Το μυστήριο της ημισκαλιστής φιγούρας

Page 1

Το μυστήριο της ημισκαλιστής φιγούρας Γράφει ο Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης 1 Το μυστήριο της ημισκαλιστής φιγούρας πρωτοτέθηκε πριν από εικοσιπέντε χρόνια, το ταραχώδες πολιτικά και, κατ’ άλλους, «βρώμικο» Σωτήριον Έτος 1989. Φυσικά, κανείς δεν του έδωσε σημασία, πέραν των ορίων της πόλης, στην οποία διαδραματίστηκε. Και ίσως να μην έβγαινε ξανά στην επιφάνεια αν δεν αποφάσιζα να «σπάσω» τη σιωπή μου, μετά από εικοσιπέντε χρόνια, περισσότερο για να τη «σπάσω» σε ορισμένους υπαίτιους, αλλά και για να «σπάσω» τη μονοτονία της ζωής μου. Πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας ήταν ο Ιάκωβος ή πιο γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Γιακωβάκης». Ο Γιακωβάκης είχε, τότε, φτάσει, αισίως, στην ηλικία των ενενήντα εννέα ετών, αγγίζοντας πια τον αιώνα και αποτελώντας τη ζωντανή ιστορία του τόπου μας, τόσο ως προς την ιστορία, με τη συμμετοχή του σε μια σειρά από πολεμικά γεγονότα, όσο και ως προς την τέχνη, έτσι όπως την εξέφρασε, μέσα από τα πολλά και περίτεχνα κουτσούνια του. 2 Ο Γιακωβάκης δεν ήταν, απλώς και μόνο, μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα και ένας καλλιτέχνης, με την πληρέστερη δυνατή έννοια του όρου, αλλά υπήρξε και υπόδειγμα Χριστιανού. Δεν περιοριζόταν, μονάχα, στο να ανάβει ένα κερί και να κάνει το σταυρό του, κάθε φορά που περνούσε από την εκκλησία της ενορίας του, στο σύντομο δρόμο από το «φτωχικό» του προς το καλλιτεχνικό στέκι και εργαστήρι του. Αντιθέτως, επιδιδόταν σε συνεχείς αγαθοεργίες έμπρακτης αγάπης στους συναδέλφους και τους φίλους του. Δεν είχε κάνει οικογένεια, αλλά είχε πολλά τέκνα πνευματικά, όπως και αδέρφια. Η μικρή του αδερφή, χήρα από χρόνια, ήταν αυτή που τον βοηθούσε και του ετοίμαζε, κάθε μέρα, το «σπιτοκαλυβάκι» του, για να μπορεί να συντηρείται αξιοπρεπώς. Η μόνη του περιουσία ήταν, λοιπόν, η αδερφή του, η τέχνη του, τα εργαλεία του και ένα καλλιτεχνικό μυστικό, το οποίο έκρυβε πολύ καλά από όλους, εδώ και χρόνια.

