερα; Αν εξαιρέσουμε τον Γκάντι και τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, που ανέβασαν την ηγεσία σε δυσθεώρητα ύψη, γνωρίζεις πολλούς ηγέτες με τέτοια χαρίσματα; Με την διάθεση της προσφοράς χωρίς ανταμοιβή άλλη από το να αλλάξουν τον ρου της Ιστορίας προς ένα καλύτερο αύριο για όλους μας; -Καταλαβαίνω τι λες και όχι δεν βλέπουμε τέτοιους ηγέτες γύρω μας σήμερα, αλλά τουλάχιστον βλέπουμε τόσους ανθρώπους, κυρίως νέους, να υπερασπίζονται την ιδεολογία τους μέσα σε πραγματικά αντίξοες συνθήκες. Για παράδειγμα τα παιδιά που θα πάρουν μέρος στην πορεία αύριο υποστηρίζουν την ιδεολογία τους παρά την γενική κατακραυγή! Ο Πλάτων χαμογέλασε με συγκατάβαση και συνέχισε από εκεί που σταμάτησε. -Νεφέλη, δυστυχώς ο συνδυασμός της άγνοιας, του φανατισμού και της επιπολαιότητας οδηγεί την ιδεολογία στο ιδεολόγημα, που αστόχως και ανοήτως παίρνει τη θέση δόγματος και συνεπώς δεν είναι η φυσιολογική εξέλιξη μιας διασκεπτικής και ερευνητικής διαδικασίας. Το ιδεολόγημα με την σειρά του, πολύ εύκολα καταντά ιδεοληψία, δηλαδή έμμονη ιδέα ψυχολογικού και όχι νοητικού χαρακτήρα, όπως η ιδεολογία. Αυτό γίνεται εύκολα σε όλους μας αντιληπτό στην περίπτωση του αναρχικού κινήματος, γιατί κατά βάση οι αναρχικοί είναι εξόχως κοινωνικοποιημένα άτομα σε αντίθεση με το τι πιστεύει, ή έχει οδηγηθεί να πιστεύει, για αυτούς η κοινή γνώμη. Κύριος στόχος τους είναι η δημιουργία μιας όσο το δυνατό φυσικής κοινωνίας, χωρίς καταναγκασμούς και καταπίεση. Οι αναρχοαυτόνομοι από την άλλη πλευρά είναι τέρατα εγωισμού και επιδεικτικά εχθρικοί όχι μόνο προς τους αντιφρονούντες στις ιδέες τους, αλλά και προς τους ομοϊδεάτες τους. Είναι αυτοί ακριβώς, που γελοιοποιούν σταθερά και μόνιμα το αναρχικό κίνημα με τις γελοίες πράξεις τους, που έχουν σαν αποτέλεσμα ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επιδιώκουν. Φαντάσου το με την ιδία περίπου έννοια, που οι γραφειοκράτες κομμουνιστές, τα άβουλα γρανάζια της κομματικής μηχανής, που τόσο πολύ μοιάζουν στα άβουλα εξαρτήματα της καπιταλιστικής μηχανής, τους καταναλωτές, γελοιοποιούν το κομμουνιστικό κίνημα. Ο οδηγός ακούγοντας την παρομοίωση για τους γραφειοκράτες κομμουνιστές και έχοντας προσωπική πείρα του πόσο πολύ αλήθευε αυτό άρχισε να γελάει τονίζοντας το εύστοχο της παρατήρησης. -Μπράβο, νεαρέ, μπράβο! Ακριβώς έτσι έχουν τα πράγματα! -Επομένως, σε μια ανθρώπινη κοινωνία και για να μπορέσει αυτή να λειτουργήσει, καθορίζοντας τις ατομικές ελευθερίες του καθενός και τις υποχρεώσεις όλων ώστε η κοινωνία να εκφράσει την πρωταρχική της ανάγκη, που είναι η επιβίωση των μελών της,
63
αλλά και για να αγγίξει κάθε μέλος της την ολοκλήρωση του σαν πρόσωπο, χρειάζεται μια μορφή ηγεσίας, που θα καθορίσει τους κανόνες, το πλαίσιο μες το οποίο θα κινηθεί η κοινωνία. Τελικά το πρόβλημα των αναρχικών δεν είναι τόσο η εξουσία, αλλά η διαστρέβλωση αυτής, που δυστυχώς έχει επιβληθεί στις σύγχρονες κοινωνίες. Τι λες; Ο Πλάτων περίμενε την αντίδραση της, ενώ αυτή προσπαθούσε να συνέλθει από το κρύο ντους, που μόλις είχε δεχτεί. Ήταν αρκετά έξυπνη για να καταλάβει με μιας κάποια απλά πράγματα. Καταρχήν συνειδητοποίησε ότι στερούνταν κάθε πραγματικής ιδεολογικής προσέγγισης στο ζήτημα της αναρχίας. Αυτό που την χαρακτήριζε ήταν μάλλον κάποιο ιδεολόγημα, επιβεβλημένο από άλλους σ’ αυτήν. Όλες οι συμμετοχές της σε πορείες, οι πολύωρες συζητήσεις με φίλους και γνωστούς σε κάποια συγκέντρωση ή εκδήλωση, οι συναυλίες αλληλεγγύης, ακόμη και η αγνή της διάθεση για προσφορά με όποιον τρόπο σε μια κινηματική δράση, που ήθελε να αλλάξει αυτόν τον κόσμο της έκρυβαν την απλή αλήθεια. Ότι την είχε συνεπάρει κι αυτήν η αρχέγονη θέληση, που εκδηλώνεται πάντα με την αυθόρμητη συμμετοχή των νέων, να είμαστε εμείς τα γρανάζια της Ιστορίας, να συμμετέχουμε στα κοινά με όποιον τρόπο, ακόμη κι αν δεν έχουμε το ιδεολογικό υπόβαθρο να το υποστηρίξουμε ή να το δικαιολογήσουμε επαρκώς αν μας ρωτήσουν γιατί! Ακολούθησε όπως ήταν φυσικό η αναγνώριση του γεγονότος ότι η πορεία στην οποία ήθελε να παραβρεθεί μάλλον, δεν ήταν αναρχικών αλλά αναρχοαυτόνομων, κι ας αποκαλούνται αυτοί όπως θέλουν κι αυτό την έκανε να πονέσει ακόμη περισσότερο για τον εαυτό της. Μαζεύτηκε κουβάρι, νιώθοντας τόσο μα τόσο εύθραυστη και με ένα σφίξιμο στο στήθος της, βρισκόμενη για μια ακόμη φορά στην ζωή της, ξεκρέμαστη και μόνη. Η πραγματικότητα, ευτυχώς γι’ αυτήν, ήταν πλέον πολύ διαφορετική. Ο Πλάτων την σκέπασε με τα χέρια του, θέλοντας να δημιουργήσει ένα καταφύγιο για αυτήν κι απόθεσε το κεφάλι της στο στέρνο του, κατανοώντας πλήρως την αντίδρασή της, όταν αυτή ξέσπασε τελικά σε λυγμούς. 5 Οι φίλοι μας κατευθύνονταν προς την Αθήνα αγκαλιασμένοι και σιωπηλοί για την ώρα. Ο Πλάτων επεξεργαζόταν στο μυαλό του τις επόμενες κινήσεις του. Πλέον δεν ήταν μόνος του, ένα υπέροχο πλάσμα είχε μπει στην ζωή του, μια κοπέλα διψασμένη, εύθραυστη και ταυτόχρονα ατρόμητη για το αύριο, κι αυτό άλλαζε ριζικά τα πράγματα. Παράλληλα, ο Αστυνόμος οδηγούσε ανέκφραστος με τελικό προορισμό την Αθήνα. Είχε μια έντονη αίσθηση ότι εκεί πήγαινε και ο αλητάκος, μιας και θα ήταν ευκολότερο γι’ αυτόν να χαθεί μέσα στον αχανή λαβύρινθο της πόλης. Η Αθήνα είναι μια σύγχρονη μεγαλούπολη, δηλαδή τεράστια και δαιδαλώδης, αλλά θα τον έβρισκε ακόμη κι αν ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανε σ’ αυτή την μάταιη ζωή! Κι ενώ αυτά συνέβαιναν, η Γη συνέχιζε να γυρίζει γύρω απ’ τον εαυτό της και γύρω απ’ τον ήλιο και το σύμπαν να διαστέλλεται. Οι ανθρώπινες κοινωνίες προχωρούσαν μπροστά, με την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο νεκρή, βαδίζοντας όλες μαζί προς ένα αβέβαιο μέλλον. Οι ισχυροί του πλανήτη είχαν κάνει τις επιλογές τους. Χρήμα… χρήμα και πάλι χρήμα ήταν η μόνη τους έγνοια μες την άγνοια τους. Το χρήμα σαν αυτοσκοπός και η πλήρης αδιαφορία για τους άλλους αποτελούσε την κινητήριο δύναμη ενός καπιταλισμού στροβίλου, που παρέσερνε τα πάντα στο πέρασμα του, ανθρώπους, όνειρα και φιλοδοξίες! Το άτομο πάνω από την κοινωνία είχε γίνει το σήμα κατατεθέν της εποχής. Οι πόλεμοι βεβαίως δεν σταμάτησαν ποτέ. Μέσα σε έναν μόλις αιώνα, τον εικοστό
64
αιώνα, είχαμε τον πρώτο και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είχαμε την Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, το Βιετνάμ και το Αφγανιστάν, το Ιράκ και την Σερβία! Και δεν θα σταματούσαν ποτέ! Όχι, αν δεν μάθαιναν οι άνθρωποι, από μικρά παιδιά, ότι το να σκοτώνεις τον συνάνθρωπο σου είναι μια πράξη καθαρά ζωώδης, βάρβαρη και δεν συνάδει σε καμία περίπτωση με την γνώση, που έχει κατακτήσει ο σύγχρονος άνθρωπος. Όχι, όσο ζώα, ντυμένα με ακριβά κουστούμια και φορώντας χρυσά κοσμήματα, ανίκανα να φτάσουν το επίπεδο του ανθρώπου, ήταν σε καίριες θέσεις και έπαιρναν αποφάσεις που επηρέαζαν τις ζωές όλων! Όχι, όσο εταιρίες- κολοσσοί, πολεμικές βιομηχανίες, κέρδιζαν τεράστιο κομμάτι από τον πλούτο της Γης, εμπορευόμενες των θάνατο. Όχι χαρίζοντας γνώση και τροφή, αλλά χάος και δυστυχία! Η δομή της σύγχρονης κοινωνίας των ανθρώπων δυστυχώς αποτελούσε ένα κακέκτυπο της αγέλης! Σε μια αγέλη υπάρχει πάντα ο ισχυρός αρχηγός, που παίρνει τις αποφάσεις και καθορίζει τις εξελίξεις, ο Ηγέτης που ηγείται! Έτσι και στον κόσμο υπήρχε η Υπερδύναμη, μόνον όσον αφορά στα όπλα βεβαίως και όχι σε πολιτιστικό και ηθικό επίπεδο, και οι παρατρεχάμενοι της. Στην αγέλη ο ισχυρός αποφασίζει με γνώμονα το συμφέρον της αγέλης και πάνω από τα ατομικά συμφέροντα. Στους ανθρώπους οι ισχυροί αποφάσιζαν μόνο με βάση τα συμφέροντα των ομοϊδεατών τους, δηλαδή υπέρ των ατομικών και επί των κοινωνικών συμφερόντων. Δεν χρειάζεται πτυχία, παρά η κοινή λογική για να αντιληφθεί κανείς που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια αυτή η κατάσταση. Λίγο πριν το τέλος τα αποτελέσματα ήταν θλιβερά και θύμιζαν σκηνές της αποκάλυψης, η οποία ήταν ήδη προ των πυλών. Με μια διαφορά. Δεν είναι το χέρι του Θεού, αλλά του ανθρώπου, αυτό που πάτησε το κουμπί της αντίστροφης μέτρησης. Η θερμοκρασία του πλανήτη αυξανόταν ραγδαία λόγω της άλογης ανθρώπινης κατασπατάλησης των φυσικών πόρων, οι πάγοι έλιωναν και η στάθμη της θάλασσας ανέβαινε επικίνδυνα. Παιδιά πέθαιναν καθημερινά από την έλλειψη τροφής, όταν τα σκουπίδια από το φαγητό των δυτικών αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Οι ασθένειες γίνονταν περισσότερες, ισχυρότερες και δυσκολότερες να αντιμετωπιστούν. Την στιγμή που ο Άνθρωπος θα έπρεπε να διαφυλάξει την βιοποικιλότητα του πλανήτη, τα απειλούμενα με εξαφάνιση ειδή είχαν πολλαπλασιαστεί και μόνο η ανθρώπινη λαλιά τους έλειπε για να φωνάξουν ένα μεγαλοπρεπές: «Άντε στο διάολο!» Οι επιστημονικές έρευνες κατέγραφαν και πρόβλεπαν ένα μέλλον ζοφερό για το ανθρώπινο είδος! Κι όμως οι «ηγέτες» αδυνατούσαν να συμφωνήσουν στα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή της καταστροφής. Τούτη την ύστατη στιγμή, το κέρδος, και όσοι το υπηρετούσαν, διεκδικούσε για τον εαυτό του το κομμάτι της πίτας που του αναλογούσε. Οι Τρελοί! Δεν καταλάβαιναν, ότι δεν θα υπάρχει πίτα για αυτούς στο μέλλον. Δεν αντιλαμβανόταν ότι σε τελική ανάλυση πήγαιναν ενάντια στο ίδιο τους το συμφέρον. Ακόμη και την ύστατη στιγμή ... σχιζοφρένεια κι απελπισία! Δεν έφταιγαν όμως μόνο οι «ηγέτες»! Έφταιγαν και οι λαοί. Αυτοί τους ψήφιζαν και τους έδιναν την εξουσία. Οι λαοί, όλοι της γης οι κοιμισμένοι, περίμεναν ένα θαύμα να σώσει την ζωή τους. Περίμεναν μοιρολατρικά την θεία παρέμβαση! Βέβαια δεν τους είχαν ενημερώσει με ακρίβεια για τον Θεό. Νόμιζαν ότι ο Θεός ήταν αυτός, που περιέγραφαν τα θρησκευτικά βιβλία όλου του κόσμου, πάγκαλος, πανάγαθος, με αγάπη για όλους. Δεν είχαν σκεφτεί πολλοί ότι ίσως ο άνθρωπος να συνέλαβε την ιδέα του Θεού για να ορίσει μ’ αυτήν τα μάξιμουμ όρια των δυνατοτήτων του! Ναι, ο άνθρωπος μπορεί να γίνει πάγκαλος και πανάγαθος, μπορεί να αγαπήσει όλους τους συνανθρώπους του. Αρκεί να τον διδάξουν! Μάλλον, ο Θεός είναι το σύνολο των άγνωστων και γνωστών φυσικών νόμων! Θεοί είμαστε οι ίδιοι από την στιγμή, που έχουμε την δύναμη να μεταμορφώσουμε αυτόν τον κόσμο. Απλώς βρισκόμαστε σε λανθάνουσα κατάσταση, σε ένα είδος χειμερίας νάρκης!
65
Μες την απελπισία όμως κι από τις στάχτες ενός μέλλοντος που παραμόνευε στην γωνία γεννήθηκε και πάλι η ελπίδα! Παρέμενε άγνωστο στους πολλούς, αλλά ήταν γεγονός. Ένας φύση επαναστάτης, ο Πλάτων, το τελειότερο δημιούργημα της φύσης, κατευθυνόταν για την Αθήνα. Ένας άνθρωπος, που αδιαφορούσε για την φυσική τάξη πραγμάτων και ήθελε να φτιάξει τον κόσμο από την αρχή, θεωρώντας τον Θεό, που έφτιαξε τον κόσμο μέσα σε έξι μέρες βιαστικά και τσαπατσούλικα, εντελώς άσχετο με την λογική! Αν ο Θεός είχε την παραμικρή ιδέα τι έκανε όταν έκανε τον κόσμο σήμερα θα αυτοκτονούσε από ντροπή μπρος τις φρικιαστικές εικόνες της κοινωνικής αδικίας και αναλγησίας! Τις εικόνες της παγκόσμιας αυτοχειρίας! 6 Έφτασαν στην Αθήνα κατά το μεσημεράκι. Ο ήλιος είχε διώξει τα σύννεφα και η αυξημένη θερμοκρασία σε συνδυασμό με την υγρασία λόγω της πρωινής βροχής και τα καυσαέρια από τα υπερβολικά αυτοκίνητα δημιουργούσαν μια αποπνικτική ατμόσφαιρα. Με το που μπήκαν στην πόλη ο οδηγός έβαλε αμέσως σε λειτουργιά το κλιματιστικό και η ατμόσφαιρα μες το αυτοκίνητο έγινε σταδιακά πιο ευχάριστη. Μια περίεργη σιωπή όμως είχε επικρατήσει από ώρα. Δεν είχε μιλήσει κανείς από όταν πέρασαν την Πάτρα και μπήκαν στην εθνική οδό. Ο οδηγός ήθελε να ρωτήσει ένα σωρό πράγματα, όταν είδε όμως στον καθρέπτη του το ψυχρό βλέμμα του Πλάτων αφοσιώθηκε στην οδήγηση του. Τα μάτια του νεαρού ήταν καρφωμένα μπροστά κι όμως του έδιναν την εντύπωση ότι ήταν αλλού, ότι έβλεπαν κάτι τελείως διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Το κορίτσι από την άλλη κοιμόταν ήσυχα στα πόδια του. Είχε αναπαυθεί κλαίγοντας στην αγκαλιά του, όπου παραδόθηκε αμαχητί στον Μορφέα. Η φασαρία όμως της μεγαλούπολης την ξύπνησε με αγένεια. Πλησιάζοντας στο κέντρο κόρνες ανυπόμονων οδηγών, φωνές περαστικών μικροπωλητών και τα άτιμα μηχανάκια έπαιζαν την χειρότερη συμφωνία του κόσμου. Στάθηκε αγουροξυπνημένη στα χέρια της και άνοιξε τα μάτια της αργά. Είδε μπροστά της να ξεκαθαρίζει αργά η φιγούρα του Πλάτωνα και όρμησε αμέσως στην αγκαλιά του, φιλώντας τον στο πρόσωπο, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν εκεί, ότι ήταν πραγματικός. Αυτός τραβήχτηκε απότομα από τις σκέψεις του και δέχτηκε με ευχαρίστηση τα υγρά της φιλιά. Αυτή, σίγουρη τώρα ότι δεν είχε ονειρευτεί, τεντώθηκε ναζιάρικα για να ξεπιαστεί. -Φτάσαμε, ρώτησε χαμηλόφωνα ενώ έτριβε τα μάτια της. Ο Πλάτων είχε πάρει τις αποφάσεις του μετά από διαρκή σκέψη κι αφού είχε σταθμίσει όλους τους παράγοντες. Δεν θα πήγαινε κατευθείαν στον πρωθυπουργό. Θα έβρισκαν αρχικά ένα ξενοδοχείο για να περάσουν το βράδυ και το επόμενο πρωί θα πήγαινε να συναντήσει το μέλλον του. Μέσες άκρες αυτό ήταν το σχέδιο του κι η Νεφέλη θα γινόταν αναπόφευκτα, αλλά οικιοθελώς, μέρος του. -Σε λίγο φτάνουμε, της απάντησε και έδωσε εντολή στον οδηγό να τους αφήσει στο κέντρο. Μετά ήταν ελεύθερος να φύγει. Αυτός υπάκουσε, νιώθοντας τουλάχιστον περίεργα. Ένοιωθε μέσα του ατέλειωτα ερωτήματα να αναβλύζουν. Ερωτήματα σχετικά με την φωνή μες το μυαλό του, την οποία δεν είχε βγάλει από μέσα του από όταν την άκουσε. Πως το έκανε αυτό; Και το κυριότερο, ήταν το μόνο που τον ξεχώριζε από τους υπόλοιπους, κοινούς θνητούς; Δεν θα έπαιρνε τις απαντήσεις που έψαχνε, τουλάχιστον όχι σήμερα, παρόλα’ αυτά ένοιωθε ικανοποίηση. Και μόνο το γεγονός ότι είχε πάρει μέρος, ένα μικρό ρολάκι είχε μόνο, ίσως ασήμαντο, αλλά πάντως ενεργό, στο ταξίδι αυτού του υπέροχου νέου, τον γέμιζε χαρά. Όχι, όχι δεν ήταν απλή χαρά, αλλά ευτυχία αυτό που αισθανόταν. Μετά από λίγο έφτασαν τελικά στην πλατεία Συντάγματος, όπου έβριθε από κίνηση,
66
οχημάτων και πεζών. Οι δυο νέοι κατέβηκαν, αφού ο Πλάτων ευχαρίστησε τον οδηγό και δίνοντας του τρία χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ. -Ελπίζω αυτά να καλύψουν τον κόπο σου και τις βενζίνες, είπε χαμογελώντας. Δίστασε για λίγο και συνέχισε. Ζήσε μια καλή και γεμάτη ζωή, για σένα, για την οικογένεια σου και τον συνάνθρωπο σου. Μην αφήσεις καμιά ευκαιρία να πάει χαμένη, τόνισε με έμφαση! Έκλεισε την πόρτα και ο οδηγός έμεινε να παρατηρεί τους δυο νέους να απομακρύνονται, πιασμένοι χέρι-χέρι μέχρι που χάθηκαν μες το πλήθος. Χαμογέλασε θλιμμένα, κοιτάζοντας για λίγο τα χρήματα, που του είχε δώσει. Δεν τα χρειαζόταν, μιας και ήταν αρκετά εύπορος, το σημαντικότερο όμως είναι η ανάγκη, που γέννησε αυτή η γνωριμία στον οδηγό μας. Μια ανάγκη, που καλύφθηκε γρήγορα, όταν ένας άπορος, ζητιανεύοντας λίγο παραπέρα, είδε ξαφνικά ανάμεσα στα διάσπαρτα κέρματα των είκοσι και των πενήντα λεπτών ή του ενός ευρώ, τρία χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ να προσγειώνονται αργά μες το καλαθάκι του. Τα άρπαξε με μιας και κοιτώντας απορημένα δεξιά-αριστερά σηκώθηκε, σφίγγοντας τον θησαυρό του στο στήθος και δίνοντας άδεια στον εαυτό του έφυγε τρέχοντας. Η ελεημοσύνη, ο οίκτος των αστών, μπορούσε να περιμένει για λίγες ημέρες! 7 Έστεκαν ασάλευτοι στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος, παρατηρώντας χιλιάδες τους ανθρώπους, σαν ορδές μυρμηγκιών, να πηγαίνουν προς όλες τις κατευθύνσεις και την ίδια ώρα που ο Αστυνόμος έφτανε στον τόπο, όπου βρισκόταν παρατημένο το Γιούγκο, τον Πλάτων άγγιζε, πέρα απ’ το τρυφερό χέρι της Νεφέλης, ο θόρυβος των ανθρώπων, ένα ασταμάτητο, ενοχλητικό βουητό μες το μυαλό του. Κοίταζε τους ανθρώπους γύρω του με θλίψη, γιατί δεν έβλεπε παρά κούφια σώματα από μέσα, παρίες της προσμονής και της υπόσχεσης ενός καλύτερου μέλλοντος! Ένα περιπολικό με δυο αστυνομικούς βρισκόταν μπροστά από το Γιούγκο και περίμενε τον γερανό για να το μεταφέρουν στο παρκινγκ της αστυνομίας. Ο Αστυνόμος τους καλημέρισε δείχνοντας το σήμα του και μπήκε μέσα στο αυτοκινητάκι. Κάθισε στην θέση του οδηγού κι αφού έμεινε ακίνητος να παρατηρεί το εσωτερικό του για λίγα δευτερόλεπτα, άρχισε να το ψάχνει εξονυχιστικά. Έψαχνε σαν εκπαιδευμένος σκύλος για οτιδήποτε θα μαρτυρούσε την παρουσία του «αλητάκου», αλλά δεν βρήκε το παραμικρό. Δυστυχώς, τίποτα απολύτως δεν μαρτυρούσε την ύπαρξη του «αλητάκου» εκεί μέσα. Τίποτα εκτός από ... εστίασε ξαφνικά το βλέμμα του στην πλάτη του καθίσματος του συνοδηγού. «Τι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε διακρίνοντας κάτι, ίσως αδιάφορο, ίσως και όχι. Έπιασε με το χέρι του μια μακριά μελαχρινή τρίχα. Την τύλιξε με χειρουργική ακρίβεια ένα μικροσκοπικό κουβάρι, την έφερε στα ρουθούνια του και πήρε μια μεγάλη εισπνοή. Θα μπορούσε η τρίχα να βρίσκεται εκεί από καιρό, το οποίο ήταν και το πιο πιθανό μιας και το αυτοκίνητο ήταν νοικιασμένο, η ανεπαίσθητη όμως γλυκιά μυρωδιά από σαμπουάν αποτέλεσε αδιάψευστο μάρτυρα. Βρήκε το στοιχείο που αναζητούσε. Ο «αλητάκος» είχε παρέα και μάλιστα γένους θηλυκού. Έκανε μια περίεργη γκριμάτσα, σαν να χαμογελούσε μόνος του και να έδειχνε τα δόντια του ταυτόχρονα, θυμίζοντας αγριεμένο σκύλο μπροστά στην ανυπεράσπιστη γάτα. Ρώτησε τους αστυνομικούς τι ήξεραν και του επιβεβαίωσαν την παρουσία μιας κοπέλας στο σκηνικό με τον καταζητούμενο. Μπήκε φουριόζος στο αυτοκίνητο του και ξεκίνησε για την Αθήνα. Πλέον ήταν σίγουρος μέσα του, ότι εκεί κατευθυνόταν το ... ζευγαράκι! Δεν πρόλαβε όμως να ακούσει, ή και να άκουσε όντως κάποιες περίεργες κι απίστευτες
67
προτάσεις να σβήνουν καθώς απομακρύνονταν αδιαφόρησε, τους συναδέλφους του να χαζογελάνε για τις μαρτυρίες των δυο αστυνομικών. Δεν έδωσε σημασία στην φράση ότι «Τους χτύπησε μια ... πανίσχυρη, αόρατη δύναμη, η οποία λέει βγήκε ... από τα χέρια του. Το φαντάζεσαι; Μάλλον, θα είχαν πιει λιγάκι παραπάνω πριν πιάσουν υπηρεσία!», αστειεύτηκαν οι φύλακες του Γιούγκο. Το μόνο πράγμα που είχε καρφωμένο στο μυαλό του ο Αστυνόμος ήταν ο «αλητάκος» κι η γκομενίτσα του! Ο Πλάτων και η Νεφέλη κατευθύνθηκαν στο πλησιέστερο ξενοδοχείο, το οποίο είτε από καθαρή τύχη, είτε γιατί ο Πλάτων πίστεψε ασυνείδητα ότι εκεί θα ήταν πιο ασφαλής, ήταν από αυτά που χαρακτηρίζονται σαν ξενοδοχεία πολυτελείας. Πέντε ολόκληρων αστέρων! Και παρότι τον έψαχναν, ο Πλάτων ήξερε κατά βάθος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον βρουν εκεί. Μπορεί να ήταν απαραίτητο για τους περισσότερους να δίνουν την αστυνομική τους ταυτότητα στην ρεσεψιόν για να πάρουν δωμάτιο, όχι όμως και για αυτόν. Και χωρίς το όνομα του καταχωρημένο στα γρανάζια του συστήματος, θα έψαχναν για ψύλλους στα άχυρα. Τους υποδέχτηκε καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά ένας νεαρός, ντυμένος με μια κοκκινόμαυρη στολή λες και η αποκριές είχαν έρθει νωρίτερα φέτος, ανοίγοντας τους την πόρτα. Ο Πλάτων έπιασε από την μέση την Νεφέλη και προχωρώντας προς την ρεσεψιόν της ψιθύρισε στο αυτί: -Μην πεις τίποτε! Άσε με να το χειριστώ εγώ! Ο κόσμος ήταν αρκετός στο ξενοδοχείο. Άλλοι έπιναν το καφεδάκι τους στην καφετέρια και άλλοι κατευθυνόταν στο εστιατόριο για το μεσημεριανό τους. Το πρώτο πράγμα που σου έκανε εντύπωση πάντως ήταν η αίσθηση της χλιδής. Την ένιωθες στον αέρα παντού γύρω σου. Οφειλόταν τόσο στην κλασική και πανάκριβη διακόσμηση, στο λουστραρισμένο ξύλο και το γυαλί που κυριαρχούσαν στον χώρο, όσο και στο ντύσιμο των ανθρώπων, από τους υπάλληλους μέχρι τον τελευταίο επισκέπτη. Ήταν κυριολεκτικά σαν την μύγα μες το γάλα οι δυο τους, με την ανέμελη σπορτίφ εμφάνιση τους, ανάμεσα σε τόσα γυαλιστερά κοστούμια, χλιδάτα φορέματα και πολύχρωμες στολές. Απέναντι στην τελευταία λέξη της μόδας, στην κυριαρχία του φαίνεσθε επάνω στο είναι, μέσα σε έναν πολιτισμό, όπου είσαι αποκλειστικά αυτό που δείχνεις. Είσαι μόνο η εικόνα σου, τίποτα άλλο! Απέξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα που λέει κι ο λαός μας. Όντως, κύριε Κούντερα, τελικά ανάμεσα στο είναι και τη λήθη βασιλεύει το κιτς! -Καλημέρα σας, κύριε… κυρία, πως θα μπορούσαμε να σας εξυπηρετήσουμε, ρώτησε με ευγένεια μια δεσποινίς στην ρεσεψιόν κι αφού κοίταξε για μια στιγμή την Νεφέλη έστρεψε το βλέμμα της στον Πλάτων. -Θα θέλαμε ένα δίκλινο δωμάτιο για λίγες ημέρες, της απάντησε αυτός το ίδιο ευγενικά. -Ωραία, μια στιγμή να ελέγξω ... ωραία… α, θέλετε με διπλό κρεβάτι ή δυο μονά; Ο Πλάτων στράφηκε στην Νεφέλη ξαφνιασμένος και προβληματισμένος. Είχε σκεφτεί τα πάντα... εκτός από αυτό. -Ένα υπέρδιπλο, παρακαλώ, απάντησε χαμηλόφωνα η Νεφέλη, σκύβοντας πάνω στον γκισέ προς την κοπέλα της ρεσεψιόν και προσπαθώντας να καταπιέσει ένα χαμόγελο, που αγωνίζονταν να σχηματιστεί στο πρόσωπό της. -Μάλιστα, επανέλαβε τυπικά η υπάλληλος. Τις ταυτότητες σας παρακαλώ, συνέχισε πληκτρολογώντας στον υπολογιστή χαμογελώντας πλέον κι αυτή. Της είχε φανεί πολύ γλυκιά η αυθόρμητη αντίδραση της κοπελιάς και η αμηχανία που δήλωσε το βλέμμα του πανέμορφου νεαρού. Μια κρυφή επιθυμία να ήταν αυτή στην θέση της κοπέλας που συνόδευε τον νεαρό ξεπήδησε απρόσκλητη.
68
Ο Πλάτων πήρε την ταυτότητα της Νεφέλης και έσκυψε κι αυτός πάνω από τον γκισέ της ρεσεψιόν. -Δεσποινίς, θα ήθελα να σας ζητήσω μια τεράστια χάρη, είπε σχεδόν παρακλητικά. Αυτή τον κοίταξε με επιφύλαξη, με το χαμόγελο όμως να παραμένει στην θέση του κι αυτός συνέχισε. Ορίστε η ταυτότητα της φίλης μου. Θα σας παρακαλούσα να μην σας δώσω την δικιά μου για ευνόητους λόγους, είπε αφήνοντας να αιωρείται μια υποψία εξωσυζυγικής σχέσης ή η θέληση να κρύψει το διάσημο όνομα του. Ήταν σίγουρος ότι η γοητεία του θα έκανε τα μαγικά της. -Με συγχωρείτε, κύριε, αλλά αυτό είναι αδύνατον, απάντησε σε έντονο ύφος, αλλά πάντα ευγενικά η ρεσεψιονίστ. Το χαμόγελό της έσβησε με μιας. Το ξενοδοχείο μας διακρίνεται για την τυπικότητα στους ελέγχους και βεβαίως για την εχεμύθεια μας. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ ότι ήρθατε εδώ. Εκτός βεβαίως από τις αρχές αν μας ζητηθεί, συμπλήρωσε με ένα τεχνητό χαμόγελο στο τέλος! Ο Πλάτων έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια για λίγα λεπτά ακόμη να πείσει την υπάλληλο. Χωρίς αποτέλεσμα όμως, καθώς ήταν νέα στην δουλειά, την οποία βρήκε με πολύ κόπο και λίγο γλείψιμο ομολογούμενος, και δεν είχε καμιά όρεξη να ριψοκινδυνέψει την απόλυσή της, μόνο και μόνο για να πηδήξει, όπως φανταζόταν ο γόνος κάποιας πλούσιας οικογενείας, την ομολογουμένως πανέμορφη πουτάνα του. Η προηγούμενη επιθυμία της έσβησε εντελώς από τον χάρτη του μυαλού της. Η επιβίωσή της ήταν πάνω απ’ όλα, ο κανονισμός ήταν ξεκάθαρος και δεν θα έκανε πίσω, εκτός αν έπαιρνε εντολή από κάποιον ανώτερο της κι επομένως η ευθύνη έφευγε από πάνω της. Απότομα, κι ενώ η υπομονή του εξαντλούταν, ο Πλάτων την κάρφωσε έντονα με τα μάτια του κι αυτή τραβήχτηκε ελαφρά προς τα πίσω. Δεν φοβήθηκε, αλλά παραξενεύτηκε μ’ αυτό το βλέμμα. Ο φόβος δεν άργησε να τρυπώσει μέσα της όταν άκουσε μια φωνή βαθιά στο κεφάλι της. «Κούκλα μου, δεν υπάρχει λόγος να δημιουργούμε προβλήματα ο ένας στον άλλο. Δεν είμαστε εχθροί εγώ κι εσύ. Αντιθέτως …είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο!».Τα τελευταία λόγια δεν ηρέμησαν την ψυχή της, αλλά τουλάχιστον άμβλυναν τον φόβο της. Έναν φόβο που την είχε κοκαλώσει πλήρως συνειδητοποιώντας ότι η φωνή που άκουσε στο μυαλό της ανήκε στον νεαρό μπροστά της. Ένιωσε το μυαλό της να δραπετεύει απ’ το κρανίο της, να αρνείται την πραγματικότητα, να χάνεται στην λήθη. Ο Πλάτων, ασυναίσθητα, περιπλανήθηκε για λίγο στα μονοπάτια του μυαλού της και ύστερα της ψιθύρισε με φωνή, που μπορούσαν να ακούσουν τα αυτιά της. -Μην φοβάσαι δεν θα σε βλάψω! Χρειάζομαι μόνο την βοήθεια σου. Δεν είμαστε εχθροί εγώ κι εσύ, επανέλαβε. Είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο. Οι εχθροί μας είναι όλοι αυτοί, είπε και έδειξε γύρω του με το χέρι. Το τρομοκρατημένο της βλέμμα περιπλανήθηκε αμήχανα, σαν ρομπότ που υπακούει σε εντολές άλλων, στον χώρο, όπου όπως κάθε μέρα έτσι και σήμερα συνωστίζονταν βουλευτές, υπουργοί, δημόσιοι λειτουργοί, μεγαλοεπιχειρηματίες και ξένοι διπλωμάτες, μεγαλοεκδότες και τσιράκια δημοσιογράφοι, οι οποίοι πίστευε ότι δημιουργούσαν ένα κλειστό κύκλωμα εκμετάλλευσης και καταλήστευσης της κρατικής περιουσίας προς όφελος τους. Και τα ψίχουλα; Παροχές για τον λαό! -Αυτό δεν πιστεύεις κι εσύ; Τι λες, λοιπόν; Θα μας βοηθήσεις; Η κοπελιά απέναντι του, αφού αντιλήφθηκε με δέος ότι κάποια δωμάτια του μυαλού της είχαν ξεκλειδωθεί απρόσμενα, γύρισε προς τον Πλάτων. Πως μπορούσε ο νέος αυτός να ξέρει την απέχθεια που ένοιωθε κάθε μέρα που περνούσε, υποχρεωμένη να υπηρετεί όλους αυτούς, που θεωρούσε ανάξιους κι ανέντιμους. Ο φόβος άρχισε να υποχωρεί σιγά σιγά και η κοπέλα δέχθηκε την ωμή αλήθεια βλέποντας το κορίτσι δίπλα στον νεαρό να
69
την κοιτάζει με ειλικρινές ενδιαφέρον, καθώς τα μάτια της μαρτυρούσαν μια αγωνιώδη περιέργεια να μάθει τι ήταν αυτό που έκανε ο Πλάτων και πυροδότησε την εμφάνιση του απόλυτα έκπληκτου βλέμματος πάνω στο πρόσωπό της. Η πρωτοφανής εμπειρία, που μόλις είχε βιώσει, την ταρακούνησε συθέμελα και η σκέψη της είχε σαστίσει, αλλά πείστηκε ότι είχε όντως ακούσει μέσα της, αντηχούσε ακόμη σε όλο της το σώμα, την φωνή του γοητευτικού νέου που την κοίταζε τώρα με τα ευγενικά του μάτια ήρεμος και πράος. Της θύμισε η εικόνα που αντίκριζε, με τον Πλάτων σε πρώτο πλάνο και τους υπόλοιπους από πίσω του, μια θυσία, ένα πρόβατο προς σφαγή ανάμεσα στους πεινασμένους λύκους. Δεν ένιωθε σίγουρα τρελή και επίσης σίγουρα το κορίτσι δίπλα στον νεαρό που την κοίταζε άπληστα θα ήθελε τώρα απεγνωσμένα να είναι στην θέση της. -Ποιος είσαι; Πες μου μόνο το όνομα σου, ζήτησε με αγάπη στην φωνή της. -Με λένε Πλάτων ... Αντιγόνη! Έχεις κι εσύ υπέροχο όνομα. Η Αντιγόνη, δεν αντιλήφθηκε ότι ο Πλάτων είχε βρει το όνομα της μες τα συρτάρια του μυαλού της, νομίζοντας απλώς ότι το είδε στο καρτελάκι που φορούσε στην στολή της. Εκεί, στο μυαλό της, βρήκε και την αγανάκτηση της για το γεγονός ότι ανήκε στην «γενιά των εφτακοσίων ευρώ». Μόλις τώρα συνειδητοποίησε εντυπωσιασμένος και ο ίδιος ότι και οι πιο μύχιες και απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων, ήταν πλέον ανοιχτό βιβλίο γι’ αυτόν. Μπορούσε να ψάξει στα κατάστιχα του μυαλού των άλλων, όπως ψάχνουμε ένα βιβλίο σε μια βιβλιοθήκη. Η Αντιγόνη πήρε εκστασιασμένη την ταυτότητα της Νεφέλης και έδωσε μια κάρτα στον Πλάτων. -Ορίστε, το 628 είναι το δωμάτιο σας, είπε μην έχοντας ξεπεράσει πλήρως το σοκ, αλλά με ένα αίσθημα πρωτόγονης ικανοποίησης να την κυριεύει. Ένιωθε βαθιά μέσα της ότι ο νέος αυτός είχε ένα πολύ μακρινό ταξίδι μπροστά του και θα έκανε έστω το ελάχιστο που μπορούσε για να τον βοηθήσει στον δρόμο του. -Σ’ ευχαριστούμε πολύ Αντιγόνη, τόνισε ο Πλάτων. Θα τα ξαναπούμε, της είπε με σιγουριά αφήνοντας την να μετράει τα δευτερόλεπτα μέχρι την επομένη συνάντηση της με τον υπέροχο αυτό νεαρό. Τους είδε να μπαίνουν στο ασανσέρ και γύρισε με ένα τεράστιο χαμόγελο στον προϊστάμενο της λίγο πιο πέρα. -Ωραία μέρα, του είπε και γύρισε στον επόμενο πελάτη, που περίμενε να κλείσει δωμάτιο, ενώ το μυαλό της προσπαθούσε μάταια να κατευνάσει τις χιλιάδες ερωτήσεις για το τι είχε συμβεί κι ενώ η καρδιά της χόρευε σαν τρελή στο στήθος της! 8 Ανέβηκαν αμίλητοι στο δωμάτιο. Ένιωθαν και οι δυο περίεργα. Ήξεραν, ή τουλάχιστον φανταζόταν, τι θα επακολουθούσε, αλλά ένα αίσθημα αβεβαιότητας, ίσως και ντροπής, υπέβοσκε μέσα τους. Άλλωστε, δεν γνωρίζονταν παρά λίγες μόνο ώρες. Κι όμως! Ίσως αυτός να ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής τους. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον, υπάρχουν όμως κάποιες περιπτώσεις, λίγες περιπτώσεις, όπου και οι δυο στο ξεκίνημα αντιλαμβάνονται ότι η δικιά τους σχέση τους έχει κάτι το ξεχωριστό, κάτι το απροσδιόριστα γοητευτικό. Άλλοι θεωρούν ότι βρήκαν την «αδελφή» ψυχή που όλοι ψάχνουν σαν το άγιο δισκοπότηρο κι άλλοι ... Τελοσπάντων, οι φίλοι μας μπήκαν στο δωμάτιο αμίλητοι και έμειναν έτσι για τα υπόλοιπα … λίγα δευτερόλεπτα. Μετά, η ντροπή και οι αναστολές πήγαν περίπατο και δεν θα ξαναγύριζαν ποτέ. Ένα ξέφρενο πάθος κυρίεψε και τους δύο! Με το που ακούστηκε η πόρτα να κλείνει πίσω τους, η Νεφέλη πέταξε το σάκο της και όρμησε στον Πλάτων. Άρχισε να τον φιλά παθιασμένα και να τον ξεντύνει. Αυτός
70
αποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμα της και την πήγε φιλώντας την στο κρεβάτι. Την πέταξε πάνω στο μαλακό και καλοστρωμένο στρώμα και άρχισε να γδύνεται, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω της. Αυτή έκανε ακριβώς το ίδιο. Η ατμόσφαιρα είχε ήδη ηλεκτριστεί και η απαίτηση της ηδονής αιωρούνταν στο δωμάτιο ερεθίζοντας τους κατακόρυφα. Ήθελαν τρελά ο ένας τον άλλο. Εδώ και τώρα! Χωρίς καμιά έγνοια για το μέλλον. Ήταν μαζί και δεν τους ένοιαζε ακόμη και το σύμπαν να κατέρρεε! Άρχισαν το σεξ, βίαιο και παθιασμένο, αλλά ταυτόχρονα έκαναν και έρωτα. Κοιτάζονταν λάγνα, φιλιόνταν τρυφερά, χαϊδεύονταν. Τα λυγερά κορμιά τους μπλεγμένα σαν κλαδιά δέντρων κι ωθούμενα από μια πρωτόγνωρη έκσταση προσπαθούσαν να γίνουν ένα, την ώρα που τα συναισθήματα τους είχαν ήδη ενωθεί με μια προσμονή οργιώδους ευτυχίας. Γεύονταν το σάλιο και τον ιδρώτα του άλλου. Άγγιζαν κι οσφραίνονταν το ιδρωμένο δέρμα και τις ορμόνες που ξεχύνονταν απ’ τους πόρους τους. Αντάλλασαν υγρά και τέλειωσε μέσα της κάθε φορά που το έκαναν. Είχαν κι οι δυο τους πριν ερωτικές εμπειρίες, τίποτα όμως δεν συγκρινόταν με την απόλυτη ηδονή που βίωναν τώρα μαζί. Σπαρταρούσαν ο ένας στα χέρια του άλλου με τους οργασμούς να τους συγκλονίζουν. Μετά από αρκετές ώρες κι αφού δοκίμασαν άγρια τα όρια τους, εξαντλημένοι πλέον, κοιμήθηκαν αγκαλιά, αποκαμωμένοι, αλλά νιώθοντας μια βαθιά γαλήνη να τους σκεπάζει σαν κουβέρτα. Κείτονταν στο κρεβάτι γυμνοί, ιδρωμένοι και αναμαλλιασμένοι. Οι καρδιές τους επανέρχονταν σταδιακά στους φυσιολογικούς τους ρυθμούς, μετά τον ερωτικό τους μαραθώνιο! Οι ορμόνες άρχιζαν να σταθεροποιούνται έχοντας συντελέσει το πολύτιμο έργο τους. Και ενώ όλα αυτά ήταν ήδη ιστορία και τα κύματα απόλαυσης καταλάγιαζαν αργά, ένα σπερματοζωάριο είχε καταφέρει κιόλας να εισχωρήσει στην μήτρα της Νεφέλης. Σαν άξιος νικητής βρήκε το φιλόξενο περιβάλλον που αναζητούσε και είχε ξεκινήσει μια γενετικά προκαθορισμένη διαδικασία. Σε εννέα μήνες θα γίνονταν γονείς! Τι υπέροχη η τυχαιότητα του σύμπαντος! Πόσο αγνές κι όμορφες οι δημιουργίες της! 9 Το απόγευμα ήρθε και πέρασε στην Αθήνα και το ηλιοβασίλεμα είχε ξεκινήσει την μη αντιστρεπτή του πορεία. Ο Πλάτων ξύπνησε πρώτος απ’ τους δυο και πήγε βαριεστημένα στο παράθυρο. Άνοιξε την κουρτίνα και η εικόνα που αντίκρισε του θύμισε και πάλι το αγαπημένο του μέρος στα Γιάννενα, το σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Είδε τον ήλιο να κρύβεται στον ορίζοντα και απαλά, γλυκά χρώματα να ζωγραφίζουν πολύχρωμο τον γαλανό ουρανό. Δυστυχώς, όμως, αυτή η αρμονία της εικόνας που έβλεπε ήταν πλαστή. Έσπαγε εύκολα, σαν λεπτός καθρέπτης εισπνέοντας κανείς τον μολυσμένο αέρα της πόλης, παρατηρώντας τους ανθρώπους να τρέχουν πανικόβλητοι και μυριάδες αυτοκίνητα να κινούνται, τα περισσότερα χωρίς λόγο. Χωρίς αιτία! Κοίταξε το κορίτσι που κοιμόταν γαλήνια. Ήξερε βαθιά μέσα του και με απόλυτη σιγουριά ότι τίποτα δεν θα ξεπερνούσε ποτέ την ηδονή της πρώτης τους φοράς. Παρατηρούσε με λαγνεία το υπέροχο κορμί της, την ομορφιά όλου του κόσμου στην τέλεια μορφή της. Ένιωθε βυθισμένος σε μια μεθυστική παραίσθηση,η οποία δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ. Ήθελε να την πάρει απ’ το χέρι και να πετάξουν μακριά, μόνοι και μαζί για πάντα. Δεν μπορούσε όμως να κάνει κάτι τέτοιο. Γνώριζε καλά τον εαυτό του και ήξερε ότι οι τύψεις του θα τον κυνηγούσαν αδίστακτα κι αργά ή γρήγορα θα τον έβρισκαν. Κι όταν συνέβαινε αυτό οι πύλες του παράδεισου, μπροστά στα έντρομα μάτια του, θα σφάλιζαν με βρόντο αφήνοντάς τον απέξω στην αιωνιότητα. Έτρεξε γρήγορα στο ντους και την λυτρωτική δύναμη του νερού. Ήταν εξαντλημένος και το μυαλό του βούιζε από μυριάδες σκέψεις, όμως το δροσερό νερό τον αναζωογόνησε. Οσμίζονταν την μυρωδιά του κορμιού της πάνω στο δικό του κι εύχονταν να την κρατήσει
71
συντροφία για το μέλλον. Η ηδονιστική όμως αίσθηση του νερού πάνω του δεν μπορούσε να πάρει αναβολή. Έπιασε ασυναίσθητα το μικρό μπουκαλάκι με το αφρόλουτρο που υπήρχε στην ντουζιέρα, αλλά κοκάλωσε ξαφνικά λίγο πριν απλώσει στο κορμί του ένα παχύρρευστο μπλε υγρό. Διάβασε με μια αχνή περιέργεια την σύνθεση του. Θα έπλενε το κορμί του, όπως έκανε τόσα χρόνια, όπως έκαναν όλοι, με τι; Με χημικά προϊόντα και όλες τις καρκινογόνες ουσίες, τις οποίες οι εταιρείες επιβάλουν χωρίς ίχνος ντροπής λόγω του κέρδους. Πέταξε το μπουκαλάκι στον τοίχο και καθώς το μπλε υγρό χύνονταν αργά πάνω στα πλακάκια σχηματίζοντας ένα σουρεάλ σχέδιο, η απελπισία, για πρώτη φορά απ’ όταν ξύπνησε ένας νέος άνθρωπος στο νοσοκομείο, έκανε την εμφάνιση της. Όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα του στον κόσμο μας διέκρινε ξεκάθαρα το αόρατο χέρι του Κέρδους να επιβάλλει την πρόσκαιρη ευδαιμονία εις βάρος της μελλοντικής ευτυχίας. Οι άνθρωποι παντού στον κόσμο τρέφονται ως επί το πλείστων με γρήγορο, πλαστικό φαγητό, γεμάτο κάθε είδους τοξική για το σώμα μας ουσία. Πλένονται και ντύνονται με κατεργασμένα προϊόντα, που παράγονται με χημικές διαδικασίες. Δεν ζούσε σε έναν φυσικό κόσμο, αλλά σε ένα τεράστιο χημικό εργαστήριο κι αυτός δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα ακόμη πειραματόζωο! Έσκυψε στα γόνατα και άφησε το νερό να κάνει τα μαγικά του, να τον ηρεμήσει, χτυπώντας του απαλά το πρόσωπο. Ένιωσε με κλειστά τα μάτια, απροσδόκητα αλλά με ευγνωμοσύνη, το χάδι της στα μαλλιά του, καθώς έμπαινε κι αυτή στο ντους. -Τι κάνεις, μωρό μου, τον ρώτησε αργά σαν υπνωτισμένη. Τον σήκωσε και τυλίχτηκε πάνω του. Τώρα το νερό χάιδευε και τα δυο κορμιά, πάλι ενωμένα σε ένα. -Καλά είμαι, της απάντησε χαμογελώντας. Η θλίψη όμως δεν είχε προλάβει να κρυφτεί. -Και γιατί έχεις αυτό το θλιμμένο βλέμμα; Τι έγινε, Πλάτων, ρώτησε παιχνιδιάρικα και με κρυφή αγωνία. Μήπως ο πανέμορφος και πανίσχυρος πρίγκιπας της είχε μετανιώσει; -Τίποτα, καρδιά μου! Τίποτα, είπε και την έσφιξε πιο δυνατά πάνω του. Απλώς θέλω να συζητήσω κάποια πράγματα μαζί σου. Τι λες να κάνουμε το μπάνιο μας και να συζητήσουμε παραγγέλνοντας όσο περισσότερο φαγητό γίνεται; Πεινάω σαν λύκος! -Κι εγώ, απάντησε το κορίτσι με ένα πονηρό χαμόγελο και του πρόσφερε απλόχερα και πάλι τον εαυτό της. Το κάνανε και πάλι στο ντους, με τρόπους που η αφηνιασμένη φαντασία τους δεν τους είχε εκμυστηρευτεί ποτέ μέχρι τότε. Ώσπου τελικά, κι αφού εξάντλησαν τις λίγες δυνάμεις που είχαν συσσωρεύσει απ’ τον ύπνο τους, βγήκαν και παρήγγειλαν όσο περισσότερο φαγητό μπορούσαν. Έφαγαν οι δυο τους, και κυρίως ο Πλάτων, μέχρι και την τελευταία μπουκιά απ΄ τα δέκα περίπου πιάτα, γελώντας δυνατά, μασώντας ακατάπαυστα και κοιτάζοντας λάγνα ο ένας τον άλλο. Ο Πλάτων ήταν πλέον σαν μια αδηφάγο μηχανή υπεραυτοκινητού. Χωρίς μπόλικη βενζίνη δεν πάει πουθενά. Το τέλειο κορμί του χρειάζονταν μεγάλες ποσότητες ενέργειας, μεταφρασμένες σε τεράστιες μερίδες φαγητού. Ξάπλωσαν χορτασμένοι στο κρεβάτι και έμειναν αγκαλιασμένοι, ενώ έξω είχε ήδη νυχτώσει. Την κοίταξε και την είδε να παρατηρεί λαίμαργα το γυμνό του και καλοσμιλεμένο κορμί κι ύστερα να το χαϊδεύει, να το πιάνει και να το επεξεργάζεται με τα δάχτυλα της, θέλοντας να αρπάξει με την αφή, όλη την μαγεία που αυτό ανέδιδε. -Μωρό μου, θέλω να σου εκμυστηρευτώ κάποια γεγονότα, της είπε βγάζοντάς την από την ονειροπόληση της κι αυτή τον κοίταξε με την βεβαιότητα ότι οι απορίες της θα λύνονταν επιτέλους και μια για πάντα. -Κι εγώ έχω τόσες πολλές απορίες, τόνισε. Πες μου τι έγινε με τους αστυνομικούς το πρωί; Και μετά... -Ηρέμησε! Θα στα πω όλα, την σταμάτησε με φωνή απότομη. Με την σειρά τους όμως,
72
ένα ένα. Εντάξει, ρώτησε γλυκαίνοντας την φωνή του. Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά με το πληγωμένο βλέμμα ενός μικρού παιδιού, που μόλις του έκαναν παρατήρηση, επειδή ήθελε απλώς να μάθει. Ο Πλάτων κάρφωσε το βλέμμα του στο παράθυρο και τον νυχτερινό ουρανό. Δεν ήξερε πως να αρχίσει, τι να έλεγε για το απόλυτο μυστήριο που ζούσε τις τελευταίες δύο ημέρες. Θα μιλούσε πάραυτα ειλικρινά όποιο κι αν ήταν το κόστος. Ξεκίνησε να της μιλάει για το βραδάκι εκείνο στην πλαγιά, όπου αγνάντευε τα αστέρια. Η γλώσσα του λύθηκε σιγά σιγά, λέξη την λέξη, φράση την φράση και της περιέγραψε τα πάντα με όλες τις λεπτομέρειες, που είχε καταγράψει ο «αναβαθμισμένος» του εγκέφαλος. Της είπε για το επεισόδιο με τον «γορίλα» και την πρωτόγνωρη Δύναμη, που ξεχύθηκε με μανία από τα χέρια του. Συνεχίζοντας μίλησε για το όραμα που είχε και πως ξύπνησε στο νοσοκομείο. Πρόσθεσε επίσης πως μπορούσε να ακούει τις σκέψεις των άλλων και τέλος της εκμυστηρεύτηκε για την αστυνομία, που τον θεωρούσε φονιά. Της περιέγραψε τα πάντα, μέχρι την άγια στιγμή που την βρήκε στον δρόμο του να κάνει οτοστόπ. Αυτή άκουγε με απόλυτη αφοσίωση. Προσπαθούσε, με δυσκολία είναι η αλήθεια, να παρακολουθήσει την σκέψη του. Διαρκώς νέα ερωτήματα έκαναν την εμφάνιση τους. Ότι ήξερε μέχρι εκείνη την στιγμή κλονιζόταν βίαια και το άγνωστο πρόβαλλε τρομακτικό μπροστά της. Ο Πλάτων τελείωσε και την κοίταξε ανακουφισμένος, λες και η φύλαξη ενός τεράστιου μυστικού έφυγε από πάνω του. Αυτή προσπαθούσε να βάλει σε μια σειρά τον κυκεώνα ερωτημάτων που την βασάνιζαν. Τον κοίταξε στα μάτια και ξεκίνησε να ρωτήσει. -Δηλαδ ... σταμάτησε απότομα. Όλες οι ερωτήσεις του κόσμου θα ήταν χρήσιμες, αλλά ανούσιες αυτή την στιγμή. Σηκώθηκε στα γόνατα της και του ζήτησε, σχεδόν παρακλητικά, το αυτονόητο. Δείξε μου! Αυτός σχεδόν γέλασε από ικανοποίηση. Αυτή ήταν η αντίδραση που έλπιζε να αντιμετωπίσει. Πράξεις κι όχι λόγια! Έπρεπε όμως να προσπαθήσει πολύ για να μην την φοβίσει. Πρόταξε τα χέρια του μπροστά και έστρεψε το βλέμμα του πάνω τους. Η Νεφέλη ακολούθησε το βλέμμα του. Αργά, με τα δευτερόλεπτα να μένουν σχεδόν ακίνητα, μια αμυδρή γαλάζια φλόγα, η Δύναμη, έκανε την εμφάνιση της ξαφνικά από το πουθενά. Η Νεφέλη έκανε λίγο πίσω ξαφνιασμένη και τον κοίταξε απορημένη, ίσως και λίγο φοβισμένη. Έστρεψε και πάλι το βλέμμα της στο πρωτόγνωρο αυτό θέαμα. Η γαλάζια φλόγα κάλυπτε τα χέρια του από τους καρπούς μέχρι τα ακροδάχτυλα του και σχεδόν λικνιζόταν ρυθμικά πάνω τους. Η αστείρευτη περιέργεια του μυαλού της και η εικόνα δύναμης που κοιτούσε μαγεμένη της επέβαλλε μια κίνηση αργή, με το δάχτυλο της να αγγίξει την πανέμορφη, γαλάζια φλόγα. Όμως ο Πλάτων δεν την άφησε, τραβώντας τα χέρια του και εξαφανίζοντας ακαριαία την φλόγα. -Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, Νεφέλη. Κι όχι επειδή δεν θέλω, αλλά διότι δεν ξέρω, της τόνισε με νόημα. Δεν ξέρω τι θα γίνει και δεν θέλω να σου συμβεί το παραμικρό. Αυτή πείστηκε και έμεινε με τα μάτια της καρφωμένα στα χέρια του, που τώρα είχαν πάρει την κανονική τους μορφή. Αμέσως ο Πλάτων άδραξε την ευκαιρία για να της δείξει και την άλλη του «υπερφυσική» δυνατότητα. «Μωρό, ακούς την φωνή μου αυτή την στιγμή, έτσι δεν είναι; Μην τρομάζεις! Δεν κινδυνεύεις!» Η Νεφέλη είχε μείνει παγωμένη να προσπαθεί να κατανοήσει αυτό που βίωνε. Η φωνή του ακούστηκε κρυστάλλινη μες το μυαλό της κι όμως αυτός δεν κούνησε ούτε το χειλάκι του. Δεν τον άκουσε με τα αυτιά της, αλλά με το μυαλό της. Ήταν σειρά της να απαντήσει. «Ακούω την φωνή σου. Εσύ ακούς την σκέψη μου; Είναι αμφίδρομη αυτή η σχέση;» ρώτησε με το μυαλό της. Ο Πλάτων χαμογέλασε και απάντησε. Τουλάχιστον αυτό ήταν
73
μάλλον ακίνδυνο. «Ακούω τις σκέψεις σου. Αλλά μπορώ να κάνω και κάτι άλλο» είπε και η Νεφέλη απόρησε τι παραπάνω θα μπορούσε να γίνει. Είχε δει αρκετά, αλλά δεν τα είχε δει όλα. Όχι ακόμα! -Ο εγκέφαλος του κάθε ανθρώπου είναι σαν ανοιχτό βιβλίο για μένα. Μπορώ να ελέγξω το κάθε κεφάλαιο και να μάθω τις φιλοδοξίες, τα όνειρα και τους πραγματικούς στόχους του καθενός. Νομίζω ότι μπορώ να δω μέχρι και σκέψεις ασυνείδητες, κρυφές ακόμη και από τους κατόχους τους, της είπε σχεδόν ψιθυριστά και συνωμοτικά λες και κάποιος μπορεί να τους άκουγε. Η Νεφέλη ένοιωσε άσχημα στο άκουσμα αυτής της εξωπραγματικής ικανότητας. Η γαλάζια φλόγα που είδε πριν ήταν τόσο όμορφη κι αδιανόητη, όσο και πανίσχυρη και θανατηφόρα απ’ ότι της εκμυστηρεύτηκε, αλλά κι απ’ ότι διαπίστωσε μόνη της κατά την διάρκεια της συνάντησης τους με τους δυο αστυνομικούς, όμως η ικανότητα να χαρτογραφεί τα μυαλά των άλλων ήταν πραγματικά τρομακτική. Το μυαλό της ήταν μπερδεμένο και τα συναισθήματα συγκρούονταν μέσα της. Ένοιωσε γυμνή. Ήταν σωματικά γυμνή και τώρα ένοιωθε και ψυχικά γυμνή, ανήμπορη, ανυπεράσπιστη. Πως θα φύλαγε την προσωπική της ελευθερία, τις σκέψεις και τα όνειρα της αποκλειστικά δικά της; Ήταν αδύνατο! Θα βρισκόταν σε μια συνεχή ομηρία, όπου ο κάθε καημός και πόθος, αυτά που μας κάνουν μοναδικούς και ξεχωριστούς θα ήταν απλωμένα πάνω στο τραπέζι του Πλάτων. Δεν την απασχολούσε το γεγονός ότι ίσως σε κάποια στιγμή στο μέλλον δεν θα ένιωθε την τυφλή εμπιστοσύνη που αισθανόταν τώρα για αυτόν, βασικά το θεωρούσε απίθανο. Αντιθέτως, μπορούσε να του εμπιστευτεί και την ζωή της, καθώς τον έβλεπε τώρα να της χαμογελά τρυφερά κι εν μέρη το έκανε όταν αποφάσισε να τον ακολουθήσει, αλλά η αίσθηση του ατομικού, της ελευθερίας και της προσωπικότητας της κινδύνευε να χαθεί! Για πάντα! Ο Πλάτων αντιλήφθηκε τους ενδοιασμούς της και έσπευσε να την καθησυχάσει. -Μην ανησυχείς, γλυκιά μου. Δεν έψαξα μέσα στο μυαλό σου. Η αλήθεια είναι ότι άκουσα μια φορά μόνο την σκέψη σου, όταν μπήκες στο αυτοκίνητο το πρωί. Δεν πρόκειται να το ξανακάνω! Όχι, εκτός κι αν μου το ζητήσεις εσύ …για κάποιον περίεργο λόγο, της υποσχέθηκε με φωνή που πρόδιδε αγάπη. Αυτή ένευσε συγκαταβατικά και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Έμειναν ακίνητοι να κοιτάζονται. Ξαφνικά μια ακόμη απορία γεννήθηκε στο μυαλό της Νεφέλης. Χαμογέλασε και ρώτησε με μια αίσθηση σιγουριάς: -Αν μπορείς να ακούς και να ψάχνεις στο μυαλό των άλλων, όπως στις σελίδες ενός βιβλίου, γιατί να μην μπορείς να το ελέγξεις; Τι σε εμποδίζει να τους χειραγωγήσεις, γράφοντας εσύ τις καινούριες σελίδες; Ο Πλάτων δεν είχε κάνει ακόμα αυτή την σκέψη. Είχε μια αμυδρή υποψία ότι οι δυνάμεις του μπορεί να εξελίσσονται, αλλά δεν είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο. Τώρα όμως που το άκουσε του φάνηκε απολύτως λογικό. -Ναι, έχεις δίκιο, Νεφέλη. Δεν το έχω δοκιμάσει, αλλά... Η Νεφέλη πήρε αμέσως σοβαρό ύφος και έμεινε ακίνητη. Τον είχε γνωρίσει το πρωί και, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, τον είχε ήδη αγαπήσει. Τώρα όμως συνειδητοποιούσε και κάτι περισσότερο. Συνειδητοποιούσε έκπληκτη ότι αυτή η αγάπη μετατρέπονταν σε λατρεία. Ήταν έτοιμη να κάνει τα πάντα γι’ αυτόν. Για τον άνθρωπο πέρα απ’ τους κοινούς ανθρώπους, για τον… άνθρωπο του μέλλοντος. Θα τον βοηθούσε να ανακαλύψει τις δυνάμεις του με κάθε κόστος. -Τι; Θέλεις να δοκιμάσω σε σένα, ρώτησε με αμφιβολία ο Πλάτων. Όχι, αποκλείεται, τόνισε κατηγορηματικά κουνώντας το κεφάλι. Δεν ήθελε να την βάλει σε κίνδυνο. Από
74
την άλλη βέβαια, το γεγονός και μόνο ότι ήταν εκεί μαζί του αποτελούσε τον μέγιστο κίνδυνο γι’ αυτήν. «Ίσως και να πιάσει» σκέφτηκε αφού οι αμφιβολίες του κάμφθηκαν αργά, βλέποντας την απόλυτη εμπιστοσύνη και μια λαχτάρα στα πανέξυπνα μάτια της και το σοβαρό της πρόσωπο. Συγκεντρώθηκε με μιας. Θα ξεκινούσε με κάτι απλό. Δίπλα στο κρεβάτι, πάνω στο κομοδίνο υπήρχε ένα μπολ με φρούτα. Η επιθυμία του ήταν απλή. Έπρεπε να απλώσει το χέρι της και να πιάσει ένα μήλο. Κατεύθυνε αυτή του την επιθυμία στο μυαλό της. Περίμενε λίγο. Τίποτα! Η φυσική αντίσταση του μυαλού της ήταν ισχυρή. «Αφέσου ελεύθερη», σκέφτηκε. «Είμαι ελεύθερη», απάντησε αυτή. Κι όντως έτσι ήταν. Αυτή μπορεί να του είχε δώσει όλο τον χώρο που ήθελε, όμως το ασυνείδητο της είχε διαφορετική άποψη. Ένας εισβολέας είχε κάνει την εμφάνιση του και δεν σκόπευε να πέσει αμαχητί. Κρύος ιδρώτας άρχισε να κυλά στο μέτωπο της μετά από μερικά δευτερόλεπτα. Ο Πλάτων έντεινε την προσπάθεια του, πιέζοντας κι άλλο την πύλη του μυαλού της. Κατεύθυνε την επιθυμία του με πάθος και ορμή. Αυτή άρχισε να τρέμει για λίγο, σαν να τουρτούριζε στο κρύο, και απότομα σταμάτησε. Η άμυνα του μυαλού της έσπασε και το χέρι της άρχισε να σηκώνεται. Φόβος εμφανίστηκε στα μάτια της, βλέποντας το χέρι της να σηκώνεται χωρίς την θέλησή της, ρομποτικά, κι έξαψη στα δικά του για μια νέα ανακάλυψη! Μια ανακάλυψη που θα άλλαζε τον κόσμο! Έπιασε το μήλο και του το έδωσε, ενώ ξαφνικά ζεστό αίμα άρχισε να κυλά από το ένα ρουθούνι του Πλάτων. Μόλις ένιωσε την μεταλλική γεύση του αίματος στα χείλη του, σταμάτησε με μιας την προσπάθεια του και αμέσως το μήλο αφέθηκε από το χέρι της, ενώ αυτή έπεφτε ταυτόχρονα, βαριά σαν μαρμάρινο άγαλμα, στο κρεβάτι. Όρμησε να την πιάσει, απλώνοντας τα χέρια του, όμως η εξάντληση έκανε την εμφάνιση της και στο δικό του σώμα. Απλώθηκαν μαζί στο κρεβάτι έχοντας όμως ακόμη τις αισθήσεις τους, αναπνέοντας γρήγορα και έμειναν αντικριστά, με τα πρόσωπα τους κολλημένα, να κοιτάζονται με μάτια που γυάλιζαν από την αγωνιά. 10 Ο Αστυνόμος είχε φτάσει αργά το απόγευμα στην Αθήνα και μην έχοντας κανένα στοιχειό για το που βρισκόταν το ζευγαράκι έκανε ασταμάτητες βόλτες στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας. Οδηγούσε αργά, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, με μάτια που γυάλιζαν στο σκοτάδι από την προσμονή, κοιτάζοντας σαν λαγωνικό δεξιάαριστερά, ψάχνοντας ακατάπαυστα. Βεβαίως, δεν είχε καταφέρει να βρει τον «αλητάκο», πιο πιθανό θα ήταν να έπιανε το λαχείο, παρά να έβρισκε τον οποιοδήποτε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μέσα σ’ αυτό το χάος, καθώς όμως ήταν ήδη μεσάνυχτα, αποφάσισε για έναν περίεργο λόγο να σταματήσει στο πλάι της πλατείας Συντάγματος και να περιμένει. Δεν ξέρουμε τι ήταν αυτό που τον ώθησε σ’ αυτή του την πράξη, ίσως η διαίσθηση ότι το κέντρο της πόλης ήταν το πιο πιθανό μέρος για να τον βρει ή η πίστη ότι το θέλημά του θα εισακουστεί από έναν Αόρατο ακροατή, πάντως αυτός στεκόταν για ώρες όρθιος, ακίνητος έξω από το παράνομα σταθμευμένο αυτοκίνητό του, με το δεξί του χέρι να χαϊδεύει το γεμάτο όπλο, που αναπαυόταν στην θήκη στα αριστερά του πλευρά, ακριβώς κάτω από την παγωμένη του καρδιά. Κοίταζε αδιάφορα τον κόσμο να πηγαίνει πάνω κάτω, νέους και γέρους, Έλληνες και ξένους να βολτάρουν ασταμάτητα κι αυτός τους παρατηρούσε. Παρατηρούσε με μια κρυφή ελπίδα ότι ξαφνικά, μέσα στο πλήθος, που διαρκώς λιγόστευε καθώς όλοι άρχισαν να μαζεύονται στα νυχτερινά τους καταλύματα, πίσω από κάποια παρέα, θα εμφανιζόταν αυτός. Και τότε! Χα, τότε θα έκανε πάρτι!
75
Οι δυο νέοι μην γνωρίζοντας, ή μάλλον μην έχοντας την παραμικρή υπόνοια, ότι ο διώκτης τους βρισκόταν λιγότερα από εκατό μετρά μακριά τους, κάθονταν αγκαλιασμένοι και εξουθενωμένοι στο κρεβάτι. Δεν μπόρεσαν να κοιμηθούν, αλλά τουλάχιστον είχαν σχεδόν συνέλθει από το μικρό «πείραμα», που είχαν πραγματοποιήσει. Δεν ήταν στην καλύτερη τους κατάσταση αλλά ήταν σίγουροι κι οι δυο, αν και δεν το είπαν, ότι οι συνέπειες ήταν ανεκτές, μπροστά σ’ αυτό που δυνητικά θα μπορούσε να τους είχε συμβεί. Η Νεφέλη είχε κληρονομήσει έναν τρομερό πονοκέφαλο, σαν να είχε το κεφάλι της σε φούρνο μικροκυμάτων, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά και μια μικρή αμνησία. Είχε πάρει αρκετά παυσίπονα, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα και δεν θυμόταν τίποτα από το πείραμα και για να είμαστε ακριβείς από την στιγμή που περίμενε με αγωνία κι έναν αόριστο φόβο, αν και οικιοθελώς, να δει τι θα συμβεί. Ο Πλάτων από την άλλη ήταν εξαντλημένος περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ένοιωθε ότι αυτή του η δυνατότητα απορροφούσε περισσότερη ενεργεία ακόμη κι από την Δύναμη. Όταν σταμάτησε να ελέγχει το μυαλό της Νεφέλης αισθάνθηκε διψασμένος, σχεδόν αφυδατωμένος, σαν σταφύλι που μετατράπηκε σε σταφίδα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Όχι ότι διψούσε, αλλά το κορμί του ήταν σχεδόν άδειο από ενέργεια. Μόνο τώρα, μετά από λίγες ώρες, το ένοιωσε να επανέρχεται στα φυσιολογικά του. Άρχισε να αμφιβάλλει για την ικανότητα που θα είχε στο μέλλον να χρησιμοποιήσει αυτή την δύναμη όποτε το επιθυμούσε! Τα μεσάνυχτα είχαν ήδη παρέλθει όταν ένας χτύπος ακούστηκε στην πόρτα τους κι ο ίδιος νεαρός, που τους εξυπηρέτησε την πρώτη φορά, έφερε και την δεύτερη παραγγελία στο δωμάτιό τους μέσα σε λίγες ώρες. Πρέπει να ήταν φαγητό για τουλάχιστον τέσσερα άτομα. Η Νεφέλη δεν είχε καθόλου όρεξη και ο νεαρός τους κοίταζε με έκπληξη και περιέργεια μαζί, αφήνοντας τους τους δίσκους. Ο Πλάτων του έδωσε ένα γενναίο φιλοδώρημα και με το που βγήκε από το δωμάτιο, ο νεαρός επικεντρώθηκε αμέσως στο χαρτονόμισμα, το οποίο ισοδυναμούσε σχεδόν με μισό μηνιάτικο! Δεν πίστευε στην τύχη του. «Ελπίζω να ζητήσουν και επιδόρπιο» σκέφτηκε χαχανίζοντας. Ο Πλάτων άρχισε να τρώει με λαιμαργία ενώ η Νεφέλη τον παρατηρούσε. Ο τρόπος και η βιασύνη του της θύμιζαν μικρό παιδί μπροστά στο πολυπόθητο γλύκισμα και η ευτυχία που ένιωσε έκανε τον πόνο να υποχωρήσει σιγά σιγά πίσω στο κρησφύγετο του. Η εμπειρία που είχε ζήσει ήταν ανεπανάληπτη, αλλά και αποκρουστική! Δεν θυμόταν τίποτα από την στιγμή που ανέλαβε τον έλεγχο ο Πλάτων, αλλά δεν ήθελε να την ξανανοιώσει ποτέ στην ζωή της. Δεν ήθελε να ξαναβιώσει την αγωνία που αισθάνθηκε λίγο πριν παραδοθεί, αλλά και την αφόρητη αίσθηση του κενού, λες και το μυαλό της αδυνατούσε να αναγνωρίσει το ίδιο του το σώμα, στιγμές μόλις αφού την άφησε. Θα ευχόταν το ίδιο για όλους τους ανθρώπους, όμως ... Αναρωτήθηκε αυτό που θα έπρεπε να είχε αναρωτηθεί από την αρχή. -Πλάτων, τι σκοπεύεις να κάνεις, ρώτησε την ώρα που αυτός είχε πασαλειφτεί με σάλτσα τρώγοντας το γευστικό κοτόπουλο μπροστά του με τα χέρια. Τι ακολουθεί από δω και πέρα; Η ερώτηση της τον απέσπασε από την λαιμαργία του. Είχε γεμίσει εν μέρη τις μπαταρίες του και θα συνέχιζε το γέμισμα τους, αφού έλυνε τις απορίες της. Αρχικά το πλάνο ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό του. Τώρα όμως είχε προστεθεί και η Νεφέλη στην δύσκολη εξίσωση. Καταλάβαινε ότι δεν είχε παρά να της ζητήσει οτιδήποτε, ακόμη και να φύγει αν χρειαστεί, όμως αισθανόταν, με πικρά, ότι ο ρόλος της στην ιστορία θα απαιτούσε περισσότερα από αυτά που ήθελε εκείνος.
76
-Λοιπόν, έχω ένα σχέδιο στο μυαλό μου και θα ήθελα να μου πεις την άποψη σου! -Οκ, ακούω. -Αύριο το πρωί θα πάω να δω τον πρωθυπουργό, είπε κοφτά. Θα θέσω τον εαυτό μου και τις δυνάμεις μου στην υπηρεσία της χώρας μας! Η Νεφέλη δεν αντέδρασε στο άκουσμα της απόφασής του, παρά έμεινε σκεφτική. Συλλογίστηκε ότι αυτό ήταν το πιο λογικό πράγμα να κάνει ο Πλάτων. Κατά βάθος ίσως το ήξερε! Από την στιγμή μάλιστα που είχε βιώσει μέσα της τον Πλάτων και είχε αντιληφθεί ξεκάθαρα πλέον ότι δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Εκτός των ακατανόητων και τρομακτικών του δυνάμεων, ήταν ένας άνθρωπος με βαθιά και πραγματική μόρφωση και τώρα αντιλαμβανόταν με δέος ότι ήταν επίσης πλήρως ανιδιοτελής, ένας άνθρωπος με μπόλικη αγάπη για όλους. Γιατί τι άνθρωπος, εκτός από έναν ανιδιοτελή, πανίσχυρο και σοφό άντρα, θα προσπαθούσε να κάνει με τις δυνάμεις αυτές κάτι τέτοιο, να βοηθήσει την ίδια την κοινωνία; «Ένας καθοδηγητής, με επίμονη βούληση που τίποτα δεν πρόκειται να της αντισταθεί. Ούτε η φύση, ούτε οι θεοί και σίγουρα ούτε οι άνθρωποι!», σκέφτηκε σε μια στιγμή πλήρους διαύγειας η Νεφέλη. Ήξερε όμως ότι δεν αρκεί να είσαι ρομαντικός σ’ αυτήν την ζωή και οι παγίδες που θα αντιμετώπιζε στην προδιαγεγραμμένη του πορεία ο Πλάτων θα ήταν πολλές. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην αντιδράσουν όλοι όσοι θα αισθανόταν φόβο απέναντι στις δυνάμεις του. -Ξέρεις ότι δεν θα σε αφήσουν έτσι απλά να δεις τον αρχηγό της χώρας! Ο Πλάτων ένευσε καταφατικά. Εννοείται ότι το ήξερε και η Νεφέλη κατάλαβε τότε, αυτό που ήδη γνώριζε κατά βάθος, ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, ο Πλάτων θα κατάφερνε να φτάσει μέχρι τον πρωθυπουργό. -Και αν αυτός αρνηθεί ή ακόμα χειρότερα αν θελήσει να σε εκμεταλλευτεί για τους δικούς του σκοπούς; Τι θα κάνεις τότε; Πες ότι διαβάζεις το μυαλό του και το μόνο που βλέπεις είναι ματαιοδοξία, προσωπικό συμφέρον, αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο και ... και ...και. Τι κάνεις σε μια τέτοια περίπτωση, ρώτησε κι ας ήξερε ήδη την απάντηση. Ο Πλάτων την κοίταζε όσο μιλούσε στα μάτια. Τώρα όμως χαμήλωσε το βλέμμα και σχεδόν ψιθύρισε: -Σ’ αυτή την απευκταία περίπτωση ... σταμάτησε για λίγο και σήκωσε το κεφάλι ψηλά κοιτώντας την αποφασιστικά. Θα το πάρω πάνω μου, είπε ασυναίσθητα, χωρίς να το πολυσκεφτεί και άρχισε πάλι να τρώει, ίσως για να μην σκέφτεται τους κινδύνους που παραμόνευαν στο παράξενα φωτεινό σκοτάδι, που κάλυπτε τον κόσμο έξω απ΄ το δωμάτιό τους. Τα αστέρια έλαμπαν στον νυχτερινό ουρανό και το ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι έλουζε με μια απόκοσμη κόκκινη απόχρωση την πρωτεύουσα της Ελλάδας. Θα λέγε κανείς ότι φαίνονταν λες και ολόκληρη η πόλη είχε λουστεί στο αίμα. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε Δευτέρα, μια καινούρια εβδομάδα και ίσως μια νέα αρχή για ολόκληρο τον πλανήτη. Βεβαία, κανείς δεν το ήξερε, εκτός από δυο νέους, που κείτονταν σφιχταγκαλιασμένοι, με κλειστά μάτια, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να αφεθούν στην ξεγνοιασιά του ύπνου! 11 Ο Αστυνόμος ξύπνησε απότομα από την εκκωφαντική εξάτμιση μιας μοτοσυκλέτας που πέρασε βιάστηκα από δίπλα του. Πετάχτηκε ενστικτωδώς από την θέση του με το πιστόλι γαντζωμένο στο χέρι του. -Γαμώ τον Χρι... ούρλιαξε με μένος, αλλά σταμάτησε, παίρνοντας εντολή από το ασυνείδητο να μην βρίσει τον ... εργοδότη του. Κατά μια έννοια!
77
Είχε κοιμηθεί στο αυτοκίνητο του. Έμεινε την νύχτα άγρυπνος, όσο περισσότερο μπορούσε, να παρακολουθεί το πλήθος και να περιμένει. Ακόμη κι αυτός, όμως είχε τα όρια του. Έτσι ο ύπνος τον πήρε τόσο απότομα, όσο τον άφηνε τώρα, με ένα κεφάλι γεμάτο ... Γεμάτο κούραση, ζαλάδα, πόνο και κυρίως μίσος, μίσος και πάλι μίσος! Ο ήλιος μόλις είχε ξεπροβάλει και ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος. Κοίταξε το ρολόι του και είδε ότι η ώρα ήταν εφτά. Δεν είχε κοιμηθεί παρά κάνα τρίωρο. Τεντώθηκε για να ξεπιαστεί και άναψε ένα τσιγάρο, ρουφώντας σαν να έπαιρνε την πιο βαθιά του ανάσα, απαραίτητη για τα διψασμένα για οξυγόνο πνευμόνια του. Χρειαζόταν έναν καφέ και μάλιστα επειγόντως. Βγήκε από το αυτοκίνητο του και πήρε ένα καφεδάκι από ένα καφενείο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι, στην αρχή του πιο εμπορικού πεζοδρόμου της πόλης. Συνέχισε από εκεί που τέλειωσε το προηγούμενο βράδυ. Ακουμπισμένος στο καπό του αυτοκινήτου του, πίνοντας μικρές γουλιές απ’ τον γλυκό του καφέ και ρουφώντας το τσιγάρο του, η ματιά του περιπλανήθηκε κυκλικά. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν με ταχύτητα σε όλα τα ρεύματα προσπαθώντας να κινηθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, τώρα που η κίνηση ήταν ακόμη λιγοστή. Οι πεζοί από την άλλη είχαν ήδη επιδοθεί στο κυνήγι των μέσων μαζικής μεταφοράς. Αμίλητοι άνθρωποι, ξένοι μεταξύ ξένων, περίμεναν το μέσο τους στοιβαγμένοι στην στάση, ενώ τα πράγματα γινόταν σαφώς χειρότερα, μέσα στο όποιο μέσο όπου στοιβαζόταν σαν ψάρια. Αυτή ήταν η γνώριμη εικόνα μιας σύγχρονης μεγαλούπολης. Όλοι έτρεχαν με όποιον τρόπο μπορούσαν. Έτρεχαν να προλάβουν. Τι; Και ποιον; Και το κυριότερο, με ποιο κόστος; Ο Αστυνόμος κοίταζε σχεδόν με συμπόνια τους ανθρώπους-μυρμήγκια παντού γύρω του, μέχρι που ... «Δεν είναι δυνατόν» σκέφτηκε. Το βλέμμα του περιπλανιόταν τυχαία στην είσοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου λίγο πιο πάνω στον δρόμο, όταν του φάνηκε πως είδε τον «αλητάκο» να προβάλει στα σκαλοπάτια. Γούρλωσε τα μάτια του και κοίταξε με προσοχή. Κι όμως! Ναι, ναι! Ήταν αυτός και βρισκόταν εκεί, το πολύ στα τριάντα μέτρα μακριά του. Χωρίς να το σκεφτεί έκανε να κινηθεί προς το μέρος του, κάτι όμως τον συγκράτησε την τελευταία στιγμή. Η επιθυμία του δεν θα γινόταν πραγματικότητα, όχι τώρα. Ήθελε να τρέξει και να αδειάσει όλον το γεμιστήρα του όπλου του πάνω του, όμως ... έμεινε ακίνητος. Τον είδε να βγαίνει στον δρόμο και να κοιτάζει με προσοχή πρώτα δεξιά και μετά στα αριστερά του. Άρχισε να γελάει υστερικά, βλέποντας τον να μπαίνει σε ένα ταξί και να φεύγει προς άγνωστη κατεύθυνση. Θα περιμένατε ίσως τον Αστυνόμο να τρέχει όσο γρηγορότερα μπορούσε, πίσω του για να μην τον χάσει. Όχι! Δεν αντέδρασε ακριβώς έτσι! Αντιθέτως, κάπνισε αργά και με ικανοποίηση το υπόλοιπο τσιγάρο και ήπιε τον απολαυστικό του καφέ με απόλυτη ηρεμία. Πέταξε κάτω το αποτσίγαρο, το έσβησε σχεδόν με μανία διαλύοντας το με το παπούτσι του, και ξεκίνησε να ετοιμάσει μια μικρή υποδοχή, ένα μικρό πάρτι, στον Πλάτων μόλις επέστρεφε. Βλέπετε, είχε καταλάβει πως το σημαντικότερο στη εικόνα που είχε αντικρίσει πριν από λίγο με τον Πλάτων να περιμένει και τελικά να επιβιβάζεται στο ταξί ήταν το γεγονός ότι ήταν μόνος του. Μόνος του! Άρα, η καλή του ήταν ακόμη στο ξενοδοχείο και τον περίμενε. Και αυτός σίγουρα θα επέστρεφε γι’ αυτήν. Και τότε ... -Έκπληξη! 12 Ζήτησε από τον ταξιτζή να τον μεταφέρει όσο πιο κοντά ήταν επιτρεπτό στο πρωθυπουργικό μέγαρο. -Τα πράγματα πρόκειται να αλλάξουν μετά το ραντεβού μου με τον πρωθυπουργό, τόνισε με έμφαση μονολογώντας και προκάλεσε ένα βλέμμα όλο απορία στον οδηγό.
78
Μπορεί ο πρωθυπουργός να μην ήξερε τίποτα για το «ραντεβού» τους, αλλά για την ώρα αρκεί που το ήξερε αυτός. Είχε ενημερωθεί από τα κανάλια ότι ο πρωθυπουργός θα βρισκόταν στο γραφείο του σήμερα και αύριο και στην συνεχεία θα αναχωρούσε για ολιγοήμερες διακοπές, λόγω του Δεκαπενταύγουστου, σε κάποιο κοντινό νησί. Ποτέ δεν κατάλαβε πως γίνεται ένας αρχηγός κράτους να πηγαίνει ... άκουσον άκουσον, διακοπές ενώ τα προβλήματα εξακολουθούν να ταλανίζουν τους πολίτες! Ναι, ναι, είναι και αυτός άνθρωπος και χρειάζεται ξεκούραση και διακοπές μπλα, μπλα, μπλα ... Μόνο που δεν είναι ακριβώς έτσι, φίλοι μου. Ο Πλάτων πίστευε ότι πολιτικός γίνεσαι γιατί το επιλεγείς και όχι γιατί σου βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό. Πολιτικός σημαίνει υπηρέτης του λαού! Τι λέω; Όχι υπηρέτης, αλλά σκλάβος. Μάλιστα σκλάβος. Θέλει μεράκι και πολλή, πολλή αγάπη. Θέλει ποιότητα και χαρακτήρα. Και κυρίως θέλει γερό στομάχι. Απαιτεί προσήλωση σε έναν και μοναδικό σκοπό, σκοπό ζωής! Δεν γίνεται να κάνεις διακοπές αν δεν έχεις λύσει ή έστω δρομολογήσει τις λύσεις στα προβλήματα του λαού σου. Δεν γίνεται να κάνεις διακοπές την ώρα που οι περισσότεροι συμπολίτες σου δεν τολμούν καν να σκεφτούν για διακοπές! Δυστυχώς, ο Πλάτων θεωρούσε αυτά τα χαρακτηριστικά σπάνια στις μέρες μας, σπάνια ακόμη και στον απλό λαό, ποσό μάλλον στους πολιτικούς καριέρας. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε ξεκάθαρη άποψη για τον σημερινό αρχηγό του κράτους. Είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας πριν από δυο χρόνια μετά από μια θριαμβευτικά νικηφόρα εκλογική αναμέτρηση. Ξεκίνησε την θητεία του με τον λαό να έχει όνειρα και προσδοκίες. Όνειρα που γρήγορα έγιναν εφιάλτης, όταν αποδείχτηκε ότι αδυνατούσε να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του. Ανήκε στο κόμμα της Σοσιαλιστικής Δεξιάς και είχε διαδεχθεί στην εξουσία το κόμμα της Νεοφιλελεύθερης Δεξιάς! Δικομματισμός λοιπόν, με δυο όμορα κόμματα, στο πλαίσιο μιας τηλεδημοκρατίας. Η παγκόσμια συνταγή αποτυχίας της εποχής! Για να μην παρεξηγιόμαστε, όταν λέω πως δεν είχε ξεκάθαρη άποψη σημαίνει ότι αντιλαμβανόταν βεβαία ότι μιλάμε για έναν πολιτικό καριέρας, επομένως το μόνο που ίσως τον ενδιέφερε ήταν το «φαίνεσθε». Δεν του ήταν ξεκάθαρο όμως, κατά πόσο ο πρωθυπουργός αυτός δεν είχε την σπίθα της πραγματικής πάλης και αγάπης για την κοινωνία μέσα του. Κατά πόσο το σύστημα τον είχε νικήσει και τα όνειρα, που ίσως είχε νέος, είχαν μείνει σήμερα απολιθώματα μιας άλλης ζωής. Μια ματιά μες το μυαλό του θα ήταν αρκετή. Μια ματιά στις επιθυμίες και τα όνειρα του! Η ώρα της κρίσης του πλησίαζε πολύ νωρίτερα απ’ ότι όλων των υπολοίπων! Ο Πλάτων αντιλήφθηκε ότι το ταξί έφτανε στον προορισμό του, όταν είδε αυξημένη παρουσία αστυνομικών. Υπήρχαν Ζητάδες στις γωνίες οικοδομικών τετραγώνων, καθώς και ένστολοι πεζοί. Είδε την πύλη του Πρωθυπουργικού Μεγάρου και το ταξί σταμάτησε ακριβώς μπροστά. Πλήρωσε τον ταξιτζή και καθώς άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε, σαν σε κινηματογραφική ταινία, σε αργή κίνηση, πολλά κεφάλια, έξι τον αριθμό, στράφηκαν και καρφώθηκαν πάνω του. Το ταξί έφυγε και αυτός έμεινε εκεί, ασάλευτος κοιτώντας το νεοκλασικό κτίριο και με το μυαλό του να βουίζει σαν ράδιο, που πιάνει πολλές συχνότητες μαζί. «Πλησιάστε με τρόπο και ρωτήστε τι θέλει! Δεν υπάρχει κάποιο ραντεβού τώρα, έτσι δεν είναι; Για ρωτήστε μέσα!» Αμέσως δυο άτομα από την φρουρά της πύλης κινήθηκαν ήρεμα μεν, με αυξημένη προσοχή δε, προς το μέρος του. Το μόνο που έβλεπαν μπροστά τους ήταν ένας συνηθισμένος, εντάξει πιο όμορφος και γυμνασμένος σε σχέση με τους περισσότερους, νεαρός, που δεν είχε όμως καμιά απολύτως δουλεία να βρίσκεται εκεί!
79
13 Η Αντιγόνη είχε αντικαταστήσει μια φίλη, λόγω ασθενείας και είχε κλείσει σχεδόν είκοσι ώρες στο πόδι. Μεταξύ μας δεν τις περίσσευε το κουράγιο να αρνηθεί ένα έξτρα μεροκάματο και μάλιστα κυριακάτικο, οπότε ... Η κίνηση ήταν αυξημένη αυτές τις μέρες στην κορύφωση της τουριστικής κίνησης της πρωτεύουσας και μην έχοντας κοιμηθεί παρά ελάχιστα, κοίταζε με προσμονή τον δείκτη του ρολογιού. Η αλλαγή βάρδιας πλησίαζε λυτρωτικά, όταν είδε τον τελευταίο πελάτη που θα εξυπηρετούσε. -Καλημέρα σας, κύριε! Πως θα μπορούσαμε να σας εξυπηρετήσουμε, ρώτησε με ευγένεια. Ένας ηλικιωμένος κύριος, κοντά στα εξήντα, με βαμμένα, προφανώς, μαύρα μαλλιά και γυαλιά ηλίου στεκόταν μπροστά στον γκισέ. Παρότι είχε ήδη τριάντα βαθμούς θερμοκρασία έξω αυτός φορούσε ένα μαύρο μπουφάν, καλοκαιρινό, αλλά ογκώδες. Ακούμπησε τους αγκώνες του στον γκισέ, κοίταξε συνωμοτικά δεξιά κι αριστερά και έσκυψε το κεφάλι του μέχρι που αντίκρισε η Αντιγόνη τα μάτια, που πρόβαλαν πίσω από τα γυαλιά. Το βλέμμα του την ανατρίχιασε. Θυμήθηκε κάποιες παλιές ασπρόμαυρες ταινίες, όπου ο κακός πλησιάζει το ανυπεράσπιστο θύμα του, με διάθεση για παιχνίδι. Φορούσε ένα προσωπείο, που χαμογελούσε, αλλά από κάτω σίγουρα κρυβόταν κάτι φρικιαστικό! -Ένας όμορφος νεαρός κι ένα κορίτσι με μακριά μελαχρινά μαλλιά …ήρθαν χθες. Θέλω το νούμερο του δωματίου τους, ψέλλισε αποφασιστικά μέσα απ’ τα δόντια του και κοίταξε ανέμελα τριγύρω. Πρόσεξε με την άκρη του ματιού του την ταραχή που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της κοπελιάς και έσπευσε να συμπληρώσει. Είμαι αστυνομικός! Μην ανησυχείς και μην κάνεις καμιά σκηνή! Πες μου μόνο το νούμερο του δωματίου και θα γλυτώσεις από μένα, δήλωσε δείχνοντας την αστυνομική του ταυτότητα. Αυτό το τελευταίο ακούστηκε αρκούντος απειλητικό στην Αντιγόνη. Έστρεψε το βλέμμα της στον υπολογιστή. Όχι για να βρει το δωμάτιο, θυμόταν το νούμερο και ότι σχετιζόταν με τον υπέροχο νέο που έμενε σ’ αυτό, αλλά για να κερδίσει λίγο χρόνο. Ήταν μπερδεμένη. Ήταν σίγουρη ότι ο κύριος μπροστά της έψαχνε τον Πλάτων και την φίλη του, αλλά γιατί; -Δώστε μου κάποιο όνομα παρακαλώ, ζήτησε με σπασμένη φωνή. Το αδιέξοδο μεγάλωνε διαρκώς μέσα της. Ερωτήσεις σφυροκοπούσαν τα μηλίγγια της. «Δεν είναι λίγο περίεργος αυτός ο αστυνομικός; Γιατί ήρθε σε σένα και δεν πήγε απευθείας στον διευθυντή αφού πρόκειται για δουλειά της αστυνομίας; Είναι δυνατόν αυτό το καταπληκτικό πλάσμα, που ... μίλησε στο μυαλό σου να έχει προβλήματα με τον νόμο; Εκτός και αν ... » Ο αστυνομικός την διέκοψε απότομα. -Πλάτων Αριστείδης, δεσποινίς. Πλάτων Αριστείδης! Η Αντιγόνη δεν μπόρεσε να κρύψει ένα μειδίαμα ευχαρίστησης. Ήξερε ότι δεν υπήρχε καταχωρημένο το όνομα του Πλάτωνα, παρά μόνο αυτό της κοπελιάς του. Δυστυχώς όμως γι’ αυτήν το μειδίαμα ευχαρίστησης την έβαλε σε μπελάδες, καθώς έγινε αντιληπτό και από τον Αστυνόμο. Και του δημιούργησε την υποψία, ότι μάλλον αυτή η πονηρή πιτσιρίκα που είχε απέναντι του δεν θα ήταν και τόσο συνεργάσιμη τελικά. -Όχι, δυστυχώς δεν υπάρχει αυτό το όνομα, δήλωσε προσπαθώντας να ακουστεί λυπημένη. Ίσως είναι σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο. Έχει τόσα εδώ γύρω, που ...ίσως… να… η φωνή της έσβησε αργά βλέποντας τον άντρα απέναντι της να την κοιτάζει ασάλευτος με μάτια άγρια, σαν θηρία έτοιμα να πεταχτούν απ’ τις σπηλιές τους! Η Αντιγόνη τον είδε να βάζει το χέρι του αργά μες το μπουφάν του και να πιάνει κάτι. Ο κρύος, μεταλλικός ήχος, που ακούστηκε της πάγωσε το αίμα! -Είσαι σίγουρη λοιπόν ότι δεν βρίσκεται εδώ αυτός που ψάχνω; Ένας νέος, πολύ
80
όμορφος απ’ ότι λένε, δήλωσε σαρκαστικά. Δεν μπορεί, μια χαριτωμένη νέα σαν και σένα θα τον έπαιρνε αμέσως χαμπάρι! Και δεν είναι το μόνο που θα έπαιρνες απ’ αυτόν … ή σ’ αυτόν, είπε χαμογελώντας σαρδόνια. Αυτή βρισκόταν ένα στάδιο πριν τον πανικό. Πρώτη φορά βρισκόταν σε τόσο δύσκολη θέση. Απειλούνταν η ζωή της γαμώτο! Θα είχε κάθε λόγο να του δώσει το νούμερο του δωματίου και να απωθήσει για πάντα από την μνήμη της αυτό το περιστατικό. Ήξερε όμως ότι είναι άλλο πράγμα να λες ή να σκέφτεσαι κάτι και άλλο να το κάνεις. Είχε καλημερίσει τον Πλάτων την ώρα, που έφευγε και αυτός της είχε χαρίσει το ωραιότερο χαμόγελο, που είχε δει ποτέ της. Ένα χαμόγελο, που ανάβλυζε ζεστασιά και αγάπη, ένα χαμόγελο όλο ανθρωπιά! Ήταν μονός του όμως! Επομένως η φίλη του, και πιθανόν αγαπημένη του, βρισκόταν στο δωμάτιο, ολομόναχη. Δεν μπορούσε να στείλει αυτόν τον τύπο εκεί πάνω. Δεν ήθελε καν να σκεφτεί τι θα μπορούσε να συμβεί. Αλλά δεν μπορούσε ούτε και να καλέσει τον διευθυντή της, ήταν σίγουρη πλέον ότι ο αστυνομικός μπροστά της λειτουργούσε εκτός νομικού πλαισίου. Μπορεί να μην ήταν καν αστυνομικός, γαμώτο! Μάλιστα. Πλήρες αδιέξοδο! Δεν ήταν ποτέ ο τύπος ανθρώπου που θα μπορούσε να διανοηθεί ότι έχει έστω και ψήγματα ηρωισμού μέσα του. Κι όμως ανακάλυψε βαθιά, μες τον πυρήνα της ύπαρξης της, έναν χείμαρρο ηρωισμού και συνειδητοποίησε για πρώτη φορά στην ζωή της ότι διέθετε μια καρδία από ατσάλι! Θα όρθωνε το ανάστημα της λοιπόν και θα πάλευε για έναν τελείως άγνωστο; Όχι, όχι δεν ήταν τελείως άγνωστος. Ήταν ο Πλάτων και ήταν, κατά την άποψη της, το ομορφότερο και τελειότερο δημιούργημα της φύσης! Και σίγουρα δεν θα ζητιάνευε για έλεος από αυτόν που εκπροσωπούσε, ήταν σίγουρη πλέον, τις δυνάμεις του κακού. -Δυστυχώς, δεν μπορώ να σας βοηθήσω, είπε με περίσσιο θάρρος και αποφασιστικότητα με αποτέλεσμα ο Αστυνόμος να κρεμάσει τα χείλη του σε μια έκφραση έκπληξης και απελπισίας, στιγμές μόλις πριν εκραγεί! 14 Έστεκε ακίνητος με κλειστά μάτια κι ένιωθε ένα τεράστιο βάρος στους ώμους του σχετικά με την εξέλιξη των πραγμάτων. Μπορεί να ένιωθε απόλυτα σίγουρος για τον σκοπό του, όμως με το που βγήκε από το ταξί ο φόβος για την δυνατότητα επιτυχίας του εγχειρήματος του έκανε μια απρόσμενη εμφάνιση. Πήρε μια βαθιά ανάσα καθαρίζοντας πλήρως τις σκέψεις του κι άφησε τον ανανεωμένο του εγκέφαλο να αναλάβει την κατάσταση, ενώ οι δυο φύλακες βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής. Το τι συνέβη από εκείνη την στιγμή και για τα επόμενα πενήντα-εξήντα δευτερόλεπτα είναι δύσκολο να περιγράφει, σχεδόν αδύνατο για τις ατελείς αισθήσεις και τις απλοϊκές εμπειρίες μας, ακριβώς όπως και με την Δύναμη, παρόλα αυτά, δεν χάνουμε τίποτα να το προσπαθήσουμε! Άνοιξε τα μάτια του λοιπόν και ο φόβος μαζί με το άγχος εξαφανίστηκαν το ίδιο απότομα, όσο είχαν εμφανιστεί. Κοίταξε πρώτα τον ένα και στην συνεχεία τον άλλο φύλακα κατευθύνοντας την σκέψη του στο μυαλό τους. Αυτοί άκουσαν ξεκάθαρα μέσα τους μια άγνωστη φωνή και ο Πλάτων, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο, τους έδωσε μια απλή διαταγή: «Μείνε ακίνητος!». Αυτοί πάγωσαν και έμειναν να κοιτούν το κενό, ασάλευτοι κι ανήμποροι να αντιδράσουν στην επιθυμία του. Η θέλησή τους δεν τους ανήκε. Ο Πλάτων προσπέρασε τα ζωντανά αγάλματα και προχώρησε προς την είσοδο του Μεγάρου, ενώ οι υπόλοιποι τρεις φρουροί και ο επικεφαλής τους παρακολουθούσαν απορημένοι τους δυο
81
φρουρούς να στέκουν σαν παγοκολόνες. Παράλληλα, ο Πλάτων, ενώ ένιωσε την γνωστή του πλέον ζαλάδα να κάνει την άχαρη εμφάνισή της, συνέχισε αποφασίστηκα, αλλά με την μεγαλύτερη δυνατή οικονομία δυνάμεων. Διέκρινε αυτόν που έμοιαζε να είναι ο επικεφαλής και του έδωσε μια εντολή, πριν προλάβει αυτός να απορήσει για αυτό που συνέβαινε. Αμέσως ψιθύρισε μηχανικά στους υπόλοιπους: -Αφήστε τον να περάσει… έχει ραντεβού μέσα! Αυτοί, μαθημένοι να υπακούν, δεν αντέδρασαν παρότι το σκηνικό γεννούσε πλήθος ερωτημάτων. Πέρασε την πύλη και επιτάχυνε το βήμα του προς την είσοδο. Ανέβηκε με ένα εντυπωσιακό σάλτο, σαν αίλουρος, καμία δεκάρια σκαλιά και πέρασε το κατώφλι του Μεγάρου, την στιγμή που οι δυο φύλακες και ο επικεφαλής τους έβγαιναν από το πεδίο δράσης του και τον νοητικό τους λήθαργο με την συνοδεία ενός τρομερού πονοκεφάλου. Οι δυο φύλακες έστεκαν σαστισμένοι μην γνωρίζοντας τι δουλειά είχαν στο σημείο που βρισκόταν. Γύρισαν προς τους συναδέλφους τους τρίβοντας με τα χέρια τα μηλίγγια τους, που δονούνταν. Πλησιάζοντας άκουσαν την εύλογη απορία: -Τι έγινε ρε παιδιά; Γιατί παγώσατε; Ο επικεφαλής ρώτησε εξίσου απορημένος, σαν ένα μικρό παιδί μπροστά σε κάτι ανεξήγητο και με τον ίδιο έντονο πονοκέφαλο να τον βασανίζει: -Τι συνέβη μόλις τώρα; Το κεφάλι μου πάει να σπάσει και δεν θυμάμαι τίποτα. Αισθάνομαι ένα κενό λίγων δευτερολέπτων στην μνήμη μου. Σας έδωσα εντολή να ρωτήσετε τον νέο που βγήκε από το ταξί τι ήθελε και μετά… Ο Πλάτων προχώρησε στον προθάλαμο, όπου ένας μικρός λαβύρινθος, από διαδρόμους, πόρτες και σκαλιά, σχηματιζόταν μπροστά του. Το Μέγαρο ήταν ένα νεοκλασικό κτίριο και η διακόσμηση του ήταν ανάλογη. Άκουσε, μόνο αυτός, ένα ψίθυρο να προέρχεται από μια πόρτα στα δεξιά του. Κινήθηκε αστραπιαία, την άνοιξε και είδε μια ηλικιωμένη κυρία, μάλλον καθαρίστρια κρίνοντας από τα είδη καθαρισμού, που γέμιζαν τον χώρο, να μιλά στο κινητό της. Αυτή τρόμαξε, αλλά πάγωσε όπως και οι υπόλοιποι όταν οι πόρτες τους μυαλού της ανοίχτηκαν βίαια και ο χάρτης του Μεγάρου, σχεδιασμένος έπειτα από δεκαπέντε χρόνια καθαριότητας σε κάθε σπιθαμή του, αποτυπώθηκε στιγμιαία στο μυαλό του Πλάτωνα. Τα ρουθούνια του άνοιξαν εκείνη την στιγμή, δυο κόκκινα ρυάκια κύλησαν αργά και η εξάντληση τον επισκέφτηκε. Γονάτισε για λίγο μπρος την φοβισμένη γριούλα και έδωσε μια αγωνιώδη εντολή στο μυαλό του να συνέλθει και μάλιστα γρήγορα. Οι τρεις φρουροί που δεν είχαν δεχτεί το άγγιγμα του Πλάτων εξήγησαν στον επικεφαλής τι ακριβώς είχε συμβεί. Αυτός τρομοκρατήθηκε ακούγοντας ότι έδωσε εντολή να αφήσουν έναν άγνωστο να εισέλθει στο Μέγαρο και ούρλιαξε με όση δύναμη του επέτρεπε ο πρωτόγνωρος αυτός πονοκέφαλος! -Σημάνετε συναγερμό! Τρέξτε μέσα! Ταυτόχρονα συναγερμός χτύπησε και στο μυαλό του Πλάτων. Οι φρουροί ήταν πλέον στο κατώφλι του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε από το δωμάτιο τρέχοντας, αν και εξακολουθούσε να αιμορραγεί. Σαν τέλειο σύστημα πλοήγησης ο εγκέφαλος του είχε υπολογίσει την κοντινότερη διαδρομή μέχρι το γραφείο του πρωθυπουργού. Ανέβηκε τα σκαλιά, έστριψε δεξιά στον διάδρομο, προσπερνώντας κάποιους γραμματείς, που τον κοίταξαν απορημένοι και την ιδία ώρα οι εξωτερικοί φρουροί ανέβαιναν τα σκαλιά της εισόδου του Μεγάρου ουρλιάζοντας στην ενδοσυνεννόηση: -ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ! Οι φωνές, που καλούσαν απεγνωσμένες, κινητοποίησαν το τελευταίο εμπόδιο μέχρι τον τελικό του προορισμό. Τρεις άντρες βγήκαν από ένα γραφείο δίπλα σε αυτό του πρωθυπουργού και στάθηκαν μπροστά από την πόρτα. Έβγαλαν ταυτόχρονα τα όπλα τους, είδαν έναν άντρα που έτρεχε απειλητικά καταπάνω τους και τον σημάδεψαν. Ο Πλάτων άπλωσε το δεξί του χέρι με την παλάμη μπροστά και τα δάχτυλα
82
ανοιχτά σαν βεντάλια και μια ασθενική, αλλά ικανοποιητική ποσότητα της Δύναμης ξεχύθηκε από το χέρι του. Χτύπησε τους άντρες σαν αέρας από τυφώνα και τους τσάκισε με δύναμη πάνω στην πόρτα. Έπεσαν αναίσθητοι στο πάτωμα και ο Πλάτων, περνώντας από πάνω τους, τρύπωσε στην μισάνοιχτη πόρτα την οποία κλείδωσε πίσω του. Άκουγε τις φωνές να πλησιάζουν διαρκώς, αλλά ήταν τόσο εξαντλημένος που έπεσε στο δεξί του γόνατο και στηρίχτηκε στο αριστερό του χέρι. Δυο άντρες όρθιοι, ο πρωθυπουργός πίσω από το γραφείο και ένας συνεργάτης του μπροστά από αυτό, κοίταζαν έκπληκτοι, ακίνητοι και φοβισμένοι έναν νεαρό άντρα, άγνωστο και μάλλον επικίνδυνο, κρίνοντας από τις φωνές πανικού, τον γδούπο που άκουσαν πριν από λίγο πάνω στην πόρτα και κυρίως από τα αυστηρά σαν γαλάζια φωτιά μάτια του, που τους παρατηρούσαν αγριεμένα, αλλά και το βαμμένο, απ’ το αίμα που έτρεχε ποτάμι απ’ τα ρουθούνια του, κόκκινο πηγούνι του! 15 Ο Αστυνόμος το μόνο που ήθελε εκείνη την στιγμή ήταν να βγάλει το σιδερικό του και να φυτέψει μια σφαίρα στο αναιδέστατο μουτράκι της Αντιγόνης. Κι ενώ πριν από λίγο καιρό αυτή θα ήταν μια πιθανή σκέψη, η οποία δεν θα μετατρεπόταν ποτέ σε πράξη, σήμερα ένα κέντρο του εγκέφαλου του, ανενεργό απ’ όταν γεννήθηκε, του πρόσφερε και μια άλλη επιλογή. Για την ακρίβεια του έδειξε έναν νέο συναρπαστικό κόσμο, όπου πλέον θα δρούσε με οποιοδήποτε τρόπο θα ήταν αποδοτικός, χωρίς να τον απασχολεί η συμβατική ηθική. Δεν θα χρειαζόταν πλέον να είναι αντιμέτωπος με κάποιον εγκληματία, κάποιον φονιά ή ληστή για να πυροβολήσει, αρκούσε απλώς ο άτυχος απέναντί του να είναι … εμπόδιο στον δρόμο του. Στην προκείμενη περίπτωση βέβαια, δεν ήταν καθόλου αποδοτικό να στείλει στον άλλο κόσμο το μοναδικό ίσως άτομο, που προφανώς είχε κάποιες χρήσιμες πληροφορίες γι’ αυτόν, θα χρειαζόταν λοιπόν να τις εκμαιεύσει διαφορετικά. Τράβηξε το πιστόλι αρκετά ώστε να φάνει κάτω από το μπουφάν του. -Ακολούθησε με στο ασανσέρ, γιατί απλώς θα σου τινάξω τα μυαλά στον αέρα εδώ που είμαστε, δήλωσε ήρεμα και χαμογελώντας ειρηνικά. Δεν έκανε μεγάλη προσπάθεια να φανεί πειστικός κι αυτό λειτούργησε καταλυτικά στην ψυχολογία της κοπέλας. Ένοιωσε σίγουρη ότι ο τύπος απέναντι της ήταν αδίστακτος και δεν αστειευόταν. Τρομοκρατημένη προχώρησε διστακτικά προς το ασανσέρ, με τους πελάτες που περίμεναν στο γκισέ να ρωτούν απορημένοι: -Δεσποινίς, που πάτε; Η κάρτα μου, παρακαλώ. Η αναστάτωση έφτασε γρήγορα στα αυτιά του προϊσταμένου της, ο οποίος αφού την είδε να απομακρύνεται χωρίς λόγο από το πόστο της είπε προστακτικά: -Αντιγόνη, έλα να εξυπηρετήσεις τους πελάτες, σε παρακαλώ! Η Εύη δεν ήρθε ακόμη. Όμως η Αντιγόνη συνέχιζε κοκαλωμένη προς το ασανσέρ κοιτώντας τον ηλικιωμένο αστυνομικό που της χαμογελούσε. Πέρασε από δίπλα του κι έφτασε στο ασανσέρ την ώρα που άνοιγε η πόρτα και ένα απότομο και βίαιο σπρώξιμο από πίσω την έστειλε απευθείας πάνω στον καθρέπτη της καμπίνας. Πιάστηκε από το χερούλι για να μην πέσει και είδε να καθρεπτίζεται πίσω της το χειρότερο χαμόγελο, μείγμα μίσους και αηδίας, που θα έβλεπε ποτέ. Ο Αστυνόμος έδιωξε με αγένεια τρία άτομα που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν το ασανσέρ. Είχε ξεκαθαρίσει μέσα του ότι θα εκπλήρωνε τον στόχο του με κάθε κόστος. Ήταν διατεθειμένος να ρισκάρει ακόμη και την ζωή του, πόσο μάλλον το μέλλον του στην αστυνομία ή την φυλακή. Δεν του καιγόταν καρφί πλέον! Η αποστολή του ήταν πάνω απ’ όλα. Έπρεπε να εξοντώσει τον Πλάτων και όποιον αυτός αγαπούσε. Οφθαλμός αντί οφθαλμού, ίσως και κάτι παραπάνω! -Τι λες να πάμε μια βόλτα ψηλά; Ελπίζω να μην έχεις υψοφοβία, είπε και πάτησε το
83
κουμπί του τελευταίου ορόφου, την στιγμή που σε ένα δωμάτιο μες το ξενοδοχείο η Νεφέλη χαμογελούσε με κλειστά βλέφαρα βγαίνοντας γλυκά απ’ τον ύπνο της. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους και η κοπέλα γύρισε φοβισμένη. Το ασανσέρ άρχισε να ανεβαίνει ταχύτατα τους ορόφους και η Αντιγόνη είδε τον αστυνομικό απέναντι της με κλειστά μάτια σαν άλλος μαέστρος να διευθύνει την χαλαρωτική μουσική, που ακουγόταν στα ηχεία. Αυτή ξεφύσηξε αγχωμένη και πριν προλάβει να αντιδράσει, ο Αστυνόμος, σαν η γάτα απέναντι απ΄ το ποντίκι και παρά την ηλικία του, με μια αστραπιαία κίνηση την κάρφωσε στον καθρέπτη πιάνοντας την από τον λαιμό. Με μάτια τρομοκρατημένα είδε τα χείλη του να τεντώνονται σε ένα σαρκαστικό χαμόγελο! -Ώστε δεν θέλεις να μου πεις σε ποιο δωμάτιο είναι, έτσι; -Μα εγώ ... -Βούλωσε το! Αν πεις ψέματα, τελείωσες. Εδώ και τώρα! Αν πεις την αλήθεια, σε λίγο, μάλλον ... θα ξαναδείς τους δικούς σου! Σώπασε περιμένοντας την αντίδραση της. Ήταν φοβισμένη από την κορφή μέχρι τα νύχια, αυτό ήταν σίγουρο. Δεν ήξερε όμως αν αυτό ήταν αρκετό για να σπάσει την σιωπή της. Παραδόξως και ενώ ήταν σίγουρος ότι η μικρή απέναντι του ήξερε αυτό που ήθελε, αυτή έμοιαζε αφοσιωμένη σε έναν σκοπό. Και αυτό ήταν ότι χειρότερο γι’ αυτόν. Δεν υπάρχει χειρότερος αντίπαλος από τον άνθρωπο, που έχει πείσει τον εαυτό του, που έχει δηλαδή την πίστη, ότι υπάρχει ένας σκοπός πίσω από τις πράξεις του, οποίος κι αν είναι αυτός, καθιστώντας τον απόλυτο σκλάβο του ονείρου του! Ναι, αλλά γιατί να υπερασπιστεί έναν άγνωστο, έναν άνθρωπο που δεν ήξερε καν; Χαμογέλασε. -Αποφάσισε! Η’ θα δεις εσύ τους δικούς σου ή ... θα τους δω εγώ! Η Αντιγόνη στο άκουσμα της απειλής λύγισε. Κι ύστερα έσπασε! Το πρόσωπό της πλημμύρισε από δάκρυα και έφερε στο μυαλό της τα αγαπημένα της πρόσωπα. Σκέφτηκε τον πατέρα της και την μητέρα της, δυο μεροκαματιάρηδες ανθρώπους που την είχαν μεγαλώσει με προσωπικές θυσίες και στερήσεις και πλέον τους έτρωγε το άγχος που είχαν να την δουν νυφούλα, καθώς τα χρόνια περνούσαν. Σκέφτηκε τον μικρό της αδελφό, που σπούδαζε στην Θεσσαλονίκη κι αυτή του έστελνε χαρτζιλίκι όποτε μπορούσε. Ύστερα σκέφτηκε τον Πλάτων! Τα όμορφα και ειλικρινή του μάτια, το πανέμορφο πρόσωπο του. Και κυρίως έφερε στο νου της την φωνή μες το μυαλό της. «Μελωδία αγγέλων!» Η ζυγαριά, διαπίστωσε με έκπληξη, έγερνε προς τον Πλάτων. «Πως γίνεται αυτό» αναρωτήθηκε έκπληκτη. Το σιχαμερό όμως πρόσωπο που την κοίταζε με μίσος, έβαλε τα πράγματα στην θέση τους. Δεν μπορούσε να στείλει αυτό το κακό στην οικογένεια της, όχι της ήταν αδύνατο. Έλπιζε τελικά ο Πλάτων να τα βγάλει πέρα μαζί του. Δάκρυα ψυχής, που ζητούσαν ικετευτικά συγνώμη απ’ τον απόντα νεαρό, απ’ την ίδια της την αυτοεκτίμηση, κυλούσαν στα μάτια της και η φωνή της τρεμόπαιζε όταν είπε: -628. Αυτό είναι το δωμάτιο τους. Και σαν το είπε ξέσπασε σε αναφιλητά, έπεσε στο πάτωμα και κουλουριάστηκε. Είχε προδώσει κάποιον και αυτός δεν ήταν άλλος από τον εαυτό της! Ο Αστυνόμος έδιωξε το χαμόγελο από το πρόσωπο του και το αντικατέστησε ένα παγωμένο προσωπείο. Κοίταξε την νεαρή, που έκλαιγε στα πόδια του και ήταν σίγουρος για την μοίρα της. Καθώς το ασανσέρ ανέβαινε αυτός ένιωθε τον εαυτό του να πέφτει όλο και χαμηλότερα, να βυθίζεται στην έξαψη της εκδίκησης και του μίσους. Το ασανσέρ έφτασε τελικά στον τελευταίο όροφο. Την έπιασε από το χέρι, την σήκωσε και την έσυρε έξω. Έριξε μια αναγνωριστική ματιά και διέκρινε μετά από μικρή περιπλάνηση την βοηθητική πόρτα, που οδηγούσε στην ταράτσα. Ευτυχώς, κανένας άτυχος ένοικος δεν
84
βρέθηκε στον δρόμο του. Τραβώντας την Αντιγόνη την οδήγησε στα σκαλιά, όπου σχεδόν την έσυρε κι από εκεί βγήκαν στην ταράτσα. Ο δυνατός ήλιος φώτισε τα πρόσωπα τους και στέγνωσε απότομα τα δάκρυα της Αντιγόνης. Και τότε αυτή κατάλαβε. Ένοιωσε τον πανικό να ορμάει με μιας προς τα πάνω, έτοιμος να εκραγεί από το στομάχι προς το στόμα της. Απροσδόκητα όμως αυτός μαλάκωσε, ώσπου κόπασε εντελώς. Ο Αστυνόμος, που αντιλήφθηκε το ξεκίνημα του πανικού έμεινε έκπληκτος όταν αυτός απλά εξαφανίστηκε. Κοίταξε, ενοχλημένος σχεδόν, την κοπελιά. -Τι έγινε; Δεν θα παρακαλέσεις για την ζωή σου; Δεν θα παλέψεις γι’ αυτή; Η έκπληξη του μεγάλωσε ακόμη περισσότερο όταν είδε ένα χαμόγελο να σχηματίζεται αργά. Την έσπρωξε στα κάγκελα, πενήντα μέτρα πάνω από το έδαφος. Αυτή συνέχισε να χαμογέλα κοιτάζοντας το κενό. Ο Αστυνόμος την έπιασε από τα μαλλιά και άρχισε τις φωνές. -Βλέπεις που θα σε ρίξω, σκρόφα; Σου φαίνεται αστείο αυτό; Θυμάσαι που σου είπα ότι σύντομα θα δεις τους δικούς σου, αν είσαι καλό κορίτσι; Ορίστε, εννοούσα τους πεθαμένους συγγενείς σου! Μόνο που η Αντιγόνη δεν τον άκουγε. Είχε καταφέρει σε χρόνο μηδέν να συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου. Βλέπετε, σύμφωνα με τους δασκάλους του Ζεν, τους οποίους η Αντιγόνη αγνοούσε, όταν κάποιος δεχτεί ότι η κατάστασή του είναι απελπιστική, μη αναστρέψιμη, τότε το μυαλό του πλησιάζει την γαλήνη, μια ιδανική νοητική κατάσταση! Έτσι κι αλλιώς δεν είχε ποτέ ελπίδες με τον τύπο απέναντι της. Και το βασικότερο όλων ήταν ότι τελικά, ίσως έτσι έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να του πει τον αριθμό του δωματίου. Δεν ήξερε γιατί, αλλά κάτι μέσα της την είχε πείσει ότι είχε πράξει το σωστό. Σίγουρα όχι γι’ αυτήν, ίσως όχι για τον Πλάτων και την κοπελιά του, αλλά οπωσδήποτε για όλο τον κόσμο. «Για όλο τον κόσμο» σκέφτηκε και το χαμόγελο της μεγάλωσε στο μέγιστο την ώρα που ο Αστυνόμος την έσπρωχνε στο κενό. Ένιωσε το κορμί της να αφήνεται στην βαρύτητα και συνέχισε να χαμογέλα, καθώς το πρόσωπο του Αστυνόμου που την κοιτούσε ψυχρά απομακρυνόταν γοργά από το οπτικό της πεδίο. Δεν πρόλαβε να νιώσει το παραμικρό και ύστερα επέστρεψε στο τίποτα! 16 Τους φάνηκε ότι είδαν αμυδρά μια γαλάζια φλόγα να χορεύει στο τεντωμένο δεξί χέρι του νεαρού απέναντι τους, που ήταν στραμμένο προς το μέρος τους και οπισθοχώρησαν έκπληκτοι και τρομαγμένοι, αποκτώντας μια έντονη αίσθηση ότι απειλούνταν οι ζωές τους. Ο πρωθυπουργός είδε τον ματωμένο νεαρό να τον κοιτάζει κατάματα και άκουσε μια φωνή βαθιά μες στο μυαλό του: «Δώσε εντολή να μας αφήσουν ήσυχους, ειδάλλως...ΤΩΡΑ!» Μπορεί να ήταν σαστισμένος ακόμη και το μυαλό του να θόλωσε στο άκουσμα μιας άγνωστης, τρομακτικής φωνής μέσα του, υπάκουσε όμως αμέσως κι έδωσε ρομποτικά σχεδόν εντολή στον βοηθό του να βγει έξω και να πει στους φύλακες να μην επιχειρήσουν το παραμικρό και να τους αφήσουν ήσυχους. -Όλα είναι εντάξει, είπε ο πρωθυπουργός με μια χροιά ερώτησης και κοιτάζοντας με γουρλωμένα μάτια τον νεαρό. Αυτός ένευσε καταφατικά. Ο βοηθός του υπάκουσε και κινήθηκε φοβισμένα και προσεκτικά προς την έξοδο. Ο Πλάτων σηκώθηκε μετά βίας και πήγε προς τον πρωθυπουργό. Αυτός έμεινε ακίνητος να τον παρατηρεί και χωρίς αντίσταση τον είδε να έρχεται από πίσω του και να τον πιάνει απαλά από τον ώμο. Ήθελε να κρυφτεί πίσω απ’ το κορμί του χρησιμοποιώντας τον σαν ασπίδα για να προφυλαχτεί από κάθε ενδεχόμενο.
85
-Λόγοι προστασίας. Συγνώμη για την ακαταστασία, πρόσθεσε εξαντλημένος με τρεμάμενη φωνή και δείχνοντας το αίμα που χρωμάτιζε μακάβρια το πηγούνι του και το λευκό του κοντομάνικο, ενώ η αιμορραγία είχε αρχίσει, ευτυχώς, να σταματάει. Έκανε νόημα στον βοηθό, που στεκόταν τρέμοντας στην πόρτα να βγει έξω. Αυτός υπάκουσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, την ώρα που οι φρουροί απ’ έξω αναρωτιόνταν πως θα έπρεπε να αντιδράσουν. Είδαν απ’ το άνοιγμα τον πρωθυπουργό ακίνητο και το βλέμμα του μαρτυρούσε τον πανικό που έκρυβαν τα μάτια του. Ο νεαρός μόλις που διακρινόταν πίσω του. Ίσως κρατούσε όπλο κι αυτό το βλέμμα ... Τους κοίταζε σαν πληγωμένο θηρίο κι όλοι ξέρουν ότι δεν κάνουμε μαλακίες με πληγωμένα θηρία. Ποτέ! -Εντολή του πρωθυπουργού να τους αφήσουμε μο...μόνους τους, είπε τραυλίζοντας από τον φόβο του ο βοηθός. Είναι ... είναι ..., έφυγε τρέχοντας για να μην κλάψει μπροστά τους. Ο επικεφαλής της ασφάλειας εξακολουθούσε να κοιτάζει τον πρωθυπουργό και τον ακάλεστο επισκέπτη του. Ο πρωθυπουργός μάζεψε όση αυτοπεποίθηση μπορούσε και έγνεψε ότι όλα είναι εντάξει. -Εντάξει, παιδιά, γυριστέ στα πόστα σας! Όλα είναι εντάξει, είπε και έκλεισε την πόρτα. Γύρισε απότομα στους άντρες του. Λοιπόν, προφανώς έχουμε κάτι σαν κατάσταση ομηρίας. Δεν ξέρω πόσο σοβαρό θα αποδειχθεί, δεν ξέρω καν τι τύπος είναι αυτός εκεί μέσα, αλλά φαίνεται επικίνδυνος και θέλω πλήρη επαγγελματισμό. Αντρέα, φέρε μου τον βοηθό σε πέντε λεπτά, αφού ηρεμήσει λίγο πρώτα, γιατί έτσι όπως βγήκε σαν βρεγμένη γάτα μας είναι άχρηστος. Ήταν παρών και θα έχει σίγουρα κάποιες πληροφορίες να μας δώσει. Καλέστε τον υπουργό Δημόσιας Τάξης και οι υπόλοιποι περικυκλώστε το δωμάτιο, δυο έξω στον κήπο και οι υπόλοιποι εδώ. Και κοιτάξτε να συνεφέρεται αυτούς του τρεις είπε δείχνοντας τους λιπόθυμους φύλακες στο πάτωμα και άρχισε να τρέχει προς το ισόγειο, όπου βρισκόταν το γραφείο του με τους δυο άντρες να τον ακολουθούν και τους υπόλοιπους να μένουν σε επιφυλακή έξω από το γραφείο του πρωθυπουργού. Μόλις έκλεισε η πόρτα, ο Πλάτων, σίγουρος ότι είχε τον απαραίτητο χρόνο στην διάθεση του, έκατσε στην καρέκλα συνεργασίας του πρωθυπουργικού γραφείου. -Παρακαλώ, καθιστέ, παρότρυνε τον πρωθυπουργό εμφανώς ταλαιπωρημένος. Έκλεισε τα μάτια και πηρέ λίγες βαθιές ανάσες. Η αιμορραγία είχε σταματήσει εντελώς τώρα, αισθανόταν όμως μια αφόρητη κούραση. Είχε ήδη ξεπεράσει τον εαυτό του και το είχε καταφέρει μόνο και μόνο με την θέληση του. Δεν ήταν ακόμη έτοιμος για τόσο εξαντλητική χρήση των δυνάμεων του. Κοίταξε τον ισχυρότερο άντρα της χώρας απέναντι του. Αυτός του ανταπέδιδε ένα βλέμμα όλο αγωνία. Ο αρχικός του τρόμος είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, οι απορίες όμως για την γαλάζια φλόγα, που νόμισε ότι είδε και την φωνή, που σίγουρα άκουσε στο μυαλό του προσπαθούσαν να βρουν τον δρόμο προς την επίλυση τους. -Κύριε πρωθυπουργέ, το μόνο που θέλω είναι μια μικρή συνομιλία μαζί σας. Δεν έχετε να φοβάστε τίποτα από εμένα. Το μόνο που θα κάνω είναι να αμυνθώ σε περίπτωση, που προκληθώ από τους άντρες σας, αλλά και πάλι τονίζω ότι εσείς δεν έχετε να φοβάστε τίποτα. Μίλησε αργά, γιατί ακόμα και η ομιλία του ήταν δύσκολη τούτη την ώρα. Για αρχή θέλω να σας παρακαλέσω να ζητήσετε λίγο φαγητό, είπε με τον πρωθυπουργό να μένει άναυδος στην αρχή, αλλά αγωνιζόμενος να κατανοήσει την κατάσταση δεδομένης της εμφανούς εξάντλησης του νεαρού. -Ποιος είσαι, νεαρέ, ρώτησε με αγωνία, σηκώνοντας το ακουστικό, για να εισπράξει κατάματα την απάντηση: -Και συ; Ποιος είσαι εσύ, κύριε πρωθυπουργέ, τον ρώτησε σοβαρός και το μυαλό του πρωθυπουργού μπερδεύτηκε ακόμη περισσότερο. -Πλάτων, δήλωσε προτάσσοντας το χέρι του για την τυπική χειραψία. -Οκ, Πλάτων! Θα ζητήσω αμέσως ότι θέλεις. Έχεις κάποια προτίμηση, είπε διστακτικά
86
σφίγγοντας με δυσπιστία το χέρι του νεαρού και ψάχνοντας το νόημα της ερώτησης που μόλις του έκανε. «Ποιος είμαι;» -Όχι, όχι, οτιδήποτε είναι διαθέσιμο. Απλώς σε μεγάλες ποσότητες, απάντησε ο νεαρός με δυσκολία. Ο πρωθυπουργός έβαλε το τηλέφωνο στην ανοιχτή συνομιλία και κάλεσε. -Μάλιστα, κύριε πρωθυπουργέ, απάντησε μια γυναικεία φωνή. -Ελένη, θέλω να μου ετοιμάσεις μια μεγάλη μερίδα φαγητού και άμεσα, γιατί έχω κάποιον ... καλεσμένο. Ο Πλάτων μες την κούραση του θυμήθηκε τις αστυνομικές ταινίες, όπου βάζουν υπνωτικό μες το φαγητό. Κοίταξε επίμονα τον πρωθυπουργό, ο οποίος συνέχισε αδιάφορα: -Α, Ελένη, πες στην ασφάλεια να μην τολμήσει οτιδήποτε με το φαγητό, γιατί … κινδυνεύει η ζωή μου. Έκλεισε το τηλέφωνο και ένας έντονος πονοκέφαλος ήρθε ακάλεστος και εγκαταστάθηκε στα μηλίγγια του. Ο Πλάτων εξαντλήθηκε ακόμη περισσότερο και ακούμπησε βαριανασαίνοντας τους αγκώνες στα γόνατα του. Θα μπορούσε να το έχει αποφύγει αυτό, αλλά η αμείλικτη κούραση δεν τον άφηνε να σκεφτεί καθαρά. Ο επικεφαλής ασφαλείας άκουσε την συνομιλία και αποφάσισε να ακολουθήσει την εντολή του πρωθυπουργού. Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης και οι επιτελείς του ήταν καθοδόν και θα άφηνε αυτούς να αποφασίσουν. Η θέση του ήταν ήδη επιβαρυμένη με το συμβάν, αλλά γαμώτο δεν πίστευε ότι οποιοσδήποτε άλλος θα είχε καταφέρει κάτι καλύτερο. Τουλάχιστον όχι με τον συγκεκριμένο νεαρό αντίπαλο. Ολόκληρη η συμπεριφορά του και το ότι κατόρθωσε να φτάσει στον πρωθυπουργό μπορεί να έκαναν το Μέγαρο Μαξίμου να φαίνεται παιδική χαρά, αλλά αυτό οφειλόταν σε ακατανόητες ικανότητες που διέθετε αυτός και όχι σε κενά ασφαλείας! Σε λίγο, μια γυναικεία φωνή ζήτησε την άδεια να μπει στο δωμάτιο και αφού ο Πλάτων πήγε και πάλι αργά πίσω από τον πρωθυπουργό, αυτός της είπε να περάσει. Η πόρτα άνοιξε και μια σαραντάρα κυρία έφερε ένα καροτσάκι γεμάτο με υπέροχα εδέσματα, υπό την διακριτική παρουσία των αντρών ασφαλείας έξω από το δωμάτιο. Οι μυρωδιές ξεχύθηκαν στον χώρο και τρύπωσαν χορεύοντας στα ρουθούνια του Πλάτων. Η κυρία έφυγε και αδιαφορώντας για το σαβουάρ βιβρ, ο φίλος μας άρχισε να καταβροχθίζει με μανία το φαγητό, με τον πρωθυπουργό να αναρωτιέται ακόμη τι είχε συμβεί πριν από λίγο και να σκέφτεται ότι αυτός είναι, εκτός των άλλων, ο πιο πεινασμένος άνθρωπος που είδε ποτέ του! 17 Ο Αστυνόμος κόλλησε το αυτί του πάνω στην πόρτα του 628 και κλείνοντας τα μάτια προσπάθησε μέσω του ήχου να αφουγκραστεί τι γινόταν μέσα. Είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούσε να είναι αρκετά προσεκτικός με αυτόν τον νέο και σίγουρα δεν ήθελε να βρεθεί προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Του φάνηκε ότι άκουσε τον δροσερό ήχο του νερού να τρέχει. Μάλλον η κοπελιά βρισκόταν στο ντους. Χτύπησε με την γροθιά του την πόρτα τρεις φορές αρκετά δυνατά, ώστε να σιγουρευτεί ότι θα τον ακούσει. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα το νερό σταμάτησε και αυτός χτύπησε και πάλι την γροθιά του, πιο γλυκά αυτή την φορά. Δεν άκουσε την γυάλινη πόρτα του μπάνιου, καθώς αυτή άνοιγε αθόρυβα. Η Νεφέλη, καλύβοντας το σώμα της με μια λευκή πετσέτα, πλησίασε διστακτικά. Σκέφτηκε ότι ο Πλάτων είχε την κάρτα- κλειδί επομένως… Ρώτησε από απόσταση:
87
-Ποιος είναι; Η φωνή της ακούστηκε σταθερή, αλλά ένα αίσθημα αμφιβολίας και φόβου βγήκε στην επιφάνεια από τα βάθη του ασυνείδητου της και σχεδόν την τράνταξε. Κάτι δεν ήταν σωστό. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Πισωπάτησε φοβισμένη. Ο Πλάτων έτρωγε λαίμαργα με τις αισθήσεις του σε υπερδιέγερση. Χρησιμοποιούσε τα χέρια του για να τραφεί, ενώ τα μάτια του σάρωναν τον χώρο γύρω του. Φάνταζε σαν πληγωμένο θηρίο, που προσπαθούσε να επιβιώσει σε έναν κόσμο κατώτερο του. Ξαφνικά και πριν προλάβει να καταπιεί την μπουκιά που γέμιζε το στόμα του πάγωσε. Στο σφύριγμα του άνεμου, που χόρευε έξω και έφτασε απρόσμενα στα αυτιά του, άκουσε έναν ψίθυρο. Μια ικεσία! «Πλάτων» του φάνηκε πως είπε και χάθηκε στον χωροχρόνο. Σηκώθηκε, παρατώντας την μπριζόλα που καταβρόχθιζε και προκαλώντας το ξάφνιασμα του πρωθυπουργού, που τον είδε να κατευθύνεται απότομα προς το παράθυρο. Μεσημεριανό αεράκι, σε μια ηλιόλουστη, καυτή ημέρα, κυμάτιζε στο πρόσωπο της Αθήνας. Έμεινε ακίνητος να παρατηρεί στο βάθος του χώρου. Πίσω απ’ το τζάμι, ανάμεσα στα δέντρα και τα κτίρια που παρεμβαλλόταν, προσπαθούσε να διακρίνει με τα μάτια του το μοναδικό σημείο που τον ενδιέφερε εκείνη την στιγμή. Ένα ξενοδοχείο. Ένα δωμάτιο ήταν ο προορισμός του. Και μέσα του, βρισκόταν εκείνη! Απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό, χωρίς να τον κοιτάξει. -Συγγνώμη, για την αναστάτωση, κύριε πρωθυπουργέ! Η συνάντηση μας έπρεπε να γίνει πάση θυσία και έγινε. Σκεφτείτε ότι είδατε, ακούσατε και νιώσατε σήμερα. Θα σας επισκεφτώ ακόμη μια φορά, σύντομα, για να αποφασίσετε, είπε πεντακάθαρα και πολύ γρήγορα. Άρχισε να τρέχει, όταν ένα μακρόσυρτο χάδι άγγιζε την πόρτα του 628. Την άγγιζε με τα ακροδάχτυλα του, τόσο τρυφερά, τόσο λάγνα, σαν να χάιδευε την τέλεια ερωμένη! -Μου σκότωσες τον γιο, ρώτησε ψιθυριστά και θυμωμένα με το μάγουλο ακουμπισμένο στην πόρτα και τα μάτια ερμητικά κλειστά. Έβγαλε το περίστροφό και βίδωσε τον σιγαστήρα, αργά και βασανιστικά. Έπειτα σημάδεψε στο ματάκι της πόρτας. Η Νεφέλη παίρνοντας όσο θάρρος της επέτρεπε η αμφιβολία μέσα της ετοιμαζόταν να δει, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε από το ματάκι, ποιος ήταν ο απρόσκλητος επισκέπτης. Κοίταξε και είδε... «Τι είναι αυτό;». Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, παρά μόνο το απόλυτο μαύρο. Ο αστυνόμος είχε τοποθετήσει τον σιγαστήρα ακριβώς πάνω στο ματάκι. Αρκούσε να πιέσει λίγο πιο δυνατά την σκανδάλη. Αργά, αλλά σταθερά, μετέφερε την απαραίτητη δύναμη από το δάχτυλο στην σκανδάλη, μέχρι που μια ιδέα έκανε, έστω κι αργοπορημένη, την εμφάνιση της. Έκανε πίσω, έστρεψε το όπλο προς τα κάτω, περίπου στο ύψος των μηρών και το όπλο εκπυρσοκρότησε δυο φορές. Η δεύτερη σφαίρα διέλυσε τον μηχανισμό ασφάλειας της πόρτας, η οποία άνοιξε αργά, συνοδευόμενη από έναν τσιριχτό ήχο. Πίσω της αποκάλυψε τα κατορθώματα της πρώτης σφαίρας! Η Νεφέλη βρισκόταν πεσμένη ανάσκελα στο πάτωμα κι ένα κόκκινο ποτάμι κυλούσε ορμητικά από μια φρικιαστική τρύπα στον μηρό της. Το πρόσωπο της είχε χλωμιάσει και άγρια σημαδεμένο από τον τρόμο στράφηκε προς τον ακάλεστο. Πονούσε αφόρητα κι έτρεμε μπρος τον απρόσμενο φόβο του θανάτου, αλλά έπνιξε κάθε κραυγή. Η μονή της αγωνία αφορούσε τον Πλάτων. Το υπέροχο αυτό πλάσμα, το ανεπανάληπτο ανθρώπινο ον που μπήκε στην ζωή της και της υποσχέθηκε ότι θα άπλωνε τα φτερά του πάνω της και δεν θα άφηνε κανέναν να της κάνει κακό. Κι όμως να την τώρα εδώ, πεσμένη στο πάτωμα, αιμορραγώντας, με έναν φρικτό πόνο να πηγαινοέρχεται στα σωθικά της και ένα τσακάλι
88
να την πλησιάζει αργά κουνώντας εξεταστικά το κεφάλι του και κραδαίνοντας ένα πιστόλι. Έσκυψε δίπλα της κοιτώντας βλοσυρός και με περιέργεια το γυμνό της κορμί και την φριχτή της πληγή! -Μην ανησυχείς! Δεν θα πεθάνεις αμέσως, έχεις κάνα μισάωρο ακόμη. Τι θα έλεγες να παίξουμε ένα παιχνίδι μέχρι τότε εσύ κι εγώ; Έτσι για να περάσει η ώρα μέχρι να ‘ρθει … ο φίλος μας, ρώτησε σπρώχνοντας την πόρτα να κλείσει. Μην βγάλεις τσιμουδιά, είπε και την άρπαξε από τα μαλλιά, σέρνοντας την στο κρεβάτι. Αυτή δάκρυσε, όχι απ’ τον πόνο στα μαλλιά, αυτός ήταν ανεπαίσθητος μπροστά στο απίστευτο κάψιμο που ένιωθε στο πόδι της, και όντας στο χείλος της απόγνωσης, έκανε μια απέλπιδα σκέψη: «Πλάτων… που είσαι; Αχ και να τον δω για τελευταία φορά» σκέφτηκε και ξέσπασε σε λυγμούς που μαζί με τον πόνο έπνιγαν με μανία και την φωνή ελπίδας μέσα της. Καμιά σκέψη, καμιά ελπίδα για το μέλλον! 18 Ο Πλάτων βγήκε από το γραφείο τρέχοντας σαν τον άνεμο. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει κανένας για να τον εμποδίσει, ούτε έξω από το γραφείο, ούτε στην πύλη του Μεγάρου. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα, που οι άντρες της ασφάλειας σάστισαν για μια ακόμη φορά, βλέποντας τον περνάει από δίπλα τους τρέχοντας σαν σπρίντερ κι αυτοί να είναι ανίκανοι να τον σταματήσουν. Έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, αλλά την διαφορά την έκαναν οι κινήσεις ακριβείας που συντόνιζε το υπέροχο μυαλό του. Η απόσταση μέχρι το ξενοδοχείο ήταν περίπου ένα χιλιόμετρο, αλλά ο χρόνος τον πίεζε ασφυκτικά. Το μυαλό του, που είχε ήδη κουραστεί αρκετά από την υπερπροσπάθεια, άρχισε τους υπολογισμούς. Βγήκε στον κεντρικό δρόμο και καθώς έτρεχε τα μάτια του εντόπισαν το αναγκαίο μεταφορικό μέσο. Άλλαξε απότομα πορεία και φτάνοντας δίπλα σε έναν μοτοσικλετιστή τον έσπρωξε όσο πιο απαλά γινόταν, τον έπιασε και τον ακούμπησε γοργά στο οδόστρωμα, ανέβηκε στην μηχανή ζητώντας συγγνώμη και ξεκίνησε. Ο μοτοσικλετιστής θα εξομολογούταν αργότερα ότι δεν κατάλαβε πως βρέθηκε ξαφνικά καθιστός στον δρόμο αντικρίζοντας έναν άγνωστο να απομακρύνεται σαν αστραπή με την μηχανή του. Και μπορεί ο Πλάτων να μην είχε οδηγήσει ποτέ του μηχανή, όμως αυτή έγινε γρήγορα προέκταση του εαυτού του. Η πορεία του ήταν συγκεκριμένη, σαν να υπήρχε στο μυαλό του ενσωματωμένος πλοηγός και αυτός οδηγούσε λες και ήταν τρένο, σε σταθερή τροχιά, σε απόλυτες γραμμές. Περνούσε τα φανάρια ακόμη και με κόκκινο, αφού οι υπολογισμοί του μυαλού του με βάση την αντίληψη του για τον χώρο και την κίνηση των άλλων οχημάτων του έδιναν την δυνατότητα να χρησιμοποιεί κάθε παραθυράκι στον χωροχρόνο που μπορούσε να εκμεταλλευτεί. Επιτέλους, έφτανε στο ξενοδοχείο, όταν παρατήρησε το μποτιλιάρισμα στον δρόμο μπροστά του. Υπήρχαν αρκετοί αστυνομικοί κι ένα ασθενοφόρο και το συγκεντρωμένο πλήθος είχε αποκλείσει όλες τις πιθανές διαδρομές του. Παράτησε την μηχανή και άρχισε να τρέχει πάνω από τα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, υπό το βλέμμα των έκπληκτων θεατών. Περνώντας δίπλα από το ασθενοφόρο, είδε το πρόσωπο της κοπελιάς που κείτονταν νεκρή και σταμάτησε. Ήταν η Αντιγόνη, η ευγενική ρεσεψιονίστ. Κοντοστάθηκε μόνο για μια στιγμή κοιτώντας το τσακισμένο κορμί της κοπέλας. Ο εγκέφαλός του αποτύπωσε την τραγική φωτογραφία των ματιών του, συνέδεσε τα κομμάτια του παζλ και μόλις συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, ξεκίνησε να τρέχει και πάλι με μανία. Κι αυτή την φορά, ίσως και με ένα ξένο προς αυτόν συναίσθημα να προσπαθεί να βγει στην επιφάνεια. Ναι, ναι, αισθανόταν οργή, οργή και μίσος να τον κατακλύζουν! Ο Αστυνόμος ήταν στημένος απέναντι απ’ το κρεβάτι πάνω στο οποίο είχε σύρει την
89
Νεφέλη, η οποία έκλαιγε με λυγμούς, αιμορραγώντας ακόμη ασταμάτητα, γυμνή κι εκτεθειμένη. Κοίταζε με μάτια θολά από τα δάκρυα το τσακάλι απέναντι της να χαϊδεύει το όπλο του. Το σκηνικό ήταν το καλύτερο δυνατό με τις παρούσες συνθήκες για τον Αστυνόμο. Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, λένε και τι καλύτερο από το να απολαύσεις οπτικά αυτό το θέαμα. Ήθελε να δει με τα μάτια του τον πόνο και την απόγνωση στο βλέμμα του Πλάτων. Αυτός ήταν μονός του στο νεκροτομείο όπου πήγε για να αναγνωρίσει το πτώμα του Άλκη, ολομόναχος όταν άρχισε να οδύρεται με λυγμούς για τον νεκρό του γιο. Η απόλυτη οδύνη, η απόλυτη μοναξιά στο σύμπαν μας δεν είχαν ούτε έναν θεατή. Ήταν όμως μεγαλόψυχος. Θα πρόσφερε στον αλητάκο την ευκαιρία να βιώσει την δικιά του οδύνη παρέα με κάποιον. Θα γινόταν ο ίδιος ο θεατής του… πριν γίνει ο δήμιος του! Ο Πλάτων βγήκε από το ασανσέρ και προχώρησε αργά προς το δωμάτιο. Δεν κυκλοφορούσε κανένας στον διάδρομο, όμως οι αισθήσεις του ήταν στο κόκκινο ουρλιάζοντας: «Κίνδυνος». Έπαιρνε βαθιές ανάσες αλλά δεν είχε καταφέρει να ανακτήσει τις δυνάμεις του, αν και ένιωθε με αγωνία ότι θα έπρεπε να τις χρησιμοποιήσει σε λίγο, παρά την ολοκληρωτική εξάντληση που βίωνε στα κύτταρα του. Τώρα έβλεπε την πόρτα του δωματίου. Έμοιαζε κλειστή, όμως η τρύπα που διέκρινε περίπου στο μέσο της και η κατεστραμμένη κλειδαριά μαρτυρούσαν ότι κάποιος είχε ήδη, και με βίαιο τρόπο, μπει μέσα. Στάθηκε μπροστά της και πήρε μια βαθιά και παρατεταμένη ανάσα, η οποία μπορεί να του πρόσφερε μια μικρή χαλάρωση, αλλά δεν μπόρεσε να εξαφανίσει την ενοχλητική ζαλάδα που χόρευε στο κεφάλι του. Ενεργοποίησε τα χέρια του, ή τουλάχιστον προσπάθησε να τα ενεργοποιήσει, και νιώθοντας την Δύναμη να τρεμοσβήνει απ’ την εξάντληση, έσπρωξε αστραπιαία την πόρτα και στάθηκε στην είσοδο με χέρια τεντωμένα έτοιμα να φτύσουν την θανατηφόρα τους Δύναμη. Είδε απέναντι του τον Αστυνόμο, εκείνο τον ενοχλητικό τύπο που είχε γνωρίσει στο νοσοκομείο και απότομα η μηχανή του μυαλού του έσβησε. «Πως είναι δυνατόν» αναρωτήθηκε κι η απελπισία τον επισκέφθηκε. Αυτός τον κοίταζε με μάτια ορθάνοικτα κι ένα σαρδόνιο χαμόγελο ευχαρίστησης (είχε ακούσει το ασανσέρ να ανοιγοκλείνει και μια σιγανή φωνή μέσα του τον ενημέρωσε ότι μάλλον είχε έρθει η ώρα!) και είχε κι ο ίδιος τα χέρια του τεντωμένα, κρατώντας ένα πιστόλι, στραμμένο προς το κρεβάτι. Ο Πλάτων δεν είχε οπτική επαφή με τον προορισμό της σφαίρας που περίμενε ανυπόμονη μες το πιστόλι, όμως μπροστά από την γωνία που έκανε το δωμάτιο πρόβαλαν τα κατακόκκινα πόδια της Νεφέλης πάνω στην άκρη του κρεβατιού. Αντιλήφθηκε το αιμάτινο μονοπάτι μπρος του κι ο χρόνος πάγωσε μες το μυαλό του. Τα πάντα σταμάτησαν και έγιναν μια εικόνα. Δεν ήξερε αν θα προλάβαινε το μοιραίο. Μέχρι να φτάσει η Δύναμη από τα χέρια του στον Αστυνόμο αυτός ίσως θα είχε προλάβει να πατήσει την σκανδάλη. Γαμώτο, ίσως ήδη είχε ξεκινήσει να την πιέζει. Απόγνωση ήρθε και εγκαταστάθηκε μέσα του καθώς ένιωσε τα χέρια του να τρέμουν και την Δύναμη να σιγοσβήνει. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν! Ο χρόνος άρχισε και πάλι να κυλά. Ο Αστυνόμος διάβασε την απόγνωση και την εγκατάλειψη στο βλέμμα του και το χαμόγελο του έγινε ακόμη μεγαλύτερο, σχεδόν μακάβριο με τα χείλη του να τραβιούνται αφύσικα, φανερώνοντας μια όχι και τόσο ανθρωπινή οδοντοστοιχία. Ο Πλάτων έπεσε εξαντλημένος στα γόνατα με τα χέρια του να παραδίδονται πέφτοντας στα πλευρά του. Το πράγμα γινόταν όλο και καλύτερο για τον Αστυνόμο. -Αλητάκο, αυτό είναι όλο; Δεν θα προσπαθήσεις να σώσεις την πουτανίτσα σου; Και τι ήταν αυτό με τα τεντωμένα χέρια όταν μπήκες μέσα; Θα πετάξεις καμιά σφαίρα… ή καμιά παντόφλα, ρώτησε και ξέσπασε σε γέλια με το πιστόλι τώρα στραμμένο χαμηλά.
90
Σοβάρεψε ακαριαία. Άκου την πόρνη να πεθαίνει, είπε και το αριστερό του χέρι ξεκίνησε πάλι να πάρει θέση, σημαδεύοντας την Νεφέλη στο κεφάλι. Σκόπευε να της ανοίξει ένα τρίτο μάτι πριν ασχοληθεί με τον αλητάκο. Ο Πλάτων γύρισε το βλέμμα πάνω του και μπρος την εικόνα του δήμιου μπροστά του όλο του το είναι δραστηριοποιήθηκε. Πίεσε τον εαυτό όσο δεν θα τον πίεζε κανένας άνθρωπος, για κανέναν λόγο, ποτέ! Τα μάτια του σχεδόν άστραψαν στέλνοντας μια σκέψη γεμάτη οργή και μίσος. Το κορμί του σφίχτηκε ολόκληρο κι ο ίδιος μόρφασε από τον πόνο, καθώς ένιωσε τις ραφές του κρανίου του να ραγίζουν και τον εγκέφαλό του, σχεδόν να γλιστράει από μέσα. Ο άντρας μπροστά του είχε σχεδόν εκτείνει το χέρι του μέχρι το επιθυμητό σημείο, όταν... «Τι στην ευχή» πρόλαβε να σκεφτεί τρομαγμένος! Το χέρι του άλλαξε απότομα πορεία. Γύρισε αργά, αλλά σταθερά προς τα πίσω, πλησιάζοντας το πιστόλι όλο και πιο κοντά στο πρόσωπο του. Δεν είχε πλέον τον έλεγχό του. Για πρώτη φορά στην ζωή του ένιωσε έναν απερίγραπτο τρόμο. Προσπάθησε όσο μπορούσε να ανακτήσει με την σκέψη του τον έλεγχο του χεριού του για να το σταματήσει. Μάταια όμως, καθώς αν και λόγω της εξάντλησης του Πλάτων και σε αντίθεση με τους άλλους, είχε απόλυτη συνείδηση του μυαλού του, δεν είχε τον έλεγχο του κέντρου του εγκεφάλου που καθορίζει τις κινήσεις των μυών. Έβλεπε και βίωνε εμβρόντητος το κορμί του να μην υπακούει στις εντολές του, αλλά σε αυτές κάποιου ξένου. Το κρύο μέταλλο του σιγαστήρα ακούμπησε τελικά κάτω από το πηγούνι του, ακριβώς στο κέντρο. Με απίστευτη προσπάθεια κατάφερε και γύρισε με τρόμο το βλέμμα του προς τον Πλάτων. Ο ιδρώτας που κατέβαινε ποτάμι απ’ το μέτωπό του έτσουζε τα μάτια και θόλωνε το οπτικό του πεδίο, αλλά μπόρεσε να διακρίνει με δέος έναν απόκοσμο άντρα, με γυάλινα μάτια σαν φλόγες και έναν κόκκινο καταρράκτη να τρέχει από τα ρουθούνια του, να τον κοιτάζει μοχθηρός με μίσος, και με μια υποψία χαμόγελου, ίσως λίγο σαρκαστικά! Το δάχτυλο του πίεσε την σκανδάλη, όταν ξεκίνησε με ορθάνοιχτα μάτια να ρωτήσει με αγωνία: «Ποιος ... τι είσαι; Κύριε!» Καμιά απόκριση. Το μυαλό του τινάχτηκε στο ταβάνι και το σώμα του σωριάστηκε βαρύ στο πάτωμα, μπρος τα μάτια της έντρομης Νεφέλης. -Πλάτων, έσκουξε με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει και πριν χάσει τις αισθήσεις της, νιώθοντας την επιβλητική του παρουσία μπρος την αποτρόπαια αυτοκτονία που αντίκρισαν τα μισόκλειστα μάτια της. Ίσως με μια μικρή ικανοποίηση να τρυπώνει στο μυαλό της που έσβηνε. Όμως ο Πλάτων δεν μπόρεσε να απαντήσει. Μια φράση «Αγαπημένη…» ξεκίνησε από το εξουθενωμένο του μυαλό, όμως δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στα χείλη του. Αισθάνθηκε κάτι σαν ένα απέραντο κι απειλητικό μαύρο κενό να τον περικυκλώνει, όλες οι αισθήσεις και οι σκέψεις του χάθηκαν και σωριάστηκε στο πάτωμα. Το σκοτάδι τον τύλιξε ξανά κι αυτή την φορά ήταν πηχτό σαν βούρκος, παγωμένο κι αφιλόξενο! 19 «Κυρίες και κύριοι διακόπτουμε το πρόγραμμα μας για μια έκτακτη είδηση...». «Απίστευτη ιστορία με νεαρό να παραβιάζει την ασφάλεια του πρωθυπουργικού Μεγάρου...». «Μυστήριο καλύπτει δυο θανάτους και δυο τραυματισμούς στο κέντρο της πρωτεύουσας...». Όλα σχεδόν τα κανάλια και τα ραδιόφωνα έκαναν έκτακτες συνδέσεις με το Μέγαρο Μαξίμου, αλλά και το ξενοδοχείο, καθώς δυο φαινομενικά άσχετα γεγονότα φαίνονταν τελικά να συνδέονται. Οι επιτελείς της κυβέρνησης προσπάθησαν να κρύψουν το συμβάν με τον Πλάτων, αλλά όταν τόσοι άνθρωποι γίνονται μάρτυρες ενός ασυνήθιστου γεγονότος, τότε κομμάτια της αληθείας πάντα βρίσκουν τον δρόμο για την κοινή γνώμη.
