4 ο κόσμος των ονείρων

Page 1

ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ο ΚΟΣΜ ΟΣ ΤΩΝ Ο Ν ΕΙΡΩ Ν


ΓΙΑΤΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ ΤΟΜΟΣ 4


Αφιερωμένο στη μνήμη του Βασίλη Κουφολιά (HELLAS EVOLUTION)

Τίτλος: Γνατί και πώς ζουν ανάμεσά μας SET : 978 - 960- 6662-79 - 9 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΙΑΚΟΠΟΥΑΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Β. Ηρακλείου 13 (2°? όροφος) τηλ.: 2310 50.50.50 Θεσσαλονίκη www.liako.gr

Πανεπιστημίου 57 (1* όροφος) Αθήνα


ΠΡΟΛΟΓΟΣ Πιστεύετε στ'αλήθεια, ότι όλα σας τα άγχη και όλο σας το είναι και όλη σας η ενεργητικότητα και όλες σας οι σκέψεις και όλες σας οι αγωνίες και όλη σας η ύπαρξη, τα πάντα, όλα όσα μετράνε για σας, οτιδήποτε λατρεύετε και έχει σημασία για εσάς, από τους αγαπημένους σας ανθρώπους, τους γονείς σας, τα παιδιά σας, μέχρι τα πιο ασήμαντα κομάτια της καθημερινότητάς σας που δεν τα αποχωρίζεστε όμως ποτέ, όλα μα όλα, πιστεύετε ότι υπάρχουν σ'αυτό τον απαράδεκτο κόσμο; Ακόμη κι αν πιστεύετε στον Θεό, ή αν είστε άθεοι, ή αβέ­ βαιοι για το τι παίζει σ'αυτό τον κόσμο, πιστεύετε ότι όλα όσα είμαστε όλοι μαζί υπάρχουν μόνο σ'αυτή την μικρή κουκίδα μέσα στο χάος του σύμπαντος; Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ από μικρός ακόμη, αυτό δεν μπορούσα να το δεχτώ. Ξέρετε, τα πάντα, όλες οι απαντήσεις που ψάχνουμε, όταν ο κόσμος αυτός μας κουράζει και έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε ότι η ζωή μας δεν περνάει, ή δεν πέρασε, όση τέλος πάντων πέρασε, έτσι για το τίποτε, υπάρχουν γραμμένες κάπου, πάνω στον γαλάζιο μας πλανήτη. Είναι όμως οι απαντήσεις αυτές τόσο απίστευτες, απίστευτα απλές, ή απίστευτα τρομακτικές που δεν τις βλέπουμε, ή τις απορρίπτουμε χωρίς καν να τις ελέγξουμε ή να τις αναλογιστούμε. Πόσοι και πόσοι από εμάς δεν ένοιωσαν ένα πόνο, ένα σφίξιμο στο στήθος μέσα στην ανημποριά μας να αλλάξουμε κάτι που μας πλήγωσε, κάτι που μας πόνεσε. Κι όμως για σκεφθείτε, όλοι και όλες συνεχίζουμε και δεν σταματάμε, συνεχίζουμε στο μονοπάτι μέχρι το τέλος. Και το τέλος είναι δεδομένο. Είναι προδιαγεγραμμένο, πριν από εμάς για εμάς. Τελεσίδικο, αναλοίωτο. Και ποτέ κανείς και καμία δεν θέλει να το σκέφτεται, γιατί και στη σκέψη του μόνο, ο τρόμος είναι ανείπωτος. Γιατί; Μήπως επειδή το αίσθημα αυτοσυντήρησης δεν μας επιτρέπει ούτε καν να συζητήσουμε το «τέλος», ή μήπως δεν θέλουμε καν να σκεφθούμε ή να θυμηθούμε το τι ακο­ λουθεί; Μήπως ο φόβος αυτός, είναι εκείνος τον οποίο διδασκόμαστε από τότε που μας λένε, όταν είμαστε μικροί, «μην πας πιο εκεί θα πέσεις». Κι εμείς το μαθαί­ νουμε και το κάνουμε βίωμα και μας εκπαιδεύουν εκείνοι που μας αγαπάνε εκείνη τη στιγμή όσο δεν θα μας αγαπήσει ποτέ ξανά κανείς πάνω σ'αυτό τον κόσμο. Οι γονείς. Και μαθαίνουμε τον κόσμο από αυτούς που μας αγαπούν, όπως θέλουνε να τον μάθουμε εκείνοι που μας μισούν.

5


Εκείνοι που ανέκαθεν μας μίσησαν από τότε που «είπον Ελοχίμ, ποιήσωμεν άνθρωπον κατ εικόναν ημετερα και ομοίωσιν». Απο 'δω το είχα, απο 'κει το είχα, τό’φερα πάλι στα λαμάγια, τα υπέρτατα λαμόγια, τους δαίμονες που ζουν ανάμεσα μας, και δεν κοιμούνται, δεν νυστά­ ζουν, δεν πεινάνε, δεν διψούν, δεν κουράζονται, δεν παζαρεύουν, δεν το συζητούν, μας μισούν και δεν σταματούν, παρά μόνο όταν φεύγουμε από δω πακέτο για το χώρο της εξουσίας τους. Λέει η Αγία Γραφή ότι «ο αγώνας μας δεν είναι κατά όντιυν με σάρκα και αίμα, αλλά κατά των δαιμόνων». Είναι γραμμένο. Όπως σας είπα, σχεδόν όλα είναι γραμμένα. Και δεν είναι γραμμένο σε οποιοδήποτε βιβλίο, αλλά στην Αγία Γραφή. Πόσοι το πιστεύουν; Ρωτείστε κάποιον «πιστό», ρωτείστε τον εαυτό σας. Μιλάμε για την Αγία Γραφή. Το πιστεύετε ότι τα αφεντικά του κόσμου είναι οι δαίμονες; Στη συντριπτική τους πλειοψηφία ωστόσο οι Χρι­ στιανοί δεν πιστεύουν ούτε αυτά που λέει η πίστη τους. Σκοπός σ’ αυτό το βιβλίο, που τόσο πολύ τόσες πολλές χιλιάδες ανθρώπων περίμεναν, είναι να δώσω κείμενα πανάρχαια, που αναφέρονται στον Δημι­ ουργό. Όσοι και όσες «ψάχνεστε» και ταυτόχρονα αγχώνεστε για να μη σας κολήσουν οι πολύ «πιστοί» τη ρετσινιά του πλανεμένου και οι προοδευτικοί την ταμπέλα του γραφικού, θυμηθείτε το «ερευνάτε τας γραφάς» και ελευθε­ ρώστε το πνεύμα σας, καθώς θα διαπιστώνετε ότι τις συμπαντικές αλήθειες οι άνθρωποι τις γνώριζαν πολλές χιλιάδες πριν από τον Χριστό. Δεν είναι λίγοι αυτοί, μεταξύ ημών των Χριστιανών, που με ένα πρωτόγνωρο μένος απορρίπτουν ακόμη και την ιδέα να ερευνήσουμε κείμενα προχριστιανικά, παρακινούμενοι ίσως από την φοβία που διακατέχει τα κείμενα των λογίων των πρωτοχριστιανικών χρόνων, που είχαν την πίεση της ανάγκης να διαχωρι­ στεί η νέα θρησκεία από οτιδήποτε παλιό. Βλέπουμε δηλαδή μία μονομανία προσκόλησης στα λεγάμενα πατερικά κείμενα. Αυτό δεν γίνεται μόνο για θέματα δογματικά, τα οποία πράγματι είναι όλα δεδομένα, αλλά για θέματα που αφορούν την ιστορία, αλλά και διάφορους τομείς των επιστημών. Οι φανατικοί επιτίθενται λοιπόν, σε κάθε ελεύθερη άποψη που χρησιμοποιεί κατά την διαμόρφωσή της προχριστιανικά κείμενα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και εκείνοι που απορρίπτουν ασυζητητί οτι­ δήποτε έχει να κάνει με τις δογματικές αποκαλύψεις του χριστιανισμού, παρα­ ποιώντας μάλιστα ακόμη και τις αρχαιοελληνικές γραφές που αναφέρονται μαζικά στην ύπαρξη του ενός Τριαδικού Θεού-Δημιουργού. Αυτοί, σε συνδυα­

6


I σμό με τους φανατικούς «χριστιανούς» που δεν θέλουν καν να ακούσουν ότι ο Τριαδικός Θεός αναφέρεται σε μη χριστιανικά κείμενα, δημιουργούν ένα μίγμα έτοιμο να εκραγεί με το παραμικρό, εμποδίζοντας την ελεύθερη σκέψη και βέβαια την έρευνα. Τέτοιους ενδοιασμούς σ'αυτό το βιβλίο δεν θα συναντήσετε, αφού τα ερ­ μητικά κείμενα, αλλά και ο Πλάτων είναι ξεκάθαροι στις τοποθετήσεις τους. Αυτά που θα διαβάσετε στα κείμενα αυτά, συγκρίνετέ τα με αυτά που λέει η Ορθοδοξία, αλλά και η βίβλος των Μπαχομέχ, των Βρυκολάκων επί το λαϊκότερον, για να δείτε τις ομοιότητες όσον αφορά την δομή του κόσμου. Για να υπάρχει μάλιστα ξεκάθαρη εικόνα, όσον αφορά τα πάμπολλα σχόλια που κάνω πάνω στα αρχαία κείμενα, ξεκαθαρίζω, ότι οι δικές μου απόψεις είναι σαφώς δοσμένες με βάση τις εμπειρίες μου, αλλά και τα πιστεύω που έχω σαν Χριστιανός Ορθόδοξος. Άσχετα όμως με τα δικά μου σχόλια και τις δικές μου σκέψεις, δίνω και το αρχαίο κείμενο και την νεοελληνική απόδοση, ώστε να κάνετε όπως πάντα τις δικές σας σκέψεις και να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα πάνω στα πολύ σοβαρά θέματα για τα οποία θα διαβάσετε παρακάτω. Θια διαπιστώσετε ότι δεν υπάρχει τίποτε που να μην αναφέρεται στα κείμε­ να που επέλεξα να σας δώσω, ο'ιστε να βελτιώσετε ακόμη παραπάνω την εικό­ να που έχετε για τον κόσμο των ονείρων, τον κόσμο στον οποίο ζούμε, ή νομίζουμε ότι ζούμε. Καλή αναζήτηση στον κόσμο των ονείρων.

7


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μ α ς

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

1 ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΡΜΗΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜ ΕΝΩΝ

Τα κείμενα που αποδίδονται στον Ερμή τον Τρισμέγιστο, απεκρύβησαν συστηματικά από το επιστημονικό και ιερατικό κατεστημένο εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια. Η βαλίτσα δηλαδή, πάει πολύ πριν την εποχή του Χρι­ στού, σε μια εποχή που η ύπαρξη του Δημι­ ουργού Τριαδικού Θεού ήταν άγνωστη στους ανθρώπους. Αγνωστη ήταν επίσης η ύπαρξη των δαιμόνων του Σαμαέλ και η ύπαρξη των Νεφελίμ και των Ελ, των “θεών” δηλαδή, είχε περάσει στο χώρο του μύθου. Τα ερμητικά κείμενα που έφθασαν στην εποχή μας έχουν αντιγράφει ξανά και ξανά. Όταν πάντως πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια, ο μαθητής του Τρισμέγιστου, ο Ασκληπιός, γιός του Απόλλω­ να, θέλησε να αποκαλύψει στους ανθρώπους την ύπαρξη του Τριαδικού Θεού και την ύ­ παρξη του ψεύτικου κόσμου στον οποίο ζούμε, ο “πλανητάρχης” Δίας τον σκότωσε.

9


Δ. Λ. Λιακόπονλος

ΛΟΓΟΣ Α ΠΟΙΜΑΝΔΡΗΣ Εννοιας μοί ποτέ γενομένης περ'ι τών όντιυν κα'ι μετεωρισθείαης μοι τής διανοίας σφοδρά, κατασχεθεισών μου τών σωμα­ τικών αισθήσεων, καθάπερ οί ΰπνω βεβα­ ρημένοι εκ κόρου τροφής ή εκ κόπου σώ ­ ματος, έδοξά τινα υπερμεγέθη μέτριο άπεριορίστψ τυγχάνοντα καλεΐν μου τδ όνομα κα'ι λέγοντά μοι, Τί βοΰλει άκοΰσαι κα'ι θεάσασθαι, και νοήσας μαθεΐν κα'ι γνώναι; φημ'ι έγώ, Συ γάρ τις εΐ; -’Εγώ μέν, φησίν, είμ'ι ό Ποιμάνδρης, ό τής αυθεντίας νους οϊδα ό βοΰλει, κα'ι σΰνειμί σοι πανταχοΰ. φημ'ι έγώ, Μαθεΐν θέλω τα όντα κα'ι νοήσαι την τούτων φυσιν κα'ι γνώναι τον θεόν πώς, έφην, άκοΰσαι βούλομαι, φησίν έμο'ι πάλιν, ’Έ χε νω σω όσα θέλεις μαθεΐν, κάγώ σε διδάξω. τοΰτο ειπών ήλλάγη τή ίδέςι, κα'ι ευθέως πάντα μοι ήνοικτο ροπή, κα'ι όρώ θέαν αόριστον, φώς δε πάντα γεγενημένα, εΰδιόν τε και Ιλαρόν, κα'ι ήράσθην ίδών. κα'ι μετ’ ολίγον σκότος κατωφερές ήν, εν

10


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας ΛΟΓΟΣ ΠΟΙΜΑΝΔΡΗΣ

Κάποτε μου είχαν δημιουργηθεί απορίες σχετικά με τα όντα κι ο νους μου είχε βρεθεί να περιπλανάται σε σφαίρες υψηλές, ενώ οι σωματικές μου αισθήσεις είχαν ανασχεθεί, όπως συμβαίνει σ’ αυτούς, που πέφτουν σε βαθύ ύπνο απ’ το πολύ φαγητό ή απ’ τη σωμα­ τική εξάντληση. Τότε, λοιπόν, μου φάνηκε πως κάποιο υπερμέγεθες ον1, του οποίου οι δια­ στάσεις δεν μπορούσαν να προσδιοριστούν, έτυχε αποκαλώντας με τ’ όνομά μου να μου λέει: «Τι θέλεις ν’ ακούσεις και να δεις και να μάθεις και να γνωρίσεις, αφού το αντιληφθείς;». Κι εγώ του λέω: «Κι εσύ ποιος είσαι;». -Εγώ, λέει, είμαι ο Ποιμάνδρης, ο Νους της Αυθεντίας.2. Γνωρίζω αυτό που επιθυμείς και βρίσκομαι μαζί σου παντού. Κι εγώ του λέω: «Θέλω να μάθω για τα όντα και ν ’ αντιληφθώ τη φύση τους και να γνωρίσω το Θεό. Πόσο - του είπα - θέλω να σ’ ακούσω!». Και μου λέει πάλι: «Έχε κατά νου όσα θέλεις να μάθεις κι εγώ θα σε διδάξω». Με το που το είπε αυτό, μεταμορφώθηκε κι αμέσως εν ριπή οφθαλμού ανοίχτηκαν τα πάντα μπροστά μου. Και βλέπω ένα όραμα, που δεν μπορούσε να προσδιοριστεί, όλα να έχουν γεμίσει φως, ένα φως λαμπερό και χα­ ρούμενο και με τη θέα του μ’ εντυπώσιασε. Και μετά από λίγο ένα σκοτάδι επικράτησε 1. Μία ύπαρξη που δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή από τις αισθήσεις του Ερμή. 2. Νους της Αυθεντίας. Κατά πάσα πιθανότητα η Θεία Χάρις, ή αυτό που ονο­ μάζουμε Θεία Πρόνοια. 11


Λ. Δ. Λιακόπουλος

μέρει γεγενημένον, φοβερόν τε κα'ι στυγνόν, σκολιώς έσπειραμένον, ώ ς <όφει> εικάσαι με εΐτα μεταβαλλόμενον τό σκότος εις ύγράν τινα φύσιν, άφάτω ς τεταραγμένην κα'ι καπνόν άποδιδοΰσαν, ώς από πυρός, καί τινα ήχον άποτελοΰσαν άνεκλάλητον γοώόη εΐτα βοή έξ αυτής άσυνάρθρως έξεπέμπετο, ώς εικάσαι φωνή πυρός, εκ δέ φωτός λόγος άγιος έπέβη τή φύσει, κα'ι πυρ άκρατον έξεπήδησεν εκ τής ύγρας φυσεως άνω εις ύψος κοΰφον δέ ήν κα'ι οξύ, δραστικόν δέ άμα, κα'ι ό αήρ) ελαφρός ών ήκολούθησε τω πνεΰματι, άναβαίνοντος αύτοΰ μέχρι τού πυρός από γής και υδατος, ώς δοκειν κρέμασθαι αυτόν ά π ’ αύτοΰ γή δέ κα'ι ύδωρ έ'μενε καθ’ έαυτά συμμεμιγμένα, ώς μή θεωρεισθαι <τήν γήν> άπδ τού υδατος κινούμενα δέ ήν διά τον έπιφερόμενον πνευματικόν λόγον εις ακοήν. ό δέ Ποιμάνδρης έμοί, Ένόησας, φησί. τήν θέαν ταύτην ό τι κα'ι βούλεται; κα'ι, Γνώσομαι, έφην εγώ. -Τό φως εκείνο, έφη, εγώ Νους ό σός θεός, ό προ φύσεως ύγρας τής εκ σκότους φανείσης ό δέ εκ Νοός φωτεινός Λόγος υίός θεού.

12


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μ α ς

προς τα κάτω, δημιουργημένο προς τη μια μεριά, φοβερό και στυγνό, κουλουριασμένο σε σπείρα θυμίζοντάς μου φίδι. Στη συνέχεια το σκοτάδι άρχισε να μεταβάλλεται σε μια υγρή φύση, απερίγραπτα ταραγμένη, αναδίδοντας καπνό σαν από φωτιά και βγάζοντας έναν απε­ ρίγραπτο γοερό ήχο. Έπειτα μια βουή ασυνάρτητη έβγαινε απ’ αυτήν, που έδινε την εντύπωση ήχου φωτιάς. Κι απ’ το φως άγιος3Λόγος επικράτησε στην υγρή φύση και μια φωτιά ασυγκράτητη ξεπήδησε απ’ αυτήν προς τα πάνω. Ήταν ελαφριά και διαπεραστική, συγχρόνως και δραστική, κι ο αέρας, καθώς ήταν ελα­ φρύς, ακολούθησε το πνεύμα και ξεκινώντας απ’ τη γη και το νερό ανέβηκε από μόνος του μέχρι τη φωτιά, δίνοντας την εντύπωση πως κρέμεται απ’ αυτήν. Η γη δε και το νερό παρέ­ μεναν μόνα τους αναμεμιγμένα4, να μην ξεχωρίζει η γη απ’ το νερό και καθώς κινούνταν με τον πνευματικό Λόγο, που επιδρούσε πάνω τους, δημιουργούσαν ήχους. Κι ο Ποιμάνδρης μου λέει: «Αντιλήφθηκες τι σημαίνει το όραμα αυτό;». Κι εγώ του είπα: «Θα το αντιληφθώ». -Το φως εκείνο, είπε, είμαι εγώ, ο Νους, ο Θεός σου5, που προϋπάρχω6 απ’ την υγρή φύση, που δημιουργήθηκε απ’ το σκοτάδι κι ο φωτεινός Λόγος, που δημιουργήθηκε απ’ το Νου, είναι ο γιος του Θεού.7 3. Η λέξη Άγιος, δεν ήταν άγνωστη στην Αρχαία Ελλάδα, όπως ισχυρίζονται μερικοί. 4. Το «αναμεμιγμένον» γης και ύδατος, βλέπουμε ότι ήταν γραμμένο στην αρχαία ελληνική γραμματεία πριν την Παλαιά Διαθήκη. 5. Μιλάει για ένα Θεό, όχι για πολυθεϊσμό. 6. Θεός προϋπάρχων προ πάντων των αιώνων. 7. Η ορολογία του χριστιανισμού βλέπουμε ότι προνπήρχε. Ο Χριστός ονο­ μάζεται και εδώ Λόγος του Θεού. 13


Δ. Δ. Λιακόπουλος

- Τ ί ουν; φημί. -Ουτω γνώθι το έν σο'ι βλέπον και άκοΰον, λόγος κυρίου, ό δέ νους πατήρ θεός, ού γαρ διίστανται άπ’ άλλήλων ένωσις γαρ τούτων έστ'ιν ή ζωή. -Ευχαριστώ σοι, έφην εγω. -Ά λλα δή νόει τδ φως κα'ι γνώριζε τοΰτο. είπόντος ταΰτα έπ'ι πλείονα χρόνον άντώπησέ μοι, ώστε με τρέμειν αυτοί) την ιδέαν άνανεΰσαντος δέ, θεωρώ έν τω νοί μου τδ φως έν δυνάμεσιν άναριθμήτοις όν, κα'ι κόσμον άπεριόριστον γεγενημένον, κα'ι περιίσχεσθαι τδ πυρ δυνάμει μεγίστη, κα'ι στάσιν έσχηκέναι κρατούμενον ταΰτα δέ έγώ διενοήθην όρων διά τδν του Ποιμάνδρου λόγον. ώς δέ έν έκπλήξει μου όντος, φησί πάλιν έμοί, Είδες έν τφ νω τδ άρχέτυπον είδος, τδ προάρχον τής αρχής τής άπεράντου ταΰτα ό Ποιμάνδρης έμοί. -Τά ούν, έγώ φημι, στοιχεία τής φΰσεως πόθεν ύπέστη; πάλιν έκεινος πρδς ταΰτα, Έκ βουλής θεοΰ, ήτις λαβοΰσα τδν Λόγον κα'ι ίδοΰσα τδν καλδν κόσμον έμιμήσατο, κοσμοποιηθεΐσα διά των έαυτής στοιχείων κα'ι γεννημάτων ψυχών.

14


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

-Πώς έγινε αυτό; λέω. -Μάθε το εξής: αυτό, που από μέσα σου βλέπει κι ακούει αποτελεί το Λόγο του Κυρίου, ο δε νους αποτελεί τον Πατέρα Θεό. Το ένα απ’ το άλλο δεν διαχωρίζονται, καθόσον η ένωσή τους αποτελεί τη ζωή.8 -Σ’ ευχαριστώ, του είπα. -Ν’ αντιληφθείς, όμως, το φως και να το αναγνωρίζεις. Αφού μου είπε αυτά, γι’ αρκετή ώρα με κοίταζε στα μάτια κάνοντάς με να τρέμω στη θέα του. Κι όταν σήκωσε το βλέμμα του, βλέπω με το νου μου το φως να βρίσκεται ανά­ μεσα σ’ αναρίθμητες δυνάμεις, να έχει δημιουργηθεί ένας κόσμος απέραντος, η φωτιά9 να περιστοιχίζεται από κάποια τεράστια δύναμη αποκτώντας σταθερότητα. Αυτά όλα εγώ τα διανοήθηκα βλέποντάς τα με το λόγο του Ποιμάνδρη. Κι ενώ ήμουν κατάπληκτος, μου λέει πάλι: «Με το νου σου αντίκρισες την αρχέτυπη μορφή, αυτή που προηγείται απ’ την απέραντη αρχή».10 Αυτά μου είπε ο Ποιμάνδρης. -Και τα στοιχεία της φύσης, ρωτώ εγώ, από πού δημιουργήθηκαν; Κι εκείνος μου απαντά σχετικά μ’ αυτά: απ’ τη βούληση του Θεού, η οποία πήρε το Λόγο και βλέποντας την όμορφη τάξη του κόσμου τον μιμήθηκε, αφού μετατράπηκε κι αυτή σε κόσμο χρησιμοποιώντας τα δικά της στοιχεία και τα δημιουργήματά της, τις ψυχές.11 8. Αδιαίρετος ο Πατέρας Θεός από τον Υιό και Λόγο τον Πατρός. 9. Με τον όρο φωτιά εννοεί την ενέργεια. 10. Η αρχέτυπη μορφή είναι όλη η ενέργεια, η ύπαρξη αν θέλετε, πριν αρχίσει να σχηματίζεται το σόμπαν. 11. Η θέληση τον Θεόν δημιούργησε τις φνχές. 15


Δ. Λ. Λιακόποηλας

ό δέ Νους ό θεός, άρρενόθηλυς ών, ζωή και φως υπάρχων, άπεκΰησε λόγω έτερον Νουν δημιουργόν, δς θεός τού πυρός καί πνεύματος ών, ¿δημιούργησε διοικητάς τινας έπτά, έν κΰκλοις περιέχοντας τον αισθητόν κόσμον, καί ή διοίκησις αυτών ειμαρμένη καλείται. έπήδησεν ευθύς έκ των κατωφερών σ το ­ ιχείων [του θεού] ό του θεού Λόγος ε’ις τό καθαρόν τής φΰσεως δημιούργημα, καί ήνώθη τώ δημιουργώ Νφ (όμοοΰσιος γαρ ήν), καί κατελείφθη [τα] άλογα τα κατωφερή τής φΰσεως στοιχεία, ώς είναι ύλην μόνην. ό δέ δημιουργός Νους συν τώ Λόγω, ό περιίσχων τους κΰκλους καί δινών οίζω, έστρεψε τά εαυτού δημιουργήματα καί

16


Γ ιατί και πώς ζουν ανάμεσα, μας

Κν ο Θεός Νους, ο οποίος δεν έχει φύλο,12 αφού είναι ζωή και φως, μ’ ένα λόγο γέννησε άλλο Νου δημιουργό,13 ο οποίος σαν θεός της φωτιάς και του πνεύματος δημιούργησε κάποι­ ους επτά διοικητές,14 που μέσα σε κύκλους περιείχαν τον αισθητό κόσμο, η δε διακυβέρ­ νησή τους αποκαλείται Ειμαρμένη. Απ’ τα κάπως βαριά στοιχεία αμέσως ξεπήδησε ο Λόγος του Θεού προς το καθαρό δημιούργημα της φύσης κι ενώθηκε με το Δημιουργό Νου15 (καθώς αποτελούνταν απ’ την ίδια ουσία) κι έτσι έμειναν χωρίς λογική τα βαρύτερα στοιχεία της φύσης, ώστε ν’ αποτε­ λούνται μόνον από ύλη. Ο δε Δημιουργός Νους μαζί με το Λόγο, ο οποίος περικλείει τους κύκλους και τους περι­ στρέφει με θόρυβο, έστρεψε τα δικά του δημιουργήματα16 και τ’ άφησε να στρέφονται

12. Η τοποθέτηση αυτή, για την έλλειψη φύλου, όσον αφορά τον Θεό, πρέπει να θεωρηθεί αυτονόητη, αφού η έννοια του φύλου έχει σημασία για ατελή όντα που αναπαράγονται με πολύπλοκες διαδικασίες. 13. Ο Δημιουργός Νους που δημιονργήθηκε είναι ο Πρώτος Ελοχίμ, που δημιουργήθηκε με μία μόνο σκέψη, ένα λόγο του Θεού. Και είναι ο θεός της ενέργειας (τον πυράς). 14. Ο Πρώτος Ελοχίμ δημιούργησε επτά «διοικητές». Οι «διοικητές» αυτοί είναι πνευματικά δημιουργήματα που ελέγχουν τα επτά επίπεδα αυτο­ γνωσίας που λένεοι σοφοί της ανατολής ή τους επτά ουρανούς π Ορθοδοξία, ή τις επτά σφαίρες του αισθητού κόσμου. Οι «διοικητές», δηλα­ δή, αυτοί δεν είναι άγγελοι, αλλά περισσότερο θα τους παρομοιάζαμε με φυσικούς νόμους ή μηχανισμούς κάποιου είδους. Ο Δημιουργός Νους ονομά­ ζεται θεός της φωτιάς (ενέργειας) και του Νου, έχει δηλαδή ενεργειακό σώμα, αλλά και πνεύμα. 15. Εδώ ξεκαθαρίζεται ότι άλλο πράγμα ο Θεός και άλλο ο Δημιουργός Νονς. 16. 0 Δημιουργός Νονς (Πρώτος εκ των Ελοχίμ) είχε λοιπόν τα δικά τον δημιουργήματα.

17


Δ. Δ.

Λιακόπο

εΐασε ατρέφεαθαι άπ αρχής άορίστου εις άπέραντον τέλος άρχεται γάρ, οΰ λήγει ή δέ τούτων περιφορά, καθώς ήθέλησεν ό Νους, εκ των κατωφερών στοιχείων ζώα ήνεγκεν άλογα (ού γάρ έπειχε τον Λόγον), άήρ δέ πετεινά ήνεγκε, και το ύδωρ νηκτά διακεχώρισται δέ ά π ’ άλλήλων ή τε γή κα'ι τδ ΰδο)ρ, καθώς ήθέλησεν ό Νους, κα'ι <ή γή> έξήνεγκεν ά π ’ αυτής α είχε ζώα τετράποδα <και> έρπετά, θηρία άγρια κα'ι ήμερα. ό δέ πάντων πατήρ ό Νους, ών ζωή κα'ι φώς, άπεκΰησεν "Ανθρωπον αύτώ ίσον, ου ήράσθη ώς ιδίου τόκου περικαλλής γάρ, τήν του πατρδς εικόνα έχων όντως γάρ κα'ι ό θεός ήράσθη τής ιδίας μορφής, παρέδωκε τά έαυτοϋ πάντα δημιουργήμα­ τα. κα'ι κατανοήσας δέ τήν του Δημιουργού κτίσιν εν τώ πυρί, ήβουλήθη κα'ι αυτός δημιουργεΐν, κα'ι συνεχωρήθη άπό του πατρός γενόμενος εν τή δημιουργική

18


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μ α ς

από μια αρχή απεριόριστη μέχρι σ ’ ένα τέλος άπειρο, καθόσον ξεκινούν απ’ το σημείο α­ κριβώς που σταματούν.17 Η δε περιφορά τους, όπως το θέλησε ο Νους, απ’ τα βαρύτερα στοιχεία γέννησε τα ζώα, που δεν έχουν λογική (καθόσον δεν είχαν πλέον το Λόγο), ο αέρας γέννησε τα πτηνά και το νερό αυτά που κολυμπούν. Κι η γη και το νερό χωρίστηκαν18 μεταξύ τους, όπως ο Νους θέλησε, κι η γη γέννησε από μόνη της όσα ζώα είχε τετράποδα κι ερπετά, άγρια και ήμερα θηρία. Κι ο πατέρας των πάντων, ο Νους, που είναι ζωή και φως, γέννησε τον άνθρωπο ίσο με τον εαυτό του, τον οποίο αγάπησε σαν δικό του απόγονο, αφού ήταν όμορφος, καθόσον είχε τη μορφή του πατέρα του. Πράγματι, κι ο θεός αγάπησε τη μορφή19 του κι έτσι του παρέδωσε όλα του τα δημιουργήματα. Κι αφού αντιλήφθηκε την κτίση του Δημι­ ουργού μέσα στη φωτιά,20 θέλησε κι ο ίδιος να δημιουργήσει και του δόθηκε γι’ αυτό η άδεια απ’ τον Πατέρα.21 Και καθώς βρέθηκε στη σφαίρα της δημι­ ουργίας, ώστε να εξουσιάζει τα πάντα, 11. Μιλάει για σάμπαν πεπερασμένο χωρίς πέρατα. 18. Ο διαχωρισμός ξηράς και νδάτων σκαι 19. Το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν γράφηκε επομένως πολύ πριν αϊτό την γραφή της Παλαιός Διαθήκης. 20. Εδώ λέει ότι ο Δημιουργός Νους έκανε την «κτίση» χρησιμοποιών ενέρ­ γεια (εν πνρί). 21. Δόθηκε στον άνθρωπο η άδεια να δημιουργήσει, από τον Πατέρα, δηλαδή τον Θεό.

19


Δ. Δ.

Λιακόπο

σφαίρςχ, εξοον την παοαν εξουσίαν, κατενόησε του αδελφού τα δημιουρ­ γήματα, οΐ δε ήράσθησαν αύτοΰ, έκαστος

20


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μ α ς

κατανόησε τα δημιουργήματα του αδελφού.22 Κι αυτοί (οι Ελοχίμ) τον αγάπησαν (τον άνθρωπο), ενώ ο καθένας του μετέδιδε γνώση από τη δική του Τάξη.23 22. Μας λέει ότι ο άνθρωπος κατανόησε τα δημιουργήματα τον αδελφού τον. Ποιος είναι λοιπόν ο «αδελφός» τον ανθρώπου πον έκανε την Δημιουργία παίρ­ νοντας άδεια και αυτός από τον Πατέρα; Αυτός σύμφωνα με τα όσα διαβάσαμε ως τώρα στον «Ποιμανδρή» είναι ο Δημιουργός Νους που είναι γέννημα (αποκύημα) τους Πατρός. Το παίξιμο με τις λέξεις μπορεί να μας οδηγήσει σε πλάνες, ή σε παρεξηγήσεις που από κάποιους «κολλημένους» μπορεί να ονομασθούν και αιρέσεις. Το θέμα είναι ότι η αρχαία ελληνική γραμματεία, ειδικά στα πολύ παλιά της κείμενα, όπως τα «Ερμητικά», είναι πολύ πιο λεπτομερής όσον αφορά την Δημιουργία. Από την άλλη πλευρά, ο νους τον σύγχρονον αν­ θρώπου δεν μπορεί να ερμηνεύσει ορθά τα γραπτά πον έγραφαν άλλοι άν­ θρωποι, που με την σειρά τους, επίσης δεν κατανοούσαν αυτό που τους απο­ καλύπτονταν. Το σίγουρο είναι ότι υπάρχει ένας τριαδικός Θεός, αιτία της ζωής, που είναι καλός, αγαθός, πολυεύσπλαχνος και δίκαιος. Τις λεπτομέρει­ ες θα τις μάθουμε μετά την πλήρη αποκάλυψη, δηλαδή μετά την λεγάμενη Δευτέρα Παρουσία, όπως μας λέει, πολύ λογικά, ο Απόστολος Παύλος. Ο αδελφός λοιπόν του ανθρώπου, είναι σύμφωνα με τα κείμενα ο «Δημι­ ουργός Νους» και αφού ονομάζεται αδελφός μας, δεν είναι κανένα από τα πρό­ σωπα της Αγίας Τριάδας, όπως Αυτή ορίζεται από την Ορθόδοξη πίστη, αλλά κάποιος πον έχει τον ίδιο Πατέρα με εμάς, δηλαδή το Θεό. Τα Ερμητικά δηλαδή κείμενα, ναι μεν δεν αναφέρονται απ' ευθείας στον Πρώτο Ελοχίμ, αλλά το περίεργο ον πον έχει πατέρα (όπως όλοι μας άλλωστε) τον Θεό και δημιούργησε την κτίση και τον άνθρωπο, δεν αποκλείεται να είναι ο Πρώτος Ελοχίμ. Το πρώτο ον που εμφανίσθηκε στο σόμπαν, σύμφωνα με τα Χάλκινα Βιβλία. 23. Οι αδελφοί (ως έχοντες τον ίδιο Πατέρα) τον ανθρώπου, οι Ελοχίμ, τον έδω­ σαν γνώση, ο καθένας για αυτά που ο καθένας κατά την Τάξη του δημιούργησε. Οι Τάξεις των Ελοχίμ, είναι εννέα. 1. Ελ Ναρ 2. Ελ Αιν 3. Ελ Ζιν 4. Ελ Νιρ 5. Ελ Δ αν 6. Ελ Σαν 7. £Λ Τερε 8. Ελ Γαν 9. Ελ Ταν 21


Δ. Α.

Λιακόπο

δέ μετεδίδου τής Ιδίας τάξεως κα'ι καταμαθών την τούτων ουσίαν και μεταλαβών τής αυτών φΰσεως ήβουλήθη άναρρήξαι την περιφέρειαν των κΰκλιυν, και το κράτος του επικειμένου έπ'ι του πυρός κατανοήσαι. κα'ι ό του των θνητών κόσμου κα'ι των άλογων ζώων έχιυν πάσαν εξουσίαν διά τής άρμονίας παρέκυψεν, άναρρήξας τδ κύτος, κα'ι έδειξε τή κατωφερεΤ φΰσει την καλήν του θεοΰ μορφήν, δν ίδοΰσα άκόρεστον κάλλος <κα'ι> πάσαν ενέργειαν εν έαυτω έχοντα των διοικητόροον την τε μορφήν του θεοΰ έμειδίασεν έρωτι, ώς άτε τής καλλίστης μορφής του Ανθρώπου το είδος εν τω ΰδατι Ιδοΰσα και το σκίασμα έπ'ι τής γής. ό δέ ίδών την όμοίαν αύτω μορφήν εν αυτή ούσαν εν τω ΰδατι, έφίλησε κα'ι ήβουλήθη αύτοΰ οίκεΐν άμα δέ τή βουλή έγένετο ενέργεια, κα'ι ωκησε τήν άλογον μορφήν ή δέ φΰσις λαβοΰσα τον έρώμενον περιεπλάκη ολη κα'ι έμίγησαν έρώμενοι

22


Γιατί και πώς ζουν

μας

Κι αφού έλαβε γνώση της ουσίας τους κι αφού συνειδητοποίησε τη φύση τους, θέλησε να διασπάσει την περιφέρεια των κύκλων και να κατανοήσει την εξουσία εκείνου, που εξού­ σιαζε την ενέργεια που περιέβαλλε τα πάντα.24 Κι ο άνθρωπος, που εξούσιαζε τον κόσμο των θνητών και των μη λογικών ζώων, έσκυψε μέσω της Αρμονίας, αφού της διέρρηξε το πε­ ρικάλυμμα κι έδειξε στην κατώτερη φύση την όμορφη όψη του θεού. Κι αυτόν η Φύση μόλις τον είδε να κρύβει μέσα του ατέλειωτη ομορ­ φιά κι όλη την ενέργεια των διοικητών και τη μορφή του Θεού, χαμογέλασε από έρωτα, μόλις αντίκρισε στο νερό το είδωλο25 της ωραιότατης όψης του ανθρώπου και τη σκιά του πάνω στη γη. Κι αυτός, μόλις αντίκρισε στο νερό τη μορφή, που ήταν όμοια μ’ αυτόν, να βρίσκεται μέσα στη Φύση, την αγάπησε και θέλησε να κατοικήσει εκεί.26 Αμέσως η επιθυμία του έγινε πράξη και κατοίκησε τη χωρίς λογική μορφή.27 Η δε Φύση ολόκληρη πήρε στην αγκαλιά της τον αγαπημένο της κι ενώθηκαν, αφού ήταν ερω-

24. Εδώ περιγράφεταιτο προπατορικό αμάρτημα με ένα τρόπο πιο λογ από το δάγκωμα του μήλου, ή από την σεξουαλική συνεύρεση τον Αδάμ και της Ενας, που ούτως η άλλως δεν μπορούσαν στον Παράδεισο να συνευρε­ θούν λόγω των ενεργειακών σωμάτων που είχαν. Θέλησε λοιπόν ο άνθρωπος να πάρει την πλήρη γνώση της Δημιουργίας. Θέλησε να «δει» τι υπάρχει έξω από την όλη Κτίση. 25. Αυτό το περιγράφει και η Παλαιά Διαθήκη 26. Θέλησε δηλαδή ο άνθρωπος, επιθύμησε, να γευτεί το κατώτερο επίπεδο της δημιουργίας. Το φθαρτό, το θνητό. 27. Το ότι έγινε η επιθυμία τον πράξη, δείχνει τη δύναμη του ανθρώπου να εφαρμόζει την ελεύθερη βούλησή τον.

23


Δ. Δ. Λιακόπουλος

γάρ ήσαν. και δια τούτο παρά πάντα τά έπ'ι γης ζώα διπλούς έοτιν ό άνθρωπος, θνητός μέν διά τδ σώμα, άθάνατος δέ διά τον ουσιώδη άνθρωπον άθάνατος γάρ ών κα'ι πάντων την εξουσίαν έχων, τά θνητά πάσχει υποκείμενος τη ειμαρμένη. ύπεράνω ούν ών της αρμονίας έναρ μόνιος γέγονε δούλος άρρενόθηλυς δέ ών, εξ άρρενοθήλεος ών πατρός κα'ι άϋπνος άπδ ά ύ π ν ο υ ...κρατείται. και μετά ταϋτα, Νούς ό εμάς κα'ι αυτός γάρ έρώ τού λόγου, ό δέ Ποιμάνδρης εΐπε, Τούτο έστι τό κεκρυμμένον μυστήριον μέχρι τήσδε τής ημέρας, ή γάρ φΰσις έπιμιγεΐσα τψ Άνθρώπω ήνεγκέ τι θαύμα θαυμασιώτατον έχοντος γάρ αυτού τής αρμονίας των επτά την φύσιν, ούς έφην σοι εκ πυράς κα'ι πνεύματος, ούκ άνέμενεν ή φύσις, άλλ’ ευθύς άπεκύησεν έπτά ανθρώπους, προς τάς φύσεις τών έπτά διοκητόρων, άρρενοθήλεας κα ι μεταρσίους.

24


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

τευμένοι. Και γι’ αυτό το λόγο ο άνθρωπος - εν αντιθέσει με όλα τα ζώα της γης - έχει διπλή φύση, δηλαδή είναι θνητός όσον αφορά το σώμα, αθάνατος δε όσον αφορά την ουσία του.28 Διότι, αν και είναι αθάνατος κι εξουσιάζει τα πάντα, εντούτοις υποφέρει απ’ όλα τα θνητά, καθώς υπόκειται στην Ειμαρμένη. Αν και ήταν, λοιπόν, ανώτερος απ’ την Αρμονία των κύκλων, έγινε δούλος της κι ενώ δεν είχε φύλο,293012αφού προερχόταν από πατέρα δίχως φύλο, κι ενώ ήταν άυπνος, αφού προ­ ερχόταν από πατέρα άυπνο20.....έγινε όμηρός τους. «Και μετά απ’ αυτά, τι έγινε, Νου μου; Διότι κι εγώ ο ίδιος είμαι ερωτευμένος μ’ αυτά που μου διηγείσαι». Και ο Ποιμάνδρης είπε: «Αυτό είναι το απόκρυφο μυστήριο μέχρι αυτή τη μέρα. Η Φύση, λοιπόν, καθώς ενώθηκε με τον άνθρωπο, γέννησε ένα θαύμα περισσότερο απ’ όλα αξιοθαύμαστο. Έχοντας δηλαδή αυτός τη φύση των επτά της Αρμονίας, οι οποίοι —όπως σου είπα - αποτελούνται από φωτιά και πνεύμα,21 η Φύση δεν περίμενε, αλλ’ αμέσως γέννησε επτά ανθρώπους,22 ανάλογους με τις φύσεις των επτά διοικητών, χωρίς φύλο κι αιωρούμενους στον αέρα».

28. Αυτή τον η επιθυμία τον έκανε θνητό στο σώμα, αλλά εξακολουθεί η «ουσία» τον, το ενεργειακό του δηλαδήσώμα και 29. Εδώ ολομογείται ότι οιάνθρωποι στον Παράδεισο δ γενετικά χαρακτηριστικά. 30. Ο άνθρωπος στον Παράδεισο δεν χρειαζότανε ύπνο για της ενέργειας. 31. Από φωτιά και πνεύμα, δηλαδή από ενεργειακό σώμα και πνεύμα. 32. Αυτή η λεπτομέρεια δεν αναφέρεται πουθενά στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία ούτως ή άλλως δεν έχει λεπτομερείς περιγραφές. 25


Δ. Δ. Λ

ιακό

-κ α ι μετά ταΰτα, ΤΩ Ποιμάνδρη, εις μεγάλην γάρ νυν έπιθυμιάν ήλθον και ποθώ άκοΰσαι μη έτρεχε, καί ό Ποιμάνδρης εΐπεν, Άλλα σιώπα, οΰπω γάρ σοι άνήπλωσα τον πρώτον λόγον. Ίδου σιωπώ, εφην έγώ. -Έ γ έν ετο ούν, ώς εφην, των έπτά τουτοίν ή γένεοις τοιφδε τρόπω θηλυκή γάρ <γή> ήν και υδουρ όχευτικόν, τδ δέ εκ πυρδς πέπειρον. έκ δέ αίθέρος τδ πνεύμα έλαβε κα'ι έξήνεγκεν ή φΰσις τά σώματα προς τδ είδος του ’Ανθρώπου, ό δέ Ά νθριοπος έκ ζωής και φωτός έγένετο εις ψυχήν και νουν, έκ μέν ζωής ψυχήν, έκ δέ φωτδς νουν, κα'ι έμεινεν ουτο) τά πάντα τοϋ αισθητού κόσμου μέχρι περιόδου τέλους <κα'ι> αρχών γενών. ακούε λοιπόν, ον ποθείς λόγον άκοΰσαι. τής περιόδου πεπληρωμένης έλΰθη ό πάντων σύνδεσμος έκ βουλής θεοΰ πάντα γάρ ζώα άρρενοθήλεα όντα διελυετο άμα τώ άνθρώπω κα'ι έγένετο τά μέν άρρενικά εν μέρει, τά δέ θηλυκά ομοίως, ό δέ θεδς εύθυς εΐπεν άγίιρ λόγω, Αύξάνεσθε εν αυξήσει κα'ι πληθΰνεσθε έν πλήθει πάντα τά κτίσματα κα'ι δημιουργήματα, κα'ι άναγνωρισάτω <ό> έννους εαυτόν όντα αθάνατον, κα'ι τδν αίτιον του θανάτου έρωτα, καί πάντα τά όντα. τοΰτο είπόντος, ή πρόνοια διά τής ειμαρμένης καί αρμονίας τάς μίξεις έποιήσατο, καί τάς γενέσεις κατέστησε, καί έπληθυνθη κατά γένος τά πάντα καί ό

26


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσά μα

-Και μετά απ’ αυτά, Ποιμάνδρη; Έχω μεγάλη επιθυμία και λαχταρώ ν ’ ακούσω. Και ο Ποιμάνδρης είπε: «Μη βιάζεσαι, σώπαινε, γιατί ακόμα δεν σου τελείωσα τον πρώτο λόγο». «Ορίστε, σωπαίνω», είπα εγώ. -Η γέννηση, λοιπόν, όπως είπα, αυτών των επτά πραγματοποιήθηκε με τον ακόλουθο τρόπο: η γη δηλαδή αποτέλεσε το θηλυκό μέρος και το νερό το γονιμοποιητικό, ενώ απ’ τη φωτιά προήλθε η ωρίμανση. Η Φύση δε πήρε απ’ τον αιθέρα το πνεύμα και γέννησε τα σώματα ανάλογα με το πρότυπο του αν­ θρώπου. Ο Ανθρωπος πάλι από ζωή και φως μετατράπηκε σε ψυχή και νου - από μεν ζωή σε ψυχή, από δε φως σε νου —και παρέμεινε έτσι όλος ο αισθητός κόσμος μέχρι το τέλος αυτής της περιόδου και την αρχή των γενών.33 Ακούσε, λοιπόν, αυτά που λαχταράς ν’ ακούσεις. Όταν έφτασε το πλήρωμα της περιό­ δου, ο σύνδεσμος όλων αυτών διαλύθηκε με τη βούληση του Θεού, διότι όλα τα ζώα που ήταν αρσενικοθήλυκα διασπάστηκαν μαζί με τον άνθρωπο και στο ένα μέρος τους μετατρά­ πηκαν σε αρσενικά και στο άλλο τους σε θηλυκά. Ο δε Θεός αμέσως είπε με λόγο άγιο: Όλα τα κτίσματα και τα δημιουργήματα ν’ αυξάνεστε σε μέγεθος και να πληθύνσεστε κι ο λογικός άνθριυπος ν’ αναγνωρίσει τον εαυτό του σαν αθάνατο και τον έρωτα σαν υπεύθυνο για το θάνατο και όλα τα όντα. Όταν το είπε αυτό, η Πρόνοια με την Ειμαρ­ μένη και την Αρμονία πραγματοποίησαν τις προσμίξεις κι άρχισαν τις γεννήσεις. Πληθύνθηκαν, λοιπόν, τα πάντα ω ς προς το

33. Ως εδώ έχουμε γεγονότα που δεν στην Διαθηκη. Αμέσως μετά ακολουθούν τα γεγονότα τον πολλαπλασιασμού εκτός Παρα­ δείσου, το όνομα τον οποίου δεν αναφέρεταιστα Ε 27


Λ. Δ. Λιακόπουλος

άναγνωρίσας εαυτόν έλήλυθεν εις τό περι­ ούσιον άγαθόν, ό όέ άγαπήσας τό έκ πλάνης έρωτος σώμα, ούτος μένει έν τφ οκότει πλανισμένος, αίσθητώς πάσχων τά του θανάτου. -Τί τοσοΰτον άμαρτάνουσιν, έφην εγώ, οί άγνοοϋντες, ϊνα στερηθώσι τής α θ α ­ νασίας; -’Έοικας, ώ ούτος, τοΰτα>ν μή πεφροντικένιχι ών ήκουσας. ούκ έφην σοι νοειν; -Νοώ κα'ι μιμνήσκομαι, ευχαριστώ δέ άμα. -Εί ένόησας, είπέ μοι, διά τί άξιοι είσι του θανάτου οί έν τώ θανάτιρ όντες; -'Ό τι προκατάρχεται του οικείου σώματος τό στυγνόν σκότος, εξ ου ή υγρά φΰσις, εξ ής τό σώμα συνέστηκεν έν τφ αίσθητώ κόσμω, έξ ου θάνατος άρδεΰεται. -Ενόησας όρθώς, ώ ούτος. κατά τί δέ αό νοήσας έαυτόν εις αυτόν χωρειή, όπερ έχει ό του θεοϋ λόγος; φημ'ι έγώ, Ό τ ι έκ φωτός κα'ι ζωής συνέστηκεν ό πατήρ των όλων, έξ ού γέγονεν ό ’Άνθρωπος. -Ευ φής λαλών φώς και ζωή έστιν ό θεός κα'ι πατήρ, έξ ού έγένετο ό Ά νθρω πος, έάν ούν μάθης αυτόν έκ ζωής κα'ι φωτός όντα κα'ι ότι έκ τούτων τυγχάνεις, εις ζωήν πάλιν χωρήσεις. ταϋτα ό Ποιμάνδρης εΐπεν. -Ά λ λ ’ έτι μοι είπέ, πώς εις ζωήν χωρήσω έγώ, έφην, ώ Νους έμός; φησ'ι γάρ ό θεός

28


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσα μα ς

γένος τους κι αυτός, που αναγνώρισε τον εαυτό του, έφτασε στο ξεχωριστό αγαθό, ενώ εκείνος, που αγάπησε το σώμα του προερχόμε­ νο απ’ την πλάνη του έρωτα, αυτός μένει πλανώμενος στο σκοτάδι κι υποφέρει με τις αισθήσεις του τα πάθη του θανάτου». -Γιατί πέφτουν τόσο έξω, είπα εγώ, όσοι αγνοούν, ώστε να στερηθούν την αθανασία; -Μοιάζεις, φίλε μου, σαν να μην έδωσες βάση σ’ όσα άκουσες. Δεν σου είπα να συλλογίζεσαι με το νου; -Συλλογίζομαι και θυμάμαι και συγχρόνως σ’ ευχαριστώ. -Εάν τα σκέφτηκες, πες μου, γιατί αξίζουν το θάνατο όσοι βρίσκονται μέσα στο θάνατο; -Διότι το στυγνό σκοτάδι αποτελεί την αρχή του δικού τους σώματος, απ’ όπου προέρχεται κι η υγρή φύση, υλικό του σώματος στον αισθητό κόσμο, απ’ τον οποίο ποτίζεται ο θάνατος. -Σωστά τ’ αντιλήφθηκες, φίλε μου. Και γιατί αυτός που κατανόησε τον εαυτό του προσχω­ ρεί σ’ Αυτόν, πράγμα που περιέχεται στο λόγο του Θεού; Εγώ τότε λέω: «Διότι από φως και ζωή έχει συσταθεί ο Πατέρας των πάντων, απ’ τον οποίο γεννήθηκε κι ο άνθρωπος». -Σοιστά τα λες, φως και ζωή είναι ο Θεός κι ο Πατέρας, απ’ τον οποίο γεννήθηκε ο άνθρω­ πος. Εάν, λοιπόν, μάθεις πως αυτός αποτελείται από ζωή και φως και πως α π ’ τα ίδια συστατικά τυχαίνει ν’ αποτελείσαι κι εσύ, τότε θα προσχωρήσεις πάλι στη ζωή. Αυτά είπε ο Ποιμάνδρης. -Πες μου, όμως, ακόμα, Νου μου, πώς εγώ θα προσχωρήσω στη ζωή, είπα. Διότι ο Θεός

29


\. Δ. Λιακόπουλος

άό έννους άνθρωπος άναγνωρισάτω έαυτόνή. ού πάντες γάρ άνθρωποι νουν έχουσιν; - Εύψήμει, ώ ούτος, λαλών παραγίνομαι αυτός έγώ ό Νους τοίς όσίοις και άγαθοίς κα'ι καθαροΧς καί έλεήμοσι, τοίς εύσεβοϋσι, και ή παρουσία μου γίνεται βοήθεια, κα'ι εύθϋς τά πάντα γνωρίζουσι κα'ι τον πατέρα ίλάσκονται άγαπητικώς κα'ι εύχαριστοϋσιν εύλογοϋντες κα'ι ύμνοΰντες τεταγμένως προς αυτόν τή στοργή. κα'ι προ τοϋ παραδοΰναι τό σώμα ίδίω θανάτα) μυσάττονται τάς αισθήσεις, ε’ιδότες αυτών τά ένεργήματα μάλλον δέ ούκ έάσω αυτός ό Νους τά προσπίπτοντα ένεργήματα τοϋ σώματος έκτελεσθήναι. πυλωρός ών άποκλείσω τάς εισόδους των κακών κα'ι αισχρών ενεργημάτων, τάς ενθυμήσεις έκκόπτων. τοΧς δέ άνοήτοις κα'ι κακοΧς κα'ι πονηροΧς κα'ι φθονεροΧς και πλεονέκταις κα'ι φονεϋσι κα'ι άσεβέσι πόρρωθέν είμι, τω τιμωρώ έκχωρήσας δαίμονι, όστις την οξύτητα τοϋ πυρός προσβάλλων θρώσκει αυτόν αίσθητικώς και μάλλον έπ'ι τάς

30


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσά μας

λέει «ο λογικός άνθρωπος ας αναγνωρίσει τον εαυτό του».34 Δεν διαθέτουν, λοιπόν, όλοι οι άνθρωποι νόηση; -Πρόσεξε αυτά που λες, φίλε μου. Εγώ ο ίδιος ο Νους βρίσκομαι κοντά στους όσιους και στους αγαθούς και στους καθαρούς και στους ελεήμονες και στους ευσεβείς κι η πα­ ρουσία μου γίνεται βοήθεια κι αμέσως τα πάντα αναγνωρίζουν κι εξευμενίζουν τον Πατέρα με αγάπη και τον ευχαριστούν με αγάπη ευλογώντας τον και υμνώντας τον, όπως του αρμόζει.35 Και πριν την παράδοση του σώματος στον ίδιο του το θάνατο σιχαίνονται τις αισθήσεις, αφού γνωρίζουν τις επιδράσεις τους. Εγώ όμως ο ίδιος περισσότερο, ο Νους, δεν θα επι­ τρέψω να παρουσιαστούν οι επιδράσεις του σώματος, που επιτίθενται. Σαν φρουρός θ’ αποκλείσω τις εισόδους των κακών και πο­ νηρών επιδράσεων, αποκόπτοντας την ανά­ μνησή τους. Βρίσκομαι μακριά όμως απ’ τους ανόητους και τους κακούς και τους πονηρούς και τους φθονερούς και τους πλεονέκτες και τους φονιάδες και τους ασεβείς. Τους έχω πα­ ραχωρήσει στον τιμωρό δαίμονα,36 ο οποίος ρίχνοντας λάδι στη φωτιά τους πληγώνει στις αισθήσεις και τους εξοπλίζει ακόμα περισσό34. Η φράση είναι καταπληκτική. «Αν αναγνωρίσει τον εαυτό τον». Το γνώθι σ' αυτόν, ή το γνώσεσθαι την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς. Απλά κάποιοι, οι γνωστοί άγνωστοι, οι δαίμονες τον Σαμαέλ, προσπαθούν να μας κάνουν διαρκώς να ξεχνούμε το ποιοι πράγματι είμαστε. 35. Εδώ πλέον ξεκαθαρίζεται ότι ο Ποιμάνδρης είναι η Θεία Χάρις, η φώτιση που ο Θεός στέλνει στους εκλεκτούς του. 36. Ξεκάθαρη η ύπαρξη των δαιμόνων, αλΛά και των ιδιοτήτων τους, αφού εκπροσωπούν το κακό. 31


Δ.

Δ.Λιακόπουλος

ανομίας αυτόν όπλίζει, ινα τύχη πλείονος τιμωρίας, κα'ι οίι παύεται επ’ ορέξεις άπλέτους την επιθυμίαν έχων, άκορέστως σκο­ τομαχών, κα'ι τούτον βασανίζει, κα'ι επ’ αυτόν πϋρ έπ'ι το πλε'ιον αυξάνει. -Ευ μοι πάντα, ώς έβουλόμην, έδίδαξας, ώ Νους, ετι δέ μοι είπε <περ'ι> τής άνόδου τής γινομένης. προς ταΰτα ό Ποιμάνδρης είπε, Πρώτον μέν έν τή άναλΰσει τού σώματος τού υλικού παραόίδως αυτό το σώμα εις άλλοία)θΐν, κα'ι τό είδος ό είχες άφανές γίνεται, κα'ι τό ήθος τώ δαίμονι άνενέργητον παραδίδως, κα'ι αί αισθήσεις τού σώματος εις τάς εαυτών πηγάς επανέρχονται, μέρη γινόμεναι και πάλιν συνανιοτάμεναι εις τάς ένεργείας. κα'ι ό θυμός κα'ι ή επιθυμία εις την άλογον φΰσιν χαίρει. και ούτως όρμά λοιπόν άνω διά τής αρμονίας, κα'ι τή πρώτη ζώνη δίδωσι την αυξητικήν ενέργειαν κα'ι την μειωτικήν, κα'ι τή δευτέρμ την μηχανήν τών κακών, δόλον άνενέργητον, και τή τρίτη τήν επιθυμητικήν άπάτην άνενέργητον, κα'ι τή τετάρτη τήν άρχοντικήν προφανίαν άπλεονέκτητον, κα'ι τή πέμπτη τό θράσος τό άνόσιον κα'ι τής τόλμης τήν προπέτειαν, κα'ι τή έκτη τάς άφορμάς τάς κακάς τού πλούτου άνενεργήτους, κα'ι τή έβδομη ζώνη τό ένεδρεύον ψεύδος. κα'ι τότε γυμνωθείς άπό τών τής άρμονίας ενεργημάτων γίνεται έπ'ι τήν όγδοα-

32


Γιατί

και πώς ζουν ανάμεσά μα

τερο για τις ανομίες, ώστε η τιμωρία τους να είναι ακόμα πιο μεγάλη. Και δεν σταματούν να έχουν επιθυμίες για ακόρεστες ορέξεις πολεμώντας ακόρεστα μέσα στο σκοτάδι και τους βασανίζει δυναμώνοντας συνεχώς την εναντίον τους φωτιά.37 -Καλά μου τα δίδαξες όλα όπως επι­ θυμούσα, Νου. Πες μου όμως ακόμα πώς θα επιτευχθεί η ανύψωση. Σχετικά μ’ αυτά είπε ο Ποιμάνδρης: κατ’ αρχήν παραδίδεις το ίδιο το σώμα για ν ’ αλλοι­ ωθεί στη διάλυση του υλικού σώματος. Τότε, η μορφή που είχες εξαφανίζεται και παραδίδεις στο δαίμονα τ’ ανενεργό σου πάθη, ενώ οι αισθήσεις του σώματος επανέρχονται στις πηγές τους, αφού μετατρέπονται σε στοιχεία και συνενώνονται και πάλι με τις δυνάμεις. Ο Θυμός δε κι η επιθυμία προσχωρούν στη χωρίς λογική Φύση. Κι έτσι, λοιπόν, ο άνθρωπος εξορμά μέσω της Αρμονίας προς τα επάνω και στην πρώτη ζώνη παραδίδει την αυξητική και τη μειωτική ενέργεια, στη δεύτερη την επινόηση των κακών, τον ανενεργό δόλο, στην τρίτη την ανενεργή αυταπάτη των επιθυμιών, στην τέταρτη την ανεκπλήρωτη επιδειξιομανία για εξουσία, στην πέμπτη το ανόσιο θράσος και την αλαζονεία της τόλμης, στην έκτη τις κακές κι ανενεργές αιτίες του πλούτου και στην έβδομη ζώνη το ψέμα που παραμονεύει.38 Και τότε, απογυμνωμένος πλέον απ’ τις επι­ δράσεις της Αρμονίας, φτάνει στην όγδοη 37. Εδώ η φωτιά είναι η ενέργεια της δημιουργίας, δηλαδή το άκτιστο φως, που οι Καθολικοί είχαν ονομάσει Καθαρτήριο 38. Εδώ κατά κάποιο τρόπο περιγράφει τον τελωνισμό των φνχών. 33


Δ. Δ.

Λιακόπο

τικήν φΰσιν, την ίδιαν δΰναμιν έχων, καί υμνεί συν τοίς ουσι τον πατέρα συγχαίρουσι δ έ οί παρόντες τη τοΰτου παρουσίμ, καί όμοιωθείς τοίς ουνοΰαιν ακούει καί τινω ν δυνάμεων ύπέρ την όγδοατικήν φ ΰσιν φωνή τινι ήδείρ ύμνουσών τον θεόν καί τότε τάξει άνέρχονται προς τον πατέρα, καί αυτοί εις δυνάμεις έαυτους παραδιδόασι, καί δυνάμεις γενόμενοι εν θεψ γίνονται, τοΰτό έστι τδ άγαθόν τέλος τοίς γνώσιν έσχηκόσι, θεωθήναι. λοιπόν, τί μέλλεις; ούχ ώς πάντα παραλαβών καθοδηγός γίνη τοίς άξίοις, όπως τδ γένος τής άνθρωπότητος διά σου ύπδ θεού σωθή; ταΰτα είπών ό Ποιμάνδρης έμοί έμίγη ταΐς δυνάμεοιν. εγώ δέ εύχαριστήσας καί εύλογήσας τδν πατέρα τών όλαιν άνείθην ύπ’ αύτοΰ δυναμωθείς καί διδαχθείς του παντδς την φΰσιν καί την μεγίστην θέαν, καί ηργμαι κηρυσσειν τοίς άνθρώποις τδ τής εύσεβείας καί γνώσεως κάλλος, *Ω λαοί, άνδρες γηγενείς, οί μέθη καί ΰπνω έαυτους έκδεδωκότες καί τή άγνωσίφ του θεοΰ, νήψατε, παΰσασθε δέ κραιπαλώντες, θελγόμενοι υπνω άλόγφ. Οί δέ άκοΰσαντες παρεγένοντο όμοθυμαδόν. εγώ δέ φημι, Τί έαυτους, ω

34


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

φύση διαθέτοντας τη δική του δύναμη και δοξολογεί μαζί με τα υπόλοιπα όντα τον Πατέρα. Κι οι παρευρισκόμενοι χαίρονται με την εκεί παρουσία του κι αφού γίνει όμοιος με τους συντρόφους του ακούει και κάποιες δυνά­ μεις πέρα απ’ την όγδοη φύση να δοξολογούν με μια γλυκιά φωνή το Θεό.·*9 Και τότε με σειρά ανεβαίνουν προς τον Πατέρα παραδίδοντας από μόνοι τους τούς εαυτούς τους σε δυνάμεις κι αφού γίνουν δυνάμεις, φτάνουν στο Θεό. Αυτό αποτελεί το καλό τέλος γι’ αυτούς, που έχουν κατακτήσει τη γνώση, η θέωση.3 940 Λοιπόν, τι πρόκειται να κάνεις; Δεν θα γίνεις καθοδηγητής στους άξιους, αφού παρέλαβες τα πάντα, ώστε το γένος της ανθρωπότητας να σωθεί απ’ το Θεό με τη μεσολάβησή σου; Αφού μου είπε αυτά ο Ποιμάνδρης, ενώθη­ κε με τις δυνάμεις. Κι εγώ, ευχαριστώντας και δοξάζοντας τον Πατέρα όλων, άφησα τον εαυτό μου, αφού πήρα δυνάμεις απ’ αυτόν κι αφού διδάχτηκα τη φύση του σύμπαντος και το μέγιστο θέαμα και ξεκίνησα να κηρύσσω στους ανθρώπους την ομορφιά της ευσέβειας και της γνώσης. «Λαοί, άνδρες, γεννήματα της γης, εσείς που είστε παραδομένοι στη μέθη και στον ύπνο και στην άγνοια του Θεού, ρίξτε νερό στο πρόσωπό σας και σταματήστε την κραιπάλη παρασυρόμενοι απ’ τον παράλογο ύπνο». Κι όσοι μ’ άκουσαν, προσέτρεξαν με προ­ θυμία. Κι εγώ λέω: «Γιατί, άνδρες, γεννήματα 39. Εννοεί αυτό ηου εμείς ονομάζουμε Χερουβίμ και 40. Τα Ερμητικά κείμενα, είναι δεκάδων χιλιάδων ετών παλιά. Κι όμως μιλούν για την θέωση του ανθρώπου. 35


Α. Δ.

Λιακόπο

άνδρες γηγενείς, εις θάνατον έκδεδώκατε, έχοντες έξουσίαν της αθανασίας μεταλαβεΐν; μετά νοήσατε, οί συνοδεϋσαντες τή πλάνη κα'ι συγκοινωνήσαντες τή άγνοίμ άπαλλάγητε του σκοτεινού φωτός, μεταλάβετε τής αθανασίας, καταλείψαντες την φθοράν. και οί μεν αυτών καταφλυαρήσαντες άπέστησαν, τή του θανάτου όδψ έαυτους έκδεδιυκότες, οί δέ παρεκάλουν διδαχθήναι, έαυτους προ ποδών μου ίψαντες. εγώ δέ άναστήσας αύτους καθοδηγδς έγενόμην του γένους, τους λόγους διδάσκων, πώς κα'ι τίνι τρόπω οωθήοονται, κα'ι έσπειρα αύτοΐς τους τής σοφίας λόγους και έτράφησαν εκ τοϋ άμβροσίου υδατος. όψίας δέ γενομένης κα'ι τής τοϋ ήλιου αυγής άρχομένης δΰεσθαι όλης, έκέλευσα αύτοΧς εϋχαριστεΧν τω θεφ κα'ι άναπληρώσαντες την ευχαριστίαν έκαστος έτράπη εις την ιδίαν κοίτην. έγώ δέ την ευεργεσίαν τοϋ Ποιμάνδρου άνεγραψάμην εις έμαυτόν, κα'ι πληρωθε'ις ών ήθελον έξηυφράνθην. έγένετο γάρ ό τοϋ σώματος ύπνος τής ψυχής νήψις, κα'ι ή κάμμυσις των οφθαλμών αληθινή όρασις, και ή σιωπή μου έγκϋμων τοϋ άγαθοϋ, και ή τοϋ λόγου εκφορά γεννήματα άγαθών.

36


Γιατί και

πώςζουν ανάμεσ

της γης, παραδοθήκατε στο θάνατο, τη στιγμή που έχετε τη δύναμη να πάρετε μέρος στην αθανασία; Μετανοήστε41 εσείς, που συμπορευθήκατε με την πλάνη και συμμε­ τείχατε στην άγνοια, απαλλαχθείτε απ’ το σκο­ τεινό φως, πάρτε μέρος στην αθανασία εγκαταλείποντας τη φθορά».4243

Κι άλλοι μεν απ’ αυτούς, αφού είπαν διάφο­ ρες ανοησίες, έφυγαν παραδίδοντας τον εαυτό τους στο δρόμο του θανάτου, ενώ άλλοι παρακαλούσαν να διδαχτούν πέφτοντας στα πόδια μου. Κι εγώ, αφού τους σήκωσα, έγινα καθο­ δηγητής του γένους διδάσκοντας τους λόγους, πώς και με ποιο τρόπο θα σωθούν και τους έσπειρα τους λόγους της σοφίας και ποτίστηκαν απ’ το αθάνατο νερό. Όταν έφτασε το βραδάκι κι άρχισε να δύει όλο το φως του ήλιου, τους παρακίνησα να ευχαριστήσουν το Θεό κι ο καθένας πήγε στο κρεβάτι του, αφού ολοκλήρωσε την ευχαριστία του.4-* Εγώ δε την ευεργεσία του Ποιμάνδρη κατέγραψα για τον εαυτό μου κι ευχαριστήθη­ κα, αφού πήρα αυτά που ήθελα. Διότι ο ύπνος του σαδματος απέβη αφύπνιση της ψυχής και το σφράγισμα των ματιών πραγματική όραση, η δε σιωπή μου εγκυμονούσε το καλό κι η εκ­ φορά του λόγου μου δημιουργία αγαθών. Αυτό 41. Η έννοια της μετάνοιας, που οδηγεί στην αιωνιότητα, σαφώς δίνεται μέσα στα Ερμητικά κείμενα. Το ψεύδος σύμφωνα με το οποίο, στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε η έννοια της αμαρτίας, της αγιότητας, των δαιμόνων, της τιμωρίας και της σωτηρίας, εδώ αποκαλύπτεται και καταπίπτει. 42. Τα λόγια αυτά είναι σαφώς τα λόγια που ο Χριστός επιβεβαίωσε δεκάδες χιλιάδες χρόνια αργότερα. 43. Εδώ βλέπουμε και την ύπαρξη της έννοιας της προσευχής. 37


Α. Δ.

Λιακόπο

τοΰτο δέ συνέβη μοι λαβόντι άπδ του νοός μου, τουτέστι του Ποιμάνδρου, του τής αυθεντίας λόγου, θεόπνους γενόμενος τής αλήθειας ήλθον. διό δίδωμι εκ ψυχής κα'ι ισχύος όλης ευλογίαν τφ πατρ'ι θεφ. άγιος ό θεδς και πατήρ των όλων. άγιος ό θεδς, ου ή βουλή τελείται άπδ των ’ιδίων δυνάμεων. άγιος ό θεός, δς γνωσθήναι βούλεται κα'ι γινώσκεται τοΐς ’ιδίοις. άγιος εΐ, ό λόγω συστησάμενος τα όντα, άγιος εΐ, ου πάσα φΰσις ε’ικών έφυ. άγιος εΐ, δν ή φΰοις ούκ έμόρφωσεν. άγιος εΐ, ό πάοης δυνάμεως ισχυρότερος, άγιος εΐ, ό πάοης υπεροχής μείζων. άγιος εΐ, ό κρείττων των επαίνων, δέξαι λογικάς θυσίας άγνάς άπδ ψυχής κα'ι καρδίας προς σέ άνατεταμένης, ανεκλάλητε, άρρητε, σιωπή φωνοΰμενε. αίτουμένω τδ μή σφαλήναι τής γνώσεως τής κατ’ ουσίαν ημών έπίνευσόν μοι κα'ι ένδυνάμωσόν με, και τής χάριτος ταυτης φωτίσω τους εν άγνοίς* του γένους, μοά αδελφούς, υίους δέ σου. διδ πιστεύω κα'ι μαρτυρώ εις ζωήν κα'ι φως χωρώ, εύλογητδς εΐ, πάτερ. ό σδς άνθρωπος

38


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

μου συνέβη, καθώς πήρα απ’ το Νου μου, δηλαδή απ’ τον Ποιμάνδρη, το λόγο της Αυ­ θεντίας κι αφού έμαθα την αλήθεια κατόπιν θεϊκής έμπνευσης, ήρθα. Για το λόγο αυτό μέσα απ’ την ψυχή μου και με όλη τη δύναμή μου αποδίδω δόξα στον Πατέρα Θεό. Αγιος ο Θεός και πατέρας των πάντων. Άγιος ο Θεός, η βούληση του οποίου πραγ­ ματοποιείται μέσω των δικών του δυνάμεων. Αγιος ο Θεός, ο οποίος επιθυμεί ν ’ ανα­ γνωριστεί κι αναγνωρίζεται απ’ τους δικούς του. Αγιος είσαι εσύ, που με το λόγο σου έδωσες σύσταση στα όντα. Αγιος είσαι εσύ, που ολόκληρη η Φύση δημιουργήθηκε σαν εικόνα σου. Αγιος είσαι εσύ, τον οποίο δεν διαμόρφωσε η Φύση. Αγιος είσαι εσύ, ο ισχυρότερος από κάθε δύναμη. Αγιος είσαι εσύ, ο ανώτερος από κάθε υπε­ ροχή. Αγιος είσαι εσύ, ο ανώτερος απ’ τους επαίνους. Δέξου τις αγνές θυσίες, που εκφράζονται με λόγια απ’ την ψυχή και την καρδιά, η οποία ανυψώνεται προς εσένα, ανεκλάλητε, άφραστε, εκδηλωμένε με τη σιωπή. Φώτισε κι ενδυνάμωσε εμένα, που σου ζητώ να μην πέσω έξω στη γνώση τη σχετική με την ουσία μας και με τη χάρη αυτή θα φωτίσω όσους απ’ το γένος μου βρίσκονται σε άγνοια, αδελφούς μου και γιους σου. Γι’ αυτό το λόγο πιστεύω και γίνομαι μάρτυρας, προσχωρώ στη ζωή και στο φως. Δοξασμένος είσαι, Πατέρα. Ο άνθρωπός σου επιθυμεί να καθαγιαστεί μαζί

39


Δ. Λ.

Λιακόπο

ουναγιάζειν σοι βούλεται, καθώς παρέδωκας αύτω την πάσαν εξουσίαν.

40


Γ ιατίκαι πώς ζουν ανάμεσά μας

σου, καθώς του έχεις παραδώσει όλη την εξου­ σία. 44

44. Αυτήείναι ηπροσευχή του Ερμή τον Τρισμέγιστου, σε μια κόσμος δεν γνώριζε τίποτε για την ύπαρξή τον. Για το λόγο αυτό μιλάει για το γένος των ανθρώπων που είναι σε άγνοια. 41


Δ. Δ. Λιακόπουλος ΛΟΓΟΣ Β'

-Παν το κινοΰμενον, ώ ’Ασκληπιέ, ούκ έν τινι κινείται κα'ι υπό τίνος; -Μάλιστα. -Ούκ άνάγκη δέ μεΐζον είναι έν ω κινείται το κινοΰμενον; -ΌΑνάγκη. -Ίσχυρότερον άρα τδ κινούν τοϋ κινουμένου; -Ίσχυρότερον γάρ. -’Εναντίαν δέ έχειν φΰσιν άνάγκη τδ έν ώ κινείται τη τού κινουμένου; -Κα'ι πάνυ. -Μέγας ούν ούτος <ό> κόσμος, ού μειζον ούκ έστι σώμα; -Ώμολόγηται. -Κα'ι στιβαρός; πεπλήρωται γάρ άλλων σωμάτων μεγάλων πολλών, μάλλον δέ πάντων οσα έστ'ι σώματα. -Ούτως έχει. -Σώμα δέ ό κόσμος;Σώμα. -Κα'ι κινοΰμενον; -Μάλιστα. -Πηλίκον ούν δει τον τόπον είναι έν ω κινείται και ποταπδν την φΰσιν; ού πολύ μείζονα, ΐνα δυνηθη δέξασθαι της φοράς την συνέχειαν κα'ι μη θλιβόμενον τδ κινοΰμενον ύπδ της στενότητος έπίσχη την κίνησιν; -Παμμέγεθές τι χρήμα, ω Τρισμέγιστε. -Ποταπης δέ φΰσεως; τής έναντίας άρα, ώ Ασκληπιέ; σώματι δέ έναντία φΰσις τδ

42


Γ ιατίκαι

πώςζουν ανάμεσ

ΛΟΓΟΣ Β' ΕΡΜΗ : ΛΟΓΟΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΑΤ

-Οτιδήποτε κινείται, Ασκληπιέ, δεν κινείται μέσα σε κάτι κι από κάποιον; -Μάλιστα. -Δεν είναι αναγκαίο να είναι μεγαλύτερο αυτό, μέσα στο οποίο κινείται το κινούμενο; -Είναι αναγκαίο. -Επομένως, είναι ισχυρότερο αυτό που κινεί απ’ ότι αυτό που κινείται; -Σίγουρα ισχυρότερο. -Και είναι αναγκαίο αυτό, μέσα στο οποίο κινείται, να έχει φύση αντίθετη απ’ τη φύση του κινούμενου; -Σιγουρότατα. -Επομένως, είναι μεγάλος εκείνος ο κόσμος, απ’ τον οποίο δεν υπάρχει σώμα μεγαλύτερο; -Αποδεκτό. -Και στιβαρός; Διότι είναι πλήρης από πολλά άλλα μεγάλα σώματα, μάλλον δε απ’ όλα τα υπάρχοντα σώματα. -Έτσι είναι. -Κι ο κόσμος σώμα είναι; -Σώμα. -Και σώμα κινούμενο; -Μάλιστα. -Ποιο, επομένως, πρέπει να είναι το μέγεθος του χώρου, μέσα στον οποίο κινείται και ποιο το είδος της φύσης του; Όχι πολύ μεγαλύτερος, για να μπορεί να δέχεται τη συνεχή περιφορά και για να μη σταματά η κίνηση του κινούμε­ νου, καθώς θα πιέζεται απ’ τη στενότητα; -Ένα πράγμα τεράστιο, Τρισμέγιστε. -Και τι είδους φύσης; Αραγε της αντίθετης, Ασκληπιέ; Αντίθετη δε φύση για το σόιμα απο-

43


Λ. Δ. Λιακόπουλος άσώματον. -Ώμολόγηται. -Ά σώματος ούν ό τόπος, τό δέ άσιύματον ή θειον έστιν ή ό θεός, τό δέ θειον λέγω νυν, ού τό γεννητόν, άλλα τό άγέννητον. έάν μέν ούν η θειον, ούσιώδές έστιν εάν δέ η θεός, καί άνουσίαστον γίνεται, άλλιυς δέ νοητόν, ούτως νοητός γάρ πρώτος ό θεός έστιν ήμΐν, ούχ έαυτώ τό γάρ νοητόν τω νοούντι αισθήσει υποπίπτει ό θεός ούκοΰν ούχ έαυτφ νοητός ού γάρ άλλο τι ών τού νοούμενου ύφ’ εαυτού νοείται ήμΐν δέ άλλο τί έστι διά τούτο ήμΐν νοείται, εί δέ νοητός ό τόπος, ούχ ώς θεός, άλλ’ ώς τόπος, εί δέ και ώς θεός, ούχ ώς τόπος, άλλ’ ώς ένέργεια χωρητική, παν δέ τό κινούμενον ούκ έν κινουμένω κινείται άλλ’ έν έστώτι καί τό κινούν δέ έστηκεν, άδύνατον συγκινεισθαι. -Πώς ούν, ώ Τρισμέγιστε, τά ένθάδε συγκινεΐται τοΐς κινούσιν; τάς γάρ σψαίρας έφης τάς πλανωμένας κινεΐσθαι ύπό τής άπλανούς σφαίρας. -Ούκ έστιν αύτη, ω ’Ασκληπιέ, συγκίνησις άλλ’ άντικίνησις ού γάρ ομοίως κινούνται, άλλ’ έναντίαι άλλήλαις ή δέ έναντίωσις την άντέρεισιν τής κινήσεως

44


Γιατί και

πώς ζουν

τελεί το ασώματο. -Αποδεκτό. -Ασώματος, επομένως, είναι ο χώρος και το ασώματο είναι ή θεϊκό ή ο Θεός. Και σαν θεϊκό εννοώ τώρα όχι αυτό, που έχει γεννηθεί, αλλά το αγέννητο. 45 Κι εάν, επομένως, είναι θεϊκό, είναι ουσιώδες. Εάν όμως είναι Θεός, τότε γίνεται και υπερούσιο. Κι αλλιώς νοητό, ως ακολού­ θως: πρώτος ο Θεός είναι νοητός σ’ εμάς, όχι από μόνος του, καθόσον το νοητό υποπίπτει στις αισθήσεις εκείνου, ο οποίος το νοεί. Ο Θεός, επομένως, δεν είναι από μόνος του νοη­ τός, καθόσον δεν νοείται απ’ τον εαυτό του, αφού δεν είναι κάτι διαφορετικό απ’ το νοούμενο. Για μας όμως είναι κάτι διαφορε­ τικό και γι’ αυτό το λόγο νοείται από μας. Εάν δε ο χώρος είναι νοητός, δεν είναι νοητός σαν Θεός, αλλά σαν χώρος. 46 Κι εάν είναι νοητός και σαν Θεός, δεν είναι νοητός σαν χώρος, αλλά σαν ενέργεια που καταλαμβάνει χώρο. Κάθε πράγμα δε που κινείται, δεν κινείται μέσα σε άλλο κινούμενο, αλλά σε στατικό. Κι αυτό που κινεί είναι στα­ τικό, αφού είναι αδύνατον να κινούνται μαζί. -Πώς λοιπόν γίνεται, Τρισμέγιστε, τα εδώ να κινούνται μαζί μ’ αυτά που τα κινούν; Διότι είπες πως οι σφαίρες των πλανητών κινούνται απ’ τη σφαίρα των απλανών. 47 -Δεν πρόκειται, Ασκληπιέ, για κίνηση κοινή, αλλ’ αντίθετη. Διότι δεν κινούνται με τρόπο όμοιο, αλλ’ αντίθετα η μια στην άλλη. Αυτή η αντίθεση σταθεροποιεί το στήριγμα της 45. Ομολογία τον ότι ο Θεός είναι αγέννητος. 46. Εδώ ομολογείται το ότι δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την έννοια του Θεού. 47. Οι πλανήτες πράγματι κινούνται λόγω των δυνάμεων που δέχονται από τον Ήλιο, που είναι απλανής αστέρας. 45


Δ. Δ. Λιακόπουλος έστώααν έχει ή γάρ άντιτυπία στάσιςφοράς. α ί συν πλανοόμεναι σφαΐραι έναντίω ς κινοΰμεναι τή άπλανεί ύπ’ άλλήλων τη έναντίρ ύπαντήσει περ'ι την ένα ντιδτη τα αυτήν ύπδ της έστώσης κινούνται. και άλλως εχειν άδύνατον. τάς γάρ άρκτους ταΰτας ας όράς μήτε δυνοΰσας μήτε άνατελλοΰσας, περ'ι δέ τδ αυτό στρεφομένας, ή οΐει κινεΧσθαι ή έστάναι; -ΚινεΤσθαι, ώ Τρισμέγιστε. -Κίνησιν ποιαν, ώ ’Ασκληπιέ; -Την περ'ι τα αυτά άναστρεφομένην. -Ή δέ περιφορά τδ αύτδ κα'ι ή περ'ι τδ αύτδ κίνησις ύπδ στάσεως κατεχομένη. τδ γάρ περ'ι αύτδ κωλύει τδ υπέρ αύτδ κωλύομενον δέ τούς τδ υπέρ αύτδ, εί έστη εις τδ περ'ι αύτδ, ούτω και ή εναντία φορά έστηκεν εδραία, ύπδ τής έναντιδτητος στηριζομένη. παράδειγμα δέ σοι επίγειον τοΐς όφθαλμοΧς ύποπΧπτον φράσω τά έπίκηρα ζψα, οιον τδν άνθρωπον λέγω, θεωρεί νηχόμενον φερομένου γάρ τού ύδατος, ή άντιτυπία των ποδών και των χειρών στάσις γίνεται τω άνθρώπω, τού μη συγκατενεχθήναι τφ ύδατι. -Σαφές τδ παράδειγμα, ώ Τρισμέγιστε. -Πάσα ούν κίνησις έν στάσει κα'ι ύπδ στάσεως κινεΧται. ή ούν κίνησις τού κόσ-

46


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσα μ α ς

κίνησης, καθόσον η αντίσταση φέρνει τη σταθερότητα στην κίνηση. Οι σφαίρες επομέ­ νως των πλανητών, που κινούνται αντίθετα με τη σφαίρα των απλανών, κινούνται λόγω της αντίδρασης της μιας απ’ την άλλη και της σταθερότητας της αντίθεσης. 48 Και είναι αδύνατον να συμβεί διαφορετικά. Και οι Άρκτοι αυτές, τις οποίες δεν βλέπεις ούτε να δύουν ούτε ν’ ανατέλλουν, αλλά να περιστρέφονται γύρω απ’ το ίδιο σημείο, νομίζεις ότι κινούνται ή ότι παραμένουν στα­ θερές; -Ότι κινούνται, Τρισμέγιστε. -Με ποια κίνηση, Ασκληπιέ; -Την κίνηση, που περιστρέφεται γύρω απ’ το ίδιο σημείο. -Είναι το ίδιο πράγμα περιφορά κι η κίνηση γύρω απ’ το ίδιο σημείο, που ελέγχεται απ’ τη στάση. Διότι η κίνηση γύρω απ’ το ίδιο σημείο εμποδίζει την κίνηση σε παραπέρα σημείο, η οποία εμποδίζεται, εάν είναι σταθε­ ρή στο ίδιο σημείο. Έτσι, κι η αντίθετη περι­ φορά παραμένει σταθερή, όταν σταθεροποι­ είται απ’ την αντίθεση. Θα σου αναφέρω κι ένα παράδειγμα επίγειο, που μπορείς και με τα μάτια σου να το αντιληφθείς: παρατήρησε τους θνητούς οργανισμούς, όπως για παρά­ δειγμα τον άνθρωπο, που κολυμπούν. Καθώς το νερό πηγαινοέρχεται, η αντίσταση των ποδιών και των χεριών γίνεται σταθερότητα για τον άνθρωπο για να μην τον παρασύρει το νερό. -Σαφές το παράδειγμά σου, Τρισμέγιστε. -Κάθε κίνηση, επομένως, κινείται μέσα σε στάση κι από στάση. Η κίνηση λοιπόν του 48. Μαθήματα ουράνιον μηχανικής πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια. 47


Δ. Δ.

Αιακόπο

μου κα'ι παντός δέ ζώου υλικοί) ούχ υπό των κ α τ’ εκτός τοΰ σώματος συμβαίνει γίνεσθαι, ά λ λ ’ υπό των έντός εις τό κατ’ εκτός, των νοητών, ήτοι ψυχής ή πνεύμα­ τος, ή άλλου τίνος άσωμάτου. σώμα γάρ σώμα έμψυχον ου κινεί, άλλ’ ουδέ τό σΰνολον σώμα, καν ή άψυχον. -Πώς τοΰτο λέγεις, ώ Τρισμέγιστε; τά ουν ξυλά κα'ι τους λίθους κα'ι τά άλλα πάντα άψυχα, ου σώματά έστι τά κινοΰντα; -Ούδαμώς, ώ ’Ασκληπιέ τό γάρ ένδον τοΰ σώματος τοΰ κινοϋντος τό άψυχον, ου σώμα εκείνο έστι τό άμφότερα κινούν, κα'ι τό τοΰ βαστάζοντος και τό τοΰ βασταζομένου διόπερ άψυχον ούκ άψυχον κινήσει, όράζ ουν καταβαρουμένην την ψυχήν, δταν μόνη δυο σώματα φέρη. και ότι μέν εν τινι κινείται τά κινούμε­ να κα'ι ύπό τίνος, δήλον. -Έ ν κενώ δέ δει κινείσθαι τά κινούμενα, ώ Τρισμέγιστε; -Εύφήμει, ώ ’Ασκληπιέ, ουδέ έν τών οντων έστι κενόν τφ τής ύπάρξεως λόγω

48


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

κόσμου και κάθε ζωντανού υλικού συμβαίνει να οφείλεται όχι σ’ αυτά που βρίσκονται έξω απ’ το σώμα, αλλά σ’ αυτά που βρίσκονται μέσα στο σώμα κι εκδηλώνονται προς τα έξω, στα νοητά, δηλαδή στην ψυχή ή στο πνεύμα ή σε κάποιο άλλο ασώματο. Διότι κάποιο σώμα δεν είναι δυνατόν να κινεί κάποιο άλλο έμψυχο σώμα, αλλά ούτε το σώμα γενικότερα, ακόμα και στην περίπτωση που είναι άψυχο. 49 -Πώς το λες αυτό, Τρισμέγιστε; Αυτά που κινούν τα ξύλα, τους λίθους κι όλα τ’ άλλα άψυχα, δεν είναι σώματα; -Με κανέναν τρόπο, Ασκληπιέ. Διότι το εσωτερικό του σώματος που κινεί το άψυχο, δεν είναι εκείνο σώμα που κινεί και τα δύο, δηλαδή και το σώμα αυτού που το βαστάζει και το σώμα αυτού που βαστάζεται. Για το λόγο αυτό, το άψυχο σώμα δεν θα μπορέσει να κινήσει άψυχο σώμα. Βλέπεις λοιπόν πως η ψυχή είναι βαρυφορτωμένη, όταν κουβαλά μόνη της δύο σώματα. 50 Κι είναι ευνόητο πως αυτά που κινούνται, κινούνται μέσα σε κάτι κι από κάτι. -Μέσα στο κενό πρέπει να κινούνται τα κινούμενα, Τρισμέγιστε; -Πρόσεχε, Ασκληπιέ. Ούτε ένα απ’ τα δημιουργήματα δεν είναι κενό σύμφωνα με το 49. Πάντα έλεγα στους μαθητές μου, όταν δίδασκα φυσική, ότι τα σώματα δεν κινούνται επειδή ασκούμε πάνω τους δυνάμεις, επειδή δηλαδή τα σκουντάμε, αλλά επειδή κινούνται από μόνα τους για να αποφύγουν την δική μας ώθηση, ώστε να βρίσκονται σε κατάσταση το δυνατόν χαμηλότερης δυναμικής ενέρ­ γειας. Η επιβεβαίωση έρχεται από τον Ερμή τον Τρισμέγιστο που εξηγεί στον Ασκληπιό ότι κανένα σώμα δεν μπορεί να κινεί άλλο. Όλα κινούνται μόνα τους, υπακούοντας τη φύση τους που απλά είναι διαφορετική από αυτή που μας διδάσκουν, ώστε να μην γνωρίζουμε ούτε τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, ούτε και τον εαυτό μας. 50. Δυο σώματα. Το ενεργειακό και το φθαρτό. 49


Δ. Δ. Λιακόπονλος

το δέ δν ούκ αν ήδΰνατο είναι δν, εΐ μή μεστόν τής ύπάρξεως ήν τό γάρ ύπαρχον κενόν ουδέποτε γενέσθαι δΰναται. Ούκ έστιν ούν κενά τινα, Τρισμέγιστε, οιον κάδος και κέραμος κα'ι ληνός καί τά άλλα τά παραπλήσια; -Φευ τής πολλής πλάνης, <ω> Ασκληπιέ, τά μάλλον πληρέστατα καί μεστότατα όντα, ταϋτα ήγή κενά είναι; -Πώς λέγεις, ώ Τρισμέγιστε; -Ου σώμά έστιν ό άήρ; -Σώμα. -Τούτο δέ τό σώμα ου διά πάντων διήκει των όντων, καί πάντα διήκον πληροί; σώμα δέ ούκ έκ τών τεσσάρων κεκραμένον συνέστηκε; μεστά ούν έστι πάντα, ά συ φής κενά, τού άέρος εΐ δέ τού άέρος, καί τών τεσσάρων σωμάτων, καί συμβαίνει ό έναντίος λόγος έκφαίνεσθαι, δτι ά συ φής μεστά, ταύτα πάντα κενά έστι τού άέρος, έκείνων ύ π ’ άλλων σωμάτων στενοχωρουμένων καί μή έχόντων τόπον δέξασθαι τον αέρα, ταύτα ούν ά συ φής είναι κενά, κοίλα δει όνομάζειν, ού κενά υπάρξει γάρ μεστά έστιν άέρος καί πνεύματος. -’Αναντίρρητος ό λόγος, ώ Τρισμέγιστε, τον ούν τόποντόν έν ω κινείται τδ παν, τί είπομεν;

50


Γ ιατίκαι πώ ς ζουν ανάμεσα μ α ς λόγο ύπαρξής τους. 51 Και το δημιούργημα δεν θα μπορούσε να είναι δημιούργημα, αν δεν ήταν πλήρες απ’ την ύπαρξη, καθόσον αυτό που υπάρχει ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι κενό. -Δεν υπάρχουν λοιπόν μερικά κενά, Τρισμέγιστε, όπως ο κάδος, τα κεραμικά, το βαρέλι κι άλλα παραπλήσια; -Αλίμονο για τη μεγάλη σου πλάνη, Ασκληπιέ! Αυτά, που είναι τα πιο πλήρη και μεστά, αυτά θεωρείς πως είναι κενά; -Πώς το λες αυτό, Τρισμέγιστε; -Ο αέρας δεν είναι σώμα; -Είναι σώμα. -Αυτό λοιπόν το σώμα δεν διαπερνά όλα τα όντα και δεν τα γεμίζει όλα διαπερνώντας τα; Και το σώμα δεν αποτελείται απ’ το μίγμα των τεσσάρων στοιχείων; Πλήρη λοιπόν είναι όλα, όσα εσύ λες κενά, από αέρα. Εάν όμως είναι πλήρη από αέρα, θα είναι κι απ’ τα τέσσερα στοιχεία κι έτσι συμβαίνει να εμφανίζεται ο αντίθετος λόγος, ότι αυτά που εσύ λες πως είναι πλήρη, αυτά όλα να είναι κενά από αέρα, καθόσον εκείνα πιέζονται από άλλα σώματα και δεν έχουν χώρο για να δεχτούν τον αέρα. Αυτά, επομένως, τα οποία εσύ λες πως είναι κενά, πρέπει να τ’ αποκαλούμε κοίλα, όχι κενά, διότι θα είναι πλήρη από αέρα και πνεύμα. 52 -Ουδεμία αντίρρηση στα λεγόμενά σου, Τρισμέγιστε. Και το χώρο, μέσα στον οποίο κινείται το σύμπαν, πώς θα τον αποκαλέσουμε;

βΐ. Τα σώματα δεν κινούνται μέσα σεκενό. Αν Ασκληπιός γνώριζε ότι κινούμαστε μέσα στον αέρα, τότε ο Ερμης του λέει ότι κινούμαστε μέσα σε ενεργειακά πεδία, π.χ. μέσα στον αιθέρα. ,Γ>2. Με τον όρο πνεύμα, λογικά εννοεί την ενέργεια. 51


Δ. Δ. Λιακόπουλος

-Άσώματον, ώ Ασκληπιέ. -Το ούν άσώματον τί έστι; -Νους όλος έξ δλου έαυτόν έμπεριέχιυν, έλεΰθερος σώματος παντός, άπλανής, απαθής, άναφής, αυτός έν έαυτώ έστώς, χωρητικός των πάντων καί σωτήριος τών δντων, ον ώσπερ άκτίνές είσι τό αγαθόν, ή αλήθεια, τό αρχέτυπον πνεύματος, τό αρχέτυπον ψυχής. -Όούν θεός τί έστιν; -Ό μηδέ έν τούτων υπάρχων, ών δέ κα'ι του είναι τούτοις αίτιος καί πάσι καί ένί έκάστω τών δντων πάντων, ουδέ γάρ ούδέν ύπέλειπε πλέον τό μη δν, πάντα δέ έστι τά εκ τών δντων γινόμενα ούκ εκ τών μή δντων τά γάρ μη δντα ου φΰσιν έχει του δΰνασθαι γενέσθαι άλλα του μή δύνασθαί τι [τό] γενέσθαι καί πάλιν τά δντα ου φύσιν έχει τοϋ μηδέποτε είναι. - τί ούν φής του μή εΐναί ποτέ; - ό ούν θεός ού νους έστιν, αίτιος δέ του <νούν> είναι, ουδέ πνεύμα, αίτιος δέ τού

52


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μα ς

-Ασώματο, Ασκληπιέ. -Το ασώματο λοιπόν τι είναι; -Καθ’ ολοκληρία Νους, που εμπεριέχει ολοκληρωτικά τον εαυτό του, ανεπηρέαστος από κάθε σώμα, σταθερός, απαθής, ανέπαφος, στηριγμένος από μόνος του στον εαυτό του, με δυνατότητα να χωρέσει τα πάντα και σωτήρας των δημιουργημάτων. Αυτού σαν ακτίνες είναι το αγαθό, η αλήθεια, το αρχέτυπο πνεύμα, η αρχέτυπη ψυχή. -Κι ο Θεός τι είναι; -Αυτός, που δεν είναι ούτε ένα απ’ αυτά, αλλά είναι ο αίτιος της ύπαρξης αυτών και όλων και του καθενός χωριστά απ’ όλα τα δημιουργήματα. Γιατί δεν άφησε ούτε τα πα­ ραπάνω για το μη ον, αλλά υπάρχουν όλα όσα γίνονται απ’ τα όντα κι όχι απ’ τα μη όντα. Διότι τα μη όντα δεν διαθέτουν τέτοια φύση, ώστε να μπορούν να γίνουν κάτι, αλλά για να μην μπορούν να γίνουν κάτι. Αντίθετα, τα όντα δεν διαθέτουν τέτοια φύση, ώστε να μην υπάρ­ ξουν ποτέ. 53 ; -Τι εννοείς με το να μην υπάρξουν ποτέ; -Ο Θεός, επομένως, δεν είναι νους, αλλά υπαίτιος της ύπαρξης του νου, ούτε πνεύμα,

Γ*,3. Στο σημείο αυτό μιλά για τον ΜΗ ΟΝΤΑ \>ντα που δεν γνωρίζουν εξέλιξη, αλλά οπισθοδρόμηση. Ο εχθρός δηλαδή της δημιουργίας είναι η αντιδημιουργία. Το αντίθετο της ύπαρξης είναι η μη ύπαρξη, η οποία όμως υπάρχει με το δικό της τρόπο. Αυτό ακριβώς είναι που με τίποτε δεν μπορούμε να αντιληφθούμε,αφού «ο ΜΗ μπορούμε να αντιληφθούμε την «ΜΗ ΥΠΑΡΞΗ» τον, ώστε να τον πολεμήσουμε. Μετά τη Δευτέρα Παρουσία που τα πάντα α π’ ευθείας θα βλέ­ πουμε και απ' ευθείας θα γνωρίζουμε, θα τον αντιληφθούμε και τότε.... θα ι κτελέσουμε την ΑΡΧΑΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ, από την οποία κατόρθωσε προσωρι­ νά, για μερικά δισεκατομμύρια χρόνια να μας απομακρύνει. Ας μην χαίρεται. () ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΓΑΡ ΕΓΓΥΣ.

53


Δ. Δ.

Λιακόπο

είναι πνεύμα, ουδέ φώς, αίτιος δέ τοϋ φως είναι, δθεν τον θεόν δυσί ταύταις ταΐς προσηγορίαις σέβεσθαι δει, ταις μόνοι αύτω προσιυκειωμέναις κα'ι άλλω ούδενί. οΰτε γάρ των άλλων λεγομένων θεών οΰτε άνθρωποιν οΰτε δαιμόνων τις δΰναται καν κατά ποοονοΰν άγαθός είναι η μόνος ό θεός, κα'ι τοΰτό έστι μόνον κα'ι ούδέν άλλο, τά δέ άλλα πάντα άχώρητά έστι τής του αγαθού φΰοεως σώμα γάρ είσι καί ψυχή, τόπον ούκ έχοντα χωρήσαι δυνάμενον τό αγαθόν, τοσοΰτον γάρ έστι του αγαθού το μέγεθος όσον έστίν ΰπαρξις πάντων τών όντων, καί σωμάτων καί άσωμάτο)ν, καί αισθητών καί νοητών, τούτο έστι το αγαθόν, τούτο έστιν ό θεός, μη οΰν εϊπης άλλο τι αγαθόν, έπεί άσεβεΧς, ή άλλο τί ποτέ τον θεόν ή μόνον τό αγαθόν, έπεί πάλιν άσεβεΧς. λόγω μέν οΰν υπό πάντων λέγεται τό αγαθόν, ού νοείται δέ τί ποτέ έστιν υπό πάντων, διά τούτο ουδέ ό θεός νοείται υπό πάντων, άλλ’ άγνοίρ καί τούς θεούς καί τινας τών άνθρώπων αγαθούς όνομάζουσι, μηδέποτε δυναμένους μήτε είναι μήτε γενέσθαι άναλλοτριώτατον γάρ έστι τού θεού καί άχώριστον, ώς αυτός ό θεός όν. θεοί μέν οΰν οί άλλοι πάντες αθάνατοι τετιμημένοι τή τού θεού προσηγο ρίρ ό δέ θεός τό αγαθόν, οΰ κατά τιμήν, άλλά κατά φύσιν μία γάρ ή φύσις τού θεού, τό

54


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσά μ

αλλά υπαίτιος της ύπαρξης του πνεύματος, ούτε φως, αλλά υπαίτιος της ύπαρξης του φωτός. Πρέπει λοιπόν να τιμούμε το Θεό μ’ αυτές τις δύο προσηγορίες, οι οποίες αποδόθη­ καν μόνο σ’ αυτόν και σε κανέναν άλλον. Διότι κανένας, ούτε απ’ τους άλλους τους αποκαλούμένους θεούς, ούτε απ’ τους ανθρώπους, ούτε απ’ τους δαίμονες μπορεί να είναι, έστω και σ’ ένα ποσοστό, Πανάγαθος, παρά μόνον ο Θεός. Κι αυτό μόνον ισχύει και τίποτα άλλο. Όλα δε τα υπόλοιπα δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν τη φύση του αγαθού, καθόσον είναι σώμα και ψυχή, τα οποία δεν διαθέτουν χώρο, που να μπορεί να χωρέσει το αγαθό. Διότι είναι τόσο μεγάλο το μέγεθος του Πανάγαθου, όσο είναι η ύπαρξη όλων των όντων - και των σωμάτων και των ασωμάτων, και των αισθη­ τών και των νοητών. Αυτό είναι το Αγαθό, αυτό είναι ο Θεός. Μην αποκαλέσεις λοιπόν τίποτα άλλο ως Αγαθό, διότι ασεβείς, ή κάτι άλλο ποτέ ως Θεό ή ως το μόνο αγαθό, διότι και πάλι ασεβείς. Με τα λόγια λοιπόν απ’ όλους αναφέρεται το Αγαθό, δεν είναι κατανοητό όμως απ’ όλους τι πράγματι είναι. Για το λόγο αυτό κι ο Θεός δεν είναι κατανοητός απ’ όλους, αλλά λόγω της άγνοιάς τους αποκαλούν αγαθούς τους θεούς και κάποιους ανθρώπους, αν και ποτέ δεν θα μπορέσουν ούτε να είναι, ούτε να γίνουν. Διότι αυτό αποτελεί αναπαλλοτρίωτη κι αναφαίρετη ονομασία του Θεού, αφού αυτό είναι ο ίδιος ο Θεός. Όλοι οι άλλοι, επομένως, αθάνατοι είναι θεοί, καθόσον έχουν τιμηθεί με την προσηγορία του Θεού, ο Θεός όμως είναι το Αγαθό όχι τιμής ένεκα, αλλ’ απ’ τη φύση του. Διότι η φύση του Θεού είναι μία, το

55


á. Λ. Λιακόπονλος

άγαθόν, κα'ι εν γένος άμφοτέρων, έξ ου τά γένη πάντα, ό γάρ αγαθός απαντά έστι διδους κα'ι μηδέν λαμβάνουν, ό ουν Οεδς πάντα δίδωσι και ούδέν λαμβάνει ό ουν θεός <τδ> άγαθόν, και τδ αγαθόν ό θεός. ή δέ έτέρα προσηγορία έστιν ή του πατρός, πάλιν διά τό ποιητικόν πάντων πατρός γάρ τό ποιεΐν. διό κα'ι μεγίστη έν τω βίω σπουδή κα'ι εύσεβεστάτη τοΐς εΰ φρονοΰσίν έστιν ή παιδοποιΐα, κα'ι μέγιστον άτιΐχημα κα'ι άσέβημά έστιν άτεκνόν τινα έξ άνθράδπων άπαλλαγηναι, κα'ι δίκην ούτος δίδωσι μετά θάνατον τοΧς δαίμοσιν. ή δέ τιμωρία έστ'ιν ηδε, την του ατέκνου ψυχήν εις σώμα καταδικασθήναι μήτε άνδρός μήτε γυναικός φΰσιν έχοντος, οπερ έστι κατηραμένον υπό του Ή λιου, τοιγαροΰν, ώ ’Ασκληπιέ, μηδεν'ι όντι άτέκνω συνησθής τουναντίον δέ έλέησον την συμφοράν, έπιστάμενος οια αυτόν μένει τιμωρία, τοσαϋτα κα'ι τοιαϋτα λελέχθω, ω ’Ασκληπιέ, προγνωσία τις τής πάντων φΰσεως.

56


Γιατί και πώς ζουν

μας

Αγαθό και το γένος και των δύο είναι ένα, απ’ το οποίο προέρχονται όλα τα γένη. Διότι ο αγαθός είναι εκείνος, ο οποίος τα πάντα δίνει και τίποτα δεν παίρνει. Ο Θεός, επομένως, είναι το απόλυτο Αγαθό και το απόλυτο Αγαθό είναι ο Θεός. Η άλλη δε προσηγορία του είναι αυτή του Πατέρα, πάλι λόγω της ιδιότητάς του για δημιουργία των πάντων. Διότι ίδιον του πατέρα αποτελεί η δημιουργία. Γι’ αυτό το λόγο και τη μεγαλύτερη φροντίδα και την πιο ευσεβή στη ζωή για τους συνετούς ανθρώπους αποτελεί η τεκνοποιία, ενώ τη μεγαλύτερη δυστυχία κι ασέβεια αποτελεί το ν’ αποχωρή­ σει κάποιος απ’ τη ζωή άτεκνος 54 κι αυτός μετά το θάνατό του δέχεται τιμωρία απ’ τους δαίμονες. Η δε τιμωρία του είναι η εξής: να καταδι­ κάζεται η ψυχή του άτεκνου σε σώμα, που δεν ανήκει ούτε στην ανδρική ούτε στη γυναικεία φύση, πράγμα που είναι καταραμένο στον κόσμο. Να μην επαινέσεις, λοιπόν, Ασκληπιέ, κανέναν άτεκνο, αλλ’ αντίθετα να λυπηθείς για τη συμφορά του, αφού γνωρίζει ποια τιμωρία τον αναμένει. Τόσα και τέτοια ας λεχθούν, Ασκληπιέ, σαν μια πρώτη γεύση της φύσης των πάντων.

54. Άτεκνος είναι εκείνος που δεν επιχειρεί να προάγει τη


Δ.

Λ.

Λιακόπο ΛΟΓΟΣ Γ'

ΈΡΜΟΥ ΙΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ Δόξα πάντίον ό θεός και θειον κα'ι φΰσις θεία, άρχη των δντων ό θεός, κα'ι νους κα'ι φΰσις κα'ι ΰλη, σοφία εις δεΧξιν απάντων ών άρχη το θειον κα'ι φΰσις κα'ι ενέργεια κα'ι άνάγκη κα'ι τέλος κα'ι άνανέωσις. ήν γάρ σκότος άπειρον εν άβΰσσφ κα'ι ΰδωρ και πνεύμα λεπτόν νοερόν, δυνάμει θείρ όντα εν χάει. άνείθη δη φως άγιον κα'ι έπάγηύφ’ άμμο) εξ ύγράς ουσίας στοιχεία κα'ι θεο'ι πάντες καταδιερώσι φΰσεως ένσπόρου. άδιορίστων δέ όντων άπάντιυν κα'ι άκατασκευάστων, άποδιο)ρίσθη τά ελα­ φρά εις ΰψος κα'ι τά βαρέα έθεμελκόθη έφ’ υγρά άμμω, πυρ'ι των όλο>ν διορισθέντων κα'ι άνακρεμασθέντων πνεΰματι όχεΐσθαι κα'ι ώφθη ό ουρανός έν κΰκλοις επτά, κα'ι θεο'ι [ταΐς] έν άστρων ιδέαις όπτανόμενοι, συν τοΐς αυτών σημείοις άπασι, κα'ι διηρθρώθη ... συν τοΧς έν αυτή θεοΐς, κα'ι περιειλίγη τό περικΰκλιον άέρι, κυκλίω δρομήματι πνεΰματι θείω όχοΰμενον. άνήκε δέ έκαστος θεός διά της ιδίας δυνάμεως τό προσταχθέν αύτω, κα'ι έγένετο θηρία τετράποδα και έρπετά κα'ι

58


Γιατί και

πώς ζουν ανάμε

ΛΟΓΟΣ Γ ' ΕΡΜΗ: ΙΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ

Δόξα όλων είναι ο Θεός και το θεϊκό και η θεϊκή φύση. Αρχή των όντων είναι ο Θεός και νους και φύση και ύλη, ο οποίος είναι σοφία για ν ’ αναδειχθούν τα πάντα. Το θεϊκό είναι εξουσία και φύση κι ενέργεια κι ανάγκη και τέλος κι ανανέωση. Διότι στην άβυσσο επικρατούσε άπειρο σκοτάδι και νερό και πνεύμα ελαφρύ νοερό, που λόγω θείας δύναμης βρισκόταν μέσα στο χάος. Παρουσιάστηκε τότε άγιο φως κι ενώθη­ καν πάνω στην άμμο τα στοιχεία απ’ την υγρή ουσία κι όλοι οι θεοί τεμάχισαν τη σπερματοδόχο φύση μοιράζοντάς την μεταξύ τους. Κι ενώ όλοι βρίσκονταν μια κατάσταση απροσδιόριστη κι αδιαμόρφωτη, χωρίστηκαν τα ελαφριά προς τα επάνω και τα βαρύτερα έπεσαν πάνω στην υγρή άμμο, αφού τα πάντα ξεχώρισαν με τη φωτιά κι ανέβηκαν προς τα πάνω για να γίνουν όχημα του πνεύματος. Κι ο ουρανός παρουσιάστηκε μέσα σ’ επτά κύκλους κι οι θεοί εμφανίστηκαν έχοντας τις μορφές των άστρων μαζί με τα σύμβολά τους όλα και διαρθρώθηκε....μαζί με τους θεούς που βρίσκονται σ’ αυτόν. Το δε περικύκλιο, το οποίο απ’ το θείο πνεύμα οδηγούνταν στην κυκλική τροχιά του, τυλίχτηκε με αέρα. Ο κάθε θεός με τη δική του δύναμη έφτιαξε αυτό, για το οποίο είχε πάρει εντολές. 55 Και δημιουργήθηκαν τα τετράποδα θηρία και τα ερπετά και τα υδρόβια και τα πτηνά και κάθε είδους βλάστηση και χορτάρι και χλόη με 55. Με τον όρο θεός ονομάζει τους πρώτους θεούς, δηλαδή τους Ελοχίμ. Πήραν λοιπόν αυτοί εντολή να δημιουργήσουν την κτίση. 59


Α. Δ.

Λιακόπο

ένυδρα κα'ι πτηνά κα'ι πάσα σπορά ένσπορος κα'ι χόρτος κα'ι άνθους παντός χλόη το σπέρμα τής παλιγγενεσίας εν έαυτοΐς ¿σπερμολογούν τάς τε γενέσεις των άνθρώπων εις έργων θείων γνώσιν κα'ι φΰσεως ενεργούσαν μαρτυρίαν κα'ι πλήθος άνθρώποον κα'ι πάντων των υπό ουρανόν δεσποτείαν κα'ι αγαθών έπίγνιυσιν, εις τό αύξάνεσθαι εν αυξήσει κα'ι πληθΰνεσθαι εν πλήθει, κα'ι πάσαν εν σαρκ'ι ψυχήν διά δρομήματος θεών εγκυκλίων τερασπορίας , εις κατοπτείαν ουρανού κα'ι δρομήματος ουρανίων θεών κα'ι έργων θείων κα'ι φΰσεως ένεργείας ε’ίς τε σημεία άγαθών, εις γνώσιν θείας δυνάμεως μοίρης όχλουμένης γνώναι άγαθών κα'ι φαύλων, κα'ι πάσαν άγαθών δαιδαλουργίαν εύρείν. άρχεται αυτών βιώσαί τε κα'ι σοφισθήναι προς μοίραν δρομήματος κύκλιων θεών, κα'ι άναλυθήναι εις ό εσται μεγάλα απομνημονεύματα τεχνουργημάτων έπ'ι τής γής καταλιπόντες εν όνόματι χρόνων άμαΰρωσιν κα'ι πάσαν γένεσιν έμψυχου σαρκός κα'ι καρπού σποράς κα'ι πάσης τεχνουργίας τά έλαττοΰμενα άνανεωθήσεται ανάγκη κα*'ι άνανεώσει θεών κα'ι φΰσεως κΰκλου έναριθμίου δρομήματι. τό γάρ θείον ή πάσα κοσμική σΰγκρασις φΰσει άνανεουμένη εν γάρ τώ θείω κα'ι ή φΰσις καθέστηκεν.

60


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

κάθε είδους λουλούδια. Και το σπέρμα της παλιγγενεσίας υπήρχε μέσα τους, έσπειραν δε τις γεννήσεις των ανθρώπων για να γίνουν γνωστά τα θεϊκά έργα και για να δώσουν μια ζωντανή μαρτυρία για τη φύση και για την αύξηση των ανθρώπων και για την εξουσία σε όλα κάτω απ’ τον ουρανό και για τη γνώση των αγαθών, ώστε ν’ αυξηθούν σε αριθμό και να πληθαίνουν σε είδος κι εγκλώβισαν κάθε ψυχή μέσα στη σάρκα χρησιμοποιώντας τη σπορά της πορείας των θεών των κύκλων. Κι όλα αυτά τα έκαναν για την αποκάλυψη του ουρα­ νού και της τροχιάς των ουράνιων θεών και των θεϊκών έργων και της ενέργειας της φύσης και για την ανάδειξη των αγαθών και για τη γνώση της θείας δύναμης, έτσι ώστε ν’ αντιληφθούν τα τμήματα των καλών και των κακών και να βρουν κάθε επινόηση για τη δημιουργία του καλού. Αρχίζει γι’ αυτούς η επίγεια ζωή κι η έννοια ανάλογα με τη φορά της τροχιάς των κυκλικών θεών κι η αποσύνθεσή τους σε ό, τι απομένει, αφού αφήσουν στη γη μεγάλα έργα τέχνης σαν αμαύριοση των χρόνων αυτών. Κι όσα χαλούν σε κάθε δημιουργία έμψυχης σάρκας και σε καρπό σποράς και σε κάθε έργο τέχνης θ’ ανα­ νεώνονται από ανάγκη, αλλά κι απ’ την ανα­ νέωση των θεών κι απ’ την τροχιά του κύκλου της φύσης, που τη ρυθμίζουν αριθμοί. Το θεϊκό, επομένως, είναι όλη η κοσμική συνένωση, η οποία ανανεώνεται απ’ τη φύση, καθόσον μέσα στο θεϊκό εγκαταστάθηκε κι η φύση.

61


Δ. Δ.

Λιακόπ ΛΟΓΟΣ Δ' ΈΡΜΟΥ ΠΡΟΣ TAT Ο ΚΡΑΤΗΡ, Η Μ ΟΝΑΣ

-’Επειδή τον πάντα κόσμον έποίησεν ό δημιουργός, ού χερσ'ιν άλλα λόγιο, ώοτε ούτως υπολάμβανε ώς του παρόντος κα'ι άει όντος κα'ι πάντα ποιήοαντος κα'ι ενός μόνου, τη δέ αύτοϋ θελήσει δημιουργήσαντος τά όντα τοΰτο γάρ έοτι το σώμα εκείνου, ούχ απτόν, ουδέ ορατόν, ουδέ μετρητόν, ουδέ διαστατόν, ουδέ άλλα) τιν'ι σώματι όμοιον ούτε γάρ πυρ έστιν ούτε ΰδωρ ούτε αήρ ούτε πνεύμα, άλλα πάντα άπ’ αυτού, άγαθός γάρ ών, <ού> μόνψ έαυτφ τούτο άναθεΐναι ήθέληοε κα'ι τήν γην κοσμήσαι, κόσμον δέ θείου σοίίματος κατέπεμψε τον άνθρωπον, ζώου αθανάτου ζωον θνητόν, κα'ι ό μέν κόσμος τών ζψων έπλεονέκτει το άείζωον, <ό δέ άνθρωπος> κα'ι τού κόσμου τον λόγον κα'ι τον νούν. θεατής γάρ έγένετο τού έργου τού θεού ό άνθρωπος, κα'ι έθαυμασε κα'ι έγνώρισε τον ποιήοαντα. τον μέν ούν λόγον, ώ Τάτ, εν

62


Γιατί και

πώ ς ζουν ανάμεσά

ΛΟΓΟΣ Δ' ΤΟΥ ΕΡΜΗ ΠΡΟΣ TON TAT: Ο ΚΡΑΤΗΡΑΣ ή Η ΜΟΝΑΔΑ

-Επειδή ολόκληρο τον κόσμο τον δημιούρ­ γησε ο Δημιουργός όχι με τα χέρια του, αλλά με το λόγο, με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύεις πως ο κόσμος ανήκει σ’ αυτόν, που τώρα υπάρχει και σ’ αυτόν, που πάντα υπάρχει και σ’ αυτόν, που τα πάντα δημιούργησε κι είναι μοναδικός, με τη βούληση του οποίου δημιουργήθηκαν τα όντα. Διότι αυτό είναι το σώμα εκείνου, όχι απτό ούτε ορατό, χωρίς να έχει μέτρα και διαστάσεις και χωρίς να μοιάζει με κάποιο άλλο σώμα. 56 Διότι δεν είναι ούτε φωτιά ούτε νερό ούτε αέρας ούτε πνεύμα, αλλά τα πάντα προέρχο­ νται απ' αυτόν. Διότι, αφού είναι αγαθός, δεν θέλησε να το αφιερώσει αυτό μόνον στον εαυτό του και να στολίσει τη γη μόνο γι’ αυτόν, αλλά έστειλε τον άνθρωπο σαν στολίδι του θεϊκού σώματος, θνητό ζωντανό σαν στολίδι αθάνατου ζωντανού. Κι ο μεν κόσμος είχε έναντι των ζώων το πλεονέκτημα της αθα­ νασίας, ενώ ο άνθρωπος είχε έναντι του κόσμου το πλεονέκτημα του λόγου και του νου. Διότι ο άνθρωπος έγινε θεατής του έργου του Θεού και θαύμασε και γνώρισε το Δημι­ ουργό. Και τον μεν λόγο, Τατ, τον μοίρασε σε %. Η γενεσιουργός αιτία των πάντων μας λέει ότι είναι ο Θεός. Ο Θεός δεν μοιάζει με κανέναν. Αφού δεν μοιάζει με κανόναν και με τίποτα, τότε στην πράξη κατ' εντολή Τον, κάποιοι άλλοι δημιούργησαν τον άνθρωπο, κατ' εικό­ να και καθ' ομοίωσίντους. Πάντα σύμφωνα με που διαβάζουμε. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε τη φράση «με την βούληση τον οποίου καν τα όντα». Επέτρεφε ή έδωσε εντολή να γίνουν τα όντα. Ηθελε και γίνα­ νε, δεν λέει ότι τα έκανε ο ίδιος. 63


Δ. Λ.

Λιακόπο

πασι τοΐς άνθρώποις έμέρισε, τον δέ νουν ούκέτι, ού φθόνων τισιν ό γάρ φθόνος ούκ ένθεν έρχεται, κάτω δέ συνίσταται ταις τον νουν μή έχόντων άνθρώπων ψυχαΧς. -Διά τί ούν, ω πάτερ, ού πάσιν έμέρισε τον νουν ό θεός; -Ήθέλησεν, ώ τέκνον, τούτον εν μέσω ταΧς ψυχαΧς ώσπερ άθλον ίδρϋσθαι. -Και πού αυτόν ίδρΰσατο; -Κρατήρα μέγαν πληρώσας τούτου κατέπεμψε, δούς κήρυκα, κα'ι έκέλευσεν αύτω κηρύξαι ταΧς των άνθρώπων καρδίαις τάδε βάπτισον σεαυτην ή δυναμένη εις τούτον τον κρατήρα, ή πιοτεύουσα ότι άνελεύση προς τον καταπέμψαντα τον κρατήρα, ή γνωρίζουσα έπ'ι τί γέγονας. όσοι μεν ούν ουνήκαν τού κηρύγματος και έβαπτίσαντο τού νοός, ούτοι μετέσχον τής γνώσεως κα'ι τέλειοι έγένοντο άνθρω­ ποι, τον νούν δεξάμενοι όσοι δέ ήμαρτον τού κηρύγματος, ούτοι μέν ο'ι λογικοί, τον νούν μή προσειληφότες, άγνοούντες έπ'ι τί γεγόνασιν κα'ι υπό τίνων, αί δέ αισθήσεις

64


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσα μ α ς

όλους τους ανθρώπους, το νου όμως ακόμα όχι, όχι επειδή φθονεί κάποιους, καθόσον ο φθόνος δεν προέρχεται από κει, αλλά δημιουργείται κάτω στις ψυχές των ανθρώπων, που δεν διαθέτουν νου. 57 -Γιατί, όμως, πατέρα, ο Θεός δεν μοίρασε σε όλους το νου; -Θέλησε, παιδί μου, να τον εγκαταστήσει σαν βραβείο ανάμεσα στις ψυχές. -Και πού τον εγκατέστησε; -Γέμισε μ’ αυτόν ένα μεγάλο κρατήρα και δίνοντάς τον σε κήρυκα τον έστειλε κάτω κι έδωσε διαταγή στον κήρυκα 58 να διακηρύξει τα εξής στις καρδιές των ανθρώπων: εσύ, καρ­ διά, που έχεις τη δυνατότητα, βαπτίσου μέσα σ’ αυτόν τον κρατήρα, εσύ, που πιστεύεις πως θ’ ανυψωθείς προς αυτόν που έστειλε κάτω τον κρατήρα, εσύ, που γνωρίζεις το σκοπό, για τον οποίο δημιουργήθήκες. 5960 Κι όσοι αντιλήφθηκαν το κήρυγμα και βαπτίστηκαν στο νου, αυτοί πήραν μέρος στη γνώση κι έγιναν άνθρωποι τέλειοι, καθώς είχαν δεχτεί το νου. Όσοι όμως δεν αντιλήφθηκαν το κήρυγμα, αυτοί μεν οι λογικοί δεν πήραν επιπλέον και το νου κι έτσι αγνοούν το σκοπό, 69 για τον οποίο δημιουργήθηκαν και

57. Ο Νους, όπως προκύπτει, είναι ηΘεία Φώ 58. Ποιος θα μπορούσε να ονομασθείκήρνκας του λόγον του Θεο να δίνει θεία Φώτιση, πριν τον Χριστό; Ας θυμηθούμε τι έγραψα στον τόμο Ζ, «Ελ. σελ. 16:Και έδωσε εντολή ο Θεός στον πάρει αρχικά είκο­ σι Ελοχίμ και να κυβερνήσει τη Γη και να δώσει την χαμένη γνώση στους αν­ θρώπους και να μάθουν οι άνθρωποι για τον Θεό. 59. Ο κήρυκας, ο Ελ Σεντάϊ έδωσε στους ανθρώπους την χαμένη γνώση. 60. Εδώ αποκαλύπτεται ότι πράγματι οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό.

65


Δ.

Α.

Λιακόπο

τούτων ταις των άλογων ζψων παραπλήσιοι, και έν θυμψ κα'ι οργή την κράσιν έχοντες, ού θαυμάζοντες [ού] τα θέας άξια, ταις δε των σωμάτων ήδοναΐς και όρέξεσι προσέχοντες, κα'ι διά ταΰτα τον άνθρωπον γεγονέναι πιστεΰοντες. όσοι δε τής άπο τού θεοΰ δωρεάς μετέσχον, ούτοι, ώ Τάτ, κατά σΰγκρισιν των έργων αθάνατοι άντ'ι θνητών εισι, πάντα έμπεριλαβόντες τω έαυτών νοί, τά έπ'ι γής, τά έν ούρανφ, και εί τί έστιν υπέρ ουρανόν τοσοΰτον εαυτούς ύψώσαντες, εΐδον το άγαθδν κα'ι ιδόντες συμφοράν ήγήσαντο την ενθάδε διατριβήν καταφρονήσαντες πάντων των σοοματικών κα'ι άσωμάτων έπ'ι τδ έν κα'ι μόνον σπευδουσιν. αυτή, ώ Τάτ, ή του νοΰ έστιν έπιστήμη, των θείων έντορία , και ή του θεοΰ κατανόησις, θείου όντος του κρατήρος. -Κάγώ βαπτισθήναι βούλομαι, ώ πάτερ. ’-Εάν μη πρώτον τδ σώμά σου μισήσης, ώ τέκνον, σεαυτδν φιλήσαι ού δύνασαι φιλήσας δε σεαυτόν, νουν έξεις, κα'ι τον νουν έχων κα'ι τής έπιστήμης μεταλήψη.

66


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μα ς

από ποιους δημιουργήθηκαν. 61 Οι αισθήσεις αυτών είναι παραπλήσιες με τις αισθήσεις των ζώων, που δεν διαθέτουν λογική και η κράση τους έχει τα χαρακτηριστι­ κά του θυμού και της οργής και δεν θαυμάζουν τ’ αξιοθαύμαστα έργα, αλλά η προσοχή τους είναι στραμμένη στις ηδονές και στις επιθυμίες του σώματος πιστεύοντας πως ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί γι’ αυτές. Αλλά όσοι πήραν μέρος στη δωρεά που εστάλη απ’ το Θεό, 62 αυτοί, Τατ, συγκρίνοντας τα έργα τους με των προηγούμενων είναι αθάνατοι αντί θνητοί έχοντας συμπεριλάβει τα πάντα μέσα στο νου τους - και τα επίγεια δηλαδή και τα επουράνια, εάν βέβαια υπάρχει κάτω πάνω απ’ τον ου­ ρανό. Ανυψώνοντας τόσο πολύ τον εαυτό τους, αντίκρισαν το απόλυτο Αγαθό και αντικρίζοντάς το θεώρησαν σαν συμφορά την εδώ δια­ μονή τους. Περιφρονώντας λοιπόν όλα τα σωματικά και τ’ ασώματα σπεύδουν προς το Ένα και Μοναδικό. Αυτή, Τατ, είναι η επιστήμη της νόησης, η περίσσεια των θεϊκών αγαθών κι η κατανόηση του Θεού, αφού ο κρατήρας είναι θεϊκός. -Θέλω κι εγώ, πατέρα, να βαπτιστώ. -Εάν πρώτα απ’ όλα δεν μισήσεις το σώμα σου, παιδί μου, δεν μπορείς ν’ αγαπήσεις τον εαυτό σου. Κι αφού τον αγαπήσεις, τότε θ ’ αποκτήσεις τη νόηση κι έχοντας τη νόηση θα πάρεις μέρος και στην επιστήμη. 63 61. Ο πληθυντικός δείχνει ότι κατ' εντολήν Θεού οι δημιούργησαν τους ανθρώπους. 62. Η δωρεά τον Θεού ήταν το Άγιο Πνεύμα που έδινε φώτιση στους μενονς. 63. Με τον όρο επιστήμη εννοεί τη γνώση, από το επίσταμαι που σημαίνει γνωρίζω καλά, το κατέχω. 67


A. A.

Λιακόπο

-Πώς ταΰτα λέγεις, ώ πάτερ; -’Αδύνατον γάρ έστιν, ώ τέκνον, περί άμφότερα γίνεσθαι, περί τα θνητά κα'ι τα θεία. δυο γάρ δντων των δντων, σώματος και άσωμάτου, έν οις τδ θνητόν κα'ι τδ θειον, ή αϊρεσις θατέρου καταλείπεται τω έλέσθαι βουλομένα), ου γαρ έστιν άμφό­ τερα, έν οις τε ή έξαίρεσις καταλείπεται, τδ δέ έτερον έλαττωθέν την τοΰ ετέρου έφανέρωσεν ενέργειαν. ή μέν συν [ενέργεια] τοϋ κρείττονος αϊρεσις ού μόνον τώ έλομένω καλλίστη τυγχάνει <τώ> τδν άνθρωπον άποθεώσαι, άλλα κα'ι την πρδς θεδν ευσέβειαν έπιδείκνυσιν ή δέ του έλάττονος τδν μέν άνθρωπον άπώλεσεν, ούδέν δέ εις τδν θεδν έπλημμέλησεν, ή τοΰτο μόνον δτι, καθάπερ αί πομπα'ι μέσον παρέρχονται, μήτε αύταϊ ένεργήσαί τι δυνάμεναι, τους δέ έμποδίζουσαι, τδν αύτδν τρόπον και ούτοι μόνον πομπευουσιν έν τφ κόσμια, παραγόμενοι ύπδ τών σα>ματικών ηδονών. τούτων δέ ούτως έχόντων, ώ Τάτ, τα μέν παρά τοϋ θεοϋ ήμΐν τε υπήρξε και υπάρξει τα δέ άφ’ ημών άκολουθησάτω κα'ι μη ύστερήσατω έπε'ι ό μέν θεός άναίτιος, ημείς δέ αίτιοι τών κακών, ταΰτα προκρίνοντες τών άγαθών. όρρς, ώ τέκνον, πόσα ημάς δει σώματα διεξελθεΐν, κα'ι πόσους χορούς δαιμόνων κα'ι συνέχειαν και δρόμους άστέρων ϊνα πρδς τδν ένα κα'ι μόνον

68


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

-Τι εννοείς μ’ αυτά, πατέρα; -Διότι είναι αδύνατον, παιδί μου, να καταγίνεσαι και με τα δύο, δηλαδή και με τα θνητά και με τα θεϊκά. 64 Καθώς δύο κατηγορίες όντων υπάρχουν, η σωματική κι η ασώματη, στις οποίες ενυπάρχουν το θνητό και το θεϊκό, η επιλογή του ενός απ’ τα δύο αφήνεται σ’ εκείνον, που επιθυμεί να διαλέξει. Διότι δεν υπάρχει η δυνατότητα επιλογής και των δύο, στα οποία αφήνεται το δικαίωμα επιλογής, εάν όμως το ένα ελαττωθεί, φανερώνει τότε την ενέργεια του άλλου. Κι η επιλογή του ανώτερου δεν συμβαίνει να είναι γι’ αυτόν που τη διάλεξε μόνον η καλύτερη ενέργεια, καθώς οδηγεί τον άνθρωπο στη θέωση, αλλ’ αποδεικνύει και την ευσέβεια προς το Θεό. Η επιλογή όμως του κατώτερου τον μεν άνθρωπο οδηγεί στην απώλεια, δεν βλάπτει όμως καθόλου το Θεό ή επιφέρει μόνον αυτό, δηλαδή όπως ακριβώς οι πομπές διέρχονται απ’ τη μέση χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να κάνουν κάτι, παρά μόνον να εμποδίζουν, με τον ίδιο τρόπο κι αυτοί πο­ ρεύονται μέσα στον κόσμο καθοδηγούμενο απ’ τις σωματικές ηδονές. Καθώς, λοιπόν, έτσι έχει κατάσταση, Τατ, όσα απ’ το Θεό μας δόθηκαν, υπήρχαν και θα υπάρχουν. Τα δικά μας όμως έργα ας τ ’ ακολουθούν κι ας μη μένουν πίσω. Επειδή ο Θεός δεν έχει ευθύνη γι’ αυτά, οι υπεύθυνοι για τα κακά είμαστε εμείς, αφού τα προτι­ μούμε απ’ τα αγαθά. Βλέπεις, παιδί μου, πόσες σωματικές σφαίρες πρέπει να διασχίσουμε και πόσες ομάδες και διαδοχές δαιμόνων και τροχιές αστέρων, για να σπεύσουμε προς τον 64.

