«ο καραγκιοζησ μασ» neo τευχοσ 95 νοέμβρης 2015

Page 1

Όσο με θάβουνε, εγώ θα φυτρώνω

1925 - 2015

χρόνια

Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών Περίοδος Γ’ Τεύχος 95 Νοέμβριος 2015

ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ στο Σωματείο Σάββατο 21 Νοέμβρη ώρα 10 το πρωί


ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ (Καραγκιοζοπαικτών) ΕΤΟΣ ΙΔΡΥΣΗΣ 1925 Τζωρτζ 6 - ΑΘΗΝΑ Τ.Κ. 10677

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Πάνος Καπετανίδης  210 4616664 - 6977357493 www.karagkiozis.com e-mail: panoskap@hotmail.com & somateiokaragkiozh@gmail.com

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

ΠΡΟΣ: Τα μέλη του Π.Σ.Θ. Σκιών.

ΘΕΜΑ: Πρόσκληση σε Τακτική Γενική Συνέλευση Αγαπητό μέλος. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Σωματείου, σας καλεί στην Τακτική Γενική Συνέλευση, που θα γίνει το Σάββατο 21 Νοέμβρη 2015 και ώρα 10:00 π.μ. στα γραφεία του Σωματείου μας, οδός Τζωρτζ 6 (Πλ. Κάνιγγος), 4ος όροφος, γραφείο 7.

ΘΕΜΑΤΑ ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ:

1. Απολογισμός Διοικητικού και Καλλιτεχνικού Συμβουλίου για τη χρήση που έληξε. 2. Έκθεση Ελεγκτικής Επιτροπής για τη διαχείριση του Δ.Σ. από την προηγούμενη περίοδο. 3. Απαλλαγή Δ.Σ. από κάθε ευθύνη. 4. Προϋπολογισμός δαπανών Διοικητικού και Καλλιτεχνικού Συμβουλίου και προγραμματισμός δράσης για την νέα περίοδο. 5. Συζήτηση θεμάτων που θα θέσουν τα μέλη.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Δικαίωμα συμμετοχής στις ψηφοφορίες έχουν τα μέλη που: α) Έχουν γίνει μέλη δύο μήνες πριν από την Γ.Σ. και β) Έχουν πληρώσει τις συνδρομές τους μέχρι την ημέρα της Γ.Σ.. Αθήνα, Νοέμβρης 2015 Για το Δ.Σ. του Παν. Σωμ. Θεάτρου Σκιών Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Πάνος Καπετανίδης Αργύρης Αθανασίου

Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών Τζωρτζ 6 Αθήνα 106 77

Διόρθωση κειμένων: Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης Εξώφυλλο: Π. Καπετανίδης ΕΚΔΟΤΗΣ: Πάνος Β. Καπετανίδης Τηλέφωνο: 210 46 16 664

Σελίδα

2


Το ελληνικό θέατρο σκιών ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά

ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Ο μοναδικός οικονομικός πόρος του Σωματείου μας είναι οι συνδρομές των μελών.

Γίνε μέλος του Σωματείου, κ ά νο ν τ α ς η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ή α ί τ η σ η σ τ ο : http://www.karagkiozis.com/somateio/

Σελίδα

3


ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Το ελληνικό Θέατρο Σκιών ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά

Αίθουσα συνεδριάσεων του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου (Μέγαρο Παλαιάς Βουλής, Πλατεία Κολοκοτρώνη, Σταδίου 12, Αθήνα).

(Προς τιμήν του Βάλτερ Πούχνερ)

Αθήνα, 27-29 Νοεμβρίου 2015 Υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO Το Θέατρο Σκιών, μετά από μια περίοδο προσαρμογής, στα τέλη του 20ού και 21ου αιώνα, αποφεύγει τον κίνδυνο της εξαφάνισής του και αποκτά νέο δυναμισμό. Εμπλουτίζεται το ρεπερτόριό του, γίνεται αποδεκτό από διάφορες μορφές τέχνης, εισάγεται στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες και κατορθώνει να επαναπροσελκύσει μέρος του ενήλικου κοινού. Σταδιακά, κερδίζει έδαφος, ως όχημα πολιτισμού, εκπαίδευσης, πολιτισμικής αυτοαναγνώρισης, τουριστικής προβολής, ενώ, ταυτόχρονα, μετατρέπεται σε αντικείμενο έρευνας και μελέτης. Στο πλαίσιο αυτό, το Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών της Γρανάδα (Κ.Β.Ν.Κ.Σ.) [www.centrodeestudiosbnch.com] και η Ερευνητική Ομάδα του Πανεπιστημίου της Γρανάδα: “Estudios de la civilización griega medieval y moderna” (HUM 728 ), σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, την Ισπανική Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών και το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, οργανώνουν στην Αθήνα, στις 27, 28 και 29 Νοεμβρίου 2015, Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα: «Ελληνικό Θέατρο Σκιών – Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά». Το συνέδριο αφιερώνεται στον καθηγητή Walter Puchner, διαπρεπή θεατρολόγο και μελετητή του ελληνικού Θεάτρου Σκιών, και καλύπτει όλες τις πτυχές του νεοελληνικού πολιτισμού, που επηρεάστηκαν από το ίδιο, κατά τη διάρκεια της ιστορίας του. Συνεπώς, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα γνωστικών πεδίων: θεατρολογία, φιλολογία, αρχειονομία, μουσειολογία, κοινωνιολογία, ανθρωπολογία, γλωσσολογία, ιστορία, ιστορία της τέχνης, εκπαίδευση, μουσικολογία, κλπ.. Κύριοι στόχοι του συνεδρίου είναι να προωθηθεί: α) Η έρευνα και η μελέτη του Θ. Σ. σε όλα τα φάσματα της ιστορίας του και σε όλες τις πτυχές του. β) Η διερεύνηση των επιρροών που δέχτηκε και των επιρροών που άσκησε, στις εκφάνσεις του νεοελληνικού πολιτισμού. γ) Η διερεύνηση των στοιχείων, που προϋποθέτουν την αναγνώριση του ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Θεματικές ενότητες του συνεδρίου: Το Θέατρο Σκιών και η διατήρησή του, ως πολιτιστική κληρονομιά: μουσεία, συλλογές, εκθέσεις, φορείς, σύλλογοι, σωματεία, εκδηλώσεις. Κοινωνική και πολιτική διάσταση του Θ. Σ.. Θ. Σ. και τέχνες. Θ. Σ. και λογοτεχνία. Ο Βάλτερ Πούχνερ Θ. Σ. και εκπαίδευση.

Σελίδα

4


Θ. Σ. και ερευνητική δραστηριότητα. Το Θ. Σ. σήμερα: παράδοση και νέες τάσεις. Το ελληνικό Θ. Σ. εκτός Ελλάδας. Οργανωτική επιτροπή συνεδρίου: Πρόεδρος: Δρ. Μόσχος Μορφακίδης-Φυλακτός (Πανεπιστήμιο της Γρανάδα, Κ.Β.Ν.Κ.Σ.) Συντονιστής: Παναγιώτα Παπαδοπούλου (Πανεπιστήμιο της Γρανάδα, Κ.Β.Ν.Κ.Σ.) Μέλη: Δημήτρης Αγγελής (Διδάκτωρ ΕΚΠΑ και συγγραφέας), Σοφία Ιακωβίδου (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης), Θανάσης Κουτσογιάννης (Ερευνητής Θεάτρου Σκιών), Παναγιώτης Μαζαράκης (Ερευνητής Θεάτρου Σκιών), Αρετή Μαθιουδάκη (Υποψήφια Διδάκτωρ), Δημήτρης Φανάρας (Ερευνητής Θεάτρου Σκιών), Μιχάλης Χατζάκης (Ερευνητής Θεάτρου Σκιών και καραγκιοζοπαίχτης) Επιστημονική επιτροπή συνεδρίου: Ιωσήφ Βιβιλάκης (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) Κωνσταντίνος Δημάδης (Πρόεδρος ΕΕΝΣ) Ζωή Διονυσίου (Ιόνιο Πανεπιστήμιο) Μιχάλης Ιερωνυμίδης (Ερευνητής Θεάτρου Σκιών) Δημήτρης Κόκορης (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) Μόσχος Μορφακίδης-Φυλακτός (Πανεπιστήμιο της Γρανάδα, Κ.Β.Ν.Κ.Σ.) Αικατερίνη Μυστακίδου (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) Άννα Σταυρακοπούλου (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) Πηνελόπη Σταυριανοπούλου (Complutense Μαδρίτης) Irina Tresorukova (Πανεπιστήμιο Lomonosov Μόσχας) Επικοινωνία µε τη διοργάνωση του συνεδρίου: skiontheatro@gmail.com Η ενημέρωση για την πορεία της διοργάνωσης του συνεδρίου θα γίνεται μέσω του ιστότοπου του Κέντρου Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών: http://www.centrodeestudiosbnch.com/gr/teatro Το Πανελλήνιο Σωματείο Θεάτρου Σκιών, στη συνεδρίαση του Δ.Σ. ( 1/10/12015), αποφάσισε να συμμετάσχει στο «στρογγυλό τραπέζι» του συνεδρίου, που θα γίνει το Σάββατο 28 Νοέμβρη 2015 και ώρα 19:30, με συντονιστή τον Μιχάλη Ιερωνυμίδη. Εκεί, ο Πρόεδρος του Π.Σ.Θ.Σ., Πάνος Καπετανίδης, θα επικεντρωθεί στο θέμα της σημερινής επιβίωσης της τέχνης του Θεάτρου Σκιών, μέσω των λειτουργών της, των Ελλήνων καραγκιοζοπαιχτών. Θα συμμετέχει, επίσης, ο καλλιτεχνικός Διευθυντής της Εθνικής Σκηνής Θεάτρου Σκιών του Σωματείου μας, Ηλίας Καρελλάς, ο Άθως Δανέλλης και ο Μιχάλης Χατζάκης. Τελευταίες ανακοινώσεις: 1. Οι παράλληλες απογευματινές συνεδρίες της Παρασκευής 27 και του Σαββάτου 28 Νοεμβρίου, θα πραγματοποιηθούν: α) στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, αίθουσα του Μεγάρου της Παλαιάς Βουλής, Πλατεία Κολοκοτρώνη, Σταδίου 13, Αθήνα και β) Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, Αίθουσα Europe Direct City of Athens, Ακαδημίας 50, Αθήνα. 2. Όσοι επιθυμούν να παρακολουθήσουν τις εργασίες του συνεδρίου, με την ιδιότητα του συνέδρου και με δικαίωμα βεβαίωσης παρακολούθησης, θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση, συμπληρώνοντας το σχετικό έντυπο, και να παρακολουθήσουν τις συνεδρίες ανελλιπώς (υποχρεωτική υπογραφή ημερήσιου έντυπου παρουσίας). Σε περίπτωση που ο αριθμός των αιτήσεων υπερβεί τις διαθέσιμες θέλεις, η αποδοχή θα γίνει με σειρά χρονικής υποβολής της αίτησης. Πριν από τη λήξη του Συνεδρίου, θα πραγματοποιηθεί ψήφισμα για την καταλληλότητα αίτησης για την ένταξη του ελληνικού Θ.Σ. ως αυλής πολιτιστικής κληρονομιάς από την UNESCO. Το πρόγραμμα του συνεδρίου το κατεβάζετε από εδώ: http://www.centrodeestudiosbnch.com/web/publicaciones/Programa_TeatroSombras/index_Programa_TeatroSombras.html

Σελίδα

5


«ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΗΜΙΣΚΑΛΙΣΤΗΣ ΦΙΓΟΥΡΑΣ» (Αστυνομικό Μυθιστόρημα) του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη

12ο Μέρος: «Από τους Διόσκουρους, στον Απόλλωνα» Αναμοχλεύοντας το παρελθόν μου, θυμόμουν ότι το βιβλίο, στα τούρκικα, που είχα δώσει στον Γιακωβάκη, ήταν η αφετηρία όλων αυτών των μελετών, μέσα από τις οποίες οι Διόσκουροι, αλλά και έτεροι παρατρεχάμενοι, άρχισαν να ακούγονται στο χώρο του Θεάτρου Σκιών. Οι Διόσκουροι, μέχρι τότε, δεν ασχολούνταν με το θέμα, πάνω στο οποίο απέκτησαν, κατόπιν, φήμη και όνομα. Από κοντά τους, ο Απόλλωνας και το ζευγάρι Γεράσιμου και Ιουλίας, που θυμήθηκαν, λόγω μόδας πιο πολύ, ένα ξεχασμένο λαογραφικό θέαμα, που είχε απαξιωθεί, κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής και, ιδίως, της μεταπολιτευτικής εποχής. Κοντά τους, ο Ιορδάνης προσπάθησε να κλέψει ένα μερίδιο της δόξας του φίλου του, μολονότι ο Γιακωβάκης δεν ξεπέρασε ποτέ, σε επίπεδο φήμης τα τοπικά επίπεδα. Στο πανελλήνιο, δεν είχε γίνει ιδιαίτερα γνωστός, εκτός και αν αυτό πραγματοποιούνταν, στις μέρες μας, μετά θάνατον, λόγω αυτών των γεγονότων και με αιτία το χρήμα και εμένα, μολονότι άθελά μου. Ο ταγματάρχης δεν έκρινε σωστή την εκδοχή μου. Εγώ τους άνοιξα τα μάτια για την αξία της φιγούρας, άθελά μου, αλλά δεν το είχα κάνει με πονηρές προθέσεις. Προσέθεσε, μάλιστα, ότι ο Γιακωβάκης το ήξερε αυτό και έτσι εξηγείται ότι ήταν επιθυμία του να μου δώσει και τα δύο κομμάτια της πολύτιμης ημισκαλιστής φιγούρας, πληρώνοντας με τη ζωή του, αν υποθέσει κανείς ότι ο δολοφόνος κατείχε και το κατέχει το δεύτερο μισό, αρνούμενος να το παραδώσει και σκοτώνοντας, συνεπώς, τον άτυχο Γιακωβάκη, που το ζητούσε πίσω. Ο ταγματάρχης επιθυμούσε να σταματήσει αυτή η κρίση τύψεων που είχα, για το πρόσωπό μου ως ηθικός αυτουργός, έστω και εξ αμελείας, για να επιστρέψουμε, και πάλι, στην κουβέντα περί υπόπτων. «Δεν μιας ενδιαφέρει, αν εσύ άνοιξες τα μάτια των Διόσκουρων και των υπολοίπων. Μας ενδιαφέρει ότι οι Διόσκουροι έχουν όλα τα κίνητρα, που έχει ένας στυγνός, ψυχρός και κατ’ εξακολούθηση δολοφόνος»… Ο ταγματάρχης διακρινόταν, από σιγουριά, στα λόγια του: «Δεν σου κάνει εντύπωση η ψυχραιμία τους; Η ομαδικότητά τους; Οι ακαταμάχητες γνώσεις τους; Η σκληρότητά τους, όταν ξεπεράσει κανείς τα όρια; Δεν μπορεί κανένας να τους πιάσει από πουθενά. Ξέρουν ότι είναι ύποπτοι, αλλά δεν τους νοιάζει. Από την άλλη, αν δεν φταίνε, ξέρουν, πολύ καλά, ότι κινδυνεύουν, ανά πάσα στιγμή, από έναν άγνωστο δολοφόνο, που κυκλοφορεί, ακόμα, ελεύθερος. Και όμως… Παραμένουν ψυχροί, σοβαροί και σκληροί. Και το σημαντικότερο! Δεν ξέρουμε αν ευθύνονται, ως ομάδα ή ατομικά, δηλαδή κάποιος, μόνο, από αυτούς. Ή και οι δύο εκ των τριών. Ο καθένας άριστος στο ρόλο του. Το τέλειο σύνολο. Αν δεν δρα ομαδικά, τότε οι δύο αθώοι κινδυνεύουν από έναν ένοχο.

