«ο καραγκιοζησ μασ» αριθμός τεύχους 97 ιανουάριος 2016

Page 1

Όσο με θάβουνε, εγώ θα φυτρώνω

Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών Περίοδος Γ’ Τεύχος 97 Ιανουάριος 2016

Καλή Χρονιά

Χ ω ρ ί ς π ν ι γ μ έ να π α ι δ ι ά σ το Α ι γα ί ο


Ο Πρόεδρος και το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών, σας εύχονται

Καλή και ειρηνική χρονιά

Πλησιάζουμε τα Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών

ΗΛΕΚΤΡΟΝ

Τζωρτζ 6 Αθήνα 106 77

Διόρθωση κειμένων: Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης Εξώφυλλο: Π. Καπετανίδης ΕΚΔΟΤΗΣ: Πάνος Β. Καπετανίδης Τηλέφωνο: 210 46 16 664

Σελίδα

2

Τ Ε ΥΧ Η

ΙΚ Α


BAΣΙΛΟΠΙΤΑ Η κοπή της πίτας του 2015 θα γίνει, την Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016 και ώρα 7 το απόγευμα, στα γραφεία του Σωματείου μας, οδός Τζορτζ 6, 4ος όροφος, γραφείο 7.

ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ:

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Aυτοανάπτυξη ή αυτοανάφλεξη!!! Στη συζήτηση του προϋπολογισμού, στις 5-1215, ο Υπουργός Πολιτισμού, με τα τρία ονόματα (Αριστείδης Νικόλαος Δημήτριος) και το 0,2% (231 εκ. € συνολικά) του προϋπολογισμού, Μπαλτάς, μόλις είπε στην Βουλή, ένα ΤΙΠΟΤΑ για το δικό μας πολιτισμό, αλλά πολλά για τον πολιτισμό της φιλοξενίας της στρατιάς προσφύγων! Όμως, για τους άνεργους και πάμφτωχους, θα φροντίσει να περνάνε τις ατέλειωτες ώρες της απραξίας τους, δωρεάν, στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους! ΖΗΤΩ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΟΟΟΟΣ! Το υπουργείο Πολιτισμού ήταν, πάντα, από τα πρώτα «θύματα». Η Ελλάδα, ποτέ, δεν έδινε πολλά χρήματα στον πολιτισμό. Και έτσι, συνηθίσαμε να βλέπουμε φορείς να υπολειτουργούν, δημόσια μουσεία και οργανισμούς να «δοκιμάζονται». Όσο για τους καλλιτέχνες, την τελευταία εξαετία, έμαθαν να πορεύονται, μόνοι, στη γενική κρίση. Για το 2016, τα χρήματα που θα πάρει ο πολιτισμός είναι 333 εκατ. ευρώ. Αναλυτικότερα, οι δαπάνες, που εγγράφονται στον τακτικό προϋπολογισμό για το ΥΠΠΟΑ, είναι 281 εκατ. ευρώ. Τα 50 εξ αυτών είναι για τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και τα υπόλοιπα 231 εκατ. για τον πολιτισμό. Σε αυτά, προστίθενται και άλλα 102 εκατ. από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Αν, όμως, από τα 231 εκατ. ευρώ αφαιρέσουμε περίπου 147 εκατ., που αναλογούν για μισθοδοσία, δεν μένουν και πολλά. Ποιες από όλες τις τρύπες μπορεί να κλείσει κανείς, με αυτά τα χρήματα, στο υπουργείο Πολιτισμού; Υπάρχει, βέβαια, και το δεκανίκι του ΕΣΠΑ. Αλλά και εκεί δεν είναι παρήγορο ότι οι ρυθμοί απορρόφησης είναι αργοί. Η διαδικασία ψήφισης του Προϋπολογισμού, που ολοκληρώθηκε το Σάββατο 5-12-15, το βράδυ, είχε και μια πρωτοτυπία. Μπορεί και παγκόσμια. Ο υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς δεν αναφέρθηκε, στην ομιλία του, ούτε σε ένα από τα μεγάλα θέματα, που πρέπει να αντιμετωπίσει. Να επαναλάβει, έστω, τις υποσχέσεις, που έχει δώσει προς διάφορες κατευθύνσεις, τις λύσεις, που ο ίδιος έχει εξαγγείλει. Δεν είπε ούτε μία λέξη για το άνοιγμα του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Την επαναφορά του ειδικού φόρου, επί των εισιτηρίων, το μόνο σίγουρο πόρο, για τον κινηματογράφο, που

Σελίδα

3


εξαερώθηκε. Το ΕΣΠΑ και πώς τα πάει. Είχε, όμως, και ο ίδιος συναίσθηση της έκπληξης, που θα προκαλούσε η μη ομιλία του. «Ωραία, θα μου πείτε όλα αυτά, καλά για μία πανεπιστημιακή διάλεξη», είπε, όταν ολοκλήρωσε τη μακριά αναφορά του, στη συγκυρία (προσφυγική ροή και φιλόξενους Έλληνες, που δίνουν διδάγματα στο «λεγόμενο "δυτικό πολιτισμό"») αλλά και σε άλλα λεπτά θέματα, όπως, για παράδειγμα, τη δυνατότητα που μας δίνει η έννοια «φιλοξενία», «να συνδέσουμε ζητήματα αρχαίας κληρονομιάς, με ζητήματα σύγχρονου πολιτισμού». Όταν, όμως, αποφάσισε να εξηγήσει, γιατί επέλεξε μια «πανεπιστημιακή διάλεξη» και όχι μια κοινή, τετριμμένη, πεζή αναφορά, στα προβλήματα του Υπουργείου του (δεν τον άκουγαν μόνο βουλευτές, ο καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας τον άκουγε ή θα διάβαζε, κάποια στιγμή, το λόγο του), ο κ. Μπαλτάς, πάλι, κατέφυγε σε μια πρωτοποριακή άποψη. «Κατά κανόνα, ένα Υπουργείο Πολιτισμού οφείλει να μην έχει πολλά να πει, σε μια διαδικασία σαν αυτή, γιατί εκεί που αποτυπώνεται ο Προϋπολογισμός, είναι νούμερα, που δεν λένε πολλά», είπε. Και αν, τέλος πάντων, κάποιοι επιμένουν ότι ο Προϋπολογισμός «συνιστά αντικείμενο ενδιαφέροντος, αν θέλετε, ενός υπουργείου Πολιτισμού», είναι γιατί «αποτυπώνει μια Ιστορία και υπόσχεται κάποια πράγματα για το μέλλον». Και το Υπουργείο Πολιτισμού, «ακριβώς, για αυτή τη σχέση παρελθόντος και μέλλοντος, μεριμνά». Με αυτούς τους βαθείς, προσωπικούς και δύσκολους συνειρμούς, ξόρκισε ο κ. Μπαλτάς τη σχέση του Υπουργείου του με τον Προϋπολογισμό. Ίσως, όμως, να συνέβαινε και κάτι πιο απλό. Διότι τα νούμερα, αυτά που ο ίδιος πιστεύει ότι «δεν λένε πολλά», στην περίπτωση του ΥΠΠΟ, λένε και παραλένε. Έτσι, έστω και στο τέλος-τέλος της ομιλίας του, δεν μπόρεσε να μην αναφέρει το 0,2%, που του αναλογεί από τον Προϋπολογισμό- το χαρακτήρισε, μάλιστα, «πενιχρό», σχεδόν «ντροπή». Αλλά το κατανοεί. «Αναγνωρίζουμε», είπε, «ότι προηγείται η ανθρωπιστική καταστροφή, η ανεργία, η ακραία φτώχεια, η υγεία, η παιδεία. Και άρα ο Πολιτισμός οφείλει να μην διεκδικεί, από εκεί, τα δικά του υλικά μέσα, για να προχωρήσει ο ίδιος». Στο κρίσιμο αυτό σημείο, θα περίμενε κανείς ότι ο ειλικρινής Υπουργός Πολιτισμού θα είχε, τουλάχιστον, καμιά ιδέα για το «πού» θα στηριχτεί ο Πολιτισμός, πέραν του κράτους που δεν μπορεί. Προτίμησε να κάνει το ανάποδο. Ενδιαφέρθηκε για το «πώς» το φτωχό Υπουργείο Πολιτισμού «θα συνδράμει» το ίδιο σε όλα τα προηγούμενα δεινά- όχι τα δικά του. Το έχει ξανακάνει ο κ. Μπαλτάς. Αυτήν τη φορά, πάντως, απέφυγε να βρει διάφορα «ισοδύναμα» για το Φ.Π.Α. ή τις συντάξεις, που θα εκπορεύονταν από τη γενναιόδωρη Μπουμπουλίνας. Τόνισε, γενικώς και αορίστως, τους πόρους από μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, που πηγαίνουν στον Κρατικό Προϋπολογισμό. Ενώ τα δύο μοναδικά χειροπιαστά μέτρα, που εξήγγειλε, ήταν η επέκταση της δωρεάν εισόδου στα μουσεία, σε όσους έχουν κάρτες ανεργίας και αλληλεγγύης, και η παροχή «πάσου» στους σπουδαστές των σχολών, που έχει, υπό την εποπτεία του, το Υπουργείο Πολιτισμού (Δραματική Σχολή Εθνικού, Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης, Κρατικό Ωδείο κλπ.). «Τα μέτρα αυτά είναι λίγα, το ξέρουμε», κατέληξε. «Προσπαθούμε, όμως, μέσω αυτών να δείξουμε ότι ο πολιτισμός δεν είναι μόνο αυτός που ζητάει λεφτά, αλλά αυτός που μπορεί να παράγει, από τη δική του αυτοανάπτυξη, περισσότερα λεφτά». Με λίγα λόγια, αυτοαναπτυχθείτε, καλλιτέχνες. Δεν περίμεναν, πάντως, να τους το πει αυτό κανείς. Το κάνουν μόνοι τους, εδώ και χρόνια. Ή στηρίζονται σε δωρεές ιδιωτών, που το Υπουργείο χάνει πότε-πότε, μέσα στην αναμπουμπούλα. Να το ακούνε, ως σύσταση, όχι από νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, αλλά από αριστερή, είναι μια πανευρωπαϊκή πατέντα. Που ούτε η κρίση δεν τη δικαιολογεί…

Σελίδα

4


Γκάφα Μπαλτά στη Βουλή, για τα Γλυπτά του Παρθενώνα Xρήστος Μπόκας, Πρώτο Θέμα, 08/12/2015 Μετά τα μνημόνια, που δεν έσκισε, το κατοχικό δάνειο, που δεν ενέγραψε, στον προϋπολογισμό, η κυβέρνηση δεν θα διεκδικήσει τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, για να μην χάσουμε το δικαστήριο! Σε κορυφαία διπλωματική γκάφα, υπέπεσε ο Υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς, εκθέτοντας, συνολικά, τη χώρα, στη μάχη, που δίνει για την επιστροφή των κλεμμένων Γλυπτών του Παρθενώνα. Μιλώντας, σε δημόσια συνεδρίαση επιτροπής της Βουλής, και απαντώντας, σε ερώτημα, σχετικό με τις κινήσεις του Υπουργείου, για την επιστροφή των μαρμάρων, είπε πως η κυβέρνηση δεν θα προχωρήσει, σε νομικές διεκδικήσεις, γιατί εκτιμά ότι η χώρα μας θα χάσει το δικαστήριο. «Η τάση είναι να μην προχωρήσουμε, σε νομική διεκδίκηση, κυρίως, γιατί κινδυνεύουμε να χάσουμε το σχετικό δικαστήριο», είναι η φράση του κ. Μπαλτά, που «πάγωσε» τους παριστάμενους βουλευτές όλων των κομμάτων, καθώς ενισχύει την θέση των Βρετανών. Για πρώτη φορά, άλλωστε, Έλληνας Υπουργός Πολιτισμού υποστηρίζει, δημόσια, πως μια δικαστική διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα θα απέβαινε, υπέρ των Βρετανών. Είναι δε εντυπωσιακό ότι η δήλωση του κ. Μπαλτά έγινε, κατά τη συζήτηση, στην επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, νομοσχεδίου, σχετικού με την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών, που έχουν απομακρυνθεί, παράνομα, από το έδαφος κράτους-μέλους της Ε.Ε.. Υπενθυμίζεται ότι η τακτική της νομικής διεκδίκησης είχε εγκαταλειφθεί από την προηγούμενη πολιτική ηγεσία του Υπουργείου. Ωστόσο, ο τότε Υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης είχε προχωρήσει σε πιο προσεκτικές δηλώσεις, χωρίς να εκθέσει τη θέση της χώρας. Να σημειωθεί ότι η νομική διεκδίκηση αναθερμάνθηκε επί υπουργίας Κώστα Τασούλα, όταν κάλεσε να συνδράμει μεγάλο δικηγορικό γραφείο του Λονδίνου, στο οποίο εργάζεται και η κυρία Αμάλ Αλαμπουντίν. Σύμφωνα δε με πληροφορίες, το κόστος των 200.000 λιρών, που ζήτησαν οι διεθνούς φήμης νομικοί, για να συντάξουν το σχετικό πόρισμα, κάλυψε Έλληνας ομογενής. Πάντως, ο κ. Τασούλας, αντιδρώντας στις δηλώσεις του κ. Μπαλτά, είπε πως είναι «ανήκουστη και απαράδεκτη η άποψη- όχι μόνο γιατί ενισχύει την αστήριχτη επιχειρηματολογία των Βρετανών-, αλλά γιατί προεξοφλεί άδικα και χωρίς λόγο κάτι, για το οποίο η Ελλάδα έχει πολλά επιχειρήματα. Η γνωμάτευση του δικηγορικού γραφείου του Λονδίνου δεν προσέδωσε, μόνο, νομικές συμβουλές, αλλά και μια ανεκτίμητη δημοσιότητα, υπέρ του αγώνα της χώρας μας για την επιστροφή των Γλυπτών. Η χώρα μας δεν είχε κανένα λόγο να στερηθεί μια νέα, ευνοϊκή, παγκόσμια δραστηριότητα, υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων, που θα ενεργοποιούσε η κίνηση της κυβέρνησης να παραλάβει το πόρισμα-γνωμάτευση».

Σελίδα

5


ο ι ρ

δ έ ν

Συ

«Ελληνικό Θέατρο Σκιών Άυλη πολιτιστική κληρονομιά»

Στον Βάλτερ Πούχνερ, το διαπρεπή θεατρολόγο και μελετητή του ελληνικού Θεάτρου Σκιών αφιερώθηκε το διεθνές επιστημονικό συνέδριο «Ελληνικό Θέατρο Σκιών - Άυλη πολιτιστική κληρονομιά», που διοργάνωσαν το Κέντρο Βυζαντινών Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών και το Πανεπιστήμιο της Γρανάδα στην Ισπανία, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, την Ισπανική Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών και το Τμήμα Θεατρολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στην Αθήνα, στις 27, 28 και 29 Νοεμβρίου. Οι εργασίες του συνεδρίου διεξήχθησαν, στην αίθουσα συνεδριάσεων του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου (Μέγαρο Παλαιάς Βουλής, Πλατεία Κολοκοτρώνη, Σταδίου 13) και στην αίθουσα «Εurope Direct» του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων (Ακαδημίας 50). Το συνέδριο κάλυψε όλες τις πτυχές του νεοελληνικού πολιτισμού, που επηρεάστηκαν από το Θέατρο Σκιών, κατά τη διάρκεια της ιστορίας του (θέατρο, φιλολογία, αρχεία, μουσειολογία, κοινωνιολογία, ανθρωπoλογία, ιστορία, καλές τέχνες, εκπαίδευση, μουσική κ.ά.) και σκοπός του ήταν να προωθηθεί η έρευνα και η μελέτη του Θεάτρου Σκιών, να διερευνηθούν οι επιρροές, που δέχτηκε και άσκησε το Θέατρο Σκιών, στις εκφάνσεις του νεοελληνικού πολιτισμού και να διερευνηθούν τα στοιχεία που προϋποθέτουν την αναγνώρισή του ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Συμμετείχαν, με εισηγήσεις τους, καταξιωμένοι μελετητές του Θεάτρου Σκιών (Γιάννης Κιουρτσάκης, Άννα Σταυρακοπούλου, Γ. Λαδογιάννη, Δηώ Καγγελάρη κ.ά.), ενώ πραγματοποιήθηκαν και τρία στρογγυλά τραπέζια για το Θέατρο Σκιών και τις τέχνες (Δήμος Αβδελιώδης, Κ. Δημάδης, Γ. Κοτσίνης, Λευτέρης Ξανθόπουλος, Μάνος Στεφανίδης), το παρόν και μέλλον του ελληνικού Θεάτρου Σκιών (Άθως Δανέλλης, Μιχάλης Ιερωνυμίδης, Πάνος Καπετανίδης, Ηλίας Καρελλάς, Μιχάλης Χατζάκης) και το ελληνικό Θέατρο Σκιών και την άυλη πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO (Ζωή Μάργαρη, Μιχάλης Μερακλής, Μόσχος Μορφακίδης, Rosario Perricone).

