Τα πέτρινα γεφύρια του ΒοΊου
61
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΟΤΣΟΣ
Τοπογράφος Μηχανικός
ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΟΥ ΒοϊΟΥ
Εισαγωγικά Τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια της επαρχίας ΒοΙου αποτελούν σημαντικά μνημεία της τοπικής λωκής αρχιτεκτονικής. Η έρευνά τους μπορεί να συμβάλει στη μελέτη της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, της λαογραφίας, της ιστορικής γεωγραφίας και στην ολοκλήρωση της γνώσης μας για την τοπική ιστορία της περιοχής. Τα περισσότερα γεφύρια βρί σκονται στο νότιο τμήμα της επαρχίας, στις μαιανδροειδείς δασώδεις χαραδρώσεις που σχηματίζει η Πραμόρτσα, παραπόταμος του Άνω Α λιάκμονα και τα ρέματα που χύνονται σε αυτήν. Μέσα σε ωραιότατα φυ σικά τοπία, σε απότομα φαράγγια ή σε απλωτές καταπράσινες κοιλάδες, συμπληρώνουν με την παρουσία τους την ομορφιά του βο·ίάτικου τοπίου. Μαζί με τα αντίστοιχα της γειτονικής περιοχής των Γρεβενών, είναι τα αξιολογότερα σε όλο το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας. Τα περισσότερα κατασκευάστηκαν κατά την περίοδο της τουρκο κρατίας, κυρίως κατά τον 180 και 190 αιώνα, ως αποτελέσματα της δρά σης τοπικών παραγόντων. Χρηματοδότες και χορηγοί ήταν οι χριστια νικές τοπικές αυτοδιοικήσεις (μουχταροδημογεροντίες), οι μουσουλμάνοι τοπάρχες, το αρματολίκι, οι εκκλησιαστικές αρχές, φιλογενείς απόδημοι, ακόμα και ληστές, εφ' όσον η κατασκευή ενός γεφυριού θεωρούνταν ως ένα κατ' εξοχήν χρήσιμο και θεάρεστο έργο. Κατά την εποχή εκείνη τα γεφύρια ήταν τα κλειδιά των συγκοινωνιών και ως τέτοια έπαιζαν σημα ντικό ρόλο στη ζωή του Βο"ίώτη ξενιτεμένου, ο οποίος αποδημούσε είτε ως οικοδόμος, είτε ως έμπορος, είτε ως κτηνοτρόφος. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω σιατιστινό δίστιχο που αποτυπώνει τη διέλευση του εφίππου ξενιτεμένου από γεφύρι:
Πραματιφτής ιδιάβινιν σι μάρμαρου γιουφύρι μι του σιδέριν τ' άλουγου κι τη χρυσ17 τη σέλα Η γεωγραφική θέση των γεφυριών αποτελεί ένδειξη για την πορεία
62
Γεώργιος Τσάτσος
των παλιών, ιστορικών δρόμων που διέσχιζαν, κατά την περίοδο της τουρ κοκρατίας, τον χώρο του τότε καζά Ανασελίτσας, ο οποίος συμπίπτει πε ρίπου με τη σημερινή επαρχία ΒοΙου. Οι δρόμοι αυτοί και τα αντίστοιχα γεφύρια αναφέρονται στα κείμενα Ελλήνων και ξένων περιηγητών, καθώς και ιστορικών γεωγράφων του 190υ αιώνα και αποτελούν πολύτιμες πηγές για την έρευνα του ιστορικού συγκοινωνιακού δικτύου της επαρχίας ΒοΙουl. Κατασκευαστές των παραδοσιακών γεφυριών του ΒοΙου είναι οι φημισμένοι Ηο"ίώτες οικοδόμοι (μαστόροι) οι οποίοι εντοπίζονται σε δύο γεωγραφικές ενότητες. Η πρώτη εκτείνεται στο δυτικό τμήμα της επαρχίας με επίκεντρο το χωριό Πεντάλοφος (παλιά ονομασία Ζουπάνι) και περι λαμβάνει όλους τους οικισμούς