Σελίδα

6


Δηλαδή ο ένας ένοχος θα είναι, πιθανότατα, ο μελλοντικός δολοφόνος τους. Ενώ μια συνεργασία δύο εξ αυτών θα απειλεί τον τρίτο αθώο. Ο θάνατος, ίσως, να παραμονεύει, αναμεταξύ τους». «Ταγματάρχα! Μιλάτε, σαν να είστε σίγουρος για την ενοχή του ενός, των δύο ή και των τριών από τα αδέρφια». «Ναι! Αλλά ακόμα και αυτή η σιγουριά βαλτώνει μέσα σε αυτές τις τόσες πολλές πιθανές εκδοχές. Οι άνθρωποι αυτοί δρουν σαν Κόζα Νόστρα και μαφία, στη ζωή τους. Φαντάσου τι θα γίνει, αν υπάρχει, μέσα τους, ένας εσωτερικός εχθρός, που θα στραφεί ενάντια στο ίδιο του το σώμα. Μια σκέτη τρέλα, αν σκεφτεί κανείς πόσο τρελός, αλλά και ψυχρά λογικός, είναι ο άγνωστος φονιάς». «Ή οι φονιάδες, αν όντως συνεργάζονται». «Συνεπώς, θα τους παρακολουθούμε, όπως σου είπα. Με άκρα και πλήρη μυστικότητα. Δεν θα τους ξαναδώσουμε πληροφορίες, αλλά θα τους τις αρπάξουμε». «Και για το καλό τους όμως, αν είναι αθώοι». «Σαφώς! Διότι ο δολοφόνος θα χτυπήσει κάποιον από αυτούς, που έχουν απομείνει. Ακόμα και εσένα, ίσως! Ή τον Απόλλωνα! Οπότε και οι δυο σας είστε υπό προστασία». Ξέροντας, λοιπόν, ότι ένας αστυνομικός, τουλάχιστον, θα βρίσκεται κατά πόδας μου και χωρίς να τον βλέπω, σαν φύλακας άγγελός μου, έφτασα στην οικία του Απόλλωνα. Η γειτονιά του ήταν σκοτεινή και η ατμόσφαιρα τρομακτική, σαν να βγήκε από φιλμ γοτθικού τρόμου, αν και όλα αυτά έμοιαζαν με κατασκευάσματα του μυαλού μου. Ο όρος «αστυνομικό θρίλερ» θα έπρεπε να είναι πιο κοντά στη φαντασία και τη σκέψη μου. Ωστόσο, ο εξπρεσιονιστικός τρόμος κυριαρχούσε πιο πολύ, καθώς ένιωθα ότι, εκτός από τον αστυνόμο, βρισκόταν, πίσω από τη σκιά μου, και η σκιά της ημισκαλιστής φιγούρας, η οποία ως δαίμονας, είχε ως σκοπό να με κατακτήσει. Τα λόγια της Ελένης ηχούσαν βαθιά, μέσα στα αυτιά μου, νιώθοντας ότι εισβάλλουν στα εγκεφαλικά μου κύτταρα, για να τα διαβάλουν και να τα αλλοιώσουν, με σκοπό να με υπνωτίσουν και να με πείσουν ότι δεν είμαι ο εαυτός μου, αλλά κάποιος άλλος. «Τις ει»; Δυο μονοσύλλαβες λέξεις, που ακούστηκαν τόσο δυνατά και ψαρωτικά, ήταν αρκετές, για να με τρομάξουν, όπως και στο στρατό, με την παρόμοια ερώτηση, όταν αυτή αντηχούσε, μη αναμενόμενα. Αυτή η βροντόφωνη λαλιά δεν προερχόταν από απόκοσμες δυνάμεις, αλλά από τα «ηχεία» του Απόλλωνα. Ο τελευταίος διακρινόταν και ως ψάλτης, όχι καλλίφωνος, κατά γενική εκτίμηση, αλλά με μπάσα φωνή, που κάλυπτε τις όποιες παραφωνίες του και που ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση, με την αρχαιολατρία του, για την οποία είχε οδηγηθεί ακόμα και σε επικίνδυνες αναβάσεις σε υψώματα πανύψηλων βουνών. Εκεί κάποτε, λατρευόταν ο Δίας με τους υπόλοιπους Θεούς. Εκεί, υπήρχαν, ακόμη, τα απομεινάρια αρχαίων ναών, που είχαν σωθεί από τις φυσικές, ανθρώπινες και καιρικές λεηλασίες. Και όμως, ο Απόλλωνας, παρά τη στρατιωτική ομιλία του και τις θεολογικές του αντιφάσεις, ήταν αντάξιος του ονόματος του αρχαίου συνονόματου Θεού του και «εράται το κάλλος», κατά την αρχαία ρήση. Επανέλαβε: «Τις ει»; Μετά από τις παραπάνω στιγμιαίες σκέψεις, ο Απόλλωνας άκουσε, τελικά, το όνομά μου, αλλά δεν πείστηκε να ανοίξει: «Δεν ανοίγω σε κανέναν». Η ψαρωτική ερώτηση αναγνώρισης είχε ακουστεί με βρόντο, αλλά τα επόμενα λόγια του υποδήλωναν φόβο, πίσω από τους δυνατούς ήχους. «Θέλω να μιλήσουμε, Απόλλωνα! Για το γνωστό θέμα. Σε αφορά και εσένα»! «Να φύγεις! Δεν μιλάω και δεν ανοίγω σε κανέναν»! Ένας τρόμος διαπερνούσε την ομιλία του, κάτι που επιβεβαιώθηκε και από τις ακόλουθες κουβέντες του:

Σελίδα

7


«Δεν θέλω να μπλέξω άλλο, σε αυτήν την υπόθεση. Δεν θέλω να είμαι εγώ το επόμενο θύμα»! Τόνος φωνής πανικοβλημένος… Ο Απόλλωνας φοβόταν. Και με όλο του το δίκιο, αλλά χωρίς να ξέρει ότι ο ταγματάρχης είχε μεριμνήσει για τον ίδιο. Ένας αστυνόμος περιπολούσε, διακριτικά και δήθεν τυχαία, γύρω από το σπίτι του, ενώ τα σκυλιά των διπλανών κήπων γαύγιζαν, με μανία, εναντίον της προσωπικής μου απειλητικής παρουσίας και φωνής. Ο Απόλλωνας ήταν κατηγορηματικός. Αρνήθηκε να με δει, αλλά και να συνεχίσει, περαιτέρω, την κουβέντα, μαζί μου, ακόμα και υπό την προστασία της θύρας του. Σκέφτηκα, τουλάχιστον, να του πω να μην φοβάται. Αυτό διότι δεν γνώριζε ότι η αστυνομική παρουσία θα ήταν κοντά του, παρούσα τόσο τω πνεύματι, όσο και τω σώματι, πέρα από τα διπλανά, προστατευτικά και σκυλίσια ουρλιαχτά, τα οποία, με τον τρόπο τους, συνέβαλαν, στο να φύγω μιαν ώρα αρχύτερα, αφήνοντας τον έρημο Απόλλωνα στο φόβο και στην πλήρη ανασφάλεια. Ήταν μπερδεμένος και τρομαγμένος, αλλά δεν μπορούσα και να κάνω κάτι παραπάνω. Εξάλλου, επανήλθε, λόγω και του σκότους, στο μυαλό μου, η θρυλική διήγηση της Ελένης. Αν ίσχυαν όσα έλεγε, ο Απόλλωνας, έτσι και αλλιώς, δεν γινόταν να προστατευτεί, με κανέναν τρόπο. Διότι με τους ανθρώπους μπορεί να τα βάλει κανείς. Αλλά με τα φαντάσματα, δεν υπάρχει καμία ελπίδα, αν βρεθούν, μπροστά στον οποιονδήποτε! Σκεφτόμουν τη μισή ημισκαλιστή φιγούρα. Την είχα, μαζί μου, συνέχεια, κρυφά, στην εσωτερική πλευρά του παλτού μου, μέσα σε μια μεγάλη και βαθιά τσέπη, το βάθος της οποίας μεγάλωνε, λόγω ενός εσωτερικού σχισίματος, έτσι ώστε ο χώρος να φτάνει μέχρι τη φόδρα. Το πάνω μέρος της φιγούρας, το μπούστο του ημισκαλιστού δαίμονα, είχε καταχωνιαστεί, για τα καλά, ανάμεσα στα δερμάτινα και τα υφασμάτινα καλύμματα, κάτι που με έκανε να νιώθω ασφάλεια, για την τύχη της, μα και ένα είδος εσωτερικής έντασης. Σταμάτησα στη μέση του δρόμου. Την έβγαλα και την κοίταξα, φωτιζόμενη από τις λάμπες των δρόμων, έτσι ώστε η αναλογικά μεγαλύτερη σκιά της να πέφτει πάνω στην άσφαλτο και να δίνει την ψευδαίσθηση μιας αληθινής ύπαρξης, που της λείπει ο ζωοποιός λόγος. Ωστόσο, αν και δεν την άκουγα, την ένιωθα, εσωτερικά, να προσπαθεί να επιβληθεί, κατά τα λεγόμενα και της Ελένης, ενώ ρίγη διαπερνούσαν το σώμα μου. Ο δερμάτινος υπνωτιστής επανήλθε στο κρησφύγετό του, με ασφάλεια, για τον ίδιο, ως χειροπιαστό αντικείμενο, μα με ανασφάλεια, για μένα, που ένιωθα ότι η παρουσία του επιχειρούσε να με αλλάξει. Η τρομοκρατία του μπερδεμένου και πανικόβλητου Απόλλωνα είχε, πια, περάσει μέσα μου, σαν ένα αρρωστημένο κόμπλεξ, που μεταδίδεται σαν νόσος και δημιουργεί επιπρόσθετα ενοχικά συμπλέγματα, σε όσους την υποδεχτούν. Μια αυτοάνοση ασθένεια ένιωθα να αναπτύσσεται στον ίδιο μου τον οργανισμό, εξαιτίας της οποίας άρχισα να κακίζω ακόμα και τον Απόλλωνα, που με επηρέασε τόσο αρνητικά. Το τρέμουλο χεριών και ποδιών, μαζί με ένα εσωτερικό μούδιασμα, με έκαναν να αναζητώ μια τέτοια λύση, ώστε να μεταθέσω τις σκέψεις μου σε ένα άλλο πρόβλημα. Το πρόβλημα αυτό βρέθηκε και, πολύ σύντομα, όλο μου το άγχος είχε, ήδη, διοχετευτεί στο πώς θα συμπεριφερθώ απέναντι στην πρώην φίλη του Γεράσιμου, τη γνωστή και μη εξαιρετέα Φιλίτσα. Ένα άγχος κάπως δυσερμήνευτο, φαινομενικά τουλάχιστον… Πριν προλάβουν να ξεκαθαρίσουν τα αισθήματα της μικρής αναμονής μου, ενόψει Φιλίτσας, ένα παγωμένο, σκωτσέζικο, ντουζ ήρθε να ανατρέψει, εκ νέου, τον ψυχισμό μου. Το μαγαζί, στο οποίο δούλευε, μαζί με την Άντζελα, εκεί όπου ο Γεράσιμος έκανε το τελευταίο ξενύχτι της αμαρτωλής ζωής του, ήταν κλειστό. Όχι προσωρινά, όπως θα νόμιζε, εκ πρώτης όψεως, κανείς, αλλά άδειο τελείως, με ένα τοιχοκολλημένο «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» να ξεκαθαρίζει την κατάσταση. Ο περιπτεράς, στην παρακάτω γωνία, ήταν αυτός, που θα μου έδινε σαφή απάντηση. Έκλεισε και μάλιστα οριστικά. Η επίσημη αιτία ήταν τα απλήρωτα τάχα χρέη

Σελίδα

8


του μαγαζιού. Η ανεπίσημη αιτία, που ήταν, όμως, και η αληθινή, δεν ήταν άλλη από τη χρήση και διακίνηση ναρκωτικών, στην οποία είχε ξεπέσει ο ιδιοκτήτης, για να δώσει ένα διέξοδο στην οικονομική μέγγενη, που τον έσφιγγε. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Ο μαγαζάτορας στη φυλακή, το μαγαζί κλειστό και η άτυχη Άντζελα νεκρή από υπερβολική δόση… Η ψυχρολουσία ολοκληρώθηκε, μέχρι που κατέληξα σε μια στασιμότητα. Ο περιπτεράς αγνοούσε την τύχη της Φιλίτσας. Ωστόσο, ο επιμένων νικά και κατάφερα, μέσα σε λίγες μέρες, να μάθω το νέο στέκι της. Είχε ανοίξει ένα δικό της μαγαζί, λίγο πιο μακριά, σε μια από τις πιο μεγάλες πλατείες της πόλης, ίσως την πιο μεγάλη. Ήταν ένα μικρό, αλλά χαριτωμένο, καφέ-ζαχαροπλαστείο, με σπιτικά γλυκίσματα. Το νέο στυλ της δεν είχε καμία σχέση με το προηγούμενο και ο Γεράσιμος, λογικά, αν την έβλεπε, θα απογοητευόταν από τη νέα της εμφάνιση. Σεμνά ντυμένη, σοβαρή και χαμηλοβλεπούσα, είχε μεταμορφωθεί σε μια άλλη γυναίκα, σαν να είχε σβήσει, με μονοκονδυλιά, την προηγούμενη ζωή της, όπως όριζε το επάγγελμα μιας «κυρίας», που είχε, πια, τη δική της επιχείρηση, σύμφωνα με την ταμπέλα του καταστήματος, αλλά και με τις καρτελίτσες παραγγελιών, στις οποίες έπεσε το μάτι μου. Κάθισα σε ένα στρογγυλό τραπεζάκι, περιμένοντας το γκαρσόν… Με κατάλαβε αμέσως, με αποτέλεσμα να έρθει η ίδια να μου πάρει παραγγελία, αντί να στείλει το νεανία σερβιτόρο, που ήταν σχεδόν ενήλικος, ζήτημα να είχε περάσει τα δεκαοχτώ, αλλά και θηλυπρεπής, όπως τον έβλεπα να πηγαινοέρχεται, πέρα-δώθε, με ένα φανερό άγχος. Η ίδια, αντιθέτως, ήταν ψύχραιμη, μειδιώντας ελαφρώς και προσποιούμενη ότι χαιρόταν που με ξαναέβλεπε. Ήταν αλήθεια ότι θα της θύμιζα, ξανά, το αμαρτωλό παρελθόν της, για το οποίο ήταν ηλίου φαεινότερο ότι δεν ήθελε να μιλήσει, καθώς τα στίγματά του ήταν πολλά. Τι να πρωτοέλεγε; Κονσομασιόν, απαγορευμένες ουσίες, θάνατοι. Ένας βούρκος με λάσπη, μέσα από τον οποίο ξέφυγε, κατορθώνοντας, πολύ γρήγορα, να βγει σε καινούριους και πιο καθαρούς δρόμους. Ο Γεράσιμος ήταν μια κηλίδα, που σημάδευε, αρνητικά, τη νέα της ζωή. Ήμουν, όμως, υποχρεωμένος να της τον θυμίσω, στην περίπτωση που είχε κάτι να μου πει σχετικά με την ημισκαλιστή φιγούρα. Πριν μιλήσω, τέντωσε το δάχτυλο… «Αρραβωνιάστηκα, πρόσφατα. Σύντομα, παντρεύομαι»! Η βέρα της ήταν σαφέστατη. Στη νέα της ζωή, δεν χωρούσε τίποτε το παλιό. Και να ήξερε κάτι, δεν πρόκειται να άνοιγε το στόμα της. Αλλά δεν θα κατέθετα τα όπλα μου, έτσι εύκολα… «Φιλίτσα! Θέλω, από σένα, να κάνεις μια εξαίρεση, για ένα ζήτημα ζωής και θανάτου. Και αν χρειαστεί, να μου δώσεις κάποιες πληροφορίες, για τις οποίες θα σε πληρώσω καλά, από τη στιγμή που θα ανοίξεις τον ασκό της παλιάς σου ζωής και το σεντούκι των αναμνήσεών σου». Με κοιτούσε ειρωνικά, σαν να με κορόιδευε για τις γλυκανάλατες «μελούρες», που την τάιζα. «Δεν ξέρω τίποτα»! «Δες, τουλάχιστον, αυτό και πες μου, αν σου θυμίζει κάτι». Ο δίσκος, αυτομάτως, έπεσε από τα χέρια της, μόλις η δαιμονική όψη της ημισκαλιστής φιγούρας αντίκρισε τα γαλάζια μάτια της. Η ποδιά της γέμισε νερά, από το ποτήρι, που έπεσε, αστραπιαία, σπάζοντας, στο έδαφος. Έγινε θρύψαλα… Σαν να μίλησε, μέσα της, η σκαλιστή ματιά του δαίμονα και να διαπέρασε όλο της το σώμα, κάνοντας σκόνη και θρύψαλα την καρδιά της, όπως και το ποτήρι. Η στάση της άλλαξε, η ψυχραιμία