η σ ε

Tο Κέντρο Βυζαντινών Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών και το Πανεπιστήμιο της Γρανάδα (Ισπανία), από τον Δεκέμβριο του 2015 έως τον Ιούνιο του 2016, διοργανώνει, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (Μέγαρο Παλαιάς Βουλής, Πλατεία Κολοκοτρώνη, Σταδίου 13), έκθεση με τίτλο «Το Θέατρο Σκιών στην Ελλάδα». Σκοπός της έκθεσης είναι η προώθηση του θέματος της αναγνώρισης από την UNESCO του ελληνικού Θεάτρου Σκιών, ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Η έκθεση θα περιλαμβάνει τις ενότητες: Α. Ιστορική διαδρομή του Θεάτρου Σκιών, από την Άπω Ανατολή ως τη σύγχρονη Ελλάδα. Β. Τα χαρακτηριστικά του Θ. Σ.: α) Τεχνική, δομή του έργου, πρόσωπα. β) Δραματουργία: - Παραδοσιακά έργα (κωμωδίες). - Ιστορικό δράμα: αρχαίο δράμα, Βυζάντιο, αγώνες κατά των Τούρκων (πριν το ’21, η Επανάσταση του ’21), ο Μακεδονικός Αγώνας. - Ληστεία. - Κοινωνικό δράμα. - Πολιτική. - Παραμυθόδραμα. Γ. Οι επιδράσεις του Θεάτρου Σκιών στην πολιτιστική ζωή της νεότερης Ελλάδας: Υπεύθυνοι έκθεσης: Μιχάλης Χατζάκης και Παναγιώτης Μαζαράκης Καλλιτεχνικός υπεύθυνος: Γιώργος Χατζάκης

θ κ Έ

Σελίδα

6


Συνεργάτες: Δημήτρης Φανάρας, Σοφία Μιχοπούλου, Κωνσταντίνος Τσούρμας Τα αντικείμενα, που θα εκτεθούν, προέρχονται από τις συλλογές: • Μιχάλη Χατζάκη • Παναγιώτη Μαζαράκη • Σοφίας Μιχοπούλου • Μιχάλη Ιερωνυμίδη • Δημήτρη Φανάρα • Αικατερίνης Μυστακίδου • Γιάννη Χατζή • Θανάση Σπυρόπουλου • Άθου Δανέλλη •Οικογένειας Σπαθάρη • Μουσείου Μπενάκη-Πινακοθήκη Χατζηκυριάκου-Γκίκα • Μουσείου Μπενάκη-Πινακοθήκη Γιάννη Τσαρούχη • Συλλόγου Φίλων Γιάννη Σκαρίμπα • Πανελληνίου Σωματείου Θεάτρου Σκιών

Η έκθεση πραγματοποιείται με την ευγενική υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και του Ιδρύματος «Κόσμος εν Αρμονία». Από: http://www.ntokoumenta.gr -

Ο «Καραγκιόζης» στην αγκαλιά της Ουνέσκο Φαντάζονται πολλοί, νομίζετε, ότι το Θέατρο Σκιών, ο περίφημος, κατά κυριολεξία, «Καραγκιόζης» μπορεί να τεθεί υπό την προστασία της «ΟΥΝΕΣΚΟ» ως πολιτιστική περιουσία και άρα κληρονομιά; Στο κτήριο της παλαιάς Βουλής, από την Παρασκευή, άρχισε μια πολύ σημαντική προσπάθεια, με πρωταγωνιστές δεκάδες Πανεπιστημιακούς και το κτήριο γεμάτο «Καραγκιόζηδες»! Από την Παρασκευή μέχρι την Κυριακή 29 Νοεμβρίου, οι πανεπιστημιακοί κάνουν συνέδριο με θέμα το Θέατρο Σκιών και τον «Καραγκιόζη α λα ελληνικά». Από την Παρασκευή μέχρι τον Ιούλιο του 2016, ο ημιόροφος της Παλαιάς Βουλής μετατράπηκε σε έκθεση με θέμα το Θέατρο Σκιών. Εκεί, ο Βασίλη Ρώτας, ο Σπαθάρης, όλοι όσοι υπηρέτησαν και υπηρετούν το Θέατρο Σκιών, με σχέδια, ξυλόγλυπτα περίφημα και βιβλία. Ένας από τους στυλοβάτες του συνεδρίου και της Έκθεσης, ο γνωστός, στην Ισπανία (περισσότερο) και στην Ελλάδα, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γρανάδα, Μάκης Μορφακίδης. Από την προσπάθεια των πανεπιστημιακών μας, πληροφορηθήκαμε την επιδίωξη να πάρει, στην… αγκαλιά της, τον ελληνικό «Καραγκιόζη» η ΟΥΝΕΣΚΟ. Ο κ. Μορφακίδης απαντά και μας ενημερώνει για τη σημασία της προσπάθειας: - Κ. Μορφακίδη, πώς ξεκίνησε και με ποιά αιτία η διοργάνωση έκθεσης και συνεδρίου για το Θέατρο Σκιών; - Από το 2012, το Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών της Γρανάδα υλοποιεί το ερευνητικό πρόγραμμα «Αρχείο/Βάση Δεδομένων του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών», το οποίοι έχει ως σκοπό: α) την προώθηση της έρευνας και μελέτης του Θ.Σ., β) την ενημέρωση του ευρύτερου κοινού για την ιστορία του, το κοινωνικό πλαίσιο και τους προβληματισμούς του, την οργάνωση, τη δραματουργία, την τεχνική, την αισθητική, τη σχέση του με τις καλές τέχνες, την εκπαίδευση κλπ., γ) την επιστημονική υποστήριξη και τεκμηρίωση για την αναγνώρισή του από την UNESCO ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού, διοργανώνονται τόσο το συνέδριο, όσο και η έκθεση στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. - Τι είναι το Θέατρο Σκιών, για την Τέχνη γενικά και για την Ελλάδα ειδικά; - Πρόκειται για το λαϊκό θέαμα που, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, εξέφρασε, με ιδιαίτερη επιτυχία, την ελληνική κοινωνία μέσω της σάτιρας και του δράματος, αγκαλιάζοντας την ιστορία του Ελληνισμού από την αρχαιότητα, περνώντας από Βυζάντιο, τουρκοκρατία, απελευθερωτικούς αγώνες και κοινωνικούς προβληματισμούς. Επηρεάστηκε και επηρέασε σχεδόν όλες τις πτυχές του νεοελληνικού πολιτισμού: θέατρο, κινηματογράφο, λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες, μουσική, εκπαίδευση, κ.ά.. - Ποια είναι η σημασία της αναγνώρισης από την ΟΥΝΕΣΚΟ του Θεάτρου Σκιών για την Ελλάδα; - Δεδομένου ότι η UNESCO έχει ήδη αναγνωρίσει τα Θέατρα Σκιών άλλων λαών (Κίνας, Ινδονησίας, Τουρκίας), πιστεύουμε ότι η ελληνική παράδοση στο χώρο αυτό, αν και νεότερη, διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις, για να τύχει επίσης της αναγνώρισης που της αξίζει. Όταν εξετάζει κανείς τις διαστάσεις, που έλαβε το ταπεινό αυτό θέαμα, στην ελληνική κοινωνία, επί ενάμιση σχεδόν αιώνα, δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί, από τον πλούτο του και την καταπληκτική του ικανότητα να εκφράζει τις ιδιομορφίες και τον τρόπο ζωής και σκέψης ενός λαού.

Σελίδα

7


Την Παρασκευή 4/12/2015, έγινε η κηδεία, από τον Ιερό ΕΦΥΓΕ Ναό του Άγιου Μηνά, στην Λεύκα Πατρών, του πατρινού καραγκιοζοπαίχτη Γιώργου Μπαλαμπάνη, που έφυγε, από τη ζωή, Ο ΓΙΩΡΓΟΣ χτυπημένος από την επάρατη νόσο. ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΗΣ Υπήρξε βοηθός του Γιάνναρου, του Μακρή και στενός συνεργάτης του «Θεοδωροπούλειου Θεάτρου Σκιών» Ο Νίκος Φραγκόπουλος (γιος της Σοφίας Θεοδωροπούλου) ήταν από τους ανθρώπους της Πάτρας, που του στάθηκε, στις τελευταίες του στιγμές, φροντίζοντας, τόσο για τις τελευταίες νοσηλείες του, όσο και για τα τυπικά της «τελευταίας πράξης» του Γιώργου. Η κηδεία του έγινε δαπάνει του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών, εκφράζοντας, με αυτόν τον τρόπο, τη θλίψη του, για τον πρόωρο χαμό του Γιώργου, και την επιθυμία, τόσο του Δ.Σ. όσο και των μελών του. Επικήδειο λόγο εκφώνησε, για λογαριασμό του Π.Σ.Θ.Σ., το μέλος του Κ.Σ. του Σωματείου και καραγκιοζοπαίχτης Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους καραγκιοζοπαίκτες της Πάτρας, που, με τη φωνή του, ζωντάνευε τους ήρωες του Καραγκιόζη και έδινε χαρά, στα μικρά παιδιά. Έφυγε από τη ζωή, τα ξημερώματα της Τετάρτης 2 Δεκεμβρίου 2015, ενώ ήταν, πάντα, ενεργός, μην αφήνοντας, από δίπλα του, μέχρι την ύστατη στιγμή, τον αγαπημένο ήρωα της λαϊκής μας παράδοσης και την παρέα του. Μάθαμε επίσης ότι ο Γιώργος Μπαλαμπάνης ήταν, για πολλά χρόνια, φροντιστής, στην ομάδα της Θύελλας Πατρών και ήταν από τις πιο αγαπητές φιγούρες, που πέρασαν από το «Φώτης Αραβαντινός».

«ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΤΟΝ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΗ…»

Τον Μπαλαμπάνη τον γνώρισα, πρώτη φορά, στο θεατράκι του Κώστα Μακρή, σε ένα υπόγειο, στην Τριών Ναυάρχων. Το θέατρο αυτό ο Μακρής το διατηρούσε με τον καραγκιοζοπαίχτη Λεωνίδα Δημόπουλο. Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα λοιπόν, πήγα με τον πατέρα μου να επισκεφτώ αυτόν το χώρο. Με βάλανε πίσω από τη σκηνή. Εκεί, ήτανε ο Μπαλαμπάνης. Δεν ήταν μέρα για παράσταση, αλλά επειδή ο πατέρας μου τους εξέφρασε τη μεγάλη μου αγάπη για τον Καραγκιόζη, ο Γιώργος με έβαλε να παίξω τον πρόλογο. Έβαζε την κασέτα και με προέτρεπε να βρω τη φιγούρα, το τραγούδι της οποίας ακουγόταν. Τον Μπαλαμπάνη τον γνώρισα καλύτερα, όταν έπαιζε στο πλευρό του Κώστα Μακρή, στο Λαϊκό Θέατρο, μαζί με τον Γιάνναρο, στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Πήγαινα εκεί ως θεατής και δειλά-δειλά, έμπαινα και πίσω από τον μπερντέ. Καλύτερα όμως τον γνώρισα και μάλιστα όχι σαν βοηθό, αλλά σαν καραγκιοζοπαίχτη, την εποχή που το Λαϊκό Θέατρο της Γερμανού, για δύο καλοκαίρια, το δούλευε η Σοφία Θεοδωροπούλου-Καλογερά, με το Θεοδωροπούλειο Θέατρο Σκιών. Εκεί, τον βοηθούσα κάθε βράδυ. Παρόλο που ο Μπαλαμπάνης, για κάποιους, δεν αντιμετωπίστηκε σωστά, σαν καραγκιοζοπαίχτης, και παρόλο που για κάποιους υπήρξαν ενστάσεις για την παρουσία μου, δίπλα του, ως βοηθός, πιστεύω ότι πήρα πολλά, βοηθώντας τον Μπαλαμπάνη, που ήταν κοντά στους παλιούς ξακουστούς καραγκιοζοπαίχτες της Πάτρας και τον ήξερε καλά τον Καραγκιόζη. Μιλάμε για «ιερά τέρατα» του παρελθόντος, σαν τον Αλεξόπουλο, τον Αντώναρο, τον Μίμη Ασπιώτη, τον Ορέστη και τον Γιάνναρο. Άρα η εμπειρία του Γιώργου, πάνω στον Καραγκιόζη, ήταν αδιαμφισβήτητη. Ο Μπαλαμπάνης πρέπει να θεωρείται άξιος και με τα «όλα» του καραγκιοζοπαίχτης της Πάτρας

Σελίδα

8


και αυτό μου το επιβεβαίωνε και ο ίδιος ο Γιάνναρος, παρά τις «αθώες» κόντρες, που είχανε στο παρελθόν. Ίσως ο Μπαλαμπάνης να μην πήρε όλα αυτά που του άξιζαν και ίσως να φέρει κάποιες ευθύνες και ο ίδιος, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Εκείνη την εποχή, ο Μπαλαμπάνης έπαιζε έργα του Ντίνου του Θεοδωρόπουλου, για να τιμήσει, όπως όφειλε, τη μνήμη του πατέρα της Σοφίας. Έπαιξε τον «Πατριάρχη Γρηγόριο τον Πέμπτο» ή τον «Οδυσσέα Ανδρούτσο», τόσο καλά, πράγμα που ούτε εγώ ο ίδιος δεν το περίμενα, ειδικά έχοντας ακούσει τόση αμφισβήτηση γύρω από το πρόσωπό του. Η όλη ατμόσφαιρα των παραστάσεων του Θεοδωροπούλειου Θεάτρου Σκιών, στο Λαϊκό Θέατρο, επί της Γερμανού, τα καλοκαίρια του 2007 και του 2008, είχε κάτι από την παλιά καλή εποχή των παλιών θιάσων, που γύριζαν την επαρχία και θεάτριζαν τον κόσμο, παίζοντας, κάθε μέρα, και από μια άλλη παράσταση και τιμώντας την παράδοση του καλού θεάτρου, τόσο από τους πλανόδιους καραγκιοζοπαίχτες όσο και από τα λεγόμενα «μπουλούκια». Υπήρχε, όμως, και η ατμόσφαιρα του μόνιμου πάλκου του Ντίνου, όπως τη μνημονεύουν οι πιο παλιοί. Ξεκίναγε ένα τραγουδάκι από την Σοφία, πέφτοντας πάνω της «κανόνι» το φως του προβολέα, μια διασκευή του τραγουδιού «Πού είναι τα χρόνια», και αναφέροντας το όνομα του αείμνηστου πατέρα της και τον πόθο της να αναβιώσει το πνεύμα και την τέχνη του. Κάποια ταχυδακτυλουργικά κόλπα, που όμως με ξένιζαν κάπως, πολύχρωμα λαμπάκια, που φώτιζαν τη σκηνή, και ένα σκηνικό, που με ταξίδευε σε άλλες εποχές. Πολλές ώρες συζητήσεων, μετά από τις παραστάσεις, με την Σοφία και με τον Γιώργο. Έμαθα πολλά πράγματα για τον Ντίνο, νιώθοντας δέος και ανατριχίλα, ειδικά όταν ερχόμουν σε επαφή με το αρχειακό υλικό του ή τις φιγούρες του από ζελατίνη. Από τον Γιώργο, άγγιξα και φιγούρες πολλών ακόμη μεγάλων-παλιών καραγκιοζοπαιχτών. Μετά τον πρόωρο και ξαφνικό θάνατο της Σοφίας, άρχισα, σταδιακά, να αποκόπτομαι από το Θέατρό της και να λιγοστεύουν οι επαφές μου με τον Γιώργο τον Μπαλαμπάνη. Κατά την ταπεινή μου άποψη όμως, ο Γιώργος άξιζε πολλά περισσότερα, στο χώρο του Θεάτρου Σκιών. Ο ίδιος παρέμεινε ένα παιδί, ζώντας σε μια εποχή, που ήταν, όμως, πολύ σκληρή για τον ίδιο. Ο τρόπος ζωής του και η όλη του συμπεριφορά, εξαιτίας της αθωότητάς του, έκανε πολλούς να τον θεωρούν, συχνά, ως ένα γραφικό τύπο, ενώ ο ίδιος προτιμούσε να ζει στο περιθώριο, όντας φτωχός, στα όρια συχνά της εξαθλίωσης και ευτυχώς που βρήκε στέγη στο Θεοδωροπούλειο, πίσω από το Σκαγιοπούλειο, τουλάχιστον την εποχή που τον βοηθούσα και κάναμε πολλή παρέα. Προ ολίγων μηνών, εισέπραττα από τρίτους ένα γλυκό παράπονο από τον Μπαλαμπάνη, επειδή δεν ανέφερα, ποτέ και πουθενά, ότι είχα περάσει από τον μπερντέ του, επηρεασμένος και εγώ από το υπόλοιπο σινάφι και υποτιμώντας την εποχή που τον βοηθούσα, κάτι για το οποίο όμως μετάνιωσα και προτίθεμαι, άμεσα, να επανορθώσω, αφιερώνοντας, με την πρώτη ευκαιρία, μια παράστασή μου, στη μνήμη του… Κωνσταντίνος Λαλιώτης

Το χριστουγεννιάτικο πρόγραμμα παραστάσεων του Κώστα Μακρή στο νέο μόνιμο χώρο του, στην οδό Γερμανού 56: Τρίτη 22 Δεκεμβρίου, στις 21.00: «Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη Καραγκιόζη και ο Παπα-Διαμαντής» Σάββατο 26 Δεκεμβρίου, στις 17.30 και Κυριακή 27 Δεκεμβρίου, στις 11.30 και στις 17.30: «Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη Καραγκιόζη και ο Παπα-Διαμαντής» Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016, στις 17.30 και Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016, στις 11.30 και στις 17.30: «Ο Καραγκιόζης και ο Άγιος Βασίλης» Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016, στις 17.30 και Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016, στις 11.30 και στις 17.30: «Ο Καραγκιόζης και οι Καλικάντζαροι»

Σελίδα

9


«ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΑ-ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ» του Βασίλειου Χριστόπουλου Εισαγωγή του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη

Το λαϊκό Θέατρο Σκιών του Καραγκιόζη φιλοξένησε, κατά καιρούς, στο «λευκό του σεντονάκι», διάσημα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο πασίγνωστος «Καραγκιόζης δια της βίας γιατρός» είχε βασιστεί στο αντίστοιχο θεατρικό έργο του Μολιέρου, ενώ ο Βασίλαρος είχε ανεβάσει, στο πανί και με μεγάλη επιτυχία, τους «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκώ. Οι σχετικές απόπειρες δεν εξαντλούνται εύκολα και απαρτίζουν έναν αξιόλογο κατάλογο παραστάσεων, ο οποίος φτάνει μέχρι το σήμερα και το γνωστό πατρινό συγγραφέα Βασίλη Χριστόπουλο. Ο Χριστόπουλος, έχοντας ήδη στο ενεργητικό του δύο σημαντικά βιβλία, για τους παλιούς πατρινούς καραγκιοζοπαίχτες, Δημήτριο Σαρδούνη ή Μίμαρο και Ανέστη Βακάλογλου ή Ορέστη, επιχειρεί να μεταφέρει, στον μπερντέ, ένα από τα πιο γνωστά διηγήματα του «Αγίου» των ελληνικών γραμμάτων, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, με τίτλο: «Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη». Ο πατρινός συγγραφέας, μέσα στα πλαίσια της σοβαρής δουλειάς του, έχει εμβαθύνει στο παπαδιαμαντικό κείμενο, ανιχνεύοντας τις «ρίζες» του, σε παλιότερο γαλλικό διήγημα, που προφανώς είχε διαβάσει ή και μεταφράσει ο σκιαθίτης συγγραφέας. Ο σκοπός του Χριστόπουλου είναι διττός: Αφενός να παρουσιάσει ένα νέο έργο, με χριστουγεννιάτικους διαλόγους, για τον Καραγκιόζη: Ένα έργο πλήρες, ολοκληρωμένο, προσεκτικά γραμμένο, με στοχευμένη φιλοσοφία και με απώτερο στόχο τον αποτελεσματικό συνδυασμό ψυχαγωγίας και ποιότητας, πέρα από τις γνωστές χριστουγεννιάτικες ιστορίες του Καραγκιόζη, που είτε είναι ανολοκλήρωτες, είτε εναρμονίζονται στο ρυθμό παλιότερων παραστάσεων, είτε στοχεύουν μόνο στην εμπορικότητα και την απλή διασκέδαση, στερούμενες ουσιαστικού περιεχομένου. Αφετέρου, ο σκοπός του Χριστόπουλου είναι να εντάξει, με τρόπο συνειδητό και συστηματικό, τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη μέσα στο έργο, τόσο ως προς την αξιοποίηση του παπαδιαμάντικου λόγου και μύθου, όσο και ως προς τον ίδιο τον κυρ-Αλέξανδρο, ο οποίος μεταμορφώνεται σε ήρωα-φιγούρα του μπερντέ και εισβάλλει, ως παπα-Διαμαντής, στο πανί, στο πλάι του Καραγκιόζη και των υπόλοιπων ηρώων. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι ο Παπαδιαμάντης έζησε, στην Αθήνα, κατά την εποχή της ακμής του νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών, έχοντας, εκτός των άλλων, μεταφράσει (στα ελληνικά) και ένα ξενόγλωσσο κείμενο για τον οθωμανικό Καραγκιόζη. Αυτήν την πολύ αξιόλογη συγγραφική απόπειρα του Βασίλη Χριστόπουλου έχει κληθεί να ζωντανέψει στο λευκό πανί, ο συνεργάτης και φίλος του, ο πατρινός καραγκιοζοπαίχτης Κώστας Μακρής, κατά την περίοδο των χριστουγεννιάτικων γιορτών και με πρεμιέρα το βράδυ της Τρίτης 22 Δεκεμβρίου 2015, στο νέο του στέκι, στην οδό Γερμανού 56… «Αβάντι Μαέστρο»!