Δενγίνεται να υπηρετεί και τον Θεό και τον Μαμωνά ταυτόχρονα. 69


Δ. Λ. Αιακόπουλος

σπεύσωμεν; άδιάβατον γάρ το άγαθόν και άπέραντον κα'ι άτελές, αύτω δέ και άναρχον, ήμΐν δέ δοκοΰν αρχήν έχειν την γνώσιν. ούκ αύτοΰ ούν αρχή γίνεται ή γνώσις, άλλ’ ήμΐν την αρχήν παρέχεται του γνοοσθησομένου. λαβώμεθα ούν τής αρχής, κα'ι όδεύσωμεν τάχει άπαντα πάνυ γάρ έστι σκολιάν, τό τα συνήθη κα'ι παρόντα καταλιπόντα έπ'ι τά παλαιά κα'ι αρχαία άνακάμπτειν. τά μέν γάρ φαινόμενα τέρ­ πει, τά δέ αφανή δυσπιστεΐν ποιεί, φανερωτερα δέ έστι τά κακά, τδ δέ αγαθόν άφανές τοΐς φανεροΐς. ού γάρ μορφή ούτε τύπος έστ'ιν αύτοΰ. διά τοΰτο αύτω μέν έστιν ομοιον, τοΐς δέ άλλοις πάσιν άνόμοιον άδύνατον γάρ άσώματον σώματι φανήναι αύτη διαφορά τοΰ όμοιου προς τό άνόμοιον, κα'ι τω άνομοίω υστέρημα προς τό ομοιον. ή γάρ μονάς, ούσα πάντων άρχή καί ίζα, εν πάσίν έστιν ώς άν ίζα και αρχή, άνευ δέ αρχής ούδέν, άρχή δέ έξ ούδενός άλλ’ έξ αυτής, ει γε άρχή έστι των ετέρων, μονάς ούσα ούν άρχή πάντα άριθμόν έμπεριέχει, υπό μηδενός έμπεριεχομένη, κα'ι πάντα άριθμόν γεννά υπό μηδενός γεννωμένη έτέρου άριθμοΰ.

70


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

Ένα και Μοναδικό; Διότι το απόλυτο Αγαθό είναι απροσπέλαστο κι απέραντο κι ατέλειωτο, συγχρόνως δε και άναρχο, ενώ σ’ εμάς δίνει την εντύπωση πως γι’ αρχή του έχει τη γνώση. Η γνώση, επομένως, δεν αποτελεί την αρχή του, αλλά παρέχει σ’ εμάς την αρχή αυτού, που πρόκειται να μάθουμε. Ας πιάσουμε λοιπόν την αρχή κι ας βιαστούμε για όλα, διότι είναι πολύ δύσκολο αυτός που έχει εγκαταλείψει τα συνηθισμένα και παρόντα να ξαναγυρίσει στα παλιά κι αρχικά. Διότι τα μεν ορατά προκαλούν ευχαρίστηση, ενώ τα αόρατα προκαλούν δυσπιστία. Και περισσότερο ορατά είναι τα κακά, ενώ το απόλυτο Αγαθό είναι αόρατο για τα ορατά, καθόσον δεν έχει ούτε μορφή, ούτε υπάρχει κάποιο πρότυπο γι’ αυτό. Για το λόγο αυτό και είναι όμοιο με τον εαυτό του κι ανό­ μοιο με όλα τα υπόλοιπα. Διότι είναι αδύνατον το ασώματο να γίνει ορατό με σώμα κι εδώ έγκειται η διαφορά του όμοιου με το ανόμοιο κι η υστέρηση του ανόμοιου ως προς το όμοιο. Διότι η μονάδα, η οποία αποτελεί την αρχή και τη ρίζα των πάντων, βρίσκεται σε όλα σαν να ήταν ρίζα κι αρχή. Και χωρίς την αρχή τίποτα δεν υπάρχει, η αρχή δε δεν προέρχεται από πουθενά αλλού, παρά μόνον απ’ τον εαυτό της, εφόσον βέβαια αποτελεί αρχή των άλλων. Η μονάδα, επομένως, αφού αποτελεί αρχή, περι­ έχει μέσα της όλους τους αριθμούς, χωρίς αυτή να περιέχεται σε κανέναν και γεννά όλους τους αριθμούς, χωρίς αυτή να γεννιέται από κανέ­ ναν άλλον αριθμό. Καθετί δε που γεννιέται είναι ατελές και διαιρετό και μπορεί ν ’ αυξηθεί και να μειωθεί, ενώ στο τέλειο τίποτα απ’ αυτά δεν μπορεί να συμβεί. 65 65. Το τέλειο δεν έχει την ανάγκη τον ανξάνεσθαι και πληθύνεσθαι. Δεν χρειάζεται να αλλάζει, διότι είναι τέλειο. 71


Λ. Δ.

Λιακόπο

παν δέ το γεννώμενον άτελές και διαιρετόν, κα'ι αύξητόν κα'ι μειωτόν, τφ δέ τελείω ούδέν τούτων γίνεται, και το μέν αύξητόν αυξάνεται άπό τής μονάδος, άλίσκεται δέ υπό τής αυτού άοθενείας, μηκέτι δυνάμενον την μονάδα χωρήσαι. αύτη ούν, ώ Τάτ. κατά τό δυνατόν σοι ύπογέγραπται τού θεού εικών ήν άκριβώς εί θεάαη κα'ι νοήσεις τοΐς τής καρδίας όφθαλμοις, πίστευσόν μοι, τέκνον, εύρήσεις την προς τα άνω όδόν. μάλλον δέ αυτή σε ή εικών οδηγήσει, έχει γάρ τι ’ίδιον ή θέα τούς φθάααντας θεάσασθαι κατέχει κα'ι άνέλκει, καθάπερ φασ'ιν ή μαγνήτις λίθος τον σίδηρον.

72


Γ ιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

Κι εκείνο, που μπορεί ν’ αυξηθεί, αυξάνεται απ’ τη μονάδα, διασπάται όμως απ’ τη δική του αδυναμία, μη μπορώντας πλέον να κρατήσει τη μονάδα. Αυτή λοιπόν, Τατ, η εικόνα του Θεού περιγράφτηκε για σένα όσο ήταν δυνατόν. Αυτήν αν την εξετάσεις με ακρίβεια και την κατανο­ ήσεις με τα μάτια της καρδιάς σου, πίστεψέ με, παιδί μου, θα βρεις το δρόμο, που οδηγεί προς τα πάνω. Μάλλον δε η ίδια η εικόνα θα σε οδηγήσει, διότι το αντίκρισμά της έχει μια κάποια ιδιαιτερότητα: όσους πρόλαβαν 66 να την αντικρίσουν, τους κρατά και τους τραβά προς τα πάνω, όπως ακριβώς λένε ο μαγνήτης τραβά το σίδηρο.

66. Όπως λέει και ο Πατήρ Σάββας Αχιλλέως, «όποιος έπιασεν, έπιασεν». 73


Δ. Δ.

Λιακόπ

ΛΟΓΟΣ Ε' δτι άφανης θεός φανερώτατός έστιν Και τόνδε σοι τον λόγον, ω Τάτ, διεξελεΰαομαι, όπως μη άμΰητος ής τοΰ κρείττονος θεοΰ ονόματος, συ δέ νόει πώς το δοκοΰν τοΧς πολλοΐς αφανές φανερώτατόν σοι γενήσεται. ού γάρ αν ην <άε'ι> εί <μή> άφανές ήν παν γαρ τό φαινόμενου γεννητόν έφάνη γάρ τό δέ άφανές άεί έστι τοΰ γάρ φανήναι ού χρήζει άε'ι γάρ έστι. κα'ι τα άλλα πάντα φανερά ποιεί, αυτός άφανης ών, ώς άε'ι ών φανερών αυτός ού φανεροϋται, <γεννμ> ούκ αύτός γεννώμένος, έν φαντασίμ δέ <ούκ έστι> πάντα φαντασιών, ή γάρ φαντασία μόνων τών γεννητών έστίν. ούδέν γάρ έστιν ή φ α ν ­ τασία ή γένεσις. ό δέ εις άγέννητος δηλονότι και άφαντασίαστος κα'ι άφανης, τά δέ πάντα φαντασιών διά πάντων φαίνεται, κα'ι έν πάσι, κα'ι μάλιστα οΐς αν αύτός βουληθή φανήναι. συ ούν, ώ τέκνον Τάτ, εύξαι πρώτον τψ κυρία) κα'ι πατρ'ι κα'ι μόνω κα'ι ούχ ένί, άλλ’ ά φ ’ ού ό εις, ιλεω τυχεΐν, ινα δυνηθής τον τηλικοΰτον θεόν νοήσαι, και άκτΐνά σοι καν μίαν αύτού τή σή διανοίρ έκλάμψαι.

74


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μ α ς

ΛΟΓΟΣ Ε' ΟΤΙ Ο ΑΦΑΝΗΣ ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΟΡΑΤΟΣ

Κι αυτόν εδώ το λόγο, Τατ, θα σου αναλύσω, για να μην είσαι αμύητος στο όνομα του ανώτα­ του Θεού. Εσύ δε να σκεφτείς πώς αυτό, που οι περισσότεροι θεωρούν αόρατο, θα γίνει τελείως φανερό σε σένα. Διότι δεν θα μπορούσε να είναι αιώνιο, εάν δεν ήταν αόρατο, καθόσον καθετί φανερό είναι γεννημένο, αφού βγήκε στην επι­ φάνεια. Το αόρατο όμως αιώνια υπάρχει, διότι δεν είναι απαραίτητο να βγει στην επιφάνεια, αφού υπάρχει αιώνια. Κι όλα τα υπόλοιπα τα κάνει ορατά, ενώ ο ίδιος είναι αόρατος, αφού αιώνια υπάρχει. Κι ενώ βγάζει στην επιφάνεια, ο ίδιος δεν βγαίνει στην επιφάνεια, γεννά, ενώ ο ίδιος δεν γεννιέται, δεν βρίσκεται στη φαντα­ σία, ενώ προκαλεί τα πάντα μέσα στη φαντα­ σία. Διότι η φαντασία αποτελεί χαρακτηριστικό μόνο των γεννημένων, καθόσον η γέννηση τίποτα άλλο δεν είναι, παρά φαντασία. Αλλά ο Μοναδικός είναι σίγουρα εκτός φαντασίας κι αόρατος, και προκαλώντας κάθε φαντασία γίνε­ ται ορατός μέσα απ’ όλα και σε όλους κι ιδίως σε όσους ο ίδιος θα ήθελε να φανερωθεί. Εσύ, επομένως, παιδί μου Τατ, να προσευχηθείς πρώτα στον Κύριο και Πατέρα και Μοναδικό και όχι στον Έναν, 67 αλλά σ’ εκείνον, απ’ τον οποίο προέρχεται 68 ο Ένας, να τύχεις ευμε­ νούς μεταχείρισης, ώστε να μπορέσεις να κατανοήσεις τον τόσο μεγάλο Θεό και με μια ι ---------------.----- -----------1*7. Ο Ένας, ονπ' αριθμόν Ενα, ο πρώτος Ελοχίμ. Ι'8· Ο Πρώτος Ελοχίμ ο υπεύθυνος για την Δημιουργία προέρχεται, σαν δημιούργημα που είναι, από τον θεό. 75


Α. Α.

Λιακόπο

νόησις γάρ μόνη όρμ τό άφανές, ώς και αυτή άφανής οΰαα. εί δΰνασαι, τοΐς τοϋ νοϋ όφθαλμοΤς φανήσεται, ώ Τάτ άφθονος γάρ ό κύριος φαίνεται δια παντός τοϋ κόσμου, νόησιν ίδεΧν κα'ι λαβέσθαι αύταΧς ταΧς χερσί δΰνασαι και την εικόνα τοϋ θεοϋ θεάσασθαι; εί δέ καί τό έν σοι άφανές έστί σοι, πώς έαυτόν έν σαυτφ διά των οφθαλμών σοι φανήσεται; εί δέ θέλεις αυτόν ιδεΐν, νόησον τον ήλιον, νόησον τον σελήνης δρόμον, νόησον τών άστέρων την τάξιν. τίς ό την τάξιν τηρών; (τάξις γάρ πάσα περαόρισται άριθμφ και τόπω). ό ήλιος, θεός μέγιστος τών κατ’ ουρανόν θεών, ψ πάντες είκουσιν οι ουράνιοι θεο'ι ώσανε'ι βασιλεϊ κα'ι δυνάστη, κα'ι οΰτος ό τηλικοΰτος, ό μείζων γης κα'ι θαλάσσης, ανέχεται υπέρ έαυτόν έχων έαυτοϋ μικροτέρους πολεΰοντας άστέρας, τιΥ αίδοΰμενος ή τίνα φοβού­ μενος, ώ τέκνον; έκαστος τούτων τών άστέρων ου τον ομοιον ή ίσον δρόμον ποιοϋνται έν ούρανφ όντες; τίς ό έκάστψ τον τρόπον κα'ι τό μέγεθος τοϋ δρόμου όρίσας; άρκτος αΰτη, ή περ'ι αυτήν στρεφομένη κα'ι τον πάντα κόσμον συμπεριφέρουσα. τίς ό τοϋτο κεκτημένος τό όργανον; τίς ό τή θαλάσση τους ορούς περιβαλών; τίς ό την γην έδράσας; έστι γάρ τις, ώ Τάτ,

76


Γ ιατί και

πώς ζουν ανάμεσά

του μόνον ακτίνα να σου φωτίσει τη νόηση. Διότι η νόηση μόνο βλέπει το αόρατο, αφού κι η ίδια είναι αόρατη. Εάν τα καταφέρεις, θα σου φανερωθεί στα μάτια του νου σου, Τατ, διότι ο Κύριος φανερώνεται απλόχερα μέσα απ’ όλον τον κόσμο. Μπορείς ν’ αντικρίσεις τη νόηση και να την αρπάξεις με τα ίδια σου τα χέρια και να δεις την εικόνα του Θεού; Εάν όμως κι αυτό, που βρίσκεται μέσα σου είναι αόρατο σ’ εσένα, πώς θα φανερωθεί ο ίδιος σ’ εσένα μέσα απ’ τα μάτια σου; Εάν όμως επιθυμείς τον αντικρίσεις, βάλε στη σκέψη σου τον ήλιο, την τροχιά της σελήνης, την τάξη των αστεριών. Ποιος είναι αυτός, που επιτηρεί την τάξη; (διότι όλη η τάξη είναι οριοθετημένη από αριθμό και χώρο). Ο ήλιος, ο μεγαλύτερος απ’ τους ουρά­ νιους θεούς, στον οποίο υπακούουν όλοι οι ουράνιοι θεοί σαν να υπακούουν σε βασιλιά και κυβερνήτη, κι αυτός ακόμα ο τόσο μεγά­ λος, ο μεγαλύτερος απ’ τη γη και τη θάλασσα, ανέχεται να έχει από πάνω του μικρότερα αστέρια να κάνουν τις περιφορές τους, σεβό­ μενος ποιον ή φοβούμενος ποιον, παιδί μου; Καθένα απ’ τα’ αστέρια αυτά, που είναι στον ουρανό, δεν διατρέχουν όμοια ή ίση τροχιά; Ποιος είναι αυτός, ο οποίος καθόρισε στον καθένα τον τρόπο και το μέγεθος της τροχιάς του; Ορίστε, η Αρκτος, η οποία περιστρέφεται γύρω απ’ τον εαυτό της και μαζί μ’ αυτήν περι­ στρέφει κι ολόκληρο τον κόσμο. Ποιος είναι αυτός, που έχει αυτό το όργανο; 69 Ποιος είναι αυτός, που έθεσε όρια στη θάλασσα; Ποιος είναι αυτός, που στήριξε τη \ι). Το«όργανο», είναι ουργεί το σόμπαν.

ηοργάνωση, το οργανόγραμμα, βάσε

77


Δ. Δ.

Λιακόπου

ό τούτων πάντω ν ποιητής και δεσπότης, άδΰνατον γάρ ή τόπον ή άριθμδν ή μέτρον φυλαχθήναι χωρίς τοΰ ποίησαν τος. πάσα γάρ τάξις <ποιητή, μόνη δέ ή> άτοπία και άμετρία αποίητος, άλλ’ ούκ άδέσποτος ουδέ αύ'τη, ώ τέκνον. κα'ι γάρ εί τδ « τ α ­ κτόν έστιν ενδεές, ότε κατέχει, τοϋτό έστι, τον τρόπον τής τάξεως, κα'ι υπό δεσπότην έστι τον μηδέπω αυτή την τάξιν τάξαντα. είθε δυνατόν σοι ήν πτηνω γενομένω άναπτήναι εις τον αέρα, κα'ι μέσον άρθέντα τής γής κα'ι ούρανοϋ ίδειν γής μέν τδ στερεόν, θαλάσσης δέ τδ κεχυμένον, ποταμών δέ τά εΰματα, άέρος τδ άνειμένον, πυρδς την οξύτητα, άστρων τδν δρόμον, ούρανοϋ την ταχύτητα, την περ'ι ταύτά περίβασιν. ω θέας εκείνης, τέκνον, εύτυχεστάτης, ύπδ μίαν οπήν πάντα ταΰτα

78


Γ ιατίκαι πώς ζουν ανάμεσα μας

γη; Διότι κάποιος είναι, Τατ, ο δημιουργός και κυρίαρχος όλων αυτών. Διότι είναι αδύνατον να διατηρηθεί ή τόπος ή αριθμός ή μέτρο χωρίς το δημιουργό του, καθόσον κάθε τάξη είναι φτιαχτή, μόνον δε η αταξία κι η ασυμμετρία είναι άφτιαχτα. 7,1 Αλλά όμως ούτε κι αυτή είναι ακυβέρνητη, παιδί μου, διότι εάν το άτακτο δεν είναι πλήρες, αυτό δηλώνει πως δεν κατέχει τον τρόπο της τάξης και πως βρίσκεται κάτω απ’ την εξουσία του κυβερ­ νήτη, ο οποίος δεν το έβαλε ακόμα σε τάξη. Μακάρι να μπορούσες ν’ αποκτήσεις φτερά και να πετάξεις στον αέρα κι υψωμένος ανά­ μεσα απ’ τη γη και τον ουρανό να δεις το στε­ ρεό της γης, το ρευστό της θάλασσας, τα ρεύματα των ποταμών, το ελεύθερο του αέρα, την οξύτητα της φωτιάς, την τροχιά των άστρων, την ταχύτητα του ουρανού, την περι­ φορά γύρω απ’ τον εαυτό τους. Πόσο ευλο­ γημένο είναι το θέαμα αυτό, παιδί μου, να τα70 70. Αυτήη φράση που φαντάζει πολύ απλή κρύβει μέσα της τα μεγαλύτερα μυστικά της δημιουργίας. Μας λέει ο κόσμος, όχι μόνο φτιάχτηκε από τον Δημιουργό, αλλά και ότι ο Δημιουργός χρειάζεται για την συντήρηση της δημιουργίας του, αυτό δηλαδή που ονομάζουμε Θεία Πρόνοια. Τα όντα, τα υπάρχοντα δηλαδή, έχουν δημιουργό. Τα μη υπάρχοντα, που δεν ίχουν δηλαδή δημιουργηθεί, έχουν σαν χαρακτηριστικό την αταξία και την μη ύπαρξη μέτρου, δηλαδή την ασυμμετρία. Γνωρίζουμε ότι σήμερα, στην ι κπέσούσα δηλαδή φύση, το εύκολο είναι ροπή προς την αταξία. Δεν μιλά­ με μάλιστα για αύξηση της τάξης, αλλά για μείωση της αταξίας. Το εύκολο δηλαδή είναι να καταστρέφεις και το δύσκολο είναι να δημιουργείς. Το εύκο­ λο είναι να έχεις ασύμμετρες κατασκευές ή παράφωνα τραγούδια, παρά «μέτρονάριστον». Ο ΜΗ ΩΝ δηλαδή, «δεν υπάρχει» στο δικό μας σύμπαν και η παρουσία του υποδηλώνεται με την ανυπαρξία του. Ενώ δηλαδή για εμάς το θετικό είναι να υπάρχουμε και να δηλώνουμε την παρουσία μας με οργανω­ μένες δομές και κατασκευές, το θετικό για αυτόν είναι το να μην υπάρχει τίποτε και η επιθυμία του για όσα υπάρχουν είναι να περιέλθουν σε αταξία (να αυξηθεί η εντροπία τους και να διαλυθούν).

79


Λ.

Δ.

Λιακόπο

θεάσασθαι, τον ακίνητον διακινοΰμενον, κα'ι τον αφανή φαινόμενον όι’ ων ποιεί αυτή ή τάξις του κόσμου κα'ι ουτος ό κόο μος τής τάξεως. ει θέλεις κα'ι δια των θνητών θεάσασθαι των έπ'ι τής γής κα'ι των εν βυθφ, νόησον, ώ τέκνον, δημιουργοΰμενον έν τή γαστρ'ι τον άνθρωπον κα'ι τοϋ δημιουργήματος ακριβώς την τέχνην έξέτασον, κα'ι μάθε τίς ό δημιουργών ταυτην την καλήν κα'ι θείαν του ανθρώπου εικόνα, τίς ό τους οφ θαλ­ μούς περιγράψας; τίς ό τάς ΐνας κα'ι τά ώτα τρυπήσας; τίς ό τό στόμα διανοίξας; τίς ό τά νεΰρα έκτείνας κα'ι δεσμεΰσας; τίς ό όχετεΰσας τάς φλέβας; τίς ό τά όστέα στερροποιήσας; τίς ό δέρμα τή σαρκ'ι περιβαλών; τίς ό τους δακτύλους διελών; τίς ό τοις ποσι βάσιν πλατΰνας; τίς ό διο ρΰξας τους πόρους; τίς ό τον σπλήνα έκτείνας; τίς ό την καρδίαν πυραμοειδή ποιήσας; τίς ό τά νεΰρα συνθείς; τίς ό το ήπαρ πλατΰνας; τίς ό τον πνεύμονα σηραγγώσας; τίς ό την κοιλίαν εύρΰχωρον ποιήσας; τίς ό τά τιμιώτατα εις τδ φανερόν έκτυπώσας κα'ι τά αισχρά κρΰψας; ϊδε πόσαι τέχναι μιας ΰλης κα'ι πόσα έργα μιρ περιγραφή, κα'ι πάντα περικαλλή και πάντα μεμετρημένα, πάντα δέ ένδιάφορα. τίς πάντα ταϋτα έποίησε; ποία μήτηρ, ποιος πατήρ, εί μη ό άφανής θεός, τω

80


Γιατί και

πώς ζουν ανάμεσ

βλέπεις όλα αυτά εν ριπή οφθαλμού, τον ακίνητο να κινείται και τον αόρατο να φανε­ ρώνεται μέσα απ’ τα δημιουργήματα του! Αυτή είναι η τάξη του κόσμου κι αυτός ο κόσμος της τάξης! Εάν επιθυμείς να τον αντικρίσεις και μέσω των επίγειων θνητών κι αυτών που βρίσκονται στο βυθό, σκέψου, παιδί μου, τον άνθρωπο, που δημιουργείται μέσα στην κοιλιά κι εξέτα­ σε ακριβώς την τέχνη του δημιουργήματος και μάθε ποιος είναι αυτός, ο οποίος δημιουργεί αυτή την όμορφη και θεϊκή εικόνα του αν­ θρώπου. Ποιος είναι αυτός, που έφτιαξε τα μάτια; Ποιος είναι αυτός, που τρύπησε τις μύτες και τ’ αφτιά; Ποιος είναι αυτός, που άνοιξε το στόμα; Ποιος είναι αυτός, που άπλω­ σε και συνένωσε τα νεύρα; Ποιος είναι αυτός, που διοχέτευσε τις φλέβες; Ποιος είναι αυτός, που σκλήρυνε τα οστά; Ποιος είναι αυτός, που περιέβαλε με δέρμα τη σάρκα; Ποιος είναι αυτός, που διαίρεσε τα δάχτυλα; Ποιος είναι αυτός, που πλάτυνε τη βάση των ποδιών; Ποιος είναι αυτός, που διάνοιξε τους πόρους; Ποιος είναι αυτός, που άπλωσε τη σπλήνα; Ποιος είναι αυτός, που έφτιαξε την καρδιά σε σχήμα πυραμίδας; Ποιος είναι αυτός, που σύνθεσε τα νεύρα; Ποιος είναι αυτός, που πλάτυνε το ήπαρ; Ποιος είναι αυτός, που τοποθέτησε συρίγγια στους πνεύμονες; Ποιος είναι αυτός, που έκανε ευρύχωρη την κοιλιά; Ποιος είναι αυτός, που αποτύπωσε εμφανώς τα πιο τίμια μέρη κι έκρυψε τα αισχρά; Δες πόσες τέχνες υπάρχουν σ’ ένα υλικό και πόσα είναι τα έργα με μια περιγραφή κι όλα ωραία κι όλα συμμετρικά κι όλα διαφορετικά. Ποιος τα έκανε όλα αυτά; Ποια μητέρα, ποιος πατέρας,

81


Α. Δ.

Λιακόπο

έαυτοΌ θελήματι πάντα δημιουργήσας; κα'ι άνδρίαντα μέν ή εικόνα χωρίς άνδριαντοποιού ή ζωγράφου ούδείς φησι γεγονέναι, τούτο δέ τδ δημιούργημα χωρ'ις δημιουργού γέγονεν; ώ τής πολλής τυφλότητος, ώ τής πολλής άσεβείας, ώ τής πολλής αγνωμοσύνης, μηδέποτε, ώ τέκνον Τάτ, άποστερήσης τού δημιουργού τά δημιουργήματα...... μάλλον δέ κα'ι κρείττων έστ'ιν όση κατά θεόν όνο ματος . τοσοΰτός έστιν ό πάντων πατήρ ή γάρ μόνος ούτος, κα'ι τούτο αύτφ το έργον έστί, πατέρα είναι. ει δέ τί με κα'ι τολμηρότερον αναγκάζεις είπειν, τούτου έστ'ιν ουσία τδ κύειν πάντα κα'ι ποιεί ν καί, ώσπερ χωρ'ις τού ποιούντος αδύνατόν έστι γενέσθαι τι, ούτω κα'ι τού­ τον άε'ι [μη] είναι, ει μη πάντα άε'ι ποιούντα, εν ούρανφ, εν άέρι, εν γή, εν βυθφ, εν παντ'ι τού κόσμου, εν παντ'ι τού παντός, τφ όντι και τφ μη όντι. ούδέν γάρ έστιν έν παντ'ι έκείνω δ ούκ έστιν αυτός, έστιν ούτος κα'ι τά όντα αύτδς κα'ι τά μη όντα, τά μέν

82


Γιατί και

πώςζουν ανάμε

εκτός απ’ τον αόρατο Θεό, ο οποίος τα πάντα δημιούργησε με το θέλημά του; 71 Και κανένας δεν ισχυρίζεται πως μπορεί να υπάρξει ανδριάντας ή ζωγραφική χωρίς το γλύπτη ή το ζωγράφο, κι αυτό το δημιούργημα έχει γίνει χωρίς δημιουργό; 72 Τι μεγάλη τυφλότητα, τι μεγάλη ασέβεια, τι μεγάλη αγνωμοσύνη! Ποτέ, παιδί μου Τατ, να μην αποχωρίσεις το δημιουργό απ’ τα δημιουργήματά του..........μάλλον όμως είναι ανώτερη αυτή, που είναι στηριγμένη στο όνομα του Θεού. Τόσο μεγάλος είναι ο Πατέ­ ρας όλων. Διότι πράγματι είναι Μοναδικός κι αυτό το έργο ανήκει σ’ αυτόν, αφού είναι | Πατέρας. Κι εάν μ’ αναγκάζεις να εκφέρω μια τολμη­ ρότερη άποψη, η ουσία του είναι να γεννά και να δημιουργεί τα πάντα 73 και, όπως ακριβώς είναι αδύνατον να δημιουργηθεί κάτι χωρίς το δημιουργό του, έτσι είναι αδύνατον και γι’ αυτόν να μην υπάρχει αιώνια, εάν δεν δημι­ ουργεί πάντοτε τα πάντα, στον ουρανό, στον αέρα, στη γη, στο βυθό, σε κάθε σημείο του κόσμου, σε κάθε σημείο του σύμπαντος και στο υπάρχον και στο μη υπάρχον. 74 Διότι τίποτα δεν μπορεί να υπάρχει σ’ εκείνο το σύμπαν, που να μην είναι Αυτός. Αυτός 72. Ολοι μας δημιονργούμαστε, γεννιόμαστε επειδή ο Θεός το επιτρέπει. Οπως μάλιστα έλεγαν στην Κλασική Ελλάδα (Πλάτων), ούτε φύλο δεν πέ­ φτει από τα δέντρα, αν δεν το θέλει ο Θεός. 72. Αυτά τα λόγια τα απευθύνει σε εκείνους που ισχυρίζονται ότι το σύμπαν έγινε μόνο του στην τύχη. 73. Η πεμπτουσία της έννοιας δηλαδη του Θεού, είναι η Δημιουργία, η οργά­ νωση δηλαδή της υλοενέργειας. Η αποδιοργάνωσή της, η αταξία δηλαδή είναι κάτι εντελώς αντίθετο με το θέλημα του Θεού, και αποτελεί αυτό που ονο­ μάζουμε «αμαρτία». 74. Το μη υπάρχον σύμπαν δεν υφίσταται, αφού έχει πληρωθεί, έχει γεμίσει δηλαδή με την Δημιουργία. 83


Δ. Δ. Λιακόπουλος

γάρ δντα έφανέρωσε, τα δέ μη δντα έχει έν έαυτω. ούτος ό θεός ονόματος κρείττων, ούτος ό αφανής, ούτος ό φανεριυτατος ό τω νοΐ θεωρητός, ουτος ό τοΐς όφθαλμοΐς ορατός ουτος ό άσώματος, ό πολυσώματος, μάλλον δέ παντοσώματος, ούδέν έοτιν ούτος δ ούκ έστι πάντα γάρ <α> έστι καί ούτός έστι, κα'ι διά τοϋτο ονόματα έχει άπαντα, ότι ένός έστι πατρός, και διά τούτο αυτός όνομα ούκ έχει, ότι πάντων έστι πατήρ. Τις ούν σε εύλογήσαι υπέρ σοΰ ή προς σέ; πού δέ και βλέπων ευλογήσω σε, άνω, κάτω, έσω, έξω; ου γάρ τρόπος, ού τόπος έστι περ'ι σέ, ουδέ άλλο ούδέν των όντων πάντα δέ έν σοί, πάντα άπό σου. πάντα δίδως κα'ι ούδέν λαμβάνεις, πάντα γάρ έχεις, κα'ι ούδέν δ ούκ έχεις. πότε δέ σέ υμνήσω; ούτε γάρ ώραν σου ούτε χρόνον καταλαβεΐν δυνατόν, ύπέρ τίνος δέ κα'ι ύμνήσω; ύπέρ ών έποίησας, ή ύπέρ ών ούκ έποίησας; ύπέρ ών έφανέρωσας, ή ύπέρ ών έκρυψας; διά τί δέ κα'ι ύμνήσω σέ; ώς έμαυτοΰ ών, ώς έχων τι ίδιον, ώς άλλος ών; συ γάρ εΐ δ [ε]άν ώ, συ εΐ δ άν ποιώ, συ εΐ δ αν λέγω, συ γάρ πάντα εΐ κα'ι άλλο ούδέν έστιν δ μη έστι,

84


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

είναι και τα όντα, ο ίδιος και τα μη όντα, διότι τα μεν όντα τα φανέρωσε, τα δε μη όντα τα κρατά μέσα του. Ο Θεός αυτός είναι ανώτερος απ’ το όνομα, αυτός είναι ο αόρατος, αυτός είναι κι ο τελείως ορατός, αυτός που μπορεί να γίνει ορατός με το νου, αυτός που είναι ορατός με τα μάτια. Αυτός είναι εκείνος, που δεν έχει σώμα, εκείνος που έχει πολλά σώματα ή μάλ­ λον εκείνος που έχει όλα τα σώματα. Τίποτα δεν υπάρχει, που να μην είναι αυτός, διότι όλα όσα υπάρχουν είναι κι αυτός και για το λόγο αυτό έχει όλα τα ονόματα, καθόσον είναι ο Πατέρας του Ενός. Και γι’ αυτό ο ίδιος δεν έχει όνομα, καθόσον είναι ο Πατέρας όλων. Ποιος, επομένως, να σε δοξάσει, καθώς μιλά για σένα ή απευθύνεται σ’ εσένα; Προς τα πού βλέποντας να σε δοξάσω, προς τα πάνω, προς τα κάτω, προς τα μέσα, προς τα έξω; Διότι δεν υπάρχει τρόπος ούτε χώρος γύρω από σένα ούτε και κανένα άλλο δημιούργημα. 75 Τα πάντα βρίσκονται σ’ εσένα, προέρχονται από σένα, τα πάντα δίνεις και τίποτα δεν παίρ­ νεις, διότι τα πάντα τα έχεις και δεν υπάρχει τίποτα, που να μην το έχεις. Και πότε να σε υμνήσω; Διότι δεν είναι δυνατόν ν ’ αντιληφθούμε ούτε την ώρα σου, ούτε το χρόνο σου. Και για τι να σε υμνήσω; Για όσα δημιούργησες ή για όσα δεν δημιούργησες; Για όσα φανέρωσες ή για όσα απέκρυψες; Και για τι να σε υμνήσω; Σαν να είμαι ο εαυτός μου, σαν να έχω κάποιο δικό μου χαρακτηριστικό, σαν να είμαι διαφορε­ τικός από σένα; Διότι εσύ είσαι ό, τι τυχαίνει να είμαι εγώ, εσύ είσαι ό, τι τυχαίνει να κάνω, εσύ είσαι ό, τι τυχαίνει να πω. Διότι εσύ είσαι 75. Εκπληκτικά λόγια, αν αναλογιαθεί κανείς ότι γράφηκαν χιλιάδες χρόνια πριν τον Χριστό. 85


Δ. Δ. Λιακόπουλος συ εΐ. συ παν το γενόμενον, συ το μη γενό μενον, νους μέν, νοούμενος, πατήρ δέ, δημιουργών, θεός δέ, ένεργών, άγαθος δέ, κα'ι πάντα ποιων, [ύλης μέν γάρ το λεπτό μερέστερον άήρ, άέρος δέ ψυχή, ψυχής δέ νους, νοΰ δέ ό θεάς]. 'Ό τι έν μόνψ θεφ τδ άγαθάν έστιν, άλλαχόθι δέ ούδαμοϋ

86


Γιατί και πώς ζονν

μας

τα πάντα και τίποτα άλλο δεν υπάρχει. Εκείνο που δεν υπάρχει, εσύ είσαι. Εσύ είσαι καθετί που γεννήθηκε, εσύ ό,τι δεν γεννήθηκε, νους, νοητός, και πατέρας, δημιουργός, και θεός, αυτός που ενεργεί, και αγαθός, αυτός που τα πάντα δημιουργεί (διότι περισσότερο εύθραυ­ στος απ’ την ύλη είναι ο αέρας, απ’ τον αέρα η ψυχή, απ’ την ψυχή ο νους κι απ’ το νου ο Θεός).

87


Λ. Δ.

Λιακόπ

ΛΟΓΟΣ ΣΤ'

'Ότι έν μόνψ θεφ τό άγαθόν έστιν, άλλαχόθι δέ ούδαμού

Τό άγαθόν, ώ Ασκληπιέ, έν ούδενί έστιν, εί μή έν μόνω τφ θεφ, μάλλον δέ τδ άγαθόν αύτός έστιν ό θεός άεί εί δέ ούτως, ουσίαν είναι δει πόσης κινήσεως και γενέσεως (έρημον δέ ούδέν έστιν αυτής), περί δέ αυτήν στατικήν ένέργειαν έχουσαν, άνενδεή και άπέριττον, πληρεστάτην, χορηγόν, έν δέ άρχή πάντων παν γάρ τό χορηγούν άγαθόν όταν λέγω, και πάντα και άεί άγαθόν έστι. τοϋτο δέ [έν] ούδενί άλλω πρόσεστιν, εί μή μόνω τφ θεφ ούτε γάρ ένδεής έστί τίνος, ϊνα έπιθυμήσας αυτό κτήσαοθαι κακός γένηται, ούτε των όντων ούδέν άπόβλητόν έστιν αύτω, δ άποβαλών λυπηθήσεται (λύπη γάρ κακίας μέρος) ούτε κρεΐττον αυτού έστιν ούδέν, ύφ’ ου πολεμηθήσεται (ούδέ σύζυγόν έστιν αύτφ τό άδικηθήναι), <ούτε κάλλιον>, καί διά τούτο αυτού έρασθήσεται, ούτε άνήκοον, ψ όργισθήσεται, ούτε σοφώτερον, δ ζηλώσει. τούτων δέ μή όντος τή ούσίμ μηδενός, τί ύπολείπεται ή μόνον τό άγαθόν; ώσπερ γάρ ούδέν των <άλλων> έν τή τοιαύτη ούσίςχ, ούτως έν ούδενί των άλλων τό άγαθόν εύρεθήσεται έν πάσι γάρ τά άλλα

88


Γιατί

και πώς ζουν ανάμεσα μ

ΛΟΓΟΣ Σ Τ ' ΟΤΙ ΤΟ ΚΑΤ’ ΟΥΣΙΑΝ ΑΓΑΘΟ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ ΑΛΛΟΥ

Το απόλυτο Αγαθό, Ασκληπιέ, σε τίποτα άλλο δεν βρίσκεται, παρά μόνο στο Θεό, μάλ­ λον δε ο ίδιος ο Θεός είναι πάντοτε το Αγαθό. Κι αν είναι έτσι, το Αγαθό πρέπει ν’ αποτελεί την ουσία κάθε κίνησης και γέννησης (τίποτα δεν υπάρχει που να μην έχει μερίδιο σ ’ αυτήν), η οποία περιβάλλεται από στατική ενέργεια, πλήρη και απλή, πληρέστατη, χορηγό, πρωταρχική για τα πάντα. Διότι, όταν λέω πως καθετί που χορηγεί είναι αγαθό, εννοώ πως και πάντοτε κι αιώνια είναι αγαθό. Αυτό δε πουθενά αλλού δεν συναντάται, παρά μόνο στο Θεό, διότι δεν του λείπει τίπο­ τα, ώστε να γίνει κακός επιθυμώντας να το αποκτήσει ούτε κανένα απ’ τα δημιουργήματά του πρέπει ν’ απορριφθεί απ’ αυτόν, ώστε να λυπηθεί που θα το αποβάλλει (διότι η λύπη αποτελεί μέρος της κακίας), ούτε ανώτερο απ’ αυτόν υπάρχει κάτι, απ’ το οποίο θα δεχτεί πόλεμο (διότι η αδικία δεν συμβαδίζει με αυτόν), ούτε ωραιότερο, ώστε να το ερωτευτεί, ούτε ανήκουστο, εξαιτίας του οποίου να οργι­ στεί, ούτε σοφότερο για να ζηλέψει. Κι αφού τίποτα απ’ αυτά δεν βρίσκεται στην ουσία του Θεού, τι απομένει παρά μόνον το απόλυτο Αγαθό; Διότι, όπως ακριβώς κανένα απ’ τ ’ άλλα πάθη δεν βρίσκεται σ ’ αυτή την ουσία, έτσι και σε κανένα απ’ τ’ άλλα όντα δεν θα βρεθεί το απόλυτο Αγαθό. Διότι όλα τ’ άλλα

89


Λ. Δ.

Λιακόπο

πάντα έστί, κα'ι έν τοΐς μικροΐς κα'ι έν τοΐς μεγάλοις κα'ι έν τοΐς καθ’ έν κα'ι έν αύτφ τφ ζφω τφ πάντων μείζονι κα'ι δυνατό) τάτω παθών γάρ πλήρη τά γεννητά, αυτής τής γενέσεως παθητής οΰσης όπου δέ πάθος, ούδαμοΰ το αγαθόν όπου δέ τδ αγαθόν, ούδαμοΰ ουδέ έν πάθος, όπου γάρ ημέρα, ούδαμοΰ νΰξ, όπου δέ νύξ, ούδαμοΰ ημέρα όθεν άδύνατον έν γενέοει είναι τδ αγαθόν, έν μόνω δέ τφ άγεννήτιο. ώσπερ δέ μετουαία πάντων έστ'ιν έν τή ύλη δεδομένη, ούτω και τοΰ άγαθοΰ. τοΰτον τον τρόπον αγαθός ό κόσμος, καθά κα'ι αυτός πάντα ποιεί, <ο>ς> έν τφ μέρει τοΰ ποιεΐν αγαθός είναι, έν δέ τοΐς άλλοις πάσιν ούκ άγαθός κα'ι γάρ παθητός έστι, κα'ι κινητός, κα'ι παθητών ποιητής. έν δέ τφ άνθρωπο) κατά σΰγκρισιν τό άγαθόν τοΰ κακοΰ τέτακται τό γάρ μη λίαν κακόν, ένθάδε τό άγαθόνέστι, τό δέ ένθάδε άγαθόν, μόριον τοΰ κακοΰ τό έλάχιστον. άδύνατον ούν τό άγαθόν ένθάδε καθαρεύειν τής κακίας κακοΰται γάρ ένθάδε τό άγαθόν κακούμενον γάρ ούκέτι άγαθόν μένει μη μειναν δέ, κακόν γίνεται.

90


Γιατί και

πώ ς ζουν ανάμεσ

πάθη υπάρχουν μέσα σε όλα τα όντα - και στα μικρά και στα μεγάλα και στο καθένα χωριστά και σ ’ αυτό το ίδιο το ζωντανό ον, που είναι το μεγαλύτερο και το δυνατότερο απ’ όλα. Διότι τα γεννημένα είναι πλήρη από πάθη, καθόσον κι η ίδια η γέννηση αποτελεί πάθος. 76 Κι όπου υπάρχει το πάθος, πουθενά δεν υπάρχει το απόλυτο Αγαθό κι όπου υπάρχει το Αγαθό, πουθενά δεν υπάρχει ούτε ένα πάθος, διότι όπου υπάρχει μέρα, δεν υπάρχει νύχτα κι όπου υπάρχει νύχτα, δεν υπάρχει μέρα. Επομέ­ νως, είναι αδύνατον να υπάρχει το Αγαθό στην περίπτωση της γέννησης, παρά μόνον στο αγέννητο. Όπως δε ακριβώς έχει δοθεί στην ύλη μερίδιο σε όλα, έτσι της έχει δοθεί και στο Αγαθό. Με τον τρόπο αυτό ο κόσμος είναι αγαθός στο επίπεδο που κι αυτός δημιουργεί τα πάντα, ώστε να είναι αγαθός στο τμήμα της δημιουργίας. Αλλά σε όλα τ’ άλλα δεν είναι αγαθός, διότι και διάκειται από πάθη και είναι κινητός και δημιουργεί πράγματα, τα οποία διάκεινται από πάθη. Μέσα δε στον άνθρωπο το αγαθό έχει ταχθεί με τρόπο συγκριτικό ως προς το κακό. Διότι το όχι πολύ κακό, είναι το αγαθό για μας, εκείνο δε που είναι αγαθό για μας, είναι το ελάχιστο τμήμα του κακού. 77 Επομένως, είναι αδύνατον το εδώ αγαθό να είναι απαλλαγμένο από κακία, καθόσον το εδώ αγαθό μετατρέπεται σε κακό κι αφού μετατρέπεται σε κακό, δεν παραμένει πλέον αγαθό. Κι

76. Εδώ καθομολογείται ότι ηδιαδικασία δημιουργί που βρισκόμαστε σε κατάσταση πτώσης, η γέννηση δηλαδή, είναι και αυτή μία αμαρτία, αφού αποτελεί διαδικασία δημιουργίας εκτός Παραδείσου. 77. Αυτό ακριβώς που είπαμε λίγο πριν, ότι δηλαδή δεν μιλάμε στον κόσμο αυτό για αύξηση της τάξης, αλλά για μείωση της αταξίας. Δεν μιλάμε για αύξηση του καλού, αλλά για μείωση ουσιαστικά του κακού. 91


Λ. Δ.

Λιακόπ

έν μόνα» άρα τφ θεφ το άγαθόν έστιν, ή αυτός έστιν ό θεός το άγαθόν. μόνον ούν, (ί) ’Ασκληπιέ, το όνομα του άγαθοΰ έν άνθρώποις, το δέ έργον ούδαμοΰ άδΰνατον γάρ ού γάρ χωρεΐ σώμα υλικόν, τό παντόθεν έσφιγμένον κακίρ κα'ι πόνοις και άλγηδόσι και έπιθυμίαις και όργαίς κα'ι άπάταις κα'ι δόξαις άνοήτοις. κα'ι τδ πάντων κάκιστόν έστιν, ώ ’Ασκληπιέ, ότι έκαστον τούτων των προειρημένων έμπεπίστευται ένθάδε τδ μέγιστον είναι άγαθόν, τδ μάλλον άνυπέρβλητον κακόν, ή γαστριμαργία, ή των κακών πάντων χορηγός ... ή πλάνη ή απουσία ένθάδε του άγαθοΰ έστι. κάγώ δέ χάριν έχω τω θεφ, τφ εις νουν μοι βαλόντι καν περ'ι τής γνιόσεως του άγαθοΰ, ότι άδΰνατόν έστιν αυτό έν τφ κόσμο) είναι, ό γάρ κόσμος πλήρωμά έστι τής κακίας, ό δέ θεός του άγαθοΰ, ή τδ άγαθόν τοΰ θεοΰ .... αί γάρ έξοχα'ι τών καλών περ'ι αύτοΰ είσι την ουσίαν φαίνον­ ται κα'ι καθαρώτεραι και ειλικρινέστεροι τάχα που και αύτα'ι αί ούσαι έκείνου. τολμητέον γάρ είπείν, ώ ’Ασκληπιέ, ότι ή ουσία τοΰ θεοΰ, ε’ίγε ουσίαν έχει, τδ καλόν έστι, τδ δέ καλόν και άγαθόν έν ούδεν'ι έστι καταλαβέσθαι τών έν τφ κόσμο) πάντα γάρ τά όφθαλμφ ύποπίπτοντα είδωλά έστι κα'ι ώσπερ σκιαγραφίαι τά δέ

92


Γιατί

και πώς ζουν ανάμεσα μας

αφού δεν παρέμεινε αγαθό, μετατρέπεται σε κακό. Επομένως, μόνον στο Θεό βρίσκεται το απόλυτο Αγαθό ή ο ίδιος ο Θεός είναι το από­ λυτο Αγαθό. Μόνο λοιπόν, Ασκληπιέ, το όνομα του αγαθού υπάρχει στους ανθρώπους, στην πράξη όμως πουθενά, διότι είναι αδύνα­ τον, καθόσον δεν το χωράει το υλικό σώμα, το οποίο από παντού πιέζεται απ’ την κακία και τους μόχθους και τους πόνους και τις επιθυμίες και τις οργές και τις απάτες και τις ανόητες φιλοδοξίες. Κι εκείνο που είναι χειρότερο απ’ όλα, Ασκληπιέ, είναι πως καθένα απ’ τα προαναφερθέντα έχουν δημιουργήσει εδώ την εντύπωση πως αποτελούν το μεγαλύτερο αγαθό, πράγμα που μάλλον αποτελεί το ανυπέρβλητο κακό. Η γαστριμαργία, η χορη­ γός όλων των κακών........ η πλάνη αποτελεί την απουσία εδώ του αγαθού. Εγώ δε οφείλω ευγνωμοσύνη στο Θεό, καθώς μου έβαλε στο νου ακόμα και σχετικά με τη γνώση του αγαθού, πως είναι αδύνατον να βρίσκεται αυτό μέσα στον κόσμο. Διότι ο κόσμος αποτελεί πλήρωμα της κακίας, ο Θεός όμως αποτελεί πλήρωμα του Αγαθού ή το Αγαθό του Θεού.....Διότι τα πλεονεκτήματα των καλών υπάρχουν γύρω απ’ την ουσία αυτού κι εκείνα που είναι δικά του φαίνονται πιο καθαρά και κάπως πιο ευκρινή. Διότι πρέ­ πει, Ασκληπιέ, να τολμήσουμε να πούμε πως η ουσία του Θεού (εάν βέβαια έχει ουσία) είναι το απόλυτο Ωραίο, το δε απόλυτο ωραίο και το απόλυτο Αγαθό δεν είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτά σε τίποτα απ’ όσα βρίσκονταν μέσα στον κόσμο. Διότι όλα όσα υποπίπτουν στην αίσθηση της όρασης αποτελούν είδωλα και 78.

«Ορώμενγαρ ως δι' εσόπτρον. Εν μέρει βλέπουμε». 93


Δ. Δ. Λιακόπουλος μη ύποπίπτοντα, μάλιστα δε ή του καλού κα'ι του αγαθού ... και ώσπερ όφθαλμός ού δύναται τον θεόν ίδείν, ούτως ούδέ τό καλόν κα'ι τό αγαθόν, ταύτα γάρ μέρη τού θεού έστιν ολόκληρα, ίδια αυτού μόνου, οικεία, αχώριστα, έρασμιώτατα, ών ή αυτός ό θεός έρμ ή αυτά τού θεού έρμ. ε’ι δύνασαι νοήσαι τον θεόν, νοήσεις τό καλόν κα'ι αγαθόν, τό ύπέρλαμπρον, τό ύπερλαμπόμενον υπό τού θεού εκείνο γάρ τό κάλλος άσύγκριτον, κα'ι εκείνο τό άγαθόν άμίμητον, ώσπερ κα'ι αυτός ό θεός, ώς ουν τον θεόν νοείς, οΰτω κα'ι τό καλόν και άγαθόν νόει ακοινώνητα γάρ ταύτα τοΐς αλλοις των [άλλων] ζώων έστί, διά τό άχιυριστα είναι τού θεού, εάν περ'ι τού θεού ζητής, κα'ι περ'ι τού καλού ζητείς, μία γάρ έστιν εις αυτό άποφέρουσα οδός, ή μετά γνώσεως ευσέβεια όθεν οί άγνοοΰντες κα'ι μη όδεύσαντες την περ'ι τής εύσεβείας οδόν, καλόν κα'ι άγαθόν τολμώσι λέγειν άνθριοπον, μηδέ όναρ θεασάμενον εϊ τί έστιν άγαθόν, άλλά παντ'ι κακψ προειλημμένον, και τό κακόν πιστεύσαντα άγαθόν είναι κα'ι ούτως αύτω χρώμενον άκορέστερον κα'ι φοβούμενον αυτού στερηθήναι, πάντα δε άγωνιζόμενον, 'ίνα μη μόνον εχη άλλά κα'ι

94


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

μοιάζουν με σκιαγραφήματα. 78 Αντίθετα, όσα δεν υποπίπτουν και ιδίως η ουσία του απόλυτου Ωραίου και απόλυτα Αγαθού........Και όπως ακριβώς το μάτι δεν είναι δυνατόν να δει το Θεό, έτσι δεν μπορεί να δει ούτε το απόλυτο Ωραίο και το απόλυτο Αγαθό. Διότι αυτά αποτελούν μέρη του Θεού, χαρακτηριστικά μόνο δικά του, οικεία του, αχώριστα, πολύ προσφιλή, τα οποία ή ο ίδιος ο Θεός τα αγαπά ή τα ίδια αγαπούν το Θεό. Εάν μπορέσεις να συλλάβεις την έννοια του Θεού, θα συλλάβεις και την έννοια της ομορ­ φιάς και του αγαθού, το υπέρλαμπρο που απ’ το Θεό γίνεται ακόμα πιο υπέρλαμπρο. Διότι η ομορφιά εκείνη είναι ασύγκριτη και το αγαθό εκείνο είναι αμίμητο, όπως ακριβώς κι ο ίδιος ο Θεός. Επομένως, όπως συλλαμβάνεις την έννοια του Θεού, έτσι να συλλάβεις και την έννοια του απόλυτου Ωραίου και του από­ λυτου Αγαθού, καθόσον αυτά δεν έχουν μοι­ ραστεί στους υπόλοιπους ζωντανούς οργανι­ σμούς, αφού είναι αχώριστα με το Θεό. Εάν αναζητάς το Θεό, τότε ν’ αναζητάς και το απόλυτα Ωραίο. Διότι μία είναι η οδός, που οδηγεί σ’ αυτό, η ευσέβεια, που ακολουθείται απ’ τη γνώση. 79 Έτσι λοιπόν, αυτοί που αγνοούν και δεν βάδισαν την οδό της ευσέβειας, τολμούν να χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο ως ωραίο και καλό, αν και δεν έχει δει ούτε στο όνειρό του εάν υπάρχει κάτι καλό, αλλ’ αντίθετα έχει καταληφθεί από κάθε κακό κι έχει πιστέψει πως το κακό είναι αγαθό κι έτσι το χρησιμο­ ποιεί ακόμα περισσότερο αχόρταγα, καθώς φοβάται μήπως το στερηθεί καταβάλλοντας ----------------------------

*

------------ --------------------------------------------------------------------------------------------

79. Ο Χριστός είπε: «Εγώ ειμί η οδός και

ζωή και η αλήθεια». 95


Δ. Λ.

Λιακόπο

έπαΰξη. τοιαΰτα τά άνθροΰπεια άγαΒά κα'ι τά καλά, ώ ’Ασκληπιέ, α ούτε φυγειν δυνάμεθα ούτε μισησαι τδ γάρ πάντων χαλεπώτατον, δτι χρείαν αυτών εχομεν κα'ι ζην τούτων χωρ'ις ού δυνάμεθα.

96


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

τεράστιο ν όχι γώ α , μόνον για να το διατηρή­ σει, αλλά και για να το επαυξήσει. Αυτά, Ασκληπιέ, είναι τ’ ανθρώπινα αγαθά και τα ωραία, τα οποία ούτε να τ’ αποφύγουμε μπο­ ρούμε, ούτε να τα μισήσουμε. Διότι το πιο άσχημο απ’ όλα είναι πως έχουμε την ανάγκη τους και δεν μπορούμε να ζήσουμε μακριά απ’ αυτά. 80

80. Ομολογεί ότι ζούμε στο συμπαν που έχει εκπέσει και κακό.

από το

97


Λ. Δ. Λιακόπουλος

ΛΟΓΟΣ Ζ' "Οτι μέγιστον κακόν έν άνθρωπο ις ή περί τοΰ θεοί άγνωσία

ΠοΙ φέρεσθε, ώ άνθρωποι, μεθυοντες, τον της άγνωσίας άκρατον λόγον έκπιόντες, όν ουδέ φέρειν δΰνασθε, άλλ’ ήδη αυτόν κα'ι έμεΐτε; στήτε νήψαντες άναβλέψατε τοίς όφθαλμοΤς της καρδίας κα'ι εί μη πάντες δΰνασθε, ο ΐ γε κα'ι δυνάμενοι ή γάρ τής άγνωσίας κακία έπικλΰζει πάσαν την γην και συμφθείρει την έν τφ σώματι κατακεκλεισμένην ψυχήν, μή έώσα ένορμίζεσθαι τοίς τής σωτηρίας λιμέσι. μή συγκατενεχθήτε τοιγαροΰν τώ πολλώ εΰματι, άναρροίςχ δέ χρησάμενοι, οί δυνάμενοι λαβέσθαι του τής σωτηρίας λιμένος, ένορμισάμενοι τοΰτω, ζητήσατε χειραγωγόν τον όδηγήσοντα υμάς έπ'ι τάς τής γνώσεους θΰρας, όπου έστ'ι τό λαμπρόν φώς, τό καθαρόν σκότους, όπου ουδέ εις μεθΰει, άλλα πάντες νήφουσιν, άφορώντες τή καρδίςχ εις τον όραθήναι θέλοντα ου γάρ έστιν ακουστός, ουδέ λεκτός, ουδέ ορατός όφθαλμοΐς, άλλα νφ κα'ι καρδίςχ. πρώτον

98


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

ΛΟΓΟΣ Ζ ΟΤΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΚΑΚΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ Η ΑΓΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Πού πηγαίνετε, άνθρωποι, μεθυσμένοι έχο­ ντας πιει το ανέρωτο κρασί της άγνοιας, το οποίο δεν μπορείτε καν ν’ αντέξετε, αλλά ήδη το ξερνάτε; Σταθείτε και συνέλθετε, σηκώστε ψηλά τα μάτια της καρδιάς σας. Κι αν όλοι δεν το μπορείτε, τουλάχιστον αυτοί που μπορείτε. Διότι η κακία της άγνοιας κατακλύζει τη γη ολόκληρη και μαζί της φθείρει και την ψυχή, η οποία βρίσκεται εγκλωβισμένη μέσα στο σώμα, χωρίς να την αφήνει να προσορμιστεί στα λιμάνια της σωτηρίας. Μη σας παρασύρει, επομένως, το μεγάλο ρεύμα, αλλά εκμεταλ­ λευόμενοι την άμπωτη - όσοι μπορείτε - πιάστε το λιμάνι της σιυτηρίας αγκυροβολώντας σ’ αυτό κι αναζητείστε τον καθοδηγητή, ο οποίος θα σας οδηγήσει στις πύλες της γνώσης, 81 όπου βρίσκεται το λαμπρό φως, το αμόλυντο από σκοτάδι, όπου ούτε ένας δεν μεθάει, αλλά όλοι είναι νηφάλιο, προσβλέποντας με την καρδιά σας σ’ αυτόν που θέλει να φανερωθεί. Διότι δεν είναι δυνατόν να τον ακούσουμε, ούτε να του μιλήσουμε, ούτε να τον δούμε με _________________________ τα μάτια μας, παρά μόνο με το νου και την 81. Εκείνο που κάνει εντύπωση, δεν είναι το «μην αμαρτάνετε» που διαρκώς στις μέρες μας από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά όπως ο ίδιος ο Χριστός πολλές χιλιάδες χρόνια μετά, μας καλεί να μάθουμε την αλήθεια, να μάθουμε γιατί υπάρχουμε και από πού ερχόμαστε. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το «φεύγετε την αμαρτίαν» δεν έχει σημασία. Αντίθετα, αυτό είναι το ποθητό αποτέλεσμα. 99


Δ. Δ.

Λιακόπο

δέ δει οε περιρρήξασθαι δν φορείς χιτώνα, το τής άγνωσίας ύφασμα, το τής κακίας στήριγμα, τον τής φθοράς δεσμόν, τον σκοτεινόν περίβολον, τον ζώντα θάνατον, τον αισθητόν νεκρόν, τον περιφόρητον τάφον, τον ένοικον λησ την, τον δι’ ών φιλεί μισούντα κα'ι δ ι’ ών μισεί φθονούντα. τοιοΰτός έστιν δν ένεδύσω εχθρόν χιτώ ­ να, αγχών σε κάτο) προς αυτόν, ίνα μη άναβλέψας κα'ι θεασάμενος τό κάλλος τής άληθείας και τό έγκείμενον αγαθόν, μισήσης την τούτου κακίαν, νοήσας αυτού την έπιβουλήν, ήν έπεβούλευσέ σοι, τα δοκοΰντα [και μη νομιζόμενα] αισθητήρια αναίσθητα ποιών, τη πολλή ύλη αυτά άποφράξας κα'ι μυσαράς ηδονής έμπλήσας, ϊνα μήτε άκούης περ'ι ών άκούειν σε δει, μήτε βλέπης περ'ι ών βλέπειν σε δεί.

100


Γιατί και πώ ς ζουν

μας

καρδιά. Πρώτα απ’ όλα όμως πρέπει να σκίσεις το χιτώνα που φοράς, το ύφασμα της άγνοιας, το υποστήριγμα της κακίας, τα δεσμά της φθοράς, τον σκοτεινό περίβολο, τον ζω­ ντανό θάνατο, τον αισθητό νεκρό, τον φορητό τάφο, τον ληστή που κατοικεί μέσα σου, αυτόν που σε μισεί για όσα αγαπά και σε φθονεί για όσα μισεί. Τέτοιος είναι ο εχθρικός χιτώνας που φόρε­ σες, που σε τραβά προς τα κάτω προς το μέρος του, ώστε να μην κοιτάξεις προς τα πάνω κι αντικρίζοντας την ομορφιά της αλήθειας και το αγαθό που κρύβει μέσα της, μισήσεις την κακία του. Κι αφού αντιληφθείς την παγίδα που σου έστησε 82 μετατρέποντας σε αναίσθη­ τα τα θεωρούμενα ως αισθητήρια όργανα φράζοντάς τα με πολύ υλικό 83 και γεμίζοντάς τα με σιχαμερή ηδονή, να μην ακούς όσα πρέπει εσύ ν ’ ακούς, ούτε να βλέπεις όσα πρέπει εσύ να βλέπεις.

82. Τηνέστησε την παγίδα ο Σ α μ α έ λ , ο Διάβολο 83. Το «υλικό» στις μέρες μας είναι όλα εκείνα με τα οποία βομβαρδιζόμαστε κάθε μέρα από τα Μ.Μ.Ε. Όλη η σαθρή πληροφόρηση που μέσω των αισθη­ τηρίων οργάνων οδηγείται στο σώμα και το πνεύμα μας και μας καταστρέ­ φει σε καθημερινή βάση. Γ ι' αυτό η Γραφή μας λέει: «Μ αιώνι τούτω». Έτσι μένουμε τυφλοί μέσα στην άγνοιά μας, χωρίς να έχουμε πραγματική αίσθηση του κόσμου στον οποίο ζούμε και χωρίς να ξέρουμε το λόγο για τον οποίο δημιουργηθήκαμε. Ο ΜΗ ΟΝ δεν έχει επιτρέψει την ύπαρξη ούτε των εννοιών, αλλά και των λέξεων τις οποίες θα φαμε, αλλά και θα αντιλαμβανόμασταν τη σοβαρότητα των δολίων σχεδίων του, τα οποία, αφού αφυπνιστούμε, πρέπει να ανατρέψουμε. Όταν μάλιστα λέω να αφυπνιστούμε, δεν εννοώ να ξεσηκωθούμε εναντίον του κατεστημέ­ νου των πολυεθνικών των Νεφελίμ, αλλά να πάμε πίσω στην Παραδείσια κατάσταση και μετά να κάνουμε αυτό για το οποίο υπάρχουμε. Οταν δεν γνωρίζουμε καν τι είμαστε, όταν ζούμε αποχαυνωμένοι σε ένα πλανήτη φυλακή, μην περιμένετε εύκολα να συνέλθουμε, να «αναβαθμιστούμε» και μετά να πολεμήσουμε, αλλά και να νικήσουμε τον αρχαίο εχθρό. 101


Δ. Δ. Λιακόπο>λος

ΛΟΓΟΣ Η'

Ό τι ούδέν τών δντων άπόλλυται, άλλά τάς μεταβολάς άπωλείας καί θανάτους πλινώμενοι λέγουσιν - Περ'ι ψυ)ής κα'ι σώματος, ώ παϊ, νυν λεκτέον, τρότω μέν ποίω άθάνατος ή ψυχή, ένέργειχ δέ ποταπή έστι συστάσεως σώματος κα'ι διαλύσειυς. περί ούδέν γάρ αυτών ό θάνατος, αλλά νόημά έστιν αθανάτου πρ:>σηγορίας, ή κενόν έργον ή κατά στέρηαν τού πρώτου γράμματος λεγόμενος θάματος άντ'ι του άθάνατος. ό γάρ θάνατος άπωλείας έστίν ούδέν δέ των εν τφ κόσμψ άπόλλυται. εί γάρ δεύτερος θεός ό κόστος κα'ι ζφον άθάνατον, άδύνατόν έστι τού άθανάτου ζώου μέρος τι άποθανεΐν. πάντα δέ τά εν τω κόσμω μέρη έστι τού κόσμου, μάλιστα δέ ό άνθρωπος, τό λογικόν ζφον πρώτος γάρ πάντων όντως κα'ι άΐδιος κα'ι άγέννητο; κα'ι δημιουργός των όλο)ν θεός δεύτερος δέ ό κα τ’ εικόνα αυτού ύπ’ αυτού γενόμενος κα'ι ύπ’ αύτοΰ συνεχό­ μενος και τρεφόμενος κα'ι άθανατιζόμενος, ώς ύπό άϊδίου πατρός, άείζωον ως άθάνατος. τό γάρ άείζωον τού άϊδίου διαφέρει, ό μέν γάρ ύπό ετέρου ούκ έγένετο εί δέ κα'ι έγένετο, ύφ’ εαυτού ούποτε <δέ> έγένετο,

102


Γ\ατί

και

πώς ζουν ανάμε

ΛΟΓΟΣ ΟΤΙ ΚΑΝΕΝΑ ΑΠ’ ΤΑ ΟΝΤΑ ΔΕΝ ΧΑΝΕΤΑΙ, ΑΑΑΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΛΟΓΩ ΠΛΑΝΗΣ ΤΙΣ ΟΝΟΜΑΖΟΥΝ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥΣ

-Τώρα, παιδί μου, πρέπει να πούμε σχετικά με την ψυχή και το σώμα, με ποιο δηλαδή τρόπο η ψυχή παραμένει αθάνατη και τι είδους είναι η ενέργεια της σύστασης και της διά­ λυσης του σώματος. Διότι καμία σχέση δεν έχει μ’ αυτά ο θάνατος, αλλά είναι μια έννοια ονομασίας για το αθάνατο ή σαν μια απλή πράξη ή αποκαλούμενος θάνατος αντί του αθάνατος μιε αφαίρεση του πρώτου γράμμα­ τος. Διότι ο θάνατος είναι σχετικός με την απώλεια, τίποτα όμως απ’ τον κόσμο δεν χάνε­ ται. Εάν δε ο κόσμος είναι δεύτερος θεός κι αθάνατο ον, είναι αδύνατον να πεθάνει κάποιο μέρος απ’ το αθάνατο ον. 84 Κι όλα όσα υπάρχουν μέσα στον κόσμο απο­ τελούν μέρη του κόσμου και κυρίως ο άνθρω­ πος, το λογικό ον. Πράγματι, πρώτος απ’ όλους κι αιώνιος και αγέννητος και δημιουργός των πάντων είναι ο Θεός. Δεύτερος δε είναι ο κόσμος, ο οποίος δημιουργήθηκε απ’ αυτόν κατ’ εικόνα του και απ’ αυτόν διατηρεί τη συνοχή του και τρέφεται και παραμένει αθάνατος, σαν από αιώνιο πατέρα, αιώνια ζωντανός, καθόσον είναι αθά­ νατος. Διότι το αιώνια ζωντανό διαφέρει απ’ το αιώνιο, επειδή ο Θεός δεν γεννήθηκε από 84. Εδώ μιλάει για την «αρχή της διατήρησης της υλοενέργειας». 103


Λ. Λ. Λιακόπονλος

άλλα άεΐ γίνεται το γάρ άΐδιον ου άΐδιον έστι το παν, ό δε πατήρ αυτός έαυτοΰ όΐδιος ό δέ κόσμος υπό του πατρός άΐδιος καί αθάνατος γέγονε, και όσον ήν τής ύλης άποκείμενον τώ έαυτοΰ ... τό παν ό πατήρ σωματοποιήσας καί όγκώσας έποίησε σφαιροειδές, τοΰτο αύτφ τό ποιόν περιθείς, οΰσαν κα'ι αυτήν άθάνατον, καί έχουσαν άΐδιον τήν ύλότητα. πλέον δέ, των ιδεών τά ποια ό πατήρ έγκατασπείρας τή σφαίρςχ ώσπερ έν άντρψ κατέκλεισε, πάση ποιότητι κοσμήσαι βουλόμενος τό μετ’ αύτοΰ ποιόν, τή δέ άθανασίςχ περιβαλών τό παν σώμα, ινα μή ΰλη καί τής τοΰτου συστάσεως θελήσασα άποστήναι διαλυθή εις τήν έαυτής άταξίαν δτε γάρ ήν άσώματος ή ΰλη, ώ τέκνον, άτακτος ήν έχει δέ καί ένθάδε τήν περί τά άλλα μικρά ποιά είλουμένην τό τής αύξήσεως και τό τής μειώσεως, δν θάνατον οί άνθρωποι καλοΰσιν. αυτή δέ ή άταξία περί τά επίγεια ζφα γίνεται τών γάρ ουρανίων τά σώματα μίαν τάξιν έχει, ήν εϊληχεν άπό τοΰ πατρός τήν άρχήν τηρείται δέ αΰτη υπό τής έκάστου άποκαταστάσεως άδιάλυτος ή δέ άποκατάστασις τών έπιγείων σωμάτων συστάσεως ... ή δέ διάλυσις αΰτη άποκαθίσταται εις τά άδιάλυτα σώματα, τουτέστι τά άθάνατα καί οΰτω στέρησις γίνεται τής αισθήσεως,

104


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

άλλο. Κι αν όμως γεννήθηκε, γεννήθηκε απ’ τον εαυτό του. Δεν γεννήθηκε όμως ποτέ, αλλά πάντα γεννιέται. Διότι το σόμπαν είναι αιώνιο από κάποιον άλλον αιώνιο, ενώ ο Πατέρας είναι αιώνιος απ’ τον εαυτό του. Κι ο κόσμος έγινε αιώνιος κι αθάνατος απ' τον Πατέρα κι όση ποσότητα της ύλης βρισκόταν μέσα σ’ αυτό, ο Πατέρας δίνοντάς της μορφή και όγκο την έκανε σφαιρική περιβάλλοντάς την μ’ αυτό ακριβώς το σχήμα. Η ύλη είναι κι αυτή αθά­ νατη κι έχει αιώνια την υλικότητά της. Ακόμα, ο Πατέρας έσπειρε μέσα στη σφαίρα τα είδη των ιδεατών μορφών εγκλωβίζοντάς τες σαν μέσα σε σπήλαιο, επειδή ήθελε να διακοσμή­ σει με κάθε είδος αυτό, που είχε δημιουργηθεί απ’ αυτόν. Ακόμα, περιέβαλε κάθε σώμα με αθανασία, έτσι ώστε η ύλη να μη διαλυθεί μέσα στη δική της αταξία, 85 εάν ήθελε ν’ αποσπαστεί απ’ τη σύσταση του σώματος. Διότι, παιδί μου, όταν η ύλη ήταν ασώματη, ήταν άτακτη, διατηρεί όμως κι εδώ την αταξία, που ανακυκλώνεται στα υπόλοιπα μικρά είδη με μια ποιότητα αυξητική και μειωτική, την οποία οι άνθρωποι αποκαλούν θάνατο. Αυτή δε η αταξία παρουσιάζεται στα επίγεια ζώα, καθόσον τα σώματα των ουρανίων όντων πα­ ρουσιάζουν μια τάξη, την οποία παρέλαβαν απ’ την αρχή απ’ τον Πατέρα. Κι αυτή διατη­ ρείται αναλλοίωτη απ’ την επιστροφή του καθενός στο ίδιο σημείο. Κι η επιστροφή στο ίδιο σημείο των επίγειων σωμάτων συνιστά τη διάλυση της σύστασής τους κι η διάλυση αυτή αποκαθίσταται στ’ αδιάλυτα σώματα, δηλαδή στ’ αθάνατα. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο δημι85. Συνδέει τον θάνατο και την ανυπαρξία εντροπίας).

την αύξηση της αταξίας (της

105


Λ.

. Δ

Λιακόπο

ούκ άποόλεια των σωμάτων. το δέ τρίτον ζφον, ό άνθρωπος, κατ’ εικόνα του κόσμου γενόμενος, νουν κατά βοΰλησιν του πατρός εχων παρά τά άλλα επίγεια ζφα, ού μόνον προς τον δεύτερον θεόν συμπάθειαν εχων, άλλα και έννοιαν του πρώτου του μεν γάρ αϊσθεται ώς σώματος, τοϋ δέ έννοιαν λαμβάνει ώς άσωμάτου και νοΰ, του αγαθού. -Τούτο ούν ούκ άπόλλυται τό ζφον; -Εύςρήμησον, ώ τέκνον, καί νόηοον τί θεός, τί κόσμος, τί ζφον άθάνατον, τί ζφον διαλυτόν, καί νόηοον ότι ό μέν κόσμος υπό τού θεού κα'ι εν τφ θεφ, ό δέ άνθρωπος ύπό τού κόσμου καί εν τφ κόσμω, άρχή δέ καί περιοχή καί σΰστασις πάντοον ό θεός.

106


Γιατί

καιπώ ς ζουν ανάμεσά μ

ουργείται στέρηση της αίσθησης κι όχι απώλεια των σωμάτων. Το δε τρίτο ζωντανό ον είναι ο άνθρωπος, ο οποίος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Θεού και ο οποίος διαθέτει νου σύμφωνα με τη θέ­ ληση του Πατέρα σε αντίθεση με τα υπόλοιπα επίγεια ζωντανά όντα κι έχει ομοιοπάθεια όχι μόνο προς το δεύτερο θεό, αλλά και σαφή αντίληψη του πρώτου. Διότι τον μεν ένα τον αισθάνεται σαν σώμα, του δε άλλου την έννοια την αντιλαμβάνεται σαν ασώματο και σαν νου, δηλαδή σαν απόλυτο Αγαθό. -Αυτό επομένως το ζωντανό ον δεν χάνεται; -Πρόσεχε, παιδί μου, και συνέλαβε την έννοια του Θεού, του κόσμου, του αθάνατου όντος, του διαλυτού όντος κι ακόμα πως ο μεν κόσμος προέρχεται απ’ το Θεό και βρίσκεται μέσα στο θεό, ο δε άνθρωπος προέρχεται απ’ τον κόσμο και βρίσκεται μέσα στον κόσμο, ενώ αρχή και συγκρότηση των πάντων αποτε­ λεί ο Θεός, ο οποίος και συνέχει τα πάντα.

107


Α. Α.

Λιακόπο

ΛΟΓΟΣ Θ' Περί νοήσεως καί αίθήσεως. [ότι έν μόνψ τφ θεφ τδ καλόν κα'ι άγαθόν έστιν, άλλαχόθι δέ ούδαμοϋ]

Χθές, ώ ’Ασκληπιέ, τον τέλειον άποδέδωκα λόγον νυν δέ άναγκαιον ηγούμαι ακόλουθον εκείνα) καί τον περί αισθήσεως λόγον διεξελθεΐν. αίσθηοις γάρ κα’ι νόησις διαφοράν μέν δοκοϋσιν έχειν, ότι ή μέν υλική έστιν, ή δέ ουσιώδης, έμοί δέ δοκοϋσιν άμφότεραι ήνώσθαι κα'ι μη διαιρείσθαι, έν άνθρώποις λέγω έν γαρ τοΐς αλλοις ζώοις ή αίσθηοις τή φύσει ήνωται, έν δέ άνθρώποις <κα'ι> ή νοήσις. νοήσεως ό νους διαφέρει τοσοϋτον, όσον ό θεός θειότητος ή μέν γάρ θειότης υπό τοϋ θεοϋ γίνεται, ή δέ νόησις υπό τοϋ νοϋ, αδελφή οΰσα τοϋ λόγου ή όργανα άλλήλων οϋτε γάρ ό λόγος έκφαινεΧται χωρ'ις νοήσεως ούτε ή νόησις φαίνεται χωρίς λόγου. ή ουν αίσθησις καί ή νόησις άμφότεραι εις τον άνθρωπον συνεπεισρέουσιν άλλήλαις ώσπερ συμπεπλεγμέναι ούτε γάρ χωρίς αισθήσεως δυνατόν νόησαι οϋτε αισθήναι χωρίς νοήσεως. - Δυνατόν δέ νόησιν χωρίς αισθήσεως νοεΐσθαι, καθάπερ οί διά τών ονείρων φανταζόμενοι όρά ματα; - Εμοί δέ δοκεί τό γεγονέναι άμφοτέρας τάς ένεργείας έν τή τών ονείρων όψει

108


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

ΛΟΓΟΣ Θ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ (ΟΤΙ ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΩΡΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΑΓΑΘΟ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ ΑΛΛΟΥ)

-Χθες, Ασκληπιέ, σου παρουσίασα τον πλήρη λόγο. Τώρα όμως πιστεύω πως είναι αναγκαίο ν’ αναλύσω και το λόγο τον σχετικό με την αίσθηση σε συνέχεια εκείνου. Διότι η αίσθηση κι η νόηση φαίνεται πως έχουν δια­ φορές, καθόσον η μία έχει σχέση με την ύλη κι η άλλη με την ουσία. Εγώ όμως έχω την εντύπωση πως και οι δύο είναι ενωμένες και δεν χωρίζονται, στους ανθρώπους εννοώ. Διότι στα υπόλοιπα ζωντανά όντα η αίσθηση είναι ενωμένη με τη φύση, αλλά στους ανθρώπους υπάρχει κι η νόηση. Ο νους διαφέρει τόσο απ’ τη νόηση, όσο ο Θεός απ’ τη θεϊκότητα, καθό­ σον η θεϊκότητα γεννιέται απ’ το Θεό, η δε νόηση απ’ το νου και είναι αδελφή του λόγου και το ένα αποτελεί όργανο του άλλου. Διότι ούτε ο λόγος εκφέρεται χωρίς τη νόηση, ούτε η νόηση φανερώνεται χωρίς το λόγο. Και οι δύο, επομένως, και η αίσθηση και η νόηση, συρρέουν στον άνθρωπο σαν να έχουν πλεχτεί μεταξύ τους. Διότι ούτε χωρίς την αίσθηση είναι δυνατόν κάποιος να κατανοή­ σει, ούτε χωρίς τη νόηση να αισθανθεί. -Είναι όμως δυνατόν η νόηση να κατανοή­ σει χωρίς την αίσθηση, όπως συμβαίνει με τα οράματα, που παρουσιάζονται με τα όνειρα; -Έχω την εντύπωση πως στα οράματα των

109


Δ. Δ.

Λιακόπο

έγρηγοροΰσι γάρ αίσθήσει διήρηταί γε εις τε το σώμα και εις την ψυχήν, κα'ι δταν άμφότερα τα μέρη τής αίσθήσεως προς άλληλα αυμφωνήοη, τότε την νόηοιν έκψιυνεΐοθαι άποκυηθεΧσαν υπό τοϋ νοϋ. ό γάρ νους κϋει πάντα τα νοήματα, άγαθά μέν, όταν υπό του θεοΰ τα σπέρμα­ τα λάβη, εναντία δέ, όταν υπό τίνος των δαιμόνιων, μηδενός μέρους του κόσμου κενοϋ όντος δαίμονος τφ υπό τοϋ Οεοϋ πεφωτισμένο) δαίμονι όστις ύπεισελθών έσπειρε τής ιδίας ένεργείας τό σπέρμα, και έκϋησεν ό νους τό σπαρέν, μοιχείας, φόνους, πατροτυπίας, Ιεροσυλίας, άσεβείας, άγχόνας, κατά κρημνών καταφοράς, και άλλα πάντα όσα δαιμόνων έργα, τοϋ γάρ θεοϋ τά σπέρματα ολίγα, μεγάλα δέ κα'ι καλά κα'ι άγαθά, αρετή κα'ι σα)φροσϋνη κα'ι ευσέβεια ευσέβεια δέ έστι θεοϋ γνώσις, όν ό έπιγνοϋς πλήρης γενόμενος πάντων των άγαθών τάς νοήσεις θείας ισχει, κα'ι ου τοΧς πολλοΧς όμοιας, διά τοϋτο οί έν γνώσει όντες ούτε τοΧς πολλοΧς άρέσκουσιν, ούτε οί πολλο'ι αύτοΧς μεμηνέναι δέ δοκοΰσι, κα'ι γέλωτα όφ λισκάνουσι, μισούμενοι τε κα'ι καταφρονοϋμενοι κα'ι τάχα που κα'ι φονευόμενοι. την γάρ κακίαν ενθάδε δεΧν οίκεΧν εΐπον

110


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

Δ α ίμονες στην α ρ χα ία Ε λλά δα ονόμ αζαν και τους Α γγέλους.

ονείρων παρουσιάζονται και οι δύο ενέργειες. Διότι, όταν κάποιος είναι ξύπνιος, η αίσθηση είναι μοιρασμένη και στο σώμα και στην ψυχή κι όταν τα δύο αυτά μέρη της αίσθησης συμ­ φωνήσουν μεταξύ τους, τότε η νόηση εκφέρεται με το λόγο, αφού έχει δημιουργηθεί απ’ το νου. Διότι ο νους γεννά όλα τα νοήματα, τα οποία είναι μεν αγαθά, όταν πάρει τα σπέρματα απ’ το Θεό, αλλά και αντίθετα (κακά), όταν τα πάρει από κάποιο δαίμονα, καθόσον κανένα μέρος του κόσμου δεν είναι άδειο από δαίμο­ νες (κυρίως απ’το δαίμονα, τον φωτισμένο απ’ το Θεό), ο οποίος μπαίνοντας κρυφά έσπειρε το σπέρμα της δικής του ενέργειας και τότε ο νους γέννησε το σπαρμένο, δηλαδή μοιχείες, φόνους, άσχημη μεταχείριση των γονέων, ιε­ ροσυλίες, ασέβειες, αυτοκτονίες με αγχόνες, καταγκρεμίσματα και όλα τα υπόλοιπα, που αποτελούν έργα των δαιμόνων. Διότι τα σπέρ­ ματα του Θεού είναι λίγα, όμως σπουδαία και ωραία και καλά, η αρετή κι η σωφροσύνη κι η ευσέβεια. Η ευσέβεια είναι η γνώση του Θεού κι εκείνος, που τον γνώρισε, έχει γεμίσει απ’ όλα τ’ αγαθά και διαθέτει νόηση θεϊκή κι όχι όμοια με τη νόηση των πολλών. Για το λόγο αυτό όσοι διαθέτουν γνώση δεν είναι αρεστοί στους πολλούς, ούτε κι οι πολλοί σ’ αυτούς. 86 Δίνουν δε την εντύπωση πως έχουν τρελα­ θεί και προκαλούν το γέλιο, 87 καθώς είναι μισητοί και περιφρονημένοι κι ίσως και να σκοτώνονται.

86. Αυτό είναι χαρακτηριστικό για εκείνους που λένε την αλήθεια τον Θεού και αμέσως γίνονται «μη αρεστοί» από τους άλλους. 87. Εδώ θυμόμαστε την ιστορία με το τρελό νερό. Η ιστορία αυτή επαναλαμ­ βάνεται ανά τους αιώνες.


Δ. Δ.

Λιακόπο

έν τφ έαυτής χωρίιρ ουσαν χωρίον γάρ αυτής ή γή, ούχ ό κόσμος, ώς ένιοί ποτέ έροΰσι βλασφημοΰντες. ό μέντοι θεοσεβής πάντα ύποστήσει αίσθόμενος τής γνώσεως πάντα γαρ τφ τοιοΰτο), καν τοΐς άλλοις τα κακά, άγαθά έστι και έπιβουλευόμενος πάντα άναφέρει εις την γνώσιν, καί τά κακά μόνος άγαθοποιεΐ. έπάνειμι πάλιν έπι τον τής αίσθήσεως λόγον, ανθρώπινον ούν το κοινωνήσαι αισθησιν νοήσει ού πας δε άνθροιπος, ώς προειπον, απολαύει τής νοήσεως, άλλ’ ό μεν υλικός, ό δέ ουσιώδης ό μέν γάρ μετά κακίας υλικός, ώς έφην, άπδ των δαιμόν­ ων τδ σπέρμα τής νοήσεως ίσχει, οί δέ μετά του άγαθοΰ ούσιωδώς ύπδ του θεοΰ σωζόμενοι ό μέν γάρ θεός, πάντων δημιουργός, δημιουργών πάντα ποιεί μέν αύτφ όμοια, ταΰτα δ ’ άγαθά γενόμενα έν τή χρήσει τής ένεργείας διάφορα, ή γάρ κοσμική φορά τρίβουσα τάς γενέσεις ποιάς ποιεί, τάς μέν υπαίνουσα τή κακίρ, τάς δέ καθαίρουσα τφ άγαθφ. κα'ι γάρ ό κόσμος, ώ ’Ασκληπιέ, αισθησιν ιδίαν καί νόησιν έχει, ούκ όμοίαν τή άνθρωπείρ, ουδέ ώς ποικίλην, άλλως δέ καί κρείττω καί άπλουστέραν.


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

Διότι ισχυρίστηκα πως κακία πρέπει να κατοικεί εδώ κάτω, αφού εδώ είναι ο φυσικός της χώρος. Φυσικός της χώρος είναι η γη κι όχι ο ουράνιος κόσμος, όπως κάποιοι θα ισχυρι­ στούν κάποτε βλασφημώντας. Ο θεοσεβής όμως θα τ’ αντέξει όλα, αφού αισθάνθηκε τη γνώση, καθόσον όλα είναι αγαθά για έναν τέτοιο άνθρωπο, ακόμα κι αν για τους άλλους είναι κακά. Ακόμα κι όταν τον επιβουλεύονται, αναφέρεται πάντα στη γνώση κι από μόνος του μετατρέπει τα κακά σε αγαθά. Επανέρχομαι πάλι στο λόγο τον σχετικό με την αίσθηση. Αποτελεί, λοιπόν, ανθρώπινο χα­ ρακτηριστικό το να συμμετέχει η αίσθηση στη νόηση. Και δεν απολαμβάνει, όπως προανέφερα, κάθε άνθρωπος τη νόηση, αλλ’ άλλος αφοσιώνεται στα υλικά κι άλλος στα ουσιώδη. Διότι, όπως ανέφερα, αυτός που αφοσιώνεται στα υλικά μαζί με την κακία, αυτός κατέχει το σπόρο της νόησης απ’ τους δαίμονες, ενώ αυτοί, που αφοσιώνονται στα ουσιώδη μαζί με το Αγαθό, σώζονται απ’ το Θεό. Διότι ο Θεός, ο των πάντων Δημιουργός, καθώς δημιουργεί τα πάντα, τα κάνει όμοια με τον εαυτό του κι αυτά, αφού γεννηθούν αγαθά, καθίστανται στη συνέχεια διαφορετικά, ανάλογα με τον τρόπο χρησιμοποίησης της ενέργειάς τους. Διότι η κοσμική κίνηση μέσω της τριβής δημιουργεί διάφορα είδη γενέσεων, άλλα ρυπαίνοντάς τα με την κακία κι άλλα καθαρίζοντας τα με το αγαθό. 88 Διότι κι ο κόσμος, Ασκληπιέ, διαθέτει δική του αίσθηση και νόηση, όχι όμοια με την αν­ θρώπινη, ούτε τόσο πολυποίκιλη, αλλά διαφο88. Εδώ γίνεται σαφής διαχωρισμός τον καλού από το κακό. Αυτό το τονίζω διότι υπάρχουν αρκετοί που ισχυρίζονται ότι οι έννοιες του καλού και του κακού δεν υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα και είναι σχετικά σύγχρονα εφευ­ ρήματα. 113


Δ. Δ.

Λιακόπο

ή γάρ αΐσθησις και νόησις του κόσμου μία έστι τό πάντα ποιεΐν κα'ι εις έαυτήν άποποιεΐν, όργανον τής του θεού βουλήσεως, κα'ι όντιυς όργανοποιηθέν, ϊνα πάντα παρ’ έαυτφ, από του θεού λαβών, τά σπέρματα φυλάττων εν έαυτφ πάντα ποιή ένεργώς, κα'ι διαλΰων πάντα άνανεοί, κα'ι διά τούτο λυθέντα ώσπερ αγαθός ζωής γεωργός τή μεταβολή άνανέωσιν αύτοΐς φερόμενος παρέχη. <ούκ> έστιν ό μή ζωογονεί, φερόμενος δέ πάντα ζωοποιεί κα'ι όμού τόπος έστ'ι κα'ι δημιουργός ζιυής. τά δέ σώματα άπό ύλης, έν διαφορά τά μέν γάρ έστιν εκ γής, τά δέ έξ ύδατος, τά δέ έξ άέρος, τά δέ έκ πυρός πάντα δέ έστι σύνθετα, κα'ι τά μέν μάλλον, τά δέ άπλούστερα μάλλον μέν, τά βαρύτερα, ηττον δέ, τά κουφότερα τό δέ τάχος αυτού τής φοράς την ποικιλίαν των ποιων γενέσεων έργάζεται πνοή γάρ ούσα πυκνοτάτη προτείνει τά ποια τοις σώμασι μετά ένός πληρώματος τού τής ζωής. πατήρ μέν ούν ό θεός τού κόσμου, ό δέ κόσμος των έν τφ κόσμω, κα'ι ό μέν κόσ­ μος υιός τού θεού, τά δέ έν τφ κόσμω, υπό τού κόσμου κα'ι εικότως κόσμος κέκληται κοσμεί γάρ τά πάντα τή ποικιλίς* τής γενέσεως και τφ άδιαλείπτω τής ζωής κα'ι άκοπιάστω τής ένεργείας και τφ τάχει τής ανάγκης κα'ι τή συστάσει των στοιχείων και τή τάξει των γινομένων, ό αυτός ούν

114


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσα μ

ρετική κι ανώτερη κι απλούστερη. Διότι η αίσθηση κι η νόηση του κόσμου είναι μία, το να δημιουργεί δηλαδή τα πάντα και να τ’ αποσυνθέτει πάλι στον εαυτό της, όργανο της βούλησης του Θεού. Πράγματι, έχει γίνει σαν ένα όργανο, ώστε διατηρώντας μέσα του όλα τα σπέρματα, που πήρε απ’ το Θεό, να δημιουργεί τα πάντα με τρόπο δρα­ στήριο και διαλύοντας τα πάντα να τ’ ανα­ νεώνει. Κι έτσι διαλυμένα, σαν αγαθός καλλιεργητής της ζωής, να τους παρέχει ανα­ νέωση μέσω της μεταβολής και της κίνησης. Τίποτα δεν υπάρχει που να μην το αναζωογο­ νεί και καθώς κινείται, σε όλα δίνει ζωή κι αποτελεί ταυτόχρονα χώρο και δημιουργό της ζωής. Τα σώματα, τα φτιαγμένα από ύλη, διαφέ­ ρουν μεταξύ τους, διότι άλλα αποτελούνται από χώμα, άλλα από νερό, άλλα από αέρα, άλλα από φωτιά. Κι όλα είναι σύνθετα, άλλα περισσότερο κι άλλα απλούστερα. Περισσότε­ ρο σύνθετα είναι τα βαρύτερα, λιγότερο δε τα ελαφρότερα. Η δε ταχύτητα της τροχιάς του κόσμου προκαλεί τη διαφορετικότητα των δια­ φόρων ειδών γενέσεων, διότι η πνοή, που είναι συχνότατη, προκαλεί τα διάφορα είδη στα σώματα μαζί μ’ ένα συμπλήρωμα, αυτό της ζωής. Πατέρας, λοιπόν, του κόσμου είναι ο Θεός, ο δε κόσμος είναι ο πατέρας των εγκοσμίων κι ο κόσμος είναι γιος του Θεού, τα δε εγκόσμια ανήκουν στον κόσμο. Κι εύλογα έχει αποκλη­ θεί «κόσμος», διότι στολίζει τα πάντα με την ποικιλομορφία της γένεσης και με τη συνέχιση της ζωής και με την ακούραστη ενέργεια και με την ταχύτητα της ανάγκης και με τη σύστα-

115


Δ. Δ.

Λιακόπο

κόσμος και άναγκαίως και οικείως καλοί το. πάντων οΰν των ζωιον ή αισθησις και νόηοις έξιυθεν έπεισέρχεται, είσπνέουσα υπό του περιέχοντος, ό δέ κόσμος, άπαξ λαβών άμα τφ γενέσθαι, υπό του θεού λαβών έχει. ό δέ θεός ούχ, ώσπερ ένίοις δόξει, αναίσθητος έστι κα'ι ανόητος υπό γάρ δεισιδαιμονίας βλασφημούσι πάντα γάρ όσα έστιν, ώ ’Ασκληπιέ, ταΰτα εν τώ θεφ έστι και υπό του θεού γινόμενα και έκειθεν ήρτημένα, τα μέν διά σωμάτων ένεργοΰντα, τά δέ διά ουσίας ψυχικής κ ι­ νούντο, τά δέ διά πνεύματος ζωοποιούντο, τά δέ τά κεκμηκότα υποδεχόμενα, και εικότως, μάλλον δέ λέγα), ότι ούκ αυτός αυτά έχει, άλλά τό αληθές άποφαίνομαι αυτός άπαντά έστιν, ούκ έξωθεν αυτά προσλαμβάνων, έξω δέ έπιδιδούς, κα'ι τούτο έστιν ή αισθησις κα'ι νόησις τού θεοΰ, τό τά πάντα άε'ι κινεΐν, κα'ι ούκ έσται ποτέ χρόνος ότε άπολειφθήσεταί τι των όντων όταν δέ λέγω των όντων, λέγω τού θεοΰ τά γάρ όντα ό θεός έχει, κα'ι ούτε αύτοΰ ούδέν έκτος ούτε αύτός ούδενός. ταΰτά σοι, ’Ασκληπιέ, έννοοΰντι, άληθή δόξειεν, άγνοούντι δέ άπιστα, τό γάρ νοήσαί έστι τό πιστεύσαι, άπιστήσαι δέ τό μη νοήσαι. ό γάρ λόγος ού φθάνει μέχρι τής άληθείας, ό δέ νούς μέγας έστι κα'ι υπό τού λόγου μέχρι τίνος οδηγηθείς φθάνειν

116


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

ση των στοιχείων και με την τάξη των γεν­ νημένων. Αυτός επομένως ας αποκαλείται «κόσμος» κι αναγκαστικά και όπως αρμόζει. Όλων, λοιπόν, των ζωντανών οργανισμών η αίσθηση κι η νόηση απέξω προέρχεται παίρ­ νοντας πνοή απ’ τον κόσμο που την περιβάλ­ λει, ο δε κόσμος, έχοντας πάρει την πνοή του μια φορά κατά τη δημιουργία του, τη διατηρεί, αφού την πήρε απ’ το Θεό. Κι ο Θεός δεν στερείται από αίσθηση και νόηση, όπως κάποιοι θα νομίσουν βλασφημώντας από θεοφοβία. Διότι όλα όσα υπάρχουν, Ασκληπιέ, αυτά υπάρχουν στο Θεό και γίνονται απ’ το Θεό κι από κει εξαρτώνται, άλλα μεν ενεργώντας μέσω των σωμάτων, άλλα δε κινώντας μέσω της ουσίας της ψυχής, άλλα δίνοντας ζωή μέσω του πνεύματος κι άλλα υποδεχόμενα τα πεθαμένα, όπως είναι εύλογο. Μάλλον όμως ισχυρίζομαι πως δεν τα έχει αυτός αυτά, αλλά φανερώνω την ακόλου­ θη αλήθεια: αυτός είναι τα πάντα, αποκτώντας τα όχι απέξω, αλλά προσφέροντάς τα έξω. Κι αυτό αποτελεί την αίσθηση και τη νόηση του Θεού, δηλαδή το να κινεί πάντοτε τα πάντα. Και δεν θα υπάρξει χρόνος ποτέ που θα χαθεί κάποιο απ’ τα δημιουργήματα. Κι όταν λέω «απ’ τα δημιουργήματα», εννοώ του Θεού. Διότι τα δημιουργήματα τα κρατά ο Θεός κι ούτε κανένα βρίσκεται έξω απ’ αυτόν ούτε κι αυτός έξω από κάποιο. Αυτά, Ασκληπιέ, θα σου φανούν αληθινά, αν τα κατανοήσεις κι απίστευτα, αν έχεις άγνοια. Διότι η νόηση είναι η πίστη, ενώ η απι­ στία είναι η απουσία της νόησης. Διότι η λογι­ κή δεν φτάνει μέχρι την αλήθεια, ενώ ο νους είναι μεγάλος και μπορεί να φτάσει μέχρι την

117


Δ. Δ.

Λιακόπο

έχει <έως> τής αλήθειας, και περινοήσας τα πάντα κα'ι ευρών σύμφωνα τοις υπό τοΰ λόγου έρμηνευθεΐσιν έπίστευσε, κα'ι τή καλή πίστει έπανεπαΰσατο. τοΐς ουν τα προειρημένα υπό του Οεοϋ νοήοαοι μέν πιοτά, μή νοήοαοι δε άπιστα. ταϋτα κα'ι τοοαΰτα περ'ι νοήσεως κα'ι αίσθήσεως λεγέσθω.

118


Γ ι α τ ί και πώς ζουν ανάμεσά μας

αλήθεια, αν οδηγηθεί μέχρις ενός σημείου απ’ τη λογική. Κι αφού αντιληφθεί τα πάντα και τα βρει σύμφωνα με τις ερμηνείες της λογικής, τότε πιστεύει κι επαναπαύεται στην καλή του πίστη. Τα προαναφερθέντα λοιπόν, τα οποία προέρχονται απ’ το Θεό, είναι πιστευτά σ’ αυτούς που τα συλλογίστηκαν με το νου τους κι απίστευτα σ’ αυτούς, που δεν τα συλλογίστηκαν. Αυτά και τόσα ας έχουν λεχθεί σχετικά με τη νόηση και την αίσθηση.

119


Δ. Δ.

Λιακόπο

ΛΟΓΟΣ Γ ΈΡΜΟΥ ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΥ ΚΑΕΙΣ

- Τον χθες λόγον, ώ ’Ασκληπιέ, σοι άνέθηκα, τον δέ σήμερον δίκαιόν έστι τώ Τάτ άναθεΐναι, έπε'ι και των Γενικών λόγων τών προς αυτόν λελαλημένων έστ'ιν επιτομή, ό μεν ούν θεός και πατήρ κα'ι το άγαθόν, ώ Τάτ, την αυτήν έχει φΰσιν, μάλλον δέ κα'ι ένέργειαν ή μεν γάρ φΰσεως και αύξήσεώς έστι προσηγορία, άπερ έστι περ'ι τά μεταβλητά κα'ι κινητά ... κα'ι άκίνητα, τουτέστι τά θεία τε κα'ι άνθρώπεια ών αυτός βούλεται είναι άλλαχοϋ δέ ένέργειαν καθώς και έπ'ι τών άλλων έδιδάξαμεν θείων τε και ανθρωπίνων ά δει νοειν έπ'ι τοΰτου. ή γάρ τουτου ένέργεια ή θέλησίς έστι και ή ουσία αύτοΰ τό θέλειν πάντα είναι, τί γάρ έστι θεός κα'ι πατήρ κα'ι τδ άγαθόν, ή τό τών πάντων είναι ούκέτι όντων άλλά ΰπαρξιν αυτήν τών οντων; τοΰτο ό θεός, τοϋτο ό πατήρ, τοϋτο το άγαθόν, ω μηδέν πρόσεστι τών άλλων, ό μέν γάρ κόσμος κα'ι ό ήλιος, τών κατά

120


Γ ιατί και

πώ ς ζουν ανάμεσ

ΛΟΓΟΣ I ΤΟΥ ΕΡΜΗ ΤΟΥ ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΥ «ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ»

-Τον χθεσινό λόγο, Ασκληπιέ, σου τον αφι­ έρωσα και τον σημερινό είναι δίκαιο να τον αφιερώσω στον Τατ, αφού εξάλλου αποτελεί επιτομή των «Γενικών Λόγων», που απευ­ θύνονται σ’ αυτόν. 0 Θεός, λοιπόν, και Πατέ­ ρας και το απόλυτο Αγαθό, Τατ, έχουν την ίδια φύση και μάλλον την ίδια ενέργεια. Διότι η φύση αποτελεί ονομασία για τη μείωση και την αύξηση, έννοιες που αφορούν τα μετα­ βλητά και τα κινητά. Αντίθετα, η ενέργεια αφορά τ’ αμετάβλητα και τ’ ακίνητα, δηλαδή τα θεϊκά κι εκείνα απ’ τ’ ανθρώπινα, τα οποία αυτός θέλει να είναι έτσι. Σε άλλο σημείο όμως κάναμε λόγο σχετικά με την ενέργεια, καθώς και σχετικά με τις υπόλοιπες θεϊκές κι ανθρώπινες έννοιες, τις οποίες πρέπει να φέ­ ρουμε στο νου μας τώρα. Η ενέργεια, λοιπόν, αυτού είναι η θέλησή του κι η ουσία αυτού, η επιθυμία του να υπάρχουν τα πάντα. 89 Διότι τι άλλο είναι ο Θεός-Πατέρας και το κατ’ εξοχήν Αγαθό, εκτός απ’ την ύπαρξη των πάντων, ακόμα κι αυτών, που δεν υπάρχουν

89. Το κύριο χαρακτηριστικό τον Θεού επομένως είναι η επιθυμία του να δίνει ζωή και ύπαρξη. Αυτός είναι «Ο ΩΝ». Το αντίθετο τον είναι «Ο ΜΗ ΩΝ». Εκείνο που δεν μπορεί να συλλαβειο νους του ανθρώπο ανύπαρκτο, διότι δεν μπορεί και να το εκφράσει, αφού δεν μπορεί να το σνλλάβει, είναι το πώς μπορεί να κινδυνεύσει από κάτι που δεν υπάρχει «Ο ΜΗ ΩΝ». Αυτό το συνέλαβε ο Οδνσσέας, αυτό είπε στον Πολύφημο όταν τον τύφλωσε, ότι τον τύφλωσε «ο κανένας».

121


Λ.

Δ.

Λιακόπο

μετουσίαν και αυτός πατήρ, ούκέτι δέ τοΰ αγαθού τοΐς ζψοις ίσως αίτιός έατιν, ουδέ τοΰ ζην. εί δέ τοΰτο οΰ'τιυς έχει, πάντιυς μέντοι άναγκαζόμενος ύπδ τοΰ άγαθοΰ θελήματος, ου χωρ'ις ούτε είναι οΰτε γενέσθαι δυνατόν. αίτιος δέ ό πατήρ των τέκνων κα'ι τής σποράς κα'ι τής τροφής, την όρεξιν λαβών τοΰ άγαθοΰ διά τοΰ ήλιου τδ γάρ αγαθόν έστι τδ ποιητικόν τοΰτο δέ ου δυνατόν έγγενέσθαι άλλα) τιν'ι ή μόνω έκείνω, τφ μηδέν μέν λαμβάνοντι, πάντα δέ θέλοντι είναι ου γάρ έρώ, ώ Τάτ, ποιοΰντι ό γάρ ποιων ελλιπής έστι πολλφ χρόνια, εν ω ότέ μέν ποιεί, ότέ δέ ου ποιεί, κα'ι ποιότητος κα'ι ποσότητος ποτέ μέν γάρ ποσά κα'ι ποιά. ότέ δέ τά εναντία ό δέ θεός κα'ι πατήρ κα'ι τδ άγαθδν τφ είναι τά πάντα, ούτως άρα ταΰτα τφ δυναμένω ιδειν κα'ι γάρ τοΰτο θέλει είναι, κα'ι έστι και αύτφ, μάλιστα δέ αυτό, κα'ι γάρ τά άλλα πάντα διά τοΰτον έστιν ... ίδιον γάρ τοΰ άγαθοΰ


Γιατί και

πώ ς ζουν ανάμεσ

ακόμα, καθώς κι η ύπαρξη αυτών, που ήδη υπάρχουν; Αυτό είναι ο Θεός, αυτό είναι ο Πατέρας, αυτό είναι το κατ’ ουσίαν Αγαθό, στο οποίο δεν περιλαμβάνεται τίποτα απ’ τα υπό­ λοιπα. Διότι ο κόσμος κι ο ήλιος είναι κι αυτός πατέρας γι’ αυτούς, που παίρνουν μέρος στην ουσία, δεν είναι όμως το ίδιο υπεύθυνος πια για το αγαθό της ζωής στα ζωντανά όντα. Αν όμως έτσι είναι τα πράγματα, σίγουρα με κάθε τρόπο πιέζεται απ’ το αγαθό θέλημα, χωρίς το οποίο ούτε να υπάρχει είναι δυνατόν, ούτε να γεννηθεί. Ο πατέρας είναι ο υπεύθυνος για τα παιδιά, τη σπορά και την τροφή, αφού πήρε την επι­ θυμία για το απόλυτο Αγαθό μέσω του ηλίου. Διότι η Αγαθότητα αποτελεί το δημιουργικό στοιχείο, δεν είναι όμως δυνατόν αυτό να γεν­ νηθεί μέσα σε κάτι άλλο, παρά μόνον σ’ εκείνον, ο οποίος χωρίς να παίρνει τίποτα, θέλει τα πάντα να υπάρχουν. Δεν θα πω, Τατ, «σ’ εκείνον, ο οποίος δημιουργεί», διότι αυτός που δημιουργεί παρουσιάζει πολλές ελλείψεις όσον αφορά το χρόνο, κατά τον οποίο άλλοτε δημιουργεί, άλλοτε δεν δημιουργεί, σχετικές τόσο με την ποιότητα όσο και με την ποσό­ τητα. Διότι άλλοτε μεν δημιουργεί πράγματα μιας συγκεκριμένης ποσότητας και ποιότητας, άλλοτε δε της αντίθετης ποσότητας και ποιό­ τητας. Αλλά ο Θεός-Πατέρας και το κατ’ εξοχήν Αγαθό δημιουργούν με το ν ’ αποτελούν την ουσία των πάντων. Έτσι, λοιπόν, είναι τα πράγματα γι’ αυτόν, που έχει τη δυνατότητα να τα διακρίνει. Διότι ο Θεός θέλει αυτό να είναι και πράγματι είναι και κυρίως αυτό υπάρχει σ’ εκείνον. Διότι και όλα τα υπόλοιπα για χάρη του υπάρχουν....διότι, Τατ, χαρακτηριστικό

123


Λ. Δ.

Λιακόπο

το γνωρίζεσθαί έοτι το άγαθόν, ώ Τάτ. -Έπλήρωσας ημάς, ώ πάτερ, τής άγαθής και καλλίστης θέας κα'ι όλίγου δεΐν έσεβάσθη μου ό τοϋ νοΰ οφθαλμός υπό τής τοιαύτης θέας. -Ού γάρ, ώσπερ ή του ήλιου άκτίς, πυρώδης οΰσα, καταυγάζει κα'ι μΰειν ποιεί τους οφθαλμούς, ουτω κα'ι ή τοϋ αγαθού θέα τουναντίον έκλάμπει κα'ι έπ'ι τοσοϋτον, έφ’ όσον δύναται ό δυνάμενος δέξασθαι την έπεισροήν τής νοητής λαμπηδόνος όξυτέρα μέν γάρ έστιν εις τό καθικνεισθαι, αβλαβής δέ κα'ι πάσης αθανασίας άνάπλεως, ής οί δυνάμενοι πλέον τι άρύσασθαι τής θέας κατακοιμίζονται πολλάκις [δέ| άπό τοϋ σώματος εις την καλλίστην όψιν ωπερ Ουρανός κα'ι Κρόνος, οί ήμέτεροι πρόγονοι, έντετυχήκασιν. -Είθε κα'ι ημείς, ώ πάτερ. -Είθε γάρ, ώ τέκνον νϋν δέ έτι άτονοϋμεν προς την όψιν κα'ι οΰπω ίσχύομεν άναπετάσαι ημών τους τοϋ νοϋ όφβαλμοΰς, κα'ι θεάσασθαι τό κάλλος τοϋ άγαθοΰ εκείνου τό άφθαρτον, τό άληπτον. τότε γάρ αυτό όψει, όταν μηδέν περ'ι αυτού έχης είπεΐν. ή γάρ γνώσις αυτού κα'ι 9εία σιωπή έστι κα'ι καταργία πασών των αισθήσεων, ούτε γάρ άλλο τι δΰναται νοήααι ό τούτο νοήσας ούτε άλλο τι 9εάσασθαι ό τοϋτο θεασάμενος ούτε περ'ι άλλου τίνος άκοϋσαι ούτε τό σΰνολον τό τώμα κινήσαι πασών γάρ τών σωματικών αίσθήσεών τε κα'ι κινήσεων έπιλαθόμενος


Γιατί

και πώς ζουν

μας

I γνώρισμα του κατ’ εξοχήν Αγαθού αποτελεί το I ν ’ αναγνωρίζεται σαν κατ’ εξοχήν Αγαθό. -Μας γέμισες, πατέρα, με το καλό κι ωραιόI τατο θέαμα και λίγο έλειψε τα μάτια του νου I μου να τυφλωθούν απ’ αυτή τη θέα. -Διότι η θέα του απόλυτου Αγαθού δεν λαI μποκοπά και δεν σου προκαλεί ανοιγόκλεισμα I των ματιών, όπως η ακτίνα του ήλιου, που είναι πύρινη. Αντίθετα, λάμπει τόσο, όσο αντέχει αυτός που μπορεί να δεχτεί την εισροή της νοητής λάμψης. Διότι είναι περισσότερο διαπεραστική στην κάθοδό της, αλλ’ ακίνδυνη και γεμάτη από αθανασία, ώστε όσοι μπορούν ν ’ αντλήσουν κάτι παραπάνω απ’ αυτή τη θέα να κοιμούνται πολλές φορές και να οδεύουν απ’ το σώμα τους προς το πανέμορφο αυτό όραμα, το οποίο βέβαια έχουν συναντήσει ο Ουρανός κι ο Κρόνος, οι πρόγονοί μας. 90 -Μακάρι κι εμείς, πατέρα. -Μακάρι, παιδί μου. Τώρα όμως ακόμα δεν έχουμε τη δύναμη για το όραμα και δεν μπο­ ρούμε ακόμα ν’ ανοίξουμε τα μάτια του νου μας και να δούμε την ομορφιά εκείνου του απόλυτου Αγαθού, την άφθαρτη κι ασύλληπτη. Διότι τότε θα το αντικρίσεις, όταν δεν θα έχεις τίποτα να πεις γι’ αυτό. Διότι η γνώση του αποτελεί και θεϊκή σιωπή και κατάργηση όλων των αισθή­ σεων. 91 Διότι τίποτα άλλο δεν μπορεί να συλλάβει με το νου του αυτός που το συνέλα­ βε, ούτε τίποτα άλλο να δει αυτός που το αντίκρισε, ούτε για τίποτα άλλο ν’ ακούσει, ούτε το σώμα του ολόκληρο να κινήσει. Διότι 90. Εδώ ομολογεί την θεϊκή καταγωγή τον. 91. Η κατάργηση των αισθήσεων καταργεί και τις εισόδους της ψευδής πλη­ ροφόρησης που έρχεται από το περιβάλλον και που την στέλνουν οι δαίμονες για να μας παραπλανούν. 125


Δ. Δ. Λιακόπουλος

άτρεμεΧ περιλάμψαν δέ πάντα τον νουν και την δλην ψυχήν άναλάμπει κα'ι άνέλκει δια του σώματος κα'ι δλον. αυτόν εις ουσίαν μεταβάλλει, άδΰνατον γάρ, ώ τέκνον, ψυχήν άποθεωθήναι έν σώματι άνθρώπου θεασαμένην <τό> του αγαθού κάλλος. -Τό άποθεωθήναι πώς λέγεις, ω πάτερ, -Πάσης ψυχής, ώ τέκνον, διαιρετής μεταβολαί. -Πώς πάλιν διαιρετής; -Ούκ ήκουσας έν τοΐς Γενικοΐς δτι από μιας ψυχής τής του παντός πάσαι α ί ψυχαί είσιν αύται έν τώ παντ'ι κόσμω κυλινδοΰμεναι, ώσπερ άπονενεμημέναι; τούτων τοίνυν τών ψυχών πολλα'ι αί μεταβολαί, τών μέν έπι τό εύτυχέστερον, τών δέ έπ'ι τό έναντίον. αί μέν γάρ έρπετώδεις ούσαι εις ένυδρα μεταβάλλουσιν, αί δέ ένυδροι εις χερσαΧα, αί δέ χερσαΧαι εις πετεινό, αί δέ άέριαι εις άνθρώπους, αί δέ άνθρώπιναι άρχήν άθανασίας ϊσχουσιν εις δαίμονας μεταβάλλουσαι, εΐθ’ ούτως εις τον τών θεών χορόν χορο'ι δέ δυο θεών, ό μέν τών πλανωμένων, ό δέ τών άπλανών. κα'ι αυτή ψυχής ή τελειοτάτη δόξα ψυχή δέ εις άνθρώπους έλθοΰσα έάν κακή μείνη, ούτε γεύεται άθανασίας ούτε του άγαθοΰ μεταλαμβάνει, παλίσσυτος δέ την όδόν υποστρέφει τήν εις τά έρπετά, κα'ι αΰτη καταδίκη ψυχής κακής. κακία δέ ψυχής άγνωσία. ψυχή γάρ, μηδέν έπιγνοϋσα τών δντων μηδέ τήν


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

παραλύει, καθώς έχει ξεχάσει όλες τις σωματι­ κές αισθήσεις και κινήσεις. Κι αφού τον περι­ λούσει με φως όλο το νου, λαμποκοπά και σ’ όλη την ψυχή του κι ανασύροντάς την μέσα απ’ το σώμα τον μεταβάλλει ολόκληρο σε πραγματική ουσία. Διότι είναι αδύνατον, παιδί μιου, η ψυχή, που αντίκρισε την ομορφιά του απόλυτου Αγαθού, να φτάσει στη θέωση μέσα στο ανθρώπινο σώμα. -Πώς εννοείς τη θέωση, πατέρα; -Συμβαίνουν μεταβολές, παιδί μου, σε κάθε χωρισμένη ψυχή. -Πώς εννοείς πάλι τη διαχωρισμένη; -Δεν άκουσες στους «Γενικούς Λόγους» πως όλες οι ψυχές εκείνες, οι οποίες περιφέρονται στο σύμπαν, προέρχονται απ’ τη μια ψυχή του σύμπαντος σαν να έχουν διασπαστεί; Οι μετα­ βολές, λοιπόν, αυτών των ψυχών είναι πολλές, άλλων μεν προς το καλύτερο, άλλων δε προς το αντίθετο. Κι εκείνες μεν, που είναι χαμερπείς, μεταβάλλονται σε υδρόβια, οι δε υδρό­ βιες σε χερσαία, οι χερσαίες σε πτηνά, οι αέρινες σ’ ανθρώπους και οι ανθρώπινες κατέχοντας την αρχή της αθανασίας, καθώς μεταβάλλονται σε δαίμονες, στη συνέχεια έτσι πηγαίνουν στον κύκλο των θεών. Οι κύκλοι δε των θεών είναι δύο, ο ένας των πλανητών κι ο άλλος των απλανών. Κι αυτό αποτελεί την πιο μεγάλη δόξα για την ψυχή. Η ψυχή όμως εκείνη, η οποία ήλθε στους ανθρώπους, αν παραμείνει κακή, ούτε την αθανασία γεύεται, ούτε παίρνει μέρος στο Αγαθό, αλλ’ ακολουθεί και πάλι προς τα πίσω το δρόμο, που οδηγεί στα ερπετά. Αυτό αποτελεί και την καταδίκη της κακής ψυχής. Η κακία δε της ψυχής είναι η άγνοια. Διότι η

127


Λ. Α.

Λιακόπο

τούτων φύσιν, μηδέ τδ αγαθόν, τυφλώττουσα δέ, έντινάσσει τοίς πάθεαι τοΧς σωματικοΧς, κα'ι ή κακοδαίμων, άγνοήσασα έαυτήν, δουλεύει σώμασιν άλλοκότοις κα'ι μοχθηροΧς, ώσπερ φορτίον βαστάζουσα τδ σώμα, κα'ι ούκ άρχουσα άλλ’ άρχομένη. αΰτη κακία ψυχής. τουναντίον δέ άρετή ψυχής γνώσις ό γάρ γνούς κα'ι άγαθδς κα'ι ευσεβής κα'ι ήδη θεΧος. -Τίς δέ έστιν ούτος, ώ πάτερ; -Ό μή πολλά λάλων, μηδέ πολλά άκοΰων δ γάρ δυο λόγοις σχολάζων κα'ι άκοαΧς, ώ τέκνον, σκιαμαχεί, ό γάρ θεδς κα'ι πατήρ κα'ι τδ άγαθδν ούτε λέγεται οΰτε άκοΰεται τούτου δέ ούτως έχοντος, εν πάσι τοΧς ούσιν αί αισθήσεις είσί, διά τδ μή δύνασθαι είναι χωρ'ις αυτού γνώσις δέ αίσθήσεως πολύ διαφέρει αΐσθησις μέν γάρ γίνεται τού έπικρατούντος, γνώσις δέ έστιν επιστήμης τδ τέλος, επιστήμη δέ δώρον τού θεού, πάσα γάρ επιστήμη άσώματος, όργάνω χρωμένη αύτώ τώ νοΐ, ό δέ νοΰς τώ σώματι. άμφότερα ούν χωρεΧ εις σώμα, τά τε νοητά κα'ι τά υλικά, εξ άντιθέσεως γάρ κα'ι έναντιότητος δεΧ τά πάντα συνεστάναι κα'ι τούτο άλλως είναι αδύνατον. -Τίς ούν ό ύλικδς θεδς δδε; -Ό καλός κόσμος, ούκ έστι δέ άγαθός ύλικδς γάρ, και εύπάθητος, κα'ι πρώτος

128


Γ ια τί και πώς ζουν ανάμεσα μας

ψυχή, η οποία δεν γνώρισε κανένα απ’ τα δημιουργήματα, ούτε τη φύση τους ούτε το κατ’ εξοχήν Αγαθό, αλλά παραμένει τυφλή, πέφτει στα σωματικά πάθη κι η κακομοίρα έχοντας αγνοήσει τον εαυτό της εργάζεται για ξένα και κακά σώματα, κουβαλώντας το σώμα της σαν φορτίο και χωρίς να εξουσιάζει, αλλά να εξουσιάζεται. Αυτό αποτελεί την κακία της ψυχής. Αντίθετα, αρετή της ψυχής αποτελεί η γνώση, διότι εκείνος που την κατάκτησε είναι και αγαθός κι ευσεβής και θεϊκός πλέον. -Και ποιος είναι αυτός, πατέρα; -Αυτός, που δεν λέει πολλά, ούτε ακούει πολλά, καθόσον αυτός που καταπιάνεται, παιδί μου, με δύο λόγους και με δύο ακούσματα, ανώφελα κοπιάζει. Διότι ο Θεός-Πατέρας και το απόλυτο Αγαθό ούτε λέγεται, ούτε ακούγεται. Κι αφού έτσι έχουν τα πράγματα, οι αισθή­ σεις υπάρχουν σε όλα τα όντα, καθόσον δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν χωρίς αυτές. Η γνώση όμως διαφέρει κατά πολύ απ’ την αίσθηση, διότι η αίσθηση προέρχεται απ’ αυτό που επικρατεί στην αντίληψή μας, ενώ η γνώση είναι ο σκοπός της επιστήμης, η δε επι­ στήμη 1)2 είναι δώρο του Θεού. Διότι κάθε επι­ στήμη είναι άυλη και χρησιμοποιεί σαν όργα­ νο τον ίδιο το νου, ενώ ο νους χρησιμοποιεί το σώμα. Και τα δύο, λοιπόν, χωρούν μέσα στο σώμα - και τα νοητά και τα υλικά. Διότι τα πάντα πρέπει να συγκροτούνται από αντίθεση κι εναντιότητα κι είναι αδύνατον να συμβεί διαφορετικά. -Ποιος είναι, λοιπόν, ο εδώ υλικός θεός; -Ο όμορφος κόσμος, δεν είναι όμως κι αγα-92 92. Με τον όρο επιστήμη εννοεί την τέλεια γνώση. 129


Δ. Δ.

Λίακόπο

μέν πάντων παθητών, δεύτερος δε τών δντων κα'ι αύτοδεής, και αυτός ποτέ μέν γενόμενος, άε'ι δέ ών, ών δέ εν γενέαει, κα'ι γινόμενος άεί, γένεοις τών ποιων και τών ποσών κινητός γάρ πάσα γάρ υλική κίνησις γένεσίς έστιν. ή δέ νοητή στάσις κινεί την υλικήν κίνησιν τον τρόπον τούτον, έπει ό κόσμος σφαΐρά έατι, τουτέστι κεφαλή, κεφαλής δέ ούδέν ύπεράνω υλικόν, ώσπερ ουδέ ποδών ούδέν νοητόν υποκάτω, παν δέ υλικόν, νους δέ κεφαλή, αυτή σφαιρικώς κινουμένη. τοΰτό έστι κεφαλικώς, όσα ουν προσήνωται τώ ύμένι τής κεφαλής ταυτης, <έν ή> έστιν ή ιμυχή, αθάνατα πέφυκεν, ώσπερ εν ψυχή δέ σώματος πεποιημένου κα'ι πλείονα του σώματος τήν ψυχήν έχοντα τά δέ πόρρω του ύμένος θνητά, πλέον έχοντα τής ψυχής τό σώμα παν δέ ζώον, ώσπερ οΰν τό παν, εκ τε ύλικοΰ κα'ι νοητοί) συνέστηκε. κα'ι ό μέν κόσμος πρώ ­ τος, ό δέ άνθρωπος δεύτερον ζώον μετά τον κόσμον, πρώτον δέ τών θνητών, τών μέν άλλων ζώων τδ έμψυχον έχει ούκέτι δέ μόνον ούκ άγαθός, άλλα και κακός ώς θνητός, ό μέν γάρ κόσμος ούκ άγαθός ώς κινητός, ου κακός δέ ώς άθάνατος ό δέ

130


Γ ί α τ ί και

πώς ζουν ανά

θός, διότι είναι υλικός κι ευπαθής και πρώτος απ’ όλα εκείνα, που εύκολα προσβάλλονται από πάθη, δεύτερος δε απ’ τα όντα κι ελλιπής από μόνος του. Αν κι αυτός κάποτε δημιουργήθηκε, εντούτοις υπάρχει πάντοτε, καθώς υφίσταται μέσα στο γίγνεσθαι. Και με τη διαρ­ κή του αναγέννηση αποτελεί τη γέννηση των ποιοτήτων και των ποσοτήτων, διότι είναι κι­ νητός και κάθε υλική κίνηση συνιστά γέννηση. Η δε σταθερότητα των νοητών δημιουργεί την κίνηση των υλικών κατά τον ακόλουθο τρόπο: επειδή ο κόσμος είναι σφαιρικός, δηλα­ δή κεφάλι και πάνω απ’ το κεφάλι δεν βρίσκε­ ται τίποτα το υλικό, όπως ακριβώς κάτω απ’ τα πόδια δεν βρίσκεται τίποτα το νοητό, αλλά καθετί υλικό, έτσι κι ο νους είναι κεφάλι που κινείται κυκλικά, όπως δηλαδή ταιριάζει στο κεφάλι. Όσα λοιπόν είναι συνδεδεμένα με τη μεμβράνη αυτού του κεφαλιού, όπου βρίσκε­ ται η ψυχή, είναι αθάνατα απ’ τη φύση τους, όπως ακριβώς κι αυτά, τα οποία βρίσκονται μέσα στην ψυχή του γεννημένου σώματος, διαθέτουν περισσότερα στοιχεία της ψυχής παρά του σώματος. Όσα όμως βρίσκονται μακριά απ’ τη μεμβράνη είναι θνητά, διαθέ­ τοντας περισσότερα στοιχεία του σώματος παρά της ψυχής. Κάθε δε ζωντανός οργανι­ σμός, όπως ακριβώς το σύμπαν, αποτελείται από υλική και νοητή ουσία. Και πρώτα απ’ όλα ο κόσμος, ο δε άνθρωπος, ο δεύτερος ζωντανός οργανισμός μετά τον κόσμο και πρώτος απ’ τους θνητούς κι έχει μάλιστα την ψυχή των υπόλοιπων ζωντανών οργανισμών. Κι όχι μόνον δεν είναι πια αγαθός, αλλά είναι κακός σαν θνητός. Διότι ο μεν κόσμος δεν είναι αγα­ θός ως εκεί που είναι κινητός, αλλά δεν είναι

131


Δ. Δ. Λιακόπουλος

άνθρωπος, και ώς κινητός, καί ώς θνητός, κακός, ψυχή όέ άνθρώπου όχείται τον τρόπον τούτον ό νους έν τω λόγο), ό λόγος έν τή ψυχή, ή ψυχή έν τω πνεύματι τό πνεύμα όιήκον διά φλεβών κα'ι αρτηριών και αίματος κινεί τό ζώον κα'ι ώσπερ τρόπον τινά βαστάζει. διό καί τινες τήν ψυχήν αιμα νομίζουσιν είναι, σφαλλόμενοι τήν φΰσιν, ούκ είδότες ότι πρώτον δει τό πνεύμα αναχώρησαι εις τήν ψυχήν και τότε τό αιμα παγήναι κα'ι τάς φλέβας κα'ι τάς άρτηρίας κενωθήναι κα'ι τότε τό ζψον καθελεΐν και τούτο έστιν ό θάνατος του σώματος. εκ μιάς δέ αρχής τα πάντα ήρτηται, ή δέ αρχή εκ του ένός κα'ι μόνου, και ή μέν αρχή κινείται, ϊνα πάλιν αρχή γένηται, τό δέ έν μόνον έστηκεν, ου κινείται, καί τρία τοίνυν ταΰτα, ό θεός καί πατήρ καί τό άγαθόν, καί ό κόσμος, καί ό άνθρωπος καί τον μέν κόσμον ό θεός έχει, τον δέ ά νθρ ­ ωπον ό κόσμος καί γίνεται ό μέν κόσμος του θεού υιός, ό δέ άνθρωπος τού κόσμου, ώσπερ έγγονος. ου γάρ άγνοεΐ τον άνθρω πον ό θεός, άλλα καί πάνυ γνωρίζει καί θέλει γνωρίζεσθαι. τούτο μόνον σωτήριον

132


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσα μας

και κακός ως εκεί που είναι αθάνατος. Ο άν­ θρωπος όμως είναι κακός και ως κινητός και ως θνητός. Η ψυχή δε κατοικεί στον άνθρωπο κατά τον ακόλουθο τρόπο: ο νους υπάρχει μέσα στη λογική, η λογική μέσα στην ψυχή κι η ψυχή μέσα στο πνεύμα. Το πνεύμα, καθώς περνά μέσα απ’ τις φλέβες, τις αρτηρίες και το αίμα, δίνει κίνηση στο ζωντανό οργανισμό και κατά κάποιο τρόπο τον στηρίζει. 93 Για το λόγο αυτό και κάποιοι πιστεύουν πως η ψυχή είναι αίμα ανατρέποντας τη φύση και δεν γνωρίζουν πως πρέπει πρώτα το πνεύμα να οδηγηθεί προς την ψυχή και τότε το αίμα να παγώσει κι οι φλέβες κι οι αρτηρίες ν ’ αδειάσουν και τότε ο οργανισμός να πεθάνει. Κι αυτό συνιστά το θάνατο του σώματος. Όλα εξαρτώνται από μια αρχή κι η αρχή προέρχεται απ’ τον Ένα και Μοναδικό και κινείται, ώστε να γίνει και πάλι αρχή, το Ένα όμως παραμένει σταθερό και δεν κινείται. Κι επομένως αυτά είναι τρία, ο Θεός-Πατέρας και το κατ’ εξοχήν Αγαθό, ο κόσμος κι ο άνθρω­ πος. Και τον μεν κόσμο τον κρατά ο Θεός, τον δε άνθρωπο ο κόσμος. Κι ο μεν κόσμος γίνεται γιος του Θεού, ο δε άνθρωπος του κόσμου, σαν να είναι εγγονός του Θεού. Διότι ο Θεός δεν αγνοεί τον άνθρωπο, αλλά και πολύ τον ανα93. Εδώ έχουμε μία πλήρως διαφορετική θεώρηση της λειτουργίας του αν­ θρωπίνου οργανισμού που έχει να κάνει με την ολιστική ιατρική, σύμφωνα με την οποία, το βιολογικό σώμα επηρεάζεται πλήρως από το πνεύμα, το οποίο φθείρεται. Όσον αφορά την ποιότητά του από τους τον πληρο­ φοριακό βομβαρδισμό δηλαδή του περίγυρου. Οι ειδήσεις, οι διαφημίσεις, οι τηλεοπτικές εκπομπές, το γενικό σκεπτικό λειτουργίας της κοινωνίας και της παγκόσμιας οικονομίας, το σχήμα των κτιρίων, τα χρώματα γύρω μας, η έλλειψη βλάστησης, το απλανές βλέμμα των καταπιεζόμενων ανθρώπων, όλα στέλνουν πληροφορίες που διαμορφώνουν την ψυχοσύνθεση μας, αλλά και την λειτουργία των βιολογικών μας σωμάτων. 133


Δ. Δ. Λιακόπουλος άνθριόπω έστίν, ή γνώσις του θεού, αυτή εις τον Ό λυμπον άνάβασις οΰτω μόνως αγαθή ψυχή, και ουδέποτε αγαθή <άεί>, κακή δέ γίνεται κατ’ ανάγκην γίνεται. -Πώς τούτο λέγεις, ώ Τρισμέγιστε; .ψυχήν παιδός θέασαι, ώ τέκνον, αυτήν διάλυσιν αυτής μηδέπω έπιδεχομένην, τού σιυματος αυτής ετι ολίγον όγκωτο κα'ι μη­ δέπω το παν ώγκοομένου, πώς καλήν μέν βλέπειν πανταχού, μηδέποτε δέ τεθολωμένην ύπδ των τού σώματος παθών, έτι σχεδόν ήρτημένην τής τού κόσμου ψυχής δταν δέ όγκωθή τό σώμα κα'ι κατασπάση αυτήν εις τούς τού σώματος όγκους, διαλύσασα δέ έαυτήν έγγεννμ λήθην, και τού καλού και αγαθού ού μεταλαμβάνει ή δέ λήθη κακία γίνεται. τό δέ αυτό συμβαίνει και τοΐς τού σώματος έξιοΰσιν. άναδραμούσα γάρ ή ψυχή εις έαυτήν, συστέλλεται τό πνεύμα εις τό αιμα, ή δέ ψυχή ε’ις τό πνεύμα, ό δέ νοΰς καθαρός γενόμενος τών ενδυμάτων, θειος ών φύσει, σώματος πυρίνου λαβόμενος περιπολεί πάντα τόπον, καταλιπών τήν ψυχήν κρίσει κα'ι τή κα τ’ άξίαν δίκη. -Πώς τούτο λέγεις, ώ πάτερ; ό νούς τής ψυχής χωρίζεται κα'ι ή ψυχή τού πνεύμα­ τος, σού είπόντος ένδυμα είναι τού μέν νοΰ τήν ψυχήν, τής δέ ψυχής τό πνεύμα;

134


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσά μ

γνωρίζει κι επιθυμεί ν’ αναγνωριστεί απ’ αυτόν. Αυτό μόνον αποτελεί σωτηρία για τον άνθρωπο, η γνώση του Θεού. Αυτή είναι η ανάβαση στον Όλυμπο. 94 Μόνον έτσι η ψυχή καθίσταται αγαθή και ποτέ δεν είναι συνεχώς αγαθή, αλλά καθίστα­ ται κακή - και καθίσταται αναγκαστικά. -Πώς το εννοείς αυτό, Τρισμέγιστε; -Παρατήρησε, παιδί μου, την ψυχή των παι­ διών, που δεν επιδέχεται ούτε την ίδια τη διά­ σπασή της, όταν το σώμα της έχει λίγο όγκο μη έχοντας πάρει ακόμα όλο τον όγκο του, πώς είναι μεν καλή να βλέπει παντού χωρίς ακόμα να έχει θολώσει απ’ τα πάθη του σώματος, σχεδόν ακόμα εξαρτημένη απ’ την ψυχή του κόσμου. Όταν όμως το σώμα πάρει όλο τον όγκο του και τη διασπάσει στα μέρη του σώμα­ τος, αφού διασπαστεί η ίδια, πώς γεννώντας μέσα της τη λησμονιά δεν συμμετέχει στο Ωραίο και στο κατ’ εξοχήν Αγαθό, ενώ η λησμονιά αποβαίνει κακία. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και σ’ αυτούς, που βγαίνουν απ’ το σιυμα τους. Διότι, καθώς η ψυχή κλείνεται στον εαυτό της, μαζεύεται το μεν πνεύμα στο αίμα, η δε ψυχή στο πνεύμα κι ο νους, αφοί) καθαριστεί απ’ τα ενδύματά του όντας απ’ τη φύση του θεϊκός, πιάνεται απ’ το πύρινο σώμα 95 και κάνει βόλτες σε κάθε τόπο έχοντας εγκαταλείψει την ψυχή στην κρίση και στην τιμωρία που της αξίζει. -Πώς το εννοείς αυτό, πατέρα; Ο νους χωρίζεται απ’ την ψυχή κι η ψυχή απ’ το πνεύμα, αφού - όπως είπες - η ψυχή αποτελεί ένδυμια του νου και το πνεύμια ένδυμια της 94. Νοητός Όλυμπος, εννοείται. 95. Το πύρινο σώμα είναι το ενεργειακό σώμα που μετά την πτώση πήρε τη μορφή τον βιολογικού. 135


Δ. Δ.