1


3 Το καλλιτεχνικό μυστικό, που έκρυβε ο Γιακωβάκης, εδώ και τόσα χρόνια, μέσα στο ξύλινο και παλιομοδίτικο μπαούλο του, δεν το είχε, αρχικώς, συνειδητοποιήσει ούτε και ο ίδιος. Και, δυστυχώς, ήμουν ο υπεύθυνος, που του «άνοιξα» τα μάτια, αλλά και που το κοινοποίησα και σε κάποιους, οι οποίοι δεν έπρεπε να το μάθουν. Φαινομενικά, αυτοί οι κάποιοι ήταν δικοί του άνθρωποι ή άτομα υπεράνω κάθε υποψίας, αθώοι εκ πρώτης όψεως ή έντιμοι φαινομενικά. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν (σχεδόν στο σύνολό τους) άτομα, που θέλανε να ξεπουπουλιάσουνε την κότα, να της φάνε τα σπλάχνα και να της αφήσουν μόνο τα κόκαλα. Και η κότα, εν προκειμένω, ήτανε ξύλινη, δηλαδή, με άλλα λόγια, ήταν το ξύλινο μπαούλο του. Το μπαούλο αυτό περιείχε πολλά και διάφορα εργαλεία της τέχνης του καλλιτέχνη, που είχαν τη δική τους ιδιαίτερη αξία. Ένα από αυτά, όμως, ήταν κάτι παραπάνω από πολύτιμο… 4 Η έννοια του «πολύτιμου», βεβαίως, είναι κάπως σχετική, όταν έχουμε να κάνουμε με έργα τέχνης. Η αξία ενός τέτοιου έργου είναι, συνήθως, υποκειμενική. Υπάρχουν και τα αντικειμενικά κριτήρια, όπως η παλαιότητα, η σπανιότητα ή η ταυτότητα του κατασκευαστή, αλλά η αξία του έργου τέχνης προσδιορίζεται, σε μεγάλο βαθμό, και από τον πόθο του υποψήφιου αγοραστή, για να το αποκτήσει. Έναν πόθο, που μπορεί να διέπεται και από έναν αστάθμητο και υποκειμενικό συναισθηματισμό, καθώς η συναισθηματική αξία είναι ικανή να ανεβάσει τη γενική αξία του προσφερόμενου ποσού, πέρα από την όποια χρηστική σπουδαιότητα. Με βάση όλα τα παραπάνω, που αναφέρθηκαν εντελώς ενδεικτικά, μπορούμε να προσδιορίσουμε, πάνω-κάτω, και την αξία των πολύτιμων και μη αντικειμένων, που είχε στην κατοχή του ο Γιακωβάκης. Η αξία τους, όμως, πολλαπλασιαζόταν και από ένα εξτρά μυστικό, που έκρυβε ο ίδιος σε έναν κρυφό πάτο του ξύλινου μικρού θησαυροφυλακίου του…

2


5 To μυστικό της ημισκαλιστής φιγούρας είχε πάψει πια να είναι μυστικό, από τη στιγμή που μου το αποκάλυψε ο Γιακωβάκης, ένα κρύο και χειμωνιάτικο βράδυ. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, το μυστικό αυτό μετατράπηκε σε πολύπλοκο και πολύπτυχο μυστήριο. Μέχρι τότε, κανείς δεν ήξερε για αυτήν την ημισκαλιστή φιγούρα, εκτός από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, την αδερφή του και ορισμένους παλιούς μαθητές και φίλους του, που είχαν πλέον αποβιώσει, καθώς η πολύ περασμένη ηλικία του Γιακωβάκη τον είχε κάνει να ξεπεράσει τα όρια της γενιάς του. Οι φίλοι του, ο τελευταίος μαθητής του και οι συνάδελφοί του ήταν πολύ νεότεροι σε ηλικία. Ο Γιακωβάκης, όμως, δεν δυσκολευόταν στο να κάνει παρέα, ακόμα και με άτομα τριάντα και σαράντα αλλά και πενήντα χρόνια νεότερα από τον ίδιο. Ο στενός του κύκλος απαρτιζόταν, κατά κύριο λόγο, από επτά άτομα, έξι άνδρες και μια γυναίκα. 6 Ο καλύτερος φίλος του Γιακωβάκη ήταν ένας συνάδελφός του, ηλικιωμένος μεν, αλλά μικρότερός του. Έμενε σε ένα χωριό, όχι κοντά αλλά ούτε και μακριά από την πόλη που εργαζόταν και ζούσε ο ήρωάς μας. Συχνά-πυκνά, τον επισκεπτόταν από το χωριό, φέρνοντας μαζί του και ορισμένα πεσκέσια από την αυλή του. Αυγά, πορτοκάλια και ενίοτε και καμία κότα, από αυτές που είχε στο κοτέτσι του. Με το αζημίωτο, πάντα, γιατί ο Γιακωβάκης δεν τον άφηνε, ποτέ, να φύγει με άδεια χέρια. Του το ανταπόδιδε με μυστικά της τέχνης του. Ο συνάδελφός του, Ιορδάνης το όνομά του, ήταν ίσως ο μόνος από τους καλλιτέχνες της γενιάς του, που διατηρούσε όχι μόνο συναδελφικές, αλλά και φιλικές σχέσεις με τον Γιακωβάκη. Κατά βάθος, πρέπει και να τον ζήλευε, γιατί ποτέ δεν είχε καταφέρει να πλάσει ένα όνομα αντάξιο με αυτό του αιωνόβιου «φίλου» του, το οποίο επιθυμούσε…