δυτικά του Τσοτυλίου: Βυθός, Αυγερινός, Πολυκάστανο, Ζ())νη, Δάφνη, Ανθούσα, Ομαλή, Τριάδα, Μόρφη, Αγία Σωτήρα, Δίλοφο, Χρυσαυγή, Κορυφή, Βουχωρίνα, Κριμίνι, Ροδοχώρι, Λούβρη, αλλά γενικότερα και τους υπόλοιπους χριστανικούς και μικτούς οικισμούς δυτικά του Άνω Αλιάκμονα. Η δεύτερη ενότητα εκτείνεται στο ανατολικά του Αλιάκμονα τμήμα της επαρχίας και περιλαμβάνει, με επί κεντρο το χωριό Γαλατινή, τους οικισμούς της Εράτυρας, Μικροκάστρου, Πελεκάνου, ενώ κτίστες αναφέρονται και από τους υπόλοιπους οικισμούς, ακόμη και από την πρωτεύουσα της επαρχίας Σιάτιστα, της οποίας οι κά τοικοι διακρίθηκαν κυρίως στο εμπόριο. Οι Βο'ίώτες μαστόροι, μαζί με τους ομότεχνούς τους της γειτονικής επαρχίας Κόνιτσας Ηπείρου, ήταν οι καλύτεροι οικοδόμοι του ευρωπα'ίκού τμήματος της Οθωμανικής Αυτο κρατορίας. Οργανωμένοι σε συντεχνίες (εσνάφια ή συνάφια) περιέτρεχαν σε μακρόχρονες αποδημίες τους τη Βαλκανική χερσόνησο και τη Μικρά Ασία, φτάνοντας μέχρι τον Δούναβη, το Σουδάν της Αφρικής και την Περσία. Κατά το δεύτερο μισό του 190υ αιώνα ξενιτεύονταν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη2, ενώ κατά τα τέλη του ίδιου αιώνα και τις αρχές του 200ύ αποδημούσαν στην Πελοπόννησο, κτίζοντας κάθε είδους οικοδομικά έργα, όπως σπίτια, εκκλησίες και γεφύρια. Από το συνθηματικό τους γλωσ σάριο, τα «κουδαρίτικα», διασώθηκαν και λέξεις που χρησιμοποιούσαν κατά την κατασκευή των γεφυριών, όπως μιρκέζι (ημικυκλικό τόξο), αμπάτ σκα (τόξο μικρότερο του ημικυκλίου), μορέλο (ξύλινο καλούπι)3. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στα γεφύρια του ΒοΙου ήταν ημι λαξευτοί λίθοι από τα παρακείμενα πετρώματα, κυρίως αργιλλικοί σχιστό λιθοι και ψαμμόλιθοι, οι οποίοι αφθονούν στην περιοχή. Στο γεφύρι της Πέλκας χρησιμοποιήθηκαν τοπικοί ασβεστόλιθοι, ενώ στα τόξα του μεγά λου γεφυριού του Πασά χρησιμοποιήθηκε πωρόλιθος για ελάφρυνση της κατασκευής. Τα κονιάματα 11ταν κυρίως ασβεστοκονιάματα, τα οποία ενι-
Τα πέτρινα γεφύρια του ΒοΙου
63
σχύονταν με τρίχες γιδιών, ασπράδια και κρόκους αυγών και άχυρα, για να είναι πιο συνεκτικά. Τα πέτρινα γεφύρια του ΒοΙου έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα ιστορικά μνημεία από την αρμόδια εφορεία βυζαντινών και μεταβυζαντι νών αρχαΙΟΤ11των Βέροιας. Η ανακήρυξη των γεφυριών ως διατηρητέων μνημείων δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την πραγμcnι κή διατήρησή τους, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την παροχή πι στώσεων από την πολιτεία για έργα επισκευής, συντήρησης και αναστήλω σης, που είναι απαραίτητα στις περισσότερες περιπτώσεις, μια και αρκετά από τα γεφύρια παρουσιάζουν φθορές. Αυτές οφείλονται σε πολλές αι τίες, όπως στις καιρικές συνθήκες και στο πέρασμα του χρόνου, στη διέ λευση από πάνω τους βαρέων