Λιακόπο

Συννοειν δει, ώ τέκνον, τον άκοΰοντα τφ λέγοντι, και συμπνέειν κα'ι όξυτέραν έχειν την άκοήν τής τοΰ λέγοντος φωνής ή σΰνθεσις των ενδυμάτων τούτων, ώ τέκνον, εν σιόματι γηίνφ γίνεται αδύνατον γάρ τον νουν έν γηίνψ σώματι γυμνόν αύτδν καθ’ έαυτδν έδράσαι ούτε γάρ το γήινον σώμα δυνατόν έστι την τηλικαΰτην αθανασίαν ένεγκεΐν, ούτε την τοσαΰτην άρετήν άνασχέσθαι συγχρωτιζόμενον αυτή παθητόν σώμα έλαβεν ούν ώσπερ περιβόλαιον την τ|>υχήν, ή δε ψυχή κα'ι αυτή θεία τις ούσα καθάπερ υπηρέτη τφ πνεΰματι χρήται τδ δε πνεύμα τδ ζφον διοικεί, όταν οΰν ό νους απαλλαγή τοΰ γηίνου σώματος, τδν ίδιον εύθυς ένεδΰσατο χιτώνα, τδν πΰρινον, δν ούκ έδΰνατο έχων εις τδ γήινον σώμα κατοικήσαι γή γάρ πυρ ου βαστάζει πάσα γάρ φλέγεται κα'ι ύπδ ολίγου σπινθήρος και διά τοΰτο τδ υδιυρ περικέχυται τή γή, ώσπερ έρυμα και τείχος άντέχον πρδς την τοΰ πυρδς φλόγα, νους δέ όξΰτατος ών πάντων τών θείων νοημάτων καί τδ όξύτατον πάντων τών στοιχείων έχει σώμα, τδ πΰρ δημιουργός γάρ ών ό νους τών πάντων, όργάνω τφ πυρί πρδς την δημιουργίαν χρήται καί ό μέν τοΰ παντός, τών πάντων, ό δέ τοΰ άνθρώπου, τών επί γής μόνον γυμνός γάρ ών τοΰ πυρδς ό έν

136


Γιατί και

πώς ζουν ανάμεσ

ψυχής; -Πρέπει, παιδί μου, όποιος ακούει να σκέ­ φτεται παράλληλα με όποιον μιλά και να συμπνέει μαζί του και να έχει περισσότερο προσεκτική την ακοή του στα λόγια αυτού που μιλά. Η σύνθεση των ενδυμάτων αυτών, παιδί μου, πραγματοποιείται μέσα στο γήινο σώμα, διότι είναι αδύνατον να εδραιωθεί ο νους γυμνός από μόνος του μέσα σ’ ένα γήινο σώμα. Διότι ούτε το γήινο σώμα είναι δυνατόν ν ’ αντέξει την τόσο μεγάλη αθανασία ούτε ν’ ανεχθεί την τόση αρετή φέρνοντάς την σ’ επι­ κοινωνία με το σώμα, που προσβάλλεται απ’ τα πάθη. Ντύθηκε, λοιπόν, με την ψυχή σαν φόρεμα κι η ψυχή, που κι αυτή είναι θεϊκή, χρησιμοποιεί το πνεύμα σαν υπηρέτη, ενώ το πνεύμα εξουσιάζει το ζωντανό οργανισμό. Όταν λοιπόν ο νους απαλλαχτεί απ’ το γήινο σώμα, αμέσως ντύνεται το δικό του χιτώνα, τον πύρινο, τον οποίο δεν μπορούσε να έχει κατοικώντας στο γήινο σώμα. 96 Διότι η γη δεν αντέχει τη φωτιά, διότι ολόκληρη αναφλέγεται ακόμα κι από ένα μικρό σπινθήρα και για το λόγο αυτό το νερό περιβρέχει τη γη, σαν οχύ­ ρωμα και τείχος προστατευτικό απ’ τη φλόγα της φο)τιάς. Κι ο νους, ο οποίος είναι ο πιο αποτελεσματικός απ’ όλα τα γεννήματα του θεϊκού νου, έχει ως σώμα και το περισσότερο αποτελεσματικό απ’ όλα τα στοιχεία, τη φωτιά. Διότι, καθώς ο νους είναι δημιουργός των πά­ ντων, χρησιμοποιεί τη φωτιά σαν όργανο για να δημιουργεί. Κι ο μεν νους του σύμπαντος δημιουργεί τα πάντα, ο δε νους του ανθρώπου δημιουργεί μόνον τα επίγεια. Διότι ο νους των 96. Σύμφωνα μεαυτά που δέχεται πάρουμε αθάνατο σώμα, σαν αυτό που είχαμε στον Παράδεισο. 137


Δ. Δ. Λιακόπουλος άνθρώποις νους άδυνατεΧ τα θεΧα δημιουργεΧν, άνθρώπινος ών τή οικήσει. ψυχή δε ανθρώπινη, ού πασα μέν, ή δε ευσεβής, δαιμόνια τις έστι και θεία κα'ι ή τοιαΰτη κα'ι μετά το άπαλλαγήναι του σώματος τον τής εύσεβείας αγώνα ήγωνισμένη (άγων δε εύσεβείας, το γνώναι το θεΧον κα'ι μηδένα άνθρώπιον άδικήσαι), δλη νους γίνεται, ή δε ασεβής ψυχή μένει έπ'ι τής ιδίας ουσίας, ύφ’ έαυτής κολαζομένη, κα'ι γήινον σώμα ζητούσα εις δ είσέλθη, εις άνθρώπινον δέ άλλο γάρ σώμα ού χωρεΧ άνθρωπίνην ψυχήν, ούδέ θέμις έστ'ιν εις αλόγου ζψου σώμα ψυχήν άνθρωπίνην καταπεσεΧν. θεού γάρ νόμος ούτος, φυλάσσειν ψυχήν άνθρωπίνην άπδ τής τοσαΰτης ύβρεως. -Πώς συν κολάζεται, ώ πάτερ, άνθρωπίνη ψυχή; -Κα'ι τίς έστι μείζων κόλασις άνθρωπίνης ψυχής, ώ τέκνον, ή άσέβεια; ποΧον πύρ τοσαύτην φλόγα έχει όσην ή άσέβεια; ποΧον δέ δακετδν θηρίον, ώστε λυμάναι σώμα, όσον αύτήν τήν ψυχήν ή άσέβεια; ή ούχ όρρς όσα κακά πάσχει ψυχή άσεβής, βοώσης αύτής κα'ι κεκραγυίας, άκαίομαι, φλέγομαι τί είπω, τί ποιήσω, ούκ οΐδα διεσθίομαι ή κακοδαίμων ύπδ τών κατεχόντων με κακών ούτε βλέπω ούτε άκούωή; αύται αί φωνα'ι ού κολαζομένης εισ'ι ψυχής; ή ώς οί

138


Γιατί και

πώ ς ζουν ανάμεσά

ανθρώπων απογυμνωμένος απ’ τη φωτιά δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει τα θεϊκά, καθό­ σον είναι ανθρώπινος ως προς την κατοικία του. Η ανθρώπινη δε ψυχή - όχι όλες, αλλά οι ευσεβείς - είναι κάπως δαιμόνια και θεϊκή. Κι αυτού του είδους η ψυχή, αφού απαλλαχτεί απ’ το σώμα της έχοντας διεξαγάγει τον αγώνα της ευσέβειας (κι αγώνα της ευσέβειας αποτε­ λεί η γνώση του θεϊκού και το να μην αδικείς κανέναν άνθρωπο), μετατρέπεται συνολικά σε νου. Αλλά η ασεβής ψυχή παραμένει στη δική της ουσία και τιμωρείται απ’ τον εαυτό της, καθώς ψάχνει να βρει ένα γήινο σώμα για να μπει και μάλιστα ανθρώπινο. Διότι διαφορε­ τικό σώμα δεν χωρά την ανθρώπινη ψυχή ούτε είναι και θεμιτό η ανθρώπινη ψυχή, να ξεπέσει σε σώμα ζώου, που δεν έχει λογική. Διότι αυτό αποτελεί νόμο του Θεού, να προφυλάσσει δηλαδή την ανθρώπινη ψυχή από ένα τέτοιο εξευτελισμό. 97 -Πώς, λοιπόν, τιμωρείται, πατέρα, η αν­ θρώπινη ψυχή; -Και ποια είναι, παιδί μου, μεγαλύτερη τιμωρία για την ανθρώπινη ψυχή απ’ την ασέ­ βεια; Ποια φωτιά έχει τόσο μεγάλη φλόγα όση η ασέβεια; Και ποιο θηρίο έχει τόσο δηλητή­ ριο, ώστε να εξοντώνει το σώμα, όσο η ασέ­ βεια την ίδια την ψυχή; Ή μήπως δεν βλέπεις πόσα δεινά υποφέρει η ασεβής ψυχή, που φωνάζει και κραυγάζει «καίγομαι, φλέγομαι, δεν ξέρω τι να πω, τι να κάνω. Η κακομοίρα λιώνω απ’ τα κακά που με ζώνουν, ούτε βλέπω, ούτε ακούω». Αυτές οι φωνές δεν 97. Εδώ ξεκάθαρα απορρίπτει τις σε ζώα κ.τ.λ.

ανατολικαπόψ

139


Δ. Δ.

Λιακόπο

πολλοί δοκούσι, και συ δοξάζεις, ώ τέκνον, δτι ψυχή έξελθούσα του σοδματος θηριάζεται, δπερ έστι πλάνη μεγίστη; ψυχή γάρ κολάζεται τούτον τον τρόπον, ό γάρ νοΰς, δταν δαίμων γένηται, πυρίνου τυχείν σώματος τέτακται προς τάς του θεού υπηρεσίας κα'ι εισδύνας εις την ασεβέστατην ψυχήν αικίζεται αυτήν ταΐς των άμαρτανόντων μάστιξιν, ύφ’ ών μαστιζομένη ασεβής ψυχή τρέπεται έπ'ι ψόνους κα'ι ύβρεις κα'ι βλασφημίας κα'ι βίας ποικίλας, δ ι’ ών άνθρωποι αδικούν­ ται. εις δε την ευσεβή ψυχήν ό νοΰς έμβάς οδηγεί αυτήν έπ'ι το τής γνώσειυς φώς. ή δέ τοιαύτη ψυχή κόρον ουδέποτε έχει υμνούσα, εύφημοΰσα δέ πάντας άνθρώπους κα'ι έργοις κα'ι λόγοις πάντα ευ ποιούσα, μιμουμένη αυτής τον πατέρα. διό, ώ τέκνον, ευχαριστούντο τω θεφ δει εύχεσθαι καλού τού νοΰ τυχείν. εις μέν ούν το κρεΐττον ψυχή μεταβαίνει, είς δέ το έλαττον αδύνατον. κοινωνία δέ έστι ψυχών, κα'ι κοινωνούσι μέν αί των θεών ταΧς τών ανθρώπων, αί δέ


Γ ιατί και π ώ ς ζουν ανάμεσά μα ς

προέρχονται από ψυχή που τιμωρείται; Ή μήπως, παιδί μου, έχεις την άποψη εσύ - όπως οι περισσότεροι - πως η ψυχή, όταν βγει απ’ το σώμα, πηγαίνει σε θηρίο, πράγμα που αποτελεί πλάνη μεγάλη; 98 Διότι η ψυχή τιμωρείται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ο νους, επομένως, όταν γίνει δαίμονας, 99 είναι καθορισμένο ν’ αποκτήσει πύρινο σώμα για τις υπηρεσίες του Θεού 100 κι αφού διεισδύσει μέσα στην ασεβέστατη ψυχή την φοβερίζει με τα μαστίγια αυτών που αμαρτάνουν. Καθώς η ασεβής ψυχή μαστιγώνεται απ’ αυτά, ξεσπά σε φόνους, εξευτελισμούς, βλασφημίες και διάφορες βιαιότητες, μέσω των οποίων αδι­ κούνται οι άνθρωποι. Όταν ο νους 101 όμως εισέλθει μέσα στην ευσεβή ψυχή, την οδηγεί στο φως της γνώσης. Κι αυτή η ψυχή ποτέ δεν χορταίνει να εξυμνεί, επαινώντας όλους τους ανθρώπους κι ευεργετώντας τα πάντα στην πράξη και στη θεωρία, μιμούμενη τον πατέρα της. Γι’ αυτό, παιδί μου, πρέπει να ευχαριστείς το Θεό και να παρακαλάς να σου τύχει καλός νους. Διότι η ψυχή μεταβαίνει σε σώμα ανώτε­ ρο και δεν είναι δυνατόν να μεταβεί σε κατώτερο. 102 ___________________________ Υπάρχει δε επικοινωνία μεταξύ των ψυχών 98. Δεύτερη διαβεβαίωση της μη ύπαρξης της μετεμψύχωσης. 99. Δαίμονες, όχι με την έννοια, εδώ τουλάχιστον, τον υπηρέτη τον διαβόλου, αλλά σκέτο πνεύμα. 100. Το πύρινο σώμα που θα υπηρετεί το Θεό είναι το αρχικό ενεργειακό που είχαμε στον Παράδεισο. «Των πύρινων ταγμάτων τεχνουργός» λέει ο ψαλμός, μιλώντας για τα σώματα τον Πατρώου γένους. 101. Ο νους, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα που δίνει θεία φώτιση. 102. Δεν μιλά για μετεμψύχωση, την οποία σε άλλο σημείο την απορρίπτει. Μιλά για το ότι οι ψυχές θα πάρουν όλες το άφθαρτο, ανώτερο σώμα μετά την κρίση. 141 ι


Α. Δ. Λιακόπουλος των άνθρώπων ταΐς των άλογων, έπιμελοϋνται δέ οί κρείττονες των έλαττόνων, θεοί μεν άνθρώπων, άνθρωποι δέ των άλογων ζώων, ό δέ θεός πάντοον πάντων γάρ ούτος κρείττων, και πάντα αύτοϋ έλάττονα. ό μέν ούν κόσμος ύπόκειται τφ θεφ, ό δέ άνθρωπος τφ κόσμω, τα δέ άλογα τφ άνθρώπψ ό δέ θεδς υπέρ πάντα και περί πάντα κα'ι του μέν θεοΰ καθάπερ άκτΐνες αί ένέργειαι, του δέ κόσμου άκτΐνες αί φύσεις, του δέ άνθρώπου, αί τέχναι κα'ι έπιστήμαι και αί μέν ένέργειαι διά του κόσμου ένεργοΰσι κα'ι έπ'ι τον άνθρωπον διά τών τοϋ κόσμου φυσικών άκτίνων, αί δέ φύσεις διά τών στοιχείων, οί δέ άνθρωποι διά τών τεχνών και επιστημών, καί αυτή ή τοϋ παντός διοίκησις, ήρτημένη εκ της τοϋ ένος φΰσεως κα'ι διήκουσα δι’ ένος τοϋ νοϋ <ου> ούδέν έστι θειότερον κα'ι ένεργέστερον κα'ι ένωτικώτερον άνθρώπων μέν προς τους θεούς, θεών δέ προς τους άνθρώπους ούτός έστιν ό άγα θος δαίμων, μακαρία ψυχή, ή τούτου πληρεστάτη, κακοδαίμων δέ ψυχή ή τούτου κενωτάτη. - Πώς τοΰτο πάλιν λέγεις, ω πάτερ; - ΟΓει οΰν, ώ τέκνον, ότι πάσα ψυχή νουν έχει τον άγαθόν; περ'ι γάρ τούτου ό νϋν λόγος, ου περ'ι τοϋ υπηρετικού, ου έμπροσθεν είρήκαμεν, τοϋ καταπεμπομένου ύπο τής Δίκης, ψυχή γάρ χωρίς νοϋ ούτε τι είπεΐν οϋτ’ έρξαι δύναται.

142


Γιατί και

πώ ς ζουν ανάμεσ

κι οι ψυχές των θεών συμμετέχουν στις ψυχές των ανθρώπων, οι δε ψυχές των ανθρώπων συμμετέχουν στις ψυχές των χωρίς λογική ζώων. Οι ανώτερες φροντίζουν τις κατώτερες, οι θεοί τους ανθρώπους, οι άνθρωποι τα χωρίς λογική ζώα, ο δε Θεός όλους, καθόσον αυτός είναι ο ανώτερος απ’ όλους και όλα κατώτερα απ’ αυτόν. Ο κόσμος, επομένως, υπόκειται στο Θεό, ο άνθρωπος στον κόσμο, τα δε χωρίς λογική ζώα στον άνθρωπο. Και ο Θεός βρίσκε­ ται πάνω απ’ όλα και γύρω απ’ όλα. Και οι ενέργειες του Θεού μοιάζουν με ακτίνες, ενώ οι ακτίνες του κόσμου είναι οι φυσικές επιδρά­ σεις, οι δε ακτίνες του ανθρώπου είναι οι τέχνες κι οι επιστήμες. Και οι μεν ενέργειες επιδρούν μέσω του κόσμου και πάνω στον άνθρωπο μέσω των φυσικών ακτινών του κόσμου, οι δε φυσικές επιδράσεις επενεργούν μέσοι των στοιχείων και οι άνθρωποι μέσω των τεχνών και των επιστημών. Κι αυτή είναι η διακυβέρνηση του σύμπαντος, εξαρτημένη απ’ τη φύση του Ενός, η οποία περνά μέσω του νου του Ενός. Απ’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο θεϊκό και αποτελεσματικό κι εναιτικό απ’ τη μια μεριά των ανθρώπων με τους θεούς κι απ’ την άλλη των θεών με τους ανθρώπους. Αυτός είναι ο Αγαθός Δαίμονας. Ευλογημένη είναι η ψυχή, που είναι γεμάτη απ’ αυτόν, δυστυχισμένη δε η ψυχή, που είναι άδεια απ’ αυτόν. -Πώς το εννοείς πάλι αυτό, πατέρα; -Νομίζεις, λοιπόν, παιδί μου, πως όλες οι ψυχές διαθέτουν τον Αγαθό νου; Διότι ο τω­ ρινός μας λόγος διαπραγματεύεται αυτόν, όχι τον βοηθητικό, για τον οποίο κάναμε κουβέντα νωρίτερα, ο οποίος στέλνεται απ’ τη Δίκη. Διότι η ψυχή χωρίς νου ούτε να πει κάτι ούτε 143


Δ. Δ.

Λιακόπο

πολλάκις γάρ έξίπταται ό νους τής ψυχής, και έν εκείνη τή ώρ<χ ούτε βλέπει ή ψυχή ούτε ακούει, άλλ’ άλόγω ζωω έοικε τηλικαύτη δύναμίς έστι του νοΰ. άλλ’ ουδέ νωθράς ψυχής άνέχεται, άλλα καταλείπει την τοιαύτην ψυχήν τφ σώματι προσηρτημένην και ύπ’ αυτού άγχομένην κάτω, ή δέ τοιαυτη ψυχή, ώ τέκνον, νουν ούκ έχει δθεν ουδέ άνθρωπον δει λέγεσθαι τον τοιοϋτον ό γάρ άνθρωπος ζωόν έστι θειον και ουδέ τοις άλλοις ζφοις συγκρινόμενον των επιγείων αλλά τοις έν ούρανφ άνω λεγομένοις θεοΧς μάλλον δ ’ εί χρή τολμήσαντα είπείν τό άληθές, κα'ι υπέρ έκείνους έστ'ιν ό όντως άνθρωπος, ή πάντως γε ίσοδυναμοϋσιν άλλήλοις. ούδε'ις μέν γάρ των ουρανίων θεών έπ'ι γής κατελεΰσεται, ουρανού τον δρον καταλιπών, ό δέ άνθρωπος κα'ι εις τον ουρανόν άναβαίνει κα'ι μετρεΐ αυτόν κα'ι οΐδε ποια μέν αυτού έστιν υψηλά, ποΧα δέ ταπεινά, και τά άλλα πάντα άκριβώς μανθάνει, κα'ι τό πάντων μεΧζον, ουδέ τήν γήν καταλιπών άνω γίνεται τοσούτον τό μέγεθος έστιν αυτού τής έκτάσεως διό τολμητέον ειπεΧν τον μέν άνθρωπον έπίγειον είναι θεόν θνητόν, τον δέ ουράνιον θεόν άθάνατον άνθρωπον διόπερ διά τούτων

144


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσα μ α ς

να κάνει μπορεί. Διότι πολλές φορές ο νους πετά απ’ την ψυχή κι εκείνη τη στιγμή η ψυχή ούτε βλέπει ούτε ακούει, παρά μοιάζει με ζώο, που δεν έχει λογική. Τόσο μεγάλη είναι η δύναμη του νου. Ο νους όμως δεν αντέχει ούτε τη νωθρή ψυχή, αλλ’ αυτήν την ψυχή την εγκαταλείπει προσαρτημένη πάνω στο σώμα και τρα­ βηγμένη προς τα κάτω απ’ αυτό. Κι αυτού του είδους η ψυχή, παιδί μου, δεν διαθέτει νου, επομένως αυτός δεν πρέπει καν ν ’ αποκαλείται άνθρωπος. Διότι ο άνθρωπος είναι πλά­ σμα ζωντανό θεϊκό και δεν συγκρίνεται με τα υπόλοιπα επίγεια ζωντανά πλάσματα, παρά μόνον μ ’ αυτούς που αποκαλούνται θεοί ψηλά στον ουρανό. 103 Και μάλλον - αν πρέπει τολμήσουμε να πούμε την αλήθεια - ο Ιδεατός άνθρωπος βρίσκεται υπεράνω εκείνων ή έστω ισοδυναμεί μ’ αυτούς. Διότι κανένας απ’ τους ουράνι­ ους θεούς δεν θα κατέβει στη γη εγκαταλείποντας τα σύνορα του ουρανού. 104 Αντίθετα, ο άνθρωπος και στον ουρανό ανεβαίνει και τον μετρά και γνωρίζει ποια σημεία του βρίσκονται ψηλά και ποια χα­ μηλά κι ακόμα μαθαίνει με ακρίβεια κι όλα τα υπόλοιπα. Και το σπουδαιότερο απ’ όλα είναι πως ανεβαίνει ψηλά χωρίς να εγκατα­ λείπει τη γη. Τόσο μεγάλο είναι το μέγεθος της έκτασής του. Για το λόγο αυτό πρέπει να τολμήσουμε να πούμε πως ο επίγειος άνθρω­ πος είναι θεός θνητός κι ο ουράνιος Θεός είναι άνθρωπος αθάνατος. ΓΓ αυτόν ακριβώς 103. Μιλά για τους Ε λ ο χ ίμ . 104. Οι Ελοχίμ, έχουμε πει, ότι δεν έχουν εξουσία να έλθουν στην Γη.

145


Δ. Λ.

Λιακόπο

τα πάντα των δυο, κόσμου και άνθριύπου ύπδ δέ τού ένδς τα πάντα.

146


Γιατί

και

πώς ζουν ανάμε

το λόγο τα πάντα υφίστανται μέσω αυτών των δύο, του κόσμου και του ανθρώπου, ενώ όλα μαζί υφίστανται απ’ τον Ένα.

147


Α. Δ.

Λιακόπο ΛΟΓΟΣ ΙΑ' ΝΟΥΣ ΠΡΟΣ ΕΡΜΗΝ

-Έπε'ι πολλά πολλών κα'ι ταϋτα διάφορα περ'ι τοΰ παντός κα'ι του θεοΰ ειπόντων, εγώ τό αληθές ούκ έμαθον, οΰ μοι περ'ι τοΰτου, δέσποτα, διασάφησον σο\ γάρ αν κα'ι μόνω πιστεΰσαιμι την περ'ι τοΰτου φανέρωσιν. -Κατάσχες ούν τον λόγον, ώ Τρισμέ­ γιστε Έρμη, και μέμνησο τών λεγομένων, ώς δέ μοι έπήλθεν είπεΐν ούκ όκνήσω.’Άκουε, ώ τέκνον, ώς έχει ό θεός κα'ι τό παν. <ό> θεός, ό αιών, ό κόσμος, ό χρόνος, ή γένεσις. ό θεός αιώνα ποιεί, ό αιών δέ τον κ ό ­ σμον, ό κόσμος δέ χρόνον, ό χρόνος δέ γένεσιν. τοΰ δέ θεοΰ ώσπερ ούσία έστ'ι | τό αγαθόν, τό καλόν, ή ευδαιμονία,] ή σοφία τοΰ δέ αιώνος ή ταυτότης τοΰ δέ κόσμου ή τάξις τοΰ δέ χρόνου ή μεταβολή τής δέ γενέσεως ή ζα)ή κα'ι ό θάνατος, ενέργεια δέ τοΰ θεοΰ νους κα'ι ψυχή τοΰ δέ αιώνος διαμονή κα'ι αθανασία τοΰ δέ κόσμου άποκατάστασις κα'ι άνταποκατάστασις τοΰ δέ χρόνου αΰξησις και μείωσις τής δέ γενέσεως ποιότης <κα'ι ποσότης>. ό ούν αιών εν τώ θεώ, ό δέ κόσμος εν τώ αιώνι, ό δέ χρόνος εν τώ κόσμω, ή δέ γένεσις εν τώ χρόνψ. κα'ι ό μέν αιών έστηκε περ'ι τον θεόν, ό δέ κόσμος κινείται εν τώ αιώνι, ό δέ χρόνος περαιοΰται εν τφ κόσμψ, ή δέ γένεσις γίνεται εν τώ χρόνιο, πηγή μέν ούν

148


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας ΛΟΓΟΣ ΙΑ' Ο ΝΟΥΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΡΜΗ

-Επειδή πολλά έχουν ειπωθεί από πολλούς σχετικά με το σύμπαν και με το Θεό, εγώ δεν έμαθα την αλήθεια κι εσύ διασαφήνισέ με, Κύριε, σχετικά μ’ αυτό. Διότι σ ’ εσένα μόνο θα μπορούσα να εμπιστευτώ την αποκάλυψη αυτού του θέματος. -Συγκράτησε, λοιπόν, τα λόγια μου, Τρισμέ­ γιστε Ερμή, και θυμήσου τα λεγάμενα. Δεν θα έχω κανένα ενδοιασμό να σου πω όσα μου ήρθαν στο μυαλό. Ακούσε, παιδί μου, πώς έχει ο Θεός και το σύμπαν. Ο Θεός, η αιωνιότητα, ο κόσμος, ο χρόνος, το γίγνεσθαι. Ο Θεός δημιουργεί την αιωνιότητα, η δε αιωνιότητα τον κόσμο, ο κόσμος το χρόνο, ο χρόνος το γίγνεσθαι. Κάτι σαν ουσία του Θεού αποτελεί το Αγαθό, το Ωραίο, η ευδαιμονία κι η σοφία, της αιωνιότητας η ομοιότητα, του κόσμου η τάξη, του χρόνου η μεταβολή, του δε γίγνεσθαι η ζωή κι ο θάνατος. Ενέργεια του Θεού αποτελεί ο νους κι η ψυχή, της αιωνιό­ τητας η σταθερότητα κι η αθανασία, του κόσμου η αποκατάσταση κι η ανταποκατάσταση των αστέρων, του χρόνου η αύξηση κι η μείωση, του δε γίγνεσθαι η ποιότητα κι η ποσότητα. Η αιωνιότητα, επομένως, υπάρχει μέσα στο Θεό, ο κόσμος μέσα στην αιωνιό­ τητα, ο χρόνος μέσα στον κόσμο, το δε γίγνε­ σθαι μέσα στο χρόνο. Κι η μεν αιωνιότητα είναι τοποθετημένη γύρω απ’ το Θεό, ο κόσμος κινείται μέσα στην αιωνιότητα, ο χρόνος τελειώνει μέσα στον κόσμο, το δε γίγνεσθαι συμβαίνει μέσα στο χρόνο. Πηγή των πάντων,

149


Α. Α.

Λιακόπο

πάντων ό θεός, ουσία δέ ό αιών, ύλη δέ ό κόσμος, δύναμις δέ του θεού ό αιών, έργον δέ του αιώνος ό κόσμος, γενόμενος οΰποτε, και άε'ι γινόμενος ύπδ του αιώνος διό ουδέ φθαρήσεταί ποτέ (αιών γάρ άφθαρτος) ουδέ άπολεΐταί τι των εν τώ κόσμο), του κόσμου ύπδ του αιώνος έμπεριεχομένου. -Ή δέ τοϋ θεού σοφία τί έστι; -Τδ αγαθόν κα'ι το καλόν κα'ι ευδαι­ μονία κα'ι ή πάσα αρετή κα'ι ό αιών, κοσμεί ούν την αθανασίαν κα'ι διαμονήν ένθέίς ό αιών τή ύλη. ή γάρ εκείνης γένεσις ήρτηται εκ τού αιώνος, καθάπερ κα'ι ό αιών εκ τού θεού, ή γάρ γένεσις κα'ι ό χρόνος εν ούρανφ κα'ι έν γή είσιν, όντες διφυείς έν μέν ούρανφ αμετάβλητοι και άφθαρτοι, έν δέ γή μεταβλητο'ι κα'ι φθαρ­ τοί. κα'ι τοϋ μέν αιώνος [ή| ψυχή ό θεός, τοϋ δέ κόσμου ό αιών, τής δέ γής ό ουρανός, κα'ι ό μέν θεός έν τφ νώ, ό δέ νοϋς έν τή ψυχή, ή δέ ψυχή έν τή ύλη πάντα δέ ταϋτα διά τοϋ αιώνος τό δέ παν τοϋτο σώμα, έν ω τά πάντα έστι σώματα, ψυχή πληρής τοϋ νοϋ κα'ι τοϋ θεού έντδς μέν αυτό πληροί, έκτος δέ περιλαμβάνει, ζωοποιούσα τό παν, έκτος μέν τοϋτο τό μέγα κα'ι τέλειον ζφον, τον κόσμον, έντδς δέ πάντα τά ζώα κα'ι άνω μέν έν τφ ούρανφ διαμένουσα τή ταυτότητι, κάτω δέ έπ'ι τής γής τήν γένεσιν μεταβάλλουσα. συνέχει δέ τούτον ό αιών, είτε δι’ άνάγκην

150


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

επομένως, είναι ο Θεός, ουσία των πάντων η αιωνιότητα, ύλη των πάντων ο κόσμος, δύναμη του Θεού η αιωνιότητα, έργο της αιω­ νιότητας ο κόσμος, ο οποίος ποτέ δεν γεννήθη­ κε, αλλά διαρκώς γεννιέται απ’ την αιωνιό­ τητα. Για το λόγο αυτό ποτέ δεν θα φθαρεί (διότι η αιωνιότητα είναι άφθαρτη), ούτε και κάτι απ’ όσα υπάρχουν μέσα στον κόσμο θα χαθεί, αφού η αιωνιότητα εμπεριέχει τον κόσμο. -Κι η σοφία του Θεού τι είναι; -Το Αγαθό και το Ωραίο κι η ευδαιμονία κι η αρετή στο σύνολό της κι η αιωνιότητα. Η αιω­ νιότητα διακοσμεί, επομένως, καθώς βάζει μέσα στην ύλη την αθανασία και τη σταθερό­ τητα. Διότι η γέννηση της ύλης εξαρτάται απ’ την αιωνιότητα, όπως ακριβώς κι η αιωνιότητα απ’ το Θεό. Διότι η γέννηση κι ο χρόνος υπάρχουν στον ουρανό και στη γη, αφού είναι διπλής φύσης. Και στον μεν ουρανό είναι αμε­ τάβλητα κι άφθαρτα, στη δε γη μεταβλητά και φθαρτά. Και της μεν αιωνιότητας ψυχή είναι ο Θεός, της δε γης ο ουρανός. Κι ο Θεός υπάρχει μέσα στο νου, ο νους μέσα στην ψυχή κι η ψυχή μέσα στην ύλη, όλα αυτά δε μέσω της αιωνιότητας. Κι ολόκληρο αυτό το σόμπαν, μέσα στο οποίο βρίσκονται όλα τα σώματα, το γεμίζει εσωτερικά μεν μια ψυχή, που είναι γεμάτη απ' το νου κι απ’ το Θεό, εξωτερικά δε το περιβάλλει δίνοντας ζωή στο σόμπαν, εξω­ τερικά επομένως αυτό το μεγάλο και τέλειο ζιυντανό πλάσμα, τον κόσμο κι εσωτερικά όλα τα ζωντανά πλάσματα διατηρώντας την ομοι­ ότητα πάνω στον ουρανό και μεταβάλλοντας το γίγνεσθαι κάτω στη γη. Αυτό το σύμπαν το συγκρατεί η αιωνιότητα, είτε με την ανάγκη,

151


Λ. Α. Λιακόπονλος είτε πρόνοιαν είτε φΰσιν και εί τι άλλο οίεται ή οίήσεταί τις. τοϋτό έοτι παν ό θεός ενεργών, ή δέ ενέργεια θεοΰ, δΰναμις οΰσα ανυπέρβλητος, η οΰτε τά άνΟρώπεια οΰτε τα θεία παραβάλλοι αν τις. διό, Έρμη, μηδέποτε τών κάτω μηδέ των άνω όμοιόν τι ήγήση τφ θεω, έπε'ι τής άληθείας έκπεσή ούδέν γάρ όμοιον τφ άνομο ίω κα'ι μόνω κα'ι ένί. και μηδέ άλλω τινι ήγήοη τής δυνάμεως έκχωρειν. τις γάρ μετ’ εκείνον έστι ζωής κα'ι αθανασίας <κα'ι> μεταβολής ποιητής; τί δέ αυτός άλλο τι <ή> ποιήσειεν; ου γάρ αργός ό θεός, έπε'ι πάντα άν ήν αργά άπαντα γάρ πλήρη του θεοΰ. άλλ’ ουδέ εν τφ κόσμω έστ'ιν άργία ούδαμοΰ, ουδέ εν τινι άλλω άργία γάρ όνομα κενόν έστι, κα'ι τοΰ ποιοΰντος κα'ι του γινομένου, πάντα δέ δει γίνεσθαι κα'ι άε'ι κα'ι καθ’ έκάστου τόπου οπήν, ό γάρ ποιων έν πάσίν έστιν, ούκ έν τινι ιδρυμένος, ουδέ έν τινι ποιων, άλλα πάντα δΰναμις γάρ ών ένεργής, οΰκ αυτάρκης έστι τοΐς γινομένοις άλλά τά γινόμενα ύπ’ αύτφ.

152


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσα μ

είτε με την πρόνοια, είτε με τη φύση, είτε με οτιδήποτε άλλο νομίζει ή θα νομίζει κανείς. Αυτό το σόμπαν αποτελεί το Θεό που ενεργεί, με την ενέργεια δε του Θεού, που είναι δύναμη ανυπέρβλητη, κανένας δεν θα μπορούσε να παραβάλει ούτε τ ’ ανθρώπινα, ούτε τα θεϊκά. Γι’ αυτό το λόγο, Ερμή, να μη θεωρήσεις ποτέ τίποτα απ’ τα κάτω, ούτε απ’ τα επάνω πως είναι όμοιο με το Θεό, διότι θα πέσεις έξω στην αλήθεια. Διότι τίποτα δεν είναι όμοιο με το ανόμοιο, το Μοναδικό και το Ένα. 105 Κι επίσης να μη θεωρήσεις πως εκχωρεί σε κάτι άλλο μέρος της δύναμής του. Διότι ποιος είναι μαζί μ’ αυτόν δημιουργός της ζωής, της αθανασίας και της μεταβολής; Και τι άλλο θα μπορούσε αυτός να κάνει απ’ το να δημιουρ­ γεί; Διότι ο Θεός δεν παραμένει αδρανής, αφού τότε όλα θα παρέμεναν αδρανή, καθόσον τα πάντα είναι γεμάτα απ’ το Θεό. Αλλά κι ούτε πουθενά στον κόσμο υπάρχει αδράνεια, ούτε και σε κάτι άλλο. Διότι η αδράνεια είναι ονο­ μασία κενή, όσον αφορά κι αυτόν που δημι­ ουργεί κι αυτόν που γεννιέται, ενώ όλα πρέπει πάντοτε να γίνονται ανάλογα με την ιδιαίτερη τάση κάθε τόπου. Διότι ο δημιουργός υπάρχει μέσα σ’ όλα χωρίς να είναι εγκατεστημένος μέσα σε κάτι, ούτε να δημιουργεί μέσα σε κάτι, αλλά δημιουργεί τα πάντα. Διότι, αφού αποτελεί δραστήρια δύναμη, δεν ικανοποιείται απ’ τα δημιουργήματά του, αλλά τα δημιουργήματά του μένουν ικανοποιημένα απ’ αυτόν. 106 105. Τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Θεό. 106. Ο Θεός δηλαδή δίνει την ικανοποίηση της ύπαρξης και της δημιουργίας στα πλάσματά Του.

153


Δ. Δ.

Λιακόπο

θέασαι δέ δ ι’ έμοΰ τον κόσμον υποκείμενον τή σή όψει, τό τε κάλλος αύτοΰ ακριβώς κατανόησαν, σώμα μέν άκήρατον κα'ι ού παλαιότερον ούδέν έσται, διά παντός δέ άκμαίον κα'ι νέον και μάλλον άκμαιάτερον. ίδε κα'ι τους υποκειμένους έπτά κόσμους κεκοσμημένους τάξει αίωνίω κα'ι δρόμω διαφόρφ τον αιώνα άναπληροΰντας, φωτός δέ πάντα πλήρη, πυρ δέ ούδαμοΰ. ή γάρ φιλία και ή σΰγκρασις των εναντίων κα'ι των άνομο ίων φως γέγονε, καταλαμπόμενον υπό τής του θεοΰ ένεργείας παντός άγαθοϋ γεννήτορος κα'ι πάσης τάξεως άρχοντος κα'ι ήγεμόνος των

154


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μα ς

Να παρατηρήσεις μέσα από μένα τον κόσμο που βρίσκεται μέσα στο οπτικό σου πεδίο και να κατανοήσεις με ακρίβεια την ομορφιά του, ένα σώμα αμιγές, απ’ το οποίο δεν θα υπάρξει κανένα παλιότερο, για πάντα ακμαίο και νέο και περισσότερο ακόμα ακμαίο. Να δεις και τους επτά κόσμους, 107 οι οποίοι υπάρχουν από κάτω κι είναι συγκροτημένοι με την αιώνια τάξη και με τη διαφορετική τροχιά τους συμπληρώνουν την αιωνιότητα, καθώς και όλα, που είναι γεμάτα από φως, 108 ενώ που­ θενά δεν υπάρχει φωτιά. Διότι 1] φιλία και το ταίριασμα των αντιθέ­ των 109 και των ανόμοιων έχει καταστεί φως, το οποίο καταυγάζει απ’ την ενέργεια του Θεού, που δημιούργησε όλα τ ’ αγαθά κι εξου­ σιάζει όλες τις τάξεις και κυβερνά τους επτά 107. Μιλά για τα επτά στάδια (επίπεδα) αυτογνωσίας, τις επτά σφαίρες ή επτά ουρανούς που αποτελούν όλη την Κτίση. 108. Μιλά για αυτό που εμείς ονομάζουμε άκτιστο φως. 109. Όλο το σόμπαν αποτελείται απο συνυπάρχοντα αντίθετα. Οι σοφοί της Ανατολής τα ονομάζουν Γιν και Γιανγκ. Μετά την απείθια του ανθρώπου και την λεγάμενη «πτώση» του, το σύνολο των αντίθετων του σύμπαντος, αντί να βρίσκονται σε αρμονική συνύπαρξη, βρίσκονται σε διαμάχη. Ολο δηλαδή το σόμπαν είναι ένα τεράστιο δυϊκό σύστημα Αυτό που λέμε ψηφιακό (digital). Κάθε τι υπάρχει με δνϊκή μορφή. Τα αντίθετα λοιπόν, κανονικά συνεργαζόμενα οφείλουν να προσπαθούν διαρκώς να προσεγγίσουν το «θειον» και όσο το πλησιάζουν, τόσο πληρούνται ευτυχίας. Επειδή όμως ο Θεός βρίσκεται ποιοτικά σε άπειρη απόσταση από οτιδήποτε, τίποτε δεν είναι δυνατόν να τον πλησιάσει, αλλά τα πάντα αισθάνονται την αδιάκοπη ικανοποίηση του ότι τον προσεγγίζουν. Η προσέγγιση αυτή που έδινε σε όλη την Κτίση ανείπωτη ευτυχία, διεκόπη μετά την πτώση τον ανθρώπου, οπότε τα αντίθετα, αντί να συνεργάζονται για την βελτίωση της μεταξύ τους αρμονίας, μάχονται μεταξύ τους. Έτσι διαταράχθηκε η αρμονία του σύμπαντος. Τα μόνα αντίθε­ τα η αρμονία των οποίων δεν διαταράχθηκε είναι τα αντίθετα του βασικού μη διασπασμένου όντος - σωματιδίου, από το οποίο αποτελούνται τα πάντα. Η ύπαρξη αυτού του σωματιδίου αποτελεί την τελευταία άμυνα της ύπαρξης του σύμπαντος. Αν διαλυθεί... 155


Λ. Δ.

Λιακόπο

επτά κόσμων σελήνην δέ έκείνων π ρ ό ­ δρομον πάντων, όργανον τής φΰσεως, την κάτω ύλην μεταβάλλουσαν την τε γην μέσην τού παντός, υποστάθμην τοϋ καλού κόσμου ίδρυμένην, τροφόν κα'ι τιθήνην των επιγείων, θέασαι δέ κα'ι το πλήθος των άθανάτων ζφων όσον έστι κα'ι τό των θνητών, μέσην δέ άμφοτέρων, τών τε άθανάτων και τών θνητών, την σελήνην περιπορευομένην. πάντα δέ πλήρη τβυχής και πάντα κινούμενα, τά μέν περ'ι τον ουρανόν, τά δέ περί την γήν, κα'ι μήτε τά δεξιά έπ'ι τά αριστερά, μήτε τά άριστερά έπ'ι τά δεξιά, μήτε τά άνω κάτω μήτε τά κάτω άνω. κα'ι ότι ταύτα πάντα γενητά, ώ φίλτατε Ερμή, ούκέτι έμού χρήζεις μαθεΐν. κα'ι γάρ σώματά έστι και ψυχήν έχει και κινείται ταύτα δέ εις έν συνελθεΐν άδΰνατον χωρ'ις τοΰ συνάγοντος δε! ούν τινα είναι τούτον κα'ι πάντως ένα. ένδιαφόρων γάρ κα'ι πολλών ούσών τών κινήσεων κα'ι τών σωμάτων ούχ όμοιων, μιας δέ κατά πάντων ταχύτητος τεταγμένης, άδΰνατον δύο ή πλείους ποιητάς είναι μία γάρ έπ'ι πολλών ου τηρείται τάξις. ζήλος δέ τοΐς πολλοις παρέπεται τού κρείττονος. κα'ι έρώ σοι και εί έτερος ήν ό ποιητής τών μεταβλητών ζφων κα'ι θνητών, έπεθύμησεν αν κα'ι άθανάτους ποιήσαι, ώσπερ και ό τών άθανάτων θνητούς, φέρε

156


Γιατί και

πώς ζουν

κόσμους. Να δεις και τη σελήνη, η οποία είναι ο πρόδρομος όλων αυτών, όργανο της φύσης, που μεταβάλλει την κάτω ύλη. Καθώς και τη γη στο κέντρο του σύμπαντος εδραιωμένη σαν θεμέλιο του όμορφου κόσμου, τροφό και πα­ ραμάνα των επίγειων. Να παρατηρήσεις πόσο είναι και το πλήθος των αθάνατων ζώντων οργανισμών και των θνητών και στο κέντρο και των δύο - δηλαδή και των αθάνατων και των θνητών - τη σελήνη που περιφέρεται. Κι όλα είναι γεμάτα από ψυχή κι όλα κινούνται, άλλα γύρω απ’ τον ουρανό, άλλα γύρω απ’ τη γη κι ούτε τα δεξιά προς τ’ αριστε­ ρά, ούτε τ’ αριστερά προς τα δεξιά, ούτε τα πάνω προς τα κάτω ούτε τα κάτω προς τα πάνω. Και πως όλα αυτά έχουν γεννηθεί, αγα­ πητέ Ερμή, δεν είναι ανάγκη πια να το μάθεις από μένα. Διότι και σώματα είναι και ψυχή έχουν και κινούνται κι είναι αδύνατον να συγκροτηθούν σ’ ένα ενιαίο σύνολο χωρίς αυτόν που τα συγκροτεί. Πρέπει, επομένως, αυτός να είναι κάποιος και σίγουρα ένας. Επειδή οι κινήσεις είναι διάφορες και πολλές και τα σώματα ανόμοια κι έχει καθοριστεί μια ταχύτητα για όλα, είναι αδύνατον να υπάρχουν δύο ή περισσότεροι δημιουργοί, καθόσον δεν τηρείται ενιαία τάξη στα πολλά. 110 Διότι τους πολλούς τους ακολουθεί ζήλος για το ανώτερο. Και θα σου πω και το εξής: κι αν ακόμα ο δημιουργός των μεταβλητών ζωντανών οργανισμών και θνητών ήταν δια­ φορετικός, θα επιθυμούσε να δημιουργήσει και αθάνατους, όπως ακριβώς κι ο δημι­ ουργός των αθάνατων, θα επιθυμούσε να 110. Χαριτολογώντας θα λέγαμε ότι γι' αυτό υπάρχει ατούς ουρανούς Βασι­ λεία και όχι Δημοκρατία. 157


Δ. Δ.

Λιακόπο

δέ εί και δυο είσί, μιας οΰαης τής ΰλης καί μιας τής ψυχής, παρά τίνι αν αυτών ή χορηγία τής ποιήσεως; εί δέ τι καί παρά άμφοτέροις, παρά τίνι το πλειον μέρος; οΰτω δέ νόει, ώς παντός σαίματος ζώντος έξ ΰλης κα'ι ψυχής την αΰοταοιν έχον τος, κα'ι του αθανάτου κα'ι του θνητού, κα'ι <τοΰ λογικού κα'ι> του άλογου πάντα γάρ σώματα ζώντα έμψυχα, τά δέ μη ζώντα ΰλη πάλιν καθ’ έαυτήν έστι, και ψυχή ομοίως καθ’ έαυτήν τω ποιητή παρακειμένη τής ζωής αιτία, τής δέ ζωής πας αίτιος ό των άθανάτων. πώς οΰν κα'ι τά θνητά ζώα άλλα τών θνητών; πώς δέ το αθάνατον κα'ι άθανασίαν ποιούν τά ζωοον μή ποιεί; κα'ι δτι μέν έστι τις ό ποιων ταΰτα δήλον ότι δέ κα'ι εις, φανερώτατον κα'ι γάρ μία ψυχή κα'ι μία ζωή κα'ι μία ΰλη. τίς δέ οΰτος; τίς δέ άν άλλος εί μή εις ό θεός; τίνι γάρ άλλω άν καί πρέποι ζώα έμψυχα ποιείν, εί μή μόνω τω θεώ; εις οΰν θεός, γελοιότατον καί τον μέν κόσμον ώμολόγησας αεί είναι καί τον ήλιον ένα καί τήν σελήνην μίαν καί θειότητα μίαν, αυτόν δέ τον θεόν πόστον είναι θέλεις; πάντα οΰν αυτός ποιεί εν

158


Γιατί

και

πώς ζουν ανάμεσ

δημιουργήσει θνητούς. Ας πούμε πως είναι δύο, ενώ μία είναι η ύλη και μία η ψυχή, σε ποιον απ’ αυτούς θα χορηγούνταν η δημι­ ουργία; Κι αν χορηγούνταν από ένα μέρος και στους δύο, σε ποιον θα χορηγούνταν το μεγαλύτερο μέρος; Έτσι, λοιπόν, σκέψου πως η σύσταση κάθε ζωντανού σώματος αποτελείται από ύλη και ψυχή - και του αθάνατου και του θνητού και αυτού που έχει λογική κι αυτού που δεν έχει. Διότι όλα τα ζωντανά σώματα είναι έμψυχα, ενώ τα μη ζωντανά αποτε­ λούνται κι αυτά από αυτούσια ύλη. Και η ψυχή και στη μία περίπτωση και στην άλλη βρίσκεται αυτούσια κοντά στο δημιουργό σαν αιτία της ζωής, ενώ ο αίτιος κάθε ζωής είναι ο αίτιος των αθάνατων. Πώς λοιπόν και οι θνητοί ζωντανοί οργανισμοί να είναι διαφορετικοί απ’ τους αθάνατους; Και πώς το αθάνατο κι εκείνο, που δημιουργεί την αθανασία, να μη δημιουργεί αυτά, που ανή­ κουν στους ζωντανούς οργανισμούς; Και είναι εύλογο πως υπάρχει κάποιος, ο οποίος δημιουργεί αυτά και μάλιστα πρό­ κειται για μια ψυχή, μια ζωή και μια ύλη. Και ποιος είναι αυτός; Ποιος άλλος θα μπο­ ρούσε να είναι εκτός απ’ τον Ένα Θεό; Διότι σε ποιον άλλον θα μπορούσε ν’ αρμό­ ζει να δημιουργεί έμψυχους ζωντανούς οργανισμούς, παρά στο μοναδικό Θεό; Ένας, λοιπόν, είναι ο Θεός. Θα ήταν πολύ γελοίο, εφόσον δέχτηκες πως ο κόσμος πά­ ντοτε υπάρχει και πως η σελήνη είναι μία και η θεϊκότητα είναι μία, για τον ίδιο το Θεό όμως πόσος θέλεις να είναι; Αυτός, επομένως, δημιουργεί τα πάντα και θα ήταν

159


Λ.

Δ.Λιακόπουλος

πολλώ γελοιότατον. και τί μέγα τφ θεφ ζωήν κα'ι ψυχήν κα'ι αθανασίαν κα'ι μεταβολήν ποιεΐν, σου τοσαΰτα ποιοΰντος; κα'ι γάρ βλέπεις κα'ι λαλεις και ακούεις κα'ι όσφραίνη και απτή κα'ι περιπατεΐς κα'ι νοείς κα'ι πνεις, κα'ι ούχ έτερος μέν έστιν ό βλέπων, έτερος δέ ό άκοΰων, έτερος δέ ό λαλών, άλλος δέ ό άπτόμενος, άλλος δέ ό όσφραινόμενος, άλλος δέ ό περίπατων, κα'ι άλλος ό νοών, κα'ι άλλος ό άναπνέων, άλλα εις ό ταϋτα πάντα, αλλά ουδέ δυνατά έκεΐνα χωρ'ις τού θεοΰ είναι, ώσπερ γάρ, άν τούτων καταργηθής, ούκέτι ζφον εΐ, ούτως ούδ’ άν εκείνων καταργηθή ό θεός, δ μή θέμις έστιν είπεΧν, ούκέτι έστ'ι θεός. εί γάρ άποδέδεικταί <σε> μηδέν <ποιοϋντα μή> δυνάμενον είναι, πόσω μάλλον ό θεός; εί γάρ τί έστιν δ μή ποιεΧ, δ μή θέμις είπεΧν, ατελής έστιν εί δέ μήτε άργός έστι, τέλειος δέ, άρα πάντα ποιεΧ. προς ολίγον δ’ άν μοι σεαυτδν έπιδώς, ώ Έρμη, άδιον νοήσεις το του θεοΰ έργον έν όν, ίνα πάντα γίνηται τά γινόμενα ή τά άπαξ γεγονότα ή τά μέλλοντα γίνεσθαι. έστι δέ τοΰτο, ώ φίλτατε, ζωή τοϋτο δέ έστι τδ καλόν, τοϋτο δέ έστι το άγαθόν, τοϋτό έστιν ό θεός, εί δέ κα'ι έργω αύτδ θέλεις νοήσαι, ίδε τί σο'ι έγγίνεται θέλοντι

160


Γ ιατί και

π ώ ς ζουν ανάμεσ

πολύ γελοίο να τα δημιουργούν πολλοί. 111 Και γιατί είναι εξαιρετικό για το Θεό να δημιουργεί ζωή και ψυχή κι αθανασία και μεταβολή, ενώ κι εσύ δημιουργείς τόσα πράγ­ ματα; Διότι και βλέπεις και μιλάς κι ακούς και μυρίζεις κι αγγίζεις και περπατάς και σκέφτε­ σαι κι αναπνέεις και δεν είναι διαφορετικός αυτός που βλέπει, διαφορετικός αυτός που ακούει, διαφορετικός αυτός που μιλά, διαφο­ ρετικός αυτός που αγγίζει, διαφορετικός αυτός που μυρίζει, διαφορετικός αυτός που περπατά και διαφορετικός αυτός που σκέφτεται και δια­ φορετικός αυτός που αναπνέει, αλλά ένας είναι αυτός, που κάνει όλα αυτά. Αλλά ούτε αυτά είναι δυνατά χωρίς την ύπαρξη του Θεού. Διότι, όπως ακριβώς αν απέχεις απ’ αυτά, δεν θα είσαι πια ζωντανός οργανισμός, έτσι κι αν ο Θεός απέχει απ’ αυτά - πράγμα που δεν είναι θεμιτό να το πούμε - δεν είναι πια Θεός. Αν, επομένως, έχει γίνει αποδεκτό ότι εσύ, εφόσον δεν κάνεις τίποτα, δεν θα μπορείς να υπάρχεις, πόσο μάλλον ο Θεός; Διότι, εάν υπάρχει κάτι που να μην το κάνει - πράγμα που δεν είναι θεμιτό να το πούμε - τότε είναι ατελής. Εάν όμως δεν είναι ούτε αδρανής κι είναι τέλειος, τότε όλα τα κάνει. Αν με προσέξεις λίγο παραπάνω, Ερμή, εύκολα θ’ αντιληφθείς πως το έργο του Θεού είναι ένα, ώστε να γίνουν όλα όσα γίνονται ή όσα έγιναν μια φορά ή όσα πρόκειται να γίνουν. Κι αυτό, αγαπητέ μου, είναι η ζωή, αυτό είναι το Ωραίο, αυτό είναι το Αγαθό, αυτό είναι ο Θεός. Αν όμως επιθυμείς να το αντιληφθείς αυτό κι έμπρακτα, δες τι δημιουργείται μέσα σου, όταν θελήσεις να δημιουργή111.

Αυτόείναι μήνυμα προς τους πολυθεϊστές αρχαιολάτρες. 161


Λ. Λ. Λιακόπονλος γεννήσαι άλλ’ ούκ έκείνω τοΰτο δμοιον έκεΧνος ά ρ ’ ούχ ήδεται ουδέ γάρ άλλον έχει συνεργόν αυτουργός γαρ ιον, αεί έστιν έν τφ έργω, αυτός ων ό ποιεί εί γαρ χωριαθείη αύτοϋ, πάντα μέν συμπεσεΧσθαι, πάντα δέ τεθνήξεσθαι ανάγκη, ώς μή οΰσης ζωής. εί δέ πάντα ζωα, μία δέ κα'ι ή ζωή, εις άρα κα'ι ό θεός, και πάλιν εί πάντα ζφά έοτι, κα'ι τα έν ούρανφ κα'ι τά έν τή γή. μία δέ κατά πάντων ζωή, υπό του θεοΰ γίνεται, κα'ι αυτή έστ'ι θεός υπό του θεοΰ άρα γίνεται πάντα, ζωή δέ έστιν ένωσις νοΰ κα'ι ψυχής θάνατος δέ ούκ άπώλεια των συναχθέντων, διάλυσις δέ τής ένώσεως. έστ'ι τοίνυν είκών τού θεοΰ ό αιών, τοΰ δέ αίώνος ό κόσμος, τοΰ δέ κόσμου ό ήλιος, τοΰ δέ ήλιου ό άνθρωπος την δέ μεταβολήν θάνατόν φασιν είναι, διά τό μέν σώμα διαλΰεσθαι, τήν δέ ζωήν εις τό αφανές χωρεΐν. τά διαλυόμενα τοΰτψ τω λόγω, φίλτατέ μοι Ερμή, κα'ι τον κόσμον δεισιδαίμων ώς ακούεις , φημ'ι μεταβάλλεσθαι διά τό γίνεσθαι μέρος αύτοΰ καθ’ έκάστην ημέραν έν τφ άφανεΧ, μηδέποτε <δέ> διαλΰεσθαι. κα'ι ταΰτά έστι τά τοΰ κόσμου πάθη, δινήσεις τε και κρύψεις, και ή μέν δίνησις στροφή, ή δέ κρύψις άνανέωσις. παντόμορφος δέ έστιν, ου τάς μορφάς έγκειμένας έχων, έν έαυτφ δέ αυτός μεταβάλλων. έπε'ι ούν ό κόσμος παντόμορ -

162


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

σεις. Αλλ’ αυτό δεν μοιάζει μ’ εκείνο, που συμβαίνει σ’ αυτόν. Εκείνος, επομένως, νιώθει ευχαρίστηση, επειδή δεν έχει άλλον συνερ­ γάτη, καθόσον μόνος του δουλεύει και είναι πάντοτε μέσα στο έργο του, αφού είναι ο ίδιος ό,τι δημιουργεί. Διότι, εάν διαχωριζόταν απ’ αυτό, θα έπρεπε όλα να συντριβούν, όλα να πεθάνουν, καθόσον ζωή δεν θα υπήρχε. 112 Αλλά εάν όλα είναι ζωντανοί οργανισμοί κι η ζωή είναι μία, τότε ένας είναι κι ο Θεός. Και πάλι, εάν όλα είναι ζωντανοί οργανισμοί - και τα ουράνια και τα επίγεια - κι η ζωή για όλα είναι μία, τότε αυτή δημιουργείται απ’ το Θεό κι η ίδια είναι ο Θεός. Απ’ το Θεό, επομένως, δημιουργούνται τα πάντα, η ζωή δε αποτελεί ένωση του νου και της ψυχής, ενώ ο θάνατος δεν αποτελεί απώλεια αυτών που συγκροτήθη­ καν, αλλά διάλυση της ένωσής τους. Η αιωνιότητα, λοιπόν, αποτελεί εικόνα του Θεού, ο κόσμος εικόνα της αιωνιότητας, ο ήλιος εικόνα του κόσμου κι ο άνθρωπος εικό­ να του ήλιου. Τη μεταβολή τη λένε πως αποτε­ λεί θάνατο, επειδή διαλύεται το σώμα κι η ζωή προχωρά στην αφάνεια. Όσα διαλύονται μ ’ αυτή τη λογική, αγαπημένε μου Ερμή, κι ο κόσμος - μ’ ευλάβεια τ’ ακούς - ισχυρίζομαι πως μεταβάλλονται, διότι καθημερινά ένα μέρος του μεταβαίνει στο χώρο του αφανούς, αλλά ποτέ δεν διαλύεται. Κι αυτά είναι τα πάθη του κόσμου, οι περιδινήσεις κι οι εξα­ φανίσεις. Κι η μεν περιδίνηση αποτελεί περι­ στροφή, η δε εξαφάνιση ανανέωση. Κι ο κόσμος περιλαμβάνει όλων των ειδών τις μορφές όχι επειδή τις περικλείει, αλλά επει­ δή μεταβάλλεται ο ίδιος από μόνος του. Αφού, 112. Ο Θεός δεν ζει απλά ανάμεσά μας, ζει μέσα μας. 163


Λ. Α.

Λιακόηο

φος γέγονεν, ό ποιήαας τί αν εΐη; άμορφος μέν γάρ μή γένοιτο. ει δέ καΧ αύτδς π α ν ­ τόμορφος, δμοιος έσται τώ κόσμψ. άλλα μίαν έχων μορφήν; κατά τούτο έλάττων έσται του κόσμου, τί ούν φαμεν αυτόν είναι, μή εις απορίαν τον λόγον περιστήσωμεν; ούδέν γάρ άπορον περΧ του θεού νοοΰμενον μίαν ούν έχει ιδέαν, εΐ τίς έστιν αύτού ιδέα, ήτις ταΐς δψεσιν ούχ ύποσταίη, άσοίματος. καΧ πάσας διά των σωμάτων δείκνυσι. καί μή θαυμάσης ει έστι τις άσοδματος ιδέα έστι γάρ ώσπερ ή του λόγου κα'ι εν ταΐς γραφαίς άκρώρειαι όρώνται μέν γάρ πάνυ έξέχουσαι, λεΐαι δέ τή φύσει και όμαλαί είσι παντελώς, έννόησον δέ τδ λεγόμενον, τολμηρότερον, άληθέστερον δέ ώσπερ γάρ ό άνθρωπος χωρ'ις ζωής ου δΰναται ζήν, ούτως ουδέ ό θεός δύναται μή ποιων το άγαθόν τούτο γάρ ώσπερ ζωή κα'ι ώσπερ κίνησίς έστι τού θεού, κινεΧν τά πάντα κα'ι ζωοποιεΧν. ένια δέ τών λεγομένων ιδίαν έννοιαν έχειν οφείλει οιον δ λέγω νόησον. πάντα έστΧν έν τώ θεφ. ούχ ώς εν τόπψ κείμενα (ό μέν γάρ τόπος καΧ σώμα έστι, καΧ σώμα άκίνητον, καΧ τά κείμενα κίνησιν ούκ έχει)

164


Γ ι α τ ί και

πώς ζουν ανάμ

επομένως, ο κόσμος έχει δημιουργηθεί για να περιλαμβάνει όλων των ειδών τις μορφές, τι θα μπορούσε να ήταν αυτός που τον δημιούρ­ γησε; Διότι άμορφος δεν θα μπορούσε να είναι. Αν όμως κι αυτός περιλάμβανε όλων των ειδών τις μορφές, θα ήταν όμοιος με τον κόσμο. Εάν πάλι είχε μια μορφή; Τότε, όμως, ως προς αυτό θα ήταν κατώτερος απ’ τον κόσμο. Λοιπόν, τι ισχυριζόμαστε πως είναι αυτός, ώστε να μην κάνουμε αδιέξοδο το λόγο μας; Διότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο να συλλογιστούμε για το Θεό. Έχει, λοιπόν, μια μορφή - εάν υπάρχει σ ’ αυτόν κάποια μορφή η οποία δεν θα μπορούσε να υποπέσει στην όραση, άυλη. Κι όλες τις μορφές τις αναδεικνύει μέσω των σωμάτων. Και να μην απορήσεις, εάν υπάρχει κάποια άυλη μορφή, διότι είναι όπως ακριβώς η μορφή του λόγου. Και στις ζωγραφιές παρα­ τηρούνται κάποιες κορυφές να προεξέχουν πολύ, ενώ όσον αφορά τη φύση τους είναι εντελώς λείες και ομαλές. Σκέψου αυτό που λέγεται, το οποίο μπορεί να είναι πιο τολμηρό, αλλά είναι και πιο αληθινό: δηλαδή, όπως ακριβώς ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ζωή, έτσι κι ο Θεός δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να δημιουργεί το αγαθό. Διότι αυτό αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τη ζωή και την κίνηση του Θεού, δηλαδή το να κινεί τα πάντα και να τους δίνει ζωή. Κάποια όμως απ’ τα λεγάμενα πρέπει να έχουν τη δική τους σημασία. Επί παραδείγμα­ τα συλλογίσου αυτό που λέω: τα πάντα υπάρχουν μέσα στο Θεό όχι σαν να έχουν εγκατασταθεί σε κάποιον τόπο (διότι ο τόπος είναι και σώμα, και σώμα ακίνητο, κι αυτά που

165


Δ. Δ.

Λιακόπο

κεΐται γάρ άλλως έν άσωμάτω φαντασί^. νόησον τον περιέχοντα τα πάντα κα'ι νόη σον δτι του άσωμάτου ούδέν έστι περιορ­ ιστικόν, ουδέ ταχΰτερον, ουδέ δυνατώτερον αυτό δέ πάντων κα'ι άπεριόριστον κα'ι ταχυτατον κα'ι δυνατώτατον. κα'ι ουτω νόησον άπδ σεαυτοϋ, κα'ι κέλευσόν σου τη ι|>υχή εις Ινδικήν πορευθήναι, κα'ι ταχΰτερον σου τής κελεΰσεως εκεί έσται. μετελθεΐν δέ αυτή κέλευσόν έπ'ι τον ωκεανόν, κα'ι ούτως έκεϊ πάλιν ταχέως έσται, ούχ ώς μεταβάσα άπδ τόπου εις τόπον, άλλ’ ιός εκεί ούσα. κέλευσον δέ αυτή και εις τον ουρανόν άναπτή ναι, κα'ι ουδέ πτερών δεηθήσεται. άλλ’ ουδέ αυτή ούδέν έμπόδιον, ου του ήλιου πυρ, ούχ ό αιθήρ, ούχ ή δίνη, ούχ'ι τά τών άλλων άστέρων σώματα πάντα δέ διατεμοΰσα άναπτήσεται μέχρι τού εσχάτου σώματος, ει δέ βουληθείης κα'ι αύτό όλον διαρρήξασθαι κα'ι τά εκτός (εί γέ τι εκτός τού κόσμου) θεάσασθαι, έξεστί σοι. ιδε όσην δΰναμιν, όσον τάχος έχεις εΐτα συ μέν δΰνασαι ταΰτα, ό θεός δέ ου; τούτον ούν τον τρόπον νόησον τον θεόν, ώσπερ νοήματα πάντα έν έαυτω


Γιατί και

πώς ζουν ανάμεσ

έχουν εγκατασταθεί δεν έχουν κίνηση), διότι με διαφορετικό τρόπο έχουν εγκατασταθεί στο άυλο είδωλο. Συλλογίσου αυτόν, που περιέχει τα πάντα και συλλογίσου πως τίποτα δεν υπάρχει που να περιορίζει το άυλο, ούτε γρη­ γορότερο, ούτε ισχυρό. Διότι αυτό από τίποτα δεν περιορίζεται κι είναι απ’ όλα και το γρηγο­ ρότερο και το ισχυρότερο. Κι έτσι μόνος σου συλλογίσου και υπέδειξε την ψυχή σου να πάει στην Ινδική και θα βρίσκεται εκεί πιο γρήγορα απ’ την υπόδειξή σου! Υπόδειξέ της να περάσει τον ωκεανό κι έτσι εκεί πάλι θα βρεθεί γρήγορα, όχι σαν να μετέβη από τόπο σε τόπο, αλλά σαν πράγματι να βρίσκεται εκεί. Υπόδειξέ της ακόμα να πετάξει στον ουρανό κι ούτε φτερά θα χρεια­ στεί. Κανένα εμπόδιο δεν υπάρχει γι’ αυτήν, ούτε η φοιτιά του ήλιου, ούτε ο αιθέρας, 113 ούτε η περιδίνηση, ούτε τα σώματα των υπό­ λοιπων αστεριών. Αφού όλα τα διαβεί, θα πετάξει μέχρι το τελευταίο σώμα. Εάν δε θελήσεις να διασπάσεις και το ίδιο το σύμπαν και να δεις τα εξωτερικά του (εάν βέβαια υπάρχει κάτι έξω απ’ τον κόσμο), σου είναι δυνατόν. Δες πόση δύναμη, πόση ταχύτητα έχεις και μετά εσύ μεν τα κατα­ φέρνεις αυτά, ενώ ο Θεός όχι; 114 Συλλογίσου, λοιπόν, πως αυτόν τον τρόπο κι ο Θεός περικλείει μέσα του τα πάντα σαν

113. Εδώ υπενθυμίζεται η ύπαρξητου αιθέρα, την ο δαίμονες φρόντισαν να εξαφανίσουν μετά το 1.900 μ.Χ. από όλα τα επιστημο­ νικά συγγράμματα, αφού η γνώση και κατανόηση του αιθερικού συνεχούς θα απελευθέρωνε τις δυνάμεις τον ανθρώπινου γένους. 114. Αυτό αφιερώνεται σε εκείνους που Λένε ότι το σύμπαν έγινε μόνο τον χάρη στην αλληλουχία τυχαίων γεγονότων, αλλά θεωρούν εξίσου δεδομένο το ότι ένα κινητό τηλέφωνο δεν μπορεί να δημιονργηθεί μόνο του και απαι­ τείται κάποιος κατασκευαστής. 167


Δ.

Δ.Λιακόηουλος

έχειν, τον κόσμον, έαυτόν, <τό> όλον. εάν ούν μή σεαυτόν έξισάσης τφ θε<ϊ), τον θεόν νόησαι ού δΰνασαι το γάρ όμοιον τφ όμοίω νοητόν, συναΰξησον σεαυτον τφ άμετρήτω μεγέθει, παντός σώματος έκπηδήσας, κα'ι πάντα χρόνον ύπεράρας Αιών γενοΰ, κα'ι νοήσεις τον θεόν μηδέν αδύνατον σεαυτφ ύποστησάμενος, σεαυτον ήγησαι άθάνατον κα'ι πάντα δυνάμενον νοήσαι, πάσαν μέν τέχνην, πάσαν δέ επιστήμην, παντός ζφου ήθος παντός δέ ύψους υψηλότερος γενοΰ κα'ι παντός βάθους ταπεινότερος πάσας δέ τάς αισθήσεις των ποιητών σύλλαβε εν σεαυτφ, πυρός, ΰδατος, ξηροΰ, κα'ι ύγροΰ, κα'ι όμοΰ πανταχή είναι, εν γή, εν θαλάττη, έν ούρανφ, μηδέπω γεγενήσθαι, εν τή γαστρ'ι είναι, νέος, γέρων, τεθνηκέναι, τα μετά τον θάνατον κα'ι ταΰτα πάντα όμοΰ νοήσας, χρόνους, τόπους, πράγματα, ποιότητας, ποσότητας, δΰνασαι νοήσαι τον θεόν. εάν δέ κατακλείσης σου την ψυχήν έν τφ σώματι κα'ι ταπείνωσης αυτήν κα'ι εΐπης, άούδέν νοώ, ούδέν δύναμαι ψοβοΰμαι την θάλασσαν, ε’ις τον ουρανόν άναβήναι ού δύναμαι ούκ οΐδα τις ήμην, ούκ οΐδα τις έσομαιή, τι σοι κα'ι τφ θεφ; ούδέν γάρ δΰνασαι τών καλών κα'ι αγαθών, φιλοσώματος καί κακός ών, νοήσαι ή γάρ τελεία κακία, τό άγνοεΐν τό θειον τό δέ δΰνασθαι γνώναι και θελήσαι

168


Γ ϊ α τ ί και

πώς ζουν ανάμε

νοήματα - τον κόσμο, τον εαυτό του, το σόμπαν. Εάν, επομένως, δεν εξισώσεις τον εαυτό σου με το Θεό, δεν μπορεί να κατανοή­ σεις το Θεό, διότι το όμοιο γίνεται κατανοητό απ’ το όμοιο του. Αύξησε τον εαυτό σου με το αμέτρητο μέγεθος, αφού απεκδυθείς κάθε σώμα κι αφού υπερυψωθείς πάνω από κάθε χρόνο, γίνε αιωνιότητα και τότε θα κατανοή­ σεις το Θεό. Να μην υποθέτεις τίποτα αδύνατο για τον εαυτό σου, να φρονείς τον εαυτό σου αθάνατο και ικανό τα πάντα να κατανοήσει κάθε τέχνη, κάθε επιστήμη, τις συνήθειες κάθε ζωντανού οργανισμού. Να γίνεις ψηλότερος από κάθε ύψος και χαμηλότερος από κάθε βάθος και να συλλάβεις μέσα σου όλες τις αισθήσεις των δημιουργημάτων, της φωτιάς, του νερού, του ξηρού και του υγρού, θεω­ ρώντας πως ταυτόχρονα υπάρχεις παντού στη γη, στη θάλασσα, στον ουρανό - και πως ακόμα δεν έχεις γεννηθεί βρισκόμενος μέσα στην κοιλιά της μητέρας σου, πως είσαι νέος, γέρος, πεθαμένος, πως ζεις μετά θάνατον. Κι όλα αυτά, αφού τα συλλογιστείς ταυτόχρονα, τους χρόνους, τους τόπους, τα πράγματα, τις ποιότητες και τις ποσότητες, τότε μπορείς να κατανοήσεις το Θεό. Εάν όμως κλείσεις την ψυχή σου μέσα στο σώμα και την εξευτελίσεις και πεις: «τίποτα δεν κατανοώ, τίποτα δεν μπορώ, φοβάμαι τη θάλασσα, δεν έχω τη δύναμη ν’ ανεβώ στον ουρανό, δεν ξέρω ποιος ήμουν, δεν ξέρω ποιος θα είμαι», τότε τι σχέση έχεις με το Θεό; Διότι τίποτα δεν μπορείς να κατανοήσεις απ’ τα ωραία κι αγαθά, αφού είσαι λάτρης του σώμα­ τος και κακός. Διότι η πλήρης κακία είναι η άγνοια του θεϊκού, ενώ το να μπορείς και να

169


Λ.

Δ.

Λιακόπο

κα'ι έλπίοαι, οδός έστιν ευθεία ιδία του άγαθού φέρουσα κα'ι ςιδία. όδεΰοντί σοι πανταχού συναντήσει καϊ πανταχοϋ όφθήσεται, όπου κα'ι ότε ου προσδοκάς, γρηγοροϋντι, κοιμωμένω, πλέοντι, όδευοντι, νυκτός, ημέρας, λαλοΰντι, σιωπώντι ούδέν γάρ έστιν δ ούκ έστιν. εΐτα φής, αάόρατος ό θεόςή; εύφήμησον. κα'ι τις αύτοΰ φανερώτερος; δι’ αύτδ τοΰτο πάντα έποίησεν, 'ίνα διά πάντων αυτόν βλέπης. τοΰτό έστι τδ άγαθόν τό του θεοΰ, τούτο δέ αυτού αρετή, τό αυτόν φαίνεσθαι διά πάντων ούδέν γάρ αόρατον, ουδέ των άσωμάτων νούς όράται εν τω νοείν, ό θεός έν τφ ποιειν. ταΰτά σοι έπ'ι τοσούτον πεφανέρωται, ώ Τρισμέγιστε τά δέ άλλα πάντα ομοίως κατά σεαυτόν νόει, κα'ι ου διαψευσθήση.

170


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μ α ς

επιθυμείς και να ελπίζεις πως θα τον γνωρίσεις, αποτελεί τον ίσιο κι εύκολο δρόμο, που οδηγεί στο κατ’ εξοχήν Αγαθό. Καθώς θα πορεύεσαι, θα τον συναντήσεις παντού και θα σου φανερωθεί παντού, όπου κι όταν εσύ δεν το αναμένεις - όταν είσαι ξύπνιος, όταν κοιμά­ σαι, όταν πλέεις, όταν πορεύεσαι, στη διάρκεια της νύχτας, της ημέρας, όταν μιλάς, όταν σιω­ πάς. Διότι τίποτα δεν υπάρχει, που να μην είναι Αυτός. Μετά λες: «αόρατος ο Θεός;». Πρόσε­ ξε τι λες. Και ποιος είναι περισσότερο φανερός απ’ Αυτόν; Για τον λόγο αυτό δημιούργησε τα πάντα, ώστε να τον βλέπεις μέσα απ’ όλα. Αυτή είναι η Αγαθότητα του Θεού, αυτή είναι η αρετή του, το να φανερώνεται ο ίδιος μέσα απ’ όλα. Διότι τίποτα δεν είναι αόρατο, ούτε κι απ’ τα άυλα. Ο νους κάνει την εμφάνισή του μέσα απ’ τη νόηση κι ο Θεός μέσα απ’ τη δημιουργία. Αυτά σου έχουν φανερωθεί μέχρι τώρα, Τρισμέγιστε. Όσον αφορά δε τα υπόλοιπα, συλλογίσου τα μόνος σου με τρόπο παρόμοιο και δεν θα διαψευστείς.

17!


ά.

Δ.

Λιακόπο ΛΟΓΟΣ ΙΒ

ΈΡΜΟΥ ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΥ ΠΕΡΙ ΝΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΠΡΟΣ TAT

Ό νους, ώ Τάτ, έξ αυτής τής τοϋ θεοΰ ουσίας έστίν, εί γέ τις εστιν ουσία θεοΰ κα'ι ποία τις ούσα τυγχάνει, ουτος μόνος ακριβώς αυτόν οΐδεν. ό νους ούν οΰκ εστιν άποτετμημένος τής ούσιότητος του θεοΰ, άλλ’ ώσπερ ήπλωμένος καθάπερ το τοΰ ήλιου φως. ουτος δέ ό νοΰς έν μεν άνθρώποις θεός έστι διό καί τινες των ανθρώπων θεοί είσι, κα'ι ή αυτών άνθρωπότης έγγΰς έστι τής θεότητος και γάρ ό ’Αγαθός Δαίμων τους μεν θεούς εΐπεν άθανάτους <άνθρώπους>, τους δέ ανθρώπους θεούς θνητούς έν δέ τοΐς άλόγοις ζψοις ή φΰσις έστίν. όπου γάρ ψυχή, έκεΐ κα'ι νοΰς έστιν, ώσπερ όπου κα'ι ζωή, έκεΐ κα'ι ψυχή έν δέ τοΐς άλόγοις ζώοις ή ψυχή ζωή έστι κενή τοΰ νοΰ. ό γάρ νοΰς ψυχών έστιν ευεργέτης άνθρώπων έργάζεται γάρ αύτάς εις το αγαθόν, κα'ι τοΐς μέν άλόγοις τή δι’ έκαστου φύσει συνεργεί, ταΐς δέ τών άνθρώπων άντιπράσσει. ψυχή γάρ πάσα

172


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

ΛΟΓΟΣ ΙΒ ΕΡΜΗ ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ TAT: “ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟ NOY” Ο ΚΟΙΝΟΣ ΝΟΥΣ

Ο νους, Τατ, αποτελείται από την ίδια την ουσία του Θεού, αν βέβαια ο Θεός αποτελείται από κάποια ουσία, και τι είδους τυχαίνει να είναι αυτή η ουσία, μόνο ο ίδιος γνωρίζει ακρι­ βώς τον εαυτό του. Ο νους λοιπόν δεν είναι αποκομμένος από την ουσία του Θεού, αλλά (είναι) σαν απλωμένος από το φως του ήλιου. Αυτός λοιπόν ο νους όταν είναι μέσα στους ανθρώπους, είναι θεός, γι' αυτό και κάποιοι από τους ανθρώπους είναι θεοί, και η ανθρώπινή τους φύση βρίσκεται κοντά στο θείο, γιατί και ο Αγαθοδαίμων τους μεν θεούς χα­ ρακτήρισε αθάνατους ανθρώπους, τους δε ανθρώπους θνητούς θεούς, και όταν ο νους **^ είναι μέσα στα ζώα, που δεν έχουν λογική, τότε αποκαλείται φύση. Όπου, λοιπόν, υπάρχει ψυχή, εκεί υπάρχει και νους, όπως ακριβώς όπου υπάρχει ζωή, εκεί υπάρχει και ψυχή, στα ζώα, όμως, τα οποία δεν έχουν λογική, η ψυχή είναι ζωή χωρίς νου. Γιατί ο νους είναι ευεργέτης της ψυχής των ανθρώπων, γιατί την οδηγεί προς το αγαθό, και στα μεν ζώα, τα οποία δεν έχουν λογική, συνεργάζεται με τη φύση του καθενός, στην ανθρώπινη φύση, όμως, αντιτίθεται. Γιατί 225. Από όλα τα συμφραζόμενα, αυτό που ο Τρισμέγιστος ονομάζει «νου», είναι αυτό που θα ονομάζαμε «ζωική ενέργεια». Το μόνο κοινό που θα είχαμε με τα ζώα, αυτό θα ήτανε. 173


Δ. Δ.

Λιακόπο

εν σώματι γενομένη ευθέως υπό τε της λύπης και τής ηδονής κακίζεται. σιόματος γάρ συνθέτου ώσπερ χυμοί ζέουοιν ή τε λύπη κα'ι ή ηδονή, εις ας έμβασα ή ψυχή βαπτίζεται. δσαις άν ουν ψυχαΐς ό νοΰς έπιστατήση, ταΰταις φαίνει έαυτοΰ τδ φέγγος, άντιπράσσων αυτών τοϊς προλήμμασιν. ώσπερ ιατρός αγαθός λυπεί τό σώμα προειλημμένον υπό νόσου, καίων ή τέμνων, τον αυτόν τρόπον και ό νοΰς ψυχήν λυπεί, έξυφαιρών αυτήν τής ηδονής, άφ’ ής πάσα νόσος ψυχής γίνεται νόσος δέ μεγάλη ψυχής άθεότης, έπειτα δόξα, αις πάντα τά κακά επακολουθεί κα'ι αγαθόν ούδέν άρ’ ούν ό νοΰς άντιπράσσων αυτή τό άγαθόν περιποιείται τή ψυχή, ώσπερ κα'ι ό ιατρός τψ σώματι τήν ύγίειαν. όσαι δέ ψυχα'ι άνθρώπιναι ούκ έτυχον κυβερνήτου του νοΰ, τό αυτό πάσχουσι ταις των αλόγων ζώων συνεργός γάρ αύταϊς γενόμενος κα'ι άνέσας ταις έπιθυμίαις, εις άς φέρονται τή ΰμη τής όρέξεως προς τό άλογον συντεινοΰσας κα'ι ώσπερ τά άλογα των ζώων άλόγως θυμοΰμεναι κα'ι άλόγως έπιθυμοΰσαι ου παύον­ ται, ουδέ κόρον έχουσι των κακών θυμο'ι

174


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μ α ς

όλες οι ψυχές, από τη στιγμή που θα βρεθούν σε σώμα, αμέσως θα διαφθαρούν από τη λύπη και την ηδονή. Γιατί η λύπη και η ηδονή βρά­ ζουν σαν χυμοί ενός σύνθετου σώματος, σ' αυτές, λοιπόν, εισέρχεται η ψυχή και βαπτίζεται. Όσες, λοιπόν, ψυχές, εξουσιάσει ο νους, σ' αυτές θ' αποκαλύψει το φως του, αντιτιθέμενος στην προηγούμενη φύση τους. Όπως ακριβώς ο καλός γιατρός πειράζει το σώμα που προη­ γουμένως έχει προσβληθεί από κάποια αρρώστια, με το να το καυτηριάζει και να το εγχειρίζει, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο νους πειράζει την ψυχή, 116 με το να την απομακρύνει από την ηδονή, εξαιτίας της οποίας προκαλείται κάθε αρρώστια της ψυχής. Και μεγάλη αρρώστια της ψυχής είναι η αθεΐα και μετά η πλάνη, 117 τις οποίες έπονται όλα τα κακά και κανένα καλό, Επομένως, ο νους, αντιτιθέμενος σ' αυτήν, διασφαλίζει το καλό για την ψυχή, όπως ακριβώς ο γιατρός την υγεία για το σώμα. Όσες, όμως, ανθρώπινες ψυχές δεν τις κυβέρνησε ο νους, παθαίνουν τα ίδια με αυτά που παθαίνουν οι ψυχές των ζώων που δε διαθέτουν λογική, γιατί, συνεργάζεται μαζί τους και αφήνει ελεύθερες τις επιθυμίες τους, σ' αυτές τις επιθυμίες, οι οποίες τείνουν προς το παράλογο, παρασύρονται από τον πόθο τους και όπως ακριβώς τα ζώα που στε­ ρούνται λογικής, δε σταματούν να αισθάνο­ νται παράλογα πάθη και να επιθυμούν παρά­ λογα πράγματα, ούτε χορταίνουν τα κακά,

116. Από τα συμφραζόμεναπροκύπτει ότι ο νους θα μπορούσε να εί συνείδηση που μας ελέγχει και περιορίζει η προτρέπει τις πράξεις μας. 117. Είναι σαφής ηθέση του Τρισμέγιστου για τη σαφή ύπα Μιλάει όμως και για τον κίνδυνο πλάνης. Πλάνη όμως ως προς 175


J. Δ. Λιακόπουλος

γάρ και έπιθυμίαι άλογοι κακίαι ύπερβάλλουσαι ταΰταις δέ ώσπερ τιμωρδν και έλεγχον ό θεός έπέστησε τον νόμον. 'Ενταύθα, ώ πάτερ, ό περί της ειμαρμέν­ ης λόγος ό έμπροοθέν μοι έξεληλυθώς κ ιν ­ δυνεύει άνατρέπεσθαι. εί γάρ πάντως εϊμαρται τώδέ τινι μοιχεύσαι ή ιερόσυλησαι ή άλλο τι κακόν δράσαι, και κολάζεται [η] ό εξ άνάγκης τής ειμαρμένης δράσας το έργον; Ειμαρμένης γάρ πάντα τά έργα, ώ τέκνον, κα'ι χωρίς εκείνης ούδέν έστι τών σωματικών ούτε άγαθόν ούτε κακόν γενέσθαι συμβαίνει, εϊμαρται δέ κα'ι τό καλόν ποιήσαντα παθεΐν, κα'ι διά τούτο δρμ ινα πάθη ό πάσχει ότι έδρασε, τό δέ νύν έχον ού περ'ι κακίας κα'ι ειμαρμένης <ό> λόγος, εν άλλοις μεν περ'ι τούτων είρήκαμεν νύν δέ περ'ι νοΰ έστιν ήμΐν ό λόγος, τί δύναται νούς καϊ πώς ένδιάφορός έστιν, εν μέν άνθρώποις

176


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

γιατί, τόσο τα πάθη 118 όσο και οι παράλογες επιθυμίες είναι υπερβολικές κακίες, μάλιστα, για αυτές ο Θεός θέσπισε το νόμο ως τιμωρό και έλεγχο. 1. Εδώ, πατέρα, ο λόγος για το πεπρωμένο, ο οποίος μου έχει αναπτυχθεί προηγουμένως, κινδυνεύει να ανατραπεί. Γιατί, αν σε όλες τις περιπτώσεις είναι προδιαγεγραμμένο για τον οποιονδήποτε να μοιχεύσει ή να ιεροσυλήσει ή να διαπράξει οποιαδήποτε άλλη κακή πράξη, θα πρέπει να τιμωρείται αυτός που εξαναγκά­ στηκε από το πεπρωμένο να διαπράξει την πράξη; 119 2. Στο πεπρωμένο, βέβαια, ανήκουν όλες οι πράξεις, παιδί μου, και χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε κανένα από τα σωματικά όντα, χωρίς αυτό, δε θα μπορούσε να γίνει ούτε το κακό ούτε το καλό. Είναι προδιαγεγραμμένο ακόμη και αυτός που πράττει το καλό να υφίσταται τις συνέπειες, και γι' αυτό ενεργεί, για να πάθει ό,τι παθαίνει λόγω της ίδιας ενέργειας του. Δεν κάνουμε λόγο, όμως, προς το παρόν τουλάχι­ στον, για την κακία και το πεπρωμένο. Σε άλλους λόγους έχουν γίνει αναφορές σ' αυτά, τώρα, όμως, αναφερόμαστε στο νου, τι δυνατότητες έχει ο νους και διαφοροποιείται, καθώς όταν βρίσκεται μέσα στους ανθρώπους 118. Η έννοια των παθών για τα οποία μιλά και η Ορθοδοξία, ήταν αποδεκτή χιλιάδες χρόνια πριν το Χριστό. 119. Εδώ τίθεται ξανά το ίδιο θέμα, πον ξανααντιμετωπίσαμε και πριν. Αφού όλες οι χρονικές στιγμές υπάρχουν ταυτόχρονα, τότε όλα τα γεγονότα λαμ­ βάνουν χώρα ταυτόχρονα. Πώς γίνεται τότε να είναι δυνατόν να προσευχηθεί κανείς για τα «μελλούμενα», αφού δεν υπάρχουν μελλούμενα; Μια παρακιν­ δυνευμένη, αλλά λογική απάντηση είναι το ότι ο Υπέρτατος Κριτής μας και Θεός μας, συνυπολογίζει και ζυγίζει τα πάντα, και όλα τα κάνουμε βάσει της συνολικής ψυχολογικής μας κατάστασης. 177


Δ. Δ.

Λιακόπο

τοιόσδε, έν δέ τοΐς άλόγοις ζώοις ήλλαγμένος καί πάλιν δτι έν μέν τοΐς άλλοις ζιόοις ούκ έστιν ευεργετικός άλλ’ ανόμοιος έν πάσι, τό τε θυμικδν κα'ι τδ έπιθυμητικόν σβεννΰων, και τούτων τους μέν έλλογίμους άνδρας δει νοεΐν, τους δέ άλογους, πάντες δέ οί άνθρωποι ειμαρμένη ύπόκεινται κα'ι γενέσει και μεταβολή άρχή γάρ κα'ι τέλος ταΰτα ειμαρμένης, και πάντες μέν άνθρω­ ποι πάσχουσι τα είμαρμένα, οί δέ έλλόγιμοι, ών έφαμεν τον νουν ήγεμονεΰειν, ούχ ομοίως τοΐς άλλοις πάσχουσιν, άλλα τής κακίας άπηλλαγμένοι ου κακο'ι δντες πάσχουσι. -Πώς πάλιν λέγεις, ώ πάτερ; ό μοιχός ου κακός; ό φονευς ου κακός, κα'ι οί άλλοι πάντες; -Ά λ λ ’ ό έλλόγιμος, ώ τέκνον, ου μοιχευσας πείσεται άλλ’ ως μοιχεΰσας, ουδέ φονεΰσας άλλ’ ως φονεΰσας, κα'ι ποιότητα μεταβολής άδΰνατόν έστι διεκφυγεΐν, ώσπερ κα'ι γενέσεως κακίαν δέ τω νουν έχοντι διεκφυγεΐν έστι. διό καί τοϋ Αγαθού Δαίμονος έγώ ήκουσα λέγοντος άεί, κα'ι εί έγγράφως έκδεδώκει, πάνυ αν τό των άνθρώπων γένος ώφελήκει έκεΐνος γάρ μόνος, ώ τέκνον, άληθώς, ως πρωτόγονος θεός, τά πάντα κατιδών θείους λόγους έφθέγξατο ήκουσα γοϋν ποτέ αύτοΰ λέγοντος, ότι έν έστι τά πάντα

178


Γιατί και

πώς ζουν ανάμε

είναι διαφορετικός και άλλος όταν βρίσκεται μέσα στα ζώα που δεν διαθέτουν λογική, και πάλι ότι στα ζώα χωρίς λογική δεν είναι ευερ­ γετικός και ακόμα ότι δεν είναι ίδιος μέσα σ' όλους τους ανθρώπους, και ότι σε μερικούς ο νους σβήνει το θυμοειδές μέρος της ψυχής τους και σε άλλους το επιθυμητικόν, και ότι πρέπει να θεωρήσουμε κάποιους από τους ανθρώπους λογικούς και άλλους χωρίς λογική, όμως, όλοι οι άνθρωποι υπόκεινται στο πεπρω­ μένο, στο “γίγνεσθαι” και στην αλλαγή. Καθώς αυτά είναι η αρχή και το τέλος του πεπρωμένου. Και κάθε άνθρωπος παθαίνει αυτά που του επιφυλάσσει το πεπρωμένο, οι μεν λογικοί, στους οποίους είπαμε ότι κυριαρ­ χεί ο νους, δεν παθαίνουν τα ίδια με τους άλ­ λους, αλλά απαλλαγμένοι από την κακία και χωρίς να είναι κακοί, υπόκεινται και αυτοί σε πάθη. - Πώς πάλι το εννοείς αυτό, πατέρα; Ο μοιχός δεν είναι κακός; ο φονιάς δεν είναι κακός, και όλοι οι υπόλοιποι; - Ο λογικός, όμως, παιδί μου, δεν θα υποστεί τα πεπρωμένα επειδή μοίχευσε, αλλά σαν να είχε μοιχεύσει, ούτε επειδή φόνευσε, αλλά σαν να είχε φονεύσει, και δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει κανείς από τη μεταβολή, όπως α­ κριβώς και από το “γίγνεσθαι”, την κακία, όμως, όσοι έχουν το νου, είναι δυνατόν να την αποφύγουν. Γι' αυτό και 'γω άκουγα τον Αγαθοδαίμονα να λεει πάντα, και αν το είχε παραδώσει και γραπτά, θα είχε ωφελήσει πολύ το ανθρώπινο γένος, γιατί, παιδί μου, εκείνος μόνο, αληθινά, σαν πρωταρχικός θεός, επειδή γνώρισε τα πάντα, εκφράστηκε με θεϊκά λόγια, τον άκουσα, λοιπόν, κάποια φορά να λέει ότι

179


Δ. Α.

Λιακόπ

κα'ι μάλιστα <τά> νοητά σώματα ζώμεν δέ δυνάμει κα'ι ενεργείς κα'ι Αίώνι κα'ι ό νους τούτου αγαθός έστιν, δπερ έστ'ιν αυτού κα'ι ψυχή, τουτου δε τοιοΰτου όντος ούδέν διαστατόν τών νοητών ώς ούν δυνατόν νουν, άρχοντα πάντων κα'ι ψυχήν όντα του θεού, ποιειν όπερ βούλεται. συ δέ νόει, κα'ι τον λόγον τούτον άνένεγκαι προς την πεύσιν ήν έπύθου μου έν τοΐς έμπροσθεν λέγω δέ περ'ι τής είμαρ μένης (τού νοΰ]. έάν γάρ τούς εριστικούς λόγους ακριβώς άφέλη, ώ τέκνον, εύρήσεις ότι άληθώς πάντων επικρατεί ό νους, ή τού θεού ψυχή, κα'ι ειμαρμένης κα'ι νόμου κα'ι τών άλλων πάντων κα'ι ούδέν αύτω αδύνατον, ούτε ειμαρμένης ύπεράνω θεΐναι ψυχήν άνθρωπίνην ούτε άμελήσασαν, άπερ συμβαίνει, υπό την ειμαρμένην θεΧναι. και ταύτα μέν έπ'ι τοσοΰτον λελέχθω τα τού ’Αγαθού Δαίμονος άριστα. -Κα'ι θείως, ω πάτερ, ταύτα κα'ι άληθώς κα'ι ώφελίμως. έκεΧνο δέ μοι έτι διασάφησον. έλεγες γάρ τον νούν έν τοΧς άλόγοις ζώοις φύσεως δίκην ένεργεΧν, συνερ γούντα αυτών ταΧς όρμαΧς αί δέ όρμα'ι τών άλογων ζώων, ώς οΐμαι, πάθη είσίν εί δέ κα'ι ό νούς συνεργεΧται ταΧς όρμαΧς, α ί δέ όρμα'ι πάθη, κα'ι ό νούς άρα πάθος έστί, συγχρωτίζων τοΧς πάθεσιν; -Εύγε, ω τέκνον γενναίως πυνθάνη δίκαιον δέ κάμέ άποκρίνασθαι. πάντα, ώ τέκνον, τά έν σώματι άσώματα παθητά,

180


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

«τα πάντα και κυρίως τα νοητά σώματα είναι ένα, και ζούμε από τη δύναμη, την ενέργεια και την Αιωνιότητα, και ο νους αυτής είναι αγαθός, όπως ακριβώς και η ψυχή της». Και καθώς αυτό είναι έτσι, κανένα από τα νοητά πράγματα δεν έχει διαστάσεις, είναι, λοιπόν, δυνατόν ο νους, ως αρχηγός των πάντων και ψυχή του Θεού, να πράττει ό,τι θέλει. Εσύ, λοιπόν, συλλογίσου και ανάγαγε αυτόν το λόγο στην ερώτηση που μου απηύθυνες προη­ γουμένως, εννοώ, όσον αφορά το πεπρωμένο. Εάν, λοιπόν, παιδί μου, αφαιρέσεις τους ερι­ στικούς λόγους, θα βρεις ότι αληθινά στα πάντα κυριαρχεί ο νους, η ψυχή του Θεού, ακόμα και στο πεπρωμένο και στο νόμο και σε όλα τα υπόλοιπα. Και τίποτα δεν είναι αδύνα­ τον γι' αυτόν, ούτε να τοποθετήσει την ψυχή πάνω από το πεπρωμένο, ούτε αν είναι αμελής, πράγμα το οποίο συμβαίνει, να την τοποθετή­ σει κάτω από το πεπρωμένο. Και μέχρι εδώ, αυτά τα τέλεια λόγια έχουν λεχθεί από τον Αγαθοδαίμονα. - Και έχουν ειπωθεί, πατέρα, με τρόπο θεϊκό και αληθινό και ωφέλιμο. Αυτό, όμως, ακόμα, αποσαφήνισέ μου. Έλεγες, δηλαδή, ότι ο νους στα ζώα που στερούνται λογικής ενεργεί με τον τρόπο της φύσης, συνεργαζόμενος με τις επιθυμίες τους, οι επιθυμίες, όμως, των ζώων χωρίς λογική, όπως τουλάχιστον πιστεύω, είναι πάθη, αν, λοιπόν, ο νους συνεργάζεται με τις επιθυμίες, και οι επιθυμίες είναι πάθη, τότε και ο νους δεν αποτελεί πάθος, αφού συνανα­ στρέφεται με πάθη ; - Μπράβο, παιδί μου, σωστά αυτά που ρωτάς και είναι δίκαιο και 'γω να σου απαντή­ σω. Όλα τα ασώματα, παιδί μου, που βρίσκο-

181


Δ. Δ. Λιακόπουλος

και κυρίους αυτά έστι πάθη παν γάρ το κινούν άσώματον, παν δέ τό κινοΰμενον σώμα, κα'ι τά άσώματα δέ κινείται υπό του νοΰ κίνηοις δέ πάθος πάσχει ούν άμφότερα, κα'ι τό κινούν κα'ι τό κινοΰμενον, τό μέν άρχον, τό δέ άρχόμενον άπαλλαγε'ις δέ του σώματος άπηλλάγη κα'ι του πάθους μάλλον δέ ποτέ, ώ τέκνον, ούδέν άπαθές, πάντα δέ παθητά διαφέρει δέ πάθος παθητοΰ τό μέν γά^ρ ενεργεί, τό δέ πάσχει τά δέ σώματα κα'ι καθ’ έαυτά ενεργεί ή γάρ άκίνητά έστιν η κινείται, όπότερον δέ αν η. πάθος έστί, τά δέ άσώματα άε'ι ένεργεΐται, κα'ι διά τούτο παθητά έστι. μη ούν σε αΐ προσηγορίαι ταραττέτωσαν. η τε γάρ ενέργεια κα'ι τό πάθος ταύτό έστιν εύφημοτέρω δέ τώ όνόματι χρήσασθαι ου λυπεί. -Σαφέστατα, ώ πάτερ, τον λόγον άποδέδωκας. -Κάκεΐνο δέ όρα, ώ τέκνον, ότι δυο ταύτα τω άνθρώπω ό θεός παρά πάντα τά θνητά ζώα έχαρίσατο τόν τε νουν κα'ι τον λόγον, ισότιμα τη άθανασίρ, [τόν δέ π ρ ο ­ φορικόν λόγον έχει], τούτοις δέ ει τις χρήσαιτο εις ά δει, ούδέν τών άθανάτων διοίσει μάλλον δέ κα'ι έξελθών έκ τοϋ σώματος όδηγηθήσεται υπό άμφοτέρων εις

182


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μ α ς

νται μέσα στο σώμα υπόκεινται σε πάθη, και για την ακρίβεια και τα ίδια είναι πάθη, γιατί καθετί που δημιουργεί κίνηση είναι ασώματο και καθετί που κινείται είναι σώμα, και τα ασώματα, όμως, κινούνται από το νου, αλλά και η κίνηση είναι πάθος, και τα δύο, λοιπόν, υπόκεινται σε πάθη, και αυτό που δημιουργεί κίνηση και αυτό που κινείται, το ένα ως κα­ θοδηγητής, το άλλο ως καθοδηγούμενο, αν απαλλαγεί, λοιπόν, κανείς από το σώμα, θα απαλλαγεί και από το πάθος, μάλλον, όμως, τίποτα δεν είναι ποτέ χωρίς πάθη, παιδί μου, όλα υπόκεινται σε πάθη, διαφέρει, όμως, το πάθος από αυτό που υπόκειται σε πάθος, καθώς το πρώτο ενεργεί, ενώ το δεύτερο πα­ θαίνει, όμως, τα σώματα ενεργούν και από μόνα τους, καθώς είτε κινούνται είτε είναι ακίνητα, και όποιο από τα δύο και αν συμβαίνει, ενυπάρχει σ' αυτό και το πάθος. Αλλά και τα ασώματα πάντα δέχονται την ενέργεια του νου γι' αυτό και υπόκεινται σε πάθη. Μη σου ξενίζουν οι ονομασίες, καθώς η ενέργεια και το πάθος είναι το ίδιο πράγμα, μη σ' ενοχλεί, όμως, αν χρησιμοποιηθεί η πιο εύηχη λέξη. - Με σαφήνεια ανέπτυξες το λόγο σου, πατέρα. - Πρόσεξε, όμως, και εκείνο, παιδί μου, ότι δηλαδή ο Θεός αυτά τα δύο χάρισε στον άν­ θρωπο, κατ' εξαίρεση από όλα τ' άλλα θνητά ζώα, το νου και τη λογική, ισότιμα στην αθα­ νασία (και έχει και τον προφορικό λόγο). Αν, λοιπόν, κανείς τα χρησιμοποιήσει όπως πρέ­ πει, δε θα διαφέρει καθόλου από τους αθάνα­ τους. Και μάλιστα, αφού εξέλθει από το σώμα του, θα οδηγηθεί από αυτά τα δύο στη χορεία

183


Δ. ά.

Λιακόπο

τον τών θεών και μακάρων χορόν. -Τά γάρ άλλα ζώα λόγω ού χράται, ώ πάιερ; -Ου, τέκνον, άλλα φωνή πάμπολυ δέ διαφέρει λόγος φωνής, ό μέν γάρ λόγος κοινός πάντων ανθρώπων, ιδία δέ έκαστου φωνή έστι γένους ζώου. - Αλλά κα'ι τών ανθρώπων, ώ πάτερ, έκαστον κατά έθνος διάφορος ό λόγος; -Διάφορος μέν, ώ τέκνον, εις δέ ό άνθρ­ ωπος ουτω κα'ι ό λόγος εις έστι κα'ι μεθερ μηνεΰεται κα'ι ό αυτός εύρίσκεται κα'ι εν Αίγΰπτω κα'ι Περσίδι κα'ι εν Έλλάδι. δοκεις δέ μοι, ώ τέκνον, άγνοείν αρετήν καί μέγεθος λόγου, ό γάρ μακάριος θεός ’Αγαθός Δαίμων ψυχήν μέν εν σώματι έφη είναι, νουν δέ εν ψυχή, λόγον δέ έν τώ νώ, τον ούν θεόν τούτων πατέρα, ό ούν λόγος έστίν είκών και νους του θεοϋ, καί τό σώμα δέ τής ιδέας, ή δέ ιδέα τής ψυχής, έστιν οΰν τής μέν ύλης τό λεπτομερέστατον άήρ, άέρος δέ ψυχή, ψυχής δέ νους, νοΰ δέ θεός καί ό μέν θεός περί πάντα καί διά πάντων, ό δέ νους περί την ψυχήν, ή δέ ψυχή περί τον άέρα, ό δέ άήρ περί τήν ύλην. ανάγκη δέ καί ή πρόνοια καί ή φυσις όργανά έστι του κόσμου καί τής τάξεως τής ύλης, καί τών μέν νοητών έκαστον

184


Γ ια τί και πώς ζονν ανάμεσα μας

των θεών και των μακάριων. 120 - Τα υπόλοιπα ζώα δε χρησιμοποιούν, πατέρα, το λόγο; - Όχι, παιδί μου, μόνο τη φωνή, και ο λόγος διαφέρει κατά πολύ από τη φωνή. Γιατί ο λόγος είναι κοινός για όλους τους ανθρώπους, ενώ η φωνή είναι ιδιαίτερη για κάθε είδους ζώου. - Αλλά και ο λόγος των ανθρώπων, πατέρα, δεν είναι διαφορετικός σε κάθε έθνος; - Ο άνθρωπος είναι και διαφορετικός και ένας, παιδί μου. Έτσι, και ο λόγος αν και είναι ένας, ερμηνεύεται διαφορετικά, και μπορούμε να τον βρούμε και στην Αίγυπτο και στην Περσία και την Ελλάδα. Έχω την εντύπωση, παιδί μου, ότι αγνοείς την αρετή και το μέγε­ θος του λόγου. Γιατί ο μακάριος θεός Αγαθοδαίμων είπε ότι η ψυχή βρίσκεται στο σώμα, ο νους στην ψυχή, ο λόγος στο νου, και ότι ο Θεός είναι πατέρας όλων αυτών. Ο λόγος, λοιπόν, είναι η εικόνα και ο νους του Θεού, και το σώμα είναι εικόνα της ιδέας και η ιδέα, εικόνα της ψυχής. Είναι, λοιπόν, το πιο λεπτο­ καμωμένο στοιχείο της ύλης ο αέρας, το πιο λεπτοκαμωμένο στοιχείο του αέρα η ψυχή, της ψυχής ο νους, και του νου ο θεός. Και ο μεν Θεός περιβάλλει τα πάντα και ενυπάρχει στα πάντα, 121 ενώ ο νους περιβάλλει την ψυχή και βρίσκεται μέσα της, η ψυχή τον αέρα και τέλος ο αέρας την ύλη. Η ανάγκη, η πρόνοια και φύση αποτελούν όργανα του κόσμου και της τάξης της ύλης, και καθένα από τα νοητά είναι ουσία, και η 220. Με σαφήνεια ορίζεται η αθανασία της ψυχής και το φθαρτό σώμα. 121. Ο Θεός ορίζεται ως πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, όπως ορίζει η Ορθοδοξία. 185


Δ. Δ. Λιακόπουλος

έστιν ουσία, ουσία δέ αυτών ή ταυτότης τών δέ του παντός σο)μάτων έκαστον πολλά έστιν έχοντα γάρ την ταυτότητα <τά> σύνθετα σώματα και την μεταβολήν εις άλληλα ποιούμενα άει τής ταυτότητας την άφθαρσίαν σώζει, εν δέ τοΐς άλλοις συνθέτοις πάσι σώμασιν άριθμδς έκαστου έστί. χωρίς γάρ άριθμοΰ σΰστασιν ή σΰνθεσιν ή διάλυσιν άδΰνατον γενέσθαι αί δέ ένάδες τον αριθμόν γεννώσι κα'ι αΰξουσι και πάλιν διαλυόμενον εις έαυτάς δέχον­ ται, κα'ι ή υλη μία. ό δέ σΰμπας κόσμος ούτος, ό μέγας θεός κα'ι του μείζονος εικών, κα'ι ηνωμένος έκείνω και συσσώζων την τάξιν κα'ι βοΰλησιν του πατρός πλήρωμά έστι τής ζωής κα'ι ούδέν έστιν έν τουτω διά παντός του αιώνος τής πατρώας άποκαταστάσεως, ούτε του παντός ούτε τών κατά μέρος, δ ούχ'ι ζή νεκρόν γάρ ουδέ έν ούτε γέγονεν οΰτε έστιν ούτε έσται έν κόσμω. ζφον γάρ ήθέλησεν ό πατήρ αυτό είναι έστ’ αν συνέστηκε διό και θεόν είναι άνάγκη. πώς αν οΰν δυναιτο, ώ τέκνον, έν τφ θεφ, έν τή του παντός εικόνι, έν τφ τής ζωής πληρώματι νεκρά είναι; ή γάρ νεκρότης φθορά έστιν, ή δέ φθορά απώλεια, πώς οΰν μέρος τι δυναται φθαρήναι του άφθάρτου ή άπολέσθαι τι του θεοϋ; -Ούκ αποθνήσκει οΰν, ώ πάτερ, τά έν

186


Γιατί και

πώ ς ζουν ανάμε

ουσία αυτών είναι η ομοιότητα, όμως, καθένα από τα σώματα που αποτελούν το σόμπαν, είναι πολλά, γιατί, τα σύνθετα σώματα, έχο­ ντας την ταυτότητα και μεταβάλλοντας το ένα το άλλο, με τον τρόπο αυτό σώζουν πάντα την ακεραιότητα της ταυτότητάς τους. Καθένα από τα σύνθετα σώματα διαθέτει αριθμό. Γιατί χωρίς την ύπαρξη του αριθμού η σύσταση, η σύνθεση και η διάλυση καθίσταται αδύνατη, και τα ενιαία σώματα γεννούν και αυξάνουν τον αριθμό, και όταν αυτός πάλι διαλύεται, τον δέχονται μέσα τους, η ύλη, όμως, συνεχίζει να είναι μία. Και ολόκληρος αυτός ο κόσμος, ο μεγάλος θεός και η εικόνα του μεγαλύτερου θεού, ενωμένος με εκείνον και διασφαλίζοντας την τάξη και τη βούληση του πατέρα, συμπληρώνει τη ζωή, και δεν υπάρχει τίποτα μέσα σε αυτόν, μέσα στην αιωνιότητα της πατρικής αποκατάστασης, ούτε ως σύνολο, ούτε ως μέρος, που να μη ζει. Γιατί μέσα στον κόσμο τίποτα δεν έχει, γίνει ούτε, είναι ούτε θα γίνει νεκρό. Γιατί ο πατέρας είχε την επιθυμία αυτό να είναι ζωντανό, για όσο καιρό αυτό είναι οργανωμένο, γι' αυτό είναι ανάγκη να είναι και θεός. Πώς, λοιπόν, θα ήταν δυνατόν, παιδί μου, να είναι νεκρά μέσα στο Θεό, μέσα στην εικόνα του σύμπαντος, μέσα στη συμπλήρωση της ζωής ; Γιατί η νέκρωση απο­ τελεί φθορά, και η φθορά απώλεια. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να φθαρεί ένα μέρος από το άφθαρτο ή να χαθεί κάποιο μέρος του Θεού; - Δεν πεθαίνουν, λοιπόν, πατέρα, οι ζωντα­ νοί οργανισμοί που ενυπάρχουν μέσα σ' αυτόν,

187


A.

A.

Λιακόπο

αύτφ ζώα, όντα αύτοΰ μέρη; -Εύφήμηαον, ω τέχνον, πλανισμένος τη προσηγορίςχ τοΰ γινομένου, ού γάρ αποθνήσκει, ώ τέχνον, άλλ’ ώς σύνθετα σιόματα διαλύεται ή δέ διάλυσις ού θάνατός έστιν, άλλα κράματος διάλυσις διαλύεται δέ ούχ ϊνα άπόληται, άλλ’ ϊνα νέα γένηται έπε'ι τίς τής ζωής έστιν ένέργεια; ούχ'ι κίνησις; τί ούν έν τφ κόσμω άκίνητον; ούδέν, ώ τέκνον. -Ούδ’ ή γή άκίνητός σοι δοκεΐ, ώ πάτερ; -Ού, τέκνον, άλλα και πολυκίνητος μόνη ήδε και στασίμη πώς ούκ άν γελοΐον είη την τροφόν πάντων άκίνητον είναι, την φύουσαν κάί γεννώσαν τα πάντα; άδύνατον γάρ χωρ'ις κινήσεως φύειν τι τον φύοντα. γελοιότατον δέ έπύθου εί τό τέταρτον μέρος άργόν έσται ούδέν γάρ έτερον σημαίνει τό άκίνητον σώμα ή άργίαν. παν τοίνυν ίσθι καθολικώς, ω τέκνον, τό ον έν κόσμω κινούμενον, ήτοι κατά μείωσιν ή αύξησιν τό δέ κινούμενον κάί ζή, τό δέ ζφον παν ούκ άνάγκη τό αύτό είναι ων γάρ όμοϋ σύμπας ό κόσμος άμετάβλητος, ώ τέκνον, έστί, τά δέ μέρη αύτοΰ πάντα μεταβλητά, ούδέν δέ

188


Γιατί και

πώς ζουν ανάμεσ

επειδή αποτελούν μέρη του; 122 - Πρόσεξε τι λες, παιδί μου, επειδή πλα­ νήθηκες από την ονομασία αυτού που γίνεται. Γιατί, δεν πεθαίνουν, παιδί μου, αλλά ως σύν­ θετα σώματα διαλύονται, και η διάλυση δεν αποτελεί θάνατο, αλλά χωρισμό της σύνθεσης. Διαλύονται, λοιπόν, όχι για να χαθούν, αλλά για να γεννηθούν νέα, επειδή τι είναι ενέργεια στη ζωή ; Δεν είναι η κίνηση; Τι είναι, λοιπόν, στον κόσμο ακίνητο; Τίποτα, παιδί μου. 123 - Ούτε η γη πιστεύεις ότι είναι ακίνητη, πατέρα; - Όχι, παιδί μου, αλλά αυτή από μόνη της είναι πολυκίνητη και στάσιμη. Πώς δεν θα ήταν γελοίο η τροφός όλων, αυτή που φυτρώνει και γεννά τα πάντα, να είναι ακίνητη; 124 Γιατί δεν είναι δυνατόν αυτός που γεννά να γεννήσει κάτι χωρίς κίνηση. Πολύ γελοίο αυτό που ρώτησες, αν το ένα τέταρτο μένει άπρακτο. Γιατί το ακίνητο σώμα σημαίνει μόνο απραξία. Να γνωρίζεις, λοιπόν, παιδί μου, ότι καθετί που υπάρχει στον κόσμο κινείται είτε προς την αύξηση, είτε προς τη μείωση. Και αυτό που κινείται ζει, αλλά καθετί που ζει δεν είναι αναγκαίο να είναι όμοιο. Γιατί, όλος ο κόσμος ως σύνολο, παιδί μου, είναι αμετάβλητος, ενώ τα μέρη από τα οποία αποτελείται, είναι όλα μεταβλητά, κανένα 122. Ανόλα τα υλικά σώματα αποτελούν μέρος τον Θεού, όταν πεθαίνουν, λογικά δεν πεθαίνει ένα τμήμα του αθάνατου Θεού; Αυτή είναι απορία τον Τατ. 123. Η απάντηση τον Τρισμέγιστου είναι σαφής. Τα σώματα δεν πεθαίνουν, αλλά διαλύονται. Αυτό είναι απόλυτα ορθό, αφού τα μόρια από τα οποία απο­ τελούμαστε μένουν στη φύση και ξαναχρησιμοποιούνται. 124. Δεν αναφέρεται εδώ σε αστρονομικές κινήσεις, αλλά στην ανακύκλωση των υλικών της Γης. 189


Δ. Δ.

Λιακόπο

φθαρτόν ή άπολλΰμενον, αΐ δέ προσηγορίαι τους άνθρώπους ταράττουοιν ού γάρ ή γένεσίς έστι ζιυή, άλλ’ ή αισθησις, ουδέ ή μεταβολή θάνατος άλλα λήθη, τούτων τοίνυν ούτως έχόντων, άθάνατα πάντα, ή ΰλη, ζωή, τό πνεύμα, ψυχή, ό νους, εξ ου παν ζφον συ νέστηκε, παν άρα ζφον άθάνατον δι’ αυτόν πάντων δέ μάλλον ό άνθρωπος, ό κα'ι του θεοϋ δεκ­ τικός και τφ θεφ συνουσιαστικός. τούτα) γάρ μόνω τω ζωω ό θεός όμιλεΐ, νυκτός μέν δι’ ονείρων, ημέρας δέ διά συμβόλων, και διά πάντων αύτφ προλέγει τά μέλλον­ τα, διά ορνέων, διά σπλάγχ νων, διά πνεύ­ ματος, διά δρυός, διό κα'ι επαγγέλλεται ό άνθροοπος έπίστασθαι τά προγεγενημένα και ενεστώτα κα'ι μέλλοντα. -κάκεΐνο δέ δρα, ώ τέκνον, δτι έκαστον των ζώων έν'ι μέρει έπκροιτρ του κόσμου τά μέν γάρ ένυδρα τω υδατι, τά δέ χερσαία τή γή, τά δέ μετάρσια τώ αέρι, ό δέ άνθρωπος πάσι τοΰτοις χρήται, γή, υδατι, άέρι, πυρί όρά δέ κα'ι ουρανόν, άπτεται δέ κα'ι τουτου αισθήσει ό δέ θεός και περ'ι πάντα και διά πάντων ενέργεια γάρ έστι κα'ι δύναμις κα'ι ούδέν δέ δΰσκολόν έστι νοήσαι τον θεόν, ώ τέκνον.

190


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσα μ α ς

όμως δεν είναι φθαρτό ή μπορεί να χαθεί, αλλά οι ονομασίες μπερδεύουν συχνά τους αν­ θρώπους. Γιατί η γέννηση δεν αποτελεί ζωή, αλλά είναι η αίσθηση, ούτε ο θάνατος αποτε­ λεί μεταβολή, αλλά η λήθη. Όλα αυτά, λοιπόν, έτσι έχουν, όλα είναι αθάνατα, η ύλη, η ζωή, το πνεύμα, η ψυχή, ο νους, από τον οποίο αποτελείται κάθε ζωντανό πλάσμα. Άρα, κάθε ζω­ ντανός οργανισμός είναι αθάνατος λόγω αυτού, και περισσότερο απ' όλα τα ζωντανά πλάσματα ο άνθρωπος, ο οποίος μπορεί να δεχθεί το Θεό και να συνευρεθεί μαζί του. Γιατί, απ' όλα τα ζωντανά πλάσματα μόνο αυτός μιλά με το Θεό, τη νύχτα μέσω των ονείρων, 125 την ημέρα μέσω των συμβόλων και με όλα όσα του φανερώνει το μέλλον, μέσω της ορνιθομαντείας, των σπλάγχνων, της έμπνευσης, της ιερής βελανιδιάς, γι' αυτό και ο άνθρωπος επαίρεται ότι γνωρίζει τα γεγονότα, τα παρόντα και τα μέλλοντα. - Και κείνο λάβε υπόψιν σου, παιδί μου, ότι κάθε ζωντανός οργανισμός συχνάζει σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος του κόσμου, δηλαδή, οι υδρόβιοι οργανισμοί συχνάζουν στο νερό, οι χερσαίοι στη γη, οι ιπτάμενοι στον αέρα, και ο άνθρωπος τα χρησιμοποιεί όλα αυτά, τη γη, το νερό, τον αέρα, τη φωτιά, κοιτά και τον ου­ ρανό, και τον αγγίζει με την αίσθησή του. Ο Θεός, όμως, περιβάλλει τα πάντα και ενυπάρχει στα πάντα, καθώς είναι ενέργεια και δύναμη, και το να αντιληφθούμε με το νου μας το Θεό, δεν είναι καθόλου δύσκολο, παιδί μου. 125. Αυτή η δήλωση θα μπορούσε να οδηγήσει στη γνώση του υπερβατικού κόσμον που μπορεί κανείς να βιώσει κατά τη διάρκεια των ονείρων, σύμφωνα με τη Βίβλο των Μπαχομέχ.

191


Δ. Α.

Λιακόπου

εί δέ θέλεις αυτόν και θεωρήσαι, Γδε την τάξιν του κόσμου και την εύκοσμίαν της τάξεως ϊδε την ανάγκην των φαινομένων και την πρόνοιαν τών γεγονότων τε κα'ι γινομένων Γδε την ύλην, πληρεστάτην ούσαν ζωής, τον τηλικοϋτον θεόν κινοΰμενον μετά πάντων αγαθών και καλών, θεών τε κα'ι δαιμόνων κα'ι άνθρώπων. -Άλλ’ αύται, ώ πάτερ, ένέργειαί είσιν. -Εί οΰν ένέργειαί όλως είσίν, ώ τέπνον, ύπδ τίνος ούν ένεργούνται; υπό άλλου θεού; η άγνοεΐς ότι ώσπερ του κόσμου μέρη έστ'ιν ουρανός και ύδωρ κα'ι γή κα'ι άήρ, τον αυτόν τρόπον μέλη έστ'ι ζωή και άθανασία κα'ι αιμα κα'ι άνάγκη κα'ι πρόνοια κα'ι φύσις κα'ι ψυχή κα'ι νους, κα'ι τούτων πάντων ή διαμονή τό λεγόμενον άγαθόν; κα'ι ούκέτι έστί τι τών γινομένων ή τών γεγονότων, όπου ούκ έστιν ό θεός. -Έν τη ΰλη ούν, ω πάτερ; -Ή γάρ ύλη, ώ τέκνον, χωρ'ις θεού έστιν, Γνα ποιον αυτή άπομερίσης τόπον; τί δέ ούσαν ή σωρόν αυτήν ο’Γει είναι, μη ένεργουμένην; εί δέ ένεργεΐται, άπό τίνος ένεργειται; τάς γάρ ένεργείας έφαμεν είναι μέρη τού θεού, υπό τίνος ούν ζωοποιείται τά πάντα ζώα; υπό τίνος άθανατίζεται τά αθάνατα; υπό τίνος μεταβάλλεται τά μεταβλητά; είτε δέ ύλην είτε σώμα είτε ουσίαν φής, ισθι κα'ι ταύτας αύτάς ένεργείας τού θεού,

192


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μ α ς

Αν, όμως, θέλεις και να τον παρατηρήσεις, κοίταξε την τάξη και την ευπρέπεια που ενυπάρχει στον κόσμο, 126 κοίταξε την ανα­ γκαιότητα που συνοδεύει τα ορατά και την πρό­ νοια που συνοδεύει τα γεγονότα και αυτά που γίνονται, κοίταξε την ύλη, που σφύζει από ζωή, και τον τόσο μεγάλο Θεό που κινείται μαζί με όλα τα αγαθά και τα ωραία, μαζί με τους θεούς, τους δαίμονες και τους ανθρώπους. 127 - Αυτές, όμως, πατέρα, είναι ενέργειες. - Αν, λοιπόν, είναι γενικώς ενέργειες, παιδί μου, από ποιον εκτελούνται; Από κάποιον άλλο θεό ; Ή αγνοείς ότι, όπως ακριβώς ο ουρανός, το νερό, η γη και ο αέρας είναι μέρη του κόσμου, έτσι μέρη του Θεού αποτελούν η ζωή, η αθα­ νασία, το πεπρωμένο, η ανάγκη, η πρόνοια, η φύση, η ψυχή και ο νους, και η διασφάλιση όλων αυτών, δηλαδή το Αγαθό; Και δεν υφίσταται πλέον κανένα από αυτά που γίνονται και από αυτά που έχουν γίνει, στο οποίο να μην ενυπάρχει ο Θεός. - Και στην ύλη, λοιπόν, πατέρα ; - Αν η ύλη είναι χωρίς Θεό, σε ποιον τόπο θα την κατατάξεις, παιδί μου; Τι άλλο θα πίστευες ότι είναι αυτή, εκτός από σωρό, αν δεν ενερ­ γούσε πάνα) της ο Θεός; Και δε ενεργεί πάνω της ο Θεός, ποιος ενεργεί; Γιατί οι ενέργειες, είπαμε, είναι μέρος του Θεού. Από ποιον, λοιπόν, παίρ­ νουν ζωή όλα τα ζωντανά πλάσματα; Ποιος οδηγεί στην αθανασία τα αθάνατα όντα; Από ποιον μεταβάλλονται αυτά που μπορούν να μεταβληθούν; Είτε ύλη είτε σώμα είτε ουσία το πεις, ξέρεις ότι και αυτές αποτελούν ενέργειες 126. Ο Θεός είναι σννδεδεμένος με την τάξη και την ευπρέπεια. 127. Στον κόσμο υπάρχει ο Θεός, οι θεοί, οι δαίμονες (άγγελοι αγαθοί και σκο­ τεινοί) και οι άνθρωποι. 193


Δ. Δ. Διακόπουλος

και ύλης ενέργειαν την ύλότητα, κα'ι τών σωμάτων <τήν> σιυματότητα, κα'ι τής ουσίας την ούσιότητα κα'ι τοΰτό έστιν ό θεός, τό παν. έν δέ τφ παντ'ι ούδέν έστιν ό μη έστιν. όθεν οΰτε μέγεθος ούτε τόπος ούτε ποιότης οΰτε σχήμα οΰτε χρόνος περί τον θεόν έστι παν γάρ έστι τό δέ παν διά πάντων κα'ι περ'ι πάντα, τούτον τον λόγον, ώ τέκνον, προσκΰνει κα'ι θρήσκευε θρησκεία δέ τοϋ θεοΰ μία έστί, μη είναι κακόν.

194


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

του Θεού, και η υλικότητα αποτελεί ενέργεια της ύλης, και η σωματικότητα ενέργεια του σώματος και η ουσιότητά της ουσίας. Και αυτό είναι ο Θεός, το παν. 128 Και στο σύμπαν αυτό, δεν υφίσταται κάτι που να μην υπάρχει. Γιατί ούτε μέγεθος, ούτε τόπος, ούτε ποιότητα, ούτε σχήμα, ούτε χρόνος προσ­ διορίζουν το θεό. Γιατί το σύμπαν είναι τα πάντα και περιβάλλει τα πάντα και ενυπάρχει στα πάντα. Αυτά τα λόγια, παιδί μου, να τα προ­ σκυνάς και να τα έχεις σαν θρησκεία, και η θρη­ σκεία του θεού είναι μία, να μην είσαι κακός. 129

128. Τίποτε δεν συμβαίνει λοιπόν χωρίς όχι απλά την άδεια, αλλά την παρέμ­ βαση τον Θεού. 129. Εδώ έχουμε μία δήλωση και μία προτροπή ότι η θρησκεία τον Θεού είναι μία. Ξεκάθαρο, αφού η αλήθεια για το Θεό είναι μία. Στην εποχή μας έχουμε συνδέσει, αφού έτσι μάθαμε και κανείς μας πιστεύω δεν τολμά να κάνει αλλιώς, την θρησκεία με την ζωή κοντά στο ναό και τα μυστήρια. Δενόμαστε με το θείο μέοω των μυστηρίων. Αυτό είναι τυπική, αλλά και ουσιαστική δια­ δικασία, αν μετέχεις με πίστη στα μυστήρια. Η προτροπή είναι το να μην είναι ο Τατ κακός, άρα να είναι καλός. 195


Δ. Δ.

Λιακόπο

ΛΟΓΟΣ ΙΓ

ΈΡΜΟΥ ΤΡΙΣΜΕΓΊΣΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΥΙΟΝ TAT ΕΝ ΟΡΕΙ ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΚΡΥ­ ΦΟΣ, ΠΕΡΙ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΓΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ Έν τοΐς Γενικοΐς, ώ πάτερ, αίνιγματωδώς καί ού τηλαυγώς έφρασας περί θειότητος διαλεγόμενος ούκ άπεκάλυψας, φάμενος μηδένα δΰνασθαι σωθήναι προ τής παλιγγενεσίας έμοΰ τε σου Ικέτου γενομένου, έπ'ι τής του ορούς καταβάσεως, μετά το σέ έμο'ι διαλεχθήναι, πυθομένου τον τής παλιγγενεσίας λόγον μαθεΐν, ότι τούτον παρά πάντα μόνον άγνοώ, και έφης, όταν μέλλης κόσμου άπαλλοτριοΰσθαι, παραδιδόναι μοι. έτοιμος έγενόμην κα'ι άπηνδρείωσα το έν έμο'ι φρόνημα από τής του κόσμου απάτης συ δέ μου κα'ι τά υστερήματα άναπλήρωσον οις έφης μοι παλιγγενεσίας <γένεσιν> παραδοΰναι προθέμενος έκ φωνής ή κρυβήν άγνοώ, ώ Τρισμέγιστε, έξ οϊας μήτρας άνθρωπος έγεννήθη, σποράς δέ ποίας. ΤΩ τέκνον, σοφία νοερά έν σιγή κα'ι ή σπορά το αληθινόν αγαθόν. Τίνος σπείραντος, ω πάτερ; τό γάρ

196


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσα μας

ΛΟΓΟΣ ΙΓ ΕΡΜΗ ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΙΟ ΤΟΥ TON TAT: ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΚΡΥΦΟΣ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟΣΧΕΧΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Στους “Γενικούς Λόγους”, πατέρα, αινιγματι­ κά και με ασάφεια μίλησες σε διαλογική μορφή για τη θεϊκότητα, δεν αποκάλυψες κάτι, όταν είπες ότι τίποτα δεν είναι δυνατόν να σωθεί από την αναγέννηση, και μετά τη συζήτησή μας, αφού σε ικέτεψα κατά την κατάβασή μας από το βουνό, και σε ρώτησα για τη διδασκαλία της αναγέννησης, επειδή αυτή την αγνοώ, είπες πως θα μου την παραδώσεις όταν πρόκειται να απο­ μονωθείς από αυτόν τον κόσμο. Προετοιμά­ στηκα και ανδρείωσα το φρόνημα μου απέναντι στην απάτη 130 αυτού του κόσμου, και συ, κάλυψέ μου τα κενά με όσα είπες ότι θα μου παραδώσεις σχετικά με την αναγέννηση, κάνοντάς το είτε με τα λόγια είτε με κάποιον απόκρυφο τρόπο. Γιατί αγνοώ Τρισμέγιστε, από ποια μήτρα και από ποιο σπέρμα γεννήθη­ κε ο άνθρωπος. Η σοφία του νου βρίσκεται στη σιωπή, παιδί μου, και το σπέρμα είναι το αληθινό Αγαθό. Που το έσπειρε ποιος, πατέρα ; Γιατί απορώ 130. Απάτη αυτού τον κόσμον. Αντά λέω κι εγώ. Κόσμος των ονείρων, ο κόσμος ο ψεύτικος, ο ανύπαρκτος πον μας με ένα πρόσωπο ανύπαρκτο. Σήμερα νποτίθεται γνωρίζουμε πολλά, αφού πολλοί ασχο­ λούνται, ψάχνουν, γράφουν. Ο Ερμής ο Τρισμέγιστος από πού είχε τη Και μιλάμε για τη γνώση που θεωρούμε σήμερα σωστή, αλλιώς δεν θαασχολούμασταν με το θέμα. 197


Δ. Δ.

