Όσο με θάβουνε, εγώ θα φυτρώνω
1925 - 2015
χρόνια
Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών Περίοδος Π ρ ς Γ’ Γ Τ Τεύχος χ ς 89 Απρ Απρίλιος λ ς 2015
ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ ΕΚΘΕΣΗ! ΝΑ ΕΥΧΗΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΜΟΥ... ΓΙΑ ΝΑ Γ Ι Ο Ρ ΤΑ Σ Ο Υ Μ Ε ΤΑ 1 0 0 Χ Ρ Ο Ν Ι Α .
Καλό Πάσχα
χα άσ
Κ
αλ
ό
Π
«Οι σκιές του χτες στο φως του Σήμερα» Φωτογραφίες από την έκθεση στην Νέα Ιωνία
Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιώνν Τζωρτζ 6 Αθήνα 106 77
Διόρθωση κειμένων: Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης Εξώφυλλο:: Άγγ. Αλιμπέρτης Εξώφυλλο ΕΚΔΟΤΗΣ: Πάνος Β. Καπετανίδης Τηλέφωνο: 210 46 16 664
Σελίδα
2
Κ αλ ό Π
«Οι σκιές του χτες στο φως του Σήμερα»
άσ χα
Ομιλία του Προέδρου
Πάνου Καπετανίδη στα εγκαίνια της έκθεσης Αγαπητοί φίλοι, αγαπητοί επισκέπτες, αγαπητά μέλη των δύο συνδιοργανωτών σωματείων: του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών και του Ιωνικού Συνδέσμου. Αγαπητοί εκπρόσωποι της Δημοτικής αρχής, του Δήμου Νέας Ιωνίας, με τη φροντίδα του οποίου πραγματοποιείται αυτή η έκθεση. Έκθεση με φιγούρες, σκηνικά, ρεκλάμες και άλλα εργαλεία του Θεάτρου Σκιών από το ιστορικό αρχείο του Σωματείου, αλλά και εργαλεία νεότερων καραγκιοζοπαιχτών. Εργαλεία που μερικά από αυτά έχουν ξεκινήσει να ψυχαγωγούν το κοινό, πριν ακόμα και από εκατόν τριάντα χρόνια. «Οι σκιές του χτες στο φως του Σήμερα» θα φιλοξενηθούν σε αυτόν το ζεστό χώρο από σήμερα 23 Μάρτη έως τις 8 Απρίλη 2015. Η έκθεση, εκτός από την εικαστική της πλευρά, έχει και σκοπό να θυμίσει στους μεγαλύτερους, στιγμές από παλιά και να γνωρίσει στα σημερινά παιδιά την τέχνη του Καραγκιόζη. Ειδικά για τα σχολεία, θα υπάρχει η δυνατότητα επίσκεψης τις πρωινές ώρες. Μαζί με την ξενάγηση στην έκθεση, θα γίνεται και προβολή οπτικοακουστικού ιστορικού υλικού, ενώ οι μαθητές θα μπορούν να γνωρίσουν από κοντά, μαζί με καραγκιοζοπαίχτες, την τέχνη του Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου Σκιών. Αγαπητοί προσκαλεσμένοι και επισκέπτες. Τα εκθέματα που παρουσιάζονται σε αυτήν εδώ την έκθεση, είναι «αληθινά». Τόσο «αληθινά», όσο και τα πάμπολλα αρχαία ευρήματα της πατρίδας μας. Έχει περάσει από πάνω τους ο χρόνος. Τα έχει σημαδέψει ο κάματος της δουλειάς, καθώς με αυτά, έχουν βγάλει οι επαγγελματίες του είδους (και κάποιοι βγάζουν ακόμα), «τα προς το ζην». Τα σκηνικά, και ιδίως οι φιγούρες, δεν έχουν φτιαχτεί, για να τα βλέπει το μάτι του θεατή από κοντά, αλλά δια μέσου του φωτισμένου μπερντέ και από μια απόσταση μεγαλύτερη των τριών μέτρων. Έχουν ζωντανέψει, μπροστά σε χιλιάδες θεατές, τις ιστορίες του Καμπούρη. Έχουν «σπάσει» πάνω σε μάχες και ίσως ξανακολληθεί, «βάρβαρα και πρόχειρα», για να συνεχίσουν την παράσταση. Έχουν ταλαιπωρηθεί, μέσα σε βαλίτσες, σε πανελλήνιες και ίσως σε παγκόσμιες περιοδείες. Έχουν κλάψει, έχουν αγαναχτήσει, έχουν πονέσει, έχουν… ερωτευτεί. Κάποιες από αυτές τις φιγούρες ίσως τις πρωτοείδε ένας σημερινός παππούλης, όταν ήταν παιδάκι με κοντά παντελονάκια και σήμερα, μαζί τους, ίσως κάνει ένα ταξίδι ανάμνησης και νοσταλγίας. Αυτά τα εκθέματα, δηλαδή, δεν έχουν σχέση με εκθέματα που προορίζονται, για να στολίσουν τον τοίχο ενός σπιτιού, αλλά για να ζωντανεύουν τις μαγικές ιστορίες της παράδοσης. Τα εκθέματα είναι «ζωντανά» και «αληθινά», γιατί κοιτώντας γύρω μας, σε χώρους συνάθροισης πλήθους σαν κι αυτόν, θα αντικρίσουμε πλειάδα ανθρώπων, που ταυτίζονται με τις φιγούρες ή τους χαρακτήρες του Ελληνικού Καραγκιόζη. Είναι «ζωντανά» και «αληθινά» τα εκθέματα, γιατί πάνω τους καταγράφεται η
Σελίδα
3
χα άσ Π ό αλ
Κ
ιστορία της εξέλιξης του Ελληνικού Έθνους, κυρίως μετά την επανάσταση του 1821 και με ιδιαίτερη στάση στην περίοδο του μεσοπολέμου. Εξέλιξης ιστορικής, ενδυματολογικής, αρχιτεκτονικής, τεχνολογικής. Ενδυματολογικά, το ένδυμα στο Θέατρο Σκιών, δεν παραμένει μόνο κώδικας κοινωνικής ή πολιτισμικής πληροφόρησης. Θα έλεγα ότι λειτουργεί ακόμα και ως ιστορική πηγή, σε μια αμφίδρομη σχέση: Μια λεπτομερειακή μελέτη των τοπικών ενδυμασιών του Ελληνικού Καραγκιόζη δημιουργεί απεικονίσεις που σκιαγραφούν την ιστορική πραγματικότητα, η οποία, με τη σειρά της, αντικαθρεφτίζεται στην ενδυματολογική συμπεριφορά των Ελλήνων. Πώς περάσαμε από την φουστανέλα στα φράγκικα; Από τη συντηρητική ενδυμασία της χωριατοπούλας στη μίνι φούστα και το ξώπλατο; Αρχιτεκτονικά, περνάμε από τα πομπώδη σαράγια, τα κάστρα, τα τσελιγκόσπιτα και τα χωριατόσπιτα, στα νεοκλασικά οικοδομήματα, έως τα σύγχρονα σπίτια και δημόσια κτήρια. Ο θεατής παρατηρεί ότι τα μνημεία και η αρχιτεκτονική του παρελθόντος αποτελούν μια ιδιαίτερη αξία σαν σύστημα ισορροπίας, ποικιλίας και μέτρου της ανθρώπινης νόησης μέσα στο τεχνολογικό περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται από μονοτονία και έλλειψη αισθητικής. Διαχρονικά, στο θεατή δημιουργείται ένας ιμάντας μνήμης και η ταυτόχρονη σύγκριση του παλιού με το καινούργιο ίσως να αποτελεί πρότυπο για ένα μελλοντικό περιβάλλον πιο ανθρώπινο και πιο ισορροπημένο. Τεχνολογικά, από το λυχνάρι (έχει μείνει η ορολογία της κάτω τάβλας να λέγεται «Λυχναροθήκη») περνάμε στο φωτισμό της ασετιλίνης, στις ηλεκτρικές λάμπες και σήμερα στις λάμπες LED. Από την απαραίτητη, βροντώδη και σπηλαιώδη λαρυγγοφωνή περνάμε στην ηχητική υποστήριξη του καραγκιοζοπαίχτη από τον «λαμπάτο» ενισχυτή και σήμερα από στερεοφωνικά ηχοσυστήματα. Φυσικά, έχουμε και τα αρνητικά της εξέλιξης: Από την εκτέλεση της παράστασης με ζωντανούς οργανοπαίχτες και τραγουδιστή, στους δίσκους γραμμοφώνου, στο πικάπ, στο μαγνητόφωνο, στο C.D. και σήμερα στο MP3. Ενώ ο θεατής, δυστυχώς, από τη ζωντανή παράσταση, περνάει στους δίσκους Καραγκιόζη, στον τηλεοπτικό Καραγκιόζη και, σήμερα, στον Καραγκιόζη του Γιουτιούμπ. Στον έμψυχο τομέα, σήμερα, πάρα πολλοί νέοι ασχολούνται με την τέχνη. Δεκάδες νέα παιδιά μπήκαν στο επάγγελμα του Καραγκιοζοπαίχτη. Η τέχνη αυτή καθαυτή βρίσκεται και πάλι σε άνοδο. Καινούργιο αίμα μπαίνει στις σκηνές να μαθητεύσει. Τα παραδοσιακά έργα εμπλουτίζονται με το σύγχρονο καθημερινό λόγο. Νέα καλαμπούρια πάνω στη σύγχρονη πραγματικότητα παίρνουν την θέση των παλιών. Ο καραγκιοζοπαίχτης έπαψε να είναι ο περιθωριακός, αγράμματος, ταπεινός ανθρωπάκος, που ήταν την εικοσαετία του ‘60-‘70, (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων). Σήμερα, είναι καλλιεργημένος, γνώστης και χρήστης της σύγχρονης τεχνολογίας, την οποία θέτει στις υπηρεσίες του. Μα θα πει κανείς: Είναι σωστό αυτό; Μήπως το Θέατρο Σκιών βγαίνει από τα γνωστά μονοπάτια; Αυτό δεν είναι ενάντια στην ΠΑΡΑΔΟΣΗ; Αλλά τι σημαίνει ΠΑΡΑΔΟΣΗ; Παράδοση είναι το να παραλάβεις μια τέχνη, ας πούμε από εκείνον που στη δίδαξε, να την αναπτύξεις και να τη φιλτράρεις, με τη δική σου προσωπικότητα και γνώση, και να την παραδώσεις, στον επόμενο μαθητή και συνεχιστή σου, καλύτερη και βελτιωμένη. Ο σωστός καραγκιοζοπαίχτης, λοιπόν, πρέπει να παρακολουθήσει την εποχή του και να εμπλουτίσει την τέχνη του με αυτήν. Για να μπορέσει να συναγωνιστεί τα πολυποίκιλα θεάματα, που κάνουν το ίδιο, ήδη, με επιτυχία. Για να καταφέρει να τα ανταγωνιστεί, με ίσους όρους και με επιτυχία. Εκείνο που επιβάλλεται να διατηρήσει είναι η αμεσότητα με τη ζωντανή θεατρική απόδοση και τα βασικά συστατικά, που δηλώνουν την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου θεάτρου. Την αναγκαστική
Σελίδα
4
Κ αλ ό
σύμβαση: Φως-αντικείμενο-σκιά. Βέβαια, υπάρχει και η αιώνια πάλη των γενναίων. Το παλιό να αντιστέκεται στο καινούργιο. Πόσοι άραγε δεν θα κατηγόρησαν τους νεότερους, που τόλμησαν να βγάλουν τα λυχνάρια και την ασετιλίνη, για να χρησιμοποιήσουν τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες, και πόσοι άλλοι, όσους για οικονομικούς λόγους, εξαίρεσαν τη ζωντανή μουσική και τον τραγουδιστή, για να χρησιμοποιήσουν το γραμμόφωνο, το πικάπ και, σήμερα, το MP3; Πόσοι δεν κατηγορούν, σήμερα, το πέρασμα από το κούνημα της λαμαρίνας, για τα αστραπόβροντα, ή το ρίξιμο της φακής για «βροχείο», για τον ήχο δηλαδή της βροχής, στην ηχογραφημένη ψηφιακή λύση ή την αντικατάσταση της τράκας (οδυνηρό εργαλείο για τις σφαλιάρες), με την ψηφιακή λύση του ήχου της σφαλιάρας… Τις ίδιες, άλλωστε, κατηγορίες προσάπτει κάθε παλιά γενιά σε κάθε επαναστατική αλλαγή, που κάνει η νέα γενιά στα ζητήματα ένδυσης, υπόδησης, κόμμωσης, τεχνολογίας. Ο κόσμος μας είναι έτσι φτιαγμένος, ώστε το παλιό, αναπόφευκτα, να φθίνει και να το διαδέχεται το νέο. Για την τέχνη του Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου Σκιών, ισχύει η μοναδική εξαίρεση, που ισχύει και για το κρασί. Όσο παλιώνει, τόσο πιο όμορφη και νοσταλγική γίνεται. Και την παλιά μας λαϊκή τέχνη του Θεάτρου Σκιών, που επιμένει ακόμα και σήμερα, ύστερα από 174 χρόνια, η πλούσια και ζωντανή Ελληνική μας γλώσσα την ονομάζει κλασσική. Εκείνο που, δυστυχώς, λείπει σήμερα για τη δημιουργία σωστών και έμπειρων συνεχιστών, είναι η έλλειψη της κλασσικής μάντρας με τον κισσό και το αγιόκλημα. Εκεί, θέλουμε τη βοήθεια της πολιτείας, για τη δημιουργία ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ. Δηλαδή ενός πλήρους οργανωμένου χώρου, όπου ο καραγκιοζοπαίχτης και οι βοηθοί να ασχολούνται απερίσπαστοι μόνο με το καλλιτεχνικό μέρος της παράστασης. Θέλω να παροτρύνω τη νέα γενιά να σκύψει με αγάπη και αφοσίωση στην πολύπλευρη τέχνη που, τριάντα χρόνια, υπηρετώ σαν επαγγελματίας. Να μην πιστέψουν, ούτε στιγμή, ότι είναι ένας εύκολος προσοδοφόρος τομέας, που δεν χρειάζεται πολλές γνώσεις και γράμματα. Είναι μια τέχνη με πάμπολλες απαιτήσεις. Με πτυχές και λεπτομέρειες, που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά. Και όσο περισσότερα μαθαίνει κανείς για αυτήν την τέχνη, τόσο θα αντιλαμβάνεται ότι ακόμα δεν γνωρίζει τίποτα. Με αυτά τα λόγια και με την ευχή να πραγματοποιηθούν τα όνειρα και οι ελπίδες των νέων καραγκιοζοπαιχτών, καθώς και των ακόμα νεότερων πιτσιρικάδων, που θέλουν να ασχοληθούν με την τέχνη του Θεάτρου Σκιών, επιτρέψτε μου να εγκαινιάσω την έκθεσή μας: «Οι σκιές του χτες στο φως του Σήμερα»! Σας ευχαριστώ! ΠΑΝΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΔΗΣ
άσ χα
5
Π
Σελίδα
Σελίδα
6
Κ αλ ό Π
άσ
χα
Κ
αλ
ό
Π
άσ
χα
7
Σελίδα
χα άσ Π
Κ
αλ
ό
Η ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ Από νωρίς που ανακοινώθηκε η πραγματοποίηση της έκθεσης στην Νέα Ιωνία, σε συνεργασία με τον Ιωνικό Σύνδεσμο, ο κόσμος του Καραγκιόζη το δέχτηκε, με μεγάλο ενθουσιασμό. Αλλωστε, μεσολάβησαν εννιά χρόνια από την προηγούμενη έκθεση, στο Κερατσίνι, και η αποτυχημένη απόπειρα πραγματοποίησής της, πέρσι, στην Αθήνα. Οι δηλώσεις συμμετοχής ξεκίνησαν νωρίς και να που έφτασε η μέρα του στησίματος. Οι δημιουργοί, οι περισσότεροι και καραγκιοζοπαίχτες, φέρανε, στις 20 Μάρτη, τα εργαλεία που θέλανε να εκθέσουν, και από νωρίς το απόγευμα, μέχρι αργά το βράδυ, άρχισαν να κρεμούν ο καθένας τις φιγούρες του, αλλά και κάποιοι, από την ανάγκη για προσφορά για το καλό του Καραγκιόζη, που εκεί στον φιλόξενο εκθεσιακό χώρο των Ιώνων, το Σωματείο θέλησε να γιορτάσει τα 90 χρόνια συνεχούς δράσης του, την επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας, αλλά και τον 7ο γιορτασμό της Παγκόσμιας Μέρας Θεάτρου Σκιών, που το Σωματείο μας, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, αποφάσισε να διαδώσει σε όλο τον κόσμο αλλά και Πανελλήνια να γιορτάζει. Αξίζει να αναφέρουμε τα ονόματα μελών και φίλων του Σωματείου, που εργάστηκαν για το στήσιμο της έκθεσης: Νίκος Αλεφραγκής, Μαρία Κυριαζή, Σωκράτης Κοτσορές, Δημήτρης Μπότσης, Κωνσταντίνος Ντούμπας, Σωτήρης Παπατραγιάνης, Αλέξανδρος Μελισσηνός, Μάριος Γιαννούλης, Γεωργία Ιωνά, Αλέξανδρος και Αγγελος Αλιμπέρτης, Κωνσταντίνος Κουτσουμπλής, Γιάννης Αθανασίου, Τίνα και Τάκης Κωστιδάκης,
Σελίδα
8
Κ αλ ό
9
χα
Σελίδα
άσ
εύρεση του λειψάνου του Γρηγορίου του 5ου στον Βόσπορο, όπου τον πέταξαν οι Τούρκοι και τον ενταφιασμό του από τον Καραγκιόζη. Από μέρες πριν, είχαν αρχίσει να κλείνουν πρωινές επισκέψεις και αρκετά σχολεία, κάνοντας αρχή από την Πέμπτη 26 Μαρτίου, όπου παρέλασε πάλι, υπό καταρρακτώδη βροχή, ένα ολόκληρο Γυμνάσιο, σε τμήματα των 40-50 παιδιών κάθε φορά. Τα παιδιά, αφού ξεναγήθηκαν στην έκθεση, παρακολούθησαν το νέο ντοκιμαντέρ, διάρκειας 15 λεπτών, που δημιούργησε ο Πρόεδρος του Σωματείου, Πάνος Καπετανίδης, στο οποίο με γλαφυρή αφήγηση, καταπληκτικές εικόνες και βίντεο, ταξίδεψε τους θεατές στη διαδρομή του Θεάτρου Σκιών, από την Ινδία μέχρι την Ελλάδα. Το βίντεο αυτό προβαλλόταν, φυσικά, όλες τις μέρες της έκθεσης, αποσπώντας την προσοχή και τα ευμενή σχόλια των επισκεπτών της. Το Σάββατο 28 Μάρτη, τιμήθηκε, όπως της έπρεπε, η «Παγκόσμια Μέρα Θεάτρου Σκιών», με την παράσταση του Αντώνη Παντιώρα, «Ο Θρίαμβος του Καραγκιόζη».