Σελίδα

9


της χάθηκε, το χρώμα της κιτρίνισε και ο γκαρσόνος κοιτούσε με απορία, κρατώντας ένα πανί, για να τη σκουπίσει. Το βλέμμα της έγινε αχανές, σαν να είχε υπνωτιστεί από τον άρχοντα του σκότους και σαν της θύμισε οικεία κακά από τις σελίδες ενός σκοτεινού παρελθόντος. Να, τελικά, που το μπούστο της φιγούρας γινόταν απροσδόκητος σύμμαχός μου, αναγκάζοντας τη «σφίγγα» να λαλήσει, καλώντας με, μέσα στα ιδιαίτερα γραφεία της, στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Εντός μου, είχα την αίσθηση ότι θα μάθαινα, πολύ γρήγορα, κάτι το συνταρακτικό, για τα μυστικά του Γεράσιμου. Στο γραφείο, ωστόσο, δεν συνέβη τίποτα το αξιοσημείωτο. Άρπαξε, βιαστικά, μια αρμαθιά κλειδιά, έδωσε εντολές στο «τεκνό» της και ανέβηκε σε ένα μηχανάκι… Επίμονη και με κάποια νευρικότητα, μου έκανε νόημα να ανέβω. Η καθυστέρησή μου την έκανε να αγριέψει τόσο πολύ, ώστε να μεταπέσω, και πάλι, σε κατάσταση ανησυχίας. Με οδήγησε κάπου εκεί κοντά και κατεβήκαμε, μόλις πάρκαρε. Μου έγνεψε να ανέβω σε μια παλιά, νεοκλασική, μα καλά συντηρημένη, μονοκατοικία. Δεν σκέφτηκα να χρονοτριβήσω, διότι ένιωθα το υβρεολόγιο, που θα άκουγα. Ήτανε, εκεί, το σπίτι της; Δεν τολμούσα να ρωτήσω, αλλά η ίδια κινούνταν, με πολλή άνεση, πράγμα που δήλωνε οικειότητα του χώρου. Ανεβήκαμε τις σκάλες και μου έκανε κίνηση να καθίσω, σε μια πολυθρόνα. Κάθισα και ρώτησε: «Πόσα μου δίνεις για τις πληροφορίες»; «Αναλόγως τις πληροφορίες». Μου ανέφερε ένα ποσό. Το βρήκα τσιμπημένο, αλλά εξαρτιόταν και από το είδος των πληροφοριών. Είχα αρχίσει να αμφισβητώ το κατά πόσο μου μιλούσε σοβαρά, καθώς την έβλεπα να αμφιταλαντεύεται και να έχει τάσεις φυγής… «Κάτσε στην πολυθρόνα. Μπορεί να αργήσω. Μην φύγεις»… Οι φωνές που ακουγόντουσαν, ήταν πολύ δυνατές. Κραυγές, ηχηρά γέλια, φως και μια οικεία φωνή. Σαν να έπαιζε ο Γιακωβάκης μια από τις παραστάσεις του. Μιμούνταν, άριστα, την κακιασμένη φωνή του δαίμονα, το μάτι του οποίου στράφηκε προς τα πάνω μου, εκπέμποντας λάμψη και λέγοντάς μου, επιβλητικά: «Έλα, κοντά μου, κουμπάρε»! «Μα γιατί με λες κουμπάρο»; «Έχεις κάνει ένα φόνο. Το ξέχασες»;

Σελίδα

10

«Ποτέ δεν έχω κάνει φόνο». «Και τον Γιακωβάκη; Ποιος τον εσκότωσε τον Γιακωβάκη»; «Δεν τον σκότωσα εγώ. Το ξέρεις καλά». «Εσύ, όμως, προκάλεσες το θάνατό του. Από το βιβλίο σου, είχαν ξεκινήσει όλα. Σου χάρισε τη μισή φιγούρα και έφυγε από τη ζωή. Είναι σαν να τον σκότωσες. Οπότε, αφού τον σκότωσες, εμείς οι δύο είμαστε, πια, κουμπάροι». «Είμαι αθώος». «Και αν κάνεις και ένα δεύτερο φόνο, θα γίνουμε αδέρφια. Και αν κάνεις και τρίτο, θα σε γεμίσω χρυσάφι». «Ύπαγε οπίσω μου». «Σκότωσέ την. Σκότωσέ τους». Το μυαλό μου γυρνούσε στους Διόσκουρους. Αυτούς πρέπει να εννοούσε ότι μπορώ να σκοτώσω. Ή την Φιλίτσα, που δεν είχε έρθει ακόμα. Ή, περισσότερο, την Ελένη, που μου τον είχε εμφυτέψει στο νου μου. «Δεν μπορώ να σκοτώσω κανέναν». «Είσαι δυνατός. Αλλά μέχρι πότε; Μέχρι να σε σκοτώσουν αυτοί»; «Ας με σκοτώσουν. Εγώ δεν βάφω τα χέρια μου, στο αίμα». «Βλάκα»! «Καλύτερα βλάκας, παρά δολοφόνος»! «Ηλίθιε! Το παίζεις ηθικός! Αλλά δεν είσαι! Θα σε τιμωρήσω, για αυτήν την ανηθικότητά σου»! Με κοιτούσε στα μάτια, με επιβολή! «Τι θα μου κάνεις»; «Θα σε κάνω άβουλο όργανό μου»! Δίπλα του, στεκόταν ο οκνηρός Καραγκιόζης, μεταμορφωμένος σε γάιδαρο. Από την άλλη πλευρά, ο άβουλος Χατζηαβάτης, σαν κατσίκα, με παχιά μαστάρια, απόδειξη της κρυφής θηλυπρέπειάς του, στο πρότυπο του οθωμανικού μπερντέ. Μια νέα φιγούρα κατέβαινε από την οροφή του μπερντέ. Ένας καφετής σκύλος, με ανθρώπινο πρόσωπο, το οποίο δεν μπορούσα να διακρίνω… Πλησίασα στο φωτεινό μπερντέ, για να προσέξω, καλύτερα, τη φιγούρα του τετράποδου ζώου, με την τεντωμένη ουρά και το ζευγάρι μικρών αυτιών. Το κεφάλι, μοναχά, παρέμενε ανθρώπινο, όπως και το κεφάλι του Καραγκιόζη, από το οποίο ξεφύτρωναν τα δύο μακριά αυτιά γαϊδάρου. Ο δε Χατζηαβάτης διατηρούσε επίσης ανθρώπινο, μονάχα, το κεφάλι του, με τη σκούφια,


η οποία ξεσκιζόταν από δύο σουρεαλιστικά κέρατα, ενώ, γύρω από το λαιμό του, κρεμόταν ένα κουδουνάκι. Όσο για το σκύλο, αυτός δεν είχε τίποτα άλλο ανθρώπινο, παρά μόνο το δικό μου πρόσωπο, με σκυλίσια αυτιά και σκυλίσιο το υπόλοιπο σώμα. «Γιατί με έκανες σκύλο»; Δεν ήξερα σε ποιον είχα απευθύνει την ερώτησή μου. Στον αφανή, πίσω από τον μπερντέ, Γιακωβάκη, που κρατούσε τις φιγούρες, κινώντας τα νήματα της ιστορίας, σαν ένας αόρατος σκηνοθέτης; Ή στο δαίμονα, που, παίζοντας στο έργο, προσπαθούσε να επιβληθεί στη συνείδησή μου; Αυτό το κατάφερε, με τη δεύτερη φορά… «Είσαι ένας σκύλος, διότι, πάντα, πειθαρχούσες στους άλλους. Περπάτα στα τέσσερα και έλα εδώ». Η φιγούρα προχωρούσε και, μαζί της, ένιωθα και εγώ να περπατώ, με τα τέσσερα. Ο δαίμονας με είχε πείσει ότι είμαι ένα πειθήνιο σκυλί, που με περιέπαιζε, όπως ήθελε ο Γιακωβάκης: «Ρε Χατζατζάρη, ήρθε και το τσομπανόσκυλο, να σε προσέχει, όσο θα βοσκάς! Χαχαχαααα»! «Τι γελάς, βρε παλιογάιδαρε, γάιδαρε, γάιδαρε»; «Γελάω, παλιοκατσίκι, κατσίκι, κατσίκι». «Να γελάς με τα μούτρα σου». «Γελάω με τον αντικρινό μου». «Σταμάτα, βρε Καραγκιόζη μου, για να βρούμε μια λύση. Ξέρω ένα ξόρκι από τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου. Θα το πω, για να γίνουμε καλά. Συ, όμως, δεν πρέπει να μιλάς! Χαραμέρι, τζετζερέμ, χάραμέρι, τζετζερέμ». Οι δυο τελευταίες λέξεις, σαν να είχαν ακουστεί, με τη φωνή μιας γυναίκας. Ήταν και η Ελένη, από πίσω! Τη βλέπω, μαζί με τα αδέρφια της, να μαχαιρώνουν, ομαδικώς, τον Γιακωβάκη! Ιδού οι δολοφόνοι! Οι δύο φιγούρες του γάιδαρου Καραγκιόζη και της κατσίκας Χατζηαβάτη πέφτουν από το πανί. Μένω, μονάχος μου, φωτισμένος από τις λάμπες του μπερντέ. Η σολομωνική ήταν η μόνη, που θα μπορούσε να με βοηθήσει και η Ελένη, με τα αδέρφια της, λόγω των γνώσεών τους, θα ήταν μια λύση για μένα. Το αίσθημα να περπατάει κανείς στα τέσσερα, είναι παράδοξο. Μόνο έτσι νιώθει κανείς πώς είναι δυνατό να κινούνται

τα ζώα. Ο πρώτος και ο δεύτερος Διόσκουρος παίρνουν το πτώμα και το απομακρύνουν. Μου φέρνουν και λίγο γάλα, σε ένα πιάτο. Δεν μπορώ να το πιάσω, γιατί δεν έχω χέρια. Είμαι σκύλος. Αρχίζω, λοιπόν, να το πίνω, με τη βοήθεια της γλώσσας μου. Πίνω με βουλιμία και σκύβω το λαιμό, για να τα καταφέρω. Ώσπου, ξάφνου, νιώθω πόνους στη σκυλίσια κοιλιά μου και, κατόπιν, σε όλο το σκυλίσιο σώμα μου. Γαβγίζω, ουρλιάζω, μα και φωνάζω ανθρώπινα: «Βοήθεια! Πεθαίνω»! Ανοίγοντας τα μάτια, βλέπω, μπροστά μου, την Φιλίτσα, να με πιάνει από το μπράτσο, προσπαθώντας να με ταρακουνήσει, για να με ξυπνήσει. Τι όνειρο ήταν αυτό; Αυτό δεν ήταν όνειρο! Ήταν εφιάλτης! Η κοπέλα με κοιτούσε, με μια απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, μα και με έναν οίκτο, σαν να με λυπόταν, για την τραγική κατάσταση, στην οποία είχα περιέλθει. «Θέλεις ένα τσιγάρο»; «Όχι! Σε ευχαριστώ»! Πήγα να πω ότι θα ήθελα ένα ποτήρι νερό, αλλά δεν τόλμησα καν να το ζητήσω. Η γυναίκα άναψε το τσιγάρο της, κλείνοντας, στιγμιαία, τα μάτια και απολαμβάνοντας την πρώτη ρουφηξιά της νικοτίνης του. Ο καπνός της γέμισε το χώρο και η αποπνικτική ατμόσφαιρα με έκαναν να θέλω ακόμα περισσότερο να πιω κάτι δροσερό, μα όποιος καεί στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι. Το ύποπτο «δηλητηριασμένο» νερό θα γινόταν ο εφιάλτης μου. Η Φιλίτσα, σβήνοντας τη γόπα της, μου έδωσε έναν πάκο. Ανοίγω τον πάκο και βγάζω, από μέσα του, κάτι που με έκανε να ξεχάσω όλα όσα προηγήθηκαν. Έπιανα, στα χέρια μου, το άλλο μισό της ημισκαλιστής φιγούρας. Δερμάτινο, με χρωματική απόχρωση σαν αυτή που είχε το μπούστο, ελάχιστα σκαλισμένο στα πόδια και την ουρά, με την τρύπα, στο πάνω μέρος, για το δέσιμο της άρθρωσης, με το σχοινί του τυλιγμένο, γύρω-γύρω από την τρύπα, ετοιμοπόλεμο, ως την ώρα, που θα ξαναδενόταν με το κομμάτι μου, αλλά και με το κυριότερο: τη χαραγμένη σουλτανική υπογραφή. Έμεινα άφωνος, κοιτώντας την, επί πολλή ώρα, με την Φιλίτσα να περιμένει, υπομονετικά, ανάβοντας και δεύτερο και τρίτο τσιγάρο, μέχρι να μπορέσω να αρθρώσω τρεις λέξεις: «Πού το βρήκες»;