3


7 Το δεύτερο μέλος του στενού κύκλου του Γιακωβάκη ήταν ο Απόλλωνας. Ο Απόλλων δεν ήταν ένας απλός λαϊκός καλλιτέχνης σαν τον Γιακωβάκη, τον Ιορδάνη και τους υπόλοιπους αγωνιστές του παλιού λαϊκού θεάτρου. Εργαζόταν ως Καθηγητής Πανεπιστημίου στο Ανώτερο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα της περιοχής και η ειδίκευσή του ήταν οι λαϊκές τέχνες και το λαϊκό θέατρο. Επί χρόνια, κάνανε παρέα και ο Απόλλων σκόπευε, κάποτε, να γράψει τη βιογραφία του φίλου του. Η προσπάθεια αυτή, όμως, κολλούσε στην έλλειψη χρημάτων, καθώς η έκδοση ενός βιβλίου, αξιοπρεπούς σε έκταση και ποιότητα, απαιτούσε ένα σοβαρό οικονομικό ποσό, για το οποίο δεν μπορούσε να βρεθεί το απαιτούμενο κονδύλι. Η ευθύνη βάραινε τόσο την πολιτεία, που αδιαφορούσε για τις λαϊκές παραδοσιακές τέχνες, όσο και τον ίδιο τον Γιακωβάκη, ο οποίος ήταν τόσο σεμνός και ταπεινός, ώστε να μην πιέζει καταστάσεις για την έκδοση ενός βιβλίου για την αφεντιά του. 8 Ο τρίτος κρίκος του στενού επταμελούς κύκλου του αιωνόβιου Γιακωβάκη ήταν ο τελευταίος, νεότερος και σημαντικότερος μαθητής του, γνωστότερος με το όνομα «Λιάκος». Ο Λιάκος ήταν ένας μαθητής, που αφενός είχε ευεργετηθεί από τον Γιακωβάκη, αφετέρου όμως τον είχε ευεργετήσει και ο ίδιος. Χρόνια τώρα, του ήταν αφοσιωμένος και τον αγαπούσε, όπως αγαπάει ο γιος τον πατέρα του. Μπορεί να μην είχαν συγγένεια εξ αίματος, είχαν όμως συγγένεια πνευματική, καθώς ο καλός μαθητής είναι άξιο πνευματικό παιδί του μάστορα, ενώ είναι βέβαιο ότι ο Λιάκος πρέσβευε, επάξια, την αρχή ότι αν στους γονείς μας οφείλουμε το ζην, στους δασκάλους μας οφείλουμε το ευ ζην. Με δυο λόγια, ο Γιακωβάκης με τον Λιάκο όχι μόνο δεν είχαν αναπτύξει, ποτέ τους, ζήλιες ή τις συνήθεις καλλιτεχνικές κόντρες, αλλά είχαν βοηθήσει ο ένας τον άλλο, σε πολύ δύσκολες συγκυρίες, που τους είχαν τύχει στη ζωή τους.