οχημάτων και, κυρίως, στις ανασκαφικές επεμβάσεις λαθροερευνητών υποτιθέμενων κρυμμένων θησαυρών. Πολλοί από τους τυχοδιώκτες αυτούς, ψάχνοντας «για λίρες», οι οποίες, κατά τα θρυλούμενα, κρύφτηκαν κοντά στα γεφύρια κατά την περίοδο της τουρ κοκρατίας ή της Αντίστασης και του Εμφύλιου, σκάβουν ακόμα και πάνω στις ίδιες τις λιθοδομές των γεφυριών, αφαιρούν πέτρες και γκρεμίζουν τμήματά τους. Χωρίς αμφιβολία, οι άνθρωποι αυτοί συνιστούν τη μεγαλύ τερη απειλή για την ύπαρξη των πέτρινων γεφυριών. Παράλληλα, πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι σε αρκετά από τα γεφύρια του ΒοΙου έχουν γίνει έργα επισκευής και συντήρησης, είτε από τοπικούς παράγοντες (κυρίως στην προ του 1970 περίοδο), ή από την αρμόδια εφορεία αρχαιοτήτων (στην πρόσφατη περίοδο). Στην παρουσίαση των πέτρινων γεφυριών της επαρχίας ΒοΙου που ακολουθεί, περιλαμβάνονται ορισμένα βασικά ιστορικά, λαογραφικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία για καθένα από αυτά. Παρουσιάζονται τα γε φύρια της Πραμόρτσας και των παραποτάμων της, με τη σειρά από ανα τολικά προς δυτικά και ακολουθούν τρία γεφύρια που βρίσκονται εκτός της κοιλάδας της Πραμόρτσας, σε διάφορα άλλα μέρη του ΒοΙου. Γεφύρι Τσακνοχωρίου
Είναι κτισμένο στο ποτάμι της Πραμόρτσας, ανάμεσα στους οικι σμούς Ανθοχώρι (Τσακνοχώρι4) ΒοΙου και Κληματάκι Γρεβενών (φωτ. 1). Έχει μήκος 49 μ., πλάτος 2,70 μ., μέγιστο ύψος 9 μ. και άνοιγμα μεγα λύτερου τόξου 15 μ. Είναι τετράτοξο και είναι το μεγαλύτερο σε μήκος γεφύρι του ΒοΙου5. Η εποχή κατασκευ11ς του είναι άγνωστη και πάντως κτίστηκε πριν από το 1770. Αναφέρεται από τον Ν. Σχινά στην ιστορικο-
64
Γεώργιος Τσάτσος
Φωτ. 1. Γεφύρι. Τσακνοχωρίου (φωτ. του συγγραφέα, 1989).
γεωγραφική περιγραφή της Μακεδονίας του 18866. Με την κατασκευή του συνδέεται ο θρύλος του θανάτου της μονάκριβης κόρης ενός τσέλιγκα, που περνούσε το ποτάμι, πηγαίνοντας με τα κοπάδια, τους βοσκούς του και όλα τα υπάρχοντά του για τα χειμαδιά. Σύμφωνα με το θρύλο, ο τσέλι γκας, στην ίδια θέση που πνίγηκε η κόρη του από μια ξαφνική «κατε βασιά» του ποταμού, έκτισε γεφύρι, μετά από προτροπή αγγέλου που είδε στο όνειρό του7. Στο γεφύρι έγιναν στο παρελθόν επισκευές (1937, 1974-1982)8, κατά τρόπο που να μη θίγεται η παραδοσιακή αρχιτεκτονική του. Όμως η διέλευση από πάνω του γεωργικών μηχανημάτων' έχει δημιουργήσει στατι κά προβλήματα και χρειάζεται συντήρηση. Γεφύρι Τσιούκαρη
Είναι κτισμένο στην περιοχή του χωριού Ροδοχώρι, στον παλιό δρόμο προς το Ρόκαστρο και το Τσοτύλι (φωτ. 2). Ήταν πεντάτοξο, αλλά σήμερα σώζονται μόνο τέσσερα τόξα (το πέμπτο αντικαταστάθηκε με πλάκα από σκυρόδεμα), από τα οποία τα δύο είναι σχεδόν σκεπασμένα από επιχωματώσεις και από την πυκνή υδρόβια βλάστηση της Πραμόρ-
Τα πέτρινα γεφύρια του Βοιου
Φωτ.
