Το παντοπωλείο ένα ταξίδι στο χρόνο

Page 1


Το Παντοπωλείο: Ένα ταξίδι στο χρόνο



Ελευθερία Παπαδοπούλου

Το Παντοπωλείο: Ένα ταξίδι στο χρόνο

Παρέμβαση 2013


ISBN 978-960-7792-27-3 © Ελευθερία Παπαδοπούλου Τ.: 6970201322 elpap77@gmail.com Εκδόσεις Παρέμβαση, 2013 Τυπογραφείο Χρονικών Δυτικής Μακεδονίας Φιλελλήνων 22, Γρεβενά | τηλ.: 24620 87772 chronika@otenet.gr Σχεδιασμός Εξωφύλλου S+ αισθeτικό - grevenart.gr


Στη μνήμη του πατέρα μου, Γιώργου Παπαδόπουλου


Βιογραφικό Ελευθερία Γεωργίου Παπαδοπούλου

Γεννήθηκε στην Χρυσαυγή Βοϊου το 1958. Όταν ήταν στην Γ’ τάξη δημοτικού η οικογένεια μετακόμισε στο Τσοτύλι, όπου και έμεινε μέχρι να τελειώσει την Α’ Γυμνασίου. Μετά από ένα χρόνο στην Θεσσαλονίκη, μετακόμισαν στον Καναδά, όπου και και απεφοίτησε από την Γ’ Λυκείου. Το 1976 παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας στο Κέντρο Ελευθέρων Σπουδών στην Θεσσαλονίκη. Το 1977 επέστρεψε στον Καναδά όπου και σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο Simon Fraser, στο νομό Βρετανικής Κολομβίας. Ακολούθησε ένας χρόνος εξάσκησης για την άδεια διδασκαλίας και πιστοποίησης δικαστικής μεταφράστριας από το Geneva Language School. Αφού εργάστηκε ως αναπληρώτρια σε τοπικά σχολεία της περιοχής, μετακόμισε στην Ελλάδα, ανοίγοντας ένα φροντιστήριο ξένων γλωσσών στο Τσοτύλι Κοζάνης, όπου και εργάζεται μέχρι σήμερα. Παραπλεύρως, ασχολείται με την αρθρογραφία και μετάφραση.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 1. Ιστορία....................................................................................... 13 2. Αρχιτεκτονική..............................................................................49 3. Συγκοινωνία................................................................................ 58 4. Είδη παντοπωλείου.....................................................................83 5. Τυποποίηση................................................................................103 6. Πόλεμος και πείνα...................................................................115 7. Ο ρόλος του μπακάλη ............................................................. 144 8. Οικογένεια και παιδιά

.........................................................158

9. Φορητά παντοπωλεία

............................................................173

10. Βερεσέ.......................................................................................189 11. Λίστα μπακάληδων & εμπορικών καταστημάτων................196 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.................................................................................215 ΧΑΡΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΣΟΤΥΛΙΟΥ..........................219 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ............................................................................. 220


Τον αρχαίο καιρό των χρόνων μας Ο τα πάντα πωλών αλλά μηδέν αγοράζων ( ή μη μόνον την επαύριον που λέγαν τα κάλαντα τα παιδάρια στα χωριά τους αγόραζε τ’ αλεύρι, αντί ασημάντου ποσότητας νομισμάτων) θα μπορούσε να γράφει, να έγραφαν δηλαδή, ορθογραφημένα στο περίπου, μόνον στα ω-μέγα θα μπορούσαν να λανθάνουν αβίαστα, πινακίδες στο εσωτερικό του μαγαζιού μαζί με τις εθνικές και εθνοπαράφρονες αφίσες τω καιρώ εκείνω. Πριν χρόνια έλαβα δώρο εκ της νήσου Σύρου μια σειρά με αυθεντικά μέτρα ζυγίσεως παντοπωλιακών ειδών. Τα είχα ξεχάσει παντελώς δίπλα από το αδιάβαστο εδώ και 25 χρόνια «Μπλανς ή η λησμονιά» του Λ. Αραγκόν, και μου τα επανέφερε στη μνήμη το νυν έξοχον βιβλίον περί των χωρικών παντοπωλείων. Το λοιπόν. ...Τον αρχαίο καιρό των χρόνων μας, τα παντοπωλεία ήταν στην ύπαιθρο χώρα πλην των άλλων και οι καταφυγές των ακίνδυνα οινοφλύγων ανθρώπων. Αυτούς τους οποίους τόσον λαμπρώς συναπαντούμε (συνευωχούμενοι ορισμένως) στην προσφιλή Παπαδιαμαντική διαλεκτική κι ενδοχώρα με τα πολίχνια και τα χωριατόχωργια. Λιτόν σε γράδα το προσφερομένον εκεί τσίπουρον και το πιάτο, συνοδεία αγιορείτικη αυτού, πεποικιλμένον πτωχικά («τη πτωχεία τα πλούσια») αλλά κατευναστικόν, πάνω σε τσουβάλια από όσπρια ή καφάσια ρέγγας ανάποδα. Έτσι όταν η διαχειρίστρια μάνα, ενεργών ως επιλοχίας του λόχου, της πολυπληθούς ενότητας επιμέρους οικογενειών, πήγε στο παρακείμενο του πλατάνου πάντων-πωλείον (αλλά και αντιπροσωπεία του ΦΙΞ) και οιονεί καφενείο διατελών, προς εξόφλησιν του μηνιαίου λογαριασμού, στο ηρωικόν κι αισθαντικόν μπακαλοτέφτερον καταγραμμένη κάθε συναλλαγή μετ’ αυτού, είδε δεκάδες εγγραφές καταλογάδην: «Κάτι σαν ...πιάτα διαβάζω» στην παραφρασμένη καβαφική. «Πότε πήραμε τόσα πιάτα κυρ’ Αλέκο εμείς σπίτι δεν έχουμε που να κενώσουμε το φαϊ κι όλο όλοι μέσα από το αυτό τηγάνι και ταψί (ταβά ήθελε να πει) τρώμε, συμπληρώνοντας φυσικά μέσα της «βουτώντας ελεύθερα τ’ αχόρταγα δάχτυλα, τα μοναχικά πιρούνια ή ευάριθμα, ολιγότερα εμφανώς των μελών της τράπεζας, κοχλιάρια. «Δεν γράφει πιάτα, ποτά γράφει κυρα Δήμητρα!» Δεκάδες, εκατοντάδες εγγραφές και τρόποι τους οποίους μετέρχονταν ο μεγάλος της οικογενείας και του σπιτιού αδελφός, όστις αμέσως μετά από κάθε ποτολογία αναλυόταν στους παρα-θείους αίνους στους πλάγιους εντελώς ανθρώπινους ήχους. Αυτά και εις τα Πάντων Πωλεία, παντοπωλεία του άλλοτε (αλήστου μνήμης) καιρού μας, θέλω να πω και το είπα. Β. Π. Καραγιάννης Εκδότης της λογοτεχνικής επιθεώρησης «Παρέμβαση»


Πρόλογος Όταν, πριν πέντε χρόνια περίπου, αποφάσισα να κάνω μία έρευνα με το θέμα του παντοπωλείου, κάποια άτομα με ρώτησαν: «γιατί ασχολείσαι με κάτι που ξεπεράστηκε;» Το μπακάλικο, εκτός αν λειτουργεί σαν το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς, φαίνεται να ανήκει στο παρελθόν μαζί με μαγαζιά όπως το σιδεράδικο, ο μύλος, το ραφτάδικο και άλλα, αντικαταστημένο πια από τα μοντέρνα σουπερμάρκετ, mall, τα εμπορικά πολυκαταστήματα, ή όπως τα αποκαλεί ο Γάλλος συγγραφέας Εμίλ Ζολά, “οι μεγάλοι καθεδρικοί ναοί κατανάλωσης”. Φυσικά και απολαμβάνω να επισκέπτομαι ένα εμπορικό κέντρο και χαίρομαι για τις ανέσεις που προσφέρει: καθαριότητα, εξυπηρέτηση, ποικιλία προϊόντων. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως δεν είμαι η μόνη που κρατώ στο μυαλό μου την ανάμνηση του μπακάλικου της παιδικής μου ηλικίας, όταν νοερά “ξεφυλλίζω” τις εικόνες του παρελθόντος. Γι αυτό και θέλησα να τιμήσω τον μπακάλη της πατρίδας μας και ιδιαίτερα της περιοχής μας μέσα από αφηγήσεις πρώην παντοπώληδων, καθώς και από μέλη των οικογενειών τους, φίλων και άλλων ατόμων που έχουν να προσθέσουν τη δική τους ιστορία και αναμνήσεις από την εποχή εκείνη. Επίσης, με τον ερχομό της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, βλέπουμε μια επιστροφή του παντοπωλείου είτε με την μορφή του κοινοτικού παντοπωλείου, το οποίο παρέχει δωρεάν τρόφιμα και άλλα είδη σε ευπαθείς ομάδες, ή με το μπακάλικο της γειτονιάς όπου τα προϊόντα πουλιούνται χύμα και πιο φθηνά. Εκεί ακόμη ο μπακάλης είναι ένα γνώριμο άτομο που θα μας πει μια καλημέρα, μια καλή κουβέντα και θα βγάλει το τεφτέρι του για να γράψει τα ψώνια που θα πληρωθούν αργότερα. Όροι που έμειναν στα βιβλία της ιστορίας και ιδέες που είχαν ξεχαστεί τώρα αναστήθηκαν: το “χαράτσι”, ο κεφαλικός φόρος που επέβαλαν οι Τούρκοι στους υποδουλωμένους, βρίσκεται καθημερινά στο στόμα μας που πολλές φορές στεγνώνει από λόγια μπροστά στις απρόβλεπτες καταστάσεις που ζούμε ως λαός. Αντί για το φρικτό παιδομάζωμα, βλέπουμε τα παιδιά μας να φεύγουν στο εξωτερικό, όπου και θα προσφέρουν αυτά με τα οποία θα μπορούσαν να διαπρέψουν στην πατρίδα μας. Η ανάγκη να γίνουμε αυτάρκεις, να καλλιεργήσουμε ξανά τη γη, όπως οι παππούδες μας, είναι συζήτηση καθημερινής βάσης στα καφενεία και στις γειτονιές. Συνειδητοποιούμε πως ό,τι εγκαταλείπουμε μας εγκαταλείπει. Φυσικά και φόρους πρέπει να πληρώνουμε και κάποιοι από τους νέους θα φύγουν στο εξωτερικό, αλλά αυτή η έξαρση υπερβολής μας επιστρέφει σε μια παλιά υποδούλωση τόσο οικονομική, όσο και ψυχολογική. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Είναι γιατί δεν την μάθαμε την πρώτη


φορά, ή γιατί κάνει τον κύκλο της ξανά; Ίσως αυτό το αφήσουμε στους ιστορικούς και οικονομολόγους. Ο στόχος μου σε αυτό το βιβλίο είναι να ξαναζωντανέψω στις μνήμες μας το παντοπωλείο του χωριού ή της γειτονιάς μας, να διηγηθώ τον προσωπικό αγώνα, τη θυσία και την προσφορά του παντοπώλη μέσα από συνεντεύξεις και αναπολήσεις πολλών και να τιμήσω αυτούς τους ανθρώπους, καθώς και τους οδηγούς στα μέσα μεταφορών που συνέβαλλαν στην μεγάλη αυτή υπηρεσία που ίσως αγνοούν πολλοί σήμερα. Όπως στις εθνικές εορτές τιμούμε την μνήμη ηρώων που δεν φοβήθηκαν το βαρύ κόστος και πρόσφεραν τις ζωές τους για την πατρίδα, είναι ώρα να τιμήσουμε αυτούς τους ταπεινούς, δυναμικούς ανθρώπους που μαζί με την οικογένειά τους έδωσαν τα πάντα για να έχουμε όχι μόνο τα υλικά αγαθά που απολαμβάναμε στα παλιά μπακάλικα, αλλά και τις αναμνήσεις που παραμένουν από τις πιο ωραίες και γλυκές στο βιβλίο της μνήμης μας, γλυκές σαν τα μαντζούνια και ζαχαρομπίμπελα στα γυάλινα βάζα του μαγικού παντοπωλείου μας. Στη φαντασία μας είμαστε ακόμη παιδιά: παίζουμε σπασμένο τηλέφωνο πάνω στις πεζούλες και τρέχουμε στα στενά σοκάκια για ένα παιχνίδι τσολέγκας, φίτσια, μπίλες, κρυφτό και σκλαβάκι. Τα βράδια καθόμαστε στις πεζούλες, για να ανταλλάξουμε νέα, καθώς οι κουλουφέξες1 φωτίζουν έναν κόσμο που δεν γνωρίζουμε πόσο όμορφος είναι μέχρι να τον χάσουμε, έχοντας σαν δεδομένο το λαμπερό φως των αστεριών, την ορχήστρα των τζιτζικιών στα γέρικα πλατάνια, τα γέλια αγαπημένων μας προσώπων. Μπαίνουμε στο παντοπωλείο κι εκεί μας καλωσορίζει ένα φιλικό πρόσωπο πίσω από το μπάγκο. Του δίνουμε τις δραχμές που σφίγγαμε στην ιδρωμένη παλάμη, για να μη τις χάσουμε στο δρόμο, και εκείνος ανοίγει τα βάζα και μας δίνει αυτό που θα μας κάνει χαρούμενους, γιατί δεν χρειάζονται πολλά για να χαρούμε. Αργότερα στο σπίτι θα ξεκουραστούμε διαβάζοντας ένα παλιό κάουμπόι, θα ακούσουμε την συνέχεια μιας ιστορίας στο ράδιο έξω στον κήπο, δίπλα στην κληματαριά, απολαμβάνοντας μια δροσερή γκαζόζα με στραγάλια. Όταν βγούμε στην πλατεία, ο μπακάλης μας θα παίζει βιολί για μια παρέα, θα κουρεύει κάποιον κάτω από το γέρικο πλατάνι, θα προξενεύει την αδερφή μας, θα κάνει πολιτική σάτιρα, αλλά θα είναι πάντα εκεί, στη χώρα των δικών μας θαυμάτων. Ελευθερία Παπαδοπούλου 1 Κουλουφέξες: πυγολαμπίδες