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΑ-ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ Θέατρο Σκιών, στηριγμένο στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,

Σελίδα

10


«Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη». (Κωμωδία σε 7 σκηνές) ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ (με σειρά εμφανίσεως): Καραγκιόζης, Αγλαΐα, Κολλητήρια, Στρατίνα, Μπέης, Χατζηαβάτης, Καφετζής, Σταύρακας,Μπαρμπαγιώργος, παιδί, παπα-Διαμαντής ΣΚΗΝΗ 1η Καλύβα του Καραγκιόζη: Η οικογένεια πετάει έξω τον Καραγκιόζη, που πέφτει με γδούπο. Αγλαΐα: Έξω, έξω από το σπίτι, παλιό τεμπέλη, παλιοακαμάτη… Έρχονται Χριστούγεννα και δεν έφερες ένα μεροκάματο στο σπίτι. Μαύρα Χριστούγεννα θα κάνουμε κι εφέτος. Μπιριγκόγκος: Πατέλα, τεπέλη, να πας να βεις δουγιά. Αγλαΐα: Αν δεν βρεις μια γαλοπούλα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, να μην ξαναπατήσεις σπίτι. Κοπρίτης: Ρε, πατέρα, άι στο διάλο τεμπελχανά. Καραγκιόζης: Ρε, τον πατέρα σας διώχνετε… Που σας μεγάλωσα, σας ανάθρεψα, σας έκανα άντρες... Και σεις, αχάριστα, σηκώνετε χέρι πάνω μου, δεν ντρέπεστε… Κολλητήρι: Νηστικούς μας άφηνες, ρε. Καραγκιόζης: Δεν σας τάιζα, ρε Κολλητήρι; Και του πουλιού το γάλα σας έφερνα… Κολλητήρι: Πότε μας έφερες γάλα, ρε; Καραγκιόζης: Αφού το πουλί δεν βγάζει γάλα, εγώ φταίω; Αν έβγαζε, θα το κράταγα για μένα; Αγλαΐα: Καραγκιόζη, σπίτι δεν ξαναμπαίνεις αν δεν φέρεις γαλοπούλα για τα Χριστούγεννα. Πήγαινε να κάνεις κάνα μεροκάματο, μετά να την ψωνίσεις και φώναξε να την ελέγξουμε. Τότε, μόνο, θα μπεις στο σπίτι. Καραγκιόζης: (Απομακρύνεται) Κάνε παιδιά να σε σέβονται… Πού να βρω μεροκάματο, ρε παιδιά, μέσα στην κρίση; Εδώ, χάνουν τη δουλειά τους αυτοί που θέλουν να δουλεύουν και θα δουλέψω εγώ που δεν θέλω; Πού στο διάολο να πάω για δουλειά; Να πάω να μαζέψω ελιές; Υγρασία μεγάλη. Να πάω κάτω στα μαγαζιά, δίπλα στη θάλασσα, η δουλειά βαριά και υγρασία, ρευματισμοί, κρυώματα. Να πάω στα δέρματα, στα τομάρια; Το δικό μου το τομάρι δεν το σκέφτομαι; Μετά είναι μεροκάματο αυτό, που δίνουν σήμερα τα αφεντικά; Σε πληρώνουν για τρεις ώρες και σε κρατάνε οκτώ κι εννιά. Βλέπω κι άλλους που δουλεύουν, πώς προκόψανε. Δουλεύει ο πατέρας, δουλεύει ο γιος, το κορίτσι στη μοδίστρα και στο κομμωτήριο και δεν μπορούν να βγάλουν το νοίκι τους. Δουλεύουν για τον μπακάλη, για το μανάβη, τον τσαγκάρη, τον έμπορο και για το νοίκι της γριάς Στρατίνας, ανάθεμά την. (Βλέπει στο δρόμο την κυρά Στρατίνα) Α, καλή σου ώρα, κυρά Στρατίνα… Εσύ μας έλειπες τέτοια ώρα, παλιόγρια… Στρατίνα: Πού πας, αχαΐρευτε, πού τεμπελιάζεις; Καραγκιόζη, μού χρωστάς τριάντα νοίκια, φταίω να σε πετάξω στο δρόμο; Καραγκιόζης: Προλάβανε άλλοι και με πετάξανε. Στρατίνα: Θα πετάξω και τους άλλους. Καραγκιόζης: Αν κοτάς, πήγαινε από κει. Στρατίνα: Όχι, θα τους φοβηθώ. Καραγκιόζης: Καλά, πήγαινε. Στρατίνα: Τα νοίκια να μου φέρεις. Να πας να δουλέψεις, τεμπέλη. Με το νέο έτος θα φωνάξω την αστυνομία να σε πετάξει έξω, εσένα και την οικογένειά σου. Ε, δεν είναι κατάσταση αυτή. Η μια νοικάρισσα μού καθυστερεί δύο νοίκια, ο άλλος πέντε νοίκια, η γειτόνισσα ακόμη να μου φέρει τα δανεικά, δανεικά κι αγύριστα πάνε να γίνουν. (Απομακρύνεται, μονολογώντας) Καραγκιόζης: Βρε, βρε, δεν με αφήνουν να ησυχάσω... Να σκεφτώ πού μπορώ να βρω ένα γάλο, ένα παχύ γαλόπουλο ή μια γαλοπούλα... Και καλά, βρήκα μια γαλοπούλα... Μετά είναι το άλλο, πώς θα τη μαγειρέψουμε; Ψητή στο φούρνο, σούπα αυγοκοφτή ή σούπα αυγολέμονο; Δεν πιστεύω να τσακωθώ με τα παιδιά μου για το μαγείρεμα; Να ένα ζήτημα, που η Αγλαΐα δεν το έχει σκεφτεί... Βρε, βρε, τα προβλήματα των ανθρώπων να μην έχουν τελειωμό... Ένα-ένα όμως... Πρέπει, πρώτα, να τη βρω... και μετά, με το μαγείρεμα, θα δούμε τι θα γίνει... Να τη βρω, να τη βρω, αλλά πού στα κομμάτια να τη βρω; Πού να πάω; Να πάω στη στάνη του μπάρμπα μου του βλάχου, στο βουνό; Να τον ρωτήσω, μπάρμπα Γιώργο, μαζί με τα γιδοπρόβατα, μην έχεις και καμιά γαλοπούλα; Να του τη ζητήσω να μου τη δανείσει μέχρι πέρα το Πάσχα και βλέπουμε… Ή να του ζητήσω κάνα πρώιμο αρνάκι να το μεγαλώσω… Ψητό στο

Σελίδα

11


φούρνο με πατάτες… Μέχρι πέρα το Πάσχα και βλέπουμε… Δεν μπορεί, θα υπάρχει τρόπος, αρκεί να σπάσω το κεφάλι μου, να σκεφτώ. Άμα το σκεφτώ, πού θα μου πάει, θα το βρω. Πού να πάω, όμως, να σκεφτώ; Α! Στο καφενείο… Εκεί θα πάω...

Μπέης: Χατζηαβάτης: Μπέης: Χατζηαβάτης: Μπέης: Χατζηαβάτης: Μπέης: Χατζηαβάτης: Μπέης: Χατζηαβάτης: Μπέης: Χατζηαβάτης: Μπέης: Καλής Χατζηαβάτης: Χατζηαβάτης:

ΣΚΗΝΗ 2η Έξω από το σεράι: Ο Μπέης βγαίνει, τραγουδώντας τον αμανέ του. Πάντα θλιμμένη χαραυγή, για μένα ξημερώνει, γιατί την ώρα που ξυπνώ, κάθε χαρά τελειώνει, αμάν, αμάν! Α, να και ο Χατζηαβάτης, που τον γύρευα. Πολλά τα έτη σας, αξιότιμε και σεβαστέ μου μπέη, τι κάνει η εκλεκτή οικογένειά σας; Καλά Χατζηαβάτη μου, αλλά όπως βλέπεις, γεράματα, παιδί μου… γεράματα. Μια χαρά σας βλέπω, μπέη μου, φτου να μην σας βασκάνω. Καλά, παιδί μου, μην φτύνεις και με κολλήσεις καμιά γρίπη χειμωνιάτικα... Να σου πω, βρε Χατζηαβάτη, εσείς ο χριστιανοί, πότε έχετε Χριστούγεννα; Χριστούγεννα; Λοιπόν, (Μετράει) 20, 21…, 23…, 25, σε 5 μέρες, μπέη μου. Και τα Χριστούγεννα, εσείς οι Χριστιανοί τι τρώτε, παιδί μου; Κατά το έθιμο, μπέη μου, οι χριστιανοί τρώνε ένα γάλο παχύ ή μια γαλοπούλα τροφαντή. Όσοι, βεβαίως, διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα. Οι άλλοι βολεύονται και με κανένα κοτόπουλο. Άκου, Χατζηαβάτη, θέλω να κάνω ένα δώρο, να στείλω ένα πεσκέσι, στον παπά Διαμαντή, παπά Διαμάντη, πως τον λέτε. Του έχω μια υποχρέωση. Αλλά δεν ξέρω πού να βρω έναν καλό γάλο, παχύ και ελευθέρας βοσκής, να μην παρεξηγηθώ κιόλας. Αν μου επιτρέπετε, μπέη μου, ποίος ο λόγος για το πεσκέσι; Του έχω υποχρέωση. Όταν, τις προάλλες, αρρώστησε η νύφη μου, της έκανε ένα ευχέλαιο και, μα τον Αλλάχ, έγινε, αμέσως, καλά. Μεταξύ μας, είχα φέρει τον ιμάμη, το μουφτή, το χότζα, τίποτα δεν κατάφεραν, Χατζηαβάτη. Ο παπά Διαμάντης, παπά Διαμαντής, πώς τον λέτε, αν και άπιστος, γκιαούρης, μου έσωσε τη νύφη. Μην ανησυχείτε, μπέη μου. Θα τρέξω εγώ, εκεί που τρέφουν τα καλύτερα. Στην Εγλυκάδα, στα Ζαρουχλέικα, θα σας βρω ό,τι καλύτερο υπάρχει. Όχι αυτά που πουλάνε στα σουπερμάρκετ, που είναι από ορνιθοτροφεία. Θα σας βρω εγώ ελευθέρας βοσκής και καλής ανατροφής. ανατροφής χα, χα, με έκανες και γέλασα... Και άκου να σου πω, για λεφτά, μην νοιαστείς καθόλου. Πλήρωσε όσο σου πουν και θα στα δώσω. Βάλε και κάτι για το μπαξίσι σου. Μπαξίσι από εσάς, τι λέτε; Μπέης: Λοιπόν, πήγαινε και όταν κάμεις τη δουλειά, έλα να με βρεις. Χαιρετώ και τρέχω αμέσως στις προσταγές σας. (Ο Χατζηαβάτης απομακρύνεται μονολογώντας) Πού να τρέχω τώρα στα χωριά για γάλο ή γαλοπούλα ελευθέρας βοσκής, που θέλει ο γέρος; Μωρέ, θα πάω σε ένα σούπερ μάρκετ να τελειώνω. Πού να πάω όμως; Να πάω στον Βερόπουλο, στον Κρόνο ή στον Ανδρικόπουλο; Ας πάω στο καφενείο, πρώτα, να πιω ένα τσιπουράκι να ζεσταθώ, γιατί έβγαλε κρύο, και να σκεφτώ, να αποφασίσω τι θα κάνω.

Καραγκιόζης: Καφετζής: Καραγκιόζης: Καφετζής: Καραγκιόζης: Καφετζής: Καραγκιόζης: Καφετζής: Καραγκιόζης: Καφετζής: Χατζηαβάτης: Καραγκιόζης:

Σελίδα

12

ΣΚΗΝΗ 3η Έξω από το Καφενείο: Ο Καραγκιόζης σκέφτεται πού θα βρει γάλο. (Περπατά νευρικά έξω από το καφενείο) Έι, καφετζή, θα μου φέρεις ένα τσίπουρο; Θέλω να σκεφτώ ένα πολύ σοβαρό οικογενειακό ζήτημα. Καραγκιόζη, ήπιες ένα, δεν έχει άλλο. Και να μην ξαναμπείς στο μαγαζί μου, θα αρπαχτούμε. Εκτός και αν έχεις λεφτά στην τσέπη… Τι μου λες, μωρέ; Για να μπω στο μαγαζί, πρέπει να πληρώσω; Έχεις βάλει είσοδο; Τέρμα το τζάμπα για σήμερα. Αν δεν έχεις λεφτά στην τσέπη, μακριά από δω, το καλό που σου θέλω. Και πού ξέρεις ότι δεν έχω; Να δω τα λεφτά! Βγάλε από την τσέπη σου, και μετά θα σε αφήσω να μπεις μέσα. Τι λες, μωρέ; Αφού όλοι πρώτα μπαίνουν, μετά πίνουν 1, 2, 3 και μετά βγάζουν τα λεφτά από την τσέπη. Καραγκιόζη, αυτοί που έχουν λεφτά στην τσέπη, δουλεύουν. Δεν είναι τεμπέληδες. Ήπιες ένα και πολύ σου είναι, δεν έχει άλλο. Α ρε τσιγκούνη, α ρε, παραδόπιστε! Ακούστε τον, μωρέ! Τι λέει, μωρέ; Κοίτα συμπεριφορά επαγγελματία... Να μην αφήνει τον πελάτη να μπει στο μαγαζί του. Χαρά στον πελάτη! (Έρχεται ο Χατζηαβάτης) Τι κάνεις έξω, Καραγκιόζη; Ήπια ένα τσίπουρο, δεν το πλήρωσα και με έβγαλε έξω ο θεομπαίχτης, χριστουγεννιάτικα.