Σελίδα

11


«Μου το έδωσε ένας πελάτης από το παλιό μαγαζί, να το φυλάξω, γιατί μου είχε εμπιστοσύνη». «Πελάτης στο παλιό αμαρτωλό μαγαζί και στο κρεβάτι. Κατάλαβα! Ήταν ο Γεράσιμος, έτσι δεν είναι»; «Δεν ήταν ο Γεράσιμος». Το ένα σοκ διαδεχόταν το άλλο. Ήμουν, εκατό τοις εκατό, βέβαιος ότι ο Γεράσιμος, ως ερωμένος της Φιλίτσας, ήταν αυτός που της εμπιστεύτηκε τη μισή φιγούρα. Και όμως, η ίδια με διέψευσε. Επέμεινα: «Πες μου, ποιος ήταν. Το όνομά του. Το επίθετό του»! «Ένας βλάκας, ούτε που θυμάμαι πώς τον έλεγαν, δεν ρώτησα καν». «Δεν τον ρώτησες; Γιατί; Πες μου, έστω, πώς ήταν, εμφανισιακά»; «Σε εκείνη τη δουλειά, δεν μας ενδιέφερε ποιος ήταν ο άλλος, ούτε αν ήταν όμορφος. Μας ένοιαζε, μονάχα, αν οι πελάτες πλήρωναν καλά». «Αν σου δείξω δύο ύποπτα άτομα, σε ένα μαγαζί, μήπως μπορείς να αναγνωρίσεις, αν ο πελάτης σου ήταν ένας εκ των δύο υπόπτων»; Η Φιλίτσα μού άρπαξε, απότομα, το κομμάτι από το χέρι και με αγριεμένο ύφος. Μετά από λίγες στιγμές όμως, μου έγνεψε καταφατικά. Ξημέρωνε. Όλα θα εξελίσσονταν γοργά. Αναγνωρίζοντας η Φιλίτσα έναν από τους Διόσκουρους, η υπόθεση θα έκλεινε… Όταν έφτασε η κατάλληλη στιγμή, η αποφασιστική Φιλίτσα μπήκε στο μαγαζί των Διόσκουρων, δήθεν σαν πελάτισσα, για να βγει, μετά από λίγο, με άδεια χέρια φυσικά, μα με μια σημαντική πληροφορία, που θα ήταν αποτυπωμένη στα χείλη της. Όμως, αυτό που άκουσα, ήταν μια μη αναμενόμενη απάντηση: «Δεν είναι κάποιος από αυτούς τους δύο». Ήμουν σίγουρος ότι είχε δει τους Διόσκουρους, γιατί τους είχα, εκ του μακρόθεν, εντοπίσει, να τακτοποιούν τη βιτρίνα του μαγαζιού. Δεν είχαν υπάλληλο, οπότε ήταν φυσικό η Φιλίτσα να είχε μιλήσει με αυτούς και μόνο με αυτούς. Φύγαμε άπρακτοι και αυτή με παρηγορούσε: «Μην ανησυχείς. Τουλάχιστον, βρήκες το κομμάτι της φιγούρας, που έψαχνες. Πάμε, πίσω στο σπίτι μου, να στο δώσω». Είχα αρχίσει να τη συμπαθώ αυτήν την κοπέλα. Παλιότερα, και ως ερωμένη του Γεράσιμου, θα ήθελα να πάρω τη θέση του. Τώρα όμως, η Φιλίτσα δεν μου φαινόταν ως «σκεύος ηδονής» και μόνο. Ένιωθα, ίσως, ότι την αγαπούσα, κάτι που το αισθανόμουνα, ακόμα πιο έντονα, περιμένοντάς την, και πάλι, στη γνωστή πολυθρόνα του νυχτερινού εφιάλτη. Τώρα όμως, θα ήθελα να ονειρευόμουνα άλλα πράγματα, μαζί της. Ήταν μια άξια και τίμια γυναίκα. Της άξιζε, όντως, μια πολύ καλύτερη τύχη. Ήταν, λοιπόν, ευκαιρία, τώρα που έκανε μια προσπάθεια να απαγκιστρωθεί, οριστικά, από το βούρκο, να της έδινα τη χείρα μου, για να απομακρυνθεί, για πάντα, από αυτόν. Η βοήθειά μου θα της ήταν πολύτιμη και, ίσως, μόνιμη από εδώ και στο εξής. Από την άλλη μεριά, η φιγούρα, στην πλήρη της μορφή, θα ήταν η παράλληλη μέριμνά μου, για να προστατέψω, επιτέλους, την πολύπαθη τέχνη μας από τους πάσης φύσεως, τυχοδιώκτες, σαν τους Διόσκουρους, που της ρουφούσαν το αίμα. Μια τέχνη, όχι απλώς εθνική, αλλά υπερεθνική, με οθωμανικό κοινό παρελθόν, που θα μας δυνάμωνε και θα μας ένωνε σαν λαούς, Έλληνες και Τούρκους. Η Φιλίτσα αργούσε να επιστρέψει, αλλά, όσο αργούσε, είχα το νου μου να μην κοιμηθώ, για να μην με ξαναπειράξει ο Πονηρός, μα και για να μην υποστώ, εκ νέου, το μαρτύριο μιας νέας μεταμόρφωσής μου, σε σκύλο ή σε άλλο ζώο. Ειδικά μάλιστα, από τη στιγμή που είχα βουλιάξει στην ίδια πολυθρόνα. Προτιμούσα να φιλοσοφώ περί του ότι η τέχνη ενώνει τους λαούς, με αφορμή τη φιγούρα μου, που αποτελεί ένα οθωμανικό καλλιτέχνημα Ελλήνων και Τούρκων, μια κοινή καλλιτεχνική παρακαταθήκη δυο λαών, που βρίσκονται σε εμπόλεμη ή ψυχροπολεμική κατάσταση, εδώ και δεκαετίες. Θα είναι, ίσως, η αφορμή να μονοιάσουν, έστω και για λίγο, με πρεσβευτή ειρήνης μια φιγούρα, που έφυγε από την πρώην ελληνική Μικρασία, σαν πρόσφυγας, μετά την καταστροφή του 1922. Ένα τέτοιο καλλιτεχνικό δημιούργημα οφείλουν να το σέβονται οι, πάσης φύσεως, εγκληματίες Διόσκουροι, που θα πρέπει να καταταχτούν στη χορεία των αρχαιοκάπηλων και των ιερόσυλων.

Σελίδα

12


Η φιγούρα είναι κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Είναι σάρκα από τη σάρκα μας. Είναι δημιούργημα των παλιών λαϊκών, ανώνυμων συνήθως, καλλιτεχνών, όπως είναι και οι βυζαντινές εικόνες ή τα αρχαία κειμήλια. Η εκμετάλλευση όλων αυτών και εν προκειμένω της ημισκαλιστής φιγούρας είναι μια τραυματική μαχαιριά στην ελληνική πολιτιστική κληρονομιά. Πεθαίνουμε σαν λαός, όταν δεν προστατεύουμε όλα αυτά, που μας υπέδειξε και ο Μακρυγιάννης. Όταν τα ξεπουλάμε για το χρήμα, αντί να αναδείξουμε την αισθητική, ιστορική και εθνική τους αξία, προς όφελος, πάντοτε, της συναδέλφωσης όλων των λαών. Δεν μου το έβγαζε κανείς από το νου ότι οι Διόσκουροι ήταν οι ένοχοι, παρά τη μη αναγνώρισή τους από την Φιλίτσα. Ίσως το μισό κομμάτι να της το έδωσε κάποιος δικός τους άνθρωπος, συνεργάτης ή κλεπταποδόχος. Οι Διόσκουροι είναι αυτοί, που πρόδωσαν τις γνώσεις τους και την εθνική αποστολή τους, ξεπουλώντας τα πάντα. Πρέπει να τιμωρηθούν. Είναι εθνικοί εγκληματίες. Η Φιλίτσα έφτασε. Μου είπε πως είχε καλά νέα. Απόρησα. Έτσι και αλλιώς, ήταν σίγουρο ότι θα μου έδινε το πολύτιμο κομμάτι. Τι παραπάνω να ζητούσα; Δεν πρόλαβα να σηκωθώ από την πολυθρόνα και μια θεόρατη σκιά εμφανίστηκε, μπροστά μου. Πριν προλάβω να τη δω προσεκτικά, με απώθησε προς τα κάτω. Πέφτοντας και πονώντας, είδα, έμπροσθέν μου και τρισδιάστατα, από κάτω προς τα πάνω, το σκιώδες σώμα ενός ανθρώπου, που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω καθαρά. Ποια να ήταν αυτή η μεγάλη σκιά, που ήταν, ωστόσο, υπαρκτή και όχι σαν την ψεύτικη της ημισκαλιστής φιγούρας; Και ενώ περίμενα να μου μιλήσει, για να την αναγνωρίσω, ενδεχομένως, από τη φωνή της, αυτή παρέμενε βωβή, μέχρι που μετακινήθηκε, για να με πατήσει, στο λαιμό, με το πόδι της. Πατώντας με και πονώντας με ακόμα περισσότερο, ήμουν τελείως ανήμπορος στο να μπορέσω να την κοιτάξω κατάματα, για να καταλάβω ποιος είναι: «Σκουλήκι»! Η φωνή ακούστηκε οικεία. Γνώριμη από το ηχόχρωμά της και από την ένταση. Έχοντας κλειστά τα μάτια μου, από τον έντονο πόνο, το μόνο που μπορούσα να κάνω, ήταν να ακούω το διάλογό του, με την Φιλίτσα, που του απευθυνόταν, με ανάλογη οικειότητα και προσοχή: «Σκουλήκι, που το άκουγα να φωνάζει, στον ύπνο του, ότι είναι σκυλί! Τρομάρα του»! «Θα το ευνουχίσω και θα του κόψω την ουρά και τα αυτιά». «Έχει, πάνω του, το κομμάτι». «Να του το αρπάξουμε και θα τον καθαρίσουμε. Είναι επικίνδυνος». «Να του το πάρω, μέσα από το παλτό»; Έγνεψε, μάλλον, καταφατικά. Έχωσε το χέρι της, στην εσωτερική τσέπη μου. Αντιστάθηκα, για την τιμή των όπλων, ώσπου έβγαλε τη μισή φιγούρα. «Είσαι σπουδαία. Δεν την πήρες από τον Γεράσιμο, αλλά σημασία έχει ότι την πήρες, έστω και τώρα, από αυτό το παλιόσκυλο. Κάλιο αργά, παρά ποτέ! Και τώρα, κοπρίτη, θα δεις ποιος είμαι»! Με άφησε, τελικά, να σηκώσω το κεφάλι μου και κινήθηκε έτσι, ώστε να τον δω. Το πρόσωπό του με τρόμαξε. Ήταν διαολεμένο και άγριο, όπως της φιγούρας, αλλά με τη διαφορά ότι αποτελούσε υπαρκτό πρόσωπο, με σάρκα και οστά. Ο πραγματικός σατανάς δεν κινούνταν νοερά, αόρατα και ανυπόστατα. Κινούνταν, ανάμεσά μας, ως κανονικός άνθρωπος, χειρότερος και από τα δαιμόνια και τα τελώνια της κολάσεως. Η φωνή του μου φαινόταν γνωστή, αλλά ήθελα να πιστεύω, μέχρι και την τελευταία στιγμή, ότι δεν ήταν γνωστός μου, αλλά κάποιο τσιράκι του. Δυστυχώς όμως, ήταν αυτός, που καταλάβαινα ότι άκουγα. Ο αθόρυβος της παρέας, ο εξαφανισμένος, που μας προκαλούσε λύπη, εξαιτίας του φόβου του, οπότε τον αγνοούσαμε. Με απειλούσε, με τη βοήθεια αυτής, που εξακολουθούσε να κυλιέται στο βούρκο της αμαρτίας. «Λένε ότι το όνομά μου προέρχεται από το αρχαίο ρήμα: απόλλυμι, που σημαίνει: καταστρέφω. Έτσι λοιπόν, θα σε καταστρέψω και σένα». Συνεχίζεται… Μην χάσετε το 13ο και τελευταίο μέρος: «Ιδού ο δολοφόνος…»

Σελίδα

13


ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ

Σε αυτό το τεύχος, εγκαινιάζουμε τις απόψεις, δημοσιεύσεις, άρθρα και μελέτες, Μεγάλων Ελλήνων, που, κατά καιρούς, είχαν εκφράσει για τον Ελληνικό Καραγκιόζη.

Γιάννης Τσαρούχης Ο Γιάννης Τσαρούχης ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ζωγράφους του 20ού αιώνα. Το Θέατρο Σκιών ήταν ένα από τα μεγάλα ενδιαφέροντά του, καθώς ο Καραγκιόζης τον είχε γοητεύσει, από μικρό παιδί, όπως άλλωστε ο ίδιος είχε εξομολογηθεί. Όντας λάτρης της λαϊκής τέχνης, μεγαλώνοντας, στράφηκε στον Καραγκιόζη, πιο ώριμος πια, έτσι ώστε να δει, με άλλη οπτική, αυτό το είδος θεάτρου, σαν καλλιτέχνης και όχι σαν παιδί/θεατής.

ΜΑΘΗΜΑ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

«Μάθημα αλήθειας από το μόνο νεοελληνικό θέατρο», Θέατρο (Κ. Νίτσου), 10 (1963), σ. 7-8. (Στο κείμενο, διατηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη της αρχικής δημοσίευσης, αλλά όχι το πολυτονικό σύστημα). αλοκαίρι στον Πειραιά. Τα παιδάκια ντυμένα με ναυτικά από ψιλόριγο μπλε κι άσπρο για τις καθημερινές, από κάτασπρο λινό για τις Κυριακές και εορτές. Τα κορίτσια με μακριά μαλλιά και φιόγκους και σαρλότες. Τ’ αγοράκια με καπέλα ψάθινα, μ’ ένα όνομα ενδόξου πολεμικού πλοίου πάνω στην κορδέλα. Οι καλές οικογένειες κάθονταν στα νεοκλασικά σπίτια, ψηλοτάβανα και δροσερά, κατασκότεινα, όπως το ‘θελε ο συρμός και η μέχρι τρέλλας φροντίδα για την πάστρα. Άσπρα κεντητά στόρια, από βαρύ λινό κρεμ, άσπρα ντύματα στα έπιπλα των πεντακάθαρων σαλονιών. Σπίτια δίπλα στη θάλασσα, με καρυάτιδες και μπαλαούστρες εξ οπτής γης. Διάφορα αγάλματα, επίσης πήλινα, φερμένα μάλλον απ’ την Ιταλία. Ο Ερμής, ο Ποσειδών, η Αθηνά, όλος ο κόσμος μιας Αρχαιότητος της σκηνογραφικής σκιαγραφίας, που ερχόταν ξανά ύστερ’ από αιώνες στη χώρα με το χρυσό κι ασημένιο φως, απ’ όπου ξεκίνησε. Μέσα σ’ αυτή την κοινωνία, την ξετρελλαμένη για Ευρωπαϊκά και Βόρεια σχέδια και ιδέες, όπου οι θρήσκες μικροαστές ντύνονταν σαν τις Ρωσίδες πριγκίπισσες και τα καταμελάχροινα παιδάκια των βιοπαλαιστών σαν τα πριγκιπόπουλα του Βορρά. Σ’ αυτόν τον κόσμο που ανάσαινε τον γλυκόν θαλάσσιο αέρα της Αττικής, στα καφενεία

Κ

Σελίδα

14


με τις γκαζόζες, δίπλα στην αντανάκλαση των σπιτιών μέσα στο νερό, όπως στα έργα του Κλωντ Λωρέν σχεδόν, μετά την δύση του ηλίου μόλις νύχτωνε, ακουγόταν μια φωνή αντρική, μαγευτική, υποβλητική, λες η φωνή του μεγάλου Πανός γεμάτη ανηλεή ειρωνεία. Ήταν η φωνή του καραγκιοζοπαίχτη, μέσα στη νύχτα που αμυδρά φώτιζε η ασετυλίνη του μπερντέ. Παγίδα αναπόφευκτη για τις αγνές παιδικές φαντασίες. Μέσα σ’ αυτήν την δυνατή φωνή, όλο το μέλλον του οργανισμού τους. Ο Χαρίδημος εκεί κάπου στη Φρεαττύδα κι ο μεγαλοπρεπής Δεδούσαρος απέναντι στον Όμιλο των Ερετών, κοντά στο αξιοθαύμαστο σπίτι του Στρίγκου. Οι ρεκλάμες του Δεδούσαρου πάνω στο φτηνό χαρτί του μέτρου, υπόλευκο σαν τον κάμπο των λευκών ληκύθων, ζωγραφισμένες με ώχρα, φούμο, χοντροκόκκινο κι άσπρο (με τα χρώματα που αργότερα θα μάθαινα στα αρχαιολογικά βιβλία πως τα λένε Πολυγνώτια), εκφράζανε με σχήματα και συνδυασμούς χρωμάτων το μεγαλείο της φωνής, που κάνει αισθητή τη βροντή της αυτοσυγκέντρωσης. Ελληνικά πράγματα, ρωμαίικα, αναγγέλανε κάθε μέρα, νυχτερινές τελετές του λόγου και της φωνής. Αγνές φωνές, ρωμαίικες, αποκαλυπτικές μέσα στο μυστήριο της νύχτας. Τι χαρά για τα παιδιά και τους μεγάλους! Αφού τέλειωσαν το δείπνο τους με γλυκύτατα βερύκοκκα ή μυρωδάτο πεπόνι, να εγκαταλείψουν τα ψευτομεγαλοπρεπή μέγαρά τους με τα ζωγραφιστά ταβάνια, για να πάνε στον Καραγκιόζη! Τι μαγεία οι γλυκές φωνές των ηρώων του ‘21, σαν τις φωνές των καλών διάκων της εκκλησίας. Οι καρπαζιές κ’ οι κεφαλιές, όλος αυτός ο δυνατός και οργιώδης κόσμος, αναζωογονούσε τις ψυχές ύστερα από μια σαχλή μέρα, κατά την οποία οι γονείς, με μιαν άτυχη Λεβαντίνα, βασανίζανε τα παιδιά τους να μάθουν γαλλικά, ενώ οι κόρες κάποιας ηλικίας εβόμβιζαν στο κλειδοκύμβαλο το Chagrin d’amour, το Prière d’ une Vierge, τον Χορχόρ Αγά ή την Βαρκαρόλα του Όφφενμπαχ. Η πρώτη εντύπωση που είχα απ’