Λιακόπο

σύνολον άπορώ. -Του θελήματος του θεοΰ, ώ τέκνον. -Και ποταπος ό γεννώμενος, ώ πάτερ; άμοιρος γάρ τής εν έμο'ι ουσίας [καί τής νοητής]. -νΑλλος έσται ό γεννώμενος θεοΰ θεός παΐς, το παν εν παντί, εκ πασών δυνάμεα>ν συνεστώς. -Αίνιγμά μοι λέγεις, ώ πάτερ, καί ούχ ώς πατήρ υίφ διαλέγη. -Τοΰτο το γένος, ώ τέκνον, ού διδάσκε­ ται, άλλ’ δταν θέλη, ύπδ του θεοΰ άναμιμνήσκεται. -Αδύνατά μοι λέγεις, ώ πάτερ, καί βεβι­ ασμένα δθεν προς ταΰτα όρθώς άντειπείν θέλω αάλλότριος υιός πέφυκα τοΰ πατρικού γένουςή μή φθάνει μοι, πάτερ γνήσιος υιός ειμι διάφρασόν μοι τής παλιγγενεσίας τον τρόπον. Τί είπω, ώ τέκνον; ούκ έχω λέγειν, πλήν τοΰτο όρων τι εν έμο'ι άπλαστον θέαν γεγενημένην εξ έλέου θεοΰ, κα'ι έμαυτον έξελήλυθα εις αθάνατον σώμα, καί ε’ιμι νΰν ούχ ό πρίν, άλλ’ έγεννήθην εν νφ τό πράγμα τοΰτο ού διδάσκεται, ούδέ τφ πλαστφ τοΰτω στοιχεία), δι’ ού έστιν ίδείν διό κα'ι ήμέληταί μοι το πρώτον σύνθετον είδος ούκέτι κέχρωσμαι καί άφήν έχω καί μέτρον, άλλότριος δέ τούτων είμί. νΰν

198


Γιατί και

πώς ζουν ανάμεσά

για όλα συνολικά. - Το θέλημα του Θεού, παιδί μου. - Και τι είδους είναι αυτός που γεννιέται, πατέρα; Γιατί δεν έχει συμμετοχή στην ουσία που βρίσκεται μέσα μου. - Το παιδί που γεννιέται από θεό θα είναι άλλος θεός, το παν μέσα στο παν, συντεθειμέ­ νος από όλες τις δυνάμεις. - Αίνιγμα μου λες τώρα, πατέρα, και δε συζητάς όπως πατέρας με γιο. - Αυτό το γένος δε διδάσκεται, παιδί μου, μόνο υπενθυμίζεται από το Θεό, όταν εκείνος το θέλει. - Αφύσικα και αδύνατα πράγματα μου λες, πατέρα. Γι' αυτό και δικαιολογημένα προβάλ­ λω αντιρρήσεις σ' αυτά, “γεννήθηκα γιος ξένος από το γένος του πατέρα μου”, μη μου αρνείσαι τη γνώση, πατέρα, καθώς είμαι γνή­ σιος γιος σου, εξήγησέ μου τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η αναγέννηση. Τι να σου πω, παιδί μου; Δεν έχω τίποτα να πω, πλην αυτού, βλέποντας ότι μέσα έχει δημιουργηθεί ένα θέαμα έμφυτο από το έλεος του Θεού, βρέθηκα σε αθάνατο σώμα και τώρα δεν είμαι αυτός που ήμουν πριν, 131 αλλά ξαναγεννήθηκα μέσα στο νου. Αυτό το πράγμα δε διδάσκεται και ούτε μπορεί να το δει κανείς με το πλαστό υλικό στοιχείο μέσω του οποίου μπορεί να δει κανείς, γι' αυτό και περιφρονώ την πρώτη σύνθετη φύση μου, γιατί δεν έχω πλέον χρώμα, ούτε αφή, ούτε μέτρο, είμαι απαλλαγμένος τώρα από αυτά. 132 Τώρα, μπο131. Εδώ λέει ο Ερμής ότι πλέον δεν είναι αυτός που ήταν γιατί έχει αναγεν­ νηθεί και είναι ένας νέος άνθρωπος, ένας αθάνατος. Την έννοια της αναγέν­ νησης του ανθρώπου στη διάρκεια της ζωής του, την έχουμε κι εμείς στην Ορθοδοξία, όταν λέμε ότι μετανοώντας γινόμαστε «νέοι άνθρωποι». 132. Εδώ λέει ότι άλλαξε και το ίδιο του το σώμα. Και αυτό που φαίνεται δεν είναι αυτό που είναι. 199


Δ. Δ.

Λιακόπο

όρςχς με, ώ τέκνον, όφθαλμοίς, δ τι δέ <είμι ού> κατανοείς άτενίζων σώματι και δράσει, ούκ όφθαλμοίς τοΰτοις θεωρούμαι νύν, ώ τέκνον. - Εις μανίαν με ούκ όλίγην κα'ι οίστρησιν φρένων ένέσεισας, ώ πάτερ έμαυτδν γάρ νύν ούχ όρώ. -Είθε, ώ τέκνον, κα'ι σύ σεαυτόν διεξελήλυθας, ώς οί εν ύπνω όνειροπολοΰμενοι χωρίς ύπνου. -Λέγε μοι κα'ι τούτο τις έστι γενε­ σιουργός της παλιγγενεσίας; - Ό τού θεού παΐς, ανθροοπος εις, θελήματι θεού. -Νύν το λοιπόν, ώ πάτερ, εις αφασίαν με ηνεγκας των πρ'ιν άπολειφθείς φρένων, το γάρ μέγεθος βλέπω το σόν το αυτό, ώ πάτερ, συν τφ χαρακτηρι. -Κα'ι εν τοΰτω ψεύδη τό γάρ θνητόν είδος καθ’ ημέραν άλλάσσεται χρόνψ γάρ τρέπεται εις αύξησιν και μείωσιν, ώς ψ εύ­ δος. -Τί ούν άληθές έστιν, ώ Τρισμέγιστε; -Τό μη θολοΰμενον, ώ τέκνον, τό μη διοριζόμενον, τό άχρώματον, τό άσχημάτιστον, τό άτρεπτον, τό γυμνόν, τό φαΐνον, τό αύτφ καταληπτόν, τό άναλλοίωτον άγαθόν, τό άσώματον. -Μέμηνα όντως, ώ πάτερ δοκούντος γάρ μου υπό σοΰ σοφού γεγονέναι, ένεφράχθησαν αί αισθήσεις τούτου μου τού νοήματος.

200


ί

Γιατί και

πώςζουν ανάμ

ρεί να με βλέπεις με τα μάτια σου, παιδί μου, αλλά δεν κατανοείς τι είμαι όταν με κοιτάζεις με το σώμα και την όραση σου. Δε μπορείς να με παρατηρήσεις με τα μάτια σου τώρα, παιδί μου. - Σε μεγάλη μανία και έκσταση οδήγησες το νου μου, πατέρα, γιατί τώρα δεν βλέπω πια τον εαυτό μου. - Μακάρι να εξέλθεις και συ, παιδί μου, από τον εαυτό σου, χωρίς ύπνο, όχι σαν αυτούς που ονειροβατούν στον ύπνο τους. 133 - Πες μου κι αυτό, ποιος δημιουργεί την αναγέννηση; - Ο γιος του Θεού, ένας άνθρωπος, ύστερα από θέλημα του Θεού. - Τώρα, πατέρα, με άφησες άφωνο, αφού έχασα το μυαλό μου πριν, καθώς βλέπω το μέγεθος σου, πατέρα, μαζί με το χαρακτήρα σου. - Και ως προς αυτό πλανάσαι, γιατί το θνητό γένος μεταβάλλεται κάθε μέρα, με το χρόνο αυξάνεται και μειώνεται, σαν το ψέμα. - Τι είναι, λοιπόν, αληθινό, Τρισμέγιστε; - Αυτό που είναι ξεκάθαρο, παιδί μου, το απεριόριστο, το άχρωμο, αυτό που δεν διαθέ­ τει σχήμα, το αμετάβλητο, το γυμνό, το ορατό, αυτό που γίνεται από μόνο του αντιληπτό, το Αγαθό που δεν αλλοιώνεται και δεν έχει σώμα. - Πραγματικά τα 'χω χάσει, πατέρα, γιατί μέχρι τώρα νόμιζα ότι με είχες κάνει σοφό, αλλά τώρα έφραξαν οι αισθήσεις αυτής μου της σκέψης. 133. Εδώ τον ομολογεί ότι βγαίνουμε από τον εαυτό μας στον ύπνο μας και πηγαίνουμε στον υπερβατικό κόσμο. Τον λέει όμως επίσης ότι αν «αναγεν­ νηθεί», θα εγκαταλείπει το σώμα του και θα βιώνει τον υπερβατικό κόσμο χωρίς να κοιμάται. 201


Λ. Α.Λιακόπουλος

Ούτως έχει, ώ τέκνον τό μέν ανωφερές, ώς πυρ, κα'ι κατωφερές, ώς γή, και υγρόν, ώς ΰδωρ, κα'ι σΰμπνοον, ώς άήρ ..... πώς αίσθητώς αυτό νοήσεις τό μή σκληρόν, τό μή υγρόν, τό άσφίγγωτον, τό μή διαδυόμενον, τό μόνον δυνάμει και ένεργείςχ νοουμενον, δεόμενον δέ του δυναμένου νοειν την εν θεφ γένεσιν; -’Αδύνατος ούν είμι, ώ πάτερ; -Μή γένοιτο, ώ τέκνον έπίσπασαι εις έαυτόν, κα'ι έλευσεται θέλησον, και γίνεται κατάργησον του σώματος τάς αισθήσεις, κα'ι έσται ή γένεσις τής θεότητος κάθαραι σεαυτον άπό των άλόγοον τής ύλης τιμωριών. -Τιμωρους γάρ έν έμαυτω έχω, ώ πάτερ; -Ούκ ολίγους, ώ τέκνον, άλλα και φοβερούς κα'ι πολλούς. -’Αγνοώ, ω πάτερ. -Μία αυτή, ώ τέκνον, τιμωρία ή άγνοια δευτέρα λύπη τρίτη άκρασία τετάρτη επιθυμία πέμπτη άόικία έκτη πλεονεξία έβδομη απάτη όγδοη φθόνος ένάτη δόλος δεκάτη οργή ένδεκάτη προπέτεια δωδεκάτη κακία εισί δέ αύται τον άριθμόν δώδεκα υπό δέ ταΰτας πλείονες άλλαι, ώ τέκνον, διά του δεσμωτηρίου του σώματος αισθητικώς πάσχειν άναγκάζουσι τον

202


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

- Έτσι έχουν τα πράγματα, παιδί μου, άλλο στοιχείο έχει ανοδική πορεία, όπως η φωτιά, άλλο καθοδική πορεία, όπως η γη, άλλο υγρό, όπως το νερό και άλλο περιβάλλει και ενυπάρχει σ' όλον τον κόσμο, όπως ο αέρας. Πώς θα μπορούσες να κατανοήσεις με τις αισθήσεις αυτό που δεν είναι σκληρό, αυτό που δεν είναι υγρό, αυτό που δεν συμπυκνώνε­ ται, αυτό που δε μπορεί να εισχωρήσει, αυτό που μπορεί να νοηθεί μόνο από τη δύναμη και την ενέργειά του και χρειάζεται αυτόν που μπορεί να κατανοήσει τη γέννηση μέσω του θεού; - Είμαι αδύνατος, λοιπόν, πατέρα; - Όχι βέβαια, παιδί μου, συγκεντρώσου στον εαυτό σου και θα έρθει, αν το θελήσεις, θα γίνει, κατάργησε τις αισθήσεις του σώματος και θα έρθει η γέννηση της θεϊκότητας, καθά­ ρισε τον εαυτό σου από τις παράλογες τιμωρίες της ύλης. - Γιατί, πατέρα; Έχω μέσα μου τιμωρούς; - Όχι λίγους, παιδί μου, είναι και φοβεροί και πολλοί. - Το αγνοώ αυτό, πατέρα. - Μια από τις τιμωρίες είναι αυτή, παιδί μου, η άγνοια, δεύτερη, η λύπη, τρίτη, η ακολασία, τέταρτη, η επιθυμία, πέμπτη, η αδικία, έκτη, η πλεονεξία, έβδομη, η απάτη, όγδοη, ο φθόνος, ένατη, ο δόλος, δέκατη, η οργή, ενδέκατη, το θράσος, δωδέκατη, η κακία, αυτές είναι δώδε­ κα στον αριθμό, 134 αλλά κάτω από αυτές υπάρχουν πολλές περισσότερες, παιδί μου, που αναγκάζουν τον εσωτερικό κόσμο του αν­ θρώπου να υφίσταται πάθη μέσω των αισθή234. Πρώτο πάθος, εχθρό κατονομάζει την άγνοια. Γι' αυτό έλεγε ο Σωκρά­ της: «Ένα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτε». 203


Δ. Δ. Λιακόπονλος ένδιάθετον άνθρω πον άφίστανται δέ αΰται, ούκ άθρόως, άπδ τοϋ έλεηθέντος υπό τοϋ θεοϋ, κ α ι οϋτυ) συνίσταται ό τής παλιγγενεσίας τρόπος και λόγος, λοιπόν σιώπησον, ώ τέκνον, κα'ι εύφήμησον κα'ι δια τοϋτο ού καταπαΰσει το έλεος εις ημάς από τοϋ θεοΰ χαΐρε λοιπόν, τέκνον, άνακαθαιρό μένος ταΐς τοϋ θεοϋ δυνάμεσιν, εις συνάρθρωσιν τοϋ Λόγου. ήλθεν ήμιν γνώσις θεοϋ ταΰτης έλθοϋσης, ώ τέκνον, έξηλάθη ή αγνοια. ήλθεν ήμιν γνώσις χαράς παραγενομένης ταΰτης, ώ τέκνον, ή λΰπη φεΰξεται εις τους χωροϋντας αυτήν. δΰναμιν καλώ έπι χαρμ την εγκράτειαν ώ δΰναμις ήδίστη, προσλάβωμεν, ώ τέκνον, αυτήν άσμενέστατα πώς άμα τω παραγενέσθαι άπώ σατο την άκρασίαν; τετάρτην δέ νϋν καλώ καρτερίαν, την κατά τής επιθυμίας δΰναμιν. ό βαθμός ούτος, ώ τέκνον, δικαιοσΰνης έστ'ιν έδρασμα χωρίς γάρ κρίσεως ιδε πώς την άδικίαν έξήλασεν έδικαιώθημεν, ώ τέκνον, αδικίας άποΰσης. έκτην δΰναμιν καλώ εις ημάς, την κατά τής πλεονεξίας, κοινωνίαν, απόστασης δέ έτι καλώ την αλήθειαν κα'ι φεύγει απάτη, αλήθεια παραγίνεται Γδε πώς τό άγαθόν πεπλήρωται, ώ τέκνον, παραγινομένης τής αλήθειας φθόνος γάρ άφ’ ημών άπέστη τή δέ άληθείμ κα'ι τό

204


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσα μ

σεων και της φυλακής που αποτελεί το σώμα. Αυτές αφήνουν, όχι όμως όλες μαζί, αυτόν που ελεεί ο θεός, και έτσι επισυμβαίνει ο τρόπος και η ουσία της αναγέννησης. Σώπασε και κάνε ησυχία, παιδί μου, έτσι δε θα παύσει το έλεος του Θεού προς εμάς, 135 να ευχαριστη­ θείς, λοιπόν, παιδί μου, την κάθαρση μέσω της δύναμης του Θεού, με σκοπό τη συγκρότηση του θείου λόγου μέσα σου. Η γνώση του Θεού μάς έχει έρθει, και αφού έχει έρθει αυτή, παιδί μου, η άγνοια έφυγε. Η γνώση της χαράς μας έχει έρθει, και αφού έχει έρθει και αυτή, παιδί μου, η λύπη φεύγει προς αυτούς που έχουν χώρο γι' αυτήν. Τη δύναμη που επέρχεται μετά τη χαρά, την ονομάζω, εγκράτεια, τη δύναμη την απολαυ­ στικότατη, ας τη δεχτούμε με μεγάλη προ­ θυμία, παιδί μου, πώς με την εμφάνισή της απώθησε την ακολασία ; Τέταρτη τώρα ονομά­ ζω την εγκαρτέρηση, τη δύναμη απέναντι στην επιθυμία. Αυτό το επίπεδο είναι η βάση της δικαιοσύνης, παιδί μου, γιατί, παρατήρησε, πως χωρίς δίκη, έδιωξε την αδικία, γίναμε δίκαιοι, παιδί μου, λόγω της απουσίας της αδικίας. Την έκτη δύναμη σε 'μας, που αντι­ μάχεται την πλεονεξία, την ονομάζω συνερ­ γασία. Και αφού φύγει κι αυτή, έρχεται η αλήθεια και με τον ερχομό της διώχνει την απάτη. Παρατήρησε, πώς συμπληρώνεται το αγαθό, όταν έρχεται η αλήθεια, ο φθόνος φεύγει από εμάς, και μαζί με την αλήθεια, εμφανίζεται το αγαθό, μαζί με τη ζωή και το

135. Τοέλεος τον Θεού ήταν γνωστό πριν από χιλιάδες χρόνια. Δεν το γνώ ριζαν όμως οι πολλοί, γι' αυτό και το ζητούσαν. Την εποχή βέβαια ειπώθηκαν αντά τα λόγια, ο κόσμος δεν γνώριζε την ύπαρξη τον Θεού, αφού ο παγκόσμιος ηγέτης των ΕΛ, Ζευς, έδωσε εντολή να μην πουν στονζ αν­ θρώπους για το Θεό. Αυτός ήταν και ο Μέγας Όρκος των ΕΛ. 205


Δ. Δ. Λιακόπουλος

αγαθόν έπεγένετο, άμα ζωή κα'ι φωτί, κα'ι ούκέτι έπήλθεν ούδεμία τοΰ σκότους τιμωρία, άλλ’ έξέπτησαν νικηθεΐσαι οίζφ. έγνα)κας, ώ τέκνον, τής παλιγγενεσίας τον τρόπον τής δεκάδος παραγινομένης, ώ τέκνον, συνετέθη νοερά γένεσις κα'ι την δωδεκάδα έξελαύνει κα'ι έθεαιθημεν τή γενέσει όστις ούν έτυχε κατά τδ έλεος τής κατά θεόν γενέσεως, την σωματικήν αίσθησιν καταλιπών, εαυτόν γνωρίζει εκ τούτων συνιστάμενον κα'ι ευφραίνεται -Άκλινής γενόμενος ύπδ τοΰ θεοΰ, ώ πάτερ, φαντάζομαι, ούχ δράσει οφθαλμών αλλά τή διά δυνάμεων νοητική ένεργείμ. εν ούρανω είμι, εν γή, εν ΰδατι, εν αέρι εν ζιροις ειμί, εν φυτοΐς εν γαστρί, προ γαστρός, μετά γαστέρα, πανταχοΰ. άλλ’ έτι τοΰτό μοι ειπέ, πώς αί τιμωρίαι τοΰ σκό­ τους, ουσαι άριθμώ δώδεκα, ύπδ δέκα δυνάμεων άπωθοΰνται. τίς ό τρόπος, ω Τρισμέγιστε; -Το σκήνος τοΰτο, δ καί, ώ τέκνον, διεξεληλΰθαμεν, εκ τοΰ ζιοοφόρου κύκλου συνέστη κα'ι τούτου συνεστώτος εκ [αριθμών] δώδεκα όντων τον άριθμόν, φύσεως μιας, παντομόρφου ιδέας, εις πλάνην τοΰ ανθρώπου διαζυγα'ι εν αύταΐς είσιν, ώ τέκνον, ήνωμέναι εν τή πράξει ....αχώριστος έστιν ή προπέτεια τής οργής εισ'ι δε κα'ι αδιόριστοι, εικότως ούν κατά τον ορθόν λόγον την άπόστασιν ποιοΰν-

206


Πιατί

και

πώ ς ζουν ανάμεσ

φως, καν δεν έρχεται πλέον καμιά τιμωρία από το σκότος, καθώς έφυγαν με ορμή, αφού νικήθηκαν. Έμαθες τώρα τον τρόπο με τον οποίο πραγ­ ματοποιείται η αναγέννηση, παιδί μου, αφού εμφανιστεί η δεκάδα, παιδί μου, συντίθεται η νοητική γέννηση και απωθεί τη δωδεκάδα και μας οδηγεί στη θέωση η γέννηση αυτή. Όποι­ ος, λοιπόν, έτυχε της γεννήσεως σύμφωνα με το Θεό και την ευσπλαχνία του, αφού απομα­ κρυνθεί από τις σωματικές αισθήσεις, αντι­ λαμβάνεται ότι ο εαυτός του αποτελείται από αυτά και χαίρεται. - Αφού με έκανε ατάραχο ο θεός, το φαντά­ ζομαι, πατέρα, όχι μέσω της όρασης των ματιών αλλά μέσω της νοητικής ενέργειας που προσφέρουν οι δυνάμεις. Είμαι στον ουρανό, στη γη, στο νερό, στον αέρα, βρίσκομαι μέσα στα ζώα, στα φυτά, μέσα στην κοιλιά, πριν από την κοιλιά, μετά την κοιλιά, παντού, αλλά εξήγησέ μου κι αυτό, πώς οι τιμωρίες του σκό­ τους, που είναι δώδεκα στον αριθμό, απωθούνται από δέκα δυνάμεις; Με ποιον τρόπο, Τρισμέγιστε; - Το σώμα αυτό, από το οποίο ξεφύγαμε, παιδί μου, συντέθηκε από το ζωδιακό κύκλο, ο οποίος συγκροτήθηκε και αυτός από δώδεκα στον αριθμό στοιχεία, τα οποία όμως έχουν μία μόνο φύση και μπορούν να πάρουν κάθε μορφή προκειμένου να παραπλανήσουν τον άνθρωπο. Σ' αυτές τις τιμωρίες, παιδί μου, υπάρχουν ζευγάρια που στην πράξη είναι ενω­ μένα, αχώριστο είναι το θράσος από την οργή, δεν είναι, όμως, δυνατό να προσδιοριστούν με σαφήνεια τα όρια του καθενός. Κατά την ορθή λογική, λοιπόν, δικαιολογημένα απομα-

207


Α. Δ. Λιακόπουλος

ται, καθώς κα'ι άπο δέκα δυνάμεων έλαυνάμεναι, τουτέστιν άπο της δεκάδος ή γάρ δεκάς, ώ τέκνον, έστι ψυχογόνος ζωή δε κα'ι φως ήνωμέναι είσίν, ένθα ό τής ένάδος αριθμός πέφυκε του πνεύματος, ή ένας οΰν κατά λόγον την δεκάδα έχει, ή δέ δεκάς την ένάδα. - Πόχτερ, τό παν όρώ και έμαυτόν έν τώ νοΐ. -Αυτή έστ'ιν ή παλιγγενεσία, ώ τέκνον, τό μηκέτι φαντάζεσθαι εις τό σώμα τό τριχή διαστατόν ... διά τον λόγον τούτον τον περί τής παλιγγενεσίας εις όν ύπεμνηματισάμην ίνα μη ώμεν διάβολοι του παντός εις τους πολλούς, εις οΰς ό θεός αυτός θέλει. -Είπέ μοι, ώ πάτερ, τό σώμα τοϋτο τό εκ δυνάμεων συνεστός λΰσιν ’ίσχει ποτέ; -Εύφήμησον και μη άδυνατα φθέγγου έπέί άμαρτήσεις κα'ι άσεβηθήσεταί σου ό οφθαλμός του νοΰ. τό αισθητόν τής φΰσεως σώμα πόρρωθέν έστι τής ουσιώ­ δους γενέσεως τό μεν γάρ έστι διαλυτόν, τό δέ άδιάλυτον, κα'ι τό μεν θνητόν, τό δέ αθάνατον, άγνοεις ότι θεός πέφυκας κα'ι του ένός παις, ο κάγώ; -Έβουλόμην, ω πάτερ, την διά του ΰμνου ευλογίαν, ήν έφης έπ'ι την όγδοάδα γενομένου σου άκοΰσαι τών δυνάμεων. -Καθώς Ό γδοάδα ό Ποιμάνδρης έθέσπισε, τέκνον, καλώς σπεύδεις λΰσαι τό

208


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

κρύνονται σαν να απωθούνται από δέκα δυνά­ μεις, τη δεκάδα. Γιατί η δεκάδα, παιδί μου, είναι αυτή που γεννά τις ψυχές, η ζωή και το φως είναι ενωμένα, όπου έχει δημιουργηθεί η μονάδα του πνεύματος. Η μονάδα, λοιπόν, κατά την ορθή λογική, περιέχει τη δεκάδα, και η δεκάδα τη μονάδα. - Βλέπω τα πάντα και τον εαυτό μου μέσα στο νου, πατέρα. - Αυτή είναι η αναγέννηση, παιδί μου, το να μην φαντάζεσαι μέσα από το τρισδιάστατο σώμα. Γι' αυτό και εξήγησα τη διδασκαλία της αναγέννησης μόνο σε 'σένα, για να μη βεβηλώσουμε το σόμπαν με το να απο­ καλύπτουμε τα μυστικά του σε πολλούς, αλλά μόνο σ' αυτούς, στους οποίους επιθυμεί ο Θεός - Πες μου, πατέρα, το σώμα αυτό που συντίθεται από δυνάμεις, θα διαλυθεί ποτέ; - Πρόσεξε τα λόγια σου και μη λες πράγμα­ τα αδύνατα, παιδί μου, γιατί θα αμαρτήσεις και θα τυφλωθεί το μάτι του νου σου. *36 Το αισθητό σώμα που δημιουργείται από τη φύση βρίσκεται μακριά από την ουσιώδη γέννηση, γιατί το πρώτο είναι διαλυτό, το δεύτερο αδιάλυτο, το πρώτο θνητό, το δεύτερο αθάνα­ το. Αγνοείς το γεγονός ότι γεννήθηκες θεός και γιος του Ενός, όπως και 'γω; - Θα ήθελα να ακούσω την ευλογία, που μοι­ άζει με ύμνο, πατέρα, αυτή που λες ότι άκουσες από τις δυνάμεις, όταν βρέθηκες στην όγδοη μονάδα. - Όπως ο Ποίμανδρης θέσπισε την όγδοη μονάδα, παιδί μου, σωστά σπεύδεις να 236. Το μάτι τον νου, το λεγόμενο τρίτο μάτι, είναι αυτό με το οποίο βλέπουμε τον υπερβατικό κόσμο. Είναι δηλαόή ένα μάτι ανύπαρκτο και πνευματικό.

2Θ9


Δ. Δ.

Λιακόπο

σκήνος κεκαθαρμένος γάρ. ό Ποιμάνδρης, ό τής αυθεντίας νους, πλέον μοι των έγγεγραμμένιυν ού παρέδιοκεν, είδώς ότι ά π’ έμαυτοΰ δυνήσομαι πάντα νοεΐν καί άκοΰειν ών βούλομαι, κα'ι όράν τα πάντα, και έπέτρεψέ μοι εκείνος ποιειν τά καλά, διό κα'ι έν πάσιν αί δυνάμεις αί έν έμο'ι ρδουσι. -Θέλω, πάτερ, άκοΰσαι, κα'ι βούλομαι ταΰτα νοήοαι. -Ήσΰχασον, ώ τέκνον, και τής άρμοζοΰσης νυν ακούε ευλογίας, τον ύμνον τής παλιγγενεσίας, ον ούκ έκρινα ούτως εύκόλιυς έκφάναι, εΐ μή σοι έπι τέλει του παντός, οθεν τοΰτο ού διδάσκεται, άλλα κρύπτεται έν σιγή, ούτως ούν, ώ τέκνον, στάς έν ύπαίθρω τόπω, νότω άνέμω άποβλέπων περ'ι καταφοράν του ήλιου δΰνοντος, προσκύνει ομοίως κα'ι ανιόντος προς άπηλιώτην. ήσΰχασον, ώ τέκνον.

210


Γιατί και

πώς ζουν ανάμεσ

διαλύσεις το σώμα σου, καθώς έχεις υποστεί την κάθαρση. Ο Ποίμανδρης, λοιπόν, ο νους της απόλυτης αρχής, δεν μου παρέδωσε κάτι παραπάνω από όσα έχουν γραφτεί, επειδή ήξερε ότι από μονός μου μπορώ να κατανοήσω τα πάντα και ν' ακούσω αυτά που θέλω και να δω τα πάντα και μου ανέθεσε εκείνος να πράξω τα σωστά. Γι' αυτό και σε κάθε περίπτωση οι δυνάμεις που βρίσκονται μέσα μου ψάλλουν. - Θέλω να ακούσω, πατέρα, και να τα κατα­ νοήσω. - Ησύχασε και άκου τώρα την πρέπουσα ευλογία, παιδί μου, τον ύμνο της αναγέννησης, τον οποίο αποφάσισα να σου φανερώσω όχι και τόσο εύκολα στο τέλος της μύησής σου. Γι' αυτό, αυτός δε διδάσκεται, αλλά κρύβεται στη σιωπή. Έτσι, λοιπόν, παιδί μου, αφού σταθείς σε υπαίθριο τόπο, ατενίζοντας το νότο κατά τη δύση του ηλίου, προσκύνα, το ίδιο και όταν ανατέλλει ο ήλιος, ατενίζοντας την ανατολή. Ησύχασε τώρα, παιδί μου.

211


Λ. Α.

Λιακόπο

ΥΜΝΩΔΙΑ ΚΡΥΠΤΗ -πάσα φΰσις κόσμου προσδεχέσθω τοϋ ύμνου την ακοήν, άνοίγηθι γή, άνοιγήτω μοι πας μοχλός όμβρου, τα δένδρα μή σείεοθε. ύμνεΐν μέλλω τον τής κτίσεως κύριον, καί τό παν καί τό έν. άνοίγητε ουρανοί, άνεμοί τε στήτε. ό κύκλος ό άθάνατος του θεού, προσδεξάσθω μου τον λόγον μέλλω γάρ ύμνεΐν τον κτίσαντα τα πάντα, τον πήξαντα την γην κα'ι ουρανόν κρεμάσαντα και έπιτάξαντα εκ του ώκεανού τό γλυκύ ύδωρ εις την οικουμένην και άοίκητον ύπάρχειν εις διατροφήν κα'ι κτίσιν πάντων τών άνθρώπων, τον έπιτάξαντα πυρ φανήναι εις πάσαν πράξιν θεοις τε κα'ι άνθρωποις. δώμεν πάντες όμοϋ αύτω την ευλογίαν, τω έπ'ι τών ουρανών μετεώρω, τώ πόσης φύσεως κτίστη, ούτός έστιν ό του νοΰ οφθαλμός, κα'ι δέξαιτο τών δυνάμεων μου την ευλογίαν. αί δυνάμεις αί έν έμοί, υμνείτε τδ έν κα'ι τό παν συνάσατε τω θελήματί μου πάσαι αί έν έμο'ι δυνάμεις, γνώσις άγια, φωτισθε'ις από σοϋ, διά σου τό νοητόν φώς ύμνων χαίρω έν χαρά νοΰ. πάσαι δυνάμεις υμνείτε συν έμοί. κα'ι συ μοι, έγκράτεια, υμνεί, δικαιοσύνη μου, τό δίκαιον υμνεί δι’ έμοϋ. κοινωνία ή έμή, τό πάν υμνεί δ ι’ έμοϋ υμνεί άλήθεια την άλήθειαν. τό αγαθόν, αγαθόν, υμνεί ζωή κα'ι φώς, άφ’ υμών εις

212


Γιατί και

πώ ς ζουν ανάμεσ

ΥΜΝΩΔΙΑ ΑΠΟΚΡΥΦΗ

- Όλη η φύση ας υποδεχτεί αυτόν τον ύμνο. Ας ανοίξει η γη, ας ανοίξει για μένα κάθε μοχλός της βροχής και τα δένδρα ας μην κου­ νιούνται. Πρόκειται να δοξάσω τον κύριο της κτήσης, το παν και το ένα. Ας ανοίξουν οι ου­ ρανοί και οι άνεμοι ας σταθούν. Ο αθάνατος κύκλος του Θεού ας δεχτεί τα λόγια μου. Γιατί πρόκειται να δοξάσω αυτόν που έκτισε τα πάντα, αυτόν που στερέωσε τη γη και κρέμασε τον ουρανό και ξεχώρισε το γλυκό νερό από τον ωκεανό να βρίσκεται στην κατοικημένη και ακατοίκητη γη για τη διατροφή και τη δημιουργία των ανθρώπων, αυτόν που έδωσε εντολή να φανερωθεί η φωτιά στους θεούς και στους ανθρώπους και να μετέχει σε κάθε πράξη τους. Ας τον εξυμνήσουμε όλοι από κοι­ νού, αυτόν που βρίσκεται στα ουράνια, τον κτίστη ολόκληρης της φύσης. Αυτός είναι το μάτι του νου και ας δεχτεί τη δοξασία των δυνάμεών μου. Δυνάμεις που βρίσκεστε μέσα μου δοξάστε το ένα και το παν. Όλες οι δυνάμεις που βρίσκεστε μέσα μου μαζί με τη θέλησή μου, ψάλλετε. Αγια γνώση, φωτισμένος από σένα, δοξάζοντας μέσω εσού και το νοητό φως, χαί­ ρομαι με τη χαρά του νου μου. Όλες οι δυνά­ μεις δοξάστε μαζί μου. Και συ εγκράτεια, δόξασε μαζί μου. Δικαιοσύνη μου, δόξασε το δίκαιο μέσα από την υμνωδία μου. Ελε­ ημοσύνη μου, δόξασε το παν μέσα από μένα, αλήθεια, δόξασε την αλήθεια, αγαθό, δόξασε το αγαθό, ζωή και φως, η δοξασία αυτή, από 'σας και προς εσάς απευθύνεται. Σ' ευχαριστώ,

213


Δ. Δ. Λιακόπουλος

υμάς χωρεΐ ή ευλογία, ευχάριστο) σοι, πάτερ, ένέργεια των δυνάμεοιν. ευχαριστώ σοι, θεέ, δΰναμις τών ένεργειών μου ό σός Λόγος δι’ έμοϋ υμνεί σέ. δι’ έμοϋ δέξαι τό πάν λόγω, λογικήν θυσίαν. ταϋτα βοώσιν αί δυνάμεις α'ι έν έμοί τό παν ύμνοϋσι, τό σόν θέλημα τελοϋσι, ιτή βουλή άπό σου έπ'ι σέ, τό παν. δέξαι άπό πάντων λογικήν θυσίαν τό παν τό έν ήμΐν, σώζε ζωή, φώτιζε φώς, πνεύμα θεέ Λόγον γάρ τον σόν ποιμαίνει ό Νους, πνευματοφόρε, δημιουργέ συ εΐ ό θεός, ό σός άνθρωπος ταϋτα βορ διά πυρός, δι’ άέρος, διά γης, διά ϋδατος, διά πνεύματος, διά τών κτισμάτοον σου. άπό σοϋ Αίώνος ευλογίαν εύρον καί, ό ζητώ, βουλή τή σή άναπέπαυμαι. εΐδον θελήματι τφ σφ την ευλογίαν ταϋτην λεγομένην. - γΩ πάτερ, τέθεικα κα'ι έν κόσμο) τφ έμφ. -Έν τώ νοητω λέγε, τέκνον. -Έν τώ νοητω, ώ πάτερ δύναμαι, έκ τοϋ σοϋ ϋμνου κα'ι τής σής ευλογίας έπιπεφώτισταί μου ό νοϋς. πλέον θέλω κάγώ πέμψαι έξ ιδίας φρενός ευλογίαν τώ θεφ. - Ώ τέκνον, μη άσκόπως. -Έν τφ νφ, ω πάτερ, ά θεωρώ, λέγω, σοί, γενάρχα τής γενεσιουργίας, Τάτ θεφ πέμπω λογικάς θυσίας, θεέ, συ πάτερ, σϋ ό κύριος, συ ό νοϋς, δέξαι λογικάς άς θέλεις

214


Γιατί και

πώς ζουν ανάμεσα

πατέρα, ενέργεια των δυνάμεών μου. Σ' ευχα­ ριστώ, Θεέ, δύναμη των ενεργειών μου. Ο δικός σου Λόγος μέσα από μένα σε δοξάζει. Δεξου από 'μένα το παν μέσω των λόγων μου, τη θυσία του λόγου. Αυτά κραυγάζουν οι δυνάμεις που βρίσκο­ νται μέσα μου, υμνούν το παν, εκτελούν το θέλημά σου, η βούλησή σου πηγάζει από σένα και ξαναγυρνά σε σένα, που είσαι το παν. Δεξου από όλα τη θυσία του λόγου. Εσύ ως παν που βρίσκεσαι μέσα μας, σώζε μας ως ζωή και φώτιζέ μας ως φως, Θεέ. Γιατί ο νους καθοδηγεί το λόγο σου. Δημιουργέ, εσύ που φέρεις το πνεύμα, Εσύ είσαι ο Θεός. Ο άν­ θρωπος που εσύ δημιούργησες, αυτά σου κραυγάζει μέσω της φωτιάς, του αέρα, της γης, του νερού, μέσω του πνεύματος, μέσω των δημιουργημάτων σου. Εσύ μου χάρισες την δοξασία της Αιωνιότητας και αποκτώ την ατα­ ραξία χάρη στη βούλησή σου, πράγμα το οποίο αναζητώ. Χάρη στο δικό σου θέλημα άκουσα τη δοξασία αυτή να ψάλλεται. 137 - Την έβαλα και στον δικό μου κόσμο, πατέρα. - “Στον νοητό κόσμο”, να λες, παιδί μου. - Στον νοητό, πατέρα, μπορώ. Από τον ύμνο και τη δοξασία σου φωτίστηκε ο νους μου. Θέλω και 'γω πλέον να απευθύνω δοξασία στο θεό μέσα από το δικό μου νου. - Όχι άσκοπα, παιδί μου. - Αυτά που υπάρχουν στο νου μου λέω, πατέρα. Σε σένα, γενάρχη της δημιουργίας, εγώ ο Τατ, στέλνω θυσίες του λόγου. Θεέ, εσύ πατέρα, εσύ κύριε, εσύ νου, δεξου τις θυσίες του λόγου που θέλεις από μένα, γιατί, όταν το

137. Η προσευχή αυτή κάλλισταθα μπορούσε να ειπωθεί και για το έλεος, την παντοδυναμία και το θέλημα του Θεού. 215


Δ. Δ.

Λιακόπο

άπ’ εμού σου γάρ βουλομένου πάντίχ τελείται. -Σΰ, ώ τέκνον, πέμτ|)ον δεκτήν θυσίαν τω πάντων πατρ'ι θεφ. αλλά και πρόσθες, ώ τέκνον, “διά τού Λόγου.” -Ευχαριστώ σοι, πάτερ, ταύτά μοι αίνειν εύξαμένω. -Χαίρω, τέκνον, καρποφορήσαντος εκ τής άληθείας τά άγαθά, τά αθάνατα γενήματα. τούτο μαθών παρ’ έμοΰ τής άρετής σιγήν έπάγγειλαι, μηδενί, τέκνον, έκφαίνων τής παλιγγενεσίας τήν παράδοσιν, ινα μή ώς διάβολοι λογισθώμεν. ίκανώς γάρ έκαστος ημών έπεμελήθη, εγώ τε ό λέγων, σΰ τε ό άκοΰων. νοερώς έγνως σεαυτον κα'ι τον πατέρα τον ήμέτερον.

216


Γ\ατί

και

πώςζουν ανάμε

θέλεις εσύ, όλα πραγματοποιούνται. - Και συ, παιδί μου, στείλε αποδεκτή θυσία στο θεό, τον Πατέρα του σύμπαντος. Αλλά πρόσθεσε, παιδί μου, στα λόγια σου, “μέσω του λόγου”. - Σε ευχαριστώ, πατέρα, που με συμβου­ λεύεις κατά την προσευχή μου. - Χαίρομαι, παιδί μου, που απολαμβάνεις μέσω της αλήθειας τα αγαθά, τους αθάνατους καρπούς. Αυτό αφού έμαθες από 'μένα, υποσχέσου μου ότι θα κρατήσεις κρυφή την αρετή, σε κανέναν δεν θα αποκαλύψεις, παιδί μου, την παράδοση της αναγέννησης, ώστε να μην θεω­ ρηθούμε βεβηλωτές της. Γιατί αρκετά πρόσεξε ο καθένας από 'μας, και εγώ που μιλούσε και εσύ που άκουγες. Μέσω του νου σου, γνώρι­ σες τον εαυτό σου και τον πατέρα μας.

217


Δ. Δ.

Λιακόπο

ΛΟΓΟΣ ΙΛ ΈΡΜΟΥ ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΩΙ ΕΥ ΦΡΟΝΕΙΝ -Έπε'ι ό υιός μου Τάτ άπόντος σοϋ την τών όλων ήθέλησε φΰσιν μαθεΐν, ύπερθέσθαι δέ μοι ούκ έπέτρεπεν, ώς υιός και νεώτερος άρτι παρελθών έπ'ι την γνώσιν τών περί ενός έκαστου, ήναγκάσθην πλείονα είπεΐν, όπως εύπαρακολοΰθητος αύτψ γένηται ή θεωρία, σο'ι δέ εγώ τών λεχθέντων τά κυριώτατα κεφάλαια έκλεξάμενος δ ι’ ολίγων ήθέλησα έπιστείλαι, μυοτικώτερον αυτά έρμηνεΰσας, ώς αν τηλικούτω και έπιοτήμονι τής φΰσεως. -ε’ι τά φαινόμενα πάντα γέγονε κανι γίνεται, τά δέ γεννητά ούχ ύφ’ εαυτών άλλ’ ύφ’ ετέρου γίνεται, πολλά δέ γεννητά, μάλλον δέ πάντα τά φαινόμενα κα'ι πάντα τά διάφορα κα'ι ούχ όμοια, γίνεται δέ ύφ’ ετέρου τά γινόμενα, έστι τις ό ταΰτα ποιων και ούτος άγέννητος, ιν’ η πρεσβύτερος τών γεννητών τά γάρ γεννητά φημι ύφ ’ ετέρου γίνεσθαι τών δέ γεννητών όντων αδύνατόν τι πρεσβΰτερον πάντων είναι, ή μόνον τό άγέννητον. ούτος δέ κα'ι κρείττων και εις κα'ι μόνος όντως σοφός τά

218


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

ΛΟΓΟΣ ΙΔ Ο ΕΡΜΗΣ Ο ΤΡΙΣΜ ΕΓΙΣΤΟΣ ΧΑΙΡΕΤΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΣΚΛΗΠΙΟ

- Επειδή ο γιος μου ο Τατ, όταν εσύ ήσουν απών, θέλησε να μάθει τη φύση των πάντων και δε μου επέτρεψε να το αναβάλω, καθώς είναι γιος μου και νεώτερος που μόλις κατέκτησε τη γνώση για κάθε πράγμα, αναγκάστηκα να του πω περισσότερα, ώστε να είναι σε θέση να την παρακολουθεί ευκολότερα. Αφού επέλεξα τα κυριότερα σημεία από αυτά που ειπώθηκαν και τα διατύπωσα πιο μυστικιστικά, όπως ταίριαζε σ' έναν τόσο μεγάλο επιστήμονα της φύσης, σε σένα θέλησα να τα γνωστοποιήσω. Αν όλα τα ορατά έχουν γίνει και εξακολουθούν να γίνονται, και αν αυτά που γεννιούνται δε γεννιούνται αυτοτελώς, αλλά χάρη σε κάτι άλλο, και αν πολλά είναι αυτά που γεννιούνται και όλα είναι ορατά και όλα διαφορετικά μεταξύ τους και πάντως όχι όμοια, και αν αυτά που γεννιούνται γεν­ νιούνται από κάποιον άλλον, ο οποίος είναι αγέννητος, καθώς είναι προγενέστερος όλων αυτών που έχουν γεννηθεί, γιατί πιστεύω πως όλα όσα γεννιούνται, γεν­ νιούνται από κάποιον άλλον. Από όλα αυτά που έχουν γεννηθεί, όμως, είναι αδύνατον να υπάρχει κάτι προγενέστερο εκτός από το αγέννητο. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος και ένας και μοναδικός πραγματικά σοφός σε όλα, καθώς δεν υπάρχει τίποτα προγενέστε-

219


Λ. Λ. Λιακόπουλος

πάντα, ώς μή εχων μηδέν πρεσβύτερον άρχει γάρ κα'ι τώ πλήθει κα'ι τω μεγέθει κα'ι τη διαφορά ιώ ν γενομένων κα'ι τή συνεχείς τής ποιήσεως. έπειτα δε τα γεννητά δρώμενά έοτιν, έκεΐνος δέ άόρατος. διά τούτο γάρ ποιεί, ινα ορατός η. άε'ι ούν ποιεί ορατός τοιγαρούν έστιν. ούτως έοτιν άξιον νοήσαι κα'ι νοήσαντα θαυμάσαι κα'ι θαυμάσαντα εαυτόν μακαρίσαι, τον πατέρα γνωρίσαντα. τί γάρ γλυκύτερον πατρός γνησίου; τις ούν έοτιν ούτος κα'ι πώς αυτόν γνωρίσομεν; ή τούτω την τού θεού προσηγορίαν μόνο) δίκαιον άνάκειοθαι, ή την τού ποιητού, ή την τού πατρός, ή κα'ι τάς τρεις; θεόν μέν διά την δΰναμιν, ποιητήν δέ διά την ένέργειαν, πατέρα δέ διά τό άγαθόν. δΰναμις γάρ έστι, διάφορος των γενομένων, ένέργεια δέ έν τώ πάντα γίνεοθαι. διό τής πολυλογίας τε και ματαιολογίας άπαλλαγέντας χρή νοειν δύο ταύτα, τό γινόμενον κα'ι τον ποιούντα μέσον γάρ τούτων ούδέν ουδέ τρίτον τι. πάντα ούν νοών, κα'ι πάντα άκούων,

220


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μ α ς

ρο από αυτόν. 138 Γιατί υπερτερεί και ως προς πλήθος και στο μέγεθος και στη διαφορά αυτών που έχουν γεννηθεί και στη συνέχεια της δημιουργίας. Έπειτα ό,τι γεννιέται είναι ορατό, ενώ εκείνος αόρατος. ΓVαυτόν το λόγο, λοιπόν, δημιουργεί, για να γίνει ορατός. Πάντα λοιπόν δημιουργεί, έτσι λοιπόν γίνεται ορατός. Έτσι αξίζει να τον κατανοήσουμε, και αφού τον κατανοήσουμε, να τον θαυμάσουμε, και αφού τον θαυμάσουμε, να τον μακαρίσουμε, αφού έχουμε γνωρίσει τον πατέρα. Γιατί τι είναι πιο γλυκό από τον ίδιο το γνή­ σιο πατέρα; Τι, λοιπόν, είναι αυτός και πώς θα τον γνωρίσουμε; Και είναι σωστό η ονομασία “θεός” να είναι αφιερωμένη μόνο σ' αυτόν ή του “δημιουργού”, ή του “πατρός”, ή και οι τρεις ; “Θεός” λόγω της δύναμής του, “δημιουργός” λόγω των ενεργειών του, “πατέρας” λόγω της αγαθότητάς του. Γιατί έχει δύναμη, διαφορετική από αυτή που έχουν αυτά που γεννιούνται, και αποτελεί την ενέργεια μέσα σε όλα όσα γεννιούνται. Γι' αυτό, αφού απαλλαγούμε από την πο­ λυλογία και τη φλυαρία, πρέπει να κατανοήσουμε αυτά τα δύο, αυτό που γεννιέ­ ται και το δημιουργό του. Ανάμεσα, λοιπόν, σ' αυτά δεν υπάρχει κάποιο άλλο τρίτο στοιχείο. Κατανοώντας, λοιπόν τα πάντα και ακούγοντας τα πάντα, να θυμάσαι αυτά τα δύο 138. Ο Ασκληπιός, ο γιος τον Φοίβου, Μουσηγέτη, Σιτάλκα, Τελέστωρα, Τοξοβόλον, Ογκεάτα Απόλλωνα. Ο Ασκληπιός λοιπόν ήθελε να κάνει δύο πράγματα: α) να μάθει στους ανθρώπους πώς να κάνουν τα σώμα­ τά τους αθάνατα και β) να διδάξει στους ανθρώπους για τον ελεήμονα, πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα Τριαδικό Θεό. Αυτό αποτελούσε παράβαση του όρκον που ο Δίας επέβαλε στους Ολύμπιους ΕΑ. Έτσι ο Δίας σκότωσε τον Ασκληπιό. 221


Δ. Δ.

Λιακόπο

των δυο τούτων μέμνησο και ταΰτα είναι νόμιζε τα πάντα, μηδέν εν άπορίρ τιθέ­ μενος, μή τών άνω, μη των κάτω, μη των θείων, μη τών μεταβλητών, ή τών εν μυχώ δυο γάρ έστι τά πάντα, τδ γινόμενον κα'ι τδ ποιούν, κα'ι διαστήναι τδ έτερον του ετέρου αδύνατον ουδέ γάρ τδν ποιοΰντα χωρίς του γινομένου δυνατδν είναι έκάτερος γάρ αυτών αύτδ τούτο έστι διδ ούκ έστι τδ έτερον του έτέρου χωρισθήναι, άλλ’ <ούδέ> αύτδ εαυτού. ει γάρ ό ποιών άλλο ούδέν έστιν ή τδ ποιούν, μόνον, άπλούν, άσύνθετον, ποιειν ανάγκη τούτο αύτδ έαυτω, ώς γένεσίς έστι τδ ποιειν τού ποιούντος κα'ι πάν τδ γ ιν ό ­ μενον αδύνατον ύφ’ έαυτοΰ γινόμενον είναι, γινόμενον δέ ύφ’ έτέρου άνάγκη γίνεσθαι τού δέ ποιούντος άνευ τδ γεννητδν ούτε γίνεται ούτε έστι. τδ γάρ έτερον τού έτέρου άνευ άπώλεσε την ιδίαν φύσιν, στερήσει τού έτέρου. ει τοίνυν δύο ώμολόγηται τά όντα, τό τε γινόμενον κα'ι τδ ποιούν, έν έστι τή ένώσει, τδ μέν προηγούμενον τδ δέ έπόμενον προηγούμενον μέν, ό ποιών θεός, έπόμενον δέ τδ γ ιν ό ­ μενον, όποιον έάν ή. κα'ι μή διά την ποικιλίαν τών γινομένων

222


Γιατί και πώς ζουν

μας

και να θεωρείς ότι είναι τα πάντα, και να μην αμφιβάλεις καθόλου, ούτε για τα πάνω, ούτε για τα κάτω, ούτε για τα θεία, ούτε για τα μεταβλητά, ούτε για τα εσώτατα. Γιατί δύο στοιχεία είναι τα πάντα, αυτό που γεννιέται και ο δημιουργός του, και δεν είναι δυνατόν να χωρίσουμε το ένα από το άλλο, γιατί ούτε ο δημιουργός είναι δυνατόν να νοηθεί και να υπάρξει χωρίς αυτό που γεννιέται, καθώς κα­ θένας από αυτούς τους δύο είναι αυτό, γι’ αυτό δεν μπορεί να χωριστεί το ένα από το άλλο αλλά ούτε και από τον εαυτό του. Γιατί αν ο δημιουργός δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αιτία της δημιουργίας, η μοναδική, η απλή, η μιη σύνθετη, αποτελεί ανάγκη να δημιουργεί αυτό το ίδιο, να δημιουργεί από τον εαυτό του, καθώς η δημιουργία του δημι­ ουργήματος αποτελεί τη γέννηση και είναι αδύνατον κάθε πράγμα που γεννιέται να γεννι­ έται από τον εαυτό του, είναι ανάγκη να γεννι­ έται από κάποιον άλλον, 139 και αυτό που γεν­ νιέται ούτε υπάρχει ούτε είναι δυνατόν να υπάρξει χωρίς τον δημιουργό. Γιατί το ένα χωρίς το άλλο χάνει την ίδια του τη φύση, λόγω της στέρησης από το άλλο. Αν, λοιπόν, είναι αποδεκτό ότι τα όντα είναι δύο, αυτό που γεννιέται και ο δημιουργός του, και αποτελούν ένα κατά την ένωσή τους, το ένα προγενέστερο και το άλλο μεταγενέστερο, προγενέστερος ο δημιουργός Θεός, μεταγενέστερο αυτό που γεννιέται, οτιδήποτε και αν είναι αυτό. Και μην έχεις επιφυλάξεις λόγω της ποι­ κιλίας όσων γεννιούνται, γιατί με το να φοβά239. Εδώ ξεκαθαρίζεται η άποψη ότι δεν μπορεί να έγινε το σόμπαν μόνο τον, χωρίς δημιουργό, τυχαία και από το τίποτε. Ξεκαθαρίζεται μία και καλή ότι στην αρχαία Ελλάδα δεν είχαν αυτή την άποψη. 223


Δ. Δ. Λιακόπουλος

φυλάξη, φοβούμενος ταπεινότητα κα'ι άδοξίαν τφ θεφ περιάψαι μία γάρ έοτιν αύτφ δόξα, το ποιεϊν τά πάντα, κα'ι τούτο έστι τού θεού ώσπερ σώμα, ή ποίησις αύτφ δέ τφ ποιοΰντι ούδέν κακόν ούδ’ αισχρόν νομιζόμενον. ταϋτα γάρ έστι τά πάθη τά τη γενέσει παρεπόμενα, ώσπερ ό ιός τφ χαλκφ κα'ι ό ύπος τφ σώματι. άλλ’ ούτε ιόν ό χαλκουργός έποίησεν, ούτε τον ΰπον ο'ι γεννήσαντες, ούτε την κακίαν ό θεός, ή δέ τής γενέσεως έπιδιαμονή καθάπερ έξανθειν ποιεί και διά τούτο έποίησε την μεταβολήν ό θεός, ώσπερ άνακάθαρσιν τής γενέσεως. εΐτα τφ μέν αύτφ ζωγράφω έ"ξεστι κα'ι ουρανόν ποιήσαι κα'ι θεούς κα'ι γήν κα'ι θάλασσαν κα'ι άνθραίπους κα'ι τά άλογα πάντα και άψυχα, τφ δέ θεφ ού δυνατόν ταύτα ποιεϊν; ώ τής πολλής άνοίας κα'ι αγνωσίας τής περ'ι τον θεόν, τό γάρ πάντων καινότατον πάσχουσιν οί τοιούτοι τον γάρ θεόν φάσκοντες εύσεβεΧν τε κα'ι εύλογεΧν, τφ μη την των πάντων ποίησιν αύτφ άνατιθέναι, ούτε τον θεόν οϊδασι,

224


Γιατί και πώς ζουν

μας

σαι θα προσάψεις στο Θεό ταπεινότητα 140 και ασημότητα, γιατί μία είναι η δόξα γ' αυτόν, το ότι δημιουργεί τα πάντα, και η δημιουργία αυτή, είναι σαν το σώμα του θεού. Γιατί στον ίδιο το Θεό δεν υπάρχει τίποτα που να θεω­ ρείται αισχρό ή ντροπιαστικό. Γιατί τα πάθη είναι αυτά που ακολουθούν της δημιουργίας, όπως ακριβώς η σκουριά στο χαλκό και η βρω­ μιά στο σώμα. Αλλά ούτε τη σκουριά τη δημιούργησε ο χαλκουργός, ούτε τη βρωμιά οι πρόγονοί μας, ούτε την κακία ο Θεός. 141 Η διάρκεια όμως του δημιουργήματος προκαλεί κάτι σαν παρακμή και γι' αυτό ο Θεός τη μετα­ βολή, σαν εξυγίανση του δημιουργήματος. Έπειτα, είναι δυνατόν ο ίδιος ζωγράφος να δημιουργήσει τον ουρανό και τους θεούς, τη γη, τη θάλασσα, τους ανθρώπους και όλα τα άλογα πλάσματα και τα άψυχα και δεν είναι δυνατόν στον ίδιο το Θεό να τα δημιουργήσει; Ω τι μεγάλη ανοησία και άγνοια που υπάρχει για το θεό.142 Γιατί αυτοί παθαίνουν το πιο παράξενο απ' όλα, αν και υποστηρίζουν ότι σέβονται και λατρεύουν το Θεό, επειδή δεν του αποδίδουν τη δημιουργία όλων των δήμιου ργημάτων, δεν γνωρίζουν το Θεό, και εκτός του ότι δεν γνωρίζουν το Θεό, ασεβούν στο μέγιστο βαθμό απέναντι του με το να του 140. Κατά την διάρκεια των κειμένων διαπιστώσαμε ότι μας έχουν θεί, όλες οι ιδιότητες τον Θεού, όπως τις δεχόμαστε στην Ορθοδοξία. Αυτό κάνει τη δική μας πίστη για την ορθότητα των πιστεύω μας ακόμη ρη. 141. Ο Θεός δεν δημιούργησε την κακία. Απορρίπτεται η κακία. 142. Η άγνοια τον Θεού ήταν μέγα πρόβλημα, το οποίο οι ΕΑ υπό την πίεση ιοο Δία διαιώνιζαν (βλέπε τόμους 1,2,3). Αυτό θέλησε να το αλλάξει ο Ασκληπιός και βρήκε το θάνατο. Υπό την έννοια αυτή είναι ο πρώτος μάρι υρας πάνω στη Γη. 225


Λ. Λ. Λιακόπουλος

πρός δέ τφ μή είδέναι, και τα μέγιστα εις αύτδν άσεβοΰσι, πάθη αύτφ περιτιθέντες υπεροψίαν η άδυναμίαν. εί γάρ μη πάντα ποιε'ι, υπερήφανων ου ποιεί ή μη δυνάμενος δπερ έστιν άσεβές. ό γάρ θεδς έν μόνον πάθος έχει, το άγαθόν, ό δέ άγαθδς οΰτε υπερήφανος ούτε αδύνατος, τούτο γάρ έστιν ό θεός, τδ άγαθόν, ή πάσα δυναμις του ποιεΧν τα πάντα, παν δέ τδ γεννητδν ύπδ του θεοΰ γέγονεν, δπερ έστιν ύπδ τού αγαθού και τού τα πάντα δυναμένου ποιεΧν. εί δέ πώς μέν αύτδς ποιεΧ, πώς δέ τα γινόμενα γίνεται βοΰλει μαθεΧν, έξεστί σοι ιδε εικόνα καλλίστην και όμοιοτάτην, ϊδε γειοργδν σπέρμα καταβάλλοντα εις την γην, όπου μέν πυρόν, όπου δέ κριθήν, ό ­ που δέ άλλο τι τών σπερμάτων, ιδε τδν αύτδν άμπελον φυτεύοντα και μηλέαν κα'ι τά άλλα τών δένδρων, ούτω κα'ι ό θεδς έν μέν ούρανφ άθανασίαν σπείρει, έν δέ γή μεταβολήν, έν δέ τφ παντ'ι ζωήν κα'ι κίνησιν. ταύτα δέ ου πολλά έστιν, άλλ’ ολίγα κα'ι εύαρίθμητα τά γάρ πάντα τέσσαρά έστι κα'ι αύτδς ό θεδς και ή γένεσις, έν οις τά δντα έστίν.

226


Γιατί

και

πώς ζουν ανάμεσ

προσάπτουν ως πάθη την υπεροψία ή την αδυναμία. Γιατί, αν δε δημιουργήσει τα πάντα, δεν το κάνει είτε από υπεροψία είτε από αδυναμία, ασεβής άποψη. Γιατί ο Θεός έχει μόνο ένα πάθος, το αγαθό, και ο αγαθός δεν είναι ούτε υπερήφανος ούτε αδύναμος. Γιατί αυτό είναι ο Θεός, το αγαθό, όλη εκείνη η δύναμη που δημιουργεί τα πάντα, και κάθε πράγμα που υπάρχει δημιουργήθηκε από το Θεό, δηλαδή δημιουργήθηκε από το αγαθό και από αυτό που μπορεί να δημιουργήσει τα πάντα. Αν, όμως, θέλεις να μάθεις πώς αυτός δημιουργεί, πως γεννιούνται αυτά που γεν­ νιούνται, είναι δυνατό, παρατήρησε την πιο όμορφή και πιο ταιριαστή μ' αυτόν εικόνα, παρατήρησε το γεωργό που φυτεύει το σπόρο στη γη, αλλού σιτάρι, αλλού κριθάρι, αλλού κάποιον άλλο είδος σπόρου. Παρατήρησε τον ίδιο να φυτεύει αμπέλι και μηλιά και άλλα είδη δένδρων. Με τον ίδιο τρόπο και ο Θεός σπέρ­ νει στον ουρανό την αθανασία και στη γη τη μεταβολή και σ' ολόκληρο το σύμπαν τη ζωή και την κίνηση. Αυτά δεν είναι πολλά, αλλά λίγα και μετρήσιμα, γιατί όλα είναι τέσσερα και επιπλέον ο θεός και η δημιουργία, μέσα στα οποία βρίσκονται τα όντα. ,4^

143.

Λυτόπου λέει εδώ μας θυμίζει την παραβολή του καλού σπορέα. 227


Γιατί

και πώς ζουν ανάμεσα μ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

2 ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ

Ο Ασκληπιός, γιός του Φοίβου Απόλλωνα, είχε πάθος και μεγάλη αγάπη για τους αν­ θρώπους. Προσπαθούσε να μάθει το δυνατόν περισσότερα για τον πραγματικό κόσμο και ήθελε να πει στους ανθρώπους για τον Τρια­ δικό Δημιουργό, πράγμα που ο Δίας απαγό­ ρευε δια θανατικής ποινής. Έτσι είχε θεσπίσει όρκον μέγα μεταξύ των Ελ, κανείς να μην πει στους ανθρώπους για τον Δημιουργό και κανείς να μην πει στους ανθρώπους για τον κόσμο των ονείρων στον οποίο ζούσαν. Τον κόσμο των ονείρων, το ψεύτικο δηλαδή σύμπαν που αντι­ λαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, διηύθηναν οι Νεφελίμ και μετά την ήττα τους και το κλείσιμό τους στα Τάρταρα είχαν εξουσία να αναλάβουν οι Ελ. Επειδή όμως υπήρχαν μεταξύ τους διχογνωμίες προσφέρθηκε ο Σαμαέλ να τον διευθύνει αυτός και βέβαια να τον τροποποιεί κατά τα συμφέροντά του. Για τον λόγο αυτό, επειδή δηλαδή ο κόσμος, το σύμπαν των 229


Α.

Δ.

Λιακόπο

ονείρων, όπως τον λένε, δέχθηκε τις επιδρά­ σεις του Σαμαέλ, πήρε το προσωνύμιο Μέγας Αρχιτέκτων του Σύμπαντος (Μ.Α.Τ.Σ.).

230


Γιατί και

πώ ς ζουν ανάμεσ

ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ ΙΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΕΡΜΗ ΤΟΥ ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΑΣΚΛΗΠΙΟ

1. Ο Θεός, ο Θεός σ' έστειλε σε 'μας, Ασκληπιέ, για να συμμετάσχεις σε ένα θεϊκό λόγο και ειδικά σ' έναν σαν κι αυτόν, ο οποίος με τη θρησκευτική ευσέβεια που αποπνέει δικαιολογημένα θεωρείται ιερότερος απ' όλους τους λόγους που έχουμε γράψει εμείς και απ' αυτούς που γράψαμε εμπνευσμένοι από το θεϊκό πνεύμα. Αν τον αντιληφθείς με το νου σου, 1 τότε ο νους σου θα γεμίσει με όλα τα αγαθά - αν φυσικά τα αγαθά είναι περισσότε­ ρα από ένα και όχι ένα, μέσα στο οποίο ενυπάρχουν όλα τα υπόλοιπα. Γιατί το ένα και το σύνολο συγγενεύουν μεταξύ τους καθώς και η διαπίσταιση ότι, τα πάντα ενυπάρχουν στο ένα, 2 συγγενεύει με τη διαπίστωση ότι, τα πάντα είναι ένα. Γιατί είναι με τέτοιον τρόπο συνδεδεμένο το ένα με το άλλο, ώστε είναι αδύνατον να χωριστούν. Αλλά από τον παρα­ κάτω λόγο, αν δώσεις μεγάλη προσοχή, θα το γνωρίσεις. Όμως, εσύ, Ασκληπιέ, βγες για λίγο και κάλεσε τον Τατ που ανήκει στον κύκλο μας. Και αφού ήρθε αυτός, ο Ασκληπιός πρό1. Τον Θεό, τον αντιλαμβάνεσαι, λέει, με τον νου σου. Με καμία δηλαδή από τις διαθέσιμες αισθήσεις. Ξεκινά δηλαδη με το δεδομένο ότι υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος κρυμμένος από τις αισθήσεις μας. Ο πραγματικός κόσμος, είναι λογικά πιο σύνθετος και μεγαλύτερος από αυτόν που αντιλαμβανόμα­ στε με τις περιορισμένες αισθήσεις μας, αλλά και με τα μηχανήματα των οποίων τις μετρήσεις οι αισθήσεις μας διαβάζουν. 2. Ο Θεός πληρεί τα πάντα. Είναι Πανταχου Παρών και τα Πάντα Πληρών. Όλα έχουν δημιουργηθεί από την «ουσία» του Θεού. 231


Λ. Δ. Λιακόπουλος

τείνε να παρευρίσκεται και ο Άμμωνας. Και ο Τρισμέγιστος απάντησε: «Δεν υπάρχει κάποιο μίσος που να εμποδίζει τον Αμμωνα από τη συντροφιά μιας, καθώς γνωρίζουμε πως στο όνομιά του έχουν γραφτεί πολλά έργα, όπως και στο όνομια του Τατ, του αγαπημένου μου γιου, έχουν γραφτεί πολλά φυσικά και παρά πολλά μεταφυσικά έργα. Αυτή την πραγμα­ τεία, όμως, την απευθύνω σε 'σένα. Εκτός από τον Αμμωνα, μην καλέσεις κάποιον άλλον, για να μιη βεβηλωθεί η ιερότητα του λόγου και η σπουδαιότητά του θέματός του από την πα­ ρουσία και την παρέμιβαση πολλών προσώπων. Γιατί είναι ανόσιο να παραδώσει κανείς σε πολλούς το σύνολο της απερα­ ντοσύνης του θεϊκού πνεύματος που περιέχεται σ' αυτήν την πραγματεία. » Αφού ήρθε και ο Αμμωνας στο άδυτο και πλημιμύρισε το ιερό από την αγιότητα των τεσ­ σάρων ανδρών και από την ιερή παρουσία του θεού, με μεγάλη ευσέβεια και με τη δέουσα σιωπή, με τη ψυχή και το νου του καθενός να εξαρτάται πλήρως από τα λόγια του Ερμή, άρχισε ο θεϊκός Έρωτας 3 να λέει τα εξής:

3. Παρατηρούμε ότι οι όροι, άγιος, αγιότης, θείος έρως, κ.τ.λ. προϋπήρχαν της ελενσεωςτον Χριστού και η Χριστιανική θρησκεία τονς δανείστηκε ακέραιους για να εκφράσειτα υψηλά νοήματά της, τα οποία και π αλλιώς δεν θα υπήρχε λόγος να υπάρχουν λέξεις και όροι που να αντι­ στοιχούν σε αυτά. Το κατά πόσο τώρα, οι έννοιες και οι όροι που αποδίδονταν ήταν ορθοί, δεν μπορεί να το ξέρει κανείς, παρα μόνον να υποθέσει, αφού και στις μέρες μας, υπάρχουν για παράδειγμα ιερείς και θεολόγοι που ουδόλως κατανοούν τις δυο εντολές τον Χριστού και την μία παραίνεσή Τον. Εντολή Α: Αγάπα τον Θεό σον. Εντολή Β: Αγαπάτε αλλήλονς Παραίνεση: Ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτω.

232


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μα ς

2. - Ασκληπιέ, όλες οι ανθρώπινες ψυχές είναι αθάνατες, όμως καθεμιά με διαφορε­ τικό τρόπο και σε διαφορετική χρονική στιγ­ μή. - Όλες οι ψυχές, Τρισμέγιστε, δεν έχουν την ίδια ποιότητα ; - Ασκληπιέ, μη ξεπέφτεις τόσο γρήγορα από το πραγματικό νόημα του λόγου. Αυτό δεν είπα, ότι δηλαδή τα πάντα είναι ένα και το ένα περιέχει τα πάντα, καθώς όλα ενυπήρχαν μέσα στο δημιουργό, πριν ακόμα δημιουργήσει τα πάντα ; Γιατί δικαιολογημέ­ να θεωρείται αυτός ως τα πάντα, ο οποίος έχει ως μέλη του τα πάντα. Φρόντισε, λοιπόν, να θυμάσαι κατά τη διάρκεια όλης αυτής της συζήτησης ότι αυτός, το ένα, είναι τα πάντα και είναι ο ίδιος ο δημιουργός των πάντων. Τα πάντα έχουν έρθει στη γη, στο νερό και στον αέρα από τον ουρανό. Μόνο η φωτιά είναι ζωοποιός, καθώς κατευθύνεται προς τα πάνω. Ό,τι, λοιπόν, πέφτει προς τα κάτω την υπηρετεί. Οτιδήποτε, όμως, έρχεται από νμηλά, δημιουργεί τη ζωή και οτιδήποτε διοχετεύεται από ψηλά, προσφέρει τροφή. Μόνο η γη, που έχει εγκατασταθεί στον εαυτό της, δέχεται τα πάντα και φροντίζει όλα τα γένη. Όπως θα θυμάστε, λοιπόν, όλα αυτά αποτελούν το σύμπαν, το οποίο περι­ έχει τα πάντα ή είναι τα πάντα. Η ψυχή και η ύλη, τις οποίες έχει παραλάβει η φύση, ε­ νεργούν με έναν τόσο ποικιλόμορφο τρόπο ώστε παίρνουν τη μορφή κάθε είδους, ώστε οι ατελείωτες απομονωμένες μορφές των ποιοτήτων αυτών να μπορούν να διαχωρίζονται μεταξύ τους, αλλά και ν' απο­ τελούν μια ενότητα, ώστε να είναι ορατό ότι

233


Λ. Δ.

Λιακόπο

όλα αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο και ότι όλα προέρχονται από τον ίδιο δημιουργό. 4 3. Έτσι, τα τέσσερα στοιχεία είναι αυτά τα οποία διαμορφώνουν τον κόσμο: η φωτιά, το νερό, η γη και ο αέρας. Ο κόσμος είναι ένας, η ψυχή είναι μία και ο Θεός ένας. 5 Τώρα αφιέρωσέ μου όλη την προσοχή για την οποία είναι ικανός ο νους σου και το πνεύμα σου. Γιατί ο ιερός λόγος για το θείο που γίνεται κατανοητός μέσω του νου, μοι­ άζει πολύ με ορμητικό χείμαρρο που ρέει από ψηλά προς τα κάτω, παρασύροντας στο πέρασμά του τα πάντα. Και έχει ως αποτέλεσμα να παρασύρει με τη ταχεία ροή του όχι μόνο την προσοχή μας γι' αυτά που ακούμε, αλλά και γι' αυτά τα ίδια που πραγματευόμαστε. Ο ουρανός, λοιπόν, ο αισθητός θεός, είναι αυτός που κυβερνάει όλα τα σώματα, των οποίων η αύξηση και η διάλυση έχουν ανα4. «Όλαπροέρχονται από τον ίδιο Δημιουργό». Αυτή η φράση ξενίζει λίγο, αφού το κακό πρωταρχικά προήλθε από τον Διάβολο - Σαμαέλ και όχι από τον Θεό, με την ελεύθερη βούληση τον Διαβόλου. Ωστόσο μην ξεχνούμε ότι τίποτε δεν συμβαίνει χωρίς να το επιτρέψει ο Θεός. Επομένως επέτρεφε να γίνει το «κακό» που είναι δημιούργημα δημιουργήματος (Διάβολος) και επο­ μένως είναι κτιστό και όχι αθάνατο και διαρκές. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να τονίσω, ότι επειδή ονδείς αλάνθαστος, ακόμη και οι Πατέρες της εκκλησίας, που υπέπεσαν σε σωρεία λαθών, αντιφάσεων, αλλαγών προσωπικής γνώμης, αλλά και θεμελιωδέστατων διαφωνιών, είναι αυτονόητο ότι και ο Ερμής έκανε λάθος εκτιμήσεις σε διάφορα θέματα. Το ποια είναι αυτά, δεν μπορούμε να τα γνωρίζουμε, αφού ουδείς γνωρίζει την πάσαν αλήθεια ει μή μόνον ο Θεός. Όταν όμως έλθει η ώρα της μεγάλης «συνεξήγησης» και κρίσης, τότε τα πάντα θα γνωρίσουμε. Ως τότε, μόνο η αγάπη, η συγχωρητικότητα και η στήριξη των «συγκρατουμένων» στον πλα­ νήτη φυλακή έχουν νόημα. 5. Ξεκάθαρη δήλωση χιλιάδες χρόνια πριν τον Χριστό.

234


Γιατί και πώς ζονν ανάμεσά μας

τεθεί στον ήλιο και τη σελήνη. 6 Αυτός που κυβερνάει, όμως, το ουρανό, την ψυχή και όλα όσα βρίσκονται μέσα στον κόσμο είναι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος είναι και ο δημι­ ουργός τους. Όλα τα προαναφερθέντα, όλων των οποίων κυβερνήτης είναι ο Θεός, επη­ ρεάζουν από ψηλά τη φύση όλων των πραγ­ μάτων μέσω του κόσμου και της ψυχής κάθε είδους και κάθε γένους. Ούτως ή άλλως, η ύλη έχει δημιουργηθεί από το Θεό για να υποδεχτεί τη μορφή όλων των ειδών 7 και η φύση διαμορφώνοντας τον κόσμο μέσω των διαφορετικών ειδών και γενών και μέσω των τεσσάρων στοιχείων απλώνει τα πάντα μέχρι τον ουρανό, ώστε να είναι ικανοποι­ ημένος ο Θεός. 8 6. «Η αύξηση και η διάλυση έχουν ανατεθεί στον Ήλιο και την Σελήνη». Η φράση αυτή φαντάζει αλλά και είναι ακατάληπτη. Αν να την κατανοήσουμε, δεν θα μπορέσουμε, ούτε καν ασφαλείς υποθέσεις να κά­ νουμε. Αν θελήσουμε να την απορρίψουμε, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο Ερμής ο Τρισμέγιστος λέει αερολογίες, πράγμα το οποίο δεν θα δεχτούμε. Πρέπει επομένως να σκεφθούμε ότι το κοντινότερο ουράνιο σώμα, η Σελήνη και το κοντινότερο άστρο, ο Ηλιος, ασκούν επίδραση στην αύξηση και την διάλυσή μας. Όσον αφορά την διάλυση, αν υποθέσουμε ότι μιλάει για την υλική μας αποσύνθεση, τότε αναφέρεται στον επίγειο θάνατο, τον κατά κόσμο θάνατο και μας βρίσκει χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις για να τον κατανοήσουμε (τον Ερμή) όσο αφορά το πώς μας σκοτώνει βιολογικά ο Ηλιος και η Σελήνη. Αν αναφέρεται σε πνευματική διάλυση, τότε ούτε καν να υπο­ πτευτούμε μπορούμε το τι εννοεί. Όσον αφορά την βιολογική διάλυση υπάρχει περίπτωση, κάποια ακτινοβολία του ήλιου γνωστή ή άγνωστη, να είναι υπεύθυνη για την οξείδωση των σωμά­ των μας και την αρχική τους μετατροπή σε σάρκινα (με τη σύλληψη) και την μετέπειτα φθορά τους. Όσον αφορά την αύξηση, δεν νομίζω να εννοεί πνευματική, αφού καθώς γερνάμε γινόμαστε χειρότεροι και χάνουμε την παιδική αγνότητα. Όσον αφορά την βιολογική αύξηση, ίσως να το ότι ο ήλιος είναι γενικά ζωογόνος. Όσον αφορά τώρα τη Σελήνη, μόνο τεχνητές ακτινοβολίες μπορούν να έλθουν από εκεί, αφού υποτίθεται ότι είναι νεκρό σώμα. Υπάρχει όμως και μια άλλη περίπτωση, να εννοεί κατά λέξη αυτό που λέει. 235


Δ. Δ.

Λιακόπο

Οτιδηλαδή η αύξηση οφείλεται στον ζωογόνο Ήλιο και η διάλυση στην Σελήνή. Ο Ήλιος είναι ηηγή ζωής, αφού κατά τη διάρκεια της μέρας δρα­ στηριοποιείται η ανθρωπότητα, με το φως τον μεγαλώνουν τα φυτά κ.τ.λ. Η Σελήνη όμως, πώς μας διαλύει, ή πως μας σκοτώνει; Αυτό θέλει έρευνα. Ποιος όμως ασχολείται μετο τι έγραφε ο Ερμής ο Τρισμέ 7. Εδώ εισάγει μια πολύ καλή ιδέα. Η ύλη δημιονργήθηκε και ήταν στην αρχή, όπως λένε και οι γραφές «αδιαμόρφωτη». Μετά ήρθε η «πληροφορία», οι οδηγίες, αλλά και η προσωπικότητα του κάθε πλάσματος και πράγματος και διαμόρφωσε την ύλη. Για να γίνει μια πέτρα, η ύλη παίρνει άλλη εντολή πληροφορία, από αυτήν που θα έπαιρνε για να γίνει βάτραχος, ή να γίνει νερό, ή να γίνει αέρας, ή για να γίνει άνθρωπος. Ή ύλη δηλαδή, που κάποτε αποτελούσε ένα βροντόσαυρο, τώρα μπορεί να συμμετέχει σε ένα πούλμαν, σε μια βρύση, σε μια γάτα, κ.τ.λ. Η ύλη επομένως, όπως βέβαια και ο καθένας δέχεται, αν το σκεφτεί έστω και λίγο, είναι άφθαρτη. Η ύλη δηλαδή που αποτελεί τα πρωτόνια, τα νια και τα νετρόνια, για να χρησιμοποιήσω τα ονόματα των γνωστότερων μικροσωματ ιδίων,δεν χάνεται, απλά οι συνδυασμοί της διαλύονται και η ύλη ανασνντίθεται. Παίρνουμε για παράδειγμα, άμμο, ασβέστη, τσιμέντο, χαλίκι, γυαλί, πλαστικό και σίδηρο και κάνουμε ένα κτίριο. Σε εκατό χρόνια, έστω ότι το γκρεμίζουμε και πηγαίνουμε τα μπάζα για ανακύκλωση. Το κατα­ σκεύασμα χάθηκε, η ανακυκλώμενη ύλη όμως υπάρχει και περιμένει οδηγίες για να αναδιοργανωθεί. Οταν ένα δημιούργημα υπάρχει και δρα χωρίς να έρχεται σε σύγκρουση με το «αιθερικό συνεχές», τότε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει δεν είναι πολλά. Οταν όμως κινείται «κόντρα στο ρεύμα», τα πράγματα δυσκολεύουν. Θα επανέλθουμε όμως στο θέμα παρακάτω. 8. Εδώ, η «ικανοποίηση» του Θεού, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή από εμάς, αλλά πρέπει να υποθέσουμε ότι τον Θεό τον ικανοποιεί η ύπαρξη εν αρμονία των δημιουργημάτων. Οταν τα δημιουργήματα «διαφθείρουν τη φύση», πράτ­ τουν δηλαδή παρά τη φύση, κοινώς αμαρτάνουν, αυτό λογικά λυπεί το Θεό. Το πώς όμως ο Θεός αισθάνεται χαρά ή λύπη, είναι κάτι ακατάληπτο σε εμάς. 4. Όλα εξαρτώνται από ψηλά και είναι χωρισμένα σε είδη ως εξής. Τα είδη όλων των πραγμάτων συνδέονται με το γένος τους, με σκοπό το γένος να αποτελεί το γενικότερο και σταθερό σύνολο και το είδος υποσύνολο και μέρος του γένους. Το γένος, λοιπόν, των θεών 236


Γιατί και πώς ζουν

μας

είναι αυτό που δημιουργεί τα είδη των θεών; το γένος των δαιμόνων, των ανθρώπων, των πτηνών και όλων των πλασμάτων που περιέχει ο κόσμος 9 είναι αυτό που δημιουργεί με πα­ ρόμοιο τρόπο τα είδη. Υπάρχει και άλλο γένος ζωντανών οργανισμών που βέβαια δεν έχουν ψυχή αλλά διαθέτουν αισθήσεις, το οποίο ευδοκιμεί σε καλές συνθήκες και παρακμάζει και καταστρέφεται σε κακές. Εννοώ το γένος όλων των οργανισμών που ζουν χάρη στους κορμούς τους και στις ρίζες τους που βρίσκο­ νται μέσα στη γη και τα οποία βρίσκονται διασκορπισμένα σ' όλη την έκταση της γης. Και ο θεός γεμίζει και τον ίδιο τον ουρανό. Και τα προαναφερθέντα γένη εκτείνονται μέχρι τα είδη εκείνα, τα οποία περιέχουν μόνο αθάνατα άτομα. Γιατί το είδος αποτελεί μέρος του γέ­ νους - όπως και ο άνθρωπος του ανθρώπινου γένους - και πρέπει να ακολουθεί το γένος του ως προς την ποιότητα.10 Αυτό έχει ως συνέ-

9. Οκόσμος δηλαδή περιέχει: α) Τους θεούς (Ελ και Νεφελίμείναι τα είδη των θεών), β) Το γένος των δαιμόνων (δαίμονες ονόμαζαν όλους τους ασώματους αγγέλους) γ) Το γένος των ανθρώπων δ) Το γένος των ζώων Η ύπαρξη δηλαδή των θεών και των δαιμόνων κάποτε, ήταν δεδομένη, σήμε­ ρα έχουν γίνει ειδικές προσπάθειες από το κατεστημένο, για να μην τους θυμόμαστε. 10. Αυτός είναι ο αισθητός κόσμος, αφού υπάρχει και ο άλλος. Αυτός των όντων που είναι κοντά στον Θεό. Οντα τέτοια υπάρχουν πολλών ειδών, αφού πολλές οι τάξεις των Ελοχίμ, των Αγγέλων και άλλων όντων που δεν απο­ καλύφθηκαν ποτέ στον άνθρωπο, ο οποίος όπως έχει πει ο Απόστολος Παύλος, εν μέρει γιγνώ σκει.Γιατον λόγο αυτό ας είμαστε προσεκτικοί όσ αφορά το μέγεθος του καλαμιού του οποίου καβαλάμε, όταν αναφερόμαστε στο τι γνωρίζουμε για τον πραγματικό κόσμο. Αν κάποιος τώρα σκεφτεί ότι οι δαίμονες είναι άγγελοι και επομένως τι δουλειά έχουν στον αισθητό κόσμο, θυμίζω ότι ο Διάβολος «εξέπεσε στην Γη», δηλαδη στον κόσμο της ύλης. Αν ο άνθρωπος δηλαδή που γνωρίζουμε εμείς, είναι ένα μόνο είδος από το 237


Λ. Λ.

Λιακόπο

γένος των ανθρώπων, ποια είναι τα άλλα είδη του γένους των ανθρώπων; Ο Χριστός είχε πει, ότι «υπάρχουν και άλλα πρόβατα να ποιμάνει, που ανήκουν σεάλλη αυλή». Ποια πρόβατα και ποια αυλή; Αν στέκει αυτό, σε πόσους πλα­ νήτες είναι διασκορπισμένο το ανθρώπινο γένος; Σε πόσους πλανήτες αντι­ μετωπίζουν τις Αδελφότητες των Νεφελίμ; Πόσοι τους έχουν πολεμήσει ήδη; Σε πόσους πήγε ο Πολέμαρχος; Ας προχωρήσουμε όμως με το κείμενο. πεια όλα τα είδη να μην είναι αθάνατα, ακόμη και αν όλα τα γένη είναι αθάνατα, καθώς και το γένος αλλά και τα θεϊκά είδη είναι αθάνατα. Τα είδη όμως όλων των άλλων πραγμάτων, αν και δεν κατέχουν την αιωνιό­ τητα, την οποία κατέχει μόνο το γένος τους, διατηρούνται από την ωφέλιμη αναπαραγωγή, γι' αυτό και υπάρχουν θνητά είδη, όχι όμως θνητά γένη. Όπως ακριβώς ο άνθρωπος είναι θνητός, η ιδέα όμως του ανθρώπου είναι αθά­ νατη. 5. Τα είδη, όμως, κάθε γένους αναμει­ γνύονται με όλα τα γένη, είτε αυτά τα είδη δημιουργήθηκαν προγενέστερα είτε δημιουργήθηκαν από αυτά που προϋπήρχαν. Ούτως ή άλλως, αυτά που γεννιούνται από τους θεούς ή από του δαίμονες ή από τους ανθρώπους, όλα αποτελούν αντίγραφα των γενών τους. 11 Γιατί τα σώματα δεν μπορούν να διαμορφωθούν χωρίς θεϊκή βούληση, τα είδη δε μπορούν ν' αποκτήσουν κάποια μορφή χωρίς τη βοήθεια των δαιμόνων και τα άψυχα πράγματα να συγκροτηθούν και να διατηρηθούν χωρίς τους ανθρώπους. Όσοι από τους δαίμονες τύχει να μεταπηδήσουν σε κάποιο άλλο γένος, 12 παρα11. Επαναλαμβάνεται εδώ η ύπαρξη των θεών, απογόνων δηλαδή της ένωσης των Ελοχίμ με τις κόρες των ανθρώπων, των δαιμόνων και των ανθρώπων. 12. Εδώ μιλάει για δαιμονισμό και λέει πράγματα ακατάληπτα σε εμάς. Πρέ­ πει πάντως με την έννοια δαιμονάγαθος ή αγαθοδαίμων να εννοεί τους α γγέ­ λους.


Γιατί

καιπώ ς ζουν ανάμεσα, μ

μένουν συνδεδεμένοι με κάποιο είδος του θεϊ­ κού γένους και χάρη στην εγγύτητα και στην επικοινωνία μεταξύ τους διατηρούν την ομοι­ ότητα τους με τους θεούς. Αλλά τα είδη των δαιμόνων που δε μεταπηδούν σε κάποιο άλλο γένος και παραμένουν στην ποιότητα του δικού τους γένους, αποκαλούνται δαίμονεςφιλάνθρωποι. Ίδιο είναι και το σκεπτικό για το ανθρώπινο είδος και μάλιστα περισσότερο ευρύτερο. Γιατί τα επιμέρους άτομα του αν­ θρώπινου γένους είναι ποικιλόμορφα και δια­ φορετικά μεταξύ τους και προέρχονται και αυτά από ψηλά μέσω της επαφής με το προαναφερθέν γένος. Κατεβαίνοντας, όμως, προς τα κάτω, δημιουργούν σχέσεις με όλα τα υπόλοι­ πα γένη, περισσότερο από ανάγκη. Γι' αυτό, αυτός που μέσω του νου του, με τον οποίο ο άνθρωπος επικοινωνεί με τους θεούς, πλησιά­ ζει τους θεούς και ενώνεται μ' αυτούς με μια θεϊκή λατρεία και ακόμα πλησιάζει τους δαίμονες.13 Οι άνθρωποι, όμως, που είναι ευχαριστημένοι στη μεσαία θέση του γένους τους, και όλα τα υπόλοιπα επιμέρους άτομα του ανθρώπινου γένους, είναι όμοιοι με τα γένη αυτά, στα οποία θα ανήκουν τα άτομα με τα οποία θα ενώσουν τον εαυτό τους. 6. Λόγω όλων αυτών, Ασκληπιέ, ο άν­ θρωπος αποτελεί ένα πολύ θαυμαστό πράγμα, ένα ζωντανό ον αξιοσέβαστο και ισάξιο. Γιατί αυτό διοχετεύεται στη φύση του θεού, σαν να είναι ο ίδιος θεός, αυτός γνωρίζει το γένος των δαιμόνων και την κοινή τους καταγωγή, αυτός ο ίδιος περιφρονεί μέσα του την ανθρώπινή του φύση, δείχνοντας εμπιστοσύνη στην θεϊκή 13. Εδώ φαίνεται ότι οι δαίμονες, αγαθοί (άγγελοι) και Χριστιανικό δοκονν), είναι ανώτεροι από τους «θεούς».

(δαίμονες κατά το

239


Α. Δ.

Λιακόπο

του φύση. Αλήθεια, πόσο πιο ευτυχισμένη είναι η φύση των ανθρώπων! Συγγενεύει με τους θεούς και συνδέεται μαζί τους μέσω της θεϊκότητας, περιφρονεί όμως την ανθρώπινη φύση που υπάρχει μέσα της και κρατά κοντά της με δεσμά αγάπης όλα τα υπόλοιπα, τα οποία τη συνδέουν με την ουράνια τάξη και βλέπει τον ουρανό. Έτσι ο άνθρωπος βρίσκε­ ται στο ευτυχέστερο σημείο, αυτό της μεσό­ τητας, καθώς όσα βρίσκονται από κάτω του τα αγαπά, ενώ αγαπιέται από τους ανώτερούς του.14 Φροντίζει τη γη, αναμειγνύεται με τα στοιχεία μέσω της ταχύτητας της σκέψης του και με τη διαπεραστικότητα του νου του φτά­ νει μέχρι τα βάθη της θάλασσας. Όλα του επι­ τρέπονται. Ο ουρανός δεν υψώνεται υψηλότατος, καθώς μέσω της δύναμης της ψυχής του τον φέρνει κοντά, η αίσθηση της ψυχής του δε θολώνεται με καμιά ομίχλη της ατμόσφαιρας, ούτε η πυκνότητα της γης αποτελεί εμπόδιο στις ενέργειές του, ούτε το βάθος του νερού σταματά το διεισδυτικό του βλέμμα. Όλα είναι αυτός και παντού υπάρχει αυτός. Μεταξύ των γενών όλων του κόσμου, όσα έχουν ψυχή, διαθέτουν και ρίζες που εκτείνο­ νται από πάνω προς αυτά και προς τα κάτω, ενώ οι ζωντανοί οργανισμοί που δεν έχουν ψυχή εκτείνουν τα κλαδιά τους προς τα πάνω από μια ρίζα που βρίσκεται κάτω. Εξάλλου, άλλα γένη τρέφονται με δύο ειδών τροφές και άλλα 14. Εδώεξηγεί γιατί ο άνθρωπος μπορεί να είναι ευτυχισμένος, αφού γίνεται κοινωνός όλων των φύσεων. Και της θεϊκής και της πνευματικής (των δαιμό­ νων, καλών και κακών) αλλά και της μικτής, δηλαδή της δικής του, και των κατωτέρων όντων, αφού έχει, για την ώρα τουλάχιστον θνητό σώμα. 240

Λ


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

με ενός είδους. Υπάρχουν δύο ειδών τροφές μέσω των οποίων μπορούν να διατηρηθούν οι ζωντανοί οργανισμοί, τροφές της ψυχής και του σώματος. Η ψυχή τρέφεται μέσω της αιώνιας περιφοράς του κόσμου, τα σώματα αυξάνονται με τροφές του κατώτερου κόσμου, με νερό και γη. Το πνεύμα ενυπάρχει στα πάντα, αναμειγνύεται με τα πάντα και δίνει ζωή στα πάντα.15 Σ' αυτό προστίθεται ο νους που δημι­ ουργεί τη σκέψη των ανθρώπων, που του έχει παραχωρηθεί ως πέμπτο στοιχείο και το μονα­ δικό που προέρχεται από τον αιθέρα. 16 Από όλα τα ζώα, όμως, ο νους χαρίστηκε μόνο στους ανθρώπους με απώτερο σκοπό τη γνώση του θεϊκού λόγου και είναι αυτός που τους οδηγεί και τους ανυψώνει. Αλλά επειδή πα­ ρασύρθηκα και μιλάω για το νου, σε λίγο θα σας αναπτύξω και τον σχετικό μ' αυτόν λόγο. Καθώς είναι ιερότατος και σπουδαιότατος και καθόλου κατώτερος από αυτόν που αφορά την ίδια τη θεϊκότητα.

15. Αυτό είναι το πνεύμα ζωής, ηζωϊκή ενέργ πάντα στο σύμπαν. Στη ζωϊκή ενέργεια δύναμη, έχουν δοθεί πολλά ονόμα­ τα (π.χ. οργονική ενέργεια) από πολλούς και από άλλους κανένα, αφού την θεωρούν ανύπαρκτη και αποτέλεσμα των φαντασιώσεων κάποιων. 16. Ο νους παρουσιάζεται ως μη υλικός, αφού δεν έχει να κάνει με τα 4 στοιχεία, φωτιά, νερό, χώμα και αέρα. Έχει λέει να κάνει με τον αιθέρα. Ο αιθέρας δεν είναι απλά η ενέργεια του χώρου. Είναι η ενέργεια μαζί με το software, το λογισμικό, τις οδηγίες λειτουργίας δηλαδή, του σύμπαντος. Είναι κάτι σύνθετο, που μας είπαν ότι δεν υπάρχει. Οι οδηγίες της Λευκής Αδελ­ φότητας για την προώθηση της δήθεν μη ύπαρξης του Αιθέρα, έκοψε κάθε ελπίδα έρευνας, αφού έρευνα σημαίνει πρόσωπα και χρήμα. No money, no honey. Δεν υπάρχουν κονδύλια και επομένως δεν υπάρχουν έρευνες. Οι μόνες έρευνες που γίνονται είναι από ιδιωτικές εταιρείες που κάνουν απόρρητες έρευνες, κρυφά από τις Αδελφότητες για τα δικά τους συμφέροντα.

241


Δ.

Δ.

Λιακόπο

Τώρα, όμως, ας ολοκληρώσω αυτό που ξεκίνησα. 7. Έκανα λόγο, λοιπόν, στην αρχή αυτού του θέματος για την επικοινωνία με τους θεούς, την οποία μόνο οι άνθρωποι απολαμβά­ νουν χάρη σε εκείνους, όσοι δηλαδή από τους ανθρώπους είχαν την ευτυχία να δεχτούν τον θεϊκό νου της γνώσης, αυτόν το θεϊκό νου που ενυπάρχει μόνο στο θεό και στην ανθρώπινη σκέψη. - Δεν είναι ίδιος ο νους όλων των ανθρώπων, Τρισμέγιστε ; - Δεν μπορούν να φτάσουν όλοι, Ασκληπιέ, στην αληθινή γνώση, αλλά λόγω της ασυγκράτητης ορμής τους, χωρίς να τους έχει αποκαλυφθεί κανένας αληθινός λόγος, ακο­ λουθούν τα είδωλα των αληθινών πραγμάτων και εξαπατώνται.17 Τα είδωλα αυτά γεννούν την κακία στον ανθρώπινο νου και μεταμορ17. «Τα είδωλα των αληθινών πραγμάτων». Σαν φράση, επειδή είναι πολύ συνηθισμένη, έχει χάσει την αξία της. Ο Ερμής ο Τρισμέγιστος όμως, δεν μιλά για να κάνει βερμπαλιστικά σχήματα. Κυριολεκτεί. Ο κόσμος που βλέ­ πουμε γύρω μας, τα κτίρια, οι δρόμοι, οι διαβάσεις, τα φανάρια, τα γεμάτα καυσαέριο δένδρα, οι ήχοι της πόλης, που αποτελούν ένα μόνιμο υπόβαθρο για την αίσθηση της ακοής μας, τα χρώματα των λερωμένων κτιρίων, οι δια­ φημιστικές αφίσες, τα τηλεοπτικά προγράμματα, όλα μα όλα, στην πραγμα­ τικότητα δεν είναι όπως τα βλέπουμε. Τα βλέπουμε όπως θέλουν οι κατα­ σκευαστές τους να τα δούμε. Βλέπουμε τα είδωλά τους, που διαμορφώνουν τον φυχισμό μας. Μας κάνουν επιθετικούς και σκληρόκαρδους. Το κάθε ένα από αυτά τα «είδωλα» βλέπετε, εκπέμπει σε κάποιες «μυστικές συχνότητες» συγκεκριμένα μηνύματα που σκοπό έχουν να μας κάνουν επιθετικούς και κακούς. Η στάση του λεωφορείου για παράδειγμα, με τις διαφημιστικές αφίσες και τα δυο ή τρία καθίσματα, γεμάτα καυσαέριο και χώμα, εκεί καθώς στέκεται άψυχη, μας μιλά. Εμείς περνούμε από δίπλα της, ή στεκό­ μαστε κοντά της και περιμένουμε και αυτή δουλεύει. Δουλεύει μαζί με τις σπασμένες πλάκες του πεζοδρομίου και τη βρώμα που είναι μαζεμένη στην παραδίπλα σχάρα τον υπονόμου και όλα αυτά, και όχι μόνο μας μιλούν, μας

242


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσά μ α ς

μιλούν σε μια γλώσσα που καταλαβαίνει και ψυχή και το σώμα μας, αλλά όχι το ενσυνείδητο τμήμα τον νου μας. Νομίζουμε ότι στεκόμαστε λοιπόν μόνοι. Κι όμως, απίστευτος όγκος πληροφοριών περνά μέσα μας και κάνει το σώμα μας να φθείρεται και την φνχή να μαραζώνει, να καταπιέζεται και να απομακρύνεται από το θείο. Η απομάκρυνση από το θείο, συνοδεύεται πάντοτε και νομοτελειακά από την προσέγγιση τον κακού. Αυτά τα δύο βλέπετε είναι σε σταθερή απόσταση μεταξύ τους . Όσο απομακρύνεσαι από το ένα, τόσο προσεγγίζεις στο άλλο. Μπορεί να φαντάζει απίστευτο, αλλά οι πόλεις που οι σχέδιασαν και μας μάντρωσαν μας μιλούν. Εκπέμπουν την «πληροφορία» που χαλάει το σύστημα διαχείρισης της ύπαρξής μας. Έχουμε την ψευδαίσθηση ότι ονομά­ σαμε ιούς τα προγραμματάκια που καταστρέφουν τους υπολογιστές μας, δανειζόμενοι το όνομα από τους μικροοργανισμούς που «χαλάνε» τον οργανι­ σμό μας. Λάθος. Αυτοί οι μικροοργανισμοί δεν μπορούν να μας κάνουν τίπο­ τε. Είναι απλά το σύνθημα για να πάθουμε αυτά που μας προγραμμάτισαν να πάθουμε, οι πραγματικοί ιοί, που φυτεύονται μέσα στο λογισμικό διαχείρησης του οργανισμού μας. Πρώτα μας πείθουν ότι υπάρχουν οι ιοί και ότι είναι βλαβεροί, μετά μας πείθουν για το τι ακριβώς θα πάθουμε και μετά το πα­ θαίνουμε. Αν πιστέψεις, λέει ο Χριστός, ότι μπορείς να μετακινήσεις ένα βουνό, θα το κάνεις. Σε όσους θεράπευσε, έλεγε, η πίστη σου σε έσωσε. Η πίστη, η εμπι­ στοσύνη ότι πράγματι μπορεί να επέλθει η θεραπεία. Γιατί νομίζετε δεν θεράπευε όλους όσους πήγαιναν κοντά του; Επειδή δεν το πίστευαν ότι μπο­ ρούσαν να θεραπευθούν. Σας θυμίζω την καταπληκτική σκηνή που ο Χριστός ήταν μέσα σε ένα συνωθούμε πλήθος που ήταν στριμω γμένοπάνωτου και κάποι «ποιος με άγγιξε;» και οι γύρω του απορούσαν. Γιατί τον άγγιξε ένας που πίστευε ότι κάτι διαφορετικό είχε αυτός ο Άνθρωπος (Θεός). Μια και αναφέρθηκα στον Χριστό να θυμίσω ότι έλεγε, γνώσεσθαι την αλή­ θεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς. Ωρες ώρες σκέφτομαι αν μας έχουν μεταφερθεί αυτά που δίδαξε ο Χριστός, ίσως γιατί λόγω της δικής μου αδυναμίας θα ήθελα να μας πει για τις Αδελ­ φότητες, τις μυστικές συχνότητες, για τον Διάβολο, τους Νεφελίμ ... Μετά πάλι σκέφτομαι: «Ποιος θα τον άκουγε;» Είπε λοιπόν απλούστερα πράγματα. Είπε «αγαπάτε αλλήλους» και «ο ανα­ μάρτητος πρώτος το λίθο βαλέ τω».Απλά λόγια, χωρίς μοτών, χωρίς επιστημονικές τεκμηριώσεις, αλλά τόσο ζωντανά κι αληθινά, αφού τίποτε παραπάνω δεν χρειαζόμαστε για την σύντομη παραμονή μας στον πλανήτη Φυλακή. 243 I.


Λ.

Δ.

Λιακόπ

ιρώνουν το τέλειο ζωντανό πλάσμα σε αγρίμι με ήθη θηρίου. Θα σας αναπτύξω, όμως, εκτε­ νέστερα τη θεωρία για το νου και για όλα τα παρόμοια, όταν θα σας μιλήσω για το πνεύμα. Γιατί μόνος ο άνθρωπος από όλα τα ζωντανά πλάσματα είναι διπλός, καθώς, το ένα μέρος του είναι απλό, το οποίο ονομάζεται από τους Έ λληνες18 «ουσιώδες» και εμείς το αποκαλούμε και κατ' εικόνα Θεού. 19 Το άλλο μέρος του είναι τετραπλό, το οποίο οι Έλληνες αποκαλούν «υλικό» και εμείς «κοσμικό»,20 από αυτό είναι φτιαγμένο το σώμα και καλύπτει το θεϊκό εκείνο μέρος, που όπως προείπαμε ενυπάρχει στον άνθρωπο.21 Κάτιυ από αυτό το κάλυμμα, η καθαρή θεϊκότητα του νου κρυμμένη μαζί με τα παρόμοιά της, δηλαδή τις αισθήσεις του νου, ηρεμεί μόνη της, σαν να είναι περιφραγμένη από το τείχος του σώμα-

18. Αυτό τοσημείο το αφιερώνω σ' αυτούς που ισχυρίζονται ότι οι λέξε Ελλην και Ελλάς δεν εμφανίζονται πουθενά. 19. Εκείνο που τονίζουμε στην σημείωση αυτή, είναι η χρήση της φράσης «κατ' εικόνα Θεού», άσχετα με το τι σημαίνει. Βλέπουμε δηλαδή ότι όλη η ορολογία της Χριστιανικής πίστης προϋπήρχε μέσα στα αρχαία ελληνικά κείμενα. Όπως και να έχει, το λεγόμενο «κατ' εικόνα Θεού» τμήμα του ανθρώπου το θεωρούσαν σαν το απλό μέρος του ανθρώπου. 20. Ο όρος «κοσμικός» βλέπουμε ότι πάρθηκε και αυτός από τον Ερμή τον Τρι­ σμέγιστο και χρησιμοποιείται στην Ορθοδοξία. Μια και αναφέρθηκα στην Ορθοδοξία, να πως ότι τα «ερμητικά κείμενα» και ο «ερμητισμός» χρησιμο­ ποιήθηκαν από κάποιους, οι οποίοι χαλούσαν στα πρώτα χρόνια τον Χριστια­ νισμού τα παγκάρια εκείνης της εποχής και παρουσιάστηκαν από κάποιους δικούς μας, χριστιανούς δηλαδή, σαν κάτι κακό. Εγώ τα βλέπω με θαυμασμό να μιλούν για τον Τριαδικό Θεό στον ελληνικό κόσμο δεκάδες χιλιάδες χρό­ νια πριν από τον ερχομό του Χριστού. Σαν ένα τέτοιο περίεργο γεγονός τα αντιμετωπίζω και τα απολαμβάνω. Κάποιοι στενόμυαλοι μπορεί να μην θέλουν καν να τα διαβάσουν επειδή μπορεί να τους χαλάσουν την φυχική τους κατάσταση, την «Χριστιανικά ορθή». Εγώ τα βλέπω σαν μία ακόμη από­ δειξη της ύπαρξης του Τριαδικού Θεού και λέω: Δόξα Σοι ο Θεός! 21. Το θεϊκό μέρος είναι το κατ' εικόνα. 244


Γιατί και

πώς ζουν ανάμε

τος. - Γιατί, λοιπόν, Τρισμέγιστε, πρέπει ο άν­ θρωπος να παραμείνει στην ύλη και να μην ζει σ' αυτό το μακαριότατο μέρος, μέσα στο οποίο βρίσκεται και ο θεός ; 22 - Σωστή ερώτηση, Ασκληπιέ. Και εμείς έ­ χουμε ζητήσει από το θεό να μας απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα. Καθώς, αφού όλα εξαρτώνται από τη βούλησή του, τότε θα εξαρτώνται κυρίως από τη βούληση του όλα όσα σχετίζονται με την κορυφή του σύμπαντος, εκείνα δηλαδή που έχουμε και εμείς ως θέμα συζήτησης σ' αυτήν εδώ την πραγματεία. 8. Άκου, λοιπόν, Ασκληπιέ. Ο κύριος και δημιουργός των πάντων, τον οποίο σωστά έχουν ονομάσει θεό, αφού δημιούργησε από τον εαυτό του το δεύτερο θεό, 23 ο οποίος μπο­ ρεί να γίνει ορατός και αισθητός. Αυτόν τον δεύτερο θεό, τον έχω χαρακτηρίσει αισθητό όχι επειδή ο ίδιος αισθάνεται (σχετικά με αυτό, αν ο ίδιος αισθάνεται ή όχι θα το συζητήσουμε άλλη στιγμή) αλλά επειδή μπορεί να γίνει αντιληπτός από τις αισθήσεις όσων βλέπουν. Καθώς, λοιπόν, μετά τον εαυτό του, ο θεός αυτόν δημιούργησε πρώτο από τον εαυτό του και επειδή του φάνηκε όμορφος, καθώς πλημμύριζε από την αγαθότητα των πάντων , τον αγάπησε ως δημιούργημα της θεϊκότητάς του. Σαν παντοδύναμος και πανάγαθος, θέ­ λησε να δημιουργηθεί και κάποιος άλλος, ο οποίος να διακρίνει από αυτόν που τον είχε 22. Εδώ ο Ασκληπιός αναρωτιέται ουσιαστικά γιατί δεν μας ξαναβάζει ο Θεός στον Παράδεισο να τελειώνουμε. 23. Μας λέει ότι ο Θεός Δημιουργός και Πατήρ, έκανε δεύτερο θεό που είχε και υλικό μέρος και βέβαια μπορούσενα γίνει Αυτός είναι ο Πρώτος Ελοχίμ. (Εφόσον βέβαια ισχύουν τα λεγόμενό του Ερμή). 245


Λ. Δ.

Αιακόπο

δημιουργήσει. Συγχρόνως, δημιούργησε και τον άνθρωπο, τον μιμητή του λόγου και της πρόνοιάς του. Γιατί η ίδια η βούληση του θεού είναι και αυτή καθαυτή η πραγματοποίηση, καθώς η θέληση του και η πραγματοποίηση ταυτίζονται χρονικά. Αφού τον «ουσιώδη» άνθρωπο τον δημιούργησε μ' αυτόν τον τρόπο, ώστε να μην μπορεί να φροντίζει για όλα τα πράγματα, εκτός αν καλυπτόταν από ένα κοσμικό κάλυμμα, τον κάλυψε με έναν σωμα­ τικό κάλυμμα, και όρισε κάθε άνθρωπος να είναι έτσι, αναμειγνύοντας και ανακατεύοντας σε ένα μείγμα όση ποσότητα από κάθε φύση χρειαζόταν. Έτσι, διαμόρφωσε τον άνθρωπο από ψυχή και σώμα, 24 που αντιστοιχούν σε αθάνατη και θνητή φύση, ώστε ως ζωντανό πλάσμα να μπορεί να λειτουργεί και με τις δυο του φύσεις, να θαυμάζει δηλαδή και να λα­ τρεύει τα ουράνια, αλλά να φροντίζει και να διοικεί τα επίγεια. Ούτως ή άλλως, με τη λέξη θνητά δεν εννοώ το νερό και τη γη, τα δύο από τα τέσ­ σερα στοιχεία τα οποία η φύση έθεσε ως βάση των ανθρώπων, αλλά όλα εκείνα που δημιουργούνται από τους ανθρώπους, είτε μέσα στα παραπάνω στοιχεία είτε από τα παραπάνω στοιχεία, όπως οι καλλιέργειες της γης, τα κοπάδια, τα οικοδομήματα, τα λιμάνια, οι πλεύσεις, οι πολιτείες, οι συναλ­ λαγές, όλα εκείνα τα πράγματα που συνδέουν σταθερά τον άνθρωπο με τον εαυτό του και με το τμήμα του κόσμου που αποτελείται από νερό και γη. Αυτό το

24. Τα πανάρχαιααυτά κείμενα, ηον πρώτα γράφηκαν, πολύ πριν την «σνρ ραφή» της ΠαλαιάςΔιαθήκης, και πολύ πολύ πριν την έλευση τον Χρι ομολογούν το σύνθετο τον ανθρώπου που αποτελείται από ψυχή και σώμα. 246


Γιατί και

πώς ζουν ανάμεσ

επίγειο τμήμα του κόσμου διατηρείται χάρη στην εφαρμογή των τεχνών και των επι­ στημών, η έλλειψη των οποίων αποθάρρυνε το θεό από το να καταστήσει τον κόσμο τέλειο. Γιατί η επιθυμία του θεού συνοδεύε­ ται από την αναγκαιότητα, η εκτέλεση πει­ θαρχεί στην θέλησή του. Γιατί δεν είναι δυνατόν κάτι που άρεσε στο θεό, στη συνέχεια να του είναι δυσάρεστο, καθώς ξέρει από πολύ πιο πριν και αυτό που πρό­ κειται να γίνει και αυτό που πρόκειται να του αρέσει. 25 9. Παρατηρώ, όμως, Ασκληπιέ, πως ο αυθάδης νους σου βιάζεται να μάθει με ποιον τρόπο ο άνθρωπος μπορεί να αγαπάει και να φροντίζει και για τον ουρανό και για όσα βρίσκονται σ' αυτόν. Ακου λοιπόν, Ασκληπιέ. Ο έρωτας προς τον θεό του ουρα­ νού και προς όλα όσα ενυπάρχουν σ' αυτόν αποτελεί μια συνεχή πράξη λατρείας, την οποία απ' όλα τα ζωντανά πλάσματα, από τα θνητά και τα θεϊκά, μόνο ο άνθρωπος πέ­ τυχε, καθώς ο άνθρωπος είναι αυτός που σέβεται, θαυμάζει, εγκωμιάζει και λατρεύει τον ουρανό και όλα όσα βρίσκονται σ' αυτόν. Και η χορεία των Μουσών δεν στάλ­ θηκε χωρίς λόγο στην κοινωνία των αν­ θρώπων από το θεό, αλλά για να διαφυλάξει την γλυκύτητα της αρμονίας του επίγειου κόσμου και να μην φαίνεται άξεστος, και επιπλέον, για να μπορεί μέσω των ασμάτων των ανθρώπων να δοξάζεται αυτός που είναι τα πάντα ή δημιουργεί τα πάντα και μ' αυτόν

25. Δεν μπορεί επομένως ο Θεός να... μπο δεχθούμε κάτι τέτοιο, τότε ο Θεός κάνει... λάθη. Ο Πάπας αλάθητος, αλλά ο Θεός κάνει λάθη. Κάτι δεν πάει καλά με τις παραδοχές των ανθρώπων.

247


A. Δ. Λιακόπουλος

τον τρόπο, με τις ουράνιες δοξολογίες, διαφυλάσσεται η γλυκύτητα της επίγειας αρμονίας.26

26. ΤαΛόγια αυτά, θα μπορούσαν να θεωρηθούν λόγια τον αέρα, σαν την ανα­ φορά, για παράδειγμα, στο κέρας της Αμάλθειάς. Το κεράς της Αμάλθειάς ήταν το κέρατο της αιγός που προμήθευε «γάλα», ζωή και ενέργεια δηλαδή, στον Δία και οποιονδήποτε άλλον με όλα τα αγαθά του. Ξέρουμε όμως ότι ήταν οι στροβιλοϋπερπολλαπλασιαστέςτης ενέργειας που πράγματι έδιναν κάθε αγαθό αφού έδιναν ενέργεια. Με πολύ απλοϊκό τρόπο δηλαδή παρου­ σιάστηκε και με πολύπλοκο μπορούσε να εξηγηθεί. Έτσι είναι και το θέμα με τις ψαλμωδίες και τις θείες αρμονίες. Όταν κάποιος αναγνώστης δηλαδή δια­ βάσει ότι στην αρχαιότητα από το κέρατο μιας γίδας έβγαιναν όλα τα αγαθά του κόσμου, απλά θα σκεφτεί ότι οι απλοϊκοί άνθρωποι της αρχαιότητας υιοθετούσαν ανοησίες τις οποίες πίστευαν ή αδιαμαρτύρητα δεχόταν. Κι όμως, εκείνοι που έβγαλαν την αρχική ιστορία, ήξεραν ότι από ένα κέρατο έβγαινε η ενέργεια που ήταν πηγή ζωής και ευημερίας. Να θυμίσουμε ότι από τους δυο στροβίλους, ο ένας έδινε ενέργεια θετική και ωφέλιμη και ο άλλος έδινε την αρνητική και νεκρή ενέργεια. Apa με το δίκιο τους έλεγαν οι αρχαίοι ότι το ένα κέρας έδινε τα καλά και αγαθά. Όπως λοιπόν πέρασε αυτός ο μύθος, έτσι διαδόθηκε και η συνήθεια της ψαλμωδίας και του ύμνου. Το θέμα είναι, ότι όπως τόσα και τόσα, έτσι και αυτό, το αναφέρει ο Ερμής ο Τρισμέγιστος, θυμίζοντας ότι οι δοξολογίες οι ουράνιες των αγγέλων, συντηρούν την διασαλλευμένη αρμονία του σύμπαντος και οι ίδιες, ραγόμενες κατά το δυνατόν από εμάς στη Γη διαφυλάσσουν την επίγεια αρμονία. Τίθεται λοιπόν το εξής μεγάλο θέμα. Πώς είναι δυνατόν, για να μην μιλήσουμε για τις «αγγελικές ψαλμωδίες» αφού ιδέα δεν έχουμε για αυτές, πως είναι λοιπόν δυνατόν, με τις ψαλμωδίες μας να επηρεάζεται η αρμονία του περιβάλλοντος μας. Σίγουρα, όλοι θα έχετε ακούσει, για την αντίδραση των φυτών στην μουσική. Με την δυνατή και αλλοπρόσαλλη μουσική, τα φυτά που τυχόν έχουμε σε γλάστρες, στο σπίτι δεν μεγαλώνουν, ενώ με την χαλαρή και μελωδική μουσική ευδοκιμούν. Αν είχαμε την αντοχή να δοκιμά­ σουμε το τι θα γινότανε αν... ψέλναμε τους ψαλμούς της εκκλησίας στα φυτά, τότε θα διαπιστώναμε τρομερές διαφορές σε σχέση με την απαλή μου­ σική, όπως αυτή έχει διαφορές με την δυνατή και αλλοπρόσαλη. Η εξέλιξη της ανάπτυξης των φυτών του σπιτιού μας, εξαρτάται από την δομή του αιθέρα, μέσα σε αυτό. Η δομή του αιθέρα, επηρεάζεται κατά πολύ από τις ακτινοβολίες που διαπερνούν το σπίτι μας. Οι ακτινοβολίες εκπέ­ μπουν σε συχνότητες τριών ειδών: α) Ηχητικές, β) Ηλεκτρομαγνητικές, γ) Μυστικές συχνότητες. Τις ηχητικές, τις γνωρίζουμε όλοι και προέρχονται από το περιβάλλον γύρω από το σπίτι, αλλά και μέσα από αυτό. Οτιδήποτε προέρχεται μέσα από το σπίτι το ορίζουμε εμείς. Την ηχορύπανση όμως του 248


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα

περιβάλλοντα χώρον δεν μπορούμε να την ελέγξουμε. Οσον αφορά το υπό στρώμα των ήχων που μπαίνουν μέσα στο όποιο σπίτι, είναι πολύ βασικό γιο την ποιότητα ζωής που διάγουμε μέσα σ' αυτό. Άλλο είναι να ακούς τουι ήχους ενός πολυσύχναστου αυτοκινητόδρομον και άλλο να ακούς το κύμα τηι θάλασσας και τους γλάρους ή να ακούς το θρόισμα των φύλλων των δέ­ ντρων τον δάσους και το κελάϊδισμα των πουλιών. Όσον αφορά την μαγνητική ακτινοβολία, αυτή είναι αθόρυβη, άοσμη, αόρατη και άκρωι θανατηφόρα. Μπορεί να προέρχεται από καλώδια υψηλής τάσης, απι μετασχηματιστές της ΔΕΗ, ή από κεραίες κινητής τηλεφωνίας, από κινητό τηλέφωνα, φούρνους μικροκυμάτων, αλλά και από το σύνολο των σνσκενώχ και των καλωδίων τον ίδιον του σπιτιού μας, που το θεωρούμε καταφύγιο ενα είναι κολαστήριο. Πάμε τώρα στις άγνωστες συχνότητες. Λυτές συνοδεύονχ κάθε ακτινοβολία που γίνεται ή δε γίνεται αντιληπτή από εμάς. Τις συχνό­ τητες αυτές τις ονομάζουν απλά «άγνωστες», αφού όνομα για κάτι που δει γνωρίζουμε καν ότι υπάρχει, δεν μπορούμε να δώσουμε. Κάθε μία από επτά σνμπαντικές σφαίρες, ή αλλιώς, κάθε ένα από τα επτά επίπεδα της αυτογνωσίας, έχει τις δικές του συχνότητες. Ο ευρισκόμενος στο 7ο τις αντι­ λαμβάνεται όλες. Ο ευρισκόμενος στο 6ο δεν αντιλαμβάνεται του 7ου, ο ευ­ ρισκόμενος στο 5ο δεν αντιλαμβάνεται του 6ου και του 7ου και ο ευρισκόμε­ νος στο Ιο δεν αντιλαμβάνεται τίποτε εκτός από του 1ου. Τα επτά στάδια της αυτογνωσίας στα οποία αναφέρονται οι ανατολικές φιλο­ σοφίες δηλαδή, ή οι επτά ουρανοί, όπως λέμε στην ορθοδοξίας μας, αποτε­ λούν στάδια αντίληψης του συνολικού χωροχρονικού συνεχούς και όχι μόνο. Τι εννοούμε με αυτό. Εμείς αντιλαμβανόμαστε οτιδήποτε καταλαμβάνει χώρο και υφίσταται για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, άρα καταλαμβάνει μέρος του χρόνου στον συγκεκριμένο χώρο. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε να υφίσταται οτιδήποτε χωρίς να καταλαμβάνεσ κριμένο χρόνο. Για παράδειγμα, αναραηηθείτε, αν μπορούν δυο πλοία παρκάρουν στον ίδιο ακριβώς ντόκο, στον ίδιο μώλο. Η απάντηση είναι κατα­ φατική, δηλαδή ναι, αλλά όχι στον ίδιο χρόνο. Αντιλαμβανόμαστε δηλαδή τέσσερις διαστάσεις. Τίποτε παραπάνω. Δεν μπορούμε ούτε υποθέσεις να κάνουμε, ούτε τίποτε να σκεφτούμε, πάνω στο θέμα, αφού οποιαδήποτε πέ­ μπτη διάσταση ούτε να την φανταστούμε δεν μπορούμε. Παις μπορούμε επο­ μένως να αντιληφθούμε οτιδήποτε που προέρχεται από ένα μέρος η μία κατάσταση, την οποία δεν μπορούμε καν να φανταστούμε. Αυτές λοιπόν τις ακτινοβολίες που εκπέμπει ο «άλλος εαυτός» τον περιβάλ­ λοντος χώρου και χρόνου, που δε μπορούμε να τις αντιληφθούμε, όταν είναι βλαβερές καλό θα ήτανε, χωρίς να τις αντιλαμβανόμαστε, να μπορούμε να τις «καταπραΰνονμε» ή να τις εξουδετερώνουμε. Αυτό επιτυγχάνεται, σύμ­ φωνα με τον Ερμή του Τρισμέγιστο με τις ψαλμωδίες της δοξολογίας του 249


Δ. Δ.

Λιακόπο

Θεού. Εκείνο που γίνεται για παράδειγμα στα μοναστήρια και τις εκκλησίες είναι η με «συγκεκριμένο τρόπο» δοξολογία τον Θεού με την χρήση, σήμερα, της λεγάμενης βυζαντινής μουσικής. Η μουσική αυτή «δεν παίζεται» με όργα­ να, αλλά μόνο ψάλλεται από ανθρώπους. Κάποτε, υπήρχε η δοξολογία του Θεού πάλι από τους ανθρώπους, και τον τρόπο γνώριζαν οι Μούσες. Οι δοξο­ λογίες μάλιστα οι επίγειες, οι ανθρώπινες, ήταν ίδιες, στον τρόπο τουλάχι­ στον, με τις επουράνιες. Ετσι, λέει ο Ερμής ο Τρισμέγιστος, διατηρείται η αρμονία στη Γη. Αναρωτηθείτε τώρα, γιατί ψάλλουμε με άσματα εμείς οι άνθρωποι, ακο­ λουθώντας συγκεκριμένους ήχους, και δεν αναπαράγουμε τους ήχους αυτούς με μουσικά όργανα, ή ακόμη πιο εύκολα στην εποχή μας με ηλεκτρονικό τρόπο. Η απάντηση είναι, ότι ο ήχος ο παραγόμενος από τον άνθρωπο, περι­ έχει τις άγνωστες συχνότητες, που έχουν απόλυτα να κάνουν με το συναί­ σθημα και την ψυχική μας διάθεση. Παρόμοια, σταθεροποιητικά αποτελέσματα έχουν λογικά οι ψαλμωδίες και η δοξολογία του Θεού από τα τάγματα των Χερουβίμ και Σεραψίμ που βρίσκο­ νται στον 7ο ουρανό και ρυθμίζουν έτσι την διαταραγμένη μουσική αρμονία του σύμπαντος. (Ζητήστε στο μέλλον τους τόμους 24,25,26) Κάποιοι, για την ακρίβεια ελάχιστοι, που δια­ θέτουν καθαρό νου, δέχθηκαν από τον ύψιστο θεό το ιερότερο χάρισμα, αυτό της φροντίδας της παρατήρησης του ουρανού. Επομένως, όσοι από αυτούς που αποτελούνται από το διπλό μείγμα της φύσης, καθηλώνονται λόγω της μεγάλης επιρροής του σώματος στην κατώτερη γνώση, σ' αυτούς έχει ανατεθεί η φροντίδα των υλικών στοιχείων και όλων των κατώτερων πραγμάτων. Ο άνθρωπος είναι ζωντανός οργανισμός και αν και είναι κατά το ένα μέρος του θνητός, δεν χαρακτηρίζεται κατώτερος λόγω αυτού, αλλά είναι μάλλον προικισμένος λόγω της θνησιμότητας της δημιουργίας του, καθώς είναι καταλληλότερος και αποτελεσματικότερος για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού. Εννοώ, ότι αν δεν αποτε­ λούνται και από τις δύο φύσεις, δεν θα μπο­ ρούσαν να του ανατεθούν και τα δύο, δηλαδή 250


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

η φροντίδα των επίγειων πραγμάτων και των ουράνιων, γι' αυτό, λοιπόν, διαμορφώθηκε από διπλή ύλη. 10. Καθώς, όμως, αναπτύσσω το λόγο αυτό, Ασκληπιέ, θέλω να με παρακολουθείς όχι μόνο με μεγάλη προσοχή, αλλά και με εγρήγορση ψυχής. 27 Γιατί ο λόγος αυτός είναι απίστευτος από πολλούς, αλλά τα ιερά πνεύματα τον εκλαμβάνουν ως σωστό και αληθινό. Ο πρώτος θεός είναι ο κύριος της αιωνιό­ τητας, ο δεύτερος θεός είναι ο κόσμος και ο τρίτος είναι ο άνθρωπος.28 Ο θεός είναι δημι­ ουργός του κόσμου καθώς και όλων όσων ενυπάρχουν σ' αυτόν. Ο θεός, λοιπόν, συγκυβερνάει τα πάντα μαζί με τον άνθρωπο, ο οποίος είναι κυβερνήτης του κόσμου που έχει δημιουργηθεί από το θεό. Αν, λοιπόν, ο άνθρωπος εκπληρώσει τα καθήκοντα που έχει αναλάβει, δηλαδή την υποχρέωση για φρο­ ντίδα, τότε πετυχαίνει να αποτελεί ο ίδιος και ο κόσμος στολίδι ο ένας για τον άλλον. Έτσι, ο «κόσμος», που έτσι ονομάζεται πιο σωστά στα Ελληνικά, δείχνει να 'χει πάρει το όνομά του από τη θεία αυτή διπλή φύση του αν­ θρώπου. Όταν, λοιπόν, αυτός γνώρισε τον ίδιο του τον εαυτό, γνώρισε και τον κόσμο και έτσι θυμήθηκε ποια είναι η δική του εικόνα και αναγνώρισε ποια πρέπει να χρησιμοποιήσει, ποια πρέπει να υπηρετήσει. Αποδίδει, λοιπόν, μεγάλες ευχαριστίες και εγκώμια στο θεό,

27. Προσέξτε στο σημείο αυτό, αφού το μας είπε και ο Χριστός, που είπε: «αφήστε τα παιδιά να έρθουν σε μένα, αφού αυτά δεν βλέπουν με τα μάτια της λογικής, αλλά τα μάτια της καρδιάς». 28. Εδώ, μ'αυτά που λέει δεν δηλώνει πολυθεϊστής, απλά χρησιμοποιεί μια ορολογία που εμείς δεν χρησιμοποιούμε. 251


Δ. Δ. Λιακόπονλος

τιμώντας μ' αυτόν τον τρόπο την εικόνα του και δεν αγνοεί ότι ο ίδιος αποτελεί τη δεύτερη εικόνα του θεού, ο οποίος έχει δύο εικόνες: τον κόσμο και τον άνθρωπο. Από αυτά, συμπεραίνουμε, ότι καθώς αυτό αποτελείται από σύνθεση φύσεων, το ένα μέρος του δηλαδή αποτελείται από ψυχή και νου, πνεύμα και λογική ως ανώτερα στοιχεία, μπορεί να χαρακτηριστεί θεός και να εισέλθει στον ουρανό. Το άλλο μέρος του, όμως, το κοσμικό, αποτελείται από φωτιά και γη, νερό και αέρα, έτσι ως θνητός, παραμένει στη γη για να μην μπορεί να παρατήσει όλα τα επίγεια που ανατέθηκαν στη δική του φροντίδα.29 29. Εδώδιαβάζουμε, σε ένα πανάρχαιο κείμενο, τις γενικές ιδέες που είναι εμφυτευμένες σε όλες τις φιλοσοφίες, δοξασίες και θρησκείες της Γης. Το ιδεατό μέρος τον ανθρώπου, αυτό που αντιλαμβανόμαστε δηλαδή με την σκέψη μας, αποτελείται ή αν θέλετε εκφράζεται με την ψυχή, τον νου, το πνεύμα και την λογική. Το υλικό μέρος του ανθρώπου αποτελείται από τα τέσσερα βασικά στοιχεία του υλικού κόσμον, τη φωτιά, τη γη, το νερό και τον αέρα. Αυτός ο πολύ απλός τρόπος έκφρασης, που οδηγούσε όμως περισσότερο κατανοητά στην αλήθεια της ύπαρξης, αντικαταστάθηκε με την «επιστήμη» των Νεφελίμ, που εισήγαγε τα χημικά στοιχεία του «περιοδικού πίνακα» και ταυτόχρονα απέρριφε κάθε τι που δεν αποτελείται από αυτά, δηλαδή απέρριψε την ύπαρξη του αιθέρα και του πνεύματος, της ψυχής, αν θέλετε, τον ανθρώπου. Έτσι έγινε η εισαγωγή του υλισμού με περιτύλιγμα δήθεν επι­ στημονικού κύρους. Το λεγόμενο «επιστημονικό κύρος» είναι ότι το πιο γελοίο έχω συναντήσει στη ζωή μου, η μεγαλύτερη απατεωνιά και λαμογιά από δημιουργίας ανθρώπου. Ένα τρανταχτό παράδειγμα, είναι η θεωρία της «πανσπερμίας» των πλανητών. Σύμφωνα με αυτήν, οι πρώτοι μικροοργανι­ σμοί δήμιουργήθηκαν στους πυρήνες των κομητών που περιφέρονται γύρω από τα κεντρικά άστρα, των εκατομμυρίων ηλιακών συστημάτων, που υπάρχουν στα δισεκατομμύρια των γαλαξιών. Αφού λοιπόν δήμιουργήθηκαν οι πρώτοι μικροοργανισμοί, τότε οι κομήτες άρχισαν να πέφτουν πάνω στους πλανήτες των ηλιακών συστημάτων σε όλο το σύμπαν. Σε κάθε περίπτωση οι μικροοργανισμοί «εσπείροντο» στον οποίο βομβαρδιζόμενο πλανήτη. Όταν οι συνθήκες ήταν ιδανικές, αναπτυσσότανε από τους μικροοργανισμούς και τα βακτήρια ζωή. Το ίδιο έγινε και στη Γη. 252


Γιατί και

πώςζουν ανάμεσά

Πριν δηλαδή από 4 δισεκατομμύρια χρόνια εμφανίστηκαν τα πρώτα βακτή­ ρια και άρχισε το πανηγύρι της ζωής, μέχρι που φτάσαμε σε εμάς. Έτσι κατά τους υλιστές, δημιονργήθηκε ο άνθρωπος. Δεν μπορούν όμως να μας εξηγή­ σουν οι κύριοι αυτοί και γελάω τώρα που το γράφω, γιατί δεν συνέχισαν και δεν συνεχίζουν να δήμιουργούνταιπάνωστη Γη νέοι οργανισμοί και νέου εί­ δους άνθρωποι, αφού τα βακτήρια και οι «ιδανικές συνθήκες» εξακολουθούν να υπάρχουν. Γιατί δηλαδή, αφού εμφανίστηκαν όλα τα είδη και κάποια χάθη­ καν και κάποια έμειναν δεν εμφανίστηκαν άλλα είδη που να προέρχονται από την ίδια αιτία που ήρθε υποτίθεται με τους κομήτες από το διάστημα, αφού η αιτία συνεχίζει να υπάρχει; Παρακαλώ κάντε αυτή την απλή ερώτηση σε οποιονδήποτε «επιστήμονα» συναντήσετε, αλλά να την κάνετε με σοβαρό τρόπο και να μην κάνετε να αισθανθεί ότι του επιτίθεστε. Ρωτήστε τον και αυτό που θα πάρετε για απά­ ντηση θα είναι ένα αμήχανο χαμόγελο, ή κάποια «κοτσάνα», πασπαλισμένη με μπόλικη «επιστημονική ορολογία». Έτσι, λοιπόν, ο άνθρωπος διαμορφώθηκε ιδε­ ατά κατά ένα μέρος θεός και κατά ένα μέρος θνητός, ενωμένος σ' ένα σώμα. 11. Ούτως ή άλλως, γι' αυτό το πλάσμα με τη διπλή φύση, τον άνθρωπο, αποτελεί κανόνα πρώτα απ' όλα η ευσέβεια και στη συνέχεια η αγαθότητα. Αυτή η αγαθότητα, έχει επιτευχθεί μόνο αν ενέχει τη δύναμη της περιφρόνησης απέναντι στον πόθο για όλα τα ακατάλληλα πράγματα. Όλα όσα κυριεύονται από τον γήινο σωματικό πόθο δεν ανήκουν σε κανένα μέρος της θεϊκής γνώσης και δικαιολογημένα χαρα­ κτηρίζονται ως επίκτητα πάθη,30 καθώς δε δημιουργούνται μέσα μας κατά τη γέννησή μας, αλλά εμείς οι ίδιοι αρχίζουμε να τα αποκτάμε αργότερα γι' αυτό και χαρακτηρίζονται ως επίκτητα πάθη,31 Με αυτό το σκεπτικό, 30. Για τα επίκτητα πάθη που οφείλονται στο ότι υπάρχει γύρω μας, μας μιλούν και τα πατερικά κείμενα της ορθοδοξίας. Δεν εξηγούν όμως που οφείλονται. 31. Ονομάζονται επίκτητα επειδή αποκτώνται κατά τη διάρκεια της ζωής μας. 253


Δ. Δ.