Ευχαριστίες Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους παντοπώληδες και όλα τα άτομα που με δέχτηκαν στα σπίτια τους και μου αφηγήθηκαν τις ιστορίες τους απαντώντας ακούραστα στις ερωτήσεις μου. Τους ευχαριστώ, επίσης, για τις υπέροχες φωτογραφίες που μου εμπιστεύτηκαν, έναν πλούτο του παρελθόντος, τον οποίο έθεσαν με εμπιστοσύνη στα χέρια μου. Χαίρομαι, διότι γνώρισα αξιόλογους ανθρώπους μέσα από αυτήν την έρευνα, η οποία, ακόμη και να μην κατέληγε πουθενά, θα άξιζε τον κόπο μόνο για τις πολύτιμες αυτές γνωριμίες και σημαντικές στιγμές αναπολήσεων που πέρασα μαζί τους. Το πόσο ζεστοί, φιλόξενοι και αυθεντικοί είναι οι άνθρωποι στα μέρη μας είναι κάτι που έζησα τα τελευταία πέντε χρόνια και ήταν μια μεγάλη ανταμοιβή για το τρέξιμο και τις θυσίες που απαιτούσε το συγκεκριμένο βιβλίο. Είμαι ευγνώμων στα άτομα που διέθεσαν το χρόνο τους και διάβασαν μέρη από το βιβλίο για σχόλια και κριτική, όπως ο Αλέξανδρος Μπακαΐμης, ο Βασίλης Τζιμηρόπουλος, η Θεοδώρα Αργυρίου, ο Θεολόγος Διαμαντόπουλος και η σύζυγός του Λουκία. Οι πληροφορίες του Νίκου Τζιμηρόπουλου σχετικά με τις μεταφορές στην περιοχή ήταν πολύτιμες και τον χρωστώ ένα μεγάλο ευχαριστώ. Επίσης, ένα τεράστιο ευχαριστώ: Στην καθηγήτρια Βάσω Καραμητοπούλου για τον πολύτιμο χρόνο που διέθεσε στην τελική μορφοποίηση του βιβλίου. Στον Νίκο Μητσόπουλο για το φωτογραφικό υλικό που μου παραχώρησε. Στον αδερφό μου Γιάννη Παπαδόπουλο για την εποικοδομητική κριτική και την στήριξη που μου προσέφερε στην πρακτική πλευρά της έκδοσης του βιβλίου. Στο γιο μου Γιώργο για την υπομονή του καθ’ όλη την διάρκεια της μακρόχρονης αυτής έρευνας. Στους μαθητές μου, οι οποίοι είναι μια μεγάλη πηγή έμπνευσης για μένα με τον πηγαίο αυθορμητισμό και την αστείρευτη δημιουργικότητά τους. Προσπάθησα να κρατήσω τις αφηγήσεις όλων όπως ειπώθηκαν, δίχως να αλλοιώσω τα λόγια τους. Για αυτόν τον λόγο, αν τα κείμενα είναι κάπως “αδούλευτα” είναι γιατί πιστεύω ότι αν επενέβαινα περισσότερο, η ιστορία θα ήταν δική μου και όχι όλων μας. Σε τελική ανάλυση, οι ιστορίες μας είναι αυτές που μας ενώνουν, αυτές που ζουν μετά τον θάνατο μας, αυτές που πρέπει να ειπωθούν πριν είναι αργά και χαθούν για πάντα.


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Οι αριθμητικοί δείκτες που είναι υπογραμμισμένοι αναφέρονται στις υποσημειώσεις των πηγών που βρίσκονται στο τέλος κάθε κεφαλαίου. Οι υπόλοιποι αριθμητικοί δείκτες αντιστοιχούν στις υποσέλιδες σημειώσεις. 12☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

Ιστορία «Ο Θεός να σε φυλάει από του Βενετσιάνου τη δίκη και από του Τούρκου το σπαθί.» Μανιάτικο ρητό, 17ος αιώνας.

| Δίλοφος: Eορτασμοί Καθαράς Δευτέρας όπου συμμετέχουν και άτομα από το Δασύλλιο

Όταν ο Άγγλος απεσταλμένος Τζωρτζ Φρέντερικ Άμποτ επισκέφτηκε την Μακεδονία το 1900 για να συλλέξει λαογραφικό υλικό για το πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, αναφέρει πως, πέρα από τις συστατικές επιστολές, ο μοναδικός τρόπος για να δει κανείς τη Μακεδονία ήταν να προμηθευτεί τα εξής απαραίτητα: ένα κουτί σκόνης κατά των κοριών και άλλων εντόμων, ένα μπουκάλι κινίνο σε περίπτωση ελονοσίας και

❧13


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

ένα μακρύ, χοντρό, σιδερένιο ραβδί για τα εχθρικά τσομπανόσκυλα.1 Αυτή η περιγραφή λέει πολλά για τις συνθήκες ζωής των κατοίκων της περιοχής και γενικότερα μιας χώρας, στην οποία, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, «ένας επιθεωρητής της αστυνομίας κι ένα περίστροφο Κολτ είναι οι αναπόφευκτοι σύντροφοι του ταξιδιώτη».2 Αν μία απλή επίσκεψη, όσο και θαρραλέα, στην κατακτημένη Μακεδονία ήταν τόσο ριψοκίνδυνη, τότε μπορεί κανείς να φανταστεί τις συνθήκες ζωής για τους ανθρώπους που βίωναν την υποδούλωση καθημερινά. Όταν τα ξημερώματα της 29ης Μαρτίου το 1430, «με κραυγές και με τον ήχο δερμάτινων τυμπάνων» ο Μουράτ Β΄ εισέβαλλε στην Θεσσαλονίκη, ήταν τόσο τρομερή η σφαγή που, σύμφωνα με την μαρτυρία του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, «έρρευσαν ποταμοί από αίματα που έκαναν θόρυβο στο διάβα τους».3 Άποροι, γυμνοί και αλυσοδεμένοι, οι επιζώντες Θεσσαλονικείς οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής τα οποία κατακλύστηκαν από ανθρώπινη σάρκα και δυστυχία, μειώνοντας σε τέτοιο βαθμό τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης που η πόλη σχεδόν ερήμωσε. Για να κατοικηθεί ξανά η πόλη, οι Τούρκοι έφεραν 1.000 οικογένειες Γιουρούκων, (Τούρκων νομάδων) 1.000 οικογένειες Θεσσαλονικιών αιχμαλώτων μαζί με αυτούς που κρύβονταν στις γύρω περιοχές και με αυτό τον παράδοξο συνδυασμό δημιουργήθηκε η καινούργια πόλη. Οι Γιουρούκοι σκορπίστηκαν και σε άλλες περιοχές της ΝΔ Μακεδονίας όπως στην Κοζάνη και στα Καλιάρια (σημερινή Πτολεμαΐδα) όπου καλλιεργούσαν τα χωράφια τους σε ορεινές περιοχές και σχετίζονταν άμεσα με την κτηνοτροφία. Το 1492 κατέφθασαν οι Εβραίοι -ή Σεφαραδίτες- διωκόμενοι από την Κεντρική Ευρώπη, την Ιταλία και κυρίως την Ισπανία όπου βρίσκονταν εκεί από τα τέλη της αρχαιότητας. Είναι άγνωστο αν έφυγαν λόγω βασιλικής πρωτοβουλίας ή άλλης αιτίας, πάντως, τετρακόσια οχτώ χρόνια αργότερα, το 1900, από τους 150.000 κατοίκους υπολογίζεται πως 60.000 ήταν Τούρκοι και Έλληνες και οι 90.000 Εβραίοι. Λόγω της σκληρής φορολογίας, η καταμέτρηση έδειχνε λιγότερους κατοίκους, διότι πολλοί έκρυβαν τα παιδιά τους. Οι Εβραίοι διατήρησαν τη γλώσσα τους και άρχισαν να ασχολούνται με τράπεζες και εμπορικές συναλλαγές. Το Ισλαμικό Δίκαιο έδινε το δικαίωμα στους κατακτημένους να επιδίδονται στο εμπόριο και τις τέχνες, εφόσον οι Τούρκοι είχαν σαν κύρια απασχόληση την κτηνοτροφία και τον πόλεμο. Μέχρι το 1912 η Θεσσαλονίκη αποτελούσε φαινόμενο 14☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Εβραϊκής πόλης, την οποία αποκαλούσαν οι ίδιοι Εβραίοι ‘Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων’ αν και αρκετοί εύποροι Εβραίοι μετανάστευσαν στην Σμύρνη λόγω της ανελέητης φορολογίας που τους επέβαλαν οι Τούρκοι στις αρχές του 17ου αιώνα, είτε με οικονομικές επιβαρύνσεις ή με την απαίτηση να παραδώσουν μεγάλες ποσότητες μάλλινων υφασμάτων. «Οι πασάδες και οι μπέηδες δανείζονται ανελέητα από αυτούς, έπειτα πληρώνουν ένα μέρος του χρέους, αλλά πάντοτε μένουν 20.000–30.000 ή 10.000 υπόλοιπο, το οποίο στην πράξη καταστρέφει τους δυστυχείς τραπεζίτες»,4 αναφέρει ο περιηγητής Charles Robert Cockerell κατά την επίσκεψή του στην Θεσσαλονίκη το 1810. Η θεωρία που επικρατούσε για τους Εβραίους ήταν ότι δάνεισαν στον Σουλεϊμάν 2.000.000 νομίσματα για να συνεχίσει την εκστρατεία του κατά της Ουγγαρίας, διασφαλίζοντας έτσι την μόνιμη εγκατάστασή τους στη Θεσσαλονίκη. Με την συμβολή των Εβραίων, οι οποίοι ήταν προστατευόμενοι του Άγγλου πρέσβη, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε κέντρο της Εβραϊκής ζωής. Από πλανόδιοι μικροεπαγγελματίες, τοκογλύφοι που συνόδευαν τους Τούρκους, φοροεισπράκτορες, μέχρι και ισχυροί τραπεζικοί, με το εμπορικό πάθος να κυλάει στις φλέβες τους, οι Εβραίοι συνέβαλαν στο να γίνει η Θεσσαλονίκη κέντρο εμπορίου. Με την πάροδο του χρόνου εισχώρησαν και σε άλλες αγορές της Μακεδονίας, όπως, στην Καβάλα, στις Σέρρες, στη Δράμα και σε μικρές ακόμη πόλεις. Πάνω από τέσσερις αιώνες αργότερα, η παρουσία των Εβραίων εμπόρων είναι αισθητή ακόμη και στο παζάρι του Τσοτυλίου. Μια εικόνα που έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη ενός μικρού παιδιού, του συνταξιούχου τώρα Θανάση Νικόπουλου από τους Αγίους Θεοδώρους Βοΐου, είναι αυτή με τους Εβραίους να κατακλύζουν το παζάρι –κυρίως στις 17 Ιουλίου στην πανήγυρη της Αγίας Μαρίναςφωνάζοντας, «πάρτε πετσέτες, μόνο ένα τάλιρο!» Το 1547 ο Γάλλος γιατρός Pierre Belon εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της Θεσσαλονίκης, όχι όμως και με το χειρισμό των Τούρκων προς τους κατοίκους που είχαν προσβληθεί από την πανώλη. Παρατηρεί πως ανάμεσα σε όλες τις εθνότητες, οι Τούρκοι ήταν η μόνη εξουσία που δεν απομάκρυνε από την πόλη αυτούς που προσβλήθηκαν από την θανατηφόρα μάστιγα.5 Ακόμη και το 1801, η πανούκλα συνέχισε να είναι μεγάλη απειλή στα Εβραϊκά παζάρια, όπου μία απλή χειραψία θα μπορούσε να προβεί θανατηφόρα λόγω της υψηλής μεταδοτικότητας της. Με απώλεια άνω των 7.000 ατόμων το 1545, οι πλανόδιοι Εβραίοι βρίσκονταν σε απόγνωση, κάτι που συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του 19ου

❧15


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

αιώνα σε τέτοιο ανελέητο βαθμό, με αποτέλεσμα τα ζώα να υπερβαίνουν σε αριθμό τους ανθρώπους. Οι απαγωγές κοριτσιών ήταν ένα άλλο φαινόμενο που καταδίκαζε τις όμορφες γυναίκες σε μια ζωή στα χαρέμια των Τούρκων. Πολλές κοπέλες αποδέχονταν το μικρόβιο της ευλογιάς για να χάσουν την ομορφιά τους και να παραμορφώσουν τα λαμπερά πρόσωπά τους. Τον Φεβρουάριο του 1581 με επιστολή τους προς τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ οι Χιμαριώτες ζητούσαν την επέμβαση των χριστιανικών δυνάμεων για να σώσουν τα παιδιά της Ελλάδος: «να λυτρώσεις ημάς και τα παιδιά μας όλης της Γρέτζιας, όπου καθημερινώς τα παίρνουν οι ασεβείς και τα κάνουν τουρκόπουλα». Το 1705, ο περιηγητής Paul Lucas δεν κατάφερε να επισκεφτεί το ναό του Αγίου Δημητρίου, γιατί υπήρχαν πολλές γυναίκες εκεί που εργάζονταν στο μετάξι.6 Ο Pocoche τονίζει πως οι κυριότερες εξαγωγές προς την Σμύρνη και Ευρώπη ήταν το μετάξι, κερί, βαμβάκι και ο καπνός στην Τουρκία και στην Ιταλία.7 Το βαμβάκι ήταν το μόνο εμπορεύσιμο είδος με την Γαλλία το 1783, ενώ η πόλη εφοδίαζε όλη την Ανατολή με σιτάρι και καπνά. Η Πόλη τα αντάλλαζε με χρήματα, η Σμύρνη με ξηρούς καρπούς και η Κρήτη με σαπούνι. Την ίδια χρονιά παρατηρήθηκε ανταγωνισμός ανάμεσα στα Γαλλικά και Γερμανικά υφάσματα στην αγορά της Θεσσαλονίκης, κάτι που σήμαινε την παρακμή των Ελληνικών υφασμάτων. Τούρκοι, Εβραίοι και Έλληνες συμβίωναν για πέντε ταραχώδεις αιώνες μέσα από πυρκαγιές, σεισμούς, πανούκλες, επαναστάσεις, ληστείες και αιματοχυσίες, ο καθένας με την ξεχωριστή του κουλτούρα και θρησκεία, επάγγελμα, ακόμη και ενδυμασία. Για παράδειγμα, αν και ήταν όλοι Τούρκοι υπήκοοι, ακόμη και το φέσι που ήταν υποχρεωμένοι να φορούν διακρίνονταν από διαφορετικό χρώμα για την κάθε φυλή: μπλε τουρμπάνι για τους Έλληνες, λευκό για τους Τούρκους και το χρώμα του κρόκου για τους Εβραίους. Ακόμη και οι ημέρες αργίας διέφεραν για τις τρεις φυλές: την Παρασκευή ήταν κλειστά τα καταστήματα των Μουσουλμάνων, το Σάββατο των Εβραίων, την Κυριακή των Χριστιανών. Η Θεσσαλονίκη ήταν μία μοναδική περίπτωση όπου κυριαρχούσαν μόνο τέσσερις εργάσιμες μέρες, ακολουθούμενες από τρεις αργίες, όπως παρατηρούσαν οι ξένοι επισκέπτες χιουμοριστικά. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός ενήργησε να καταργηθούν τα εβραϊκά παζάρια της Κυριακής, παροτρύνοντας τους Έλληνες να μην εργάζονται την ημέρα του Κυρίου και κηρύττοντας ότι το κέρδος της Κυριακής είναι καταραμένο. 16☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

|Πάσχα 1914 στην Ανασελίτσα. Στην κάτω σειρά από δεξιά: ο έμπορος Θωμάς Παύλου, ο Χρίστος Κατσάνος, Δήμαρχος Νεαπόλεως, η γυναίκα του Ρούσσα Κατσάνου και ο Τριαντάφυλλος Θεοδώρου. Επάνω δεξιά ο έμπορος Μήτσος Νέτας, πιο κάτω ο Μίχος Βλάχος και στρατιώτες