91
Έστω κι αλλοιωμένη με τις υπερβολές και τις αντιφάσεις των μαρτυριών. «...νέος άντρας, με ασυνήθιστες ικανότητες κατάφερε...» «Στο κέντρο της πόλης, σε δωμάτιο πολυτελούς ξενοδοχείου βρέθηκε ένας νεκρός αστυνομικός και δυο τραυματίες νέοι... ». «Ο νέος λέγεται ότι μπήκε αφού κατάφερε να κοιμίσει την φρουρά, είδε για λίγο τον πρωθυπουργό και έφυγε εξίσου ανενόχλητος …» Πλήθος ερωτημάτων άρχισαν να γεννιούνται στο μυαλό της κοινής γνώμης, πολύ δε περισσότερο με τις συνήθεις, υπερβολικές εκφράσεις και χαρακτηρισμούς των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Ποιος ήταν αυτός ο νέος; Από ερχόταν και τι ήθελε στις ζωές των Ελλήνων; Αυτό που κατάφερε πάντως αμέσως η κυβέρνηση ήταν να μην διαρρεύσει για λογούς εθνικής ασφάλειας, όπως ειπώθηκε, καμιά πληροφορία σχετικά με τον νεαρό. Οι αστυνομικοί που έφτασαν πρώτοι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου βρήκαν τρεις ανθρώπους αναίσθητους, σε ένα δωμάτιο πλημμυρισμένο στο αίμα. Ο ένας, συνάδελφος τους όπως εξακρίβωσαν αργότερα, διαπίστωσαν αμέσως ότι ήταν νεκρός, μιας και τα μυαλά του είχαν σχηματίσει ένα μακάβριο ψηφιδωτό στο ταβάνι. Η κοπελιά στο κρεβάτι, γυμνή και αιματοβαμμένη, ήταν μεταξύ ζωής και θανάτου, πάνω σε ένα στρώμα ποτισμένο με αίμα. Και ο τρίτος, πεσμένος στην είσοδο, αιμορραγούσε ακόμη από την μύτη όταν ήρθαν. Μια κόκκινη, πηχτή λιμνούλα είχε σχηματιστεί γύρω του! Τα ασθενοφόρα ήρθαν γρήγορα και πήραν τους δυο νέους και οι γιατροί έδωσαν πραγματική μάχη για να κρατήσουν την κοπέλα στην ζωή. Την έβαλαν κατευθείαν στο χειρουργείο, όπου της αφαίρεσαν την σφαίρα, η οποία είχε χτυπήσει την μηριαία αρτηρία, και της μετάγγισαν πολλά λίτρα αίμα. Η εγχείρηση πήγε καλά, αλλά οι γιατροί ήταν απαισιόδοξοι, καθώς τα ζωτικά της σημεία εξασθενούσαν σταδιακά. -Εμείς ότι ήταν να κάνουμε το κάναμε. Τώρα είναι η σειρά του, είπε ο χειρουργός δείχνοντας ψηλά, ενώ η Νεφέλη βρισκόταν ανήμπορη, με το νήμα της ζωής της να μικραίνει αργά αλλά σταθερά, στην εντατική. Ο νεαρός από την άλλη ήταν πολύ περίεργη περίπτωση. Προσπαθούσαν να σταματήσουν την αιμορραγία από την μύτη, όμως αυτή, ενώ περιορίστηκε αρχικά, συνέχισε έστω και με αργό ρυθμό. Ότι και να έκαναν απλώς δεν έπιανε. Είχε χάσει κι αυτός αρκετό αίμα και φαινόταν βυθισμένος σε κώμα, αλλά τα ζωτικά του σημεία ήταν ικανοποιητικά. Δεν είχε κάποιο τραύμα και η αξονική τομογραφία δεν έδειξε κάποιο παθολογικό αίτιο. Η καρδιά του λειτουργούσε δυνατά και σταθερά. Το μυστήριο για τους γιατρούς στο χειρουργείο ξεκίνησε όταν προσπάθησαν να του μεταγγίσουν το απαραίτητο αίμα, αλλά διαπίστωσαν έντρομοι ότι δεν μπορούσαν να τον τρυπήσουν με τις βελόνες. Προσπάθησαν μια, δυο και τρεις φορές. Το δέρμα του ήταν μεν ελαστικό, αλλά ταυτόχρονα γινόταν πιο σκληρό στο σημείο που το άγγιζαν. Και στο σημείο που προοριζόταν να μπει η βελόνα σκλήραινε απίστευτα αμέσως μόλις αυτή ερχόταν σε επαφή με το δέρμα του. Κάθε προσπάθεια λοιπόν αποδείχτηκε μάταιη. Πανικός κατέλαβε τις εμβρόντητες νοσοκόμες μπρος το απίστευτο αυτό γεγονός και οι γιατροί έμειναν με ορθάνοικτα μάτια και στόματα από την έκπληξη. Κανένα πλάσμα πάνω στην Γη δεν είχε τέτοιες ιδιότητες. Κάποιοι σκέφτηκαν ότι ίσως το δέρμα του δημιουργεί μια τοπική ασπίδα προσπαθώντας να τον προστατέψει από κάθε εξωτερική εισβολή. Κι όντως αυτό έκανε! Το εγκεφαλογράφημα, που του έκαναν επίσης ξάφνιασε τους γιατρούς. -Τι στο διάολο είναι αυτό, ρώτησε ο επικεφαλής των γιατρών μην έχοντας δει ξανά κάτι παρόμοιο σε τριάντα και πλέον χρόνια εμπειρίας. Ο εγκέφαλος ενός ανθρώπου σε κώμα έχει σχεδόν μηδενική δραστηριότητα. Αντιθέτως, ο εγκέφαλος του νεαρού, που βρισκόταν σε κώμα, ή μάλλον σε λήθαργο, απέναντι τους λειτουργούσε με απίστευτους
92
ρυθμούς. Αν ήταν αυτοκίνητο θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχε ξεπεράσει προ πολλού την κόκκινη γραμμή. Και όλοι ξέρουμε τι συμβαίνει σε έναν κινητήρα που πηγαίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στα κόκκινα. Καίγεται! Σε λίγο ο ήλιος θα έπεφτε και η νύχτα θα καθόταν στον θρόνο της. Ο χρόνος έμοιαζε να κυλάει πιο αργά από ποτέ. Οι κορυφαίοι γιατροί, όλων των ειδικοτήτων, του νοσοκομείου βρισκόταν στο δωμάτιο του Πλάτων και συζητούσαν την απίστευτη περίπτωση του, ζητώντας παράλληλα κάθε βοήθεια, σκέψη, άποψη, μέσω τηλεδιασκέψεων με συναδέλφους τους, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Η εργασία τους είχε τελειώσει από ώρες, κανείς τους όμως δεν σκέφτηκε καν να αφήσει μόνο του τον ασθενή. Όχι πριν αρχίσουν να απαντιούνται κάποια από τα τεραστία ερωτηματικά, που ορθωνόταν μπροστά τους. Ερωτήματα που προκαλούσε το ανεπανάληπτο ανθρώπινο ον που κείτονταν μπροστά στα άπληστα μάτια και τα πεινασμένα μυαλά τους. Η πόρτα άνοιξε κι ο γραμματέας του πλησίασε τον διευθυντή του νοσοκομείου ψιθυρίζοντας του κάτι στο αυτί. Ο γιατρός σούφρωσε τα φρύδια του από έκπληξη και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. -Καλησπέρα, κύριοι. Πως μπορώ να σας βοηθήσω, ρώτησε με ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη αντικρίζοντας μια ομάδα περίπου δέκα ατόμων, που φορούσαν ομοιόμορφα γκρίζα κοστούμια και τον κοίταζαν απολύτως σοβαροί. Ένας γεροδεμένος και ψηλός άντρας, κοντά στα σαράντα πέντε, πλησίασε και του είπε χαμηλόφωνα: -Κύριε διευθυντά, υπάρχει ζήτημα εθνικής ασφαλείας. Λέγομαι Οδυσσέας και είμαι από την ΕΥΠ, συμπλήρωσε δείχνοντας του την υπηρεσιακή του ταυτότητα. Ο νεαρός μέσα στο δωμάτιο βρίσκεται από αυτήν την στιγμή στην δικαιοδοσία της πολιτείας. Σας παρακαλώ, προετοιμάστε την μεταφορά του για αύριο το βράδυ. Η κατάσταση ήταν πρωτοφανής για τον γιατρό, που δεν είχε ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Σάστισε γιατί το μυαλό του γυρνούσε από την ασυνήθιστη περίπτωση του νεαρού στην ΕΥΠ και πάλι πίσω, σαν πινγκ-πονγκ. Μες την σύγχυση του για τον απίστευτο νεαρό αδυνατούσε να δει το προφανές, ότι οι πράκτορες του κράτους ήθελαν για λογαριασμό της κυβέρνησης τον μυστηριώδη ασθενή του; -Με συγχωρείτε, άλλα ο νεαρός είναι σε κρίσιμη κατάσταση και δεν μπορείτε να τον πάρετε. Τουλάχιστον, όχι μέχρι να βελτιωθεί η κατάσταση του, είπε όσο πιο αποφασιστικά μπορούσε, με μια κρυφή, αλλά μικροσκοπική ελπίδα. -Κοίτα, γιατρέ, είπε με απότομο ύφος ο πράκτορας, έχω δέκα αυτοκίνητα και τριάντα άντρες γύρω από το κτίριο. Δεν βρίσκονται εδώ χωρίς λόγο. Μαλάκωσε την φωνή του και πρόσθεσε: Καταλαβαίνω την θέση σου, άλλα υπάρχει απευθείας εντολή από τον πρωθυπουργό να μεταφερθεί ο νέος κάπου αλλού. Δεν μπορώ να σου πω που, άλλα μπορώ να σου πω ότι θα τύχει της καλύτερης δυνατής περίθαλψης. Και θα σε κρατάμε ενήμερο για την κατάσταση του! Πρόκειται για ασυνήθιστη περίπτωση, άλλα αυτό θα το ξέρεις ήδη, πρόσθεσε με νόημα. Θα τον μεταφέρουμε αύριο το βράδυ, λοιπόν, πρόσθεσε χαμηλόφωνα για να εισπράξει το ηττημένο βλέμμα κατάφασης του γιατρού. Ο γιατρός ήξερε καλύτερα από τον καθένα ότι επρόκειτο για ασυνήθιστη περίπτωση και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να μείνει ο ασθενής στην δικαιοδοσία του από την στιγμή που είχε επιληφθεί του θέματος ο ίδιος ο πρωθυπουργός, η κεφαλή της κρατικής εξουσίας. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και μπήκε μέσα απογοητευμένος. Ο πράκτορας τον ακολούθησε. Στάθηκαν δίπλα στο κρεβάτι. Ο γιατρός έδωσε εντολή στους συναδέλφους του να προετοιμαστούν για την μεταφορά του ασθενή το επόμενο βράδυ. Έκοψε απότομα κάθε προσπάθεια των συναδέλφων του να αντιδράσουν, κάποιοι και με
93
υπερβάλλοντα ζήλο, που γέννησε η διαταγή του και έμεινε να κοιτάζει τον Πλάτων. Δεν ήταν ο μόνος. Ο πράκτορας κοίταζε τον αναίσθητο νεαρό, όπως κοιτάζουν τα μικρά παιδιά κάτι καινούριο, κάτι πανέμορφο και άκρως ενδιαφέρον για πρώτη φορά. Τα μάτια του σκανάριζαν με γρήγορες ματιές από πάνω μέχρι κάτω τον αναίσθητο νεαρό. Είχε αυτό το βλέμμα, γεμάτο απορία, αγωνία και θαυμασμό ταυτόχρονα. Δεν είχαν περάσει παρά λίγες μόνο ώρες και ότι ήξερε για τον κόσμο μας μέχρι εκείνη την στιγμή είχε αναιρεθεί ξεδιάντροπα. Τον κάλεσε αιφνιδιαστικά ο υπουργός Δημόσιας Τάξης και πήγαν μαζί να συναντήσουν τον πρωθυπουργό. Είχε λύσει με την ομάδα του μερικές από τις δυσκολότερες υποθέσεις των τελευταίων ετών, υποθέσεις σχετικές τόσο με την τρομοκρατία, όσο και με το κοινό έγκλημα. Δεν κόλλαγε πουθενά, ούτε απέναντι σε ιδεαλιστές τρομοκράτες κι ούτε βεβαίως απέναντι σε αδίστακτους μαφιόζους. Ήταν πανέξυπνος και κυρίως ήταν αφοσιωμένος στον σκοπό του. Δεν ήταν καριερίστας, ήταν ιδεολόγος. Και ακριβώς τέτοιους ανθρώπους αποφάσισε να εμπιστευτεί ο πρωθυπουργός για την πιο περίεργη υπόθεση που έξυνε αποκρουστικά το πίσω μέρος του μυαλού του. Η επιλογή του Οδυσσέα ήταν επομένως προφανής για τον επικεφαλής της υπηρεσίας Πληροφοριών. Χρειαζόταν έναν άνθρωπο με ακέραιο και έντιμο χαρακτήρα, έναν σύγχρονο σκλάβο του κράτους, τον Οδυσσέα! Στο Μέγαρο Μάξιμου μίλησε με τους λίγους ανθρώπους, που είχαν βιώσει πραγματικά τα γεγονότα και άκουσε ιστορίες βγαλμένες, μάλλον από τα μυαλά ψυχιατρικών ασθενών, παρά από έχοντας σώα τα φρένας κρατικών λειτουργών. Άκουσε για έναν νέο, που κυρίεψε λέει το μυαλό των φυλάκων. Έβαλε τον επικεφαλή τους να πει λόγια που δεν ήθελε και τους άλλους δυο να κάνουν κάτι που δεν ήθελαν, όντας αυτοί παντελώς ανίκανοι να αντιδράσουν. Όσοι βίωσαν την κατάληψη του νου τους δεν θυμόταν αργότερα τίποτα. «Σοβαρά μιλάμε;» Και ύστερα άκουσε για την Δύναμη. Άπλωσε το χέρι του λέει και κάτι αόρατο, σαν ορμητικό φύσημα του ανέμου, χτύπησε τους φύλακες έξω από το γραφείο και τους πέταξε στον τοίχο. Δεν μπορούσε να καταλάβει την ομαδική αυτή παράκρουση, άλλα σίγουρα υπήρχε κάποια εξήγηση. Έφτασε τελικά στο πρωθυπουργικό γραφείο, όπου ο πρωθυπουργός συσκέπτονταν με τον υπουργό Εσωτερικών, και τον υπουργό Δημόσιας Τάξης, τους δυο στενότερους συνεργάτες του . -Κύριε πρωθυπουργέ, ενημερώθηκα από τους ανθρώπους σας εδώ για το τι συνέβη και ομολογώ ότι διέκρινα μια υπερβολή στην περιγραφή τους. Βασικά, θεωρώ ότι πρόκειται για υπερβολές, μιας και είναι αδύνατον να είναι αλήθεια όλααα... Σταμάτησε όταν είδε τον πρωθυπουργό να τον κοιτάζει απόλυτα σοβαρός, καθώς προχωρούσε αργά προς το μέρος του. Τον κοίταζε απευθείας στα μάτια, με ένα έντονο βλέμμα γεμάτο απορίες, άλλα και γνώση. Τα μάτια του θαρρείς ήθελαν να μιλήσουν. Τον παραξένεψε αυτό, άλλα ... Ναι, δεν εξηγείται αλλιώς. Είχε δει. Ο πρωθυπουργός είχε δει αυτά που υποστήριζαν οι άντρες της ασφάλειας του. «Μα τότε δεν μπορεί παρά να είναι αλήθεια». Κοίταξε, σχεδόν ικετευτικά, τον πρωθυπουργό αναμένοντας, μια λέξη, ένα νεύμα, κάτι χειροπιαστό. Αυτός από την πλευρά του βρισκόταν σε σύγχυση, προσπαθώντας από την στιγμή της συνάντησης του με τον Πλάτων και ύστερα να κατανοήσει το ακατανόητο. Ήρθε απρόσμενα, τον είδε κι έφυγε εξίσου απρόσμενα, αφήνοντας πίσω του τόνους απορίες κι ένα μυαλό ανίκανο να καταλάβει. Το περιστατικό στο ξενοδοχείο περιέπλεξε την κατάσταση κι από όταν ενημερώθηκε από τους άντρες του ότι βρήκαν τον νεαρό, που είχε εισβάλλει στο υποτιθέμενα καλύτερα φυλασσόμενο κτίριο της χώρας έτσι απλά (αργότερα
94
έμαθε ότι το όνομά του ήταν Πλάτων), στο μυαλό του τριγυρνούσε μια μόνο επιθυμία. Δεν τον ενδιέφερε τίποτα άλλο εκτός από το να τον συναντήσει ξανά και να μιλήσει μαζί του. Και τότε θα πρέπει να ... να αποφασίσει! Δεν ήξερε ποια απόφαση θα έπρεπε να πάρει, ούτε ποιοι δρόμοι θα ανοιγόταν μπροστά του, αισθανόταν όμως μια απόλυτη βεβαιότητα ότι η απόφαση αυτή όχι μόνο δεν θα ήταν καθόλου εύκολη, μα αντιθέτως, σκέφτηκε, ότι ίσως θα έκρυβε μέσα της το απίθανο, όπως απίθανος ήταν κι ο ίδιος ο νεαρός, ο Πλάτων! -Δεν ξέρω ποιος ήταν αυτός ο νέος. Δεν ξέρω καν τι ήταν. Είναι άνθρωπος, είναι εξωγήινος, είναι… Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν έχει υπάρξει άλλος σαν αυτόν. Έτσι, ελπίζω βασικά, γιατί αν υπάρχουν κι άλλοι … Σταμάτησε όταν μια ερώτηση στριφογύρισε μέσα του. Δεν ξέρω αν είναι για καλό ή για κακό η ύπαρξη του, αλλά δεν θα αργήσουμε να το μάθουμε, είπε με νόημα στον εμβρόντητο απ’ τα ανήκουστα μαντάτα Οδυσσέα. Φαινόταν ευγενικός νέος, αν μπορούσε να διώξει απ’ την σκέψη του το βλέμμα αρπακτικού που είχε όταν εισέβαλε στο γραφείο του, άλλα ο πρωθυπουργός ήταν απολύτως βέβαιος ότι θα μπορούσε να γίνει εξίσου φονικός. Ναι, θα μπορούσε κάλλιστα να προκαλέσει μεγάλη ζημία … κι αυτή η Δύναμη. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτό το αμυδρό κι αραχνοΰφαντο γαλάζιο φως που χόρευε πάνω στα δάχτυλα του νεαρού. Πόσο γλυκό φαινόταν και πόσο θανατηφόρο, ήταν σίγουρος, θα μπορούσε να γίνει. Καθισμένος στο γραφείο του, παρουσία των δυο υπουργών και του Οδυσσέα, έχοντας διώξει όλους τους άλλους, άρχισε να καταστρώνει ένα σχέδιο. 20 Η βραδιά κύλησε ήσυχα στο νοσοκομείο με τον Πλάτων αναίσθητο, δεκάδες φρουρούς να τον φυλάνε, έξω από το δωμάτιό του και σε όλο το νοσοκομείο, και την Νεφέλη να ακροβατεί στο χείλος της ύπαρξης. Παράλληλα, ο Οδυσσέας και η ομάδα του οργάνωσαν μια γιγαντιαία επιχείρηση μεταφοράς του Πλάτωνα σε ένα μυστικό και ειδικά διαμορφωμένο χώρο της ΕΥΠ. Η μεταφορά είχε προγραμματιστεί για το βράδυ της ηλιόλουστης μέρας που ξημέρωνε, μιας και ένα ολόκληρο τσίρκο από δημοσιογράφους είχε στηθεί από νωρίς στο προαύλιο του νοσοκομείου. Βλέπετε, όσοι ήρθαν σε επαφή με τον Πλάτων, τόσο στο πρωθυπουργικό Μέγαρο, όσο και στο νοσοκομείο δεν μπόρεσαν, και δεν ήταν δυνατόν, να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό και τα νέα τόσο μέσω των ελληνικών μέσων ενημέρωσης, όσο κι από το διαδίκτυο είχαν ήδη ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και ανταποκριτές από κάθε γωνιά του πλανήτη έφταναν διαρκώς για να μάθουν όσα μπορούσαν για έναν περίεργο νεαρό με πρωτόγνωρες δυνάμεις. Γιατροί- πράκτορες της ΕΥΠ, θα έμπαιναν μαζί του στο ασθενοφόρο, το οποίο θα βρισκόταν στο μέσο μιας απίστευτης για τα ελληνικά δεδομένα αστυνομικής φάλαγγας. Η ώρα έφτασε καθώς σκοτείνιαζε και με συντονισμένες ενέργειες η γιγάντια επιχείρηση ξεκίνησε. Οι αστυνομικοί έκλεισαν τους απαραιτήτους δρόμους, απαγορεύτηκε η παραμικρή παρουσία δημοσιογράφων και η πομπή κινήθηκε γρήγορα προς τον προορισμό της. Μια ολόκληρη πόλη βρισκόταν για λίγα λεπτά σε άγνωστους, περίεργους ρυθμούς. Έβλεπες την απορία και την περιέργεια ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Στους πεζούς που ψιθύριζαν καθώς έβλεπαν να ξετυλίγεται μπροστά τους το απόλυτο μυστήριο: «Μα τόση αστυνομία; Ποιον μεταφέρουν επιτέλους;» Στους τηλεθεατές, που παρακολουθούσαν με αγωνία τα ρεπορτάζ των καναλιών. Οι πληροφορίες ήταν συγκλονιστικές, αν βεβαίως αλήθευαν. Δεν μπόρεσαν παρά να δουν λίγα πλάνα από την μεταφορά κι αυτά ήταν τραβηγμένα από τολμηρούς δημοσιογράφους υπό δύσκολες συνθήκες λόγω της απόλυτης απαγόρευσης που είχε επιβληθεί. Κι όμως οι εικόνες της σχεδόν στρατιωτικής μεταφοράς με την ασυναγώνιστη δύναμη της, έστω και ελάχιστης,
95
ζωντανής σύνδεσης άλωσαν τα σπίτια των Ελλήνων. Όλοι συνειδητοποιούσαν ότι ζούσαν κάτι πρωτόγνωρο, αλλά κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί εκείνη την στιγμή ότι βίωναν μια στροφή στην ροή της ιστορίας! Αυτό που δεν πρόσεξε κανείς ήταν ότι τρία ασθενοφόρα βγήκαν σχεδόν ταυτόχρονα από το νοσοκομείο. Το πρώτο ξεκίνησε με τις σειρήνες αναμμένες για κάποιο έκτακτο περιστατικό. Το δεύτερο ήταν αυτό, που συγκεντρώνοντας τα διψασμένα βλέμματα όλων μπήκε στην μέση της πομπής και η μεγαλύτερη αστυνομική επιχείρηση στα χρονικά του ελληνικού κράτους ξεκίνησε. Η πομπή δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί όταν κι ένα τρίτο ασθενοφόρο βγήκε και έστριψε προς την αντίθετη κατεύθυνση με ένα συμβατικό όχημα να ακολουθεί. -Μάλλον, είμαστε εντάξει, είπε ο Οδυσσέας, κοιτώντας προσεκτικά τους καθρέπτες του από την θέση του συνοδηγού. Τρία άτομα καθόταν στις πίσω θέσεις. Σήκωσε τον ασύρματο μπροστά του και είπε: -Πως είναι τα πράγματα εκεί; Όλα εντάξει; Μια φωνή απάντησε αμέσως: -Όλα καλά, αρχηγέ. Ο ασθενής είναι ήρεμος και προχωρούμε σύμφωνα με το σχέδιο. Τέσσερις πράκτορες, δυο εκ των οποίων γιατροί, συνόδευαν τον Πλάτων μες το ασθενοφόρο. Η επιχείρηση αντιπερισπασμού είχε πετύχει και τα δυο οχήματα κατευθυνόταν χωρίς την παραμικρή ενόχληση προς τον χώρο που είχαν προτείνει και είχε αποδεχτεί το πρωθυπουργικό γραφείο. Είχαν δοθεί εντολές σε όλους να μην έχουν μαζί τους τίποτε που θα μπορούσε να προδώσει την θέση τους και κυρίως να μην έχουν μαζί τους κινητά τηλέφωνα. Δεν εμπιστευόταν κανέναν και σίγουρα όχι της πολυεθνικές εταιρίες κινητής τηλεφωνίας. Μόνο ο Οδυσσέας είχε μαζί του ένα καρτοκινητό, για να επικοινωνεί με την υπηρεσία του όταν κι αν θα χρειαζόταν. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός ήταν καθοδόν και θα τους συναντούσε εκεί φτάνοντας σε μίση περίπου ώρα. Τα φώτα της πόλης έλουζαν το σκοτάδι, το φως τους όμως έσβηνε σταδιακά στους καθρέπτες τους, καθώς τα δυο οχήματα απομακρυνόταν απ’ αυτήν. Τα κτίρια διαρκώς λιγόστευαν πίσω τους, ώσπου μπήκαν σε μια από τις τελευταίες ανεκμετάλλευτες περιοχές της πρωτεύουσας. Έφτασαν σε ένα λοφάκι στα νοτιοανατολικά της πόλης, κοντά στην θάλασσα, όπου ένα παλιό πέτρινο κτίριο, βγαλμένο από τις σελίδες ιστοριών τρόμου, δέσποζε στη κορυφή του. Έμοιαζε σαν φάρος, έτοιμος να εκπληρώσει το καθήκον του. Ένας ψηλός τοίχος με συρματόπλεγμα στην κορυφή του περιστοίχιζε το αγρόκτημα και μια πινακίδα έγραφε: ΠΡΟΣΟΧΗ! ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ! Τα κουφάρια μικρών πουλιών στην βάση του τοίχου πιστοποιούσαν την μακάβρια αλήθεια. Η σιδερένια πόρτα άνοιξε όταν ένας φύλακας είδε στη κάμερα πρώτα το ασθενοφόρο και πίσω του μια θωρακισμένη Μερσεντές να πλησιάζουν. Πέρασαν την είσοδο και ακολούθησαν το μοναδικό χωμάτινο δρομάκι, το οποίο οδηγούσε μέσα από πυκνή βλάστηση, ψηλά δέντρα άλλα και θάμνους, στην κορυφή του λόφου. Πλησιάζοντας μπορούσε να διακρίνει κανείς έστω και στο αμυδρό φως ένα διώροφο πέτρινο κτήριο, κτισμένο τουλάχιστον πενήντα χρόνια πριν. Τρία αυτοκίνητα ήταν σταθμευμένα μπροστά στο κτήριο και ένας προβολέας άναψε όταν τα δυο οχήματα πάρκαραν μπρος την είσοδο. Την ιδία ώρα η τεραστία αστυνομική φάλαγγα φτάνοντας στον υποτιθέμενο προορισμό της στα βόρεια της πόλης άρχισε να διαλύεται. Έτσι ξαφνικά οι φάροι έσβησαν, οι μηχανές άρχισαν να στρίβουν στα στενά, τα οχήματα άλλα σταματούσαν και άλλα συνέχιζαν, επίσης στρίβοντας ακανόνιστα και το ασθενοφόρο μένοντας μόνο του, άναψε τις σειρήνες του και σταμάτησε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Οι τραυματιοφορείς βγήκαν τρέχοντας και μαζί με τον γιατρό μπήκαν στην πολυκατοικία. Μια μηχανή μεγάλου κυβισμού, που ακολουθούσε διακριτικά την πομπή από απόστα-
96
ση αφότου ξεκίνησε από το νοσοκομείο, σταμάτησε λίγο πιο πίσω. Οι δυο αναβάτες, φορώντας μαύρη δερμάτινη στολή και κράνος περίμεναν υπομονετικά. Μετά από δέκα λεπτά είδαν το πλήρωμα του ασθενοφόρου να μεταφέρει ένα αναπηρικό καρότσι με επιβάτη έναν ηλικιωμένο κύριο. -Τι στο καλό, αναρωτήθηκε ο οδηγός της μηχανής. -Δεν ξέρω, απάντησε προβληματισμένος ο συνοδηγός του. Γέλασε μέσα από το κράνος του στην ιδέα ότι μάλλον τους είχαν παραπλανήσει. Φαίνεται ότι οι Έλληνες είναι πιο έξυπνοι απ’ όσο δείχνουν, είπε με μια δόση ειρωνείας στην φωνή του. Όπως φαντάζεστε, δεν μιλούσαν ελληνικά! Τουλάχιστον όχι μεταξύ τους! 21 Ένιωθε κρύο, μια απίστευτη, σχεδόν απόκοσμη, σκοτεινή παγωνιά. Αισθανόταν το κορμί του κοκαλωμένο και ήταν ανίκανος να κινηθεί, έστω και στο ελάχιστο. Ένιωθε το ψύχος να κάθεται βασανιστικά πάνω στο δέρμα του και να τρυπώνει απρόσκλητο μες τα κύτταρά του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σκεφτεί. Τουλάχιστον, το μυαλό του λειτουργούσε και μάλιστα άψογα, όπως είχε συνηθίσει το τελευταίο διάστημα. Δεν άκουγε τίποτα, δεν έβλεπε τίποτα, παρά μόνο συλλογιζόταν την κατάστασή του, καθώς το απόλυτο κρύο άγγιζε τον πυρήνα της ύπαρξης του. Δεν πίστευε ότι ήταν νεκρός. Μάλλον όχι! Άλλα είχε, κατά τα φαινόμενα, μπει σε μια νέα φάση αλλαγής, την οποία πρέπει να πυροδότησε η εξαντλητική χρήση των δυνάμεών του. Ναι, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Όπως την πρώτη φορά, που έχασε τις αισθήσεις του, μετά την συνάντηση με τον «γορίλα». Δεν μπορούσε να φανταστεί καν τι καινούριο τον περίμενε, όταν θα έβγαινε από το κουκούλι του. Έλπιζε μόνο να γίνει γρήγορα, γιατί ... Σκέφτηκε την Νεφέλη! Έφερε την τελευταία εικόνα της στο μυαλό του. Χτυπημένη, πολύ άσχημα κατά τα φαινόμενα, με το αίμα να κυλάει γρήγορα, διώχνοντας την ζωή από μέσα της και αυτός ήταν ανίκανος να την βοηθήσει. Παραδόξως, και παρά την στιγμιαία απόγνωση του δεν ένιωσε το παραμικρό μίσος στην σκέψη αυτή. Το μίσος που τον είχε οδηγήσει στο να αναγκάσει τον Αστυνόμο να αυτοκτονήσει. Είχε αγαπήσει (ένιωθε σίγουρος γι’ αυτό) αυτό το κορίτσι και νοιαζόταν για αυτήν, αλλά ότι έγινε, έγινε γιατί απλώς δεν γινόταν αλλιώς. Δεν ήταν στο χέρι του να το αποτρέψει και δεν αισθανόταν καμιά θλίψη για αυτό. Τέλος! «Τόσο απλά;» Τότε σαν να κατάλαβε για πρώτη φορά τον ρόλο που του επιφύλασσε η Ιστορία. Τέλος στην συμβατική ηθική των σκλάβων. Τέλος στην δουλική ηθική της ταπεινοφροσύνης και της αγνότητας, της αυταπάρνησης και της άβουλης υποταγής. Τέλος στην αντιμετώπιση των υπολοίπων ανθρώπων σαν σε ίσους. Τέλος! Έπρεπε να κατακτήσει αυτή την νοοτροπία. Όχι στον οίκτο, ναι στην αγάπη! Όχι στην εξίσωση, ναι στην διαφορετικότητα, μέσω της οποίας κάθε άνθρωπος ανάλογα με τον βαθμό κατάκτησης της γνώσης, θα όφειλε να ανελίσσεται στην ιεραρχία των ανθρώπινων κοινωνιών. Τότε ήταν που άρχισε να ξεδιαλύνει βαθιά στον πυρήνα της σκέψης του η ομιχλώδης αναζήτηση της πορείας που όφειλε να ακολουθήσει. Και ταυτόχρονα, ο καινούριος του εαυτός άρχισε να σχηματοποιείται μέσα του σαν μια απόκοσμη Σκιά, η οποία αντιλήφθηκε την ύπαρξή της και πάνω απ’ όλα τον σκοπό της! Κλεισμένη… ή ίσως παγιδευμένη, σε ένα ανθρώπινο σώμα, μια μηχανή επιβίωσης των γονιδίων και της συνείδησης, απέναντι σε ένα μυαλό που δεν είχε επίγνωση της ύπαρξής της (όχι ακόμη!) και σε μια ηθική του παρελθόντος θα πάλευε για την Αρετή! Όχι, για τον εαυτό της, αλλά για όλους του ανθρώπους πάνω στην Γη. Η αίσθηση της αυτογνωσίας, πληρέστερη κι απ’ αυτήν την απόλυτη αίσθηση της γέννησης, ήταν τόσο ηδονιστική, που
97
θριαμβευτικά κύματα αγαλλίασης σάρωσαν το κορμί του Πλάτωνα! Ένιωσε σε εκείνη την μοναδική στιγμή ζεστό αίμα να κυλάει ξαφνικά από την μύτη του. Μπορεί αυτό να συνέβαινε εδώ και ώρες στον κόσμο έξω από το μυαλό του, όμως μόλις τώρα το αντιλήφθηκε ο Πλάτων. Και η γλυκεία, σχεδόν τρυφερή, του αίσθηση, τόσο στην γεύση πάνω στα χείλη του, αλλά και στην επαφή του με το κρύο του δέρμα, έδωσε πνοή στο μαρμαρωμένο του σώμα. Δεν μπορούσε ακόμη να κινηθεί, άλλα τουλάχιστον ένιωσε ολοζώντανος. Όλες του οι αισθήσεις ενεργοποιήθηκαν αυτόματα και ένιωσε να ανακτά και πάλι τον έλεγχο, όταν μια σκέψη γεννήθηκε, σε ένα μυαλό καθοδηγητή των αλλαγών. Πέρασε από το ασυνείδητο στο συνειδητό και ο Πλάτων απόρησε. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος ελέγχει από μόνος του και με τέλειο τρόπο λειτουργίες με τις οποίες δεν χρειάζεται εμείς καν να ασχολούμαστε. Για παράδειγμα, όταν υπάρχει μια ανοιχτή πληγή και το σώμα μας αιμορραγεί, ο εγκέφαλός μας οργανώνει όλες τις παραμέτρους ίασης, όπως το κλείσιμο της πληγής μέσω της πήξης του αίματος. Συγκεκριμένα κύτταρα παίρνουν εντολή και μεταβαίνουν στο σημείο της αιμορραγίας και την σταματούν. Άλλα κύτταρα παίρνουν εντολή και αναλαμβάνουν την επούλωση των τραυματισμένων ιστών. Όλα γίνονται μόνα τους, αυτόματα, χωρίς την παραμικρή μας συμμετοχή, χωρίς να έχουμε συνείδηση της λειτουργίας αυτής. Ο πολυκύτταρος οργανισμός μας λειτουργεί από μόνος του, υπό την καθοδήγηση του ασυνείδητου μέρους του εγκεφάλου μας μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια. Τουλάχιστον αυτό συνέβαινε σε κάθε περίπτωση στα δισεκατομμύρια σώματα που έζησαν πάνω στην Γη. Μέχρι τώρα! Ο Πλάτων έδωσε εντολή στο σώμα του να σταματήσει η αιμορραγία από την μύτη. Θέλησε, ή μάλλον απαίτησε, από αυτό να κάνει κάτι όχι στον προβλεπόμενο χρόνο, άλλα άμεσα, τώρα. Περίμενε περίεργος να δει τι θα συμβεί, όταν ένας φρικτός πόνος τον διαπέρασε την στιγμή που ολόκληρο το σώμα του συντόνισε μια και μοναδική ενέργεια. Τα γονίδια του έκαναν για πρώτη φορά κάτι έξω από την θέληση τους και τα κύτταρά του για πρώτη φορά στην ιστορία αποκτώντας μια ολοένα και βαθύτερη συνειδητοποίηση υπηρέτησαν την συνείδηση, αυτή του Πλάτων και όχι τις εντολές που είναι γραμμένες στον πυρήνα τους. Η αιμορραγία σταμάτησε σε μια και μοναδική στιγμή, την ιδία ακριβώς στιγμή που και στον κόσμο έξω από το μυαλό του οι γιατροί στο ασθενοφόρο την είδαν επιτέλους να σταματάει. Έτσι ξαφνικά! Ο πόνος διήρκησε απειροελάχιστα, άλλα του φάνηκε αιώνας, καθώς τα μόρια του σώματός του ενήργησαν γρήγορα και συντονισμένα. Τον εγκατέλειψε αργά, σαν να τον άφηνε χωρίς την θέλησή του, δίνοντας την θέση του στο γνώριμο αίσθημα της εξάντλησης. Αισθάνθηκε ικανοποίηση και μια υπέροχη ζέστη τον αγκάλιασε διώχνοντας απότομα το κρύο. Ένιωσε το φως να διαλύει το σκοτάδι γύρω του και μισάνοιξε αργά τα μάτια του. Είδε μια κουκκίδα φωτός μες το απόλυτο σκοτάδι να τον πλησιάζει γοργά. Το φως τον τύφλωσε στιγμιαία και μες την εξάντληση του άκουσε ψιθύρους. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα σχεδόν σκοτεινό δωμάτιο. Ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια του μέχρι να προσαρμοστούν. Γύρισε το κεφάλι του αριστερά και είδε τα γνώριμα νοσοκομειακά μηχανήματα. Ήταν και πάλι καλωδιωμένος, άλλα ... Δεν πρέπει να βρισκόταν σε νοσοκομείο όπως την προηγούμενη φορά, γιατί δεν υπήρχε ούτε ένα παράθυρο. Πέτρινα υγρά τείχη τον κύκλωναν και μόνο μια λάμπα στο κέντρο του δωματίου, προσπαθούσε ανεπιτυχώς να νικήσει το σκοτάδι. Απέναντι του υπήρχε ένας μεγάλος καθρέπτης και μια μεταλλική πόρτα στην δεξιά άκρη του τοίχου. Η πόρτα ακούστηκε να ανοίγει ηλεκτρονικά και μια φιγούρα πρόβαλλε δειλά. Η πόρτα έκλεισε πάλι ασφαλίζοντας με έναν κοφτό ήχο και η φιγούρα τον πλησίασε. -Γεια σου, Πλάτων! Αφού δεν μπόρεσες να έρθεις εσύ, ήρθα εγώ σε σένα, άκουσε την γνώριμη φωνή του πρωθυπουργού, ο οποίος ξεπρόβαλε στο ημίφως, ελαφρώς τρεμάμενη.
98
Ο Πλάτων θέλησε με πρόσωπο κουρασμένο κι ένα χαμόγελο ικανοποίησης, να σηκώσει το χέρι για χειραψία, άλλα το κρύο μέταλλο στον καρπό του, τον ενημέρωσε ότι ήταν αλυσοδεμένος. Ένιωσε το κρύο μέταλλο και στον άλλο του καρπό Αισθανόταν πολύ εξαντλημένος για να αντιδράσει, ακόμη κι αν το ήθελε. Χαμογελώντας ακόμη έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε ήρεμα. Αισθάνονταν ασφαλής! 22 Οι δυο αναβάτες έφτασαν στον προορισμό τους, κάπου στο κέντρο της μηρμηγκούπολης. Πάρκαραν την μηχανή τους πάνω στο πεζοδρόμιο, όπως συνήθιζαν και οι υπόλοιποι, και ανέβηκαν στο διαμέρισμα τους, στον τρίτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας, φορώντας ακόμη τα κράνη τους. Δεν μίλησαν καθόλου μέχρι που έκλεισαν την πόρτα πίσω τους και ο νεαρότερος απ’ τους δυο, γύρω στα τριάντα, ψιθύρισε μιλώντας στα αγγλικά: -Κάτι μου βρωμάει σ’ αυτήν την υπόθεση, αφεντικό. Και δεν νομίζω ότι ο Αρχηγός θα μείνει ικανοποιημένος από την αναφορά μας, είπε κατευθυνόμενος γοργά στον φορητό υπολογιστή, που τους περίμενε ανοιχτός πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Μα είδες πως εξαφανίστηκαν με μιας; Λες και ήξεραν! Δεν έχω ακούσει ξανά για τέτοιο… κόλπο της ελληνικής αστυνομίας. Το διαμέρισμα ήταν ένα μικρό δυαράκι, με ενιαίο κουζινάκι και καθιστικό, ένα μικρό μπάνιο και ένα υπνοδωμάτιο, με δυο μόνα κρεβάτια. Αποτελούσε τον ορισμό της λιτότητας, ακριβώς ότι χρειαζόταν για ανθρώπους σαν αυτούς. Είχαν μια δουλειά να κάνουν και μετά επιστροφή στην πατρίδα. Το «αφεντικό» κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο χωρίς να μιλήσει. Ο νεαρός πήρε θέση κι ετοιμάστηκε να πληκτρολογήσει ένα μήνυμα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Περίμενε υπομονετικά, μέχρι που το «αφεντικό», και προφανώς επικεφαλής, επέστρεψε. Φορούσε μόνο ένα μποξεράκι (η ζέστη αυτής της πόλης του ήταν ανυπόφορη), αποκαλύπτοντας ένα τέλεια γυμνασμένο σώμα. Ήταν περίπου ένα ενενήντα ψηλός κι εκατόν δέκα κιλά, ένα σύνολο τεράστιων και δυνατών μυών. Παρά τα σαράντα περίπου χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη του, ήταν ένας άνθρωπος η εικόνα του οποίου προκαλούσε πολύ εύκολα τον φόβο στους άλλους, χωρίς καμιά απολύτως προσπάθεια. Έχοντας αντικαταστήσει τα γάντια της μηχανής με άλλα μιας χρήσης, όπως έκανε κάθε φορά, σε κάθε αποστολή, άρχισε να υπαγορεύει: -Το πακέτο χάθηκε! Η διεύθυνση αγνοείτε! Αναμένω, είπε με ξερή φωνή και δίχως ίχνος έκφρασης σε ένα ανέκφραστο προσωπείο, ενώ άνοιγε την τηλεόραση. Ο νέος έγραψε ότι του είπε και έστειλε το μήνυμα. Αντικαθιστώντας κι αυτός τα γάντια του με άλλα μιας χρήσης, πήγε στο κοινό τους δωμάτιο, ξεντύθηκε κι επέστρεψε στον καναπέ, όπου κάθισαν οι δυο τους να παρακολουθήσουν τις βραδινές ειδήσεις. Η δουλειά τους συνεχιζόταν, έστω και με αυτόν τον τρόπο. Έπρεπε να μάθουν την τοποθεσία που μετέφερε το ελληνικό κράτος, τον στόχο τους. Βέβαια δεν περίμεναν σε καμιά περίπτωση να σταθούν τόσο τυχεροί και να μάθουν την ακριβή διεύθυνση, άλλα έστω κάποιες ενδείξεις θα τους ήταν αρκετές. Έλπιζαν οι δημοσιογράφοι να τους δώσουν κάποιες αδέσποτες πληροφορίες, όπως συνέβαινε συχνά. Έπρεπε επίσης πάση θυσία ο νέος να γεμίσει το στομάχι του, γιατί διαμαρτυρόταν έντονα. Από τις οχτώ το πρωί παρακολουθούσαν πρώτα το νοσοκομείο κι ύστερα την πομπή και είχε φτάσει επιτέλους η ώρα να το τροφοδοτήσει. Ήξερε όμως ότι αυτό δεν θα γινόταν αν δεν έδινε την εντολή ο μεγαλύτερος του. Δεν τολμούσε καν να του ζητήσει κάτι τέτοιο, δεν υπήρχε περίπτωση να τον διακόψει, έτσι όπως τον έβλεπε δίπλα του ψυχρό, σαν κέρινη κούκλα να παρακολουθεί αφοσιωμένος την
99
τηλεόραση. Είχε ήδη καταλάβει, από την έναρξη της αποστολής τους, το προηγούμενο βράδυ, ότι ο συνάδελφος του ήταν ο ορισμός της πειθαρχίας και της αυστηρότητας. Ήταν ακριβώς όπως τον περίμενε, όπως αφηγούνταν στις ιστορίες γι’ αυτόν. Ήταν ένας θρύλος, έστω κι αν τον ήξεραν μόνο λίγοι μέσα στην υπηρεσία. Αποτελούσε το μακρύ χέρι της Υπερδύναμης, το οποίο έκανε τις βρώμικες δουλειές για λογαριασμό της. Είχε γυρίσει όλον τον κόσμο, Νότια Αμερική, Αφρική, Ασία, ακόμη κι Ευρώπη. Είχε το απόλυτο στις αποστολές του, κανένας ποτέ δεν επέζησε, ποτέ δεν στράβωσε κάτι. Ήταν ο πράκτορας εκατό τις εκατό! Κι αυτός ήταν απλώς ο βοηθός του, ο άνθρωπος για τις μικροδουλειές, που τον θαύμαζε όμως απεριόριστα. Που ξέρεις όμως καμιά φορά; Μπορεί δίπλα του να μάθαινε πολλά και σε λίγα χρόνια να γινόταν σαν κι αυτόν! Ο πράκτορας εκατό τις εκατό, προς το παρόν έβλεπε αφοσιωμένος τα ρεπορτάζ των καναλιών. Οι συζητήσεις για τον παράξενο νέο έδιναν και έπαιρναν. Σε κάθε κανάλι, τι επιστήμονες συζητούσαν για την πιθανότητα ύπαρξης των υποτιθεμένων δυνάμεων, τι παπάδες μιλούσαν για θαύματα και εξορκισμούς, όλοι είχαν άποψη και όλοι έπρεπε να την καταθέσουν. Δεν ήταν ο Πλάτων στην ουσία το αντικείμενο συζήτησης, άλλα η ηθική και κοσμοθεωρία που πρέσβευε ο καθένας. Θεωρώντας υπερβολές τα όσα ακούγονταν, ένα κύριο χαρακτηριστικό, στα όρια της ύβρις, των νεοελλήνων, προσπαθούσε να δει ανάμεσα στις γραμμές. Οι δυο πράκτορες παρακολουθούσαν αμίλητοι μέχρι που ένας ήχος τους ειδοποίησε ότι είχαν ένα νέο ηλεκτρονικό μήνυμα. Ο βοηθός πετάχτηκε με μιας και ανοίγοντας το διάβασε χαμηλόφωνα. -Εσωτερική πηγή θα σας ενημερώσει σύντομα για την διεύθυνση. Ανακτήστε το πακέτο κι αναμείνατε! Το «αφεντικό» χαμογέλασε, επιτέλους, ικανοποιημένος. Σκέφτηκε ότι ίσως αυτή η ιστορία είχε ενδιαφέρον τελικά. Ειδάλλως δεν θα τους έδιναν οδηγία να ανακτήσουν τον οπλισμό τους, κι ούτε βεβαίως θα επιστράτευαν αυτόν, την χρυσή εφεδρεία. Τον είχε παραλάβει το χθεσινό βράδυ ο νεαρός συνεργάτης του απ’ το αεροδρόμιο, μετά από μια τρίμηνη περίοδο ξεκούρασης και διακοπών. Τώρα όμως τον είχαν και πάλι ανάγκη, τον χρειαζόταν γιατί ήταν ο καλύτερος. Αισθάνθηκε μια γλυκιά ικανοποίηση. Είχε καιρό να νιώσει αυτό που πραγματικά ήταν. Αγγελιοφόρος του Θανάτου στην υπηρεσία της Υπερδύναμης! -Τι λες να φάμε πίτσα, ρώτησε τον νεαρό, ο οποίος, αντικρίζοντας ένα βλέμμα, ύπουλο κι άγριο σαν της ύαινας, σχεδόν έχασε την όρεξή του! 23 Το επόμενο πρωί ο Πλάτων ξύπνησε κατά το μεσημεράκι, μιας και το κορμί του είχε απίστευτη ανάγκη αυτόν τον μακρύ ύπνο. Ανακάθισε στο κρεβάτι του και δεν πέρασαν λίγα λεπτά, ώσπου ο πρωθυπουργός τον επισκέφτηκε ξανά. Η πόρτα άνοιξε και κάνοντας την εμφάνιση του πλησίασε διστακτικά. Ο Πλάτων διαπίστωσε ότι τον κοίταζε φοβισμένος. Ήταν θαρραλέος άνθρωπος, άλλα ο νέος μπροστά του ήταν το κάτι άλλο, κάτι τόσο απόκοσμο κι εξωπραγματικό, που φόβιζε τα βάθη της ψυχής του. Είχε τις καλύτερες προθέσεις όταν αποφάσισε να του μιλήσει από κοντά, θέλοντας να διερευνήσει τους σκοπούς του. Όλοι βεβαίως τον συμβούλεψαν να μην το κάνει. Ήταν πολύ επικίνδυνο, όπως τόνισαν χαρακτηριστικά. Κανείς τους όμως δεν τον είχε δει όπως αυτός. Κανείς δεν είχε διακρίνει την καλοσύνη στα μάτια και τις κινήσεις του, στην ευγενική του φωνή, την οποία μόνο αυτός είχε ακούσει απευθείας στο μυαλό του και μόνο αυτός (ο σύμβουλός του είχε ήδη καταχωνιάσει υπό την απειλή της τρέλας στο ασυνείδητο του την εικόνα) είχε παρατηρήσει αυτή την γαλάζια φλόγα να χορεύει τόσο απειλητικά στο χέρι
100
του! Λίγο η διαίσθησή του ότι όλα θα πήγαιναν καλά, κι ακόμη περισσότερο μια νοσηρή περιέργεια, τον έπεισαν από το προηγούμενο βράδυ να μπει στο δωμάτιο μόνος του. Δεν μπορούσε να ξέρει όμως την αντίδραση του σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Ίσως αισθανόταν σε κίνδυνο και αντιδρούσε βίαια. Για τον λόγο αυτό έμεινε ακίνητος να κοιτάζει τον Πλάτων, με ένα βλέμμα που δήλωνε ταυτόχρονα «Συγνώμη», άλλα και «Δεν γινόταν αλλιώς»! Αυτό ακριβώς αντιλήφθηκε κι ο Πλάτων και γι’ αυτό δεν αισθανόταν τον παραμικρό κίνδυνο. Ήξερε ότι δεν θα επιχειρούσαν να τον βλάψουν. Όχι αυτοί, τουλάχιστον! Όχι… οι δικοί του! Οι κινήσεις και οι ήχοι απελπισίας του στομαχιού του έσπασαν τον πάγο. -Το στομάχι μου χορεύει, κύριε πρωθυπουργέ. Πεινάω αφάνταστα. Μήπως ... Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του, όταν η πόρτα εξασφάλισε, άνοιξε και σε ένα λεπτό ένας άντρας έφερε έναν τραπεζάκι με διάφορα εδέσματα. Ο Πλάτων κοίταξε τον πρωθυπουργό, ο οποίος έκανε μια γκριμάτσα, που θύμιζε διστακτικό χαμόγελο. -Φαντάστηκα ότι θα πείναγες όταν ξυπνούσες, είπε. Κρίνοντας βεβαίως από την πρώτη μας συνάντηση, συνέχισε και είδε τον Πλάτων να χαμογελά ικανοποιημένος. Αισθανόταν πλέον σίγουρος για τον νεαρό απέναντι του και έκανε ένα νόημα στον καθρέπτη. Η πόρτα άνοιξε ξανά μετά από λίγο και ο Οδυσσέας εμφανίστηκε και πλησίασε διστακτικά στο κρεβάτι. Το πλάσμα για το οποίο είχε ακούσει τόσα τον κοίταζε μειλίχια. -Φίλε μου, είναι εντάξει να σου βγάλω τις χειροπέδες; Έχω ακούσει πολλές ιστορίες για αυτά τα χέρια, πρόσθεσε κοιτώντας τα για μια στιγμή. Έστρεψε το βλέμμα του ξανά στο πρόσωπό του. -Τι σου λένε τα μάτια σου; Συνέχιζε να τον κοιτάζει και θαρρείς περίμενε να ακούσει μια φωνή μες το κρανίο του. Αυτή δεν ήρθε ποτέ. Απόσπασμα από το προσωπικό ημερολόγιο του Οδυσσέα: Τα πάντα εκείνη την περίοδο ήταν διαφορετικά. Είχαν θα έλεγα την γεύση του ονείρου. Τολμώ να πω ότι γευόμουν την μυστηριώδη και σχεδόν τρομερή γεύση της ευτυχίας. Βέβαια, ποτέ δεν υπήρξα (και ποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει άραγε κάτι τέτοιο για τον εαυτό του;)απόλυτα ευτυχής κι ωστόσο οι μέρες που πλησίαζαν θριαμβευτικά με έκανε να ονειρεύομαι την πληρότητα, το σύνολο δηλαδή των εμπειριών που μπορεί να αποκτήσει ένας άνθρωπος. Το κατάλαβα αμέσως μόλις τον είδα, κοιτάζοντας με αφοσίωση την λαμπερή μορφή του εξωπραγματικού αυτού νέου, ότι ήμουν παρών στην σφυρηλάτηση μιας Νέας Εποχής! -Μου λένε ότι είσαι εντάξει …πολύ περισσότερο από εντάξει, είπε ο Οδυσσέας και πλησιάζοντας λίγο ακόμη, του έβγαλε τις χειροπέδες. Ο Πλάτων άρχισε να τρίβει τα χέρια του στα σημεία που οι χειροπέδες είχαν δημιουργήσει ένα κόκκινο σημάδι γύρω από τους καρπούς του. Κοιτώντας τα παρατήρησε το σημάδι να σβήνει γρήγορα σαν μια αόρατη σβήστρα να περνούσε από πάνω. Χωρίς να του κάνει ιδιαίτερη εντύπωση αυτό έκανε προσπάθεια να σηκωθεί, μόλις όμως πάτησε τα πόδια του στο μαρμάρινο δάπεδο και δοκίμασε να σταθεί, αυτά σχεδόν λύγισαν και σωριάστηκε πίσω στο κρεβάτι. Χρειαζόταν ενέργεια πρώτα. Πολύ ενέργεια! Δεν ήταν μόνο η έλλειψη ενέργειας όμως το πρόβλημα. Ένιωθε ότι το κορμί του συνέχιζε την αλλαγή του κι είχε ξαφνικά την αδιόρατη, αλλά τόσο γνώριμη, σχεδόν οικεία, αίσθηση ότι κάτι σάλευε κάτω απ’ το δέρμα του. Απώθησε γρήγορα στο ασυνείδητο την σκέψη μιας σκοτεινής Σκιάς που προσπαθούσε να τον κυριέψει και μόρφασε στην
101
δυσοίωνη εικόνα, που εμφανίστηκε στιγμιαία στο μυαλό του. Σκέφτηκε γρήγορα, και σε πείσμα έναντι της φρέσκιας ανάμνησης των ονείρων που είχε πριν από χρόνια και που τώρα πλημμύριζε την σκέψη του, ότι απλώς αυτή την φορά ήταν ξύπνιος πριν ολοκληρωθεί η παρούσα φάση αλλαγής. Ο φόβος όμως τρύπωνε από παντού γεννώντας ερωτήματα. «Ποιος είμαι εγώ; Πόσοι είμαι; Τι είναι αυτό το μεσοδιάστημα που υπάρχει ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο; Τι είναι αυτή η… Σκιά;» Οι δυο άντρες τον παρατηρούσαν με αμηχανία. Ο Οδυσσέας κοίταξε ανήσυχος τον πρωθυπουργό, ο οποίος δήλωσε ότι θα τον άφηναν μόνο του να γεμίσει τις μπαταρίες του και θα τα λέγανε αργότερα. Κατευθύνθηκαν και οι δυο προς την πόρτα, όταν ο Οδυσσέας γύρισε απότομα. «Ευχαριστώ» είχε ακούσει μες το μυαλό του και είδε τον Πλάτων να ανακάθεται στο κρεβάτι και να τρώει με βιαστικές κινήσεις, διώχνοντας σαν σκουπιδάκι κάθε ενοχλητική σκέψη. Είδε επίσης τον πρωθυπουργό να του κάνει νόημα να τους αφήσει μόνους, γυρνώντας προς το κρεβάτι. «Μείνε» είχε ακούσει ο πρωθυπουργός και δεν υπήρχε ίχνος ευγένειας ή παράκλησης στην φωνή μες το μυαλό του. Ήταν διαταγή!
102
ΜΕΡΟΣ II Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί τεζαρισμένο από το ζώο ίσαμε τον Υπεράνθρωπο! Ένα σκοινί επάνω από την άβυσσο. Τάδε Έφη Ζαρατούστρας-Φρίντριχ Νίτσε
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
1 Στην καθορισμένη αίθουσα της βουλής, το υπουργικό συμβούλιο είχε κληθεί εκτάκτως για συνεδρίαση. Μπορεί να βρισκόμασταν σε μια απόλυτη περίοδο διακοπών και πολλά μέλη της κυβέρνησης να έλειπαν εκτός της πρωτεύουσας, άλλα οι περισσότεροι υπουργοί κατάφεραν να δώσουν το παρών. Μόνο που φτάνοντας εκεί διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι ο πρωθυπουργός απουσίαζε. Οι πληροφορίες, που είχαν στην διάθεση τους ήταν ελάχιστες σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό, τον Οδυσσέα και τους υπουργούς Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, οι οποίοι ήταν οι μοναδικοί που είχαν πλήρη γνώση των συμβάντων. Ήταν προσωπική απόφαση του πρωθυπουργού, μετά από παραίνεση και του Οδυσσέα, να περιοριστεί στο ελάχιστο ο αριθμός των ατόμων, που θα γνώριζαν τις λεπτομέρειες. Κι αυτό γινόταν για ευνόητους λογούς! Γινόταν ακριβώς για άτομα σαν τον σύμβουλο του πρωθυπουργού, αυτόν τον ανέντιμο κλάψα, που σαν νυφίτσα, καθισμένος στην γωνιά, είχε ανοίξει διάπλατα αυτιά και μάτια σαν δορυφόρος, προσπαθώντας να καταγράψει όσα περισσότερα μπορούσε, ώστε να το καταθέσει στον εργοδότη του. Στον πραγματικό του εργοδότη, ο οποίος δεν ήταν το ελληνικό κράτος, άλλα η Υπερδύναμη! Ακολουθώντας το παράδειγμα δεκαετιών, όπου η σπιούνοι ήταν η καλύτερη πηγή εσωτερικής πληροφόρησης, η Υπερδύναμη είχε τοποθετήσει τον σύμβουλο του πρωθυπουργό στο πόστο αυτό, εκμεταλλευομένη την αφέλεια, καθώς και την ελαφρότητα της κρατικής μηχανής. Ένας νέος, σπουδαγμένος στα καλύτερα πανεπιστήμια, με τις καλύτερες συστάσεις και βεβαίως με την ευλογία του κόμματος δεν μπορούσε παρά να αποτελεί έναν αξιόπιστο σύμβουλο, ειδήμων στα επικοινωνιακά ζητήματα, που τόσο μεγάλο ρόλο παίζουν σήμερα στο παγκόσμιο σύστημα επιβολής της εξουσίας. Οι υπουργοί ήταν σε αναβρασμό. Καταλάβαιναν ότι η έκτακτη συνεδρίαση αφορούσε το περίεργο γεγονός που συνέβη στο Μέγαρο Μαξίμου με τον νεαρό, αλλά και την μεταφορά του από μια, σχεδόν στρατιωτική πομπή, όμως δεν μπορούσαν να φανταστούν καν μέχρι που έφτανε η άκρη του νήματος αυτής της περίεργης ιστορίας.
103
-Μα είναι δυνατόν να ενημερωνόμαστε από τα κανάλια, διαμαρτυρήθηκαν κάποιοι. -Που είναι ο πρωθυπουργός, πρόσθεσαν κάποιοι άλλοι. Οι πληροφορίες που μετέδωσαν τα κανάλια και τα ραδιόφωνα ήταν συγκεχυμένες και προφανώς η αλήθεια μπλεκόταν με τον μύθο δημιουργώντας ένα απίστευτο μυστήριο. Δεν ήξεραν τι να πιστέψουν από όλα όσα βομβάρδιζαν την κοινή γνώμη τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Ο Οδυσσέας μπήκε στην αίθουσα όπου περίμεναν, άλλοι όρθιοι συζητώντας σε πηγαδάκια κι άλλοι καθιστοί, κατευθύνθηκε και στάθηκε στο κέντρο του τραπεζιού, ζητώντας ευγενικά τον λόγο. Παραξενεύτηκαν όλοι από την παρουσία του, αλλά οι φωνές χαμήλωσαν σταδιακά μες την αίθουσα και παίρνοντας τις θέσεις τους, περίμεναν καρτερικά την δήλωση του. Τον κοίταζαν στα μάτια, προσμένοντας λίγο φως να διώξει το σκοτάδι τους. -Κυρίες και κύριοι υπουργοί, ονομάζομαι Οδυσσέας, είμαι πράκτορας της ΕΥΠ και έχω ένα μήνυμα από τον πρωθυπουργό, είπε ενώ οι ψίθυροι έσβησαν εντελώς. Έβγαλε ένα χαρτί από το σακάκι του και διάβασε μέσα σε απόλυτη σιγή: «Φίλες και φίλοι, ζητώ συγνώμη που δεν μπορώ να είμαι μαζί σας, όμως λόγοι εθνικής ασφαλείας επιβάλλουν την σύντομη παραμονή μου σε άγνωστη τοποθεσία. Δεν μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες για το τι συμβαίνει, αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν αξίζει να δίνεται σημασία στα ρεπορτάζ των δημοσιογράφων. Η μόνη αλήθεια θα σας γίνει γνωστή από εμένα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μπορώ επίσης να σας ενημερώσω ότι κάτι πρωτόγνωρο και μοναδικό, κάτι σχεδόν μαγικό, χτύπησε την πόρτα του έθνους μας. Ένας νέος διαφορετικός από τους υπόλοιπους, ένας νέος που έχει υπάρξει μόνο στην ανθρώπινη φαντασία! Αποφάσισα, με την εξουσία που μου παρέχει το Σύνταγμα, να ανοίξουμε μόνοι μας, γιατί ούτως ή αλλιώς… θα άνοιγε από μόνο του. Εύχομαι και ελπίζω τούτο να μας βγει σε καλό. Έχω ισχυρές ενδείξεις ότι είναι για καλό, όμως δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Θέλω από εσάς, ή καλύτερα απαιτώ, σύνεση και ψυχραιμία! Προωθήστε το κυβερνητικό έργο με εντόνους ρυθμούς, σαν να μην συνέβη απολύτως τίποτα. Απόλυτη προτεραιότητα σας αποτελεί η έξοδος της οικονομίας μας από την παγκόσμια κρίση. Απαιτώ όμως και κάτι άλλο. Απαιτώ απόλυτη σιωπή και εχεμύθεια. Απαγορεύω σε όλους σας να μιλήσετε για το θέμα στον οποιοδήποτε, ακόμη και στις οικογένειές σας! Όποιος έχει αντίθετη άποψη να την εκφράσει εγγράφως αυτή την στιγμή στον πράκτορα που έχετε μπροστά σας, υποβάλλοντας ταυτόχρονα την παραίτηση του την όποια κάνω άμεσα αποδεκτή. Όποιος μιλήσει στους δημοσιογράφους να θεωρεί επίσης τον εαυτό του, όχι μόνο εκτός κυβέρνησης, αλλά και εκτός κόμματος. Απαιτώ, σύντροφοι, νεκρική σιγή!» Σταμάτησε να διαβάζει, δίπλωσε το χαρτί και το έβαλε πάλι στο σακάκι του. Κοίταξε τους αποσβολωμένους από το ύφος της δήλωσης υπουργούς και περίμενε την αντίδρασή τους. -Έχει κάποιος αντίθετη άποψη με τον πρωθυπουργό, ρώτησε μετά από λίγο. Θέλει κάποιος να υποβάλλει την παραίτησή του; Καθόταν όλοι σκεπτικοί κι αμίλητοι με τα ερωτήματα να σφυροκοπούν τα απορημένα τους μυαλά. Δεν είχαν συνηθίσει τον πρωθυπουργό να είναι τόσο αποφασιστικός και αυστηρός ταυτόχρονα. Το θέμα ήταν σίγουρα μεγάλο, πολύ μεγάλο. Κανένας δεν τόλμησε να φέρει την παραμικρή αντίρρηση. Κάποιοι διατηρούσαν επιφυλάξεις για την μυστικοπάθεια του πράγματος, αλλά δεν σκόπευαν να χάσουν την θέση τους για χάρη τους. Όχι όταν το κοντινό μέλλον προβλεπόταν πολύ ενδιαφέρον και όλοι ήθελαν να είναι στην πρώτη γραμμή. Η νυφίτσα έκανε να ρωτήσει το προφανές «Που βρίσκεται ο...», αλλά συγκρατήθηκε. Έμεινε ακίνητος να βλέπει τον πράκτορα να φεύγει χαμογελώντας ειρηνικά και τους υπουργούς να αποχωρούν προβληματισμένοι, ο καθένας μόνος με τις σκέψεις του. Τζίφος
104
η συνεδρίαση. Τι θα έλεγε τώρα στους προϊσταμένους του; Μπορεί μέχρι τώρα η κυβέρνηση αυτή, όπως και οι προηγούμενες, να ήταν άτολμη και παθητική στα σχεδία της Υπερδύναμης και κανείς να μην είχε ορθώσει το ανάστημα του, όταν ζητήθηκε η λήψη αποφάσεων αντίθετων προς τα εθνικά συμφέροντα, αν και η αλήθεια είναι ότι δεν τους είχε ζητηθεί και κάτι συνταρακτικό μέχρι στιγμής, όντας υπάκουοι έστω και στα μικρά ζητήματα, τώρα όμως ένιωθε ξεκάθαρα ότι κάτι άλλαζε. Το ένοιωθε παντού στην ατμόσφαιρα γύρω του, το έβλεπε στα σκεπτικά και σφιγμένα πρόσωπα των υπουργών, καθώς έβγαιναν από την αίθουσα και τα μάτια τους μαρτυρούσαν την βαθιά τους περίσκεψη. Το είχε νιώσει ξεκάθαρα για πρώτη φορά όταν, κλαίγοντας ακόμα και με το μυαλό του φοβισμένο και σαστισμένο, λεηλατημένο απ’ τον τρόμο, έστελνε το ηλεκτρονικό μήνυμα για τον νέο με τις υπερφυσικές δυνάμεις στην Υπηρεσία Ασφαλείας της Υπερδύναμης. «Και το μέλλον σου προβλέπεται δυσοίωνο… και τόσο, μα τόσο σκοτεινό…». Έδιωξε αυτή την σκέψη, όσο γρήγορα του ήρθε και απευθύνθηκε στους συναδέλφους του: -Παιδιά… πότε θα… θα μιλήσουμε με τον πρωθυπουργό; Πρέπει να συντάξουμε την ομιλία του για… για την εμφάνιση του στην Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης! 2 Εν τω μεταξύ, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού μια άλλη, περισσότερο κρίσιμη από όσο φαντάζονταν οι συμμετέχοντες εκείνη την στιγμή, συνεδρίαση βρισκόταν προ των πυλών. Μια συνεδρίαση στην οποία θα συμμετείχε ο ίδιος ο πρόεδρος της Υπερδύναμης. Τον είχαν καλέσει οι επικεφαλής Εθνικής Ασφαλείας για να τον ενημερώσουν για κάποιες ανεπάντεχες εξελίξεις. Όπως τους είχε πληροφορήσει ο πληροφοριοδότης τους στην Ελλάδα, είχαν μεταφέρει τον νέο σε άγνωστη προς το παρών τοποθεσία και αυτός εργαζόταν πυρετωδώς με στόχο να ανακτήσει αυτή την πληροφορία. Ο πρόεδρος μπήκε μέσα στη αίθουσα συνοδευόμενος από τον σύμβουλο του για θέματα Εθνικής Ασφάλειας. Πρόσεξε αμέσως ότι στο δωμάτιο βρισκόταν όλοι οι επικεφαλής των κρατικών υπηρεσιών, που ασχολούνταν με θέματα ασφαλείας, καθώς και οι εκπρόσωποι των ενόπλων δυνάμεων. Τους καλημέρισε όλους, βολεύτηκε στο κάθισμα του και άκουσε. Άκουσε με προσοχή, χωρίς να διακόψει ούτε μια φορά, παρά το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις ο πειρασμός να το κάνει ήταν μεγάλος. Άκουσε για τα κατορθώματα του Πλάτωνα κι ένιωσε ότι άκουγε για ήρωα κινηματογραφικής ταινίας και μάλιστα επιστημονικής φαντασίας. Και το περίεργο ήταν ότι δεν είχε πιει τίποτα μέχρι στιγμής, όχι ακόμη! -Για να το καταλάβω καλύτερα, είπε ο πρόεδρος αφού άκουσε όσα είχαν να του πουν. Ένας νέος άντρας, περίπου τριάντα ετών μπήκε ανενόχλητος στο γραφείο του πρωθυπουργού της Ελλάδας, συμμάχου μας στο ΝΑΤΟ και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρησιμοποιώντας κάποιες υπερφυσικές δυνάμεις, σωστά; Οι υπόλοιποι έγνεψαν καταφατικά. Ο πρόεδρος έκατσε πίσω στην καρέκλα του εμφανώς προβληματισμένος. -Μπορεί να ελέγχει το μυαλό και να πετάει ένα είδος ενέργειας από το χέρι του, ρώτησε απορημένος. Και πόσο σίγουροι είμαστε γι’ αυτό; Πόσο σίγουροι είστε ότι δεν πρόκειται για κάποια άνοστη φάρσα ή έστω ότι έχουν μεγαλοποιήσει κατά πολύ τα γεγονότα. Όλοι ξέρουμε πόσο φαντασμένοι μπορούν να γίνουν οι αναθεματισμένοι δημοσιογράφοι, πρόσθεσε οργισμένος. Το μυαλό του αρνιόταν, έστω και μια απειροελάχιστη πιθανότητα, να δεχτεί την ύπαρξη ενός τόσο ισχυρού ατόμου. -Σχεδόν απόλυτα, κύριε, απάντησε ο επικεφαλής της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών. Ο άνθρωπος μας εκεί είναι απόλυτα αξιόπιστος και μας μετέφερε πληροφορίες που είδε με
105
τα ίδια του τα μάτια. Και εκτός αυτού παρόμοιες πληροφορίες, αν και όπως σωστά υποθέσατε μεγαλοποιημένες, πρόβαλλαν και τα εγκυρότερα μέσα της χώρας. Δεν θα σας καλούσαμε αν δεν ήμασταν σχεδόν σίγουροι, ή έστω αρκετά σίγουροι ώστε να πιστεύουμε ότι αξίζει να ερευνήσουμε το θέμα. Ακόμη και ο τρόπος που σκηνοθέτησαν την μεταφορά του δείχνει ότι κάτι πολύ μεγάλο, κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει. -Ποιος στο διάολο είναι αυτός ο νέος; Τι είναι, ξαναρώτησε εκνευρισμένος ο πρόεδρος αυτή την φορά. -Πιστεύουμε ότι πρόκειται για κάποια μετάλλαξη, κύριε πρόεδρε! -Μετάλλαξη; Τι σκατά μετάλλαξη είναι αυτή; Έχω ακούσει για τερατογεννέσεις, έχω ακούσει για ζώα με δυο κεφάλια, αλλά αυτό είναι πέρα από κάθε φαντασία! Άκου εκεί μετάλλαξη. Ο πρόεδρος δεν ήταν άνθρωπος της επιστήμης, αλλά της θρησκείας. Πίστευε ακράδαντα ότι η μόνη αλήθεια βρισκόταν γραμμένη στα Ιερά Βιβλία. Οι μεταλλάξεις ήταν η τιμωρία που έστελνε ο Θεός στους ανθρώπους για τους ανήθικους επιστήμονες που χώνονταν στα πόδια του. Τελεία! -Και θεωρείτε αυτόν τον νέο κίνδυνο για την εθνική μας ασφάλεια; Προσέξτε τι θα πείτε, προειδοποίησε. Θέλω να ξέρω αν υπάρχει λόγος να ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα, όταν υπάρχουν τόσοι πραγματικοί κίνδυνοι εκεί έξω. Έχουμε έναν παγκόσμιο πόλεμο εναντίων της τρομοκρατίας σε εξέλιξη σε δεκάδες μέρη, που απαιτούν πλήρη αφοσίωση και όχι να ασχολούμαστε με το κυνήγι μαγισσών. Όχι ότι θα τον χάλαγε κάτι τέτοιο, αλλά η πίεση των μέσων ενημέρωσης για τα σκάνδαλα και την διαφθορά που μάστιζε την κυβέρνησή του, του επέβαλλε τουλάχιστον να μην μπλέκει προς το παρόν με ανούσιες ιστορίες. -Μάλιστα, κύριε πρόεδρε, θεωρούμε ότι είναι επικίνδυνος, δήλωσε εμφατικά ο επικεφαλής. Αυτή την στιγμή βρίσκεται στα χέρια ενός υποτακτικού έθνους, αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε την εξέλιξη του. Δεν ξέρουμε πως θα τον χρησιμοποιήσει η χώρα του και σίγουρα δεν ξέρουμε εάν και πότε στραφεί εναντίον μας. Φανταστείτε έναν πανίσχυρο νέο, που διαφωνεί με την πολιτική μας στον κόσμο. Τι θα μπορούσε να κάνει γι’ αυτό; Πολλά φοβόμαστε. Επί προσθέτως, δεν μπορούμε να περιμένουμε από τους εχθρούς μας να ενεργήσουν πρώτοι. Αυτή την στιγμή που μιλάμε, είμαι σίγουρος ότι τέτοιες συσκέψεις κάνουν και οι εχθροί μας. Η κοινή γνώμη, επίσης, έχει αρχίσει να αναρωτιέται. Ο κόσμος μιλάει για αυτόν και όλοι ξέρουμε πόσο εύκολο θα ήταν να επηρεαστούν από έναν άντρα που θα μοιάζει, και σ’ αυτήν την περίπτωση θα είναι, ανώτερός τους! Πρέπει λοιπόν να πάρετε μια απόφαση, κύριε πρόεδρε. Πρέπει να διαλέξετε μεταξύ των εξής: Είτε θα τον εξοντώσουμε, είτε θα τον απαγάγουμε για ίδιον όφελος! Αυτές είναι οι μόνες ρεαλιστικές μας επιλογές και να προσθέσω σ’ αυτό το σημείο ότι ο καλύτερος πράκτορας μας βρίσκεται σε αναμονή στην Αθήνα, είπε αποφασίστηκα και ο πρόεδρος έμεινε να συλλογίζεται προβληματισμένος, ταλαντευόμενος ανάμεσα στις δυο του επιλογές, την ίδια ώρα που στα γραφεία της Εξουσίας παγκοσμίως, πίσω από κλειστές πόρτες, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο συζητούσαν για τον Πλάτωνα και το άγνωστο που αυτός προδίκαζε για το μέλλον τους! 3 Ο πρωθυπουργός έκατσε σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι του Πλάτωνα και τον παρατηρούσε με υπομονή να τρώει με μια απίστευτη λαιμαργία, αλλά και απόλυτα συντονισμένες κινήσεις. Έτρωγε σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή, που εκτελεί άψογα την λειτουργία της. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε ήδη καταναλώσει μια τεραστία ποσότητα τροφής και συνέχιζε ακάθεκτος. Ο Οδυσσέας βρισκόταν, αφού επέστρεψε από την ενημέρωση του υπουργικού συμβουλίου, μαζί με έναν ακόμη πράκτορα ο οποίος έλεγχε τα
106
μηχανήματα, στο δωμάτιο ασφαλείας και τους παρατηρούσε μέσα από το θωρακισμένο τζάμι, ενώ μια κάμερα κατέγραφε τα πάντα. Έβλεπε τον πρωθυπουργό να κοιτάζει σχεδόν ευλαβικά τον Πλάτων, ο οποίος απ’ την πλευρά του δεν πήρε στιγμή το βλέμμα του από τα εδέσματα του. Σιγή! Βουβός κινηματογράφος ήταν το αποτέλεσμα της καταγραφής της κάμερας. Σε ένα άλλο όμως επίπεδο, μια συνομιλία διεξαγόταν από τους δυο τους και μόνο γι’ αυτούς. «Κύριε πρωθυπουργέ θα μιλάτε μόνο με την σκέψη σας! Δεν εμπιστεύομαι κανέναν προς το παρόν. Εντάξει;» «Ναι...ναι. Όπως θέλεις!» «Ξεκινήσαμε» σκέφτηκε επίσης ο πρωθυπουργός προκαλώντας μια στιγμιαία παύση του Πλάτων. Θα ήταν σαφώς δύσκολο να συνηθίσει σ’ αυτόν τον, πρωτόγνωρο και μαγικό θα έλεγε κανείς, τρόπο επικοινωνίας, όπου ήταν κυριολεκτικά γυμνός, ανίκανος να κρύψει την παραμικρή σκέψη, έστω και υπόνοια σκέψης από το πλάσμα απέναντι του. «Που είναι η Νεφέλη;» ρώτησε και η απρόσωπη φωνή του άλλαξε, μαλάκωσε με μια γλυκιά χροιά. «Η νεαρή που ήσασταν μαζί; Βρίσκεται στο νοσοκομείο. Δεν...» «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Πλάτων παίρνοντας για πρώτη φορά το βλέμμα του από τα εδέσματα του. «Οι γιατροί είναι απαισιόδοξοι! Έκαναν ότι μπορούσαν, αλλά τώρα…» «Δώσε εντολή να την φέρουν αμέσως εδώ!» «Μα δεν είναι καλά. Η ζωή της κρέμεται...» «Τώρα! Δώσε εντολή να την φέρουν εδώ τώρα! Μόνο εγώ μπορώ να την βοηθήσω!» Ακόμα και μες το μυαλό του η εντολή ακούστηκε επιτακτική και απόλυτη. Ο Πλάτων ένιωθε σίγουρος, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ότι αν οι γιατροί είχαν κάνει ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό και εξακολουθούσαν να είναι απαισιόδοξοι, τότε μόνο αυτός, ίσως θα μπορούσε να την βοηθήσει. Ο πρωθυπουργός διέκρινε επίσης μια αδιαπραγμάτευτη αποφασιστικότητα στην αλλαγή του τόνου της φωνής του Πλάτωνα. Φοβήθηκε ενδόμυχα ότι από εδώ και στο εξής δεν θα υπήρχε χώρος για διάλογο, παρά μόνο για το θέλημα του. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που αναρωτήθηκε, έστω και στιγμιαία, για τις προθέσεις του άντρα απέναντί του. Ο Οδυσσέας είδε τον πρωθυπουργό να σηκώνεται απότομα και σχεδόν να τρέχει προς την πόρτα. Ξαφνιασμένος πάτησε το κουμπί για να του ανοίξει και βγήκε και ο ίδιος στον διάδρομο, μήκους πέντε περίπου μέτρων, ο οποίος ένωνε τα δυο δωμάτια στο υπόγειο του κτιρίου. -Κανόνισε να φέρουν το κορίτσι εδώ. Τώρα, Οδυσσέα, φώναξε αυστηρά ο πρωθυπουργός, προχωρώντας λίγο προς το μέρος του. Πρέπει να την φέρουμε εδώ. Τώρα! Την ζήτησε. Γύρισε πίσω προς το δωμάτιο του Πλάτων, όταν φτάνοντας στην πόρτα κοντοστάθηκε και στράφηκε ξανά προς τον Οδυσσέα. -Καλύτερα να πας ο ίδιος, δεν εμπιστεύομαι κανέναν, είπε νιώθοντας την μυστικοπάθεια του Πλάτων να τον κυριεύει και μπήκε πάλι μέσα. Η ιστορία περιπλεκόταν κι άλλο, και σίγουρα πολλά ερωτήματα αιωρούνταν στο νου του, όμως ο Οδυσσέας ήταν αποφασισμένος να προσφέρει τις καλύτερες υπηρεσίες του, τον ίδιο του τον εαυτό. Διαισθανόταν ότι μια νέα σελίδα επρόκειτο να γυρίσει στην ιστορία της χώρας του, μια σελίδα που ίσως είχε γραμμένα πάνω της και κάποια από τα όνειρά του. Και δεν το πίστευε αυτό μόνο εξαιτίας των δυνάμεων του Πλάτων, αλλά κυρίως λόγω της επίδρασης που αυτές είχαν στους άλλους. Το κατάλαβε αυτό όταν είδε τα πρόσωπα των υπουργών, αφού τους ενημέρωσε, να τον κοιτάνε άπληστα σαν ένα μικρό
107
παιδί, που θέλει να ακούσει κι άλλα παραμύθια κι άλλες ιστορίες. Και που θα έκανε τα πάντα γι’ αυτό! Έφυγε αποφασισμένος, ανεβαίνοντας με άλματα τρία τρία τα σκαλιά, που οδηγούσαν στο ισόγειο του κτιρίου. Χτύπησε το κουδούνι και ένας φύλακας άνοιξε την μεταλλική πόρτα του υπόγειου, η οποία ήταν επίσης ηλεκτρονικά ελεγχόμενη. Βγήκε στον διάδρομο και φώναξε τους υπόλοιπους έξι άντρες, που βρισκόταν δίπλα στο σαλόνι συζητώντας για τι άλλο από τον Πλάτων, να μαζευτούν κοντά του. Ήρθαν όλοι μαζί και περίμεναν στωικά τις διαταγές του, αν και κρυφός πόθος όλων τους ήταν να ανοίξει το στόμα του και να τους πει ότι ήξερε για τον νεαρό στο υπόγειο. Ήταν όλοι τους, οι εφτά μπροστά του, ο ένας στο δωμάτιο ασφαλείας στο υπόγειο και οι δυο φύλακες στην κεντρική πύλη, προσωπική επιλογή του Οδυσσέα. Ήταν οι καλύτεροι που διέθετε αυτή η χώρα. Άνθρωποι εκπαιδευμένοι να προκαλέσουν το μέγιστο κακό, αλλά εξίσου πειθαρχημένοι ώστε να είναι αυτό η τελευταία τους επιλογή. Άνθρωποι απόλυτα αφοσιωμένοι στην πατρίδα τους, ικανοί να αποκρούσουν ακόμη και σφαίρα με το κορμί τους για να προστατέψουν τον πρωθυπουργό. -Λοιπόν, παιδιά! Πρέπει να κάνουμε μια ακόμη μεταφορά. Ο Πλάτων ήταν με μια κοπελιά όταν τον βρήκαν οι αστυνομικοί. Αυτή βρίσκεται αυτή την στιγμή σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο. Έχουμε εντολή από τον πρωθυπουργό..., σταμάτησε για λίγο μόλις το είπε αυτό μιας και αντιλήφθηκε ότι η εντολή ουσιαστικά προερχόταν απ’ αλλού, απ’ τον Πλάτων. Θεώρησε ότι δεν έπρεπε να πει κάτι παραπάνω για την ώρα και συνέχισε: Έχουμε εντολή να την μεταφέρουμε εδώ. Θα πάω εγώ με δυο από εσάς και οι υπόλοιποι μένετε εδώ! Πάτροκλε, Ιάσων, ελάτε μαζί μου! Είχαν σχεδόν βγει από την πόρτα οι τρεις τους όταν γύρισε και απευθυνόμενος σε όλους είπε: Παιδιά, ξέρω ότι έχετε να πάτε στα σπίτια σας εδώ και δυο ημέρες. Ζητώ να κάνετε λίγη υπομονή. Ζούμε στιγμές μοναδικές! Δεν σας ζητώ να το πιστέψετε αυτό μόνο και μόνο επειδή σας το λέω εγώ, σας ζητώ να το δεχτείτε γιατί είναι απλώς η αλήθεια. Ο νεαρός εκεί κάτω, είπε δείχνοντας το υπόγειο, είναι ένα πλάσμα εξωπραγματικό. Οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια που έρχονται θα είναι ... ταλαντεύτηκε λίγο για να βρει την κατάλληλη λέξη… θα είναι η απαρχή μιας καινούριας εποχής! Και εμείς θα είμαστε στην πρώτη γραμμή, τόνισε με πάθος, ένα πάθος που ταχύτατα μεταδόθηκε στους άντρες που εκείνη την στιγμή ξέχασαν με μιας την εκπαίδευση τους και κρέμονταν απ’ τα χείλη του, σαν εραστής που περιμένει την απάντηση της αγαπημένης του! Θα έρθει ποτέ; Κανείς τους δεν ήξερε. Η προσμονή όμως. Η προ-σμονή από μόνη της συνιστά το απόλυτο διεγερτικό! 4 Την ώρα που ο πρωθυπουργός ενημέρωνε τον λαίμαργο νεαρό για πράγματα που ήδη ήξερε, ότι δηλαδή ήταν φυγόδικος και καταζητούμενος, λέγοντας του ότι θα έθαβε την υπόθεση όσο παράνομο κι αν ήταν αυτό γιατί δεν πίστευε ότι ήταν ένοχος (ή μήπως ήταν; Δεν είχε σημασία πλέον!), ο Οδυσσέας ξεκινώντας έκανε τα απαραίτητα τηλεφωνήματα. Είχε τοποθετηθεί ένας αστυνομικός να φυλάει την Νεφέλη για κάθε ενδεχόμενο έξω από την μονάδα της εντατικής. Η ιστορία αυτή ήταν πρωτόγνωρη για να την αφήσουν στην τύχη και όφειλαν να πάρουν κάθε μέτρο προστασίας. Οι γονείς της Νεφέλης άκουγαν απελπισμένοι για την κατάσταση της κόρης τους από τον γιατρό, που την παρακολουθούσε, κοιτώντας την από το παράθυρο της εντατικής, όταν ο Οδυσσέας μπήκε στον διάδρομο συνοδευόμενος από δυο άντρες του. Οι απαρηγόρητοι γονείς της δεν μπορούσαν να φανταστούν ποτέ ότι ο καυγάς που είχαν μαζί της τρεις μέρες πριν θα την οδηγούσε σ’ αυτό το σημείο. Και να την τώρα εκεί, μπρος τα μάτια τους να χαροπαλεύει και κάθε δευτερόλεπτο να αποτελεί σημείο αναφοράς
108
ότι ναι είναι ζωντανή, μέχρι το επόμενο ατέλειωτο δευτερόλεπτο. Τα δάκρυα δεν έλεγαν να στερέψουν από το προηγούμενο βράδυ, που είχαν φτάσει εκεί. Οι ερινύες δεν σταμάτησαν στιγμή να τους ξύνουν τις πληγές υπενθυμίζοντας τους ότι ήταν αυτοί που, μες την ξεροκεφαλιά τους, την έσπρωξαν στην άβυσσο, που κείτονταν μπρος της! Και για ποιο λόγο; Επειδή ήθελε να κάνει το δικό της. Ήθελε να κάνει κάτι περά από την θέληση τους. Ελεύθερη βούληση αποκαλείται και είναι τόσο αναγκαία για τον άνθρωπο, όσο το οξυγόνο! Κάθε χτύπος της καρδιάς της έφερνε το τέλος και πιο κοντά, σαν να υπήρχε ένας αόρατος παρατηρητής να κραδαίνει το ρολόι της αντίστροφης μέτρησης, γελώντας σαρκαστικά. Τα ζωτικά της σημεία έσβηναν σταδιακά. Το τέλος πλησίαζε κι ο εγκέφαλος της έκανε μια τελευταία προσπάθεια να την κρατήσει στην ζωή. Εικόνες πλημμύρισαν το μυαλό της. Λένε ότι λίγο πριν το τέλος, ολόκληρη η ζωή περνά σαν ταινία, αστραπιαία, μπροστά απ’ τα μάτια σου. Η ταινία όμως που παίζονταν μπρος τα μάτια της Νεφέλης αφορούσε μόνο τις τελευταίες τρεις ημέρες, από την στιγμή που γνώρισε εκείνον. Όλα της τα χρόνια ήταν απλώς μια στιγμή, που πέρασε και ο πραγματικός της χρόνος ξεκίνησε εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό. Κατέβασε το παράθυρο του αυτοκινήτου και της χαμογέλασε. Έλαμπε θαρρείς το πρόσωπο του. Και τα ευγενικά, μπλε του μάτια δεν την κοίταζαν απλώς, αλλά την μαγνήτιζαν και από τότε ήξερε. Δεν το κατάλαβε εκείνη την στιγμή, την στιγμή που καιγόταν από επιθυμία να βουτήξει μες τα μάτια του και να κολυμπήσει στους ωκεανούς τους, γινόταν ξεκάθαρο όμως τώρα. Ένιωσε σαν να ολοκληρώθηκε το παζλ και η εικόνα έγινε επιτέλους ένα με το είναι της. Θα γινόταν δική του. Μόνο αυτή. Για πάντα! Ενδορφίνες ξεχύθηκαν στο μυαλό της και η ευχαρίστηση πολλαπλασιάστηκε. Ήταν στο κρεβάτι της εντατικής και ναι, φίλοι μου, ήταν ευτυχισμένη! Ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι της, γλίστρησε αργά προσπαθώντας να αψηφήσει την βαρύτητα στο μάγουλο της και προσγειώθηκε στο μαξιλάρι της, χωρίς ούτε έναν θεατή. Η ταινία συνέχισε. Είδε μια απόκοσμη φλόγα να χορεύει πάνω στο χέρι του και ... ήθελε να την αγγίξει αλλά εκείνος δεν την άφησε. Μετά άκουσε την φωνή του μες το μυαλό της και θυμήθηκε την έκπληξη της. Έκπληξη που μετατράπηκε σε αγωνιά για την προσωπική της ελευθερία, όταν της εκμυστηρεύτηκε ότι όλοι οι άνθρωποι ήταν ανοιχτά βιβλία γι’ αυτόν, και τώρα κατέληγε σε λατρεία. Να ένας άνθρωπος που αξίζει να λατρέψεις. Δεν είχε προλάβει όμως να το κάνει. Μια ημέρα όλη κι όλη ήταν οι αιώνιες στιγμές τους. Κι όμως αισθανόταν τόσο δυνατή αυτή την σχέση. Να αισθάνεται άραγε κι αυτός το ίδιο, αναρωτήθηκε. Θέλει … Μπορεί; Μπορεί να κατέβει εκεί χαμηλά, στο σκοτάδι της υπόγειας φυλακής της και να την τραβήξει ψηλά; Στον ήλιο του; Θυμήθηκε όμως την υπόσχεση που της έδωσε. Μια υπόσχεση που είχε αθετήσει. Δεν την είχε φυλάξει από το κακό. Την είχε αφήσει μονή της και το «τσακάλι» βρήκε την ευκαιρία να την τραυματίσει θανάσιμα. «Δεν αισθάνεται το ίδιο!» σκέφτηκε απελπισμένη και η ταινία διακόπηκε απότομα όταν η οθόνη του μυαλού της μαύρισε και το σκοτάδι ήρθε για μόνιμη εγκατάσταση. Το φως έδυσε κι αυτή βρέθηκε μόνη στην χώρα που συνορεύει με τον θάνατο. Όλα τελείωναν λοιπόν την ιδία στιγμή, που ο Οδυσσέας, τρέχοντας και αδιαφορώντας για τον γιατρό ή τους γονείς της και τις διαμαρτυρίες τους, την πήγαινε σ’ εκείνον. Την έβαλαν σε ένα ασθενοφόρο, συνοδεία του γιατρού της υπηρεσίας που τους συνάντησε με εύλογα ερωτήματα στο νοσοκομείο. Ο Οδυσσέας νιώθοντας το διακύβευμα έδωσε εντολή να τρέξουν σαν να πρόκειται για την ίδια τους την ζωή! -Την χάνουμε, φώναξε απελπισμένος ο γιατρός από πίσω. Οδυσσέα, η κοπέλα πρέπει να παραμείνει στο νοσοκομείο. Πεθαίνει, δεν το καταλαβαίνεις; Το αυτοκίνητο με τους
109
άντρες του πήγαινε μπροστά και οι δυο φάροι, ουρλιάζοντας ταυτόχρονα άνοιγαν δρόμο στο ασθενοφόρο. Ο Οδυσσέας δεν δίστασε ούτε για μια στιγμή. Θα έκανε το θέλημα του με οποιοδήποτε κόστος. Έλπιζε μόνο να φτάσουν έγκαιρα. Τα χιλιόμετρα έμοιαζαν ατελείωτα! 5 «Κύριε πρωθυπουργέ, είσαι ευτυχισμένος;» ρώτησε ενώ είχε τελειώσει με το γεύμα του προς το παρόν ανακτώντας, μερικώς είναι η αλήθεια, την τέλεια φόρμα του. Έτσι τουλάχιστον ένοιωθε εκείνη την στιγμή. Άφησε τον δίσκο στο τραπεζάκι δίπλα του και γύρισε αργά να κοιτάξει τον πρωθυπουργό. Αυτός ασυναίσθητα χαμήλωσε το κεφάλι. Δεν ήθελε να τον κοιτάξει στα μάτια. Δεν ήθελε να φανερώσει τους προσωπικούς του δαίμονες. Κατάλαβε όμως γρήγορα ότι ήταν αναπόφευκτο. Σήκωσε διστακτικά τα μάτια και αντίκρισε το αυστηρό βλέμμα του Πλάτων. Η ματιά του ξεχύθηκε με μιας σαν οργισμένο ποτάμι και τρύπωσε στο μυαλό του άντρα μπροστά του. Είδε φως. Πολύ φως! Είδε μια χαρούμενη οικογένεια. Τον πρωθυπουργό να παίζει με τα παιδιά και την γυναίκα του. Όλοι μαζί κυλιόντουσαν στο χορτάρι του κήπου τους με τον καταγάλανο ουρανό να τους σκεπάζει και τα γέλια τους να δίνουν νόημα σε έναν σκληρό κόσμο. Ναι, ήταν ευτυχισμένος. Τουλάχιστον όταν ήταν μαζί τους. Απειλητικές σκιές απλώθηκαν στον γαλανό ουρανό και ο πρωθυπουργός γρήγορα έμεινε μονός του. Έμεινε ασάλευτος, κοιτώντας ψηλά να περιμένει τις βρόχινες στάλες. Το σκοτάδι ήρθε αποπνικτικό και καταιγίδα ξέσπασε γύρω του μαστιγώνοντας τον αλύπητα. Ο Πλάτων είδε μια Υποχρέωση και Ένα Φορτίο να κρέμονται πάνω από τον πρωθυπουργό. Ήθελε να βοηθήσει, ήθελε να φανεί χρήσιμος στο έθνος του. Ξεκίνησε όπως όλοι μας. Με τις καλύτερες προθέσεις. Αναγκάστηκε όμως να συμβιβαστεί. Γιατί; Για ποιο λόγο; Μα για την πολιτική του επιβίωση. Ήταν υποχρεωμένος να συμβιβάσει τις απόψεις των πολιτικών του συμμάχων, ώστε να μπορέσει να κυβερνήσει. Πολιτικές απόψεις που συμπυκνώνονται σε μια λέξη. Συμφέρον! Καθένας τους είχε και ένα συμφέρον να υπερασπιστεί και αυτό δεν ήταν σε καμιά περίπτωση το συμφέρον του Ελληνικού λαού! Με μαθηματική ακρίβεια αυτή η υποχώρηση από τα πιστεύω και τα ιδανικά δημιουργεί στρεβλώσεις και ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στα ζιζάνια να παρεισφρήσουν μες το σύστημα εξουσίας και να το αλλοιώσουν. Και νάτος τώρα εδώ. Ένας άνθρωπος με τις καλύτερες προθέσεις, ιδεολόγος και μορφωμένος, να μένει ακίνητος στο μάτι του κυκλώνα, αφήνοντας τον χρόνο να περνά, περιμένοντας. Περιμένοντας για τι; Και ποιον; Ο πρωθυπουργός τον κοίταζε με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Είχε αφήσει τις πόρτες ορθάνοικτες για τον Πλάτων να δει τα πάντα. Ο Πλάτων κατάλαβε όμως ότι το βλέμμα του πρωθυπουργού έκρυβε και κάτι περισσότερο από παράδοση και απλή περιέργεια για τον νέο με τις υπεράνθρωπες δυνάμεις. Έκρυβε έναν σκοπό, τον οποίο όλος παραδόξως δεν μπορούσε να δει. Ξαφνικά όμως το συνειδητοποίησε! Δεν μπορούσε να το δει, γιατί δεν ήταν ακόμη ξεκάθαρο μες το μυαλό του πρωθυπουργού. Ακόμη και ο ίδιος δεν είχε κατασταλάξει μέσα του για το τι θα φέρει το μέλλον και κυρίως προς ποια κατεύθυνση θα έπρεπε αυτός να το σπρώξει. Όσο βεβαίως του ήταν εφικτό! Ο Πλάτων άδραξε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε. Γιατί μόνο αυτή η λέξη θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την παρούσα κατάσταση. Ευκαιρία για τον Πλάτων να πείσει τον πρωθυπουργό να κατευθυνθούν μαζί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, και όχι απλώς να του προσφέρει τις υπηρεσίες του. Δεν θα χρειαζόταν να πολεμήσει με οποιονδήποτε τρόπο για την εξουσία, αφού αυτή προσωποποιημένη στον άντρα απέναντι του, του δινόταν ολοκληρωτικά. Η πορεία τους θα ήταν σίγουρα δύσκολη και με ... θύματα, σκέφτηκε απροσδόκητα, αλλά ο τελικός σκοπός, μια κοινωνία δίκαιη και
110
ειλικρινής, με ένα κράτος όχι απλώς ανθρώπινο αλλά αποκλείστηκα για τον άνθρωπο, άξιζε κάθε θυσία. Θυσίες που ο Πλάτων ένιωθε ότι ήταν έτοιμος να κάνει έστω και με τις ερινύες να καιροφυλακτούν, αλλά που έπρεπε να σιγουρευτεί ότι ήταν πρόθυμος να κάνει και ο πρωθυπουργός. Πρώτο μέλημα του όμως ήταν να τον πείσει για την πολιτική στροφή που έπρεπε να γίνει πάση θυσία. Ξεκίνησε να ρωτήσει ποια θεωρούσε ιδανική κοινωνία, όταν οι σειρήνες του μυαλού του ήχησαν εκκωφαντικά μες το κρανίο του. Το ασθενοφόρο, που μετέφερε τον έρωτα της ζωής του σε εκείνον, πλησίαζε, όμως ο γιατρός μέσα σ’ αυτό, και υπό το απελπισμένο βλέμμα του Οδυσσέα, έδινε ήδη μάχη να κρατήσει την Νεφέλη στην ζωή, κάνοντας της καρδιοπνευμονική ανάνηψη τα τελευταία πέντε λεπτά, αφού η καρδιά της μετά από ηρωική, αλλά άνιση μάχη σταμάτησε τελικά να χτυπά. Ο Πλάτων σηκώθηκε από το κρεβάτι και επιχείρησε να τρέξει, όταν έντρομος παρατήρησε ότι δεν μπορούσε, παρά μόνο να τρεκλίσει βασανιστικά αργά προς την πόρτα. Όλα τα πεζά, ανθρώπινα συναισθήματα τον κατέκλυσαν, επιβεβαιώνοντας του ότι στον πυρήνα της ύπαρξης του, παρέμενε ακόμη ένας απλός άνθρωπος, όπως όλοι μας. Μες την απόγνωση του ένιωσε τον πρωθυπουργό να πιάνει το χέρι του, να το περνά πάνω από τον ώμο του και με το άλλο χέρι να τον πιάνει με δύναμη από την μέση. Κατευθύνθηκαν προς την πόρτα όταν τον ρώτησε που πήγαιναν. - Σε μάχη, απάντησε αποφασίστηκα. Πάμε στην είσοδο του κτιρίου και μόλις φτάσει το ασθενοφόρο παρ’ τους όλους και μπείτε μες το σπίτι! Πρέπει να μείνω μονός μαζί της! Αφού διέσχισαν τον διάδρομο του υπόγειου, άρχισαν με κόπο να ανεβαίνουν μαζί τα σκαλιά. 6 Την ιδία ώρα που ο Πλάτων έβγαινε υποβασταζόμενος από τον πρωθυπουργό στο κατώφλι του κτιρίου, η Γη συνέχιζε να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της και από τον ήλιο, αστέρια πέθαιναν και νέα γεννιόταν σε κάθε γωνιά του διαστήματος, αχόρταγες μαύρες τρύπες κατάπιναν τα πάντα γύρω τους και το χάος του σύμπαντος οδηγούσε ξανά και ξανά μέσα από μια συγκλονιστική όσο και πανέμορφη τελετουργία σε τάξη! Σε όλο τον κόσμο αναρίθμητες μικρές ανθρώπινες στιγμές κατέγραφαν ιστορίες πόνου και χαράς, αγωνίας κι ελπίδας, κυριαρχίας κι επιβίωσης. Πίσω στα Γιάννενα, μια φοιτήτρια φλέρταρε με τον οδοντίατρο της καθισμένη στην καρέκλα του πόνου, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο εκείνη την στιγμή. Όλος ο κόσμος της χυνόταν από τους γκρίζους κροτάφους και τα αυστηρά μάτια του γοητευτικού άντρα απέναντι της κατευθείαν στο εγκεφαλικό κέντρο αναζήτησης της ηδονής, προκαλώντας της ανεξάντλητο πόθο κι εξάρτηση. Ένας νεαρός Αφρικανός μετανάστης, έξω στο πεζοδρόμιο, έχοντας στημένη πάνω του την πραμάτεια του, ομπρέλες και δερμάτινες τσάντες, γελούσε αστειευόμενος με δυο νεαρούς, οι οποίοι όντας προφανώς γνήσιοι πολίτες του παγκόσμιου χωριού μας προσπαθούσαν να γλυκάνουν λίγο την ταλαίπωρη ζωή του. Στο Μέγαρο Μαξίμου οι συνεργάτες του πρωθυπουργού με συνεχόμενες συσκέψεις προετοίμαζαν τις επόμενες κινήσεις του αναλογιζόμενοι το έκρυθμο πολιτικό σκηνικό που είχε δημιουργηθεί τις τελευταίες ημέρες. Τα πολιτικά κόμματα κατηγορούσαν την κυβέρνηση για προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τα τεραστία οικονομικά προβλήματα και την οικονομική κατοχή που βίωνε η χώρα, χρησιμοποιώντας μια απίθανη ιστορία ενός σχεδόν υπεράνθρωπου λέει νέου. Ήταν αλήθεια ότι μια παγκόσμια οικονομική κρίση ταλάνιζε την ανθρωπότητα το τελευταίο διάστημα, η ιδία κρίση που εμφανίζεται σε σχεδόν τακτά χρονικά διαστήματα!
111
Οι κυβερνήσεις σε όλο τον δυτικό κόσμο έψαχναν τον τρόπο να κρατήσουν το Σύστημα στην ζωή. Και ποιος θα πλήρωνε τις φωτισμένες λύσεις τους; Μα ποιος άλλος; Ο λαός! Οι απλοί άνθρωποι που ψηφίζουν τους «ηγέτες» για να βελτιώσουν την ζωή τους κι αυτοί από την εκλογή τους και μετά δηλώνουν υποταγή στο Κεφάλαιο, ταΐζοντας τους λαούς φρούδες ελπίδες και ψίχουλα. Υπήρχαν πάντα λίγοι, φωτισμένοι ηγέτες αλλά και απλοί άνθρωποι, που προσπαθούσαν να αντιδράσουν, να αφυπνίσουν τις μάζες, ώστε να συνειδητοποιήσουν την Δύναμη τους, να την ελέγξουν και να την χρησιμοποιήσουν για να πετάξουν στον Καιάδα, όλα τα αποβράσματα του είδους μας! Το Σύστημα όμως είχε τεραστία αποθέματα αυτοσυντήρησης. Και δεν έκανε πότε οικονομία στα μέσα και τους τρόπους για την εξόντωση των λίγων, των φωτισμένων. Η ηθική ήταν μια λέξη άγνωστη για το Σύστημα. Την ιδία ώρα που την είχε επιβάλει σε όλους τους άλλους, το Σύστημα λειτουργούσε στην βάση του με όρους επιβίωσης, όρους πάνω από λέξεις και ερμηνείες, ήθη και αξίες. Λειτουργούσε σαν το εγωιστικό γονίδιο, που η επιβίωση του στην γονιδιακή δεξαμενή είναι το μοναδικό, το πρώτο και τελευταίο μέλημα του. Λειτουργούσε στην βάση της Φυσικής Επιλογής! Έτσι, παντού στον πλανήτη, οι ισχυροί συσκέπτονταν πίσω από κλειστές πόρτες και δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, για τα επώδυνα μέτρα, που έπρεπε να πάρουν για να μείνει στην ζωή το Σύστημα. Έπρεπε πάση θυσία να το κρατήσουν ζωντανό, γιατί θεωρούσαν όλοι ότι είχε ήδη επέλθει το τέλος της ιστορίας, όσον αφορά το οικονομικό σύστημα που θα οδηγήσει το ανθρώπινο είδος στην ευημερία. Καπιταλισμός και ξερό ψωμί! Ναι, ναι, καπιταλισμός, έλα όμως που οι συνεχόμενες κρίσεις του έχουν στρέψει κάποιους σε διαφορετικά μονοπάτια. Μονοπάτια που περιμένουν υπομονετικά να δοκιμαστούν στην βάση μιας άλλης φιλοσοφίας. Βέβαια, αυτό φάνταζε όνειρο μακρινό, την συγκεκριμένη στιγμή, λίγοι όμως ονειροπόλοι, είδαν στο πρόσωπο των γεγονότων των τελευταίων ημερών μια ελπίδα και μια προσδοκία. Μικρές ομάδες, νεαρών κυρίως, αλλά και μεγαλυτέρων σε ηλικία, ατόμων, άρχισαν να αυτοοργανώνονται δημιουργώντας φόρουμ και ανταλλάσοντας ιδέες, σκέψεις, συναισθήματα, εκφράζοντας τις ανήμερες φωνές τους. Άκουσαν για έναν απίθανο νέο στην τηλεόραση, στα ρεπορτάζ δεκάδων καναλιών σε κάθε ήπειρο του πλανήτη μας, αλλά και στο ράδιο. Το διάβασαν στο διαδίκτυο, όπου μέσα από μπλογκ και ατέλειωτες συζητήσεις ένα διαφορετικό κλίμα άρχισε να πλανάται πάνω από το ανθρώπινο είδος. Ένα κλίμα Αλλαγής. Μετεξέλιξης. Προόδου! -Είναι άραγε αληθινός; Όντως, ακούγεται απίθανο, έλα όμως που το ίδιο απίθανη είναι και η ύπαρξη της ζωής. Και να' μαστε σήμερα εδώ να παρατηρούμε την τεραστία ποικιλομορφία της και την ασύλληπτη ομορφιά της! -Κι αν είναι αλήθεια; Αυτή η απορία, η ενδόμυχη θέληση να το πιστέψουν κι ας είναι μόνο ένα παραμύθι για μικρά παιδιά, πυροδότησε μια μη αντιστρεπτή πορεία. Η Αλλαγή ήταν προ των πυλών! 7 Αυτήν ακριβώς την Αλλαγή ήθελαν πάση θυσία να εμποδίσουν ο πρόεδρος της Υπερδύναμης και το σινάφι του, μια μυστική κοινωνία ατόμων, ενωμένη κάτω από μυστικούς όρκους. Ένα τρενάκι μαύρων θωρακισμένων αυτοκινήτων κατέφτασε στην υπερπολυτελή βίλα, που αποτελούσε ένα υπερσύγχρονο και τεράστιο κάστρο, ενός πετρελαιά και φρουρούμενοι από δεκάδες ενόπλους, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας άρχισαν τις συζητήσεις για αυτό που έμοιαζε η μοναδική αληθινή απειλή για το Σύστημα τους εδώ και δεκαετίες, απ’ όταν ο τρελάρας που είχε αναβιώσει το Τρίτο
112
Ράιχ είχε εξοντωθεί παίρνοντας μαζί του στην κόλαση τόνους ανθρώπινης σάρκας και μετάλλου. Το Σύστημά τους δεν ήταν παρά ένα Σύστημα που βασίζεται σε κρυφά μέσα με στόχο να αυξήσει την επιρροή του στον κόσμο των ανθρώπων. Ένα Σύστημα που διεισδύει με άπειρους τρόπους στις κοινωνίες κι αν χρειαστεί εισβάλει αυθαίρετα ανατρέποντας βίαια, με τον πόλεμο κι όχι με εκλογές, κυβερνήσεις. Ένα Σύστημα που καλύπτει μέσα μαζικής ενημέρωσης, «δεξαμενές σκέψης», εκδοτικούς οίκους και άλλα αντίστοιχα. Ένα σύστημα του οποίου η συγκολλητική ουσία είναι το χρήμα και η ουσία του να αναστρέψει κάθε οικονομική πολιτική που περιορίζει την ανισότητα στον πλανήτη. Ένα Σύστημα, που παρουσιάζει βασικά αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά και είναι βασισμένο στον εκφοβισμό και όχι την ελεύθερη έκφραση! Για τους περισσότερους εκεί μέσα η ιστορία του νεαρού από την άλλη άκρη του Ατλαντικού δεν άξιζε καν τον κόπο. Προφανώς, αυτοί ανήκαν στην κατηγορία των κυνικών ανθρώπων, ανίκανων να νιώσουν το αύριο, αδιάφοροι να κτίσουν στο σήμερα. Υπήρχαν όμως και οι πιο διορατικοί, αυτοί που είχαν την ικανότητα βλέποντας την λεπτομέρεια να διακρίνουν ολόκληρο τον πίνακα και να ζωγραφίσουν τα όνειρα και τις ελπίδες. Μάλλον τους εφιάλτες και την απόγνωση όλων μας, στην περίπτωσή τους, γιατί οι υπάρξεις τους θα λέγαμε με απόλυτη ειλικρίνεια ότι είχαν ξεπηδήσει από ένα θλιβερό πηγάδι, γεμάτο ακαθόριστους αντίλαλους, κατοικημένο από κολλώδεις υπάρξεις χωρίς ζωή, από σκουλήκια χωρίς είναι, από τα ίδια τα σάλια της υποκειμενικότητας! -Ώστε οι υπηρεσίες ασφαλείας θεωρούν ότι είναι πράγματι επικίνδυνος, δήλωσε με έναν τόνο διαπίστωσης όσο κι ερώτησης ο πετρελαιάς καθισμένος σε μια πανάκριβη δερμάτινη πολυθρόνα, ξεφυσώντας ένα υπέρβαρο πούρο τουλάχιστον είκοσι εκατοστών. Στράφηκαν όλοι, καμιά εικοσάρια άτομα, όλοι επιχειρηματίες, δισεκατομμυριούχοι, εκπρόσωποι των μεγαλυτέρων τραπεζών, βιομηχανιών όπλων, πετρελαϊκών εταιριών κι άλλων πολυεθνικών του πλανήτη, εθισμένοι στο κέρδος και ανίκανοι να δεχτούν άλλον τρόπο από τον δυτικό τρόπο ζωής της Αγίας Κατανάλωσης, με ενδιαφέρον προς τον πρόεδρο. Αυτός σαν σχολιαρόπαιδο που δίνει εξετάσεις έγνεψε καταφατικά. Δεν θα έβγαινε πότε πρόεδρος χωρίς την στήριξη των κυρίων μες το δωμάτιο. Χωρίς τα τσουβάλια από τα χρήματα τους και χωρίς την προπαγάνδα τους. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ανήκαν σχεδόν ολοκληρωτικά σε λίγους ανθρώπους εκεί μέσα. Η θρησκεία; Επίσης! Κατάφεραν με τα πανίσχυρα μέσα τους και την ανήθικη προπαγάνδα τους να κάνουν πρόεδρο έναν σχετικά ηλίθιο (μείγμα βλακείας και θρησκευτικής επιχειρηματολογίας) άνθρωπο, ο οποίος υπό άλλες συνθήκες θα ζούσε μια μίζερη ζωή, με την ευγενική χορηγία της κοινωνικής πρόνοιας και του επιδόματος ανεργίας. Ένα ανδρείκελο λοιπόν στην θέση του ισχυρότερου ανθρώπου του πλανήτη! -Ναι. Με διαβεβαίωσαν ότι πρόκειται περί πραγματικής απειλής και ... μου έδωσαν δυο επιλογές, είπε κάπως διστακτικά. Δεν ήξερε πως να τους μιλήσει είναι η αλήθεια. Τα υποτιθέμενα γεγονότα εξακολουθούσαν να του προκαλούν δυσπιστία. Αναρωτήθηκε πως και το πήραν τόσο χαλαρά όλοι εκεί μέσα. Μπορεί να ξίνισαν λίγο τα μούτρα τους στην αρχή, αλλά φαίνονταν ικανοί να πιστέψουν χωρίς πολύ σκέψη ότι ήταν όντως έτσι. Έμοιαζε παράλογο, αλλά προφανώς τα αίτια που κρύβονταν πίσω από την συμπεριφορά τους ήταν η αίσθηση του πανίσχυρου κι ακλόνητου για να προβληματιστούν με έναν νεαρό κάπου στον πλανήτη, που είτε κατάπινε σπαθιά, είτε έβγαζε φλόγες από το στόμα του, είτε βίαζε αγοράκια ή έτρωγε ανθρώπους ή ακόμη κι αν έλεγχε το μυαλό και πέταγε ένα είδος ενέργειας απ’ το χέρι του, εξακολουθούσε να τους είναι αδιάφορος. Αδιάφορος εφόσον πληρούσε ένα κριτήριο. Εφόσον δεν αποτελούσε κίνδυνο γι’ αυτούς και τις αυτοκρατορίες
113
τους! -Πρέπει να πάρουμε μια απόφαση, μου είπαν. Είτε θα τον σκοτώσουμε, για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών μας και όλοι καταλαβαίνετε τι θα σήμαινε να βρεθεί στα χέρια των Κινέζων, των Ρώσων …ή ακόμη και τον Ευρωπαίων, είτε θα τον απαγάγουμε για να τον χρησιμοποιήσουμε εμείς, δήλωσε και έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του, ρουφώντας αγχωμένος μια τεραστία γουλιά από το αγαπημένο του, και εξαιρετικά πολύτιμου σε τέτοιες συνθήκες, παλαιωμένο ουίσκι και περιμένοντας τις αντιδράσεις. Δεν μίλησε κανείς. Έμειναν όλοι σκεφτικοί να συλλογίζονται τι είναι το καλύτερο. Έψαχναν καταρχήν το καλύτερο για την πάρτη τους. Μπορεί τα συμφέροντα όλων εκεί μέσα να ήταν κοινά, αλλά πάντα κάποιος έχει λίγο μεγαλύτερο κέρδος αν γίνει η άλφα κίνηση και κάποιος αν γίνει η βήτα κίνηση. Έβαλαν όλοι τα πράγματα στην προσωπική τους ζυγαριά και άρχισαν το ζύγισμα. Η αλήθεια είναι ότι λίγοι εκεί μέσα θα είχαν πραγματικό όφελος από την απαγωγή του με την πρώτη μάτια. Και δεν ήταν άλλοι από δυο-τρεις εκπροσώπους Πολυεθνικών Βιοτεχνολογίας και της Θρησκείας βεβαίως. Λίγα πειράματα και μερικές προσευχές δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν! Σωστά; Όπως προείπαμε όμως, μερικοί εκεί μέσα ήταν διορατικοί και έβλεπαν απίστευτες ευκαιρίες κέρδους να απλώνονται μπρος τα πόδια τους, αν ο νέος αυτός ήταν αληθινός. Κανείς τους πότε δεν είπε όχι στο ελεγχόμενο ρίσκο, που ενέχει τεραστία περιθώρια κέρδους. Και σίγουρα δεν θα έλεγαν όχι τώρα! -Πολύ περισυλλογή βλέπω στα πρόσωπα σας, είπε ο πετρελαιάς σπάζοντας την σιωπή και προκαλώντας το βλέμμα όλων. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται πολύ σκέψη. Πρέπει να δούμε αυτόν τον νέο από κοντά. Πρέπει να δούμε με τα μάτια μας και εις το όνομα του Κυρίου, αν είναι αληθινός. Εγώ προσωπικά είμαι πολύ περίεργος να δω αυτό τέρας της φύσης, μετά βλέπουμε τι θα το κάνουμε, τελείωσε την φράση του ρουφώντας με μανία το πουρό του και περιμένοντας να δει την ψαριά του. Ο εκπρόσωπος της Θρησκείας, ο αιδεσιμότατος Ιάκωβος, επικεφαλής της τεράστιας επιχείρησης που λέγεται θρησκεία στην Αμερική, άρπαξε την πάσα που του πέταξε ο αδίστακτος πετρελαιάς. -Ναι, ναι, συμφωνώ απολύτως. Είναι θέλημα Κυρίου να τον φέρουμε μπρος μας και να δούμε αν είναι τέκνο του Θεού μας ή του Διαβόλου, είπε ο επιχειρηματίας-κληρικός Διέβλεπε ότι μάλλον η Εκκλησία θα είχε τα μεγαλύτερα κέρδη από την ύπαρξη αυτού του νέου και έτριβε τα χέρια του από ικανοποίηση, ανταλλάσοντας μια γκριμάτσα, που θύμιζε αμυδρά χαμόγελο, συγκατάβασης με τον οικοδεσπότη. Είχε πάψει προ πολλού να πιστεύει στην θρησκεία και στον υπερφυσικό γέρο, που μας παρατηρεί απ’ τα σύννεφα και που αποτελούσε πλέον τον καλύτερο τρόπο πλουτισμού και χειραγώγησης των μαζών! Οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν παρά να συμφωνήσουν. Μερικοί ίσως θα προτιμούσαν να τον εξοντώσουν για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο καλού-κακού, αλλά δεν ήθελαν να δείξουν αδυναμία. Όχι σ’ αυτήν την αίθουσα και με αυτούς τους λύκους γύρω τους. Όταν το κέρδος είναι πάνω από τον άνθρωπο και την συνείδηση, άγριοι λύκοι, μεταμφιεσμένοι με ανθρώπινο περίβλημα, συνασπίζονται, ο καθένας βλέποντας το ατομικό του καλό, όπως κι αν είναι καμωμένο, ακόμη κι αν είναι βαμμένο αποκλειστικά με αίμα. Σήκωσαν τα χέρια τους όλοι μαζί σε ένα έκτρωμα ψηφοφορίας, μιας και η ομοφωνία ήταν η μοναδική τους επιλογή. -Ωραία, κανονίστηκε, είπε ο αρχηγός της αγέλης και γύρισε προς τον πρόεδρο. Άκου τι θα κανείς. Θα μιλήσεις προσωπικά με τον πρωθυπουργό τους και θα τον πείσεις να σου παραδώσει τον νεαρό. Χρησιμοποίησε ότι γλώσσα θέλεις, πες ότι είναι τρομοκράτης, πες ότι θέλεις, μόνο κοίτα να τα καταφέρεις! Αν τώρα για κάποιον ανεξήγητο λόγο, είπε αυστηρά και χτυπώντας με τον δείκτη το κεφάλι του σε μια κίνηση που δήλωνε βλακεία, δεν τα καταφέρεις ... στείλε κάποιον να τον φέρει με το ζόρι! Κατάλαβες;
114
-Ναι, εντάξει! Μείνετε ήσυχοι, απάντησε ο πρόεδρος αντικρίζοντας παντού γύρω του τόσο άγρια όσο και υποτιμητικά βλέμματα, που δήλωναν ξεκάθαρα: «Κάνε το θέλημά μας, γιατί αλλιώς...» Δεν τον θεωρούσαν όλοι ικανό να κάνει τις δουλειές τους και η αλήθεια είναι ότι τα είχε θαλασσώσει με την αδυναμία του να περάσει κάποια σημαντικά νομοσχέδια, αλλά και με κάποια σκάνδαλα κατά την διάρκεια της θητείας του. Αρκετοί είχαν αρχίσει από καιρό να πριονίζουν την καρέκλα του και τόσο το πολιτικό, όσο κυρίως το βιολογικό του μέλλον σκοτείνιαζαν σταδιακά! 8 Μια στάλα νερού σχηματίστηκε ξαφνικά μέσα στα σύννεφα, ταυτόχρονα με εκατομμύρια άλλες και άρχισε το καθοδικό της ταξίδι προς την Γη και συνάμα προς το τέλος της. Το αεράκι την οδήγησε τυχαία πάνω σ’ ένα πρόσωπο που αντίκριζε τον απέραντο θόλο του σκοτεινού ουρανού με μάτια κλειστά και όλους τους πόρους του κορμιού του να ρουφάνε τον αέρα και να αισθάνονται τον χώρο γύρο τους. Ο Πλάτων άνοιξε τα μάτια και προχώρησε αργά, αλλά σταθερά προς το χωμάτινο δρομάκι μπροστά του. Το ασθενοφόρο έκανε την παρουσία του ορμώντας προς το μέρος τους και με την μηχανή του να μουγκρίζει αγωνιωδώς. Σταμάτησε απότομα στο ένα μέτρο μπροστά του και την ώρα που έβγαιναν όλοι βιαστικά από μέσα, ο πρωθυπουργός τους μάζεψε γρήγορα, απομακρύνοντας τους. -Κύριε πρωθυπουργέ, ... ψέλλισε ο έντρομος γιατρός βλέποντας το πρόσωπο του Πλάτων, την στιγμή που αυτός άνοιξε αστραπιαία την πόρτα. Το κορμί του υπάκουσε πρόθυμα στις διαταγές του και η κίνηση του έγινε αρμονική, υπηρετώντας πλήρως τους σκοπούς του. Πήδηξε μπρος την Νεφέλη, πλησιάζοντας και σχεδόν αγγίζοντας το πρόσωπο του στο δικό της, την ώρα που ο πρωθυπουργός τράβηξε, σχεδόν βίαια, τον γιατρό έξω από το ασθενοφόρο. Δεν έχει εφευρεθεί ακόμη η λέξη που θα περιέγραφε το πλάσμα, που είχε αντικρίσει ο γιατρός. Τα μάτια του σχεδόν λαμπύριζαν μες το παγωμένο και ανέκφραστο πρόσωπο του και ένιωθες το κορμί του, τα κύτταρα του, να δονούνται! Σκέφτηκε ότι ετοιμάζονταν για κάτι πρωτοφανές. Κοίταζε το ημιθανές κορίτσι με όλο του το είναι. Ο πρωθυπουργός έκλεισε γρήγορα την πόρτα και τους τράβηξε όλους προς το κτίριο, όπως τον είχε συμβουλεύσει. Μπήκαν μέσα και κρατώντας την πόρτα ανοιχτή έμειναν αμίλητοι να αντικρίζουν το άγνωστο, λες και μια μαγική παράσταση επρόκειτο να αρχίσει. Ο χρόνος θαρρείς είχε σταματήσει και οι αισθήσεις τους ήταν σε υπερδιέγερση, σαν να ετοιμάζονταν για μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Σιωπή! Ο Πλάτων αντιλήφτηκε ότι τα ζωτικά σημεία της Νεφέλης ήταν μηδενικά. Δεν ανέπνεε και η καρδιά της είχε σταματήσει. Ακούμπησε την αριστερή του παλάμη στο γυμνό της στήθος ακριβώς πάνω από την καρδιά της, την οποία ο γιατρός μαχόταν λυσσαλέα να επαναφέρει στην ζωή και με το δεξί του χέρι άγγιξε απαλά το μέτωπο της. Δεν σκεφτόταν τίποτα, παρά μόνο έδρασε όπως του υπαγόρευε το ένστικτο του και η τελευταία του ελπίδα. Ενεργοποίησε την Δύναμη στο αριστερό του χέρι και η γαλάζια φλόγα κάλυψε την παλάμη του. Παράλληλα μπήκε στο μυαλό της. Ώθησε την Δύναμη τόσο ώστε να περικλείει μέσα στο πεδίο επιρροής της, αγκαλιάζοντας την, την καρδιά της. Ακινησία! Το τοπίο του μυαλού της ήταν ομιχλώδες και σκοτείνιαζε ταχύτατα όταν ο Πλάτων έδωσε εντολή στον εγκέφαλο της να λειτουργήσει ξανά, συνδέοντας το μυαλό του με το δικό της. Παγωμάρα!
115
Είδε μόνο σκόρπιες αναμνήσεις και θολές εικόνες να φωτίζουν αχνά το σκοτεινό τοπίο πάνω από την άβυσσο. Τα εγκεφαλικά της κύτταρα αδυνατούσαν να πάρουν μπροστά. Οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει! Η απόλυτη συγκέντρωση και η αποφασιστικότητα του έκαναν το κορμί του να δονείται και ο ίδιος άρχισε να υποφέρει. Οι αφύσικες γκριμάτσες που τάραξαν το πρόσωπο του, καθώς απαιτούσε το αδύνατο, πρόδιδαν πόνο και αγωνιά για ένα τέλος, που έμοιαζε αναπόφευκτο. Η Δύναμη που είχε συγκεντρωθεί άρχισε να ζεσταίνει το χέρι του που τώρα σπινθηροβολούσε κατακόκκινο, εκπέμποντας μια γλυκεία ζεστασιά πάνω στο κρύο της δέρμα. Τα άτομα που σχημάτιζαν τα κύτταρα στην καρδιά της Νεφέλης άρχισαν να συντονίζονται με την δόνηση της Δύναμης. Σε μια ανεπανάληπτη στιγμή, τα κύτταρα βγήκαν από τον λήθαργο τους και ξεκίνησαν διστακτικά μια επαναλαμβανομένη διαδικασία. Έκαναν αγωνιώδης προσπάθειες να συντονιστούν μεταξύ τους. Η γαλάζια φλόγα αγκάλιασε σταδιακά ολόκληρο το κορίτσι. Μίλησε μέσα της και την στιγμάτισε για πάντα. «Νεφέλη! Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ μέχρι την εσχατιά του σύμπαντος! Τώρα και για πάνταααααα…» ούρλιαξε στο μυαλό της και η κραυγή του τράνταξε το κρανίο της. Αίμα κύλησε απ΄ το ένα της ρουθούνι και αυτός έμεινε να την παρατηρεί αγκομαχώντας και με το σώμα του να επιστρέφει απότομα στα φυσιολογικά του επίπεδα. Τα μάτια του σκοτείνιασαν απότομα και το χέρι του έχασε την έντονη λάμψη του. Μια φθίνουσα θερμότητα και ένα καυτό κόκκινο χρώμα, που ξεθώριαζε έμεινε να θυμίζει το τι είχε προηγηθεί. Την κοίταζε σαστισμένος και αποκαμωμένος. Η Νεφέλη ζωντάνεψε σε μια πράξη τριών βημάτων, σε ένα απειροελάχιστο κλάσμα του δευτερόλεπτου. Ένας αγωνιώδης ψίθυρος έγινε χτύπος καρδιάς, αδύναμος στην αρχή, αλλά ανίκητος για το υπόλοιπο της ιστορίας! Μια ανάσα, παρατεταμένη, γέμισε οξυγόνο το είναι της. Άνοιξε τα μάτια της και είδε. Φως ξεπήδησε από το αποπνικτικό σκοτάδι και μια πυκνή, λευκή ομίχλη το αντικατέστησε. Μια σκιά, ίσως τρομακτική στην αρχή, άρχισε να παίρνει συγκεκριμένη μορφή. Οι κουκκίδες ενώθηκαν και σχημάτισαν ένα πρόσωπο γνωστό. Χαμογελούσε λυτρωμένος. Ήταν εκείνος και η αγάπη και ζεστασιά που ανέβλυζε, την γέμισαν ζωή. Του χαμογέλασε κι αυτή αδύναμα. «Στο είπα ότι δεν θα αφήσω τίποτα να σε πειράξει!» ψιθύρισε στο μυαλό της και την έσφιξε στην αγκαλιά του, ενώ η εξουθένωση του κορμιού του, παρότι ήταν παρούσα, μετατράπηκε γοργά σε μακρινή ανάμνηση. Οι έκπληκτοι θεατές στην είσοδο του κτιρίου είδαν μόνο μια έντονη λάμψη να βγαίνει από τα παράθυρα του ασθενοφόρου σε μια διαρκώς αυξανόμενη ένταση για λίγα δευτερόλεπτά και αισθάνθηκαν μια σύντομη δόνηση, σαν μικρός σεισμός που μόλις και καταφέρνει να γίνει αισθητός. Μετά η λάμψη έσβησε με μιας και η δόνηση χάθηκε. Περίμεναν υπομονετικά, μην ξέροντας τι να κάνουν. Ο πρωθυπουργός έκανε ένα δειλό βήμα προς το ασθενοφόρο, όταν η πόρτα άνοιξε κι αυτός κοκάλωσε. Ο Πλάτων βγήκε κρατώντας την Νεφέλη στα χέρια του. Η εικόνα θύμιζε νεόνυμφους που κατευθύνονται στο συζυγικό κρεβάτι για την πρώτη τους νύχτα. Είδαν έκπληκτοι το κορίτσι ζωντανό. Τον κοιτούσε μες τα μάτια, όπως κι αυτός, έχοντας τα χέρια της περασμένα γύρω από τον λαιμό του. Έγειρε στον ώμο του ενώ τα μαλλιά της ανέμιζαν στο απαλό αεράκι, που έφερνε τις σταγόνες της βροχής. Ο Πλάτων κοίταξε μπροστά και αμέσως ο γιατρός κινήθηκε τρέχοντας προς το υπόγειο. Είχε πάρει εντολή να ετοιμάσει το δωμάτιο στο υπόγειο για την ασθενή. Η Νεφέλη μπορεί να ήταν ζωντανή, αλλά θα χρειαζόταν ιατρική παρακολούθηση για λίγο ακόμη.
116
Τουλάχιστον μέχρι το κορμί της να ανακτήσει της δυνάμεις του, τις δικές του δυνάμεις, πέρα από την δανεική ενέργεια που είχε εμφυσήσει μέσα της ο Πλάτων! 9 Η Νεφέλη δέχονταν την περιποίηση του γιατρού με τον Πλάτων να παρακολουθεί αμίλητος.Την είχαν βάλει στο κρεβάτι, όπου μέχρι πριν από λίγο ανάρρωνε ο ίδιος. Έβλεπε τον γιατρό να την περιθάλπει με ιδιαίτερη προσοχή, να τοποθετεί τον ορό στο χέρι της και τα καλώδια στο κορμί της με απόλυτη φροντίδα και ένιωσε την ανάγκη να τον ευχαριστήσει. -Γιατρέ, σ’ ευχαριστώ, είπε χωρίς να πάρει το βλέμμα του από την αγαπημένη του, που είχε ήδη αποκοιμηθεί. Ο γιατρός δέχτηκε με ευγνωμοσύνη το ευχαριστώ και ο εξής μονόλογος ξεπήδησε αυθόρμητα από μέσα του, ενώ περιποιόταν την ασθενή. -Είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω. Δεν μπορώ να αναστήσω έναν άνθρωπο, που πέθανε. Μπορώ μόνο να προσπαθήσω να τον επαναφέρω στην ζωή και να τον κρατήσω σ’ αυτή για όσο διάστημα αντέξει ο οργανισμός του. Αυτό με έχει διδάξει η ιατρική επιστήμη, είπε κοιτώντας με αμηχανία και θαυμασμό την ωραία κοιμωμένη. Στράφηκε στον Πλάτων και με ένα μείγμα φόβου και δέους συμπλήρωσε: Στην παρέδωσα νεκρή, κάνοντας ότι μπορούσα, ότι είναι ... δίστασε λίγο… ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό, ολοκλήρωσε την φράση του. Όμως ήταν νεκρή όταν την άφησα! Ναι, ήταν νεκρή, είπε τελικά γυρνώντας το βλέμμα του στην Νεφέλη. Δεν άντεχε αυτά τα διαπεραστικά μάτια, αυτή την ιερά εξέταση στην οποία τον είχαν υποβάλλει. Προτιμούσε να κοιτάζει το κορίτσι που κοιμόταν ήσυχα, με μακάριο ύφος λες και τίποτα δεν είχε συμβεί. -Έκανες ότι ήταν στις δυνάμεις σου γιατρέ και για αυτό θα σε ευγνωμονώ για πάντα. Αν δεν προσπαθούσες κι αν το ασθενοφόρο είχε αργήσει λίγο ακόμη τότε ... Δεν ξέρω τι θα γινόταν τότε. Ίσως η Νεφέλη ήταν οριστικά νεκρή. Ίσως ήμουν κι εγώ νεκρός, είπε σε μια αυθόρμητη δήλωση ειλικρίνειας. Πραγματικά δεν ήξερε τι θα είχε συμβεί, αν πίεζε λίγο ακόμη τον εαυτό του. Κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν θα μάθει πότε, συνέχισε. Χάρη σε σας είναι ζωντανή, είπε και κάποιες απαντήσεις αόριστες μεν, αλλά απαντήσεις δε, είχαν δοθεί στον γιατρό. Και βεβαίως χάρη στην Μητέρα φύση, πρόσθεσε χαμογελώντας και συνειδητοποιώντας ίσως για πρώτη φορά το πραγματικό του Εγώ. Ήταν ξεκάθαρα το τελειότερο δημιούργημα της φύσης, αποτέλεσμα εκατομμυρίων ετών μιας εξελικτικής διαδικασίας. Μιας διαδικασίας που είχε φτάσει στο σήμερα, αλλά δεν θα σταματούσε πότε, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει τελικός σκοπός, δεν υπάρχει Ιθάκη, παρά μόνο το ταξίδι προς αυτήν! -Ας την αφήσουμε να ξεκουραστεί. Θα την προσέχω εγώ, είπε ο γιατρός. Ο Πλάτων αισθάνθηκε σίγουρος ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα ακόμη να κοιτάζει το κορίτσι, που είχε αποφασίσει μόλις πριν από λίγες ημέρες να του δοθεί ολοκληρωτικά. Ψυχή και σώμα! Τώρα ήταν ασφαλής. Βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας τον γιατρό μόνο του, με μυριάδες σκέψεις να στριφογυρίζουν στο κεφάλι του, βασανίζοντας το μυαλό του. Ανέβηκε στο ισόγειο, όπου τον περίμενε ο πρωθυπουργός. Καθόταν στο σαλόνι με τον Οδυσσέα και είχε την όψη ενός πολύ κουρασμένου ανθρώπου, σχεδόν ταλαιπωρημένου. Οι εκπλήξεις διαδέχονταν η μια την άλλη τα τελευταία εικοσιτετράωρα και δεν είχε προλάβει να χωνέψει τα τεκταινόμενα. Τα λόγια του Πλάτωνα ακούστηκαν σαν βάλσαμο στην κουρασμένη του ψυχή. -Πήγαινε στην οικογένεια σου. Ξεκουράσου. Κάνε έρωτα στην γυναίκα σου, αγκάλιασε τα παιδιά σου και επέστρεψε αύριο. Πρέπει να κάνουμε μια μεγάλη κουβέντα. Και εσύ θα πρέπει να πάρεις μια απόφαση ζωής, άκουσε τον Πλάτων να τον ενημερώνει.
117
-Εντάξει. Θα αφήσω μερικούς άντρες..., δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και ήρθε η ψυχρολουσία. -Το ξέρεις ότι δεν είναι απαραίτητο. Είναι καλύτερα οι άντρες αυτοί να είναι μαζί σου από εδώ και πέρα. Εσύ θα τους χρειαστείς περισσότερο από εμένα. Ο Οδυσσέας και οι άντρες του θα αποτελέσουν από εδώ και στο εξής την φρουρά σου. Θα σε ακολουθούν παντού. Νύχτα και μέρα. Αν βεβαίως καταλήξουμε εκεί που πρέπει αύριο, είπε τελικά. Ο πρωθυπουργός στράφηκε στον Οδυσσέα, που τον κοίταζε σαστισμένος. Τα λόγια του Πλάτων έκρυβαν έναν απροσδιόριστο κίνδυνο. Ήθελε να ρωτήσει τι ακριβώς εννοούσε, αλλά ... τον κοίταξε και από το ανέκφραστο πρόσωπο του κατάλαβε. Ο Πλάτων είχε ήδη δει. Είχε σαρώσει το μυαλό του και έβλεπε στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον έναν άντρα μόνο του, στο σκοτάδι φοβισμένο, κοιτώντας δεξιά-αριστερά για ένα σημάδι. Για μια ένδειξη ασφαλείας, μια ένδειξη παρουσίας κάποιου. Δεν έβρισκε τίποτε όμως. Ήταν μονός του, όσο μόνοι είμαστε όλοι την στιγμή του θανάτου μας,…αλλά ήταν αποφασισμένος! Ήταν προφανές ότι η κατάσταση όπως είχε δρομολογηθεί δεν χωρούσε αμφισβητήσεις και ερωτήματα. -Αύριο, λοιπόν! Θα τα πούμε αύριο, είπε και αποχώρησε άμεσα με την συνοδεία του Οδυσσέα και των αντρών του. Ο Πλάτων στεκόταν στην είσοδο και παρακολουθούσε δέκα άντρες να επιβιβάζονται σε τρία αυτοκίνητα και όλοι, μα όλοι, έριξαν μια τελευταία μάτια προς το μέρος του. Αυτός σίγουρος για την εξέλιξη των πραγμάτων έκλεισε την πόρτα και άκουσε τα αυτοκίνητα, με τους σκεφτικούς επιβάτες τους, να απομακρύνονται. 10 Ο πρωθυπουργός καθόταν μαζί με τον Οδυσσέα στο πίσω μέρος του αυτοκίνητου όντας αμίλητοι κι οι δυο τους, ενώ η αυτοκινητοπομπή κατευθυνόταν μες τον μεσημεριάτικο ήλιο προς το πρωθυπουργικό μέγαρο. Έβλεπαν έξω τις γνώριμες εικόνες της πόλης αλλά οι σκέψεις τους ταξίδευαν πίσω στο αγρόκτημα. Ταξίδευαν στον νέο, που είχε μπει για τα καλά στις ζωές τους. -Κύριε πρωθυπουργέ, αν μου επιτρέπεται, να σας κάνω μια ερώτηση; -Σ’ ακούω, απάντησε ο πρωθυπουργός παραμένοντας προσηλωμένος στο αστικό τοπίο. -Τον εμπιστεύεστε; Αυτή ήταν η δυσκολότερη ερώτηση που θα μπορούσαν να του κάνουν εκείνη την δεδομένη στιγμή. Απάντησε με τον μόνο τρόπο που ήξερε. Μιλώντας αυθόρμητα. -Δεν ξέρω, Οδυσσέα, είπε κοιτάζοντας τον στα μάτια. Θέλω να τον εμπιστευτώ, αλλά... Ειλικρινά, δεν ξέρω. Εύχομαι να μάθουμε αύριο, είπε και έστρεψε πάλι το βλέμμα του έξω. Το μυαλό του έψαχνε για απαντήσεις στα ατέλειωτα ερωτηματικά. Ήθελε να τον εμπιστευτεί. Πίστευε ότι έπρεπε να το κάνει. Το είχε γνωστοποιήσει άλλωστε και στο υπουργικό συμβούλιο. Τι θα τους έλεγε όμως; Πόση αλήθεια θα μπορούσαν να δεχτούν; Και πως θα αντιδρούσαν; Τι θα έλεγαν για όσα απίθανα άκουγαν χωρίς να έχουν την καταλυτική επίδραση του προσωπικού βιώματος της παρουσίας του και των δυνάμεών του; Στην αρχή είχε σκεφτεί να τους καλέσει και να τους συναντήσει όλους το απόγευμα, σε ένα όσο το δυνατόν κρυφό από τα κανάλια υπουργικό συμβούλιο, αλλά τώρα κατέληξε στο ότι έπρεπε να ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες του Πλάτων. Θα περνούσε την ημέρα του μόνο με την γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά. Ίσως αυτό θα ήταν πιο δύσκολο να γίνει στο μέλλον, επομένως έπρεπε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που του δινόταν. Το ίδιο θα ίσχυε και για τους άντρες του. Η κυβέρνηση θα ενημερωνόταν για τα γεγονότα μετά την αυριανή συνάντηση με τον Πλάτων. -Οδηγέ, πήγαινε με σπίτι μου, είπε αποφασίστηκα. Οδυσσέα, με πατέ σπίτι και στην
118
συνεχεία παίρνετε άδεια όλοι μέχρι αύριο το πρωί. Πηγαίνετε στις οικογένειες σας και φροντίστε να τις χαρείτε, γιατί το μέλλον προβλέπεται δύσκολο. Θα έρθετε να με πάρετε το πρωί για να επισκεφτούμε τον φίλο μας! Οκ; -Μάλιστα, κύριε! Όπως θέλετε, απάντησε προβληματισμένος ο Οδυσσέας. Είχε μάθει να λειτουργεί με το πρωτόκολλο ασφαλείας, το όποιο ο πρωθυπουργός πέταξε απερίσκεπτα στον κάλαθο των αχρήστων. Ήξερε ότι δεν ήταν παρά ένα πιόνι στην όλη ιστορία, αλλά ασυναίσθητα δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί το ίδιο και για τον πρωθυπουργό. Και αυτό ήταν κάτι που και ο ίδιος ο πρωθυπουργός φαίνονταν να έχει κατανοήσει! Εν τω μεταξύ στο Μέγαρο Μαξίμου επικρατούσε αναταραχή. Ο πρωθυπουργός της χώρας δεν είχε δώσει σημάδια ζωής τις τελευταίες εικοσιτέσσερις ώρες και όλοι είχαν αρχίσει να ανησυχούν. Ο υπουργός Εσωτερικών, που ήταν και ο πιο έμπιστος φίλος και συνεργάτης του πρωθυπουργού είχε αναλάβει την διεκπεραίωση των κρατικών υποθέσεων. Ήξερε την τοποθεσία όπου είχαν μεταφέρει τον νεαρό όπου και βρισκόταν ο πρωθυπουργός, όμως είχε πάρει εντολή να μην τον ενοχλήσει, τουλάχιστον για όσο διάστημα ήταν εφικτή η απόλυτη μυστικότητα. Έτσι, απαντούσε στα ανήσυχα τηλεφωνήματα των μελών της κυβέρνησης και του κόμματος καθησυχάζοντας τους ότι όλα πήγαιναν καλά. Ανυπομονούσε και ο ίδιος να μάθει τις λεπτομέρειες όσων είχαν διαδραματιστεί, έκανε όμως την δουλειά του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, πείθοντας τους πάντες ότι πολύ σύντομα θα μάθαιναν τα πάντα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Είχε καταφέρει να πείσει ακόμη και τους επίμονους δημοσιογράφους ότι τα όσα ανεύθυνα ακούγονταν δεξιά κι αριστερά δεν ήταν παρά σενάρια φαντασίας και τα αληθινά γεγονότα ήταν σχεδόν ανάξια ενδιαφέροντος. Όπως δήλωνε χαρακτηριστικά: «Ένας διαταραγμένος, αλλά άκακος νέος κατάφερε να ξεγελάσει την ασφάλεια ότι είχε ραντεβού με τον πρωθυπουργό και κατάφερε να μπει μέχρι τον διάδρομο του Μεγάρου, όπου τον σταμάτησαν πριν προλάβει να δει τον πρωθυπουργό. Αυτό είναι όλο. Ούτε δυνάμεις, ούτε… εξωγήινοι!» Ήταν καθισμένος στο πρωθυπουργικό γραφείο, οργανώνοντας με δυο συμβούλους του την γραμμή άμυνας της κυβέρνησης απέναντι στην αντιπολίτευση, η οποία τους κατηγορούσε για ανικανότητα και απαιτούσε να μάθει την αλήθεια για τα όσα συνέβησαν, όταν ένας απρόσκλητος επισκέπτης άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα χωρίς να ζητήσει την άδεια. -Κύριε υπουργέ, καλησπέρα, είπε απευθυνόμενος σε έναν εμφανώς έκπληκτο υπουργό. -Τι θέλεις εδώ τέτοια ώρα, αγόρι μου; Δεν έχεις μάθει να χτυπάς, ρώτησε ενοχλημένος καθώς σηκώνονταν όρθιος, έχοντας αναγνωρίσει τον σύμβουλο επικοινωνίας του πρωθυπουργικού γραφείου στο πρόσωπο του ενοχλητικού επισκέπτη. Δεν είχε απολύτως κανένα δικαίωμα να μπαίνει αυτοβούλως μες το γραφείο. -Με συγχωρείτε, αλλά ήθελα να σας κάνω μια ερώτηση, υπουργέ μου. Πρέπει να μάθω που βρίσκεται ο κύριος πρωθυπουργός. Είναι ανάγκη να συντάξουμε τον λόγο του για την συζήτηση στην ΔΕΘ και έχουμε ήδη καθυστερήσει. Πήρα στο σπίτι του και δεν τον βρήκα ούτε εκεί. Αν δεν σας είναι δύσκολο, δώστε μου την διεύθυνση, όπου μάλλον θα βρίσκεται με τον περίεργο νέο ... είπε και σταμάτησε περιμένοντας ένα νεύμα επιβεβαίωσης, και θα τον επισκεφτώ εγώ, ολοκλήρωσε χαμογελώντας σαν σε διαφήμιση οδοντόκρεμας και πλησιάζοντας το γραφείο. Ο υπουργός χαμογέλασε επίσης, όχι από ευγένεια ή από θετικά συναισθήματα αλλά από την αυθάδεια του συμβούλου. Πότε δεν τον γούσταρε και μισούσε τον τρόπο με τον όποιο κάποια κέντρα εντός και εκτός κόμματος, σχεδόν τον είχαν επιβάλλει σαν σύμβουλο του πρωθυπουργού. Δεν είναι ότι δεν έκανε καλά την δουλειά του, αλλά είχε κάτι το
119
ενοχλητικό πάνω του. Ίσως ήταν η άψογη εμφάνιση του, με τα πανάκριβα κοστούμια και τον εξίσου πανάκριβο δερμάτινο χαρτοφύλακα του. Ίσως ήταν το ψεύτικο χαμόγελο του, σαν αυλοκόλακας άλλων εποχών. Ίσως να ήταν όλα στην φαντασία του, πάντως δεν τον γούσταρε καθόλου! -Κοίταξε να δεις αγόρι μου, το που είναι ο πρωθυπουργός δεν είναι δική σου δουλειά. Εσύ ασχολήσου με αυτά, που σου ζητάνε και τίποτα περισσότερο. Μόλις σε χρειαστεί να είσαι σίγουρος ότι θα σε ενημερώσει. Α, και μην τολμήσεις ξανά να μπεις εδώ χωρίς να χτυπήσεις! Κατάλαβες; είπε σε επιθετικό τόνο και κάνοντας ένα νεύμα αποδοκιμασίας με το χέρι, που σήμαινε «Χάσου!». Στράφηκε ξανά προς τους συμβούλους του, που παρακολουθούσαν με μια δόση ικανοποίησης την κατσάδα του συναδέλφου τους. Βλέπετε δεν υπάρχει πιο χαιρέκακο ζώο απ’ τον άνθρωπο. Ο «σπιούνος» έσβησε μεμιάς το χαμόγελο από το πρόσωπο του και έκανε μεταβολή να φύγει. Πλησιάζοντας την πόρτα αποφάσισε να πάρει ένα τελευταίο ρίσκο. Οι διαταγές που είχε ήταν ξεκάθαρες: Ανάκτηση της πληροφορίας πάση θυσία! Και δεν σκόπευε σε καμιά περίπτωση να γίνει αυτός θυσία στον βωμό του οποιουδήποτε. -Θα έπρεπε να ντρέπεστε για τον τρόπο σας, είπε παραπονιάρικα στραμμένος στον υπουργό, ένα μόλις στάδιο πριν το κλάμα. Εντάξει, είστε δυσαρεστημένος, αλλά δεν υπάρχει λόγος να μιλάτε επιθετικά σε όποιον βρεθεί μπροστά σας, μόνο και μόνο επειδή ούτε εσείς ξέρετε στην πραγματικότητα την τοποθεσία μιας και μάλλον δεν έχει ούτε σε σας εμπιστοσύνη ο πρωθυπουργός, είπε και γύρισε την πλάτη του για να βγει από το δωμάτιο. Η παγίδα του λειτούργησε άψογα και ο υπουργός απάντησε σε μια έκρηξη ειλικρίνειας και σίγουρα λανθασμένης αντίδρασης: -Άκου να σου πω, νεαρέ μου! Είμαι ο μοναδικός άνθρωπος, που ξέρει που βρίσκεται ο πρωθυπουργός. Ο μοναδικός σε όλη την χώρα. Εγώ ξέρω, αλλά η υπόλοιπη κυβέρνηση δεν έχει ιδέα. Ούτε καν η γυναίκα του ξέρει. Κατάλαβες; Θα μου πεις εσύ για εμπιστοσύνη, φώναξε χωρίς να βλέπει το χαμόγελο να σχηματίζεται και πάλι στα χείλη του ενοχλητικού συμβούλου, την ώρα που έκλεινε την πόρτα πίσω του. Κι αυτή την φορά ήταν γνήσιο χαμόγελο. Αισθανόταν όμορφα, γιατί είχε εντοπίσει την πηγή που γνώριζε αυτό που ήθελε να μάθει κι αυτό ήταν σίγουρα καλύτερο από το τίποτα. Τώρα έμενε να την στραγγίξει. Όχι, αυτός βεβαίως. Αυτός χρειαζόταν ένα καλό, πληρωμένο γαμήσι για να καθαρίσει ο εγκέφαλός του από την πίεση των τελευταίων ημερών και αυτό θα κανόνιζε αμέσως, αφού πρώτα ενημέρωνε ώστε να αναλάβει από εκεί και πέρα κάποιος ... ειδικός! 11 Ο πρωθυπουργός αγκάλιασε με πάθος την γυναίκα του μόλις την είδε κι αυτό την ξάφνιασε. Δεν την είχε αγκαλιάσει έτσι εδώ και χρόνια. Ήταν παντρεμένοι τα τελευταία είκοσι χρόνια και ο χρόνος, η καθημερινότητα είχε αφήσει τα σημάδια του και σ’ αυτό το ζευγάρι. Αυτή η απροσδόκητη θέρμη έκανε την δουλειά της και μάλιστα με το παραπάνω. Στο μυαλό του ξεπήδησαν οι πρώτες στιγμές της γνωριμίας τους, γεμάτες ερωτισμό και την αγωνιά της προσμονής. Η στενή επαφή των κορμιών τους και ο ηλεκτρισμός που ανέβλυζε οδήγησε σε ένα παθιασμένο φιλί, αυτό σε ακόμη εντονότερη επαφή και τελικά... έρωτας, αγνός, καθαρός από σκέψεις και συναισθήματα, απροκάλυπτος, ανάγκη επικοινωνίας, τόσο μέσω της σωματικής όσο της ψυχικής σύνδεσης. Ταξίδι στο χρόνο και μάλιστα στο παρελθόν, στην αρχή της σχέσης τους και του φλογερού πάθους!
120
Το υπόλοιπο της ημέρας, αλλά και η νύχτα που ήρθε, πέρασε ξέγνοιαστα με παιχνίδι για όλη την οικογένεια, αλλά και κάνοντας ερώτα οι δυο τους, ξανά και ξανά και ξανά. Παρακολουθούσε τα παιδιά του να παίζουν με όλη τους την ψυχή και την σύζυγο του να τον κοιτάζει με ευγνωμοσύνη για την υπέροχη ετούτη μέρα. Το μυαλό του ταξίδεψε σε εποχές παλιές, πριν την απόφαση για την προεδρία του κόμματος, χωρίς άγχος, χωρίς προβλήματα, με μονή πραγματική έγνοια το μεγάλωμα των παιδιών. Κοίταξε την γυναίκα του, που τώρα κοιμόταν ευτυχισμένη δίπλα του. Ένα χαμόγελο είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπο της. Χάιδεψε το γυμνό της κορμί και έκλεισε τα μάτια του. Κοιμήθηκε σαν πουλάκι, έχοντας περάσει, και κατά βάθος αναγνωρίζοντας το με θλίψη, το τελευταίο του πραγματικά ελεύθερο βράδυ. Το ξημέρωμα έφτασε και ο Οδυσσέας ξεκίνησε για το σπίτι του πρωθυπουργού. Είχαν δώσει ραντεβού εκεί στις εννιά το πρωί και θα πήγαινε με τους άντρες του, αφού τους συναντούσε στο προκαθορισμένο σημείο. Είχε περάσει κι αυτός ένα υπέροχο βράδυ με την σύζυγο του. Και η αλήθεια είναι ότι τώρα αισθανόταν απελευθερωμένος. Όλη την νύχτα ένιωθε ένα κρυφό βάρος, σαν κάτι να πιέζει το στέρνο του, κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Δεν ήξερε αν αυτό οφειλόταν στον παράξενο νέο και τις δυνάμεις του ή στους κινδύνους που επιφύλασσαν τα λόγια του. Δεν είχε σημασία τώρα. Αυτός θα έκανε ότι του ζητούσε ο πρωθυπουργός. Όχι μόνο γιατί ήταν άνθρωπος που πίστευε απόλυτα στην ιεραρχία της εξουσίας, αλλά και γιατί είχε επιλεχτεί ανάμεσα σε τόσους για να φέρει εις πέρας μια αποστολή. Κι ακριβώς αυτό σκόπευε να κάνει. Βρέθηκαν όλοι μαζί στο σημείο συνάντησης, εννέα άντρες αφοσιωμένοι στον αρχηγό του κράτους, αλλά σκεπτικοί και προβληματισμένοι για το μέλλον και κατευθύνθηκαν προς την οικία του. Ήταν όλοι σιωπηλοί κατά την διαδρομή, ίσως συναισθανόμενοι τον φόβο του άγνωστου. Φτάνοντας, τον είδαν από μακριά να τους περιμένει στην είσοδο της μονοκατοικίας του. Έκλεισε ήσυχα την σιδερένια αυλόπορτα και κοίταξε για μια ακόμη φορά το διώροφο σπίτι του με τα κλειστά παντζούρια και με τις ακτίνες του ήλιου να σκορπούν το φως πίσω του. Μες το σπίτι κοιμόταν γαλήνια κι αμέριμνη για το μέλλον η οικογένεια του. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το αγρόκτημα. Εκεί ο γιατρός βρισκόταν σε βαθύ ύπνο, φορώντας ακόμη τα ρούχα του σε ένα λιτό υπνοδωμάτιο του πάνω ορόφου. Τον είχε στείλει για ξεκούραση ο Πλάτων αργά το βράδυ, αφού η κατάσταση της Νεφέλης ήταν εντυπωσιακά και διαρκώς βελτιουμένη, όπως είχε εύκολα διαπιστώσει. Ο Πλάτων από την άλλη είχε αφήσει μόνη της την Νεφέλη να κοιμηθεί και ανέβηκε στο ισόγειο, όπου ήθελε να μείνει μονός του στο σαλόνι και να σκεφτεί τι θα ακολουθούσε. Σκόπευε να απομονωθεί για λίγο από τον υπόλοιπο κόσμο και να αγγίξει τα όρια του εσωτερικού του εαυτού. Ήθελε να δει τον εαυτό του και αυτό που ένιωθε ότι κρυβόταν κάτω απ’ το δέρμα του. Σταμάτησε πρώτα στο μπάνιο, όπου έπλυνε με λίγο κρύο νερό το πρόσωπό του και διακρίνοντας τα ρυάκια του υγρού να κυλάνε στο δέρμα του βάλθηκε να το περιεργάζεται. Κοίταξε τον σκονισμένο καθρέπτη και είδε. Έβλεπε το πρόσωπό του στον καθρέφτη προσπαθώντας με αγωνία να μάθει πότε θα ξέρει ποιος πραγματικά είναι και πως θα συμπεριφερθεί στο μέλλον που πλησίαζε γοργά. «Όταν θα αντιμετωπίσω το τέλος!» σκέφτηκε απορημένος. Το σαρκίο του μπορεί να φοβόταν, αυτός όμως όχι. Εστίασε καλύτερα και είδε το πρόσωπο που γνώριζε τόσα χρόνια, τριάντα για την ακρίβεια. Ήταν το ίδιο γνώριμο πρόσωπο, με το λείο δέρμα, τις αρμονικές καμπύλες γραμμές αλλά και τις γωνίες που έδιναν ένα γοητευτικό, για τα θηλυκά, σχήμα και πάνω απ’ όλα είδε τα γαλάζια του μάτια. Κοιτούσε με επιμονή αυτά τα μάτια ψάχνοντας βαθύτερα, θέλοντας να δει από πίσω τους, πίσω απ’ τον καθρέπτη. Αυτό που έβλεπε ήταν
121
μια μοναδική εικόνα, η εικόνα που κάθε άνθρωπος είχε για τον εαυτό του. Ήταν η εικόνα που δεν μπορούσε να μοιραστεί με κανέναν. Όπως πάντα, όπως κάθε ον, έτσι και τα μάτια του έβλεπαν τον κόσμο μας με μια μοναδική, προσωπική προοπτική. Κανείς δεν μπορεί να δει αυτό που βλέπουμε, να νιώσει αυτό που νιώθουμε, να πονέσει όπως πονάμε και να κλάψει όπως κλαίμε. Αυτή η μοναδικότητα μας ξεχωρίζει, μας κάνει ισάξιους ενός μοναδικού φωτεινού άστρου ή μιας αδυσώπητης μαύρης τρύπας. Είμαστε μοναδικοί, αυθεντικά κι ανεπανάληπτα δημιουργήματα της ύλης όλοι μας κι ο καθένας χωριστά. Κι αυτό ακριβώς ένιωσε ο Πλάτων αντικρίζοντας μια εικόνα, που μόνο αυτός μπορούσε. Την μοναδική ύπαρξη πίσω από το πρόσωπό του. Το πραγματικό του είναι του πίσω απ’ την εικονική μορφοποίηση του εγώ του! Βγήκε απ’ το μπάνιο, σκεφτικός για το πόσο αλήθευε αυτό για την μοναδική ύπαρξη μέσα του, και πήγε στο σαλόνι. Κάθισε οκλαδόν στον διθέσιο καναπέ και ακίνητος με μάτια ορθάνοικτα προσπαθούσε να ανιχνεύσει το μέλλον. Με φωτά κλειστά έκανε αγωνιώδη προσπάθεια να δει. Να δει το μέλλον και την αποστολή του. Μπορεί να είχε ξεκαθαρίσει στο περίπου το τι έπρεπε να κάνει, όμως οι ανωμαλίες του δρόμου ήταν τόσες πολλές και τόσο ανηφορικές, που άρχισε να τον στοιχειώνει μια ακατανίκητη θέληση για δύναμη. Θα έκανε το καθήκον του, όπως αυτός το είχε συνειδητοποιήσει, αλλά με τι κόστος; Απαντώντας στην αγωνία του, κάτι μέσα του τον έσπρωχνε στην προσπάθεια να οδηγήσει την ανθρωπινή φυλή, ακόμη και μέσα από τις μεγαλύτερες αντιξοότητες, εκεί που όφειλε να είναι ήδη. Στον δρόμο του υπεράνθρωπου, του ανθρώπου-θεού, ενός ανθρώπου κυριευμένου από τις ανώτερες αξίες της Αρετής και της Δύναμης! Μες το μισοσκόταδο, που έσπαγε ελαφρώς από το ασθενικό φως του φεγγαριού, δυο κουκκίδες λαμπύριζαν στο σαλόνι. Δυο μάτια ακτινοβολούσαν, σαν μακρινά άστρα του ουρανού, αναζητώντας την αλήθεια. Ήταν τα μάτια του Πλάτων! Ανέπνεε αργά κι όλη του η ενεργεία ήταν εστιασμένη στον σκοπό του. Μετά από ώρες, κι ενώ η σιωπή του σπιτιού, αυτού του προσωρινού καταφυγίου της σωματικής του υπόστασης, άγγιζε το άπειρο και κόσμοι χωρίς μορφή παρά μια αδιόρατη επιθυμία διάβαιναν μπροστά του, έφτασε στο έσχατο σημείο αυτογνωσίας, όπου το ασυνείδητο του πάλευε με το συνειδητό, οι αρχέγονες ορμές πάλευαν με την θέληση του και η πραγματικότητα ήταν μπερδεμένη με το όραμα. Ο καινούριος του εαυτός φάνταζε στην σκέψη του τέλειος. Ήταν όμως έτσι; Η ηρεμία του βιάστηκε απροσδόκητα. Μια φαγούρα έντονη, βασανιστική, τον κυρίεψε σε όλο του το σώμα, σαν κάτι ή κάποιος να προσπαθούσε να βγει από το δέρμα του, από μέσα του! Το ξαφνικό φως της αυτογνωσίας πυρπόλησε τα πάντα. Τον άφησε γυμνό ακόμη και από τον εαυτό του και τότε είδε την διπλή του ύπαρξη. Είδε το Είναι του και μια εικόνα που εντυπώθηκε για πάντα στο μυαλό του. Έμοιαζε με μια αρχέγονη, άυλη μορφή, μια εσωτερική, απόκοσμη Σκιά! Ένα ον που αναδύθηκε από το «σκέπτεσθαι», ένα ον χωρίς ιδιότητες, που δεν είναι θνητό ή αθάνατο, καλό ή κακό, δίκαιο ή άδικο. Κι επειδή η σκέψη δεν θεμελιώνει το Είναι, παρά μόνο αν δεθεί με την ομιλία, της οποίας η λειτουργία σχετίζεται με την ουσία του λέγειν η Σκιά λαχταρούσε να μιλήσει. Κι επομένως να τον αντικαταστήσει στην κυριαρχία του νου του! Η σκέψη αυτή τον πανικόβαλε αρχικά. Δεν αντέδρασε όμως, έμεινε ασάλευτος και περίμενε. Τίποτα δεν συνέβη προς το παρόν εκτός του ότι μερικές νέες πτέρυγες προστέθηκαν στο κάστρο της ομίχλης για το ποιος ή τι ήταν. Φαντάστηκε επίσης, σχεδόν βίωσε, το κοντινό μέλλον, όπου σε κάποια στιγμή θα ερχόταν αντιμέτωπος με ότι κρυβόταν μέσα του για την ίδια την κυριαρχία της ύπαρξής του. Για ώρες η εικόνα του παρέπεμπε σε κάποιον που κοιμόταν με μάτια ανοιχτά κι όμως αυτός εξακολουθούσε να διαλογίζεται ασταμάτητα, μέχρι την στιγμή που ένας κόκορας, κάπου μακριά δήλωσε το ξημέρωμα.
122
Το ξημέρωμα, το οποίο τον βρήκε μετά από λίγο στο πλάι της Νεφέλης, καθισμένο σε μια καρέκλα. Είχε τα βλέφαρα κλειστά και θα νόμιζε κανείς ότι προσπαθούσε να αναπληρώσει τον χαμένο ύπνο, είχε όμως τις αισθήσεις του ενεργές και δεν χρειάστηκε παρά μια ανάσα, βαθιά και μέσα σε όνειρο, της Νεφέλης για να τα ανοίξει, παρατηρώντας την έντονα για το τι συμβαίνει, ψάχνοντας για την αιτία του ήχου! Άκουσε κάπου μακριά, έναν άλλο ήχο, μια σιδερένια πόρτα να σύρεται και μια ακολουθία αυτοκινήτων να πλησιάζει. «Ήρθαν» σκέφτηκε και ανέβηκε να τους προϋπαντήσει, αφού πρώτα έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο της κοιμισμένης κοπέλας, χαϊδεύοντας τα μακριά μαλλιά της. Φορούσε ένα ξασπρισμένο τζιν και ένα λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι κι έμοιαζε αλήθεια τόσο συνηθισμένος. Άνοιξε την πόρτα διάπλατα και βγήκε στο προαύλιο. Οι λαμπερές ακτίνες του ήλιου τον αγκάλιασαν και ένοιωσε αμέσως μια γλυκιά θερμότητα να τον τυλίγει. Προχώρησε λίγα βήματα κι έμεινε ακίνητος να παρακολουθεί τα οχήματα που πλησίαζαν αργά. Έσκυψε το κεφάλι και διακρίνοντας την σκιά του σκέφτηκε αμέσως την τρομερή φιγούρα που είδε μέσα του πριν από λίγες ώρες. Σήκωσε το χέρι του κι η σκιά του έκανε το ίδιο. Χαμογέλασε, η σκιά αυτή ήταν απλώς ένα δημιούργημα του φωτεινού άστρου που βρισκόταν από πάνω του. Έστρεψε το κεφάλι του ψηλά προς τον ήλιο προστατεύοντας τα μάτια με την παλάμη του. Όλος περιέργως δεν ένοιωσε την εκτυφλωτική λάμψη να τον ενοχλεί, καθώς τα φωτόνια χτυπούσαν κατά εκατομμύρια την παλάμη και το πρόσωπό του. Η περιέργειά του εκτοξεύτηκε στα ύψη και μια παρόρμηση τον πρόσταξε να κατεβάσει το χέρι και να κοιτάξει κατάματα το αστέρι που χαρίζει το φως και την θερμότητά του στην γη. «Αυτό είναι τρέλα!» σκέφτηκε προβληματισμένος. Κι όμως η απουσία ενόχλησης, καθώς κρυφοκοίταζε ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα του διέγειρε την επιθυμία του να το κάνει. Μετακίνησε αργά το χέρι του μέχρι που η κόρη του αριστερού του ματιού ήρθε αντιμέτωπη με το υπέρλαμπρο φως του ήλιου και τότε μια γλυκιά εικόνα αποκαλύφθηκε μπροστά του οδηγώντας τον στο να κατεβάσει το χέρι και να κοιτάξει κατάματα τον ήλιο. Το φως περνούσε τις κόρες των γαλάζιων του ματιών και παγιδεύονταν μέσα τους κι η εικόνα που αποτυπωνόταν στο μυαλό του ήταν αυτή ενός τερατωδώς φωτεινού άστρου με τις γιγάντιες φλόγες που χόρευαν άναρχα γύρω του, κι όμως ο Πλάτων δεν ένοιωθε την παραμικρή ενόχληση στα μάτια του, παρά μόνο μια γλυκιά θερμότητα να διαχέεται μέσα του. Θα μπορούσε ίσως να το κάνει αυτό για ώρες, αλλά ο ήχος του φρεναρίσματος κοντά του τον απέσπασε από το θέαμα που απολάμβανε. Γύρισε το κεφάλι του και είδε τα τρία αυτοκίνητα να σταματούν μπροστά του, το ένα πίσω απ΄ το άλλο και τις πόρτες να ανοίγουν μαζί, λες και ήταν συγχρονισμένες. «Καλημέρα! Καλώς τους» είπε εγκάρδια σαν καθηγητής που υποδέχεται τους προς εξέταση, αγχωμένους μαθητές του. Όλοι χαμογέλασαν αχνά στην αρχή κοιτάζοντας τον και πλησίασαν διστακτικά (είναι απλώς αδύνατον να συνηθίσεις την ιδέα ότι κάποιος μιλάει στο μυαλό σου), με τον πρωθυπουργό μπροστάρη και τον Οδυσσέα να ακολουθεί. Ξαφνικά όμως όλοι πάγωσαν όταν διέκριναν τα μάτια του. Ο Πλάτων ήθελε να δει αν είχε αλλάξει κάτι από χθες όσον αφορά τον ψυχισμό τους και ανίχνευσε τις διαθέσεις, τις προσδοκίες και την θέληση για δύναμη του καθενός και όλων μαζί, μπαίνοντας στα μυαλά τους. Αυτοί έβλεπαν έναν νέο, απλό και απέριττο να τους χαμογελάει, μην γνωρίζοντας ότι τα εσώψυχα τους είχαν ήδη παραβιαστεί. Είδε αυτά που περίμενε και έμεινε ικανοποιημένος, όμως η σκέψη που κυριαρχούσε στο μυαλό όλων ήταν αυτή που του γνωστοποίησε το που οφειλόταν τα ανοιχτά τους στόματα κι ο τρόμος που περίμενε μέσα τους να εκδηλωθεί.
123
«Τα μάτια του… ω θεέ μου… τα μάτια του λάμπουν σαν ήλιοι…» -Μην ανησυχείτε για τα μάτια μου, είναι κι αυτό μέρος των δυνατοτήτων μου, τους είπε νοιώθοντας τώρα κι ο ίδιος τα μάτια του να σβήνουν αργά, να κρυώνουν και να ξαναγυρνάνε στο φυσικό τους γαλάζιο χρώμα. -Καλημέρα, Πλάτων. Τι κάνεις; Πως είναι η φίλη σου, ρώτησε με τρακ ο πρωθυπουργός. Όσο πλησίαζαν στο αγρόκτημα, τόσο περισσότερο δυνάμωνε η αγωνιά μέσα του. Είχε καταφέρει να αποκλείσει κάθε σκέψη για την σημερινή συνάντηση χθες, χάρη στην λυτρωτική παρουσία της οικογένειας του, όμως τώρα είχε φτάσει η στιγμή της αλήθειας. Της υπέρλαμπρης αλήθειας που μόλις του υποσχέθηκαν τα μάτια του Πλάτων! -Μια χαρά, κύριε πρωθυπουργέ, μια χαρά, απάντησε αναφερόμενος και στις δυο ερωτήσεις. Τον κοίταζε και δεν μπορούσε παρά να τον θαυμάσει. Το πρώτο βήμα είχε ήδη γίνει και ήταν άξιο αναφοράς. Ο Πλάτων δεν μπορούσε παρά να επιδοκιμάσει το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός είχε κρατήσει τον λόγο του. Είχε εμφανιστεί την στιγμή, που φοβισμένος από τις αλήθειες, που είχε προδιαγράψει αυτός, θα μπορούσε να μην είχε ξαναπατήσει το πόδι του εκεί στέλνοντας ολόκληρο τον ελληνικό στρατό εναντίων του. «Μπράβο, ειλικρινά μπράβο», είπε και του έκανε νόημα με το χέρι του να περάσει. Είχε διαβάσει μέσα του αυτά που προσδοκούσε. -Οδυσσέα, νομίζω ότι είναι καλυτέρα να μείνετε εδώ με τα παιδιά. Έχουμε μια κουβέντα να κάνουμε με τον Πλάτων. Ο πρωθυπουργός έφυγε μπροστά κατευθυνόμενος στο σαλόνι. Πίσω του ακολούθησε ο Πλάτων, κλείνοντας την πόρτα και κοιτώντας χαμογελαστά τον Οδυσσέα με τους άντρες του. Πήγαν οι δυο τους στο σαλόνι, όπου βολεύτηκαν ο Πλάτων μονός του σε μια πολυθρόνα, καθισμένος σαν τον Βούδα, κι ο πρωθυπουργός απέναντι του στον καναπέ. Ο πρωθυπουργός δεν ξαφνιάστηκε βλέποντας τον Πλάτων να κάθετε σταυροπόδι, με την πλάτη ακουμπισμένη πίσω και τα χέρια του αναπαυμένα στα γόνατά του. Αντιθέτως, χαλάρωσε κι έκατσε κι αυτός όσο πιο άνετα του επέτρεπε το κουστούμι του, βουλιάζοντας μέσα στον δερμάτινο καναπέ. -Λοιπόν, κύριε πρωθυπουργέ, ξεκίνησε ο Πλάτων, κοιτώντας αδιάφορα τα χέρια του, νομίζω ότι ξέρετε γιατί βρίσκεστε εδώ. Έκανε παύση γυρνώντας το βλέμμα του προς τον συνομιλητή του. -Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω ακριβώς τι θέλεις από έμενα, όμως μπορώ να φανταστώ. -Ορίστε, είπε ο Πλάτων, δίνοντας του τον λόγο, με ύφος σοβαρό. -Κοίταξε, Πλάτων η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά είναι κάπως περίεργα και για μένα, αλλά και για όλους όσους έχουν έρθει σε επαφή μαζί σου. Είναι σαν να κοιμόμαστε και ξάφνου κάποιος μας ξύπνησε και είδαμε πόσο λίγα ξέραμε για τον κόσμο μας. Αυτός ο κάποιος είσαι εσύ και ομολογώ ότι είσαι το πιο απίστευτο πλάσμα που έχω δει, ακούσει ή φανταστεί πότε μου. Όταν ήρθες στο γραφείο μου και είδα αυτά τα χέρια με την γαλάζια φλόγα να κινείται ρυθμικά πάνω τους, όταν σε κοίταξα στα μάτια, αυτά τα απόκοσμα μπλε μάτια, που κρύβουν ένα απύθμενο ωκεανό κι είναι τόσο εύκολο να χαθείς μέσα τους... και όταν άκουσα για πρώτη φορά την φωνή σου μες το μυαλό μου ... ε, τότε όλα γκρεμίστηκαν γύρω μου! Το μεγαλύτερο αίνιγμα για μένα αφορά την ερώτηση που μου έκανες κι έχει έκτοτε στοιχειώσει το μυαλό μου. Ποιός είμαι εγώ με ρώτησες, είπε ο άντρας κοιτώντας το κενό, χαμένος στον εαυτό του. Ήξερα από τότε και για πάντα ότι ο κόσμος μας δεν θα είναι πότε ξανά ο ίδιος, τελείωσε την φράση του σε ένα ψυχολογικά φορτισμένο μονόλογο. Ο Πλάτων ακούγοντας τα λόγια του, αναρωτήθηκε για πρώτη φορά πως φαίνεται στους άλλους και άρχισε να συμπάσχει πραγματικά με τον άντρα απέναντι του. Αν ήταν μια φορά δύσκολο γι’ αυτόν να κατανοήσει και να δεχτεί τις εξωπραγματικές δυνάμεις του,
124
τότε θα πρέπει να είναι εκατό φορές πιο δύσκολο για όλους τους άλλους. Πως να δεχτείς κάτι που σου είναι άγνωστο, κάτι για το όποιο δεν έχεις καμιά απολύτως εμπειρία; Κάτι εξωπραγματικό, που δεν συμβαίνει σε σένα αλλά σε κάποιον ξένο; Και τι σημαίνει αυτό για το εγώ σου; -Μάλιστα! Σας νιώθω απόλυτα, πιστέψτε με, δήλωσε τελικά. Συνεχίστε, παρακαλώ. Ο πρωθυπουργός άρχισε να εξοικειώνεται με την συζήτηση και η γλωσσά του λύθηκε σταδιακά. -Πιστεύω ότι αυτό που θέλεις από έμενα είναι να σε βοηθήσω, ώστε να γίνει πράξη η τελευταία μου φράση, είπε και ο Πλάτων έγειρε το κορμί του μπροστά, παρακολουθώντας στωικά και καρφώνοντας με το βλέμμα του τον πρωθυπουργό. Θέλεις αυτός ο κόσμος να μην είναι πότε πια ο ίδιος, σωστά; Θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο, δήλωνε τώρα ενθουσιασμένος, απλώς και μόνο στην σκέψη, ο πρωθυπουργός. Είχε καταφέρει κι αυτός να δει μέσα στον νέο, να τον κατανοήσει ...Ή μήπως; Γέλασε νευρικά και σηκώθηκε όρθιος. Πέρασε πίσω από τον καναπέ δαγκώνοντας το χείλος του και βηματίζοντας περά δώθε. Ξαφνικά είχε σαστίσει. Πάνω που νόμιζε ότι είχε δει αυτός μέσα στον νέο, ότι είχε δει την θέληση για αλλαγή αυτού του κόσμου, κατάλαβε ότι σε τελική ανάλυση το μόνο που πραγματικά έβλεπε ήταν ... ο εαυτός του, όπως δεν τον είχε δει πότε μέχρι τότε. Όπως βλέπουμε όλοι τον εαυτό μας να θέλει, να κάνει, να ονειρεύεται πράγματα, που δεν περιμέναμε πότε ή που απλώς δεν τολμούσαμε να εξομολογηθούμε ακόμη και στις πιο μύχιες σκέψεις μας! -Πιστεύω ότι αυτό που θέλεις είναι να αλλάξεις τον κόσμο και θέλεις την βοήθεια μου, γιατί εκτός της θέσεως μου κι εγώ αυτό θέλω κατά βάθος, είπε γρήγορα κοιτώντας το πάτωμα. Έστρεψε τα μάτια του στον Πλάτων και του φάνηκε ότι διέκρινε ένα χαμόγελο κάτω απ’ το βλοσυρό του βλέμμα. Θέλεις να τα βάλουμε με όλους! Με όλα τα συμφέροντα, που λυμαίνονται αυτόν τον τόπο και που εγώ δεν μπόρεσα ή δεν είχα το κουράγιο αν θέλεις να κάνω μονός μου, είπε σε μια δήλωση αυτοκριτικής. «Ποιος είμαι εγώ;» - Είμαι ο άνθρωπος που θέλεις να σε συντροφεύσει στο ταξίδι σου! -Ακριβώς αυτό θέλω, απάντησε ο Πλάτων χειροκροτώντας σιγανά και διατηρώντας κάποιες ελάχιστες επιφυλάξεις ακόμη για τον άντρα απέναντι του. Ναι, εντάξει η σκέψη του ήταν ειλικρινής και καθαρή, αλλά είχε άραγε συνειδητοποιήσει τις δυσκολίες της πορείας τους; Όσο αυτονόητο κι αν ακούγεται για έναν αρχηγό κράτους, το να προστατεύει τον τόπο του και τον λαό του από τα κάθε λογής συμφέροντα, άλλο τόσο δύσκολο είναι αυτό στην πράξη, εκεί που άπειρες απόψεις και συμφέροντα συγκρούονται και άπειρα θύματα, ψυχολογικά, ηθικά, ακόμη και βιολογικά θρηνούνται στον βωμό της ισορροπίας και της τάξης. Αντιθέτως, ο Πλάτων δεν θεώρησε πότε κάτι το κακό, όπως θα αποκαλούνταν με την συμβατική ηθική, το χάος. 'Ισα-ίσα που αποτελεί πάντα τον πρόδρομο μιας νέας ισορροπίας. Τάξη μέσα από το χάος λοιπόν! 12 Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης ήταν καθοδόν προς το υπουργείο του νωρίς το πρωί. Έπρεπε να διευθετήσει κάποια ζητήματα και μετά γραμμή για το Μέγαρο Μαξίμου. Δεν είχε επικοινωνήσει με τον πρωθυπουργό για πάνω από εικοσιτέσσερις ώρες και μια υποβόσκουσα αγωνιά είχε αρχίσει να τον ενοχλεί. Γρατσούνιζε το πίσω μέρος του μυαλού του, εκεί που φύλαγε τις θλιβερές του αναμνήσεις. Προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Οδυσσέα και η προσπάθεια απέβη επίσης άκαρπη. Για κάποιον λόγο αισθάνονταν μια τεραστία ανασφάλεια. Δεν είχε ιδέα αν όλα πήγαν καλά στην συνάντηση του
125
πρωθυπουργού με τον νεαρό. Κι αν κάτι είχε στραβώσει; Δεν ήξερε καν αν ο πρωθυπουργός ήταν υγιής… ή ακόμη αν ήταν ζωντανός! Έδιωξε αυτή την σκέψη όσο γρήγορα έκανε την εμφάνιση της θεωρώντας εντελή την ανησυχία του υπερβολική. Καθισμένος στο πίσω κάθισμα του αυτοκίνητου έκανε κάποια τηλεφωνήματα για να δώσει στα μέλη της κυβέρνησης, πάντα σε συνεργασία με τον υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος αντικαθιστούσε τον πρωθυπουργό, τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κινήσεις που έπρεπε να γίνουν. Έπρεπε πάση θυσία να δοθεί η εικόνα στον λαό και τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης ότι όλα κυλούσαν φυσιολογικά και τίποτα παράξενο δεν συνέβαινε. Παραδόξως, δεν υπήρχαν διαρροές από την κυβέρνηση, ίσως λόγω του αυστηρού ύφους της επιστολής που τους είχε διαβαστεί την προηγούμενη ημέρα, και το θέμα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μετά και τις σχετικές πιέσεις του αρμόδιου υπουργού, είχε αρχίσει να φθίνει, σαν την φωτιά που σβήνει σταδιακά αν δεν την τροφοδοτήσουμε με ξύλα. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο του πρωθυπουργού. «Για το καλό όλων μας, το ελπίζω!» Ο οδηγός του έκανε αρχικά ανέμελα το καθήκον του, ακόμη και μέσα στο αστικό χάος της πρωτεύουσας χάρη στην πολύχρονη εμπειρία του και ένα αυτοκίνητο της ασφαλείας του υπουργού με δυο άντρες ακολουθούσε ακριβώς πίσω τους. Έφτασε ήρεμος και πράος, μετά από έναν υπέροχο ύπνο, στο σπίτι του υπουργού για να τον παραλάβει και τώρα κοιτώντας στον καθρέπτη δεν ήταν δύσκολο να διακρίνει την εμφανή αγωνιά στις κινήσεις, κι ακόμη περισσότερο στην φωνή του υπουργού, η οποία βίασε ολοκληρωτικά την ηρεμία του και την οποία μάταια προσπαθούσε να εκδιώξει απ’ το μυαλό του. Ήξερε ότι κάτι πολύ σημαντικό συνέβαινε, αλλά δεν είχε ιδέα αν τα πράγματα πήγαιναν καλά ή… Τα τηλεφωνήματα ήταν συνεχόμενα, αντιθέτως με το τι γινόταν κατά βάση τα πρωινά. Κάτι μεγάλο, κάτι που αφορούσε τον υπουργό, την κυβέρνηση, ίσως κι όλη την χώρα, πρέπει να συνέβαινε, ειδάλλως ο συνήθως πράος υπουργός δεν θα καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Μπροστά τους το φανάρι άναψε κόκκινο και το αυτοκίνητο ελάττωσε ταχύτητα μέχρι που ακινητοποιήθηκε. Ο οδηγός σφύριζε έναν λαϊκό σκοπό, την ώρα που ο υπουργός κανόνιζε τις λεπτομέρειες μιας προγραμματισμένης συνέντευξης τύπου με τον υπεύθυνο του γραφείου του. Αισθανόμενοι ασφαλείς μες το κρατικό όχημα, αδιαφορούσαν κι οι δυο τους για τα τεκταινόμενα γύρω τους. Δεν πρόσεξαν ότι κάτι τραγικό συνέβη στο πίσω όχημα. Εκ των υστέρων αναλύοντας την κατάσταση, αυτό φαντάζει αφελές τουλάχιστον για τον υπουργό, υπεύθυνο για την Δημόσια Τάξη. Κι ενώ λίγοι σταματημένοι θεατές είδαν με τρόμο και σε πρώτη, ζωντανή μετάδοση, ότι συμβαίνει συνήθως μόνο στις ταινίες, η πόρτα του συνοδηγού, καθώς και αυτή πίσω απ’ τον οδηγό άνοιξαν ταυτόχρονα και δυο άτομα μπήκαν μέσα. Φορούσαν κι οι δυο τους κατάμαυρη δερμάτινη στολή μηχανής και κράνος. -Μην τολμήσετε να κουνηθείτε, ακούστηκε μια ψυχρή φωνή, με σπαστά ελληνικά και δυο πιστολιά καρφώθηκαν ταυτόχρονα στα πλευρά των δυο τρομοκρατημένων αντρών. Ο υπουργός είχε καρφώσει τα μάτια του στο φιμέ τζάμι του κράνους, δεν μπόρεσε όμως να διακρίνει το κενό από αισθήματα βλέμμα του μαυροντυμένου άντρα απέναντι του, ο οποίος τον κοίταζε σταθερά, ακίνητος και σίγουρος όσο ένας μικρός θεός! Η υποβόσκουσα αγωνιά και η τεραστία ανασφάλεια μέσα του τώρα μετατράπηκαν σε ξεκάθαρο τρόμο. -Προχώρα, ακριβώς όπως θα σου λέω! Στρίψε δεξιά εδώ, αριστερά εκεί κ.ο.κ. Κατάλαβες; Μην μου πεις ότι δεν μπόρεσες εδώ ή έχασες την στροφή εκεί, γιατί ειλικρινά θα στεναχωρηθώ πολύ να φυτέψω δυο σφαίρες στο μυαλό σου πρωί-πρωί. Οκ, ρώτησε ο συνοδηγός τον έτοιμο να καταρρεύσει απ’ τον πανικό οδηγό.