Χατζηαβάτης: Καραγκιόζης: Χατζηαβάτης: Καραγκιόζης: Χατζηαβάτης: Σταύρος: Μετς. Καραγκιόζης: Σταύρος: Καφετζής: Χατζηαβάτης: Σταύρος: Καραγκιόζης: Σταύρος: Χατζηαβάτης: Καραγκιόζης: Χατζηαβάτης: Καραγκιόζης: Σταύρος: Χατζηαβάτης: Σταύρος: Χατζηαβάτης: Σταύρος: Καραγκιόζης: Σταύρος: Χατζηαβάτης: Σταύρος: Καραγκιόζης: Σταύρος: Καραγκιόζης: Καφετζής: Χατζηαβάτης: Καραγκιόζης: Σταύρος: Καφετζής: Σταύρος: Χατζηαβάτης: Καραγκιόζης: Σταύρος:

Δεν είχες μια πεντάρα, βρε Καραγκιόζη, να πληρώσεις ένα τσίπουρο; Εμ, τόσο τεμπέλης, που είσαι… Ε, έτυχε να μην έχω μια πεντάρα… Χρήσιμα τα λεφτά, η δουλειά απαραίτητη, δεν λέω, αλλά καλύτερη η τεμπελιά, το χουζούρι, ρε Χατζατζάρη. Και τι θα φάει η οικογένειά σου, Καραγκιόζη μου, τώρα που έρχονται Χριστούγεννα; Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν, ρε Χατζατζάρη. Έχω σπάσει το κεφάλι μου από το πρωί και ακόμη δεν το βρήκα. Κάνω διάφορες σκέψεις, αλλά δεν έχω καταλήξει… Α! Έρχεται και ο κύριος Σταύρακας. (Πλησιάζει) Σταυράκης Τζίμης, ο γιος της μαμής, Πειραιώτης στην καταγωγή, από τα Παντρεμενάδικα ή Τι κάνεις, αδελφάκι Καραγκιοζάκο; Ρε Χατζηγλύφτη, τι κάνετε, έξω από το καφενέ; Μετράτε τους πελάτες; Ρε Σταύρο, με έδιωξε ο καφετζής γιατί, λέει, δεν έχω να πληρώσω. Τι έκανε, μωρέ, το λαμόγιο της κενωνίας; Να του ανοίξω καμιά κουμπότρυπα… Δεν μπαίνει κανείς, μέσα, χωρίς λεφτά. Τέρμα το τζάμπα. Έχει δίκιο ο άνθρωπος, κύριε Σταύρο μου, δεν μπορεί να κερνάει συνέχεια. Δουλεύετε να έχετε να πίνετε. Τι λες μωρέ, θα πεις στο Σταύρο να πάει για δουλειά; Με την κρίση, πού να βρει δουλειά, ρε Χατζατζάρη; Κι αν βρει, τον θέλουν κάθε μέρα. Κάθε μέρα δουλειά, ο Σταύρος; Τι λέτε, μωρέ; Έτσι είναι ο κανονισμός, αγαπητοί μου. Δεν είναι κανονισμός αυτός, πρέπει να αλλάξει. Με αυτόν τον κανονισμό, πώς να δουλέψεις; Α, ρε, να ήμουν υπουργός να σου κάνω εγώ κανονισμό… Για να ακούσω τον κανονισμό σου. Άκου λοιπόν. Κυριακή σχόλη, Δευτέρα αργία, Τρίτη χουζούρι, Τετάρτη σουλάτσο, Πέμπτη και Παρασκευή δουλειά και Σάββατο ξεκούραση. Μπράβο, Καραγκιοζάκι μου. Έτσι πρέπει να ’ναι η δουλειά για σας. Και για κάποιους άλλους, σαν ελόγου μου, δεν χρειάζεται ούτε Πέμπτη, ούτε Παρασκευή. Α, χα, χα, χα, τι ωραία που τα λέτε. Γέλασα… Εσύ, Χατζηχαβιάρη, δουλεύεις, κάθε μέρα; Εγώ, κύριε Σταύρο μου, είναι μέρες, που δεν έχω δουλειά, και μέρες, που πνίγομαι στη δουλειά. Κάθε σκόλη και γιορτή ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Του Αγίου Νικολάου δουλειά, του Αϊ-Σπυρίδωνα \ τρεξίματα, την Κυριακή, προχτές, δουλέψαμε. Σήμερα, πνίγομαι στη δουλειά. Έρχονται Χριστούγεννα και θαρρώ πως θα δουλεύω χρονιάρα μέρα. Α, ρε Χατζατζάρη, σε λυπάμαι. Αυτή η άτιμη κενωνία, αυτές οι κυβερνήσεις, τα έχουν άσχημα κανονισμένα, ρε. Αντί η δουλειά να είναι μοιρασμένη σε όλους από λίγο, πέφτει μονομιάς και μονόμπαντα, σε ορισμένους. Δουλεύετε πολύ τις γιορτάδες και ύστερα χασομεράτε, άσε που δεν αφήνετε και καμιά δουλειά για τους υπόλοιπους, όπως ο Καραγκιόζης. Ρε Σταύρο, γιατί, πάντα, τον εαυτό σου τον βγάζεις έξω; Δουλειά για τον Σταύρο; Τι είναι ο Σταύρος να πιάσει δουλειά; Δούλος; Και πώς την βγάζεις, κύριε Σταύρο, δεν μας λες; Ο Σταύρος δεν έχει ανάγκη να δουλέψει, ρε Χατζηχαβιάρη. Ας είναι καλά οι άλλοι, που δουλεύουν για μένα. Τόσες γυναίκες, τόσοι άλλοι, τόσοι επιχειρηματίες, δεν μπορούν να θρέψουν έναν Σταύρακα; Κι έναν Καραγκιόζη γιατί δεν μπορούν; Κι εσένα, αδελφάκι, έπρεπε να σε φροντίζει η κενωνία. Αλλά η κενωνία είναι σκάρτη. Να της δώσω μια, ρε, να τη γυρίσω ανάποδα… Επάνω της ρε Σταύρο, να την αλλάξουμε. Η κοινωνία σάς φταίει ή η τεμπελιά σας; Αρχιτεμπέληδες! Τί να σου κάμει η προκομάδα και η εργατικότητα, καφετζή μου; Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει όλη, δουλεύω εγώ, ο γιος μου στο συνεργείο, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και δεν μπορούμε να βγάλουμε τα νοίκια της κυρά-Στρατίνας. Δουλεύουμε για τη σπιτονοικοκυρά. Γι’ αυτό κι εγώ σκέφτομαι ότι δεν έχει γούστο να δουλεύω, για τη γριά Στρατίνα. Να μην δουλεύεις, ρε Καραγκιόζο, αλλά κοίτα, αδελφάκι, να τη βγάζεις. Μέσα, τώρα, για τσίπουρο. Στην μπάντα, καφετζή, να περάσει ο Σταύρος με τους φίλους του να πιούμε. Όχι, δεν σας αφήνω, είστε άφραγκοι. Δεν θα μπει κανείς μέσα. Ουστ, ρε, που θα πεις άφραγκο τον Σταύρο. Έχει δίκιο ο καφετζής. Καφενείο είναι, δεν είναι δημόσιο ίδρυμα. Πού πάτε; Ρε Σταύρο, δώσε τόπο στην οργή… Άσε τον, ρε, η κακία θα του μείνει. Ουστ ρε, ο Σταύρος είμαι, ρε… (Παλεύουν και σιγά-σιγά μπαίνουν στο καφενείο)

Σελίδα

13


ΣΚΗΝΗ 4η Ο Καραγκιόζης, έξω από το καφενείο, σκέφτεται τι να κάνει. Μπαρμπαγιώργος: (Πλησιάζει) Ορέ του λεν, του λεν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια, του λέει κι ου πετροκότσυφας στα κλέφτικα λημέρια… Όπα. Σενιαρίστηκα λιγάκι να πάου κιγώ στου καφενείου. Η φ’στανέλ’ μου με τς πεντακόσς μάνς, η κεντμένη σκούφ’, η ασμένια ταμπακέρ, τσατσάρ, καθριφτάκ, μαντέκ για το μ’στάκι, γκλίτσα, ζουνάρ, τσαρούχ’ κι η καπνοσακούλ, μην ξέχασ’ τίποτς. Να πάου να πιω το τσίπρο μ’. Αλλά τι γλέπω τα’ ανηψούδ’ μ… Καραγκιόζης: Μπα, μπά… Ο Μπαρμπαγιώργος… Καλώς το θείο μου! Μπαρμπαγιώργος: Καλησπερούδ’ ανηψούδιμ, τι μ’κάνεις; Καραγκιόζης: Τι να κάνω, μπάρμπα μου; Σκέφτομαι πώς θα περάσω τα Χριστούγεννα. Να σου πω, ρε μπάρμπα, έχεις κάνα γάλο, καμιά γαλοπούλα, κάνα γαλόπουλο επάνω στη στάνη; Μπαρμπαγιώργος: Γιατί μι ρουτάς; Καραγκιόζης: Να μου το δανείσεις, ρε μπάρμπα, μέχρι πέρα το Πάσχα και βλέπουμε. Μπαρμπαγιώργος: Να σ’ δανείσ’; Να το μεγαλιώσεις ή να το φας; Καραγκιόζης: Ναι, ρε μπάρμπα, να το φάω. Μπαρμπαγιώργος: Τι λιες, ρι, τιμπέλ, χραμοφάη, πας να κουροϊδέψεις το μπάρμπ’ σου, μην σε λιανίσ; Να πας να δουλέψ, ρε, να αγοράσεις. Καραγκιόζης: Καλά, ρε μπάρμπα μη φωνάζεις… Δώσε τότε ένα αρνάκι, που ’χεις πολλά, κανένα μικρό, πρώιμο. Να το μεγαλώσω και πέρα, κατά το Πάσχα, στο επιστρέφω… (Ξαφνικά βγαίνουν έξω από το καφενείο: Ο Καφετζής σπρώχνει τον Σταύρο, ο Χατζηαβάτης παρακολουθεί) Καφετζής: Έξω, Σταύρο, που έχεις σκατομάθει στο τζάμπα. Δεν βλέπεις τον κύριο Χατζηαβάτη τι κύριος είναι, τι καλοπληρωτής; Σταύρος: Ρε, άπλωσες χέρι στον Σταύρακα; Τόλμησες, ρε, να διώξεις τοn Σταύρακα; Πού ’σαι, Θεέ, κράτησέ με, μην εγκληματήσω. Καραγκιόζης: Ρε Σταύρο, σου είπα, δώσε τόπο στην οργή. Μπαρμπαγιώργος: Τι ίνετε ιδώ, καφιτζή; Καφετζής: Μπαρμπαγιώργο, άκου τι συμβαίνει. Ο Σταύρος και ο Καραγκιόζης θέλουν να πίνουν τζάμπα. Ο κύριος Xατζηαβάτης είναι καλός πελάτης, δεν μπορώ να πω κουβέντα. Μπαρμπαγιώργος: Τζάμπ’, ρι χραμοφάης; Καραγκιόζης: Αφού δεν έχει δουλειά για όλους, ρε μπάρμπα. Πέφτει η δουλειά σε λίγους και δεν φτάνει για όλους. Τώρα τα συζητάγαμε, τα έλεγε και ο Χατζατζάρης, πες, ρε, στον μπάρμπα, τι έλεγες; Χατζηαβάτης: Δεν έλεγα αυτό, ακριβώς. Σταύρος: Και είναι και κάποια άτομα, κύριε Βλάχε μου, που δενκαταδέχονται να δουλέψουν. Δεν θέλουν. Θέλουν το δικαίωμά τους να απολαμβάνουν τη ζωή. Το δικαίωμά στην τεμπελιά… Αλλά τι μιλάω σε σένα τον βλάχο, τι θα καταλάβεις… Μπαρμπαγιώργος: Τι λιέτε ρι, πούστ’ όλο σούρτα φέρτα.. Γέμισ’ ου τόπους τεμπελχανάδς, άχρηστ’, χαραμοφαιδς… Σταύρος: Σου είπα για το μουστάκι σου, ρε βλάχο. Κέφι μου τι θα κάνω με τη ζωή μου. Πρόσεχε πώς μιλάς, γιατί θα βρεις τον μπελά σου. Θα σου ανοίξω καμιά κομπότρυπα να με θυμάσαι. Καραγκιόζης: Πρόσεξε, μπάρμπα, ο Σταύρος είναι του αντιρατσιστικού. Δεν δέχεται διακρίσεις φύλου, εμφάνισης και, κυρίως, εργασίας. Μπαρμπαγιώργος: Όι μανούλα μ… Τι πα να πει αντιρατσι..τσι..τσι… πώς το πες; Να πάρ’ ου διάλους τη μαμή που σ’ αφαλόκοψε… Καραγκιόζης: Σημαίνει να μην βρίζεις τον άλλον τεμπέλη. Πρόσεχε μην σε χώσουνε, μέσα, για ρατσιστή… Μπαρμπαγιώργος: Επειδή τουν λιέω τεμπελχανά, άχρηστ’, χαραμοφάη; Μα αφού είν… Καραγκιόζης: Ο καθένας έχει δικαίωμα να ζει, όπως θέλει, και να δουλεύει, όποτε θέλει. Να σου δώσω να καταλάβεις, εγώ ψάχνω δουλειά δυο μέρες τη βδομάδα, ο Σταύρος ψάχνει για καμιά. Δικαίωμά μας… Μπάρμπα, μην τον αγριεύεις. Μπαρμπαγιώργος: Φτούνο το ζουδ; Θα πιλατέψ’ μένα; Ου θεομπαίχτης, να το πάρει ο διάλους! Σταύρος: Ρε βλάχο, που βρωμάς από την απλυσιά, σου είπα τίποτα; Να σε βρίσω βρωμιάρη, ρε, να βρωμίσω τη γλώσσα μου; Μπαρμπαγιώργος: Τι λέει το σαρακιασμένο; Ποιον είπες βρωμιάρ’, ρε μισοριξιά;

Σελίδα

14


Καραγκιόζης: Κάτσε, ρε μπάρμπα… Ήσυχα, ρε Σταύρο… Χρονιάρες μέρες. Μπάρμπα, λύσε το πουγκί σου να μας κεράσεις… Και πού ’σαι, ρε μπαρμπούλη… Με κείνο το αρνάκι, που είπαμε… Μπαρμπαγιώργος: Έι. πάμε μέσ’. Καφιτζή, κιρνάου ιγώ τ’ς τεμπέληδες. Καραγκιόζης: Με κείνο το αρνάκι, ρε μπάρμπα, τι θα γίνει; Μέχρι το Πάσχα, σου είπα… Θα στο επιστρέψω… Καφετζής: Αν πληρώνει ο Μπαρμπαγιώργος, περάστε! Μπαρμπαγιώργος: Θα χάσ’ και το τσίπρο, θεοσκοτωμένου, άκου, που θέλ’ αρνί; Του Πάσχ’, να το επιστέψ; Χα, χα, χα! Κιρνάου ιγώ ο Μπαρμπαγιώργος Μπλατσάρας. Καραγκιόζης: Καλά, ρε μπάρμπα, πιες μόνος σου τότε, εγώ δεν έρχομαι… Χατζηαβάτης: Κι εγώ δεν θα ακολουθήσω, να με συγχωρείτε που χαλάω την παρέα σας, αλλά έχω δουλειές. (Μπαρμπαγιώργος, Σταύρος και καφετζής μπαίνουν στο καφενείο. Χατζηαβάτης, Καραγκιόζης μένουν έξω) Χατζηαβάτης: Άργησα Καραγκιόζη, έχω δουλειά και πρέπει να φύγω. Καραγκιόζης: Τι δουλειά έχεις, ρε μαλαγάνα; Χατζηαβάτης: Άργησα, σου λέω, έμπλεξα, με τον καυγά σας, και καθυστέρησα. Καραγκιόζης: Ρε, πες μου τι δουλειά έχεις; Χατζηαβάτης: Να, ο μπέης μού παρήγγειλε μια παχιά γαλοπούλα, να την πάει πεσκέσι στον παπά Διαμάντη, που του ’χει μιαν υποχρέωση. Τρέχω να τη βρω, να την αγοράσω. Καραγκιόζης: (Τον κρατά) Γαλοπούλα είπες, ρε; Χατζηαβάτης: Γάλο ή γαλοπούλα, να ’χει καλό πάχος, όμως, να είναι ελευθέρας βοσκής, όχι του ορνιθοτροφείου. Φεύγω! Γεια σου! Καραγκιόζης: Για στάσου, ρε. Και ποιος θα πάει το γάλο στον παπά; Χατζηαβάτης: Θα τον φέρω, θα πληρωθώ και, μετά, φαντάζομαι πως θα στείλει εμένα. Θα μου δώσει και το χαρτζιλίκι μου. Έλα, γεια! Καραγκιόζης: Για περίμενε λίγο, να σου πω κάτι, ρε Χατζατζάρη! Για το καλό σου! Να σε προστατέψω θέλω. Χατζηαβάτης: Τι, Καραγκιόζη μου; Καραγκιόζης: Μην τον πας εσύ… Όταν σου πει να πας να δώσεις το γάλο στον μπέη, προφασίσου μια οικογενειακή υποχρέωση και φύγε. Πες στον μπέη να τον δώσει σε ένα παιδάκι να τον πάει. Όλοι, να του πεις, ξέρουν το σπίτι του παπά. Χατζηαβάτης: Και γιατί, περικαλώ; Καραγκιόζης: Για το καλό σου, ρε Χατζατζάρη! Να μην πουν ότι δουλεύεις για τον μπέη, ότι είσαι ρουφιάνος του μπέη. Ξέρεις τι σου σούρνουν στην αγορά; Χαφιέ σε ανεβάζουν, ρουφιάνο σε κατεβάζουν. Φυλάγου λίγο, μην εκτίθεσαι. Να σε προστατέψω θέλω, γιατί είσαι φίλος μου, κάνουμε παρέα και θα εκτεθώ κι εγώ. Χατζηαβάτης: (Σκέφτεται λίγο) Ευχαριστώ, Καραγκιόζη μου, που με ενημέρωσες. Έτσι, θα κάνω. Φεύγω τώρα (Απομακρύνεται μονολογώντας). Μωρέ, ο Καραγκιόζης με προστατεύει. Είναι καλός φίλος, ο τεμπέλης. ΣΚΗΝΗ 5η Έξω από το σεράι: Ο Μπέης τραγουδά και περιμένει το Χατζηαβάτη με τη γαλοπούλα. Μπέης: Είχα και υστερήθηκα, θυμούμαι και στενάζω. Άνοιξε γης μέσα να μπω, κόσμο να μην κοιτάζω, αμάν, αμάν Πού να είναι αυτός ο Χατζηαβάτης; Να βρήκε γάλο ή γαλοπούλα με καλό πάχος και ελευθέρας βοσκής; Α, νάτος, έρχεται φορτωμένος ένα μεγάλο κοφίνι. Χατζηαβάτης Προσκυνώ, αγαπητέ και σεβαστέ μπέη μου. Η διαταγή σας εκτελέστηκε. Μπέης: Βρήκες καλό γάλο, όπως τον ήθελα; Χατζηαβάτης: Μια γαλοπούλα τροφαντή και τρυφερή, μπέη μου. Μεγάλωσε σε ένα περιβόλι, σωστό παράδεισο. Και οι καλοί αγρότες μου έδωσαν και λαχανικά, φρούτα, πατάτες, εκλεκτό ρύζι για τη σούπα και μια δωδεκάδα χωριάτικα αυγά. Μπέης: Α, μπράβο, παιδί μου... Πλήρωσες πολλά; Χατζηαβάτης: Δεκαπέντε. Μπέης: Ε, τότε πάρε είκοσι και για τον κόπο σου... Και τώρα, θέλω να μου κάνεις τη χάρη να την πας ο ίδιος στο σπίτι του παπά Διαμαντή, παπά Διαμάντη, πώς τον λέτε, και να του πεις πως είναι από τον μπέη, για το καλό που μου ’κανε. Χατζηαβάτης: Μπέη μου, όπως ερχόμουν από το παζάρι, με ειδοποίησαν ότι η γυναίκα μου λιποθύμησε και την πάνε οι γείτονες στο νοσοκομείο και πρέπει να τρέξω, βλέπετε τα παιδιά μου λείπουν. Αλλά μην ανησυχείτε, είναι πολύ εύκολη δουλειά. Να στείλουμε ένα παιδί, να την πάει. Όλοι γνωρίζουν το σπίτι του παπά. Μπέης: Λες έτσι να κάνω; Χατζηαβάτης: Δεν υπάρχει κανένας φόβος. Να ένα παιδί. Να το φωνάξω; Μπέης: Για φώναξέ το. Χατζηαβάτης: Έι παιδί, για έλα εδώ να κάνεις ένα θέλημα.

