ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ ΟΙ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΔΕΣ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ1 Η Επαρχία Βοΐου, είναι μία από τις τέσσερις επαρχίες του Νομού Κοζάνης της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και αποτελείται από ένα σύνολο 77 οικισμών που συγκροτούν τους τέσσερις Δήμους και τη μια Κοινότητά της. Συνολικά, ο γεωγραφικός χώρος της επαρχίας Βοΐου αποτελεί ένα οικιστικό σύμπλεγμα που εκτείνεται από τη Σιάτιστα, μητροπολιτικό κέντρο της Επαρχίας, μέχρι τον Πεντάλοφο, τελευταίο οικισμό πριν την Περιφέρεια της Ηπείρου. Πληθυσμιακά, η περιοχή αποτελείται από ένα μεικτό εθνοτικό2 σύνολο, στο οποίο το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού προσδιορίζεται ως «ντόπιοι», με εγγενή στοιχεία με τους Ηπειρώτες, και το υπόλοιπο αποτελείται από πρόσφυγες, Πόντιους και Μικρασιάτες των παραλίων, που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά το 1923. Η ευρεία εδαφική έκταση της επαρχίας αλλά και η εδαφική πολυμορφία που τη χαρακτηρίζει με τους οικισμούς να εκτείνονται ανάμεσα στους ορεινούς όγκους ανατολικά του Σινιάτσικου ή Ασκίου3, δυτικά του Βοΐου και νοτιοανατολικά του Βούρινου, και ο ταυτόχρονος διαχωρισμός τους από τον ποταμό Αλιάκμονα που διέρχεται την επαρχία από τα βόρεια προς τα νοτιοανατολικά, δη1
Η ανακοίνωση αποτελεί μέρος ενός πρώτου σταδίου έρευνας που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος Προβιομηχανική κοινωνία, πόλη, βιοτεχνία και τεχνικές, (διδάσκουσα Β. Ρόκου), στο Μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών Νεότερη Ιστορία, Σύγχρονη Κοινωνία: Ιστορία και Λαϊκός Πολιτισμός, του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. 2 Bλ. Νιτσιάκος Β., Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, σ. 60 & Δαλκαβούκης Β., Η πένα και η γκλίτσα. Εθνοτική και εθνοτοπική ταυτότητα στο Ζαγόρι τον 20ό αι., σ. 19-28. 3 Επίσημη ονομασία του όρους Σινιάτσικου.
ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
μιούργησε ένα πεδίο μεικτών παραγωγικών δραστηριοτήτων των κατοίκων. Ωστόσο, η οικιστική συγκρότηση της επαρχίας, ακολούθησε μια μακρά χρονική οικιστική δραστηριότητα, με αφετηρία τα τέλη του 15ο αι., από μεικτούς εθνοτικά πληθυσμούς που μετακινήθηκαν βίαια ή μη, εξαιτίας των ιστορικών γεγονότων των αντίστοιχων περιόδων και που συνέχισαν να μετακινούνται, εξαιτίας αυτών, καθ’ όλη τη διάρκεια του 17ου αι. και 18ου αι.4. Το γεγονός αυτό είναι αναγνωρίσιμο, σύμφωνα με τη Χατζηϊωάννου5, από τη διατήρηση στην περιφέρεια των σημερινών οικισμών, οικοδομικών καταλοίπων με το μικροτοπωνύμιο Παλιόσπιτα ή Παλιοχώρα, αλλά και από αναφορές για την ύπαρξη μικρότερων οικισμών, πριν την εμφάνιση των σημερινών στις εθνογραφίες των χωριών6. Έτσι, σήμερα με βάση τις αναφορές και τα τεκμήρια για τον χρονικό προσδιορισμό σύστασης των οικισμών πριν την επίσημη απογραφή του 1913, μπορεί να θεωρηθεί ότι το οικιστικό σύνολο της επαρχίας με τη μορφή που παρουσιάζει σήμερα ολοκληρώνεται περίπου στα τέλη του 18ου αι.
4
Λαούρδα Λ., «Μονογραφίες για τα χωριά του Βοΐου», Πρακτικά Β΄ Συμποσίου Ιστορίας, Λαογραφίας, Γλωσσολογίας, Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής Δυτικομακεδονικού Χώρου, σ. 58-67. 5 Χατζηϊωάννου Μ., Η ιστορική εξέλιξη των οικισμών στην περιοχή του Αλιάκμονα κατά την Τουρκοκρατία. Ο κώδικας αρ. 201 της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ζάβορδας, σ. 29. 6 Παπαδόπουλος Θ., «Ορεινοί Οικισμοί-Μακεδονική Αρχιτεκτονική», Πρακτικά Γ΄ Συμποσίου Ιστορίας, Λαογραφίας, Γλωσσολογίας, Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής Δυτικομακεδονικού Χώρου, σ. 207-219.
