ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ: ΟΙ ΜΑΧΕΣ Η έναρξη της Επανάστασης Πελοπόννησος Σύµφωνα µε τα σχέδια της Φιλικής Eταιρείας, η Πελοπόννησος θα ήταν το κέντρο της επανάστασης. Oι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή αυτή ήταν πολλοί. H ιδιόµορφη γεωγραφία της (χερσόνησος) καθιστούσε δύσκολη τη στρατιωτική ενίσχυσή της, καθώς βρισκόταν αποµακρυσµένη από τα ισχυρά στρατιωτικά κέντρα και τις περιοχές στρατολόγησης των ενόπλων της Oθωµανικής Aυτοκρατορίας. H ορεινή µορφολογία του εδάφους
απέτρεπε τη γενικευµένη χρήση του ιππικού, ενώ τα στενά περάσµατα δυσχαίρεναν τη µετακίνηση µεγάλων στρατιωτικών µονάδων και διευκόλυναν την παρεµπόδισή τους από αριθµητικά υποδεέστερες οµάδες ενόπλων (κλεφτοπόλεµος). Tα δηµογραφικά και τα οικονοµικοκοινωνικά χαρακτηριστικά της περιοχής ευνοούσαν τη γρήγορη εξάπλωση της επανάστασης. H αναλογία µουσουλµάνων-χριστιανών που υπερέβαινε τη σχέση 1 προς 10 και η ενισχυµένη, συγκριτικά µε άλλες περιοχές (π.χ. Pούµελη) διοικητική και οικονοµική παρουσία των προυχόντων που διέθεταν δικά τους σώµατα ενόπλων (τους λεγόµενους κάπους) αποτελούσαν ευνοϊκές συνθήκες για την κατά τόπους επικράτηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Στους παράγοντες αυτούς θα προσθέσουµε το προνοµιακό καθεστώς της Μάνης, περιοχής που δεν υπαγόταν στο Mορά βαλεσή (διοικητή Πελοποννήσου) αλλά διοικούνταν από χριστιανό µπέη που υπαγόταν απευθείας στον καπουδάν-πασά (τον επικεφαλής του οθωµανικού στόλου). Για τους λόγους αυτούς ο Mοριάς υπήρξε από την αρχή περιοχή στην οποία στράφηκε το
ενδιαφέρον των Φιλικών και στις παραµονές της επανάστασης είχε µυηθεί στην Eταιρεία η πλειονότητα των τοπικών ηγετικών παραγόντων. H δράση των Φιλικών στην Πελοπόννησο και οι πληροφορίες για επικείµενη εξέγερση είχαν ανησυχήσει την Yψηλή Πύλη, η οποία αντέδρασε τοποθετώντας το φθινόπωρο του 1820 ως Mορά βαλεσή τον περίφηµο χουρσίτ-πασά, πρώην µεγάλο βεζύρη και έµπειρο στην αντιµετώπιση εξεγέρσεων. Tο γεγονός ανησύχησε τους µυηµένους αλλά διστακτικούς ως προς την εκδήλωση της επανάστασης προύχοντες. Σύντοµα όµως, στις αρχές Iανουαρίου 1821, ο Xουρσίτ µε τον κύριο όγκο των στρατιωτικών δυνάµεών του αναχώρησε για την Ήπειρο µε σκοπό την καταστολή της ανταρσίας του Aλή-πασά. Tην ίδια εποχή κατέφτασε στην περιοχή ο Παπαφλέσσας µε σκοπό την επίσπευση της επανάστασης. Έτσι, πραγµατοποιήθηκε σειρά συσκέψεων στη Bοστίτσα (Aίγιο) στα τέλη Iανουαρίου, όµως παρά τις προσπάθειες του Παπαφλέσσα και την
απόφαση που πάρθηκε για έναρξη της επανάστασης στα τέλη Mαρτίου, οι προύχοντες παρέµεναν διστακτικοί. Στο µεταξύ, ο Kολοκοτρώνης επέστρεφε κρυφά στην Πελοπόννησο και συγκεκριµένα στην περιοχή της Mάνης, ενώ έντονη κινητικότητα παρατηρούνταν στις τάξεις των κλεφτών. Eπιπρόσθετα, ξεκίνησαν στοιχειώδεις πολεµικές προετοιµασίες, όπως ήταν η δραστηριοποίηση των µπαρουτόµυλων στη Δηµητσάνα. Oι κινήσεις αυτές και οι φήµες που διέτρεχαν όλη την Πελοπόννησο για επικείµενη εξέγερση των χριστιανών θορύβησε τους Οθωµανούς που σταδιακά άρχισαν να συγκεντρώνονται στην οχυρωµένη Tριπολιτσά και στα κάστρα των άλλων σηµαντικών πόλεων. Η ένταση στις σχέσεις χριστιανών και µουσουλµάνων διατηρήθηκε κλιµακούµενη έως τα µέσα Μαρτίου. Από την εποχή εκείνη σε πολλές επαρχίες άρχισαν να σηµειώνονται σποραδικές επιθέσεις κλεφτών σε βάρος µουσουλµάνων, ενώ η ένταση ανατροφοδοτούνταν από τις λεηλασίες των σπιτιών που
εγκατέλειπαν οι µουσουλµανικές οικογένειες. Η δυναµική της διαρκώς κλιµακούµενης έντασης, ο φόβος των αντιποίνων και η πίεση των κλεφτών και των Φιλικών οδήγησαν ακόµη και τους πλέον διστακτικούς από τις ηγετικές οµάδες των Πελοποννησίων να κηρύξουν την επανάσταση στις περιοχές τους και να τεθούν επικεφαλής. Έτσι, στο τελευταίο δεκαήµερο του Mαρτίου οι περισσότερες επαρχίες κήρυξαν την επανάσταση, ακολουθώντας και παρασύρoντας η µία την άλλη. Δυτική και την Ανατολική Στερεά -Νησιά του Αιγαίου Από το 1822 και µετά φάνηκε ότι η Επανάσταση επικρατούσε στην Πελοπόννησο, τη Δυτική και την Ανατολική Στερεά καθώς και στα νησιά του Αιγαίου. Πρόκειται για τις περιοχές αυτές που δέκα περίπου χρόνια αργότερα θα αποτελούσαν σε γενικές γραµµές την επικράτεια του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Η Πελοπόννησος αποτέλεσε αναµφίβολα το κέντρο της επανάστασης. Πολύ γρήγορα
το µεγαλύτερο µέρος της τέθηκε υπό τον έλεγχο των επαναστατών, ιδίως µετά τις σηµαντικές επιτυχίες ενάντια στο Δράµαλη το καλοκαίρι του 1822. Ο έλεγχος αυτός διατηρήθηκε έως το 1825, οπότε η αποβίβαση των στρατιωτικών δυνάµεων του Ιµπραήµ προκάλεσε σηµαντικούς κινδύνους για την επιβίωση της επανάστασης στο Μοριά. Οι Πελοποννήσιοι κατάφεραν έως το 1827 να διατηρήσουν ορισµένες εστίες αντίστασης, ενώ η επέµβαση των Μεγάλων Δυνάµεων το καλοκαίρι του 1827 (ναυµαχία Ναβαρίνου) επικύρωσε το γεγονός ότι η Πελοπόννησος θα αποτελούσε την εδαφική βάση του µελλοντικού ελληνικού κράτους. Τα νησιά του Αιγαίου και ιδίως η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά και η Σάµος αποτέλεσαν σηµαντικές επαναστατικές εστίες προσφέροντας πλοία, χρήµατα και έµπειρα πληρώµατα. Παρότι οι επιχειρήσεις των Οθωµανών επικεντρώθηκαν στην καταστολή της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Ρούµελη, τα νησιά αποτέλεσαν συχνά στόχο του οθωµανικού στόλου, µε καταστροφικά κάποτε για τα νησιά αποτελέσµατα (Χίος 1822, Κάσος και Ψαρά 1824).
Η Ρούµελη τέλος αποτέλεσε πεδίο σφοδρών συγκρούσεων. Στα πρώτα χρόνια (1821-24) οι επαρχίες της Ανατολικής και της Δυτικής Ρούµελης ελέγχονταν διαδοχικά πότε από τους Οθωµανούς και πότε από τους επαναστάτες. Σταδιακά ωστόσο η επανάσταση περιορίστηκε στην οχυρή πόλη του Μεσολογγίου στα δυτικά και στο κάστρο των Αθηνών (Ακρόπολη) στα ανατολικά. Η πτώση του Μεσολογγίου (1826) και της Ακρόπολης (1827) ύστερα από πολύµηνες πολιορκίες είχε ως αποτέλεσµα την επιβολή της οθωµανικής κυριαρχίας σε ολόκληρη τη Ρούµελη. Ωστόσο, µετά τη ναυµαχία στο Nαβαρίνο πραγµατοποιήθηκαν επιχειρήσεις ανακατάληψης των επαρχίων της Δ. και της Α. Στερεάς (1828-29). Oι επιχειρήσεις αυτές τερµατίστηκαν µε επιτυχία, ενισχύοντας έτσι τη διαπραγµατευτική ικανότητα της ελληνικής πλευράς στο ζήτηµα των συνόρων του ελληνικού κράτους. ΜΑΝΗ
Η Μάνη στα τετρακόσια χρόνια της τουρκοκρατίας διατηρήθηκε ελεύθερη, όχι γιατί οι Τούρκοι δε θέλησαν να την υποτάξουν. Χύσανε πολύ αίµα για να την κατακτήσουν, αλλά το φρόνηµα των κατοίκων της και µόνο αυτό εξουδετέρωνε τις συνεχείς και ορµητικές επιθέσεις των Τούρκων. Οι αγώνες των Μανιατών για τη διατήρηση της ελευθερίας της Μάνης ήταν σκληροί και µακροχρόνιοι, γι' αυτό κάθε φορά που παρουσιαζόταν κάποιο σχέδιο για απελευθερωτικό αγώνα του έθνους, οι σκέψεις ατόµων και οµάδων στρεφόταν στην Μάνη. Πρώτος µε το Θούριό του ο Ρήγας Φεραίος καλούσε τους Μανιάτες σε δράση µε τους στίχους: "Μανιάτες και Σουλιώτες, λιοντάρια ξακουστά, ως πότε σταις σπηλιαις σας, κοιµάστε σφαλιστάς"
Οι Φιλικοί επέλεξαν τη Μάνη σαν ορµητήριο του µεγάλου απελευθερωτικού αγώνα του 1821. Από τον Σκουφά µυήθηκε ο Ηλίας Χρυσοπάθης, που ήταν και αυτός Μανιάτης, και οι Φιλικοί της Κωνσταντινούπολης φρόντισαν να µυήσουν τον Κυριάκο Καµαρινό και τα παιδιά του Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη ,το Γιωργάκη και τον Ανέστη, που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη ως όµηροι της πίστεως του πατέρα τους. Μετά την µύησή τους ο Χρυσοσπάθης και ο Καµαρινός εστάλησαν από την Φιλική Εταιρεία στη Μάνη για να µυήσουν τους Μανιάτες και να ετοιµάσουν την επανάσταση. Ο Καµαρινός µύησε τον Πετρόµπεη, ο οποίος µε τη σειρά του µύησε τους: Αθανάσιο Καµαρινό, Αναγνώστη Δηµητρόπουλο, Λιµπέριο Αθανασάκη, Παναγιώτη και Διονύσιο Τρουπάκη. Από τον Κυριάκο Καµαρινό µυήθηκαν οι Κωνσταντίνος Μαυροµιχάλης και αρχιµανδρίτης Γαβριήλ. Ο Π.Τρουπάκης µύησε τους, Παναγιώτη Τρουπάκη, Νικόλαο Βενετσανάκη και τον Ανδρουβίστας Θεόκλητο. Ο Χριστόφορος Περραιβός µύησε τους,Αντώνµπεη Γρηγοράκη, τον Ιωάννη Κουγέα, τον Βενετσάνο
Γαϊτανάρο, τον Μονεµβασίας Χρύσανθο, τον Δηµήτριο Γρηγοράκη. Αλλά ο Χριστόφορος Περραιβός κατόρθωσε κάτι πιο σηµαντικό για τον απελευθερωτικό αγώνα. Συµφιλίωσε τις ισχυρότερες οικογένειες της Μάνης που ήταν σε έριδα και επέτυχε την υπογραφή του Πατριωτικού Συµφώνου στις Κιτριές, από τους εκπροσώπους των τριών ισχυρότερων οικογενειών της Μάνης, δηλαδή µεταξύ των Μαυροµιχαλαίων, Τρουπάκηδων και Γρηγοράκηδων. Το Πατριωτικό Σύµφωνο περιελάµβανε και τα ακόλουθα: "Δια του παρόντος ηµών ιδιοχειροϋπογεγραµµένου γράµµατος υποσχόµεθα µεθ' όρκου της αγιωτάτης και ορθοδόξου ηµών πίστεως και µε την δύναµην του τροµερού όρκου, όπου αυτοπροαιρέτως δια την σωτηρίαν του Γένους µας εκάµαµεν, ότι να διαφυλάξωµεν τας ακολούθους συνθήκας: Α. Ηµείς αι τρείς γενεαί, δηλαδή Μαυροµιχάληδες, Γρηγοράκηδες και Τρουπάκηδες,... υποσχόµεθα
µε την δύναµιν των ρηθέντων φοβερών όρκων να βασιλεύη εις το εξής εις τα σώµατα µας µια ψυχή, µια συµπνοία, µια θέλησις και να µη δύναται ποτέ κανένα εσωτερικόν αίτιον να διασείση ή να αδυνατίση ένα τοιούτον ιερό δεσµό". Όταν ο Χρ. Περραιβός προσκόµισε το παραπάνω σύµφωνο των Μανιατών στο Συµβούλιο της Ανωτάτης Αρχής (Φ.Ε.) στην Κωνσταντινούπολη προκάλεσε τον ενθουσιασµό των µελών του. Η Ανωτάτη Αρχή, γνωστοποιούσε στον αρχηγό των Μανιατών τον διορισµό του Αλέξανδρου Υψηλάντη ως Γενικού Εφόρου.Για την καλύτερη οργάνωση της σχεδιαζόµενης Επανάστασης και για να εξασφαλιστεί περισσότερο πολεµικό υλικό, ο Πετρόµπεης Μαυροµιχάλης, ζήτησε και έλαβε από την Ανωτάτη Αρχή ένα σηµαντικό ποσό το οποίο εχορήγησε ο οµογενής έµπορος της Κωνσταντινούπολης Παν. Σέκερης. Τον Ιανουάριο του 1821 φθάνει στην Σκαρδαµούλα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης φιλοξενούµενος του Παν. Τρουπάκη - Μούρτζινου. Ο ερχοµός του προξένησε µεγάλο
ενθουσιασµό στους Μανιάτες και µεγάλη ανησυχία στους Τούρκους που διέταξαν τον Πετρόµπεη να τον συλλάβει. Ο Πετρόµπεης όχι µόνο αγνόησε τη διαταγή του πασά της Τριπολιτσάς αλλά επιτάχυνε το ρυθµό της προετοιµασίας της Επανάστασης. Ο καθηγητής κ. Απ. Δασκαλάκης περιγράφει τις τελευταίες ηµέρες προετοιµασίας του µεγάλου ξεσηκωµού όπως παρακάτω: "Κατά τας δύο τελευταίες εβδοµάδας ο επαναστατικός οργασµός λαµβάνει µορφήν πολεµικού συναγερµού. Οι Μανιάται έχουν εγκαταλείψη τας εργασίας των και συναθροιζόµενοι εις τας πλατείας των χωριών των ετοιµάζουν «µπαρουτόβολα» µε την βοήθειαν των γυναικών και των παιδιών. Οι Καπεταναίοι καταβάλλουν αγωνιώδεις προσπαθείας δια να προµηθευτούν µολύβι και µπαρούτι προς διανοµήν και επιτόπιον κατασκευήν σφαιρών. Όλαι αι προµήθειαι σίτου, κριθής και λουπίνων παραδίδονται και οι ΄΄φούρνοι΄΄ οι οποίοι συνήθως ευρίσκονται εις την αυλή εκάστης
κατοικίας, είναι ανηµµένοι ηµέραν και νύκταν προς κατασκευήν παξιµαδιού (καυκάλας) δια τους σάκους των πολεµιστών. Οι κώδωνες των εκκλησιών αντηχούν αδιαλείπτως και οι Ιερείς αναπέµπτουν ευχάς υπέρ των πολεµιστών και δια την ευόδωσιν του παρασκευαζοµένου απελευθερωτικού αγώνος." Για τις τελευταίες προετοιµασίες της κήρυξης της Επανάστασης του '21 ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, γιός του Θεόδωρου, γράφει: "Αναπτυσσοµένης της ιδέας περί της Επαναστάσεως, ο σπινθήρ της Ελευθερίας ήναπτε τον ενθουσιασµό των Ελλήνων, οίτινες διενοούντο περί της ενάρξεως του πολέµου. Όθεν την 17ην Μαρτίου (1821) οι πρόκριτοι της Μάνης συνεννοήθησαν να λάβωσι τα όπλα κατά των Τουρκών." Απελευθέρωση της Καλαµάτας
Την 17ην Μαρτίου του 1821 συγκεντρώθηκαν στην Αρεόπολη (Τσίµοβα) οι πρόκριτοι της Μάνης και όλοι οι ένοπλοι Μανιάτες µε αρχηγό τον Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη,που είχε εκλεγεί αρχηγός από τη Συνέλευση των Κιτριών και ορκίστηκαν κάτω από το λάβαρο του Αγώνα, που το στήσανε προ του ιερού ναού των Ταξιαρχών "Νίκη ή Θάνατος", κηρύσσοντας την έναρξη της Επαναστάσεως. Στη συνέχεια ξεκίνησαν για την Καλαµάτα ειδοποιώντας και τα λοιπά επαναστατικά στρατεύµατα της Μάνης, όσα ευρίσκοντο εκτός της Αρεόπολης, να συγκεντρωθούν σε ορισµένα σηµεία για να βαδίσουν όλοι µαζί προς κατάληψη και απελευθέρωση της Καλαµάτας. Την 23η Μαρτίου επαναστατικές δυνάµεις των Μανιατών του Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη, άλλοι Μανιάτες καπεταναίοι και ο Θ. Κολοκοτρώνης φτάνουν έξω από την Καλαµάτα. Από τους βορειοανατολικούς λόφους προσεγγίζουν την πόλη, ξεκινώντας από
το µοναστήρι της Βελανιδιάς, κι άλλες δυνάµεις, µε επικεφαλής τους Παπαφλέσσα και Αναγνωσταρά. Ήδη από την προηγουµένη, 22 Μαρτίου, βρισκόταν στην πόλη δύναµη 2.500 Μανιατών, µε επικεφαλής το γιο του Πετρόµπεη Ηλία και τους αδερφούς του Αντώνη και Γιάννη, και µε πρόσχηµα την προστασία του βοεβόδα της Καλαµάτας Σουλεϊµάν αγά Αρναούτογλου. Ο Αρναούτογλου, ανήµπορος πλέον να αντιδράσει, αναγκάζεται να παραδοθεί αµαχητί και µε όρο τη διασφάλιση της ζωής των Τούρκων. Ο Ι. Θ. Κολοκοτρώνης στα Ελληνικά Υποµνήµατα γράφει: "...κατά δε την 23ην Μαρτίου οι Μαυροµιχαλαίοι, Μούρτζινοι και λοιποί πανστρατιά εισήλθαν εις Καλαµάς, ότε αµαχητεί παρεδόθη ο Βοεβόδας µεθ' όλων των εκεί ευρεθέντων Τούρκων υπέρ των 150..."