126
-Ναι, ναι, εντάξει, θα κάνω ότι θέλετε, είπε μετά βίας και σκεφτόμενος έντρομος ότι η μέρα ξεκίνησε υπέροχα και τώρα πήγαινε στον διάολο. Το πράσινο άναψε και το αυτοκίνητο ξεκίνησε, με τον υπουργό να κοιτάζει στιγμιαία πίσω, ψάχνοντας τους άντρες της ασφάλειάς του για βοήθεια μόνο και μόνο για να αντικρύσει το συνοδευτικό όχημα ακινητοποιημένο. Ευτυχώς για αυτόν και την ψυχολογία του, η οποία ήταν κιόλας υπό το μηδέν, δεν διακρινόταν οι νεκροί του επιβάτες, εκτός ίσως από λίγες σταγόνες αίμα στο παρμπρίζ. Ο συνεπιβάτης του υπουργού δεν κουνήθηκε καθόλου, ούτε στο ελάχιστο. Παρέμενε προκλητικά ακίνητος με το κατάμαυρο πιστόλι, απ’ το όποιο εξείχε ένας σχετικά μακρύς σιγαστήρας, να αγγίζει τα πλευρά του. Ο υπουργός, τρομοκρατημένος γύρισε το κεφάλι του προς το παράθυρο, κοιτάζοντας έξω χωρίς πραγματικά να βλέπει κάτι. Το μυστήριο των τελευταίων ημερών μεγάλωνε διαρκώς και κανείς δεν θα του έβγαζε απ’ το μυαλό ότι αυτό που γίνονταν αυτή την στιγμή σχετιζόταν με τον Πλάτων. Δεν εξηγούνταν αλλιώς. Εχθρούς δεν είχε, η τρομοκρατία στην χώρα ήταν τελειωμένη υπόθεση και οι μοναδικοί άντρες με τα κότσια να κάνουν κάτι ανάλογο βρισκόντουσαν στην φυλακή … ή δίπλα του! Ο τρόμος παρέμενε, παρά την επιφανειακή του ηρεμία, έχοντας κατακλύσει τις αισθήσεις του. Μύριζε τρόμο στον ιδρώτα που κυλούσε στους κροτάφους του και πότιζε το δέρμα ολόκληρου του κορμιού του. Άκουγε τρόμο, στους βίαιους ήχους της πόλης γύρω τους. Αισθάνονταν τρόμο στα μουδιασμένα του δάχτυλα, γαντζωμένα καθώς ήταν απ’ τους μηρούς του. Ακόμη και στην γλωσσά και τα χείλη του γεύονταν τον τρόμο, πικρό και στυφό. Τέλος, γύρισε πάλι προς τον αγαλματένιο μαυροντυμένο άντρα και κοίταξε με τρόμο την θολή και παραμορφωμένη αντανάκλαση του εαυτού του πάνω στο φιμέ τζάμι! 13 -Το ζήτημα τώρα είναι τι κάνουμε. Πως να ξεκινήσουμε αυτή την αλλαγή; Τι έχεις στο μυαλό σου, ρώτησε ο πρωθυπουργός. -Υπάρχει μια άλλη ερώτηση, που πρέπει να απαντηθεί πρώτα, τόνισε με νόημα ο Πλάτων. Που θέλουμε να πάμε; Ποιον κόσμο και ποια κοινωνία θέλουμε να δημιουργήσουμε για εμάς και τα παιδιά μας; Πρέπει πρώτα να καθορίσουμε τον στόχο, το τελικό αποτέλεσμα, το όνειρο που βλέπουμε μπροστά μας και στην συνεχεία να βρούμε την καλύτερη οδό, που θα μας οδηγήσει με ασφάλεια εκεί. Οι δυο άντρες παρέμειναν για λίγο σιωπηλοί. Ο πρωθυπουργός κοίταζε με δέος τον νέο απέναντι του. Δεν ήταν απλά και μόνο οι απίστευτες δυνάμεις του, που προκαλούσαν αυτό το δέος, αλλά και το ασυνήθιστο γεγονός ότι στην ηλικία των τριάντα χρονών ενδιαφέρονταν για ζητήματα πολύ έξω από τα τετριμμένα ενδιαφέροντα της γενιάς του. Για την ακρίβεια, όχι απλώς ενδιαφέρονταν, αλλά αυτός ο νέος φαινόταν να έχει μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία στο μυαλό του. Ο πρωθυπουργός αισθανόταν σίγουρος ότι ο Πλάτων πρέπει να ήταν πολύ, ή ίσως κι απόλυτα, διαβασμένος, μια κινητή, ανθρώπινη βιβλιοθήκη. Δεν θα αργούσε να επιβεβαιωθεί πανηγυρικά! Τώρα ξεκίναγε λοιπόν η πραγματική συζήτηση-δοκιμασία στο τέλος της οποίας ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να πάρει μια κρίσιμη απόφαση. Είχε ο καθένας τους την πολιτική του άποψη, αλλά έμενε να αποδειχτεί στην πράξη, κατά πόσο αυτή ήταν μια άποψη βασισμένη σε μια γνώση με βάθος, ικανή να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη των προσωπικών οραμάτων και προσδοκιών ή ήταν μια στείρα πολιτική άποψη, υιοθετημένη, ίσως και επιβεβλημένη, από άλλους. -Λοιπόν, κύριε πρωθυπουργέ, τι λες; Τι κόσμο θέλεις να κληρονομήσεις στα παιδιά
127
σου; Ήταν ώρα ο πληθυντικός ευγενείας να δώσει την θέση του στον ενικό της εμπιστοσύνης. Αυτός έμεινε σκεφτικός για αρκετή ώρα, ψάχνοντας την καλύτερη δυνατή απάντηση. Ένιωθε το διατρητικό βλέμμα του Πλάτων, αλλά χρειαζόταν χρόνο, έπρεπε να σκεφτεί. Δεν βρισκόταν σε κάποια πολιτική εκδήλωση και δεν είχε έτοιμο τον λογύδριο του. Δεν είχε απέναντι του ένα αποχαυνωμένο απ’ την καθημερινή αγωνία της επιβίωσης κοινό, αλλά τον Πλάτων, τον άνθρωπο που δεν γίνεται να κοροϊδέψεις, γιατί απλά θα το καταλάβει αμέσως μόλις σκεφτείς καν να το επιχειρήσεις! Δεν του είχαν ετοιμάσει τον λόγο, με τα σαθρά συνήθως επιχειρήματα και τα φανταχτερά λόγια, οι χρυσοπληρωμένοι για να λένε ψέματα σύμβουλοι, αλλά επιβαλλόταν να εκθέσει τα δικά του επιχειρήματα για τι άλλο απ’ την υπεράσπιση της πολιτικής ιδεολογίας που είχε επιλέξει και υπηρετήσει τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, περίπου από την ηλικία του νεαρού άντρα απέναντί του. Αποφάσισε τελικά να μην το κάνει και ο Πλάτων διαβάζοντας το στο μυαλό του τον χειροκρότησε ικανοποιημένος για μια ακόμη φορά. Ο πρωθυπουργός κατάλαβε εγκαίρως ότι αν αποφάσιζε να υπερασπιστεί με ξύλινο πολιτικό λόγο την ιδεολογία του η συζήτηση θα εξελισσόταν σε ένα στείρο ντιμπέιτ για το ποια πολιτική ιδεολογία είναι η καλύτερη. Δεν ένιωθε όμως ότι αυτό ήταν το πρέπων. Προτίμησε κάτι διαφορετικό, αυτό που πιθανόν ήθελε και ο συνομιλητής του. Προτίμησε μια ανοιχτή συζήτηση, όπου μέσα από τις απόψεις των δυο τους, μέσα από τα επιχειρήματα κι αντεπιχειρήματα, δια του τρίπτυχου θέση-αντίθεση-νεα θέση, δεν μπορούσαν παρά να οδηγηθούν όσο το πλησιέστερο γίνεται στην σύνθεση και στην αλήθεια. Στην διαλεκτική δεν υπάρχει αλήθεια, υπάρχει μόνο το κυνήγι της αλήθειας, που νοείται σαν ιδανικό. Και βέβαια η σπάνια μαγιά, που απουσιάζει από τις συζητήσεις αυτού του τύπου, οι οποίες γίνονται καθημερινά παντού στον κόσμο, άκουγε στο όνομα Πλάτων. Ή αλλιώς Γνώση, όπως θα τόνιζε με θρησκευτικό ζήλο αργότερα ο πρωθυπουργός! -Πως κυβερνάς την χώρα; Τι πολιτικές εφαρμόζεις; Πιστεύεις ότι κάνεις ότι καλύτερο για τον τόπο σου; Έχεις ήσυχη την συνείδηση σου; Τελικά… έχεις πράξει μέχρι σήμερα σύμφωνα με την επιθυμία που κατοικεί μέσα σου; Επίθεση κατά μέτωπο ήταν η στρατηγική του Πλάτων. Ήθελε να απογυμνώσει ιδεολογικά τον συνομιλητή του, ώστε να μπορέσει στην συνέχεια ευκολότερα να τον οδηγήσει στο να ανακαλύψει την αλήθεια μόνος του, την δικιά του, προσωπική αλήθεια. Δεν πίστευε στην εξ’ αποκαλύψεως αλήθεια, αλλά στην κατανόηση του κόσμου, που αποκτάται μέσω της αφομοίωσης της γνώσης. Ενσάρκωση της γνώσης και όχι απλή διδασκαλία δογμάτων ήταν ο στόχος του. Σκοπός του η δημιουργία συνθηκών για μια εμπειρία μέσω της οποίας η γνώση βιώνεται ολοκληρωτικά! Τα αμείλικτα ερωτήματα έφεραν σε αμήχανη θέση τον πρωθυπουργό. Όχι, δεν πίστευε ότι έκανε το καλύτερο για την χώρα. Έκανε το καλύτερο που μπορούσε δεδομένων των συνθηκών, αλλά αυτό δεν έφτανε ούτε στο ελάχιστο αυτό που ήταν το καλύτερο για τον λαό του. -Όπως θα ξέρεις, είμαι οπαδός της νεοφιλελεύθερης άποψης για την οικονομία. Πιστεύω στην ελευθερία της αγοράς, αν και ... Δεν είχε περάσει πολύς χρόνος από την εκδήλωση της παγκόσμιας κρίσης, η οποία για μια ακόμη φορά έκανε πασιφανές τις εγγενείς ανωμαλίες του καπιταλιστικού συστήματος και της οποίας τα θλιβερά αποτελέσματα γινόταν ήδη φανερά. Η ανεργία είχε εκτοξευτεί στα ύψη και χιλιάδες οικογένειες στην χώρα μας, ταυτόχρονα με εκατομμύρια άλλες σε όλο τον πλανήτη έχαναν τα σπίτια και τις δουλειές τους, βιώνοντας τα μέλη τους έναν αργό κι επώδυνο θάνατο μέσω του αδίστακτου φόβου για την καθημερινή τους επιβίωση.
128
-Αν και υπάρχουν προβλήματα, τα οποία προσπαθούμε να διορθώσουμε, συνέχισε πεπεισμένος ότι η πορεία αυτή ήταν μονόδρομος για την οικονομία όλου του κόσμου. Ο Πλάτων βέβαια είχε αντίθετη άποψη. -Δηλαδή για να καταλάβω καλύτερα, μου λες ότι το σύστημα είναι καλό, απλώς χρειάζεται κάποιες διορθώσεις, σωστά; Αν είναι έτσι, τότε γιατί για παράδειγμα, ενώ η χώρα μας είχε πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για δέκα χρόνια και μέχρι την εκδήλωση της κρίσης, οι μισθοί μας και οι συντάξεις είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη, το κοινωνικό μας κράτος αδύναμο έως ασθενικό και η διαφθορά ζει και βασιλεύει; Γιατί η κρίση μας παρέσυρε σαν τραπουλόχαρτο; Που είναι η ισχυρή οικονομία σας; -Ναι, εντάξει, Πλάτων, είχαμε κάποια προβλήματα, αλλά από την στιγμή, που τα περισσότερα μεγέθη, όπως το ΑΕΠ αρχίζουν να ισορροπούν, με την ταυτόχρονη ανάπτυξη και την περιστολή δαπανών, θα μπορέσουμε... -Τα περισσότερα, αλλά όχι όλα! Όπως για παράδειγμα η ανεργία. Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί δεν εξαλείφεται πουθενά στον πλανήτη η ανεργία; Εσύ κατάφερες να την εξαλείψεις στην χώρα μας; Πόσο είναι σήμερα; Στο δεκαπέντε της εκατό; Ο πρωθυπουργός σάστισε. Θεωρούσε αυτονόητο το ότι δεν γίνεται να έχουμε τα πάντα, δεν μπορεί να είναι όλα όπως τα θέλουμε. Το σύστημα βεβαίως και έχει αδυναμίες, όμως δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Ο Πλάτων ζητούσε το ακατόρθωτο. -Μα βεβαίως, κάνεις δεν τολμά καν να σκεφτεί ότι... -Να σκεφτεί τι; Ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στην ευτυχία και την ευημερία; Και μάλιστα σήμερα, κατά την διάρκεια της φυσικής τους ζωής και όχι στο μέλλον ή σε κάποιον παραμυθένιο τόπο, όπως ο παράδεισος; Ξέρεις ότι η ανεργία είναι απολύτως αναγκαία στον καπιταλισμό, έτσι δεν είναι; Ότι είναι απολύτως απαραίτητη ώστε να μπορεί αυτός να αναπτύσσεται; Αν δεν υπάρχουν μόνιμα άνεργοι, τότε ο κεφαλαιούχος δεν μπορεί να ελέγχει τους μισθούς, όπως τον συμφέρει. Και τον συμφέρει αυτοί να είναι όσο γίνεται πιο χαμηλά. Αν τώρα δεν υπήρχαν άνεργοι, τότε οι μισθοί δεν θα ήταν τόσο χαμηλά, γιατί οι εργαζόμενοι δεν θα φοβόντουσαν τον εκπεσμό στην κατάσταση του ανέργου. Ήσουν ποτέ άνεργος; Ένιωσες ποτέ αυτόν τον βασανιστικό φόβο; -Όχι, αλλά δεν εννοούσα... -Αυτός ο φρικτός και απάνθρωπος φόβος της εξαθλίωσης και της αποτυχίας παραπέμπει άμεσα στον φόβο του θανάτου από πείνα και υποχρεώνει τους εργαζόμενους να μην είναι ιδιαίτερα διεκδικητικοί και να συμβιβάζονται με ψίχουλα. Θυσιάζουν τα όνειρά τους στον βωμό της επιβίωσης! Ο πρωθυπουργός βρισκόταν σε άμυνα και άκουσε για πρώτη φορά αυτόν τον συλλογισμό, έναν συλλογισμό, τον οποίο μπορεί να είχε κάνει και ο ίδιος σε νεαρή ηλικία, αλλά στην πορεία της ζωής και της πολιτικής του σταδιοδρομίας τον απώθησε στα βάθη του ασυνείδητου. -Έχεις δίκιο, αλλά εγώ λέω... -Τι ακριβώς λες; Πως θα αντιμετωπίσεις τον νέο, που ξεκινώντας την ζωή του, είναι υπόχρεωμένος να εργάζεται για πενταροδεκάρες, αν είναι από τους τυχερούς που βρίσκουν δουλειά; Τι θα πεις στον ηλικιωμένο που απολύθηκε λίγα χρόνια πριν βγει στην σύνταξη και δεν βρίσκει τίποτα να κάνει, γιατί κάνεις δεν τον προσλαμβάνει και νιώθει την γη να τρέμει κάτω απ’ τα πόδια του. Μόνο κάτω απ’ τα δικά του πόδια! Βλέπουμε τέτοιες θλιβερές περιπτώσεις παντού γύρω μας, έτσι δεν είναι; Γιατί όμως; Ο πρωθυπουργός έβλεπε την πώρωση στα μάτια και τις κινήσεις του Πλάτων, την άκουγε στην παθιασμένη του φωνή. Ήθελε να δικαιολογηθεί, αλλά αισθάνθηκε ότι ήταν μάταιο. -Όχι, δεν είναι καθόλου μάταιο. Είναι απαραίτητο, είπε επιτακτικά ο Πλάτων. Ακούω!
129
-Δυστυχώς, πρέπει να ακολουθήσουμε τις επιταγές της σύγχρονης οικονομίας και των διεθνών οργανισμών, όπως και να σεβαστούμε τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος της οποίας είμαστε. Δεν μπορούμε να υπερβούμε κάποια μεγέθη, τα οποία μας επιβάλλονται, όπως το δημόσιο χρέος κ.α.. Δεν μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε. Κι εγώ θέλω ... -Δεν πρέπει να υπάρχει ομοφωνία για να περάσει μια απόφαση στην Ένωση; -Ναι. -Επομένως ευθυνόμαστε σαν χώρα, που ψηφίσαμε την προηγούμενη δεκαετία υπέρ προτάσεων, που δεν έκαναν τίποτα άλλο απ’ την εισαγωγή της απορύθμισης της αγοράς, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ; Μπορείτε να μου πείτε γιατί; Γιατί μια μικρή χώρα σαν την δική μας, με τις ιδιαιτερότητες της, όπως όλες οι χώρες, εισαγάγει απ΄ την Υπερδύναμη ένα σύστημα το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να εφαρμοστεί παντού και το οποίο σίγουρα δεν είναι η λύση στα προβλήματα όλου του κόσμου; Αυτοί μπορεί να μην έχουν πρόβλημα με την ύπαρξη ανθρώπων, που ζουν εξαθλιωμένοι κάτω απ΄ τις γέφυρες, εφόσον οι αριθμοί ευημερούν. Εσείς έχετε; Να το θέσω αλλιώς! Οι αμερικάνοι συντηρητικοί και οι φωστήρες της δυτικής κοινωνίας και οικονομίας δέχονται εν ολίγοις ότι όποιος καταφέρει να επιβιώσει μες την ελεύθερη αγορά είναι άξιος. Μπράβο του! Απ΄ την άλλη, όποιος μπορεί, αλλά δεν το καταφέρνει, λόγω του άδικου και ανθρωποφάγου συστήματος λένε κυνικά: Ε, τι να κάνουμε; Δικό του πρόβλημα! Ας μην μιλήσω για τους αδύναμους, που όχι μόνο δεν μπορούν να επιβιώσουν, αλλά είναι καταδικασμένοι από την γένεσή τους. Σ’ αυτούς λένε: Συγνώμη! Ο Θεός μαζί σου! Στον Καιάδα! Αναρωτηθήκατε ποτέ, πέρα από τους αριθμούς, ποιο είναι δυστυχώς το θλιβερό αποτέλεσμα αυτού του Συστήματος; Να σας πω εγώ. Καθημερινά χάνονται άνθρωποι, μοναδικοί κι ανεπανάληπτοι συνδυασμοί του DNA, οι οποίοι θα μπορούσαν δυνητικά να προσφέρουν τόσα πολλά στην κοινωνία των ανθρώπων. Μπορείτε να φανταστείτε, μόνο και μόνο στατιστικά, πόσοι Μπετόβεν κι Αϊνστάιν, πόσοι Βούδες και Σωκράτηδες έχουν χαθεί, χωρίς την δυνατότητα να εκφράσουν τις δυνατότητες τους, λόγω πείνας κι εξαθλίωσης σε κάποια χώρα ξεχασμένη απ’ τον θεό τους, λόγω πολέμων και μιζέριας, πριν προλάβουν καν να λάμψουν χαρίζοντας μας το μοναδικό τους φως! Και γιατί; Γιατί το σύστημα μας λειτουργεί στην βάση της φυσικής επιλογής, παραλλαγμένης και διεστραμμένης, απ’ την ανηθικότητα λίγων ανθρωποειδών. Στην φύση τα είδη εξαφανίζονται, όταν αδυνατούν να προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες. Το ίδιο θλιβερό τέλος δυστυχώς περιμένει κι εμάς! Δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να δει κάποιος τα σημάδια, απαιτεί όμως ανίκανους εγκεφάλους, άχρηστα κατάλοιπα της δεξαμενής γονιδίων, που στρεβλός έχουν κυριαρχήσει στον πολιτισμό μας για να αφήσουμε το είδος μας στην τύχη, είπε ξέπνοα και μια απίστευτη μελαγχολία σκοτείνιασε το πρόσωπό του. Τα μάτια του κοιτούσαν αφηρημένα και γυάλιζαν σαν δυο βρεγμένες χάντρες στο φως του ήλιου, που τρύπωνε απ’ το παράθυρο. Το πρόσωπό του είχε κρεμάσει και τα χείλη έμειναν ανοιχτά, έτοιμα να συνεχίσουν. Δραπέτευσε από την θλίψη της πραγματικότητας και συνέχισε: Όταν σταματήσουμε να ασχολούμαστε με τα υποτιθέμενα θαυμαστά έργα του καπιταλισμού, τι θα μείνει, κύριε πρωθυπουργέ; Ο καθένας αναστενάζει κάτω από ένα σιδερένιο ζυγό και όλη η ανθρωπότητα είναι σταυρωμένη από μια χούφτα καταπιεστές. Υπό τον νόμο λίγων διεθνών τραπεζών, της πρώτης παγκόσμιας Αυτοκρατορίας, ο πανικός και τα κραχ δημιουργούνται τεχνητά τον τελευταίο αιώνα. Γιατί; Αν δεν ξέρετε, επιτρέψτε μου να σας διαφωτίσω. Γιατί ένα συνωμοτικό δίκτυο πολύ πλούσιων ανθρώπων και οργανώσεων επιχειρούν κάθε φορά μέσω της ύφεσης να αναδυθούν κυρίαρχοι όλων μας. Κυρίαρχοι πάνω απ’ τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, οι οποίες οδηγούνται σε ένα διαρκώς αυξανόμενο χρέος απέναντι στους τραπεζίτες αναγκαζόμενες να δανείζονται ακόμη
130
περισσότερα χρήματα με τόκο και τα οποία βέβαια δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποπληρώσουν με αποτέλεσμα να παίρνουν τον έλεγχο των υλικών πόρων της εκάστοτε χώρας. Κάθε συνομιλία ή συνάντηση μαζί τους δεν είναι ποτέ τίποτα περισσότερο από έναν διάλογο αφέντη και σκλάβου, είπε σαρκαστικά τονίζοντας ιδιαίτερα την τελευταία λέξη. Αυτό ήταν! Ξαφνικά ο πρωθυπουργός άρχισε να καταλαβαίνει. Και γέλασε, γιατί εάν δεν γελούσε θα έπρεπε να κλάψει. Ακούγοντας τον πύρινο λόγο του Πλάτων, ο οποίος τον είχε στριμώξει στην γωνία και τον χτύπαγε αλύπητα, συνειδητοποίησε κάτι τρομακτικά απλό. Κατάλαβε ότι όντως έτσι ήταν. Είχε επιτρέψει, στην ουσία αποδεχόμενος την άγνοια του για την οικονομία και δίνοντας το ελεύθερο σε άλλους, υποτίθεται ειδικούς, να εφαρμοστεί και στην χώρα του ένα σύστημα εισαγόμενο, ξένο, ένα σύστημα αντιγραφή. Ένα σύστημα, που μαζί με τα λίγα και πρόσκαιρα καλά, την ψευδαίσθηση που κουβαλούσε, έφερνε μαζί του και το χάος, την ανηθικότητα και την διαφθορά. Έριχνε τον άνθρωπο κάτω, χαμηλά στο δέντρο της εξέλιξης, μαζί με τα ζώα, από τα οποία προέρχεται, αλλά είχε καταφέρει να δραπετεύσει. Όχι εντελώς και όχι για πάντα δυστυχώς! Κι έκανε την κυβέρνηση του, και τις υπόλοιπες που θα ακολουθούσαν, νομοτελειακά ζόμπι του συστήματος! -Ακριβώς, συνυπόγραψε την σκέψη του ο Πλάτων και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Έξω ο ζωοδόχος ήλιος έτρεφε την πλάση και οι άντρες περίμεναν, συζητώντας και καπνίζοντας μπροστά στα αυτοκίνητα. Γελούσαν και πειράζονταν ανέμελα, σαν μικρά παιδιά, ίσως λόγο μιας ενοχλητικής αμφιβολίας για το μέλλον, ενώ οι μέλισσες χόρευαν γύρω απ΄ τα άνθη στο καταπράσινο λιβάδι. Ατενίζοντας την εικόνα είπε: -Τα ηθικά προβλήματα της ανθρωπότητας είναι κατά βάση προβλήματα της οικονομίας. Η οικονομία είναι αυτή που δείχνει το επίπεδο ηθικής των ανθρώπων κάθε εποχής. Το ερώτημα είναι πιο από τα δυο πρέπει να προηγείται; Πρέπει το οικονομικό σύστημα το οποίο επιλέγουμε ή μας επιβάλλεται να καθορίζει την ηθική των ανθρώπων ή η ηθική να καθορίζει το οικονομικό σύστημα; -Με συγχωρείς, αλλά δεν βλέπω την αντιστοιχία, είπε σκεπτικός ο πρωθυπουργός. Θεωρώ ότι είναι ξεχωριστά πράγματα το ένα από το άλλο και δεν συνδέονται. Τουλάχιστον όχι άμεσα! Πίστευε ότι η οικονομία δεν έχει να κάνει με την ηθική, το πίστευε πραγματικά, αν και οι άμυνες του είχαν υποχωρήσει αρκετά. Βασικά, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της εξουσίας ανά την υφήλιο, δεν θα ήθελε αυτά τα δυο μεγέθη να συνδέονται, το απωθούσε κι αυτό στην καταχνιά του ασυνείδητού του. Αυτό έχει να κάνει με την ψευδή συνείδηση, όπως λέει η ψυχολογία, δηλαδή την έτσι διαμορφωμένη από ποικίλους φόβους και κυρίως αυτόν του θανάτου, συνείδηση, ώστε ο άνθρωπος αφομοιώνει τόσο καλά το ψέμα, που στο τέλος να το αντιλαμβάνεται σαν αλήθεια, παραμένοντας ειλικρινής. Κι αυτό ακριβώς είχαν κάνει τους τελευταίους αιώνες οι φωστήρες που ευαγγελιζόταν την ελεύθερη αγορά! -Αλήθεια; Για πες μου τότε, ποιος είναι ο μοναδικός σκοπός του καπιταλισμού, που υπερασπίζεσαι; Μήπως δεν είναι το κέρδος; Μήπως το μυστικό του πλούτου δεν εμπεριέχεται στην μαγική λέξη κέρδος; -Μα ναι, αυτή είναι η κινητήριος δύναμη του καπιταλισμού, που οδηγεί τον άνθρωπο στο κυνήγι του κέρδους και μέσα από αυτό έχουν προκύψει τα θαυμαστά αποτελέσματα του σύγχρονου ανθρώπου. Ο Πλάτων γύρισε απότομα από την γαλήνια εικόνα που αντίκριζε και τον κοίταξε ξαφνιασμένος. Το βλέμμα του ήταν ένα μίγμα περιέργειας, απορίας και λύπης. Σιγά-σιγά προστέθηκε και η οργή! -Θαυμαστά; Θαυμαστά; Νομίζεις ότι θα ανατραπεί η τάξη του σύμπαντος αν ανατραπεί
131
ο καπιταλισμός; Ναι, είναι θαυμαστά κάποια επιτεύγματα στην επιστήμη και την τεχνολογία, και τα οποία θα μπορούσαν να είχαν κατορθωθεί και αλλιώς, αλλά με τι κόστος; Τώρα σχεδόν φώναζε και ο πρωθυπουργός μαζεύτηκε διακριτικά στον καναπέ, ενώ οι άμυνες του συνειδητού του άρχισαν να ραγίζουν. Οι άντρες έξω, ακούγοντας τις δυνατές φωνές, σταμάτησαν ξαφνικά την συζήτηση τους και κοιτάχτηκαν. Ο Οδυσσέας πλησίασε αργά προς την είσοδο, προσπαθώντας να ακούσει, αλλά αποκλείοντας κάθε σκέψη διακοπής. -Ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι σύστημα εξόντωσης. Κάθε άνθρωπος πρέπει να εξοντώσει τον συνάνθρωπο του, ώστε μέσω του ανταγωνισμού να φτάσει στο κέρδος. Ο καπιταλισμός είναι απάνθρωπος διότι μετέτρεψε και τις πιο στοιχειώδης ανάγκες των εργαζομένων σε άγρια κερδοσκοπία, διότι αντιμετωπίζει τον άνθρωπο σαν πράγμα. Το συνειδητοποιείτε; Σαν πράγμα, όπως αυτά που παράγει. Ο εργαζόμενος είναι ένας απλός αριθμός, δεν είναι άνθρωπος. Ο καπιταλισμός δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την κοινωνία, παρά μόνο για το κέρδος. Επενδύει μόνο εκεί που προσδοκάει κέρδος και όχι εκεί που υπάρχουν κοινωνικές ανάγκες! Ο καπιταλισμός είναι εξορισμού απάνθρωπος για αυτόν τον λόγο. Αναγνωρίζοντας λοιπόν τα επιμέρους επιτεύγματα της καπιταλιστικής οικονομίας, στόχος μας πρέπει να είναι η ελευθερία του ατόμου και η εξύψωση των ατομικών του δικαιωμάτων πάνω από οποιοδήποτε σύνολο, ώστε να καταστεί υπεύθυνος πολίτης, ο οποίος στην συνέχεια θα επιζητήσει από μόνος του την εξύψωση και του συνόλου, διότι αυτό θα εκφράζει τα βαθύτερα συμφέροντα του, ενάντια στις επιταγές των εγωιστικών του γονιδίων! Σταμάτησε για λίγο και κοιτώντας ψηλά σαν σε όνειρο, κάποιον ανύπαρκτο ιδεώδη κόσμο, συνέχισε: Δεν θα ζούσαμε σε έναν καλύτερο κόσμο, αν σε κάθε βιομηχανία, ο καπιταλιστής δεν αντιμετώπιζε τους εργάτες σαν εξαρτήματα των μηχανών; Αν κατέπνιγε την απληστία μέσα του και τους πλήρωνε όσο καλυτέρα μπορούσε γιατί θα σέβονταν την ανθρώπινη υπόσταση τους και θα μοιράζονταν μαζί τους την υπεραξία της εργασίας τους, και δεν θα την κράταγε όλη για τον εαυτό του, και αυτό όχι γιατί θα τον πίεζαν τα συνδικάτα και η κοινωνική γνώμη μέσω της τηλεόρασης; Όταν δεν θα είχε συνέχεια το μυαλό του στο κέρδος, αλλά στη θεσπέσια χαρά που δίνει η κοινωνική προσφορά; Όταν θα χαίρονταν στην προοπτική ότι η ανάπτυξη της βιομηχανίας μπορεί να εξαφανίσει την φτώχεια και την ανέχεια σε ολόκληρο τον πλανήτη, είπε τελειώνοντας και έκατσε πάλι στην πολυθρόνα του, περιμένοντας την αντίδραση του συνομιλητή του. -Ναι, Πλάτων θα ήταν ένας υπέροχος κόσμος αυτός. Και όλοι θα ζούσαμε αξιοπρεπώς, αλλά γιατί δεν έχει επιτευχθεί ακόμη; Αναγνωρίζω ότι όσα είπες είναι σωστά, είναι ακριβώς έτσι! Γιατί όμως δεν έχουμε στραφεί, ολόκληρη η ανθρωπότητα προς τα εκεί; Τι μας εμποδίζει; -Δεν ξέρω! Ειλικρινά δεν ξέρω, δήλωσε περίλυπος ο Πλάτων, αναγνωρίζοντας με θάρρος τα όρια του. Ίσως να φταίει η ίδια μας η φύση και τα ζωώδη ένστικτα μας, τα οποία μας τραβάνε στην Γη και δεν μας αφήνουν να πετάξουμε. Ίσως οι λάθος επιλογές που έγιναν σε συγκεκριμένες χρονικές συγκυρίες. Οπωσδήποτε, η απόλυτη ιδεολογική εξαθλίωση των ηγετικών κύκλων και σίγουρα η τύχη, αυτή η άθρησκη θεότητα! Ενδεχομένως, όλα μαζί. Αυτό που ξέρω όμως με σιγουριά είναι τι πρέπει να γίνει. Πρέπει να αλλάξουμε τα πάντα. Δισεκατομμύρια κόσμοι γεννιούνται και πεθαίνουν στο σύμπαν μας κι όμως η ζωή είναι μάλλον σπάνιο φαινόμενο. Το σύμπαν όμως δεν έχει συνείδηση κι έτσι θα κατάπινε αδιάφορα κάθε πλανήτη που φιλοξενεί ζωή. Αναλογίσου το ίδιο και στην Γη μας. Δεν πρέπει να συμπεριφερόμαστε με τον ίδιο τρόπο που το κάνει το σύμπαν, σκληρά και χωρίς νόημα, γιατί έτσι θέτουμε το είδος μας και τα πιο σπάνια μέλη του μπρος τον κίνδυνο να μας καταβροχθίσει η ανυπαρξία. Ας οδηγήσουμε λοιπόν το σύστημα
132
εκεί που οφείλουμε για το καλό του ανθρώπινου είδους, ενάντια στην πολιτισμική παρακμή και την κοινωνική οπισθοδρόμηση! -Που ακριβώς είναι αυτό, ρώτησε με αγωνία ο πρωθυπουργός. -Στην αταξική κοινωνία του μέλλοντος! -Δηλαδή στον κομμουνισμό, ξαναρώτησε με μια δόση δυσπιστίας στην φωνή του κι έντονη απορία στο βλέμμα του αυτή την φορά ο πρωθυπουργός. Δυσπιστία η οποία είναι αποτέλεσμα ημιμάθειας και παραπληροφόρησης. -Πες το όπως θέλεις! Όραμα μου είναι μια κοινωνία, όπου ο άνθρωπος θα ζει σε αρμονία με την φύση και η δημιουργία ενός καινούριου πολιτισμού, που θα στηρίζεται στην εξάλειψη όλων των παράλογων συνόρων μεταξύ φυλών, εθνών και κοινωνικών τάξεων και στην διατήρηση της ιεραρχίας μόνον ανάμεσα σε άνθρωπο και άνθρωπο! Μην βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα, είπε διακρίνοντας την επιμένουσα δυσπιστία. Μην πλανάσαι! Δεν θα είναι όλοι ίδιοι και ίσοι σ’ αυτήν την κοινωνία. Ίσες ευκαιρίες, ναι, ίσα αποτελέσματα, αδύνατο! Οι αντιθέσεις θα συνεχίσουν να υπάρχουν, εκτός από μια. Την οικονομική ανισότητα! Και στην αταξική κοινωνία θα συνεχίσουν να υπάρχουν έξυπνοι και βλάκες, όμορφοι και άσχημοι, ταλαντούχοι και ατάλαντοι, φοβισμένοι και θαρραλέοι, αισιόδοξοι και απαισιόδοξοι, επιτυχημένοι και αποτυχημένοι. Δεν θα έχουν όλοι τα καλύτερα αυτοκίνητα και τις καλύτερες θέσεις. Λίγοι, οι ξεχωριστοί, θα ανεβαίνουν γρηγορότερα τα σκαλοπάτια της κοινωνικής οργάνωσης, αυτό όμως θα συμβαίνει μέσα από μια διαλεκτική διαδικασία, όπου όλα τα μέλη της κοινωνίας, έχοντας ακριβώς τις ίδιες ευκαιρίες θα αναπτύσσουν τις ξεχωριστές τους δυνατότητες. Η αταξική κοινωνία δεν είναι, όπως λανθασμένα και βλακωδώς πιστεύουν πολλοί, μια ισοπεδωμένη κοινωνία. Ίσα-ίσα, που μέσα σ’ αυτήν μπορούν να αναδειχθούν καλυτέρα από οπουδήποτε αλλού οι βαθιές και ουσιαστικές ανθρώπινες διαφορές, ανέγγιχτες και ακαθόριστες από την τύχη και την συγκύρια του πλούτου. Μόνο μέσα σ’ αυτήν μπορούν τα εκλεπτυσμένα πνεύματα να προοδεύσουν και μαζί τους να συμπαρασύρουν σε ένα ταξίδι προς το όνειρο και ολόκληρη την ανθρωπότητα, συνέχισε μαλακώνοντας υπό την επήρεια του οράματός του την φωνή του. Δεν είναι προφανές ότι η πάλη για μια σοσιαλιστική, ή όπως αλλιώς θες να την χαρακτηρίσεις, διέξοδο … ή επικράτηση, αν προτιμάς… παίρνει τη σημασία μιας πάλης για την ίδια την επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού και του ανθρώπινου γένους, ρώτησε ρητορικά. Το επίμονο γυαλί μέσα του έσπασε και τώρα άρχισε να ξεθολώνει αρκετά και να μορφοποιείται στο μυαλό του πρωθυπουργού η εικόνα που ζωγράφιζε με υπομονή ο Πλάτων. -Φαντάσου αυτό, είπε και ο πρωθυπουργός πλησίασε με περιέργεια. Φαντάσου σήμερα έναν πολύ πλούσιο κύριο, με περιουσία εκατό, ας πούμε, εκατομμύρια ευρώ. Πόσα από αυτά τα χρήματα θα του ήταν απαραίτητα, ώστε να έχει αυτός και η οικογένεια του μια ζωή με το καλύτερο δυνατό επίπεδο, ρώτησε και περίμενε την απάντηση. -Γύρω στα μισά, υποθέτω, είπε αβέβαιος ο πρωθυπουργός. -Εγώ θα έλεγα με πολύ λιγότερα, αλλά έστω, είπε με νόημα ο Πλάτων. Αν έρθει η κοινωνία και του πάρει την μισή του περιουσία, δεν θα βελτιώσει μακροπρόθεσμα τελικά την ζωή του από την στιγμή, που αυτός θα έχει στην διάθεσή του μια υπέροχη μονοκατοικία ή ένα άνετο διαμέρισμα, ένα παραθαλάσσιο εξοχικό, πολύ καλή δημόσια παιδεία και καθολικό σύστημα υγείας χρηματοδοτούμενα από τα λεφτά του, δυο σύγχρονα, οικολογικά κι αξιόπιστα οχήματα για τις μετακινήσεις του, ασφάλεια στην καθημερινή ζωή με μηδενική εγκληματικότητα, λόγω της χρηματοδοτούμενης κοινωνικής μέριμνας και παρεμβάσεις σε πρωτογενές επίπεδο, μες την ίδια την κοινωνία! Καθαρές πόλεις, καθαρές θάλασσες κι ισάξιους συμπολίτες παντού γύρω του. Με λίγα λόγια, το
133
απαραίτητο σαν οξυγόνο πλαίσιο για να αναπτύξει αυτός και όλη του η οικογένεια τα καλύτερα τους γονίδια και να κατακτήσουν το μεγαλύτερο δυνατό επίπεδο συνείδησης. Με απλή ζωή κι αυτοσυγκέντρωση να βαδίσουν στον δρόμο της φώτισης και να αγγίξουν την αυτογνωσία! Ήταν ολοφάνερο πλέον. Πως θα μπορούσε κάνεις να ζητήσει κάτι διαφορετικό; Πως θα αρνούνταν το αυταπόδεικτο; Ένας μονόδρομος εμφανίστηκε μπροστά του. Ο Πλάτων σηκώθηκε και τον πλησίασε, ενώ ο πρωθυπουργός αντέδρασε ενστικτωδώς κάνοντας το ίδιο. Έμειναν ακίνητοι, απέναντι ο ένας απ’ τον άλλο, να κοιτάζονται στα μάτια. -Το ερώτημα είναι τώρα τι θα κάνεις εσύ; Θα με συντροφεύσεις στον αγώνα μου; Θα δεχτείς να με βοηθήσεις; Και αν ναι, για ποιον λόγο θα το κάνεις; Θα το κάνεις γιατί στο επιβάλλει η φυσική μου παρουσία ή γιατί δέχεσαι την λογική της σκέψης μου; Μπορείς απλώς να βγεις από την πόρτα και να μην με ξαναδείς ποτέ. Κάνεις δεν θα σου προσάψει κάτι αρνητικό γι’ αυτό. Εκτός ίσως από την …Ιστορία! Τα μάτια του γυάλιζαν και ο πρωθυπουργός ένιωθε το ίδιο, σαν να γυάλιζαν και τα δικά του μάτια, από έξαψη, καθώς ένιωθε έναν υπόκωφο πόνο που διέτρεχε το μυαλό του ακριβώς κάτω απ’ τα οστά του κρανίου του, λες και γαμψά νύχια έξυναν απαλά τον εγκέφαλό του, σβήνοντας τον πίνακα των παλιών του αντιλήψεων και κάνοντας χώρο για την μεγαλειώδη ζωγραφιά του Πλάτωνα! -Μπορεί όλοι να σε συγχωρήσουν! Εσύ όμως … θα συγχωρήσεις ποτέ τον εαυτό σου; Η τελευταία ερώτηση άνοιξε με μιας τις πόρτες του ασυνείδητου του και όλες οι καταπιεσμένες σκέψεις, επιθυμίες, ηδονές βγήκαν στο προσκήνιο. Είχε βαρεθεί τα ψέματα και τις δικαιολογίες. Είχε βαρεθεί να είναι στην ουσία μια ακόμη μαριονέτα, ένας άνθρωπος χαμηλών προσδοκιών. Ήθελε για πρώτη φορά στην ζωή του να δει την μεγαλύτερη εικόνα και να μην αρκεστεί στα... ψίχουλα που του έδιναν, στα ψίχουλα με τα οποία τάιζε ο ίδιος τον εαυτό του. Μια κατάλευκη εγωιστική λέξη σχηματίστηκε αργά στον κατάμαυρο πίνακα της συνείδησης του κι έγραφε: ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ Τι θα έλεγαν γι’ αυτόν στο μέλλον οι κριτές της Ιστορίας; Τι θα έλεγαν σε διακόσια χρόνια ή και περισσότερα; Θα ήταν κι αυτός ένας αριθμός; Ο εικοστός τρίτος πρωθυπουργός της Ελλάδος! Ε, και; Δεν θα κατακτούσε ποτέ την μεγάλη αθανασία! -Δεν θα το συγχωρήσω εγώ στον εαυτό μου, είπε πιο αποφασιστικά από ποτέ. -Το ξέρεις ότι δεν θα είναι εύκολο! -Το ξέρω. -Το ξέρεις ότι θα μας εναντιωθούν όσο τίποτε άλλο, όπως έγινε σε όσους έφτασαν κοντά και άγγιξαν τον ήλιο. Θα μας κυνηγήσουν, θα μας συκοφαντήσουν, θα προσπαθήσουν να μας εξοντώσουν, ηθικά... και φυσικά. Θα αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο και θα ανέβουμε τον πιο κακοτράχαλο δρόμο. Το ξέρεις ότι πάμε σε πόλεμο; -Το ξέρω, είπε αυθόρμητα και χωρίς να κατανοεί εκείνη την μοναδική στιγμή, που βίωνε την ένωση με κάτι ανώτερο απ’ τον ίδιο, ανώτερο ακόμη κι απ’ τον Πλάτων που τον κοίταζε τόσο ευγενικά, πόσο δίκιο είχε. Ήταν οι δυο τους, μόνοι, μακριά από κάθε προσωπική έγνοια, συζητούσαν για την πατρίδα τους κι έπαιρναν αποφάσεις, που λάδωναν τα γρανάζια της Ιστορίας! 14 Ο οδηγός του υπουργικού αυτοκινήτου σταμάτησε το αυτοκίνητο μετά από μια κοφτή διαταγή του συνοδηγού, ο οποίος τον σημάδευε ασταμάτητα με το όπλο από την στιγμή
134
που είχαν ξεκινήσει. Τώρα σταμάτησαν σε ένα μικρό λοφάκι, μακριά από δρόμους και σπίτια, πολύ κοντά στο αεροδρόμιο, σχεδόν δίπλα στον διάδρομο απογείωσης. Ήταν ερημικά εκεί που βρισκόταν, αν εξαιρέσεις τους εναέριους επισκέπτες, κι αυτό όπως φαντάζεστε φόβισε ακόμη περισσότερο τους δυο ομήρους. Τα αεροπλάνα απογειωνόταν και προσγειωνόταν σχεδόν ασταμάτητα πάνω απ’ τα κεφάλια τους και ο θόρυβος τους τρύπαγε τα αυτιά. Ο υπουργός κοίταζε αγωνιωδώς έξω, στρέφοντας το κεφάλι του με κοφτές κινήσεις, δεξιά κι αριστερά, ψάχνοντας για κάποιον που θα μπορούσε να τους βοηθήσει. Μάταια. Μόνο σκόνη, θάμνοι και μικρά ζώα, εντελώς αδιάφορα για το δράμα, που εκτυλισσόταν δίπλα τους και βεβαίως ο αμίλητος συνοδός του. Αισθάνθηκε έναν στιγμιαίο τσίμπημα και γυρνώντας διαπίστωσε έντρομος πως μια βελόνα είχε τρυπήσει τον ώμο του και ένα κεχριμπαρένιο υγρό οδηγούνταν αργά μέσω μιας σύριγγας στο σώμα του από τον μαυροντυμένο άντρα. Ο συνεπιβάτης του είχε κουνηθεί επιτέλους. Μόνο που δεν ήταν για καλό. Η επίδραση του υγρού ήταν άμεση στην χημεία του εγκεφάλου του και το κεφάλι του ελάφρυνε γρήγορα. Χύθηκε πίσω στο κάθισμα του και ένα πνιχτό γέλιο του βγήκε αβίαστα. Ένιωσε όπως όταν έπινε καμιά δεκαριά ποτήρια κρασί. Ανάλαφρος, πολύ ανάλαφρος. Θαρρείς θα πετούσε αν έκανε μια τόσο δα μικρή προσπάθεια. -Ωραία, είπε. Τι θα γίνει τώρα; Θα ζητήσετε λίτρα; Αν ναι, ζητήστε πολλά, γιατί η γυναίκα μου είναι πολύ ματσωμένη, συνέχισε με συνωμοτικό ύφος και σπαστή φωνή, γέρνοντας προς τον άντρα δίπλα του. Του έκανε την χαρακτηριστική κίνηση που κάνουμε για το χρήμα, τρίβοντας με τον δείκτη τον αντίχειρα και ξέσπασε σε γέλια. Καιρός ήταν κάποιος να την ξελαφρώσει… την σκρόφα! Ο οδηγός καθόταν ακίνητος και η σκέψη του είχε παγώσει απ’ τον τρόμο, γιατί το τέλος έμοιαζε τόσο κοντά. Κοιτώντας στον καθρέπτη έβλεπε πίσω του τον υπουργό να χαζογελάει και μια στιγμιαία αντανάκλαση τον τύφλωσε. Γύρισε λίγο, ελάχιστα, τα μάτια του, όσο χρειαζόταν για να δει καλυτέρα την πηγή του φωτός ανάμεσα από τους δυο άντρες στα πίσω καθίσματα. Διέκρινε με απορία καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά, μάλλον ένα μικρό τζάμι, έτσι έμοιαζε, κρυμμένο κάτω από θάμνους. Μόνο που η θέση των θάμνων είχε κάτι το περίεργο, δεν ήταν η φυσική τους θέση. Προφανώς, κάποιος τους είχε τοποθετήσει εκεί. Προσπάθησε να στρέψει το βλέμμα του υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες μπας και διακρίνει κάτι περισσότερο και αντιλήφθηκε ότι κάτι ήταν κρυμμένο κάτω από τους θάμνους. Γύρισε προς τον συνοδηγό και έκανε μια γκριμάτσα που μετά βίας θύμιζε χαμόγελο. Κοίταξε την μαύρη στολή του. Ξαναγύρισε απότομα μπροστά, εστιάζοντας το βλέμμα του στον διάδρομο προσγείωσης, αρκετά μέτρα μπροστά τους. Κατάλαβε με τρόμο ότι έκρυβαν μια μηχανή κάτω από τους θάμνους, οπότε ήταν όλα προσχεδιασμένα κι επομένως... -Θα μου πείτε επιτέλους τι θέλετε από εμένα, φώναξε σε μια προσπάθεια να φανεί σοβαρός κι ενοχλημένος από την σιωπή του άντρα δίπλα του ο υπουργός. Κι αμέσως ξέσπασε πάλι σε γέλια. Για τον νέο πρόκειται, έτσι, ξαναρώτησε. Ο μαυροντυμένος άντρας δίπλα του ανεβοκατέβασε το κεφάλι του σαν να έλεγε: «Ναι!» -Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτόν. Αφήστε με ήσυχο. Η γυναίκα μου έχει πολλά λεφτά, θα δείτε θα σας δώσει ότι ζητήσετε! Για ... τον ... Πλάτων δεν ξέρω τίποτα. Αυτά που λένε ... για υπερδυνάμεις και κουραφέξαλα ... είναι μαλακιές. Ακούς; Μαλακίες, φώναξε χαχανίζοντας. Ακούς εκεί ελέγχει το μυαλό σου και ... πετάει μια δύναμη σαν λέιζερ από το χέρι του ... μαλακιές σου λέω. Μπούρδες! Έκλεισε τα μάτια του, βαριανασαίνοντας αργά και προσπαθώντας μες την παραζάλη του να συγκρατήσει τον εαυτό του. Μια στιγμή πόνου, το δεύτερο τρύπημα τον ξάφνιασε και πάλι.
135
-Τι κάνεις, ρε; Θες να με σκοτώσεις; Θα με στείλεις μ’ αυτή την ... μαλακία. Άρχισε να γελά και πάλι, πιο έντονα αυτή την φορά. Δεν σου λέω τίποτα. Πήγαινε στον πρωθυπουργό αν θέλεις να σου πει ή... μια ιδέα, που έμοιαζε τόσο καλή εκείνη την στιγμή πήρε τον δρόμο για την γλώσσα του… ή καλυτέρα να δεις τον ίδιο τον Πλάτων. Θέλεις να τον δεις να σου πει ο ίδιος ότι όλα αυτά είναι μαλακιές; Ο μαυροντυμένος άντρας κατένευσε και πάλι. -Λοιπόν, θα πας στο αγρόκτημα, σ’ εκείνο με την υπέροχη θέα, που βλέπει στην θάλασσα. Είναι ... Μέσα από γέλια, χαχανητά και πάνω απ’ όλα με πολύ καλή διάθεση, ο υπουργός εξήγησε με όλες τις λεπτομέρειες που βρισκόταν το αγρόκτημα. Περιέγραφε, φωνάζοντας για να ακουστεί, την τοποθεσία και τον δρόμο πρόσβασης εκεί και ο συνοδηγός αφήνοντας το όπλο του στο πάτωμα του αυτοκινήτου μπρος τα πόδια του, άρχισε να κρατά σημειώσεις σε ένα μπλοκάκι. Αυτή η στιγμή φάνηκε στον οδηγό, μες το μυαλό του οποίου ο θάνατος τους ήταν προδιεγεγραμμένος, η καλύτερη για μια προσπάθεια απόδρασης. Ενέργησε αστραπιαία, όπως ήταν απαραίτητο αν ήθελε να ξαναδεί την οικογένεια του. Πήρε μια βαθιά ανάσα μαζεύοντας κάθε ψίχουλο ανδρείας μέσα του, τράβηξε με μιας το χερούλι, άνοιξε την πόρτα και βγαίνοντας έξω πάτησε τον διακόπτη ασφαλείας. Χτύπησε με δύναμη την πόρτα πίσω του, ένας ήχος ακούστηκε και οι υπόλοιπες τέσσερεις πόρτες κλείδωσαν όλες μαζί, ενώ ο οδηγός προσπαθούσε να μιμηθεί τους αθλητές στο αγώνισμα των εκατόν μέτρων, παρά την προχωρημένη ηλικία του. Έτρεχε στο χωμάτινο δρομάκι, πάνω από πέτρες κι αγκάθια, με έναν απερίγραπτο τρόμο ότι ανά πάσα στιγμή θα ακούσει τον θανάσιμο ήχο και έπειτα θα σωριαστεί νεκρός. Δεν σκεφτόταν, δεν ένοιωθε τίποτε, μόνο έτρεχε μανιασμένα για την ζωή του. Οι συνοδηγός σάστισε και προσπάθησε να ανοίξει την κλειδωμένη του πόρτα. Τίποτα. Κοίταξε το ταμπλό του πολυτελούς αυτοκινήτου, που θύμιζε κοκπιτ αεροπλάνου και έψαξε να βρει το κατάλληλο κουμπί, ενώ ο συνεργός του πίσω παρακολουθούσε ατάραχος τον υπουργό να αναρωτιέται: -Καλά, ρε Αντώνη, που πας; Κάτσε να εξηγήσουμε στους ανθρώπους. Χι χι χι. Τελικά, οι πόρτες ξεκλείδωσαν και πριν προλάβει ο συνοδηγός να τραβήξει το χερούλι της δικιάς του, ο συνεπιβάτης του υπουργού, κινούμενος απίστευτα γρήγορα είχε ήδη βγει έξω, έκατσε στο ένα γόνατο, πιάνοντας και με τα δυο του χέρια το όπλο του και σημάδεψε. Έβλεπε μέσα απ’ το φιμέ τζάμι του κράνους του τον οδηγό να τρέχει. Θα είχε φτάσει γύρω στα τριάντα μέτρα μακριά, απόσταση αξιοθαύμαστη, τρέχοντας ζιγκ-ζαγκ, όπως κάνουν στις ταινίες και σχεδόν γελούσε νευρικά, νιώθοντας ότι ίσως και να την γλύτωνε. Φώναζε με όλη του την δύναμη βοήθεια, όμως η φωνή του πνιγόταν από τον θόρυβο των αεροπλάνων, όταν μια σφαίρα καρφώθηκε στο κέντρο του κρανίου του και σωριάστηκε άψυχος σαν σάκος καταπλακώνοντας έναν μικρό θάμνο. «Κρίμα!», σκέφτηκε ψυχρά ο μαυροντυμένος άντρας, γνωρίζοντας μόνο αυτός ότι οι εντολές τους ήταν ξεκάθαρες: Να ανακτήσουν την πληροφορία και να τους αφήσουν ζωντανούς, αρκεί να μην κινδυνεύσουν να αποκαλυφθούν. Οι άντρες της ασφαλείας του υπουργού έπρεπε να εξοντωθούν, αλλά ο κακομοίρης ο οδηγός. Τι να κάνουμε; Παράπλευρες απώλειες! Ακόμη μια ένεση και ο υπουργός πήγε για ύπνο, βαθύ και παρατεταμένο. Κι άλλο αίμα θα κυλούσε σύντομα!
136
15 Ήταν περίπου δέκα η ώρα, όταν ο γιατρός κατέβαινε απ’ τον πάνω όροφο φρέσκος και ξεκούραστος, γεμάτος αγωνιά για την σημερινή ημέρα. Άνοιξε για ακόμη μια φορά τα μάτια του στον κόσμο μας και ποιος ξέρει τι καινούριο κι ανεπανάληπτο θα μάθαινε σήμερα; Κατεβαίνοντας την παλιά ξύλινη σκάλα, και σκεφτόμενος ότι παραδόξως δεν έτριζε καθόλου παρά τους αιώνες που φαινόταν να κουβαλά, είδε την πόρτα του σαλονιού κλειστή και άκουσε δυο φωνές από μέσα. Προφανώς μια συζήτηση ήταν σε εξέλιξη και δεν σκέφτηκε καν να ενοχλήσει. Κατέβηκε στο υπόγειο να δει την ασθενή του. Μπήκε στο δωμάτιο, όπου το κορίτσι κοιμόταν ακόμη βαθιά. Παρατήρησε ότι το χρωματάκι της ήταν ροδοκόκκινο και η ανάσα της σταθερή. Είχε την όψη ευτυχισμένου ανθρώπου. Όλοι οι μυς του προσώπου της ήταν χαλαροί και μόνο η γωνία των χειλιών της ήταν ελαφρά σηκωμένη, σχεδόν σαν να χαμογελούσε στον ύπνο της. Έλεγξε τα ζωτικά της σημεία, κάνοντας προσπάθεια να μην την ξυπνήσει. Ένιωθε τέλεια μέσα του, όπως τέλεια ήταν και η έκφραση γαλήνης της ασθενούς μπροστά του. Μόνο που όπως κατάλαβε γρήγορα, η λέξη ασθενής δεν ταίριαζε πλέον στην περίσταση, αφού διαπίστωσε ότι το κορίτσι φαινόταν σαν να μην τραυματίστηκε ποτέ. Εξέτασε έκπληκτος το τραυματισμένο της πόδι. Η βαθιά πληγή με τα δεκάδες ράμματα που το κοσμούσε είχε επουλωθεί σε χρόνο ρεκόρ. Πριν δυο μέρες είχε μια αποκρουστική πληγή ψηλά στον μηρό της και τώρα μόνο η ανάμνηση της πληγής και τα υπολείμματα απ’ τα μαύρα, μεταξένια ράμματα πάνω στο σεντόνι μαρτυρούσαν την ύπαρξή της στην θέση του λείου κι ομοιόμορφου δέρματος που κάλυπτε το πόδι της. Το κορίτσι μπροστά του μπορούσε και επισήμως να καταχωρηθεί στα περίεργα περιστατικά της ιατρικής. Δεν θα το έλεγε θαύμα, γιατί δεν πίστευε σ’ αυτά, τα θεωρούσε απλώς περιστατικά τα οποία δεν έχει καταφέρει να εξηγήσει ακόμη ο άνθρωπος, αλλά ήταν σίγουρα ανεξήγητο. Και δεν του έβγαζε κάνεις απ’ το μυαλό ότι είχε να κάνει με ότι έγινε χθες στο ασθενοφόρο, με την έντονη λάμψη και τον απίστευτο νεαρό. Έβγαλε τα άχρηστα πλέον καλώδια απ’ το κορμί της και την άφησε μόνη να συνεχίσει τον ύπνο της. Στο ισόγειο, ο Πλάτων κι ο πρωθυπουργός καθόταν και πάλι στο σαλόνι, μετά από ένα μικρό διάλειμμα, για να φτιάξουν από ένα καφεδάκι. Είχαν ανάγκη από ένα δυναμωτικό ρόφημα, κυρίως ο πρωθυπουργός. Είχε πάρει την απόφαση που αισθανόταν σαν χρέος του. Χρέος καταρχήν απέναντι στον εαυτό του. Και στην συνέχεια απέναντι σε όλους τους άλλους, την οικογένεια του και τον λαό του. Ήταν μια δύσκολη απόφαση την οποία πήρε σχετικά, με μεγάλη ευκολία. Πίνοντας μικρές γουλιές από το φλιτζάνι του, κοίταζε στο κενό και το μυαλό του γύριζε αδιάκοπα. Ήταν θαρραλέος άντρας, όμως κάνεις δεν δέχεται έτσι εύκολα, την πιθανοτητα της ... πως το είπε ο Πλάτων; Φυσική εξόντωση! Μάλιστα. Παραδόξως, ο φόβος που αισθανόταν ήταν μικρότερος απ’ ότι θα περίμενε κάνεις. Ίσως η παρουσία και μόνο του Πλάτων τον γέμιζε σιγουριά. Ήταν αλήθεια ότι όντας διπλά του, κοντά του, ένιωθε μια ασφάλεια, μια πεποίθηση ότι τίποτα δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Και έτσι ήταν. Τουλάχιστον προς το παρόν! -Τώρα, που συμφωνήσαμε, τι κάνουμε; Πως θα γίνει η αλλαγή, που οραματιζόμαστε ώστε να οδηγηθούμε στην αταξική κοινωνία του μέλλοντος; Ελπίζω, όχι μέσω της δικτατορίας του προλεταριάτου, ρώτησε ειρωνικά πίνοντας ακόμη μια γουλιά καφέ. Δεν του ήταν εύκολο να χωνέψει τον στόχο τους, όσο προφανής κι αν φάνταζε με λίγη ομολογουμένως σκέψη. -Όχι, όχι, απάντησε με ευθυμία ο Πλάτων. Για να μην έχουμε τα άσχημα αποτελέσματα της βρώμικης πράξης, μιας καθαρής, κρυστάλλινης θεωρίας, θα πρέπει να βαδίσουμε στα χνάρια της γνώσης και της εμπειρίας. Θα πρέπει να δεχτούμε ότι δεν μπορούμε να
137
φτάσουμε στο νέο σύστημα οργάνωσης της ανθρώπινης κοινωνίας από την μια μέρα στην άλλη, χωρίς να επιτύχουμε την απόλυτη ανάπτυξη του σύγχρονου συστήματος, είπε και ρούφηξε κι αυτός μια απολαυστική γουλιά απ’ τον καφέ του, την ίδια ώρα που ο πρωθυπουργός κόντεψε να χύσει τον δικό του στο άκουσμα της πρότασης αυτής. -Ορίστε, είπε ξαφνιασμένος και γουρλώνοντας τα μάτια του. Τι ακριβώς μου λες; Ότι για να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό, θα πρέπει να τον ... αναπτύξουμε πλήρως; Ο Πλάτων ήξερε ότι αυτό ήταν το καίριο σημείο, το σημείο που όλοι οι αναλυτές δεν πρόσεξαν ποτέ! Ο Μαρξ το είπε, αλλά κάνεις ποτέ δεν έδωσε την σημασία που έπρεπε. -Κύριε πρωθυπουργέ, δεν μίλησα ποτέ για ανατροπή του καπιταλισμού. Φαντάζεσαι τις συνέπειες μιας άμεσης κατάρρευσης του συστήματος; Θεωρώ την βαρβαρότητα σαν μια πολύ πιθανή συνέπεια αυτής της κατάρρευσης, η οποία θα έρθει ούτως η αλλιώς με την συνεχή αποσύνθεση του συστήματος, την οποία βλέπουμε παντού γύρω μας κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία. Αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε! Εγώ, λοιπόν, μιλάω για φυσική ροη, μιλάω για συνέχεια. Το διάδοχο του ανεπτυγμένου καπιταλισμού κοινωνικό σύστημα είναι ο Σοσιαλισμός. Φαντάσου την ανθρώπινη κοινωνία μέσα στην Ιστορία σαν ένα μωρό παιδί. Στην αρχή μπουσουλάει, μετά προσπαθεί να σηκωθεί, να σταθεί στα ποδαράκια του και να περπατήσει, αλλά στην αρχή πέφτει και κάποιες φορές χτυπάει, άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο. Αυτή όμως η διαδικασία είναι απολύτως απαραίτητη, ώστε ο εγκέφαλός του να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνάψεις, για να μάθει τελικά να στηρίζεται και να περπατά σωστά. Δεν μπορούμε να καταργήσουμε αυτή την διαδικασία, μας είναι εξαιρετικά πολύτιμη, είναι… αναπόφευκτη. Σκέψου τώρα αυτή την διαδικασία, κατά την χρονική περίοδο όπου το βρέφος προσπαθεί να περπατήσει σαν τον καπιταλισμό και γι’ αυτό συχνά πυκνά πέφτουμε και χτυπάμε κι εμείς, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις τακτές του οικονομικές κρίσεις, τόνισε με νόημα. Βέβαια δεν μπορούμε επίσης να επιβάλλουμε στο βρέφος να σταθεί και να περπατήσει, ούτε μπορούμε με διαφορές μεθόδους να το αναγκάσουμε να το κάνει με το ζόρι, γιατί αυτή δεν είναι η φυσική διαδικασία, η οποία κρύβει την σοφία εκατομμυρίων ετών εξέλιξης. Αυτές οι προσπάθειες ήταν τα αποτυχημένα πειράματα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αυτό όμως που είναι εντελώς απαράδεκτο είναι η προσπάθεια κάποιων να μην αφήσουν ποτέ το βρέφος να ορθοποδήσει, εκμεταλλευόμενοι αυτή την κατάσταση για ιδίο όφελος. Βρισκόμαστε στην λεγόμενη «ληστρική φάση» στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Αυτό ακριβώς θα πολεμήσουμε εμείς, ώστε να επισπεύσουμε την φυσική διαδικασία και να φτάσουμε όσο νωρίτερα γίνεται, πριν να είναι αργά για όλους μας, εκεί που μας αρμόζει, ώστε όλοι μαζί στην συνέχεια να επέμβουμε στην ίδια την φυσική επιλογή, κτίζοντας ένα αύριο για την επιβίωση του είδους μας ενάντια σε κάθε δύναμη της φύσης! Ο πρωθυπουργός είχε κοκαλώσει. Είδε πλέον την μεγάλη εικόνα, που είχε τόσο περίτρανα περιγράψει ο Πλάτων. Βέβαια, ο Πλάτων δεν μίλησε ξεκάθαρα για τον τελικό στόχο της προσπάθειάς τους, δεν του αποκάλυψε τα πάντα, αυτό που θεωρούσε ενδόμυχα σαν τον απόλυτο σκοπό του. Θεωρούσε ότι ο πρωθυπουργός δεν ήταν ακόμη έτοιμος να ακούσει και να δεχτεί όλη την αλήθεια για το τι είχε στο μυαλό του. -Δηλαδή, για να σιγουρευτώ ότι το έπιασα, κάτσε να το επαναλάβω. Λες ότι μόνο η πλήρης ανάπτυξη του καπιταλισμού, θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων στην αντικατάσταση του από τον Σοσιαλισμό. Σωστά; -Όταν οι συνθήκες ωριμάσουν τίποτα δεν μπορεί να κρατήσει στην θέση του το παλιό κάθεστώς, λέει ο Μαρξ. -Επομένως, εμείς πρέπει να φροντίσουμε ώστε οι συνθήκες να ωριμάσουν το γρηγορότερο δυνατό;
138
-Ακριβώς! Κοίταξε, οι άνθρωποι είναι υπερβολικά εγωιστές, έντονα παθιασμένοι, εύκολα παραπλανιούνται, βρίσκονται από την φύση τους σε πόλεμο «όλοι εναντίων όλων». Διαρκώς διψούν για εξουσία και σαν αποτέλεσμα όλων αυτών είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που εκτρέφει το σημερινό Σύστημα. Μόνο μια ισχυρή κυβέρνηση μπορεί να αποτρέψει την βία και την αναρχία, την κατασπάραξη του ανθρώπου από τους συνανθρώπους του, τον κανιβαλισμό. Μια ισχυρή κυβέρνηση, που δυστυχώς λείπει από τα σύγχρονα κράτη, τα οποία αρκούνται σε αδύναμες κυβερνήσεις, υποχείρια του νεοφιλελεύθερου συστήματος, ή του αναρχοκαπιταλισμού, όπως αποκαλείται τελευταία, το οποίο απαιτεί την υποτυπώδη παρουσία τους. Αυτός είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο συστημάτων. Μόνο έτσι θα περάσουμε με μαθηματική ακρίβεια από το ένα στο άλλο. Ύψιστη προτεραιότητα μιας ισχυρής κυβέρνησης είναι να βρίσκει τρόπους να περιορίζει τις στρεβλώσεις που προκαλεί ο καπιταλισμός, κυρίως στις ζωές των ανθρώπων, αλλά και στο περιβάλλον, χωρίς παράλληλα να περιορίζει την θαυμαστή δημιουργική του. Χρειάζεται μια κοινωνική οργάνωση που να χαλιναγωγεί την επιθυμία, χωρίς να πνίγει την πρωτοβουλία. Πώς θα το κάνει αυτό; Με την εκπαίδευση και την συνειδητοποίηση των ανθρώπων μπορεί να εφαρμοστεί ένα νέο Σύστημα, το οποίο θα υιοθετεί την Αρχή της Συμβίωσης, θα δέχεται τους φυσικούς νόμους σαν θεμέλιο λίθο του Συστήματος και η ζωή στην Γη θα ανθίσει μέσω μιας διαρκούς θετικής ανάπτυξης. Σταδιακά, είναι αναπόφευκτο ότι τα αρνητικά κοινωνικά συμπτώματα, όπως η ταξική διαστρωμάτωση, ο πόλεμος, η φυσική καταστροφή κι η οικονομική ανισότητα, θα εκλείψουν για πάντα από την ανθρώπινη συμπεριφορά. Έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε: Εκτός αυτών, όπως έχει ειπωθεί πολύ εύστοχα, ο Σοσιαλισμός είναι μια απόπειρα να βρεθούν υπερατομικές ηθικές αξίες και συλλογικά οργανωτικά σχήματα, ταιριαστά στην νέα κατάσταση πραγμάτων που δημιούργησε ο Διαφωτισμός, η Γαλλική επανάσταση και ο Φιλελευθερισμός. Ο Σοσιαλισμός είναι κοινωνικοποίηση των κατακτήσεων του αστισμού, ξεπέρασμα του ατομικισμού και επαναφορά του προσώπου στην θέση που το έβαλε κάποτε ο Σωκράτης και επομένως η κοινωνία ατόμων πρέπει να μεταλλαχτεί σε κοινωνία προσώπων. Με λίγα λόγια Σοσιαλισμός σημαίνει κοινωνισμός, κυριαρχία του συλλογικού πάνω στο ατομικό. Ο άνθρωπος μπορεί να βρει νόημα στην σύντομη και γεμάτη κινδύνους ζωή του, μόνο αφιερώνοντας τον εαυτό του στην κοινωνία. Και πως θα το πετύχουμε αυτό; Πολύ απλά δεχόμενοι σαν κυρίαρχη αντίθεση στο τριαδικό διαλεκτικό σχήμα την αταξική κοινωνία, απέναντι στην επικρατούσα θέση των τάξεων, γιατί όσο υπάρχουν τάξεις, τόσο οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις θα είναι μια αιματηρή διαδικασία που θα συνεχίζεται, ολοκλήρωσε την σκέψη του ο Πλάτων. Πολύ απλά, η κοινωνία που οραματιζόμαστε είναι θέμα βούλησης, είπε και κατάλαβε εντελώς απροσδόκητα ότι έδωσε απάντηση σε ένα ερώτημα που βάλτωνε αναπάντητο μέσα του μέχρι τώρα. Ναι, βεβαίως, είναι τελικά ζήτημα βούλησης και εμείς οι δυο, εγώ κι εσύ, έχουμε την βούληση. Έχουμε την βούληση να βάλουμε τάξη στην αναρχία, να δώσουμε πρόσωπο, το πρόσωπο μας, στο χάος, είπε με μια έντονη λαχτάρα, που τον διαπότισε ολόκληρο υγραίνοντας ελαφρώς τα μπλε του μάτια, μιμούμενος τα λόγια του Καζαντζάκη. -Ναι, ναι πράγματι, τώρα βλέπω καθαρά την σκέψη σου, είπε ο πρωθυπουργός αποδεχόμενος κι αυτός με ένα έντονο αίσθημα ηδονής τον συλλογισμό του. Δεν θέλουμε ένα συγκεντρωτικό σύστημα οικονομίας, όπως στα πρώην σοσιαλιστικά καθεστώτα, το οποίο οδηγεί σε αναπόφευκτες στρεβλώσεις, αλλά την επιβολή αυστηρών ηθικών κανόνων στην ελεύθερη πρωτοβουλία, η οποία είναι η κινητήριος δύναμη της συνεχής προόδου κι ανάπτυξης. Βασικά, όπως διάβασα κάποτε, αν και δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία τότε ή ίσως να είχα προσβληθεί και λίγο, ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια
139
σειρά κανόνες καλής κοινωνικής συμπεριφοράς για άγρια ζώα αστικής ράτσας, είπε αυθόρμητα και μετά από λίγα δευτερόλεπτα ξέσπασαν σε γέλια κι οι δυο. Ο πρωθυπουργός γέλασε με την ψυχή του και μες την ευδαιμονία που ένιωθε αντιλήφθηκε μέσα του την δική του αλήθεια. Σοβάρεψε μετά από λίγο λέγοντας: Ναι, Πλάτων, τώρα κατανοώ ότι είναι καθαρά θέμα πολιτικής πρωτοβουλίας το να τιθασεύσουμε τα ένστικτα των ανθρώπων, να βοηθήσουμε εν συνεχεία τους αδύναμους, χαλιναγωγώντας το κατά δύναμιν την τύχη και να αξιοποιήσουμε στο μέγιστο το ανθρώπινο δυναμικό. Οι θεσμοί, οι κανόνες και το πολιτικό περιβάλλον διαδραματίζουν ρόλο πολύ πιο σημαντικό για την διανομή του εισοδήματος απ’ ότι οι απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς, σωστά;. Επομένως η πολιτική πρέπει και οφείλει να καθοδηγεί τις εξελίξεις και όχι η οικονομία! Μια πολιτική που θα έφερνε κοινωνική δικαιοσύνη για τους μη προνομιούχους, ενώ ταυτόχρονα θα διατηρούσε τα προνόμια και την ελευθερία δράσης για τους πιο επιθετικούς, εγωιστές και προικισμένους είναι η διατήρηση και επέκταση των μεσαίων στρωμάτων. Αυτή είναι η κοντινότερη λύση, αν καταλαβαίνω καλά τα λόγια σου, στην αιώνια αντίφαση μεταξύ της κοινωνικής δικαιοσύνης και της έμφυτης, εγωιστικής φύσης του ανθρώπου. Και είναι ζήτημα δικής μας βούλησης να κτίσουμε για τον άνθρωπο αντοχές, ίσαμε το μπόι των ονείρων μας, συνέχισε, παραφράζοντας τον Ελυάρ, και το απαλό χαμόγελο της κατανόησης, που πλημμύριζε την ύπαρξή τους όρισε για πάντα μια δυνατή φιλία. Δυο άντρες, δυο άνθρωποι με την βούληση και μόνο να κάνουν πράξη τα όνειρά τους, δυο μεγάλα παιδιά! Ο Πλάτων αναρωτιόταν, σαφώς ικανοποιημένος, πόσο δύσκολο είναι, το ταξίδι που μόλις τέλειωσε, για να ξεκινήσει ένα άλλο, ο πρωθυπουργός, να γίνει από όλους. Και ο πρωθυπουργός, αναλογιζόμενος τα λόγια του, ένιωσε για πρώτη φορά στην ζωή του πλήρης, πιο πλήρης ακόμη και από τη μέρα της γέννησης των παιδιών του, λες και το περιστέρι της γνώσης ήρθε και θρονιάστηκε περήφανο πάνω στο κεφάλι του. -Κατανοώ βεβαίως απόλυτα ότι τίποτα δεν είναι εφικτό χωρίς συγκρούσεις, συνέχισε μετά από λίγο. Με ρώτησες πριν αν ξέρω ότι θα μας πολεμήσουν μέχρι τέλους και σου απάντησα θετικά. Το ζήτημα είναι πως σκοπεύεις να ξεπεράσουμε τον πόλεμο, που θα μας γίνει από τις άρχουσες τάξεις. Θα ξεσηκωθούν όλοι όσων τα κατοχυρωμένα συμφέροντα θα κλονιστούν, από τους ντόπιους κεφαλαιούχους και τις πολυεθνικές μέχρι κάποια στελέχη της κυβέρνησης μου, ομολόγησε προβληματισμένος για τις πιθανότητες επιτυχίας τους ο πρωθυπουργός. Όσο υπέροχος και ισχυρός με απίστευτες δυνάμεις κι αν ήταν ο Πλάτων, όσο υπέροχη η σκέψη του, δεν έπαυε να είναι άνθρωπος. Απόρησε με την επόμενη σκέψη. «Ένας και μόνος …υπεράνθρωπος!» -Μην ανησυχείς, έχω το σχέδιο μου. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να σπάσουμε την αντίσταση αυτών των τάξεων κι αυτός είναι να βρούμε μέσα στην ίδια την κοινωνία που μας περιβάλλει, να διαφωτίσουμε και να οργανώσουμε για την πάλη τις δυνάμεις εκείνες που μπορούν -και λόγω της κοινωνικής τους θέσης έχουν υποχρέωση- να αποτελέσουν τη δύναμη, την ικανή να σαρώσει το παλιό και να δημιουργήσει το νέο. Δεν μας ενδιαφέρει απλώς η αλλαγή της ατομικής κατάστασης των ανθρώπων μέσα στους ίδιους θεσμούς, αλλά η ριζική αναμόρφωση και αλλαγή των θεσμών. Όλα θα γίνουν με απόλυτη διαφάνεια, μπρος τα μάτια των πολλών, του λαού, για χάρη του οποίου εσύ κι εγώ είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε τις ζωές μας, παραδέχτηκε και έσκυψε το κεφάλι του κλείνοντας τα μάτια του. Ο πρωθυπουργός μιμήθηκε την κίνηση του. «Αν δεν έχεις βρει σ’ αυτή την ζωή κάτι για το οποίο να αξίζει να πεθάνεις, τότε δεν έχεις καταφέρει τίποτα», λέει ένας ακόμη σοφός της ανθρωπότητας κι αυτοί οι άντρες συνειδητοποιούσαν όλο και περισσότερο ότι είχαν βρει κάτι περισσότερο απ’ αυτό! Μια
140
βαθιά ανθρώπινη σχέση, μια σχέση δασκάλου-μαθητή είχε μόλις ξεφυτρώσει σαν πράσινο φυλλαράκι κι ένιωθαν κι οι δυο τους ευλογημένοι για τον χρόνο που τους δόθηκε. Σ’ αυτούς απ’ όλους τους ανθρώπους. Δυο ανθρώπους με υψηλά ιδανικά, με σκοπό βιώσιμο και ισχυρό, που έμενε να υποστηριχθεί κι από άλλους, πολλούς ακόμη, καθορίζοντας ασυνείδητα κι αμετάκλητα την αργή εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Κόντευε μεσημέρι κι ο ήλιος έλουζε το αγρόκτημα ακριβώς από πάνω, όταν το καρτοκινητό του Οδυσσέα χτύπησε και έφερε άσχημα νέα. Ακούγοντας τον διοικητή της υπηρεσίας του να τον ενημερώνει σάστισε στην αρχή, έτρεξε όμως γρήγορα μέσα στο κτίριο και αδιαφορώντας για τους τρόπους του, διέκοψε την μαγεία της ψυχικής σύνδεσης, που μοιράζονταν οι δυο άντρες. Ο Πλάτων ακτινογραφώντας το βλέμμα του διέγνωσε με μιας το πρόβλημα και στράφηκε απόμερα περιμένοντας να ενημερωθεί και ο πρωθυπουργός. -Κύριε, κάτι έγινε. Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης αγνοείται και οι άντρες της φρουράς του βρέθηκαν νεκροί στο κέντρο της πόλης, είπε γρήγορα και φανερά αγχωμένος. Όλα τα κανάλια μιλάνε γι’ αυτό! -Ξεκίνησε λοιπόν! Δεν το περίμενα τόσο γρήγορα, είπε κοιτώντας στο κενό, σαν να το είχε όμως προβλέψει, ενώ σηκωνόταν όρθιος και με τις αισθήσεις του ακόμη μουδιασμένες, ο πρωθυπουργός. Στράφηκαν και οι δυο προς τον Πλάτων, γνωρίζοντας ότι είχε έρθει η ώρα του. Περίμεναν εντολές, τις κινήσεις που θα οδηγούσαν εκεί που τους είχε παρασύρει το εκπληκτικό είναι του νεαρού μπροστά τους, στην γεμάτη φόβο και κινδύνους ανηφόρα. Το κορμί τους ολόκληρο είχε παραδοθεί στην παρουσία του και τον κοίταζαν να στέκεται συλλογισμένος, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και κοιτώντας τους κατάματα. Ποτέ τον έναν, ποτέ τον άλλον. Ακίνητοι, σαν υπνωτισμένοι, άκουσαν τι έπρεπε να κάνουν. Τους μίλησε με φωνή χαμηλωμένη, σχεδόν ψιθυριστά, χωρίς ίχνος έντασης ή αμφιβολίας στον τόνο του κι αυτό ηρέμησε παροδικά το ασίγαστο άγχος που κουβαλούσαν μέσα τους. -Πηγαίνετε στο Μέγαρο Μαξίμου. Οδυσσέα, συνόδευσε τον πρωθυπουργό, άφησε όμως τρεις άντρες πίσω να φυλάνε την Νεφέλη και ένα αυτοκίνητο. Εγώ θα κανονίσω κάποια ζητήματα εδώ και θα έρθω στην συνέχεια να σας βρω. Ο Οδυσσέας βγήκε έξω και έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες στους άντρες του. Ο πρωθυπουργός δεν ήθελε να αποχωριστεί τον Πλάτων. Η ανασφάλεια που είχε το πρωί επέστρεψε πιο έντονη από ποτέ, καθώς έπρεπε να φύγει από κοντά του. Αυτή γινόταν αισθητή στις υποτονικές κινήσεις του, στην απροθυμία του να βιαστεί. Ήταν η ανασφάλεια, που αισθάνεται ο μαθητής, όταν πρέπει πλέον μόνος του να αποδείξει από τι είναι φτιαγμένος. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείς. Εσύ εξακολουθείς να είσαι το ίδιο γι’ αυτούς, απ’ όσα ξέρουν δεν έχει αλλάξει κάτι, όσον αφορά την αφοσίωση σου στο Σύστημα. Ο στόχος τους είμαι εγώ. Πήγαινε και προσπάθησε να είσαι φυσιολογικός, όπως σε ξέρουν όλοι. Μην μιλήσεις σε κανέναν για αυτά που είπαμε! Εγώ θα έρθω αργότερα. Θα τα πας μια χαρά!», άκουσε και το ηθικό του αναπτερώθηκε, όμως νέες απορίες έκαναν την εμφάνιση τους. «Ποιοι είναι «αυτοί»», ρώτησε αλλά δεν πήρε απάντηση. Αγγίζοντας τον στην πλάτη, ο Πλάτων τον συνόδεψε μέχρι την πόρτα. Εκεί περίμεναν τρεις άντρες, όπως ζήτησε, ενώ ο Οδυσσέας βρισκόταν σε αναμονή μπροστά από το αυτοκίνητο του πρωθυπουργού. Ο πρωθυπουργός νιώθοντας όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω του, βγήκε με προσποιητή αποφασιστικότητα και κατευθύνθηκε προς τον Οδυσσέα. Ο Πλάτων είπε στους τρεις άντρες να περάσουν στο σαλόνι και έκλεισε την πόρτα. Στο άκουσμα του κλεισίματος η καρδιά του πρωθυπουργού σφίχτηκε για μια στιγμή κι αμέσως αναθάρρησε. Θα έδινε τον
141
αγώνα με όλη του την ψυχή! Έτσι ξεκίνησε ο πόλεμος! Εκείνο το καλοκαιρινό μεσημέρι, ταυτόχρονα με την δημιουργία, άρχισε και η καταστροφή. Μαζί με το χτίσιμο του υπερανθρώπινου αγώνα, ξεκίνησε και το γκρέμισμα των ενωμένων καρδιών μας. Οι ήρωες μας, ο Πλάτων που κάθισε στο πλάι της αγαπημένης του και άρχισε παραδόξως να κλαίει γοερά, ο αρχηγός του κράτους που ταξίδευε στο άγνωστο με βούληση αποφασιστική, αλλά εύθραυστη καθώς αγωνιζόταν να φτάσει την ελπίδα, με έναν ακούραστο και παθιασμένο συμπαραστάτη μπροστά του, ένιωσαν να τους περικυκλώνουν τα πάθη των εχθρών τους. Μοχθηρά πλάσματα, αποκαλούμενοι άνθρωποι του κέρδους και των αγορών, στην χώρα τους και σ’ όλον τον κόσμο, εργάζονταν ακούραστα, παραδομένα στον πειρασμό, να γκρεμίσουν το μέλλον όλων! 16 Ο Πλάτων ξέσπασε σε λυγμούς κοιτάζοντας το ήρεμο πρόσωπο της Νεφέλης. Έκλαιγε σαν ζητιάνος για την σιωπή όλων των κλειστών θυρών που έστεκαν μπροστά του, στο κοντινό μέλλον. Γονάτισε διπλά της και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Έπνιγε τα δάκρυα του προσπαθώντας να μην τρομοκρατήσει τον ειρηνικό της ύπνο. Χθες της είχε δώσει ζωή και δεν είχε σημασία αν ήταν η βαθιά αγάπη που ένιωθε αυτή που την έσωσε ή αν ήταν οι μυστήριες δυνάμεις του. Σημασία είχε ότι κείτονταν μπροστά του, με το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει αργά και ρυθμικά. Χτύπος. Εισπνοή-εκπνοή! Ζωή! Ο κατάλογος όμως των νεκρών είχε αρχίσει να αυξάνεται. Μετά τον γορίλα και Αστυνόμο, με τους οποίους δεν είχε άλλη επιλογή, κι άλλοι άνθρωποι έχασαν την ζωή τους. Εξαιτίας του! Το είχε προβλέψει ότι θα συνέβαινε και οι νεκροί θα αυξανόταν δραματικά στο μέλλον. Αλλά όταν το μελλούμενο που έχεις προβλέψει ή φανταστεί γίνεται τωρινό, όταν το μέλλον πάρει την θέση του παρόντος μπροστά στα μάτια σου, δεν μπορείς να πεις ότι το ήξερες, ότι το περίμενες, απλώς αντιδράς. Κάνεις δεν μπορεί να προετοιμάσει το σώμα και την μυαλό του για ότι έρχεται, μπορεί μόνο να το γυμνάσει σήμερα, ελπίζοντας ότι θα ανταποκριθεί αυτό το ίδιο καλά, όταν το αύριο φτάσει πανηγυρικά και ζητήσει την πληρωμή! Δυο φύσεις πάλευαν μέσα του. Η ανθρώπινη, η σαρκική, που έβλεπε τον κόσμο με τα μάτια της συμβατικής ηθικής, με το καλό και το κακό, και η καινούρια του φύση, η Σκιά κάτω απ’ το δέρμα του, η οποία έβλεπε περά απ’ το καλό και το κακό, έβλεπε το χρέος του. Χρέος του ήταν να παλέψει για τον σκοπό του με οποιοδήποτε κόστος, να δει το δάσος της μελλοντικής ανθρώπινης κοινωνίας, πίσω από το δέντρο της τωρινής του θλίψης και αμφιβολίας. Δεν ήταν στο χέρι του η αποφυγή αυτών των θανάτων και δεν θα ήταν ούτε στο μέλλον. Αυτή η επίγνωση, ότι ερήμην του και εξαιτίας του, το πολύτιμο δώρο της ζωής θα έσβηνε ίσως πολλές φορές στο μέλλον, τον έκανε να νιώσει πραγματικά αδύναμος. Ένιωσε τον τρόμο να τον χαϊδεύει απειλητικά στην σπονδυλική του στήλη, όταν κατάλαβε ότι η εύθραυστη επαφή του με τον κόσμο των ανθρώπων γλιστρούσε αργά μες απ’ τα χέρια του. Κι αυτός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό! «Αξίζει τον κόπο;» αναρωτήθηκε η ανθρώπινη φύση του, νοιώθοντας να περιστοιχίζεται από την ύπαρξη της Σκιάς, που παραμόνευε στο σκοτάδι, ίσως στον πάτο, του ασυνείδητού του, ενώ αυτός σκούπιζε τα υγρά του μάτια με το κεφάλι σκυφτό. Διέκρινε μέσα του, με τα μάτια του μυαλού του, μια μορφή να στέκει ακίνητη, παγωμένη. Έβλεπε την σκοτεινή αντανάκλαση του σώματός του, μια κατάμαυρη ανθρώπινη φιγούρα που εξέπεμπε φόβο με την απόλυτη απουσία φωτός, με το τρομερό της σκοτάδι. Μια τρομερή Σκιά λοιπόν, που περίμενε υπομονετικά, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν την φοβήθηκε ούτε λίγο, γιατί ο Πλάτων κατανοούσε ότι σε τελική ανάλυση η Σκιά ήταν ένα
142
ακόμη κομμάτι του εαυτού του, το καινούριο κι υπέροχο κομμάτι που κοιμόταν μέσα του απ’ όταν γεννήθηκε. Η Σκιά ήταν αυτός και θα μπορούσε να την ελέγξει. Έπρεπε να την ελέγξει! «Δεν έχει σημασία πλέον!», απάντησε αυστηρά η Σκιά. Άκουσε κρυστάλλινα την αυστηρή φωνή της. Το νερό είχε μπει στο αυλάκι κι ήξερε καλά ότι το ποτάμι πίσω δεν γυρίζει. Μια στιγμή αδυναμίας ήταν μόνο και άρχισε να συνέρχεται, παίρνοντας βαθιές ανάσες. Αισθανόταν τόσο... Ένα καλοδεχούμενο χάδι στα μαλλιά τον επανέφερε γρήγορα πίσω στην πραγματικότητα. Σήκωσε το κεφάλι και την είδε να τον παρατηρεί με βλέφαρα βαριά. Ήταν πιο όμορφη από ποτέ. Ο χαμηλός φωτισμός του δωματίου δεν δικαιολογούσε σε καμιά περίπτωση τον πίνακα μπροστά του. Η Νεφέλη σχεδόν έλαμπε. Το περίγραμμα του προσώπου της φωτιζόταν από ένα αχνό φως, λες και τα μόρια των κυττάρων της ακτινοβολούσαν φωτόνια. -Γεια σου, όμορφε, του είπε προσηλωμένη στο πρόσωπο του. Πρόσεξε τα κοκκινισμένα μάτια του. Τι συνέβη, ρώτησε απλά, δεν την πολυενδιέφερε όμως, αρκεί που αυτός ήταν διπλά της, κοντά της. -Καλημέρα, μωρό μου, της απάντησε και συνόδευσε τις λέξεις με ένα γλυκό φιλί. Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα παρατεταμένο, υγρό μονοπάτι, προσπαθώντας μάταια να γίνουν ένα. Οι ενδορφίνες έκαναν και πάλι τα μαγικά τους και η ευτυχία τους, εκείνη την μοναδική στιγμή, εκτοξεύτηκε στα ύψη. Μετακινήθηκε στο πλάι, τραβώντας τον στο κρεβάτι. Αυτός ξάπλωσε διπλά της και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Αυτό ήταν το καλύτερο γιατρικό για τα τεράστια ερωτήματα που στριφογύριζαν μες το κρανίο του. Έκλεισαν τα μάτια τους γαλήνιοι, αν και έσφιγγαν δυνατά ο ένας τον άλλο, σαν να φοβόνταν μην τον χάσει. Άρχισε να της εξιστορεί τι είχε συμβεί από την στιγμή, που έφυγε από το ξενοδοχείο. Της είπε για την συνάντηση με τον πρωθυπουργό, καθώς και για την αναμέτρηση με τον Αστυνόμο, που τους είχε καταδιώξει. Σ’ εκείνο το σημείο πρόσθεσε και η Νεφέλη την αποτρόπαια, αλλά ήδη πολύ μακρινή εμπειρία της, αν και είχαν περάσει μόλις δυο μέρες. Της είπε για το που βρίσκονται, για την συμφωνία που έκανε με τον πρωθυπουργό και τέλειωσε με το πως την πήρε από το ασθενοφόρο. Δεν της είπε βεβαίως τα πάντα, ότι δηλαδή ήταν σχεδόν νεκρή όταν έφτασε εκεί, δεν ήθελε να την αναστατώσει. Όμως η έκφραση απορίας που καρφώθηκε στο πρόσωπο της με τα μάτια της να γουρλώνουν ανοίγοντας αφύσικα διάπλατα, όταν είδε το τραυματισμένο πόδι της, το πρώην τραυματισμένο πόδι, δεν άφηνε περιθώρια. -Πλάτων; Κοίτα το πόδι μου! Πως έγινε αυτό; Θυμάμαι ότι πριν από δυο μέρες μια σφαίρα μου δημιούργησε μια αποκρουστική πληγή στον μηρό και τώρα ... τώρα είναι καλυτέρα κι από πριν! Ούτε πληγή, ούτε σημάδι, ούτε τίποτα. Περιεργαζόταν τον μηρό της, τον έτριβε στο σημείο που θυμόταν το τραύμα της και τον χάιδευε για να σιγουρευτεί ότι δεν την απατούν τα μάτια της. Κούρνιασε πάλι στην αγκαλιά του σχεδόν βέβαιη ότι αυτό που είχε συμβεί αφορούσε τον Πλάτων. Έστρεψε το βλέμμα της πάνω του και τον κοίταζε σιωπηλή. Δεν είπε τίποτα, ούτε σκέφτηκε κάτι, μόνο διψούσε να μάθει. Αυτός την κοιτούσε εξίσου απορροφημένος, εξίσου σιωπηλός. Αυτή κουράστηκε να περιμένει, χαμήλωσε το βλέμμα της και έκανε μια σκέψη. «Τι έγινε Πλάτων; Δεν θα μου πεις; Δεν με εμπιστεύεσαι, αγάπη μου;» Τι να της πει όμως; Πως να της ομολογήσει; Πως λες σε κάποιον που αγαπάς ότι δεν είσαι αυτός που νομίζει; Ότι διαρκώς αλλάζεις, μεταλλάσσεσαι, ότι χάνεις σταδιακά τα χαρακτηριστικά που είχες; Ότι είναι πολύ πιθανόν να μην είσαι το ίδιο πρόσωπο, που ερωτεύτηκε κι αγάπησε. Πόσο μάλλον όταν οι αλλαγές είναι ραγδαίες, όπως στην περίπτωση του. Πως να της πει αλήθεια ότι έκλαιγε πριν από λίγο, μόνο και μόνο γιατί
143
όπως αντιλήφτηκε μόλις τώρα, οι θάνατοι που συνέβησαν σήμερα, δεν τον ένοιαζαν όπως άλλοτε, δεν του είχαν στοιχίσει όπως ο θάνατος του γορίλα; Αντιθέτως δεν ήταν για αυτόν τίποτε περισσότερο από ένα ακόμη συμβάν στα γρανάζια της Ιστορίας! Δεν έκλαιγε με αιτία τους θανάτους. Έκλαιγε με αφορμή τους θανάτους και αιτία αυτό που του συνέβαινε εδώ και μια εβδομάδα, απ’ όταν ξύπνησε. Μόρφασε στην εικόνα της Σκιάς που είχε ανέβει λίγο ψηλότερα στο ασυνείδητό του και τώρα τον κοίταζε ακίνητη και πάλι. «Η Σκιά απλώνεται!» Μετά από ολιγόλεπτη σιωπή, όπου αυτός προσπαθούσε να συμμαζέψει την ανησυχία του για την Σκιά και ταυτόχρονα σκεφτόταν τι να της πει κι ενώ αυτή μετρούσε τα δευτερόλεπτα σαν ώρες, προσπαθώντας να μην κάνει την παραμικρή σκέψη, προδίδοντας τα αισθήματα της, αποφάσισε να της μιλήσει και να της πει την αλήθεια. -Δεν ξέρω τι έγινε. Μπορώ όμως να σου πω τι βίωσα εγώ! -Ναι, αυτό μου αρκεί. Έτσι της εξιστόρησε τα πάντα. Πως έφτασε με την καρδιά της σταματημένη, με τον γιατρό να προσπαθεί απελπισμένα να την επαναφέρει στην ζωή, πως αντέδρασε ενστικτωδώς, αγνοώντας τι θα συμβεί, πως άγγιξε με τα δυο του χέρια την καρδιά και το μέτωπο της, πως ενεργοποίησε την δύναμη στο χέρι της καρδιάς και πως φώναξε(αυτό το είπε γυρνώντας γλυκά το πηγούνι της με τον δείκτη του, ώστε να κοιτάζονται στα μάτια) πως την αγαπάει με όλη του την ψυχή. Πρόσθεσε ακόμη ότι μια λάμψη ακτινοβόλησε απ’ το χέρι του, αυξήθηκε σταδιακά και έσβησε σχεδόν απότομα. -Τότε η καρδιά σου άρχισε να λειτουργεί και πάλι, μωρό μου. Την ένιωθα ξεκάθαρα στο χέρι μου, παλλόταν τόσο σταθερά, που σκέφτηκα εκείνη την στιγμή, ότι δεν θα σταματήσει ποτέ ξανά, της είπε και διέκρινε την υγρασία να αυξάνεται γοργά ανάμεσα στα βλέφαρα της. Ξαναμπήκε στην αγκαλιά του σφίγγοντας τον με απίστευτη δύναμη και ο χείμαρρος των ματιών της έσκασε βίαια στα μάγουλα της. Δεν αγκάλιαζε μόνο τον άντρα της ζωής της, δεν αγκάλιαζε μόνο έναν σύντροφο στο άσκοπο ταξίδι της ζωής. Αγκάλιαζε και τον σωτήρα της, την ζωοδόχο πηγή, χάρη στην οποία θα έβλεπε τον ήλιο να ανατέλλει ξανά! Ο Πλάτων δεχόταν το αγκάλιασμα με ευγνωμοσύνη, είχε ανάγκη την σωματική επαφή για να του θυμίζει ότι ήταν ακόμη άνθρωπος, σαν όλους τους άλλους. Απλώς σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους, αυτός δεν ήξερε πως θα ξημέρωνε η επόμενη ημέρα. Δεν γνώριζε αν η αγάπη, αυτή η ολοκληρωτική θέληση για πρόσφορα που αισθανόταν για το κορίτσι αυτό, θα ήταν παρών στον ψυχισμό του νέου του εγώ, μόλις τελικά ολοκληρωνόταν η μεταμόρφωση του. Ήξερε μέσα του ότι η Σκιά δεν θα σταματούσε πουθενά! Γι’ αυτό και έπρεπε να βιαστεί. Της εξήγησε ότι θα έλειπε για λίγο. Έπρεπε να πάει στο Μέγαρο Μάξιμου, όπου τον περίμενε ο πρωθυπουργός για να σχεδιάσουν μαζί ένα καλύτερο αύριο για την κοινωνία τους. Αυτή στο άκουσμα και μόνο της φράσης του ένιωσε περηφάνια, αλλά ταυτόχρονα σε ένα βαθύτερο, ασυνείδητο επίπεδο, ένιωσε μια πανίσχυρη ζήλια. Δεν θα ήταν ποτέ ολοκληρωτικά δικός της. Πως θα μπορούσε άλλωστε να τον μονοπωλήσει, αφού αυτός ανήκε σε ολόκληρη την ανθρωπότητα; 17 Έφαγαν όλοι σαν μια μεγάλη οικογένεια το μεσημέρι (ένας από τους τρεις άντρες της φρουράς είχε πεταχτεί σε ένα εστιατόριο εκεί κοντά και είχε φέρει φαγητό) και στην συνέχεια ο Πλάτων αποφάσισε ότι ήταν καιρός να επισκεφτεί τον πρωθυπουργό. Μαζεύτηκαν όλοι μαζί στο σαλόνι κι άκουσαν τις οδηγίες του. Έδωσε εντολή στους τρεις άντρες να προστατεύσουν την Νεφέλη σαν την ίδια τους την ζωή. Τον κοιτούσαν
144
πειθαρχημένα να τους διατάζει με καλοσύνη, αλλά η κατανόηση που έδειξαν και η προθυμία να κάνουν πράξη την ευχή του ήταν αποτέλεσμα του δέους που αισθανόταν γι’ αυτόν. Ευχαρίστησε με θέρμη τον γιατρό και του δήλωσε ότι μπορούσε να επιστρέψει στην καθημερινότητα του, κάτι που ο γιατρός δέχτηκε με ανάμεικτα συναισθήματα. Τέλος, φίλησε την Νεφέλη της υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε όσο νωρίτερα γινόταν κοντά της, μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε. Αυτή τον παρακολουθούσε με θλίψη να απομακρύνεται, προσπαθώντας να διώξει από πάνω της την ανάμνηση του τελευταίου τους αποχωρισμού, ελπίζοντας ότι θα γύριζε κοντά της σύντομα. -Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Νεφέλη, είπε το κορίτσι με τα μακριά, μελαχρινά μαλλιά και οι τρεις προστάτες της χαμογέλασαν γοητευμένοι κι απόλυτα αποφασισμένοι. Ο Πλάτων πέρασε την πύλη, όπου χαιρέτησε τους δυο φρουρούς και οδήγησε με ταχύτητα το αυτοκίνητο προς το Μέγαρο Μάξιμου. Στα πεντακόσια μέτρα μακριά του, σε ένα λοφάκι απέναντι απ΄ το αγρόκτημα, κρυμμένος πίσω από λίγα δέντρα, ο πράκτορας της υπερδύναμης, παρατηρούσε τα γεγονότα μέσα από τα κιάλια του, μια συσκευή τελευταίας τεχνολογίας. Είδε ένα αυτοκίνητο να απομακρύνεται από το αγρόκτημα και άρχισε να μετράει τα άτομα που αποτελούσαν την ασφάλεια του. Διέκρινε δυο άντρες στην κεντρική πύλη και, ρυθμίζοντας την συσκευή και κοιτώντας προς το κτίριο, άλλους τέσσερεις στην είσοδο του κτιρίου. Καθόταν ακριβώς στην είσοδο και συζητούσαν με ... ένα κορίτσι! -Φαίνεται πως ο φίλος μας έχει και αγαπητικιά, σχολίασε σαρκαστικά στον νεαρότερο συνεργάτη του, που δεν έβλεπε τίποτα, ακουμπισμένος στον κορμό ενός δέντρου και καπνί-ζοντας ένα ακόμη τσιγάρο από τα πολλά των τριών περίπου ωρών που στεκόταν εκεί, περιμένοντας απλώς τις διαταγές του συνεργάτη του. Έσβησε μετά από λίγο το τσιγάρο του στο κινητό του τασάκι, για να μην αφήσει το παραμικρό ίχνος κι είδε τον συνεργάτη του να φεύγει προς άγνωστη κατεύθυνση με την μηχανή του, ενώ αυτός έμεινε εκεί να κατασκοπεύει. Εν τω μεταξύ, ο πρωθυπουργός προσπαθούσε να βάλει μια τάξη στον πανικό που επικρατούσε στο γραφείο του. Τα τηλέφωνα είχαν σπάσει από τα μέλη της κυβέρνησης που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να μάθουν για την δολοφονία στο κέντρο της πόλης και αν σχετιζόταν με την εξαφάνιση του υπουργού Δημόσιας Τάξης. Το ίδιο γινόταν και με τα ΜΜΕ, τα οποία είχαν βγάλει ήδη το πόρισμα ότι όλα σχετιζόταν με το περιστατικό με τον περίεργο νεαρό, που είχε συνταράξει την κοινή γνώμη στις αρχές της εβδομάδας. Ο σπιούνος της Υπερδύναμης θέλησε να μπει στο πρωθυπουργικό γραφείο, αλλά μάταια. Οι άντρες του Οδυσσέα είχαν εντολή να μην τους ενοχλήσει κανένας, όσο οι δυο τους με τον πρωθυπουργό συντόνιζαν τις κινήσεις τους και περιμένοντας βεβαίως τον Πλάτωνα. -Δεν γνωρίζω αν υπάρχει κίνδυνος για όλους μας, αλλά κάτι τέτοιο μου φαίνεται πολύ τραβηγμένο, δεν νομίζεις, ρώτησε ο πρωθυπουργός τον υπουργό Υγείας στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, που προσπαθούσε να μάθει αν κινδύνευαν όλοι, και πρωτίστως το τομάρι του. Κάνε την δουλειά σου, μην αναφέρεσαι στο θέμα και άσε τις αρχές να διαλευκάνουν την υπόθεση. Αυτή είναι η γραμμή μας, είπε τσατισμένος κλείνοντας το τηλέφωνο. Τα έκτακτα δελτία ειδήσεων αναζωπύρωναν το θέμα του Πλάτων δημιουργώντας πρόσθετο άγχος στον πρωθυπουργό. Παρακολουθούσε στην τηλεόραση του γραφείου του τις ζωντανές συνδέσεις με το σημείο του εγκλήματος. «…Δυο νεκροί της προσωπικής του φρουράς και ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, υπεύθυνος για τον συντονισμό της επιχείρησης στις αρχές της εβδομάδας με τον παράξενο νεαρό, αγνοείται...» Έδωσε εντολή στον υπεύθυνο τύπου να διαψεύσει για μια ακόμη φορά όλα όσα
145
ακουγόταν τις τελευταίες ημέρες. «Οι αρχές ερευνούν το συμβάν με την εξαφάνιση του υπουργού, και παράλληλα η κυβέρνηση εργάζεται πυρετωδώς για την ευημερία του ελληνικού λάου», ενημέρωσε λακωνικά και με την ικανότητα ενός ηθοποιού, ο οποίος ξέρει ότι υποκρίνεται, ο εκπρόσωπος τύπου. Ο πρωθυπουργός πάγωσε απότομα, όταν το μυαλό του δέχτηκε μια απρόσκλητη επίσκεψη και άκουσε έναν ψίθυρο. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, όπου το κενό στο βλέμμα του ήταν απόλυτο, στράφηκε στον Οδυσσέα. -Είναι εδώ. Δώσε εντολή στην είσοδο να αφήσουν το αυτοκίνητο του να μπει μέσα και επιτέλους απομάκρυνε σε απόσταση ασφαλείας τις κάμερες και τους δημοσιογράφους, είπε και ο Οδυσσέας έτρεξε να τον υποδεχτεί. «Για να δούμε» σκέφτηκε ο πρωθυπουργός μετέωρος ανάμεσα στην εμπιστοσύνη που του προκαλούσαν οι ικανότητες του Πλάτων και στην γνώση των δυσκολιών, που έστεκαν ήδη απέναντι τους. Έτριψε το κεφάλι του με τα χέρια του, προσπαθώντας να χαλαρώσει όταν το μεγαλύτερο εμπόδιο όλων προσγειώθηκε στο ακουστικό του τηλεφώνου του. Η μαύρη συσκευή κουδούνισε στον συνηθισμένο της τόνο για χιλιοστή φορά σήμερα και για μια στιγμή σκέφτηκε να το αφήσει να χτυπάει, για πάντα αν χρειαστεί. Αυτό επέμενε στον μονότονο ήχο του. -Ποιος είναι πάλι, ρε Γιώτα (η γραμματέας του); Μην με ενοχλήσεις για κανέναν σε παρά-καλώ! Περιμένω ... -Κύριε, έχω στην γραμμή τον πρόεδρο των ΗΠΑ, τον διέκοψε με την απαραίτητη, βάση των συνθηκών, αγένεια. Ο πρωθυπουργός σάστισε. Ο πρόεδρος της Υπερδύναμης είχε μιλήσει μαζί του στο τηλέφωνο δυο φορές όλες κι όλες, την πρώτη πριν εκλέγει για δεύτερη φορά στην προεδρία της Υπερδύναμης, κι αυτό λόγω της πίεσης που είχαν ασκήσει οι σύμβουλοι του για ένα πιο φιλικό προς την Ελλάδα προσωπείο με σκοπό τις ψήφους της ελληνικής ομογένειας, και την δεύτερη όταν του είχε ζητηθεί η ψήφιση ενός πιο σκληρού προς την τρομοκρατία νομοσχεδίου, για να δείξει ο «πολιτισμένος» κόσμος ότι ήταν ενωμένος και με κοινό προσανατολισμό. Πράγμα που έκανε τότε χωρίς δεύτερη σκέψη. -Πλάκα μου κάνεις; Τώρα ξημερώνει στην Αμερική. Πες μου ότι... -Όχι, κύριε! Περιμένει ήδη είκοσι τρία, είκοσι τέσσερα, είκοσι... -Δωσ’ τον μου, είπε επιτακτικά και καθάρισε την φωνή του, ενώ ανακάθισε πιο αναπαυτικά στην πολυθρόνα του, λες και κάποιο αόρατο μάτι τον έβλεπε. Ακούστηκε ένα κλικ και η γραμμή συνδέθηκε. -Καλημέρα, κύριε πρόεδρε ,είπε προσπαθώντας να ακουστεί ευδιάθετος. -Γεια σου, φίλε μου πρωθυπουργέ. Τι κάνεις; Πως είναι ο καιρός στην Αθήνα; Εδώ μόλις βγήκε ένας υπέροχος ήλιος. Η οικογένεια σου είναι καλά; Τα πιτσιρίκια μεγαλώνουν; Ελπίζω να μπορέσω να έρθω σύντομα να σας δω από κοντά. Με θέλετε, έτσι δεν είναι παλιόφιλε, βομβάρδισε με ερωτήσεις, που μοναδικό σκοπό είχαν την δημιουργία φιλικού κλίματος και την ψευδή εντύπωση αληθινού ενδιαφέροντος. -Όλα είναι μια χαρά εδώ, κύριε πρόεδρε. Πως είναι η σύζυγος σας; -Πως να είναι; Δεν ξέρεις τις γυναίκες; Διαρκώς τα ίδια. Ψώνια, ψώνια και πάλι ψώνια, είπε και γέλασε πραγματικά. Αν τους δώσεις χρήματα για φαγητό και τους πεις να πάρουν και κάνα δωράκι αν περισσέψει τίποτα, θα τα ξοδέψουν όλα σε άχρηστα πράγματα, το στομάχι σου θα μείνει άδειο και μόνο το πουλί σου θα χορτάσει πραγματικά, είπε γελώντας ακόμη δυνατότερα αυτή την φορά. Τέλος πάντων, δεν σε πήρα για να σου πω κάτι που ήδη ξέρεις (η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερε, δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσε ο άντρας στην άλλη όχθη του ατλαντικού, δεν είχε καμιά σχέση η εικόνα που του περιέγραψε για τις γυναίκες με την δικά του άποψη), είπε σοβαρεύοντας απότομα.
146
«Για πες μου τι ακριβώς θέλεις!» -Βασικά, θέλω να σου μιλήσω για κάτι, που έγινε πρόσφατα και το οποίο τα αγόρια στην εθνική ασφάλεια θεωρούν κομβικής σημασίας και γι’ αυτό με ξύπνησαν τόσο νωρίς, είπε χαμηλώνοντας την φωνή του και μιλώντας συνωμοτικά, λες και υπήρχε περίπτωση να τους ακούσουν. Έμαθα για τον νεαρό (ο πρωθυπουργός αντιλήφτηκε έναν στιγμιαίο δισταγμό στην φωνή του), ο οποίος εισέβαλε στο γραφείο σου εξουδετερώνοντας την φρουρά σου. Μην το αρνηθείς και μην ρωτήσεις πως, αλλά ξέρω ότι αληθεύει και η πηγή μου δεν είναι οι αοριστίες των μέσων ενημέρωσης. «Από που το ξέρεις;» αναρωτήθηκε και φίδια άρχισαν να τον ζώνουν. Ταξίδεψε το βλέμμα του μες τον χώρο του γραφείου, χωρίς να έχει ιδέα τι ακριβώς έψαχνε. Ο συνομιλητής του συνέχισε ακάθεκτος. -Έχουμε βάσιμες υποψίες ότι σχετίζεται με συγκεκριμένες ομάδες. Ομάδες τρομοκρατών, οι οποίες έχουν την τεχνολογική ικανότητα να κάνουν αυτό που έκανε ο νεαρός, τόνισε με την σιγουριά ότι μιλούσε για την υπέρτατη αλήθεια. Ο πρόεδρος της Υπερδύναμης σταμάτησε και περίμενε την αντίδραση του Έλληνα πρωθυπουργού. Ήταν βέβαιος για την πορεία της συζήτησης, αλλά έπρεπε να δώσει την εντύπωση όχι ότι απαιτεί κάτι από τον συνομιλητή του, ούτε ότι δίνει διαταγές σε κατώτερους του (που ήταν), αλλά ότι έπρεπε να συνεργαστούν για τις κοινές άξιες του δυτικού πολιτισμού ενάντια στους εξτρεμιστές και ... μπλα, μπλα, μπλα. Ο πρωθυπουργός από την άλλη παρέμεινε σιωπηλός, ενώ σταμάτησε να συμπεριφέρεται παρανοϊκά ψάχνοντας για αόρατα μάτια γύρω του. Ήξερε πολύ καλά που βάδιζε το πράγμα και τι θα του ζητούσε. Και η πικρή αλήθεια ήταν, όπως συνειδητοποίησε με έντονη διάθεση αυτοκριτικής, ότι αν δεν είχε γνωρίσει τον Πλάτων, αν δεν είχε μιλήσει μαζί του, αν παρέμενε κοιμισμένος, όπως ήταν πριν τον ξυπνήσει, πολύ πιθανόν θα δέχονταν χωρίς δεύτερη σκέψη ότι παραμύθια του πάσαραν και θα έκανε με θρησκευτική ευλάβεια ότι τον πρόσταζαν! Τώρα όμως αντέδρασε με απόλυτη ειλικρίνεια και χωρίς καμιά διάθεση να προσποιηθεί. -Ο νέος αυτός; Ένα τριαντάχρονο παιδί είναι απλώς, όχι… τρομοκράτης! Χα χα χα χα χα, ξέσπασε σε έντονα γέλια, γέλια που έκαναν τον πρόεδρο να ανοίξει το στόμα του έκπληκτος από την απροσδόκητη αντίδραση του. -Τι κάνεις, κύριε πρωθυπουργέ; Γελάς μαζί μου; Σου φαίνονται αστεία αυτά που σου λέω, είπε σκληραίνοντας τον τόνο της φωνής του. Ο άνθρωπος αυτός σχετίζεται με την τρομοκρατία. Έχω βάσιμες πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών μου, δεν θα σου έλεγα... -Τι πληροφορίες, συνέχισε σε χαρούμενο τόνο, προσπαθώντας όμως να ακουστεί πιο σοβαρός. Σαν τα ψέματα που σου είπαν για να εισβάλεις σε μια ανεξάρτητη χώρα και να εκμεταλλευτείτε τα πλούτη της; Τα τελευταία λόγια ξεπήδησαν αυθόρμητα απ΄ το στόμα του, καθοδηγούμενα από έναν καταπιεσμένο μέχρι σήμερα ιδεαλισμό. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται, με οποίο κόστος και απέναντι στον οποιοδήποτε! Κι εκτός αυτού, κατανοούσε τώρα περισσότερο από ποτέ ότι ελεύθερος άνθρωπος είναι αυτός που λέει πάντα την αλήθεια, χωρίς να χρειάζεται να πει ψέματα! Η πόρτα του γραφείου του άνοιξε και ο Οδυσσέας μπήκε μέσα, ενώ καμιά δεκαριά μέτρα πίσω του ο πρωθυπουργός διέκρινε τον Πλάτων να ακολουθεί. Από την στιγμή που τον παρέλαβε ο Οδυσσέας προχωρούσε αργά μες το κτίριο και κοιτούσε στα μάτια όλους τους υπάλληλους του Μεγάρου. Αυτό που έκανε ήταν προφανές στον Οδυσσέα, που γνώριζε τις δυνάμεις του, όχι όμως και στους ανθρώπους που έβλεπαν έναν πανέμορφο νεαρό να τους ακτινογραφεί με το σπινθηροβόλο του βλέμμα. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου κατέγραφε στον υπερυπολογιστή που έκρυβε στο κρανίο του, όνειρα και φιλοδοξίες, αισθήματα και αναμνήσεις, το είναι των υπάρξεων τους. Τους παρατηρούσε
147
προσεκτικά και σύντομα ήξερε γι’ αυτούς περισσότερα από όσα οι ίδιοι για τον εαυτό τους! Σταμάτησε ξαφνικά έξω από την πόρτα. Η φωνή στο ακουστικό, που κρατούσε ο πρωθυπουργός ακουγόταν απόμακρη «Ορίστε; Πως τολμάς να λες κάτι τέτοιο; Εμείς φέραμε την δημοκρατία και ... ». Ο πρωθυπουργός όμως δεν νοιαζόταν για το τι έλεγε ο πρόεδρος εκείνη την στιγμή, παρά μόνο παρακολουθούσε την ιεροτελεστία που εκτυλισσόταν μπρος το άναυδο προσωπικό. Ο Πλάτων είχε μείνει ακίνητος, αλλά απόλυτα ήρεμος, κοιτάζοντας ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Ήταν κρυμμένο πίσω από τους άντρες ασφαλείας, διπλά στην πόρτα, στα δεξιά όπως κοίταζε ο πρωθυπουργός, ο οποίος σηκώθηκε από την καρέκλα του με το τηλέφωνο στο χέρι και κατευθύνθηκε στα αριστερά του για να διευρύνει το οπτικό του πεδίο. Είδε τον έντρομο «σπιούνο» να κοιτάζει δεξιά-αριστερά απορημένος, μέχρι που οι ματιές τους διασταυρώθηκαν και του έκανε νόημα με το χέρι να περάσει μέσα. Αυτός επιστρατεύοντας τις τελευταίες εφεδρείες της ψυχραιμίας του μπήκε στο γραφείο ακολουθούμενος από τον νέο, η πρώτη γνωριμία με τον οποίο τον είχε οδηγήσει στα κλάματα! 18 Ο πρόεδρος της Υπερδύναμης είχε αρχίσει να χάνει την δικιά του ψυχραιμία. Αναρωτήθηκε πως ήταν δυνατό να του μιλάνε έτσι. Και μάλιστα ποιος; Ο πρωθυπουργός ενός μικρού και υποτακτικού κράτους. Ένας ασήμαντος άντρας από μια ασήμαντη γωνία του πλανήτη! Μίλησε ωμά και εκβιαστικά. -Κοίτα να δεις, άνθρωπε μου. Ο νέος αυτός είναι ύποπτος τρομοκρατίας. Οι άντρες μου θέλουν να τον ανακρίνουν και να μιλήσουν μαζί του. Αν είναι καθαρός και δεν έχει σχέση με τις υποψίες μας, χάρισμα σου. Η χώρα σου έχει υπογράψει διεθνής συνθήκες που την υποχρεώνουν να συνεργαστεί. Κατάλαβες, φώναζε τόσο που οι σύμβουλοι του τράβαγαν τα μαλλιά τους, γνωρίζοντας τις επιπτώσεις σε επίπεδο εντυπώσεων αν διέρρεε αυτός ο διάλογος. Εκείνου όμως δεν του καιγόταν καρφί για τις εντυπώσεις στην προκείμενη περίπτωση. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να κάνει αυτό το οποίο είχαν ζητήσει απ’ αυτόν, αυτό το οποίο είχαν απαιτήσει οι μοναδικοί άνθρωποι στους οποίους έδινε λόγο. Και βεβαίως τον ένοιαζε να βάλει στην θέση του το αναιδέστατο ανθρωπάκι, που είχε τολμήσει να του μιλήσει έτσι. -Με συγχωρείτε, όμως στην πραγματική δημοκρατία, όπως αυτή που έχουμε εδώ, τηρούμε τους νόμους και το Σύνταγμα, το οποίο είναι πάνω απ’ όλους. Το αίτημα σας απορρίπτεται, είπε πιο αποφασισμένος από ποτέ ο πρωθυπουργός και έκλεισε το τηλέφωνο. Κοίταζε αμίλητος τον Πλάτων, αναλογιζόμενος αυτό που μόλις έκανε καθώς και τις πιθανές επιπτώσεις για την χώρα. Τα μεγάλα αποτελέσματα μικρών πραγμάτων και πράξεων. Παρόλα αυτά άρχισε να νιώθει σιγουριά, μόνο και μόνο αντικρίζοντας το χαμόγελο που σχηματίστηκε σταδιακά και πλάτυνε απίστευτα στο πρόσωπο του Πλάτων, ενώ αυτός μάθαινε, εξερευνώντας τις αναμνήσεις του, το τι είχε λεχθεί. Αντιθέτως, η ατμόσφαιρα στο προεδρικό γραφείο ήταν τεταμένη. Ο πρόεδρος είχε μείνει με το ακουστικό στο χέρι και το παρατεταμένο βουητό να του θυμίζει διαρκώς αυτό που είχε προηγηθεί. Για πρώτη φορά στην προεδρία του, και ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία, ένας αρχηγός κράτους είχε κλείσει το τηλέφωνο κατάμουτρα στον πρόεδρο των ΗΠΑ! Κατέβασε το ακουστικό, κοιτώντας το και χαϊδεύοντας ταυτόχρονα τα μαλλιά του με το άλλο χέρι από το μέτωπο προς τα πίσω, σε μια κίνηση που δήλωνε ξεκάθαρα την δύσκολη θέση στην οποία τον είχε τοποθετήσει τόσο άδοξα η απρόσμενη πράξη του συνομιλητή του. Οι σύμβουλοι του έσκυψαν γρήγορα τα κεφάλια τους πάνω από τα
148
έγγραφα τους, αναλογιζόμενοι την κατάσταση και περιμένοντας υπομονετικά το ξέσπασμα. Αυτό δεν ήρθε ποτέ. -Φύγετε! Θέλω να μείνω μόνος μου, είπε με φωνή ξεψυχισμένη, ακουμπώντας τους αγκώνες του στο γραφείο, μπλέκοντας τα χέρια του σε γροθιά και αναπαύοντας πάνω τους το μέτωπο του. Οι σύμβουλοι έφυγαν γοργά κλείνοντας όσο πιο σιγά γινόταν την πόρτα. Τον άφησαν μόνο με τις χιλιάδες σκέψεις που στροβιλίζονταν μέσα του. Αναρωτήθηκε πως είναι δυνατόν να αλλάξει τόσο πολύ ένας άνθρωπος, ο οποίος στην τελευ-ταία τους συνάντηση, μόνο που δεν του φίλησε τον κώλο για ένα μικρό προεκλογικό δωράκι, μια δήλωση του υπέρ των συμφερόντων της Ελλάδας. Μια απλή δήλωση ζήτησε, καμιά πράξη, ούτε καν υπόσχεση πράξης. Και τώρα του είχε φερθεί τόσο υποτιμητικά, του είχε κλείσει το τηλέφωνο, αν ήταν δυνατόν! Μόνο αυτός είχε το αυθαίρετο δικαίωμα να κλείνει τηλέφωνα στους άλλους, αυτός και κανένας άλλος. Αναρωτήθηκε επίσης ποια είναι η απαραίτητη συνθήκη, χάρη στην οποία ο οποιοσδήποτε συμπεριφέρεται τόσο αλλοπρόσαλλα. Κατέληξε μετά από σύντομη σκέψη, ίσως και λίγη ενδοσκόπηση, ότι μόνο η αλλαγή συσχετισμών θα μπορούσε να δικαιολογήσει κάτι τέτοιο. Σκέφτηκε δηλαδή ότι για κάποιον λόγο ο πρωθυπουργός είχε πιστέψει ότι έπαψε να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση απέναντι του, ότι ίσως θεωρούσε ότι είναι ίσοι στο παγκόσμιο παιχνίδι της εξουσίας. Χαμογέλασε στην σκέψη αυτή, αλλά την πήγε ένα βήμα παραπέρα αναρωτώμενος αν υπήρχε περίπτωση, έστω και μια στο εκατομμύριο, ο κακομοίρης να νόμιζε ότι είναι και ισχυρότερος. Ειδάλλως γιατί να διακόψει με πρωτοβουλία του την συνομιλία τους και μάλιστα με τόσο άκομψο τρόπο. Δεν κράτησε ούτε καν τα προσχήματα, αδιαφορώντας για τις πολιτικές επιπτώσεις. Γύρισε την πολυθρόνα του προς το παράθυρο, αγναντεύοντας έξω την υπέροχη ημέρα που ξημέρωνε. Μετά από έντονη πνευματική εργασία λίγων λεπτών κατέληξε ότι η εξήγηση ήταν μια και μοναδική. Η συμπεριφορά του πρωθυπουργού πρέπει να οφειλόταν στον νεαρό. Επομένως, ότι του είχαν πει πρέπει να ήταν αλήθεια. Ο νέος αυτός ήταν ξεχωριστός. Ίσως οι εξωπραγματικές του δυνάμεις ήταν αυτές που είχαν οδηγήσει τον πρωθυπουργό, στο βιαστικό συμπέρασμα ότι τώρα είναι πανίσχυρος. Ναι, σίγουρα έτσι ήταν, δεν υπήρχε άλλη λογική εξήγηση. Ο πρωθυπουργός είχε κάνει το λάθος να πιστεύει ότι επειδή, προφανώς, έχει τον νεαρό υπό την επίβλεψη του, θα γίνει πιο ισχυρός, θα χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του για όφελος του. «Αστείο ανθρωπάκι» σκέφτηκε τελικά και γέλασε ειρωνικά, κουνώντας το κεφάλι σε ένδειξη αποδοκιμασίας. Κάλεσε την γραμματέα του και της ζήτησε να φωνάξει αμέσως στο γραφείο του τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας. Οι πράκτορές τους βρισκόταν στην Ελλάδα και προσπαθούσαν να πραγματοποιήσουν την εντολή, που τους είχε δώσει. Μέχρι τώρα έπρεπε απλώς να μαζέψουν πληροφορίες και να εντοπίσουν την τοποθεσία, όπου βρισκόταν ο στόχος τους. Τώρα, αφού ο πρωθυπουργός του είχε αρνηθεί να τον παραδώσει οικιοθελώς, θα έπρεπε να τον πάρουν με το ζόρι! Παλιά μου τέχνη κόσκινο, που λέει κι ο λαός μας! 19 Το κινητό τηλέφωνο του πράκτορα χτύπησε την ώρα που κατευθυνόταν στο σημείο που του είχε υποδειχθεί από την αμερικάνικη πρεσβεία για να παραλάβει τον κατάλληλο εξοπλισμό, όπλα και διάφορες υποστηρικτικές συσκευές τελευταίας τεχνολογίας. Είχε αφήσει τον συνεργάτη του να παρακολουθεί το αγρόκτημα για να τον ενημερώσει για κάθε εξέλιξη. Κοίταξε το νούμερο και διαπίστωσε ότι ήταν από το γραφείο του προϊστάμενού του, του αρχηγού των μυστικών υπηρεσιών. Σπάνια τον έπαιρνε προσωπικά κι αυτό για ευνόητους λογούς. Επομένως, υπήρξε κάποια σημαντική εξέλιξη. Στάθηκε
149
ακίνητος σ’ έναν πεζόδρομο στο κέντρο της Αθήνας, απάντησε στην κλήση κι άκουσε τον προϊστάμενό του να τον ενημερώνει ότι μόλις είχε λάβει την έγκριση του πρόεδρου και ότι είχε το ελεύθερο να δράσει. Το επόμενο βήμα μετά την γνωστοποίηση της τοποθεσίας όπου βρισκόταν ο στόχος, ήταν η απαγωγή του. Συνήθης πρακτική για τις μυστικές υπηρεσίες της Υπερδύναμης. Έπρεπε όμως να τους παραδώσει τον νέο ζωντανό, πάση θυσία. Οι ζωές των άλλων ήταν αναλώσιμες και οι παράπλευρες απώλειες δικαιολογημένες, όπως του οδηγού του υπουργού, όχι όμως και του νέου. -Με λίγα λόγια έχεις την άδεια από πολύ ψηλά να κάνεις ότι χρειαστεί, μα ότι χρειαστεί, τόνισε, για να μας φέρεις τον νέο ζωντανό. Δεν μας νοιάζει αν εξουδετερώσεις ακόμη και την μισή ελληνική αστυνομία! Υπάρχει όμως και κάτι που πρέπει να ξέρεις, είπε ο προϊστάμενος κι έκανε μια μικρή παύση λίγων δευτερολέπτων. Ο πράκτορας κατάλαβε αμέσως ότι ο ανώτερος του δυσκολευόταν να του πει αυτό που ήθελε. Ήταν άνθρωπος που μιλούσε πάντα σταράτα και έξω απ΄ τα δόντια, για όλα τα ζητήματα, τώρα όμως προφανώς κάτι τον απασχολούσε. -Κοίτα, Μάικλ, ξέρεις ότι σε θεωρώ τον καλύτερο μου άντρα, έτσι; Έχεις προσφέρει τεράστιες υπηρεσίες στο κράτος μας και σου οφείλω τουλάχιστον την αλήθεια. Αυτή που δεν σου έκρυψα ποτέ, για καμιά αποστολή, σωστά, ρώτησε θέλοντας να τον προετοιμάσει για ότι θα ακολουθούσε. -Κύριε, δεν παραπονέθηκα ποτέ, έτσι δεν είναι; Κάνω αυτό που κάνω καλυτέρα και εσείς μένετε ικανοποιημένοι. Τι είναι αυτό που δυσκολεύεσαι τόσο να μου πεις, ρώτησε ευθέως ο πράκτορας. Και πήρε μια απάντηση που δεν θα φανταζόταν ποτέ. Άκουσε για τις υποτιθέμενες δυνάμεις, που διέθετε ο στόχος του και πληροφορήθηκε ότι κατά τα φαινόμενα ήταν περά για περά αληθινές. Δεν του αποκάλυψε την συνομιλία του πρόεδρου με τον πρωθυπουργό, παρά το ότι αυτή ήταν η επιβεβαίωση των υποθέσεων τους. Οι υποθέσεις είχαν πλέον μετατραπεί σε γεγονότα. Όσο περίεργο κι αν φάνηκε και στον ίδιο τον πράκτορα, στο άκουσμα της επιβεβαίωσης, ανατρίχιασε. -Είναι αλήθεια λοιπόν, οι φήμες των καναλιών, είναι αλήθεια, ρώτησε ψύχραιμα, αλλά ακόμη νιώθοντας δέος κι απορία. -Είμαστε σχεδόν σίγουροι. Ναι, είναι αλήθεια! Ήταν η σειρά του να σωπάσει. Προσπάθησε σε κλάσματα του δευτερόλεπτου να ερμηνεύσει την ύπαρξη αυτού του νέου, αλλά το μυαλό του συγκρούστηκε απότομα στο τείχος των ορίων του. Είχε δει και κάνει πολλά σ’ αυτή την ζωή, κυρίως αφαιρούσε ζωές, όμως του άρεσε και το διάβασμα, η γνώση. Όταν δεν εκτελούσε εν ψυχρό ένα παντελώς άγνωστο, άντρα ή γυναίκα, διάβαζε ποίηση και φιλοσοφία. Διάβαζε τα άγια βιβλία κι έψαχνε. Διάβαζε όσο περισσότερο μπορούσε και προσπαθούσε να λύσει τον γόρδιο δεσμό που είχε δημιουργηθεί μέσα του από την τραγική ημέρα που θυμάται τον εαυτό του. Την ίδια μέρα που ανακάλυψε και την θνητότητα του! «Πως είναι δυνατόν να υπάρχει Θεός και να αφήνει την Τύχη να καθορίσει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει, την ζωή και τον θάνατο των ανθρώπων; Κι αν υπάρχει Θεός κι έχει αυτή την διεστραμμένη αδιαφορία, δεν χρειάζεται κάποιον να δίνει νόημα στον θάνατο; Έναν εκπρόσωπο, που να δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα;» Ήταν εφτά χρονών, την δεκαετία του εξήντα στην Αμερική, όταν βίωσε από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο πατέρας του την απόλυτη τραγωδία. Καθόταν με την αδερφούλα του και παίζανε, με τον ίδιο κι απαράλλακτο τρόπο που το κάνουν όλα τα αδελφάκια. Την μια στιγμή τσακωνόταν και την αμέσως επόμενη τα έβρισκαν, πότε έτσι και πότε αλλιώς καθόλη την διάρκεια του ταξιδιού τους. Οι γονείς τους στα μπροστινά καθίσματα συζητούσαν γελώντας και ερωτοτροπούσαν. Η μαμά ήταν έγκυος
150
και αυτό είχε στείλει στα ύψη την ευτυχία όλης της οικογένειας. Ο μπαμπάς δούλευε σκληρά και τους πρόσφερε όσα περισσότερα μπορούσε. Ήταν μαχητής και σίγουρος νικητής στο παιχνίδι της επιβίωσης. Παρόλα αυτά, το τρακτέρ που πετάχτηκε σαν θηρίο ξαφνικά από τον χωματόδρομο είχε διαφορετική άποψη. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή και το αυτοκίνητο έγινε σμπαράλια. Ο μικρός έκλεισε τα μάτια του και ένιωσε μια έντονη ώθηση προς τα εμπρός. Η τελευταία εικόνα που αποτυπώθηκε στις αναμνήσεις του, στα χιλιοστά του δευτερόλεπτου που τα βλέφαρα του κατέβαιναν αυτόματα και πριν χτυπήσει πάνω στο κάθισμα της μαμάς, ήταν ο πατέρας του να απλώνει απεγνωσμένα το χέρι του προς τα πίσω. Μάλλον ήθελε να τους προστατέψει, αυτόν και την αδελφή του. Όχι την μητέρα τους, αλλά τα δυο του παιδιά. Την αθανασία του! Άνοιξε τα μάτια του, μετά από λίγο και κοίταξε γύρω του. Ήταν τρομοκρατημένος, τόσο όσο δεν θα ήταν ποτέ στην ζωή του, το κεφάλι του βούιζε κι έτρεμε σαν βρεγμένο κουτάβι, αλλά μετά από λίγο η ασφάλεια των συναισθημάτων του κάηκε και σε συναισθηματικό επίπεδο δεν ένιωθε τίποτε. Απλώς αντιδρούσε στις φωτογραφίες που τράβηξαν τα μάτια του με απάθεια. Γύρισε αμήχανα και είδε ότι η αδερφούλα του κείτονταν διπλά του ακίνητη και το κεφαλάκι της είχε μια αφύσικη θέση ως προς το κορμάκι της, σχεδόν είχε στραφεί εκατόν ογδόντα μοίρες, κι αν μπορούσε να δει, τα ματάκια της θα αντίκριζαν την πλάτη της. Το προσωπάκι της ήταν γαλήνιο και άσπρο, μόνο μια κόκκινη γραμμή, απ΄ την γωνία του χείλους της μέχρι το πηγουνάκι της, έδινε χρώμα στην ασπρόμαυρη εικόνα που θυμόταν ακόμη. Τα ορθάνοιχτα καστανά μάτια της διαμαρτυρόταν για την ζωή που δεν έζησε, τον έρωτα και την οικογένεια, τις απολαύσεις και τον πόνο, που δεν θα βίωνε ποτέ! Στράφηκε μπροστά και είδε την πλάτη της μητέρας του, η οποία είχε γίνει ένα με το μπροστι-νό μέρος του αυτοκινήτου και μόνο λίγες τρίχες από τα πλούσια μαλλιά της λικνιζόταν στο ελαφρύ αεράκι. Νόμιζε ότι πάλευαν να δραπετεύσουν απ’ το κρανίο της και να πετάξουν μακριά, να χαθούν. Αίματα παντού. Σάρκα και μέταλλο είχαν σχηματίσει μια αποτρόπαια σύνθεση. Η θέση του πατέρα του ήταν άδεια και το παρμπρίζ χιλιάδες κομμάτια διάσπαρτα μες το αυτοκίνητο και στο σώμα της μαμάς. Άνοιξε μηχανικά την πόρτα και βγήκε έξω. Είδε στα δέκα μέτρα μακριά, πίσω από το ακινητοποιημένο τρακτέρ, τον πατερά του. Έτρεξε γοργά προς το μέρος του, μην ακούγοντας την φωνή του έντρομου αγρότη που κοιτούσε το αποτρόπαιο θέαμα από το τρακτέρ του, και σταμάτησε στα αριστερά του ξαπλωμένου κορμιού του. Βρισκόταν μπρούμυτα στην άσφαλτο και είχε σπασμούς. Μικρού σπασμούς σαν ψάρι που ξεψυχάει. Άκουγε την ανάσα του αργή, μακρόσυρτη, βασανιστική. Το κεφάλι του ήταν γερμένο προς τα δεξιά, αγναντεύοντας τα ατέλειωτα χωράφια με το ψηλό καλαμπόκι. Μικρά ποτάμια αίματος κυλούσαν γύρω του. Πήγε αργά από την άλλη μεριά για να δει το πρόσωπο του. Είδε ένα κόκκινο συνονθύλευμα από οστά, δέρμα και κομμάτια γυαλιού με δυο μεγάλες κόκκινες κηλίδες να δεσπόζουν στην θέση των ματιών. Αισθάνθηκε να πατάει κάτι με το παπούτσι του και σήκωσε το πόδι του. «Τι είναι αυτό;» Έσκυψε και το πήρε. Ένα ασπροκόκκινο δόντι, μήκους τουλάχιστον τριών εκατοστών, αναπαύονταν πλέον στην παλάμη του. Ξανακοίταξε τον άντρα σφίγγοντας το πολύτιμο δώρο του στην γροθιά του. Η ανάσα του και οι σπασμοί σταμάτησαν ξαφνικά και οι μεγάλες κόκκινες κηλίδες του φάνηκε πως σκοτείνιασαν γοργά! Υπήρξε τότε ένας όρκος που σιγοψιθύρισε με κλαμένα μάτια το παιδικό του προσωπάκι: να μην προσκυνήσει ποτέ ούτε θεό, ούτε άνθρωπο! Τριανταπέντε χρόνια μετά έσφιξε στην γροθιά του, το φυλαχτό που είχε στο στήθος του,
151
ένα ολόλευκο δόντι, μήκους τριών εκατοστών, κρεμάμενο από μια λευκόχρυση αλυσίδα. Μια υποψία δακρύων τόλμησε να ανοίξει προσεκτικά την πόρτα καταπιεσμένων κι ανεπιθύμητων συναισθημάτων και την έκλεισε βίαια! Προσπαθούσε να βάλει τάξη στην χαοτική διαδικασία λειτουργίας του κόσμου μας. Υπήρχε μια συγκεκριμένη φράση που του άρεσε να λέει σε όσα από τα θύματα του είχε την δυνατότητα να το κάνει. «Ο θάνατός σου δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός. Εγώ βάζω τέρμα στην ζωή σου, μέσω μιας πλήρως ελεγχόμενης διαδικασίας!» Και έτσι ήταν. Είχε γίνει ο εκπρόσωπος ενός μυστήριου Θεού, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσε, αλλά ταυτόχρονα ποθούσε όσο τίποτα άλλο, περισσότερο κι από το τρυφερό κορμί μιας νεαρής παρθένας! -Μάικλ; -Δεν έχει σημασία ποιος είναι ή τι είναι! «Πολύ ωραία», σκέφτηκε ο αρχηγός του και ο πράκτορας ολοκλήρωσε: -Δεν έχει σημασία αν είναι ο Σούπερμαν ή ο Διάβολος! Σημασία έχει ότι όπως όλοι μας, θα έχει κι αυτός τις αδυναμίες του. Θα τις βρω και θα σας τον τυλίξω σε γιορτινό πακέτο, είπε σκεπτόμενος το κορίτσι με τα μακριά μαλλιά, που είχε δει στο αγρόκτημα και τρίβοντας με δύναμη το δόντι-φυλαχτό. 20 Ο υπουργός Δημόσια Τάξης ξύπνησε με ένα κεφάλι σαν καζάνι, πέντε περίπου ώρες αφότου τον εγκατέλειψαν οι απαγωγείς του. Η νύχτα είχε αρχίσει να πέφτει πάνω στην πόλη κι αυτός κατευθύνθηκε προς το αεροδρόμιο. Γνωστοποίησε το συμβάν στο αστυνομικό τμήμα του αεροδρομίου, το οποίο ανέλαβε να τον μεταφέρει, μετά από παράκληση του, στο Μέγαρο Μάξιμου και αφού προηγουμένως είχε ενημερώσει τον πρωθυπουργό τηλεφωνικά για την επικείμενη άφιξη του. Στο πρωθυπουργικό γραφείο, ο Πλάτων ενημέρωνε με ακρίβεια τον πρωθυπουργό για τις κρυφές σκέψεις, τις βλέψεις και τους στόχους του συμβούλου του. Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα απέναντι από το γραφείο και με σκυμμένο το κεφάλι άκουγε τον Πλάτων να εξιστορεί τα κατορθώματα του. Δεν τόλμησε ούτε μια φορά να σηκώσει το βλέμμα του, παρά περίμενε υπομονετικά. Από την άλλη, ο πρωθυπουργός και ο Οδυσσέας τον κοίταζαν υποτιμητικά, μην πιστεύοντας πως ένας «εφιάλτης» είχε τρυπώσει μέσα στην καρδιά της εξουσίας στην χώρα τους. Κάνεις απ΄ τους δυο τους δεν ήταν αφελής, αλλά η περιγραφή του Πλάτων, τους έκανε ενδόμυχα να νιώθουν σχεδόν ηλίθιοι. Ο Πλάτων τους ενημέρωσε για τις καθημερινές σχεδόν αναφορές που έδινε σε ένα άγνωστο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, χωρίς να έχει μιλήσει ποτέ ζωντανά ή έστω μέσω τηλέφωνου με τον πληροφοριοδότη του. Όλη η σχέση τους βασιζόταν σε ηλεκτρονικά μηνύματα, μια αθώα για τον κοινό πληθυσμό διαδικτυακή υπηρεσία. Στην περίπτωση του όμως, ήταν το διαβατήριο για μια καλύτερη ζωή, μια ζωή με πολλή χρήμα. Πληρωνόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, με μικρά ποσά για να μην γίνει αντιληπτός από την εφορία, από έναν υποτιθέμενο συγγενή στην Αμερική. Εκεί τον στρατολόγησε και ο εργοδότης του, λίγο πριν τελειώσει τις σπουδές του. Και στην συνέχεια ήρθε φυτευτός στην Ελλάδα, σαν σύμβουλος του πρωθυπουργού. -Τι έχεις να πεις για όλα αυτά, ρώτησε αυστηρά ο έκπληκτος πρωθυπουργός, υπό το άγρυπνο μάτι του Πλάτων, που συνέχιζε να σκαλίζει όλο και πιο βαθιά. -Ξέρω ότι είναι μάταιο να δικαιολογηθώ, αλλά ζητώ ειλικρινά συγνώμη, απάντησε με φωνή τρεμάμενη απ’ το στρες και την επίγνωση ότι όλα είχαν τελειώσει γι’ αυτόν και η ζωή του θα έπαιρνε τον κατήφορο, μπαίνοντας σε ένα τούνελ χωρίς προορισμό. Θα εξασφάλιζε με σιγουριά ότι αυτή θα ήταν η πορεία των πραγμάτων ο... σήκωσε λίγο το
152
κεφάλι του, ίσα-ίσα που να έχει στο οπτικό του πεδίο τον Πλάτων. Μπορείς να παρερμηνέψεις πολλές φορές το βλέμμα των ανθρώπων και τα συναισθήματα που αυτό υποδηλώνει, όχι όμως και το μίσος. Ποτέ το μίσος! Μίσος γέμισε την καρδιά και το μυαλό του εκείνη την στιγμή και δεν φοβήθηκε να το δείξει. Ο πρότερος φόβος είχε μετασχηματιστεί σε καθαρό, αγνό και συντριπτικό μίσος. Η λογική του υποχώρησε άτακτα πιεζόμενη απ΄ το διαρκώς αυξανόμενο, πρωτόγονο συναίσθημα. Τίποτα δεν είχε σημασία πλέον. Ούτε οι συγνώμες, ούτε το μέλλον, παρά μόνο η αναγκαστική εκδήλωση της έντονης επιθυμίας του. Σηκώθηκε απότομα, αρπάζοντας έναν χαρτοκόπτη πάνω απ΄ το γραφείο, κινούμενος άτσαλα και σοκάροντας με την απρόσμενη πράξη του τον πρωθυπουργό και τον Οδυσσέα, και κινήθηκε εναντίον του Πλάτων. Ο Οδυσσέας έκανε να τον σταματήσει όταν τον είδε να κοκαλώνει το ίδιο απότομα, όπως ξεκίνησε. Λες και ο χρόνος είχε σταματήσει γι’ αυτόν, έμοιαζε με μαρμάρινο γλυπτό. Ίσως μόνο ο Φειδίας θα μπορούσε να αναπαραστήσει την εμφανή κίνηση του σώματος και τον πανικό της έκφρασης. Ήταν ο Πλάτων όμως αυτός που είχε δώσει πνοή στο ζωντανό γλυπτό. Είχε αντιληφθεί την ολοένα αυξανόμενη πίεση μες το μυαλό του και μπορούσε σχεδόν με βεβαιότητα να προβλέψει τις πράξεις του, ακόμη και την στιγμή όμως, που διάβασε μέσα του το σχέδιο του μίσους του, θέλησε να του δώσει μια ευκαιρία. Κανένας άνθρωπος δεν είναι εκ των προτέρων ένοχος λόγω της επιθυμίας του να κάνει κακό, υπάρχει πάντα η δυνατότητα την ύστατη στιγμή να εκτρέψει το εαυτό του από τον δρόμο αυτό. Μόνο αυτός μπορεί να καθορίσει την αμετάκλητη στιγμή, όπου η επιθυμία γίνεται πράξη και το μέλλον παρόν. Η δικαιοσύνη και η σύγχρονη κοινωνία βεβαίως δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια, όμως ο Πλάτων την είχε και την εκμεταλλεύτηκε, προσφέροντας του μια και μοναδική ευκαιρία. Ο αγαλματένιος σύμβουλος στεκόταν εντελώς ακίνητος, όμως το μυαλό του ήταν λειτουργικό. Η λογική ξαναπήρε σταδιακά τα ηνία και οδήγησε το σώμα του στην πλήρη παράδοση, αντιλαμβανόμενη το μάταιο της προηγούμενης πράξης του. Ο Πλάτων του έδωσε τον έλεγχο και το κορμί του ζωντάνεψε με μιας, τα χέρια έπεσαν στα πλευρά του και το σώμα κάθισε στα γόνατα. Θύμιζε χιλιοπαιγμένη μαριονέτα. Ο πρωθυπουργός κοιτούσε έκπληκτος αδυνατώντας να εκφέρει την παραμικρή άποψη, το ίδιο και ο Οδυσσέας. Το γήπεδο ανήκε ολοκληρωτικά στον Πλάτων. -Κύριε πρωθυπουργέ, ζητώ ταπεινά συγνώμη, είπε ο γονατισμένος σύμβουλος και δάκρυα θλίψης έκαναν την εμφάνιση τους. Δεν πίστεψα ποτέ ότι θα έκανα κακό στην πατρίδα μου και θεωρώ ότι δεν έκανα. Το μόνο που ήθελαν από μένα ήταν να τους ενημερώνω για τα σχέδια σας, ώστε αν χρειαστεί να σας πιέσουν. Εγώ απλώς κατέγραφα στο μυαλό μου τις προθέσεις σας και ... Ποτέ δεν σας παρότρυνα να κάνετε το ένα ή το άλλο, έτσι δεν είναι; Κι όντως έτσι ήταν σύμφωνα με τον πρωθυπουργό. Ο σύμβουλος αυτός ήταν ίσως ο καλύτερος του, εκτελούσε άψογα τις εντολές του και ειλικρινά ποτέ δεν θυμόταν να τον οδήγησε με τον τρόπο του προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αυτό δεν μείωνε σε καμιά περίπτωση την προδοσία του, αλλά τουλάχιστον η συγνώμη του πρέπει να ήταν ειλικρινής. Ο μοναδικός τρόπος για να είναι σίγουρος ήταν ο Πλάτων και στράφηκε προς αυτόν. Το ίδιο έκανε και ο σύμβουλος, αντιλαμβανόμενος ότι η εξιλέωση του ήταν πλέον κοντά. Εκτός αν ο παράξενος νέος, έλεγε ψέματα. Ο Πλάτων κατένευσε επιβεβαιώνοντας και τους δυο τους. Ο σύμβουλος του χαμογέλασε λυπημένα κι έκλεισε τα μάτια, τα οποία ξαναπλυμμύρησαν, αυτή την φορά από δάκρυα λύτρωσης. Σήκωσε απότομα τον χαρτοκόπτη και τον έχωσε στον λαιμό του, όπου βυθίστηκε όπως το μαχαίρι στο βούτυρο. Το έστριψε βίαια, κι αντίθετα σε κάθε
153
ένστικτο, μες την σάρκα, ώστε να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα κι άρχισε να ουρλιάζει. Ο πρωθυπουργός και ο Οδυσσέας εμβρόντητοι είδαν ένα ποτάμι αίματος να κυλάει απ΄ το τραύμα και έσπευσαν να βοηθήσουν. Ο πρωθυπουργός στράφηκε στον Πλάτων με ένα βλέμμα μπερδεμένο, που ρωτούσε: «Εσύ το έκανες;» «Όχι!» «Γιατί δεν το σταμάτησες;» «Δεν είναι ο ρόλος μου, να αφαιρώ απ΄ τους ανθρώπους την δυνατότητα να κάνουν αυτό που θέλουν, να τους ακρωτηριάζω στερώντας τους την ελευθερία της επιλογής. Ίσως, ακόμη κι αν στρέφονται κατά των συνανθρώπων τους, πόσο μάλλον όταν αυτός στράφηκε κατ’ επιλογή κατά του εαυτού του. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, δεν είχα το δικαίωμα να του αρνηθώ αυτή την ελευθερία!» 21 Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης έφτασε στο Μέγαρο την ώρα που ένα ασθενοφόρο μετέφερε τον νεκρό σύμβουλο στο νεκροτομείο και πλήθος δημοσιογράφων είχε αρχίσει να μαζεύεται στην κεντρική είσοδο. Η θέα και μόνο του ασθενοφόρου τον προϊδέασε αρνητικά για ότι επρόκειτο να μάθει σε λίγο. Η αίσθηση ότι τα γεγονότα οδηγούνταν σε μια άγνωστη κορύφωση ήταν έντονη, σχεδόν έσφιγγε τα σωθικά του. Μπήκε στο πρωθυπουργικό γραφείο και είδε τους τρεις άντρες. Κοίταξε πρώτα τον πρωθυπουργό και τον Οδυσσέα και στην συνέχεια στράφηκε στον νεαρό, που κάθονταν διπλά στο παράθυρο. Αυτός σηκώθηκε ευθύς μόλις τον είδε και τον πλησίασε αργά. Αν και ενστικτωδώς, ίσως λόγο του απίστευτα ψυχρού βλέμματος που αντίκρισε, ο υπουργός πισωπάτησε, τελικά η συνείδηση του αποφάσισε ότι δεν υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Δεν ένιωσε κίνδυνο, αλλά αισθάνθηκε, εντελώς απρόσμενα, ασφαλής. Κοίταζε τον νεαρό στα μάτια και, καθώς αυτός του ανταπέδιδε το βλέμμα, για μια μοναδική στιγμή ένιωσε ότι ήταν μόνοι τους, οι δυο τους σε έναν δικό τους χωροχρόνο, αποκομμένοι από όλους τους άλλους. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ο Πλάτων κατένευσε, με τα χείλη του να προσπαθούν ανεπιτυχώς να σχηματίσουν ένα χαμόγελο, επιστρέφοντας διπλά στο παράθυρο και ο υπουργός προσγειώθηκε απότομα στον κοινό χωροχρόνο, έχοντας μόλις βιώσει την αίσθηση που αφήνει η πρώτη επαφή των ανθρώπινων αισθήσεων με τον Πλάτων, καθώς και το ξεφύλλισμα του ψυχικού του ημερολογίου, ίσως λίγο πιο έντονα από τους άλλους. Στράφηκε απορημένος στους άλλους δυο άντρες, που περίμεναν εναγωνίως να τους ενημερώσει. Σαστισμένος ακόμη τους είπε την εμπειρία που είχε, εστιάζοντας ιδιαίτερα στον παράξενο μαυροντυμένο άντρα, που δολοφόνησε ψυχρά τον οδηγό του. Κι ενώ τον άκουγαν, ο εγκέφαλος του Πλάτων προσπαθούσε ανεπιτυχώς να βρει κάποια στοιχεία που να μαρτυρούν την ταυτότητα του άντρα αυτού, την εικόνα του οποίου είχε ξεκάθαρα μες το μυαλό του, αφού την δανείστηκε από τον υπουργό. Δεν άκουσε ούτε λέξη, δεν είδε κανένα χαρακτηριστικό του, παρά μόνο την μαύρη δερμάτινη στολή και το μαύρο κράνος με το φιμέ τζάμι, πάνω στο οποίο αντανακλούσε η μορφή του υπουργού. Μια φρέσκια, αλλά θολή ανάμνηση του έδωσε τα μόνα στοιχεία, προς το παρόν. Παρακολούθησε τον άντρα να βγαίνει αστραπιαία απ’ το όχημα και να σημαδεύει. Η κάμερα των ματιών του υπουργού στράφηκε προς το πίσω παρμπρίζ και κάπου μακριά ο τρεχάμενος οδηγός σωριάστηκε ξαφνικά στο χώμα. Ένας εκπαιδευμένος δολοφόνος λοιπόν ήταν στο κατόπι του, έχοντας επίσης γνώση για την τοποθεσία του καταφυγίου του. Παρόλα αυτά δεν ανησύχησε ούτε για μια στιγμή για την Νεφέλη. Εκτός του ότι την
154
προστάτευαν πέντε από τους καλύτερους άντρες της χώρας, θεωρούσε ότι δεν θα γινόταν άμεσος στόχος για τον νέο διώκτη του. Ο τρόπος που είχε χειριστεί την κατάσταση με τον υπουργό μαρτυρούσε έναν άκρως πειθαρχημένο και εγκεφαλικό άνθρωπο. Έναν επαγγελματία, κατά πάσα πιθανότητα, με τεράστια εμπειρία. Η αστυνομία είχε ήδη περισυλλέξει το πτώμα του οδηγού και μαζί με τους δυο άντρες της ασφαλείας του υπουργού το άθροισμα γινόταν τρεις νεκροί συνολικά. Τρεις θάνατοι από έναν πράκτορα των εχθρών του. Ο Πλάτων ήταν σίγουρος ότι αυτό ήταν ο μαυροντυμένος άντρας. Ο υπουργός ενημερώθηκε για τον τέταρτο θάνατο από το πρωί, ο οποίος αν και αυτοκτονία έμοιαζε να προστίθεται σε μια ατελή ακόμη λίστα και κάθισε ξέπνοος σε μια καρέκλα κουνώντας το κεφάλι του. Το κλίμα ήταν τεταμένο και απεικονιζόταν ξεκάθαρα στα πρόσωπα των τριών αντρών, οι οποίοι, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσουν την κρισιμότητα της κατάστασης, πρόσβλεπαν στον Πλάτων για μια διέξοδο. Αυτός έδωσε την λύση σαν από μηχανής θεός. Τους εξήγησε ότι οι προβληματικές καταστάσεις διορθώνονται μόνο με τολμηρές αποφάσεις και άμεσες πρωτοβουλίες της πολιτικής ηγεσίας. Τέσσερεις νεκροί σε μια μέρα, ένας εκ των οποίων μες το γραφείο του πρωθυπουργού, σε συνέχεια της πομπώδους δικής του παρουσίασης από τα τηλεοπτικά, ραδιοφωνικά και διαδικτυακά μέσα της χώρας στην αρχή της εβδομάδας, απαιτούσαν πυγμή και ηγεσία. Δεν υπάρχει χώρος για επικοινωνιακά παιχνίδια σε συνθήκες αναβρασμού της κοινωνίας, παρά μόνο για ηγέτες, ικανούς να οδηγήσουν τα ποίμνια τους εκεί που πρέπει! -Δείτε την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σαν μια πολύ καλή αφορμή για την εκκίνηση της προσπάθειας μας, κύριε πρωθυπουργέ. Να είστε σίγουροι ότι τα έντονα κοινωνικά προβλήματα, τα οποία έχουν προκληθεί λόγω της οικονομικής κρίσης και τα οποία μαστίζουν τον λαό μας, όπως όλους τους λαούς, δεν θα αργήσουν να εκδηλωθούν με απρόβλεπτη μορφή. Σχεδόν σίγουρα με βία και κοινωνικές συγκρούσεις. Ο λαός δεν θα αντέξει, σ’ αυτήν την δύσκολη συγκυρία, την γνώση ότι η εξουσία του είναι διεφθαρμένη, δεν το έχει κάνει ποτέ στην ιστορία του είδους μας. Εσείς μπορεί να μην έχετε άμεσο φταίξιμο για τους θανάτους των αντρών του υπουργού, ούτε για τον σύμβουλο σας, έχετε όμως, αποκλειστικά, την πολιτική ευθύνη. Το ίδιο και εσείς, είπε απευθυνόμενος στον υπουργό. Κάθε πολιτικός άντρας έχει την ευθύνη για οτιδήποτε συμβαίνει στον τομέα εξουσίας του. Κι αυτό γιατί, αν και είναι αδύνατον να ελέγξει κάποιος όσα συμβαίνουν και όσα θα μπορούσαν να συμβούν στα σκαλοπάτια της εξουσίας κάτω από αυτόν, εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Αν δεν μπόρεσες εσύ να λάβεις τα κατάλληλα μέτρα, που θα απέτρεπαν το σημερινό συμβάν με την απαγωγή σου, κύριε υπουργέ, τότε πρέπει να βρούμε έναν καλύτερο, είπε και σώπασε. Ο υπουργός ταράχτηκε. Η μέρα είχε ξεκίνησε άσχημα και έκλεινε πηγαίνοντας κατά διαόλου. Μετά την ολιγόωρη απαγωγή του ακολουθούσε, κατά τα φαινόμενα, η παραίτηση του. Κοίταξε τον πρωθυπουργό με απορία. Προσδοκούσε μια κουβέντα υποστήριξης, ένα βλέμμα καθησυχασμού και ... Δεν είδε, ούτε άκουσε κάτι παρόμοιο. Ο πρωθυπουργός, αν και δυσκολευόταν, έβλεπε την λογική του Πλάτων. Μπορεί αυτό να αφορούσε και τον ίδιο, όμως είχε συμφωνήσει να τον στηρίξει σε όλες του τις επιλογές και θα το έκανε ακόμη κι αν του ανακοίνωνε ότι έπρεπε να παραιτηθεί. Εν τέλει ο υπουργός πείστηκε μέσα του ότι ίσως αυτό ήταν για το καλό της πατρίδας του. -Ποιος είναι αυτός, που θα μπορέσει να κάνει καλυτέρα την δουλειά από μένα, νεαρέ, ρώτησε με έκδηλη την θέληση να μάθει το σκεπτικό του Πλάτων. Ποιος θα μπορέσει να προβλέψει ένα γεγονός σαν κι αυτό, που συνέβη σε μένα και το οποίο, δεν μου το βγάζεις από το μυαλό ότι σχετίζεται άμεσα με σένα, ρώτησε με νόημα.
155
-Όλοι κι ο καθένας ξεχωριστά, κύριε υπουργέ. Λέγοντας «όλοι», εννοώ ότι όλοι οι Έλληνες πολίτες είναι ικανοί να κάνουν σωστά την δουλειά σας, την οποία πολιτική δουλειά. Πρέπει απλώς να τους δοκιμάσουμε κι ερχόμαστε έτσι στο «καθένας χωριστά». Ο καλύτερος και ικανότερος πολίτης πρέπει να πάρει την κατάλληλη θέση στην δεδομένη συγκυρία. Δεν μας υπόσχεται κάνεις ότι όντως θα είναι ο καλύτερος για την δουλειά που τον θέλουμε, αλλά αυτό δεν μένει παρά να αποδειχτεί στην πράξη. Μόλις έρθει σε γνώση μας ότι τελικά δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις προσδοκίες και τις δυσκολίες της πραγματικότητας, τον αλλάζουμε με κάποιον άλλο, ο οποίος φροντίζουμε να έχει κάποια επιπλέον χαρακτηρίστηκα, παράλληλα εννοείτε με την βελτίωση της γραφειοκρατικής διαδικασίας του συστήματος. Το σύστημα πρέπει να φτάσει σε ένα επίπεδο, όπου θα διεκπεραιώνει αυτόματα τις υποθέσεις, μέχρι του σημείου βεβαίως, όπου θα εμπλέκεται η πολιτική απόφαση. -Δηλαδή, μου λες ότι αυτή την στιγμή, πρέπει να βρούμε τον κατάλληλο για την θέση μου με συγκεκριμένα αξιοκρατικά κριτήρια, π.χ. επίπεδο μόρφωσης σχετιζόμενο με το αντικείμενο, πολιτική δράση ίσως, προηγούμενη εμπειρία κ.α. Σωστά; -Ακριβώς! Και επίσης αυτός θα προέρχεται από όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας … καθώς και των κομμάτων, έριξε την βόμβα και περίμενε τις αντιδράσεις. Οι δυο ισχυροί πολιτικοί άντρες πάγωσαν στο άκουσμα της τελευταίας του δήλωσης και στο ενδεχόμενο να χρειαστεί ή μάλλον να αναγκαστούν να συνεργαστούν με τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Βλέπετε, γαλουχημένοι στον πολιτικό στίβο, που δεν επιτρέπει άλλο από την ατέρμονη προσπάθεια του κάθε κόμματος να υπερασπιστεί πρώτα και πάνω απ’ όλα τα κλειστά κομματικά του συμφέροντα, αδυνατούσαν να διακρίνουν την πραγματικότητα που λέει ότι άνθρωποι έξυπνοι, ικανοί και με θέληση για προσφορά υπάρχουν παντού, σε κάθε ιδεολογικό χώρο της ελληνικής κοινωνίας. Ενώ ο Οδυσσέας, που δεν ήταν παρά ένας κατώτερος δημόσιος υπάλληλος, συμφώνησε μέσα του απολύτως με τον Πλάτων, αναγνωρίζοντας το αυτονόητο. Αυτό που μόλις είχε εκστομίσει δεν ήταν παρά η φωνή της κοινής λογικής, η από καιρό ξεχασμένη στο μεγαλύτερο κομμάτι του ανθρώπινου είδους, και πάνω απ’ όλα στην ελληνική κοινωνία, που δυστυχώς λίγη συγγένεια είχε πλέον με τους πρωτοπόρους αρχαίους έλληνες! 22 Η μεγάλη ξύλινη, και περίτεχνα σκαλισμένη, πόρτα άνοιξε και οι αντιπρόσωποι του Κεφαλαίου άρχισαν να μπαίνουν στο πολυτελές ψηλοτάβανο δωμάτιο, συζητώντας ψιθυριστά μεταξύ τους. Πήραν τις προκαθορισμένες θέσεις τους γύρω απ΄ το μακρόστενο, γυάλινο τραπέζι, αγνοώντας επιδεικτικά τον πρόεδρο της Υπερδύναμης που καθόταν σκεφτικός στο ένα άκρο του τραπεζιού. Αφού τακτοποιήθηκαν όλοι, σίγασαν απότομα και στράφηκαν συντονισμένα προς το μέρος του. Αυτός παραδόξως τους κοίταζε με θάρρος, όχι σαν τις προηγούμενες φορές, που τους κοιτούσε με ένα θλιβερό και συνάμα φοβισμένο βλέμμα, κάτι το οποίο έγινε γρήγορα αντιληπτό, προκαλώντας αν μη τι άλλο την απορία τους. -Λοιπόν; Τι έχεις για μας, ρώτησε ο άντρας απέναντι του, ο τραπεζίτης, που είχε αναλάβει τον ρόλο του οικοδεσπότη για σήμερα, με την χροιά της φωνή του σαφώς πιο μαλθακή από αυτήν που είχε ετοιμάσει και με όλα τα μάτια ακόμη καρφωμένα πάνω στον πρόεδρο. -Κοιτάξτε να δείτε, είπε με φωνή σταθερή, που δήλωνε ξεκάθαρα σιγουριά, η συνομιλία που είχα με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας πήρε μια απροσδόκητη τροπή. Ο μέχρι χθες ανθρωπάκος ψήλωσε, ψήλωσε ξαφνικά και ψήλωσε… πολύ, είπε και εκφράσεις έκπληξης μαζί με διάφορες ερωτήσεις αναδύθηκαν απ΄ την σιωπή.
156
-Τι εννοείς; -Πώς ψήλωσε; Τι... -Εννοώ ότι ένας πολιτικός, υποχείριο του συστήματος μέχρι σήμερα, ξαφνικά μετατράπηκε σε αυτόβουλο ον (σκέφτηκε θλιμμένα και τον εαυτό του)! Αρνήθηκε κατηγορηματικά να μας παραδώσει τον νεαρό και μάλιστα μου έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα. Αυτό δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε ένα συμπέρασμα, είπε και όλοι ασυναίσθητα έγειραν ελάχιστα εμπρός. Περίμεναν να ακούσουν αυτό, που δεν τολμούσαν να σκεφτούν. Οι φήμες είναι αληθινές, είπε γρήγορα. Ο νέος αυτός έχει κάποιες υπερδυνάμεις! Είδε πρόσωπα σκέφτηκα κι απορημένα, με μάτια έκπληκτα να ψάχνουν δίπλα τους για ένα αποκούμπι, μιας και παρά την προσπάθεια να φανούν ψύχραιμοι, η ανησυχία τους ήταν έκδηλη. Η επιβεβαίωση των φόβων τους δεν ήταν μια ρεαλιστική εκδοχή για τους περισσότερους εκεί μέσα από την πρώτη τους συνάντηση και μετά. Θεωρούσαν οι περισσότεροι την ύπαρξη ενός τέτοιου ανθρώπου στατιστικά απίθανο και είχαν πάρει πολύ ελαφρά το νέο, κάποιο λάθος πρέπει να είχε κάνει σίγουρα ο πληροφοριοδότης τους. Περίμεναν με βεβαιότητα την διάψευση των υποθέσεων και την ενασχόληση, επιτέλους, με τα πραγματικά τους ζητήματα Κι όμως τα πράγματα πήγαιναν κάπου, όπου οι πιο διορατικοί εκεί μέσα έβλεπαν, αλλά απεχθάνονταν με κάθε τρόπο. Ο τραπεζίτης προσπάθησε να ηρεμήσει τα πνεύματα των ανήσυχων ομοϊδεατών του. -Πως είσαι σίγουρος; Τι πληροφορίες έχεις, ρώτησε και όλα τα κεφάλια στράφηκαν και πάλι προς τον πρόεδρο, κοιτώντας τον αυτή την φορά με μια κρυφή ελπίδα. Αυτός φρόντισε να την σκοτώσει άμεσα, εν μέρη νιώθοντας μια θριαμβευτική ικανοποίηση γι’ αυτό. Βλέπετε ένιωθε ήδη ότι αυτός ήταν μπροστάρης πλέον και όλοι μες το δωμάτιο θα ακολουθούσαν, γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Τόσα χρόνια διαταγών, πιέσεων και προσβολών είχαν γεμίσει την ψυχή του με υπομονή. Η εκδίκηση είναι όντως ένα πιάτο που σερβίρεται κρύο, παγωμένο και σε ακατάλληλη στιγμή! -Ποιά άλλη εξήγηση έχετε εσείς για την προσβλητική συμπεριφορά του πρωθυπουργού, εκτός της γνώσης ότι έχει έναν νεαρό με αυτές τις εξωπραγματικές δυνάμεις στο πλευρό του. Πως θα νιώθατε αλήθεια όλοι σας εάν δίπλα σας είχατε έναν νέο με την ικανότητα να εκτοξεύει μια πανίσχυρη δύναμη απ’ τα χέρια του, κι ακόμη περισσότερο να ελέγχει τα μυαλά των ανθρώπων; Εγώ πάντως θα ήμουν τουλάχιστον εκστασιασμένος! Επίσης ποιά εξήγηση έχετε για το γεγονός ότι ο άνθρωπος μας μέσα στο στενό κύκλο του πρωθυπουργού, αυτοκτόνησε μέσα στο πρωθυπουργικό τους μέγαρο σήμερα; Πριν από λίγο μας ενημέρωσε η πρεσβεία μας στην Αθήνα, ότι ένα ασθενοφόρο παρέλαβε τον σύμβουλο νεκρό. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις είναι καθαρή αυτοκτονία, αλλά εγώ έχω πολύ διαφορετική γνώμη, είπε και η κεραμίδα που τους πέταξε χτύπησε άγρια το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τους. Οι παρευρισκόμενοι άκουγαν άφωνοι τον πρόεδρο και οι καρδιές όλων τους ξεκίνησαν να χτυπούν γρηγορότερα. Έπρεπε να στείλουν επιπλέον αίμα στους δοκιμαζόμενους εγκεφάλους τους. Δυο-τρεις άναψαν το απαραίτητο τσιγάρο-αγχολυτικό και μερικοί άλλοι σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς το πλούσιο μπαρ του δωματίου. Ένα ποτό, και μάλιστα της καλύτερης ποιότητας, ήταν ότι πρέπει την συγκεκριμένη στιγμή. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη και η υποψία μιας ανεπιθύμητης και δύσκολης δοκιμασίας αιωρούνταν πάνω απ’ τα κεφάλια τους. -Ποια δύναμη πιστεύετε ότι οδήγησε έναν νέο άνθρωπο, με όλη την ζωή μπροστά του και μάλιστα υπό τις καλύτερες συνθήκες, στην αυτοκτονία, συνέχισε ο πρόεδρος. Δούλευε σαν πληροφοριοδότης μας τα τελευταία πέντε χρόνια, όλα δίπλα στον πρωθυπουργό τους και αυτοκτόνησε μες το γραφείο του, μόλις μια εβδομάδα από την εμφάνιση αυτού του ανθρώπου! Σύμπτωση;
157
Σχεδόν όλοι ήταν ξαφνικά πεπεισμένοι ότι οι δυνάμεις του νεαρού ήταν γεγονός. Κι ακόμη χειρότερα, αυτός δεν ήταν υπό τον έλεγχο τους. Ποιός ξέρει ποιόν δρόμο θα τραβούσε; Θα τον έβρισκαν άραγε απέναντί τους; Περίπου είκοσι πανίσχυροι άντρες μες το δωμάτιο, εκπρόσωποι γιγάντιων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων σε όλο τον κόσμο δημιούργησαν τρία-τέσσερα πηγαδάκια, συζητώντας μεταξύ τους. Μόνο ένας έκατσε μόνος του, σκεφτικός, με τα χέρια αγκαλιασμένα στις γροθιές και μάτια σφαλιστά. Αδυνατούσε κι αυτός να εξηγήσει το γεγονός της ύπαρξης του νέου. Στο σημείο όμως που στον άνθρωπο σταματάει η γνώση κι η λογική, αρχίζει η πίστη! -Έχει ειπωθεί ότι ένα Θηρίο θα γεννηθεί στον κόσμο των ανθρώπων, είπε μετά από λίγα λεπτά ο κληρικός, με τα μάτια ακόμη κλειστά και όλοι σταμάτησαν τις συζητήσεις στα πηγαδάκια τους και στράφηκαν προς το μέρος του, αισθανόμενοι μια ψύχρα απορρέουσα απ’ τον απόκοσμα σοβαρό τόνο της φωνής του. Ένα Θηρίο, που θα μοιάζει με άνθρωπο, αλλά δεν θα είναι. Ένα θηρίο, με υπεράνθρωπες δυνάμεις, που στόχος του θα είναι η υποδούλωση του ανθρώπινου είδους, θα έχει εικόνα γοητευτική, που μπρος της θα γονατίζουν όλοι και που θα προσπαθήσει να καταλάβει σταδιακά την εξουσία πάνω στον πλανήτη. Τα λόγια του προκάλεσαν αναταραχή. Οι ακροατές του δεν ήξεραν τι να πουν και τι να κάνουν. Τα σοκ διαδέχονταν το ένα το άλλο. Τι εννοούσε ο αιδεσιμότατος; Μήπως ότι ο νεαρός είναι το Θηρίο, που μόλις τους περιέγραψε; Μα είναι δυνατόν να λέγονται τέτοια πράγματα. Αυτά είναι παραμυθάκια για μικρά παιδιά. Ή μήπως όχι; Ο κληρικός συνέχισε απτόητος. -Θα γοητεύει τον κόσμο και θα είναι γλυκομίλητος στην αρχή. Ο πρωθυπουργός τους είναι το πρώτο θύμα της γοητείας του. Θα κάνει και πολλά καλά, για να πείσει κι άλλους, όσους περισσότερους μπορεί. Θα... -Ανοησίες, διέκοψε φωνάζοντας ο τραπεζίτης. Αιδεσιμότατε, δεν είμαστε το ποίμνιο σου και εδώ δεν είναι ο άμβωνας σου. Τι μαλακίες μας περιγράφεις; Αλήθεια πιστεύεις αυτά, που λες; Για το … Θηρίο και το πώς θα καταλάβει τον κόσμο, ρώτησε περιπαικτικά. Οι υπόλοιποι στράφηκαν πάλι στον αιδεσιμότατο, αναμένοντας την απάντηση του. Το ίδιο έκανε και ο πρόεδρος, στην καρδιά του οποίου τα λόγια του ήχησαν σαν απαγγελία αγγέλων, σαν το πολυπόθητο κάλεσμα από ψηλά! -Εγώ … ναι τα πιστεύω ακράδαντα αυτά που λέω, ειδάλλως δεν θα τα έλεγα, αγαπητέ, είπε με γαλήνη. Δεν κάνω τίποτα περισσότερο απ’ το να ερμηνεύω τα γεγονότα με βάση τις Γραφές. Και οι Γραφές είναι ξεκάθαρες. Μόνο όποιος εθελοτυφλεί δεν βλέπει τα πραγματικά γεγονότα, τόνισε κοιτώντας τον τραπεζίτη. Έχεις εσύ κάποια διαφορετική εξήγηση για την ύπαρξη αυτού του νέου, τον ρώτησε. Μπορείς να μας φωτίσεις, εξηγώντας μας την ύπαρξη αυτών των δυνάμεων, που μόλις μας περιέγραψε ο πρόεδρος; Έλεγχος του μυαλού και θανατηφόρα δύναμη από τα χέρια; Σαν θαύματα δεν ακούγονται όλα αυτά; Μπορείς να μας πεις τον λόγο, για τον οποίο ένας αρχηγός κράτους, αλλάζει πρόσωπο, και στρατόπεδο κατά τα φαινόμενα, απ’ την μια στιγμή στην άλλη; Επίσης, αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να είναι τριάντα χρονών, σωστά; Όσο ακριβώς ήταν κι ο Χριστός όταν ξεκίνησε την δράση του κι όσο έχουν προβλέψει οι προφητείες, είπε απευθυνόμενος στον πρόεδρο. Αυτός ένευσε θετικά. Ο τραπεζίτης, όπως και οι υπόλοιποι εκεί μέσα, άρχισε να το ξανασκέφτεται. Κι όχι γιατί ήταν θρήσκος, όχι, όχι, δεν ενδιαφέρονταν ποτέ ιδιαίτερα για την θρησκεία. Αλλά διότι στην αίθουσα υπήρχαν δύο και όχι ένας θεός! Εκτός από τον θεό της θρησκείας, υπήρχε και ο θεός της σύγχρονης εποχής, το Χρήμα. Αν αλήθευαν τα λόγια του αιδεσιμότατου, τότε κινδύνευαν και οι δυο θεοί. Κινδύνευε η άρχουσα τάξη αυτού του κόσμου!