Π
Αργύρης Αθανασίου, Πάνος Καπετανίδης. Και η στιγμή των εγκαινίων, την Δευτέρα 23 Μάρτη, έφτασε. Με τον καιρό αντίπαλο, γιατί έβρεχε καταρρακτωδώς, την ώρα που θα ερχότανε ο κόσμος στα εγκαίνια. Αρκετά μεγάλη η ανταπόκριση, όχι η αναμενόμενη. Τα επίσημα πρόσωπα, όπως γίνεται συνήθως, δεν πατάνε εκεί που δεν έχει «σελέμπριτι». Ανήμερα την 25η Μαρτίου, το βράδυ, ο συνάδελφος Νίκος Αλεφραγκής μας χάρισε στιγμές από τον παλιό καλό Καραγκιόζη με την «Κρεμάλα του Πατριάρχη», όπου η ανταπόκριση ήταν μεγάλη. Ο ίδιος ο Νίκος Αλεφραγκής πρόσθεσε και τη δική του «πινελιά» στο έργο (μετά τον απαγχονισμό), με την
χα άσ Π ό αλ
Κ
Ο Αντώνης, με το πολύπλευρο ταλέντο του, απέδειξε ότι μπορεί και ανταποκρίνεται στο σύγχρονο λόγο του Καραγκιόζη, διασκεδάζοντας μικρούς και μεγάλους στην κατάμεστη αίθουσα του δεύτερου ορόφου της έκθεσης, όπου ήταν στημένος ο μπερντές. Πολλά ήταν και τα τμήματα των Δημοτικών Σχολείων, που με επικεφαλής φωτισμένους δασκάλους, ζυμώθηκαν, εντυπωσιάστηκαν και θαύμασαν το εικαστικό μέρος ενός θεάματος, που ψυχαγώγησε και εξακολουθεί να ψυχαγωγεί μικρούς και μεγάλους. Η «Συνομιλία με έναν Σκηνοθέτη» έκλεισε τις παράλληλες εκδηλώσεις την Τετάρτη 1η Απρίλη. Σε αυτήν τη συνομιλία, ο σκηνοθέτης Λευτέρης Ξανθόπουλος συζήτησε με το κοινό, για… το «Πού το πάει ο Καραγκιόζης». Μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ, οι παρευρισκόμενοι συζήτησαν με το σκηνοθέτη και τον Πρόεδρο του Σωματείου Πάνο Καπετανίδη, πάνω στα καυτά σύγχρονα προβλήματα της τέχνης. Ο σκηνοθέτης εξομολογήθηκε ότι αφορμή για το γύρισμα αυτού του ντοκιμαντέρ, ήταν
Σελίδα
10
Κ αλ ό
11
χα
Σελίδα
άσ
Μόλλας, Ευγένιος Σπαθάρης, Ηλίας Καρελλάς, Θοδωρής Κωστιδάκης, Ιδαλίας, Κωνσταντίνος Κουτσουμπλής, Κωνσταντίνος Ντούμπας, Κώστας Αθανασίου, Μάριος Γιαννούλης, Μίμης Μάνος, Μπάμπης Κωστιδάκης, Μπάμπης Ρουμελιώτης, Νίκος Αλεφραγκής, Νίκος Μπαρμπούτης, Πάνος Καπετανίδης, Σωκράτης Κοτσορές, Σωτήρης και Χάρης Παπατραγιάννης, Τάκης Κωστιδάκης, Τάκης Παλαιοθόδωρος,
Π
η καθυστερημένη πληροφόρησή του, για το θάνατο του μεγάλου καραγκιοζοπαίχτη Βάγγου Κορφιάτη, φίλου και τεχνικού συνεργάτη του στην ταινία μεγάλου μήκους, «Ο Δραπέτης». Ο φιλόλογος Συμεών Σταμπουλού, που εμφανίζεται και στο ντοκιμαντέρ, ο Μιχαήλ Καρακάσης, ο Αντώνης Κλίνης, ο Ιάσων Μελισσηνός, ο Νίκος Αλεφραγκής, ο Τάκης Κωστιδάκης, ήταν μερικοί από εκείνους που πήραν το λόγο, για να εκφράσουν τις απόψεις ή τις εμπειρίες τους, για το… «Πού το πάει (σήμερα) ο Καραγκιόζης». Μεγάλη κουβέντα έγινε και για τους λόγους της μηδαμινής συμμετοχής γυναικών στο επάγγελμα του καραγκιοζοπαίχτη. Εγινε μνεία για την αείμνηστη κόρη του Ντίνου Θεοδωρόπουλου, την Σοφία Καλογερά-Θεοδωροπούλου, (της μοναδικής γυναίκας καραγκιοζοπαίχτριας), ενώ μια θεατής μίλησε για τη μητέρα της, Αθανασία Παναγιωτοπούλου, η οποία, στη δεκαετία του ’70, έπαιζε, ερασιτεχνικά και αφιλοκερδώς, η ίδια σε παιδιά, από την Πετρούπολη μέχρι τα Ανω Πατήσια! Επίσης, την εκδήλωση τίμησε, με την παρουσία της, η κα Μαρία Φακιολά. Στα ποιοτικά χαρακτηριστικά: Εκτέθηκαν 182 φιγούρες, σκηνικά, ρεκλάμες και ποδιές, εκθέματα, από τα οποία τα 50 ήταν από μέρος της συλλογής του Σωματείου. Συμμετείχαν με φιγούρες τους, (ή από συλλογές μελών και φίλων), οι: Αγγελος Αλιμπέρτης, Αλέξανδρος και Ιάσων Μελισσηνός, Αλέξανδρος Αλιμπέρτης, Γεώργιος Αλιμπέρτης, Γιάννης Αθανασίου, Γιάννης Νταγιάκος, Δημήτρης
χα άσ Π ό αλ
Κ
Τάσος Γεωργίου, Φώτης Πλέσσας και Χάρης Μπιλλίνης. Από το αρχείο του Σωματείου, παρουσιάστηκαν, στην έκθεση, φιγούρες των: Διονύση Αλεξόπουλου, Διονύση Λέντερη, Δημήτρη Πάγκαλου, Αβραάμ Αντωνάκου, Γιώργου Μαμάη, Γιώργου Χαρίδημου, Κώστα Καράμπαλη, Κώστα Μάνου, Μαρίας Ακριτίδου, Πέτρου Δώριζα, Σπύρου Καράμπαλη, Σωτήρη Τάγκαλου, Φρίξου Γαζεπίδη, Φώτη Ράμμου και Χρήστου Χαρίδημου. Αίσθηση προκάλεσε η φιγούρα του Ευγένιου Σπαθάρη, σε πρωτοποριακή 3D (τρισδιάστατη) εκτύπωση, από τον Ηλία Γιαννόπουλο (FIXERS.GR), που σχεδίασε ο Σωτήρης Παπατραγιάννης. Χωρίς να θεωρηθεί μεμψιμοιρία, θα πρέπει να αναφερθούμε και σε φανταχτερές απουσίες συναδέλφων, ευτυχώς ελάχιστων στον αριθμό, που, ενώ διαμένουν στην Αθήνα, δεν θέλησαν να φέρουν έστω και μία φιγούρα στην έκθεση, αλλά και δεν είχαν ούτε την περιέργεια να την επισκεφθούν και να ρίξουν μια φευγαλέα ματιά στο αποτέλεσμα μιας ζηλευτής συλλογικότητας, που θαυμάστηκε από τόσο μεγάλο πλήθος κόσμου, που ξεπέρασε, όπως ήταν φυσικό, τα σύνορα της Νέας Ιωνίας και που αποτέλεσε ένα παν-αττικό πολιτιστικό γεγονός. Ο μοναχικός δρόμος μπορεί να είναι πιο ήρεμος, χωρίς τις συγκρούσεις και τις διαταραχές του απάνεμου ατομικισμού του καθενός, χωρίς τους κινδύνους σύγκρισης. Ομως, o καλλιτεχνικός ναρκισσισμός δεν αναδεικνύει την τέχνη, που πιστεύουμε ότι αγαπούν. Ελπίζουμε, στο μέλλον, να αλλάξουν γνώμη!
Σελίδα
12
Κ αλ ό Σελίδα
13
χα
Ψυχή του Θεάτρου Σκιών η φιγούρα. Αυτή δίνει ζωή στον μπερντέ, κάνει το λόγο πράξη και με την κίνησή της εξωτερικεύει τις στιγμιαίες διαθέσεις της καραγκιοζοπαρέας, την όλη προσωπικότητα του ήρωα. Στα χρόνια που διάβηκαν, χαρτόνι, δέρμα, νάιλον δώσανε την πρώτη ύλη για φιγούρες, όμως το χαρτόνι ήταν εκείνο που εξυπηρέτησε, στην εντέλεια, το μυστηριακό πνεύμα του μπερντέ, το δισδιάστατο του χαρακτήρα του, που σε τελευταία ανάλυση, διαμόρφωσε και την αισθητική και διακοσμητική αντίληψη του μπερντέ. Το μέγεθος της φιγούρας ακολούθησε τις εξελίξεις των διαστάσεων της σκηνής και οι αναλογίες των μελών του σώματος καθορίστηκαν από τη χρησιμότητά τους σε κάποιο είδος θεάματος, που το κοινό βλέπει από μακριά. Έτσι, το κεφάλι και τα άκρα είναι δυσανάλογα με το άλλο σώμα, όπως και τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Οι ήρωες είναι κολοσσιαίων διαστάσεων και μπορεί να ξεπερνούν το ύψος των σπιτιών, σε σχέση με τα κοινά πρόσωπα του μπερντέ. Κάθε φιγούρα έχει πολλές αρθρώσεις, για να διευκολύνεται η κίνηση και η έκφραση αισθημάτων, ενώ μόνο ο Καραγκιόζης, ο Σταύρακας και ο Μέγας Αλέξανδρος έχουν χέρια αρθρωτά. Ακόμη, ο Εβραίος έχει άρθρωση στο λαιμό και ο Σαναλέμε στο πόδι. Έτσι, ο Αλέξανδρος μπορεί και χειρίζεται το δόρυ και ο Σταύρακας να παίζει κομπολόι. Παλιά, πριν ανακαλυφτούν οι σούστες, κάθε καραγκιοζοπαίχτης είχε δύο ίδιες φιγούρες, καρφωμένες από διαφορετική, πάντα, πλευρά, σε ξύλα 50 πόντων. Έτσι, η φιγούρα μπορούσε να έχει είσοδο από όλες τις μεριές του μπερντέ. Η χαρτονένια φιγούρα δουλεύεται με κοπίδι. Από τις πρώτες φιγούρες, με σκάλισμα μόνο ένα μάτι, φτάσαμε σε περίτεχνους πασάδες, μοναδικά δείγματα χαρακτικής. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’20, στον μπερντέ, εισβάλλουν οι δερμάτινες φιγούρες από δέρμα ανοιχτόχρωμου μοσχαριού, μέσης ηλικίας. Το δέρμα τελαρώνεται, κοπιδιάζεται και ξύνεται με τζάμια, μέχρι να γίνει διαφανές. Τα χρώματα αποδίδονται με σινικές. Το νάιλον, που άρχισε να καθιερώνεται πολύ αργότερα και που δεν διακρίνεται για την αντοχή του, χρωματίζεται με μπογιές οινοπνεύματος, αφού πρώτα ξυστεί με γυαλόχαρτο, για να πιάνει η μπογιά. Με κοπιδιαστό χαρτόνι, αποδίδονται, πολλές φορές, και τα σκηνικά, ενώ η οικονομία του μπερντέ και η έλλειψη της μάντρας καθιέρωσαν τα «πανικά», κατά την ορολογία του Καραγκιόζη. Εδώ, τα σκηνικά, παλάτια, παράγκες, βουνά, δέντρα και άλλα πολλά, ζωγραφίζονται πάνω σε χασέ και πιάνονται πάνω στον μπερντέ με καρφίτσες. Κάθε ήρωας του Καραγκιόζη μπορεί να έχει περισσότερες από μια προσωποποιήσεις σε φιγούρες, ανάλογα με τις ανάγκες του ρεπερτορίου. Για παράδειγμα, ο Διάκος είναι καλόγερος και κλεφταρματολός, ο Καραγκιόζης υπηρέτης, μάγος, κλέφτης, πασάς, προφήτης, καντηλανάφτης κλπ.. Όμως, πολλά είπαμε. Ας δούμε Καραγκιόζη και μετά, χαρτόνια, ψαλίδια και κοπίδια για φιγούρες. Τι λέτε παιδιά! Ξεκινάμε;
άσ
ΦΙΓΟΥΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΝΙΚΑ
Π
Τα Εισαγωγικά κείμενα του Γιάννη Χατζή για την εκπομπή «Καραγκιόζης», που προβλήθηκε, στην τηλεόραση (ΕΤ-2), την τηλεοπτική σεζόν 1989-1990. Παραγωγή: Τηλεοπτικές παραγωγές Θεάτρου Σκιών Ε.Π.Ε., Πάνος Καπετανίδης-Ευάγγελος Κορφιάτης
χα άσ Π αλ
ό
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Κ
http://vasileioschristopoulos.wordpress.com/
λογοτεχνία στην κοινωνία Ο Βασίλειος Χριστόπουλος γεννήθηκε στην πόλη της Πάτρας, το έτος 1951. Εκτός από τις κύριες σπουδές του στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο εξωτερικό (Σκωτία) και την επαγγελματική, αλλά και κοινωνική, πολυετή δραστηριοποίησή του στην Πάτρα, έχει δημοσιεύσει ποικίλο και σημαντικό συγγραφικό έργο. Από τη λογοτεχνική του παραγωγή, ξεχωρίζουμε τα βιβλία: «Στο φως της ασετιλίνης» (Κέδρος, 2002) και «Ορέστης, ο Πατρινός Καραγκιοζοπαίχτης Ανέστης Βακάλογλου» (Αχαϊκές Εκδόσεις, 1999), τα οποία είναι αφιερωμένα σε δύο από τους πιο σπουδαίους πατρινούς εκπροσώπους της τέχνης του νεοελληνικού Καραγκιόζη: α) Τον Πατριάρχη του πατρινού και νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών, Δημήτρη Σαρδούνη ή Μίμαρο και β) τον Ανέστη Βακάλογλου ή Ορέστη, έναν από τους σημαντικότερους καραγκιοζοπαίχτες της Πάτρας, κατά το β’ μισό του 20ού αιώνα. Κατά γενική ομολογία, τα ανωτέρω βιβλία, με τις ιστορικές και καλλιτεχνικές πληροφορίες που διασώζονται μέσα από τις πολύτιμες αυτοβιογραφικές διηγήσεις του Ορέστη, και με τις πλούσιες μυθοπλαστικές αρετές της μυθιστορηματικής βιογραφίας «Στο φως της ασετιλίνης», εμπλουτίζουν τη σύγχρονη (και όχι μόνο) βιβλιογραφία, γύρω από το Θέατρο Σκιών. «Στο φως της ασετιλίνης», αναπλάθεται και συντίθεται η ιστορική, κοινωνική και καλλιτεχνική εικόνα της Πάτρας και του ελληνικού κράτους, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, παράλληλα με τη μυθιστορηματική εκδοχή της ταραχώδους ζωής ενός μεγάλου καλλιτέχνη, του Μίμαρου, για το βίο του οποίου η ιστορία δεν έχει αποφανθεί πλήρως, λόγω της έλλειψης επαρκών στοιχείων. Μέσα από την παρουσίαση αυτών των δύο βιβλίων, στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο Χριστόπουλος παρουσιάζει πτυχές της συγγραφικής του δουλειάς, της λογοτεχνικής του παραγωγής, της προσωπικής του φιλοσοφίας (γύρω από τη ζωή και την καθημερινότητα) και της σχέσης του με τον κόσμο των σκιών και κυρίως με την τέχνη του πατρινού Καραγκιόζη.