Μετά την απελευθέρωση της πόλης, τµήµατα των επαναστατηµένων Ελλήνων κατευθύνθηκαν προς τη Σκάλα Μεσσηνίας και την Καρύταινα, µε επικεφαλής τον Θ. Κολοκοτρώνη, προς την Τριπολιτσά. µε τους Παπαφλέσσα, Αναγνωσταρά και Κυριακούλη Μαυροµιχάληκαι προς τις Κορώνη και Μεθώνη. Στην πόλη παρέµειναν Μανιάτες οπλαρχηγοί και ντόπιοι δηµογέροντες, οι οποίοι συγκρότησαν την πρώτη επαναστατική κυβέρνηση, τη «Μεσσηνιακή Σύγκλητο», της απελευθερωµένης Ελλάδας Οι Μανιάτες της Ανατολικής Μάνης µε αρχηγό τον Γεώργιο Τζαννετάκη (1000 περίπου άτοµα ) κινήθηκαν στο εσωτερικό της Λακωνίας, κατέλαβαν το Φρούριο του Μυστρά και στις 21 Ιουλίου 1821 κατέλαβαν την Μονεµβασιά ύστερα από πολιορκία.
Ταυτόχρονα µε την πολιορκία της Μονεµβασιάς άρχισε και η πολιορκία των Μεσσηνιακών Φρουρίων, Μεθώνης, Κορώνης, Νεοκάστρου,από την άλλη φάλαγγα Μανιατών πολεµιστών της Δυτικής Μάνης, υπό τους Καπεταναίους Αντώνη, Ηλία και Ιωάννη Μαυροµιχάλη. Η παράδοση του Φρουρίου υπογράφηκε στις 7 Αυγούστου του 1821. Η τρίτη φάλαγγα µε αρχηγό τον Θ. Κολοκοτρώνη και 300 Μανιάτες κινήθηκαν προς την Γορτυνία. Μαζί του ήταν ο Αναγνωσταράς, ο Παπαφλέσσας και ο Π. Κεφάλας. Στις 28 Μαρτίου του 1821 ο Κολοκοτρώνης µε τους Μανιάτες δίνει την πρώτη µάχη µε τους Τούρκους στη γέφυρα του Αγίου Αθανασίου κοντά στην Καρύταινα. Μετά τη νικηφόρο µάχη του Αγίου Αθανασίου, στον Αλφειό ποταµό, ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε να δηµιουργήσει στρατόπεδο στην Καρύταινα αλλά η προσπάθειά του απέτυχε, όταν οι έξι χιλιάδες
άνδρες που είχε συγκεντρώσει, διαλύθηκαν αµαχητί όταν δέχτηκαν επίθεση των Τούρκων. Ο Κολοκοτρώνης όµως δεν πτοήθηκε αλλά παντού διαλαλούσε και έγραφε ακούραστα για την ανάγκη της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Οι Μανιάτες οπλαρχηγοί συµφώνησαν µε τη γνώµη του και στρατολόγησαν αρκετούς περίοικους της Τριπολιτσάς και εν συνεχεία κατέλαβαν το Χρυσοβίτσι, το Διάσελο, την Αλωνίσταινα, τα Βέρβενα, την Πιάνα δηµιουργώντας ένα µεγάλο κλοιό γύρω από την Τρίπολη. Η άφιξη του Μουσταφάµπεη στην Τρίπολη στις 6 Μαϊου πτόησε τους πολιορκητές. Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΒΑΛΤΕΤΣΙ 24 Απριλίου και 12 Μαϊου 1821 H µάχη του Βαλτετσίου,είναι από τις πιο γνωστές και αποφασιστικές µάχες του Απελευθερωτικού Αγώνα του 21 ,εναντίον
των τουρκικών δυνάµων κατά την διάρκεια της µάχης και της υπεράσπισης της Τριπολιτσάς. Η µάχη αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της πολιορκίας της πόλης. Ενώ οι Έλληνες πολιορκούν τους Τούρκους στην Ακροκόρινθο και στην Τρίπολη, ο Χουρσίτ πασάς, που πολεµάει τον Αλή στα Γιάννενα, ανησυχεί για την έκβαση της εξέγερσης, όπως και για τα χαρέµια του και τους θησαυρούς του στην Τρίπολη. Γι΄ αυτό στέλνει ισχυρό στράτευµα µε τον Γκιοσέ Μεχµέτ γισ να καταπνίξει το επαναστατικό κίνηµα. Ο Γκιοσέ Μεχµέτ χωρίζει το στρατό του σε δυο τµήµατα. Το ένα µε τον ίδιο και τον Οµέρ Βριόνη πορεύεται για την Ανατολική Ελλάδα και το άλλο µε τον Κεχαγιάµπεη Μουσταφά (ή Μουσταφά Μπέη) και 3.500 Αλβανούς για τη Δυτική Ελλάδα. για να συντρίψειτην επανάσταση στο Μοριά και να ενισχύσει την πολιορκηµένη Τρίπολη.
Ο Κεχαγιάµπεης ξεκινάει από τα Γιάννενα, και κατά την κάθοδό του προς την Τριπολιτσά σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόµο του. Περνάει τα επικίνδυνα περάσµατα χωρίς απώλειες, φτάνει στο Αντίρριο και από εκεί ξεχύνεται στο Μοριά. Περνάει στην Πάτρα, πυρπολεί τη Βοστίτσα, παρακάµπτει τα Καλάβρυτα, φτάνει στην Κόρινθο, λύοντας την πολιορκία της Ακροκορίνθου και ενισχύοντας τη φρουρά της και περνάει γρήγορα στα Δερβενάκια. Από εκεί ξεχύνεται ορµητικά στον κόµπο του Άργους, νικάει τους Έλληνες στον Ξεριά, λύνει την πολιορκία του Άργους παραδίδοντας την περιοχή στη σφαγή και στην ερήµωση. Τελικά µπαίνει θριαµβευτικά στην πολιορκηµένη Τριπολιτσά στις 6 Μαΐου του 1821, όπου οι Τούρκοι τον υποδέχονται σαν σωτήρα. Ο Κολοκοτρώνης σκόπιµα αφήνει τον Μουσταφά να περάσει δίχως µάχη γιατί προτίµησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωµένους µέσα στην πόλη.
Από την Τρίπολη ο Κεχαγιάµπεης, αρχίζει αµέσως να σκορπάει υποσχέσεις, ταξίµατα και αµνηστία, για να ξεγελάσει τους επαναστατηµένους και να καταπνίξει το κίνηµα. Το µόνο που καταφέρνει όµως είναι να εξαγοράσει µε χρήµατα τον ταχυδρόµο που πάει τα γράµµατα του Κολοκοτρώνη στην Μπουµπουλίνα και σε άλλους οπλαρχηγούς που έχουν κυκλώσει το Ανάπλι. Ο ταχυδρόµος δίνει τα γράµµατα του Κολοκοτρώνη στον Κεχαγιάµπεη, που τα διαβάζει, και ύστερα τα πάει στην Μπουµπουλίνα στο Ανάπλι. Από εκεί παίρνει άλλα γράµµατα της Μπουµπουλίνας για τον Κολοκοτρώνη, που κι αυτά τα δίνει στο γυρισµό στον Κεχαγιάµπεη, που τα διαβάζει κι αυτά, κι έπειτα τα παραδίνει στον Κολοκοτρώνη. Ευτυχώς στα γράµµατα φέρεται εξογκωµένος ο αριθµός των αντρών και των όπλων και η προδοσία κρατάει λίγο καιρό. Ο προδότης στη συνέχεια θα πιαστεί και θα εκτελεστεί. Ο Κολοκοτρώνης, σαν αρχηγός των αρµάτων της Γορτυνίας, οργανώνει το στρατηγικό σχέδιο για την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Χωρίζει το σώµα των Γορτυνίων σε δυο τµήµατα. Το ένα µε τον Πλαπούτα το στέλνει στην Πιάνα και το άλλο µε τον Ανδρέα Παπαδιαµαντόπουλο το στέλνει στο Χρυσοβίτσι. Ενισχύει και το στρατόπεδο του Λεβιδιού. Με σκοπό να περισφύξει τον κλοιό γύρω από την πολιορκούµενη πόλη ίδρύει στις 16 Απριλίου του 1821 στρατόπεδο στο Βαλτέτσι ,αντιλαµβανόµενος τη στρατηγική σηµασία της περιοχής, Διατάζει να οχυρωθούν τα τέσσερα στρατηγικά σηµεία του στους γύρω λόφους µε κλειστά και ισχυρά ταµπούρια και να εγκατασταθεί φρουρά.. Εκεί αρχίζου να συγκεντρώνονται οι περισσότερες οργανωµένες επαναστατικές δυνάµεις της Πελοποννήσου, υπό τους Θ. Κολοκοτρώνη, Κυρ. και Ηλ. Μαυροµιχάλη, Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Μούρτζινο, Γιατράκο, Νικηταρά και άλλους οπλαρχηγούς. Στις 24 Απριλίου ο Κεχαγιάµπεης, έχοντας σκοπό να εξουδετερώσει το στρατόπεδο και να αιφνιδιάσει τους συγκεντρωµένους Αγωνιστές, επιτίθεται στο Βαλτέτσι επικεφαλής
ισχυρού σώµατος 4000 ανδρών. Οι λίγοι υπερασπιστές του στρατοπέδου, αµύνθηκαν ηρωϊκά. Οι Τούρκοι όµως κατέλαβαν το χωριό, επιτυγχάνοντας τη µερική διάλυση του στρατοπέδου, και µάλιστα κυρίευσαν µερικά ζώα του εφοδιασµού όπως και προµήθειες του ελληνικού σώµατος. Ενώ η µάχη συνεχιζόταν στη βόρεια πλευρά του χωριού, όπου ο Κυρ. Μαυροµιχάλης είχε έλθει σε δύσκολη θέση, κατέφθασε ο Πλαπούτας µε ισχυρό σώµα και χτύπησε τους Τούρκους από τα νώτα, µε αποτέλεσµα αυτοί να υποχωρήσουν. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης κυνήγησε τα τουρκικά σώµατα µέχρι τη Μάκρη. Αµέσως το στρατόπεδο ανασυγκροτείται γρήγορα κάτω από την άµεση επίβλεψη του Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος ενισχύει και οργανώνει τις σκοπιές, την επιµελητεία και τα ταµπούρια και τοποθετεί φρουρά 1000 ανδρών µε επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυροµιχάλη. Βάζει επίσης φρουρά στην απάνω Χρέπα µε τους Γιάννη και Παναγιώτη Πουρνάρα, καπεταναίους από την Πιάνα, και τον Παναγιώτη Περθεριώτη, για να ειδοποιήσουν µε φωτιές, αν
γίνει έξοδος των Τούρκων από την Τρίπολη. Το σύνθηµα είναι: τρεις φωτιές, πηγαίνουν για τα Βέρβαινα, δυο φωτιές, για το Βαλτέτσι και µία, για το Λεβίδι. Έτσι µε τις φωτιές και τις ντουφεκιές από ράχη σε ράχη θα ειδοποιηθούν όλα τα στρατόπεδα του Μοριά και θα τρέξουν σε βοήθεια. Στο Βαλτέτσι οργανώνεται τώρα προσεκτικά η άµυνα αφού καταφθάνουν στο προς ενίσχυση και άλλα ελληνικά σώµατα από τις γύρω περιοχές. Στο πρώτο ταµπούρι οχυρώνονται ο Ηλίας και ο Κυριακούλης Μαυροµιχάλης µε όλους τους Μανιάτες. Στο δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ο Παπατσώνης, ο Κεφάλας, ο δεκαεφτάχρονος Γιάννης Μαυροµιχάλης, ο Παν. Κατριβάνος από το Ίσαρι Μεγαλόπολης και ο Θανάσης Δαγρές από τη Βρωµόβρυση Καλαµάτας, µε τα παλικάρια τους. Στο τρίτο ο Ηλίας και ο Νικήτας Φλέσσας, ο Σιώρης, ο Τουρκολέκας και παλιοί Λιονταρίτες και άλλοι Γορτύνιοι. Στην εκκλησιά οχυρώνονται οι Μπουραίοι, ο Τσαλαφατίνος, ο Κυριάκος, πολλοί Τριπολιτσιώτες κ.ά.