Λιακόπο

λοιπόν, όλα είναι ξένα για τον άνθρωπο, ακόμα και από το σώμα του, για να μπορεί να περιφρονεί και ο ίδιος όλα όσα ποθεί, συμπε­ ριλαμβανομένου και του σώματος, καθώς αυτό γεννά μέσα μας την διαφθορά του πόθου. Ακο­ λουθώντας, λοιπόν, την πορεία της λογικής που διαπνέει την ψυχή μου, ο άνθρωπος πρέπει να φτάσει στο σημείο εκείνο όπου χάρη στη θέαση της θεϊκότητας, θα αποκτήσει την ικανότητα να περιφρονεί και να αδιαφορεί για το θνητό του μέρος, με το οποίο έχει συνδεθεί μόνο λόγω της ανάγκης να φροντίζει τον κατώτερο κόσμο. Για να αποτελεί ο άνθρωπος πλήρες ον, έτσι τον έχει διαμορφώσει ο θεός, ώστε να αποτελείται και στα δύο του μέρη από τέσσερα στοιχεία. Στο θνητό του μέρος, αποτελείται από τα χέρια, τα πόδια, δύο από το καθένα, και μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του σώματος φροντίζει για τον κατώτερο κόσμο, τον επίγειο. Στο θεϊκό του μέρος, αποτελείται εξίσου από τέσσερα στοιχεία, την ψυχή, τον νου, την ανάμνηση και τη φρόνηση, με τη λογική των οποίων μπόρεσε να αναγνωρίσει και να διακρίνει τον θεϊκό κόσμο. Αυτό τον οδηγεί λόγω της ερευνητικής του περιέργειας στην αναζήτηση των αντιθέσεων, 32 των ιδιο­ τήτων, των επιδράσεων και των ποσοτήτων όλων των πραγμάτων, εμποδίζεται, όμως, από τη μεγάλη και βαριά κακία του σώματος 33 και δε μπορεί να διακρίνει με το σωστό τρόπο όλες 32. Τοσόμπαν των αντιθέτων, βλέπετε ότι πρώτα από τον Ερμή τον Τρισμέγιστο. 33. Η «κακία τον σώματος», αναφέρεται στην κακία τον ανθρώπου, τη σκέψη τον δηλαδή ότι μπορεί να νπάρξει χωρίς τη βοήθεια τον Θεού, όπως τον την μετέφερε ο Διάβολος Σαμαέλ. Εξ αιτίας αντής της «κακίας», το σώμα μας εξέπεσε. 254


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

αυτές τις αιτίες των πραγμάτων που είναι και οι αληθινές αιτίες τους.34 Αυτός, λοιπόν, που δημιουργήθηκε και διαμορφώθηκε μ' αυτόν τον τρόπο και που ο ύψιστος θεός του ανέθεσε ένα τέτοιο έργο και υποχρέωση, αυτός που υπακούει επάξια και όπως πρέπει στη διπλή βούληση του θεού, δηλαδή στην κατάλληλη φροντίδα του επίγειου κόσμου και στην ευσε­ βή λατρεία του θεού, με ποιο δώρο κρίνεις πως πρέπει να ανταμειφθεί αυτός; - εφόσον, βέβαια, αυτός συνδέει το έργο του με τη βούληση του θεού, καθώς ο κόσμος είναι δημιούργημα του Ύψιστου και αυτός με τη βοήθεια του σώματός του, με το καθημερινό του έργο και την φροντίδα του αντιπροσω­ πεύει επάξια τη μορφή την οποία του έδωσε Εκείνος με θεϊκό σκοπό.35 Δεν πρέπει να ανταμειφθεί μ' αυτό που ανταμείφθηκαν και οι πρό­ γονοί μας και με το οποίο πρέπει και 'μεις ακόμη να προσευχόμαστε ευσεβώς να ανταμειφθούμε, αν είναι επιθυμία του θεού ; Δηλα­ δή, αφού αποστρατευτούμε και απαλλαχτούμε από τη φροντίδα και επιτήρηση του επίγειου κόσμου, αφού ελευθερωθούμε από τα δεσμά της θνητής μας φύσης, να μας παραδώσει αγνούς και καθαγιασμένους στην ανώτερή μας φύση, τη θεϊκή. 36

34. Οι αιτίες όλων των πραγμάτων, όπως τα αντιλαμβανόμαστε σ' αυτόν τον κόσμο, προέρχονται από τον Σαμαέλ. Τίποτε δεν είναι στην πραγματικότητα όπως το αντιλαμβανόμαστε. Τα πάντα είναι διαφορετικά. Οτι βλέπουμε με τα μάτια μας και ψηλαφίζ,ουμεμε τα χέρια μας, το αντιλαμβανό ο Σαμαέλ θέλει. Και η όραση και η αφή, δηλαδή, σφάλουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να συμφωνούν και να μας δίνουν συναφή αίσθηση κάθε αντικειμένου. 35. Εδώ θέλει προσοχή. Ποιος είναι ο «θεϊκός σκοπός»; Ποια είναι η αιτία της δημιουργίας του ανθρώπου; 36. Εδώ δεν διαφωνεί καθόλου με την ορθοδοξία, η οποία μας λέει, ότι όσοι πάνε στον Παράδεισο, θα γίνουν «χάριτι θεοί» 255


A. A. Λιακόπουλος

12. - Σωστά και αληθινά τα λες, Τρισμέγι­ στε. - Αυτή, λοιπόν, είναι η ανταμοιβή για όσους είναι ευσεβείς προς τον θεό και φροντίζουν για τα επίγεια. Γιατί, αντιθέτως, για όσους έζησαν ασεβή ζωή απαγορεύεται να επιστρέφουν 37 στον ουρανό και τους επιφυλάσσεται μια επα­ ναφορά στη ζωή μέσα σε άλλα σώματα, αηδια­ στικά και ανάξια να διαθέτουν ψυχή. - Αυτό που συμπεραίνω από την ανάπτυξη του λόγου σου, Τρισμέγιστε, είναι πως οι ψυχές κινδυνεύουν κατά την επίγεια ζωή τους να χάσουν την ελπίδα μιας μελλοντικής αιωνι­ ότητας. - Για άλλους είναι απίστευτο, για άλλους μυθικό και ίσως για κάποιος γελοίο. 38 Γιατί, για την επίγεια, υλική ζωή ο καρπός που προέρχεται από τα πάθη είναι μια γλυκιά πραγ­ ματικότητα. Η πραγματικότητα αυτή, η σωμα­ τική, όπως λέγεται, καταπνίγει την ψυχή και την καθηλώνει στο δικό της τμήμα, το θνητό, καθώς η κατωτερότητα που απεχθάνεται την 37. Εδώ μας λέει ότι θα επιστρέφουμε στον Ουρανό. Apa στην πατρίδα, τον Παράδεισο. Οσοι όμως δεν είναι κατάλληλοι, δεν θα επιστρέ­ φουν. 38. Η αιώνια ζωή, ο Παράδεισος, κ.τ.λ. από τότε αποτελούσαν θέμα συζή­ τησης, αλλά για ελάχιστους, αφού ο Δίας είχε απαγορεύσει των γνώση της ύπαρξης του Θεού για τους ανθρώπους, και οι Ελ είχαν ορκιστεί όρκον μέγα με κίνδυνο δεκαετούς ποινής «στάσης», ή ακόμη και θανάτου, αν μιλούσαν στους ανθρώπους για τον Θεό. Αν το καλοσκεφτείτε, ο Χριστός μίλησε για την ύπαρξη του Θεού σε ανθρώπους που υποτίθεται δεχότανε την ύπαρξη ενός Θεού, αφού είχαν την ιουδαϊκή πίστη. Οι απόστολοι όμως και αργότερα οι Πατέρες της εκκλησίας, προσπαθούσαν, όχι να για το πώς πρέπει να ζεις, πράγμα που έκανε ο Χριστός, αλλά προσπαθούσαν να πείσουν τα «έθνη» ότι υπάρχει Θεός, αφού κανείς δεν γνώριζε τον ένα Θεό. Μη ξεχνάμε ότι οι Εβραίοι σκότωσαν τους προφήτες και οι Ελληνες τον Σωκράτη, επειδή μιλούσαν για τον ένα Θεό. 256


Γιατί και

πώςζουν ανάμεσ

αθανασία δεν της επιτρέπει να αναγνωρίσει το θεϊκό της τμήμα. Θα σου πω, λοιπόν, με ίσως προφητικό τρόπο, ότι μετά από 'μας δεν θα υπάρξει κανείς 3<^ που να τρέφει αληθινή αγάπη για τη φιλοσοφία, η οποίο αποτελεί τη μόνη σταθερή θέαση και ιερή λατρεία που οδηγεί στην αναγνώριση του θεϊκού τμήματος της ψυχής, καθώς, πολλοί είναι αυτοί που την μπερδεύουν 3940 με διάφορους τρόπους. - Πως, λοιπόν, πολλοί κατέστησαν ακα­ τανόητη τη φιλοσοφία και με ποιους διάφο­ ρους τρόπους την μπέρδεψαν ; 41 13. - Με τον παρακάτω τρόπο, Ασκληπιέ, με το να την ανακατεύουν, να χρησιμοποιούν σκοτεινά κόλπα, με διάφορες και μη κατανοη­ τές επιστήμες, όπως τα μαθηματικά, τη μουσι­ κή και τη γεωμετρία.42 Γιατί τόσο η γνήσια φιλοσοφία όσο και αυτή που εξαρτάται από τη θεϊκή λατρεία θα πρέπει να αποβλέπει στις υπόλοιπες σε βαθμό μόνο που να θαυμάζει το γεγονός ότι η επαναφορά των αστεριών στην αρχική τους θέση, οι προκαθορισμένες θέσεις των αστεριών και η πορεία της εναλλαγής τους στηρίζονται στους αριθμούς43 να θαυμάσει

39. Εδώ προφητεύει το θάνατο τον Ασκληπιού. Μετά τον Ασκληπιό κανείς δεν εξεδήλωσε την επιθυμία να μιλήσει στους ανθρώπους για τον Τριαδικό Θεό. 40. Εδώ μιλάει για αυτούς οι οποίοι ανέπτυσσαν μεταξύ των ανθρώπων θεω­ ρίες που απομάκρυναν κάθε σκέφη περί Θεού. 41. Ρωτάει ο Ασκληπιός να μάθει, με ποιο τρόπο έκαναν κάθε κουβέντα περί θεού να φαίνεται αστεία ή οπισθοδρομική και μπέρδευαν τους ανθρώπους. 42. Είναι καταπληκτικό. Ότι γίνεται σήμερα, γινότανε και τότε. Είχαν ρίξει οι Ελ, όπως σήμερα οι Νεφελίμ,ψευτοεπιστήμες μεταξύ των ανθρ οι ιδέες περί Θεού, ψυχής κ.τ.λ. θεωρούντο αναχρονιστικές από τους «επι­ στήμονες με το επιστημονικό» κύρος και τις επιστημονικοασυναρτησίες τους. 43. Εδώ μιλά για καθορισμένες θέσεις αστέρων, μέσα στους αστερισμούς των υπερινών.

257


Δ. Δ. Λιακόπουλος

καθώς γνωρίζει τις διαστάσεις της γης, τις ιδι­ ότητες και τις ποσότητες των πραγμάτων, τα βάθη της θάλασσας, τη δύναμη της φωτιάς και τις επιδράσεις και την φύση όλων αυτών και με αυτό τον τρόπο να λατρέψει και να εξυμνή­ σει την τέχνη και το νου του θεού. Η γνώση της μουσικής δεν είναι τίποτα άλλο παρά η γνώση αυτών των πραγμάτων , σε όλα όσα έχει παραχωρηθεί η θεϊκή λογική. Γιατί η τάξη των μεμονωμένων πραγμάτων που συνθέτουν ένα ενιαίο σύνολο χάρη στην αριστοτεχνική λογική επιτυγχάνουν μια γλυκύτατη και γνησι­ ότατη αρμονία μέσω της θεϊκής μελωδίας. 44 14. Οι άνθρωποι, λοιπόν, που θα γεννη­ θούν μετά από μας, θα απομακρυνθούν από την ειλικρινή, ιερή και γνήσια φιλοσοφία, καθώς θα έχουν παραπλανηθεί από την πονη­ ριά των σοφιστών. 45 Γιατί η λατρεία του ύψιστου θεού, του απλού νου και της ψυχής, ο σεβασμός για τα έργα του, ακόμη και οι ευχα­ ριστίες προς το θέλημα του θεού, το μόνο γεμάτο από την αγαθότητα του θεού, αποτε­ λούν την φιλοσοφία, την απολύτως αμόλυντη από την πιεστική περιέργεια της ψυχής. 46 Νομίζω πως μέχρι εδώ είναι εκτεταμένη η διδασκαλία για όλα αυτά. 44. Η «θεϊκή μελωδία» αποτελεί τον τρόπο, την μέθοδο, αν θέλετε, ή τους πραγματικούς φυσικούς νόμους, βάσει των οποίων τα πάντα συντίθενται και λειτουργούν. 45. Αυτούς που ονομάζει σοφιστές, είναι οι επιστήμονες του χθες και του σήμερα, που αποτελούν τα οχήματα προώθησης της δήθεν επιστημονικής γνώσης που ο Σαμαέλ μέσω των Νεφελίμ παρέδωσαν στους ανθρώπους. Αυτά τα λόγια του Ερμή του Τρισμέγιστου, αποτελούν την μεγαλύτερη δικαίωσή μου, σε όλα όσα έχω πει και γράφει μέχρι σήμερα. 46. Ξεκαθαρίζει ότι με τον όρο φιλοσοφία εννοεί αυτό που εμείς σήμερα ονο­ μάζουμε θεολογία. 258


Γ ιατί

και πώς ζουν ανάμεσά μ

Από εδώ, ας ξεκινήσουμε να συζητάμε για τη το πνεύμα και τα όμοιά του. Υπήρξε ο θεός και η ύλη, λέξη ελληνική που εμείς αποκαλούμε «κόσμο». Και το πνεύμα συνδέθηκε με την ύλη είτε ενυπήρχε μέσα στην ύλη εξαρχής, όχι όμως με τον τρόπο με τον οποίο ενυπήρχε στο θεό ούτε με τον τρόπο που ενυπήρχαν στον θεό τα στοιχεία εκείνα από τα οποία προήλθε ο κόσμος. Καθώς δεν υπήρχαν, επειδή δεν είχαν γεννηθεί ακόμη, αλλά ηδη από τότε ενυπήρχαν σε εκείνον από τον οποίο έπρεπε να γεννηθούν. Δεν καλούνται, λοιπόν, αγέννητα όνο όσα δεν έχουν ακόμα γεννηθεί, αλλά και αυτά τα οποία στερούνται τη δυνατότητα της γέν­ νησης ώστε να μην μπορεί να γεννηθεί τίπο­ τα από αυτά. Όσα, όμως, υπάρχουν και ενέχουν την ικανότητα της γέννησης, αυτά μπορούν και να γεννήσουν και από αυτά μπορεί να γεννηθεί κάτι, ακόμη κι αν τα ίδια έχουν γεννηθεί από τον εαυτό τους, καθώς δεν αμφισβητείται ότι αυτά που είναι γεν­ νημένα από τον εαυτό τους μπορούν εύκολα να γεννήσουν αυτά από τα οποία δημιουργούνται τα πάντα. Αυτή, λοιπόν είναι η φύση του θεού, που από μόνης της αποτελεί τα πάντα. 47 Ούτως ή άλλως, η ύλη ή η φύση του κόσμου και το πνεύμα, ακόμη και αν δεν θεωρούνται ότι έχουν γεννηθεί από την αρχή, κατέχουν μέσα τους την ικανότητα και τη φύση της γέννησης και του πολλαπλασια­ σμού. Γιατί η αρχή της γονιμότητας ενυπάρχει στη ίδια τη φύση, η οποία κατέχει 47. Μας λέει λοιπόν ότι η έννοια τον Θεού είναι ουργία.

με την δημι­

259


Δ. Δ.

Λιακόπο

τη δύναμη καν την ύλη της σύλληψης και της γέννησης. 48 Έτσι, χωρίς την παρεμβολή κανενός ξένου στοιχείου, αυτή έχει την ικανότητα να γεννά. 15. Αυτά που έχουν μόνο την ικανότητα της σύλληψης μετά την ένωση με μια ξένη φύση,49 πρέπει να τα θεωρούμε πολύ διαφο­ ρετικά από τον κοσμικό χώρο για να φαίνεται αυτός ο κοσμικός χώρος, καθώς και αυτά που ενέχει, ότι δεν έχουν γεννηθεί βέβαια, σ' αυτόν περιέχεται όλη η γεννητική ικανότητα της φύσης. Κοσμικό χώρο εξάλλου ονομάζω το χώρο μέσα στον οποίο βρίσκονται τα πάντα, καθώς όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να απο­ κτήσουν υπόσταση, αν δεν υπήρχε ένας χώρος ο οποίος να μπορούσε να τα δεχτεί (γιατί για κάθε πράγμα που πρόκειται να υπάρξει, πρέπει να προνοηθεί και να προετοιμαστεί και η κατάλληλη θέση) και δεν θα μπορούσαν να προσδιοριστούν ούτε οι ιδιότητες ούτε οι θέσεις ούτε οι επιδράσεις ούτε οι ποσότητες των πραγμάτων αν αυτά δεν υπήρχαν πουθενά. Έτσι λοιπόν, ακόμα και αν η ύλη δεν έχει γεννηθεί, εντούτοις ενυπάρχουν σ' αυτήν οι φύσεις των πάντων και προτείνει σε καθένα από τα πράγματα τους πιο γόνιμους κόλπους της για τη σύλληψη. Συνολικά, λοιπόν, η ιδι­ ότητα της ύλης αυτή είναι, να μπορεί να δημι­ ουργεί αν και η ίδια δεν είναι δημιουργημένη.

48. Ο ΘεόςΔημιουργός, Ο ΩΝ,έθεσε αφού οτιδήποτε μπορεί να αυτοπολλαπλασκαι α αυτονόητο. Ο άνθρωπος, εκτός Παραδείσου, για να πολλαπλασιαστεί έχει ανάγκη την γυναίκα. Έτσι, όταν οι άνθρωποι απεβλήθησαν του Παραδείσου ορίσθηκε ότι η Εύα θα γεννά τα παιδιά. 49. Η γυναίκα συλλαμβάνει μετά την ένωση της με την «ξένη φύση» του αν­ θρώπου που φέρει το όνομα άνδρας. 260


Γιατί και

πώ ς ζουν ανάμ

Έτσι, όπως ακριβώς ενυπάρχει στην φύση της ύλης η ικανότητα γονιμότητας, με τον ίδιο τρόπο μπορεί η ίδια να δημιουργήσει και το κακό. 50 16. Δεν α Άμμωνα, αυτό που λέγεται από πολλούς: «Πως ο θεός δε μπόρεσε να αποχωρίσει και να απομακρύνει την κακία από τη φύση κάθε πράγματος ;» 51 Γενικά, σ' αυτούς δεν πρέπει να δοθεί κάποια απάντηση, όμως για χάρη σας θα συνεχίσω και θα σας εξηγήσω. Αυτοί λένε, λοιπόν, ότι ο θεός έπρεπε να απελευθερώσει τον κόσμο πλήρως από την κακία, καθώς αυτή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό σ' αυτόν και έτσι φαίνεται σαν μέρος του. Βέβαια, ο θεός προνόησε και έλαβε προληπτικά μέτρα τότε με όσο πιο λογικά κριτήρια, γι' αυτό και χάρισε στην ανθρώπινη ψυχή τον νου, την επιστήμη και τη γνώση. Γιατί μόνο με τη βοήθεια αυτών των πραγμάτων, χάρη στα οποία υπερέχουμε από τα υπόλοιπα ζώα, μπορούμε να αντισταθούμε στην απάτη, στο δόλο και τη διαφθορά της κακίας. Αυτός, λοιπόν, που εξαρχής θα αποφύγει αυτά τα πράγματα χωρίς να έχει εμπλακεί σ' αυτά, αυτός ο άνθρωπος έχει προι­ κιστεί με τη θεία γνώση και πρόνοια, καθώς η ουσία της γνώσης βρίσκεται στον ύψιστο θεό. ____________________________ Καθετί, λοιπόν, στον κόσμο κυβερνάται και 50. Το κακό επομένως, σύμφωνα με αυτά που λέει, αλλά όπως έγραψαν χιλιάδες χρόνια αργότερα και άλλοι φιλόσοφοι, αλλά και Πατέρες της εκκλησίας, είναι κτιστό και επομένως όχι αιώνιο. Έχει επομένως τέλος, όπως έχει και αρχή. Μέσα δηλαδή στην Δημιουργία το κακό δεν θα συνεχίσει να υπάρχει. 51. Βλέπουμε ότι η ερώτηση αυτή δεν διαφέρει από το κλασικό ερώτημα της εποχής μας, που είναι το εξής: «Γιατί αφήνει ο Θεός τους κακούς να χαίρο­ νται και να πετυχαίνουν; Γιατί ο Θεός αφήνει τα παιδάκια στην Αφρική να πεθαίνουν από την πείνα»; 261


Α.

Δ.Λιακόπουλος

λαμβάνει ζωή από το πνεύμα, το οποίο λει­ τουργεί ως μηχανή ή όργανο του θεού καθώς υπακούει στην θέληση του. Μέχρι αυτό το σημείο αυτά έχουν εξεταστεί από μας. Ο θεός, που τον αποκαλούμε και ύψιστο και γίνεται αντιληπτός μόνο μέσω του νου, κυβερνάει και διοικεί τον αισθητό θεό. 52 Ο τελευταίος αγκα­ λιάζει μέσα του κάθε χώρο, κάθε ουσία των πραγμάτων και την ύλη όσων γεννούν και δημιουργούν, αγκαλιάζει τα πάντα, οτιδήποτε κι αν είναι, όσο μεγάλο κι αν είναι. 17. Το πνεύμα, όμως, κινεί και κατευθύνει κάθε είδος στον κόσμο και καθένα από αυτά ακολουθεί τη φύση που του έδωσε ο θεός. Ούτως ή άλλως, η ύλη ή όπως ονομάζεται αλλιώς ο αισθητός κόσμος, υποδέχεται τα πάντα κινεί και συνέχει όλα όσα κυβερνάει ο θεός. Αυτός διευθετεί ό,τι είναι αναγκαίο για καθένα από τα επίγεια όντα. Αλλά με το πνεύμα τα γεμίζει όλα, το οποίο εμφυσάται με βάση την ιδιαίτερη φύση του καθενός. Το κοίλο μέρος, λοιπόν, του κόσμου που η μορφή του μοιάζει με αυτήν της σφαίρας, 53 το εσωτερικό της μέρος, στο σύνολό του, είναι αθέατο λόγω της ποιότητάς της ή της μορφής της. Και πράγματι, αν προσπαθήσεις από οποια­ δήποτε άκρη της να κοιτόιξεις προς τα κάτω, δε θα μπορέσεις να διακρίνεις τι υπάρχει στα βάθη της. Γι' αυτό το λόγο πολλοί την θεωρούν όμοια με το κοσμικό χώρο και με όμοιες ιδιότητες μ' αυτόν. Ο μόνος λόγος, λοιπόν που αυτή θεω52. Δ ι α κ ρ ί ν ε τ α ι κ α ι πάλι ο Θεός τον Δημιουργό Θεό. 53. Το κοίλο μέρος τον κόσμου μοιάζει με σφαίρα. Εξηγεί δηλαδή ότι το εσω­ τερικό της Γης ηον είναι κοίλο, δεν έχει το τυχαίο σχήμα ενός τεράστιον σπηλαίου, αλλά είναι σφαιρικό, όπως και το εξωτερικό. 262

ηον γ


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

ρείται αισθητή καθώς παρουσιάζεται σαν ζω­ γραφισμένη, είναι αυτές οι αισθητές μορφές που αντιστοιχούν στις ιδεατές και μοιάζουν σαν αποτυπωμένες εικόνες τους. Στην πραγματικό­ τητα, όμως, η ίδια είναι πάντα αθέατη από τον εαυτό της. Τα έγκατα της σφαίρας ή εκείνο το βαθύτερο σημείο, ονομάζεται από τους Έλληνες «Άδης» - καθώς οι Έλληνες για το ρήμα βλέπω έχουν τον όρο «ιδείν» - γιατί ο χώρος αυτός δεν μπορεί να θεαθεί. Γι' αυτό και ονομάζονται οι ορατές μορφές «ιδέες (είδη)». Για το λόγο αυτό, λοιπόν, επειδή δεν είναι ορατός, καλείται στα ελληνικά «Άδης», και για το λόγο ότι βρίσκεται στο βαθύτερο σημείο της σφαίρας, ονομάζεται «Κάτω Κόσμος». 54 Αυτά, λοιπόν, αποτελούν τα πρωταρχικά και τις απαρχές των πάντων, κάτι σαν κεφάλαια, τα πάντα υπάρχουν μέσα σ' αυτά είτε γι' αυτά είτε από αυτά. 18. - Τι είδους είναι, λοιπόν, όλα αυτά που λες, Τρισμέγιστε ; - Θα έλεγα, πως η ουσία κάθε πράγματος από τα αισθητά είδη, στο βαθμό βέβαια που είναι αισθητό, 55 είναι υλική. Έτσι, η ύλη 54. Εδώ, πολύ καθαρά ριλά για την κοίλη Γη. Τον Κάτω Κόσμο, τα Κάτω Βασίλεια. Αυτοί λοιπόν που αναρωτιούνται αν υπάρχει πουθενά γραμμένη η ύπαρξη της Κοίλης Γης, πήραν την απάντησή τους. 55. Εδώ έρχεται μία ακόμη δικαίωσή μου. Επιτρέψτε μου βέβαια να εξηγήσω γιατί χρησιμοποιώ τακτικά τον όρο «δικαίωση». Πολλά από όσα λέω, ή καλώ τους άλλους να διερευνήσουν, θεωρούνται από κάποιους εξωπραγματικές κουταμάρες. Όταν μάλιστα, κάποιος, σαν εμένα, είναι και γνωστός λόγω της τηλεόρασης, (ο καθένας θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση μου και να είναι γνωστός, επειδή βγαίνει στο «γυαλί», μην νομίσετε ότι καβάλησα το καλάμι) ένας λόγος παραπάνω το να προσπαθήσουν κάποιοι να του προσάψουν χίλια μύρια. Όταν λοιπόν είπα δημόσια, ότι υπάρχει περίπτωση να είναι η Γη κοίλη, επειδή πολλοί θέλησαν να γίνουν γνωστοί κοντράροντας κάποιον γνωστό, δηλαδή εμένα, έγινε πανικός. Κανείς από αυτούς όμως δεν έχει ούτε την παι­ δεία για να ερευνήσει το θέμα, ούτε την περιέργεια να ψάξει και να βρει αν και άλλοι είχαν μιλήσει στο παρελθόν για την θεωρία αυτή. 263


A. Δ. Αιακόπονλος

To 1962, ο Εντμουντ Χάλεϋ,ο γνωστός Άγγλος αστρονόμος πο το γνωστό κομήτη, ισχυρίστηκε ότι η Γη είναι κοίλη με ανοίγματα στους πόλους. Ο γνωστός επίσης μαθηματικός Όυλερ (Euler), τα θεωρήματα του οποίου διδασκόμαστε στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, επίσης, ισχυρίστηκε ότι η Γη είναι κοίλη. Αυτούς τους δυο όμως, οι ακατονόμαστοι κουλτουριά­ ρηδες ούτε τους γνωρίζουν, ούτε τους αναφέρουν. Απλά ήθελαν να παίξουν τον ρόλο του καραγκιόζη Αριστοφάνη που προσπαθούσε στην αθηναϊκή κοι­ νωνία να συκοφαντήσει τον γίγαντα του πνεύματος Σωκράτη, που μιλούσε για τα ίδια πράγματα. Εκτός λοιπόν από τον Χάλεϋ και τον Ουλερ, το 1818 ο Τζων Σάϊμς επίσης ισχυρίστηκε ότι η Γης είναι κοίλη και βρήκε χρημα­ τοδότη, κάποιον Μακμπμάϊντ,να χρηματοδοτήσει αποστολή στο άν Βόρειου Πόλου, ώστε να μπει στις κρόνιες εσωτερικές θάλασσες, όπως κάποτε έκανε ο Πυθέας. Υπόψη ότιτα σχετικ χάθηκαν «μυστηριωδώς». Οταν λοιπόν όλα ήταν έτοιμα για την αποστολή στο Βόρειο Πόλο, ο τότε νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ και δούλος της Λευ­ κής Αδελφότητας Άντριου Τζάκσον, απαγόρευσε το εγχείρημα εισόδου από το βόρειο άνοιγμα. Λίγο αργότερα ο Τζερεμάϊα Ρέϋνολντς, επίσης ισχυρίστηκε ότι η γη είναι κοίλη. Οργάνωσε αποστολή στην Ανταρκτική αυτή τη φορά, για να βρουν το άνοιγμα προς το εσωτερικό. Το εγχείρημα απέτυχε, διότι το αμερικανικό κράτος, του υποσχέθηκε να τον στηρίξει, αυτός τους πίστεψε και εννοείται, τον ξεγέλασαν! Το 1869 ο Σάϊρους Τήντ, ένας επιστήμων απο την Νέα Υόρκη έθεσε επίσης το θέμα της κοίλης Γης. Ούτε αυτός έπεισε την «επιστημονική» κοινότητα να ασχοληθεί με το θέμα. Το 1981, ο Αιγύπτιος μαθηματικός Μουσταφά Αμπντελκαντέρ, επίσης υπέβαλε δυο εργασίες, σύμφωνα με τις οποίες η Γη είναι κοίλη. Βασίστηκε σε αρχαία αραβικά αντίγραφα παλαιών, κατά πάσα πιθανότητα ελληνικών, κειμένων. Οι εργασίες του θάφτηκαν. Αυτά είναι μερικά μόνο δείγματα τον ενδιαφέροντος που προκαλεί μια τέτοια θεωρία. Μια τέτοια όμως θεωρία, για να αποδειχθεί σωστή ή λάθος, πρέπει, όπως κατ' επανάληψιν έχω τονίσει, να ελεγχθεί, όχι με τρόπο θεωρητικό, αλλά απλό και πρακτικό. Να πάμε με ένα αριθμό αλληλουποστηριζόμενων πλοίων στο βόρειο άνοιγμα, τώρα που υποτίθεται δεν έχει πάγους, και να δούμε αν μπορούμε να το βρούμε και να μπούμε μέσα, θα πει βέβαια κά­ ποιος, «και γιατί να μη δούμε απλά με ένα δορυφόρο αν υπάρχει άνοιγμα»; Και απαντώ εγώ. Εμπιστεύεστε αυτούς που ελέγχουν τους δορυφόρους; Το μυστήριο λοιπόν της Κοίλης Γης, ούτε εγώ το ανακάλυψα, σαν μυστήριο, ούτε εγώ ήμουνα ο μόνος άνθρωπος που μίλησε γι' αυτό. Γιατί λοιπόν η θη­ ριώδης αυτή αντίδραση;Να σας πω γιατί. Το κατεστημένο έχει λαμόγια, κάνουν τη δουλίτσα του μια χαρά, είτε επειδή τα παίρνουν, είτε επειδή φοβούνται, τρέμουν ακόμη και στην ιδέα της ύπαρξης των Νεφελίμ. 264


Γ ια τί και

πώ ς ζουν ανάμε

θρέφει και φροντίζει το σώμα και το πνεύμα την ψυχή. Ο νους, που αποτελεί το μόνο ουρά­ νιο δώρο με το οποίο μπορεί να είναι ευτυχι­ σμένος ο άνθρωπος - βέβαια, δεν μπορούν να είναι όλοι, καθώς λίγοι είναι αυτοί ο νους των οποίων είναι τέτοιος ώστε να μπορεί να δεχθεί την τόσο μεγάλη ευεργεσία, καθώς, όπως α­ κριβώς ο κόσμος φωτίζεται από τον ήλιο, έτσι και η ψυχή του ανθρώπου φωτίζεται από αυτό το φως και από ένα ακόμη πιο φωτεινό, γιατί ο ήλιος φωτίζει μόνο μερικώς λόγω της μεσολά­ βησης της νύχτας και λόγω της παρεμβολής της γης και της σελήνης δε φτάνει το φως του - ο νους, λοιπόν, για ακόμη μία φορά αναμείχθηκε με την ψυχή του ανθρώπου και λόγω της ανάμειξης αυτής, που γίνεται βέβαια με τον σωστό τρόπο, γεννιέται ένα υλικό με σκοπό ποτέ οι ψυχές αυτές να μην παρασύρονται από την πλάνη του σκοταδιού. Γι' αυτό, λοιπόν, σωστά έχει λεχθεί, ως ο νους είναι η ψυχή των θεών. Εγώ, όμως, υποστηρίζω, ότι ο νους δεν είναι η ψυχή όλων των θεών, αλλά των ανώτερων και των πρώτων. 19. - Ποιους χαρακτηρίζεις κεφαλές ή πρωταρχικές αρχές κάθε πράγματος, Τρισμέγι­ στε ; - Σου ανοίγω το δρόμο και σου αποκαλύπτω μεγάλα και θεϊκά μυστήρια, κάνοντας την αρχή γι' αυτό με επίκληση στην ουράνια εύνοια. Υπάρχουν πολλά γένη θεών και ανάμεσα τους κάποιο μέρος τους είναι νοητό και άλλο μέρος αισθητό. Νοητοί δεν ονομάζονται επει­ δή θεωρούμε ότι δεν περιλαμβάνονται στη σφαίρα της γνώσης μας, καθώς αυτούς τους αντιλαμβανόμαστε καλύτερα από τους άλλους

265


Α.Α. Αιακόπονλος

που ονομάζουμε ορατούς, κι αυτό θα στο διδά­ ξει η συζήτησή μας, αλλά θα το διαπιστώσεις και μόνος σου αν είσαι προσεχτικός. Γιατί ο ύψιστος λόγος και ο ακόμη πιο θεϊκός που ξεπερνά το νου και την προσοχή των αν­ θρώπων, θα πετάξει και θα φύγει ή καλύτερα θα κυλήσει και θα ενωθεί ξανά με. το νερό της ίδιας του της πηγής, αν δεν αντιληφθείς τα λόγια του ομιλητή και δεν επιστήσεις την μεγαλύτερη προσοχή των αυτιών σου. Έτσι, λοιπόν, υπάρχουν πολλοί θεοί κυρίαρχοι όλων των ειδών, και τους ακολουθούν άλλοι θεοί που διαθέτουν κυρίαρχο της ουσίας τους. Οι τελευταίοι είναι αισθητοί και έχουν εναρμονι­ στεί με τη διπλή τους ουσία, με την αισθητή τους φύση δημιουργούν τα πάντα, ο ένας μέσω του άλλου, και φωτίζει ο ένας το έργο του άλλου. Ο κυρίαρχος της ουσίας (ουσιάρχης) του ουρανού ή όπως ονομάζεται αυτό το οποίο νοείται με το παραπάνω όνομα είναι ο Δίας, καθώς μέσω του ουρανού προσφέρει τη ζωή στα πάντα. 5657Το φως είναι ο κυρίαρχος της ουσίας του ήλιου, καθώς το αγαθό του φωτός προσφέρεται σε 'μας μέσω της σφαίρας του ήλιου. Ο «ουσιάρχης» ή ο θεός των τριάντα έξι αστεριών ^ που μένουν πάντα σταθερά στον ίδιο τόπο και στα οποία έχει δοθεί το όνομα «Ωροσκόποι» είναι αυτός που τον αποκαλούν 56.0 Δίαςπράγματι πρόσφερετη αφού σαν παγκόσμιος ηγέτης των Ελ, από τον ουρανό έπαιρνε ενέργεια, με τους ενεργειακούς συλλέκτες την πολλαπλασίαζε με το δίκτυο των στροβιλονπερπολλαπλασιαστών και την μοίραζε δωρεάν σε θεούς και ανθρώπους. 57. Τα 36 άστρα, είναι αυτά που βρίσκονται στην ίδια ενεργειακή νπερίνα με τον Ήλιο. Ο «ουσιάρχης» τους ουσιαστικά έχει κάποιον, έστω και μερικό έλεγχο της νπερίνας. 266


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

«Παντόμορφο», καθώς χρησιμοποιώντας τα διάφορα πρότυπα είδη γεννά ποικίλες μορφές ατόμων. Αυτές που αποκαλούνται επτά σφαί­ ρες 58 έχουν ως «ουσιάρχες», δηλαδή καθο­ δηγητές τους, τη μοίρα και το πεπρωμένο και σύμφωνα με το νόμο της φύσης αυτές μετα­ βάλλουν τα πάντα με ακλόνητη σταθερότητα, διαφοροποιημένα από την αέναη κίνηση. 59 58. Οι επτά σφαίρες, ή επτά ουρανοί, επτά στάδια αυτογνωσίας είναι τα επτά «επίπεδα» ύπαρξης μέσα στη Δημιουργία. (Τόμοι 24,25,26) 59. Τα παραπάνω λόγια, μπορεί να φαντάζουν απλοϊκά, αλλά κρύβουν μέσα στους το μήνυμα της λειτουργίας τον σύμπαντος που μας λέει ότι και στα επτά επίπεδα ύπαρξης, τα πάντα συμβαίνουν και υπάρχουν ταυτόχρονα. Ο νόμος της φύσης, δηλαδή της Δημιουργίας λέει ότι ο Δημιουργός κατασκεύα­ σε το «λογισμικό» λειτουργίας του σύμπαντος προγραμματισμένα. Κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτε, αν δεν το επιτρέψει ο Θεός. Μας το είπαν πριν το Χριστό, μας το είπε ο Χριστός, μας το είπαν και μετά το Χριστό. Το σύνολο δηλαδή της ύλης, της ενέργειας και οποιοσδήποτε άλλου μέσου που μπορεί κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες και «οδηγίες» να συντεθεί για να αποτελέσει ένα δημιούργημα, σε συνδυασμό με τις «οδηγίες λειτουρ­ γίας» αποτελούν ένα όλον που δεν είναι δυνατόν να αλλάξει ούτε η αρχή τον, ούτε το τέλος τον, ούτε ο σκοπός του, εκτός και αν κάποιος παρέμβει. Η παρέμβαση έγινε από τον Σαμαέλ στο δεύτερο επίπεδο, από τα επτά, και συμπαρέσνρε και το πρώτο, στο οποίο βρεθήκαμε και εμείς καθώς «πέσαμε» ευρισκόμενοι αρχικά στο δεύτερο. Στο δεύτερο επίπεδο υπήρχαν και οι άγγελοι που ακολούθησαν τον Σαμαέλ στην αποστασία τον. Το δεύτερο επίπεδο ή ο δεύτερος Ουρανός, όπως είπαμε, έχει επίδραση πάνω στον πρώτο, όχι όμως στον τρίτο και ούτω καθεξής. Το σόμπαν που ήταν αντιληπτό από τους ανθρώπους, που βρισκότανε στο δεύτερο στάδιο «αυτογνωσίας» (δεύτερος ουρανός) βρισκότανε αρχικά σε «δυαδική αρμονία», καθώς όλα τα αντίθετα αρμονικά συνυπήρχαν βελτιώνοντας ασταμάτητα την αρμονία τους, προσπαθώντας να περάσουν στον τρίτο ουρανό, μετά στον τέταρτο και πάει λέγοντας. Όπως και να έχει, το λεγόμενο πεπρωμένο η μοίρα, πολλοί το ονομάζουν το σχέδιο του Θεού ή το θέλημα του Θεού, αυτό είναι που δεν αλλάζει με τίπο­ τε. Τότε, θα αναρωτηθούν πολλοί, για το πώς μπορεί ο κάθε ένας και κάθε μία, να έχει τη δυνατότητα αυτενέργειας και ελευθερίας επιλογών, αφού όλα 267


Δ. Δ. Διακόπονλος

είναι ήδηπροκαθορισμένα. Τα πράγματα είναι απλά, και έχουν εξή Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης των γεγονότων, ο καθένας, πράγματι κάνει ότι επιλέγει. Το θέμα είναι ότι όλα τα γεγονότα είναι χρονικά δομημένα το ένα μετά το άλλο. Ο Θεός, υπάρχει εκτός χρόνου και υφίσταται ταυτόχρονα σε όλες τις στιγμές. Ετσι γνωρίζει όλα τα γεγονότα ταυτόχρονα και κανένα από αυτά δεν αποτελεί παρελθόν, παρόν ή μέλλον για Λυτόν. Όλα τα βλέπει ταυτόχρονα. Ο αιθέρας αποτελεί το μέσο ή το όργανο των πόντιον μέσα) του οποίου δημιουργούνται τα πάντα και έχει ως ουσιάρχη του έναν δεύτε­ ρο θεό...τα θνητά και τα όμοιά τους για τα θνητά. Αφού λοιπόν τα πράγματα έτσι έχουν, τα πάντα καθώς απλώνονται από κάτω ως ψηλά συνδέονται μεταξύ τους μέσω της ίδιας της κίνησής τους... Τα θνητά, λοιπόν, είναι συνδεδεμένα με τα αθάνατα και τα ορατά με τα αόρατα. Και το σύνολο υπακούει σ' έναν κυβερνήτη, τον ύψιστο, ως κύριό του, ώστε να μην αποτελούν πολλά, αλλά μάλλον ένα, καθώς όλα εξαρτώνται αλλά και απορρέουν από αυτό το ένα. Επειδή φαίνονται διαφορετι­ κά, θεωρούνται ότι είναι και πολλά, αν όμως ενωθούν είναι πλέον ένα ή μάλλον δύο: αυτό από το οποίο γεννιούνται τα πάντα και μέσω του οποίου γεννιούνται τα πάντα, δηλαδή από την ύλη, μέσω της οποίας γεννιούνται και από το θέλημα του θεού, με τη συναίνεση του οποίου διαμορφώνονται διαφορετικά μεταξύ τους. 20. - Ποια είναι πάλι αυτή η θεωρία, Τρι­ σμέγιστε; - Η εξής θεωρία, Ασκληπιέ. Ο θεός είτε αποκαλείται πατέρας, είτε κυβερνήτης των πάντων είτε με οποιαδήποτε άλλη ονομασία πιο ιερή και σεβάσμια, κάθε ονομασία του πρέπει να είναι ιερή ανάμεσά μας καθώς είναι το αποτέ-


Γ ι α τ ί και πώ ς ζουν ανάμεσα, μ α ς

λεσμα της προσπάθειας μας να τον προσεγ­ γίσουμε και να τον κατανοήσουμε, (βέβαια, μόλις διαπιστώσουμε την απέραντη μεγαλειότητά του, κάθε ονομασία που του αποδώσαμε δεν είναι ικανή να τον αποκαλέσει με ακρίβεια. Γιατί αν η φωνή είναι αυτό ακριβώς - ο ήχος δηλαδή που παράγεται από αέρα που έχει χτυπηθεί από το πνεύμα, ο ήχος που φανε­ ρώνει κάθε βούληση και σκέψη του ανθρώπου που τυχόν αυτός αντιλήφθηκε με τον νου του μέσω των αισθήσεών του. Το σύνολο της ουσίας αυτής της ονομασίας έχει συγκροτηθεί, περιοριστεί και περιγράφει με λίγες μόνο συλλαβές, ώστε να είναι εφικτή η απαραίτητη για τους ανθρώπους επικοινωνία μεταξύ του πομπού και του δέκτη - το σύνολο της ονο­ μασίας του θεού συμπεριλαμβάνει το πνεύμα και το νόημα και τον αέρα και όλα όσα ενυπάρχουν σ' αυτά ή υπάρχουν μέσω αυτών ή λόγω αυτών πιστεύω, λοιπόν, πως ο δημι­ ουργός ολόκληρης της μεγαλειότητας και ο πατέρας ή κυβερνήτης των πάντων δεν μπο­ ρεί να αποκαλεστεί με ένα μόνο όνομα, ακόμη κι αν αυτό είναι πολυσύνθετο. Εκείνος, όμως, δεν έχει όνομα ή μάλλον έχει όλα τα ονόματα, καθώς είναι ο ένας και τα πάντα. Έτσι, είναι ανάγκη είτε όλα να αποκαλούνται με το δικό του όνομα ή αυτός να αποκαλείται με την ονο­ μασία όλων. Αυτός, λοιπόν, που είναι ταυ­ τόχρονα μοναδικός και τα πάντα, που είναι πλήρης από τη γονιμότητα και των δύο φύλων, κυοφορεί πάντοτε το θέλημά του ώστε να γεννά πάντα αυτό που επιθυμεί να δημι­ ουργήσει και το θέλημά του είναι ολόκληρη η αγαθότητα. Η αγαθότητα, λοιπόν, κάθε πράγ­ ματος έχει γεννηθεί από τη φύση της χάρη στη

269


Δ.

Δ.Λιακόπουλος

θεϊκότητα εκείνου, ώστε κάθε πράγμα να είναι έτσι όπως είναι και ήταν και ώστε να προσδώσει σε όλα όσα πρόκειται να γεννηθούν στο μέλλον την ικανότητα της γέννησης από τον ίδιο τους τον εαυτό.60 Αυτή, λοιπόν, είναι η διδασκαλία που σου δίνεται όσον αφορά στο λόγο και τον τρόπο που γεννιούνται τα πάντα. 21. - Υποστηρίζεις, λοιπόν, πως ο θεός έχει δύο φύλα, Τρισμέγιστε ; - Όχι μόνο ο θεός, αλλά και όλοι οι ζωντα­ νοί και μη οργανισμοί, Ασκληπιέ, καθώς δεν είναι δυνατόν κάποιο από όντα να είναι στείρο. Γιατί αν από όλα τα όντα αφαιρεθεί η γονιμό­ τητα, δεν θα είναι δυνατόν να παραμένουν πάντοτε όπως είναι. Αυτό, λοιπόν, που εγώ πιστεύω είναι πως στη φύση κάθε όντος ενυπάρχει η αίσθηση και η γέννηση και πως ο κόσμος αγκαλιάζει τη φύση και διατηρεί όλα όσα γεννιούνται. Γιατί καθένα από τα δύο φύλα είναι πλήρες από άποψη γεννητικής ικανότητας και η επαφή τους, ή ακριβέστερα, η ένωσή τους είναι ασύλληπτη και την ένωση αυτή μπορείς να την αποκαλέσεις είτε Έρωτα είτε Αφροδίτη είτε και τα δύο. Αυτό, κράτα το στο νου σου ως πιο αληθινό και φανερό από κάθε αλήθεια, ότι δηλαδή από εκείνον τον θεό και κυβερνήτη ανακαλύφθηκε και προσφέρθηκε σε κάθε ζωντανό πλάσμα το μυστήριο της δημιουργίας ανά τους αιώνες, μέσω του οποίου έχει δημιουργηθεί και η ύψιστη αγάπη, χαρά, ευθυμία, πόθος και θεϊκός έρωτας. Και αξίζει να αναφερθεί η μεγάλη ισχύς και αναγκαιότητα αυτού του μυστηρίου, καθώς θα ήταν αδύνατον να αναγνωριστεί από 60. Η δυνατότητα της αναπαραγωγής, έχει δοθεί δηλαδή από τον Δημιουργό, αλλά και επιβλέπεται και ευλογείται από Αυτόν. 270


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσά μ

τον καθένα μέσω της παρατήρησής του εαυτού του ως τα πιο βαθιά του αισθήματα. Είναι αρκετό να παρατηρήσεις μόνο εκείνη την έσχατη στιγμή κατά την οποία από τη συχνή τριβή οδηγούμαστε στο να προσφέρει η μία φύση στην άλλη το σπέρμα και η άλλη αφού το πάρει το κρύβει βαθιά μέχρι τη στιγμή που από την κοινή ένωση τα θηλυκά λαμβάνουν τη γεν­ ναιότητα του αρσενικού και τα αρσενικά χαλα­ ρώνουν από την αδυναμία της γυναικείας φύσης. Και η τέλεση αυτού του τόσο μαγευτι­ κού και απαραίτητου μυστηρίου γίνεται στα κρυφά, για να μην αναγκαστεί η θεϊκή φύση που υπάρχει και στα δύο φύλα και βασίζεται στην ίδια τους την ένωση να αισθανθεί ντροπή από το χυδαίο χλευασμό των αμαθών και πολύ περισσότερο, αν το μυστήριο αυτό τελεστεί μπροστά στα μάτια ασεβών ανθρώπων. 22. Και μάλιστα, οι ευσεβείς άνθρωποι δεν είναι πολλοί, αλλά τόσο λίγοι που μπο­ ρούμε να τους μετρήσουμε σ' όλον τον κόσμο.61 Και συμβαίνει συχνά πολλοί να κρατάνε κακία γι' αυτό, δηλαδή για το γεγονός ότι από τους ίδιους λείπει η σοφία και η γνώση για όλα όσα υπάρχουν γύρω τους, καθώς από τη γνώση της θείας λογικής από την οποία έχουν συντεθεί και τα πάντα, προέρχεται η καταστροφή και η θεραπεία 62 της κακίας που υπάρχει σ' ολόκληρο τον κόσμο. Από τη στιγμή, όμως, που διατη61. Αυτή η παρατήρηση τον Τρισμέγιστον είναι καταπληκτική. «Οι είναι ελάχιστοι». Οπως λοιπόν τότε, έτσι και τώρα. 62. Μιλάει για την ύπαρξη της κακίας, πον είναι με την έλλειψη σοφίας και γνώσης τον περιβάλλοντος και αίσθησης της πραγμα­ τικότητας. Τέλος μιλά για την «θεραπεία» της κακίας, αφού η κακία με αρρώστια μπορεί να παρομοιαστεί. 271


Α. Δ.

Λιακόπο

ρούνται η αμάθεια και η άγνοια, 6·* κάθε κακία ισχυροποιείται και τραυματίζει την ψυχή με την ακόλαστη διαφθορά, με αποτέλε­ σμα η ψυχή, δηλητηριασμένη και διεφθαρμένη από αυτά, πρήζεται σαν να έχει δηλητηριαστεί. Εκτός από εκείνους που έχουν ως ύψιστη φροντίδα της ψυχής τους την ενασχόληση με την επιστήμη και τη γνώση. Αν, λοιπόν, το παραπάνω συμβαίνει μόνο σε λίγους ανθρώπους, αξίζει να παρακολου­ θήσει και να ολοκληρώσει κανείς το θέμα που συζητάμε, καθώς η θεϊκότητα έκρινε άξιους μόνο τους ανθρώπους για να μεταδώσουν την επιστήμη και την γνώση που σχετίζεται με την ίδια. Ακου, λοιπόν. Ο θεός, ο πατέρας και κύριος, μετά τους θεούς δημιούργησε το ανθρώπινο γένος 6364 από ένα πιο φθαρτό μέρος, την ύλη, και από το θεϊκό μέρος, εξισορροπώντας τα. Συνέβη, όμως, τα μειονεκτήματα της ύλης να παρα­ μείνουν αναμεμειγμένα με το ανθρώπινο σώμα και να εμφανιστούν και άλλα μειονε­ κτήματα εξαιτίας της διατροφής και του τρό­ που ζωής του ανθρώπου, που αναγκαστικά είναι κοινά με των υπόλοιπων ζώων. Γι' αυτούς τους λόγους, πρέπει να εγκαταστα­ θούν στην ψυχή του ανθρώπου οι επιθυμίες των ηδονών και τα υπόλοιπα μειονεκτήματα της σκέψης. Οι θεοί, όμως, επειδή έχουν δημιουργηθεί από το πιο γνήσιο μέρος της

63. Εδώορίζει την αμάθεια και την άγνοια σαν αιτία της κακίας αλλά και δεινών πολλών. Γι'αυτό και ο Χριστός, πολλές χιλιάδες χρόνια είπε το μοναδικό: «Γνώσεσθαι την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς». 64. Στο σημείο αυτό να θυμηθούμε, ότι ο «Δημιουργός Νους» που δημιούργησε τα πάντα, δημιουργήθηκε από τον Θεό, σύμφωνα με τον Ερμή τον Τρισμέγι­ στο. 272


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

φύσης,65 δε χρειάζονται τη βοήθεια της γνώσης και της επιστήμης, αν και η αθανασία και η ίδια η ακμαιότητα της ηλικίας τους, που πάντοτε παραμένει μία, αποτελεί γι' αυτούς μια μορφή γνώσης και επιστήμης. Όμως, ο θεός για να διαφυλάξει την ενότητα της θείας πρόνοιας, στη θέση της επιστήμης και της γνώσης, για να μην λείπουν αυτά από τους θεούς, διαμόρφωσε με θεϊκό νόμο την τάξη της αναγκαιότητας, περιβάλλοντάς τη με τη μορφή νόμου. 66 Εν τω μεταξύ, ξεχώρι­ σε τον άνθρωπο από όλα τα υπόλοιπα ζώα, χαρίζοντάς του τη λογική και την επιστήμη, με τη βοήθεια των οποίων οι άνθρωποι μπορούν να αποκοπούν και να απαλλαχτούν από τα μειο­ νεκτήματα του σώματός τους και οι ίδιοι να οδηγηθούν στην ελπίδα και την επιδίωξη για την επίτευξη της αθανασίας. Τελικά ο θεός έπλασε από δύο φύσεις, τη θνητή και τη θεϊκή, και τον αγαθό άνθρωπο και αυτόν που είναι αθάνατος. Το θέλημα του θεού, λοιπόν, πρό­ σταζε, ο άνθρωπος να είναι καλύτερα πλασμέ­ νος από τους θεούς, 67 καθώς αυτοί είναι πλα­ σμένοι μόνο από την αθάνατη φύση, αλλά να είναι καλύτερα πλασμένος και απ' όλα τα υπόλοιπα ζώα. Γι' αυτό ο άνθρωπος λατρεύει τους θεούς με τη θρησκεία και με τον ιερό του νου, επειδή είναι συνδεδεμένος μαζί τους με συγγένεια, αλλά και οι θεοί, με ευσεβή αγάπη, επιβλέπουν και φυλάσσουν όλα όσα σχετίζονται με τον άνθρωπο.

65. Θεοί είναι οι άγγελοι οι «ασώ ματοι»καιοι «πύρινοι» (Ελοχίμ 66. Οι νόμοι που διέπονν τη ζωή των Αγγέλων, είναι άγνωστοι σε εμάς. 67. Σ'αυτά τα λόγια τον Τρισμέγιστου, στο ότι δηλαδη ο άνθρωπος είνα καλύτερα πλασμένος από τους θεούς, τους Αγγέλους δηλαδή, ίσως μπορούμε να εντοπίσουμε γραπτώς την αιτία της ζήλιας του Διαβόλου απέναντι στους ανθρώπους. 273


Δ. Δ.

Λιακόπο

23. Αλλά ας πούμε και αυτό, που αφορά τους λίγους ανθρώπους που έχουν αφιερωθεί στις ευσεβείς σκέψεις. Στους διεφθαρμένους ανθρώπους, όμως, δεν πρέπει να αναφερθούμε για να μην βεβηλωθεί η ιερότητα του λόγου μας από την εξέτασή τους. Καθώς προαναγγέλθηκε από μας πως θ' ακο­ λουθήσει λόγος σχετικά με τη συγγένεια και την επικοινωνία των ανθρώπων με τους θεούς, πρόσεξε, Ασκληπιέ, την ισχύ και τη δύναμη του ιδεατού ανθρώπου. Όπως ο κύριος και πατέρας είτε ο θεός (πράγμα που είναι και το ύψιστο) είναι ο δημιουργός των ουράνιων θεών, έτσι και ο άνθρωπος είναι ο δημιουργός και πλάστης των επίγειων θεών που βρίσκο­ νται μέσα στους ιερούς ναούς, οι οποίοι ικανο­ ποιούνται με την ανθρώπινη επικοινωνία και συναναστροφή, και όχι μόνο φωτίζεται αλλά και φωτίζει. Ο άνθρωπος, λοιπόν, δε δημιουρ­ γεί μόνο καθοδηγημένος από το θέλημα του θεού, αλλά δημιουργεί ακόμη και θεούς. 68 Απορείς και 'συ, Ασκληπιέ, ή δυσπιστείς όπως οι περισσότεροι; - Έχω μπερδευτεί, Τρισμέγιστε, αλλά πρό­ θυμα θα συμφωνήσω με τα λόγια σου, καθώς θεωρώ τον άνθρωπο ευτυχέστατο που δέχτηκε τόσο μεγάλη ευτυχία. - Και δεν κρίθηκε άξιος ενός ανάξιου θαύματος, αυτός που είναι ανώτερος από τα πάντα. Κατά γενική ομολογία, είναι φανερό ότι το γένος των θεών δημιουργήθηκε από το πιο γνήσιο μέρος της φύσης και ότι μόνο όσα σύμβολά τους είναι αισθητά αποτελούν κάτι σαν κεφάλια αντικαθιστώντας το σύνολο του

68. Εδώμιλάει για τουςκίβδηλους θεούς και τα είδωλα που έ καιρούς οι άνθρωποι και τα προσκυνούσαν.


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μ α ς

σώματός τους. Οι μορφές, όμως, των θεών, που συλλαμβάνονται στο μυαλό του αν­ θρώπου και πλάθονται από αυτόν, συντίθενται από διπλή φύση: από τη θεϊκή, που είναι πιο γνήσια και κατά πολύ θεϊκότερη, και από αυτήν που βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώ­ πους, δηλαδή την υλική, η οποία προϋπήρχε, και δε διαμορφώνεται μόνο από κεφάλια, αλλά από κάθε μέλος και από το σώμα στο σύνολό του. Έτσι, το γένος των ανθρώπων, έχοντας στο μυαλό του πάντοτε τη φύση και την κατα­ γωγή του, επιμένει να δημιουργεί μιμήσεις εκείνης της θεότητας. Όπως ακριβώς, δηλαδή, ο πατέρας και κύριος δημιούργησε τους αθά­ νατους θεούς όμοιους με τον ίδιο, έτσι και το γένος των ανθρώπων πλάθει τους δικούς του θεούς βασιζόμενο στην ομοιότητα της δικής του μορφής. 24. - Τα αγάλματα εννοείς, Τρισμέγιστε ; - Τα αγάλματα, Ασκληπιέ. 69 Αντιλαμβάνε­ σαι, λοιπόν, τώρα μέχρι ποιου σημείου και 'συ δυσπιστείς ; Τα αγάλματα αυτά είναι έμψυχα και γεμάτα από νου και πνεύμα και κάνουν τόσο πολλά και σπουδαία πράγματα. Αγάλμα­ τα που γνωρίζουν από πριν το μέλλον, προφη­ τεύουν χρησιμοποιώντας χρησμούς, προφη­ τείες, όνειρα και πολλά άλλα μέσα. Αγάλματα που προκαλούν αρρώστιες στους θνητούς αν­ θρώπους και έχουν την ικανότητα να τις θερα­ πεύουν, και επίσης θλίψη και χαρά αναλόγως με την αξία τους. Μήπως δεν γνωρίζεις, Ασκληπιέ, ότι η Αίγυπτος αποτελεί εικόνα του ουρανού ή, καλύτερα και αληθέστερα, ότι απο­ τελεί την ερμηνεία και την κάθοδο όλων εκείνων των θαυμαστών που διευθετούνται 69. Εδώ έρχεται

ηεπιβεβαίωση ότι μιλάει για τα είδωλα. 275


Λ. Δ. Λιακόπουλος

και τελούνται στον ουρανό ; Και για να μιλή­ σουμε πιο αληθινά, η χώρα μας 70 αποτελεί τον ναό όλου του κόσμου. Όμως, επειδή οι σοφοί πρέπει να γνωρίζουν τα πάντα από πριν, δεν επιτρέπε­ ται να το αγνοείτε αυτό. Θα έρθει η στιγμή που θα φανεί ότι ο λαός της Αιγύπτου μάταια λάτρεψε τη θεότητα με ευσεβή νου και με προσεχτική λατρεία και όλη η λα­ τρεία τους, που τη θεωρούν ιερή, θα χάσει την αποτελεσματικότητά της και θα χαθεί στην απραξία. Καθώς η θεϊκότητα θα φύγει από τη γη και θα επιστρέφει στον ουρανό, εγκαταλείποντας την Αίγυπτο, και έτσι η χώρα, που υπήρξε η έδρα όλης της λατρείας, θα ερημωθεί χωρίς την παρουσία των θεών. Και όταν αυτήν την επαρχία και ολόκληρη τη χώρα θα τις γεμίσουν ξένοι, τότε όχι μόνο θα επέλθει η περιφρόνηση της θρησκείας, αλλά κάτι ακόμη πιο σκληρό, θα επιβληθεί δηλαδή με μια μορφή νόμου η απαγόρευση της θεϊκής θρησκείας, της ευσέβεια και της λατρείας με επιβολή ποινής. Αυτή η ιερό­ τατη γη, λοιπόν, το κέντρο το ναών και των ιερών, θα γεμίσει από τάφους και νεκρούς. Αίγυπτε, Αίγυπτε από τη θρησκεία και τη λατρεία σου θα διασωθούν μόνο μύθοι και αυτοί απίστευτοι και εξωπραγματικοί θα φαίνονται στους απογόνους σου. Θα δια­ σωθούν μόνο λόγια χαραγμένα σε πέτρες, τα οποία θα διηγούνται τις ευσεβείς σου πρά­ ξεις. Η Αίγυπτος θα κατακτηθεί και θα κατοικηθεί από τον Σκύθα, τον Ινδό ή κάποι-

70. Εδώ έρχεται η δικαίωσή μου, για το ότι ο Ερμής ο Τρισμέγιστος που στην Νότια Ελλάδα, δεν ζούσεστην Πελοπόννησο, όπως πολ αλλά στην πραγματική Νότιο Ελλάδα που ήταν και βέβαια είναι η Αίγυπτος. 276


Γιατί

και

πώς ζουν ανάμεσ

ον παρόμοιο, δηλαδή από βάρβαρους γείτο­ νες. 71 Το θείο, λοιπόν, αναζητά τον ουρανό και κάθε άνθρωπος εγκαταλελειμμένος θα πεθάνει και έτσι η Αίγυπτος θα απομείνει έρημη από θεούς και ανθρώπους. Σε σένα, λοιπόν, ιερέ ποταμέ, απευθύνομαι, και σε σένα προαναγγέλλω αυτά που πρόκειται να 'ρθουν. Πλημμυρισμένος από το αίμα που θα ρέει θα φουσκώσεις μέχρι τις όχθες σου και όχι μόνο τα ιερά σου ρεύματα θα μολυνθούν από το αίμα, αλλά και θα πλημμυρίσουν και ο αριθμός των νεκρών θα γίνει πολύ μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο των ζω­ ντανών. Όποιος, όμως, επιζήσει, μόνο από τη γλώσσα θα μπορεί να χαρακτηριστεί Αιγύπτιος, καθώς ο τρόπος ζωής του θα 'ναι ξένος. 25. Γιατί κλαις, Ασκληπιέ; Πολύ περισ­ σότερα και χειρότερα από αυτά, θα πάθει η Αίγυπτος και σε πολύ μεγαλύτερες συμφο­ ρές θα βυθιστεί, αυτή η κάποτε ιερή χώρα, που αγαπούσε πάρα πολύ τη θεϊκότητα, η μοναδική άξια αποικία των θεών λόγω της ευσεβούς λατρείας των κατοίκων της, θα γίνει παράδειγμα απίστευτης σκληρότητας. Και τότε οι άνθρωποι θα αηδιάσουν τόσο πολλοί που θα πάψουν να θεωρούν τον κόσμο αξιοθαύμαστο και αξιολάτρευτο. 72 Αυτό το αγαθό σύμπαν, από το οποίο δεν υπήρξε ούτε υπάρχει ούτε θα υπάρξει τίποτα

71. Εδώ έχουμε προφήτειεςγια το μέλλον της Αιγύπτον. Α βέβαια για την απαγόρευση της θρησκείας αποτελούν προφητείες για ένα μέλλον που για μας σήμερα αποτελεί παρελθόν. 72. Μιλά και για την εποχή μας, αφού ο κόσμος είναι πλέον απεχθής στα μάτια των περισσοτέρων.

277


Δ. Α.

Λιακόπου

καλύτερο, το οποίο είναι ορατό, 73 θα βρε­ θεί σε κίνδυνο και θ' αποτελέσει βάρος για τους ανθρώπους. Γι' αυτό και ολόκληρος αυτός ο κόσμος θα περιφρονηθεί και δε θα λατρεύεται το ανυπέρβλητο έργο του θεού, η ένδοξη δημιουργία του, η ενάρετη σύνθεση της πολύμορφης ποικιλίας, το όργανο της θέλησης του θεού 74 ο οποίος προσφέρει άφθονη εύνοια στα έργα του θα έρθει η ένωση σε ένα όλης της συγκεντρωμένης ποικιλομορφίας που αποτελείται από όλα αυτά που μπορούν να λατρευτούν, 75 να επιδοκι­ μαστούν και να αγαπηθούν τελικά από όλους εκείνους που μπορούν και βλέπουν. Καθώς θα προτιμάται το σκοτάδι από το φως και ο θάνατος θα θεωρείται πιο ωφέλιμος από τη ζωή. 76 Κανείς δε θα κοιτάζει ψηλά τον ου­ ρανό. Ο ευσεβής θα θεωρείται τρελός και ο ασεβής σοφός, ο εμπαθής θα θεωρείται γεν­ ναίος και ο κακός ενάρετος. 77 Γιατί η ψυχή και όλα όσα υπάρχουν γύρω από αυτήν, βασιζόμενη στα οποία γεννήθηκε με την ιδι­ ότητα της αθανασίας ή ακολουθώντας τα την απέκτησε, όπως σας εξήγησα, θα θεωρούνται 73. Οκόσμος ο οποίος είναι ορατός και αντιληπτός σε εμάς και την «επι­ στήμη» μας είναι ένας κόσμος που δεν μπορεί να είναι αρεστός σε κανέναν σοφό, σε κανέναν δηλαδή που γνωρίζει την ύπαρξη τον Θεού και τα αγαθά που εκπορεύονται από αυτόν. Ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε, είναι ο κόσμος που ο Σαμαέλ μας επιβάλει να βλέπουμε όπως ακριβώς περιέγραφε ο Σωκράτης και το έγραφε ο μαθητής του Πλάτων στον «μύθο τον σπηλαίου» (ζητείστε το σχετικό βιβλίο από τις εκδόσεις μας). 74. Προφητεία για το ότι θα εκπέσουν τα ήθη και ο Θεός δεν θα λατρεύεται. 75. Προφητεύεται η μαζοποίηση της παγκοσμιοποίησης που ήδη επήλθε με την εφαρμογή των Πρωτοκόλλων τον Σαμαέλ. 76. Αυτό είναι γραμμένο στην Αποκάλνφη τον Ιωάννη, το ότι δηλαδή οι ζω­ ντανοί θα θέλουν να πεθάνονν. 77. Περιγράφεται η εποχή τον τρελού νερού. 278


Γιατί

και

πώς ζουν ανάμεσ

όχι μόνο γελοία, αλλά και μάταια. Πιστέψτε με, όμως, και σ' αυτό: θα οριστεί θανατική ποινή γι' αυτόν που θα αφιερωθεί στη λατρεία του νου. Θα θεσπιστούν νέα δίκαια με νέους νόμους. Τίποτα το ιερό, τίποτα το όσιο ούτε αντάξιο του ουρανού και των επουράνιων δεν θα ακούγεται και δε θα πιστεύεται με το νου. 78 Ας είναι καταραμένος ο χωρισμός των θεών από τους ανθρώπους. 79 Θα παραμείνουν μόνο οι επιζήμιοι άγγελοι, οι οποίοι θα αναμειχθούν με τους ανθρώπους και θα τους καταναγκάζουν να εμπλέκονται σε κάθε συμφορά θράσους, σε πολέμους, σε αρπαγές, σε απάτες και σε όλες εκείνες τις ενέργειες που αντιτίθενται στη φύση της ψυχής. 80 Τότε στη γη δε θα βασιλεύει η ι­ σορροπία ούτε η θάλασσα θα ταξιδεύεται από ανθρώπους ούτε ο ουρανός από τις τροχιές των αστεριών, οι οποίες δεν θα παραμείνουν σταθε­ ρές. Όλες οι θεϊκές φωνές θα σιωπούν μπροστά στη λογοκρισία. 81 Για τους καρπούς της γης θα επέλθει η αλλοίωση, 8283 η γη δε θα 'ναι πλέον γόνιμη και ο ίδιος ο αέρας θα μολυνθεί από μια οικτρή νάρκωση. 81 78. Τα πανάρχαια αυτά κείμενα μιλούν για την σημερινή εποχή και ανα­ γνωρίζουμε σ' αυτά τα σημερινά δρώμενα. 79. Εδώ προφητεύει των αποχώρηση των Ελοχίμ από τον κόσμο, αφού τον διοίκησαν για μεγάλο διάστημα. 80. Μετά τους Ελοχίμ θα μείνουν λέει μόνο οι δαίμονες που θα «ζουν ανάμεσά μας» και θα ωθούν τους ανθρώπους στο κακό. Τα κείμενα αυτά αποτελούν την πλήρη δικαίωσή μου, αφού όταν αναφέρθηκα στην διοίκηση του κόσμου από τους Ελοχίμ και την αποχώρησή τους με αποτέλεσμα να παραδοθεί ο κόσμος στους «κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου», για μια ακόμη φορά χλευάστηκα από τους ανίδεους. Τώρα όμως; 81. Η λογοκρισία αυτή είναι η φίμωση των φωνών που θα θέλουν και θέλουν να αφυπνίσουν τους ανθρώπους. 82. Εδώ προφητεύει τα μεταλλαγμένα. 83. Εδώ προφητεύει τα εΗαιιάαίΙβ και την όλη μόλυνση του περιβάλλοντος που θα φέρουν αποχαύνωση και νάρκωση του παγκόσμιου λαού. 279


Δ. Δ. Αιακόπουλος

26. Έτσι θα είναι ο κόσμος όταν ()α επέλθει η γήρανσή του 84 Η ασέβεια, η αταξία, ο παραλογισμός θα κυριαρχεί σε κάθε αγαθό. Όταν όλα αυτά συμβούν, Ασκληπιέ, τότε εκείνος ο κύριος και πατέρας, ο θεός ο κυρί­ αρχος και κυβερνήτης του ενός θεού, ατενίζο­ ντας τα ήθη και τις εκούσιες πράξεις, αντιστεκόμενος με τη βούλησή του - η οποία απο­ τελεί και την αγαθότητά του - στη διαφθορά και την αταξία του σύμπαντος, και διορθώνο­ ντας το λάθος και καθαρίζοντας όλη την κακία είτε με κατακλυσμό είτε με καταστροφικές φωτιές είτε δίνοντας τέλος στο ανθρώπινο γένος με επιδημικές και διεσπαρμένες σε διά­ φορους τόπους αρρώστιες, θα επαναφέρει τον κόσμο στην αρχική του μορφή, ώστε να τον καταστήσει πάλι (τον κόσμο), στα μάτια των ανθρώπων που τότε θα ζουν, αξιολάτρευτο και αξιοθαύμαστο και ο ίδιος να παρουσιαστεί στους ανθρώπους ως ο δημιουργός και αυτός που αποκατέστησε αυτό το τόσο σπουδαίο έργο, για να δοξάζεται με ύμνους, επαίνους και εγκώμια. 85 Η γέννηση του κόσμου, λοιπόν, θα είναι η εξής: η αναδιαμόρφωση όλων των ενάρετων πραγμάτων και η οσιότατη και ευσε­ βέστατη ανασυγκρότηση 86 της ίδιας της φύσης οριοθετημένης μέσα στο πέρασμα του χρόνου, αλλά καθοδηγούμενης από τη βούληση του ύψιστου, η οποία ήταν και είναι

84. Θα επέλθει ηγήρανση τον κόσμον, δηλαδή οι άνθρωποι θα έχον στεί από τα πάντα. 85. Εδώ προφητεύεται η αναλαμπή της Ορθοδοξίας και η «χιλιόχρονη» στέρηση τον δικαιώματος τον Διάβολον να πλανά τα έθνη. 86. Η ανασνγκρότηση της φύσης, είναι σννυφασμένη με το σταμάτημα της εξαγωγής των ηλεκτρονίων από τα άτομα, με αποτέλεσμα να σταματήσει η «οξείδωση» και η φθορά των ανθρώπων και της φύσης. 280


Γιατί

και

πώς ζουν ανάμεσ

αιώνια και χωρίς αρχή, καθώς το θέλημα του δεν μπορεί να έχει αρχή, γιατί όπως ακριβώς υπάρχει τώρα, έτσι παραμένει και αιώνια το ίδιο. Γιατί η φύση του θεού αποτελεί και το σχέδιο της θέλησής του. - Η υπέρτατη αγαθότητα είναι το σχέδιο του θεού, Τρισμέγιστε ; - Το θέλημα γεννιέται από το σχέδιο του θεού, Ασκληπιέ, και η ίδια η βούλησή του γεν­ νιέται από το θέλημά του. 87 Γιατί το θέλημά του δεν αποσκοπεί σε κάτι άσκοπο, καθώς ο ίδιος είναι πλήρης σε όλα και όλα έχει τα θέλει. Εξάλλου, όλα τα αγαθά τα θέλει και όλα όσα θέλει τα κατέχει. Όλα τα αγαθά τα σκέ­ φτεται και τα θέλει. Εξάλλου, αυτό είναι ο θεός και ο κόσμος αποτελεί εικόνα του. Είναι αγα-θός (ο κόσμος) χάρη στον αγαθό θεό. 27. - Αγαθός είναι, Τρισμέγιστε ; - Αγαθός είναι, όπως θα σου δείξω, Ασκληπιέ. Γιατί, όπως ακριβώς για όλα τα είδη και τα γένη που βρίσκονται μέσα στον κόσμο ο θεός είναι αυτός που διοικεί και διανέμει όλα τα αγαθά, δηλαδή τον νου, την ψυχή και τη ζωή, έτσι και ο κόσμος είναι αυτός που χορη­ γεί και εποπτεύει 88 όλα αυτά που οι θνητοί θεωρούν αγαθά, δηλαδή, τη διαδοχή των πρόσκαιρων γεννήσεων, τη γέννηση, την αύξηση, την ωρίμανση των καρπών και όλα τα παρόμοια. Γι' αυτό ο θεός βρίσκεται εγκατε­ στημένος πάνω από την ψηλότερη κορφή του 87. Εδώ ξαναβλέπουμε αυτό που ήδη έχω πει, ότι δηλαδη το «σχέδιο τον Θεού» καθορίζει και ποιο είναι το θέλημά Του και το θέλημα του Θεού ορίζει το τι είναι καλό. 88. Τα πάντα γίνονται υπό την εποπτεία του ίδιου του Θεού. Το διαβάσαμε από τους αρχαίους Ελληνες συγγραφείς, το διαβάσαμε από τους «Πατέρες της εκκλησίας», το διαβάζουμε και από τον Τρισμέγιστο.

Μ

281


Λ. á. Λιακόπονλος

ουρανού, για να βρίσκεται και να βλέπει πα­ ντού και να εισχωρεί η επίβλεψή του παντού. Έτσι, λοιπόν, πέρα από τον ουρανό, υπάρχει ένας χώρος χωρίς άστρα, απαλλαγμένος από όλα τα υλικά και σωματικά πράγματα. 89 Και αυτός που είναι ο χορηγός εγκαθίσταται σ' έναν χώρο μεταξύ του ουρανού και της γης, τον οποίο ονομάζουμε Δία. Αυτός, όμως, που κυβερνά τη γη και τη θάλασσα είναι ο Πλου­ τώνιος Δίας και αυτός δίνει τροφή και στους θνητούς και καρποφόρους ζωντανούς οργανι­ σμούς. Οι δυνάμεις όλων αυτών δίνουν ζωή στους καρπούς, τα δέντρα και τη γη. Σε όλα, όμως, όσα υπάρχουν και ζουν στον κόσμο απλώνονται και επιδρούν δυνάμεις και άλλων θεών. Και μάλιστα, οι θεοί που διοικούν τη γη, θα αναζωογονηθούν και θα εγκατασταθούν σε μια πόλη στην έσχατη άκρη της Αιγύπτου. Αυτή η πόλη θα ανεγερθεί προσανατολισμένη προς τη Δύση και θα προσελκύσει ολόκληρο το γένος των θνητών από τη γη και τη θάλασ­ σα. - Αυτό πες μου μόνο, Τρισμέγιστε. Πού βρίσκονται προς το παρόν αυτοί οι θεοί; - Κατοικούν στο Αιβυκό όρος, στην μεγαλο­ πρεπέστατη πόλη. Και αυτά ως εδώ τα 'χουμε περιγράφει. 9() Ας μιλήσουμε, όμως, για το θνητό και το αθάνατο. Πολλοί είναι εκείνοι που βασανίζο­ νται είτε από το φόβο είτε από την ελπίδα του θανάτου και έτσι αγνοούν την αληθινή διδα­ σκαλίες_________________________________________________________ 89. Εδώμιλάει για τους υπόλοιπους έξι «ουρανούς», για χώρο δηλαδή που είναι από όντα σαν εμάς ακατανόητος και κανονικά δεν είναι καν χώρος, αλλά έτσι τον ονομάζουμε, αφού δεν έχουμε λέξη που να περιγράφει αυτή την κατάσταση. 90. Εδώ περιγράφονται γεγονότα που δεν έχουμε ζήσει ακόμα, ή γεγονότα από την εποχή που ήρθαν οι Ελοχίμ και κυβέρνησαν τη Γη μετά τους Ελ. 282


Γ\ατί και πώ ς ζουν ανάμεσα μ α ς

Γιατί η αποσύνθεση του σώματος λόγω της εξασθένησής του από την κούραση είναι αυτή που επιφέρει το θάνατο, μόλις φτάσει σ' έναν αριθμό ετών κατά τον οποία τα μέλη του σώματος, αφού σχηματίσουν έναν ενιαίο οργανισμό, καθίστανται κατάλληλα να εκτελέσουν τις ζωτικές λειτουργίες. Το σώμα, λοιπόν, πεθαίνει όταν σταματήσει να μπορεί να εκτελέσει τις ζωτικές αυτές για τον άνθρωπο λει­ τουργίες. Ο θάνατος, λοιπόν, αυτό είναι η αποσύνθεση του σώματος και η αναστολή των αισθήσεών του γι' αυτό το να ανησυχεί κανείς είναι περιττό. Υπάρχει, όμως, ένας άλλος βασικός λόγος ανησυχίας, τον οποίο η αν­ θρώπινη άγνοια και απιστία περιφρονεί. 91 - Τι είναι αυτό, Τρισμέγιστε, που οι άνθρω­ ποι είτε αγνοούν είτε δε πιστεύουν πα>ς μπορεί να συμβεί; 28. ΓΙρόσεξέ με τώρα, Ασκληπιέ. Όταν έρθει η ώρα, η ψυχή να πραγματοποιήσει την έξοδο της από το σώμα, τότε ο ύψιστος δαίμονας 92 είναι αυτός που θα κρίνει και θα ελέγξει τα αμαρτήματά της. Αυτός, λοιπόν, αν την κρίνει ευσεβή και δίκαιη, της επιτρέπει να παραμείνει σε τόπους κατάλληλους και ταιριαστούς μ' αυτήν. Αν, όμως, την κρίνει μιασμένη και μολυσμένη από αμαρτήματα και κακίες, την ρίχνει από ψηλά στα χαμηλά και την παραδίδει στις θύελλες και στους στροβιλισμούς του αέρα, της φωτιάς και του 91. Όταν πριν από είκοσι και πλέον χιλιάδες χρόνια που ειπώθηκαν αυτά τα λόγια, δηλώνεται ότι οι άνθρωποι έχουν άγνοια για την ύπαρξη τον Διαβό­ λου, καταλαβαίνετε το μέγεθος της προσπάθειάς του, για να μας πείσει ότι δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι λοιπόν, και τότε έδειχναν απιστία για την ύπαρξη του Διαβόλου και την κρίση που ακολουθεί τον θάνατο. Τίθεται λοιπόν το θέμα. Πού τα γνώριζε ο Τρισμέγιστος όλα αυτά; 92. Εδώ μιλάει για τον τελωνισμό των ψυχών, πάνω στις οποίες έχει εξουσία ο «ύψιστος δαίμονας» ο Σαμαέλ. 283


Λ. Α.

Λιακόπο

νερού, τα οποία βρίσκονται σε μια διαρκή πάλη μεταξύ τους, 93 ώστε να σπρώχνεται και να περιφέρεται προς διαφορετικές κατευθύνσεις από τα κύματα του υλικού κόσμου ανάμεσα στον ουρανό και στη γη ως μια αιώνια τιμωρία. Μ' αυτόν τον τρόπο η αθανασία της ψυχής καθίσταται βασανιστήριο, καθώς μετά από μια αθάνατη κρίση, αυτή υποτάσσεται σε μια αιώνια τιμωρία. Γνώριζε ότι αυτό είναι που πρέπει να φοβόμαστε, να τρέμουμε και να προσέχουμε, να μην εμπλακούμε σ' αυτά. Γιατί οι ασεβείς και οι άπιστοι μετά την κρίση των αμαρτημάτων τους, εξαναγκάζο­ νται να πιστέψουν, όχι με λόγια αλλά με έργα, όχι με τη χρήση απειλών αλλά με την ίδια την εμπειρία της ποινής και της τιμωρίας τους. - Τα αμαρτήματα των ανθρώπων, Τρισμέ­ γιστε, δεν τιμωρούνται, λοιπόν, μόνο από τους νόμους των ανθρώπων ; 94 - Αρχικά, Ασκληπιέ, όλα όσα είναι επίγεια είναι και θνητά. Θνητοί είναι και όλοι οι οργα­ νισμοί που είναι ζωντανοί και ζουν σε συνθή­ κες σώματος, και ακόμα όλα αυτά που παύουν να ζουν με τη λογική των σωμάτων. Σε όλους αυτούς, λοιπόν, τους ζωντανούς οργανισμούς που είναι ένοχοι για τα λάθη και τα αμαρτήματά της ζωής τους, επιβάλλονται μετά το θάνατό τους ποινές τόσο σκληρές, όσο τυχόν πιο κρυφά υπήρξαν τα αμαρτήματά τους κατά 93. Η διαρκής αυτή πάλη, στην οποία δείχνει τη γνώση εκ μέ­ ρους τον Τρισμέγιστον, της ύπαρξης τον βίαιου σύμπαντος των αντιθέτων, που αντί να συνυπάρχουν αρμονικά, αντιμάχονται το ένα το άλλο. 94. Τι έχουν να πουν αυτοί που ισχυρίζονται ότι στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε η έννοια της αμαρτίας; 284


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

τη διάρκεια της ζωής τους. 95 Παραδίδονται, λοιπόν, στη θεότητα που γνωρίζει τα πάντα, έτσι ώστε η τιμωρία τους να είναι αντίστοιχη με την ποιότητα των αμαρτημάτων τους. 29. - Και ποιοι είναι άξιοι μεγαλύτερων ποινών, Τρισμέγιστε ; - Αυτοί που, αφού καταδικαστούν από τους νόμους των ανθρώπων, χάνουν με βίαιο τρόπο τη ζωή τους, ώστε να φαίνεται ότι δεν πρόσφεραν την ψυχή τους στη φύση, όπως έπρεπε, αλλά ότι την παρέδωσαν ως ποινή για τα αμαρτήματά τους. Αντίθετα, ο δίκαιος άνθρω­ πος έχει τα πρωτεία στη λατρεία του θεού 96 και στην ανώτατη ευσέβεια, καθώς ο θεός αυτούς τους προφυλάσσει από κάθε συμφορά. Ο πατέρας και ο κύριος των πάντων, αυτός που είναι τα πάντα, φανερώνει ελεύθερα τον εαυτό του στα πάντα, όχι σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο να βρίσκεται ούτε να έχει μια συγκεκρι­ μένη ποιότητα ούτε μια συγκεκριμένη ποσό­ τητα, αλλά με το να φωτίζει τον άνθρωπο μόνο με τη γνώση του νου του. Και αφού απο­ κρούσει το σκοτάδι και την πλάνη της ψυχής του, και αφού αντικρίσει τη λάμψη της αλή­ θειας, ο άνθρωπος αναμειγνύεται με το σύνο­ λο του νου του με τη θεϊκή γνώση. Και λόγω του έρωτα του θεϊκού νου, επέρχεται η απε­ λευθέρωση από το θνητό μέρος της φύσης του και η αποδοχή της βέβαιης ελπίδας για την 95. Τα κρυφά αμαρτήματα, είναι τα Απόλυτα φανερά είναι αυτά που θεωρούμε ότι ενώπιον τον Θεού και των ανθρώπων εξομολο­ γούμαστε. Τα απόλυτα κρυφά, είναι αυτά που χωρίς να παρα­ δεχθούμε ενώπιον κανενός το σφάλμα μας και έτσι δίνουμε εξουσία στο κακό να θεωρεί ότι έχουμε συνεργαστεί μαζί τον. 96. Η πρώτη εντολή ήταν και είναι: Αγάπα Κύριον τον Θεό σου, εξ όλης της φνχής σου και εξ όλης της διανοίας σου. 285


Λ.

Δ.

Λιακόπο

κατάκτηση της αθανασίας. 97 Όλοι όσοι δουν τον αληθινό λόγο σαν με τα μάτια τους φωτίζονται από την ευσέβεια, τη θρησκεία, τη σοφία, τη λατρεία, το σεβασμό του θεού και χάρη στην εμπιστοσύνη της πίστης τους καθίστανται ανώτεροι από τους άλλους αν­ θρώπους όπως και το φως του ήλιου από τα υπόλοιπα αστέρια. Καθώς ο ήλιος είναι αυτός που φωτίζει και τα υπόλοιπα αστέρια, όχι τόσο με τη μεγαλο­ πρέπεια του φωτός του αλλά με τη θεϊκότητα και την ιερότητά του. Να τον θεωρείς, λοιπόν, δεύτερο θεό τον ήλιο, Ασκληπιέ, καθώς διοικεί τα πάντα και φωτίζει όλα τα επίγεια ζωντανά πλάσματα, έμψυχα ή άψυχα. Έτσι, αν ο κόσμος είναι ένα ζωντανό ον που είχε, έχει και θα έχει αιώνια ζωή, τότε τίποτα στον κόσμο δεν είναι θνητό. Δεν χωράει, λοιπόν, η θνησιμότητα σ' έναν κόσμο που και ο ίδιος είναι ζωντανό ον και έχει πάντοτε ζωή, αλλά και κάθε μέρος του είναι ζωντανό ον. Για να 97. Τοσκεπτικό αυτό είναι το ίόιο με αυτό της Αδελφότητας της Αλήθειας, μόνο που εκεί, δεν επιζητούν το θειον, αλλά θέλουν να απορροφήσουν το σύνολο της ζωικής ενέργειας των ανθρώπων, ώστε να απαλλαγούν από τα θνητά τους σώματα και να γίνουν πνεύματα. Το θέμα είναι ότι η Αδελφότητα της Αλήθειας, για αυτόν ακριβώς τον λόγο βρίσκεται σε πόλεμο με τον Σαμαέλ, αλλά και τις δυο από αυτόν ελεγχόμε­ νες Αδελφότητες, την Λευκή και την Μαύρη δηλαδή. Οι δυο αυτές Αδελφό­ τητες μπορεί να παλεύουν για την επικράτηση στη Τη αλλά στην πραγμα­ τικότητα δουλεύουν για τον Σαμαέλ. Η Αδελφότητα της Αλήθειας όμως όχι. Αυτοί θέλουν τους ανθρώπους ζωντανούς και διαρκώς αυξανόμενους, ώστε κατά την Μεγάλη Συγκομιδή να απορροφήσουν το δυνατόν μεγαλύτερη ενέρ­ γεια. Από την άλλη πλευρά ο Σαμαέλ θέλει όλους τους ανθρώπους νεκρούς, ώστε να μην μπορέσει η Αδελφότητα της Αλήθειας να περάσει σε επίπεδο πνευμάτων απαλλαγμένων από σώμα και σταματήσει το μονοπώλιο της κακίας του.


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσά μ α ς

ζει, λοιπόν, αυτός πάντοτε, είναι ανάγκη να ενυπάρχουν σ' αυτόν η ζωή και η αιωνιότητα. Όπως ακριβώς λοιπόν, ο κόσμος είναι αιώνιος, έτσι και ο ήλιος είναι ο αιώνιος κυ­ βερνήτης, συνθέτης και χορηγός όλων των ζωτικών και ολόκληρης της ζωτικότητας. Αυτός, λοιπόν, που αιωνίως κυβερνά και χορη­ γεί την ίδια τη ζωή στα ζωτικά και ζωντανά που ενυπάρχουν στο κόσμο είναι ο ίδιος ο θεός. Τη μοίρασε, μάλιστα μια φορά και από τότε διευθύνει όλα τα ζωτικά βασισμένη στον αιώνιο νόμο και με τον παρακάτω τρόπο. 30. Ο κόσμος περιπλανιέται μέσα στην ίδια τη ζωτικότητα της αιωνιότητας και ο χώρος του κόσμου ενυπάρχει σ’ αυτήν την ζωτική αιωνιότητα. Γι' αυτό και δεν μείνει ακίνητος ποτέ ούτε και θα καταστραφεί, καθώς η αιωνιότητα της ζωής τον έχει περιχα­ ρακώσει και τον συγκρατεί. Ο ίδιος ο κόσμος είναι αυτός που προσφέρει τη ζωή σε όλα όσα υπάρχουν μέσα του και αποτελεί το χώρο όλων εκείνων που κυβερνιόνται από τον ήλιο και η κίνηση του κόσμου είναι αποτέλεσμα δύο επι­ δράσεων: στον ίδιο παρέχεται ζωή εξωτερικά, από την αιωνιότητα, ενώ ο ίδιος δίνει ζωή σε όλα όσα υπάρχουν μέσα του, ξεχωρίζοντας τα πάντα σύμφωνα με τους αριθμούς και τους προκαθορισμένους και σταθερούς χρόνους που έχουν ορίσει η επίδραση του ήλιου και η τροχιά των αστεριών, καθώς όλη η αέναη πε­ ριοδική επανάληψη έχει οριστεί από θεϊκό νόμο. Ο χρόνος που βασιλεύει στη γη προσ­ διορίζεται από την ποιότητα της ατμόσφαιρας και από την εναλλαγή της ζέστης και του κρύου, ενώ ο ουράνιος χρόνος από τις τοπικές περιστροφές των αστεριών, τα οποία διαγρά-

287


Δ. Α. Λιακόπυυλος

φουν την τροχιά τους με περιοδική επανάληψη • και ο κόσμος υποδέχεται τον χρόνο, καθώς μέσω αυτού αναζωογονείται. Εξάλλου, και ο χρόνος υπηρετεί την τάξη. Και χάρη στην εναλλαγή του χρόνου και της τάξης επιτυγχά­ νεται η ανανέωση όλων των πραγμάτων που ενυπάρχουν σ' αυτόν. Όντας, λοιπόν, έτσι τα πράγματα, δεν υπάρχει τίποτα μεταξύ όσων γεννιούνται είτε στον ουρανό είτε στη γη που να μένει σταθερό είτε εδραιωμένο είτε ακίνητο, παρά μόνο ο Θεός και δικαιολογημέ­ να μόνο αυτός, καθώς ο ίδιος βρίσκεται μέσα στον εαυτό του και προέρχεται από τον εαυτό του και στο σύνολό του παραμένει γύρω από τον εαυτό του, πλήρης και τέλειος καθώς είναι. Και η εδραιωμένη σταθερότητα είναι αυτή που συνθέτει τον ίδιο το θεό και καμία ώθηση δεν μπορεί να τον μετακινήσει από τη θέση του, καθώς τα πάντα ενυπάρχουν μέσα του και εκείνος είναι ο μόνος που βρίσκεται μέσα στα πάντα. Υπάρχει, όμως και η περίπτω­ ση να τολμήσει κάποιος να ισχυριστεί ότι η κίνησή του εντοπίζεται μέσα στην αιωνιότητα. Μάλλον, όμως, η αιωνιότητα παραμένει ακίνητη, και μέσα της ενυπάρχει η κίνηση κάθε χρόνου και από αυτήν αρχίζει η κίνηση κάθε χρόνου. 31. Όπως, λοιπόν, ο θεός ήταν από πάντα σταθερός, με τον ίδιο τρόπο και η αιωνιότητα παραμένει σταθερή κουβαλώντας μέσα τον αγέννητο ακόμα κόσμο, αυτόν τον οποίο εμείς ορθά ονομάζουμε αισθητό. Ο επίγειος κόσμος98 98. «Ο Θεόςπροέρχεται από τον εαυτό τον». Αυτή η φράση τον Τρισμέγιστον δείχνει, την παραδοχή τον, ότι ο Θεός είναι αγέννητος και είναι «Ο ΩΝ» ο τριγράμματος, πον δεν οφείλει την ύπαρξή Τον πουθενά παρά μόνο στον εαυτό τον. 288


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

έχει πλαστεί κατ' εικόνα του θεού, γι' αυτό και αποτελεί μιμητή της αιωνιότητας. Ο χρόνος, αν και πάντοτε βρίσκεται σε κίνηση ενέχει τη δύναμη και τη φύση μιας ιδιαίτερης σταθερό­ τητας που απορρέει από την αναγκαιότητα της επιστροφής του στον ίδιο του τον εαυτό. Γι' αυτό το λόγο, αν και η ίδια η αιωνιότητα είναι σταθερή, εδραιωμένη και ακίνητη, λόγω όμως της κίνησης του χρόνου που επαναφέρεται συνεχώς μέσα στην αιωνιότητα και λόγω της ανακύκλωσης αυτής της κίνησης βάση της λογικής του χρόνου, συμβαίνει η αιωνιότητα, που από μόνη της είναι ακίνητη, να φαίνεται ότι κινείται λόγω της κίνησης του χρόνου, καθώς και η ίδια βρίσκεται μέσα σ' αυτόν, εκεί όπου εντοπίζονται όλες οι κινήσεις. Μ' αυτόν τον τρόπο είναι εφικτό η σταθερότητα της αιω­ νιότητας να παρουσιάζεται ως κινητικότητα και αντιστρόφως, η κινητικότητα του χρόνου να παρουσιάζεται ως σταθερότητα, λόγω του σταθερού νόμου που διέπει την περιφορά του. Έτσι, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο θεός κινείται, αλλά και στον ίδιο βρίσκεται και η ακινησία, καθώς η κίνηση της σταθερότητας του παραμένει ακίνητη λόγω του μεγέθους του. Γιατί αυτή η ακινησία απαιτείται από το νόμο του μεγέθους του. Αυτό, λοιπόν, που είναι τέτοιο και δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό από τις αισθήσεις, είναι απέραντο, αμέτρητο και ασύλληπτο, καθώς δε γίνεται να κρατηθεί ούτε να μεταφερθεί ούτε να εντοπιστεί. Κανείς δε μπορεί να αποφανθεί με βεβαιότητα για το που βρίσκεται, προς τα που κατευθύνεται, από που προέρχεται, πως και ποιος είναι. Γιατί κινείται μέσα στην ανώτατη σταθερότητα και η σταθερότητα κινείται μέσα του, είτε αυτή

289


Δ. Δ. Διακόπονλος είναι ο θεός είτε η αιωνιότητα είτε και τα δύο μαζί είτε το ένα μέσα στο άλλο είτε καθένα από τα δύο μέσα στο άλλο, γι' αυτό η αιωνιότητα δεν έχει χρονικά όρια. Ο χρόνος, όμως, τον οποίο μπορούμε να προσδιορίσουμε είτε με τη χρήση αριθμών είτε με την παρατήρηση της εναλλαγής των εποχών είτε με την επαναφορά των αστεριών στην αρχική τους θέση, είναι αιώνιος. Και τα δύο, λοιπόν, μας φαίνονται άπειρα και αιώνια γιατί η σταθερότητα έχει ισχυροποιηθεί για να μπορεί να στηρίζει αυτά που βρίσκονται σε κίνηση, λόγω της ευερ­ γεσίας της ίδιας της σταθεροποίησης δικαιο­ λογημένα έχει την πρωτοκαθεδρία. 32. Ο θεός, λοιπόν, και η αιωνιότητα απο­ τελούν την αρχή όλων όσων υπάρχουν και ο κόσμος, λόγω της κίνησής του, δεν κατέχει την πρωτοκαθεδρία, καθώς η κινητικότητά του υπερέχει της σταθερότητάς του, παρόλο που σύμφωνα με το νόμο της αιώνιας περιφοράς του διαθέτει μια ακίνητη σταθερότητα. Το σύνολο, λοιπόν, του νου, που μοιάζει με τη θεϊκότητα καθώς είναι ακίνητος και ο ίδιος, κινείται μέσα στη σταθερότητα του. Είναι ιερός, αμόλυντος, αιώνιος και όποια άλλη καλύτερη ονομασία μπορεί να του αποδοθεί, και αποτελεί την αιωνιότητα μέσα στην ίδια την αλήθεια του θεού, καθώς είναι γεμάτος από όλα τα αισθητά πράγματα και από την τάξη στο σύνολό της και παραμένει με τον ύψιστο. Ο κοσμικός νους είναι αυτός που υπο­ δέχεται τις μορφές και την τάξη όλων των αισθητών πραγμάτων. Ο ανθρώπινος, όμως, νους είναι εξαρτημένος από την αντίληψη της μνήμης, καθώς θυμάται όλες του τις ενέργειες. Γιατί η θεϊκότητα του νου κατά την πορεία της καθόδου της έφτασε ως το ζωντανό πλάσμα 290


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσά μ

άνθρωπο, καθώς ο θεός δεν θέλησε να χαρίσει σε όλα τα έμψυχα το δώρο του νου έτσι ώστε να μην ντρέπεται με την ανάμειξή του με τα υπόλοιπα έμψυχα. Η γνώση, λοιπόν, του αν­ θρώπινου νου, όση και όποια είναι αυτή, μπορεί να ανιχνευτεί στη μνήμη του παρελθόντος και το επίτευγμά του, το να κυβερνάει δηλαδή τη γη, το πέτυχε μέσω αυτής της ιδιότητας της μνήμης. Ούτως ή άλλως, η σοφία της φύσης και η ποιό­ τητα του κοσμικού νου έχει την ικανότητα να βλέπει μέσα από όλα τα αισθητά επίγεια πράγ­ ματα. Ο νους της αιωνιότητας, που έρχεται δεύτερη, παρέχεται με σκοπό τη γνώση και οι ιδιότητες του ανιχνεύονται μέσω των αισθη­ τών πραγμάτων. Αλλά τόσο η κατανόηση του νου όσο και η προσφορά του νου από το θεό είναι η μόνη αλήθεια που ούτε σε γενικές γραμμές εντοπίζεται μέσα στον επίγειο κόσμο κάποια σκιά. Γιατί αν κάτι εντοπιστεί μέσα στη διάσταση του χρόνου, εκεί υπάρχει το ψέμα. Εκεί που υπάρχουν γεννήσεις, εκεί εμφανί­ ζονται και λάθη. Καταλαβαίνεις τώρα, Ασκληπιέ, που βρισκόμαστε και τι θέματα προσεγγίζουμε και ποια τολμάμε ν' αγγίζουμε. Εσένα, όμως, ύψιστε θεέ, σ' ευχαριστώ που με φώτισες με το φως της ορατής θεϊκότητας. Κι εσείς, Τατ, Ασκληπιέ και Αμμωνα, κρατήστε μέσα σας τα θεϊκά μυστήρια μυστικά με τη σιωπή σας και καλύψτε τα με τη .σιγή σας. Αυτός, εξάλλου, ο κοσμικός νους είναι δια­ φορετικός από τον ανθρώπινο, καθώς ο δικός μας νους μπορεί να οδηγηθεί μέσω της παρα­ τήρησης στη γνώση και στην αναγνώριση της ποιότητας του κοσμικού νου, ενώ ο νους του κόσμου μπορεί να φτάσει μέχρι την αναγνώρι­ ση της αιωνιότητας και των θεών, που

291


Δ. Δ. Λιακόπουλος βρίσκονται πάνω από αυτόν. Και έτσι μπο­ ρούμε εμείς οι άνθρωποι να βλέπουμε αυτά που γίνονται στον ουρανό σαν να κοιτάμε μέσα από ομίχλη,99 όσο βέβαια το επιτρέπει η κατάσταση του ανθρώπινου νου. Η δυνατό­ τητα, όμως, που δίνεται σε μας για να παρα­ τηρήσουμε τα τόσο ανιότερα πράγματα είναι πολύ περιορισμένη. Μόλις, όμως, τα διακρίνει γίνεται άφθονη για την απόλαυση της γνώσης. 33. Τώρα, όσον αφορά το κενό, που σε πολλούς φαίνεται πλέον, μεγάλο, πιστεύω τα εξής: ούτε υπάρχει κάποιο κενό ούτε μπορεί να υπάρχει ούτε πρόκειται ποτέ να υπάρξει, καθώς, όλα τα μέλη του κόσμου είναι πληρέ­ στατα, 100 όπως και ο ίδιος ο κόσμος είναι πλήρης και τέλειος λόγω των σωμάτων που περιέχει, τα οποία ποικίλλουν ως προς την ποι­ ότητα και τη μορφή και διαθέτουν και δικό τους είδος και μέγεθος, καθένα από αυτά είναι μεγαλύτερο και μικρότερο από το άλλο και διαφέρουν στην πυκνότητα και τη λεπτότητα. Όσα, λοιπόν, από αυτά είναι πιο πυκνά, μπο­ ρούμε πιο εύκολα να τα δούμε, όπως και αυτά που είναι πιο μεγάλα. Αυτά, όμως, που είναι πιο λεπτά ή πιο μικρά είτε μπορούμε να τα διακρίνουμε με δυσκολία είτε δε μπορούμε να τα δούμε καθόλου. Αυτά, τα τελευταία, καταλαβαίνουμε ότι υπάρχουν μόνο με την αίσθηση της αφής. Γι' αυτό πολλοί πιστεύουν ότι αυτά τα σώματα δεν υφίστανται και ότι αποτελούν κενές περιοχές, πράγμα 99. Αυτό ακριβώς μας λέει και ο Απόστολος Παύλος όσον αφορά το κατά πόσο μπορούμε να αντιληφθούμετην αλήθεια. 100. Δεν υπάρχει κενό μεταξύ των αντικειμένων, γι' αυτό και είναι σαν να τα αγγίζουμε και γι' αυτό μπορούμε να τα κινήσουμε. Αυτά ακριβώς παραδέχε­ ται και η Αίλιθ στην «Μαύρη βίβλο των Μπαχομέχ». 292


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μ α ς

όμως που είναι αδύνατο. Γιατί, όπως ακριβώς, αυτό που λέγεται ότι υπάρχει πέρα από τον κόσμο, αν βέβαια υπάρχει κάτι (γιατί έχω αμφιβολίες γι' αυτό), πιστεύω ότι είναι γεμάτο από νοητά πράγματα, δηλαδή με πράγματα που μοιάζουν στη δική τους θεότητα, έτσι και αυτός εδώ ο κόσμος, που χαρακτηρίζεται αισθητός, είναι γεμάτος από τα αντίστοιχα με την ποιότητά του σώματα και ζώα. Κάθε φορά, όμως, δεν βλέπουμε τις αληθινές μορφές τους, αλλά άλλες φορές πάρα πολύ μεγάλες και άλλες πάρα πολύ μικρές, έτσι ώστε, είτε επει­ δή παρεμβάλλεται κάποιο διάστημα είτε επει­ δή δεν διαθέτουμε οξεία όραση, να μας φαίνονται ότι είναι υπερβολικά μικρά ή πολλοί να θεωρούν ότι δεν υπάρχουν καν λόγω του πολύ μικρού μεγέθους τους. Με τα παραπάνω εννοώ τους δαίμονες, που νομίζω ότι ζουν ανάμεσά μας, 101 και τους ήρωες, που νομίζω ότι κατοικούν στο καθαρότερο μέρος του αέρα πάνω από εμάς, εκεί που δεν υπάρχει ομίχλη και σύννεφα ούτε επίδραση από την κίνηση ουράνιων συμβόλων. Για το λόγο αυτό, Ασκληπιέ, να μην μιλάς ποτέ για κενό, 10102 αν δεν καθορίσεις πρώτα σε τι κενό αναφέρεσαι, όπως για παράδειγμα, κενό από φωτιά, κενό από αέρα ή από παρόμοια πράγματα. Καθώς, ακόμα και αν τύχει να εμφανιστεί κάτι που αποτελεί κενό από πράγματα τέτοιου είδους, όσο μικρό ή μεγάλο και αν φαίνεται να είναι αυτό το κενό, δεν μπορεί να είναι άδειο και από αέρα και πνεύμα. 101. Ευχαριστώ τον Τρισμέγιστο που συμφωνεί με τον τίτλο των βιβλίων «ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ». 102. Όπως λέει και ο Σαμαέλ στους μαθητές του, δεν υπάρχει κενό. Τα πάντα πληρούνται από κάτι. Το αν το αντιλαμβανόμαστε ή όχι, είναι άλλη υπόθεση. 293


Α. Δ. Λιακόπουλος 34. Επίσης, πρέπει να αναφερθούμε και στον χώρο, μια λέξη που από μόνη της στε­ ρείται νοήματος, καθώς ο χώρος αποκτά ουσία χάρη σ' αυτό στο οποίο ανήκει. Γιατί γίνεται ελλιπές το νόημα της λέξης, όταν αφαιρεθεί το βασικό στοιχείο. Για να μιλάμε, λοιπόν, σωστά, πρέπει να κάνουμε λόγο για χώρο του νερού, χώρο της φωτιάς και παρόμοιων πραγμάτων. Γιατί, όπως δεν είναι δυνατόν να υπάρξει κάτι κενό, 103 έτσι και το χώρο από μόνο του δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε τι είναι. Καθώς, αν δεις ένα χώρο ξεχωριστά από αυτό στο οποίο ανήκει, θα φανεί κενός, πράγμα που δεν πιστεύω πως μπορεί να υπάρξει στον κόσμο. Αν, λοιπόν, δεν υπάρχει κάτι κενό στον κόσμο, ο κόσμος από μόνος του δε μπορεί να αναγνωριστεί τι είναι, εκτός και αν τους προσθέσεις τους προσδιορι­ σμούς του μήκους, του πλάτους και του ύψους, όπως γίνεται και με τα σώματα των ανθρώπων. Έτσι έχουν, λοιπόν, αυτά, Ασκληπιέ και εσείς που είστε παρόντες, μάθετε ότι ο νοητός κόσμος, δηλαδή αυτός που μπορεί να ανιχνευτεί μόνο με τη θέαση του νου, δεν διαθέτει σώμα και ότι η φύση του δε μπορεί να αναμειχθεί με κάτι σωματικό, δηλαδή με κάτι που διαθέτει και μπορεί να προσδιοριστεί με βάση την ποιότητα, την ποσότητα και τα διάφορα μεγέθη, καθώς αυτός δε διαθέτει τίποτα τέτοιο.104 Ο κόσμος, λοιπόν, που αποκαλούμε αισθη-

103. Αφούτο λέειο Ερμής ο Τρισμέγιστος που αγαπά τον Θεό και τ η Λίλιθ,σαν συμβουλή στους δικούς της, πρέπει να δεχθούμε ότι πράγματι δεν υπάρχει πουθενά κενό. 104. Ο κόσμος, ο άλλος, ο πραγματικός δεν ορίζεται επομένως με τις διαστά­ σεις που εμείς χρησιμοποιούμε στο κόσμο των αισθήσεων. 294


Γιατί

καιπώ ς ζουν ανάμεσα μ

τό, είναι αυτός που υποδέχεται τις ποιότητες και τα σώματα όλων των αισθητών ειδών, τα οποία στο σύνολό τους δε μπορούν να λάβουν ζωή παρά μόνο από το θεό. Καθώς ο θεός είναι τα πάντα και τα πάντα προέρχονται από εκείνον και όλα υποκύπτουν στο θέλημα του. Αυτό το σύνολο είναι ωραίο, ενάρετο, σοφό, αμίμητο, αισθητό και αντιληπτό μόνο από τον ίδιο του τον εαυτό. Χωρίς αυτό τίποτε δεν υπήρχε ούτε μπορεί να υπάρχει ούτε να υπάρ­ ξει. Όλα, λοιπόν, προέρχονται από εκείνον και ανήκουν σε εκείνον, οι διάφορες και διαφορε­ τικής μορφής ποιότητες, οι μεγάλες ποσότητες και όλα τα μεγέθη που ξεπερνούν κάθε μέτρο και όλα τα παντόμορφα είδη. Αν όλα αυτά τα αντιληφθείς, Ασκληπιέ, θα δοξάζεις και θα ευγνωμονείς το θεό. Και αν κατανοήσεις αυτό το σύνολο, θα καταλάβεις πως στην πραγμα­ τικότητα ο ίδιος ο αισθητός κόσμος και όλα όσα ενυπάρχουν σ' αυτόν καλύπτονται από τον ανώτερο κόσμο σαν από ένδυμα. 105 35. Κάθε ζωντανό πλάσμα, λοιπόν, Ασκληπιέ, ανήκει σε κάποιο γένος, είτε θνητό είτε αθάνατο, είτε λογικό είτε άλογο, είτε έμψυχο είτε άψυχο, και με βάση το γένος στο οποίο ανήκει το καθένα παίρνει και τη μορφή αυτού του γένους. Και παρόλο που κάθε γένος ζώου έχει στο σύνολό του τη μορφή του γέ­ νους του, μέσα όμως σ' αυτό το γένος η μορφή κάθε ατόμου είναι διαφορετική από των υπο­ λοίπων, όπως και το γένος των ανθρώπων, αν και είναι ομοιόμορφο για να μπορεί να ξεχωρίζει και να αναγνωρίζεται από την όψη, τα μεμονωμένα άτομα του κάθε γένους όμως 105. Ξεκαθαρίζει ότι περιεχόμενο, από αυτό που βλέπουμε.

οκόσμος γύρω μας έχει

εικόνα,

295


Λ. Δ.

Λιακόπο

1

είναι ανόμοια. Καθώς η Ιδέα, που είναι θεϊκή, αλλά και οτιδήποτε μπορούμε να το αντιληφθούμε με το νου, είναι ασώματα. Έτσι, αφού τα δύο στοιχεία από τα οποία συντίθενται οι μορφές, είναι το σωματικό και το ασώματο, δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μια μορφή απολύτως ίδια με μια άλλη, καθώς θα είναι διαφορετικές στα σημεία του τόπου και του χρόνου. Τόσες είναι οι φορές που αλλάζουν, όσες και οι στιγμές που έχει η επαναλαμβανό­ μενη περίοδος του κύκλου, μέσα στον οποίο βρίσκεται ο θεός εκείνος που τον ονομάζουμε «Παντόμορφο». Η Ιδέα, λοιπόν, παραμένει σταθερή και γεννά τόσες φορές τόσες μορφές και τόσο ανόμοιες, όσες στιγμές έχει η περίο­ δος του κόσμου, που μεταβάλλεται κατά περι­ όδους. Η Ιδέα, όμως, δεν αλλάζει ούτε κάνει περιοδική κίνηση. Μ' αυτόν τον τρόπο, οι μορ­ φές κάθε γένους παραμένουν σταθερές αλλά και διαφορετικές μεταξύ τους, μέσα όμως στα πλαίσια της δικής τους μορφής. 36. - Και ο κόσμος αλλάζει μορφή, Τρι­ σμέγιστε ; - Βλέπεις, λοιπόν, Ασκληπιέ, ότι σου τα πε­ ριέγραψα όλα σαν να κοιμάσαι.106 Γιατί τι είναι ο κόσμος και από τι συντίθεται, αν όχι από όλα όσα έχουν γεννηθεί σ' αυτόν; Η αλλα­ γή, λοιπόν, στην οποία αναφέρεσαι αφορά στον ουρανό, στη γη και τα στοιχεία. Γιατί ποια άλλα μεταβάλλουν τη μορφή τους συχνά Ο ουρανός γίνεται υγρός και ξηρός, παγωμέ­ νος και ζεστός, φωτεινός και σκοτεινός - οι παραλλαγές αυτές ενυπάρχουν στην ενιαία μορφή του ουρανού και συχνά εναλλάσσονται. 106. Λίλιθ. 296

Περιέγραψεδηλαδή

τονκόσμο τον ονείρου, γι


Γιατί

καιπώ ς ζουν ανάμεσά μα

Αυτή που έχει πολλές μεταβολές στη μορφή της είναι η γη. Όταν, γεννά τους καρπούς, όταν θρέφει τα ίδια τα δημιουργήματά της, όταν δημιουργεί τις διαφορετικές ποιότητες και ποσότητες, φάσεις και πορείες όλων των καρπών και κατ' αρχήν τις ιδιότητες, τα αρώματα, τις γεύσεις και τις μορφές των δέν­ δρων, των λουλουδιών και των φρούτων. Και η φωτιά υφίσταται μεταβολές, πάρα πολλές και θεϊκές. Και οι εικόνες του ήλιου και της σελήνης περιλαμβάνουν όλες τις μορφές, καθώς μοιάζουν σαν να καθρεφτίζουν τη δική μας μορφή και κατά την αντανάκλαση οι μορ­ φές μας αποδίδονται σαν πανομοιότυπα είδω­ λα. 37. ΓV αυτά τα θέματα έχουμε πει αρκετά. Ας επιστρέφουμε και πάλι στον άνθρωπο και στο λόγο, το θεϊκό αυτό δώρο που κατέ­ στησε τον άνθρωπο λογικό. Γιατί αν και αυτά που έχουμε πει για τον άνθρωπο είναι θαυμα­ στά, εντούτοις δεν είναι αρκετά θαυμαστά. Γιατί νίκησε τον θαυμασμό όλων των αξιο­ θαύμαστων πραγμάτων το γεγονός ότι ο άν­ θρωπος μπόρεσε ν' ανακαλύψει τη θεϊκή φύση και να την πετύχει. Αφού, λοιπόν, οι πρόγονοί μας πλανήθηκαν πολύ αναζητώντας την αλη­ θινή θεωρία για τους θεούς, άπιστοι και χωρίς να δίνουν την πρέπουσα σημασία στη θεϊκή λατρεία και θρησκεία, ανακάλυψαν την τέχνη και την χρησιμοποίησαν για την αναπαράστα­ ση των θεών. Αφού, λοιπόν, την ανακάλυψαν, πρόσθεσαν σ' αυτήν από τη φύση του κόσμου την ισχύ που της ταίριαζε. Και αφού αναμείχθηκε, επειδή δε μπόρεσαν να δημιουργή­ σουν ψυχές, κάλεσαν τις ψυχές των δαιμόνων ή των αγγέλων και τις εισήγαγαν μέσω ιερών

297


Δ. Α. Λιακόπουλος

και θεϊκών μυστηρίων και τελετών στις διάφο­ ρες μορφές. Τα είδωλα, λοιπόν, μέσω αυτών των ψυχιόν, απέκτησαν την ικανότητα να προκαλούν το καλό ή το κακό . 107 0 πρόγονός σου, λοιπόν, Ασκληπιέ, που πρώτος εφηύρε την ιατρική και στον οποίο έχει αφιερωθεί ναός στο Λιβυκό όρος γύρω από την όχθη των κροκοδείλων, και μέσα σ' αυτόν βρίσκεται ο γήινος άνθρωπος, δηλαδή το σώμα του (καθώς το υπόλοιπο ή μάλλον το σύνολο του, αν βέβαια ο άνθρωπος στο σύνολό του αποτελείται από τη συναίσθηση της ζωής, επέστρεψε στον ουρανό πιο μακάριο από ποτέ), και το πνεύμα του το οποίο μέχρι και σήμερα προσφέρει στους ασθενείς αν­ θρώπους κάθε θεραπεία, τις οποίες στο παρελ­ θόν συνήθιζε να προσφέρει μέσω της ιατρικής του τέχνης. Και ο πρόγονός μου ο Ερμής, που έχω το όνομά του, νομίζεις πως, όταν ζούσε στην πατρίδα του με το δικό του όνομα, δε βοηθούσε και δεν έσωζε κάθε θνητό που ερχό­ ταν από οπουδήποτε ; Και η Ίσιδα, η σύζυγος του Όσιρη, γνωρίζουμε πόσα πολλά καλά προσέφερε όταν ήταν ευνοϊκή και σε πόσους φέρ­ θηκε με δυσμένεια όταν ήταν οργισμένη! Γιατί είναι εύκολο οι υλικοί και επίγειοι θεοί να οργιστούν με κάτι, καθώς αποτελούνται και συγκροτούνται από τους ανθρώπους και από διπλή φύση. Γι' αυτό και οι Αιγύπτιοι χαρα­ κτηρίζουν ιερά αυτά τα ζώα που βλέπουμε και για τον ίδιο λόγο σε διάφορες πόλεις λα­ τρεύουν και όλες οι ψυχές οι οποίες κατά τη διάρκεια της ζωής τους έγιναν θεϊκές, έτσι 107. Η Ορθοδοξία λέει το ίδιο για τα τα είδωλα των Θεών, ότι κατοικούσαν δηλαδή μέσα τους δαιμόνια. Οσο για το ότι κάνουν το καλό, ίσως να μιλά για τις θαυματουργές εικόνες. 298


Γιατί

και

πώ ς ζουν ανάμε

ώστε να μπορούν να κατοικούνται οι πόλεις σύμφωνα με τους νόμους τους και τα ζώα να αποκαλούνται με τα ονόματά τους. Αυτός είναι ο λόγος, Ασκληπιέ, για τον οποίο αυτά που για κάποιους είναι άξια λατρεία και σεβασμού για άλλους δεν τυγχάνουν ίδιας εκτίμησης και γι' αυτό οι πόλεις των Αιγυπτίων συνηθίζουν να κηρύσσουν πόλεμο μεταξύ τους. 38. - Και ποιες είναι οι ιδιότητες αυτών των θεών που ονομάζουμε γήινους, Τρισμέγι­ στε ; - Αποτελούνται από βότανα, ορυκτά και αρώματα, Ασκληπιέ, τα οποία περιέχουν τη μυστική φυσική δύναμη της θεότητας. 108 Και γι' αυτόν το λόγο ευχαριστιούνται με τις συχνές θυσίες, τους ύμνους, τους επαίνους και τους γλυκύτατους ήχους που είναι σύμφωνοι με τα μέτρα της αρμονίας του ουρανού. Έτσι, ό,τι είναι ουράνιο και λόγω των ουράνιων τελετών και επαναλήψεων το προσέλκυσαν τα είδωλα, μπορεί να παραμείνει στον γήινο κόσμο με χαρά και να δείξει ανοχή στο αν­ θρώπινο γένος. Έτσι, ο άνθρωπος δημιουργεί θεούς. Και μη βιαστείς να πιστέψεις ότι η δρα­ στηριότητα των επίγειων θεών είναι ασήμα­ ντη, Ασκληπιέ, καθώς οι ουράνιοι θεοί κατοι­ κούν στα ψηλότερα σημεία του ουρανού και καθένας από αυτούς συμπληρώνει και φυλάσ­ σει την τάξη για την οποία είναι αρμόδιος. Οι δικό μας, όμως, θεοί βοηθούν τους ανθρώπους με κάποια στοργική συγγένεια, καθώς άλλα τα φροντίζουν ως προς τις λεπτομέρειές τους, άλλα προφητεύοντάς τα με χρησμούς και με τη θεϊκή έμπνευση, άλλα προνοώντας τα και 108. Η δήλωση αυτή είναι ακατάληπτη όσον αφορά τους επίγειους θεούς, δηλαδή τους Νεφελίρ. 299


Δ. Δ. Λιακόπουλος

δείχνοντας συμπαράσταση καθένας με τον τρόπο του στις ανάγκες του ανθρώπινου γέ­ νους. 39. - Η μοίρα και το πεπρωμένο, λοιπόν, Τρισμέγιστε, το τμήμα της θείας πρόνοιας διευθύνουν ; Μήπως οι ουράνιοι θεοί δι­ ευθύνουν τα καθολικά και οι επίγειοι φροντί­ ζουν για τα ειδικότερα ; - Η αναγκαιότητα όλων αυτών που συμβαίνουν και είναι ενωμένα μεταξύ τους με διαρκή δεσμά, είναι αυτή που την ονομάζουμε μοίρα, Ασκληπιέ. Αυτή, λοιπόν, είναι είτε η δημιουργία όλων των πραγμάτων είτε ο ύψι­ στός θεός είτε ο δεύτερος θεός που γεννήθηκε από τον ίδιο το θεό, είτε η τάξη που συνέχει όλους τους ουράνιους και επίγειους θεούς, 109 η οποία έχει εδραιωθεί σύμφωνα με θεϊκούς νόμους. Και οι δύο, λοιπόν, η μοίρα και η αναγκαιότητα, έχουν συνδεθεί μεταξύ τους με αιώνια ένωση. Από αυτές, η μοίρα είναι αυτή που κάνει την αρχή για κάθε πράγμα και η αναγκαιότητα ολοκληρώνει ό,τι εξαρτάται από την αρχή που έκανε η πρώτη. Μετά από αυτές έπεται η τάξη, δηλαδή αυτή που δίνει δομή και σειρά στο χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να τελεστούν τα πράγματα, καθώς τίποτα δε μπο­ ρεί να υπάρξει χωρίς τη διευθέτηση της τάξης. Μέσα απ' όλα, λοιπόν, ολοκληρώνεται και η τάξη του κόσμου, καθώς και ο ίδιος ο κόσμος συνέχεται από την τάξη είτε στο σύνολό του ο κόσμος συντίθεται από την τάξη. 40. Η βούλησή του θεού, λοιπόν, ο οποίος διοικεί τον κόσμο με το νόμο του και τη θεία 109. Ύψ ιστός Θεός είναι ο Τριαδικός Θεός. Δεύτερος «θεός» είναι ο Πρώτος Ελοχίμ. Ουράνιοι «θεοί» είναι οι ασώματοι Άγγελοι και οι Επίγειοι «θεοί» είναι οι Νεφελίμ και οι Ελ. 300


Γιατί

καιπώς ζουν

μας

Πρόνοια, 110 ήταν αυτή που δημιούργησε τα τρία αυτά στοιχεία, τη μοίρα, την αναγκαιό­ τητα και την τάξη. Και ο θεός έχει αφαιρέσει από το θεό κάθε δυνατότητα να επιθυμούν ή όχι οτιδήποτε. Γι' αυτό και δε συγκινούνται από την οργή ούτε μαλακώνουν από τη συμπά­ θεια, αλλά πάντα υπηρετούν την αναγκαιότητα της αιώνιας πρόνοιας, η οποία αποτελεί την αναπόφευκτη, αμετάβλητη και αθάνατη αιωνι­ ότητα. Πρώτη, λοιπόν, εμφανίζεται η μοίρα, που αφήνει κάτι σαν σπέρμα προκαλώντας τη γέν­ νηση όλων των μελλούμενων. Έπεται η ανα­ γκαιότητα και χάρη στην ισχύ της εξαναγκά­ ζονται όλα όσα έχουν ήδη γεννηθεί να πραγ­ ματοποιηθούν. Τρίτη έρχεται η τάξη που δια­ τηρεί τη συνοχή όλων αυτών των πραγμάτων που διευθετούν τη μοίρα και την αναγκαιό­ τητα. Αυτή, λοιπόν, είναι η αναγκαιότητα που ούτε ξεκίνησε να υπάρχει ούτε να πάνμει. Έχει εδραιωθεί από τον αμετάβλητο νόμο της πο­ ρείας της και ανακυκλώνεται μέσω μιας αέναης κίνησης, γεννιέται και πεθαίνει μέσω των μελών της από τις συνεχείς εναλλαγές, έτσι διστε, με την εναλλαγή των στιγμών το ίδιο μέλος που πεθαίνει, να αναγεννιέται. Κατά αυτόν τον τρόπο η ανακύκλωση λειτουργεί ως ένας περιοδικός νόμος, ώστε όλα να είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους με τρόπο τέτοιο που να μην μπορείς να αναγνωρίσεις την αρχή της ανακύκλωσης, αν βέβαια υπάρχει αρχή, αφού πάντοτε όλα φαίνονται και να προηγούνται και να έπονται όλων των υπολοίπων. Ούτως ή άλλως, στον κόσμο υπάρχει και το περιστα110. Η έννοια της Θείας Πρόνοιας προϋπήρχε της έλευσης τον Χριστού. Δεν είναι έννοια που εισήγαγε δηλαδή ο Χριστιανισμός. 301


A. A. Λιακόπουλος σιακό και το τυχαίο που είναι αναμεμειγμένα με όλα τα επίγεια και υλικά πράγματα. Αναφέρθηκα, λοιπόν, σε κάθε ξεχωριστό θέμα, όσο ήταν δυνατόν στην ανθρώπινή μου φύση και όσο μου ο επέτρεψε ο θεός. Μόνο αυτό απομένει τώρα σ' εμάς, να επιστρέψουμε στην φροντίδα του σώματος, αφού προσευχη­ θούμε και δοξάσουμε το θεό, καθώς, κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας για τα θεϊκά πράγ­ ματα, εμείς χορτάσαμε αρκετά από ένα είδος τροφής της ψυχής. 4 1. Βγήκαν, όμως, από το άδυτο, όταν άρχισαν να προσεύχονται στο θεό στραμμένοι προς το νότο (καθώς, αν θέλει κάποιος να προ­ σευχηθεί στο θεό κατά τη δύση του ηλίου, θα πρέπει να στραφεί προς τα εκεί, και το ίδιο κατά την ανατολή του ηλίου, όποτε θα πρέπει να στραφεί προς το μέρος εκείνο το οποίο αποκαλείται «ανατολή»). Την ώρα, λοιπόν, που προσεύχονταν, λέει ο Ασκληπιός με χαμηλή φωνή: - Τατ, θέλεις να προτείνουμε στον πατέρα σου να επιτρέψει να προσευχηθούμε στο θεό προσθέτοντας λιβάνι και αρώματα ; Ο Τρισμέγιστος τον άκουσε και συγκινημένος του λέει: - Καλύτερα να σωπάσεις, Ασκληπιέ, καθώς μοιάζει με βεβήλωση να καις λιβάνι και αρώματα την ώρα που προσεύχεσαι στο θεό. Γιατί δεν του λείπει τίποτα, καθώς ο ίδιος είναι τα πάντα και τα πάντα βρίσκονται σ' αυτόν. 111 Εμείς, λοιπόν, ας προσευχηθούμε εκφράζο­ ντας την ευγνωμοσύνη μας, γιατί αυτές αποτε­ λούν τις ύψιστες προσφορές, οι ευχαριστίες 111. Εδώ δηλώνεται σαφώς, ότι το «τυπικό» και οι τρεία, έχουν βάση τις δικές μας ανάγκες και όχι τον Θεού.. 302

και η τυπολα


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

που εκφράζονται από τους θνητούς. 112 Σε ευχαριστούμε Ύψιστε, Υπέρτατε, γιατί με την εύνοιά σου λάβαμε ένα τόσο σπουδαίο δώρο, το φως της αναγνώρισής σου, όνομα ιερό και τιμημένο, όνομα μοναδικό, το οποίο σύμφωνα με την πατρική θρησκεία πρέπει να χρησιμοποιηθεί μόνο για να τιμηθεί ο θεός, καθώς έκρινες τα πάντα άξια να τους προσφερθεί η πατρική σου ευσέβεια, η θρησκεία και ο έρωτας και κάθε άλλη πιο γλυκιά ευερ­ γεσία, με το να μας χαρίσεις το νου τη λογική και τη γνώση. Το νου για να σε κατανοήσουμε, τη λογική για να σε ανιχνεύσουμε με τη διαίσθησή μας, τη γνώση για να χαρούμε μόλις σε αναγνωρίσουμε. Και είμαστε ευτυχείς που χάρη στην εύνοιά σου σωθήκαμε, καθώς απο­ κάλυψες σε 'μας ολόκληρο τον εαυτό σου. Είμαστε ευτυχείς γιατί αν και βρισκόμαστε μέσα σε σώματα, μας έκρινες άξιους και μας καθαγίασες με την αιωνιότητα. Γιατί η μόνο αληθινή ανθρώπινη ευχαρίστηση αυτή είναι, η γνώση της μεγαλειότητάς σου. Σε κατανοήσα­ με, εσένα και το ύψιστο αισθητό φως μόνο με το νου μας, μπορέσαμε να σε συλλάβουμε, αληθινή ζωή της ζωής, γόνιμη μήτρα όλων όσιον θα γεννηθούν, μπορέσαμε να σε γνωρίσουμε, εσένα την αιώνια διατήρηση του συνόλου της φύσης που είναι γεμάτη από τα δικά σου γεννήματα. Τώρα, λοιπόν, που προ­ σευχόμαστε σε σένα, το μόνο πράγμα που ζητάμε με αυτήν την προσευχή από τη δική σου αγαθότητα, είναι να μας επιτρέψεις να παραμείνουμε σταθεροί στον έρωτα της γνώσης σου και να μην μας χωρίσεις ποτέ από 112. Εδώ προφητεύεται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που είναι και κο­ ρυφαίο. 303


Δ. Δ. Λιακόπουλος

αυτό το είδος της ζωής. Αφού προσευχηθήκαμε, καθίσαμε σ' ένα αγνό, %ο>ρίς κρέας γεύμα. 113

113. Η προσευχή τον Ερμή τον Τρισμέγιστου είναι αυτή που κλείνει τις συμβουλές προς τον Ασκληπιό, του Τατ και τον Άμμωνα. Δεν σχολιάζω το περιεχόμενό της, γιατί θα ήταν ασέβεια προς όλους εσάς που την διαβάζετε και μιλάει στην καρδιά σας. 304


Γ ια τί και

πώ ς ζουν ανάμεσ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

3 Π ΕΡΙ ΕΙΚΟΝ ΙΚΟ Υ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΛΗΣ ΓΗΣ ΠΛΑΤΩΝΟΣ - ΦΑΙΔΩΝ

Στο κεφάλαιο αυτό θα δούμε τι ήταν αυτά που ο Σωκράτης δίδαξε στον Πλά­ τωνα για τον πραγματικό κόσμο και την Κοίλη Γη. Επέλεξα ένα μεγάλο απόσπασμα από το έργο Φαίδων του Πλάτωνα, όπου αποκαλύπτονται πάρα πολλά. Το αν εμείς στην εποχή μας είμαστε πιο έξυπνοι και ενημερωμένοι από τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, αποφασίστε το μόνοι σας. Όλα τα παρακάτω τα είπε ο Σωκράτης σε κάποιους από τους μαθητές του, λίγο πριν τον εκτελέσουν οι Αθηναίοι. Να θυμίσω ότι τον καταδίκασαν σε θάνατο, επειδή ερευνούσε και μελετούσε, αλλά και δίδασκε, για αυτά που είναι κάτω από την Γη, αυτά που αιωρούνται στον ουρανό και επειδή γενικά εισήγαγε νέες ιδέες και σκέψεις για την δομή του κόσμου, την πραγματική του εικό­ να και τον πραγματικό τρόπο διακυβέρνησης των λαών, (βλέπε: Ο μύθος του σπηλαίου) Δεχόμαστε σήμερα, ότι δήθεν ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτε. Αυτό δεν μπο­ ρεί να στέκει. Απλά, όπως έκαναν στην Αίγυπτο και κοροϊδεύουμε που το ακούμε, όπως δηλαδή διέγραφαν κάθε τι που αφορούσε τους ανεπιθύμητους, το όνομά τους , τα λόγια τους κτλ, έτσι και οι Αθηναίοι, πρέπει να εξαφάνισαν οτι­ δήποτε έγραψε ο κορυφαίος φιλόσοφος και ερευνητής του αρχαίου κόσμου. Αποτελεί την μεγαλύτερη ντροπή του γένους των Ελλήνων η θανατική καταδίκη του Σωκράτη, αφού σκοτώσαμε κάποιον για αυτά που πίστευε, υπακούοντας στις προσταγές των Αδελφοτήτων.