ΟΙ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΔΕΣ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Ο τεχνίτης Παπλώματα, στρώματα φτιάχνουμε παπλώματα γερά και φιλενάδες κάνουμε νύφη και πεθερά. Ο παπλωματάαααας7 Σύμφωνα με τα τεκμήρια και τις αναφορές για τις επαγγελματικές ασχολίες8 των κατοίκων της περιοχής δεν υπάρχει καμία αναφορά σε παπλωματά ή γιοργατζή, ονομασία του παπλωματά από τους ντόπιους, από το τούρκικο ğorgan ή yorgan (πάπλωμα), πριν την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων στην επαρχία. Ωστόσο υπάρχουν αναφορές σε προικοσύμφωνα του οικισμού Κριμήνι, το 1886 ενός παπλώματος, και το 1903 δύο γιοργανιών, τοπική ονομασία του παπλώματος9, οι οποίες θεωρείται όμως ότι συνδέονται περισσότερο με τη μετακίνηση των μαστόρων-χτιστών της περιοχής στην Κωνσταντινούπολη και στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής, και όχι τόσο με την παρουσία τεχνιτών σ’ αυτήν. Η περιοχή άλλωστε ήταν ιδιαίτερα γνωστή για τις οικιακές βιοτεχνίες βελεντζών που λειτουργούσαν την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας τόσο στην Επαρχία Ανασελίτσης (Βοΐου) όσο και στις πλησιέστερες επαρχίες Καϊλαρίων και Σερβίων με προϊόντα που ήταν ιδιαίτερα εμπορεύσιμα10. Χαρακτηριστικό είναι ότι στον εκλογικό κατάλογο του 1915 για την Υποδιοίκηση Ανασελίτσης11
7
Στις γειτονιές της Αθήνας οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που ασκούσαν την τέχνη διαλαλούσαν με αυτό το στίχο τη δουλειά τους. http://petefris.blogspot.com/2007/01/blog-post_30.html 25/05/07 8 Για τις επαγγελματικές ασχολίες των κατοίκων της Επαρχίας Βοΐου σημαντικές μεταξύ άλλων είναι οι αναφορές του Καλινδέρη στα βιβλία Αι Συντεχνίαι της Κοζάνης επί Τουρκοκρατίας & Κώδικες της Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης. 9 Παπανικολάου Φ., Λαογραφικά Βοΐου, εκδ. Σύλλογος Ροδοχωριτών «Η Πρόοδος», 1999, σ. 188-189. 10 Κοφίνα Γ. Ν., Τα Οικονομικά της Μακεδονίας, σ. 238-239. 11 Εκλογικός κατάλογος της Υποδιοικήσεως Ανασελίτσης 1915, τυπογραφείον Ιωάννου Κομμένου, Θεσσαλονίκη, (τη σελιδοποίηση την έκανε ο Γεώργιος Μπόνιας), Αδημοσίευτος, χ.χ.ε. 1-228.
ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
δεν αναφέρεται κανένας άντρας εκλογέας που να ασκεί το επάγγελμα αυτό. Σε συνέχεια των παραπάνω, η αρχειακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα ανέκδοτα απογραφικά δελτία των Προσφύγων της Νομαρχίας Κοζάνης που αναφέρονται στην επαρχία Ανασελίτσης, βρέθηκε ένας εφαπλωματοποιός, ο Ανδρέας Παπουκίδης με αριθμό απογραφής 21812, ο οποίος το 1923 εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στον οικισμό Λειψίστη, σημερινή Νεάπολη. Ο ίδιος προερχόταν από την Αττάλεια της Μικρά Ασίας, περιοχή της Τουρκίας, ιδιαίτερα γνωστή ακόμη και σήμερα για την εξαιρετική ποιότητα βαμβακιού που παράγει. Σύμφωνα ωστόσο με την αναφορά του Πεχλιβανίδη Γ. στο βιβλίο του «Αττάλεια και Ατταλειώτες»: “…οι παμπούκ ατητζήδες κατά το φθινόπωρο πήγαιναν στα σπίτια με το τοξάρι (που είχε τεντωμένη χορδή από ξηραμένο έντερο βοδιού), στον ώμο τη βέργα, στο χέρι και τον κόπανο, σαν μεγάλο μπουκάλι (πεντακοσάρα), μέσα στο ταγάρι τους και αναλάμβαναν το τίναγμα του βαμβακιού των στρωμάτων, των παπλωμάτων και των μαξιλαριών, στο Ραβέσι, το λιακωτό του σπιτιού. Οι τεχνίτες αυτοί, ερχόντουσαν από τα μέρη του Ικονίου, από τη Σίλλε, τη Νίγδη κ.ά. και η γλώσσα που μιλούσαν ήταν τα Τούρκικα με λίγες λέξεις, ανάμικτες ελληνικές αλλά το θρήσκευμα τους ήταν χριστιανοί”13. Επιπλέον, αναφορές που υπάρχουν τόσο στον Κώδικα Καγιάμπαση όσο και στον Κώδικα Προκοπίου, για τους εμβαλωματήδες ή εσκιτζήδες που κατασκεύαζαν τα παπλώματα, περιοδεύοντας από χωριό σε χωριό, σημειώνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό απ’ αυτούς προέρχονταν από τα χωριά της ευρύτερης Καππαδοκίας. Η Ασβεστή14 αναφέρει ότι στα χωριά όπως το Τσαρικλί, το Τσαλτίκ, το Τσελτέκ, τη Μουταλάσκη η τέχνη του παπλωματά μεταδιδόταν 12
Απογραφικά δελτία Προσφύγων Νομαρχίας Κοζάνης, Επαρχίας Ανασελίτσης, Ανέκδοτο. 13 Πεχλιβανίδη Γ., Αττάλεια και Ατταλειώτες, τόμ. Β΄, σ. 116-117. 14 Ασβεστή Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας, σ. 194.