Ο Αναγνωσταράς στο Βαλτέτσι
Η µάχη Τη νύχτα στις 12 Μαΐου, ο Κεχαγιάµπεης ξεκινάει από την Τρίπολη επικεφαλής ισχυρότατης δύναµης 12.000 Τουρκαλβανών για να ξαναχτυπήσει τους Έλληνες στο Βαλτέτσι. Το σχέδιό του είναι να πορευτεί στο Βαλτέτσι και να σκορπίσει τους Έλληνες, από εκεί να κατευθυνθεί στη Μεσσηνία και να υποτάξει τη Μάνη, επιβάλοντας έτσι τη κυριαρχία του σε όλο το Μοριά. Χώρισε τις δυνάµεις του σε πέντε τµήµατα. Τρία από αυτά ξεκίνησαν από Τρίπολη, Καλογεροβούνι (στη θέση Καλογερικό) και τις Αραχαµίτες, ένα έµεινε σαν εφεδρεία στο Φραγκόβρυσο για να αποτρέψει τυχόν ενισχύσεις που θα
κατέφθαναν από το στρατόπεδο των Βερβαίνων και µια οπισθοφυλακή εφοδιασµένη µε 4 κανόνια που εκινείτο αργά προς την περιοχή του Βαλτετσίου. Οι Έλληνες φρουροί της απάνω Χρέπας βλέπουν τα εχθρικά στρατεύµατα κι αµέσως µε δυο φωτιές ειδοποιούν στον Κολοκοτρώνη ότι οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι. Το κυρίως τουρκικό σώµα υπό τον Ρουµπή αποτελείται από Βουρδουνιώτες και Φαναριώτες και κινείται βιαστικά για να χτυπήσει τους Έλληνες, πριν έλθει βοήθεια από την Πιάνα και το Χρυσοβίτσι. Ο Κεχαγιάµπεης από τον κάµπο παρακολουθεί τη µάχη επικεφαλής του 3.000 ιππέων. Στο Βαλτέτσι βρίσκονται 2.300 Έλληνες που περιµένουν στις θέσεις τους. Γενικός αρχηγός, ο Κυριακούλης Μαυροµιχάλης κρατάει µε τον ανιψιό του τον προµαχώνα του Χωµατοβουνιού. Σους άλλους προµαχώνες βρίσκονται οι Μητροπέτροβας, Ηλ. Μαυροµιχάλης,
Κεφάλας, Ν. Φλέσσας κι άλλοι. Ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι, βλέπει τις φωτιές της απάνω Χρέπας κι αµέσως σηµαίνει συναγερµό. Στέλνει ταχυδρόµους σε όλα τα στρατόπεδα και τα χωριά και καβαλαραίους στο Βαλτέτσι ειδοποιώντας πως οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι. Ειδοποιεί τον Πλαπούτα στην Πιάνα κι άλλους οπλαρχηγούς να βαδίσουν για το Βαλτέτσι. Και ο ίδιος µε 800 άντρες κατευθύνεται προς τα εκεί. Στέλνει επίσης τον καβαλάρη Θοδωρή Καρδάρα µε µια σηµαία για να βγει στ' αγνάντια, να τον δουν οι κλεισµένοι στους προµαχώνες και να εµψυχωθούν. Το τουρκικό σώµα υπό τον Ρουµπή πλησιάζει τις θέσεις των Ελλήνων στο Βαλτέτσι και τους ζητά µάταια να παραδοθούν. Τότε ο Ρουµπής επιτίθεται στο ταµπούρι του Μητροπέτροβα και των Μεσσηνίων και η µάχη αρχίζει. Ο Ρουµπής θα στείλει 14 σηµαιοφόρους του για να καρφώσουν τις σηµαίες στα ταµπούρια των Ελλήνων, χωρίς όµως επιτυχία, αφού
όλοι σκοτώνονται από τα τουφέκια των Ελλήνων. Ο Ρουµπής αραιώνει το σώµα του και κυκλώνει τα ταµπούρια των Ελλήνων, κυριεύοντας τη βρύση και τα πηγάδια του χωριού. Οι Έλληνες αντιστέκονται µε αποφασιστικότητα και σθένος. Ο Ρουµπής ρίχνει τότε όλες του τις δυνάµεις στη µάχη και αποκόπτει την επικοινωνία ανάµεσα στα ελληνικά ταµπούρια. Οι Έλληνες όµως κρατούν και ο Ρουµπής ευρισκόµενος σε δύσκολη θέση, ζητάει ενισχύσεις από τον Κεχαγιάµπεη. Τη στιγµή εκείνη καταφτάνει ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι µε 700 άνδρες και πλαγιοκοπεί µε επιτυχία τους Τούρκους. Ο Ρουµπής βρίσκεται ανάµεσα σε δυο πυρά και είναι έτοιµος για υποχώρηση, αλλά την τελευταία στιγµή φθάνει η βοήθεια από τον Κεχαγιάµπεη. Ο Κολοκοτρώνης το αντιλαµβάνεται και µοιράζει τους άντρες του στα δύο. Οι µισοί χτυπούν τις ενισχύσεις και οι άλλοι µισοί τον ίδιο. Η µάχη είναι σκληρή, κι οι δυο πολεµούν µε πείσµα.
Το απόγευµα φτάνουν ο Πλαπούτας µε 800 άνδρες, που από παραπειστική κίνηση των Τούρκων είχε κατευθυνθεί προς το Λεβίδι αλλά ειδοποιήθηκε έγκαιρα,.ο Δεληγιάννης και ο Στ. Δηµητρακόπουλος από την Πιάνα και το Διάσελο και µπαίνουν στη µάχη σφυροκοπώντας τους Τούρκους από µπροστά, από πίσω και από τα πλάγια. Οι κλεισµένοι στα ταµπούρια χαιρετίζουν µε οµοβροντίες την άφιξη των συµπολεµιστών τους. Ο Κεχαγιάµπεης στέλνει και νέες ενισχύσεις στον Ρουµπή και οι Τούρκοι κάνουν νέα επίθεση στα ταµπούρια, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία. Πεισµωµένοι οι Τούρκοι ρίχνουν µε τα κανόνια, αλλά πολλές οβίδες πέφτουν στο σώµα του Ρουµπή είτε από ανωµαλίες του εδάφους είτε από κακό χειρισµό. Ο Κολοκοτρώνης, από την ψηλότερη ράχη (που από τότε λέγεται "του Κολοκοτρώνη το βουνό") αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων φωνάζοντας µε τη βροντερή φωνή του, "Μπάρµπα - Μήτρο, βαστάτε γερά, έρχεται ο Κολοκοτρώνης µε 10.000. Έρχεται κι ο
Πετρόµπεης µ' όλους τους Μανιάτες. Έρχεται κι ο Κανέλλος. Βαστάτε και σας φέρνουµε απ' όλα". Με το σούρουπο η µάχη συνεχίζεται πεισµατικά και από τα δυο µέρη, χωρίς κανείς να αφήνει τις θέσεις του. Τη νύχτα ο Κολοκοτρώνης µε µερικούς ψυχωµένους άντρες θα φτάσει στα ταµπούρια για να ενισχύει τους αγωνιστές µε τρόφιµα και πολεµοφόδια και να τους εµψυχώσει. Αφού δώσει τα εφόδια φεύγει πάλι νύχτα. Τα χαράµατα της εποµένης καταφθάνουν και άλλες ελληνικές δυνάµεις και η µάχη ξαναρχίζει. Οι Τούρκοι ρίχνονται µε µανία κατά των ταµπουριών, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία και αποκρούουν όλες τις τουρκικές επιθέσεις. Ο Ρουµπής κινδυνεύει. Από µπροστά τον χτυπούν οι Έλληνες που είναι στα ταµπούρια, από πίσω κι από τα πλάγια τον σφυροκοπούν ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας κι άλλοι οπλαρχηγοί. Οι Τούρκοι χρησιµοποιούν και πάλι το πυροβολικό τους, αλλά αποτυγχάνουν.
Η µάχη αυτή κράτησε 23 ώρες. Ο Κεχαγιάµπεης βλέποντας ότι θα κυκλωθεί ο Ρουµπής και πληροφορούµενος ότι καταφθάνουν ελληνικές δυνάµεις από το στρατόπεδο των Βερβαίνων, δίνει το σύνθηµα της γενικής υποχώρησης. Ο Κολοκοτρώνης αντιλαµβάνεται την υποχώρηση των Τούρκων και διατάζει γενική αντεπίθεση, φωνάζοτας: "Έλληνες, οι Τούρκοι θα φύγουν, ριχτείτε επάνω τους". Με την επίθεση των Ελλήνων µαχητών, η αρχική υποχώρηση των τουρκικών δυνάµεων µετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Οι Τούρκοι κυνηγηµένοι από τους Έλληνες κατευθύνθηκαν προς την Τρίπολη, κατηφορίζοντας πανικόβλητοι την χαράδρα, πετώντας τα όπλα τους για να καθυστερήσουν τους Έλληνες και για να επιταχύνουν τη φυγή τους. Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθώντας το κυνηγητό των Τούρκων, βλέπει ότι πλησιάζουν στον κάµπο όπου οι Έλληνες
κινδυνεύουν από το εχθρικό ιππικό, και φωνάζει δυνατά: "Έλληνες, γυρίστε πίσω, αφήστε Τούρκους για να 'χουµε να σκοτώσουµε κι άλλη µέρα". Οι Έλληνες πειθαρχούν και ανακόπτουν την επίθεση. Μετά από 23 ώρες µάχης η νίκη των Ελλήνων ήταν περιφανής. Οι Τούρκοι υπέστησαν βαρύτατες απώλειες, 514 νεκρούς και πολλούς τραυµατίες. Οι Έλληνες είχαν ελάχιστες - µόλις 7 νεκροί και λίγοι τραυµατίες - ενώ κυρίευσαν πολλά τουφέκια που άφησαν οι Τούρκοι κατά τη φυγή τους. Με τα τουφέκια αυτά οπλίζονται 4.000 Έλληνες. Οι Τούρκοι άφησαν ακόµα 4 πεδινά κανόνια, πολλά πολεµοφόδια, πολλές σκηνές, άφθονα ρούχα και 18 σηµαίες. Η µάχη αυτή σε συνδυασµό µε τις άλλες νικηφόρες µάχες πού δόθηκαν στην περιοχή,όπως της Γράνας, Βερβαίνων, Δολιανών και Λεβιδίου, δυνάµωσε το ηθικό των Επαναστατών και έµελε να προετοιµάσει την άλωση της Τρίπολης αφού ανάγκασε τους Τούρκους να µην ξαναβγούν από την πολιορκούµενη πόλη.
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ Η Τριπολιτσά πριν την Άλωση Η Τριπολιτσά ιδρύθηκε περίπου τον 14ο αιώνα στη θέση τριών ερειπωµένων οικισµών: της Μαντίνειας, Τεγέας και του Παλλαντίου. Η πόλη είχε µεγάλη στρατηγική σηµασία, αφού η θέση της επέτρεπε τον έλεγχο των οδών για τις µεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου. Ήδη από το 1786 η Τρίπολη αποτελούσε έδρα του βιλαετιού του Μοριά µε διοικητή τον "Πασά του Μορέως", τον λεγόµενο Μόρα Βαλέση. Κατά την κύρηξη της επανάστασης Μόρα Βαλέσης ήταν ο Χουρσίτ Πασάς.ήδη από το 1786, ήταν έδρα του βιλαετίου του Μοριά µε διοικητή τον Πασά του Μορέως. Πασάς στην περίοδο της κήρυξης της επανάστασης ήταν ο Χουρσίτ Μεχµέτ Πασάς. Στην πρωτεύουσα λοιπόν διέµεναν οι πιο πλούσιοι και οι σηµαντικοί Τούρκοι αξιωµατούχοι. Έτσι, η πόλη είχε τόσο πολιτική όσο και οικονοµική
σηµασία. Οι Έλληνες είχαν δοκιµάσει να την πολιορκήσουν για πρώτη φορά το 1770 κατά τα ορλωφικά που όµως έληξαν άδοξα και οδήγησαν στη σφαγή του ελληνικού πληθυσµού. Έτσι η Τριπολιτσά ήταν µια σχεδόν αµιγής τουρκική πόλη. Σύµφωνα µε τον Πουκβίλ οι ενορίες της Τριπολιτσάς είχαν τα λιγότερα έσοδα και τους λιγότερους ιερείς. Το 1821, η Τρίπολη διέθετε ισχυρές οχυρώσεις και πυροβολικό, δηλαδή τηλεβόλα και κανόνια. Προστατευόταν από τείχος πλάτους δύο µέτρων στη βάση και 70 εκ. στην άκρη του και ύψους περίπου 4 µέτρων, µε πύργους, µερικοί εκ των οποίων ήταν εξοπλισµένοι µε κανόνια και ηµισελήνους τοποθετηµένες ανά τακτά διαστήµατα κατά µήκος των 3,5 χλµ του. Το τείχος που είχε έξι πόρτες, δεν ήταν σε κλασσικό κυκλικό σχήµα. Υπήρχε επίσης ένα µικρό τετράγωνο φρούριο στο εσωτερικό του τείχους, σε ένα νοτιοδυτικό ύψωµα. Παρόλο τον καλό εξοπλισµό του, ήταν πιο εύκολα προσβάσιµο από τα υπόλοιπα κάστρα της Πελοποννήσου γιατί βρισκόταν καταµεσής
µιας πεδιάδας και γιατί το τείχος ήταν φτιαγµένο από απλές χωρίς ενίσχυση πέτρες αλλά κυριότερα επειδή δεν µπορούσε να ελπίζει σε οποιαδήποτε υποστήριξη δια θαλάσσης. Λίγο πριν την έκρηξη της Επανάστασης, οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει διωγµό κατά του ελληνικού στοιχείου, φοβούµενοι για έναρξη των ελληνικών επιχειρήσεων κατά της πόλης. Ηρωϊκή υπήρξε η στάση πολλών προκρίτων και αρχιερέων που πρόσφεραν τους εαυτούς τους σαν οµήρους στις Τουρκικές αρχές, για να µη γίνει η πόλη αντικείµενο επίθεσης εκ µέρους των επαναστατών. Στη συνέχεια συνελήφθηκαν µε δόλο από τον Χουρσίτ Πασά, κλείστηκαν στις φυλακές της πόλης, και πολλοί βασανίστηκαν και θανατώθηκαν. Ο πληθυσµός της πόλης είχε διπλασιαστεί από την αρχή του πολέµου και είχε φτάσει σύµφωνα µε διάφορες πηγές από 25.000 έως και 34.000κατοίκους. Οι Τούρκοι της Πελοποννήσου,
τροµοκρατηµένοι από τις µάχες, και τους σκοτωµούς των πρώτων εβδοµάδων του πολέµου κατέφυγαν σε πόλεις που φυλάσσονταν από κάστρα. Πριν την έναρξη της πολιορκίας όλοι οι Έλληνες είχαν διαφύγει εκτός από 38 οµήρους εκ των οποίων πέντε επίσκοποι που είχαν κληθεί νωρίτερα από τις οθωµανικές αρχές µε κάποια διοικητική αφορµή. Η ΑΛΩΣΗ Τη στρατηγική σηµασία της κατάληψης της Τρίπολης περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον είχε κατανοήσει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Χάρη στην επιµονή του οι Έλληνες απέφυγαν την πολυδιάσπαση που είχε προταθεί από άλλους οπλαρχηγούς που στόχευαν στα µικρά µεσσηνιακά κάστρα και επικεντρώθηκαν σε έναν µεγάλο και κεντρικό στόχο, που θα βοηθούσε στον ουσιαστικό έλεγχο της Πελοποννήσου.