4


9 Ο Γεράσιμος ήταν ένας καλοστεκούμενος συνταξιούχος, που εξέδιδε, κάθε εξάμηνο, την τοπική εφημερίδα του χωριού, από το οποίο καταγόταν. Ήταν νησιώτης και παντρεμένος με μια καθηγήτρια Λυκείου, η οποία είχε πάθος με το λαϊκό θέατρο και τη μελέτη του, όπως επίσης, γενικότερα, και με τη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού. Ήταν φιλόλογος και δούλευε στο λύκειο, που ήταν απέναντι από το στέκι του Γιακωβάκη. Οι συναντήσεις τους με τον καλλιτέχνη ξεκινούσαν από μια απλή κουβεντούλα και κατέληγαν, πάντοτε, σε κρασοκατανύξεις, μέχρι τα άγρια ξημερώματα, κάτι το οποίο επιζητούσε ο Γιακωβάκης, παρά το ότι δεν ήταν και ό,τι καλύτερο για την προχωρημένη ηλικία του. Το στέκι τους ήταν ένα παλιό καπηλειό, στην πλατεία, δίπλα από το λύκειο της συζύγου του Γερασίμου. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που η αδερφή του Γιακωβάκη τον περιμάζεψε σκνίπα από το μεθύσι, κατσαδιάζοντας το μεθυσμένο ζευγάρι της παρέας του… 10 Οι αποκαλούμενοι «Αιγύπτιοι» ήταν οι δύο τελευταίοι από τους επτά στενούς φίλους του Γιακωβάκη, που ανήκαν στο λεγόμενο στενό κύκλο του. Ήταν Έλληνες με καταγωγή από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και αποκαλούνταν «Αιγύπτιοι» λόγω της καταγωγής τους. Ασχολούνταν με τη λαϊκή τέχνη, παίζοντας μεν, αλλά εστιάζοντας τα ενδιαφέροντά τους όχι τόσο στο παίξιμο, όσο στη συλλογή σχετικού καλλιτεχνικού υλικού. Δεν ήταν απλοί συλλέκτες, όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες, που συλλέγουν απλώς κάποια αντιπροσωπευτικά εργαλεία της τέχνης τους. Ήταν φανατικοί κυνηγοί των πλέον δυσεύρετων και σπάνιων συλλεκτικών κομματιών μιας τέχνης, η οποία, για πολλούς, θεωρούνταν ότι έσβηνε και χανόταν ανεπιστρεπτί. Οι Αιγύπτιοι αποκαλούνταν και «Διόσκουροι», καθώς κινούνταν, όπως το ζευγάρι του Κάστορα και του Πολυδεύκη. Δεν ήτανε δίδυμοι, αλλά είχανε και μια αδερφή, την Ελένη, ενώ διακρίνονταν για την τόλμη, την εντιμότητα, τη γενναιοψυχία, την ευγένεια και την αρετή τους. Ζούσαν και δρούσαν σαν μονάδα…

5


11 Ο στενός κύκλος του Γιακωβάκη περιβαλλόταν και από έναν ευρύτερο κύκλο διάφορων άλλων φίλων ή και πολύ μακρινών συγγενών, οι οποίοι δεν είχαν ιδιαίτερες επαφές μαζί του. Ήμουν, για παράδειγμα, κι εγώ ένας από τους υπόλοιπους φίλους του, αλλά είχα την εντύπωση ότι ποτέ δεν με είχε υπολογίσει, μέχρι την εποχή εκείνη τουλάχιστον, ως ένα πολύ στενό του πρόσωπο, μολονότι με περιέβαλε με αγάπη και μεγάλη συμπάθεια, κάθε φορά που συναντιόμασταν. Είχε, τέλος, και έναν ακόμη αδερφό, εκτός από την αδερφή του, ο οποίος είχε πεθάνει, εδώ και πολλά χρόνια, και με τον οποίο δεν είχε καμία απολύτως επαφή, διότι έλειπε ως μετανάστης στην Αμερική και είχαν χαθεί, τελείως, τα ίχνη του. Το μόνο που ήξερα για αυτόν, ήταν ότι θεωρούνταν το «μαύρο πρόβατο» της οικογενείας και για το λόγο αυτό, ίσως, φημολογούνταν ότι σκοτώθηκε μετά από ξεκαθάρισμα λογαριασμών, χωρίς να αφήσει οικογένεια. 12 Το μυστικό της ημισκαλιστής φιγούρας ήταν, αρχικώς, πολύ καλά κρυμμένο. Την ιστορία του μου την αφηγήθηκε ο Γιακωβάκης, αφήνοντάς με, στην κυριολεξία, άφωνο. Δεν ήταν, απλώς, μια παλιά και σπάνια φιγούρα, από αυτές που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε με τον όρο «δυσεύρετες». Ήταν, επιπροσθέτως, μια φιγούρα ξεχωριστή για το είδος της και με την έννοια αυτή, θα τολμούσαμε να πούμε ότι ήταν μία και μοναδική. Δεν υπήρξε ποτέ άλλη όμοιά της, ούτε και επρόκειτο να ξαναδημιουργηθεί με την ίδια φιλοσοφία και αισθητική, αλλά και με την ίδια αφορμή, για την οποία δημιουργήθηκε. Συνεπώς, η ιστορία της ήταν, είναι και θα είναι ανεπανάληπτη, κάτι που πολλαπλασιάζει την ιστορική, αισθητική και εμπορική αξία της. Η αξία αυτή μεγάλωνε, τουλάχιστον για το πρόσωπό μου, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Γιακωβάκης δεν την είχε περιγράψει σε κάποιον άλλο, εκτός από μένα, όπως αρχικώς νόμιζα και ματαιόδοξα υπερηφανευόμουν…