2.
65
Γεφύρι Τσιούκαρη στο Ροδοχώρι (φωτ. του συγγραφέα, 1991).
τσας. Έχει μήκος 40 μ. και άνοιγμα μεγαλύτερου τόξου 12 μ. Το οδόστρω μά του έχει καλυφθεί με τσιμεντόστρωση, ενώ στα στηθαία του έχουν τοποθετηθεί σιδερένια κάγκελα τα οποία αποτελούν παραφωνία στον παραδοσιακό τρόπο δόμησης του γεφυριού. Κτίστηκε λίγα χρόνια πριν το
1890, με δαπάνες του Ροδοχωρίτη μάστορα Δημητρίου Τσιούκαρη, ο οποίος εργαζόταν στην Κωνσταντινούπολη και με επιστασία του μάστορα Νικ. Κωνσταντινίδη9.
Γεφύρι Κριμινίου Είναι κτισμένο στην Πραμόρτσα και συνδέει το Κριμίνι με τη Λού βρη (φωτ. 3). Από το γεφύρι αυτό περνάει σήμερα ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος Κριμινίου - Τσοτυλίου. Το γεφύρι ήταν πεντάτοξο, αλλά μετά την ανατίναξη που επιχειρήθηκε το 194610, το βορειότερο τόξο του έπεσε και αντικαταστάθηκε με πλάκα από σκυρόδεμα. Έχει συνολικό μήκος 45 μ., πλάτος 2,70 μ. και άνοιγμα μεγαλύτερου τόξου 6,80 μ. Επάνω στο παλιό λιθόστρωτο οδόστρωμα τοποθετήθηκε πλάκα από σκυρόδεμα και έγινε επισκευή στις πλευρές του με τσιμεντοκονίαμα, ώστε να μπορούν να
66
Γεώργιος Τσάτσος
Φωτ. 3. Γεφύρι του Κριμινίου (φωτ. του συγγραφέα, 1998).
διέρχονται αυτοκίνητα από πάνω του. Κτίστηκε το 1802, με χρηματοδότη τον Παπαστέργιο, εφημέριο του ΚριμινίουlΙ. Πετρογέφυρο ή Πετσιανιώτικο γεφύρι
Είναι κτισμένο σε παραπόταμο της Πραμόρτσας, ανάμεσα στα χωριά Μόρφη και Τριάδα (Πέτσιανη). Οι Μορφιώτες το αποκαλούν Πε τρογέφυρο, ενώ οι κάτοικοι της Τριάδας Πετσιανιώτικο (φωτ. 4,5). Είναι τρίτοξο με μήκος περίπου 30 μ. και ύψος μεγαλύτερου τόξου 4,30 μ.12. Το γεφύρι αυτό υπέστη κατ' επανάληψη καταστροφές από λαθροερευνητές κρυμμένων θησαυρών, οι οποίοι αφαίρεσαν πολλές πέτρες από τη λιθοδο μή του. Επισκευάστηκε το 1965 από την κοινότητα Μόρφης και πρόσφατα (τέλη δεκαετίας 1990) από την αρμόδια εφορεία βυζαντινών και μεταβυζα ντινών αρχαιοτήτων Βέροιας. Η εποχή κτισίματός του είναι άγνωστη. Κατά μία εκδοχή κατα σκευάστηκε το 181013, αλλά το πιθανότερο είναι ότι κτίστηκε πολύ νωρί τερα. Σύμφωνα με διήγηση του προ προέδρου της κοινότητας Μόρφης Βασ. Δανιήλ14 το γεφύρι κτίστηκε κατά τον 170 αιώνα με χρηματοδότηση μιας γυναίκας από τη Μόρφη, η οποία έχασε το γιο της Πέτρο από μια ξα φνική «κατεβασιά» του ποταμού.