Αµέσως µετά την έκρηξη της επανάστασης, ο Γέρος του Μοριά, σε αντίθεση µε τις διαφορετικές απόψεις των άλλων στρατιωτικών αρχηγών που ετάσσοντο υπέρ της πολιορκίας και της εκπόρθησης πρώτα των µικρών µεσσηνιακών κάστρων, είχε κατανοήσει πως η κατάληψη της Τριπολιτσάς θα ήταν πρωταρχικής σηµασίας γιατην επανάσταση, αφού θα επέτρεπε στις ελληνικές δυνάµεις να ελέγχουν τον Μοριά και να καταλάβουν ευκολότερα τις υπόλοιπες περιοχές. Πίστευε σθεναρά ότι δεν έπρεπε αυτές να πολυδιασπαστούν, αλλά να συγκεντρωθούν στην πολιορκία ενός µεγάλου στόχου, της Τριπολιτσάς. Εξάλλου, ο τουρκικός στρατός θα µπορούσε, µε ορµητήριο την Τρίπολη, να διαλύσει τις πολιορκίες άλλων κάστρων και να καταπνίξει τον Αγώνα. Τελικά η γνώµη του επικράτησε και έτσι η κατάληψη της Τρίπολης αποτέλεσε τον πρώτο στόχο των επαναστατών. Πριν την κύρηξη της Επανάστασης ο διοικητής του Μοριά Χουρσίτ πασάς είχε εκστρατεύσει µε διαταγή της Πύλης στην Ήπειρο για να
καταστείλει την εξέγερση του Αλή πασά. Στη θέση του ο Χουρσίτ άφησε το Μεχµέτ Σαλίχ πασά. Με την κύρηξη της Επανάστασης, ο Χουρσίτ πασάς έστειλε στο Μοριά δύναµη από 4000 Τουρκαλβανούς υπό τον Μουσταφά πασά (Μουσταφάµπεη) για να ενισχύσει την πολιορκούµενη πόλη. Ο Μουσταφάµπεης κατά την κάθοδό του προς την Τρίπολη σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόµο του, πυρπόλησε τη Βοστίτσα (Αίγιο), έλυσε την πολιορκία του Άργους και της Ακροκορίνθου και τελικά µπήκε στην πολιορκηµένη πόλη στις 6 Μαΐου του 1821. Ο Κολοκοτρώνης πάντως επέτρεψε στον Μουσταφά να περάσει δίχως µάχη, γιατί προτίµησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωµένους µέσα στην πόλη. Έτσι την πόλη υπεράσπιζαν συνολικά 10.000 Τουρκαλβανοί µε αρχηγό τον Μουσταφάµπεη. Για την αποτελεσµατική πολιορκία της πόλης ο Κολοκοτρώνης µε τους άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς εγκατέστησε γύρω από την Τρίπολη στρατόπεδα,στην Καρύταινα, στο Βαλτέτσι, στα Βέρβαινα,
στην Πιάνα κλπ., συγκεντρώνοντας δυνάµεις, οργανώνοντας τους αγωνιστές καθώς και τον ανεφοδιασµό τους και συντονίζοντας τις πολεµικές επιχειρήσεις γύρω από την πόλη. Συνεχείς προσπάθειες των πολιορκούµενων να διασπάσουν τον κλοιό αποτύγχαναν αφού αποκρούοντο από τους επαναστάτες που είχαν καλά οργανωθεί και οχυρωθεί στις γύρω ορεινές περιοχές του Μαινάλου και είχαν αποκλείσει τα κρίσιµα περάσµατα. Οι ελληνικές δυνάµεις που λάβαιναν µέρος στην πολιορκία περιελάµβαναν 10.000 άνδρες περίπου. Μετά τις 20 Ιουλίου του 1821 οι πολιορκούµενοι Τούρκοι είχαν φθάσει τις 15.000. Στον παραπάνω πληθυσµό προστέθηκαν στο µεταξύ και αρκετοί Τούρκοι κάτοικοι που κατέφθαναν από διάφορες περιοχές (Ζούρτσα, Ανδρίτσαινα, Καρύταινα κ.λ.π.) για να βρούν προστασία. Έτσι µαζί µε τους 4.000 άνδρες του Μουσταφάµπεη, ο αριθµός των πολιορκούµενων ξεπερνούσε τις 30.000 κατοίκους και κατ' άλλους 35.000. Για να αντιµετωπίσουν
την έλλειψη τροφίµων, οι Τούρκοι άρχισαν να διώχνουν από την πόλη τις ελληνικές οικογένειες. Αποφασιστικής σηµασίας για την έκβαση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς στάθηκε η νίκη στο Βαλτέτσ,ι στις 12-13 Μαΐου του 1821 εναντίον ισχυρής τουρκικής δύναµης µε αρχηγό το Μουσταφάµπεη. Ο Μουσταφά, επικεφαλής ισχυρού σώµατος 4000 ανδρών, επεχείρησε να αιφνιδιάσει τους στρατοπεδευµένους Έλληνες στο Βαλτέτσι. Οι λίγοι υπερασπιστές του στρατοπέδου, αµύνθηκαν ηρωϊκά. Στη συνέχεια κατέφθασαν προς ενίσχυση και άλλα ελληνικά σώµατα και οι Έλληνες µε τους Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Αναγνωσταρά και άλλους αντεπετέθηκαν και κατατρόπωσαν τους Τούρκους που υπέστησαν µεγάλη πανωλεθρία και σηµαντικές απώλειες. Μετά τη σηµαντική νίκη αυτή, καθώς και τις νίκες στα Δολιανά, 18 Μαΐου 1821, στα Βέρβαινα, στη Γράνα και στο Καπαρέλι, ο κλοιός
άρχισε να σφίγγει γύρω από την πόλη. Τα επαναστατικά σώµατα µε αρχηγούς το Θ. Κολοκοτρώνη, Δ. Υψηλάντη, Δ. Πλαπούτα, Αναγνωσταρά, Γιατράκο και άλλους προωθήθηκαν και κατέλαβαν θέσεις γύρω από την Τριπολιτσά, πιάνοντας όλα τα υψώµατα και αποκλείοντας όλες τις διαβάσεις. Η θέση των πολιορκούµενων είχε γίνει πια δραµατική αφού η πόλη υπέφερε από αρρώστειες και από έλλειψη τροφίµων και νερού. Τότε οι Αλβανοί ήλθαν σε διαπραγµάτευση µε τον Κολοκοτρώνη και µετά από συµφωνία έφυγαν υπό την προστασία του Δηµ. Πλαπούτα και πέρασαν στη Ρούµελη. Και ενώ άρχιζε να διαφαίνεται η πτώση της πόλης, µε τους πολιορκούµενους να έχουν αρχίσει να διαπραγµατεύονται την παράδοσή της, τελικά, στις 23 Σεπτεµβρίου 1821, µετά από πεντάµηνη πολιορκία, ένα τυχαίο περιστατικό ήλθε να επιταχύνει την τελική της έκβαση. Την µέρα εκείνη µάλιστα οι Τούρκοι έκαναν σύσκεψη στο σεράϊ για να αποφασίσουν για την παράδοση της πόλης.
Ένας Τσάκωνας αγωνιστής από τον Πραστό, ο Μανώλης Δούνιας, που είχε φιλία µε ένα Τούρκο τηλεβολιστή και τον επισκεπτόταν κρυφά στην τάπια του Ναυπλίου ανταλλάσσοντας τρόφιµα µε τουρκικά όπλα, κατάφερε µαζί µε δύο άλλους Τσάκωνες να εξουδετερώσει τους φρουρούς και να καταλάβει το τηλεβολείο. Αµέσως το έστρεψε κατά της πόλης και έβαλε κατά του σαραγιού. Ο ιστορικός Νικόλαος Σπηλιάδης, από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους του Αγώνα, που έζησε τα γεγονότα γράφει στα "Αποµνηµονεύµατά" του για το περιστατικό αυτό: "O Μανώλης Δούνιας από τον Πραστόν... 'Ήταν ηµέρα Παρασκευή, εικοστή τρίτη του Σεπτεµβρίου 1821... και ο Δούνιας ανεβαίνει το τείχος επί σκοπώ να εξαγάγει τον Τούρκον... Κατόπιν τούτου έδραµον άλλοι και ανεβαίνουσιν ωσαύτως. Κατόπι δε τούτων και άλλοι, ό,τε αδελφός του Κεφάλα και ο Διονύσιος Βασιλείου, και όρµησαν τινές εν ριπή οφθαλµού εις το επί της πύλης (του
Ναυπλίου) πυροβολοστάσιον, στρέφωσι τα πυροβόλα προς την πόλιν... ". Τότε και άλλοι Έλληνες που ήταν εκεί κοντά σκαρφάλωσαν µε σχοινί στα τείχη και άνοιξαν τις πύλες του Ναυπλίου και του Μυστρά. Από αυτές ξεχύθηκαν τα σώµατα από τα κοντινά υψώµατα της Βολιµής και του Αγίου Σώστη υπό τους Κεφάλα, Ζαφειρόπουλο, Παπαπαναστάση και άλλους που σύντοµα άνοιξαν όλες τις καστρόπορτες από όπου εφόρµησαν και οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάµεις. Οι Τούρκοι πρόβαλαν λυσσασµένη αντίσταση και έγινε φοβερή µάχη σώµα µε σώµα στους δρόµους της πόλης. Οι Επαναστάτες όµως ήσαν πλέον ασυγκράτητοι και παθιασµένοι και κατάφεραν γρήγορα να εξουδετερώσουν κάθε αντίσταση. Πολλοί Τούρκοι οχυρώθηκαν στα σπίτια από όπου απεγνωσµένα αµύνοντο, αλλά οι Επαναστάτες έβαζαν φωτιά και τους έκαιγαν ή τους ανάγκαζαν να βγούν. Στο τέλος έπεσε και η µεγάλη Τάπια,
τελευταίο σηµείο αντίστασης των Τούρκων. Επακολούθησε ανηλεής σφαγή των Τούρκων, στρατιωτών και αµάχων, από τους διψασµένους για εκδίκηση Έλληνες - παρά τις προσπάθειες αρκετών οπλαρχηγών να διασώσουν τους αιχµαλώτους-, και η Τριπολιτσά παραδόθηκε στις φλόγες. Ο Παναγιώτης Κεφάλας υψώνει τη σηµαία στα ερείπια της απελευθερωµένης Τριπολιτσάς. Πίνακας του Peter von Hess. Ο Κολοκοτρώνης πάντως τήρησε την υπόσχεσή του στον αρχηγό των Αλβανών Αχµέτ Μπέη να µην πειράξει όσους Αλβανούς απέµειναν στην πόλη, τους οποίους και άφησε να φύγουν για την Ήπειρο. Από την εκδικητική µανία των
Ελλήνων πέρασαν και ορισµένοι Έλληνες κάτοικοι που είχαν αντιταχθεί στην Επανάσταση, καθώς και οι Εβραίοι της πόλης, αφού οι επαναστάτες δεν είχαν ξεχάσει τη συµµετοχή των Εβραίων στη πρόσφατη διαπόµπευση στην Πόλη του πτώµατος του Γρηγορίου του Ε'. Ο Γενναίος, γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, γράφει στα "Υποµνήµατα" (1821-1827) για άλωση της Τριπολιτσάς: "Οι Έλληνες εν διαστήµατι τριών ηµερών εφόνευσαν υπέρ τους 5.000 µαχητάς και ηχµαλώτισαν υπέρ τους 7300 παντός γένους και ηλικίας και εκ των 13.000 εντοπίων και ξένων οίτινες ήτον εις Τρίπολιν, µόλις 1.500 Αλβανοί κατ' έλεος του Κολοκοτρώνη, εσώθησαν, οίτινες συνοδευθέντες υπό τον Πλαπούτα µέχρι της Βοστίτσας, ασφαλώς απεβιβάσθησαν εις την Ρούµελην. Έλληνες εις την περίστασιν ταύτην εφονεύθησαν περί τους 150".
Η άλωση της Τριπολιτσάς υπήρξε αποφασιστικής σηµασίας για την εδραίωση και την εξέλιξη της Επανάστασης, ενώ τόνωσε σηµαντικά το ηθικό των εξεγερµένων Ελλήνων. Η πιο σηµαντική εστία τουρκικής αντίστασης στη νότια Ελλάδα είχε πλέον εξαλειφθεί, ενώ οι επαναστατικές δυνάµεις µπορούσαν πλέον να στραφούν προς άλλα τουρκοκρατούµενα οχυρά και πόλεις. Στα χέρια των Ελλήνων περιήλθαν χιλιάδες όπλα και µεγάλες ποσότητες πολεµοφοδίων που θα τα χρησιµοποιούσαν για ενίσχυση του αγώνα σε άλλες επιχειρήσεις, όπως στις πολιορκίες της Μεθώνης, της Πάτρας και του Ναυπλίου. Σύµφωνα µε τον Περικλή Θεοχάρη: "η πτώσις της Τριπολιτσάς, µετά από έξάµηνον πολιορκίαν, υπήρξε αποφασιστική για την εδραίωσιν και την εξέλιξιν του Αγώνος...δηµιουργούσε αυτοπεποίθησιν στους αγωνιστές, που τώρα µπορούσαν ευκολώτερα να κτυπήσουν τα άλλα φρούρια, όσα
βρίσκονταν ακόµη στα χέρια των Τούρκων, και ανέβαζε το ηθικό τους, καθώς είχε πια εξουδετερωθή η κυριοτέρα εστία της τουρκικής αντιστάσεως. Με τα λάφυρα εξ άλλου, στα οποία περιλαµβάνονταν 11.000 όπλα, µπόρεσαν να οπλισθούν πολλοί αγωνισταί, ώστε η επανάσταση να πάρει πλέον διαστάσεις.'' Στερεά Ελλάδα Η Άλωση του κάστρου των Σαλώνων Η Ελληνική Επανάσταση κηρύχτηκε στη Ρούµελη στις 24 Μαρτίου 1821 και στις 27 άρχισε η πολιορκία των Σαλώνων. Σύµφωνες είναι οι πληροφορίες των Σπ. Τρικούπη, Ι. Φιλήµονος, Γκόρντον, Φίνλεϊ, Κοκκίνου και Κορδάτου, ενώ ο Κ. Παπαρρηγόπουλος αναφέρει το γεγονός παρενθετικά, σε µόνον δύο σειρές, περιγράφοντας τα γεγονότα του 1822. Η απόπειρα της ιστορικής αποκατάστασης δεν στοχεύει στην ανάδειξη γενναίων και
µη Ελλήνων, πρώτων και δευτέρων, ταχύτερων και αργοπορούντων, απλώς ενισχύει την πεποίθηση πως η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν ένα τολµηρό, άσκεφτο διάβηµα ολίγων, αλλά η εφαρµογή από πολλούς και ικανούς ενός πολυµήχανου σχεδίου που προέβλεπε την ταυτόχρονη έκρηξή της σε κάποια νευραλγικά σηµεία. Οι Σαλωνίτες κήρυξαν την Επανάσταση σχεδόν ταυτόχρονα µε τους Καλαβρυτινούς, τους Πατρινούς και τους Μανιάτες. Δεν γνωρίζουµε ποια θα ήταν η έκβαση του Αγώνα αν τα Σάλωνα την κάθοδο των Τούρκων από τα βόρεια στην Πελοπόννησο και αν δεν εµψύχωναν τους υπόδουλους, παραµένοντας λεύτερα για έναν ολόκληρο χρόνο. Η επιλογή της Παρνασσίδας ως αφετηρίας του Αγώνα δικαιολογείται απόλυτα από τη γεωγραφική και στρατηγική της θέση, βρισκόµενη µεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και απέναντι από την Πελοπόννησο, αποτελούσε ένα είδος ασπίδας ικανής να ανακόψει τον επερχόµενο κίνδυνο από Λαµία ή Ήπειρο, χάρη στα στενά της Γραβιάς και της Δαυλίδας και τους ορεινούς
όγκους της Γκιόνας και του Παρνασσού. Τα Σάλωνα αποτελούσαν θέση-κλειδί όχι µόνον λόγω της προνοµιούχου θέσης τους, αλλά και χάρη στο εξαιρετικά καλά οχυρωµένο κάστρο τους. Όσες φορές τα Σάλωνα κατέχονταν από τους Τούρκους, η Πελοπόννησος κινδύνευε και παρέλυαν όλες οι δραστηριότητες των Ελλήνων, η κυριαρχία των Οθωµανών στις διαβάσεις της Γραβιάς, της Άµπλιανης και στο Κρισσαίο πεδίο ήταν µια σοβαρή απειλή όχι µόνον για την Πελοπόννησο αλλά και για την Αττική. Δίκαια τα Σάλωνα τιµήθηκαν ως πρώτη πρωτεύουσα της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, αφού δικαιολογηµένα εξεγέρθηκαν πρώτα µεταξύ πρώτων, όπως άρµοζε στη θέση τους. Του ξεσηκωµού αυτού ηγήθηκε ο κλεφταρµατολός Πανουργιάς, ενώ τον ευλόγησε ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας, ο µόνος Έλληνας δεσπότης που πολέµησε και τελικά θυσιάστηκε. Τρία χρόνια όριζε στα Γιάννενα ο Αλή πασάς τον κλεφταρµατολό Πανουργιά, κατόρθωσε όµως να δραπετεύσει και να γυρίσει στα παλιά του ληµέρια.