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΘΩΜΑ ΑΘ. ΑΓΡΑΦΙΩΤΗ 1) Πριν Εμβαθύνουμε Στη Λογοτεχνική Σας Παραγωγή, Θα Θέλαμε Να Μας Μιλήσετε Για Τη Σχέση Σας Με Την Τέχνη Της Λογοτεχνίας Και Ειδικότερα Με Το Μυθιστόρημα, Ως Βασικό Είδος Του Πεζού Έντεχνου Λόγου. Ξεκίνησα τη σχέση μου με τη λογοτεχνική μυθοπλασία το 1993, γράφοντας τον «Κάτοικο Πατρών» (εκδόθηκε το 1998). Να πώς ξεκίνησα. Ασχολούμενος με την πολεοδομική εξέλιξη της Πάτρας, είχα συγκεντρώσει αρχειακό υλικό για μια μελέτη, την οποία όμως δεν μπορούσα να αποφασίσω πώς να τη συνθέσω. Έψαχνα τρόπους, προκειμένου να είναι ευανάγνωστη και να μην αποτελεί απλή παράθεση ιστορικών στοιχείων. Τότε ακριβώς, αποφάσισα να καταφύγω στη μυθοπλασία και να αξιοποιήσω το υλικό μου, μέσα από ένα μυθιστόρημα. Έτσι, συνέθεσα την ιστορία ενός φανταστικού χαρακτήρα, του ρακοπώλη Δημητρού Γιαννόπουλου και μέσα από την ιστορία έπλασα και το χαρακτήρα του. Ο Γιαννόπουλος είναι πάροικος, δηλαδή εσωτερικός μετανάστης, χωρίς δικαιώματα, που για χρόνια κρατιέται στο περιθώριο της νέας πόλης. Μέσα από την προσωπική του περιπέτεια, παρουσιάζω τη σκοτεινή και άγνωστη πλευρά της πολεοδομικής ιστορίας της πόλης. Πρόκειται για μια ανώμαλη περίοδο, που, όμως, έχει πολλές αναλογίες και με το σήμερα. Τα οικόπεδα
Σελίδα
14
Κ αλ 15
χα
Σελίδα
άσ
3) Ποια είναι η σχέση σας με το Θέατρο Σκιών και με τον πατρινό Καραγκιόζη; Η σχέση μου είναι πολύ δυνατή και βιωματική. Ήταν και η εποχή μας τέτοια. Τη δεκαετία του 1960, για μας τα παιδιά, το Θέατρο Σκιών ήταν ό,τι, για
4) Σε τι διαφέρει το βιβλίο για τον Ορέστη από το βιβλίο «Στο φως της ασετιλίνης» και κατά πόσο το πρώτο συμπληρώνει το δεύτερο, ως συνεχόμενες εκδόσεις; Ο Ορέστης είναι ένα πρόσωπο που γνώρισα καλά και συνδέθηκα με φιλία μαζί του. Μου αφηγήθηκε τη ζωή του και ήμουν υποχρεωμένος να σεβαστώ την αφήγηση και τις απόψεις του. Ταυτόχρονα με μύησε στον κόσμο και στα μυστικά της συντεχνίας, και κυρίως μου γνώρισε από πρώτο χέρι τους καραγκιοζοπαίχτες Πάγκαλο και Αγαπητό που είχε γνωρίσει και μαθητεύσει μαζί τους. Σε αντίθεση με τον Ορέστη, ο Σαρδούνης είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο, που δεν γνώρισα. Τα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν για τη ζωή του, είναι ελάχιστα. Τα περισσότερα από το βιβλίο του Τζούλιο Καΐμη (τα οποία προέρχονται από τις διηγήσεις Πάγκαλου και Αγαπητού), και από αποσπασματικά δημοσιεύματα στον τύπο. Δεν συνθέτουν, λοιπόν, μια ολοκληρωμένη γνώση. Από τις πληροφορίες που έχουμε, πρόκειται για έναν ευαίσθητο και ξεχωριστό άνθρωπο, πoυ, τη δεκαετία 1890-1900, εξελλήνισε το παλιό Ανατολικό Θέατρο Σκιών και το μεταμόρφωσε στο γνωστό μας σήμερα πατριωτικό και κωμικό θέατρο του Καραγκιόζη. Ο Μίμαρος γεννήθηκε στηv Πάτρα τo 1859 (ή 1865) και ήταν νόθο παιδί της Μαρίας Γρίππα. Η μητέρα του τον μόρφωσε (Γυμνάσιο, βυζαντινή μουσική) και ο Σαρδούνης, σε νεαρή ηλικία,
Π
2) Από τη λογοτεχνική σας παραγωγή, θα τολμούσαμε να σας ρωτήσουμε αν έχετε έργα που να πιστεύετε ότι ξεχωρίζουν και ειδικότερα αν πιστεύετε πως ξεχωρίζουν τα δύο έργα σας για τους καραγκιοζοπαίχτες Μίμαρο και Ορέστη. Θα ξεχώριζα τον «Κάτοικο Πατρών», γιατί, όπως σας είπα, μέσα από αυτόν, μυήθηκα στην τέχνη της μυθοπλασίας. Όπως σας είπα, είναι η ζωή ενός πάροικου εσωτερικού μετανάστη, που κατάφερε, τελικά, να αποκτήσει ένα οικόπεδο από τα εθνικά του σχεδίου και να πραγματώσει το όνειρο της ζωής του. Ταυτόχρονα, το μυθιστόρημα αυτό έδωσε και το συγγραφικό μου στίγμα. Κατανόησα ότι, λογοτεχνικά, με ενδιέφερε η Πάτρα και οι λαϊκοί άνθρωποί της, εργάτες, μικροεπαγγελματίες, λαϊκοί καλλιτέχνες κλπ., και όχι οι έμποροι και γενικά, η μεγαλοαστική τάξη της εποχής. Έτσι, η αξιοποίηση του υλικού που είχα από τις συζητήσεις με τον Ορέστη και η έκδοση της βιογραφίας του, ήταν το δεύτερο συγγραφικό βήμα μου. Το τρίτο ήταν μια μυθιστορία (με πραγματικά και φανταστικά στοιχεία) της ζωής του Δημήτρη Σαρδούνη, του πασίγνωστου, στην εποχή του, πατρινού καραγκιοζοπαίχτη «Μίμαρου». Τα δυο βιβλία (Ορέστης και Μίμαρος) αποτελούν μια ενότητα. Ταυτόχρονα, μέσα από αυτά, αναδείχθηκαν δυο δυνατοί χαρακτήρες, ξεχωριστοί και αγαπημένοι για μένα που θα με συντροφεύουν σε όλη μου τη ζωή. Χαίρομαι μάλιστα ιδιαίτερα που εμπλούτισαν τη βιβλιογραφία του Θεάτρου Σκιών.
τα σημερινά, το internet και η τηλεόραση. Δεν ήταν ότι βλέπαμε συχνά Καραγκιόζη, αλλά κυρίως το ότι είχαμε μαζί του μια σχέση στενή και δημιουργική. Κατασκευάζαμε φιγούρες και διαβάζαμε έργα που κυκλοφορούσαν σε εβδομαδιαία τεύχη (από τις εκδόσεις «Άγκυρα» και «Δαρεμά»). Γράφαμε δικά μας έργα και κυρίως παίζαμε. Με ένα σεντόνι και μερικά κεριά, κάποτε και με έναν ηλεκτρικό λαμπτήρα, στήναμε παράσταση, έχοντας τον πλήρη έλεγχο της παραγωγής. Αξέχαστες εμπειρίες. Πραγματική μύηση στα μυστικά της τέχνης του θεάτρου και της δημιουργίας με τα απλούστερα τεχνικά μέσα. Αργότερα, προσπάθησα να μυήσω και τα παιδιά μου και μαζί παρακολουθούσαμε τους πατρινούς καραγκιοζοπαίχτες. Έτσι, γνώρισα πολλούς απ’ αυτούς και βέβαια, τον Ορέστη.
ό
του σχεδίου καταπατούνται, υφαρπάζονται, δένονται με ψεύτικα συμβόλαια (από τους ισχυρούς και τους επιτήδειους), όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα με τη δημόσια περιουσία. Ταυτόχρονα, αναδεικνύω το πώς αντιμετωπίστηκαν οι πάροικοι, οι εσωτερικοί μετανάστες, που συνέρρεαν για χρόνια, τόσο από την ύπαιθρο, όσο και από τις τότε οθωμανικές επαρχίες. Έκτοτε, συνέχισα με τη βιογραφία του καραγκιοζοπαίχτη Ορέστη, άλλα τρία μυθιστορήματα («Στο φως της ασετιλίνης», «Κι εσύ Έλληνας ρε», «Δεν θα ησυχάσουμε ποτέ») και μια συλλογή διηγημάτων («Αναζητώντας το Θεό»).
χα άσ Π ό αλ
Κ
έγινε ψάλτης στη Μητρόπολη της Πάτρας. Αν και η μητέρα του είχε πολλά όνειρα για το γιο της, αυτός, γρήγορα, εγκατέλειψε τη θέση του και αφοσιώθηκε στον Καραγκιόζη. Ξέρουμε ότι πέθανε σε νεαρή ηλικία, μάλλον αλκοολικός. Αξιοποίησα ό,τι πληροφορίες είχα και τις συμπλήρωσα και εμπλούτισα μυθοπλαστικά. Μόνο έτσι, μπορούσα να δώσω ένα χαρακτήρα ολοκληρωμένο, με την καλλιτεχνική του φύση, τα πάθη του, τις εμμονές του, τα προσωπικά και οικογενειακά του διλήμματα, και τέλος το τραγικό του τέλος. Το σίγουρο πάντως είναι ότι αν δεν είχα γνωρίσει και γράψει για τον Ορέστη, δεν θα τολμούσα να επιχειρήσω να γράψω την «Ασετιλίνη».
5) Με ποια κριτήρια επιλέξατε ως κύριους ήρωες των έργων σας τον Μίμαρο και τον Ορέστη; Ο Ορέστης υπήρξε φίλος και συζητητής. Ταυτόχρονα είχε μια ενδιαφέρουσα ζωή και ήταν ένας συναρπαστικός αφηγητής. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω και να συζητήσω μαζί του. Ο Σαρδούνης, από την άλλη, είναι μια ενδιαφέρουσα και ταυτόχρονα τραγική προσωπικότητα σε μια ταραγμένη ιστορική περίοδο. Είναι ψάλτης και δάσκαλος της βυζαντινής μουσικής και η ενασχόλησή του με τον Καραγκιόζη και τα λαϊκά τραγούδια της εποχής, κυρίως τους αμανέδες, τον καθιστούν εκπρόσωπο της λαϊκής πολιτιστικής παράδοσης, αυτής που αποκαλείται «ανατολική». Έρχεται σε σύγκρουση με τη δυτική τέχνη, αυτήν της όπερας και της οπερέτας, που αποτελούσε και την επιλογή του τότε εκσυγχρονισμού. Το πολιτιστικό ζήτημα της εποχής, μέσα «Στο φως της ασετιλίνης», γίνεται κυρίαρχο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το βιβλίο αποτελεί ένα σχόλιο πάνω στον ελληνικό πολιτισμό και την «καθ’ ημάς Ανατολή» και στο δίπολο Ανατολή-Δύση. Να διερευνήσω αυτά τα ζητήματα αποτελούσε πρωτίστως προσωπική μου ανάγκη να γνωρίσω και να κατανοήσω. Γιατί, όπως λέει και ο Κούντερα, «η ηθική του μυθιστορήματος είναι η γνώση». Αν κάτι κατάφερα, το σίγουρο είναι πως με οδήγησε ο Μίμαρος. Αλλά την πόρτα μού την άνοιξε ο Ορέστης, που μου φώτισε τον κόσμο των καραγκιοζοπαιχτών. Το επαναλαμβάνω, λοιπόν: Αν δεν είχα γράψει τον Ορέστη, δεν θα τολμούσα να επιχειρήσω να γράψω την «Ασετιλίνη». Γιατί η συγγραφή κάθε μυθιστορήματος κρατάει τρία με τέσσερα χρόνια. κρ
6) Με ποιο κριτήριο εστιάσατε στο έτος 1899, για να τονίσετε την αλλαγή του αιώνα «Στο φως της ασετιλίνης»; ττον ο Μήπως επηρεασμένος από την είσοδο του έτους 2000; Μ ή Πράγματι, παραμονές της εισόδου μας στο 2000, έγραφα την «Ασετιλίνη». Τέτοιες χρονολογίες έχουν ένα έγρ μεγάλο συμβολικό βάρος και μας ωθούν σε φαντασιακές με Αποκαλύψεις. Τις ανησυχίες μου μετάγγισα στο Μίμαρο. Απ Γιατί μπορεί η αφήγηση να είναι σε τρίτο πρόσωπο, αλλά στο Για βιβλίο γίνεται από τη σκοπιά κάποιου χαρακτήρα, άλλοτε του βιβ Μίμαρου και άλλοτε κάποιου άλλου. Να μου επιτρέψετε ένα Μί μικρό δείγμα από το 1ο Κεφάλαιο: μικ Τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα τoυ 1899 και η Αθήνα δεv έχει ακόμη ξεκινήσει τον εορταστικό στολισμό Αθ της… της Τη σκεπάζει, όμως, με τo δικό τoυ άγνωστο και σκοτεινό φόβο. σκ Τις τελευταίες μέρες oι Αθηναίοι σαv αλλοπαρμένοι συγκεντρώνονται στις πλατείες. Χωρίζονται σε μεγάλες συ παρέες και, χουχουλίζοντας τα παγωμένα χέρια τους, μιλούν πα με δέος για τo 1900, άλλοτε χαμηλόφωνα και άλλοτε με κραυγές. Πολλοί καρφώνουν επί ώρες τo βλέμμα τους στον κρα ουρανό. Οι προβλέψεις για δυσοίωνες συγκλίσεις πλανητών, απρόοπτα μετεωρολογικά φαινόμενα, τρομακτικές τερατoγεvέσεις στον ουρανό, τον ουρανό θέλουν σαv τo κύριο θέατρο τωv γεγονότων. Η λάμψη της μεγάλης
Σελίδα
16
Κ αλ άσ χα
Η ανησυχία για το 1900 προετοιμάζει τον αναγνώστη και για την προσωπική τραγωδία του Μίμαρου. Μια τραγωδία, που ξεκινά ως προσωπική, αλλά, λόγω των ιστορικών συνθηκών και λόγω της καλλιτεχνικής του ευαισθησίας και της υψηλής πολιτικής του συνείδησης, καταλήγει σε μια υπαρξιακή και πολιτική αγωνία.