6


13 «Θα σου δείξω κάτι, που δεν το έχεις ξαναδεί ποτέ», μου είπε, χαμηλόφωνα, κρυφογελώντας, με την οικεία τρεμάμενη φωνή του και κοιτώντας, με το γνωστό ζωηρό του μάτι, πίσω από τα χοντρά γυαλιά μυωπίας, με εκείνο το χαρακτηριστικό και παλιομοδίτικο χοντρό σκελετό τους. Αναρωτήθηκα τι θα μπορούσε να είναι και κοντοστάθηκα με μια δόση δειλίας αλλά και σεβασμού, απέναντι σε ένα γηραλέο, φαινομενικά ασθενικό, αλλά στην πραγματικότητα, περήφανο άντρα, που διατηρούσε την αξιοπρέπεια, την καρδιά και την ψυχή ενός νέου, μέσα στο αιωνόβιο και κουρασμένο σώμα του. «Είσαι ο πρώτος από τους νυν επιζώντες, που θα το δεις. Όλοι όσοι το είχαν δει παλιά, έχουν εγκαταλείψει τούτο το μάταιο κόσμο. Και όταν το είχαν δει, δεν είχαν συνειδητοποιήσει την αξία του, ίσως γιατί ήταν άτομα άλλης εποχής. Τώρα που οι γενιές έχουν ξεμακρύνει, η αξία αυτού που θα δεις, θα φαντάζει πολύ σημαντικότερη». 14 Τι ήταν, όμως, αυτό το τόσο σημαντικό που θα μου έδειχνε, με τέτοια μεγάλη υπερηφάνεια, ο Γιακωβάκης; Κάποιο παλιό κουτσούνι από τσίγκο; Από παλιό χαρτόνι, σαν αυτά που μυρίζουνε από τον πολύ καιρό και την υγρασία; Από δέρμα, ίσως; Από καμιά μακρινή ασιατική χώρα ή, έστω, από κάποια πιο κοντινή, σαν την Αίγυπτο ή και τις παλιές πόλεις της οθωμανικής Ανατολίας; Όπως και να το φανταζόμουν, ήμουν βέβαιος ότι η συγκεκριμένη αποκάλυψή του θα είχε πάνω της, έντονα, τα γερασμένα σημάδια του αμείλικτου χρόνου ή, έστω, τα τραύματα από την κακοποίηση, τη βιασύνη ή και την ατυχία των εργαλείων, κατά την ώρα της παράστασης ή της μετακίνησής τους. Με δυο λόγια, σε καμία περίπτωση, δεν περίμενα να δω κάτι το ιδιαίτερο, παρά το ότι το ζωηρό ύφος του φίλου μου και η περιπαιχτική ομιλία του ματαιοπονούσαν να με προϊδεάσουν για το εντελώς αντίθετο.