Σελίδα

15


Παιδί: Χατζηαβάτης: Παιδί: Χατζηαβάτης: Μπέης:

Τι θέλεις, πατριώτη; Να, θα πας αυτό το κοφίνι, στο σπίτι του παπά Διαμάντη, στο Βλατερό, και θα ειπείς πεσκέσι από τον μπέη για τα χρόνια πολλά. Να πάρε και για τον κόπο σου. Φεύγω, αμέσως, να το πάω. Μην ανησυχείτε, μπέη μου, όλα τακτοποιημένα, πρέπει, όμως, να φύγω, σας χαιρετώ. Πολλά τα έτη σας! Στο καλό, Χατζηαβάτη, και ευχαριστώ! (Απομακρύνονται) Χατζηαβάτης: Ευτυχώς, που με ενημέρωσε ο Καραγκιόζης: Πρέπει να φυλάγομαι, να μην εκτίθεμαι. Άκου να συζητούν ότι είμαι ρουφιάνος του μπέη και χαφιές. Α, πα, πα! Μπράβο, βρε Καραγκιοζάκο, είσαι καλός φίλος. ΣΚΗΝΗ 6η Στο δρόμο: Το παιδί με το κοφίνι και από πίσω ακολουθεί ο Καραγκιόζης. Παιδί: (Έχει μπερδευτεί και κοντοστέκεται) Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, πού είναι το σπίτι του παπά Διαμάντη; Καραγκιόζης: Του παπά Διαμάντη; Βεβαίως, και το ξέρω, έλα κοντά μου να σε πάω, παιδί μου. Δεν είναι από εκεί, από εδώ είναι... Κι από πού είναι αυτό το πεσκέσι; Παιδί: Μου το έδωσε ο μπέης να το πάω στον παπά Διαμάντη. Καραγκιόζης: Σου έδωσε χαρτζιλίκι ο μπέης; Παιδί: Όχι, μου έδωσε ένας άλλος, ο Χατζηαβάτης. Καραγκιόζης: Πόσα σου έδωσε; Παιδί: Δυο πεντάρες. Καραγκιόζης: Α, τον τσιγκούνη τον Χατζηαβάτη, έπρεπε να σου δώσει πέντε και δέκα… Αλλά και με τις δυο πεντάρες, η δουλειά θα γίνει, μην ανησυχείς! (Φτάνουν έξω από την καλύβα) Α, φτάσαμε. Εδώ είμαστε! Θα φωνάξω, τώρα, την κυρά Αγλαΐα, που είναι οικονόμος του παπά, παναπεί η υπηρέτρα του, γιατί ο παπάς δεν έχει παπαδιά. Αυτή τον φροντίζει, αυτή του μαγειρεύει. Για να την φωνάξουμε. (Χτυπάει την πόρτα) Κυρά Αγλαΐα, κόπιασε να πάρεις τα ψώνια και να τα ελέγξεις. Στα στέλνει ο αφέντης σου. Αγλαΐα: Τι είναι, Καραγκιόζη; Έφερες τίποτα; Καραγκιόζης: Δεν χρειάστηκε. Έστειλε ο μπέης ο ίδιος, με αυτό το καλό παιδί. Ο ίδιος ο Θεός κατέβηκε, επί γης, και σου στέλνει όλα τα απαραίτητα. Αγλαΐα: Ο Θεός είπες; Καραγκιόζης: Με το πρόσωπο του σεβαστού μας μπέη. Άσε τα λόγια και παράλαβε τα ψώνια, να μην καθυστερεί και το παιδί. (Παίρνει το κοφίνι από το παιδί και της το δίνει) Πες στον μπέη ότι τα παρέλαβε η οικονόμος και ότι ο παπάς τον ευχαριστεί πολύ, για το δώρο του. Παιδί: Γεια σου, πατριώτη! Αγλαΐα: Τι τρέχει, Καραγκιόζη; Τι απατεωνιά σκαρφίστηκες πάλι; Καραγκιόζης: Σσσς, γρουσούζα, να φύγει το παιδί, μην μας καταλάβει. Αγλαΐα: Τι σκάρωσες πάλι; Καραγκιόζης: Τίποτα! Ο Θεός τα κανόνισε έτσι να μην μείνουμε, χωρίς γαλοπούλα, τα Χριστούγεννα. Κλείσε πόρτες, παράθυρα και μην ανοίγεις σε κανένα. Πες και στα Κολλητήρια να μην πολυκυκλοφορούν, εδώ έξω. Στο σπίτι, θα μπαίνουμε, από τη στέγη. Πόρτες, παράθυρα κλειστά. Να φάμε πρώτα τη γαλοπούλα και μετά ανοίγουμε και ό,τι θέλει, ας γίνει. Να τη φάμε πρώτα. Θεούλη μου, άρχισε να μυρίζει! Τι ωραία μυρουδιά; Αγλαΐα: Ακόμη, στο κοφίνι την έχω! Τι σου μυρίζει; Καραγκιόζης: Μου μυρίζει εμένα, ξέρω τι λέω… Πώς λες να την μαγειρέψεις; Αυγοκοφτή; Αυγολέμονο; Ψητή με πατάτες ή γεμιστή, με τα συκωτάκια της, ανακατεμένα με κουκουνάρι και σταφίδες; Παναγία μου, μού πέφτουν τα σάλια από τη νοστιμιά! ΣΚΗΝΗ 7η Καλύβα Καραγκιόζη: Παπά- Διαμαντής, κυρά Στρατίνα και Χατζηαβάτης χτυπούν την πόρτα. Παπάς: Ε, Καραγκιόζη, έβγα έξω να εξηγηθούμε! Στρατίνα: Καραγκιόζη, τσακίσου έβγα έξω, που κάνεις τον κουφό! Καραγκιόζης: Είμαι κουφός, δεν ακούω! Παπάς: Χτες, κλειστήκατε μέσα, είχατε τη γαλοπούλα στη φωτιά, τώρα τη φάγατε, ανάθεμά σας, έβγα, έξω, να σου πω δυο λόγια. Χατζηαβάτης: Καραγκιόζη, με εξέθεσες στον μπέη, δεν έχω μούτρα να τον αντικρύσω. Καραγκιόζης: Μα τι θέλετε, μεσημεριάτικα, και δεν με αφήνετε, στην ησυχία μου;

Σελίδα

16


Παπάς: Καραγκιόζης: Χατζηαβάτης: Αγλαΐα: Καραγκιόζης:

Έλα, να σου πούμε δυο λόγια. Αγλαΐα, έμεινε κανένας μεζές, να φιλέψουμε τους επισκέπτες μας; Και σε θεωρούσα φίλο, ρε Καραγκιόζη. Αν το μάθει ο μπέης, θα με θεωρήσει υπεύθυνο… Με κατέστρεψες. Κάτι κόκκαλα, έμειναν. Τα φυλάω να τα γλείψουμε το μεσημέρι. Φέρε κάνα κόκκαλο, να φιλέψουμε τους ανθρώπους. (Βγαίνει έξω, μαζί με τα κολλητήρια) Σας ακούω, τι θέλετε; Πες μου, εσύ παπά-Διαμάντη. Παπάς: Παπά-Διαμαντής, παιδί μου, παπά-Διαμαντής. Καραγκιόζης: Μην μου κρύβεσαι εμένα, σε ξέρω καλά εγώ. Για πες μου, τι θες. Παπάς: Βρε, αντίχριστε Καραγκιόζη, μας ξεφτίλισες όλους, η απάτη σου μαθεύτηκε. Καραγκιόζης: Γιατί; Επειδή έφαγα μια γαλοπούλα; Χατζηαβάτης: Επειδή με εξέθεσες στον μπέη. Άσε που θα με θεωρήσει και συνεργό. Θα νομίσει ότι ήμουν κι εγώ στο κόλπο. Α, πα, πα, πα, τι με περιμένει. Παπάς: Επειδή έκλεψες μια γαλοπούλα… Το βλέπεις ότι η τεμπελιά σου σε οδηγεί σε αντικοινωνική συμπεριφορά, σε ακολασίες; Αργία μήτηρ πάσης κακίας… Τι θα πω, τώρα, στον μπέη για τη γαλοπούλα; Καραγκιόζης: Να του πεις, να μην ανησυχεί. Είχε το σωστό λίπος, ήταν τρυφερή, ήταν καλοαναθρεμμένη. Και είχε καλό τέλος, το τέλος που αρμόζει σε κάθε παχιά γαλοπούλα. Έγινε σούπα αυγοκοφτή με ρύζι και λαχανικά, ήταν πεντανόστιμη. Όλα πήγαν καλά, σύμφωνα με το έθιμο, ε..., τι άλλο να του πεις; Παπάς: Βρε αθεόφοβε, φοβήθηκα μην έλθει η αστυνομία και μπλέξουμε και αναγκάστηκα να σε καλύψω. Στρατίνα: Κι εγώ σε κάλυψα… μην κακοχαρακτηριστούν τα σπίτια, που νοικιάζω, και είπα ότι είσαι καλός άνθρωπος, πανάθεμά σε, και ό,τι έγινε ήταν από λάθος. Χατζηαβάτης: Ναι, ναι να τον καλύψουμε. Να τον καλύψεις, παπά Διαμάντη, και εσύ κυρά Στρατίνα. Να τον καλύψω κι εγώ. Να καλύψετε και εμένα, μην το μάθει ο μπέης. Μην με θεωρήσει και συνεργό και μπλέξω. Α, πα, πα, πα! Καραγκιόζης: Αφού με καλύψατε, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα... Τι με απασχολείτε; Παπάς: Βρε απατεώνα, σε απασχολούμε κιόλας; Καραγκιόζης: Για προσέξτε, παπά-Διαμαντή, παπά-Διαμάντη, πώς σε λένε, και εσύ Στρατίνα, που τολμάτε να με λέτε και απατεώνα. Με προσβάλλετε και αυτό δεν πρόκειται να το ανεχτώ. Εγώ δεν δέχομαι προσβολές. Είμαι φτωχός, αλλά τίμιος. Ανακαλέστε αμέσως! Παπάς: Καλά, ρε Καραγκιόζη… Δεν είσαι απατεώνας… Καραγκιόζης: Ένα λάθος έγινε. Την έφερε το παιδί και μου είπε ότι είναι από τον μπέη πεσκέσι. Και επειδή είχα εξυπηρετήσει τον μπέη, όταν, τις προάλλες, μου είχε ζητήσει μια χάρη, λέω, μου κάνει ένα δώρο ο άνθρωπος. Είχε, μέσα, και λαχανικά, πατάτες, ρύζι, χωριάτικα αυγά, δεν μπορούσα να πω όχι... Ε, έγινε ένα λάθος. Παπάς: Δεχτήκαμε ότι δεν είναι απάτη, αλλά όχι και να το πούμε λάθος. Να πούμε ότι έκανες ένα άσχημο αστείο; Καραγκιόζης: Αν είναι αστείο… να το δεχτώ. Παπάς: (Αυστηρά) Ε, λοιπόν, άλλη φορά, να μην κάνεις τέτοια αστεία! Στρατίνα: Καραγκιόζη, ό,τι και αν έκανες, ήταν προσβολή για τα σπίτια, που νοικιάζω, δεν θα το ξαναανεχτώ, θα σας διώξω από το σπίτι. Το ακούς; Και να ξεκουμπιστείς, να πας να βρεις δουλειά, να μου φέρεις τα νοίκια μου. Μπιριγκόγκος: Τηνε φάαμε τη λαλοπούλα, παπαγιαμάντη. Κοπρίτης: Να ’χαμε και άλλη μία… Παπάς: Μην στέκεσαι στιγμή, Καραγκιόζη, το καλό που σου θέλω! Αν θέλεις φαγητό για την οικογένειά σου, δουλειά, δουλειά, δουλειά! Ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω! Χατζηαβάτης: Ευτυχώς, τον καλύψαμε τον Καραγκιόζη και καλύφτηκα και εγώ. Δόξα τω Θεώ… Καλός άνθρωπος ο παπα-Διαμάντης, με γλύτωσε, α, πα, πα! (Ο παπάς και η Στρατίνα φεύγουν) Καραγκιόζης: Πάμε μέσα, ρε Χατζατζάρη, έχει μείνει σούπα από τη γαλοπούλα. Πάμε να φάμε, γιατί με νευριάσανε, μεσημεριάτικα. Χατζηαβάτης: Α, πα, πα, πα, Καραγκιόζη, να μαθευτεί ότι έφαγα και εγώ από την κλεμμένη γαλοπούλα. Τότε, ποιος με σώζει! Καραγκιόζης: Καλά, ρε Χατζατζάρη! Πάμε, παιδιά, να φάμε τη σούπα μας, που είναι και αυγοκοφτή. Έχει μείνει και λίγος γάλος. Μπιριγκόγκος: Τονε φάαμε το λάλο, πατέλα, τον φάαμε… Κοπρίτης: Να ’χαμε κι άλλον έναν… ΤΕΛΟΣ

Ο συγγραφέας επιτρέπει το ανέβασμα του παρόντος θεατρικού έργου, σε οποιονδήποτε ενδιαφέρεται, μελλοντικά, να το αξιοποιήσει.

Σελίδα

17


ΤΑ ΕΚΑΤΟ ΤΕΥΧΗ

ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΤΟΥ Π. Σ. Θ. Σ.

«Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΜΑΣ» του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη

Τον Ιανουάριο του 2007, στα χρόνια της «πλαστής» ευημερίας και πριν από την επίσημη έναρξη της «κρίσης», πριν από εννέα έτη δηλαδή, (σε μια εποχή, που το κυρίαρχο, σήμερα, ψηφιακόηλεκτρονικό έντυπο δεν είχε εισβάλλει ακόμα, δυναμικά, στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και σε μια εποχή, που ο έντυπος λόγος, στο τυπωμένο χαρτί, ήτανε κυρίαρχος), το Πανελλήνιο Σωματείο Θεάτρου Σκιών είχε ξεκινήσει μια πρωτότυπη και, εκ πρώτης όψεως, παράτολμη πρωτοβουλία. Υπεύθυνος αυτής της πρωτοβουλίας ήταν ο Πρόεδρος του Πανελληνίου Σωματείου Θεάτρου Σκιών και καραγκιοζοπαίχτης, Πάνος Β. Καπετανίδης, ο οποίος προλόγισε μια νέα μορφή εφημερίδας, στην πρώτη σελίδα του πρώτου τεύχους, τον Ιανουάριο του 2007, ως εξής: «Ένα νέο είδος επικοινωνίας και ενημέρωσης ξεκινάει από σήμερα. Η ηλεκτρονική εφημερίδα. Θα μου πείτε, έχουν τη δυνατότητα όλοι οι καραγκιοζοπαίχτες, τα μέλη και οι φίλοι του Σωματείου να «μπουν» στο ίντερνετ και να διαβάσουν αυτού του τύπου την εφημερίδα; Η απάντηση είναι ασφαλώς όχι. Όμως όταν υπάρχει θέληση, όλοι έχουν ένα εγγονάκι, ένα ανιψάκι, ένα φιλαράκι που να κατέχει τα βασικά, και με μια επίσκεψη σε ένα ίντερνετ καφέ να του δοθεί η δυνατότητα να δει τα νέα του Καραγκιόζη μας. Εξάλλου πρέπει να γίνει φανερό σε όλους, (και ας μη με παρεξηγήσουν οι παππούδες, αλλά για να με παρεξηγήσουν πάει να πει ότι κατάφεραν να διαβάσουν το σημείωμα αυτό), ότι δεν θα μπορεί να ζήσει κανείς στην νέα εποχή, χωρίς να γνωρίζει τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το σερφάρισμα στο ίντερνετ» (τεύχος 1, σελ. 1). Αναλυτικότερα, η εφημερίδα «Ο Καραγκιόζης μας», μια έκδοση του Πανελληνίου Σωματείου Θεάτρου Σκιών, κυκλοφορούσε σε έντυπη μορφή (και ανά τακτά χρονικά διαστήματα) από τη δεκαετία του 1990 μέχρι και τις αρχές της τρίτης χιλιετίας. Ακολουθώντας, κατόπιν, τις επιταγές της διαδικτυακής και της ψηφιακής νέας εποχής (και κρατώντας πάντοτε τον ίδιο κλασικό τίτλο), η μηνιαία πια (ή σπανιότερα διμηνιαία) και πρωτοποριακή (για τα τότε ελληνικά δεδομένα) ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας «Ο Καραγκιόζης μας», κυκλοφορεί πλέον στο χώρο του ίντερνετ (από τον Γενάρη του 2007 μέχρι σήμερα), αριθμώντας 97 τεύχη. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Σωματείου, τον καραγκιοζοπαίχτη, κ. Πάνο Καπετανίδη, η