158
-Τι προτείνεις λοιπόν; Τι πρέπει να κάνουμε; Αν αυτό που λες αληθεύει, τότε πώς θα εξοντώσουμε αυτό το … Θηρίο; Ο αιδεσιμότατος, υπό το άγρυπνο βλέμμα του προέδρου, σκέφτηκε τα λόγια του καλά και είπε αποφασιστικά, με φωνή που δεν σήκωνε αμφιβολίες: -Θα περιμένουμε και παράλληλα θα οργανωθούμε! Σύμφωνα με τις γραφές, έχουμε τρία χρόνια μπροστά μας. Στο τέλος του τρίτου χρόνου θα αποκαλυφθεί στον κόσμο, όπως πραγματικά είναι, ο Άνθρωπος της Αμαρτίας, ο Υιός της Απώλειας! Ζούμε σε ιστορικές εποχές, συνέχισε συνεπαρμένος και κοιτώντας ψηλά, προς έναν αόρατο θεατή. Το τέλος της Ιστορίας πλησιάζει. Πρέπει να αντισταθούμε στο Θηρίο και να προετοιμάσουμε την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας. Έχουμε την μοναδική και μαγευτική ευκαιρία να γίνουμε βασιλιάδες στο βασίλειο, που θα εγκαθιδρύσει ο Κύριος μας, είπε γεμίζοντας τις μπαταρίες της ματαιοδοξίας του. Αρκεί να εξοντώσουμε το Θηρίο, να εξοντώσουμε τον Αντίχριστο, είπε με τα μάτια όλων των λύκων καρφωμένα στον νέο τους αρχηγό! Αυτόν που όλοι μες το δωμάτιο έλπιζαν, αν και με δυσπιστία, ότι θα τους γλύτωνε από τα χειρότερα. 23 -Καλέστε τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, κύριε πρωθυπουργέ. Πρέπει να κάνει μια έκτακτη ενημέρωση προς τους δημοσιογράφους, στην οποία θα εξηγήσει με κάθε ειλικρίνεια τα σημερινά γεγονότα και θα γνωστοποιήσει ότι θα εκφωνήσεις ένα ιστορικό διάγγελμα στον ελληνικό λαό. Αύριο το μεσημέρι στο διάγγελμα θα ανακοινώσεις την αλλαγή πορείας της χώρας, θα ανακοινώσεις άμεσο ανασχηματισμό περιλαμβάνοντας στην κυβέρνηση τα καλύτερα άτομα, από κάθε κόμμα, κλάδο και τάξη του έθνους. Θα καλέσεις συστράτευση όλων των δυνάμεων, για μια νέα πορεία προς το αύριο! Ο Οδυσσέας, αν και συγκρατήθηκε στην αρχή, ένιωσε μια απίστευτη επιθυμία να χειροκροτήσει τον Πλάτων. Τα λόγια του άγγιξαν λεπτές χορδές ακριβώς στην καρδιά των επιθυμιών του, όπως και του κάθε πολίτη αυτής της χώρας. Τελικά δεν άντεξε και έκανε πράξη την επιθυμία του. Ο πρωθυπουργός παρέμενε προβληματισμένος στο άκουσμα της επιταγής του Πλάτων, αλλά η αυθόρμητη αντίδραση του Οδυσσέα μετρίασε την ανησυχία του. Αυτή ήλπιζε να είναι η αντίδραση όλων μετά το αυριανό διάγγελμα. Ήξερε ότι αυτό ήταν ουτοπικό να το ζητάει, μιας και η αμφισβήτηση θα προερχόταν στην αρχή από το ίδιο του το κόμμα και στην συνέχεια από σύσσωμη την αντιπολίτευση, που στην ομιλία του θα διέκρινε τον απόλυτο κίνδυνο για την επιβίωση της. Η αλήθεια είναι ότι τα κόμματα, ως πολιτικοί οργανισμοί, ενδιαφέρονται πρωτίστως για την επιβίωση τους. Κατά βάθος δεν τα νοιάζει το συμφέρον της πατρίδας, την οποία υποτίθεται ότι υπηρετούν, γιατί συνήθως τα συμφέροντα τους συγκρούονται. Πρώτα έρχεται το καλό της παράταξης, την οποία υπηρετούν υπάκουα στρατιωτάκια και στην συνέχεια το καλό του έθνους, το οποίο πρέπει πάση θυσία να ακολουθήσει τον δρόμο τους. Ατομικά συμφέροντα με συλλογική συνείδηση, στην οποία επικρατεί το συμφέρον του ισχυρότερου, ο οποίος συνήθως βρίσκεται εκτός, αλλά επηρεάζει σαφώς, αποτελούν τα δομικά στοιχεία ενός σύγχρονου κόμματος. Αυτό όμως επρόκειτο να αλλάξει. Η εξελικτική μετατροπή του κόμματος σε οργανισμό παραγωγής ιδεών, πολιτικά εφικτών, με στόχο, πάνω και έξω από την επιβίωση του σαν οντότητα, μόνο την εφαρμογή των θεωριών του, ήταν στα σκαριά. Ένα τεράστιο εξελικτικό άλμα θα γινόταν στην βάση θεωριών ήδη ειπωμένων, εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Το κράτος δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να χρειάζεται τα κόμματα για να λειτουργήσει. Το κράτος είναι ένα όχημα, το οποίο πρέπει να μπορεί να μας πάει παντού με ασφάλεια. Τα κόμματα χρειάζονται μόνο για να δείχνουν το καθένα τον τελικό
159
προορισμό και την διαδρομή που θεωρούν καλύτερη. Είναι στο χέρι του λαού να αποφασίσει την κατεύθυνση! Ο Πλάτων αντιλήφθηκε τις αμφιβολίες του πρωθυπουργού και θέλησε να τον καθησυχάσει. Τόνισε με το αυστηρό ύφος καθηγητή πανεπιστημίου ότι ήταν καιρός να γυρίσουν στις γνήσιες αρχές της Δημοκρατίας. Απαραίτητο βήμα γι’ αυτό ήταν οι πολιτικοί να επιστρέψουν στην φυσική τους θέση, αυτή του υπηρέτη του λαού. -Κανείς δεν πρέπει να πανηγυρίζει, όταν ψηφίζετε απ’ τον λαό για μια κυβερνητική θέση. Γιατί εκτός της τιμής που του γίνετε υπάρχει και μια καθοριστική συνέπεια για την ζωή του. Αυτή παύει να είναι ιδιωτική και γίνετε κτήμα του λαού τον οποίο αυτός ζήτησε να υπηρετεί. Προσέξτε, κανείς δεν αναγκάζει κάποιον να ασχοληθεί με τα κοινά, αυτό αποτελεί μια καθαρά προσωπική επιλογή, επομένως είναι υποχρεωμένος να υποστεί τις συνέπειες της επιθυμίας του. Ποιές είναι αυτές οι συνέπειες, του συγκεκριμένου Γολγοθά, κύριε πρωθυπουργέ, ρώτησε ο Πλάτων και τα πρόσωπα του υπουργού και του Οδυσσέα, που άκουγαν προσηλωμένοι στράφηκαν ταυτόχρονα. Ο πρωθυπουργός προσπάθησε να αναλογιστεί το ζήτημα, που είχε τεθεί, απ’ όλες τις πλευρές. Γινόταν ξεκάθαρο ότι ο νεαρός απέναντι του ζητούσε κάτι περισσότερο από μια αλλαγή πολιτικής. Του φάνηκε ότι ήθελε κάτι περισσότερο, κάτι πολύ μεγαλύτερο, κάτι που αυτός ήταν αδύνατο να του προσφέρει. Έδιωξε την σκέψη αυτή, πριν προλάβει να γίνει κτήμα του, υπό το αδυσώπητο βλέμμα του Πλάτων. -Πλήρη αφοσίωση. Ελάχιστος ελεύθερος χρόνος. Θυσία του ατομικού για το συλλογικό, είπε με παύσεις. -Ακριβώς αυτές, είπε γελαστός ο Πλάτων. Μόνο τότε, μόνο όταν δεχθεί ο πολιτικός αυτές της συνέπειες της πράξης του, μπορεί να ζητάει με θάρρος και θράσος την μέγιστη εξουσία, μέσω της οποίας θα οδηγήσει τον λαό του στο αύριο. Μόνο τότε αξίζει να γίνει ο Ηγεμόνας του. Είστε έτοιμοι γι’ αυτό, κύριοι, ρώτησε αυστηρά. 24 Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διάβασε, σχεδόν απρόθυμα, το λόγο που του είχαν ετοιμάσει λίγο πριν τα μεσάνυχτα και ένα κύμα συζητήσεων κι ερμηνειών για το ιστορικό διάγγελμα αλλαγής πορείας της χώρας και τα επακόλουθα απλώθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα σε όλη την επικράτεια. Στα κανάλια, με έκτακτες εκπομπές και αναλύσεις των δημοσιογράφων και των καλεσμένων τους, στα κομματικά επιτελεία απ’ τα κομματόσκυλα, που έψαχναν τρόπους αντιδράσεις σε κάθε πιθανή πρωτοβουλία του πρωθυπουργού, αλλά και στα σπίτια και τις κάθε είδους συγκεντρώσεις από τους πολίτες. Ποτέ πριν δεν είχε γίνει τέτοια παρέμβαση απ’ την κυβέρνηση, τα μεσάνυχτα, μες το σκοτάδι. Τι ετοίμαζαν άραγε; Σχεδόν ένιωθες την ένταση όλων στον ζεστό αέρα της νύχτας και την προσμονή για το άγνωστο αύριο. Αντιθέτως, η Νεφέλη, αισθανόμενη μια γλυκιά νύστα, είχε ξαπλώσει από νωρίς στο δωμάτιο του πρώτου ορόφου. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο τον Πλάτων, ένιωθε τόσο γεμάτη απ’ τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, που ένιωσε την κούραση, κυρίως ψυχική και ελάχιστα σωματική, να την σκεπάζει. Νιώθοντας σίγουρη και ασφαλής αφέθηκε πάνω στο κρεβάτι, χωρίς καμιά έγνοια να ταλαιπωρεί το ρομαντικό της μυαλό. Η αυγουστιάτικη ζέστη σε συνδυασμό με την υγρασία δημιουργούσαν αποπνικτική ατμόσφαιρα, κάτι όμως που δεν φαίνονταν να την απασχολεί ιδιαίτερα. Φορώντας μόνο τα εσώρουχα της, άνοιξε χέρια και πόδια, θυμίζοντας τον βιτρούβιο άνθρωπο του Ντα Βίντσι, και αγνάντευε τον ξάστερο νυχτερινό ουρανό έξω απ΄ το ανοιχτό παράθυρο με μόνο εμπόδιο την ελαφρώς λιμνάζουσα κουρτίνα. Αποκοιμήθηκε αθόρυβα, σαν μωρό παιδί.
160
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και όμορφες εικόνες αναδύθηκαν απ΄ το ασυνείδητό της ταξιδεύοντας την σε έναν κόσμο διαφορετικό. Αυτή και ο Πλάτων κείτονταν γυμνοί στο κρεβάτι ενός ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας (μάλλον σ’ αυτό που βρισκόταν λίγα εικοσιτετράωρα πριν). Την φιλούσε σε ολόκληρο το σώμα της και η ηδονή κυρίευσε το είναι της. Είχε παραδοθεί στην θέληση του. Αχ, πόσο τον ποθούσε! Τα χάδια του την τρέλαιναν κυριολεκτικά. Σπαρταρούσε στα χέρια του κι ένοιωθε μοναδική. Το κορμί της ήταν δικό του, χάρισμά του. Δεν την ένοιαζε τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτός και η αγνή ηδονή, που της είχε προσφέρει τόσο ενστικτωδώς απροκάλυπτα! Έξω απ’ το όνειρο, πίσω στο δωμάτιο του πρώτου ορόφου, η Νεφέλη άρχισε να χαϊδεύει τον εαυτό της. Γύρισε στο πλάι, έκλεισε τα πόδια της και τα χέρια της χώθηκαν στην πιο ερωτογενή κι ασυνείδητη ζώνη του σύμπαντος. Η ανάσα της επιτάχυνε λίγο και οι κινήσεις της έγιναν πιο έντονες και πιο βίαιες, δαγκώνοντας γλυκά το κάτω χείλος της. Γυρνώντας ξανά στο όνειρο, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου φιλιόντουσαν παθιασμένοι, γονατισμένοι πάνω στο κρεβάτι. Τα χέρια του Πλάτων ταξίδευαν σε όλη την επιφάνεια του κορμιού της, σε κάθε εκατοστό. Τώρα είχε τα δυο του χέρια στα οπίσθιά της και την έσφιγγε πάνω του. Αυτή χάιδευε τα μαλλιά του και άρχισε να τον σφίγγει όλο και πιο δυνατά. Το πάθος τους ξεχείλιζε και ο ιδρώτας τους μετατράπηκε σε υλικό ένωσης των δύο κορμιών. Τα νεανικά και σφριγηλά της στήθη γλιστρούσαν απαλά πάνω στο καλοσμιλεμένο του στέρνο. Το χέρι της γλιστρούσε πάνω στην πλάτη του, σαν παγωτό που λιώνει. Τον έσφιξε ακόμα πιο κοντά της, πιέζοντας στην πλάτη του τα νύχια της τα οποία οδήγησε αργά προς τα πλούσια μαλλιά του. Ο Πλάτων μόρφασε απ΄ τον πόνο, χωρίς όμως να βγάλει μιλιά. Οι κοιλιές τους ακουμπούσαν η μία πάνω στην άλλη και οι δυο εραστές έμειναν ακίνητοι μετά από λίγο να κοιτιούνται βαριανασαίνοντας, με τα χέρια του καθενός μπλεγμένα στα μαλλιά του άλλου. Η ευωδιαστή εκπνοή του χτύπαγε τρυφερά το πρόσωπο της και αυτή ένιωθε ότι ξεφυσώντας πάνω της της έδινε ζωή. Την κοίταζε με ένα παράξενο μειδίαμα, που θύμιζε χαμόγελο. Κοίταξε αργά προς τα κάτω κι η Νεφέλη από περιέργεια τον μιμήθηκε. Είδε ξαφνικά ότι οι δύο κοιλιές τους είχαν ενωθεί και κατά ένα περίεργο τρόπο ήταν πλέον ένα, σαν σιαμαία αδερφάκια ενωμένα μόνο στην κοινή τους κοιλιά. Σήκωσε έντρομη το πρόσωπο της και τώρα της χαμογελούσε. Η κοιλιά τους ήταν ενωμένη και ... κινούνταν. Αμυδρά μεν, αλλά κινούνταν. Ο Πλάτων τραβήχτηκε ξαφνικά κι άθελα του, από μια ανώτερη δύναμη, πιο δυνατά πάνω της στην ενιαία τους κοιλιά, αλλά με το κεφάλι και τα χέρια του τραβηγμένα προς τα πίσω. Η Νεφέλη τρόμαξε. -Μην φοβάσαι, της ψιθύρισε φέρνοντας με κόπο τα χείλη του δίπλα στο αυτί της. Η Νεφέλη σταμάτησε τα ερωτικά της χάδια και μαζεύτηκε κουβάρι, αγκαλιάζοντας με τις παλάμες της την κοιλιά της και το όνειρο συνέχισε. Ένιωθε την δροσερή του ανάσα στο κάτω μέρος του λαιμού της. Τον αγκάλιαζε δυνατά κι όμως τον ένιωθε να της φεύγει, γλιστρώντας εύκολα απ΄ το άγγιγμα της. Σαν σε παραίσθηση αισθάνθηκε ξεκάθαρα ότι μίκραινε στην αγκαλιά της. Η κοιλιά της έκανε ρυθμικές κινήσεις, που θύμιζαν φίδι την στιγμή που καταπίνει το θήραμά του. Η σκέψη αυτή πυροδότησε τον πανικό της. Τον κοίταξε και για μια και μόνη στιγμή πρόλαβε να τον δει, πριν εξαφανιστεί μέσα της, χαρούμενο. Το πρόσωπό του έλαμπε. Έμοιαζε τόσο ευτυχισμένος. Μετά, στην διάρκεια ενός βλεφαρίσματος χάθηκε και η έρπουσα κοιλιά της, αφού ταλαντεύτηκε για λίγο σαν μπαλόνι γεμάτο νερό, σταμάτησε να κινείται. Έμεινε ακίνητη, αλλά εμφανώς παραμορφωμένη. Ήταν ολοστρόγγυλη, σαν μπάλα του μπάσκετ. Φάνταζε τεράστια στα μάτια της. Η Νεφέλη την χάιδεψε διστακτικά και διαπίστωσε ότι ήταν ζεστή και ... κάτι κινούνταν μέσα της.
161
Τότε κατάλαβε και άνοιξε ήρεμη για λίγο τα μάτια της, στο κρεβάτι του πρώτου ορόφου αγναντεύοντας το φως των αστεριών έξω απ’ το παράθυρο. Οι παλάμες της χάιδευαν ήρεμα την επίπεδη κοιλίτσα της, η οποία θα μεγάλωνε σιγά σιγά, καθώς οι μήνες θα ταξίδευαν μπροστά. Απροσδόκητα γαλήνια με την γνώση αυτή, ξαναφέθηκε στον γλυκό της ύπνο. Δεν σκεφτόταν τίποτα, αλλά ένοιωθε υπέροχα και απολύτως πλήρης. Ολοκληρωμένη! Κι ο σπόρος μέσα της μεγάλωνε!
162
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ
1 Μπήκε στο δωμάτιο λίγη ώρα, αφότου η Νεφέλη αποκοιμήθηκε βαθιά. Ξάπλωσε δίπλα της, παρακολουθώντας την γαλήνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της. Παρατηρώντας την, ένιωσε μέσα του ότι το κορίτσι δίπλα του ήταν πραγματικά ευτυχισμένο έτσι όπως τα χείλη της σχημάτιζαν μια υποψία χαμόγελου και ανίχνευσε με σιγουριά ότι η αιτία γι’ αυτό ήταν αυτός. Η παρουσία του και η αγάπη του. Αναρωτήθηκε με θλίψη αν αυτό είναι αρκετό, όχι μόνο για την Νεφέλη, αλλά για όλους τους ανθρώπους. Κατανοούσε ότι η αγάπη δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα βιολογικό μηχανισμό, ο οποίος έχει σαν μοναδική αποστολή να φέρει κοντά τους άντρες με τις γυναίκες με στόχο την αναπαραγωγή. Αρχαίες ουσίες, που βρίσκονται στους εγκεφάλους μας προκαλούν αυτή την υπέροχη αίσθηση, την αρμονία και την σιγουριά της ασφάλειας! Σε τελική ανάλυση μήπως αυτός δεν είναι ο απόλυτος στόχος κάθε ανθρώπινου όντος; Η αγάπη! Όχι, όμως γενικά κι αόριστα, αλλά η ολοκληρωτική αγάπη ενός διαφορετικού ανθρώπου, που ξεκινώντας σαν ένας άγνωστος καταλήγει σταδιακά να χαρίζει στιγμές ευτυχίας σε μια πορεία, αναμενόμενης δυστυχίας, που καταλήγει στον θάνατο; Η έστω και προσωρινή κατάργηση της μοναξιάς του θανάτου! «Ερχόμαστε μόνοι και φεύγουμε μόνοι!» Στο ημίφως του αυγουστιάτικου φεγγαριού παρατήρησε το γυμνό της κορμί, απ΄ τα σκούρα της μαλλιά μέχρι τα λευκά της πόδια. Η μόνη τεχνητή προσθήκη στην φυσική της ομορφιά ήταν τα μαύρα εσώρουχά, τα οποία χάριζαν την τέλεια πινελιά στο κάδρο των ματιών του. Ένιωσε τον ανδρισμό του να ξυπνάει και έτεινε το χέρι του να την αγγίξει, να της χαϊδέψει το πρόσωπο. Μόνο για αρχή, μιας και σκόπευε να συνεχίσει κατεβαίνοντας χαμηλότερα, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κορμιού της. Μάταια όμως! Μόλις το χέρι του άγγιξε ελάχιστα το δέρμα της, η γνώση που το κορίτσι είχε αποκτήσει μες τον ύπνο της πέρασε αστραπιαία μέσα του σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Για πρώτη φορά απ’ όταν απέκτησε τις δυνάμεις του, η αίσθηση που τον κυρίεψε ήταν τόσο έντονη, δυνατή και απρόσμενη, που ο Πλάτων κοκάλωσε, ανίκανος ακόμη και να κινηθεί. Το σημείο επαφής ανάμεσα στην άκρη του δαχτύλου του και του δέρματος δίπλα στο μέτωπό της, συνέχιζε ασταμάτητα την ροή πληροφοριών. Είδε στον μικρόκοσμο του κορμιού της δυο κύτταρα, ένα σπερματοζωάριο και ένα ωάριο, να ενώνονται και την αλληλουχία μιας γενετικά καθορισμένης διαδικασίας. Είδε τον πολλαπλασιασμό του νέου κυττάρου σε δύο, τέσσερα, οκτώ κ.ο.κ. Σήμερα, σχεδόν μια εβδομάδα μετά, το πολυκύτταρο συνονθύλευμα άρχισε να μορφοποιείται σε κάτι που θύμιζε αδιόρατα μικρογραφία ανθρώπινου όντος, ενός όντος που έμελε να είναι το παιδί του. Μόλις αντίκρισε την εικόνα αυτή τράβηξε απότομα το δάχτυλο του και η σύνδεση με το μελλοντικό του είναι κόπηκε ακαριαία. Σηκώθηκε απότομα απ΄ το κρεβάτι κοιτώντας με απορία την Νεφέλη και προσέχοντας καλύτερα την έκφραση του προσώπου της διαπίστωσε ότι το κορίτσι ήξερε. Την είδε να κοιμάται ήρεμη, με την γαλήνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της και οι παλάμες της
163
αγκάλιαζαν στοργικά την κοιλιά της και το αγέννητο μωρό τους. Προχώρησε αργά κι αθόρυβα δίπλα απ΄ το κρεβάτι, πηγαίνοντας πλάι στο κορίτσι. Γονάτισε και έμεινε να την κοιτάζει. Τα συναισθήματα του ήταν εντελώς μπερδεμένα εκείνη την στιγμή κι ακόμη κι ο πανίσχυρος εγκέφαλός του δυσκολευόταν να τα βάλει σε τάξη. Σε εννιά περίπου μήνες θα αποκτούσε ένα παιδί, κάτι το οποίο ήταν εντελώς εκτός προγράμματος. Δεν είχε σκεφτεί να φέρει στον κόσμο μας ένα παιδί, τουλάχιστον όχι ακόμη. Ήξερε ότι ζούσε σε έναν σκληρό κι αδυσώπητο πολιτισμό, που αντιμετωπίζει τα παιδιά σαν αντικείμενα, εκκολαπτόμενους καταναλωτές με περιορισμένη δυνατότητα σκέψης και προοπτικές. Κι όμως, παρότι σκόπευε απ’ όταν θυμόταν τον εαυτό του να κάνει παιδία όταν οι συνθήκες που επιθυμούσε θα ήταν ιδανικές, η τύχη παίζει τα δικά της παιχνίδια. Το αποτέλεσμα του πάθους τους ήταν ήδη ορατό στον ίδιο και την Νεφέλη και θα γινόταν εξίσου ορατό σύντομα και στους υπόλοιπους. Ήταν χαρούμενος; Ίσως! Προβληματισμένος; Σίγουρα! Σηκώθηκε και πήγε στο ανοιχτό παράθυρο. Το αδύναμο αεράκι, που χάιδευε τα κλαδιά των δέντρων στο αγρόκτημα, μπήκε απρόσκλητο στο δωμάτιο και στροβιλίστηκε γύρω του, ανίκανο όμως να διώξει τους βαθιά ριζωμένους προβληματισμούς του. Γύρισε επιδεικτικά την πλάτη του σε ότι βρισκόταν έξω στην πλάση και ξαναστράφηκε στο κοιμισμένο κορίτσι. Η κατάσταση περιπλέκονταν ακόμη περισσότερο. Είχε την οικονομική άνεση αν ζούσε μια φυσιολογική ζωή, μιας και δούλευε πολύ καλά αμειβόμενος πάνω από μια δεκαετία, αλλά και λόγω της οικονομικής επιφάνειας των γονιών του, να εγγυηθεί την οικονομική επιβίωση του μωρού. Το πρόβλημα όμως ήταν αλλού. Δεν ήξερε κατά πόσο θα μπορούσε από εδώ και στο εξής να εγγυηθεί την ασφάλειά του. Πλέον δεν θα ανησυχούσε μόνο για την Νεφέλη, αλλά και για το αγέννητο παιδί τους. Αυτός είχε μπει οικιοθελώς σε έναν άχαρο χορό, γεμάτο μίσος κι εχθρούς, που παραμόνευαν, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, στην γωνία. Ο χρόνος του ήταν περιορισμένος και οι κίνδυνοι που θα αντιμετώπιζε στο μέλλον τεράστιοι, ίσως δυσβάστακτοι ακόμη και γι’ αυτόν παρά τις τρομακτικές του δυνάμεις. Το δίλημμα ανέκυψε αυτόματα στο μυαλό του και ένα ερώτημα γεννήθηκε. Θα ρίσκαρε το μέλλον του μωρού και της Νεφέλης, δίνοντας της το δικαίωμα της επιλογής για το αν θα μείνει ή όχι κοντά του, όντας σχεδόν σίγουρος για την θετική της στάση, ή θα την έδιωχνε από δίπλα του με κάθε κόστος για να προφυλάξει το μωρό τους και το… μέλλον των δυνάμεών του, που ήταν βέβαιο ότι βρισκόταν ξεκάθαρα γραμμένες στα γονίδιά του; Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να κάνει πίσω, ενώ περπατούσε στον δρόμο του ονείρου του. Η άμεση αλλαγή και η κατάκτηση της κορυφής για τον ανθρώπινο πολιτισμό αποτελούσε ένα μοναδικό όνειρο (ή μήπως μια Χίμαιρα;) και σίγουρα την απόλυτη προτεραιότητα του! Πήρε εκείνη την στιγμή συνειδητά μια απόφαση, από αυτές που μπορεί να πάρουμε όλοι μας, αν και ελάχιστες φορές στην διάρκεια της ζωής μας. Κοιτώντας την αγαπημένη του δέχτηκε μέσα του χωρίς αντίρρηση το αναπόφευκτο. Συνειδητοποίησε ότι ήταν ικανός για κάτι ακόμη πιο δύσκολο, κάτι άκρως εγωιστικό. Το ανθρώπινο κομμάτι του δεν θα έδινε καμιά επιλογή στην Νεφέλη. Η αδιαπραγμάτευτη θέλησή του δεν άφησε περιθώριο ούτε καν στην σκοτεινή Σκιά να εκφράσει τα εύλογα επιχειρήματά της. Του ήταν αδύνατο, αδύνατο να την διώξει από κοντά του ή έστω να της δώσει την επιλογή να τον αφήσει για χάρη του μωρού τους. Του ήταν απλώς αδύνατο να προχωρήσει στο δύσκολο έργο που ορθωνόταν μπροστά του, χωρίς την στήριξη της και την θέρμη της αγκαλιάς της. Χωρίς το χαμόγελο και το νάζι της! Χωρίς την αγάπη της και την ζωογόνο συντροφιά της στο … μοναχικό ταξίδι του θανάτου του! Δέχτηκε την τελευταία σκέψη, που ξεπήδησε ακάλεστη
164
απ΄ το ασυνείδητό του, με ένα ελαφρό ρίγος να διαπερνά την σπονδυλική του στήλη. Έσβησε ακαριαία τον εγκέφαλο του πριν οποιοδήποτε συναίσθημα προλάβει να εκφραστεί, ξάπλωσε δίπλα της, την τύλιξε σφιχτά με τα χέρια του και κοιμήθηκε μαζί της. 2 Το πρωινό ξύπνημα ήταν ονειρικό, καλύτερο απ’ ότι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Η Νεφέλη είχε υπέροχη διάθεση και αυτό αντικατοπτριζόταν σε κάθε της ματιά, κίνηση, λέξη, στον τρόπο που περπατούσε ανάλαφρα σαν να πετούσε, στα χρώματα του ουράνιου τόξου που κυμάτιζαν γύρω της. Ξύπνησε πρώτη και η χαρά που αισθάνθηκε όταν τον είδε πλάι της ήταν απίστευτη, σαν το χριστουγεννιάτικο ξύπνημα των μικρών παιδιών που τρέχουν ξυπόλητα κι ανακαλύπτουν με αγαλλίαση ότι ο Αϊ-Βασίλης τους έφερε το πολυπόθητο δώρο τους. Τον φίλησε καμιά δεκαριά φορές τρυφερά σε όλο το πρόσωπο του, τραβώντας τον απαλά από τον ύπνο του, μπήκε για ένα γρήγορο ντους, βγήκε απ’ το δωμάτιο φυσώντας του ένα φιλί από την παλάμη της, καθώς αυτός την κοιτούσε νυσταγμένος και κατέβηκε τρέχοντας στην κουζίνα να του φτιάξει πρωινό. Όταν ο Πλάτων μπήκε στην κουζίνα μετά από λίγη ώρα, η Νεφέλη ολοκλήρωνε αυτό που δίχως αμφιβολία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το καλύτερο πρωινό όλων των εποχών. Και τι δεν είχε ετοιμάσει! Τι τοστ με φέτες γαλοπούλας, τυριού και μαρούλι. Τι αυγά βραστά, κομμένα στα τέσσερα με λαδάκι και πιπέρι. Τι φέτες ψωμιού με κάθε δυνατή επάλειψη: βούτυρο και μέλι ή μαρμελάδα ή μερέντα, φυστικοβούτυρο, ταχίνι. Τι κρουασάν με διάφορες γεύσεις. Χυμούς φρεσκοστυμμένους στον αποχυμωτή από πορτοκάλια, μήλα και μπανάνες. Είχε φτιάξει και αρκετά λίτρα καφέ φίλτρου με γεύση βανίλια, ο αγαπημένος της. Ένα ολόκληρο τραπέζι στολισμένο με καθαρή ενέργεια σε διάφορες μορφές και γεύσεις! -Καλημέρα, μωρό μου, είπε παρατώντας την κούπα με τον καφέ και όρμησε στην αγκαλιά του. Ο Πλάτων μύρισε με ευχαρίστηση τα φρεσκολουσμένα της μαλλιά κι απόλαυσε την θερμή αγκαλιά της. -Καλημέρα και σας, όμορφη δεσποινίς, της απάντησε ναζιάρικα με το πιο ερωτικό και συνάμα γλυκό του χαμόγελο. Την σήκωσε ψηλά και της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί. Να το καλύτερο πρωινό του κόσμου! Την άφησε και πάλι κάτω και αυτή πήρε το πιο παιχνιδιάρικο βλέμμα της, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο της και λικνίζοντας το κορμί της δεξιόστροφα κι αριστερόστροφα. Δεν πήρε στιγμή τα μάτια της απ’ τα δικά του. Χαμογελώντας προσπαθούσε να διαγνώσει στο βλέμμα του έστω κι ένα σημάδι γνώσης, ότι ήξερε το μυστικό της. Αυτό δεν άργησε να ‘ρθεί. Την αγκάλιασε με το ένα του χέρι γύρω από την μέση της και με το άλλο, χάιδεψε πρώτα το μάγουλο της και μετά το πηγούνι της, ενώ την κοίταζε με τρυφερότητα. Η καρδιά της άρχισε να επιταχύνει. «Κάνε θεέ μου, να το θέλει». Παύση. «Πλάτων;» Αυτός πλησίασε στο αυτί της και της ψιθύρισε: -Νεφέλη! -Ναι; -Εννοείτε πως το θέλω, μωρό μου. Πώς θα γινόταν αλλιώς, είπε και το κορίτσι κούρνιασε στην φωλιά των δυνατών του χεριών, πιο σίγουρη κι ευτυχισμένη από ποτέ. Αυτό που δεν της είπε ήταν ότι πάνω απ’ όλα ήθελε εκείνη. Το μωρό τους δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την θέληση της ίδιας της ζωής κι έτσι ελάχιστο λόγο είχαν στην ύπαρξη του. Θα του πρόσφεραν τα πάντα εάν τους ήταν δυνατό, αλλά θα ήταν ανίσχυροι να
165
αλλάξουν την πορεία και τις επιθυμίες του. Τα δύσκολα είχαν περάσει λοιπόν. Η Νεφέλη δεν σκέφτηκε καν το ενδεχόμενο να φύγει για να προστατέψει το μωρό τους, ίσως δεν το συνειδητοποίησε κιόλας. Δεν αναλογίστηκε καθόλου τον κίνδυνο που μπορεί να διέτρεχε. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε ιδέα για τον πράκτορα που βρισκόταν στο κατόπι του αγαπημένου της, ούτε για τις προθέσεις του Πλάτων στο απώτερο μέλλον. Μπορεί ασυνείδητα να της είχε περάσει απ’ το μυαλό κάτι σχετικό με τον κίνδυνο που διέτρεξε η ίδια της η ζωή μόλις πριν από λίγες ημέρες, (ή μήπως ήταν έναν αιώνα πριν; Δεν μπορούσε να θυμηθεί), δεν είχε όμως καμιά απολύτως πρόθεση να τον αφήσει. Τον αγαπούσε τόσο πολύ. Το μόνο που ήθελε ήταν να είναι μαζί. Οι τρείς τους! 3 Το πρωινό της Παρασκευής πέρασε λοιπόν με πολύ φαγητό και κουβέντα. Η Νεφέλη φρόντισε πρώτα να σερβίρει πρωινό στους άντρες της προσωπικής της πλέον φρουράς, οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν από την χαρούμενη διάθεση, όλο σκέρτσο και χαμόγελο, του κοριτσιού και στην συνέχεια αφοσιώθηκε στον Πλάτων. Μίλησαν περί ανέμων και υδάτων, προσπαθώντας να γνωριστούν πραγματικά και δεν είπαν κουβέντα για το μωρό. Χωρίς πολλή σκέψη κατάλαβαν ότι αυτό μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμη. Εν αντιθέσει με τις εξελίξεις που έτρεχαν. Κόντευε δώδεκα το μεσημέρι, όταν ο Πλάτων αποφάσισε ότι ήταν η κατάλληλη ώρα για να φύγει. Σε λίγο ο πρωθυπουργός θα έβγαζε το διάγγελμα, που είχε ο ίδιος αποφασίσει και έπρεπε να είναι παρόν. Βασικά, χωρίς την δική του παρουσία δεν θα υπήρχε ποτέ αυτό το διάγγελμα, οπότε... Ενημέρωσε τους άντρες που φυλούσαν την γυναίκα και το αγέννητο παιδί του για την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου, κινδύνου και για την ίδια τους την ζωή, καθώς και της ιστορικής αλλαγής που προετοίμαζε με τον πρωθυπουργό. Απευθύνθηκε στο αίσθημα τους χρέους και της ευθύνης τους, χρησιμοποιώντας, είναι η αλήθεια, και το δέος που τους προκαλούσε η Δύναμή του. Τους ζήτησε απόλυτη προσοχή και πειθαρχία. Η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν προσπάθησε να ελαφρύνει την διάθεσή τους, δεν τα κατάφερε. Στα μάτια τους είδε μόνο πλήρη αφοσίωση στο θέλημά του. Και πως θα μπορούσε άλλωστε; Ποιος θα ένιωθε ανάλαφρα δίπλα στον πιο εξωπραγματικό άνθρωπο που είχε υπάρξει ποτέ; Ποιος θα μπορούσε να γίνει απλώς … φίλος του; Κανείς, γιατί οι μαγικές του δυνάμεις θα ήταν πάντα μπροστά, θα επισκίαζαν εύκολα τον χαρακτήρα και τον καθημερινό άνθρωπο, αυτόν που ένιωσε εντελώς ξαφνικά, σε μια στιγμιαία απώλεια του ελέγχου για μια μοναδική στιγμή, ότι βυθιζόταν σταδιακά όλο και πιο βαθιά μέσα στο είναι του, αφήνοντας χώρο στην Σκιά να βγει μπροστά. Να βγει στο πολυπόθητο φως! Και να το κατακτήσει! Ξεκίνησε για το Μέγαρο Μαξίμου φιλώντας παθιασμένα την Νεφέλη. Αυτή κρατούσε τα χέρια του με ζήλο και δυσκολευόταν να τον αφήσει. Της ήταν αδύνατο, τον ήθελε μαζί της κάθε δευτερόλεπτο, κάθε στιγμή, δεν ήθελε να χάσει ούτε μια ανάσα. Την κοίταξε αυστηρά, όπως ο δάσκαλος την ατίθαση μαθήτρια που ξεπέρασε τα όρια. Άφησε το χέρι του, λες και άφηνε τον μεγαλύτερο θησαυρό του κόσμου, αργά, υποχρεωτικά! Την ξαναφίλησε, αυτή την φορά στο μέτωπο, άγγιξε με το ακροδάχτυλο την κοιλιά της, μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε. Την ίδια ώρα, λίγα χιλιόμετρα μακριά, ο πρωθυπουργός αγωνιούσε για την απουσία του. Η στιγμή που θα στεκόταν ενώπιον του ελληνικού λαού για το διάγγελμα πλησίαζε επικίνδυνα και ο Πλάτων ήταν απών. Δεν ήθελε, και δεν είχε και το θάρρος μεταξύ μας, να σηκώσει αυτό το βάρος μόνος του. Τον χρειαζόταν δίπλα του, όπως ο πολεμιστής
166
χρειάζεται τον συμπολεμιστή του στο πεδίο της μάχης. Να τον βλέπει να πολεμά, να ακούει τις κραυγές του, να οσμίζεται το αίμα, καθώς σκοτώνει τους εχθρούς και να μεταμορφώνεται και η δικιά του καρδιά, από καρδιά προβάτου σε καρδιά λιονταριού! Είχε ετοιμάσει ένα προσχέδιο του λόγου του με τα κυριότερα θέματα για τα οποία ήθελε να μιλήσει. Στην αρχή, διάφορα άτομα πηγαινοερχόταν γύρω του στον χώρο όπου θα γινόταν το διάγγελμα, τεχνικοί της τηλεόρασης που ρύθμιζαν την κάμερα, τα φώτα και τον ήχο, κι όμως αυτός αδιαφορούσε για όλους και για όλα. Αισθανόταν απελπιστικά μόνος του, λες και σκιές και όχι άνθρωποι τον περιτριγύριζαν, ενώ αυτός περίμενε με αγωνία τον ένα και μοναδικό άνθρωπο που είχε σημασία εκείνη την στιγμή. Ευθύς μόλις τον είδε να μπαίνει στο δωμάτιο και τα βλέμματά τους συγκρούστηκαν ένιωσε ένα ολόκληρο βουνό να πέφτει απότομα από τις πλάτες του και τον ιδρώτα να μην χύνεται ποτέ απ’ τις πηγές του. Ξαφνικά αισθάνθηκε ανάλαφρος και ανακουφισμένος. Τα λεπτά που είχαν απομείνει ήταν ελάχιστα. -Η πιο μεγάλη ώρα της ζωής σας αρχίζει τώρα, κύριε πρωθυπουργέ. Το ξέρετε αυτό, έτσι δεν είναι; Είστε έτοιμος, τον ρώτησε ο Πλάτων με φωνή ήρεμη, πλησιάζοντας τον. Τα μάτια του ήταν ψυχρά κι απόμακρα, το πρόσωπο του ανέκφραστο. Ο πρωθυπουργός κατάλαβε την κρισιμότητα της κατάστασης ευθύς μόλις αντίκρισε αυτό το βλέμμα. Όπως όλοι μας, αγνοούσε την σκληρή πραγματικότητα, μέχρι το μέλλον να φτάσει και να πάρει την θέση του παρόντος. Τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις ευθύνες μας και τα αποτελέσματα των πράξεων, που έχουμε ήδη διαπράξει και τις οποίες είναι αδύνατον να αναιρέσουμε. Κι όμως, αυτός δεν ήταν εκεί για να απολογηθεί για τα ελάχιστα πεπραγμένα των τελευταίων ετών (αυτά λίγη σημασία είχαν τώρα), αλλά για κάτι πολύ σημαντικότερο. Για να κηρύξει το μέλλον! Στήθηκε μπροστά στο μικρόφωνο, με την γαλανόλευκη ελληνική σημαία πίσω δεξιά του και την μπλε με τα χρυσά αστέρια ευρωπαϊκή σημαία στα αριστερά του για φόντο, και καθάρισε την φωνή του. Κοίταζε τον Πλάτων, ο οποίος έκατσε σε μια καρέκλα απέναντι του και τον παρατηρούσε στωικά. Έδωσε εντολή να μείνουν μόνοι τους στον χώρο. Η κάμερα βρισκόταν στην θέση της και από το διπλανό δωμάτιο ο σκηνοθέτης περίμενε την εντολή του πρωθυπουργού για να αρχίσει η πανελλήνια μετάδοση. Τα κανάλια ήταν όλα σε ετοιμότητα. Παραδόξως, αν και Αύγουστος, ο μήνας των διακοπών, αρκετός κόσμος είχε στηθεί μπρός τις τηλεοράσεις και περίμενε το απροσδόκητο και ιστορικό, όπως βαφτίστηκε απ’ τα κανάλια, διάγγελμα. Οι υποθέσεις έδιναν κι έπαιρναν για το περιεχόμενο του, αν και κανείς τους δεν μπόρεσε να πλησιάσει στην πραγματικότητα. Οι Έλληνες λοιπόν, άλλοι καθισμένοι στο σπίτι τους ή στις δουλειές τους και άλλοι στις καφετέριες και τις παραλίες, και με απόλυτη προσήλωση στο βλέμμα τους και κάποιοι άλλοι με προσποιητή αδιαφορία, περίμεναν. Ποιος ξέρει ποια δύναμη ώθησε τόσους ανθρώπους, κατά βάση αδιάφορους για την πολιτική, να περιμένουν καρτερικά μπρος τις οθόνες. Ίσως απλώς η τελευταία εβδομάδα ήταν τόσο πλούσια σε γεγονότα, γεγονότα αναπάντεχα κι ανεπανάληπτα για τον μέσο Έλληνα, που το σημερινό διάγγελμα του πρωθυπουργού φάνταζε σαν το κερασάκι στην τούρτα. Ίσως… Το σίγουρο είναι ότι μόλις οι δέκτες έδειξαν τον πρωθυπουργό να στέκει απέναντι τους κοιτώντας προς την κάμερα, όλοι κατάλαβαν το δυσβάσταχτο φορτίο αυτού του ανθρώπου. Κοίταζε αμήχανος στο κενό σαν να περίμενε κάτι και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έμοιαζαν αλλοιωμένα από ένα ασίγαστο άγχος. Ένιωσαν όλοι ξεκάθαρα ότι αυτό που διαδραματιζόταν ήταν πολύ σοβαρό για να κάνει τον ίδιο τον πρωθυπουργό, έναν άνθρωπο με μεγάλη πείρα στην επικοινωνία και με τεράστια ευφράδεια λόγου, να μοιάζει με σχολιαρόπαιδο, που καλείτε να πει για πρώτη φορά το ποίημα! Εκεί που νόμιζε ότι όλα θα πήγαιναν καλά, ξάφνου έσπασε. Κρύος ιδρώτας άρχισε να
167
κυλά στο μέτωπο του και οι σφυγμοί του ξεκίνησαν ένα ολυμπιακό κατοστάρι. Διάφορες σκόρπιες σκέψεις, καταπιεσμένες, χόρευαν στο κρανίο του, κάνοντας αδύνατη την άρθρωση οποιουδήποτε λόγου. Κοίταξε τον Πλάτων, που τον παρακολουθούσε ατάραχος κι απόκοσμος. Στους δέκτες φάνηκε ότι γύρισε τα μάτια του κι εστίασε το βλέμμα του αλλού. Αρκετοί κατάλαβαν ότι δεν ήταν μόνος, απορώντας ποιον μπορεί να κοιτάζει. «Πώς να είμαι σίγουρος ότι κάνω το σωστό;». «Σαν πολύ εύκολα δεν με έπεισε;» «Κι αν θέλει μόνο το κακό μας;» Σκέψεις πήγαιναν κι έρχονταν κι αδιαφορούσε για το αν θα τις άκουγε ο νέος, που τον παρατηρούσε με απόλυτη προσοχή. Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει πως ακριβώς βρέθηκε σ’ αυτην την θέση. Ήταν επιλογή του ή του είχε επιβληθεί απ’ το πλάσμα, που καθόταν απέναντί του; Δεν πέρασαν παρά λίγα δευτερόλεπτα, καμιά εικοσαριά, ίσως και τριάντα, και πάνω που όλοι οι τηλεθεατές είχαν παγώσει περιμένοντας τον πρωθυπουργό να στρέψει το βλέμμα του προς το μέρος τους και να ανοίξει το στόμα του, ο Πλάτων αντιλαμβανόμενος τον πειρασμό που τον κατέτρωγε, έκανε κάτι αναπάντεχο. Σηκώθηκε με τα μάτια πάντα καρφωμένα πάνω του, ένευσε με το κεφάλι σε μια κίνηση, που ενώ θα μπορούσε να σημαίνει τα πάντα σήμαινε απλά, «Προχώρα, όπως νομίζεις!» έκανε μεταβολή και βγήκε απ’ το δωμάτιο αφήνοντας τον μόνο του. Η έκπληξη του πρωθυπουργού ήταν φανερή όταν γύρισε προς την κάμερα και τους σύξυλους τηλεθεατές και πετώντας με μια αυθόρμητη κίνηση τα χαρτιά της ομιλίας του άρχισε να μιλά. Από την καρδιά του! -Ελληνίδες, Έλληνες, σας χαιρετώ, είπε με φωνή τρακαρισμένη. Περίμενα λίγα δευτερόλεπτα για να βεβαιωθώ. Να βεβαιωθώ ότι κάνω το σωστό για όλους εσάς, για την πατρίδα μας. Δεν ήταν όμως στο χέρι μου. Αντιθέτως, υπάρχει κάποιος άλλος, που μου έδειξε περίτρανα, μόλις τώρα, ότι στόχος του δεν είναι η χειραγώγηση, αλλά η ελεύθερη επιλογή. Μια επιλογή την οποία έκανα με καθαρή συνείδηση και με όλη μου την καρδιά. Σιγά σιγά το τρακ παραμέρισε δίνοντας την θέση του στο θάρρος και την αποφασιστικότητα. Ο πρωθυπουργός πείστηκε για τις ειλικρινείς προθέσεις του Πλάτων, όταν αυτός τον άφησε μόνο του, δίνοντας του το ελεύθερο να πράξει όπως αυτός νόμιζε, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του και να τον κάνει να πει ότι ήθελε αυτός, σαν επαγγελματίας μαριονετοπαίχτης. -Την Δευτέρα το πρωί ένας ξεχωριστός νέος ήρθε στο γραφείο μου. Ήρθε και μου άνοιξε τα μάτια, διώχνοντας το νέφος της εξουσίας και της ... απληστίας, συνέχισε με έμφαση. Το νέφος που μου έκλεινε το οπτικό πεδίο. Τώρα βλέπω πιο καθαρά από ποτέ. Βλέπω τον στόχο, προσπαθώ να τον αγγίξω. Κι όμως κάτι με εμποδίζει. Ένας αόρατος τοίχος. Το εγώ μου! Το εγώ μας! Τι λέτε να τον σπάσουμε όλοι μαζί; Μόνο έτσι μπορεί να γίνει, μόνο με συνολική προσπάθεια κι αγώνα θα χτίσουμε το αύριο, που αξίζει στα παιδιά μας! Εμβρόντητοι οι Έλληνες παρακολουθούσαν την εξομολόγηση του πρωθυπουργού τους. Αν εξαιρέσει κανείς το κλασικό, σκούρο κοστούμι και το γνώριμο σκηνικό, τίποτα δεν θύμιζε τον συνηθισμένο και ξύλινο λόγο ενός πολιτικού. Για πρώτη φορά ίσως, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ένας αρχηγός κράτους, δεν έλεγε στον λαό του, αυτό που ήθελε να ακούσει, δεν τους χάιδευε τα αυτιά, παρά μόνο μιλούσε την γλώσσα της αλήθειας, όπως αυτός την είχε βιώσει. Κάποιοι τον υποστήριζαν κατά την διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, κάποιοι άλλοι όχι. Όλοι όμως μαγεύτηκαν, ή έστω συμφώνησαν, με την ειλικρίνειά του κι από το όραμα, που τους πρόσφερε απλόχερα. -Δεν είμαστε τίποτε περισσότερο από χτίστες. Χτίζουμε το αύριο πάνω στην Γη και με τον χρόνο που μας δόθηκε. Κι όπως ξέρετε όλοι σας, κανένα σπίτι δεν χτίζετε από μόνο
168
του, χρειάζονται πολλά χέρια και πολλά μυαλά! Αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τα καλύτερα χέρια και τα καλύτερα μυαλά που διαθέτει αυτός ο τόπος για να χτίσουμε όλοι μαζί την Ελλάδα του Αύριο, μια Ελλάδα άξια του χθες! Καλώ ανοιχτά όλους τους Έλληνες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όσους έχουν πρωταγωνιστήσει στον στίβο της ζωής, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων και παρελθόντος, που μοιράζονται το όνειρό μας, να συστρατευτούν μαζί μας! Μέσα στον επόμενο μήνα θα μιλήσω με όλους όσους θεωρούνται αυθεντία στον χώρο τους, με όλους όσους θελήσουν να προσφέρουν. Και αφού καταλήξουμε στους κατάλληλους ανθρώπους θα σχηματίσω την καλύτερη δυνατή κυβέρνηση, η οποία θα εργαστεί σκληρά με μόνο στόχο την δημιουργία ενός τέλειου κράτους για έναν ευτυχισμένο λαό! Οι τηλεθεατές είχαν παγώσει. Παντού όπου παρακολουθούσαν τον πρωθυπουργό, οι πολίτες έστεκαν ακίνητοι, προσπαθώντας να αφομοιώσουν τα λεγόμενά του. Όσοι έβλεπαν τους μαρμαρωμένους τηλεθεατές οδηγημένοι από την εύλογη απορία, προσθέτονταν με μιας στο πλήθος. Στο ποίμνιο! Όλα τα αυτιά, τα μάτια και κυρίως τα μυαλά κρέμονταν από τα χείλη του πρωθυπουργού. Στους πιο μορφωμένους και σκεπτικιστές ξεπήδησε το ερώτημα: Ποιός θα κρίνει τους καλύτερους και ικανότερους; Ποιός θα επιβάλει την ηθική στην πολιτική; Η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. -Η αξιολόγηση όλων, θα είναι για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, άκρως αντικειμενική. Και θα γίνει με την βοήθεια ενός ιδιαίτερου ανθρώπου. Από τον νέο, που μου άνοιξε τα μάτια, πριν από λίγες ημέρες και που γνωρίσατε μέσα από τις ειδήσεις. Βέβαια, οι υπερβολές που ακούστηκαν δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα, αν και είναι γεγονός ότι ο Πλάτων, αυτό είναι το όνομά του, διαθέτει ένα χάρισμα. Το χάρισμα της Γνώσης και την ικανότητα να βλέπει ξεκάθαρα μες τον πυρήνα του καθενός μας! Μια Νέα Εποχή ξεκινά και είστε όλοι καλεσμένοι σ’ αυτην, είπε κλείνοντας την ομιλία του. Δεν τους τα είπε όλα κι αυτό γιατί δεν ήταν σίγουρος πόση αλήθεια θα μπορούσαν να αντέξουν. Είπε ακριβώς όσα αισθάνθηκε ότι έπρεπε να πει. Και πράγματι η επίδραση του λόγου του ήταν καταλυτική στην ψυχολογία του αγνού λαού. Ένα αίσθημα ευφορίας εξαπλώθηκε γοργά σε όλη την χώρα. Αισιοδοξία και δέος, κρυφές επιθυμίες για ένα ονειρικό κράτος κι ατομική ευτυχία άρχισαν να βγαίνουν δειλά στην επιφάνεια. Η τόσο απαραίτητη για το ποίμνιο ελπίδα γεννήθηκε ξανά! 4 Η Νεφέλη παρακολούθησε αμίλητη και με μια μικρή δόση αγωνίας το διάγγελμα, στο σαλόνι μαζί με τους φύλακες-άγγελους της. Ακούγοντας τα πρωτάκουστα, από πολιτικό άνδρα, λόγια πολλά κι αντικρουόμενα συναισθήματα αγωνίζονταν να επικρατήσουν μέσα της. Ελπίδα και προσδοκία για ένα καλύτερο αύριο. Περηφάνια και σιγουριά για τον Πλάτων, του οποίου ο ρόλος ήταν προφανώς καταλυτικός στην θεαματική στροφή της πολιτικής του πρωθυπουργού. Ευγνωμοσύνη για την τύχη, που την έφερε στον δρόμο του. Το συναίσθημα, όμως που επικράτησε τελικά επισκιάζοντας όλα τα άλλα ήταν ο φόβος και η αμφιβολία. Το κουτί της Πανδώρας είχε ανοίξει και ποιός ξέρει τι μυστήριες δυνάμεις θα ξεπηδούσαν από μέσα! Ανέβηκε στο δωμάτιο της οδηγημένη ξαφνικά από μια ισχυρή θέληση να είναι μόνη της. Χάιδεψε την ακόμη επίπεδη κοιλιά της, γνωρίζοντας με σιγουριά ότι το μέλλον πλέον γινόταν αμφίβολο. Άγνωστο κι επικίνδυνο! Ο Πλάτων θα βρισκόταν σύντομα στο μάτι του κυκλώνα. Το ίδιο, έστω κι άθελα τους, κι αυτή με το μωρό της. Καθισμένη στο κρεβάτι, φορώντας ένα καλοκαιρινό αέρινο φουστάνι, άρχισε να συλλογίζεται, γεμάτη από μια
169
απερίγραπτη και νωρίτερα σταλμένη φθινοπωρινή θλίψη, για όσα πρόκειται να’ ρθούν. Αγνάντευε σιωπηλή το τοπίο έξω από το παράθυρο, όταν η φθινοπωρινή βροχή ξέσπασε κι η Νεφέλη άρχισε να κλαίει, κι όχι μόνο από τα μάτια της. Έκλαιγε όλο της το σώμα! Την ίδια ακριβώς στιγμή, ο Πλάτων αγνάντευε επίσης το τοπίο έξω από το παράθυρο, στο πρωθυπουργικό γραφείο. Είχε καταφύγει εκεί, όταν διάβασε τις αμφιβολίες στο μυαλό του πρωθυπουργού. Ήθελε να του δείξει ότι τον εμπιστεύεται και ότι έχει την απόλυτη ελευθερία κινήσεων να κάνει αυτό που θεωρούσε πρέπον, ανεξάρτητα από την παρουσία του. Έτσι, σηκώθηκε και έφυγε, αφήνοντας τον μόνο να επιλέξει τον δρόμο του. Βέβαια, η αλήθεια είναι δεν θα έμενε αμέτοχος σε ένα πισωγύρισμα του πρωθυπουργού. Μπορεί να μην του έκανε αισθητή την παρουσία του, παρέμεινε όμως συνδεδεμένος με τον εγκέφαλο του σχεδόν σε όλη την διάρκεια της ομιλίας του. Την στιγμή, που θα ανίχνευε στο μυαλό του διαφορετικές βλέψεις από αυτές που είχαν συμφωνήσει, ίσως λόγο φόβου ή δειλίας, η Σκιά θα έπαιρνε τον έλεγχο. Έτσι απλά θα έβαζε στα χείλη του πρωθυπουργού τα δικά του λόγια. Ευτυχώς όλα είχαν πάει τέλεια. Ο πρωθυπουργός πέρασε, και μάλιστα με άριστα, το τελευταίο τεστ. Τώρα όλα θα έπαιρναν τον δρόμο, που θα καθόριζε αυτός. Ένιωθε ικανοποίηση… ή μάλλον, όχι ικανοποίηση αλλά ευγνωμοσύνη για τον πρωθυπουργό. Είχε αποφασίσει συνειδητά να τον συντροφεύσει και να ανέβει τον Γολγοθά μαζί του! Αυτό άρχισε να συνειδητοποιεί κι ο πρωθυπουργός όταν ζήτησε να μείνει μόνος του στην αίθουσα από όπου εκφώνησε τον λόγο του. Διέκρινε παράλληλα και κάτω από το πρωτόγνωρο βλέμμα της περηφάνιας που τον είχαν για πρωθυπουργό, μια υποβόσκουσα ανησυχία κι ένα κλίμα αμφιβολίας σε όσους μπήκαν στο δωμάτιο, στους τεχνικούς και τους συνεργάτες του. Κάνεις δεν ήταν σίγουρος για τις εξελίξεις, κανείς δεν μπορούσε να προδικάσει μια επιτυχία, παρά την ομολογουμένως γενναία στάση του, καθώς και την ωμή αλήθεια, που ανέβλυζε ο λόγος του. Μέτα την ευγενική του παράκληση, βγήκαν έξω εξίσου ήρεμα και σιωπηλά, όπως μπήκαν και τον άφησαν μόνο του. Αυτός κάθισε στο πάτωμα, αδιαφορώντας για το κοστούμι του, με το μυαλό του να προσπαθεί να βγει από την κατάσταση, σαν σε όνειρο στην οποία είχε περιέλθει κατά την διάρκεια της ομιλίας του. Τα παγωμένα του δάκρυα, που χύθηκαν μαζικά τον επανέφεραν γρήγορα στην πραγματικότητα. Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι είχε πηδήξει στο κενό και δεν υπήρχε γυρισμός! Αφοσιωμένος στην τετράγωνη οθόνη του, ο πράκτορας προσπαθούσε να αφομοιώσει κάθε λέξη του ανθρωπάκου, που απευθυνόταν στον λαό του. Μόλις τον είδε να στρέφει το βλέμμα του εκτός κάμερας, κατάλαβε. Ο άνθρωπός του, ο στόχος του, το… τρόπαιό του, βρισκόταν εκεί. Μάλλον έδινε εντολές σ’ αυτό το ανδρείκελο τι να πει. Σίγουρα βρισκόταν υπό την επιρροή του. Άκουσε όλη την ομιλία και την βρήκε γλυκανάλατη. Εντάξει, δεν είχε τον κλασικό πολιτικό λόγο και θα έπειθε αρκετούς κοιμισμένους για την ειλικρίνεια τον προθέσεών του, αυτό δεν αναιρούσε όμως την πραγματικότητα. Μοναδικός του στόχος, του Πλάτων, τώρα ήξερε και το όνομά του, παρέμενε η κατάληψη της εξουσίας, κάτι που θα οδηγούσε στην συνέχεια με μαθηματική ακρίβεια στην εμπλοκή των συμφερόντων της ίδιας του της πατρίδας. Δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψει κάτι τέτοιο! Ποτέ! Πόσο μάλλον, όταν απέναντί του είχε έναν τόσο ισχυρό αντίπαλο, τον ισχυρότερο που θα αντιμετώπιζε ποτέ! Σκέφτηκε κυνικά ότι ευχαρίστως θα έδινε σε αντάλλαγμα έναν καλό φίλο ή ακόμη και μια σύζυγο, προκειμένου να έχει έναν αντίπαλο αυτού του βεληνεκούς. Η έκκριση της αδρεναλίνης στην σκέψη της επιτυχίας του, τον πλημμύρησε
170
με μια οργισμένη αποφασιστικότητα! Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε γοργά σ’ όλη την χώρα. Όλοι όσοι είχαν ακούσει τα λόγια του πρωθυπουργού έμοιαζαν χαμένοι, ανήμποροι να κατανοήσουν την θεαματική στροφή. Κανείς δεν μπορούσε να αποκωδικοποιήσει έτσι εύκολα το μήνυμα του πρωθυπουργού. Οι περισσότεροι του είχαν αρκετά μαζεμένα για τα κατορθώματα της κυβέρνησής του, τα οποία αφορούσαν σκάνδαλα, αναξιοκρατία, διαφθορά, κακοδιαχείριση και άλλα πολλά. Όλα συμπτώματα της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας. Και τώρα τους υποσχόταν μια νέα Ελλάδα και ένα νέο κράτος; Και μάλιστα χρησιμοποιώντας τους καλύτερους; Και ο νέος; Τι ακριβώς γίνεται μ’ αυτόν; Τι χάρισμα της γνώσης είναι αυτό που διαθέτει, αυτός και μόνο αυτός; Κι όμως η ελπίδα υπερίσχυσε των ερωτημάτων. Ενώ οι σκεπτικιστές κρατούσαν μικρό καλάθι, αποφασισμένοι να περιμένουν για να δουν και να κρίνουν, οι πολλοί, η μάζα, αδυνατούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της. Δέχτηκαν τον Πλάτων, τον θεόσταλτο νέο που άνοιξε τα μάτια του άσωτου πρωθυπουργού τους, σχεδόν σαν Σωτήρα. Και άρχισαν να μιλάνε και να πράττουν αναλόγως! 5 Ο Πλάτων καθόταν σκεφτικός, προετοιμάζοντας τις επόμενες κινήσεις τους, όταν ο πρωθυπουργός μπήκε στο γραφείο του και σωριάστηκε στην καρέκλα του. Είχε την όψη ενός ξεψυχισμένου και πολύ δυστυχισμένου ανθρώπου. Ή πιο σωστά ενός ανθρώπου, που γνώριζε. Τα βλέφαρα του είχαν βαρύνει αφάνταστα πάνω απ’ τα κλαμένα του μάτια. -Πως σου φάνηκε; Μόλις υπέγραψα την θανατική μου καταδίκη, σωστά, ρώτησε με προσποιητή αδιαφορία, όμως σύντομα το συναίσθημα πήρε και πάλι τον έλεγχο. Ξέσπασε ξανά στην μαζική αποβολή δακρύων, μην κάνοντας την παραμικρή προσπάθεια να αντισταθεί. Δεν ένιωθε καθόλου ντροπή μπροστά στον Πλάτων, αντιθέτως ένιωσε τόσο λυτρωμένος μετά το πρώτο ξέσπασμα, όντας μόνος του λίγο μετά την ομιλία, που το ίδιο ευχόταν να συμβεί και τώρα. Όσο πρόσκαιρο κι αν ήταν το μεγαλειώδες αυτό συναίσθημα, που είχε βιώσει, κράτησε μέχρι που αντίκρισε ξανά τον Πλάτων. Και τι δεν κάνει ο άνθρωπος για να νιώσει την λύτρωση! Μήπως οι ωραιότερες ιστορίες του κόσμου δεν γράφτηκαν οδηγούμενες από την βαθιά θέληση των πρωταγωνιστών τους για Λύτρωση. Έρωτας και μίσος. Πόλεμος κι ειρήνη. Ανδρεία και δειλία. Ζωή και θάνατος. Όλα έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Το μοναδικό αίσθημα της ουράνιας ελαφρότητας αμέσως μετά την δυσβάσταχτή βαρύτητα του νου μας. Νιώσε! Σκέψου! Γίνε! Ναι, αυτή είναι η λύτρωση. Και είναι το πιο δύσκολο πράγμα για τον άνθρωπο! Αυτόν τον ανείπωτο πόνο βίωνε τώρα ο πρωθυπουργός. Τον πόνο της αμφιβολίας για το μέλλον, για το αν θα πετύχει να κάνει πράξη την επιθυμία του, την επιθυμία που σαν μεθυστικό ναρκωτικό είχε βάλει μέσα του ο Πλάτων. Τον φόβο του θανάτου, που μάλλον πλησίαζε γοργά. Τον πόνο του μυαλού, που σιγοψιθύριζε μέσα του, ότι δεν αρκεί το «θέλω» για να «γίνω»! Ο Πλάτων ένιωσε την απόγνωση και τον αβάσταχτο πόνο που βίωνε ο άντρας απέναντί του και θέλησε να του δώσει ένα χέρι για να στηριχτεί. Τον άφησε να δει μέσα του, μόνο για λίγο, μια μεγαλειώδη εικόνα της αιώνιας ψυχής που κουβαλούσε το θνητό του σαρκίο! -Πάλεψε το μυαλό που στέκει εμπόδιο ανάμεσα στα δύο, είπε ο Πλάτων, αγναντεύοντας με το βλέμμα του έξω απ’ το παράθυρο, κάτι μακρινό, κάτι όμορφο. Ο πρωθυπουργός τον κοίταξε, νιώθοντας ξαφνικά έναν χτύπο της καρδιάς του έξω από τον συνηθισμένο, δυνατό και σίγουρο, μια ελπίδα να φτερουγίζει μέσα του. Άκου την επιθυμία
171
της καρδιάς σου και δέξου την κυριαρχία του νου! Πειθάρχησε τον εαυτό σου, γιατί μόνο έτσι μπορείς να κινήσεις για την λύτρωση. Μην αμφιβάλλεις ποτέ για την επιθυμία σου, γιατί αυτή αποτελεί τον πανανθρώπινο αγώνα μας. Να δημιουργήσουμε εμείς, οι δυο μας τώρα, κι άλλοι αργότερα, έναν κόσμο από τον άνθρωπο, με τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο, πριν ο ήλιος μας σβήσει ή οι κομήτες μας εξαφανίσουν απ’ το πρόσωπο της Γης. Τι ζητάμε; Ελευθερία! Τίποτα άλλο. Ποιόν δρόμο πήραμε; Τον ανηφορικό, γιατί εκεί μας σπρώχνει η καρδιά μας. Μακριά από την συνήθεια, την τεμπελιά και την ανάγκη του σύγχρονου πολιτισμού. Πρέπει για χάρη του να σκληραγωγήσουμε τα κορμιά μας, να κρατήσουμε το μυαλό μας ανήσυχο και την καρδιά μας γενναία. Τα λόγια του ήταν βάλσαμο για την καρδιά του πρωθυπουργού. Τάϊζαν με νέκταρ κι αμβροσία την πεινασμένη του ψυχή. Ήθελε κι άλλο. Μπορούσε να τον ακούει για πάντα, γιατί ένιωθε ότι μίλαγε την γλώσσα της αλήθειας, της μίας και μοναδικής! -Αγαπάμε την ευθύνη και θεωρούμε χρέος μας να σώσουμε τούτη την Γη, « Την Γη;», αναρωτήθηκε ο πρωθυπουργός. «Ολόκληρη την Γη;» αν δεν σωθεί, εμείς θα φταίμε, κανένας άλλος. Στον αγώνα μας και το ανηφορικό μας ταξίδι δεν θέλουμε φίλους, παρά μόνο συντρόφους. Συντρόφους, που θα μάθουν να υπακούν και άλλους που θα μάθουν να προστάζουν. Θα αγαπάμε τον καθένα ανάλογα με την συνεισφορά του στον αγώνα, γιατί δεν θα κυβερνήσουμε μόνο την ασήμαντη ύπαρξη μας. Κάθε μας πράξη έχει αντίχτυπο σε εκατομμύρια μοίρες, σε αμέτρητες ζωές. Μαζί μας θα ανυψωθεί ολόκληρη η φυλή μας. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των Ελλήνων συγχωνεύονται μες το χωνευτήρι του μυαλού μας. Θα ξεδιαλέξουμε τις άξιες ψυχές και οι άλλες θα πεταχτούν στα τάρταρα. Φέρνουμε μια νέα Ιδέα, πιο παλιά κι από τον χρόνο. Ενώνουμε μέσα μας όλους τους προγόνους, σκορπάμε το σκοτάδι, δίνοντάς τους φώς και συνεχίζουμε το αιώνιο έργο τους. Δίνουμε στα παιδιά μας, στους ανθρώπους του αύριο, την ασήκωτη ευθύνη κι εντολή. Να μας ξεπεράσουν! Γύρισε και τον κοίταξε κατάματα και του φάνηκε ότι η γνώση ακτινοβολούσε πάνω του. Ο πρωθυπουργός είδε με ακόμη μεγαλύτερο θαυμασμό (του φάνηκε αδύνατο ότι μπορούσε να συμβεί κι όμως συνέβη), απ’ ότι μέχρι τώρα, τον Πλάτων. Τον κοίταζε και του φάνηκε ότι τα μπλε του μάτια είχαν μετατραπεί και πάλι, όπως το χθεσινό πρωινό, σε δυο φωτεινούς ήλιους που ακτινοβολούσαν με αυξανόμενη ένταση, καθώς μιλούσε. Ανοιγόκλεισε με απορία τα μάτια του και διαπίστωσε ότι όντως έτσι ήταν, κι όμως δεν φοβήθηκε απ’ το απόκοσμο αυτό θέαμα. Καθόλου! Ένας άνθρωπος, πάνω απ΄ τους ανθρώπους με μια παγκόσμια ψυχή να τροφοδοτεί αυτό το σώμα βρισκόταν μπρος την έκπληκτη ματιά του. Δεν μιλούσε αυτός μέσα απ’ το στόμα του, ούτε η ελληνική φυλή, παρά μόνο οι αναρίθμητες γενιές των ανθρώπων! -Ένας ανήφορος ήταν, είναι και θα είναι η ζωή του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Σηκώθηκε απ’ τα ζώα, στάθηκε όρθιος και έδωσε νόημα στις άναρθρες κραυγές του. Κυρίεψε την Γη, χωρίς θηριώδη κέρατα και κοφτερά δόντια, παρά μονάχα με μια σπίθα φωτιάς να σιγοκαίει άσβηστη στο κρανίο του. Ανακάλυψε την φαντασία κι έλουσε με φως το σκοτάδι. Κι ακόμη ανεβαίνει και θα συνεχίσει να ανεβαίνει, γιατί η μάχη είναι αιώνια και το σκοτάδι απειλεί να τον τυλίξει κάθε στιγμή. Η Γη έστρωσε τον δρόμο μας με αναρίθμητα έμβια όντα, με φυτά, ψάρια, πουλιά και θηλαστικά. Άπειρα χάθηκαν χωρίς παράπονο στον ανηφορικό τους δρόμο κι αλλά τόσα θα χαθούν στο μέλλον. Για να έρθουμε σήμερα εμείς! Κι εμείς έχουμε χρέος να στρώσουμε τον δρόμο σε κάποιον άλλο που θα’ ρθει να μας αντικαταστήσει. Είναι αναπόφευκτο! Ο πρωθυπουργός άκουγε τον Πλάτων και το μυαλό του ταξίδευε στην πορεία του ανθρώπου και πιο πίσω. Στην πορεία του σύμπαντος και την εξέλιξη της ύλης. Τώρα συνδύασε στο μυαλό του και κατάλαβε εντελώς την συζήτηση που είχαν κάνει για την
172
πολιτική και την οικονομία, όταν έπρεπε να αποφασίσει. Χάρηκε γιατί όλα ήταν κρυστάλλινα τώρα μέσα του. Ένιωσε όμορφα για τον εαυτό του, γιατί δύο φορές μέσα σε λίγες μέρες πήρε την σωστή απόφαση, την δύσκολη απόφαση. Μπορεί τα κατάλοιπα του παρελθόντος του να τον δυσκόλεψαν και να τον αποθάρρυναν, κι όμως ήταν ακόμη εδώ, πιο σίγουρος από ποτέ. Και παράλληλα πιο αποφασισμένος. Ο Πλάτων, με φωνή που σταδιακά χαμήλωνε, ολοκλήρωσε την σκέψη του ξανακοιτώντας έξω: -Μια Αθάνατη δύναμη ανεβαίνει μαζί μας. Μέσα από εμάς! Είναι η ψυχρή πνοή του σύμπαντος και της έχουν δώσει πολλά ονόματα, όπως Θεό ή Βούδα ή Αλλάχ, ακόμη και Φύση! Μπορούμε να της δώσουμε χιλιάδες ονόματα, βαθύτερο χρέος μας όμως είναι, όχι να ξεδιαλύνουμε την πορεία του Θεού, αλλά να ρυθμίσουμε μέσα μας το χάος, να επεξεργαστούμε όσο περισσότερο σκοτάδι μπορούμε και να το κάνουμε φως! Για να γίνει αυτό πρέπει όλοι οι άνθρωποι να γίνουμε ένας στρατός και να πολεμήσουμε μαζί το σκοτάδι. Σ’ έναν στρατό που μάχεται η σωτηρία του συμπαραστάτη και συμπολεμιστή σου είναι ανάγκη επιβίωσης και όχι καλοσύνη. Η ηθική που επιλέγουμε ελεύθερα ανηφορίζει ακόμη ψηλότερα, στις έρημες βουνοκορφές, όπου ελάχιστοι άνθρωποι έχουν πατήσει. Φτάνει με κόπο και κατακτά για πάντα τις δύο ανώτατες αρετές: την ευθύνη και την θυσία! Την θυσία όχι σαν σκοπό, αλλά σαν μέσο! Υποτάσσοντας τις δυνάμεις της φύσης, κατακτώντας με την γνώση σιγά σιγά τις γιγάντιες δυνάμεις του σύμπαντος και χρησιμοποιώντας τες με απόλυτη ευθύνη, μετατρέπουμε την ίδια την σκλαβιά της ύλης σε ελευθερία του νου! Βάζοντας τάξη στο χάος, δημιουργούμε … Θεό! 6 Ο πρωθυπουργός έμεινε ασάλευτος να αντικρίζει τον Πλάτων. Το μυαλό του προσπαθούσε να επεξεργαστεί τα λόγια του. Όταν ακούμε λόγια, σαν κι αυτά, που πλησιάζουν στην αλήθεια, στις πιο μύχιες σκέψεις κι απόκρυφα όνειρά μας, σαστίζουμε, παγώνουμε. Τα χείλη που εκστόμισαν τις θείες τούτες λέξεις δεν μπορεί παρά να ανήκουν στην ρίζα της ύπαρξής μας. Στον άνθρωπο, όλων των εποχών, αυτόν που ζει έξω από την Ιστορία, στις άχρονες μορφές που ύφαιναν, μέσα απ’ την ζωή τους τον ίδιο, τον χάρτη του μέλλοντος! -Πλάτων; Δεν γύρισε. Στάθηκε παγωμένος, με την ανθρώπινη φύση του να βγαίνει και πάλι στην επιφάνεια. Να ελπίζει! Ο νέος του εαυτός, η τρομερή Σκιά, που ο Πλάτων διαπίστωνε τώρα με δέος ότι αποκτούσε φως, λάμποντας σε ορισμένα σημεία, είχε πάρει για λίγο τον έλεγχο, λέγοντας λόγια σοφά, που στο άκουσμά τους δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία. «Ίσως τα καταφέρω. Ίσως τα καταφέρουμε. Όλοι μαζί! Αλλά ... » Είχε ήδη φτάσει μακριά, πιο μακριά απ’ ότι πίστευε ότι θα μπορούσε να φτάσει. Κι όμως δεν είχε μπει παρά μόνο το πρώτο λιθαράκι. Έπρεπε να δώσει φωνή στον πύργο της Βαβέλ. Την δικιά του φωνή, αυτή που θα ένωνε όλους τους ανθρώπους, κάτω από το φώς του ήλιου! -Πλάτων, επέμεινε ο πρωθυπουργός. Είχε διαγνώσει κάτι, μια υποψία σύρθηκε αργά και βασανιστικά στο πίσω μέρος του μυαλού του, μια τρομαχτική εξέλιξη στα λόγια, που είχε ακούσει. Έπρεπε να διαπιστώσει αν ήταν μόνο η φαντασία του, που οργίαζε ή αν υπήρχε έστω και ένα ψίχουλο πραγματικότητας. Πλάτων, που θέλεις να καταλήξουμε; Η προσπάθεια μας, τι στόχο έχει, ρώτησε με φωνή σταθερή, που αδυνατούσε όμως να κρύψει την αγωνία του. Περίμενε. Περίμενε υπομονετικά για λίγα λεπτά, αλλά του φάνηκε αιώνας. Ο Πλάτων γύρισε τελικά και τον κοίταξε με βλέμμα που μαρτυρούσε ότι μόλις είχε βγει από έναν παρατεταμένο λήθαργο. Τα μάτια του είχαν συρρικνωθεί σε δυο μικροσκοπικές πυγολαμπίδες. Το ασθενικό τους φως προσπαθούσε απελπισμένα να
173
διασπάσει το σκοτάδι. Τα μάτια του έγιναν μπλε ξανά και το υπέροχο μυαλό του έμοιαζε σβηστό. -Τι εννοείς; Δεν είπαμε ότι στόχος μας είναι η αταξική κοινωνία, με απόλυτη προτεραιότητα τον άνθρωπο; Μια κοινωνία ... είπε με νωθρότητα, μέχρι που διακόπηκε. -Ναι, ναι τα θυμάμαι αυτά, αλλά ... ο πρωθυπουργός δίστασε λίγο. Δεν ήξερε πως να το χειριστεί. Αυτή είναι μια ερώτηση που έπρεπε να τεθεί στον κατάλληλο χρόνο κι αυτός δεν ήταν σίγουρα τούτη η μοναδική στιγμή, αλλά κάποια στιγμή αρκετές ώρες πριν. Τέλοσπαντων! Θα έκανε την ερώτηση πάση θυσία. Είχε τουλάχιστον το δικαίωμα να ξέρει. Γέλασε αμήχανα στην σκέψη αυτή, αλλά έπρεπε να ξέρει τι ακριβώς αποφάσισε, σε ποιά ανεπίστρεπτη διαδικασία αποτελούσε πλέον απαραίτητο γρανάζι. Ποιό είναι το εύρος του στόχου μας Πλάτων; Περιλαμβάνει την πατρίδα μας. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο, αλλά τι άλλο περιλαμβάνει, αν περιλαμβάνει κάτι άλλο; Θα αρκεστούμε ... θα αρκεστείς στην χώρα μας ή μήπως ο στόχος σου περιλαμβάνει έναν, πως να το πω, ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, ολοκλήρωσε γελώντας και πάλι αμήχανα, σαν να ήξερε ήδη την απάντηση και την ένιωθε στο πετσί του, αλλά δεν τολμούσε να το ομολογήσει. Κρεμάστηκε από τα χείλη του Πλάτων, όπως οι υποψήφιοι σύζυγοι, όταν κάνουν το μεγάλο ερώτημα! Ο νεαρός άντρας τραβήχτηκε σιγά σιγά από το σκοτάδι, στο οποίο τον βύθισε η ανθρώπινη φύση του, η φύση που πάλευε μέσα του να κρατηθεί ζωντανή. Τα λόγια που είχε πει, λόγια της ανώτερης φύσης του, έδωσαν στην αρχή ελπίδα, όμως στην συνέχεια, μόλις το βαθύτερο νόημα αποκαλύφθηκε μέσα του, τρόμαξαν τον πυρήνα της ανθρωπιάς του, που πάσχιζε μάταια να τον τραβήξει στην ανθρώπινη διάστασή του. Δεν χρειάζεται πολλά ο άνθρωπος για να ζήσει. Μια καλή δουλειά, μια όμορφη σύζυγο κι ένα-δυο παιδιά! Ένα αυτοκίνητο, ένα σπίτι και τραπεζικό λογαριασμό. Λίγους φίλους, διασκέδαση και διακοπές (μια φορά τον χρόνο)! «Τι άλλο θέλεις; Γιατί δεν αρκείσαι σ’ αυτά;» -Κύριε πρωθυπουργέ, που βρίσκονται τα παιδιά σου αυτή την στιγμή; Τα μάτια του έλαμπαν και πάλι, αν και παρέμειναν μπλε κι ο εγκέφαλος του, προφανώς, είχε πάρει ξανά μπροστά. -Εε ... στο σπίτι ... με την γυναίκα μου, απάντησε απορημένος. -Είναι ασφαλή; -Ναι, νομίζω ... θέλω να ελπίζω! Γιατί ρωτάς; -Γιατί υπάρχουν εκατομμύρια παιδιά που υποφέρουν αυτή την στιγμή που μιλάμε. Την ίδια ώρα, που τα παιδιά σου απολαμβάνουν τους καρπούς της εξέλιξης της ανθρωπότητας, άφθονη τροφή, ποιοτικός ρουχισμός, παιδεία, ασφάλεια, δηλαδή μια σίγουρη επιβίωση, υπάρχουν παιδιά που πεθαίνουν της πείνας, γιατί δεν έχουν πρόσβαση ούτε καν στα αποφάγια μας. Τα κορμάκια τους πρήζονται, οι κοιλιές τους φουσκώνουν σαν μπαλόνια από την ανέχεια, ενώ τα δικά μας παιδιά φουσκώνουν σαν μπαλόνια από την υπερκατανάλωση. Την ίδια ώρα που τα παιδιά μας έχουν πρόσβαση στην γνώση, στα πανεπιστήμια και το ιντερνέτ, υπάρχουν κάποια παιδιά, ενός άλλου θεού, που σφαγιάζονται για τα όργανά τους, που πουλιούνται σαν άψυχα αντικείμενα για το κορμάκι τους, που μαθαίνουν κάθε μέρα, κάθε ώρα και δευτερόλεπτο που μένουν ζωντανά την αποτρόπαια αλήθεια. Την βλέπεις στην φρίκη των ματιών τους, στην απόγνωση της ικεσίας τους, στην ανακούφιση του θανάτου τους! Η φωνή του είχε οπλιστεί ξανά από την γνώση και την σιγουριά που απέπνεε, η ανώτερη φύση του και αυτό γινόταν αντιληπτό, τόσο με μια δόση πίκρας, όσο και με αφοσίωση από τον πρωθυπουργό. -Ο άνθρωπος είναι ακόμη ζώο! Θα αρπάξει, θα σκοτώσει, θα δολοφονήσει, αν του επιτραπεί. Γι’ αυτό χρειάζεται η παιδεία και η μόρφωση, για να καταπιέσει, κι ίσως
174
ξεπεράσει τα ένστικτά του και στο τέλος ίσως... ίσως καταφέρει να νικήσει το εγώ του. Υπάρχουν πραγματικοί άνθρωποι ανάμεσά μας; Ναι. Λίγοι. Ελάχιστοι. Γιατί; Γιατί το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να μιμείται την φύση. Την ζούγκλα. Εκεί κανονικά επιβιώνει ο δυνατότερος. Ακόμη κι αυτό δυστυχώς έχει αλλοιωθεί από το σύστημα. Πλέον ο ισχυρότερος δεν έχει να κάνει με ποιοτικά χαρακτηριστικά, αλλά με ποσοτικά. Το χρήμα! Άθλια ανθρωπάκια, σκλάβοι στην αρχαιότητα και κατώτεροι υπάλληλοι σε έναν ιδανικό κόσμο, ορίζουν τις τύχες μας! Θα το επιτρέψουμε αυτό; Όχι. Θα ξεπεράσουμε την φύση, θα ανέβουμε ψηλότερα! Θα καταστρέψουμε το άθλιο αυτό σύστημα και θα εφαρμόσουμε ένα καλύτερο, που θα μας οδηγήσει πάνω και πέρα από τα τεχνητά μας όρια. Πώς το είπες; Ευρύτερο γεωγραφικό χώρο; Η απάντηση είναι απλή. Ο στόχος μας ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια της πατρίδας μας ή της Ευρώπης. Αγκαλιάζει ολόκληρη την Γη μας. Όπου η δυστυχία παραμένει, και θα συνεχίσει αυτή να υπάρχει, δεν τρέφουμε αυταπάτες, διότι ο άνθρωπος δεν κάνει ότι είναι δυνατόν για την εξάλειψή της, όπου λαοί συμβιβάστηκαν με το αποτρόπαιο θέαμα ανθρώπων να ικετεύουν για την επιβίωσή τους, όπου όλοι πνίγουν βαθιά μέσα τους την λύπη και οδύνη για τα εγκλήματα πολέμου, με τα σαθρά επιχειρήματα του αναγκαίου κακού, όπου το κτήνος μέσα μας έχει ακόμη τον πρώτο λόγο, πάνω από τις σπίθες ανθρωπιάς, θα πολεμήσουμε. Θα παλέψουμε σαν να μην υπάρχει αύριο, γιατί πλησιάζει η Εποχή του Σκότους. Μια εποχή, που αν ξημερώσει, δεν υπάρχει επιστροφή! Όλη η Γη ενωμένη κάτω από τις υψηλότερες αρετές: την ευθύνη και την θυσία, εκφρασμένες από ένα ανώτερο είδος ανθρώπου είναι το όραμά μου! Το ίδιο όραμα που σπρώχνει μπροστά η παγερή πνοή των αθάνατων νεκρών, των δισεκατομμυρίων που έχουν περπατήσει, αγαπήσει κι ονειρευτεί πάνω στην Γη μας! Συνεπαρμένος ο πρωθυπουργός έσπευσε να ρωτήσει: «Πώς; Πώς θα γίνει πραγματικότητα το όραμα αυτό; Το όραμα που μοιραζόμαστε. Τι δυνάμεις μαγικές, πάνω ακόμα κι από τις δικιές σου, θα χρειαστούν για να πολεμήσουμε όλο τον κόσμο;», όμως τον πρόλαβε: -Άσε εμένα να ανησυχώ για αυτό. Εσύ ασχολήσου με την σύνθεση της κυβέρνησης και τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν κι εγώ, παράλληλα με αυτά, θα ασχοληθώ με κάτι, που έχω στο μυαλό μου. Οι λαοί κάνουν τα πάντα για να μη έχουν μεγάλους ανθρώπους. Ο μεγάλος άνθρωπος τελικά για να υπάρξει, πρέπει να αναλάβει μια δύναμη που να είναι μεγαλύτερη από την δύναμη αντίστασης εκατομμυρίων ατόμων. Επομένως, πρέπει να ασχοληθώ με … απλά επιστημονικά δεδομένα, ολοκλήρωσε κι ένα άγριο κι αδίστακτο χαμόγελο εντυπώθηκε στο γλυκό του πρόσωπο! 7 Το πρώτο βήμα είχε γίνει και χιλιάδες άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, φίλοι κι άγνωστοι μεταξύ τους, άρχισαν να οργανώνονται σε ομάδες. Η αναδημοσίευση του λόγου του πρωθυπουργού γινόταν στους γνώριμους, απίστευτους χρόνους του ιντερνέτ και των τηλεοπτικών δικτύων. Μέχρι το βράδυ εκείνης της ημέρας κι ακόμη περισσότερο στις μέρες που θα ακολουθούσαν, πλήθος ομάδων ατόμων, που αυτοαποκαλούνταν «Νεοκοσμικοί» ή «Νεοεποχικοί» είχαν σχηματιστεί απ’ άκρη σ’ άκρη στον πλανήτη. Στην Ευρώπη και την Ασία, την Νότια Αμερική και την Αυστραλία. Ακόμη και σ’ αυτή την παρατημένη και υποβαθμισμένη Αφρική, στην ίδια την Υπερδύναμη! Ατόμων, που συνδέονταν με κοινά οράματα και φιλοδοξίες. Ανθρώπων που στον λόγο του πρωθυπουργού και στην επιβεβαίωση της ύπαρξης του Πλάτων (οι δικαιολογίες και τα ψέματα για την ύπαρξή του των προηγούμενων ημερών δεν είχαν πτοήσει την φαντασία τους που οργίαζε) συνειδητοποίησαν ότι ανατέλλει μια νέα πνευματική εποχή. Μια εποχή,
175
όπου μια νέα ηθική θα ανυψωνόταν πάνω από το κτήνος μέσα μας και θα γινόταν μέρος της αδυσώπητης μηχανής της εξέλιξης κι ένας ανώτερος τύπος ανθρώπου θα δημιουργούταν! Όλοι αυτοί έβλεπαν στο πρόσωπο του Πλάτων, έναν άνθρωπο τόσο μεγάλο, που θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη όλων και θα έβγαζε την ανθρωπότητα από το τέλμα στο οποίο είχε περιέλθει. Παράλληλα, με τις ομάδες αυτές κι άλλες αναδύθηκαν απ’ το σκοτάδι. Άνθρωποι, πτωχοί στο πνεύμα και καθόλου μακάριοι γι’ αυτό, καθοδηγούμενοι από αρπακτικά που έβλεπαν το μέλλον τους να γκριζάρει μπρος τα μάτια τους, ξεκίνησαν τις διαμαρτυρίες (πρώτα στην πατρίδα του Πλάτων και στην συνέχεια θα εξαπλωνόταν σαν πανδημία γρίπης σε όλο τον κόσμο)! Θυμήθηκαν ξαφνικά το Σύνταγμα και τους Νόμους. Έσκουζαν με φωνές τραγικές για την δημοκρατία και τα ιδανικά της. «Ποιός δίνει το δικαίωμα στον πρωθυπουργό να καταπατήσει το Σύνταγμα και να δώσει ουσιαστικά την χώρα σε έναν, αγνώστων προθέσεων, νέο; Πώς μπορεί να κάνει κάτι τόσο ανεύθυνο ο ίδιος ο θεματοφύλακας του Συντάγματος, η κεφαλή του κράτους; Και ποιός είναι αυτός ο νέος με την γνώση που δεν έχουν οι άλλοι; Ποιός τον έχρισε ειδικό και τιμητή της αλήθειας, ώστε να τον καταστήσουμε κριτή των πάντων;» Το τηλέφωνο άρχισε να ουρλιάζει σαν δαιμονισμένο και δεν σταμάτησε, παρά αργά το βράδυ. Πρώτοι και καλύτεροι κάλεσαν οι πολιτικοί «σύντροφοι» του πρωθυπουργού. Κάποιοι τηλεφώνησαν για να δηλώσουν με πλήθος κολακειών την αφοσίωσή τους στον πρωθυπουργό, προσπαθώντας να κερδίσουν την εύνοιά του. Υπήρχαν όμως και κάποια άλλα μέλη του κόμματος και της κυβέρνησης, των οποίων οι καρέκλες είχαν ήδη αρχίσει να πριονίζονται. Αισθανόμενοι την εξουσία να γλιστρά βιαστικά από τα χέρια τους, έπρεπε να κάνουν την ύστατη προσπάθεια. Δεν συμφωνούσαν με το παράτολμο και άλογο σχέδιο του πρωθυπουργού. Ένα σχέδιο το οποίο δεν κοινοποιήθηκε σε κανένα θεσμοθετημένο όργανο και δεν είχε επομένως την έγκριση της παράταξης. Ήταν όλοι διατεθειμένοι να στρίψουν με εκδικητικότητα το μαχαίρι στην πλάτη του πρωθυπουργού. Ένιωθαν πανέτοιμοι να συγκρουστούν μαζί του. -Φίλε μου, μόλις βρεθείς απέναντι στον Πλάτων κι αυτός δει μέσα σου «Μέσα μου;» τον χαρακτήρα και τις δυνατότητές σου, τις επιθυμίες και τα πεπραγμένα σου, θα σου δώσει την κατάλληλη θέση. Εκτός κι αν έχεις κάτι να κρύψεις, κάτι για το οποίο δεν θα έπρεπε να αισθάνεσαι περήφανος, οπότε ο Πλάτων θα μας το πει. Τότε μόνο η υποστήριξή σου στο σχέδιό μου θα σώσει το μέλλον σου! Τι λέω; Όχι το μέλλον, αλλά την ίδια σου την ζωή, ολοκλήρωνε με έναν τόνο παιχνιδίσματος στην φωνή του ο πρωθυπουργός. Αντλούσε απίστευτη ικανοποίηση από τον τρόπο με τον οποίο οι κραυγές στην αρχή κάθε τηλεφωνήματος στραπατσαριζόταν βίαια πάνω στον τοίχο, που είχε ορθώσει επιβλητικά και μετατρεπόταν σε γρυλίσματα σκύλου με την ουρά στα σκέλια. Όλοι είχαν τα μυστικά τους. Κακοδιαχείριση, κατασπατάληση και κλοπή δημόσιου πλούτου, εξώγαμες ερωτικές περιπτύξεις, συμμαχίες με εξωθεσμικά συμφέροντα, ακόμη και η αθώα χρήση ναρκωτικών ουσιών αποτελούσαν την σκόνη που έπρεπε πάση θυσία να μείνει κρυμμένη κάτω από το χαλί. Αντιδρώντας συνετά κι αποφασίστηκα, ο πρωθυπουργός εξάλειψε κάθε μελλοντική δυσκολία προερχόμενη από το κόμμα του. Εδραίωσε απόλυτα την κυριαρχία του στην ηγεσία του κόμματος και της κυβέρνησης, η οποία πήγαζε από τον τρομακτικό φόβο και την ανελέητη αίσθηση κατωτερότητας που προκαλούσε σε όλους η ύπαρξη ενός πανίσχυρου ξένου. Το σπαθί του Πλάτων, οι εξωπραγματικές του δυνάμεις, τους τρόμαζε μέχρι τα βάθη της ψυχής τους! Αυτό που δεν είπε σε κανέναν ο πρωθυπουργός ήταν ότι η σαπίλα και δυσωδία θα
176
εξαλειφόταν, αργά ή γρήγορα. Την κατάλληλη χρονική στιγμή και αφού θα είχαν δρομολογηθεί οι εξελίξεις που ετοίμαζαν, θα σήκωνε ο ίδιος το χαλί της ντροπής αποκαλύπτοντας στον λαό, τις ακολασίες των υπεράνω κριτικής μελών του. Ο Πλάτων παρέμεινε καθόλη την διάρκεια των τηλεφωνημάτων δίπλα στον πρωθυπουργό. Καθισμένος μπρός το παράθυρο, αγνάντευε πράος και γαλήνιος τον κήπο του Μεγάρου, τα πολύχρωμα λουλούδια και τα πανέμορφα δέντρα. Τους ήρωες της φύσης, που ακίνητοι συλλαμβάνουν το φώς και το μετατρέπουν σε ζωή εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Ήταν πλέον η σειρά του. Σε κάποιο άλλο επίπεδο το μυαλό του στριφογύριζε ασταμάτητα στις γνώσεις του. Προσπαθούσε να συνθέσει την συσσωρευμένη γνώση που κατείχε και που θα του έδειχνε τον τρόπο για να πολεμήσει τον κόσμο. Υπήρχε μόνο άσπρο ή μαύρο από εδώ και πέρα. Είτε ήσουν μαζί του ή εναντίων του! Δεν υπήρχε χώρος για αναποφάσιστους και ουδέτερους. Ο τελειότερος υπολογιστής που υπήρξε ποτέ, ο δυνατότερος, ο γρηγορότερος κι ο σοφότερος, ο εγκέφαλός του, είχε ξεκινήσει μια διαδικασία, η οποία θα τελείωνε σε κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον. Και τότε ο τρόπος για να αποκτήσει την Δύναμη, που θα του επέτρεπε να αντιμετωπίσει όλο τον κόσμο θα ήταν μπροστά του …μέσα του! 8 Κόντευε μεσάνυχτα όταν οι δυο άντρες αποφάσισαν να επισκεφτούν την ζεστή αγκαλιά των συντρόφων τους. Ο πρωθυπουργός αισθανόμενος, μια πολύ αμυδρή σωματική κούραση, αφού η κυριαρχία που είχε εδραιώσει στην χώρα μέσα σε λίγες ώρες ήταν πιο ισχυρή από ποτέ και του έδινε, παράλληλα με την εντύπωση ότι κατείχε πλέον την δύναμη να κάνει τα πάντα, και μια ηδονιστική αίσθηση υπεροχής. Ένιωθε πανίσχυρος! Ο Πλάτων από την άλλη, διχασμένος μεταξύ των δύο κόσμων της πραγματικότητας και του μυαλού του, έδειχνε ταλαιπωρημένος. Αν και έστεκε σχεδόν ακίνητος τις τελευταίες δέκα περίπου ώρες, έμοιαζε με άνθρωπο που έσκαβε ασταμάτητα καθόλη την διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος. Η νωθρότητα και η βραδύτητα στις κινήσεις του ήταν προφανείς. Ο πρωθυπουργός ανησύχησε έντονα όταν τον είδε να σηκώνεται βασανιστικά αργά, σαν γεροντάκι εκατό χρονών του φάνηκε, και έσπευσε να τον ρωτήσει αν αισθανόταν καλά, όταν ο Οδυσσέας μπήκε φουριόζος στο γραφείο και κοιτώντας τους δυο άντρες, στράφηκε τελικά στον Πλάτων και είπε: -Κάτι συνέβηκε. Οι άντρες μου συνέλαβαν κάποιον να παρακολουθεί από απόσταση το σπίτι στον λόφο. Η Νεφέλη είναι μια χαρά, έσπευσε να προσθέσει. Τον πήγαν στα κεντρικά της ασφάλειας, όπου και τον κρατάνε. Έδωσα εντολή να μην τον αγγίξει κανείς μέχρι να πάμε εκεί, είπε και ο πρωθυπουργός συνειδητοποίησε, ίσως και με λίγη ανακούφιση είναι η αλήθεια, ότι είχε περάσει οριστικά σε δεύτερη μοίρα. Κοίταξε τον Πλάτων, ο οποίος είπε: -Οδυσσέα, θέλω να αυξήσεις στο μέγιστο την ασφάλεια του πρωθυπουργού, τόσο στις μετακινήσεις του όσο και στο σπίτι του. Φαντάσου ότι όλοι οι κακοποιοί του κόσμου είναι στο κατόπι του και δράσε αναλόγως, εντάξει; Κύριε πρωθυπουργέ, θα πάρουμε όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία, διευκρίνισε γυρνώντας προς αυτόν, ενώ η νωθρότητα και η ανησυχητική βραδύτητα ήταν φανερή, ακόμη και στην αργή του ομιλία. Ο Οδυσσέας προβληματίστηκε λίγο αντιλαμβανόμενος κι αυτός την αλλαγή στην συμπεριφορά του Πλάτων, αλλά δεν έδωσε συνέχεια στο ζήτημα. Αντιθέτως, αύξησε στον μέγιστο δυνατό βαθμό το επίπεδο συναγερμού και οργάνωσε την καλύτερη δυνατή φρουρά για τον πρωθυπουργό. Το σπίτι στον λόφο θεωρούνταν αρκετά ασφαλές από τον Πλάτων (η ιδέα του Οδυσσέα για περιπολίες με μηχανές στον περίγυρο του κτήματος είχε μόλις αποδώσει καρπούς), οπότε δεν αποφάσισε για επιπλέον
177
δυνάμεις. Ο πρωθυπουργός έφυγε με την συνοδεία του, καληνυχτίζοντας τους δύο άντρες και δίνοντας ραντεβού για το επόμενο πρωί. Αν και Σάββατο, ο Πλάτων πίστευε ότι δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο και κάθε ώρα δουλειάς είναι πάντα χρήσιμη για τον τόπο. -Μπορεί όλοι σχεδόν οι Έλληνες να ξεκουράζονται τις Κυριακές, όχι όμως κι εμείς! Έχουμε πολλά ζητήματα να λύσουμε, ήταν τα τελευταία του λόγια προς τον πρωθυπουργό δίνοντας το στίγμα για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Ένα διασκεδαστικό σαββατοκύριακο μες το Μέγαρο Μαξίμου λοιπόν! Μετά από λίγο ο Πλάτων βρισκόταν καθοδόν, μαζί με τον Οδυσσέα, για μια μικρή συνάντηση με τον άντρα, που είχαν συλλάβει. Μπορεί να μην ήταν κάτι σοβαρό, μπορεί όμως και να τους οδηγούσε στον πράκτορα(κάτι τον διαβεβαίωνε μέσα του ότι ήταν απεσταλμένος της Υπερδύναμης. Δεν έτρεφε αυταπάτες, ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα ασχολιόταν μαζί του!) που τον αναζητούσε. Σε λίγο θα μάθαινε με σιγουριά. Το μεγαλύτερο μέρος του μυαλού του ασχολιόταν με την λύση του προβλήματος που του είχε αναθέσει, κι ένα μικρό μόνο μέρος του ζούσε στο τώρα. Ήταν όμως πεπεισμένος, ότι αυτό θα ήταν αρκετό! Έφτασαν στο κτίριο της Ασφάλειας και ο Πλάτων, βγαίνοντας κοίταξε το ψηλό και επιβλητικό κτίσμα. Ο σκοτεινός, τσιμεντένιος πύργος, που ορθωνόταν μπροστά του φάνταζε ανεξάρτητος από το γύρω περιβάλλον, ένας κόσμος ξεχωριστός! Λίγα φωτισμένα δωμάτια σχημάτιζαν ένα κυβικό σχέδιο στην γυάλινη επιδερμίδα του. Μπήκαν στο εσωτερικό του και πήραν το ασανσέρ, φτάνοντας τελικά στον δέκατο όροφο, όπου κρατούνταν ο ύποπτος. Κινούμενος αργά με την συνοδεία του Οδυσσέα, ο Πλάτων παρά-τήρησε το καταθλιπτικό εργασιακό περιβάλλον, με τα κινητά χωρίσματα, τα ο οποίο εκτός των άλλων στερούνταν κάθε επαφής με το εξωτερικό. «Οι άνθρωποι που δουλεύουν σε τέτοιους χώρους δεν μπορεί παρά να είναι δυστυχισμένοι από την εργασία τους, κι αυτό μεταφέρεται σίγουρα και στην προσωπική τους ζωή!» σκέφτηκε ασυνείδητα. Ο Οδυσσέας άνοιξε την πόρτα ενός δωματίου, το οποίο οι άντρες του είχαν μετατρέψει προσωρινά σε κρατητήριο. Ένα μικρό γραφείο βρισκόταν ακριβώς μπροστά από το παράθυρο και δύο άντρες συζητούσαν, ο ένας καθισμένος πίσω από το γραφείο και ο άλλος όρθιος κοιτάζοντας έξω, την κίνηση στους δρόμους. Μόλις αντίκρισαν τον Οδυσσέα σηκώθηκαν και οι δύο σούζα, λες και εμφανίστηκε ξαφνικά ο πρόεδρος της δημοκρατίας. Είδαν από πίσω του να εμφανίζεται ο νέος για τον οποίο ακουγόταν πολλά να μπαίνει στο δωμάτιο περπατώντας αργά. -Παιδιά, σας ευχαριστώ, είπε στους άντρες δείχνοντας τους την έξοδο. Αυτοί βγήκαν βιαστικά, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον Πλάτων, καθώς περνούσαν από δίπλα του. Ορίστε ο άνθρωπός μας, είπε ο Οδυσσέας στον Πλάτων δείχνοντας έναν ψηλό νεαρό άντρα, γύρω στα τριανταπέντε, που καθόταν σε μια καρέκλα μπροστά από το γραφείο με την πλάτη στον τοίχο και τα χέρια του περασμένα από πίσω, προφανώς φορώντας χειροπέδες. Ο Πλάτων νιώθοντας μια αυξανόμενη κούραση να τον καταβάλει δεν κοίταξε καν προς το μέρος του. Κατευθύνθηκε προς την τζαμαρία και άνοιξε τις κουρτίνες λίγο περισσότερο απ’ όσο ήταν ήδη ανοιχτές, γιατί μια έντονη δυσφορία, σαν σφίξιμο στο στομάχι, και μια αίσθηση κλειστοφοβίας, αποτελέσματα της εργώδους προσπάθειας του μυαλού του, τον έκαναν να νιώθει κάπως άβολα! Άρχισε να ιδρώνει και ένιωθε μια αφόρητη ζέστη. Ήταν θολωμένος και ένιωθε ότι δεν θα μπορούσε σ’ αυτή την κατάσταση να διαβάσει το μυαλό του κρατούμενού τους. Επιβαλλόταν πρώτα να πάρει δυο ανάσες, αγναντεύοντας την νυχτερινή εικόνα της πόλης από ψηλά. Αυτό που δεν θα μπορούσε σίγουρα να προβλέψει στην κατάσταση που βρισκόταν τώρα, και καθώς κοιτούσε αδιάφορα τα
178
χιλιάδες φώτα που έλουζαν το αστικό τοπίο, ήταν ότι ένα υπερσύγχρονο τυφέκιο με λέιζερ ήταν στραμμένο προς το μέρος του από απόσταση πεντακοσίων περίπου μέτρων και τον σημάδευε ακριβώς στο κέντρο του μετώπου! 9 -Βρε, βρε, καλώς τον φίλο μας, ψιθύρισε εύθυμα ο πράκτορας ξαπλωμένος στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου, λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά και κοιτώντας μέσα από την διόπτρα. Καθόταν στο ίδιο σημείο πάνω από τέσσερεις ώρες ψάχνοντας ασταμάτητα στην επιφάνεια του γυάλινου κτιρίου για τον συνεργάτη του. Τον είχε στείλει, όπως κάθε πρωί, να ελέγξει τις κινήσεις στο σπίτι, που προφανώς απότελούσε το κρησφύγετο του στόχου τους. Μίλησαν το μεσημέρι για την προγραμματισμένη αναφορά, αλλά καθώς σουρούπωνε το τηλεφώνημα που θα πιστοποιούσε ότι όλα είχαν πάει καλά και επέστρεφε δεν έγινε ποτέ. Δεν ήθελε και πολύ μυαλό για να καταλάβει κάποιος ότι κάτι είχε πάει κατά διάολου και ότι πιθανόν τον είχαν συλλάβει. Οι πιθανότητες για οτιδήποτε άλλο, αν και υπαρκτές, ήταν απειροελάχιστες! Και νάτος τώρα εδώ αφοσιωμένος στον σκοπό του, ψάχνοντας αγωνιωδώς τα παράθυρα του κτιρίου της Ασφάλειας (που αλλού θα τον πήγαιναν;) για ένα σημάδι του νεαρού συνεργάτη του. Το φως της ημέρας, αντανακλώντας στα φιμέ τζάμια δυσκόλευε πολύ την όρασή του. Η νύχτα όμως ήρθε σαν ευλογία και τα αναμμένα φώτα τράβηξαν την αυλαία από μπροστά του αποκαλύπτοντάς του την γιγάντια σκηνή. Ταξιδεύοντας το βλέμμα του, μέσω της διόπτρας, σε κάθε φωτιζόμενο δωμάτιο, είδε πολλούς και διάφορους τύπους, άλλους να κάνουν την χαρτοδουλειά κι άλλους να μιλάνε μεταξύ τους ή στο τηλέφωνο. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν το διάστημα που αυτός παρακολουθούσε και σιγά σιγά το κτίριο έμοιαζε να διώχνει τους πολλούς, κρατώντας τους λίγους και καλούς της νυχτερινής βάρδιας, αλλά ακόμη κανένα σημάδι από τον συνεργάτη του. Κι όμως ο κόπος του επιβραβεύτηκε (πάντα επιβραβεύεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) και την ώρα που συλλογιζόταν πόσο δύσκολο θα ήταν να τον εντοπίσει, κάτι ακόμη καλύτερο συνέβη. Ένας αστείος τύπος, που ενώ κοιταζόταν στον τζάμι για αρκετή ώρα αγνοώντας τον κίνδυνο (έτσι του ερχόταν να πατήσει την σκανδάλη και μπαμ … τέλος η καρικατούρα, ο κρατικοδίαιτος υπάλληλος που δεν είχε ιδέα τι σημαίνει να δουλεύεις στην Ασφάλεια, έστω και σ’ αυτήν την μικρή κι άθλια χώρα), έφυγε και την θέση του πήρε εντελώς απροσδόκητα ο Πλάτων! -Πώς κι από εδώ, νεαρέ, ρώτησε στον αέρα και στόχευσε την πηγή του κακού. Τον είδε να ανοίγει λίγο ακόμη τις κουρτίνες και μια νέα αποκάλυψη του φανερώθηκε. Κατάφερε, έστω και ελάχιστα, να δει τον συνεργάτη του καθισμένο ακριβώς δίπλα σε έναν άλλο, ογκώδη άντρα, που στεκόταν όρθιος και κοιτούσε με αφοσίωση τον περίεργο εχθρό του. Ο νεαρός πράκτορας και συνεργάτης του φαινόταν σίγουρα φοβισμένος και δεν άφηνε στιγμή από τα μάτια του τον Πλάτων. Ποιός ξέρει τι τρομακτικά σενάρια γύριζε ο νους του; Ίσως φανταζόταν τον Πλάτων να ψάχνει με μανία το μυαλό του και να τον οδηγεί στην τρέλα ή ακόμη χειρότερα θα μπορούσε ίσως να τον αναγκάσει να αυτοκτονήσει με τα ίδια του τα χέρια. Μπορεί να ήταν καλά εκπαιδευμένος, όπως όλοι οι άντρες της Υπερδύναμης, αλλά δεν έπαυε να είναι άνθρωπος. Από σάρκα κι αίμα! Ο πράκτορας διέκρινε ένα ελαφρύ τρέμουλο και σημάδια απόγνωσης στο βλέμμα του συνεργάτη του. Ήταν έτοιμος να σπάσει, απλώς και μόνο κοιτώντας τον Πλάτων. Κοιτώντας κανείς κάτι το εξωπραγματικό κι απόκοσμο, το υπερφυσικό και πανίσχυρο, αντιλαμβανόμενος το κενό μέσα του, γίνεται να μην λιγοψυχήσει; Οι περισσότεροι, σχεδόν όλοι, όχι!
179
Ο πράκτορας σημάδεψε καλά και πίεσε ελαφρά την σκανδάλη. Ελάχιστη δύναμη ακόμη και η σφαίρα θα ξεκίναγε το μακάβριο ταξίδι της! Ο Πλάτων στράφηκε προς τον κρατούμενό τους και διαπίστωσε πόσο φοβισμένος ήταν όταν αυτός έσκυψε βιαστικά το κεφάλι του προς το πάτωμα, ευθύς μόλις τα βλέμματά τους συγκρούστηκαν. Η κούραση του ήταν έκδηλη, ένα ασήκωτο φορτίο βάραινε στους ώμους του, θα έκανε πάντως μια προσπάθεια να δει όσα περισσότερα μπορούσε. «Νεαρέ!» μίλησε στο μυαλό του άντρα και τα μάτια του άνοιξαν αμέσως διάπλατα, το κεφάλι του σηκώθηκε και λίγα σάλια χύθηκαν απ’ το μισάνοιχτο στόμα του. Τον ένιωσε να αφήνεται. Μια στιγμή μόλις πριν οι άμυνες του ετοιμαζόταν για την μάχη της ζωής του, παραδόθηκε όμως αμαχητί, στην φωνή μες το μυαλό, σε ένα μακάβριο κάλεσμα απ’ το υπερπέραν. Ο Πλάτων τρύπωσε στο φως του εγκεφάλου του κρατούμενού τους και άρχισε να διαβάζει. Δεν πρόλαβε να ξεκινήσει καλά καλά όταν, σαν διακοπή ρεύματος, η σύνδεση κόπηκε απροσδόκητα και το άσπρο μετατράπηκε σταδιακά σε ένα βαθύ κόκκινο, που μαύρισε στην συνέχεια. Είδε με τα ανθρώπινα μάτια του τα μυαλά του άντρα να στολίζουν τον τοίχο πίσω του και το έντρομο βλέμμα του να ξεθωριάζει σταδιακά. Άκουσε σαν από πηγάδι τον Οδυσσέα να φωνάζει: -Ελεύθερος σκοπευτής, και τον είδε να σωριάζεται στο πάτωμα. Γύρισε απορημένος τα μάτια του στο παράθυρο και είδε μια μικρή τρύπα, ακριβώς πάνω από τον ώμο του. Ακούμπησε μηχανικά το κεφάλι του στο τζάμι και κοίταξε προς την μεριά, από όπου ήρθε η σφαίρα, υπό το κατάπληκτο βλέμμα του Οδυσσέα. «Τι στο διάολο!» αναρωτήθηκε ο πράκτορας και τραβήχτηκε ενστικτωδώς προς τα πίσω, βλέποντας στην διόπτρα τον Πλάτων να τον κοιτάζει θαρρείς κατάματα. Μετά το αρχικό ξάφνιασμα, ξαναπήρε θέση και στόχευσε. Αρκεί να πίεζε το δάχτυλό του και τέλος. Ο νεαρός που στεκόταν σαν άγαλμα (ή σκιάχτρο), κοιτώντας ατρόμητα προς το μέρος του θα ήταν παρελθόν. Το βλέμμα του μαρτυρούσε γαλήνη και ηρεμία. Δεν προσπάθησε να κρυφτεί, ούτε να καλυφτεί. Λες και περίμενε το αναπόφευκτο. Κι όντως ο Πλάτων ένιωθε ακριβώς έτσι. Δεν φοβόταν, ούτε πίστευε ότι κινδύνευε, αλλά μια αίσθηση ανακούφισης και προσμονής, όπως τότε με τον γορίλα κυριάρχησε μέσα του. Ο πράκτορας αποφάσισε, μετά από λίγα δευτερόλεπτα που του φάνηκαν σαν μια ολόκληρη περιστροφή του σύμπαντος, ότι έπρεπε να ακολουθήσει κατά γράμμα τις εντολές, που είχε πάρει. Σήκωσε το όπλο του και άρχισε διστακτικά να το αποσυναρμολογεί. -Την επόμενη φορά, είπε έντονα προβληματισμένος για την ευκαιρία, που ίσως δεν θα ξανάχει, και για την απίστευτη αντίδραση του νέου, την ίδια ώρα που ο Πλάτων δέχθηκε σαν αξίωμα ότι η αλλαγή μέσα του συνεχιζόταν! 10 Ένιωσε ένα τράβηγμα στο παντελόνι του, που τον επανέφερε στιγμιαία στο παρόν. Τίποτα δεν είχε γίνει. Κανένα συμβάν, καμιά αλλαγή! Κοίταξε χαμηλά και είδε τον Οδυσσέα να του κάνει με τα χέρια έντονα νοήματα να σκύψει, να προφυλαχθεί. Υπάκουσε απρόθυμα και έσκυψε αργά, σαν τους εφήβους που κάνουν τελικά το θέλημα των γονιών τους, φροντίζοντας όμως να δείξουν την δυσφορία τους. Ακούμπησε την πλάτη του στο μεταλλικό έπιπλο που φιλοξενούσε εκατοντάδες φακέλους και κοίταξε τον νεκρό. -Τι έγινε, Πλάτων; Ποιος ήταν; Γιατί τον σκότωσε; Τι ήξερε; Γιατί δεν έσκυψες να προφυλαχθείς; Οι ερωτήσεις βγήκαν αβίαστα απ’ τα χείλη του Οδυσσέα σαν ριπή πολυβόλου. Αισθανόταν, παρά το δέος, μια ανεξήγητη οικειότητα με τον νεαρό. Μετάνιωσε που δεν προσπάθησε να τον προστατέψει. Αυτό δεν θα έκανε αν στην θέση
180
του ήταν ο πρωθυπουργός; Εντάξει, μπορεί να μην χρειάζεται προστασία, αλλά πόσο σίγουρο είναι αυτό; Είναι ανίκητος; Ένα παιδί είναι γαμώτο! -Μην αισθάνεσαι ενοχές, είπε ο Πλάτων απαντώντας στις σκέψεις που στριφογύριζαν μέσα του. Έκανες αυτό που έπρεπε, αυτό που σου υπαγόρεψαν τα ένστικτά σου. Κι εγώ έκανα ότι μου υπαγόρεψαν τα δικά μου. Να τα εμπιστεύεσαι τα ένστικτά σου. Όλοι μας πρέπει! Αυτό δεν σημαίνει ότι την επόμενη φορά που θα βρεθείς στην ίδια κατάσταση πρέπει να κάνεις την ίδια πράξη. Όχι. Απλώς, άκου και πάλι τα ένστικτά σου. Ότι σου πουν κάνε. Όχι ότι πει ο πρωθυπουργός ή κάποιος άλλος! Αυτό θέλω από εσένα. Αυτό χρειάζεται απ’ όλους! Σηκώθηκαν και ο Οδυσσέας δεν θα έπαυε να συλλογίζεται για πολύ καιρό τα λόγια του Πλάτων. Η αποκάλυψη του νοήματος τους δυστυχώς θα αποδεικνυόταν τραγική. Σήμανε στην ασφάλεια συναγερμός και ξεκίνησε η αναζήτηση του ελεύθερου σκοπευτή. Μέχρι το πρωί είχαν ελεγχθεί εξονυχιστικά όλα τα κτίρια απ’ όπου θα μπορούσε να έχει γίνει η βολή σε ακτίνα τουλάχιστον δύο χιλιομέτρων. Κανένα ίχνος του σκοπευτή δεν βρέθηκε! Ο Πλάτων καληνύχτισε τον Οδυσσέα, αφού δεν μπορέσει να διασπάσει το σκοτάδι των ανενεργών νευρώνων του νεκρού υπόπτου και τον άφησε να επιληφθεί του ζητήματος. Πήρε το αυτοκίνητο με το οποίο είχαν φτάσει στον πύργο της Ασφάλειας και κατευθύνθηκε προς το κατάλυμα του, προς την Νεφέλη. Ένιωθε τόσο αφόρητα κουρασμένος, που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν ο συνδυασμός της αγκαλιάς της και του μαλακού στρώματος, που κοίμιζε την αγάπη τους τις τελευταίες ημέρες. Αν και είχε πάει σχεδόν δύο η ώρα το πρωί, η πόλη έσφυζε από ζωή. Η κίνηση στους δρόμους, τόσο των οχημάτων, όσο και των πεζών το πιστοποιούσε ακράδαντα. Αυτοκίνητα βιαζόταν να φτάσουν στον προορισμό τους, διάφορες παρέες νέων περπατούσαν γελώντας εύθυμα προς τα διάφορα κέντρα διασκέδασης και κάποιες μοναχικές φιγούρες, σκιές της νύχτας, κατευθυνόταν προς τον δικό τους άγνωστο, αλλά υπαρκτό προορισμό. Έστριψε ασυναίσθητα προς το κέντρο της πόλης αντί να βγει στην περιφερειακή οδό, που θα του γλίτωνε χρόνο. Οδήγησε μηχανικά για λίγη ώρα, ώσπου έφτασε και σταμάτησε το αυτοκίνητο ακριβώς μπροστά από την Βουλή. Η γλυκιά ανάμνηση ότι είχαν βρεθεί με την Νεφέλη στο ίδιο ακριβώς σημείο, φτάνοντας στην Αθήνα, αναδύθηκε στην επιφάνεια. Πάρκαρε εντελώς παράνομα το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, βγήκε απ’ αυτό κι άρχισε να περπατά. Που πήγαινε; Δεν είχε ιδέα! Γιατί; Επίσης! Είχε κάνει κάτι παράτολμο πριν από λίγο. Μπορεί να αισθανόταν (και ήταν σίγουρος γι’ αυτό) ότι συνέχιζε να αλλάζει, αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν σήμαινε ότι ήταν άτρωτος. Κατά βάθος, ήξερε ότι ήταν καθαρά απόφαση του σκοπευτή να μην τον πυροβολήσει και δοκιμάσει έτσι μέχρις εσχάτων τα όριά του. Αρκούσε μόνο μια παρόρμηση του σκοπευτή, αν και ευτυχώς γι’ αυτόν και χωρίς να το ξέρει αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αυτές οι εντολές του, και ίσως το τέλος να είχε ήδη γραφτεί. Ποιός ξέρει τι θα είχε συμβεί, αν θα είχε συμβεί κάτι! Μπορεί σε τελική ανάλυση, η αντίδρασή του… ή ίσως η μη-αντίδρασή του, να ήταν αποτέλεσμα υπολειτουργίας του εγκεφάλου του. Εφόσον είχε μια τεράστια διεργασία σε εξέλιξη, ίσως το υπερβολικά ανθρώπινο κομμάτι του, που αντιμετώπιζε την πραγματικότητα, είχε αποφασίσει, ερήμην του, να αφήσει τα πράγματα στην τύχη. Αυτή την σκύλα, που πολεμούσε με μανία σε όλη του την ζωή. Η πιθανότητα αυτή τον σόκαρε. Και την απώθησε γρήγορα στο ασυνείδητό του. Αισθάνθηκε μετέωρος, δεν μπορούσε να αγγίξει τον μαγικό κόσμο της αυτοπραγμάτωσης. Ο εσωτερικός πόλεμος μεταξύ των ενορμήσεων και των ενδιαφερόντων μαίνονταν σφοδρός και η εξύψωση του στο τελικό στάδιο της τελείωσης,
181
αυτό που θα ζήλευαν και οι αρχαίοι σοφοί της Ελλάδας και της Βαβυλώνας, αργούσε. Έλπιζε, ευχόταν με όλο του το είναι, να αργούσε μόνο για λίγο ακόμη! Διαβαίνοντας το κέντρο της πόλης οσμίζονταν την μοιρολατρική απελπισία των ανθρώπων που ζούσαν στο απάνθρωπο κέντρο, αλλά και την αυτάρεσκη οχύρωση των πλουσίων που είχαν ήδη φύγει μακριά, είτε είχαν ανέβει ψηλά στα ρετιρέ! Προχωρώντας κοίταζε γύρω του, την πόλη που ποτέ δεν κοιμάται, τους περαστικούς, αλλά και τους μόνιμους θιασώτες της σκηνής της. Λίγοι ναρκομανείς, πραγματικά φαντάσματα της ζωής, αγωνίζονταν με κάθε τρόπο για το μοναδικό πράγμα που αξίζει στην ύπαρξη τους. Την δόση τους. Οι ιερόδουλες, το πανάρχαιο προϊόν εμπόρων λευκής σαρκός, ξεκίναγαν το βαρύ και ανθυγιεινό τους «επάγγελμα», τα αυτοκίνητα γυρνούσαν σε ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι κι ο Πλάτων αφουγκραζόταν παθητικά τον παλμό της πόλης. Περιπλανιόταν για ώρα, περιφερόταν σαν ένα σώμα σε αδράνεια, χωρίς βούληση και τίποτα στις κινήσεις του δεν μπορούσε να προδώσει την κατάσταση στασιμότητας στην οποία βρισκόταν όταν μπήκε σε μια πλατεία, όπου μια ομάδα νεαρών άκουγαν μουσική χορεύοντας, καπνίζοντας και καταναλώνοντας δεκάδες κουτάκια μπύρας. Ήταν νέοι, αγόρια και κορίτσια, της συρρικνωμένης μικρομεσαίας τάξης, με την δυνατότητα να διασκεδάσουν σε κάποιο μπαράκι, αλλά που είχαν επιλέξει τα όνειρα και την ελευθερία, που τους γεννούσε μια πλατεία, στο κέντρο της πόλης, νύχτα, κάτω απ’ το φως των αστεριών! Αναθάρρησε και μια σπίθα έλαμψε στο σβησμένο του βλέμμα. Έφτασε δίπλα τους και καθώς έμπαινε σε μια αόρατη ζώνη επιρροής, εκατοντάδες σκέψεις άρχισαν να τον μαστιγώνουν αλύπητα, ρίχνοντάς τον στα γόνατα. Το μυαλό του πόναγε, λες και χιλιάδες νύχια το γρατζουνούσαν, βούιζε και δεν μπορούσε να ακούσει ούτε την ίδια του την σκέψη. «Ποιος ακούει πάλι τον μπαμπά; Γαμώ τις εξετάσεις μου, γαμώ! Τι κορμάρα έχει η Κέλυ, θεέ μου; Το χαρτζιλίκι δεν φτάνει ούτε για τσίχλες. Κι άλλα παιδιά νεκρά στην Παλαιστίνη. Ο διαστημικός σταθμός είναι το μέλλον. Πρέπει να γαμήσω γρήγορα, γιατί θα γίνω ρόμπα αν μαθευτεί ότι είμαι παρθένος. Αχ και να περνούσα στην φιλοσοφική (βρω δεν βρω δουλειά). Αυτό θέλω να κάνω, άντε γαμηθείτε όλοι σας! Αυτή η μπόχα στην πόλη δεν παίζεται. Τι θα κάνω; Πως θα ζήσω (επιβιώσω);» Βούλωσε τα αυτιά του πιάνοντας το σφιχτά το κεφάλι του, γιατί νόμιζε ότι θα σπάσει και σχεδόν διπλώθηκε στα δύο, αλλά ο ήχος από τις μυριάδες σκέψεις δυνάμωσε. Το ανθρώπινο κομμάτι του αδυνατούσε να αντέξει την σωρευμένη ενέργεια, μεταφρασμένη σε όνειρα, φοβίες, ελπίδες, πάθη και αναζήτηση των νέων, που τον κυρίεψε απροσδόκητα. Στράφηκαν όλοι και τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι. -Είσαι καλά, ρώτησε κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του, μια κοκκινομάλλα δεκαεξάχρονη με λίγες φακίδες να ντύνουν το πρόσωπό της. Η ευγένεια στην φωνή της μαρτυρούσε αληθινό ενδιαφέρον. Ο Πλάτων κοκάλωσε, καθώς τα νύχια εγκατέλειψαν απότομα το κρανίο του, κοίταξε το κορίτσι, της έγνεψε αργά καταφατικά και στήθηκε ξανά στα πόδια του με το μυαλό του να συνέρχεται σταδιακά. Κοιτούσε για λίγο το κορίτσι με τα πύρινα μαλλιά (το κορίτσι «Κι άλλα νεκρά παιδιά στην Παλαιστίνη», όπως κατάλαβε) και στην συνέχεια στράφηκε στην υπόλοιπη παρέα. Είδε μπροστά του καμιά δεκαριά έφηβους, από δεκαπέντε μέχρι δέκα εφτά χρονών, να τον παρατηρούν με απόλυτη σιωπή και έκδηλη περιέργεια μέσα από τα άπληστα μάτια τους και τα νέα τους κορμιά. Ο υπεύθυνος για την μουσική επένδυση της βραδιάς χαμήλωσε καταρχήν την μουσική και έπειτα την έκλεισε εντελώς. -Ναι, δυστυχώς κι άλλα παιδιά είναι νεκρά. Όχι μόνο στην Παλαιστίνη, αλλά κι αλλού, παντού στον κόσμο μας. Βλέπεις το μίσος δεν αποτελεί μονοπώλιο κανενός. Κρύβεται καλά και σιωπηλά κάτω από το δέρμα όλων μας. Σαν χαμαιλέοντας παίρνει τα χρώματα
182
μας και όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή μας αιχμαλωτίζει στην τεράστια γλώσσα του, είπε θεατρικά στραμμένος στην κοκκινομάλλα και η παρέα αντέδρασε με ακόμη μεγαλύτερη προσήλωση στον άντρα, που μόλις τους μίλησε τόσο περίεργα. Παρατήρησε ένα ένα τα παιδιά και διέκρινε σε όλα κι από έναν διαφορετικό άνθρωπο να κοιμάται μέσα τους. Ήταν ο άνθρωπος των ονείρων τους, ο άνθρωπος που ήθελαν να γίνουν. Όχι αυτό που ήθελαν οι άλλοι, αλλά αυτό που τους πρόσταζε μια αρχέγονη τάση, μια φυγή προς τα εμπρός, ένα ακατανίκητο ένστικτο. Η ανθρωπότητα που είχε θέσει ως στόχο να αλλάξει προσωποποιήθηκε σ’ αυτά τα παιδιά. Δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να αλλάξει αυτούς τους ¨εν δυνάμει¨ ανθρώπους. Ήθελε να τους βοηθήσει απλώς να βγουν στην επιφάνεια. Να απλώσει το χέρι του και να τους τραβήξει πάνω, έξω από το πηγάδι του σύγχρονου πολιτισμού. Ξαναστράφηκε στην κοκκινομάλλα. Είδε μια ομιχλώδη εικόνα, όπου μια νεαρή κυρία βοηθάει τα άπορα παιδιά στην Αφρική. Την είδε να τα ντύνει, να τα πλένει, να χαράζει το χαμόγελο στα προσωπάκια τους, απλώς και μόνο λέγοντάς του παραμύθια. Την είδε να ζει μια ζωή γεμάτη, όπως ακριβώς την οδηγούσε η σύγκρουση ανάμεσα στις ορμές της. Η ομίχλη διαλύθηκε και κοίταξε καλύτερα. Είδε μια τηλεφωνήτρια, με κόκκινα μαλλιά, να απαντάει για οχτώ ώρες κάθε μέρα στα τηλέφωνα, ήταν δυστυχισμένη κι αρραβωνιασμένη. Βλέπετε κόντευε τα τριάντα κι έπρεπε να παντρευτεί ένα καλό κι άξιο παλικάρι. Στράφηκε στον νέο που ήθελε να πηδήξει την Κέλυ (αυτό ήταν το όνομα της κοκκινομάλλας). Αυτός ήταν και ο μόνος λόγος που βρισκόταν σ’ αυτή την παρέα, ένας παρείσακτος, ένας σκλάβος. Το κακομαθημένο του μυαλό δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο. Βλέπετε οι γονείς του ήταν αρκετά πλούσιοι κι αμόρφωτοι (αμόρφωτοι λέω και όχι ανεκπαίδευτοι, γιατί δόξα τω θεό είχαν τα πτυχία τους. Ήταν γιατροί και οι δύο, δηλαδή εκπαιδευμένοι άνθρωποι να εξασκούν την ιατρική, αλλά αρκετά αμόρφωτοι κι ακαλλιέργητοι, ώστε να έχουν μετατρέψει το λειτούργημα σε επάγγελμα, να παίρνουν τα φακελάκια τους από τους μη έχοντες και να τα χρησιμοποιούν για να καταστρέψουν το μυαλό του γιού τους)! Είδε έναν τριαντάρη να πηδάει όσες περισσότερες γυναίκες μπορεί, λες και είχε βάλει κάποιο στοίχημα με την χαμένη του αυτοεκτίμηση. Α, είχε γίνει και γιατρός (το μήλο δυστυχώς κάτω από την μηλιά), οπότε το κύρος του στον γυναικείο πληθυσμό ήταν εντυπωσιακό. Τα δύο άκρα λοιπόν! Κι ένας αγώνας για την ανέλιξη. Ένας άνισος αγώνας. Κι αυτός; Που βρισκόταν αυτός; Ποια πορεία είχε επιλέξει για τον εαυτό του; Πως θα πραγματοποιούσε τα δικά του όνειρα; Αυτά που χωρούσαν όλο τον κόσμο στην αγκαλιά του; Πώς θα μετέτρεπε τον άνισο αγώνα σε μια δίκαιη μάχη; Πώς ένας ανώτερος άνθρωπος (η κοκκινομάλλα )θα έχει τις δυνατότητες να αυτοπραγματωθεί σε μια δημοκρατία, που εξισώνει τους πάντες και υποβιβάζει την κοινωνία στο επίπεδο των κατώτερων (ο παρείσακτος) μελών της; Διαισθάνθηκε ότι στην σημερινή δημοκρατία, όπου όλοι ζουν για το σήμερα, πολύ γρήγορα και πολύ ανεύθυνα και αυτό το ονομάζουν ελευθερία, έχουν χαθεί τα ένστικτα από τα οποία αναπτύσσονται διαρκώς καινούριες δομές, το ίδιο το μέλλον. Έχουν χαθεί δυστυχώς τα ένστικτα για υπευθυνότητα απέναντι στους αιώνες που έρχονται καθώς και στην αλληλεγγύη των γενεών, που ρέουν προς τα εμπρός αλλά και προς τα πίσω! Χαμογέλασε στην γενιά μπροστά του και αυτή ανταπέδωσε. Κάποιοι θέλησαν να μιλήσουν, να ρωτήσουν τι εννοούσε, αλλά συγκρατήθηκαν, σώπασαν περιμένοντας. -Είστε ελεύθεροι; Πώς αισθάνεστέ, ρώτησε σοβαρά. Δυο-τρείς έσπευσαν να απαντήσουν ναι, χωρίς πολύ σκέψη οδηγούμενοι από την παρορμητικότητα της ηλικίας τους. Η κοκκινομάλλα δεν μίλησε, συνέχισε να τον κοιτάζει έντονα με τα καστανά μάτια της και ο Πλάτων διέκρινε μια δυνατή φωτιά να σιγοκαίει
183
μέσα τους, δίνοντάς τους μια πρωτόγνωρη απόχρωση σαν καυτής λάβας. -Η ελευθερία είναι κάτι που έχουμε και δεν έχουμε, κάτι που θέλουμε, κάτι που κατακτούμε! Για παράδειγμα οι περισσότερες κυβερνήσεις στον πλανήτη δεν θέλουν οι νέοι, εσείς, να μορφωθείτε. Δεν θέλουν να σκέφτεστε πολύ! Γι’ αυτό σε όλο τον κόσμο ξεπήδησαν απότομα τηλεοπτικά προγράμματα, ρεάλιτι εκπομπές, πάρκα αναψυχής, ναρκωτικά και αλκοόλ. Το μόνο που θέλουν από εσάς είναι να προσκολληθείτε γερά στον κόσμο που σας παρουσιάζουν, χωρίς να αντιδράτε. Διασκέδαση και όχι ψυχαγωγία! Εθισμό στην καλοπέραση και τον ψεύτικο κόσμο της τηλεόρασης κι όχι προβληματισμό και σκέψη για τον κόσμο μας. Σας θέλουν σκλάβους, τους είπε αργά με φωνή που δεν άφηνε αμφιβολίες. Συνέχισε χαμογελώντας: Η ελευθερία επομένως επιτυγχάνεται μέσα από αγώνα, πρώτα με τον εαυτό μας και τις πολλές και διαφορετικές φωνές μέσα μας, και στην συνέχεια απέναντι σε άξιους εχθρούς, με τους οποίους μπορεί κανείς να δοκιμάσει την δύναμή του. Μην χαλαρώνετε την ψυχή σας, μην επιζητάτε την ειρήνη και θα μείνετε για πάντα νέοι. Ξεριζώστε από μέσα σας, συντρίψτε τις δοξασίες και τις γνώμες, που σας κληρονόμησαν οι μεγάλοι, οι γονείς σας και οι δάσκαλοί σας, δοξασίες απ’ τα βάθη των αιώνων. Αναρωτηθείτε τι πρέπει να σκέφτεστε! Αν πρέπει να σκέφτεστε ότι σας λένε τα ιερά βιβλία, η Βίβλος και το Κοράνι, ή αυτό που λέει ο γενικός γραμματέας του κόμματος ή ακόμη κι αυτός… ο μάγος της φυλής! Ο εσωτερικός σας αγώνας, τα χιλιάδες ερωτήματα, η αμφισβήτηση των κατεστημένων θεσμών, είναι ερέθισμα για ζωή, είναι πόλεμος για ελευθερία. Μην συμβιβάζεστε, μην σταματάτε ποτέ! Ζητήστε κι άλλα, περισσότερα, αποδείξεις. Γεννήστε ιδέες, κάντε όνειρα και πλάστε τα στην Γη μας! Μπορούμε να τα αλλάξουμε όλα, πρόσθεσε κι ένα αχνό γελάκι βγήκε προς τα έξω ενώ αυτός κοιτούσε κάπου απροσδιόριστα μακριά, αρκεί να κάνουμε μια απλή επιλογή, ανάμεσα στον φόβο και την αγάπη, είπε κοιτώντας τα απορροφημένα τους πρόσωπα και τα διψασμένα τους μάτια. Το ξέρετε ότι η επανάσταση είναι τώρα, έτσι; Όχι αύριο, αλλά τώρα, την μοναδική αυτή στιγμή που είστε όλοι εσείς ενωμένοι κάτω απ’ το φως των αστεριών! Να ξέρετε ότι τελικά όλοι, έχουμε το μέγεθος αυτού που οραματιζόμαστε! Τους παρατήρησε χαμογελώντας, ξεκάθαρα τώρα και σίγουρος για αυτά τα παιδιά. Έριξε μια τρυφερή ματιά, που δήλωνε εμπιστοσύνη στην κοκκινομάλλα, γύρισε αργά και έφυγε. Το κορίτσι έμεινε ακίνητο να τον παρακολουθεί να απομακρύνεται, όπως και η παρέα της και η αυτοπεποίθηση άρχισε να κυλά σαν ρυάκι μέσα της. Μέσα σε λίγα χρόνια θα είχε μετατραπεί σε ασταμάτητο χείμαρρο! Επέστρεψε στο σπίτι στον λόφο και ξάπλωσε δίπλα στην ωραία κοιμωμένη, η οποία είχε πα-ραδοθει στον θεό-ύπνο πριν από λίγη ώρα. Ο Πλάτων ένοιωσε τότε μια φτερωτή λαμπρότητα να κατακλύζει το μυαλό του και μια εσωτερική δόνηση προκάλεσε στο κορμί του ένα μικρό τρέμουλο. Το κορίτσι όμως δεν ένιωσε πότε το γλυκό χάδι στα μαλλιά, ούτε το τρυφερό άγγιγμα στον ώμο της. Μέσα στο όνειρό της μόνο χαμογέλασε, καθώς κρυφές επιθυμίες και ονειρικές εικόνες μιας ευτυχισμένης ζωής για τους τρεις τους, παρουσιάστηκαν απρόσκλητες. Την πήρε στην αγκαλιά του και έμεινε ακίνητος, και λίγο φοβισμένος, δίπλα της, ενώ η Νεφέλη δεν είχε την ευκαιρία να δει για τελευταία φορά τον άνθρωπο μέσα του, καθώς αυτός γλιστρούσε γοργά κι έτεινε στο υπόγειο της συνείδησης μαζί με το αργό κλείσιμο των βλεφάρων του κι ο καινούριος του εαυτός, η απόκοσμη Σκιά, που πλέον ακτινοβολούσε ολόκληρη, σαν ένας μαύρος ήλιος, ανέβαινε πετώντας στην απόλυτη κυριαρχία του νου του. Το σκοτάδι τον άρπαξε μανιασμένα, αλλά ήταν κάπως γλυκό το άγγιγμά του, ίσως και λίγο ευωδιαστό, και τον έκανε δικό του! 11 Αυτά συνέβαιναν νύχτα Παρασκευής στην Ελλάδα, παράλληλα με μια μεσημεριανή
184
συνάντηση, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ο αιδεσιμότατος Ιάκωβος είχε καλέσει τηλεφωνικά, τονίζοντας έντονα ότι η συνάντηση είχε «κατεπείγον» χαρακτήρα, τα πιο επιφανή στελέχη όλων των δογμάτων της χριστιανικής πίστης στην συγκέντρωση αυτή. Υπήρχαν στην αίθουσα εκπρόσωποι του ενός δισεκατομμυρίου καθολικών πιστών, όπως και των σαφώς λιγότερων κι όμως αρκετά ισχυρών προτεσταντών, ευαγγελιστών και ορθοδόξων. Θρησκευτικοί ηγέτες από το Βατικανό, την Ρωσία, την Αγγλία και την Λατινική Αμερική, άνθρωποι που σε αντιδιαστολή με τον ρόλο τους, και την άποψη της κοινή γνώμης, ζουν σαν βασιλιάδες με τα πολυτελή σπίτια τους, τα πανάκριβα τζετ τους και τα αλεξίσφαιρα αυτοκίνητά τους. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι αυτοί στον Ναό της Αναστάσεως, στην Νέα Υόρκη, γνωρίζοντας μόνο ότι κάτι πολύ σημαντικό έπρεπε να συζητηθεί δίχως αναβολή. Η συνάντηση τους, ή το γεύμα εργασίας όπως αποκαλέστηκε, ζητήθηκε προκαταβολικά απ’ όλους να μείνει άκρως μυστική και όπως διαπίστωσαν με απορία όλοι απ’ την αρχή είχε και μια μυστικιστική χροιά! Σε μια τεράστια και ψηλοτάβανη αίθουσα, όπου δέσποζε η αγαλματένια μορφή του Εσταυρωμένου, δώδεκα «άγιοι» άνθρωποι απ’ όλον τον χριστιανικό κόσμο, βρισκόταν καθισμένοι γύρω από ένα μακρόστενο, ξύλινο τραπέζι. Λίγες πορσελάνινες πιατέλες με νηστίσιμες, γκουρμέ συνταγές και κρυστάλλινα κανάτια με κόκκινο κρασί αρκετών δεκαετιών, κοσμούσαν την επιφάνειά του, παραπέμποντας εμφανώς στον μυστικό δείπνο ή τουλάχιστον σε μια σύγχρονη, χλιδάτη παρωδία του. Ο αιδεσιμότατος Ιάκωβος βρισκόταν σε κατάσταση βαθιάς περισυλλογής από την συνάντηση που είχαν, αυτός σαν εκπρόσωπος της Προτεσταντικής Εκκλησίας με τους άλλους ηγέτες της σύγχρονης οικονομίας και κατ' επέκτασην της εξουσίας, με τον πρόεδρο της Υπερδύναμης. Η ύπαρξη του Πλάτων τον είχε στοιχειώσει από την στιγμή, που επιβεβαιώθηκαν τόσο απροσδόκητα, όσο και συντριπτικά, οι δυνάμεις του. Βαθιά μέσα του κάτι είχε αλλάξει, κάτι τον τρόμαζε. Ίσως επρόκειτο για την στιγμή που περίμεναν οι απανταχού χριστιανοί, οι αληθινοί (οι ελάχιστοι) και οι κατ’ όνομα(οι περισσότεροι). Η έλευση του… Αντίχριστου, αυτή που είχαν προφητέψει αιώνες πριν, προοιώνιζε και κάτι άλλο. Την έλευση του Χριστού! Ζήτησε βιαστικά απ’ τους καλεσμένους του να κλείσουν τα μάτια, να σκύψουν το κεφάλι και να προσευχηθούν όλοι μαζί. Έπρεπε να απασχολήσει το μυαλό του με κάτι άλλο. Έτσι κι έγινε, έστω και με κάποιον δισταγμό από μερικούς κι αφού ο αιδεσιμότατος είπε δυο ιερά λόγια απευθυνόμενα στον ουράνιο πατέρα όλων τους, σήκωσε το βλέμμα του αποφασιστικά. -Φίλοι μου, είπε με δυνατή φωνή, κι όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν καθώς άνοιγαν τα μάτια τους, καλώς ήρθατε! Ξέρω ότι το τηλέφωνο που έκανα σε καθέναν σας προσωπικά, γέμισε αγωνία τις σκέψεις σας. Ευχαριστώ που ανταποκριθήκατε άμεσα. Κατανοώ ότι ο χρόνος σας είναι πολύτιμος, όμως πιστέψτε με ότι το θέμα για το οποίο σας κάλεσα εδώ είναι υπεράνω όλων μας, κατέληξε και τα πρόσωπα των παρευρισκομένων γέμισαν απορία. Τα μάτια του έδειχναν βαθιά περισυλλογή καθώς οι «άγιοι» άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ανταλλάσοντας ματιές άγνοιας και προσμονής για να στραφούν μετά από λίγο ξανά στον οικοδεσπότη τους. -Τι είναι αυτό, που αφορά όλους μας, αιδεσιμότατε Ιάκωβε; Τι μπορεί να συνέβη που αφορά τις εκκλησίες μας, ρώτησε ευθέως ο καθολικός ιερέας, ένας πανίσχυρος καρδινάλιος του Βατικανού, ορισμένος για τέτοιου είδους θέματα από τον ίδιο τον εκπρόσωπο του Θεού στην Γη. Τουλάχιστον αυτό άφηναν τους πιστούς να πιστεύουν! -Υπήρξε κάτι, οτιδήποτε, που σας έκανε εντύπωση, που χαράχτηκε στην μνήμη σας την τελευταία εβδομάδα, ρώτησε ο αιδεσιμότατος Ιάκωβος και περίμενε υπομονετικά. Άρχισαν όλοι να σκαλίζουν την μνήμη τους για οτιδήποτε τους κίνησε την περιέργεια
185
τις προηγούμενες ημέρες, με την ανησυχία να βαθαίνει μέσα τους μπρος το μυστήριο που αιωρούταν πάνω απ’ το τραπέζι. Μέτα από λίγα δευτερόλεπτα, ο ορθόδοξος ιερέας είπε αυθόρμητα: -Αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον προσωπικά είναι η είδηση για έναν περίεργο νέο στην Ελλάδα, είπε και ο αιδεσιμότατος έσκυψε το σώμα του μπροστά επιδεικνύοντας σε όλους έντονο ενδιαφέρον. Ακούστηκαν πολλά, σίγουρα αποκυήματα της φαντασίας, αλλά παρόλα αυτά η αλήθεια, όποια κι αν είναι, γεννά ερωτήματα, συνέχισε σχεδόν αδιάφορα. Λες και θεωρούσε δεδομένο ότι η αλήθεια απείχε παρασάγγας από τα δημοσιεύματα και τις θεωρίες που αφορούσαν τον περίεργο νεαρό. Δεν καταλαβαίνω, όμως, αν όντως μιλάς για τον ταλαντούχο αυτό νέο, γιατί αφορά όλους εμάς; Είναι απλώς ένας ιδιαίτερος νέος, που ξεγέλασε αρχικά την ασφάλεια του πρωθυπουργού τους, εν συνεχεία αποδείχτηκε ότι τον προόριζε για μέλος της κυβέρνησής του και η ιστορία στιγματίστηκε, όπως πάντα από την υπερβολική εκδοχή των μέσων ενημέρωσης, ολοκλήρωσε και στράφηκε στους υπόλοιπους, οι οποίοι έδειξαν να συμφωνούν μαζί του. -Είσαι σίγουρος γι’ αυτό, ρώτησε με ψυχρή και ελαφρώς ειρωνική διάθεση ο αιδεσιμότατος Ιάκωβος. Πίστευε ότι μια περίπτωση σαν κι αυτή θα έπρεπε τουλάχιστον να αντιμετωπιστεί με την απαραίτητη δεκτικότητα απ’ όλους. Όσο απίστευτα κι αν ακουγόταν τα υποτιθέμενα γεγονότα, μες το δωμάτιο υπήρχαν άνθρωποι που κάποτε πίστευαν ότι ο Θεός τους, η απόλυτη δύναμη του Σύμπαντος, ενσαρκώθηκε στον κόσμο μας με ανθρώπινη μορφή, πέθανε για χάρη όλων των ανθρώπων στον σταυρό μετά από φρικτά βασανιστήρια και αναστήθηκε μετά από τρεις ημέρες. Όταν πιστεύεις κάτι τέτοιο πρέπει να είσαι τουλάχιστον ανοιχτός σε κάθε πιθανότητα. Η αλήθεια είναι ότι κι ο ίδιος μόλις τις τελευταίες ημέρες είχε επανακτήσει την χαμένη του πίστη. Την πίστη στο απίθανο! -Πιστεύω πως ναι… -Μην πιστεύεις τίποτα. Απλώς άκου, τον διέκοψε αγενώς και ο ορθόδοξος ιερέας ένιωσε απρόσμενη έκπληξη που γέννησε θυμό στο κρανίο του (ακούγεται παράδοξο κι όμως, δεν είναι τίποτε περισσότερο, ο καθένας τους, από έναν άνθρωπο, σαν όλους τους άλλους με πάθη κι αδυναμίες, που απλώς φοράει ράσα, την στολή της εργασίας του). Οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν αμέτοχοι, αν κι έκπληκτοι, την σκηνή. Τα γεγονότα είναι τα εξής συνέχισε: Ο Πλάτων, έτσι λέγεται ο νέος για τον οποίο ακούστηκαν τόσα, έχει δυο ξεχωριστές δυνάμεις, δυνάμεις που δεν έχουν υπάρξει ποτέ μέχρι σήμερα. Πρώτον, εκτοξεύει κατά βούληση μια θανατηφόρα δύναμη από τα χέρια του και δεύτερον διαβάζει τις σκέψεις των άλλων και μάλιστα, μπορεί να ελέγχει το μυαλό τους, ολοκλήρωσε θεατρικά και σταμάτησε για να τους δώσει μια στιγμή να σκεφτούν την σημασία των λέξεων του. Σχεδόν ταυτόχρονα και ασυναίσθητα έσκυψαν όλοι τα κεφάλια τους κι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Πίεσαν τα μυαλά τους να κατανοήσουν αυτό που μόλις είχαν ακούσει. «Τι … θεϊκές δυνάμεις ήταν αυτές; Πώς είναι δυνατόν; Πως … Για μια στιγμή! Πώς το ήξερε αυτό ο αιδεσιμότατος Ιάκωβος;» Πάντα η αμφιβολία οδηγεί έξω από τα αληθινά ερωτήματα, μας κάνει να ξεστρατίζουμε από τον σωστό δρόμο. Μας οδηγεί στην αναζήτηση δικαιολογιών. Οτιδήποτε μπορεί να μας κρατήσει στην εύθραυστη ισορροπία, που έχουμε δημιουργήσει μόνοι μας, αδιαφορώντας αν είναι επίπλαστη, είναι καλό και θεμιτό! -Πως είσαι τόσο σίγουρος; Πως… -Μην αμφιβάλλετε! Είναι ακριβώς έτσι. Οι πληροφορίες μου απλώς δεν θα μπορούσαν να είναι πιο έγκυρες. Κι επιπροσθέτως, συνέχισε και όλοι ξανακοίταξαν με φόβο, για ότι επρόκειτο να ακολουθήσει, ο πρωθυπουργός της χώρας του, μέσα σε λίγες μόνο ημέρες,
186
είναι ήδη υπό τον έλεγχό του, είπε και το πάζλ άρχισε να παίρνει μια απροσδόκητη μορφή. Ο λατινοαμερικάνος ιερέας, ένα πονηρό ανθρωπάκι, σφάλισε τα μάτια του και προσευχήθηκε ξανά, μόνος του αυτή την φορά, με φωνή σιωπηρή, σαν ψίθυρο από κάποιον άλλο κόσμο. Είχε καταάβει πρώτος, αυτό που οι άλλοι αρνιόντουσαν να δεχθούν. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο βάρυνε απότομα και πλήθος ερωτήσεων στάθηκαν στα χείλη όλων. Ένα βουητό, σαν μανιασμένα κύματα που σκάνε στην ήσυχη παραλία, απλώθηκε στο τραπέζι, με τους ιερείς να αρνούνται πεισματικά την εκδοχή του αιδεσιμότατου Ιάκωβου, ζητώντας αποδείξεις σαν τον άπιστο Θωμά, σιγοψιθυρίζοντας ταυτόχρονα, για να μην βγει παραέξω, να μην ακουστεί, το βλάσφημο μυστικό. -Αυτό είναι ανεπίτρεπτο, φώναξε ο εκπρόσωπος του Βατικανού. Πώς μπορείς να διαδίδεις τέτοιες ανακρίβειες και επικίνδυνα ψεύδη; Μας φώναξες εδώ, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, για να ακούσουμε μια φήμη, ένα δημοσιογραφικό αποκύημα της φαντασίας; Δεν ξέρεις ότι μόνο ένας άνθρωπος στην ιστορία, ο θεάνθρωπος είχε δυνάμεις πέρα από τις ανθρώπινες; Ο στυλοβάτης της Εκκλησίας, ο Υιός του Θεού, ο Χριστός μας, είπε αναψοκοκκινισμένος κι έτοιμος να εκραγεί. Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα, είχε πολλά να του πει ακόμη, αλλά ο αιδεσιμότατος Ιάκωβος, ήρεμος και πράος, σίγουρος από πριν για τέτοιου είδους αντιδράσεις τον πρόλαβε. -Ναι, φίλε μου, το ξέρω ότι μόνο ο Ιησούς, είχε δυνάμεις έξω από τις ανθρώπινες και πέρα από κάθε φαντασία. Νίκησε τον θάνατο, έτσι δεν είναι, είπε γλυκά, σαν να αναπολούσε περασμένα μεγαλεία, στιγμές μοναδικές. Το είχα ξεχάσει, ξέρετε. Ότι ο Ιησούς υπήρξε πραγματικά, ότι πέθανε για χάρη μας. Το είχα ξεχάσει. Ξεκίνησα, όπως όλοι μας φαντάζομαι, με τις καλύτερες προθέσεις. Να δώσω την ζωή μου, να αφιερωθώ στον Λόγο του, ώστε να βοηθήσω με τις μικρές μου δυνάμεις να γίνει ο κόσμος μας καλύτερος, είπε αφηρημένα σαν να μονοπωλούσε και όλοι τον άκουγαν με προσοχή λες και κοίταζαν τον εαυτό τους σε καθρέπτη. Στην πορεία όμως, αφού η ματαιοδοξία μου με κυρίευσε, όπως όλους μας, στον αγώνα μου να ανέβω την σκάλα της ιεραρχίας και προσπαθώντας να γίνω αρεστός, εγκλωβίστηκα. Παγιδεύτηκα στην παράδοση, που θέλει τον ιερέα πάνω από τους ανθρώπους. Είμαστε οι εκπρόσωποι του Θεού στην Γη, είπε χαμογελώντας. Και σε μια κοινωνία, όπου το χρήμα είναι ο θεός, πάνω από τον δικό μας, πάνω από όλους τους θεούς, άρχισα να ξεχνάω …και δυστυχώς… αλλαξοπίστησα. Ζώντας σαν όλους τους υπόλοιπους, με μόνη διαφορά το ντύσιμο, μην αποτελώντας πρότυπο για κανέναν, έκανα ότι κάναμε όλοι μας. Ξέχασα, είπε λυπημένα και αποκαρδιωμένος σε μια κρίση αυτοκριτικής. Ξέχασα ότι ο Ιησούς υπήρξε και ότι δεν είναι μόνο ένα πρόσωπο, ένας χαρακτήρας σε μια ιστορία, αλλά το ίδιο το νόημα της Ιστορίας. Ξέχασα ότι έζησε, όχι όπως θα μπορούσε, αλλά όπως έπρεπε. Ξέχασα το χρέος μου, όλοι το ξεχάσαμε! Πριν από δύο ημέρες, όμως ξαναθυμήθηκα, συμπλήρωσε κοιτάζοντας τους αργά έναν έναν και η φωνή του χρωματίστηκε από αισθήματα μισαλλοδοξίας και εκδίκησης. Και ξέρετε πώς; Μαθαίνοντας για τον νέο αυτόν, για τον Πλάτων. Συνειδητοποίησα, ότι οι αποδείξεις που ίσως ψάχνουμε όλοι μας, για το υπερφυσικό, για το θεϊκό, αυτό που θα μας κάνει να πιστέψουμε πραγματικά, μου φανερώθηκαν. Η έκπληξη και το σοκ του απίστευτου είναι ένα τονωτικό, ένα θεόσταλτο φάρμακο και τώρα το μοιράζομαι μαζί σας. Τα γεγονότα είναι αυτά που είναι και δεν χωράει καμιά αμφιβολία, ο ίδιος ο πρόεδρος της χώρας μου έχει επίγνωση του ζητήματος και ασχολείται προσωπικά με αυτό, πρόσθεσε και όλοι ανακάθισαν. «Είναι τόσο σοβαρό λοιπόν;». Το πιο σημαντικό για μένα όμως είναι το εξής, συνέχισε με χαμηλή φωνή και η προσοχή όλων στο πρόσωπό του ήταν απόλυτη, κάποιοι σχεδόν σταμάτησαν να αναπνέουν για να ακούσουν. Σύμφωνα με τις Γραφές μας, μόνο ένας θα έχει δυνάμεις έξω
187
από τις ανθρώπινες. Αυτός που θα έρθει, πριν τον Κύριό μας, ένας κίβδηλος Χριστός, ένας ψευδόχριστος, για να υποδουλώσει το ανθρώπινο γένος! Ο Ιησούς μας προειδοποίησε: «Προσέχετε δε από τους ψευδοπροφήτες, που έρχονται σε σας με ενδύματα προβάτων, από μέσα όμως, είναι αρπακτικοί λύκοι. Ας μην σας εξαπατήσει κάποιος με κανέναν τρόπο επειδή, δεν θα ‘ρθει εκείνη η ημέρα (η Δευτέρα Παρουσία), αν πρώτα δεν έρθει η αποστασία, και αποκαλυφθεί ο Άνθρωπος της Αμαρτίας, ο γιος της απώλειας, αυτός που θα αντιτάσσεται και θα υπερυψώνει τον εαυτό του ενάντια σε κάθε έναν που λέγεται θεός ή σέβασμα, ώστε να καθίσει στον ναό του Θεού ως Θεός, αποδεικνύοντας τον εαυτό του ότι είναι Θεός». Ξέρετε το όνομά του, ρώτησε ανοίγοντας απότομα την ένταση της φωνής του και είδε μάτια φοβισμένα, κορμιά να τρέμουν. -Θα σας το πω εγώ. Το όνομά του είναι Αντίχριστος. Πιστεύω ότι ο νέος αυτός, ο Πλάτων είναι ο Αντίχριστος και ξεκίνησε το δαιμονικό έργο του από την χώρα του, ολοκλήρωσε και φόβος και τρόμος σάρωσε τις ψυχές τους! 12 Είναι πραγματική άβυσσος το μυαλό του ανθρώπου. Θα κάνει τα πάντα για να χαρίσει στο σώμα την δυνατότητα να επιβιώσει, στον νου την δύναμη να κρατηθεί λογικός και να μην αυτομολήσει στην τρέλα κι αυτό γιατί όταν μια τρομερή δοκιμασία εμφανίζεται μπροστά μας, πρέπει για χάρη της πνευματικής μας υγείας να θεωρηθεί απλώς ένας τρομερός εφιάλτης που ναι μπορεί να συμβεί μέσα σε ένα όνειρο, σίγουρα όμως όχι στην πραγματικότητα. Αυτό έκαναν και τα μυαλά των ιερέων, μόλις άκουσαν την θεωρεία του αιδεσιμότατου. Τι θα συμβεί αν αυτά που τους έλεγε ήταν αλήθεια; Τι κόλαση τους περίμενε καρτερικά; Αυτή ήταν η ερώτηση που έκαναν όλοι με φωνή χαμηλή, σχεδόν ψιθυριστά, μονολογώντας, για να μην ξυπνήσουν τον δράκο που κοιμάται! Απαρνήθηκαν λοιπόν ενδόμυχα την πιθανότητα να είναι αλήθεια όσα άκουσαν, έσκαψαν βαθειά και έθαψαν προκλητικά γρήγορα στο υπόγειο των αναμνήσεών τους τα λόγια του. Στάθηκαν ψυχροί και φρόνιμοι σε ένα επιφανειακό επίπεδο, μακριά από την αδιαμφισβήτητη φωνή της αλήθειας μέσα τους. -Ας υποθέσουμε, το τονίζω αυτό, ας υποθέσουμε ότι έτσι έχει η κατάσταση, τι θα κάνουμε τώρα; Πώς θα δράσουμε, ρώτησε όλους, αλλά απευθυνόμενος κυρίως στον οικοδεσπότη τους, ο καθολικός ιερέας. Θα αρκεστούμε στις Γραφές, με ότι αυτό συνεπάγεται ή θα κάνουμε κάτι για να τον σταματήσουμε; Η αντίδραση ήταν αυθόρμητη και συντονισμένη. Κανείς δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή, το ενδεχόμενο να αφήσουν τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους. Οι Γραφές μπορεί να λένε διάφορα ωραία, όμως ο αιδεσιμότατος εξέφρασε το πνεύμα όλων τους. Αν υπήρχε ίχνος αλήθειας στην ιστορία αυτή, τότε θα έπρεπε να επιδιώξουν το μέγιστο για όλους τους και για όλη την ανθρωπότητα. -Τα πράγματα προχωράνε με γρήγορους ρυθμούς. Χθες ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, επισημοποίησε όχι μόνο την ύπαρξή του, αλλά και την πρωτοκαθεδρία του. Ίσως ακούσατε ή μάθατε για το διάγγελμά του. Ο πρωθυπουργός μιας δημοκρατικής χώρας που ανήκει παραδοσιακά στον δυτικό κόσμο αποτελεί πλέον υποχείριό του. Η αρχική μας πρόθεση, δικιά μου, αλλά και των ισχυρότερων οικονομικά ανθρώπων του πλανήτη, να περιμένουμε είναι πλέον απαγορευτική. Υπάρχει μόνο ένας δρόμος για να ανακόψουμε μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Θα πολεμήσουμε. Δεν θα περιμένουμε τον Κύριο μας για να μας σώσει αυτή την φορά, αλλά θα δείξουμε ότι είμαστε άξιοι να φέρουμε τον σταυρό στο στήθος και στις καρδιές μας, θα ανέβουμε τον δικό μας Γολγοθά. Κι αν χρειαστεί η παρουσία του, η Δευτέρα παρουσία, για να αναστηθούμε, τότε θα στέκουμε δίπλα του, αληθινοί εκπρόσωποί του, είπε συνεπαρμένος
188
ο αιδεσιμότατος και μια άγρια πολεμική ατμόσφαιρα απλώθηκε πάνω απ’ το τραπέζι του Καλού! Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να τον σκοτώσουμε, είπε και ξέσπασαν όλοι μαζί σε χειροκροτήματα και θριαμβευτικές φωνές! Κατά σύμπτωση την ίδια ακριβώς στιγμή, η Νεφέλη πετάχτηκε απότομα στο κρεβάτι της ιδρωμένη και λαχανιασμένη. Δεν θυμόταν να είδε κάποιο όνειρο, όμως ένα αίσθημα φόβου και ανασφάλειας τριγύριζε στο μυαλό της, ανακατεύοντας το στομάχι της. Προσπάθησε να ηρεμήσει με βαθιές ανάσες, κρύβοντας μες τις παλάμες το πρόσωπό της. Αντιλήφθηκε την παρουσία του Πλάτων δίπλα της και αυτόματα η αγωνία της περιορίστηκε. Γύρισε και μέσα στο λιγοστό φως τον είδε ξαπλωμένο. Κοιμόταν ανάσκελα, ήσυχος σαν μωρό παιδί, γυμνός, φορώντας μόνο το μποξεράκι του. Μες το μισοσκόταδο διέκρινε ότι το πρόσωπο του ήταν ανέκφραστο, χωρίς ίχνος ρυτίδας και έντασης, μαρτυρώντας την απόλυτη γαλήνη. Γαλήνη που μεταδόθηκε και σ’ αυτήν και σε μια μόλις στιγμή η προηγούμενη αγωνία της ήταν ήδη μακρινό παρελθόν. Ο κόμπος στο στομάχι της λύθηκε. Παρόλα αυτά της φάνηκε ότι τα χέρια του ήταν σε μια άβολη, κατά τα φαινόμενα θέση. Διασταυρώνονταν στο στήθος, σχηματίζοντας ένα Χ με τις παλάμες να αγγίζουν τους ωμούς του. Η Νεφέλη σκέφτηκε ότι έμοιαζε σαν να θέλει να αγκαλιάσει τον εαυτό του και γέλασε στην ιδέα. Θα προτιμούσε να αγκαλιάζει αυτήν και αποφάσισε να κάνει κάτι για αυτό. Ξάπλωσε δίπλα του και άρπαξε ευγενικά το χέρι του «Πω-πω, αυτός έχει παγώσει»! για να το περάσει στον δικό της ώμο, εκεί που όφειλε να είναι. Ήθελε απλώς να κοιμηθούν αγκαλιασμένοι, δύο κορμιά, μια ψυχή. Η δύναμη που χρησιμοποίησε ήταν εμφανώς λίγη, μιας και αισθάνθηκε το χέρι του βαρύ σαν βράχο. Προσπάθησε λίγο περισσότερο, μόνο και μόνο για να αντιληφθεί ότι ήταν μάταιο. Το χέρι του απλώς δεν μετακινούνταν, ήταν αγκυλωμένο όπως η πόρτα του αυτοκινήτου ένα πολύ παγωμένο πρωινό. Η αγωνία επέστρεψε δριμύτερη και η Νεφέλη προσπάθησε να την διώξει. Σηκώθηκε στα γόνατα και τον κοίταξε προσεκτικά. Τα βλέφαρά του ήταν ακίνητα και το πρόσωπό του στραμμένο στο ταβάνι. Τα χαρακτηριστικά του τέλεια, ήρεμα και αψεγάδιαστα, αλλά έμοιαζε με … κέρινο ομοίωμα. Άγγιξε το στήθος του. Ένιωσε ότι άγγιζε κρέας στην συντήρηση του ψυγείου και ο πανικός που καραδοκούσε μέσα της ήταν πλέον έτοιμος να εκραγεί. Τον απώθησε βίαια στο ασυνείδητό της. -Πλάτων, ψιθύρισε τραγουδιστά, θέλοντας να τον βγάλει από τον ύπνο του όσο πιο γλυκά γινόταν. Καμία αντίδραση. «Και καμιά ανάσα επίσης!», σκέφτηκε εντελώς απροσδόκητα. -Πλάτων, είπε πιο δυνατά και τον σκούντηξε. Πλάτων, ξύπνα! Μην κάνεις πλάκα. Στο λέω δεν είναι αστείο. Και πάλι καμιά αντίδραση. Έβαλε ασυναίσθητα το αυτί της στο στήθος του. Ήθελε απλώς να ακούσει την καρδούλα του να χτυπάει. Περίμενε υπομονετικά. Τίποτα, κανένας χτύπος. Ο πανικός επέστρεψε θριαμβευτικά. Ξεκίνησε να σηκωθεί έντρομη, με σκοπό να αρχίσει να τον ταρακουνάει πέρα δώθε με όλο της το είναι για να ξυπνήσει. Δεν πρόλαβε να πάρει το αυτί της από το στήθος του κι άκουσε έναν αμυδρό ήχο. «Ντούπ». Μόνο αυτό κι ύστερα πάλι σιωπή. Κόλλησε πάλι το αυτί της στο παγωμένο του στήθος, καταπίεσε με υπερπροσπάθεια τον πανικό της, που δεν έλεγε να κοπάσει και περίμενε. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα στο δωμάτιο, μπορεί και λεπτό, αλλά μια αιωνιότητα μες το ανυπόμονο είναι της και ο ήχος επαναλήφθηκε, ίσως λίγο διαφορετικός. «Ντάπ». Σηκώθηκε απότομα κι απομακρύνθηκε λίγο. «Μα πώς γίνεται; Η καρδιά του χτυπάει, αλλά… πολύ αργά! Τόσο αργά…» σκέφτηκε
189
ακόμη πιο τρομοκρατημένη από πριν. Δεν ήταν νεκρός, όπως φοβήθηκε, αλλά δεν ήταν και το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο αυτό που συνέβαινε. Η θερμοκρασία του ήταν απίστευτα χαμηλή και η καρδιά του σχεδόν σταματημένη. Κινήθηκε αυθόρμητα προς το τηλέφωνο, να πάρει έναν γιατρό, κάποιον να τον βοηθήσει, αλλά σταμάτησε απότομα. Θυμήθηκε αυτό που της είχε πει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ότι βρισκόταν έναν μήνα σε κώμα και μόλις ξύπνησε, πριν από μια εβδομάδα, είχε αποκτήσει τις δυνάμεις του. «Κι αν συμβαίνει το ίδιο;» αναρωτήθηκε. «Αν απλώς …αλλάζει; Αν αποκτά κι άλλες δυνάμεις; Θα με θυμάται;» Η τελευταία απρόσκλητη σκέψη την ανησύχησε, δεν ήξερε τι θα γινόταν μόλις ξυπνούσε ο Πλάτων. «Βεβαίως και θα σε θυμάται. Μην είσαι χαζή!» την προέτρεψε μια φωνή μέσα της. Ήταν η σίγουρη φωνή της ελπίδας. Σκέπασε το κορμί της με το σεντόνι και ξάπλωσε δίπλα του. Το πρωί θα ενημέρωνε τους άντρες ασφαλείας και μετά τον πρωθυπουργό, αλλά τώρα ήθελε να είναι μόνοι οι δυο τους. Ήθελε επίσης να τον αγκαλιάσει, να τον ζεστάνει, αλλά κατάλαβε γρήγορα ότι ήταν μάταιο. Έμεινε με μάτια ορθάνοιχτα να τον παρατηρεί, μέχρι που οι πολλές σκέψεις που κουλουριάζονταν μέσα της την κούρασαν και την οδήγησαν βαθμιαία σε λίγες ώρες ανήσυχου ύπνου, την στιγμή, που το πρώτο φως του ήλιου χάραζε την νύχτα, βάφοντας κόκκινο τον ουρανό πάνω απ’ το σπίτι στον λόφο! 13 Ο πρωθυπουργός έφτασε νωρίς το πρωί στο γραφείο του, γεμάτος όρεξη για δουλειά. Ξεχείλιζε πλήρως από την όρεξη που διαθέτουμε όλοι μας όταν κάνουμε ένα νέο ξεκίνημα. Όρεξη συνοδευόμενη πάντα από συναισθήματα προσμονής κι ελπίδας για το καινούριο και μια βαθύτερη σιγουριά ότι τελικά όλα θα πάνε καλά. Ποτέ δεν περνάει από το μυαλό μας η σκέψη ότι ίσως κάτι στραβώσει. Αυτό απλά μένει να αποδειχθεί σε ένα πολύ, μα πολύ, μακρινό μέλλον. Οι πρώτες στιγμές μιας δημιουργικής διαδικασίας είναι πάντα γεμάτες αισιοδοξία και ένα απολαυστικό αίσθημα πληρότητας. Έτσι, ο πρωθυπουργός σήκωσε τα μανίκια και στρώθηκε στην δουλειά. Συνοδευόταν από τον Οδυσσέα, ο οποίος μέσα σε λίγες ημέρες είχε προαχθεί ασυνείδητα, εκτός από υπεύθυνος ασφαλείας και στο δεξί του χέρι. Ήταν ο άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του, αφού είχε περάσει το υπέρτατο τεστ. Είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Πλάτων κι αυτό ήταν περισσότερο από αρκετό. Αποτελούσε πανάκεια, ήταν το φανταστικό φάρμακο που θεραπεύει όλες τις αρρώστιες της ψυχής και το οποίο ενσαρκώθηκε στον κόσμο μας! Μέσα σε λίγες ώρες από την ομιλία του στο έθνος, δεκάδες τηλεφωνήματα πιστοποιούσαν το ενδιαφέρον των Ελλήνων να ανταποκριθούν στο κάλεσμά του. Κάθε είδους άνθρωποι, από όλο το εύρος της κοινωνίας, από κάθε εργατική τάξη και πνευματικό επίπεδο, από όλο το φάσμα του πολιτικού χώρου επικοινώνησαν με το γραφείο του πρωθυπουργού, είτε απέστειλαν με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ένα σύντομο βιογραφικό. Η έμπιστη γραμματέας του είχε συγκεντρώσει ονόματα, επαγγελματική σταδιοδρομία, επιστημονική κατάρτιση και πολιτική κατεύθυνση απ’ όλους. Έτσι, μια μεγάλη λίστα, που αναμενόταν να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο, καθώς οι μέρες θα κυλούσαν, περίμενε για αξιολόγηση. Κοιτώντας τον κατάλογο με τα ονόματα των υποψηφίων δεν άργησε να πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων αρκετά χαρτιά με τις προσωπικές πληροφορίες ατόμων, γνωστών για τον καιροσκοπισμό και την μισαλλοδοξία, που τα διακατείχε. Η αλήθεια είναι ότι δεν εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα, όταν διαπίστωσε ότι τα περισσότερα από αυτά τα άτομα ανήκαν στον ευρύτερο πολιτικό του χώρο. Ή μήπως είχε έρθει η στιγμή να αναφέρεται σ’ αυτόν ως πρώην; Τελοσπάντων, σημασία είχε ότι είχε γίνει και θα συνέχιζε τις επόμενες
190
ημέρες ένα πρώτο ξεσκαρτάρισμα απ’ τον ίδιο κατά την διάρκεια του πρωινού κι ενώ η λίστα γιγαντωνόταν με κάθε ώρα που περνούσε και στην συνέχεια απέμενε να γίνει η τελική κρίση από τον Πλάτων. Που ήταν όμως αυτός; Η ώρα περνούσε και το μεσημέρι πλησίαζε με τον πρωθυπουργό να έχει αρκετή δουλειά ακόμη στον καταρτισμό της λίστας και στο κλείσιμο των ραντεβού για τις προσωπικές συνεντεύξεις, αλλά η ασυνήθιστη αργοπορία του Πλάτων του δημιούργησε κύματα υποψιών. Είχε καταλάβει ότι από την στιγμή που μπλέχτηκε σ’ αυτήν την ιστορία θα ένιωθε μονίμως λες και κάνει σκωτσέζικο ντους. Μια ζέστη, μια κρύο! Από τα ψηλά στα χαμηλά και ανάποδα! Κι όμως αυτό είναι άλλο να το λες κι άλλο να το ζεις, μιας και αποτελεί μια ιδιαίτερα ψυχοφθόρα διαδικασία! Αποφάσισε λοιπόν να στείλει τον Οδυσσέα στο σπίτι στον λόφο για να δει τι συμβαίνει και να πάρει οδηγίες για το πώς θα συνέχιζαν στο εξής. Χρειαζόταν καθοδήγηση. Αυτός παρέμεινε στο Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο είχε μετατραπεί σε απόρθητο φρούριο. Πάνοπλοι άντρες φύλασσαν το κτίριο και τους δρόμους γύρω από αυτό, με εντολές να είναι προετοιμασμένοι για τα πάντα και να μην ρισκάρουν το παραμικρό. Προσπαθούσαν να φυλαχτούν από έναν αόρατο εχθρό! Βγαίνοντας ο Οδυσσέας από το κτίριο, επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του με την συνοδεία τριών αντρών και ξεκίνησε για τον προορισμό του. Δεν άργησε να διαπιστώσει την περιέργεια των περαστικών και κυρίως των δημοσιογράφων όταν πέρασε δίπλα τους, στην είσοδο του δρόμου που οδηγούσε στο Μέγαρό Μαξίμου. Εκεί μια πινακίδα και δυοτρείς αστυνομικοί απαγόρευαν την είσοδο, τόσο των πεζών, όσο και των οχημάτων αν δεν ήταν μέλη της κυβέρνησης ή εργαζόμενοι στο Μέγαρο. Είδε εκφράσεις απορίας για τα πρωτοφανή μέτρα, καθώς και αγανάκτησης από το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι δεν μπορούσαν πλέον να πλησιάσουν όσο άλλοτε για να πάρουν δηλώσεις από όσους εξέρχοταν του Μεγάρου. Έφτασε μετά από λίγο στο πέτρινο σπίτι και ρώτησε τους φύλακες που βρίσκεται ο Πλάτων. Αφού πήρε την απάντηση ότι δεν είχε βγει από το δωμάτιό του (ούτε η κοπελιά) από χθες το βράδυ, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο στον πάνω όροφο. Ανεβαίνοντας μόνος τα ξύλινα σκαλιά άρχισε να νιώθει ανασφάλεια. Μια απροσδιόριστη αίσθηση κενού συνεπικουρούμενη από την απουσία κάθε ήχου χτύπησε την πόρτα της ανησυχίας του. Πλησίασε την πόρτα του δωματίου προσπαθώντας να αφουγκραστεί την παρουσία κάποιου μέσα σ’ αυτό. Τίποτα. Μόνο οι ψίθυροι των αντρών από κάτω. -Πλάτων, είπε χαμηλόφωνα χτυπώντας ασθενικά την πόρτα. -Πέρασε, άκουσε την φωνή (όχι αυτή που περίμενε) της Νεφέλης κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Αντίκρισε απέναντί του το κορίτσι να κάθεται στο πάτωμα κάτω απ’ το περβάζι του παραθύρου. Τα παντζούρια ήταν ορθάνοιχτα και το φώς έλουζε το δωμάτιο. Αυτή τον κοίταξε για μια στιγμή κι έπειτα έστρεψε το βλέμμα στα δεξιά της, προς το κρεβάτι. Φαινόταν άυπνη και κουρασμένη. Ακολουθώντας τα κουρασμένα της μάτια της με αυξανόμενη ανησυχία και καθώς προχώρησε αργά προς το κρεβάτι είδε τον Πλάτων ξαπλωμένο, με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια του να τον αγκαλιάζουν σφιχτά, λες και αρνιόνταν να τον αφήσουν. Το δέρμα του γυάλιζε, έμοιαζε με γυάλινο άγαλμα. Προχώρησε ακόμη πιο διστακτικά μην αφήνοντας τον στιγμή από τα μάτια του. Η εικόνα, που αντίκριζε δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου φυσιολογική. Κατάλαβε αμέσως ότι κάτι είχε συμβεί. Αλλά τι; Στάθηκε ακίνητος μπροστά από το κρεβάτι. Για ένα μόλις δευτερόλεπτο, στράφηκε στην κοπέλα ρωτώντας: -Κοιμάται; Βαθιά μέσα του ήξερε την απάντηση, αλλά σαν σκληρή πραγματικότητα,
191
την αρνήθηκε πεισματικά. «Δεν μπορεί παρά να είναι εφιάλτης!» -Όχι, επιβεβαίωσε τους φόβους του η Νεφέλη. Άπλωσε τα ακροδάχτυλά του να τον αγγίξει. Φοβούμενος για το απροσδόκητο, σαν να πλησίαζε εκρηκτικό μηχανισμό, άγγιξε τελικά το λείο δέρμα στα πόδια του και τραβήχτηκε απότομα κάτω από την αφόρητη αίσθηση του παγωμένου ανθρώπινου σώματος. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί οτιδήποτε και η Νεφέλη τον έβγαλε από τον διογκωμένο πανικό του, εξιστορώντας του αργά και βασανιστικά την εμπειρία της. -Η θερμοκρασία του έχει πέσει κι άλλο. Τώρα είναι σχεδόν παγωμένος, άκουσε σιωπηλός κι αμήχανος την ξέπνοη φωνή της. Βγήκε από το σκοτεινό δωμάτιο της αγωνίας και των ανεκπλήρωτων ελπίδων μες το νου του και μπήκε σ’ ένα άλλο εξίσου σκοτεινό και ψυχρό, στο δωμάτιο της απορίας και του φόβου. Τριγυρνούσε σ’ αυτά τα σκοτεινά δωμάτια από την στιγμή που έμαθε για τον Πλάτων και η ύπαρξή του αποτελούσε το απόλυτο μυστήριο. Και πάντα μια πηγή φωτός, η ίδια η ύπαρξη και ο λόγος του Πλάτων, τον οδηγούσε στο λυτρωτικό δωμάτιο των ονείρων. Αφού το κορίτσι τελείωσε την περιγραφή της, την κοίταξε μέσα στα μάτια, αυτά τα πανέμορφα και πρησμένα από τον πόνο μάτια, με συμπόνια και χωρίς να πει λέξη βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. Δεν πέρασε ούτε μίση ώρα, χρόνος μοναξιάς και προσμονής για την Νεφέλη, και τρεις άντρες ανέβηκαν, σχεδόν τρέχοντας, στο δωμάτιο που φιλοξενούσε τον γεμάτο εκπλήξεις και εντυπωσιακά συμβάντα νεαρό, που μπήκε εντελώς ξαφνικά στην ζωή τους. Πρώτος μπήκε μέσα ο γιατρός, έτοιμος να προσφέρει τις ιατρικές του γνώσεις, αλλά παντελώς ανέτοιμος για ότι επρόκειτο να αντιμετωπίσει. Ακολούθησε ο πρωθυπουργός, με μια έκφραση τρομερής αγωνίας να γεμίζει τις κινήσεις και τους μορφασμούς των μυών του προσώπου του. Ήταν ο πιο φοβισμένος άνθρωπος στον κόσμο εκείνη την στιγμή και φαινόταν ξαφνικά τουλάχιστον μια δεκαετία μεγαλύτερος. Όχι μεγαλύτερος, γερασμένος! Ο Οδυσσέας στάθηκε στην είσοδο και παρακολούθησε, επιφανειακά ατάραχος, το σκηνικό. Ο γιατρός κατευθύνθηκε άμεσα στον Πλάτων και τον κοίταξε. Μίλησε στο κορίτσι, χωρίς να την κοιτάζει. -Τι συνέβη Νεφέλη; Από πότε είναι έτσι; Έπιασε τα χέρια του διαπιστώνοντας έκπληκτος ότι ήταν παγωμένα. Έβγαλε το στηθοσκόπιο και τοποθέτησε με λίγη δυσκολία το διάφραγμα κάτω απ’ το Χ που δημιουργούσαν τα χέρια του, προσπαθώντας να ακροαστεί την καρδιά του. Ξαναστράφηκε στο κορίτσι, το οποίο δεν είχε βγάλει άχνα. Αυτή τον κοίταξε θλιμμένα και του ψιθύρισε: -Περίμενε! Γύρισε τα μάτια της και πάλι στον αγαπημένο της. Βαθιά μέσα της μια μάχη ήταν σε εξέλιξη. Η αγάπη που αισθανόταν για αυτόν συγκρούονταν με την λογική της. Η τελευταία, με την γλυκιά φωνή της συμπόνιας, την φωνή που πρέπει να άκουσαν ο Αδάμ και Εύα στον παράδεισο, την φωνή του πειρασμού, της ζάλιζε τα αυτιά από την στιγμή που συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί. «Ξέρω ότι τον αγαπάς, αλλά ποιος ξέρει τι άνθρωπος θα είναι όταν ξυπνήσει. Σου είπε και μόνος του ότι την τελευταία φορά που συνέβη κάτι παρόμοιο ξύπνησε με δυο απίστευτες δυνάμεις. Τις είδες με τα μάτια σου, τις ένιωσε μέσα σου. Πώς μπορείς να ρισκάρεις τώρα; Όχι για σένα, αλλά για το παιδί μέσα σου. Πήρες από αυτόν ότι καλύτερο, τώρα είναι η στιγμή να φύγεις. Προφύλαξε το μωρό σου από τους κινδύνους που θα έρθουν. Μπορεί οι άντρες στο δωμάτιο να μην έχουν άλλη επιλογή, εσύ όμως έχεις. Μια και μοναδική. Τώρα! Φύγε!» -Όχι, είπε χαμηλόφωνα και η φωνή της μόλις και μετά βίας έφτασε στα αυτιά της, ενώ
192
ένα δάκρυ πρόλαβε να ξεφύγει από τον έλεγχό της. Ο πρωθυπουργός παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα. Τα λόγια του γιατρού είτε θα απελευθέρωναν τον τρόμο μέσα του, είτε θα του χάριζαν μια πνοή ανακούφισης. Ήθελε να πιστεύει ότι ο Πλάτων δεν τον είχε εγκαταλείψει τόσο ξαφνικά, πριν προλάβουν καλάκαλά να οργανώσουν το όνειρό τους. Δεν θα μπορούσε ποτέ να το καταφέρει μόνος του, να συντηρήσει την φωτιά που είχε ανάψει μέσα του ο Πλάτων και να την μεταδώσει. Δεν είχε τις δυνάμεις και τις αντοχές. Θα τον ξέσκιζαν, όπως θα ξέσκιζαν ένα ελαφάκι πεινασμένοι λύκοι! Ο γιατρός αδυνατούσε να ακούσει τους γνώριμους για αυτόν χτύπους της καρδιάς του. Μπορεί το κορίτσι να του είχε πει να περιμένει και η εκδοχή της να είχε μεταφερθεί από τον Οδυσσέα σ’ αυτόν και τον πρωθυπουργό, αλλά όσο τα δευτερόλεπτα περνούσαν η σιωπή κάλυπτε βασανιστικά την ελπίδα. Έκανε μια γκριμάτσα απογοήτευσης και σχεδόν αμέσως μετά άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. -Να με πάρει και να με σηκώσει. Είχε ακούσει τον ίδιο ήχο που είχε ακούσει και η Νεφέλη. «Ντουπ». Χαμογέλασε αμήχανα στο κορίτσι, το οποίο δέχθηκε με ευγνωμοσύνη αυτό το χαμόγελο. Δεν είχε ακούσει με την ελπίδα της λοιπόν, αλλά με τα αυτιά της. Ξεφύσησε με ανα-κούφιση. Ο Πλάτων ήταν ζωντανός. -Είναι … μάλλον ζωντανός, αποφάνθηκε ο γιατρός και ο πρωθυπουργός μόνο που δεν χορο-πήδησε από την χαρά του. Είναι παγωμένος, δεν νομίζω η θερμοκρασία του να ξεπερνά τους 2-3 βαθμούς, αλλά η καρδιά του κτυπάει, έστω και με ένα περίπου χτύπο το λεπτό. Είναι μοναδικό αυτό που συμβαίνει, συμπλήρωσε και απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό. Δεν έχω ιδέα τι πρέπει να γίνει. Πείτε μου εσείς! Τι θέλετε να κάνουμε τώρα; Αυτός κοίταξε για πρώτη φορά από όταν μπήκε στο δωμάτιο την Νεφέλη. Είδε την αγωνία να συνυπάρχει με την εμπιστοσύνη στο πρόσωπό της. -Θα περιμένουμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς, είπε πιέζοντας τον εαυτό του και βγάζοντας ένα πικρό γέλιο. Θα τον μεταφέρουμε στο δωμάτιο στο υπόγειο, όπου θα μπορείς να τον προσέχεις καλύτερα γιατρέ και θα περιμένουμε. Έχετε αντίρρηση, δεσποινίς; -Όχι, καμία, είπε η Νεφέλη. Σας ευχαριστώ, έσπευσε να προσθέσει με ευγένεια, καθώς οι άντρες έβγαιναν από το δωμάτιο. Σταμάτησαν και κατένευσαν, κοιτώντας το πανέμορφο κορίτσι με τα μακριά μελαχρινά μαλλιά και βλέποντας απλά και μόνο μια ερωμένη, χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα ότι κυοφορούσε το παιδί του Πλάτων! 14 Είχε αποφασίσει να περάσει το Σαββατοκύριακο, μες το λιτό διαμερισματάκι στην καρδιά της πόλης ολομόναχος. Με μόνη παρέα λίγο αλκοόλ, σαν κάποια μορφή τιμωρίας και εξιλέωσης για τον θάνατο του συνεργάτη του. Μπορεί να εκτελούσε εδώ και χρόνια με πλήρη απάθεια τα θύματά του με χίλιους διαφορετικούς τρόπους μην νιώθοντας την παραμικρή τύψη γι’ αυτό, αλλά τον συμπαθούσε τον μικρό. Ιδίως τον τρόπο με τον οποίο τον κοίταζε με θρησκευτική ευλάβεια από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε κι αυτό τον έκανε πραγματικά να αισθάνεται σαν θεός. Μήπως δεν ήταν; Αφαιρούσε και χάριζε ζωή, κατά το δοκούν! Ένας θεός ανάμεσα στους ανθρώπους! Ναι, του άρεσε αυτή η σκέψη. Βοηθούσε το μυαλό του να μην επιστρέφει διαρκώς στην εικόνα του νεκρού του συνεργάτη, χιλιοστά του δευτερολέπτου πριν πατήσει την σκανδάλη και τον απαλλάξει από το μαρτύριο που βίωνε, μαζί βεβαίως με την απαραίτητη εξασφάλιση της μυστικότητας της αποστολής του. Δεν έπρεπε να ρισκάρει την αποκάλυψη του, το να αποκτήσει ο εχθρός του με μαγικό τρόπο την εικόνα του προσώπου του και βεβαίως δεν
193
θα το επέτρεπε ποτέ. Σε έναν κόσμο, όπου η κατοχή της πληροφορίας ήταν η απόλυτη δύναμη, όφειλε να μένει άγνωστος μεταξύ αγνώστων, μια ολοκληρωτική απουσία. Με ότι αυτό συνεπάγεται για την προσωπική του ζωή! Θυμήθηκε τα τρομαγμένα μάτια του νεαρού. Πρέπει να ένιωθε το κενό, τον τρόμο μπρος την άβυσσο. Η παρουσία του Πλάτων ήταν η αιτία για μια αμείλικτη εμπειρία, που αδυνατούσε να υποφέρει. Πώς να αισθάνθηκε άραγε; Βλέποντας μπροστά του το απόλυτο μυστήριο, έναν άντρα βγαλμένο από τους εφιάλτες όλων μας; Τον άντρα με την δύναμη να πάρει οικιοθελώς, αυτό μου μας κάνει μοναδικούς, τις σκέψεις μας, το ίδιο μας το πνεύμα! Η ανάμνηση ξαναβγήκε καθαρότερη στην επιφάνεια και μια λεπτομέρεια που δεν είχε διακρίνει τον καθησύχασε. Του φάνηκε πως είδε την απόγνωση στα μάτια του να μετατρέπεται σε λύτρωση, στο απειροελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου, που ο εγκέφαλός του παρέμεινε ζωντανός, απ’ όταν η σφαίρα τρύπωσε στο κρανίο του και μέχρι να τον συντρίψει, σκορπίζοντας στο τίποτα όνειρα και επιθυμίες. Ο μικρός είχε αποτύχει και ήταν υπεύθυνος για τις συνέπειες. Αρκούσε να προσέχει λίγο περισσότερο για να μην τον εντοπίσουν. Είχε θέσει σε κίνδυνο την αποστολή τους και δεν υπήρχε εναλλακτική. Μόνο ο θάνατος, ο λυτρωτής, είχε απομείνει. Κι αυτός φρόντισε, ώστε να τον πάρει αυτός την κατάλληλη στιγμή, πριν ο βέβηλος νέος κλέψει την ψυχή του. Ο συλλογισμός αυτός ηρέμησε ακόμη περισσότερο τις ελάχιστες ερινύες που τον περιστοίχιζαν. Καθισμένος μπροστά στον φορητό υπολογιστή περίμενε απάντηση στην αναφορά, που είχε στείλει. Ξεκαθάριζε πως προτιμούσε να δουλέψει μόνος του προς το παρόν, μέχρι να βρει τον κατάλληλο τρόπο να ολοκληρώσει με επιτυχία την αποστολή του. Θα τους ζητούσε βοήθεια, μόλις και αν την χρειαζόταν. Είχε επεξεργαστεί αρκετά πιθανά σενάρια και όλα εννοείτε πως περιείχαν αρκετούς θανάτους. Όσο περισσότεροι φυλούσαν το κρησφύγετο του εχθρού, τόσο περισσότερα πτώματα θα προσθέτονταν. Δεν τον απασχολούσαν καθόλου οι φύλακες, καθώς πίστευε ότι αυτοί ήταν αμελητέα ποσότητα για έναν άντρα της εκπαίδευσης, της εμπειρίας και κυρίως των δυνατοτήτων του. Αυτό που δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμη μέσα του ήταν ο τρόπος που θα τον πλησίαζε, το πώς θα κατάφερνε να έρθει κοντά του. Το τι θα έκανε στην συνέχεια θα τον απασχολούσε όταν έφτανε εκείνη η στιγμή. Το κορίτσι του ανίερου άντρα αποτελούσε το καλύτερο δόλωμα και το προφανές σχέδιο έδειχνε ότι θα την απήγαγε σε κάποια στιγμή που αυτός θα έλειπε. Το πρόβλημα όμως ήταν άλλο. Πώς θα αντιδρούσε ο στόχος του σ’ αυτή την περίπτωση; Του είχε συμβεί, αν και ελάχιστες φορές, ο στόχος να αδιαφορήσει για το θηλυκό. Σπάνιο μεν, αλλά συνέβαινε. Πόσο μάλλον ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν με άγνωστη ηθική, μεταλλαγμένη σίγουρα από τις υπερφυσικές του δυνατότητες. Το κουδούνισμα του κινητού τον έβγαλε για λίγο από τον συλλογισμό, που αφορούσε τις παραμέτρους της αποστολής του. Το σήκωσε και είδε ότι ο αριθμός ήταν σε απόκρυψη. Το άφησε πάλι στην θέση του και περίμενε να σταματήσει. Η υπηρεσία επικοινωνούσε μαζί του μόνο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Την τελευταία φορά μπορεί να είχε μιλήσει στο κινητό με τον αρχηγό του, αλλά τον είχε καλέσει μέσω ενός απόρρητου, αλλά γνωστού σε αυτόν, αριθμού, ώστε να καταλάβει ποιος είναι. Οι τηλεπικοινωνίες ήταν ο τομέας, όπου η χώρα του βρισκόταν χρόνια μπροστά από τις υπόλοιπες στην αντικατασκοπεία και για να τον καλέσουν πρέπει να ήταν σίγουροι, ότι η συνομιλία δεν θα υποκλαπεί. Τώρα, όμως αντί για αριθμό η γνωστή φράση περί απόκρυψης αριθμού αναβόσβηνε ρυθμικά. Δεν θα απαντούσε σε καμιά περίπτωση. Ο μονότονος ήχος όμως επέμενε! Σταμάτησε μετά από λίγο, αφού προφανώς ενεργοποιήθηκε ο τηλεφωνητής. Και
194
ξεκίνησε από την αρχή. Ξανά και ξανά! Επίμονα και σταθερά ο ήχος ήθελε να του μεταφέρει μια αλήθεια. Όποιος κι ήταν δεν θα σταματούσε αν δεν το σήκωνε. Θα τον καλούσε διαρκώς, ασταμάτητα, μέχρι ή να αποφασίσει να συμμορφωθεί ή τα νεύρα του να γίνουν κουβάρια. Το αλκοόλ, που γέμιζε το σώμα του είχε βγάλει για λίγο εκτός δράσης την μοναδική, κι όπως πίστευαν κάποιοι στην υπηρεσία απάνθρωπη, υπομονή του. Σε νορμάλ συνθήκες θα μπορούσε να το αφήσει εκεί να χτυπάει για μέρες χωρίς αυτός να ενδιαφερθεί έστω και λίγο, χωρίς να τον προβληματίσει καθόλου, τώρα όμως άρπαξε νευρικά την συσκευή. -Ναι! Ποιός είναι, ρώτησε αυστηρά σε έντονο ύφος. -Γεια σου, Μάικλ! Η απάντηση ήρθε από μια βαριά και ψυχρή φωνή. -Ποιος είσαι, επανέλαβε πιο δυνατά τώρα. Ο μπάσος ήχος της φωνής που είχε ακούσει του δημιούργησε την αίσθηση ότι στην άλλη άκρη της γραμμής βρισκόταν ένας απίστευτα γερασμένος, αλλά κι αποφασισμένος άνθρωπος. -Το ζήτημα είναι ποιος είσαι εσύ! Ποιός είσαι, Μάικλ; Εκτός από τον καλύτερο πράκτορα της Υπερδύναμης βεβαίως, εκτός από ένα ανθρώπινο, φονικό υπερόπλο. Ποιός είσαι εκτός από αυτόν; -Τι εννοείς; Και που ξέρεις το όνομά μου; Που βρήκες αυτές τις πληροφορίες; -Ξέρω τα πάντα για σένα, Μάικλ! Ξέρω ότι έχεις βοηθήσει με κάθε δυνατό τρόπο την χώρα σου. Ξέρω ότι έχεις κάνει πράγματα, που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε ή θα τολμούσε να κάνει ποτέ. Και ξέρεις γιατί; Γιατί κανείς δεν έχει την δύναμη, το θάρρος και την ανδρεία να πάρει τις δύσκολες αποφάσεις και να τις κάνει πράξη! Εσύ όμως τα έχεις όλα αυτά. Τα διαθέτεις στον ύψιστο βαθμό και η απόλυτη επιτυχία σου είναι η καλύτερη απόδειξη. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο είσαι ο Εκλεκτός! -Ο Εκλεκτός; Τι εννοείς, ρώτησε με την περιέργεια να φουσκώνει μέσα του. Ποιός ήταν ο άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής; Πώς ήξερε τόσα πολλά για αυτόν και τι στο καλό εννοούσε αποκαλώντας τον Εκλεκτό; Οι απαντήσεις δόθηκαν μαζεμένες στο ζαλισμένο κεφάλι του. Σχεδόν όλες! -Εννοώ ότι εκλέχθηκες εσύ από όλους τους ανθρώπους για να φέρεις σε πέρας την μεγαλύτερη αποστολή στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Το γένος μας βρίσκεται σε κίνδυνο. Φαντάζομαι ότι ξέρεις γιατί. -Ο Πλάτων, δήλωσε με μια αδικαιολόγητη σιγουριά. -Ναι, αυτός … ο Πλάτων, αποκρίθηκε συμφωνώντας η φωνή. Μόνο που αυτό δεν είναι το πραγματικό του όνομα. Έτσι, μπορεί να τον βάφτισαν, αλλά το πραγματικό του όνομα είναι άλλο. Θέλεις να μάθεις ποιό; Ο πράκτορας αδυνατούσε να δει που πραγματικά πήγαινε αυτή συζήτηση. Η δύναμη της περιέργειας όμως τον έκανε να θέλει να μάθει όσα περισσότερα γίνεται για τον Πλάτων. -Ακούω. -Είσαι θρήσκος άνθρωπος, Μάικλ; -Αν ήξερες τόσα όσα λες ότι ξέρεις για μένα, θα το ήξερες κι αυτό. Όχι, δεν είμαι οπαδός κάποιας θρησκείας, είπε τελικά. Χρησιμοποιώντας το μικρό μου το μυαλό δεν μπορώ να αποκριθώ στην ερώτηση περί της ύπαρξης του θεού παρά με ένα μεγαλοπρεπέστατο: Δεν ξέρω! «Δεν ξέρω, αλλά εύχομαι με όλη την δύναμη της ασήμαντης ύπαρξής μου, να υπάρχει! Πρέπει να υπάρχει» σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε στην φωνή. -Χμ, καταλαβαίνω, αποκρίθηκε με τόνο συγκατάβασης η φωνή. Ας υποθέσουμε λοιπόν, ότι η απάντηση είναι «Ναι», η απάντηση που πρεσβεύω εγώ! Αν υπάρχει Θεός, τότε υπάρχει και ο Σατανάς, έτσι δεν είναι;
195
-Υποθέτω. -Ωραία. Ας υποθέσουμε τώρα ότι ο Σατανάς έχει στείλει τον εκπρόσωπό του στην Γη, τον ίδιο του τον γιο για να υποδουλώσει το ανθρώπινο γένος. Και ότι εσύ θα ήσουν ο Εκλεκτός, αυτός που απ’ όλους τους ανθρώπους επιλέχθηκε για να τον εξοντώσει! Τι θα έλεγες σε ένα τέτοιο, υποθετικό σενάριο; -Θα έλεγα ότι είναι αποστολή αυτοκτονίας, απάντησε άμεσα και γέλασε νευρικά. Έκανε τον κατάλληλο συνειρμό κι αν και του φαινόταν απίστευτο, άρχισε να το συλλογίζεται. Αναλογιζόμενος όλα τα πιθανά σενάρια, ο άντρας άρπαξε την ευκαιρία να του προσφέρει ένα ακόμη κίνητρο. -Φαντάσου την δυνατότητα, που έχεις να σώσεις την τιμή και το μέλλον της χώρας μας, «Της χώρας μας; Είναι συμπατριώτης;» να σώσεις τον τρόπο ζωής για τον οποίο πάλεψαν και πέθαναν οι γονείς μας. Να σώσεις το σύστημα, που έχτισαν με κόπο τόσο ο πατέρας μου, και όσο κυρίως ο δικός σου, πριν το νήμα της ζωής του κοπεί τόσο άδικα, είπε με προσποιητή λύπη η φωνή. Να σώσεις τον κόσμο από τις αλλαγές που θα φέρει αυτός στην ζωή μας, αλλαγές που θα μετατρέψουν την Γη μας σε αληθινή κόλαση! «Όλα αυτά κινδυνεύουν από ένα άνθρωπο;» αναρωτήθηκε με την μνήμη του να ανασύρει από τα βάθη του ασυνείδητου, φωτογραφίες του ατυχήματος, τριάντα πέντε χρόνια πριν. -Και πρέπει εγώ να τον σκοτώσω, πριν προλάβει αυτός να καταστρέψει τον δυτικό τρόπο ζωής μας, ρώτησε ψυχρά με απάθεια στην φωνή του. Κατάλαβε ότι σε τελική ανάλυση αυτό ήταν το διακύβευμα. -Ναι, εσύ θα δράσεις μόνος! Κρυμμένος από όλους, περιστοιχισμένος μόνο από εχθρούς, θα σκάψεις αργά και μεθοδικά τον τάφο του. Θα προσπαθήσεις και θα τα καταφέρεις, γιατί ολόκληρος ο πλανήτης θα είναι στο πλευρό σου και όταν χρειαστεί θα δράσουμε έτσι ώστε να έχεις την μια και μοναδική σου ευκαιρία να πραγματοποιήσεις το μέγιστο επίτευγμα, που κατάφερε ποτέ ένας θνητός, πρόσθεσε αγγίζοντας λεπτές χορδές της ματαιοδοξίας του. Ακούω την απάντηση σου, διέταξε η φωνή. -Θα το κάνω, είπε αποφασισμένος. Οι πιθανότητες ήταν εκεί και δεν ήταν άνθρωπος που άφηνε τα πράγματα στην τύχη. Θα έκανε τα πάντα λοιπόν, ώστε αν το σενάριο της φωνής ήταν αληθινό, αυτός θα έσωζε, ή τουλάχιστον θα προσπαθούσε να σώσει, τον κώδικα ηθικής που πρέσβευε η πατρίδα του! -Πολύ ωραία. Θα είμαστε σε επαφή, είπε η φωνή και έκλεισε το τηλέφωνο. Ο πράκτορας ξάπλωσε στον καναπέ και έκλεισε τα μάτια του. Είχε πολλά να σκεφτεί, πολλά να οργανώσει. Και κυρίως έπρεπε να υπερνικήσει τα συναισθήματά του. Αν είναι αλήθεια, έστω και μια στο δισεκατομμύριο, και ο Πλάτων είναι αυτός που είπε η φωνή, τότε θα έπρεπε να τα βάλει με τον ίδιο τον… Αντίχριστο! Μπούρδες! Είναι; Πόσο σίγουρος ήταν; Όταν το άγνωστο μας χτυπάει την πόρτα, διαταράσσοντας την φαινομενική μας ψυχική ηρεμία και γνώση, που θα στραφούμε; Σηκώθηκε απότομα και άνοιξε την τηλεόραση, κάνοντας ασταμάτητο ζάπινγκ, κατεβάζοντας τις ασφάλειες του νου και μην επιτρέποντας στο μυαλό του να λιποτακτήσει. Αλλά στην κλίμακα της πίστης από το ένα μέχρι το δέκα, όπου ένα σημαίνει απολύτως άθεος και δέκα απόλυτα θρήσκος, ο Μάικλ ειχε μετακινηθεί ασυνείδητα από το πέντε στο εφτά. Αμετάκλητα και για πάντα, η αλλαγή μέσα του είχε ξεκινήσει! Ταυτόχρονα, ο άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής κοιτούσε με μια μακάρια ικανοποίηση το τηλέφωνο. Η πρώτη κίνηση είχε γίνει, ο καλύτερος άντρας της Υπερδύναμης, μια ανθρώπινη μηχανή θανάτου βρισκόταν στο κατόπι του Αντίχριστου. Κι επειδή, αυτό δεν θα ήταν σε καμιά περίπτωση αρκετό, τώρα έπρεπε να πείσει τα ισχυρά
196
κράτη να του εναντιωθούν με κάθε τρόπο. Αν δεν μπορούσαν όλοι μαζί, ίσως ένας άνθρωπος, έστω και μόνος του να είναι αρκετός! Η πόρτα άνοιξε. -Αιδεσιμότατε Ιάκωβε, σε πέντε λεπτά πρέπει να φύγουμε για την προγραμματισμένη εκδήλωση, τον ενημέρωσε ο γραμματέας του! Έπρεπε να κάνει τα εγκαίνια σε ένα σχολείο της Εκκλησίας. Σ’ ένα σχολείο όπου τα μικρά παιδιά στρατολογούνται κι εκπαιδεύονται πώς να είναι καλοί και υπάκουοι χριστιανοί! Και καταναλωτές βεβαίως! 15 Ήταν μόνος του προς το παρών. Καθισμένος στο γραφείο του συλλογίστηκε τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδας. Έπρεπε να αναγνωρίσει στον Πλάτων ότι είχε ήδη καταφέρει πολλά μέσα σε λίγες μέρες. Ο αργός πολιτικός χρόνος είχε επιταχυνθεί στο μάξιμουμ και οι συνθήκες για μια πραγματική αλλαγή ήταν παρούσες. Ολόκληρη η ελληνική κοινωνία ήταν σοκαρισμένη σίγουρα, αλλά είχε διακρίνει την ελπίδα για κάτι καλό στις φωνές, τις φράσεις, ακόμη και τα βλέμματα των απλών ανθρώπων μέσα απ’ τα τηλεοπτικά παράθυρα. Ο Πλάτων και μαζί του κι αυτός ήταν στο επίκεντρο των συζητήσεων σε όλη την χώρα, απ’ τα πάνελ των καναλιών μέχρι τα καφενεία. Και όχι μόνο! Εκτός συνόρων, σε όλη την Γή, απλοί πολίτες, αλλά και η εξουσία τους συζητούσαν για τα παράξενα συμβάντα στην μικρή ευρωπαϊκή χώρα στην καρδιά της θάλασσας της Μεσογείου (Μέση Γη). Και νάτος τώρα εδώ, μόνος του, υποχρεωμένος να σηκώσει το δυσβάσταχτο βάρος! Το μόνο που ευχόταν ήταν να συνέλθει ο Πλάτων το γρηγορότερο δυνατό. Δεν τον πολυένοιαζε ο άνθρωπος που θα προέκυπτε από την μυστηριώδη φάση της αλλαγής, παρά μόνο να μην είναι τόσο απελπιστικά μόνος του σ’ αυτό. Δεν θα δεχόταν ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο μόνος του, όσο λογικό, ίσως και αυτονόητο, του φαίνονταν τώρα, χωρίς την γνώση ότι ένας άνθρωπος με τις απίστευτες δυνάμεις του Πλάτων ήταν στο πλευρό του. Σκέφτηκε την οικογένειά του και την γαλήνη που ένιωθε δίπλα στα παιδιά και την σύζυγό του. Είδε όμως από το παράθυρο άντρες των ειδικών δυνάμεων να φυλάνε το … τον ίδιο, την ζωή του, και ο συνδυασμός των δύο του προκάλεσε μια απέραντη θλίψη. Είχε το όνειρο στα χέρια του, το άγγιζε και του το πήραν (Ποιος; Κάποιος θεός; Η τύχη;) εντελώς ξαφνικά, ανέλπιστα, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι ο ίδιος είχε επενδύσει στο όνειρο αυτό όλη του την ύπαρξη. Ο ορίζοντας της προσωπικής του ευτυχίας σκοτείνιαζε γοργά! Ευτυχώς, μέσα από μια τυχαία χαοτική διαδικασία, χωρίς λόγο και αιτία, στιγμές πριν λιγοψυχήσει, ο Οδυσσέας μπήκε στο γραφείο του. Κοιτώντας τον, ο πρωθυπουργός συμμάζεψε το είναι του με το εγώ του μπροστάρη και τον ρώτησε με σθεναρή φωνή τι ήθελε. -Κύριε πρωθυπουργέ, πρέπει να ετοιμαστούμε. Ο Πλάτων μπορεί να μην είναι κοντά μας τώρα, αλλά πρέπει να είμαστε έτοιμοι για αυτόν, μόλις συνέλθει. Τα τηλέφωνα έχουν πάρει φωτιά και η γραμματέας σας έχει μπλοκάρει. Μας περιμένει πολλή δουλειά και θα θέλαμε να μας πείτε τι πρέπει να κάνουμε; Πότε θα αρχίσουμε τα ραντεβού; Μόλις συνέλθει ο Πλάτων, έτσι; Αν αναλογιστούμε την προηγούμενη φορά που έγινε κάτι τέτοιο, τότε θα πρέπει να περιμένουμε κάνα μήνα τουλάχιστον. Θα έχουμε έτσι όλο τον χρόνο που χρειαζόμαστε για να συγκεντρώσουμε τους καλύτερους πολίτες, αυτούς με τις περισσότερες δυνατότητες και πιθανότητες να αξιολογηθούν ικανοί από τον Πλάτων. Τι λέτε, ρώτησε με φωνή συνεπαρμένη από την διαδικασία, και κυρίως από την ολοκληρωτική του συμμετοχή σ’ αυτήν! Ο πρωθυπουργός παρέμεινε σκεφτικός για λίγο. Ήθελε ολόψυχα να ευχαριστήσει τον Οδυσσέα. Εντελώς ξαφνικά, η αφοσίωση του Οδυσσέα στον σκοπό τους, η ανδρεία του
197
παρά την απουσία του Πλάτων, καθώς και η αγνή του ματιά, σαν παιδί που περιμένει με αγωνία, με την καρδούλα του να επιταχύνει, εντολή από τον δάσκαλο για αυτό που θα είναι σίγουρα το καλύτερο δημιούργημα σε όλο το σχολείο! -Όχι, Οδυσσέα, δεν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε ένα μήνα. Ο Πλάτων θα είναι κοντά μας σε άγνωστο χρονικό διάστημα και αναγκαστικά μέχρι τότε θα πορευθούμε μόνοι μας, είπε αποφασιστικά προκαλώντας έκρηξη σεβασμού στον Οδυσσέα. Κανόνισε τα ραντεβού από Δευτέρα. Σε κάθε κενό του προγράμματός μου, βάλε κι ένα ραντεβού, τουλάχιστον μισής ώρας. Θα βλέπουμε μαζί τους υποψηφίους και θα τους κρίνουμε, έτσι ώστε να βρούμε σύντομα τους καλύτερους, από τους οποίους θα επιλέξει ο Πλάτων. Πες την γραμματέα μου να έρθει μέσα για να δούμε ποιες από τις προγραμματισμένες μου επισκέψεις και συναντήσεις των επόμενων εβδομάδων μπορώ να αναβάλλω, είπε και η σιγουριά άρχισε να τον πλημμυρίζει. Θα έπαιζε πιστά τον ρόλο του στην ιστορία, ο οποίος έμελλε να είναι μεγαλύτερος από όσο πίστευε στην αρχή. Έτσι κι έγινε! Ανέβαλλε δίχως άγχος και δεύτερες σκέψεις την παρουσία του σε προγραμματισμένες εδώ και εβδομάδες ή και μήνες κοινωνικές εκδηλώσεις, που μόνο σκοπό είχαν την επικοινωνιακή πολιτική που είχαν επιβάλλει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τέλος σ’ αυτό το άθλιο φαινόμενο των σύγχρονων τηλεδημοκρατιών. Θα έβαζε ξανά τον πήχη ψηλά, εκεί που όφειλε να είναι. Θα γινόταν ο πρωθυπουργός, που ονειρεύονταν μικρός. Ο πρωθυπουργός του γραφείου, με ατελείωτες συσκέψεις και πραγματική πολιτική εργασία, με μόνο στόχο την επίλυση των προβλημάτων των πολιτών μέσα από την βελτίωση του κράτους. Έστειλε λοιπόν στα σκουπίδια τον πρωθυπουργό των δημοσκοπήσεων και του φαίνεσθε, τον πρωθυπουργό-τηλεσταρ και έγινε, έτσι απλά, ο πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων! Αφοσιώθηκε στο έργο του περισσότερο και από τους μοναχούς που απαρνούνται την ίδια την ζωή για τον θεό τους. Η οικογένεια του τον έβλεπε ελάχιστα και αυτός έμαθε γρήγορα και τα υπόλοιπα δωμάτια του Μεγάρου Μαξίμου, τα οποία έμεναν αχρησιμοποίητα εδώ και δεκαετίες, ανακαλύπτοντας ότι μπορεί άνετα να ζήσει μέσα εκεί. Δεν έκανε πλέον την γνωστή διαδρομή, από την είσοδο του Μεγάρου στο γραφείο του και πάλι πίσω όταν τελείωνε, αλλά το μετέτρεψε σε δεύτερο σπίτι του. Αυτό που όφειλε να είναι, εκπληρώνοντας τον λόγο ύπαρξής του, μιας και η εργασία ενός πρωθυπουργού δεν τελειώνει ποτέ! Η σύζυγός του, νιώθοντας την ολοένα αυξανόμενη απουσία του προσπάθησε μάταια να τον πείσει να μετακομίσουν κι αυτή με τα παιδιά εκεί, ώστε να είναι μαζί σαν οικογένεια. Με δάκρυα στα μάτια, αλλά φωνή σταθερή αρνήθηκε πεισματικά και της έκλεισε, κάπως άγαρμπα είναι η αλήθεια, το τηλέφωνο. Διαισθανόταν ότι ο κίνδυνος για την οικογένειά του ήταν μεγαλύτερος κοντά του. Η γυναίκα του αδυνατούσε να καταλάβει τον λόγο της φοβίας του. Κι αυτός έλπιζε απλώς ότι θα είναι ασφαλής αυτή και τα παιδιά τους, μακριά του. Έπρεπε να μείνουν όσο γίνεται πιο μακριά του με κάθε κόστος! Οι μέρες περνούσαν με ατέλειωτες ώρες δουλειάς και σχεδιασμού της νέας του κυβέρνησης. Συναντούσε κάθε υποψήφιο, άξιο για μια θέση στην καινούρια προσπάθεια και ετοίμαζε μια έκθεση, σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του καθενός. Μια απλή αναφορά σε μια κόλλα χαρτί. Αυτό ήταν όλο, που μπορούσε να κάνει. Η κλειδαρότρυπα της ύπαρξης του καθενός ήταν αποκλειστικό προνόμιο του Πλάτων. Τον οποίο όλοι οι υποψήφιοι αγωνιούσαν να δουν από κοντά, μπαίνοντας στο πρωθυπουργικό γραφείο, για να αντικρύσουν απλώς, με μια δόση δυσαρέσκειας και πικρίας, τον πρωθυπουργό με έναν συνεργάτη του και να υποστούν μια σκληρή συνέντευξη, με την δικαιολογία ότι τον Πλάτων θα τον έβλεπαν όσοι θα κρίνονταν κατάλληλοι σε αυτό το πρώτο στάδιο αξιολόγησης.