ΟΙ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΔΕΣ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
από πατέρα σε γιο και οι τεχνίτες εκτός από παπλώματα έκαναν και κετσέδες, ένα είδος κάπας, τα γαμσιά. Οι παπλωματάδες από το Μιστί της Καππαδοκίας που εγκαταστάθηκαν στην Κόνιτσα, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, αρχικά κατασκεύαζαν για τους κατοίκους της περιοχής κετσέδες και για τους πρόσφυγες παπλώματα από μαλλί. Επίσης, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Ανδρέας Παπουκίδης είχε μαθητεύσει τόσο στην Αττάλεια, δίπλα στους αδελφούς της πρώτης του γυναίκας, για τους οποίους δεν γνωρίζουμε την καταγωγή, όσο και στα εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης15, αλλά και η σύνδεση του επωνύμου με την τουρκική λέξη pamuk (βαμβάκι) και με το ίδιο το επάγγελμα παμπούκ ατητζήδες σύμφωνα με την αναφορά του Πεχλιβανίδη. Στον Ανδρέα Παπουκίδη παραχωρήθηκε κατάστημα, αντί των αγροτικών εκτάσεων που παραχωρούνταν στους μικρασιάτες πρόσφυγες, προκειμένου να ασκήσει την επαγγελματική του ιδιότητα για την οποία όμως δεν προαπαιτήθηκε εγγραφή σε κάποιο «συντεχνιακού τύπου» εμπορικό δίκτυο16. Ωστόσο ο ίδιος αλλά και οι γιοι του αργότερα, στους οποίους μεταφέρθηκε η τεχνική, μέσα στο γνωστό πλαίσιο που οδηγεί τη χειροτεχνική δραστηριότητα και την εμπειρική γνώση των τεχνικών να μεταδίδονται από γενιά σε γενιά, χρησιμοποιούσε όρους συντεχνιακούς όπως τσιράκι, για τους μαθητευομένους και κάλφας για όσους μπορούσαν να παράγουν, να βγάλουν δουλειά. Η κύρια πελατειακή σχέση που θα αναπτύξει ο τεχνίτης είναι με τους πρόσφυγες, οι οποίοι γνώριζαν το προϊόν από τις πατρίδες τους. “ Ακόμα και όταν μάθαμε εμείς τη δουλειά ιδρώσαμε για να πουλήσουμε ένα πάπλωμα στους ντόπιους. Με τ’ άχυρα και τις βέλεντζες ήταν μέχρι το εξήντα εδώ”, μου ανέφερε χαρακτηριστικά ο γιος του. Αλλά και οι ίδιοι οι «ντόπιοι» ανέφεραν ότι το πάπλωμα 15
Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες μελών της οικογένειας. Οι εμπορικοί και επαγγελματικοί σύλλογοι της περιοχής δημιουργούνται μεταξύ 1950-1960. 16
ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
ήταν κάτι πολυέξοδο γι’ αυτούς καθώς είχαν αργαλειούς στα σπίτια και ύφαιναν το μαλλί χωρίς έξοδο, δίχως να κάνουν καμία αναφορά για το βαμβάκι, το οποίο άλλωστε δεν υπήρχε ως μέρος των καλλιεργειών της περιοχής. Δίπλα στον Ανδρέα Παπουκίδη μαθήτευσαν οι δύο γιοι του, οι οποίοι ασκούσαν την τέχνη μέχρι πρόσφατα αλλά και ο Ζαχαριάδης Χαράλαμπος (Μάσκαλης), ο οποίος αφού έγινε κάλφας μεταφέρθηκε στη Σιάτιστα, μαθαίνοντας και αυτός την τεχνική στους δύο γιους του. Από αυτόν τον πρώτο τεχνίτη προέκυψαν και ακόμα δύο τεχνίτες στην περιοχή, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στα Σέρβια και στην Κοζάνη, ενώ μέρος συγγενικών του προσώπων εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία στην Αθήνα, όπου άσκησαν και αυτοί την τέχνη του παπλωματά, ακολουθώντας όμως διαφορετική τεχνική στην κατασκευή στρωμάτων που αποτελούσε μαζί με τα μαξιλάρια παράπλευρη δραστηριότητα. Σήμερα στην Επαρχία δεν υπάρχουν τεχνίτες. Τόσο οι γιοι του Ζαχαριάδη όσο και οι γιοι του Παπουκίδη δεν ασκούν πλέον την τέχνη και έχουν στραφεί σε άλλες δραστηριότητες ήδη από τη δεκαετία του ’80. Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας κανένας δεν γνώριζε τον Ανδρέα Παπουκίδη με το ονοματεπώνυμο του αλλά κυρίως με την ιδιότητα του τεχνίτη, ο παπλωματάς, που έχει δημιουργήσει ένα είδος ταυτότητας τόσο για τον ίδιο όσο και για την οικογένειά του. Η τεχνική Το κύριο μέρος της κατασκευής του παπλώματος πραγματοποιούνταν στο κατάστημα του τεχνίτη, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο που διευκόλυνε τόσο το τσαντσάρισμα του βαμβακιού ή του μαλλιού όσο και την τοποθέτηση του υφάσματος για το γέμισμα του παπλώματος και το κέντημα του. Ωστόσο, αρκετές φορές ο τεχνίτης πραγματοποιούσε την παραγγελία και στο χώρο του παραγγελιοδότη, ιδιαίτερα όταν αυτή αποτελούσε μέρος της προίκας κο-