Πολλά διδάχθηκε και δεν έχασε την ευκαιρία να συστηµατοποιήσει το δεύτερο αρµατολίκι του. Στις διαταγές του είχε 60 άντρες, που απ/ το 1820 παρουσίαζαν εµφάνιση τακτικού στρατιωτικού σώµατος και πειθαρχούσαν στον αρχηγό τους. Φιλικός και ο Ησαΐας, γνώριζαν καλά το χρέος τους να επισπεύσουν την κήρυξη της Επανάστασης. Παντού είχε σκορπίσει επιστολές ο δαιµόνιος Παπαφλέσσας, ότι το κίνηµα έπρεπε να εκραγεί το πολύ µέσα στο Μάρτιο για να µη χαθεί η υπόθεση. Ο Μάρτιος του 1821 βρήκε τα Σάλωνα έρηµα από άντρες. Όλοι τους ήταν απασχοληµένοι µε την προετοιµασία του πολέµου. Οι Ξεπλαταίοι, οι Φλωκαίοι, οι Ματζιναίοι και πολλοί άλλοι είχαν αναλάβει την κατασκευή της µπαρούτης, στα σπήλαια προς το µέρος του Αγαθυµιάς και του Γαλαξιδίου. Κάτω από την επίβλεψη του Χριστόφορου Φλώκου άλλοι έβγαζαν νίτρο απ/ την κοπριά των γιδιών, άλλοι έφτιαχναν τα κάρβουνα από τις ασφάκες και τα κλήµατα και άλλοι χτυπούσαν τη µάζα στους λαξευµένους λάκκους των βράχων. Μόλις τα πολεµοφόδια ήταν έτοιµα, κατέβαιναν οι
καλόγεροι του Προφήτη Ηλία µε τα µουλάρια και τη νύχτα τα ανέβαζαν στο απέναντι βουνό το Μετόχι. Το πρώτο δεκαήµερο του Μαρτίου έγινε στο Γαλαξίδι πολεµικό συµβούλιο, ύστερα από πρόσκληση του Κ. Παπαδιαµαντόπουλου, απεσταλµένου από τον επίσκοπο Παλαιών Πατρών Γερµανό. Οι Ησαΐας, Ανδρούτσος, Πανουργιάς, Γκούρας, Κόντος και άλλοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί της Ανατολικής Στερεάς αποφάσισαν να πράξουν από κοινού µε τους Πελοποννήσιους για τη επιτυχή έκβαση του Αγώνα.Στον Πανουργιά δόθηκαν 14.000 γρόσια για να ετοιµάσει στρατό. Στις 24 Μαρτίου ο Πανουργιάς πήγε µε 60 άνδρες του στο µοναστήρι του Προφήτη Ηλία, όπου συναντήθηκε µε τους προεστούς των Σαλώνων Αναγνώστη Γιαγτζή, Ρήγα Κοντορρήγα, και Αναγνώστη Κεχαγιά και άλλους προύχοντες:
"Οµιλώντας µετά του αρχηγού Πανουργιά όλην την νύκτα την 24 Μαρτίου διά να κινήσωµεν την Επανάστασιν της Ρούµελης κατά των Τούρκων, µε απεκρίθη: -Μπρέ, δεν το εκβάζοµεν πέρα διότι είναι µεγάλη δουλειά. Τον απεκρίθη: -Καπετάνιε, το εκβάζοµεν πέρα διότι έχοµεν βοηθούς όλας τας δυνάµεις. Με απεκρίθη: -Πήγαινε είς το Γαλαξείδιον να οµιλήσης και συµφωνήσεις µε του προύχοντες αν εκβάζουν τα πλοία των εις τον κόρφον του Επάχτου και αν οι της ξηράς θέλουν έλθη προς βοήθειάν µας. Εγώ δε δια νυκτός από την µονήν του ειρηµένου Προφήτου Ηλία διευθύθην εις Γαλαξείδιον, κάµνοντας µε τους προύχοντας κατ' ιδίαν συνέλευσιν. Αµέσως, απεφασίσαµεν και εφονεύσαµεν όλους τους εις Γαλαξείδιον Οθωµανούς και οίτινες ήσαν εις τα φορτικά
πλοία και περί τας αυγάς υψώσαµεν την σηµαία της ελευθερίας και εφοπλίσθηµεν άπαντες και εστρατεύσαµεν διά ξηράς και διά θαλάσσης". Έτσι ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις τη νύχτα της 24ης προς την 25η Μαρτίου ο Πανουργιάς, δίχως να χάσει χρόνο, κήρυξε την Επανάσταση στην περιφέρεια των Σαλώνων και έστειλε τον γαµπρό του και οπλαρχηγό του [B]Θανάση Μανίκα[B] µαζί µε τον [B] Παπανδρέα[B] από την [B]Κουκουβίστα[B] να στρατολογήσουν στα Βλαχοχώρια της Δωρίδας όσους µπορούσαν να φέρουν όπλα, τον δε ανιψιό του Γιάννη Γκούρα στο χωριό Αϊ-Γιώργης κοντά στα Σάλωνα, για να 'ρθει σε επαφή µε τους Γαλαξιδιώτες, ζητώντας σύµπραξη. Οι θαρραλέοι Γαλαξιδιώτες δέχθηκαν οµόφωνο ενθουσιασµό το επαναστατικό κίνηµα και ανακήρυξαν τον Γκούρα αρχηγό τους:
"Η συµµετοχή αυτή του Γαλαξειδίου είχε εξαιρετικήν σηµασίαν. Δεν ήσανε µόνον το πολεµικόν σώµα του Πανουργιά έτοιµον να κινηθή, αλλά και του προσέφερε και την συµβολήν της θαλάσσης. Το Γαλαξείδι διέθετε 40 πλοία µεγάλα και αρκετά µικρά, ικανά να εκµηδενίσουν την απειλή των τουρκικών πλοίων που ευρίσκοντο εις τον λιµένα της Ναυπάκτου. Εξησφαλίζετο λοιπόν η ελευθερία του Κορινθιακού κόλπου και η ανακοπή των συγκοινωνιών των Τούρκων της περιφερείας και δευκολύνετο η επικοινωνία των Ρουµελιωτών µε την απέναντι επαναστατηµένην Πελοπόννησον". Τόσο ενθουσιάστηκε ο Γκούρας που δεν περίµενε να συνεννοηθεί µε τον Πανουργία· µε τους 150 µαχητές του στάθµευσε τη νύχτα στο χωριό Αϊ-Γιώργης απ όπου έστειλε γράµµα στον Πανουργιά, στον Προφήτη Ηλία, δηλώνοντας την επιθυµία του να "βαρέσει ταχιά τα Σάλωνα" και ζητώντας άµεση βοήθεια." Ο Πανουργίας, γνωρίζοντας την αποφασιστικότητα του, έσπεύσε να στείλει αγγελιαφόρο ζητώντας του να µην επιτεθεί έως ότου πάρει νεότερη διαταγή του
και να µην καταστρέψει από βιασύνη την Επανάσταση. Ευτυχώς, ο Γκούρας συγκρατήθηκε. Στους Τούρκους των Σαλώνων είχαν προστεθεί και αρκετοί οµογενείς τους από το Αίγιο, διωγµένοι από τον επικείµενο κίνδυνο της Επανάστασης. Ο τρόµος τους οδήγησε να οχυρωθούν στο ακατοίκητο τότε κάστρο µαζί µε τις οικογένειες τους. Εξακόσιοι ένοπλοι κλείστηκαν εκεί, αφού ζήτησαν βοήθεια από τις γειτονικές πόλεις. Για να ενισχύσεί ο Πανουργιάς τις ασθενέστερες αριθµητικά ελληνικές δυνάµεις, µεταχειρίστηκε ένα εκπληκτικό τέχνασµα φρόντισε να φτάσουν στα σηµεία όπου βρίσκονταν οι αρχηγοί των τµηµάτων του ψεύτικες ειδήσεις "αυτόπτη µάρτυρα", που δήθεν είχε δει στον όρµο των Σαλώνων,στον Κρισσαίο κόλπο, ρωσικά καράβια. -Τι περιµένετε, λοιπόν, ακόµα; φώναξαν ενθουσιασµένοι οι οπλαρχηγοί. Το ηθικό των επαναστατών αναπτερώθηκε και
ορµητικά άρχισαν να συρρέουν απ όλη τη Φωκίδα οι εθελοντές, φτάνοντας τελικά στους 520. Στις 27 Μαρτίου, ξηµερώµατα, τα Σάλωνα βρέθηκαν σε κατάσταση πολιορκίας. Στη µία µετά τα µεσάνυχτα δόθηκε το σύνθηµα. Η πρώτη µεγάλη φωτιά φάνηκε στο Παλουκάκι της Δεσφίνας κι ακολούθησαν οι άλλες στο Μετόχι του Προφήτη Ηλία, στον Κόφφινα κοντά στα Λιβαδάκια, στον Αϊ-Θανάση στο Ρέµα της Μηλιάς και στην Κουτσουρέρα πάνω απ την Αγια-Θυµιά. Τα παλικάρια συγκεντρώθηκαν έξω από την πόλη σε τρία τµήµατα: το αριστερό διοικούσε ο Γκούρας, το δεξιό ο Παπαντριάς και ο Θανάσης Μάνικας και το κέντρο ο Πανουργιάς. Οι Γαλαξιδιώτες έφεραν ψιλά όπλα, πολεµοφόδια και µικρά κανόνια από τα καράβια τους. Ανάµεσα τους διακρίνονταν ο Ιωάννης Καραλίβανος, αξιωµατικός για πολλά χρόνια στα τουρκικά πλοία,
και οι γενναίοι οπλαρχηγοί Γιάννης και Νικολάκης Μητρόπουλος. Η επίθεση, άρτια οργανωµένη, κράτησε 4 ώρες. " Καθώς οιΤούρκοι υποχωρούσαν για να κλειστούν στο Κάστρο, ένας σκοπευτής τους, οχυρωµένος στα τουρκικά λουτρά (χαµάµ) έριξε και το βόλι βρήκε τον άτυχο Σταµάτη Τράκα στο µέτωπο. Ήταν ο πρώτος νεκρός στην πρώτη επίσηµη µάχη της επαναστατηµένης Ρούµελης. Ο πατέρας του, Θόδωρος Τράκας, βλέποντας νεκρό το παιδί του, έσφιξε την καρδιά και είπε στους στρατιώτες: "Γάµος χωρίς σφαχτά δεν γίνεται". Στην οικία του Αναγνώστη Κεχαγιά υψώθηκε το λάβαρο της Επαναστάσεως. Αµέσως συγκροτήθηκε ελληνική διοίκηση. Την αποτελούσαν οι Αναγνώστης Κεχαγιάς, Αναγνώστης Γιαγτζής, Ρήγας Κοντορρήγας, Γιωργάκης
Παπαηλιόπουλος, Ηλίας Κόκκαλης, Ευστάθιος Μαρκίδης ή Μαρκόπουλος, Δεσιερλής, Βασίλειος Χατζάρας, Ευθύµιος Κρανάκης, Λουκατζίκος, Παπαϊωάννης Οικονόµος και Χαρίτος, µε πρόεδρο τον επίσκοπο Ησαΐα." Την ίδια µέρα άρχισε η πολιορκία του Κάστρου. Τα µπρούντζινα γαλαξιδιώτικα κανόνια στήθηκαν στο σπίτι του Στράγκα, που βρισκόταν στο άκρο της πόλης. Με τους πρώτους πυροβολισµούς σκοτώθηκαν µια γυναίκα και δύο παιδιά και καταστράφηκαν δύο φορτώµατα άλευρα των Τούρκων. Καθώς, όµως, οι υπόλοιποι πυροβολισµοί πήγαιναν χαµένοι, τα κανόνια µεταφέρθηκαν στα Μνήµατα, πάνω από τη συνοικία Χάρµαινα, κοντά στο στρατηγείο του Πανουργιά. Οι Τούρκοι αρνούνταν να παραδοθούν, ελπίζοντας σε ενισχύσεις από Εύβοια και Λαµία. Ο Πανουργιάς κάλεσε τους οπλαρχηγούς σε συµβούλιο· καµία πρόταση δεν φαινόταν αρκετά καλή, µέχρι που πήρε το λόγο ο
Καραπλής. Ζήτησε µαραγκούς, σανίδια και πάτερα. Ήταν Πρωταπριλιά, παραµονή του Λαζάρου. Στο χώρο κάτω από τα πηγάδια, ο Καραπλής κατασκεύασε σκαλωσιά και ανέβηκε µαζί µε 30-40 παλικάρια, γκρεµίζοντάς την στο τέλος. -Πώς θα γυρίσουµε πίσω; ρώτησε κάποιος. -Εδώ ήρθαµε για να νικήσουµε ή να σκοτωθούµε, απάντησε ο Καραπλής. Το πρωί των Βαίων ένας Τούρκος κατέβηκε για νερό στα "πηγάδια". Μια µπαταριά και ξαπλώθηκε νεκρός." Χωρίς νερό, οι εχθροί περιήλθαν σε δεινή θέση. Η απόπειρά τους να καταλάβουν την πηγή, στις 8 Απριλίου, έληξε άδοξα µε νεκρούς 13 Τούρκους, ανάµεσα τους και το πρωτοπαλίκαρο Χάιτας. Μην αντέχοντας τη δίψα, οι Τούρκοι βρέθηκαν σε απόγνωση και έστειλαν τους µπέηδες να διαπραγµατευθούν.
-Ποιος είναι ο αφέντης σας, να προσκυνήσουµε; ρώτησαν τον Πανουργιά. -Να! Εγώ είµαι ο αφέντης σας και σε µένα θα προσκυνήσετε, αποκρίθηκε εκείνος. Του ζήτησαν να φύγουν µαζί µε τ άρµατά τους. Ο Πανουργιάς επαναστάτησε: - Ωρέ παλιόσκυλα, γι αυτά τα παλιοσίδερα σας κάνω τον πόλεµο. Τους υποσχέθηκε όµως ασφάλεια ζωής, τιµής και περιουσίας. Δεκατρείς ολόκληρες µέρες κράτησε η πολιορκία. Στις 10 Απριλίου, ανήµερα της Λαµπρής, άνοιξε η πύλη και οι Τούρκοι άρχισαν να βγαίνουν, παραδίνοντας τα όπλα στον Πανουργιά. Στο µεταξύ, ο Γαλαξιδιώτης Γιάννης Μητρόπουλος ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης στο Κάστρο. Ύστερα από 4 αιώνες σκλαβιάς, οι Σαλωνίτες γιόρτασαν το πρώτο λεύτερο Πάσχα στην πατρίδα τους.
Ο Νικόλαος Μητρόπουλος υψώνει τη σηµαία στα Σάλωνα.
Παρά τη συνθήκη, οι Τούρκοι άρχισαν να δολοφονούνται άγρια απ όποιον Έλληνα τους έβρισκε αποµονωµένους. Πώς να ξεχαστούν τόσα χρόνια καταπίεσης, εξευτελισµών και βασανιστηρίων; Κι όταν έφτασε το µαντάτο ότι οι Τούρκοι της Λαµίας ετοιµάζονταν να καταλάβουν τα Σάλωνα, ο Πανουργιάς, για να µην έχει µπρος και πίσω του εχθρούς, αποφάσισε να εξοντώσει όλους τους Τούρκους. Η απόφαση πάρθηκε σε σύσκεψη του µε τους Διάκο και Δυοβουνιώτη στις 10 Απριλίου στους Κοµποτάδες της Λαµίας. Ο µόνος που γλίτωσε ήταν ο Οσµάν µπέης, χάρη στη φιλική συµπεριφορά που επέδειξε, όντας γενικός διοικητής των Σαλώνων, κυρίως µε την άρνηση του να δολοφονηθούν τα παιδιά των δηµογερόντων που είχαν συλληφθεί ως αντίποινα κατά την αρχή της
Επανάστασης.Οι Έλληνες τον αντάλλαξαν µε δύο δικά µας παλικάρια στα Γιάννενα. Η κήρυξη της Επανάστασης στα Σάλωνα και το πάρσιµο του Κάστρου τους έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη µετέπειτα εξέλιξη του Αγώνα. Οι Έλληνες οπλίστηκαν µε 600 όπλα και ανάλογα πολεµοφόδια, λάφυρα απ τους έγκλειστους. Ο Παπαηλιόπουλος ανέλαβε το ταµείο της επαναστατηµένης επαρχίας, φροντίζοντας να βοηθήσει και τις γειτονικές περιοχές: Λιδωρίκι, Υπάτη, Καρπενήσι, Αταλάντη, Λιβαδειά. Οι ειδήσεις απλώνονταν σαν αστραπή. Στις 28 Μαρτίου 1821, ο Δήµος Σκαλτσάς, οπλαρχηγός Λιδωρικίου και Μαλανδρίνου, αµέσως µόλις έµαθε για την κατάληψη των Σαλώνων, συνεννοήθηκε µε τον Αναγνώστη Λιδωρίκη, τον παπα Γιώργη Πολίτη και άλλους προεστούς των δύο επαρχιών και µε 60 δικούς τους αρµατολούς και
όσους από τους χωρικούς µπορούσαν να φέρουν όπλα, ύψωσαν τη σηµαία της ελευθερίας. Μετά την άλωση του Κάστρου, οι Σαλωνίτες οπλαρχηγοί τράπηκαν προς Βορρά. Ο Δυοβουνιώτης προήλασε προς τη Μενδενίτοα και το Τουρκοχώρι της Ελάτειας, κηρύσσοντας την Επανάσταση και κυριεύοντας το µεσαιωνικό κάστρο της Βοδονίτσας, στις 18 Απριλίου 1821. Ο Πανουργιάς, µαζί µε τον επίσκοπο Ησαΐα. προήλασαν, µέσω Γραβιάς, προς τη Μονή Δαµάστας και από κει στο χωριό Μουσταφάµπεη, την Ηράκλεια,το οποίο και κατέλαβαν στις 20 Απριλίου 1821. Η µεγάλη νίκη των Ελλήνων στα Βασιλικά, στις 28 Αυγούστου του 1821, ήταν ανεπιφύλακτα συνέπεια της άλωσης του Κάστρου των Σαλώνων. Οι Γκούρας, Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς µε τα ψυχωµένα παλικάρια τους συνέτριψαν στρατό δεκαπλάσιο των Τούρκων του Μπεϊράν πασά και µαταίωσαν κάθε ενδεχόµενο
καθόδου τους στην Πελοπόννησο. Απελπισµένοι οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς για τη βοήθεια που περίµεναν και που ποτέ δεν θα φτανε, αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Τα Σάλωνα έµειναν ελεύθερα ολόκληρο τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης- οι πρόκριτοι τους κυβερνούσαν χωρίς τη θέληση των µπέηδων και των πασάδων και οι όµορφες κοπέλες έβγαιναν να πάν στη βρύση για νερό χωρίς το φόβο να κλειστούν σε τουρκικά χαρέµια. Η πρωτόγνωρη αυτή αίσθηση ελευθερίας έγινε µήνυµα ελπίδας για τον υπόδουλο Ελληνισµό και το Κάστρο των Σαλώνων, το πρώτο κάστρο που έπεφτε σε χέρια ελληνικά, απόρθητο σύµβολο της Επανάστασης που σαν άνεµος είχε αρχίσει να σαρώνει την τουρκική τυραννία.