198
Παράλληλα, πίεζε την παρούσα σύνθεση της κυβέρνησης να εντείνει το έργο της, δίνοντας κατευθυντήριες γραμμές σε όλους τους υπουργούς του. Δεν ζητούσε κοσμοϊστορικές αλλαγές, γιατί δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο. Απλά πράγματα ήθελε να γίνουν. Απλά πράγματα με σημαντική όμως επίδραση στην ζωή των πολιτών. Απαίτησε και πέρασε σε απίστευτους για τα δεδομένα του ελληνικού κράτους νόμους που μείωναν την σπατάλη του δημοσίου χρήματος από την κυβέρνηση. Τέλος στα περιττά ταξίδια και στις ανέσεις πολυτελείας για τους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Τέλος στην σπατάλη των υπουργείων για άχρηστα πράγματα, που το μόνο που εξυπηρετούσαν ήταν η μεγαλομανία των κρατικών στελεχών. Δεν εξοικονόμησε πολλά χρήματα από αυτές τις κινήσεις, όμως ήταν μια αρχή και σίγουρα ήταν υπεραρκετά για την βελτίωση της ζωής έστω και λίγων συμπολιτών του. Η ύπαρξη του Πλάτων αποτελούσε φόβητρο για τους διαρκώς αυξανόμενους εχθρούς του, κυρίως έξω από την κυβέρνηση. Αρκετοί πολιτικοί του σύντροφοι θα τον αμφισβητούσαν με την πρώτη ευκαιρία, αν δεν ήταν ο Πλάτων και ο τρόμος που γεννούσε το άγνωστο γύρω από αυτόν! Αναγκάστηκαν λοιπόν όλοι να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, κρατώντας εκ των πραγμάτων στάση αναμονής. Τα ΜΜΕ, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης τηρούσαν αμυντική γραμμή. Η τεράστια απήχηση του Πλάτων στην κοινωνία δεν τους έδινε την δυνατότητα να αμφισβητήσουν τις ενέργειες του πρωθυπουργού. Πόσο μάλλον, όταν μια δημοσκόπηση, που ακολουθήθηκε κι από άλλες, έδειξε σημάδια τεράστιας βελτίωσης στην εικόνα της κυβέρνησης του, η οποία μόλις πριν λίγες εβδομάδες ακροβατούσε στο χείλος του γκρεμού. Η ανάγνωση της δημοσκόπησης από τον πρωθυπουργό υπήρξε η ενδεδειγμένη. Ο λαός πίστεψε στο όραμά του και κυρίως πίστεψε (κι ίσως λάτρεψε) την παρουσία ενός ανθρώπου έξω από τα συνηθισμένα, αλλά κρατούσε μικρό καλάθι μετά από ατέλειωτα ψέματα και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις των προηγούμενων δεκαετιών. Και των δικών του βεβαίως! Όλα ήταν μετέωρα και αρκούσε ένα στιγμιαίο λάθος, μια υποψίας επιτυχίας κι εφησυχασμού κι όλα θα γκρεμίζονταν σαν πύργος στην άμμο. Δεν υπήρχε δυνατότητα χαλάρωσης. Δουλεύοντας ασταμάτητα, μαζί με τον Οδυσσέα πιστό σύντροφο, ασχολούνταν πολλές φορές και είκοσι ώρες την ημέρα, με τα ζητήματα που έχριζαν προτεραιότητας, την συνέντευξη των υποψηφίων και την προώθηση βελτιωτικών ρυθμίσεων του κυβερνητικού έργου. Καλούσε τους υπουργούς του καθόλη την διάρκεια της ημέρας, πολλές φορές νύχτα, για να δώσει οδηγίες και να τους επισημάνει παραλείψεις, καθυστερήσεις και αναποτελεσματικότητα στο έργο τους. Δεν άλλαξε κανέναν από τους υπουργούς του, δίνοντας σε όλους την ευκαιρία να κριθούν από το έργο τους και τον Πλάτων. Κάποιοι προσπαθούσαν σκληρά, συνειδητοποιώντας την ιστορική στιγμή και την απίστευτη ευκαιρία που τους παρουσιαζόταν να γίνουν κινητήρια δύναμη της ίδιας της Ιστορίας. Υπήρχαν όμως κι αυτοί που δεν μπορούσαν να δουν πέρα από την μύτη τους κι επαναπαύθηκαν στο όνομα και την κυβερνητική εμπειρία, που κουβαλούσαν. Συνολικά, πάντως η κυβέρνησή του λειτουργούσε σαφώς πιο αποτελεσματικά και παρήγαγε μέσα σε λίγες εβδομάδες, κρατικό έργο ισάξιο με ολόκληρο τον τελευταίο χρόνο! Κλεισμένος στην προσωπική του φυλακή, με έναν στρατό να τον φυλάει, υπό το άγρυπνο μάτι του Οδυσσέα, ο οποίος εργαζόταν πυρετωδώς για την εκπλήρωση του έργου του, ο πρωθυπουργός έκλεισε τα μάτια του, στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα και με την κούραση τελικά να τον καταβάλλει, τέσσερεις εβδομάδες από το διάγγελμα του στον ελληνικό λαό! 16 Ο Πλάτων κυνηγούσε σκιές μες το σκοτάδι του μυαλού του όλο αυτό το διάστημα,
199
ανίκανος να αντιδράσει, να νιώσει, να σκεφτεί το παραμικρό. Σαν θεατής σε ξένο σώμα παρακολουθούσε ατάραχος αόρατους δαίμονες, στιγμές του παρελθόντος, εκείνες τις μικρές στιγμές που κανείς δεν δίνει σημασία την ώρα που μας στιγματίζουν για πάντα, με τις γνώσεις, την εμπειρία και την πολυμορφία που μας κληρονομούν. Σαν άλλος υπερυπολογιστής, ο εγκέφαλός του επεξεργαζόταν δεδομένα των προσωπικών του συναισθηματικών βιωμάτων, της κατάκτησης της ανθρώπινης νόησης των τελευταίων τριών και πλέον χιλιάδων ετών μαζί με την ιστορική εξέλιξη της κοινωνικής ηθικής. Διεργασίες τιτάνιες διαδραματιζόταν σε ένα παγωμένο σώμα από ένα νου αδιάφορο για τις συνθήκες έξω από αυτό. Κι ο Πλάτων βρισκόταν παγιδευμένος σε μια ρωγμή του χρόνου, σε ένα παράλληλο σύμπαν, μες το ίδιο του το μυαλό! Χωρίς αίσθηση του χρόνου, χωρίς νόμους και αξιώματα, χωρίς να ορίζει ο ίδιος την τύχη του, αλλά κι αδιαφορώντας απόλυτα γι’ αυτό. Αιωρούνταν σε ένα εξωτικό υλικό, άγνωστο σ’ αυτόν, σαν ένα μωρό, το οποίο μες το περιβάλλον της μήτρα της μητέρας του αδιαφορεί για τον κόσμο έξω από αυτήν, ενδιαφέρεται ίσως μόνο για την ανάπτυξή του. Η επιβίωσή του είναι ζήτημα του ξενιστή, μες τον οποίο μεγαλώνει κι αδιαφορεί πλήρως για αυτό! Πολύ απλά δεν είναι στο χέρι του να επηρεάσει καθοιονδήποτε τρόπο. Έτσι κι ο Πλάτων, σαν έμβρυο κυοφορούνταν μέσα στο ίδιο του το σώμα. Για πρώτη φορά όμως η διαδικασία δεν ήταν απλώς θέμα της φυσικής επιλογής. Είχε παρέμβει σ’ αυτήν ο ίδιος, όταν ανέθεσε στο μυαλό του μια διαδικασία χωρίς ηθική, σκληρή, αλλά με νόημα! Τα γονίδιά του έδιναν τον δικό τους αγώνα για την κυριαρχία του σώματος, αλλά το μυαλό του είχε την δική του αυτόνομη πορεία. Όσον αφορούσε τον ίδιο θα γεννιόνταν ξανά με μια ιδέα καρφωμένη στο μυαλό του. Σε αντίθεση με τον άγραφο πίνακα των υπολοίπων ανθρώπων, στοιχειωμένο μόνο απ’ τα ζωικά ένστικτα, η δικιά του συνείδηση θα του έδειχνε το μέσο για να ακολουθήσει τον δρόμο που είχε επιλέξει. Να αναζητήσει τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σ’ αυτό το υλικό σμιλεύονταν το σκεπτόμενο άγαλμα της ύπαρξής του! Παρακολουθούσε αμέτοχος, ψυχρός, στιγμιαίες εκλάμψεις φωτός μες το σκοτάδι. Μέσα από το τίποτα ανέβλυζε ένα γεγονός, μια εμπειρία, ένα συναίσθημα. Σαν κβαντική διακύμανση του μηδενός, ένα γέλιο κι ένα δάκρυ, μια εικόνα, μια ζωή, ένα άγγιγμα, οι αισθήσεις κι όλα πάλι απ’ την αρχή! Γράμματα, λέξεις, φράσεις, η γλώσσα των ανθρώπων. Αριθμοί και μαθηματικοί τύποι, αξιώματα και θεωρίες, η γλώσσα της Φύσης! Οι εκλάμψεις φωτός αργά, αλλά σταθερά έγιναν περισσότερες, σαν χιλιάδες σβηστές οθόνες τηλεόρασης που ανοιγόκλειναν σε κλάσματα του δευτερολέπτου, πρώτα μια εδώ και μια εκεί, κι αργότερα δυο μαζί, τρείς εδώ και πέντε παραπέρα, σκόρπια, περισσότερες, ταχύτερα, ταυτόχρονα, γεμίζοντας το μυαλό του. Αναβόσβηναν σε ένα ακανόνιστο ρυθμό, δείχνοντας στιγμιότυπα της ζωής του, του σύμπαντος, της τελευταίας μονάδας της ύλης. Δεν αντιδρούσε, δεν ένιωθε, δεν σκεφτόταν, δεν μπορούσε να σκεφτεί,γιατί αιωρούνταν σ’αυτούς τους έρημους κι άνυδρους τόπους, όπου η σκέψη φτάνει σε αδιέξοδο. Το μυαλό του άδειαζε γοργά από τις αναμνήσεις μιας ζωής, καθώς χρειαζόταν χώρος για νέες, αυτές που έμελλε να έρθουν, αλλά και για την νέα γνώση που συσσωρευόταν μέσα του, βιώνοντας την βλάστηση των μακρινών αυτών τόπων. Η απόκοσμη Σκιά που ακτινοβολούσε τώρα δυνατά κάλυψε ολοκληρωτικά το παρελθόν του. Γνώση που ήδη κατείχε και γνώση που αποκτούσε, σαν το φυσικό επακόλουθο μιας λογικής επεξεργασίας δεδομένων τον πλυμμήρησε. Ερωτήσεις κι απαντήσεις λοιπόν σε μια ατέρμονη ακολουθία, όπου πολλές φωνές, γνωστές και άγνωστες, συνδέονταν. Ήταν όλες μία! Η φωνή της Σκιάς, που πάλευε να γίνει καθαρό φως! -Τι είναι ο άνθρωπος;
200
-Μια στιγμή στον μακρύ δρόμο της ύλης, ένα απρόσωπο κέντρο αφηρημένων αισθήσεων! -Τι είναι ο Θεός; -Δεν ξέρω! -Τι είναι το Σύμπαν; -Το σώμα κι ο νους του Θεού! -Ποιός είναι ο σκοπός της ύπαρξής του; -Κανένας! -Ποιός είναι ο σκοπός της ζωής; -Να ανέβει! -Που να ανέβει; -Στο Θεό! -Γιατί; -Για να τον βοηθήσει! -Να τον βοηθήσει να κάνει τι; -Να αντιληφθεί την ύπαρξή του! -Κι ο άνθρωπος τι μπορεί να κάνει για αυτό; -Να κατακτήσει! -Τι να κατακτήσει; -Τον Θεό! -Πώς θα τον κατακτήσει; -Δίνοντάς του έναν σκοπό! -Και πώς θα το κάνει αυτό; -Θα τον πλάσει πάνω στην Γη! Κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωσή του! -Αυτό κάνει ο άνθρωπος σήμερα; -Όχι! -Τι κάνει; -Γκρεμίζει Θεό; -Και εσύ; Ποιος είσαι εσύ; -Δεν είμαι τίποτα, δεν ανήκω σε τίποτα! -Και τι θα κάνεις; -Στέκομαι σαν καθρέπτης προς την ποικιλομορφία του κόσμου κι αντικρίζω το χάος που έχουμε προκαλέσει! Δεν υπάρχει άλλη οδός! Θα γκρεμίσω τους ανθρώπους, για να πλάσω τον Θεό! -Μάλιστα. Και θα τον πλάσεις μόνος σου; -Όχι, με τους ανθρώπους! -Μα μόλις είπες… -Όχι, αυτούς τους ανθρώπους, αλλά άλλους, καινούριους! -Γιατί; Τι έχουν αυτοί; -Αυτοί είναι σκλάβοι! Εγώ θέλω κυρίους! -Σκλάβοι ποιανού; -Του Θεού! Ξαφνικά οι αισθήσεις του επέστρεψαν, μαζί με το συντριπτικό κι απόλυτο σκοτάδι, καθώς το έντονο φως των χιλιάδων οθονών εξαφανίστηκε. Πάντα πηγαίνουν μαζί, χέρι χέρι, η παγωνιά με το σκοτάδι. Ένιωθε το κρύο να τον διαπερνά σ’ όλο το κορμί του. Ο γιατρός, καθισμένος στο δωμάτιο ελέγχου, δεν παρατήρησε στην οθόνη μπροστά του, τον νέο να τρέμει ολόκληρος, λες και χιλιάδες βολτ μάχονταν για το κορμί του, το υπέρτατο τρόπαιο!
201
Μετά επέστρεψε η σκέψη του. Μια πρωτόγνωρη ηρεμία και σιγουριά τον κατέκλυσε, ανεβάζοντας ραγδαία την θερμοκρασία του. Δεν θυμόταν πολλά από την προηγούμενη ζωή του, αλλά τουλάχιστον ήξερε ακριβώς τι όφειλε να κάνει. Σκόρπιες αναμνήσεις τον συνέδεαν με τον παλιό του εαυτό, με τον καθήκον του, να κυριαρχεί πάνω απ’ όλα. Το κορμί του έπαψε να τρέμει έντονα και μετά από λίγο σταμάτησε εντελώς, ενώ η μεγάλη του θερμοκρασία οδήγησε στην έντονη εφίδρωση το πρώην παγωμένο του σώμα πλημμυρίζοντας γοργά τα σεντόνια του κρεβατιού του, τα οποία έσταζαν παντού, αργά, ένα σκουρόχρωμο υγρό, μείγμα ιδρώτα κι άχρηστων σωματικών υγρών και κυττάρων στο μαρμάρινο δάπεδο. Το τούνελ εμφανίστηκε απότομα σε κάποιο αόριστο μακρινό ορίζοντα και η εκτυφλωτική του λάμψη τον τύφλωσε. Τα μάτια του, σαν νεογνού προσπάθησαν να προσαρμοστούν βλέποντας για πρώτη φορά. Σήκωσε τα χέρια για να κρύψει το φώς, αυτό που πλησίαζε απειλητικό, καλώντας τον στην έξοδο κι ο τρόμος της γέννας τον κυρίεψε. Το μυαλό του σάστισε, σχεδόν λιποτάχτησε. Έβγαινε από ένα γνώριμο περιβάλλον σε ένα άγνωστο κόσμο. Ποιός ξέρει τι μυστήρια τον περίμεναν από την άλλη πλευρά. Άνοιξε τα βλέφαρά του και είδε. Ένα φυσικό εμπόδιο, κάποιο τεχνητό τοίχωμα, ένα όριο στεκόταν πάνω απ’ το κεφάλι του. Ένας τοίχος με λευκό χρώμα. Νιώθοντας ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ασφυξίας να τον πνίγει, πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένιωσε ότι ανέπνεε για πρώτη φορά και η αίσθηση του οξυγόνου να γεμίζει τις κυψελίδες των πνευμόνων του τον γέμισε ευφορία. Ήταν ζωντανός. «Έτσι είναι λοιπόν να είσαι ζωντανός!» Έγειρε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά διαπιστώνοντας ότι ο τοίχος συνεχιζόταν. Βρισκόταν σε ένα δωμάτιο. Ένιωσε το κορμί του ξαπλωμένο σε ένα μαλακό υλικό, λίγο ψηλότερα απ’ το έδαφος, όπως αντιλήφθηκε. Κείτονταν πάνω σε ένα κρεβάτι. Αισθάνθηκε υγρασία, το στρώμα ήταν βρεγμένο. Έφερε τα χέρια του μπροστά στα μάτια του και τα περιεργάστηκε. Παρατήρησε τα καλοσχηματισμένα δάκτυλα, το απαλό δέρμα, τις μικρές τρίχες στους καρπούς του και τις φάλαγγες των δάκτυλων. Αισθανόταν όμως ότι υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι που δεν έβλεπε. Αναρωτήθηκε τι μπορεί να ήταν αυτό και άμεσα μια αραχνοΰφαντη, γαλάζια φλόγα ξεπήδησε μέσα από τους πόρους των χεριών του. Ήταν πανέμορφη καθώς χόρευε μπροστά του και ανέβλυζε μια ζεστή παγωνιά! Μια ανάμνηση ξεπήδησε απ’ το σχεδόν άδειο ασυνείδητό του. Σε κάποια άλλη ζωή, ένα τυχαίο συμβάν είχε πυροδοτήσει την εμφάνιση της Δύναμης. Το πρόσωπό του παρέμενε ανέκφραστο, δίχως ίχνος έκπληξης. Δεν εντυπωσιάστηκε από την ύπαρξη της Δυνάμεως, αλλά την δέχτηκε με όλη του την καρδιά. Όπως αυτή χτυπάει δυνατά και σταθερά, έτσι και τα χέρια του εκπέμπουν την Δύναμη. «Μάλιστα! Τι άλλο;» Ανακάθισε στο κρεβάτι και ο τεράστιος καθρέπτης απέναντί τράβηξε το ενδιαφέρον του. Κοίταξε καλύτερα, αλλά δεν υπήρχε παρά η αντανάκλασή του. Το είδωλό του τον κοίταζε κατάματα. Ένας κοφτός, υπόκωφος ήχος, σαν παράσιτο ραδιοφώνου, απέσπασε την προσοχή του. Δεν διέκρινε όμως τίποτα στον μεγάλο καθρέπτη. Ήταν οι δυο τους, αυτός και το είδωλό του. Ο ήχος ξανακούστηκε λίγο πιο δυνατός και καθαρός, αλλά σταμάτησε και πάλι. «Το σήμα είναι πολύ αδύναμο», σκέφτηκε κυνικά. Προσπάθησε να ακούσει καλύτερα. Τέντωσε τον λαιμό του προς τον καθρέπτη, του φάνηκε ότι από εκεί προήλθε ο ήχος, με τα αυτιά του σαν κεραίες. Τίποτα. Με μικρές γρήγορες κινήσεις γύρισε το κεφάλι του δεξιά, αριστερά, σε διάφορες κατευθύνσεις ψάχνοντας για την πηγή του ήχου. Τίποτα και πάλι! Έκανε μια απλή σκέψη και έκλεισε τα μάτια με το είδωλό του να ανταποκρίνεται άμεσα. Είπε να δοκιμάσει αντί με τα αυτιά να ακούσει με το μυαλό του. Δεν είχε τίποτα να
202
χάσει κι έτσι ξανάνοιξε τα μάτια του, χαζεύοντας την αντανάκλασή του. Το είδωλο παρέμενε ανέκφραστο και ψυχρό κοιτάζοντας τον κατευθείαν μες τα μάτια. Ξαφνικά το ραδιόφωνο στο μυαλό του άνοιξε και άκουσε μια φωνή βραχνή, πνιχτή: «Τι κάνει; Κοιτάζει τον εαυτό του ή μπορεί να δει πίσω απ’ το τζάμι;» Η φωνή του φάνηκε απροσδιόριστα γνωστή και θεώρησε αγένεια να μην της απαντήσει. «Δεν μπορώ να δω πίσω απ’ το τζάμι, αλλά σε ακούω!» Ο γιατρός είχε ακούσει για αυτή του την ικανότητα, αλλά η πρωτόγνωρη αίσθηση του μαγικού και ανεπανάληπτου, τον έκανε να πισωπατήσει φοβισμένος, αντιμέτωπος για μια ακόμη φορά με το ανεξήγητο. Τέσσερεις εβδομάδες τον παρακολουθούσε, σχεδόν μέρα νύχτα, και η κατάσταση του δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η θερμοκρασία του ήταν σταθερή κοντά στους μηδέν βαθμούς και η καρδιά του χτυπούσε με έναν χτύπο στο ενάμιση λεπτό. Μέχρι πριν από λίγο που τον είδε να σηκώνεται ξαφνικά. Είχε απορροφηθεί διαβάζοντας ένα επιστημονικό περιοδικό και σκεπτόταν, εκτός του πόσο τυχερός ήταν για την εμπειρία του, και συνάμα πόσο άτυχος ήταν που δεν μπορούσε να την μοιραστεί με κάποιον. Ούτε καν με την γυναίκα του, πόσο μάλλον σε ένα διεθνές συνέδριο! Δεν είχε διακρίνει λοιπόν στην οθόνη τα μουσκεμένα σεντόνια και το υγρό, που θύμιζε αίμα, καθώς έσταζε ρυθμικά από αυτά. «Ποιος είσαι; Που βρίσκομαι; Εμφανίσου μπροστά μου» άκουσε την σκληρή κι επιτακτική φωνή ο γιατρός. Σε λίγα δευτερόλεπτα, η πόρτα του δωματίου άνοιξε και ο γιατρός μπήκε μέσα. Φοβισμένος καθώς ήταν από το ψυχρό βλέμμα και την απειλητική φωνή του Πλάτων, από την καθάρια κι ακτινοβολούσα μορφή του, ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο και σύρθηκε λίγα μέτρα παράλληλα με το κρεβάτι του, φτάνοντας απέναντί του. Είχε καταλάβει ότι ο νέος μπροστά του είχε κάτι το διαφορετικό. Μπορεί η εμφάνιση και η φωνή του να ήταν ίδια με πριν, κάτι όμως είχε αλλάξει. Ίσως τα μάτια του, σίγουρα ο τόνος της φωνής του, οπωσδήποτε οι απόλυτες κινήσεις του. Κοίταζε ακόμη ευθεία μπροστά, στον καθρέπτη, όταν ο γιατρός βρέθηκε στα δεξιά του. Προσπάθησε να χαλαρώσει. Τι τον είχε πιάσει ξαφνικά; Τον είχε γνωρίσει αυτόν τον νέο, ο οποίος μάλιστα τον είχε ευχαριστήσει πριν λίγο καιρό για την βοήθεια που πρόσφερε στην κοπελιά του. Δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας! Απότομα ο Πλάτων, καθισμένος στο κρεβάτι με το σώμα του στραμμένο μπροστά, γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος του και τα μάτια του ακτινοβολούσαν σαν μαύρα διαμάντια στο φώς του ήλιου! Η εικόνα που αντίκρισε ο γιατρός έκανε την ψυχή του να τρομοκρατηθεί, λιποψύχησε και προσπάθησε ενστικτωδώς να κινηθεί προς την έξοδο. Πάγωσε πριν προλάβει καν να γυρίσει και η έκφραση πανικού σβήστηκε απ’ το πρόσωπό του. Την αντικατέστησε η πλήρης απάθεια, την ώρα που ο Πλάτων διάβαζε με μανία το μυαλό του. Είδε και έμαθε πολλά για την κατάσταση που επικρατούσε, για ότι είχε συμβεί τις τελευταίες εβδομάδες αφότου είχε πέσει σε νάρκη. Σαν λυσσασμένο σκυλί έψαχνε βίαια κάθε σκέψη, επιθυμία, ανάμνηση του γιατρού, αδιαφο-ρώντας για το γεγονός ότι από τα ρουθούνια του ξεκίνησε να τρέχει καθαρό αίμα. Θα τον ξέσκιζε μέχρι να δει τι υπάρχει στον πυρήνα του χωρίς έλεος, χωρίς ενδιαφέρον για τις συνέπειες. Πιθανόν θα τον σκότωνε, αν δεν αντιλαμβανόταν πάνω στην μανία του κάποιον να προβάλει στην είσοδο της πόρτας. Παράτησε τον γιατρό και στράφηκε, με διάθεση μάχης προς τον εισβολέα. Είδε ένα κορίτσι, για κλάσματα δευτερολέπτου σκέφτηκε ότι ήταν πανέμορφη, σαν θεά, και χωρίς δεύτερη σκέψη εισέβαλλε στο μυαλό της, ενώ η λεκανίτσα με το ζεστό νερό, η καθαρή πετσέτα και τα μωρομάντηλα που χρησιμοποιούσε κάθε πρωί για να τον πλύνει, έπεσαν απότομα απ’ τα χέρια της!
203
17 Σάστισε στην εικόνα που πρόβαλε απρόσμενα μπροστά της, καθώς ετοιμαζόταν να μπει στο δωμάτιο. Ο γιατρός στεκόταν ακίνητος και ανέκφραστος κολλημένος πάνω στον τοίχο, με ένα κόκκινο ποτάμι να ρέει από τα ρουθούνια του, βάφοντας τα ρούχα του και στάζοντας στο πάτωμα. Τα χέρια του κρέμονταν νεκρά πλάι στο κορμί του, το οποίο έτρεμε. Έμεινε ακίνητη στην είσοδο, με έναν ξεχασμένο φόβο να κάνει δειλά την εμφάνισή του και διέκρινε τον Πλάτων να τον καρφώνει με βλέμμα αρπακτικού. Αστραπιαία γύρισε προς το μέρος της και τα μάτια του, που δεν ήταν αυτά τα βαθυγάλανα μάτια που ερωτεύτηκε, αλλά είχαν αντικατασταθεί από δυο στρογγυλούς κι εκτυφλωτικούς μαύρους ήλιους, την παρέλυσαν. Της φάνηκε πως τα είδε να παίρνουν την γνώριμη ανθρώπινη μορφή και το μπλε τους χρώμα, μόνο για μια στιγμή «Θεέ μου πόσο όμορφος είναι!» και μετά, ξανά σαν μαύροι ήλιοι, ο Πλάτων εισέβαλλε μέσα της! Με την ταχύτητα του φωτός ταξίδεψε στα δωμάτια του μυαλού της, σπάζοντας βίαια όλες τις πόρτες, με μια ακόρεστη δίψα να μάθει. Την είδε να έρχεται καθημερινά με τα σύνεργα της, αυτά που τις είχαν πέσει απ’ τα χέρια και να τον περιποιείται στοργικά. Τον φιλούσε στα χείλη και έφευγε πάντα με έναν κόμπο στο στομάχι. Την είδε να κάθεται σιωπηλή στο δωμάτιό της και να αγναντεύει την γαλάζια θάλασσα μακριά ονειροπολώντας. Συχνά καθόταν στο μπαλκόνι, ακουμπισμένη στον τοίχο, διαβάζοντας ένα βιβλίο και χαϊδεύοντας την κοιλιά της. Ένιωσε το κορίτσι να αντιστέκεται, πολύ περισσότερο από τον γιατρό και του φάνηκε περίεργο. Κάτι προσπαθούσε να κρύψει … ή ίσως να προστατέψει! Χτύπησε ανέλπιστα πάνω σε μια πόρτα διαφορετική από τις άλλες. Στον πραγματικό κόσμο θα λέγαμε ότι ήταν θωρακισμένη, όμως αυτή είχε κάτι περισσότερο. Κάτι άυλο και πανίσχυρο, σαν το υλικό των ονείρων. Μια ψυχική σύνδεση! Δεν του ήταν δύσκολο και δεν δίστασε ούτε για μια στιγμή. Την έσπασε και πέρασε μέσα της ορμητικά. Το κορίτσι κατέρρευσε με το αίμα να τρέχει ποτάμι κι αυτός βρέθηκε στο πιο φιλόξενο περιβάλλον που είχε βρεθεί ποτέ, απ’ όταν άφησε την μήτρα της μητέρας του. Μια υπέροχη λιακάδα, απέραντο, καθαρό γαλάζιο του ουρανού, ζωντανά, καταπράσινα λιβάδια. Ένας τόπος ονειρικός. Στην σκιά ενός πελώριου δέντρου τρείς φιγούρες βρισκόταν ξαπλωμένες στο ψηλό γρασίδι. Το πανέμορφο κορίτσι, φορώντας ένα λευκό φόρεμα γέλαγε με την ψυχή της, καθώς κυλιόνταν πάνω στην Γη μας. Με το αριστερό της χέρι κρατούσε ένα μικρότερο απαλό χεράκι. Ένα κοριτσάκι τριών περίπου χρονών, φορώντας κι αυτή ένα άσπρο φορεματάκι και μια ροζ κορδέλα στα ξανθά της μαλλιά ξεκαρδιζόταν στο γέλιο κοιτώντας την μαμά της. Στράφηκαν κι οι δυο τους, ακόμη χαχανίζοντας στα αριστερά τους, όπου κείτονταν ένας νέος, με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο δεξί του χέρι και την έκφραση της απόλυτης ευτυχίας στο πρόσωπό του. Το πρόσωπο αυτό έλαμπε. Kαι ήταν το δικό του πρόσωπο. Το κορίτσι λέγονταν Νεφέλη, ήταν πέντε εβδομάδων έγκυος και αυτός ήταν ο πατέρας του μωρού. Σταμάτησε με μιας και πήδηξε σαν αίλουρος, γυμνός προς το κορίτσι, που είχε σωριαστεί στο πάτωμα. Γονάτισε και την πήρε στην αγκαλιά του. Ύστερα ήρθε και η σκέψη. Αγαπούσε αυτό το κορίτσι και τον σπόρο που κουβαλούσε μέσα της. Στην προηγούμενη ζωή του, αλλά και τώρα. Συνδέθηκε ξανά μαζί της και προσπάθησε, με απόλυτη επιτυχία, να κλείσει τις σπασμένες πόρτες του μυαλού της. Η αιμορραγία σταμάτησε και το κορίτσι συνήλθε, νιώθοντας μια απίστευτη ζαλάδα, που της προκαλούσε τάση για εμετό. Άγγιξε την κοιλιά της, αισθανόμενος την καρδούλα του μωρού να χτυπάει. Ικανοποιημένος άρχισε να την φυλάει αδιαφορώντας για το αίμα που κάλυπτε τα χείλη της, καθώς και όλο το κάτω μέρος του προσώπου της.
204
Η εικόνα που είδε ο μισολιπόθυμος γιατρός, που κείτονταν πεσμένος στο πάτωμα και προσπαθούσε να συνέλθει παίρνοντας βαθιές ανάσες παρέπεμπε σε ταινία με βρικόλακες, που ηδονίζονται στον υπέρτατο βαθμό με την γεύση του αίματος. Γεύση που είχε και ο ίδιος εκείνη την στιγμή στο στόμα του. Ο Πλάτων φιλούσε με πάθος το κορίτσι, περιφέροντας την γλώσσα και τα χείλη του στο πρόσωπό της, χαϊδεύοντας την με την μύτη και το μέτωπό του. -Πλάτων, αποκρίθηκε ο γιατρός, στηριζόμενος στα τέσσερα, κάνοντας προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του. Ο νέος γύρισε απότομα, με το ίδιο βλέμμα αρπακτικού, αλλά με μάτια ανθρώπινα τώρα και πρόσωπο μουτζουρωμένο από αίμα σαν λύκος, μόλις βγάζει το κεφάλι από την κοιλιά του θύματός του. Εξίσου ξαφνικά (οι κινήσεις και οι μεταβολές των εκφράσεών του ήταν απίστευτα γρήγορες) το πρόσωπό του μαλάκωσε. Έσκασε κι ένα χαμόγελο στα γρήγορα και μετά σοβάρεψε. -Γεια σου, γιατρέ. Με συγχωρείς για ότι συνέβη προηγουμένως, αλλά έπρεπε να μάθω και ήσουν ο πρώτος που είδα. Είσαι καλά, ρώτησε γρήγορα, σχεδόν αδιαφορώντας για την απάντηση του πληγωμένου γιατρού και ξαναγύρισε στο κορίτσι γλείφοντας την στο πρόσωπο. Η Νεφέλη ανταποκρινόμενη στα χάδια, τα φιλιά και την περιποίηση των ψυχικών της τραυμάτων δεν άργησε να συνέλθει αρκετά, ώστε να μιλήσει. -Πλάτων! Τι συνέβη; Είσαι καλά; Γιατί το έκανες αυτό, ρώτησε κοιτώντας τον διστακτικά στα μάτια. Έμοιαζαν ανθρώπινα, όπως όλων, και η εκτυφλωτική τους λάμψη είχε χαθεί. -Τώρα είμαι υπέροχα, Νεφέλη! Καλύτερα από ποτέ, αποκρίθηκε αγκαλιάζοντάς την δυνατά πάνω στο υγρό του σώμα. Άπλωσε την παλάμη του και άγγιξε την κοιλιά της, χαϊδεύοντας στοργικά το δέρμα ακριβώς πάνω από το μωρό της. Η Νεφέλη, μες την ομίχλη του μυαλού της, ένιωσε ένα χτύπημα, μια μικροσκοπική κλωτσιά στα σωθικά της. Στράφηκε προς τον Πλάτων και τον είδε να χαμογελά με μάτια σφαλιστά. Το μωρό κουνιόταν μέσα της και για μια στιγμή είχε την υποψία ότι προσπαθούσε να φτάσει το χέρι του. Το φαντάστηκε να κουνάει τα μικροσκοπικά χεράκια και ποδαράκια του, αγωνιζόμενο να φτάσει την πηγή της απόλυτης και στοργικής ασφάλειας, όμως ο άτιμος ο πλακούντας δημιουργούσε ένα φυσικό και αδιαπέραστο εμπόδιο. Ο Πλάτων απομάκρυνε το χέρι του και η Νεφέλη αισθάνθηκε μια τελευταία κλωτσιά, μάλλον στο αριστερό της νεφρό, που πυροδότησε έναν στιγμιαίο πόνο κι ύστερα το μωρό ηρέμησε επιστρέφοντας στην εμβρυική του στάση. Χαμογελώντας ακόμη ο Πλάτων την κοίταξε και της είπε: -Θα γίνει πανέμορφη … σαν την μητέρα της, πρόσθεσε χαμηλόφωνα κοιτάζοντας με αγάπη και τρυφερότητα την Νεφέλη. Αυτή τον έσφιξε δυνατά, προσπαθώντας με αγωνία να πνίξει ένα αίσθημα αμφιβολίας, που προσπαθούσε να εκφραστεί. Δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση όμως να το επιτρέψει. Δεν ήξερε γιατί, αλλά όφειλε να το καταπνίξει πριν η αγαλλίαση που αισθανόταν ο Πλάτων παραχωρούσε την, προσωρινή ομολογουμένως, θέση της μες το μυαλό του στον απόλυτο έλεγχο των συναισθημάτων του! 18 Ησυχία επικρατούσε στον Λευκό οίκο από την στιγμή που ο ήλιος κρύφτηκε στον ορίζοντα. Όλοι κοιμόντουσαν, (εννοείτε εκτός των ανδρών της ασφάλειας) μόνο ο πρόεδρος των ΗΠΑ καθόταν σκεφτικός, φορώντας τις μεταξωτές του πιτζάμες, στο γραφείο του ψάχνοντας αγωνιωδώς έναν τρόπο να αντιστρέψει την κατρακύλα στην οποία
205
είχε περιέλθει η κυβέρνησή του και κυρίως (αυτό ήταν το βασικό μέλημά του) το όνομά του. Σε ένα χρόνο η δεύτερη θητεία του τελείωνε και το μόνο για το οποίο θα τον κατέγραφε η παγκόσμια Ιστορία ήταν το δεύτερο Βιετνάμ, το Αφγανιστάν, ο αχρείαστος πόλεμος με το Ιράκ και τους χιλιάδες νεκρούς, τις χήρες τα ορφανά και τους σακάτες που δημιούργησε, καθώς και η ανεπανάληπτη οικονομική κρίση στην οποία οδήγησε η αφελής πολιτική του. Θα τον μνημόνευαν βεβαίως λίγοι και για την τεράστια συνεισφορά του στα κέρδη τους, σαν το υπάκουο σκυλάκι του Κεφαλαίου! Κι όλα αυτά, η δυστυχία και η οδύνη, ο ανείπωτος πόνος, η βαρβαρότητα, η κτηνοποίηση του ανθρώπου μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει τους εργοδότες του. Όχι τους πολίτες της χώρας του, αλλά ένα κλειστό κύκλωμα ελέγχου της παγκόσμιας εξουσίας με μόνο στόχο την συσσώρευση του Κεφαλαίου. Ένα κύκλωμα όρνεων, που τρέφονταν απ’ το κουφάρι της ανθρωπότητας! Αντί να κάνει αυτό για το οποίο τον είχε εκλέξει ο λαός της Αμερικής. Για να υπερασπίζεται τα συμφέροντά τους, για να δημιουργεί πλούτο και να τον διανέμει αξιοκρατικά. Αν η πολιτική είναι όντως η τέχνη του εφικτού, τότε αυτός ήταν σίγουρα ο πιο ατάλαντος άνθρωπος στο σύμπαν! Είχε αρχίσει τελευταία να το συνειδητοποιεί. Αργά. Ήταν πολύ αργά, αλλά … Σήκωσε το κρυστάλλινο ποτήρι και ήπιε μια γερή γουλιά απ’ το αγαπημένο του σύντροφο σε τέτοιες στιγμές, το ουίσκι του. Το υγρό κύλησε γοργά στον λαιμό του, καίγοντας τον και στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα στο κρανίο του. Ο κόσμος τον μισούσε! Αυτό ήταν ξεκάθαρο και δεν έτρεφε αυταπάτες ότι θα άλλαζε έτσι απλά. Απ’ άκρη σ’ άκρη της Γης άνθρωποι διαδήλωναν καθημερινά για κάθε πιθανή αιτία σχετιζόμενη με τις πολιτικές του ή για να ακριβολογούμε για την απουσία πολιτικής. Το όνομά του συνδυάζονταν πάντα με τα πιο χυδαία λόγια, είχε γίνει πλέον συνώνυμο με όλα τα στραβά κι ανάποδα στις ζωές των ανθρώπων. Κι αυτός ζούσε κλεισμένος στο πολυτελές κλουβί του, εκτελώντας εντολές, σαν πίθηκος του τσίρκου. Και το ήξερε! Χρειαζόταν κάτι συνταρακτικό, κάτι αξιομνημόνευτο, κάτι που θα άλλαζε, θα μαλάκωνε τις καρδιές των ανθρώπων. Δεν ζητούσε συγχωροχάρτι, αλλά να πέσει στα μαλακά, όπως λένε και οι δικηγόροι. Η Ιστορία ίσως του επιφύλασσε μια τελευταία ευκαιρία, μια ευκαιρία που πίστευε ότι είχε βρει στο πρόσωπο του νέου από την Ελλάδα, για να τον βγάλει από την δίνη στην οποία είχε περιέλθει. Ευθύς μόλις έμαθε για τον Πλάτων, ανενεργά εδώ και χρόνια κέντρα του εγκεφάλου του πήραν μπρός, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο έννοιες όπως εγωισμός, υστεροφημία, γενναιό-τητα και θάρρος. Πάνω απ’ όλα θάρρος να αντιτεθεί στους εργοδότες του, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, με μοναδικό στόχο να καθαρίσει το όνομά του απ’ τα μαύρα κατάστιχα της Ιστορίας. Βέβαια τα θέλω των εργοδοτών του ήταν ακριβώς τα ίδια με τα δικά του στην προκειμένη περίπτωση, αλλά για πρώτη φορά ένιωθε ότι θα έκανε κάτι που ήθελε οργισμένα. Και η προοπτική που του έδωσε ο αιδεσιμότατος Ιάκωβος ήρθε σαν μάννα εξ ουρανού. Θα είχε την ευκαιρία να αλλάξει με τις πράξεις του το μελάνι της Ιστορίας και να γράψει το όνομά του με χρυσά γράμματα. Θα κατέστρεφε τον Αντίχριστο, ακόμη κι αν χρειαζόταν να στρέψει κατά πάνω του όλες τις πυρηνικές κεφαλές που διέθετε το πυρηνικό οπλοστάσιο της Υπερδύναμης. Ήταν διατεθειμένος να εξαλείψει από τον χάρτη μια χώρα, ίσως και μια ολόκληρη ήπειρο για χάρη της ματαιοδοξίας του! Σίγουρα ήταν θρήσκος και σίγουρα πίστευε τυφλά ότι ο νέος αυτός, που δεν είχε συναντήσει ποτέ στην ζωή του, ο νέος που τύχαινε να έχει γεννηθεί διαφορετικός από τους άλλους, έπρεπε να πεθάνει. Να θυσιαστεί! «Κι αν όντως είναι ο Αντίχριστος τόσο το καλύτερο!» σκέφτηκε με την προτροπή μιας ακόμη γουλιάς απ’ το υπέροχο υγρό της φωτιάς, που έκαιγε μέσα του, και κυρίως
206
κατέκαιγε τις τύψεις μες το κρανίο του. Άκουσε με προσοχή τα επιχειρήματα του αιδεσιμότατου, ο οποίος του είπε όσα έλπιζε να ακούσει και του φάνηκαν τόσο ισχυρά, σχεδόν αυτονόητα. Είχε πλέον έναν ρόλο και μάλιστα πρωταγωνιστικό στην υπόθεση αυτή, παράλληλα με την συναίνεση του Συστήματος. Θα πίεζε, όπως τον συμβούλεψε ο αιδεσιμότατος Ιάκωβος, και τους συμμάχους της χώρας του, ώστε όλοι μαζί να κυνηγήσουν τον Πλάτων πάση θυσία. Δεν θα ήταν δύσκολο, αλλά χρειαζόταν οι κατάλληλοι στρατηγικοί και πολιτικοί ελιγμοί, ώστε να πείσουν κι άλλους χωρίς να θεωρηθούν παράφρονες και ο κόσμος στραφεί εντέλλει εναντίων τους. Δεν μπορούσαν απλά και μόνο να πουν ότι ήθελαν να εξοντώσουν τον Αντίχριστο, γιατί υπήρχαν και άνθρωποι, ισχυροί άνθρωποι τους οποίους χρειαζόταν, που δεν θα ενστερνιζόταν τις πεποιθήσεις τους. Υπομονή λοιπόν! Υπομονή και μεθοδικότητα. Ήξερε ότι ο καλύτερος πράκτοράς του βρισκόταν στο κατόπι του εχθρού τους και μετά από παρότρυνση του αιδεσιμότατου αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος την αποκλειστική επικοινωνία μαζί του. Από εδώ και στο εξής όσον αφορά την υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας και τους αρμοδίους ο πράκτορας αγνοείτο. Ο μόνος που θα είχε άμεση επαφή μαζί του και στον οποίο θα λογοδοτούσε θα ήταν αυτός, ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ! -Η αποστολή του είναι κοσμοϊστορικής σημασίας για να διακινδυνέψουμε το παραμικρό, διαμαρτυρήθηκε έντονα ο αιδεσιμότατος Ιάκωβος στον πρόεδρο που τον άκουγε λες και βρισκόταν σε κατήχηση. Κατήχηση με αλκοόλ, ο τέλειος συνδυασμός! Πάρε έναν εθισμένο άνθρωπο και δημιούργησε ένα σωσίβιο μες το θολωμένο μυαλό του! Ανεξαρτήτως ονόματος του σωσιβίου, είτε αυτό λέγεται ¨θεός¨, είτε λέγεται "ιπτάμενο αστακομακαρονοτέρας" το αποτέλεσμα θα είναι ένας ευνουχισμένος άνθρωπος, ένας σκλάβος, έτοιμος να κάνει τα πάντα για την εξιλέωσή του! Συζητούσαν χαμηλόφωνα οι δυο τους για πάνω από δυο ώρες μετά από απαίτηση του ιερέα, ο οποίος ύφαινε σιγά-σιγά ένα δίχτυ, σαν θεϊκή αράχνη, μια μαύρη χήρα σταλμένη απ’ τον Θεό, μέσα στο οποίο ευελπιστούσε ότι θα έπιανε τον Αντίχριστο. Μια παγίδα! Έναν αντιπερισπασμό! Ήταν ο μόνος τρόπος για να δώσουν στον πράκτορα, την φονική μηχανή που καραδοκούσε στο σκοτάδι, μια ευκαιρία. Την ευκαιρία να τον εξοντώσει πριν καταφέρει να κυριαρχήσει στον πλανήτη. -Ξεκινήστε τις επαφές με τους ηγέτες του δυτικού κόσμου, κύριε πρόεδρε. Πρέπει να χτίσουμε ένα κλίμα εναντίων του. Αργά και μεθοδικά! Πρώτα θα χτυπήσουμε τον πρωθυπουργό της χώρας του εκεί που πονάει. Στην οικονομία και την αξιοπιστία! Πρέπει ο ίδιος τους ο λαός να τους στριμώξει στην γωνιά. Ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο, ποιος θα σκεφτόταν καν να στραφεί εναντίων ενός πανίσχυρου και τρομακτικού νέου; Μα ποιος άλλος από αυτόν που φοβάται για το μέλλον των παιδιών του. Πρέπει οι Έλληνες να αρχίσουν να φοβούνται, γιατί το ισχυρότερο όπλο στο σύμπαν είναι ο φόβος. Και μάλιστα ο φόβος για το άγνωστο και την επιβίωση! 19 Η Νεφέλη ξεπέρασε το αρχικό σοκ από την αντίδραση του Πλάτων κι αφέθηκε ολοκληρωτικά σ’ αυτόν. Η αγάπη της είχε μεγαλώσει, είχε δυναμώσει μέσα της τον τελευταίο μήνα, παράλληλα με το μωρό της. Περίμενε υπομονετικά το ξύπνημά του αδιαφορώντας συνειδητά, παρά τις κραυγές του ασυνείδητού της, για τους κινδύνους που μπορεί να διέτρεχε. Οπλισμένη με γαϊδουρινή υπομονή, αλλά και θρησκευτική προσμονή, περίμενε την επιστροφή του άντρα της ζωής της και πατέρα του μωρού της. Κι αν αυτή δεν ήταν όπως την είχε ονειρευτεί, αν το πλάσμα που αντίκρισε με αυτά τα απόκοσμα
207
λαμπερά μάτια, έμοιαζε φαινομενικά μόνο στον Πλάτων, κι αν κινήθηκε επιθετικά εναντίων της, δεν την ένοιαζε. Δεν το πολυσκεφτόταν, γιατί τώρα ο Πλάτων ήταν μαζί της. Με το γνώριμο γλυκό του χαμόγελο, με το λακκάκι στο πηγούνι, που τονιζόταν σε κάθε χαμόγελο που της αφιέρωνε, με τα καταγάλανα μάτια του, που μέσα τους έβλεπε όλους του πόθους και τα όνειρά της. Το παρελθόν και το μέλλον είχαν συμπυκνωθεί στην μοναδική αυτή στιγμή του παρόντος, που ο Πλάτων διείσδυσε μέσα της αργά και δυνατά, κάνοντας το κορμί της να τρέμει σαν φυλλαράκι στον άνεμο. Την κοίταζε στα μάτια και οι μυς του πρόσωπου του συσπώνταν απ’ τα κύματα ηδονής, που ξεκινούσαν απ’ τους όρχεις του και διαπερνώντας μαζικά την σπονδυλική του στήλη, έφταναν στον εγκέφαλο, όπου προκαλούσαν την έγχυση ενδορφινών. Ένιωθε μια τεράστια ανάγκη για επαφή, για σωματική σύνδεση, ακόμη και για μια απλή εκσπερμάτωση. Αυτό που επιθυμούσε πάνω απ’ όλα όμως ήταν η απόλυτη ικανοποίηση του κοριτσιού που κυοφορούσε το μωρό του. Διάβασε στο μυαλό της για την γνωριμία τους και το πώς οι αόρατες και μυστήριες δυνάμεις του σύμπαντος τους έφεραν μαζί. Νιώθοντας το κορμί της να κολλάει πάνω του, σπαρταρώντας σαν ψάρι, με κινήσεις σπασμωδικές και κραυγές πνιχτές, με τον ιδρώτα να γυαλίζει πάνω στο υπέροχο σώμα της, ένιωσε ικανοποιημένος που είχε επέμβει λίγο, όσο λιγότερο ήταν δυνατό ώστε να περάσει απαρατήρητο, μες το μυαλό της προκαλώντας τεχνητά την έκκριση των ορμονών της ευτυχίας! Νόμιζε ότι θυμήθηκε ή απλώς το είχε διαβάσει κι αυτό στο μυαλό της, ότι την είχε αγαπήσει δυνατά και του γινόταν πλέον προφανές το γιατί. Ο τρόπος που τον κοίταζε, που τον χάιδευε, που τον τράβαγε με μανία πάνω της αναπνέοντας βαριά στο αυτί του, έδειχνε κάτι περισσότερο από αγάπη. Μαρτυρούσε λατρεία! Τελείωσαν ταυτόχρονα και μοιράστηκαν την μοναδική και θεσπέσια στιγμή που δύο όντα γίνονται πραγματικά ένα, με απώτερο στόχο την αναπαραγωγή. Ή απλά την ηδονή! Η Νεφέλη βρισκόταν στον παράδεισο και η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή μετά απ’ τους συνεχόμενους οργασμούς και τώρα προσπαθούσε να επανέλθει στα φυσιολογικά της επίπεδα. Η υπέροχη αίσθηση ευτυχίας την οδήγησε γλυκά στο όνειρο. Ο Πλάτων τραβήχτηκε αργά και τρυφερά από μέσα της, αφήνοντάς την παραδομένη σε ένα ονειρικό μέρος, όπου είχε ταξιδέψει την καρδιά της από την πρώτη στιγμή που την γνώρισε. Θα μπορούσε να μείνει μαζί της, αγκαλιάζοντας την σφιχτά για πάντα. Το μυαλό του όμως μαρτυρούσε μια αποστολή, έναν δρόμο τον οποίο είχε χρέος να ακολουθήσει. Το κορίτσι, που κοιμόταν γυμνό μπροστά του, μαζί με τον καρπό του έρωτά τους έπρεπε μοιραία να περάσει εκτός σκηνικού. Η ασφάλειά τους ήταν κρίσιμής σημασίας και θα έκανε αυτό που όφειλε σύντομα. Την σκέπασε με το σεντόνι, κρύβοντας την γύμνια της, όπως θα την σκέπαζε με τα φτερά του ενάντια σε κάθε κίνδυνο, σαν επίγειος φύλακας άγγελος. Βρήκε ένα καθαρό και σιδερωμένο τζίν κι ένα λευκό φανελάκι, τοποθετημένα με τάξη στην ντουλάπα και πλημμυρισμένα απ’ την μυρωδιά της Νεφέλης. Ένα δροσερό, λιτό άρωμα, σαν ροδόνερο, χωρίς πρόσθετα και προσμίξεις, με μια νότα σωματικών υγρών τρύπωσε στα ρουθούνια του στέλνοντάς τον απρόσμενα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου λίγο καιρό πριν. Κάποια πόρτα άνοιξε αυτόματα στο ασυνείδητό του με κλειδί αυτή την μυρωδιά. Θυμήθηκε την πρώτη τους νύχτα, την νύχτα που ακολούθησε την γνωριμία τους και τους βρήκε εξουθενωμένους στο κρεβάτι μετά από έναν ερωτικό μαραθώνιο. Τότε ήταν που το μωρό τους συλλήφθηκε, σαν αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης, φυσικής πράξης, χωρίς στόχο και προσανατολισμό, καθάρια από κάθε ηθική και πολιτισμική επίδραση, μια αρχέγονη δύναμη που οδηγούσε την ζωή στην αυτοδημιουργία! Αυτή ακριβώς την μυρωδιά ένιωθε τώρα με όλες του τις αισθήσεις και τα συναισθή-
208
ματα του πίεσαν με συντριπτική μανία τον γιγάντιο τοίχο που είχε ορθώσει το πανίσχυρο μυαλό του, απομονώνοντάς τον για πάντα απ’ την ανθρώπινη, την πιο γήινη φύση του. Απομονωμένος στον σκοτεινό πύργο της συνείδησής του βρισκόταν ο ανώτερος εαυτός του, η σκοτεινή Σκιά, με μια μαθηματική θεώρηση των πραγμάτων, απόλυτη και πλήρης, χωρίς χώρο για συναισθήματα και σκέψεις που το μόνο που έκαναν ήταν να τον κρατούν όμηρό τους, δέσμιο της συμβατικής ηθικής και της ατομικής επιβίωσης. Έπιασε το κρανίο του σφαδάζοντας από έναν πρωτόγνωρο πόνο για μία μόλις στιγμή κι ύστερα σταμάτησε. Το απροσπέλαστο τοίχος άντεξε σχετικά εύκολα την τιτάνια προσπάθεια χιλιάδων ετών εξημέρωσης των ενστίκτων να αρθούν στην επιφάνεια κλειδώνοντάς την στο μπουντρούμι του νου του! Βγήκε βιαστικά απ’ το δωμάτιο, μην επιτρέποντας στον εαυτό του να κοιτάξει πίσω, το φαινομενικά κοιμώμενο κορίτσι. Η Νεφέλη δέχθηκε τότε μέσα της το αναπόφευκτο. Ζαλισμένη από την γλύκα που είχε βιώσει λίγο πριν και που έσβηνε τόσο αργά και ηδονιστικά μέσα της αποδέχθηκε με ταπεινότητα την κατάσταση όπως είχε. Δεν θα την ένοιαζαν πράγματα μικρά κι ασήμαντα, βόλτες στην πόλη πιασμένοι αγκαζέ, να βρούνε σπίτι, να το επιπλώσουν και να φτιάξουν μαζί το δωμάτιο του μωρού τους. Θα δεχόταν με χαρά να μείνει κλεισμένη στο κάστρο της σαν άλλη πριγκίπισσα παραμυθιού. Μόνο που σ’ αυτό το παραμύθι, ο πρίγκιπας δεν θα την ελευθέρωνε από τα δεσμά της, αλλά της τα είχε επιβάλλει, θέλοντας να την προστατέψει από τον φοβερό δράκο, που τριγυρνούσε έξω απ’ τα τείχη μουγκρίζοντας πονηρά, περιμένοντας την στιγμή που η καυτή του ανάσα θα κατέστρεφε το όνειρο που ζούσαν. Αποκοιμήθηκε γρήγορα απαγορεύοντας στον νου της να κάνει τέτοιες σκέψεις. Απαισιόδοξες και ίσως …τόσο αληθινές. Ο Πλάτων πήρε μια βαθιά ανάσα και κατευθύνθηκε προς τα σκαλιά. Άρχισε να κατεβαίνει την στριφογυριστή ξύλινη σκάλα, όταν του φάνηκε πως άκουσε μια φωνή να ψιθυρίζει στο σαλόνι. Σταμάτησε και άνοιξε ακαριαία τις κεραίες των αυτιών του. -Σας το λέω, κύριε πρωθυπουργέ, πως κάτι συμβαίνει. Δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος, κάτι άλλαξε, κάτι … Το ξέρω ότι όλα είναι πιθανά με τον Πλάτων, το εμπεδώσαμε αυτό, αλλά το απόκοσμο βλέμμα του και κάτι στις κινήσεις του με τρόμαξε. Ήταν λες και αδιαφορούσε για … για την ζωή μου, ακόμη και για το κορίτσι. Αν βλέπατε αυτά τα απόκοσμα… Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και σχεδόν κατάπιε την γλώσσα του, όταν ο Πλάτων πρόβαλε στην είσοδο του σαλονιού. Ο γιατρός πισωπάτησε λίγο, αν και αντίκρισε με ανακούφιση τα μπλε του μάτια, και ο πρωθυπουργός στράφηκε προς τον Πλάτων. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και ο πρωθυπουργός (βλέποντας έντρομος μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου να μετατρέπονται σε δυο τρομερούς μαύρους ήλιους) ένιωσε την βίαιη και συνάμα προσεκτική διάρρηξη του προσωπικών του αναμνήσεων. Ακινητοποιήθηκε και περίμενε καρτερικά τον Πλάτων να ολοκληρώσει το έργο του. Σε αντίθεση με τον γιατρό και την Νεφέλη, που αντιστάθηκαν λόγω του φόβου και λόγω του εμβρύου, ο πρωθυπουργός άφησε τις πόρτες ορθάνοιχτες, δίχως ίχνος αντίστασης. -Γιατρέ, ζήτησα συγνώμη για την βίαιη κι απρόσεκτη στάση μου προηγουμένως, έτσι δεν είναι; Θεωρώ ότι αυτό είναι αρκετό. Τι λέτε; Η αναγνώριση κι αποδοχή ενός λάθους, μαζί με την ειλικρινή μεταμέλεια θα έπρεπε να λειτουργεί καταλυτικά στην θεώρησή σας για την ποιότητα ενός χαρακτήρα. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν ζούμε στην εποχή της ειλικρίνειας, δεν ζούμε την εποχή του Φωτός. Αντιθέτως η Σκοτεινιά μας έχει επιβληθεί! Το ψέμα και η διαστρέβλωση κάθε έννοιας αρετής, της ευγένειας, της θέλησης για δύναμη, του θάρρους και της ανδρείας απέναντι σε καθετί που μας μειώνει σαν οντότητες, αλλοιωμένες με έννοιες όπως ο παρασιτισμός, η δουλικότητα και ο οίκτος που έχουν επιβληθεί στην ανθρωπότητα από ένα σύστημα έξω από εμάς κυριαρχούν τα τελευταία
209
δυο χιλιάδες χρόνια, είπε κοιτώντας τον πρωθυπουργό και απευθυνόμενος στον γιατρό, που άκουγε και ταυτόχρονα κατανοούσε την αλήθεια του Πλάτων. Ο Πλάτων διάβασε τις αναμνήσεις και βρήκε όλα όσα έλπιζε. Ο άντρας μπροστά του είχε ταχθεί ψυχή τε και σώματι μαζί του και είχε ήδη προετοιμάσει τον δρόμο τους. Όχι για πολύ ακόμη, γιατρέ μου. Όχι για πολύ ακόμη, είπε κοιτώντας τώρα τον γιατρό και ξαναστράφηκε στον πρωθυπουργό. Μπράβο, κύριε πρωθυπουργέ, μπράβο, του είπε χαμογελώντας κι αφήνοντας το μυαλό του ελεύθερο. Βλέπω ότι δεν χάσατε καθόλου χρόνο. Όλα βαίνουν καλώς, λοιπόν! Ο πρωθυπουργός, ελαφρώς ζαλισμένος, άκουσε τα λόγια του Πλάτων, καθώς και την επιδοκιμασία των τελευταίων εξελίξεων κι η καρδιά του ξανακάθισε στην θέση της συνοδευόμενη από ένα παρατεταμένο ξεφύσημα ανακούφισης. Δεν ήταν μόνος, όπως φοβόταν τον τελευταίο μήνα. Δεν θα έπινε μόνος του το πικρό ποτήρι, γεμάτο απ’ την χολή του Homo Economicus, ενός αφύσικου και παρανοϊκού όντος που κυνηγούσε το κέρδος πάση θυσία, βλέποντας το ασθενικό δεντράκι μπροστά του και χάνοντας τον πλούσιο Αμαζόνιο πίσω του! Διαφορετικός ή όχι, δεν του καιγόταν καρφί. Σημασία είχε η παρουσία του και μόνο. Οι τρομερές του δυνάμεις και η θέληση του να αλλάξει τον κόσμο. Κοιτάζοντας τον νόμισε ότι όλα πάνω του ακτινοβολούσαν μια καθαρότητα, μια γλυκύτητα, μια ηρεμία. Δεν είχε ξαναδεί σε κανέναν άνθρωπο τέτοια φωτεινότητα. Ο Πλάτων είχε επιστρέψει! 20 Και είχε επιστρέψει για τα καλά! Φάνταζε βέβαια κάπως απόμακρος και ψυχρός στην αρχή. Τόσο στον πρωθυπουργό και τον γιατρό, που συζητούσαν μαζί του στο σαλόνι, όσο και στα μάτια όσων θα τον συναντούσαν τις επόμενες ημέρες. Οι προσπάθειά του να φανεί πιο προσιτός και οικείος θα οδηγούσε σε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα παρακολουθώντας κανείς ένα ολοφάνερα προσποιητό χαμόγελο, ακολουθούμενο από μια απότομη αλλαγή του προσώπου, πίσω στον κύριο Σοβαρό! Το χαμόγελο του, που έβγαινε με απίστευτη ευκολία μέχρι να εκκολαφθεί ο καινούριος του εαυτός, αποτελούσε πλέον… είδος προς εξαφάνιση. Θα γινόταν εύκολα αντιληπτό στον καθέναν που θα τον αντίκριζε ότι προσπαθούσε να είναι ή έστω να φαίνεται αρεστός. Θα βρισκόταν σε μια μόνιμη υπερδιέγερση, δεν θα ηρεμούσε ούτε για ένα δευτερόλεπτο, δίνοντας εντολές για κάθε πιθανό θέμα και όπως γρήγορα θα αντιλαμβανόταν ο πρωθυπουργός και ο Οδυσσέας η μέγιστη και βέλτιστη προώθηση των αλλαγών που σχεδίαζε θα ήταν το μόνο του ενδιαφέρον. Το απόλυτο ενδιαφέρον του! Ο Οδυσσέας μπήκε στο σαλόνι, την ίδια στιγμή που ο γιατρός αποσύρονταν με το κεφάλι του σκυφτό, δείγμα της ταπείνωσης που αισθανόταν λόγω των βεβιασμένων του συμπερασμάτων (ή μήπως δεν ήταν βεβιασμένα;) όταν ο πρωθυπουργός άκουσε μια φαινομενικά περίεργη ερώτηση απ’ τα χείλη του Πλάτων. Δεν θα περίμενε ποτέ δεδομένων των συνθηκών, η πρώτη του ασχολία μετά το ξύπνημά του να αφορά την …επιστήμη και όχι τις πολιτικές αλλαγές που είχαν οραματιστεί από κοινού. -Κύριε πρωθυπουργέ, αφού όλα βαίνουν καλώς, οφείλω να σας ρωτήσω το εξής. Πόσο σύντομα θα έχω μια λίστα με τους κορυφαίους Έλληνες ερευνητές στους τομείς της φυσικής, της βιοφυσικής, της μηχανολογίας αεροσκαφών, της μηχανικής ηλεκτρονικών υπολογιστών για αρχή και κάποιων ακόμη ειδικοτήτων στην συνέχεια, ρώτησε κοιτώντας διαπεραστικά τον Οδυσσέα και χαμογελώντας πλατιά διαβάζοντας στα μάτια του την υπέρμετρη αφοσίωση αυτού του ανθρώπου στο ταξίδι τους. Ο πρωθυπουργός τον κοίταξε σαστισμένος για μια στιγμή και στράφηκε για βοήθεια στον Οδυσσέα.
210
-Εεεε… -Όταν λέω τους κορυφαίους το εννοώ. Μιλάω για τα καλύτερα ελληνικά μυαλά, ανεξαρτήτως αν δουλεύουν εδώ ή στο εξωτερικό! Λοιπόν; -Κοίτα… δεν ξέρω ακριβώς, αλλά… -Σε δέκα ημέρες, παρενέβη με σιγουριά ο Οδυσσέας. Σε δέκα ημέρες θα σου έχω έτοιμη την λίστα και θα έρθω σε επαφή με καθέναν απ’ αυτούς. Τι θέλεις να τους μεταφέρω; Θα έκανε ότι έπρεπε να κάνει, όσο καλύτερα και γρηγορότερα γινόταν. Αυτός ήταν ο ρόλος του. -Ευχαριστώ, Οδυσσέα, αλλά τίποτα! Είναι δικιά μου υποχρέωση να τους μεταφέρω εγώ το μήνυμα που πρέπει. Τώρα, κύριε πρωθυπουργέ, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να συναντήσω τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την συμμετοχή στην κυβέρνησή … μας, είπε απολύτως σοβαρός, σχηματίζοντας απότομα ένα αχνό γελάκι στο πρόσωπό του. Αυτό πάντως έμοιαζε σίγουρα πιο αληθινό από αυτά που θα ακολουθούσαν. Μπήκαν οι τρείς τους στο ίδιο αυτοκίνητο, περίπου μετά από μια ώρα αφού συζήτησαν τις τελευταίες εξελίξεις, με την συνοδεία τους να ακολουθεί και κατευθύνθηκαν στο Μέγαρο Μαξίμου. Ο Πλάτων παρέμεινε σιωπηλός καθόλη την διαδρομή. Πριν αναχωρήσουν δεν είπε ούτε ένα γεια στην Νεφέλη, που είχε ξυπνήσει λίγα λεπτά πριν και τον είδε απ’ το παράθυρό της να μπαίνει στο αυτοκίνητο χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα προς το μέρος της. Δεν την ένιωθε; Σίγουρα την ένιωθε, αλλά τότε γιατί δεν… Το κορίτσι έκανε κόμπο την καρδιά της και συμβιβάστηκε. «Έχει τόσα πολλά να κάνει! Με τόσα να ασχοληθεί»! Θα τον περίμενε λοιπόν υπομονετικά αυτό το βράδυ και το επόμενο και κάθε βράδυ που θα είχε την ευκαιρία να τον αγκαλιάσει σφιχτά. Να τον νιώθει δίπλα της, μέσα της, να τον αγγίζει και απλώς να κάθεται και να τον χαζεύει. Ο Πλάτων σκεφτόταν επίσης το κορίτσι που είχε αγαπήσει κάποτε. Του φαινόταν τόσο μακρινή η ανάμνηση και πίεζε τον εαυτό του να νιώσει, να αισθανθεί, να απολαύσει έστω για λίγο το μεγαλειώδες αυτό συναίσθημα. Κι όμως η γεύση που άφηνε τώρα η προσπάθειά του αυτή στον πυρήνα της ύπαρξης του ήταν τόσο άγευστη, που αναρωτήθηκε γιατί ο άνθρωπος έχει χύσει τόσο αίμα και τόσο μελάνι για να υμνήσει αυτό το συναίσθημα. Την αγάπη! Ήταν όντως τόσο άγευστό ή μήπως είχε χάσει αυτός την… γεύση του; Ή μήπως απλώς την είχε ανταλλάξει με κάποια άλλη γεύση; Δεν είχε ιδέα! Αντιθέτως, απολάμβανε με μάτια ορθάνοιχτα και στραμμένα έξω τις φωτογραφίες που περνούσαν γρήγορα από μπροστά του, λες και αυτός ήταν ακίνητος και ένα τρένο από βαγόνια με ζωγραφισμένες εικόνες, απίστευτα αληθοφανής(θα έβαζε το χέρι του στην φωτιά για αυτό), περνούσε μπροστά ακριβώς απ’ την κάμερα των ματιών του. Ο πρωθυπουργός, που καθόταν δίπλα του στο πίσω κάθισμα, δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να του μιλήσει. Διέγνωσε γοργά την θέληση του για μια μοναχική διαδρομή, με το μυαλό του αποκλεισμένο στα οστά του κρανίου του και μόνο! Κάθε άνθρωπος που ερχόταν σε επαφή μαζί του από την στιγμή που έφτασε στο Μέγαρο Μαξίμου, περνούσε ερήμην του, για δεύτερη φορά μερικοί, από την αληθινή, ιερά του εξέταση. Φρουροί, γραμματείς, σύμβουλοι και καθαρίστριες, όλοι άπλωσαν το είναι τους στα πόδια του, άλλοι χαμογελώντας διστακτικά κι άλλοι με σκυμμένο το κεφάλι, σχεδόν σαν να προσκυνούσαν. Όπως και την πρώτη φορά, το μόνο που διάβασε στις σκέψεις τους ήταν περηφάνια για το γεγονός ότι βρισκόταν στην υπηρεσία του πρωθυπουργού της χώρας και ακόμη μεγαλύτερη θέληση για προσφορά από την στιγμή που εμφανίστηκε αυτός. Αυτός ο περίεργος νέος, ένας… υπεράνθρωπος, ένας …Θεός! Δεν άργησε να καταλάβει ότι η σκέψη αυτή δεν ανήκε σε κάποιον συγκεκριμένο, αλλά μάλλον αποτελούσε την πεποίθηση όλων τους για την εξωτική του, υπεράνθρωπη φύση.
211
Αυτό έβλεπαν όσοι τον κοίταζαν, με τον δέοντα σεβασμό σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, πολύ πάνω από τους εαυτούς τους, με τον κρυφό φόβο για καθετί άγνωστο, για την άγνωστη προέλευσή του, με την υπόκωφη ζήλια για ότι δεν μπορούν να αγγίξουν, για ότι έχει μέσα του! Κοιτούσαν τα μάτια του με μια νοσηρή υποταγή, που τον ανύψωνε σε άλλο επίπεδο, πάνω απ’ τους ανθρώπους, πάνω, ίσως κι έξω, απ’τον κόσμο. Ένιωθε Θεός! «Και εγώ; Ποιος είμαι εγώ; Έχει κάποια σχέση η εικόνα των ταπεινών αυτών ανθρώπων με την αλήθεια; Είμαι ένα Θεός, απλώς και μόνο επειδή έτσι με βλέπουν …αυτοί;» αναρωτήθηκε για το πώς τολμούσε να βρίσκεται ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους που τον κοίταζαν με δέος, επιδεικνύοντας μια, σχεδόν, απόλυτη ομοιότητα με αυτούς, αλλά ταυτόχρονα και μια ξεκάθαρη αποστροφή προς την ψευδαίσθηση των σκουπιδιών από τα οποία είναι φτιαγμένοι! Πέρασε την είσοδο του κτιρίου και όλο το προσωπικό περίμενε την άφιξή του παρατεταγμένο δεξιά κι αριστερά του διαδρόμου που οδηγούσε στο πρωθυπουργικό γραφείο. Δεν ήταν κάτι που προγραμματίστηκε, αλλά κάτι που συνέβη αυθόρμητα. Όλοι ήθελαν να δουν τον νέο και τις όποιες αλλαγές του. Άρχισαν λοιπόν να ξεφυτρώνουν από την άκρη του διαδρόμου, απ’ την βάση της εσωτερικής σκάλας κι απ’ την πόρτα κάθε δωματίου Μερικοί απογοητεύτηκαν, γιατί δεν είδαν κάτι φανερό, κάποια μεγάλη αλλαγή στην εμφάνισή του. Ήταν ο ίδιος νέος άντρας, που είχε κάνει κατάληψη στο γραφείο, και την ψυχή σύμφωνα με τις κακές γλώσσες, του πρωθυπουργού. Ήταν το ίδιο πανέμορφος κι αγέρωχος σαν αρχαίο άγαλμα, είχε το ίδιο βλέμμα, ίσως λίγο πιο ψυχρό αυτή την φορά, τις ίδιες απόλυτες κινήσεις, το… «Να, να το διαφορετικό!» Κάποιοι νόμισαν πως είδαν δυο μάτια αλλόκοτα. Για μια στιγμή μόνο, δύο μικροί ήλιοι, αλλά περίεργα σκοτεινοί, συνωστίζονταν στις οφθαλμικές του κοιλότητες, τυφλώνοντας τους και πυροδοτώντας έναν απότομο πανικό, καθώς τον κοίταζαν. Κοίταξαν καλύτερα και είδαν ανακουφισμένοι, αλλά πλήρως υποταγμένοι, δυο μάτια ανθρώπινα να τους παρατηρούν ειρηνικά. Ο Πλάτων διέσχισε τον διάδρομο και μπήκε στο γραφείο, συνοδεία του έμπιστου διδύμου του, του πρωθυπουργού και του Οδυσσέα, που έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Πέρασε δίπλα από το γραφείο και στρογγυλοκάθισε στην θέση του πρωθυπουργού. -Πολύ ωραία! Και πολύ άνετη, είπε θαυμάζοντας την δερμάτινη καρέκλα του εμβρόντητου πρωθυπουργού. Δεν ήταν αδαής, καταλάβαινε απόλυτα ποιός έκανε κουμάντο, αλλά θεωρούσε ότι θα τηρούσαν τουλάχιστον τα προσχήματα. Τα ίδια προσχήματα που ο Πλάτων πέταξε, δίχως την παραμικρή αμφιβολία να αιωρείται μες το κεφάλι του, στον κάλαθο των αχρήστων! -Ώστε έτσι είναι να βλέπεις τον κόσμο απ’ την θέση του πρώτου άντρα της χώρας, είπε ψιθυρίζοντας και μετά από λίγα δευτερόλεπτα άρχισε να γελάει. Γελούσε με την ψυχή του και αυτό συμπαρέσυρε τους και τους δυο άντρες απέναντί του, στην αρχή σε ένα μουδιασμένο και την συνέχεια σε ένα ξέφρενο γέλιο. Γελούσαν σαν παιδική χορωδία, που δίνει την τελευταία και καλύτερη παράστασή της, σε ένα ίσως αδιάφορο κοινό, γιατί όλοι ξέρουν ότι σύντομα η χορωδία θα διαλυθεί, άλλοι θα φύγουν για πάντα, όλοι θα μεγαλώσουν και τα πράγματα δεν θα είναι ποτέ, μα ποτέ πια τα ίδια! Ο κρίκος της αλυσίδας της Ιστορίας επρόκειτο να γυρίσει! Για πάντα! 21 Ο Οκτώβρης πλησίαζε και το φθινοπωρινό σκηνικό στην Αθήνα αργούσε να στηθεί. Λίγο το μικροκλίμα της πόλης, ακόμη περισσότερο η κλιματική αλλαγή και οι στάλες της βροχής αποτελούσαν είδος προς εξαφάνιση. Το επικίνδυνο στην υπόθεση ήταν ότι δεν
212
είχαν ακόμη μπει σε καθεστώς προστασίας. Βλέπετε ακόμη και μια χώρα ευλογημένη με πλούσιο ήλιο, με δυνατούς ανέμους να διασχίζουν το Αιγαίο πέλαγος και επομένως τεράστιες δυνατότητες παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ήταν σκλαβωμένη στην εξάρτησή της απ’ τον μαύρο, κολλώδη θάνατο της φύσης (οι ταλαίπωροι οι άνθρωποι ακόμη το αποκαλούν μαύρο χρυσό!), το πετρέλαιο! Α, να μην ξεχάσω και τον λιθάνθρακα! Ο Πλάτων καθισμένος στο περβάζι του παραθύρου, κοιτούσε έξω απ’ το γραφείο του πρωθυπουργού, αναπολώντας την πόλη του, τα Γιάννενα. Κυρίως η μεγάλη οροσειρά της Πίνδου, που χωρίζει στα δυο την ηπειρωτική Ελλάδα και δευτερευόντως η λίμνη Παμβώτιδα είναι υπεύθυνη για περισσότερες βροχές απ’ το Λονδίνο και περισσότερη ομίχλη απ’ τον Σαν Φραντσίσκο! Το αποτέλεσμα είναι καταπράσινα βουνά, χαράδρες μιας απίστευτης κι άγριας ομορφιάς, μια βιοποικιλία μοναδική και η σκέψη, η ευχή να ήταν όλος ο κόσμος έτσι! Δεν ήταν όμως! Όχι, γιατί δεν υπήρξε ποτέ και θα κυνηγούσαν ουτοπίες με το όνειρο αυτό, αλλά γιατί πήραν οι άνθρωποι ασυναίσθητα και ελαφρά την καρδία μια άλλη απόφαση. Προτίμησαν το τσιμέντο και την άσφαλτο, τα δηλητηριώδη αέρια για χάρη των ανέσεων και των… γρήγορων αυτοκινήτων. Στην ζυγαριά που ισορροπούσε ανάμεσα σε έναν φυσικό τρόπο ζωής και της ασταμάτητης τεχνολογικής βελτίωσης της ζωής, οι άνθρωποι παρενέβησαν σαν ψυχωτικοί ασθενείς, υπέρ της εσφαλμένης άποψης για την βελτίωση της ζωής τους. Θεώρησαν βλακωδώς σαν βελτίωση τον στοιβαγμό τους σε τόνους από τσιμέντο, στην μανιώδη συγκέντρωση υλικών, συνήθως άχρηστων, αγαθών, αδιαφορώντας για την πνευματική τους τροφή καθώς και για οτιδήποτε βρίσκεται γύρω τους, ζωντανό ή όχι! Αντικατέστησαν την πολυχρωμία στην ζωή τους με το μουντό και μανιοκαταθλιπτικό γκρίζο της δυστυχίας! Στον ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ της οικονομίας και της επιβίωσης, δυο παντελώς άσχετες έννοιες, η οικονομία κέρδισε. Κατά κράτος! Όχι όμως για πάντα! Ο Πλάτων θα έκανε ότι περνούσε απ’ το χέρι του για αλλάξει αυτή η χαοτική συμπεριφορά του είδους μας, γιατί κατανοούσε ότι οφείλουμε να βάζουμε κανόνες, τους δικούς μας κανόνες σε έναν κόσμο, χωρίς σκοπό και λογική. Να δώσουμε τον δικό μας σκοπό! Ο Πλάτων πίστευε ακράδαντα ότι κανένας άνθρωπος στον πλανήτη αυτό δεν έχει το δικαίωμα να υποθηκεύει το μέλλον όλων, είτε είναι εκλεγμένος δημοκρατικά, είτε έχει κάμποσα δισεκατομμύρια ευρώ στην τράπεζα. Κι ο λαός, ο κάθε λαός, δεν είναι άμοιρος των ευθυνών του! Μπορεί να τον είχαν κοιμίσει με τον τρόπο λειτουργίας των μέσω μαζικής αποβλάκωσης, αλλά ο Πλάτων θεωρούσε απαραίτητο ο λαός να ξυπνήσει, να αντιδράσει δείχνοντας το ποιόν του. Δεν έτρεφε αυταπάτες ότι αυτό θα γινόταν ταυτόχρονα παντού, σε όλη την Γή, αλλά αρκούσε μια σπίθα, μια σπίθα που θα έβαζε φωτιά στο μπαρούτι της οργής, της δράσης, της κυριαρχίας, που περίμενε υπομονετικά, θαμμένο στο ασυνείδητο όλων των λαών! Η σπίθα αυτή αποκτούσε σταδιακά πρόσωπο, το πρόσωπο του Πλάτωνα. Η πόρτα άνοιξε και πρωθυπουργός μπήκε στο γραφείο με έναν σαραντάρη κύριο. Ο Πλάτων σηκώθηκε, πήγε προς το μέρος του και έτεινε το χέρι του για χειραψία. -Καλημέρα … Νίκο! Πώς είσαι; Η ζεστή του φωνή και η θερμή του χειραψία μαρτυρούσε ειλικρινές ενδιαφέρον κι όχι την αναμενόμενη τυπικότητα. Κατευθύνθηκε πίσω απ΄ το γραφείο υπό το άγρυπνο βλέμμα του άντρα που έβλεπε από κοντά ένα… θαύμα της φύσης. Σταμάτησε πριν προλάβει να φτάσει στην γωνία του γραφείου και γύρισε, κοιτώντας τον άντρα στα μάτια. Πως είναι ο γιός σου; Τι είπαν οι γιατροί; Ο άντρας, που άκουγε στο όνομα Νίκος, έσκυψε το κεφάλι και τραύλισε αργά: -Εεεε… δεν ξέρουμε… ακόμη! Θα… δείξει ο καιρός! Ελπίζουμε σε ένα θαύμα… να βοηθήσει! Ευχαριστώ που ρωτάτε!
213
Ο Πλάτων διάβασε στο μυαλό την αγωνία και την απόγνωση. Είδε εικόνες απ’ το τρίχρονο αγοράκι στο νοσοκομείο. Είδε την αντανάκλαση των ματιών του, όταν για κάποιον περίεργο λόγο διάφοροι άντρες και γυναίκες, που φορούσαν λευκά και ψυχρά, σαν το χιόνι, ρούχα, τον τρυπούσαν επανειλημμένως στο χεράκι του και πονούσε. Μετά έπαιρναν ένα κόκκινο νεράκι, που ο μπαμπάς και η μαμά το λένε αίμα και αυτός αισθανόταν αδύναμος. Δεν μπορούσε να παίξει με την αδερφούλα του. Ούτε να σηκωθεί δεν μπορούσε καλά καλά! Όχι, ότι τα άλλα παιδάκια εδώ μέσα τρέχουν, αλλά… Ένας νικητής, απ’ τα εκατομμύρια σε όλο τον πλανήτη, του τζόκερ της δυστυχίας στεκόταν μπροστά του. Είχε λυγίσει, πως θα μπορούσε να μην έχει, αλλά δεν είχε σπάσει. Με παράστημα στρατιωτικό, ίσια πλάτη, έξω το στήθος, στεκόταν μπροστά του με καθαρή την συνείδηση και μια ευχή να δεσπόζει! Όχι, δεν αφορούσε τον χτυπημένο απ΄ την αρρώστια γιό του. Η μοίρα του δεν ήταν πλέον στο χέρι του, αλλά στους γιατρούς και μια ανώτερη, ανεξήγητη δύναμη, που είχε την δυνατότητα να χαρίζει ζωή με την ίδια ευκολία που την αφαιρούσε. Για κάθε παιδάκι που θεραπεύτηκε με ανεξήγητο τρόπο, λόγω ενός τάματος, μιας προσευχής, μιας λαμπάδας μέχρι τον ουρανό, χιλιάδες άλλα έπαιζαν σκελετωμένα στον κήπο του Θανάτου! Όχι, αφορούσε την δυνατότητα να προσφέρει σε έναν ευρύτερο κύκλο ανθρώπων από την οικογένειά του, η ελπίδα να προσφέρει στην πατρίδα του και να μπορέσει έτσι να τοποθετήσει το δικό του λιθαράκι στο οικοδόμημα του μέλλοντος. Λένε ότι κερδίζουμε την αθανασία με την συνέχιση του DNA μας, με τους απογόνους μας. Κι ίσως έτσι συνέβαινε μέχρι η συνείδηση του ανθρώπου ανέβει πάνω απ’ τα γονίδιά του. Τι έχουν να πουν άραγε για αυτό, ο Πλάτωνας και ο Βούδας; Ο Νίτσε και ο Ιησούς; Άνθρωποι είτε άκληροι, είτε όχι και οι καλύτεροι γονείς του κόσμου, χωρίς να είναι η παρουσία της φυσική τους συνέχειας το μέγιστο επίτευγμά τους! Δεν είμαστε όλοι παιδιά τους; Δεν μας πήραν από το χέρι, όχι για να παίξουμε και να μας ταΐσουν, αλλά για να μας δείξουν ψηλά στον ουρανό, τα αρχέγονα μυστικά του κόσμου μας; Δεν κέρδισαν όλοι την μεγάλη αθανασία, συμβάλλοντας καθοριστικά στον εκπολιτισμό της βάρβαρης ψυχής μας; -Φίλε μου, Νίκο, θα είσαι ο επόμενος Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας της χώρας μας, δήλωσε με ξεκάθαρο τρόπο ο Πλάτων. Η διδακτορική σου εργασία στον τομέα των καθαρών πηγών ενέργειας, η άριστη επαγγελματική σου κατάρτιση και κυρίως η ευγένεια του χαρακτήρα σου σε καθιστούν την πρώτη μου επιλογή. Αν και το θεωρώ απίθανο να βρεθεί καταλληλότερος υποψήφιος, θα κάνεις λίγη υπομονή για να το οριστικοποιήσουμε, μέχρι να ολοκληρωθούν οι συνεντεύξεις, έτσι; Πήγαινε στον γιό σου να του πεις τα ευχάριστα νέα. Να του πεις πως ο μπαμπάς του θα φροντίσει ότι κανένα παιδάκι δεν θα πίνει βρώμικο νερό, δεν θα αναπνέει βρώμικο αέρα και δεν θα τρώει δηλητηριώδης χημικές ουσίες! Να του τα πεις, γιατί πρέπει να ξέρει ποιός υπέροχος κόσμος θα βοηθήσει ο πατέρας του να χτιστεί, και λόγω του δικού του θανάτου, ολοκλήρωσε κι ένα κύμα δακρύων, μια μείξη θλίψης κι ευτυχίας σάρωσε τον νου του άντρα απέναντί του. 22 Οι συνεντεύξεις συνεχίστηκαν με εντατικό ρυθμό. Ο Πλάτων δούλευε ασταμάτητα. Ακόμη και όταν οι μπαταρίες του πρωθυπουργού εξαντλούνταν αυτός συνέχιζε ακάθεκτος την επικοινωνία με διαφορετικούς υποψηφίους, που κυνηγούσαν μια θέση στο όνειρο. Δεκάδες άνθρωποι παρέλασαν απ’ το πρωθυπουργικό γραφείο, αν και ελάχιστοι κρίθηκαν ικανοί, σύμφωνα με τα μέτρα και σταθμά του Πλάτωνα. Οικονομολόγοι, γιατροί, οι ρήτορες δικηγόροι, διάφοροι επιστήμονες, αλλά και άνθρωποι ψημένοι στον στίβο της ζωής, έμποροι, βιοτέχνες και παραγωγοί θέλησαν να κάνουν την προσπάθειά τους.
214
Βέβαια δεν έλειψαν και οι πολιτικοί σύντροφοι του πρωθυπουργού, άνθρωποι που αισθάνονταν ότι οι θέσεις αυτές τους ανήκαν δικαιωματικά. Δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν ότι η αλήθεια απείχε έτη φωτός. Ο Πλάτων τους έδωσε να καταλάβουν ότι μόνο οι άριστοι, οι καλύτεροι όλων είχαν θέση στην εκτελεστική εξουσία. Και η επιλογή ήταν αποκλειστικό του προνόμιο! Φόβισε εύκολα τις αδύναμες ψυχές του με τους δυο ήλιους να λάμπουν εκτυφλωτικά στις κόγχες του και στέλνοντας ένα μήνυμα στο τρομαγμένο τους μυαλό: «Κάτσε φρόνιμα, γιατί βλέπω το μέλλον σου να σκοτεινιάζει επικίνδυνα και τον θάνατο να σε περιμένει στην γωνία!» Ήδη στα μέσα Οκτωβρίου, οι συνεντεύξεις είχαν τελειώσει και το πάζλ της νέας κυβέρνησης είχε επιτέλους ολοκληρωθεί. Οι επιλογές του Πλάτωνα ήταν κάτι παραπάνω από προφανείς. Ποιός ξέρει καλύτερα τα προβλήματα της υγείας από έναν γιατρό; Και μάλιστα από έναν έμπειρο γιατρό, που έχει γυρίσει τον πλανήτη και έχει εργαστεί σε διαφορετικά συστήματα υγείας; Ποιος ξέρει καλύτερα τα προβλήματα της παιδείας από έναν δάσκαλο; Και μάλιστα από έναν δάσκαλο, που έχει διδάξει, έχει γράψει και έχει οραματιστεί την τέλεια παιδεία; Η διαχείριση του κάθε υπουργείου ήταν κάτι που θα γινόταν με την βοήθεια των ειδικών συμβούλων, ανθρώπων εκπαιδευμένων ακριβώς για αυτό, αλλά η πολιτική καθοδήγηση ήταν αποκλειστικό προνόμιο ανθρώπων με διάθεση να δημιουργήσουν ένα σύστημα ανθρώπινο και όχι απλώς ένα σύστημα εξουσίας. Τι να το κάνει ο πολίτης το καλύτερο νοσοκομείο στον κόσμο, όταν δεν έχει την ικανότητα να πληρώσει την νοσηλεία του σ’ αυτό; Πώς να νιώθει ένας γονιός που δεν έχει για να πληρώσει τα απαραίτητα φροντιστήρια των παιδιών του, επειδή το απάνθρωπο σύστημα εκπαίδευσης τα επιβάλλει; Γιατί η μόρφωση και η παιδεία να είναι κατεξοχήν προνόμιο των ανθρώπων που έχουν την ικανότητα να ξοδεύουν για χάρη τους; Πρέπει το σύστημα να λύνει από μόνο του αυτά τα ζητήματα πριν καν παρουσιαστούν. Ο Πλάτων ήθελε να δημιουργήσουν, όλοι μαζί ένα σύστημα, το οποίο να προβλέπει και να λύνει προβλήματα για χάρη των πολιτών και όχι χάριν των μικροκομματικών συμφερόντων των κυβερνώντων, όπως γινόταν μέχρι σήμερα! Πρέπει το σύστημα να κόβει άμεσα κάθε παραφυάδα, να εξοντώνει κάθε παράσιτο που εμφανίζεται! Έτσι, ένα σχήμα υπερκομματικό, από άτομα μορφωμένα και πετυχημένα στον τομέα τους, μα πάνω απ’ όλα άτομα με αυξημένο το στοιχείο της ανιδιοτέλειας και της θέλησης για προσφορά πήρε θέσεις μάχης. Θέσεις απέναντι στην πραγματικότητα της παγκόσμιας κρίσης, μιας δομικής κρίσης του αχαλίνωτου καπιταλιστικού συστήματος, τις συνέπειες της οποίας πλήρωναν, όπως πάντα οι λαοί. Με εμφανή μπροστάρη τον πρωθυπουργό και κρυμμένο στην άκρη της φωτογραφίας τον Πλάτων, έγινε ένα νέο ξεκίνημα και η πορεία που είχαν σχεδιάσει οι δυο τους άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Και μάλιστα γρήγορα! Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ο ίδιος την σύνθεση της νέας του κυβέρνησης σε μια λιτή τελετή στο Μέγαρο Μαξίμου, παρουσία όλων των μελών της και πλήθος δημοσιογράφων. Ήταν το μεγαλύτερο δημοσιογραφικό γεγονός στην ιστορία της ελληνικής πολιτείας και τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια. Οι πολίτες είδαν στις οθόνες τους κι άκουσαν στα ραδιόφωνα ονόματα ως επί τω πλείστων άγνωστα στο ευρύ κοινό, συνοδευόμενα από ένα ακριβές και σύντομο βιογραφικό. -Υπουργός Τουρισμού διορίζεται ο κύριος Αχιλλέας Τάσσιος. Ο κύριος Τάσσιος είναι 45 ετών οικονομολόγος, με διδακτορικό στις τουριστικές επιχειρήσεις. Έχει διατελέσει διευθυντικό στέλεχος σε πολλές ξενοδοχειακές μονάδες ανά τον πλανήτη, καθώς και πρόεδρος της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης «Τουρισμός για όλους». Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά.
215
Έτσι προλόγισε όλους τους υπουργούς του ο πρωθυπουργός αναφερόμενους σε καθηγητές πανεπιστημίων που εγκατέλειψαν την ακαδημαϊκή τους καριέρα, σε επιτυχημένα στελέχη επιχειρήσεων που απέρριψαν τις ακριβοπληρωμένες θέσεις τους, σε συνδικαλιστές με τεράστιο ιδεολογικό υπόβαθρο που θυσιάστηκαν στους αγώνες για τα δικαιώματα όλων, σε ένα τσούρμο ανθρώπων άσχετων, φαινομενικά μεταξύ τους, που αποφάσισαν, χάρη στον Πλάτων είναι η αλήθεια, να αφοσιωθούν στην κοινωνία. Άφησε για το τέλος τον αφανή ήρωα, το πρόσωπο, σε αντίθεση με το όνομα, του οποίου αγνοούσαν οι περισσότεροι Έλληνες. Ευτυχώς ή δυστυχώς, όχι για πολύ ακόμη. -Τέλος, αν και αποτέλεσε την αρχή, το Άλφα και το Ωμέγα αυτού του εγχειρήματος, θέλω να σας παρουσιάσω τον Πλάτων, ο οποίος θα είναι ο συντονιστής της κυβέρνησης μας. Θα είναι ο συνδετικός κρίκος όλων μας, η κινητήριος δύναμη και τολμώ να πω ο … καθοδηγητής μας, ολοκλήρωσε με σιγουριά ο πρωθυπουργός και όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ο πρωθυπουργός κοίταξε γύρω του, ψάχνοντας για τον Πλάτων, που είχε χαθεί στο πλήθος των νέων υπουργών. Ακολούθησε την πορεία όλων που έστρεψαν τα κεφάλια τους προς την είσοδο της μεγάλης αίθουσας εκδηλώσεων. Εκεί, ακριβώς στο κέντρο της πόρτας στεκόταν ο Πλάτων, επιβλητικός και αγέρωχος, κοιτώντας προς το μέρος του πρωθυπουργού. Στράφηκε προς τις κάμερες, που ρουφούσαν κάθε εκατοστό της εικόνας του, στέλνοντάς το στους πεινασμένους τηλεθεατές τους, που ερωτεύτηκαν αμέσως τον πανέμορφο, μυστήριο και ελπιδοφόρο νεαρό. Σήκωσε τα χέρια του προς το μέρος τους και με ανοιχτές τις παλάμες σαν ταξιθέτης κινηματογράφου κατεύθυνε τις κάμερες, που αδυνατούσαν να εναντιωθούν στο θέλημά του, όσο κι αν ήθελαν όλοι να απολαύσουν την μεθυστική εικόνα του νέου, προς τον πρωθυπουργό. Μετά άρχισε να χειροκροτεί κοιτώντας τον στα μάτια. «Ξεκίνησε, κύριε πρωθυπουργέ! Πως αισθάνεστε;» «Πολύ καλά, Πλάτων. Πολύ καλά. Θα έλεγα … γεμάτος ή μάλλον ολοκληρωμένος. Αυτή είναι η κυβέρνηση που θα ονειρευόταν καθένας στην θέση μου. Μια κυβέρνηση χωρίς συμβιβασμούς και περιορισμούς. Ένας πολιτικός οργανισμός με τα καλύτερα γονίδια!» είπε και χαμογέλασε στους δημοσιογράφους. Βγήκαν όλοι μαζί από το Μέγαρο Μαξίμου και κατευθύνθηκαν πεζοί, όπως συνηθίζεται, στο Προεδρικό Μέγαρο, λίγα μέτρα πιο κάτω. Η πρώτη έκπληξη και σημάδι της Νέας Εποχής, που ξημέρωνε θα εκτυλισσόταν σύντομα μπρος τα μάτια όλων. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ένα κουστουμαρισμένο γεροντάκι ογδόντα πέντε ετών και κάτοχος ενός καθαρά διακοσμητικού τίτλου (οι αρμοδιότητές του ήταν ανύπαρκτες), τους περίμενε στην αίθουσα της ορκωμοσίας. Ο πρωθυπουργός πήρε θέση δίπλα στον πρόεδρο και τα μέλη της κυβέρνησης στοιχήθηκαν γύρω του. Ο Πλάτων έκατσε και πάλι λίγο απόμερα, θέλοντας να στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας στους ανθρώπους που θα κυνηγούσαν το άπιαστο, χωρίς δυνάμεις άλλες από την εσωτερική τους θέληση για Δύναμη. Τους κοίταζε έναν έναν και έβλεπε πραγματικούς κυρίους, άτομα μιας ανώτερης ηθικής πέρα από το καλό και το κακό, αποτέλεσμα της αυξημένης τους μόρφωσης. Η θέληση για προσφορά, η ανιδιοτέλειά τους, η θέληση για Δύναμη δεν ήταν παρά η έκφραση μιας ηθικής του μέλλοντος, η ηθική του σωστού και του λάθους, σαν αποτελέσματα πράξεων που εξυψώνουν ή υποβιβάζουν τον άνθρωπο, που ενισχύουν την ευημερία του ή την καταστρέφουν, που ορίζουν την επιβίωση ή την εξαφάνισή του! Άνθρωποι με διαφορετικές αφετηρίες, αλλά ίδιο προορισμό, περίμεναν στωικά την έναρξη της μυστικιστικής αυτής διαδικασίας. Άνθρωποι που έχουν λάβει υψηλότατο επίπεδο μόρφωσης, αλλά που είναι και η απόλυτη δαρβινική απόδειξη. Ο Πλάτων γνώριζε
216
ότι ο Άνθρωπος κατάφερε μέχρι σήμερα να επιβιώσει στην Γη, αλλά έχει μόνο έναν δρόμο απέναντι στις αμείλικτες Δυνάμεις του Σύμπαντος, που ορκίζονται συντριβή. Δεν έτρεφε αυταπάτες, αλλά κατανοούσε ότι το ζήτημα σε τελική ανάλυση είναι τι μάχη θα δώσουμε. Ένιωθε παντού μες την αίθουσα ότι οι κύριοι μπροστά του ήταν πιο αποφασισμένοι κι απ’ τους τριακόσιους του Λεωνίδα. Δεν φυλούσαν Θερμοπύλες, αλλά ετοίμαζαν μια Αυτοκρατορία! Αφού όλα ήταν έτοιμα ο πρόεδρος στράφηκε ανήσυχος στον πρωθυπουργό: -Ο Αρχιεπίσκοπος δεν έχει εμφανιστεί ακόμη. Ίσως καθυστερήσουμε λίγο. Τον ενημερώσατε για την ακριβή ώρα; Ο πρωθυπουργός συλλογίστηκε την χθεσινή του συνομιλία με τον Πλάτων. -Κύριε πρωθυπουργέ, πιστεύεται στην ύπαρξη του θεού, τον είχε ρωτήσει εντελώς αναπάντεχα κι ενώ αυτός προετοίμαζε με προσοχή τα διαδικαστικά για την αυριανή ορκωμοσία. Ήθελε τα πάντα να είναι τέλεια για το νέο ξεκίνημα. -Ναι, Πλάτων, βεβαίως και πιστεύω, αποκρίθηκε με σιγουριά και περίμενε την συνέχεια. Ο Πλάτων όμως έμεινε σιωπηλός, κοιτώντας τον διερευνητικά στα μάτια. Ο πρωθυπουργός κατάλαβε ότι ο Πλάτων ήθελε να συζητήσουν για αυτό το θέμα, μόλις μια μέρα πριν την ορκωμοσία της νέας και πολλά υποσχόμενης κυβέρνησης τους. Έκατσε πίσω στην καρέκλα του και παράτησε τα έγγραφα μπροστά του. Θα είχε χρόνο να ασχοληθεί με αυτό στην συνέχεια όμως ο νεαρός που συνέχιζε να τον κοιτάζει, καθώς στεκόταν όρθιος και με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος, του προκαλούσε μια έντονη περιέργεια. Διέκρινε κι ένα αμυδρό χαμόγελο ή καλύτερα μια υποψία χαμόγελου που αγωνιζόταν να βγει στο φως και η συζήτηση ξεκίνησε με παιχνιδιάρικη διάθεση κι από τους δυο. -Γιατί εσύ δεν πιστεύεις, ρώτησε ο πρωθυπουργός. -Δεν ξέρω! -Τι εννοείς; Πως γίνεται να μην ξέρεις; -Πολύ απλά. Αν πω ότι πιστεύω, λέω ανοησίες διότι δεν μπορώ να το αποδείξω. Αν πω ότι δεν πιστεύω πάλι λέω ανοησίες διότι και πάλι δεν μπορώ να το αποδείξω. Επομένως η πραγματικά έντιμη και λογική απάντηση στο ζήτημα δεν μπορεί να είναι άλλη από το: Δεν ξέρω! Ο πρωθυπουργός τον κοίταξε σκεπτικός συλλογιζόμενος τα λόγια του. Διέκρινε και πάλι την αμυδρή υποψία που προσπαθούσε μάταια να δραπετεύσει και να γίνει ένα πραγματικό, ολοφώτεινο χαμόγελό. Ο Πλάτων είχε ξεκάθαρη άποψη για το ζήτημα, όπως και για όλα τα υπόλοιπα. Που όμως βρισκόταν αυτός; Πίστευε πραγματικά ή… -Κύριε πρωθυπουργέ, να υποθέσω ότι είσαι χριστιανός ορθόδοξος, έτσι, ρώτησε για να πάρει σαν απάντηση ένα καταφατικό νεύμα. Ωραία, για πες μου σε παρακαλώ, γιατί; -Γιατί; Τι εννοείς Πλάτων; Είναι αυτονόητο το γιατί. Γιατί… -Γιατί ζούμε σε μια χώρα όπου το κυρίαρχο θρήσκευμα είναι ο ορθόδοξος χριστιανισμός, σωστά, ξαναρώτησε ο Πλάτων για να λάβει την ίδια καταφατική κίνηση του κεφαλιού συνοδευόμενη από ένα βλέμμα απορίας κι αμηχανίας. Η συζήτηση δημιουργούσε αρνητικά συναισθήματα στον πρωθυπουργό κι ο Πλάτων το αντιλαμβανόταν με ικανοποίηση. -Επομένως, αν γεννιόσουν σε κάποια άλλη δυτική χώρα το πιο πιθανό είναι να ήσουν καθολικός ή προτεστάντης ή ίσως ευαγγελιστής. Αν γεννιόσουν στην Αραβία μάλλον σήμερα θα πίστευες στον Αλλάχ ή αν γεννιόσουν στην Ινδία θα πρόσφερες θυσίες σε κάποια θεότητα του Ινδουισμού ή αν πάλι είχε γεννηθείς στην Κίνα θα ακολουθούσες τον δρόμο της φώτισης του Βούδα και πάει λέγοντας. Σωστά;
217
Ο πρωθυπουργός κατανόησε το επιχείρημα του και κατένευσε και πάλι αμήχανα. -Ωραία! Γίνεται λοιπόν προφανές ότι είναι η τύχη αυτή που καθορίζει καταρχήν σε ποιο θρήσκευμα θα πιστέψεις. Αν προχωρήσουμε την σκέψη μας λίγο παραπέρα δεν είναι αυτονόητο ότι δεν γίνεται να έχουν όλοι δίκιο; Δεν μπορεί η διαίσθηση σχεδόν όλων των ανθρώπων που πιστεύουν σε κάποιον θεό να είναι σωστή. Εκτός κι αν δεχθούμε ότι υπάρχουν όλες οι θεότητες που έχει επινοήσει το ανθρώπινο μυαλό τα τελευταία δέκα χιλιάδες χρόνια, για να μην αναφέρουμε τα προϊστορικά χρόνια. Το ερώτημα που αναδύεται τώρα είναι το εξής: Για ποιον λόγο οι άνθρωποι, πιστεύουν σε κάποιον συγκεκριμένο θεό και διατηρούν αυτές τις πεποιθήσεις με παθιασμένη βεβαιότητα, όντας απόλυτοι ότι μόνο αυτοί κατέχουν την μια και μοναδική αλήθεια και όλοι οι υπόλοιποι που δέχονται μια ανταγωνιστική θρησκεία είναι παραπλανημένοι; Πως δέχονται πεποιθήσεις που έρχονται σε αντίθεση με αποδεδειγμένα επιστημονικά γεγονότα; Γιατί φτάνουν στο σημείο να πεθαίνουν, αλλά και να σκοτώνουν για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις; -Διότι … έτσι μας έμαθαν οι γονείς μας, οι παππούδες μας, το σχολείο και γενικά η κοινωνία μας, απάντησε ο πρωθυπουργός και είδε επιτέλους το αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπο του να αφήνεται ελεύθερο. Ο Πλάτων του χαμογέλασε με θέρμη και το χαμόγελό του ανέδιδε μια αυξάνουσα ικανοποίηση συνοδευόμενη από ειλικρινή καλοσύνη. Κι όμως ο πρωθυπουργός ένιωσε για μια ακόμη φορά την μικρότητα και ταπεινότητα του μπροστά στον Πλάτων. Τον άκουσε σαν σχολιαρόπαιδο να του εξηγεί ότι σύμφωνα με την εξελικτική βιολογία το φαινόμενο της θρησκείας, παρά την πολύτιμη συνεισφορά του στην επιβίωση των πρώιμων κοινωνιών, δεν αποτελούσε σήμερα παρά ένα άχρηστο παραπροϊόν μιας άλλης ακλόνητης δαρβινικής επιταγής. -Όλα τα παιδιά υπακούν στον απόλυτο νόμο που λέει πίστευε και μη ερεύνα! Μην κάνεις ερωτήσεις και μην αμφισβητείς ποτέ τους μεγαλύτερους σου. Να υπακούς τους γονείς, το σχολείο, τους γεροντότερους χωρίς καμιά απολύτως αντίρρηση. Αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος, περισσότερο από κάθε είδος επιβιώνει με την βοήθεια συσσωρευμένης εμπειρίας των παλαιότερων γενεών. Αυτή λοιπόν η εμπειρία είναι κρίσιμο να μεταδοθεί στα παιδιά με σκοπό την επιβίωση τους. Επομένως η φυσική επιλογή δημιουργεί παιδικούς εγκεφάλους με την τάση για δουλική υπακοή, τόσο για θαυμάσιους λόγους σχετικούς για την επιβίωση, όπως το να μην πλησιάζουμε την φωτιά ή να μην περνάμε τον δρόμο αδιαφορώντας για τα αυτοκίνητα, όσο και για άχρηστες συμβουλές όπως το να κανιβαλίζουμε με το να τρώμε το σώμα και να πίνουμε το αίμα του θεού μας! Ο πρωθυπουργός τον κοιτούσε σιωπηλός, αναλογιζόμενος τα επιχειρήματα του. Μετά από λίγο ρώτησε: -Επομένως, αν κρίνω σωστά, δεν πιστεύεις στην ύπαρξη του θεού! Ο Πλάτων τον κοίταξε αυστηρά και στην συνέχεια γέλασε θλιμμένα. -Δεν είπα αυτό, κύριε πρωθυπουργέ! -Μα πως… -Κοιτάξτε! Τα πράγματα είναι ειλικρινά πολύ απλά για μένα. Αν υπάρχει κάποιο ασύλληπτο από τον ανθρώπινο νου ον, ένας θεός δημιουργός του σύμπαντος εγώ τον δέχομαι ακριβώς, όπως του αρμόζει. Σαν το άλφα και το ωμέγα, σαν το πρωταρχικό αίτιο, την δύναμη που γέννησε τον κόσμο μας με την μεγάλη έκρηξη, θέτοντας τους παγκόσμιους φυσικούς νόμους σε κίνηση. Μπορεί η στιγμή της μεγάλης έκρηξης να αποτελεί μια χωροχρονική ανωμαλία, όπου όλοι οι νόμοι καταρρέουν και το μυαλό μας να μένει έκθαμβο μπροστά στις ασύλληπτες δυνάμεις που κυριαρχούν, αφήνοντας τον θεό κρυμμένο, μακριά από τις θνητές μας δυνάμεις, όμως η υπόλοιπη εξέλιξη του κόσμου μας
218
από τα πρώτα κλάσματα του δευτερολέπτου μέχρι σήμερα είναι πλήρως κατανοητή κι απίστευτα αρμονική για τα μυαλά που ονειρεύονται και ψάχνουν με αστείρευτη αγωνία. Από την άλλη, ίσως δεν υπάρχει ένα θεός δημιουργός και το σύμπαν απλώς εμπεριέχει το εαυτό του με την πανίσχυρη φυσική επιλογή και την εξέλιξη της ύλης από την δημιουργία της σε ένα κβαντικό κενό μέχρι την φθορά της να είναι οι μοναδικές δυνάμεις που καθορίζουν τα πάντα, όπως την ασήμαντη παρουσία μας σε ένα απειροελάχιστο σημείο του κόσμου μας! Πάντως, δεν δέχομαι σίγουρα έναν θεό, που παρεμβαίνει σύμφωνα με την θέληση του στον κόσμο μας, ασχολούμενος με την δολοφονία ασήμαντων ανθρωπίνων όντων με την συμμετοχή των ιερέων του και με όχημα φυσικές καταστροφές και διεφθαρμένες εξουσίες. Δεν δέχομαι πολύ περισσότερο ότι αυτός ο θεός είχε προσχεδιάσει την ύπαρξή μας πριν την δημιουργία του κόσμου μας γιατί αυτό αναιρεί αυτόματα την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Την ελεύθερη βούληση που επιδεικνύουν κάθε τόσο, εδώ κι εκεί, κάποια αιρετικά πνεύματα που σπάνε τον δαρβινικό νόμο και κάνουν κάτι έξω από την θέληση των γονιών τους, της κοινωνίας και της παράδοσης. Είναι τα τολμηρά πνεύματα, που μας οδηγούν όλους μπροστά, ψηλότερα, με την ορμή της ασίγαστης καρδιάς τους να πετάξουν ψηλά, όσο πιο κοντά γίνεται στην ιδέα, το ιδανικό που κάποιοι αποκαλούν θεό! Εκτός αυτού, γνωρίζουμε σήμερα ότι όταν ο άνθρωπος πιστεύει σε μια μεταθάνατον ζωή, εύκολα καταπιέζεται και ελέγχεται από διεφθαρμένες ηγεσίες. Από την άλλη πλευρά, ένας ηγέτης που πιστεύει στην ψευδαίσθηση ότι η Ιστορία είναι ένα τρένο που τρέχει στις ράγες του προς ένα μεγάλο φινάλε, και σε μια επακόλουθη πιο πολύτιμη και αυθεντική μεταθανάτια ζωή, δεν θα διστάσει τόσο πολύ να πατήσει το κόκκινο κουμπάκι, ώστε το πυρηνικό ολοκαύτωμα να επισπεύσει τον Αρμαγεδδών! Δυστυχώς, όταν δίνεις έμφαση στην μεταθάνατο ζωή, αρνείσαι την πραγματική ζωή. Το εδώ και το τώρα! Όταν συγκεντρώνεις όλη την προσοχή σου ψηλά στον ουρανό, σε έναν παράδεισο, δημιουργείς κόλαση εδώ, πάνω στην Γη! Ο Πλάτων σταμάτησε και πήρε μια ανάσα, ενώ ο πρωθυπουργός τον κοιτούσε σκεπτικός και βομβαρδισμένος από χιλιάδες ερωτήματα και πρωτόγνωρες σκέψεις, που αφορούσαν τον ίδιο του τον εαυτό. -Τι θέλεις να κάνουμε Πλάτων; Με ποια κίνηση πιστεύεις ότι θα απογαλακτιστούμε από την τρυφερή αγκαλιά-φυλακή αιώνων παραδόσεων και πεποιθήσεων της κοινωνίας μας; -Με μια συμβολική, όσο και πανίσχυρη κίνηση, κύριε πρωθυπουργέ! Μια κίνηση, που θα δείξει ότι σεβόμαστε κάθε πολίτη αυτής της χώρας, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Μια κίνηση που θα κάνει ξεκάθαρο στον κόσμο ότι σε αντίθεση με άλλες ηγεσίες, εμείς δεν κρυβόμαστε πίσω από αναχρονιστικούς θεσμούς, για να δηλώνουμε πίστη στην αγάπη και στην συνέχεια να δολοφονούμε με τις ιερές ευλογίες συνανθρώπους μας. Εμείς αδιαφορούμε για τα ιερά προσωπικά πιστεύω τους καθενός και ταυτόχρονα τα σεβόμαστε, δηλώνοντας πίστη μόνο στην κοινωνία των ανθρώπων. Ούτως ή αλλιώς, η ψεύτικη γνώση που διδάσκουν οι θρησκείες, αυτή που εμποδίζει την προσωπική και κοινωνική εξέλιξη, δεν έχει θέση σε ένα εξελιγμένο σύστημα. Εμείς ξέρουμε ότι η φαντασία των μαζών μεταμορφώνει αδιάκοπα τις παραδόσεις και τα πιστεύω. Το βλέπουμε αυτό στην τεράστια διαφορά του αιμοχαρή Ιεχωβά της Βίβλου και του Θεού της αγάπης του Ιησού, έτσι δεν είναι; Όπως επίσης ο Βούδας, που τιμάται στην πατρίδα του την Ινδία δεν έχει πια καμιά ομοιότητα με τον Βούδα που λατρεύουν στην Κίνα! Η Ιστορία διαιώνιζε μόνο μύθους μέχρι σήμερα. Ήρθε ο καιρός αυτό να σταματήσει! -Μου ζητάς αυτό που νομίζω, ρώτησε με έκδηλο άγχος ο πρωθυπουργός. Μπορεί να κατάνοούσε πλήρως το νόημα αυτής της πράξης, και η αλήθεια είναι ότι το έβρισκε σωστό,
219
αλλά φοβόταν ότι θα ξεκινούσαν την ούτως ή αλλιώς δύσκολη πορεία τους εγείροντας τρομερές αντιδράσεις και κάνοντας άμεσα εχθρούς παντού γύρω τους. «Δεν πειράζει! Θα τους αντιμετωπίσουμε όλους. Με κάθε κόστος! Έτσι δεν συμφωνήσαμε;» «Ναι, έτσι συμφωνήσαμε» σκέφτηκε ο πρωθυπουργός βλέποντας τον πρόεδρο της δημοκρατίας που τον κοιτούσε με απορία στα μάτια. -Ο Αρχιεπίσκοπος δεν θα έρθει, απάντησε αποφασιστικά ο πρωθυπουργός σαν να ήταν κάτι το αυτονόητο και διέκρινε την έκπληξη στα μάτια του προέδρου. Δεν ήξερε αν είχε πρόβλημα πίεσης, αλλά το σίγουρο ήταν ότι αυτή είχε ήδη πάρει την ανηφόρα. Θα ορκιστούμε στο Σύνταγμα, τον Λόγο του Ανθρώπου και θεματοφύλακα της κοινωνίας μας, είπε δυνατά και τα χαστούκια έπεσαν ηχηρά στους παρευρισκόμενους, στους τηλεθεατές, σε όλους πλην της νέας κυβέρνησης. Κατά μια περίεργη σύμπτωση κανένας από τους νέους υπουργούς και υφυπουργούς δεν ήταν θρήσκος. Δεν ήταν κάτι που έγινε συνειδητά από τον Πλάτων, δεν το επεδίωξε, αλλά συνέβη! Το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Πάντα ανάμεσα στους αληθινά μορφωμένους θα βρεις τους άθεους και αγνωστικιστές, τους ανθρώπους που δεν δέχονται επουδενί ότι τα πράγματα είναι όπως είναι χωρίς αποδείξεις, χωρίς λογική. Κανείς τους δεν δέχονταν την εξ’ αποκαλύψεως αλήθεια, αλλά την επιστημονική έρευνα για την κατανόηση του κόσμου μας. Κανείς τους δεν θα δέχονταν τον θρησκευτικό όρκο ακόμη κι αν ήταν θρήσκος, διότι δεν είχε απολύτως καμία σχέση ο Θεός με την κοινωνία των ανθρώπων. Ήταν καθαρά εσωτερική μας υπόθεση, μιας και ο Θεός, όπως μας έχει περίτρανα αποδείξει, έχει καλύτερα πράγματα να κάνει όταν δεν σκοτώνει, εξοντώνει ή δολοφονεί με την βοήθεια των ιερέων του! Όλοι μαζί, ο Πλάτων, ο πρωθυπουργός και η νέα ηγετική ομάδα της χώρας ορκίστηκαν δυνατά, μέσα από την καρδιά τους, στο ιερότερο δημιούργημα μιας οργανωμένης κοινωνίας, στο Σύνταγμα, την απόλυτη αφοσίωση στην πατρίδα και την ευημερία του έθνους. Ο Πλάτων μεταλαμπάδευσε σε όλα τα μέλη της κυβέρνησης, στην κλειστή τους ομάδα, παρά την αδιόρατη ταραχή έξω από αυτήν, παρά την δυσκολία του προέδρου να δεχθεί το αγενές σπάσιμο της παράδοσης και της προσβολής της θρησκείας των Ελλήνων, μια επιθυμία ασυνείδητη, ένα όνειρο μαγικό, ένα σημείο άπιαστο στο σύμπαν. Την ευημερία ολόκληρου του πλανήτη! 23 Η Εκκλησία της Ελλάδος αντέδρασε αρχικά με πρωτοφανή δριμύτητα απέναντι στον δημόσιο εξευτελισμό της, όπως βιαστικά χαρακτήρισε την απουσία του προκαθημένου της από την τελετή της ορκωμοσίας. Τα ΜΜΕ πρόβαλλαν το ζήτημα, αλλά με μεγάλη προσοχή, αφουγκραζόμενα την τεράστια απήχηση της νέας κυβέρνησης, και κυρίως του Πλάτωνα, στον ελληνικό λαό. Αρκετοί θρησκόληπτοι θα έβρισκαν την ευκαιρία να διαδηλώσουν τις επόμενες ημέρες, αλλά η απάντηση της κυβέρνησης περιορίστηκε σε δυο λεξούλες: «Ουδέν σχόλιο!» Τα τεράστια ζητήματα της οικονομίας, της κοινωνικής συνοχής και της διόρθωσης των χρόνιων στρεβλώσεων της ελληνικής κοινωνίας είχαν την απόλυτη προτεραιότητα. Τα υπόλοιπα ήταν απλώς λεπτομέρειες! Έτσι, οι μόνιμοι αντιρρησίες κάθε βήματος, κάθε ξεπετάγματος της κοινωνίας προς τα εμπρός, οι συντηρητικές μορφές του παρελθόντος, γριές και παπάδες, παράσιτα και βούρλα, η δεισιδαιμονία και η ψευτοευλάβεια μαζεύτηκαν στην άκρη ξέροντας για πρώτη ίσως φορά, ότι δεν είχαν καμιά πιθανότητα νίκης στον φανατικό και θρησκευτικό τους
220
αγώνα. Οι Έλληνες για πρώτη φορά έβαλαν το τώρα, το πραγματικό, την ζωή πάνω απ’ το χθες και το αύριο, το φανταστικό και τον θάνατο! Ο πρωθυπουργός αμέσως μετά την πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, κεκλισμένων των θυρών, κι αφού έδωσε τις απαραίτητες κατευθύνσεις στους νέους και διψασμένους για έργο υπουργούς του (ξεκαθάρισε ότι στόχος τους ήταν ένα σύστημα, πο7υ έμοιαζε πολύ στον Σοσιαλισμό, το μοναδικό ηθικό σύστημα διακυβέρνησης, ένα σύστημα για το οποίο οι συνθήκες ήταν πλέον ώριμες), απευθύνθηκε με διάγγελμα στον λαό του. Τον ενημέρωσε ότι η νέα ηθική του επέβαλλε την διενέργεια πρόωρων εκλογών, ώστε να έχει ο λαός, τον τελευταίο λόγο στην προσπάθειά του για ένα καλύτερο κράτος. Οι εκλογές θα ήταν παράλληλα κι ένα δημοψήφισμα για την παρουσία του Πλάτωνα, του νέου, που ήρθε σταλμένος απ’ το υπερπέραν, όπου μόνο ο Θεός, ο πραγματικός Θεός, μπορεί να κατοικεί, για να τους δείξει τον σωστό δρόμο, αυτόν απ’ τον οποίο είχαν ξεστρατίσει εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια πριν! Τόνισε παράλληλα, κάτι ξεχασμένο από καιρό. Στις σύγχρονες δημοκρατίες, τις τερατώδεις αυτές μορφές διακυβέρνησης, όπου η αδιαφορία και ο εφησυχασμός ήταν ο κανόνας, τα συμφέροντα είχαν με τον τρόπο τους επιβάλλει την αποχή. Λίγοι άνθρωποι, ψήφιζαν σε ένα σύστημα, που από την φύση του επιβάλλει την καθολική συμμετοχή. Πως είναι δυνατόν να κυβερνάει ένα κόμμα της μειοψηφίας; Ποιος νομιμοποιεί μια κυβέρνηση, όταν ψηφίζουν το πενήντα ή το πολύ το εξήντα τις εκατό; Μα ο Νόμος, ο γραμμένος από τους ισχυρούς της κάθε χώρας. Ο Νόμος που αδιαφορεί για το συμφέρον των πολλών, παρά μόνο για την διαιώνιση της κυριαρχίας των λίγων. Αυτό θα άλλαζε σύντομα στην χώρα τους. Κάθε πολίτης, αυτός που θέλει να αποκαλείτε πολίτης μιας χώρας θα ήταν υποχρεωμένος να ψηφίζει. Ειδάλλως, οι κυρώσεις θα ήταν αυστηρότατες. -Κατανοήστε, συμπολίτες μου, ότι οι προσωπικές ελευθερίες έπονται του γενικότερου καλού. Και το γενικό καλό, προστάζει την καθολική συμμετοχή. Ο μεγάλος προγονός μας, ο Αριστοτέλης θεωρούσε τον άνθρωπο, πολιτικό ζώον. Τι είναι ο άνθρωπος, αν δεν ασχολείται με τα κοινά, με την πολιτεία; Απλώς ζώον, είπε δοκιμάζοντας βάναυσα την αυτοεκτίμηση όλων. Μεσούσης όμως της τεχνητής κρίσης θα ήταν ανεύθυνο από την πλευρά του να βάλει την χώρα σε μια τέτοια δοκιμασία χωρίς σχεδιασμό. Δεν έπρεπε να στραφεί εναντίων όλων απότομα. Χρειαζόταν χρόνο. Κι όπως τόνισε χαρακτηριστικά, ο χρόνος είχε ακριβύνει πολύ ελέω της κρίσης του συστήματος και δεν σκόπευε να πληρώσει ο λαός την νύφη γι’ αυτό. Δήλωσε λοιπόν ξεκάθαρα ότι οι κάλπες θα στήνονταν στις αρχές του καλοκαιριού, οχτώ περίπου μήνες αργότερα και αφού έλπιζε ότι η καθημερινή, εικοσιτετράωρη εργασία της κυβέρνησής του θα οδηγούσε στο κατώφλι της εξόδου από την κρίση. Δεν υποσχέθηκε τίποτε σε κανέναν παρά μόνο δουλειά, δουλειά και πάλι δουλειά. Εν τω μεταξύ, ο Πλάτων αφού συζήτησε για λίγο με τους υπουργούς εστίασε και συμπύκνωσε την θεωρεία του σε λίγες μόνο προτάσεις: -Το μόνο που πρέπει να κάνετε όλοι σας είναι να βγάλετε το βασιλικό κάδρο του κέρδους που κρέμεται σαν χρέος πάνω από την κοινωνία, που αιωρείται σαν αόρατη σκόνη της Σαχάρας στην ατμόσφαιρα και δεν βλέπουμε τις τραγικές της συνέπειες άμεσα, παρά αργότερα όταν η σκόνη που καλύπτει τα πάντα κατακάτσει και αποκαλύψει τα αίσχη της και στην θέση του να τοποθετήσετε, μια και καλή, για πάντα, το κάδρο που δείχνει ένα μωρό παιδί, έναν οποιοδήποτε μωρό, ίσως το δικό σας! Δώστε του τα εφόδια να πραγματοποιήσει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του, λύστε τα προβλήματα, καλύψτε τις ανάγκες του, στρώστε με λουλούδια των γεμάτο αγκάθια και κοφτερές σαν ξυράφι πέτρες, ανηφορικό δρόμο της ζωής του. Δώστε του την μια και μοναδική ευκαιρία που δικαιούται
221
να φτάσει στην κορυφή και να δει τι υπάρχει από την Άλλη πλευρά, στην όχθη του Αγνώστου! Όλοι οι υπουργοί άκουσαν προσεκτικά τα λόγια του, που ψιθύρισαν σε ευαίσθητες χορδές στα βάθη της ύπαρξής τους και έσκυψαν ευλαβικά το κεφάλι. Αν υπήρξε ποτέ έναν άνθρωπος που νοιάστηκε τόσο για την ανθρωπότητα, που είχε τις δυνάμεις και την θέληση να επιβάλει τον λόγο του, αυτός δεν ήταν άλλος από τον νεαρό άντρα μπροστά τους. Κι αυτοί θα γινόταν οι απόστολοί του, οι μεταφορείς του υπεράνθρωπου μηνύματός του! Την ίδια στιγμή, λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, ο πράκτορας της Υπερδύναμης κοίταζε για ώρα την παγωμένη εικόνα στην οθόνη του υπολογιστή του. Προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει αυτό το ασυνήθιστο χαμόγελο, που έντυνε με ένα πέπλο μυστηρίου το πρόσωπο της στιγμής. Το παγωμένο και κοντινό πλάνο του Αντίχριστου, που κοίταζε προς ένα ακαθόριστο σημείο (μάλλον προς τον πρωθυπουργό), έδινε εύκολα την εντύπωση ενός ανθρώπου που ένοιωθε ικανοποιημένος για το γεγονός ότι όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, ένα σχέδιο που κανείς δεν είχε επίγνωση του τι πραγματικά έκρυβε. «Πρέπει να βιαστώ», σκέφτηκε προβληματισμένος ο πράκτορας. Ενώ αυτός πάλευε χωρίς αποτέλεσμα τους τελευταίους μήνες να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να φτάσει στον στόχο του, ίσως πολεμώντας και λίγο με έναν υπόκωφο και πρωτόγνωρο φόβο μέσα του, οι εξελίξεις έτρεχαν και μια τρομακτική θύελλα αναμενόταν να ξεσπάσει σύντομα. Φόρεσε την κατάμαυρη δερμάτινη στολή του, ανέβηκε στην γρήγορη μηχανή του και κατευθύνθηκε προς τις δυο τοποθεσίες που τον απασχολούσαν, το σπίτι στον λόφο και το Μέγαρο Μαξίμου. Διαπίστωσε προβληματισμένος από μακριά ότι τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας δεν του επέτρεπαν να φτάσει όσο κοντά χρειαζόταν σε καμιά από τις δυο τοποθεσίες και μην θέλοντας να ριψοκινδυνέψει, πιστεύοντας βαθιά μέσα του ότι η ευκαιρία θα παρουσιαζόταν σε κάποια στιγμή αρκεί να ήταν προετοιμασμένος, χάθηκε στη σιωπή! Στον πρώτο προορισμό του, η Νεφέλη παρακολουθούσε σιωπηρά τις ανταποκρίσεις των καναλιών. Έβλεπε την έξαψη στα μάτια, την άκουγε στις φωνές όλων όσων δήλωναν πραγματικά ευτυχισμένοι, που η μοίρα τους είχε επιφυλάξει μια τέτοια εμπειρία. Ακόμη και τα μέλη της Αντιπολίτευσης μιλούσαν με θαυμασμό για τον Πλάτων, ακόμη και για το μαύρο πανί μέχρι πριν από λίγο καιρό, τον πρωθυπουργό, για τις πρωτοβουλίες τους και την συγκρότηση της καλύτερης κυβέρνησης, τουλάχιστον θεωρητικά, που είχε ποτέ αυτός ο τόπος. Μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, όπως την βάφτισαν, πάνω από κόμματα και διαχωριστικές γραμμές. Η Νεφέλη άκουσε έκπληκτη τα κόμματα της Αριστεράς να μιλάνε για πρώτη φορά για ένα όνειρο που έπαιρνε σάρκα και οστά, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι στην κυβέρνηση συμμετείχαν και καπιταλιστές. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν ότι ένα νέο σύστημα που ακολουθεί τις επιταγές του Σοσιαλισμού ήταν ο στόχος της νέας κυβέρνησης και κυρίως του Πλάτων. Αφού αυτό ήταν το θέλημά του θα γινόταν επιτέλους πράξη. Από την άλλη πλευρά, οι Συντηρητικοί αν και διαφωνούσαν με τον Σοσιαλισμό, αδυνατούσαν να αντιτεθούν απέναντι στα αυτονόητα, σε έννοιες απόλυτα συνυφασμένες με την ψυχοσύνθεση κάθε λαού, όπως την κοινωνική δικαιοσύνη με την κατάργηση της οικονομικής ανισότητας, την πραγματικά δωρεάν υγεία και παιδεία. Παρέμεναν λιγότερο εκδηλωτικοί, λοιπόν και κρατούσαν και μικρό καλάθι για την επιτυχία του εγχειρήματος. Οι συνθήκες όπως κατάλαβε η Νεφέλη ήταν οι ιδανικές. Το πλαίσιο που είχε θέσει ο Πλάτων είχε γίνει δεκτό με ενθουσιασμό από τους περισσότερους και του έδινε στην πραγματικότητα λευκή επιταγή, να κάνει ότι νομίζει καλύτερο για ένα έθνος που τον
222
κοίταζε σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά, στραμμένο στον ουρανό. Ξαφνικά κρύος ιδρώτας την έλουσε και τα μάτια της δάκρυσαν. Κι άλλα δάκρυα ξεχύθηκαν και η Νεφέλη αφέθηκε σε ένα κλάμα απελπισίας. «Είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό», μονολογούσε ταραγμένη, ανίκανη να σκεφτεί τι παραπάνω θα μπορούσε να ζητήσει απ’ την ζωή! Ο Πλάτων σταμάτησε ξαφνικά αφήνοντας την φράση του στην μέση. Κάτι είχε αισθανθεί, κάτι σχετικό με το κορίτσι και την ψυχολογία της. Είκοσι άνθρωποι, συγκεντρωμένοι μετά από πρόσκληση που δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθούν, σε μια αίθουσα του Μεγάρου Μαξίμου, άκουγαν στωικά εδώ και λίγη ώρα τον καταπληκτικό νέο μπροστά τους. Τώρα όμως είχε κοκαλώσει, τους κοίταζε με βλέμμα θολό, σαν ιδρωμένο τζάμι στο ντους και κατάλαβαν όλοι πως ήταν αλλού. Μόνο για λίγο όμως, καθώς τα μάτια του απέκτησαν και πάλι την προηγούμενη καθαρότητά τους και η ομιλία του συνεχίστηκε. Επιτέλους, οι υπέροχες θεωρίες που είχε ξεκινήσει να τους αναφέρει προηγουμένως θα ολοκληρωνόταν. -Με συγχωρείτε για αυτό, είπε στο κοινό των επιστημόνων, ανθρώπων πανέξυπνων, για τους οποίους η αφηρημάδα και οι εκλάμψεις είναι κοινό, ίσως και καθημερινό, φαινόμενο. Έχετε μπροστά σας όλοι δύο φακέλους. Ανοίξτε, σας παρακαλώ, τον πρώτο, είπε προστακτικά και όλοι υπάκουσαν πρόθυμα. Μες τον φάκελο υπήρχαν καταγεγραμμένες οι μαθηματικές εξισώσεις, που είχαν χαραχτεί με ανεξίτηλο μελάνι στο μυαλό του την στιγμή που ξύπνησε από την τελευταία του αλλαγή. Μια γνώση που την ένιωθε τόσο δυνατά μέσα του, όπως νιώθει κάποιος την ίδια την ζωή μες τους χτύπους της καρδιάς του. Τρεις σελίδες όλες κι όλες περιείχαν μια άγνωστη ακόμη στην ανθρωπότητα γνώση, ένα μυστικό της φύσης καλά κρυμμένο απ’ τον πρωτόγονο άνθρωπο. Δυο μαθηματικοί και τρείς φυσικοί, ακόμη και οι υπόλοιποι με περιορισμένες μαθηματικές γνώσεις, δεν άργησαν, αν και κατάπληκτοι, να διαγνώσουν τις απίστευτες δυνατότητες που γεννούσαν λίγοι αριθμοί και κάποια σύμβολα, γραμμένα στην γλώσσα του Σύμπαντος! -Ποιοι από εσάς είναι πρόθυμοι να εργαστούν για την χώρα μας και να μετατρέψουν σε πράξη τις θεωρίες που περιγράφουν οι τύποι που μόλις διαβάσατε, ρώτησε σίγουρος για την απάντηση. -Εγώ, απάντησαν όλοι μαζί με μια φωνή. Δεν υπήρχε περίπτωση για κάποιον μέσα στο δωμάτιο να αρνηθεί την ίδια του την φύση, την συνεχή αναζήτηση της αλήθειας. Πόσο μάλλον τώρα, που τους δίνονταν από τον υπέροχο αυτό νέο, μια γνώση μοναδική, που θα οδηγούσε την ανθρωπότητα σε μια πραγματική επανάσταση κι ένα μέλλον ονειρικό. Κοιτούσαν με προσήλωση την κόλλα χαρτί, στρεφόταν αργά και απορημένοι δεξιά κι αριστερά στους συναδέλφους τους και τέλος στον νεαρό με το μυαλό τους να αγωνίζεται να συλλάβει το μέγεθος της ευφυΐας του. «Μια γνώση που θα είχε τρομακτικές συνέπειες στα λάθος χέρια» σκέφτηκε ένας από τους φυσικούς. «Γι’ αυτό και δόθηκε σε μένα» του απάντησε ο Πλάτων. «Δόθηκε στα σωστά χέρια και θα σιγουρέψω ότι δεν θα πέσει στα λάθος χέρια ποτέ» τόνισε με νόημα σε όλους! -Η γνώση αυτή έχει τεράστιες εφαρμογές, αλλά μία θα είναι απαραιτήτως η πρώτη. Δυστυχώς, δεν ενστερνίζονται όλοι το όραμά μας για τον κόσμο. Ανοίξτε τον δεύτερο φάκελο σας παρακαλώ, είπε ευγενικά και περίμενε να δει το έκπληκτο βλέμμα τους. Οι επιστήμονες άνοιξαν τον φάκελο και έβγαλαν άλλη μια κόλλα χαρτί. Σ’ αυτήν είδαν ένα σχέδιο, ζωγραφισμένο στο χέρι. Αρκετοί απόρησαν και στράφηκαν στον Πλάτων, πριν αυτός τους παροτρύνει να μελετήσουν το σχέδιο. Ήταν πολύπλοκο, αλλά κατανοητό. Στο
223
πάνω μέρος της σελίδας υπήρχε ένα … μια … μηχανή, μάλλον, σε δύο όψεις, ανφάς και προφίλ. Είχε αριθμούς, τις διαστάσεις και … ακριβώς από κάτω υπήρχε κάτι άλλο, ίσως πιο παράξενο από την πρώτη μηχανή. Μια μηχανή και πάλι που θύμιζε καμπίνα ασανσέρ και στο κέντρο της υπήρχε μια σφαίρα στηριγμένη σε μια λεπτή δοκό. Τους ανέθεσε τότε την αποστολή να κατασκευάσουν τις μηχανές, όσο πιο γρήγορα ήταν ανθρωπίνως δυνατό. Τους εξήγησε επιγραμματικά, χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες, τι μηχανές θα ήταν αυτές, τους ξεκαθάρισε ότι όποιος θα συμμετείχε στο έργο θα ξεχνούσε οικογένεια και προσωπική ζωή μέχρι να ολοκληρωθούν οι μηχανές, το έργο θα πραγματοποιούνταν σε μυστική τοποθεσία, όπου όλοι θα ήταν αποκλεισμένοι και θα δούλευαν με άκρα μυστικότητα! -Θα σας δώσω ότι χρειαστείτε για την κατασκευή τους, όσα άτομα και ότι υλικά θεωρείτε αναγκαία, αλλά θέλω να σας ξεκαθαρίσω το εξής: Τελειώνοντας και έχοντας ανταποκριθεί στον ρόλο σας, τα ονόματά σας θα γραφτούν με χρυσά γράμματα στην παγκόσμια Ιστορία. Αν όμως οποιοσδήποτε από εσάς σπάσει τον όρκο σιωπής, τον περιμένει μόνον ο θάνατος! Λοιπόν, πόσοι θέλετε να συμμετάσχετε στο εγχείρημα και πόσοι θέλετε να αποχωρήσετε; Η πόρτα είναι ανοιχτή, είπε πειθήνια και όλοι έμειναν καθηλωμένοι στις θέσεις τους, διψώντας για γνώση και δόξα! 24 Ένα νέο κοινωνικό σύστημα που θα αντικατοπτρίζει τις γνώσεις του σήμερα ήταν το όραμα του Πλάτων, το οποίο είχε ενστερνιστεί προσφάτως και ο πρωθυπουργός. Αυτό είχαν μεταδώσει και στα μέλη της νέας τους κυβέρνησης. Πως γίνεται όμως πράξη, και μάλιστα καθαρή πράξη μια υπέροχη θεωρεία; Πώς εφαρμόζετε στην καθημερινότητα η κοινωνική δικαιοσύνη και πώς εξαλείφεται μια για πάντα η οικονομική ανισότητα; Πώς δημιουργείς ένα κράτος, που προασπίζεται τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του συνόλου διατηρώντας ταυτόχρονα την ανεξαρτησία και την ελευθερία του ατόμου; Μα με κόπο… και μάλιστα πολύ κόπο! Σαν σύγχρονοι αλχημιστές κλεισμένοι μέρανύχτα στα υπουργεία-εργαστήριά τους, οι υπουργοί έψαχναν για την φιλοσοφική λίθο της πολιτικής οικονομίας. Το πιο κοντινό όνομα που του είχαν δώσει ανά τους αιώνες ίσως ήταν Σοσιαλισμός, αλλά εσείς μπορείτε να το πείτε όπως θέλετε, αν και ο Πλάτων προτιμούσε τον όρο ενεργειακή οικονομία και ούτως ή αλλιώς είχε συνειδητοποιήσει ότι επιβαλλόταν η απόλυτη ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος για να οδηγηθούμε στον νέο τρόπο διαχείρισης της ενέργειας. Ήταν καθαρά ζήτημα κοινωνικής εξέλιξης, φυσικής επιλογής της οικονομίας! Και πως θα γινόταν αυτό; Πώς θα επιβαλλόταν η ηθική σε ένα σύστημα εξ ορισμού απάνθρωπο; Με την παιδεία φυσικά! Πώς αλλιώς; Ο άνθρωπος εκ γενετής είναι ικανός για το καλύτερο, αλλά και για το χειρότερο. Άγραφος πίνακας είναι η συνείδησή μας και με όποιον δάσκαλο καθίσει κανείς, τέτοια γράμματα θα μάθει. Τι μας έχει διδάξει λοιπόν η ιστορία μας; Η αληθινή ελευθερία είναι χάος και ελευθερία χωρίς υπευθυνότητα είναι συνώνυμη της αγριότητας. Την αγριότητα αυτή μπορεί να τιθασεύσει μόνο η εκπαίδευση και η μάθηση. Η παιδεία λοιπόν, που αρχίζει με την γέννηση του ατόμου και τελειώνει με τον θάνατό του, είναι το άλφα και το ωμέγα, ο ακρογωνιαίος λίθος μιας κοινωνίας, που προχωράει μπροστά ολοταχώς! Κι αυτό αποτέλεσε το πρώτο στοίχημα της νέας κυβέρνησης. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα, αποσυνδεδεμένο από την αγορά εργασίας, που λαθεμένα είχε χτίσει όλος ο πλανήτης. Η διάχυση και κατάκτηση της γνώσης μετατρέπει τα άτομα, που ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τα εγωιστικά τους γονίδια, σε πρόσωπα, που διακρίνουν καθαρά ότι μέσα από μια δημοκρατικά δομημένη κοινωνία εξυπηρετούνται εν τέλει καλύτερα, όντας σε ασφαλέστερο περιβάλλον και πιο μακροπρόθεσμα τα εγωιστικά τους γονίδια. Τα
224
πρόσωπα αντιλαμβάνονται αυτή την απλή αλήθεια κι απαιτούν μέσα από μια κοινωνική πλέον συνείδηση, με συλλογική βούληση, το αυτονόητο! Το τέλειο εκπαιδευτικό σύστημα δεν παράγει γρανάζια μιας μηχανής εξειδικευμένα απόλυτα για τον προκαθορισμένο και μικρό τους ρόλο. Δεν συντρίβει την νόηση που μπορεί να μας απελευθερώσει απ’ τα δεσμά της αντίληψής μας. Δεν παράγει επομένως άτομα. Παράγει πρόσωπα. Ανθρώπους αυτόνομους, ανεξάρτητους με πολυεπίπεδη, κριτική σκέψη και εύρος γνώσεων, ικανούς να αποφασίζουν το σωστό στο μεγαλύτερο ποσοστό των περιπτώσεων. Προσώπων ικανών να διακρίνουν την προφανή, αν και κρυμμένη αλήθεια: ότι η συνολική ευημερία εξυπηρετεί την δικιά τους και αντίστροφα. Η πλατιά εκπαίδευση μεταδίδει όχι μόνο τις συγκεντρωμένες γνώσεις μιας εποχής, αλλά και την συγκεντρωμένη εμπειρία της κοινωνικής ζωής! Ένα από τα πρώτα μέτρα, λοιπόν, ήταν ότι κατοχυρώθηκε πλήρως η υποχρεωτική δωδεκαετής εκπαίδευση με αυστηρότατες κυρώσεις στους γονείς, αλλά και τους νέους που προσπαθούσαν με πλάγια μέσα να παρακάμψουν το απόλυτο του νόμου. Παράλληλα, πέρασαν σταδιακά και κάποια αυστηρά μέτρα που αφορούσαν τους γονείς, αυτούς που αποτελούν λάθος πρότυπο για τα παιδιά τους, και τον παιδαγωγικό τους ρόλο. Άρχισε έτσι σιγά-σιγά να θεσμοθετείτε η δυνατότητα της οργανωμένης κοινωνίας να έχει λόγο, πολλές φορές σημαντικότερο απ΄ των γονιών, στην ανατροφή κι εκπαίδευση των τέκνων της! Το πανεπιστήμιο απέκτησε τον ρόλο, που είχε στην αρχαιότητα και που δυστυχώς είχε χάσει στην σύγχρονη εποχή. Αποσυνδεδεμένο, όπως είπαμε, από την αγορά εργασίας, ξανάγινε τόπος ανταλλαγής ιδεών και παραγωγής, αφού έτσι το θέλετε, σκέψης, όχι αποκλειστικά με οικονομικά κίνητρα, αλλά για το υπέροχο ταξίδι της γνώσης, καθαυτής. Ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών, η αφηρημένη και λογική έρευνα για τον φυσικό και υλικό κόσμο και η επιδίωξη της γνώσης χάρη της γνώσης θα δημιουργούσαν και πάλι ένα δυναμικό και ταυτόχρονα μεγαλοφυές πολιτισμό. Απαγορεύτηκε οποιαδήποτε ανάμιξη πολιτικών κομμάτων και οργανισμών στα εσωτερικά του πανεπιστημίου. Η ιδεολογική κάθαρση των πνευματικών ιδρυμάτων επήλθε έτσι απλά και μόνο αποστειρώνοντας τα βρώμικα παρακλάδια των κομματικών μηχανισμών. Οι αντιδράσεις πολλές, κυρίως από τα παράσιτα του συστήματος, το αποτέλεσμα βεβαίως μηδενικό! Κάποια ανθρωπάκια, μολυσμένα από πολιτική ιδεοληψία κι ανίκανα να δουν το σωστό, καθοδηγούμενα από μια σάπια κι αναχρονιστική νοοτροπία προσπάθησαν με καταλήψεις να κρατήσουν στην ζωή τα κεκτημένα τους. Η αποφασιστική δράση της κυβέρνησης, μετά από απαίτηση του Πλάτων, με αυτόματη κατάργηση του ασύλου, ενός αναχρονιστικού θεσμού, και η σύλληψη και καταδίκη όλων των πολέμιων της πραγματικής Δημοκρατίας, των υπερασπιστών της ασυδοσίας, έστειλε ξεκάθαρο μήνυμα παντού. Σε όλες τις κοινωνικές ομάδες που είχαν την κακή συνήθεια να ανεβαίνουν με το έτσι θέλω στις πλάτες των άλλων, των ανήμπορων, για να δουν λίγο καλύτερα την δικιά τους πλασματική, φανταστική και σάπια μέχρι την ρίζα Ιθάκη τους! Ακολούθησε η υγεία. Μπορεί η παιδεία να είναι το απαραίτητο εφόδια για μια γεμάτη ζωή, αλλά η υγεία είναι η απόλυτη προϋπόθεση για αυτό. Κι όταν λέμε υγεία για έναν λαό, εννοούμε δωρεάν υγεία. Κι όταν λέμε δωρεάν υγεία στο νέο σύστημα που έχτιζαν, το εννοούμε πραγματικά. Κάθε πολίτης ενός πολιτισμένου κράτους έχει το δικαίωμα στην πλήρη παροχή δωρεάν υπηρεσιών υγείας. Τώρα, αν κάποιος θέλει να νοσηλευτεί σε ιδιωτικό νοσοκομείο, επειδή θεωρεί ότι οι υπηρεσίες εκεί μπορεί να είναι καλύτερες, είναι δική του επιλογή. Η κυβέρνηση λοιπόν έβαλε τέλος στην πρακτική της απαξίωσης του δημόσιου συστήματος υγείας προς όφελος του ιδιωτικού. Η φορολογία κάθε πολίτη της χώρας πρέπει να περιλαμβάνει και την πρόβλεψη για την δημιουργία ενός αξιόλογου και βιώσιμου συστήματος υγείας, παράλληλα με την όποια ιδιωτική πρωτοβουλία.