τον Καραγκιόζη, όταν ήμουν ένα μικρό παιδάκι δειλό, υποχρεωτικά ντυμένο με τις κολαρίνες, τα πανταλόνια ως τα γόνατα, και τα μποττάκια με τα κουμπιά, ήταν μια εντύπωση ενός φυσικού μεγαλείου, ενός μεγαλείου γεμάτου μυστήριο, όπως είναι ο λόγος ο ανθρώπινος. Μοιραία λέξη, που μ’ αυτήν τόσοι ματαιόσπουδοι Έλληνες εννοούν τις αφόρητες σάχλες της «Λογοτεχνίας». Ο Καραγκιόζης, ήδη, από κείνη την εποχή που δεν ήξερα τίποτα, με γέμιζε με κείνο το αίσθημα της πληρότητας στην περιοχή της ανθρώπινης φωνής, που αργότερα θα μού ‘δινε η ανατολίτικη ζωγραφική με τα καθαρά χρώματά της, όπως κάθε μεγάλη τέχνη, με βαθειά πίστη και γι’ αυτό μ’ ασήμαντα μέσα. Από κείνη την ηλικία διαισθανόμουνα πως η λεπτότητα πρέπει να συνυπάρχει με κάτι πολύ πρωτόγονο κι απλό για να ‘ναι αληθινή λεπτότητα, δηλαδή οξύτητα κι όχι αδυναμία. Αργότερα, έμπλεξα, μοιραία, με τους κύκλους των διανοουμένων, σωστή όαση για ένα νέο της αστικής τάξης που τον είχαν ζαλίσει οι σοφές συμβουλές

Σελίδα

15


των γονέων, θείων και φίλων της οικογενείας. Συμβουλές για μια μόνιμη θέση, ή δίπλωμα, ή μέλλον, για το «μήνας μπαίνει – μήνας βγαίνει». Συμβουλές ανθρώπων ευυπόληπτων, που, κατά σύμπτωση, πεθάναν όλοι φτωχεμένοι, εγκαταλειμμένοι σε άθλια νοσοκομεία. Όλοι αυτοί οι διανοούμενοι με τις ρηξικέλευθες επαναστάσεις τους, ουσιαστικά ήθελαν ν’ αντικαταστήσουν το βαρύ ζυγό της ζωής μ’ έναν ελαφρύ. Μέχρι σήμερα τους υποψιάζομαι. Οι επαναστάσεις που δίδασκαν ήταν διευκολύνσεις. Η φωνή του μεγαλοπρεπούς Δεδούσαρου μέσα στη νύχτα, φωνή του Πανός και των Σατύρων, του Διός και του Αριστοφάνη, ερχότανε σ’ όλη μου τη ζωή, σαν ένας έλεγχος θείου δαιμονίου, που με υποχρέωνε να περιφρονώ με νεανική σκληρότητα κάθε τι το «φιλολογικό», το «πολιτισμένο», το «καλλιτεχνικό». Στον Καραγκιόζη οφείλω, όσο και σε μερικά άλλα πράγματα, Ελληνικά, αυτή την κυνική σκληρότητα, το οργιώδες πάθος για την απόλυτη ηθική, όπως την εννοούσαν οι Αρχαίοι. Ο αξέχαστός μου φίλος Δημήτρης Καπετανάκη, όταν μιλούσα με ασέβεια για τη Χαϊλδεβέργη, έλεγε μισοπροσβεβλημένος, μισοενθουσιασμένος: «Είμαι ένας τερατώδης έφηβος». Τι θα ‘ταν αλήθεια το πάθος μου για τα γερμανικά νεοκλασσικά σεράγια του Πειραιώς, κατοικίες ματαιοδοξίας αστών Μέσης Ανατολής, αν δεν είχα ακούσει στην τρυφερή μου εκείνη ηλικία, τον ασήμαντο και τιποτένιο Καραγκιόζη, που μέσα από την άκρα του φτώχεια γκρέμιζε το κάθε τι, για να δικαιώσει τον ανθρωπισμό τους. Μέσ’ στον τιποτένιο Καραγκιόζη αντίκρυσα σαν πραγματικότητα, κι όχι σαν αντικείμενο μουσείου, όλη τη γλύκα του Ανατολίτικου ρεαλισμού. Το γλυκό κουκούτσι ενός καρπού που έλειψε στις μέρες μας. Το Our, οι Ασσύριοι, ο πλούτος με το τίποτα των Αρχαϊκών, όλ’ αυτά ζωντανά σύμβολα ουσίας, μέσα στον τιποτένιο Καραγκιόζη, που τον περιφρονούσαν οι κυρίες με τα καπέλα, με τα φρούτα και τα λουλούδια. Οι βαθείς αμανέδες και τα κλέφτικα, μια μουσική όμορφη σαν την γλυπτική των Κούρων, ένα χονδροειδές θέατρο ίσαμ’ εκεί που δεν παίρνει, κι όμως το μόνο Νεοελληνικό Θέατρο που εξέφραζε με ακρίβεια ό,τι στο βάθος σκεφτόμαστε όλοι εμείς οι Έλληνες. Στα 17 μου χρόνια, ξαναγύρισα στον Καραγκιόζη, που για μένα δεν ήταν μόνο μια παιδική διασκέδαση, αλλά ένα πράγμα σεβάσμιο σαν την εκκλησία. Πήγα ξανά στον Καραγκιόζη, όπως πάνε στο Μαντείον. Τότε γνώρισα τον σπουδαίο καλλιτέχνη Σωτήρη Σπαθάρη. Φτωχό, πάντα πεινασμένο και καταδιωκώμενο. Πότε γιατί έπιασε ωδικά πτηνά για να τα πουλήσει, πότε γιατί προσέβαλε τη δημόσια και τουριστική αισθητική με τον τίμιο μπερντέ του, σε τουριστικές περιοχές. Ο μπερντές του Σπαθάρη με τον όρκο του Κατσαντώνη πάνω στην «ποδιά» του, εμένα μου δίδαξε πώς ήταν αυτά τα «οθόνια», τα «κατάγραφα γραφαίς» που σκεπάζαν τη σκηνή. Ω, κακό χρόνο να ‘χουνε, ποτέ δεν πολεμήθηκε ένα τόσο ντελικάτο λαϊκό γούστο κ’ αίσθημα με τόση βαρβαρότητα και βλακεία από αποτυχημένα, τελικά, ομοιώματα γερμανιζόντων νεοτούρκων. Τέλος πάντων!... Με δειλία μπήκα στη σκηνή του Σπαθάρη για να τον ρωτήσω πώς ετοίμαζε την ψαρόκολλα για να φτιάξει τα χρώματα στις ρεκλάμες του. Συγχρόνως, ήταν Ο Σωτήρης μια αφορμή για να γνωρίσω τόσα και ο Ευγένιος Σπαθάρης, άλλα πράγματα. Δε θα ξεχάσω όπως τους ζωγράφισε ποτέ μιαν αποκριά στο σπίτι του ο Γιάννης Τσαρούχης... στην Κηφισιά, με μια μικρή παρέα,

Σελίδα

16


από κορίτσια κι αγόρια, ένα κοτόπουλο με ντομάτα, λίγο κρασί. Η ανείπωτη σεμνότητα και καλωσύνη της γυναίκας του Τριανταφυλλιάς κι όλα τ’ άλλα γέμισαν με τα τραγούδια και τον καλαματιανό και τον τσάμικο που ‘σερνε ο Γερο-Σπαθάρης. Μια απ’ τις λίγες αριστοκρατικές συγκεντρώσεις που ‘χω δει στη ζωή μου. Όλα έλαμπαν από ποίηση κ’ αίσθημα και σεβασμό του ανθρώπου. Κι αυτό που ήταν πιο αξιοθαύμαστο: αυτά τα άνθη ξεπρόβαλλαν μέσα από απίστευτη φτώχεια και σπαραχτικά ερείπια. Αθάνατη, ηρωική, ρωμαίικη ράτσα! Ποιός κατάλαβε το δίκιο σου και τη γλύκα σου; Πολλοί σκέφτηκαν ν’ αξιοποιήσουν τον Καραγκιόζη, να τον πάρουν σα μοτίβο, και να τον κάνουν «Τέχνη». Αηδίες! Άσε που ούτε αυτό δε θέλουν ακριβώς, αλλά μάλλον να τον μετατρέψουν σε τυρολέζικες μαριονέττες. Ο Καραγκιόζης είναι ένα μάθημα αλήθειας, όση ρουτίνα κι αν έχει. Και στην αλήθεια πρέπει ν’ απαντάμε όχι μ’ απομιμήσεις. Πολύ λιγότερο, με χυδαίες κι

ακατανόητες ξιππασιές και πονηρίες. Χρόνια προσπάθησα να συλλάβω το μυστικό που ‘χαν οι ρεκλάμες του Δεδούσαρου και του Σπαθάρη. Ζωγράφιζα με τα ίδια χρώματα, στο ίδιο χαρτί, μα δεν ήθελα να συνεχίσω μια παράδοση που, άλλωστε, ίσως δεν υπήρχε. Είχαν τόσο πολύ συνδεθεί οι νεανικές μορφές των θεατών του με τις ηρωικές γραφικές και τις αγνές νερομπογιές που ‘χαν αυτές οι τόσο απλές και τόσο συναρπαστικές ρεκλάμες, ώστε νόμιζα πως αν τις αποδώσω αυτές τις νεανικές μορφές θα ‘χω συνεχίσει ό,τι αξίζει στις ρεκλάμες αυτές. Κάθε τόσο, ο φόβος της «φιλολογίας» και της εξελιγμένης λαϊκής τέχνης, μ’ έκανε να στρέφομαι αλλού. Σκεφτόμουν τον Κορό και τον Κουρμπέ. Δε μιλώ για τον Ματίς, γιατί ήδη η θαυμαστή ζωγραφική του, με είχε βοηθήσει να διαβάζω τη ζωγραφική που ‘χαν οι ρεκλάμες του Καραγκιόζη και του Θεόφιλου. Ο σκοπός μου δεν ήταν να κάνω γαλλική ζωγραφική μ’ ελληνικά μοτίβα. Ήθελα να εκφράσω προσωπικά μου

Σελίδα

17


αισθήματα, που δεν τα ‘χαν οι Γάλλοι ζωγράφοι, όσο μέγιστοι κι αν ήταν. Ο Καραγκιόζης, μαζί με τη μουσική της Εκκλησίας και των τραγουδιών και των χορών, οι ίδιοι οι ελληνικοί χοροί, ο τσάμικος κι ο χορός των χορών, ο ζεϊμπέκικος, περισσότερο κι απ’ τη βυζαντινή ζωγραφική που μου δίδασκε ο Κόντογλου, με στήριζαν στην προσπάθειά μου εκείνης της εποχής, 19281936. Μερικοί νόμιζαν πως ήθελα να κάνω ελληνική ζωγραφική. Ποτέ μου δεν το σκέφτηκα, ούτε το θέλησα αυτό. Ήθελα, όπως κάθε καλλιτέχνης, μικρός ή μεγάλος, να εκφράσω τα πιο βαθιά μου αισθήματα και τα πιο προσωπικά μου, στηριζόμενος, όπως αυτό είναι φυσικό, σ’ ό,τι ήταν πιο προσιτό σ’ εμένα και σ’ ό,τι η διαίσθησή μου ’δειχνε κατάλληλο και σχετικό. Δεν ήθελα να μοιάσω μ’ αυτούς που εμιμούνταν τα Ευρωπαϊκά για ν’ αποφύγουν τον εαυτό τους, αλλ’ ούτε κι αυτούς που απομιμούνταν τα Ελληνικά για ν’ αποφύγουν πάλι τον εαυτό τους. Με λίγα λόγια, με κανένα τρόπο δεν ήθελα ν’ αποφύγω τον εαυτό μου. Ωραία, ηρωικά, και δύσκολα χρόνια. Πουλούσα τον «πολιτισμό» μου στα θέατρα που πίστευα πως πιθηκίζουν, για να ‘χω τα μέσα να πολιτίζομαι όπως νόμιζα πως έπρεπε. Ένιωθα πως όλοι αυτοί οι ασήμαντοι για τον καλό κόσμο άνθρωποι, είχαν γνώσεις και πολιτισμό και τρόπους, που ούτε οι σχολές μπορούσανε να διδάξουν, ούτε η λεγόμενη «καλή κοινωνία». Ένιωθα πως δεν υπήρχε ένα θεμέλιο για να προσθέσουν σ’αυτό ό,τι θα κουβαλούσαν απ’ το εξωτερικό. Δεν ήταν η έλλειψη παραδόσεως μόνο, ήταν κ’ η έλλειψη του θάρρους να παραδεχτούμε τη γνώμη μας, του θάρρους να παραδεχτούμε τις αληθινές μας επιθυμίες. Γύρευα ποιότητα και πραγματικότητα, σ’ έναν κόσμο που προσπαθούσε να σκεπαστεί με κακοαντιγραμμένα μοτίβα, ελληνικά ή ξένα. Τα ηρωικά έργα του Καραγκιόζη όλα εμπνευσμένα από το 21 ή από άλλα ληστρικά ανδραγαθήματα, ήταν ο ρομαντισμός, ήταν ο φόρος τιμής που απένεμε το ζωντανό και πρωτόγονο αυτό θέατρο στη μόδα της εποχής. Ήταν όμως ένας νεοκλασικός ρομαντισμός. Στο κέντρο του ήταν οι αθάνατες μορφές των ηρώων ή απλών ληστών, η λατρεία του γενναίου ανδρός, του λεβέντη κι όμορφου που με τον άκρο εγωκεντρισμό του ωφελεί τελικά όπως κι όταν θέλει αυτός, το σύνολο. Ο υπέρ πίστεως και πατρίδος αγών των ωχρών ιδεολόγων, ανακατεύεται με το αιώνιο ιδανικό του Έλληνα, για τον γενναίο και ωραίο, που ανάμεσα στα καθήκοντα του χρήσιμου ηρωισμού του είναι κ’ η ομορφιά του. Ο Καραγκιόζης είναι ο σίφουνας των αρνήσεων όλων αυτών, η άρνηση των πάντων που έχουν οι φτωχοί και αποτυχημένοι, αλλά και απελευθερωμένοι, από κάθε δεσμό επιτυχίας. Μια άρνηση θερμή, ενθουσιώδης, τραγική (με τη δύναμη του τραγικού), μια άρνηση μέσα στην οποία να κρύβεται η πιο λυρική και η πιο αγνή ουσία της ζωής. Σ’ όλα αυτά τα δράματα κατοχής, όπως είναι όλες οι κωμωδίες του Καραγκιόζη, μιας Κατοχής που δεν αρχίζει με την Τούρκικη κατοχή, ούτε τελειώνει μ’ αυτήν. Σ’ όλα τα προβλήματα των κατεχομένων ανθρώπων η λύσις έρχεται με την ηρωική έξοδο του κατεχομένου δια της διαλύσεως των πάντων από τη ζωική δύναμη. Ο Καραγκιόζης, λοιπόν, είναι ηρωικός, όσο και οι ήρωες και οι ληστές, αλλά ο ηρωισμός του είναι πιο πνευματικός, όσο κι αν αυτό φανεί περίεργο ή αστείο. Αν το δράμα του τύπου που δημιούργησε ο Σαρλώ, είναι το αιώνιο δράμα του δειλού, που θέλει να ξεπεράσει τη δειλία του, δεν είναι άσχετο με το δράμα του Καραγκιόζη, με το