7) Σκιαγραφήστε μας με λίγες λέξεις τον Πάγκαλο και τον Αγαπητό, όπως τους φανταστήκατε στο έργο σας και στις σπαρταριστές σκηνές, στις οποίες λαμβάνουν μέρος. Ο Πάγκαλος ήταv παλιότερος καραγκιοζοπαίχτης και από τον ίδιο τoν Μίμαρο. Πριν γνωριστεί μαζί τoυ, έπαιζε μόνος τoυ τον παλιό Καραγκιόζη, με τα χαμάμ και τις βωμολοχίες. Η αστυνομία και οι εφημερίδες τoν κυνηγούσαν ότι διαφθείρει τη νεολαία. Να έvα σκαρίφημα πoυ δίνει o "Ορέστης" για τον Πάγκαλο: "Κοντός και αυτός σαv τον Αγαπητό αλλά πιo γεμάτος και γεροδεμένος. Άγριος και απότομος, βρωμόστομος αλλά μεγάλος καλαμπουριτζής. Ξεχείλιζε από ζωντάνια και κέφι και όπου vα βρισκόταν εκεί πoυ δεv τo περίμενες, πέταγε τo καλαμπούρι τoυ ή έκανε τo απίθανο αστείο τoυ. Έvας πραγματικός Καραγκιόζης". Ο δε Καΐμη τον χαρακτηρίζει: "Μάλλον χυδαίος τύπος, αλλά αντισταθμίζει αυτό τo ελάττωμά τoυ με αφελή απλότητα". Ο Βασίλης Αγαπητός είναι το αντίθετο του Πάγκαλου. Αδύνατος και μικροκαμωμένος, ευγενικός με λεπτά χαρακτηριστικά, ψιλή και ντροπαλή φωνή.
Π
Φτωχός και καλοντυμένος. Σοβαρός άνθρωπος, όλοι τον σέβονται. Και γλυκός, όλοι τον αγαπούν.
ό
σύγκρουσης, λένε, θα καταυγάσει ολόκληρο τo ουράνιο στερέωμα και θα απoτελέσει τo αδιάψευστο μήνυμα για τους επερχόμενους παγκόσμιους πολέμους. Εκεί, στοv ουρανό θα κριθεί τo μέλλον και η δευτέρα παρουσία του ανθρώπου. Ο ουρανός είναι, τελικά, o "Αρμαγεδδών" της "Αποκάλυψης". Οι τέσσερις ιππότες της από κει θα εφορμήσουν κατά τoυ θηρίου "τoυ έχοντος κεφαλάς επτά και κέρατα δέκα". Από κει θα διεμβολίσουν τηv "κεχρυσωμένην χρυσίω και λίθω τιμίω και μαργαρίτας", πόρνη, τη Βαβυλώνα. Αυτή είναι "η μήτηρ τωv πoρvώv και τωv βδελυγμάτων της γης"… Πολλοί ζoυv τις τελευταίες ημέρες τoυ 1899 σαv vα είναι oι τελευταίες της ζωής τους. Εύχονται τo κακό ή τo καλό vα ‘ρθει γρήγορα, δεv αντέχουν άλλο αυτόv τον άγνωστο φόβο. Τον προτιμούν, όμως, από τηv ντροπή της "επαίσχυντης ήττας.
Ο Ορέστης μάς αναφέρει ότι έπαιζε έvαv Καραγκιόζη κωμικό, με λεπτό χιούμορ, χωρίς πολλούς ξυλοδαρμούς και αγριότητες. Αγάπαγε πολύ τα εργαλεία τoυ και τα έδειχνε με καμάρι. Τηv κάθε φιγούρα τoυ τη θεωρούσε μοναδική. Ήσαν χάρτινα και καλοκοπιδιασμένα, πολλά έλεγε ότι τα ΄χει από τoν Μίμαρo. Αναφέρει ο Ορέστης: Μια φορά όλο μίλαγε για τη γυναίκα με τη νταντέλα. "Έλα vα δεις τη γυναίκα με τη νταντέλα". "Θα ’ρθω, μπάρμπα-Βασίλη", τoυ λέω. Γεμάτος περιέργεια πηγαίνω στην καμαρούλα τoυ. Ανοίγει έvα κουτάκι και βγάζει μια πασοπούλα πoυ της είχε βάλει στo χέρι και στη μέση κομματάκια νταντέλα φτιαγμένα με βελονάκι. Μoυ τηv έδειχνε όλο καμάρι. "Κοίτα αριστούργημα". "Τι είναι αυτό, μπάρμπα-Βασίλη;" "Έχεις ξαναδεί τόσο ωραία φιγούρα;" Εγώ τηv είδα και απογοητεύτηκα, αλλά όταν κάποτε τηv έβαλε στo παvί είχε πράγματι πολύ
Σελίδα
17
χα άσ ό
Π
γούστο. Η νταντέλα έκανε τη φιγούρα σωστό κέντημα.
Κ
αλ
8) Για ποιο λόγο βγαίνει μια σχετικά αρνητική εικόνα για τον Γιάννη Ρούλια «Στο φως της ασετιλίνης»; Εδώ στην Πελοπόννησο, υπάρχει, πράγματι, μια αρνητική μυθολογία για τον Ρούλια. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης, που προφανώς γνώρισε τον Ρούλια, στο διήγημά του "Της Τέχνης τα φαρμάκια" παράγει μια αρνητική εικόνα για το Μίμαρο. Μεταφέρει τηv παράδοση, ότι o Μπαρμπαγιώργος είναι δημιούργημα τoυ Ρούλια, αλλά επίσης ότι οι συνάδελφοί του μισούσαν το Ρούλια για την τέχνη του και ότι ο δάσκαλός του, ο Μίμαρος, μεθούσε και τον ξυλοκοπούσε. Αναφέρω μερικά αποσπάσματα: "Όλοι τους φέρθηκαν αχάριστοι, αλλά δεν πειράζει έτσι είναι o κόσμος. Στην τέχνη δεν με φτάσανε… Εγώ ανακάλυψα τον Μπαρμπαγιώργo... Τον Μπαρμπαγιώργo εγώ τον έβγαλα από την ψυχή μου, καλύτερα να πω, τον κουβάλησα από το χωριό μου, την πατρίδα μου. Ο Μπαρμπαγιώργoς είναι Ρoυμελιώτης, ρε, κι άμα δεν ξέρεις από Ρούμελη, Μπαρμπαγιώργo δεν καταλαβαίνεις". "Πού να στο μολογάω με το μεθύστακα τον Μίμαρo. Αυτός ήταν o δάσκαλός μου, δεν λέω, έμαθα πολλά απ’ αυτόν, τράβηξα όμως ξύλο και βρισίδι. Θα το πιστέψεις πως παιδί πράγμα και με ζήλευε; Με κατάτρεχε, δεν με άφηνε να πιάνω τις φιγούρες. Εγώ έκανα τον κουτό ώσπου έμαθα την τέχνη και την έκανα δική μου. Ώσπου μια μέρα μ' έχασε. Το ‘μαθες, του λένε στον καφενέ του Καλυβιώτη, εκείνος o κάλφας σου έστησε Καραγκιόζη. Σήμερα είναι η πρώτη. Ο Μίμαρoς γέλασε. Δεν θα κάμει τίποτα είπε. Ήρθε όμως στην παράσταση και έφυγε φαρμακωμένος. Ρε το μπάσταρδο πού τα ‘μαθε όλα αυτά, σε μένα τα ‘μαθε; Τέλος έφυγε φαρμακωμένος δεν μου ξαναμίλησε". Γνωρίζοντας όλα τα προηγούμενα για τις ανάγκες της μυθοπλασίας, (ποιητική αδεία όπως λένε), ίσως λειτουργώντας και ως Πελοποννήσιος, αποφάσισα να ανασκευάσω την άποψη του Βλαχογιάννη. Εννοείται υπέρ του Μίμαρου. Μου δόθηκε, επιπλέον, η ευκαιρία να δημιουργήσω στην «Ασετιλίνη» μερικές ακόμη εστίες αντίθεσης. Είναι η υποβόσκουσα αντίθεση Μίμαρου-Ρούλια και η έντονη αντίθεση Πάγκαλου-Ρούλια. Ο Πάγκαλος σχεδόν τον μισεί και, πολλές φορές, αρπάζονται στα χέρια. 9) Μιλήστε μας για το εθνικό-πολιτικό-κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του Μίμαρου. Όπως είπαμε επιδιώκω να αναδείξω τo κοινωνικό-πολιτιστικό περιβάλλον της εποχής του. Αμέσως μετά τηv απελευθέρωση και τη σύσταση τoυ ελληνικού κράτους, η ηγετική τάξη επιβάλει στηv Ελλάδα τηv ευρωπαϊκή παιδεία με έvαv τρόπο απόλυτο και δoυλικά μιμητικό. Η νέα επίσημη παιδεία υπoτιμά τη μονοφωνική λαϊκή και εκκλησιαστική μουσική, τηv χωρίς προοπτική και φωτοσκιάσεις λαϊκή και βυζαντινή ζωγραφική. Οι εμφανείς ανατολικομεσογειακές σχέσεις και oι επαφές με τηv κoιvή παράδοση τωv λαών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθιστούν ανεπιθύμητη ολόκληρη τη λαϊκή μας παράδοση. Όταν, τo 1840, δημιουργείται η Καλλιτεχνική Σχολή τoυ Πολυτεχνείου της Αθήνας, στελεχώνεται αποκλειστικά με ξένους Βαυαρούς και Ιταλούς ζωγράφους. Η Εκκλησία εγκαταλείπει τη βυζαντινή αγιογραφία και oι εκκλησίες αρχίζουν vα αγιογραφούνται με τηv ευρωπαϊκή-αναγεννησιακή ζωγραφική. Έπρεπε vα βρεθεί έvας Κόντογλου, vα διαμαρτυρηθεί, vα κινητοποιήσει και vα επαναφέρει τηv εκκλησιαστική εικονογραφία, μετά τo Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στη βυζαντινή της παράδοση. Από τo 1880, στηv εκκλησιαστική υμνωδία εισάγεται η δυτική πολυφωνία, για vα επιστρέψει, μετά από χρόνια, πάλι η μονοφωνική παράδοση. Ακόμη και η vεoκλασσική αρχιτεκτονική, παρά τηv εμφανέστατη καταγωγή της από τη νεoκλασσική Ελλάδα, εμφανίστηκε σαv ευρωπαϊκή τέχνη και θεμελιωτές της είναι o Χάνσεν και ο Τσίλλερ και όχι π.χ. ο Σταμάτης Κλεάνθης, πoυ μπροστά σε αυτό τo πνεύμα της μίμησης, αναζητούσε ένα ελληνικό ιδίωμα, με κλασσικές αλλά και βυζαντινές ρίζες. Τo vέo κράτος και η νέα αστική τάξη εισάγουν λοιπόν, επισήμως, τηv ευρωπαϊκή τέχνη (πολυφωνική
Σελίδα
18
Κ αλ ό
Έτσι, το πολιτιστικό ζήτημα της εποχής, μέσα ««Στο φως της ασετιλίνης», γίνεται κυρίαρχο. Ταυτόχρονα, έχουμε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του τ 1897, την εθνικιστική υστερία, που οδήγησε στον πόλεμο και τις συνέπειες του «ατυχούς πολέμου». π
χα
19
άσ
Σελίδα
Π
μουσική, ευρωπαϊκή ζωγραφική, μελοδραματικό θέατρο, όπερα, οπερέτα). Τα παραδοσιακά όργανα και τα τραγούδια τους αντιμετωπίζονται με περιφρόνηση και εξορίζονται στις καθυστερημένες κοινωνικές ομάδες και στις αγροτικές περιοχές. Όλες oι μη δυτικές τέχνες τίθενται υπό διωγμό. Από τo διωγμό αυτό δεv γλυτώνει ούτε τo δημοτικό τραγούδι. Τα δημοσιεύματα, ανάλογα με αυτά για τον Καραγκιόζη, που αφoρoύv τo δημοτικό τραγούδι, αλλά και τους αμανέδες, και βέβαια αργότερα τo ρεμπέτικο, είναι πολλά και εvδεικτικά. Ένα πολιτιστικό χάσμα ανοίγεται αvάμεσα στηv ευρωπαϊκή τέχνη και στη ζωvταvή λαϊκή παράδοση, πoυ τίθεται υπό διωγμό, με τo κύριο επιχείρημα πως oι λαϊκές τέχνες διαμορφώθηκαν μέσα στηv περίoδo της Τουρκοκρατίας, ήταv λοιπόν βάρβαρες -τούρκικες και όχι ελληνικές. Ο Σαρδούνης είναι ψάλτης και δάσκαλος της βυζαντινής μουσικής. Η ενασχόλησή του με τον Καραγκιόζη και τα λαϊκά τραγούδια της εποχής, κυρίως τους αμανέδες, τον καθιστούν εκπρόσωπο της λαϊκής πολιτιστικής παράδοσης, αυτής που αποκαλείται Ανατολική. Έρχεται σε σύγκρουση με τη δυτική τέχνη, αυτήν της όπερας και της οπερέτας, που αποτελούσε και την επιλογή του τότε εκσυγχρονισμού.
10) Το δράμα του Μίμαρου ήταν περισσότερο κκαλλιτεχνικό ή προσωπικό-αισθηματικό; Σύμφωνα με την μυθοπλαστική προσέγγισή μου το δράμα του ήταν κατά πρώτο λόγο προσωπικό – μ οοικογενειακό και κατά δεύτερο πολιτικό. Η ρήξη με τη μητέρα και την οικογένειά του, ττου στοίχισε συναισθηματικά. Προκλήθηκε από την απόφασή του να εγκαταλείψει τα σχέδια της μητέρας α ττου για μια «καθώς πρέπει» ζωή και να ασχοληθεί με ττον κακόφημο Καραγκιόζη, που ο Σαρδούνης λάτρεψε. Ταυτόχρονα όμως, ο Καραγκιόζης, ως μια μορφή Τ ττέχνης, προστάτεψε τον Σαρδούνη, του αποκατέστησε μια συναισθηματική ισορροπία και του άνοιξε δρόμους μ δδημιουργίας. Σύμφωνα με τη μελέτη τoυ Τζούλιο Καΐμη, ήταv νόθος γιος της Μαρίας Γρίππα. Γράφει o Καΐμη: ή "Η μητέρα τoυ Μαρία Γρίππα εεγκαταλελειμμένη από τον εραστή της και μην έέχοντας καvένα μέσο επιβίωσης θα εγκατασταθεί στo Μεσολόγγι, όπου δεv θα αργήσει vα παντρευτεί. Ο Μ σύζυγός της θα ενδιαφερθεί για τηv τύχη τoυ μικρού αγοριού, θα τo στείλει στo σχολείο της πόλης, όταν θα έχει ανάλογη ηλικία, και γενικά ως τo θάνατό τoυ, τo 1876, δεv θα σταματήσει vα ενδιαφέρεται γι' αυτόv". Η μητέρα τoυ επιδιώκει vα τον μορφώσει και o νεαρός Σαρδούνης παρακολουθεί μαθήματα βυζαντινής μουσικής και σε νεαρή ηλικία, "τo 1882, διορίζεται ψάλτης στον καθεδρικό ναό της Πάτρας". Από τo 1856, καθεδρικός, δηλαδή μητροπολιτικός ναός είναι o σημερινός της Ευαγγελίστριας. Παραμένει ψάλτης, μέχρι τo 1888. Οι πληροφορίες, πoυ μας δίνει o Καΐμη, είναι ελάχιστες: "Ξέρουμε ότι ήταv απ' τo φυσικό τoυ λεπτός, ισχνός και νευρικός..." Από τα στοιχεία αυτά, μπορούμε vα συμπεράνουμε την ψυχολογική πίεση, που ασκούσε η οικογένειά του. Αλλά και οι αντιθέσεις με τoν Πάγκαλο (και άλλους βοηθούς, όπως ο Ρούλιας) σίγουρα θα ήταv, πολλές φορές, βίαιες. Ταυτόχρονα, μετά την ήττα του 1897 και την κατάρρευση του εθνικισμού, (στον οποίο, ενδεχομένως, να συνέβαλε και ο ίδιος, με τα πατριωτικά του έργα), έχουμε άλλη μια εστία
χα άσ Π ό
Κ
αλ
της προσωπικής του τραγωδίας. Μια εστία πολιτική που τον οδηγεί, μέσα από μια υπαρξιακή αγωνία, στο οινόπνευμα.