305


Δ. Δ. Λιακόπουλος Ούκοΰν απερ άε'ι κατά ταύτά και ώοαΰτως εχει, ταΰτα μάλιστα είκος είναι τά άσΰνθετα, τά δέ άλλοτ’ άλλως κα'ι μηδέποτε κατά ταύτά, ταΰτα δέ σύνθετα; Έμοιγε δοκεΐ ούτως. Πωμεν δή, έφη, έπ'ι ταύτά έφ’ άπερ έν τφ έμπροσθεν λόγω, αύτή ή ούσία ης λόγον δίδομεν τοΰ είναι κα'ι ερωτώντες και άποκρινόμενοι, πότερον ώσαύτως άε'ι έχει κατά ταύτά ή άλλοτ’ άλλως; αύτό τό Ισον, αύτο τό καλόν, αύτό έκαστον δ έστιν, τό όν, μή ποτέ μεταβολήν κα'ι ήντινοΰν ενδέχεται; ή άε'ι αύτών έκαστον δ έστι, μονοειδές δν αύτό καθ’ αύτό, ώσαύτως κατά ταύτά έχει κα'ι ούδέποτε ούδαμή ούδαμώς άλλοίωσιν ούδεμίαν ενδέχεται; Ώσαύτως, έφη, άνάγκη, ό Κέβης, κατά ταύτά έχειν, ω Σώκρατες. Τί δέ των πολλών καλών, οιον άνθρώπων ή ίππων η ίματίων ή άλλων ώντινωνοΰν τοιούτων, ή ίσων [ή καλών] ή πάντων τών έκείνοις ομωνύμων; άρα κατά ταύτά έχει, ή παν τούναντίον έκείνοις ούτε αύτά αύτοΐς ούτε άλλήλοις ούδέποτε ώς έπος είπείν ούδαμώς κατά ταύτά; Ούτως αύ, έφη ό Κέβης, ταΰτα ούδέποτε ώσαύτως έχει. Ούκοΰν τούτων μέν καν άψαιο καν Γδοις καν ταις άλλαις α’ισθήσεσιν α’ίσθοιο, τών δέ κατά ταύτά έχόντων ούκ έστιν ότω ποτ’ άν άλλω έπιλάβοιο η τφ τής διανοίας λογισμφ, άλλ’ έστιν άιδή τά τοιαΰτα και ούχ ορατά; Παντάπασιν, έφη, άληθή λέγεις.

306


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

Επομένως, αυτά ακριβώς πάντα από μόνα τους είναι έτσι κι έχουν μία μορφή, κι αυτά ως συνήθως είναι τα ασύνθετα, τα άλλα, όμως, είναι άλλες φορές έτσι κι άλλες διαφορετικά κι αυτά είναι τα σύνθετα; Έτσι μου φαίνεται. Ας επιστρέφουμε, όμως σε αυτά που λέγα­ με πρωτύτερα. Αυτή η ουσία για την οποία μιλάμε είτε όταν ρωτάμε, είτε όταν απαντάμε, ποιό από τα δύο, είναι μονίμως έτσι ή αλλάζει; Και το ίδιο το ίσο και το ίδιο το καλό κι αυτό το καθένα που είναι, αυτό που πραγματικά είναι, μήπως δέχεται κάποια μεταβολή, κι αν ναι ποια; η πάντα το καθένα από αυτά είναι ένα και μοναδικό από μόνο του, κι έτσι είναι πάντα ίδιο και ποτέ με κανέναν τρόπο δεν επι­ δέχεται καμία αλλοίωση; Έτσι, είπε ο Κέβης, είναι αναγκαίο αυτά να είναι μοναδικά, Σωκράτη. Και τι συμβαίνει με αυτά που είναι πολλά, σαν τα άλογα και τους ανθρώπους και τα ρούχα κι άλλων σαν κι αυτά, ή όσα είναι ίσα [ή καλά] ή όλα όσα έχουν το ίδιο όνομα με εκείνα; Αραγε είναι αυτά καθ’ αυτά ή κάθε αντίθετο τους, ούτε αυτά τα ίδια, ούτε μεταξύ τους ποτέ, που λέει ο λόγος, με κανένα τρόπο δεν είναι αυτούσια; Πάλι έτσι είναι, είπε ο Κέβης. Ποτέ δεν παραμένουν έτσι αυτά. -Ακόμα, λοιπόν, κι αν τα αγγίξεις κι αν τα δεις κι αν με τις υπόλοιπες αισθήσεις τα αι­ σθανθείς, όσα υπάρχουν ως πρότυπα δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να τα θεωρήσεις ως κάτι άλλο, παρά με τη σκέψη να τα εννοήσεις, αλλ’ είναι αόρατα και δεν μπορείς να τα δεις: -Από κάθε πλευρά αλήθεια λες, είπε.

307


Λ.

Δ.

Λιακόπο

Θώμεν ούν βοΰλει, έφη, δυο είδη των όντων, το μεν όρατδν, το δέ άιδές; Θώμεν, έφη. Και τδ μέν άιδές άει κατά ταύτά έχον, τδ δέ όρατδν μηδέποτε κατά ταύτά; Κα'ι τούτο, έφη, θώμεν. Φέρε δη, ή δ’ δς, άλλο τι ημών αυτών τδ μέν σώμα έστι, τδ δέ ψυχή; Ούδέν άλλο, έφη. Ποτέρω ούν όμοιδτερον τώ εϊδει φαμέν αν είναι κα'ι συγγενέστερον τδ σώμα; Παντί, έφη, τούτο γε δήλον, δτι τφ όρατώ. Τί δέ ή ψυχή; όρατδν ή άιδές; Ούχ ύπ’ άνθρώπιυν γε, ω Σώκρατες,

308


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσα μα ς

Θέλεις, λοιπόν, να θεωρήσουμε ότι υπάρχουν δύο είδη όντων, τα ορατά και τα αόρατα; 1 Ας το θεωρήσουμε. Και τα αόρατα μένουν πάντα ως έχουν και τα ορατά όχι; 2 Ας το πούμε κι αυτό. Εμπρός, λοιπόν, είπε αυτός, δεν είναι κάτι άλλο σε εμάς το σώμα κι άλλο η ψυχή; 3 Βεβαιότατα, είπε. Και ποιο από τα δύο μοιάζει περισσότερο στη φύση μας και θα λέγαμε ότι είναι πιο κοντά στο σώμα; Μα είναι φανερό, είπε, σε όλους ότι είναι το ορατό. 4 Κι η ψυχή; ορατή ή αόρατη; 1 . Εδώγίνεται παραδοχή για τον κόσμο που βλέπουμε και τον κόσμο πον δεν βλέπουμε. Τα όντα που βλέπουμε και αυτά πον δεν βλέπουμε, δηλαδή τους Αγγέλους και τους δαίμονες. Στην αρχαία Ελλάδα συνήθιζαν να ονομάζουν τους Αγγέλους αγαθούς δαίμονες. 2. Εκπληκτική παραδοχή της γνώσης του ότι ο κόσμος του ανθρώπου, δηλαδή ολόκληρη η δημιουργία και ο ίδιος ο άνθρωπος εξελίσσονται, όπως λέει και η «Γένεσις» της Παλαιάς Διαθήκης, όπου ορίζεται το «αυξάνεσθαι» σε ιδιό­ τητες και ικανότητες και ποιότητα και το «πληθύνεσθαι» σε ποσότητα. Από την άλλη πλευρά, οι Άγγελοι δεν εξελίσσονται, δεν βελτιώνονται και από αυτό ξεκίνησε και η μεγάλη μάχη στο σόμπαν, από το ότι δηλαδή ο Σαμαέλ δεν μπορούσε να δεχτεί ότι οι άνθρωποι μπορούν να εξελιχθούν και να γίνουν ανώτεροι από αυτόν και τους ομοίους του. Τα αόρατα λοιπόν μένουν ως έχουν, λέει ο Σωκράτης. 3. Σαφώς δεχότανε επομένως στην αρχαία Ελλάδα ότι υπήρχε ψυχή και σώμα. Την πλήρη περιγραφή των απόψεων του Σωκράτη, δίνει ο μαθητής του, Πλάτων στο έργο του «Τίμαιος». 4. Η τοποθέτηση αυτή, μπορεί να αφήνει τους πολλούς αδιάφορους και να την προσπερνούν, αλλά είναι πολύ σημαντική, αφού δηλώνεται ότι το σώμα που βλέπουμε και είναι ορατό μοιάζει με το πραγματικό μας σώμα που είναι το ενεργειακό και το κατά φύσιν, το εκ κατασκευής δηλαδή σώμα μας. Αυτό δηλαδή που βλέπουμε δεν είναι το πραγματικό μας σώμα, αλλά μοιάζει σε αυτό και βέβαια δεν έχει καμία σχέση με την άϋλη ψυχή μας. 309


Δ. Δ.

Λιακόπο

’Αλλά μην ημείς γε τα ορατά κα'ι τα μη τή τών άνθροόπων φύσει έλέγομεν ή άλλη τιν'ι οϊει; Τή τών άνθρώποιν. Τί ούν περ'ι ψυχής λέγομεν; ορατόν ή άόρατον είναι; Ούχ ορατόν. Άιδές άρα; Ναι. Όμοιότερον αρα α|ιυχή σώματός έοτιν τώ άιδει, τό δέ τφ όρατφ. Πάσα ανάγκη, ώ Σιόκρατες. Ούκοϋν κα'ι τόδε πάλαι έλέγομεν, ότι ή ψυχή, όταν μέν τφ οιόματι προοχρήται ε’ις τό σκοπεΧν τι ή διά του όράν ή διά του άκοΰειν ή δι’ άλλης τίνος αίσθήσεωςτοϋτο γάρ έοτιν τό διά του σώματος, τό δι’ αίσθήσεως οκοπεΐν τι τότε μέν έλκεται υπό του σώματος εις τά ουδέποτε κατά ταύτά έχοντα, κα'ι αυτή πλανάται κα'ι ταράττεται κα'ι ειλιγγιζχ ώσπερ μεθΰουσα, άτε τοιοΰτων έφαπτομένη; Πάνυ γε. 'Ό ταν δέ γε αυτή καθ’ αυτήν σκοπή, έκεΧσε οϊχεται εις τό καθαρόν τε κα'ι άε'ι όν κα'ι αθάνατον και ωσαύτως έχον, κα'ι ώς συγγενής ουσα αύτοΰ άε'ι μετ’ έκείνου τε γίγνεται, ότανπερ αυτή καθ’ αυτήν γένηται κα'ι έξή αυτή, κα'ι πέπαυταί τε του πλάνου κα'ι περ'ι έκεΧνα άε'ι κατά ταύτά

310


Γιατί και

πώςζουν ανάμεσ

Τουλάχιστον για τους ανθρώπους αόρατη, βέβαια, Σωκράτη, είπε. Αλλά, βέβαια, εμείς και τα ορατά και τα αόρατα είπαμε ότι ανήκουν στη φύση του αν­ θρώπου, ή κάτι άλλο νομίζεις; Στην ανθρώπινη φύση (ανήκουν). Και τι είπαμε για την ψυχή; ότι είναι ορατή ή αόρατη; Μη ορατή. Δηλαδή αόρατη. Ναι. Αρα η ψυχή είναι πιο όμοια από το σώμα με το αόρατο και το σώμα με το ορατό; 5 Αναγκαστικό είναι αυτό, Σωκράτη. Επομένως, κι αυτό που λέγαμε πριν από ώρα, ότι η ψυχή, όταν χρησιμοποιεί το σώμα για να εξετάσει κάτι ή με το να βλέπει ή με το να ακούει ή με κάποια άλλη αίσθηση —γιατί αυτό γίνεται μέσω του σώματος, με τις αισθή­ σεις να εξετάζει κάτι- τότε έλκεται από το σώμα σε αυτά που δεν έχουν μόνιμη μορφή κι αυτή πλανάται και ταράζεται και ζαλίζεται σαν να είναι μεθυσμένη κι όλα αυτά παθαίνει; 6 Βέβαια. Όταν, όμως, αυτή από μόνη της εξετάζει κάτι, τότε φτάνει στο καθαρό κι αυτό που πάντα υπάρχει και είναι αθάνατο και αναλ­ λοίωτο και καθώς έχει συγγένεια με αυτό, αιώνια βρίσκεται μαζί του, όταν, φυσικά, αυτή _________________________ καθ’ αυτή υπάρχει κι ελευθερώνεται και έχει

5. Ξεκαθαρίζεται πλήρως ότι το πραγματικό οώμα τον ανθρώπου δεν είναι το ίδιο με το βιολογικό που έχουμε και το αντιλαμβανόμαστε, αλλά απλά μοι­ άζει. 6. Αφού λοιπόν το σώμα είναι το σκεύος μέσω του οποίου η ψυχή επικοινωνεί με το περιβάλλον, αυτά που το σώμα αντιλαμβάνεται σαν δεδομένα στην ψυχή. Τα δεδομένα επομένως του «μολυσμένου» μεταπτωτικού σύμπαντος μετ αφέρονταιμε την μορφή ηλεκτρικών σημ εγκέφαλο. 311


Λ. Α. Λιακόπουλος ωσαύτως έχει, άτε τοιοΰτων εφαπτομένη κα'ι τούτο αυτής το πάθημα φρόνησις κέκληται; Παντάπασιν, έφη, καλώς καί άληθή λέγεις, ώ Σώκρατες. Ποτέρω οΰν αύ οοι δοκεΐ τφ εϊδει κα'ι εκ των πρόσθεν κα'ι εκ τών νυν λεγομένων ψυχή ομοιότερον είναι κα'ι συγγενέστερον; Πας άν μοι δοκεΐ, ή δ’ ός, συγχωρήσαι, ώ Σώκρατες, εκ ταΰτης τής μεθόδου, καί ό δυσμαθέστατος, ότι όλω κα'ι παντ'ι όμοιότερόν έστι ψυχή τφ άε'ι ωσαύτως έχοντι μάλλον ή τφ μη. Τ ί δέ τό σώμα; Τφ έτέρα). 'Ό ρ α δη καί τήδε ότι έπειδάν εν τφ αύτώ ωσι ψυχή καί σώμα, τφ μέν δουλεΰειν κα'ι άρχεσθαι ή φΰσις προστάττει, τή δέ άρχειν καί δεσπόζειν καί κατά ταΰτα αυ πότερόν σοι δοκεΐ όμοιον τφ θείω είναι καί πότερον τφ θνητφ; ή ου δοκεΐ σοι το μέν θειον οιον άρχειν τε και ήγεμονεΰειν πεφυκέναι, τδ δέ θνητόν άρχεσθαί τε κα'ι δουλεΰειν; ’Έμοιγε. Ποτέρψ οΰν ή ψυχή έοικεν; Δήλα δη, ώ Σώκρατες, ότι ή μέν ψυχή τφ θείω, τό δέ σώμα τφ θνητφ. Σκόπει δη, έφη, ώ Κέβης, εΐ έκ πάντων τών ειρημένων τάδε ήμΐν συμβαίνει, τφ μέν θείφ καί άθανάτω κα'ι νοητφ καί μονοειδεΐ κα ι άδιαλΰτω καί άεΐ ώσαΰτως κατά ταύτά έχοντι έαυτώ όμοιότατον είναι ψυχή, τφ δέ άνθρωπίνψ καί θνητφ καί πολυειδεΐ κα'ι άνοήτω κα'ι διαλυτφ καί μηδέποτε κατά ταύτά έχοντι έαυτφ όμοιό-

312


Γιατί και

πώςζουν ανάμεσ

σταματήσει να πλανάται και για εκείνα που μένουν αιώνια αναλλοίωτα, με όλα αυτά έρχε­ ται σε επαφή. Και αυτό που τότε της συμβαίνει δεν λέγεται φρόνηση; Οπωσδήποτε, είπε, Σωκράτη, σωστά κι αληθινά μιλάς. Σε ποιό από τα δύο είδη, λοιπόν, σου φαίνεται ότι η ψυχή μοιάζει περισσότερο κι είναι συγγενέστερη, με βάση όσα είπαμε πρωτύτερα και τώρα; Ο καθένας, νομίζω, είπε αυτός, θα συμφω­ νούσε, Σωκράτη, με αυτήν την μέθοδο, ακόμα κι ο πιο αμαθής, ότι η ψυχή συνολικά και σε όλα μοιάζει περισσότερο με αυτά που παραμέ­ νουν αναλλοίωτα, παρά σε αυτά που δεν (πα­ ραμένουν αναλλοίωτα). Και το σώμα; Στα άλλα. Δες τώρα κι αυτό εδώ. Όταν η ψυχή και το σώμα είναι ένα, η φύση προστάζει το σώμα να υπακούει και να κυβερνάται και την ψυχή να κυριαρχεί και να δεσπόζει. Και σύμφωνα με αυτά, πάλι, ποιο από τα δύο σου φαίνεται να είναι όμοιο με το Θείο, αυτό που από την φύση του κυριαρχεί και ηγεμονεύει ή αυτό που είναι θνητό και κυριαρχείται και είναι υπόδουλο; Είναι φανερό, σε μένα. Με ποιο από τα δύο μοιάζει η ψυχή. Μα είναι ολοφάνερο, Σωκράτη, ότι η ψυχή ταιριάζει με το θεϊκό και το σώμα με το θνητό. Εξέτασε, λοιπόν, είπε, Κέβη, Αν από όλα όσα είπαμε συμβαίνουν αυτά εδώ, δηλαδή με το θεϊκό και αθάνατο και νοητό και μονοδιά­ στατο και αναλλοίωτο και αιώνιο είναι όμοια η ψυχή, και με το ανθρώπινο και το θνητό και το πολυμορφικό και το ανόητο και το διαλυτό και με αυτό που αλλοιώνεται είναι όμοιο το σώμα. 313


Δ. Δ. Λιακόπουλος τατον αΰ είναι σώμα, έχομέν τι παρά ταΰτα άλλο λέγειν, ώ φίλε Κέβης, η ούχ ούτως έχει; Ούκ έχομεν. Τί οΰν; τούτων ούτως έχόντων ά ρ ’ ούχ'ι οώματι μέν ταχύ διαλΰεοθαι προοήχει, ψυχή δε αύ τδ παράπαν άδιαλΰτω είναι η έγγΰς τι τοΰτου; Πώς γάρ οΰ; ’Εννοείς οΰν, έψη, έπειδάν άποθάνη ό άνθρωπος, το μέν όρατδν αύτοΰ, τδ σώμα, κα'ι εν όρατώ κείμενον, δ δή νεκρδν καλοΰμεν, ω προοήκει διαλΰεοθαι κα'ι διαπίπτειν κα'ι διαπνεΐσθαι, ούκ εΰθΰς τούτων ούδέν πέπονθεν, άλλ’ επιεικώς ουχνδν επιμένει χρόνον, εάν μέν τις κα'ι χαριέντως έχων τδ σώμα τελευτήση κα'ι εν τοιαΰτη ώρςχ, κα'ι πάνυ μάλα συμπεσδν γάρ τδ σώμα κα'ι ταριχευθέν, ώσπερ οί εν Αίγΰπτω ταριχευθέντες, ολίγου όλον μένει άμήχανον όσον χρόνον, ένια δέ μέρη του σώματος, κα'ι αν σαπη, όστα τε κα'ι νεΰρα κα'ι τά τοιαΰτα πάντα, όμως ώς έπος είπεΐν άθάνατά έστιν ή οΰ; Ναι. Ή δέ ψυχή άρα, τδ άιδές, τδ εις τοιοΰτον τόπον έτερον οιχόμενον γενναΐον κα'ι καθαρόν κα'ι άιδή, εις "Αιδου ώς αληθώς, παρά τδν άγαθδν κα'ι φρόνιμον θεόν, οι, άν θεός θέλη, αύτίκα κα'ι τη έμη ψυχή ίτέον, αυτή δέ δή ήμΐν ή τοιαΰτη κα'ι οΰτω πεφυκυΧα άπαλλαττομένη του σώματος

314


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας Έχουμε να πούμε τίποτε άλλο πέρα από αυτά, φίλε μου Κέβη, ή δεν είναι έτσι: Δεν έχουμε. Λοιπόν; Αν αυτά έχουν έτσι στο κορμί μας δεν ταιριάζει γρήγορα να διαλύεται, στη ψυχή μας, όμως, να μένει αναλλοίωτη ή κάπως έτσι: Και πώς όχι. Αντιλαμβάνεσαι, λοιπόν, είπε, ότι όταν πεθάνει ο άνθρωπος, το ορατό του κομμάτι, το σώμα, ορατό κείτεται, αυτό που λέμε νεκρό, κι ότι σε αυτό ταιριάζει να διαλυθεί και να διασπασθεί και να αποσυντεθεί, χωρίς να συμβαίνουν όλα αυτά αμέσως, αλλά σιγά σιγά και σε βάθος χρόνου, ακόμα κι αν κάποιος που φροντίζει το σώμα του πεθάνει τόσο καιρό χρειάζεται κι ακόμα περισσότερο. Αν, όμως, συρρικνωθεί το σώμα και ταριχευθεί, όπως ακριβώς αυτοί που έχουν ταριχευθεί στην Αίγυπτο, μένει σχεδόν αναλλοίωτο για πολύ καιρό, και μάλιστα κάποια μέρη του, ακόμα κι αν σαπίσουν, τα οστά και τα νεύρα κι όλα τα συναφή, μένουν αθάνατα, για να το πω έτσι. Ή μήπως όχι; Ναι. Η ψυχή, λοιπόν, η αόρατη, οδηγείται σε έναν άλλον τόπο, γενναίο και καθαρό και αό­ ρατο, στον Αδη, για να πω την αλήθεια, δίπλα στον πανάγαθο και συνετό Θεό, 7 όπου, αν θέλει ο Θεός, σε λίγο θα πάει κι η δική μου ψυχή, αυτή σε εμάς, που είναι τέτοιου είδους κι από τη φύση της απαλλάσσεται από το 7. Ξεκάθαρα και για μία ακόμη φορά, Σωκράτης μιλά για τον ένα Θεό, τον πανάγαθο και συνετό. Έτσι οι κατήγοροί τον είχαν δίκιο που έλεγαν ότι «θεούς ον νομίζει». Ότι δηλαδή δεν θεωρεί θεούς τους Ολύμπιους Ελ, αφού ο Σωκράτης απέδιδε τις θείες ιδιότητες και την δημιουργό αιτία μονο ένα Θεό και όχι στους «θεούς» που τους θεωρούσε, όπως και τους ανθρώπους, κατασκευάσματα. 315


Δ. Λ. Λιακόπονλος εύθϋς διαπεφύσηται και άπόλωλεν, ώς φασιν οί πολλο'ι άνθρωποι; πολλοΰ γε δει, (7) φίλε Κέβης τε και Σιμμία, άλλα πολλω μάλλον ώδ’ έχει εάν μέν καθαρά άπαλλάττηται, μηδέν τού σώματος συνεφέλκουσα, άτε ούδέν κοινωνοΰσα αύτω έν τφ βίω έκοϋσα είναι, αλλά φεΰγουσα αυτό και συνηθροισμένη αύτη εις έαυτήν, άτε μελετώσα άει τοϋτο το δε ούδέν άλλο έστ'ιν η όρθώς φιλοσοφούσα κα'ι τφ οντι τεθνάναι μελετώσα ςχδίως η ού τσύτ’ αν ειη μελέτη θανάτου; Παντάπασί γε. Ούκούν ούτο) μέν έχουσα εις τδ ομοιον αύτη τδ άιδές απέρχεται, τδ θειον τε κα'ι αθάνατον και φρόνιμον, οι άφικομένη ύπάρχει αύτη εύδαίμονι είναι, πλάνης κα'ι άνοίας και φόβων κα'ι αγρίων ερώτων κα'ι των άλλων κακών των άνθρωπείων άπηλλαγμένη, ώσπερ δέ λέγεται κατά των μεμυημένων, ώς άληθώς τδν λοιπόν χρόνον μετά θεών διάγουσα; ούτω φώμεν, ω Κέβης, ή άλλως; Ούτω νή Δία, έφη ό Κέβης. Έάν δέ γε οΐμαι μεμιασμένη κα'ι άκάθαρτος τού σώματος άπαλλάττηται, άτε τω σώματι άε'ι συνούσα κα'ι τοϋτο θεραπεύουσα κα'ι έρώσα κα'ι γοητευόμενη ύ π ’ αύτοΰ ύπό τε τών επιθυμιών κα'ι ηδονών, ώστε μηδέν άλλο δοκεΐν είναι άληθές άλλ’ ή τδ σωματοειδές, ού τις αν άψαιτο κα'ι ιδοι κα'ι πίοι κα'ι φάγοι κα'ι προς τά άφροδίσια χρήσαιτο, τδ δέ τοΐς όμμασι σκοτώδες κα'ι άιδές, νοητόν δέ και φιλοσοφίμ αιρετόν, τοϋτο δέ είθισμένη

316


Γιατί και

πώςζουν ανάμεσα

σώμα, αμέσως θα φύγει και θα χαθεί, όπως λένε οι περισσότεροι; Αυτά εδώ, λοιπόν, έτσι πρέπει να έχουν, αγαπητοί μου Κέβη και Σιμμία. Αν, όμως καθαρά έχει απαλλαγεί, και δε συμπαρασύρεται από το σώμα, κι αν δε βρίσκεται μέσα σε αυτό με τη θέληση της κατά τη διάρκεια της ζωής, αλλά το αποφεύγει κι όταν συναθροίζεται αυτή καθαυτή, κι αυτό πάντα προσπαθεί- γιατί τίποτε άλλο δεν είναι αυτό που ερευνά όταν φιλοσοφεί σωστά, παρά το πώς με ευκολία θα φτάσει στο τέλος. Η μήπως δεν είναι (ενν. η φιλοσοφία) η μελέτη του θανάτου; Από κάθε πλευρά, βέβαια. Έτσι, λοιπόν, καθώς είναι αόρατη, πηγαίνει σε αυτό που είναι το όμοιο της, δηλαδή το θεϊκό και το αθάνατο και το φρόνιμο, κι εκεί όταν φτάσει υπάρχει γι'αυτήν η απόλυτη ευτυχία, καθώς έχει απαλλαγεί από την πλάνη και την ανοησία και τους φόβους και τα άγρια πάθη κι όλα τα άλλα ανθρώπινα κακά, όπως ακριβώς λέγεται σύμφωνα με τους μυημένους, ότι τον υπόλοιπο χρόνο τον περνάει μαζί με τους θεούς; Συμφωνούμε σε αυτό, Κέβη, ή όχι: Μα ναι, μα τον Δία, είπε ο Κέβης. Νομίζω, όμως, ότι αν είναι μιαρή και ακά­ θαρτη, όταν απαλλαγεί από το σώμα, επειδή όσο είναι στο σώμα περιποιείται αυτό και το αγαπά και γοητεύεται από αυτό κι από τις επι­ θυμίες του και τις ηδονές, ώστε τίποτε άλλο να μην της φαίνεται ότι είναι αληθινό, παρά ότι σχετίζεται με το σώμα, κι ό,τι θα μπορούσε να αγγίξει και να δεί και να πιεί και να φάει και να χρησιμοποιήσει προς ευχαρίστηση των γενε­ τησίων ορμών, σε αυτήν την ψυχή τα μάτια βλέπουν το σκοτάδι και δεν έχει επιλέξει τη νόηση και τη φιλοσοφία, γι αυτό και είναι 317


A. A.

Λιακόπο

μισεϊν τε και τρέμειν κα'ι φεΰγειν, οΰτω δη έχουσαν οιει ψυχήν αυτήν καθ’ αυτήν ειλικρινή όπαλλάξεσθαι; Ούδ’ όπωστιοΰν, έφη. Άλλα [κα'ι] διειλημμένην γε οΐμαι υπό του αωματοειδοΰς, δ αυτή ή ομιλία τε και συνουσία του σώματος δια τδ άε'ι συνείναι κα'ι δια τήν πολλήν μελέτην ένεποίησε σΰμφυτον; Πάνυ γε. ’Εμβριθές δέ γε, ώ φίλε, τοϋτο οϊεσθαι χρή είναι κα'ι βαρύ κα'ι γεώδες κα'ι ορατόν δ δή κα'ι έχουσα ή τοιαΰτη ψυχή βάρυνεταί τε και έλκεται πάλιν εις τον όρατδν τόπον φόβο) του άιδοΰς τε κα'ι 'Ά ιδου, ώσπερ λέγεται, περ'ι τά μνήματά τε και τους τάφους κυλινδουμένη, περ'ι ά δή κα'ι ώφθη άττα ψυχών σκιοειδή φαντάσματα, οια παρέχονται αί τοιαΰται ψυχα'ι είδωλα, α ί μή καθαρώς άπολυθεισαι άλλα του όρατοϋ μετέχουσαι, διό και όρώνται. Είκός γε, ώ Σώκρατες. Είκδς μέντοι, ώ Κέβης κα'ι ου τί γε τάς των άγαθών αύτάς είναι, άλλα τάς των φαύλων, α ΐ περ'ι τά τοιαΰτα άναγκάζονται πλανάσθαι δίκην τίνουσαι τής προτέρας τροφής κακής οΰσης. και μέχρι γε τουτου πλανώ νται, έως αν τή του συνεπακολουθοϋντος, του σωματοειδοΰς, έπιθυμίςχ πάλιν ένδεθώσιν εις σώμα ένδοΰ-

318


Γιατί και

πώςζουν

συνηθισμένη στο μίσος και τον φόβο και στην αποφυγή, νομίζεις ότι αυτή η ψυχή που έχει έτσι, αυτή καθαυτή καθαρή θα απαλλαγεί από το σώμα; 8 Με κανέναν τρόπο, είπε. Νομίζω, βέβαια, ότι έχει διαλυθεί από το σώμα κι από την επαφή και συνεύρεση με αυτό κι επειδή διαρκώς ήταν μαζί του και επει­ δή το φρόντιζε αυτό υπερβολικά; Βέβαια. Κι αυτό, φίλε μου, είναι ανάγκη να θεω­ ρείται ότι είναι πλήρες και βαρύ και γήινο και ορατό. Και γι’ αυτό η ψυχή που έχει αυτά είναι βαριά και έλκεται πάλι στον χώρο των ορατών πραγμάτων από τον φόβο του αόρατου και του Αδη, όπως λέγεται, περιπλανώμενη στα μνή­ ματα και τους τάφους, γύρω από τα οποία και εμφανίζονται τα σκιώδη φαντάσματα των ψυχών, που είναι είδωλα των τέτοιου είδους ψυχών. Που δεν έχουν απελευθερωθεί καθα­ ρές, αλλά μετέχουν ακόμα στον ορατό κόσμο, γι’ αυτό κι είναι ορατές. Φυσικό είναι αυτό, βέβαια, Σωκράτη. Φυσικότατο, Κέβη. Και φυσικά αυτές δεν είναι οι ψυχές των αγαθών, αλλά των φαύλων, που αναγκάζονται να πλανώνται γύρο) από αυτά, εξ αιτίας της πρότερης κακής ανατροφής τους. Και περιπλανιόνται μέχρι αυτό το σημείο, ώσπου να ακολουθήσουν πάλι το σώμα κι επιθυμήσουν ξανά να βρεθούν σε αν-

8. Λυτά που λέει οΣωκράτης συμφωνούν απόλυτα με αυτό που σμός θεωρεί «ηθικόν». Η κριτική κάποιων για την ηθική των αρχαίων Ελλήνων, τους οποίους θεωρούσαν έκφυλους, δεν είναι σωστή, αφού ισχύει το παντού τα πάντα. Άλλοι δηλαδή ήταν πράγματι διεφθαρμένοι, άλλοι ηθικοί και οι περισσότεροι κάπου ανάμεσα. Άσχετα όμως με το ότι έκανε ο καθένας στην προσωπική του ζωή, σημασία έχουν και οι αρχές που θεωρούνται κοινά αποδεκτές. Οι κοινά αποδεκτές λοιπόν ηθικές αρχές φαίνονται σ' αυτά τα λόγια του Σωκράτη.


Δ. Δ. Λιακόπουλος νται δέ, ώσπερ είκός, εις τοιαΰτα ήθη όποΐ’ άττ’ αν κα'ι μεμελετηκυΧαι τΰχωσιν εν τώ βίψ. Τα ποια δή ταΰτα λέγεις, ώ Σώκρατες; Οιον τους μέν γαστριμαργίας τε και ύβρεις και φιλοποοίας μεμελετηκότας και μή διηυλαβημένους εις τα των δνων γένη κα'ι των τοιοΰτων θηρίων εικός ένδΰεσθαι. ή ούκ οιει; ΓΤάνυ μέν ουν εικός λέγεις. Τους δέ γε αδικίας τε κα'ι τυραννίδας κα'ι άρπαγας προτετιμηκότας εις τά των λύκων τε κα'ι ίεράκων κα'ι ίκτίνων γένη ή ποΧ αν άλλοσέ φαμεν τας τοιαΰτας ίέναι; Άμέλει, έφη ό Κέβης, εις τά τοιαΰτα. Ούκοΰν, ή δ’ δς, δήλα δη κα'ι τάλλα η αν έκαστα ιοι κατά τάς αυτών ομοιότητας της μελέτης; Δηλον δή, έφη πώς δ’ οΰ; Ούκοΰν εύδαιμονέστατοι, έφη, κα'ι τούτων είσ'ι κα'ι εις βέλτιοτον τόπον ιόντες οί την δημοτικήν κα'ι πολιτικήν άρετήν έπιτετηδευκότες, ήν δή καλοΰσι σωφροσύνην τε κα'ι δικαιοσύνην, εξ έθους τε κα'ι μελέτης γεγονυΧαν άνευ φιλοσοφίας τε κα'ι νοΰ; Πή δή ούτοι εύδαιμονέστατοι; 'Ό τι τούτους εικός έστιν εις τοιοΰτον πάλιν άφικνεΧσθαι πολιτικόν κα'ι ήμερον γένος, ή που μελιττών ή σφηκών ή μυρμήκων, και εις ταύτόν γε πάλιν τό ανθρώπινον γένος, κα'ι γίγνεσθαι εξ αυτών

320


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας θρώπινο κορμί. Κι όπως είναι φυσικό, λαμβά­ νουν αυτόν τον χαρακτήρα που συνήθιζαν να έχουν και στην προηγούμενη ζωή τους. Ποιόν χαρακτήρα εννοείς, Σωκράτη; Αυτόν του κοιλιόδουλου και του υβριστή και του πότη, που συναντάς να βρίσκεται στα γαϊδούρια και φυσικά βρίσκεται σε τέτοιου είδους θηρία. Η δεν νομίζεις ότι είναι έτσι; Είναι πολύ φυσικό, αυτό που λες. Κι όσες έχουν προτιμήσει την αδικία και την τυραννία και τις αρπαγές πηγαίνουν στα γένη των λύκων και των γερακιών και των αετών. Γιατί που αλλού θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι πάνε αυτές.ι) Αναμφίβολα σε αυτά , είπε ο Κέβης. Κι εκείνος είπε ότι είναι φανερό πως κι όλες οι άλλες (ψυχές) θα πάνε η καθεμία εκεί που συμφωνούν με την πρότερη σπουδή τους. Είναι φανερό, είπε. Και πώς όχι; Υπάρχουν , όμως, και κάποιοι πιο ευτυχείς ανάμεσα τους, είπε, κι αυτοί είναι που πηγαίνουν σε καλύτερο τόπο, όσοι με την κοι­ νωνική και την πολιτική αρετή ασχολήθηκαν, αυτό δηλαδή που λένε σωφροσύνη και δικαι­ οσύνη, κι από συνήθεια και μελέτη τις απόκτησαν, όχι όμως, με τη φιλοσοφία και τη νόηση. Και πώς είναι αυτοί ευτυχείς; Γιατί αυτοί είναι φυσικό να οδηγούνται πάλι σε μέρος πολιτισμένο και ήμερο, δηλαδή ανάμεσα στις μέλισσες ή τις σφήκες ή τα μυρμήγκια, ή ακόμα και στο ίδιο το ανθρώπι­ νο γένος και να γίνονται από αυτούς μετρημέ9. Εδώ διατυπώνουν την άποψη, σε επίπεδο βέβαια «ψιλοκουβέντας» για το ότι οι ψυχές των κακών μπαίνουν σε ζώα. Παρόμοια πράγματα λένε και οι ανατολικές φιλοσοφίες, αλλά μαζί τους ουδόλως συμφωνούν οι λόγοι του Ερμή του Τρισμέγιστου και βέβαια όχι του Χριστού. 321


Δ. Δ.

Λιακόπο

άνδρας μέτριους. Είκός. Εις δέ γε θεών γένος μη φιλοσοφήσαντι και παντελώς καθαρφ άπιόντι ού θέμις άφικνεΐοθαι άλλ’ ή τφ φιλομαθεΧ. άλλα τούτων ένεκα, ώ έταΐρε Σιμμία τε και Κέβης, ο'ι όρθώς φιλόσοφοι άπέχονται τών κατά το σώμα επιθυμιών άπααών κα'ι καρτερούσι κα'ι ού παραδιδόασιν αύταΧς εαυτούς, ού τι οίκοφθορίαν τε κα'ι πενίαν φοβούμενοι, ώσπερ οί πολλο'ι και φιλοχρήματοι ουδέ αύ ατιμίαν τε και άδοξίαν μοχθηρίας δεδιότες, ώσπερ οί φίλαρχοι τε κα'ι φιλότιμοι, έπειτα άπέχονται αυτών. Ού γάρ άν πρέποι, έφη, ώ Σώκρατες, ό Κέβης. Ού μέντοι μά Δία, ή δ’ ός. τοιγάρτοι τούτοις μεν απασιν, ω Κέβης, έκεΧνοι οις τι μέλει τής εαυτών ψυχής άλλα μη σώματι πλάττοντες ζώσι, χαίρειν είπόντες, ού κατά ταύτά πορεύονται αύτοΧς ώς ούκ είδόσιν όπη έρχονται, αύτο'ι δέ ηγούμενοι ού δεΧν εναντία τή φιλοσοφίςχ πράττειν κα'ι τή έκείνης λύσει τε κα'ι καθαρμώ ταύτη δη τρέπονται εκείνη επόμενοι, ή εκείνη ύφηγεΧται. Πώς, ώ Σώκρατες; ’Εγώ έρώ, έφη. γιγνώσκουσι γάρ, ή δ ’ δς, οί φιλομαθείς δτι παραλαβοϋσα αύτών την ψυχήν ή φιλοσοφία άτεχνώς διαδεδεμένην εν τφ σώματι κα'ι προσκεκολλημένην, άναγκαζομένην δέ ώσπερ διά είργμού διά τούτου σκοπεΧσθαι τά όντα

322


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας νοι άνθρωποι. Φυσικά. Στο γένος των θεών, όμως, αν κάποιος δεν έχει φιλοσοφήσει και δεν έχει ανέβει παντελώς καθαρός, δεν είναι δίκαιο να φτάσει άλλος από τον φιλομαθή. Αλλά εξ αιτίας αυτών, αγα­ πημένοι μου Σιμμία και Κέβη, οι πραγματικοί φιλόσοφοι απέχουν από όλες τις επιθυμίες του σώματος και καρτερούν και δεν παραδίδονται στους εαυτούς τους, όχι επειδή την καταστρο­ φή της οικογένειας τους ή την φτώχεια, όπως ακριβώς κάνουν οι περισσότεροι που είναι φιλοχρήματοι. Κι ούτε πάλι επειδή φοβούνται τον κόπο και την ατιμία και την αφάνεια, όπως ακριβώς οι αρχομανείς και αυτοί που αγαπούν τις τιμές, αργότερα απέχουν από αυτές. Γιατί δε θα έπρεπε, Σωκράτη, είπε ο Κέβης. Όχι, βέβαια, μα τον Δία, είπε εκείνος. Σε όσους, όμως Κέβη, υπάρχει κάποια φροντίδα για τη ψυχή τους αλλά δε ζουν με την έγνοια του σώματος τους, ας πούμε ότι είναι οι τυχε­ ροί, γιατί δεν έχουν την ίδια πορεία με τις άλλες ψυχές που δε γνωρίζουν από που έρχο­ νται και θεωρούν ότι δεν πρέπει να κάνουν πράγματα αντίθετα με τη φιλοσοφία και μέσα από αυτή οδηγούνται στην απελευθέρωση και την κάθαρση, ακολουθώντας την, εκεί που αυτή οδηγεί. Πώς, Σωκράτη; Θα σας πω, είπε. Γιατί γνωρίζουν, είπε αυτός, όσοι αγαπούν τη μάθηση ότι, όταν η φιλοσοφία παραλάβει την ψυχή τους που άτεχνα είναι δεμένη και προσκολλημένη στο σώμα, την αναγκάζει, σαν να βρίσκεται έγκλειστη να εξετάζει όσα πραγματικά υπάρχουν, αλλά όχι αφ’ εαυτής, κι ενώ

323


Δ. Δ.

Λιακόπ

άλλα μή αυτήν δ ι’ αυτής, κα'ι έν πάση άμαθίρ κυλινδουμένην, κα'ι του είργμοϋ την δεινότητα κατιδοϋαα ότι δι’ επιθυμίας έατίν, ώς αν μάλιστα αυτός ό δεδεμένος συλλήπτωρ εϊη του δεδέσθαι, όπερ ουν λέγω, γιγνοίσκουοιν οί φιλομαθείς ότι οϋτω παραλαβοϋσα ή φιλοσοφία έχουοαν αυτών την ψυχήν ήρέμα παραμυθεΤται κα'ι λυειν επιχειρεί, ένδεικνυμένη ότι απάτης μεν μεστή ή διά τών όμμάτων σκέψις, απάτης δέ ή διά τών ώτοον κα'ι τών άλλιυν αίσθήσεοον, πείθουσα δέ εκ τούτων μέν άναχωρεΐν, όσον μή ανάγκη αύτοΐς χρήσθαι, αυτήν δέ εις αυτήν αυλλέγεσθαι κα'ι άθροίζεσθαι παρακελευομένη, πιστεΰειν δέ μηδεν'ι άλλιρ άλλ’ ή αυτήν αυτή, ότι αν νόηση αυτή καθ’ αυτήν αυτό καθ’ αυτό τών όντων ότι δ ’ άν δ ι’ άλλιον σκοπή έν άλλοις όν άλλο, μηδέν ήγείσθαι άληθές είναι δέ τό μέν τοιοϋτον αισθητόν τε κα'ι ορατόν, ό δέ αυτή όρρ νοητόν τε κα'ι άιδές. ταΰτη ούν τή λύσει ούκ οίομένη δεΐν έναντιοΰσθαι ή του ώς άληθώς φιλοσόφου ψυχή ούτως άπέχεται τών ηδονών τε κα'ι επιθυμιών κα'ι λυπών [κα'ι φόβων] καθ’ όσον δΰναται, λογιζομένη ότι, έπειδάν τις σφόδρα ήσθή ή φοβηθή [ή λυπηθή] ή έπιθυμήση, ούδέν τοσοϋτον κακόν έπαθεν α π ’ αυτών ών άν τις οίηθείη, οιον ή νοσήσας ή τι άναλώσας διά τάς επιθυμίας, άλλ’ δ πάντων μέγιστόν τε κακών και έσχατόν έστι, τοϋτο πάσχει κα'ι ου λογίζεται αυτό. Τί τοϋτο, ώ Σώκρατες; έφη ό Κέβης.

324


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

κλυδωνίζεται μέσα στην αμάθεια, αντιλαμβά­ νεται λόγω της δεινότητας του εγκλεισμού τί πραγματικά επιθυμεί ακριβώς επειδή είναι δεμένη κι εγκλωβισμένη - λέω, λοιπόν, ότι οι φιλομαθείς γνωρίζουν ότι αφού τους παραλαμβάνει έτσι η φιλοσοφία, ηρεμεί την ψυχή τους και την παρηγορεί και επιχειρεί να την λύσει, αποδεικνύοντας ότι η σκέψη που προέρχεται από τα μάτια είναι γεμάτη απάτη, όπως απάτη είναι ότι προέρχεται κι από τα αυτιά κι από όλες τις άλλες αισθήσεις, κι αφού τους πείθει (ενν. η φιλοσοφία) να φύγουν από όλα αυτά κι ότι δεν είναι αναγκαίο να τα χρησιμοποιούν, η ίδια από μόνη της αυτοσυγκεντρώνεται και συναθροίζεται σε αυτό που πραγματικά είναι προτρέποντας τους και να μη πιστεύουν σε τίποτε άλλο παρά σε αυτήν την ίδια και σε αυτό που πραγματικά υπάρχει. Γιατί αν εξετά­ ζουν κάτι που είναι αλλιώτικο με κάτι άλλο, τίποτα δε θα θεωρούν αληθινό. Γιατί το ένα είναι αισθητό και ορατό, ενώ το άλλο νοητό και αόρατο. Κι αυτή αυτό το νοητό και αόρα­ το βλέπει. Με αυτήν, λοιπόν, την απελευθέρω­ ση, δεν πρέπει να θεωρείται ότι οφείλει να εναντιώνεται η ψυχή του πραγματικού φιλοσόφου κι έτσι απέχει από τις υλικές ηδο­ νές και τις επιθυμίες και τις λύπες [και τους φόβους], όσο μπορεί, επειδή συλλογίζεται ότι, όταν κάποιος σφόδρα αισθανθεί ή φοβηθεί [ή λυπηθεί] ή επιθυμήσει, καθόλου τέτοιο κακό δεν έπαθε από αυτά που κάποιος θα νόμιζε, για παράδειγμα να αρρώστησε ή να έχασε την περιουσία του εξ αιτίας των επιθυμιών, αλλά το μεγαλύτερο και αίσχιστο κακό, αυτό πα­ θαίνει και δεν το αντιλαμβάνεται. Και τι είναι αυτό, Σωκράτη, είπε ο Κέβης;

325


Δ. Δ.

Λιακόπο

'Ό τι ψυχή παντός άνθρώπου αναγκάζεται άμα τε ήσθήναι σφοδρά ή λυπηθήναι έπί τω καί ήγεισθαι περί ό αν μάλιστα τοΰτο πάσχη, τοΰτο έναργέστατόν τε είναι κα'ι άληθέστατον, ούχ ού'τως έχον ταΰτα δέ μάλιστα <τά> ορατά ή ου; Πάνυ γε. Ούκοΰν έν τοΰτω τω πάθει μάλιστα καταδεΐται ψυχή υπό σώματος; Πώς δή; Ό τ ι έκάστη ηδονή και λύπη ώσπερ ήλον εχουσα προσηλοΐ αυτήν προς το σώμα κα'ι προσπερονφ κα'ι ποιεί σο>ματοειδή, δοξάζουσαν ταΰτα άληΟή είναι άπερ άν καί τό σώμα φή. έκ γάρ του όμοδοξεΐν τφ σώματι καί τοίς αύτοΐς χαίρειν άναγκάζεται οΐμαι ομότροπος τε καί όμότροφος γίγνεσθαι καί οία μηδέποτε εις "Αιδου καθαρώς άφικέσθαι, άλλα άεί τοΰ σώματος άναπλέα έξιέναι, ώστε ταχύ πάλιν πίπτειν εις άλλο σώμα καί ώσπερ σπειρομένη έμφΰεσθαι, καί έκ τούτων άμοιρος είναι τής τοΰ θείου τε καί καθαροΰ καί μονοειδοΰς συνουσίας. ’Αληθέστατα, έφη, λέγεις, ό Κέβης, ώ Σώκρατες. Τούτων τοίνυν ένεκα, ώ Κέβης, οί δικαίως φιλομαθείς κόσμιοί είσι καί ανδρείοι, ούχ ων οί πολλοί ένεκά φασιν ή σύ οίει; Ου δήτα έγωγε. Ου γάρ άλλ’ ούτω λογίσαιτ’ άν ψυχή άνδρός φιλοσόφου, καί ούκ άν οίηθείη τήν μεν φιλοσοφίαν χρήναι αυτήν λΰειν,

326


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσα μ

Ότι αναγκάζεται η ψυχή του κάθε αν­ θρώπου ταυτόχρονα να αισθάνεται υπερβολι­ κά και να λυπάται και γι’ αυτό να θεωρεί ότι πάσχει, κι αυτό είναι πραγματικότατο κι αλη­ θέστατο, αλλά δεν είναι έτσι. Γιατί αυτά είναι τα ορατά. Ή όχι; Βέβαια. Και σε αυτήν την περίπτωση δεν απορροφάται η ψυχή από το σώμα; Πώς, λοιπόν; Γιατί κάθε υλική ευχαρίστηση και λύπη είναι σαν το καρφί και καρφώνει την ψυχή μέσα στο κορμί και την τρυπά και την κάνει μέρος του σώματος και την κάνουν να νομίζει ότι αυτά είναι τα αληθινά, που λέει και το σώμα. Κι επειδή έχει την ίδια γνώμη με το σώμα και με τα ίδια πράγματα χαίρεται και νομίζω ότι αναγκάζεται να γίνεται ομότροπος και ομότροφος με αυτό, με αποτέλεσμα να μην φτάνει ποτέ καθαρή στον Αδη, αλλά πάντα να είναι άρρηκτα δεμένη με το σώμα, με αποτέ­ λεσμα αμέσως, όσο το δυνατόν ταχύτερα, να ξαναπέφτει σε άλλο σώμα κι εκεί να φυτρώνει σαν να είναι φυτεμένη κι επομένως να μην μετέχει σε αυτό που είναι θεϊκό και καθαρό και μοναδική αγνότητα. Πολύ αληθινά είναι όσα λες, είπε ο Κέβης, Σωκράτη. Εξ αιτίας αυτών, λοιπόν, Κέβη, αυτοί που δίκαια αγαπούν τη μάθηση είναι συνετοί και ανδρείοι, κι όχι για αυτά που λένε οι πολλοί. Η δε νομίζεις ότι είναι έτσι; Όχι, βέβαια, εγώ. Όχι, βέβαια. Αλλά έτσι θα συλλογιζόταν η ψυχή του φιλοσόφου και δε θα θεωρούσε ότι είναι αναγκαίο από την φιλοσοφία να την απο-

327


Δ. Δ.

Λιακόπο

λυούσης δέ εκείνης, αυτήν παραδιδόναι ταΐς ήδοναΐς και λύπαις έαυτήν πάλιν αύ έγκαταδεΐν καί άνήνυτον έργον πράττειν Πηνελόπης τινά έναντίως ίατδν μεταχειριζομένης, άλλα γαλήνην τούτων παρασκευάζουσα, έπομένη τφ λογισμφ κα'ι άε'ι εν τοΰτω ούαα, το αληθές και το θειον και το άδόξαστον θεωμένη κα'ι ύπ’ εκείνου τρεφομένη, ζην τε οϊεται οΰτω δεΐν έως άν ζή, κα'ι έπειδάν τελευτήση, εις τδ συγγενές κα'ι εις τδ τοιοΰτον άφικομένη άπηλλάχθαι τών άνθρωπίνων κακών, έκ δη τής τοιαΰτης τροφής ούδέν δεινδν μη φοβηθή, [ταϋτα δ’ έπιτηδεύσασα,] ώ Σιμμία τε κα'ι Κέβης, όπως μη διασπασθεΐσα εν τη άπαλλαγή του σώματος ύπδ τών άνέμων διαφυσηθεισα κα'ι διαπτομένη οιχηται κα'ι ούδέν έτι ούδαμοΰ ή. Σιγή ούν έγένετο ταϋτα είπόντος του Σωκράτους έπ'ι πολϋν χρόνον, κα'ι αυτός τε πρδς τφ είρημένιρ λόγω ήν ό Σωκράτης, ώς ίδειν έφαίνετο, κα'ι ημών οί πλειστοι Κέβης δέ κα'ι Σιμμίας σμικρδν πρδς άλλήλω διελεγέσθην. κα'ι ό Σωκράτης ίδών αύτώ ήρετο, Τί; έφη, ύμΐν τά λεχθέντα μών μη δοκει ένδεώς λέγεσθαι; πολλάς γάρ δη έτι έχει υποψίας κα'ι άντιλαβάς, εί γε δη τις αυτά μέλλει ίκανώς διεξιέναι. εί μέν ούν τι άλλο σκοπεΐσθον, ούδέν λέγω εί δέ τι περ'ιτούτων άπορεΐτον, μηδέν άποκνήσητε κα'ι αύτο'ι είπεΐν κα'ι διελθεΐν, εί πη ύμΧν φαίνεται βέλτιον <άν> λεχθήναι, καΧ αύ κα'ι εμέ συμπαραλαβεΧν, ει τι μάλλον οίεσθε μετ’ έμοΰ εύπορήσειν.

328


Γιατί και

πώ ς ζουν ανάμεσα

δεσμεύσει, κι αν εκείνη αποδεσμευόταν, αυτή θα παραδίδονταν στις υλικές απολαύσεις και στις λύπες κάνοντας πάλι έργο που θα την τρα­ βούσε κάτω αντίθετα με τον ιστό της Πηνελόπης, αλλά την προετοιμάζει με γαλήνη, ακολουθώντας τη λογική και πάντα βρίσκεται μέσα σε αυτή το αληθινό και το θεϊκό και το ανεξερεύνητο κοιτώντας και παίρνοντας τροφή από αυτό, θεωρεί ότι έτσι πρέπει να ζει, όσο ζει, κι όταν πεθάνει και φτάσει σε αυτό που πραγματικά είναι, απαλλαγμένη από τα ανθρώπινα κακά. Κι από αυτή την τροφή δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθεί [επειδή με αυτά ασχολείται], Σιμμία και Κέβη, ώστε να διασπαστεί την ώρα που απαλλάσσεται από το σώμα, επειδή θα την φυσήξουν οι άνεμοι και να χαθεί και να μην υπάρχει πια πουθενά. Όταν είπε αυτά ο Σωκράτης, επικράτησε ησυχία για αρκετή ώρα, καθώς κι αυτός ο ίδιος ο Σωκράτης κι οι περισσότεροι από εμάς δείχναμε να σκεφτόμαστε όσα είχαν ειπωθεί. Κι ο Κέβης κι ο Σιμίας ελάχιστα μεταξύ τους συνομίλησαν. Κι ο Σωκράτης μόλις το είδε αυτό ρώτησε: Τί, είπε, δε νομίζετε ότι ικανο­ ποιητικά ειπώθηκαν αυτά από εμάς; Γιατί υπάρχουν ακόμα πολλές υποψίες και θέματα που θα μπορούσε κάποιος να σχολιάσει, αν κάποιος θέλει αυτά διεξοδικά να ερευνήσει. Αν, όμως, κάτι άλλο συζητούσατε, δεν έχω να πω κάτι. Αν, όμως, κάτι σχετικό με αυτά σας έχει αφήσει απορία, μη διστάσετε κι οι ίδιοι να την πείτε και να το εξετάσετε, αν κάτι καλύτε­ ρο σας φαίνεται ότι θα μπορούσε να έχει ειπωθεί και βάλτε κι εμένα στη συζήτηση, αν νομίζετε ότι σε κάποιο καλύτερο συμπέρασμα θα μπορούσατε να φτάσετε μαζί μου.

329


Λ. Δ. Λιακόπουλος

Και ό Σιμμίας έφη Κα'ι μην, ώ Σοόκρατες, τάληθή σοι έρώ. πάλαι γάρ ημών έκάτερος άπορων τον έτερον προιυθεΧ κα'ι κελεύει έρέσθαι διά το έπιθυμεΧν μεν άκούσαι, όκνειν δε δχλον παρέχειν, μή σοι άηδές η διά την παρούσαν συμφοράν. Και δς άκούσας έγέλασέν τε ήρέμα καί φησιν Βαβαί, ώ Σιμμία ή που χαλεπώς αν τούς άλλους ανθρώπους πείσαιμι ώς ού συμφοράν ηγούμαι την παρούσαν τύχην, δτε γε μηδ’ υμάς δύναμαι πείθειν, άλλά φοβεΐσθε μη δυσκολαίτερόν τι νΰν διάκειμαι ή έν τφ πρόσθεν βία) καί, ώς εοικε, των κύκνων δοκώ φαυλότερος ύμΐν είναι την μαντικήν, οΐ έπειδάν αϊσθωνται δτι δει αυτούς άποθανεΐν, άδοντες κα'ι έν τφ πρόσθεν χρόνω, τότε δη πλεΧστα κα'ι κάλλιστα ρδουσι, γεγηθότες δτι μέλλουσι παρά τον θεόν άπιέναι ούπέρ είσι θεράποντες, οί δ ’ άνθρωποι διά το αυτών δέος τού θανάτου κα'ι των κύκνων καταψεύδονται, καί φασιν αυτούς θρηνούντας τον θάνατον υπό λύπης έξςχδειν, και ού λογίζονται δτι ούδέν δρνεον ςχδει δταν πεινή ή ιγώ ή τινα άλλην λύπην λυπήται, ουδέ αυτή ή τε αηδών κα'ι χελιδών κα'ι ό έποψ, ά δη φασι διά λύπην θρηνούντα άδειν. άλλ’ ούτε ταΰτά μοι φαίνεται λυπούμενα άδειν ούτε οί κύκνοι, άλλ’ άτε οΐμαι τού Απόλλωνος δντες, μ αν­ τικοί τέ είσι κα'ι προειδότες τά έν "Αιδου αγαθά ρδουσι κα'ι τέρπονται έκείνην την ημέραν διαφερδντως ή έν τφ έμπροσθεν χρόνω. έγώ δέ κα'ι αυτός ηγούμαι όμόδουλός τε είναι των κύκνων και ιερός τού

330


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

Κι ο Σιμμίας είπε: Την αλήθεια θα σου πω Σωκράτη. Από ώρα ο καθένας μας λέει στον άλλον και τον προτρέπει να ρωτήσει, επειδή θέλουμε να ακούσουμε, αλλά διστάζουμε μην ενοχλήσουμε και μη σε φέρουμε σε άσχημη θέση μπροστά στην παρούσα συμφορά. Κι αυτός αφού το άκουσε γέλασε κι είπε ήρεμα. Αλίμονο, Σιμμία. Πράγματι με δυσκολία θα έπειθα τους άλλους ανθρώπους ότι δε θεωρώ συμφορά την παρούσα περίπτω­ ση, όταν βέβαια ούτε εσάς δεν πείθω καλά καλά, αλλά να φοβάστε μήπως τώρα βρίσκο­ μαι σε πιο δύσκολη θέση απ’ ότι στη μέχρι τώρα ζωή μου. Κι όπως φαίνεται, μοιάζω να είμαι πιο φαύλος στη μαντική από τους κύ­ κνους, που όταν αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να πεθάνουν, τραγουδώντας, όπως και πιο πριν, τότε, όμως, τραγουδούν πιο πολύ και πιο όμορφα, επειδή χαίρονται που πρόκειται να πάνε δίπλα στον Θεό, του οποίου είναι δούλοι. Οι άνθρωποι, όμως, από τον φόβο τους για τον θάνατο, λένε ψέματα για τους κύκνους και ισχυρίζονται ότι αυτοί θρηνούν για τον θάνατο και ότι τραγουδούν από λύπη και δεν σκέφτο­ νται ότι κανένα πουλί δεν τραγουδά όταν πεινά ή κρυώνει ή όταν έχει κάποια άλλη λύπη, ούτε καν το αηδόνι και το χελιδόνι κι ο τσαλαπε­ τεινός , τα οποία ισχυρίζονται ότι τραγουδούν θρηνώντας εξ αιτίας της λύπης τους. Αλλά δε μου φαίνεται ότι αυτά τραγουδούν από λύπη, ούτε οι κύκνοι, αλλά νομίζω ότι επειδή είναι του Απόλλωνα, έχουν μαντικές ικανότητες και γνωρίζουν από πριν τα αγαθά του Αδη, γι’ αυτό τραγουδούν και χαίρονται ιδιαίτερα εκείνη την μέρα παρά όλον τον υπόλοιπο καιρό. Εγώ, λοιπόν, επειδή θεωρώ ότι είμαι εξίσου δούλος

331


Δ. Δ.

Λιακόπο

αύτού θεού, κα'ι ού χείρον εκείνων την μαντικήν έχειν παρά του δεσπότου, -ουδέ δυσθυμότερον αυτών του βίου άπαλλάττεσθαι. άλλα τοΰτου γ ’ ένεκα λέγειν τε χρή κα'ι έρωταν ότι αν βοΰλησθε, έως αν ’Αθηναίων έώσιν άνδρες ένδεκα. Καλώς, έφη, λέγεις, ό Σιμμίας κα'ι εγώ τέ σοι έρώ δ άπορώ, κα'ι αύ όδε, η ούκ άποδέχεται τά είρημένα. έμο'ι γάρ δοκεΐ, ώ Σώκρατες, περ'ι τών τοιοΰτων ίσως ώσπερ κα'ι αο'ι τδ μέν σαφές είδέναι έν τώ νυν βίφ ή αδύνατον είναι ή παγχάλεπόν τι, τδ μέντοι αύ τά λεγάμενα περ'ι αυτών μη ούχ'ι παντ'ι τρόπο) έλέγχειν κα'ι μη προαφίστασθαι πρ'ιν αν πανταχή σκοπών άπείπη τις, πάνυ μαλθακού είναι άνδρός δεΐν γάρ περ'ι αύτά έν γέ τι τούτων διαπράξασθαι, η μαθεΧν όπη έχει ή εύρεΧν η, εί ταύτα άδύνατον, τον γοϋν βέλτιστον τών ανθρωπίνων λόγων λαβόντα και δυσεξελεγκτότατον, έπ'ι τούτου όχούμενον ώσπερ έπ'ι σχεδίας κινδυνεύοντα διαπλεύ σαι τον βίον, εί μη τις δύναιτο άσφαλέστερον κα'ι άκινδυνότερον έπ'ι βεβαιοτέρου οχήματος, [ή] λόγου θείου τινός, διαπορευθήναι. κα'ι δή κα'ι νύν έγωγε ούκ έπαισχυνθήσομαι έρέσθαι, έπειδή κα'ι συ ταύτα λέγεις, ο ύ δ’ έμαυτόν αίτιάσομαι έν ύστέρω χρόνιο ότι νύν ούκ εΐπον ά μοι δοκεΧ. έμο'ι γάρ, ώ Σώκρατες, έπειδή κα'ι προς έμαυτόν κα ι προς τόνδε σκοπώ τά είρημένα, ού πάνυ φαίνεται ίκανώς είρήσθαι. Κα'ι ό Σωκράτης, Ίσ ω ς γάρ, έφη, ώ έταΧρε, αληθή σοι φαίνεται άλλά λέγε όπη δή ούχ ίκανώς.

332


Γιατί και

πώς ζονν ανάμκ

και ιερέας του ίδιου θεού με τους κύκνους και δε μου έχει δοθεί λιγότερη μαντική ικανότητα από αυτούς από τον δεσπότη μου, ούτε στε­ νοχωριέμαι πιο πολύ από αυτούς που απαλ­ λάσσομαι από τη ζωή μου. Αλλά για αυτό θέλω να μιλήσω και να με ρωτήσετε ό,τι τυχόν θέλετε, για όσο με αφήνουν οι Ένδεκα άνδρες των Αθηναίων. Καλά τα λες, είπε ο Σιμμίας, κι εγώ θα σου πω με τι απορώ, κι είναι αυτό εδώ που δεν αποδέχεται όσα έχουν ειπωθεί. Γιατί μου φαίνεται, Σωκράτη, ότι για τέτοια πράγματα, όπως και συ να γνωρίζεις το σαφές στη ζωή είναι ή αδύνατον ή υπερβολικά δύσκολο, κι όσα λέγονται για αυτά δεν εξετάζονται από κάθε πλευρά και δημιουργούν εραιτήματα πριν τυχόν κάποιος εξετάζοντας το απογοητευτεί, πράγμα που είναι ίδιον του μαλθακού άνδρα. Γιατί πρέπει για αυτά ένα από τα δύο πράγμα­ τα να κάνει κανείς, ή να μάθει ό,τι υπάρχει και μπορεί να ερευνήσει, ή αν αυτό είναι αδύνα­ τον, αφού δεχτεί τον πιο καλό και πιο τεκμη­ ριωμένο από τους λόγους που έχει ακούσει, να τον χρησιμοποιήσει σα σχεδία πάνω στην οποία πλέει η ζωή του, αν δεν μιπορεί να βρει κάποιο πιο ασφαλές και ακίνδυνο όχημα όπως κάποιον θεϊκό λόγο, για να πορευθεί. Έτσι, λοιπόν, κι εγώ τώρα δε ντρέπομαι να ρωτήσω, επειδή κι εσύ λες αυτά, ούτε θα κατηγορήσω αργότερα τον εαυτό μου ότι δεν είπα όσα ήθελα. Γιατί εμένα, Σωκράτη, όταν και μόνος μου και με αυτόν εδώ ερευνώ όσα ειπώθηκαν, δε μου φαίνονται πολύ ικανοποιητικά. Κι ο Σωκράτης είπε: Ίσως, φίλε μου, να έχεις δίκιο. Αλλά πες μου τι νομίζεις πως δε σε ικανοποίησε.

333


Δ.

Δ.Λιακόπουλος

Ταΰτη εμοιγε, ή δ’ δς, η δη και περ'ι αρμονίας αν τις κα'ι λύρας τε κα'ι χορδών τον αυτόν τούτον λόγον εϊποι, ώς ή μεν αρμονία άόρατον κα'ι άσιόματον κα'ι πάγκαλόν τι και θειον έστιν εν τή ήρμοσμένη λΰρμ, αυτή δ’ ή λΰρα και αι χορδα'ι σώματά τε κα'ι σιυματοειδή κα'ι σύνθετα κα'ι γεώδη έστ'ι κα'ι του θνητού συγγενή, έπειδάν οΰν ή κατάξη τις την λύραν ή διατέμη κα'ι διάρρηξη τάς χορδάς, ε’ί τις διισχυρίζοιτο τώ αύτφ λόγψ ώσπερ σΰ, ώς άνάγκη ετι είναι την αρμονίαν εκείνην κα'ι μη άπολωλέναιούδεμία γάρ μηχανή άν εΐη την μεν λύραν ετι είναι διερρωγυιών των χορδών κα'ι τάς χορδάς θνητοειδείς οΰσας, την δέ αρμονίαν άπολωλέναι την τοΰ θείου τε κα'ι άθανάτου όμοφυή τε και συγγενή, προτέραν τοΰ θνητού άπολομένηνάλλά φαίη άνάγκη ετι που είναι αυτήν την αρμονίαν, κα'ι πρότερον τά ξΰλα και τάς χορδάς κατασαπήσεσθαι πρίν τι εκείνην παθεΐνκα'ι γάρ ουν, ώ Σώκρατες, οΐμαι εγωγε και αυτόν σε τοΰτο έντεθυμήσθαι, δτι τοιοΰτόν τι μάλιστα ύπολαμβάνομεν

334


Γιατί και

πώς ζουν ανάμε

Σε αυτήν την περίπτωση, Σωκράτη, είπε αυτός, κάποιος δε θα έλεγε το ίδιο πράγμα για την αρμονία και τη λύρα και τις χορδές, ότι η αρμονία είναι αόρατη και ασώματη και πολύ καλή και θεϊκή, εναρμονισμένη, όμως, με τη λύρα, κι αυτή με τις χορδές, που είναι σώματα κι ανήκουν στη γη και στο γένος των θνητών. Όταν, λοιπόν, κάποιος σπάσει ή τεμαχίσει και διαλύσει τις χορδές, αν κάποιος ισχυριζόταν, όπως κι εσύ, ότι είναι ανάγκη η αρμονία εκείνη να μην χαθεί - γιατί κανένα τέχνασμα δε θα μπορεί ενώ η λύρα είναι ραγισμένη κι ακόμα οι χορδές είναι σπασμένες και πεθαίνουν, να κάνει την αρμονία που είναι θεϊκή και ομοφυής κι ανήκει στο γένος των αθανάτων να μην χαθεί πριν από το θνητό- αλλά θα έλεγε ότι η αρμονία υπάρχει κάπου ακόμη κι ότι τα ξύλα κι οι χορδές θα σαπίσουν πριν αυτή πάθει κάτι— 10 γιατί, Σωκράτη, εγώ βέβαια νομίζω, ότι κι εσύ αυτό εννοείς, ότι κάτι τέτοιο δεχό­ μαστε ότι είναι η ψυχή, που ενώ το σώμα είναι 10. Είναι ξεκάθαρο ότι οι άνθρωποι, είχαν την πεποίθηση της ύπαρξης τον ορατού κόσμου, και του κόσμου που ναι μεν υπήρχε, αλλά δεν τον έβλεπαν. Όσον αφορά την μουσική και την αρμονία της, θεωρούσαν ότι ήταν άμεσα σννυφασμένη με αυτούς που υπήρχαν στον κόσμο τον μή αντιληπτό, τους «θεούς», αλλά και διαφέντευαν τον κόσμο τον αισθητό. Θεωρούσαν δηλαδή δεδομένο ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν αποτελείται μόνο από ότι βλέ­ πουμε. Όσον αφορά τα αποτελέσματα της επίδρασης τον μη ορατού κόσμον, ήταν περισσότερο αποδεκτά τότε από ότι σήμερα. Σήμερα η προπαγάνδα των Αδελφοτήτων μας έχει πείσει, ότι ζούμε σε ένα υλιστικό κόσμο δήθεν υψηλής τεχνολογίας, στον οποίο δεν υπάρχουν μυστικά, αφού τα πάντα έχουν δήθεν αποκαλνφθεί και γνωρίζουμε οτιδήποτε συμβαίνει πάνω στον πλανήτη, δίνοντας την ανάλογη επιστημονική εξήγηση. Ο κόσμος που δεν βλέπουμε, έχει περάσει στο χώρο τον υποθετικού και μετα­ φυσικού, τον Μάμπο - Τζάμπο, όπως τον ονομάζουν στην Αμερική. Με τον κόσμο αυτό στην εποχή μας, θεωρητικά ασχολούνται μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι και οι γραφικοί. Αυτό είναι και η μεγάλη επιτυχία του Σαμαέλ. Το πρώτο επίπεδο δηλαδή επίδρασης πάνω στης κοινωνίες είναι οι τοπικές 335


Λ. Δ.

Λιακόπ

την ψυχήν είναι, ώσπερ έντεταμένου του σώματος ημών και συνεχομένου υπό θερ­ μού και ψυχροί κα'ι ξηροΰ κα'ι ύγροΰ κα'ι τοιοΰτων τινών, κράσιν είναι κα'ι άρμονίαν αυτών τούτων την ψυχήν ήμών, έπειδάν ταϋτα καλώς κα'ι μετρίως κραθή προς αλληλαεί οΰν τυγχάνει ή ψυχή ουσα άρμονία τις, δήλον δτι, δταν χαλασθή τδ σώμα ήμών άμέτρως ή έπιταθή ύπο νόσων

336


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσά μας

κυβερνήσεις. Το επίπεδο αυτό είναι και το μόνο με το οποίο οι πολίτες μπο­ ρούν να έρθουν σε επαφή. Το δεύτερο επίπεδο είναι οι περιφερειακές νπερκνβερνήσεις, όπως η Κομι­ σιόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η κυβέρνηση των Η.Π.Α. Με αυτούς, δεν μπορούν οι πολίτες να έρθουν σε επαφή και απλά γνωρίζουν ότι καθοδηγούμενοι από κάποια αόρατη αρχή. Ποια είναι όμως η αόρατη αρχή; Ο μέσος πολίτης, δεν μπορεί καν να διανοηθεί ότι η αρχή αυτή υπάρχει. Το επόμενο επίπεδο, είναι οι Μ.Κ.Ο. και οι Δεξαμενές Σκέψης (Think Tanks) που προωθούν το χαρτοβασίλειο των κόσμων και των διατάξεων προς τις υπερκυβερνήσεις, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τον Ο.Η.Ε. Πίσω από τις συγκεκριμένες Μ.Κ.Ο. και Δεξαμενές Σκέψης είναι η ηγεσία των Ιλλουμινάτι, που παίρνει εντολές από τους «πρεσβύτερους» της Λευκής Αδελ­ φότητας και πίσω από αυτούς η Λευκή Πολιτεία, που βρίσκεται 10 χιλιόμε­ τρα κάτω από την Λευκή Πυραμίδα του Βάαλ στην έρημο Τάκλα Μακάν της Βόρειας Κίνας. Κανείς, μα κανείς, δεν σκέφτεται και δεν ζητά ευθύνες από κανέναν από τους παραπάνω, παρά μόνο από την όποια τοπική κυβέρνηση. Τι θα μπορούσαμε να ζητήσουμε από αυτούς που πιστεύουν ότι ο τοπικός πρωθυπουργός της Τουρκίας, ή της Ελλάδας, ή της Σουηδίας μπορεί να αλλάξει τη ζωή τους; Τι μπορούμε να ζητήσουμε από αυτούς που ουρλιάζουν κάτω από τα μπαλκόνια τις προεκλογικές περιόδους; Παρακαλώ πολύ σκεφθείτε, για ένα, μόνο για ένα λεπτό, ότι όλα όσα γράφω είναι αλήθεια. Σκεφτείτε ότι πράγματι οι δαίμονες και οι Νεφελίμ κυβερ­ νούν τον κόσμο και εμείς, ενώ είμαστε σκλάβοι τους στον πλανήτη φυλακή, σκοτωνόμαστε μεταξύ μας για χίλιους δυο λόγους και ιδίως για τα κόμμα­ τα, που είναι οργανισμοί που εμπνεύστηκαν οι άνομοι για να μας κρατούν σε διχόνοια και μάλιστα σε καιρό ειρήνης. Το επίπεδο λοιπόν διοίκησης δεν βρίσκεται στο δικό μας συνεχές. Βρίσκεται στο επόμενό. Εκεί που κάποτε είμασταν και φύγαμε εξ αιτίας του Σαμαέλ. ταλαιπωρημένο από τη ζέστη και το κρύο και την υγρασία και την ξηρασία κι άλλα παρό­ μοια, η σύζευξη και η αρμονία αυτών είναι η ψυχή μας, όταν αυτά ενωθούν καλώς και με μέτρο μεταξύ τους - αν βέβαια τυχαίνει η ψυχή να είναι κάποιου είδους αρμονία, γιατί είναι φανερό, όταν ενοχληθεί το σώμα μας υπερβολικά ή καταληφθεί από αρρώστιες κι

337


Δ. Δ.

Λιακόπο

και άλλων κακών, την μέν ψυχήν άνάγκη ευθύς υπάρχει άπολωλέναι, καίπερ ούσαν θειοτάτην, ώσπερ κα'ι αί άλλαι άρμονίαι αι τ’ έν τοΐς φθόγγοις και εν τοΐς τών δημιουργών έργοις πασι, τά δέ λείψανα του σώματος έκαστου πολύν χρόνον παραμένειν, έως άν ή κατακαυθή ή κατασαπήορα ούν προς τούτον τον λόγον τί ψήσομεν, εάν τις άξιο! κράσιν ούσαν την ψυχήν τών έν τώ σώματι έν τώ καλουμένω θανάτω πρώτην άπόλλυσθαι. Διαβλέψας ούν ό Σωκράτης, ώσπερ τά πολλά είωθει, κα'ι μειδιάσας, Δίκαια μέντοι, έφη, λέγει ό Σιμμίας. εί ούν τις υμών εύπορώτερος εμού, τί ούκ άπεκρίνατο; κα'ι γάρ ου φαΰλως έοικεν άπτομένω του λόγου, δοκεΐ μέντοι μοι χρήναι προ τής άποκρίσεως έτι πρότερον Κέβητος άκούσαι τί αύ όδε έγκαλεΐ τώ λόγω, ινα χρόνου έγγενομένου βουλευσώμεθα τί έρούμεν, έπειτα [δέ] άκούσαντας ή συγχιυρείν αύτοις έάν τι δοκώσι προσςχδειν, έάν δέ μη, ούτως ήδη ύπερδικεΐν του λόγου, άλλ’ άγε, ή δ’ ός, ώ Κέβης, λέγε, τί ήν τδ σέ αύ θράττον [άπιστίαν παρέχει], Δέγω δή, ή δ ’ ός ό Κέβης. έμο'ι γάρ φαίνεται έτι έν τώ αύτώ ό λόγος είναι, καί, όπερ έν τοΐς πρόσθεν έλέγομεν, ταύτδν έγκλημα έχειν. οτι μέν γάρ ήν ημών ή ψυχή κα'ι πρ'ιν εις τόδε τδ είδος έλθεΐν, ούκ άνατίθεμαι μή ούχ'ι πάνυ χαριέντως καί, εί μή έπαχθές έστιν είπείν, πάνυ ίκανώς άποδεδείχθαι ώς δέ κα'ι άποθανόντων ημών έτι που έστιν, ου μοι δοκεΐ τήδε. ώς

338


Γιατί

και

πώς ζουν ανάμεσά

άλλα τέτοια δεινά, ότι η ψυχή είναι αναγκαίο αμέσως να χάνεται, κι ας είναι θεϊκή, όπως ακριβώς κι οι άλλες αρμονίες στις νότες και στις δημιουργίες των συνθετών, και τα λείψα­ να του σώματος μένουν για πολύ καιρό μέχρι να καεί ή να σαπίσει - δες τώρα για αυτό τι θα πούμε αν κάποιος ισχυριστεί, ότι αφού η ψυχή είναι η μίξη όσων βρίσκονται στο σώμα, κατά τη διάρκεια αυτού που ονομάζεται θάνατος πρώτη χάνεται. Αφού μας κοίταξε καλά ο Σωκράτης, όπως συνήθιζε συχνά, και αφού χαμογέλασε είπε: Σωστά είναι αυτά που λέει ο Σιμμίας, αν λοιπόν, κάποιος από εσάς είναι πιο ικανός από μένα, τι θα απαντούσε; Γιατί δεν φάνηκε φαύλος που αμφισβήτησε τα λόγια μου. Μου φαίνεται, όμως, ότι πρέπει πριν την απά­ ντηση να ακούσουμε τον Κέβη, τί αυτός εδώ έχει να πει με τον λόγο του, για να κερδίσου­ με χρόνο να απαντήσουμε κι έπειτα αφού ακούσουμε, ή να συμφωνήσουμε με αυτούς, αν μας φανούν ότι μιλούν σωστά, αν, όμως, όχι, πρέπει με τον λόγο μας να υπερασπι­ στούμε (τη θέση μας). Έλα, λοιπόν, είπε εκείνος, Κέβη, πες, τι ήταν αυτό που σε έκανε να δυσπιστείς; Λέω, λοιπόν, είπε ο Κέβης, ότι μου φαίνε­ ται πως η συζήτηση είναι ακόμα στο σημείο που λέγαμε πρωτύτερα κι έχουμε την ίδια διαφωνία. Ότι, δηλαδή, η ψυχή μας πριν ακόμη έρθει στο είδος μας υπήρχε, δεν το αμφισβητώ με χαρά κι αν δεν είναι δύσκολο να το πω, αρκετά έχει αποδειχθεί. Για το ότι, όμως, υπάρχει ακόμα κι αφού πεθάνουμε, δε μου φαίνεται το ίδιο. 11 Γιατί δε συμφωνώ με την άποψη του Σιμμία,

339


Λ.

Δ.Λιακόπουλος

μέν ούκ ίσχυρότερον και πολυχρονιώτερον ψυχή σώματος, ού συγχωρώ τή Σιμμίου άντιλήψει δοκεΐ γάρ μοι πάσι τοΰτοις πάνυ πολύ διαφέρειν. τί συν, αν φαίη ό λόγος, ετι άπιστείς, επειδή όράζ άποθανόντος του ανθρώπου τό γε άσθενέστερον ετι όν; τδ δέ πολυχρονιώτερον ού δοκεΐ σοι άναγκαΐον είναι ετι σωζεσθαι έν τούτφ τφ χρόνιο; προς δή τούτο τόδε έπίσκεψαι, ει τι λέγω εικόνος γάρ τίνος, ώς έοικεν, κάγώ ώσπερ Σιμμίας δέομαι, έμο'ι γάρ δοκεΐ ομοίως λέγεσθαι ταύτα ώσπερ άν τις περί άνθρώπου ύφάντου πρεσβύτου άποθανόντος λέγοι τούτον τον λόγον, ότι ούκ άπόλωλεν ό άνθρωπος άλλ’ έστι που σώς, τεκμήριον δέ παρέχοιτο θοιμάτιον δ ήμπείχετο αύτδς ύφηνάμενος ότι έστΐ σών και ούκ άπόλ­ ωλεν, κα'ι ει τις άπιστοίη αύτω, άνερωτώη πότερον πολυχρονιώτερόν έστι τδ γένος άνθρώπου ή ίματίου έν χρείφ τε όντος και φορουμένου, άποκριναμένου δή [τίνος] ότι πολύ τδ τού άνθρώπου, οιοιτο άποδεδεΐχθαι ότι παντδς άρα μάλλον ό γε άνθρωπος σώς έοτιν, έπειδή τό γε όλιγοχρονιώτερον ούκ, άπόλωλεν. τδ δ ’ οίμαι, ώ Σιμμία, ούχ ούτως έχει σκόπει γάρ καί ού ά λέγω, πας [γάρ] άν ύπολάβοι ότι εύηθες λέγει ό τούτο λέγων ό γάρ ύφάντης ούτος πολλά κατατρίψας τοιαύτα ίμάτια κα'ι ύφηνάμενος έκείνων μέν ύστερος άπόλωλεν πολλών όντων, τού δέ τελευ­ ταίου οίμαι πρότερος, και ούδέν τι μάλλον τούτου ενεκα άνθρωπός έοτιν ίματίου φαυλότερον ούδ’ άσθενέστερον. τήν αύτήν

340


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μ α ς

ότι η ψυχή δεν είναι ισχυρότερη και δε ζει πε­ ρισσότερα χρόνια από το σώμα. Γιατί, μου φαίνεται, ότι από όλα αυτά πολύ διαφέρει. Γιατί, λοιπόν, ακόμη δυσπιστείς, θα μου έλεγε η λογική; Μήπως επειδή βλέπεις όταν πεθαίνει ο άνθρωπος, το πιο αδύναμο ακόμα να υπάρχει; Κι αυτό που ζει περισσότερο δε σου φαίνεται ότι είναι αναγκαίο να σώζεται του­ λάχιστον για το ίδιο χρονικό διάστημα; Αν λέω κάτι προς αυτό στρέφω την σκέψη μου. Και θα σας δώσω μια εικόνα κι εγώ, όπως ο Σιμμίας. Γιατί μου φαίνεται ότι αυτά λέγονται το ίδιο σαν κάποιος για κάποιον γέρο υφαντή που πέθανε να έλεγα αυτά, ότι, δηλαδή, δεν χάθη­ κε ο άνθρωπος, αλλά υπάρχει κάπου σώος, κι ως απόδειξη παρέχει το ρούχο που φοράει, που ο ίδιος είχε υφάνει, και που είναι αυτό σώο και δεν χάθηκε κι αν κάποιος δυσπιστούσε με αυτό θα τον ρώταγε ποιο από τα δύο γένη ζει περισ­ σότερο, των ανθρώπων ή των ρούχων που φοριούνται, κι όταν αυτός αποκρίνονταν του ανθρώπου, θα θεωρούσε ότι έχει αποδειχθεί ότι ο άνθρωπος ήταν σώος, αφού δεν είχε πεθάνει αυτό που ζει λιγότερο. Αυτό νομίζω, Σιμμία, ότι δεν είναι έτσι. Γιατί εξέτασε κι όσα εγώ λέω. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι λέει ανοησίες, όποιος λέει αυτό. Γιατί ο υφα­ ντής αυτός αφού είχε φθείρει πολλά ρούχα που ο ίδιος είχε υφάνει, πολύ αργότερα από πολλά από αυτά χάθηκε, πριν, όμως από το τελευ­ ταίο, νομίζω. Και καθόλου περισσότερο δεν είναι γι’ αυτό ο άνθρωπος πιο φαύλος από τα ρούχα, ούτε πιο 11. Από ότι φαίνεται, οι συνομιλητές του Σωκράτη, τα έχουν λίγο χαμένα. Για το λόγο αυτό ήρθαν και στον Σωκράτη, ώστε να εκμεταλλευτούν τις τελευ­ ταίες στιγμές τον και να πάρουν γνώση. 341


Λ. Δ. Λιακόπουλος

δέ ταΰτην οΐμαι εικόνα δέξαιτ’ αν ψυχή προς σώμα, καί τις λέγων αυτά ταϋτα περ\ αυτών μέτρι’ αν μοι φαίνοιτο λέγειν, ώς ή μεν ψυχή πολυχρόνιόν έστι, το δέ σώμα άσθενέστερον κα'ι όλιγοχρονιώτερον άλλα γάρ αν φαίη έκάστην τών ψυχών πολλά σώματα κατατρίβειν, άλλως τε καν πολλά έτη βιωεί γάρ έοι τδ σώμα κα'ι άπολλυοιτο έτι ζώντος του άνθρώπου, άλλ’ ή ψυχή άε'ι τό κατατριβόμενον άνυφαίνοι άναγκαΧον μένταν είη, οπότε άπολλυοιτο ή ψυχή, το τελευταΐον ύφασμα τυχεΐν αυτήν έχουσαν κα'ι τοΰτου μόνου προτέραν άπόλλυσθαι, άπολομένης δέ τής ψυχής τότ’ ήδη την φΰσιν τής άσθενείας έπιδεικνΰοι τό σώμα κα'ι ταχύ σαπέν διοίχοιτο. ώστε τοΰτω τώ λόγω ουπω άξιον πιστεΰσαντα θαρρειν ώς έπειδάν άποθάνωμεν έτι που ημών ή ψυχή έστιν. εί γάρ τις κα'ι πλέον έτι τώ λέγοντι ή ά συ λέγεις συγχωρήσειεν, δους αύτω μη μόνον εν τώ πρ'ιν κα'ι γενέσθαι ημάς χρόνιο είναι ημών τάς ψυχάς, άλλά μηδέν κωλΰειν κα'ι έπειδάν άποθάνωμεν ένίων έτι είναι κα'ι έσεσθαι κα'ι πολλάκις γενήσεσθαι κα'ι άποθανεΧσθαι αύθις ουτω γάρ αυτό φύσει ισχυρόν είναι, ώστε πολλάκις γιγνομένην ψυχήν άντέχειν δους δέ ταΰτα έκεΧνο μηκέτι συγχωροΧ, μή ου πονεΧν αυτήν εν ταΧς πολλαΧς γενέσεσιν κα'ι τελευτώσάν γε έν τινι τών θανάτων παντάπασιν άπόλ­ λυσθαι, τούτον δέ τον θάνατον κα'ι ταΰτην τήν διάλυσιν του σώματος ή τή ψυχή φέρει όλεθρον μηδένα φαίη είδέναι αδύνατον γάρ είναι ότωοΰν αισθέσθαι ήμώνεί δέ τοΰτο ούτως έχει, ούδεν'ι προσήκει θάνατον θαρροϋντι μή ούκ άνοήτως

342


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μ α ς

αδύναμος. Ακριβώς την ίδια εικόνα, νόμιζα, θα είχε η ψυχή προς το σώμα, κι όποιος έλεγε τα ίδια για αυτά θα μου φαινόταν ότι μέτρια μιλά­ ει, καθώς η ψυχή είναι μακροβιότερη, ενώ το σώμα ασθενέστερο και ζει λιγότερο. Γιατί θα ισχυριζόταν ότι κάθε μια από τις ψυχές πολλά σώμιατα φθείρει - γιατί το σώμα υπάρχει ακόμα κι όταν χαθεί ο άνθρωπος, αλλά η ψυχή αυτό που έχει φθαρεί το ξαναϋφαίνει- θα ήταν, όμως αναγκαίο, κάθε φορά που χανόταν η ψυχή, το τελευταίο ύφασμα που τυχαίνει να την έχει μόνο πριν από αυτό να χαθεί, κι όταν χαθεί η ψυχή τότε τη φύση της αρρώστιας την αποδεικνύει το σώμα και γρή­ γορα σαπίζει. Επομένως, με αυτήν τη λογική, δεν αξίζει να πιστεύει κανείς ότι η ψυχή μας υπάρχει κάπου όταν εμείς πεθάνουμε. Γιατί κι αν κάποιος πει κι άλλα ακόμη, από όσα εσύ λες, θα πει ότι οι ψυχές υπάρχουν πριν από εμάς και τίποτα δεν εμποδίζει όταν πεθάνουμε κάποιες από αυτές ακόμη να υπάρχουν και να ξανάρχονται και πολλές φορές να γεννιούνται και να πεθαίνουν πάλι - γιατί αυτές τόσο ισχυρές είναι εκ φύσεως, ώστε πολλές φορές αντέχει η ψυχή να γεννηθεί - αλλά κι αυτό ακόμα δε συμφωνεί με το ότι δεν κοπιάζει με τις πολλές γεννήσεις και τους θανάτους κι ότι σε κάποιον από όλους τους θανάτους χάνεται για πάντα. Κι αυτόν τον θάνατο κι αυτήν τη διάλυση του σώματος κατά την οποία η ψυχή χάνεται, κανείς δε θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι την ξέρει- γιατί θα ήταν αδύνατον να αισθανθούμε κάτι τέτοιο- αν, όμως αυτό έχει έτσι, σε κανέναν δε ταιριάζει να πηγαίνει με θάρρος στον θάνατο, για να μη φανεί ότι είναι ανόητα

343


Δ. Δ. Διακόπουλος

θαρρεΧν, δς αν μη έχη άποδεΧξαι δτι έστι ψυχή παντάπασιν αθάνατόν τε καί άνώλεθρον εί δέ μή, άνάγκην είναι άε'ι τον μέλλοντα άποθανεΧσθαι δεδιέναι υπέρ τής αύτοΰ ψυχής μή έν τή νυν του σώματος διαζεΰξει παντάπααιν άπόληται. Πάντες ούν άκοΰσαντες είπόντων αυτών άηδώς διετέθημεν, ώς ύστερον έλέγομεν προς άλλήλους, δτι ύπό του έμπροσθεν λόγου σφοδρά πεπεισμένους ημάς πάλιν έδόκουν άναταράξαι και εις απιστίαν καταβαλεΧν ου μόνον τοΧς προειρημένοις λόγοις, άλλα κα'ι εις τά ύστερον μέλλοντα ηθήσεσθαι, μή ούδενδς άξιοι εΐμεν κριτα'ι ή και τά πράγματα αυτά άπιστα ή. ΕΧ. Νή τους θεούς, ώ Φαίδων, συγγνώμην γε έχω ύμΧν. κα'ι γάρ αυτόν με νυν άκοΰσαντά σου τοιοΰτόν τι λέγειν προς έμαυτον έπέρχεται Τίνι οΰν έτι πιστεΰσομεν λόγω; ώς γάρ σφοδρά πιθανός ών, δν ό Σωκράτης έλεγε λόγον, νυν εις απιστίαν καταπέπτωκεν. θαυμαστώς γάρ μου ό λόγος ουτος αντιλαμβάνεται κα'ι νυν κα'ι αεί, τό αρμονίαν τινά ημών είναι τήν ψυχήν, κα'ι ώσπερ ύπέμνησέν με ηθε'ις ότι κα'ι αύτώ μοι ταΰτα προυδέδοκτο. κα'ι πάνυ δέομαι πάλιν ώσπερ εξ άρχής άλλου τίνος λόγου ός με πείσει ώς του άποθανόντος ου συναποθνήσκει ή ψυχή, λέγε ούν προς Διός πή ό Σωκράτης μετήλθε τον λόγον; κα'ι πότερον κάκεϊνος, ώσπερ υμάς φής, ένδηλός τι έγένετο άχθόμενος ή ου, αλλά πρρως έβοήθει τώ λόγω; [ή] κα'ι ίκανώς έβοήθησεν ή ένδεώς; πάντα ήμΧν δίελθε ώς δύνασαι ακριβέστατα. ΦΑΙΔ. Και μήν, ώ Έχέκρατες, πολλάκις θαυμάσας Σωκράτη ου πώποτε μάλλον ήγάσθην ή τότε παραγενόμενος. τό μέν ούν έχειν ότι λέγοι έκεΧνος ίσως ούδέν άτοπον άλλά έγωγε μάλιστα έθαΰμασα αύτοΰ πρώτον μέν τοΰτο, ώς ήδέως κα'ι

344


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

θρασύς, εκτός κι αν μπορεί να αποδείξει, ότι η ψυχή είναι αθάνατη από κάθε πλευρά και δεν χάνεται ποτέ. Αλλιώς είναι ανάγκη πάντα αυτός που πρόκειται να πεθάνει να φοβάται για την ψυχή του, μήπως με τη διάζευξη της από το σώμα χαθεί για πάντα. Όλοι μας, όταν τους ακούσαμε, δυσανασχε­ τήσαμε κι ύστερα λέγαμε μεταξύ μας, ότι ενώ είχαμε πειστεί από όσα είχαν ειπωθεί, πάλι μας έβαλαν σε δυσπιστία κι ότι μόνο ως προς αυτά που είχαν ειπωθεί, αλλά κι ως προς αυτά που επρόκειτο να ειπωθούν, μήπως δεν είμαστε άξιοι κριτές κανενός ή και μήπως δε πιστέ­ ψουμε όλα αυτά. ΕΧΕΚΡΑΤΗΣ: Μα τους θεούς, Φαίδωνα, την ίδια γνώμη με εσάς έχω. Γιατί κι εγώ που σ’ άκουσα να τα λες αυτά σκέφτηκα: ‘Σε ποιον λόγο να πιστέψουμε; Είναι πολύ πιθανά όσα έλεγε ο Σωκράτης, τώρα, όμως, δυσπιστώ.’ Γιατί αξιοθαύμαστα αυτός ο λόγος γίνεται αντιληπτός και τώρα και πάντα, ότι η ψυχή μας είναι κάποιο είδος αρμονίας κι αυτό ακριβώς μου θύμισε μόλις ειπώθηκε, ότι ήταν η γνώμη που πριν είχα. Κι έχω ανάγκη κάποιον άλλον λόγο από την αρχή που να με πείσει ότι μαζί με τον νεκρό δεν πεθαίνει κι η ψυχή του. Πες, λοιπόν, μα τον Δία, πώς ο Σωκράτης απάντησε σε αυτά; και ποιο από τα δύο, κι εκείνος φανε­ ρά στενοχωρήθηκε όπως εσείς, ή πράος δέχθη­ κε τον λόγο; κι απάντησε ικανοποιητικά ή ελλιπώς; πες τα μας όλα με τη μεγαλύτερη ακρίβεια. ΦΑΙΔΩΝ: Κι όμως, Εχεκράτη, πολλές φορές θαύμασα τον Σωκράτη αλλά ποτέ πε­ ρισσότερο παρά απ’ ότι τότε. Αφ’ ενός γιατί ίσως να μην ήταν απαραίτητο να πει κάτι. Αλλά εγώ θαύμασα πρώτα αυτό, το πόσο 345


Δ. Δ.

Λιακόπο

εύμενώς και άγαμένως των νεανίσκων τον λόγον άπεδέξατο, έπειτα ημών ιος όξέως ήσθετο δ ’πεπόνθεμεν υπό των λόγων, έπειτα ιός εύ ημάς Ιάσατο και ώσπερ πεφευγότας κα'ι ήττημένους άνεκαλέσατο κα'ι προΰτρεψεν προς το παρέπεοθαί τε κα'ι συσκοπεΐν τον λόγον. ΕΧ. Πώς δή; ΦΑΙΔ. Έγώ έρώ. έτυχον γάρ εν δεξιά αύτοΰ καθήμενος παρά την κλίνην έπ'ι χαμαιζήλου τινός, ό δε έπ'ι πολύ ύψηλοτέρου ή έγώ. καταψήσας οΰν μου την κεφαλήν και συμπιέοας τάς έπ'ι τω αύχένι τρίχαςείώθει γάρ, οπότε τΰχοι, παίζειν μου εις τάς τρίχαςΑΰριον δή, έφη, ’ίσως, ώ Φαίδο)ν, τάς καλάς ταΰτας κόμας άποκερή. ’Έοικεν, ήν δ ’ έγώ, ώ Σώκρατες. Ουκ, αν γε έμο'ι πείθη. ’Αλλά τί; ήν δ ’ έγώ. Τήμερον, έφη, κάγώ τάς έμάς κα'ι συ ταΰτας, έάνπερ γε ήμΐν ό λόγος τελευτήοη κα'ι μη δυνώμεθα αύτδν άναβιώσασθαι. και έγωγ’ αν, εί σΰ ε’ίην καί με διαφεΰγοι ό λόγος, ένορκον αν ποιησαίμην ώσπερ Αργείοι, μη πρότερον κομήσειν, πριν αν νικήσω άναμαχόμενος τον Σιμμίου τε κα'ι Κέβητος λόγον. Ά λλ’, ήν δ ’ έγώ, προς δυο λέγεται ούδ’ ό Ηρακλής οιός τε είναι. ’Αλλά και έμέ, έφη, τον Ίόλεων παρακάλει, έως έτι φώς έστιν. Παρακαλώ τοίνυν, έφην, ούχ ώς Ηρακλής, άλλ’ ώς Ίόλεως τον Ηρακλή. Ούδέν διοίσει, έφη. άλλα πρώτον εύλαβηθώμέν τι πάθος μη πάθωμεν. Τδ ποιον; ήν δ ’ έγώ. Μή γενώμεθα, ή δ’ δς, μισόλογοι, ώσπερ οί μισάνθρωποι γιγνόμενοι ώς ουκ έστιν, έφη, δτι

346


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσά μ

γλυκά και ήρεμα δέχτηκε τον λόγο των νεαρών κι έπειτα επειδή μόλις αισθάνθηκε πως μου­ διάσαμε από τον λόγο, μας έκανε καλά και μας έφερε πίσω σαν να ήμασταν ηττημένοι που έφευγαν και μας προέτρεψε να μετέχουμε και να ερευνήσουμε μαζί τον λόγο. ΕΧ: Πώς, δηλαδή: ΦΑΙΔ: Θα σου πω. Γιατί έτυχε να κάθομαι δεξιά του, δίπλα στο κρεβάτι πάνω σε ένα σκαμνί, κι αυτός να είναι πολύ ψηλότερα από εμένα. Αφού, λοιπόν, μου ακούμπησε το κε­ φάλι και μάζεψε τις τρίχες από τον αυχένα μου - γιατί συνηθίζει καμιά φορά να παίζει με τα μαλλιά μου- Αύριο, είπε, ίσως, Φαίδωνα, αυτά τα ωραία μαλλιά να τα έχεις κόψει. Μπορεί, Σωκράτη, είπα εγώ. Όχι, αν βέβαια πιστέψεις σε μένα. Δηλαδή, είπα εγώ. Σήμερα κι εγώ τις δικές μου κι εσύ τις δικές σου, αν φυσικά τελειώσει η συζήτηση και δεν μπορούμε να ανατρέψουμε τον λόγο. Κι αν ήμουν εσύ και δε μπορούσα να ανατρέψω τον λόγο, θα έδινα όρκο, όπως οι Αργείοι, να μην επιστρέψω πριν τυχόν νικήσω μιαχόμενος τον λόγο του Σιμμίου και του Κέβη. Μα ούτε ο Ηρακλής, είπα εγώ, που είναι ημίθεος δεν τα βάζει με δύο. Αλλά κάλεσε με, είπε, και θα γίνω ο Ιόλαος, μέχρι να φτάσουμε στο φως. Σε παρακαλώ, λοιπόν, είπα, όχι σαν Ηρα­ κλής, αλλά σαν Ιόλαος τον Ηρακλή. Καθόλου δεν διαφέρει, είπε, αλλά πρώτα ας προνοήσουμε τι λάθος να μην κάνουμε. Ποιό. είπα εγώ. Να μη γίνουμε μισόλογοι, είπε αυτός, όπως ακριβώς γίνονται οι μισάνθρωποι, Γιατί δεν

347


Δ. Δ. Λιακόπουλος

αν τις μεΐζον τοΰτου κακόν πάθοι η λόγους μισήσας. γίγνεται όέ έκ τοϋ αύτοϋ τρόπου μισολογία τε καί μισανθρωπία. η τε γάρ μισανθρωπία ένόΰεται έκ τοϋ οφόδρα τινί πιστεΰσαι ανευ τέχνης, και ήγήσασθαι παντάπασί γε άληθή είναι καί υγιή κα'ι πιστόν τον άνθρω ­ πον, έπειτα ολίγον ύστερον εύρεΐν τούτον πονηρόν τε και άπιστον, κα'ι αΰθις έτερον κα'ι όταν τούτο πολλάκις πάθη τις κα'ι υπό τούτων μάλιστα ους αν ήγήσαιτο οικειοτάτους τε κα'ι έταιροτάτους, τελευτών δη θαμά προσκροΰων μισεί τε πάντας κα'ι ηγείται ούδενός ούδέν υγιές είναι τό παράπαν. η ούκ ησθησαι συ πω τοΰτο γιγνόμενον; Πάνυ γε, ήν δ’ εγώ. Ούκοϋν, ή δ’ ός, αισχρόν, κα'ι δήλον ότι άνευ τέχνης τής περ'ι τάνθρώπεια ό τοιοϋτος χρήσθαι έπεχείρει τοίς άνθρώποις; ει γάρ που μετά τέχνης έχρήτο, ώσπερ έχει ούτως άν ήγήσατο, τούς μέν χρηστούς κα'ι πονηρούς σφόδρα ολίγους είναι έκατέρους, τούς δέ μεταξύ πλείστους. Πώς λέγεις; έφην εγώ. 'Ώσπερ, ή δ’ ός, περ'ι των σφόδρα σμικρών κα'ι μεγάλων ο’ίει τι σπανιώτερον είναι ή σ φ ό ­ δρα μέγαν ή σφόδρα σμικρόν έξευρείν άνθρω ­ πον ή κΰνα ή άλλο ότιοϋν; ή αύ ταχύν ή βραδύν ή αισχρόν ή καλόν ή λευκόν ή μέλανα; ή ούχ'ι ησθησαι ότι πάντων τών τοιούτων τά μέν άκρα τών εσχάτων σπάνια κα'ι ολίγα, τά δέ μεταξύ άφθονα κα'ι πολλά; Πάνυ γε, ην δ’ εγώ. Ούκοϋν ο’ίει, έφη, εί πονηριάς άγων προτεθείη, πάνυ άν ολίγους κα'ι ένταϋθα τούς π ρ ώ ­ τους φανήναι; Είκός γε, ην δ’ έγώ.

348


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας υπάρχει μεγαλύτερο κακό από το να μισήσει κάποιος τους λόγους. Και με αυτόν τον τρόπον γίνεται και η μισολογία και η μισανθρωπία. Γιατί η μισανθρωπία κρύβεται πίσω από να πιστεύει κανείς χωρίς τεχνική και να θεωρεί ότι όλα είναι αληθινά και υγιή κι ότι είναι πιστός ο άνθρωπος, κι ύστερα από λίγο τον βρίσκει αυτόν πονηρό και άπιστο κι ύστερα άλλα. Κι όταν κάποιος το πάθει αυτό πολλές φορές από αυτούς, ακόμα κι αυτούς που θεω­ ρούσε τους πιο δικούς του ανθρώπους, λίγο πριν πεθάνει τους μισεί όλους και θεωρεί ότι τίποτα δεν είναι υγιές. Ή δεν καταλαβαίνεις πώς αυτή δημιουργείται; Βέβαια, είπα εγώ. Κι αυτός είπε, δεν είναι φανερό ότι αυτός επιχειρεί να συμπεριφερθεί στους ανθρώπους χωρίς κάποια τεχνική για τα ανθρώπινα κι αυτό είναι ντροπή και φανερό; γιατί αν μεταχειριζόταν κάποια τεχνική, θα πίστευε αυτό που πραγματικά συμβαίνει, ότι οι πονη­ ροί κι οι συνετοί είναι ελάχιστοι, κι οι περισ­ σότεροι είναι ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Τι, λες, είπα εγώ. Όπως ακριβώς, είπε αυτός, με τα πολύ μικρά και τα πολύ μεγάλα. Νομίζω ότι είναι κάπως σπάνιο να βρεις κάτι εξαιρετικά μικρό ή εξαι­ ρετικά μεγάλο άνθρωπο, ή σκύλο, ή κάτι τέτοιο; Ή πάλι γρήγορο ή αργό ή αισχρό ή καλό ή κατάλευκο ή κατάμαυρο; Ή δε νομίζεις όλα αυτά τα ακραία είναι σπάνια και λίγα κι όσα είναι ανάμεσα τους άφθονα και πολλά; Βέβαια, είπα εγώ. Νομίζεις, λοιπόν, είπε ότι αν γίνει αγώνας πονηριάς πολύ λίγοι θα ήταν κι εδώ οι πρώτοι; Είναι φυσικό, είπα εγώ.

349


Λ. Δ.

Λιακόπο

Είκός γάρ, έφη. άλλά ταύτη μέν ούχ όμοιοι οι λόγοι τοΐς άνθρώποις, άλλα σου νυνδή προάγοντος έγώ έφεσπόμην, άλλ’ εκείνη, η, έπειδάν τις πιατεΰοη λόγιο τιν'ι άληΟεΐ είναι άνευ τής περ'ι τους λόγους τέχνης, κάπειτα ολίγον ύστερον αύτώ δόξη ψευδής είναι, ενίοτε μέν ών, ενίοτε δ ’ ούκ ών, κα'ι αύθις έτερος κα'ι έτερος κα'ι μάλιστα δή οί περ'ι τους άντιλογικους λόγους διατρίψαντες οίσθ’ ότι τελευτώντες οίονται σοφώτατοι γεγονέναι κα'ι κατανενοηκέναι μόνοι ότι ούτε των πραγμάτων ούδενός ούδέν υγιές ουδέ βέβαιον ούτε των λόγων, άλλα πάντα τά όντα άτεχνώς ώσπερ εν Εύρίπω άνιο κάτω στρέφεται κα'ι χρόνον ούδένα εν οΰδεν'ι μένει. Πάνυ μέν ουν, έφην έγώ, άληθή λέγεις. Ούκοΰν, ώ Φαίδων, έφη, οίκτρόν άν είή το πάθος, εί όντος δή τίνος άληθοΰς κα'ι βεβαίου λόγου κα'ι δυνατού κατανοήσαι, έπειτα διά τό παραγίγνεσθαι τοιοΰτοις τισ'ι λόγοις, τοΐς αύτοίς τοτέ μέν δοκοΰσιν άληθέσιν είναι, τοτέ δέ μή, μή έαυτόν τις αίτιωτο μηδέ την έαυτοΰ άτεχνίαν, άλλα τελευτών διά τό άλγεΐν ασμενος έπ'ι τους λόγους άφ ’ έαυτοΰ την αιτίαν άπώσαιτο κα'ι ήδη τον λοιπόν βίον μισών τε κα'ι λοιδορών τους λόγους διατελοΧ, των δέ όντων τής άληθείας τε κα'ι επιστήμης στερηθείη. Νή τον Δία, ήν δ ’ έγώ, οίκτρόν δήτα. Πρώτον μέν τοίνυν, έφη, τοΰτο εύλαβηθώμεν, κα'ι μή παρίωμεν εις τήν ψυχήν ώς των λόγων κινδυνεύει ούδέν υγιές είναι, άλλά πολύ μάλλον ότι ήμεΧς ούπω ύγιώς έχομεν, άλλά άνδριστέον κα'ι προθυμητέον ύγιώς έχειν, σο'ι μέν ουν κα'ι τοΧς άλλοις κα'ι τοΰ

350


Γιατί

και

πώς ζουν ανάμεσ

Φυσικό, είπε. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι το ίδιο με τους λόγους των ανθρώπων που εσύ πριν από λίγο με προέτρεψες κι εγώ σε ακολούθησα, αλλά η διαφορά είναι ότι όταν κάποιος πιστέψει σε κάποιον λόγο επειδή είναι αληθινός κι όχι ρητορικά ειπωμένος, κι ύστερα από λίγο του φανεί ότι ήταν ψέματα, καμιά φορά είναι, κι άλλες όχι, και ύστερα άλλος και άλλος. - και μάλιστα όσοι έχουν ασχοληθεί με τις αντιλογίες ,θεωρούν ότι όταν τελειώσουν έχουν γίνει πιο σοφοί κι έχουν κατανοήσει από μόνοι τους ότι τίποτε από τα πράγματα δεν είναι υγιές, ούτε σίγουρο από τους λόγους, αλλά όλα τα όντα τεχνηέντως στρέφονται, όπως ο Εύριπος, πάνω κάτω και δε μένει ούτε μια στιγμή σταθερό. Πολύ μεγάλη αλήθεια, λες, είπα εγώ. Λοιπόν, Φαίδωνα, θα ήταν φοβερό λάθος, αν κάποιον λόγο που ήταν δυνατός και βέβαι­ ος και αληθινός στο να τον καταλάβει κάποιος, έπειτα επειδή ειπώθηκαν κάποιοι τέτοιου εί­ δους τεχνικοί λόγοι, αυτά που νόμιζε πριν ότι είναι αλήθεια, τώρα να μην τα πιστεύει; και τότε δε θα κατηγορούσε τον εαυτό του, για την ατεχνία του, αλλά θα κατηγορούσε εξ αιτίας του παθήματος του τους λόγους και στην υπό­ λοιπη ζωή του θα μισούσε και θα χλεύαζε όσους ασχολούνται με τους λόγους κι έτσι θα στερούταν την αλήθεια και την γνώση. Μα τον Δία, είπα εγώ, πράγματι φοβερό. Πρώτα, λοιπόν, είπε αυτό να προσέξουμε, μην αφήσουμε τη ψυχή μας να πιστέψει ότι δεν είναι υγιείς οι λόγοι, άλλα πολύ περισσό­ τερο ότι εμείς είμαστε υγιείς, αλλά και θαρρα­ λέοι και πρόθυμοι να είμαστε υγιείς και για σένα και τους άλλους στην υπόλοιπη ζωή σας

351


Δ. Δ.

Λιακόπο

έπειτα βίου παντός ένεκα, έμο'ι δέ αύτοΰ ένεκα τοϋ θανάτου, ώς κινδυνεύω έγωγε εν τφ παρόν τι περ'ι αύτοΰ τούτου ου φιλοσόφως έχειν άλλ’ ώσπερ οί πάνυ άπαίδευτοι φιλονίκως. κα'ι γάρ έκεΧνοι όταν περί του άμφισβητώσιν, όπη μεν έχει περ'ι ών αν ό λόγος η ου φροντίζουαιν, όπως δέ ά αύτο'ι έθεντο ταΰτα δόξει τοις παροΰσιν, τούτο προθυμούνται. κα'ι έγώ μοι δοκώ εν τφ παρόντι τοσοΰτον μόνον έκείνων διοίσειν ου γάρ όπως τοις παροΰσιν ά έγώ λέγω δόξει άληθή είναι προθυμήσομαι, εΐ μη είη πάρεργον, άλλ’ όπως αύτω έμο'ι ότι μάλιστα δόξει ούτιυς εχειν. λογίζομαι γάρ, ώ φίλε έταίρεθέασαι ώς πλεονεκτικώςει μέν τυγχάνει άληθή όντα ά λέγω, καλώς δη έχει το πεισθήναι εΐ δέ μηδέν έστι τελευτήσαντι, άλλ’ ούν τούτον γε τον χρόνον αυτόν τον προ τού θανάτου ήττον τοΐς παρούσιν αηδής έσομαι όδυρόμενος, ή δέ άνοιά μοι αύτη ου συνδιατελεΐκακόν γάρ άν ήνάλλ’ ολίγον ύστερον άπολεΧται. παρεσκευασμένος δη, έφη, ώ Σιμμία τε κα'ι Κέβης, ούτωσ'ι έρχομαι έπ'ι τον λόγον ύμεΧς μέντοι, άν έμο'ι πείθησθε, σμικρόν φροντίσαντες Σωκράτους, τής δέ άληθείας πολύ μάλλον, έάν μέν τι ύμΧν δοκώ άληθές λέγειν, συνομολογήσατε, εί δέ μη, παντ'ι λόγω αντιτείνετε, ευλαβούμενοι όπως μη έγώ υπό π ρ ο ­ θυμίας άμα έμαυτόν τε κα'ι υμάς έξαπατήσας, ώσπερ μέλιττα τό κέντρον έγκαταλιπών οίχήσομαι. Ά λλ’ ίτέον, έφη. πρώτον με ύπομνήσατε ά έλέγετε, έάν μη φαίνωμαι μεμνημένος. Σιμμίας μέν γάρ, ώς έγωμαι, άπιστεΧ τε κα'ι φοβείται μη ή ψυχή όμως κα'ι θειότερον κα'ι κάλλιον ον τού σώματος προαπολλύηται έν άρμονίας είδει ούσα Κέβης δέ μοι έδοξε τούτο μέν έμο'ι συγχωρεΧν, πολυχρονιώτερόν γε είναι ψυχήν σώματος, άλλά

352


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

και για μένα εξ αιτίας αυτού εδώ του θανάτου γιατί κινδυνεύω αντί να φιλοσοφώ για αυτό να φιλονικώ σαν αμόρφωτος. Γιατί αυτοί όταν έχουν κάποια αμφισβήτηση, δεν στρέφουν την προσοχή τους στην ουσία του λόγου, αλλά πώς όσα αυτοί εξέθεσαν αυτό θα φανεί σωστό στους παρόντες, αυτό επιθυμούν. Κι εγώ τώρα μου φαίνεται, ότι τόσο μόνο διαφέρω από εκείνους. Όχι πώς επιθυμώ να φανούν αληθινά όσα λέω στους παρόντες, αν δεν το κάνω παράλληλα, αλλά πώς στον εαυτό μου να φανεί ότι έτσι είναι. Γιατί σκέφτομαι, αγαπημένε φίλε, αν τυχαίνει να είναι αληθινά όσα λέω και τότε καλό είναι να πεισθούμε. Αν, όμως, δεν υπάρχει τίποτα, όταν πεθαίνουμε, αλλά αυτόν τον χρόνο πριν από τον θάνατο λιγότερο θα θρηνήσω από τους παρόντες, κι η αμυαλιά μου αυτή δεν θα μείνει εδώ - γιατί θα ήταν κακό- αλλά λίγο αργότερα θα χαθεί. Κι αφού προετοιμάστηκα, Σιμμία και Κέβη, έρχο­ μαι και στον λόγο, τώρα. Κι εσείς αν πειστείτε σε μένα, λιγότερο νοιαστείτε τον Σωκράτη και περισσότερο την αλήθεια. Κι αν σας φανώ ότι λέω κάτι αληθινό συμφωνείστε, αν όχι, προβά­ λετε κάθε αντίρρηση, σεβόμενοι πως εγώ, όχι από προθυμία εξαπάτησα κι εσάς και τον εαυτό μου, και θα φύγω σαν τη μέλισσα που αφήνει το κεντρί της. Πάμε, λοιπόν, αλλά πρώτα θυμίστε μου όσα λέγατε, αν φανώ να μην τα θυμάμαι. Γιατί ο Σιμμίας, όπως νομίζω, δυσπιστεί και φοβάται ότι η ψυχή, που είναι πιο κοντά στο θείο και καλύτερη από το σώμα, χάνεται πρωτύτερα σαν τη μελωδία. Κι ο Κέβης μου φάνηκε ότι σε αυτό συμφωνεί με εμένα, ότι η ψυχή ζει πε­ ρισσότερο από το σώμα, 12 αλλά αυτό είναι

353


Δ. Δ.

Λιακόπο

τόδε άδηλον παντί, μή πολλά δή σώματα κα'ι πολλάκις κατατρίψασα ή ψυχή τδ τελευταΐον σώμα καταλιποϋσα νυν αυτή άπολλΰηται, κα'ι η αύτδ τοΰτο θάνατος, ψυχής όλεθρός, έπε'ι σώμα γε άε'ι άπολλυμενον ούδέν παύεται, αρα άλλ’ ή τα ϋτ’ έστίν, ώ Σιμμία τε κα'ι Κέβης, α δει ημάς έπισκοπεΐσθαι; Συνωμολογείτην δή ταΰτ’ είναι άμφιο. Πότερον οΰν, εφη, πάντας τους εμπροσθε λόγους ούκ άποδέχεαθε, ή τους μέν, τους δ’ ου; Τους μέν, έφάτην, τους δ’ ου. Τί οΰν, ή δ’ δς, περ'ι εκείνου του λόγου λέγετε εν ω έφαμεν την μάθηοιν άνάμνησιν είναι, κα'ι τοΰτου ούτως έχοντος άναγκαίως έχειν άλλοθι πρότερον ημών είναι την ψυχήν, πρ'ιν εν τώ σώματι ένδεθήναι; Έγώ μέν, έ’φ η ό Κέβης, και τότε θαυ-

354


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μα ς άδηλο σε όλους, μήπως η ψυχή, αφού πολλές φορές φθείρει πολλά σώματα, εγκαταλείποντας το τελευταίο σώμα κι αυτή χαθεί, και αυτός είναι ο θάνατος , ο όλεθρος της ψυχής, γιατί ένα σώμα που χάνεται ποτέ δεν παύεται. Αυτά δεν είναι Σιμμία και Κέβη, όσα πρέπει εμείς να εξετάσουμε; Και συμφώνησαν σε αυτά κι οι δύο. Ποιο από τα δύο, είπε, αποδέχεστε όλα όσα είπαμε πριν, ή κάποιους ναι κι άλλους όχι; Κάποιους ναι και κάποιους όχι. Λοιπόν, είπε εκείνος, λέτε για αυτό που είπαμε ότι η γνώση είναι ανάμνηση 1213 και ότι αφού αυτό είναι έτσι, αναγκαστικά υπάρχει η ψυχή πριν μπει στο σώμα μας; Εγώ είπε ο Κέβης και τότε πολύ πείστηκα 12. Στοσημείο αυτό να τονίσουμε ότι ο Σωκράτης την ψυχή αθάνατη. 13. Η φράση αυτή, το ότι η γνώση είναι ανάμνηση, για πολλούς περνά χωρίς καμία σημασία. Είναι όμως τόσο μα τόσο σημαντική. Για σκεφτείτε, πώς μπο­ ρεί η γνώση να είναι ανάμνηση. Πώς είναι δυνατόν να γνωρίζουμε τα πάντα από παλιά; Η αρχική μας ερώτηση θα ήταν ποιος έχει τη γνώση. Η ψυχή ή το σώμα με τον εγκέφαλο που το κινεί; Και πώς είναι δυνατόν να γνωρίζουμε τα πάντα; Μήπως όλα είναι γραμμένα μέσα σε ένα μυστικό κώδικα μέσα στο μας; Αν κάποιοι θέλουν να αμφισβητήσουν τα λόγια του μεγάλου δάσκαλου Σωκράτη, ας σκεφτούν τα εξής: Ποιος μας μαθαίνει να βλέπουμε, να αναπνέ­ ουμε, να ακούμε, να τρώμε, να χωνεύουμε, να αγαπάμε, να μισούμε, να θυμώνουμε, να συγχωρούμε, να επιθυμούμε, να υπομένουμε, να επιμένουμε, να πολλαπλασιαζόμαστε, να συγχωρούμε, αλλά και να επιζητούμε το θείο; Κανείς, θα μου πείτε. Τα γνωρίζουμε όλα από τη στιγμή που γεννιόμαστε και παίρνουμε την πρώτη μας ανάσα, καθώς πνιγόμαστε μέσα στον αέρα. Ποιος μας τα έμαθε; Να σας πω και κάτι άλλο; Πάρτε ένα μικρό παιδάκι, άπειρο στον κόσμο μας και σταθείτε μαζί του μπροστά σε ένα άγαλμα του Απόλλωνα και στο άγαλμα ενός Νεφελίμ ...Καταλάβατε που το πάω! θα είναι και στους δυο σας ευχάριστο και του Νεφελίμ δυσάρεστο. Ομοίως ένας άγγελος θεωρείται όμορφος και ένας δαίμονας τρομακτικός, χωρίς κανείς να μας το μάθει. Η γνώση λοιπόν είναι ανάμνηση σε οτιδήποτε βασικό για την ύπαρξή μας. Είναι σαν το ποδήλατο, δεν την ξεχνάς ποτέ. Περνάει χωρίς διδασκαλία από γενιά σε γενιά. Αυθόρμητα, ήρεμα και σίγουρα. 355


Δ. Λ. Λιακόπουλος

μαστώς ώς έπείσθην ύ π’ αύτοϋ και νυν εμμένω ώς ούδενί λόγω. Κα'ι μήν, έφη ό Σιμμίας, κα'ι αυτός ούτως έχω, κα'ι πάνυ αν θαυμάζοιμι ει μοι περί γε τούτου άλλο ποτέ τι δόξειεν. Κα'ι ό Σωκράτης, Ά λλα άνάγκη σοι, έφη, ώ ξένε Θηβαίε, άλλα δόξαι, έάνπερ μείνη ηδε ή οϊησις, τό αρμονίαν μέν είναι σύνθετον πράγμα, ψυχήν δε άρμονίαν τινά έκ των κατά τό σώμα έντεταμένων συγκεισθαι ού γάρ που άποδέξη γε σαυτοΰ λέγοντος ώς πρότερον ην άρμονία συγκειμένη, πρ'ιν εκείνα είναι έξ ών έδει αυτήν συντεθήναι. ή άποδέξη; Ούδαμώς, έφη, ώ Σώκρατες. Αισθάνη ούν, ή δ ’ ος, ότι ταΰτά σοι συμβαίνει λέγειν, όταν φής μέν είναι την ψυχήν πριν κα'ι εις άνθρώπου είδος τε κα'ι σώμα άφικέσθαι, είναι δε αυτήν συγκειμένην έκ τών ούδέπω όντων; ού γάρ δή άρμονία γέ σοι τοιοΰτόν έστιν ω άπεικάξεις, άλλα πρότερον κα'ι ή λύρα κα'ι αί χορδα'ι κα'ι οί φθόγγοι έτι άνάρμοστοι όντες γίγνονται, τελευταΧον δε πάντων συνίσταται ή άρμονία κα'ι πρώτον άπόλλυται. ούτος ούν σοι ό λόγος έκείνω πώς συνςίσεται; Ούδαμώς, έφη ό Σιμμίας. Και μήν, ή δ’ ός, πρέπει γε εϊπερ τψ άλλο) λόγιο συνωδώ είναι κα'ι τώ περ'ι άρμονίας. Πρέπει γάρ, έφη ό Σιμμίας. Ούτος τοίνυν, έφη, σοι ού συνωδός άλλ’ όρα πότερον αίρή τών λόγων, τήν μάθησιν άνάμνησιν είναι ή ψυχήν άρμονίαν; Πολύ μάλλον, έφη, εκείνον, ώ Σώκρατες. όδε μέν γάρ μοι γέγονεν άνευ άποδείξεως μετά είκότος τίνος καί εύπρεπείας, όθεν καί τοίς πολλοις δοκεΧ άνθρωποις εγώ δε τοΧς διά τών εικότων τάς άποδείξεις ποιουμένοις λόγοις σΰνοιδα ούσιν άλαζόσιν, καί άν τις αύτούς μή φυλάττηται, εν μάλα έξαπατώσι, καί εν γεωμετρίςχ καί εν τοΧς άλλοις

356


Γιατί και

πώς ζουν ανάμεσ

απ'αυτό και τώρα επιμένω πως δεν χρειάζεται να το συζητήσουμε. Κι εγώ, είπε ο Σιμμίας, την ίδια άποψη έχω και πολύ θα απορούσα αν ποτέ άλλαζα γνώμη. Κι ο Σωκράτης είπε: Αναγκαστικά ξένε Θηβαίε, άλλα θα θεωρήσεις αν συνεχίσεις να έχεις την άποψη, ότι η αρμονία είναι σύνθετο πράγμα, κι η ψυχή είναι κάποιου είδους αρμονία που συγκατοικεί με το σώμα. Γιατί δε θα μπορείς να αποδείξεις ότι η αρμονία υπάρχει πριν συντεθεί, από αυτά που πρέπει, ή όχι; Με τίποτα, Σωκράτη. Αντιλαμβάνεσαι, λοιπόν, ότι αυτό που συμβαίνει να λες, είπε εκείνος, όταν λες ότι η ψυχή υπάρχει πριν φτάσει σε ανθρώπινο σώμα κι ότι έχει συντεθεί από πράγματα που πριν δεν υπήρχαν; Αλλά η αρμονία δεν είναι κάτι τέτοιο που λες, γιατί η λύρα κι οι χορδές κι οι νότες ακόμα ασυνδύαστα υπάρχουν και στο τέλος συνδυάζονται και δημιουργείται η αρμονία και πρώτη χάνεται. Αυτός ο λόγος μα τον άλλον πώς ταιριάζει; Με κανέναν τρόπο, είπε ο Σιμμίας. Κι όμως, είπε αυτός, πρέπει αν είναι να συμφωνήσει με τον άλλον λόγο. Πρέπει, είπε ο Σιμμίας. Έτσι είναι, αλλά κοίτα ποιον από τους δύο λόγους θα κρατήσεις, ότι η γνώση είναι ανά­ μνηση ή ότι η ψυχή είναι αρμονία; Πολύ περισσότερο, Σωκράτη, τον πρώτο. Γιατί αυτός μου δημιουργήθηκε χωρίς από­ δειξη και με φυσικότητα, όπως και στους πε­ ρισσότερους ανθρώπους. Εγώ ξέρω καλά ότι είναι αλαζόνες όσοι από αυτά που φαίνονται κάνουν τις αποδείξεις στους λόγους, κι αν κάποιος αυτούς δεν προσέχει, εύκολα τον εξα357


Δ. Δ. Λιακόπουλος

άπασιν. ό δέ περί τής άναμνήσεως και μαθήσεως λόγος δι’ ύποθέσεως άξίας άποδέξασθαι ειρηται. έρρήθη γάρ που ούτως ημών είναι ή ψυχή κα'ι πρ'ιν εις σώμα άφικέσθαι, ώσπερ αυτής έστιν ή ουσία Αχούσα την επωνυμίαν την του "δ έστιν” εγώ δέ ταΰτην, ώς έμαυτδν πείθω, ίκανώς τε κα'ι όρθώς άποδέδεγμαι. άνάγκη ούν μοι, ώς έοικε, διά ταΰτα μήτε έμαυτοϋ μήτε άλλου άποδέχεσθαι λέγοντος ώς ψυχή έστιν αρμονία. Τί δέ, ή δ ’ δς, ώ Σιμμία, τήδε; δοκεΐ σοι άρμονίρ ή άλλη τιν'ι συνθέσει προσήκειν άλλως πως έχειν ή ώς άν έκεΐνα έχη εξ ών αν συγκέηται; Ούδαμώς. Ουδέ μην ποιειν τι, ώς έγωμαι, ουδέ τι πάσχειν άλλο παρ’ ά άν εκείνα ή ποιή ή πάσχη; Συ νέφη. Ούκ άρα ήγεΐσθαί γε προσήκει αρμονίαν τούτων εξ ών άν συντεθή, άλλ’ έπεσθαι. Συνεδόκει. Πολλοϋ άρα δεΧ έναντία γε άρμονία κινηθήναι άν ή φθέγξασθαι ή τι άλλο έναντιωθήναι τοΧς αυτής μέρεσιν. Πολλοΰ μέντοι, έφη. Τί δέ; ούχ ούτως άρμονία πέφυκεν είναι έκαστη άρμονία ώς άν άρμοσθή; Ού μανθάνω, έφη. Η ούχί, ή δ ’ δς, άν μέν μάλλον άρμοσθή κα'ι έπ'ι πλέον, εϊπερ ένδέχεται τοΰτο γίγνεσθαι, μάλλον τε άν άρμονία ειη κα'ι πλείων, εί δ’ ήττόν τε κα'ι έπ’ έλαττον, ήττων τε κα'ι έλάττων; Πάνυ γε. ΤΗ ουν έστι τοΰτο περ'ι ψυχήν, ώστε κα'ι κατά τδ σμικρδτατον μάλλον έτέραν έτέρας

358


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσά μ

πατούν και στη γεωμετρία και σε όλα. Κι αυτό για την ανάμνηση και τη μάθηση με αντάξια υπόθεση εύκολα έγινε αποδεκτός. Γιατί ειπώθηκε ότι κάπου είναι η ψυχή και πριν φτά­ σει στο σώμα, όπως ακριβώς δική της είναι η ουσία που φέρει το όνομα ‘αυτού που πραγμα­ τικά υπάρχει’. Εγώ, λοιπόν, αυτή πιστεύω και την έχω αποδεχθεί σωστά και ικανοποιητικά. Κι είναι ανάγκη, όπως φαίνεται, εξ αιτίας αυτών ούτε εγώ, ούτε άλλος αποδέχομαι να πει ότι η ψυχή είναι αρμονία. Λοιπόν , είπε αυτός, Σιμμία; Σου φαίνεται ότι στην αρμονία, ή σε κάποια άλλη σύνθεση ταιριάζει να είναι κάπως αλλιώς ή όντως από εκείνα που συντίθεται υπάρχει; Καθόλου. Κι όπως εγώ νομίζω, κάνει ή παθαίνει κάτι άλλο από αυτά που κάνει ή παθαίνει; Συμπλήρωσε. Προφανώς ταιριάζει να θεωρήσουμε ότι η αρμονία προέρχεται από αυτά που συντέθηκε και τα ακολουθεί, συμφώνησε. Κι η αρμονία δε μπορεί να έχει κάποια νότα ή κίνηση ή κάτι άλλο που να αντιτίθεται σε αυτά που την αποτελούν. Αδύνατον, είπε. Λοιπόν; Η αρμονία δε γεννήθηκε έτσι, ώστε η κάθε αρμονία να είναι όπως της αρμό­ ζει; Δεν καταλαβαίνω, είπε. Κι αυτός είπε: Δε θα είναι πιο πολύ αρμονία αν είναι περισσότερο εναρμονισμένη και λιγότερο, αν είναι λιγότερο; Ναι. Ισχύει αυτό και για την ψυχή ή κάποια ψυχή είναι πολύ μικρότερη από κάποια άλλη ή

359


Λ. Δ. Λιακόπουλος

ψυχής έπ'ι πλέον και μάλλον ή έπ’ έλαττον και ηττον αύτο τούτο είναι, ψυχήν; Ούδ’ όπωστιούν, έφη. Φέρε δή, έφη, προς Διός λέγεται ψυχή ή μεν νουν τε έχειν κα'ι άρετήν και είναι άγαθή, ή δε άνοιάν τε κα'ι μοχθηρίαν κα'ι είναι κακή; κα'ι ταύτα άληθώς λέγεται; ’Αληθώς μέντοι. Τών ούν θεμένων ψυχήν αρμονίαν είναι τί τις φήσει ταύτα δντα είναι έν ταΐς ψυχαις, τήν τε άρετήν κα'ι τήν κακίαν; πάτερον άρμονίαν αΰ τινα άλλην κα'ι άναρμοστίαν; κα'ι τήν μεν ήρμόσθαι, τήν αγαθήν, κα'ι έχειν έν αυτή άρμονίμ ούοη άλλην άρμονίαν, τήν δε άνάρμοατον αυτήν τε είναι και ούκ έχειν έν αυτή άλλην; Ούκ έχω έγωγ’, έφη ό Σιμμίας, είπεϊν δήλον δ ’ δτι τοιαύτ’ ά ττ’ άν λέγοι ό έκεΐνο ύποθέμενος. ’Αλλά προωμολόγηται, έφη, μηδέν μάλλον μηδ’ ηττον έτέραν έτέρας ψυχήν ψυχής είναι τούτο δ’ έστι το όμολόγημα, μηδέν μάλλον μηδ’ έπ'ι πλέον μηδ’ ηττον μηδ’ έπ’ έλαττον έτέραν έτέρας άρμονίαν άρμονίας είναι, ή γάρ; Πάνυ γε. Τήν δέ γε μηδέν μάλλον μηδέ ηττον άρμονίαν ούσαν μήτε μάλλον μήτε ηττον ήρμόσθαι έστιν ούτως; Έ στιν. Ή δέ μήτε μάλλον μήτε ηττον ήρμοσμένη έστιν δτι πλέον ή έλαττον άρμονίας μετέχει, ή τδ ίσον; Το ίσον. Ούκοΰν ψυχή έπειδή ούδέν μάλλον ούδ’

360


Γιατί και

πώς ζουν ανάμεσ

πολύ ή λίγο μεγαλύτερη από κάποιαν άλλη; Με κανένα τρόπο. Έλα, λοιπόν, πες, για όνομα του Δία. Λέγε­ ται ότι η μια ψυχή έχει νου κι αρετή κι είναι αγαθή, ενώ η άλλη άνοια και μοχθηρία κι ότι είναι κακή; κι αυτό σωστά λέγεται; Σωστά. Κι από αυτούς που θεωρούν ότι η ψυχή είναι κάποιου είδους αρμονία 14 τι θα πει κάποιος ότι είναι αυτά στις ψυχές; Ποιο από τα δύο, ότι υπάρχει μια άλλη αρμονία, και μια άλλη ασυμ­ φωνία, και ότι η ενάρετη ψυχή είναι εναρμονι­ σμένη, κι η ίδια είναι μια αρμονία κι έχει μια άλλη αρμονία μέσα της, κι ότι η ανάρμοστη ψυχή είναι αυτή και δεν έχει καμία αρμονία μέσα της; Δεν μπορώ να πω, είπε ο Σιμμίας, Είναι φανερό ότι αυτά θα έλεγε αυτός που υποθέτει αυτό. Αλλά έχει συμφωνηθεί από πριν, είπε, ότι καθόλου περισσότερο, ούτε λιγότερο ψυχή είναι η μία ψυχή από την άλλη. Αυτό είναι συμφωνημένο ότι υπάρχει περισσότερη και καλύτερη και λιγότερη και μικρότερη αρμονία. Σωστά; Μάλιστα. Κι αυτή που δεν είναι ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο αρμονία, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο έχει εναρμονισθεί. Έτσι; Έτσι. Κι αυτή που δεν έχει εναρμονισθεί περισσό­ τερο ή λιγότερο μετέχει εξ ίσου στην αρμονία, λιγότερο ή περισσότερο: Εξ ίσου. Η ψυχή, λοιπόν, επειδή δεν είναι περισσότε14. Εδώ βλέπουμε την προσπάθεια να ορίσουν το τι είναι η ψυχή. Το σίγουρο είναι ότι κανείς μας δεν μπορεί να ορίσει τι είναι κάτι το οποίο είναι αδύνα­ τον να κατανοήσει.