Σελίδα

18


παραπάνω ιστορία αυτής της εφημερίδας μπορεί να διακριθεί σε τρεις βασικές περιόδους: «Η πρώτη περίοδος ήταν η “φωτοτυπημένη”, κατά την οποία τα τεύχη εκδίδονταν και διανέμονταν φωτοτυπημένα, στα μέλη και τους φίλους, σε ελάχιστα αντίτυπα. Η δεύτερη μορφή ήταν τότε που με χρήματα ορισμένων χορηγών, εξέδωσε ελάχιστα φύλλα, εκτυπωμένη με τον παραδοσιακό τρόπο των εφημερίδων. Σήμερα πια, με την ηλεκτρονική μορφή, η εφημερίδα μας έχει αποχτήσει ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, που την διαβάζει μέσα από τον υπολογιστή του ή την τυπώνει και την διαβάζει, με τον παραδοσιακό τρόπο» (τεύχος 50, σελ. 2). Συγκεκριμένα, όπως έχουμε προαναφέρει, η τρίτη περίοδος της κυκλοφορίας της εφημερίδας ξεκίνησε τον Ιανουάριο του έτους 2007, προχωρώντας σε μια πρωτότυπη και κάπως τολμηρή πρωτοβουλία, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, όταν δεν είχε ξεκινήσει, ακόμα, η «μόδα» των ψηφιακών εντύπων, στην Ελλάδα. Ειδικότερα, η εφημερίδα ξεκίνησε, τότε, να κυκλοφορεί, σε νέα ψηφιακή μορφή και κάθε μήνα, ελαττώνοντας, αρχικώς, το οικονομικό κόστος κυκλοφορίας και σεβόμενη, κατά κάποιον τρόπο, το περιβάλλον, με την εξοικονόμηση του μελανιού και του χαρτιού, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείεται η δυνατότητα εκτύπωσής της, κυρίως για τα μεγάλης ηλικίας μέλη του Σωματείου, τα οποία δεν είναι εξοικειωμένα με το διαδίκτυο. Από τότε, και μέχρι τον Ιανουάριο του 2016, έχουν κυκλοφορήσει, συνολικά, ενενήντα επτά τεύχη, σχεδόν πάντα σε μηνιαία βάση, με την ίδια σταθερά ψηφιακή μορφή και με πλούσια, ανανεωμένη και ποικίλη θεματολογία, η οποία έχει τέτοιο εύρος, ώστε το συγκεκριμένο ψηφιακό έντυπο να μπορεί να αποκαλείται, πλέον, όχι ως εφημερίδα (μόνο με τα νέα της επικαιρότητας του Σωματείου και της τέχνης του Καραγκιόζη), αλλά να χαρακτηρίζεται, δικαιωματικά, ως ένα περιοδικό ποικίλης ύλης. Μια ακόμα σημαντική αλλαγή που μπορεί να μας οδηγήσει στο χαρακτηρισμό αυτού του ψηφιακού εντύπου ως περιοδικό και όχι ως εφημερίδα, είναι το νέο εξώφυλλο που χαρακτηρίζει την κάθε έκδοση, αρχής γενομένης από το 29ο τεύχος, τον Νοέμβριο του 2009. Πρόκειται για τα νέα ολοσέλιδα πρωτότυπα εξώφυλλα, που είχαν αντικαταστήσει την παλιότερη (σε στυλ εφημερίδας) μορφή εξώφυλλου. Με βάση την παραπάνω διαπίστωση, μπορούμε να χωρίσουμε την ιστορία της τρίτης περιόδου του περιοδικού, σχηματικά και καθαρά για μεθοδολογικούς λόγους, σε τέσσερις βασικές υποπεριόδους, που έχουν και ειδικότερη ιστορική αξία, καθώς δομούνται, σύμφωνα με την πορεία της ιστορικής τους εξέλιξης: Α) Από τον Ιανουάριο του 2007 (τεύχος 1), μέχρι τον Οκτώβριο του 2009 (τεύχος 28), με κριτήριο το ότι από το 29ο τεύχος και εξής, θα άρχιζαν τα ολοσέλιδα εξώφυλλα, τα οποία αποτελούν, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, τεκμήρια εικαστικής ποιότητας και πρωτοπορίας, έχοντας τη διεθνή αναγνώριση επιστημονικών φορέων, στο εξωτερικό. Β) Από τον Νοέμβριο του 2009

Σελίδα

19


(τεύχος 29), μέχρι το διμηνιαίο καλοκαιρινό τεύχος του Ιουλίου-Αυγούστου του 2011 (τεύχος 49), όταν και συμπληρώνονται τα πρώτα 50 τεύχη της εφημερίδας-περιοδικού. Γ) Από τον Σεπτέμβριο του 2011 (τεύχος 50), μέχρι τον Απρίλιο του 2013 (τεύχος 68), με κριτήριο το ότι από το 69ο τεύχος και εξής, θα πραγματοποιούνταν η αντικατάσταση του ιστορικού λογότυπου-σήματος της έκδοσης, με το νέο λογότυπο-σήμα, που βλέπουμε μέχρι και σήμερα. Δ) Από τον Μάιο του 2013 (τεύχος 69), μέχρι τον Απρίλιο του 2016, όταν πρόκειται, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να κυκλοφορήσει το πανηγυρικό 100ο τεύχος. Με βάση τα δεδομένα της παραπάνω εισαγωγής, θα ξεκινήσει, από το επόμενο 98ο τεύχος, μια ανασκόπηση των 100 πρώτων τευχών της τρίτης περιόδου, που θα χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, σύμφωνα πάντα με τα κριτήρια της ανωτέρω διάρθρωσης. Η ανασκόπηση αυτή αναμένεται να ολοκληρωθεί στο 101ο τεύχος (Μάιος 2016), με βασικό σκοπό της να συνοψίσει την πολιτιστικήπολιτική-κοινωνική ιστορία της χώρας μας, κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, όπως επίσης και την ιστορία της τέχνης του Καραγκιόζη και του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών, επίσης κατά τα τελευταία δέκα έτη και πάντα μέσα από τις ψηφιακές σελίδες της επίσημης ηλεκτρονικής έκδοσης της εφημερίδας-περιοδικού του. Στο επόμενο 98ο τεύχος, λοιπόν, μην χάσετε την ανασκόπηση των τευχών 1-28, που καλύπτουν την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2007, μέχρι και τον Οκτώβριο του 2009, όταν η Ελλάδα αλλάζει κυβέρνηση και εισέρχεται, επισήμως πια, στην εποχή της οικονομικής «κρίσης». Τον Ιανουάριο του 2007, στα χρόνια της «πλαστής» ευημερίας και πριν από την επίσημη έναρξη της «κρίσης», πριν από εννέα έτη δηλαδή, (σε μια εποχή, που το κυρίαρχο, σήμερα, ψηφιακό-ηλεκτρονικό έντυπο δεν είχε εισβάλλει ακόμα, δυναμικά, στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και σε μια εποχή, που ο έντυπος λόγος, στο τυπωμένο χαρτί, ήτανε κυρίαρχος), το Πανελλήνιο Σωματείο Θεάτρου Σκιών είχε ξεκινήσει μια πρωτότυπη και, εκ πρώτης όψεως, παράτολμη πρωτοβουλία. Υπεύθυνος αυτής της πρωτοβουλίας ήταν ο Πρόεδρος του Πανελληνίου Σωματείου Θεάτρου Σκιών και καραγκιοζοπαίχτης, Πάνος Β. Καπετανίδης, ο οποίος προλόγισε μια νέα μορφή εφημερίδας, στην πρώτη σελίδα του πρώτου τεύχους, τον Ιανουάριο του 2007, ως εξής: «Ένα νέο είδος επικοινωνίας και ενημέρωσης ξεκινάει από σήμερα. Η ηλεκτρονική εφημερίδα. Θα μου πείτε, έχουν τη δυνατότητα όλοι οι καραγκιοζοπαίχτες, τα μέλη και οι φίλοι του Σωματείου να «μπουν» στο ίντερνετ και να διαβάσουν αυτού του τύπου την εφημερίδα; Η απάντηση είναι ασφαλώς όχι. Όμως όταν υπάρχει θέληση, όλοι έχουν ένα εγγονάκι, ένα ανιψάκι, ένα φιλαράκι που να κατέχει τα βασικά, και με μια επίσκεψη σε ένα ίντερνετ καφέ να του δοθεί η δυνατότητα να δει τα νέα του Καραγκιόζη μας. Εξάλλου πρέπει να γίνει φανερό σε όλους, (και ας μη με παρεξηγήσουν οι παππούδες, αλλά για να με παρεξηγήσουν πάει να πει ότι κατάφεραν να διαβάσουν το σημείωμα αυτό), ότι δεν θα μπορεί να ζήσει κανείς στην νέα εποχή, χωρίς να γνωρίζει τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το σερφάρισμα στο ίντερνετ» (τεύχος 1, σελ. 1). Αναλυτικότερα, η εφημερίδα «Ο Καραγκιόζης μας», μια έκδοση του Πανελληνίου Σωματείου Θεάτρου Σκιών, κυκλοφορούσε σε έντυπη μορφή (και ανά τακτά χρονικά διαστήματα) από τη δεκαετία του 1990 μέχρι και τις αρχές της τρίτης χιλιετίας. Ακολουθώντας, κατόπιν, τις επιταγές της διαδικτυακής και της ψηφιακής νέας εποχής (και κρατώντας πάντοτε τον ίδιο κλασικό τίτλο), η μηνιαία πια (ή σπανιότερα διμηνιαία) και πρωτοποριακή (για τα τότε ελληνικά δεδομένα) ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας «Ο Καραγκιόζης μας», κυκλοφορεί πλέον στο χώρο του ίντερνετ (από τον Γενάρη του 2007 μέχρι σήμερα), αριθμώντας 97 τεύχη. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Σωματείου, τον καραγκιοζοπαίχτη, κ. Πάνο Καπετανίδη, η παραπάνω ιστορία αυτής της εφημερίδας μπορεί να διακριθεί σε τρεις βασικές περιόδους: «Η πρώτη περίοδος ήταν η “φωτοτυπημένη”, κατά την οποία τα τεύχη εκδίδονταν και διανέμονταν φωτοτυπημένα, στα μέλη και τους φίλους, σε ελάχιστα αντίτυπα. Η δεύτερη μορφή ήταν τότε που με χρήματα ορισμένων χορηγών, εξέδωσε ελάχιστα φύλλα, εκτυπωμένη με τον παραδοσιακό τρόπο των εφημερίδων. Σήμερα πια, με την ηλεκτρονική μορφή, η εφημερίδα μας έχει αποχτήσει ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, που την διαβάζει μέσα από τον υπολογιστή του ή την

Σελίδα

20


τυπώνει και την διαβάζει, με τον παραδοσιακό τρόπο» (τεύχος 50, σελ. 2). Συγκεκριμένα, όπως έχουμε προαναφέρει, η τρίτη περίοδος της κυκλοφορίας της εφημερίδας ξεκίνησε τον Ιανουάριο του έτους 2007, προχωρώντας σε μια πρωτότυπη και κάπως τολμηρή πρωτοβουλία, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, όταν δεν είχε ξεκινήσει, ακόμα, η «μόδα» των ψηφιακών εντύπων, στην Ελλάδα. Ειδικότερα, η εφημερίδα ξεκίνησε, τότε, να κυκλοφορεί, σε νέα ψηφιακή μορφή και κάθε μήνα, ελαττώνοντας, αρχικώς, το οικονομικό κόστος κυκλοφορίας και σεβόμενη, κατά κάποιον τρόπο, το περιβάλλον, με την εξοικονόμηση του μελανιού και του χαρτιού, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείεται η δυνατότητα εκτύπωσής της, κυρίως για τα μεγάλης ηλικίας μέλη του Σωματείου, τα οποία δεν είναι εξοικειωμένα με το διαδίκτυο. Από τότε, και μέχρι τον Ιανουάριο του 2016, έχουν κυκλοφορήσει, συνολικά, ενενήντα επτά τεύχη, σχεδόν πάντα σε μηνιαία βάση, με την ίδια σταθερά ψηφιακή μορφή και με πλούσια, ανανεωμένη και ποικίλη θεματολογία, η οποία έχει τέτοιο εύρος, ώστε το συγκεκριμένο ψηφιακό έντυπο να μπορεί να αποκαλείται, πλέον, όχι ως εφημερίδα (μόνο με τα νέα της επικαιρότητας του Σωματείου και της τέχνης του Καραγκιόζη), αλλά να χαρακτηρίζεται, δικαιωματικά, ως ένα περιοδικό ποικίλης ύλης. Μια ακόμα σημαντική αλλαγή που μπορεί να μας οδηγήσει στο χαρακτηρισμό αυτού του ψηφιακού εντύπου ως περιοδικό και όχι ως εφημερίδα, είναι το νέο εξώφυλλο που χαρακτηρίζει την κάθε έκδοση, αρχής γενομένης από το 29ο τεύχος, τον Νοέμβριο του 2009. Πρόκειται για τα νέα ολοσέλιδα πρωτότυπα εξώφυλλα, που είχαν αντικαταστήσει την παλιότερη (σε στυλ εφημερίδας) μορφή εξώφυλλου. Με βάση την παραπάνω διαπίστωση, μπορούμε να χωρίσουμε την ιστορία της τρίτης περιόδου του περιοδικού, σχηματικά και καθαρά για μεθοδολογικούς λόγους, σε τέσσερις βασικές υποπεριόδους, που έχουν και ειδικότερη ιστορική αξία, καθώς δομούνται, σύμφωνα με την πορεία

της ιστορικής τους εξέλιξης: Α) Από τον Ιανουάριο του 2007 (τεύχος 1), μέχρι τον Οκτώβριο του 2009 (τεύχος 28), με κριτήριο το ότι από το 29ο τεύχος και εξής, θα άρχιζαν τα ολοσέλιδα εξώφυλλα, τα οποία αποτελούν, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, τεκμήρια εικαστικής ποιότητας και πρωτοπορίας, έχοντας τη διεθνή αναγνώριση επιστημονικών φορέων, στο εξωτερικό. Β) Από τον Νοέμβριο του 2009 (τεύχος 29), μέχρι το διμηνιαίο καλοκαιρινό τεύχος του Ιουλίου-Αυγούστου του 2011 (τεύχος 49), όταν και συμπληρώνονται τα πρώτα 50 τεύχη της εφημερίδας-περιοδικού. Γ) Από τον Σεπτέμβριο του 2011 (τεύχος 50), μέχρι τον Απρίλιο του 2013 (τεύχος 68), με κριτήριο το ότι από το 69ο τεύχος και εξής, θα πραγματοποιούνταν η αντικατάσταση του ιστορικού λογότυπου-σήματος της έκδοσης, με το νέο λογότυπο-σήμα, που βλέπουμε μέχρι και σήμερα. Δ) Από τον Μάιο του 2013 (τεύχος 69), μέχρι τον Απρίλιο του 2016, όταν πρόκειται, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να κυκλοφορήσει το πανηγυρικό 100ο τεύχος. Με βάση τα δεδομένα της παραπάνω εισαγωγής, θα ξεκινήσει, από το επόμενο 98ο τεύχος, μια ανασκόπηση των 100 πρώτων τευχών της τρίτης περιόδου, που θα χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, σύμφωνα πάντα με τα κριτήρια της ανωτέρω διάρθρωσης. Η ανασκόπηση αυτή αναμένεται να ολοκληρωθεί στο 101ο τεύχος (Μάιος 2016), με βασικό σκοπό της να συνοψίσει την πολιτιστικήπολιτική-κοινωνική ιστορία της χώρας μας, κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, όπως επίσης και την ιστορία της τέχνης του Καραγκιόζη και του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών, επίσης κατά τα τελευταία δέκα έτη και πάντα μέσα από τις ψηφιακές σελίδες της επίσημης ηλεκτρονικής έκδοσης της εφημερίδας-περιοδικού του. Στο επόμενο 98ο τεύχος, λοιπόν, μην χάσετε την ανασκόπηση των τευχών 1-28, που καλύπτουν την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2007, μέχρι και τον Οκτώβριο του 2009, όταν η Ελλάδα αλλάζει κυβέρνηση και εισέρχεται, επισήμως πια, στην εποχή της οικονομικής «κρίσης».

Σελίδα

21


ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ:

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖ ΜΠΕΡΝΤΕΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Τον ΒΑΣΙΛΗ ΡΩΤΑ Από το περιοδικό «ΘΕΑΤΡΟ» Τόμος 10

Ο

Πάνω από τα στρώματα και κάτω απ τα παπλώματα αμήν, αμήν, τερερούμ.