Όλοι οι επαγγελματίες ανήκαν σε συντεχνίες, οι οποίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή των κατοίκων της πόλης. Βάση της έρευνας του καθηγητή Τουρκολογίας και συγγραφέα Βασίλη Δημητριάδη, «Οι συντεχνίες διεύθυναν την αγορά, αγόραζαν πρώτες ύλες και τις πουλούσαν στα μέλη της, καθόριζαν τις τιμές των εμπορευμάτων, είχαν τον έλεγχο της ποιότητας των προϊόντων και τιμωρούσαν τα μέλη που δεν υπάκουαν… Οι γιοί ακολουθούσαν το επάγγελμα του πατέρα, καθώς δύσκολα γινόταν δεκτοί σε άλλες συντεχνίες. Στην αρχή γινόταν δεκτός κάποιος σαν τσιράκι, μαθητευόμενος. Έπειτα από αρκετά χρόνια μαθητείας, “χίλιες και μια ημέρες” κατά την παράδοση, γινόταν κάλφας, τεχνίτης. Μόνο όταν μπορούσε να ανοίξει δικό του κατάστημα γίνονταν δεκτός ως ουστά, {δηλαδή} μάστορας. Για να ανοίξει κανείς κατάστημα ή εργαστήριο χρειάζονταν την άδεια της συντεχνίας που επέτρεπε μόνο ορισμένο αριθμό καταστημάτων να λειτουργούν».8 Οι συντεχνίες ή ‘ισνάφια’ όπως τα έλεγαν, άκμαζαν όχι μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και στην επαρχία όπου υπήρχε αφθονία καλλιέργειας. Λαγοί, φασιανοί, σκαντζόχοιροι και χελώνες ευδοκιμούσαν στην Μακεδονική γη. Η εξαγωγή σιτηρών ανέρχονταν στους 17.500

❧17


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

τόνους και το βαμβάκι έφτανε στα 4.000.000 οκάδες προς Γερμανία. Η ευκολία των χερσαίων μεταφορών επιβάρυνε τις μεταφορές μέσω θαλασσών. Σιγά σιγά, η χρήση του καπνού άρχισε να μειώνεται. Μετά από μία επίσκεψη του στην Μακεδονία το 1809, ο John Galt αναφέρει πως «το ρούφηγμα του καπνού, όπως και η πούδρα στα μαλλιά, έχει αρχίσει να θεωρείται άσχημη συνήθεια».9 Έναν πιο περιορισμένο, αλλά σίγουρα πολύ σημαντικό, ρόλο έπαιξαν οι αδελφότητες –σωματεία που είχαν ιδρυθεί από την εποχή του Βυζαντίου- οι οποίες δραστηριοποιήθηκαν σημαντικά στους τομείς της αλληλεγγύης και της κοινωνικής ανάπτυξης του τόπου που ενίσχυαν και είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Μπορούσε οποιοσδήποτε ορθόδοξος να γίνει μέλος, ανεξαρτήτου φύλου. Η δράση τους διήρκησε καθ’ όλη την διάρκεια της υποδούλωσης και συνεχίστηκε μετά την επανάσταση του 1821. Ένα φωτεινό παράδειγμα είναι η Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης στην περιοχή Βοΐου που δημιουργήθηκε από συντεχνίες Δυτικομακεδόνων μαστοροκαλφάδων και που τόσο βοήθησε στην ανάπτυξη του τόπου με τις δωρεές και την επιρροή των μελών της στο παλάτι του Σουλτάνου. Ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματά τους ήταν η ίδρυση του ιστορικού Γυμνασίου Τσοτυλίου το 1871. Με την έναρξη της επανάστασης του 1821, οι Τούρκοι ξεχύθηκαν στα επαρχία της Μακεδονίας, λεηλατώντας, σκοτώνοντας και καίγοντας χωριά. Εκατόν πενήντα γυναίκες πουλήθηκαν σκλάβες με δημοπρασία στις αρχές Ιουλίου: δεν γλύτωσαν ούτε οι πιο ηλικιωμένες, που έφερναν κέρδος 40-60 γρόσια, σε αντίθεση με τις νέες που είχαν κέρδος 500 γρόσια η κάθε μία. Γυναίκες στη Νάουσα έπεσαν στην Αραπίτσα για να μη πεθάνουν στα χέρια των Tούρκων την άνοιξη του 1822, ενώ τη γυναίκα του αρχηγού Καρατάσου την έβαλαν σε σακί με φίδια γιατί δεν δέχτηκε να αλλαξοπιστήσει και βρήκε τραγικό θάνατο.10 Ένας Έλληνας μαγαζάτορας εκτελέστηκε με την κατηγορία ότι το κατάστημά του είχε ένα στέμμα σχεδιασμένο για τον Έλληνα βασιλιά, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια επισκοπική μίτρα.11 Παρ’ όλα αυτά οι Τούρκοι που εισέπρατταν φόρους και σοδιές από τα Μακεδονικά χωράφια άρχισαν να ανησυχούν, γιατί έχαναν τις εισπράξεις από τα χωριά που τώρα είχαν καταστραφεί. Μετά από τόσες λεηλασίες, φόνους, βιασμούς, εκμεταλλεύσεις και εκβιασμούς, αβάστακτους φόρους και βασανιστήρια, είναι θαύμα πώς η Ελληνική φυλή συνέχισε να υπάρχει στο πρόσωπο της γης. «Κλαύσατε 18☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

πάντες εσείς όπου έρχεσέσθε κατόπι μας». Αυτή η πρόταση στο Μηναίον του Ιουλίου του ναού του Αγίου Αθανασίου της Σαμαρίνας τα λέει όλα. Τετρακόσια εβδομήντα χρόνια αργότερα, ο Άμποτ τοποθετεί τα τρία βασικά έθνη που βιώνουν στην Θεσσαλονίκη σε κατηγορίες: Εβραίοι: τραπεζικοί, αργυραμοιβοί, πλανόδιοι, γανωτζήδες, αχθοφόροι και πορτοφολάδες. Έλληνες: έμποροι, τεχνίτες, αμαξάδες, καφετζήδες, διανοούμενοι και διαρρήκτες. Τούρκοι: πολλοί λίγοι καταστηματάρχες και ιδιοκτήτες καφενείων. Οι συνοικίες τους ήταν πεντακάθαρες. Με χαρακτηριστικό χιούμορ ο ‘Αμποτ σημειώνει πως «Μέχρι τώρα, έχει καταγραφεί μια και μοναδική περίπτωση Έλληνα, ο οποίος λησμόνησε την καταγωγή του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να πουλάει ζαρζαβατικά και τομάτες στους δρόμους και αυτός ήταν ένας διαμαρτυρόμενος εξωμότης. Απ ότι όμως είναι γνωστό, δεν έχει υπάρξει περίπτωση Εβραίου, ο οποίος να αποπειράθηκε να οδηγήσει ένα ζεύγος αλόγων ή να διαρρήξει κάποιο σπίτι».12

|1953: Περιφορά εικονισμάτων την τρίτη η μέρα του Πάσχα στο Δασύλλιο

Αν και το εμπόριο εξαρτιόνταν από τους Φράγκους, οι έμποροι Μακεδόνες είχαν διασυνδέσεις με Γερμανία, Αυστρία, Ρουμανία, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και διάφορα μέρη της χώρας. Πολλοί Έλληνες

❧19


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

έμποροι εγκαταστάθηκαν στη Ρουμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα κάποτε πανέμορφα σπίτια τους είναι τώρα εγκαταλελειμμένα, αν και η τοποθεσία τους σε κεντρική οδό της πρωτεύουσας παραμένει μια ένδειξη της οικονομικής ευχέρειας των ιδιοκτητών τους. Κάθε Χριστούγεννα στο χωριό Βλάστη-ή αλλιώς Μπλάτσι- Κοζάνης όπως και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας, κατέφθαναν οι ξενιτεμένοι έμποροι από την Ρουμανία για να περάσουν τις γιορτές με τους δικούς τους. Διασυνδέσεις είχαν, επίσης, με την Βιέννη και Κωνσταντινούπολη, ενώ η μετανάστευση στην Νέα Υόρκη άρχισε γύρω στα 1905. Στην πλατεία του χωριού υπάρχουν αγάλματα Βλιατσιωτών, όπως αυτό του εμπόρου και τραπεζίτη Κωνσταντίνου Μπέλλιου και του Στέργιου Δούμπα, οι οποίοι κατείχαν τίτλους βαρόνων. Οι πολύχρονες απουσίες των ανδρών στις χώρες αυτές μετέτρεψαν τον πόνο των αγαπημένων τους προσώπων σε τραγούδι, για να γίνει πιο υποφερτή η απουσία τους. Μία χαρακτηριστική ένδειξη αυτής της αναμονής είναι και οι παρακάτω στοίχοι από ένα Σιατιστινό τραγούδι: «Κι τα σχαρίκια έπιρναν πως έρχιτι ου αφέντης Από τα μέρη της Βλαχιάς κι απού του Μπουκουρέστι. Το Δούναβη κατέβαινε οπέρα να περάσει, Βρίσκει το Δούναβη θουλό, τουν πόρο χαλασμένο». Στην Ρουμάνικη πόλη Μπρασόβ Έλληνες έμποροι έχτισαν τα σπίτια τους, καθώς και νοσοκομείο, σχολείο, μαγαζιά και την εκκλησία της Αγίας Τριάδας, η οποία θεωρείται σήμερα ιστορικό μνημείο. Πραματευτάδες από την Καστοριά, την Κοζάνη, τη Σιάτιστα και τη Θεσσαλονίκη έκαναν εξαγωγές γουναρικών, δερμάτων, βαμβακιού, κρόκου, κρασιού και εισήγαγαν πορσελάνες, υφάσματα, κρύσταλλα και πολλά άλλα προϊόντα. Καταγόμενη από οικογένεια επιτυχημένων εμπόρων, η Κατερίνα Σταματέλου από την Νεάπολη Κοζάνης αναφέρει: «O παππούς μου, Θωμάς Παύλου, έφερνε ρούχα και κρύσταλλα από την Αυστρία, πήγαινε στα σπίτια και πουλούσε υφάσματα και κοσμήματα στις Τουρκάλες. Μία φορά μάλιστα που επιστέφτηκε ο Βασιλιάς Παύλος την Νεάπολη, ήρθαν και πήραν τη ροζ πορσελάνη Rosenthal του παππού, για να τον σερβίρουν. Όλο το σπίτι μας ήταν επιπλωμένο με Βιεννέζικα έπιπλα». Μία όαση ήταν για τους διανοούμενους Έλληνες η φυγή σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης και στις Παραδουνάβιες περιοχές, καθώς και στη Ρωσία, 20☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

περιοχές Κριμαϊκού και Οδησσού. Στην Αυστρία, οι Έλληνες δημιούργησαν δύο κοινότητες: η μία του Αγίου Γεωργίου, η οποία αποτελούνταν από Έλληνες με Οθωμανική υπηκοότητα, η άλλη της Αγίας Τριάδος, με Έλληνες ή Βλάχους Αυστριακής υπηκοότητας. Χάρη στα θρησκευτικά και εμπορικά προνόμια που απολάμβαναν από το 1690, οι Έλληνες έμποροι έκαναν τεράστιες περιουσίες και βοήθησαν την πατρίδα τους κρατώντας ζωντανό το Ελληνικό πνεύμα μέσα από εκδόσεις Ελληνικών εντύπων -όπως το επαναστατικό μανιφέστο του Ρήγα Φεραίου που κυκλοφόρησε σε 3.000 αντίτυπα - καθώς και με σημαντική ηθική και οικονομική ενίσχυση της επανάστασης. Το 1839 άρχισε μια προσπάθεια αναδιοργάνωσης εκ μέρους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, γνωστή ως τανζιμάτ, που υπόσχονταν αλλαγές στους τομείς διοίκησης, οικονομίας και σχέσεων μεταξύ των πολιτών της. Αν και πολλές από τις προσδοκίες δεν πραγματοποιήθηκαν, αυτοί που ωφελήθηκαν ήταν οι χριστιανοί έμποροι που είχαν να κάνουν με το εξωτερικό εμπόριο και λειτουργούσαν σαν μεσολαβητές στο εμπόριο της Αυτοκρατορίας με τις Ευρωπαϊκές χώρες, ιδρύοντας επιχειρήσεις και συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα του μείζονος Ελληνισμού: «Στα μεγάλα λιμάνια της Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Τραπεζούντα, τη Θεσσαλονίκη, τη Βηρυτό και την Βάρνα, συνδυάζοντας συχνά τις δραστηριότητες του εμπόρου, του εκμισθωτή φόρων και του χρηματιστή. Ωστόσο, το εσωτερικό εμπόριο της Αυτοκρατορίας, λιγότερο γνωστό από το εξωτερικό, αντιπροσώπευε επίσης σημαντικά μεγέθη. Και εκεί υπήρχε ακόμη χώρος δράσης για τους παραδοσιακούς εμπόρους της υπαίθρου, πραματευτές και γυρολόγους παρά το γεγονός ότι τα ατμόπλοια, οι καινούριοι δρόμοι και ο σιδηρόδρομος έτειναν να συρρικνώσουν αυτό το χώρο με το πέρασμα του χρόνου».13 Βαλαάδες Παρ’ όλη την εμπορική κίνηση και ανάπτυξη, η ζωή για τους υποδουλωμένους δεν έπαυε να μοιάζει με έναν ατέλειωτο δρόμο μετ’ εμποδίων. Οι Τούρκοι απαιτούσαν από τους ραγιάδες -Έλληνες- να ασπαστούν τον Μουσουλμανισμό, επιβάλλοντας στους υπόλοιπους σκληρούς φόρους. Αυτοί που επέλεξαν να μείνουν στις πεδινές περιοχές συμβιβάστηκαν και εξισλαμίσθηκαν, παίρνοντας το όνομα Βαλάαδες η