ί

361


Δ.

Δ.

Λιακόπο

ήττον άλλη άλλης αύτο τοΰτο, ψυχή, έστίν, ουδέ δη μάλλον ουδέ ήττον ήρμοσται; Οΰτω. Τοΰτο δέ γε πεπονθυια ούδέν πλέον άναρμοστίας ουδέ αρμονίας μετέχοι αν; Ού γάρ ούν. Τοΰτο δ ’ αύ πεπονθυια α ρ’ αν τι πλέον κακίας ή άρετής μετέχοι έτέρα έτέρας, εϊπερ ή μέν κακία άναρμοοτία, ή δέ αρετή άρμονία ειη; Ούδέν πλέον. Μάλλον δέ γέ που, ώ Σιμμία, κατά τον όρθδν λόγον κακίας ούδεμία ψυχή μεθέξει, ε’ίπερ άρμονία έστίν άρμονία γάρ δήπου παντελώς αύτο τοΰτο ούσα, άρμονία, άναρμοστίας ούποτ' άν μετάσχοι. Ού μέντοι. Ούδέ γε δήπου ψυχή, ούσα παντελώς ψυχή, κακίας. Πώς γάρ εκ γε τών προειρημένων; Έκ τούτου άρα τοΰ λόγου ήμίν πάσαι ψυχα'ι πάντων ζώων ομοίως άγαθα'ι έσον-

362


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσά μ

ρο ή λιγότερο ψυχή από άλλη, είναι ψυχή κι ούτε έχει εναρμονιστεί περισσότερο ή λιγότερο. Έτσι, είναι. Κι αυτό συμβαίνει επειδή δεν μετέχει ούτε στην αρμονία ούτε στη δυσαρμονία; Δε μετέχει, βέβαια. Αυτό θα μπορούσε να το πάθει, αν μετείχε περισσότερο στην κακία ή την αρετή η καθεμία, αν η κακία είναι δυσαρμονία κι η αρετή αρμονία; Καθόλου περισσότερο. Μάλλον, λοιπόν, Σιμμία, σύμφωνα με την ορθή λογική στην κακία καμία ψυχή δε μετέχει, αν βέβαια είναι αρμονία. Γιατί μία αρμονία που είναι ακριβώς αυτό δε θα μετείχε ποτέ στην δυσαρμονία. Όχι, βέβαια. Κι έτσι η ψυχή που είναι τελείως ψυχή, στην κακία. Πως θα μπορούσαμε να το πούμε αυτό από όσα ειπώθηκαν; Από αυτόν, λοιπόν, τον λόγο μας προκύπτει ότι όλες οι ψυχές όλων των ζωντανών οργανι-15 15. Εδώ βλέπουμε ότ/ καθώς η συζήτηση προωθείται, είναι ξεκάθαρο ότι θεω­ ρούσαν ότι η καλοσύνη και η λογική είναι συνυφασμένες με την αρμονία, ενώ η κακία είναι συνυφασμένη με την δυσαρμονία. Η αρμονία δηλαδή των αντιθέτων στο ψηφιακό σόμπαν, ήταν αυτό που ίσχυε πριν την επανάσταση του Σαμαέλ. Μετά, η δυσαρμονία, αποτέλεσμα της επι­ λογής του κακού από τους ανθρώπους, έφερε την κατάρρευση του αρμονικού σύμπαντος στον πρώτο και δεύτερο ουρανό, ή αν θέλετε στο πρώτο και δεύτερο επίπεδο της δημιουργίας, αλλά και σε ένα μικρό τμήμα του τρίτον επιπέδου που βρισκότανε σε επαφή με το δεύτερο επίπεδο.

363


Α. Δ. Λιακόπουλος

ται, εϊπερ ομοίως ψυχαΐ πεφύκασιν αυτό τοϋτο, ψυχαί, είναι. ’Έμοιγε δοκει, εφη, ώ Σώκρατες. ΤΗ και καλώς δοκει, ή δ ’ δς, ούτω λέγεσθαι, κα'ι πάσχειν αν ταΰτα ό λόγος εΐ ορθή ή ύπόθεσις ην< ™ ψυχήν άρμονίαν είναι; Ο ύδ’ όπωστιοΰν, έφη. Τί δέ; η δ ’ δς των έν άνθρώπιρ πάντων έσθ’ δτι άλλο λέγεις άρχειν ή ψυχήν άλλως τε κα'ι φρόνιμον; Ούκ έγωγε. Πότερον συγχωρούσαν τοΐς κατά τδ σώμα πάθεσιν ή κα'ι έναντιουμένην; λέγω δέ τδ τοιόνδε, οιον καΰματος ένόντος κα'ι δίψους έπ'ι τουναντίον έλκειν, τδ μή πίνειν, κα'ι πείνης ένουσης έπ'ι τδ μή έσθίειν, και άλλα μυρία που όρώμεν έναντιουμένην την ψυχήν τοΐς κατά τδ σώμα ή οΰ; Πάνυ μέν ούν. Ούκοΰν αΰ ώμολογήσαμεν έν τοΐς πρόσθεν μήποτ’ άν αυτήν, άρμονίαν γε ούσαν, εναντία μδειν οις έπιτείνοιτο καί χαλωτο και ψάλλοιτο καί άλλο ότιοΰν πάθος πάσχοι έκεΐνα έξ ών τυγχάνοι ουσα, άλλ’ έπεσθαι έκείνοις και ουποτ’ άν ήγεμονεΰειν; Ώμολογήσαμεν, εφη πώς γάρ ου; Τ ί ούν; νυν ού παν τουναντίον ήμΐν φαίνεται έργαζομένη, ήγεμονεΰουσά τε έκείνων πάντων έξ ών φησί τις αυτήν είναι, καί έναντιουμένη ολίγου πάντα διά παντδς του βίου και δεσπόζουσα πάντας τρόπους, τά μέν χαλεπώτερον κολάζουσα καί μετ’ άλγηδόνων, τά τε κατά τήν γυμναστικήν καί τήν ιατρικήν, τά δέ πραότερον, καί τά μέν άπειλοϋσα, τά δέ νουθετούσα, ταΐς έπιθυμίαις κα'ι όργαΐς κα'ι

364


Γιατί και πώς ζουν

μας

σμών θα είναι όμοια αγαθές, αν βέβαια όμοια ψυχές αυτό καθεαυτό έχουν γεννηθεί. Έτσι μου φαίνεται, Σωκράτη, είπε. Αλήθεια και καλώς σου φαίνεται, είπε εκείνος, ότι έτσι λέγεται και θα μπορούσε να τα πάθει αυτά ο λόγος, αν ήταν ορθή υπόθεση ότι η ψυχή είναι αρμονία. Με κανέναν τρόπο. Λοιπόν; Είπε αυτός. Τι άλλο λες ότι κυρι­ αρχεί σε όλους τους ανθρώπους παρά η ψυχή και μάλιστα η συνετή; Τίποτα. Και ποιο από τα δύο, συμφωνεί με τα λάθη του σώματος ή εναντιώνεται; Και λέω κι αυτό, για παράδειγμα, όταν έχει καύσωνα και διψάει κανείς τον τραβά στο αντίθετο, στο να μην πιει, κι όταν πεινάει, στο να μη φάει και χιλιάδες άλλα, βλέπουμε κάπου την ψυχή να εναντιώνε­ ται στο σώμα ή όχι; Πολλές φορές. Συμφιυνήσαμε, λοιπόν, πάλι με τα προη­ γούμενα ότι αυτή με τίποτα, αν ήταν αρμονία δε θα τραγουδούσε αντίθετα σε όσα ανέβαιναν κλίμακα και κατέβαιναν και ψελνόταν κι ό,τι άλλο συμβαίνει σε αυτά από τα οποία τυχαίνει να έχει συντεθεί, αλλά θα ακολουθούσε αυτά και ποτέ δε θα κυριαρχούσε πάνω τους; Το συμφωνήσαμε, είπε. Πώς όχι; Λοιπόν; Τώρα που μας φαίνεται ότι κάνει κάθε τι το αντίθετο και κυριαρχεί πάνω σε όλα αυτά, που ισχυρίζονται ότι την αποτελούν, και εναντιώνεται σχεδόν για όλη τη ζωή και δεσπό­ ζει με όλους τους τρόπους κι άλλα τα τιμωρεί σκληρότερα και επώδυνα, τα σχετικά με την ιατρική και την γυμναστική, κι άλλα ηπιότερα, κι άλλα τα απειλεί, κι άλλα τα νουθετεί με τις επιθυμίες και τις οργές και τους φόβους , σα να 365


Δ. Δ.

Λιακόπο

φόβοις ώς άλλη οΰσα άλλο) πράγματι διαλεγομένη; οιόν που και 'Όμηρος έν Όδυσσείρ πεποίηκεν, ου λέγει τον Όδυσσέα στήθος δέ πλήξας κραδίην ήνίπαπε μΰθφ τέτλαθι δη, κραδίη και κΰντερον άλλο πο τ’ έτλης. ά ρ’ οϊει αύτδν ταΰτα ποίησαι διανοούμενον ώς αρμονίας αυτής οΰσης και οιας άγεσθαι ύπδ τών του σώματος παθημάτων, άλλ’ ούχ οιας αγειν τε ταΰτα κα'ι δεσπόζειν, κα'ι οΰσης αυτής πολύ θειοτέρου τίνος πράγματος ή καθ’ άρμονίαν; Νή Δία, ώ Σώκρατες, έμοιγε δοκεΐ. Ούκ άρα, ώ άριστε, ήμΧν ούδαμή καλώς έχει ψυχήν άρμονίαν τινά ψάναι είναι οΰτε γάρ άν, ώς έοικεν, Όμήρψ θείψ ποιητή όμολογοΧμεν οΰτε αύτο'ι ήμΧν αύτοΧς. Έ χ ε ι ούτως, έφη. Είεν δη, ή δ’ δς ό Σωκράτης, τά μέν 'Αρμονίας ήμΧν τής Θηβαίκής ιλεά πο)ς, ώς έοικε, μετρίως γέγονεν τί δέ δη τά Κάδμου, έφη, ώ Κέβης, πώς ίλασόμεθα κα'ι τίνι λόγω; Συ μοι δοκεΧς, έφη ό Κέβης, έξευρήσειν τουτον'ι γοΰν τον λόγον τον προς την άρμονίαν θαυμαστώς μοι είπες ώς παρά δόξαν. Σιμμίου γάρ λέγοντος ότε ήπόρει, πάνυ έθαΰμαξον ει τι έξει τις χρήσασθαι τώ λόγω αύτοΰ πάνυ οΰν μοι άτόπως έδοξεν εύθΰς την πρώτην έφοδον οΰ δέξασθαι του σου λόγου, ταΰτά δή ούκ άν θαυμάσαιμι κα'ι τον τοΰ Κάδμου λόγον εί πάθοι. Ώγαθέ, έφη ό Σωκράτης, μη μέγα λέγε, μη τις ήμΧν βασκανία περιτρέψη τον λόγον τον μέλλοντα έσεσθαι. άλλά δή ταΰτα μέν τώ θεφ μελήσει, ήμεΧς δέ Όμηρικώς εγγύς

366


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μ α ς είναι κάποια που μιλάει σε κάτι άλλο; Σαν κι αυτό που λέει κι ο Όμηρος στην Οδύσσεια, που λέει για τον Οδυσσέα, Αφού κτύπησε το στήθος του, κατέκρινε έτσι την καρδιά του: Υπόμεινε καρδιά μου! χειρότερα ήταν όσα κάποτε υπέ­ φερες. Άραγε νομίζεις ότι αυτό το έκανε σκεφτόμενος ότι αυτή είναι αρμονία και σαν τέτοια οδηγείται από τα παθήματα του σώματος, κι όχι ότι είναι τέτοια που τα οδηγεί αυτά και τα κυ­ βερνά, κι ότι είναι κάτι πολύ πιο θεϊκό από την αρμονία; Μα τον Δία, Σωκράτη, έτσι είναι. Συνεπώς, άριστε, εμείς δε μπορούμε να δεχτούμε ως σωστό ότι η ψυχή σχετίζεται με την αρμονία. Κι ούτε θα μπορούσαμε, όπως φαίνεται, με τον Όμηρο, τον Θεϊκό ποιητή και με εμάς τους ίδιους να διαφωνήσουμε. Έτσι είναι, είπε. Κι είπε ο Σωκράτης: Η εξιλέωση της Αρμονίας της Θηβαίας, όπως φαίνεται, κάπως έγινε, Κέβη, πως θα εξιλεωθούμε, όμως, στον Κάδμο και με ποιον λόγο; Μου φαίνεσαι, είπε ο Κέβης, ότι θα βρεις. Αυτόν εδώ τον λόγο σχετικά με την αρμονία αξιοθαύμαστα είπες, αν και δεν το περίμενα. Γιατί όταν έλεγε ο Σιμμίας τις απορίες του, πολύ απορούσα αν θα μπορέσει κανείς να απαντήσει στα λόγια του. Και μου φάνηκε πολύ παράξενο που η θέση του δε μπορούσε να σταθεί απέναντι στα πρώτα σου λόγια. Θα μπορούσα, λοιπόν, να θαυμάσω και τον λόγο σου προς τον Κάδμο. Αγαπητέ μου, είπε ο Σωκράτης, μη λες μεγάλα λόγια, μη ματιαστεί ο λόγος που πρό­ κειται να γίνει. Αλλά αυτά ας τα νοιαστεί ο Θεός, εμείς καθώς είμαστε πιο κοντά στον

367


Δ. Δ. Λιακόπουλος

ιόντες πειριόμεθα ει άρα τι λέγεις, έστι δέ δη τδ κεφάλαιον ών ζητείς άξιοις έπιδειχθήναι ημών την ψυχήν άναίλεθρόν τε καί αθάνατον ούσαν, ει φιλόσοφος άνήρ μέλλων άποθανεΧσθαι, θαρρών τε κα'ι ηγούμενος άποθανών εκεί εύ πράξειν διαφερόντως ή ει εν άλλω βίω βίους έτελεΰτα, μη άνόητόν τε κα'ι ηλίθιον θάρρος θαρρήσει. τδ δέ άποφαίνειν δτι ισχυρόν τί έστιν ή ψυχή κα'ι θεοειδές και ήν έτι πρότερον, πρ'ιν ημάς άνθρώπους γενέσθαι, ούδέν κοολύειν φής πάντα ταΰτα μηνΰειν αθανασίαν μέν μη, ότι δέ πολυ­ χρόνιόν τέ έστιν ψυχή κα'ι ήν που πρότερον άμήχανον όσον χρόνον κα'ι ήδει τε και έπραττεν πολλά άττα άλλα γάρ ούδέν τι μάλλον ήν αθάνατον, άλλα και αύτδ τδ εις άνθρωπον σώμα έλθεΐν άρχή ήν αυτή ολέθρου, ώσπερ νόσος και ταλαιπωρουμένη τε δή τούτον τον βίον ζωη κα'ι τελευτώσά γε εν τώ καλουμένω θανάτω άπολλΰοιτο. διαφέρειν δέ δή φής ούδέν εϊτε άπαξ εις σώμα έρχεται είτε πολλάκις, πρός γε τδ έκαστον ήμών φοβεισθαι προσήκει γάρ φοβείσθαι, εί μη άνόητος είη, τώ μή είδότι μηδέ έχοντι λόγον διδόναι ώς άθάνατόν έστι. τοιαύτ’ άττα έστίν, οίμαι, ω Κέβης, ά λέγεις κα'ι ¿ξεπίτηδες πολλάκις άναλαμβάνω, ϊνα μή τι διαφυγή ημάς, εί τέ τι βούλει, προσθής ή άφέλης. Καί ό Κέβης, Ά λ λ ’ ούδέν έγωγε έν τφ παρόντι, έφη, ούτε άφελεΐν ούτε προσθεΧναι δέομαι έστι δέ ταΰτα α λέγω. Ό ούν Σωκράτης συχνόν χρόνον έπισχών καί πρδς εαυτόν τι σκεψάμενος, Ού

368


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

Όμηρο, ας προσπαθήσουμε να δούμε τι λες. κι αυτό είναι ανακεφαλαιωτικά αυτό που ζητάς. Θέλεις να αποδειχθεί ότι η ψυχή μας είναι αθά­ νατη και δεν χάνεται, αν όταν άνδρας φιλόσο­ φος που πρόκειται να πεθάνει, έχει θάρρος και θεωρεί ότι όταν πεθάνει εκεί θα ευτυχήσει υπερβολικά ή αν πηγαίνοντας σε μία άλλη ζωή, η ζωή τελειώνει και έχει ανόητο και ηλίθιο θάρρος, κι συ λες ότι η ψυχή είναι κάτι ισχυρό και θεϊκό κι ότι υπήρχε και πρωτύτερα, πριν εμείς γίνουμε άνθρωποι και καθόλου λες όλα αυτά να σημαίνουν αθανασία, μόνο που η ψυχή ζει πολλά χρόνια και υπήρχε κάπου πρωτύτερα τόσον χρόνο αμήχανο και γνώριζε και έκανε πολλά πράγματα. Αλλά καθόλου αθάνατη δεν είναι παρόλα αυτά, αλλά όταν εισέλθει στο σώμα του ανθρώπου αυτή είναι η αρχή του χαμού της, σαν αρρώστια. Και με ταλαιπωρία ζει αυτήν τη ζωή και όταν τελειώσει, με αυτό που καλείται θάνατος, χάνεται. Και λες ότι δεν διαφέρει αυτό είτε μπει μια φορά μόνο σε σώμα, είτε πολλές, κι ότι κάθε φορά πρέπει αυτός να φοβάται. Γιατί πρέπει να φοβάται αν δεν είναι ανόητος, όποι­ ος δεν γνωρίζει και δεν έχει αποδείξεις ότι η ψυχή είναι αθάνατη. Αυτά περίπου, νομίζω, είναι, Κέβη, όσα λες. Κι επίτηδες τα επαναλαμβάνο) πολλές φορές, για να μη μας ξεφύγει κάτι κι αν θέλεις να προσθέσεις ή να αφαιρέ­ σεις. 16 Εγώ προς το παρόν δε θα ήθελα ούτε να προσθέσω, ούτε να αφαιρέσω κάτι, είπε ο Κόβης. Αυτά είναι που λέω. Ο Σωκράτης αφού σταμάτησε για λίγο και 16. Ο Κέβηςδηλαδή θεωρούσε ότι η τανε ουσιαστικά στο σώμα για να τιεθάνει. λυτό είναι Κρόνιο σκιτιτικό.

ψυχήτουσ

369


Δ.

.ΛΛιακόποολος

φαΰλον πράγμα, έφη, ώ Κέβης, ζητείς δλως γάρ δε! περ'ι γενέσεως και φθοράς την αιτίαν διαπραγματεύσασθαι. εγώ συν σοι δίειμι περ'ι αυτών, εάν βουλή, τά γε έμά πάθη έπειτα άν τί σοι χρήσιμον φαίνηται ών άν λέγω, προς την πειθώ περ'ι ών δη λέγεις χρήση. Άλλα μήν, έφη ό Κέβης, βούλομαι γε. ~Ακουε τοίνυν ώς έροΰντος. έγώ γάρ, έφη, ώ Κέβης, νέος ών θαυμαστώς ώς έπεθΰμησα ταΰτης τής σοφίας ήν δη καλοΰσι περ'ι φΰσεως ιστορίαν υπερήφανος γάρ μοι έδόκει είναι, ειδέναι τάς αιτίας έκάστου, διά τί γίγνεται έκασ­ τον κα'ι διά τί άπόλλυται κα'ι διά τί έστι. και πολλάκις έμαυτδν άνω κάτω μετέβαλλον σκοπών πρώτον τά τοιάδε ΤΑ ρ’ έπειδάν τδ θερμόν κα'ι τό ψυχρόν σηπεδόνα τινά λάβη, ώς τινες έλεγον, τότε δή τά ζώα συντρέφεται; κα'ι πότερον τό αιμά έστιν ω φρονοϋμεν, ή ό αήρ ή τό πυρ; ή τούτων μέν ούδέν, ό δ ’ εγκέφαλός έστιν ό τάς αισθήσεις παρέχων του άκουειν κα'ι όράν κα'ι όσφραίνεσθαι, εκ τούτων δέ γίγνοιτο μνήμη κα'ι δόξα, εκ δέ μνήμης κα'ι δόξης λαβοΰσης τό ήρεμεΐν, κατά ταϋτα γίγνεσθαι επιστήμην; και αύ τούτων τάς φθοράς σκοπών, κα'ι τά περ'ι τον ουρανόν τε και την γην πάθη, τελευτών ούτως έμαυτω έδοξα προς ταΰτην την σκέψιν αφυής είναι ώς ούδέν χρήμα, τεκμήριον δέ σοι έρώ Ικανόν έγώ γάρ ά κα'ι πρότερον σαφώς ήπιστάμην, ώς γε έμαυτώ κα'ι τοΐς άλλοις έδόκουν, τότε υπό ταύτης τής σκέψεως ούτω σφοδρά έτυφλώθην, ώστε άπέμαθον κα'ι ταΰτα ά

370


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μ α ς

σκέφτηκε, είπε: δεν είναι απλό αυτό που ζητάς Κέβη. Γιατί πρέπει συνολικά να ασχοληθούμε με την αιτία της γέννησης και της φθοράς. Εγώ, λοιπόν, θα σου διηγηθώ για αυτά αν θέλεις όσα εγώ έχω πάθει. Κι έπειτα αν σου φανεί κάτι χρήσιμο από όσα λέω, χρησιμο­ ποίησε το για την πειθώ αυτών που λες. Και βέβαια θέλω, είπε ο Κέβης. Άκου, λοιπόν, τώρα που μιλάω. Εγώ, Κέβη, όταν ήμουν νέος επιθύμησα πάρα πολύ αυτήν τη σοφία που λένε φυσική ιστορία. Γιατί μου φάνηκε ότι είναι ξεχωριστό να γνωρίζει κανείς τα αίτια του καθενός, γιατί κάθε τι γίνε­ ται και γιατί χάνεται και γιατί υπάρχει. Και πολλές φορές άλλαζα γνώμη μελετώντας πρώτα αυτά: ‘Όταν, άραγε, κάποιος συνθέσει το ψυχρό μιε το θερμό, όπως κάποιοι λένε, από αυτό συντίθενται τα έμβια; Και ποιο από τα δύο είναι το αίμα με το οποίο σκεπτόμαστε, ο αέρας ή η φωτιά; ή μήπως τίποτε από αυτά κι ο εγκέφαλος είναι αυτός που παρέχει τις αι­ σθήσεις και της ακοής και της όρασης και της όσφρησης, κι από αυτές δημιουργείται η μνήμη και η αντίληψη, κι από τη μνήμη και την αντίληψη, όταν αυτές βρίσκονται σε ηρεμία, δημιουργείται η γνώση; Κι εξετάζοντας, πάλι, την φθορά τους, και τα πάθη του ουρανού και της γης, τελειώνο­ ντας μου φάνηκα ότι είμαι τόσο ανίκανος για να σκεφτώ όλα αυτά που δε θα υπήρχε κάποιο όφελος. Κι ικανή απόδειξη θα σου δώσω αμέ­ σως. Γιατί εγώ όσα και πρωτύτερα γνώριζα καλά, όπως τουλάχιστον κι εγώ κι οι άλλοι θεωρούσαμε, τυφλώθηκα τότε τόσο πολύ από αυτήν τη σκέψη, που ξέχασα κι αυτά που πρωτύτερα νόμιζα ότι ήξερα, κι ανάμεσα σε

371


Α.

Δ.

Λιακόπου

προ τοΰ ωμήν είδέναι, περί άλλων τε πολλών καί διά τί άνθρωπος αυξάνεται, τούτο γάρ ωμήν προ τοΰ παντί δήλον είναι, ότι διά το έσθίειν καί πίνειν έπειδάν γάρ εκ τών αιτίων ταις μέν οαρξί σάρκες προογένοινται, τοις δέ όστοίς οστά, κα'ι οίίτω κατά τον αύτδν λόγον και τοις άλλοις τά αυτών οικεία έκάστοις προσγένηται, τότε δη τον ολίγον όγκον όντα ύστερον πολύν γεγονέναι, κα'ι οίίτω γίγνεσθαι τον σμικρόν άνθρωπον μέγαν. οίίτως τότε ωμήν ού δοκώ σοι μετριως; ’Έμοιγε, έφη ό Κέβης. Σκέψαι δή και τάδε ετι. ψμην γάρ ίκανώς μοι δοκεΐν, οπότε τις φαίνοιτο άνθρωπος παραστάς μέγας σμικρώ μείζων είναι αυτή τη κεφαλή, κα'ι ίππος ίππου καί ετι γε τούτων έναργέστερα, τά δέκα μοι έδόκει τών οκτώ πλέονα είναι διά τό δύο αύτοίς προσειναι, καί τό δίπηχυ τοΰ πηχυαίου μεΐζον είναι διά τό ήμίσει αύτοΰ ύπερέχειν. Νΰν δέ δή, έφη ό Κέβης, τί σοι δοκεΐ περί αύτών; Πόρρω που, έφη, νή Δία εμέ είναι τοΰ οίεσθαι περί τούτων του την αιτίαν είδέναι, ός γε ούκ αποδέχομαι έμαυτοΰ ουδέ ώς έπειδάν ένί τις προσθή έν, ή τό έν ω προσετέθη δύο γέγονεν, <ή τδ προστεθέν>, ή τό προστεθέν καί ω προσετέθη διά την πρόσθεσιν τοΰ ετέρου τφ έτέρω δύο έγένετο θαυμάζω γάρ εί ότε μέν έκάτερον αύτών χωρίς άλλήλων ήν, έν άρα έκάτερον ήν καί ούκ ήστην τότε δύο, έπεί δ ’ έπλησίασαν άλλήλοις, αύτη άρα αιτία αύτοίς έγένετο τοΰ δύο γενέσθαι, ή σύνοδος τοΰ πλησίον άλλήλων τεθήναι. ουδέ γε ώς έάν τις έν διάσχιση, δύναμαι ετι πείθεσθαι ώς αύτη αύ αιτία γέγονεν, ή σχίσις, τοΰ δύο γεγονέ­ ναι έναντία γάρ γίγνεται ή τότε αιτία τοΰ δύο γίγνεσθαι, τότε μέν γάρ ότι συνήγετο πλησίον άλλήλων καί προσετίθετο έτερον έτέρω, νΰν δ’ ότι

372


Γιατί και

π ώ ς ζουν ανάμεσά

άλλα και για ποιον λόγο ο άνθρωπος μεγαλώνει (στο μέγεθος). Γιατί αυτό νόμιζα ότι είναι ολοφάνερο. Επειδή τρώει και πίνει. Γιατί επειδή από την τροφή στην σάρκα, σάρκα προστίθεται κι οστά στα οστά, και με αυτόν τον τρόπο και γι’ αυτόν τον λόγο κι όλα τα άλλα παρόμοια προστίθενται, κι έτσι ο μικρός όγκος αργότερα γίνεται μεγάλος κι έτσι δημιουργείται κι ο μικρός κι ο μεγάλος άνθρω­ πος. Έτσι τότε νόμιζα. Καλώς δε σου φαίνεται; Έτσι μου φαίνεται, είπε ο Κέβης. Εξέτασε ακόμη κι αυτά εδώ ακόμα. Γιατί νόμιζα ότι αρκετά καλά αντιλαμβανόμουν, όταν κάθε φορά έβλεπα κάποιον άνθρωπο να είναι ψηλότερος από κάποιον άλλον κατά ένα κεφάλι, ή κάποιο άλογο, ψηλότερο, από κάποιο άλλο. Κι ακόμη ακριβέστερα μου φαινόταν ότι τα δέκα είναι κατά δύο περισσό­ τερα από τα οκτώ, κι ότι οι δύο πήχεις είναι ακριβώς διπλάσιοι του ενός. Γιατί, είπε ο Κέβης, τώρα τι γνώμη έχεις γι’ αυτά; Είμαι πάρα πολύ μακριά, είπε, μα τον Δία, από το να θεωρώ ότι γνωρίζω την αιτία αυτών και δεν αποδέχομαι ότι αν προστεθεί το ένα σε άλλο ένα, ότι το ένα στο οποίο προστέθηκε το άλλο έγινε δύο <ή αυτό που προστέθηκε>, κι ότι όπως και να έχει με την πρόσθεση ενός σε ένα άλλο γίνονται δύο. Γιατί απορώ που όταν κάθε ένα από αυτά όταν δεν ήταν μαζί, ήταν ένα ξεχωριστό το καθένα κι από όταν πλησία­ σαν το ένα το άλλο, αυτή η ίδια αιτία τα έκανε να είναι δύο, η συνεύρεση με το κοντινό τα ενώνει. Κι ακόμα κι αν κάποιος τα διαχωρίσει, δε μπορώ ακόμα να δεχτώ πως δημιουργήθηκε αυτή η αιτία, του διαχωρισμού των δύο. Γιατί τότε συμβαίνει το αντίθετο της αιτίας που έγι373


Λ. Λ.

Λιακόπο

άπάγεται και χοορίζεται έτερον ά φ ’ έτέρου. ουδέ γε δι’ οτι έν γίγνεται ώς έπίσταμαι, έτι πείθω έμαυτόν, ούδ’ άλλο ούδέν έν'ι λόγω δ ι’ δτι γίγνεται η άπόλλυται ή έστι, κατά τούτον τον τρόπον της μεθόδου, άλλα τιν’ άλλον τρόπον αυτός εικη φυρω, τούτον δέ ούδαμη προσίεμαι. Ά λ λ’ άκοΰσας μέν ποτέ έκ βιβλίου τινός, ώς έφη, Άναξαγόρου άναγιγνώσκοντος, και λέγοντος ώς άρα νους έστιν ό διακόσμων τε κα'ι πάντων αίτιος, ταΰτη δη τη αιτίςχ ησθην τε κα'ι έδοξέ μοι τρόπον τινά ευ έχειν τό τον νουν είναι πάντων

374


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

ναν δύο. Γιατί τότε καθώς το ένα πλησίαζε το άλλο γίνονταν δύο και τώρα επειδή το ένα απομακρύνεται από το άλλο, διαχωρίζεται. Κι ακόμη δε θεωρώ ότι γνωρίζω για ποιον λόγο το ένα ή οποιοδήποτε άλλο προστίθεται ή αφαιρείται ή υπάρχει, σύμφωνα με αυτήν τη μέθο­ δο της προσθαφαίρεσης, αλλά και με κάποιον άλλον τρόπο, μπερδεύομαι και καθόλου δεν πλησιάζω. Αλλά όταν άκουσα κάποτε ότι κάποιος από ένα βιβλίο, είπε, του Αναξαγόρα που διάβαζε κι έλεγε ότι το μυαλό είναι αυτό που είναι η αιτία όλων 17 και τα πάντα συνθέτει, αυτήν την ίδια αιτία αντιλήφθηκα και μου φάνηκε κατά κάποιον τρόπο ότι είναι σωστό το μυαλό

17. Κατ' αρχήν είναιαξιοσημείωτο το ότι διάβαζαν βιβλία που όλες τις επιστήμες και σύμφωνα με τον Πλάτωνα και αυτά που έγραψε στην απολογία τον Σωκράτη, τα βιβλία αυτά «κυκλοφορούσαν» σε πολύ χαμηλές τιμές. Είναι λογικό ότι όλα όσα έγραφαν, να μην τα έβγαζαν απλά από το μυαλό τους επειδή τα θεωρούσαν προφανή, αλλά να τα διάβαζαν σε παλαιότερες γραφές. Όπως και να έχει, διαβάζουμε ότι ο Αναξαγόρας θεωρούσε ότι για όλα ήταν αιτία το μυαλό, ο εγκέφαλος του ανθρώπου, το όργανο δηλαδή στο οποίο λαμ­ βάνουν χώρα όλες οι διεργασίες αντίληψης του όλου σύμπαντος, του περι­ βάλλοντος χώρου και των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα σ' αυτόν. Αν κάποιος δηλαδή γνωρίζει απόλυτα τη λειτουργία του οργανικού αυτού υπολογιστή, τότε τον δίνει τα κατάλληλα εναύσματα (software), ή ιούς ώστε να πετύχει τα κατάλληλα αποτελέσματα. Τα επιθυμητά αποτελέσματα εκ μέρους του δαιμονικού κατεστημένου, είναι το άγχος, ο καθημερινός φόβος και η απελπισία, που εμποδίζουν την ελεύθε­ ρη δημιουργική σκέψη και την φαντασία, που μπορεί να πλάσει δρόμους προς την πραγματικότητα. Έτσι όποιος ελέγχει τον εγκέφαλο και αυτά που ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται, ελέγχει την διάθεση και κατόπιν την θέληση και τις πράξεις μας. Μη φανταστείτε μάλιστα, ότι το δαιμονικό συνεχές έχει ανάγκη από το να μας βάλει μέσω του ελέγχου του εγκεφάλου να κάνουμε συγκεκριμένες πράξεις που αφορούν τα προσωπικά μας προβλήματα και ενδιαφέροντα. Απλά μας ωθούν σε συγκεκριμένη συμπεριφορά χωρίς να επιζητούν με τα «μέτρα γενικής επίδρασης» να κάνουμε κάτι συγκεκριμένο. Για συγκεκριμένες πράξεις, μεθοδεύονται παρεμβάσεις του δαιμονικού 375


Δ. Δ. Λιακόπουλος

συνεχούς σε προσωπικό επίπεδο. Άλλο πράγμα δηλαδή τα «μέτρα γενικής επίδρασης» και άλλο πράγμα οι «προσωπικές επιθέσεις». Ποτέ και κανείς δεν αντιλαμβάνεται τα δεδομένα (data) που εισάγονται στον εγκέφαλο και τον επιβάλουν να αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του. Όπως κατ' επανάληψη δηλώθηκε από δαίμονες κατά τη διάρκεια αλλά και από τον ίδιο τον Σαμαέλ, βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε ότι θέλουν αυτοί. Βλέπουμε δηλαδή, ή μάλλον επειδή δεν βλέπουμε, σας λέω, ότι έχουμε δυο είδη επιδράσεων. Τις καθολικά επιβαλλόμενες και τις ατομικά επιβαλλόμε­ νες. Οι ατομικά επιβαλλόμενες γίνονται με τους λογισμούς, τις σκέψεις δηλαδή που επιβάλλονται από τους δαίμονες στους ανθρώπους, ανάλογα με τα πε­ ριστατικά της καθημερινότητας. Σε κάποιους ανθρώπους οι παρεμβάσεις αυτές είναι αμελητέες ή ανύπαρκτες. Σε άλλους όμως, όταν πρέπει να κάνουν κάτι συγκεκριμένο για να προωθηθούν κάποια σχέδια τοπικού ή πα­ γκόσμιου ενδιαφέροντος για το δαιμονικό συνεχές, γίνονται παρεμβάσεις με συγκεκριμένο προσανατολισμό. Όσον αφορά τις καθολικά επιβαλλόμενες επιδράσεις, αυτές γίνονται σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο με τις μαζικές προπαγάνδες των MME, των δια­ φημίσεων, των βιβλίων, του θεάτρου, τον κινηματογράφον και της «μόδας», όσον αφορά τον ιδεολογικό τομέα και με την μόλυνση του περιβάλλοντος, του αέρα, του νερού, των τροφών και των ραδιοηλεκτρικών εκπομπών (κεραίες, μικροκύματα, κινητά τηλέφωνα κ.τ.λ.), όσον αφορά τον βιολογικό τομέα, την επίδραση δηλαδή στην σωματική υγεία μας. Τον πρώτο τομέα, πολλοί τον έχουν αντιληφθεί, άσχετα με το αν δέχονται το ποιοι είναι οι υπαίτιοι της προέλευσης των συγκεκριμένων επιδράσεων. Το δεύτερο τομέα όμως, ελάχιστοι πάνω στον πλανήτη τον γνωρίζουν. Πρό­ κειται για καθολική επίθεση από όλα τα αντικείμενα που αντιλαμβανόμαστε γύρω μας ανεξαρτήτως μεγέθους. Το απλό μυρμήγκι ή ένα τεράστιο βουνό ή κτίριο, στέλνουν με το σχήμά, το χρώμα και τη θέση τους, συγκεκριμένα μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση μιλώντας μέσω του εγκεφάλου μας που μεταφράζει τα «σήματά» τους, τόσο στο πνεύμα και την διάθεσή μας, όσο και στο σώμα μας. Αυτές μάλιστα οι εκπομπές, είναι περισσότερο επικίνδυνες, αφού δεν τις γνωρίζουμε, ώστε να τις αντιμετωπίσουμε έστω και υπο­ συνείδητα, όπως κάνουμε με πολλές από τις επιδράσεις τον πρώτου τύπου.

376



Λ. Λ. Λιακόπουλος

αίτιον, καί ήγηαάμην, εί τούθ’ ούτως έχει, τόν γε νουν κοσμούντα πάντα κοσμειν και έκαστον τιθέναι ταΰτη δπη αν βέλτιστα έχη εί ουν τις βοΰλοιτο την αιτίαν εύρεΧν περ'ι έκαστου δπη γίγνεται ή άπδλλυται ή έστι, τούτο δεΐν περ'ι αυτού εύρεΐν, δπη βέλτιστον αύτώ έστιν ή είναι ή άλλο ότιούν πάσχειν η ποιεΐν εκ δέ δη τού λόγου τούτου ούδέν άλλο σκοπείν προσήκειν άνθρωπο) κα'ι περ'ι αυτού εκείνου κα'ι περ'ι των άλλων άλλ' ή το άριστόν κα'ι τδ βέλτιστον. άναγκαΧον δέ είναι τον αυτόν τούτον κα'ι το χείρον είδέναι την αυτήν γάρ είναι έπιστήμην περ'ι αυτών, ταύτα δη λογιζόμενος άσμενος ηύρηκέναι ωμήν διδάσκαλον τής αίτιας περ'ι τών δντων κατά νοΰν έμαυτώ, τον ’Αναξαγόραν, καί μοι φράσειν πρώτον μέν πότερον ή γη πλατεΐά έστιν ή στρογγυλή, επειδή δέ φράσειεν, έπεκδιηγήσεσθαι την αιτίαν κα'ι την άνάγκην, λέγοντα τδ άμεινον κα'ι δτι αυτήν άμεινον ήν τοιαΰτην είναι και εί έν μέσω φαίη είναι αυτήν, έπεκδιηγήσεσθαι ώς άμεινον ήν αυτήν έν μέσω είναι κα'ι εΐ μοι ταύτα άποφαίνοι, παρεσκευάσμην ώς ούκέτι ποθεσόμενος αιτίας άλλο είδος, κα'ι δη κα'ι περ'ι ήλιου ούτω παρεσκευάσμην ωσαύτως πευσόμενος, κα'ι σελήνης και τών άλλων άστρων, τάχους τε πέρι πρδς άλληλα κα'ι τροπών κα'ι τών άλλων παθημάτων, πή ποτέ ταύτ’ άμεινον έστιν έκαστον κα'ι ποιεΐν κα'ι πάσχειν α πάσχει, ου γάρ άν ποτέ αύτδν φμην, φάσκοντά γε ύπδ νού αυτά κεκοσμήσθαι, άλλην τινά αύτοΧς

378


Γ ι α τ ί και

πώς ζουν ανάμ

να είναι αυτό που τα δημιουργεί όλα και θεώρησα ότι , αν αυτά είναι έτσι, ότι ο νους παρέχει τα καλύτερα σε όλα και για το κάθε τι φροντίζει να είναι όσο το δυνατόν καλύτερο. Αν, λοιπόν, κάποιος ήθελε να ανακάλυψη την αιτία για το κάθε τι, πώς γίνεται ή χάνεται ή υπάρχει, αυτό έπρεπε να ερευνήσει για αυτό, ποια είναι η καλύτερη δυνατή κατάσταση της ύπαρξης του ή ό,τι άλλου συμβαίνει σε αυτό ή ό,τι άλλο κάνει. Και με αυτήν τη λογική, τίπο­ τε άλλο δεν πρέπει να ερευνά ο άνθρωπος για τον ίδιο και για τα άλλα, παρά το ποιο είναι το καλύτερο και το άριστο. Και φυσικά για να ξέρει αυτά είναι αναγκαίο να γνωρίζει και το χειρότερο. Γιατί αυτή είναι η γνώση για αυτά. Αυτά όταν σκεφτόμουν, με χαρά νόμιζα ότι είχα ανακαλύψει τον δάσκαλο μου για τα αίτια της ύπαρξης, όπως νόμιζα, τον Αναξαγόρα. Και πίστευα ότι πρώτα από όλα θα μου έλεγε αν η γη είναι πλατειά ή στρογγυλή, κι ότι μόλις μου το έλεγε, θα μου εξηγούσε την αιτία και την ανάγκη, λέγοντας μου το καλύτερο και για ποιον λόγο ήταν καλύτερο αυτή να είναι έτσι. Κι αν ισχυριζόταν ότι αυτή είναι κάτι ενδιάμε­ σο να μου εξηγούσε για ποιόν λόγο ήταν αυτό το καλύτερο. Κι αν αυτά μου αποδείκνυε, θα ήμουν έτοιμος να μην αναζητήσω κάποια άλλη αιτία για αυτό. Και τότε θα επιθυμούσα να μάθω για τον ήλιο και τη σελήνη κι όλα τα άλλα αστέρια, για την ταχύτητα μεταξύ τους και τις μεταβολές τους κι όλα όσα τους συμβαίνουν και για ποιον λόγο είναι το καλύτερο να συμβαίνει σε αυτά ότι τους συμβαίνει. Γιατί ποτέ δεν περίμενα ότι, αν μου έλεγε και μου εξηγούσε, ποια είναι η πραγμα­ τική αιτία που αυτά συμπεριφέρονται έτσι κι

379


Δ. Α. Λιακόπουλος

αιτίαν έπενεγκεΐν ή δτι βέλτιστον αυτά ούτως έχειν έστ'ιν ώσπερ έχει έκαστο) συν αυτών άποδιδόντα την αιτίαν κα'ι κοινή πάσι το έκαστο) βέλτιστον ωμήν κα'ι το κοινόν πάσιν έπεκδιηγήσεσθαι αγαθόν κα'ι ούκ αν άπεδόμην πολλοϋ τάς έλπίδας, άλλα πάνυ σπουδή λαβών τάς βίβλους οός τάχιστα οιός τ’ ή άνεγίγνοκτκον, IV ώς τάχιστα είδείην τό βέλτιστον κα'ι τό χείρον. Από δή θαυμαστής έλπίδος, ώ έταΐρε, ωχόμην φερόμενος, επειδή προϊών κα'ι άναγιγνώσκων όρώ άνδρα τφ μεν νω ούδέν χρώμενον ουδέ τινας αιτίας έπαιταυμενον εις τό διακοσμεΧν τά πράγματα, αέρας δε και αιθέρας κα'ι ΰδατα αιτιοΧμενον κα'ι άλλα πολλά και άτοπα, κ α ί μοι έδοξεν όμοιάτατον πεπονθέναι ώσπερ άν ει τις λέγων ότι Σο>κράτης πάντα όσα πράττει νφ πράττει, κάπειτα έπιχειρήσας λέγειν τάς αιτίας έκάστων ών πράττω, λέγοι πρώτον μέν ότι διά ταΰτα νυν ενθάδε κάθημαι, ότι συγκειταί μου τό σώμα εξ οστών κα'ι νεύρων, κα'ι τά μέν οστά έστιν στερεά κα'ι διαφυάς έχει χοιρ'ις ά π ’ άλλήλων, τά δε νεϋρα οια έπιτείνεσθαι κα'ι άνίεσθαι, περιαμπέχοντα τά οστά μετά τών σαρκών κα'ι δέρματος ό συνέχει αυτά αίωρουμένων οΰν τών οστών έν ταις αυτών συμβολαις χαλώντα και συντείνοντα τά νεΰρα κάμπτεσθαί που ποιεί οιάν τ’ είναι έμέ νυν τά μέλη, κα'ι διά ταυτην την α’ιτίαν συγκαμφθε'ις ένθάδε κάθημαι κα'ι αΰ περ'ι του διαλέγεσθαι ύμΐν έτέρας τοιαΰτας αιτίας λέγοι, φωνάς τε κα'ι άέρας κα'ι άκοάς κα'ι άλλα μυρία

380


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

ότι το καλύτερο για αυτά είναι να έχουν, ως έχουν. Κι αφού μου εξηγούσε την αιτία για κάθε ένα από αυτά, αλλά και το κοινό τους αίτιο, θεωρούσα ότι θα ανέπτυσσε το τι είναι καλύτε­ ρο για το καθένα χωριστά και για όλα μαζί. Και δε θα έχανα την ελπίδα μου, αλλά όσο το δυνατόν γρηγορότερα ήταν δυνατόν, θα διάβα­ ζα τα βιβλία του, για να μάθω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα το καλύτερο και το χειρότερο. Από τόσο φοβερή ελπίδα, φίλε μου, ήμουν παρακινημένος, κι όταν πήγα στον άνδρα και διάβασα, είδα ότι δεν έλεγε κάτι λογικό κι ούτε έδινε τις αιτίες που συγκροτούν τα πράγματα, αλλά θεωρούσε αίτια τον αέρα και τον αιθέρα και το νερό κι άλλα πολλά κι άτοπα. 18 Και μου φάνηκε αυτό που έπαθα σαν να έλεγε κάποιος ότι ο Σωκράτης όλα όσα κάνει τα κάνει με το μυαλό, κι έπειτα, όταν επιχειρήσει να αποδώσει τα αίτια των πράξεων μου, να έλεγε ότι κάθομαι εδώ, επειδή το σώμα μου έχει συντεθεί από οστά και νεύρα κι ότι τα οστά είναι συμπαγή και ενώνονται στις αρθρώσεις κι ότι τα νεύρα σφίγγουν και χαλα­ ρώνουν, κι ότι αυτά καλύπτονται από σάρκα και δέρμα, το οποίο και τα ενώνει. Και καθώς τα οστά κινούνται στις αρθρώσεις, σφίγγουν και χαλαρώνουν τα νεύρα κι έτσι κινούνται τα μέλη μου κι εξ αιτίας αυτής της κίνησης, μπορώ και κάθομαι. Σαν να έλεγε κανείς ότι η αιτία που σας μιλάω είναι οι φωνές κι ο αέρας κι οι ακοές και μυριάδες άλλες τέτοιες αιτίες, ξεχνώντας ότι τα πραγματικά αίτια της ομιλίας μου, είναι ότι, 18. Κιόμως οΑναξαγόρας είχε δίκιο, μας, ακόμη και το ενεργειακό συνεχές τον αιθέρα, περνοι>ν οι πάνω μας. 381


λ. Δ.

Λιακόπο

τοιαϋτα αίτιιυμενος, άμελήσας τάς ο>ς όληθώς αιτίας λέγειν, ότι, επειδή Άθηναίοις εδοξε βέλτιον είναι έμοϋ καταψηφίσασθαι, διά ταϋτα δή κα'ι έμο'ι βέλτιον αύ δέδοκται ένθάδε καθήσθαι, κα'ι δικαιότερον παραμένοντα ύπέχειν την δίκην ήν αν κελεΰσωοιν έπεί νή τον κΰνα, ώς έγωμαι, πάλαι αν ταϋτα τά νεϋρα κα'ι τά οστά ή περ'ι Μέγαρα ή Βοιωτοϋς ήν, ύπδ δόξης φερόμενα τοϋ βέλτιστου, εί μη δικαιότερον ψμην και κάλλιον είναι προ τοϋ φεϋγειν τε κα'ι άποδιδράσκειν ύπέχειν τή πόλει δίκην ήντιν’ αν τάττη. άλλ’ αίτια μέν τά τοιαϋτα καλείν λίαν άτοπον εί δέ τις λέγοι ότι άνευ τοϋ τά τοιαϋτα έχειν κα'ι οστά κα'ι νεϋρα κα'ι όσα άλλα έχω ούκ αν οίός τ ’ ή ποιεΐν τά δόξαντά μοι, άληθή αν λέγοι ώς μέντοι διά ταϋτα ποιώ ά ποιώ, και ταϋτα νω πράττιυν, άλλ’ ού τή τοϋ βέλτιστου αίρέσει, πολλή άν κα'ι μακρά <?ιθυμία είη τοϋ λόγου. τό γάρ μή διελέσθαι οίόν τ’ είναι ότι άλλο μέν τί έστι τδ αίτιον τώ όντι, άλλο δέ εκείνο άνευ ού τό αίτιον ούκ άν ποτ’ είη αίτιον ο δή μοι φαίνονται ψηλαφώντες οί πολλο'ι ώσπερ εν σκότει, άλλοτρίω όνόματι προσχρώμενοι, ώς αίτιον αυτό

382


Γ ι α τ ί και

πώς ζουν ανάμεσ

επειδή οι Αθηναίοι αποφάσισαν να με καταδι­ κάσουν, γι’ αυτό και σε μένα φάνηκα ότι είναι σωστό να καθίσω εδώ κι ακόμα δικαιότερο να υπομείνω την ποινή που αποφάσισαν. Γιατί μα τον σκύλο, όπως εγώ νομίζω, από καιρό και τα κόκαλα και τα νεύρα μου θα μπορούσαν να είναι στα Μέγαρα ή στη Βοιωτία, αν από μόνα τους αποφάσιζαν αυτό που θεωρούσαν το καλύτερο γι'αυτά, αν εγώ δεν είχα θεωρήσει ότι το καλύτερο και πιο δίκαιο ήταν αντί να φύγω και να αποδράσω, να δεχτώ όποια ποινή ορίσει η πολιτεία. Αλλά όλα αυτά τα αίτια μοι­ άζουν άτοπα. Αν, όμως , κάποιος πει ότι χωρίς να έχω αυτά, τα κόκαλα και τα νεύρα κι όλα όσα τέτοια έχω, δε θα μπορούσα να κάνω ό,τι αποφάσιζα, θα έλεγε την αλήθεια. Ότι κάνω, όμιος, όσα κάνω, κι αυτά τα κάνω με τον νου, αλλά όχι επειδή επέλεξα το καλύτερο, θα χρει­ αζόταν πολύ μεγάλη προθυμία για συζήτηση. Γιατί δε θα ήταν εύκολο να διακριθεί ποια είναι η πραγματική αιτία και τι είναι αυτό, χωρίς το οποίο η αιτία δε θα γινόταν ποτέ αιτία. 19 Κι αυτό μου φαίνεται ότι οι περισσό­ τεροι το ψηλαφούν σα να βρίσκεται στο σκο­ τάδι, χρησιμοποιώντας άλλα ονόματα και 19. Εδώ και αρκετή ώρα ο Σωκράτης μονολογεί μιλώντας για την «καθολική επίδραση τον πρώτον είδονς». Μιλά για τα αίτια, πον μας ωθούν να κάνονμε τα πάντα, αποδίδοντάς τα με τον γενικό όρο «αιτία». Ξεκινά από μία πολύ σοβαρή «αιτία», από την αιτία πον τον έκανε να μην αποδράσει από την φυλα­ κή πον τον είχε βάλει η Λευκή Αδελφότητα, για να τον κάνει να σταματήσει μια για πάντα να προσπαθεί να ξυπνήσει το κοιμώμενο πλήθος. Μόνο πον η αιτία ήταν ισχυρή, αφού δεν τον κράτησε απλά μακριά από την ελευθερία, αλλά τον οδήγησε στον θάνατο. Αναρωτιέται τι είναι αυτό χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχε αιτία να συμβαίνει οτιδήποτε από ότι συμβαίνει. Ότι συμβαίνει, βλέπετε, και αμυδρά το συνειδητοποιούμε, οφείλεται στην αποστασία τον Σαμαέλ απ' το Θεό, πον μετά, η αποστασία αυτή, είχε σαν αποτέλεσμα και την δική μας. Ο Σωκράτης ήξερε πολλά, ή έστω τα διαι383


Δ. Δ.

Λιακόπο

προσαγορεΰειν. διό δή και ό μέν τις δίνην περιτιθε'ις τη γή ύπό του ουρανού μένειν δη ποιεί την γην, ό δε ώσπερ καρδόπω πλατείμ βάθρον τον άέρα ύπερείδει την δέ του ώς οίόν τε βέλτιστα αυτά τεθήναι δύναμιν ουτω νυν κεΐσθαι, ταΰτην ούτε ζητοΰσιν ούτε τινά οιονται δαιμονίαν ίσχύν έχειν, άλλα ηγούνται τούτου "Ατλαντα άν ποτέ ίσχυρότερον και άθανατώτερον και μάλλον άπαντα συνέχοντα έξευρεΐν, κα'ι ώς άληθώς τδ άγαθδν και δέον συνδειν κα'ι συνέχειν ούδέν ο’ίονται. εγώ μέν ούν της τοιαΰτης αίτιας δπη ποτέ έχει μαθητης ότουούν ηδιοτ’ άν γενοίμην επειδή δέ ταύτης έοτερήθην και ούτ’ αυτός εύρεΐν ούτε παρ’ άλλου μαθεΐν

384


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μ α ς

σθανότανε, αφού έλεγε ότι μια φωνή μέσα τον, τον τα έλεγε όλα. Ποια φωνή ήταν αντή; Υπήρχε πράγματι; Ή μήπως γνώση ήταν πολύ απλά ανάμνηση, όπως για τόσονς πολλούς ανθρώπονς, που μερικά πράγματα, σημαντικά πράγματα, απλά τα ξέρονν; Δεν ψάχνει λοιπόν την αιτία μιας μεμονωμένης τον πράξης, αλλά την αιτία όλων των αιτίων πον είναι νπεύθννα για όλα τα σνμβάντα, αφού ο κόσμος στον οποίο ζούσεκαι ζονμε εμείς σήμερα, δεν θα νπήρχε, αν δεν σ ένα και μόνο γεγονός. Η αποστασία. Την αποστασία αντή ο Σαμαέλ θέλει να την λέει «επανάσταση». Το σίγονρο είναι όμως, ότι ο Σαμαέλ δεν είναι επαναστάτης δίχως αιτία. Ποια αιτία λοιπόν έψαχνε ο Σωκράτης; Πον το πάω; Είναι απλό, ο Σωκράτης προ­ φανώς κατέληξε στο ίδιο ερώτημα στο οποίο καταλήγονμε όλοι όσοι «ψαχνό­ μαστε». Αφού λοιπόν ο Θεός τα έκανε όλα τέλεια και αγαθά, γιατί επέτρεψε στον Σαμαέλ, έναν τόσο μα τόσο σημαντικό αρχάγγελο, νπενθννο για την αρμονία στο πρώτο και δεύτερο επίπεδο να κάνει την πρώτη κακή σκέψη; Ποια ήταν η αιτία; κακώς το αποκαλούν αιτία. Γι’ αυτό κι αυτός που βρίσκεται μέσα στη δίνη ανάμεσα σε ου­ ρανό και γη, κάνει την γη να παραμένει κι άλλος της δίνει τον αέρα. 20 Κι όποια δύναμη έχουν αυτοί καλύτερα, αυτήν χρησιμοποιούν, χωρίς να αναζητήσουν την αιτία της και χωρίς να θεωρούν ότι έχει κάποια θεϊκή ισχύ, αλλά θεωρούν ότι από τον Λτλαντα θα μπορούσε να υπάρξει κάποιος πιο ισχυρός και πιο αθάνατος και που περισσότε­ ρο ενώνει τα πάντα και δεν θεωρούν ότι πράγ­ ματι συνδυάζεται και ενώνεται το καλό με το αναγκαίο. Εγώ, όμως, με μεγάλη ευχαρίστηση θα προσπαθούσα να μάθω ποια είναι αυτή αιτία. Κι επειδή αυτήν στερήθηκα και δεν τη βρήκα ούτε από μόνος μου, ούτε μαθητεύο20. Εδώ μιλά για τον καθένα μας πον βρίσκεται μέσα στο τρελοκομείο μεταξύ γης και ονρανού. Όλοι μας, λέει, ψηλαφούμε στο σκοτάδι την πραγματική αιτία των πραγμάτων, αφού δεν μπορούμε να δούμε τον πραγματικό κόσμο. 385


Λ. Δ.

Λιακόπ

οΤός τε έγενόμην, τον δεύτερον πλοϋν έπ'ι την της αιτίας ζήτησιν η πεπραγμάτευμαι βουλει σοι, εφη, έπίδειξιν ποιήσωμαι, ώ Κέβης; 'Υπερφυώς μεν ούν, εφη, ώς βούλομαι. ’Έδοξε τοίνυν μοι, ή δ ’ δς, μετά ταΰτα, επειδή άπειρήκη τα δντα σκοπών, δειν εύλαβηθήναι μη πάθοιμι δπερ οί τον ήλιον έκλείποντα θεωροΰντες κα'ι οκοποΰμενοι πάοχουαιν διαφθείρονται γάρ που ενιοι τά δμματα, έαν μη εν υδατι η τινι τοιοΰτω ακοπώνται την εικόνα αύτοΰ. τοιοΰτόν τι κα'ι εγώ διενοήθην, κα'ι έδεισα μη παντάπασι την ψυχήν τυφλο)θείην βλέπων προς τα πράγματα τοΐς δμμασι κα'ι έκαστη των αισθήσεων επιχειρών απτεσθαι αυτών, έδοξε δη μοι χρήναι εις τους λόγους καταφυγόντα εν έκείνοις σκοπεΐν τών δντο)ν την άλήθειαν. ίσως μεν ούν ω εικάζω τρόπον τινά ούκ έοικεν ου γάρ πάνυ συγχωρώ τον έν [τοΐς] λόγοις σκοποΰμενον τά δντα έν είκοσι μάλλον σκοπεΐν ή τον έν [τοΧς] έργοις. άλλ’ ούν δη ταΰτη γε ώρμησα, και ύποθέμενος έκάστοτε λόγον δν αν κρίνω έρρωμενέστατον είναι, ά μέν αν μοι δοκή τοΰτω συμφωνεΧν τίθημι ώς άληθή δντα, κα'ι περ'ι αιτίας κα'ι περ'ι τών άλλων

386


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

ντας δίπλα σε κάποιον, την δεύτερη αναζή­ τηση αυτής της αιτίας που ερευνώ, θέλεις, Κέβη, να προσπαθήσω να σου αποδείξω; 21 Φυσικά και θέλω, είπε. Μετά, λοιπόν, σκέφτηκα αυτά: επειδή απέτυχα να εξετάσω αυτά που υπάρχουν, έ­ πρεπε να προσέξω να μην πάθω αυτό που πα­ θαίνουν αυτοί που κοιτούν τον ήλιο κατά την έκλειψη και εξετάζοντας τον υποφέρουν. Γιατί καταστρέφονται σε κάποιο βαθμό τα μάτια, αν δεν έχουν πρώτα βραχεί, κοιτώντας την εικόνα αυτή. Κάτι τέτοιο σκέφτηκα κι εγώ και φοβήθηκα μήπως τυφλωθεί τελείως η ψυχή μου κοιτώντας κατευθείαν την ουσία των πραγμάτων και προσπαθώντας με τις αισθή­ σεις να τη συλλάβω. 22 Κι αποφάσισα ότι έ­ πρεπε να βρω καταφύγιο στους λόγους και μέσα από αυτούς να εξετάσω την αλήθεια όσων υπάρχουν. Ίσως, όμως, με αυτό, θεωρώ κάποιον τρόπο που δε φαίνεται σωστός. Γιατί δε συμφωνώ με αυτόν που με τα λόγια εξετά­ ζει όσα υπάρχουν παρά με αυτόν που το κάνει με πράξεις. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ξεκίνησα, κι αφού θεώρησα ότι για κάθε λόγο που θα μου φαίνεται ότι είναι ο πιο ισχυρός, όσα από αυτόν μου φαίνονταν σωστά θα τα θεωρούσα αληθινά, και για τις αιτίες και γι όλα τα άλλα, όσα όμως δε μου φαίνονταν σωστά, δε θα τα

21. Την αιτία των πάντων λοιπόν λέει ο Σωκράτης, ότι δεν την βρήκε ο ίδιος, ούτε κάποιος του την δίδαξε. 22. Αρχίζει να μιλά ο Σωκράτης για κάτι ασυνήθιστο και δύσκολο που ανα­ κάλυψε, καθώς λέει ότι αισθάνθηκεότι θα έπρεπε να κός προσπαθώντας να σνλλάβει την πραγματική ουσία, την πραγματική μορφή των πραγμάτων. Φαίνεται ότι ο Σωκράτης είχε συνειδητοποιήσει ότι όλα τα βλέπουμε με τρόπο που άλλοι ορίζουν. 387


Δ. Α. Λιακόπουλος

άπάντων [δντων], ά δ ’ αν μή, ώς ούκ άληΟή. βούλομαι δέ σοι σαφέστερον είπεΐν α λέγω οίμαι γάρ σε νυν ού μανθάνειν. Ού μα τον Δία, έφη ό Κέβης, ού σφ ο­ δρά. Ά λλ\ η δ ’ δς, ώδε λέγω, ούδέν καινόν, άλλ’ απερ αεί τε άλλοτε κα'ι εν τφ παρεληλυθότι λόγω ούδέν πέπαυμαι λέγων. έρχομαι [γάρ] δή επιχειρών σοι έπιδείξασθαι τής αιτίας το είδος δ πεπραγμάτευμαι, κα'ι εΐμι πάλιν έπ’ έκεΐνα τά πολυθρύλητα κα'ι άρχομαι άπ’ εκείνων, ύποθέμενος εΐναί τι καλόν αύτό καθ’ αύτό κα'ι αγαθόν κα'ι μέγα κα'ι ταλλα πάντα ά εί μοι δίδως τε κα'ι συγχωρεΐς είναι ταΰτα, ελπίζω σοι εκ τούτο)ν την αιτίαν έπιδείξειν κα'ι άνευρήσειν ώς αθάνατον [ή] ψυχή. Άλλα μην, έφη ό Κέβης, ώς διδόντος σοι ούκ αν φθάνοις περαίνοιν. Σκόπει δή, έφη, τά έξης έκείνοις έάν σοι συνδοκή ώσπερ έμοί. φαίνεται γάρ μοι, ει τί έστιν άλλο καλάν πλήν αύτό τό καλόν, ούδέ δι’ έν άλλο καλόν είναι ή διότι μετέ­ χει εκείνου τού καλού κα'ι πάντα δή ούτως λέγω, τή τοιφδε αίτίςτ συγχαίρεις; Συγχωρώ, έφη. Ού τοίνυν, ή δ ’ δς, έτι μανθάνω ούδέ δύναμαι τάς άλλας αιτίας τάς σοφάς ταύτας γιγνώσκειν άλλ’ έάν τίς μοι λέγη δ ι’ δτι καλόν έστιν ότιούν, ή χρώμα εύανθές έχον ή σχήμα ή άλλο ότιούν τών τοιούτων, τά

388


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

θεωρούσα αληθή. Και θέλω να σου καταστή­ σω σαφή όσα λέω. Και νομίζω ότι κι εσύ θέλεις να ακούσεις. 23 Πάρα πολύ, μα τον Δία, είπε ο Κέβης. Αλλά, είπε αυτός, αυτό που λέω δεν είναι κάτι καινούριο, αλλά είναι αυτά που πάντα και διαρκώς και στην προηγούμενη συζήτηση δε σταμάτησα να λέω. Έρχομαι, λοιπόν, να επιχειρήσω να σου αποδείξω το είδος της αιτίας που πραγματεύομαι και θα επιστρέφω πάλι σε εκείνα τα πολυθρύλητα κι από αυτά θα αρχίσω, υποθέτοντας τι είναι ωραίο αυτό κα­ θαυτό και τι αγαθό και τι μεγάλο κι όλα τα άλλα. Όσα δηλαδή εσύ δε μου απέδειξες και συμφωνείς ότι είναι αυτά, κι ελπίζω μέσα από αυτά να σου αποδείξω την αιτία και να κατα­ λάβεις ότι η ψυχή είναι αθάνατη. 24 Αλλά βέβαια, είπε ο Κέβης, σου παραχωρώ τον λόγο που θα μπορούσε να σε οδηγήσει στο συμπέρασμα. Σκέψου, είπε, αν έχεις την ίδια άποψη με εμένα για αυτά εδώ. Γιατί μου φαίνεται, ότι αν κάτι άλλο είναι το ωραίο εκτός από το ίδιο το ωραίο, τίποτε άλλο δε θα μπορούσε να είναι γιατί είναι μέρος του ίδιου του ωραίου. Και για όλα το ίδιο λέω. Συμφωνείς με αυτό; Συμφωνώ, είπε. Αοιπόν, είπε εκείνος, ακόμη μαθαίνω και δεν μπορώ να γνωρίσω τις άλλες αιτίες, τις σοφές. Αλλά αν κάποιος μου πει για ποιον λόγο κάτι είναι ωραίο, ή για το χρώμα του ή για το σχήμα του, ή για ό,τι άλλο από αυτά, θα

23. Εδώ εξηγεί μεποιο τρόπο αποφάσισε να προχωρήσει στην ερ Οποια αιτία την θεωρούσε ισχυρή, θα θεωρούσε αληθινό ότι προερχότανε από αυτήν. Έτσι θα έχτιζε τον κόσμο του σιγά, αλλά το δυνατόν σίγουρα. 24. Καταλήγει στο ότι θέλει αρχικά να αποδείξει ότι η φυχή είναι αθάνατη.


Δ. Δ.

Λιακόπο

μέν άλλα χαίρειν έώ, ταράττομαι γάρ έν τοΐς άλλοις πάσιτοΰτο δέ απλώς καί άτέχνως και Ισως εύήθως έχω παρ’ έμαυτφ, δτι ούκ άλλο τι ποιεί αυτό καλόν ή ή έκείνου του καλό© είτε παρουσία είτε κοινωνία είτε οπη δη και δπιος προσγενομένη ου γάρ έτι τοΰτο διιοχυρίζομαι, άλλ’ δτι τφ καλφ πάντα τά καλά [γίγνεται] καλά, τοΰτο γάρ μοι δοκέ! άσφαλέστατον είναι κα'ι έμαυτφ άποκρίνασθαι κα'ι άλλω, και τοΰτου έχδμενος ηγού­ μαι ούκ άν ποτέ πεσεΐν, άλλ’ άσφαλές είναι κα'ι έμο'ι και ότωοΰν άλλω άποκρίναοθαι δτι τω καλφ τά καλά [γίγνεται] καλά ή ου κα'ι σο'ι δοκεΐ; ΔοκεΧ. Και μεγέθει άρα τά μεγάλα μεγάλα κα'ι τά μείζω μείζω, κα'ι σμικρότητι τά έλάττω έλάττω; Ναί. Ουδέ συ ά ρ’ άν άποδέχοιο ε’ί τίς τινα φαίη έτερον ετέρου τη κεφαλή μείζω είναι, κα'ι τον έλάττω τφ αύτφ τούτα» έλάττω, άλλά διαμαρτΰροιο άν δτι συ μέν ούδέν άλλο λέγεις η δτι τδ μεΧζον παν έτερον ετέρου ούδεν'ι άλλω μεΧζδν έστιν η μεγέθει, κα'ι διά τοΰτο μεΧζον, διά το μέγεθος, τδ δέ έλαττον ούδεν'ι άλλψ έλαττον ή σμικρότητι, κα'ι διά τοΰτο έλαττον, διά την σμικρότητα, φοβούμενος οΐμαι μή τίς σοι έναντίος λόγος άπαντήση, έάν τη κεφαλή μείζονά τινα φής είναι κα'ι έλάττω, πρώτον μέν τφ αύτφ τδ μεΧζον μεΧζον είναι κα'ι τδ έλαττον έλαττον, έπειτα τη κεφαλή σμικρά ούση τδν μείζω μείζω είναι, κα'ι τοΰτο δη τέρας είναι, τδ σμικρφ τινι μέγαν τινά είναι ή ούκ άν φοβοΧο ταΰτα; Κα'ι ό Κέβης γελάσας, Έ γω γε, έφη.

390


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

τα αφήσω στην άκρη - γιατί ταράζομαι με όλα αυτά- κι απλά και άτεχνα, ίσως και με αφέλεια, αυτό θα κρατήσω για μένα, ότι τίποτε άλλο δε μπορεί να είναι όμορφο παρά η παρουσία εκείνου του όμορφου πράγματος ή η επαφή ή όπου και με όποιον τρόπο εμφανίζεται. Κι αυτό ακόμη δεν το ισχυρίζομαι με πάθος, αλλά νομίζω ότι το όμορφο με όλα τα όμορφα γίνε­ ται ωραίο. Γιατί αυτό μου φαίνεται ότι είναι πιο ασφαλές κι αυτό απαντώ σε σένα και στους άλλους και κρατώντας αυτό θεωρώ ότι δε θα μπορούσε ποτέ να απορριφθεί, αλλά είναι σίγουρο και για μένα και για όποιον άλλον απαντήσει ότι με το ωραίο τα όμορφα ομορ­ φαίνουν. Ή δε σου φαίνεται κι εσένα το ίδιο; Έτσι μου φαίνεται. Κι ως προς το μέγεθος άραγε τα μεγάλα, μεγάλα και τα μεγαλύτερα, μεγαλύτερα και με τη μικρότητα τα μικρά, μικρά; Ναι. Αρα δε θα δεχόσουν αν κάποιος έλεγε ότι το κεφάλι ενός είναι μεγαλύτερο από ενός άλλου, κι ότι το μικρότερο από τα δύο είναι μικρότερο, αλλά θα διαμαρτυρόσουν ότι εσύ θεωρείς πως δεν είναι κατά τόσο μεγαλύτερο το μεγάλο από το μικρό, αλλά μεγάλο εξ αιτίας του μεγέθους του, κι αντίστοιχα για το μικρό­ τερο, φοβούμενος μήπως σου απαντήσει κάτι άλλο, αν δεχτείς ότι το ένα κεφάλι είναι μεγαλύτερο από το άλλο, αλλά θεωρώντας ότι το μεγάλο είναι μεγάλο και το μικρό, μικρό, κι ύστερα επειδή το κεφάλι είναι μικρό αυτός που έχει μεγαλύτερο ότι είναι τέρας κι αυτός που έχει το μικρό ότι έχει μεγάλο, ή μήπως δε θα το

391


Λ. Δ.

Λιακόπο

Ούκοΰν, ή δ’ δς, τα δέκα τών οκτώ δυοΐν κλείω είναι, κα\ δια ταΰτην την αιτίαν ύπερβάλλειν, φοβοΧο αν λέγειν, άλλα μή πλήθει κα'ι διά το πλήθος; και το δίπηχυ τοΰ πηχυαίου ήμίσει μεΐζον είναι άλλ’ ού μεγέθει; ό αυτός γάρ που φόβος. Πάνυ γ \ έφη. Τί δέ; έν'ι ενός προστεθέντος την πρόοθεσιν αιτίαν είναι τοΰ δυο γενέσθαι ή διασχισθέντος την σχίοιν ούκ εύλαβοΐο αν λέγειν; κα'ι μέγα άν βοωης ότι ούκ οΐσθα άλλως πως έκαστον γιγνόμενον ή μετασχόν τής ιδίας ουσίας έκαστου ού άν μετάσχη, κα'ι εν τοΰτοις ούκ έχεις άλλην τινά αιτίαν τοΰ δυο γενέσθαι άλλ’ ή την τής δυάδος μετάσχεσιν, κα'ι δεΧν τούτου μετασχεΧν τά μέλλοντα δύο έσεσθαι, κα'ι μονάδος δ άν μέλλη έν έσεσθαι, τάς δέ σχίσεις ταύτας κα'ι προσθέσεις και τάς άλλας τάς τοιαύτας κομψείας έωης άν χαίρειν, παρε'ις άποκρίνασθαι τοΧς σεαυτοΰ σοφωτέροις συ δέ δεδιώς άν, τό λεγό­ μενον, την σαυτοΰ σκιάν κα'ι την άπειρίαν, έχόμενος εκείνου τοΰ άσφαλοΰς τής ύποθέσεως, ούτως άποκρίναιο άν. εΐ δέ τις αύτής τής ύποθέσεως έχοιτο, χαίρειν έωης άν κα'ι ούκ άποκρίναιο έως άν τά α π ’ εκείνης όρμηθέντα σκέψαιο εί σοι άλλήλοις συμφωνεΧ ή διαφωνεΧ επειδή δέ εκείνης αύτής δέοι σε διδόναι λόγον, ώσαύτως άν διδοίης, άλλην αύ ύπόθεσιν

392


Γ ια τί και πώ ς ζουν ανάμεσα μας

φοβόσουν αυτό. 25 Κι ο Κέβης, αφού γέλασε, είπε: σίγουρα. Κατ’ αντιστοιχία, είπε εκείνος, θα φοβό­ σουν να πεις ότι το δέκα είναι κατά δύο μεγαλύτερο από το οκτώ κι ότι εξ αιτίας αυτού είναι μεγαλύτερο, αλλά απλά εξ αιτίας του πλήθους; Κι ότι ο δίπηχυς είναι διπλάσιος του πήχυ, αλλά απλά πιο ευμεγέθης; Ο ίδιος δεν είναι ο φόβος; Βέβαια, είπε. Λοιπόν; Δε θα φοβόσουν να πεις ότι αν προστεθεί ένα σε άλλο ένα είναι η αιτία που δημιουργείται το δύο και το αντίθετο όταν διαχωρίζονται; Και θα φώναζες ότι δεν ξέρεις κάποιον τρόπο, κατά τον οποίο κάτι άλλο να μετέχει στην ίδια ουσία που κι ένα άλλο συμμετέχει. Κι έτσι δεν έχεις κάποια άλλη αιτία από την οποία δημιουργείται το δύο παρά από το ότι αποτελεί δυάδα, κι ότι πρέπει σε αυτήν να μετέχουν αυτά που είναι προορισμέ­ να να είναι δυο, κι η μονάδα θα επρόκειτο να είναι αυτή που είναι ένα μόνο κι οι αφαιρέσεις κι οι προσθέσεις κι όλα αυτά θα τα θεωρούσες παιχνίδια και θα τα άφηνες στην άκρη, αφή­ νοντας να τα απαντήσουν αυτά αυτοί που είναι σοφότεροι από εσένα. Εσύ , όμως, θα φοβόσουν τον ίδιο σου τον ίσκιο και την απειρία σου και θα προσκολλούσες πάνω στο αξίωμα σου κι έτσι θα απα­ ντούσες. Κι αν κάποιος ασχολούταν με την ίδια υπόθεση, θα το άφηνες στην άκρη και δε απα­ ντούσες, μέχρι τυχόν έβλεπες με αν όσα από αυτή τη σκέψη σου ξεκινούν, συμφωνεί ή δια25. Τουδίνει ένα απλό παράδειγμα για το τι μπορούμε να θεωρήσουμε δεδο­ μένο και θέτει με αυτό τον τρόπο υπό αμφισβήτηση οτιδήποτε βλέπουμε γύρω μας. 393


Δ. Δ.

Λιακόπο

ύποθέμενος ήτις των άνωθεν βέλτιστη φαίνοιτο, έως επί τι ικανόν έλθοις, άμα δε ούκ αν φΰροιο ώσπερ οί άντιλογικοί περί τε τής αρχής διαλεγόμενος καί τών εξ εκείνης ιόρμημένων, είπερ βοΰλοιό τι τών δντων εύρεΐν; έκείνοις μέν γάρ ίσιος ουδέ εις περί τού­ του λόγος ουδέ φροντίς ικανοί γάρ ύπδ σοφίας όμοϋ πάντα κυκώντες όμως όΰνασθαι αυτοί αύτοΐς άρέσκειν συ δ’, είπερ εί τών φιλοσόφων, οΐμαι αν ώς έγώ λέγω ποιοΐς. ’Αληθέστατα, έφη, λέγεις, ό τε Σιμμίας άμα καί ό Κέβης. ΕΧ. Νή Δία, ώ Φαίδιον, είκότιος γε θαυμαστώς γάρ μοι δοκεΐ ά)ς έναργώς τώ καί σμικρδν νουν έχοντι είπεΧν έκεΧνος ταΰτα. ΦΑΙΔ. Πάνυ μέν ούν, ώ Έχέκρατες, καί πάσι τοΧς παροΰσιν έδοξεν. ΕΧ. Καί γαρ ήμίν τοΧς άποΰσι, νυν δέ άκοΰουσιν. άλλα τίνα δη ήν τα μετά ταΰτα λεχθέντα; ΦΑΙΔ. Ώ ς μέν έγώ οίμαι, έπεί αύτώ ταΰτα συνεχωρήθη, καί ώμολογεΧτο εΐναί τι έκαστον τών ειδών καί τουταιν τάλλα μεταλαμβάνοντα αυτών τούτων την επωνυμίαν ίσχειν, το δή μετά ταΰτα ήρώτα, Εί δή, ή δ ’ δς, ταΰτα ούτως λέγεις, άρ’ ούχ, δταν Σιμμίαν Σωκράτους φής μείζω είναι, Φαίδωνος δέ έλάττω, λέγεις τότ’ είναι έν τώ Σιμμία άμφότερα, καί

394


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

φωνεί. Κι όταν αναγκαζόσουν να μιλήσεις, έτσι θα μιλούσες, κάνοντας κάποια υπόθεση, που σου φάνηκε η καλύτερη από όσες προηγήθηκαν, για να οδηγηθείς σε κάτι ικανοποιη­ τικό και ταυτόχρονα, αν ήθελες να οδηγηθείς σε κάποιο συμπέρασμα, δε θα τα πολυσκάλιζες, όπως οι συνομιλητές σου, μιλώντας με βάση το αξίωμα σου κι ό,τι πηγάζει από αυτό.26 Γιατί για εκείνους δεν υπάρχει για αυτό ούτε μία λογική, ούτε μια άποψη, γιατί αυτοί είναι ικανοί όλα μαζί να τα συγχέουν και να οδηγούνται σε όποιο συμπέρασμα θέλουν, Εσύ, όμως, αν βέβαια είσαι φιλόσοφος, νομίζω ότι θα έκανες αυτά που λέω. Πράγματι, σωστά όσα λες, είπαν κι ο Κέβης κι ο Σιμμίας. ΕΧ: Μα τον Δία, Φαίδωνα, είναι φυσικό. Γιατί μου φαίνεται ότι ακόμα κι αν κάποιος είναι στενόμυαλος θα καταλάβαινε όσα είπε εκείνος. ΦΑΙΔ: Βέβαια, Εχεκράτη, κι όλοι οι παρόντες το ίδιο θεώρησαν. ΕΧ: Κι εμείς οι απόντες ας ακούσουμε τώρα. Τι ειπώθηκε μετά από αυτά; ΦΑΙΔ: Όπως νομίζω, όλοι συμφώνησαν με τα προηγούμενα. Και συμφωνήθηκε τι είναι κάθε ένα από τα είδη, και που μετέχουν και πως δίνουν το όνομα τους σε αυτά κι ύστερα ο Σαικράτης, νομίζω, είπε: Αραγε όταν λες ότι ο Σιμμίας είναι μεγαλύτερος (στο μέγεθος) από

26. Εδώ οΣωκράτης χτυπάει διάνα πάνω φόβο των «ειδικών». Το φόβ τον να μην θεωρηθούν γραφικοί και αντιεπιστημονικοί από τους πολλούς, τους οποίους όμως θεωρούν ηλίθιους, αλλά από την άποψή τους κρέμεται η ύπαρξη και η ένταξή τους μέσα στην καθημερινότητα και το τον χρήματος. 395


Δ. Α. Λιακόπουλος

μέγεθος και «μικρότητα; Έγωγε. Ά λ λα γάρ, ή δ’ ός, ομολογείς τό τον Σιμμίαν ύπερέχειν Σωκράτους ούχ ώς τοΧς ήμααι λέγεται ούτω καί τδ αληθές έχειν; ού γάρ που πεφυκέναι Σιμμίαν ύπερέχειν τούτω, τφ Σιμμίαν είναι, άλλα τφ μεγέθει δ τυγχάνει έχων ούδ’ αύ Σωκράτους ύπερέχειν ότι Σωκράτης ό Σωκράτης έστίν, ά λλ’ ότι «μικρότητα έχει ό Σωκράτης προς τό εκείνου μέγεθος; ’Αληθή. Ουδέ γε αύ υπό Φαίδωνος ύπερέχεσθαι τφ ότι Φαίδων ό Φαίδων έστίν, άλλ’ ότι μέγεθος έχει ό Φαίδων προς την Σιμμίου «μικρότητα; ’Έ σ τι ταϋτα. Ούτως άρα ό Σιμμίας έπωνυμίαν έχει «μικρός τε κα'ι μέγας είναι, έν μέσω ων άμφοτέρων, του μέν τφ μεγέθει ύπερέχειν την «μικρότητα ύπέχων, τφ δε τό μέγεθος τής «μικρότητος παρέχων ύπερέχον. Κα'ι αμα μειδιάσας, Έ ο ικ α , έφη, κα'ι συγγραφικώς έρειν, άλλ’ ούν έχει γέ που ώς λέγω. Συνέφη. Λέγω δη τοΰδ’ ένεκα, βουλόμενος δόξαι «ο'ι όπερ έμοί. έμο'ι γάρ φαίνεται ού μόνον αυτό τό μέγεθος ούδέποτ’ έθέλειν άμα μέγα κα'ι «μικρόν είναι, άλλα και τό έν ήμίν μέγεθος ούδέποτε προσδέχεσθαι τό σμικρόν ούδ’ έθέλειν ύπερέχεσθαι, άλλα δυοΐν τό έτερον, ή φεύγειν κα'ι ύπεκχωρεΧν όταν αύτφ προσίη τό έναντίον, τό σμικρόν, ή προσελθόντος έκείνου άπολωλέναι ύπομένον δέ κα'ι δεξάμενον την «μικρότητα ούκ έθέλειν είναι έτερον ή όπερ ήν. ώσπερ έγω δεξάμενος καί ύπομείνας την «μικρότητα, καί έτι ων όσπερ ειμί, ούτος ό αύτός «μικρός ειμι έκεΐνο δέ ού τετόλμηκεν 396


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

τον Σωκράτη, μικρότερος, όμως, από τον Φαίδωνα, θεωρείς ότι και τα δύο, και το μεγά­ λο μέγεθος και το μικρό, ανήκουν στον Σιμμία; Ναι. Αλλά, είπε αυτός, δε συμφωνείς ότι ο Σιμμίας υπερέχει του Σωκράτη κι ότι αφού αυτό λέμε, αυτό είναι κι η αλήθεια; Γιατί ο Σιμμίας δε έχει γεννηθεί για να υπερέχει αυτού, αλλά τυχαίνει να είναι μεγαλύτερος στο μέγεθος. Ούτε πάλι υπερέχει του Σωκράτους, επειδή ο Σωκράτης είναι ο Σωκράτης, αλλά επειδή ο Σωκράτης έχει μικρότερο μέγεθος από εκείνον; Αλήθεια. Και φυσικά ούτε ότι ο Φαίδων υπερέχει, επειδή είναι ο Φαίδων, αλλά επειδή απλά είναι πιο ευμεγέθης ως προς το μέγεθος του Σιμμία; Έτσι είναι. Έτσι, λοιπόν, ο Σιμμίας αποκαλείται και μικρός και μεγάλος, σχετικά με τους δυό τους, επειδή υπερέχει στο μέγεθος του ενός και υπο­ λείπεται του άλλου, Και συνάμα, είπε χαμο­ γελώντας, νομίζω ότι μιλάω σα να γράφω, αλλά έτσι είναι αυτά που λέω. 27 Συμφώνησε. Και το λέω αυτό, θέλοντας να καταλάβεις, όπως κι εγώ, ότι το μέγεθος από μόνο του δεν είναι ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλά το ίδιο μέγεθος, άλλες φορές υπολείπεται κι άλλες υπερέχει, χωρίς να το επιδιώκει. Αλλά συγκρι­ τικά με τα δύο ή αποφεύγει και απομακρύνεται όταν συναντά το αντίθετο του, το μικρό, ή αν αυτό έλθει χάνεται. Γιατί δέχεται και υπομένει 27. Τα πάντα είναι σχετικά λοιπόν. Κάτι μπορεί να είναι μεγάλο σε σχέση με κάτι και ταυτόχρονα μικρό σε σχέση με κάτι άλλο. Μικρό και μεγάλο ταυ­ τόχρονα. 397


Λ Δ. Λιακόπουλος

μέγα ον σμικρόν είναι ώς δ ’ αύτως κα'ι τδ σμκρδν το έν ήμΐν ούκ έθέλει ποτέ μέγα γίγνεσθαι ουδέ είναι, ούδ’ άλλο ούδέν των ναντίων, έτι δν δπερ ην, άμα τουναντίον γίγνεσθαι τε κα'ι είναι, άλλ’ ήτοι απέρχεται η άπόλλυται έν τοΰτω τφ παθήματι. Παντάπασιν, έφη ό Κέβης, ούτω φαίνεται μοι. Καί τις είπε των παρόντιυν άκοΰσαςδστις δ’ήν, ου σαφώς μέμνημαιΠρός θεών, ούκ έν τοΐς πρόσθεν ήμΧν λόγοις αυτό το εναντίον τών νυν'ι λεγομένιυν ώμολογεΧτο, εκ του έλάττονος το μεΧζον γίγνεσθαι και εκ τού μείζονος τδ έλαττον, κα'ι άτεχνώς αύτη είναι ή γένεσις τοΧς έναντίοις, εκ τών εναντίων; νϋν δέ μοι δοκεΧ λέγεσθαι δτι τούτο ούκ άν ποτέ γένοιτο. Κα'ι ό Σωκράτης παραβαλών την κεφαλήν κα'ι άκούσας, Ά νδρικώς, έφη, άπεμνημδνευκας, ού μέντοι έννοεΧς τδ διαφέρον τού τε νύν λεγομένου κα'ι τού τότε, τότε μέν γάρ έλέγετο έκ τού εναντίου πράγματος τδ εναντίον πράγμα γίγνεσθαι, νύν δέ, δτι αύτδ τδ εναντίον έαυτώ εναντίον ούκ άν ποτέ γένοιτο, ούτε τδ έν ήμΧν ούτε τδ έν τή φύσει. τότε μέν γάρ, ώ φίλε, περ'ι τών έχόντων τά εναντία έλέγομεν, έπονομάζοντες αυτά τη έκείνων έπωνυμίρ, νύν δέ περ'ι έκείνων αύτών ών ένδντων έχει την έπωνυμίαν τά ονομαζόμενα αύτά δ’ έκεΧνα ούκ άν ποτέ φαμεν έθελήσαι γένεσιν άλλήλων δέξασθαι. Κα'ι άμα βλέψας πρδς

398


Γιατί

και πώς ζουν ανάμεσα μα ς

την μικρότητα και δε θέλει να είναι κάτι δια­ φορετικό από ότι ήταν. Έτσι κι εγώ αποδέχο­ μαι τη μικρότητα μου και την υπομένω, όσος κι αν είμαι, γιατί είμαι μικρόσωμος. Εκείνο, όμως που είναι μεγάλο δεν τολμά να γίνει μικρό. Έτσι και το μικρό που υπάρχει σε εμάς δε θέλει ποτέ να γίνει μεγάλο, ούτε είναι, ούτε κάτι άλλο από τα αντίθετα, αλλά ακόμα κι αν γινόταν, θα έφευγε ή θα χάνονταν με αυτό που του συνέβη. Οπωσδήποτε, είπε ο Κέβης, έτσι είναι. Και κάποιος από τους παρόντες που το άκουσε - δε θυμάμαι ποιος ακριβώς- είπε: για όνομα των θεών, αυτό που λέτε δεν έρχεται σε αντίθεση με όσα λέγαμε πριν, ότι το μικρό από το μεγάλο και το μεγάλο από το μικρό δημιουργείται και έτσι είναι η γέννηση του καθενός από τα αντίθετα; 28 Γιατί με αυτά που λέγονται τώρα, μου φαίνεται ότι αυτό ποτέ δε θα μπο­ ρούσε να γίνει. Κι ο Σωκράτης, αφού γύρισε το κεφάλι κι άκουσε είπε: Πολύ καλά θυμάσαι, δεν καταλα­ βαίνεις, όμως, τη διαφορά ανάμεσα σε όσα λέγαμε πριν και τώρα. Γιατί τότε λέγαμε ότι από το αντίθετο γεννιέται το αντίθετο, ενώ τώρα λέμε ότι αυτό που κάτι είναι δε θα μπο­ ρούσε το ίδιο να μετατραπεί στο αντίθετο του, ούτε όσον αφορά εμάς, ούτε την φύση. Γιατί τότε, φίλε μου, σε όσα δίνουμε κάποιο όνομα επειδή έχουν κάποια ιδιότητα, αν έχαναν την ιδιότητα τους δε θα μπορούσαν να κρατούν το όνομα τους. Κι ούτε είπαμε ότι αυτά από μόνα

28. Εδώ ηκουβέντα έρχεται στον κόσμο των αντιθέτων. Το ένα εκ των δ αντιθέτων παίρνει υπόσταση και ταυτότητα, όταν εμφανιστεί το άλλο. Χωρίς το άσχημο δεν μπορεί να ονομασθει το όμορφο. Χωρίς μικρό, δεν μπορεί να ορισθεί το μεγάλο. Χωρίς το κακό, δεν μπορεί να ορισθεί το καλό. 399


Α. Α. Αιακόπονλος

τον Κέβητα εΐπεν, Ά ρ α μή που, ώ Κέβης, έφη, και οέ τι τούτων έτάραξεν ών δδε είπεν; Ούδ’ αύ, έφη ό Κέβης, ούτως έχω καίτοι ούτι λέγο) ώς ού πολλά με ταράττει. Συνωμολογήκαμεν άρα, ή δ ’ δς, άπλώς τούτο, μηδέποτε έναντίον έαυτφ το εναντίον έσεσθαι. Παντάπασιν, εφη. ’Έ τι δη μοι κα'ι τόδε σκέψαι, έφη, εΐ άρα συνομολογήσεις, θερμόν τι καλεΤς κα'ι ψυχρόν; Έ γω γε. Ά ρ ’ δπερ χιόνα κα'ι πυρ; Μά ΔΓ ούκ έγωγε. Ά λλ’ έτερόν τι πυρός τδ θερμόν κα'ι έτερόν τι χιόνος το ψυχρόν; Ναί. ’Αλλά τόδε γ’ οΐμαι δοκεΐ σοι, ουδέποτε χιόνα γ ’ ούσαν δεξαμένην τό θερμόν, ώσπερ έν τοΧς πρόσθεν έλέγομεν, έτι έσεσθαι δπερ ήν, χιόνα κα'ι θερμόν, άλλα προσιόντος του θερμού ή ύπεκχωρήσειν αύτφ ή άπολεΐσθαι. Πάνυ γε. Κα'ι τό πυρ γε αύ προσιόντος του ψυχροϋ αύτφ ή ύπεξιέναι ή άπολεΧσθαι, ού μέντοι ποτέ τολμήσειν δεξάμενον την ψυχρότητα έτι είναι δπερ ήν, πϋρ κα'ι ψυχρόν. ’Αληθή, έφη, λέγεις. Έ σ τιν άρα, ή δ ’ δς, περ'ι ένια των τοιοΰτων, ώστε μή μόνον αυτό τό είδος άξιοΰσθαι του αυτού ο νό ­ ματος εις τον άε'ι χρόνον, άλλα κα'ι άλλο τι ό έστι μέν ούκ έκεΧνο, έχει δέ την εκείνου μορφήν άεί, δτανπερ ή. έτι δέ έν τφδε Γσως έσται σαφέστερον δ λέγω τό γάρ περιττόν άεί που δεΧ τούτου τού ο ν ό ­ ματος τυγχάνειν δπερ νυν λέγομεν ή ού; Πάνυ γε. Ά ρ α μόνον των όντωντοΰτο γάρ έρωτώή και άλλο τι δ έστι μέν ούχ δπερ τό περιττόν, δμως δέ

400


Γ\ιατί

καιπώς ζουν ανάμεσά μ

τους δέχονται τη γέννηση του αντιθέτου μεταξύ τους. Και συνάμα, κοιτώντας προς τον Κέβη, είπε: μήπως κάπου Κέβη, σε αποσυντό­ νισε με όσα είπε; Καθόλου, είπε ο Κέβης. Δε νομίζω ότι απο­ συντονίστηκα. Συμφωνήσαμε λοιπόν, είπε αυτός, αυτό το απλό, ότι τίποτε δε μπορεί να είναι αντίθετο με αυτό που είναι. Από κάθε πλευρά, είπε. Κι ακόμα σκέψου αν θα συμφωνήσεις και με αυτό, είπε. Αποκαλείς κάτι ζεστό και κάτι κρύο; Φυσικά. Όπως το χιόνι και τη φωτιά; Ναι, μα τον Δία. Αλλά είναι κάτι άλλο το ζεστό από τη φωτιά και κάτι άλλο το κρύο από το χιόνι; Ναι. Αλλά νομίζω πως θεωρείς ότι ποτέ το χιόνι δε θα δεχόταν το ζεστό, όπως πρωτύτερα λέγα­ με, γιατί δε θα μπορούσε να υπάρξει θερμό χιόνι, αλλά όταν η ζέστη το πλησίαζε ή θα απομακρυνόταν ή θα εξαφανιζόταν. Πολύ σωστά. Και στη φωτιά αν πλησίαζε το κρύο το ίδιο δε θα συνέβαινε, γιατί δε μπορεί να υπάρξει κρύα φωτιά; Αλήθεια λες, είπε. Συνεπώς, είπε εκείνος, δεν υπάρχει μόνο ένα είδος που αξιώνεται το όνομα στο σύνολο του χρόνου, αλλά κι άλλα πράγματα έχουν τη μορφή και τις ιδιότητες του. Κι αυτό ίσως γίνει πιο σαφές με αυτό που θα πω. Γιατί ο μονός αριθμός πάντα αποκαλείται μονός, όπου κι αν τον πετύχουμε. Ή όχι;

4ΘΙ


Δ. Δ. Λιακόπουλος

δει αύτο μετά του έαυτοϋ ονόματος και τοΰτο καλεΐν άε'ι διά το ουτο) πεφυκέναι ώστε τοΰ περιττού μηδέποτε άπολείπεσθαι; λέγω δέ αυτό είναι οιον κα'ι ή τριάς πέπονθε κα'ι άλλα πολλά, σκοπεί δέ περ'ι τής τριάδος. άρα ού δοκεΐ σοι τφ τε αυτής ονόματι άε'ι προσαγορευτέα είναι κα'ι τφ τοΰ περιττού, δντος ούχ όπερ τής τριάδος; άλλ’ όμως ούτως πέφυκε κα'ι ή τριάς και ή πεμπτάς κα'ι ό ήμιους τοΰ άριθμοΰ άπας, ώστε ούκ ών όπερ το περιττόν άε'ι έκαστος αυτών έστι περιττός κα'ι αύ τά δυο και [τά] τέτταρα κα'ι άπας ό έτερος αύ στίχος τοΰ άριθμοΰ ούκ ών όπερ το άρτιον όμως έκαστος αυτών άρτιός έστιν άεί συγχωρεΐς ή ού; Πώς γάρ ούκ; έφη. Ο τοίνυν, έφη, βούλομαι δηλώσαι, άθρει. έστιν δέ τόδε, ότι φαίνεται ού μόνον εκείνα τά εναντία άλληλα ού δεχόμενα, άλλά κα'ι όσα ούκ όντ’ άλλήλοις εναντία έχει άε'ι τάναντία, ούδέ ταΰτα έοικε δεχομένοις έκείνην την ιδέαν ή αν τή έν αύτοΐς ούση εναντία η, άλλ’ έπιούσης αύτής ήτοι άπολλύμενα ή ύπεκχωροΰντα. ή ού φήσομεν τά τρία κα'ι άπολεΧσθαι πρότερον κα'ι άλλο ότιοΰν πείσεσθαι, πρ'ιν ύπομεΧναι έτι τρία όντα άρτια γενέσθαι; Πάνυ μέν ούν, έφη ό Κέβης. Ούδέ μην, ή δ’ ός, εναντίον γέ έστι δυάς τριάδι. Ού γάρ ούν. Ούκ άρα μόνον τά ε’ίδη τά εναντία ούχ ύπομένει έπιόντα άλληλα, άλλά κα'ι άλλ’

402


Γιατί και

πώς ζουν ανάμε

Φυσικά. Άρα μόνο αυτό —γιατί αυτό ρωτάω- ή και κάποιο άλλο υπάρχει που αποκαλείται μονό, αλλά πρέπει αυτό να το αποκαλούμε με το όνομα που του έχει δοθεί πάντα, ώστε να μην χάνει την ουσία του μονού αριθμού; Και για παράδειγμα θα αναφέρω την τριάδα κι άλλα πολλά υπάρχουν, όμως. Εξέτασε την τριάδα. Νομίζεις ότι από το όνομα της πρέπει να αποκαλείται και μονός αριθμός, αν και το κανο­ νικό της όνομα είναι τριάδα; Αλλά έτσι είναι από τη φύση τους κι η τριάδα κι η πεντάδα και κάθε σύνολο που αν και δεν είναι το καθένα αυτό που λέμε μονός αριθμός, κάθε ένα είναι μονό. Κι αντίστοιχα και το δύο και το τέσσερα και κάθε άλλος ζυγός αριθμός αν και δεν απο­ τελούνται μόνο από ζυγούς αριθμούς, είναι ζυγοί, πάντα. Συμφωνείς ή όχι; 29 Και πως όχι; Συνολικά αυτό θέλω να πω, είπε. Φαίνεται ότι δεν υπάρχουν αυτά μόνο που είναι αντίθε­ τα, αλλά κι αυτά που είναι αντίθετα περιέχουν μέσα τους κάποια στοιχεία του αντιθέτου τους, χωρίς αυτά να δέχονται την αντίθετη τους έννοια που υπάρχει μέσα τους, αλλά όταν αυτή αυτούσια τα πλησιάζει, αυτά ή υποχωρούν ή εξαφανίζονται. Ή δε θα συμφωνήσουμε ότι το τρία θα χαθεί πριν μπορέσει ποτέ το τρία να γίνει ποτέ ζυγός αριθμός: Φυσικά, είπε ο Κέβης. Και φυσικά ότι η δυάδα δεν είναι αντίθετο της τριάδας, είπε. Δεν είναι. 29. Εδώ, εκτός από τα αντίθετα, τους διδάσκει ότι πρέπει να προσέχουν ότι υπάρχει και η έννοια της ιδιότητας των αντιθέτων και οι ιδιότητες των αντι­ θέτων είναι διακριτές. Ζεστό χιόνι και κρύα φωτιά δεν υπάρχουν. 403


Δ. Λ.

Λιακόπο

άττα τά έναντία ούχ υπομένει έπιόντα. ’Αληθέστατα, έ"φη, λέγεις. Βοΰλει ούν, ή δ ’ δς, εάν οιοί τ’ ώμεν, όρισο'ιμεθα όποια ταΰτά έστιν; Πάνυ γε. ΤΑρ’ ούν, έφη, ώ Κέβης, τάδε ε’ίη άν, ά δτι άν κατάσχη μη μόνον αναγκάζει την αυτού ιδέαν αυτό ΐσχειν, άλλα κα'ι εναντίου αύτφ άεί τίνος; Πώς λέγεις; '"Ωσπερ άρτι έλέγομεν. οΐσθα γάρ δήπου δτι ά άν ή των τριών ιδέα κατάσχη, άνάγκη αύτοις ου μόνον τρισίν είναι άλλα κα'ι περιττοις. Πάνυ γε. Έπ'ι το τοιοΰτον δη, φαμέν, ή έναντία ιδέα εκείνη τη μορφή ή άν τοΰτο άπεργάζηται ούδέποτ’ άν έλθοι. Ού γάρ. Είργάζετο δέ γε ή περιττή; Ναί. Έναντία δέ ταΰτη ή του άρτιου; Ναί. Έπ'ι τά τρία άρα ή του άρτιου ιδέα ουδέποτε ήξει. Ού δήτα. ’"Αμοιρα δη του άρτιου τά τρία. ’"Αμοιρα. Άνάρτιος άρα ή τριάς.

404


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

Αρα δεν είναι μόνο τα αντίθετα είδη που δεν δέχονται να πλησιάζει το ένα το άλλο, αλλά κι άλλα υπάρχουν που δεν ανέχονται να τα προσεγγίζουν τα αντίθετα. 3^ Πολύ σωστά, λες. Θέλεις, λοιπόν, είπε εκείνος, αν μπορέ­ σουμε να ορίσουμε ποια είναι αυτά; Βέβαια. Αραγε, Κέβη, δε θα ήταν όσα δεν έχουν μόνο την ιδέα αυτού που είναι, αλλά κατά κάποιο τρόπο και του αντιθέτου τους; Ποια εννοείς; Όπως τώρα λέγαμε. Γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι όπου τυχόν υπάρχει η ιδέα του τρία, ανα­ γκαστικά δεν είναι μόνο τρία, αλλά και μονός αριθμός. 3031 Ναι. Και γι αυτό, είπαμε, ότι η αντίθετη στη μορφή έννοια δε θα μπορούσε ποτέ όσο κι αν προσπαθούσε να προσεγγίσει το τρία. Όχι, φυσικά. Κι αυτό ορίζεται από την έννοια του μονού; Ναι. Κι αυτή είναι το αντίθετο από το ζυγό; Ναι. Στο τρία, λοιπόν, ποτέ δε θα υπάρξει η έννοια του ζυγού. Ποτέ. Τα τρία δε μπορούν να μετέχουν στο ζυγό. 30. Με απόλυτη σαφήνεια λοιπόν ξεκαθαρίζει ότι τα αντίθετα πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν. Το Γινκαι το Γιανγκ, που 31. Το τρία λοιπόν δεν είναι μόνο τρία, αΛΛά και μονός αριθμός. Εκτός δηλα­ δή από ότι αντιλαμβανόμαστε, το κάθε τι, είναι και κάτι άλλο. Αυτό το άλλο έχει υπόσταση, ταυτότητα και ιδιότητες. Ιδιότητες που είναι πιθανόν να μην μπορούμε να αντιληφθούμε. 405


Δ. Δ.

Λιακόπο

Ναί. Ο τοίνυν ελεγον όρίσασθαι, ποια ούκ εναντία χιν'ι δντα όμως ού δέχεται αυτό, το έναντίονοιον νυν ή τριάς τφ άρτίω ούκ ούσα εναντία ούδέν τι μάλλον αύτδ δέχ­ εται, τδ γάρ έναντίον άε'ι αύτφ επιφέρει, καί ή δυάς τφ περιττφ και τδ πυρ τφ ψυχρφ και άλλα πάμπολλαάλλ’ όρα δη εί ούτως όρίζη, μή μόνον τδ έναντίον τδ έναντίον μή δέχεσθαι, άλλα κα'ι έκεΧνο, δ αν έπιφέρη τι έναντίον έκείνω, έφ’ ότι άν αύτδ ιη, αύτδ τδ έπιφέρον την τού έπιφερομένου έναντιότητα μηδέποτε δέξασθαι. πάλιν δέ άναμιμνήσκου ού γάρ χείρον πολλάκις άκοΰειν. τά πέντε την τού αρτίου ού δέξεται, ούδέ τά δέκα την τού περιττού, τδ διπλάσιον. τούτο μέν ούν κα'ι αύτδ άλλο) έναντίον, όμως δέ την τού περιττού ού δέξεται ούδέ δη τδ ήμιόλιον ούδέ τάλλα τά τοιαύτα, τδ ήμισυ, την τού όλου, κα'ι τριτημόριον αύ κα'ι πάντα τά τοιαύτα, είπερ έπη τε κα'ι συνδοκεΧ σοι ούτως. Πάνυ σφόδρα κα'ι συνδοκεΧ, έφη, κα'ι έπομαι. Πάλιν δη μοι, έφη, έξ αρχής λέγε, κα'ι μή μοι δ άν έρωτώ άποκρίνου, αλλά μιμούμενος έμέ. λέγω δη παρ’ ήν τδ π ρ ώ ­ τον ελεγον άπόκρισιν, την ασφαλή έκείνην, έκ των νυν λεγομένων άλλην όρων άσφάλειαν. ει γάρ έροιό με ω άν τί έν τφ σώματι έγγένηται θερμόν έσται, ού την ασφαλή σοι έρώ άπόκρισιν έκείνην την άμαθή, ότι ω άν θερμότης, άλλά

406


Γιατί

καιπώ ς ζουν ανάμεσά μ

Δε μπορούν. Άρα η τριάδα δεν είναι ζυγή (είναι ανάρτιος). Ναι. Αυτό, λοιπόν ,έλεγα να ορίσουμε. Ποια αν και δεν είναι αντίθετα με κάτι, δεν το δέχονται - για παράδειγμα η τριάδα δεν είναι αντίθετη με την έννοια του ζυγού, αλλά δεν το δέχεται, γιατί πάντα έχει μαζί της την έννοια του αντι­ θέτου του (το μονό), κι η δυάδα κάνει το ίδιο με το μονό και η φωτιά με το κρύο και άλλα πολλά- αλλά δες τώρα αν έτσι ορίζεις, ότι όχι μόνο το αντίθετο δεν δέχεται το αντίθετο του, αλλά κι εκείνο, που τυχόν φέρει μέσα του το αντίθετο, σε όποιον βαθμό το κάνει αυτό. Γιατί εφ’ όσον το έχει μαζί του ποτέ δε θα δεχθεί να συνυπάρξει με την αντίθετη από αυτό έννοια. Και θυμήσου, πάλι, γιατί δεν είναι κακό να τα ακούει κανείς πολλές φορές, Το πέντε δεν δέχεται την έννοια του ζυγού, ούτε το δέκα, που είναι διπλάσιο του, του μονού. Αυτό κα­ θαυτό, όμως, το δέκα δεν δέχεται την έννοια του μονού, γιατί είναι αντίθετη. Κι αυτό συμβαίνει και με τα μισά και με το σύνολο και με το ένα τρίτο κι όλα τα παρόμοια, αν βέβαια, συμφωνείς με αυτά. Και συμφωνώ και σε ακολουθώ, είπε. Λέγε, όμως, τώρα από την αρχή, είπε. Μη μου απαντάς με τα λόγια που εγώ ρωτώ, αλλά μιμούμενος εμένα. Λέω, δηλαδή, ότι πέρα από απάντηση που έδωσα στην αρχή, εκείνη τη σίγουρη, βλέπω μέσα από αυτά που τώρα λέγονται κάποια άλλη σίγουρη άποψη. Γιατί, αν με ρωτούσες με ποιό μέσο, που βρίσκεται μέσα στο σώμα, αυτό γίνεται ζεστό, δεν θα σου πω εκείνη τη σίγουρη απάντηση, εκείνη

407


Δ.

ά.Λιακόπουλος

κοιιψοτέραν έκ των νϋν, δτι ώ αν πυρ ουδέ αν έρη ω αν αώματι τί έγγένηται νοσήσει, ούκ έρώ δτι ω αν νόσος, άλλ’ ω αν πυρετός ούδ’ ω αν άριθμώ τί έγγένηται περιττός έσται, ούκ έρώ ω άν περιττότης, άλΓ ω αν μονάς, και ταλλα ούτως, άλλ’ όρα εί ήδη ίκανώς οΐσθ’ δτι βούλομαι. Άλλα πάνυ ίκανώς, έφη. Άποκρίνου δή, ή δ ’ δς, ω άν τί έγγένητοι σώματι ζών έσται; 7Ωι άν ψυχή, έφη. Ούκοϋν άει τούτο ούτως έχει; Πώς γάρ ούχί; ή δ’ δς. Ψυχή άρα δτι άν αυτή κατάσχη, άει ήκει έπ’ έκεινο φέρουσα ζωήν; "Ηκει μέντοι, έφη. Πδτερον δ ’ έστι τι ζωή έναντίον ή ούδέν; Έ στιν, έφη. Τί; Θάνατος. Ούκοϋν ψυχή τό έναντίον ω αύτή έπιφέρει άει ού μή ποτέ δέξηται, ώς έκ τών πρδσθεν ώμολόγηται; Κα'ι μάλα σφοδρά, έφη ό Κέβης. Τί ούν; τό μή δεχδμενον τήν τού αρτίου ιδέαν τί νυνδή ώνομάζομεν; Άνάρτιον, έφη. Τό δέ δίκαιον μή δεχδμενον και δ άν μουσικόν μή δέχηται; ’Άμουσον, έφη, τό δέ άδικον. Εΐεν δ δ’ άν θάνατον μή δέχηται τί

408


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

την απλή, ότι η θερμότητα θα είναι, αλλά κάποια άλλη πιο περίπλοκη, σύμφωνα με αυτά που τώρα είπαμε, ότι δηλαδή η φωτιά θα είναι. Ούτε αν ρωτούσες με ποιό μέσο που βρίσκε­ ται στο σώμα, θα το κάνει να αρρωστήσει, θα πω την αρρώστια, αλλά τον πυρετό. Ούτε πάλι στο με ποιόν τρόπο γίνεται ένας αριθμός μονός, θα απαντήσω ότι είναι η περιττότητα, αλλά ότι είναι η μονάδα κιόλα τα άλλα παρό­ μοια. Δες, λοιπόν, αν αντιλαμβάνεσαι ικανο­ ποιητικά αυτό που θέλω. Ικανοποιητικότατα, είπε. Απάντησε λοιπόν, είπε εκείνος, ποιο είναι αυτό που όταν είναι μέσα στο σώμα, θα το κάνει να ζει; 22 Θα ήταν η ψυχή, απάντησε. Και πάντα έτσι είναι; Και πως όχι; είπε εκείνος. Ό,τι, λοιπόν, κι αν έχει μαζί της η ψυχή, πάντα έρχεται προς αυτό φέρνοντας του ζωή; Και βέβαια έρχεται, είπε. Τι από τα δυο λοιπόν; Υπάρχει κάτι αντί­ θετο στη ζωή ή όχι; Υπάρχει, είπε. Ποιο; Ο θάνατος. Επομένως η ψυχή ποτέ δεν θα δεχτεί το αντίθετο από εκείνο που καθαυτή φέρει πάντο­ τε μέσα της, όπως έχει συμφωνηθεί από τα προηγούμενα. Οπωσδήποτε, είπε ο Κέβης. Λοιπόν; Αυτό που δεν δέχεται την ιδέα του ζυγού, πως το ονομάζαμε τώρα μόλις; Ανάρτιο, απάντησε. Και αυτό που δεν δέχεται το δίκαιο και32 32.

Απόδω το είχε, από εκεί το είχε, το πήγε στην αθανασία της ψυχής. 409


Δ. Δ. Λιακόπονλος

καλοΰμεν; ’Αθάνατον, έφη. Ούκοΰν ψυχή ού δέχεται θάνατον; Οΰ. ’Αθάνατον άρα ψυχή. ’Αθάνατον. Εΐεν, έφη τοΰτο μέν δή άποδεδειχθαι φώμεν; ή πώς δοκεΐ; Κα'ι μάλα γε Ικανώς, ώ Σιυκρατες. Τί ούν, ή δ’ δς, <υ Κέβης; εΐ τώ άναρτίω άναγκαΐον ήν άνοολέθρω είναι, άλλο τι τα τρία ή άνώλεθρα αν ήν; Πώς γάρ οΰ; Ούκοΰν εί κα'ι τδ άθερμον άναγκαΐον ήν άνώλεθρον είναι, οπότε τις επί χιόνα θερμόν έπάγοι, ύπεξήει αν ή χιών ούσα σώς καί άτηκτος; οΰ γάρ αν άπώλετό γε, ούδ’ αΰ ύπομένουοα έδέξατο άν την θερ­ μότητα. ’Αληθή, έφη, λέγεις. Ως δ ’ αΰτως οίμαι καν εί τό άψυκτον άνώλεθρον ήν, οπότε επί τδ πυρ ψυχρόν τι έπήει, οΰποτ’ άν άπεσβέννυτο ούδ’ άπώλ-

410


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσά μας

εκείνο που δεν δέχεται το μουσικό; Άμουσο, είπε, και το άλλο άδικο. Ας είναι. Κι αυτό που δεν δέχεται τον θάνατο, πως το αποκαλούμε; Αθάνατο, είπε. Η ψυχή λοιπόν δεν δέχεται τον θάνατο; Όχι. Αρα η ψυχή είναι αθάνατη. Ναι, αθάνατη. Ας είναι, είπε. Αυτό, λοιπόν, ας ισχυρι­ στούμε ότι έχει αποδειχθεί; Ή νομίζεις κάτι άλλο; Και πολύ ικανοποιητικά, βέβαια, Σωκράτη.33 Αοιπόν, είπε εκείνος, Κέβη; Αν για το ανάρτιο ήταν αναγκαίο να μην χάνεται, το τρία θα μπορούσε να χάνεται; Όχι βέβαια. Αν λοιπόν και το άθερμο ήταν αναγκαίο να μην χάνεται, κάθε φορά που κάποιος πλησιάζει το ζεστό, στο χιόνι, δεν θα απομακρυνόταν το χιόνι, σώο και άθικτο; Το χιόνι βέβαια δεν θα χανόταν ούτε θα δεχόταν να υπομένει τη θερμότητα. Αλήθεια λες, είπε. 33. Είναι συγκινητικός ο μαθηματικός τρόπος με τον οποίο ο μέγιστος φιλό­ σοφος των Ελλήνων απέδειξε την αθανασία της ψυχής. Προτείνω ανε­ πιφύλακτα να γυρίσετε πίσω και να ξαναδιαβάσετε την μαθηματική από­ δειξη της αθανασίας της ψυχής. Η παραπάνω απόδειξη, έχει και μία άλλη πολύ μεγάλη αξία. Στην εποχή μας, μας έχουν πείσει ότι οτιδήποτε αφορά τον αόρατο κόσμο που υπάρχει γύρω μας, ανήκει στο χώρο του μεταφυσικού, του ανύπαρκτον, του φανταστικού και πάει λέγοντας. Κι όμως όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν, τουλάχιστον όχι όπως τα βλέπουμε, αφού τα αντιλαμβανόμαστε κατά ένα μόνο μέρος τους, όπως μας επιβάλουν εκείνοι που διαχειρίζονται τις εκπομπές των μυστικών συχνοτήτων από το δεύτερο επίπεδο ύπαρξης ή αν θέλετε από το δεύτερο στάδιο αυτογνωσίας.


Δ. Δ. Διακόπουλος

λυτό, άλλα σών αν άπελθδν ώχετο. ’Ανάγκη, εφη. Ούκοΰν κα'ι ώδε, εφη, ανάγκη περ'ι τοΰ αθανάτου είπεΐν; εί μέν το άθάνατον κα'ι άνώλεθρόν έοτιν, άδΰνατον ψυχή, δταν θάνατος επ’ αυτήν ιη, άπόλλυσθαι θάνατον μέν γάρ δη εκ των προειρημένων ού δέξεται ούδ’ έσται τεθνηκυϊα, ώσπερ τά τρία ούκ έσται, έφαμεν, άρτιον, ουδέ γ ’ αΰ το περιττόν, ουδέ δη πυρ ψυχρόν, ουδέ γε ή εν τω πυρ'ι θερμότης. ’Αλλά τί κωλύει, φαίη άν τις, "άρτιον μέν τδ περιττόν μη γίγνεσθαι έπιόντος τοΰ άρτιου, ώσπερ ώμολόγηται, άπολομένου δέ αύτοΰ άντ’ εκείνου άρτιον γεγονέναι;" τω ταϋτα λέγοντι ούκ άν έχοιμεν διαμαχέσασθαι ότι ούκ άπόλλυται το γάρ άνάρτιον ούκ άνώλεθρόν έστιν έπε'ι εί τούτο ώμολόγητο ήμίν, ςχδίως άν διεμαχόμεθα ότι έπελθόντος τοΰ άρτιου το περιττόν κα'ι τά τρία οιχεται άπιόντα κα'ι περ'ι πυρός κα'ι θερ­ μού και τών άλλων ούτως άν διεμαχόμεθα. η ου; Πάνυ μέν ούν. Ούκοΰν και νύν περ'ι τού άθανάτου, εί μέν ήμίν όμολογεΐται κα'ι άνώλεθρόν είναι, ψυχή άν εϊη προς τω άθάνατος είναι και άνώλεθρος εί δέ μη, άλλου άν δέοι λόγου. Ά λλ’ ούδέν δει, εφη, τούτου γε ένεκα σχολή γάρ άν τι άλλο φθοράν μή δέχοιτο, εί τό γε άθάνατον άίδιον όν φθοράν δέξεται. Ό δέ γε θεάς οΐμαι, έφη ό Σωκράτης, κα'ι αύτό τδ τής ζωής είδος κα'ι ει τι άλλο

412


Γ\ατί

καιπώς ζουν ανάμεσα μα

Έτσι νομίζω ότι θα γινόταν κι αν το άψυκτο δεν χανόταν. Κάθε φορά που κάτι κρύο πλησία­ ζε στη φωτιά, αυτή ποτέ δεν θα έσβηνε ούτε θα χανόταν, αλλά σώα θα απομακρύνονταν . Αναγκαστικά, είπε. Αρα, έτσι δεν είναι ανάγκη, είπε, να πούμε και για το αθάνατο; Γιατί αν το αθάνατο είναι και ανώλεθρο, θα ήταν αδύνατον για την ψυχή, όταν ο θάνατος πηγαίνει προς αυτή, να χάνεται. Γιατί, σύμφωνα με όσα πρωτύτερα ειπώθηκαν, δε θα τον δεχτεί ούτε θα πεθάνει, όπως ακριβώς το τρία δεν θα είναι, είπαμε, ζυγό, ούτε πάλι το μονό, ούτε η φωτιά το κρύο ούτε κι η θερμό­ τητα που βρίσκεται μέσα στη φωτιά. ‘Αλλά τι σε εμποδίζει’, θα έλεγε κάποιος, ‘ζυγό να μην γίνει το μονό, ακόμα κι όταν αυτό το πλησίαζε, όπως συμφωνήθηκε, όταν όμως αυτό χαθεί, να γίνει ζυγό στη θέση του;’ Σε αυτόν που αυτά θα έλεγε δε θα μπορούσαμε να αντιπαραθέσουμε, ότι δεν χάνεται. Γιατί το ανάρτιο (μονό) δεν είναι ανώλεθρο. Γιατί αν είχαμε συμφωνήσει κάτι τέτοιο, εύκολα θα διαφωνούσαμε ότι όταν πλησιάζει το μονό προς το ζυγό κι ο αριθμός τρία θα μπορούσε να πάρει τη θέση τους. Και για τη φωτιά και για τη ζέστη κι όλα τα παρό­ μοια θα διαφωνούσαμε, ή όχι; Σίγουρα. Και τώρα λοιπόν για το αθάνατο, αν βέβαια έχει συμφωνηθεί από εμάς ότι είναι και ανώλεθρο, η ψυχή θα μπορούσε, εκτός από αθάνατη να είναι και ανώλεθρη. Αλλιώς θα είχαμε ανάγκη από κάποιον άλλο λόγο. Μα καθόλου δεν χρειάζεται αυτό, είπε. Γιατί δύσκολα θα μπορούσε κάτι άλλο να μη δέχεται τη φθορά, αν το αθάνατο, που είναι αιώνιο, δέχεται τη φθορά.

413


Δ. Δ.

Λιακόπο

άθάνατόν έστιν, παρά πάντων άν όμολογηθείη μηδέποτε άπόλλυσθαι. Παρά πάντων μέντοι νή Δ ί’, έφη, άνθρώπιυν τέ γε κα'ι έτι μάλλον, ώς έγωμαι, παρά θεών. 'Οπότε δη το αθάνατον κα'ι άδιάφθορόν έατιν, άλλο τι ψυχή η, εί άθάνατος τυγχάνει οΰσα, κα'ι άνώλεθρος άν είη; Πολλή ανάγκη. Έπ ιόντος άρα θανάτου έπ'ι τον άνθρωπον τό μέν θνητόν, ώς έοικεν, αύτοΰ αποθνήσκει, τδ δ’ άθάνατόν σών κα'ι άδιάφθορον οιχεται άπιόν, ύπεκχωρήσαν τώ θανάτω. Φαίνεται. Παντός μάλλον άρα, έφη, ώ Κέβης, ψυχή άθάνατόν κα'ι άνώλεθρον, κα'ι τώ όντι έσονται ημών αί ψυχα'ι εν "Αιδου. Ουκουν έγωγε, ω Σώκρατες, έφη, έχω παρά ταΰτα άλλο τι λέγειν ουδέ πη άπιστεΧν τοΐς λόγοις. άλλ’ εί δη τι Σιμμίας οδε ή τις άλλος έχει λέγειν, ευ έχει μη κατασιγήσαι ώς ούκ οΐδα εις όντινά τις άλλον καιρόν άναβάλλοιτο ή τον νυν παρόντα, περ'ι τών τοιοΰτων βουλόμενος ή τι είπεΐν ή άκοϋσαι. ’Αλλά μην, ή δ’ δς ό Σιμμίας, ούδ’ αυτός έχω έτι όπη απιστώ έκ γε τών λεγομένων υπό μέντοι του μεγέθους περ'ι ών οί λόγοι είσίν, κα'ι την άνθρωπίνην άσθένειαν άτιμάζων, αναγκάζομαι άπιστίαν έτι έχειν παρ’ έμαυτώ περ'ι τών είρημένων. Ού μόνον γ \ έφη, ώ Σιμμία, ό Σωκράτης, αλλά ταΰτά τε ευ λέγεις κα'ι τάς γε υποθέσεις τάς πρώτας, κα'ι εί πιστα'ι ύμίν είσιν, όμως έπισκεπτέαι σαφέστερον κ α ι εάν αύτάς ίκανώς διέλητε, ώς έγωμαι, άκολουθήσετε τψ

414


Γιατί και

πώς ζουν ανάμεσά

Ο θεός, όμως, θεωρώ, είπε ο Σωκράτης, ότι κι αυτό το είδος της ζωής, κι αν υπάρχει κάτι άλλο αθάνατο, θα ομολογούταν από όλους, ότι δε θα χαθεί ποτέ. Από όλους, μα τον Δία, είπε, κι ακόμη περισσότερο από τους ανθρώπους, όπως εγώ τουλάχιστον νομίζω, από τους θεούς. Εφ’ όσον το αθάνατο είναι και άφθαρτο, τι άλλο θα ήταν η ψυχή, αν τυχαίνει να είναι αθάνατη, παρά ανώλεθρη; Μεγάλη ανάγκη. Αρα, όταν πλησιάζει ο θάνατος τον άνθρω­ πο, το θνητό μέρος του, όπως φαίνεται, πε­ θαίνει, και το αθάνατο, σώο και άφθαρτο, φεύγει μακριά, δίνοντας τη θέση του στον θάνατο. Έτσι φαίνεται. Συνεπώς, είπε, Κέβη, η ψυχή είναι αθά­ νατη και ανώλεθρη και πράγματι θα βρίσκο­ νται οι ψυχές μας στον Αδη. Εγώ, Σωκράτη, είπε, δε μπορώ να πω κάτι άλλο από αυτά, ούτε να δυσπιστήσω στα λόγια σου. Αλλά αν ο Σιμμίας, αυτός εδώ ή κάποιος άλλος μπορεί να πει κάτι, καλό είναι να μη σωπάσει. Ειατί δεν γνωρίζω πότε άλλο­ τε, εκτός από τώρα, για αυτά τα πράγματα θα ήθελα κάποιος να πει κάτι ή να ακούσει. Αλλά, είπε ο Σιμμίας, ούτε κι εγώ πια δυσπιστώ με όσα ειπώθηκαν. Από το μέγεθος όμως των θεμάτων για τα οποία μιλάμε και περιφρονώντας την ανθρώπινη αδυναμία, αναγκάζομαι να κρατώ κάποια δυσπιστία για όσα ειπώθηκαν. Κι όχι μόνο, Σιμμία, είπε ο Σωκράτης, αυτά πολύ καλά λες, αλλά κι οι αρχικές υπο­ θέσεις, κι αν έχετε πειστεί από αυτές, πρέπει

415


Δ. Δ.