πασάς έφυγε από τον τόπο τούτον διωγμένος με την Επα¬νάσταση του Εικοσιένα, αλλά ξαναγύρισε με το παιχνίδι του τριανταένα, έστησε το σαράι του λαμπροφωτισμένο στον Καραγκιόζ-μπερντέ και συνέχισε τη ζωή του, με την ετοιμόρροπη καλύβα του Ρωμιού (Καραγκιόζη) μπροστά στο πα¬λάτι του, όλα τα χρόνια έκτοτε και στάθηκε ό αληθινός καθρέ¬φτης της Νεοελληνικής πραγματικότητας. Τον Καραγκιόζη τον βάφτισαν τελευταία Θέατρο Σκιών από όψιμο ίσως εθνικισμό για να ξεχαστεί ή τούρκικη κατα¬γωγή του, ίσως κι από νεοπλουτισμό για να τον δεχτούν τα σαλόνια και να τον καταδεχτούν οι μύστες της μεγάλης τέχνης. Όπως και να 'ναι, ό Καραγκιόζης, με το τούρκικο όνομά του, με την καλύβα του πλάι στο σαράι του πασά, με τον αχώρι¬στο φίλο του τον Χατζηαβάτη Τσελεπή, πού τον λέει τσιμπλιμπλή, με τον Βελή Γκέκα να τούς δέρνει και τούς δυο, μ' ό¬λους τούς άλλους τύπους πρόσωπα του μπερντέ, τα περσότερα φερμένα από συνοικίες τής Κωνσταντινούπολης, με τούς αμα¬νέδες του, τούς αγάδες του και τα θέματα του από ανατολί¬τικους μύθους, μαρτυράει αμέσως την καταγωγή του: Είναι Τούρκος, πού εδώ έγινε Ρωμιός, πάντα κακομοίρης, πάντα πεινασμένος και πάντα ξυλοφορτωμένος. Οι ιστορικές ειδήσεις επιβεβαιώνουν την τούρκικη καταγωγή του. Το θέαμα αυτό, άγνωστο στον Ελληνορωμαϊκό ή Δυτι¬κοευρωπαϊκό πολιτισμό, πρωτοφαίνεται στο Μωαμεθανικά και νομαδικό, κυρίως, κόσμο τής Μέσης Ανατολής με διακλαδίσματα ως την Κίνα και την Ινδονησία, στα μέρη, κυρίως, όπου έχει επιβληθεί ή μωαμεθανική θρησκεία. Λόγοι τεχνικοί ενισχύουν αυτή την άποψη. Τα υλικά κατασκευής είν' ένας απ' τούς παράγοντες πού καθορίζουν το είδος τής τέχνης. Εδώ έχουμε ένα φωτισμένο πανί, όπου προβάλλονται φιγού¬ρες — σιλουέτες, κομμένες από αργασμένο δέρμα καμήλας. Εί¬ναι πιθανότατο το συμπέρασμα πώς ό Καραγκιόζης γεννή¬θηκε σκηνίτης, μέσα στη φωτισμένη τέντα και, βέβαια, νύχτα, γιατί το θέαμα αυτό δε μπορεί να γίνει στο φως της μέρας. Κι αληθινά οι πρώτες ειδήσεις για το θέαμα αναφέρονται στον μωαμεθανικό κόσμο τής Τουρκίας και τής Αραβίας, σε λα¬ούς πού ζούσαν βίο νομαδικό, μέσα σε τέντες, πού 'χαν και πολλές καμήλες και πού ύφαιναν το άσπρο πανί, πού μ' αυτό ντύνονταν και τύλιγαν ακόμα και το κεφάλι τους. Εκεί υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για την επινόηση ενός τέτοιου θεάματος. Παρακολουθώντας την

Σελίδα

22


εξέλιξη του, βρίσκουμε το θέαμα αυτό να διασκεδάζει και να ψυχαγωγεί ιδιαίτερα τούς πιστούς του Μωάμεθ τις νύχτες του ραμαζανιού, τής μεγά¬λης γιορτής πού πέφτει καλοκαίρι και κρατάει ολόκληρο μήνα. Τότε οι Μωαμεθανοί νηστεύουν τη μέρα και γλεντάνε τη νύχτα. Άλλα και το θεματικό περιεχόμενο του Καραγκιόζη βρίσκεται σ' ανταπόκριση με το μυστικιστικό πνεύμα, το μοιρολατρικό, πού κυβέρνησε τούς λαούς τής Ανατολής όλον τον ανατολικό μεσαίωνα. Ή επίκληση του Χατζηαβάτη πού αρχίζει την πα¬ράσταση στον παλαιότερο τούρκικο Καραγκιόζη δίνει μία ιδέα. Κοίταξε σοφέ, με τα μάτια σου πού ζητάν την αλήθεια και δες τούς ουρανούς Όπου κιόλα είναι στημένη ή τέντα του θεάτρου των ίσκιων. Παρατήρησε το θέαμα που σού προσφέρει ό παίχτης του πλάθοντας ίσκιους, άντρες και γυναίκες. [κόσμου Αυτός δίνει τη μορφή της κάθε φιγούρας, την κίνηση της και την κάνει να μιλάει στη γλώσσα πού τής ταιριάζει. Κοίταξε, όλες αυτές οι φιγούρες είναι φαινόμενα, μόνον ή οργή είτε ή καλοσύνη του Θεού φανερώνεται μ' αυτές. Παρατήρησε αυτό το πλαίσιο με τα φαντάσματα και μην ξεχνάς πώς αυτός πού το 'στησε μπορεί πάντα να το χαλάσει ενώ αυτός μένει αιώνιος. Μόνον ό μυημένος τα νιώθει αυτά κι όσοι δε μπορούν ν' απαλλαχτούν από τα πολλά ποτέ δε θα νιώσουν το νόημα τής ενότητας. Κοίταξε το θέατρο των Ίσκιων με γνώση και βοήθεια σου. Άλλοτε πάλι τις παραστάσεις τις τελειώνει ό Χατζηαβάτης : Κατά παράδοση μας λένε Χατζηαβάτη και Καραγκιόζη εμείς είμαστε για να οδηγάμε το λαό με συμβουλές, γιατί είμαστε υπηρέτες του λαού και του έθνους. Άλλα και ή γοητεία του θεάματος κερδίζει από την μυστηρια¬κή εντύπωση πού κάνουν αυτές οι σκιές πού περπατάν και μιλάνε. Ή τέχνη πού είναι φτιαγμένες, ψιλοσκεδιασμένες, ψιλοκεντημένες και χρωματοπλουμισμένες, οι μικρές αυτές μορφές, μ' όλη την απλοϊκότητα τους, τα κινήματα τους τα συμβατικά κι αδέξια, μ' όλη την λειψάδα, την αφέλεια και την παιδικότητα τους, συχνά είναι θαύματα μικρογραφικής τέχνης και οι φιγούρες και τα διάφορα σκηνικά εξαρτή¬ματα, σπίτια, δέντρα, καρότσες, πλοία, ζώα κ.λ.π. Η παρέ¬λαση από πολλά πρόσωπα, ή πομπή, ή μονομαχία, το αγκά¬λιασμα και το φίλημα, το ξύλο πού πέφτει, το στοιχειωμένο δέντρο, ό δράκοντας, το θηρίο, τα δαιμόνια, όλ’ αυτά έχουν καλλιτεχνική αξία σαν μικρογραφίες και σαν καρικατούρες, έχουν ομορφιά και νόημα και στο τέλος είναι αυτό το νόημα πού καταξιώνει το θέατρο σκιών σαν τέχνη. Δε μπορεί να δώσει περισσότερο απ' ό,τι δίνουν οι γελοιογραφίες, τέχνη περιορισμένη στην έκταση και καταδικασμένη να μην έχει εξέλιξη. Αν, ωστόσο, οι φιγούρες κερδίσουν την εμπιστοσύνη, κι ό διάλογος τους είναι στολισμένος με λυρισμό και ποικιλμένος μ' έξυπνα αστεία κι ωραία τραγούδια, μπορεί να διασκεδά¬σει κοινό λιγοστό κι όχι απαιτητικό. Το θέατρο των σκιών δε μπορεί να ευχαριστήσει μεγάλο πλήθος και κακώς λέγε¬ται θέατρο αφού δεν είναι καν θέατρο, δεν έχει δηλαδή χώρο επίτηδες διαμορφωμένο για να καθίσουν θεατές οι θεατές του Θεάτρου Σκιών κάθονται συνήθως σταυροπόδι χάμω. Ούτε μπορεί να 'χει καμιάν εξέλιξη, όπως δε μπορούν να 'χουν εξέλιξη οι ξωμάχοι, και γι' αυτό, σαν είδος, είναι κατα¬δικασμένο να φυτοζωεί. Σ' αυτό μοιάζει με το κουκλοθέατρο πού γνώρισε κι αυτό μεγάλη ακμή στο Μεσαίωνα στην Ευ¬ρώπη και πού 'χει και σήμερα τούς πιστούς του, αλλά ή καλ¬λιτεχνική αξία τους είναι περιορισμένη. Είναι, βέβαια, και τα εξωκαλλιτεχνικά στοιχεία, όπως ή επι¬τυχία πού 'χουν οι μικρογραφίες,

Σελίδα

23


όπου συχνά το μικρό συν¬ταυτίζεται με το χαριτωμένο, ακόμα κι όταν είναι χωρίς νόημα (λ. χ. το Πάτερ ημών γραμμένο πάνω σ' ένα σταρόσπειρο) ή Όπως κάποια δεξιοτεχνία από καλλιτέχνη ανάπηρο προκα¬λεί το ενδιαφέρον ανθρώπων πού σ' ένα έργο τέχνης θαυμά¬ζουν τον κόπο πού 'κανε ό καλλιτέχνης για να το φτιάσει. Ωστόσο, ό Καραγκιόζης στο μωαμεθανικό κόσμο έγινε το αγαπητό θέαμα του λαού και των αρχόντων και πρόκοψαν δυο κυρίως διακλαδώσεις του: μία ανώτερη, πλούσια σε ποίηση και μυστικοπάθεια και μία άλλη περισσότερο πρόστυχη και σατιρική. Ή πρώτη έφτασε να γοητεύει τούς μεγιστάνες με την ποίηση, την τεχνική και τη φιλοσοφία της κι αναφέρει ή Ιστορία έναν σουλτάνο, πού τόσο γοητεύτηκε από τη δεξιο¬τεχνία του καραγκιοζοπαίχτη, πού παράστησε στο μπερντέ ολάκερη ναυμαχία, πού τον έκανε μεγάλο αξιωματούχο. Δε λέει ή είδηση αν τον διόρισε ναύαρχο στο στόλο του. Ας δούμε όμως τον ελληνικό Καραγκιόζη. Αυτός ήρθε στον τόπο μας από την Πόλη, τότε πού ή χώρα μας απόχτησε τη λεγόμενη ανεξαρτησία της. Και πώς ή τέχνη αύτη πού ανθού¬σε στο οθωμανικό κράτος δεν καταδέχτηκε να φτάσει, ως εδώ και πριν απ' την Επανάσταση; Ό λόγος είναι απλός: πριν απ' την Επανάσταση δεν επιτρεπόταν πουθενά συγκέν¬τρωση των ραγιάδων. Πάνω από τρία άτομα μαζί ήσαν ύποπτα, το όργανο της τάξης τούς διέλυε αμέσως κι ανάφερνε και στον πασά. Επιπλέον οι συνθήκες τής λαϊκής δια¬βίωσης δεν επέτρεπαν σ' ένα τούρκικο θέαμα, συνδεμένο μά¬λιστα με θρησκευτική γιορτή, το ραμαζάνι, να 'κανε την εμφά¬νιση του σε μέρη καθαρά χριστιανικά. Πάντως δε μπορεί να γίνει λόγος για θέατρο ή θέαμα στον καιρό τής τουρκοκρατίας, αφού ή προϋπόθεση του θεάτρου, ό λαός, δεν είχε την άδεια να μαζευτεί πουθενά. Όταν ό κατακτητής διώχτηκε με την Επανάσταση από τα χώματα τούτα, πίσω του έμεινε τόπος ρημαγμένος κι ό λαός σακατεμένος, εξαθλιωμένος και- το χειρότεροελεεινό μπαίγνιο του σκυλοκαβγά που 'καναν για την εξουσία ντόπιοι αρχόντοι και ξένοι καλοθελητές και τυχοδιώχτες. Έμεινε κ' ή Λευτεριά. Μα τι μπορούσε να κάνει μία Λευτεριά, απ' τα κόκαλα βγαλμένη; Το πρώτο και το μόνο πού μπόρεσε ήταν ν' αφήσει το λαό να μαζεύεται. Πραγματικά οι αγωνιστές, εκείνοι οι καταματωμένο'. και κουρελήδες, δη¬λαδή όλος ό λαός, αναποκατάστατοι, άστεγοι, πεινασμένοι, ανή¬συχοι μαζευόντουσαν τώρα ολοένα και συζητούσαν τα χάλια τους. Οι τρυπωμένοι βγήκαν στον ήλιο, συνερχόντουσαν στα μεσοχώρια και φώναζαν όλοι μαζί τους πόνους, τους καημούς, τις ελπίδες τους. Είδαν οι γυρολόγοι, οι αγύρτες, οι ποιητές, οι ρήτορες, οι κάθε λογής καλλιτέχνες το ψωμί τής τέχνης τους, το λαό μαζεμένο, δεν άργησαν να παρουσιαστούν: ζητιάνοι, τουρκόγυφτοι, παπουλάκηδες, κομπογιαννίτες, καραγκιόζηδες... Μαθητές του τούρκικου Καραγκιόζη στην Πόλη κατέβηκαν στην ελεύθερη πατρίδα. Το θέαμα πού 'φεραν ήταν ό σατιρι¬κός τούρκικος Καραγκιόζης, ό χυδαίος, ό Καραγκιόζης τής συνοικίας και του λιμανιού. Ή πρωτοβουλία τους δε μπόρε¬σε να προχωρήσει, να φτιάξει θέαμα από την αρχή. Έφερε τον Καραγκιόζη και το Χατζηαβάτη, έφερε το σαράι του πασά, τούς μύθους, το πνεύμα το μικροσυνοικιακό και λαϊ¬κό από την Πόλη κ' έβαλε κι από δω μερικά ντόπια πρόσω¬πα, το ίδιο συνοικιακά και λαϊκά, με πινελιές σατιρικές ζω¬γραφισμένα, καρικατούρες από διάφορους τύπους μέσα στο πλήθος κ' έτσι παρουσίασε, στις μικροπολιτείες και τα χω¬ριά, όπου άρχισε να μαζεύεται λαός, ένα θέαμα πρόχειρο, πρόστυχο, κακομοίρικο, απλοϊκό, παιδικό. Το θέαμα αυτό συντροφεμένο και μ' άλλο ένα τούρκικο

Σελίδα

24


θέαμα, το λεγόμενο καφέ-αμάν, έγινε ή μοναδική νυχτερινή διασκέδαση στα πα¬νηγύρια, στις μεγαλογιορτάδες, στα μεγαλοχώρια, στις συ¬νοικίες των πόλεων, σε λιμάνια. Στο «ρεπερτόριο» μπήκαν σιγά-σιγά και εθνικά έργα, «Ο Κατσαντώνης», «Ο Θανάσης Διάκος», ληστές περίφημοι κι όλα τα καθημερινά γεγονότα, εγκλήματα φημισμένα, ληστείες, σκάνδαλα, ακόμα τελευταία παίχτηκε κ' έργο «Ο βομβαρδισμός του Πειραιά» και «Η κακούργα πεθερά» που 'σφαξε το γαμπρό της. Παίχτηκαν έργα ρομαντικά, μυστηριακά, πατριωτικά, σατιρικά. Όλα μπαίναν στο ίδιο καλούπι κ' ή δεξιοτεχνία του καραγκιοζοπαίχτη ήταν να παίζει καλά τον Μπάρμπα Γιώργο και να λέει και κανένα λαϊκό χωρατό, αφού είχε εξασφαλίσει πρώτα την εύνοια του χωροφύλακα. Ό καραγκιοζοπαίχτης, μη έχοντας πολλά πρόσωπα να θρέ¬ψει — συνήθως είχε ένα βοηθό, τον λεγόμενο καρπαζοεισπρά¬χτορα, για όλες του τις χρείες, τον τραγουδιστή και δυο ή τρεις μουσικούς, πού τούς εύρισκε επιτόπου — ούτε αποσκευές πολλές, τις κουβέρτες του και την κασέλα με τις φιγούρες του, δηλαδή όλο κι όλο ένα μουλαροφόρτωμα, πήγαινε από χωριό σε χωριό ακόμα στα πιο απόμερα, ακολουθώντας τα πανηγύ¬ρια, έστηνε το μπερντέ του στο κεντρικό καφενείο και διασκέ¬δαζε παιδιά και μεγάλους. Έτσι κοντά στα παραμύθια, τούς θρύλους, τα τραγούδια, τα μοιρολόγια, τις παραδόσεις πού τα 'λεγαν οι γεροντότεροι στα σπίτια τις χειμωνιάτικες νύχτες και στις οξωδουλειές, πρόσθεσε και ό Καραγκιόζης τα καλ¬λιτεχνικά του φώτα, τα τραγούδια του, πού 'ταν τραγούδια του ελληνικού λαού, τη σάτιρα του για τα οικεία κακά και πολιτογραφήθηκε θέαμα ελληνικό. Τα πνευματικά προϊόντα του ελληνικού λαού στάθηκαν πάν¬τα τέχνη πολύ ανώτερη από την τέχνη του Καραγκιόζη• αλλά και στον εξελληνισμένο Καραγκιόζη ή αξία του ήταν ίσαίσα τα ηρωικά τραγούδια, πού τα 'λεγαν καλοί τραγουδιστές και πού, όσο κι αν δυσαρεστούσαν συχνά τα παιδιά, πού βιαζόντουσαν να προχωρήσει ή παράσταση, τούς μεγάλους τούς ευχαριστούσαν και συχνά αυτοί πήγαιναν στον Καραγκιόζη μόνο και μόνο για ν' ακούσουν το τραγούδι του Κατσαντώνη Βαστάτε Τούρκοι τ' άλογα .