❧21


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Βαλαχάδες. (‘Οπ Τουρκία και τζαμί είναι και ψωμί, οπ’ βακούφ και πείνα). Στα χωριά του Βοΐου, Βαλαάδες υπήρχαν μόνο από την Ομαλή και κάτω, εκεί όπου το έδαφος ήταν ομαλό και καλλιεργήσιμο. Οι Βαλαάδες αποτελούσαν το ένα τέταρτο του πληθυσμού στην περιοχή του ποταμού Αλιάκμονα μέχρι το 1923, που με τη συνθήκη της Λωζάννης κρίθηκαν ανταλλάξιμοι και μετοίκησαν στην Τουρκία. Το έτος 1500 η αναλογία εξισλαμισμένων 1ης γενιάς ήταν 25%. Στη Μακεδονία ο εξισλαμισμός παρουσίαζε έξαρση κατά τις περιόδους των Τούρκο-Βενετικών πολέμων, των πολέμων των Τούρκων με τη Ρωσία και γενικά μετά από περιόδους πολεμικών ή επαναστατικών αναστατώσεων. Εκτός από το φόβο, ένα άλλο κίνητρο ήταν η κοινωνική προώθηση και προνόμια που απολάμβαναν οι Βαλαάδες, κάτι που σε περίοδο ειρήνης έπαιζε πρωταρχικό ρόλο και δευτερεύοντα σε περίοδο πολέμου, όπου κυριαρχούσε ο φόβος.14 Ενώ το 1797 στο Τσοτύλι έβρισκε κανείς μόνο Χριστιανούς κατοίκους, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, από τις 135 περίπου οικογένειες οι 100 είχαν πλέον εξισλαμισθεί, ενώ υπήρχαν μόνο 20 Ελληνόφωνες και 15 περίπου Βλαχόφωνες2*. Ο κύριος λόγος αυτής της αλλαγής ήταν οι βίαιες προσπάθειες εξισλαμισμού κατά την περίοδο 1799-1805 στην περιοχή, όταν οι Τούρκοι έσφαξαν κάποιους Χριστιανούς, αναγκάζοντας τους περισσότερους να εξισλαμισθούν ή να εκπατριστούν. Με την πάροδο του χρόνου Βαλαάδες και Χριστιανοί «οι οποίοι αποτελούσαν δύο ξεχωριστές κοινότητες, μια Χριστιανική και μία μουσουλμανική, ζούσαν μεταξύ τους αρμονικά. Οι Βαλάαδες προστάτευαν τους Χριστιανούς από αρβανίτικες επιδρομές, από αυθαιρεσίες κρατικών οργάνων και απαγόρευαν τα καταλύματα Τούρκων και Αρβανίτων στα Χριστιανικά σπίτια».15 Το 1900-1922 οι σχέσεις με τους Τούρκους στο Τσοτύλι ήταν άριστες. Ο θρησκευτικός Τούρκος ηγέτης, Μπαμπά, ο οποίος έμενε στην Βουδωρίνα, διατηρούσε πολύ καλές φιλίες με τον έμπορο Γεράσιμο Δώσσα. Οι Βαλαάδες της περιοχής Βοΐου έκοβαν ξύλα και τα πουλούσαν στο παζάρι του Τσοτυλίου. Ο Αλέξανδρος Μπακαΐμης αναφέρει πως «η παράδοσή μας διέσωσε το όνομα ενός βαλαά από το Τσοτύλι, του Απτούλ Τάκα, που συχνά πυκνά πήγαινε με τη φοράδα του στο Στεζάχιτα σημερινά Αηδόνια Γρεβενών-τη φόρτωνε δεντρίσια (δρύινα) ξύλα και στη συνέχεια τα μετέφερε και τα πωλούσε στο παζάρι Τσοτυλίου». (Στα 2 δίγλωσσες, γιατί μιλούσαν και Ελληνικά22☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

τέλη του 19ου αιώνα ένα αλογίσιο φορτιό ξύλα στοίχιζε 5 γρόσια).16 Στον Πελεκάνο Κοζάνης, οι παλιοί θυμούνται δύο Βαλαάδες. «Ό ένας είχε κονάκι στο βουνό απέναντι φτιαγμένο από πέτρα πελεκημένη», λέει ο Γιώργος Χατζής, συνταξιούχος οδηγός φορτηγού και πρώην παντοπώλης, δείχνοντας από το παράθυρο του σπιτιού του προς τα βουνά, «με νερό καλό, κλίμα ωραίο, και γυναίκες Τουρκάλες. Οι Τούρκοι του είχαν κάνει δώρο 1.000 στρέμματα γης. Είχε πολλά χωράφια και με την ανταλλαγή πληθυσμού άλλα πούλησε και άλλα χάρισε στους Τούρκους. Τα βράδια που οι Τούρκοι φίλοι του περνούσαν από τη Νεάπολη πάνω στα ζώα και πήγαιναν να τον επισκεφτούν, το χωριό φοβισμένο έσβηνε τις λάμπες και καθόταν στο σκοτάδι, από φόβο μην προκαλέσουν την οργή τους». Οι Οθωμανοί Έλληνες κατείχαν διορισμούς και θέσεις στο εμπόριο, όχι όμως οι επαναστάτες και πολεμιστές, οι οποίοι βγήκαν στα βουνά για να υπερασπιστούν τα μέρη τους από τους Τούρκους και Αρβανίτες. Πολλοί Βαλαάδες ήταν μυστικοί Χριστιανοί, έχοντας διατηρήσει ζωντανή την Ελληνική γλώσσα και τα έθιμά τους. Ρώτησαν κάποτε έναν Βαλαά: «Χασάν, είσαι Τούρκος;» και εκείνος αυθόρμητα απάντησε: «Ου τι λες! Ου πάππους μ’ Βασίλς ήταν χριστιανός, Βαλαχί. Σουν κιρό τ’ Αλήπασια τούρκιψιν, μα ‘ν Παναγιά».17 Ενώ οι πρόσφυγες κατευθύνονταν στα εγκαταλελειμμένα πια σπίτια των Βαλαάδων, εκείνοι πήραν το δρόμο προς το άγνωστο με κλάματα και λυγμούς κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής πληθυσμού το 1923. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Βασίλη Αποστόλου, «κατά την περίοδο της ανταλλαγής οι Έλληνες πρόσφυγες που ήρθαν να εγκατασταθούν στα χωριά της Ανασελίτσης βρήκαν τα σπίτια κατειλημμένα από τους Μουσουλμάνους. Για τούτο σε πολλές περιπτώσεις μοιράστηκαν τα δωμάτια των σπιτιών και για ένα διάστημα συγκατοικούσαν».18 Στους Αγίους Θεοδώρους, το σπίτι του Προδρόμου και Ελευθερίας Κωνσταντινίδη το κατείχαν Βαλαάδες. Έντεκα οικογένειες προσφύγων ήρθαν να κατοικήσουν στο χωριό, αντικαθιστώντας τις έντεκα οικογένειες που έφυγαν για την Τουρκία. Το χωριό Αγίασμα Βοΐου υπό Τουρκοκρατίας διοικητικά υπαγόταν στον μπέη της Ομαλής. Εκεί ο μπέης είχε αποθήκες από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου μέχρι και το Δημοτικό Σχολείο, όπου και αποθήκευε τη σοδιά από την παραγωγή που ο ίδιος καλλιεργούσε και από τα δέκατα (φόρους) που έπαιρνε από τους κατοίκους. Το 1923 με την ανταλλαγή πληθυσμών, ο πρόεδρος της κοινότητας έκαψε τις αποθήκες αυτές, για να

❧23


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

μην εγκατασταθούν εκεί πρόσφυγες από την Τουρκία. Την ίδια τύχη είχε και ο σταθμός χωροφυλακής -ή το Καρακόλι όπως το έλεγαν οι Τούρκοιπου βρίσκονταν στον σημερινό δημόσιο δρόμο ακριβώς απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, το οποίο γκρέμισαν οι χωριανοί και έχτισαν με τις πέτρες αυτές το σημερινό Δημοτικό Σχολείο. Για τους πιο σκληροτράχηλους και επαναστάτες, η επιλογή να μείνει κανείς Χριστιανός είχε το κόστος της, αναγκάζοντάς τους να μεταναστεύσουν σε άλλα μέρη της χώρας, πάνω σε βουνά και δύσβατες περιοχές που δεν θα ενδιέφεραν τους Τούρκους, επιτρέποντας έτσι στους κατοίκους μια σχετική αυτονομία. Σύμφωνα με τον Απόστολο Ε. Βακαλόπουλο, «Εκεί πάνω {στα βουνά} καταφεύγουν οι πιο ανυπότακτοι, οι πιο αποφασιστικοί και οι πιο δυναμικοί Έλληνες».19 Επαναστάτες από την Καλαμπάκα ήταν οι πρόγονοι του Ιορδάνη Μπαϊρακτάρη, πρώην προέδρου και παντοπώλη του Πολύλακκου Κοζάνης, ή Κίναμη -η λέξη προέρχεται από το ‘κι αν’ που σημαίνει ‘δύο ξακουστά’- όπως ονομάζονταν παλιότερα. Κυνηγημένοι από τους Τούρκους, κρύφτηκαν στην Σιάτιστα και Εράτυρα, ενώ ο προπάππος του Ιορδάνη αγόρασε κτήματα και εγκαταστάθηκε στον Πολύλακκο. Στην Καλαμπάκα υπάρχει ακόμη φυλάκιο Μπαϊρακτάρη που δείχνει την συμβολή της οικογένειας στον αγώνα για την ελευθερία που συνεχίστηκε αργότερα με τον παππού του Ιορδάνη να πολεμάει στο πλευρό του Παύλου Μελά. «Ο ραγιάς είναι για τον Οθωμανό ό,τι ο είλωτας για τον Σπαρτιάτη. Συνεπώς ο ραγιάς, ο οποίος δεν μπορεί να αντέξει ούτε τους βαρείς φόρους ούτε την αρπαγή της κόρης του ή της γυναίκας του ούτε οποιαδήποτε ύβρη αυτού του είδους, καταφεύγει στα βουνά για να αποφύγει την καταπίεση»,20 γράφει ο Antonin Proust το 1858. Φόροι Ένας λόγος που οι Τούρκοι δεν επέβαλλαν σε όλους τους ραγιάδες τον εξισλαμισμό ήταν γιατί οι έλληνες φορολογούνταν τρεις φορές περισσότερο και δεν τους συνέφερε να εξισλαμίσουν ολόκληρο τον πληθυσμό. Οι αγρότες το 1801 πλήρωναν το χαράτσι ή κεφαλικό φόρο που ήταν 6 γρόσια για κάθε ενήλικα. Οι κεφαλικοί φόροι συνήθως έπεφταν στους φτωχούς, με εξαίρεση τους Εβραίους, οι οποίοι πλήρωναν λιγότερο λόγω μιας συμφωνίας τους με τους Τούρκους μετά την μετανάστευσή τους από την Ισπανία. Ο κάθε Έλληνας πλήρωνε έντεκα γρόσια κάθε ‘κεφάλι’, 24☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

δηλαδή κάθε άτομο. Η ‘Τριτάρικη’ ήταν ένας φόρος που απαιτούσε το 1/3 της συγκομιδής, 1/3 της κτηνοτροφίας, τρύγου και φρούτων. Τα χωριά χτισμένα σε ορεινό έδαφος η ‘ζουμπάνια’ πλήρωναν φόρο προστασίας στον Αλή Πασά. Στο Αγίασμα οι χωριανοί αλώνιζαν και έκρυβαν μέσα στο άχυρο το σιτάρι. Ήξεραν ότι το απόγευμα θα περνούσε ο κεχαγιάς -αντιπρόσωπος του σπαχή- για να εισπράξει τη δεκάτη. Μετά θα πουλούσε τη σοδειά τους στο παζάρι του Τσοτυλίου και θα είσπραττε τα λεφτά. Αν έβγαζαν οχτώ τσουβάλια σιτάρι, του έδειχναν τα τέσσερα. Όταν ο Τούρκος έδειχνε τη δυσαρέσκειά του, ο χωρικός κουνούσε το κεφάλι του: «δεν είχε παραγωγή φέτος αγά μου», απαντούσε, προσποιούμενος απογοήτευση. Αν δεν σκαρφίζονταν κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Οι φοροεισπράκτορες έκαναν διαρκώς επισκέψεις για να αρπάξουν ολοένα και περισσότερους φόρους, οι οποίοι κάποιες φορές ξεπερνούσαν την αξία της καλλιέργειας, φέρνοντας σε τέτοια απόγνωση τους αγρότες που αναγκάζονταν να τις καταστρέψουν. Μεταξύ του 1850 και του 1875 ο φόρος κατά άτομο αυξήθηκε κατά 300%. «Τελικά οι Μακεδόνες ίσως είναι οι βαρύτερα φορολογούμενοι αγρότες του κόσμου», συμπεραίνει ο Άμποτ. «Πληρώνουν φόρο για παιδεία που δεν λαμβάνουν ποτέ από το κράτος. Πληρώνουν φόρους για οτιδήποτε αγοράζουν, οτιδήποτε πωλούν, οτιδήποτε εισάγουν και οτιδήποτε εξάγουν, οτιδήποτε μεταφέρουν, οτιδήποτε ζυγίζουν, οτιδήποτε κατέχουν και ακόμα και για πολλά πράγματα που δεν κατέχουν».21 Στο Δασύλλιο Γρεβενών -με την παλιά ονομασία Μάγερ ή Μαέρ- κοντά στην Αγία Παρασκευή, υπήρχε ένα μικρό φυλάκιο με δύο Μουσουλμάνους εισπράκτορες. Όποιος περνούσε από κει, έπρεπε να πληρώσει φόρο. Στου ‘Δερβένι’, το έλεγαν, από την Τουρκική λέξη ‘ντερβέν’ που σημαίνει ‘στενό’. Αυτοί που αδυνατούσαν να πληρώσουν δεν μπορούσαν να περάσουν. Τα δερβένια είχαν καταντήσει αφόρητα και καταργήθηκαν το 1863. Στο Τσοτύλι, ο Αριστοτέλης Δαμβόπουλος, παντοπώλης από την Ομαλή Βοΐου, εισέπραττε τους φόρους για τους Τούρκους καθισμένος σε ένα τραπέζι στη διασταύρωση της αγοράς. Οι οικογένειες με πολλά παιδιά πλήρωναν εξοργιστικά υψηλό χαράτσι, κυρίως για τα αγόρια που έκριναν οι φοροεισπράκτορες ότι ήταν ικανά να δουλέψουν. Τα κριτήριά τους ήταν ένα κορδόνι με το οποίο μετρούσαν τα κεφάλια των παιδιών, κρίνοντας κατάλληλα για εργασία παιδιά που ήταν μόλις οχτώ χρονών στην πόλη, αλλά και από τα πέντε στα χωριά! Δεν