Λιακόπο

λόγω, καθ’ όσον δυνατόν μάλιστ’ άνθρωπο) έπακολουθήσαι καν τούτο αυτό σαφές γένηται, ούδέν ζητήσετε περαιτέρω. ’Αληθή, έφη, λέγεις. ’Αλλα τόδε γ ’, έφη, ώ ανδρες, δίκαιον διανοηθήναι, ότι, εϊπερ ή ψυχή άθάνατος, έπιμελείας δή δεΐται ούχ υπέρ του χρόνου τοΰτου μόνον εν ω καλοΰμεν τό ζην, άλλ’ υπέρ του παντός, κα'ι ό κίνδυνος νυν δή και δόξειεν αν δεινός είναι, εϊ τις αυτής άμελήσει. εί μέν γάρ ήν ό θάνατος του παντός άπαλλαγή, έρμαιον άν ήν τοΐς κακοίς άποθανούσι του τε σώματος αμ’ άπηλλάχθαι κα'ι τής αυτών κακίας μετά τής ψυχής νυν δ ’ επειδή άθάνατος φαίνεται ουσα, ούδεμία αν εϊή αυτή άλλη άποφυγή κακών ουδέ σωτηρία πλήν του ώς βελτίστην τε κα'ι φρονιμωτάτην γενέσθαι. ούδέν γάρ άλλο έχουσα εις 'Ά ιδου ή ψυχή έρχεται πλήν τής παιδείας τε κα'ι τροφής, ά δή κα'ι μέγιστα λέγεται ώφελεΐν ή βλάπτειν τον τελευτήσαντα ευθύς εν αρχή τής έκεΧσε πορείας, λέγεται δέ ούτως, ώς άρα τελευτήσαντα έκαστον ό έκάστου δαίμων, όσπερ ζώντα είλήχει, ούτος άγειν επιχειρεί εις δή τινα τόπον, οι δεΧ τούς συλλεγέντας διαδικασαμένους εις 'Ά ιδου πορεΰεσθαι μετά ήγεμόνος εκείνου ω δή προστέτακται τούς ένθένδε έκεΧσε πορεΰσαι τυχόντας δέ εκεί ών δή τυχεΧν κα'ι μείναντας όν χρή χρόνον άλλος δεύρο πάλιν ήγεμών κομίζει εν πολλαΧς χρόνου κα'ι μακραΧς περιόδοις. έστι δέ άρα ή πορεία ούχ ώς ό Αισχύλου

416


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μ α ς

να ερευνηθούν ακριβέστερα. Κι αν τις δια­ κρίνετε ικανοποιητικά, όπως νομίζω, κι ακο­ λουθήσετε τη λογική, στον μεγαλύτερο βαθμό που μπορεί ο άνθρωπος. Κι αν αυτό γίνει σαφές, τίποτα περισσότερο δε θα χρειαστεί να αναζητήσετε. Αλήθεια λες, είπε. Αυτό βέβαια, άνδρες, είπε, είναι δίκαιο να σκεφτούμε, ότι, αν βέβαια η ψυχή είναι αθά­ νατη, χρειάζεται τη φροντίδα μας όχι μόνο για τον χρόνο που ονομάζουμε ζωή, αλλά για το σύνολο του χρόνου, γιατί ο κίνδυνος από δω και πέρα θα ήταν φοβερός αν κάποιος την αμελήσει. Γιατί, αν ο θάνατος ήταν απαλλα­ γή από τα πάντα, θα ήταν μεγάλη τύχη για τους κακούς που πεθαίνουν και μαζί με το σώμα, απαλλάσσονται κι από την κακία τους μαζί με την ψυχή. Τώρα, όμως, επειδή η ψυχή φαίνεται αθάνατη, δεν υπάρχει γι’ αυτήν κανέ­ νας άλλος τρόπος να αποφύγει τα κακά και να σωθεί από το να γίνεται όσο το δυνατόν καλύτερη και φρονιμότερη. Γιατί η ψυχή, βλέ­ πετε, έρχεται στον Αδη χωρίς να έχει τίποτε άλλο εκτός από την παιδεία και την ανατροφή της, αυτά δηλαδή που κυρίως, όπως λέγεται, ωφελούν ή βλάπτουν αυτόν που πέθανε, από την αρχή της πορείας του προς τα εκεί. Κι όπως λέγεται, μόλις πεθάνει ο κάθε ά­ νθρωπος, ο δαίμονας του καθενός, αυτός που του έτυχε όσο ζούσε, επιχειρεί να τον οδηγήσει σε κάποιον τόπο, όπου πρέπει, αφού συγκε­ ντρωθούν όλοι, να δικαστούν κι έπειτα να οδηγηθούν στον Αδη με οδηγό εκείνον που έχει προσταχθεί να τους περάσει από δω, προς

417


Δ. Δ. Λιακόπουλος

Τήλεφος λέγει εκείνος μεν γάρ απλήν οΐμόν φησιν εις "Αιδου φέρειν, ή δ ’ οΰτε απλή οΰτε μία φαίνεται μοι είναι, ουδέ γάρ αν ηγεμόνων έδει ού γάρ που τις αν διαμάρτοι ούδαμόσε μιας όδοΰ οΰοης. νυν δέ έοικε σχίσεις τε καί τριόδους πολλάς έχειν άπδ των θυσιών τε κα'ι νομίμων των ενθάδε τεκμαιρόμενος λέγω, ή μέν οΰν κοσμία τε και φρόνιμος ψυχή έπεταί τε κα'ι ούκ αγνοεί τα παρόντα ή δ’ έπιθυμητικώς του σώματος έχουσα, όπερ εν τω έμπροσθεν εΐπον, περί εκείνο πολΰν χρόνον έπτοημένη καί περί τον ορατόν τόπον, πολλά άντιτείνασα καί πολλά παθοΰσα, βίςχ καί μόγις υπό του προστεταγμένου δαίμονος οίχεται άγομένη. άφικομένην δέ όθιπερ αί άλλαι, την μέν ακάθαρτον καί τι πεποιηκυΐαν τοιοΰτον, ή φόνων αδίκων ήμμένην ή άλλ’ άττα τοιαΰτα ειργασμένην, α τούτων άδελφά τε καί αδελφών ψυχών έργα τυγχάνει όντα, ταΰτην μέν άπας φεύγει τε καί ύπεκτρέπεται καί οΰτε συνέμπορος οΰτε ήγεμών έθέλει γίγνεσθαι, αυτή δέ πλανάται εν πάση έχομένη άπορίρ έως αν δη τινες χρόνοι γένωνται, ων έλθόντων ύπ’ άνάγκης φέρεται εις τήν αυτή πρέπουσαν οίκησιν ή δέ καθαρώς τε καί μετρίως τον βίον διεξελθοϋσα, καί συνεμπόρων καί ηγεμόνων θεών τυχοΰσα, ωκησεν τον αυτή έκάστη τόπον προσήκοντα, ε’ισίν δέ πολ-

418


Γιατί και

πώςζουν ανάμεσα

τα ‘κεί. 34 Αφού, λοιπόν, τους δοθεί η τύχη που τους έλαχε και μείνουν εκεί όσο χρειάζεται, ένας άλλος οδηγός τους φέρνει προς τα εδώ, μετά από πολύ καιρό και μεγάλες χρονικές περιόδους. Κι η πορεία δεν είναι όπως λέει ο Τήλεφος του Αισχύλου. Εκείνος λέει ότι απλός είναι ο δρόμος που οδηγεί στον Αδη, εμένα όμως δεν μου φαίνεται πως είναι ούτε απλός, ούτε ένας, γιατί τότε δεν θα χρειαζόταν οδηγός, αφού δε θα μπορούσε κανείς να βγει από αυτόν, αν ένας ήταν ο δρόμος. Τώρα, λοιπόν, φαίνεται πως έχει και διακλαδώσεις και τρίστρατα πολλά. Κι αυτά τα συμπεραίνω από τις ιερές τελετές και τα έθιμα. Η ψυχή, λοιπόν, που διαθέτει σύνεση και φρόνηση ακολουθεί και δεν αγνοεί αυτά που είναι πα­ ρόντα. Εκείνη όμως επιθυμεί το σώμα, όπως ακριβώς είπα πρωτύτερα, βρίσκεται για πολύ χρόνο πτοημένη για το σώμα και τον ορατό τόπο, και μετά από πολλή αντίσταση κι αφού πολλά πάθει, αναγκαστικά και με το ζόρι, προχωρά, οδηγούμενη από τον δαίμονα που την έχει αναλάβει. Κι όταν φτάνει εκεί όπου είναι οι άλλες, την ακάθαρτη ψυχή που έχει κάνει κάτι κακό, που έχει διαπράξει άδικους φόνους ή έχει κάνει άλλα τέτοια παρόμοια, που τυχαίνει να είναι αδέλφια των άλλων και έργα αδελφών ψυχών, ο καθένας την απο­ φεύγει και απομακρύνεται από αυτήν και δεν θέλει να γίνει ούτε συνοδοιπόρος ούτε οδηγός της, κι αυτή περιπλανιέται και γεμάτη απορία, μέχρι να έρθει ο καιρός, που αναγκαστικά 34. Εδώ μιλά για την κρίση, τον τελωνισμό των ψυχών και τον «δαίμονα» τον καθενός. Δαίμονες γενικά ήταν για τους αρχαίους οι Άγγελοι. νες τους ονόμαζαν. Μας λέει λοιπόν ο Σωκράτης, ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τον φύλακα άγγελό τον που τον συνοδεύει. Τα ίδια μας λέει και η Ορθοδοξία. 419


Α. Α. Λιακόπονλος λοί και θαυμαστοί τής γης τόποι, καί αυτή οΰτε οϊα ούτε όση δοξάζεται υπό των περί γης εΐωθότων λέγειν, ώς εγώ υπό τίνος πέπεισμαι. Και ό Σιμμίας, Πώς ταϋτα, έφη, λέγεις, ώ Σώκρατες; περ'ι γάρ τοι γης κα'ι αυτός πολλά δη άκήκοα, ου μέντοι ταϋτα ά σέ πείθει ήδέως ούν αν άκοΰσαιμι. Άλλα μέντοι, ώ Σιμμία, ούχ ή Γλαύκου τέχνη γέ μοι δοκεϊ είναι διηγήσαοθαι α γ ’ έστίν ώς μέντοι αληθή, χαλεπώτερόν μοι φαίνεται ή κατά την Γλαύκου τέχνην, και άμα μέν εγώ ίσως ούδ’ άν οιός τε είην, άμα δέ, ει κα'ι ήπιστάμην, ό βίος μοι δοκει ό έμός, ώ Σιμμία, τω μήκει τού λόγου ούκ έξαρκειν. την μέντοι ιδέαν τής γής οϊαν πέπεισμαι είναι, και τους τόπους αυτής ούδέν με κωλύει λέγειν. Άλλ’, έφη ό Σιμμίας, καί ταϋτα αρκεί. Πέπεισμαι τοίνυν, ή δ ’ ός, εγώ ώς πρώ­ τον μέν, εί έ'στιν εν μέσω τώ ούρανώ περ­ ιφερής ούσα, μηδέν αυτή δεΐν μήτε άέρος προς τό μή πεσεΐν μήτε άλλης ανάγκης μηδεμιάς τοιαύτης, άλλα ικανήν είναι αυτήν ίσχειν τήν ομοιότητα τοϋ ούρανοϋ αυτού έαυτώ πάντη καί τής γής αυτής τήν ισορροπίαν ίσόρροπον γάρ πράγμα όμοιου τίνος εν μέσφ τεθέν ούχ έξει

420


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

οδηγείται στη διαμονή που της ταιριάζει. 35 Εκείνη, όμως, που πέρασε τη ζωή της κα­ θαρή και μετρημένη κι έτυχε να έχει συνο­ δοιπόρους κι οδηγούς τους θεούς, κατοικεί αμέσως η κάθε μια στον τόπο που της ταιριά­ ζει. Κι είναι πολλοί και αξιοθαύμαστοι οι τόποι της γης, κι η ίδια η γη δεν είναι ούτε όπως ούτε όση θεωρείται από αυτούς που συνηθίζουν να μιλούν γι’ αυτή, όπως εγώ έχω πειστεί από κάποιον. Και ο Σιμμίας, είπε: πώς το λες αυτό, Σωκράτη; Σχετικά με τη γη κι εγώ πολλά έχω ακούσει, όχι όμως αυτά που εσύ πιστεύεις. Ευχαρίστως λοιπόν θα σε άκουγα. Αλλά, Σιμμία, ούτε η τέχνη του Γλαύκου, μου φαίνεται δεν θα αρκούσε για να τα διηγηθώ, αυτά που υπάρχουν. Και για να πω την αλήθεια μου φαίνεται δυσκολότερο κι από την τέχνη του Γλαύκου και συνάμα εγώ ο ίδιος βέβαια δεν είμαι σίγουρος ότι τα ξέρω, αλλά ακόμα κι αν τα ήξερα, η δική μου ζωή, Σιμμία, δεν αρκεί για την έκταση του λόγου. Την ιδέα όμως της γης, ποια έχα> πειστεί ότι είναι, και τους τόπους της, τίποτα δεν με εμποδίζει να τα πω. Κι αυτά αρκούν, είπε ο Σιμμίας. Εγώ λοιπόν έχω πειστεί πρώτα, είπε αυτός, ότι, αν υπάρχει στη μέση του ουρανού και είναι στρογγυλή, καθόλου δεν χρειάζεται ούτε τον αέρα για να μην πέσει, ούτε κάποια τέτοι­ ου είδους δύναμη, αλλά είναι αρκετή να την 35. Βλέπουμε ότι η έννοια της αμαρτίας και της θείας δίκης, υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα και ότι είναι παραμυθία αυτά που αραδιάζονν ορισμένοι, ότι δήθεν τα περί κρίσης ανάλογα με τις πράξεις μας, τα έφερε ο Χριστιανισμός που είναι δήθεν δημιούργημα των Εβραίων για να καταπιέζουν και να ελέγχουν τους λαούς. Ο Σωκράτης, ούτε Χριστιανός ήταν, ούτε Εβραίος. 421


Δ. Λ.

Λιακόπο

μάλλον ούδ’ ήττον ούδαμόσε κλιθήναι, ομοίως δ ’ εχον άκλινές μενει. πρώτον μεν τοίνυν, ή δ ’ δς, τούτο πέπεισμαι. Κα'ι όρθώς γε, εφη ό Σιμμίας. ~Ετι τοίνυν, εφη, πάμμεγά τι είναι αυτό, κα'ι ημάς οίκεΐν τούς μέχρι Η ρακλείω ν στηλών από Φάσιδος εν σμικρω τινι μορίω, ώσπερ περ'ι τέλμα μΰρμηκας ή βατράχους περί την θάλατταν οίκοϋντας, κα'ι άλλους άλλοθι πολλούς εν πολλοισι τοιούτοις τόποις οίκειν. είναι γάρ πανταχή περ'ι την γην πολλά κοίλα κα'ι παντοδαπά κα'ι τάς ιδέας κα'ι τά μεγέθη, εις ά συνερρυηκέναι τό τε ύδιυρ κα'ι την ομίχλην κα'ι τον άέρα αυτήν δέ την γην καθαράν εν καθαρω κεισθαι τώ ούρανώ εν ωπέρ έστι τά άστρα, δν δη αιθέρα όνομάζειν τούς πολλούς των περ'ι τά τοιαϋτα είωθότων λέγειν ου δη υποστάθμην ταΰτα είναι κα'ι συρρειν άε'ι εις τά κοίλα της γης. ημάς ούν οίκοϋντας εν τοΐς κοίλοις αυτής λεληθέναι κα'ι οίεσθαι άνω έπ'ι τής γής οίκειν, ώσπερ αν ει τις έν μέσω τω πυθμένι τού πελάγους οίκων οιοιτό τε έπ'ι τής θαλάττης οίκειν κα'ι διά τού ϋδατος όρων τον ήλιον κα'ι τά άλλα άστρα την θάλατταν ήγοΐτο ουρανόν είναι, διά δέ βραδυτήτά τε κα'ι ασθένειαν μηδεπώποτε έπ'ι τά άκρα τής θαλάττης άφιγμένος μηδέ έωρακώς εΐη,

422


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσα μ α ς

κρατήσει η ομοιότητα του ουρανού με τον εαυτό του προς όλες τις κατευθύνσεις κι η ισορροπία της ίδιας της γης. Γιατί κάτι που ισορροπεί κι έχει τοποθετηθεί στη μέση κά­ ποιου άλλου ομοίου, δεν θα κλίνει περισσότε­ ρο ή λιγότερο προς τα κάπου, κι έτσι θα μένει χωρίς κλίση. Πρώτα, λοιπόν, είπε αυτός, σ’ αυτό είμαι πεπεισμένος. 36 Και σωστά, βέβαια, είπε ο Σιμμίας. Κι ακόμα, είπε, είναι κάτι πολύ μεγάλο κι εμείς κατοικούμε μέχρι τις Ηράκλειες στήλες από τον Φάση, σε κάποιο μικρό κομμάτι της, κι όπως γύρω από κάποιο βάλτο τα μυρμήγκια κι οι βάτραχοι, κατοικούμε γύρω από τη θάλασσα, ενώ αλλού κατοικούν πολλοί άλλοι σε πολλούς άλλους παρόμοιους τόπους. Και παντού γύρω από γη είναι πολλές κοιλότητες και κάθε είδους και στη μορφή και στα μεγέθη, στις οποίες έχουν συρρεύσει το νερό κι η ομίχλη κι ο αέρας. Κι η ίδια η γη, κείτεται καθαρή σε καθαρό σημείο του ουρα­ νού, όπου είναι και τ’ άστρα, αυτό που ονομά­ ζουν αιθέρα όσοι συνηθίζουν να μιλούν γι’ αυτά. Και τα αποστάγματα αυτού είναι αυτά που μονίμως συρρέουν στα κοιλώματα της γης· Εμάς, όμως, μας διαφεύγει ότι κατοικούμε στα κοίλα μέρη της και νομίζουμε ότι κατοι­ κούμε πάνω στη γη, 37 όπως αν κάποιος, που κατοικεί στη μέση ανάμεσα στον πυθμένα του πελάγους, θα νόμιζε ότι κατοικεί στην επιφά-

36. Εδώ αλλάζει εντελώς θέμα, και λέει ότι πιστεύει ότι η Γη είναι σφαιρική και υπάρχει στο Χάος χωρίς να ακονμπά πουθενά. 37. Εδώ, ή ο Σωκράτης έχει ξεφύγει,ή εμείς δεν γνω Μας λέει ότι κατοικούμε σε κοίλωμα της Γης και ότι νομίζουμε ότι κατοι­ κούμε πάνω στην επιφάνειά της. Η το πιστεύει και κάνει λάθος ή το λέει για να δοκιμάσει τους συνομιλητές του. 423


Δ. Λ. Λιακόπουλος

έκδύς και άνακύψας έκ τής θαλάττης εις τον ενθάδε τόπον, οσω καθαρώτερος και καλλιών τυγχάνει ών του παρά σφίσι, μηδέ άλλου άκηκοώς ειη του έωρακότος. ταύτόν δή τούτο και ημάς πεπονθέναι οίκούντας γάρ εν τινι κοίλω τής γής οϊεσθαι επάνω αυτής οίκεΐ,ν, κα'ι τον αέρα ουρανόν καλεΐν, ώς διά τοΰτου ουρανού οντος τά άστρα χωρούντα τό δέ είναι ταύτόν, ύ π ’ άσθενείας κα'ι βραδυτήτος ούχ οίους τε είναι ημάς διεξελθεΐν επ’ έσχατον τον άέρα έπεί, ει τις αυτού επ’ άκρα έλθοι ή πτηνός γενόμενος άνάπτοιτο, κατιδεΐν <άν> άνακύψαντα, ώσπερ ενθάδε οί έκ τής θαλάττης ιχθύες άνακύπτοντες όρώσι τά ενθάδε, ούτως άν τινα κα'ι τά εκεί κατιδεΐν. κα'ι ει ή φύσις ικανή εΐη άνασχέσθαι θεωρούσα, γνώναι άν δτι εκείνος έστιν ό αληθώς ουρανός κα'ι τό άληθινόν φως κα'ι ή ώς άληθώς γή. ήδε μέν γάρ ή γή και οί λίθοι κα'ι άπας ό τόπος ό ενθάδε διεφθαρ­ μένα έστ'ιν και καταβεβραιμένα, ώσπερ τά εν τή θαλάττη ύπό τής άλμης, καί ούτε φύεται άξιον λόγου ούδέν εν τή θαλάττη, ούτε τέλειον ώς έπος είπεΐν ούδέν έστι,

424


Γιατί και

πώςζουν ανάμεσ

νεια της θάλασσας, και, βλέποντας τον ήλιο και τα άλλα άστρα μέσα από το νερό, θα πίστε­ υε ότι η θάλασσα είναι ο ουρανός, κι εξ αιτίας της βραδύτητας και της αδυναμίας του, ποτέ δεν θα μπορούσε να φτάσει στην κορυφή της θάλασσας, ούτε θα είχε δει, αναδυόμενος και γυρνώντας το κεφάλι μέσα στη θάλασσα, προς τον εδώ τόπο, πόσο πιο καθαρός και πόσο πιο ωραίος τυχαίνει να είναι από τον δικό του κι ούτε θα τα είχε ακούσει από άλλον που τα είχε δει. Κάτι τέτοιο κι εμείς έχουμε πάθει. Επειδή κατοικούμε σε κάποιο κοίλωμα της γης, νομίζουμε ότι κατοικούμε πάνω της, κι αποκαλούμε τον αέρα ουρανό, σαν να είναι ο ίδιος ουρανός που χωρούν μέσα του τα άστρα. Αλλά κι εμείς το ίδιο με αυτόν παθαίνουμε. Εξ αιτίας της αδυναμίας της νωθρότητας δε μας είναι δυνατόν να φτάσουμε μέχρι την άκρη του αέρα. Γιατί, αν φτάσει κάποιος στην άκρη του αέρα ή αν γινόταν ιπτάμενος και πετούσε προς τα πάνω, θα μπορούσε να δει, σηκώνοντας το κεφάλι, όπως εδώ που τα νμάρια που βγάζουν το κεφάλι από τη θάλασσα, βλέπουν τα εδώ. έτσι θα μπορούσε κάποιος να δει τα εκεί. 38 Κι αν ΐ] φύση μας ήταν ικανή να αντέξει αυτό που βλέπει, θα γνωρίζαμε ότι εκείνος είναι ο αληθινός ουρανός και το αληθινό φως κι η πραγματική γη. 39 Γιατί αυτή εδώ η γη κι οι πέτρες κι όλος ο τόπος έχουν φθαρεί και δια-

38. Με την έννοια τον κοιλώματος στο οττοίο προφανώς ο Σωκράτης εννοεί κάτι που αδυνατούμε να συλλάβουμε. 39. Η θα δεχθούμε ότι ο Σωκράτης έχασε τα λογικά του ξαφνικά, ή θα δεχτούμε ότι μας μιλάει για τον πραγματικό χώρο στον οποίο ζούμε. Εφόσον λοιπόν τίποτε από όσα υπάρχουν γύρω μας δεν είναι όπως τα αντιλαμβανό­ μαστε, το ίδιο θα ισχύει και για την Γη στην οποία ζούμε. «Η φύση μας δεν μπορεί να αντέξειτην πραγματικότητα» μας λέει. Δεν μπορούμε να α με το πραγματικό φως και την πραγματική Γη. Αν συνδυάσουμε αυτά τα 425


Α. Λ.

Λιακόπο

σήραγγες δέ κα'ι άμμος κα'ι πηλός αμήχανος κα'ι βόρβοροί είσιν, οπού άν και [ή] γη ΤΙ- κα'ι προς τα παρ’ ήμΐν κάλλη κρίνεσθαι ούδ’ όπωατιοϋν άξια, εκείνα δέ αύ των παρ’ ήμΐν πολύ άν ετι πλέον φανείη διαφέρειν ει γάρ δη κα'ι μΰθον λέγειν καλόν, άξιον άκοΰσαι, ώ Σιμμία, οϊα τυγχάνει τά έπ'ι τής γης υπό τψ ούρανφ όντα. Ά λλα μήν, έφη ό Σιμμίας, ώ Σαίκρατες, ημείς γε τοΰτου του μΰθου ήδέως άν άκουσαιμεν. Λέγεται τοίνυν, έφη, ώ εταίρε, πρώτον μέν είναι τοιαΰτη ή γη αυτή ίδεΐν, ε’ί τις άνωθεν θεφτο, ώσπερ αί δωδεκάσκυτοι σφαΧραι, ποικίλη, χρώμασιν διειλημμένη, ων κα'ι τά ένθάδε είναι χρώματα ώσπερ δείγματα, οις δη οί γραφής καταχρώνται. έκεΧ δέ πάσαν την γήν έκ τοιοΰτων είναι, και πολύ έτι έκ λαμπροτέρων κα'ι καθαρωτέρων ή τούτων την μέν γάρ άλουργή είναι [κα'ι] θαυμαστήν τό κάλλος,

426


Γιατί

και

πώς ζουν ανάμεσ

λόγια τον Σωκράτη με τον μύθο τον σπηλαίον πον ο μαθητής του ο Πλάτω­ νας έγραψε, αφού όμως πρώτα τον άκονσε από τον Σωκράτη, θα δούμε ότι ο Σωκράτης θεωρεί και παρομοιάζει, τον χώρο στον οποίο με μια τε­ ράστια σπηλιά, στην οποία όλοι οι άνθρωποι είναι δεμένοι χειροπόδαρα και παρακολουθούν αναγκαστικά ένα θέατρο σκιών και οι δεσμοφύλακες που παρευρίσκονται, έχουν πείσει τους πάντες ότι η μόνη αλήθεια πον υπάρχει είναι το θέατρο σκιών πον παρακολουθούν και ό,τι βλέπουν, αυτά είναι και τα μόνα γεγονότα που συμβαίνουν. Τίθεται λοιπόν το εξής θέμα. Ζούμε πράγματι σε ένα περιορισμένο χώρο; Σε ένα τεράστιο στούντιο; Σε ένα στημένο θέατρο του παραλόγου ή ο Σωκράτης απλά παρομοιάζει τον πλανήτη φυλακή στον οποίο ζούμε με κοίλωμα, από το οποίο δεν μπορούμε να ξεφύγονμε; βρωθεί, όπως οι περιοχές γύρω από την θάλασσα από την άλμη, κι ούτε φυτρώνει τίποτε αξιόλογο στη θάλασσα, ούτε υπάρχει τίποτα τέλειο, που λέει ο λόγος, παρά σήραγ­ γες και άμμος και πυλός αμέτρητος και λασπώδης, όπου τυχόν υπάρχει στεριά, και με τις ομορφιές του κόσμου μας, δεν είναι καν άξια να συγκριθούν. Κι εκείνα πάλι, θα βλέπαμε ότι διαφέ­ ρουν τόσο κι ακόμη περισσότερο από τα δικά μας. Αν αξίζει να πω και μια ωραία ιστορία, που αξίζει να ακούσετε, Σιμμία, για το ποια είναι τα πράγματα πάνω στη γη και κάτω από τον ουρανό. Φυσικά, Σωκράτη, είπε ο Σιμμίας. Με μεγάλη ευχαρίστηση θα ακούγαμε αυτήν την εξιστόρηση. Λέγεται λοιπόν, φίλε μου, είπε, ότι η γη, αν την έβλεπε κανείς από ψηλά, είναι πο­ λυποίκιλη, σαν τις σφαίρες που είναι φτιαγ­ μένες από δώδεκα κομμάτια δέρμα, και γεμάτη χρώματα, των οποίων τα εδώ χρώματα είναι, σαν δείγματα, που χρήσιμο-

ι

427


Δ.

Α.

Λιακόπο

την δέ χρυσοειδή, την δέ δοη λευκή γύψου ή χιόνος λευκοτέραν, κα'ι έκ των άλλων χρωμάτων συγκειμένην ώσαΰτως, κα'ι ετι πλειόνων κα'ι καλλιόνων ή δσα ημείς έωράκαμεν. κα'ι γάρ αυτά ταϋτα τα κοίλα αυτής, ΰδατός τε και άέρος έκπλεα δντα, χρώ­ ματός τι είδος παρέχεσθαι στίλβοντα εν τή των άλλων χρωμάτων ποικιλίμ, ώστε έν τι αυτής είδος συνεχές ποικίλον φαντάζεσθαι. έν δέ ταΰτη οΰση τοιαΰτη άνά λόγον τά Φυόμενα ψΰεσθαι, δένδρα τε κα'ι άνθη κα'ι τους καρπούς κα'ι αύ τά όρη ώσαΰτως κα'ι τους λίθους έχειν άνά τον αύτόν λόγον την τε λειότητα και την διαφάνειαν κα'ι τά χρώματα καλλίω ών κα'ι τά ενθάδε λιθίδια είναι ταΰτα τά άγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε κα'ι ιάσπιδας κα'ι σμαράγδους κα'ι πάντα τά τοιαΰτα εκεί δέ ούδέν δτι ού τοιοϋτον είναι κα'ι έ'τι τούτων καλλίω. τδ δ’ αίτιον τοΰτου είναι δτι εκείνοι οί λίθοι είσί καθαρο'ι και ού κατεδηδεσμένοι ουδέ διεφθαρμένοι ώσπερ οί ένθάδε υπό σηπεδόνος κα'ι άλμης ύπδ των δεΰρο συνερρυηκότων, ά κα'ι λίθοις και γή και τοίς άλλοις ζφοις τε κα'ι φυτοις αίσχη τε και νόσους παρέχει.

428


Γ ιατί και πώ ς ζουν ανάμεσα μ α ς ποιούν οι ζωγράφοι. 40 Εκεί, λοιπόν, όλη η γη είναι φτιαγμένη από τέτοια χρώματα, που είναι πολύ πιο λα­ μπερά και καθαρά από αυτά εδώ. Κάποιο κομμάτι της είναι κατακόκκινο, με αξιοθαύμαστη ομορφιά, άλλο χρυσαφένιο, άλλο λευκό, λευκότερο από τον γύψο ή το χιόνι, κι από τα υπόλοιπα χρώματα που αποτελείται το ίδιο, κι είναι ακόμη περισσότερα κι ωραιότερα απ’ όσα έχουμε δει εμείς. 41 Γιατί ακόμα και τα κοιλώματα της, καθώς είναι γεμάτα νερό και αέρα, παίρνουν ένα είδος χρώματος, γυαλίζοντας μέσα στην ποι­ κιλία των χρωμάτων, με αποτέλεσμα να μοιά­ ζει με μια ατελείωτη ποικιλία. Σ’ αυτήν, λοιπόν, τη γη, που είναι τέτοια, τα πάντα φυτρώνουν με αναλογία, τα δέντρα και τα άνθη κι οι καρποί. Και το ίδιο και τα βουνά κι οι πέτρες έχουν την ίδια αναλογία, μόνο που είναι ωραιότεροι ως προς την λειότητα, τη διαφάνεια και τα χρώματα. Αυτών των λίθων τα εδώ πολύτιμα πετρά­ δια, είναι μόρια, ο χαλκηδόνιος, ο ίασπις, τα σμαράγδια κι όλα τα παρόμοια. Κι εκεί δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι έτσι κι ακόμα ωραιότερο. Κι η αιτία είναι ότι εκείνοι οι λίθοι είναι καθαροί και δεν έχουν καταφαγωθεί ούτε 40. Ο Σωκράτης λέει ότι «λέγεται». Απο ποιους λέγεται και ποιοι το είπαν αυτούς που το λένε;Ποιοι ανυψώθηκαν και πώς ψηλά στον ουρανό, είδανε τη Γη σε αεροφωτογραφία; Στο σημείο αυτό, αν και δεν θέλω να φύγω από το θέμα, να τονίσω οτι ο Σωκράτης αναφέρεται μπάλα δερμάτινη φου­ σκωμένη αποτελούμενη απο 12δέρματα. Ερώτηση την μπάλα; Τι βαλβίδα χρησιμοποιούσαν για να κρατούν τον αέρα; Πολύ πεζές ερωτήσεις σε σχέση με το όλο θέμα, αλλά εξακολουθούν να θέλουν απάντηση. 41. Κόκκινη είναι η έρημος Σαχαρα, όταν από ψηλά. Λεύκες είναι οι κορυφές των βουνών και οι πάγοι των πόλων. 429


Λ. Α. Λιακόπουλος

την δέ γην αυτήν κεκοσμήσθαι τοΰτοις τε απασι κα'ι έτι χρυσώ τε κα'ι άργΰρψ κα'ι τοίς άλλοις αύ τοΧς τοιοΰτοις. έκφανή γαρ αυτά πεφυκέναι, δντα πολλά πλήθει και μεγάλα κα'ι πανταχοΰ τής γης, ώστε αυτήν ίδεΧν είναι θέαμα εύδαιμόνων θεατών, ζώα δ ’ επ' αυτή είναι άλλα τε πολλά κα'ι ανθρώπους, τους μέν εν μεσογαίμ οίκοϋντας, τους δέ περ'ι τον άέρα ώσπερ ήμεΧς περ'ι την θάλατταν, τους δ ’ εν νήσοις ας περιρρεΧν τον άέρα προς τή ήπείρω ουσας

430


Γ ια τί και πώ ς ζουν ανάμεσα μας

καταφθαρεί, όπως οι δικοί μας, από τη σήψη και την άλμη, από αυτά που συρρέουν προς τα εδώ και φέρνουν στους λίθους, στη στεριά, αλλά και στα ζώα και τα φυτά, την ασχήμια και τις αρρώστιες. 42 Αυτή λοιπόν η γη είναι στολισμένη με όλα αυτά τα στολίδια κι ακόμα με χρυσό κι ασήμι κι όλα τα παρόμοια. Γιατί αυτά από τη φύση τους είναι φανερά, επειδή είναι πολλά και μεγάλα και σε κάθε σημείο της γης., ώστε το να τη δεις αυτή είναι θέαμα για τυχερούς θεα­ τές. Και πάνω της υπάρχουν ζώα διαφορετικά 42. Εκτός κι αν δεν το καταλάβατε, ο Σωκράτης περιγράφει τον «καινό ου­ ρανό και την καινή Γη», πράγματα για τα οποία 500 χρόνια μετά, μίλησε ο Απόστολος Παύλος. Μιλάει για διάφανα βουνά, λεία και με όμορφα χρώμα­ τα, χωρίς σήφη, δηλαδή χωρίς την όποια οξείδωση φέρει «η εξαγωγή του τελευταίου ηλεκτρονίου», από τα άτομα, πράγμα που είχε ζητήσει ο Σαμαέλ (βλ. τόμος 7, 8, 9) σαν αντίτιμο για να συνεχίσονν να υπάρχουν οι άνθρωποι, έστω και σ' αυτόν τον φθαρτό κόσμο. Θυμίζω ότι είχε ζητήσει ο Αρχάγγελος του Σκότους δυο πράγματα, α) Να πηγαίνει όπου θέλει και να λέει ότι θέλει β) Να μπορεί να εξάγει το τελευταίο, το πιο απομακρυσμένο από τον πυρήνα, ηλεκτρόνιο των ατόμων και έτσι να δημιουργεί ηλεκτρικά φορτία. Την πρώτη εξουσία την πήρε, ενώ οι άνθρωποι ήταν ακόμη στον Παράδεισο. Αφού πήγε λοιπόν εκεί και τους «είπε» αυτά που ήθελε και οι άνθρωποι «επαναστάτησαν» κι αυτοί, πήρε λόγω της αποστασία τους και την δεύτερη εξουσία. Με την πρώτη εξουσία, μπορούν οι δαίμονες να προωθούν σε ατομικό επίπε­ δο τις πνευματικές τους επιδράσεις (λογισμούς), αλλά και να μας στέλνουν τις επιδράσεις από το δεύτερο επίπεδο της δημιουργίας μέσω των μυστικών συχνοτήτων, στις οποίες εκπέμπουν τα υποσυνείδητα μηνύματα προς το πνεύμα και το σώμα μας τα πάντα γύρω μας. Τα πάντα που δεν έχουν τη μορφή που βλέπουμε, αλλά κάποια άλλη, ακατάληπτη σε εμάς. Θυμηθείτε τα λόγια του Σωκράτη, «η φύση μας δεν είναι ικανή να αντέξει την πραγμα­ τική εικόνα των πραγμάτων». Θυμηθείτε και τα λόγια του Απόστολου Παύλου ότι «τώρα βλέπουμε τα πάντα σαν είδωλα μέσα σε στρεβλό καθρέπτη, μετά την κρίση, θα βλέπουμε τα πάντα απ’ ευθείας και με την πραγμα­ τική τους μορφή». Αν ο Σωκράτης ήταν πλανεμένος, το ίδιο ήταν και ο Από­ στολος Παύλος; 431


Δ. Δ. Λιακόπουλος

και ένι λόγο), όπερ ήμίν το ύδωρ τε και ή θάλαττά έστι προς την ήμετέραν χρείαν, τούτο εκεί τον αέρα, δ δέ ήμΐν αήρ, έκείνοις τον αιθέρα, τας δέ ώρας αύτοίς κράσιν έχειν τοιαΰτην ώστε εκείνους άνόσους είναι και χρόνον τε ζην πολύ πλείοο των ενθάδε, καί όι^ει κα'ι ακοή κα'ι φρονήσει κα'ι πάσι τοΐς τοιοΰτοις ημών άφεστάναι τή αυτή άποστάσει ήπερ αήρ τε ΰδατος άφέστηκεν και αιθήρ άέρος προς καθαρότητα. κα'ι δη κα'ι θεών άλση τε και ιερά αύτοίς είναι, έν οις τφ όντι οίκητάς θεούς είναι, κα'ι φήμας τε κα'ι μαντείας κα'ι αισθήσεις τών θεών κα'ι τοιαΰτας συνουσίας γίγνεσθαι αύτοίς προς αυτούς και τόν γε ήλιον κα'ι σελήνην κα'ι άστρα όράσθαι ύπ’ αυτών οια τυγχάνει όντα, κα'ι την άλλην ευδαιμονίαν τούτων άκόλουθον είναι. Κα'ι όλην μέν δη την γην ούτω πεφυκέναι κα'ι τά περ'ι την γην τόπους δ’ έν αυτή είναι κατά τά έγκοιλα αυτής κύκλω περ'ι όλην πολλούς, τούς μέν βαθυτέρους κα'ι αναπεπταμένους μάλλον ή έν ψ ημείς οίκοϋμεν, τούς δέ βαθυτέρους όντας το χάσμα αυτούς έλαττον έχειν τού παρ’ ήμΐν τόπου, έστι δ ’ οΰς κα'ι βραχυτέρους τώ βάθει τού ένθάδε είναι κα'ι πλατυτέρους. τούτους δέ πάντας υπό γήν εις άλλήλους

4.32


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας

και πολλά και άνθρωποι, που άλλοι κατοικούν στη μέση γη κι άλλοι γύρω από τον αέρα και την θάλασσα, όπως εμείς, κι άλλοι σε νησιά που περιβάλλει ο αέρας και βρίσκονται κοντά στη στεριά. 4ί Και με μια κουβέντα, ότι είναι για μας το νερό κι η θάλασσα, για τις ανάγκες μας, αυτό είναι εκεί ο αέρας, κι ό,τι για μας ο αέρας, για εκείνους ο αιθέρας. 4344 Και στις διάφορες εποχές, το κλίμα είναι τέτοιο που δεν αρρω­ σταίνουν ποτέ και ζουν πολύ περισσότερο από τους εδώ, αλλά και στην όραση και την ακοή και τη νοημοσύνη κι όλα τα παρόμοια, απέχουν από μας τόσο όσο απέχει ο αέρας από το νερό κι ο αιθέρας από τον αέρα ως προς την καθαρότητα. Κι υπάρχουν για τους θεούς άλση και ιερά, στα οποία πράγματι κατοικούν οι θεοί, κι έχουν φήμες και μαντείες και θεϊκές αισθήσεις κι έρχονται σε επαφή με αυτούς τους ίδιους. Κι ο ήλιος κι η σελήνη και τα άστρα είναι ορατά από αυτούς, όπως πραγματικά είναι, και η υπό­ λοιπη ευτυχία τους ακολουθεί αυτά. Κι ολόκληρη η γη κι ό,τι βρίσκεται γύρω της έτσι έχουν δημιουργηθεί. Κι υπάρχουν πολλοί τόποι μέσα στο εσωτερικό της, κοντά στα κοιλώματα της περιμετρικά σε όλη της την έκταση, κι άλλοι είναι βαθύτεροι και πιο ανοιχτοί από τον τόπο που εμείς κατοικούμε κι 43. Μιλώντας για την πραγματική Γη, μιλά για πλάσματα που ήδη ζουν εκεί. Για αυτό το θέμα δεν θα κάνουμε καμία υπόθεση. 44. Εκεί λέει ότι αντιλαμβάνονται τον Αιθέρα. Το αιθερικό συνεχές που ουσιαστικά αποτελεί το ενεργειακό δίκτυο τον πρώτον και δεύτερον επιπέ­ δου της δημιουργίας, θάφτηκε σαν έννοια στις αρχές του 20ου αιώνα, που ο βασιλεύς Νεφελίμ Ασμονντέ έδωσε στους ανθρώπους την ηλεκτρική τεχνο­ λογία. 433


Λ. Λ.

Λιακόπο

συντετρήσθαί τε πολλαχή καί κατά στενότερα κα'ι εύρΰτερα κα'ι διεξόδους έχειν, η πολύ μέν ΰδωρ ειν εξ άλλήλων εις άλλήλους ώσπερ εις κρατήρας, κα'ι άενάων ποταμών αμήχανα μεγέθη υπό την γην και θερμών ύδάτων κα'ι ψυχρών, πολύ δέ πυρ κα'ι πυράς μεγάλους ποταμούς, πολλούς δέ ύγροϋ πηλοΰ κα'ι καθαρωτέρου κα'ι βορβορωδεστέρου, ώσπερ έν Σικελίμ οί προ του ΰακος πηλοΰ έοντες ποταμο'ι και αυτός ό ΰαξ ών δή κα'ι έκαστους τους τόπους πληροΰσθαι, ώς αν έκάστοις τύχη έκάστοτε ή περιρροή γιγνομένη. ταΰτα δέ πάντα κινεΧν άνω και κάτω ώσπερ αιώραν τινά ένοΰσαν έν τή γή έστι δέ άρα αυτή ή αιώρα διά φΰσιν τοιάνδε τινά. έν τι τών χασμάτων τής γης άλλως τε μέγ ιστόν τυγχάνει δν κα'ι διαμπερές τετρημένον δι’ όλης τής γής, τούτο δπερ "Ομηρος είπε, λέγων αυτό τήλε μάλ’, ήχι βάθιστον υπό χθονός έστι βέρεθρον δ κα'ι άλλοθι κα'ι έκεινος κα'ι άλλοι πολλο'ι τών ποιητών Τάρταρον κεκλήκασιν. εις γάρ τούτο το χάσμα συρρέουσί τε πάντες οί ποταμο'ι και έκ τούτου πάλιν έκρέουσιν γίγνονται δέ έκαστοι τοιοΰτοι δ ι’ οϊας άν κα'ι τής γής έωσιν. ή δέ αιτία έστ'ιν τού έκρεΐν τε έντεύθεν κα'ι είσρειν πάντα τα εύματα, ότι πυθμένα ούκ έχει ουδέ βάσιν τδ υγρόν τούτο. αίωρεΧται δή κα'ι κυμαίνει άνω και κάτω, κα'ι ό αήρ κα'ι το πνεύμα τό περί αυτό ταύτόν ποιεί συνέπεται γάρ αύτώ

434


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσα μ α ς

άλλοι είναι ακόμα πιο βαθύτεροι, πάλι, αλλά το χάσμα τους είναι μικρότερο από αυτό του δικού μας τόπου κι υπάρχουν και κάποιοι που είναι λιγότερο βαθιοί από εδώ και πλατύτεροι. Κι αυτοί όλοι οι τόποι κάτω από τη γη συγκοι­ νωνούν μεταξύ τους σε πολλά σημεία, αλλού στενότερα κι αλλού πλατύτερα, κι έχουν πολ­ λές διεξόδους, κι όπου πολύ νερό ρέει μεταξύ τους, σαν σε κρατήρες, υπάρχουν ασταμάτητα και τεράστια ποτάμια κάτω από τη γη, με ζεστά αλλά και κρύα νερά και όπου υπάρχει πολύ φωτιά, υπάρχουν και μεγάλα πύρινα ποτάμια, κι άλλα από υγρό πυλό, άλλοτε πιο καθαρά κι άλλοτε πιο λασπώδη, όπως στη Σικελία που οι ποταμοί της λάσπης κυλούν πριν από τη λάβα κι η ίδια η λάβα. Από αυτά τα ποτάμια πλημμυρίζουν οι τόποι κάθε φορά, ανάλογα με τη φορά που τυχαίνει να έχει το ρεύμα. Κι όλα αυτά κινούνται πάνω - κάτω σαν να υπάρχει μέσα στη γη μια αιώρηση. Κι αυτή η αιώρηση έχει αυτήν τη φύση. Μέσα στα χάσματα της γης υπάρχει ένα που είναι το μιεγαλύτερο και δια­ μπερές και διασχίζει ολόκληρη τη γη, αυτό ακριβώς για το οποίο μίλησε ο Όμηρος λέγο­ ντας αυτό: Πολύ μακριά, όπου υπάρχει το πιο βαθύ υπόγειο βάραθρο, αυτό δηλαδή που κι ο ίδιος σε άλλα σημεία και πολλοί άλλοι από τους ποιητές έχουν αποκαλέσει Τάρταρο. 45 Σε αυτό λοιπόν το χάσμα συρρέουν όλα τα ποτάμια κι από αυτό πάλι εκρέουν. Και το κα­ θένα γίνεται τέτοιο που να ταιριάζει με το κομ­ μάτι της ξηράς στο οποίο ρέει. Η αιτία που όλα 45. Εδώμιλάει για το μεγάλο «διαμπερές» άνοιγμα μέσα στη το Τάρταρο, το οποίο και την κάνει κοίλη. Λέγοντας, διαμπερές, εννοεί τα ανοίγματα στο βόρειο και νότιο πόλο. Είναι ξεκάθαρο, δεν θέλει σχόλια. 435


Δ.

Δ.Λιακόπουλ

κα'ι όταν εις το έπ’ εκείνα τής γης όρμήοη και δταν εις τδ έπ'ι τάδε, και ώσπερ των άναπνεόντων άε'ι έκπνεΧ τε κα'ι άναπνεΐ έον τδ πνεύμα, ούτω κα'ι έκεΧ συναιωροΰμενον τφ ύγρώ τδ πνεύμα δεινούς τινας άνέμους κα'ι άμηχάνους παρέχεται κα'ι είσιδν κα'ι έξιόν. δταν τε ούν υποχώρηση τδ ύδωρ εις τδν τόπον τδν δη κάτω καλούμενον, τοΧς κατ’ έκεΧνα τα εύματα [διά] τής γής είσρεΧ τε και πληροΧ αυτά ώσπερ οί έπαντλούντες δταν τε αύ έκεΧθεν μέν άπολίπη, δεύρο δε όρμήση, τά ενθάδε πληροΧ αύθις, τά δε πληροιθέντα εΧ διά τών οχετών κα'ι διά τής γής, κα'ι εις τούς τόπους έκαστα άφικνούμενα, εις ούς έκάστοις ώόοποίηται, θαλάττας τε κα'ι λίμνας κα'ι ποταμούς κα'ι κρήνας ποιεΧ εντεύθεν δε πάλιν δυόμενα κατά τής γής, τά μέν μακροτέρους τόπους περιελθόντα κα'ι πλείους, τά δέ έλάττους κα'ι βραχυτέρους, πάλιν εις τδν Τάρταρον εμβάλλει, τά μέν πολύ κατωτέρω <ή> η έπηντλεΧτο, τά δέ ολίγον πάντα δέ υποκάτω είσρεΧ τής εκροής, και ένια μέν καταντικρύ <ή> η [είσρεΧ] έξέπεσεν, ένια δέ κατά τδ αύτδ μέρος έστι δέ α παντάπασιν κύκλω περιελθόντα, ή άπαξ ή κα'ι πλεονάκις περιελιχθέντα περ'ι την γήν ώσπερ οί όφεις, εις τδ δυνατδν κάτω καθέντα πάλιν εμβάλλει, δυνατδν δέ έστιν έκατέρωσε μέχρι τού μέσου καθιέναι, πέρα δ’ ου άναντες γάρ άμφοτέροις τοΧς εύμασι τδ εκατέρωθεν γίγνεται μέρος. Τά μέν οΰν δη άλλα πολλά τε κα'ι μεγάλα κα'ι παντοδαπά εύματά έστι τυγχάνει δ’ άρα δντα εν τούτοις τοΧς πολλοΧς τέτταρ’ άττα εύματα, ών τδ μέν μέγιστον κα'ι έξωτάτω έον περ'ι κύκλψ ό καλούμενος ’Ωκεανός έστιν,

436


Γιατί

και

πώς ζουν ανάμε

τα ρεύματα εκρέουν και εκβάλλουν εδώ είναι ότι το υγρό αυτό δεν έχει πυθμένα ούτε βάση. Αιωρείται λοιπόν και κυματίζει πάνω κάτω όπως κι ο αέρας και το αέρινο ρεύμα γύρω από αυτό. Γιατί το ακολουθούν κι όταν στην άλλη άκρη της γης ξεχυθεί κι όταν από δω, κι όπως όταν αναπνέουμε, έτσι εισπνέει και εκπνέει ρέοντας το αέρινο ρεύμα. Έτσι κι εκεί καθώς συναιωρείται με το υγρό δημι­ ουργεί κάποιους ανέμους τρομερούς και αστα­ μάτητους, μπαίνοντας και βγαίνοντας. Κι όταν το νερό υποχωρήσει στον τόπο που αποκαλείται κάτω, στα ρέματα που υπάρχουν εκεί μέσα από τη γη χύνεται και τα γεμίζει, σαν τα αρδευτικά αυλάκια. Όταν πάλι από εκεί φύγει και ορμήσει προς τα εδώ, γεμίζουν ξανά τα εδώ ποτάμια, κι αφού αυτά γεμίσουν, ρέει μέσα από τους οχετούς κι από τη γη, κι όταν φτάσει εκεί που κάθε φορά οδηγείται, δημι­ ουργεί θάλασσες, λίμνες, ποταμούς και πηγές. Κι από 'δώ πάλι καταδύεται μέσα στη γη, αφού περάσει άλλες φορές από μεγαλύτερες και περισσότερες εκτάσεις κι άλλες από μι­ κρότερες και λιγότερες, πάλι στον Τάρταρο εκβάλει, άλλοτε πολύ βαθύτερα απ’ όπου θα αντλούνταν κι άλλοτε λίγο βαθύτερα. Πάντα, όμως, εισρέει κάτω από εκεί που εκρέει και μερικές φορές στην απέναντι πλευρά κι άλλες στην ίδια πλευρά. Υπάρχουν, όμως, κάποια που περιπλέουν ολόκληρο τον κύκλο, αφού τυλιχθούν γύρω από τη γη μια ή και περισσότερες φορές, όπως τα φίδια, και κατεβαίνουν όσο το δυνατόν πιο χαμηλά μέχρι να εκβάλουν. Κι είναι δυνατόν να κυλούν κι από τις δυό πλευρές μόνο μέχρι το μέσον, κι όχι πιο πέρα. Γιατί είναι ανοδικά κι από τις δυο μεριές τα ρεύματα που κυλούν 437


Λ. Α. Λιακόπουλος

τοΰτου δέ καταντικρυ κα'ι έναντίως έυ>ν Άχέρων, δς δι’ έρημων τε τόπων εΐ άλλοον κα'ι δή κα'ι υπό γην έων εις την λίμνην άφικνεΐται την Άχερουσιάδα, ού αί των τετελευτηκότων ψυχαί των πολλών άφικνούνται καί τινας είμαρμένους χρό­ νους μείνασαι, αί μεν μακροτέρους, αί δέ βραχυτέρους, πάλιν έκπέμπονται εις τάς των ζώων γενέσεις. τρίτος δέ ποταμός τούτων κατά μέσον εκβάλλει, κα'ι εγγύς της εκβολής εκπίπτει εις τόπον μέγαν πυρ'ι πολλώ καόμενον, κα'ι λίμνην ποιεί μείζω τής πα ρ’ ήμΐν θαλάττης, ζέουσαν ΰδατος κα'ι πηλού εντεύθεν δέ χωρεΐ κύκλω θολερός κα'ι πηλώδης, περιελιττόμενος δέ τή γή άλλοσέ τε άφικνεΐται κα'ι παρ’ έσχατα τής Άχερουσιάδος λίμνης, ού συμμειγνύμενος τώ ύδατι περιελιχθε'ις δέ πολλάκις υπό γής εμβάλλει κατωτέρω τού Ταρτάρου ούτος δ ’ έστ'ιν δν έπονομάζουσιν Πυριφλεγέθοντα, ού κα'ι οί ύακες άπο σπάσματα άναφυσώσιν οπη άν τΰχωσι τής γής. τούτου δέ αύ καταντικρυ ό τέταρτος εκπίπτει εις τόπον πρώτον δεινόν τε και άγριον, ώς λέγεται, χρώμα δ ’ έχοντα όλον οιον ό κυανός, δν δή έπονομάζουσι Στύγιον, καί την λίμνην ήν ποιεί ό ποταμός έμβάλλων, Στύγα ό δ’ έμπεσών ενταύθα καί δείνας δυνάμεις λαβών έν τώ ύδατι, δύς κατά τής γής, περιελιττόμενος χωρεΐ ενάντιος τώ Πυριφλεγέθοντι καί άπαντά έν τή Ά χερουσιάδι λίμνη έξ

438


Γιατί και

πώς ζουν ανάμε

από το κάτω μέρος. Υπάρχουν λοιπόν, πολλά και μεγάλα και κάθε είδους ρεύματα. Ανάμεσα τους, όμως, τυχαίνει να υπάρχουν τέσσερα ρεύματα, από τα οποία το μεγαλύτερο, αυτό που ρέει στον εξωτερικό κύκλο, είναι ο Ωκεανός. 46 Κι απέ­ ναντι του κι αντίθετα ρέει ο Αχέρωντας, που ρέει μέσα από έρημους τόπους και κάτω από τη γη και καταλήγει στη λίμνη Αχερουσιάδα, όπου φτάνουν οι ψυχές των πιο πολλών πεθα­ μένων κι αφού μείνουν τον ορισμένο για αυτές χρόνο κι άλλες είναι για περισσότερο κι άλλες για λιγότερο, στέλνονται πάλι από εκεί στις γενέσεις των έμβιων όντων. Ένας τρίτος ποταμός εκβάλει ανάμεσά τους και κοντά στην εκβολή του χύνεται σε τόπο μέγα, φωτιά που καίει πολύ, και δημιουρ­ γεί λίμνη μεγαλύτερη από τη δική μας θάλασ­ σα από νερό και πυλό. Κι από εκεί προχωρά κυκλικά, θολός και λασπώδης και τυλίγεται γύρω από τη γη κι άλλοτε φτάνει στα έσχατα της Αχερουσιάδας λίμνης, χωρίς ωστόσο να αναμειγνύεται με τα νερά της κι αφού τυλιχτεί πολλές φορές κάτω από τη γη εκβάλει σε κάποιο σημείο που βρίσκεται πιο κάτω κι από τον Τάρταρο. Αυτός είναι ο ποταμός που τον αποκαλούν Πυριφλεγέθοντα και κομμάτια από τη λάβα του όπου τυχόν βρουν στη γη ξεσπούν. Κι απέναντι του εκβάλει ο τέταρτος ποταμός σε τόπο φοβερό κι άγριο, όπως λέγε­ ται, έχοντας παντού χρώμα κυανό, κι αυτόν τον τόπο τον ονομάζουν Στύγιο και τη λίμνη, που δημιουργεί ο ποταμός εκβάλλοντας εκεί, 46. Ο ποταμός Ωκεανός είναι το μεγάλο θαλάσσιο ρεύμα τον κόλπον του Μεξικού (Gulf stream). 439


Λ. Λ.

Λιακόπο

εναντίας κα'ι ουδέ το τούτου ύδωρ ούδενι μείγνυται, άλλα κα'ι ούτος κύκλω περιελθών εμβάλλει εις τον Τάρταρον ενάντιος τώ Πυριφλεγέθοντι δνομα δέ τούτψ έστίν, ώς ο'ι ποιητα'ι λέγουσιν, Κωκυτός. Τούτων δέ ούτως πεφυκότων, έπειδάν άφίκωνται οί τετελευτηκότες εις τον τόπον οι ό δαίμων έκαστον κομίζει, πρώτον μέν διεδικάσαντο οι τε καλώς κα'ι όσίως βιώσαντες και οί μή. κα'ι οι μέν αν δόξωσι μέσως βεβιωκέναι, πορευθέντες έπ'ι τον ’Αχέροντα, άναβάντες ά δη αύτοΐς οχήματα έστιν, έπ'ι τούτων άφικνοΰνται εις την λίμνην, κα'ι έκεΐ οίκοϋσί τε κα'ι καθαιρόμενοι τών τε άδικημάτων διδόντες δίκας άπολΰονται, ε’ί τίς τι ήδίκηκεν, τών τε ευεργεσιών τιμάς φέρονται κατά την αξίαν έκαστος. οϊ δ’ άν δόξωσιν άνιάτως έχειν διά τά μεγέθη τών άμαρτημάτων, ή ιεροσυλίας πολλάς κα'ι μεγάλας ή φόνους άδικους κα'ι παρανόμους πολλούς έξειργασμένοι ή άλλα όσα τοιαΰτα τυγχάνει όντα, τούτους δέ ή προσήκουσα μοίρα ίπτει εις τον Τάρταρον, όθεν ουποτε έκβαίνουσιν. οϊ δ ’ άν ιάσιμα μέν μεγάλα δέ δόξωσιν ήμαρτηκέναι άμαρτήματα, οιον προς πατέρα ή μητέρα ύ π’ οργής βίαιόν τι πράξαντες, κα'ι μεταμέλον αύτοΐς τον

440


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

Στύγα. Αφού βρεθεί λοιπόν εδώ κι αποκτήσει φοβερές δυνάμεις, καταδύεται στη γη και καθώς περιτυλίγεται, προχωρεί αντίθετα προς τον Πυριφλεγέθοντα και τον συναντά στην Αχερουσιάδα λίμνη από την αντίθετη μεριά. Ούτε κι αυτού το νερό αναμειγνύεται με άλλο, αλλά κι αυτός, αφού ρεύσει κυκλικά, εκβάλει στον Τάρταρο, απέναντι από τον Πυριφλεγέ­ θοντα. Και το όνομά του είναι, όπως λένε οι ποιητές, Κωκυτός. 47 Αυτοί, λοιπόν, τέτοιοι είναι από τη φύση τους κι όταν φτάνουν οι νεκροί στον τόπο που φέρνει ο δαίμονας τον καθένα, πρώτα αφού δικαστούν και όσοι έζησαν ωραία και όσια ζωή και όσοι όχι. Κι όσοι φανούν ότι έχουν ζήσει με μέτρο, αφού πορευτούν στον Αχέροντα κι επιβιβαστούν στις βάρκες τους, πάνω σε αυτές φτάνουν στη λίμνη κι εκεί κατοικούν κι εξα­ γνίζονται και τιμωρούνται για τα αδικήματα τους, αν έχουν τέτοια και ανταμείβονται με τιμές για τις ευεργεσίες τους, ανάλογα με την αξία του ο καθένας. Όσοι, όμως, φανούν ότι βρίσκονται σε ανίατη κατάσταση, εξαιτίας του μεγέθους των αμαρτημάτων τους, ή επειδή έχουν κάνει πολ­ λές και μεγάλες ιεροσυλίες ή φόνους άδικους και παράνομους πολλούς ή όσα άλλα τέτοια αδικήματα τυχαίνει να υπάρχουν, αυτούς η μοίρα που τους ταιριάζει τους ρίχνει στον Τάρ­ ταρο, απ’ όπου δεν βγαίνουν ποτέ πια. 47. Είναι σαφές ότι ο Σωκράτης προσπαθεί να μας δώσει στοιχεία για τα Τάρταρα από ότι έχει ακούσει ή έχει διαβάσει. Οι λεπτομέρειες είναι ανεπαρκείς και ακατάληπτες.

441


Λ. Δ. Αιακόπουλος

άλλον βίον βιώσιν, ή άνδροφόνσι τοιοΰτω τιν'ι άλλω τρόπω γένωνται, τοΰτους δέ έμπεσεΐν μέν εις τον Τάρταρον άνάγκη, έμπεσόντας δέ αύτοΰς και ενιαυτόν εκεί γενομένους εκβάλλει τδ κΰμα, τους μέν άνδροφόνους κατά τον Κωκυτόν, τους δέ πατραλοίας και μητραλοίας κατά τον Πυριφλεγέθοντα. έπειδάν δέ φερόμενοι γένωνται κατά την λίμνην την Άχερουσιάδα, ενταύθα βοώσί τε κα'ι καλοϋσιν, οί μέν οΰς άπέκτειναν, οί δέ οΰς ύβρισαν, καλέσαντες δ ’ ίκετεΰουσι κα'ι δέονται έάσαι σφάς έκβήναι εις την λίμνην κα'ι δέξαοθαι, κα'ι εάν μέν πείσακτιν, έκβαίνουοί τε και λήγουσι των κακών, εί δέ μη, φέρονται αύθις εις τον Τάρταρον κα'ι έκεΧθεν πάλιν εις τους ποταμούς, κα'ι ταΰτα πάσχοντες ου πράτερον παύονται πριν άν πείσωσιν οΰς ήδίκησαν αΰτη γάρ ή δίκη υπό των δικαστών αύτοΧς έτάχθη. οϊ δέ δη άν δόξωσι διαφεράντως προς το όσίως βιώναι, οΰτοί είσιν οί τώνδε μέν των τόπων των εν τη γή έλευθεροΰμενοί τε κα'ι άπαλλαττόμενοι ώσπερ δεσμωτηρίων, άνω δέ εις την καθαράν ο’ίκησιν άφικνοΰμενοι κα'ι έπ'ι γης οίκιζόμενοι. τούτων δέ αυτών οί φιλοσοφία ίκανώς καθηράμενοι άνευ τε σωμάτων ζώσι το παράπαν εις τον έπειτα χρόνον, κα'ι εις οικήσεις έτι τούτων καλλίους άφικνοϋνται, άς ούτε <χδιον δήλωσαι οΰτε ό χρόνος ικανός εν τώ παρόντι. αλλά τούτων δη ένεκα χρή ών διεληλΰθαμεν, ω Σιμμία, παν ποιεΐν ώστε άρετής

442


Γιατί και πώς

ζουνα

Όσοι, όμως, κριθούν ότι έχουν διαπράξει μεγάλα μεν, ιάσιμα δε, αμαρτήματα, όπως για παράδειγμα αυτοί που βιαιοπράγησαν ενα­ ντίον του πατέρα ή της μητέρας, βρισκόμενοι σε κατάσταση οργής και έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους με μεταμέλεια, ή διέπραξαν ανθρω­ ποκτονία με κάποιον παρόμοιο τρόπο, αυτοί βέβαια είναι ανάγκη να πέσουν στον Τάρταρο, αφού, όμως, πέσουν και μείνουν εκεί ένα χρο­ νικό διάστημα, τους ξεβράζει το κύμα, τους μεν ανθρωποκτόνους προς τον Κωκυτό, ενώ αυτούς που βιαιοπράγησαν ενάντια στον πατέρα ή τη μητέρα τους προς τον Πυριφλεγέθοντα. Κι όταν μεταφερόμενοι φτάσουν κοντά στη λίμνη Αχερουσιάδα, εδώ φωνάζουν και καλούν, οι πρώτοι αυτούς που σκότωσαν, οι άλλοι εκείνους τους οποίους ήταν υβριστές κι αφού τους καλέσουν, τους ικετεύουν και τους παρακαλούν να τους αφήσουν να μπουν στη λίμνη και να τους δεχτούν. Κι αν τους πείσουν, μπαίνουν κι εκεί λήγει το βάσανο τους. Αλλιώς μεταφέρονται πάλι στον Τάρταρο, κι από εκεί πάλι στους ποταμούς κι αυτό δε σταματούν να το υπομένουν μέχρι να πείσουν εκείνους που αδίκησαν. Γιατί αυτή είναι ποινή που τους επιβλήθηκε από τους δικαστές. Κι όσοι φανούν ότι έχουν ζήσει με ξεχωρι­ στή οσιότητα, αυτοί είναι που ελευθερώνονται από τούς επίγειους τόπους και απαλλάσσονται, όπως από τα δεσμωτήρια, και φτάνουν ψηλά στον καθαρό τόπο διαμονής και κατοικούν στην επιφάνεια της γης. Κι από αυτούς όσοι καθάρθηκαν αρκετά με τη φιλοσοφία ζουν όλον τον υπόλοιπο καιρό χωρίς σώματα και φτάνουν σε τόπους διαμονής ακόμα πιο όμορ-

443


Δ. Δ.

Λιακόπο

και φρονήσεως έν τώ βίω μετασχεΧν καλόν γάρ το άθλον κα'ι ή ελπίς μεγάλη. Το μέν ούν ταΰτα διισχυρίσασθαι ούτως έχειν ώς εγώ διελήλυθα, ού πρέπει νουν έχοντι άνδρί δτι μέντοι ή τα ΰτ’ έστ'ιν ή τοιαϋτ’ άττα περ'ι τάς ψυχάς ημών κα'ι τάς οικήσεις, έπείπερ άθάνατάν γε ή ψυχή φαίνεται ούσα, τοϋτο κα'ι πρέπειν μοι δοκεϊ κα'ι άξιον κινδυνεϋσαι οίομένω ούτως έχεινκαλδς γάρ ό κίνδυνοςκα'ι χρή τά τοιαΰτα ώσπερ έπμδειν έαυτώ, διδ δη έγωγε κα'ι πάλαι μηκύνω τον μϋθον. άλλα τούτων δη ένεκα θαρρειν χρή περ'ι τη έαυτοΰ χ^υχή άνδρα δστις έν τώ βίω τάς μέν άλλας ήδονάς τάς περ'ι τδ σώμα κα'ι τους κόσμους ε’ίασε χαίρειν, ώς άλλοτρίους τε όντας, και πλέον θάτερον ήγησάμενος άπεργάζεσθαι, τάς δέ περ'ι τδ μανθάνειν έσπουδασέ τε και κοσμήσας τήν ψυχήν ούκ άλλοτρίω αλλά τφ αυτής κόσμω, σωφροσύνη τε κα'ι δικαιοσύνη και άνδρείμ κα'ι έλευθερίμ κα'ι άληθείςχ, ουτω περιμένει τήν εις "Αιδου πορείαν [ώς πορευσόμενος όταν ή ειμαρμένη καλή). ύμεΧς μέν ούν, έφη, ώ Σιμμία τε κα'ι Κέβης κα'ι οί άλλοι, εις αύθις έν τινι χρόνιο έκαστοι πορεΰσεσθε εμέ δέ νυν ήδη καλεΧ, φαίη άν άνήρ τραγικός, ή ειμαρμένη, κα'ι

444


Γιατί και

πώ ς ζουν ανάμε

φους από τους άλλους, που ούτε είναι εύκολο να περιγράψω ούτε υπάρχει αρκετός χρόνος πια. 48 Αλλά είναι αναγκαίο, Σιμμία, επειδή όλα αυτά τα αναπτύξαμε σε βάθος να κάνουμε το κάθε τι ώστε σ ’ αυτή τη ζωή να μετέχουμε στη αρετή και τη φρόνηση. Γιατί ωραίο είναι το έπαθλο κι η ελπίδα μεγάλη. Ο ισχυρισμός, βέβαια, ότι αυτά είναι έτσι, όπως εγώ περιέγραψα, δεν ταιριάζει σε μυαλωμένο άνδρα. Ότι όμως αυτά ακριβώς ή περίπου έτσι είναι για τις ψυχές μας και του τόπους που κατοικούν, αφού η ψυχή φαίνεται να υπάρχει και μετά τον θάνατο, κατά την άποψή μου, αυτό μου φαίνεται ότι πρέπει κι ότι αξίζει κάνεις να διακινδυνεύσει να θεω­ ρήσει πως έτσι έχει - γιατί είναι ωραίος κίνδυνος - και χρειάζεται να τα λέει σαν ένα αποχαιρετιστήριο μαγικό τραγούδι στον εαυτό του, γι'αυτό κι εγώ εδώ και ώρα τρα­ βάω αυτήν την ιστορία. Γι'αυτά χρειάζεται να μη φοβάται για την ψυχή του ο άνδρας που στη ζωή του άφησε στην άκρη τις σωμα­ τικές ηδονές και τα στολίδια, επειδή είναι ξένα γι'αυτόν, και θεώρησε ότι κάνουν α­ κριβώς το αντίθετο, φρόντισε να αποκτήσει ό, τι σχετίζεται με τη μάθηση και στόλισε την ψυχή του, όχι με ξένα κοσμήματα, αλλά με τα ίδια τα δικά της, δηλαδή με σωφροσύνη και δικαιοσύνη και ανδρεία κι ελευθερία κι αλήθεια κι έτσι περιμένει την πορεία προς τον Αδη [να πορευτεί όταν τον καλέσει η μοίρα που έχει οριστεί] . 48. Μας περιέγραφε τον τελωνισμό των φνχών με τρόπο που και ο λέει αργότερα ότι δεν μπορεί να είναι ακριβής, αφού γίνεται σε επίπεδο μη αντι­ ληπτό από εμάς. 445


Δ. Δ. Διακόπονλος

σχεδόν τί μοι ώρα τραπέσθαι προς το λουτρόν δοκεΐ γαρ δη βέλτιον είναι λούσαμενον πιεΐν το φάρμακον κα'ι μη πράγματα ταΐς γυναιξί παρέχειν νεκρόν λοΰειν. Ταϋτα δη ειπόντος αύτοϋ ό Κρίταιν, Εΐεν, έφη, ώ Σώκρατες τί δε τούτοις η έμο'ι έπιστέλλεις ή περ'ι τών παίδων η περΧ άλλου του, ότι αν σοι ποιοϋντες ήμεΧς εν χάριτι μάλιστα ποιοΧμεν; "Απερ άει λέγω, έφη, ώ Κρίτων, ούδέν καινότερον ότι υμών αυτών επιμελούμενοι ύμεΧς κα'ι έμο'ι και τοΧς έμοΧς κα'ι ύμΧν αύτοΧς εν χάριτι ποιήσετε άττ’ αν ποιήτε, καν μη νυν όμολογήσητε εάν δε υμών [μεν] αυτών άμελήτε κα'ι μη ’θέλητε ώσπερ κατ’ ίχνη κατά τά νυν τε ειρημένα κα'ι τά έν τώ έμπροσθεν χρόνω ζην, ουδέ εάν πολλά όμολογήσητε έν τώ παρόντι κα'ι σφοδρά, ούδέν πλέον ποιήσετε. Ταϋτα μέν τοίνυν προθυμησόμεθα, έφη, οϋτω ποιεΧν θάπτωμεν δέ σε τίνα τρόπον; 'Ό πως άν, έφη, βούλησθε, έάνπερ γε λάβητέ με κα'ι μη έκφΰγω υμάς. Γελάσας δέ άμα ήσυχη κα'ι προς ήμάς άποβλέψας εΐπεν Ου πείθω, ω άνδρες, Κρίτωνα, ώς έγώ είμι ούτος Σωκράτης, ό νυν'ι διαλεγόμενος κα'ι διατάττων έκαστον τών λεγομένων, άλλ’ οίεταί με έκεΧνον είναι δν όψεται ολίγον ύστερον νεκρόν, και έρωτα δη πώς με θάπτη. ότι δέ έγώ πάλαι πολϋν λόγον πεποίημαι, ώς, έπειδάν πίω τό φάρμακον, ούκέτι ύμΧν παραμενώ, άλλ’ οιχήσομαι

446


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσα μ

Εσείς, λοιπόν, Σιμμία, Κέβη κι οι άλλοι, κάποια στιγμή αργότερα θα πάρει ο καθένας αυτόν τον δρόμο. Εμένα όμως ήδη με καλεί, όπως θα έλεγε κι ένας τραγικός ήρωας, η μοίρα που έχει οριστεί και μου φαίνεται ότι είναι σχεδόν η ώρα που πρέπει να πάω για λουτρό. Γιατί είναι καλύτερα νομίζω αφού πλυθώ μόνος μου πριν πιω το δηλητήριο, να μη ανα­ γκάζω τις γυναίκες να πλένουν το νεκρό κορμί μου. Αυτά αφού είπε, ο Κριτών απάντησε: Καλώς, Σωκράτη, Τι παραγγελίες όμως αφή­ νεις σε μένα ή σε αυτούς εδώ για τα παιδιά σου ή για κάποιον ή κάτι άλλο, και τι θα μπο­ ρούσαμε να κάνουμε εμείς για να σ’ ευχαρι­ στήσουμε; Αυτά ακριβώς που λέω πάντα, είπε, Κρίτωνα, τίποτα καινούργιο. Αν φροντίζεται τον εαυτό σας, και σε μένα και στους δικούς σας και στους ίδιους σας τους εαυτούς θα κάνετε χάρη, αν αυτά κάνετε, ακόμα κι αν δεν συμφωνείτε τώρα. Αν, όμως, αμελείτε τους εαυτούς σας και δεν θέλετε να ζείτε στα ίχνη, όσων ειπώθηκαν τώρα αλλά και παλιότερα, ακόμα κι αν συμφωνήσατε με πάθος προς το παρόν, τίποτα περισσότερο δε θα καταφέρετε. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε έτσι να τα κάνουμε αυτά, είπε. Κι εσένα πώς να σε θά­ ψουμε; Όπως θέλετε, είπε, αν βέβαια με πιάσετε και δεν σας ξεφύγω. Και χαλάρωσε, γελώντας, κι αφού έστρεψε το βλέμμα του προς εμάς, είπε: Δεν πείθω, άνδρες, τον Κρίτωνα ότι εγώ είμαι ο ίδιος ο Σωκράτης, αυτός που τώρα συζητά και βάζει σε τάξη κάθε τι από όσα λέγονται, αλλά νομίζει ότι είμαι εκείνος που

447


A. Δ.

Λιακόπο

άπιών εις μακάρων δή τινας ευδαιμονίας, ταύτά μοι δοκώ αύτω άλλως λέγειν, πα ραμυθούμενος άμα μεν υμάς, άμα δ’ έμαυτόν. έγγυήσασθε οΰν με προς Κρίτωνα, έφη, την εναντίαν έγγΰην η ήν ούτος προς τους δικαστάς ήγγυάτο. ουτος μέν γάρ ή μην παραμενεΐν υμείς δέ η μην μη παραμενεΐν έγγυήσασθε έπειδάν άποθάνω, άλλα οιχήσεσθαι άπιόντα, ϊνα Κρίτων μον φέρη, κα'ι μη όρων μου το σώμα η καόμενον ή κατορυττόμενον άγανακτή υπέρ έμοΰ ώς δεινά πάσχοντος, μηδέ λέγη έν τη ταφή ώς η προτίθεται Σωκράτη ή εκφέρει η κατορυττει. ευ γάρ ίσθι, ή δ’ δς, ώ άριστε Κρίτων, τδ μη καλώς λέγειν ου μόνον εις αυτό τούτο πλημμελές, άλλα κα'ι κακόν τι εμποιεί ταΐς ψυχαΐς. άλλα θαρρεΧν τε χρή κα'ι φάναι τούμδν σώμα θάπτειν, κα'ι θάπτειν ούτως όπως άν σοι φίλον ή κα'ι μάλιστα ήγή νόμιμον είναι. Ταϋτ’ είπών έκεΧνος μέν άνίστατο εις οίκημά τι ώς λουσόμενος, και ό Κρίτων εϊπετο αύτω, ημάς δ ’ έκέλευε περιμένειν. περιεμένομεν ούν προς ημάς αυτούς διαλεγόμενοι περ'ι τών ειρημένων κα'ι άνασκοπούντες, τοτέ δ ’ αύ περ'ι τής συμ­ φοράς διεξιόντες όση ήμΧν γεγονυΧα είη, άτεχνώς ηγούμενοι ώσπερ πατρδς στερηθέντες διάξειν όρφανο'ι τον έπειτα βίον. επειδή δέ έλούσατο κα'ι ήνέχθη πα ρ’ αυτόν τά παιδίαδύο γάρ αύτω ύεΧς σμικρο'ι ησαν, εις δέ μέγας και αί οίκεΧαι γυναΧκες άφίκοντο έκεΧναι, εναντίον τού Κρίτωνος διαλεχθείς τε κα'ι έπιστείλας άττα έβούλετο, τάς μέν γυναΧκας κα'ι τά

448


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσα μα

ύστερα από λίγο θα δει νεκρό και ρωτά πώς να με θάψει. Ότι εγώ εδώ και ώρα έλεγα πως, όταν πιω το δηλητήριο, δεν θα μείνω πια κοντά σας, αλλά θα φύγω πηγαίνοντας στην ευδαιμονία των μακαρίων, αυτά μου φαίνεται ότι αυτός νομίζει πως τα έλεγα σαν παρηγοριές για σας και τον εαυτό μου ταυτόχρονα. Εγγυηθείτε λοιπόν για μένα στον Κρίτωνα, είπε, το αντίθετο απ’ αυτό που ο ίδιος εγγυήθηκε στους δικαστές. Γιατί αυτός δεν είπε παρά ότι θα παραμείνω. Εσείς, όμως, εγγυηθείτε ότι δε θα παραμείνω όταν πεθάνω, αλλά θα φύγω μακριά, ώστε να το υπομείνει ευκολότερα ακόμα κι όταν δει το σώμα μου να καίγεται ή να ρίχνεται μέσα στη γη, και να μη φοβάται ότι παθαίνω φοβερά πράγματα, κι ούτε να λέει στην ταφή ότι εκθέτει τον Σωκράτη ή κάνει την εκφορά του Σωκράτη, ή τον θάβει. Και να ξέρεις καλά, είπε αυτός, άριστε Κρίτωνα, ότι το να μη χρησιμοποιεί κάποιος τις λέξεις που πρέπει, δεν είναι τόσο αυτό το σφάλμα, αλλά κάνει κατά κάποιον τρόπο κακό και στις ψυχές. Πρέπει λοιπόν να έχεις θάρρος και να λες ότι θάβεις το σώμα μου και θάψε το όπως σου αρέσει κι όπως σου θεωρείς ότι είναι ταιριαστό με την θρησκευτική παράδοση. Αυτά αφού είπε, σηκώθηκε και πήγε σε κάποιο άλλο δωμάτιο για να πλυθεί κι Κρίτωνας τον ακολούθησε και μας ζήτησε να περι­ μένουμε. Περιμέναμε λοιπόν, μιλώντας μετα­ ξύ μας για αυτά που είχαν ειπωθεί και κάνοντας μια ανασκόπηση και μετά μιλούσαμε για τη συμφορά που μας είχε βρει, γιατί θεωρούσαμε ότι ήταν σα να χάναμε τον πατέρα και θα περ­ νούσαμε ορφανοί την υπόλοιπη ζωή μας.

449


Δ. Δ. Λιακόπουλος

παιόία άπιέναι έκέλευσεν, αυτός δέ ήκε πα ρ’ ημάς. και ήν ήδη εγγύς ήλιου δυσμών χρόνον γάρ πολυν διέτριψεν ένδον, έλθών δ ’ έκαθέζετο λελουμένος κα'ι ου πολλά άττα μετά ταΰτα διελέχθη, κα'ι ήκεν ό των ένδεκα υπηρέτης και στάς παρ’ αυτόν, Σώκρατες, έφη, ου καταγνώσομαί γε σου όπερ άλλων καταγιγνώσκω, ότι μοι χαλεπαίνουσι και καταρώνται έπειδαν αύτοις παραγγείλω πίνειν τό φάρμακον άναγκαζόντων των άρχόντοαν. σέ δέ εγώ κα'ι άλλως έγνωκα εν τοΰτω τω χρόνω γένναιότατον και πρρότατον και άρ ιστόν ανδρα όντα των πώποτε δεΰρο άφικομένων, κα'ι δη και νυν ευ οΐδ’ ότι ούκ έμο'ι χαλεπαίνεις, γιγνώσκεις γάρ τους αιτίους, άλλα έκείνοις. νυν ούν, οΐοθα γάρ α ήλθον άγγέλλων, χαΐρέ τε και πειρώ ώς άστα φέρειν τά άναγκαΐα. Κα'ι άμα δακρύσας μεταστρεφόμενος άπήει. Κα'ι ό Σωκράτης άναβλέψας προς αυτόν, Κα'ι συ, έφη, χαΐρε, κα'ι ήμεΧς ταϋτα ποιήσομεν. Κα'ι άμα πρδς ημάς, Ώς άστεΧος, έφη, ό άνθρωπος κα'ι παρά πάντα μοι τον χρόνον προσήει κα'ι διελέγετο ενίοτε και ήν άνδρών λωστος, κα'ι νυν ώς γενναίος με άποδακρΰει. άλλ’ άγε δη, ω Κρίτων, πειθώμεθα αύτω, κα'ι ένεγκάτω τις τό φάρμακον, εί τέτριπται εί δέ μη, τριψάτω ό άνθρωπος. Κα'ι ό Κρίτων, Ά λλ’ οΐμαι, έφη, έγωγε, ώ Σώκρατες, έτι ήλιον είναι έπ'ι τοΧς

450


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσά

Κι αφού πλύθηκε και δέχτηκε κοντά του τα παιδιά - γιατί είχε δυο μικρούς γιούς κι έναν μεγάλο- κι ήρθαν κι οι γυναίκες συγγενείς του, μπροστά στο Κρίτωνα συζήτησε μαζί τους και τους έδωσε τις παραγγελίες του. Κι ύστερα ζήτησε να φύγουν οι γυναίκες και τα παιδιά κι ήρθε σε εμάς. Κι ήδη κόντευε να βραδιάσει. Γιατί είχε μείνει πολλή ώρα μέσα. Αφού ήρθε κάθισε, όπως ήταν πλυμένος, κι από κει και πέρα δεν ειπώθηκαν πολλά. Κι ήρθε ο υπηρέτης των Ένδεκα κι αφού στάθηκε δίπλα του, είπε: Σωκράτη, εσένα του­ λάχιστον δε θα σε κατηγορήσω αυτό που τους άλλους κατηγορώ, ότι μ’ εμένα δυσανασχε­ τούν και με καταριούνται, όταν τους καλώ να πιουν το δηλητήριο επειδή με αναγκάζουν οι άρχοντες. Για εσένα, όμως, όλον αυτόν τον καιρό, κατάλαβα ότι είσαι ο πιο γενναίος, ο πιο πράος κι ο πιο καλός άνδρας από όσους έχουν ποτέ έρθει εδώ. Αλλά και τώρα γνωρίζω ότι δεν δυσανασχετείς με εμένα, γιατί ξέρεις ποιοι είναι οι υπαίτιοι και με αυτού δυσανασχετείς. Τώρα, λοιπόν, γιατί ξέρεις τι ήλθα να αναγ­ γείλω, σε χαιρετώ και προσπάθησε όσο το δυνατόν πιο εύκολα να υποφέρεις αυτά που είναι αναγκαία. Και συνάμα, αφού δάκρυσε, έφευγε κάνοντας μεταβολή. Κι ο Σωκράτης, αφού κοίταξε προς αυτόν είπε: Γεια σου και σένα, κι εμείς θα τα κά­ νουμε αυτά που είπες. Και γυρνώντας σε εμάς είπε: τι κομψή συμπεριφορά είχε αυτός ο άν­ θρωπος; Όσο καιρό ήμουν εδώ ερχόταν και καμιά φορά συζητούσαμε κι ήταν από τους καλύτερους ανθρώπους, και τώρα πόσο ευγε­ νικά με δάκρυα με αποχαιρετά. Έλα, λοιπόν,

451


Δ. Δ. Λιακόπονλος

δρεσιν και ούπιυ δεδυκέναι. κα'ι άμα εγώ οΐδα κα'ι άλλους πάνυ όψέ πίνοντας, έπειδάν παραγγελθή αύτοΧς, δειπνήοαντάς τε και πιόντας εΰ μάλα, κα'ι συγγενομένους γ ’ ένίους ών αν τΰχωσιν έπιθυμοϋντες. άλλα μηδέν έπείγου έτι γάρ έγχωρεΐ. Κα'ι ό Σωκράτης, Εικότως γε, έφη, ώ Κριτών, έκεΐνοί τε ταΰτα ποιοϋσιν, ούς συ λέγειςο ιόντα ι γάρ κερδαίνειν ταΰτα ποίησαντεςκα'ι έγωγε ταΰτα εικότως ου ποιήσω ούδέν γάρ οΐμαι κερδανεΐν ολίγον ύστερον πιών άλλο γε ή γέλιυτα όφλήσειν παρ’ έμαυτω, γλιχόμενος τοΰ ζην κα'ι φειδόμενος ούδενδς έτι ένόντος. άλλ’ ιθι, έφη, πείθου και μη άλλως ποίει. Κα'ι ό Κρίτων άκοΰσας ένευσε τω παιδ'ι πλησίον έστώτι. και ό παΧς έξελθών κα'ι συχνόν χρόνον διατρίψας ήκεν άγων τον μέλλοντα δώσειν τό φάρμακον, εν κΰλικι φέροντα τετριμμένον. ίδών δέ ό Σωκράτης τον άνθρωπον, Εΐεν, έφη, ώ βέλτιστε, συ γάρ τούτων επιστήμων, τί χρή ποιεΧν; Ούδέν άλλο, έφη, ή πιόντα περιιέναι, έως αν σου βάρος εν τοΧς σκέλεσι γένηται, έπειτα κατακεΧσθαι κα'ι ούτως αυτό ποιήσει. Κα'ι άμα ώρεξε την κύλικα τω Σωκράτει. Και ός λαβών κα'ι μάλα ιλεως, ώ Έχέκρατες, ούδέν τρέσας ούδέ διαφθείρας ούτε τοΰ χρώματος ούτε τοΰ προσώπου, άλλ’ ώσπερ είώθει ταυρηδόν ύποβλέψας προς τον άνθρωπον, Τί λέγεις, έφη, περ'ι τοΰδε τοΰ πώματος προς τό άποσπεΧσαί τινι; έξεστιν ή ού;

452


Γ\ατί

και

πώςζουν ανάμε

Κρίτωνα, ας κάνουμε όσα είπε, κι ας φέρει κάποιος το δηλητήριο, αν είναι τριμμένο. Αλλιώς ας το τρίψει ο άνθρωπος. Κι ο Κριτών είπε: Μα νομίζω, Σωκράτη, ότι ο ήλιος είναι ακόμη ψηλά στα βουνά και δεν έχει δύσει. Κι ακόμη, ξέρω κι άλλους που το ήπιαν πολύ πιο μετά απ’ όταν τους δόθηκε η εντολή κι αφού δείπνησαν κι ήπιαν για τα καλά κι έμειναν παρέα με όσους ήθελαν. Γι’ αυτό μη βιάζεσαι.. Έχεις ακόμη περιθώριο. Κι ο Σωκράτης είπε: Φυσικό είναι, Κρίτωνα, εκείνοι που λες να τα κάνουν αυτά -γιατί νομίζουν ότι κάτι κερδίζουν αν τα κάνουν - αλλά κι εγώ είναι φυσικό να μην τα κάνω. Γιατί νομίζω ότι δε θα κερδίσω τίποτα αν το πιω λίγο μετά παρά να είμαι για γέλια, που τόσο επιθυμώ τη ζωή και την παρατείνω, αν και δεν υπάρχει χρόνος πια για μένα. Εμπρός, λοιπόν, είπε πείσου σε μένα και μην κάνεις άλλα. Κι ο Κρίτωνας, αφού άκουσε αυτά, έκανε νεύμα στον δούλο που ήταν δίπλα. Κι εκείνος αφού βγήκε έξω κι έλλειψε για λίγο, επέστρε­ ψε φέρνοντας αυτόν που θα του έδινε το δηλητήριο και το έφερνε τριμμένο μέσα σε ποτήρι. Κι ο Σωκράτης όταν τον είδε είπε: Καλώς, άριστε, εσύ που τα ξέρεις αυτά, τι πρέ­ πει να κάνω; Τίποτε άλλο, είπε, απ’ το να το πιεις και να περπατήσεις, μέχρι να νιώσεις βαριά τα πόδια σου κι έπειτα να ξαπλώσεις κι έτσι αυτό θα κάνει τη δουλειά του. Και ταυτόχρονα έδωσε το ποτήρι στον Σωκράτη. Κι αυτός, αφού το πήρε με ηρεμία, Εχεκράτη, χωρίς να τρέμει και χωρίς να αλλάξει το χρώμα του, ούτε το πρόσωπο του, αλλά όπως συνήθιζε να κοιτάει σαν ταύρος, έστρεψε προς το μέρος του ανθρώπου κι είπε: Τι λες, μ’ 453


Α. Α. Λιακόπουλος

Τοσοΰτον, έφη, ώ Σώκρατες, τρίβομεν δσον οιόμεθα μέτριον είναι πιεΐν. Μανθάνω, ή δ’ δς άλλ’ εΰχεσθαί γέ που τοΐς θεοΐς έξεστί τε και χρή, την μετοίκησιν την ένθένδε έκεΐσε ευτυχή γενέσθαι ά δη κα'ι εγώ εύχομαι τε κα'ι γένοιτο ταΰτη. Και άμ’ είπών ταΰτα έπισχόμενος και μάλα εύχερώς κα'ι ευκόλως έξέπιεν. κα'ι ημών οί πολλο'ι τέως μέν επιεικώς οΐοί τε ήσαν κατέχειν το μή δακρΰειν, ώς δέ εΐδομεν πίνοντά τε κα'ι πεπωκότα, ούκέτι, άλλ’ έμοϋ γε βίςχ κα'ι αύτοϋ άατακτ'ι έχώρει τά δάκρυα, ώστε έγκαλυψάμενος άπέκλαον έμαυτόνού γάρ δη εκείνον γε, άλλα την έμαυτοΰ τύχην, οιου άνδρός έταίρου ¿στερημένος εϊην. ό δέ Κρίτων ετι πρότερος έμοΰ, έπειδή ούχ οιός τ’ ην κατέ­ χειν τά δάκρυα, έξανέστη. ’Απολλόδωρος δέ κα'ι εν τω έμπροσθεν χρόνω ούδέν έπαΰετο δακρύων, κα'ι δη κα'ι τότε άναβρυχησάμενος κλάων κα'ι άγανακτών ούδένα δντινα ου κατέκλασε των παρόντων πλήν γε αύτοϋ Σωκράτους. ’Εκείνος δέ, Οια, έφη, ποιείτε, ώ θαυμάσιοι, εγώ μέντοι ούχ ήκιστα τούτου ένεκα τάς γυναίκας άπέπεμψα, ινα μή τοιαϋτα πλημμελοιεν και γάρ άκήκοα δτι εν εύφημίςχ χρή τελευτάν, άλλ’ ησυχίαν τε άγετε και καρτερείτε. Κα'ι ημείς άκούσαντες ήσχύνθημέν τε κα'ι έπέσχομεν τοϋ δακρΰειν. ό δέ περιελθών, επειδή οί βαρΰνεσθαι έφη τά σκέλη, κατεκλίνη ϋπτιοςοϋτω γάρ έκέλευεν ό άνθρωπος κα'ι άμα έφαπτόμενος αύτοϋ ούτος ό δοϋς τό φάρμακον, διαλιπών χρόνον έπεσκόπει τούς πόδας κα'ι τά σκέλη, κάπειτα σφόδρα πιέσας αύτοϋ τον πόδα ήρετο εί αίσθάνοιτο, ό δ ’ ούκ έφη. και μετά τοϋτο αύθις τάς κνήμας κα'ι ¿πανιών ούτως

454


Γιιατί και πώς ζουν ανάμεσα μ α ς

αυτό το ποτό μπορούμε να κάνουμε σπονδή; Είναι δυνατόν αυτό ή όχι; Τόσο μόλις τρίβουμε, Σωκράτη, είπε, όσο νομίζουμε ότι πρέπει να πιεί κανείς. Μάλιστα, είπε εκείνος. Αλλά είναι δυνατόν και χρειάζεται να προσευχηθώ στους θεούς η μετακόμιση μου από δω εκεί να είναι ευτυχής. Κι αυτό εύχομαι κι εγώ να γίνει. Κι αφού είπε αυτά, με ευχέρεια το ήπιε. Κι οι περισσότεροι από μας είχαμε που με δυσκολία συγκρατούσαμε τα δάκρυα μας, μόλις τον είδαμε να το πίνει και να το έχει πιεί, δεν μπορούσαμε άλλο να κρατηθούμε. Κι εμένα αυτομάτως, χωρίς να το θέλω, κυλούσαν τα δάκρυα μου και, καλύπτοντας το πρόσωπο, έκλαιγα - όχι για εκείνον, βέβαια, αλλά για την τύχη μου, που θα έχανα τέτοιο φίλο. Κι ο Κρίτωνας ακόμα πιο πριν από μένα, επειδή δε μπορούσε να συγκροτήσει τα δά­ κρυα του, βγήκε έξω. Κι ο Απολλόδωρος, που ήδη από πριν δεν είχε σταματήσει να δακρύζει, τότε άρχισε να κλαίει με λυγμούς σπάραξε τα σωθικά όλων μας, εκτός βέβαια από του Σωκράτη. Κι εκείνος είπε: Τι είναι αυτά που κάνετε, αγαπημένοι μου; Εγώ πριν έδιωξα τις γυναίκες γι’ αυτό, για να μην κάνουν τέτοια λάθη. Γιατί έχω ακούσει ότι πρέπει να τελειώνει κανείς με ευχές. Ησυχάστε, λοιπόν, δείξτε καρτερία. Κι εμείς, όταν τον ακούσαμε, ντραπήκαμε και συγκρατήσαμε τα δάκρυα. Εκείνος, αφού περπάτησε, όταν βάρυναν τα πόδια του, ξά­ πλωσε ανάσκελα - γιατί έτσι τον είχε προτρέψει ο άνθρωπος- και συνάμα αυτός που του είχε δώσει το δηλητήριο εξέταζε κάθε λίγο τα

455


Δ. Δ. Λιακόπουλος

ήμΐν έπεδείκνυτο δτι ψΰχοιτό τε και πήγνυτο. κα'ι αυτός ήπτετο κα'ι ειπεν δτι, έπειδάν προς τή καρδίςι γένηται αύτφ, τότε οιχήσεται. ’Ή δη ούν σχεδόν τι αύτοϋ ήν τα περί τό ητρον ψυχόμενα, κα'ι έκκαλυψάμενος ένεκεκάλυπτο γάρεΐπενδ δη τελευταιον έψθέγξατο^Ω Κρίτων, εφη, τφ Άσκληπιφ όφείλομεν άλεκτρυόνα άλλα άπόδοτε και μη άμελήσητε. Άλλα ταΰτα, εφη, εσται, ό Κρίτων άλλ’ δρα εί τι άλλο λέγεις. Ταϋτα έρομένου αύτοΰ ούδέν έτι άπεκρίνατο, άλλ’ ολίγον χρόνον διαλιπων έκινήθη τε και ό άνθρωπος έξεκάλυψεν αυτόν, και δς τά δμματα έστησεν ιδών δε ό Κρίτων συνέλαβε τό στόμα κα'ι τους οφθαλμούς. Ή δ ε ή τελευτή, ώ Έχέκρατες, του εταίρου ήμΐν έγένετο, άνδρός, ώς ήμείς φαίμεν άν, των τότε ων έπειράθημεν άρίστου κα'ι άλλως φρονιμωτάτου και δικαιότατου.


Γιατί και πώ ς ζουν ανάμεσά μας

πόδια του κι έπειτα αφού πίεσε με δύναμη το πέλμα του τον ρώτησε αν το αισθανόταν κι εκείνος απάντησε όχι. Και μετά έκανε το ίδιο και πιο ψηλά στο πόδι κι ανεβαίνοντας προς τα πάνω μας έκανε να καταλάβουμε ότι πάγω­ νε. κι αυτός τον ακουμπούσε κι είπε ότι όταν φτάσει στην καρδιά του, τότε θα φύγει. Και ήδη είχε αρχίσει να παγώνει κοντά στη κοιλιά κι εκείνος αποκαλύπτοντας το πρό­ σωπό του - γιατί το είχε καλύψει- είπε - κι αυτό ήταν η τελευταία του κουβέντα: Κρίτωνα, στον Ασκληπιό οφείλουμε έναν κόκορα. Να του τον δώσετε, μην το αμελήσε­ τε. Θα γίνουν αυτά, είπε Κρίτων. Σκέψου μήπως θέλεις κάτι άλλο. Σε αυτήν την ερώτηση δεν απάντησε πια, αλλά μετά από λίγο κινήθηκε. Κι ο άνθρωπος τον ξεσκέπασε κι εκείνος είχε στυλώσει τα μάτια. Βλέποντάς τον ο Κρίτωνας έκλεισε το στόμα και τα μάτια. Έτσι πέθανε, Εχεκράτη, φίλος μας, ένας άνθρωπος που, όπως θα λέγαμε εμείς, ήταν, απ’ όσους γνωρίσαμε, ο καλύτερος κι ο πιο φρόνιμος κι ο πιο δίκαιος. 49 49. Η εκτέλεση τον Σωκράτη από την Λευκή Αδελφότητα έγινε επειδή είχε πλήρως αποκαλύφει την κρυφή και πραγματική δράση της. Το κακό είναι το ότι τα όργανά της ήταν Έλληνες. Αυτό είναι και κακό και παρήγορο, αφού ο μεν ήρωας, ήταν ο Σωκράτης, που ήταν Έλληνας, τα δε λαμόγια ήταν οι «δικαστές», που ήταν επίσης Έλληνες. Η εκτέλεση του Σωκράτη, αν είχε γίνει στην εποχή μας, θα λέγαμε ότι την έκαναν οι κονλτουριαραίοι και θα την θεωρούσαμε αυτονόητη. Το ότι έγινε στην εποχή που θεωρούμε ότι γεννήθηκε κάθε όμορφη ιδέα, μας δείχνει ότι σε κάθε εποχή οι άνθρωποι ήταν το ίδιο κομπλεξικοί και ζηλόφθονες και μοχθηροί. Η εκτέλεση του Σωκράτη αποτελεί την μεγαλύτερη ντροπή της αρχαίας Ελλάδας την οποία ποτέ μα ποτέ δεν θα μπορέσουμε να ξεπλννουμε. 457


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

4 Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΗΝ

(του Αρχιμανδρίτου Σάββα Αχιλλέως) Ή Εκκλησία τού Θεού κατά τρόπον άδιάσπαστον είναι ενωμένη εις τό ν ούρανόν και εις την γήν.Ή Εκκλησία εις τόν Ούρανόν έχει ΑΡΧΗΓΟΝ τόν Κύριον Ίησούν Χριστόν. Εις τόν Ο ύ ρ α νό ν ύμνεΐται ό Χριστός και δοξάζεται ά πό τά ς Α γγελ ικ ά ς δυνάμεις καί ά π ό τά μέλη τής θριαμβευθείσης Εκκλησίας. Εις την γην ή Εκκλησία ύμνεί καί δοξά ­ ζει τόν Δημιουργόν θεάνθρω πον Χρι­ στόν μέ τά μέλη τής στρατευομένης Βασιλείας Του. Εκεί θρίαμβος ΝΙΚΗΣ. Εδώ σ υ ν εχώ ς ένας άκατάπαυστος, άόρατος π ό λ εμ ο ς κατά τού πολεμήτορος διαβόλου. Μ ο να ­ δικός σκοπός ή Νίκη ολοκλήρου τού πληρώ μα τος τής Εκκλησίας, δη λα δή , τώ ν πιστώ ν οπαδώ ν τού Χριστού 'Ιησού.

459


Λ. Α. Λιακόπουλος

Ό αιώ νιος Α ρ χη γό ς καί τελειω τή ς Ιησούς έχει εις τόν Ο υρανόν την Βασι­ λείαν Του, έχει καί επ ί τής γης την Βασι­ λείαν Του πού α γω νίζετα ι κατά τή ς όυνάμεω ς τού σατανά. Ό αόρατος αυτός εχθρός π ρ ο σ π α θ εί πολυτρόπω ς ν ά έμποδίςη όσους επιζητούν τη ν Έπουράνιον κα ί αιώ νιον Βασιλείαν του Χριστού. Π ροσεύχονται καί α γω νίζοντα ι καί ζητούν συνεχώ ς την βοήθειαν τού Αιωνίου ΑΡΧΗΓΟΥ. Ό τ α ν οί μ α θ η τα ί καί Α πόσ τολοι, έβλεπα ν τάς δυσκολίας ¿ζήτησαν α π ό τον Διδάσκαλον Χριστόν νά τούς διδάξη πώ ς καί ποιαν προσευχήν νά χρησιμο­ ποιούν διά νά έξέρχω νται νικηταί. Τότε ό γλυ κ ύ τα το ς Διδάσκαλος είπ εν τη ν θεοδίδακτον ταύτην προσευχήν: «ούτως ούν προσεύχεσθε ύμεΐς. Π άτερ ήμών, ό έν τοίς ούρανοΐς, ά γιασθήτω το όνομά Σου' Έ λθέτω ή Βασιλεία Σ ου' γεννη θή τώ τό θέλη μά Σου, ώ ς έν ούρανώ καί έπί τής γ ή ς' τόν άρτον ήμώ ν τόν έπιούσιον δός ήμΐν σήμερον' καί άφες ήμϊν τά οφ ειλήματα ήμώ ν' ώς κα ί ήμεΐς άφίεμεν τοίς όφειλέταις ήμών' καί μή είσ ενέγκ η ς ήμά ς εις π ειρ α σ μ ό ν, ά λλά ρύσαι ή μ ά ς άπό τού πονηρού. Ό τ ι Σού έστιν ή Βασιλεία κ α ί ή δύναμις καί ή δόξα εις τούς αιώ νας' ά μ ή ν'» (Ματθ. 6, 9-13)

Αύτή ή προσευχή, τή ν όποιαν έδίδαξεν ό Κύριος εις τούς μαθητάς Του, ο νο ­ μ άζετα ι καί ΚΥΡΙΑΚΗ προσευχή, ά φ οϋ

460


Γιατί και

πώς ζουν ανάμεσα μ

έδίδαξεν αύτήν ό Κύριος καί Θεός. Ή επί γ ή ς Εκκλησία. Ή ωραιότερα Εκκλησία, ώς οικοδό­ μ ημ α α ν θ ρ ώ π ιν ω ν , έκτίσθη είς την Βασιλεύουσαν Π όλιν τού Μ εγάλου Κων­ σταντίνου, πρός δόξαν τής Σ οφίας τού Θεού. Φέρει δε τό όνομα ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ. Έπέτρεψε δε ό Π α νά γα θο ς Θεός αύτό τό κάλλος κα ί τό Αριστούργημα τής αν­ θρώ πινης τέχνης, νά βεβυλώ νεται καί ν ά μολύνεται ά π ό τούς άπιστους καί βαρβάρους, ά χρ ι καιρού, Αόγφ των άμαρτιώ ν μας, ά να μ ένω ν ό Θεός την μετάνοιάν μας. «Ή σοφία ώκοδόμησεν εύαγή οίκον καί ύπήρεισε στύλους επτά» (παροιμ. 9,1) Κατά τούς πατέρας τής Εκκλησίας, και πρό π ά ντω ν κατά τήν Αγίαν Γρα­ φ ήν, ό Χριστός είνα ι ή Σοφία. «ήμεϊς δέ κηρύσσομεν Χριστόν έσταυρω μένον... Χριστόν Θεού δύναμιν καί Θεού σοφίαν». «Η μείς όμως κηρύττομεν τόν Χριστόν, πού έχει σ τ α υ ρ ω θ ε ί.... είς αύτούς όμως, τούς όποιους ό Θεός εύρεν άξιους νά καλέση είς τήν σωτηρίαν, είτε Ιουδαίος είναι, είτε Έ λληνες, κηρύττομεν Χρι­ στόν, ό όποιος είναι Θεού δύναμις, πού ά να γεννά καί άγιάζει, καί Θεού σοφία, που φωτίζει κάθε πιστόν.» (Α' κορινθ.

461


Δ. Α.

Λιακόπο

1,23 -24) Αύτή ή Σοφία «ώκοδόμησεν εύ α γή οίκον» Ανάκτορον λαμπρότατον, μοναδικόν, όμοιον αυτού δεν ύπαρχε ι έτερον, με έπτα στύλους. Ή σχέσις τού Θεού μετά τού οίκου αύτού δεν είναι παροδική. Διότι κατά τούς πα τέρα ς τής Εκκλησίας, ό οίκος αύτός, τόν όποιον έδημιούργησεν ό Χριστός είναι ή επί γή ς Εκκλησία Του, κατασκεύασμα τής ή μέρας τής Πεντηκοστής. Οί επ τά στύλοι επ ά νω εις τούς όποιους είναι στερεωμένη είνα ι τά επτά Μυστήρια, καί καθώ ς άναφ έρει ό προφήτης, τά επτά χαρίσματα τού Αγ. Πνεύματος. (Ή σαίου 11, 2-3) Είναι ιερόν καθήκον, οί πιστοί ν ά δια­ τηρούν καί νά διαφ υλάττουν εις τό ύφος τά επτά Μυστήρια τή ς Εκκλησίας. Αύτά διατηρούν καί ά γιά ζουν τούς πιστούς εις τόν Θεόν, ενισχύουν καί ένδυναμώ νουν τόν άγώ να κατά τού άοράτου εχθρού, ό όποιος μέ έχθρα ν προσπαθεί νά έξαφανίση τήν ύπα ρξιν τών Μ υστηρίων τής Εκκλησίας. Καί παρεσύρθη ό κόσμος ό άδιάφορος πρός τόν Θεόν καί παρερμηνεύθη έν πολλοίς ή συμμετοχή του είς τά Μυστήρια κατά τήν ώ ραν τής τελέσεώ ς των. Ό περικαλλέστατος Π ύργος, ό οίκος τού Θεού, τό μοναδικόν οικοδό­ μημα τής Σοφίας, έλαβε κοσμικόν χα ρ α ­ κτήρα. Τό βάθος καί ή ερμηνεία τής λ έ ξ ε ω ς «ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ» ούδέν ίχνος

462


Γιατί και

π ώ ς ζουν ανάμεσα μ α

σεβασμού παρουσιάζει, ε π ί τού παρό­ ντος, καί Θεός γνω ρίζει πού θα κα τα λή ­ ξουν τά ΜΥΣΤΗΡΙΑ εις τό μέλλον. Σήμερον οί πιστοί είς τόν Θεόν δεν γνω ρίζουν πόσα είναι τά ΜΥΣΤΗΡΙΑ καί ποιου όνομα φέρουν. Δεν γνω ρίζουν ότι είς τη ν Βάπτιση τελ ο ύ ντα ι δύο Μυστήρια. Ανάγκη είναι διά νά ε ’ίμεθα ενώ πιον τού Θεού, ποιμένες λογικώ ν προβάτων, ν ά τά άπαριθμήσω μεν, ίσως διά τής γνώσεως αυτώ ν έπέλθη, καί ό σεβασμός πρός αύτά: Α ' Βάπτισης (Ματθ. 28,19) Β' Χρίσμα ( Ιωάν. 7, 38-39) Τ' Έξομολόγησις (Ίωάν. 20, 22-23) Δ' Θεία Κοινωνία (Ματθ. 26, 26-28) Ε' Άγιο Εύχέλαιον (Ιακώβ. 5,14) ΣΤ' Γάμος (Έφεσίους 5, 32) Ζ' Τερωσύνη (Αποκ. 1, 6) Π άντα τά Μυστήρια εύρίσκονται είς τήν ΑΛΗΘΕΙΑΝ τή ς Αγ. Γραφής. Εκεί πού τονίζεται «ερευνάτε τά ς Γραφάς καί γνώ σεσθε τήν άλήθειαν, κα ί ή ά λή θεια ελευθερώσει ύμάς». «Καί καθ' όσον θ ά ζήτε αύτά, πού σάς διδάσκω, θα μάθετε πειραματικώ ς τήν άλή θεια ν καί ή άλήθεια θα σάς έλευθερώση άπό τήν δουλείαν τή ς άμαρτίας.» (Ίωάν. 8,32) Έ ν α έκ τώ ν σημείων τών καιρών, είναι σύν τοΐς άλλοις, τό μίσος ένα ντίον τής ΑΛΗΘΕΙΑΣ. Δεν ά ποδέχετια ό μάταιος αύτός κόσμος τήν ΑΛΗΘΕΙΑΝ. Έ χθ ρ α φοβερά Α ποκα λύπ τετα ι έ ν α ν τίο ν

463


A. A.

Λιακόπο

¿κείνου, π ο υ θ ά τολμήςη, νά άπολακύψη την ΑΛΗΘΕΙΑΝ καί νά κηρύξη την πραγματικότητα.

Ο ΝΑΟΣ TOT ΟΥΡΑΝΟΥ «Καί ήνοίγη ο ναός τού Θεού ό έν τώ ούρανώ καί ώ φθη ή κιβωτός τής διαθή­ κης Κυρίου έν τφ ναώ αυτού... » Ερμηνεία. «Καί ήνοίγη ο να ός τού Θεού, πού είναι εις τόν ούρανόν καί έπεσεν εις τά μάτια όλων ή κιβωτός τής Διαθήκης τού Κυρίου πού είναι μέσα εις τόν ναόν Του, τά άχειροποίητα δηλαδή Ά για τών Α γίω ν, ή μακαρία καί άσάλευτος καί αίω νία κληρονομιά τώ ν τέκνω ν τού Θεού...» (Αποκ. 11,19) Ενω μένος ό Ούράνιος Ν αός τού Θεού με τόν Ναόν τού Θεού πού κυριαρχεί καί αγιάζει τούς πιστούς πού εύρίσκονται εις την γ ή ν . Ε ίναι μία έπ ικο ινω νία άσύλληπτος εις τήν διάνοιαν τού άνθρώπου. Μ όνον όσοι δέν είναι δεμένοι μέ τά έπίγεια των τον Έ πουράνιον Θεόν, δύνανται ν ά κατανοήσουν τήν ύπαρξιν τού ούρανίου Ναού τού Θεού. Ο ί πρώτοι Χριστιανοί μέ τήν εζωντανήν καί θερμήν πίστην τω ν είς τόν Θεόν έβλεπαν τόν έπί γ ή ς Ναόν ώς μέρος τού ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ. Έ να πέθετα ν δε είς τήν Π α ναγία ν Θεοτόκον τάς Ε λπίδας των, τήν οποίαν έβλεπα ν ώς πύλην έπουρά­ νιον καί έδέοντο πρός Αύτήν νά άνοιξη

464


Γιατί

καιπώς ζουν ανάμεσα μας

εις τούς πιστούς την θύραν τού ελέους της. « Εν τώ Ναώ έστώτες τής δόξης σου, εν ούρανώ έστάναι νομ ίζομ εν, θεοτόκε πύλη έπου ρ ά νιε' ά νοιξον ή μ ΐν τη ν θύραν τού έλέους σου.» (Ίόε Α κολουθίαν τω ν Π ροηγιασμένων Έ κδοσις Γ' Αποστ. Διακ. τής Ελλάδος έτους 1969, σελ. 51)) Γονυκλινείς καί τυπώ οντες τό σημεϊον τού Τιμίου καί Ζωοποιού Σταυρού προ­ σκυνούσαν τό δάπεδον τού Ναού τού Θεού, ώ ς δάπεδον τού Ούρανίου Ναού τού Θεού έν τώ Παραδείςω. Δέν έχομεν τήν δύναμ ιν ν ά θέσωμεν διαχωρισμόν τού Ούρανίου Ναού ά πό τόν έπίγειον Ναόν τού Θεού. Συγκρίνομεν μόνο τήν δια φ ορ ά ν τω ν εισερχομένω ν εις τόν Ναόν τού Θεού. Οί έ π ί τής γή ς Ναοί μετεβλήθησαν εις κέντρα έπιδείξεως, εις κέντρα συζητήσεως, εις κέντρα τά όποια κατα λα μ βά ­ νονται ά πό μ ηχανήματα φωτογραφιών. Κοσμικοί φωτογράφοι διασχίζουν τούς ιερούς Ναούς διά νά άποθανατίσουν σκηνάς Μυστηρίων. «Μυστήριον μέγα» (Έφεσ. 5 ,82) ή ιερουργία τού Γάμου. Οί προσκεκλημένοι ούδεμίαν προσευχήν ά να π εμ π ου ν τ φ θρόνω τού Θεού ύπέρ τών νεο νύ μ φ ω ν. Ή προσοχή επικε­ ντρώ νεται εις τό «ρύζι» τό οποίον προο­ ρίζεται διά νά ριζώση τό άνδρόγυνο! Αν όμως εις την ψυχήν του άνδρογύνου δέν ριζώση ό φόβος τού Θεού, πώς θά ζήσουν έν «όμονοία» καί «αγάπη;»

465


Δ. Δ. Λιακόπυυλος

Μήπως εις τάς βα πτίσεις υπάρχουν όλιγότερα ά πρ επ α τά όποια διαπράττονται κατά την ώ ραν τής τελέσεω ν του Μυστηρίου; Ή μήπω ς όλιγότερο διαπράττονται κατά τήν ώραν τού Εκκλησιασμού; Δ εν θά όμ ιλήσω μ εν ήμείς. Θά έπιτρέψωμε τήν ώραν αύτην νά μάς όμιλήση ό Κων/νος ΚΡΤΣΤΑΛΛΗΣ. «ΠΗΓΑ ΠΡΟΧΘΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Π ήγα π ρ ο χθ ές στήν εκκλησία νά κάμω τό σταυρό μου, νά προσκυνήσω τό Θεό, ν' άκούσω τά βα γγέλια . ΚΓ είδα τόν ένα νά μιλή, τόν ά λλο ν μέ τά γέλια κι' ά π' έναν ά λλο ν ήκουσα βρωμόλογα τού δρόμου. Ο ύδ' ήκουσαν τ ί έλεγεν ό ψάλτης σ τά πο λλά του εκείνα τσιντσιρίσματα. Έμβήκα στό ά γ ιο βήμα νά ήσυχάσω, μ ά κΓ έκεί τά λ ό γ ια τά δικά του κάθε π α π ά ς μουρμούριζε στόν άλλον. Ώ , τί κρίμα! Μέ πήρε τό πα ρ ά π ο­ νο, σταυρώ νομαι καί φ εύγω ...» (Τδε ΑΠΑΝΤΑ ΚΡΤΣΤΑΛΛΗ σελ. 30) Η ΚΛΙΜΑΞ TOT ΙΑΚΩΒ Α να γινώ σ κ ο μ εν ά π ό τ ή ν Π αλα ιάν Διαθήκη δ ιά νά εϋρω νεν τήν ΑΛΗΘΕΙΑΝ. Ό Ιακώβ ήτο τό έκλεκτόν πρόσω πον τού Θεού, πού έγέννησε τούς δώδεκα πατριάρχας. Μ εταξύ αύτών καί ό Π ά γκ α λο ς Ιωσήφ, ό όποιος έγένετο Α ντιβασιλεύς τής Α ίγύπτου. Ταλαιπω ­ ρημένος οδοιπόρος ό Ιακώ β, πορεύεται πρός τήν Ζαρράν. Π α ρήλθεν ή ημέρα

466


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μας

κα ί έφθασεν κατά χάς δυσμάς ήλιου εις τόπον διά νά ξεκούραση τό κουρασμένο σώ μα του. «Καί έλαβεν ά π ό τώ ν λ ίθ ω ν τού τόπου, καί έθηκε προς κεφαλήν αυτού. Καί έκοιμήθη έν τώ τούτω έκείνω, καί ένυπνιάσ θη. Καί ιδού, κλίμαξ ¿στηριγ­ μένη έν τη γή, ής ή κεφαλή άφικνεΐτο εις τόν ουρανόν. Καί οί Ά γγελοι τού Θεού, ά νέβα ινον καί κατέβαινον έπ' αύτής' ό δέ Κύριος έπεστήρικτο έπ ' αύτής, καί είπεν: ’Εγώ ό Θεός, Α βραάμ τού πατρός σου, καί ό Θεός Ισ α ά κ μη φοβού» Ή πλήρης έπικοινω νία τού Ούρανού μέ τούς πιστούς καί έκλεκτούς, οί οποίοι ήγάπησαν καί έπ ίσ τευ σ α ν καί πιστεύουν είς τόν Θεόν, είναι ώς τό φώς τού ήλιου. Δεν εϊχεν ό Ιακώβ ούδεμίαν ά μ φ ιβ ο λ ία ν περί τής π α ρ ο υ σ ία ς τού Θεού. Κ ατελήφθη ά πό φόβον καί είπεν' «Ώς φοβερός ό ούτον! Ούκ έστι τούτο, ά λ λ ' ή οίκος θεού, καί αυτή ή π ύ λ η τού ούρανού.» Π όσον ά για σ μ ένος είναι ό έ π ί γής ναός τού Θεού καί μέ ποιον φ ό β ο ν πρέ­ π ει νά είσερχώ μεθα έντός α ύτού, τονί­ ζετα ι είς κάθε θεία ν καί Ί ε ρ ά ν Λει­ τουργίαν. «Υ πέρ τού Αγίου Οίκου τού του , καί τώ ν μετά πίστεω ς, εύλαβείας κ α ί φόβου Θεού είσιόντω ν έν αύτώ, το ύ Κυρίου δεηθώ μεν.» Ή έπ ί γή ς Εκκλησία τού Θ εού δέεται καί πα ρ ακα λεί διά τά πιστά τ η ς τέκνα πού έχουν πίστι, εύλάβεια κ α ί φόβον

467


Δ. Δ.

Λιακόπο

Θεού. Έκ τού ασφαλούς υ π ά ρ χο υ ν καί εκείνα τά πα ιδιά τού Θεού, τά οποία ούτε εννοούν τί ά κούουν ούτε ποτέ κατανύγονται άπό φόβον Θεού. 'Ό ταν κυριαρχεί εις την ζωήν τω ν πιστώ ν ή «θεοκατάρατος Μόδα» καί τά άπρόσεκτα παιδιά τού Θεού εισέρχονται εις την έπί γης Βασιλείαν τού Θεού, όχι διά νά προσευχηθούν ά λ λ ά νά έπιδείξουν ότι δέν έχουν ύπα κοήν εις τόν Θεόν ά λλά εις τόν σα τανά ν, ποιαν δέησιν άναμένουν;» Ή δέησις είναι διά τούς πιστούς, διά τούς ευλαβείς, διά τούς φοβουμένους τον Θεόν. «Μ ακάριοι οί φ οβούμενοι τόν Θεόν καί τηρούντες τάς έντολάς Του.» Εάν εις οίκον ή είς Γραφεΐον έπιγείου άρχοντος, κυβερνήτου ή βασιλέω ς ή άλλου τινό ς προσώ που, είσερχόμεθα μετά σεβασμού καί προσοχής διά ν ά μή προσβληθώ μεν, πόσον μ άλλον είς τόν Ναόν τού Θεού; Είς αύτόν τόν ιερόν χώρον είναι ιδιαιτέρως ή παρουσία τού Θεού. Εντός τού Ιερού έκείνου χώρου τελ εσ ιο υ ρ γο ύ ντα ι τά Μ υστήρια τού Θεού. Ό Θ εός είναι «πανταχού παρών» ή Αγία κα ί Όμοούσιος κ α ί Ζωαρχική Τριάς, ό Πατήρ, ό Τίός κα ί τό Άγιον Πνεύμα. Ύ πενθυμίζομεν ιδιαιτέρως καί τούτο. Ή τελουμένη έπί τής γής θεία καί Ιερά Λ ειτουργία τελείται κατά τό ίδιον χρο­ νικό διάστημα ή ιδία καί άπαράλλακτος είς τόν Ο ύράνιον Ναόν τού Θεού. Ό π ω ς έπ ί τής γ ή ς παραστέκονται είς το Άγιο

468


Γιατί και

πώ ς ζουν ανάμεσα

θησ ια σ τήριον Ο ύ ρ ά νια ι Α γγελ ικ α ί Δυνάμεις μετά τού Λ ειτουργούντος την θ εία ν καί Ίεράν Λ ειτουργίαν ίερέως, ό ίδιος Ίερεύς εύρίσκεται μ ετά Α γγελικώ ν Δ υνάμεω ν εις τόν έν ούρανοΐς Ν αόν. Ά ποδείξις τω ν όσων Λ έγομεν καί πιστεύομεν. Β) Ευχή τής ΕΙΣΟΔΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ «Δέσποτα Κύριε, ό Θεός ήμών, ό καταστήσας έν ούρανοΐς τάγματα, καί στρα­ τιά ς Α γγέλω ν καί Α ρχαγγέλω ν, εις λει­ τουργίαν τής Σής δόξης, ποίησον συν τη Είσόδω ήμών είσοδον ά γιω ν Α γγέλω ν γ ενέσ θ α ι συλλειτουργούντω ν ή μ ίν καί συνδοξολογούντω ν τήν Σήν αγαθότητα. Β' Άνω σχώ μεν τά ς καρδίας. Έ χομ εν πρός τόν Κύριον. Εύχαριστήσωμεν τώ Κυρίω Αξιόν καί δίκαιον Σέ ύμνείν, Σέ εύλογείν, Σέ αίνείν, Σοί εύχαριστείν... ... Εύχαριστούμεν Σοι καί ύπέρ τής Λ ειτουργίας ταύτης, ήν έκ των χειρών ήμώ ν δέξασθαι κατηξίω σας, καίτοι σοι παρεστήκασι χιλιάδες Α ρχαγγέλω ν, καί μυριάδες Α γγέλω ν, τά Χερουβίμ, καί τά Σ ερα φ ίμ , έξα π τέρ υ γα , πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά.» Ώ σ τε ό ίερεύς, ό οίοσδήποτε λει­ τουργός τού Θεού, δέν λειτουργεί μόνος του εις το Άγιον θυσιαστήριον καί δέν τελεί μόνος του τή ν θεία ν Λειτουργίαν. Δ έν τό το νίζο μ εν ά νευ άποδείξεως. Έ νθυμ η θώ μ εν τόν Ά γιον Σπυρίδωνα,

469


Δ. Δ. Λιακόπουλος

τόν 'Επίσκοπον Τ ριμ υθούντος, τόν θαυματουργόν, τί ή Ε κκλησία μας τού προσθέτει. «Καί Α γγέλους έσ χες συλλειτουργούνταις σοι ίερώτατε.» Οί Α γγελοι τού Ούρανού, σταλμένοι α πό τόν Θεόν Πατέρα, είναι βοηθοί καί συλλειτουργοί τού Ίερουργούντος την Α ναίμακτον Θείαν Λ ατρείαν. Δέν έπιτρέπεται ν ά περικόπτεται ή θεία τάξις τής Λειτουργίας. Ό ,τι π α ρ α λ είπ ετα ι από την Θ είαν Ακολουθίαν λέγοντα ι από τούς συλλειτουργούς Α γγέλους καί ό Λ ειτουργός θά δώση λ ό γ ο ν έν ώρα κρίσεως. Δέν επιτρέπετα ι βιασύνη διά νά «κρατήσωμεν» τόν κόσμον. Δέν έπιτρέποντα ι παραλήψεις καί λόγοι πού δέν άκούονται εύκρινώς εις άκοήν των πιστών. "Ολα λέγο ντα ι καί διαφυλάττονται κ α τά τήν τάξιν. Ή επί γ ή ς θεία Λειτουργία. Δέν έδανείσθη ό Ναός τού Θεού, ό έν ούρανοις, τήν τά ξιν τού έπί τής γής Ναού τού Θεού. Ά ντιστρόφως. Ό έπί τής γ ή ς Ν αός τού Θεού έδανείσθη ά π ό τόν έν ούρανοις Ν αόν τήν δοξολογίαν καί τον Ύ μ νο ν τής Ίεράς Λειτουργίας. Μέρος δέ τής τελουμένης καί εις τόν έν Ο ύρανοις Ν αόν τού Θεού, ίεράς Λ ατρείας, άπεκαλύφθη, κατά τήν θείαν Γέννησιν έπί γή ς τού Τίού τού Θεού. Α γγελο ς κ α τ'ά ρ χά ς έφανερώθη εις τούς άκάκους ποιμένας τού τόπου έκείνου κ α ί ά νή γγειλ εν εις αύτούς τήν θείαν

470


Γ\ατί

και πώς ζουν ανάμεσα μας

Γέννησιν. Κ αθώς έφύλαττον ά γρ υ π νο ι την ποίμνην αύτών, «Ιδού ά γγελ ο ς Κυρίου επέστη αύτοίς καί δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς.» Ερμηνεία: «Καί ίδού ά γγελ ο ς Κυρίου παρουσιάσθη αίφνιδίω ς εις αυτούς κα ί φως λα μ πρ όν καί έξαστράπτον, θειον καί ύπερφυσικόν τους περικύκλωσε καί έφοβήθησαν ύπερβολικά, διότι έκατάλαβαν αμέσω ς, ότι έκεινος, ό όποιος τούς παρουσιάσθη, δέν ήτο όμοιος τω ν άνθρώ πω ν, ά λ λ ' υπήρξε ούρανία καί ύπερφυσική.» «Καί είπ εν αύτοις ό ά γ γ ε λ ο ς - μή φοβείσθε" ίδού γάρ εύαγγελίζομαι ύμίν χαράν μ εγά λ η ν ήτις έσται π α ν τί τώ λαω.» «Καί έξαίφ νης έγένετο σύν τω ά γγέλω πλήθος στρατιάς ούρανίου αίνούντω ν τόν Θεόν καί λεγόντω ν. δόξα έν ύψίστοις Θεώ καί επί γή ς ειρήνη έν άνθρώ ποις Εύδοκία». (Λουκ. 2 ,9-14) Δέν έδανείσθη ό Ούρανός ά π ό τήν γήν τό ά πο κα λυ φ θέν μέρος τής Θ είας Λα­ τρείας. Έδανείσθη, ή επίγεια Εκκλησία τού Θεού μέρος τής έν ούρανοίς έπαναλα μ βα νομ ένη ς θείας Λ ατρείας. Επα­ ναλαμ βάνει δέ την Δοξολογίαν αύτήν, ώς άπερίσπσαστον μέρος τής κάθε Λει­ τουργίας. Ή επί τής γή ς παρουσία τού Θεού. Εις τήν σ υνέχεια ν τών Θ είω ν καί

471


Δ. Δ. Διακόπουλος

Ιερώ ν Μυστηρίων, α π ο κ α λύ π τετα ι κατά την τέλεσιν τή ς Θ είας Λ ειτουργίας τό κεντρικόν ση μ είον τοϋ Κ α θα για σ μ ού τώ ν τιμίων Δώρων. Ή ορατή είς τούς οφθαλμούς ή μ ώ ν παρουσία τού Μ εγά ­ λου Μυστηρίου τη ς Θείας Κ οινω νίας είναι ό άρτος καί ό οίνος. Ή άόρατος όμως Θεία Χάρις τού Αγίου Π νεύματος, την οποίαν δέν βλέπουν οί οφ θα λμ οί μας. Είναι αύτή ή όποια μεταβάλλει τόν Αρτον είς Σώ μα καί τόν Ο ίνον είς Α ίμα τού Κυρίου Ιησού. Ε πί τού Α γίου θυσ ια ­ στηρίου, δηλαδή τή ς Α γίας Τραπέζης τελούνται τρία σημαντικά σημεία: Ή Σταύρωσις τού Κυρίου Η μώ ν Ιησού Χριστού, ή τα φ ή καί ή Α νά σ τα σ ις ΑΥΤΟΥ. Έ στω δέ είς ή μάς γνωστόν, ότι είς κά θε θείαν Λ ειτουργία ν ό Υιός καί Λόγος τού Θεού, θυ σ ιάζετα ι ενώ πιον τού Πατρός Του διά τά ς ήμών άμαρτίας. Δεν έθυσιάσθη μίαν φοράν έπ ί τού Γολ­ γ ο θ ά αλλά θ υ σ ιά ζετα ι σ υ νεχώ ς ώς μεσίτης. «Είς γάρ Θεός, είς καί μεσίτης Θ εού καί άνθρώ πω ν, ά νθρω πος Χριστός Ιησούς» Ερμηνεία: «Θ έλει δέ την σω τηρίαν όλων, διότι είναι ένα ς καί μόνος είνα ι Θεός. Θεός όλων, ό χ ι ώρισμένου μόνο έθνους Θ εός' ένας είναι κ α ί μεσίτης μεταξύ Θεού καί ά νθρώ πω ν, ό Ιησούς Χριστός, πού έγινεν άνθρωπος». (Δ7 τιμ. 2,5)

472


Γιατί

και

πώς ζουν ανάμεσα, μ

Εις κά θε μίαν Λειτουργίαν ή οποία τελείται έπ ί τής γης, ό Κύριος κ α ί Θεός Ιησούς Χριστός πα ρακα λεϊ θερμώ ς τόν Πατέρα Θεόν, καί επα να λα μ β ά νει τούς ίδιους λόγους με τούς όποιους τόν παρεκάλει Σταυρούμενος καί χύνω ν τό Αίμά Του, έπί τού Σταυρού: «Πάτερ άφες αύτοΐς' ού γάρ οϊδασι τί ποιούσι» Την συνεχιζόμενην θεϊκήν θυσ ίαν τού Χριστού τήν έπα να λα μ βά νει ή Εκκλη­ σία διά νά ένθυ μ ο ύ μ εθα καί νά μή λησμονήσωμε ότι ό Κύριός μας παρακα­ λεί μέ πόνον τόν Πατέρα Του διά τάς άμαρτίας μας. Κατά τήν προετοιμασίαν μας πρός τήν Μ ετάληψιν τής Θ εία Κοι­ νω νίας παρακαλούμε καί λέγομ εν: «Χρηστός έστι γεύσασθε, καί ϊδετε ό Κύριος' δι' ήμάς καθ' ήμάς γ ά ρ πάλαι γενόμενος, ά π α ξ εαυτόν τε προσάξαν, ώς προσφοράν Π ατρί τώ Ίδιώ , ΑΕΙ ΣΦΑΓΙΑΖΕΤΑΙ, ά γιάζω ν τούς μετέχο­ ντας» (Τδε Α κολουθίαν τής Θ είας Μεταλήψεως 9η Ώδή). Ό άναβάς εις τούς Ο ύρανούς καί ή ομολογία Του. Ή πλήρης επικοινωνία ούρανού καί γή ς μαρτυρείται καί περ ιγρ ά φ ετα ι από τό ίδιο τό στόμα τού Α ποστόλου τών Εθνών Παύλου. Εκείνος έφ υ γεν από την γήν καί ανέβη, «ήριτάγη ά π ό τής γής» καί μετεφέρθη διά τής χάριτος τού θεού έως τρίτου ούρανού: (Β' Κορινθ.

473


Α. Δ. Λιακόπουλος

12,2) Ποίος ά πό τούς άρχοντες τού πρό­ σκαιρου τούτου κόσμου ήξιώθη τοιαύτης θεϊκής χάριτος; Ή τις έκ τω ν αρχόντω ν τού αίώνος τούτου, τού ά π α τεώ νο ς, ήξιώ θη νά ίδή εκ είνα τά όποια καί ήξιώθη καί είδεν και έγνώρισεν ό Απ. Παύλος; Εάν έγνώριζαν, όσα ήξιώ θη ό Απ. Παύλος, δεν θά ήρνούντο τόν Θεόν καί δεν θά κατεδίω καν τόν Θεόν καί δεν θ ά έσταύρωναν έπ ι τού Σταυρού τόν Κύριον τής δόξης καί δεν θά έπενελάμβαναν: ποιος είδεν καί ήλθε νά μάς είπή τί είδεν, εις τόν ά λλο ν κόσμον διά νά πιστεύσωμεν; Ακούσε λοιπόν, τόν ίδιον τόν Π αύλον π ώ ς διηγείται τί είδεν: «ά οφθαλμός ούκ είδε καί ούκ ήκουσε καί επί καρδίαν άνθρώ που ούκ άνέβη, ά ήτοίμασεν ό Θ εός τοΐς ά γ α π ώ σ ιν Αύτόν.» (Α' Κόρινθ. 2,9) Ερμηνεία: « Εκείνα, τά οποία μάτι δεν είδε καί αύτί δεν άκουσε καί άνθρώ πιν ο ς νούς δεν έφ α ν τά σ θ η , τά ο π ο ία έτοίμασεν ό Θεός δι' εκείνους πού τόν ά γα πούν. Αύτά ήσαν τά μυστηριώδη καί κρυμμένα.» Ό Π αράδεισος δεν γν ω ρ ίζε τα ι με εύκολία. Χρειάζεται πίστις άσάλευτος. Χ ρειάζεται θ εμ έλ ιο ν μέ ά νεξίτη λ α γρ ά μ μ α τα νά λέγουν, «ΕΛΠΙΔΑ». Χρειά­ ζετα ι νά είναι ό ά νθρ ω πος ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ά π ό τά γή ινα , τά πρόσκαιρα κ α ί τά

474


Γιατί και πώς ζουν ανάμεσα μ α ς

μάταια. Χρειάζεται π έτα γμ α αετού που πετά ύπεράνω τών νεφ ελώ ν τού ουρα­ νού καί νά φτάση ώ ς ό Π αύλος μέχρι τρίτου ούρανοϋ διά ν ά άπολαύση τής μ ακα ριότητα ς τού πα ραδείσου. Α πομένει τότε νά άναφ ω νήση, ώ ς ό Π αύλος, ό τα ν είδεν έκεινα πού δέν φ αίνονται ά λ λ ά βλέπονται μέ ειδικούς μ εγ εθ υ ν τικ ο ύ ς φακούς. Ε ίνα ι εκείνα πού λ έγει ό Α π. Παύλος. «άλλά μεν ούγε κα ί ηγούμαι πά ντα ζη μ ία ν είναι διά το ύ π ερ έχο ν τής γνώ σ εω ν Χριστού Ιησού του Κυρίου μου, δι' ον τά π ά ντα έξημιώθην, κ α ί ήγούμαι σκύβα λα είναι ϊνα Χριστόν κερδήσω.» Ερμηνεία: « Ό χ ι δέ μ όνον όταν έφ ω τίσ θην εις τάς πρώ τας ή μέρας τής έπιστροφ ής μου, ά λλά καί τώ ρα εξακο­ λ ο υ θ ώ νά νομίζω , ότι όλα είναι ζημία σ υ γκ ρ ινόμ ενα πρός τήν ύπεροχήν τής γ ν ώ σ εω ς τού Ιησού Χριστού τού Κυρίου μου, δ ιά τόν όπ ο ιο ν έστερήθην καί ά π έρ ρ ιψ α όλα διά νά έγκολπω θώ Αύτόν ώ ς σω τήρα μου. Καί τά θεωρώ σκύβαλα κ α ί ά ξια περιφρονήσεω ς διά ν ά κερδήσω τό ν Χριστόν.» (Φιλιπ. 3, 8) Μ ετά τώ ν όσω ν ήξιώθη, κα ί είδεν καί ή κουσ εν εις τό ν τρίτον Ο ύρανόν ό Απ. Π α ύ λος, καί έπ α ν ή λ θ ε ν εις τόν παρόνα κόσμον, έλεγε μετά πολλής λύπη ς. Ό λα τά β λ έ π ω σκουπίδια άχρηστα. Έ ν α ζητώ μ όνον. Ν ά κερδήσω τόν Χριστόν μου κ' Σ ω τή ρ α μου. Ν ά άξιω θώ νά προσκυνή­

475


Λ. Λ.

Λιακόπο

σω τούς άχρα ντους πόδας Του, «τούς έμέ έκ τής πλάνης τού εχθρού έλευθερώσαντας». «συνέχομαι δε έκ τω ν δύο, την επι­ θυμίαν έχων είς τό ά να λύ σ α ι καί σύν Χριστφ είνα ι' πολλώ γ ά ρ μάλλον κρείσσον.» Ερμηνεία: «Με τραβούν δε καί μέ κρα­ τούν καί τά δύο' δηλαδή καί ή επιθυμία τής ζω ής καί ή επιθυμία τού θανάτου. Καί υπερισχύει ή επιθυμία μου νά φύγω από τήν ζωήν αύτήν καί νά είμαι μαζί μέ τόν Χριστόν. Διότι α ύ τό είναι άσυγκρίτως καλύτερον δί έμέ.» (Φιλιπ. 1,23) Λοιπόν, άδελφοί μου καί άναγνώ σται. «Παράδεισε, Π αράδεισε. Ν ά σέ γνω ρίσω δέν μπορώ. Νά σέ κερδήσω ΜΠΟΡΩ.»

476


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ....................................................................................................5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ I - ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΡΜΗΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ................... 9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 - ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ.................................................................. 229 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 - ΠΕΡΙ ΕΙΚΟΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΛΗΣ ΓΗΣ.........305 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 - Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΗΝ........................................................................ 459


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.