225
Έτσι, οργανώθηκε ένα σύστημα απελευθερωμένο και πάλι από τις αγκυλώσεις των κομματικών παρεμβάσεων. Διορίστηκαν σε όλα τα νοσοκομεία μάνατζερ, άνθρωποι της αγοράς με ξεκάθαρο όμως στόχο. Το κέρδος να περάσει σε δεύτερη μοίρα! Τους δόθηκε η εξής εντολή, βασισμένη στην απόλυτη ανάγκη για υψηλού επιπέδου δωρεάν περίθαλψη με σωστό διαχειρισμό του κόστους: -Καταγράψτε τις ελλείψεις σε προσωπικό, διορθώστε τις στρεβλώσεις δεκαετιών που προκαλούν υπέρογκες δαπάνες προς όφελος λίγων ομάδων, αδιαφορήστε για τα συμφέροντα του οποιουδήποτε! Σκεφτείτε ότι αύριο ίσως τα παιδιά σας χρειαστούν να νοσηλευθούν στο εθνικό σύστημα υγείας! Σχεδιάστε νοσοκομεία ανοικτά και προσβάσιμα σε όλους και στείλτε μας τις εκθέσεις σας! Έτσι κι έγινε και μάλιστα σε χρόνους ρεκόρ. Πάμε στην δημόσια διοίκηση, την βάση της πυραμίδας. Κάθε δημοκρατική διαδικασία εφαρμόζεται καταρχήν από ανθρώπους, άτομα τέτοια που και να μπορούν και να οφείλουν και να δεσμεύονται σε τελική ανάλυση να εφαρμόσουν την εκάστοτε διαδικασία σύμφωνα με το πνεύμα της. Ποιοι είναι αυτοί; Από πού έρχονται και πως τους δημιουργούμε; Από την άλλη γραφειοκρατία και διαφθορά μαστίζουν τα σύγχρονα κράτη. Άλλο περισσότερο, άλλο λιγότερο. Πώς θα παταχθεί αυτό το φαινόμενο; Πώς θα εξαλειφτούν τα νοσηρά αυτά φαινόμενα, μέχρι να αποδώσει καρπούς η παιδεία; Μέχρι να μάθουν οι άνθρωποι να μην νοιάζονται μόνο για το κέρδος, που σαν καρκίνος κατατρώει την συνείδησή μας; Ο Πλάτων, μαζί με τον πρωθυπουργό, συλλογίστηκαν πολύ την λύση σ’ αυτό το πρόβλημα και η λύση ήταν μία και μοναδική. Η πειθαρχία. Η απόλυτη πειθαρχία ενός ατόμου μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν το άτομο γνωρίζει τις συνέπειες της παράβασης του καθήκοντός του και όταν οι συνέπειες αυτές είναι συντριπτικές για την μετέπειτα ζωή του. Για αυτό κι επέβαλλαν αυστηρές κυρώσεις σε κάθε τομέα του δημοσίου, από την παιδεία μέχρι την υγεία, και βεβαίως στους άρχοντες του τόπου. Κανείς δεν υποχρεώνει κάποιον να δουλέψει για το κράτος. Όλοι πηγαίνουν οικιοθελώς, λόγω των σίγουρων μισθών και της αίσθησης ανωτερότητας που έδινε η εργασία στο κράτος. Κι αν μέχρι σήμερα η ατιμωρησία και η ασυδοσία ήταν ο κανόνας, αυτό θα άλλαζε πολύ σύντομα! Η απιστία προς το κράτος θεσμοθετήθηκε σαν κακούργημα, ισάξιο με τον φόνο. Μήπως ήταν ακραία αυτή η νομοθετική αλλαγή; Μήπως ο Πλάτων κι ο πρωθυπουργός υπερέβαλλαν; Ή μήπως έπραξαν για ακόμη μια φορά το αυτονόητο για ένα σύστημα τόσο σάπιο, που τιμά την ζωή και τις αξίες σε πρώτο χρόνο, με βαρύγδουπα, παχιά λόγια κι αδιαφορεί πλήρως για αυτά σε δεύτερο και τρίτο χρόνο, αν και οι συνέπειες είναι εξίσου ολέθριες! Δεν αρκεί όμως μόνο η αυστηρότητα, χρειάζεται και κάτι άλλο, η δικαιοσύνη! Πώς θα εξασφαλίσεις ότι το νέο σύστημα θα λειτουργήσει επί ίσοις όροις για όλους; Πώς θα σιγουρέψεις το ότι η ευθύνη θα αποδίδεται στην πηγή της και όχι σε παράπλευρα ρυάκια; Με την απόλυτη μηχανοργάνωση του συστήματος φυσικά! Στην εποχή του ηλεκτρονικών υπολογιστών, όπου τα πάντα μπορούν να ελέγχονται στην πηγή και σ’ όλη την πορεία τους, δεν δικαιολογείται η χρήση χειρογράφων, που καθυστερούν την λειτουργία της κρατικής μηχανής και που εύκολα αλλοιώνονται. Αποφασίστηκε λοιπόν η δημιουργία ενός γιγαντιαίου κλειστού δικτύου υπολογιστών, που θα παρακολουθούσε τις διοικητικές πράξεις από την έκδοση ενός πιστοποιητικού μέχρι την προμήθεια νοσοκομειακού υλικού. Ένας υπερυπολογιστής θα έλεγχε την ροή πληροφοριών και θα ενημέρωνε αναλόγως της σπουδαιότητας, είτε τους υπεύθυνους των κρατικών υπηρεσιών, είτε σε εξαιρετικές περιπτώσεις ακόμη και τον ίδιο τον πρωθυπουργό! Ποιός ήταν όμως ο πρώτος στόχος, το πρώτο νομοσχέδιο που έθεσε τα γρανάζια της αλλαγής σε κίνηση; Μα τι άλλο από την φορολογική δικαιοσύνη. Απέναντι σε μια παγκόσμια ολιγαρχία, που παρουσιάζει ιδιαίτερα αντιδημοκρατικά αντανακλαστικά
226
θέτοντας σαν στόχο μια κοινωνία, χωρίς φόρο εισοδήματος, χωρίς φόρο κληρονομιάς, χωρίς ρυθμιστικές παρεμβάσεις του κράτους στην ελεύθερη οικονομία, μια ζούγκλα μεταμφιεσμένη σε κοινωνία των ανθρώπων, ο Πλάτων κι ο πρωθυπουργός επέβαλλαν σημαντικούς φόρους στους πλουσίους, με μοναδικό σκοπό την εξάλειψη της ακραίας οικονομικής ανισότητας. Το κοινωνικό κράτος πρέπει να το στηρίζουν οι έχοντες, αυτοί που έχουν ξεχάσει τον φόβο της επιβίωσης, δημιουργώντας της κατάλληλες συνθήκες για να τον ξεχάσουν κάποτε κι άλλοι. Αποτελούσε αυτό υποχρέωση των πλουσίων έναντι των λιγότερο τυχερών, αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν Χάρη. Ώστε κάποτε στο μέλλον η κοινωνία των ανθρώπων να είναι μια κοινωνία, που δεν θα μαστίζεται από την οικονομική ανισότητα, αλλά από την ατομική διαφορετικότητα και μόνο! Τα σχέδια του Πλάτων για την δημιουργία ενός πρότυπου κράτους, που σέβεται τον άνθρωπο και το περιβάλλον, ήταν μεγαλόπνοα, σχεδόν φαραωνικά, αλλά που θα έβρισκαν τα χρήματα για όλα αυτά σε έναν κόσμο που δεν ενστερνιζόταν τις ιδέες τους και μάλιστα εν μέσω μιας σφοδρής παγκόσμιας κρίσης; Για την τέλεια παιδεία, την καθολική υγεία και την αξιοκρατική δημόσια διοίκηση; Για την κοινωνία των προσώπων, με συλλογική συνείδηση, στρατευμένη προς ένα αύριο ειρηνικό, αρμονικό με την φύση, μια κοινωνία νικητή στην ατέρμονη μάχη για επιβίωση; Ο υπουργός οικονομικών, ένας λαμπρός άνθρωπος γεμάτος νέες ιδέες, έφερε τα άσχημα μαντάτα στον πρωθυπουργό. -Έχω υπολογίσει με τους συνεργάτες μου, το κόστος των μεταρρυθμίσεων μας σε περίπου τριάντα δις ευρώ τον χρόνο. Το ποσό είναι τεράστιο. Κι αν με την μηχανοργάνωση, τον εξορθολογισμό των δαπανών και την βαριά φορολογία, που έχουμε επιβάλλει μπορέσουμε να εξοικονομήσουμε σχεδόν τα μισά, δεν βλέπω από πού θα αντλήσουμε τα υπόλοιπα. -Αφού μπορούμε να εξοικονομήσουμε τα μισά, ας δανειστούμε τα υπόλοιπα, πρότεινε ο πρωθυπουργός. -Δυστυχώς αυτό δεν είναι τόσο εύκολο, απάντησε ο υπουργός. Ήθελα να το συζητήσουμε αυτό. Παρατηρούμε στο υπουργείο τον τελευταίο καιρό, μια τάση να μας δανείζουν ακριβότερα. Ενώ στην αρχή οι αγορές δέχθηκαν… -Όταν αναφέρεσαι στις αγορές εννοείς προφανώς κάποιους οικονομικούς κύκλους, που αποτελούνται από συγκεκριμένα άτομα, που εκπροσωπούν αποκλειστικά και μόνο το εγώ τους αδιαφορώντας για οτιδήποτε ζωντανό πάνω στον πλανήτη, έτσι δεν είναι; Αναφέρεσαι στο κατεστημένο που έχει επιβληθεί πάνω στους αδύναμους πολιτικούς ανά τον κόσμο και που εκφράζει το παλιό, την συντήρηση της ανθρώπινης κοινωνίας, σωστά, ρώτησε αγριεμένος ο Πλάτων. Απεχθανόταν την γενική αναφορά που γινόταν στα άτομα αυτά με τον όρο ‘αγορές’. Πίσω από την λέξη αυτή κρυβόταν κάποιοι πολύ συγκεκριμένοι άνθρωποι και είχε φτάσει ο καιρός να βγουν στο προσκήνιο. Να δει ο κόσμος όλος τα αδίστακτα πρόσωπα που τον κρατούν μόνιμα αιχμάλωτο στην μιζέρια και την εξαθλίωση. -Ναι… σωστά, απάντησε διστακτικά ο υπουργός. Συμμεριζόταν την άποψη του Πλάτωνα, αλλά η αυστηρότητα του βλέμματος και της φωνής του τον φόβισε. Ο Πλάτων του έκανε νόημα να συνεχίσει κι αυτός είπε: Όπως έλεγα οι αγορ… οι άνθρωποι που κρύβονται πίσω από τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, ενώ είδαμε στην αρχή ότι δέχτηκαν με ενθουσιασμό την προσήλωσή μας στην ανάπτυξη και εξυγίανση της οικονομίας μας, τώρα φαίνεται ότι το κλίμα έχει αντιστραφεί. Όλοι οι επενδυτικοί οίκοι ανέβασαν συντονισμένα τα επιτόκιά τους Δεν μπορώ να το εξηγήσω, παρά μόνο… -Μόνο με συλλογική συμφωνία θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, είπε σίγουρος ο Πλάτων και ο υπουργός κατένευσε συμφωνώντας απόλυτα. -Συλλογική συμφωνία; Μεταξύ ποιών, ρώτησε προβληματισμένος ο πρωθυπουργός.
227
Κλεισμένος στον μικρόκοσμο του Μεγάρου, νόμιζε ότι ο υπόλοιπος κόσμος αδιαφορούσε για τα τεκταινόμενα στην χώρα τους. Απορροφημένος απ’ το έργο τους, σχεδόν αφελώς, αγνοούσε την μισητή ματιά που έριχναν πάνω τους οι βδέλλες του παγκόσμιου συστήματος! -Μεταξύ όλων όσων αισθάνονται ότι απειλούνται, κύριε πρωθυπουργέ, απάντησε ο υπουργός. Και θεωρώ ότι αυτοί είναι αρκετοί! Είναι οι γιγάντιες τράπεζες κι επενδυτικοί όμιλοι, που διακρίνουν, ίσως όχι ακόμη ξεκάθαρα, έναν κίνδυνο για το σύστημά τους από την προσπάθειά μας. Και μαζί τους βεβαίως είναι οι πολυεθνικοί κολοσσοί, αλλά και οι κυβερνήσεις των ισχυρών κρατών, που δεν θέλουν σε καμιά περίπτωση να δουν την εξουσία και το χρήμα να γλιστράει απρόσμενα από τα χέρια τους. Μπορεί να μας θεωρούν ανίσχυρους απέναντί τους, αλλά προφανώς δεν εγκρίνουν το πείραμά μας. Ξέρουν ότι είναι επικίνδυνο, γιατί αν πετύχει, τότε θα ακολουθήσει σαν ντόμινο κι ο υπόλοιπος πλανήτης. Αλλά νομίζω ότι δεν το βλέπουν ακόμη, είναι τόσο τυφλωμένοι από την παντοδυναμία τους, που θεωρούν δεδομένη την αποτυχία μας. Γι’ αυτό και είναι ακόμη πρόθυμοι να μας δανείσουν, έστω και πιο ακριβά για να μας στείλουν το κατάλληλο μήνυμα! Οι τρείς άντρες σιώπησαν για λίγο αναλογιζόμενοι προβληματισμένοι τις προοπτικές τους. Ο Πλάτων, βέβαια δεν ήταν καθόλου προβληματισμένος όταν στράφηκε χαμογελώντας προς τον υπουργό και τον άκουσε να λέει: -Εντελώς θεωρητικά μιλώντας έχουμε μια εναλλακτική στο πως θα βρούμε τα χρήματα που χρειαζόμαστε, χωρίς να απευθυνθούμε σ’ αυτούς. Ο πρωθυπουργός γύρισε κι αυτός προς το μέρος του με μια μικρή ελπίδα. Θα εξοικονομούσαμε ακριβώς το ποσό που μας λείπει αν μηδενίζαμε τις αμυντικές δαπάνες, είπε κι ένα αυθόρμητο γελάκι του ξέφυγε, λες και είχε ξεστομίσει κάτι τόσο προφανές, που απορούσε πως δεν το σκέφτηκαν νωρίτερα. Το γελάκι έδωσε γρήγορα την θέση του στην περιέργεια και την αμφιβολία, όταν ο Πλάτων δήλωσε αποφασιστικά: -Κι αυτό ακριβώς θα κάνουμε, κύριοι. Θα μηδενίσουμε τις αμυντικές μας δαπάνες. Θα πάψουμε να χρηματοδοτούμε την αδηφάγο πολεμική μας μηχανή, γεμίζοντας τα ταμεία των «συμμάχων» μας και θα χρηματοδοτήσουμε τον πολιτισμό και την προστασία του περιβάλλοντος. Θα χρηματοδοτήσουμε το μέλλον μας! Η αλήθεια είναι ότι δεν θα μηδένιζαν άμεσα, αλλά θα ελαχιστοποιούσαν την κρατική αμυντική δαπάνη. Το πρόγραμμα που είχε σε εξέλιξη ο Πλάτων σε συνεργασία με τους κορυφαίους επιστήμονες της χώρας, χωρίς ο πρωθυπουργός να γνωρίζει το παραμικρό, θα συνεχιζόταν απρόσκοπτα. Η ολοκλήρωσή του σε σύντομο χρονικό διάστημα ήταν κομβικής σημασίας για την επιτυχία ή την αποτυχία του οράματός τους! 25 Ακολούθησε λοιπόν ένας οργασμός νομοσχεδίων, σαν αποτέλεσμα της κολοσσιαίας προσπάθειας απ’ όλα τα μέλη της κυβέρνησης. Οι υπουργοί ζούσαν κυριολεκτικά μες τα γραφεία τους, όπου συσκέπτονταν διαρκώς με τους άμεσους συνεργάτες τους, αλλά και με τον πρωθυπουργό και τον Πλάτων μέσω τηλεδιασκέψεων.Έτρωγαν και κοιμόνταν, ξυρίζονταν και μπανιαριζόταν με το μυαλό τους αφοσιωμένο στον μοναδικό τους σκοπό. Κι αν θα θεωρούσαμε ίσως αυτονόητο, ότι η προσπάθειά τους θα συνοδευόταν από την καθολική αποδοχή του κόσμου, θα κάναμε σίγουρα λάθος. Διότι, ενώ οι μέρες κυλούσαν αργά το κατεστημένο της ελληνικής κοινωνίας άρχισε να αντιδράει απέναντι στην διαφαινόμενη ανατροπή του. Σιγά σιγά, ξεκίνησαν κάποια δημοσιεύματα στον τύπο και κάποια ρεπορτάζ στα κανάλια, φήμες, διαδόσεις ότι τα σχέδια του πρωθυπουργού ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Τον κατηγορούσαν ότι κυνηγώντας μια ουτοπία, κι ας είχε
228
ίσως τις καλύτερες προθέσεις ρίσκαρε το ίδιο το μέλλον της χώρας. Και των επόμενων γενιών των Ελλήνων! Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που ελέγχονταν από το Κεφάλαιο, σε συνεργασία με την Εκκλησία, ξεκίνησαν μια προπαγάνδα, που σαν μοναδικό στόχο είχε την σταδιακή απεμπλοκή, την απαγκίστρωση του λαού από την γητευτική επίδραση του Πλάτων. Και σιγά σιγά έμοιαζε να πετυχαίνουν τον σκοπό τους! Οι πολίτες άρχισαν να αναρωτιούνται, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται ακόμη κι αυτοί που ευνοούνταν ξεκάθαρα από την αλλαγή πολιτικής που επιχειρούσαν, για το μέλλον της πατρίδας και των παιδιών τους. Άκουγαν φοβισμένοι τα ρεπορτάζ, που φανέρωναν μια άγρια κερδοσκοπία από τις διεθνείς αγορές εις βάρος του ελληνικού κράτους. Τα επιτόκια δανεισμού ανέβηκαν απότομα και διατηρήθηκαν σε αφύσικα υψηλά επίπεδα. Οι Αγορές ήθελαν θυσίες από τον ελληνικό λαό, κάθε άλλο παρά τις σοσιαλιστικές, που οραματιζόταν ο πρωθυπουργός. Ζητούσαν ρυθμίσεις υπέρ της ελευθερίας, όπως το αποκαλούσαν, της αγοράς, ενώ ο Πλάτων έβλεπε μόνο μια λέξη στα θέλω τους. Ασυδοσία! Απαιτούσαν αίμα για να εξευμενιστούν οι θεοί της οικονομίας! Όταν λοιπόν κατέστει αναπόφευκτη μια συνταγματική μεταρρύθμιση, που θα έδινε στην κυβέρνηση και κυρίως στον πρωθυπουργό την δυνατότητα να επεμβαίνει άμεσα στην λειτουργία του Κεφαλαίου, στην ουσία βέβαια θα του έδινε την δύναμη του «Αποφασίζω και διατάζω!», όλοι προεξόφλησαν την αποτυχία της. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο! Το κανάλι της βουλής είχε σίγουρα την μεγαλύτερη τηλεθέαση όλων των εποχών εκείνο το βροχερό απόγευμα του Νοεμβρίου. Οι πολίτες σε κάθε γωνιά της Ελλάδας συντονίστηκαν μαζικά για να παρακολουθήσουν την κρίσιμη ψηφοφορία της συνταγματικής μεταρρύθμισης, μιας ρύθμισης που έδινε υπερεξουσίες σε έναν μόλις άνθρωπο.Τον πρωθυπουργό. Χρειαζόταν βεβαίως η αυξημένη πλειοψηφία, των διακοσίων είκοσι από τους τριακόσιους της βουλής για να επικυρωθεί αυτή η αλλαγή, όταν η ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία, συνδυασμένη έστω με τις ψήφους των κομμάτων της αριστεράς, με το ζόρι συγκέντρωνε εκατόν ογδόντα ψήφους. Τζίφος λοιπόν; Η δυσαρέσκεια των βουλευτών, αλλά και των πολιτών που συμφωνούσαν με την πρωτοβουλία της κυβέρνησης, βλέποντας ότι οι ιστορικές στιγμές που ζούσαν σε ένα μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον απαιτούσαν δυναμική ηγεσία, σίγουρα όχι αγκυλωμένη από τις χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες, ερχόταν σε άμεση αντιδιαστολή με τα πλατιά χαμόγελα των αντιρρησιών της ρύθμισης. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε ξεκαθαρίσει στον πρωθυπουργό ότι το κόμμα του θα καταψηφίσει την ρύθμιση, διότι την θεωρούσε τόσο αντιδημοκρατική (λες και οι τωρινές εξουσίες του εκάστοτε πρωθυπουργού δεν τον έκαναν ήδη απόλυτο άρχοντα) όσο και καταδικαστική για την χώρα μας. «Οι αγορές δεν πρόκειται να μας συγχωρήσουν ποτέ!», ήταν η ακριβής του δήλωση. Και χωρίς της ψήφους του κόμματός του, όπως και της ουράς του, του ακροδεξιού κόμματος, το Σύνταγμα θα έμενε αναλλοίωτο. Ο πρωθυπουργός μπήκε στην αίθουσα και πήρε την θέση του. Δεξιά του στοιχήθηκαν τα μέλη της κυβέρνησής του και όλοι οι τριακόσιοι της βουλής διέλυσαν τα πηγαδάκια που είχαν σχηματίσει και βολεύτηκαν στις καρέκλες τους με την σιωπή να απλώνεται αργά μες την αίθουσα. Η αποτυχία του ήταν προδικασμένη, ακόμη κι απ’ τα μέλη του κόμματός του, κι όμως το ειρηνικό, και συνάμα ήρεμο πρόσωπο του πρωθυπουργού, πυροδότησε ψιθύρους απορίας κι αγωνίας. Αναρωτήθηκαν όλοι, κυρίως οι πολιτικοί του αντίπαλοι, τι μπορεί να σχεδίαζε, τι ήταν αυτό που τον έκανε να φαίνεται τόσο σίγουρος, με το χαμογελαστό κι ειρηνικό πρόσωπο ενός πατέρα που διαβάζει τα οριστικά κι άριστα αποτελέσματα των παιδιών του. Έμοιαζε λες και είχε στήσει το αποτέλεσμα. Η σκέψη όλων πήγε αναπόφευκτα στο πρόσωπο των ημερών και κοίταξαν γύρω τους ψάχνοντας
229
την αίθουσα. Ο Πλάτων δεν φαινόταν πουθενά! Ο πρόεδρος της βουλής κήρυξε την έναρξη της συνεδρίασης και ο πρωθυπουργός πήρε την θέση του στο βήμα. Κι ενώ άρχισε να τους μιλάει για τα όνειρα που απέκτησε πρόσφατα και για την μοναδική ευκαιρία που θα είχαν όλοι οι αντιπρόσωποι του ελληνικού λαού να γράψουν το όνομά τους με χρυσά γράμματα στα βιβλία της ιστορίας, απλώς και μόνο ψηφίζοντας ναι στο πρώτο Σύνταγμα της Νέας Εποχής, έξω απ’ το γραφείο του πρωθυπουργού στην βουλή, λίγες δεκάδες μέτρα μακριά από την αίθουσα της ολομέλειας, ο Οδυσσέας, μαζί με άλλους δυο άντρες έστεκε άγρυπνος φρουρός για ότι διαδραματιζόταν μέσα σ’ αυτό. Ο Πλάτων καθόταν σταυροπόδι στο παχύ χαλί, που κοσμούσε το πάτωμα και ήταν στραμμένος προς την κατεύθυνση που ο όρθιος πρωθυπουργός διάβαζε τον λόγο του. Τα μάτια του ήταν σφαλιστά κι όμως τα βλέφαρά του έπαιζαν πέρα δώθε, λες και κοιμόταν και κάποιο όνειρο ή εφιάλτης τον είχε επισκεφτεί. Η αναπνοή του ήταν γρήγορη, αλλά σταθερή. Το δέρμα στο πρόσωπό του ήταν ήρεμο και λείο, χωρίς ίχνος ρυτίδας να μαρτυράει ένταση και αγωνία. Είχε καταφέρει σε μικρό χρονικό διάστημα να πραγματοποιήσει το σκοπό του, να συντονιστεί με τα μυαλά, όλων των ανθρώπων που βρισκόταν στην αίθουσα, καθώς άκουγαν τον πρωθυπουργό να τους μιλάει: «…ο αυτοσχηματισμός της κοινωνίας μας αφορά αποκλειστικά στο πολιτικό πράττειν και μόνο. Σε αντίθεση με τα πιστεύω των φωστήρων του καπιταλισμού η πολιτική σκέψη που δέχεται την κοινωνία ως αυτοδημιουργούμενης, αυτοστοχαστικής και αυτόνομης συλλογικότητας, αποτελούμενη από άτομα ικανά να «άρχουν και να άρχονται», όπως λέει ο Αριστοτέλης, είναι ο μόνος δρόμος για μια θέσμιση της κοινωνίας που επιδιώκει την μακροπρόθεσμη επιβίωση κι ανάπτυξη της κοινωνίας των προσώπων και όχι της αποκλειστικής ικανοποίησης των αναγκών που εισάγει ο αχαλίνωτος καπιταλισμός … απαιτείται ένας νέος συμβολισμός, μια σιωπηλή επανάσταση για την εκπλήρωση των ονείρων των ελλήνων πολι-τών…» Τα λόγια του πρωθυπουργού ήταν αυστηρά, φιλοσοφημένα, αλλά γλυκά, σχεδόν μελιστάλαχτα. Περιέγραφαν ένα ονειρικό κράτος, τον παράδεισο επί Γης, και τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν πραγματικότητα μέσω της εξουσίας, που θα του έδιναν εάν ψήφιζαν ναι, ώστε να μπορέσει να εργαστεί πανίσχυρος δίπλα στον Πλάτων για το καλό όλων. Κι όμως ανάμεσα στις καρδιές που έλιωναν από την προσμονή της ευτυχίας μπρος στους τηλεοπτικούς δέκτες, βρισκόταν κι άλλες, παγερές σαν πέτρες. Καρδιές σκληρές κι αδυσώπητες, που βρισκόταν μες την αίθουσα και γύρευαν να γεμίσουν το είναι τους μόνο με δόξα και χρήμα. Ο Πλάτων μέτρησε τις ειρηνικές καρδιές, αυτές που πάλλονταν πιο κοντά στον παλμό του. Κόντευαν τις διακόσιες πενήντα. Ένα χαμόγελο θριάμβου σφράγισε την απόφαση του. Μια μικρή ανταρσία θα διαδραματιζόταν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κάποιοι ίσως έχαναν την θέση τους λόγω της μη στρατιωτικής τους υπακοής στην γραμμή του κόμματος και σίγουρα οι ζωές λίγων θα γινόταν πιο δύσκολες όμως το διακύβευμα ήταν μεγάλο, τεράστιο για να αφεθεί στην τύχη! Ο Πλάτων φύτεψε στο είναι του καθενός μια λέξη, «ΝΑΙ!» κι αποσυνδέθηκε απ’ τα μυαλά τους, περνώντας γοργές και βαθιές ανάσες. Η κούραση του ήταν λίγη, σχεδόν ανεπαίσθητη και σίγουρα όχι όπως τις προηγούμενες φορές,. Ένιωσε ηδονή, μια σκληρή στύση να ορθώνεται επιβλητικά, καθώς βίωνε τον εαυτό του, το μυαλό και το σώμα να δυναμώνει κι άλλο! Έμεινε έτσι ακίνητος και μόνος, συντροφιά με την αιώνια σιωπή, σαφώς ευχαριστημένος από την προσπάθεια του, να περιμένει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Η ομιλία του πρωθυπουργού τελείωσε, όπως και αυτές των αρχηγών των κομμάτων της
230
αντιπολίτευσης, που την ακολούθησαν. Οι πολίτες παρακολούθησαν μια τυπική βουλευτική μονομαχία, όπου όλοι οι ομιλητές φάνταζαν αποκομμένοι από τους υπόλοιπους, στην δικιά τους γυάλα, εθισμένοι στην ακράδαντη πίστη στην μοναδική τους κι απόλυτη αλήθεια. Ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου άρχισε την αλφαβητική ανάγνωση των ονομάτων για την προσέλευση των βουλευτών στην διαδικασία της ψηφοφορίας. Κι ενώ οι βουλευτές που υπερασπίζονταν την συνταγματική αλλαγή προσέρχονταν χαρούμενοι κι έριχναν την ψήφο τους, κάποιοι στεκόμενοι για λίγο ώστε να αποθανατιστεί αυτή η στιγμή από ένα αόρατο πλήθος φωτογράφων, αρκετοί από τους συνάδελφούς τους που είχαν ρητή εντολή να ψηφίσουν όχι, έμοιαζαν με ανθρώπινες παγοκολόνες. Πολλοί προσέρχονταν στην κάλπη σίγουροι για το όχι τους, κάποιοι άλλοι όμως στέκονταν ακίνητοι στις έδρες τους, με το βλέμμα θολό και καρφωμένο στο κενό. Κι η εξήγηση ήταν πολύ απλή όσο κι αν προκαλούσαν βλέμματα περιέργειας από τους συναδέλφους γύρω τους. Είχαν όλοι τους την εντύπωση, ότι ενώ ξεκίνησαν να γράψουν «Όχι», τελικά, μια ακατανόητη δύναμη τους οδήγησε τελικά στο να γράψουν «Ναι». Λες και το ίδιο τους το μυαλό παραπλανήθηκε, ξεγελάστηκε απ’ το πονηρό τους χέρι. Κρατούσαν τον κλειστό φάκελο κι ένιωθαν απολύτως σίγουροι, θα ορκίζονταν στην ζωή τους, ότι ο φάκελος έγραφε ένα μεγαλοπρεπέστατο κι ηρωικό «Όχι». Όχι, για χάρη του κόμματος και της πλουτοκρατίας, ακόμη κι απέναντι στις επιταγές της αδύναμης καρδιάς τους. Όχι, αλλά ναι! Μόλις το είχαν γράψει κι όμως κάποια άγνωστη φωνή τους ψιθύριζε συνωμοτικά ότι αν άνοιγαν τον φάκελο θα διάβαζαν ένα ξεκάθαρο «Ναι». Γραμμένο από ποιον; Και πώς; Ταυτόχρονα στράφηκαν ακόμη μια φορά δεξιά κι αριστερά σαν φοβισμένα κουτάβια ψάχνοντας για τον αόρατο εχθρό! Δεν είδαν παρά τα χαμογελαστά πρόσωπα των πολιτικών τους αντιπάλων και κυρίως τα άγρια μούτρα των συμμάχων τους. Αυτών που όντας ψηλά στην ιεραρχία του κόμματος τους κάρφωναν τόσο άπληστα που οι κατηγορίες έμοιαζαν έτοιμες να δραπετεύσουν απ’ τα στόματά τους. «Άντε… τελείωνε! Τι κάθεσαι σαν χάνος; Πήγαινε να ψηφίσεις αυτό που σου είπαμε!» Σηκώθηκαν συγχρονισμένα ο ένας μετά τον άλλο και πλησίασαν διστακτικά την κάλπη. Ψήφισαν όλοι γρήγορα και βγήκαν βιαστικά από την αίθουσα παίρνοντας βαθιές ανάσες για να οξυγονώσουν τους τρομοκρατημένους τους εγκεφάλους. Στο τέλος μόνο ένας απ’ τους βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης αγωνίζονταν με τον εαυτό του ακόμη μπροστά στην κάλπη. Κοιτούσε επίμονα τον φάκελο, προκαλώντας την απορία των υπαλλήλων της γραμματείας. Στράφηκε ψηλά και είδε τον πρωθυπουργό να τον κοιτάζει με ένα μειδίαμα ικανοποίησης. Η ενέργεια που έπρεπε να κάνει ήταν αναπόφευκτη, όσο κι αν αισθάνονταν την μέγγενη της γνώσης του τι είχε ψηφίσει τελικά να του κλείνει τον λαιμό, καθώς αγωνιζόταν ενάντια στην παντοδύναμη θέληση του μυαλού του να ρίξει τον φάκελο στην κάλπη και να σηκωθεί να φύγει. Δεν είχε συμφωνήσει να κάνει κάτι τέτοιο στις συνομιλίες που είχε με τους δεξιούς ηγέτες της Ευρώπης. Κάθε άλλο μάλιστα! Κι όμως όσο ακατανόητο κι αν φαίνονταν είχε συναινέσει. Ο βουλευτής, που ήταν ταυτόχρονα και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης άφησε τον φάκελο να πέσει μες την κάλπη με το «Ναι» γραμμένο από ένα τρεμάμενο χέρι, όταν είδε για μόλις μια στιγμή μια σκοτεινή σκιά να σκεπάζει το οπτικό του πεδίο, ένιωσε ζαλάδα, του φάνηκε ότι όλα σκοτείνιασαν με μιας, μια ενοχλητική σκοτοδίνη. Κι αμέσως χάθηκε! Τα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν μετά από μια ώρα ήταν θριαμβευτικά και συνοδεύτηκαν από χειροκροτήματα και ιαχές θριάμβου των περισσότερων βουλευτών, όταν ο πρόεδρος της βουλής τα ανακοίνωσε. Διακόσια πενήντα δυο «Ναι» έναντι μόλις σαράντα οκτώ «Όχι» ήταν το τελικό αποτέλεσμα που αντικατόπτριζε ξεκάθαρα την βούληση των εκλεκτών του ελληνικού λαού! Η συνταγματική μεταρρύθμιση πέρασε
231
εδραιώνοντας την απόλυτη κυριαρχία του πρωθυπουργού και των ιδεών του Πλάτων. Έμενε τώρα μια κρίσιμη συνάντηση σε λίγες εβδομάδες των ηγετών της Ευρώπης, όπου σχεδίαζαν να τους παρουσιάσουν το σχέδιο τους για ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, μια αρτιότερη μελλοντική θέσμιση της κοινωνίας. Δούλευαν πυρετωδώς σιγουρότεροι από ποτέ για την ολοκλήρωση του εγχειρήματός τους, κάτι που φαίνονταν στο μόνιμα κολλημένο χαμόγελο στο πρόσωπο του πρωθυπουργού και την καλή διάθεση του Πλάτων. Καλή διάθεση που συνοδευόταν συχνά από ένα παρατεταμένο βλέμμα στο κενό. Κάτι κατέτρωγε τον Πλάτων, όχι βέβαια την σκοτεινή Σκιά, αλλά τον φοβισμένο και κρυμμένο στα βάθη του μυαλού του ανθρώπινο εαυτό του! 26 Ο Πλάτων επέστρεφε λοιπόν αργά κάθε βράδυ στο σπίτι στον λόφο και ξυπνούσε πολύ νωρίς το πρωί. Παράλληλα με την οργάνωση του κυβερνητικού έργου επιθεωρούσε και τις εντατικές εργασίες της ομάδας των επιστημόνων και του έργου που τους είχε αναθέσει. Η Νεφέλη αισθανόμενη ένα τεράστιο κενό από την απουσία του, άλλαξε το ωράριο του ύπνου της θέλοντας να τον βλέπει όταν έμπαινε στο δωμάτιο την νύχτα και της χαμογελούσε, όταν ξάπλωνε δίπλα της και την αγκάλιαζε στοργικά, φιλώντας την στα χείλη. Ήθελε να είναι ξύπνια όταν γλίστραγε αργά το χέρι του στην πλάτη της, αλλά κι όταν άγγιζε την κοιλίτσα της, που είχε αρχίσει να φουσκώνει, λίγο πριν φύγει το πρωί. Λίγες στιγμές μέσα σε ολόκληρο εικοσιτετράωρο ήταν οι προσωπικές τους, αδυνατούσαν να σβήσουν την δίψα της για αυτόν. Λάτρευε την δονκιχωτική του νοοτροπία, το κυνήγι του ιδανικού του με επιμονή και πείσμα και ταυτόχρονα την έθλιβαν οι συνέπειες αυτού. Η ψυχική του απομόνωση και το προσπέρασμα της καθημερινότητας. Δεν την πείραζε όμως, θα έπαιρνε από αυτόν ότι της έδινε, ακόμη και τα ψίχουλα! Ένα βροχερό απόγευμα όμως, κι ενώ μολυβένια σύννεφα είχαν συγκεντρωθεί στον ουρανό της Αθήνας, της έκανε την καλύτερη έκπληξη, που θα μπορούσε. Χτύπησε την πόρτα του δωματίου της και οι αισθήσεις της οξύνθηκαν με μιας, αφού ποτέ δεν την ενοχλούσαν στο δωμάτιο της οι άντρες της ασφάλειάς της. -Παρακαλώ, ρώτησε με ένα κύμα περιέργειας να την διαπερνά. Η πόρτα άνοιξε, σπρωγμένη από κάποιο χέρι, αργά. Τόσο αργά που το κύμα περιέργειας φούσκωσε απότομα κι αυτή έσκυψε μπροστά να δει ποιος είναι. Τον είδε να στέκεται, ακουμπισμένος στο κάσωμα της πόρτας, χαμογελώντας και περιμένοντας. Τι άλλο από την αντίδρασή της! -Πλάτων, αναφώνησε έκπληκτη, αλλά και γεμάτη από ευτυχία. Τι κάνεις εσύ εδώ τέτοια ώρα; ρώτησε τρέχοντας και πηδώντας στην αγκαλιά του. Γαντζώθηκε πάνω στο στιβαρό του κορμί, σφίγγοντας με τους μηρούς την μέση του, περνώντας τα δάχτυλά της στα μαλλιά του και άρχισε να τον φιλά γλυκά, αργά στην αρχή, σε όλο του το πρόσωπο. Έφτασε στα χείλη του, του έδωσε ένα παθιασμένο φιλί, οι γλώσσες τους χόρεψαν ένα ρυθμικό ταγκό για κάμποσα δευτερόλεπτα και μετά τον αγκάλιασε με όλη της την δύναμη. -Μου λείπεις, μωρό μου. Μου λείπεις αφάνταστα, ψιθύρισε στο αυτί του, χώνοντας την γλώσσα της μέσα, προκαλώντας του ένα ηλεκτρικό φορτίο στην σπονδυλική του στήλη κι ενώ τα χέρια της προσπαθούσαν να τον κολλήσουν πάνω της. Αισθάνθηκε με ευχαρίστηση τα χέρια του να χουφτώνουν τον σφιχτό της πισινό με πάθος, ένιωσε τα χείλη του να κολλάνε απαλά πάνω στον λαιμό της και κατάλαβε ότι προχωρούσε προς το κρεβάτι, ενώ άκουσε τον χτύπο της πόρτας να ασφαλίζει πίσω της τον έρωτά τους από κάθε αδιάκριτο βλέμμα. Ο Πλάτων σταμάτησε και η Νεφέλη ποθούσε να πέσουν μαζί στο κρεβάτι. Είχε ανάψει ολόκληρη, αυτό όμως δεν την εμπόδισε να αντιληφθεί ότι όλα είχαν παγώσει απότομα.
232
Τίποτα δεν συνέβαινε. Τραβήχτηκε λίγο πίσω και κοίταξε τον Πλάτων. Είχε γύρει το κεφάλι του στο στέρνο της και τώρα αυτός την έσφιγγε με δύναμη πάνω του. -Πλάτων; Τι συμβαίνει, ρώτησε διστακτικά, αλλά μέσα της ίσως κατάλαβε. Αυτός σήκωσε το κεφάλι του αργά και την κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα, που προσπαθούσαν να απορροφήσουν την εικόνα της, το φώς που εξέπεμπε το πρόσωπό της. Της φάνηκε πως είδε τους δυο ήλιους να περιμένουν υπομονετικά στο παρασκήνιο. Είχαν δώσει οικιοθελώς την θέση τους σε δυο μπλε χάντρες που ατένιζαν στωικά το ομορφότερο πλάσμα του κόσμου. -Σ’ αγαπώ, Νεφέλη! Είσαι ότι καλύτερο έχει συμβεί στην ζωή μου. Είσαι … σταμάτησε και άρχισε να την φιλά. Το κορίτσι ανταποκρίθηκε, γλιτώνοντας τον από την πικρή αλήθεια. Την ξάπλωσε στο κρεβάτι απαλά, σαν το πιο εύθραυστο και πολύτιμο τρόπαιο. Την έγδυσε αργά και τρυφερά και στην συνέχεια αφέθηκε στα χέρια της. Κοιτάζονταν διαρκώς αν και παρέμειναν σιωπηλοί. Δυο-τρία χαμόγελα αμηχανίας ήταν τα μόνα που αλλοίωσαν τα πρόσωπά τους, δυο πρόσωπα που ακτινοβολούσαν πιο δυνατά από ποτέ την κατανόηση και την παραδοχή. Έκαναν έρωτα εξίσου σιωπηλά, τα κορμιά τους όμως ενώθηκαν τόσες φορές, με τόσο διαφορετικούς τρόπους, με φλογερό πάθος και στο τέλος έμειναν αγκαλιασμένοι με τέτοιο τρόπο, που κοιτώντας τους κάποιος θα νόμιζε ότι τα κορμιά τους αγωνίζονταν να γίνουν ένα. Κοιμήθηκαν βαθιά κι ευτυχισμένοι. Πρώτα αφέθηκε στον ύπνο η Νεφέλη κι ύστερα ο Πλάτων. Έμεινε για λίγο να την κοιτάζει, καθώς κοιμόταν γραπωμένη πάνω του, ξέροντας ότι αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν δύσκολο. Ακόμη και για αυτόν, τον καινούριο του εαυτό που είχε αναλάβει τα ηνία του είναι του! Έκλεισε τα μάτια του πριν προλάβει ο πειρασμός να αναπτύξει τα ακλόνητα επιχειρήματά του κι αφέθηκε κι αυτός στην γαλήνια θάλασσα του βαθύ ύπνου. Σηκώθηκε μετά από λίγες ώρες κι ενώ η νύχτα έξω σκέπαζε ακόμη τα πάντα και οι στάλες της βροχής έπαιζαν το δικό τους ορχηστρικό κομμάτι, καθώς τσακιζόταν πάνω στην πέτρινη σκεπή, στα γυάλινα παράθυρα και τα ξύλινα παραθυρόφυλλα. Κοίταξε το κορίτσι, που φαινόταν τόσο ήρεμο, λες και ήξερε, λες και το είχε αποδεχθεί! Μια υποψία χαμόγελου στο ειρηνικό της πρόσωπο του έδωσε το κουράγιο, που έψαχνε. Ντύθηκε σιωπηλά και βγήκε από το δωμάτιο. Επέστρεψε μετά από λίγο. Πλησίασε και πάλι το κορίτσι και κάθισε δίπλα της. Αυτή αισθανόμενη σε κάποιο άλλο επίπεδο την παρουσία του άπλωσε το χέρι της να τον αγγίξει. Ακούμπησε με τα ακροδάχτυλά της το γόνατό του και έσφιξε το χέρι της χαμογελώντας. Ο Πλάτων χαμογέλασε κι αυτός από την αθώα μαρτυρία της αγάπης της. «Γιατί να μην είναι δικιά μου για πάντα; Γιατί;» ρώτησε το ανθρώπινο κομμάτι του μυαλό του θλιμμένα. Καμιά απάντηση δεν ήρθε από τον νέο του εαυτό, που άφηνε την θλίψη να εκφραστεί ελεύθερα, προσδοκώντας μόνο και μόνο την λύτρωση και την αποδοχή! Χάιδεψε τον αριστερό της γλουτό και το κορίτσι λίκνισε ηδονικά το κορμί της. Ήταν διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία του να ικανοποιήσει το χρέος του απέναντι σ’ αυτό το κορίτσι που είχε αγαπήσει κάτω απ’ το αυγουστιάτικο φεγγάρι και την αίσθηση του καθήκοντος και της ευθύνης απέναντι στο ανθρώπινο είδος. Μακάρι να σχιζόταν στα δυο. Τρομοκρατημένος από την σκέψη αυτή και φοβούμενος ότι η θέα του κορμιού της καθώς κινούταν ψάχνοντας αγωνιωδώς για το δικό του θα τον αποθάρρυνε, ενήργησε πριν προλάβει να σκεφτεί άλλο. Με μια κίνηση πίεσε τον γλουτό ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη και έμπηξε γρήγορα την βελόνα στο ζεστό της κωλομέρι. Ύστερα ώθησε αργά το φάρμακο μες το κορμί της.
233
Η Νεφέλη δεν ένιωσε σχεδόν τίποτα. Απλώς ο ύπνος της βάθυνε και θα διαρκούσε λίγο περισσότερο και δεν θα τον έβλεπε, όπως έλπιζε το πρωί, δεν θα τον φιλούσε για καλημέρα. Θα ξυπνούσε κάπου αλλού, εκεί όπου θα την πήγαιναν μετά από εντολή του Πλάτων, οι άντρες της ασφάλειάς της, που μπήκαν μετά από λίγο στο δωμάτιο, συνοδεία του γιατρού. Ο Πλάτων την είχε ντύσει και στεκόταν δίπλα της χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Την κοίταζε απαθής, κανένα συναίσθημα δεν καθρεφτιζόταν στο σκληρό του πρόσωπο. Μπορεί μέσα του, στα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς του η αγάπη και η ηδονή που είχε νιώσει να άγγιζαν με τρόμο τον πιο σκληρό πόνο και να έκλαιγαν γοερά με καυτά δάκρυα κι ακόμη και το υπεράνθρωπό μυαλό του, η τρομερή Σκιά, να πάλευε με μια περίεργη αίσθηση, μια μεθυστική και δυνατή γεύση που πλημμύριζε την γλώσσα του «Αυτή είναι τελικά η γεύση της αγάπης;» αλλά στον φυσικό κόσμο, οι άντρες είδαν το πιο ψυχρό βλέμμα που θα αντίκριζαν ποτέ. Μια άκαμπτη μάσκα από δέρμα, μια τρομερή γύμνια στα χωρίς λάμψη γαλάζια του μάτια, λες και η κοπέλα αυτή του ήταν τελείως άγνωστη, λες και δεν περίμενε το παιδί του, λες και δεν την είχε αγαπήσει ούτε στάλα. Μια κοπέλα που ίσως δεν την ξανάβλεπε ποτέ!
234
ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΟΝΕΙΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Δεν είμαι ‘γώ σπορά της τύχης Ο πλαστουργός της νιας ζωής. Εγώ ‘μαι τέκνο της ανάγκης Κι ώριμο τέκνο της οργής. Το φώς που καίει( Ο Οδηγητής)-Κώστας Βάρναλης
235
Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ
1 Ο πρόεδρος της Υπερδύναμης βρισκόταν στο γραφείο του συζητώντας με κάποια από τα μέλη της κυβέρνησής του για τα υποτιθέμενα μέτρα που όφειλαν να πάρουν απέναντι στην μανία της κρίσης που κατέτρωγε από μέσα το σύστημα. Έπρεπε να προσποιηθούν ότι ενδιαφέρονται, αλλά κατά βάθος να διαφυλάξουν το ίδιο σκάρτο σύστημα που το αμερικάνικο κράτος υπερασπιζόταν μονότονα και κοντόφθαλμα τις τελευταίες δεκαετίες. Ήξερε ότι η κρίση ήταν φτιαχτή και οι εργοδότες του, οι άνθρωποι πίσω απ’ την σκηνή, αυτοί που κινούσαν τα νήματα κατά το δοκούν, αδιαφορώντας για καθετί πέρα από τα ανόητα συμφέροντά τους! Το μυαλό του όμως ήταν αλλού περιμένοντας τον εκπρόσωπο του μεγαλύτερου συμμάχου του σ’ αυτό που οραματιζόταν ότι θα γίνονταν η εξιλέωσή του στα μάτια όλου του κόσμου. Πίστευε ότι η κρίση θα περνούσε όπως γινόταν πάντα, με τις κατάλληλες θυσίες εκ μέρους των πολλών, αλλά η πραγματική πρόκληση και ο αληθινός κίνδυνος δεν βρισκόταν στους εξαθλιωμένους, δουλοπρεπείς λαούς και τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις τους, ούτε στους αποχαυνωμένους δυτικούς πολίτες των οποίων τα αντανακλαστικά είχαν αδρανήσει, αλλά σε έναν και μόνο, πανίσχυρο και επικίνδυνο νέο σε ένα μικρό κράτος της Μεσογείου! Η πόρτα άνοιξε κι ο αιδεσιμότατος Ιάκωβος μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε προς το μέρος του με ανοιχτές αγκάλες κι ένα χαμόγελο μεγαλύτερο απ’ όσο χωρούσε το πρόσωπο του. Έμοιαζε ζωγραφισμένο πάνω του και φανέρωνε επιβλητικά την ευτυχία του. Κόμιζε σίγουρα καλά μαντάτα! -Καλώς τον, είπε ο πρόεδρος και σηκώθηκε να τον χαιρετήσει κάνοντας βεβιασμένο νόημα στους υπόλοιπους να τους αφήσουν μόνους. Είχε γίνει κατανοητό σε όλους ότι οι συναντήσεις των δυο ήταν απολύτως προσωπικές. Δεν συμμετείχαν σ’ αυτές ούτε οι μέχρι πρότινος στενότεροι συνεργάτες του προέδρου, για να μην αναφέρουμε τα μέλη της κυβέρνησης, τα οποία κοίταζαν με εύλογη απορία τον άντρα της θρησκείας, να περνάει δίπλα τους λες και ήταν αόρατοι, λες και υπήρχαν μόνο αυτός και ο πρόεδρος και οι υπόλοιποι δεν ήταν παρά μυρμήγκια στον στρωμένο με ροδοπέταλα δρόμο τους. Ο πρόεδρος έκανε ένα νεύμα κι όλοι αποχώρησαν, αφήνοντας τους μόνους στο πολυτελές δωμάτιο. -Πρόεδρε, ο Κύριος είναι με το πλευρό μας! Πριν από λίγο μίλησα με τους θρησκευτικούς ηγέτες της Ευρώπης. Έστειλαν όλοι τους ηχηρό μήνυμα στις κυβερνήσεις τους και το φαινομενικό πείραμα, ο ψεύτικος μανδύας της κοινωνίας της Δικαιοσύνης και της Ευημερίας, που επαγγέλλεται ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, και πίσω από το οποίο κρύβεται ο Αντίχριστος, θα πολεμηθεί σφοδρά από όλους με κάθε δυνατό τρόπο. Ήδη στην συνάντηση των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα γίνει σε λίγες ημέρες στις Βρυξέλλες, θα νιώσουν την πρώτη ψυχρολουσία. Χρειάζονται κονδύλια, τα οποία δεν θα βρουν ποτέ, για το αποκαλούμενο πρόγραμμα τους, που σαν γευστικό τυρί στέκεται στην άκρη της αόρατης φάκας που έχει στήσει. Είναι προφανές ότι προσπαθεί να πάρει με το μέρος του τους απελπισμένους και τους ευκολόπιστους όλου του κόσμου και στην
236
συνέχεια να φανερώσει το αληθινό του πρόσωπο. Εμείς όμως βλέποντας το αληθινό διακύβευμα δεν θα τον αφήσουμε να ολοκληρώσει το έργο του, αγαπητέ μου φίλε, είπε σχεδόν τραγουδιστά απευθυνόμενος σε ένα ακροατήριο του ενός. Και το τεράστιο χαμόγελο που υποδήλωνε μια αμετάκλητη σιγουριά παρέμενε κολλημένο πάνω του. Ο πρόεδρος τον πλησίασε με την ίδια αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι το σχέδιο τους θα γινόταν πράξη με την πλήρη υποστήριξη των συμμάχων όλου του Δυτικού κόσμου. Όλοι έβλεπαν τον κίνδυνο για την άρχουσα τάξη του πλανήτη και το Σύστημα είχε κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις του εναντίων της απειλής. Η ισορροπία επρόκειτο να ανατραπεί και οι πολιτικοί, υπό τις ευλογίες του συστήματος, όφειλαν στους εαυτούς τους να εξασφαλίσουν το μικρό κομμάτι που τους αναλογούσε στην κυριαρχία και της Νέας Τάξης πραγμάτων. Ένας νέος χάρτης θα καθόριζε το μέλλον του ανθρώπινου είδους. Που θέλουμε να πάμε και τι ονειρευόμαστε άραγε; -Σε λίγες ημέρες, στην τακτική σύνοδο του Δεκεμβρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ηγέτες των ισχυρότερων χωρών θα τρίξουν τα δόντια στον ανόητο πρωθυπουργό. Θα τονίσουν το άκαιρο του σχεδίου του, έξω από τα συμφωνηθέντα στην Ένωση και θα απαιτήσουν την πλήρη συμμόρφωσή του στις υποδείξεις τους. Θα ήθελα μόνο να είμαι απέναντί του, όταν ακούσει τα νέα, είπε ο πρόεδρος και φαντάστηκε αμέσως το αναιδέστατό ανθρωπάκι να κοκαλώνει απ’ τον φόβο βλέποντας ότι όλοι είναι εναντίων των μεγαλεπήβολων σχεδίων του. Βλέπετε δεν έχει απολύτως καμιά σημασία αν αυτό που ζητάς απ’ τον κόσμο είναι αυτονόητο, όπως η αναπνοή, αλλά μόνο αν έχεις την δύναμη να το επιβάλλεις. Σε έναν διεφθαρμένο κόσμο, όπου κυριαρχούν τα μίντια και το απόλυτο ειδωλολατρικό σύμβολο που γέννησε η φαντασία του ανθρώπου, ο Θεός-Χρήμα, κυριαρχεί η κατοχή της δύναμης. Αυτός που έχει την δύναμη επιβάλλει τους κανόνες του, ακόμη κι αν πρέπει να το κάνει με την βία. Κυρίως με την βία! Αυτή είναι η απαραίτητη συνθήκη, το αξίωμα για να ακολουθήσει ο στόχος, το όραμα. Μνημειώδες ή ηλίθιο! Κι ενώ οι δύο άντρες αγκαλιαζόταν θερμά, γελώντας σαρδόνια (κάπως έτσι θα γελούσαν και οι δικαστές κι οι Φαρισαίοι, που καταδίκασαν σε θάνατο τον Σωκράτη και τον Ιησού) στην ήπειρο της Αμερικής, στην Αθήνα δύο άλλοι άντρες, που η τύχη, το πεπρωμένο και η μοίρα τους είχαν ενώσει για πάντα μοιράζονταν τις σκέψεις τους για την επικείμενη σύνοδο. Ο πρωθυπουργός δεν έτρεφε αυταπάτες ήξερε ότι τα πάντα θα γίνονταν σύμφωνα με την θέληση του Πλάτων. Έπρεπε όμως να είναι ενήμερος, να είναι άψογα προετοιμασμένος για την αναμενόμενη επίθεση των ηγέτιδων δυνάμεων. Παραδόξως όμως, δεν τον ενδιέφερε καθόλου το να βρει συμμάχους! Κι αυτό γιατί από μόνη της η παρουσία του Πλάτων είχε γεννήσει μια απίστευτη σιγουριά, που άγγιζε τα όρια της ύβρης. Ο υπεράνθρωπος νέος που ατένιζε για ακόμη μια φορά, το τοπίο έξω από το παράθυρο, με έναν βαμμένο γκρι ουρανό, αδύναμες σταγόνες να μαστιγώνουν το τζάμι μπροστά του και βροντές να ακούγονται κάπου μακριά, δεν κινδύνευε από κανέναν στον σύγχρονό κόσμο. Το μόνο που περίμενε με αγωνία να διαπιστώσει ήταν η αποδοχή, που θα είχε η παρουσία του. Πως θα τον κοίταζαν άραγε; Όλοι είχαν ακούσει και ήξεραν για αυτόν, αλλά δεν τον είχαν δει ποτέ από κοντά. Πως θα τους φαίνονταν εκείνη την μοναδική στιγμή, που τα μάτια τους θα αντίκριζαν τον εξωπραγματικό άνθρωπο, με την Δύναμη να κυριαρχήσει απόλυτα πάνω τους; Τι συναισθήματα θα τρύπωναν απρόσκλητα στις σκέψεις τους ταλαιπωρώντας τα τρομαγμένα τους μυαλά; -Πλάτων, θέλω να μου πεις τι όπλο θα κρατάμε μαζί μας. Πως θα απαντήσουμε στην
237
πολύ πιθανή τους άρνηση; Με ποια επιχειρήματα; Εντάξει, θα τους πούμε ότι θα μηδενίσουμε τις αμυντικές μας δαπάνες κι έτσι θα εξασφαλίσουμε τα κονδύλια που χρειαζόμαστε. Τι θα κάνουμε όμως με την ασφάλεια, αν αρνηθούν να μας βοηθήσουν; Με βάση όσα έχεις πει μέχρι τώρα νομίζω ότι είναι δεδομένο ότι θα μας πολεμήσουν. Το Σύστημα θα βρει τα κατάλληλα πιόνια και θα κινηθεί εναντίων μας, έτσι δεν είναι; Πως θα μπορέσουμε να αμυνθούμε σε περίπτωση που οι αδίστακτοι γείτονες μας επιτεθούν; Το ξέρεις ότι το μόνο που περιμένουν είναι μια ευκαιρία; Κι όχι μόνο από τα ανατολικά, αλλά και από τα βόρεια! Πρέπει να δείξουμε ότι είμαστε απολύτως σίγουροι ότι θα πετύχουμε τον στόχο μας, μόνο που … διέκοψε την σκέψη του αντιλαμβανόμενος το κενό στην ροή της. Δεν είχε ιδέα πως σκόπευε ο Πλάτων να λύσει τον γόρδιο αυτό δεσμό της ασφάλειας για χάρη της ιδανικής κοινωνίας, που καθιστούσε τα σχέδιά τους καταρχήν εξαιρετικά τολμηρά κι ίσως… ίσως απραγματοποίητα. Ουτοπικά! Είδε την αντανάκλαση στο υγρό τζάμι να τον κοιτάζει χαμογελώντας και άκουσε την φωνή του να ψιθυρίζει στο μυαλό του το σχέδιο. Κι όσο άκουγε, τόσο μια γκριμάτσα χαμόγελου και θαυμασμού διαπερνούσε και το δικό του πρόσωπο! 2 Οι Βρυξέλλες, όπως σε κάθε πόλη του πλανήτη όπου γίνεται κάποια σύνοδος των ισχυρών, θύμιζαν απόρθητο φρούριο. Τώρα πώς γίνεται και εκλεγμένοι ηγέτες χρειάζονται τόση ασφάλεια αφού υποτίθεται ότι εκπροσωπούν τους λαούς τους είναι ένα μάλλον ρητορικό ερώτημα. Ολόκληροι δρόμοι και τμήματα στο κέντρο της πόλης ήταν κλειστοί και χιλιάδες πάνοπλοι αστυνομικοί με θωρακισμένα οχήματα είχαν δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας σε μεγάλη απόσταση γύρω από το κτίριο. Έξω από την ζώνη ασφαλείας είχαν μαζευτεί δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές. Νέοι από κάθε γωνιά της Ευρώπης, καθώς και ακτιβιστές από τον υπόλοιπο κόσμο είχαν συγκεντρωθεί για να διαδηλώσουν κατά της κρίσης, η οποία είχε τσακίσει τις πλάτες και την αξιοπρέπειά τους σε έναν αδίστακτο κόσμο που έτρωγε λαίμαργα τις σάρκες και τα όνειρά τους. Αποτελούσαν όλοι τους, ανθρώπους που στο πρόσωπο του Πλάτων βρήκαν την αφορμή να επαναστατήσουν, γιατί η αιτία βάλτωνε μέσα τους από την πρώτη στιγμή που αφυπνίστηκαν, συζητώντας με φίλους ή διαβάζοντας ένα βιβλίο, για την πραγματική θέση του ανθρώπου στον κόσμο μας! Ο Πλάτων, ο πρωθυπουργός κι ο Οδυσσέας βρισκόταν στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου της ελληνικής πρεσβείας και κατευθύνονταν για το κτίριο της συνεδρίασης. Είχαν φτάσει λίγο πριν με το πρωθυπουργικό αεροσκάφος και θα έφευγαν αμέσως μετά την λήξη της συνεδρίασης. Η μόνη ελληνική συνοδεία τους ήταν οι πέντε καλύτεροι άντρες της ασφαλείας του πρωθυπουργού, οι τρεις εκ των οποίων ακολουθούσαν σε άλλο αυτοκίνητο από πίσω τους. Ούτε υπουργοί, ούτε σύμβουλοι, ούτε παρατρεχάμενοι. Οι τρείς άντρες παρέμεναν σιωπηλοί. -Στρίψε απότομα δεξιά εδώ και σταμάτα στο τέλος του δρόμου, διέταξε ξαφνικά ο Πλάτων με ύφος που δεν χωρούσε αμφισβήτηση κι ο οδηγός υπάκουσε με μιας. Το αυτοκίνητο βγήκε από την πορεία του, με το δεύτερο όχημα να ακολουθεί και το συνοδευτικό της αστυνομίας των Βρυξελλών, που προπορευόταν να κορνάρει παρατεταμένα μόλις διαπίστωσε τι είχε συμβεί, ανάβοντας τους φάρους για να σταματήσουν, γνωρίζοντας ότι όδευαν κατευθείαν πάνω στους διαδηλωτές. Το θωρακισμένο αυτοκίνητο φρέναρε κι ακινητοποιήθηκε ακριβώς στην έξοδο του μικρού δρόμου και οι επιβάτες του βρέθηκαν απέναντι σε ένα τεράστιο πλήθος, συγκεντρωμένο σε ένα μεγάλο και πολύχρωμο πάρκο. Αγόρια και κορίτσια, άντρες και γυναίκες, νέοι και μεσήλικες, όλοι μαζί μια κοσμοπολίτικη παρέα από κάθε σημείο της Γης κρατούσαν πλακάτ με τα πιο εύστοχα συνθήματα, τραγουδούσαν εκστασιασμένοι, ο
238
καθένας στην γλώσσα του, με την απαραίτητη συνοδεία μπύρας και ακόμη δεν είχαν ξεκινήσει τις αναμενόμενες οδομαχίες. Ένιωθες όμως στην υγρασία της ατμόσφαιρας και στα αποφασισμένα πρόσωπα ότι όλοι βρισκόταν σε αναμονή, σαν να περίμεναν πρώτα κάτι περίεργο, πρωτοφανές να συμβεί και μετά το χάος να ξεσπάσει με μια ανεπανάληπτη καταστροφική δυναμική. Ήταν μια αίσθηση που πλανιόταν στον αέρα, απ’ άκρη σ’ άκρη του πλήθους. Το έβλεπες ακόμη και στους δεκάδες πάνοπλους για πόλεμο αστυνομικούς και στον τρόπο που τα μάτια τους αναλογιζόταν τι θα έρθει μετά την παράξενη και σαγηνευτική νηνεμία. Ο Πλάτων άνοιξε την πόρτα, βγήκε από το αυτοκίνητο και μ’ ένα σάλτο ανέβηκε στο καπό του, όπου έμεινε όρθιος, ακίνητος κι ατάραχος να παρατηρεί το πλήθος. Πίσω από το συνοδευτικό όχημα των αντρών του πρωθυπουργού κατέφτασε και το αυτοκίνητο της βέλγικης αστυνομίας, το οποίο σταμάτησε και αφού κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, οι αστυνομικοί θεώρησαν φρόνιμο να μην μπλεχτούν με τον απίθανο νέο για τον οποίο λέγονταν πολλά, μένοντας μέσα να παρακολουθούν τις εξελίξεις. Κανείς δεν τον πρόσεξε στην αρχή. Ήταν όλοι τόσο συνεπαρμένοι από την αίσθηση του παλλόμενου πλήθους, νιώθοντας τις πολεμικές καρδιές τους να συντονίζονται και να χτυπούν μελωδικά, και ανέμεναν αποκλειστικά την αντίστροφη μέτρηση. Μετά από λίγο όμως μια νέα, περίπου εικοσιπέντε χρονών, όντας στην πρώτη γραμμή, κοιτώντας στιγμιαία πίσω από τον φίλο της, που συνεπαρμένος τραγουδούσε με την βαριά του φωνή, κάπου ανάμεσα απ’ τους αστυνομικούς, τον είδε. Της φάνηκε ότι είδε μια ακίνητη μορφή, έναν πανέμορφο άντρα να την κοιτάζει. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της και προσπάθησε να δει καλύτερα, παγώνοντας απότομα όταν μια πρωτόγνωρη αίσθηση πλημμύρησε το κρανίο της. Τότε άκουσε: «Γεια σου, Χάιντι!», είπε η φωνή στο κορίτσι από την Γερμανία και αυτή έμεινε ακίνητη, μαγεμένη, ανίκανη να πάρει τα μάτια της από το πρόσωπο του άντρα και τις δυο γαλάζιες χάντρες που λαμπύριζαν στην θέση των ματιών του. Ο φίλος της γελώντας έκανε να την αγκαλιάσει, να τραγουδήσουν μαζί, αλλά την είδε να στέκεται σαν άγαλμα. -Χάιντι! Τι έγινε, μωρό μου, είπε και το χαμόγελό του έφυγε απότομα δίνοντας απρόθυμα την θέση του στην απορία. Η ανυπαρξία αντίδρασης και το απόλυτα προσηλωμένο βλέμμα οδήγησε την ματιά του στο σημείο που κοίταζε η κοπέλα. Σήκωσε τον λαιμό του προσπαθώντας να διακρίνει πίσω απ’ τα οπτικά εμπόδια, όταν πάγωσε κι αυτός δίπλα της βλέποντας τον. Δεν μπορούσε παρά να είναι Αυτός! Αγέρωχος, απόλυτος τώρα τον κοίταζε απευθείας στα μάτια κι ο νέος ήξερε με σιγουριά μέσα του ότι έριχνε μια ματιά, σαν από κλειδαρότρυπα, στο μέλλον! Τα δυο αγαλματένια κορμιά προκάλεσαν την εκθετική αύξηση ενδιαφέροντος των διπλανών τους. Όλοι απορούσαν για το τι μπορεί να έβλεπαν και έτσι προσθέτονταν ένας ένας στον στρατό από αγαλματένιους πολίτες-πολεμιστές που έβλεπαν επιτέλους με δέος και… τρόμο τον αρχηγό τους. Σε λίγα λεπτά όλοι, διαδηλωτές, δημοσιογράφοι κι αστυνομικοί, είχαν στραφεί και κοιτούσαν προς τον Πλάτων. Άνθρωποι φοβισμένοι μπρός το ανεξήγητο, άνθρωποι ευτυχισμένοι μπρός την ελπίδα παρατηρούσαν σιωπηλοί κι όλοι θα ορκίζονταν αργότερα ότι περίπου δέκα χιλιάδες άνθρωποι εκείνη την ημέρα έπαψαν να αναπνέουν για λίγα δευτερόλεπτα, αναμένοντας μια λέξη, μια σκέψη, κάτι! Σημασία δεν έχει πόσες ανάσες θα πάρεις στην ζωή σου, αλλά πόσες φορές θα σου κοπεί η ανάσα από ένα γεγονός, ένα αίσθημα, μια σκέψη, κάτι! Οτιδήποτε! Ο Πλάτων έστρεψε αργά το κεφάλι του από την μια άκρη μέχρι την άλλη και το πλήθος τον χάζευε, όπως ένα μικρό παιδί χαζεύει με τεντωμένο προς τον ουρανό λαιμό τον όρθιο γίγαντα, που στέκει μπρός του και λέγεται μπαμπάς, θείος ή απλώς κάποιος πολύ ψηλός
239
κύριος. Μια αίσθηση προσωπική του ασήμαντου, του ελάχιστου κι ένα δέος του υπέρτατου και μέγιστου σαν στόχος κι όνειρο φωλιάζει μέσα του για πάντα περιμένοντας την στιγμή που θα βγει από την λήθη. Αυτή ήταν η στιγμή για όλους αυτούς τους ανθρώπους, που είχαν μαζευτεί εδώ για να φωνάξουν για τα δικαιώματά τους και θα πουλούσαν ακριβά το τομάρι τους, ακόμη και με την ζωή τους, για έναν καλύτερο κόσμο. Έναν κόσμο που καθρεφτιζόταν σαν στόχος κι όνειρο ή μάλλον μια προδιαγραμμένη πραγματικότητα, στο πρόσωπο του νέου, που τους κοίταζε τόσο μειλίχια, τόσο αγνά, σαν άλλος Βούδας. Μια εντολή, που όλοι πρόσμεναν ανυπόμονα ηλέκτρισε την ατμόσφαιρα. Οι αστυνομικοί με κεφάλια στραμμένα προς τον Πλάτων και τα κορμιά του απέναντι στους διαδηλωτές περίμεναν το αναπόφευκτο. Ένιωθαν το πλήθος να πάλλεται, σαν σμήνος άγριων μελλισών, που το μόνο που χρειάζονταν ήταν μια κίνηση, ένα νεύμα εκ μέρος του νέου πίσω τους και η οργή τους θα ξεσπούσε. Μια εντολή που δεν ήρθε ποτέ. Αντιθέτως, κάποιες ευγενικές ψυχές δάκρυσαν κι όλοι μαζί, ακολουθώντας την προτροπή, το ευγενικό κάλεσμα της φωνής, που σαν ψίθυρος χόρεψε μες το πλήθος έκατσαν χάμω στο γρασίδι, στα πεζοδρόμια και τα παγκάκια. Ζευγάρια και φίλοι, άγνωστοι- γνωστοί, αγκαλιάστηκαν κι έμειναν έτσι κοιτώντας πιο σίγουροι από ποτέ την ευτυχία στα πρόσωπα γύρω τους, ακόμη και οι αδηφάγοι δημοσιογράφοι στέκονταν ακίνητοι με τα όπλα τους στο στήθος, αχρησιμοποίητα για πρώτη φορά εδώ και χρόνια. Οι ενδορφίνες δημιουργούσαν οργιώδη ευτυχία καθώς χύνονταν στους εγκεφάλους όλων τους και σε λίγες στιγμές το πιο χαρούμενο κι ευτυχισμένο πλήθος στον κόσμο ήταν γεγονός. Μια μόνο φράση εντυπώθηκε καθαρά και ξάστερα στα μυαλά όλων. «Αν κρατήσουμε το όνειρο καθαρό, σε έναν τόσο βρώμικο κόσμο, έχει καλώς. Αν όχι, δεν πειράζει!» 3 Ο Πλάτων μπήκε στο αυτοκίνητο κι απλώθηκε κουρασμένος στο δερμάτινο κάθισμα. Ήταν η πρώτη του επαφή με τόσο κόσμο και η αποδοχή που του επεφύλαξαν ήταν κάτι περισσότερο από θερμή, ήταν η ολοκληρωτική προσωποποίηση της υποταγής. Ο πρωθυπουργός και ο Οδυσσέας είχαν παρακολουθήσει έκπληκτοι, αν και υποψιασμένοι, την μεταστροφή στην ψυχολογία του πλήθους. Το θέαμα ενός τεράστιου, ειρηνικού, πολυπολιτισμικού κι ευτυχισμένου πλήθους να περιμένει λες και ζει την μεγαλύτερη στιγμή της ιστορίας έκατσε σαν κόμπος στον λαιμό τους. Τότε συνειδητοποίησαν για πρώτη φορά τον παγκόσμιο χαρακτήρα της δράσης του Πλάτων. Και της δικιάς τους! Έφυγαν για το κτίριο όπου θα γίνονταν η συνεδρίαση, συνοδεία των εξίσου έκπληκτων από το γεγονός που είχαν βιώσει αστυνομικών που τους συνόδευαν. Ησυχία και περισυλλογή επικρατούσε στους συνοδοιπόρους των τελευταίων μηνών και όλοι ήξεραν ότι στην πραγματικότητα το ταξίδι μόλις επρόκειτο να ξεκινήσει. Θα παρουσίαζαν την Ιθάκη που είχαν σχεδιάσει ο Πλάτων με τον πρωθυπουργό και θα ζητούσαν από τους ευρωπαίους ηγέτες να τους ακολουθήσουν στο ταξίδι τους, για χάρη των λαών τους. Ήταν όμως προετοιμασμένοι για όλα! Όταν έφτασαν στην είσοδο του πολυώροφο κτιρίου πρώτα άνοιξε η πόρτα του πρωθυπουργού. Αυτός βγήκε μαζί με τον Οδυσσέα από το αυτοκίνητο, αλλά κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περίμενε στην είσοδο, μπροστά στα στολισμένα με ένα κόκκινο χαλί σκαλοπάτια χαιρετώντας τους ηγέτες που κατέφταναν ο ένας μετά τον άλλο. Χαιρετούσε τον Γάλλο πρόεδρο όταν διέκρινε το μαύρο πρόβατο, τον έλληνα πρωθυπουργό, που είχε δημιουργήσει πολλούς πονοκεφάλους σ’ αυτόν, αλλά και σε άλλους με τις πρωτοβουλίες που τόλμησε να πάρει πέρα κι έξω από
240
την σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στεκόταν δίπλα στην ανοιχτή πόρτα του οχήματός του και κοιτούσε αμήχανα γύρω του. Όλοι έστρεψαν αργά τα κεφάλια τους και οι δημοσιογράφοι τις μηχανές τους. Ο πρωθυπουργός ένιωθε ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι τον κοίταζαν σίγουρα με βλέμμα δέους, αλλά αντιλήφθηκε ότι στα διψασμένα μάτια των λιγοστών ηγετών, οι περισσότεροι είχαν ήδη μπει στην αίθουσα και έπαιρναν τις θέσεις τους στα έδρανα για την επικείμενη συνεδρίαση, αντί ελπίδας και προσμονής υπήρχε φθόνος και μίσος για το πρόσωπό του και ίσως … φόβος. Ναι, ναι, φόβος! Φόβος που διαπερνούσε την ύπαρξή τους και κατέληγε στα ζωώδη ένστικτα της αυτοσυντήρησής τους. Φόβος για τον άντρα, που σαν σε αργή κίνηση με τον χρόνο να κυλάει αργά σαν παχύρευστο μέλι, έβγαινε από την πόρτα του οχήματος και κοιτώντας ψυχρά γύρω του έπαιρνε θέση δίπλα του. Σχεδόν όλοι διέκριναν μια υποψία χαμόγελου στα χείλη του πρωθυπουργού. Είχε το πάνω χέρι … ή έτσι νόμιζε! Οι κάμερες ρουφούσαν με μανία την εικόνα του Πλάτων. Κάθε χιλιοστό του κορμιού του καταγράφηκε και μεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Το παρόν και το μέλλον, οι φόβοι και οι επιθυμίες, τα όνειρα και οι εφιάλτες απέκτησαν για πρώτη φορά ολοκληρωμένη εικόνα. Μια θεσπέσια ανθρώπινη μορφή που σαγήνευε απλώς και μόνο με την φυσική της υπόσταση, με την απλότητα και τελειότητα, με την απόλυτη αρμονία που απέπνεε! Ο Πλάτων ξεκίνησε να περπατά πρώτος κοιτώντας μπροστά τον οικοδεσπότη τους και ο πρωθυπουργός τον ακολούθησε. Δεν περπατούσε πλάι του, αλλά λίγο πίσω του. Η εικόνα μιλούσε από μόνη της. Ο Γάλλος πρόεδρος έφυγε διακριτικά και όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το εσωτερικό του κτιρίου με κρύο ιδρώτα να τον πλημμυρίζει. Είχε συναντήσει άθελά του τα μάτια του νεαρού, που συνόδευε τον έλληνα πρωθυπουργό και είχε νιώσει έναν πρωτοφανή και απερίγραπτο τρόμο στην εικόνα τους και στην σκέψη ότι ανά πάσα στιγμή θα ακούσει την φωνή του στο μυαλό του. Πόσο κοντά είναι αλήθεια η τρέλα στην λογική; Μήπως δεν ακροβατούμε όλοι μας πάνω σε τεντωμένο σκοινί καθόλη την διάρκεια της ζωής μας; Ένα γεγονός από μόνο του, μια πράξη ή μια παρουσία είναι ικανά να φυσήξουν πάνω μας γλυκά και να μας πετάξουν στην άβυσσο, για πάντα! Ο Πλάτων σταμάτησε απέναντι στον πρόεδρο της επιτροπής, ο οποίος με βεβιασμένο χαμόγελο έτεινε το χέρι του για χειραψία κοιτώντας χαμηλά. Ο Πλάτων δεν ανταποκρίθηκε ποτέ κι ο πρωθυπουργός άρπαξε σε μια στοιχειώδη κίνηση ευγενείας το χέρι του οικοδεσπότη τους. -Γεια σας, κύριε πρόεδρε, Πώς είστε, ρώτησε με ευδιάθετη φωνή. -Μια χαρά … καλά, αποκρίθηκε με παύσεις, αργά, ο πρόεδρος της Επιτροπής σηκώνοντας τα μάτια του για μια και μοναδική στιγμή κοιτώντας τον Πλάτων, πριν οι μπλε ωκεανοί ξεχυθούν απότομα από τις κόγχες τους μες την έρημο του μυαλού του. «Μήπως πρέπει να βάλεις λίγο χρώμα στην ζωή σου;» άκουσε μια δυνατή φωνή που παραδόξως αντιλάλησε εκκωφαντικά μες την έρημο του κρανίου του ο πρόεδρος, αυτός ο μονόχνοτος, αδίστακτος και ιδιοτελής πολιτικός άντρας, που εξέφραζε μια Ευρώπη γκρίζα, θολή, έναν μηχανισμό παραγωγής κέρδους, με καθαρά υλική υπόσταση, αδιάφορη για τον άνθρωπο και το περιβάλλον! Έπιασε το κεφάλι του με τρομαγμένα μάτια νιώθοντας το κενό να τον καλεί και ο αντίλαλος σταμάτησε ξαφνικά, μια στιγμή μόλις πριν καταρρεύσει, μπρος τους έκπληκτους παρευρισκόμενους, αντιπροσωπείες χωρών και τηλεοπτικές κάμερες. Με την βοήθεια ενός συμβούλου του, κρατήθηκε όρθιος, από την ξαφνική ζαλάδα που ένιωσε, όπως θα δήλωνε αργότερα, βλέποντας την πλάτη του νέου, που κατευθυνόταν αποφασιστικά προς την αίθουσα συνεδριάσεων. Εκείνη την στιγμή μια λυσσαλέα επιθυμία βγήκε στην επιφάνεια. Ευχήθηκε με όλη την δύναμη της θέλησής του να είχε ένα όπλο, να
241
το έστρεφε πάνω στον ανίερο νέο και να έσβηνε για πάντα την παρουσία του από το πρόσωπο της Γης! 4 Ο Πλάτων κι ο πρωθυπουργός πήραν την θέση τους στην αίθουσα της συνεδρίασης, με τον Οδυσσέα να κάθεται δίπλα τους (ήταν ο μόνος από τους άντρες ασφαλείας όλων των χωρών που απολάμβανε αυτό το προνόμιο). Εκατό περίπου άνθρωποι, εκπρόσωποι από είκοσι εφτά κράτη κάθονταν στο τεράστιο στρογγυλό τραπέζι, σαν τους ιππότες της στρογγυλής τραπέζης μιας σύγχρονης εποχής, αλλά με διαφορετικό κώδικα ηθικής. Τα συμφέροντα των ισχυρών, της άρχουσας τάξης κάθε κράτους και του συστήματος που τα εξυπηρετούσε αποτελούσε την απόλυτη προτεραιότητά τους και όχι όπως θα πρόσταζε η λογική το συμφέρον των λαών τους και κατ’ επέκταση της ίδιας της ανθρωπότητας. Το παλιό απαιτούσε για τον εαυτό του την πρωτοκαθεδρία σε κάθε ισορροπία δυνάμεων, απέναντι στο καινούριο. Το καινούριο εκπροσωπούνταν στην αίθουσα αυτή από έναν επικίνδυνο, λόγω των δυνάμεών του, νέο και τον πρωθυπουργό μιας σχεδόν χρεοκοπημένης χώρας. Ίσως ωρίμαζε επίσης αργά στα μυαλά κάποιων διορατικών ατόμων μες την αίθουσα, όμως προς το παρόν, άλλοι κοιτούσαν με κλεφτές ματιές προς το μέρος του νέου και άλλοι έκαναν προσπάθεια να αποφύγουν κάθε οπτική επαφή μαζί του. Λίγο ο φόβος για την εξέλιξη της συνεδρίασης, περισσότερο ίσως ο φόβος για τον εαυτό τους δημιούργησε μια ατμόσφαιρα έντασης μες τους εκατό, που θα αποφάσιζαν για τα τετρακόσια ενενήντα εκατομμύρια πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Πλάτων καθόταν σιωπηλός και κοιτούσε περιμετρικά του τραπεζιού. Είδε κεφάλια να γυρνάν απότομα προς άλλη κατεύθυνση και μάτια να χαμηλώνουν. Ένιωσε την ένταση να πλανάται στις σκέψεις όλων. Αμφιβολία και ανησυχία ήταν τα κυρίαρχα συναισθήματα, αυτά που έκρυβαν στις βαθύτερες σκέψεις κάποιων την θρησκευτική αποφασιστικότητα για εναντίωση με κάθε κόστος στα σχέδια του. Ο Πλάτων αντιλήφθηκε με την θλίψη που του πρόσφερε η γνώση και κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής ότι είχε απέναντί του σύγχρονους ζηλωτές, ανθρώπους που σε πρώτο επίπεδο ίσως ένοιωθαν όλα τα φυσιολογικά αισθήματα του φόβου και της απόγνωσης, που ξεπηδούσαν αυτόματα απ΄ τις σκέψεις όλων γύρω του, αλλά σε κάποιο άλλο βαθύτερο επίπεδο λειτουργούσαν με την ψυχρή λογική του καθήκοντος απέναντι σε κάτι μεγαλύτερο από τους ίδιους, κάτι που τρέφεται κυρίως με την προσωπική τους θυσία! -Κυρίες και κύριοι, σας καλωσορίζω στην τακτική σύνοδο κορυφής της Ένωσης, είπε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με κάποιο τρακ, προσπαθώντας να συνέλθει από την προηγούμενη εμπειρία του. Κοιτούσε τα χαρτιά μπροστά του και δεν σκόπευε να κοιτάξει κανέναν στα μάτια για το υπόλοιπο της συνεδρίασης. Οι ψίθυροι έσβησαν αργά και όλοι τον παρακολουθούσαν πλέον με προσοχή! -Όπως ξέρετε το βασικό θέμα που απασχολεί όλους μας την τελευταία περίοδο είναι … ήθελε να μιλήσει για την οικονομική κρίση, αυτό τουλάχιστον σχεδίαζε ο εγκέφαλός του, όμως κάποια λόγια ξένα, απρόσκλητα βγήκαν στην επιφάνεια … η νέα στρατηγική της Ελλάδας για έξοδο από την κρίση και το χτίσιμο ενός καλύτερου αύριο για τα παιδιά μας, είπε ξέπνοα και όλοι απόρησαν. Το πρωτόκολλο δεν είχε σπάσει ποτέ μέχρι σήμερα. Το ζήτημα της Ελλάδας θα τίθεντο στο τέλος αφού θα παίρνονταν οι αποφάσεις για την κρίση. Πρώτα θα έκαναν σίγουρο ότι οι κυβερνήσεις τους θα επωμιζόταν το βάρος της χρεωκοπίας της ελεύθερης αγοράς, χωρίς ανταλλάγματα για χάρη και μόνο του συστήματος που έτρεφε την εξουσία τους και στην συνέχεια θα έδιναν ένα μάθημα στον μεγαλομανή πρωθυπουργό, που νόμιζε ότι θα κάνει
242
ότι γουστάρει χωρίς την άδειά τους και κυρίως, χωρίς συνέπειες. Αυτές ήταν οι εντολές που είχαν από τους εργοδότες τους. Το κεφάλαιο και την θρησκεία! Όλοι οι ηγέτες είχαν δεχθεί τις απρόσμενες επισκέψεις των οικονομικών και θρησκευτικών ηγετών των χωρών τους και όλοι άκουσαν τα ίδια λόγια: «Μην συναινέσετε στα σχέδια της Ελλάδος. Ο νέος αυτός, που έχει υπό την επήρεια του τον πρωθυπουργό τους είναι επικίνδυνος για ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό είναι το πρώτο βήμα που πρέπει να γίνει, γιατί θα υπάρξει και συνέχεια!» Αυτό είχαν προσχεδιάσει και όλα έπρεπε να πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Στράφηκαν τότε κάποιοι, οι πιο τολμηροί, προς το μέρος του πρωθυπουργού και του νέου που κοιτούσε προσηλωμένος τον πρόεδρο της Επιτροπής. Ακίνητος κι ατάραχος είχε το βλέμμα καρφωμένο πάνω του. -Εντάξει, λοιπόν! Ας συζητήσουμε πρώτα για την αφελή πολιτική που σκέφτεται να εφαρμόσει ο πρωθυπουργός της Ελλάδας. Για πείτε μας κύριε πρωθυπουργέ, πως στο καλό σκοπεύετε να χρηματοδοτήσετε την τεράστια κρατική παρέμβαση που έχετε σχεδιάσει για την χώρα σας, ρώτησε ο πρωθυπουργός της Βρετανίας κοιτώντας ειρωνικά και σχεδόν με μίσος τον πολιτικό άνδρα, προσπαθώντας να μην στραφεί ούτε χιλιοστό δεξιότερα, όπου βρισκόταν ο ανίερος νέος. Ο Πλάτων ήξερε ότι παραδοσιακά η Βρετανία είναι το υποχείριο της Αμερικής στην Ευρώπη, μιας και μαζί με τον πόλεμο απέναντι στους αυτονομιστές αμερικάνους του δεκάτου ογδόου αιώνα έχασαν και την αξιοπρέπειά τους και έκτοτε μια αίσθηση καθήκοντος απέναντι στους νικητές, που ταπείνωσαν την αυτοκρατορία τους γίνεται εύκολα αντιληπτή σε κάθε κρίσιμη καμπή της Ιστορίας. -Ναι, για πείτε μας πώς τολμάτε, να αλλάζετε την συμφωνημένη απ’ όλους μας γραμμή και επιπλέον με τις αοριστίες και τον λαϊκισμό σας να μας δημιουργείτε και εσωτερικά προβλήματα, μιας και στους λαούς μας φαινόμαστε εμείς οι κακοί που δεν θέλουμε να κάνουμε τα ίδια με εσάς, διαμαρτυρήθηκαν κι άλλοι ηγέτες. -Και κυρίως χωρίς να πάρετε ούτε μισό ευρώ από την Ένωση! Μαθαίνω επίσης ότι καμιά μεγάλη τράπεζα και κανένας επενδυτικός όμιλος δεν είναι πλέον διατεθειμένος να σας δανείσει, οπότε τα προβλήματα μάλλον είναι μπροστά σας, συνέχισε χωρίς καμιά προσπάθεια να κρύψει την ικανοποίησή του κι ένα αμυδρό χαμόγελο ο πρωθυπουργός της Βρετανίας. Σχεδόν όλοι, εκατό περίπου άτομα κοιτούσαν σαν αρπακτικά τους τρείς της ελληνικής αντιπροσωπείας. Η ψυχρολουσία τους όσον αφορά την οικονομική δυσπραγία θεωρούνταν δεδομένη. -Θα σας πω, απάντησε στιβαρά ο πρωθυπουργός κι όλοι σώπασαν. Τον κοιτούσαν στα μάτια και κάποιοι άρχισαν να ρίχνουν κλεφτές ματιές στον νέο, που τώρα κάθονταν με τα χέρια του σταυρωμένα και τους κοιτούσε χαμογελώντας. Κάποιοι θα ορκίζονταν ότι το χαμόγελό του έδειχνε ότι τους περιφρονούσε, ότι ήταν απολύτως σίγουρος ότι δεν είχαν καμιά δύναμη επάνω του κι επομένως κι επάνω στον πρωθυπουργό της χώρας του. «Θα το δούμε αυτό!» -Πες μας, λοιπόν, τι περιμένεις, φώναξαν κάποιοι αγωνιζόμενοι να μην ξεσπάσουν βλέποντας έναν παρείσακτο ανάμεσά τους να έχει υπό τον πλήρη έλεγχο του έναν πρώην σύντροφό τους. Κι όμως ουδείς τόλμησε να στραφεί εναντίον του Πλάτων, αντιθέτως όλοι στόχευαν τον πρωθυπουργό, αισθανόμενοι οικεία λόγω της ανθρώπινης φύσης του. Ήταν ένας από αυτούς. Και τώρα είχε στραφεί εναντίων τους! Ο πρωθυπουργός σηκώθηκε όρθιος, σε μια ασυνήθιστη κίνηση. Κοίταξε αργά τους ανθρώπους που βρίσκονταν γύρω του στην αίθουσα. Αναρωτήθηκε για ποιο λόγο ήταν τόσο τυφλωμένοι, γιατί ήταν αρνητικοί πριν καν ακούσουν τις απόψεις του, γιατί δεν είχαν την υπομονή να τους δώσουν μια και μοναδική ευκαιρία. Στράφηκε στον Πλάτων, ο οποίος τον κοίταξε εξακολουθώντας να χαμογελά.
243
«Μακάρι να είχα την αυτοπεποίθηση σου!» σκέφτηκε αδυνατώντας να βγάλει απ’ το μυαλό την αμυδρή αίσθηση ενός μαύρου πίνακα. Σκέφτηκε με θλίψη ότι πολλοί πρώην ιδεολογικοί του σύντροφοι μες την αίθουσα τον ήθελαν οπωσδήποτε νεκρό. «Δεν την χρειάζεσαι! Έχεις την δικιά σου .Όσο για το άλλο … ας τολμήσουν!» απάντησε ο Πλάτων και μια γλυκιά υπενθύμιση ότι δίπλα του ήταν κι αυτός άτρωτος αναπτέρωσε το ηθικό του πρωθυπουργού. Πήρε μια βαθιά ανάσα και εξέπνευσε με βλέφαρα σφραγισμένα. Άνοιξε τα μάτια του και τους μίλησε, όπως είχαν σχεδιάσει με τον Πλάτων, αλλά με έντονα φορτισμένο συναισθηματικά λόγο. -Φίλες και φίλοι, σύμμαχοι στον κόσμο της προόδου και της Δημοκρατίας! Πείτε μου με το χέρι στην καρδιά, όλοι σας, ποιος από εσάς θα αρνιόταν την μία και μοναδική, την υπέροχη ευκαιρία που θα παρουσιαζόταν μπροστά του να οδηγήσει την χώρα του, και ίσως σαν ντόμινο και όλο τον πλανήτη, σε ένα καλύτερο αύριο; Ποιος θα εθελοτυφλούσε απέναντι στην εικόνα του μέλλοντος, συνέχισε γυρνώντας και κοιτώντας τον Πλάτων, να ζητά από το παρόν να σχεδιάσει και να δημιουργήσει τον δρόμο που θα οδηγήσει σ’ αυτό το μέλλον; -Για ποιο μέλλον μιλάς; Ποιος μας λέει ότι είναι το καλύτερο για όλους μας, πετάχτηκαν μερικοί ανυπόμονοι σκλάβοι του κεφαλαίου. -Για όλους μας; Χα, δεν υπάρχει το καθολικά καλύτερο μέλλον, που ίσως ονειρευόμαστε σαν παιδιά. Υπάρχει όμως ένα καλύτερο μέλλον για τους περισσότερους ανθρώπους. Κι αυτό είναι σίγουρα καλύτερο από το παρόν. Το παρόν σαν αποτέλεσμα του συστήματος, που δημιουργήσαμε και υπερασπιζόμαστε όλοι μας και που έχει καταδικάσει μια ολόκληρη ήπειρο στην φτώχια και την εξαθλίωση, τις γενοκτονίες και την βαρβαρότητα. Ναι, καλά καταλάβατε, μιλάω για την Αφρική. Το ίδιο σύστημα που έχει συσσωρεύσει σχεδόν το σύνολο του παγκόσμιου πλούτου, του πλούτου που αποτελεί την κληρονομιά όλων μας και κυρίως των επόμενων γενεών στα χέρια λίγων ατόμων. Την ίδια ώρα που τα άτομα αυτά ξοδεύουν χάριν της ματαιοδοξίας και της αφέλειάς τους, μυθικά ποσά, εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν λόγω έλλειψης τροφής και πόσιμου νερού. Μιλάω για το σύστημα που έχει πραγμοποιήσει τον άνθρωπο και τον πλανήτη με τις ολέθριες συνέπειες της οικολογικής καταστροφής που βιώνουμε καθημερινά. Έχουμε καταντήσει ένας καρκίνος για το πλανήτη και πιστέψτε με, όταν έρθει η ώρα ο πλανήτης θα βρει την γιατρειά. Σταμάτησε για λίγο πίνοντας μια γουλιά νερό. Τα έχετε ξανακούσει αυτά, έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό γίνατε κυνικοί; Γι’ αυτό … αδιαφορείτε, ρώτησε σε έντονο ύφος, που θύμιζε δικαστή απέναντι στον κατηγορούμενο, τον αμετανόητο και επικίνδυνο ληστή και δολοφόνο. Εμείς, εγώ κι ο Πλάτων, ολόκληρη η Ελλάδα λέμε ένα βροντερό όχι, είπε χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι. Όχι, δεν θα συνεχίσουμε στον κατήφορο, που βαδίζουμε όλοι. Θα αλλάξουμε μονοπάτι, θα ανέβουμε ψηλά! -Πού; Πώς θα ανέβεις μοναχός, ρώτησαν γελώντας κάποιοι. Τους φαινόταν ουτοπικό κι ανήκε στην σφαίρα της φαντασίας η μοναχική πορεία που ετοιμαζόταν να πάρει ο πρωθυπουργός, μια πορεία προς την άβυσσο, που ούτε ο μυστήριος νέος δίπλα του δεν θα μπορούσε να αποτρέψει. -Αν χρειαστεί θα ανέβουμε μόνοι μας, αλλά είμαι πεπεισμένος ότι κάθε λογικός άνθρωπος, κάθε ψυχή που θλίβεται με την κατάντια του κόσμου γύρω μας θα μας ακολουθήσει. Είστε όλοι καλεσμένοι, ελάτε να δημιουργήσουμε μαζί έναν καλύτερο, δικαιότερο κόσμο, χωρίς σκοπό άλλο από την όσο είναι εφικτό μακροπρόθεσμη επιβίωση του είδους μας, είπε συνεπαρμένος, ελπίζοντας για μια στιγμή ότι το κλίμα θα μπορούσε να αλλάξει υπέρ του. Ο βρετανός πρωθυπουργός τον προσγείωσε άγαρμπα στην πραγματικότητα και το πρόσωπο του πρωθυπουργού σκοτείνιασε στο άκουσμα των λόγων του.
244
-Πολύ ωραίες οι αμπελοφιλοσοφίες σου, αλλά πως θα γίνει αυτό πρακτικά; Πώς ακριβώς θα γλυτώσεις την χρεοκοπία της χώρας σου, καταρχήν, για να σώσεις και τον υπόλοιπο κόσμο στην συνέχεια, ρώτησε ειρωνικά και παίρνοντας θάρρος από την σιωπή του Πλάτων συνέχισε στο ίδιο μήκος κύματος. Δεν πιστεύω να νομίζεις ότι η παρουσία και μόνο του νεαρού δίπλα σου θα μας πείσει να κάνουμε κάτι τόσο τρελό, όσο αυτό που ζητάς. Να αντικαταστήσουμε το σύστημα, ναι με τα όποια προβλήματά του, αλλά με τι; Με τον σοσιαλισμό; Με τον κομμουνισμό; Θα επαναφέρουμε τις αποτυχημένες πρακτικές του παρελθόντος στο σήμερα και τολμάς να μιλάς για το μέλλον; Θα … -Θα καταργήσουμε τον στρατό μας, φώναξε δυνατά και μια βαριά σιγή απλώθηκε στο δωμάτιο. Ούτε ψίθυρος δεν ακούστηκε στην ψηλοτάβανη, επιβλητική αίθουσα. Θα καταργήσουμε τον στρατό, επανέλαβε χαμηλόφωνα. Αυτό είναι το πρώτο μέτρο που παίρνουμε και το ανακοινώνουμε εδώ σε όλους σας. Έχουμε υπολογίσει ότι με τα χρήματα που θα γλυτώσουμε θα μπορέσουμε να κάνουμε ένα ισχυρό ξεκίνημα, που θα μας βοηθήσει να εμπεδώσουμε την νέα αναπτυξιακή προοπτική για την χώρα μας. Επιλέγουμε και είστε όλοι μάρτυρες αυτού, την επένδυση στην δημιουργία και την ζωή από τον θάνατο και την καταστροφή. Στον εικοστό πρώτο αιώνα, ο ανθρώπινος πολιτισμός θα όφειλε να είχε ήδη εξοστρακίσει τον πόλεμο από την γκάμα των ανθρώπινων ενεργειών σαν μέτρο εξουσίας και επίλυσης διαφορών. Ας είναι ο πολιτισμός του καθενός μας, το μέτρο σύγκρισης και επιβολής της ισορροπίας στον πλανήτη! -Μα τι λες; Πως θα καταργήσεις τον στρατό; Πως… -Τόσο απλά, όσο ακούγεται, απάντησε ο πρωθυπουργός. Σε ένα χρονικό διάστημα λίγων μόλις μηνών ο στρατός της Ελλάδας θα παύσει να λειτουργεί. Όλοι όσοι εργάζονται αυτή την στιγμή στον στρατό θα μετατεθούν σε δημόσιες υπηρεσίες. Οι στρατιωτικοί γιατροί στα νοσοκομεία, οι επαγγελματίες οπλίτες στην αστυνομία, αλλά και την τοπική αυτοδιοίκηση, οι διοικητικοί υπάλληλοι στην δημόσια διοίκηση. Και το κυριότερο ο μηχανισμός και η επιχειρησιακή ικανότητα του στρατού θα χρησιμοποιηθούν για την ανοικοδόμηση της χώρας, το χτίσιμο δρόμων και σπιτιών, αλλά και την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, που αποτελεί και τον πραγματικό, και δη εσωτερικό, εχθρό των σύγχρονων κρατών. Τέρμα στις δαπάνες για αγορά όπλων από εσάς … σύμμαχοι, είπε γρήγορα και έπειτα σιώπησε κάνοντας μια μικρή διακοπή. Ας αφήσουμε όμως στην άκρη την πολιτική και την οικονομία για λίγο. Τι λέτε; Ας δούμε καταρχήν πως λειτουργεί ο κόσμος, αναπόσπαστο μέρος του οποίου είμαστε. Με το που βλέπουμε, λοιπόν, ο καθένας από εμάς με την γέννησή του, το πρώτο φως της ζωής σ’ αυτόν τον κόσμο ο χρόνος γίνεται αδίστακτος εχθρός μας και μας τραβά αδυσώπητα προς το σκοτάδι, προς τον θάνατο. Δεν τρέφω αυταπάτες. Δεν θα τον νικήσω ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος, μιας και το βέλος του χρόνου δείχνει σαφώς κι αναμφισβήτητα προς τα εκεί. Όμως θα αφοσιώσω την ζωή μου, το έχω κάνει ήδη, στην δημιουργία του φωτός που θα λάμπει για πάντα πάνω στον πλανήτη. Ο ήλιος μας κάποτε θα σβήσει, ας βεβαιωθούμε ότι το φυτίλι του ανθρώπινου πολιτισμού, του είδους μας, θα καίει για πάντα! Βλέπετε η Φυσική μας έχει αποδείξει ότι με το που πέφτει στην Γη το φως του ήλιου μετατρέπεται σε σκοτάδι, σε υπεριώδη ακτινοβολία και θερμότητα. Η αρμονία γίνεται χάος, κυρίες και κύριοι. Αυτό είναι αναπόφευκτο! Κι όμως σε κάποια φάση αυτής της πορείας, μετά από δισεκατομμύρια χρόνια εξέλιξης της ύλης και μέσα από την δεδομένη πορεία από την τάξη στην αταξία παρεμβλήθηκε η ζωή. Ναι, η ζωή, αυτή η προσωρινή και σύναμμα υπέροχη θνητή αρμονία, που προσπαθεί αγωνιωδώς να φυλακίσει για λίγο το φως και να καθυστερήσει την μοιραία υποβάθμισή του. Κάποια ζώα όμως και κυρίως εμείς, ο άνθρωπος, σχεδόν λυσσαλέα επιταχύνει την φθορά, καταστρέφοντας ακόμη και την δουλειά εκατομμυρίων ετών που έκαναν τα φυτά και που αποθηκεύτηκε σαν πετρέλαιο ή
245
αφανίζοντας τα εργοστάσια φωτοσύνθεσης, τα δάση. Νομίζουμε αφελώς ότι τα κοιτάσματα πετρελαίου είναι αποθέματα ενέργειας, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από αποθέματα τάξης. Ας γίνει κατανοητό απ’ όλους ότι η τάξη του συστήματος αυτού, του πολύπλοκου συστήματος της Γης, είναι δανεισμένη. Επιπροσθέτως, είναι δυστυχώς σήμερα τόσο γρήγορη η παραγωγή χάους από μέρους του ανθρώπινου πολιτισμού που η φύση δεν μπορεί να το καθαρίσει παρόλες τις τεράστιες δυνάμεις αντίδρασης που διαθέτει. Το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και τα άλλα αέρια του θερμοκηπίου δεν είναι εύκολο να απομακρυνθούν, τα αιώνια πυρηνικά απόβλητα είναι μια βαθιά πληγή με γιγάντιες για τα ανθρώπινα μέτρα, και εξαιρετικά δύσκολα ελεγχόμενες, δυνάμεις. Ας καταλάβουμε επομένως, ότι η δανεισμένη τάξη, η τόσο αναγκαία κι απαραίτητη για το μέλλον μας εξαντλείτε γρήγορα. Κι όμως υπάρχει ελπίδα. Ο άνθρωπος μιμούμενος τα φυτά, αν κι όχι τόσο αποτελεσματικά ακόμη, δημιουργεί δομές από το χάος κι έτσι δανείζεται και πάλι την αναγκαία τάξη, που χρειάζεται για την επιβίωσή μας. Ερχόμαστε λοιπόν στο σήμερα, στην πολιτική και στην ελεύθερη οικονομία. Αντιλήφθητε το, κάντε το κτήμα σας μια και καλή, το μόνο που πετυχαίνει η ελεύθερη αγορά, υπακούοντας στους καθολικούς νόμους της φύσης είναι η αποδόμηση της τάξης και η χαοτική συμπεριφορά των κοινωνικοπολιτικών θεσμών που την υπηρετούν. Βλέπουμε καθημερινά γύρω μας ότι μας έχει πιάσει μια ακόρεστη δίψα για περισσότερα, γρηγορότερα, μεγαλύτερα κέρδη, κυρίες και κύριοι! Και σας ρωτώ… γιατί; Γιατί τέτοια ψύχωση, τέτοια ακατάσχετη λαιμαργία; Πιστεύετε ότι αν δεν αναπτυχθεί η παγκόσμια οικονομία με ένα δύο τρία τοις εκατό κάθε χρόνο θα καταστραφούμε; Πιστεύετε ότι το ανθρώπινο γένος δεν θα μπορέσει να επιβιώσει αλλιώς κι ότι ανεπανάληπτοι λοιμοί, γιγάντιοι σεισμοί, πρωτοφανείς καταστροφές, και ίσως η εξαφάνιση απ’ τον παγκόσμιο χάρτη, μας απειλούν αν δεν τηρήσουμε κατά γράμμα τα «πιστεύω» των φωστήρων της ελεύθερης αγοράς; Είστε πια τόσο κοντόφθαλμοι, ρώτησε απογοητευμένος και το πρόσωπό του σκοτείνιασε από μια απερίγραπτη θλίψη. Έχετε την ψευδαίσθηση ότι στο χαοτικό σύμπαν μας, αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να προσπαθήσουμε, στο μέτρο του δυνατού πάντα μιας και θέλω να ελπίζω ότι η αυταπάτη της πλήρους παντοδυναμίας μας απέναντι στην φύση έχει διαλυθεί ήδη σαν την πρωινή ομίχλη, να επιβάλλουμε την τάξη και να οδηγήσουμε την ανθρώπινη φυλή σε μακροημέρευση κι ευημερία; Αλήθεια, έτσι θα την οδηγήσουμε στην επιβίωσή της; Σας εκλιπαρώ, κατανοήστε επιτέλους ότι οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς, ακολουθώντας τους νόμους της φύσης οδηγούν σε ένα κυκλικά επαναλαμβανόμενο χάος, με πρόσκαιρα διαστήματα τάξης. Το κυριότερο όμως και το πιο επικίνδυνο είναι ότι θα οδηγήσουν σε ένα, ας ευχηθούμε να μην έχει ήδη συμβεί, κρίσιμο σημείο, το οποίο αν περάσουμε δεν έχει γυρισμό, δεν υπάρχει επιστροφή και μόνο το τέλος, ένα αργό, επώδυνο, βασανιστικό τέλος θα φαντάζει στα μάτια μας σαν ο τελικός προορισμός. Μας οδηγεί ο δρόμος που ακολουθούμε, δυστυχώς με μαθηματική ακρίβεια, στο σκοτάδι και τον αφανισμό μας, όντας ανήμποροι να δανειζόμαστε επ’ άπειρων την απαιτούμενη τάξη από το περιβάλλον γύρω μας. Σε κάποια στιγμή θα είναι αδύνατον να καθαριστεί όλη η κόπρος του Αυγείου, που θα έχουμε συσσωρεύσει στον πλανήτη! Σταμάτησε για λίγο κι αφουγκράστηκε τις αντιδράσεις του ακροατηρίου του. Είδε κάποιους να τον κοιτάνε όπως προηγουμένως, μην έχοντας προφανώς ακούσει ή καταλάβει ούτε λέξη όσων είπε, και κάποιους άλλους, λίγους, ελάχιστους, με χαμηλωμένο βλέμμα να αναλογίζονται προβληματισμένοι τα λόγια του, λόγια που οδηγούσαν βίαια σε κάποιο δρόμο μακρινό, ανηφορικό και δύσκολο, πέρα κι έξω από τον δρόμο που βάδιζαν ξέγνοιαστοι μέχρι εκείνη την στιγμή. Οδηγούσαν παράλληλα σε έναν δρόμο, όπου στο τέλος του υπήρχε η ελπίδα!
246
-Υπάρχει διέξοδος, ρώτησε κοιτώντας τους τώρα αυστηρά. Πιο σίγουρος από ποτέ έδωσε την απάντηση, που περίμεναν να ακούσουν οι λίγοι οραματιστές του αύριο. Εκλεκτικότητα κι επιλογή, κυρίες και κύριοι. Νοικοκύρεμα με την άμεση και καθολική επιβολή μας στην οικονομία. Είναι καιρός να αποφύγουμε, με την θέλησή μας καθετί επιβλαβές και περιττό, που δεν εξυπηρετεί παρά τα συμφέροντα λίγων κι ανόητων ανθρωπάκων. Σε όλα τα επίπεδα πρέπει να κάνουμε τις σωστές επιλογές, αφού βεβαίως πρώτα αναγνωρίσουμε και ξεχωρίσουμε ποιες είναι αυτές. Το ότι θα ήταν αδύνατο να εξαλείψουμε την αγορά και το νόμισμα, δεν σημαίνει ότι πρέπει να χειροκροτήσουμε την παντοδυναμία του χρήματος, ούτε βεβαίως να πιστέψουμε στην ορθολογικότητα μιας οικονομίας η οποία όχι μόνο δεν έχει καμιά σχέση με αληθινή αγορά, αλλά έχει καταντήσει ήδη ένα τεράστιο, πλανητικό καζίνο! Το ότι η παραγωγή και η κατανάλωση είναι εγγενή στοιχεία της κοινωνίας δεν σημαίνει ότι πρέπει να ανάγουμε αυτές τις δυο δραστηριότητες στους έσχατους σκοπούς της ανθρώπινη ύπαρξης, όπως θέλει να μας επιβάλλει ο ατομικισμός και ο φιλελευθερισμός. Αν συνεχίσουμε προς αυτόν τον απατηλό στόχο της πρόσκαιρης ευδαιμονίας, με την παντελή απουσία νοήματος η κοινωνία των ανθρώπων θα καταρρεύσει! Πρέπει λοιπόν να επιβραδύνουμε την ανάπτυξη προς όφελος του περιβάλλοντος και κυρίως προς όφελος όλων μας. Θα μάθουμε να ζούμε με λιγότερα, με αυτά που έχουμε κατακτήσει τα τελευταία εκατό χρόνια και τα οποία είναι ήδη πολλά. Θα κάνουμε όνειρα πιο μακροπρόθεσμα κι επομένως πιο υλοποιήσιμα, με στέρεες βάσεις, που θα ευνοούν το σύνολο των ανθρώπων και όχι τους λίγους, τους εγωιστές και συμφεροντολόγους, αυτούς που για χάρη ενός πιο γρήγορου αυτοκινήτου αδιαφορούν, σφυρίζοντας ανέμελα μπρος το θέαμα των φρικωδιών που συμβαίνουν γύρω μας! Ας ωθήσουμε λοιπόν την πολιτική, την διαλεκτική της κοινωνίας, στα όριά της, χρησιμοποιώντας την προέκταση του εγκεφάλου μας, τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αλλά και την προέκταση των ανθρωπίνων επιδόσεων τις μηχανές, που συμβάλλουν αποφασιστικά στον περιορισμό της ανοργανωσιάς και του σκορπίσματος, της αταξίας κι ας ελπίσουμε … ή μάλλον ας πιστέψουμε βαθιά μες τις καρδιές μας, ότι η διαλεκτική πορεία προς τα πάνω, προς ανώτερα επίπεδα αυτοοργάνωσης είναι μη αντιστρεπτή και θα προλάβουμε να εξασφαλίσουμε σαν είδος τα απαιτούμενα αποθέματα τάξης. Είναι στο χέρι μας, είπε ντύνοντας με ένα τεράστιο, φωτεινό κι εγκάρδιο χαμόγελο το πρόσωπό του και προτάσσοντας τα χέρια του μπροστά. Εγώ κι εσείς, όλοι μαζί, μπορούμε. Αρκεί να το θελήσουμε! Κατέβασε τα χέρια του, το χαμόγελο σβήστηκε αργά και το πρόσωπό του σκοτείνιασε ξανά. Ο Πλάτων σηκώθηκε δίπλα του και ο Οδυσσέας ακολούθησε. Τότε άκουσαν όλοι, πλην του προέδρου, για πρώτη φορά την φωνή του νέου. Μιλώντας με δυνατή και στεντόρεια φωνή τους είπε: -Κι αν χρειαστεί να το κάνουμε μόνοι μας, αν όλος ο κόσμος βρεθεί απέναντί μας, εμείς θα συνεχίσουμε. Θα επιβάλλουμε στον κόσμο την μια και μοναδική κατάσταση ανισορροπίας, που θα οδηγήσει στην Νέα Τάξη που θέλουμε κι απαιτούμε, πρώτα και πάνω απ’ όλα, απ’ τους εαυτούς μας. -Σε ποια κατάσταση ανισορροπίας αναφέρεσαι, ρώτησε μηχανικά και δειλά ο πρόεδρος της Επιτροπής, ακούγοντας την ίδια φωνή που ακόμη αιωρούνταν στο μυαλό του να βγαίνει από τα χείλη του άντρα αυτού. -Στον θεό-πόλεμο βεβαίως, απάντησε ο Πλάτων κοιτώντας τον με την αδιαφορία που κοιτάζει κανείς ένα σκυλί και το χαμόγελο επέστρεψε θριαμβευτικά στο πρόσωπό του. Οι τρείς άντρες έκαναν μεταβολή και έφυγαν από την αίθουσα με ένα σοκαρισμένο κοινό να τους παρακολουθεί άφωνο!
247
5 Το κορίτσι με τα μακριά, μελαχρινά μαλλιά χάιδευε εδώ και ώρα την γυμνή κοιλιά της καθισμένο δίπλα στο τζάκι, μέσα σε ένα φωτισμένο από το χαρωπό πνεύμα των Χριστουγέννων δωμάτιο. Είχε φουσκώσει αρκετά η ολοστρόγγυλη κοιλίτσα της, που τώρα έμοιαζε με μπάλα ποδοσφαίρου και μαρτυρούσε μια προχωρημένη εγκυμοσύνη. Με ανοιχτές παλάμες περιεργαζόταν κάθε χιλιοστό του λείου δέρματος και κάθε τόσο, μια αμυδρή κίνηση απ’ το βάθος των σπλάχνων της την έκανε να χαμογελάει. Το μωρό της προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της, ένιωθε την παρουσία της και σχεδόν προσπαθούσε να την αγγίξει τοποθετώντας τα μικροσκοπικά του χεράκια αντικατοπτρικά απέναντι στα δικά της. Μόλις χθες, πήγε συνοδεία της μητέρας της και των αντρών, που της είχαν επιβάλλει για την ασφάλειά της, στον γυναικολόγο της για τις καθιερωμένες εξετάσεις. Αυτός προβληματίστηκε φανερά με την εικόνα που αντίκρισε στο μόνιτορ του υπερήχου, αλλά και από το μέγεθος της κοιλιάς της. Ένα υγιέστατο έμβρυο περίμενε υπομονετικά την γέννησή του. -Νεφέλη, είσαι σίγουρη ότι η σύλληψη έγινε τέλη Αυγούστου, γιατί αν είναι έτσι το μωρό σου θα έπρεπε να έχει την ανάπτυξη ενός εμβρύου δεκαέξι- δεκαεφτά εβδομάδων και όχι αυτήν που βλέπω στην οθόνη, δηλαδή ενός εμβρύου εικοσιπέντε περίπου εβδομάδων, ρώτησε με έκδηλη περιέργεια ο γιατρός της. Είχε το βλέμμα του ανθρώπου που δυσκολεύεται να καταλάβει εάν του λένε ψέματα ή αν κάτι ανεξήγητο συμβαίνει. Το κορίτσι χαμογέλασε θλιμμένα γέρνοντας το κεφάλι και κοιτώντας σε ένα απροσδιόριστο σημείο του παραθύρου, σκεπτόμενη ότι το μωρό μέσα της είχε πάρει σαφώς απ’ τον πατέρα του. Το χαμόγελο έσβησε σταδιακά, όταν το ασυνείδητό της έκανε μια… τρελή σκέψη. Αναρωτήθηκε αν το μωρό της θα έπαιρνε και κάτι απ’ αυτήν ή αν το εξωτικό DNA του Πλάτων θα κυριαρχούσε ολοκληρωτικά έναντι του δικού της. -Δεν ξέρω, ίσως να έγινε και τον Ιούνιο, απάντησε μηχανικά με τον γιατρό να εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια να διερευνήσει περισσότερο, ακούγοντας την άψυχη φωνή της και συνειδητοποιώντας το δράμα της κοπέλας. Μόνο ο πατέρας θα μπορούσε να μας πει με σιγουριά. Μόνο ο πατέρας … επανέλαβε αυτή κι έκανε τιτάνια προσπάθεια να κρατήσει τα δάκρυά της μες την φυλακή τους! Η κατάθλιψη την συντρόφευε κρατώντας την σφιχτά απ' το χέρι απ’ όταν ξύπνησε μες το δωμάτιο στο πατρικό της. Έκανε όλο ευτυχία μια κίνηση με το χέρι της να αγγίξει τον Πλάτων δίπλα της, και το μόνο που χάιδεψε ήταν τα γυμνά και κρύα σεντόνια. Άνοιξε τα μάτια της κι αντί για το γνώριμο πέτρινο δωμάτιο που την στέγαζε τον τελευταίο καιρό είδε κάτι απ’ τα παλιά. Σαν σε ανάμνηση, πολύ ζωντανή ανάμνηση, το παιδικό της δωμάτιο με τις φθαρμένες αφίσες και τα χιλιάδες μπιχλιμπίδια την περιστοίχιζε και στιγμιαία ένοιωσε ότι βρισκόταν στην φυλακή. Το όνειρο είχε πετάξει μακριά της κι αυτή κείτονταν εγκλωβισμένη στον πύργο της μοναξιάς. «Που είναι ο πρίγκιπας μου;» αναρωτήθηκε το μυαλό της ουρλιάζοντας απεγνωσμένη. Η πόρτα άνοιξε και η μητέρα της εμφανίστηκε ανήσυχη τρέχοντας κοντά της. Την πήρε στην αγκαλιά της και η ζεστή, μητρική και στοργική της επίδραση την καθησύχασε. Της ψιθύρισε στο αυτί το καλώς όρισες και την ενημέρωσε ότι κάποιοι άντρες, έμοιαζαν με σωματοφύλακες σαν αυτούς που βλέπουμε στις ταινίες, την είχαν φέρει στο σπίτι και θα έμεναν μαζί της μέχρι να πάρουν άλλη εντολή. -Λένε, απ’ το ελάχιστο που μιλάνε, ότι υπηρετούνε έναν και μόνο άντρα … τον Πλάτων, είπε συνωμοτικά. Αναφέρονται στον απίστευτο νεαρό, για τον οποίο μιλάνε στις ειδήσεις, έτσι δεν είναι, κόρη μου; Είναι αλήθεια όσα λέγονται; Έχει αυτές τις παράξενες δυνάμεις; Η περιέργεια κυρίεψε την μητέρα της που στο πρόσωπο της κόρης της έβλεπε
248
την απάντηση στα ερωτήματα που ανέβλυζαν στα χείλη όλων των απλών ανθρώπων της χώρας. Φαντάζομαι ότι κάποια σχέση έχει με την κατάστασή σου, συνέχισε επιστρέφοντας απρόσμενα στον ρόλο της μητέρας και χαμηλώνοντας για μια στιγμή το βλέμμα στην κοιλίτσα της. Βλέπετε η επιβίωση των παιδιών μας είναι πάντα ισχυρότερη από κάθε απορία για τον κόσμο γύρω μας, όσο δυνατή κι ακατανίκητη κι αν είναι η φαγούρα που προκαλεί στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Η Νεφέλη της είπε τότε όλη την ιστορία, από την στιγμή που το έσκασε το Αυγουστιάτικο εκείνο βράδυ από το δωμάτιο της για να ξυπνήσει σήμερα και πάλι σ’ άυτό. Ένιωθε σαν να μην πέρασε μια μέρα! Κι όμως είχαν περάσει πολλές ημέρες και νύχτες και είχε ζήσει πράγματα, είχε δει και είχε αισθανθεί αυτό που άλλοι δεν θα ζήσουν σε μια ολόκληρη ζωή. Ή μάλλον όχι σε μια ζωή, αλλά σε πολλές ζωές, απροσδιόριστου αριθμού! Και το κυριότερο, ήταν έγκυος στο παιδί του πιο απίθανου κι εξωπραγματικού ανθρώπου που έζησε ποτέ. Κι όμως μες την απιθανότητα, αυτός ο άνθρωπος υπήρχε και ήταν αυτή η μία και μοναδική απ’ όλες τις γυναίκες της Γης, που κυοφορούσε τον καρπό του. Το λυτρωτικό άγγιγμα της μητέρας της, που την έσφιξε ξανά στην αγκαλιά της ακούγοντας την ιστορία της, ώθησε την Νεφέλη να αφήσει τον εαυτό της ελεύθερο να βιώσει συναισθήματα, προσδοκίες και απόκρυφες σκέψεις που καταπίεζε απ’ όταν έμεινε έγκυος. Στην αρχή εμφανίστηκε ο φόβος. Άγριος και μεγαλοπρεπείς την έκανε να σφιχτεί απότομα πάνω στην μητέρα της. Ποιός ήταν ο Πλάτων τελικά; Τι πλάσμα θεϊκό κρύβονταν κάτω απ’ τις σάρκες του; Και αυτή; Τι ρόλο έπαιζε αυτή; Την είχε αγαπήσει καθόλου; Ή ήταν μόνο ένας … σάκος; Ένα μεταφορικό μέσο για το σπέρμα του; Ποιος ήταν ο σκοπός του; Τι ήθελε στον κόσμο μας; Η απλότητα, η αθωότητα και η πίστη ότι ζούμε σε έναν απλό κόσμο είχε πάει περίπατο απ’ όταν τον γνώρισε. Από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Τα ερωτήματα του φόβου έδωσαν οικιοθελώς την θέση τους στις αναμνήσεις και την μελαγχολία που αυτές κουβαλούσαν. Το πρόσωπο και τα μάτια του. Αχ, αυτά τα μάτια! Τα τρομερά του χέρια και ο πανίσχυρος εγκέφαλός του. Η γαλάζια φλόγα και η φωνή μες το μυαλό της. Δεν θα άλλαζε τίποτα, ούτε μια στιγμή. Θα τα ξαναζούσε όλα όπως τα έζησε. Κι ας πέρασαν, ίσως για πάντα! Τώρα, καθισμένη μόνη της (νόμιζε ότι βρισκόταν εκεί χιλιάδες χρόνια) μπροστά στις φλόγες που έγλυφαν τα ξυλά και ζέσταιναν την καρδιά της, ήρθε η αποδοχή. Καθάρισε το νου της από κάθε σκέψη και δέχτηκε με ευγνωμοσύνη το δώρο (ή την κατάρα), που της δόθηκε. Σαν την δυνατή φωτιά στο τζάκι έκαιγε μες τα σπλάχνα της το συναίσθημα της αγάπης και της ταπεινής λατρείας. Θα ακολουθούσε το θέλημά του, ελπίζοντας μόνο, κάποια μέρα, σύντομα, να τον ξανάβλεπε, έστω για λίγο. Διψούσε για ένα του βλέμμα ή απλώς μια λέξη του, όπως η έρημος διψά για μια σταγόνα. Η σκέψη της έλεγε αμήν πότε θα έρθει η ευλογημένη ώρα να τον ξαναδεί και να τον αγκαλιάσει. Ζούσε στο μέλλον κι όχι στο παρόν! Συνέχισε να χαϊδεύει την κοιλίτσα της, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Οι γονείς της είχαν πάει για ψώνια κι αυτή αγνάντευε την υπέροχη θέα που πρόσφερε η τοποθεσία του πατρικού της, ψηλά στο βουνό, με την πόλη βροχερή και θλιμμένη κάτω απ΄ τα πόδια της για ακόμη μια ημέρα. Το ράδιο χάριζε γλυκιές μελωδίες, λόγια ποιητικά, εικόνες αληθινές. «…βάλε φωτιά σε ότι σε καίει, σε ότι σου τρώει την ψυχή έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμένοι ανοιχτοί, είναι η αγάπη ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή, ζήσε μαζί μου στον αέρα, στην φωτιά, στην βροχή,
249
μας περιμένουν άδειες μέρες, ραγισμένοι ουρανοί είναι η αγάπη ένα ταξίδι από πληγή σε πληγή…» μέχρι που η φωνή του παρουσιαστή ενημέρωσε για έκτακτο δελτίο ειδήσεων και η αρμονία της μουσικής συντρίφθηκε κάτω απ’ την ξερή ανακοίνωση λίγων φράσεων. «Αγαπητοί μας ακροατές, θύελλα αντιδράσεων προκάλεσε η στάση της ελληνικής αντιπροσωπείας στην σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ξένοι ηγέτες μιλάνε για προδοσία της Ελλάδας απέναντι στους θεσμούς της Ευρώπης και απειλούνε ανοιχτά με κάθε αναγκαίο μέτρο, ώστε να αρθεί η χώρα μας στο ύψος των περιστάσεων και να γλυτώσει από τον κίνδυνο της αυτοκαταστροφής στην οποία την οδηγεί ο πρωθυπουργός, σαν υποχείριο, όπως τόνισαν χαρακτηριστικά, των αγνώστων προθέσεων του Πλάτων! Απαντώντας ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι οι ηγέτες της Ευρώπης δείχνουν ξεκάθαρα την θέση τους. Κι αυτή δεν είναι σε καμιά περίπτωση με τους λαούς τους, αλλά προφανώς εναντίων τους. Η χώρα μας επιφυλάσσεται κάθε νόμιμου δικαιώματός της, δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και ενημέρωσε ότι εντός λίγων ημερών η κυβέρνηση θα ανακοινώσει και επισήμως κάτι συνταρακτικό, που θα κάνει πάταγο, θα δείξει στους λαούς πως πρέπει να λειτουργεί μια εθνική κυβέρνηση με μοναδικό γνώμονα τα συμφέροντα των λαών και θα βάλει τους υποκριτές ηγέτες στην σωστή τους θέση. Ποια είναι αυτή; Το χρονοντούλαπο της Ιστορίας!» Η Νεφέλη άκουγε προσεκτικά με μάτια ορθάνοιχτα και αυτιά τεντωμένα, έτοιμα να πιάσουν κάθε φράση, λέξη, ήχο που είχε να κάνει με τον Πλάτων. Αντιλήφθηκε το διακύβευμα των πολιτικών ζυμώσεων στην Ευρώπη και την τεράστια θετική απήχηση που είχε σε παγκόσμιο επίπεδο η φημολογία, παρά την προσπάθεια των ευρωπαίων ηγετών να μην διαρρεύσει το παραμικρό, ότι η ελληνική κυβέρνηση προτίθεται να καταργήσει τον στρατό της χώρας. Κι αν θα περίμενε κανείς να ανησυχήσει στο άκουσμα των απειλών της Ευρώπης και στο ενδεχόμενο η χώρα της να βρεθεί ξαφνικά μόνη κι ανίσχυρη απέναντι στις βούλες του οποιουδήποτε, όπως έκαναν εκείνη την στιγμή χιλιάδες συμπολίτες της, αυτή επικεντρώθηκε στο μοναδικό πράγμα που την ενδιέφερε εκείνη την μοναδική στιγμή. Δια της ατόπου απαγωγής κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι τα πράγματα δυσκολεύουν επικίνδυνα κι αφού δυσκολεύουν τίθεται θέμα εθνικής ασφάλειας. Κι αφού τίθεται θέμα εθνικής ασφάλειας, το περιβάλλον του πρωθυπουργού και του Πλάτων γίνεται άκρως επικίνδυνο κι αφού γίνεται επικίνδυνο, πρέπει τα άτομα που το αποτελούν να προφυλαχθούν. Και ποιοι θα προφυλαχθούν πρώτοι; Μα τα πιο κοντινά, τα πιο… αγαπημένα τους πρόσωπα. -Επομένως … μ’ αγαπάει! Μ’ αγαπάει για αυτό με έδιωξε από κοντά του, φώναξε με όλη της την δύναμη και σε μια στιγμή σκέπασε τα μάτια της με τα χέρια κι έκλαψε σαν μικρό παιδί. Έκλαιγε για λίγα λεπτά, σίγουρα όμως έκλαιγε από χαρά. Σηκώθηκε μετά από λίγο όρθια κι άρχισε να χορεύει αγγίζοντας την κοιλία της ένα ιδιόμορφο ταγκό. Μ’αγαπάει, μ’αγαπάει, μ’αγαπάει … τραγουδούσε ρυθμικά και με αναφιλητά που έσβηναν αργά έχοντας βρει επιτέλους το απαραίτητο στήριγμα για την εύθραυστη ψυχική της ισορροπία, απ’ όταν βρέθηκε άθελά της μακριά του, νιώθοντας μόνη και προδομένη. Κι όμως ο Πλάτων δεν την είχε εγκαταλείψει, αντιθέτως την είχε προστατέψει! 6 Ο πράκτορας βρισκόταν ξαπλωμένος εδώ και ώρες στην ταράτσα του ξενοδοχείου. Η ψηλή βροχούλα που έπεφτε πότε πότε και ο ήλιος που μπαινόβγαινε στα σύννεφα παίζοντας κρυφτό με την Γη μας, δεν τον απασχολούσε καθόλου. Το μόνο που είχε σφηνωμένο βαθιά στην σκέψη του ήταν η απαίτηση απ’ τον εαυτό του να πετύχει τον
250
στόχο του. Ήταν το μόνο που τον ένοιαζε, καθώς οι εβδομάδες περνούσαν και η θέλησή του για επιτυχία γιγαντωνόταν. Μπορεί τώρα να έμπλεκε στις σκέψεις του την ξεκάθαρη εντολή κι επιθυμία(ποτέ δεν θέλησε τόσο πολύ να σκοτώσει κάποιον, όσο τον Πλάτων)που είχε να τον εξοντώσει, μαζί με τις τελευταίες εξελίξεις και τις πρωτοβουλίες που έπαιρνε αυτός μαζί με τον πρωθυπουργό της χώρας (η αλήθεια είναι ότι διέβλεπε ξεκάθαρα τον απόλυτο κίνδυνο σ’ αυτό, καθώς αποτελούσε το όνειρο κάθε δούλου η κατάργηση του βάρβαρου, όπως το χαρακτήριζαν, συστήματος που αυτός υπηρετούσε και η φάκα που είχε στήσει το Κτήνος αναμενόταν να γεμίσει ποντικάκια), αλλά ίσως είχε μπροστά του την τέλεια ευκαιρία να πετύχει τον σκοπό του, αποτρέποντας τον παγκόσμιο εφιάλτη! Η αλήθεια ήταν ότι ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του τυλιγμένος στην δόξα, ο απόλυτος ολυμπιονίκης. Ήθελε να επηρεάσει την Ιστορία και να γίνει υπεύθυνος για την τελική επικράτηση, που θα επέκτεινε σε όλο τον κόσμο την ισχύ και το κύρος της υπερδύναμης, απέναντι στους εχθρούς της. Και το κυριότερο; Θα συνδεόταν αυτή για πάντα με το όνομά του! Είχε διαπιστώσει λοιπόν ότι το πρωθυπουργικό Μέγαρο είχε μετατραπεί σε απόρθητο φρούριο και η είσοδος σ’ αυτό ήταν σχεδόν αδύνατη. Επίσης, το σπίτι όπου βρισκόταν η κοπελιά του Πλάτων είχε περιέργως εγκαταλειφθεί απότομα και η επίσκεψη που πραγματοποίησε εκεί δεν του έδωσε κανένα στοιχείο για το που μπορεί να κρυβόταν αυτή, αφού θύμιζε εγκαταλειμμένο κτίριο χωρίς κανένα ίχνος να φανερώνει ότι άνθρωποι ζούσαν εκεί για λίγους μήνες. Ήταν σίγουρα η πρώτη αποστολή, όπου τα πράγματα δεν φαίνονταν να πηγαίνουν όπως τα ήθελε, ακόμη και αυτή η ανέλπιστη τύχη, που τον είχε σπρώξει σαν άνεμος αρκετές φορές προς την επιτυχία, δεν έμοιαζε να πολυενδιαφέρεται τώρα για τις δυσκολίες του. Σαν μάννα εξ’ ουρανού, όμως άκουσε για την ομιλία του πρωθυπουργού σε μια μεγάλη και πανηγυρική συγκέντρωση στο πεδίο του Άρεως. Σκόπευε να ανακοινώσει μια ανέλπιστη στροφή στην πορεία της χώρας, που θα την έβαζε σε μια νέα τροχιά. -Κι αυτός θα είναι μαζί σου, έτσι δεν είναι; Εξάλλου δεν θα μπορούσες χωρίς την παρουσία του. Αυτό το κάθαρμα, το Κτήνος, θα είναι μαζί σου, όταν εμφανιστείς στην σκηνή για να καθοδηγεί την δουλική σου υπόσταση, ε ανθρωπάκο, ψιθύρισε ακούγοντας την είδηση και το μίσος σχεδόν έσταζε, πικρό και όξινο, μαζί με το σάλιο του προς τον οισοφάγο του. Να δούμε αν θα είναι μαζί σου κι όταν κατέβεις από εκεί, συμπλήρωσε και έπιασε δουλειά. Μελέτησε στον υπολογιστή παλιότερες ομιλίες στον χώρο και διαπίστωσε ότι η θέση της εξέδρας δεν είχε και πολλές εναλλακτικές. Μία ήταν η θέση που εξασφάλιζε την μαζικότερη και εντυπωσιακότερη παρουσία του πλήθους. Στεκόμενος στο κέντρο του χώρου, μια εβδομάδα πριν την ομιλία, φαντάστηκε την θέση της εξέδρας και γύρισε αργά γύρω από τον εαυτό του αναζητώντας το ψηλότερο κτίριο με άμεση θέα προς την εξέδρα. Ο κόσμος που περπατούσε γύρω του, τα παιδιά που είτε τάιζαν, είτε κυνηγούσαν τα περιστέρια, τα οποία ζητιάνευαν λίγα ψίχουλα, αποτελούσαν θολές εικόνες, χωρίς ήχο για ένα μυαλό αφοσιωμένο στον στόχο του. Είδε αρκετά ψηλά κτίρια γύρω από τον χώρο, αλλά με λίγη προσοχή αποδεικνυόταν όλα ακατάλληλα για τον σκοπό του. Οι άντρες ασφαλείας θα ερχόταν δυο-τρεις μέρες πριν την συγκέντρωση, θα έλεγχαν και θα καθιστούσαν αδύνατη την οποιαδήποτε απόπειρα εναντίων του πρωθυπουργού και του Πλάτων. Κάμποσους μήνες πριν θα φάνταζε αδιανόητη μια τόσο ολοκληρωμένη ασφάλεια του πρωθυπουργού, όμως αυτό που είδε τον τελευταίο καιρό όσον αφορά την ασφάλεια του Μεγάρου Μαξίμου, έμοιαζε μόνο με τα μέτρα ασφαλείας στον Λευκό οίκο.
251
-Επομένως, θα πάμε ακόμη πιο μακριά, ψιθύρισε στον εαυτό του και ξεκίνησε να περπατά προς ένα κτίριο μακρινό, με μια ελάχιστη οπτική προς το πεδίο του Άρεως. Ελάχιστη, αλλά όχι μηδενική! Έφτασε σ’ ένα παλιό ξενοδοχείο κι ανέβηκε στην ταράτσα, όπου με τα κιάλια του πήρε την θέση του σκοπευτή και προσπάθησε να διαπιστώσει τις δυνατότητες βολής. Ανάμεσα στην θέση του και την υποθετική θέση της εξέδρας παρεμβαλλόταν ένα χαμηλότερο κτίριο, μια τριώροφη πολυκατοικία. Η εικόνα που είχε μπροστά του του εξασφάλιζε μια ελάχιστη οπτική της πιθανής διαδρομής του πρωθυπουργού πάνω στην εξέδρα. Όσον αφορά την υποτιθέμενη θέση της ομιλίας του πρωθυπουργού, αυτή καλυπτόταν εντελώς από το τσιμέντο στην ταράτσα της πολυκατοικίας. Υπολόγισε ότι καμιά δεκαριά πόντοι τσιμέντου τον χώριζαν από το ύψος της καρδιάς του πρωθυπουργού στο κέντρο της εξέδρας. «Καθόλου άσχημα. Δύσκολη βολή, σαν το πέρασμα ελέφαντα από κεφάλι βελόνας αλλά πραγματική ευλογία η δυνατότητα ρήψης της» σκέφτηκε γαλήνιος και κατευθύνθηκε σιωπηλά προς το καταφύγιό του. Σκεφτόταν ότι δεν υπήρχε περίπτωση ο πρωθυπουργός να μην κάνει τις συνηθισμένες βόλτες πάνω στην εξέδρα, με τα δάχτυλα να σχηματίζουν το σήμα της νίκης, μια κλασική συνήθεια όλων των πολιτικών. Κι ο Πλάτων θα ήταν σίγουρα κοντά του, ίσως σήκωναν και τα χέρια τους μαζί. Το μόνο που ήθελε ήταν μια καθαρή βολή. Μία και μοναδική! Αν την χαράμιζε θα ήταν άξιος της μοίρας του και η μοίρα του δεν ήταν σε καμιά περίπτωση αυτή ενός αποτυχημένου! Περίμενε λοιπόν υπομονετικά και τις τελευταίες δύο μέρες παρέμεινε καρτερικά πάνω στην ταράτσα του ξενοδοχείου, σχεδόν δυο χιλιόμετρα μακριά από τον χώρο της ομιλίας. Κι ενώ η συγκέντρωση θα γινόταν σε λίγες ώρες, οι άντρες της ασφάλειας καθοδηγούμενοι από τον Οδυσσέα είχαν ήδη ελέγξει κι αποκλείσει όλες τις πιθανές κρυψώνες ενός ελεύθερου σκοπευτή γύρω από το πεδίο του Άρεως. Κοιτώντας μακριά γύρω του, ο Οδυσσέας ένιωσε μια αδιόρατη ανησυχία, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποιος, φορώντας μια υπερσύγχρονη στολή που μιμούνταν απολύτως το περιβάλλον γύρω του με την ικανότητα να ενσωματώνεται πλήρως σ’ αυτό, το γκρι της ταράτσας στην προκειμένη περίπτωση, ήταν ξαπλωμένος εδώ και δυο μέρες κάπου εκεί γύρω με την κάνη του υπερσύγχρονου όπλου του στραμμένη προς το ελάχιστο κομμάτι της εξέδρας που είχε στηθεί πίσω του και ότι τα ελικόπτερα της αστυνομίας που περιπολούσαν στον αέρα ήταν ανίκανα να δουν τον παραμικρό κίνδυνο να ελλοχεύει στο φώς της ημέρας. 7 Ο Πλάτων κι ο πρωθυπουργός ξεκίνησαν για την αποκάλυψη, που του είχε υποσχεθεί ότι θα του κάνει λίγο πριν την ομιλία. Ήθελε να νιώσει το δέος που θα γεννούσε την τόλμη και την αποφασιστικότητα να αντιμετωπίσει το πλήθος, αφού θα του ανακοίνωνε με πανηγυρικό τρόπο κάτι που ήδη ήξεραν όλοι, αλλά ίσως δεν είχαν συνειδητοποιήσει ακριβώς. Βλέπετε ο λαός, ο κάθε λαός χρειάζεται πάνω απ’ όλα το στοιχείο της ασφάλειας, της προστασίας της ζωής του. Μόνο η σιγουριά ότι το μέλλον των παιδιών του και των περιουσιών του είναι εξασφαλισμένο, τον κρατά χαλιναγωγημένο, ειδάλλως θα κατασπαράξει οποιονδήποτε είναι ανίκανος στα μάτια του να εγγυηθεί την απόλυτη προϋπόθεση της ευημερίας και της ανάπτυξη. Η ανικανότητα αυτή είναι χειρότερη κι από προδοσία και είναι ξεκάθαρα τυπωμένη στα συλλογικά γονίδια κάθε λαού! Κατευθύνθηκαν λοιπόν μόνοι, οι δυο τους, με τον Οδυσσέα να βρίσκεται ήδη στον χώρο της συγκέντρωσης και να επιθεωρεί τα ζητήματα ασφαλείας, προς εκείνο το μέρος, όπου δεκάδες άνθρωποι, κάτω από πλήρη μυστικότητα με επικεφαλείς τους επιστήμονες που είχε στρατολογήσει ο ίδιος ο Πλάτων, εργαζόταν πυρετωδώς τους τελευταίους μήνες.
252
Έφτασαν σε ένα εργοστάσιο της κρατικής βιομηχανίας όπλων λίγο έξω από την πόλη. Ο πρωθυπουργός είδε έκπληκτος δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Ναι, ήταν ένα εργοστάσιο της απλής πολεμικής βιομηχανίας που διέθετε η χώρα, αλλά αυτό που είδε τον ξάφνιασε. Μια θωρακισμένη πόρτα έφραζε την είσοδο και με λίγη προσπάθεια διέκρινε τους δεκάδες πάνοπλους στρατιώτες που έστεκαν σε σκοπιές πίσω από την ψηλή συρμάτινη περίφραξη. Γύρισε εντυπωσιασμένος και συνάμα απορημένος στον Πλάτων, που οδηγούσε το αυτοκίνητο, θέλοντας να ρωτήσει, αλλά δεν μίλησε. Έκανε υπομονή κι ο Πλάτων με ένα νεύμα έδωσε εντολή στον φρουρό που παρακολουθούσε την κάμερα να τους ανοίξει. Η τεράστια πόρτα άνοιξε αργά γρυλίζοντας διαπεραστικά και το αυτοκίνητο κατευθύνθηκε στην είσοδο του εργοστασίου, διακόσια περίπου μέτρα από την κεντρική πύλη του τείχους της περίφραξης. Ο πρωθυπουργός στράφηκε γύρω του, βλέποντας τους επικεφαλείς στρατιωτικούς να δίνουν οδηγίες για την φύλαξη ενός απόρθητου κτιρίου και η απορία μέσα του φούσκωνε σαν μπαλόνι. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για την ύπαρξη αυτού του μέρος και ήδη αδημονούσε να μάθει τι μυστικά κρυβόταν μέσα του. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι ένα τεράστιο και πρωτοφανές έργο ήταν σε εξέλιξη! Μια κολοσσιαία κατασκευή! Ένας αξιωματικός αντιλαμβανόμενος την παρουσία του πρωθυπουργού χαιρέτησε στρατιωτικά μένοντας σαν άγαλμα, μέχρι που το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε απ’ το οπτικό του πεδίο, καθώς έμπαινε στο κυρίως κτίριο με την πόρτα να κλείνει ερμητικά πίσω του. Ο Πλάτων κατέβηκε χωρίς καθυστέρηση απ’ το όχημα, ενώ ήταν η σειρά του πρωθυπουργού να παγώσει αντικρίζοντας αναπάντεχα την επιβλητική μηχανή, που ορθωνόταν μπρος τα μάτια του περίπου πεντακόσια μέτρα μακριά του και δεκάδες άντρες να δουλεύουν συντονισμένα, παρά τον φαινομενικό χαμό, γύρω της. Του θύμισε νύφη πριν τον γάμο, περιστοιχισμένη από κάθε λογής πρόσωπα, τις ξαδέρφες που δίνουν συμβουλές, τον μακιγιέρ, τον κομμωτή και τον φωτογράφο, όλους μαζί να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό για το επιθυμητό αποτέλεσμα! Την ομορφότερη νύφη του κόσμου! Κατέβηκε αργά με τα μάτια του να απορροφούν άπληστα την εικόνα μπροστά του. Έβλεπε ένα όργιο δημιουργίας με δεκάδες μυαλά και χέρια να συντονίζονται για χάρη της μηχανής στο κέντρο των εξελίξεων. Συνειδητοποίησε τότε ξεκάθαρα ότι η μηχανή αυτή θα αποτελούσε το κέντρο όλων των εξελίξεων και νιώθοντας αίολος, χαμένος στον δικό του χωροχρόνο, πλησίασε τον Πλάτων, ο οποίος είχε πάρει θέση ακουμπώντας στο καπό του αυτοκινήτου, χωρίς να μπορεί να πάρει τα μάτια του απ’ το εντυπωσιακό κατασκεύασμα. -Πλάτων! Τι είναι αυτό; Είναι το … η μηχανή για την οποία μου μίλησες, ρώτησε ψιθυριστά τον νέο που κοιτούσε χαμογελώντας τον πρωθυπουργό να πλησιάζει δίπλα του, σχεδόν σαν τυφλός, αντιλαμβανόμενος με την περιφερική του όραση στο περίπου που βρισκόταν ο Πλάτων και χαϊδεύοντας με τα ακροδάχτυλα το αμάξι για να αντιληφθεί την ακριβή του θέση. Τα μάτια του ήταν προσηλωμένα στο μοναδικό αυτό θέαμα, που αντίκριζαν για πρώτη φορά. Κι ο έρωτας ήταν σίγουρα κεραυνοβόλος! Έκατσε δίπλα στον Πλάτων και γύρισε για κλάσματα μόνο του δευτερολέπτου μόνο και μόνο για να τον δει να χαμογελά και έσπευσε να τον μιμηθεί. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και ξεφύσησε αργά και παρατεταμένα. Ήταν η χαρακτηριστική αντίδραση ανακούφισης, όταν αντιλαμβάνεται ο καθένας μας ότι επιτέλους το μεγάλο ρίσκο που πήραμε βρίσκει ανταπόκριση σε κάτι που ξεπερνά τις προσδοκίες μας και μας ανοίγει τον δρόμο να προχωρήσουμε μπροστά, χωρίς να κοιτάξουμε ποτέ ξανά πίσω! Δέος, αυτήν ήταν η κατάλληλη λέξη για να περιγράψει κανείς την αίσθηση της Δύναμης, που ένιωσε αντικρίζοντας την μηχανή κι αφήνοντας το μυαλό του ελεύθερο να ταξιδέψει ο πρωθυπουργός. Κάθονταν οι δυο τους, με τον Πλάτων, στην είσοδο του τετράγωνου κτιρίου το οποίο καταλάμβανε σχεδόν δέκα στρέμματα και υψωνόταν περίπου στα είκοσι μέτρα.