ΟΙ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΔΕΣ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
ριτσιού που ετοιμαζόταν για γάμο. Τα τεχνικά εργαλεία άλλωστε διευκόλυναν τόσο τη μετακίνηση όσο και την κατασκευή σε χώρο εκτός του άμεσα επαγγελματικού. Τα απαραίτητα υλικά που προαπαιτούνταν για την κατασκευή ενός παπλώματος ήταν ανάλογα του μεγέθους του αλλά και της ποιότητας του βαμβακιού ή του μαλλιού που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν. Έτσι, οι διαστάσεις του υφάσματος παρέμεναν σταθερές, δηλαδή 5 μέτρα ύφασμα με φάρδος 1,40 μέτρα για ένα μονό, 6 μέτρα για ένα ημίδιπλο, 7 μέτρα για ένα διπλό πάπλωμα και 2,30 μέτρα για ένα παιδικό πάπλωμα ενώ μεταβάλλονταν οι ποσότητες του βαμβακιού ή του μαλλιού. Έτσι, αν το βαμβάκι ήταν η καλύτερη ποιότητα, 3α, για ένα μονό πάπλωμα προαπαιτούνταν δύο οκάδες βαμβάκι, για ένα ημίδιπλο, 2,5 οκάδες βαμβάκι, για ένα διπλό 3 οκάδες βαμβάκι και για ένα παιδικό περίπου 1 οκά. Επιπλέον, αν το βαμβάκι ήταν 2α λίντερ, η ποσότητα που προαπαιτούνταν ήταν μεγαλύτερη ενώ αν ήταν ότι απέμενε από το ξύσιμο των κουκουτσιών ακόμα πιο πολύ, σε αντιστοιχία ποσότητας μισό με ένα κιλό περισσότερο για την κάθε διάσταση. Χαρακτηριστικό είναι ότι αν το βαμβάκι ήταν από το ξύσιμο των κουκουτσιών απαιτούνταν περίπου 4,5 οκάδες για ένα διπλό πάπλωμα, σε αντίθεση με τις άλλες ποιότητες που η ποσότητα ήταν πολύ λιγότερη. Αντίστοιχα, αν το μαλλί ήταν ρούντο, μαλακό, ψιλό και σγουρό, σαν της Αυστραλίας, απαιτούνταν λιγότερη ποσότητα, περίπου στην αναλογία σε οκάδες του βαμβακιού, ενώ αν ήταν φλασάτο, σκληρό, περισσότερη. Ο τεχνίτης άπλωνε το υλικό για το γέμισμα του παπλώματος σε ένα πάγκο, ένα κομμάτι ξύλο διαστάσεων 2,5 Χ 3 μέτρα και χτυπώντας τη χορδή του τσαντσαριού με το ντουμάκι άνοιγε το βαμβάκι ή το μαλλί, προκειμένου να γίνει αφράτο. Το τσαντσάρι ή τοξάρι ήταν ένα είδος ξύλινου τόξου με έντερο ζώου, δεμένο στις δύο άκρες του, για το χτύπημα του βαμβακιού ή του μαλλιού και το ντουμάκι ή κόπανος ένα βαρίδιο σε σχήμα μπουκαλιού φτιαγμένο από σίδερο.
ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
Στη συνέχεια έραβε το ύφασμα ενώνοντας τις άκρες του και αφήνοντας παράλληλα ένα μικρό άνοιγμα στη μια πλευρά του, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό ένα σάκο τον οποίο γέμιζε με το υλικό καθώς το έστρωνε με το δοξάρι, ένα μονοκόμματο ξύλο κρανιάς. Αφού είχε γεμίσει και στρώσει το υλικό μέσα στο σάκο, ξεκινούσε να δουλεύει το πάπλωμα, αντιγράφοντας το σχέδιο. Το σχέδιο του παπλώματος αποτυπωνόταν στο ύφασμα με τη βοήθεια μιας κλωστής, στο μήκος του παπλώματος, στην οποία είχαν προηγουμένως τοποθετήσει κατά μήκος κιμωλία. Η κλωστή τοποθετούνταν πάνω στο ύφασμα σύμφωνα με το σχέδιο και καθώς την τίναζαν έμεναν τα υπολείμματα της κιμωλίας στο σημείο που έπρεπε να ραφτεί, σύμφωνα με το βασικό σκελετό του σχεδίου. Αν το σχέδιο είχε κάποιες δυσκολίες στην αποτύπωση (κύκλους ομόκεντρους, ημικύκλια), βασιζόμενοι στον αρχικό σκελετό το ολοκλήρωναν ζωγραφίζοντας το υπόλοιπο στο χέρι. Ιδιαιτερότητες στα σχέδια δεν υπήρχαν, κάτι δηλαδή που να δηλώνει την ταυτότητα τής κάθε πληθυσμιακής ομάδας. Όλοι παραγγέλναν όλα τα σχέδια, ωστόσο μεταξύ των παπλωματάδων τόσο στα Γιάννενα όσο και στην Καστοριά υπήρχαν ανταγωνισμοί, στο είδος της βελονιάς και στη λεπτομέρεια της αποτύπωσης του σχεδίου, στη λεπτοδουλειά, όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν οι πληροφορητές. Ωστόσο, σύμφωνα με τις μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής, τα τισάκ, τα μάλλινα παπλώματα ζητούσαν οι Πόντιοι πρόσφυγες και τα βαμβακερά οι Μικρασιάτες. Μετά την αποτύπωση του σχεδίου ακολουθούσε το βάψιμο των κλωστών, στο χρώμα του υφάσματος του παπλώματος ή σε κάποιο συναφές χρώμα και το κέντημα. Οι βελόνες που χρησιμοποιούσαν ήταν σε διάφορα μεγέθη και σχήματα, ανάλογα με το είδος του υφάσματος που χρησιμοποιούνταν και προέρχονταν αρχικά από την Τουρκία και αργότερα από την Αγγλία.