Τα πέτρινα γεφύρια του Βοιου
Φωτ. 4. Πετρογέφυρο 17 Πετσιανιώτικο Γεφύρι (φωτ. του συγγραφέα, 1989).
5. Το Πετρογέφυρο 17 Πετσιανιώτικο Γεφύρι. στα 1958. Εικονι'ζονται Αυγερινιώτες που μεταβαίνουν στην εβδομαδιαία αγορά (παζάρι) του Τσοτυλίου (από το αρχείο Πέτρου Βαρσάμη από τον Αυγερινό).
67
68
Γεώργιος Τσότσος
Γεφύρι Μόρφης Είναι κτισμένο στην Πραμόρτσα, νότια του χωριού Μόρφη, στον παλιό δρόμο για την τοποθεσία Τσιούκα. Είναι δίτοξο, με μήκος
27 μ. και 7 μ. Το μεγαλύτερο τόξο του εδράζεται σε κατακόρυφο βράχο, ο οποίος αποτελεί φυσικό θεμέλιο για το γεφύρι (φωτ. 6). Κτίστηκε γύρω στα 1720-1730 από το αρματολίκι της περιοχής, το οποίο φορολόγησε ύψος
τους κατοίκους των γύρω χωριών για το σκοπό αυτό15.
Φωτ. 6. Γεφύρι ανάμεσα Μόρφη και Τσιούκα (φωτ. του συγγραφέα, 1989).
Γεφύρι Σβόλιανης Είναι κτισμένο νότια του χωριού Αγία Σωτήρα (Σβόλιανη), στο ποτάμι της Πραμόρτσας, στο βάθος μιας στενής, βραχώδους και κατα πράσινης κοιλάδας, σε ωραίο φυσικό τοπίο (φωτ.
7). Είναι δίτοξο, με ένα
μικρό τόξο και ένα μεγάλο, το οποίο εδράζεται, από το μέρος της αριστερής όχθης, στα βραχώδη πρανή της ρεματιάς, κατά τρόπο ώστε να μοιάζει σαν προέκταση της φύσης. Ο τρόπος κατασκευής του αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της τεχνικής ικανότητας, ευρηματικότητας και φαντασίας του Βο'ίώτη μάστορα. Το μήκος του είναι
25 μ. και το ύψος του
Τα πέτρινα γεφύρια του ΒοΙου
69
8 ,50 μ. Στις εσωτερικές παρειές των τόξων έχουν σχηματιστεί στα λακτίτες από το ασβεστοκονίαμα. Μια μεταγενέστερη προσθήκη με τσιμεντένιο στηθαίο και κάγκελα αποτελεί παραφωνία στην παραδο σιακή μορφή του γεφυριού. Κ τίστη κε το 1850-1851, με ενέργειες του Παπα- Νικηφόρου Ξενόπουλου16, ενώ ένας από τους μαστόρους που έκτισαν το γεφύρι ήταν ο Γεώργιος Αντωνόπουλος από τη Σβόλιανη17.
Ζντρουγκογεφύρι Είναι κτισμένο στην Πρα μόρτσα, ανάμεσα στα χωριά Βυθός και Πεντάλοφος. Είναι μονότοξο, 7. Γεφύρι της Σβόλιανης
(φωτ. του συγγραφέα, 1991).
με μήκος 13,50 μ., πλάτος 2,20 μ., ύψος 7,60 μ. και άνοιγμα τόξου 5,70 μ. Λέγεται και γεφύρι του Τζιου ρέλα. Έχει γίνει επισκευή με τσιμε ντοκονίαμα στο ένα βάθρο και στις όψεις του. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση το γεφύρι κτί στηκε πριν το 180018, ή, κατ' άλλη εκδoχήl9, στα μέσα του 190υ αιώνα.
Γεφύρι Μοιραλής (προς Κορυφή) Το ένα από τα δύο γεφύ ρια της Μοιραλής (παλιό όνομα
8. Γεφύρι της Μοιραλ1jς προς Κορυφ1? (φωτ. του συγγραφέα, 1989).