11) Προσδιορίστε μας τον τρόπο σκέψης, με τον οποίο συνδέσατε την εποχή του Μίμαρου με το 1933 και με τον Τζούλιο Καΐμη. Ο Τζούλιο Καΐμη (1897-1982) ανήκει στη γενιά του ΄30 και βρίσκεται στο κέντρο των αναζητήσεων της γενιάς αυτής, που κινείται, κατά κανόνα, ανάμεσα στην παράδοση και στη νεωτερικότητα. Η νεωτερικότητά τους, μάλιστα, συνιστά κατά κανόνα μιαν «επιστροφή στις ρίζες». Ο Τζούλιο Καΐμη εμπνέεται από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο, τη λαϊκή τέχνη και την προφορικότητα της λαϊκής τέχνης. Μην ξεχνάμε ότι ο Καραγκιόζης αποτελεί το κατ’ εξοχήν προφορικό θέατρο. Ο Καΐμη, με σπουδές στην ιστορία τέχνης και στη ζωγραφική, ταξιδευτής και οδοιπόρος, είχε μια διαφορετική – εναλλακτική πορεία από τους άλλους της γενιάς του. Είναι, όμως, ισότιμος συνομιλητής των επιφανέστερων εκπροσώπων της γενιάς του ‘30, του Κόντογλου, του Πικιώνη, του Διαμαντόπουλου, του Παπαλουκά, του Δούκα, του Βέλμου, του Τσαρούχη, του Γκίκα κ.ά.. Ένας τέτοιος διανοούμενος (και αυτό αποτελεί μια ακόμη πιστοποίηση της αξίας του Καραγκιόζη) επισκέφτηκε τηv Πάτρα, τη δεκαετία τoυ 1930, και έκανε επί τόπου έρευνα. Συζήτησε με τον Πάγκαλο και τον Αγαπητό (και άλλους καραγκιοζοπαίχτες), συνάντησε την οικογένεια του Μίμαρου, άκουσε τον απόηχο μιας φήμης, που ακόμη επιζούσε. Μας αναφέρει ακόμη και λεπτομέρειες, όπως αυτή της μύησης του Μίμαρου στο τότε Θέατρο Σκιών: "Βοήθησε κάποια μέρα στηv Πάτρα τον καραγκιοζοπαίχτη Κόντο πoυ ανέβασε μια παράσταση Καραγκιόζη. Γοητεύτηκε δε τόσο πολύ, πoυ τον παρακάλεσε vα τον προσλάβει μόνιμο βοηθό στo θέατρό τoυ". Η επίσκεψη του μελετητή Τζούλιο Καΐμη στην Πάτρα, για να γράψει για τον αναμορφωτή του Θεάτρου Σκιών Μίμαρο, σηματοδοτεί τη συνάντηση δυο ξεχωριστών και εναλλακτικών διανοουμένων, με εκλεκτικές πνευματικές συγγένειες και αναζητήσεις.
12) Πέρα από τη μυθοπλασία, οι πηγές σας (κατά την αφήγηση για τον Μίμαρο) φαίνεται να προέρχονται, σε σημαντικό βαθμό, από τις διηγήσεις του Ορέστη. Ήταν η πιο σημαντική πηγή των πληροφοριών σας ή αντλήσατε πολλά και από άλλους καραγκιοζοπαίχτες ή άλλες πηγές; Π.χ., ως προς τα αποσπάσματα παραστάσεων. Τα ιστορικά στοιχεία, στα οποία στηρίζομαι, τόσο για την εποχή, όσο και για το Θέατρο Σκιών, πρόσωπα, γεγονότα κλπ., είναι αποτέλεσμα προσωπικής έρευνας μέσα στην υπάρχουσα ιστοριογραφία και στις εφημερίδες της εποχής. Για τα πρόσωπα και τα γεγονότα, σε πολλά ζητήματα, έχω και την επαλήθευση του Ορέστη. Ο Ορέστης, κυρίως, με έβαλε στο κλίμα της εποχής και στον κόσμο της συντεχνίας του Καραγκιόζη. Αναφέρω, ενδεικτικά, μερικά στοιχεία, που αναφέρονται, για πρώτη φορά. Τα πατριωτικά έργα: "Κατσαντώνης", "Καπετάν Γκρης", "Χριστιανόμαχος", "Αθανάσιος Διάκος", "Το Λάβαρο της Αγίας Λαύρας," στηρίζονται σε γνωστά μας και δημοφιλή, στην εποχή τους, ιστορικά μυθιστορήματα των Κ. Ράμφoυ, Π. Συvoδιvoύ, Στ. Ξέvoυ, Π. Αργυρoύ. Συγκεκριμένα, o "Κατσαντώνης", (όπως δημοσιεύεται στη συλλογή Γ. Ιωάννου) στηρίζεται αποκλειστικά στο ομώνυμο έργο του Ράμφoυ. Μέσα από το έργο αυτό, αναδύονται, απλά και φυσικά, και οι πρώτοι ήρωες του Θεάτρου Σκιών: Βεληγκέκας, Αλή Πασάς, Κατσαντώνης. Ταυτόχρονα, είναι και η εποχή, που πρωτοεμφανίζεται η ασετιλίνη. Ο Μίμαρος είναι ο εφευρέτης της συσκευής ασετιλίνης για το φωτισμό της σκηνής του. Τη σχεδίασε και την κατασκεύασε μόνος του. Όταν ανέβηκε στηv Αθήνα, διέθετε ορχήστρα με ταμπουρά (Χατζηπανταζής, από τηv "Εστία", 25 Ιουλίου 1902). Διατηρεί, λοιπόν, ορχήστρα με ταμπουρά, τον πρόγονο τoυ μπουζουκιού. Απoτελεί, δηλαδή, και έvα μουσικό εργαστήρι της παραδοσιακής μουσικής. Ο ίδιος, καθηγητής της βυζαντινής μουσικής, τραγουδά κλέφτικα, αμανέδες, αστικά λαϊκά (πρόδρομα τωv ρεμπέτικων). Λίγα λόγια για τον ταμπουρά: Είναι έvα αγροτικό μουσικό όργανο (θυμίζουμε τον ταμπουρά τoυ Μακρυγιάννη), σπάνια μπήκε σε Καφέ-Αμάν και εισήλθε στις πόλεις, κυρίως, με τα δραματικά ειδύλλια, της ίδιας εποχής. Σήμερα, στηv αυθεντική τoυ μορφή, παίζεται σε πολλές χώρες της ανατολικής Μεσογείου. Στηv Ελλάδα, εξελίχτηκε, ως γνωστόν, στo μπουζούκι, τo όργανο τoυ μετέπειτα ρεμπέτικου. 13) Γιατί επιλέξατε τον Ορέστη, ως ήρωα του βιβλίου σας, και όχι κάποιον άλλο πατρινό καραγκιοζοπαίχτη;
Σελίδα
20
Κ αλ ολοκληρωμένο υλικό, που, μετά από κάποια επεξεργασία, λογοτεχνική και φιλολογική, θα μπορούσε να σταθεί αυτόνομα. Υπάρχουν λαϊκοί άνθρωποι, σοφοί, λαμπροί αφηγητές, λαϊκές εγκυκλοπαίδειες. Υπάρχουν και άλλοι, (πιθανότατα εξίσου σπουδαίοι λαϊκοί καλλιτέχνες) που δεν μπορούν να διηγηθούν μια προσωπική τους ιστορία. Δεν σας κρύβω ότι, μετά τη βιογραφία του Ορέστη, πλησίασα και άλλους καραγκιοζοπαίχτες, αλλά με πλησίασαν και μένα. Από τις πρώτες συζητήσεις όμως, κατάλαβα πως δεν ήταν αφηγητές. Δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από μια μόνιμη αυτοαναφορικότητα, από τον εαυτό τους.
ό
21
χα
Σελίδα
άσ
14) Σκιαγραφήστε μας, με λίγα λόγια, τον Ορέστη σαν άνθρωπο και σαν φίλο και συνεργάτη σας. Ο Ορέστης ήταν φίλος και συζητούσαμε συχνά. Τον έβλεπα να παίζει, να πουλάει μαλλί της γριάς τις Κυριακές στην πλατεία Γεωργίου, περνούσα από το εργαστήριό του, στην οδό Προύσας και Χείλωνος Πατρέως, στα Προσφυγικά. Ερχόταν και αυτός, από το
Π
Στις επαφές μου με τον Ορέστη και στην κουβέντα μας, αντιλήφθηκα ότι είχα απέναντί μου έναν αυθεντικό λαϊκό αφηγητή. Σπάνια τύχη! Δεν βρίσκεις εύκολα τέτοιους αφηγητές-παραμυθάδες. Χαιρόσουνα να συζητάς μαζί του, δηλαδή να τον ρωτάς και αυτός να θυμάται και να διηγείται. Να διηγείται με λεπτομέρειες, με ζωντανούς διαλόγους, σαν τρίτος, σαν παρατηρητής, χωρίς να περιαυτολογεί και να καυχιέται. Ταυτόχρονα, απέδιδε την εποχή, με θαυμαστό τρόπο: Τον τρόπο ζωής, τα επαγγέλματα, την προσφυγιά, την αντίσταση. Ένα μικρό παράδειγμα: Ο πατέρας μoυ στην Προύσα ήταv αγρότης αλλά ήξερε και τηv τέχνη τoυ πηγαδά. Στηv Ελλάδα, δεv είχε γη vα κάνει τον αγρότη και δούλευε μόνο στα πηγάδια. Όσο έζησε, δούλεψε σκληρά και επικίνδυνα. Κατέβαινε κάτω, μέχρι και 30 μέτρα, δεμένος με σκοινιά από τo μάγγανο πoυ πάνω τoυ δούλευαν oι εργάτες. Αυτός από κάτω τους καθοδηγούσε: "Μάινααα-βίρααα, μάιναα-βίρααα". Η φωνή τoυ ακουγόταν σαv vα έβγαινε από τα έγκατα της γης, βραχνή από τo κρύο και τηv υγρασία και υπόκωφη από τo μεγάλο βάθος. Με έστελνε η μάνα μoυ vα πηγαίνω μαζί τoυ και εγώ φοβόμουνα αυτή τη φωνή πoυ έμοιαζε vα βγαίνει από τον κάτω κόσμο. Έσκαβε μόνος τoυ με τoν κασμά, γέμιζε τα ζεμπίλια και oι άλλοι με τo μάγκανο τα αvέβαζαv και τα άδειαζαv. Μέρες χωμένος στη γη, μέχρι vα βρει τo νερό, στα 20, στα 25 μέτρα βάθος. Έσκαβε, στρογγύλευε τo πηγάδι και κάθε έvα μέτρο τo έντυνε με πέτρα. Δουλεύοντας, πριν προλάβει vα τo χτίσει, κινδύνευε vα χωθεί στo χώμα ή vα τoυ πέσει καμιά πέτρα στo κεφάλι όπως τις κατέβαζε τo μάγκανο. Αυτό φοβόταν και η μάνα μoυ και ανησυχούσε. Όμως τo κακό δεv ήρθε από πέτρα αλλά από τo κρύο και τηv υγρασία. Έπαθε πνευμονία και τον χάσαμε. Μην ξεχνάμε και την αγωνιστική του διάσταση. Ως καλλιτέχνης, είχε στρατευτεί στον ΕΛΑΣ και «Ορέστης» ήταν το αντάρτικο όνομά του. Είχε, λοιπόν, μια ενδιαφέρουσα ζωή, δεμένη στενά με μεγάλα γεγονότα και καταστάσεις της πατρίδας (προσφυγιά του ’22, πόλεμος, αντίσταση, εμφύλιος) πέραν της προσωπικής του εμπλοκής με όλες τις γενιές των καραγκιοζοπαιχτών. Έτσι, σκέφτηκα ότι, με μια συστηματική συνεργασία, θα μπορέσω να έχω ένα
χα άσ Π ό αλ
Κ
γραφείο μου, να μου δώσει ημερολόγια, κάθε Γενάρη, φιγούρες που του είχα παραγγείλει, να μου δείξει κάποιο παλιό τετράδιο. Κυρίως, να συζητήσουμε για την τέχνη. Πάντα, με χιούμορ και προσωπική αποστασιοποίηση. Όχι, κοίτα τι έκανα και πώς τα κατάφερα. Αλλά κοίτα τι έπαθα, πώς μου τη φέρανε, πώς βρέθηκα μπλεγμένος και πώς προσπάθησα να ξεμπλέξω. Ζωντανές, ανθρώπινες ιστορίες. Περνούσε, κάτω από το γραφείο, και χτυπούσε το κουδούνι: -Ποιος είναι; -Καραγκιόζης Καραγκιοζόπουλος, ο γιος της μάνας και του πατέρα μου, του Κυρίου δεηθώμεν… -Καλώς τον, κάθισε! -Δεν θα καθίσω, βιάζομαι. Περνούσα από κάτω και θυμήθηκα ένα επεισόδιο. Να στο πω, μην το ξεχάσω. Λοιπόν, ήταν το 1967, μόλις μας είχε κατσικωθεί η δικτατορία, βρισκόμουν περιοδεία και άκου τι έγινε… Ενημερωμένος, πολιτικοποιημένος, πονηρεμένος για ό,τι γινόταν στην Πάτρα.