7


15 Πριν, όμως, περάσουμε στο ψητό της όλης υποθέσεως, και για δυο λεπτά περίπου, ο Γιακωβάκης κοντοστάθηκε, σαν τον ιερέα, που είναι έτοιμος να μπει στο άβατο, για να τελέσει τα θεία μυστήρια, σαν τον καλλιτέχνη, που κοντοστέκεται πίσω από τον μπερντέ και ηρεμεί για κάποια λεπτά πριν την τελετουργία της παράστασης, σαν τον άνθρωπο, που πρόκειται να πάρει μια απόφαση ζωής και κοντοστέκεται λίγο πριν το οριστικό πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη, μα χωρίς να σκέφτεται καν ότι το έχει μετανιώσει. Απλώς, βιώνει τους τελευταίους σπασμούς πριν από το θάνατο, πριν από τη θανάτωση μιας παγιωμένης άγνωστης κατάστασης, η οποία πρόκειται να βγει από τον πάγο και να γίνει γνωστή τουλάχιστον σε ένα άτομο, καθιστώντας το κοινωνό των μυστηρίων. «Τον θυμάσαι τον “Μπαρμπαλιά”; Ένα τραγούδι, πριν από καμιά δεκαριά με δεκαπενταριά χρόνια, θαρρώ, βραβευμένο τότε, που το λέγαμε και το ξαναλέγαμε “Γιακωβά”»; 16 O «Μπαρμπαλιάς», στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και προς το τέλος της επταετίας των συνταγματαρχών, ήταν ένα λαϊκό άσμα, ζεϊμπέκικο το λέγανε, που είχε βραβευτεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1973. Μιλούσε για έναν ηλικιωμένο και αξιοπρεπή γέροντα, που βρισκόταν στη δύση της ζωής του, αλλά ζούσε σαν νέος, παρά τα τόσα προβλήματα της γενιάς του, αλλά και της προσωπικής του ζωής. Με τον Δημήτρη Κοντολάζο ερμηνευτή, σε στίχους του Δημήτρη Καραστάθη και με μουσική του Πέτρου Ζέρβα. Το ρεφραίν αυτού του τραγουδιού συνήθιζα να το σιγοτραγουδώ στον Γιακωβάκη, μόνο που σε δύο σημεία, το όνομα «Μπαρμπαλιά» το αντικαθιστούσα με το «Γιακωβά», κόβοντας στο τέλος το «κη» ή αφήνοντάς το να ακούγεται ανεπαίσθητα: «Δεν έχεις τέλος Γιακωβά(κ), δεν σε έχει ο χάρος σημαδέψει, σαν αποκάμει από τη δουλειά, μες στα βαθιά του γηρατειά, με εσέ λεβέντη Γιακωβά(κ), θέλει να πιει και να χορέψει».

8


17 Μου τύλιξε, στα γρήγορα, ένα αντικείμενο, που άρπαξε μέσα από το ξύλινο μπαούλο του. Οι κινήσεις του ήταν σβέλτες, τόσο πολύ που δεν θύμιζαν κινήσεις ενός εκατοντάχρονου γεράκου, αλλά πιο πολύ ενός νεαρού, για να μην πω εφήβου. Το τύλιξε μέσα σε μερικές, άστατα στοιβαγμένες μεταξύ τους, λαδόκολλες, παμπάλαιες και φθαρμένες από το χρόνο, καταχωνιασμένες σε κάποια άκρη του εργαστηρίου του, από την εποχή που σκάλιζε φιγούρες και τις επένδυε με τέτοια λαδόκολλα, την οποία και χρωμάτιζε. Μήπως και πάλι μέσα σε αυτές τις λαδόκολλες, βρισκόταν κάποια φιγούρα; Αυτό ήταν το φυσικότερο και το λογικότερο, καθώς το μπαούλο δεν περιείχε τίποτε άλλο παρά φιγούρες μιας θρυλικής εποχής και ενός θρυλικού μπερντέ, που τώρα είχε σιγήσει, αναγκάζοντας και τις σκιές να σιγήσουν μέσα στη βουβαμάρα του κλειστού μπαούλου. «Πάρε αυτό το δέμα και άνοιξέ το, μόνο όταν θα πας στο σπίτι σου. Θα εκπλαγείς…» 18 Η νύχτα ήταν υγρή και σκοτεινή. Το φεγγάρι δεν φαινόταν, κρυμμένο πίσω από τα απειλητικά σύννεφα, τα οποία έμοιαζαν να είναι έτοιμα, για να επιτεθούν στους απρόσκλητους επισκέπτες της νύχτας, που έκαναν το λάθος να τριγυρίζουν στους δρόμους. Εγώ, βεβαίως, δεν τριγύριζα καθόλου άσκοπα. Απεναντίας, επέστρεφα στο σπίτι μου μαζί με το πολύτιμο και μυστηριώδες δέμα, που μου είχε εμπιστευθεί ο ίδιος ο Γιακωβάκης, σαν να μου εμπιστευόταν την ίδια του τη ζωή. Τι άραγε να κρυβόταν μέσα στο δέμα; Το μυστήριο αυτό μου τρόχιζε το μυαλό, με αποτέλεσμα να ξεχάσω άμεσα την επικίνδυνη νύχτα και να επικεντρωθώ στον περίεργο και «άψυχο» μουσαφίρη, που θα έπρεπε να φιλοξενήσω στο σπίτι μου. Ωστόσο, ο μουσαφίρης μου κάθε άλλο παρά άψυχος ήταν. Όλα τα εργαλεία του Γιακωβάκη, σαν και αυτό που μου εμπιστευόταν από το μπαούλο του, είναι άψυχα, φαινομενικά και μόνο. Αντιθέτως, έχουν ζωή…