ΟΙ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΔΕΣ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Αρχικά, τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των Μικρασιατών προσφύγων στην περιοχή, το βαμβάκι το προμηθεύονταν από παντοπωλείο που λειτουργούσε στο Τσοτύλι. Αργότερα, με την κατασκευή του οδικού δικτύου της περιοχής, τις απαραίτητες ποσότητες τις προμηθεύονταν κατευθείαν από τη Βέροια ή τη Θεσσαλονίκη. Το 1960 η αξία ενός παπλώματος κυμαινόταν στις 10.000 δρχ. για ένα διπλό μισό μεταξωτό και μισό κάμποτο, ενώ το αντίστοιχο ολομέταξο κόστιζε 15.000 δρχ. Την ίδια περίοδο είχε καταργηθεί η χρήση του τσαντσαριού, με την εισαγωγή ηλεκτροκίνητων μηχανών για το χτύπημα του βαμβακιού. Παράλληλα, οι παπλωματάδες της επαρχίας είχαν ξεκινήσει και την κατασκευή στρωματέξ, τα οποία είχαν αντικαταστήσει τα στρώματα από βαμβάκι ή άχυρα ή μαλλί. Το βαμβάκι Το βαμβάκι κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν μια βασική πρώτη ύλη, η οποία παραγόταν στην περιοχή της Μακεδονίας, όπως και τα προϊόντα που προέκυπταν από τη μεταποίησή του. Το αγροτικό αυτό προϊόν προοριζόταν τόσο για την τοπική κατανάλωση όσο και την εξωτερική αγορά, αντιμετωπίζοντας κατά συνέπεια τόσο τις συνθήκες των αγορών προορισμού όσο και τις τοπικές συνθήκες, μέσα στις οποίες πραγματοποιούνταν η παραγωγή17. Η συστηματική καλλιέργεια του βαμβακιού άρχισε το 17ο αι. στη Μακεδονία, στην περιοχή των Σερρών και επεκτάθηκε δυτικά μέχρι τη Θεσσαλονίκη και τη Θεσσαλία. Ωστόσο, την περίοδο αυτή το βαμβάκι αποτελούσε μια περιορισμένη σε έκταση καλλιέργεια, η οποία ανταποκρινόταν στη μικρή γαλλική και ιταλική κυ-
17
Πανάγου Κ., Το βαμβάκι στη Μακεδονία 19ος-20ός αι., δ.δ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
ρίως ζήτηση, καθώς οι τοπικές ανάγκες ήταν ανύπαρκτες ή ασήμαντες18. Αντίστοιχα, κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι., η βαμβακοκαλλιέργεια επεκτάθηκε σε μεγάλες εκτάσεις, σε σημείο που σε πολλές περιοχές να μετατραπεί σε μονοκαλλιέργεια, όταν η εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής επηρέασε σημαντικά τη διάρθρωση των καλλιεργειών19. Χαρακτηριστικό είναι ότι την περίοδο αυτή το βαμβάκι ήταν μια από τις βασικές αγροτικές καλλιέργειες -εκτός από τις περιοχές της Μακεδονίας που αναφέρθηκαν παραπάνω- και των τσιφλικιών της Θεσσαλίας αλλά κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα και της πεδινής ζώνης της Νοτιοδυτικής και Κεντρικής Θεσσαλίας. Έτσι, το βαμβάκι, στο τέλος του 18ου αι., αποτελούσε το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν της Μακεδονίας, με δεύτερο τον καπνό και τρίτο το σιτάρι20. Το ποσοστό της αύξησης της παραγωγής ήταν τέτοιο που σύμφωνα με το Σβορώνο21, ο όγκος του αντιπροσώπευε το 50% των συνολικών εξαγωγών που πραγματοποιούνταν από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, με προορισμό τη Γαλλία, την Ιταλία και την Κεντρική Ευρώπη. Αντίστοιχα, ο Beaujour22 αναφέρει ότι την τελευταία δεκαετία του 18ου αι. η βαμβακοπαραγωγή της Μακεδονίας ανερχόταν σε “…70.000 μπάλες των 100 οκάδων, καθαρό βαμβάκι, οι εξαγωγές του οποίου κατανέμονταν στη Γερμανία 30.000, Γαλλία 12.000, στη Βενετία 4.000, στο Λιβόρνο 1.500, στη Γένοβα 1.500, στο Λονδίνο και στο Άμστερνταμ 1.000 οκάδες, σημειώνοντας ότι το συνολικό εξαγώγιμο προϊόν ήταν της τάξης των 50.000 μπαλών ακατέργαστου βαμβακιού, αξίας 5.000.000 πιαστρών, περίπου δηλαδή το 70% της συνολικής παραγωγής”. 18
Εβλιά Τσελεμπί, Ταξίδι στην Ελλάδα, σ. 75. Κρεμμυδάς Β., Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (17001821), σ. 151. 20 Beaujour F., Πίνακας του Εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία 17871797, τόμ. Α ΄, σ. 54-93. 21 Σβορώνος Ν., Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 18ο αι., σ. 239-264. 22 Beaujour F., Πίνακας του Εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία 17871797, τόμ. Α΄ , σ. 71. 19
ΟΙ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΔΕΣ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Τον 19ο αι. η καλλιέργεια του βαμβακιού παρέμεινε ως μία από τις κυριότερες καλλιέργειες της Μακεδονίας, αν και η έκτασή της επηρεάστηκε από τις αλλεπάλληλες μεταβολές στις συνθήκες εξωτερικής ζήτησης του προϊόντος, τις πολιτικές εξελίξεις και τις οικονομικές αλλαγές που συνέβαιναν στην περιοχή και τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Έτσι, σημαντικότερο κέντρο παραγωγής και την περίοδο αυτή παρέμειναν οι Σέρρες αλλά και τα χωριά της περιοχής της Θεσσαλονίκης, παρουσιάζοντας ωστόσο μια μείωση των εξαγωγών. Τη δεύτερη δεκαετία του19ου αι. η ραγδαία ανάπτυξη της αντίστοιχης καλλιέργειας στις Η.Π.Α. και η εξαγωγή του αμερικάνικου βαμβακιού στην ευρωπαϊκή αγορά, μείωσαν την εξαγωγή του ελληνικού βαμβακιού. Αντίστοιχα, η σημαντική υποχώρηση της παραγωγής χειροποίητου νήματος στο εσωτερικό, καθώς και η δοκιμασία λόγω των επαναστατικών γεγονότων 1821-1822, τα οποία σημειώθηκαν στο νότιο ελλαδικό χώρο και την Κεντρική Μακεδονία, συνέβαλαν επίσης στη διαμόρφωση τής παραπάνω κατάστασης. Οι γεωργικές καλλιέργειες συρρικνώθηκαν και οι βαμβακοφυτείες μειώθηκαν εξαιρετικά. Οι βιαιότητες και οι σφαγές των Τούρκων αδρανοποίησαν τους αγρότες, πολλοί από τους οποίους μετακινήθηκαν νοτιότερα ή κατέφυγαν σε πιο ασφαλή μέρη, με άμεση συνέπεια τη σταθερή πτώση της παραγωγής των αγροτικών προϊόντων23. Επιπλέον, το σύστημα της αγρανάπαυσης και η εκτατική καλλιέργεια που εφαρμόζονταν στη Μακεδονία, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ταίριαζαν περισσότερο στη μονοκαλλιέργεια των δημητριακών παρά στην πολυκαλλιέργεια, η οποία απαιτούσε περισσότερες γνώσεις, έξοδα και εργατικό δυναμικό. Εξάλλου, η βαμβακοκαλλιέργεια ήταν πιο δαπανηρή από την καλλιέργεια σιτηρών και πιο ευαίσθητη στις δύσκολες καιρικές συνθήκες και τις φυτικές ασθένειες24. 23 24
Πανάγου Κ., ό.π. ό.π.
ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
Η αύξηση της παραγωγής του βαμβακιού που παρατηρήθηκε τον προηγούμενο αιώνα έδωσε τη δυνατότητα ενός πλεονάσματος του προϊόντος, αρχικά σε οικιακό επίπεδο. Την περίοδο αυτή μια διάσπαρτη οικιακή παραγωγή και μια δραστηριότητα που αναπτύσσεται κυρίως σε μικρά εργαστήρια, στις πόλεις και στα χωριά αρχίζει να αναπτύσσεται ως παράλληλη δραστηριότητα στις αγροτικές ασχολίες.25 Έτσι, δημιουργούνται σημαντικές εστίες βαμβακερών νημάτων και υφασμάτων τόσο στις Σέρρες και τη Θεσσαλονίκη όσο και στην Κοζάνη, τη Βέροια και τη Νιγρίτα26. Το κυριότερο βιοτεχνικό προϊόν αυτών των εστιών ήταν το λευκό και βαμβακερό νήμα, το οποίο εξαγόταν από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, στο οποίο πρωτοστατούσαν δυτικομακεδόνες έμποροι από τη Σιάτιστα και την Κοζάνη27. Στα μέσα της δεκαετίας του 1870 θα πραγματοποιηθεί και η πρώτη προσπάθεια εκβιομηχάνισης της βαμβακοπαραγωγής με τη σύσταση των κλωστηρίων Νάουσας. Ο τόπος Στη βάση κάθε κοινωνίας, βρίσκεται η οικονομία, οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής, που δεν είναι παρά σχέσεις ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και που ορίζουν τον τρόπο ιδιοποίησης του υπερπροϊόντος από τον μη άμεσο παραγωγό. Το πεδίο της οικονομίας, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ορίζει και το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων. Το πλέγμα αυτών των δύο αποτελεί τη βάση κάθε κοινωνίας, πάνω στην οποία εδράζεται το πολιτικό, νομικό, πολιτιστικό εποικοδόμημα που με τη σειρά του, επηρεάζει τη βάση, δηλαδή τη διαλεκτική σχέση “παραγωγικές δυνάμεις - σχέσεις παραγωγής”. Παράλληλα οι άνθρωποι δημιουργούν, αναπαράγουν την ύπαρξη τους ενεργώντας μέσα στη φύση, αντλώ25
Βακαλόπουλος Α., Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, σ. 215 & 266-267 & 292-295. 26 Κυριακίδου-Νέστορος Α., Τα υφαντά της Μακεδονίας, σ. 8. 27 Βακαλόπουλος Α., Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, σ. 316.
ΟΙ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΔΕΣ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
ντας από τη φύση, οικειοποιούμενοι ουσιαστικά το φυσικό περιβάλλον. Μέσα από αυτή τη διαλεκτική δημιουργείται ένας καταμερισμός της εργασίας και δίνεται η δυνατότητα παραγωγής ενός πλεονάσματος πέρα και πάνω απ’ ότι είναι αναγκαίο για να συντηρήσει το άτομο και την κοινότητα, της οποίας αυτό είναι μέλος, κάνοντας δυνατή ταυτόχρονα την ανταλλαγή28. Στην επαρχία Βοΐου το ορεινό του γεωγραφικού χώρου αποτέλεσε ένα γόνιμο πεδίο άσκησης της κτηνοτροφίας, αρχικά στα πλαίσια της αυτοσυντήρησης και αργότερα της εμπορευματοποίησης. Ωστόσο, δεν είναι οι ορεινότεροι οικισμοί που θα αναπτυχθούν ως βιοτεχνικά κέντρα παραγωγής καθώς το μεγαλύτερο μέρος του ανδρικού πληθυσμού μετακινείται ως μάστοροι, χτιστάδες, και έχει ως παράπλευρη δραστηριότητα, στα χέρια των γυναικών, την κτηνοτροφία. Αντίθετα, η Σιάτιστα και οι οικισμοί που βρίσκονται γύρω από αυτήν και κάτω από τα Καστανοχώρια-Μαστοροχώρια, τα Ζουπάνια του Βοΐου θα αποτελέσουν τα κύρια βιοτεχνικά και εμπορευματικά κέντρα της περιοχής, απορροφώντας όμως τα πλεονάζοντα κτηνοτροφικά προϊόντα. Οι Σιατιστινοί θα επιδοθούν στις μεταφορές και το εμπόριο ήδη από το 1600 μεταφέροντας κτηνοτροφικά προϊόντα (μαλλί, τυρί, δέρματα) στις χώρες της Αυστροουγγαρίας και αλλού. Σύμφωνα με το Νάτσινα29 “…μεγάλα καραβάνια ξεκινούσαν από τη Σιάτιστα και την Κοζάνη φορτωμένα με εμπορεύματα και μέσω Μοναστηρίου και Σκοπίων, ακολουθούσαν την κοιλάδα του Αξιού και Μοράβα και έφθαναν στο Βελιγράδι. Μετά περνούσαν το Δούναβη και το Σαύο και φθάνανε στην ουγγρική πόλη Σεμλίνο, πρώτος διαμετακομιστικός σταθμός, και έφθαναν μετά στη Βουδαπέστη και τη Βιέννη, ενώ αρκετοί προχωρούσαν και έφθαναν μέχρι τη Βλαχία-Μολδαβία και τη Γερμανία”. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Leake, όταν επισκέπτε28