70
Γεώργιος Τσάτσος
του χωριού Χρυσαυγή), βρίσκεται στην ανατολική έξοδο του χωριού προς το χωριό Κορυφιι, πάνω στο ρέμα που έρχεται από το βουνό Νιδρούζι Γρεβενών (φωτ. 8). Είναι μονότοξο, με μήκος 18 μ., πλάτος 2,40 μ., ύψος 5,40 μ. και άνοιγμα τόξου 10 μ. Επάνω του σώζεται υπόλειμμα πέτρινου στηθαίου. Σε εγχάρακτη πλάκα, η οποία αφαιρέθηκε από το γεφύρι και εντοιχίστηκε σε καινούργιο τσιμεντένιο γεφύρι, ακριβώς δίπλα από το παλιό, υπάρχει η χρονολογία «1795 ΜΙΝΥ ΙΟΥΛΙΟΥ»20. Το γεφύρι συνέδεε την Χρυσαυγή με την Κορυφή και το Τσοτύλι. Γεφύρι Μοιραλής (προς Πεντάλοφο)
Το δεύτερο από τα γεφύρια της Μοιραλ11ς (Χρυσαυγής), βρίσκεται στη βόρεια έξοδο του χωριού, στο δρόμο προς τον Πεντάλοφο (φωτ. 9). Έχει μ11κος 25 μ., πλάτος 3 μ. και άνοιγμα του μοναδικού τόξου του 14,20 μ., που είναι το μεγαλύτερο, μαζί με το γεφύρι του Τσακνοχωρίου, στο Βό"ίο. Είναι επίσης (πάλι μαζί με το γεφύρι του Τσακνοχωρίου) το ψηλότερο του ΒοΙου, με ύψος 9 μ. Τα βάθρα του στηρίζονται σε βραχώδη πρανι'l, ενώ υπάρχει πέτρινο στηθαίο σε όλο τα μήκος του21. Επισκευά στηκε το 1984-8522. Μνημονεύεται στις Οδοιπορικές Σημειώσεις του Ν.
Φωτ. 9. Γεφύρι της Μοιραλlίς προς Πεντάλοφο (φωτ. του συγγραφέα, 1989).
Τα πέτρινα γεφύρια του ΒοΙου
71
Σχινά ( 1886)23. Κτίστηκε το 1854 με δαπάνη του ληστή Νικολάου Ζάμ πρου, ο οποίος, κατά την παράδοση, επέβλεπε ο ίδιος το κτίσιμο του γεφυ ριού, κρυπτόμενος στον παρακείμενο νερόμυλο24, ο οποίος υπάρχει ακόμη και σήμερα. Οι μαστόροι που έκτισαν το γεφύρι ήταν οι Χρυσαυγιώτες Ευθύμιος Ζιούλας και Αθανάσιος Πούλιος25, με πρωτομάστορα τον Νικόλαο Αναγνώστη Π. Τζιούφα από το Δίλοφο26.
Τσαβαλεριώτικο γεφύρι Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του χωριού Κοιλάδι, που πριν το 1925 έφερε το όνομα Τσαβαλέρ και κατοικούνταν από ελληνόφωνους Μουσουλμάνους (εξισλαμισθέντες εντόπιους ελληνικής καταγωγής), τους λεγόμενους Βαλαάδες. Συνδέει το Κοιλάδι με την Ανθούσα. Είναι μονότοξο, με μήκος 15 μ., ύψος 6,50 μ. και πλάτος 2 μ. Έχει ψηλό στηθαίο περιτείχισμα με πλάκες, το οποίο αργότερα καλύφθηκε στην επάνω επιφά νειά του με τσιμέντο. Κτίστηκε το 190527 ή το 1910 από μαστόρους από τα γειτονικά χωριά Πολυκάστανο και Ζώνη με αρχιμάστορα τον Ευθύμιο Τσιγαρίδα28. Κατά το κτίσιμο, οι Έλληνες μαστόροι κατάφεραν να πεί σουν τους αφελείς και απλο'ίκούς Βαλαάδες του Τσαβαλεριού να θυσιά σουν ένα μοσχάρι, προκειμένου να εξευμενίσουν το στοιχειό του ποταμού και να «στεργιώσει» το γεφύρι29.