Το γεγονός είναι πώς ό Καραγκιόζης στάθηκε ή αντιπροσω¬πευτική τέχνη τής νεότερης ιστορίας μα<:, ή μόνη πού εκφρά¬ζει τη νεοελληνική πραγματικότητα. Το απλοϊκό, χυδαίο, κουτοέξυπνο, μισοκακόμοιρο, παιδικό θέαμα φυτοζώησε όλ' αυτά τα χρόνια και στάθηκε λιτή πνευματική τροφή του λιτο¬δίαιτου ελληνικού λαού. Αυτά τα άχυρα, μαζί με μερικά σπυ¬ριά εξυπνάδας και τα λαϊκά του τραγούδια είχε ό λαός για πνευματική τροφή του όλο αυτό το διάστημα. Αλλά τα προ¬τίμησε από τ' άλλα, επίσης ξένα θεάματα και την ξένη παι¬δεία πού του 'φερναν εδώ οι σωτήρες του, τα βαυαρέζικα τρα¬γούδια, τις ιταλικές άριες, τις παριζιάνικες αηδίες, όλα πιο βάρβαρα και πιο ξένα και από τα τούρκικα. Έτσι, δεν είναι Νεο¬έλληνας που να μην γλέντησε παιδί αυτό το θέαμα ή να μην το 'παιξε κι ό ίδιος, πού να μη φαιδρύνεται στο άκουσμα τής λέξης Καραγκιόζης, να μην εκφράζει με ρητά του Καραγκιό¬ζη δικά του αισθήματα και κρίσεις, δεν είναι νεοέλληνας ποι¬ητής ή συγγραφέας πού να μην αναφέρθηκε μία φορά στον Καραγκιόζη. Πολλοί νεότεροι συγγραφείς με έργα τους μιμή¬θηκαν την τεχνική του, το ύφος του, τη διδασκαλία του' πολλά βιβλία έχει κιόλας ή βιβλιογραφία του. Ό Καραγκιόζης συνεχίζει ακόμα σαν παλιατζής να προσφέρει τα φώτα του, αν και μισοσβησμένα, τσαλαπατημένος ανάμεσα στη σάλα του κινηματογράφου και στο γήπεδο του ποδοσφαί¬ρου, προβιβασμένος τελευταία από τη λόξα τής μόδας πού με λίγη συγκατάβαση αγαπάει τη λαϊκή τέχνη κ' ενδιαφέρεται για αισθητικά προβλήματα, μιλάει για Ζενέ και Ιονέσκο, για Θεόφιλο και Καραγκιόζη, για τα μπουζούκια και για τις τελευταίες δημιουργίες του Μίκη και του Μάνου. Ξεζουμισμένος από τη σάτιρα του, γιατί δεν έχει πια καμιά ελευθερία, ανίκανος να εξελιχτεί έξω απ' την παράδοση, ελε¬εινά μικρός και φτωχός και κακόμοιρος πλάι στο σύγχρονο θέατρο σκιών, τον κινηματογράφο, μπορεί να φυτοζωήσει όπως όλα, αλλά οι όροι του βίου του έλειψαν κι έτσι, μόνο σα φαινόμενο μουσειακό μπορεί να σταθει πια ή σαν θέαμα σ' απόμερη συνοικία ή τίποτα κατσάβραχα πού δεν τα επι¬σκέφτηκε ακόμα το ραδιόφωνο. Β. ΡΩΤΑΣ

Σελίδα

25


Καραγκιοζο-σταυρόλεξο ΛΥ Σ Η τ ε ύ χ ο υ ς 9 6

Θέλετε να συμβάλλετε στην οικονομική στήριξη του Σωματείου;

Μπορείτε να κάνετε κατάθεση στην Τράπεζα Eurobank, Αριθμός λογαριασμού: 0026.0062.17.0200632294 IBAN: GR0802600620000170200632294

Σελίδα

26


“Τεριρέμ”

Καραγκιοζο-σταυρόλεξο τεύχους 97

ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ 1. Υποδύεται τον καραγκιοζοπαίχτη Καββαδία 3. Υποδύεται το νεαρό δόκιμο μοναχό 5. Έγραψε τη μουσική της ταινίας 6. Υποδύεται τον αρχαιοκάπηλο 7. Υποδύεται την άρρωστη σύζυγο του Καββαδία 9. Ο σύμβουλος καραγκιοζοπαίχτης της ταινίας

ΚΑΘΕΤΑ 2. Υποδύεται την καινούρια βοηθό του καραγκιοζοπαίχτη 4. Ο ήρωας, του οποίου παρακολουθούμε την πτώση, το μαρτύριο και την αποθέωση 8. Σκηνοθέτης της ταινίας

Σελίδα

27


ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΜΑΣ»

Σαν σήμερα:

Σαν σήμερα: Ιανουάριος 2010 Σαν σήμερα: Ιανουάριος 2010 Στο τεύχος 31 (Ιανουάριος 2010), στη σελίδα 8, παρουσιάζεται το (τότε) νέο στέκι του Χρήστου Πατρινού, στην Πάτρα, ακριβώς τέσσερα χρόνια πριν από τα εγκαίνια του νυν πετυχημένου εργαστηρίου, για παιδιά, «Περί Σκιών», από την κάτω πλευρά της ίδιας πλατείας, επί της οδού Νόρμαν και απέναντι από τον Άγιο Διονύσιο: «Στη λαογραφική-πολιτιστική αίθουσα (πολυχώρος) “Το Σπίτι του Ηπειρώτη”, πραγματοποιούνται, καθ’ όλη τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου, ποιοτικές παραδοσιακές παραστάσεις από το Ελληνικό Θέατρο Σκιών του Χρήστου Πατρινού. Επιπλέον, στις 21 Νοεμβρίου, ξεκίνησε το πρόγραμμα του ομώνυμου Καλλιτεχνικού Εργαστηρίου, που έχοντας ως στόχο τη διάσωση και διάδοση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, θα προσφέρει, στους μικρούς και μεγάλους μας φίλους, την ευκαιρία να εκφραστούν καλλιτεχνικά, γνωρίζοντας, παράλληλα, τη λαϊκή μας παράδοση. Το Θέατρο Σκιών του Χρήστου Πατρινού, μέσα από τη μακρόχρονη πορεία του, έχει χρέος να καλλιεργήσει, στα νεότερα άτομα, το πνεύμα της άμιλλας προς τα πρότυπα του παρελθόντος και να καταστήσει τη λαϊκή παράδοση πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει εισηγήσεις και διαλέξεις για την ιστορία του Θεάτρου Σκιών, κατασκευή φιγούρων (από χαρτί, ζελατίνα, δέρμα), ζωγραφική, χαρακτική υποκριτική, μιμητική, παραστάσεις κ.ά.. Οι εγγραφές ξεκίνησαν και συνεχίζονται, ενώ δημιουργήθηκαν τμήματα, ανάλογα με τις ηλικίες. Το “Σπίτι του Ηπειρώτη” βρίσκεται στην Πάτρα και στη διεύθυνση Μουρούζη 14-16, πλησίον της πλατείας Νόρμαν (απέναντι από το Super Market Κρόνος)».

Γίνε μέλος του Σωματείου, με ένα “κλικ”! Κ ά νο ν τ α ς η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ή α ί τ η σ η σ τ ο : http://www.karagkiozis.com/somateio/

Σελίδα

28


ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ: Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τά βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίει ένα ρώμι να ζεσταθεί ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρα-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πώς να μουντζώνει, να βρίζει, να βλασφημεί και να κατεβάζει κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα! Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, διά να έρχονται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον διά να κόπτει καφέν. Αλλά έβλεπες πρωί και βράδυ να εξέρχονται, ατημέλητοι και μισοκτενισμέναι, γυναίκες φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν τής εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις. Ήρχετο πολλάκις τής ημέρας η γρια-Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις, κi έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρα-Κώσταινα η Κλησιάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν, ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, διά να κολλά τα κηρία, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετά ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην. Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά μέ δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον· κι εξονομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα τής καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης τής χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα τής επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον. Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, έξ. Η Λενιώ η κουμπάρα της τής πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχει εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους διά να εξασφαλίσει τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της απ;o τον πρώτον άνδρα της, τής είχεν αφήσει ένα αμανάτι διά να την δανείσει δέκα δραχμάς, και τώρα κατά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων απεδείχθη ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσον ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες ― τας οποίας, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω τον γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν, και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώσει και να μην τα δώσει, κι εφαίνοντο ως να εκολλούσαν στα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν. Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, τής εχρωστούσε τρία μηνιάτικα κι εννέα ημέρας. και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήσει εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον καύκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο

Σελίδα

29


τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς ότι αυτό περιείχε τίμιον ξύλον… Σαν εγκρεμοτσακίσθη κι έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί τιμίου ξύλου, τι βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχας, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Το ακούτε σεις αυτά; Εισήλθε ριγών ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρώμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπεν· ―Έχεις πεντάρα; Ο άνθρωπος έσεισε τούς ώμους με τρόπον διφορούμενον. ―Βάλε σύ το ρούμι, είπεν. Πώς να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή κι η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλύτερον από όλα η ραστώνη, το δόλτσε φάρ νιέντε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξει τον κανονισμόν τής εβδομάδος, θα όριζε την Κυριακήν διά σχόλην, την Δευτέραν διά χουζούρι, την Τρίτην διά σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν διά εργασίαν, και το Σάββατον διά ξεκούρασμα. Ποίος λέγει ότι αι εορταί είναι παραπολλαί διά τούς ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον διά τούς άλλους να θεσμοθετούν. Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν από αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, διά να πίει το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε να κάμνει αυτά τα συχνά ταξιδάκια, καθώς τα ονόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίει ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά κι εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του. Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα ιδών τον Παύλον: ―Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν. Ως από Θεού σταλμένος διά να λύσει το ζήτημα τής πεντάρας μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων. ― Πού σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν· ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ’ Άι-Νικολάου δουλέψαμε, τ’ Άι-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχουνται Χριστούγεννα, και θαρρώ πως θα δουλεύουμε χρονιάρα μέρα. Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν. ― Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου, μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουν διορισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσα στις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τίς γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε βδομάδες και μήνες τις καθημερινές. ― Είναι κι η τεμπελιά στο μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν καθ’ ήν ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον τής θύρας και δεν ηδύνατο ν’ ακούσει. ― Ας είναι, τι να σου κάμει η προκομμάδα κ’ η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια κι ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας, ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γιος μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στην μοδίστρα. και μ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια τής κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για τη σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για το μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της, ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή. ―Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη μου, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τούς ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζεις τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πιά, άργασε… ― Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλε, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως

Σελίδα

30


τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς. Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε διά να επαναλάβει την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν. Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά διά να αγοράσει ένα γαλόπουλο, να κάμει κι αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι. Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλέψει, να βγάλει ολίγα λεπτά, διά να περάσει πτωχικά τας εορτάς. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά. Κόπιασε να αργάζεις τομάρια! Το δικό μας το τομάρι θέλει άργασμα.» Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον διά τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευε να ζήσει υπό τον όρον να είναι «βρεμένο το παξιμάδι». Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν διά το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμεταλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνει μίαν ψάθαν, επί τής οποίας ηνάγκαζε τούς αέργους να εξαπλώνονται. Είτα έβαλλε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καεί, παρά να σηκωθεί από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης κι εδικαιούτο να φάγει δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο κι έφευγε το πύρ, δεν ήτον σωστός τεμπέλης κι έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο-Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύσει παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας! Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας, και την άλλην ήτο Παραμονή. Το γαλόπουλον δεν έπαυσε να το ονειροπολεί και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευθεί; Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθεί εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του. Εκεί, καθώς εστράφη να εμβεί εις το καπηλείον, βλέπει έν παιδίον της αγοράς με μίαν κοφίναν επ’ ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείει ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα. Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά κι εφαίνετο να αναζητεί οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθει εις το καπηλείον διά να ερωτήσει. Έπειτα είδε τον Παύλον κι εστράφη προς αυτόν: ―Ξέρεις, πατριώτη, τουλόγου σου, πού είναι δω χάμω το σπίτι του κυρ Θανάση του Μπελιοπούλου; ―Του κυρ Θανάση του Μπε… Αστραπή ως ιδέα έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου. ― Μου ΄πε τον αριθμό και τον εξέχασα… τώρα γλήγορα έπιασε σπίτι δω χάμω, σ’ αυτό το δρόμο… τον είχα μουστερή από πρώτα… μπροστύτερα καθότανε παραπέρα, στο Γεράνι. ― Του κυρ Θανάση του Μπελιοπούλου! ηυτοσχεδίασεν ο μαστρο-Παύλος· να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξεις την κυρα-Παύλαινα, μέσα, στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πώς να πω; είναι γενιά του… την έχει λύσε-δέσε, σ’ όλα τα πάντα… οικονόμισσα στο νοικοκυριό του… είναι κουνιάδα του… μαθές, θέλω να πω, ανιψιά του… εφώναξέ την και δώσε της τα ψώνια. Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πώς φώναξε: ―Κυρα-Παύλαινα, κόπιασ’ εδώ να πάρεις τα ψώνια που σου στέλνει ο κύριος… ο αφέντης σου. Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελε τόσον διά τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με την γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις έν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν. Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, οπού έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν με τα παράθυρα κλεισμένα, κι επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα. Τό βράδυ, αφού ενύκτωσεν, επήγε με τόλμην, από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν

Σελίδα

31


του κούρκου, κι έκρουσε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν. ―Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ’ έξω. Χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε; Ουκ ήν φωνή ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια τής κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασε. Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριών ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ’ ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένον μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις τα κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθεί εις τούς περιστερώνας περίτρομα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον την νύκτα εναντίον των οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ρογχάλισμα τής αυλής κοιμωμένης. Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι. ―Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, να ΄χουμε και καλό ρώτημα… τι γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μόχεις, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθεί το σπίτι… Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήρθε μεσάνυχτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζε όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά.. κλειδώθηκε μες στην κάμερα, και δεν ήξερε τι να κάμει… Είπε και ο κουνιάδος σου… καλό κελεπούρι ήτον κι αυτό, μαθές… και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβο μη ξαναέλθει κείνος που ΄χε το γάλο και μας φέρει και την αστυνομία… ήτον φόβος να μην προσβαλθεί κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοια αστεία να μην τα κάνεις, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπει από το σπίτι μου εμένα! Τ’ άκουσες; Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά: ―Τώρα… είναι μέσα η φαμίλια μου; ― Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, διά τον φόβο των Ιουδαίωνε. Κοίταξε μη σε νοιώσει από πουθενά κείνος ο σκιας, ο κουνιάδος σου, πάλε… ―Είναι μέσα; ―Ή μέσα είναι ή όπου είναι έφτασε… να, κάπου ακούω τη φωνή του. Ηκούσθη τώ όντι μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά διά τον νυκτερινόν επισκέπτην. ―Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήτον ο γάλος; Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτον ο μαστρο-Δημήτρης, ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου. ―Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας. ― Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα, άφησε τ’ αυτά! Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλικάρια. Ό,τι έγινε έγινε, να πας να δουλέψεις, να μου φέρεις κι εμένα τα νοίκια μου. Τ’ ακούς; ―Το ακούω. ―Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε. Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδίου είπε: ―Την υγειά σου, ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε και συ πέντε, κι άλλα πέντε, δέκα. Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάξει αυτά. ―Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, είπεν η Στρατίνα· το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά! Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν… ―Δρόμο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν… δρόμο και δουλειά!

Σελίδα

32


Το ΣΧΟΛΙΟ του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ: Διαβάζοντας το διήγημα, που δημοσιεύτηκε το 1896, και τις απόψεις, περί εργασίας και τεμπελιάς, που ο Παπαδιαμάντης διατυπώνει, δεν μπορούμε να μην σκεφτούμε το γνωστό δοκίμιο του Paul Lafargue (Πωλ Λαφάργκ), «Δικαίωμα στην Τεμπελιά». Το δοκίμιο πρωτοκυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1880 και επανακυκλοφόρησε το 1883. Ο Παπαδιαμάντης γνώριζε γαλλικά πολύ καλά, μετέφραζε από τα γαλλικά για τις εφημερίδες και το συμπέρασμά μας είναι πως όχι μόνο είχε διαβάσει το «Δικαίωμα στην τεμπελιά», αλλά, πιθανότατα, το είχε και μεταφράσει. Προς τεκμηρίωση του συμπεράσματός μας, παραθέτουμε απόσπασμα από το δοκίμιο, από το εισαγωγικό κεφάλαιο 1, Ένα καταστροφικό δόγμα: Μια παράξενη τρέλα κατέχει τις εργατικές τάξεις των εθνών όπου κυριαρχεί ο καπιταλιστικός πολιτισμός. Αυτή η τρέλα σέρνει στο κατόπι της ατομικές και κοινωνικές δυστυχίες οι οποίες βασανίζουν εδώ και αιώνες τη δύστυχη ανθρωπότητα, Αυτή η τρέλα είναι η αγάπη για τη δουλειά, το θνησιμαίο πάθος για τη δουλειά, που φτάνει ώς την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του ατόμου και των απογόνων του. Αντί να αντιδράσουν σ’ αυτόν το διανοητικό παραλογισμό, οι ιερείς, οι οικονομολόγοι και οι ηθικολόγοι καθαγίασαν την εργασία. Άνθρωποι τυφλοί και μικρόνοες, θέλησαν να φανούν πιο σοφοί από τον Θεό τους άνθρωποι αδύναμοι και ουτιδανοί, θέλησαν να αποκαταστήσουν αυτό που ο Θεός τους καταράστηκε. Εγώ, που δεν επαγγέλλομαι ούτε τον χριστιανό, ούτε τον οικονόμο ή τον ενάρετο, αντικρούω τη γνώμη τους επικαλούμενος τον Θεό τους- απορρίπτω τα κηρύγματα της θρησκευτικής, οικονομικής και φιλελεύθερα σκεπτόμενης ηθικής τους αναλογιζόμενος τις φρικτές συνέπειες της δουλειάς στην καπιταλιστική κοινωνία. Μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, η δουλειά είναι η αιτία κάθε πνευματικού εκφυλισμού, κάθε οργανικής παραμόρφωσης. Συγκρίνετε τα καθαρόαιμα τετράποδα των στάβλων του Ρότσιλντ, που φροντίζονται από υπηρετικό προσωπικό δίχειρων, με τα βαριά και άξεστα άλογα των νορμανδικών υποστατικών, που οργώνουν τη γη, μεταφέρουν την κοπριά, σωριάζουν τη σοδειά στο σιτοβολώνα. Παρατηρήστε τον ευγενή άγριο, που οι απόστολοι του εμπορίου και οι έμποροι της θρησκείας δεν μπόρεσαν ακόμη να διαφθείρουν με τον χριστιανισμό, τη σύφιλη και το δόγμα της δουλειάς, και παρατηρήστε κατόπιν τους δικούς μας αξιοθρήνητους υπηρέτες των μηχανών. (Paul Lafargue, To δικαίωμα στην τεμπελιά, Εκδόσεις: Ροές, 1998, μετάφραση: Ελισάβετ Λουλουδάκη) Και για την άμεση σύγκριση, παραθέτω αποσπάσματα του διηγήματος: … Καλά και τα λεπτά, καλή κι η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλύτερον απ’ όλα η ραστώνη, το δόλτσε φάρ νιέντε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξει τον κανονισμόν τής εβδομάδος, θα όριζε την Κυριακήν διά σχόλην, την Δευτέραν διά χουζούρι, την Τρίτην διά σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι’ εργασίαν, και το Σάββατον διά ξεκούρασμα. Ποίος λέγει ότι αι εορταί είναι παραπολλαί διά τούς ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον διά τούς άλλους να θεσμοθετούν. …Μου φαίνεται πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουν διορισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσα στις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τίς γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε βδομάδες και μήνες τις καθημερινές. …Ας είναι, τι να σου κάμει η προκομμάδα κι η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια κι ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας, ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γιος μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στην μοδίστρα. και μ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια τής κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για τη σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για το μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της, ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.

Σελίδα

33


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.