Marx K., Προκαπιταλιστικοί οικονομικοί σχηματισμοί, σ. 17-88. Νάτσινας Θ., Οι Μακεδόνες πραματευτάδες εις τα χώρας Αυστρίας και Ουγγαρίας, σ. 19. 29
ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
ται τη Σιάτιστα το 1805, αναφέρει ότι όλες οι οικογένειες έχουν ένα τουλάχιστον μέλος τους στην ξενιτιά, Ιταλία, Ουγγαρία, Αυστρία και διάφορες πόλεις της Γερμανίας, που ασχολούνται με εμπορικές υποθέσεις30. Σύντομα, οι Σιατιστινοί θα αυξήσουν τη δραστηριότητα τους, η οποία λειτουργεί στα πλαίσια των σχέσεων του εμπορικού καπιταλισμού, αναδεικνύοντας τη Σιάτιστα ως τη σημαντικότερη ορεινή πόλη της περιοχής. Παράλληλα θα συγκεντρωθεί ένας σημαντικός αριθμός τεχνιτών στην πόλη, οι οποίοι ασχολούνται με την επεξεργασία των δερμάτων και της γούνας, αλλά και ένας σημαντικός αριθμός εργατών που καλλιεργούν τα αμπέλια της περιοχής παράγοντας τα περίφημα λιαστά κρασιά, τα οποία οι Σιατιστινοί έμποροι εξάγουν στις παραπάνω χώρες. Το 1691 κατεργάζονταν στη Σιάτιστα τις μηλόγουνες, ενώ το 18ο αι. η συντεχνία των γουναράδων είχε πάνω από 80 μέλη, και αντίστοιχα τα βυρσοδεψεία που λειτουργούσαν στην περιοχή ήταν περισσότερα από 15031. Ωστόσο, παρά την αύξηση του εμπορίου και τον καταμερισμό της εργασίας, ανάμεσα στην παραγωγή και στη διαμετακόμιση που προμηθεύει τη βάση για τη διαμετακόμιση σε μακρινές αποστάσεις, η Σιάτιστα αλλά και η ευρύτερη περιοχή της Επαρχίας δεν θα ολοκληρωθεί ως βιοτεχνικό κέντρο, παρά τη δημιουργία ενός σημαντικού αριθμού κεφαλαιούχων επιχειρηματιών. Τα εργαστήρια που λειτούργησαν παρέμειναν στο πλαίσιο της αυτοκατανάλωσης και του εμπορίου κατά παραγγελία και γι’ αυτό δεν έφτασαν στα όρια της βιοτεχνίας32. Στο πλαίσιο αυτό η απουσία ευρείας καλλιέργειας βαμβακιού στην περιοχή, σε αντίθεση με τα δημητριακά που καλλιεργούνταν ευρέως με κύριες καλλιέργειες το σιτάρι, το κριθάρι και τον αρα30
W. M. Leake, Travels in Northern Greece, t.1, σ. 307-308. Βαρσαμίδης Α., Οικονομικός βίος και επαγγελματική κίνηση της περιοχής Βοΐου 19ος αρχές 20ού αι., δ.δ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. 32 Ρόκου Β., «Η ορεινή πόλη της κτηνοτροφίας, πόλη της υπαίθρου. Τρία Ηπειρώτικα παραδείγματα, Μοσχόπολη, Μέτσοβο, Συρράκο», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου ΕΜΝΕ, σ. 5-82. 31
ΟΙ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΔΕΣ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
βόσιτο, αλλά και η εμπορευματοποίηση του μαλλιού ίσως να οδήγησαν στην έλλειψη αναφορών για τεχνίτες παπλωμάτων στην περιοχή. Επιπλέον, οι νόμοι προέβλεπαν ότι ένας τεχνίτης μπορούσε να δουλεύει στο χωριό του και να συντηρεί εξ ολοκλήρου τον εαυτό του και την οικογένεια του από την τέχνη του, ανεξάρτητα από το αν καλλιεργούσε ταυτόχρονα τη γη του. Ωστόσο, η τέχνη έπρεπε να αποφέρει σημαντικά εισοδήματα για να μπορεί ο τεχνίτης να καλύψει τα έξοδα συντήρησης της οικογένειάς του και ταυτόχρονα να πληρώνει τόσο το φόρο για την εγκατάλειψη της γης όσο και την πρόσθετη φορολογία που είχε σχέση με το καινούργιο του επάγγελμα33.
33
Τοντόρωφ Ν., Η Βαλκανική πόλη 15ος -19ος αι., τόμ. Α΄, σ. 114.
ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Beaujour F., Πίνακας του Εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία 1787-1797, τόμ Α΄, εκδ. Τολίδη, Αθήνα 1974. Leake W. M., Travels in Northern Greece, t.1, London 1835. Marx K., Προκαπιταλιστικοί οικονομικοί σχηματισμοί, εισ. Eric Hobsbawm, εκδ. Κάλβος, Αθήνα. Ασβεστή Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας, επιμέλεια Βασίλη Μάκη, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 2000. Βακαλόπουλος Α., Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992. Βαρσαμίδης Α., Οικονομικός βίος και επαγγελματική κίνηση της περιοχής Βοΐου 19ος αρχές 20ού αι., δ.δ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Δαλκαβούκης Β., Η πένα και η γκλίτσα. Εθνοτική και εθνοτοπική ταυτότητα στο Ζαγόρι τον 20ό αι., εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2005. Εβλιά Τσελεμπί, Ταξίδι στην Ελλάδα, εκδ. Εκάτη, Αθήνα 1991. Καλινδέρης Μ., Κώδικες της Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης, εκδ. Καλινδέρη Μ., Θεσσαλονίκη 1974 Καλινδέρης Μ., Αι Συντεχνίαι της Κοζάνης επί Τουρκοκρατίας, εκδ. Δημοσιεύματα Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης, Θεσσαλονίκη 1958. Κρεμμυδάς Β., Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700-1821), εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1988. Κυριακίδου-Νέστορος Α., Τα υφαντά της Μακεδονίας, εκδ. ΕΟΜΜΕΧ, Αθήνα 1965. Λαούρδα Λ., «Μονογραφίες για τα χωριά του Βοΐου», Πρακτικά Β΄ Συμποσίου Ιστορίας, Λαογραφίας, Γλωσσολογίας, Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής Δυτικομακεδονικού Χώρου, Θεσσαλονίκη 4-5 Νοεμβρίου 1978, εκδ. Βοϊακή Εστία Θεσσαλονίκης. Νάτσινας Θ., Οι Μακεδόνες πραματευτάδες εις τα χώρας Αυστρίας και Ουγγαρίας, τυπ. Νικολαΐδη, Θεσσαλονίκη 1939. Νιτσιάκος Β., Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1991.
ΟΙ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΔΕΣ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Πανάγου Κ., Το βαμβάκι στη Μακεδονία 19ος-20ός αι., δ.δ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Παπαδόπουλος Θ., «Ορεινοί Οικισμοί-Μακεδονική Αρχιτεκτονική», Πρακτικά Γ΄ Συμποσίου Ιστορίας, Λαογραφίας, Γλωσσολογίας, Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής Δυτικομακεδονικού Χώρου, Θεσσαλονίκη 3-5 Απριλίου 1982, εκδ. Βοϊακή Εστία Θεσσαλονίκης. Πεχλιβανίδη Γ., Αττάλεια και Ατταλειώτες, τόμ. Β΄, εκδ. Πεχλιβανίδη, Αθήνα 1989. Ρόκου Β., «Η ορεινή πόλη της κτηνοτροφίας, πόλη της υπαίθρου. Τρία Ηπειρώτικα παραδείγματα, Μοσχόπολη, Μέτσοβο, Συρράκο», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας «Νεοελληνική πόλη», τόμ. Α΄, Εταιρεία Μελετών του Νέου Ελληνισμού, εκδ. ΕΙΕ, Αθήνα 1985. Σβορώνος Ν., Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 18ο αι., εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1996. Τοντόρωφ Ν., Η Βαλκανική πόλη 15ος-19ος αι., τόμ. Α΄, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1986. Χατζηϊωάννου Μ., Η ιστορική εξέλιξη των οικισμών στην περιοχή του Αλιάκμονα κατά την Τουρκοκρατία. Ο κώδικας αρ. 201 της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ζάβορδας, εκδ. Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/ΕΙΕ, Αθήνα 2000.
ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ Εκλογικός κατάλογος της Υποδιοικήσεως Ανασελίτσης 1915, τυπογραφείον Ιωάννου Κομμένου, Θεσσαλονίκη, (τη σελιδοποίηση την έκανε ο Γεώργιος Μπόνιας) Αδημοσίευτος, χ.χ., ε.1-228. Απογραφικά δελτία Προσφύγων Νομαρχίας Κοζάνης, Επαρχίας Ανασελίτσης, Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς, Ανέκδοτο. Φωτογραφικό Αρχείο Παπουκίδη Ανδρέα ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ http://petefris.blogspot.com/2007/01/blog-post_30.html 25/05/07
ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΕΣ Παπουκίδης Χαράλαμπος, Νεάπολη Βοΐου Κοζάνης, 73 ετών Παπουκίδης Παντελής, Νεάπολη Βοΐου Κοζάνης, 82 ετών Μουμουλίδου Μαρίκα, Νεάπολη Βοΐου Κοζάνης, 81 ετών Ζαχαριάδης Ιωάννης, Νεάπολη Βοΐου Κοζάνης, 78 ετών
ΟΙ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΔΕΣ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Παπουκίδης Παντελής στο προσφυγικό κατάστημα του Ανδρέα Παπουκίδη περίπου το 1940
Το προσφυγικό κατάστημα που παραχωρήθηκε στον Ανδρέα Παπουκίδη, στη Νεάπολη Βοΐου. Το κτίριο απαλλοτριώθηκε από το Δήμο Νεάπολης μετά το 1980
ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
Ο Ζαχαριάδης Ι., γιος του Μάσκαλη, στο υπόγειο του καταστήματος που διατηρεί σήμερα με δείγμα παπλώματος στο σχέδιο κλάδες.
Το βασικό σχέδιο για την κατασκευή παπλωμάτων (Οικ. Παπουκίδη)
ΟΙ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΔΕΣ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Σαντσάρι και κόπανος, σε μνημείο στην κάτω πλατεία της Κόνιτσας. Το μνημείο φτιάχτηκε για να τιμήσει τους Μικρασιάτες πρόσφυγες από το Μιστί της Καππαδοκίας που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 1924 και είχαν ως κύρια ασχολία τους την τέχνη του παπλωματά
Πάπλωμα της οικ. Παπουκίδη περίπου το 1935-1937, έξω από το προσφυγικό κατάστημα
ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
Κατασκευή παπλώματος από τον Παπουκίδη Παντελή στη Νεάπολη Βοΐου Κοζάνης το 1949