Γεφύρι Βελανιδιάς Βρίσκεται νότια του χωριού Βελανιδιά, στη θέση Μπιστιριές, στον παλιό δρόμο προς το Τσοτύλι. Είναι μονότοξο, με μήκος 9 μ., πλάτος 3,50 μ. και ύψος 5,60 μ. Η εποχή κτισίματός του είναι άγνωστη. Παρου σιάζει μεγάλες φθορές και αποκολλήσεις λίθων3Ο.
Γεφύρι Πέλκας Βρίσκεται κοντά στο χωριό Πελεκάνος (παλ. ονομ. Πέλκα), σε χείμαρρο που ονομάζεται «του Φασούλη η γούρνα». Είναι μονότοξο, με μήκος 18,50 μ., πλάτος 3,10 μ., ύψος 4,40 μ. και άνοιγμα τόξου 7,50 μ. (φωτ. 10). Παρουσιάζει μεγάλες φθορές και έχει ανάγκη συντήρησης31. Κτίστηκε το 1935, με δαπάνη της κοινότητας και αρχιμάστορα τον Νικόλαο Καραμαλή32. Είναι το μοναδικό γεφύρι της επαρχίας ΒοΙου που βρίσκεται ανατολικά του Αλιάκμονα.
72
Γεώργιος Τσάτσος
Φωτ. ]0. Γεφύρι Πέλκας (φωτ. του συγγραφέα, ]992).
Γεφύρι του Πασά Πρόκειται για το μεγαλύτερο και αξιολογότερο γεφύρι, όχι μόνο του ΒοΙου, αλλά ολόκληρης της Μακεδονίας, από το οποίο σώζονται, δυ στυχώς, ερείπια των βάθρων και μόνο ένα ολόκληρο τόξο (φωτ. 11). Βρί σκεται στα όρια της επαρχίας ΒοΙου του νομού Κοζάνης με το νομό Γρεβενών, ανάμεσα στους οικισμούς Σιάτιστα και Παλαιόκαστρο ΒοΙου και Κοκκινιά και Ταξιάρχη Γρεβενών, λίγες εκατοντάδες μέτρα ανατο λικά της οδού Κοζάνης - Γρεβενών (η οποία θα αποτελέσει τμήμα της υπό κατασκευιΊ Εγνατίας οδού). Γεφύρωνε τον Αλιάκμονα από το 1690, οπότε κτίστηκε με δαπάνη του Μαχμούτ Πασά33, μέχρι τον Απρίλιο του 1941, οπότε ανατινάχθηκε το μεγαλύτερο τόξο του που γεφύρωνε το ποτάμι, από Άγγλους και Νεοζηλανδούς σαμποτέρ, κατά την είσοδο των γερμα νικών στρατευμάτων στη Μακεδονία34. Αναφέρεται από τον Γάλλο Pouqueville35, τον Άγγλο Leake36, οι οποίοι το πέρασαν στις αρχές του 190υ αιώνα και από τον Ν. Σχινά (1886)37. Εξυπηρετούσε τη συγκοινωνία ανάμεσα στα Γρεβενά, την Ήπει ρο και τη βορειοδυτική Θεσσαλία από τα δυτικά, με τη Σιάτιστα, την Κο-
Τα πέτρινα γεφύρια του Βο'ίου
73
Φωτ. 11. Άποψη των σωζόμενων βάθρων του γεφυριού του Πασά, όπως ήταν πριν από τις καταστροφές από το σεισμό του 1995 (φωτ. του συγγραφέα, 1989).