❧25


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου οι απεγνωσμένοι γονείς αναγκάζονταν να πουλήσουν το παιδί τους, για να πληρώσουν τους φόρους και να σώσουν την υπόλοιπη οικογένειά τους. Σύμφωνα με τον Γεράσιμο Δώσσα «το μεροκάματο στα τέλη του 18ου αιώνα για ένα μάστορα είναι 60 παράδες (40 παράδες=1 γρόσι, πιάστρο) και στα τέλη του άλλου αιώνα είναι 10-15 γρόσια. Μια οικογένεια θέλει 7 γρόσια τη μέρα μόνο για τροφή».22 Η συμβολή όλης της οικογένειας σαν εργατικό δυναμικό ήταν απαραίτητη, γιατί ένα μεροκάματο δεν μπορούσε να θρέψει όλα τα μέλη της. Ενώ οι τιμές των προϊόντων ανέβαιναν, τα μεροκάματα παρέμεναν το ίδιο ή μειώνονταν. Το μοναστήρι της Ζάμπουρδας Το μοναστήρι της Ζάμπουρδας κτίστηκε από το Θεσσαλονικιό μοναχό Νικάνορα το έτος 1534. Ο Κώδικας καθαρογράφτηκε το έτος 1692 από κάποιο ζωγράφο Ιωάννη και αναφέρει τα ονόματα των Χριστιανικών χωριών, των οποίων οι κάτοικοι έκαναν κάποια δωρεά στο μοναστήρι. Όταν ο μοναχός Νικάνορας έχτισε το μοναστήρι, φαίνεται ότι πέρασε από τα περισσότερα μεγάλα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, για να ζητήσει την οικονομική βοήθεια των χριστιανών. Όσοι έδιναν κάτι τους έγραφε τα ονόματα, μόνο τα χριστιανικά και όχι τα επίθετα. Μια και γραπτά στοιχεία για την ύπαρξη οικισμών δεν υπάρχουν, η ύπαρξή τους αναγνωρίζεται από δωρεές των κατοίκων στα ‘βακούφια’ όπως έλεγαν τις εκκλησίες. 23 Επίθετα δόθηκαν στους Έλληνες μετά το 1914. Μέχρι το 1910 έπαιρναν για επίθετο το όνομα του πατέρα: για παράδειγμα, ο Κώστας τ’ Αλέκου (συνήθιζαν να ‘τρώνε’ πολλά γράμματα). Εκτός αυτού, κάποια παρατσούκλια λειτουργούσαν και σαν επίθετα. Το 1915 έγινε η πρώτη απογραφή για την δημιουργία εκλογικών καταλόγων, ενώ το 1927 μετονομάστηκαν τα χωριά, αν και σε 6 μήνες άρχισαν να γίνονται διάφορες αλλαγές λόγω διαφωνιών. Για παράδειγμα, η Μεραλή μετονομάστηκε Στρογγυλό και αργότερα –το 1930- Χρυσαυγή. Τσιφλίκια Μόλις άρχισε η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθιερώθηκαν τα τσιφλίκια, δηλαδή η δημιουργία μεγάλων αγροκτημάτων. Το τσιφλίκι, 26☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

όρος που σημαίνει αρχικώς την έκταση γης που μπορούσε να οργώσει ένα ζεύγος βοδιών σε μια μέρα, συνήθως αποτελούνταν από ένα μόνο χωριό και τη γύρω από αυτό καλλιεργήσιμη γη. Οι μεγάλες αγροτικές εκτάσεις που ανήκαν στους Έλληνες έγιναν τσιφλίκια των κατακτητών το 17ο και 18ο αιώνα. Χωριά που ήταν κεφαλοχώρια αναγκάστηκαν ύστερα από πολλές πιέσεις να υποστούν την εξουσία του μπέη, ο οποίος υποσχόταν ότι θα τους προστάτευε από τους Τουρκαλβανούς που λεηλατούσαν την ύπαιθρο. Ένα παράδειγμα τσιφλικιού είναι η Αγία Παρασκευή Βοΐου ή αλλιώς Μπάνια, ένα γραφικό χωριό που κατοικούνταν από 25 οικογένειες το 1800 και το οποίο αντιστάθηκε σκληρά στο ρεύμα του εξισλαμισμού που επικρατούσε στα γύρω χωριά: Ανθούσα, Άγιοι Θεόδωροι, Κοιλάδι και Αχλαδιά. Αν και κατάφερε να διατηρήσει την θρησκευτική και πολιτιστική ακεραιότητά του, αναγκάστηκε να γίνει τσιφλίκι των μπέηδων της Ομαλής, για να προστατευτεί από τους Αρβανίτες που λεηλατούσαν τα σπίτια και την περιουσία τους. Το χωριό Άγιοι Θεόδωροι δημιουργήθηκε γύρω στα 1800 από οικογένειες των γύρω χωριών όπως το Κοτύλη, Μεσσόλογο και Ντουτσικό. Η οικογένεια του Θανάση Νικόπουλου ήταν οικογένεια κτηνοτρόφων από το Ντουτσικό που ήρθε στο χωριό με ‘ρόγα’ –συμφωνία βοσκής που τους επέτρεπε να μείνουν στο χωριό από του Αι Γιώργη μέχρι του Αι Δημήτρηκαι παρέμεινε διότι τους άρεσε το εύπορο αυτό μέρος που παρήγε σιτηρά και τα πουλούσε σε άλλα χωριά. Αν και οι Άγιοι Θεόδωροι δεν είχαν μπέη, όπως η Αγία Παρασκευή και το Αγίασμα, είχαν Τούρκους. Το μισό χωριό κατοικούνταν από Τούρκους και το άλλο μισό από Χριστιανούς. Γύρω στο 1900 η καταγραφή έδειχνε 72 Μουσουλμάνους και 50 Χριστιανούς. Ο πατέρας του Νικόπουλου υπηρέτησε στην επιτροπή κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής του πληθυσμού και διηγούνταν ιστορίες για την συνύπαρξή τους με τους Τούρκους. «Όταν έπρεπε οι δικοί μας να πάνε στην Αγία Παρασκευή την Κυριακή δεν τολμούσαν να περάσουν από τον κύριο δρόμο αλλά διάλεγαν τα μικρά σοκάκια, γιατί οι Τούρκοι είχαν πολλά σκυλιά και φοβόντουσαν. Οι Τούρκοι είχαν αδυναμία στα σκυλιά». Το χωριό μέχρι το 1927 ονομάζονταν Τσιάριστα ή Τσιάρστα από την Τουρκική λέξη ‘τσιαρσί’, που σημαίνει παζάρι. «Επί Τουρκοκρατίας και πιο παλιά», εξηγεί ο Πρόδρομος Κωνσταντινίδης, κάτοικος του χωριού, «γίνονταν ένα μεγάλο παζάρι εδώ πέρα. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο παππούς Θωμάς Παρτάλης, ήταν τόσο μεγάλο

❧27


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

το χωριό και πυκνοκατοικημένο από τη μία πλευρά στην άλλη που αν ανέβαινε μία κατσίκα στα κεραμίδια ενός σπιτιού θα έφτανε στην άλλη άκρη πηδώντας». Οι Έλληνες γεωργοί της Μακεδονίας έπρεπε να περιμένουν μέχρι το 1860 για να κατέχουν τίτλους ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Με την απελευθέρωση της Μακεδονίας και ύστερα από σχετική διαδικασία οι κάτοικοι των χωριών κράτησαν τα χωράφια που κατείχε ο καθένας και αποδόθηκαν σε αυτούς σαν ανταλλάξιμα. Κάποια χωριά του Βοΐου, όπως η Ζώνη και η Δαμασκηνιά, δεν παραδόθηκαν στην εξουσία των μπέηδων και παρέμειναν κεφαλοχώρια. Τον 18ο αιώνα οι κάτοικοι της Δαμασκηνιάς κατάφεραν να εξασφαλίσουν μία σημαντική συμφωνία με την Οθωμανική διοίκηση και μετά από πληρωμή, το χωριό δεν έγινε τσιφλίκι. Όσο για τη Ζώνη, Τούρκοι δεν πάτησαν, όχι μόνο λόγω της δύσβατης και άγονης γης αλλά χάρη στα φιρμάνια που πήραν από το Σουλτάνο, σε συνδυασμό με την παράστασή τους στο Βαλή Μοναστηρίου με τα οποία έσωσαν το χωριό. Δεν είναι τυχαία η ονομασία Γερακοχώρι που του δόθηκε αρχικά. Μετά ονομάστηκε Ζάντσκου, και τώρα Ζώνη. Για να αποφύγουν την κατάταξη στον Τουρκικό στρατό, 30 άντρες του χωριού, παντρεμένοι, νιόπαντροι και παιδιά μετανάστευσαν στην Αμερική, όπου έκαναν προκοπή, βοήθησαν τις οικογένειές τους και επιστρέφοντας στην πατρίδα αγόρασαν πρόβατα, μύλους, σπίτια στη Θεσσαλονίκη και ανακαίνισαν τα σπίτια τους στο χωριό. Ένας Τούρκος, λεγόμενος Σουλεμπάμπας, είχε τσιφλίκι στον Πολύλακκο, έξω στη γέφυρα, κοντά στο ποτάμι, που έφτανε μέχρι τη διακλάδωση. Το μέρος εκείνο είχε μια γκορτσιά (αχλαδιά) και πάνω στο δέντρο είχε στήσει ένα κρεβάτι για να ξεκουράζεται. Το τσιφλίκι αυτό πήρε το όνομα Νταηλιάνα από τους χωριανούς, που σημαίνει ‘ωραία γυναίκα’, προφανώς εμπνευσμένο από την ομορφιά της συζύγου του μπέη. Ο Αυγερινός-ή Κωνστάντσκου όπως το έλεγαν παλιά-σχηματίστηκε από εφτά μικρότερα χωριά τα οποία υπέφεραν από τις καταστρεπτικές τάσεις των Αλβανών μπέηδων. Σε μία έκθεση που αναρτήθηκε τις 30 Ιουνίου του 1922, εμφανίζονται 180 οικογένειες με 150 άτομα στο χωριό. Οι κάτοικοι είχαν πολεμήσει ηρωικά τους Τούρκους στην επανάσταση του 1821. Ο ιερέας Παπαγιώργης Πούλιος αναφέρει: «Οι γονείς μου κατήγοντο από το χωρίον Καλογρήτσα κείμενον εις τους πρόποδας του όρους Βοϊου (Αηλιάς) και το οποίο διελύθη ένεκα της τρομοκρατίας των Τουρκαλβανών και δη του Αλή Πασιά και εγκατεστάθη σαν εις το χωρίον 28☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

|1912-13. Οι άνδρες της Ζώνης στην Αμερική, λίγο πριν την επιστροφή τους στην πατρίδα

Κωνστάντσικον μεταξύ των ετών 1790-1822 ως εμφαίνεται εις μερικά έγγραφα της εποχής εκείνης».24 Ο αξιόλογος αυτός ιερέας υπήρξε και Μακεδονομάχος με το ψευδώνυμο ‘Γρίβας’. Στα τέλη του Αυγούστου του 1904, υποδέχτηκε στο χωριό στον Αυγερινό τον Παύλο Μελά, ο οποίος τροφοδοτήθηκε από το μπακάλικο του Παναγιώτη Τσέκαρη πριν φύγει για την τελευταία του εκστρατεία για την απελευθέρωση. Σε λιγότερο από δύο μήνες (στις 13/10/1904) ο μεγάλος αγωνιστής έπεσε νεκρός από Τούρκικη σφαίρα στα Κορέστια. Η εγκατάσταση στις ορεινές περιοχές δεν ήταν μόνιμη διότι πολλές φορές οι κάτοικοι αναγκάζονταν να φύγουν βιαστικά, αφήνοντας πίσω τους τα χωριά τους έρημα. Αν σκότωνες έναν Τούρκο, είχε τέτοιο χαράτσι που το χωριό αδυνατούσε να το πληρώσει. «Αν το χωριό άξιζε π.χ., 100.000, το χαράτσι θα ήταν 1.000.000», λέει ο Σκόδρας «Ο Τσέρος ήταν ένα μεγάλο χωριό, αλλά καταστράφηκε μετά το φόνο Τούρκου. Τρεις φορές χάλασε το Δασύλλιο, την τρίτη στέριωσε και υπάρχει και σήμερα». Στο πρώτο χωριό, το Παλιομάερο, ο Σκόδρας ανακάλυψε πολλούς τάφους. Οι χωριανοί το εγκατέλειψαν λόγω των επιδρομών Τουρκαλβανών και έκτισαν το Παλιοχώρι, το οποίο μπορεί να χάλασε από τους δυνατούς ανέμους. Τελευταία το σημερινό Δασύλλιο με το πυκνό δάσος τους παρείχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα, καθιστώντας τους αόρατους για τους

❧29


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Τούρκους. Σήμερα βλέπει κανείς τις μεγάλες γρεντιές3* που έφεραν οι χωριανοί από το δάσος για να κτίσουν τα σπίτια τους. Στο χωριό Δίλοφο Βοΐου –ή με το παλιό Λιμπόχοβο- βρήκαν μια όαση οι Χριστιανοί φυγάδες από τις εύπορες πεδιάδες, οι μετανάστες από την Ήπειρο, καθώς και οι διωκόμενοι κάτοικοι του χωριού Τσέρος, σε μία προσπάθεια να αποφύγουν τον εξισλαμισμό. Προστατευόμενοι από την πυκνά δάση που περιέβαλαν το χωριό και τις βαθιές χαράδρες που το περιτριγύριζαν, έστησαν το νοικοκυριό τους και δημιούργησαν το περίφημο μαστοροχώρι που απολαμβάνουν οι επισκέπτες σήμερα. Σφαγές, λεηλατήσεις από Αρβανίτες και Τούρκους, παραβίαση των ηθών του γάμου, δυσμενείς καιρικές συνθήκες, επιδημίες και σκληρή επιβολή φόρων είναι κύριες αιτίες που ερημώθηκαν 89 χωριά μεταξύ του 16ου -19ου αιώνα, γνωστά ως Παλιοχώρια. Κάποια από αυτά είναι το Παλιοκριμίνι, το Παλιομάγειρο, το Τκότσι, ο Τσέρος, το Ριάχοβο, η Κρούστα, η Τσιούκα, η Νικορίνα, η Μπάτζη, το Ζάλτσι, το Τσέρνι, η Καλογρίτσα, το Χελιμόδι και το Νεδρούζι. Το 1825, σύμφωνα με τον συγγραφέα Φώτη Παπανικολάου, ένας μικροπωλητής από το Βογατσικό, ο Αθανάσιος Κατσάνος ήταν από τους πρώτους κατοίκους στο Κριμίνι Βοίου. Το χωριό καταστράφηκε μετά από επιδρομές Αρβανιτών και ξαναχτίστηκε στο τσιφλίκι του Ιμπραήμ Τσάτσου. Οι κάτοικοι ήταν ένα μείγμα διωκόμενων παλιοκριμινιωτών, κάποιων ατόμων που προϋπήρχαν στην περιοχή, οικογένειες από τον Τσέρο και μία οικογένεια από την Φούρκα της Ηπείρου.25 Όπως και σε πολλά άλλα χωριά, έτσι και στο Κριμίνι υπάρχει μια περιοχή ονομαζόμενη ‘Κλαψόδεντρο’ η οποία ήταν τόπος αποχαιρετισμού των ξενιτεμένων. Το γραφικό αυτό χωριό με τα 60 πηγάδια δικαίως πήρε την ονομασία ‘μικρό Παρίσι’ μια και ο σεβασμός στην παράδοση είναι εμφανής στην αρχιτεκτονική των σπιτιών ακόμη και σήμερα.