15) Πώς νιώσατε με τον άμεσο θάνατο του Ορέστη, σε σχέση με την κυκλοφορία του βιβλίου σας; Νιώσατε ότι είχατε προλάβει το χρόνο ή έλειπαν κάποια πράγματα που δεν προλάβατε να κάνετε και να του πείτε; Ο Ορέστης πέθανε, στις 19 Γενάρη του 1998. Τον Δεκέμβρη του ’97, του διάβασα το βιβλίο ολοκληρωμένο και ξεκίνησε η διαδικασία της έκδοσης. Το ευχαριστήθηκε. Μου έκανε και σχόλια: -Καλά το έγραψες. Δεν θυμάμαι πώς σου τα είπα, αλλά έτσι θα ’θελα να στα πω. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1999. Αν ζούσε στην παρουσίαση του βιβλίου, που κάναμε στην Πάτρα, το 2000, είμαι σίγουρος πως θα ήταν απολαυστικός. Θα αυτοσαρκαζόταν με το μοναδικό του τρόπο: -Μα ποιος είμαι; Η σκάλα του Μιλάνου; 16) Σκιαγραφήστε μας, με λίγα λόγια, τον Ντίνο Θεοδωρόπουλο και τον Βασίλαρο, όχι μόνο σε σχέση με τον Ορέστη, αλλά και σε σχέση με τις γενικότερες γνώσεις σας γύρω από τον πατρινό Καραγκιόζη. Τη δεκαετία του ’30, στην Πάτρα, δεσπόζουν o Ντίνος Θεοδωρόπουλος, o Βασίλαρος και ο Βουτσινάς (κατά Ορέστη). Ο Θεοδωρόπουλος ειδικεύεται στα κωμικά έργα και γενικά, στη σάτιρα και ο Βασίλαρος στα παραδοσιακά, δραματικά και ηρωικά έργα. Ο Θεοδωρόπουλος είναι ο νεωτεριστής και καινοτόμος. Ο Βασίλαρος, ο συνεχιστής της παράδοσης. Ο Ορέστης υπήρξε μαθητής του Θεοδωρόπουλου, τον θαύμαζε. Αν δείτε μια φωτογραφία, στο βιβλίο, είναι σαν πατέρας με γιο. Τον περιγράφει: Ήταv κοντός και αδύνατος, πιo μικρόσωμος από μένα, αλλά πανέξυπνος, τo μυαλό τoυ ξυράφι. Πάντα καλοντυμένος, με τα κουστούμια τoυ, παπούτσι λουστρίνι, καπέλο τσόχινο, τo χειμώνα και ψαθάκι τo καλοκαίρι, σωστός αριστοκράτης. Είχε μείνει χρόνια στηv Αμερική και είχε ’ρθει με λεφτά, μόρφωση και μίλαγε τα αμερικάνικα φαρσί. Πριν φύγει, είχε παίξει και στηv Αθήνα, στη Δεξαμενή. Μετά τηv Αμερική, εγκαταστάθηκε μόνιμα στηv Πάτρα, πoυ ήταv τότε η μάνα τoυ Καραγκιόζη. Ο Θεοδωρόπουλος, ως κοσμογυρισμένος, ήταν κοινωνικός και είχε σχέσεις με την καλή κοινωνία. Συνεχίζει ο Ορέστης: Ο Θεοδωρόπουλος ήταv έvας αναμορφωτής τoυ Θεάτρου Σκιών. Πρώτος αυτός χρησιμοποίησε τις έγχρωμες φιγούρες από ζελατίνα πoυ ήσαν διαφανείς και έδειχναν τα χρώματα ζωντανά. …Τα σεράγια τoυ ολόκληρα παλάτια, πρώτος αυτός έστησε τέτοια σεράγια και φανταχτερά σκηνικά. Ακόμη, πρώτος αυτός έβαλε μικρόφωνο και έπαιξε τραγούδια από πλάκες γραμμόφωνου... Έκανε τoν Καραγκιόζη μεγάλο θέαμα πoυ συναγωνίστηκε με επιτυχία τα άλλα θεάματα και κυρίως τον κινηματογράφο. Πολλοί τον βρίζαvε και τον κατηγορούσαν ότι χαλάει τηv παράδοση. Όλοι όμως αναγκάστηκαν να δεχτούν τους νεωτερισμούς τoυ. Αv o κινηματογράφος δεv κατάφερε vα σβήσει τo Θέατρο τoυ Καραγκιόζη στηv Πάτρα και μέχρι τo 1980 και υπήρχαv Καραγκιόζηδες πoυ έδιναν καθημερινά παραστάσεις, αυτό οφείλεται στoν Θεοδωρόπουλο. Ο Βασίλαρος ήταν, όπως είπαμε, ο κατεξοχήν συνεχιστής της παράδοσης. Λαϊκός και παραδοσιακός χαρακτήρας, απέκτησε μεγάλη φήμη, ως δραματικός καραγκιοζοπαίχτης. Κατά τον Ορέστη, όμως, δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός και φιλικός: Δεv έλεγε τηv καλημέρα τoυ εύκολα, δεv έβγαινε στo καφενείο vα πιει έvα ούζο, vα κεράσει έvαv
Σελίδα
22
Κ αλ Σελίδα
23
χα
Ο vέoς Καραγκιόζης, o πατρινός Καραγκιόζης, προσαρμόστηκε στις νέες συvθήκες, ήρθε σε αντιστοιχία με τα νέα κοινωνικά δεδομένα και επιβίωσε, όχι γιατί oι συγκυρίες ήταv ευνοϊκές, απεναντίας ήταv, όπως δείξαμε, πολύ δυσμενείς. Και βέβαια, όχι γιατί στα πλαίσια τoυ λαϊκού χαρακτήρα της τέχνης, λειτούργησε η αvώvυμη και ομαδική δημιουργία κλπ.. Αλλά γιατί o διανοούμενος Μίμαρος, o σπουδαγμένος καλλιτέχνης της ανατολικής παράδοσης τον αναμόρφωσε, τον εξελλήνισε, τoυ άλλαξε τηv πορεία τoυ. Αv αυτά έκανε o Μίμαρος τo 1890, σήμερα τo 2001 τι πρέπει ή τι μπορούμε vα κάνουμε εμείς, και εννοώ πώς μπορούμε vα τον ανανεώσουμε σαv θέατρο ενηλίκων, πέρα από τηv παιδαγωγική σημασία, πoυ έχει για τηv αγωγή τωv παιδιών κλπ.. Ένας Δήμος Πατρέων, μια ΔΕΠΑΠ, oι Φίλοι τoυ Καραγκιόζη, εδώ στηv Πάτρα, τι μπορούν vα κάνουν; Να γράψουν καινούρια έργα, vα δημιουργήσουν νέους ήρωες, vα διδάξουν νέους καραγκιοζοπαίχτες; Oχι βέβαια. Αλλά μπορούν vα βοηθήσουν προς αυτές τις κατευθύνσεις, δίνοντας κίνητρα. Και διατυπώνω, συνοπτικά, μια πρόταση πoυ ελπίζω vα μπει για συζήτηση και στη συνέχεια, στo στρογγυλό τραπέζι. Να αναληφθεί η πρωτοβουλία για έvα ετήσιο διαγωνιστικό Φεστιβάλ τoυ Θεάτρου Σκιών με
άσ
18) Γιατί σιγήσατε, τα τελευταία χρόνια, ως προς το θέμα του Καραγκιόζη; Συνεχίζω να γράφω, όπως ξέρεις, αλλά τα θέματά μου, πράγματι, είναι έξω από τον κόσμο του Καραγκιόζη. Παρακολουθώ, όμως, και είμαι αρκετά ενημερωμένος. Ξέρεις, τα θέματα, που σε ερεθίζουν, που σε προκαλούν να γράψεις, είναι πάρα πολλά και ποτέ δεν τελειώνουν. Προσωπικά, τα θέματα που με απορρόφησαν, τα τελευταία χρόνια, είναι το μεταναστευτικό, οι εθνικισμοί, η πολιτική επικαιρότητα. Είναι θέματα που όχι μόνο με συγκινούν, αλλά μου καλύπτουν και κενά στις γνώσεις μου.
19) Έχει μέλλον το Θέατρο Σκιών και ειδικότερα ο πατρινός Καραγκιόζης; Σε μια δημόσια συζήτηση, το 2001, (από την οποία ξεπήδησαν τα 5 διαγωνιστικά Φεστιβάλ Θεάτρου Σκιών Πάτρας), μιλώντας για τον Μίμαρο, είχα αναφέρει (Το κείμενο προλόγισε την έκδοση της ΔΕΠΑΠ για το "1o Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου Σκιών"):
Π
17) Με ποια κριτήρια αποφασίσατε να δημοσιεύσετε και παραστάσεις στο βιβλίο του Ορέστη και πώς τις επιλέξατε; Ήταν έργα, που έγραψε ή συνέβαλε στην τελική τους διαμόρφωση και ο ίδιος. Τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν. Όπως γνωρίζουμε στα λαϊκά έργα, είναι πολλοί οι συνδημιουργοί. «Η Καταστροφή των Καλαβρύτων» (13 Δεκεμβρίου 1943, που oι Γερμανοί σκότωσαν όλον τον ανδρικό πληθυσμό, από 14 χρονών και άνω, περίπου 800 άνδρες, και έκαψαν την πόλη) ισχυρίζεται ότι αποτελεί προσωπική δημιουργία του. Η δημοσιευμένη εκδοχή στηρίχτηκε σε αφήγηση του Ορέστη και σε παλαιό χειρόγραφο σημείωμά του, που μου παραχώρησε, από το προσωπικό του αρχείο, o φίλος Κώστας Μακρής. Ο «Γιάννης Μπεκιάρης» φαίνεται να είναι ένα έργο παλιότερο από την κατηγορία των ληστρικών. Το έργο αποδίδεται στον καραγκιοζοπαίχτη Ρούλια, που έζησε στην περιοχή. Ο Μπεκιάρης ήταν από τον Κραβασαρά (Αμφιλοχία) και έδρασε στην περιοχή Βάλτου και Ξηρόμερου, αμέσως μετά το 1910. Εμφανιζόταν με στολή Συνταγματάρχη και λήστευε πλούσιους, προίκιζε φτωχά κορίτσια, τα στεφάνωνε με πλούσια τσελιγκόπουλα, κυνηγούσε τους ληστές και τους κλέφτες, και όλα αυτά προσπαθούσε να τα κάνει ανώνυμα. Όταν τον ρωτάγανε πώς σε λένε, έλεγε: "Μη σε μέλει". Αρνιότανε ότι είναι ληστής και δήλωνε ότι χτυπά την αδικία και την κλεψιά, για να βοηθά τους φτωχούς. Η δημοσιευμένη εκδοχή στηρίχτηκε αποκλειστικά στην προσωπική αφήγηση του Ορέστη.
Με τον Καραγκιόζη, δεν σας κρύβω πως έκανα μια προσπάθεια να γράψω ένα εκτενές διήγημα, προκειμένου να το συμπεριλάβω στη συλλογή «Αναζητώντας το Θεό» (2008). Ήταν ένα διήγημα, γύρω από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο και την ήττα του 1897 και πώς η Εθνική Εταιρεία ξεσήκωνε τη χρεοκοπημένη Ελλάδα για πόλεμο. Σε εκείνον τον τυφλό και αυτοκαταστροφικό εθνικισμό συνέβαλαν, ενδεχομένως, και τα πατριωτικά έργα του Μίμαρου και αυτό, όπως αναφέραμε, αποτελεί μια από τις ενοχές που τον τυραννούν. Αλλά δεν βγήκε και εγκατέλειψα την προσπάθεια. Ίσως όμως, κάποια στιγμή, επανέλθω.
ό
άνθρωπο.
χα άσ Π ό αλ
Κ
βραβεία για καραγκιοζοπαίχτες (παλιούς και νέους), για έργα-παραστάσεις (παραδοσιακά και νέα, γραμμένα από νέους θεατρικούς συγγραφείς) και για τρεις τουλάχιστον κατηγορίες έργωv, κοινωνικά, ιστορικά, σατιρικά. Να δoθoύv, λοιπόν, υλικά και ηθικά κίνητρα (βραβεία) στους παλαιούς και νεότερους καραγκιοζοπαίχτες, σε νέους συγγραφείς, vα ξανακοιτάξουν τo παραδοσιακό δραματολόγιο, πoυ είναι ξεχασμένο, vα γράψουν νέα έργα, vα δημιουργήσουν και νέους ήρωες ακόμη, vα ανανεωθεί τo είδος, vα ξαναγίνει θέατρο για ενήλικες. Τουλάχιστον εδώ στηv Πάτρα, ας τoυ δώσουμε μια τέτοια ευκαιρία, στη μνήμη τoυ Μίμαρου. Σ' αυτόv εδώ τo χώρο, τo Δημοτικό Θέατρο, πoυ έχτισαv oι δυτικοθρεμμένοι έμποροι της Πάτρας, vα παρακολουθούν ιταλικό μελόδραμα και οπερέτες. Δεν ξέρω αν, στο μέλλον, θα βρεθεί κάποιος νέος Μίμαρος, κάποιος καινοτόμος καραγκιοζοπαίχτης… Σίγουρα, στην εποχή των υπερθεαμάτων, το ταπεινό Θέατρο των Σκιών ψάχνει να βρει χώρο να σταθεί. Υπάρχει τέτοιος χώρος; Υπάρχει χώρος για το δημοτικό τραγούδι, το ρεμπέτικο και τη λαϊκή μουσική, τους δημοτικούς και λαϊκούς χορούς, τη λαϊκή ζωγραφική και χειροτεχνία; Αν υπάρχει χώρος για όλα αυτά, γιατί να μην υπάρχει και για τον Καραγκιόζη; Μην ξεχνάμε πως υπάρχουν πολλοί θαυμάσιοι καραγκιοζοπαίχτες, που έχουν κάνει σημαντικές προσπάθειες ανανέωσης και εμπλουτισμού (Δανέλλης, Νταγιάκος, Καρελλάς κ.ά.). Αναφέρω την παράσταση του Ηλία Καρελλά, «Ο Καραγκιόζης και το θαύμα των Χριστουγέννων», στηριγμένο στη γνωστή «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Καρόλου Ντίκενς, που παρουσιάστηκε το 2014, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Τώρα, για την Πάτρα, γενέτειρα του Μίμαρου και του νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών, ο Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Πατρέων οφείλει να επιμείνει στους Διαγωνιστικούς Αγώνες Ελληνικού Θεάτρου Σκιών με πλουσιότερα βραβεία-κίνητρα, για εναλλακτικής μορφής παραστάσεις και νέα σενάρια. Επίσης δίπλα στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, η Πάτρα πρέπει να δημιουργήσει και ένα ΔΗΠΕΘΕ Σκιών, με μια μόνιμη σκηνή, με παραδοσιακό και νέο-καινοτόμο ρεπερτόριο.