253
Περιφερικά του κτιρίου βρισκόταν δεκάδες άνθρωποι, φορώντας οι περισσότεροι μια πορτοκαλί στολή κι αντίστοιχου χρώματος καπέλα, ενώ ανάμεσά στους ξεχώριζαν λίγοι άντρες με λευκές ποδιές που θύμιζαν γιατρούς. Αυτοί έδιναν εντολές και οι υπόλοιποι μετέφεραν διάφορα εξαρτήματα που βρισκόταν σε ράφια αποθήκευσης στους τοίχους. Διάφορα εξαρτήματα συναρμολογούνταν σε τεράστιους πάγκους στημένους επίσης περιμετρικά του κτιρίου. Τελικά, τα ολοκληρωμένα κομμάτια μεταφέρονταν αποκλειστικά από τους άντρες με τις λευκές στολές στο κέντρο του κτιρίου, όπου περιφραγμένη από έναν κυκλικό γυάλινο τοίχο μέχρι την οροφή, βρισκόταν η τεράστια μηχανή. Κανένας δεν έδωσε σημασία στην παρουσία τους κι αυτό γιατί ήταν προφανείς οι πυρετώδεις προσπάθειες όλων να συνθέσουν, να δημιουργήσουν την μηχανή αυτή, όποιος κι αν ήταν ο σκοπός της, όσο γίνεται γρηγορότερα. Σαν μυρμήγκια που χτίζουν μεθοδικά κι αποτελεσματικά δούλευαν όλοι, αφοσιωμένοι στο καθήκον. Οι δυο άντρες παρακολουθούσαν σιωπηλοί την οργιώδη προσπάθεια, με τα μυαλά τους να λειτουργούν σε διαφορετικό μήκος κύματος. Ο Πλάτων αναλογιζόταν μέσα του την χρήση της μηχανής κι ο πρωθυπουργός προσπαθούσε ακόμη να χωνεύσει την ύπαρξή της, αν και διάφορες ιδέες και εικασίες σχετικά με την χρήση της, που δεν απείχαν πολύ από την αλήθεια, εμφανιζόταν διάσπαρτα στην σκέψη του! Ο άντρας με την λευκή στολή, που τους πλησίαζε γοργά, σχεδόν τρέχοντας, θα έλυνε πολλές από τις απορίες του. -Καλημέρα σας, είπε λαχανιασμένος και έτεινε το χέρι του. Πλάτων. Κύριε πρωθυπουργέ! Ελάτε μαζί μου, σας παρακαλώ, είπε, γύρισε προς την μηχανή και προχωρώντας γοργά, άρχισε να τους μιλάει και πάλι, με τον πρωθυπουργό να περπατά δίπλα του και τον Πλάτων να τους ακολουθεί αργά. -Η μηχανή είναι έτοιμη στο ογδόντα τις εκατό. Υπολογίσαμε με τους συναδέλφους ότι το αργότερο σε έναν μήνα, ακολουθώντας το χρονοδιάγραμμα, θα είμαστε έτοιμοι για την πρώτη δοκιμή. Συνέχισαν το περπάτημα και καθώς πλησίαζαν την μηχανή, αυτή μεγάλωνε εκθετικά σε κάθε βήμα που τους έφερνε και πιο κοντά της. Βλέπετε τα κιβώτια, που ξεφορτώνουν στο βάθος, ρώτησε τον πρωθυπουργό, που ένευσε θετικά, βλέποντας μετά βίας στην απέναντι πλευρά του κτιρίου ένα μικρό γερανό να ξεφορτώνει αρκετά μεγάλα κιβώτια. Αυτοί είναι οι μαγνήτες και οι πυκνωτές. Η παραγγελία έφθασε μόλις χθες, και πλέον είμαστε πλήρεις, είπε και μετά από λίγο σταμάτησε μπροστά σε ένα γραφείο, πάνω στο οποίο υπήρχαν δεκάδες χαρτιά. Γύρισε προς το μέρος τους, με την πλάτη στην μηχανή, η οποία φάνταζε ακόμη πιο εντυπωσιακή στα μάτια του πρωθυπουργού κοιτώντας την από τόσο κοντά. Λίγα μέτρα, περίπου είκοσι τους χώριζαν από τον γυάλινο τοίχο. -Πλάτων, έχουμε πλέον όλα τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία για να ολοκληρώσουμε την μηχανή. Κανείς δεν υποψιάστηκε το παραμικρό, πρόσθεσε χαμογελώντας. -Τι εννοείς, ρώτησε ο πρωθυπουργός απορημένος απ’ την τελευταία του φράση και θέλοντας να μπει στο πνεύμα της συζήτησης. -Κοιτάξτε για την κατασκευή της μηχανής, είχαμε την πρώτη ύλη, την θεωρεία που καθιστά πραγματοποιήσιμη την κατασκευή της, έτσι; Αλλά δεν είχαμε τα υλικά. Μόλις μας εξήγησε ο Πλάτων τι ακριβώς θα φτιάχναμε, σε συνεργασία με όλες τις απαραίτητες ειδικότητες, κάναμε μια λίστα με τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία. Και κάναμε το πιο απλό, πράγμα. Τα παραγγείλαμε από δεκάδες εταιρείες στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, πρόσθεσε με μια υποψία χαμόγελου να ξεπηδάει στην άκρη των χειλιών του. Και να’ τα, είπε περήφανος δείχνοντας στα ράφια γύρω του. Βέβαια και πάλι η συμβολή του Πλάτων ήταν απαραίτητη. Θα χρειαζόμασταν χρόνια για να βγάλουμε άκρη ακόμη κι αν είχαμε τα σχέδια και τα υλικά, όχι μόνο εμείς που βρισκόμαστε εδώ, αλλά και οι καλύτεροι επιστήμονες που έχουν περπατήσει πάνω στην Γη, είπε και ο πρωθυπουργός στράφηκε
254
στον Πλάτων, ο οποίος κοίταζε με ένα βλέμμα σκοτεινό, ίσως και θλιμμένο, την μηχανή. Έμοιαζε τόσο πολύ με την εικόνα που είχε στο μυαλό του απ’ όταν ξύπνησε, αλλά αν κι ήταν σχεδόν σίγουρος ότι όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν, δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό του την σκέψη, την βαθιά θαμμένη στο ασυνείδητο του, ότι μια θυσία ίσως θα ήταν απαραίτητη, σχεδόν αναπόφευκτη! Στο κοντινό μέλλον, είδε ανάμεσα στους χιλιάδες προδιαγεγραμμένους θανάτους, ότι μια ζωή θα χανόταν, σχεδόν οικιοθελώς, πάνω στην οργιώδη προσπάθεια σωτηρίας του πλανήτη! -Και τι ακριβώς μηχανή είναι, ρώτησε ο πρωθυπουργός στρεφόμενος πάλι στον επιστήμονα μπροστά του. -Μια υπέροχη, ιπτάμενη μηχανή, απάντησε θλιμμένα ο Πλάτων, προσπαθώντας να διώξει τις αρνητικές σκέψεις. Μοναδική στο είδος της και ικανή να επιβάλλει την τάξη στο χάος που μαστίζει τον πλανήτη μας. Θα μπορούσε να το κάνει ίσως ακόμη και μόνη της, πόσο μάλλον με την βοήθεια των άλλων δυο πανομοιότυπων αδερφών της που κατασκευάζονται σε διπλανές τοποθεσίες, πρόσθεσε κι ο πρωθυπουργός έμεινε με ανοιχτό το στόμα και χιλιάδες ερωτήσεις να αγωνίζονται για την πρωτοκαθεδρία. Δεν είπε τίποτα όμως. Παρέμεινε ακίνητος, να παρατηρεί όλους αυτούς τους ανθρώπους γύρω του, με ενορχηστρωτή τον Πλάτων, να ετοιμάζουν… μια λέξη πρόλαβε να ξεφύγει από την λογοκρισία της λογικής, τον Αρμαγεδδών! «Η Μέρα της Κρίσης πλησιάζει!» σκέφτηκε ασυναίσθητα κι ανατριχιάζοντας ο πρωθυπουργός με τον Πλάτων να χαζεύει στο άκουσμα αυτής της σκέψης ακόμα πιο θλιμμένα την κατάμαυρη μηχανή. 8 Την ίδια ώρα, που ο ήλιος έδυε με τις τελευταίες ακτίνες του να χάνονται αργά φωτίζοντας όλο και λιγότερο αυτή την πλευρά της Γής και καθώς η συγκέντρωση ενός τεράστιου πλήθους ολοκληρωνόταν και η στιγμή της Αναγγελίας πλησίαζε, κόντευε μεσημέρι στην αμερικάνικη πρωτεύουσα και το προγραμματισμένο ραντεβού του προέδρου με τον αιδεσιμότατο Ιάκωβο βρισκόταν σε εξέλιξη. Τα τηλεφωνήματα που είχε δεχθεί ο πρόεδρος από τις πολεμικές εταιρείες- κολοσσούς, που προφήτευαν το απεχθές σενάριο, στο οποίο ένα ντόμινο κυβερνήσεων θα ακολουθούσαν το παράδειγμα της ελληνικής κυβέρνησης, ήταν ασταμάτητα και ζητούσαν, απαιτούσαν καλύτερα, σε έντονο ύφος την άμεση ανάληψη κάθε πιθανής ενέργειας προς αποφυγή των ολέθριων επιπτώσεων. Δεν έλειψαν οι ευθύς παροτρύνσεις για εξόντωση του ενοχλητικού πρωθυπουργού και του δαιμονικού προστάτη του. Κάποιοι πανικόβλητοι δεν δίστασαν να προτείνουν ακόμη και την χρήση πυρηνικών όπλων σε έσχατη περίπτωση! -Μην ανησυχείτε! Όλα θα γίνουν όπως τα έχουμε σχεδιάσει. Μίλησα με τους ηγέτες της Ευρώπης και με ενημέρωσαν για την πρόθεσή τους να καταργήσουν τον στρατό τους. Διαφώνησαν αμέσως και είναι όλοι έξαλλοι με την συμπεριφορά του πρωθυπουργού και του νεαρού. Θα στηρίξουν κάθε μέτρο εναντίων τους και δεν θα διστάσουν ακόμη και για πολεμική εμπλοκή. Αν χρειαστεί θα συγκληθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και θα επισημοποιήσουμε τις αποφάσεις μας. Θα περιμένω λίγο ακόμη κι αν… αν δεν γίνει αυτό που επιθυμούμε, θα δράσουμε, είπε κι έκλεισε απότομα το τηλέφωνο αδιαφορώντας πλέον απροκάλυπτα για τους χρηματοδότες του, με το βλέμμα του καρδινάλιου καρφωμένο πάνω του. Δεν πίστευε επουδενί ότι το κρατίδιο αυτό θα μπορούσε να τα βάλει με την Υπερδύναμη του και την τέλεια πολεμική της Μηχανή, ούτε βεβαίως με όλες τις μεγάλες δυνάμεις που βρίσκονταν στο πλευρό του. Έλπιζε όμως ότι περαιτέρω ενέργειες θα ήταν περιττές και είχε μια ανεξήγητη εμπιστοσύνη ότι, χάρη στον Θεό του, ο καλύτερος του
255
πράκτορας θα κατάφερνε να σκοτώσει τον Αντίχριστο ανά πάσα στιγμή. Δυνάμωσε τον ήχο της τηλεόρασης κι αφοσιώθηκαν κι οι δυο τους στην εικόνα. Η κρατική τηλεόραση της Ελλάδας ήταν η μοναδική που προέβαλλε ζωντανά την συγκέντρωση, δίνοντας ελεύθερα το τηλεοπτικό προϊόν σε όλο τον κόσμο. Όντας Ιανουάριος στην Αθήνα με ανεξήγητα ζεστό, παρά την βροχούλα που έπεφτε πριν από λίγο, καιρό για την εποχή, περισσότεροι από τρία εκατομμύρια άνθρωποι συνέρευσαν για να ακούσουν τον πρωθυπουργό και για να δουν ζωντανά, άλλοι με κρυφό κι άλλοι με φανερό πάθος, τον Πλάτων. Τον Ηγέτη τους! Ένα ετερόκλητο πλήθος νέων και ηλικιωμένων, πλούσιων και φτωχών, μορφωμένων κι αμόρφωτων μαζεύτηκε στο πεδίο του Άρεως και κατέκλυσε τους γύρω δρόμους σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων. Πολλοί δεν θα μπορούσαν να τον δουν, παρά μόνο στις γιγαντοοθόνες που στήθηκαν παντού, όλοι ήθελαν όμως να βρεθούν όσο πιο κοντά του ήταν εφικτό. Όλοι οι λαοί που κατοικούν σ’ αυτή την χώρα, που ερωτεύονται και εργάζονται μαζί, που ονειρεύονται ένα αύριο άξιο για τα παιδιά τους, με κυρίαρχο τον Ελληνικό, συνυπήρχαν σε αρμονία. Έλληνες και μετανάστες τραγουδούσαν αγκαλιασμένοι περιμένοντας την έναρξη της ομιλίας υπό τον ήχο ελληνικής ροκ μουσικής: «Αν θα μπορούσα τον κόσμο να άλλαζα Θα ξαναέβαφα γαλάζια την θάλασσα!» Αχ, πόσο όμορφός είναι ο κόσμος, ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να αλλάξει τίποτα πάνω στο πρόσωπο της Γης. Το μόνο που οφείλει να αλλάξει βρίσκεται βαθιά μέσα του! Η μουσική έσβησε αργά με τα φώτα να χαμηλώνουν συντονισμένα δημιουργώντας μια επιβλητική ατμόσφαιρα. Στην μικρή, λιτή σκηνή, που είχε στηθεί στο κέντρο της πλατείας, εμφανίστηκαν ο πρωθυπουργός και εν συνεχεία ο Πλάτων. Το πλήθος, παγωμένο για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ξέσπασε σε χειροκροτήματα όταν το απόμακρο πρόσωπο του Πλάτων συσπάστηκε απότομα σε ένα τεράστιο και ζεστό χαμόγελου ενός πανέμορφου νέου άντρα. Λίγοι τυχεροί τον έβλεπαν από κοντά κι οι περισσότεροι από τις οθόνες, αλλά όλοι μαζί ένιωσαν τυχεροί, ίσως κι ευλογημένοι, που μοιράζονταν την μαγική αυτή συγκυρία. Ο πρωθυπουργός άρχισε να χειροκροτεί το πλήθος και το πλήθος ανταπέδωσε δυνατά, επικροτώντας φανερά τις πολιτικές του κινήσεις, που είχαν κινήσει τα γρανάζια της Ιστορίας, οδηγώντας σε μια Νέα Εποχή! -Συμπολίτες μου, είπε ο πρωθυπουργός παίρνοντας θέσης το βήμα και το πλήθος σώπασε στιγμιαία. Απόλυτη ησυχία επικράτησε, σχεδόν απόλυτη με εξαίρεση την γλυκεία μελωδία των ήχων της φύσης, με μοναδική υπόκρουση το θρόισμα των φύλλων στο βαριεστημένο αεράκι και τις κραυγές των λίγων ζώων που μάχονταν καθημερινά να επιβιώσουν σε μια σύγχρονη ζούγκλα. Ήρθε ο καιρός να δημιουργήσουμε μια νέα ισορροπία στον φυσικό κόσμο! Να δημιουργήσουμε μια καμπή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ας δημιουργήσουμε μια νέα πολιτική τέχνη, η οποία θα οδηγεί τον άνθρωπο σε μεγαλύτερη αρμονία με τον συνάνθρωπό του και με την φύση! Να δημιουργήσουμε ένα κράτος υπηρέτη της κάθε αυτόνομης συλλογικότητας, που θα προσφέρει συνειδητότητα στους πολίτες του αφυπνίζοντας τους στα βασικά τους ανθρώπινα δικαιώματα, στις ελευθερίες τους και τις ευθύνες τους, απέναντι στον εαυτό τους και απέναντι στους άλλους! Συνειδητότητα σημαίνει εγρήγορση του νου και μηπροσκόλληση σε ιδεολογίες, είδωλα και υλικά αγαθά και μόνο αυτή μπορεί να σταματήσει την απληστία του ανθρώπινου νου. Σημαίνει ελευθερία! Για τον στόχο αυτό χρειάζεται ένας νέος τύπος πολιτικού, πρόσθεσε και στράφηκε στον Πλάτων. Κοιτώντας τον ολοκλήρωσε την σκέψη του: Χρειάζεται ένας διανοούμενος, ο οποίος γνωρίζοντας τους
256
αμείλικτους νόμους της εξέλιξης οδηγεί τους συνανθρώπους του με σύνεση. Βλέπετε οι άνθρωποι συχνά οδηγούνται σε στόχους και αφοσιώνονται σε μεγάλες ιδέες με την μεσολάβηση ανθρώπων που προσωποποιούν τις ιδέες εκείνες. Πρέπει λοιπόν να βρουν την σωμάτωση της ιδέας με σάρκα κι αίμα για να αφοσιωθούν σε αυτήν. Έτσι κι εγώ, φίλες και φίλοι, συνοδοιπόροι, βρήκα, ή μάλλον με βρήκε, και σας παρουσιάζω τον Πλάτων, είπε και το πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Αισθάνονταν όλοι τους αγαλλίαση, δέος κι ευτυχία για την μοναδική εμπειρία που βίωναν. Ο Πλάτων πήρε την θέση του πρωθυπουργού στο βήμα. -Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής του καθενός μας, ρώτησε με χαμηλή και γλυκιά φωνή κι όλοι σώπασαν ξανά κρεμάμενοι απ’ τα χείλη του. Ποιός άλλος από την Αυτοπραγμάτωση, την ανάπτυξη της συνείδησής μας μέσω μιας αρμονικής συγχώνευσης των ενεργειών της σκέψης, του συναισθήματος και του σώματος. Να κατακτήσουμε το «Γνώθι σ’ αυτόν!» του Σωκράτη. Αναρωτηθήκατε ποτέ «Ποιος είμαι;». Καθένας από εμάς, όλοι μας, είμαστε μια σπίθα του Υπέρτατου όντος, της συλλογικότητας του σύμπαντος. Είμαστε όλοι ίσοι και σαν ίσοι πρέπει να συμπεριφερόμαστε ο ένας στον άλλον. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να έχει κάθε ανθρώπινο ον που γεννιέται τυχαία πάνω στον μικρό, αλλά πανέμορφο πλανήτη μας, την ευκαιρία να ανακαλύψει τον εαυτό του και να αγγίξει το θείο, να γίνει κύριος του εαυτού του. Έχουμε όλοι δικαίωμα να είμαστε ελεύθεροι και να απολαμβάνουμε την ζωή. Δεν θέλουμε να μας διαμορφώνουν πλέον η ψευδής πολιτική, η θρησκεία και η εμπορευματοποίηση. Θέλουμε να αλλάξουμε τα παλιά συστήματα, που κρατούν δέσμιους τους ανθρώπους και να χτίσουμε νέα που τους απελευθερώνουν, είπε και ο κόσμος χειροκρότησε αυθόρμητα για λίγο, δίνοντας στον Πλάτων την ευκαιρία να κοιτάξει στα μάτια όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσε. Η ελευθερία δεν βρίσκεται στην ελεύθερη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς, γιατί αυτές είναι τυφλές και σατανικές. Οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην κτητικότατα, την πλεονεξία και την απληστία, δημιουργώντας κοινωνικό και φυσικό χάος, οδηγώντας τον ανθρώπινο πολιτισμό στο χείλος της καταστροφής. Οι πολιτικοί και οι πολιτικές που έχουν σαν δόγμα τις δυνάμεις της αγοράς θα διαπιστώσουν γρήγορα ότι ο καιρός τους έχει παρέλθει. Ο καπιταλισμός στην αμιγή του μορφή φτάνει στο τέλος του σε όλο τον δυτικό, αλλά και στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Μια νέα μορφή δημοκρατικού σοσιαλισμού, όπου ακούγεται καθαρά και βροντερά η θέληση του λαού κάνει την εμφάνισή του. Η φωνή του λαού είναι ξεκάθαρη και μας προστάζει: Η κοινωνική συνείδηση δεν θα ακολουθεί πλέον τις δυνάμεις της αγοράς, αλλά θα είναι εκείνη που θα οδηγεί τις δυνάμεις της αγοράς! Ο Πλάτων άρθρωνε λέξεις που ξεπηδούσαν σαν το αίμα από την καρδιά του πλήθους μπρος του κι αυτό ξέσπασε ακόμη μια φορά σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές, ακούγοντας τα υπέροχα αυτά λόγια, νιώθοντας σχεδόν σίγουρο ότι η στιγμή αυτή ήταν κοντά και όλοι τους θα είχαν την μοναδική ευκαιρία να βιώσουν, μες τον χρονικό ορίζοντα της ζωής τους, την αλλαγή αυτή! Ω, τι ευτυχία! Οι ηγέτες των κυρίαρχων δυνάμεων και οι ηγέτες του Κεφαλαίου από την άλλη ένιωσαν το έδαφος να σείεται κάτω απ’ τα πόδια τους. Το νέο ήταν μπροστά τους και η σύγκρουση με ότι αυτοί εκπροσωπούσαν έμοιαζε αναπόφευκτη. Τα λόγια και η επιβλητική εικόνα του νέου αυτού που σκότωνε αδίστακτα τις συνήθειες τους δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία. Οργή και μίσος! -Όλα τα έθνη πρέπει να καταλάβουν ότι είμαστε μια ενιαία ανθρωπότητα και σαν τέτοια πρέπει να δράσουμε βασισμένοι στην αρχή της μοιρασιάς. Η τροφή, οι πρώτες ύλες, η ενέργεια, η επιστημονική γνώση, ανήκουν σε όλους μας. Τα έθνη οφείλουν να βιώσουν
257
την αδελφοσύνη! Την αδελφοσύνη που δεν έχει μπορέσει να εγκαθιδρύσει η θρησκεία πάνω στον πλανήτη, εδώ και τόσες χιλιάδες χρόνια. Ναι, φίλοι μου καλά ακούσατε, είπε νιώθοντας άμεσα την δυσαρέσκεια στις σκέψεις χιλιάδων θρήσκων ανθρώπων. Σεβόμαστε απολύτως το δικαίωμα του καθενός στην πίστη και στην ανεξιθρησκία, αλλά για απαντήστε μου, σας παρακαλώ, στο εξής: Αν ο Θεός δεν μπορεί να εμποδίσει το κακό, που κυριαρχεί στον πλανήτη μας δεν σημαίνει αυτό ότι δεν είναι παντοδύναμος; Αν από την άλλη, μπορεί, αλλά δεν θέλει, δεν είναι απλά ένας μοχθηρός τύρρανος; Κι αν ούτε θέλει, αλλά και ούτε μπορεί, τότε γιατί τον αποκαλείτε Θεό, ρώτησε ειρωνικά και τα λόγια του μαζί με τις σκέψεις που γέννησαν, μαστίγωσαν τα μυαλά όλων των ανθρώπων, που τον έβλεπαν και τον άκουγαν. Εμείς δεν θα περιμένουμε την παρέμβαση ενός Θεού, αλλά θα δράσουμε μόνοι μας για να κάνουμε πράξη το όνειρό μας. Δεν χρειαζόμαστε τις Γραφές για να βιώσουμε τον αληθινό μας εαυτό και να εγκαθιδρύσουμε το βασίλειο της Αγάπης σε όλο τον πλανήτη. Δεν χρειαζόμαστε κάποιον εξωτερικό Θεό για να προσφέρουμε απλόχερα την ευτυχία και να ελαχιστοποιήσουμε την δυστυχία, για να μετατρέψουμε τα αόριστα λόγια σε καθημερινή πράξη όλων μας, γιατί ο Θεός είναι μες την καρδιά του καθενός μας! Θα αναρωτιέστε σίγουρα πως ακριβώς θα γίνει αυτή η πράξη, έτσι; Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Το πρόβλημά μας είναι να εγκαθιδρύσουμε μιαν αληθινή δημοκρατία μέσα στις σύγχρονες συνθήκες. Για να το κάνουμε αυτό πρέπει να ξαναβάλουμε τις απολαύσεις στις θέσεις τους, να καταστρέψουμε την υπέρμετρη σημασία που έχουμε δώσει στην οικονομία και να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε ένα νέο ήθος, απόλυτα δεμένο με τον θνητό χαρακτήρα του ανθρώπου! Εμείς πήραμε λοιπόν μια γενναία απόφαση, μια απόφαση που είναι το πρώτο σκαλί μόνο, στον ανηφορικό μας δρόμο. Τις επόμενες ημέρες, ο στρατός της χώρας μας θα πάψει να λειτουργεί. Θα ξεπεράσουμε έτσι την εμμονή της πρωτόγονης κατάστασης, δηλαδή του πολέμου όλων εναντίων όλων και της βασιλείας της ωμής βίας, μεταξύ των ανθρώπινων κοινοτήτων και θα αποτελέσει γεγονός η πανάρχαια ευχή: Αγαπάτε αλλήλους. Ταυτόχρονα θα γλυτώσουμε αρκετά χρήματα για να βελτιώσουμε την κοινωνία μας σε πρώτο στάδιο και να μπορέσουμε αργότερα να βοηθήσουμε και άλλους. Κάνω την ευχή η πράξη μας αυτή να βρει μιμητές σε όλο τον κόσμο, είπε και το πλήθος αποδέχτηκε διχασμένο την δήλωσή του. Οι νέοι, ορμώμενοι απ’ το πνεύμα της ρομαντικότητας και του αυθορμητισμού που τους διακρίνει, ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Οι γηραιότεροι, έχοντας χάσει το παιδί μέσα τους, όντας κυνικοί και δύσκαμπτοι, αποδέχθηκαν μουδιασμένα τα λόγια του. Ο λογικός φόβος για μια ίσως υπερβολικά αισιόδοξη κίνηση, που πιθανός άγγιζε τα όρια της αφέλειας, χτύπησε την πόρτα αρκετών αδύναμων και θρήσκων ανθρώπων. Έχοντας ακούσει τις φήμες ότι τα ίδια λόγια ειπώθηκαν απ’ τον πρωθυπουργό στην διάσκεψη κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων απ’ τους ηγέτες κι ένα πρωτόγνωρο κύμα συμπαράστασης από τους λαούς, περίμεναν τώρα όλοι με αυξανόμενη αγωνία κι ένταση τον Πλάτων να τους πει κάτι, οτιδήποτε θα γαλήνευε το χάος που ξεπηδούσε μες τις ψυχές τους. Τον κοίταζαν θαμπωμένοι κι ανέμεναν απ’ τα χείλη του οτιδήποτε θα ζωγράφιζε στις ψυχές τους την τόσο αναγκαία αρμονία. Ο Πλάτων κατανοούσε ότι οι μάζες, όπως αυτή που κρέμονταν τώρα απ’ τα χείλη του, μπορεί να είναι διανοητικά κατώτερες απ’ τον μεμονωμένο άνθρωπο, αλλά από την άποψη των συναισθημάτων και των πράξεων που αυτά προκαλούν μπορεί να γίνουν καλύτερες ή χειρότερες. Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο που τις υποβάλλεις κανείς. Κι ενώ μπορεί συχνά να γίνονται εγκληματικές, είναι εξίσου δυνατό να γίνουν ηρωικές. Ο Πλάτων έβλεπε ξεκάθαρα ότι αρκεί να εξάπτει κανείς την φαντασία τους για να τις κυβερνά. Το
258
ίδιο έκαναν τόσοι και τόσοι ηγέτες στην Ιστορία, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Καίσαρας, ο Μέγας Ναπολέων και το ίδιο θα έκανε κι αυτός! Έσπευσε λοιπόν να τους καθησυχάσει, δημιουργώντας την απόλυτη φαντασίωση της παντοδυναμίας στα μυαλά τους και στέλνοντας παράλληλα ένα ξεκάθαρο μήνυμα σε όσους τον παρακολουθούσαν στις οθόνες τους σε όλο τον πλανήτη. -Καταργούμε τον στρατό μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμαστε ανυπεράσπιστοι. Δεν τρέφουμε αυταπάτες, γνωρίζουμε ότι αυτοί που συντηρούν αυτό το σάπιο Σύστημα θα μας επιτεθούν με όλες τους τις δυνάμεις, με την αποτελεσματική τους μηχανή που συνδυάζει οικονομικές, διπλωματικές, επιστημονικές, πολιτικές και κυρίως στρατιωτικές επιχειρήσεις. Τους συμβουλεύουμε να μην το κάνουν, γιατί να είστε σίγουροι ότι δεν θα γυρίσουμε το άλλο μάγουλο. Αν μας πολεμήσουν, μόνο τότε κι εφόσον χρειαστεί, θα επιβάλουμε την άποψη μας για τον κόσμο, μια και καλή. Πιστέψτε με, έχουμε την τεχνολογία, μια τεχνολογία σταλμένη απ’ το μέλλον, να το κάνουμε πράξη, είπε αποφασιστικά και οι φοβίες διαλύθηκαν γρήγορα στην ατμόσφαιρα της απόλυτης προσήλωσης και εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Πλάτων. Το ίδιο πρόσωπο που τους κοίταζε τώρα κατευθείαν στα μάτια, έναν ένα, με βλέμμα γεμάτο αυτοπεποίθηση και μάτια που κατανοούσαν τις απόκρυφες σκέψεις τους. Μαγεμένοι όλοι, ένιωσαν την αγάπη στο βλέμμα του και σε κείνη την μοναδική στιγμή, καθώς ο ήχος είχε εξαφανιστεί στα μυαλά τους και οι καρδιές τους ενώνονταν όλες σε έναν κοινό σκοπό, μια ψυχική σύνδεση, έναν όρκο, σε εκείνο το απειροελάχιστο χρονικό σημείο, μια σφαίρα ξεκίνησε ένα μοναχικό ταξίδι θανάτου. Ταξιδεύοντας στον δικό της χωροχρόνο, αδιαφορώντας για όλους εμάς, άπλωσε το μακάβριο χέρι της για να αρπάξει τον Πλάτων και να τον σύρει στην πλευρά των νεκρών, αφού προηγουμένως οι τρείς αυταδέλφισσες της θυσιάστηκαν στο γκρέμισμα των δέκα μόλις εκατοστών από το τσιμέντο μιας ταράτσας που έφραζε τον δρόμο της, ανοίγοντας διάπλατα το μονοπάτι, ώστε ο πράκτορας να καταφέρει να δει, σχεδόν μπροστά του, στην διόπτρα, τον Πλάτων να στρέφεται δεξιά του προς τον πρωθυπουργό, χειροκροτώντας και χαμογελώντας. -Για να σε δούμε τώρα, είπε ο πράκτορας πατώντας ψυχρά την σκανδάλη. Ο Πλάτων ένιωσε ένα στιγμιαίο ηλεκτρικό κύμα να διαπερνάει την αριστερή πλευρά του σώματός του και αντιλήφθηκε άμεσα τον κίνδυνο. Είχε κλάσματα του δευτερολέπτου και δεν σκέφτηκε καν, απλώς έδρασε. Σήκωσε το αριστερό του χέρι για να καλύψει το κεφάλι του, λες και κρατούσε κάποια μεσαιωνική ασπίδα και μαζεύτηκε γονατίζοντας στο δεξί του πόδι, σφίγγοντας απόλυτα το κορμί του. Κάθε μυς σφίχτηκε στο μάξιμουμ κι έναν αναπάντεχο αποτέλεσμα αποκαλύφθηκε στον κόσμο. Η σφαίρα ορμούσε λυσσαλέα να τον αρπάξει και μόλις που ένιωσε στα ακροδάχτυλά της ότι τον είχε, συντρίφτηκε στιγμιαία σε ένα αόρατο εμπόδιο λίγα χιλιοστά από το χέρι του Πλάτων. Κάτι σαν μαγνητικό πεδίο δημιουργήθηκε και χρωματίστηκε γαλαζοπράσινο στο σημείο όπου συγκρούστηκε η σφαίρα για λίγα δευτερόλεπτα πριν ξεθωριάσει αργά. Ο Πλάτων έστρεψε το βλέμμα του αυστηρά προς το μέρος απ’ όπου ήρθε η σφαίρα. Ο πράκτορας πάγωσε, για ελάχιστο μόνο χρόνο, από την αναπάντεχη εξέλιξη και ξαναπάτησε την σκανδάλη κρατώντας την πατημένη βίαια, έως ότου το όπλο του ξεράσει και τον τελευταίο αγγελιοφόρο του θανάτου. Συντρίφτηκαν όλες, η μια πίσω από την άλλη, στο αόρατο μαγνητικό πεδίο που είχε δημιουρ-γήσει και συντηρούσε το σώμα του Πλάτων, ακολουθούμενες από μικρές εκρήξεις. Κάθε μια τους όμως αποδυνάμωνε και λίγο την ασπίδα του, καταπονώντας απίστευτα το σώμα του κι αδειάζοντας την ενέργειά του. Ο πράκτορας, κοιτώντας ακόμη στην διόπτρα είδε κατάματα τον απόκοσμο άντρα απέναντί του, ο οποίος τον κοίταζε
259
αμείλικτα και χωρίς οίκτο με βλέμμα βγαλμένο απ’ την χειρότερη κόλαση στο σύμπαν. Τα μάτια του πράκτορα αντίκριζαν δυο υπέρλαμπρους ήλιους (τόσο θανατηφόροι κι όμως τόσο σαγηνευτικοί), κατάματα και πριν προλάβει να σαστίσει, χωρίς να δώσει τον απαραίτητο χρόνο στο μυαλό του να λιγοψυχήσει για πάντα, έκανε δυο κινήσεις ακριβείας, βγάζοντας τον γεμιστήρα του και κουμπώνοντας έναν καινούριο. Ο κόσμος από την άλλη είχε ήδη σαστίσει. Τόσο όσοι ήταν παρόντες, όσο και οι τηλεθεατές σε όλο τον κόσμο, άργησαν να καταλάβουν ότι ο άντρας, που κοιτούσαν με προσήλωση δεχόταν μια δολοφονική επίθεση. Ίσα που διέκριναν τα χρώματα που εμφανίστηκαν τόσο ξαφνικά μπροστά του, παράλληλα με τις μικρές φωτεινές εκρήξεις βλέποντας τον να παίρνει μια αμυντική στάση. Δεν άργησαν όμως να συνειδητοποιήσουν ότι ήταν ανίκητος. Προφανώς κάποια απερίγραπτη δύναμη, που παρήγαγε το …ίδιο του το σώμα, τον προστάτευε από τις σφαίρες. Ο Πλάτων ένιωσε όλους τους μυς του κορμιού του να καίνε, σαν χιλιάδες καυτές βελόνες να τον τρυπάνε αλύπητα, κουρασμένοι απ’ την υπερπροσπάθεια. Αισθάνθηκε ότι ήταν έτοιμοι να καταρρεύσουν και του φάνηκε, σχεδόν άκουσε σαν ψίθυρο το θανατηφόρο βουητό, αυτό που δημιουργεί το ηλεκτρικό ρεύμα καθώς διατρέχει τσιρίζοντας τα καλώδια υψηλής τάσης, ότι το μαγνητικό πεδίο τρεμόπαιζε γύρω του. Είχε μια και μόνη ευκαιρία να αντιδράσει! Και μάλιστα τώρα! Εστίασε στο ακριβές σημείο του στόχου, στην ταράτσα, που μόλις φαίνονταν στον ορίζοντα. Εκτίναξε γρήγορα και δυνατά τα χέρια του μπροστά, σφίγγοντας τα σαγόνια και η ενέργεια του πεδίου γύρω του, αλλά και το υπόλοιπο των δυνάμεών του ενώθηκαν στιγμιαία μες τις χούφτες του και εκτοξεύτηκαν σαν μια ενιαία γαλανόλευκη φωτιά. Πριν προλάβει καν να πατήσει την σκανδάλη, ο πράκτορας είδε με την διεσταλμένη κόρη του ματιού του κι ένιωσε γύρω του, το ωστικό κύμα καθώς και την έκρηξη που ακολούθησε. Η Δύναμη χτύπησε το κτίριο ένα μέτρο πιο κάτω από την θέση του και η έκρηξη τον πέταξε τέσσερα- πέντε μέτρα πίσω, δημιουργώντας έναν κρατήρα τριών μέτρων στην πλάγια όψη της ταράτσας, καταστρέφοντας ολοσχερώς τα ευτυχώς άδεια δωμάτια, τα τούβλα στους τοίχους αλλά και τις τσιμεντένιες κολώνες που βρέθηκαν στον δρόμο της. Ζαλίστηκε για λίγα δευτερόλεπτα από το δυνατό πέσιμο, αλλά δεν τραυματίστηκε σοβαρά. Η σύγχρονη κι ενισχυμένη στολή του τον προστάτευε από μέτριας έντασης χτυπήματα και του παρείχε την τεχνολογία να αντιδράσει σε κάθε κατάσταση. Αυτό και έκανε. Σήκωσε την μέση του κι έμεινε καθισμένος για λίγα δευτερόλεπτα να παρατηρεί τα αποτε-λέσματα της έκρηξης. Κοίταξε μπροστά του, λίγα εκατοστά από τα πόδια του, το γκρεμισμένο δωμάτιο από κάτω και στράφηκε προσπαθώντας να δει, δύο χιλιόμετρα μακριά, προς τον Αντίχριστο. -Πλάκα μας κάνεις, αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα, νιώθοντας το ζεστό αίμα να κυλάει απ’ την πληγή που δημιούργησαν τα θραύσματα στο μέτωπό του και συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά το συντριπτικό μέγεθος του εχθρού του, αλλά και τα ερεβώδη βάθη της αποστολής του. Δεν φοβήθηκε, όπως θα έκαναν οι περισσότεροι από εμάς, αλλά σχεδόν ηδονίστηκε από την αποκάλυψη. Ήταν πλέον σίγουρος ότι είχε απέναντι του το προαιώνιο ερπετό του Κακού, τον Αντίχριστο! Ένα Κτήνος κρυμμένο σε ανθρώπινο σώμα! Έπρεπε να πάρει όμως μια στιγμιαία απόφαση. Είχε δυο επιλογές. Για κάποιον λόγο ένιωθε ότι οι σφαίρες του είχαν δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα στον Αντίχριστο, δεν πίστευε σε καμιά περίπτωση ότι ήταν αμελητέα ποσότητα γι’ αυτόν. Δεν μπορούσε να το δικαιολογήσει αυτό, ούτε είχε αποδείξεις, αλλά το πίστευε ακράδαντα ότι αν είχε καταφέρει να ρίξει λίγες σφαίρες ακόμη ίσως και να είχε πετύχει τον σκοπό του. Επομένως, θα έπρεπε ή να βγάλει το σαρανταπεντάρι από την θήκη του και να αδειάσει προς το μέρος του Αντίχριστου τον γεμιστήρα του, με τις λιγοστές πιθανότητες να βρει
260
στόχο λόγω της απόστασης ή να κάνει μια προσπάθεια να δραπετεύσει μιας και οι άντρες ασφαλείας ήταν σίγουρα ήδη στο κατώφλι του. Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, χαζεύοντας τα αστέρια στον νυχτερινό ουρανό. Αφουγκράστηκε τον κόσμο γύρω του κι έτριψε στην χούφτα του το φυλαχτό, εκείνο το σουβλερό και άθικτο δόντι του πατέρα του. Ήταν γιός του πατέρα του; Ήταν καλύτερος από τον πατέρα του; Εκπλήρωσε τον στόχο κάθε γιού να ξεπεράσει τον πατέρα του; Τράβηξε το πιστόλι, το κράτησε σφιχτά με τα δυο του χέρια κι άρχισε να πυροβολεί, ουρλιάζοντας σαν λύκος! Ο Πλάτων είχε πάρει πολλές ανάσες τα πολύτιμα δευτερόλεπτα που πέρασαν κι είχε προλάβει να ανακτήσει μερικώς τις δυνάμεις του. Το μυαλό του καθοδήγησε τις απαραίτητες εργασίες μες το σώμα του, το οποίο περιόρισε κάθε σπατάλη ενέργειας κι έμεινε σε αναμονή. Κοιτούσε ακίνητος προς τον εχθρό του, σε θέση άμυνας κι έτοιμος να ενεργοποιήσει την ασπίδα του ανά πάσα στιγμή. Καμιά από τις σφαίρες δεν αποτέλεσαν κίνδυνο, χτυπώντας όλες σε τοίχους πολύ πριν φτάσουν τον στόχο τους. Οι άντρες ασφαλείας είχαν ήδη απομακρύνει τον πρωθυπουργό κι ο κόσμος είχε χαμηλώσει ενστικτωδώς τα κεφάλια του. Παραδόξως, δεν επικρατούσε πανικός. Αντιθέτως! Όλοι κοιτούσαν τον Πλάτων συνεπαρμένοι από ότι είχαν μόλις δει. Δεν φοβόντουσαν, αλλά αισθάνονταν ασφαλείς. Για λίγο αδιαφορούσαν για την προσωπική τους ασφάλεια και το μοναδικό θέαμα, που τους είχε χαρίσει απλόχερα ο Πλάτων άξιζε κάθε ρίσκο. Έζησαν κάτι ανεπανάληπτο, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί, σαν ένας τεράστιος και πολυκύτταρος οργανισμός. Οι ψυχές τους ένιωσαν μια αμοιβαία ψυχική σύνδεση με τον Πλάτων και ο σκοπός του έγινε και δικός τους, παρατηρώντας τον με απερίγραπτο δέος! Σταδιακά όμως, άρχισαν να αποχωρούν όταν ένιωσαν λίγοι στην αρχή κι όλοι τους στην συνέχεια, έναν ψίθυρο να απλώνεται γοργά, σαν ανοιξιάτικο αεράκι πάνω απ’ τα κεφάλια τους: «Ας φύγουμε ήρεμα, χωρίς πανικό, για την μέγιστη δυνατή ασφάλεια όλων μας!» Έφυγαν λοιπόν, ήρεμα και συντονισμένα, κατευθυνόμενοι όλοι στα σπίτια τους, όπου θα περίμεναν ενημέρωση για ότι μόλις είχε διαδραματιστεί μπρος τα έκπληκτα μάτια τους μέσω των τηλεοπτικών τους δεκτών. Σε λίγα λεπτά η ζωντανή πόλη θα έμοιαζε έρημη, λες και κάποια βιβλική συμφορά είχε στρογγυλοκαθίσει πάνω της. Οι πολίτες της, πιο υπάκουοι από ποτέ, ένιωσαν τις καρδιές του να χτυπάνε πιο δυνατά και… πιο σίγουρα. Δεν ήταν πλέον μόνοι τους. Μπορεί το μέλλον να ήταν δεδομένο, όλοι θα γερνούσαν, θα αρρώσταιναν και στο τέλος θα πέθαιναν. Ο σκοπός όμως που τους πρόσφερε ο Πλάτων καταργούσε το τέταρτο χαρακτηριστικό ενός γέρου ανθρώπου μπρος τον τρόμο του θανάτου. Την δυστυχία. Θα ήταν ευτυχισμένοι! Ναι, τουλάχιστον θα το προσπαθούσαν, παλεύοντας όλοι να δώσουν έναν υπέροχο σκοπό σε ένα Σύμπαν χωρίς νόημα, με ηγέτη έναν ανεπανάληπτο άνθρωπο! Ο Οδυσσέας, αφού εξασφάλισε την ασφάλεια του πρωθυπουργού, ο οποίος κατευθυνόταν τώρα προς το Μέγαρο Μαξίμου μες το θωρακισμένο του όχημα, κι όντας σίγουρος ότι ο Πλάτων δεν τον χρειαζόταν καθόλου έδωσε άμεση εντολή στους άντρες του, οι οποίοι συντονισμένοι περικύκλωναν τον εχθρό. Είχε ομολογουμένως υποτιμήσει την πιθανότητα κινδύνου, κυρίως λόγο του εφησυχασμού που προκαλούσε η τυφλή εμπιστοσύνη στον Πλάτων. Τώρα όφειλε τουλάχιστον να παρουσιάσει στον Πλάτων το πρόσωπο του εχθρού. Το ελικόπτερο της αστυνομίας, που περιπολούσε από ώρα έφτασε πάνω από την ταράτσα και ο δυνατός προβολέας φώτισε το σημείο, όπου ένας άντρας καθόταν ακίνητος, ξαπλωμένος μπρούμυτα, με τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι. Περίμενε να τον συλλάβουν,
261
γνωρίζοντας, ελπίζοντας βαθιά μέσα του ότι αν τον πήγαιναν κοντά στο Κτήνος, τότε ίσως είχε μια ευκαιρία. «Ίσως!» Η φωνή που ψιθύρισε ξέπνοη μες το μυαλό του Οδυσσέα, την ώρα που έδινε οδηγίες στον ασύρματο, ήταν ξεκάθαρη: «Τον θέλω ζωντανό!» 9 Απ’ άκρη σ’ άκρη, σε όλον τον πλανήτη, η ονειρική εικόνα του Πλάτων, να αμύνεται επιτυχημένα κι εξωπραγματικά απέναντι σε μια επίθεση που θα ισοδυναμούσε με σίγουρο θάνατο για κάθε άλλον άνθρωπο, αναπαραγόταν διαρκώς. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ήταν αδύνατο να ελεγχθούν, όσο κι αν το επιθυμούσαν κάποιες κυβερνήσεις. Το αμείλικτο στιγμιότυπο, που απεικόνιζε τον υπεράνθρωπο νεαρό σε θέση άμυνας και μια σφαίρα να τσακίζεται λίγα χιλιοστά απ’ το σώμα του δεν χωρούσε αμφιβολίες. Έγινε ξεκάθαρο σε όλους ότι αυτός ο νέος είχε έρθει για να μείνει. Το μόνο που δεν φανταζόταν, παρά μόνο αμυδρά, ρουφώντας λαίμαργα την εικόνα του, ήταν η επίδραση που ήδη είχε στις ζωές τους. Ένας άνθρωπος, που δεν κινούσε τις δυνάμεις της φύσης σαν άλλος Μωυσής, αλλά κοινωνικές δυνάμεις κι εκατομμύρια ανθρώπινα όντα, με την δύναμη των λόγων του και την δύναμη της παρουσίας του! Ολόκληρος ο πλανήτης πλημμύρησε από εκατομμύρια συναισθήματα. Οι κυρίαρχες δυνάμεις, εκφρασμένες στα άψυχα και κρεμασμένα πρόσωπα του προέδρου της Αμερικής και του αιδεσιμότατου Ιάκωβου ένιωσαν για πρώτη φορά φόβο για το άγνωστο και το ανεπανάληπτο. Απόγνωση για το ομιχλώδες μέλλον, που τους κυρίευε γοργά και μεθοδικά. Τα λόγια του ήταν κόλαφος για το παρασιτικό σύστημα τους. Τα γρανάζια του Συστήματος, οι εργοδότες του προέδρου των ΗΠΑ και των ηγετών των μεγάλων δυνάμεων, αποφάσισαν ότι ο χρόνος είχε τελειώσει. Έμενε μόνο μια αποφασιστική και συντριπτική κίνηση. Ο πόλεμος! Από την άλλη πλευρά, οι οραματιστές μιας καλύτερης ανθρωπότητας βίωσαν τον γλυκό θάνατο της ελπίδας μέσα τους και την αντικατάστασή της από την βέβαιη γνώση ότι το αύριο ήταν παρόν. Γιατί τι είναι η ελπίδα; Δεν είναι απλώς η ακόρεστη επιθυμία για την επίτευξη κάποιου ονειρικού στόχου, οποιουδήποτε στόχου; Και μήπως δεν εξαντλείται ο ρόλος της με την σπάνια επίτευξη αυτού του στόχου; Τι νόημα θα είχε η ελπίδα στις ψυχές των ανθρώπων που ήξεραν μέσα τους ότι ο στόχος επετεύχθη; Πολλοί μπορεί να μην το έβλεπαν, ήταν όμως γεγονός! Οι οπαδοί της Νέας Εποχής άρχισαν να πληθαίνουν θεαματικά μετά την καταλυτική επί-δραση της εμπειρίας του Πλάτων. Δεν επρόκειτο πλέον για μια νεοεποχιακή φαντασιοπληξία, αλλά για ένα πραγματικό γεγονός. Η εικόνα και τα λόγια του έγιναν βίωμα και το αναπόφευκτο ήταν ήδη παρόν. Η Νεφέλη κοιτούσε χαμογελαστή την οθόνη της τηλεόρασης και η επιθυμία της να αγγίξει το τρυφερό του δέρμα, να νιώσει τα χάδια και την αγκαλιά του, να γίνουν και πάλι ένα έφτασε στον ύψιστο βαθμό. Η καρδιά της έλιωνε από επιθυμία. Μια υποβόσκουσα ματαιοδοξία έκανε και πάλι την εμφάνισή της. Τον ήθελε δικό της, αποκλειστικά δικό της, αυτόν τον άνθρωπο του αύριο. Μπορεί αυτός να έχει μια αγκαλιά για όλο τον κόσμο, όμως η Νεφέλη ήθελε την αγκαλιά του μόνο δικιά της. Κατανοούσε απόλυτα ότι η επιθυμία της ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί, αλλά κανείς δεν μπορούσε να λογοκρίνει το μυαλό της, τις σκέψεις και τα όνειρα της! Ποιόν βλάπτουν εξάλλου; Κανέναν, παρά μόνο την καρδιά της! Παρακαλούσε να φτάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν η στιγμή της γέννησης του παιδιού
262
τους. Ήταν σίγουρη ότι τότε θα τον ξανάβλεπε. Πρόσμενε με αγωνία την στιγμή, που θα βρισκόντουσαν όλοι μαζί, οι τρείς τους, σαν μια πραγματική οικογένεια. Δεν ήξερε τότε, ότι το έμβρυο μέσα της ολοκλήρωνε, νωρίτερα από κάθε προσδοκία, την ανάπτυξή του και η στιγμή που ονειρεύονταν πλησίαζε γοργά, πολύ γοργά. Ο Πλάτων όμως το ένιωσε ξεκάθαρα. Περιμένοντας μόνος του, το επόμενο πρωί από την ομιλία, στο γυάλινο δωμάτιο του τελευταίου ορόφου του ψηλότερου κτιρίου της πόλης(του οποίου η κατασκευή είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, όταν αποφάσισε σε συνεννόηση με τον πρωθυπουργό να το απαλλοτριώσουν με συνοπτικές διαδικασίες και να το διαμορφώσουν κατάλληλα οι επιστήμονες, ώστε να χρησιμεύσει στο κυριότερο κομμάτι του έργου τους. Θα επιστρεφόταν στους ιδιοκτήτες, αφού όλα τελείωναν. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο!), ένιωσε τον χρόνο να τελειώνει και τα απομεινάρια του να γλιστράν αναπόφευκτα στο τίποτα, πριν αυτός προλάβει να αντιδράσει, πριν προλάβει να τελειώσει αυτό που ξεκίνησε. Χαζεύοντας την πόλη, που ξυπνούσε, σχεδόν βίωνε το ασφυκτικό κι αποπνικτικό αίσθημα του τέλους, συνοδευόμενο από την αναπάντεχη αγαλλίαση μιας καινούριας αρχής. Κοιτούσε απ’ το ψηλότερο σημείο της την χαοτική τσιμεντούπολη, η οποία σκαρφάλωνε πάνω στον αρχαίο κορμό της, βγάζοντας άναρχα κλαδιά και καθώς αυτά μεγάλωναν ασταμάτητα τον τελευταίο αιώνα παρουσίαζε μια όψη τερατώδη, ήταν κι αυτή γνήσιο τέκνο της εποχής της λοιπόν! Ένιωθε (και ήταν) ο άρχοντας αυτής της πόλης, που ξεφούσκωνε ανίδεη σαν παγώνι από καμάρι. Κάπως έτσι πρέπει να αισθανόταν οι μυθικοί βασιλιάδες της αρχαιότητας, καθισμένοι στον θρόνο τους κι επιβλέποντας από μακριά, πίσω απ΄ την γυάλα της εξουσίας τους, την πολιτεία που κυβερνούσαν. Στην Αίγυπτο, στην Περσία, στην Κίνα και τις Ινδίες. Πανίσχυροι, ανίκητοι ηγέτες με ορδές από ορκισμένους μέχρι θανάτου μαχητές. Αυτός όμως ήταν μόνος. Δεν είχε άλλον στρατό πέρα απ’ την καρδιά του. Αυτή την μαχητική κι ανήσυχη καρδιά, τον αιώνιο πολεμιστή της σάρκας που παλεύει να γίνει πνεύμα! Παρατηρούσε απέναντι του τον ιερό λόφο της Ακρόπολης, που κουβαλούσε πάνω του, εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια, ιδέες κι αξίες μιας άλλης εποχής, που σιγοέσβηναν σταδιακά. Πάνω στον λόφο βρίσκεται ο Παρθενώνας και δίπλα στον λόφο τα ερείπια της Αρχαίας Αγοράς. Αποτελούσαν στην αρχαιότητα ένα μικρό κομμάτι γης, μια μικρή τετράγωνη πλατεία, όπου μπήκαν τα θεμέλια ολόκληρου του Δυτικού πολιτισμού. Ιδέες όπως «δημοκρατία», «πολιτική», «οικονομία», «ηθική», «μαθηματικά», «φυσική», «λογική» γεννήθηκαν σ’ αυτήν την πλατεία και μας χάρισαν απλόχερα την ανύψωση της ζωικής μας ενόρμησης στην Ύπαρξη. Την ζωή μας σε Τέχνη, το να κοινωνούμε στους άλλους την εσωτερική μας ταύτιση με αυτούς! Η Τέχνη αυτή είχε εκφυλιστεί βάναυσα τα τελευταία δυο χιλιάδες χρόνια και μια βρωμερή ηθική, αυτή των αδύναμων και αποτυχημένων είχε κυριαρχήσει και σαν επιθετικός καρκίνος οδηγούσε τον Άνθρωπο στο μαράζι και στον αναπόφευκτο θάνατο. Κι όμως μια καινούρια μέρα ξημέρωνε. Μια νέα ισορροπία μεταξύ της Ζωής και της Γης. Ο Άνθρωπος δεν είναι απαραίτητη συνιστώσα στην νέα εξίσωση, ακόμη κι αν λανθασμένα νομίζει το αντίθετο στην σύντομη σαν κλάσμα του δευτερολέπτου παρουσία του πάνω στα δισεκατομμύρια χρόνια ύπαρξης της Γης! Ποτέ δεν ήταν, κι όσο γρηγορότερα το αντιλαμβανόταν αυτό η ανθρωπότητα, τόσο περισσότερες ελπίδες επιβίωσης θα είχε. Ο στόχος του Πλάτων απλός. Να επέμβει στους ίδιους τους νόμους του σύμπαντος, αυτούς που τραβάνε τα πάντα γύρω τους στο χάος και την αταξία! Κατανοούσε ότι μια δημοκρατική κοινωνία θα όφειλε να γνωρίζει ότι δεν υπάρχει εκ των προτέρων δεδομένο και δεν πορεύεται με ασφάλεια προς μια θρησκευτική σωτηρία, ότι ζει και κινείται πάνω
263
στο χάος, γαμώτο ακόμη και η ίδια είναι χάος, χάος το οποίο οφείλει να προσδώσει στον εαυτό του μια πρόσκαιρη μορφή, που αλλάζει όμως με τον χρόνο, που δεν είναι αιώνια και δεν μένει αναλλοίωτη! Το μόνο που ένιωθε ασφυκτικά μέσα του ότι έπρεπε να γίνει ήταν η συσσώρευση τάξης πρώτα στον ανθρώπινο εγκέφαλο κι έπειτα στον ταλαιπωρημένο καμβά του πλανήτη μας. Τι όραμα! Κι αυτό έκανε ή τουλάχιστον προσπαθούσε να κάνει τους τελευταίους μήνες, αλλά και τώρα έχοντας προγραμματισμένα δυο σημαντικά ραντεβού. Σε λίγη ώρα ο πρωθυπουργός και μαζί του είκοσι άτομα θα κατέφταναν και όλοι μαζί θα πραγματοποιούσαν μια κρίσιμη συνεδρίαση, στην οποία θα καθόριζαν τις επόμενες κινήσεις τους, και κυρίως θα έπαιρναν κάποιες απαραίτητες αποφάσεις. Πρώτα όμως θα γνώριζε τον εχθρό του ή αυτόν που αποτελούσε τον απεσταλμένο του εχθρού. Τον άνθρωπο που είχε εκχωρήσει την ελευθερία του και είχε οικιοθελώς υποταχθεί στην βούληση του προέδρου του, δηλαδή του κυβερνήτη του, του ανθρώπου του οποίου ο ρόλος περιοριζόταν και ολοκληρωνόταν στην επιβολή μιας ηθικής και νόμιμης ελευθερίας και ισότητας. Είχε περιέργεια να δει βαθύτερα στον πυρήνα της ύπαρξής του, πως συμβαίνει κι ένας άνθρωπος αποκηρύσσει την ελευθερία του, κάτι το οποίο ισοδυναμεί με αποκήρυξη της ίδιας της ανθρώπινης φύσης του, και την ισότητα εγκαθιδρύοντας μέσα του αρχές ιεραρχικής υπακοής. Γιατί πως αλλιώς θα οδηγούνταν ένας άνθρωπος στην πράξη αυτή, στην οργανωμένη αφαίρεση ζωής ενός συνανθρώπου, στην δολοφονία κάποιου που δεν είχε ξαναδεί ποτέ του, την ζωή, τα όνειρα και τις σκέψεις του οποίου αγνοούσε! Βγαίνοντας κανείς απ’ το ασανσέρ στον τελευταίο όροφο αντίκριζε απέναντί του έναν κατάλευκο τοίχο απ’ άκρη σε άκρη του κτιρίου, τουλάχιστον είκοσι μέτρα μήκος, και στο κέντρο δέσποζε μια μαύρη μεταλλική πόρτα. Θα είχε γύρω στα τρία μέτρα πλάτος κι ήταν χωρισμένη σε δύο μέρη. Διασχίζοντας την και μπαίνοντας στον τεράστιο ενιαίο χώρο θα θαμπωνόταν απ’ τον ήλιο, που έπνιγε το δωμάτιο στο φώς. Οι τρεις τοίχοι δεξιά, αριστερά κι απέναντί του ήταν φτιαγμένοι από χοντρό γυαλί. Το γυαλί σκίαζε εν μέρη το δωμάτιο, αλλά το φώς ήταν παρόν όλη την μέρα, καθώς η θέση του χάριζε την δυνατότητα παρατήρησης του αρχέγονου και πατέρα όλων των θεών, του Θεού-Ήλιου. Απ΄ την ανατολή, όπου νικώντας το σκοτάδι μας χάριζε το φως και την ζωή, μέχρι την δύση του, οπότε νικημένος απ’ το σκοτάδι και τον θάνατο, κρύβονταν απ’ τα μάτια μας μέχρι την επόμενη μάχη. Μάχη αιώνια και καθημερινή! Στο κέντρο του δωματίου δέσποζε ένα τεράστιο, μακρόστενο, επίσης γυάλινο, τραπέζι. Οι δύο κεφαλές του βρισκόταν μια στην ανατολή και η άλλη στην δύση. Απέναντί του, περίπου τρία μέτρα απ’ τον γυάλινο τοίχο και στο μέσο του δωματίου θα παρατηρούσε ένα περίεργο αντικείμενο. Θύμιζε καμπίνα ασανσέρ, χωρίς πόρτα, μπροστά ή πίσω. Τα μεταλλικά τοιχώματα της καμπίνας είχαν περίπου δέκα εκατοστά πάχος και στο κέντρο βρισκόταν μια μεγάλη ασημένια σφαίρα, με διάμετρο περίπου τριάντα εκατοστά, η οποία στηριζόταν σε μια λεπτή μεταλλική δοκό. Δεκάδες χοντρά καλώδια ξεκινούσαν από τα πλάγια τοιχώματα της καμπίνας και κατέληγαν σε ισάριθμες υποδοχές στο πάτωμα, αριστερά και δεξιά της καμπίνας. Στο ταβάνι ακριβώς πάνω απ’ την μηχανή υπήρχαν καμιά δεκαριά μικρές συσκευές. Θύμιζαν μηχανές προβολής. Ένα τεχνολογικό μωσαϊκό, το οποίο ήταν προς το παρόν σβηστό, κοσμούσε την λιτή αίθουσα. Η μεταλλική πόρτα άνοιξε και ο Οδυσσέας εμφανίστηκε. Πίσω του δυο άντρες συνόδευσαν τον αιχμάλωτο πράκτορα, με χειροπέδες στα χέρια και μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι, τον κάθισαν στην καρέκλα στο κέντρο του τραπεζιού και βγήκαν από το δωμάτιο. Ο Οδυσσέας τράβηξε απότομα την κουκούλα κι ο πράκτορας έκλεισε ερμητικά τα μάτια του, που δέχτηκαν την ανήλεη επίθεση του φωτός και έφερε εσπευσμένα για
264
βοήθεια τα χέρια του στο ύψος των ματιών του. Ο Οδυσσέας στάθηκε δίπλα του σιωπηλός, μην παίρνοντας τα μάτια του από πάνω του. Αυτός αδυνατώντας να δει το περιφρονητικό βλέμμα στράφηκε στην σκοτεινή φιγούρα, που στεκόταν, με γυρισμένη την πλάτη, απέναντί του. Η εικόνα καθάρισε σιγά- σιγά, καθώς τα μάτια του προσαρμόστηκαν στο φως, και είδε την μοναχική μορφή ενός άντρα, που έστεκε στο μέσον του πελώριου γυάλινου τοίχου. Δεν είδε μαύρα φτερά ριζωμένα στην πλάτη του, γαμψά νύχια με υπολείμματα από ξεσκισμένες σάρκες, ούτε στριφογυριστά και χοντρά κέρατα να προεξέχουν στο κρανίο του. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον Δαίμονα που είχε πλάσει στο μυαλό του, αλλά έναν νέο άντρα, έναν κοινό θνητό. Ήξερε όμως πολύ καλά πως δεν ήταν έτσι. Η ανθρώπινη μορφή του αποτελούσε μια μάσκα, ένα προσωπείο για να ξεγελά τους ανόητους. Όχι όμως κι αυτόν! Είχε την πλάτη του γυρισμένη, προφανώς αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία του. Ο τοίχος έμοιαζε να τον χωρίζει για πάντα από ότι βρισκόταν στην άλλη μεριά. Αντιθέτως, αυτός ήταν εγκλωβισμένος μαζί του απ’ την ίδια πλευρά του τοίχου. Η σκέψη του αγνόησε για λίγο το πανταχού παρόν φώς. Βρισκόταν τόσο κοντά του τώρα. Το μόνο που έλπιζε, αυτό που ήταν σφηνωμένο στην σκέψη του, ήταν μια ευκαιρία. Το επόμενο πράγμα που του κέντρισε άμεσα το ενδιαφέρον, παρατηρώντας γρήγορα τον χώρο, ήταν η περίεργη μηχανή, που δέσποζε δίπλα απ’ τον εχθρό. Δεν μπόρεσε να κρύψει την απορία και τον προβληματισμό του για την χρήση αυτής της κατασκευής. «Σ’αρέσει; Αλήθεια, σε ποια ευκαιρία αναφερόσουν πριν; Μια ευκαιρία να κάνεις τι;» άκουσε μες το μυαλό του και γύρισε σπασμωδικά το κεφάλι του στους δυο ακίνητους άντρες, σαν άγριο θηρίο που δεν ξέρει από πού να προφυλαχθεί. «Δεν μπορεί να ανήκει σε άνθρωπο αυτή η φωνή. Όχι, αποκλείεται! Τότε…» σκέφτηκε πριν τον διακόψει απότομα, η ίδια φωνή. Ήρεμη και μελιστάλαχτη θα την χαρακτήριζε. «Τότε; Αν δεν ανήκει σε άνθρωπο και συγκεκριμένα σε μένα…» είπε ο Πλάτων γυρίζοντας προς το μέρος του, «…τότε σε ποιόν ανήκει;» -Στον Διάολο, βρυχήθηκε σαστισμένος ο πράκτορας και ο Οδυσσέας δε μπόρεσε να πνίξει ένα μειδίαμα, μείγμα ενόχλησης κι απογοήτευσης. -Α, μάλιστα. Πιστεύεις δηλαδή ότι είμαι ο Σατανάς, ρώτησε ήρεμα ο Πλάτων και θρονιάστηκε στην καρέκλα ακριβώς απέναντι από τον πράκτορα, κοιτώντας τον χαμογελαστός. Βρισκόταν στα δυο μέτρα τώρα. -Τι άλλο θα μπορούσες να είσαι; Ποιος άλλος θα ήταν ακόμη ζωντανός μετά τα χθεσινά; Ποιος άλλος θα μιλούσε μες το μυαλό των ανθρώπων, έσκουξε ο πράκτορας αισθανόμενος αηδία για το αποκρουστικό χαμόγελο απέναντί του και νιώθοντας το μίσος να θεριεύει μέσα του, καταπνίγοντας τον όποιο φόβο του προκαλούσε τα πλάσμα απέναντί του. «Τόσο κοντά!» -Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ειλικρινά ο Πλάτων. Ίσως κάποιος χαρισματικός άνθρωπος, κάποιος … καινούριος άνθρωπος! Ο πρώτος από τους πολλούς που θα ακολουθήσουν σε μια αέναη εξέλιξη του είδους μας. -Τότε γιατί στρέφεσαι εναντίων της χώρας μου; Γιατί θέλεις να αλλάξεις τον τρόπο ζωής μας; Ποιος σου ζήτησε κάτι τέτοιο, ρώτησε οργισμένος ο πράκτορας. «Δεν στρέφομαι εναντίων της χώρας σου, Μάικλ!», άκουσε νιώθοντας τις εισόδους του μυαλού του να παραβιάζονται και αγωνίστηκε σκληρά να απωθήσει την εισβολή, ενώ ο Πλάτων σηκώθηκε και κινήθηκε αργά προς το μέρος του χωρίς να παίρνει στιγμή το βλέμμα του από πάνω του. -Αντιθέτως, η χώρα σου και το σύστημά της στρέφονται ενάντια
265
στο είδος μας. Αυτή η μανία, η ψυχωτική θέληση του κέρδους πάνω από κάθε αίσθημα ανθρωπιάς, αυτός ο πρωτόγονος και ζωώδης πολιτισμός σας στολισμένος με τον μανδύα της τεχνολογίας αποτελεί ύβρη για ανώτερους ανθρώπους, σαν τους εκατοντάδες που έχουν περπατήσει πάνω στον πλανήτη μας. Για ανθρώπους σαν εμένα! Μπορείς να με αποκαλέσεις, όπως θέλεις Μάικλ. Μπορεί όντως να είμαι ο Αντίχριστος, όπως πιστεύεις. Μπορεί να είμαι απλά … ένας Θεός! Ένας Θεός, που σε αντίθεση με τον δικό σου, δεν θα μείνω με σταυρωμένα τα χέρια βλέποντας τους πιο ποταπούς κι αχρείους του είδους σου να αγωνίζονται σκληρά για την καταστροφή της ζωής πάνω στον πλανήτη. Σε αντίθεση με τον Θεό σου, εγώ θα καταστρέψω το κακό και θα ξεριζώσω την ζωώδη καρδιά απ’ τα στήθη όλων των ανθρώπων για χάρη έστω ενός ονείρου. Θα φυσήξω πάνω στα πάθη, στην απληστία και το κέρδος κι αυτά θα πέσουν σαν φθινοπωρινά φύλλα απ’ τον αρχέγονο ζώοάνθρωπο, είπε παθιασμένα κι αυστηρά, σκύβοντας το πρόσωπό του μια ανάσα απ’ το πρόσωπο του πράκτορα. Ο πράκτορας είδε για πρώτη φορά τα μάτια του από τόση κοντινή απόσταση, ενώ τα λόγια του αιωρούνταν ακόμη στον αέρα. Τα είδε ζωντανά, του φάνηκε ότι ακτινοβολούσαν και για μια στιγμή μαγεύτηκε. Για μια στιγμή μόνο, γιατί πίεσε απίστευτα τον εαυτό του και η καρδιά του επαναστάτησε απέναντι στην νίκη και την γαλήνη που ακτινοβολούσαν αυτά τα μάτια. Ο δαιμονικός άντρας θα ρουφούσε κάθε σκέψη του, όπως το χώμα την βροχή. Έστρεψε το κεφάλι του χαμηλά να μην τον βλέπει κι αντίκρισε την άβυσσο. Ένιωθε όμως την σκέψη του να παραδίδεται από τον ανέλπιδο αγώνα της ενάντια στην θέληση του σκοτεινού άντρα. Ο Πλάτων κοίταζε γαλήνια τον αιχμάλωτο και του χαμογελούσε ήρεμα, ίσως λίγο αγαθά, ίσως λίγο ειρωνικά. Τα μάτια του λαμπύρισαν και οι δυο καυτοί ήλιοι που ξεπήδησαν απ’ τις κόγχες του κυρίεψαν γρήγορα τον άντρα απέναντί του. Είδε μια τεράστια χώρα, μια υπέροχη χώρα. Είδε λίγους ευτυχισμένους ανθρώπους, μια δυνατή οικονομία κι έναν πανίσχυρο στρατό. Είδε την χώρα να απλώνεται σαν ρυάκι, που γίνεται χείμαρρος και ποτίζει με την βία τελικά όλον τον κόσμο. Είδε τους υπέροχους καρπούς της, αυτούς που γεύονταν όλοι οι κάτοικοι της. Είδε τις τράπεζες και τα ξενοδοχεία- παλάτια, τα τεράστια κτίρια και τα άπειρα χιλιόμετρα μαύρης πίσσας. Είδε τα ποτάμια από σκλάβους και τους ελάχιστους άρχοντες. Είδε τον παραμορφωτικό καθρέπτη ενός κάλπικου πολιτισμού. Ένα ψέμα! Και το μόνο αντάλλαγμα που ζήταγε η χώρα; Να παραδώσεις στον δικτάτορακυβερνήτη την ψυχή και το πνεύμα σου. Μηδαμινό αντάλλαγμα για χάρη της ασφάλεια της ζωής σου και της θερμής αγκαλιάς του κράτους. Είδε και τον δικτάτορα- κυβερνήτη. Τον ορκισμένο εχθρό του. Ένα ανθρωπάκι, που αναρριχήθηκε σαν ερπετό στην θέση του προέδρου και στην οποία δεν θα έφτανε ποτέ, αν ζούσε σε μια ανώτερη κοινωνία. Ο Πλάτων είδε με λύπη το όνειρο που υπερασπιζόταν ο πράκτορας. Μια ιμπεριαλιστική, καπιταλιστική κοινωνία οργανωμένη σε ένα κράτος, όπου οι πολίτες αντάλλασαν την προσωπική τους ελευθερία και την φυσική τους ισότητα με το ελάχιστο αντάλλαγμα της ασφάλειας κι όπου το κράτος, η ολιγαρχία και τα συμφέροντά της αποφάσιζαν για τις ζωές όλων. Μια κοινωνία όπου το άτομο δεν γινόταν αυτό που ήταν, αλλά αυτό που επιτάσσουν άνωθεν εντολές, οι ανάγκες της αγοράς. Μια κοινωνία όπου η πραγματικότητα της σκλαβιάς έχει επενδυθεί με το νόημα της ελευθερίας και ο φύση αισιόδοξος άνθρωπος είχε μετατραπεί σε ένα απαισιόδοξο και κυνικό ανθρωπάκι, που συνοδεύεται από ένα μόνιμα τραγικό βλέμμα! Μόνο θλίψη, θλίψη και συμπόνια, ένιωσε ο Πλάτων για το πειθήνιο αυτό στρατιωτάκι του συστήματος, που είχε υποστεί μια αμετάκλητη πλύση εγκεφάλου. Τον είδε να κατατάσσεται με μεγάλες προσδοκίες στις ένοπλες δυνάμεις και μια καινούρια ζωή να
266
ξεπηδάει σαν λύτρωση μες το μυαλό του. Λύτρωση από τι; Έψαξε βαθύτερα, πήγε πίσω στον χρόνο, ψαχουλέυοντας το παρελθόν του. Και τότε το βρήκε. Την ανάμνηση και την αιτία, που ένα παιδί εξελίχθηκε στον άντρα μπροστά του. Ένα τυχαίο γεγονός, μια απροσεξία κι ένα αθώο παιδί, βίωσε την απόλυτη δυστυχία. Η ξεκρέμαστη ψυχούλα του δεν ένιωσε ποτέ πια την αγάπη κι έγινε αυτή ένα ξένο σώμα, το οποίο το μυαλό του απέρριψε χωρίς δεύτερη σκέψη. Μια αδύναμη κοινωνία δημιούργησε τον άντρα που αντιστεκόταν με μανία ζηλωτή που πίστευε ότι όντως είχε μπροστά του τον Αντίχριστο! Ο εγκέφαλός του έκανε τον υπερπάντων αγώνα να φυλάξει σαν κόρη οφθαλμού αυτή την ανάμνηση. Τον παρατηρούσε να μάχεται με σθένος, κατανοούσε ότι ο αγώνας του ήταν ανέλπιδος κι όμως πίεζε την σκέψη του να μην αφεθεί, να μην παραδοθεί ποτέ! Ένας φανατικός! Κοιτώντας τον με θλίψη αποφάσισε να του δώσει μια τελευταία ευκαιρία να δει την αλήθεια. Θα του πρόσφερε την δυνατότητα να δει με τα μάτια του το πόσο μικρή κι ανίσχυρη ήταν η χώρα του και πόσο άθλιες οι αξίες που πρέσβευε. Θα του χάριζε την δυνατότητα να βρει πάλι το παιδικό του χαμόγελο και να κατανοήσει ότι η αγάπη λυτρώνει! Για πάντα! Με ή χωρίς Θεό! Βγήκε από μέσα του, λίγο πριν το μυαλό του λυγίσει κι ο πράκτορας λιποθύμησε αμέσως. Η πολύτιμη ανάμνηση διαγράφηκε απ’ το νου του, όταν οι συνδέσεις των νευρώνων όπου ήταν αποθηκευμένη καταστράφηκαν ολοσχερώς κι αυτός έπεσε με το μέτωπο σαν βαρίδι πάνω στις κατακόκκινες κηλίδες αίματος που δραπέτευσαν απ’ τα ρουθούνια του στάζοντας ζωή πάνω το γυάλινο τραπέζι. 10 Λίγο αφότου ο πράκτορας μεταφέρθηκε σε ένα υπόγειο αυτοσχέδιο κελί, το οποίο είχε δημιουργηθεί μετά από απαίτηση του Πλάτων στο κτίριο, κατέφθασαν ο πρωθυπουργός και τα πρόσωπα που είχε επιτακτικά ζητήσει. Κάθισαν όλοι γύρω απ’ το μεγάλο γυάλινο τραπέζι με τον Πλάτων στην κεφαλή και τον πρωθυπουργό δίπλα του. Οι καλεσμένοι ήταν όλοι τους μέλη μιας ιδιαίτερης ομάδας προσώπων, αν και δεν το ήξεραν ακόμη. Με την πρώτη ματιά ήταν άνθρωποι με διαφορετικές καταβολές, εντούτοις μοιράζονταν κοινά χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικά απαραίτητα για το έργο για το οποίο τους προόριζε ο Πλάτων. Νιώθοντας δέος και μια διαρκώς αυξανόμενη αγωνία περίμεναν πειθαρχημένα κι υπομονετικά τον Πλάτων να ξεκλειδώσει τα μυστικά του. -Κυρίες και κύριοι, είπε ήρεμα, ξέρετε γιατί είστε σήμερα εδώ; Τους κοίταξε αργά έναν έναν. Διαπίστωσε ότι ένας αμυδρός φόβος κοιμόνταν μέσα στον καθένα τους, ένας φόβος προερχόμενος από την γνώση ότι μπροστά τους είχαν έναν άνθρωπο με φοβερές δυνάμεις, για τον οποίο όμως αγνοούσαν τα βασικά. Ακόμη και τα στοιχειώδη. Δεν ήξεραν αν θα’ πρεπε απλώς να τον σέβονται, όπως κάθε ιδιαίτερο άντρα ή αν όφειλαν να τον φοβούνται απροκάλυπτα, σαν ένα εξωπραγματικό και τρομερό πλάσμα. Ήξεραν για αυτόν ότι και οι υπόλοιποι, ότι είχαν δει και ακούσει. Μπορεί να συμφωνούσαν μαζί του, αλλά η καρδιά τους κρατούσε επιφυλακτική στάση. Βρίσκονταν μετέωροι σ’ ένα σταυροδρόμι και έλπιζαν να οδηγηθούν σύντομα προς την σωστή κατεύθυνση. -Λοιπόν, ας λύσουμε το μυστήριο, είπε κι όλοι ανακάθισαν. Η ώρα είχε έρθει. Βλέπω μπροστά μου, τους πιο καλλιεργημένους Έλληνες. Άντρες και γυναίκες με βαθιά μόρφωση και αδιαμφισβήτητο πολιτιστικό έργο. Βλέπω καθηγητές πανεπιστημίου, που διδάσκουν την ορθή πολιτική χρήση, είπε απευθυνόμενος σε δυο άντρες και τρεις γυναίκες. Βλέπω συγγραφείς, που μέσα απ’ το έργο τους έχουν αγγίξει τον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης, πρόσθεσε χαμογελώντας σε άλλα τέσσερα- πέντε άτομα. Βλέπω πετυχημένα άτομα, που δεν αρκούνται στην επαγγελματική τους επιτυχία αλλά αναζητούν με πάθος την αλήθεια πίσω απ’ τα φαινόμενα. Να ξεκαθαρίσω το εξής, είπε κάνοντας μια μικρή παύση. Θα
267
μπορούσατε όλοι να συμμετέχετε στην κυβέρνηση που δημιουργήσαμε με τον πρωθυπουργό, όλοι σας το ζητήσατε, αλλά επεφύλαξα για εσάς ένα ανώτερο και, τολμώ να πω, δυσκολότερο έργο. Η εισαγωγή που έκανε ο Πλάτων ξεκαθάρισε ελάχιστα τα πράγματα και η αγωνία των καλεσμένων του άρχισε να τους κυριεύει. -Όλοι σας, φαντάζομαι, ξέρετε τον Πλάτων, τον συνονόματό μου φιλόσοφο, είπε με μια δόση αυταρέσκειας. Φαντάζομαι ότι γνωρίζετε και το έργο του και συγκεκριμένα την «Πολιτεία» του. Όλοι κατένευσαν. Ποια είναι η γνώμη σας για το πολιτικό σύστημα, που προτείνει, ρώτησε απρόσμενα και ανέμενε τις σκέψεις τους. -Μπορώ, ρώτησε δειλά ένας καθηγητής φιλοσοφίας. Ο Πλάτων τον παρακίνησε να μιλήσει. Κοιτάξτε, κατά την ταπεινή μου άποψη, το σύστημα του Πλάτων είναι το ιδανικό σύστημα διακυβέρνησης. Πολύ δύσκολο έως ακατόρθωτο να εφαρμοσθεί, αλλά σίγουρα το καλύτερο. Ο ίδιος ο Πλάτων απέτυχε να το εφαρμόσει, αν και είχε τις ευκαιρίες και αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σ’ αυτόν τον σκοπό. Ίσως οι συνθήκες της εποχής δεν τον ευνόησαν, μπορεί όλοι όσοι επιθυμούμε να γίνει πράξη να κυνηγάμε χίμαιρες, είπε με νόημα κοιτώντας κατάματα τον Πλάτων, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι αν ποτέ γινόταν εφικτό, θα αποτελούσε ένα πολιτικό ορόσημο για ολόκληρη την πολιτεία των ανθρώπων. -Γιατί το πιστεύεται αυτό, κύριε καθηγητά, ρώτησε ο Πλάτων και όλοι παρακολουθούσαν με προσοχή τον διάλογο των δύο αντρών, περιμένοντας να πάρουν μέρος στην συζήτηση. Όλοι είχαν άποψη επί του θέματος και θα την εξέφραζαν. -Κοίταξε Πλάτων, οι εμπειρίες της ζωής μου μέχρι σήμερα και οι γνώσεις που έχω για τα πολιτικά συστήματα που έχουν προταθεί και εφαρμοστεί μου δημιουργούν την πεποίθηση ότι το σύστημα του Πλάτων είναι το πιο ιδανικό. Κι αυτό γιατί τείνει προς το τέλειο, προς την ιδέα της ιδανικής πολιτείας. Συνδυάζει την καθοδήγηση, την απαραίτητη για κάθε κοινωνία Ηγεσία, από μια πνευματική ελίτ, μαζί με την συμμετοχική δημοκρατία, την ίση δηλαδή συμμετοχή των πολιτών στην διακυβέρνηση της πολιτείας. Η ποιοτική διαφορά με τα άλλα πολιτικά συστήματα είναι ότι οι πολίτες εκχωρούν την φυσική τους ανάγκη για καθοδήγηση στους καλύτερους, στους άριστους, οι οποίοι όμως δεν συμμετέχουν στην πολιτική πράξη καθαυτή. Δίνουν τις κατευθυντήριες γραμμές και αφήνουν τους ίδιους τους πολίτες να επιλέξουν μέσω των θεσμών του κοινοβουλίου και της δικαιοσύνης το πως θα πετύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Αυτό δεν έχει υπάρξει δυστυχώς σε κανένα άλλο σύστημα, μιας και στο κόμμα της πλειοψηφίας εκχωρούνται συνήθως η νομοθετική και κυβερνητική εξουσία με αποτέλεσμα την αναπόφευκτη μετατροπή τους σε δικτατορίες κάθε τύπου, είτε δημοκρατικές, είτε ολιγαρχικές, είτε ακόμη και θεοκρατικές. Βέβαια ανακύπτουν αυτομάτως κάποια πολύ δύσκολα ερωτήματα. Ποιος θα ορίσει τους άριστους; Ποιος θα καθορίσει ποια συγκεκριμένα άτομα αποτελούν την πνευματική ελίτ; Δεν έχουμε ένα μαγικό εγχειρίδιο για να μας λύσει αυτό το θεμελιώδες πρόβλημα. -Ωραία. Για πείτε μου λοιπόν ποια θεωρείται ότι θα έπρεπε να είναι τα γνωρίσματα μιας πνευματικής ελίτ, ρώτησε ο Πλάτων. -Νομίζω ότι εδώ θα συμφωνήσουμε σχετικά εύκολα, έσπευσε να απαντήσει μια πασίγνωστη συγγραφέας. Θεωρώ ότι πέρα από την απαραίτητη καλλιέργεια, η οποία συνίσταται στην συσσώρευση κάθε είδους γνώσεων για τον κόσμο μας, αλλά και την ανάπτυξη κριτικής σκέψης για την ορθή αξιολόγηση αυτών των γνώσεων και την επιλογή της καλύτερης δυνατής απόφασης σε κάθε περίσταση της ζωής μας, χρειάζεται ένα ισχυρό αίσθημα ανιδιοτέλειας και προσφοράς. Η θέληση για την προώθηση του γενικότερου καλού, αυτό που όλοι αποκαλούμαι αλτρουισμό, ολοκλήρωσε και οι υπόλοιποι στο
268
δωμάτιο συμφώνησαν. -Ακριβώς! Εν συνεχεία, φιλόσοφος αν θέλετε να μιλήσουμε με τους όρους του Πλάτων, είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί να εφαρμόσει στην πολιτειακή πράξη την ιδέα του Αγαθού, της ιδανικής δηλαδή πολιτείας. Και για να το πετύχει αυτό πρέπει να ενεργεί με βάση την γνώση και την φρόνηση και όντας ικανός να ξεχωρίσει την αλήθεια από την πλάνη και το καλό από το κακό, συμπλήρωσε ο καθηγητής της φιλοσοφίας. -Ναι, εντάξει, αλλά πως θα εφαρμοσθεί αυτό στην πράξη, διέκοψε ένας ηλικιωμένος πρώην σύμβουλος τριών πρωθυπουργών, ένας άνθρωπος διψασμένος παρά τα εβδομήντα του χρόνια για την εφαρμοσμένη πολιτική. Ο πρωθυπουργός πήρε αυθόρμητα τον λόγο: -Η αληθινή πολιτική είναι η δραστηριότητα σύμφωνα με την οποία, αφού κάνουμε την ερώτηση ποια είναι η μορφή και το περιεχόμενο των θεσμών που θέλουμε ως μια αυτοστοχαζόμενη κι αυτόνομη κοινωνία, θέτει ως στόχο την πραγματοποίηση αυτών των θεσμών. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η πολιτική είναι η αρχιτεκτονικότερη όλων των επιστημών, που σχετίζονται με το ανθρώπινο ον! Οπότε θεωρώ, ότι μια πνευματική ελίτ, εμείς όλοι μες το δωμάτιο, αν δεχθούμε ότι είμαστε άριστοι, οφείλει να παράγει πολιτική σκέψη. Θα δίνει, αν προτιμάτε, τις κατευθυντήριες γραμμές για το τι πρέπει να γίνει σε βάθος χρόνου, με βάση τις συνθήκες που θα επικρατούν στην χώρα και παγκοσμίως. Εν συνεχεία, η πολιτική αυτή σκέψη, κι αφού δεχόμαστε βέβαια ότι μόνο σε μια κοινωνία, που αυτοθεσμίζεται μπορεί να υπάρξει μια δυναμική που δεν επιδιώκει μια τέλεια κοινωνία, αλλά μια όσο πιο γίνεται ελεύθερη και δίκαιη κοινωνία, οπότε η ίδια δυναμική αυτή θα εγκαθιδρύσει μια δημοκρατική κοινωνία, όπου όλοι και όλα αμφισβητούνται μπαίνοντας σε μια ατέρμονη διαλεκτική διαδικασία συγκρότησης της πραγματικής πολιτικής, οφείλουμε τελικά να υποβάλλουμε τις όποιες προτάσεις μας σε κοινή διαβούλευση, σε μια όσο τον δυνατόν πιο άμεση συμμετοχική δημοκρατία. Τέλος, θα ακολουθεί η εκάστοτε κυβέρνηση και θα βρίσκει τρόπους για το πώς θα γίνουν πράξη και νόμοι τα αποτελέσματα της διαβούλευσης. Επομένως τα πολιτικά κόμματα δεν θα εκφράζουν πλέον πολιτικές ιδεολογίες, αλλά πρακτικές ικανότητες διακυβέρνησης και για αυτό και θα ψηφίζονται από τον λαό. Έναν λαό, με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και το όνειρο της κατάκτησης ατομικής ευτυχίας, εκτός των άλλων και πρωτίστως, λόγω της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο μέσω της ανέλιξης στην πνευματική ελίτ. Δεν θα είμαστε ένα κλειστό μόρφωμα, αλλά ένας ανοιχτός οργανισμός σε κάθε πολίτη που αξίζει και θέλει να είναι μέλος. Η τέλεια αρμονία μεταξύ ατομικού και συλλογικού θα δημιουργήσει ευτυχισμένους ανθρώπους, που χαίρονται τις ζωές τους, είπε και όλοι άλλαξαν με μιας εικόνα για τον πρωθυπουργό, τον οποίο θεωρούσαν μέχρι στιγμής έρμαιο των εξελίξεων και της γοητείας ή του φόβου των δυνάμεων του Πλάτωνα. Ο Πλάτων κοίταξε εξίσου ικανοποιημένος και περήφανος τον πρωθυπουργό. -Ακόμη κι εγώ δεν θα μπορούσα να το θέσω καλύτερα, κύριε πρωθυπουργέ, αστειεύτηκε ένας υπερόπτης καθηγητής της Ελληνικής γλώσσας, που είχε από νωρίς αντιληφθεί ότι περιστοιχιζόταν από ισάξιούς του. Τουλάχιστον ισάξιούς του! Το βαρύ κλίμα που επικρατούσε αλάφρωσε με μιας και όλοι άρχισαν να νιώθουν οικεία, το μυαλό τους γλίστρησε μες την ευδαιμονία και ξαφνικά δεν ήταν μόνοι μεταξύ αγνώστων. Μια αλλόκοτη γαλήνη ξεχύθηκε μέσα τους. Ένιωσαν όλοι τους την γλυκιά μέθη της συμμετοχής και ο ατομικός πόνος του καθενός, οι έσχατες έγνοιες του, πήραν την σωστή τους διάσταση. Δεν ήταν τίποτε περισσότερο από έναν μικροσκοπικό κόκκο άμμου μέσα στην απέραντη και θαλασσοδαρμένη παραλία του κόσμου! Το ατομικό, λοιπόν, έκανε στην άκρη οικιοθελώς και παρεχώρησε, με σκυμμένο από σεβασμό το κεφάλι, την θέση του στο συλλογικό κι ένας ανώτερος σκοπός αναδύθηκε.
269
Δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτούς, όλοι τους το είχαν ονειρευτεί, άλλος στον ύπνο του κι άλλος στον ξύπνιο του. Όλοι μαζί ανάσαιναν τον φρέσκο αέρα του καινούριου και της ελπίδας. Όλοι ένιωθαν ευλογημένοι που ανάπνεαν δίπλα σε ένα πλάσμα σαν τον Πλάτων. Έναν άνθρωπο τόσο εξαίσια παράκαιρο. -Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω ανώτερους ανθρώπους, που αδιαφορούν για το υλικό κέρδος, που έχουν κάνει πράξη της ζωής τους τον αλτρουισμό. Ανήκετε όλοι σας σε ένα μυθικό παρελθόν κι ένα όχι τόσο μακρινό πλέον μέλλον, τους τόνισε με νόημα. Είστε οι πραγματικά ευγενείς, με μια πανίσχυρη μόρφωση και μια δαρβινική παρόρμηση για αλτρουισμό, γενναιοδωρία, έλεος. Έχετε λυτρωθεί απ’ τα εγωιστικά σας γονίδια, αυτά που κυβερνάν τους κατώτερους ανθρώπους και βλέπετε την ωμή αλήθεια. Είμαστε όλοι οι άνθρωποι, οι φυλές, τα έθνη, άπειρα παρακλάδια του ίδιου κορμού. Αν μαραζώσει ο κορμός χαθήκαμε όλοι. Επιβάλλεται λοιπόν η συνεργασία όλων, να απλώσουμε τα φύλλα μας, να αιχμαλωτίσουμε το φως του ήλιου για να θρέψουμε τον κορμό, που μας στηρίζει. Και λίγο λίγο να ανέβουμε ψηλά. Όσο πιο ψηλά μπορούμε, είπε και οι άδειες αποθήκες της ελπίδας πλημμύρησαν μέσα τους. Ο πρωθυπουργός άκουγε με προσοχή και μια μικρή σταγόνα θλίψης εμφανίστηκε απότομα μπροστά του, ακούγοντας όλους αυτούς τους ανθρώπους και τον τρόπο με τον οποίο απευθύνθηκε σ’ αυτούς ο Πλάτων. Τους άκουγε να συζητούν βλέποντας πόσο εύκολο είναι για αυτούς να κατανοήσουν τον Πλάτων και τους σύγκρινε με τον εαυτό του. Θυμήθηκε πόσο δύσκολο του ήταν στην αρχή να δει το μεγαλείο της ιδέας, την λογική που εμπεριέχει, πέρα κι έξω από τα πάθη που καταστρέφουν τόσο εύκολα, τόσο αδίστακτα, την αρμονία. Έστω και δύσκολα, το είχε καταφέρει όμως και κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να τον κατηγορήσει για φονταμενταλιστή. Αποτελούσε τρανό παράδειγμα για το πώς ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τις ιδέες του για τον κόσμο και μαζί τους να αλλάξει κι η ζωή του. Ένιωσε περήφανος τελικά, ήταν άξιο μέλος αυτής της ομάδας, και χαμογέλασε προκλητικά. Ένας από τους καλεσμένους σηκώθηκε, έσκυψε με σεβασμό το κεφάλι και είπε: -Θεό δεν είχα κι ούτε θα έχω ποτέ. Σε δόγμα δεν πίστευα και δόγμα βρήκα. Είμαι στην διάθεσή σου, απευθύνθηκε στον Πλάτων παραμένοντας με σκυφτό το κεφάλι, κοιτώντας χαμηλά κι ελπίζοντας σύντομα να αντικρύσει το φως του ήλιου. Κι ας τυφλωθεί! Ένας σκοπός, ένα νόημα αναδύθηκε μέσα σε μια τρομαγμένη απ’ το κενό ψυχή. Το μηδέν, το τρομακτικό παιδί της γνώσης, δεν είχε προλάβει να τον γκρεμίσει στην μαύρη θλίψη και την απόκοσμη μοναξιά. Στον μηδενισμό! Αισθάνθηκε ζεστασιά και ήθελε μόνο ένα πράγμα. Να την μοιραστεί με άλλους, δεν ήθελε να πάει χαμένη ούτε μια στάλα φλόγας, θέρμης κι αγάπης! Η ζεστή ατμόσφαιρα κυριάρχησε σύντομα μες το δωμάτιο και όλοι ενώθηκαν σε έναν σκοπό. Δέχτηκαν τους ρόλους τους και αποτέλεσαν την πρώτη πνευματική ελίτ του σύγχρονου κόσμου. Ζώντας τις ζωές τους, όπως και πριν, είχαν την δυνατότητα να υπάρξουν πραγματικά μέσα από το έργο της ομάδας τους. Θα συγκεντρώνονταν συχνά, μετά από κάλεσμα του πρωθυπουργού, και θα κατέθεταν όλοι τις προτάσεις, την ίδια τους την ψυχή για την πολιτική, που όφειλε να ακολουθήσει η πολιτεία τους. Ένα ακόμη πείραμα, λοιπόν, μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να δημιουργηθεί μια καλύτερη κοινωνία. Ο Πλάτων ένιωσε ένα τεράστιο κύμα πληρότητας. Είχε δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να γίνει πράξη το όραμά του. Ο πανίσχυρος, και λαοφιλής πλέον, πρωθυπουργός θα κατευθύνει τις κινήσεις μια τέλειας κυβέρνησης υπό την καθοδήγηση σύγχρονων σοφών, αντρών και γυναικών, που ήταν έτοιμοι να δράσουν χωρίς να αρκούνται στην σκέψη και που σχεδόν απολάμβαναν την επικείμενη σύγκρουση και τα συντρίμμια που θα σκορπούσε η αποφασιστικότητα τους. Άνθρωποι
270
προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν το εντυπωσιακό φινάλε, ακόμη και να πεθάνουν για τις ιδέες τους. Η παρουσία του θα ήταν σύντομα περιττή. Μόλις τα σίγουρα αποτελέσματα έκαναν την εμφάνισή τους, η τόσο απαραίτητη για το ξεκίνημα φυσική του παρουσία θα γινόταν δευτερεύουσας σημασίας! Γέλασε θλιμμένα. Ήθελε χρόνο όμως η προσπάθεια αυτή, χρόνο να ξεπεράσει τα πρώτα λειτουργικά της προβλήματα και να ωριμάσει. Χρειαζόταν χρόνος να κατανοήσει κι ο λαός την ύπαρξή της στην ολότητά της, χρόνος για να δει την καθαρή αντανάκλαση του προσώπου του να καθρεπτίζεται σε λίγα άτομα γύρω από ένα γυάλινο τραπέζι και σε μια υπερκομματική κυβέρνηση και να γεννηθεί μέσα του, μέσα στον καθένα από εμάς η θέληση να βρεθούμε σ’ αυτό το τραπέζι και σ’ αυτήν την κυβέρνηση, να γίνουμε μέλη της αριστοκρατίας του πνεύματος, ανεξαρτήτως καταγωγής! Χρειαζόταν χρόνος! Χρόνος όμως δεν υπήρχε. Η άμμος στην κλεψύδρα τελείωνε. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, κοντόφθαλμες κι εκδικητικές, όπως όλες οι αυτοκρατορίες σε πτώση, θα φρόντιζαν για αυτό! 11 Κι έτσι, λίγες μέρες από την ομιλία του, ενώ η Ελλάδα βίωνε μια εκρηκτική ευφορία από την πανηγυρική κατάργηση του στρατού της, στον Λευκό οίκο διαδραματιζόταν ένα όργιο διαδικασιών και συνεδριάσεων. Τηλέφωνα χτυπούσαν ασταμάτητα, φαξ αγωνίζονταν να τυπώσουν χιλιάδες χαρτιά, οι υπολογιστές είχαν πάρει φωτιά κι οι παρατρεχάμενοι έτρεχαν πανικόβλητοι. Ο πρόεδρος συσκέπτονταν διαρκώς μες το γραφείο του με όλους του επιτελείς του. Είχε πάρει την απόφαση του, σε συμφωνία με τους εργοδότες του, και τώρα έπρεπε να οργανώσει τις επόμενες κινήσεις του. Δεν υπήρχε για αυτόν το πολιτικό κόστος τώρα, παρά μόνο μια ακόρεστη δίψα να σβήσει από το χάρτη το πρόσωπο του Αντίχριστου. Μετά την μεγαλοπρεπή επίδειξη δύναμης που είχε κάνει και με την ταυτόχρονη κατάργηση του στρατού της χώρας του, δεν υπήρχε άλλος δρόμος, παρά αυτός της σύγκρουσης. Ο πράκτοράς του είχε αποτύχει, όχι γιατί δεν ήταν άξιος, αλλά γιατί αυτό που του είχαν ζητήσει ήταν πέρα απ’ τις δυνάμεις του. Ευχήθηκε βαθιά μέσα του να μην είχαν καθυστερήσει επικίνδυνα. Ο αιδεσιμότατος είχε αντιδράσει με ένα πρωτοφανές μίσος στην εικόνα του Πλάτων. Πρώτη φορά είδε ο πρόεδρος τα μάτια του να ξεχειλίζουν από αγνή οργή και καθαρό μίσος. Ο άνθρωπος του Καλού είχε απροσδόκητα μετατραπεί σε ένα πλάσμα καθημερινό, παθιασμένο, αμαρτωλό. Ανέβλυζε μίσος από κάθε πόρο του δέρματός του και η φωνή του όταν ξεστόμισε τούτα τα λόγια του ήταν πιο άγρια από ποτέ: - Ξεσκίστε το Θηρίο. Διαλύστε το, λειώστε το! Καταστρέψτε, ισοπεδώστε και όλη την χώρα του, αν χρειαστεί. Στρέψτε εναντίων του κάθε όπλο, κάθε βόμβα, ακόμη και τα πυρηνικά! Δεν έχουμε χρόνο. Κάθε μέρα που περνάει γίνεται δυνατότερο! Τρέφεται από τον κόσμο και περιμένει την στιγμή. Μην του δώσεις άλλο χρόνο! Αν δεν θέλουμε να βιώσουμε την Αποκάλυψη πρέπει να δράσουμε τώρα, ούρλιαξε παραληρώντας όταν ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας τους διέκοψε μπαίνοντας στο δωμάτιο σχεδόν τρέχοντας. -Κύριε πρόεδρε, με συγχωρείτε για την διακοπή, αλλά πρέπει να δείτε αυτό, είπε λαχανιασμένος και του έδωσε τρείς ασπρόμαυρες φωτογραφίες. -Τι είναι αυτό; -Φωτογραφίες από τους πολεμικούς μας δορυφόρους. Μπορεί ο στρατός τους να αποτελεί παρελθόν, αλλά ανακαλύψαμε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, ομολόγησε ευθαρσώς, κάποιες μεγάλες παραγγελίες ελληνικών εταιριών, τους τελευταίους μήνες. Έγιναν όλες μέσω διαδικτύου και με νόμιμο τρόπο, αλλά αφορούσαν όλες υλικά τελευταίας
271
τεχνολογίας τα οποία όμως μπορεί να προμηθεύει ο καθένας. Καταφέραμε τελικά να συνδέσουμε όλες τις παραγγελίες, να βρούμε τις διευθύνσεις όπου στάλθηκαν και καταλήξαμε, με μεγάλη στατιστική πιθανότητα, στις φωτογραφίες αυτές. Δείχνουν τον τελικό προορισμό των υλικών. - Τι εγκαταστάσεις είναι αυτές, ρώτησε παρατηρώντας τα μεγάλα κτίρια και το πλήθος των οχημάτων και των ανθρώπων γύρω απ’ αυτό. -Εργοστάσια της πολεμικής τους βιομηχανίας. -Ορίστε, ρώτησε έκπληκτος ο πρόεδρος και ο αιδεσιμότατος κρέμασε το κεφάλι, σαν άψυχη κούκλα. -Τι εννοείς; Περίμενε, περίμενε, δεν εννοείς ότι ενώ μας έλεγαν ότι θα καταργήσουν τον στρατό τους, ταυτόχρονα παρήγγειλαν τα υλικά αυτά και προφανώς τα χρησιμοποιούν για πολεμικούς σκοπούς; Και με ενημερώνετε τώρα, φώναξε δυσκολευόμενος να το πιστέψει. Όσο αυτός έχανε χρόνο ελπίζοντας στον πράκτορα να τον βγάλει από την δύσκολη θέση, όσο αδυνατούσε να δράσει, να ηγηθεί, ο Αντίχριστος καταργούσε τον στρατό του για να τους ρίξει στάχτη στα μάτια και κατασκεύαζε όπλα. -Δεν ξέρουμε με ακρίβεια, αλλά σε τελική ανάλυση, πιστεύουμε πως ναι. Μάλλον κατασκευάζουν κάποιο όπλο. Μέχρι σήμερα δεν είχαν την τεχνογνωσία να κατασκευάσουν πολεμικά όπλα, παρά μόνο να τα συναρμολογήσουν. Οι επιστήμονές μας θεωρούν ότι βρίσκονται σε εμβρυικό στάδιο, όσον αφορά την τεχνογνωσία, αν και αδυνατούν να συμπεράνουν τι χρήση θα είχαν τόσο διαφορετικά κομμάτια, όπως αυτά που έχουν παραγγείλει. Δεν έχουν στην κατοχή τους κανένα πραγματικό όπλο, εκτός από αυτά που τους έχουμε πουλήσει εμείς, τα οποία έθεσαν σε αχρηστία πρόσφατα, και δεν παρήγγειλαν από τις πολεμικές μας βιομηχανίες κανέναν κομμάτι με πραγματική δύναμη πυρός. Θα χρειάζονταν χρόνια δουλειάς για να κατασκευάσουν ένα επιθετικό όπλο που να λειτουργεί, είπε ο σύμβουλος για να ολοκληρώσει: Εκτός κι αν ξέρουν κάτι που εμείς αγνοούμε. -Τι εννοείς; -Να… οι επιστήμονες μας μιλάνε ίσως για κάποια άγνωστη επιστημονική γνώση. Ίσως έχουν κάποια θεωρεία που εμείς αγνοούμε κι αυτοί την χρησιμοποιούν για την κατασκευή κάποιου όπλου, είπε ξεροκαταπίνοντας όχι μόνο γιατί αυτό δεν θα άρεσε καθόλου στον πρόεδρο, αλλά κυρίως γιατί αντιλαμβανόταν τις επιπτώσεις αν αλήθευε κάτι τέτοιο. «…θα επιβάλλουμε την άποψή μας για τον κόσμο… έχουμε την τεχνολογία, μια τεχνολογία σταλμένη απ’ το μέλλον, να το κάνουμε πράξη…» Οι φράσεις αυτές του Αντίχριστου, φράσεις που τις είχε χρησιμοποιήσει τόσο ελεύθερα και είχαν χαραχτεί στο μυαλό του προέδρου, απέκτησαν το πραγματικό τους νόημα. Ο νέος αυτός τους είχε πει την αλήθεια, ωμή κι απροκάλυπτη. Δεν κρύφτηκε, δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να κερδίσει χρόνο. Καθόταν στην πολυτελή πολυθρόνα του, κλεισμένος σε ένα σκοτεινό δωμάτιο γεμάτο οθόνες και υπολογιστές, περιμένοντας τους επικεφαλείς των υπουργείων Άμυνας και Εξωτερικών, τον υπεύθυνο Εθνικής Ασφαλείας, τους αρχηγούς των μυστικών υπηρεσιών και τους ανώτερους στρατηγούς, κι έστυβε το νου του να βρει το γιατί. Γιατί είχε πει την αλήθεια; Προφανώς, δεν μπλόφαρε, αλλά και δεν κέρδιζε κάτι από την μαρτυρία του αυτή. Αντιθέτως, σχεδόν προκαλούσε την αντίδραση, που οι περισσότεροι θα απέφευγαν. Γιατί; Γαλουχημένος στην πολιτική πράξη, που επιβάλλει το ψέμα και την ανηθικότητα για την επίτευξη κάθε σκοπού, αδυνατούσε να κατανοήσει την αλήθεια σαν πολιτική πράξη, χωρίς κίνητρα κι επιδιώξεις άλλες από την ιερή συμφωνία λόγου και πράξης! Η κρατική εξουσία συγκεντρώθηκε στην αίθουσα επιχειρήσεων, κάτω από τον Λευκό
272
Οίκο, στα σκοτεινά λαγούμια, αγνοώντας οι περισσότεροι τις προθέσεις του προέδρου, αλλά και το διακύβευμα των τελευταίων εξελίξεων. Έβλεπαν έναν αόριστο μόνο κίνδυνο στο πρόσωπο του Πλάτων, όχι συνυφασμένο άμεσα με την χώρα τους και βεβαίως δεν ήταν ενήμεροι για την μυστική αποστολή ενός πράκτορα του συστήματός τους. Δεν ήξεραν ότι η χώρα τους προσπαθούσε να σκοτώσει έναν χαρισματικό νέο, ο οποίος δεν είχε στα μάτια τους και πολλές ελπίδες να πετύχει στο πείραμα του σοσιαλισμού, που επεδίωκε. Δεν τα κατάφεραν άλλοι κι άλλοι, αιμοσταγείς δικτάτορες και μελιστάλαχτοι λαοπλάνοι στο τιμόνι τεράστιων χωρών. Θα τα κατάφερνε ένας μεταλλαγμένος νέος μια ασήμαντα μικρής χώρας; Την στιγμή μάλιστα που όλα τα ισχυρά έθνη της Γης ήταν εναντίον του; -Κυρίες και κύριοι, το κράτος μας, η παγκόσμια κυριαρχία μας και πάνω απ’ όλα ο τρόπος ζωής που εκπροσωπούμε, αυτός που γιγάντωσε την πατρίδα μας στα μάτια όλου του κόσμου βρίσκεται σε κίνδυνο. Και πρέπει να δράσουμε άμεσα, το… χθες είναι ήδη αργά, είπε ο πρόεδρος και όλοι ξαφνιάστηκαν, καθώς αντιλήφθηκαν απότομα και χωρίς καμιά προετοιμασία ότι κοιμόνταν βαθιά και ξύπνησαν. Όχι βέβαια γλυκά και τρυφερά, αλλά με λίτρα παγωμένου νερού στα αθώα πρόσωπά και τα απροστάτευτα κορμιά τους! Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, ψάχνοντας ένα στήριγμα. Ένα χαμόγελο αμηχανίας ξεπήδησε σε κάποιους για να σβηστεί άδοξα προδομένο απ’ την απόλυτη μοναξιά που το περιστοίχιζε. Κανείς δεν μίλησε κι ο πρόεδρος συνέχισε: -Ζούμε σε μια ελεύθερη χώρα κι έναν ελεύθερο κόσμο, χάρη στους προγόνους μας, που με αυτοθυσία έδωσαν τις ζωές του για τις ελευθερίες που απολαμβάνουμε εμείς σήμερα. Την ελευθερία της επιλογής, την ελευθερία της ιδιωτικής περιουσίας, που χτίζει με κόπο και ιδρώτα ο μέσος Αμερικάνος, ο μέσος πολίτης αυτού του κόσμου. Ελευθερίες που κατοχυρώνει το ίδιο μας το Σύνταγμα και προστατεύει όλος ο δυτικός κόσμος, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η πρώην κομμουνιστική Ρωσία, ακόμη κι αυτή η κομμουνιστική Κίνα, ασχέτως αν δεν το παραδέχεται δημοσίως για να κρατήσει όσο καλύτερα γίνεται τα γκέμια του λαού της! Ο καπιταλισμός, το σύστημα που οδηγεί την ανθρώπινη νόηση στα άκρα της δημιουργίας και της κατάκτησης έχει σήμερα εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Νικήσαμε τον σοσιαλισμό στο παρελθόν, θα το κάνουμε και τώρα. Και αυτή την φορά δεν είμαστε μόνοι μας. Όλες οι μεγάλες δυνάμεις είναι στο πλευρό μας, είπε αποφασιστικά και σώπασε. Οι ακροατές του άρχισαν να νιώθουν ότι ήταν παρόντες, απλώς και μόνο για να νομιμοποιήσουν μια προειλημμένη απόφαση, όταν μια γραμματέας μοίρασε από τρείς κόλλες χαρτί στον καθένα τους. Κοίταξαν τις φωτογραφίες κι άκουσαν τον πρόεδρο να τους λέει: -Αυτά είναι τρία εργοστάσια της πολεμικής βιομηχανίας της Ελλάδας. Οι μυστικές υπηρεσίες επιβεβαιώνουν την κατακόρυφη αύξηση δραστηριότητας στα εργοστάσια αυτά μετά την παραλαβή εκατοντάδων τόνων τεχνολογικού εξοπλισμού τους τελευταίους μήνες. Όπως αντιλαμβάνεστε κάτι φτιάχνουν εκεί μέσα. Πιστεύουμε ότι κατασκευάζουν κάποιο όπλο. -Μα αυτοί κατάργησαν τον στρατό τους πριν από λίγες μέρες. Και σίγουρα δεν μπορούμε να ξέρουμε με σιγουριά τι… έσπευσε να διαμαρτυρηθεί ο υπουργός εξωτερικών, ένας μετριοπαθείς πολιτικός, για να διακοπεί άμεσα. Ο πρόεδρος πήρε το τηλεκοντρόλ που βρισκόταν πάνω στο οβάλ τραπέζι και πάτησε ένα κουμπί. Στράφηκαν όλοι στην μεγάλη οθόνη, απέναντι απ’ την καρέκλα του προέδρου στην κορυφή του τραπεζιού και άκουσαν ένα απόσπασμα από την ομιλία του Πλάτων πριν από λίγα βράδια, με τους απαραίτητους υπότιτλους στο κάτω μέρος της οθόνης.
273
«… θα επιβάλλουμε την άποψή μας για τον κόσμο… έχουμε την τεχνολογία, μια τεχνολογία σταλμένη απ’ το μέλλον, να το κάνουμε πράξη…». Ο πρόεδρος πάγωσε την εικόνα και στράφηκε στον υπουργό του: -Λοιπόν; Αυτός σάστισε αντιλαμβανόμενος το επιχείρημα του προέδρου. Δεν είχε την πρόθεση να υπερασπιστεί τον περίεργο, στα μάτια όλων, νέο και την χώρα του και ο πρόεδρος δεν θα άφηνε κανέναν μες το δωμάτιο να παίξει τον άχαρο ρόλο του δικηγόρου του διαβόλου..κυριολεκτικά. Μετά την σιωπηρή αποδοχή του υπουργού ο πρόεδρος συνέχισε με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό του. -Κατασκευάζουν ένα όπλο λοιπόν. Για μένα είναι απολύτως δεδομένο αυτό, αφού μας το είπε μόνος του, σχεδόν το παραδέχτηκε, όπως ακούσατε, πρόσθεσε δείχνοντας με το χέρι του και πηγαίνοντας δίπλα στο παγωμένο πρόσωπο του Πλάτων, το πανέμορφό και ειρηνικό του πρόσωπο, που παρατηρούσαν προσεχτικά όλοι μες την αίθουσα. Και ξέρετε τι με κάνει σίγουρο; Θέλετε να μάθετε, ρώτησε ξαναδείχνοντας το ήρεμο και ειρηνικό πρόσωπο του Πλάτων. Δεν περίμενε απάντηση και παίρνοντας πάλι στα χέρια του το τηλεκοντρόλ πρόσθεσε: Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι αυτό που βλέπετε μπροστά σας, ο όμορφος νέος με την ευγενική μορφή που κάθε μητέρα θα ήθελε για γιό της και κάθε γυναίκα για εραστή της, κάθε άντρας για κολλητό και κάθε πατέρας για τον ονειρεμένο γιό του, αλλά αυτό, είπε και προχώρησε γρήγορα την εικόνα παγώνοντας την στιγμή που ο Πλάτων είχε δεχτεί την πρώτη σφαίρα. Η τηλεοπτική κάμερα είχε αιχμαλωτίσει την παντοδύναμη εικόνα, που εξυπηρετούσε άριστα τους σκοπούς του προέδρου. Ο Πλάτων, βρισκόμενος σε θέση μάχης πάνω στην εξέδρα, κοιτούσε βλοσυρά προς κάποιο αόριστο σημείο ψηλά. Το γλυκό του πρόσωπο είχε δώσει την θέση του σε ένα αρπακτικό, έτοιμο να κατασπαράξει το θύμα του και η μορφή του, απέπνεε θάνατο. -Είναι ένα αδίστακτο πλάσμα, ανίκανο να αισθανθεί έλεος. Ο πράκτοράς μας, που προσπάθησε να τον εξοντώσει αγνοείται, πρόσθεσε ενημερώνοντάς τους έστω και τώρα ότι αυτή η δολοφονική επίθεση ήταν πράξη της χώρας τους. Πιστεύουμε ότι είναι ήδη νεκρός, προσωπικά ελπίζω να είναι, γιατί κανείς μας δεν θα ήθελε να βρεθεί μόνος του, απογυμνωμένος από κάθε έννοια ατομικού απέναντι στον απόκοσμο άντρα. Γνωρίζουμε ότι εκτός της ενέργειας που παράγουν τα χέρια του έχει και την δύναμη να ελέγχει το μυαλό του καθενός που θα βρεθεί απέναντί του, αποκάλυψε και η πληροφορία αυτή φόβισε μέχρι τα βάθη της ύπαρξης τους όλους τους παρόντες. Όλα ταιριάζουν απόλυτα, σαν πάζλ για μικρά παιδιά μες το μυαλό μου. Το ερώτημα πλέον είναι αναπόφευκτο. Θα του δώσουμε την ευκαιρία να ολοκληρώσει την κατασκευή του όπλου του και να μας πολεμήσει ή θα στείλουμε αυτό το έκτρωμα της φύσης και τις γελοίες προσδοκίες του να καταλύσει το σύστημά μας στα τάρταρα; Προτείνω άμεση κινητοποίηση της πολεμικής μας μηχανής εναντίων του. Θα καταστρέψουμε τα πολεμικά του εργοστάσια, αλλά και τον ίδιο. Δεν θα σταματήσει ποτέ και νομίζω ότι είναι προφανές σε όλους. Το βλέπετε στα μάτια του; Εγώ το βλέπω, είπε στρεφόμενος σκεφτικός προς την άγρια εικόνα του Πλάτων κι όλοι συμφώνησαν. Άλλοι απόλυτα πεπεισμένοι από τα επιχειρήματα του πρόεδρου και άλλοι λιγότερο πεισμένοι, αλλά ανίκανοι να εκφράσουν αντιρρήσεις. Η πιθανότητα, έστω και μία στο εκατομμύριο, να είναι αλήθεια όσα τους είπε ο πρόεδρος δεν άφηνε περιθώρια ελιγμών. Έδωσαν λοιπόν την συγκατάθεσή τους όλοι και οι πολεμοχαρείς στρατηγοί έφυγαν βιαστικά για να ετοιμάσουν μια συντριπτική επίθεση. Ο πρόεδρος θέλοντας να κρατήσει τα προσχήματα ολοκλήρωσε την συνεδρίαση με τα εξής λόγια: -Εννοείτε ότι θα στραφούμε άμεσα στον ΟΗΕ και θα ζητήσουμε απ’ το Συμβούλιο
274
Ασφαλείας την άμεση λήψη μέτρων εναντίων της Ελλάδας. Έχω ήδη μιλήσει με τους συμμάχους μας και είναι θετικοί στο ενδεχόμενο πραγματοποίησης στρατιωτικής επέμβασης. Δεν απειλούμαστε μόνο εμείς, αλλά ολόκληρος ο ελεύθερος κόσμος από αυτόν τον νέο και οι σύμμαχοι μας το καταλαβαίνουν. Θα τον συντρίψουμε! Θα τον ισοπεδώσουμε, είπε παθιασμένα σφίγγοντας τις γροθιές του. Ελπίζω να μην χρειαστεί, αλλά σε περίπτωση που οι δυνάμεις του είναι τόσο ισχυρές που δεν αφήνουν περιθώρια ελιγμών, είμαι έτοιμος να χρησιμοποιήσω ολόκληρο το πυρηνικό μας οπλοστάσιο για να πετύχουμε τον στόχο μας, είπε στο φοβισμένο, απ’ την καθαρή λύσσα στην έκφραση του προσώπου του, ακροατήριό. Μόνο μια τετράγωνη καρδιά κι ένα ποτισμένο απ’ το μίσος μυαλό χαμογέλασε με τα μάτια σφαλιστά στο διπλανό δωμάτιο. Ο αιδεσιμότατος Ιάκωβος ικανοποιημένος απ’ την εξέλιξη, πίστευε ακράδαντα μέσα του ότι ο πράκτορας ήταν ακόμη ζωντανός. Προσευχήθηκε στον Θεό του για αυτόν και έλπιζε ότι τώρα το Θηρίο θα δοκίμαζε από πρώτο χέρι την οργή των πιστών του. Μια οργή οπλισμένη από την καταστρεπτική φλόγα των όπλων, απ’ το ίδιο το χέρι του Θεού, μέσω των Υιών Του! 12 -Νεφέλη… ψέλλισε κι η αδύναμη φωνή του πνίγηκε απ’ τα παράσιτα της γραμμής. Καθισμένος στην κορυφή του γυάλινου πύργου του, αποκομμένος απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, νιώθοντας σε κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, την ανατριχίλα της σύγκρουσης που πλησίαζε απειλητικά, ένιωσε μια ακόρεστη επιθυμία να την ακούσει. Και η γλυκιά μελωδία της φωνής της να τον ταξιδέψει σε ένα άλλο σύμπαν, ένα παράλληλο σύμπαν, όπου αυτός θα ήταν ένας κοινός θνητός κι αυτή η γυναίκα της ζωής του. -Πλάτων; Εσύ είσαι, μωρό μου, ρώτησε με λαχτάρα το κορίτσι με τα μελαχρινά μαλλιά. Κλεισμένη στην προσωπική της φυλακή, με ένα μωρό που βιαζόταν να βγει απ’ τα σπλάχνα της, θα ξόρκιζε τα χιλιάδες δάκρυα, την θλίψη και τον πόνο, που της κράταγαν παρέα, με μία μόνο λέξη στο ακουστικό, που έσφιγγε υπερβολικά δυνατά πάνω της. -Νεφέλη… σ’ αγαπώ, είπε ψιθυριστά, αλλά καθαρά και η μικρή παύση, μια πηγή τρομερής αγωνίας, διήρκησε μόλις μια στιγμή. -Πλάτων! Που είσαι, καρδιά μου; Τα ερωτήματα βγήκαν με λυγμούς και η τσακισμένη της φωνή σπάραξε την καρδιά του. Κοιτώντας την συσκευή του τηλεφώνου είδε την φωνή της, καθώς έβγαινε από μέσα, να ζωγραφίζει μια ανείπωτη μοναξιά στον αέρα. Χρώματα πόνου, θλίψης κι αγωνίας. Μαύρο, κόκκινο και πάλι μαύρο! -Νεφέλη … αγάπη μου… σύντομα όλα θα τελειώσουν, της είπε και αμέσως τα χρώματα άλλαξαν. Γαλαζοπράσινα σαν τα μάτια της, τα λόγια του γλύκαναν την ψυχή της. Το κορίτσι ένιωσε την ελπίδα, την προσμονή να αγγίζει επιτέλους το άφταστο τέλος. Θα ήταν κοντά της σύντομα και το όνειρό της θα έπαιρνε σάρκα και οστά. Πώς να του πει ότι ο χρόνος παίζει παράξενα παιχνίδια; Ότι να, όταν ήταν κοντά του, δίπλα του, ο χρόνος κυλούσε γοργά, σαν γάργαρο νερό, στο κρυστάλλινο ποτάμι. Ένιωθε μια εσωτερική δροσιά, μια αγαλλίαση, ήταν πλήρης! Από την στιγμή όμως που βρέθηκε άθελα της μακριά του, ο χρόνος σερνόταν σαν λάβα και κατάκαιγε το κορμί της, σημαδεύοντάς το ανεξίτηλα με πόνο και θλίψη. Η καρδιά της ένιωθε μισή! Κι όμως… αυτή η ανείπωτη προσμονή, το αποτέλεσμα της γλυκιάς τους ένωσης μες τα σπλάχνα της κι η ανέμελη σκέψη του δημιουργούσαν συναισθήματα τόσο δυνατά, που κι αυτή η λέξη Αγάπη, για χάρη της οποίας έχουν γραφτεί ολόκληρα έπη, έμοιαζε τόσο μικρή, τόσο φτηνή, ανήμπορη να εκφράσει το Σύμπαν που είχε γεννήσει μέσα της! -Πότε θα ‘ρθείς κοντά μου; Το μωρό μας μεγαλώνει. Σύντομα θα γεννηθεί, βιάζεται
275
βλέπεις, είπε αφήνοντας ελεύθερο ένα γελάκι. Πήρε απ’ τον μπαμπά του μάλλον, πρόσθεσε κι ήταν η σειρά του Πλάτων να γελάσει κοφτά. -Εγώ ελπίζω να πήρε την ολύμπια ομορφιά της μητέρας του, τα ζεστά της μάτια και την μεγάλη της καρδιά, που χωράει όλη την αγάπη του κόσμου! Μια καρδιά, που αγαπιέται απ’ όποιον την γνωρίσει, απ’ όλο τον κόσμο και κυρίως από μένα. Τι λες, ρώτησε και το κορίτσι ένιωσε ευλογημένο για τα λόγια που ξεπήδησαν από αυτό το άγιο στόμα. Ένιωσε τόσο αγαπημένη εκείνη την στιγμή, τόσο πλήρης και ικανοποιημένη, που αυτή η άσπονδη φίλη της, η αμφιβολία, δεν άντεξε κι έκανε πάλι την αδίσταχτη εμφάνισή της. -Πλάτων, μου λείπεις; Αφάνταστα! Πότε θα τελειώσουν όλα; Τι θα γίνει από εδώ και πέρα, ρώτησε κι ο Πλάτων προσγειώθηκε άτσαλα από τον αχαλίνωτο κόσμο του ονείρου του στην ωμή πραγματικότητα. Το κορίτσι απαιτούσε να μάθει. -Ο ήλιος θα κρυφτεί για λίγο, μωρό μου. Μόνο για λίγο. Στο υπόσχομαι! Και στην συνέχεια θα βγει πιο φωτεινός από ποτέ, θα συντρίψει το σκοτάδι και θα φωτίσει όλους τους ανθρώπους! Θέλω να προσέχεις το σκοτάδι που έρχεται, μωρό μου. Μην βγαίνεις απ’ το σπίτι τις επόμενες ημέρες και να έχεις πάντα μαζί σου τους άντρες που σε φυλάνε! Νεφέλη, είσαι πολύ πολύτιμη για να σε χάσω. Δεν θα το επιτρέψω ποτέ, μωρό μου, είπε στο κορίτσι που άκουγε με κομμένη την ανάσα. -Θα σε πολεμήσουν, ρώτησε και μια έντονη πίκρα πλημμύρησε την γλώσσα της. -Ναι, αλλά δεν θα καταφέρουν τίποτα! Μην ανησυχείς, έχω τον τρόπο να τους νικήσω και να χαρίσω στον κόσμο το μέλλον που του αξίζει μια και καλή. Για το παιδί μας, Νεφέλη και τα παιδιά όλου του κόσμου, τόνισε με βεβαιότητα. -Κι αν είναι πολλοί; Αν είναι περισσότεροι απ’ όσους μπορείς να νικήσεις; Αν… ρώτησε με τον πανικό να χρωματίζει και πάλι μαύρη την φωνή της. -Μην ανησυχείς, Νεφέλη! Όσοι κι αν είναι, ακόμη κι ενάντια σε όλο τον πλανήτη, θα πετύχω τον στόχο μου, είπε καταφέρνοντας να κρύψει απ’ τον τόνο της φωνής του, την αμφιβολία που χτύπησε και την δικιά του πόρτα. «Όσοι κι αν είναι, ακόμη κι ενάντια σε όλο τον πλανήτη, θα τα καταφέρω!» Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσε να ξέρει. Θεωρούσε ότι με τις μηχανές που θα ολοκληρωνόταν σύντομα, δεν θα είχε καμιά δυσκολία να αντιμετωπίσει κάθε εχθρό και να κάνει πράξη το όραμά του. Τι θα γινόταν όμως σε μια ξαφνική και μαζική επίθεση; Τι θα έκανε αν τον προλάβαιναν; Ή τι θα γινόταν πραγματικά απέναντι σε όλο τον κόσμο; Θα τα κατάφερνε; -Υποσχέσου μου, ότι θα είσαι καλά! Υποσχέσου στην αγάπη μας και στο μωρό μας, ότι θα είσαι σύντομα κοντά μας, όταν όλα αυτά τελειώσουν, ζήτησε προστακτικά η Νεφέλη. Έβλεπε κι αυτή τα μαύρα σύννεφα να μαζεύονται πάνω απ’ τον Πλάτων. Κι αυτός θα ήταν μόνος του! Ολομόναχος. Ένας νέος ή μάλλον ένα παιδί ενάντια σ’ ολόκληρο τον κόσμο! «Αχ, αγάπη μου, γιατί εσύ;» σκέφτηκε και η καρδιά της δεν άντεξε. Έβαλε τα κλάματα, αυθόρμητα και γοερά! Ο Πλάτων σιωπηλός άκουγε τα αναφιλητά και τους πνιχτούς λυγμούς του κοριτσιού. Θα την άφηνε να ξεσπάσει, να το βγάλει από μέσα της. Τον αγαπούσε με πάθος, ολοκληρωτικά. Αυτό τον έκανε χαρούμενο. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, χαμογέλασε ακούγοντας το κορίτσι να κλαίει. Ένιωσε μια απίστευτη ικανοποίηση, μια θερμή πληρότητα. Ένιωσε φως κι ευγνωμοσύνη. Δεν ήξερε τι θα κατάφερνε στον πόλεμο, που προετοίμαζαν οι εχθροί του, αλλά είχε καταφέρει, στην σύντομη και μοναχική ζωή του, να νιώσει αυτό που ψάχνουν όλοι ευθύς μόλις γεννηθούν και που λίγοι κατακτούν. Την απόλυτη αγάπη ενός ανθρώπου και το εξαγνιστικό αίσθημα της λατρείας! -Νεφέλη, σ’ αγαπώ! Τώρα και για πάντα! Γέμισες την ασήμαντη ζωή μου με την γλυκιά μέθη της λατρείας σου! Είσαι ένας άγγελος, πάνω απ’ τους ανθρώπους. Αγαπάς κι
276
αγαπιέσαι αληθινά και τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Σ’ αγαπώ, είπε με την πιο γλυκιά και τρυφερή φωνή του κι έκλεισε απότομα το τηλέφωνο, αφήνοντας το κορίτσι σαν τσακισμένο, απ’ τις αδίστακτες δυνάμεις της φύσης, τριαντάφυλλο!. Η Νεφέλη έκλεισε κι αυτή με την σειρά της το νεκρό ακουστικό και χάιδεψε την κοιλιά της. Τα δάκρυα στέγνωσαν αργά, δεχόμενη τελικά βαθιά μες το μυαλό της ότι ίσως δεν τον ξανάβλεπε ποτέ. «Κι όμως …είναι ήδη μέσα μου!» συλλογίστηκε χαζεύοντας την φουσκωμένη κοιλίτσα της, ενώ το μωρό του ετοιμαζόταν σε σύντομο χρονικό διάστημα να γνωρίσει τον κόσμο, αυτόν που θα χάριζε σε όλους ο πατέρας του! 13 -Κύριε πρόεδρε, είχαμε ένα γεγονός το οποίο πρέπει να γνωρίζετε και να αξιολογήσετε. -Ακούω, είπε ο πρόεδρος και περίμενε με περιέργεια την φωνή να βγει μέσα απ’ τα ηχεία της αίθουσας επιχειρήσεων στο προεδρικό αεροσκάφος, που κατευθυνόταν στην Νέα Υόρκη για την έκτακτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ! -Οι δορυφόροι μας μόλις εντόπισαν ένα περίεργο τηλεφώνημα. Όπως, γνωρίζετε παρακολου-θούμε εδώ και μέρες το κτίριο μες το οποίο μετέφεραν τον πράκτορά μας. Εκεί όπου εξέπεμψε για τελευταία φορά το σήμα από την στολή του. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι στο κτίριο αυτό έχει εγκατασταθεί ο νέος τις τελευταίες εβδομάδες. Ο στρατιωτικός δορυφόρος μας που βρίσκεται μόνιμος πάνω απ’ το κεφάλι του δεν έχει παρατηρήσει παρά ελάχιστη δραστηριότητα στο κτίριο. Αυτός δεν έχει εμφανιστεί καθόλου κι ελάχιστα αυτοκίνητα έχουν μπει κι έχουν βγει απ’ αυτό, τα περισσότερα πριν από λίγες μέρες κι όλα από το υπόγειο παρκινγκ. Καμιά σύνδεση στο ιντερνέτ, κανένα τηλεφώνημα. Εκτός από σήμερα! Σήμερα ο δορυφόρος κατέγραψε το σήμα ενός τηλεφωνήματος που έγινε από το κτίριο προς μια μικρή πόλη της χώρας. Δεν μπορέσαμε να καταγράψουμε την συνομιλία, αλλά εντοπίσαμε την τοποθεσία της δεύτερης γραμμής. -Με ποιόν μίλησε; -Μάθαμε ότι η γραμμή ανήκει σε κάποιον Αλέξανδρο Σωκράτους. Μένει λίγο έξω από την πόλη με την σύζυγο του και την μοναχοκόρη τους. -Με την μοναχοκόρη τους, επανέλαβε ο πρόεδρος, με τα μάτια του να αποκτούν μια ξαφνική γυαλάδα και το πρόσωπό του να φωτίζεται από μια υποψία ευτυχίας. Πρέπει να μίλησε με το κορίτσι για το οποίο τους είχε ενημερώσει ο πράκτορας. Είχε χαθεί ξαφνικά χωρίς καμιά ένδειξη για το που μπορεί να ήταν. Και να που τώρα ο Αντίχριστος τους οδήγησε σ’ αυτήν κι αυτή με την σειρά της επιβεβαίωσε την τοποθεσία του. Άλλη μια σπαζοκεφαλιά για το μυαλό του προέδρου. Γιατί έκανε κάτι τέτοιο; Ήταν κάποια παγίδα, κάποια μπλόφα ίσως ή… -Μάθαμε ότι το κορίτσι είναι έγκυος, διέκοψε τον ειρμό της σκέψης του η φωνή απ’ τα ηχεία. -Έγκυος, ρώτησε απορημένος. Πως είναι δυνατόν ένα πλάσμα σαν τον Πλάτων να συμπεριφέρθηκε τόσο επιπόλαια; Τόσο αυθόρμητα; Πως είναι δυνατόν να τους έδωσε έτσι απλά ένα όπλο στα χέρια τους; -Έχω ήδη στείλει δυο άντρες μας στην περιοχή, για να συλλέξουν περεταίρω πληροφορίες! -Πολύ καλά. Κράτα με ενήμερο, ολοκλήρωσε σκεπτικός ο πρόεδρος. Παρατηρώντας σιωπηλός τα στελέχη της κυβέρνησής του να ρυθμίζουν τις τελευταίες λεπτομέρειες της επίσκεψής του στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών, αναρωτήθηκε αν είχε υπερτιμήσει τον Πλάτων. Αν η τελευταία του κίνηση ήταν γκάφα, και δεν είχε βάσιμες υποψίες να πιστεύει ότι
277
ήταν οτιδήποτε άλλο, και όχι κάποιο κόλπο, τότε δεν ήταν τόσο ισχυρός όσο φοβόταν. Αντιθέτως είχε ελαττώματα, όπως όλοι μας. Αυτό τον έκανε πιο ανθρώπινο, πιο γήινο στα μάτια του. Χαμογέλασε με ανεβασμένη διάθεση όταν σκέφτηκε ότι θα του έδινε την ευκαιρία να αποδείξει αν ένιωθε κάτι για το κορίτσι που κυοφορούσε τον καρπό του. Και να αποδείξει αν ήταν τόσο ανώτερος από τους υπόλοιπους, που να τα βγάλει πέρα και με τις δυο καταστάσεις. Την υπεράσπιση της πατρίδας του, αλλά και της… αγαπημένης του! «Αγαπάει ο Αντίχριστος; Είναι δυνατόν; Θα μπορούσε ποτέ η αγάπη να αποτελέσει το ισχυρότερο όπλο μας εναντίων του; Θα πετύχει εκεί που ίσως δεν τα καταφέρουν τα υπερσύγχρονα μαχητικά και οι έξυπνες βόμβες μας; Ένας τρόπος υπάρχει για να το διαπιστώσουμε!» -Πάρε μου τον Στρατηγό Λι! Έχουμε δύο νέους στόχους, διέταξε ψυχρά τον υπεύθυνο επικοινωνιών. Εκείνη την στιγμή ο Πλάτων δέχτηκε με χαρά την συντροφιά του πρωθυπουργού, ο οποίος μπήκε στο φωτεινό δωμάτιο και τον είδε να κοιτάζει άψυχα το τηλέφωνο. Η λυπημένη όψη του, σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας που μόλις αντιλήφτηκε την ύβρη την οποία διέπραξε, μεταμορφώθηκε απότομα στο στιβαρό κι αδίστακτο πρόσωπο που προκαλούσε την τυφλή εμπιστοσύνη του. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στην συσκευή που θύμιζε καμπίνα ασανσέρ. Ο πρωθυπουργός πλησίασε δίπλα του. -Έφτασε ο καιρός να δοκιμάσουμε την τεχνολογία μας, κύριε πρωθυπουργέ. Νιώθω την σύγκρουση να πλησιάζει! Κι όντως την ένιωθε τόσο κοντά, τόσο ισχυρή, σαν τσουνάμι που απειλεί να καταπιεί τις ξύλινες καλύβες στην άμμο. Βέβαια αυτή είναι μόνο μια εικόνα, η εικόνα που έχουν στο μυαλό τους οι εχθροί μας, είπε αδιάφορα. Το μυαλό του σίγουρα ταξίδευε αλλού. -Μόλις με ενημέρωσε ο πρέσβης μας στα Ηνωμένα Έθνη, ότι επίκειται έκτακτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Και μάλιστα με την συμμετοχή των ηγετών των μόνιμων μελών. Πολύ σύντομα θα πραγματοποιηθεί και έκτακτη ολομέλεια της συνέλευσης με άγνωστο προς το παρόν αντικείμενο, επεσήμανε ο πρωθυπουργός εμφανώς ανήσυχος για την γρήγορη εξέλιξη. -Γνωρίζετε ποιο είναι το αντικείμενο. -Εμείς! Εσύ, είπε σχεδόν σίγουρος ο πρωθυπουργός. Ο Πλάτων κατένευσε. -Πιστεύω ότι πρέπει να έχουν καταλάβει μέχρι τώρα ότι κατασκευάζουμε κάτι. Λογικά θα έχουν βρει και τις τοποθεσίες. Ο ΟΗΕ δεν θα αποτελέσει τίποτε περισσότερο από μια προσπάθεια νομιμοποίησης των πράξεών τους. Η Υπερδύναμη έχει πάρει την απόφασή της. Θα μας επιτεθεί πάση θυσία. Ίσως πριν καν καταλήξει το συμβούλιο σε κάποιο ψήφισμα. Ο πρωθυπουργός παρέμεινε βουβός, αναλογιζόμενος την επερχόμενη λαίλαπα. Το μόνο που ήθελαν, αυτός, ο Πλάτων και τόσοι άλλοι στην χώρα τους, καθώς και εκατομμύρια υποστηρικτές τους σε όλο τον κόσμο, ένας κόσμος αγάπης, θα δοκιμαζόταν σκληρά. Η κοινή λογική, η θέληση για επιβίωση θα τεστάρονταν απέναντι στους τυφλούς ηγέτες, οι οποίοι καθοδηγούνταν από το μισάνθρωπο κέρδος και τον απόλυτο εγωισμό. Δεν φοβήθηκε για τον εαυτό του, γιατί είχε κάνει μια συνειδητή επιλογή. Φόβος τρύπωσε μέσα του για το μέγεθος της καταστροφής, για τον αριθμό των αθώων θυμάτων, των απλών ανθρώπων που πάντα υπομένουν καρτερικά τις συνέπειες των πράξεων άλλων! -Πλάτων, θα καταφέρουν οι μηχανές να αποκρούσουν μια γιγαντιαία επίθεση; Θα μπορέσουν να μας προστατέψουν όλους; Ή μήπως τα θύματα είναι αναπόφευκτά, ρώτησε
278
με αγωνία και ξεροκατάπιε το λίγο σάλιο που παρήγαγε το στεγνωμένο απ’ την άγνοια του στόμα. -Δεν ξέρω, απάντησε με ειλικρίνεια κοιτώντας κατάματα τον πρωθυπουργό. Του εξήγησε ότι θα έκανε σίγουρα ότι μπορούσε. Οι μηχανές, αν λειτουργούσαν πλήρως, θα ήταν ανίκητες. Θα απορροφούσαν το μεγαλύτερο μέρος της επίθεσης χωρίς πρόβλημα, αλλά δεν μπορούσε να γνωρίζει αν θα προλάβαιναν όλες τις βόμβες, όλα τα όπλα που θα στρέφονταν μαζικά κατά των αμάχων. Γιατί γνώριζε ότι όταν θα καταλάβαιναν την ματαιότητα της επίθεσής τους, τότε θα στρέφονταν εκδικητικά απέναντι στους αθώους πολίτες. Σκέφτηκε ότι ένα πανέμορφο κορίτσι με μακριά μελαχρινά μαλλιά, κάπου στα Γιάννενα, ανήκει κι αυτή στην κατηγορία των αθώων αμάχων και πολύ πιθανόν η θέση της να είναι πλέον γνωστή στον εχθρό του. Λόγω ενός αυθόρμητου τηλεφωνήματος. Το υπέροχο μυαλό του, συνειδητοποιώντας ότι μόνο η πλήρη έκφραση των βαθύτερων επιθυμιών και συναισθημάτων μπορεί να οδηγήσει σε μια υγιή κατάσταση του νου, χωρίς νευρώσεις και ψυχώσεις, άφησε την καρδιά του να δράσει επικοινωνώντας, ίσως για τελευταία φορά, με την Νεφέλη. Θα έπρεπε να είναι πανέτοιμος σύντομα για την μάχη της ζωής του, χωρίς έγνοιες, απελευθερωμένος από κάθε σκέψη. Οι συνέπειες όμως ήταν ήδη μπροστά του, η Σκιά το είχε συνειδητοποιήσει προβληματισμένη κι ένα δίλλημα ζωής ή θανάτου θα πρόβαλλε σύντομα! 14 Τα τύμπανα του πολέμου άρχισαν να παίζουν το μελωδικό τους σκοπό. Οι στρατηγοί, από το κέντρο επιχειρήσεων στην καρδιά της Υπερδύναμης καθοδηγούσαν μέσω δορυφόρων με απόλυτη αρμονία ένα γιγάντιο στρατό προς μια αναπόφευκτη νίκη. Σε κάθε νότα του αριστουργήματός τους, με κάθε εντολή, σχεδόν όλα τα πιόνια μετακινούνταν παίρνοντας την κατάλληλη θέση. Ο ρυθμός τους απλός κι ο σκοπός τους απλούστερος. Να περικυκλώσουν την ανόητη χώρα και να την στραγγαλίσουν με μια κίνηση. Ολόκληρα σμήνη ατσάλινων αητών, που έτρεφαν μέσα τους φαρμακερά βέλη, ξεκίνησαν μια τεράστια ανακατάταξη θέσεων. Χιλιάδες από αυτά τα σμήνη αναχώρησαν από βάσεις της Υπερδύναμης σε όλο τον κόσμο, από την Ευρώπη και την μέση Ανατολή, καθώς κι απ’ τον Καύκασο και την Ασία, και κατευθύνονταν συντονισμένα σε βάσεις στις γειτονικές χώρες του στόχου. Οι πολίτες όλων των χωρών απ’ όπου πέρασαν τα σμήνη, στους δρόμους, αλλά και μες στα κτίρια, έστρεψαν αυθόρμητα τα κεφάλια ψηλά, ακούγοντας τον βροντερό και πένθιμο ήχο τους, σαν ουρλιαχτά γιγάντων. Μιλούσαν για θάνατο κι οι ψυχές των ανθρώπων, γέμισαν σε άλλους φόβο κι αγωνία και σ’ άλλους προσμονή και μια ηδονιστική δίψα. Μια αρχέγονη δίψα για αίμα! Στην Ιταλία, στην Τουρκία και στην Αλβανία, τα σμήνη των υπερσύγχρονων μαχητικών της Υπερδύναμης θα τίθονταν σε επιφυλακή σε βάσεις του ΝΑΤΟ, αλλά και σε βάσεις που παρεχώρησαν με προθυμία οι ηγέτες αυτών των χωρών. Με το δάκτυλο στην σκανδάλη ανά πάσα στιγμή, να χτυπήσουν τους συγκεκριμένους στόχους τους. Τρία εργοστάσια της πολεμικής βιομηχανίας, έναν ουρανοξύστη στο κέντρο της Αθήνας κι έναν πέμπτο άγνωστο στόχο σε μια μικρή πόλη στα δυτικά της χώρας. Παράλληλα, δυο τεράστιες πλωτές αετοφωλιές κατευθύνονταν στα νότια της χώρας για να κλείσουν τον κύκλο. Δυο υπέροχα επιτεύγματα της σύγχρονης μηχανολογίας και κατασκευαστικής ικανότητας, με εκατοντάδες άτομα προσωπικό, αφοσιωμένα στην καταστροφή. Η θηλιά θα ήταν έτοιμη σύντομα και το μόνο που θα απέμενε ήταν μια λέξη. Μια διαταγή κι όλεθρος θα ξεκινούσε!
279
Στο κέντρο του κύκλου του θανάτου ένα πιόνι πάλευε να κρατήσει τα λογικά του. Η νεκρική σιγή, η αίσθηση του φόβου που πλανιόταν στον αέρα, ξύπνησε τον τρομοκρατημένο πράκτορα στο μέσο της μεσημεριανής του ανάπαυσης. Η σκέψη του έπαιζε ξανά και ξανά, ακατάπαυστα το ίδιο έργο. Τα δυο πύρινα μάτια βίαζαν τις πόρτες του μυαλού του κι έκλεβαν την ψυχή του. Καθισμένος, με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος, στην γωνία απέναντι απ’ την είσοδο του αυτοσχέδιο κελιού του, προσπαθούσε να συμμαζέψει τα κομμάτια του. Με μάτια σφαλιστά τριγυρνούσε στα ερείπια του μυαλού του. Έψαχνε στα ερείπιά του για αναμνήσεις, αυτές που καθορίζουν τον άνθρωπο που είμαστε, τις εμπειρίες από την γένεση μας και μετά. Κάθε εμπειρία κι ένα τούβλο στον τοίχο της συνείδησης. Αν βγάλεις μερικά, ο τοίχος κινδυνεύει. Αν βγάλεις τα κατάλληλα, ο τοίχος θα πέσει, αφήνοντας πίσω του ένα ζωντανό κουφάρι κι έναν νεκρό άνθρωπο! Έτριβε με μανία το δόντι-φυλαχτό, προσπαθώντας να θυμηθεί οτιδήποτε. Διαπίστωσε με μια αυξανόμενη ικανοποίηση ότι θυμόταν σιγά σιγά ποιος ήταν και τι είχε κάνει. Όλους τους φόνους, όλες τις ζωές που είχε αφαιρέσει. Θυμόταν ακόμη και τα θύματα, τα ολοζώντανα πρόσωπα τους, που αυτός μεταμόρφωνε τόσο επιδέξια σε νεκρές κούκλες. Τελευταίο πρόσωπο ο πιτσιρικάς συνάδελφος του στην αποστολή αυτή, στο κυνήγι του Κτήνους. Γύρισε τον χρόνο λίγο πιο πίσω. Θυμήθηκε την στρατολόγησή του στην υπηρεσία της Υπερδύναμης. Την άγια εκείνη μέρα που ξαναγεννήθηκε. Χαμογελούσε τώρα και ένιωθε ήδη καλύτερα. Ο εαυτός του ήταν ζωντανός, δεν τον είχε καταβροχθίσει το Θηρίο. Όχι ολόκληρο. Προσπάθησε να θυμηθεί κάτι πριν την στρατολόγησή του. Οτιδήποτε. Έστυβε το νου του… όμως μάταια. Τίποτα! Λες και η ζωή του ξεκίνησε σε ηλικία δεκαοχτώ χρονών, όταν κατατάχτηκε στους πεζοναύτες. Το παρελθόν του ήταν πετσοκομμένο, κατακρεουργημένο. Το νεοφερμένο χαμόγελο εξορίστηκε για πάντα απ’ το πρόσωπό του, τρίβοντας με πάθος το δόντι-φυλαχτό. Άρχισε να κλαίει όταν διαπίστωσε ότι δεν θυμόταν γιατί το κρατούσε. Τι συμβόλιζε; Γιατί το είχε; Ένα ξένο σώμα κι αυτό. Τράβηξε δυνατά κι έσπασε την αλυσίδα απ’ τον λαιμό του. Το έφερε μπροστά του, υπό το αμυδρό φώς που τρύπωνε στο δωμάτιο από την χαραμάδα της πόρτας και τα θολά του μάτια προσπάθησαν να θυμηθούν. Που το βρήκε αυτό το δόντι; Αυτό το κομμάτι ανθρώπινης σάρκας, που γυάλιζε μοναδικά στο μισοσκόταδο! Σε ποιόν ανήκε; Δεν θυμόταν! Δεν θυμόταν! Καθώς το δόντι πηγαινοερχόταν σαν εκρεμμές, κι αδυνατώντας να θυμηθεί, τα δάχτυλα του άφησαν αργά την αλυσίδα. Το δόντι προσγειώθηκε στην γωνία του δωματίου και η αλυσίδα το αγκάλιασε σφιχτά, σκεπάζοντάς το. Ο πράκτορας σηκώθηκε όρθιος, κοιτώντας αδιάφορα το άγνωστο κειμήλιο. Γύρισε αποφασιστικά, με το πρόσωπο σφιγμένο από μια αστείρευτη θέληση για δύναμη και κατευθύνθηκε προς την πόρτα, ενώ το δόντι έμεινε εκεί, στην γωνία, μόνο του για πάντα. Ταυτόχρονα, ο πρόεδρος της Υπερδύναμης χαιρέτησε εγκάρδια τους ηγέτες των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ήταν σίγουρα πιο θερμός από ποτέ. Απέπνεε μια φιλικότητα και μια συγκαταβατικότητα πρωτοφανής. Δεν έμοιαζε σε τίποτα στον ξεροκέφαλο κι αγροίκο άντρα, που είχαν όλοι στο μυαλό τους. Αυτόν που αδιαφορούσε πλήρως για τα θέλω των άλλων και τα συμφέροντα των χωρών τους. Έναν αυτοεστεμμένο αυτοκράτορα! -Φίλοι μου, σας καλωσορίζω και σας ευγνωμονώ για την ανταπόκρισή σας στο κάλεσμά μου, δήλωσε με ένα τεράστιο χαμόγελο. Ξέρετε όλοι γιατί είμαστε σήμερα εδώ! Οι ηγέτες των άλλων χωρών ήταν εξίσου ανήσυχοι για τον Πλάτων. Οι παράξενες
280
δυνάμεις του, η δύναμη των λόγων του και το κλίμα συμπαράστασης των λαών τους, που απλωνόταν γοργά, μαστίγωναν την ψυχική τους ηρεμία και ταρακούναγαν συθέμελα την εξουσία τους, όπως τα θηριώδη κύματα, αιώνια και νέα κάθε φορά, ξανά και ξανά, ραπίζουν τα, από χρόνους ξεχασμένους, έρημα λιμάνια. Το ανήσυχο βλέμμα τους αισθάνθηκε μειονεκτικά απέναντι στο χαμογελαστό, γεμάτο αυτοπεποίθηση προσωπείο, που τους παρατηρούσε αφ’ υψηλού με τα πονηρά του ματάκια. Αν τους έδινε μια λύση, μια διέξοδο και μια φυγή, θα του ήταν ευγνώμονες. Σ’ αυτόν, τον άσπονδο φίλο τους! Βλέπετε η εξουσία έχει ένα τεράστιο εξελικτικό πλεονέκτημα. Δεν κανιβαλίζει! Ξέρει καλά ποιος είναι ο φίλος και ποιος ο συμβατικός εχθρός. Και πάνω απ’ όλα διακρίνει εύκολα ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός. Αυτός που όταν αναδύεται απ’ τα σκοτάδια και φανερώνεται θριαμβευτικά σε όλους συσπειρώνει παλιούς κι ορκισμένους εχθρούς απέναντι στην μανία που απειλεί να τους ποδοπατήσει σαν έντομα. Τέτοια αρχέγονα ένστικτα ξυπνούσε μέσα τους ο Πλάτων! Είδαν κι άκουσαν τον καλοδουλεμένο λόγο, τα αληθοφανή και στέρεα επιχειρήματα, τις εικόνες των δορυφόρων και τις αναφορές των υπηρεσιών ασφαλείας. Τα λιπαρά λόγια με την κόκκινη σάλτσα! Όλα ταίριαζαν κουτί. Το άλλοθί ήταν εκεί, μπροστά στα διψασμένα τους μάτια. Η λύση περίμενε καρτερικά την έγκρισή τους, αδιαφορώντας όλοι πρόσκαιρα για τα δολάρια, τα ευρώ και τα γουαν, το πετρέλαιο, την Μέση Ανατολή και τα διαμάντια. Στο μυαλό τους είχαν μόνο μια εικόνα. Την εικόνα της καταστροφής ενός πανίσχυρου και τρομακτικού εχθρού! Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους! -Λοιπόν, ρώτησε ο πρόεδρος της Υπερδύναμης αδιαφορώντας για την απάντησή τους. Είχε κάνει το καθήκον του. Η επίθεση οργανωνόταν και το Συμβούλιο Ασφαλείας ήταν ενήμερο και σύμφωνο. Όλα πήγαιναν όπως τα είχε σχεδιάσει και η εξιλέωσή του στα μάτια όλου του κόσμου ήταν πιο κοντά από ποτέ. Γι’ αυτό και το τεράστιο χαμόγελο κι η φιλική διάθεση. Σήμερα οι ηγέτες αυτοί ήταν φίλοι του. Αύριο μπορούσαν πάλι να το παίξουν εχθροί στα μάτια των λαών τους και της Ιστορίας! 15 «Κυρίες και κύριοι, διακόπτουμε το πρόγραμμά μας για μια έκτακτη είδηση. Σε συνάντηση που ολοκληρώθηκε πριν από λίγα λεπτά το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση» είπε ο δημοσιογράφος της κρατικής τηλεόρασης στο έκτακτο δελτίο ειδήσεων, καθώς η νύχτα σκέπαζε την χώρα, και διάβασε λίγες τυπωμένες λέξεις από μαύρο μελάνι πάνω σε άσπρο χαρτί. «Το Συμβούλιο, έχοντας στην διάθεσή του αδιάσειστα στοιχεία, αποφάσισε σήμερα ομόφωνα την καταδίκη… της Ελλάδας με την κατηγορία της κατασκευής όπλων μαζικής καταστροφής», είπε και σήκωσε το απορημένο του βλέμμα στην κάμερα. Τα λόγια χτύπησαν σαν χαστούκι, απρόσμενο και δυνατό, τις σκέψεις του. Αδυνατούσε, όπως και όλοι οι έκπληκτοι τηλεθεατές, να αντιληφθεί τι συνέβαινε, για ποια όπλα μιλούσε το ανακοινωθέν. Δεν ζούσαν σε μια υπερδύναμη, ούτε σε κάποιον αυθαίρετο άξονα του κακού, αλλά αποτελούσαν γνήσιο μέλος του Δυτικού πολιτισμού. Και επιπλέον ήταν η πρώτη χώρα στον πλανήτη, που είχε αποφασίσει και πραγματοποιήσει τον πλήρη αφοπλισμό της. Έσκυψε το κεφάλι ανήσυχος απ’ τις ραγδαίες εξελίξεις και συνέχισε: «Απαιτούμε από την ελληνική ηγεσία την απόλυτη διακοπή της κατασκευής των όπλων και την πλήρη συνεργασία με τους απεσταλμένους ελεγκτές του ΟΗΕ, οι οποίοι περιμένουν εντολή να μεταβούν άμεσα στην Ελλάδα. Θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε στον ελληνικό λαό, ότι οι πράξεις μας δεν απευθύνονται εναντίων του, αλλά εναντίων της ηγεσίας του, η οποία από
281
την μια μιλάει για αφοπλισμό και από την άλλη κατασκευάζει όπλα μαζικής καταστροφής. Έχετε σαρανταοκτώ ώρες διορία να δεχθείτε τα αιτήματά μας. Αν αρνηθείτε, θα βιώσετε τις συνέπειες!», ολοκλήρωσε ο παρουσιαστής, μένοντας άφωνος, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει αν ότι διάβασε ήταν η αλήθεια ή ένας πολύ κακόγουστος εφιάλτης. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης διέδωσαν γρήγορα σε όλη την χώρας την είδηση. Την απειλή! Οι πολίτες είχαν ακούσει με ευχαρίστηση τα λόγια του Πλάτωνα πριν λίγο καιρό. Οι καρδιές τους είχαν πετάξει ψηλά στο άκουσμα του αφοπλισμού, στο όνειρο μιας καλύτερης κοινωνίας. Το άγγιγμα της πολυτέλειας απ’ όλους, η ανθρώπινη αναζήτηση για κάτι περισσότερο από τροφή και ύπνο, η τόσο φυσική τους ανάγκη, επιτέλους θα πραγματοποιούνταν. Με τι κόστος όμως; Ο Πλάτωνας τους είχε προειδοποιήσει για τον πόλεμο που θα βίωναν. Η αγαλλίαση όμως της στιγμής, η προσκόλληση σε ένα ονειρικό μέλλον δεν άφησε τα μυαλά τους να συλλογιστούν την αληθινή διάσταση του κινδύνου. Τώρα όμως αυτός ήταν πραγματικότητα. Ήταν μπροστά τους. Και χτύπησε με μίσος τις πόρτες του φόβου τους. Κι όμως τον κράτησαν, έστω και δύσκολα, απ’ έξω. Τουλάχιστον οι περισσότεροι, ακολουθώντας το όνειρο, δέχτηκαν με σιγουριά τα λόγια του Πλάτωνα ότι δεν ήταν απροστάτευτοι. Έλπιζαν στον υπέροχο νέο και τις εξωπραγματικές του δυνάμεις. Πίστευαν τα λόγια του. Όχι από άρνηση απέναντι στον κίνδυνο, αλλά γιατί συμφωνούσαν απόλυτα με τις πράξεις του. Στους λίγους μήνες, που βρισκόταν στο τιμόνι της χώρας τους, τα πράγματα πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο. Είχε ορίσει τους άριστους, ανθρώπους που μάτωναν καθημερινά, στην κυβέρνηση και το έργο τους ήταν ήδη υπαρκτό κι ορατό. Ο πρωθυπουργός είχε μεταμορφωθεί από ένα ιδιοτελές άτομο σε έναν πραγματικό λειτουργό της κοινωνίας. Το κλίμα ευφορίας που είχε πλημμυρήσει την χώρα, η αναδιανομή του πλούτου, η ελάττωση της εγκληματικότητας και της διαφθοράς, οι αλλαγές που βίωναν μέρα με την μέρα οι Έλληνες, τους ένωσαν πραγματικά. Δεν αποτελούσε ο καθένας πια ένα ξεχωριστό και μοναχικό άτομο μες την κοινωνία, αλλά ένα ανεξάρτητο κι ευγενικό πρόσωπο, το οποίο καθρεφτιζόταν στην ίδια την κοινωνία. Τόσο στα λάθη και τις παραλείψεις της, όσο και στις μεγάλες επιτυχίες της! Περίμεναν λοιπόν, όλοι στωικά, την αντίδραση του Πλάτωνα και του πρωθυπουργού, που μαζί με τον Οδυσσέα, χάζευαν την πόλη από ψηλά. Η αδύναμη βροχούλα σχημάτιζε μικρά ρυάκια πάνω στον γυάλινο τοίχο. Έγλυφε τα κτίρια της πόλης, ανίκανη να σβήσει μια βαριά και καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Λίγα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν πλέον στους δρόμους κι ασυνείδητα οι Έλληνες άρχισαν να μαζεύονται μες τα σπίτια τους. Τα μοναδικά καταφύγια που γνωρίζει έναν λαός, που έχει πολεμήσει ηρωικά στο παρελθόν, αλλά έχει σήμερα, επιτέλους ξεχάσει, ή καλύτερα έχει διαγράψει, τον πόλεμο απ’ το λεξικό του. Η ηρεμία που οσμίζονταν όλοι, προμήνυε μια κολάσιμη καταιγίδα! -Πλάτων, τι θέλεις να κάνουμε, ρώτησε ψιθυριστά ο πρωθυπουργός. Δεν ήθελε να ενοχλήσει τον απορροφημένο στις σκέψεις του νέο. Έπρεπε όμως να το κάνει. Την ύστατη τούτη ώρα ο πρωθυπουργός θα φρόντιζε για κάθε λεπτομέρεια, που θα έκρινε το τελικό αποτέλεσμα. Στο μυαλό του τριγυρνούσε η έγνοια για τα πιθανά θύματα. Οι στρατηγοί πιστεύουν ότι μπορούν να αναδιοργανώσουν σύντομα τον στρατό μας. Θέλουν να βοηθήσουν! -Όχι. Δεν χρειάζεται. Το μόνο που θα πετύχουμε με αυτό είναι περισσότερα θύματα, είπε κι ο πρωθυπουργός κατανόησε άμεσα την αλήθεια του λόγου του. Φίλοι μου, τι πρέπει να υπερβεί ένας ανώτερος άνθρωπος: την βία ή τον οίκτο, ρώτησε κι αυτοί αλληλοκοιτάχτηκαν απορημένοι. Ο πρωθυπουργός έκανε να ανοίξει το στόμα του, αλλά ο
282
Πλάτων τον πρόλαβε. Ο ανώτερος άνθρωπος οφείλει με το ασίγαστο αίσθημα δικαίου που τον κατέχει να επιλέξει πάντα ανάμεσα στα δύο. Η βία είναι δυστυχώς απαραίτητη όταν βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο, γιατί πάντα θα υπάρχει ο πόλεμος των Ιδεών, ένας πόλεμος που θα αργήσει… λίγο ακόμη, να χρησιμοποιεί σαν αποκλειστικό όπλο τον διάλογο! Μέχρι τότε δεν πρέπει ποτέ ο οίκτος να γίνει εμπόδιο στην επικράτηση του νέου τύπου ανθρώπου. Οι παλιοί θεσμοί με την τεράστια δύναμή τους δεν θα διστάσουν ποτέ να χρησιμοποιήσουν την βία. Ούτε κι εμείς λοιπόν! Μόνο με την τελική επικράτηση θα μπορέσουμε να την εξαλείψουμε από την γκάμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, γιατί δεν υπάρχει ανθρώπινη φύση, αλλά ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο άνθρωπος συμπεριφέρεται όπως τον μάθουν μέσα σε ένα πλαίσιο και μέχρι σήμερα το πλαίσιο ήταν αυτό της φτώχειας, της δυστυχίας και της απαξίωσης κάθε στοιχείου που μας ξεχωρίζει από τα ζώα. Ήρθε η ώρα αυτό να αλλάξει!. Απευθυνθείτε στον λαό, κύριε πρωθυπουργέ. Πείτε τους να είναι ψύχραιμοι και να παραμείνουν στα σπίτια τους μέχρι να λήξει το τελεσίγραφο τους. Γιατί δεν θα αφήσουμε το σκοτάδι να μας καταπιεί. Αύριο το πρωί, θα δείξουμε σε όλο τον κόσμο την Δύναμή μας, είπε με φωνή αγνώριστη και σιγανή, που ερχόταν από κάπου μακριά, απ’ τα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξής του. Ο πρωθυπουργός κι ο Οδυσσέας ανατρίχιασαν στο άκουσμα της φωνής του, μιας απόκοσμης φωνής, ενός τσιριχτού και ταυτόχρονα μελωδικού ήχου. Κοίταξαν ο ένας τον άλλο. Την ίδια ανατριχίλα ένιωσε να τον διαπερνά κι ο Πλάτων. Όχι λόγο της φωνής, αλλά λόγο του φόβου που αυτή εξέφραζε. Τον ύστατο φόβο του θανάτου που ακόμη κι η Σκιά ένοιωθε παντού γύρω του, βαθιά μέσα του! -Θα το κάνω αμέσως, Πλάτων, είπε δειλά ο πρωθυπουργός. Εσύ; Τι θα κάνεις εσύ, ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον στην φωνή του. Ο Πλάτων γύρισε το κεφάλι του αργά και τον κοίταξε. Η ματιά του ήταν η γνώριμη, καθαρή κι αποφασιστική, αλλά ο πρωθυπουργός νόμισε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ότι διέκρινε ένα τεράστιο κενό μες στα γαλάζια του μάτια. -Είσαι καλά, Πλάτων, ξαναρώτησε με αγωνία. Το βάρος ολόκληρου του κόσμου είχε κάτσει στις πλάτες αυτού του… παιδιού και καθρεφτίζονταν στο κουρασμένο του πρόσωπο. Δεν το ζήτησε. Το επέλεξε όμως. Την ώρα που σχεδόν όλοι μας θα κάναμε πίσω, αυτός βγήκε μπροστά, αγωνιζόμενος να μας τραβήξει μαζί του! -Ναι, απάντησε και το πρόσωπό του αγωνίστηκε να σχηματίσει ένα χαμόγελο. Ένα χαμόγελο με μοναδική αποστολή να κρύψει ένα ψέμα. Τότε ο πρωθυπουργός έκανε κάτι πρωτόγνωρο. Άφησε στην άκρη την διακριτική απόσταση που τους χώριζε απ’ όταν τον γνώρισε κι αντιλαμβανόμενος μια παράκληση στο θλιμμένο βλέμμα του, τον αγκάλιασε δυνατά. Η διαχυτική του πράξη, η απρόσμενη κι όμως τόσο επιθυμητή, βρήκε αμέσως ανταπόκριση κι ο Πλάτων τον έσφιξε με πάθος πάνω του. Έκλεισε τα μάτια του κι αγκάλιασε στο γήινο σώμα του πρωθυπουργού όσα πρόσωπα δεν θα είχε την ευκαιρία να αποχαιρετήσει. Αγκάλιασε τον πατέρα του, την ευγενική και προστατευτική του φιγούρα. «Άλλαξε τον κόσμο» του φάνηκε πως άκουσε έναν ψίθυρο στην βροχή. Αγκάλιασε την μητέρα του, την στοργική κι υπέρλαμπρη μορφή της. Την αιώνια αγαπημένη! «Γιέ μου…» του φάνηκε πως άκουσε την κραυγή της, πνιγμένη απ’ τον ήχο της βροχής που ορμούσε τώρα με αυξανόμενη λύσσα πάνω στο τζάμι. Στο τέλος αγκάλιασε την Νεφέλη. Έσφιξε πιο δυνατά πάνω του τον πρωθυπουργό, ο οποίος ένιωθε στην ζέστη που ανέβλυζε ο νέος, τον πόνο και την χαρά του. Την θλίψη ποδοπατημένη απ΄ την ευτυχία!
283
«Πλάτων, σ’ αγαπώ» άκουσε καθαρά την φωνή της μες το μυαλό του. -Κι εγώ, ψιθύρισε σιγά μέσα απ’ τα χείλη του κι η φωνή του ταλαντεύτηκε λίγο στις λέξεις αυτές, αλλά άντεξε τελικά και δεν έσπασε κάτω απ’ το βάρος μιας αβάσταχτης κι οδυνηρής αίσθησης απώλειας. Ούτε ο πρωθυπουργός, ούτε ο άναυδος Οδυσσέας μπόρεσαν να τον ακούσουν κι ούτε κατάλαβαν ποτέ ότι ο Πλάτων σχεδόν λιγοψύχησε ακούγοντας στο μυαλό του την σταθερή, που έκρυβε όμως μια σπαραχτική ικεσία, φωνή της Νεφέλης. Για μια στιγμή, νόμισε ότι τραβήχτηκε βίαια από τον πρωθυπουργό και άρχισε να τρέχει λες κι ένα απόκοσμο τέρας τον κυνηγούσε κι αυτός έτρεχε για την ζωή του. Σχεδόν είδε τον εαυτό του να το κάνει. Θα πήγαινε κοντά της και θα ζούσαν μια ευτυχισμένη ζωή, οι τρεις τους, σε κάποιο γραφικό, ορεινό χωριό της Πίνδου, όπου η τρέλα κι η δυστυχία θα αργούσαν να φτάσουν, μακριά από τα αγελαία κέντρα που τόσο εγκωμιαστικά αποκαλούμε πόλεις. Ναι, αυτό έπρεπε να κάνει! Για μια στιγμή μόνο κράτησε ο πειρασμός, που ακόμη κι αυτή η ατρόμητη Σκιά βρήκε τόσο ποθητό, που ... Για μια στιγμή μόνο! Ο Πλάτων άνοιξε τα μάτια του και τραβήχτηκε αργά από τον πρωθυπουργό κι ένα χαμόγελο ευτυχίας, αυτό που μας λέει ότι όλα θα πάνε καλά, αναπαυόταν στο γαλήνιο πρόσωπό του. Γύρισε προς τον Οδυσσέα και του έδωσε μια γρήγορη αγκαλιά. -Σε ευχαριστώ, του είπε ειλικρινά κι αυτός κοκάλωσε μες την μυστηριώδη τελετουργία που απολάμβαναν τα υγρά του μάτια. -Εγώ σ’ ευχαριστώ, είπε δυνατά. Εγώ σ’ ευχαριστώ, επανέλαβε και κατευθύνθηκε γρήγορα προς την έξοδο. «Άστον, όπως είναι. Αύριο το πρωί θα του χαρίσω την ευκαιρία να αλλάξει! Εσύ πρέπει να προστατέψεις τον πρωθυπουργό αύριο. Πάση θυσία πρέπει να μείνει στο καταφύγιο. Εκεί θα είναι ασφαλής!» άκουσε τις οδηγίες μες το μυαλό του ο Οδυσσέας, σαν απάντηση στην απορία που γεννήθηκε μέσα του όσον αφορά την τύχη του αιχμαλώτου τους. -Θα τα πούμε το πρωί, είπε αργά ο πρωθυπουργός, ζαλισμένος από την μυστικιστική εμπειρία που είχε με τον Πλάτων. Τον κοίταξε καλά καλά, προσπαθώντας να απορροφήσει και να κρατήσει μέσα του για πάντα την εικόνα του. Το έκανε ασυνείδητα κι όμως αργότερα θα ευχαριστούσε θερμά τον εαυτό του, που είχε τόσο ζωντανή, σαν δεύτερη φύση, μέσα του την αιώνια μορφή του Πλάτων. Την μορφή ενός ανθρώπου που θα πάλευε για τις ιδέες του μέχρι τελικής πτώσης, χωρίς να ζητά, χωρίς να απαιτεί, καμιά ανταμοιβή. Ένας πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος! Σκέφτηκε εκείνη την στιγμή ότι καθώς οι αναρίθμητες μάζες των ανθρώπων ταλαιπωρούνται μέσα σε ανώνυμους τάφους, η μεγάλη ψυχή του Πλάτων θα ξεχνιόταν μέσα στην αθανασία και η βοή του πανανθρώπινου μηνύματός του θα ταξίδευε στους αιώνες ! Γύρισε αργά, μηχανικά, την πλάτη του στον νέο, στο εξαίρετο αυτό πνεύμα, που σαν ερημίτης κοίταζε με λύπη τους δυο άντρες να φεύγουν, μια πρόσκαιρη, αλλά απαραίτητη, συντροφιά. Έσκυψε το βαρύ από εκατομμύρια σκέψεις κεφάλι του κι ακολούθησε τον Οδυσσέα. 16 Έκλεισαν την πόρτα πίσω τους και τον άφησαν μόνο του, ενώ ένα έντονο αίσθημα θλίψης, έφραζε τον λαιμό τους και τον δρόμο του αέρα προς τα πνευμόνια τους. Δυσκολεύονταν να ανασάνουν κι οι δυο τους κι έπεσαν στα γόνατα. Ήταν η αλήθεια, που έθαβαν γοργά μέσα τους κι οι άναρθρες κραυγές της, που προκαλούσε αυτή την δύσπνοια. Η αλήθεια ότι δεν θα τον ξανάβλεπαν ποτέ. Χόρτασαν με τεράστιες μπουκιές το ψέμα που
284
είχαν ανάγκη, ότι όλα θα ήταν ίδια αύριο, πήραν βαθιές ανάσες, άδειες από σκέψεις και ξεκίνησαν απρόθυμα για το Μέγαρο Μαξίμου. Εκεί ο πρωθυπουργός θα έκανε πράξη την επιθυμία του Πλάτων και θα ενημέρωνε τον λαό του για τις εξελίξεις. Μαζί με τον Οδυσσέα στήθηκαν μπροστά στο ασανσέρ, στον πεντηκοστό όροφο και περίμεναν καρτερικά εξακολουθώντας να παίρνουν τις βαθιές ανάσες που τόσο πολύ είχαν ανάγκη, οι απαρηγόρητες καρδιές τους. Τρία επίπεδα κάτω απ’ την Γη, ο πράκτορας στεκόταν όρθιος, ακίνητος, σχεδόν αγγίζοντας η μύτη του το κρύο μέταλλο, μπροστά από την πόρτα της φυλακής του κι άκουγε τι συνέβαινε απέξω. Προσπαθούσε να νιώσει και να ερμηνέψει τις συνθήκες στο μυαλό του για να δράσει με τον καλύτερο τρόπο όταν θα του παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Περίμενε στωικά με τις ώρες να περνάνε, ακούγοντας κάθε ήχο και κάθε λέξη που έκαναν οι φύλακές του. Το μικρό τετράγωνο δωμάτιο, άλλοτε γραφείο-αποθήκη του καθαριστή, είχε διαμορφωθεί με ένα ράντζο για τον ύπνο, ενώ το μεταλλικό τραπεζάκι και η μεταλλική καρέκλα, που αποτελούσαν το γραφείο του καθαριστή, βαφτίστηκαν κι επίσημα χώρος για το φαγητό του κρατουμένου. Στα αριστερά της πόρτας βρισκόταν μια μικροσκοπική τουαλέτα. Οι τοίχοι βαμμένοι κάτασπροι αντανακλούσαν το αδύναμο τεχνητό φώς προσπαθώντας να διασπάσουν το σκοτάδι, θυμίζοντας αδιόριστα ένα ψυχρό θάλαμο ψυχιατρείου. Το μόνο που το διαφοροποιούσε ήταν η απουσία προστατευτικών στους τοίχους. Η λάμπα άνοιγε στις οχτώ το πρωί κι έκλεινε στις δώδεκα το βράδυ με μια ωριαία διακοπή το μεσημέρι. Έτσι και τώρα. Η λάμπα έκλεισε και σήμανε δώδεκα το βράδυ. «Ώρα για δράση!» Δυο φρουροί εναλλασσόταν ανά οκτώ ώρες στην φύλαξη του αιχμαλώτου. Έξι συνολικά άντρες ήταν επιφορτισμένοι με την φύλαξη του. Δεν είχαν καμιά επαφή με ηλεκτρονικά μέσα με οποιονδήποτε εκτός του κτιρίου, φοβούμενοι ότι οι εχθρικοί δορυφόροι θα μπορούσαν να εντοπίσουν τις συνομιλίες τους. Ο Οδυσσέας, έχοντας τοποθετήσει τους καλύτερους άντρες του, πήγαινε κάθε πρωί κι έλεγχε ότι όλα πήγαιναν καλά. Η απαίτηση του Πλάτων για άκρα μυστικότητα θα υλοποιούνταν στο απόλυτο. Καθισμένοι σε ένα μικρό γραφείο με δυο καρέκλες στον μικρό διάδρομο που οδηγούσε στο παρκινγκ απ’ την μια μεριά και στα σκαλιά για τους πάνω ορόφους από την άλλη, οι φρουροί προσπαθούσαν με διάφορους τρόπους να περάσουν την ώρα τους. Βλέποντας τηλεόραση, παίζοντας χαρτιά κι έχοντας ρητή εντολή να μην έρθουν σε καμιά επαφή με τον κρατούμενο. Η μοναδική ενασχόληση μαζί του ήταν το ανοιγοκλείσιμο των φώτων και η προμήθεια φαγητού δυο φορές την ημέρα. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση είχαν διαταγές να αδιαφορήσουν για οτιδήποτε συνέβαινε μες το κελί. Έτσι και τώρα, οι δυο άντρες που μόλις είχαν αναλάβει την βάρδιά τους, παρακολουθούσαν τηλεόραση και τις συζητήσεις που είχαν πάρει φωτιά. Μόλις πριν από λίγες ώρες, ένα τελε-σίγραφο είχε επιδοθεί στην χώρα τους κι αυτό δεν τους άρεσε καθόλου. Βέβαια ο πρωθυπουργός προσπάθησε να καθησυχάσει τις ανησυχίες των Ελλήνων δηλώνοντας ότι δεν έπρεπε να φοβούνται γιατί δεν ήταν απροστάτευτοι κι ότι θα έπρεπε να παραμείνουν όλοι στα σπίτια τους μέχρι να εκπνεύσει το τελεσίγραφο. -Υποκριτές! Καθάρματα, γρύλισε ο ένας απ’ τους δυο, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Ο συνάδελφός του τον παρατηρούσε νευρικά. -Γιατί φοβάσαι; Έχουμε τον Πλάτων! Αν τον έβλεπαν από κοντά, αν ένιωθαν την Δύναμή του, όπως την νιώθουμε εμείς, δεν θα τολμούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Να μου
285
το θυμηθείς ότι μπλοφάρουν, είπε με μια αδικαιολόγητη σιγουριά κι ένα πονηρό γελάκι, εκφράζοντας κατά βάθος μια προσωπική επιθυμία. -Δεν νομίζω, αποκρίθηκε ο άλλος. Αν μπλόφαραν δεν θα έστελναν αυτόν, είπε δείχνοντας προς το κελί. Αυτός ήταν το πρώτο βήμα. Όπως πάντα οι δολοφονίες. Αν αποτύχουν αυτές, τότε προχωράνε σε στρατιωτική επέμβαση, ολοκλήρωσε την σκέψη του. -Μμμ… μάλλον έχεις δίκιο. -Μάλλον; Σίγουρα να λες! Το ζήτημα είναι πως θα ανταποκριθούμε; Αν έχουμε την δυνατότητα, όπως λέει ο Πλάτων, να αμυνθούμε στην επίθεση. Ο Οδυσσέας πάντως είναι σίγουρος για αυτό. -Αφού το πιστεύει ο Οδυσσέας, το πιστεύω κι εγώ, έσπευσε να δηλώσει αυθόρμητα την εμπιστοσύνη του. -Ναι, το ελπίζω, πρόσθεσε ο σκεπτικός απ’ τους δύο, ρουφώντας ακόμη μια τζούρα απ’ το τσιγάρο του κι εκπνέοντας αργά κι ηδονιστικά ένα γκριζογάλανο σύννεφο καπνού. -Κύριοι… θέλω την…βοήθεια σας. Άκουσαν έκπληκτοι σε σπαστά ελληνικά την φωνή του κρατουμένου τους. Όλες τις ημέρες που βρίσκονταν εκεί, δεν είχε μιλήσει σε κανέναν. Κανείς απ’ τους φύλακες δεν είχε ακούσει την παραμικρή λέξη απ’ το στόμα του. Άνοιγαν πότε πότε το παραθυράκι της πόρτας και τον έβλεπαν είτε ξαπλωμένο στο κρεβάτι, είτε στραμμένο στην γωνία, άλλες φορές να κλαίει με λυγμούς κι άλλες να κοιτάζει με θρησκευτική ευλάβεια ένα περίεργο φυλαχτό που κρατούσε μπρος τα μάτια του. Ποτέ δεν γύρισε να τους κοιτάξει. -Κύριοι… ακούστηκε πάλι η κλαμένη και τσακισμένη του φωνή. Οι δυο φύλακες κοιτάχτηκαν. Οι εντολές τους ήταν ξεκάθαρες κι όμως η ενοχλητική του φωνή και παρουσία τους έσπρωχνε να ανταποκριθούν στο κάλεσμά του. -Κύριοι… επέμενε η φωνή. -Τι θες, ρώτησε απότομα ο ένας προκαλώντας την δυσφορία του συναδέλφου του που δεν μπορούσε ούτε να καπνίσει με την ησυχία του ένα τσιγάρο, σε τόσο κρίσιμες στιγμές. Ο καπνιστής σηκώθηκε σβήνοντας με μια κίνηση το υπόλοιπο τσιγάρο και πήγε δίπλα στην πόρτα, αναλαμβάνοντας κάθε πρωτοβουλία. -Κάνε ησυχία εκεί μέσα! Ακούς, είπε αυστηρά, σαν να μιλούσε σε μικρό παιδί και χτυπώντας με το πόδι του την μεταλλική πόρτα. Η κρισιμότητα των ιστορικών στιγμών που ζούσαν δεν άφηνε περιθώρια για ευγένειες με τον εχθρό. -Θέλω την βοήθειά σας, επανέλαβε σαν μαγνητόφωνο η φωνή, δυνατή και σταθερή, ακριβώς πίσω από την πόρτα. -Ποια βοήθεια και μαλακίες; Οι μέρες σου είναι μετρημένες, φώναξε ο φύλακας κι ο εγκέφαλός του έκανε έκκληση για μια ακόμη δόση νικοτίνης, απέναντι στην αυξανόμενη ένταση στα τοιχώματα του κρανίου του. Σιωπή. Οι δυο φύλακες έμειναν ακίνητοι για λίγα δευτερόλεπτα. Η ενοχλητική φωνή σταμάτησε επιτέλους. Ο καπνιστής έκανε να κάτσει στην θέση του και να ανάψει ένα τσιγάρο, όταν… -Κύριοι… -Κεριά και λιβάνια, ούρλιαξε μανιασμένος ο καπνιστής, χτυπώντας δυνατά το χέρι του στην πόρτα. Βούλωσε το για να μην στο βουλώσω εγώ. Άκουσες; -Συγγνώμη, αλλά το μόνο που θέλω είναι μια τελευταία επιθυμία. Θέλω να στείλετε το σώμα μου για ταφή στην πατρίδα μου. Μόνο αυτό ζητάω, σαν άνθρωπος σε άνθρωπο Καταλάβετε με… μεταφέρετε το μήνυμά μου στους ανωτέρους σας, σας παρακαλώ, άκουσαν τα ικετευτικά του λόγια κι έμειναν άναυδοι. -Τι μαλακίες λες, ρώτησε λίγο πιο ήρεμα ο καπνιστής κι ο συνάδελφός του παρακο-
286
λουθούσε με περιέργεια. -Να στείλετε το σώμα μου, μόνο … αυτό και τίποτε άλλο …για ταφή στην πατρίδα, είπε με λυγμούς. Σε λίγο η ζωή μου τελειώνει. Το μυαλό μου δεν αντέχει, δεν μπορεί να συνεχίσει. Απ’ όταν ένιωσα την παρουσία του μέσα μου, απ’ όταν είδα ποιος είναι και τι μπορεί … δεν θέλω άλλο την ζωή! Θεέ μου … βοήθα με, έκραξε κλαίγοντας με δυνατά αναφιλητά. Απότομα ησυχία επικράτησε και πάλι. Μόνο για λίγο, γιατί το τσιριχτό σύρσιμο του μετάλλου πάνω στο πλακάκι υποδήλωνε ξεκάθαρα ότι κάτι συνέβαινε μες το κελί. Ο βασανιστικός για τα αυτιά ήχος σταμάτησε και ο γλυκός ήχος της σιωπής εμφανίστηκε ξανά. Μια ακατανίκητη περιέργεια θόλωσε τον καπνιστή. Άνοιξε γρήγορα το παραθυράκι στο μέσον της πόρτας, περίπου ένα μέτρο από το πάτωμα, πλάτους είκοσι εκατοστών και ύψους εφτά- οκτώ, και είδε, προσεχτικά κι από απόσταση, το τραπεζάκι μεταφερμένο στο κέντρο του δωματίου. Το σεντόνι του κρεβατιού ήταν σκισμένο και μια χειροποίητη θηλιά κρεμόταν απ’ τον εξαερισμό στο ταβάνι. Αλλά κανένα σημάδι απ’ τον πράκτορα. Κοίταξε προς τον χώρο της τουαλέτας, δίπλα ακριβώς απ’ την είσοδο. Προσπάθησε όσο περισσότερο γινόταν να διευρύνει το οπτικό του πεδίο αγγίζοντας με το μέτωπό του το λείο μέταλλο της πόρτας, ακριβώς πάνω απ’ το παραθυράκι. Του φάνηκε πως η μικρή ξύλινη πόρτα της τουαλέτας ήταν κλειστή. Στράφηκε σιωπηλός στον συνάδελφό του και του έκανε νόημα να πλησιάσει. -Κοίτα μέσα! Φοβάμαι ότι κάτι ετοιμάζει, είπε όσο πιο ήσυχα μπορούσε, αλλά η αγωνία του ήταν έκδηλη. Κάνε γρήγορα, γιατί είναι στην τουαλέτα. Ο συνάδελφος του έσκυψε και κοίταξε βιαστικά, αλλά προσεχτικά με το χέρι του να αγκαλιάζει σφιχτά το όπλο του χωμένο στην θήκη, στα πλάγια του κορμιού του στο ύψος της μέσης, μέσα στο δωμάτιο. Αντίκρισε κι αυτός έναν κενό από ανθρώπινη παρουσία χώρο με το τραπέζι στο κέντρο και μια θηλιά απαγχονισμού, χειροποίητη, να κοσμεί σαν πολυέλεος το σπαρτιάτικο δωμάτιο. Η μικρή πόρτα στα αριστερά του ήταν κλειστή. Σηκώθηκε και γύρισε προβληματισμένος στον καπνιστή, απέχοντας περίπου δέκα πόντους από την πόρτα. -Μα πως χωράει εκεί μέσα, ρώτησε απορημένος. -Τι εννοείς; -Αυτό που λέω, είπε χαμηλόφωνα και σκεπτικός. Πως χωράει ένας τεράστιος τύπος σαν κι αυτόν μες την τουαλέτα; Εγώ είμαι ένα ογδόντα κι ενενήντα κιλά και δεν υπήρχε περίπτωση να σκεφτώ καν να κλείσω την πόρτα για να κάνω την ανάγκη μου. Αυτός πώς… ξεκίνησε να επα-ναλάβει την ίδια ερώτηση, αλλά η απάντηση δόθηκε ακαριαία. Ένα χέρι πρόβαλλε απ’ το παραθυράκι της πόρτας κι άρπαξε τον φύλακα απ’ το παντελόνι στο ύψος της μέσης. Το δέρμα γδάρθηκε και η σάρκα αποκαλύφθηκε απ’ τα κοφτερό μέταλλο της πόρτας, αλλά ο αφοσιωμένος στο έργο του πράκτορας δεν έβγαλε ούτε μια κραυγή. Τράβηξε με απίστευτη δύναμη τον έκπληκτο φύλακα πάνω στην πόρτα με το ένα χέρι κι αυτός χτυπώντας στο πίσω μέρος του κεφαλιού του ζαλίστηκε για τα επόμενα λίγα κρίσιμα δευτερόλεπτα. Με το άλλο χέρι ο πράκτορας έκανε κάτι ακόμη πιο φρικιαστικό. Το έχωσε βίαια μέσα από το στενό άνοιγμα κι αδιαφορώντας για τα ατελείωτα σήματα πόνου στο μυαλό του, σήματα που προκάλεσαν κατά σειρά, το ξεσκισμένο δέρμα και οι σακατεμένοι μυς, ψαχούλεψε για το πιστόλι στην θήκη του φύλακα, που βρισκόταν στο μπροστινό αριστερό μέρος της μέσης του. Ο καπνιστής παρακολούθησε έντρομος το συμβάν για ένα δυο δευτερόλεπτα πριν ξεμπλοκάρει το μυαλό του κι αποφασίσει να δράσει. Έβγαλε το πιστόλι του και σημάδεψε. Έβλεπε το παραμορφωμένο κατακόκκινο χέρι, με το αίμα να στάζει στο πάτωμα να ψαχουλεύει και τελικά να αγγίζει το όπλο, σφίγγοντάς το δυνατά. Έπρεπε να πάρει μια
287
απόφαση ζωής ή θανάτου. Σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε να πυροβολήσει το χέρι που κράταγε τον συνάδελφό του, γιατί δεν είχε οπτική επαφή, επομένως δεν υπήρχε περίπτωση να τον απελευθερώσει. Απ’ την άλλη σκεφτόταν ότι θα μπορούσε τουλάχιστον να προσπαθήσει να πυροβολήσει το άλλο χέρι κι ας κινδύνευε να τραυματίσει τον συνάδελφό του. Αυτό το φρικιαστικό, παραμορφωμένο χέρι. Κρίσιμα δευτερόλεπτα. Δευτερόλεπτα, όπου μια απόφαση θα έκρινε τρείς ζωές. Μια επιλογή έπρεπε να γίνει και μια απόφαση να παρθεί. Κρίσιμα δευτερόλεπτα, που δυστυχώς ο καπνιστής δεν είχε στην διάθεσή του. Κι αυτό γιατί ο πράκτορας αδιαφορώντας για κάθε συμβατική ηθική, έχοντας ελάχιστη εκτίμηση για την αξία της ανθρώπινης ζωής, με το μυαλό του άδειο από σκέψεις, με μια ιερή αποστολή να γεμίζει το κρανίο του, νιώθοντας το τρυφερό μέταλλο στο κομματιασμένο χέρι του, έγειρε το κεφάλι του ελάχιστα δεξιά πίσω απ’ την ανθρώπινη ασπίδα του, ίσα ίσα για να δει τον στόχο του. Μια σφαίρα ήταν αρκετή για να λύσει τον γόρδιο δεσμό, που ταλάνιζε τον πράκτορα. Η απόφαση πάρθηκε, μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια κι αυτός σωριάστηκε στο έδαφος. Ο πράκτορας άφησε το παντελόνι του φύλακα κι αυτός απομακρύνθηκε λίγο απ’ την πόρτα, με ένα κεφάλι ακόμη θολωμένο απ’ το χτύπημα κι απ’ τον εκκωφαντικό θόρυβο του πυροβολισμού να αντηχεί μέσα του σαν κάλεσμα καμπάνας. Το χέρι που τον κράταγε ξαναμπήκε μέσα, αφήνοντας πάνω στο παραθυράκι τις σάρκες του μακάβριο ενθύμιο. Ο φύλακας είδε το άψυχο κορμί του συναδέλφου του, με τα ανοικτά μάτια που ταξίδευαν ήδη για άλλους κόσμους. Το κενό στο βλέμμα του ξύπνησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και έκανε να τρέξει. Ήθελε να ζήσει. Δεν ήθελε να γίνει κι αυτός ένας σάκος από κόκκαλα. Όχι πριν την ώρα του. Παραπατώντας κίνησε αργά προς τον διάδρομο. Άκουσε για δεύτερη φορά σήμερα τον ίδιο θλιβερό ήχο κι ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μετά ήταν νεκρός και τα μυαλά του απλώθηκαν πάνω στον μουντό, γκρι, τσιμεντένιο τοίχο. Ο πράκτορας τράβηξε και το άλλο χέρι του μέσα κι έμεινε ξέπνοος να τα παρατηρεί. Δυο βαμμένα κατακόκκινα ξερόκλαδα, με τις σάρκες και το δέρμα του να κρέμονται σαν στολίδια σε χριστουγεννιάτικο δέντρο, φωτίζονταν από μια θεϊκή δέσμη φωτός που έμπαινε στο κελί του από το παραθυράκι. Λες και ο Θεός του έδειχνε τον δρόμο. «Αυτά είναι τα εργαλεία του Ανθρώπου! Πάντα αυτά ήταν. Δεν έχει άλλα!» Είχε πετύχει αυτό που ήθελε, το μυαλό του χαλάρωσε την απίστευτη συγκέντρωσή του κι αφέθηκε για λίγο, να πάρει μια ανάσα. Ο πόνος ήρθε απρόσκλητος και θα ζητούσε και τόκο για την καθυστέρηση. Ένιωσε ότι ο πόνος έκανε το αίμα του να βράσει ξαφνικά κι αυτό άρχισε τώρα να σφυροκοπά αδιάκοπα στα αυτιά και τους κροτάφους του. Μια κραυγή δραπέτευσε θριαμβευτικά. Ούρλιαξε σαν δαίμονας της κόλασης. Το λαρύγγι του σχεδόν μάτωσε απ’ την υπερπροσπάθεια μέχρι που τα πνευμόνια του άδειασαν από αέρα. Ένιωσε πως μαζί του ούρλιαζαν και τα κομματιασμένα του μέλη. Θρηνούσαν τον χαμό της ακεραιότητας και της ομορφιάς τους. Το χαμένο αίμα, η υπερπροσπάθεια του μυαλού του, απαίτησαν λίγα λεπτά ξεκούρασης. Κι ο πράκτορας έκλεισε για λίγο τα μάτια του, βαριανασαίνοντας αργά και καθισμένος στα γόνατα με το πιστόλι να έχει γίνει πλέον ένα με το χέρι του, σαν αφύσικη προέκταση του. Δεν τολμούσε να το αφήσει, γιατί φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να το ξαναπιάσει. Ίσως δεν θα μπορούσε να ξαναπιάσει ποτέ τίποτα πια. Δεν τον ένοιαζε όμως και κράταγε σφιχτά το πολύτιμο εργαλείο. Σε λίγο θα ξεκινούσε την ανάβαση. Είχε μια δουλειά να κάνει, μια αποστολή να ολοκληρώσει κι η κλίμακα της πίστης του σκαρφάλωσε στο εννιά!