3 Γρεντιές: Δοκοί για την κατασκευή στέγης, διαμέτρου 18 με 24 εκ. 30☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| Αναμνηστική φωτογραφία μπροστά στην Αγία Παρασκευή, Δασύλλιο Από αριστερά: Η Αγόρω Κολοβού, ο άντρας της Βαγγέλης Παπαζαχαρίας, ο πατέρας της Παύλος Κολοβός, Αντρέας Παπαζαχαρίας –δάσκαλος Χρυσαυγής- η Χρυσούλα, αδερφή της Αγόρως, ο Αλέξης Δάτσιος - μετέπειτα ιερέας της Χρυσαυγής.- Το κοριτσάκι είναι η Ελευθερία Παπαζαχαρία. Η Αγόρω ήταν 8 μηνών έγκυος όταν πέθανε ξαφνικά ένα βράδυ μετά από ένα χορό στην πλατεία της Χρυσαυγής

Τον 17ο αιώνα, κάτοικοι από το Ραδοβίζι της Παραμυθιάς Ηπείρου μετανάστευσαν στην περιοχή Βοΐου και ονόμασαν το καινούργιο τους χωριό Ραντοβίστι (Ροδοχώρι). Το 1845 μέρος του χωριού εξαγοράσθηκε από τους Τούρκους και το 1912 απελευθερώθηκε. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Κρυφό αλλά τελικά πήρε την ονομασία Ροδοχώρι. Αυτός ο ‘αξιόλογος οικισμός’, όπως έχει χαρακτηριστεί, σε ταξιδεύει στο χρόνο καθώς κάνεις μια βόλτα στα καλντερίμια του χωριού κάποιο χειμωνιάτικο σούρουπο, όπου μπορεί να νοιώσεις ότι κάποια γκαζόλαμπα θα αρχίσει να τρεμοσβήνει μέσα στο πετρόχτιστο σπίτι της γειτονιάς. Στις αρχές του 18ου αιώνα κτίζεται το χωριό Κορυφή ή με την παλιά ονομασία Μπόρσια-κεφαλοχώρι μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα- αφού προϋπήρξε στην ίδια τοποθεσία. Μετά από επιδρομές κατοικήθηκε από άτομα των γύρω μικροοικισμών όπως ο Πύργος, Κληματιά, Μακρινά, Βελίτσκο (Παλιοχώρι), Μόρφη, Τσαπουρνιά ή Πασκάλη. Υπάρχουν δύο

❧31


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

θεωρίες για το πώς πήρε το όνομά του το χωριό: η μία είναι ότι λόγω της συνήθειας των μπέηδων να δίνουν τα όνομα τους στα χωριά που ήταν τσιφλίκια τους, όταν ο Μερασάν πάντρεψε την κόρη του Μπόρσια, έδωσε το όνομά της στο χωριό προς τιμήν της. Η θεωρία πάντως που επικρατεί στο χωριό είναι ότι η Κορυφή πήρε το όνομα της από το γεγονός ότι οι Τούρκοι εισέπρατταν εκεί τους φόρους της δεκάτης από όλα τα γύρω χωριά, μια και η λέξη ‘μπόρσια’ στα τούρκικα σημαίνει ‘χρέη’.

| Αμερική, 1907: Μετανάστες από τον Πολύλακκο

Ο ικανός κυρατζής Αντώνης -Ντώνας- κατάφερε να εξαγοράσει το χωριό από τον Ιμπραήμ Τσάτσο που το είχε τσιφλίκι του και να μετατραπεί σε κεφαλοχώρι. Η συμφωνία αυτή κόστισε το χωριό 40.000 γρόσια. Στο βιβλίο ‘Μπορσιότικες Ιστορίες’ αναφέρεται ότι κατά τη διάρκεια μιας απουσίας του Ντώνα από την Κορυφή, μια Αρβανίτικη ληστοσυμμορία που λεηλατούσε την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, έκανε επιδρομή στο χάνι του που βρίσκονταν στο σταυροδρόμι της παζαρόστρατας. Αφού έδεσαν τον βοηθό του Σιάχο, κακοποίησαν βάρβαρα την γυναίκα του, Ντώναινα. Ή άμοιρη γυναίκα απεγνωσμένη αναζητούσε να βάλει ένα τέλος στη ζωή της και συνήλθε μόνο όταν επενέβηκε ο Παπαγιώργης ο οποίος την ξαναβάφτισε για να μπορέσει να ξεπεράσει την τραυματική αυτή εμπειρία.26 Σ’ ένα χωριό του ορεινού Βοΐου ήταν τρία αδέρφια, Έλληνες, αγόρια όλα και έμεναν σ’ ένα ψηλό πετρόχτιστο σπίτι, ανάμεσα σε σπίτια των 32☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Τούρκων. Έφτασε ο μπέης της Νεάπολης με τ’ άσπρο του άλογο, πήγε στο σπίτι των αδελφών και απαίτησε να κοιμηθεί με μια ‘νύφω’ όπως έλεγε. Αυτοί τον φίλεψαν, του έδωσαν να πιει αρκετό κρασί, ζαλίστηκε, τον έβαλαν να κοιμηθεί, πήραν το τσεκούρι και τον σκότωσαν. Έσκαψαν άρον -άρον με το μπέλι μέσα στο αχούρι για να μη τους πάρουν είδηση οι Τούρκοι γείτονες κι εκεί τον έθαψαν. Πήραν το άλογο του, που ήταν δεμένο στην πλακόστρωτη αυλή, έδεσαν πανιά στα πόδια του, έστρωσαν κουρελούδες κάτω για να μην ακούγονται τα πατήματά του, το έβγαλαν στο χωματόδρομο και ποταμιά-ποταμιά το οδήγησαν έξω από το χωριό.

| Κορυφή: γυναίκες πιάνουν το χορό κρατώντας γιανάκια την ημέρα του Αι Γιαννιού

Στη Μερασάν -σημερινή Μόρφη Βοΐου- ήταν 2 μπέηδες: Ο ΜερΑσάν και ο Μερ-Αλίς, ο οποίος ήρθε στη Χρυσαυγή Βοΐου και την έκανε τσιφλίκι του, δίνοντας στο χωριό το όνομά του, Μεραλή. Πριν ιδρυθεί η Μεραλή, υπήρχαν 3-4 οικισμοί. Όταν εγκαταστάθηκε ο Μερ Αλίς στη Χρυσαυγή, επέλεξε για κούλια (κατοικία) το σπίτι του Νικόλα του Μάγιου. Τόσο μεγάλη ήταν η κατοικία του που όταν κατεδαφίστηκε μετά την απελευθέρωση, έχτισαν οι Μάγιηδες 4 σπίτια.

❧33


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Τα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου Χρυσαυγής με το δάσκαλο τους Ανδρέα Παπαζαχαρία έξω από το παντοπωλείο του Θεόφιλου Δάτσιου στη Χρυσαυγή

Η Χρυσαυγή αρχικά αναφέρεται από τον κώδικα μοναστηρίου της Ζάμπουρδας το 1534 στην τοποθεσία Σελιό, 2 χιλιόμετρα βόρεια του σημερινού χωριού με την ονομασία Μιραλί, δηλαδή μοιράδι του Αλή. Όπως εξιστορεί ο Μιλτιάδης Παπανικολάου, κάτοικος Χρυσαυγής, «οι δέκα περίπου οικογένειες στο χωριό είχαν κάνει μία κατακόμβη στην εκκλησία της Παναγίας στο χωριό όπου ερχόταν ο Παπανικόλας από την Τσιούκα στις αρχές του 18ου αιώνα. Ο ‘νένης’, όπως έλεγαν παλιά τότε τον ιερέα λειτουργούσε κρυφά στην κατακόμβη». Μετά από ένα γάμο στο χωριό το 1830, ο μπέης ζήτησε να περάσει την πρώτη νύχτα η νύφη μαζί του. Ο γαμπρός ντύθηκε νύφη και με την βοήθεια των φίλων του μπήκε στον οντά του μπέη και δολοφόνησαν αυτόν, την φρουρά του και όλους τους υπόλοιπους στην κούλια εκτός από την μικρή κόρη του, την οποία φυγάδευσε η υπηρέτρια από το παράθυρο. Αν και η επόμενη μέρα θεωρήθηκε από τους κατοίκους σαν μια ‘χρυσή αυγή’, οι νέοι έτρεξαν να κρυφτούν στα γύρω βουνά για να αποφύγουν το φόρο αίματος που θα ακολουθούσε, αφού πρώτα έθαψαν τον μπέη στην τοποθεσία ‘Κούκος’ που ήταν ένα βουναλάκι. Οι κάτοικοι ανέλαβαν να χρηματοδοτήσουν την προίκα της κόρης του μπέη και με τα υπόλοιπα αντίποινα χτίστηκε στην Κωνσταντινούπολη ένα τζαμί με την ονομασία ‘Μιραλί τζαμισί’. «Μάλλον επενέβησαν τρίτοι και δεν έγινε καταστροφή του χωριού,» εξηγεί ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο οποίος 34☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

διηγείται πως παιδί του Δημοτικού τότε, ήταν αυτόπτης μάρτυρας τη μέρα που η μπουλντόζα ξέθαψε τα κόκαλα του μπέη. Η Χρυσαυγή και τα γύρω χωριά έπαψαν να είναι τσιφλίκια το 1836 με φιρμάνι του Σουλτάνου Μαχμούτ Β. Ένα άλλο περιστατικό αναφέρεται στο Αρκουδοχώρι της Νάουσας, ένα μεγάλο χωριό την εποχή εκείνη, το οποίο είχε δωρίσει ο Σουλτάνος μαζί με όλη την περιοχή της Νάουσας στον στρατηγό του Εβρενό πριν το 1500. Το βράδυ του γάμου, ο Τούρκος επίσημος άρχισε να παρενοχλεί τη νύφη. Όταν ο γαμπρός αντέδρασε και του είπε να σταματήσει, ο Τούρκος απάντησε με την συνηθισμένη του αυθάδεια, «σκάσε μπρε!» «Τον τραβάει ένα σκότωμα ο γαμπρός, και παίρνουν το πτώμα το φορτώνουν, και το πετάνε πίσω στο άλλο χωριό, και μετά χαλάνε το δικό τους γιατί γνωρίζουν ότι είναι θέμα χρόνου πριν οι υπόλοιποι τον ανακαλύψουν», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σκόδρας. Οι Έλληνες προσπαθούσαν να αποφύγουν τους Κονιάρηδες -φανατικοί Τούρκοι από το Ικόνιο,- κάνοντας παράκαμψη όταν ταξίδευαν. Απέφευγαν τα μέρη τους γιατί, όπως διηγιόταν η γιαγιά του Θανάση Σκόδρα, «σε πετροβολούσαν τα Τουρκάκια με τις πέτρες. Σ’ έπαιρναν οι πέτρες μπαμ! Και τελείωνες».

| Γάμος στο Κληματάκι Βοΐου, αρχές του 1920 Τέταρτη από αριστερά, η Ευανθία Παπαβραμίδου με αγκαλιά τον γιο της Στέργιο

❧35


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Το παζάρι Σταδιακά οι υποδουλωμένοι Έλληνες άρχισαν να ιδρύουν το παζάρι, το οποίο λάμβανε μέρος μία φορά την εβδομάδα στο κεφαλοχώρι της περιοχής. Τον 16ο αιώνα ιδρύεται το παζάρι στο Άργος και τον 17ο στα Σέρβια. Το 1830 υπήρχαν 10 οικογένειες από Βλάχους, Σαμαρινιώτες και Φουρκιώτες έμπορους στην περιοχή.

| Έξω από το καφενείο του Πράππα στο Τσοτύλι Όρθιος με το άσπρο σακάκι είναι ο Θωμάς Ριζίδης ο οποίος εργαζόταν εκεί. Ξεχωρίζουν οι μαθητές με τα πηλίκια, υποχρεωτικά για την εποχή εκείνη

Στο Τσοτύλι η αγορά ιδρύθηκε το 1833 μετά από απόφαση του Σουλτανικού ‘ιραδέ’ και ονομάστηκε ‘Καρί Παζάρ’, δηλαδή ‘το παζάρι των γυναικών’. Ο λόγος της ονομασίας ήταν πιθανόν λόγω της απουσίας του ανδρικού πληθυσμού στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό της χώρας -την ‘παλιά Ελλάδα’, όπως την ονόμαζαν- για εύρεση εργασίας, αφήνοντας την γεωργία και εμπόριο αρχικά στα χέρια των γυναικών. Κάθε Σάββατο, η πόλη έσφυζε με ζωντάνια και κόσμο: εκατοντάδες άτομα από τα γύρω χωριά κατέφθαναν να κάνουν τις αγορές τους ή να πουλήσουν τα προϊόντα τους, με τα ζώα τους ασφαλή στα χάνια και η επιστροφή τους στο χωριό αν 36☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

και πολύωρη, ικανοποιητική λόγω των αγαθών που θα είχαν προμηθευτεί. Μικρά παιδιά, όπως ο Γιώργος Κισκίνης, περιφέρονταν ανάμεσα στους παζαριώτες, προσφέροντας κρύο νερό «με στάμνα, μπούκλα, για να βγάλουμε καμία δεκάρα ή έστω κανένα κουλούρι». Ένα ποτήρι νερό κόστιζε μία δεκάρα. Γύρω στα 1900, πάνω από 40.000 άτομα συναλλάσσονταν στις εμποροπανηγύρεις του Τσοτυλίου. Το επιτυχημένο παζάρι ήταν ένας λόγος που η Μακεδονική Αδελφότητα επέλεξε το 1871 το Τσοτύλι σαν ιδανική τοποθεσία για να χτιστεί το ιστορικό Γυμνάσιο, το οποίο προσέλκυε μαθητές από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά και μέρη όπως την Τουρκία και την Αίγυπτο. Τα χάνια Το ‘χάνι’ είναι Περσική λέξη που σημαίνει ‘τόπος με προσωρινή διαμονή’. Μια και ένδειξη ακμής της περιοχής ήταν ο αριθμός από τα χάνια του, το Τσοτύλι πρέπει να περνούσε την καλύτερη εμπορική φάση του από τα τέλη του 19ου μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Μάλιστα, η περιοχή όπου γινόταν το παζάρι τότε ονομαζόταν ‘Χάνια’.