Σελίδα

18


δράμα του εβραίου κατεχόμενου ή καταδιωκόμενου, με το πνεύμα του αιωνίως ανυπότακτου Έλληνα, που τον τύλιγαν και που συνεχώς εξανίστατο. Αν η Τραγωδία λυτρώνει δια του ελέου, η κωμωδία λυτρώνει με το γκρέμισμα που φέρνει το γέλιο της τελικής διάλυσης. Ο κάθε ρόλος του Καραγκιόζη είναι η γελοιογραφία, ή μάλλον η καταστροφή ενός ηρωικού προσώπου. Η καχυποψία, η οκνηρία του καταπιεζόμενου ήρωα γίνονται αρετές του κωμικού ήρωα που διαλύει για νια νιώσει ελεύθερος. Όποιος δεν υποτάσσεται στο διαλυτικό του μένος, όποιος ελπίζει, όποιος υπολογίζει, όποιος συνδυάζει, περιφρονείται και ρεζιλεύεται. Ο Χατζηαβάτης είναι ο αιώνιος δοσίλογος, αυτός που συμπράττει με τον κατακτητή, που ελπίζει μαζί του. Το σφάλμα του είναι ότι πιστεύει κ’ ελπίζει στο συμφέρον του, στη ζωή. Ο Καραγκιόζης τού φέρεται όπως η Αντιγόνη στην Ισμήνη, η Ηλέκτρα στη Χρυσόθεμι, ο Φιλοκτήτης στον Οδυσσέα, ο Οιδίποδας στον γαλήνιο Κρέοντα, στον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή. Κάτω από τις καρπαζιές, που ξυπνούν και ενθουσιάζουν τους μικρούς θεατές, κάτω από τ’ αστεία, υπάρχει μια ηρωική μεγαλοπρέπεια ενός ασκητή -­ που όσο κι αν φαίνεται παράδοδο- θεωρεί ντροπή του να ‘χει σχέδια, μα που κρατά, εν τούτοις, ένα μέτρο στη βαθύτητά του. Κι ακριβώς, αυτή η βαθύτης του τίθεται στην εξυπηρέτηση μιας εύθυμης ειρωνείας και μιας διαλύσεως χωρίς κακία. ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ

Όπως είναι γνωστό, τα μέλη που έχουν την ιδιότητα του Καραγκιοζοπαίκτη, λαμβάνουν ειδική πλαστικοποιημένη επαγγελματική ταυτότητα ενός έτους. Όσα μέλη έχουν την ιδιότητα αυτή, αλλά δεν έχουν εκπληρώσει τις οικονομικές τους υποχρεώσεις για όλο το 2014, θα πρέπει πρώτα να πληρώσουν τις συνδρομές τους και ύστερα να λάβουν την επαγγελματική ταυτότητα για το 2015. Αν δεν παραβρεθούν στην Γ.Σ. μπορούν να πληρώσουν στην Eurobank ΑΡΙΘΜΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ: 0026.0062.17.0200632294 IBAN: GR08026006200G0170200632294 Για κατοίκους εξωτερικού (Κύπρος): SWIFT CODE: EFGBGRAA

Σελίδα

19


Σύγχρονες τάσεις γραφής στη δραματουργία παραστάσεων του νεοελληνικού θεάτρου σκιών, όπως αυτές αποτυπώνονται στο έργο

«Ο Καραγκιόζης το ’χασε» του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη και της Γεωργίας Καρατζά

Το δραματολόγιο του παραδοσιακού νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών διαμορφώθηκε και αποκρυσταλλώθηκε, μέσα σε μία περίοδο, η οποία ξεκινά από τα τέλη του 19ου αιώνα και φτάνει, μέχρι και το τέλος της εποχής του Μεσοπολέμου. Οι «ρίζες» αυτού του ρεπερτορίου βρίσκονται στις δύο προδρομικές μορφές του Θεάτρου Σκιών, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, δηλαδή στο κωμικό, αισχρό και άσεμνο οθωμανικό Θέατρο Σκιών, από τη μια, και στο επικό ηπειρώτικο Θέατρο Σκιών, από την άλλη. Από τις κωμωδίες του οθωμανικού Karagöz, προήλθαν οι κωμωδίες του νεοελληνικού Καραγκιόζη. Οι κωμωδίες αυτές παραπέμπουν μεν στο αισχρό και άσεμνο μιμικό θέατρο του Βυζαντίου, αλλά, με τον καιρό και χάρη στις καταλυτικές και ρηξικέλευθες παρεμβάσεις του καραγκιοζοπαίχτη Δημήτρη Σαρδούνη ή Μίμαρου (1859-1912), εξαγνίστηκαν από το ακατάλληλο περιεχόμενό τους, για να μετατραπούν σε ένα ηθικότερο και καταλληλότερο θέαμα, για όλη την οικογένεια. Από τις επικές παραστάσεις του ηπειρώτικου Καραγκιόζη προήλθαν τα ηρωικά έργα του νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών, εμπνευσμένα, κατά κύριο λόγο, από την Επανάσταση του 1821, με βασικούς ήρωες τον Πασά, τον Ταχήρ και τον Βεληγκέκα, οι οποίοι παραπέμπουν στους υπαρκτούς ήρωες, που έδρασαν στα Ιωάννινα, κατά την προεπαναστατική, κυρίως, περίοδο. Και από τις δύο παραπάνω μήτρες τέλος, προέρχονται τα λαογραφικά έργα, με επιρροές και από τις δύο ανωτέρω παραδόσεις, ενώ, στην ίδια κατηγορία, μπορούμε να εντάξουμε και τα κοινωνικά έργα, σαν ένα είδος προέκτασης των λαογραφικών παραστάσεων. Με λίγα λόγια, στο παραδοσιακό ρεπερτόριο του νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών, έχουμε τη δυνατότητα να συναντήσουμε τρεις βασικές κατηγορίες: α) τις κωμωδίες, β) τα ηρωικά έργα και γ) τις λαογραφικές-κοινωνικές παραστάσεις. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο και κατά τη μετεξέλιξη της τέχνης του νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών σε καθαρά παιδικό θέαμα, παρατηρείται ένα πέρασμα από το παραδοσιακό στο λεγόμενο «έντεχνο» ρεπερτόριο. Μια πρώτη θεωρητική αποκρυστάλλωση του συγκεκριμένου δραματολογίου, επιχειρήθηκε, για πρώτη φορά, στα τέλη του περασμένου αιώνα, σύμφωνα με την οποία, το έντεχνο ρεπερτόριο απαρτίζεται από τις εξής κατηγορίες έργων: α) Τα επικά δράματα, β) τις παραλογές, γ) τις λογοτεχνικές μεταφορές και δ) τα παραμυθοδράματα. Οι παραπάνω κατηγορίες, σε ένα πρακτικό και μη θεωρητικά εκφρασμένο επίπεδο, είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται, από την εποχή του Μεσοπολέμου και εξής, με επίκεντρο την Πάτρα και με βασικούς πρωτεργάτες τους καραγκιοζοπαίχτες Ντίνο Θεοδωρόπουλο και Βασίλαρο, όπως επίσης και το συγγραφέα Ντίνο Μουρελάτο. Οι ανωτέρω καλλιτέχνες παρήγαγαν γραπτές παραστάσεις, που μπορούν να καταταχτούν, κατά κύριο λόγο, στις απαρχές του λεγόμενου έντεχνου Θεάτρου Σκιών. Η σχετική παραγωγή συνεχίστηκε και κατά τις επόμενες δεκαετίες, με αρκετούς και ιδιαίτερα παραγωγικούς σύγχρονους καραγκιοζοπαίχτες και συγγραφείς. Οι βασικοί προσανατολισμοί των παραστάσεων του έντεχνου Θεάτρου Σκιών θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι έχουν, σε σύγκριση, πάντοτε, με τα παραδοσιακά δεδομένα, ως βασικούς στόχους τους τη διαμόρφωση πιο προσεγμένων και περίπλοκων σεναρίων και υποθέσεων, την ανάλυση και επεξεργασία των ηρώων, σε μεγαλύτερο βάθος, αλλά και τη γενικότερη αξιοποίηση ενός πιο προσεγμένου και ποιοτικά δομημένου λόγου. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφέρουμε ότι ο λόγος συνιστά ένα από τα τρία θεμελιώδη και δομικά στοιχεία της αισθητικής του Θεάτρου Σκιών, μαζί με τη σκιά και τη δισδιάστατη απεικόνιση της φιγούρας και των σκηνικών. Ως εκ τούτου, ο λόγος αποτελεί θεμέλιο λίθο της τέχνης του Καραγκιόζη, όπως και κάθε γνήσιας θεατρικής μορφής έκφρασης. Πάνω στην προαναφερθείσα δομική και αισθητική λογική της τέχνης του Καραγκιόζη, βασίστηκε η ιδέα και η συγγραφή της παράστασης της Γεωργίας Καρατζά, για το Θέατρο Σκιών, με τον τίτλο: «Ο Καραγκιόζης

Σελίδα

20


το ’χασε». Η παρουσίαση της εν λόγω παράστασης θα πραγματοποιηθεί, με βάση τα προαναφερθέντα δεδομένα: α) της περισσότερο δουλεμένης και πιο πολύπλοκης δομής του σεναρίου, όπως επίσης και της βαθύτερης επεξεργασίας των χαρακτήρων και β) του ιδιαίτερα προσεγμένου λόγου. α) Πάνω στο θέμα των συμβάσεων της δραματουργίας του παραδοσιακού Καραγκιόζη, ο Γρηγόρης Σηφάκης έχει ήδη επισημάνει κάποιες βασικές παραμέτρους, όπως χώρος, χρόνος, χαρακτήρες. Αυτές αφορούν τις κωμωδίες του νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών και άλλα έργα. Οι αναφορές του Σηφάκη στο θέμα των συμβάσεων γίνονται πάνω στα ζητήματα των λειτουργιών, των πλοκών, που γεννούν οι λειτουργίες αυτές, και των στατικών στοιχείων. Στατικά στοιχεία είναι τα στοιχεία όψεως με την αριστοτελική σημασία (σκηνικά, φιγούρες, χαρακτηριστικά προσώπου: ντύσιμο, κίνηση, γλωσσικό ιδίωμα, τραγούδια). Οι προαναφερθείσες λειτουργίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε και «στοιχεία πλοκής», ορίζονται από τον Σηφάκη, κατά τα πρότυπα της ορολογίας του Προπ για τα παραμύθια και τη μορφολογία τους. Οι λειτουργίες αποτελούν το βασικό σχέδιο, το χνάρι, θα λέγαμε της πλοκής. Ως προς τις λειτουργίες ο Σηφάκης αναφέρεται στις πλοκές των κωμωδιών, οι οποίες ορίζονται από «κλασικές» τυπικές δραστηριότητες ή ενέργειες, αρχής γενομένης με την «έλλειψη» ή ανάγκη του Πασά ή κάποιου μπέη. Η εν λόγω έλλειψη καλύπτεται χάρη στη «μεσιτεία» του Χατζηαβάτη, που οδηγεί στη «συνεργασία» του τελευταίου με τον Καραγκιόζη και στην «ανάληψη εργασίας» από τον ξυπόλυτο ήρωα ή στη συνεργασία και των δυο τους στο ντελάλημα. Η τελική κατάληξη αυτής της σειράς λειτουργιών είναι η «γελοιοποίηση» του Καραγκιόζη (π.χ., φάρσες, ξύλο), που ολοκληρώνεται με την τελευταία λειτουργία του «μπλεξίματος» ή του «θριάμβου». Ως προς τους χαρακτήρες, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για τους τύπους, που περιστοιχίζουν τον Καραγκιόζη, σύμφωνα με τα γραπτά του Φώτου Πολίτη (ενός από τους παλαιότερους και σημαντικότερους κριτικούς της τέχνης του Καραγκιόζη και του θεάτρου γενικότερα): «Το λαϊκό θέατρο είναι προϊόν κοινωνίας αντί-ατομικής». Για το λόγο αυτό, οι χαρακτήρες του λαϊκού θεάτρου δεν είναι άτομα, αλλά τύποι. Οι τύποι «είναι χοντροκομμένες συνθέσεις αναδημιουργίες της ζωής μέσα από τη στενόκαρδη κριτική ενός ηθικά ενωμένου κοινωνικού συνόλου». Με την παραπάνω έννοια, ο Σηφάκης αναφέρεται σε κωμικούς τύπους, οι οποίοι είναι

στατικοί, με την έννοια ότι δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσα στα πλαίσια μιας προσπάθειας ψυχολογικής εμβάθυνσής τους, με εξαίρεση, πάντοτε, τους βασικούς πρωταγωνιστές, Καραγκιόζη και Χατζηαβάτη, αλλά και με δεδομένο ότι κάποιοι ήρωες είναι δυνατό να συμβολίζουν κάποιες βασικές έννοιες, όπως, π.χ., την εξουσία από την πλευρά του Πασά. β) Ο λόγος στην τέχνη του Θεάτρου Σκιών, ως ένα από τα τρία δομικά στοιχεία της (μαζί με τη σκιά και τη δισδιάστατη απεικόνιση), είναι αναγκαίο να αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής, κατά τη συγγραφή των σύγχρονων έντεχνων παραστάσεων, που αποτελούν «λογοτεχνήματα», τα οποία «συγκλίνουν με την ποίηση», κατά την έκφραση σύγχρονου θεωρητικού. Κατά συνέπεια, το θεατρικό κείμενο οφείλει να υπηρετείται από το λόγο, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε να υπηρετήσει, κατόπιν, τη δραματοποίηση και την υποκριτική του. Μέσα από τα παραπάνω στοιχεία, η κωμωδία της Γεωργίας Καρατζά, με τον τίτλο: «Ο Καραγκιόζης το ’χασε», δίνει έμφαση σε κάποιες βασικές παραμέτρους των ανωτέρω συμβάσεων, ώστε να τις προωθήσει και να τις εξελίξει. Η συγγραφέας αποτυπώνει το θέμα, που αποτελεί τον καμβά της δραματουργίας του έργου: Ο ξορκισμός του φόβου του άγνωστου και του θανάτου. Καταφέρνοντας να γελοιοποιήσει το συγκεκριμένο φόβο, πετυχαίνει τον εξορκισμό του. Σε στατικά στοιχεία-στοιχεία όψεως, με την αριστοτελική σημασία (σκηνικά, φιγούρες, χαρακτηριστικά προσώπου, ντύσιμο, κίνηση γλωσσικό ιδίωμα, τραγούδια) στο έργο αυτό, παρατηρούνται τα εξής: - Σε επίπεδο σκηνικών και σκηνοθεσίας: Κατά την έναρξη του έργου, στη Χόρα, από την κλασική παράγκα του Καραγκιόζη, βγαίνει, μαζί με τα Κολλητήρια, η Αγλαΐα, ενώ το κλασσικό μοτίβο θέλει, πάντοτε, να βγαίνει ο Καραγκιόζης. Αυτή η αλλαγή, στο συγκεκριμένο έργο, μας προετοιμάζει για την ενεργή εμπλοκή των γυναικών στον ανδροκρατούμενο μπερντέ, όπως και για τη μακρά απουσία του Καραγκιόζη από τη σκηνή (επίσης, καινοτομία του έργου). Στη πρώτη σκηνή του έργου, στήνεται νέο σκηνικό, στη μέση του μπερντέ, μέσα στα πλαίσια αξιοποίησης μιας πρακτικής, που συνέβαινε και σε κάποια άλλα έργα του Καραγκιόζη (όπως, π.χ., με το στήσιμο γραφείου, πιθαριού ή ακόμα και κρεμάλας). Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, για πρώτη φορά, στον μπερντέ, το σκηνικό στήνεται σε λαϊκή αγορά. Έτσι, έχουμε την ευκαιρία να δούμε τους ήρωες με τα επαγγέλματά τους (κουλουρού, ψαράς, μανάβης κλπ.). Ο μπερντές «ανοίγει», ευρύτερα, στην κοινωνία της