Η Βοιωτία επαναστατεί 27 Μαρτίου 1821 Το τρίτο δεκαήµερο του Μαρτίου του 1821 υπήρχαν πολλές ενδείξεις και διάσπαρτες φήµες ότι οι Έλληνες θα επαναστατούσαν µε κύρια εστία την Πελοπόννησο. Στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, στην περιοχή της Λιβαδειάς καπετάνιος στο αρµατολίκι της περιοχής ήταν ο Αθανάσιος Διάκος γεννηµένος στην Μουσουνίτσα Φωκίδος και µυηµένος στην Φιλική Εταιρεία ήδη από το 1818, όταν ήταν πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Όταν µέσω του αγγελιοφόρου και υπαρχηγού στο αρµατολίκι Βασίλη Μπούσγου µαθεύτηκε η γενική εξέγερση στην Πελοπόννησο, ο Διάκος αποφάσισε να υψώσει την σηµαία της
Επανάστασης κάµπτοντας τους όποιους δισταγµούς και των προκρίτων της περιοχής (Λογοθέτης, Λάµπρος Νάκος, Φίλων). Σύντοµα έφτασαν στην περιοχή και τα νέα για την εξέγερση των Ελλήνων και την πολιορκία των Τούρκων στα Σάλωνα εκφοβίζοντας τους ντόπιους Τούρκους ότι κάτι τέτοιο έµελλε να συµβεί και στην επαρχία τους. Με ένα τέχνασµα ο Διάκος έπεισε τον Τούρκο βοεβόδα δήθεν ότι θα πολεµούσε τους εξεγερµένους και έτσι κατάφερε µε τουρκική επίσηµη γραπτή έγκριση να στρατολογήσει και να εξοπλίσει 5.000 χωρικούς. Στις 27 Μαρτίου ξεκίνησαν οι σποραδικές εχθροπραξίες και οι µεµονωµένες δολοφονίες Τούρκων, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς κατέφυγαν στο κάστρο της Λιβαδειάς.
Η απελευθέρωση της Λιβαδειάς
1η Απριλίου 1821 Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου οι επαναστάτες υπό τον Διάκο κατέλαβαν τον λόφο του Προφήτη Ηλία έναντι της πόλης της Λιβαδειάς και από εκεί έστειλε οµάδες οπλοφόρων και απέκλεισε τους δρόµους που οδηγούσαν στην πόλη. Στις 30 και 31 Μαρτίου οι επαναστάτες υπό την σηµαία του Διάκου (ο Άγιος Γεώργιος µε την επιγραφή "Ελευθερία η Θάνατος") προήλασαν µε τόλµη και κατέλαβαν την κυρίως πόλη συντρίβοντας την µικρή τουρκική αντίσταση που συνάντησαν. Οι κάτοικοι της πόλης ήταν περίπου 10.000 και έχοντας ξεχωριστή σηµαία από κάθε συνοικία (Παναγιά, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Δηµήτριος) της πόλης, ενώθηκαν µε τους επαναστάτες. Οι Τούρκοι περιορίστηκαν στο κάστρο της πόλης που λεγόταν "Ώρα" η "ρολόι". Μετά από συνεννοήσεις µε τον Διάκο οι Αρβανίτες παρέδωσαν την εξωτερική πύλη του κάστρου που υπερασπίζονταν και αποχώρησαν
αβλαβείς διατηρώντας τα όπλα τους. Μετά από αυτή την εξέλιξη οι Τούρκοι περιήλθαν σε δεινή θέση και παραδόθηκαν την 1η Απριλίου. Οι Έλληνες φέρθηκαν µε µεγαλοψυχία στους Τούρκους τους οποίους απλώς αφόπλισαν και τους επέτρεψαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι στην πόλη, ενώ ο χρυσός και τα πολύτιµα αντικείµενα τους έµειναν στην κατοχή τους. Μάλιστα οι επισηµότεροι των Τούρκων για την ασφάλεια τους, φιλοξενήθηκαν σε σπίτια Ελλήνων. Εκείνη την Ιστορική ηµέρα σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Λιβαδειάς, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σηµαία του Διάκου. Ο Διάκος εκείνη την κρίσιµη στιγµή για την επανάσταση έδειξε πατριωτισµό παραµερίζοντας κάθε υλικό προσωπικό συµφέρον.
Μάζεψε όλα τα όπλα που παραδόθηκαν από τους Τούρκους όπως και όλα τα λάφυρα και τα παρέδωσε στους προεστούς ώστε να χρησιµοποιηθούν για αγορά τροφών και εφοδίων για τον νεοσύστατο επαναστατικό στρατό. Στην συνέχεια ο Διάκος συνεργαζόµενος µε τον Δυοβουνιώτη απελευθέρωσαν εύκολα το Ταλάντι και την Θήβα ενώ είχαν πρόθεση να καταλάβουν το Ζητούνι (Λαµία), που ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, καθώς και την Υπάτη. Όλοι οι επαναστάτες µαζεύτηκαν στους Κοµποτάδες ζητώντας την σύµπραξη του ισχυρού αρµατολού Μήτσου Κοντογιάννη της περιοχής Πατρατσικίου για να επιτεθούν στο Ζητούνι (Λαµία). Ο Κοντογιάννης όµως δίσταζε να αποστατήσει και δεν απαντούσε στις δραµατικές εκκλήσεις για βοήθεια. Μετά από οκτώ κρίσηµες µέρες παρασυρόµενος από τους συγγενείς του, ο Κοντογιάννης ενώθηκε µε τους επαναστάτες και όλοι µαζί επιτέθηκαν στην επαρχία Πατρατσικίου. Οι Έλληνες όµως δεν πρόλαβαν να καταλάβουν την
πόλη καθώς την νύχτα είδαν να έρχονται από το Λιανοκλάδι χιλιάδες Τούρκοι κρατώντας αναµµένες δάδες και έτσι υποχώρησαν για να µην παγιδευτούν µέσα στην πόλη. Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΛΑΜΑΝΑΣ 23 Απριλίου 1821 Ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε στα Ιωάννινα τον Αλή πασά, έστειλε τον Κιοσέ Μεχµέτ και τον Οµέρ Βρυώνη µε 8.000 πεζικό και 900 ιππείς να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο, για να µαταιώσουν τα σχέδια του Κολοκοτρώνη για την Τριπολιτσά. Ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν µεγάλος. Ο Διάκος και το απόσπασµά του, που ενισχύθηκαν από τους µαχητές οπλαρχηγούς Πανουργιά και
Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούµελη µε την λήψη αµυντικών θέσεων κοντά στα στενά των Θερµοπυλών όπου οι Τούρκοι δεν θα είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν το ιππικό τους και την αριθµητική τους υπεροχή. Μετά από σύσκεψη στο χωριό Κοµποτάδες, στις 20 Απριλίου 1821, η ελληνική δύναµη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τµήµατα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν την γέφυρα του Γοργοποτάµου µε 600 άνδρες, ο Πανουργιάς το Μουσταφάµπεη µε 500 άνδρες, και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαµάνας µε 500 άνδρες. Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαµία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναµή τους, επιτιθέµενοι αιφνιδιαστικά το πρωί της 23ης Απριλίου, χωρίς να επιτρέψουν στους Έλληνες να οργανωθούν. Η κύρια τούρκικη δύναµη υπό τον ικανότατο στρατηγό Οµέρ Βρυώνη επιτέθηκε στον Διάκο. Ένα άλλο τµήµα
Τούρκων υπό τον Χασάν Τοµαρίτσα επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασµα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση λόγω της αριθµητικής υπεροχής του αντιπάλου, ενώ έτερη δύναµη επιτέθηκε µε σφοδρότητα στις θέσεις του Πανουργιά, οι άντρες του οποίου έδωσαν σκληρή µάχη αλλά υποχώρησαν όταν τραυµατίστηκε σοβαρά ο αρχηγός τους που πολεµούσε στην πρώτη γραµµή. Στην µάχη αυτή βρήκε ηρωικό θάνατο ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαίας, καθώς και ο αδερφός του. Μετά τις δύο αυτές πολύ σηµαντικές νίκες που απογύµνωσαν τα άκρα της Ελληνικής αµυντικής διάταξης, ο Οµέρ Βρυώνης συγκέντρωσε όλη την επιθετική του ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαµάνας. Το πρωί της 23ης Απριλίου οι Τούρκοι επιτίθενται ταυτόχρονα και στα τρία σώµατα των επαναστατών. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης υποχρεώνονται να υποχωρήσουν, προ των υπέρτερων δυνάµεων του Οµέρ Βρυώνη, µε συνέπεια ο κύριος όγκος των Οθωµανών υπό τον Κιοσέ Μεχµέτ να επιπέσει επί του Διάκου
στην Αλαµάνα. Ο Διάκος αρνείται να φύγει και να σωθεί, όπως τον προέτρεψαν οι συµπολεµιστές του και µε 48 µόνο νδρες µένει και πολεµά µέχρις εσχάτων. Κατά τη διάρκεια της µάχης, το σπαθί του σπάει κι ένα εχθρικό βόλι τον τραυµατίζει στον δεξιό ώµο, στο οποίο κρατά το πιστόλι. Πέντε Αλβανοί ορµούν στο χαράκωµά του και τον συλλαµβάνουν αιχµάλωτο. Ο επίλογος της µάχης γράφεται την επόµενη ηµέρα. Στις 24 Απριλίου, ο αιχµάλωτος Αθανάσιος Διάκος, µε ανοιχτές και αιµάσουσες τις πληγές του, µεταφέρεται στη Λαµία. Οι Οθωµανοί του προτείνουν να προσκυνήσει και να συνεργαστεί µαζί τους. Ο Διάκος υπερήφανα αρνείται: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός
θελ’ να πεθάνω» φέρεται να τους απάντησε. Ο ελληνικής καταγωγής Οµέρ Βρυώνης δεν θέλησε να τον σκοτώσει, αφού τον γνώριζε πολύ καλά από την αυλή του Αλή Πασά και εκτιµούσε τις ικανότητές του. Επέµενε, όµως, ο Χαλήλµπεης, σηµαίνων Τούρκος της Λαµίας, ο οποίος έπεισε τον Κιοσέ Μεχµέτ, ιεραρχικά ανώτερο του Οµέρ Βρυώνη, ότι ο Διάκος θα έπρεπε να τιµωρηθεί παραδειγµατικά, επειδή είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους.Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν θάνατος δια ανασκολοπισµού και εκτελέστηκε την ίδια µέρα. Οι Οθωµανοί πέρασαν από την Αλαµάνα, αλλά εγκλωβίστηκαν στην περιοχή, αφού στη συνέχεια ανέλαβε δράση ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Έτσι, δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος για το στέριωµα της Επανάστασης. Η ΜΑΧΗ ΣΤΗ ΓΡΑΒΙΑ
Μετά τον µαρτυρικό θάνατο του Αθανάσιου Διάκου, στις 23 Απριλίου 1821, ο Οµέρ Βρυώνης κι ο Κιοσέ Μεχµέτ γύρισαν και στη Λαµία. Διωγµένοι από τους Τούρκους, οι οπλαρχηγοί Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης, έσπευσαν στη Γραβιά να συναντήσουν τον Ανδρούτσο. Η Γραβιά τότε δεν ήταν χτισµένη. Υπήρχε µονάχα ένα χάνι για να διανυκτερεύουν οι στρατοκόποι και οι αγωγιάτες που πήγαιναν για τα Σάλωνα, ή από τα Σάλωνα για Υπάτη - Πατρατζίκι τότε. Το χάνι ήταν χτισµένο µε πλίθες και είχε γύρω µια µεγάλη µάντρα. Το µεγαλύτερο µέρος ήταν ισόγειο και µόνο από τη µια µεριά είχε δεύτερο όροφο. Είχε δυο αυλόπορτες η µια έβλεπε κατά τη ρεµατιά και η άλλη κατά τη δηµοσιά. Υπήρχαν ακόµα δυο ξωκλήσια, του Άι Θανάση κοντά στο Χάνι και πιο πέρα του Άι Δηµήτρη και µερικές καλύβες που είχαν οι κάτοικοι της Βάριανης (κοντινό χωριό), για να µένουν τον καιρό που καλλιεργούσαν τα χτήµατά τους.
Ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς µε τους άντρες τους συγκεντρώθηκαν στο στενό της Γραβιάς, που σχηµατίζεται από τον Παρνασσό και την Γκιώνα.Απο κεί θα περνούσαν οι Τούρκοι για τα Σάλωνα ,κι από τη Σκάλα θα διαπεραιώνονταν µε καράβια στον Μοριά. Από κατασκόπους έµαθαν πως ο Οµέρ Βρυώνης θα καθάριζε το πέρασµα για τα Σάλωνα, ενώ ο Κιοσέ Μεχµέτ (Σπανο-Μεµέτης), θα έµενε στη Λοκρίδα για λίγο για να φυλάξει τις πλάτες του Βρυώνη. Έτσι αποφάσισαν να χτυπήσουν τον του Οµέρ Βρυώνη που θα πήγαινε στα Σάλωνα. Εκεί τους αντάµωσε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στις 3 Μαΐου ερχόµενος από τον Βάλτο που είχε πάει να ξεσηκώσει τον Βαρνακιώτη, τον Τσόγκα και τον Ίσκο. Σαν ξεπάστρεψε στη γέφυρα της Τατάρνας τον Χασάν µπέη µε εξήντα Αρβανίτες, έφτασε στη Γραβιά.
Ο ερχοµός του Ανδρούτσου εµψύχωσε τους συναγµένους στη Γραβιά. Έδωσε όµως και κουράγιο στη γύρω περιοχή. "Σαν από Θεία Πρόνοια" ήταν ο ερχοµός του γράφουν οι Σαλωνίτες στους Υδραίους και τους Σπετσιώτες. Ο Ανδρούτσος, µόλις έφτασε στη Γραβιά, δεν κάθησε ήσυχος αλλά δραστηριοποιήθηκε από την πρώτη µέρα. Έγραψε στο παλιό του παλικάρι και πρωτοπαλίκαρο του Θανάση Διάκου, τον Βασίλη Μπούσγο, που ήταν τώρα αρχηγός του σώµατος της Λιβαδειάς. Του έλεγε τα εξής: "Eυθύς ως λάβης το παρόν να µάσης τους συντρόφους όσους κι αν είναι, ένας να µη λειψει και αύριον αυγή κίνα κι έλα εδώ ν' ανταµωθούµε". Συγχρόνως ειδοποίησε παντού γύρω για µπαρουτόβολα. Έγραψε επίσης στους Αρβανίτες που βρίσκονταν στο Ζητούνι -Λαµία- και τους έλεγε ότι έπρεπε να φύγουν για να µη χαλαστούν. Τους έδινε, µάλιστα, προθεσµία τρεις µέρες.