| Μια ηλιόλουστη μέρα έξω από το χάνι του Παρισσά στο Τσοτύλι

❧37


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Ο Ιωάννης Παπαχρήστου, ζωέμπορας, έκανε πάντα μία στάση στο χάνι του Νικόλαου Πέγιου στον Άγιο Γεώργιο μετά από ένα πολύωρο ταξίδι στην Καλαμπάκα. Άφηνε τ’ άλογά του να ξεκουραστούν και έπαιρνε τη θέση του δίπλα στους ψαράδες που συγκεντρώνονταν γύρω από το τραπέζι, όπου έρχονταν σε κέφι με το κρασί που έρεε άφθονο, φέρνοντας τους νέα από την Καλαμπάκα, ενώ εκείνοι με τη σειρά τους διηγούνταν τα νέα τους από την Καστοριά. Την επόμενη μέρα ξεκινούσε για το Τσοτύλι. Μία από τις έννοιες του ήταν τελευταία η προξενιά που του έκαναν με την Μαλαματή, την όμορφη κόρη του ιδιοκτήτη: επιθυμούσε να την ζητήσει σε γάμο, αλλά ανησυχούσε πως αν δεν του την έδιναν δεν θα μπορούσε να κάνει τη συνηθισμένη του στάση στο χάνι. Δεν χρειάστηκε να μπει σε τέτοιο δίλλημα, μια και το προξενιό πέτυχε, και η κοπέλα έγινε γυναίκα του. Στο Δασύλλιο στη θέση που υπήρχε το χάνι του Πούλιου Σκόδρα τώρα βρίσκει κανείς μόνο μια ποτίστρα για νερό, αν και οι χωριανοί ακόμη αναφέρονται σε αυτό το σημείο ως το ‘Χάνι’. Παλιά, επί Τουρκοκρατίας, πέρασε κάποτε από την περιοχή κάποιος Γάλλος ταξιδιώτης και διανυκτέρευσε εκεί. Όπως διηγείται η Ευδοκία Τζάμου, «είχαν για υπηρέτη ένα χοντρό, γεροδεμένο παιδί από τα Γιάννενα, ο οποίος ξεχώριζε με την κάτασπρη επιδερμίδα του. Αυτός θυμούνταν όλα τα τραγούδια του Ρήγα Φεραίου. Τα είχε μάλιστα γραμμένα και κρυμμένα σε μια τσεπούλα στο αμάνικο γιλέκο του. Όταν συνάντησε τον Γάλλο στο χάνι, τον τράβηξε στην άκρη κρυφά: ξέρεις Ελληνικά; τον ρώτησε ψιθυριστά. Μόλις ο Γάλλος απάντησε πως ναι, του έβαλε στο χέρι το χαρτί και τον παρακάλεσε να διαβάσει δυνατά το περιεχόμενο. Εν τω μεταξύ μόλις άρχισε να ακούει τα λόγια του Φεραίου, κοκκίνισε το παιδί και άρχισε να κλαίει. Δεν άργησε πολύ, άφησε το χάνι του Σκόδρα και πήγε να πολεμήσει στο πλάι του Ρήγα». Χάνια υπήρχαν σε πολλά χωριά της περιοχής σε σημεία που θα διευκόλυναν τους παζαριώτες να μοιραστούν τη διαδρομή για το παζάρι, καθώς και την επιστροφή στο χωριό τους. Στην Χρυσαυγή υπήρχαν δύο χάνια, του Μπουσιονάσιου και του Παπανικολάου, το οποίο το 1860 διέθετε σταύλο με χωρητικότητα ως και τριάντα ζώων, όπως αναφέρει ο εγγονός του ιδιοκτήτη, Μιλτιάδης Παπανικολάου. Κατέφθαναν οι παζαριώτες από το Κεράσοβο, Δασύλλιο, Φούρκα και Ζιούζουλη, για να διανυκτερεύσουν εκεί και 2 με 3 το πρωί σηκώνονταν και ξεκινούσαν για το παζάρι του Τσοτυλίου. Επέστρεφαν το Σάββατο απόγευμα και 38☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

έφευγαν την Κυριακή πάλι για τα χωριά τους. Το χάνι διέθετε φαγητό μαγειρεμένο στο κακάβι, αν και οι παζαριώτες έφερναν στον τρουβά λίγο μπάτζιο με αβγά, κανένα κορόμηλο ή δαμάσκηνο με ψωμί. Τον χειμώνα η οικογένεια Παπανικολάου ξεχείμαζε στο χάνι. Στο Τσοτύλι το πιο παλιό χάνι ήταν του Μπουζιάνη, το οποίο χρονολογείται από το 1810. Ιδιοκτήτης ήταν ο Τούρκος Οσμάν, ο οποίος το πούλησε στην οικογένεια Μπουζιάνη. Μετά νοικιάστηκε από τον Ιωάννη Παπαστεργίου από την Φούρκα μέχρι το 1940. Η κόρη τους Δωροθέα, μία τσαχπίνα και δραστήρια κοπέλα βοηθούσε τους γονείς της από δεκατριών χρονών ακόμη. «Η μαμά της Μαρία ήταν πολύ νοικοκυρά, μαγείρευε υπέροχα γιουβέτσια στο φούρνο και ο παππούς Δαμβόπουλος έπαιρνε το κρέας και το έψηνε στο φούρνο τους», λέει η Ουρανία Καραμητοπούλου, -εγγονή του Αριστοτέλη Δαμβόπουλουχαμογελώντας με την ζωηρή ανάμνηση της Δωροθέας: «Όταν πήγαινες να πάρεις το ζώο σου για να φύγεις, ανέβαινε η Δωροθέα πάνω στην αλυσίδα και δεν την άφηνε αν δεν πλήρωνες». Στις αφηγηματικές σημειώσεις του, Ο Κωνσταντίνος Ζησόπουλος αναφέρει το χάνι του Λίχα από την Βουχωρίνα στην αγορά του Τσοτυλίου το 1875. Ο Λίχας το πούλησε στον Αυγερινιώτη Καρανικόλα για 60 λίρες και με την συμφωνία να του παραχωρεί 25 δράμια ρακή κάθε Σάββατο ‘εφ’ όρου ζωής’. Βλέποντας όμως ο καινούργιος ιδιοκτήτης ότι ο Λίχας στρογγυλοκάθονταν εκεί κάθε Σάββατο με την παρέα του, κάτι που τον ζημίωνε επαγγελματικά, αποφάσισε να τον πληρώσει 10 λίρες και να απαλλαχτεί από αυτήν την υποχρέωση μια για πάντα. Σύμφωνα με τον Ζησόπουλο, «επί Τουρκοκρατίας εις την αγοράν Τσοτυλίου φαγητόν έτερον από το ψητό δεν υπήρχεν, εκτός της τεσσαρακοστής ψάρια και φασόλια που μαγείρευαν τα χάνια. Άλλα εστιατόρια δεν υπήρχαν.»27 Άλλος ένας Τούρκος ιδιοκτήτης χανιού ήταν ο Ιμπραήμ. Επίσης παλιό χάνι ήταν του Πιπιλιάγκα από την Βλάστη, που λειτουργούσε από το 1870, δίπλα στο χάνι Γκάγκα και πίσω από την κούλια του Γεράσιμου Αδάμ Δώσσα. Το χάνι του Νόνα, ο οποίος μετακόμισε στο Τσοτύλι από την Δάρδα Κορυτσάς, νοίκιασε ο Αθανάσιος Γάκης από την Καλλονή, όταν εγκαταστάθηκε στο Τσοτύλι το 1910. Αργότερα έχτισε δικό του πιο κάτω. Επίσης οργανωμένα χάνια είχαν: ο Κισκίνης από την Σαμαρίνα το 1896, ο Τσινζιρόπουλος από την Λευκοθέα, ο Αθανάσιος Παρισσάς από την Βουχωρίνα και ο Γκάγκας, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Τσοτύλι από τον Πεντάλοφο το 1911.

❧39


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Τσοτύλι: Το ξενοδοχείο «ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ» του Ιωάννη Παρισσά με καφενείο και άλλα μαγαζάκια στην είσοδο. Από αριστερά το καφενείο του Τζατζόπουλου, ο Ραγκαζάς από την Βουχωρίνα με ένα μικρό χάνι, ο Μπέκας με άλευρα, ο γαμπρός του Παρισσά Αλέκος Δημοσιάρης με νεωτερισμούς και το κουρείο του Μανώλη Χελιδόνη

Ο Φώτης Δαμαλάς καταγόταν από τον Βυθό αλλά εγκαταστάθηκε στο Τσοτύλι το 1908. Διατηρούσε ένα μεγάλο χάνι, το οποίο φιλοξενούσε πάνω από εκατό ζώα και ανθρώπους από τα ξημερώματα του Σαββάτου μέχρι και το τέλος του παζαριού. Σύμφωνα με τον Θεολόγο Διαμαντόπουλο, «ο Γέρο-Φώτης Δαμαλάς από τον Βυθό το είχε αγοράσει από τον Τούρκο Σουλεϊμάν το 1912 με ενενήντα λίρες. Μεγάλη κι επιβλητική η είσοδός του έβλεπε προς τον κεντρικό δρόμο. Μια δίφυλλη ξύλινη πόρτα αμπάρωνε καλά σαν έπεφτε το σκοτάδι και πίσω της σερνόταν ο βαρύς σύρτης για ασφάλεια».28 Το χάνι αυτό διέθετε φούρνο, μαγειριά, αχούρια για τα ζώα και αποθήκες, ενώ στον δεύτερο όροφο ήταν οι κάμαρες που έμεναν οι ταξιδιώτες. Δυστυχώς κατεδαφίστηκε το 1929 για να γίνει η λαχαναγορά. Άλλο ένα χάνι που υπήρχε στο Τσοτύλι ήταν του Κουφοτζούλη, όπου έμεναν επίσης μαθητές του Γυμνασίου, καθώς και εργαζόμενοι σε διάφορες υπηρεσίες. Στη γωνία απέναντι από αυτό του Κουφοτζούλη έβρισκες το χάνι του Παντόπουλου από τις Λικνάδες -ή μπάρμπα Φώτη όπως τον φώναζαν χαϊδευτικά- ο οποίος έμενε στο Τσοτύλι από το 1928. 40☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Άλλες επιλογές διανυκτέρευσης υπήρχαν στο χάνι του Βρουβλιάνη και του Κουμπουρέλα από το Δίλοφο, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Τσοτύλι το 1925. Ο Κουμπουρέλας το νοίκιαζε και σε άλλους, όπως τον Νασιούλα από το Δασύλλιο, αλλά αργότερα το μεταβίβασε στην ανιψιά του Αθηνά Σαμαρά. Η νύφη της Μαγδαληνή κατέβηκε από το Δίλοφο το 1957 και δούλεψε σκληρά με τον άντρας της για να διασφαλίσουν μια ευχάριστη διαμονή για τους παζαριώτες και περιγράφει το χάνι: «Ανοίγοντας την πόρτα στο τριώροφο κτίριο, έμπαινες σε μια τεράστια σάλα. Ο κόσμος έστρωνε και κοιμόταν, δεν είχαν τότε στρώματα όπως έχουμε σήμερα, αλλά ήταν γεμισμένα με άχυρο από βρίζες. Ο κάτω όροφος περιλάμβανε 3 δωμάτια όπου μέναμε εμείς, ενώ στο απάνω πάτωμα διαθέταμε 5-6 μικρά δωματιάκια για τους παζαριώτες. Για τα ζώα υπήρχε στο κάτω μέρος ένας μεγάλος στάβλος. Μαγειρεύαμε όλα τα φαγητά σε μία μεγάλη ‘φουφού’. Τα Σάββατα γεμίζαμε δύο κατσαρόλες αφού καθαρίζαμε 10 κοιλιές πατσά και 2 κεφάλια. Επίσης μαγειρεύαμε κεφτέδες και συνήθως λάχανο στο φούρνο». Ο Πινέτας κατέβηκε από την Σαμαρίνα το 1910 και άνοιξε το χάνι του. Η επιβλητική πόρτα του άνοιγε σε μία αυλή όπου έδεναν τα ζώα και οδηγούσε σε ένα πολύ καλό εστιατόριο με υπέροχες τοιχογραφίες και έξι δωμάτια στο επάνω πάτωμα. Η Ουρανία Καραμητοπούλου θυμάται ακόμη τις κατσαρόλες του Πινέτα από μπακίρι και ένα πνάκι4 σκέτο με καπάκι, όπου έβαζαν φασόλια και πιπεριές. Πήγαινε ο παππούς της, Αριστοτέλης στα χασαπιά, έπαιρνε ένα μπούτι κρέας, το αλάτιζε, το πήγαινε στο φούρνο και το έψηναν εκεί στα χωματένια5. Μετά γραμμή για τον Πινέτα, Λιούπα και άλλους φίλους όπου όλοι μαζί έτρωγαν στα ξύλινα τραπέζια. Ο γιατρός Πανταζόπουλος τον είχε προειδοποιήσει να προσέχει τη διατροφή του, αλλά όπως αναφέρει η Ουρανία, «η απάντησή του ήταν, “τι δεν θα φάω, θα σφάξω το γουρούνι και δεν θα φάω;”. Ήταν παχύς, καλοφαγάς. Πέθανε την ημέρα τα Κόλυντα6 σε ηλικία 64 χρονών». Το χάνι του Πινέτα πυρπολήθηκε κι αυτό το 1943.