Σελίδα

21


Ψωροκώσταινας, με διαλόγους και δράσεις, οδηγώντας μας σε νέες πλοκές. Η πρώτη σκηνή διαδραματίζεται εν μέσω ενός λαϊκού σκηνικού, που δίνει αφορμή για ηθογραφικές σκηνές, χορωδιακά μέρη και σκηνές πλήθους. Σε επίπεδο ντυσίματος, ο Χατζηαβάτης, για πρώτη φορά, αλλάζει ρούχα. Αλλάζει ιδιότητα και επάγγελμα. Λόγω επαγγέλματος, εγκαταλείπει την κλασική του εμφάνιση, δίνοντας στο κοινό μιαν άλλη οπτική του χαρακτήρα του, ανάλαφρη και πιο σύγχρονη. Ο λόγος του, έτσι, απελευθερώνεται, ως προς το περιεχόμενο και το ύφος του. Η επιλογή του έμμετρου λόγου (στιχάκια και τραγούδια) μας «επιστρέφουν» σε παλαιότερες παραστάσεις, κυρίως πατρινού Καραγκιόζη. «Χατζηαβάτης: Εδώ οι καλές οι κουτσομούρες! Φρέσκες-φρέσκες ψεματούρες! Πράμα, που σαλεύει, λέωωωωωωωωωω, κοροϊδεύω και δεν κλαίω. Εβραίος: Τετέι, λέει. Πάρτε, κόσμε, μια οκά. Εδώ η καλή η αγορά. Χατζηαβάτης: Όλα τα πουλώ εγώ Ψέματα με το κιλό! Φρέσκα ψεματίνια! Φτυστά λιθρίνια. Πάρεεε, λέω… Πάααρε-Πάααρε… Θέλει τέχνη η μαστοριά μου, πώς πουλώ τα ψέματά μου! Τρελάθηκε ο ψαράς και τα δίνει τζάμπααααα… ΨΕΜΑΤΑΑΑ!!!!!! Εβραίος: Α, πα, πα, κεσάτια και σήμερα (απηυδισμένος). Ούτε κουτσή κουρούνα δεν περνάει, τρομάρα μας. Α, για σιώπα, να και ένας. Χατζηαβάτης: Ω! Πελατεία! Κονομήσαμε! Ρε, καλώς τον Νώντα! Νώντας: Για σου αδερφάκι, Χατζατσαράκο, ιτς! Χατζηαβάτης: Πώς από εδώ, ρε μάγκα Νώντα, ιτς; Νώντας: Ήρθα, ρε μάγκα μου, άμα λάχει να πούμε, να πάρω μια τσιπούρα αλανιάρα, καθότι ρε μάγκα το υγιεινό σε κρατάει μαγκιόρικο, ιτς, και σε φόρμα! Με κόβεις; Χατζηαβάτης Άμα πάρω μηχανάκι, Νώντα, σε κάνω λιώωωωωμα! Ααα! Έρχεται και το γυναικάκι σου, η Σωτήρω! Ωχ, ωχ, ωχ, φουρτουνιασμένη τη βλέπω! Νώντας: Το γύναιον οφείλει να αναμένει τον κύρη της, εις την οικία, ως αρμόζει σε κυρία. Με πιάνεις, Χατζατζαράκο, για να μαθαίνεις, ιτς! Χατζηαβάτης: Τώρα να σε δω, που θα σε πάει πριτς! Αγγέλω: Εδώ είσαι, ρε ψευτόμαγκα, και εγώ σε περιμένω; Νώντας: Αγγέλω, κάτσε φρόνιμα, γιατί γρήγορα τα παίρνω! Αγγέλω: Τι λες, ρε αχαΐρευτε, που πιασες κουβεντούλα, προχώρα στο τσαρδάκι μας, προτού σε κάνω μπούλα! Νώντας: Εσύ, μωρή ξυπόλυτη, που μάζευες ραδίκια και τώρα που σε πήρα εγώ, φοράς και σκουλαρίκια. Αγγέλω: Ακούστε τον ξεΐγκλωτο που ’χε βρακί με τρύπες, τον πήραμε στο σόι μας και έφαγε και πίτσες! Νώντας: Αγγέλω, παραφέρεσαι, μπροστά στα φιλαράκια, μην σου αστράψω ανάποδη και δεις και αστεράκια! Χατζηαβάτης: Ωχ, Νώντα, γυαλίζει το ματάκι της, φύγε, να τη γλιτώσεις. Νώντας: (Χαμηλόφωνα) Λες, ε; (Ξεροβήχει και αλλάζει ύφος) Καθότι είμαι κύριος, θα πάω εις την οικία, να πλύνω και τα πιάτα, μην γίνει φασαρία. Αγγέλω: Την τσιπούρα μην ξεχάσεις, γιατί άσχημα θα την περάσεις. Νώντας: Έγινεεεε! (Παίρνει την τσιπούρα και απομακρύνεται) Γράφτα, Χατζατζαράκοοο! Χατζηαβάτης: Δηλαδή κλάφτα!

Σελίδα

22


(Ακούγεται το τραγούδι της Κουλουρούς, που εμφανίζεται, στη σκηνή) Κουλουρού: Τα πιο καλά κουλούρια έχω εγώ, γι’ αυτό, με κέφι, όλα τα πουλώ. Χατζηαβάτης: (Στο ίδιο τέμπο) Και όλοι σου ρίχνουνε γλυκές ματιές, μα εσύ κανέναν απ’ αυτούς δεν θες. Κουλουρού: Στα πεταχτά, μαζεύω τα προικιά, σηκώνω τα βρακιά και φεύγουν στη στιγμή! Τότε και εγώ ψάχνω για γαμπρό, ψηλό, μελαχρινό, Ουίλσονα φτυστό. Χατζηαβάτης: Ρε, καλώς την, την Γιαννούλα…». ΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ: - Έλλειψη-Απουσία Καραγκιόζη - Τελάλημα (στη λαϊκή αγορά) - Συνεργασία-συνωμοσία - Γελοιοποίηση - Συνεργασία - Μπλέξιμο - Αναγνώριση - Αντάμωμα - Θρίαμβος - Σε επίπεδο λειτουργιών: Κατά την έναρξη του έργου, στη Χόρα, η Αγλαΐα, έχοντας πιο ενεργό ρόλο, γνωστοποιεί την απουσία του Καραγκιόζη. Αυτή η κοινοποίηση του προβλήματος, από την Αγλαΐα, σπάει το κλασικό μοτίβο στο Θέατρο Σκιών, που θέλει το ντελάλημα να γίνεται από τον Χατζηαβάτη, κάτι που αποτελεί βασική αρχική λειτουργία στις κωμωδίες του Θεάτρου Σκιών. Το συγκεκριμένο έργο καινοτομεί, κρατώντας τη δομική λειτουργία, αλλά αλλάζει το πρόσωπο, που επιτελεί τη συγκεκριμένη λειτουργία, βάζοντας γυναίκα. Αυτή η αλλαγή συμβαίνει, μέσα στα πλαίσια της εξυπηρέτησης των αναγκών του κειμένου, το οποίο κινείται, όπως είναι φανερό, ευρύτερα από τα σταθερά μοτίβα του μπερντέ. Το έργο, όπως θα δούμε και στο λειτουργικό σχήμα του, πατάει στις κλασικές δραματουργικές φόρμες, όπως αυτές δίνονται για τις κωμωδίες, από τον Σηφάκη. Όμως, δεν μένει μόνο στο λειτουργικό χνάρι της παραδοσιακής δραματουργίας. Ξεφεύγει από τις κλασικές λειτουργίες, που όρισε ο Σηφάκης, (κάτι που έχει συμβεί και με άλλες κωμικές παραστάσεις του Καραγκιόζη), με την επιπρόσθετη διαφορά ότι στο εν λόγω έργο, αν και κωμωδία δίνεται μεγάλη έμφαση στη λειτουργία της αναγνώρισης, την οποία, σαν λειτουργία, την συναντούμε συνήθως σε έργα λαογραφικά και ηρωικά (π.χ., στον «Κυνηγό» του Βασίλαρου κλπ.). Το μοτίβο-λειτουργία της Αναγνώρισης και του Ανταμώματος δυναμιτίζει, δραματουργικά, την εξέλιξη της ιστορίας. Έχουμε απανωτές σκηνές αναγνώρισης με σταδιακά σημάδια (που πείθουν ήρωες και κοινό), τόσο για τον ίδιο τον Καραγκιόζη (να θυμηθεί στοιχεία της ζωής του και της ταυτότητάς του), όσο και για τον Μπαρμπαγιώργο με την Γιαννούλα, αλλά και για το κοινό. Μια από τις απανωτές σκηνές αναγνώρισηςανταμώματος είναι η σκηνή, που ακούγεται η φωνή του καραγκιοζοπαίχτη να λέει στο γιο του Καραγκιόζη τη διαθήκη του. Έχουμε, επίσης, σκηνή επικοινωνίας με τον Άλλο Κόσμο και αυτό λαμβάνει χώρα στο μπερντέ, ο οποίος αντικατοπτρίζει το πέρασμα από την επίγεια στη μεταθανάτια ζωή, μέσα από το παιχνίδι φωτός και σκιάς. Αξίζει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο έργο γράφτηκε στη μνήμη του καραγκιοζοπαίχτη Γιάνναρου Μουρελάτου (1931-2012) και παίχτηκε στους 5ους Αγώνες Ελληνικού Θεάτρου Σκιών, τον Απρίλιο του 2014, από τον καραγκιοζοπαίχτη Μπάμπη Μακρή. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης σκηνής, διαδραματίστηκε, από το κοινό της παράστασης, το παρακάτω συμβάν: φίλοι και συγγενείς σηκώθηκαν και ήρθαν, μπροστά από τον μπερντέ, με τη σύζυγο του αείμνηστου Γιάνναρου να μιλάει στον Καραγκιόζη, σαν να είναι ο Γιάνναρος. Κλείνοντας, παρά τις ανεξάρτητες συνθέσεις, στις οποίες υπόκειται η δραματουργία του έργου, με αλλαγές στον τρόπο, που γίνονται οι λειτουργίες, στη σειρά και στη διάρκεια, το έργο, στην ουσία, κρατά την κλασική δραματουργική φόρμα, δηλαδή το ίδιο, βασικό, λειτουργικό χνάρι. Φαινόμενο μετάληψης: Αφηγηματική μετάληψη είναι η αλλαγή επιπέδου, που δεν γίνεται με ομαλό τρόπο, γεγονός, που προκαλεί σύγχυση στη διάκριση των αφηγηματικών κόσμων και δημιουργεί κωμικές, παράξενες ή φανταστικές καταστάσεις. Αυτή την παραβίαση της ομαλότητας, ο Genette την ονομάζει «αφηγηματική μετάληψη». Τα έργα του Καραγκιόζη, συχνά, έχουν το φαινόμενο της μετάληψης, με έναν και μόνο τρόπο. Ακούμε, π.χ., τον Καραγκιόζη να λέει τις «δεύτερες» σκέψεις του, μπροστά στον ενδιαφερόμενο, χωρίς αυτός να αντιδρά (σαν να μην λέγεται τίποτα).

Σελίδα

23


Στις δύο πρώτες μεταλήψεις του έργου, ο ήρωας δίνει οδηγία σκηνική στον καραγκιοζοπαίχτη. Αυτό πρέπει να παρατηρείται, για πρώτη φορά, σε ένα έντεχνο έργο Θεάτρου Σκιών: Α) Ο Χατζηαβάτης απευθύνει το λόγο στον καραγκιοζοπαίχτη Μπάμπη, ο όποιος υπακούει στη σκηνική οδηγία του ήρωα: «Χατζηαβάτης: Μπάμπη, σβήσε τα φώτα, να μην μας βλέπει ο κόσμος που μαζεύουμε». «Καραγκιοζοπαίχτης: Έγινεεε». Β) Οδηγία από τον Χατζηαβάτη στον καραγκιοζοπαίχτη, να τους αγκαλιάσει, προκειμένου να τελειώσει το έργο: «Καραγκιόζης: Πάει! Κόλλησε η βελόνα… Αβάντι μαέστρο! Βάλτους να αγκαλιαστούνε ρε Μπαμπή, να τελειώνουμε. Γιαννούλα; Γιώργη μου… (πηδάει στην αγκαλιά του). Καραγκιόζης: Εδώ, η παραστασάρα μας έλαβε τέλος… Και στα δικά μας οι ανύπαντροι». Γ) Ο Χατζηαβάτης απαντάει σε ερώτηση του Καραγκιόζη: «Θα σου εξηγήσω σε άλλο έργο». - Σε επίπεδο ηρώων: Η συγγραφέας, «ανοίγοντας το φακό» και κάνοντας λήψεις διευρυμένης εμβέλειας, εκθέτει τους ήρωες, σε απαιτητικές συνθήκες, δίνοντάς τους την ευκαιρία, να παρουσιάσουν την ταυτότητά τους, σε μεγαλύτερο βάθος. Συγκεκριμένα για τους κλασικούς πρωταγωνιστές του νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών: 1) Ο Καραγκιόζης στο έργο έχει πάθει αμνησία (δεν έχει υπάρξει έργο, που να τον παρουσιάζει με αμνησία). Παρατηρούμε πως ο Καραγκιόζης, χωρίς μνήμη, έτσι που είναι παρορμητικός (κινείται ορμώμενος από το ασυνείδητο κομμάτι του), δεν αλλοιώθηκε, δεν άλλαξε κάτι στη συμπεριφορά του, που να μας ξενίζει. Όπως πάντα, ορμώμενος από τα ένστικτά του, ενεργεί και σε αυτήν τη συνθήκη. Με τη μνήμη μας, ανακαλούμε τους ρόλους, που έχουμε χτίσει στη ζωή μας, ως προσωπεία, τους οποίους αναπαράγουμε, καθημερινά. Αυτοί οι ρόλοι συνθέτουν την προσωπικότητά μας και μπορούν να μας απομακρύνουν από την ταυτότητά μας. Με αυτό το πάθημα, ο γνήσιος Καραγκιόζης μάς αποδεικνύει, περίτρανα, την αυθεντικότητά του, μια και λειτουργεί, χωρίς προσωπεία. 2) Ο Χατζηαβάτης: Οι αλλαγές, στην εμφάνιση και εργασία του Χατζηαβάτη, αποτυπώνονται και στο λόγο του (πιο λυμένος και καθημερινός, χωρίς η αλλαγή του αυτή να υποσκάπτει το κλασικό ταμπεραμέντο του ήρωα). Δίνει, όμως, ευκαιρίες για καινούργιες δράσεις, που οδηγούν, αυτόματα, σε καινούργιες πλοκές. Παρά τις αλλαγές αυτές, επειδή ακριβώς πρόκειται για αλλαγές σε στατικά στοιχεία (σκηνικά, ρούχα, διάλογοι) και όχι σε δυναμικά, εμπλουτίζουν, απλώς, τον ήρωα, δηλαδή τον παραλλάσουν, διατηρώντας τα ήδη γνωστά χνάρια δραματουργίας. Επιπροσθέτως, εισάγονται δύο νέοι ήρωες, στον μπερντέ: α) Η Γιαννούλα: Παρουσιάζεται, στη σκηνή της αγοράς, ως κουλουρού, ξετυλίγεται, μεταξύ πειραγμάτων, η ιστορία της (υπαρκτό πρόσωπο και δημοφιλές, που αν και αγαπητό, το σκληρό πατραϊκό κοινό της εποχής που έζησε, της έκανε, συχνά, κάζο, φτάνοντας να τη γιουχάρει. Εκτίθεται το πρόβλημα στη ζωή της, που είναι πως πάντα χαλάει ο γάμος της. Επιλεγμένη με το ίδιο κριτήριο του λαϊκού ήρωα- αντιήρωα, (όπως και οι τύποι του μπερντέ), με το ταμπεραμέντο του τρελού, που αφοπλίζει, με τις έμμετρες ατάκες του, αποτελεί μια από τις λιγοστές γυναικείες πρωταγωνιστικές παρουσίες στον νεοελληνικό μπερντέ. β) Ο καραγκιοζοπαίχτης: Παραπέμπει και πάλι σε υπαρκτό πρόσωπο, που αν και πεθαμένο, επιστρέφει στη ζωή και στο φωτεινό μπερντέ, ως ήρωας της συγκεκριμένης παράστασης. Για πρώτη φόρα, ένας καραγκιοζοπαίχτης περιλαμβάνεται στην παράσταση ως ήρωας. Σαν από μηχανής Θεός, εισάγεται ένα μεταφυσικό πρόσωπο που, με την παρέμβασή του, οδηγεί σε λύση. Ο καραγκιοζοπαίχτης αντιστρέφει το, μέχρι τότε, αδιέξοδο κλίμα του έργου. Μέσα στα πλαίσια αυτά, οι δύο παραπάνω ήρωες σχετίζονται, εν προκειμένω, με δυο κλασικούς πρωταγωνιστές: α) Η Γιαννούλα με τον Μπαρμπαγιώργο, καθώς και οι δύο είναι ανύπαντροι και προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα της μοναξιάς τους, μέσω του γάμου. β) Ο καραγκιοζοπαίχτης με τον Καραγκιόζη, ως πατέρας και γιος. Ο πρώτος επιστρέφει στη ζωή και βοηθάει τον Καραγκιόζη να ξαναβρεί έναν προσανατολισμό