9


19 Κατασκευάζονται από πλαστικό, δέρμα ή χαρτόνι, ενίοτε και ξύλο, παλιότερα από τσίγκο, για τους πιο τολμηρούς και από άλλα υλικά. Καλούνται κούκλες από όσους γενικεύουν, ειδώλια από αυτούς που είναι λάτρεις της αρχαίας σκέψης, κουτσούνια από τους γεροντότερους και φιγούρες από όσους μιλούν ακριβέστερα. Κρατώντας από τις πολύ παλιές θρησκείες, παραπέμπουν στον ανιμισμό και στα είδωλα που έχουν ψυχή, οδηγώντας το θείο να εισχωρήσει μέσα τους και να καλέσει το λαό να τα λατρέψει. Ανιχνεύοντας την παιδική ψυχή, παραπέμπουν στην τάση των μικρών να δίνουν στα παιχνίδια τους ζωή και να πιστεύουν ότι το μικρό κουκλάκι μιλάει και κινείται. Συνδυάζοντας τη θρησκευτική επιβολή με την παιδική αθωότητα, παραπέμπουν σε συναισθήματα δέους, φόβου ή και τρόμου, που μπορεί να προκαλέσει ένα αντικείμενο, κάτω από πολύ συγκεκριμένες ψυχολογικές συνθήκες. Οι αστραπές που άρχισαν, τότε, να λυσσομανάνε γύρω μου, κάνανε το δέμα του Γιακωβάκη, όντως, απειλητικότατο… 20 Οι αστραπές και οι στιγμιαίες λάμψεις κυοφορούσανε, μέσα στη νύχτα, τεράστιες τρομακτικές σκιές, που γεννιόντουσαν και πέθαιναν στη στιγμή, αλλά ήταν ικανές, παρά το απολύτως στιγμιαίο της δράσης τους, να γιγαντώσουν τα αισθήματα τρόμου, που άρχιζα να νιώθω, βαθιά μέσα στα φυλλοκάρδια μου. Άραγε από πού να γεννιόταν αυτός ο φόβος; Γεννιόταν, άραγε, από τον ουρανό και τα αστραπιαία παιδιά του, που άγγιζαν τη γη και δημιουργούσαν καυτές ηλεκτρικές εστίες; Ή μήπως να γεννιόταν από τις παροδικές σκιές, οι οποίες ζούσαν ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου, αλλά διαπερνούσαν το δέρμα μου, σαν ηλεκτρισμός, παγώνοντας το αίμα μου; Ή μήπως ο φόβος αυτός ξεπηδούσε μέσα από το δέμα του Γιακωβάκη, που, αν και φαινομενικά αθώο, φαινόταν να ήθελε να γεμίσει από την ενέργεια του σκότους και του φωτός, ώστε να ζήσει και πάλι, όπως γίνεται πάντοτε με όλα τα εργαλεία των σκιών. Το ένιωθα ζωντανό…

10


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.