ζάνη και την υπόλοιπη Μακεδονία προς τα ανατολικά38. Είχε έξι τόξα με μεγαλύτερο το τέταρτο από δυτικά (φωτ. 12). Το συνολικό μήκος του ήταν περισσότερο από 100 μ. και το ύψος του μεγαλύτερου τόξου του περισσότερο από 15 μ. Στο μέσο της μεγάλης καμάρας του ήταν κρεμασμένο με αλυσίδα ένα κουδούνι, το οποίο χτυπούσε σε περίπτωση δυνατού ανέμου, καθώς και όταν η στάθμη του νερού ανέβαινε επικίν δυνα39. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση40, για να «στεργιώσει» το γεφύρι, θυσιάστηκε η γυναίκα του πρωτομάστορα, την οποία εντοίχισαν στο γεφύρι. Το γεφύρι του Πασά υπέστη τις συνέπειες του καταστρεπτικού σεισμού του 1995, οπότε έπεσαν τμήματα των σωζόμενων βάθρων του. Ωστόσο σώζονται ακόμη όλα τα βάθρα του, μέχρι ένα ορισμένο ύψος, περίπου ως εκεί όπου άρχιζαν οι καμπύλες των τόξων. Το γεγονός αυτό δίνει την αφορμή για μια πρόταση προς τις αρμόδιες υπηρεσίες που ασχο λούνται με αναστηλώσεις μνημείων και προς την πολιτεία για την ανάλογη χρηματοδότηση, με σκοπό το ξανακτίσιμο του γεφυριού πάνω στα υπάρ χοντα βάθρα. Ο γράφων έχει προτείνει κατ' επανάληψη την ανασΤ1Ίλωση του γεφυριού41, χωρίς μέχρι στιγμής (αρχές 2000) να υπάρξει κάποια
74
Γεώργιος Τσότσος
αντίδραση, θετική ή αρνητική από τους αρμόδιους φορείς. Παραδείγματα παρόμοιων αναστηλώσεων υπάρχουν πολλά, με χαρακτηριστικότερο εκείνο του ιστορικού γεφυριού στον ποταμό Νερέτβα στο Μόσταρ της Βοσνίας, το οποίο μετά την ολοσχερή καταστροφή του στον πόλεμο της Βοσνίας, ήδη αναστηλώνεται: ξανακτίζεται από την αρχή με τις ίδιες παλιές πέτρες οι οποίες συλλέγονται από την κοίτη του ποταμού. Μια παρόμοια προ σπάθεια για το γεφύρι του Πασά θα είναι μια πρόκληση για τη σύγχρονη τεχνολογία, η οποία θα κληθεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη των λα·ίκών μαστόρων του 170υ αιώνα και μια ευκαιρία για δημιουργία ενός σημαντι κού τουριστικού αξιοθέατου στην υποβαθμισμένη οικονομικά και δημο γραφικά περιοχή του ΒοΙου και των Γρεβενών.
Φωτ. 12. Το γεφύρι του Πασά κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (πηγή: Λεύκωμα Νομού Κοζάνης, 1930).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1.
Γ. Τσότσος, «Ορεινοί δρόμοι στη Βόρεια ΠίνδΟ· κατά τον
180
και
190
αιώ
να», στο ΙσΤΟΡΙΚlί Γεωγραφία: Δρόμοι και Κόμβοι. της ΒαλκανΙΚlίς από την Αρχαιότη τα στην Ενιαία Ευρώπη (επιμ. Ε. Π. Δημητριάδης, Α.-Φ. Λαγόπουλος και Γ. Τσότσος), Τομέας Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, ΤμΙ1μα Αρχιτεκτό νων, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη
1998,
σσ. 179-190.
2. Α.Σ. ΜπακαΙμης, Μαστόροι και Καλφάδες της Δ. Μακεδονίας και η Συμβο λlί τους στην Πνευματικιί και Εθνικιί Αφύπνιση των Συμπατρι.ωτών τους, εκδ. Συλλό γου Δυτικομακεδόνων Ν. Τρικάλων, Τρίκαλα του Παλιού Καιρού, Θεσσαλονίκη
1982.
Επίσης Σ. Μπαδέμας, Η Ξενιτιά
1984.
3. Κ. Κοκόλης, «Βο'ίώτικα εσνάφια μαστόρων», εφημ. Χρόνος Κοζάνης, 2007
(8-9-1996),
σ. 2.