288
17 Στεκόταν ακίνητος, καθισμένος στην δερμάτινη πολυθρόνα του που θύμιζε θρόνο ενός ηρωικού παρελθόντος, ακριβώς μπροστά από την μηχανή, που έμοιαζε με ασανσέρ και χάζευε γαλήνια την ψυχρή ασημένια σφαίρα. Το λείο μέταλλο αντανακλούσε το λιγοστό φως του φεγγαριού, που διαπερνώντας τον γυάλινο τοίχο χάριζε μια κιτρινόλευκη νότα ζωής στο σκοτεινό δωμάτιο. Έστρεψε το κεφάλι του λίγο ψηλότερα, πάνω απ’ την σφαίρα κι ανάμεσα απ’ τα τοιχώματα της καμπίνας και ταξίδεψε το βλέμμα του έξω απ’ τα σύνορα της γυάλινης φυλακής του. Είδε την πόλη κοιμισμένη. Τα περισσότερα φώτα, που άπλωναν συνήθως τα βράδια το τεχνητό τους φως, ήταν κλειστά σήμερα και μια ανεπανάληπτη σιωπή κυριαρχούσε. Οι πολίτες αναπαύθηκαν μαζικά στην ανέμελη αγκαλιά του ύπνου, πασχίζοντας να ξεχάσουν για λίγο τον τρόμο που πλησίαζε. Δραπέτευσαν στον έρημο κόσμο των ονείρων τους. Κανείς πεζός, κανένα αυτοκίνητο, μόνο λίγα νεκρά φώτα από νέον. Ακόμη και τα ζώα της πόλης ανέμεναν καρτερικά την καταιγίδα, τυλιγμένα σφιχτά, απορημένα απ’ την αφύσικη σιωπή, στις πρόσκαιρες φωλιές τους! Το μυαλό του Πλάτων προετοιμαζόταν κι αυτό για την ύστατη μάχη. Μάχη απέναντι στα όριά του. Από την στιγμή που θα ξεκίναγε, δεν θα σταμάταγε με τίποτα, μέχρι το έργο να ολοκληρωθεί. Πάση θυσία και με οποιοδήποτε προσωπικό κόστος. Βίωνε την αγωνία της τελευταίας ευκαιρίας και του άγνωστου τέλους. Οι ταυτόχρονες ενέργειες που θα καθοδηγούσε πολλές, οι απαραίτητοι υπολογισμοί ακόμη περισσότεροι, μια οργιώδη, τιτάνια προσπάθεια. Το αποτέλε-σμα; Τρείς ιπτάμενες μηχανές, κατασκευασμένες με μια γνώση που ήρθε από το μέλλον, αποτελούσαν την αστραφτερή πανοπλία του Πλάτωνα. Τρείς μηχανές ενάντια σε εκατοντάδες πολεμικά αεροσκάφη και χιλιάδες πυραύλους. Ακόμη κι αν κατάφερνε να αντιμετωπίσει το ενενήντα εννιά της εκατό των όπλων των εχθρών του, το υπόλοιπο ένα της εκατό ήταν ικανό για μαζικές καταστροφές και χιλιάδες θύματα. Μπορεί για αρχή η Υπερδύναμη να είχε αναλάβει το βάρος της επίθεσης, αλλά θεωρούσε δεδομένο ότι από την στιγμή, που θα διαπίστωναν την συντριπτική της ήττα, τότε και οι άσπονδοι σύμμαχοι στην Ευρώπη θα έστελναν τις δυνάμεις τους εναντίων της χώρας. Κι αυτή την φορά θα επιτίθονταν κατά του λαού του, μαζικά κι απροκάλυπτα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως θα ήταν άλλο. Ήξερε ότι η Υπερδύναμη, καθοδηγούμενη απ’ το Σύστημα, το οποίο θα βρισκόταν πλέον σε κατάσταση πανικού και άμυνας, θα αντιδρούσε στην απρόσμενη εξόντωση της πολεμικής της μηχανής με έναν και μοναδικό τρόπο. Με την χρήση πυρηνικών όπλων. Αυτοί οι υπάνθρωποι, που αναπνέουν μόνο κέρδος κι εξουσία, δεν διστάζουν ποτέ απέναντι σε οποιονδήποτε εχθρό να κάνουν ότι περνάει από τα βρώμικα χέρια τους αδιαφορώντας για το κόστος που θα πληρώσει η ανθρωπότητα, για να πετύχουν τον σκοπό τους. Κι αν αυτός είναι αδύνατο να επιτευχθεί, τότε ας πάει στο διάολο κι ο κόσμος όλος! Ματαιοδοξία κι ελαφρότητα πνεύματος! Ο Πλάτων όμως δεν σκόπευε να τους επιτρέψει κάτι τέτοιο. Ποτέ! Γι’ αυτό και αποφάσισε τελικά να κάνει αυτός την πρώτη κίνηση. Αν έπιανε τον εχθρό του προ εκπλήξεως, τότε θα είχε έστω και μια πιθανότητα, μια και μοναδική ευκαιρία να τα καταφέρει. Θα ήταν αυτός ο κύριος του παιχνιδιού και αυτός θα έλεγχε τα ζάρια, την τύχη! Δεν θα περίμενε την επίθεσή τους λοιπόν, αλλά θα ξεκινούσε πρώτος τον πόλεμο, που είχαν σχεδιάσει οι εχθροί του. Σκέφτηκε με σιγουριά ότι κάποιοι θα τον μισούσαν για αυτό. Τα θύματα θα ήταν πολλά, γαμώτο θα ήταν χιλιάδες, ίσως κι εκατομμύρια, δεν μπορούσε να ξέρει το μέγεθος της αντίδρασής τους. Θα τον έβριζαν και θα τον καταταράσσονταν για τον θάνατο των αγαπημένων τους, αλλά είχε βίωσε με γαλήνη και είχε αποδεχθεί μέσα του τον σκοπό της Σκιάς. Να είναι στο περιθώριο, ένας άνθρωπος έξω και πάνω απ’ τους
289
ανθρώπους, να κάνει τις επιλογές, δύσκολες κι αφόρητες, όμως σωστές επιλογές, που κανείς άλλος δεν μπορεί! Ένας άγρυπνος φύλακας του κόσμου των ανθρώπων, απέναντι στις σατανικές δυνάμεις, που τον είχαν βαφτίσει Αντίχριστο! Απολύτως μόνος του στον γυάλινο πύργο του, με συντροφιά μια νεκρή μηχανή, που περίμενε καρτερικά να φυσήξει μέσα της ζωή κι αυτή με την σειρά της να ζωντανέψει τις τρείς αδερφές της, ο Πλάτων πήρε βαθιές και αφύσικα αργές αναπνοές καθαρίζοντας το μυαλό του από κάθε σκέψη, όρθιος επάνω απ’ την ασημένια σφαίρα. Μόλις η Σκιά θα έφτανε στο επιθυμητό επίπεδο συγκέντρωσης, ο πόλεμος θα ξεκίναγε το θανατηφόρο κάλεσμά του σε ολόκληρο τον κόσμο! Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά κι έστελνε το αίμα του, ποτισμένο από μια ανείπωτη αγάπη, σε όλο του το διψασμένο για αυτήν σώμα. Έκλεισε τα γαλάζια ανθρώπινα μάτια του ίσως για τελευταία φορά! Ο πράκτορας άνοιξε τα μάτια του. Μια γλυκόπικρη οσμή τρύπωσε στα ρουθούνια του. Έρεε από τους πόρους ολόκληρου του σώματός του. Μύριζε ιδρώτα κι αίμα, μα κυρίως μύριζε μίσος! Πήρε μια βαθειά αναπνοή και το μίσος γέμισε την ταλαιπωρημένη του καρδιά. Αυτήν που είχε χάσει αρκετό αίμα κι έψαχνε για νέα κινητήρια δύναμη. Και την βρήκε! Είδε την μικρή λιμνούλα από βαλτωμένο αίμα που τον περιέβαλε και σηκώθηκε όρθιος. Η αιμορραγία είχε σταματήσει και καφεκόκκινες κρούστες πηγμένου αίματος κοσμούσαν τα χέρια του. Το κορμί και το μυαλό του είχαν συντονιστεί στον κοινό τους σκοπό κι ο ανυπόφορος πόνος ήταν πια μακρινή ανάμνηση. Λίγες μόνο σουβλιές, υποφερτές όμως, και μια αδιόρατη καταβολή έμειναν να θυμίζουν την απέλπιδα προσπάθεια του. Αυτή πάντως είχε στεφθεί από επιτυχία, ακόμη κι αν κληρονόμησε δυο σακατεμένα χέρια, που θύμιζαν παραμορφωμένα χέρια δαιμόνων. Κόκκινα, πληγιασμένα, φρικιαστικά! Το φώς που τρύπωνε στο δωμάτιο ήταν λιγοστό, αλλά αρκετό για να δει καθαρά την κλειδαριά πάνω στην πόρτα. Σήκωσε το δεξί του χέρι και σημάδεψε. Πίεσε την σκανδάλη διαπιστώνοντας ότι δεν δυσκολεύτηκε καθόλου, όπως και με τους φύλακές του λίγες ώρες νωρίτερα, και η σφαίρα θρυμμάτισε τον μηχανισμό της κλειδαριάς, χτυπώντας τον ακριβώς στο κέντρο. Ο εκκωφαντικός θόρυβος αντήχησε μες το στενό κελί, αλλά ο πράκτορας αδιαφορώντας, τράβηξε την πόρτα και βγήκε έξω. «Ελευθερία!» βροντοφώναξε το μυαλό του και το λυτρωτικό της αίσθημά επέστρεψε εκδικητικά. Έσκυψε πάνω στα άψυχα κορμιά που κείτονταν απέναντι το ένα στο άλλο, ανίκανα να κοιταχτούν με τα άδεια νεκρά τους μάτια. Πήρε με το αριστερό του χέρι έναν γεμιστήρα από τον καθένα. Τους έβαλε στην κωλότσεπη κι έκανε να φύγει. Σταμάτησε αναλογιζόμενος την αποτυχημένη απόπειρα που είχε κάνει εναντίων του στόχου του. Ξανάσκυψε, πήρε ακόμη δύο γεμιστήρες και έμεινε ακίνητος. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά του, στον αδύναμα φωτισμένο με ένα κίτρινο ασθενικό φως, διάδρομο. Οι πινακίδες με τα βελάκια στον τοίχο τον πληροφόρησαν που βρισκόταν. Ο διάδρομος δεξιά του κατευθυνόταν προς την είσοδο του παρκινγκ κι αριστερά του οδηγούσε στο κυρίως κτίριο. Κατευθύνθηκε αριστερά. Περπατώντας αργά και κοιτώντας διαρκώς πίσω του, έφτασε σε μια πόρτα που έβγαζε σε αμέτρητα σκαλοπάτια προς τον ουρανό. Την άνοιξε και μπήκε μέσα. Ανέβηκε με αργά βήματα τα σκαλοπάτια τριών ορόφων, μέχρι που αντίκρισε την πόρτα του ισόγειου. Άνοιξε ελάχιστα την πόρτα, ίσα ίσα για να ελέγξει αν υπήρχε κάποια παρουσία. Είδε ακριβώς απέναντί του την κεντρική είσοδο, όπου η μεγάλη γυάλινη πόρτα έμοιαζε κλειστή. Καμιά κίνηση, κανένας ήχος. Ο ανοιχτός χώρος ήταν σκοτεινός κι έρημος. Φωτίζονταν από το εξωτερικό φώς που έμπαινε
290
ακάλεστο μες το κτίριο, δημιουργώντας σκιές που σάλευαν αργά. Υπήρχαν ελάχιστα αντικείμενα, λίγα εργαλεία και κάποιες καρέκλες, όλα σκόρπια τοποθετημένα. Φαντάστηκε ότι το κτίριο πρέπει να βρισκόταν στην τελική φάση ολοκλήρωσης όταν σφραγίστηκε για να φιλοξενήσει μέσα του τον βρώμικο σκοπό του σκοτεινού του άρχοντα. Άνοιξε λίγο ακόμη, με προσοχή για τον παραμικρό θόρυβο, την πόρτα και τα μάτια του εντόπισαν αμέσως το φως που δραπέτευε από την ορθάνοιχτη πόρτα του ασανσέρ. Βρισκόταν περίπου είκοσι μέτρα μακριά του και του φάνηκε πως αυτό το κίτρινο φως, σαν ομίχλη στο σκοτάδι, τον καλούσε. Ο δρόμος του ήταν ελεύθερος. Βγήκε από τις σκάλες και σχεδόν τρέχοντας σκυφτός, ανάμεσα από σκιές κι από καρέκλες, υπό το φώς του φεγγαριού που διαπερνούσε τους γυάλινους τοίχους, έφτασε στο ασανσέρ. Μπήκε μέσα, κοίταξε τον πίνακα με τα κουμπάκια των ορόφων, σήκωσε το πιστόλι του και με την κάνη του πίεσε το κουμπί που βρισκόταν πιο ψηλά απ’ όλα κι έγραφε: Ρετιρέ. Η πόρτα έκλεισε ερμητικά και η αθόρυβη μηχανή του ασανσέρ τον ανέβασε ψηλά. Η ουράνια μελωδία, μελωδία κλασικής μουσικής, που έβγαινε απ’ τα ηχεία του ασανσέρ χρωμάτισε με φωτεινά χρώματα την σκληρή του καρδιά. Ένιωθε ότι κατευθυνόταν στον ουρανό και σε λίγο θα έκανε παρέα με τους αγγέλους. Θα έβγαζε από πάνω του όλο το δέρμα του, την βρώμικη ανθρώπινη στολή του και θα παρέμενε όπως πραγματικά αισθανόταν, ένας κόκκινος άγγελος. Ο Άγγελος του Θανάτου! Γέλασε δυνατά, νιώθοντας πανευτυχής και η κλίμακα της πίστης του άγγιξε το δέκα! Επιτέλους! 18 Ο μισός πλανήτης, ζωσμένος απ’ το σκοτάδι κοιμόταν ειρηνικά ή τουλάχιστον προσπαθούσε. Ο άλλος μισός, λουσμένος απ’ το φως βίωνε ακόμη μια μέρα ζωής, χαράς και πόνου, δυστυχίας και γέλιου, ανούσιων πράξεων και μια ακόμη απέλπιδα προσπάθεια κατανόησης της ύπαρξης. Ο κύκλος επαναλαμβανόταν και ακριβώς στο μεταίχμιο των δυο κόσμων, βρισκόταν η αρχέγονη παλαίστρα όπου το σκοτάδι και το φως συγκρούονται, χωρίς νικητή, χωρίς ηττημένο, με μοναδικό αποτέλεσμα το Λυκόφως και το Λυκαυγές, την αθάνατη σύνθεσή τους. Αυτή την λεπτή γραμμή γης, που καταπίνει ηδονιστικά το σκοτάδι και ξερνάει το φως, αυτή που απορροφά το φως και εγκαθιστά το σκοτάδι, καθώς η γη περιστρέφεται γύρω απ’ τον εαυτό της. Κάθε μέρα, ξανά και ξανά! Αυτήν, την ζώνη του Λυκόφωτος, που πριν από λίγο, σύρθηκε πάνω απ’ την Υπερδύναμη κι έβαψε τον ουρανό της μαύρο σαν πίσσα. Κι ο πρόεδρός της δεν το αντιλήφθηκε ποτέ, γιατί βρισκόταν ήδη χωμένος στο σκοτάδι της Γης, δεκάδες μέτρα κάτω απ’ την επιφάνειά της στην αίθουσα επιχειρήσεων, πλήρως αφοσιωμένος στο έργο του. Όλα ήταν έτοιμα. Έτσι τον είχαν ενημερώσει οι στρατηγοί του απ’ το Πεντάγωνο, το κτίριο όπου σχεδιάζονταν με μαθηματική ακρίβεια ο θάνατος. Η πολεμική τους μηχανή είχε ξεδιπλώσει το είναι της γύρω απ’ τον εχθρό και περίμενε, ανυπόμονη είναι η αλήθεια, να δείξει στον κόσμο για μια ακόμη φορά το μεγαλείο της. Αεροπλάνα τελευταίας τεχνολογίας, εξοπλισμένα από καταστροφικούς πυραύλους, καθοδηγούμενα απ’ τους καλύτερους πιλότους του κόσμου, υποστηριζόμενα από πολεμικούς δορυφόρους κι έναν στρατό ηλεκτρονικών υπολογιστών! Μια τερατώδης δύναμη πυρός απέναντι σε έναν άνθρωπο! Η προπαγάνδα των καναλιών και του Τύπου είχε ήδη δημιουργήσει μια ακατανίκητη δίψα για το μοναδικό υπερθέαμα. Ένας ακόμη πόλεμος σε ζωντανή μετάδοση, με πολύχρωμες εκρήξεις, εκκωφαντικό θόρυβο κι ατέλειωτες καταστροφές, ο διασυρμός μιας ξένης χώρας που τόλμησε να αμφισβητήσει το δοξασμένο έθνος. Ο εθνικός ύμνος και η
291
κυματιστή σημαία απαραίτητη προϋπόθεση για το γέμισμα της ματαιοδοξίας. Άδειων καρδιών κι άδειων μυαλών! Περίμενε με αγωνία την αντίδραση του εχθρού του, καθώς έπινε ακόμη ένα ποτήρι ουίσκι. Περίμενε την λήξη της διορίας και την απάντησή του, απέναντι στην σφοδρή τους επίθεση. Ήπιε την τελευταία του γουλιά και αποφάσισε να κατευθυνθεί προς το υπνοδωμάτιο του, αναλογιζόμενος τι θα έκανε άραγε ο εχθρός του; Μπορούσε να κάνει κάτι; Θα αντιστέκονταν τα όπλα του απέναντι στα δικά τους; Το πρώτο πράγμα που αδημονούσε να δει στην οθόνη μπροστά του, ήταν η πλήρης καταστροφή του κτιρίου μες το οποίο βρισκόταν. Θα συνέτριβαν ακόμη και τα ερείπια, θα άφηναν μόνο σκόνη πίσω τους. Σκόνη και θρύψαλα! Έβλεπε στην οθόνη μπροστά του, την εικόνα που έστελνε ο δορυφόρος, το διάφανο κτίριο, που έμοιαζε εύθραυστο και φάνταζε τόσο άδειο, τόσο νεκρό. Κι όμως αυτός κρυβόταν μέσα του. Δυστυχώς, όμως γι’ αυτόν δεν υπήρχε διέξοδος πλέον, όπου και να πήγαινε θα τον έβρισκαν, γιατί τον παρα-κολουθούσαν από ψηλά τα υπερσύγχρονα κι αόρατα μάτια της Υπερδύναμης! Τώρα το Λυκαυγές έφτανε στην Ελλάδα και το ζεστό φως που προμήνυε θα έδιωχνε το κρύο σκοτάδι. Η Νεφέλη ξύπνησε απότομα, καθώς μια αίσθηση πνιγμού, σαν ένα όνειρο που πέθανε νωρίς, στοίχειωνε τον άδειο ύπνο της. Ανασηκώθηκε βαριανασαίνοντας τρομαγμένη, λουσμένη στον ιδρώτα κι είδε το αδύναμο φως που τρύπωνε από κάθε πιθανή είσοδο στο σκοτεινό της δωμάτιο. Απ’ τα ξύλινα παραθυρόφυλλα κι απ’ την χαραμάδα της κλειστής πόρτας του δωματίου της το έβλεπε να διαλύει το ευάλωτο σκοτάδι κι η ευαίσθητη καρδιά της γαλήνεψε. Η ένταση στα εσώψυχά της είχε αυξηθεί υπερβολικά τις τελευταίες μέρες και κυρίως από την συνομιλία της με τον Πλάτων και μετά. Τώρα όμως αυτή ξεφούσκωσε ειρηνικά χάρη στο πρωινό φως, όπως η θάλασσα γαληνεύει μετά την καταιγίδα κι ένιωσε τότε η Νεφέλη ένα τελευταίο ελαφρύ κυματάκι θλίψης που έσβηνε αργά κι ενώ έγλειφε την παραλία της ψυχής της. Σκέφτηκε ότι το πλήρωμα του χρόνου έφτασε κι ότι όλα ήταν έτοιμα. Ένιωσε σίγουρη στην σκέψη αυτή. Ο χρόνος της διορίας της Υπερδύναμης κινούταν αμείλικτα προς το τέλος του και η Νεφέλη ήξερε ότι το μέλλον είχε μόνο έναν δρόμο. Τον πόλεμο! Πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς άλλωστε; Πως θα δεχόταν οι μεγάλες δυνάμεις έναν άνθρωπο σαν τον Πλάτων; Έναν άνθρωπο πάνω κι έξω από συμφέροντα μεμονωμένων ομάδων; Έναν άνθρωπο που μπρος τα μάτια του είχε μόνο μια εικόνα κι ένα μόνο συμφέρον να εξυπηρετήσει. Αυτό της ανθρώπινης ύπαρξης. Και θα το έκανε με κάθε κόστος! Η θλίψη προσπάθησε να κάνει και πάλι την εμφάνιση της τροφοδοτούμενη από τα αμείλικτα ερωτήματα που την βασάνιζαν. Δεν πρόλαβε όμως να αγγίξει την καρδιά της, γιατί κάτι άλλο την προσπέρασε. Μια δυνατή σουβλιά στα σωθικά της, έθεσε σε κατάσταση συναγερμού τα λογικά της. Έβαλε το χέρι της χαμηλά στην στρόγγυλη κοιλιά της. Ακόμη μια σουβλιά, πιο δυνατή απ’ την προηγούμενη ξεκαθάρισε την κατάσταση. Το μωρό της ήταν έτοιμο να βγει. Για την ακρίβεια το απαιτούσε. Οι σουβλιές θα συνέχιζαν ρυθμικά για τις επόμενες λίγες ώρες. -Μητέρα, φώναξε με όλη της την δύναμη και ξάπλωσε στο κρεβάτι , ανασαίνοντας αργά και βαθιά. Στο μυαλό της όμως κυριαρχούσε μόνο μία σκέψη. Ο Πλάτων! Το φως δεν έφτασε ποτέ στο κρησφύγετο του πρωθυπουργού. Κοιμόταν ήρεμα, σχεδόν γαλήνιος, στο ειδικά διαμορφωμένο δωμάτιο κάτω απ’ την γη υπό το άγρυπνο βλέμμα του Οδυσσέα. Αυτός αντιθέτως δεν κατάφερε να κλείσει μάτι. Το μυαλό του στριφογύριζε στον Πλάτων. Θυμήθηκε την νύχτα στο κτίριο της ασφάλειας, όπου πιστεύοντας ότι είναι ανίκητος, δεν είχε κάνει καμιά προσπάθεια να τον σώσει. Έφερε τα λόγια του στην μνήμη
292
του: « Άκου τα ένστικτά σου! Ότι σου πούνε κάνε!» Αυτό του είχε πει. Και τώρα τα ένστικτά του ούρλιαζαν μες το κρανίο του. Του έλεγαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι δεν ήταν καθόλου σωστό, όχι όπως θα όφειλε να είναι. Κοίταξε τον κοιμισμένο πρωθυπουργό. Αυτός δεν διέτρεχε κάποιον κίνδυνο. Ήταν απολύτως ασφαλής μες το καταφύγιο. «Μα τότε…» Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο Πλάτων μπορεί να κινδύνευε. Είχε αποδείξει σε όλους ότι ήταν ανίκητος και μάλιστα με τον πιο εμφατικό τρόπο πριν από λίγο καιρό. Κι όμως τα ένστικτά του του μιλούσαν για κάτι διαφορετικό απ’ την φωνή της λογικής. Ίσως μια ξεχασμένη κι αποθηκευμένη στο ασυνείδητο εικόνα του Πλάτων, καθώς αυτός στεκόταν στα γόνατα μετά την επίθεση να προσπαθεί να συνέλθει βαριανασαίνοντας εμφανώς εξαντλημένος, ίσως κάτι άλλο, τον έπεισαν. Αυτή την φορά θα άκουγε τα ένστικτά του. Άνοιξε την πόρτα του καταφύγιου, αφήνοντας τον πρωθυπουργό στα έμπιστα χέρια των αντρών του, ανασαίνοντας τον δροσερό πρωινό αέρα, που μπήκε στα πνευμόνια του και νιώθοντας το γλυκό φως να τον αγγίζει, την στιγμή ακριβώς που ο Πλάτων στάθηκε μέσα στην καμπίνα της μηχανής. Μεγάλες δυνάμεις δούλευαν εκείνο το ξημέρωμα κι όλοι εκείνοι που ήταν παρόντες σε λίγο θα ένοιωθαν πόσο ισχυρές ήταν και θα τρόμαζαν. Ο Πλάτων άνοιξε τα βλέφαρά του αποκαλύπτοντας την απουσία των γήινων ματιών του και στην θέση τους δυο υπέρλαμπρους μαύρους ήλιους, που γέμιζαν τις κόγχες του κρανίου του, ακτινοβολώντας τα πάντα γύρω τους κι ενεργοποιώντας την Δύναμη στα χέρια του άγγιξε την ασημένια σφαίρα! 19 Η ασημένια σφαίρα ξεκίνησε να αλλάζει χρώματα. Έγινε σταδιακά μπλε, κόκκινη, πράσινη, κίτρινη και τελικά όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου αποτυπώθηκαν ταυτόχρονα στην επιφάνειά της ακτινοβολώντας γλυκά. Καθώς η Δύναμη χυνόταν απ’ τα χέρια του Πλάτων στην σφαίρα, η επιφάνειά της, σαν νερό που κυλάει αργά, μετατρεπόταν σε ένα ζωντανό χρωματιστό μωσαϊκό, με τα χρώματα να μπλέκονται μεταξύ τους σε έναν οργασμό δημιουργίας. Ο Πλάτων ένιωσε μια ελάχιστη δόνηση την στιγμή που το μυαλό του μέσω της σφαίρας έστελνε τον λόγο του κωδικοποιημένο σε κύματα μέσα απ΄ τα χοντρά καλώδια, στο πλάι της καμπίνας. Τα κύματα διέτρεξαν με την ταχύτητα του φωτός τα καλώδια, ανέβηκαν στην δορυφορική κεραία εκπομπής τους στην κορυφή του κτιρίου και ξεχύθηκαν μέσω του αέρα προς τον τελικό τους προορισμό. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα έφτασαν στις τρεις μηχανές που περίμεναν καρτερικά, αλλά λαίμαργα την έλευσή τους. Οι ελάχιστοι επιστήμονες, που παρέμεναν μετά από διαταγή του Πλάτωνα στον χώρο, ξαφνιάστηκαν όταν ένας επαναλαμβανόμενος βόμβος σαν σμήνος μελισσών τάραξε την ηρεμία τους, την ώρα που οι πρώτες ακτίνες του ήλιου χάραζαν τον ουρανό. Είδαν ακίνητοι, με τα μυαλά τους ανίκανα να αντιδράσουν μπρος το μεγαλείο που ρούφαγαν άπληστα τα μάτια τους, τις μηχανές να ζωντανεύουν. Μαγεύτηκαν απ’ την εικόνα κι αφέθηκαν στην τρομερή δύναμη που αποκαλυπτόταν μπροστά τους. Η ίδια εικόνα επαναλήφθηκε με ακρίβεια χιλιοστού, σε απόσταση μερικών δεκάδων χιλιομέτρων, μες τα κτίρια όπου κατασκευάστηκαν οι τρίδυμες μηχανές και μπρος το ελάχιστο κοινό τους. Δυο κόκκινα φώτα άναψαν ξαφνικά στο μπροστινό μέρος της κάθε μηχανής. Οι αδαείς αργότερα θα νόμιζαν ότι ήταν τα δαιμονικά τους μάτια πάνω στο σκοτεινό τους πρόσωπο. Τα κατάμαυρα κι ογκώδη ιπτάμενα αντικείμενα, ξεκίνησαν μέσω
293
ενός περίεργου ήχου, που ίσως με λίγη φαντασία θύμιζε ψιθύρους, μια από αιώνες ξεχασμένη αρχαϊκή διάλεκτο ή ίσως μια γλώσσα από το μέλλον, να ανυψώνονται αργά από το έδαφος, το οποίο σειόταν ελαφρά λες και η γη σκόπευε να ανοίξει στα δυο και να ξεράσει την εκδίκησή της. Οι μαύρες σαν πίσσα μηχανές είχαν περίπου είκοσι μέτρα μήκος απ’ άκρη σ’ άκρη, έξιεφτά μέτρα πλάτος και τρία μέτρα ύψος ακριβώς στο κέντρο τους, όπου δέσποζε ένας μικρός θόλος. Από εκεί το ύψος τους ελαττωνόταν σταδιακά προς όλες τις πλευρές τους ακολουθώντας ευθείες γραμμές, που σχημάτιζαν κοφτερές σαν λεπίδι γωνίες, εκεί που ενωνόταν με το απολύτως επίπεδο πάτωμά τους. Κοιτώντας τες από πάνω θύμιζαν ισοσκελές ρόμβο αν και ήταν δύσκολο να πεις ποιο μέρος ήταν το μπροστά και πιο το πίσω. Μόνο τα κατακόκκινα φλογερά μάτια διαμέτρου δέκα εκατοστών και δυο αρκετά μεγαλύτερες άδειες τρύπες στην απέναντι πλευρά τους έδιναν μια ιδέα για την διάταξη των μηχανών. Οι μαγεμένοι επιστήμονες, με αίσθημα δέους και ικανοποίησης πάτησαν το κατάλληλο κουμπί κι άνοιξαν τις οροφές των κτιρίων ελευθερώνοντας τις μηχανές, οι οποίες υψώθηκαν αργά και βγήκαν απ’ το κρησφύγετο τους κάνοντας μια μεγαλοπρεπή παρουσία στον κόσμο μας. Στάθηκαν ακίνητες, επιβλητικές πάνω από τα εργοστάσια. Οι επιστήμονες βγήκαν τρέχοντας έξω να τις απολαύσουν όσο περισσότερο γινόταν και να κρατήσουν την ανάμνηση σαν θησαυρό πριν τις χάσουν για πάντα. Είδαν τις ακίνητες μηχανές πάνω απ’ τα κεφάλια τους και διέκριναν μακριά ακόμη δύο μαύρα αντικείμενα να στέκουν παγωμένα. Οι ακτίνες του ήλιου χάιδεψαν τρυφερά τις μηχανές κι αυτές άρχισαν αργά να ακτινοβολούν το σκοτάδι τους. Θαρρείς ο ήλιος τις γέμιζε ενέργεια κι αυτές φουσκώνοντας περηφάνια ακτινοβολούσαν ακόμη πιο μαύρες, σαν ιπτάμενες μαύρες τρύπες. Μες το απέραντο γαλάζιο του ουρανού, το μάτι εστίαζε σ’ ένα κομμάτι που έμοιαζε κενό, λες και κάποιος έκοψε με ψαλίδι το μικρό κομμάτι της φωτογραφίας. Η παντελής έλλειψη φωτός! Μετά από λίγα λεπτά κι εντελώς ξαφνικά, γύρισαν ταυτόχρονα και με ασύλληπτο συγχρονισμό προς ένα καθορισμένο σημείο κι αν στην αρχή οι λιγοστοί θεατές τους νόμισαν ότι τις είδαν να κινούνται τυραννικά αργά, στην συνέχεια εξαφανίστηκαν απ’ το οπτικό τους πεδίο αφήνοντας πίσω τους μια παγωμένη εικόνα σκοταδιού, ένα μοναδικό ανάγλυφο στιγμιότυπο, το οποίο διαλύθηκε αργά από τις ακτίνες του ήλιου και χάθηκε σαν σκόνη! Αναπτύσσοντας ταχύτητα σχεδόν ίση με την μισή ταχύτητα του φωτός, σε κλάσματα του δευτερολέπτου οι τρεις μηχανές βρέθηκαν παρατεταγμένες η μια δίπλα στην άλλη, μπροστά ακριβώς στον Πλάτωνα. Σαν πειθαρχημένοι στρατιώτες έστεκαν ακίνητες μπρος το γυάλινο δωμάτιο με τα κόκκινα μάτια τους να φωτίζουν δυνατά και το μπροστινό τους μέρος να κλίνει ελαφρά προς τα κάτω. Όποιος τις έβλεπε προφίλ θα νόμιζε ότι υποκλινόταν ή ίσως προσκυνούσαν κάποιον δυνατότερο απ’ αυτές βασιλιά! «Καλώς τες!» Οι ογκώδεις μηχανές έστεκαν ασάλευτες στον αέρα της Αθήνας και δεν θα αργούσαν να γίνουν αντιληπτές από τους λίγους τολμηρούς που αψηφώντας τις εντολές του πρωθυπουργού θα έβγαιναν να πάρουν λίγο αέρα και να κάνουν την πρωινή τους βόλτα, θέλοντας να νιώσουν ελεύθεροι απέναντι σε κάθε δυσκολία και κάθε υποσχόμενη σκλαβιά. Θα αντίκριζαν έντρομοι τρία σκοτεινά σημεία, σαν ρωγμές στον χωροχρόνο, το ένα δίπλα στο άλλο μπροστά στον πανύψηλο, γυάλινο πύργο, που ακτινοβολούσε φως! Ο Πλάτων ικανοποιημένος και πλημμυρισμένος από ένα αυξητικά διογκωμένο αίσθημα παντοδυναμίας, έστειλε μια ακόμη σκέψη μέσω της Δύναμης στην ζωντανή σφαίρα. Αυτή υπακούοντας, κωδικοποίησε το σήμα του το οποίο ξεκίνησε μια
294
διαφορετική πορεία σε σχέση με το πρώτο. Κατευθύνθηκε μέσω των καλωδίων στην κεραία κι από εκεί δραπέτευσε ψηλά στον ουρανό. Βγήκε από την φιλόξενη ατμόσφαιρα της Γης στο παγωμένο διάστημα κι άρχισε να ψάχνει. Βρήκε πρώτα ένα και στην συνέχεια όλα τα ιπτάμενα μάτια των ανθρώπων, τους δορυφόρους που μας πληροφορούν για τα πάντα. Από τον καιρό μέχρι την κίνηση των πεζών στους δρόμους ενός μικρού χωριού στην μέση του πουθενά. Το σήμα τρύπωσε ακάλεστο μέσα σε κάθε δορυφόρο που βρήκε στον δρόμο του και σε λίγο τους είχε καταλάβει όλους. Το πανίσχυρο μυαλό του Πλάτων, η σκοτεινή Σκιά, ήταν τώρα συνδεδεμένο με κάθε δορυφόρο και προσπάθησε γρήγορα να βρει τις πληροφορίες που ήθελε. Συνδέθηκε με τους τηλεπικοινωνιακούς και τους στρατιωτικούς δορυφόρους όλων των κρατών. Κανείς πίσω στην Γη δεν κατάλαβε το παραμικρό. Καμιά χώρα, μικρή ή μεγάλη. Για αυτούς οι δορυφόροι τους λειτουργούσαν ακριβώς όπως και πριν. Οι κρατικοί επιστήμονες που τους χειριζόταν συνέχιζαν απτόητοι την καθημερινή τους ρουτίνα. Δεν ήξεραν ότι μια αόρατη Δύναμη έψαχνε με μανία μες τα αρχεία τους! Ο πράκτορας έστεκε ακίνητος έξω απ’το δωμάτιο του τελευταίου ορόφου. Είχε το αυτί του κολλημένο πάνω στην πόρτα προσπαθώντας να καταλάβει τι διαδραματιζόταν μέσα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε από την άλλη πλευρά. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει κι άγχος τον κυρίευσε καθώς τα δευτερόλεπτα γίνονταν λεπτά κι αυτά μετατρέπονταν σε ώρες. Έπρεπε να κάνει το καθήκον του κι όμως αδυνατούσε να σκεφτεί την παραμικρή κίνηση, που θα τον έφερνε πιο κοντά στον στόχο του. Στεκόταν έξω από την πόρτα άδειος από επιλογές. Το έφερνε ξανά και ξανά στο μυαλό του, αλλά δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύσει. Κατέληξε τελικά στο συμπέρασμα ότι δεν γινόταν απλώς να μπει με το όπλο σημαδεύοντας και ψάχνοντας για τον δαίμονα με την ανθρώπινη μορφή. Δεν θα είχε καμιά ελπίδα απέναντί του αν δρούσε έτσι. Ένιωθε ότι έπρεπε για τελευταία φορά να κάνει υπομονή. Γι’ αυτό σφήνωσε μια καρέκλα που βρήκε πρόχειρη στον διάδρομο, στην πόρτα του ασανσέρ, αποκόπτοντας τον τελευταίο όροφο από τους υπόλοιπους και έκατσε σταυροπόδι απέναντι από την μαύρη πόρτα, κρατώντας σαν αιώνια ερωμένη, γλυκά κι απαλά, με τα φρικιαστικά του χέρια το όπλο του. Ήταν μόνοι τους πλέον, ο Αντίχριστος κι αυτός! Μέχρι που η μέρα έκατσε περήφανη στην θέση της νύχτας και λίγο αργότερα ο πράκτορας κατάλαβε με δέος ότι η μαύρη μεταλλική πόρτα έκρυβε πίσω της κάποιο αποτρόπαιο μυστικό, ένα πλάσμα τρομερό, όταν είδε το λαμπερό χρυσοκίτρινο φως που δραπέτευσε κάτω απ’ την χαραμάδα. Ο πράκτορας άρχισε να τρέμει από την αρχέγονη ορμή του κυνηγού και καθώς σκεφτόταν το υπεράνθρωπο θήραμα που βρισκόταν πίσω από την πόρτα, έτρεμε ακόμη περισσότερο. Σηκώθηκε έντρομος, αλλά αποφασισμένος σφίγγοντας σαν λύκος τα σαγόνια του, ακούγοντας βαθιά μέσα του την ψυχή του να μουγκρίζει. Η ώρα πλησίαζε! Ο Οδυσσέας έφτασε, συμπτωματικά, μαζί με την αλλαγή βάρδιας στο κτίριο. Πάτησε το κουμπί του τηλεχειριστηρίου και η θωρακισμένη πόρτα του γκαράζ ξεκίνησε να ανεβαίνει αργά κι αγκομαχώντας. Πριν ανέβει εντελώς, ο Οδυσσέας γκάζωσε απότομα προκαλώντας έκπληξη στους άντρες που περίμεναν στο αυτοκίνητο από πίσω του. Η οροφή γδάρθηκε βίαια απ’ το μέταλλο με την συνοδεία ενός τσιριχτού ήχου, αλλά το λαβωμένο αυτοκίνητο κατάφερε να περάσει και να χαθεί γρήγορα απ’ το οπτικό πεδίο των φυλάκων. Κοιτάχτηκαν ανήσυχοι και κατάλαβαν ότι κάτι είχε συμβεί. Μιμήθηκαν τον Οδυσσέα και κατευθύνθηκαν άμεσα προς τον χώρο στάθμευσης, όπου κρατούσαν τον φυλακισμένο τους, τρεις ορόφους κάτω από την γη! Ο Οδυσσέας οδηγούσε ανήσυχος, αλλά αποφασισμένος σαν οδηγός αγώνων, μες το
295
άδειο και σκοτεινό γκαράζ, αν και το μυαλό του συνέχιζε να τον καθησυχάζει. «Όλα είναι μια χαρά! Θα δεις σε λίγο. Κανένα πρόβλημα!» Φρέναρε δυνατά και πετάχτηκε έξω πριν προλάβει το όχημα να ακινητοποιηθεί εντελώς. Άρπαξε το χερούλι της πόρτας και μπήκε στον διάδρομο. Άρχισε να τρέχει κι ασυναίσθητα έβγαλε το όπλο του. -Άρη; Δημήτρη, φώναξε δυνατά, περιμένοντας το άκουσμα μιας φωνής, οποιασδήποτε φωνής. Το μόνο που άκουσε… σιωπή. Σταμάτησε να τρέχει και προχώρησε αργά προς το αυτοσχέδιο κελί, με την φωνή στο μυαλό του να συνεχίζει, πιο σιγά αυτή την φορά. «Κάτσε να δεις, που θα κοιμούνται. Χι χ χι, συμβαίνουν αυτά. Μην ανησυχείς!» Ο διάδρομος σχημάτιζε ένα γάμα από την είσοδο μέχρι το κελί. Σε ένα μέτρο έφτανε στην γωνία και θα έβλεπε τι υπήρχε στην άλλη πλευρά. Σταμάτησε ακριβώς στην γωνία και άκουσε τους άντρες της επόμενης βάρδιας να τρέχουν πίσω του. Τους έκανε νόημα να σταματήσουν κι αυτοί βλέποντάς τον να κρατάει το όπλο του, έκαναν το ίδιο και στήθηκαν στον τοίχο δίπλα του. Ο Οδυσσέας έβγαλε ελάχιστα το κεφάλι του και είδε. Η εικόνα τον σόκαρε. Δυο κορμιά κείτονταν στο πάτωμα. Ρυάκια από αίμα και κομμάτια από μυαλά διακοσμούσαν το μουντό σκηνικό του γκρίζου. Η φωνή μέσα του το βούλωσε για τα καλά. Άρχισε να προχωράει με νωθρές κινήσεις προς το μέρος τους. Οι φύλακες τον ακολούθησαν. Αντικρίζοντας κι αυτοί το αποτρόπαιο θέαμα πάγωσαν. Σήκωσαν τα όπλα τους ψηλά. -Οδυσσέα, πρόσεχε! -Μην ανησυχείτε! Δεν είναι εδώ, είπε πιο σίγουρος απ’ όσο θα ήταν ποτέ στην ζωή του κι η εικόνα της ανοιχτής πόρτας τον επιβεβαίωσε. Είδε με αηδία, τις σάρκες που κρέμονταν απ’ την πόρτα και το αίμα, που είχε στάξει άφθονο πάνω της. Είδε και την λιμνούλα από μαύρο, πηγμένο αίμα μες το κελί. Δεν άργησαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί. -Πως είναι δυνατόν; Ποιος άνθρωπος θα έκανε κάτι τέτοιο, ρώτησε ένας απ’ τους φύλακες. Ένιωθε την αναγούλα έντονη και το στομάχι του να κρατάει με δυσκολία το πρωινό του, που προσπαθούσε με μανία να δραπετεύσει. Όλο αυτό το ξεραμένο αίμα, τα διαλυμένα μυαλά στο τοίχο, τα κενά μάτια των συναδέλφων του, οι σάρκες που κρέμονταν… «Θα μπορούσα να είμαι εγώ στην θέση τους!» -Ο διάολος το έκανε! Ποιος άλλος, αναρωτήθηκε φωναχτά ο Οδυσσέας κι άρχισε να τρέχει. Μαζί του έτρεχαν και οι φύλακες. Ο ένας όμως έκανε μια μικρή στάση πρώτα. Άδειασε με ένταση το περιεχόμενο του στομάχου του, σκούπισε τα σάλια του κι έτρεξε να τους προφτάσει. Βλέπετε, ακόμη και οι πιο εκπαιδευμένοι άντρες, αυτοί που θεωρητικά αντέχουν τα πάντα, μπορεί καμιά φορά να λυγίσουν μπρος σε ένα θέαμα σαν αυτό που παρακολούθησαν οι φίλοι μας. Δεν είναι τίποτα άλλο από τον εαυτό τους, που με μια κραυγή αγωνίας προσπαθεί να τους πει: «Είσαι ακόμη άνθρωπος, ξέρεις! Προσπαθούν να σε κάνουν ρομπότ, να σκοτώσουν την καρδιά και τα συναισθήματά σου, αλλά… Είσαι ακόμη άνθρωπος! Κι όσο είσαι άνθρωπος θα λυγίζεις μπρος σε εικόνες φρίκης… εικόνες θανάτου!» 20 Ο μισός πληθυσμός της Γης κοιμόταν κι ο άλλος μισός ξύπναγε, όταν σε ολόκληρο τον πλανήτη ταυτόχρονα, έπαψε η δορυφορική αναμετάδοση κάθε μέσου μαζικής επικοινωνίας. Ξαφνικά οι τηλεθεατές αντίκρισαν μια οθόνη χωρίς σήμα, με ασπρόμαυρες
296
κουκκίδες που αναβόσβηναν, τις οποίες αν κοίταζες για πολύ θα ένιωθες τα μάτια σου να χορεύουν στις τρύπες τους και το μυαλό σου να πονάει. Λες και το πρόγραμμα διακόπηκε, την στιγμή που αγωνιούσαν για ένα αθλητικό γεγονός που συνέβαινε στην άλλη άκρη του πλανήτη ή έβλεπαν μια ξενόγλωσση κινηματογραφική ταινία ή ίσως ενημερωνόταν, όπως κάθε πρωί, για τις τελευταίες ειδήσεις απ’ όλο τον κόσμο. Περίμεναν αμέτοχοι λίγα δευτερόλεπτα, πιστεύοντας ότι πιθανόν μια σύντομη διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος ήταν η αιτία πίσω από την διακοπή του προγράμματος. Στην Ευρώπη και στην Αμερική, στην Ασία και την Αυστραλία, ακόμη και στην Αφρική, οι τηλεθεατές περίμεναν και τα δευτερόλεπτα περνούσαν χωρίς το πρόβλημα να διορθώνεται. Μέχρι που η εικόνα άλλαξε απότομα. Έγινε κατάμαυρη σαν να κοίταζες την άβυσσο. Περίμεναν για λίγο, μήπως και η εικόνα επανέλθει, αλλά και πάλι τίποτα. Κάποιοι έπιασαν τα τηλεκοντρόλ κι άρχισαν να αλλάζουν κανάλια. Τίποτα. Το μαύρο κυριαρχούσε παντού. Η απορία για το τι μπορεί να συνέβαινε άρχισε να γεννάτε σε πολλούς. Είτε μόνοι τους ή με την συντροφιά άλλων ατόμων, οι ερωτήσεις, οι αναθεματισμοί και οι σίγουρες απαντήσεις έδιναν κι έπαιρναν. Αυτό που συνέβηκε όμως εντελώς αναπάντεχα πάγωσε τις γλώσσες μες το στόμα τους και τα μυαλά μες το κρανίο τους. Κοιτούσαν με τα μάτια γουρλωμένα, έτοιμα να δραπετεύσουν, την σκοτεινή οθόνη να δέχεται επίθεση… φωτός. Μια μικροσκοπική στρόγγυλη κουκκίδα φωτός στην αρχή, ήρθε ξαφνικά απ’ το πουθενά, από κάποια άγνωστη άβυσσο, και χτύπησε πάνω στην οθόνη για να σβηστεί άδοξα μέσα σε ένα σιντριβάνι σταγονιδίων φωτός και το σκοτάδι να κυριαρχήσει εκ νέου στον ηλεκτρονικό πίνακα. Άλλη μια έκανε την εμφάνισή της με τα ίδια τραγικά, όσο και θεαματικά αποτελέσματα. Ακολούθως δυο τρεις ξεπήδησαν απ’ την άβυσσο και κατάφεραν να δώσουν λίγο περισσότερο φως στην οθόνη, ακολουθούμενες από άλλες δυο τρεις που έκαναν την εμφάνισή τους και το λιγοστός φως που είχε απομείνει κρατήθηκε ζωντανό. Συνέχισαν να έρχονται σταθερά, κατά κύματα, που σταδιακά αυξανόταν και σε λίγο η οθόνη δεχόταν κυριολεκτικά καταιγισμό φωτονίων, που διασπούσαν το σκοτάδι και δημιουργούσαν ακανόνιστα σχήματα σαν ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σουρεάλ πίνακα από σκοτάδι και χρυσά σταγονίδια φωτονίων. Συνεπαρμένοι από το θέαμα κι αδυνατώντας ακόμη και να κουνηθούν, οι τηλεθεατές νόμισαν μετά από λίγο ότι ο φωτεινός πίνακας στην οθόνη τους άρχισε να παίρνει συγκεκριμένη μορφή. Δεν ήξεραν αν είναι η φαντασία τους ή κάτι άλλο, πάντως δυο εντονότερα φωτεινές περιοχές της οθόνης σχηματίστηκαν στο πάνω μισό της, δύο κύκλοι ο έναν δίπλα στον άλλο. Έμοιαζαν με μάτια. Κι ύστερα, μια πιο φωτεινή γραμμή, παράλληλη με τα μάτια, σχηματίστηκε πιο χαμηλά. «Τι είναι αυτό; Είναι στα αλήθεια… στόμα;» Ακόμη μια φωτεινότερη περιοχή ανάμεσα στις δυο προηγούμενες και κάθετη σ’ αυτήν που θύμιζε στόμα αναδύθηκε. Αργά, αλλά χαρακτηρίστηκα, κι άλλες γραμμές έγιναν πιο φωτεινές, ενώ κάποιες άλλες σκοτείνιασαν. Κι ένα χρυσό πρόσωπο, άγνωστο και φωτεινό με κλειστά τα μάτια, σχηματίστηκε πάνω στις οθόνες όλων των ανοικτών τηλεοράσεων του κόσμου! Η ανάσα όλων κόπηκε εκείνη την μοναδική στιγμή κι όλη η πλάση βυθίστηκε σε μια ατέλειωτη σιγή. Για κλάσματα του δευτερολέπτου θαρρείς κι η Γη σταμάτησε τον μοναχικό της χορό, παρατηρώντας απορημένη το ανεπανάληπτο γεγονός που βρισκόταν σε εξέλιξη. Τι μυστήριες δυνάμεις αποφάσισαν να κονταροχτυπηθούν πάνω στο πρόσωπό της σήμερα; -Κύριε πρόεδρε, ελάτε γρήγορα. Κάτι απίθανο συνέβη, φώναξε έντρομος ο Σύμβουλος
297
Εθνικής Ασφαλείας, χτυπώντας ακατάπαυστα την πόρτα και ξυπνώντας τον από τον εύθραυστο και χωρίς όνειρα ύπνο του. Κατέβηκε βρίζοντας στο υπόγειο κέντρο επιχειρήσεων με τις πιτζάμες του, χωρίς να δώσει σημασία στο χλωμό, αμίλητο και φοβισμένο πρόσωπο του συνεργάτη του. Δεν αντιλήφθηκε καν το τρέμουλο των χεριών του και τον ιδρώτα που κατέβαινε σαν καταρράκτης στα μηλίγγια του. Μπήκε στην αίθουσα με τους υπολογιστές και όλοι γύρισαν, καθώς στεκόταν όρθιοι να τον κοιτάξουν. Μόνο για μια στιγμή, γιατί μετά ξαναστράφηκαν αργά, στο μωσαϊκό που σχημάτιζαν οι δεκάδες οθόνες, σαν υπνωτισμένοι. Στράφηκε κι αυτός και είδε. Δεν έδωσε σημασία εκείνη την στιγμή στο γεγονός ότι οι περισσότερες οθόνες, αυτές που μέχρι πριν από λίγο έδειχναν εικόνες από τους δορυφόρους, ήταν μαύρες λες και κάποιος τις είχε απενεργοποιήσει. Το μυαλό του άγγιξε τα όρια της απόγνωσης όταν είδε το χρυσό πρόσωπο σε σκοτεινό φόντο στην κεντρική οθόνη. Άνοιξε τα χείλη του, ήθελε να μιλήσει, να ρωτήσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αν ήταν ξύπνιος ή αν κοιμόταν ακόμη κι ένας τρομακτικός εφιάλτης αποφάσισε να τον επισκεφτεί απόψε, αλλά άχνα δεν βγήκε από μέσα. Μόνο μια μικρή ανάσα, λίγος αέρας εγκλωβισμένος στα πνευμόνια του, που έπαψαν να λειτουργούν καθώς το μυαλό του πάλευε να συγκρατήσει τα λογικά του. Η έλλειψη οξυγόνου τον έκανε να ζαλιστεί και το μυαλό του βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε και πήρε και πάλι μπρος. Παραπάτησε για λίγο και πιάστηκε από μια καρέκλα, στρέφοντας το βλέμμα του χαμηλά. Κανείς δεν σκέφτηκε να τον βοηθήσει, ένας δυο γύρισαν αδιάφορα το κεφάλι τους, όλοι κοιτούσαν μαγεμένοι το ακίνητο φωτεινό πρόσωπο. Ο πρόεδρος πήρε μερικές βαθιές ανάσες με κλειστά τα μάτια. Τελικά, κατάφερε να σταθεί όρθιος κοιτώντας κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους, σαν μαγεμένος, την απίστευτη εικόνα. Εκατομμύρια σκέψεις ξεπήδησαν, αλλά μια κυριάρχησε πάνω απ’ όλες. Ήταν σίγουρος σε ποιον ανήκε αυτό το πρόσωπο. Όλοι ήταν σίγουροι. Βρήκε το κουράγιο να αρθρώσει λίγες λέξεις. -Πότε εμφανίστηκε; -Πριν από λίγα λεπτά, απάντησε άψυχα ο Σύμβουλος. Σχεδόν αμέσως αφού χάσαμε κάθε επαφή με τους δορυφόρους μας, πρόσθεσε για να σκοτώσει βάναυσα και με απίστευτη αγριότητα και την τελευταία ελπίδα που σπαρταρούσε μες την ψυχή του προέδρου, την σταθερή ελπίδα που χάθηκε στο σκοτάδι μ’ ένα υπόκωφο ήχο αφρού που σκάει στα βάθη. -Θεέ μου, βοήθα μας, ψιθύρισε απεγνωσμένος μέσα απ’ τα δόντια του. 21 Ο Πλάτων ένιωθε το κορμί του, αυτό το πανίσχυρο σώμα που δεν ήταν παρά μια λανθάνουσα κραυγή αγωνίας και λαχτάρας να κατακλύζεται από την Δύναμη. Μια Δύναμη, άγρια και φωτεινή, που ανάβλυζε έντονα μέσα απ’ τα μπράτσα του και τις παλάμες του ρέοντας ακατάπαυστα στην χρωματιστή σφαίρα. Μια Δύναμη που δεν ήξερε πόσο θα μπορούσε να την ελέγξει, να την αντέξει, αλλά η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, χτυπούσε σαν να μιλούσε. Το κορμί του δεν ένιωθε κούραση, παρά μια αδιόρατη αγωνία για την συνέχεια. Έχοντας τα μάτια ακόμη κλειστά, αισθάνθηκε ικανοποίηση για το πρώτο βήμα της τελικής πράξης του έργου του. Όλα είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιο της Σκιάς. Οι μηχανές του ήταν απολύτως λειτουργικές και περίμεναν, ενώ ο εχθρός ήταν τυφλός και τρομαγμένος. Όφειλε μόνο μια τελευταία λέξη στον κόσμο, πριν ξεκινήσει το μακάβριο έργο του κι αυτό γιατί ήξερε ότι πρέπει να είσαι Θεός για τις μάζες, για να μπορείς να τις κυβερνάς, αλλιώς δεν είσαι τίποτα!
298
Άνοιξε τα λαμπερά του μάτια, ακτινοβολώντας πάνω στις σκοτεινές μηχανές, που περίμεναν υπάκουα, και την ίδια στιγμή, όλοι σχεδόν οι τηλεθεατές στον πλανήτη πισωπάτησαν τρομαγμένοι. Το φωτεινό πρόσωπο στις οθόνες τους άνοιξε τα μάτια του κι αμέσως μετά τους μίλησε. Έμειναν έντρομοι, αλλά με ένα απροσδιόριστο αίσθημα ασφάλειας, προσηλωμένοι στην οθόνη. Άκουσε ο καθένας στην γλώσσα του τα εξής λόγια, βγαλμένα απ’ το υπέροχο μυαλό του: -Συμπολίτες μου, στο μικρό παγκόσμιο χωριό μας, στον γαλάζιο πλανήτη μας, σας χαιρετώ! Ο ήλιος ανατέλλει στην μικρή μου χώρα και μαζί του μια Νέα Εποχή ξημερώνει για τον άνθρωπο. Οι συνθήκες χάους κι ανισορροπίας που έχουμε δημιουργήσει σαν είδος σύντομα θα αποτελέσουν παρελθόν και μια νέα τάξη θα γίνει πραγματικότητα. Ο πόλεμος ανάμεσα στους ανθρώπους θα τερματιστεί. Όλες του οι μορφές! Τόσο ο πόλεμος μεταξύ εθνών για την παγκόσμια κυριαρχία με την χρήση όπλων, όσο και ο πόλεμος από άνθρωπο σε άνθρωπο με την απάνθρωπη εμπορευματοποίηση θα αποτελέσουν ένα μίζερο παρελθόν, οδηγό για ένα ένδοξο μέλλον! Ο ανθρώπινος πολιτισμός βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, στην κόψη της αβύσσου, όπου το τέρας της ανυπαρξίας περιμένει με αγωνία την πτώση μας. Θα το επιτρέψουμε; Όχι! Υπάρχει άλλος δρόμος; Ναι, βροντοφωνάζουν με πάθος οι αναρίθμητες γενιές ανθρώπων, που ξέφυγαν από τον πίθηκο, που πλάστηκαν πάνω στην γη, από λάσπη, φυτά και ζώα. Αυτός είναι ο δρόμος μου κι αυτός είναι ο δρόμος που παίρνει από σήμερα ολόκληρη η ανθρωπότητα. Ο δρόμος της σύνθεσης, της συναδέλφωσης, της συμμοιρασιάς όλων των αγαθών, υλικών και πνευματικών. Η ανάγκη των συνανθρώπων μας, η ανάγκη των αδελφών μας, πρέπει να είναι το μόνο μέτρο για την δράση μας απέναντι στον εφησυχασμό μας. Γιατί μόνο η σύνθεση μπορεί να διώξει το χάος και να επιβάλλει την τάξη, μόνο με την συναδέλφωση θα κατακτήσουμε την δικαιοσύνη, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη. Και χωρίς ειρήνη δεν μπορεί να υπάρξει ο ανθρώπινος κόσμος. Ακόμη χειρότερα, έχουμε σήμερα την τρομακτική δύναμη να καταστρέψουμε ολόκληρο τον πλανήτη κι όλη την μαγεία και την ομορφιά της ζωής, που με τόσο κόπο και θάλασσες από αίμα έχτισε η φύση πάνω στην Γη μας! Μια αιώνια ειρήνη πάνω στην Γη είναι ο σκοπός μου και το μέσο για αυτό, ο μόνος δρόμος, αδέρφια μου, είναι η καταστροφή των μηχανών του πολέμου. Μια τελευταία πράξη χάους και θανάτου για να οδηγηθούμε στην τάξη και την ζωή, είπε κι όλος ο κόσμος έμεινε άφωνος, ακούγοντας το φωτεινό πρόσωπο να τους μιλάει, στον καθένα τους προσωπικά και σ’ όλους μαζί, λέγοντας ταυτόχρονα λόγια σοφά και λόγια που προμήνυαν έναν τρόμο πέρα από κάθε φαντασία. Λόγια που μύριζαν θάνατο από χιλιόμετρα μακριά. -Έχω τον απόλυτο έλεγχο τριών μηχανών, των πιο φονικών μηχανών, που δημιούργησε το ανθρώπινο είδος, πιο ισχυρών από όλα μαζί τα όπλα που κατασκευάστηκαν ποτέ. Τις ονομάζω Καταστροφείς, γιατί με αυτές θα καταστρέψω κάθε όπλο πάνω στην Γη, σε κάθε σημείο της και στο οποιοδήποτε κράτος. Θα καταστρέψω τα πυρηνικά σας και τα χημικά σας, τα μαχητικά αεροπλάνα σας και τα υποβρύχια σας, θα συντρίψω κάθε θέληση αντίστασης. Δεν θα επιδείξω καμιά ανοχή! Όποιος με πολεμήσει, είναι εναντίον μου κι όποιος είναι εναντίων μου, θα πεθάνει. Όλοι οι ηγέτες που θα εναντιωθούν στον πανανθρώπινο αγώνα μου, σύντομα θα αντικρίσουν τις συνέπειες των έργων τους κι ένας σύντομος θάνατος θα φαντάζει στα κουτοπόνηρα μάτια τους σαν ευλογία. Η Ημέρα της Κρίσης τους έφτασε! Είμαι γηραιότερος από τον Χώρο και τον Χρόνο, γιατί κατέκτησα την απόλυτη συνείδηση και τώρα τα μέλλον θα γεννηθεί από μένα. Είμαι ο μόνος Κύριος του κόσμου μέσα μου …τώρα θα γίνω Κύριος και του εξωτερικού κόσμου! Συγχωρείστε με, αδέρφια μου, είπε τελικά μαλακώνοντας η φωνή και το φωτεινό πρόσωπο εξαφανίστηκε από τις οθόνες, τόσο απρόσμενα, όσο είχε εμφανιστεί. Έγιναν εντελώς μαύρες ξανά και η απότομη λειτουργία των καναλιών, εικόνες
299
ειδήσεων, διαφημίσεις, διάφορα σπορ, ξύπνησαν τα αποχαυνωμένα μυαλά των τηλεθεατών τους. Κούνησαν τα κεφάλια τους δεξιά αριστερά, απορώντας αν αυτό που βίωσαν ήταν αλήθεια ή ψέματα, ένα παιχνίδι του μυαλού τους. Ο πρόεδρος ένιωσε τα μάτια των συνεργατών του, λες και ήταν χιλιάδες μάτια, τα μάτια όλου του κόσμου, που τον κοίταζαν άλλα καχύποπτα κι άλλα με αγωνία, να συνωστίζονται πάνω του. Δεν υπήρχε επιστροφή πλέον. Η ίδια του η ζωή κρέμονταν από μια κλωστή και ο απόλυτος τρόμος έκανε την επιβίωσή του την απόλυτη προτεραιότητα του εκείνη την στιγμή. -Εξαπολύστε μαζική επίθεση εναντίων του τώρα, ούρλιαξε απεγνωσμένος. Κάθε αεροπλάνο, κάθε πύραυλος, κάθε σφαίρα, κάθε διαθέσιμη μονάδα πρέπει να κατευθυνθεί εναντίων του, έστω και χωρίς την καθοδήγηση των δορυφόρων. Προσπαθήστε να επικοινωνήσετε με τους Συμμάχους μας με τις συμβατικές κι ασφαλείς γραμμές τηλεφωνίας. Πρέπει όλοι μαζί να προσπαθήσουμε να τον σβήσουμε από τον χάρτη, είπε ξέπνοος και ξαφνικά φαινόταν γερασμένος, και σίγουρα τόσο φοβισμένος, όσο ποτέ άλλοτε στην ζωή του. 22 Εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν αυθόρμητα στους δρόμους, σε κάθε πόλη και χωριό σε όλο τον κόσμο. Άνθρωποι που στα λόγια του Πλάτωνα άκουσαν τις βαθύτερες επιθυμίες τους, λόγια που και η ίδια η καρδιά τους θα φώναζε δυνατά, αν μπορούσε να μιλήσει. Οι ίδιοι άνθρωποι, που έλπιζαν σ’ αυτόν, απ’ όταν άκουσαν για την ύπαρξή του χόρευαν, τραγούδαγαν και κοιτούσαν ψηλά. Δεν περίμεναν τα τηλεοπτικά κανάλια να τους ενημερώσουν. Προσδοκούσαν να αντικρίσουν τους τρεις αγγέλους του θανάτου ζωντανά πάνω απ’ τα κεφάλια τους, την ώρα που τελούσαν το κοσμοϊστορικό τους έργο. Το κλίμα ήταν εντελώς διαφορετικό στις αίθουσες της κυρίαρχης εξουσίας του πλανήτη. Ο αιδεσιμότατος Ιάκωβος είδε με τρόμο την οθόνη που αντανακλούσε στα μάτια του το φωτεινό πρόσωπο του Αντίχριστου. Άκουσε τα λόγια του κι ένας αηδιαστικός τρόμος, που ένιωθε παντού μέσα του, κυρίευσε την βρώμικη καρδιά του. Η ώρα της κρίσης είχε φτάσει λοιπόν κι αυτός, ο Αντίχριστος, θα κατακτούσε τον πλανήτη. Δεν είχε άλλο καταφύγιο να στραφεί, εκτός απ’ το τελευταίο. Γονάτισε μπρος την εικόνα της Παρθένου, που κρατούσε στην ζεστή αγκαλιά της τον μικρό Χριστό. Προσευχήθηκε με όλη του την δύναμη της ψυχής του να τον σώσουν από το αιμοδιψές Θηρίο. Το πρωινό που θα ξημέρωνε θα τον έβρισκαν νεκρό, η καρδιά του δεν θα άντεχε μπρος τις εικόνες της παντοδυναμίας του και θα έσκαγε μες το στήθος του απ’ τον απερίγραπτο φόβο! Οι μεγαλοτραπεζίτες, οι πετρελαιάδες και οι εκπρόσωποι των υπόλοιπων παγκόσμιων οικονομικών συμφερόντων είχαν δώσει κάθε ίχνος της ενέργειάς τους, ποτισμένη από ένα άσβηστο μίσος και φόβο, ώστε να πείσουν όλες τις κυβερνήσεις να εναντιωθούν με κάθε τρόπο στον καταστροφέα του σύγχρονου τρόπου ζωής των ανθρώπων και κυρίως στον καταστροφέα των αμύθητων περιουσιών τους. Οι περισσότερες προσπάθειες τους στέφθηκαν από επιτυχία, όχι όμως όλες! Αρκετοί πολιτικοί διέκριναν την αλήθεια στα λόγια του Πλάτων και όχι μια απειλή για την υποδούλωση τους. Λίγοι άνθρωποι που είδαν μπροστά τους την χρυσή ευκαιρία που περίμεναν σε όλη τους την ζωή. Μια ευκαιρία για την οποία θα έφταναν ακόμη και στον φόνο! Στον φόνο των τεράτων που νόμιζαν ότι με τα λεφτά τους θα εξαγόραζαν τα πάντα. Αυτό ήταν μια πικρή αλήθεια για τους περισσότερους ανθρώπους, αλλά ευτυχώς όχι για όλους. Ελάχιστοι ξεχώριζαν σαν τα λίγα αστραφτερά διαμάντια μέσα σε τόνους κάρβουνου!
300
Ο πρωθυπουργός άκουσε με ικανοποίηση τον Πλάτων και περίμενε υπομονετικά. Η καταιγίδα θα ξεσπούσε σύντομα και όλα ήταν στο χέρι του πλέον. Ενημερώθηκε από τους συνεργάτες του ότι ο Οδυσσέας αναχώρησε μόλις ξημέρωσε και κατάλαβε ότι πήγε κοντά του. Δεν γνώριζε το γιατί, αλλά αισθάνθηκε όμορφα, γαλήνια, γιατί ο Πλάτωνας δεν θα ήταν μόνος του. Δεν θα αντιμετώπιζε όλο τον κόσμο ολομόναχος, αποκομμένος κι εξόριστος από τους ανθρώπους, αλλά με την συντροφιά ενός ανθρώπου, που συμβόλιζε όλους όσους ήταν έτοιμοι να κάνουν το μεγάλο ταξίδι που τους υποσχέθηκε. Ένα ταξίδι στην περιπέτεια και το μυστήριο, χωρίς να ψάχνουν θησαυρούς άλλους από τους θησαυρούς της ψυχής! Η Νεφέλη κρατούσε σφιχτά το χέρι της μητέρας της μέχρι την στιγμή που είδε το φωτεινό πρόσωπο του αγαπημένου της στην οθόνη της τηλεόρασης. Εκείνη την μοναδική στιγμή ξέχασε παντελώς τους πόνους που συνεχίζονταν με αυξανόμενη ένταση κι αφέθηκε στο φως που ρουφούσαν τα μάτια της. Καθώς είδε το φωτεινό πρόσωπο να σχηματίζεται αργά πάνω στο σκοτάδι της οθόνης αποκόπηκε από τα πάντα γύρω της κι έμεινε πραγματικά μόνη της, σαν να βρισκόταν σε μια τεράστια φούσκα, αυτή και η μελαγχολία της. Ένιωθε λες και μια μηχανή του χρόνου την γύρισε για λίγο πίσω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, σε εκείνη την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα. Πόσο ευτυχισμένη είχε νιώσει τότε; Η καρδιά της είχε πλημμυρίσει από την κατακλυσμιαία ηδονή κι αδυνατούσε να δεχτεί άλλη ευτυχία. Ο Πλάτων την κοιτούσε με τα καταγάλανα μάτια του κι αυτή κόντευε να πνιγεί μέσα τους. Να χαθεί για πάντα από την πραγματικότητα και το μυαλό της να σαλέψει, να παγιδευτεί σ’ αυτή την στιγμή του χρόνου για όλη την αιωνιότητα. Τα ίδια μάτια, χρυσά τώρα σαν ποτάμι από μέλι, την κοιτούσαν και υπόσχονταν έναν κόσμο που θα άγγιζε εκείνη την μοναδική αντανάκλαση του παράδεισου που είχε νιώσει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ένας καινούριος θαυμαστός κόσμος θα γεννιόταν από τις στάχτες του παλιού! Χαμογέλασε θλιμμένα αδυνατώντας να ακούσει την μητέρα της που της μιλούσε. Βλέποντας τα χείλη της να χορεύουν ασυνάρτητα, το μόνο που σκέφτηκε ήταν ότι ο Πλάτων θα κρατούσε την υπόσχεσή του και θα έφτιαχνε έναν καλύτερο κόσμο για το παιδί τους, για τα παιδιά όλου του κόσμου. Δεν άκουσε φωνή άλλη από αυτήν της καρδιάς της. Σπαρακτικά, κλαμένη σιγοψιθύριζε στην Νεφέλη το μεγάλο μυστικό. «Το τέλος κι η αρχή είναι κοντά!» 23 Ο Πλάτων ξεκίνησε το τελευταίο ταξίδι του πάνω στη Γη. Με όχημα τις μηχανές της καταστροφής θα γύριζε όλο τον κόσμο, εξαφανίζοντας κάθε όπλο μαζικής καταστροφής, κάθε στρατόπεδο, κάθε σατανικό μυαλό που τα χειριζόταν. Οι πληροφορίες που είχε πάρει από τους δορυφόρους ήταν παραπάνω από αρκετές για να εξαφανίσει κάθε μέταλλο που τρέφεται αποκλειστικά με ανθρώπινη σάρκα. Ο υπεράνθρωπος εγκέφαλός του ήξερε όλες τις τοποθεσίες, φανερές και κρυφές, υπόγειες και υπέργειες, στην στεριά και την θάλασσα, γνώριζε τι υπήρχε σε κάθε χιλιοστό του πλανήτη. Έχοντας στην διάθεσή του τους κατειλημμένους, απ’ την σκέψη του, στρατιωτικούς και τηλεπικοινωνιακούς δορυφόρους, οι μηχανές προβολής που βρισκόταν πάνω απ’ την καμπίνα άνοιξαν ταυτόχρονα και δημιούργησαν μια τρισδιάστατη εικόνα μπροστά του. Ολόκληρη η Γη έστεκε μπρος τα μάτια του κι αυτός θα έβλεπε σε ζωντανή μετάδοση ακόμη και την παραμικρή κίνηση των εχθρών του, ενώ αυτοί όντας τυφλοί και μουγκοί χωρίς τους δορυφόρους τους έστελναν σε μια κίνηση απελπισίας όλα τα αεροπλάνα που
301
είχαν στην διάθεσή τους εναντίων του. Το μόνο που γνώριζαν με σιγουριά ήταν ότι αυτός βρισκόταν στο ψηλότερο κτίριο της Αθήνας και εκεί κατευθυνόταν οι ορδές των μαχητικών τους. Τρία κύματα από εκατοντάδες αεροπλάνα από βορρά, δύση και νότο πλησίαζαν την Ελλάδα και σε λίγο θα έμπαιναν στον εναέριο χώρο της. Κινούμενα με την μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα ακούγονταν σαν κεραυνός, σαν βήματα γιγάντων που θα κατέστρεφαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Ακόμη περισσότερα είχαν ξεκινήσει από τις μεγάλες δυνάμεις, από κάθε σημείο του πλανήτη και ορμούσαν να βοηθήσουν. Σαν χιλιάδες σφήκες που έχουν εντοπίσει τον επικίνδυνο εισβολέα τους κι επιτίθενται κατά κύματα, έβλεπε στην τρισδιάστατη εικόνα ο Πλάτων τις κουκκίδες των μαχητικών. Οι Καταστροφείς πήραν εντολή και ξεκίνησαν. Εξαφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά από τον γυάλινο πύργο όπου έστεκαν σαν αγάλματα, αφήνοντας πίσω τους μια αμυδρή σκοτεινιά. Η κάθε μία κατευθύνθηκε σε διαφορετικό στόχο για να αντιμετωπίσουν τα τρία πρώτα κύματα. Σε λίγα δευτερόλεπτα βρισκόταν και οι τρεις απέναντι στα σμήνη των μαχητικών, ενώ η αεροπορία της γείτονος Τουρκίας ξεκίνησε την δική της μαζική επίθεση από τα ανατολικά. Οι πιλότοι των μαχητικών διέκριναν, καθώς πλησίαζαν στον εναέριο χώρο της Ελλάδας, μια μαύρη κουκκίδα να στέκεται ακίνητη στον πεντακάθαρο, γαλάζιο ουρανό λίγα χιλιόμετρα μακριά. Τα ραντάρ τους δεν την εντόπισαν όντας αόρατη για αυτά. Τα μαχητικά, παρατεταγμένα σε ευθεία γραμμή, πλησίαζαν καταμέτωπο την κουκκίδα, η οποία διαρκώς μεγάλωνε μέχρι που αντιλήφθηκαν περί τίνος πρόκειται. Μια γιγάντια, μαύρη σαν τον θάνατο, ιπτάμενη μηχανή έστεκε εντελώς ακίνητη και τους περίμενε. Στα επόμενα λίγα δευτερόλεπτα θα υποδεχόταν τους απρόσκλητους επισκέπτες. Ο επικεφαλής της αποστολής πήρε την απόφαση που του υπαγόρευσε ο τρόμος και το ουρλιαχτό του μυαλού του. Έδωσε εντολή και όλα τα μαχητικά έστειλαν χειροκίνητα από δυο πυραύλους εναντίων της. Τα δευτερόλεπτα έμοιαζαν ατελείωτα μέχρι να φτάσουν οι εκατοντάδες ισχυροί πύραυλοι στο σημείο του στόχου τους, ο ιδρώτας πότιζε την στολή των πιλότων κι ο φόβος την ύπαρξή τους. Ένιωθαν έναν απίστευτο τρόμο για το πρωτόγνωρο θέαμα και το μυαλό τους ήταν γεμάτο αμφιβολίες. Κι όμως μια τεράστια έκρηξη συνέβη όταν όλοι μαζί οι πύραυλοι, ικανοί να εξαφανίσουν συθέμελα ένα χωριό, εξερράγησαν σχεδόν ταυτόχρονα. Οι τεράστιες φλόγες, οι καπνοί και τα θραύσματα έκρυψαν τον ήλιο για λίγο και καθώς διαλύονταν σιγά σιγά και το τοπίο καθάριζε, η ελπίδα ότι ίσως τα είχαν καταφέρει συντρίφθηκε μέσα τους. Πίσω απ’ τα απομεινάρια της έκρηξης η μαύρη μηχανή, που τώρα ήταν τόσο κοντά και φαίνονταν ξεκάθαρα, παρέμενε ακίνητη. Ανέπαφη κι αγέρωχη λες και δεν την άγγιξαν ποτέ. Δεν είχαν αντιληφθεί ότι οι πύραυλοί εξερράγησαν πάνω στην μαγνητική ασπίδα της μηχανής, η οποία την περιέβαλλε. Το μόνο που κατάφεραν χωρίς να το συνειδητοποιήσουν ποτέ ήταν η πρόκληση μόνο μιας μικρής απώλειας ισχύος. Μια απώλεια που αναπληρώθηκε άμεσα καθώς η μηχανή ρουφούσε άπληστα τις φωτεινές ακτίνες του ήλιου. Μια εκτυφλωτική, στιγμιαία λάμψη της μηχανής έσβησε απότομα πάνω στο σκοτεινό μεταλλικό της σώμα και οι πιλότοι έντρομοι έκαναν μανούβρες αποφυγής πλησιάζοντας επικίνδυνα πάνω της για να αποφύγουν την συντριβή. Κάποιοι είδαν από πολύ κοντά τώρα τα κόκκινα μάτια της, που γυάλιζαν πάνω στο απόλυτο σκοτάδι της. Δεν πρόλαβαν να κάνουν ούτε τον σταυρό τους όταν μια κόκκινη δέσμη φωτός πετάχτηκε ξαφνικά από τα μάτια της. Ακολούθησαν κι άλλες, σαν ριπή πολυβόλου. Οι δεκάδες κόκκινες ακτίνες χτύπησαν τα μαχητικά το ένα μετά το άλλο προκαλώντας την έκρηξη του καθενός. Λίγα πρόλαβαν και πέρασαν δίπλα της, μέσα από πλήθος συντριμμιών και φωτιάς. Ο Καταστροφέας γύρισε γοργά και αποτέλειωσε την δουλεία του, καθώς οι πιλότοι
302
οδηγούσαν απελπισμένοι τα μαχητικά τους όσο πιο μακριά μπορούσαν από τον θάνατο. Αυτός τους πρόλαβε εύκολα με την μορφή κόκκινων δεσμίδων φωτός τρομακτικής ισχύος, σαν δράκος βγαλμένος από κάποιο σκοτεινό παραμύθι. Ο ουρανός φλεγόταν κι έβρεχε κομμάτια από μέταλλο, φωτιά και σάρκες. Οι άνθρωποι στην Ελλάδα, που αντίκριζαν το θέαμα αισθάνθηκαν την απόλυτη παντοδυναμία του Πλάτων. Αργότερα θα τον λάτρευαν σαν Θεό, προς το παρόν όμως οι δυο Καταστροφείς επέστρεψαν και στοιχήθηκαν ξανά μπροστά στον Πλάτων. Ο τρίτος άργησε λίγο ακόμη, όσο χρειαζόταν για να εξοντώσει την αεροπορία της γείτονος, που εκμηδενίστηκε το ίδιο γρήγορα με τις άλλες. Ο Πλάτων ένιωσε μια απίστευτη ικανοποίηση να τον πλημμυρίζει. Το μυαλό του είχε καταφέρει ήδη τόσα πολλά και ο στόχος φαίνονταν στον ορίζοντα, πιο εφικτός από ποτέ. Δεν έδωσε σημασία στην ξαφνική ακόρεστη δίψα που αισθάνθηκε στο σώμα του και στο ελαφρό τρέμουλο των χεριών του. Ήταν στιγμιαίο και αναμενόμενο. Όφειλε να συνεχίσει πάση θυσία. Το μυαλό του κίνησε τα νήματα με γρανιτένια αποφασιστικότητα και οι Καταστροφείς ξεκίνησαν και πάλι. Ο Οδυσσέας σιγουρεύτηκε ότι τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά, όταν είδε ότι το ασανσέρ δεν λειτουργούσε. Κατάλαβε αμέσως ότι κάποιος το είχε μπλοκάρει, πιθανόν στον τελευταίο όροφο, και ήξερε με βεβαιότητα ποιος ήταν αυτός. Νιώθοντας την καρδιά του να ξεχειλίζει μεμιάς ατσάλινη αποφασιστικότητα ξεκίνησε την ανάβαση με άλματα. Ανέβαινε ασταμάτητα για ώρα, σε κάποιες στιγμές νόμιζε ότι βίωνε την αιώνια επανάληψη, τα σκαλιά τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε και καθώς πλησίαζε στο τέρμα τα πνευμόνια του ούρλιαζαν για οξυγόνο. Οι δυο φύλακες προσπαθούσαν να τον ακολουθήσουν από κοντά, αλλά αναγκάστηκαν να κάνουν μια στάση, γιατί θα λιποθυμούσαν. Απλώθηκαν στα σκαλιά για λίγα λεπτά να πάρουν δυο ανάσες, να τροφοδοτήσουν τα κύτταρά τους με οξυγόνο και το στεγνό τους στόμα προσπάθησε να αρθρώσει δυο κουβέντες, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Οδυσσέας χάθηκε γρήγορα και το μόνο που άκουσαν ήταν μια μεταλλική πόρτα να κλείνει με θόρυβο λίγους ορόφους παραπάνω. Ο Οδυσσέας σωριάστηκε πάνω στην τελευταία πόρτα, στον τελευταίο όροφο που οδηγούσαν τα σκαλιά. Έπεσε κάτω ενώ η καρδιά του παλλόταν ασταμάτητα και το στήθος του φούσκωνε και ξεφούσκωνε, σαν βάτραχος σε περίοδο ζευγαρώματος. Φοβήθηκε ότι θα έσκαγε και τα σωθικά του θα μετατρεπόταν σε κιμά. Μόλις λίγα δευτερόλεπτα κράτησε αυτή η σκέψη, γιατί αντικαταστάθηκε χωρίς προειδοποίηση από μια άλλη. Στάθηκε στα γόνατα και κοιτώντας γύρω του κατάλαβε έντρομος ότι δεν βρισκόταν στον τελευταίο όροφο. Σηκώθηκε αργά με το μυαλό του να αδυνατεί να σκεφτεί λογικά, δεν μπορούσε με τίποτα να χωνέψει το σχεδιάγραμμα που είδε στον τοίχο. Αυτό ενημέρωνε κάθε ενδιαφερόμενο ότι βρισκόταν στον τεσσαρακοστό ένατο όροφο και ότι για να πάει στον τελευταίο έπρεπε υποχρεωτικά να χρησιμοποιήσει το ασανσέρ, μιας και τα τελευταία σκαλιά δεν είχαν προλάβει να κατασκευαστούν. « Τι στο διάολο; Μα ποιος ηλίθιος… Γιατί;» Οι σκέψεις ακολούθησαν η μια την άλλη καθώς το οξυγόνο έτρεφε το διψασμένο κορμί του κι ένα δάκρυ απόγνωσης στάθηκε στον γκρεμό των ματιών του. Περιφέρθηκε σαν χαμένος για λίγο στον διάδρομο, ώσπου κάθισε σε μια καρέκλα έξω από την είσοδο των ημιτελών γραφείων του προτελευταίου ορόφου. Απέναντι του η μοντέρνα, δίφυλλη πόρτα του ασανσέρ ήταν ερμητικά κλειστή. Ένιωσε την απόγνωση να τον κυριεύει. Ήταν ανήμπορος για μια ακόμη φορά. Την στιγμή που όφειλε να είναι στο
303
πλευρό του Πλάτων, ακριβώς όταν θα έπρεπε να φυλάει τα νώτα του από κάθε κίνδυνο, αυτός βρισκόταν τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά. Το δάκρυ αφέθηκε και γλίστρησε κάνοντας σκι στο ιδρωμένο του πρόσωπο. Ένα ακόμη πήρε θέση, κι άλλα πολλά θα γλιστρούσαν στην συνέχεια και για ώρα καθώς θα έκλαιγε απεγνωσμένος, μέχρι που η πίστα έκλεισε απότομα από μια σταγόνα ελπίδας. Ο Οδυσσέας διέκρινε δίπλα από την πόρτα του ασανσέρ μια ρωγμή στον άβαφο τοίχο. Σκέφτηκε ότι όπως όλα τα σύγχρονα, πολυώροφα κτίρια, έτσι κι αυτό πρέπει να χωρίζεται με γυψοσανίδες. Έτρεξε στον τοίχο και τον χτύπησε απαλά με την γροθιά του. Ένας υπόκωφος θόρυβος πιστοποίησε αυτό που φαντάστηκε. Γύρισε τρέχοντας πίσω στην μεταλλική καρέκλα και την σήκωσε στα χέρια του. Χρησιμοποιώντας τα μεταλλικά της πόδια πήρε φόρα και χτύπησε με όλη του την δύναμη την ρωγμή στον τοίχο. Σαν χάρτινος πύργος, ο τοίχος σκίστηκε στα δυο και ο Οδυσσέας συνέχισε με μανία να τον χτυπάει. Έβγαλε όλον τον θυμό του και τις καταπιεσμένες επιθυμίες του σχηματίζοντας μια τρύπα, ψηλή όσο αυτός, ακριβώς δίπλα στο ασανσέρ. Έβαλε το κεφάλι του μέσα και είδε την καμπίνα του ασανσέρ να στέκεται λίγα μέτρα, τέσσερα-πέντε το πολύ, πιο ψηλά κρεμάμενη από δεκάδες χοντρά καλώδια. Έκανε το στιγμιαίο λάθος να κοιτάξει προς τα κάτω και αντίκρισε το σκοτεινό κενό όσο μπορούσαν να δουν τα μάτια του. Φόβος και ίλιγγος τον κατέκλυσαν ζαλίζοντας τον και άρπαξε γερά με τα δυο του χέρια τον τοίχο. Τραβήχτηκε πίσω στην ασφάλεια του διαδρόμου, παρατηρώντας την σκοτεινή τρύπα. Οι φύλακες έφτασαν τελικά μετά από λίγο, μπήκαν λαχανιασμένοι στον προτελευταίο όροφο και έπεσαν στα γόνατα. Προσπαθώντας να συνέλθουν τον είδαν ακίνητο να στέκεται προβληματισμένος μπροστά στον τοίχο. Μόνο πλησιάζοντας τον, ακόμη λαχανιασμένοι, διέκριναν την τεράστια τρύπα. Ευθύς μόλις τους αντιλήφτηκε ο πολυμήχανος Οδυσσέας σκέφτηκε να επιχειρήσει το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να κάνει. Θα σκαρφάλωνε με την βοήθεια των συρμάτων πάνω από την καμπίνα και θα έμπαινε από το πορτάκι που πρέπει να είχε στην οροφή της για λόγους συντήρησης. Έπρεπε να ανέβει περίπου πέντε μέτρα και κυρίως έπρεπε να νικήσει τον φόβο του! -Κρατήστε με γερά, είπε ιδρωμένος καθώς ο πρώτος φύλακας τον κρατούσε από την ζώνη του παντελονιού του κι ενώ ο δεύτερος στήριζε τον πρώτο, σχηματίζοντας ένα ανθρώπινο τρενάκι. Δεν κοιτούσε χαμηλά, γιατί τα ύψη πάντα του προκαλούσαν ανατριχίλα, παρά μόνο τον στόχο του. Σκεπτόταν ότι ακόμη κι αν έπεφτε, τουλάχιστον θα είχε προσπαθήσει. Κι αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία! -Λίγο ακόμη … λίγο ακόμη, ρε γαμώτο, ψιθύρισε, καθώς τέντωνε τα χέρια του για να πιάσει το σύρμα που στεκόταν σαν υπνωτισμένο φίδι δίπλα από την καμπίνα, δυο μέτρα από το σημείο όπου τα πόδια του ακροβατούσαν στο χείλος του κενού. Κι η τρομερή άβυσσος από κάτω τον καλούσε, καθώς η απέλπιδα προσπάθειά του θα καρποφορούσε θριαμβευτικά μετά από λίγες ώρες, όπου πάλευε να αγγίξει, να κρατήσει και να αναρριχηθεί αργά και με κόπο στο σύρμα και κυρίως παλεύοντας με τους φόβους και τα όρια του εαυτού του! 24 Ο Πλάτων εκμεταλλευόμενος την απίστευτη ταχύτητα των Καταστροφέων άρχισε να καταστρέφει κάθε στρατιωτικό οπλισμό, που βρισκόταν στον δρόμο τους, χωρίς να ανησυχεί για τα αναμενόμενα κύματα μαχητικών αεροσκαφών που θα έφταναν στην χώρα του. Οι δορυφόροι του είχαν δώσει την ακριβή θέση κάθε στρατοπέδου και πολεμικής βάσης σε όλο τον πλανήτη. Θα ξεκινούσε λοιπόν τον παγκόσμιο αφοπλισμό από την μεγαλύτερη μπαρουταποθήκη
304
του πλανήτη. Την Μέση Ανατολή, που αποτελεί την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Δύση και την Ανατολή, το μικρό κομμάτι γης, όπου οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες διεκδικούν με λύσσα κι όπου αιώνες τώρα παλεύουν ασταμάτητα για την ολική επικράτηση η θρησκεία κι ο φονταμενταλισμός με την εκκοσμίκευση. Το μικρό κομμάτι γης με την τεράστια σημασία, το εύθραυστο δίλημμα ανάμεσα στην πρόοδο της ανθρωπότητας ή την μεγάλη οπισθοδρόμηση! Εκεί δέχτηκε την μαζική επίθεση από τον στρατό του Ισραήλ, χωρίς βεβαίως κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Κάθε πύραυλος και κάθε σφαίρα από τα χιλιάδες που στάλθηκαν εναντίων του σταμάτησαν πάνω στην μαγνητική ασπίδα του Καταστροφέα, ο οποίος ταυτόχρονα κατέστρεφε κάθε οπλικό σύστημα ξερνώντας την δαιμονική φωτιά του. Δεν άργησε να οργώσει την χώρα, κινούμενος με την εξωπραγματική του ταχύτητα και οι μόνες απώλειες ήταν οι στρατιώτες του Ισραήλ, που τόλμησαν με τις εντολές των ανωτέρων τους να εναντιωθούν στο αναπόφευκτο. Στο τέλος άφησε πίσω του μια αποστρατικοποιημένη χώρα, με χιλιάδες νεκρούς κι εκατοντάδες συντρίμμια να την στολίζουν και έναν λαό, απεγνωσμένο για την τύχη του απέναντι στους Άραβες. Ο Καταστροφέας συνέχισε το έργο του σε κάθε χώρα της Μέσης Ανατολής και τα γέλια των Αράβων για τον διασυρμό του Ισραήλ αντικαταστάθηκαν γρήγορα από τον θρήνο για το ότι είχε φτάσει και η δικιά τους σειρά. Έκαναν όμως το αυτονόητο, καθώς διαπίστωναν την αποφασιστικότητα και την αμεροληψία της ιπτάμενης μηχανής. Οι περισσότερες χώρες δεν αντιστάθηκαν, παρά έδωσαν εντολή να εκκενωθούν τα στρατόπεδα, δίνοντας το ελεύθερο στην μηχανή να ολοκληρώσει το έργο της. Ο Πλάτων έβλεπε τις αντιδράσεις των χωρών στην τρισδιάστατη Γη μπροστά του και ενεργούσε αναλόγως. Μια χρόνια εστία πολέμων και δυστυχίας απέμεινε στο τέλος καθαρή, σαν χειρουργικό πεδίο, από κάθε είδους όπλα που μολύνουν, με την αλαζονεία που γεννούν, τα αδύναμα μπρος τα πάθη μυαλά και οι λαοί της θα ξεκινούσαν από την αρχή, βασιζόμενοι όχι στην απέλπιδα και βίαιη προσκόλλησή τους σε κάποια στενά και άκαμπτα συστήματα πεποιθήσεων, αλλά αποκλειστικά στον διάλογο και των σεβασμό των άλλων για να επιλύσουν ειρηνικά τις όποιες διαφορές τους. Ο Καταστροφέας κατευθύνθηκε νότια προς την Αφρική. Είχε πολύ δουλεία να κάνει στην αιματοβαμμένη ήπειρο. Το πρόσωπο της Αφρικής, σκαμμένο βαθιά από γενοκτονίες κι αναρίθμητους θανάτους μικρών παιδιών από τα μεγαλύτερα εξαγώγιμα προϊόντα του δυτικού κόσμου, την πείνα και τα όπλα! Ταξίδεψε σε κάθε χωριό, σε κάθε ζούγκλα, σε κάθε υποτυπώδη πόλη κι εξόντωσε καθέναν που κράδαινε αντί για τροφή ή βιβλίο, κάποιο όπλο. Κατέστρεψε τους πληρωμένους από την δύση αντάρτες, αλλά και τους διεφθαρμένους στρατιώτες. Μόνο τα μικρά παιδιά, που στρατολογήθηκαν παρά την θέλησή τους, έμειναν ζωντανά και οι μεγαλύτεροι τα αφόπλισαν γρήγορα, κάτω από τον ίσκιο του δαίμονα που εμφανιζόταν απρόσμενα πάνω απ’ τα κεφάλια τους κι εξαφανιζόταν το ίδιο εντυπωσιακά. Άφησε πίσω του χιλιάδες νεκρούς, εστίες φωτιάς, κλάμα και φόβο, αλλά, πάνω απ’ όλα την ελπίδα. Την ελπίδα ότι ποτέ ξανά στην Αφρική δεν θα χυνόταν δάκρυα κι αίμα για λόγους τιποτένιους! Κατευθυνόμενος ο Καταστροφέας τώρα προς την Ασία σταμάτησε ξαφνικά την στιγμή που μόλις είχε αφήσει την Αφρική. Την ίδια στιγμή, το ίδιο συνέβη και με τους άλλους δυο Καταστροφείς που επέστρεφαν στην Ελλάδα, έχοντας καθαρίσει την Ευρώπη από κάθε πολεμική μηχανή των ηγέτιδων δυνάμεων, υπό το βλέμμα των χιλιάδων οπαδών τους και των εκατομμυρίων αναποφάσιστων πολιτών. Οι τρεις Καταστροφείς στέκονταν ακίνητοι στον ουρανό, σαν αγάλματα κάποιου εξωγήινου πολιτισμού. Κι όλα αυτά γιατί πίσω στον γυάλινο πύργο, ο Πλάτων αισθάνθηκε μια απίστευτη
305
κόπωση ξαφνικά και γονάτισε εξαντλημένος. Η Δύναμη έσβησε στα χέρια του και οι ήλιοι σκοτείνιασαν αισθητά μες τα μάτια του. Το αίμα παλλόταν καυτό μέσα στις φλέβες του, που είχαν φουσκώσει παλεύοντας να ανταποκριθούν στην επιθυμία του. Δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει ταυτόχρονα σε όλες τις ενέργειες που καθοδηγούσε μέχρι εκείνη την στιγμή. Αποφασίζοντας άμεσα η Σκιά διέκοψε το σήμα που μπλόκαρε όλους τους δορυφόρους, δίνοντας πολύτιμες ανάσες στα κύτταρά του. Έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στην αποστολή των Καταστροφέων. Σηκώθηκε στα πόδια του και ενεργοποίησε και πάλι την Δύναμη. Πλέον, δεν θα λάμβανε μόνο αυτός την εικόνα και τις πληροφορίες των δορυφόρων, αλλά και οι εχθροί του. Έπρεπε να βιαστεί. Οι τρεις Καταστροφείς ξεκίνησαν για την Υπερδύναμη! -Μαζική επίθεση με κάθε πύραυλο που διαθέτουμε σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Συνδέστε με με τους συμμάχους, ούρλιαξε με αγωνία ο πρόεδρος βλέποντας ξαφνικά τις άχρηστες οθόνες να ξαναδίνουν την εικόνα για την οποία είχαν σχεδιαστεί. Οι δορυφόροι λειτουργούσαν ξανά και μια ελπίδα γεννήθηκε στο μυαλό του προέδρου ότι ίσως τα κατάφερναν. Αυτό που συνέβη ήταν δείγμα ότι προφανώς ο Αντίχριστος δεν μπορούσε να τα βάλλει με όλους, δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει ενάντια σε τόση δύναμη πυρός. Δεν είχε όμως ιδέα για το πώς πήγαιναν τα πράγματα μέχρι στιγμής! -Κύριε, κοιτάξτε, είπε θλιμμένος ο Σύμβουλος Ασφαλείας δείχνοντας με το δάχτυλό του τις εικόνες που έφταναν η μία πίσω από την άλλη, σκηνοθετώντας μια ταινία τρόμου. -Τι… Πως… ψέλλισε ο πρόεδρος αντικρίζοντας την Ευρώπη, την Μέση Ανατολή και την Αφρική να φλέγονται. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι από στιγμή σε στιγμή, οι στρατιωτικές βάσεις σε όλη την χώρα του θα δεχόταν μια άνευ προηγουμένου βιβλική επίθεση, που θα άφηνε πίσω της τόσους νεκρούς και συντρίμμια, που το Περλ Χάρμπορ και η Εντεκάτη Σεπτεμβρίου θα φαίνονταν σαν δυναμιτάκι μπροστά σε πυρηνικό ολοκαύτωμα. Οι Καταστροφείς ασχολήθηκαν πρώτα με τα πυρηνικά. Στάθηκε ο καθένας τους ακίνητος πάνω από την έρημο και ξέρασε την δαιμονική κόκκινη λάβα του, καταστρέφοντας ολοσχερώς τα υπόγεια λαγούμια, όπου φώλιαζαν οι πυρηνικές κεφαλές. Στην συνέχεια σκούπισαν το πρόσωπο της Υπερδύναμης από κάθε στρατιωτική βάση και πολεμικό εργοστάσιο. Δεκάδες εστίες φωτιάς μαρτυρούσαν την απόλυτη συντριβή των όπλων τους και της τεχνολογίας τους κι η γη άνοιξε τα σπλάχνα της ευχαριστημένη για να καταπιεί τα όπλα των ανθρώπων, αυτών που σφάζονται μεταξύ τους, αδέρφια όντας, ποιος θα την κάνει κτήμα του. Ο λαός της Υπερδύναμης αντίκριζε τεράστιες φωτιές και μαύρους καπνούς να υψώνονται σε όλη την χώρα. Σκηνές της αποκάλυψης ταρακούνησαν τα λογικά τους! Τα μηνύματα από κάθε γωνιά του πλανήτη άρχισαν επίσης να βομβαρδίζουν το κέντρο επιχειρήσεων. Το μήνυμα ήταν απλό και ξεκάθαρο. Οι ιπτάμενες μηχανές έκαναν πράξη τα λόγια του Αντίχριστου. Κατέστρεφαν στο διάβα τους και την παραμικρή ικανότητα αντίστασης. Αυτές τις μηχανές μπόρεσαν επιτέλους να δουν στην οθόνη. -Πρόεδρε, αυτή είναι η τελευταία εικόνα που συνέλαβαν οι δορυφόροι πριν σταματήσουν να στέλνουν πληροφορίες. Κι είναι επομένως η πρώτη εικόνα που λάβαμε αφού επαναδραστηριοποιήθηκαν. Κοιτούσαν έκπληκτοι, σαν μικρά παιδιά που βλέπουν κάτι πρωτόγνωρο κι εντυπωσιακό, τρία σημεία κατάμαυρα, τρεις ρόμβοι όπως φαίνονταν από ψηλά, το ένα δίπλα στο άλλο, μπροστά από ένα γυάλινο κτήριο που ακτινοβολούσε φως. « Το φως χρησιμοποιεί το σκοτάδι» σκέφτηκε ένας σύμβουλος κι ένα χαμόγελο δραπέτευσε πάνω στο κουρασμένο του πρόσωπο μπρος την ειρωνεία.
306
Μόνο τότε κατάλαβαν όλοι μες την αίθουσα το μέγεθος αυτού που είχαν απέναντί τους. Κι αισθάνθηκαν τόσο μικροί, τόσο ανίσχυροι και τιποτένιοι. Έμοιαζαν τόσο γελοίοι, σαν κάποιον νάνο, που προσπαθεί με τα γυμνά χεράκια του, πλήρως αποφασισμένος και με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, να νικήσει έναν πεινασμένο κι αδίστακτο τυραννόσαυρο! Ο πρόεδρος έπεσε σαν πέτρα περίλυπος στην καρέκλα του, αυτή που αναλογούσε στον ισχυρότερο άντρα στην αίθουσα. Στον ισχυρότερο άντρα της χώρας και όλου του κόσμου. Στον ισχυρότερο άντρα για τα επόμενα λίγα λεπτά, γιατί ήξερε με βεβαιότητα ότι σύντομα και πριν ο ήλιος δύσει, ο πλανήτης θα ήταν στα χέρια του εχθρού. Και κανείς δεν θα γλίτωνε, ούτε ο ίδιος, ούτε οι πλούσιοι φίλοι του. Κανένας! Αναλογίστηκε αν είχε πλέον νόημα έστω και να προσπαθήσει να στείλει τα πυρηνικά εναντίων του, μην γνωρίζοντας παρά λίγο αργότερα ότι αυτά αποτελούσαν ήδη μακρινό παρελθόν. Οι πληροφορίες που μάζευαν στην αίθουσα δεν χωρούσαν αμφισβήτηση. Μιλούσαν για ανίκητες μηχανές, που προστατεύονταν από κάποιο είδος μαγνητικής ασπίδας και πετούσαν ένα πανίσχυρο λέιζερ με απόλυτη ακρίβεια. Μηχανές που δεν έδειχναν οίκτο σε κανένα κι άφηναν πίσω τους μόνο νεκρούς και συντρίμμια. Κομματιασμένους ανθρώπους, τόνους άχρηστων μετάλλων και μια μακάβρια μυρωδιά καμένης σάρκας, πλαστικού και βενζίνης. Και ο Αντίχριστος έλεγχε το καταστροφικό τους έργο από τον γυάλινο πύργο του. «Ίσως… ναι, ίσως είναι η τελευταία μας ελπίδα» σκέφτηκε κι έδωσε αμέσως εντολή τα εναπομείναντα αεροπλάνα να κατευθυνθούν στον τελευταίο τους στόχο, στην μικρή πόλη όπου βρισκόταν ένα άτομο που ενδιέφερε πολύ τον Αντίχριστο. Βασικά έλπιζε κι ευχόταν να τον ενδιαφέρει, όσο θα ενδιέφερε τον καθένα μας! -Μαζική επίθεση στον πέμπτο στόχο, είπε αποφασιστικά κι η σπίθα της ελπίδας μέσα του δυνάμωσε λιγάκι. Ενημερώθηκε από τους πράκτορες τους ότι το κορίτσι είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο για να γεννήσει, αλλά δεν υπήρχε στο μυαλό του ο παραμικρός ενδοιασμός για αυτό και για τα πιθανά θύματα. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν να δώσει τον αγώνα μέχρι τέλους με οποιοδήποτε κόστος. Δεν είχε τίποτα να χάσει. Ίσως ένας και μόνο αντιπερισπασμός θα ήταν αρκετός… ή έστω η γλυκιά αίσθηση της εκδίκησης μες το τρομαγμένο του μυαλό. Οι επιτελείς του έδωσαν τις κατάλληλες εντολές κι αυτός έμεινε αμίλητος, με το μυαλό του σβηστό από κάθε σκέψη, παρακολουθώντας με τρομακτική αγωνία, να περιμένει. Τι περίμενε; Ένα θαύμα! Η ώρες περνούσαν κι ο Πλάτων προσηλωμένος στο έργο του κατέστρεφε τα όπλα σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Η μανία να ξεμπερδεύει με το μίσος και τον φόβο τον είχε κυριεύσει ολοκληρωτικά. Οι νεκροί αποτελούσαν πλέον ασήμαντη λεπτομέρεια γι’ αυτόν. Ένιωσε ότι μπορούσε ακόμη και να μισεί τους ανθρώπους. Βαθιά μες το μυαλό του ο ανθρώπινος εαυτός του φοβόταν αυτά τα συναισθήματα και του κόπηκε η ανάσα καθώς άκουσε τον ορυμαγδό του πολέμου μέσα του. Αν όλοι οι άνθρωποι υψώνονταν εναντίον του, με όπλα στα χέρια, η σκοτεινή Σκιά δεν θα δίσταζε να τους εξοντώσει όλους. Ακόμη κι αν έμενε μόνος του πάνω στον πλανήτη. Ο στόχος του ήταν πάνω απ’ όλα. «Αν ο άνθρωπος δεν αξίζει να επιβιώσει, τότε ας αφανιστεί!» ψιθύρισε μες το μυαλό του η Σκιά δίνοντας εντολή για λυσσαλέα επίθεση των Καταστροφέων σε κάθε στρατιωτική παρουσία γύρω τους. Έφτασε στα βάθη της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Οι Καταστροφείς κατέστρεφαν με εντολή του τα πάντα στο πέρασμά τους και μόνο όταν κάποιος πύραυλος ή σμήνος μαχητικών έφτανε προς την Ελλάδα, επέστρεφε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και τακτοποιούσε το πρόβλημα. Το μυαλό του έλεγχε ταυτόχρονα και τους τρεις Καταστροφείς, εστιάζοντας παράλληλα μέσω των δορυφόρων για πιθανές απειλές. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχε πραγματική απειλή, όσον αφορά τα όπλα του εχθρού. Οι
307
Καταστροφείς βρισκόταν έτη φωτός μπροστά σε τεχνολογική υπεροχή. Το μοναδικό ίχνος απειλής αποτελούσε η αισθητή κι αφόρητη πλέον κούραση που γέμιζε το είναι του. Το μυαλό του εξαντλούσε σταδιακά τις αστείρευτες δυνάμεις του κορμιού του, το οποίο χρησιμοποιούσε πλέον κάθε απόθεμα ενέργειας για να τροφοδοτήσει την Δύναμη, ενώ αυτή έρεε πιο αργά και με μικρότερη ένταση πλέον στην πολύχρωμη σφαίρα. Θα μπορούσε ίσως να ολοκληρώσει έστω κι έτσι το έργο του, το διακύβευμα όμως ήταν τεράστιο. Δεν χωρούσε αναβολή στην ολοκλήρωση του έργου κι ούτε μπορούσε να ρισκάρει μια απότομη εξάντληση των δυνάμεών του. Αν σταματούσε ξαφνικά ή αν έδειχνε σημάδια αδυναμίας, τότε σύντομα οι λίγες πυρηνικές κεφαλές που είχαν απομείνει στον κόσμο θα αρκούσαν για την παταγώδη αποτυχία του εγχειρήματος του. Χρειαζόταν λίγο χρόνο ακόμη! Οδηγήθηκε αναπόφευκτα στην μοναδική λύση που είχε μπροστά του. Ο εγκέφαλός του αποκόπηκε πλήρως από το γύρω περιβάλλον του κι αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην συντήρηση της Δύναμης. Το κορμί του έστεκε μόνο του στην φωτεινή και πολύχρωμη αίθουσα, αλλάζοντας αργά, χάνοντας όλο και περισσότερα αποθέματα ενέργειας, ίσως και την ίδια του την συνοχή, το μυαλό του όμως βρισκόταν πλέον χιλιάδες μίλια μακριά, μέσα σε κάθε Καταστροφέα, αδιαφορώντας για το τι συνέβαινε στο γυάλινο κτίριο, πίσω στην Ελλάδα. Δεν αντιλήφτηκε λοιπόν την πόρτα να ανοίγει ελάχιστα πίσω του και να ξανακλείνει ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα. Ούτε κατάλαβε ότι κάποιος σύρθηκε σαν ερπετό, αργά κι αθόρυβα, προς το τραπέζι πίσω του. Ήταν πλήρως απορροφημένος από την καταστροφή των εναπομεινάντων πυρηνικών εκείνη την στιγμή. Όταν το έντονο φως που γλίστραγε από την χαραμάδα της πόρτας λιγόστεψε αισθητά, ο πράκτορας κατάλαβε. Ένιωσε απόλυτα σίγουρος ότι αυτή ήταν η ώρα που περίμενε. Άγγιξε λοιπόν, με το λαβωμένο του χέρι το χερούλι και άνοιξε την πόρτα ελάχιστα με κομμένη την ανάσα. Ο ιδρώτας έπεφτε ποτάμι στους κροτάφους του και παρακάλεσε μόνο τον καινούριο του Θεό να μην γίνει αντιληπτός. Έβαλε ελάχιστα το κεφάλι του μέσα, ίσα ίσα για να δει και το μοναδικό θέαμα τον συγκλόνισε, αλλά του χάρισε και μια ελπίδα. Ο Αντίχριστος είχε την προσοχή του στραμμένη σε μια πολύχρωμη σφαίρα, που εκτόξευε τα χρώματα του ουράνιου τόξου σε όλο το δωμάτιο κι αυτός ο ίδιος, του φάνηκε για μια στιγμή ότι ακτινοβολούσε, ότι το σώμα του απέβαλλε κάθε τόσο μοναδικά φωτόνια, που χόρευαν στον αέρα γύρω του, έμπλεκαν με τα διάφορα χρώματα και εκρήγνονταν σε μια ζεστή λάμψη. Επέτρεψε μόνο για μια στιγμή στο μυαλό του να παρασυρθεί απ’ την αρμονία της εικόνας, έβλεπε την πιο ελκυστική άβυσσο που θα αντίκριζε ποτέ του, και γλίστρησε σαν σκιά στο πάτωμα κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Έμεινε ακίνητος για λίγα λεπτά περιμένοντας. Γνώριζε σχεδόν με βεβαιότητα ότι από στιγμή σε στιγμή θα γινόταν αντιληπτός, ήξερε ότι η απόκοσμη φύση του νέου θα φρόντιζε για αυτό. Καθώς τα δευτερόλεπτα περνούσαν και τίποτα δεν συνέβαινε, αναθάρρησε. Έρποντας, πλησίασε αργά κι αθόρυβα το τραπέζι στο κέντρο του δωματίου. Σαν γυμνοσάλιαγκας άφησε το αιμάτινο μονοπάτι του από τα πληγωμένα του χέρια και μόλις έφτασε στο κέντρο σήκωσε αργά το κεφάλι του ακριβώς στο ύψος του τραπεζιού. Τον έβλεπε μπροστά του τώρα, σχεδόν στα τρία μέτρα και φαίνονταν τόσο απορροφημένος από αυτό που έκανε που δεν θα τον καταλάβαινε ακόμη κι αν σηκώνονταν όρθιος. Αργά αργά, κρατώντας με τα δαιμονικά του χέρια το όπλο του σηκώθηκε πρώτα στα γόνατα και μετά εντελώς όρθιος. Σημάδεψε τον Αντίχριστο και τίποτα δεν συνέβη. Καμιά φωνή στο μυαλό του, καμιά αντίδραση, λες και ήταν μόνος του στο δωμάτιο με ένα
308
φάντασμα του Αντίχριστου για παρέα. Το γνώριμο χαμόγελο του λύκου, με τους σουβλερούς κυνόδοντες να γυαλίζουν, πήρε θέση στο πρόσωπό του με ικανοποίηση! 25 Το τελευταίο σμήνος των μαχητικών που είχε απομείνει στην Υπερδύναμη πλησίαζε στα Γιάννενα. Είχε μια θανατηφόρα, αλλά συνηθισμένη αποστολή. Οι πιλότοι όντας εκπαιδευμένοι να υπακούν εντολές χωρίς ίχνος κριτικής σκέψης, αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πράξεών τους και τις εκατόμβες νεκρών, είδαν στα όργανά τους τις συντεταγμένες του στόχου τους. Έπρεπε να πλησιάσουν λίγο ακόμη για να στείλουν τους πυραύλους τους στο πρώτο και τελευταίο τους ταξίδι, όπου θα σκορπούσαν πανηγυρικά τον θάνατο. Είχαν ξεκινήσει από την Ιταλία, όπου περίμεναν υπομονετικά κι ενώ οι συνάδελφοί τους εξοντωνόταν κατά δεκάδες, πέρασαν την Αδριατική θάλασσα και το Ιόνιο πέλαγος και με το δάχτυλο κολλημένο στην σκανδάλη πλησίαζαν στον στόχο τους και το σημείο ρίψης των πυραύλων ήταν πλέον τόσο κοντά, σχεδόν το άγγιζαν. Βαθιά στα εσώψυχα τους όμως είχαν μια δυσάρεστη βεβαιότητα ότι οι μεγάλες φονικές μηχανές του εχθρού, αυτές που φάνταζαν τόσο απόκοσμες, τόσο αδύνατο να υπάρχουν και για τις οποίες τους ενημέρωσαν μόλις αποκαταστάθηκε η επικοινωνία, θα εμφανίζονταν ξαφνικά και… Προς το παρόν δεν φαίνονταν πουθενά, σε αντίθεση με το κατάλευκο κτίσμα μέσα στο καταπράσινο δασύλλιο που πρόβαλε λίγα χιλιόμετρα μπροστά τους. Ο Πλάτων αφοσιωμένος στο έργο του είδε λίγες κουκκίδες να πλησιάζουν στα Γιάννενα κι ένα καμπανάκι χτύπησε δυνατά μέσα του. Η Νεφέλη κινδύνευε! Θέλησε να στείλει αμέσως σήμα, αλλά το κουρασμένο του μυαλό άργησε να αντιδράσει. Οι χρυσοί ήλιοι τρεμόπαιξαν στις κόγχες των ματιών του, λες και μια αδυσώπητη μαύρη τρύπα απειλούσε να τους καταπιεί. Όλο και περισσότερο είχε μια περίεργη αίσθηση ότι εξαϋλωνόταν. Σε λίγο νόμιζε ότι θα παρατηρούσε το σώμα του απ’ έξω να λειτουργεί από μόνο του μέχρι να χαθεί εντελώς και κάθε μόριό του γίνει ένα με το σύμπαν. Η αίσθηση του φυσικού σώματος και η επιβολή του σ’ αυτό έσβηνε αργά, σαν τραυματισμένη κανάτα που αδειάζει βασανιστικά. Επιστράτευσε όλη του την ενέργεια και έδωσε την εντολή που επιθυμούσε. Το αποτέλεσμα ήταν άμεσο και η πλησιέστερη μηχανή σταμάτησε το έργο της και κατευθύνθηκε πίσω στην Ελλάδα. Σε λίγα δευτερόλεπτα στεκόταν ακίνητη, σαν να ανάβλυσε από το τίποτα, απέναντι από το αποφασισμένο, αλλά έκπληκτο από την στιγμιαία εμφάνισή της σμήνος. Ο Πλάτων ετοιμάστηκε να καταστρέψει τα κουνούπια που πλησίαζαν τον Καταστροφέα, όταν το μυαλό του μαρμάρωσε εντελώς απροσδόκητα και είδε απεγνωσμένος τα μαχητικά να περνάνε ξεφυσώντας με ανακούφιση δίπλα από τον Καταστροφέα, στέλνοντας με μίσος και ουρλιάζοντας τους πυραύλους τους προς το νοσοκομείο που βρισκόταν πίσω του. Η Νεφέλη ούρλιαξε από τον πόνο ακούγοντας σαν από πηγάδι τον γιατρό να της φωνάζει: -Σπρώξε, κορίτσι μου, σπρώξε. Λίγο ακόμη και τελειώσαμε. Η μητέρα της της κρατούσε το χέρι μες την αίθουσα του τοκετού κι έξω απ’ αυτήν ο πατέρας της κοιτούσε από το παράθυρο νιώθοντας την αγωνία του να ξεχειλίζει. Την ημέρα που ο κόσμος βίωνε τον απόλυτο τρόμο, η κόρη του γεννούσε τον καρπό ενός τρομερού άντρα. Φόβος, απορία, συγκρουόμενες σκέψεις κι ένα αβάσταχτο άγχος κούραζαν την καρδιά και το μυαλό του. Η Νεφέλη είχε χωριστεί στα δύο. Το σώμα της κειτόταν στην αίθουσα τοκετού,
309
αφημένο στην φροντίδα των γιατρών και της μητέρας της. Το μυαλό της όμως ταξίδευε στον κόσμο ολόκληρο αναζητώντας τον Πλάτων. Με την άκρη του ματιού της κοίταζε με πάθος την εικόνα της οθόνης στην άκρη του χειρουργείου. Το γεγονότα στον κόσμο μας ήταν τόσο συγκλονιστικά, που ακόμη κι οι γιατροί αδυνατούσαν να αποσχιστούν και να δουλέψουν απερίσπαστοι. Φωτιά κι ατσάλι είχε πλημμυρίσει τον πλανήτη χάρη στο όνειρό του για έναν καλύτερο κόσμο. Καμένες σάρκες και θρυμματισμένα κόκαλα. Τα ρεπορτάζ των δημοσιογράφων σε όλο τον κόσμο έκαναν λόγο για σκηνές της αποκάλυψης με τον τρόμο και τον φόβο να κυριαρχούν. Μιλούσαν όμως και για μια αυξανόμενη ελπίδα, για μάζες ανθρώπων που χόρευαν και γιόρταζαν για την συντριβή του συστήματος του Παλιού Κόσμου. Κι η Νεφέλη προσδοκούσε παθιασμένα να ακούσει κάτι για αυτόν. Κάτι για τον άνθρωπο πίσω απ’ τις φονικές μηχανές που η εικόνα τους έκανε το γύρω του κόσμου, ίσως και γρηγορότερα απ’ τις ίδιες, καθώς τολμηροί δημοσιογράφοι τις αποθανάτιζαν επι τω έργω! Έψαχνε απεγνωσμένα τις εικόνες στην οθόνη, όταν ξαφνικά οι πόνοι σταμάτησαν. Σαν σε όνειρο περιπλάνησε την ματιά της στο δωμάτιο χωρίς ήχο λες και κάποιος είχε πατήσει το κουμπί της σιωπής. Είδε δίπλα της την μητέρα της χαμογελαστή να κοιτάζει με λαχτάρα μπροστά. «Τι θέαμα μπορεί να της προκάλεσε τέτοιο δέος;» αναρωτήθηκε η Νεφέλη κι ακολούθησε το βλέμμα της γεμάτη περιέργεια. Ο ήχος επανήλθε μαζί με την εικόνα που αντίκρισαν τα μάτια της. Άκουσε ένα σιγανό κλάμα το οποίο έσβησε αργά κι αντίκρισε το ομορφότερο πλάσμα του κόσμου. Ο γιατρός κρατούσε στα χέρια του ένα ροδαλό μωράκι με ξανθά μαλλάκια. Βλέννες κι αίματα κάλυπταν το δερματάκι του σε διάφορα σημεία, όμως αυτό δεν μείωνε καθόλου την ψυχική ανάταση όλων μες την αίθουσα. Ακόμη κι οι νοσοκόμες έμειναν καρφωμένες σαν αγάλματα και παρατηρούσαν αχόρταγα το πανέμορφο και παράξενο αυτό μωράκι, το νεογέννητο κοριτσάκι που έκλαψε δυνατά, αλλά ελάχιστα, μόλις γεννήθηκε και τώρα τριγύριζε το κεφαλάκι του στο δωμάτιο κοιτώντας με τα καταγάλανα ματάκια του τα πρόσωπα όλων. -Γιατρέ, ψέλλισε συγκινημένη η Νεφέλη απλώνοντας ικετευτικά τα χέρια της. Ο πόνος, η κούραση, ακόμη κι αυτή η σκέψη του Πλάτωνα χάθηκαν στα μονοπάτια του μυαλού της και μόνο μια λαχτάρα, η πανίσχυρη επιθυμία να κρατήσει στην αγκαλιά της το μωρό της, κυριάρχησε θριαμβευτικά. Ο γιατρός κινήθηκε αργά, σαν μαγεμένος από το πρωτόγνωρο αυτό πλάσμα, το οποίο δεν ήθελε να αφήσει από τα χέρια του. Η αίσθηση του υπέροχου και θαυμαστού γέμιζε την καρδιά του. Οι μαγεμένες νοσοκόμες τον είδαν να παραδίδει απρόθυμα το μωρό στην μητέρα του και να στέκεται ασάλευτος από πάνω. Δεν ήθελε να χάσει ούτε δευτερόλεπτο αυτής της μυστικιστικής τελετουργίας που βρισκόταν σε εξέλιξη. Η Νεφέλη ένιωσε θεόρατα κύματα την ευτυχία να την παρασέρνουν αγγίζοντας πάνω της το μωρό της. Αυτό κούρνιασε μες την ζεστή αγκαλιά της, αγγίζοντας με τα μικροσκοπικά χεράκια του το στέρνο της και τα ματάκια του την κοιτούσαν μελαγχολικά. Το προσωπάκι της ήταν η τέλεια αναλογία του δικού της και του Πλάτωνα, όμως τα ματάκια της, αυτά τα υπέροχα μπλε μάτια ήταν ίδια με του πατέρα της. Η εικόνα του Πλάτων να την κοιτάζει με αστείρευτη αγάπη το πρώτο τους βράδυ κι αφού η κορούλα τους είχε συλληφθεί ξεπήδησε στο μυαλό της και πυροδότησε το ξέσπασμά της. Η Νεφέλη αφέθηκε στην λυτρωτική δύναμη του κλάματος και αμέσως η κόρης της την μιμήθηκε. Δεν γνωρίζουμε αν το διάβασε στην σκέψη της, όμως μάνα και κόρη έκλαιγαν γοερά, ενωμένες στην ψυχή και το σώμα, νιώθοντας όλο και πιο έντονο ένα αίσθημα
310
θανάτου να φράζει τα πνευμόνια τους. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένες! Ο Πλάτων ένιωσε έναν πρωτόγνωρο τρόμο μπροστά στα γεγονότα που συνέβησαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Ο χρόνος συμπυκνώθηκε απότομα και η πιθανή αδυναμία του να ανταπεξέλθει ταυτόχρονα στις προκλήσεις προκάλεσαν για πρώτη και τελευταία φορά φόβο μες το υπέροχο μυαλό του. Η Νεφέλη κινδύνευε κι όμως το μυαλό του πάγωσε, και μαζί του και ο Καταστροφέας, ακριβώς την χειρότερη στιγμή, καθώς τα εχθρικά μαχητικά ξερνούσαν τους πυραύλους τους. Φαντάστηκε ότι η αντίδραση του μυαλού του είχε να κάνει με την εξάντληση και την πρωτόγονη δίψα που ένιωθε. Δυστυχώς όμως υπήρχε κάτι χειρότερο από την στυφή γεύση και την ατέλειωτη δίψα στο στόμα και στα σπλάχνα του. Το μυαλό του αντιλήφτηκε εγκαίρως μια παρουσία πίσω του. Μια σκοτεινή δύναμη αποφασισμένη για θάνατο άγγιζε τον στόχο της κι ένα όπλο απείχε πλέον λίγα εκατοστά από το κρανίο του. Ο πράκτορας άδραξε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε, σαν λιοντάρι που εκμεταλλεύεται την μια και μοναδική στιγμή απροσεξίας του θηράματος του, και πλησίασε σε απόσταση αναπνοής τον Αντίχριστο. Δεν ήθελε να αντικρίσει δεύτερη φορά το ίδιο θέαμα που είχε αποκαλυφθεί στην πρώτη απόπειρα δολοφονίας του, με τις σφαίρες του να τσακίζονται σε μια αόρατη ασπίδα. Γι’ αυτό πλησίασε όσο περισσότερο μπορούσε για να αυξήσει τις πιθανότητες του. Πήδηξε πάνω στο τραπέζι κι ανάμεσα απ’ τις χρωματιστές ακτίνες που τριγυρνούσαν στο δωμάτιο και σύρθηκε ακριβώς από πίσω του. Ένας απειροελάχιστος ήχος όμως τον πρόδωσε. Ήταν η καρδιά του που ηχούσε σαν τύμπανα πολέμου μιας άλλης εποχής, καθώς βιαζόταν να στείλει αίμα στο κουρασμένο από τον φόβο του μυαλό, και τώρα που τον αντιλήφθηκε το μυαλό του Πλάτων ήταν αποφασισμένο να ασχοληθεί πάνω απ’ όλα με την επιβίωσή του. Στο απειροελάχιστο σημείο που ο πράκτορας πατούσε την σκανδάλη και οι πύραυλοι ορμούσαν στο νοσοκομείο, μια ανήλεη μάχη δόθηκε μες το σώμα του Πλάτωνα. Δεν υπήρχε χρόνος για να σώσει την Νεφέλη και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει τον πράκτορα. Δεν είχε όμως δυνατότητα επιλογής. Το πανίσχυρο μυαλό του, η σκοτεινή Σκιά που είχε καλύψει τον άνθρωπο μέσα του, έκανε από μόνο του την επιλογή του κι αυτή δεν ήταν άλλη από την επιβίωσή του. Σκόπευε λοιπόν με την μαγνητική ασπίδα που θα δημιουργούσε στιγμιαία να προστατευτεί από την σφαίρα και στην συνέχεια να εξοντώσει το ενοχλητικό πλασματάκι, που βρισκόταν πίσω του. Δύσκολο αλλά πραγματοποιήσιμο! Κι ο Πλάτων είχε σχεδόν αφεθεί. Αναγνωρίζοντας τα όριά της, η καρδιά του, αν και απρόθυμη, σχεδόν συναίνεσε. Μέχρι που ένα γοερό κλάμα δυο ψυχών, η ηδονιστική αίσθηση μιας καινούριας ζωής και η σιγουριά ότι ένα νέο κομμάτι του εαυτού του βρισκόταν πάνω στον πλανήτη τρύπωσε στα σωθικά του. Βίωσε μια ατέλειωτη, μοναδική στιγμή, χαμένος στην σύγχυση και το χάος, όντας όμως σίγουρος ότι η Νεφέλη μόλις είχε γεννήσει, η καρδιά του επαναστάτησε. Με μια απόκοσμη και λυσσαλέα κραυγή, ένα κάλεσμα στις αρχέγονες συμπαντικές δυνάμεις, συνέτριψε την θέληση του μυαλού του δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στην αγάπη. Πήρε τον έλεγχο απ’ την παραδομένη μπρος την ανίκητη θέλησή του Σκιά και καθώς η σφαίρα άγγιζε στριφογυρνώντας με ταχύτητα το κρανίο του, αυτός σε χρόνο μηδέν έστειλε την πολυπόθητη εντολή στον Καταστροφέα. Ο Καταστροφέας ξεκίνησε αμέσως την αποστολή του, γύρισε προς το σμήνος εκτοξεύοντας τις κόκκινες φλόγες του και κυνήγησε με την απίστευτη ταχύτητά του τους εισβολείς. Κατάφερε σε κλάσματα του δευτερολέπτου και κατάστρεψε τόσο τα μαχητικά μέχρι το τελευταίο, όσο και τους πυραύλους τους ακριβώς την στιγμή που άγγιζαν τον στόχο τους. Δυνατές εκρήξεις και φλεγόμενα συντρίμμια των πυραύλων και των
311
μαχητικών ταρακούνησαν συθέμελα το νοσοκομείο, χωρίς ανθρώπινες απώλειες, παρά μόνο με λίγους τραυματισμούς από τα σπασμένα τζάμια. Το πεδίο ήταν καθαρό πλέον και εν συνεχεία ο Καταστροφέας σε συνδυασμό με τους άλλους δυο εκτέλεσε την τελευταία, προς αυτούς, εντολή του Πλάτων. Πήραν όλοι την ίδια διαταγή. Θα περιπλανιόνταν μόνοι τους πάνω στον πλανήτη, σαν σκοτεινές σκιές για όσο θα χρειαζόταν, ώστε να καταστρέψουν κάθε μηχανή του θανάτου και κάθε εργοστάσιο παραγωγής της και στο τέλος θα επέστρεφαν στον γυάλινο πύργο. Ο Οδυσσέας μπήκε φουριόζος μες το δωμάτιο και αντικρίζοντας τον πράκτορα να σημαδεύει τον Πλάτωνα, άρχισε να τον πυροβολεί, μην επιτρέποντας στον εξαντλημένο εαυτό του να μαγευτεί απ’ τα θεσπέσια χρώματα που χόρευαν τρεμοσβήνοντας παντού γύρω του. Η πρώτη σφαίρα χτύπησε τον πράκτορα στο πίσω μέρος του κρανίου ανοίγοντας μια τεράστια τρύπα και η επόμενη στην βάση του λαιμού του πυροδοτώντας ένα κόκκινο σιντριβάνι, που άρχισε να λούζει τον χώρο γύρω του. Ο πράκτορας δεν πρόλαβε να δει τα αποτελέσματα της δικής του σφαίρας, αφού η ταινία της ζωής του κόπηκε απότομα στέλνοντας τον για πάντα στο σκοτάδι. Ο Πλάτων αντιθέτως είχε αγγίξει την υπέρτατη ευδαιμονία την στιγμή που η σφαίρα τσάκιζε λαίμαργα το πίσω μέρος του κρανίου του και ξεκινούσε ένα ταξίδι μέσα στο υπέροχο μυαλό του. Ένιωθε πλήρης, γινόταν ένα με το σύμπαν, με κάθε άτομο της ύλης μες τον ενιαίο κόσμο μας! Η Νεφέλη και το μωρό τους ήταν ζωντανοί και ο κόσμος μας θα ήταν καθαρός κι αφοπλισμένος μέχρι το τέλος της ημέρας. Ένας νέος δρόμος ανοίγονταν για όλους. Είχε πετύχει τον στόχο του; Ίσως. Είχε προσπαθήσει όσο περισσότερο μπορούσε; Βεβαίως! Γαμώτο έδινε την ζωή του για αυτό! Νίκησε τα εγωιστικά του γονίδια, κάνοντας πραγματικότητα την υπέρτατη πράξη αλτρουισμού. Η θυσία του ήταν το μέσο για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Έδρασε όπως θα ήθελε να δρουν όλοι οι άνθρωποι και έδωσε το απόλυτο παράδειγμα προς μίμηση. Θυσιάστηκε για την Νεφέλη, το παιδί τους και τα παιδιά όλου του κόσμου. Αισθανόταν πραγματικά πολίτης αυτού του κόσμου, χωρίς διαχωριστικές γραμμές με τους συνανθρώπους του, παρά μόνο με κοινά όνειρα και φόβο. Ένιωθε ένα πραγματικά ελεύθερο ον του σύμπαντος μας, που έσπασε τα δεσμά της απομόνωσης του κι είδε τον κόσμο μας όπως πραγματικά είναι! Φως και σκοτάδι! Αγωνιζόμενος να κρατηθεί όρθιος αντιλήφθηκε κάπου μακριά τον Οδυσσέα να τρέχει κοντά του και του έστειλε την τελευταία του εντολή, διακεκομμένη βίαια, καθώς η σφαίρα άνοιγε δρόμο ανάμεσα στα μονοπάτια των νευρικών του κυττάρων, καταστρέφοντας αναμνήσεις, λειτουργίες, την ίδια την συνείδησή κι η σκοτεινή Σκιά αγωνιζόταν απελπισμένα να βρει μια άλλη, εναλλακτική διαδρομή για να πραγματοποιήσει την ευχή του. «Πες… πρωθυπουργό… ασημένια σφαί…» Αυτό ήταν το μόνο που άκουσε ο Οδυσσέας, καθώς τα χρώματα που στόλιζαν το δωμάτιο έσβησαν ξαφνικά και το μυαλό του βίωσε έναν καυτό πόνο από μια αλλόκοτα βαθιά και τραγική φωνή, βγαλμένη από την άβυσσο. Ήταν τα τελευταία λόγια του Πλάτωνα που δραπέτευσαν από τον θάνατο. Φτάνοντας τρομοκρατημένος κοντά του τον είδε να στέκεται ακόμη με το δεξί του χέρι να δείχνει μπροστά κάτι που έβλεπε μόνο αυτός, τρέμοντας ολόκληρος, λες και το σώμα του έδινε τον υπερπάντων αγώνα να ζήσει, κι αν ακόμη έχανε την μάχη αυτή να σταθεί στο ύψος του. Και το θέαμα που αντίκρισε ο Οδυσσέας ήταν φρικιαστικό. Η προηγούμενη ασύλληπτη ομορφιά του είχε χαθεί, το δέρμα του είχε ζαρώσει στο
312
πρόσωπο και τα χέρια του, το χρώμα του είχε γίνει κατάλευκο σαν χιόνι κι έμοιαζε τόσο απίστευτα αφυδατωμένος με τα χείλη και τα μάγουλά του τραβηγμένα έντονα, σχεδόν στα όριά τους, έτοιμα να σπάσουν, προς την λεπτή σχισμή που κάποτε ήταν το στόμα του. Τα μαλλιά του είχαν χάσει την λάμψη, την ζωντάνια τους, φάνταζαν σαν βαμμένα άχυρα που στεκόταν με δυσκολία στο κρανίο του κι η σφαίρα του πράκτορα αφού βρήκε την διέξοδο της από το δεξί του μάτι, αφήνοντας στην θέση του μια κόκκινη σπηλιά που αιμορραγούσε, κομμάτια από θρυμματισμένο κόκκαλο και πολτοποιημένο μυαλό να κρέμονται ασύμμετρα, καρφώθηκε στον γυάλινο τζάμι σχηματίζοντας ένα πορφυρό μακάβριο σχέδιο. Κι όμως το βλέμμα του, ο ήλιος που τρεμόσβηνε στο αριστερό του μάτι, ήταν καρφωμένο μπροστά, έξω από το γυάλινο τζάμι, λες και μπορούσε να δει, να διακρίνει μια εικόνα γαλήνης, ένα άγνωστο ευτυχές μελλοντικό τέλος ενώ ο ίδιος ακροβατούσε στο χείλος της αβύσσου. Ίσως μπορούσε, σαν σε όραμα, να δει το πρωινό που θα ξημέρωνε και τον καινούριο κόσμο που έχτισε. Ο συντετριμμένος πρωθυπουργός θα έκλαιγε με λυγμούς μπρος το θέαμα του νεκρού του συντρόφου. Θα τον αγκάλιαζε και θα τον φιλούσε τρυφερά στο μάγουλο και το μέτωπο, λες και ήταν ο γιος του, ο αδερφός του, ο ίδιος του ο πατέρας. Μια λιτή κηδεία, όπως αρμόζει σε κάθε μεγάλο άνθρωπο, με εκατομμύρια σιωπηλούς θεατές θα πραγματοποιούνταν. Μια συγκλονιστική αποκάλυψη για κάθε άνθρωπο, η ζωή και ο θάνατός του. Και πάνω απ’ όλα για αυτούς που τον έζησαν από κοντά. Ο πρωθυπουργός θα έψαχνε την λύση του γρίφου στα τελευταία του λόγια. Θα κοίταζε φοβισμένος και με δέος τους τρεις σκοτεινούς Καταστροφείς να στέκονται ακίνητοι κάτω απ’ τον ήλιο, υποκλινόμενοι μπροστά του. Θα παρατηρούσε την ασημένια σφαίρα με περιέργεια και μια έντονη θέληση να δράσει. Χωρίς πολύ σκέψη, λειτουργώντας από ένστικτο και υπό το βλέμμα του άγρυπνου φρουρού του, του Οδυσσέα, θα έκανε το αυτονόητο. Θα άγγιζε με τα γυμνά του χέρια την ασημένια σφαίρα, μόνο και μόνο για να νιώσει την αστείρευτη Δύναμη μέσα του. Χιλιάδες χρώματα θα ξεπηδούσαν και θα έσβηναν απότομα, καθώς η τρομακτική ενέργεια που απαιτούνταν θα εξαντλούσε τον πρωθυπουργό. Αργά, αλλά σταθερά, μέρα την μέρα, με επιμονή και υπομονή, θα μάθαινε να την χρησιμοποιεί έστω για λίγο, όσο ήταν απαραίτητο για να στείλει τις εντολές του στους τρεις Καταστροφείς. Θα γινόταν στα χέρια του οι θεματοφύλακες του Νέου Κόσμου! Ο ίδιος θα έλιωνε αργά, σαν κερί που τέλεψε το χρέος του, η ασημένια σφαίρα θα απαιτούσε απ’ αυτόν τα πάντα, όλο του το είναι, τα μαλλιά του θα άσπριζαν γοργά κι οι ρυτίδες θα έσκαβαν ακατάπαυστα το πρόσωπό του, θα έχανε κιλά μένοντας στο τέλος ένας όρθιος σκελετός, δέρμα και κόκαλα. Δεν τον ένοιαζε όμως, τα έβλεπε όσα του συνέβαιναν σαν τις ωδίνες μονάχα μιας καινούριας εποχής που γεννιέται, καθώς ο κόσμος θα άνθιζε γύρω του και σε όλο τον πλανήτη ενώ μια νέα ενέργεια διαπερνούσε την Γη μας. Μια νέα ενέργεια που θα διασφάλιζε στην αρχή ο απαραίτητος φόβος απέναντι στις φονικές μηχανές, μέχρι την στιγμή που ο κόσμος θα μεταμορφωνόταν για πάντα και αυτές δεν θα ήταν πια χρήσιμες στην κοινωνία των ανθρώπων, παραμένοντας εκθέματα μιας καινούριας δημιουργίας! Ένας αφοπλισμένος κόσμος θα κυριαρχούνταν πλέον από τους οραματιστές. Η εξουσία θα καταλαμβανόταν από τους λίγους που είχαν δει στο πρόσωπο του Πλάτων μια εξαιρετική ελπίδα και όχι έναν ανείπωτο φόβο. Οι εκφραστές του παλιού, διεφθαρμένοι πολιτικοί, μεγαλοτραπεζίτες και επιχειρηματίες που ενδιαφέρονταν μόνο για τα εγωιστικά τους γονίδια, θα τιμωρούνταν αυστηρά για εγκλήματα κατά τις ανθρωπότητας. Πολιτικοί διανοούμενοι πλέον θα καθοδηγούσαν τους συνανθρώπους τους με σύνεση και μια νέα αρμονία θα σάρωνε την Γη, πάνω στην βάση του αυτοσεβασμού του ανθρώπου και των
313
εθνών. Τα έθνη θα προϋπήρχαν όπως και πριν, αλλά σιγά σιγά ο Οργανισμός Ενωμένων Εθνών θα έπαιζε τον ρόλο που του αναλογούσε. Τα Ενωμένα Έθνη θα γινόταν ο ισχυρότερος πολιτικός φορέας του πλανήτη, μια παγκόσμια κυβέρνηση, η οποία θα έλυνε όλα τα μείζονα διεθνή προβλήματα. Θα έβαζε τέρμα στην πείνα και την εξαθλίωση σε κάθε γωνιά του πλανήτη, απαιτώντας κι επιβάλλοντας στα πλούσια έθνη να στηρίζουν τα φτωχότερα. Οι εθνικές κυβερνήσεις θα φρόντιζαν ώστε ο πλούτος των εχόντων να διαμοιραστεί πρώτα στους φτωχούς της επικρατείας τους κι ύστερα κι αλλού, όπου υπήρχε ανάγκη στον κόσμο μας. Έτσι, ένα νέο σύστημα θα χτίζονταν υπομονετικά, μια δίκαιη αναδιανομή του παγκόσμιου πλούτου θα εγκαθίδρυε το βασίλειο της αγάπης πάνω στην Γη και οι άνθρωποι θα βίωναν την αληθινή παγκοσμιοποίηση, αυτή που βρισκόταν στον δρόμο τους πριν ξεστρατίσουν. Όλοι οι άνθρωποι θα γινόταν ισάξιοι πολίτες του παγκόσμιου χωριού μας! Πλέον οι πόροι της Γης θα χρησιμοποιούνταν με σύνεση και προς την σωστή κατεύθυνση. Ένα νέο συμβόλαιο με την φύση θα ήταν γεγονός, χωρίς μόλυνση, καταστροφή και υπερεκμετάλλευση. Με σεβασμό σε κάθε ζωντανό οργανισμό, στην ίδια την Ζωή. Η γη μπορεί να μας θρέψει όλους και έχει χώρο για κάθε ον που έχει την τύχη να ξεπηδά απ’ την ανυπαρξία για λίγο, να περπατά πάνω της και να ατενίζει τον ήλιο της! Η άγνοια, η δεισιδαιμονία και ο φόβος, ο γρίφος του οποίου λύνεται με την απλή εμπιστοσύνη, εξοστρακίζονται σταθερά από τις ψυχές των ανθρώπων και στην θέση τους μπαίνουν η πνευματική κατανόηση, η γνώση και η αγάπη! Ω, τι υπέροχος καινούριος κόσμος! Και σε μια μικρή γωνιά του πλανήτη, σε μια μικρή πόλη, στο πλάι μιας καθαρής, επιτέλους, λίμνης, είδε ένα ξανθό κοριτσάκι να τρέχει ασταμάτητα πέρα δώθε κάτω απ’ τα αιωνόβια πλατάνια, γελώντας με την καρδούλα του. Θα΄ ναι τώρα δύο χρονών. Κι άλλα παιδάκια τρέχουν γύρω της, κάτω απ’ τον γαλάζιο ουρανό και υπό το άγρυπνο βλέμμα του ήλιου. Αγοράκια και κοριτσάκια, λευκά, κίτρινα και μαύρα, παιδιά γηγενών και μεταναστών, σχηματίζοντας όλα μαζί τον πολύχρωμο πίνακα του αύριο. Η μητέρα της κάθεται σε ένα παγκάκι και την κοιτάζει με αγαλλίαση. Δεν παίρνει στιγμή τα μάτια της από πάνω της. Λατρεύει κάθε της κίνηση, κάθε μορφασμό του προσώπου της, κάθε απίστευτη ερώτησή της. Και κυρίως λατρεύει τα μπλε ματάκια της. Αυτά που την κοιτάνε απότομα, καθώς το κορίτσι σταματάει να τρέχει και κοιτάζει, με βλέμμα επίπληξης την μαμά της. «Αφού σου είπα, μαμά ότι θα προσέχω. Πάψε να ανησυχείς και να σκέφτεσαι ότι κάτι θα μου συμβεί. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στο παιχνίδι. Εντάξει;» «Εντάξει» σκέφτηκε απρόθυμη η Νεφέλη και έσκασε ένα προσποιητό χαμόγελο. «Αντιγόνη, σ’ αγαπώ» πρόσθεσε και έκανε προσπάθεια να μην σκέφτεται τον κίνδυνο. Έκλεισε τα υγρά της μάτια και σκάλισε το παρελθόν. Θυμήθηκε δυο μπλε μάτια, δυο τεράστιους ωκεανούς, που γνώρισε ένα βροχερό πρωινό κάνοντας ωτοστόπ και μες τους οποίους θα κολυμπούσε για πάντα! Ένα κόκκινο δάκρυ κύλησε αργά από την μακάβρια τρύπα στο πρόσωπό του κι ενώ ο μαύρος ήλιος έσβηνε αργά και βασανιστικά μέσα στο αριστερό μάτι του Πλάτωνα. Αυτό βάφτηκε στιγμιαία κατάμαυρο σαν πίσσα, ακόμη και το άσπρο του ματιού, την στιγμή που αντίκριζε μπροστά του την άβυσσο, την πηγή και το τέλος, την βάση όλης της ύπαρξης, υπό το έντρομο βλέμμα του περίλυπου Οδυσσέα, για να μεταμορφωθεί ξανά στο γνώριμο γαλάζιο του ωκεανού. Κι ενώ το μυαλό του έσβηνε κι όλα αφανίζονταν, η γη, ο ουρανός, οι ιδέες και τα όνειρα, ένα τεράστιο χαμόγελο εντυπώθηκε πάνω στο ματωμένο του
314
πρόσωπο, καθώς ένιωθε το παγωμένο άγγιγμα, την ψύχρα του θανάτου, την κρυάδα της ύλης να τον κατακλύζει. Βούτηξε ελεύθερος μες την απεραντοσύνη της ανυπαρξίας, το όραμα έσβησε κι ο Πλάτων βυθίστηκε μες το σκοτάδι!
315
…ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ!
Ο ήλιος ετοιμαζόταν από στιγμή σε στιγμή να προβάλλει στον ορίζοντα. Οι πρώτες ακτίνες έδειχναν τον δρόμο, χαράζοντας με πάθος το σκοτάδι, το οποίο φοβισμένο έτρεχε γρήγορα να κρυφτεί μακριά. Ο σκοτεινός ουρανός βάφονταν τα χρώματα της ζωής, ένα βαθύ μπλε στην αρχή που εξοστράκιζε, ανεβαίνοντας πίσω απ’ τα βουνά, το μαύρο της νύχτας, ακολουθούμενο από ένα έντονο πορτοκαλί, που όλο κι επεκτείνονταν, που κυριαρχούσε σταδιακά, γλυκαίνοντας ταυτόχρονα σε ένα απαλό κίτρινο. Τα πλάσματα πάνω στο πρόσωπο της Γης τον καλοδεχόταν υπνωτισμένα. Κάθε μέρα, εδώ κι εκατομμύρια χρόνια, η επαναλαμβανόμενη αυτή διαδικασία δεν παύει να προκαλεί δέος και κατάνυξη σε ολόκληρη την πλάση, σε κάθε ζωντανό κομμάτι ύλης. Να, όπως εδώ, σ’ αυτήν την μικρή γωνιά του πλανήτη. Όλα τα ζώα, άνθρωποι και μη, ξυπνούσαν κι αντίκριζαν με ασυνείδητη ικανοποίηση μια καινούρια μέρα. Οι άνθρωποι θα ξεκινούσαν τις καθημερινές τους ασχολίες, δουλεία, σχολείο, νοικοκυριό, ενώ τα υπόλοιπα ζώα θα ριχνόταν στην μάχη της επιβίωσης, χωρίς έγνοιες άλλες από αυτές που τους υπαγορεύουν τα ένστικτά τους. Στην ξακουστή λίμνη, τα υδρόβια πουλιά θα άφηναν τις κρυψώνες όπου έχτιζαν τις φωλιές τους σε αναζήτηση τροφής. Οι φωλιές τους εκτείνονταν κυρίως μέσα στα καλάμια, πολλά από τα οποία βρίσκονταν γύρω από το νησάκι, την μικρή λωρίδα γης, καταπράσινο έργο της φύσης στην μια μεριά, πετρόχτιστο κατασκεύασμα του ανθρώπου στην άλλη, που κοσμεί την λίμνη. Και χωρίς να το ξέρουν, οι νερόκοτες, οι πάπιες και τα άλλα πουλιά είναι κι αυτά κάτοικοι του διάσημου νησιού, όπου κάποτε ο τρομερός, αιμοσταγής και θρυλικός Αλή Πασάς είχε το εξοχικό του και των γλυκών νερών όπου αυτοκτόνησε η ερωμένη του, η Κυρά Φροσύνη. Κι ενώ σε λίγο ο ήλιος θα ζέσταινε με το γλυκό του και φιλόξενο φως τα πάντα στο διάβα του, το ξημέρωμα υποδέχτηκε την πόλη με δροσιά και ψύχρα, χάρη στην υγρασία της λίμνης και το σκοτάδι της νύχτας. Η υγρασία τρυπώνει παντού, ταξιδεύει αδιάκοπα, μεταφέροντας σταγονίδια νερού, τα οποία κατακάθονται απρόσκλητα τριγύρω και με την συνεργασία του σκοταδιού ψυχραίνουν τους οικοδεσπότες τους, την πράσινη γη, τα άψυχα αντικείμενα, τα ανθρώπινα κορμιά, ακόμη και τις ψυχές, που κατοικούν μέσα τους. Έτσι, κι ο νέος ένιωσε μια απίστευτη ψύχρα, την υγρασία που τον σκέπαζε, που του πάγωσε την ψυχή. Ένιωθε πως είχε γίνει ένα με την σκοτεινιά. Αισθανόταν ότι άπλωνε το παγωμένο απειλητικό της χέρι και τον χάιδευε στην πλάτη. Λίγο ακόμη να αφήνονταν στα χάδια της και θα τον κυρίευε μετατρέποντας τον σε ένα νεκρό γλυπτό από πάγο. Ο φόβος όρμησε στην επιφάνεια κι επέδρασε άμεσα στον τρομαγμένο του εγκέφαλο, που πάσχισε να αντιδράσει. Σκοτάδι και κρύο τον αγκάλιαζαν σφιχτά. Κείτονταν σε ένα σκληρό μεταλλικό στρώμα, που τρύπαγε με χιλιάδες παγωμένα καρφιά την σπονδυλική του στήλη. Που ήταν; Τι είχε συμβεί; Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν… Τρομοκρατήθηκε κι η απόγνωση ούρλιαξε μέσα του. Άνοιξε τα μάτια του έντρομος. Τα είχε καταφέρει; Οι αναμνήσεις έσκασαν ορμητικά στην συνείδησή του, σαν βίαιο κύμα στην ανύποπτη παραλία.
316
-Νεφέληηηηηηηηηηη, ούρλιαξε με τρόμο μέχρι που τα πνευμόνια του άδειασαν από αέρα. Οι σπηλιές των ματιών του φωτίστηκαν καθώς τα βλέφαρά του τραβούσαν τις κουρτίνες τους και είδε τον γαλάζιο ουρανό να τον καλωσορίζει, ενώ έπαιρνε μια βαθιά και παρατεταμένη ανάσα. Ένιωσε το σκληρό μέταλλο, πάνω στο οποίο είχε περάσει την νύχτα. Και τότε κατάλαβε. Σήκωσε βιαστικά και με κόπο την πονεμένη του πλάτη και το είδωλο της πόλης του σχηματίστηκε στον καθρέφτη του μυαλού του. Αντίκριζε την αγουροξυπνημένη πόλη από ψηλά και τα μάτια του θόλωσαν με μιας, γέμισαν καυτά δάκρυα. Τα δάκρυα κύλησαν αργά πάνω στο ανέκφραστο πρόσωπο, που έβλεπε συντετριμμένο μια εικόνα, την αγαπημένη του εικόνα, που δεν πίστευε ότι θα ξανάβλεπε ποτέ. Τι παράξενο πρωινό αλήθεια, γεμάτο θλίψη. Ποιες σκιές φεύγουν; Ποια μυστήρια έλαβαν χώρα; Ήταν ζωντανός λοιπόν! Ύστερα τον πήραν τα κλάματα. Ήταν ζωντανός κι έκλαιγε με λυγμούς. Μες την παραζάλη του έχασε την ισορροπία του, ένιωθε μια απελπιστική απόγνωση να τον κυριεύει κι έπεσε απ’ το καπό του αυτοκινήτου του στο χώμα. Προσγειώθηκε άτσαλα με τα χέρια και τα γόνατα πάνω στα μυτερά χαλίκια. Σαν σε όνειρο ένιωσε μια γλυκιά σουβλιά στο αριστερό του χέρι. Σύρθηκε αργά και στηρίχθηκε με την πλάτη πάνω στην ρόδα, σκουπίζοντας τα πλημμυρισμένα του μάτια. Οι λυγμοί συνεχίζονταν αδιάκοπα, σπαραχτικοί, ενώ ταυτόχρονα έκανε προσπάθειες να δει το χέρι του. Κοίταξε την πληγωμένη του παλάμη και είδε το αίμα να κυλάει από μια φρέσκια πληγή ακριβώς στο κέντρο. Ένα πετραδάκι ήταν καρφωμένο κι έμοιαζε αναποφάσιστο, να εισχωρήσει ολόκληρο ή όχι. Το έπιασε με το δεξί του χέρι και το έβγαλε απότομα παρατηρώντας το απορημένος. Μια δεύτερη σουβλιά, δυνατότερη από την πρώτη διαπέρασε σαν καυτό σπαθί το χέρι του. Σήκωσε τα δυο του χέρια μπρος τα θολά του μάτια. Είδε το αίμα που γλίστραγε αργά από την πληγή, σχηματίζοντας κόκκινα ρυάκια. Είδε τις χαρακτηριστικές γραμμές στις παλάμες, διέκρινε τις γαλάζιες φλέβες να ταξιδεύουν κάτω απ’ το δέρμα του. Παρατήρησε τις φάλαγγες των δαχτύλων του, τα τριχάκια που έντυναν την εξωτερική τους πλευρά, τους τένοντες που συνέχιζαν προς τον καρπό. Δύο τέλεια εργαλεία. Δυο χέρια ανθρώπινα, υπερβολικά ανθρώπινα! Έψαξε μάταια πάνω στα χέρια του και μες την ψυχή του να βρει την Δύναμη, αυτήν που νόμιζε ότι κατείχε μόνο αυτός απ’ όλους τους ανθρώπους. Πίεσε τον εαυτό του μέχρι που οι φλέβες κόντεψαν να δραπετεύσουν απ’ τον λαιμό του και έμεινε ξέπνοος και νικημένος. Τίποτα! Καμιά αλλαγή, τα ανθρώπινα χέρια του παρέμειναν ανθρώπινα. Αγκάλιασε τον εαυτό του με τα χέρια όλου του κόσμου και αφέθηκε πάλι στους λυγμούς. Θα νόμιζε κανείς ότι ο νέος έκλαιγε από ευτυχία. Αν μη τι άλλο ήταν ζωντανός. Ίσως αυτό θα έκαναν οι περισσότεροι, όχι όμως αυτός ο νέος. Αυτός, φίλοι μου, έκλαιγε από δυστυχία! Πέθανε στον ύπνο του, μέσα σε ένα όνειρο, σε μια ανεκπλήρωτη ευχή, σε έναν καλύτερο κόσμο, όπου πέτυχε τα πάντα, υπήρξε ανώτερος από Καίσαρες και Μεγαλέξανδρους, από κάθε ένδοξο στρατηλάτη, αλλά και φιλόσοφος μαζί! Και ξύπνησε ξανά, ζωντανός, στον κόσμο μας. Αυτόν τον άδικο, μικρό και τιποτένιο κόσμο μας, όπου όλα και όλοι πάνε κατά διαόλου. Τον κόσμο όπου κυριαρχεί η θεοποίηση της ύλης, της αναζήτησης του άλογου κέρδους και της πρόσκαιρης ανθρώπινης φιλοδοξίας. Τον ίδιο κόσμο που καλλιεργεί πολίτες απορροφημένους μόνο στην κατανάλωση και την απόλαυση της στιγμής, άτομα αδιάφορα για τα κοινά! Κι αυτός; Αυτός ένιωθε τόσο ανήμπορος να αντιδράσει, να το αλλάξει, που νόμιζε ότι
317
το ίδιο του το αίσθημα θα τον έπνιγε χωρίς οίκτο. Αισθάνθηκε σαν το μικρότερο μόριο της ζωής, ένα ασήμαντο μικρόβιο ανίκανο να επιδράσει στον μακρόκοσμο, κλεισμένο για πάντα ερμητικά στον μικρόκοσμό του, σε μια γυάλα για χρυσόψαρα. Τον είχαν συντρίψει κι αυτόν λοιπόν; Σφούγγισε τα μάτια του κι όμως τα δάκρυα αρνούνταν να στερέψουν. Μέχρι που μια σκέψη τον επισκέφθηκε. Ήταν ακάλεστη, αλλά όπως κάθε σκέψη ευπρόσδεκτη. Την συλλογίστηκε με απορία κι ένα αμυδρό ενδιαφέρον. «Κι αν ένα μικρόβιο μπορεί να κάνει την διαφορά; Όπως ένας θανατηφόρος ιός της γρίπης για παράδειγμα. Μια καινούρια μορφή εμφανίζεται εντελώς τυχαία από το πουθενά κι έχει την δύναμη να αλλάξει αιώνια τον κόσμο των ανθρώπων. Τους αναγκάζει να πάρουν μέτρα, να ψαχτούν, να μην εφησυχάζουν! Αυξάνει τις γνώσεις τους και τους δίνει εφόδια για να πολεμήσουν καλύτερα στο μέλλον. Γιατί; Μα διότι ο κίνδυνος είναι ενιαίος, απειλεί τους πάντες, απειλεί τον ανθρώπινο πολιτισμό! Προκαλεί την συσπείρωση, την ένωση των δυνάμεων. Μόνο τότε, απέναντι στον κίνδυνο, οι άνθρωποι ενώνονται, ξεχνάνε πάθη και διαφορές και γίνονται ένα» -Ωραία. Κι εγώ; Τι πρέπει να κάνω εγώ, αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα και με παράπονο, με μοναδικό ακροατή το πρωινό αεράκι. Και τότε κατάλαβε. Η αφύπνιση ήταν απότομη και τον ζάλισε. Του φάνηκε τόσο απλό, που σχεδόν νευρίασε με τον εαυτό του που δεν το είχε συνειδητοποιήσει νωρίτερα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Ήταν μόνος του απέναντι σε όλο τον κόσμο. Ή μήπως όχι. Ο ιός της γρίπης για παράδειγμα μας απειλεί για έναν απλό λόγο. Γιατί καταφέρνει και αναπαράγεται μέσα σε καθέναν από εμάς. Έτσι, εκατομμύρια αντίγραφα του κυκλοφορούν μολύνοντας μας. Αντίγραφα που έχουν μόνο έναν σκοπό γραμμένο στα γονίδιά τους. Την επιβίωση! Το ίδιο λοιπόν θα έκανε κι αυτός. Μια ανεξάντλητη πηγή χαράς μόλις ανακαλύφθηκε μέσα του και άρχισε να ρέει ακατάπαυστα. Σηκώθηκε και μια υποψία χαμόγελου τρεμόπαιξε στα χείλη του. Μα πως δεν το είχε συνειδητοποιήσει τόσο καιρό; Ήταν τόσο απορροφημένος από την ενασχόληση του με την επιστήμη του που είχε ξεχάσει τι είναι το πιο σημαντικό. Όσο πλαταίνει ο νους, τόσο στενεύει η καρδιά, λέει ένας σοφός. Κι αυτός, δυστυχώς, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της γνώσης, το είχε επιτρέψει. Κλεισμένος ερμητικά στον πύργο του από πλεξιγκλάς, ασχολούνταν περισσότερο απ’ ότι έπρεπε με την επιστήμη του και τις νεκρές, άυλες σκέψεις, αντί να κάνει το αυτονόητο. Να ασχοληθεί με τα κοινά! Να τριφτεί με τους ανθρώπους, να σκύψει χαμηλά και να τους ακούσει. Σαν ανθρώπινος ιός κι αυτός να τους μολύνει με τις ιδέες του και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις τους για την ενιαία κι αδιαίρετη μοίρα του είδους μας και του πλανήτη μες την συμπαντική πραγματικότητα. Να ανάψει την θεϊκή σπίθα της νόησης στους εγκεφάλους τους και να ξυπνήσει έτσι την κοιμισμένη τους αντίληψη, που τους κρατά αιώνια παγιδευμένους μες την ονειρική φυλακή του μυαλού τους. Να καταλάβουν επιτέλους ότι ζούμε σε έναν υπέροχο κόσμο, που δεν αποτελείται μόνο από τα χρώματα, τις γεύσεις και τα αρώματα που αντιλαμβανόμαστε, αλλά ότι αποτελεί αυτό μόνο μια ψευδαίσθηση των αντιλήψεών μας κι ήρθε επιτέλους ο καιρός να σπάσουμε τα δεσμά μας. Κι έτσι σιγά σιγά, να δημιουργηθούν κι άλλοι σαν κι αυτόν, ανεξάρτητα αντίγραφα με τις δικές τους ιδιαιτερότητες. Τότε δεν θα ήταν μόνος του, αλλά θα είχε δίπλα του έναν τεράστιο στρατό από συμμάχους, ανθρώπους που μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες και του ίδιους φόβους, που δεν ενστερνιζόταν όμως μια μοιρολατρική στάση για την ζωή. Κατανοούσε βαθιά μέσα του ότι δεν υπάρχει σχέδιο για τον κόσμο μας, δεν υπάρχουν θεοί για να μας πάρουν απ’ το χέρι παρά μόνο στα βιβλία που γράφει η εξουσία και στην
318
φαντασία φοβισμένων πιθήκων. Ο άνθρωπος και η δράση του είναι το μοναδικό κριτήριο για το που θα πάει αυτός ο κόσμος της ανθρώπινης φυλής. Δεν έχει την δύναμη να τα βάλλει με τις ασύλληπτες δυνάμεις της Φύσης, μπορεί όμως μέσω της κατάκτησης της γνώσης να τις εκμεταλλευτεί και να τις προβλέψει. Δεν μπορούμε να γλυτώσουμε απ’ τον θάνατο ή το χάος που μας περιβάλλει κι ούτε βεβαίως να αποτρέψουμε την καταστροφή του ζωογόνου ήλιου μας σε κάποια δισεκατομμύρια χρόνια, οφείλουμε όμως στους εαυτούς μας και τις επόμενες γενιές τουλάχιστον να προσπαθήσουμε και παράλληλα να κοιτάξουμε πέρα απ’ τα ορατά. Και προσπαθώντας να δούμε τα αόρατα, αυτά που η αισθήσεις μας μας απαγορεύουν, να δημιουργήσουμε κάτι μοναδικό, να αντισταθούμε με σθένος στο χάος που κατατρώει την αρμονία και να υπερβούμε στο τέλος την ίδια την ύπαρξη. Είτε νικητές, είτε ηττημένοι! Πρώτα απ’ όλα πάνω στην Γη κι αύριο ίσως σε κάποιον άλλο πλανήτη, πιο μακριά, πιο βαθιά μέσα στο σύμπαν, κοντύτερα στα όρια της φαντασίας μας! Καθένας από εμάς μπορεί να κάνει την διαφορά, αρκεί να αντιληφθεί ότι δεν είναι μόνος του! «Ω, ναι, φίλοι μου, είμαστε πολύ και είναι καιρός να ενωθούμε!», σκέφτηκε με μια μικροσκοπική ελπίδα να γεννιέται μέσα του. Το ότι είχε ονειρευτεί το ασύλληπτο, σχεδόν βλέποντάς το μπροστά του, το θεώρησε σαν έναν θρίαμβο του πνεύματός του. Το ότι δεν το κατόρθωσε στα αλήθεια τον πόναγε τρομερά. Κι όμως ένοιωθε τώρα την καρδιά του να μουγκρίζει, ένοιωθε σαν να πεινούσε! Σκέφτηκε ότι μια παγκόσμια μάχη ήταν σε εξέλιξη. Η μάχη για τον δρόμο που θα ακολουθήσουμε σαν είδος. Προς το παρόν, τα εγωιστικά γονίδια κερδίζουν αυτήν την μάχη. Λίγοι ανθρωποπίθηκοι εξουσιάζουν τον πολιτισμό μας, μες την ανικανότητα και την απόλυτη τύφλα τους να δουν το μέλλον, όπου η εξέλιξη θέλει τον αλτρουισμό σαν την κυρίαρχη δύναμη ενός είδους, που έχει αντιληφθεί πολύ καλά ότι η εποχή της ατομικής επιβίωσης έχει παρέλθει προ πολλού και έχουμε ήδη εισέλθει στην εποχή της επιβίωσης του είδους, αν όχι της ζωής ως όλον. Και σε μια τέτοια εποχή, κάθε ανθρώπινη ζωή μετράει και μάλιστα απείρως περισσότερο από τις φαιδρές απολαύσεις της υπερκατανάλωσης των υλικών αγαθών. Έχουμε χρέος να ανέβουμε το βουνό της εξέλιξης χωρίς σταματημό ή πισωγύρισμα. Πριν το υπέροχο άνθος της ζωής μαραθεί αργά κι ανεπίστρεπτα από την λαίμαργη κατανάλωση του γλυκού του νέκταρ! «Πως μπορούν να οδηγάνε τα πανάκριβα σπορ αυτοκίνητά τους και δίπλα τους παιδιά να ζητιανεύουν στα πεζοδρόμια; Πως δέχονται να έχουν δεκάδες σπίτια πολυτελείας σε όλο τον πλανήτη, όταν οικογένειες ζουν σε πλινθόκτιστες καλύβες Πως δέχονται να βλέπουν τα παιδιά των ανθρώπων να πεθαίνουν;» αναρωτήθηκε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο για την επιστροφή. Έκανε όπισθεν και βγήκε στον φιδίσιο δρόμο αρχίζοντας την κατάβαση προς την πόλη. Οδηγούσε αργά, μηχανικά κι ο νους του επεξεργαζόταν τις απλές του σκέψεις. Κατανoούσε πλέον ότι ο εφησυχασμός είναι ο χειρότερος εχθρός. Αυτός κι ο φόβος. Τον τελευταίο αιώνα το ανθρώπινο είδος βρισκόταν σε ομηρία. Βρισκόταν σε μια κατάσταση αποκτηνοποίησης, οπισθοδρομώντας κατά χιλιάδες χρόνια πίσω στην διαδικασία της εξέλιξης. Ένας πολιτισμός απολαύσεων και πρωτόγονων ενστίκτων είχε κυριαρχήσει. Οι άνθρωποι εφησυχασμένοι ζούσαν τις ζωές τους παλεύοντας για την επιβίωσή τους, κάτι το οποίο η ευφυΐα λίγων από εμάς είχε ήδη λύσει. Κι όμως είχε χτιστεί ένα σύστημα που το κρατούσε κρυφό από τους περισσότερους και όσους τολμούσαν να το φανερώσουν τους εξόντωνε με απάνθρωπο μίσος. Τα εγωιστικά τέρατα απαιτούσαν την απόλυτη κυριαρχία για χάρη τους. Σαν κακοήθης καρκίνος είχαν μολύνει τις ψυχές των ανθρώπων με τον φόβο της θρησκείας κι αυτόν του
319
θανάτου από πείνα. Αν όλοι οι άνθρωποι γνώριζαν ότι η φυσική τους επιβίωση είναι εξασφαλισμένη, τότε αυτοί θα έχαναν την εξουσία μες απ’ τα χέρια τους, θα ήταν σαν όλους τους υπόλοιπους, κοινοί θνητοί, ίσοι ανάμεσα σε ίσους. Θέλουν όμως να αισθάνονται θεοί ανάμεσα σε ανθρώπους. Είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου αυτό να αλλάξει. Ο νέος συνειδητοποίησε ότι μέσα από την καθημερινή δράση, ακόμα και μ’ αυτήν την μοναδική μας ψήφο και πριν προλάβουν να την καταργήσουν, μπορούμε να κατεβάσουμε στο ύψος που τους αξίζει, μες τα τάρταρα, τα ανθρωπάκια που μας κυβερνάνε και να ανυψώσουμε ψηλά, τους λίγους κι εκλεκτούς που ενδιαφέρονται για όλους μας, αυτούς που λένε λόγια απλά, αλήθειες αιώνιες, που έχουν καταντήσει ιστορίες φαντασίας στα ανίδεα μυαλά! Ελευθερία, δικαιοσύνη, ισότητα! Ίσως αυτοί είναι ο καθένας από εσάς και σίγουρα περπατούν ανάμεσα μας. Είδε τότε κι ενώ οι ακτίνες του ήλιου τύφλωναν τα πρησμένα από το κλάμα μάτια του, με την ελπίδα να γιγαντώνεται απροσδόκητα μέσα του και την πείνα του να γίνεται ακόρεστη, μια θολή εικόνα μπροστά του. Κάποιος βρισκόταν στην μέση του δρόμου λίγο παρακάτω. Έκοψε ταχύτητα και καθώς πλησίαζε, ένα τρυφερό κι αόρατο χάδι, η γλυκιά ανάμνηση μιας περασμένης ζωής, άγγιξε το μυαλό του. Διέκρινε ένα κορίτσι να κάνει ωτοστόπ, καθώς μαζεύονταν στην άκρη του δρόμου. Τα μακριά μελαχρινά της μαλλιά φωτίζονταν απ΄ τις πρωινές ακτίνες και το γνώριμο πρόσωπό της έλαμπε σε ένα τεράστιο χαμόγελο. Κοιτούσε με ελπίδα και χωρίς φόβο τον ξένο που την πλησίαζε. Και τότε ένα υπέρλαμπρο φως πλημμύρισε το μυαλό του, καθώς ο Πλάτων κατάλαβε. Η τρομερή Σκιά ήταν ο ίσκιος ενός ονείρου. Ήταν μια σκιά του κόσμου των ιδεών κι εξέφραζε τον πόθο και την ηδονή για τον ιδανικό πολιτισμό, έναν πολιτισμό με αγάπη για το περιβάλλον και τον άνθρωπο, χωρίς τον οίκτο να διαστρεβλώνει τις έννοιες της αλληλοβοήθειας και του αλτρουισμού, με αίσθημα ισχυρό του δικαίου να απαιτεί την ισότητα για κάθε ανθρώπινο ον που έχει την τύχη να γεννηθεί πάνω στην γη, με τεχνολογική υπεροχή που σκοπεύει στην αφθονία και την ευημερία των ανθρώπων και όχι στο τιποτένιο κι άλογο κέρδος! Βρήκε εκείνη την στιγμή το όπλο του. Θα κινούσε για πόλεμο με μοναδικό του όπλο την αγάπη. Αγάπη κι όχι οίκτος λοιπόν! Η αγάπη θα τον βοηθούσε να σπάσει για πάντα τις αλυσίδες που κρατούσαν δέσμια την καρδιά του, απομονωμένη στο κάστρο του εγωισμού και του φόβου. Θα αγαπούσε το κορίτσι αυτό και μαζί του όλο τον κόσμο. Η αγάπη θα του έδινε την δύναμη που χρειαζόταν να πολεμήσει για τον παράδεισο στην γη και όχι σε κάποιο παραμυθένιο μεταθάνατον μέρος. Αγάπη για τον εαυτό μας και τον συνάνθρωπο μας. Αγάπη σήμερα, εδώ και τώρα, πάνω στο πανέμορφο σπίτι της ζωής. Η αγάπη απαιτεί την κατανόηση ότι πρέπει να δρούμε πέρα απ’ το καλό και το κακό. Η αγάπη αυτή απαιτεί δράση κι εγρήγορση, απαιτεί να πάρουμε απ’ το χέρι τον Θεό της αγάπης, να τον στολίσουμε ευλαβικά με την αστραφτερή του πανοπλία και το κοφτερό του σπαθί και να τον αμολήσουμε στην κοινωνία μας. Όσοι πεθαίνουν απ’ το σπαθί του, είναι απλοί νεκροί, παράπλευρες απώλειες ενός είδους υπό εξαφάνιση. Όσοι όμως πεθαίνουν για χάρη του, είναι ήρωες, σταλμένοι από το μέλλον! Το κορίτσι με τα μελαχρινά μαλλιά, με το γνώριμο πρόσωπο και το φωτεινό χαμόγελο, μπήκε στο αυτοκίνητο. Χαμογελώντας ολόκληροι κι οι δυο τους ξεκίνησαν για την πόλη και την συνάντηση με το πολύχρωμο μέλλον τους! Κι αν θα λέγαμε ότι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα θα λέγαμε σίγουρα ψέματα, γιατί ένας πόλεμος των ειδών, του ανθρωποπίθηκου, του φόβου και της άγνοιας, και του υπεράνθρωπου, της αγάπης και της γνώσης, ήταν προ των πυλών και μια επική μάχη θα διαδραματιζόταν σύντομα. Τα τύμπανα του πολέμου ηχούσαν βροντερά πάνω στην Γη. Ίσως ήταν ο τελευταίος πόλεμος των ανθρώπων, ίσως όχι.
320
Κι όμως, μέσα σ’αυτό το αμέτρητο σύμπαν, όπου διαδραματίζοταν η περιπέτειά του ο Πλάτων μόνο αυτό μπορούσε να δει καθαρά, θα έψαχνε να βρει τον δρόμο του ανάμεσα στα ερείπια της ύπαρξης και της πραγματικότητας, κρατώντας την συνείδηση του άγρυπνη ως την συντέλεια! -Εσύ;
321
322
Για τη δημιουργία του βιβλίου βοήθησε ο Κώστας Θερμογιάννης kthermoyiannis@outlook.com www.nthermo.com www.tovivlio.net
323
Ο Ήρωας μας ανακαλύπτει ότι διαθέτει, μόνο αυτός από το γένος των ανθρώπων, κάποιες μυστήριες, υπερφυσικές δυνάμεις! Αποφασίζει λοιπόν να ξεκινήσει το κυνήγι του ονείρου του! Θέλει να αλλάξει συθέμελα αυτό τον κόσμο, όπου βασιλεύει το κέρδος, η φτώχεια και τελικά η δυστυχία των ανθρώπων! Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο κόσμος μας δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος από την παρουσία του και μετά. Το πρόσωπο της γης θα κινδυνεύσει να μετατραπεί σε πεδίο ενός ανείπωτου κι ανεπανάληπτου πολέμου. Ένας παγκόσμιος πόλεμος είναι προ των πυλών κι όμως, μια αιώνια αγάπη γεννιέται στην τρομακτική σκιά του! Ποιες δυνάμεις βρίσκονται άραγε στο πεδίο της μάχης; Η άρχουσα τάξη αυτού του κόσμου με τον πανίσχυρο νέο; Το παλιό με το καινούριο; Ή μήπως η πάντα φλογερή καρδιά μας με το ψυχρό, υπολογιστικό μυαλό μας; Μπορεί τελικά η αγάπη να χτίσει τον κόσμο του αύριο;
ΗΛΙΑΣ ΜΑΚΗΣ Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ
324