Σελίδα

24


στη ζωή του και να θριαμβέψει λύνοντας την κατάρα. «Καραγκιοζοπαίχτης (ακούγεται η φωνή του): Προτού πεθάνω ρε παιδιά έκανα διαθήκη, σε όσα έχω κινητά και όσα υποθήκη. Καραγκιόζης: Χατζατζάρη, η φωνή του πατέρα μου, τη θυμάμαι. Καραγκιοζοπαίχτης: Σκάσε μωρέ και άκου, όλο πετάγεσαι, σαν… μην πω. Χατζηαβάτης: Μην τον αγριεύεις, βρε! Σταμάτα! Καραγκιοζοπαίχτης (ακούγεται η φωνή του): Πρώτα εις την γυναίκα μου, που νόμιμα την έχω, της αφήνω μια κληρονομιά, εκείνο που δεν έχω. Εις στα παιδιά μου, φυσικά, στον Καραγκιόζη, πρώτα, του αφήνω μια κληρονομιά, να μην αφήνει κότα. Στον Χατζατζάρη, βρε παιδιά, όπου τον έχω φίλο, του αφήνω τον Δερβέναγα, να τον φουσκώνει ξύλο. Στον Μπαρμπαγιώργο, φίλοι μου, και να του το μιλήσουν, όλα τα γιδοπρόβατα, που ’χει, θα του ψοφήσουν, αν δεν μου τον παντρέψετε, να γίνει νοικοκύρης θα χάσει και τη στάνη του, θα γίνει ένας μπατίρης. Ευτούνα είχα να σας πω, φίλοι και καρδιακοί μου, όμως, πολύ μου τα ζαλίσατε, ε, κάντε τη τελετή μου»!

***

«Μπαρμπαγιώργος (με αγωνία):Εσύ είσαι, Γιαννούλα; Γιαννούλα (κάνοντας τη δύσκολη): Ναι, εγώ είμαι η Γιαννούλα! Μπαρμπαγιώργος: Γιαννούλα! Γιαννούλα: Το ’παμε, κύριε, μην κάνετε έτσι! Μπαρμπαγιώργος: Γιαννούλα μου, είμαι ο Γιώργης. Γιαννούλα: Ο Γιωργής; Μπαρμπαγιώργος: Ο Γιωργής! Γιαννούλα: Αααα! Ο Γιωργής! Μπαρμπαγιώργος (με χαρά και έκπληξη): Γιαννούλα… Γιαννούλα: Γιωργή… Μπαρμπαγιώργος (με λίγο πάθος): Γιαννούλα... Γιαννούλα: Γιώργηηηη! Μπαρμπαγιώργος (με περισσότερο πάθος): Γιαννούλα μου! Γιαννούλα: Γιωργή μου! Καραγκιόζης: Πάει! Κόλλησε η βελόνα… Αβάντι μαέστρο! Βάλτους να αγκαλιαστούνε ρε Μπαμπή, να τελειώνουμε». - Σε επίπεδο λόγου: Η παράσταση αυτή, κατά τη συγγραφή του θεατρικού κειμένου της, παρουσιάζει έναν πιο αναμορφωμένο και σύνθετο λόγο, πατώντας πάνω στα παραδοσιακά πρότυπα και επιχειρώντας να εμπλουτίσει τις λογοτεχνικές διαστάσεις ενός θεατρικού είδους, που βασίζεται στα γνωστά στατικά στοιχεία, ακόμα και στο επίπεδο του λόγου. Με τη λογική αυτή, ο προφορικός λόγος των ηρώων γίνεται διαφορετικός, μέσα στα πλαίσια των αυξημένων απαιτήσεων μιας έντεχνης δημιουργίας. - Τα μουσικά και χορευτικά μοτίβα που επιλέγονται, γνωστοποιούν, αμέσως, την κάθε φιγούρα και υπογραμμίζουν το ήθος και την προσωπικότητά της. Με λίγα λόγια, με λίγες νότες και με λίγες κινήσεις, περιγράφονται θεατρικοί τύποι εξαιρετικά σύνθετοι. Και εδώ ακριβώς, βρίσκεται ένα από τα μυστικά της λιτότητας και της πυκνότητας, που διακρίνουν τα εκφραστικά μέσα και τους κώδικες του Θεάτρου Σκιών. Κάθε φιγούρα έχει το δικό της σήμα (μουσικό και χορευτικό), καθώς ο λαϊκός καλλιτέχνης γνωρίζει, από ένστικτο, ότι ο χορός και η μουσική είναι από τα πιο ισχυρά σύμβολα κοινωνικής ταυτότητας και εθνικής προέλευσης.

***

Τα παρακάτω αποσπάσματα της παράστασης "Ο Καραγκιόζης το 'χασε" της Γεωργίας Καρατζά (από τον

καραγκιοζοπαίχτη Μπάμπη και Κώστα Μακρή) παρουσιάστηκαν, στα πλαίσια εισήγησης για το 2ο Διεθνές Συνέδριο Δημιουργικής Γραφής, στην Κέρκυρα, την Κυριακή 4-10-2015: Α) https://www.youtube.com/watch?v=h5mU4pNJuW8&feature=youtu.be Β) https://www.youtube.com/watch?v=PXsWNhVCruw&feature=youtu.be

Σελίδα

25


του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη Έχει τονιστεί, κατά καιρούς, ότι η λαϊκή κωμωδία του ελληνικού κινηματογράφου, όπως και οι Έλληνες κωμικοί πρωταγωνιστές της, έλκουν την καταγωγή τους από τη θεματολογία, τη δομή και κυρίως τους τύπους του νεοελληνικού Καραγκιόζη. Εμπνευσμένοι και από την επικαιρότητα του μήνα, ανατρέχουμε σε μια από τις τελευταίες παραγωγές της Φίνος Φιλμ, την κωμωδία «Ένα τανκς στο κρεβάτι μου», σε σενάριο και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη και με πρωταγωνιστή τον Κώστα Βουτσά, έναν από τους νεότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής γενιάς των Ελλήνων κωμικών και σε έναν αμιγώς «καραγκιοζίστικο» ρόλο. Ο ήρωας του έργου είναι ένα φοβισμένο ανθρωπάκι, το οποίο, όμως, πράττει (με το δικό του τρόπο) τη δική του αντίσταση, απέναντι στη δικτατορία των Συνταγματαρχών. Ο φόβος του, κατά την περίοδο της Χούντας, πλανάται, με κωμική χροιά, καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, ιδιαίτερα στις σκηνές, κατά τις οποίες ο ήρωας ανεβοκατεβάζει, από το μαγαζί του, τις εικόνες των κρατούντων (όπως του Βασιλιά Κωνσταντίνου και του Παπαδόπουλου), ενώ ξεκαρδιστικές είναι και οι σκηνές της παρακολούθησης των τηλεφώνων, αλλά και του ίδιου του Βουτσά, ως υπόπτου, από τις αρχές. Η σημαντικότερη σκηνή της ταινίας, όμως, είναι (κατά τη γνώμη μας) αυτή που αναφέρεται στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Πρόκειται για μία σπανιότατη αναφορά της ελληνικής κωμωδίας στα γεγονότα εκείνης της εποχής, κάτι που σπάνιζε, γενικώς, ίσως επειδή η ελληνική κινηματογραφική κωμωδία είχε μπει στην περίοδο της παρακμής της ή ίσως επειδή το θέμα του Πολυτεχνείου έχει απασχολήσει, σοβαρότερα, κάποια άλλα κινηματογραφικά είδη, όπως το ντοκιμαντέρ. Ωστόσο, οι ανωτέρω σκηνές της ταινίας είναι τόσο χιουμοριστικές, καθώς ο ήρωας τραυματίζεται (με αυτοθυσία) στα οπίσθιά του, όσο και συγκινητικές, σεβόμενες την «ιερότητα» των στιγμών. Ο τραυματισμός, επιπροσθέτως, του Βουτσά και η εικόνα του, ως ξαπλωμένου τραυματία, στο νοσοκομείο, παραπέμπουν σταθερά (αν μη τι άλλο) στο κωμικό σουρεαλιστικό στοιχείο του Καραγκιόζη και ο αειθαλής Έλληνας κωμικός παραμένει αντάξιος της κωμικής παράδοσης του ξυπόλυτου ήρωα των σκιών.

Σελίδα

26


ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΜΑΣ»

Σαν σήμερα: Νοέμβριος 2009

Στο τεύχος 29 (Νοέμβριος 2009), στη σελίδα 9, αναφέρονται τα εξής ανησυχητικά για το «Θέμα ΤουρκίαςΟυνέσκο»: «Για το θέμα που προέκυψε, σε υποεπιτροπή της UNESCO και τη διεκδίκηση του ισχυρισμού της Τουρκίας ότι ο Καραγκιόζης είναι Τούρκος, το Σωματείο μας απέστειλε επιστολή, τόσο στον Πρωθυπουργό και Υπουργό Εξωτερικών, κύριο Γιώργο Παπανδρέου, όσο και στον αναπληρωτή του, κ. Δρούτσα, και τον Υφυπουργό, κ. Κουβέλη. Το Σωματείο μας επισήμανε το θέμα ως Εθνικό, και ζήτησε τη συνεργασία του Σωματείου, με τους αρμόδιους πρέσβεις στην UNESCO, ώστε να τους οπλίσουμε με επιχειρήματα, όταν το θέμα (πιθανόν εντός Οκτωβρίου) τεθεί, πλέον, στην κυρίως Επιτροπή. Δυστυχώς, το θέμα έπεσε πάνω στις εκλογές, και η αναστάτωση των αλλαγών της πολιτικής ηγεσίας του τόπου, μας δημιουργεί φόβους ότι ίσως να μην προλάβουμε να επιχειρηματολογήσουμε και να αποτρέψουμε δυσμενείς αποφάσεις για την τέχνης μας». Έξι χρόνια μετά, η Τουρκία έχει κατοχυρώσει, εδώ και καιρό, τον Καραγκιόζη, ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά της, την ώρα που η Ελλάς κωλυσιεργεί και αντιφάσκει, ξοδεύοντας, ακόμα, τον πολύτιμο χρόνο της σε προσεχή σχετικά ψηφίσματα συνέδριων για το Θέατρο Σκιών.

ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Κάθε παιδί είναι καλλιτέχνης. Το θέμα είναι πώς θα παραμείνει καλλιτέχνης, μεγαλώνοντας. Πάμπλο Πικάσο | (Ισπανός Ζωγράφος ) 1881-1973 Το μόνο άσχημο με τη σημερινή νεολαία είναι ότι δεν ανήκουμε πλέον σ’ αυτήν. ~Salvador Dali | (Ισπανός ζωγράφος ) | 1904-1989 Δεν είμαι αρκετά νέος, για να ξέρω τα πάντα. ~Oscar Wilde | (Ιρλανδός συγγραφέας ) | 1854-1900 Να τι χρειάζεται η ψυχή ενός μικρού παιδιού: 1.Ήλιο 2.Παιδικά Παιχνίδια 3.Φωτεινό παράδειγμα και μια σταλιά αγάπη. ~Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι | (Ρώσος συγγραφέας ) | 1821-1881

Σελίδα

27


ΛΥ Σ Η τ ε ύ χ ο υ ς 9 4

Καραγκιοζο-σταυρόλεξο

Θέλετε να συμβάλλετε στην οικονομική στήριξη του Σωματείου;

Μπορείτε να κάνετε κατάθεση στην Τράπεζα Eurobank, Αριθμός λογαριασμού: 0026.0062.17.0200632294 IBAN: GR0802600620000170200632294

Σελίδα

28


ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ 1. Στην πόλη αυτή, διαδραματίζεται η εξέλιξη της ταινίας “Το Ξυπόλυτο Τάγμα” 3. Βασίλης...: Ο λατερνατζής της ταινίας “Δύσκολοι Δρόμοι” 7. Έγραψε τη μουσική της ταινίας “Το Ξυπόλυτο Τάγμα” 9. Δήμος...: Ένας από τους “κακούς” της ταινίας “Δύσκολοι Δρόμοι” 10. Αρτέμης...: Ένας από τους “κακούς” της ταινίας “Δύσκολοι Δρόμοι”

ΚΑΘΕΤΑ 1. Το πραγματικό επώνυμο του σκηνοθέτη Τάλλας 2. Καραγκιοζοπαίχτης, το όνομα του οποίου εμφανίζεται στις ταινίες “Δύσκολοι Δρόμοι” και “Το Ξυπόλυτο Τάγμα” 4. Το μικρό όνομα του ηθοποιού Διανέλλου 5. Το μικρό όνομα του σκηνοθέτη Τάλλας (από το Γρηγόρης) 6. Στην περιοχή αυτή, διαδραματίζεται η εξέλιξη της ταινίας “Δύσκολοι Δρόμοι” 8. Νίκος...: Ο “κακός” της ταινίας “Το Ξυπόλυτο Τάγμα”

Σελίδα

29


ΣΤ΄ ΜΕΡΟΣ

30

Σελίδα


Σελίδα

31


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.