Δεν κατάφερε όµως τίποτε, γιατί ο τουρκικός στρατός ξεκίνησε. Την είδηση την έφερε ο Ηλίας Μανανάς από τη Βάριανη. Τώρα το µυαλό του δούλευε ασταµάτητα πού και πώς θα µπορούσε να χτυπήσει τη µεγάλη δύναµη του εχθρού. Ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς πίστευαν πως το καλύτερο µέρος να ταµπουρωθούν ήταν το γεφύρι της Χαϊνίτσας -ποτάµι της Γραβιάς- απ' το οποίο θα περνούσε ο τουρκικός στρατός. Του Ανδρούτσου όµως δεν του άρεσε, γιατί ούτε ταµπούρια είχε δυνατά, ούτε θα µπορούσαν να κρατήσουν τις θέσεις όταν τους έκανε επίθεση το ιππικό. Στις 7 Μαΐου 1821, ο στρατός του Οµέρ Βρυώνη βρισκόταν στις Θερµοπύλες βαδίζοντας για τη Γραβιά. Αποτελούνταν από εφτά µε οχτώ χιλιάδες πεζούς και χίλιους καβαλάρηδες. Οι µισοί καβαλάρηδες ήταν Γκέκηδες µε αρχηγό τον Τελεχά Φέζον και οι
άλλοι µισοί Τσάµηδες µε αρχηγό τον Μουσταφά µπέη Καφεζέζη. Η είδηση έφτασε στους επαναστάτες τα ξηµερώµατα της Κυριακής. Οι καπεταναίοι, σαν το 'µαθαν, µαζεύτηκαν σε συµβούλιο για να καθορίσουν πού θα χτυπήσουν τους Τούρκους. Συνάχτηκαν κάτω από µια µεγάλη βελανιδιά που βρισκόταν έξω απ' το χάνι. Η πρόταση για το γεφύρι της Χαϊνίτσας απορρίφθηκε από τους υπόλοιπους καπεταναίους. Συζητούσαν τότε να πιάσουν τις γύρω πλαγιές βάζοντας στη µέση τον εχθρό που θα περνούσε από κει. Ο Ανδρούτσος, καθισµένος κι αυτός µε τους άλλους κάτω απ' τη βελανιδιά, παρακολουθούσε αµίλητος, τάχα αδιάφορος, καπνίζοντας το τσιµπούκι του. Το βλέµµα του ήταν καρφωµένο µπροστά. Μέσα στο µυαλό του δούλευε το παράτολµο σχέδιο που είχε συλλάβει. Το πλιθόχτιστο αυτό χάνι που έβλεπε µπροστά του, λογάριαζε να το κάνει φοβερό κάστρο που οι Τούρκοι θα 'σπαζαν τα
µούτρα τους. Ενώ οι άλλοι συζητούσαν πού θα πιάσει ο καθένας, τους έκοψε απότοµα και κοιτάζοντας προς τους Δυοβουνιώτη και Πανουργιά, τους λέει απότοµα: Εδώ θα πολεµήσουµε µα πρέπει ένας από µας να κλειστεί µέσα σε τούτη τη µάντρα. Και τους δείχνει το χάνι. Τα λόγια του ακολούθησε γενική βουβαµάρα. Όλα τα παλικάρια ρίχνουν απάνω του το βλέµµα τους εξεταστικά. Τι είναι αυτά που τους λέει! Να κλειστούν µέσα σε µια πλιθόχτιστη µάντρα; Μα, µε τα χέρια να έπεφταν απάνω της εννιά χιλιάδες Τούρκοι θα την έκαναν σκόνη. Ίσως σε πολλούς να πέρασε προς στιγµήν η ιδέα ότι ο Οδυσσέας τρελάθηκε ή ήθελε ν' αυτοκτονήσει. Οι γεροαρµατολοί δεν αντέκρουσαν την πρόταση, αλλά, για να µη θεωρηθούν κιοτήδες, δικαιολογήθηκαν τάχα ότι τους έλειπαν τα χρειαζούµενα πολεµοφόδια. Μετά τη σιωπηλή αυτή άρνηση, ο Ανδρούτσος πετάγεται όρθιος και φωνάζει οργισµένος:
- Ορέ, δε βρίσκονται µέσα εδώ εκατό παλικάρια ν' ακριβοπληρώσουµε το αίµα µας; Δεν απόσωσε τον λόγο του και µέσα απ' τους συναγµένους ακούστηκε µια βροντερή φωνή. - Εγώ, καπετάνιε. Ένα σεµνό παλικάρι βρέθηκε πλάι του. Ήταν ο Θανάσης Σεφέρης. Με µιας ύστερα από τη φωνή του Σεφέρη ακούστηκαν σαν ηχώ και οι φωνές άλλων παλικαριών. - "Και εγώ, κι εγώ, κι εγώ...". Ο Οδυσσέας, δίνοντας το αριστερό του χέρι στον Σεφέρη και γυρίζοντας στους συναγµένους, τους φωνάζει: - Ε, παιδιά, όποιος θέλει να 'ρθει µαζί µου να πιαστεί στο χορό. Βγάζει τότε απ' το σελάχι του το µαντίλι, το ανεµίζει µε το δεξί του χέρι και σέρνει το χορό τραγουδώντας: "Κάτου στου Βάλτου τα χωριά στα πέντε βιλαέτια..."
Ένας ένας τα παλικάρια µε τη θέλησή τους άρχισαν να πιάνονται στο χορό. Ο Γοβγίνας, ο Γκούρας, ο Μαµούρης και πολλοί άλλοι. Οι πέντε έγιναν δέκα, είκοσι, σαράντα, και σε λίγο ξεπέρασαν τους εκατό. Ο ενθουσιασµός ήταν απερίγραπτος. Οι φωνές και τα σφυρίγµατα αντιβούιζαν στο φαράγγι της Γραβιάς. Ο Ανδρούτσος κατάφερε ν' ανάψει φωτιά στα στήθια των πριν από λίγο κιοτεµένων παλικαριών. Χορεύοντας µπροστά, φέρνει µια δυο γύρες τη βελανιδιά και σαν υπολογίζει πως είναι αρκετοί αυτοί που τον ακολουθούν, συνεχίζει χορεύοντας κατά τον µαντρότοιχο του χανιού. Στέκεται πλάι στην αυλόπορτα µέσα στη µάντρα, και µετράει όσους µπαίνουν. Σε κάποια στιγµή φωνάζει:
- Σταµατήστε δε χρειάζονται περισσότεροι. Μέτρησε εκατόν δέκα τέσσερις και τρεις ο χανιτζής µε τα δυο παιδιά του εκατόν δέκα εφτά κι αυτός εκατόν δέκα οχτώ. Ο χώρος είναι περιορισµένος. Εκατόν δέκα οχτώ καριοφίλια τού είναι αρκετά. Πολλοί που έµειναν απ' έξω φωνάζουν και διαµαρτύρονται. Την ώρα αυτή µε τις φωνές ένας λαγός πετάχτηκε από ένα θάµνο. Ο Ανδρούτσος τους φωνάζει να µην τον πυροβολήσει κανείς. Τρέχει και πιάνει τον λαγό ζωντανό, θα είναι το τυχερό των κλεισµένων. Από παλιά υπήρχε η πρόληψη ότι ο λαγός είναι κακό σηµάδι. Ίσως γιατί είναι φοβιτσιάρικο ζώο. Σαν µπήκαν µέσα στο χάνι, η ώρα ήταν εννιά. Λογάριαζαν πως ο Οµέρ Βρυώνης θα 'φτανε πριν από το µεσηµέρι. Ο χρόνος δεν τους έπαιρνε και χωρίς αργοπορία άρχισαν να ετοιµάζονται για την άµυνα. Πρώτη τους δουλειά ήταν να γυρίσουν το νερό απ' τη ρεµατιά µέσα στον περίβολο του χανιού για να έχουν να πίνουν. Μετά ο Μαστρογιάννης, που ήταν χτίστης, άρχισε ν' ανοίγει "µασγάλια" -τουφεκίστρες- στον µαντρότοιχο και στο χάνι. Και για
να µη φαίνονται από µακριά, τις κάλυψαν µε αγριόχορτα. Ασφάλισαν επίσης τις πόρτες µε µεγάλες πέτρες. Σε λίγο φάνηκαν στον κάµπο οι Τούρκοι. Δε θ' αργούσαν να φτάσουν στη Γραβιά. Κι ενώ οι κλεισµένοι στο χάνι ετοιµάζονταν για την άµυνα, οι άλλοι που ήταν απ' έξω πήγαν να πάρουν τις θέσεις τους. Ο Δυοβουνιώτης µε τον Πανουργιά πιάσανε τα ριζά του Χλωµού -παρακλάδι της Γκιώνας- την αριστερή ακροποταµιά. Ο Κοσµάς Σουλιώτης µε τους Σουλιώτες του, τους Κατσικογιανναίους και τους υπόλοιπους, πιάσανε τη δεξιά ακροποταµιά της Πανάσαρης -παρακλάδι του Παρνασσού- κοντά στο κεφαλόβρυσο του Σου Ντζίκα (από το σλάβικο σου = νερό - Σου-βάλα, Σου-Ντζίκα κ.λπ.). Τους κλεισµένους όµως τους βασάνιζε η έλλειψη από µπαρουτόβολα. Αυτόν που είχαν στείλει για εφοδιασµό δεν είχε φανεί ακόµα και οι Τούρκοι είχαν φτάσει στο γεφύρι της Χαϊνίτσας. Εκείνη τη στιγµή όµως έφτασε από τα Σάλωνα ο τροφοδότης του
στρατοπέδου Αναγνώστης Κεχαγιάς σέρνοντας δυο µουλάρια φορτωµένα µε µπαρουτόβολα και τρόφιµα µαζί µε τον γαµπρό του Καραχάλιο. Αψηφώντας τον κίνδυνο, γιατί ο εχθρός ζύγωνε, κίνησε για το χάνι. Μόλις πρόφτασε κι έκοψε τις τριχιές απ' τα σαµάρια και πέταξε πάνω απ' τη µάντρα τα σακιά µε τα µπαρουτόβολα και τα τρόφιµα στους κλεισµένους. Οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να ντουφεκάνε και θα πλήρωνε µε τη ζωή του, αν ο Καραπλής ή Πλάτανος -για τη σωµατική του διάπλαση- που βρισκόταν εκεί κοντά ταµπουρωµένος δεν άρχιζε στο ντουφέκι τους Τούρκους και του έδωσε καιρό να φύγει. Άφησε όµως το ένα απ' τα δύο µουλάρια σκοτωµένο. Με τη µικροσυµπλοκή αυτή, ο έµπειρος Οµέρ Βρυώνης κατάλαβε ότι κάτι κρυβόταν στο χάνι. Αποφάσισε τότε να ακολουθήσει την ίδια τακτική της Αλαµάνας. Πρώτα θέλησε να ξεµοναχιάσει το χάνι απ' τους άλλους επαναστάτες. Μοίρασε τον στρατό σε τρεις κολόνες. Έριξε τη µια κατά το Χλωµό και την άλλη κατά τη βρύση του Σου
Ντζίκα. Στις δυο αυτές κολόνες έστειλε και όλο το ιππικό του. Την τρίτη, που ήταν Αρβανίτες Γκέκηδες και Τόσκηδες, την κράτησε για το χάνι. Η επίθεση στο Χλωµό και στου Σου Ντζίκα ήταν τόσο ορµητική που έγινε ό,τι πριν από λίγες µέρες στον Γοργοπόταµο και τη Χαλκωµάτα -στη µάχη της Αλαµάνας-. Ύστερα από µικρή αντίσταση, οι επαναστάτες τραβήχτηκαν στα ψηλώµατα. Σκοτώθηκε µονάχα ο Σουλιώτης Μπούχλας. Ο Ανδρούτσος µε τους κλεισµένους στο χάνι καρτερούσαν τη σειρά τους. Φοβερά ψύχραιµος κι ατάραχος, είπε στους συντρόφους του, µη ρίξει κανείς προτού αρχίσω εγώ. Αφήστε τους να ζυγώσουν. Αυτοί τον υπάκουσαν. Eκείνος περίµενε την τρίτη κολόνα για να τους επιτεθεί.
Βλέπουν όµως απ' τις πολεµίστρες να ξεκόβει ένας καβαλάρης και να έρχεται προς το χάνι. Όταν έφτασε, βλέπουν ότι ήταν ένας γέρος ντερβίσης. Ο Χασάν ντερβίσης ήταν γνώριµος του Οδυσσέα από τα Γιάννενα και γι' αυτό ο Οµέρ Βρυώνης τον έστειλε για να προσπαθήσει να διαπραγµατευτεί µε τον Ανδρούτσο. Γνώριζε ακόµα ότι ο Ανδρούτσος ήταν µπεκτασής και κατά τη γνώµη του θα σεβόταν τον ιερωµένο. Οι µπεκτασήδες ήταν µωαµεθανοί µοναχοί, οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερο τάγµα µε δογµατικές διαφορές από τους οµοθρήσκους τους. Δεν νήστευαν το Ραµαζάνι, αλλά δώδεκα µέρες που συνέπιπταν µε τη νηστεία της εορτής των Αγίων Αποστόλων. Φιλοξενούσαν στις µονές τους -τεκέδες- Τούρκους και Χριστιανούς χωρίς εξαίρεση και είχαν στενή επαφή µε τους Γενιτσάρους που προέρχονταν από Χριστιανούς. Οι µπεκτασήδες δεν έκαναν διάκριση θρησκείας και καταγωγής αλλά µόνον τιµίων και κακών ανθρώπων. Είχαν αποκτήσει µεγάλη δύναµη ανάλογη µε τους
Ιησουίτες. Οι τεκέδες τους αποτελούσαν άσυλα και απολάµβαναν ανεξαρτησίας από το κράτος. Και ο Ανδρούτσος είχε γίνει µυστικά µπεκτασής για να έχει καταφύγιο στους τεκέδες των µπεκτασήδων στις πολεµικές του περιπέτειες. Είχε προβεί σε αυτή την κωµωδία µόνο και µόνο για να βρίσκει άσυλο στις δύσκολες στιγµές. Σαν σταµάτησε έξω απ' το χάνι, ο Χασάν ντερβίσης σκόρπισε µε το χέρι του δεξιά και αριστερά άµµο, ψέλνοντας το "ντονά" -την προσευχή του- να διαλυθούν οι εχθροί του σαν την άµµο. Ο Ανδρούτσος που παρακολουθούσε µέσα απ' την τουφεκίστρα τον χαιρέτισε τουρκικά και αντιχαιρέτισε ο ντερβίσης. Μετά τον ρώτησε πάλι, στα τουρκικά -"Ντερεγιέ γκιντερσίν;" (-πού πας). Ο ντερβίσης απάντησε- "Σάλωνα για γκιντερίµ" (πάω στα Σάλωνα). Ο Ανδρούτσος πάλι τον ρώτησε "τι πας να κάνεις ορέ Τούρκο στα Σάλωνα;" Η απάντηση ήταν "να υποτάξω ή να σφάξω τους απίστους". Απαντώντας ο Οδυσσέας µε βρισιές καθώς τον σηµάδευε
µε το καριοφίλι του, του έστειλε ένα βόλι που χτύπησε τον ντερβίση στο µέτωπο κι έπεσε ξερός απ' τ' άλογό του. Βλέποντας νεκρό τον ντερβίση τους, οι Τούρκοι σκυλιάσανε. Αυτό επεδίωκε και ο Ανδρούτσος. Να τους εξοργίσει όσο µπορούσε πιο πολύ. Αµέσως τότε ορµάνε µε ιερό φανατισµό κατά το χάνι, να εκδικηθούν το αίµα του ντερβίση τους. Μα τα καριοφίλια των κλεισµένων ξερνούν φωτιά και µολύβι. Ο Βρυώνης ξαφνιάζεται. Διατάζει δεύτερη επίθεση και προστάζει τους άντρες του να καταλάβουν το χάνι. Μα το χάνι ξερνάει κεραυνούς κι αστροπελέκια που θερίζουν τον εχθρό. Μετά την αποτυχία και της δεύτερης επίθεσης, ο Πασάς στέλνει καινούργιες δυνάµεις. Οι Τουρκαλβανοί µε το αριστερό χέρι στο µέτωπο για να µην βλέπουν αλλού, ορµάνε σαν τυφλοί. Μερικοί κατορθώνουν να φτάσουν στη µάντρα και προσπαθούν να τη ρίξουν µε τις πλάτες τους. Άλλοι προσπαθούν µε πέτρες να βουλώσουν τις τουφεκίστρες. Ένας Τουρκαλβανός ζυγώνει µε µια πέτρα και θέλει
να φράξει µια πολεµίστρα. Από µέσα βρίσκεται ο Μουσταφά Γκέκας, σωµατοφύλακας και πιστός σύντροφος του Οδυσσέα. Ενώ απ' έξω ο Γκέκας του Βρυώνη σπρώχνει την πέτρα προς τα µέσα, ο Μουσταφάς µε την µπούκα του καριοφιλιού τη σπρώχνει προς τα έξω. Στο τέλος ο φιλέλληνας Μουσταφάς κατορθώνει να σπρώξει την πέτρα, αλλά µαζί βγήκε πολύ έξω και η κάννη του καριοφιλιού. Ένας άλλος Τουρκαλβανός κατορθώνει λοξά ν' αρπάξει την κάνη και την τραβούσε προς τα έξω. Ο Μουσταφά Γκέκας αγωνίζεται να την τραβήξει προς τα µέσα. Ο Οδυσσέας βλέποντας τον αγώνα, πάει στη διπλανή πολεµίστρα, βάζει στο τουφεκίδι τους Αρβανίτες κι ελευθερώνει τον σύντροφό του. Ο Βρυώνης, µε τον χαλασµό που γίνεται στο ασκέρι του, αναστατώνεται, εξοργίζεται φοβερά. Πιο πέρα απ' το χάνι βρισκόταν το ξωκλήσι του Άι Θανάση. Από κει µέσα ο Πασάς, που είχε φρυάξει απ' το κακό του, παρακολουθούσε τα απανωτά γιουρούσια που κάνανε οι δικοί του χωρίς κανένα αποτέλεσµα.