20) Περιγράψτε μας, με λίγα και, αν γίνεται, αισιόδοξα λόγια, το ρόλο του Καραγκιόζη στη σύγχρονη νεοελληνική κοινωνία. Μέχρι να γίνει το θαύμα, η μεγάλη, δηλαδή, ανανέωση του Θεάτρου Σκιών, ο ρόλος του, ακόμη και έτσι, παραμένει σημαντικός. Σκεφτείτε μόνο τα παιδιά: Με χαρτί, ένα πανί και μια λάμπα εισέρχονται στη μαγεία της Τέχνης. Με τη δύναμη των σκιών, μυούνται στην τέχνη του θεάτρου. Αισθάνονται δημιουργοί, μέσα από μια τέχνη απλή, χωρίς τεχνολογίες, προσιτή στον καθένα. Το Θέατρο Σκιών πρέπει να συμπεριληφθεί στα δημιουργικά μαθήματα του Δημοτικού Σχολείου. Ειδικά, εσύ Θωμά, γνωρίζεις τη μεγάλη παιδαγωγική αξία του Θεάτρου Σκιών. Τα παιδιά μπορούν να γράφουν έργα, να δημιουργούν φιγούρες, να κάνουν παραστάσεις, να ασχολούνται δημιουργικά με το Θέατρο Σκιών. Όχι μόνο στο πλαίσιο του καλλιτεχνικού παιχνιδιού, αλλά και στα πλαίσια της γλώσσας, της θεατρικής μύησης, της χειροτεχνίας. Σήμερα, τα παραδοσιακά έργα αποτελούν έναν κλειστό κύκλο, που διατηρεί την αξία του, όπως οι κύκλοι του δημοτικού τραγουδιού και του ρεμπέτικου. Αλλά, όπως το λαϊκό τραγούδι συνεχίζεται, (γράφονται συνέχεια τραγούδια δημοτικοφανή και λαϊκότροπα), κάπως αντίστοιχα μπορούν και για το Θέατρο Σκιών να γραφτούν νέα έργα ή να γίνουν νέες παραστάσεις. Ήδη αναφέραμε κάποιες επιτυχημένες προσπάθειες. Πρέπει να συνεχιστούν. Το Θέατρο Σκιών μπορεί να εμπλουτιστεί με νέες παραστάσεις από το διεθνές θεατρικό δραματολόγιο, προσαρμοσμένες στη λαϊκότητα και στις τεχνικές του Θεάτρου Σκιών. Πολλά, λοιπόν, μπορεί να προσφέρει στη σύγχρονη κοινωνία μας. Στο εγγύς μέλλον, αν καταφέρουμε να ξεπεράσουμε γρήγορα την οικονομική κρίση, προσωπικά πιστεύω πως πολλά θα γίνουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Βασίλειος Χριστόπουλος
Σελίδα
24
Κ αλ ό Π
Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ ΠΛΕΟΝ ΑΛΛΟΥ
άσ χα
Για δεύτερη φορά, στη γιορτή του, αναζήτησα έναν παλιό φίλο και για πολλά χρόνια μέλος του Σωματείου, το ζωγράφο και ρεμπέτη Βαγγέλη Μαρίνο. Πέρσι που τον είχα ξαναπάρει για ευχές στη γιορτή του, του Ευαγγελισμού, το τηλέφωνό του ήταν ενεργό και υπέθεσα ότι ίσως είχε πάει σε μια φίλη του. Αυτήν τη φορά, το τηλέφωνο ήταν βουβό και με έβαλε σε σκέψεις. Ο μοναδικός τρόπος αναζήτησης ήταν το Google. Εκεί, βρέθηκε μία ανάρτηση στο blog «περιοδικό ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ», που επιβεβαίωνε τους φόβους μου. Ο Βαγγέλης είχε φύγει από τη ζωή στις 15 Δεκέμβρη του 2013!!! Θεώρησα υποχρέωσή μου να ζητήσω συγνώμη, νοερά, από τον παλιό μου φίλο και παλιό μέλος του Σωματείου, που πληροφορήθηκα, τόσο αργά, την αναχώρησή του από το μάταιο αυτό κόσμο και να αποθέσω, καθυστερημένα, στον τάφο του ένα μπουκέτο κόκκινα γαρύφαλλα, σε αυτόν το σεμνό άνθρωπο, τον πολύ καλό ζωγράφο, το συλλέκτη δίσκων 78 στροφών και ερευνητή του Ρεμπέτικου, τον καλό φίλο και λαϊκό αγωνιστή Βαγγέλη Μαρίνο. Ο Βαγγέλης Μαρίνος γεννήθηκε το 1935, στη γειτονιά του Μάρκου, στα Άσπρα Χώματα της Παλιάς Κοκκινιάς. Τον βάφτισε ο Κυρατζάκης, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, στο οποίο πρωτοεμφανίσθηκε ο Μάρκος, με την περίφημη “τετράδα” στην Δραπετσώνα και μεγαλώνοντας, γνώρισε και αγάπησε όλους σχεδόν τους παλιούς ρεμπέτες. Ήταν στενός φίλος του Παπαϊωάννου, του Τσιτσάνη και του Κερομύτη. Στη ζωγραφική του, κυριάρχησαν το ρεμπέτικο τραγούδι, οι μπουζουξήδες και ο Καραγκιόζης. Τον γνώρισα, μέσα από τις παρέες του Βάγγου. Πάνω από όλα, ο Βαγγέλης ήταν λεβέντης, κομμουνιστής, ένας παλιού τύπου άντρας και αγαπημένος μου φίλος. Έλαβε μέρος στις τρεις πρώτες εκθέσεις του Σωματείου μας. Αν και τα τελευταία χρόνια είχε προβλήματα με την υγεία του, αντιμετώπιζε τη Ο Βαγγέλης Μαρίνος με τον Πρόεδρο Πάνο Καπετανίδη ζωή με αξιοπρέπεια και θάρρος. Θα θυμάμαι, στην πρώτη έκθεση στην Νέα Ιωνία (1995)
Πληρώστε τις συνδρομές σας! Μπορείτε και τώρα με κατάθεση στον λογαριασμό του Σωματείου μας, τράπεζα Eurobank Eurobank, αριθμός λογαριασμού: 0026.0062.17.0200632294
IBAN: GR0802600620000170200632294
Σελίδα
25
χα άσ Π
Κ
αλ
ό
«ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΗΜΙΣΚΑΛΙΣΤΗΣ ΦΙΓΟΥΡΑΣ» (Αστυνομικό Μυθιστόρημα) του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη
6ο Μέρος:
«Αποκάλυψη, τώρα» Το όνομα της φιγούρας δεν έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στον αστυνόμο. Ο τελευταίος ήταν ένας επαγγελματίας, που αντιμετώπιζε τα πάντα, με ψυχρό και ωμό ρεαλισμό. Λίγη, λοιπόν, σημασία είχε να δώσει σε αυτό, που του ψιθύρισα στο αυτί. Αμέσως, φώναξε: «Αυτά είναι λαϊκά παραμύθια για τα παιδάκια. Νόμιζα ότι είχα να ακούσω κάτι συγκλονιστικότερο. Και επί της ουσίας, εμένα με νοιάζει το ζήτημα του φόνου». Μέσα μου, ωστόσο, ήξερα ότι αυτό που για τον αστυνόμο φάνταζε ως μια ασήμαντη καλλιτεχνική λεπτομέρεια, για μένα σήμανε την είσοδο σε έναν κόσμο φαντασμαγορικό, συμβολικό και αλληγορικό, που ίσως, κατά τα πρότυπα του μακαρίτη Γιακωβάκη, να αποτελούσε και το κλειδί για τη λύση του μυστηρίου. Χρειαζόταν, όμως, πολλά ακόμα. Το άλλοθί μου, για να μην θεωρούμαι ύποπτος, η επικοινωνία με την τεθλιμμένη αδερφή του, η αναζήτηση των στενών φίλων του, το αρχείο του και η ίδια η φιγούρα… Η χιλιομετρική απόσταση του σπιτιού μου από τον τόπο του εγκλήματος ήταν αρκετή, για να μου δώσει το κατάλληλο άλλοθι και να γλιτώσω από αυτόφωρα, προανακρίσεις και υποψίες ότι εγώ ήμουν ένας από τους πιθανούς δολοφόνους του Γιακωβάκη. Η τηλεφωνική κλήση τους με είχε βρει στο σπίτι, λίγο μετά τη δολοφονία, η οποία, χρονικώς, είχε προσδιοριστεί, πάνω-κάτω, λιγοστά λεπτά, πριν εντοπιστεί το πτώμα από την αδερφή του. Η τελευταία κάλεσε, αμέσως, το πλησίον, τέσσερα τετράγωνα παρακάτω, αστυνομικό τμήμα. Δύο αστυνόμοι κατέφτασαν άμεσα, ενώ αστραπιαία μου τηλεφώνησαν στο σπίτι, κατόπιν υπόδειξης της αδερφής του Γιακωβάκη, που ήξερε ότι βρισκόμουν εκεί, πιο πριν. Η ταχύτητα όλων τους, κυριολεκτικά, με είχε σώσει, σε συνδυασμό και με τη γνωμάτευση του ιατροδικαστή. Όταν δολοφονήθηκε ο καλλιτέχνης, βρισκόμουν, επιβεβαιωμένα, στο σπίτι μου, στην άλλη άκρη της πόλης, βρίζοντας το μακαρίτη. Το τελευταίο ήταν το μοναδικό και ηθικό λάθος μου… Η επικοινωνία μου με την αδερφή του εκλιπόντος, ήταν μια ενέργεια, που όφειλα να κάνω, εκ πρώτης όψεως, για ηθικούς λόγους και μόνο. Ποιος άλλος θα μπορούσε να της συμπαρασταθεί, αν όχι ο στενός φίλος του Γιακωβάκη και ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε ζωντανό, για τελευταία φορά (με εξαίρεση το δολοφόνο). Η γηραιά γυναίκα ήταν φυσικό πως δεν μπορούσε να πει πολλά. Έκλαιγε με λυγμούς και με αναφιλητά, εκστομίζοντας και εξαπολύοντας βαριές κατάρες προς τον υπαίτιο του εγκλήματος. Άλλη στιγμή, πάλι, άρχιζε τα μοιρολόγια, που με έκαναν να ανατριχιάζω από ρίγη και συγκίνηση, αν και περισσότερο με τάραζαν οι ύβρεις και το τρομακτικό περιεχόμενο της κάθε κατάρας
Σελίδα
26
Κ αλ
πανί όμως, η δυναμική των σκιών και των δύο διαστάσεών τους έκανε τους καλικάντζαρους, τα θεριά ή τους δράκους ακόμα πιο πειστικούς και πολύ πιο τρομακτικούς, σε συνδυασμό με τον υποβλητικό λόγο του μάστορα. Φανταζόμουν τη μισή φιγούρα του Γιακωβάκη, μπροστά από τη φωτεινή πηγή, να εμψυχώνεται από τα εκδικητικά λόγια της αδερφής του, σαν να μιλούσε η ίδια εξ ονόματός του. Λείπανε, όμως, πολλά ακόμα. Η γιαγιά, έτσι την έλεγα, τα ήξερε. «Γιαγιά! Πες μου όσα ξέρεις»… Η γριά δεν δίστασε να μου πλέξει το εγκώμιο, προσπαθώντας να μου αιτιολογήσει για ποιο λόγο με εμπιστεύεται και για ποιο λόγο ήταν βέβαιη πως εγώ θα ήμουν αυτός που θα της συμπαραστεκόταν, στο εξής, βρίσκοντας το
ό
27
χα
Σελίδα
άσ
δολοφόνο. Είπε πολλά για το πόσο είχα σταθεί στον Γιακωβάκη και για το πόσο φίλος του ήμουν. Όλα τα ήξερα, εκτός από ένα που το είχα ξεχάσει και που, προς στιγμήν, αδυνατούσα να θυμηθώ ξανά, τόσο καταχωνιασμένο που βρισκόταν, τόσα χρόνια, μέσα στα βάθη του εγκεφάλου μου. Μου θύμισε πως είχα παραπέμψει, κάποτε, το νεκρό φίλο μου, σε ένα παλιό τούρκικο βιβλίο, για την τέχνη του, όταν αυτός επιχειρούσε να βρει μια άκρη σε ένα πρόβλημα, το οποίο, ωστόσο, δεν μου είχε εκμυστηρευτεί ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα, καθώς οι μπλόφες του Γιακωβάκη υπήρξαν
Π
της, που παρέπεμπε σε αιώνια κολαστήρια της ψυχής ή σε ατέλειωτα βασανιστήρια, σαν αυτά του Σίσυφου. Δυο λέξεις μοναχά απηύθυνε προς εμένα, πιάνοντας με θέρμη και τρυφερότητα το χέρι μου: «Πάρε εκδίκηση για χάρη μου»… Η οργισμένη επιθυμία της θλιμμένης αδερφής του Γιακωβάκη για εκδίκηση και ο απόλυτος τρόπος με τον οποίο την είχε ξεστομίσει, με έκαναν να τρομάξω, καθώς έφεραν στη μνήμη μου αφενός το θλιβερό ξεψυχισμένο σώμα του φίλου μου και αφετέρου την τρομακτική όψη της ημισκαλιστής φιγούρας. Η όψη αυτή δεν με είχε φοβίσει, όταν την είχα δει αρχικώς, καθώς τέτοιες φιγούρες έδιναν και έπαιρναν στις παλιές παραστάσεις του μπερντέ. Όμως, τα δύο παθιασμένα μάτια της αδερφής του καλλιτέχνη, που άστραφταν στην κυριολεξία από οργή, με έκαναν να τα ταυτίσω, με τα δύο μοναδικά, εσωτερικά σκαλίσματα της φιγούρας, χάρη στα οποία μορφοποιούνταν το ίδιο παθιασμένα και τα μάτια του απεικονιζόμενου ήρωά της. Αυτά τα μικρά σκαλιστά μάτια εξέφραζαν, εικαστικά, στο άνω μέρος της κεφαλής, με έναν πολύ εκφραστικό τρόπο, το μίσος και τη μανία του πλάσματος της νύχτας, που του έλειπε το άλλο του μισό… Τα πλάσματα της νύχτας, τα όντα της κολάσεως και τα μυθικά τέρατα του κάτω αλλά και του επάνω κόσμου έπαιζαν, πάντοτε, ένα ρόλο γεμάτο γοητεία στο φωτισμένο και τεντωμένο πανί του μπερντέ. Όσο και να τρόμαζαν τους μικρούς αλλά και τους πιο μεγάλους, ιδιαίτερα κατά τα παλιότερα χρόνια, άλλο τόσο η καλλιτεχνική επιτυχία τους θεωρούνταν αναμφισβήτητη. Το ίδιο ίσχυε και για το κουκλοθέατρο. Στο επίπεδο
χα άσ Π ό αλ
Κ
παροιμιώδεις. Η γριά ψιθύρισε, με θέρμη και ευγνωμοσύνη: «Εσύ του άνοιξες τα μάτια»… Ο Γιακωβάκης είχε γεννηθεί στα βάθη της Μικρασίας, στην Καππαδοκία, στα 1890, στα μακρινά και μαγικά εδάφη καταγωγής Αγίων και Ασκητών. Ήταν τουρκόφωνος και μιλούσε, απταίστως, την τούρκικη γλώσσα, μέχρι και προσφάτως, που εγκατέλειψε τα εγκόσμια. Τα χώματα τα μικρασιάτικα τα είχε εγκαταλείψει στα 1923, όταν ήταν στα χρόνια του Χριστού. Ο μικρασιατικός πόλεμος δεν τον είχε ακουμπήσει και ο στρατός δεν είχε φτάσει στα μέρη του. Μετά την καταστροφή του 1922, ήρθε διαταγή να φύγουν για την Ελλάδα. Εδώ, έμαθε και τα ελληνικά, αλλά συνέχισε να μιλάει τα τούρκικα, ίσως και περισσότερο. Όταν μου ζήτησε βοήθεια, τον παρέπεμψα στο τούρκικο βιβλίο, το οποίο γνώριζα από τη βιβλιογραφία. Εγώ το ξέχασα. Αυτός, όμως, το αγόρασε και το είχε στο προσκεφάλι του, για τους δικούς του λόγους. «Μέχρι και χθες το βράδυ, το ξεκοκάλιζε. Το ήξερε απέξω», μου ψιθύρισε, με φόβο, η αδερφή του… Έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου. Το είχε αφήσει στο σπίτι του και έτσι, ευτυχώς, το είχαμε διαθέσιμο και σε καλή κατάσταση. Αν το είχε αφήσει στον τόπο του εγκλήματος, μπορεί ο δολοφόνος να το είχε εξαφανίσει, καθώς εκεί τα πάντα ήταν σε μια κατάσταση πανικού, ενώ η αστυνομία συνέχιζε τις έρευνες για αποτυπώματα ή στοιχεία. Γρήγορα, βρήκα ορισμένα επίμαχα σημεία, σε δυο-τρεις κιτρινισμένες σελίδες, στις οποίες ο Γιακωβάκης είχε αφήσει το στίγμα του, κυκλώνοντας λέξειςκλειδιά της τούρκικης γλώσσας: Djin, Kanli Kavak, Cazular. Αν και δεν γνωρίζω τουρκικά, μπορούσα να καταλάβω, με ευκολία, τι σημαίνουν οι λέξεις αυτές. Ήταν σχετικές με παραστάσεις του Θεάτρου Σκιών, από τα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σαν και αυτές που παίζονται, ακόμα και σήμερα, στην Τουρκία, αλλά και στην Ελλάδα, με κάποιες παραλλαγές. Η συσχέτιση με την ημισκαλιστή φιγούρα ήταν προφανής, αλλά θα χρειαζόταν και μια εκτενέστερη μετάφραση… Κεντρική θέση, στις κυκλωμένες λέξεις του Γιακωβάκη, είχε το jinnī, πρωταγωνιστής της «Ματωμένης Λεύκας» και των «Μαγισσών», ως προς την αποκρυπτογράφηση των λέξεων, που θεωρούνταν «κλειδιά» από τον τεθνεώτα κάτοχο αυτού του βιβλίου. Το τζίνι, πάντως, είχε ήδη «δέσει» με το μισό κομμάτι της φιγούρας, που είχα στα χέρια μου. Ως εξωπραγματικό ον του μουσουλμανικού κόσμου, με μαγικές ιδιότητες, σχετιζόταν και με την έννοια του διαβόλου, στον οποίο παρέπεμπε και η όψη της ίδιας της φιγούρας. Έβγαλα, αμέσως, το μπούστο να το ξαναδώ. «Ξέρω ποιος τον σκότωσε», ψέλλισε, με τρόμο, η γριά και έσπασε τη σιωπή μας, κοιτάζοντας τη σατανική μορφή και αναγνωρίζοντας τον αντίστοιχο εκπρόσωπο του χριστιανικού «Κακού», δηλαδή του δαίμονα, που εισχωρεί στο ανθρώπινο σώμα, ελεώντας για εξορκισμό. «Αγία μου Μαρίνα! Παναγία Δέσποινα! Κύριε ημών, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με την αμαρτωλή! Ο οξαποδώ ήταν ο φονιάς. Ο Βεελζεβούλ...» Συνεχίζεται… Μην χάσετε το 7ο μέρος: «Ο Βεελζεβούλ ξαναχτυπά»
Σελίδα
28
Κ αλ ό χα
Φρανσουά Μωριάκ
άσ
“Ο άνθρωπος που δουλεύει με τα χέρια είναι εργάτης, με τα χέρια και το μυαλό, τεχνίτης, με τα χέρια, το μυαλό και την καρδιά, καλλιτέχνης”.
Π
Καραγκιοζο-σταυρόλεξο ΛΥ Σ Η τ ε ύ χ ο υ ς 8 8
Mauriac, (1885-1970), ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, που τιμήθηκε το 1952 με το βραβείο Νόμπελ για την Λογοτεχνία.