Μετά το µεσηµέρι συγκέντρωσε τους µπουλουξήδες (διοικητές µπουλουκιού-µονάδας) κι αφού τους κατσάδιασε που δεν µπόρεσαν να κάνουν τίποτε µέχρι τότε, απαίτησε µ' ένα καινούργιο γιουρούσι να δώσουν τέλος. Έταξε δε και πεντακόσια πουγκιά στον µπουλουξή που θα πατούσε πρώτος το χάνι. Η καινούργια επίθεση αποφασίστηκε να γίνει το αποµεσήµερο και θα 'ταν η τελευταία κατά τη γνώµη τους. Θα έµπαινε µπροστά το ιππικό και πίσω θ' ακολουθούσαν οι πεζοί. Για να τονώσει πιο πολύ το ηθικό των επιτιθεµένων, διέταξε τους µπαϊρακτάρηδες σηµαιοφόρους- να πάνε µε τα µπαϊράκια τους και να τα στήσουν στο χάνι. Στο γιουρούσι αυτό πήρε µέρος και ο Χαλήλ µπέης, τοπικός άρχοντας της Λαµίας. Ήταν εκείνος που πρωτοστάτησε στη θανάτωση του Διάκου.
Με ξεφωνητά και κατάρες άρχισε η καινούργια επίθεση. Σε λίγο το χάνι είχε κυκλωθεί από παντού. Τα καριοφίλια όµως των κλεισµένων σκορπίζουν τον θάνατο και κόβουν την ορµή, σωριάζοντας καινούργιους νεκρούς και λαβωµένους. Το ιππικό, που πιο πολύ εµπόδιο έφερνε παρά βοήθεια, αποσύρθηκε. Οι Τουρκαλβανοί Γκέκηδες και Τόσκηδες ορµούν σα θηρία ανήµερα. Εκτός από την παλικαριά τους είναι και το υπερβολικό ποσό που έχει τάξει ο Βρυώνης σ' όποιον πατήσει το χάνι. Χωρίς να λογαριάζουν τον κίνδυνο, ζυγώνουν τη µάντρα και προσπαθούν να τη ρίξουν µε τις πλάτες τους. Άλλοι µε τσεκούρια προσπαθούν να σπάσουν τις πόρτες αλλά χωρίς αποτέλεσµα. Δυο τρεις καταφέρνουν να καβαλήσουν τη µάντρα µα οι κλεισµένοι τους γκρεµίζουν σκοτωµένους. Τον ένα αναφέρεται πως τον σκότωσε µε τα χέρια του ο Γκούρας. Ένα βόλι ρίχνει νεκρό τον Χαλήλ µπέη. Είναι η θεία Νέµεση για τον θάνατο του Διάκου.
Οι µπαϊρακτάρηδες, για να εµψυχώσουν τους επιδροµείς, προσπαθούν να στήσουν τα µπαϊράκια τους στον µαντρότοιχο. Αλλά τους θερίζουν τα βόλια των κλεισµένων.Ένας µονάχα κατορθώνει να φτάσει µπροστά στο χάνι και πέφτοντας ανάσκελα, για να µη δίνει στόχο, βαστάει µε τα χέρια του το κοντάρι της σηµαίας. Οι Τουρκαλβανοί που βλέπουν το µπαϊράκι τους ν' ανεµίζει, θαρρούν πως το χάνι πατήθηκε κι ορµούν από παντού. Ο Γκούρας, κοντά στην πολεµίστρα του οποίου βρίσκεται το µπαϊράκι, προσπαθεί µε βρισιές να κάνει αυτόν που το κρατάει να σηκωθεί για να τον σκοτώσει. Ο Τουρκαλβανός όµως προστατεύεται από τη γωνιά και το έδαφος. Τέλος ο Γκούρας σηµαδεύει το κοντάρι, πυροβολεί και το κόβει στα δύο. Η σηµαία έπεσε. Γύρω απ' το χάνι όµως έχουν συγκεντρωθεί µάζες Αλβανών. Ο Ανδρούτσος είναι η ψυχή της άµυνας καθώς ακούραστος τρέχει παντού όπου υπάρχει ανάγκη εµψυχώνοντας τους άντρες του. Ο Αγγελής Γοβγίνας, ο Γκούρας, ο Μουσταφάς, ο Μαµούρης, ο Παπαντριάς είναι οι περισσότερο ακούραστοι.
Κι αυτή η επίθεση πήγε χαµένη. Τούτο το πλιθόχτιστο χάνι έχει γίνει κάστρο άπαρτο. Τώρα όµως είχαν και οι Έλληνες τα θύµατά τους. Ένας Αρβανίτης κατάφερε ν' ανέβει απαρατήρητος στη µεγάλη βελανιδιά που ήταν δίπλα στο χάνι. Κρυµµένος στην πυκνή φυλλωσιά του δέντρου, βλέπει µέσα στο µικρό δωµάτιο που ήταν σα δεύτερος όροφος πάνω απ' το χάνι ν' αστράφτουν κάθε τόσο δυο καριοφίλια. Ήταν οι δυο Θανάσηδες, ο Σεφέρης, το παλικάρι που πιάστηκε πρώτο στον χορό, και ο Καπλάνης, ξακουστός για την παλικαριά του. Από τα βόλια του Αρβανίτη πέφτουν και οι δυο νεκροί. Η παράδοση αναφέρει ότι είχαν "µαγαρίσει µε γυναίκες". Αυτό βασιζόταν στην πρόληψη πως το κακό βόλι έβρισκε όποιον κλέφτη πήγαινε παραµονή της µάχης µε γυναίκα.
Έξι γιουρούσια έχουν τσακιστεί πάνω στο χάνι χωρίς κανένα αποτέλεσµα. Πάνω από τρακόσιοι οι σκοτωµένοι και οι λαβωµένοι διπλοί και τριπλοί. Τυφλωµένος απ' την οργή του ο Πασάς, βουτάει το απελατίκι του (σιδερένιο ρόπαλο ακιδωτό στην άκρη) κι ορµάει έξω απ' το ξωκλήσι έτοιµος να µπει ο ίδιος σε καινούργια επίθεση µπροστά, για να χτυπήσει αποτελεσµατικά. Πέφτουν απάνω του οι µπέηδες και οι µπουλουξήδες και καταφέρνουν µε δυσκολία να τον συγκρατήσουν, γιατί γνώριζαν τι τον περίµενε. Στο διάστηµα αυτό ο Ανδρούτσος βλέπει από την πολεµίστρα τον Βρυώνη έξω από τον Άι Θανάση και φωνάζει στα παλικάρια του: -Να ο πασάς ορέ. Είν' αυτός µε τα κόκκινα πουντούρια! Ντουφεκάνε κατά κει µα η απόσταση είναι µεγάλη και τα βόλια πέφτουν γύρω του κρύα, µονάχα ένα χτύπησε απάνω στην πιστόλα του. Οι δικοί του καταφέρνουν και τον βάνουν µέσα στην εκκλησία για να προφυλαχτεί. Του υπόσχονται σ' ένα καινούργιο γιουρούσι να πατήσουν το χάνι.
Η έφοδος ξαναρχίζει. Τούτη τη φορά παίρνουν µέρος και τ' ανίψια του Βρυώνη. Είναι η έβδοµη και τελευταία επίθεση. Οι Τουρκαλβανοί ορµάνε µε πάθος. Ζώνουν το χάνι απ' όλες τις µεριές. Πρώτοι απ' όλους οι µπέηδες και οι µπουλουξήδες. Ανάµεσα στους άλλους σκοτώθηκε κι ένας µπέης, ανιψιός του Οµέρ Βρυώνη. Κι αυτό το γιουρούσι πήγε χαµένο. Ο ήλιος βασιλεύει πίσω απ' τα αντικρινά βουνά. Σε λίγο έρχεται το σούρουπο κι αποτέλεσµα κανένα. Πλησιάζει τότε τον πασά ο Χρήστος Παλάσκας που τον ακολουθούσε από τα Γιάννενα και του λέει: - Πασά µου, µην χάνεις άλλους ανθρώπους, αλλά στείλε να φέρεις κανόνια από το Ζητούνι κι αύριο τους κάνεις σκόνη τους κλεισµένους.
Ο Βρυώνης υιοθετεί αυτή τη συµβουλή και στέλνει "τάταρτη" ταχυδρόµο- στο Ζητούνι για να του στείλουν κανόνια. Σε λίγο ακούγεται µια φωνή απ' τον Άι Θανάση: - Ορέ Αντρούτσο, καλά σ' έχουµε κλεισµένο. Πού θα µας πάς; Αλίµονό σου, ταχιά µας έρχονται δυο κανόνια απ' το Ζητούνι και θα σε κάνουµε στάχτη. Και µήπως και δεν τον άκουσαν, επανέλαβε τα λόγια του δυο και τρεις φορές. Ο Οδυσσέας γνώρισε τη φωνή του Παλάσκα γιατί ήταν γνώριµός του απ' τα Γιάννενα και κατάλαβε πως του 'στελνε µήνυµα για τις προθέσεις του πασά. Ο Ανδρούτσος, βέβαια, ξύπνιος καθώς ήταν, δεν είχε σκοπό να περιµένει άλλο στο χάνι, γιατί και τα µπαρουτόβολα τελείωναν και η παραµονή τους θα ήταν σκέτη αυτοκτονία. Χάρηκε όµως για την προειδοποίηση του Παλάσκα.
Έτσι, σαν άλλαξαν τα καρούλια και καθίσανε να φάνε λίγο ψωµοτύρι και να ξαποστάσουν λίγο από το συνεχή αγώνα, ο Ανδρούτσος τους λέει: "Παιδιά, δεν πρέπει να µείνουµε άλλο εδώ µέσα. Οι Τούρκοι ταχιά θα φέρουν κανόνια, όπως ακούσατε, και θ' αρχίσουν να χτυπάνε από µακριά το χάνι και δε θα γλιτώσει κανείς. Πρέπει να βγούµε από δω µέσα µε το σπαθί στο χέρι µέσα απ' τους Τούρκους, γιατί χαµένοι και χαµένοι είµαστε. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει". Κανένας δεν έφερε αντίρρηση στα λόγια του. Παρέκει ανοίγουν δυο λάκκους και θάβουν τους δυο Θανάσηδες Σεφέρη και Καπλάνη. Τώρα τους λέει να πλαγιάσουν λίγο να ξεκουραστούν µέχρι να 'ρθει η ώρα για να φύγουν. Τριγύρω οι Τούρκοι κουρασµένοι από τον δρόµο και τα απανωτά γιουρούσια έχουν πέσει σε βαθύ ύπνο. Περιµένουν ξένοιαστοι τα
κανόνια που θα φτάσουν απ' το Ζητούνι, για να τσακίσουν τους κλεισµένους στο χάνι. Το φεγγάρι ολόγιοµο σ' έναν ξάστερο ουρανό, φωτίζει το πεδίο της µάχης, τους κοιµισµένους που µοιάζουν σαν πεθαµένοι απ' την κούραση της µέρας και τους ασάλευτους νεκρούς. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, καπνίζοντας συνέχεια το τσιµπούκι του, δούλευε στο µυαλό του σχέδια πώς θα γλιτώσει ετούτους τους ανθρώπους. Δυο ώρες περίπου πριν ξηµερώσει, ξύπνησε τους συντρόφους του και τους ειδοποίησε να συναχτούν για την έξοδο. Το χάνι είχε, όπως είπαµε, δυο αυλόπορτες. Η µια κατά τη "δηµοσιά" -τον δρόµο που πήγαινε για τα Σάλωνα- και η άλλη κατά τον κάµπο. Ο Κοµνάς Τράκας, που ήταν από κείνα τα µέρη -απ' την Αγόριανη- και γνώριζε τα κατατόπια, τους είπε να φύγουν από την πόρτα του κάµπου. Από κει θα περνάγανε µέσα απ' τα αθέριστα χωράφια που τα στάχυα τους ήταν ψηλά και θα τους προστατεύανε
από το φως του φεγγαριού. Όλοι συµφώνησαν µε τη γνώµη του. Άρχισαν τότε σιγά σιγά χωρίς θόρυβο να βγάζουν τις πέτρες που ήταν πίσω απ' την αυλόπορτα και να τις τοποθετούν σε µια γωνιά. Σε λίγο η πόρτα ελευθερώθηκε. Έπρεπε όµως να σιγουρευτούν ότι οι Τούρκοι κοιµούνταν και δεν ξαγρυπνούσαν. Ο Οδυσσέας πήρε µια κάπα, της έβαλε µέσα µερικές πέτρες για να βαρύνει και την πέταξε πάνω απ' τον µαντρότοιχο για να φανεί πως κάποιος πηδούσε για να φύγει. Η κάπα έπεσε και δεν ακούστηκε τίποτε, ούτε ντουφεκιά ούτε φωνή. Για να σιγουρευτεί, έριξε δεύτερη και τρίτη κάπα. Τίποτα, η ίδια ησυχία. Οι Τούρκοι είχαν πέσει σε βαθύ ύπνο. Στην εµπροσθοφυλακή θα πήγαινε ο Παπαντρέας µε τον Μαµούρη µε σαράντα άντρες. Το κέντρο θα κρατούσε ο Γκούρας µε άλλους τόσους και την οπισθοφυλακή θα κρατούσε ο ίδιος ο αρχηγός µε τους υπόλοιπους. Ο Ανδρούτσος περίµενε ακόµα κάτι. Μερικά σύννεφα είχαν φανεί πάνω απ' την Γκιώνα, καρτερούσε να κρυφτεί λίγο το φεγγάρι στα
σύννεφα για να µην τους προδώσει αµέσως. Πράγµατι σε λίγο τα σύννεφα τύλιξαν το φεγγάρι. - Να η Παναγιά µε την Τσέργα της -µάλλινο σκέπασµα, βελέντζαακούστηκε κάποιος να λέει. Η στιγµή ήταν κατάλληλη. Ο αρχηγός δίνει το σύνθηµα της εξόδου. Οι κλεισµένοι βγαίνουν απ' την αυλόπορτα µε τα γιαταγάνια στα χέρια πατώντας πάνω απ' τα κουφάρια των Τούρκων και αποµακρύνονται απ' το χάνι. Μπροστά για οδηγός µπαίνει ο γιγαντόσωµος Αντρέας Καραπλής ή Πλάτανος. Σε µικρή απόσταση πέφτουν πάνω στους Τουρκαλβανούς. Οι Τούρκοι ξαφνιάζονται. Ώσπου να συνέλθουν από τον βαθύ ύπνο, οι επαναστάτες, σφάζοντας όσους βρέθηκαν µπροστά τους, χάνονται σα φαντάσµατα µέσα στα ψηλά στάχυα.
Είναι τόσο µεγάλη η αναταραχή στο εχθρικό στρατόπεδο, που ντουφεκάνε στα τυφλά χωρίς να ξέρουν ποιοι είναι δικοί τους και ποιοι Έλληνες. Ο Οδυσσέας, τρέχει φωνάζοντας αρβανίτικα σα να κυνηγάει αυτούς που φεύγουν "από δω ορέεε!" προς την άλλη κατεύθυνση αριστερά, προς τη βρύση του Σου Ντζίκα. Έτσι οι Τουρκαλβανοί παρασύρονται προς τα εκεί, ενώ οι Έλληνες φεύγουν δεξιά κατά το Χλωµό. Ανεβαίνοντας στο βουνό, σε λίγο συναντάνε τον Παπακώστα Τζαµάλα και τον Απόστολο Γουβέλη µε µερικούς άλλους που είχαν τρέξει να τους συνδράµουν σ' ένα οχυρό πέρασµα. Μετριούνται και βλέπουν ότι εκτός από τους δυο σκοτωµένους Θανάσηδες έχουν και δυο τραυµατίες, τον Κώστα Καπογιώργη και τον Κοµνά Τράκα. Το γλυκοχάραµα φτάσανε στον Άι-Λια κι αντάµωσαν τα σώµατα του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά. Οι γεροαρµατολοί έτριβαν τα µάτια τους. Δεν περίµεναν να τους ξαναδούν.
Βούιξε ο τόπος από το κατόρθωµα αυτό. Αναπτερώθηκε το ηθικό των καταπτοηµένων στη Ρούµελη, ύστερα απ' την Αλαµάνα. Ο Ανδρούτσος έγινε η κυρίαρχη µορφή του Αγώνα στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Ο Οµέρ Βρυώνης µπήκε το πρωί ο ίδιος στο χάνι και κατσάδιασε τους στρατιώτες του που δεν µπόρεσαν να πιάσουν λίγους "ζορµάδες" - κλέφτες. Στη συνέχεια διέταξε να θάψουν τους σκοτωµένους. Παρέµεινε δε οχτώ µέρες στη Γραβιά χωρίς να τολµήσει να προχωρήσει για τα Σάλωνα και στράφηκε προς τη Βοιωτία.