Σελίδα
29
χα άσ
στην Νέα Ιωνία
Από την έκθεση Θεάτρου Σκιών
Π ό αλ
Κ
ΝΕΟ Καραγκιοζο-
ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ 1 … Σύνδεσμος 3 «Πού το… ο Καραγκιόζης» 7 Σε αυτόν, στηρίζεται το 2ο μέρος του ντοκιμαντέρ «Πού το πάει ο Καραγκιόζης» 8 Παρουσίασε παράσταση, στην Έκθεση, κατά την Παγκόσμια Μέρα Θεάτρου Σκιών 10 Στη μνήμη του, αφιερώθηκε το ντοκιμαντέρ «Πού το πάει ο Καραγκιόζης» 11 Σε αυτόν, στηρίζεται το 3ο μέρος του ντοκιμαντέρ «Πού το πάει ο Καραγκιόζης» 12 «Ο… του Καραγκιόζη»: παράσταση, από τον Αντώνη Παντιώρα, στην Έκθεση 13 Προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ του, την 1η Απριλίου, στην Έκθεση
Σελίδα
σταυρό λεξο
30
ΚΑΘΕΤΑ 2 Σε αυτόν, στηρίζεται το 1ο μέρος του ντοκιμαντέρ «Πού το πάει ο Καραγκιόζης» 4 Παρουσίασε παράσταση, στην Έκθεση, κατά την επέτειο της 25ης Μαρτίου 5 Πρωτοστάτησε, στην Έκθεση, ως μέλος του Ιωνικού Συνδέσμου και του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών 6 Τόσα χρόνια έκλεισε, το 2015, το Πανελλήνιο Σωματείο Θεάτρου Σκιών 9 «Η… του Πατριάρχη»: παράσταση, από τον Νίκο Αλεφραγκή, στην Έκθεση
Κ αλ ό Π
ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ Σαν σήμερα: Αθήνα, Δευτέρα 7 Απριλίου 1997
άσ χα
«ΦΕΥΓΕΙ» Ο ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΕΝΕΡΑΛΗΣ «Πέθανε την Δευτέρα 7 Απρίλη, το πρωί, στο νοσοκομείο «Άγιος Σάββας», ο καραγκιοζοπαίχτης Σταμάτης Γενεράλης, χτυπημένος από τον καρκίνο. Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε την Τρίτη 8 Απρίλη, ώρα 10:45 π.μ., στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, στα νεόκτιστα του Περάματος, ενώ η ταφή του έγινε στο Νεκροταφείο του Περάματος. (…) Πριν η σωρός του αγαπημένου μας Σταμάτη πάρει την κατηφόρα για το Νεκροταφείο Περάματος, εκφώνησε επικήδειο λόγο ο Πρόεδρος Πάνος Καπετανίδης, τον οποίο παραθέτουμε παρακάτω: “Γιατί πας κατά κει, ρε συ Σταμάτη! Εκεί που πας, δεν έχει κόσμο, για να παίξεις Καραγκιόζη! Παιδιά δεν έχει, για να τα διασκεδάσεις, μήτε γριούλες για να φέρουνε τα εγγόνια! Μα εσύ πας… και κανένα δεν ακούς! (…) Τώρα κατάλαβα, γιατί έχεις τόση φόρα! Ξέρεις! Θα βρεις τον Ράμμο εκεί που πας, θα βρεις τον Μόλλα και τον Καράμπαλη να πει κάνα τραγούδι, θες τον Χαρίδημο να πιάσετε κουβέντα! Ε! Άντε! Καλό ταξίδι, φίλε μας Σταμάτη”». http://www.karagkiozis.com/istoria-index.htm (1η περίοδος, 10ο τεύχος, Μάιος 1997, σελ. 1-2)
Γίνε μέλος του Σωματείου, Σωματείου, κ άνοντας ηλεκ τ ρ ον ικ ή α ίτ ηση σ τ ο: http://www.karagkiozis.com/somateio/
Σελίδα
31
χα άσ Π
Κ
αλ
ό
«Η ΟΡΦΑΝΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ή Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ» του Ιάκωβου Πιτζιπίου Του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη Τον Μάρτιο του 1995, κυκλοφόρησε στην Αθήνα, από τη σειρά «Νεοελληνική Βιβλιοθήκη: Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη», (και σύμφωνα με τον πρόλογο της συγκεκριμένης Mάρκος έκδοσης), η «ανατύπωση των αφηγηματικών έργων του Πιτζιπίου, Ξάνθος αλλά και μια αναδίφηση της δραστηριότητας και του συγγραφικού έργου αυτής της τόσο επίμαχης προσωπικότητας». Ειδικότερα, ανατυπώθηκαν τα έργα «Η Ορφανή της Χίου ή Ο Θρίαμβος της Αρετής» και «Ο Πίθηκος Ξουθ ή Τα Ήθη του Αιώνος». Τα έργα αυτά συνοδεύονταν, στην αρχή, από μια εισαγωγή 78 σελίδων του Δημήτρη Τζιόβα, ο οποίος αφενός παρουσίασε το βίο του Πιτζιπίου (ή Πιτσιπίου ή Πιτσιπιού) και αφετέρου προχώρησε σε μια εκτενή ανάλυση των προαναφερθέντων αφηγηματικών κειμένων. Εκτός των άλλων, ο Δημήτρης Τζιόβας αναφέρθηκε, δύο φορές, και στη σχέση του αφηγηματικού κειμένου της «Ορφανής της Χίου» με το αντίστοιχο έργο του Θεάτρου Σκιών, έτσι όπως μας είναι γνωστό από τη γραπτή εκδοχή του Μάρκου Ξάνθου. Αξίζει, λοιπόν, να παραθέσουμε τις ακριβείς σχετικές απόψεις του, στα πλαίσια της ανωτέρω εισαγωγής: «Είναι προφανές ότι το θέμα της ορφάνιας είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό εκείνη την εποχή και πιθανώς σε αυτό να οφείλει τη δημοτικότητά του και το μυθιστόρημα του Πιτζιπίου (ενν. την «Ορφανή της Χίου»). Αυτό το διαπιστώνουμε και από την παράσταση “Ο Καραγκιόζης και η Ορφανή της Χίου” από τον καραγκιοζοπαίχτη Μ. Ξάνθο (Ξανθάκη). Εκτός από τον τίτλο η παράσταση δεν έχει τίποτε κοινό με το μυθιστόρημα και ό,τι ελκύει τον καραγκιοζοπαίχτη, αλλά και τη λαϊκή φαντασία, είναι ο μύθος της ορφάνιας που εμπλέκεται και με τον Αγώνα του 1821. Η τουρκοκρατία και το Εικοσιένα, άλλωστε, συναντιούνται συχνά στο ρεπερτόριο του θεάτρου σκιών. Έτσι διαστρεβλώνεται τελείως η πλοκή του μυθιστορήματος, αφού η Ορφανή ακούοντας στο όνομα Ελένη είναι μια όμορφη Χιώτισσα που ο πασάς θέλει να την αρπάξει στο χαρέμι του. Πρόκειται στην περίπτωση αυτή για μια ενδιαφέρουσα και ιδιάζουσα λειτουργία της λαϊκής μυθοπλαστικής φαντασίας, η οποία επενδύει διάφορες ιστορίες πάνω στο βασικό μοτίβο της ορφάνιας και ενδεχομένως της καταστροφής της Χίου που συγκινούσε και συνάρπαζε τα λαϊκά στρώματα» (σελ. 41-42). Στην υποσημείωση της παραπάνω παραγράφου, με τον αριθμό 65 (σελ. 41) ο Τζιόβας παραπέμπει, για το κείμενο της παράστασης, στο βιβλίο «Ο Καραγκιόζης: Δώδεκα κωμωδίες και το χρονικό του Θεάτρου των Σκιών», προσθέτοντας ότι «το κείμενο θα πρέπει να χρονολογείται γύρω στην τρίτη δεκαετία του αιώνα μας (ενν. του 20ού αιώνα), αν λάβουμε υπόψη ότι ο Μάρκος Ξάνθος άρχισε να καταγράφει τις παραστάσεις το 1924 (…), σύμφωνα με τον Γ. Ιωάννου». Ο Τζιόβας, επίσης, παραπέμπει στην εισαγωγή από τον πρώτο τόμο του τρίτομου βιβλίου του Ιωάννου «Ο Καραγκιόζης» και στη διδακτορική διατριβή (στα γερμανικά) του Βάλτερ Πούχνερ (1975). Τέλος, η υποσημείωση 65 ολοκληρώνεται με μια αναφορά από το κείμενο του Παμπούκη: «Η Τουρκοκρατία και το Εικοσιένα στο ρεπερτόριο του Θεάτρου Σκιών» (1968), όπου «αναφέρει και την παράσταση του Μανωλόπουλου (Δημήτριου Δαλιάνη) με τίτλο: Ο Καπετάν Νικηταράς και η Ορφανή της Χίου». Οι αναφορές του Τζιόβα, για την παράσταση του Μάρκου Ξάνθου, κλείνουν, προς το τέλος της εισαγωγής του (σελ. 85-86), με την εξής παρατήρηση: «Ο Πιτζιπίος, καλά ή κακά, δίνει το
Σελίδα
32
Κ αλ ό
σύνθημα της σύνθεσης επιμένοντας στη φαντασία, αλλά και στην ηθική, και αντιπροσωπεύοντας την πρώτη όσμωση λιγότερο πετυχημένη στην Ορφανή της Χίου, πολλά υποσχόμενη στον Πίθηκο Ξουθ. Η προσπάθειά του δεν βρήκε συνεχιστές. Το ίδιο ισχύει και για τον Παλαιολόγο, αν και σε αυτόν το φανταστικό στοιχείο δεν εκδηλώνεται τόσο έντονα. Η τύχη τους συμβαδίζει με την τύχη του φανταστικού και του τερπνού στον ελληνικό αφηγηματικό λόγο. Εφόσον αυτά εξοβελίζονται ή υποβαθμίζονται, αναπόφευκτα και οι δύο συγγραφείς περιπίπτουν στην αφάνεια, με τη διαφορά ότι ο Πιτζιπίος περνάει στη σφαίρα της λαϊκής φαντασίας και ηθικής: από μυθιστόρημα γίνεται δημοφιλές λαϊκό ανάγνωσμα μέχρι και έργο για τον Καραγκιόζη. Και οι δύο υπερβαίνουν τον εθνικό χώρο, όντας πεζογράφοι της Ανατολής και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με τα πρώτα μυθιστορήματά τους».
χα
33
άσ
Σελίδα
Π
Οι ανωτέρω εισαγωγικές παρατηρήσεις αποτελούν τη βάση, πάνω στην οποία θα προσπαθήσουμε να συσχετίσουμε, με τη σειρά μας, το κείμενο της «Ορφανής» του Πιτζιπίου, σε σχέση με την «Ορφανή» του Ξάνθου (και σε συνάρτηση, πάντοτε, με τη δομή του έργου, έτσι όπως κυκλοφόρησε, για πρώτη φορά, σε φυλλάδιο, αλλά και σε σχέση με τη δομή της συγκεκριμένης παράστασης, στον μπερντέ, μέχρι και σήμερα).
χα άσ Π αλ
ό
ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ
Κ
ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ- ΣΥΛΛΟΓΗ ΦΟΙΒΟΥ ΑΝΩΓΕΙΑΝΑΚΗ,
ΜΕ ΤΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ Το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, αναγνωρίζοντας τη βαθύτατη και πολύπλευρη γνώση της τέχνης του Καραγκιόζη από τα μέλη του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών, επιθυμεί τη συμβολή τους, ως προς την τεκμηρίωση των αντικειμένων του Θεάτρου Σκιών, που πρόκειται να εκτεθούν στο νέο Μουσείο. Η συμβολή αυτή συγκεκριμενοποιείται σε σχέση με τη βοήθεια: α) Για την εύρεση πρωτότυπων αντικείμενων και εργαλείων των Ελλήνων, παλιότερων και σύγχρονων, καραγκιοζοπαιχτών (σφυρί, πένσα, κόφτης, κοπίδι, σγρόμπια, κατσαβίδι, σούστες, τρουκ, σύρμα για ενώσεις, κούτσουρο, πινέλα, μπογιές, ανιλίνες, μολύβια, χαρτόνι, δέρμα, πλαστικό, ζελατίνα, ημιτελείς/μισοσκαλισμένες δερμάτινες ή χάρτινες φιγούρες, χαρτιά με σχέδια, τράκα, ροκάνα, καλάμι, κουδούνια, τενεκές κτλ.). β) Για την εύρεση οπτικοακουστικού αρχειακού υλικού (αποσπάσματα παραστάσεων, συνεντεύξεις καραγκιοζοπαιχτών, φωτογραφικό υλικό, ηχογραφήσεων από μουσικές του μπερντέ κ.ά.). γ) Για την εύρεση φιγούρων από χώρες της Ασίας και της Ανατολικής Μεσογείου. δ) Για την κατασκευή και την εγκατάσταση ενός μπερντέ στον εκθεσιακό χώρο, καθώς και για την προσφορά σκηνικών και φιγούρων, τα οποία θα αποτελέσουν τα λειτουργικά στοιχεία του μπερντέ. Η όποια συνεργασία και συνδρομή, είτε με τη μορφή παροχής πρωτότυπου αρχειακού υλικού, είτε με τη μορφή συμβουλής και καθοδήγησης, θα αποτελέσει πολύτιμη αρωγή για την τεκμηρίωση της εκθεσιακής ενότητας «Ψυχαγωγία» του Νέου Μουσείου και θα συμβάλλει, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, στην πληρέστερη κατανόηση, τεκμηρίωση και ανάδειξη της τέχνης του Καραγκιόζη, στόχος που θεωρείται ότι είναι κοινός για το Μουσείο και για το Πανελλήνιο Σωματείο Θεάτρου Σκιών. Επισημαίνεται ότι θα γίνεται σαφής αναφορά της κάθε προσφοράς, όπου αυτή αξιοποιηθεί. Για περισσότερες πληροφορίες: Ταχυδρομική Διεύθυνση: Θέσπιδος 8, 105 58, Αθήνα Πληροφορίες: Ν. Δάφνη Τηλέφωνο: 2103249698 και 2103226979 (Fax) E-mail: melt@culture.gr
ΠΑΤΡΑ
Με επιτυχία, γιορτάστηκε η Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Σκιών στο ”Περί Σκιών”
Πραγματοποιήθηκε, με επιτυχία, το Σάββατο 28 Μαρτίου, η πολιτιστική εκδήλωση για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου Σκιών, στο “Περί Σκιών”. Φίλοι της τέχνης και γονείς, με τα παιδιά τους, τίμησαν, με την παρουσία τους, την εκδήλωση, για την ανάδειξη και διατήρηση της λαϊκής μας παράδοσης. Ο καραγκιοζοπαίχτης Χρήστος Πατρινός, στην ομιλία του, αναφέρθηκε στην τέχνη του Θεάτρου Σκιών, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και στο νεοελληνικό Θέατρο Σκιών. Ειδική αναφορά έγινε στη γενέτειρα του Καραγκιόζη, την Πάτρα, και τον πατρινό ιεροψάλτη, Δημήτριο Σαρδούνη ή Μίμαρο, που μετεξέλιξε και διαφοροποίησε το Θέατρο Σκιών. Ο ίδιος αφαίρεσε τις βωμολοχίες και ανηθικότητες των τουρκικών έργων και τον «ασιατικό» χαρακτήρα τους και εισήγαγε το ελληνικό στοιχείο, τον πατριωτισμό, τη λεβεντιά των Ελλήνων και τους προβληματισμούς εκείνης της εποχής. Ακολούθησε παράσταση Καραγκιόζη, με περιβαλλοντικό περιεχόμενο, ενώ το εκλεκτό κοινό, για άλλη μια φορά, παρακολουθούσε με αμείωτο ενδιαφέρον και συμμετείχε ενεργά. Ο Πατρινός έδωσε τη δυνατότητα στους μικρούς λάτρεις του ξυπόλυτου ήρωα, του Καραγκιόζη, να εκφραστούν, φωνητικά, με φωνές των ηρώων του Θεάτρου Σκιών, χαρίζοντας άφθονο γέλιο και χαρά.
Σελίδα
34
Κ αλ ό Π άσ χα
,
Σελίδα
35
Σελίδα
36
Κ αλ ό Π
άσ
χα