4 Πνάκι: πινάκιο 5 Χωματένια: μαγειρικά σκεύη 6 Κόλυντα: κάλαντα

❧41


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Το χάνι του Κουμπουρέλα μεταπολεμικά. Το ζευγάρι είχε ένα γιο που χάθηκε στον Μικρασιατικό πόλεμο. Στην φωτογραφία η Αθηνά, ανιψιά του Κουμπουρέλα, με τον άντρα της Βασίλη Σαμαρά, οι οποίοι κληρονόμησαν το χάνι το 1950. Το κτίριο κατεδαφίστηκε το 1976

Ο Παπούλιας ήρθε από την Δάφνη το 1908. Δούλευε στο Χαρτούμ της Αφρικής για τους Άγγλους. Επισκέπτονταν το σπίτι του στο Τσοτύλι κάθε 8 χρόνια και όταν έφευγε προσθέτονταν ένα άλλο παιδί στην οικογένεια. Η γυναίκα του, Αγόρω, παντρεύτηκε στα δεκατρία της χρόνια και στα δεκαπέντε της έγινε μητέρα για πρώτη φορά. Όταν τελικά επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα ο Παπούλιας, ήρθε ζωσμένος λίρες και έτοιμος να κάνει προκοπή και στην πατρίδα του. Ταξίδεψε στην Θεσσαλονίκη και έψαξε για να αγοράσει γη: δυστυχώς τα χωράφια που του άρεσαν στην Εγνατία οδό ήταν Εβραϊκά νεκροταφεία, οπότε επένδυσε τα χρυσά φλορίνια του στο Τσοτύλι, αγοράζοντας οικόπεδα εκεί και χτίζοντας το τεράστιο χάνι στο κέντρο της πόλης. Μια φαρδιά πύλη καλωσόριζε τους ταξιδιώτες πριν ξεζέψουν τα ζώα τους και ανέβουν σε ένα από τα 12 πεντακάθαρα δωμάτια για να ξεκουραστούν πριν κατέβουν για δείπνο. Ο Παπούλιας είχε ένα αμπέλι και μόλις μάθαιναν στο Τσοτύλι και στην γύρω περιοχή ότι έβαζε το καζάνι, έτρεχαν για να βγάλουν τα τσίπουρα και την ρακί στο ρακοκάζανο που διέθετε στο πίσω μέρος από το τεράστιο χάνι του. Πατούσαν τα σταφύλια, έψηναν κάστανα στη χόβολη και διηγούνταν ιστορίες και ανέκδοτα. Ρακοκάζανο, επίσης, διέθετε και ο ποντιακός μαχαλάς. 42☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Οι ταχυδρόμοι είχαν συγκεκριμένα χάνια στα οποία προτιμούσαν να διανυκτερεύσουν: ένα από αυτά ήταν του Μαντραβέλλα έξω από την Κοζάνη. Για να εξοικονομήσει χρήματα, ο ιδιοκτήτης δεν άναβε φωτιά αλλά είχε ένα ξύλο ιτιάς μέσα σε μια κουπάνα (δοχείο-λεκάνη) με νερό για να μην ανάβει αλλά να δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ζεστασιάς στον κουρασμένο, παγωμένο ταξιδιώτη. Όπως λέει και η παροιμία, «από ιτιά πύρωμα και από πεθερά κοίταγμα». Δεν άναβε εύκολα η ιτιά. Κάποτε όμως πέρασαν κάποιοι μάστορες κι είχαν μέσα στους ‘γάτους’ (τσουβάλι που είχαν τα εργαλεία της δουλειάς τους) και ένα σκεπάρνι. Όλη τη νύχτα πελεκούσαν το κομμάτι της ιτιάς μέχρι που κατάφεραν και το έκοψαν, καίγοντας το τελικά προς μεγάλη απογοήτευση του Μαντραβέλλα. «Κάθε Παρασκευή βράδυ γινόταν πανζουρλισμός στα χάνια», λέει ο Κώστας Παπαιωάννου, συνταξιούχος οδοντίατρος από το Τσοτύλι. Το σπίτι τους ήταν κοντά στην αγορά, οπότε είχαν μια πρώτη γεύση από το πόσο δυνατά χτυπούσε η εμπορική καρδιά της περιοχής στο Τσοτύλι με τον ερχομό της Παρασκευής. «Έτρωγαν, έπιναν, χόρευαν, το ’ριχναν στο κέφι με τα όργανα». Τα χάνια που λειτουργούσαν σε καθημερινή βάση ήταν: του Μπουζιάνη, Νόνα, Παπούλια, Πινέτα και Γάκη. Ορισμένα χάνια διέθεταν εμπορεύματα, όπως τροφές για ανθρώπους και ζώα, είδη για τις ανάγκες των ζώων ή ότι άλλο χρειάζονταν για ένα ταξίδι. Το 1925 ο Ιωάννης Διαμάντης επέστρεψε από την Αμερική και άνοιξε το ξενοδοχείο «ΠΑΡΘΕΝΩΝ» στο κέντρο του Τσοτυλίου. Η τιμή του ξενοδοχείου ήταν 10 δραχμές για το κάθε άτομο. Διέθετε πέντε δωμάτια και ένα μοναχικό για ζευγαράκια. «Μαζεύονταν αρκετοί, οπότε βάζαμε πέντε κρεβάτια ενδιάμεσα αν ήταν μια παρέα,» εξηγεί η Παναγιώτα Διαμάντη, η οποία ακόμη αναφέρεται στα δωμάτια με το νούμερο τους: «Ο παππούς Διαμάντης- ο πεθερός μου-έπιασε μόνιμα δωμάτιο στο νούμερο 2 και κοιμόταν εκεί». Η εμπορική άνθηση είχε και τα μειονεκτήματά της: στην περιοχή καραδοκούσαν ζωοκλέφτες, οι οποίοι έμπαιναν στα παχνιά και ξέδεναν τα ζώα. Για αυτό το λόγο διέθεταν ειδικό μέρος για να είναι ασφαλή καθώς και ημερήσια υπαίθρια παρκινγκ, για να μη μπορούν να φύγουν και τα ψάχνουν, σαν αυτό της οικογένειας του Κώστα Παπαϊωάννου, του Καραγεωργίου, της μπάμπω Μαυρομάτενας και πολλά άλλα. Όλος ο διαθέσιμος τόπος ήταν φραγμένος με παλούκια και με φούρκα, όπου πλήρωνες μισή δραχμή και είχες τα ζώα σου εκεί μέχρι να τελειώσεις τα ψώνια σου. Σε κάθε ξέφραγο οικόπεδο έβρισκες ζώα δεμένα σε πασσάλους που

❧43


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

κουβαλούσαν μαζί τους οι ιδιοκτήτες τους και που κάρφωναν για να τα δέσουν αν δεν υπήρχαν δένδρα γι’ αυτό το σκοπό. Στα χάνια πήγαιναν αυτοί που είχαν να πληρώσουν το αντίτιμο ενώ οι πιο παλιοί χρησιμοποιούσαν όποιο χώρο έβρισκαν ελεύθερο. Ένα μεγάλο υπαίθριο ‘παρκινγκ’ διατηρούσε ο Δούβαλης, μετά το κάψιμο του Τσοτυλίου. Ενώ όλα τα χάνια πυρπολήθηκαν από τα κατοχικά στρατεύματα το 1943, παραδόξως, το χάνι που δεν κάηκε ήταν αυτό του Τσίκαρη. Στο μεταξύ, για λόγους οικονομίας, συγγενείς και φίλοι βολεύονταν στα σπίτια: «είχαμε μουσαφιρέους κάθε Σαββατοκύριακο» λέει μια παλιά Τσοτυλιότισα. «Βολευόμασταν όλοι οι συγγενείς μαζί σε ένα κρεβάτι για να τους εξυπηρετήσουμε και να μην πληρώσουν». Το καλοκαίρι τα χάνια δεν ήταν τόσο ιδανικά για διανυκτέρευση μια και με την άνοδο της θερμοκρασίας έκαναν την εμφάνιση τους οι ενοχλητικοί ψύλλοι και κοριοί. O Χρήστος ο Σίτας διέθετε περιφραγμένο οικόπεδο πίσω από το μαγαζί του στο Τσοτύλι, για να μη πληρώνουν δραχμή για τα ζώα οι παζαριώτες. Κάθε Παρασκευή φιλοξενούσε τουλάχιστον 2-3 συγγενείς, των οποίων τα ζώα ήταν εξασφαλισμένα στην πίσω αυλή του, αλλά και άλλων γνωστών. Οι μαγαζάτορες μπορούσαν να κοιμηθούν ανάλαφρα, διότι ο Κώστας Μεγάλος, ο νυχτοφύλακας της πόλης, έκανε τη δουλειά του εξαιρετικά καλά και δεν υπήρχε ανησυχία διάρρηξης.

|1929-30: Ο Ευάγγελος Ζήκος με τους μαθητευόμενους του στο ραφείο του στο Τσοτύλι

44☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Μπορεί οι ζωοκλέφτες και οι ληστές να καιροφυλακτούσαν στις αγορές και στα μονοπάτια, στο χάνι όμως επικρατούσε εντιμότητα. Οι χανιτζήδες δεν ρωτούσαν καν το όνομα του επισκέπτη, έγραφαν απλά στα δεφτέρια τους βερεσέδες, όπως σε μια περίπτωση ενός Ζουλιουλιώτη αγωγιάτη για τον οποίο το δεφτέρι έγραφε: «Ζιουζιουλιώτ’ς μί του μαύρ του μπλάρ». Δηλαδή «ο Ζιουζιουλώτης με το μαύρο μουλάρι». Έλα όμως που ψόφησε το ‘μαύρο μπλάρ’ σε ένα ταξίδι στην Αλβανία και αντικαταστήθηκε με κόκκινο. Στην επόμενη επίσκεψή του στο χάνι, όταν ο κυρατζής ζήτησε να πληρώσει το χρέος του, ο χανιτζής τον κοίταξε απορημένα, μέχρι που κατάλαβε ότι ήταν το ίδιο άτομο με διαφορετικό ζώο αυτή τη φορά και δέχτηκε την πληρωμή.29

|Μια στάση για μια κούπα κρασί με τον μπάρμπα-Θύμιο-Ταρτάρα αριστερά-μέσα στο παντοπωλείο του στην Κοζάνη (κοντά στο σημερινό ταχυδρομείο)

Ενώ οι εξισλαμισμένοι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία, οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών αρχίζουν να δουλεύουν σε οικοδομές, γίνονται κτηνοτρόφοι, αρτοποιοί, μυλωνάδες, κεραμοποιοί, κρεοπώληδες και μπακάληδες. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Αθανάσιο Βαρσαμίδη, αυτό που ανάγκασε τους κατοίκους αυτούς να στραφούν σε διάφορες ασχολίες ήταν «το άγονο του εδάφους, η στενότητα καλλιεργήσιμης γης, η χαμηλή απόδοση της παραγωγής και η δραστηριοποίηση των μοναστηριών σε αγροτικές και κτηνοτροφικές ασχολίες που σημειώνεται κατά τον

❧45


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

18ο και 19ο αιώνα»30 Σταδιακά, μπαίνει στο προσκήνιο το οργανωμένο παντοπωλείο, όπου οι άνθρωποι στην καθημερινή, σκληρή μάχη για επιβίωση, μπορούν, αν και ζουν μία πρωτόγονη λιτότητα, να αγοράσουν τα αναγκαία, να πιούν ένα ποτηράκι κρασί και να πυρωθούν γύρω από την αναμμένη σόμπα, αρχίζοντας κανένα πονεμένο τραγούδι για να ξαλαφρώσουν.

|1960-61: Επιστροφή από το παζάρι του Τσοτυλίου. Αριστερά στο βάθος διακρίνεται η εκκλησία της Αγίας Μαρίνης

| Ο Αχιλλέας Γρόσδος - και άλλοι μαθητευόμενοι τσαγκάρηδες στο Πολυκάστανο

46☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Πηγές 1 Άμποτ (2006-7) σελ. 58 2 Άμποτ (2006-7) σελ. 73 3 http://www.impantokratoros.gr/Εάλω Θεσσαλονίκη, θρήνος για την άλωση του 1430Ρ ( 4 Γρηγορίου και Χεκίμογλου (2008) σελ. 112 5 Γρηγορίου και Χεκίμογλου (2008) σελ. 35 6 Γρηγορίου και Χεκίμογλου (2008) σελ. 58 7 Γρηγορίου και Χεκίμογλου (2008) σελ. 67 8 Δημητριάδης, σελ.8-10, 9 Γρηγορίου και Χεκίμογλου (2008) σελ. 108 10 Χολέβας, http://palio.antibaro.gr/national/xolebas_makedonia1821. htm, σελ. 2. 11 Γρηγορίου και Χεκίμογλου (2008) σελ. 118 12 Άμποτ (2006-7) σελ. 44 13 Ίδρυμα μείζονος πολιτισμού(2000) http://www.ime.gr/fhw/. 14 Κετικίδης (2013) σελ. 1 15 Αδαμίδης Θεσ/νίκη (1992) σελ. 17 16 Δώσσας & Καλογερόπουλος (2006) σελ. 62 17 Αδαμίδης (1989) σελ. 8 18 Αποστόλου (1992) σελ. 17 19 Βακαλόπουλος (1996) σελ. 8 20 Γρηγορίου και Χεκίμογλου (2008) σελ. 161 21 Άμποτ (2006) σελ. 221 22 Δώσσας & Καλογερόπουλος (2006) σελ. 3 23 Βαρσαμίδης (2007) σελ. 21 24 (Πούλιος ιερέας Αυγερινός, ιστοσελίδα “Το Βόιον” Αυγερινός Βοϊου, http://www.tovoion.com/. 25 Παπανικολάου (1959 ) σελ. 6 26 Μπορσιότικες ιστορίες(1997) σελ. 38 27 Ζησόπουλος (2009) σελ. 115-116. 28 Διαμαντόπουλος (1997) σελ. 1. 29 Διαμαντόπουλος (1997) σελ.1 30 Βαρσαμίδης (2007) σελ. 363

❧47


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Πρωτομαγιά του 1914 Από αριστερά καθισμένοι: Αθανάσιος Σταμουλάς, Θωμάς Παύλου. Όρθιοι: Ασβεστάς Λάζαρος, Ευστράτιος (τηλεγραφητής, αγνώστου επωνύμου) Τσακνάκης Κωνσταντίνος, Κατσάνος Χρίστος και άλλοι

48☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Κεφάλαιο 2ο Αρχιτεκτονική Ένας ξένος φιλόσοφος, τεχνίτης ξένος αν αφήσει την πατρίδα του και έλθει να κατοικήσει στην Ελλάδα και σκοπόν έχει να μεταδώσει την σοφίαν ή την τέχνην του, θεωρείται Έλλην. Ρήγας Φεραίος (άρθρον 4)1

| Πολυκάστανο: Το παντοπωλείο του Δημήτρη Παπαδόπουλου

Πέτρινα παντοπωλεία Αυτά τα παντοπωλεία ήταν κατασκευασμένα μόνο από πέτρα. Τα έβαφαν με ασβέστη, οι πέτρες κολλούσαν με λάσπη (χώμα & νερό). Η σκεπή αποτελούνταν και αυτή από πέτρινες πλάκες ή κεραμίδια που διάλεγαν. Η στέγη φτιάχνονταν από ξύλο και πέτρινη πλάκα, το στέγαστρο από ξύλο και λαμαρίνα. Στις κατασκευές συνήθως χρησιμοποιούσαν ένα

❧49


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

συνδυασμό πέτρας/ξύλου. Τα ξύλινα δάπεδα, καθώς και η ξύλινη οροφή επικρατούσαν σχεδόν παντού. Οι τοίχοι ήταν από πέτρα με επίχρισμα. Τα έβαφαν και αυτά με ασβέστη. Δεν είχαν κάποια διαρρύθμιση: ήταν λειτουργικά κτίρια, πολλές φορές μικρά, με υπόγειο, για να κρατιούνται τα είδη δροσερά, με σοφίτα. Άλλες φορές, ο παντοπώλης και η οικογένειά του έμεναν στον επάνω όροφο, για να μπορούν να ‘πετάγονται’ στο μαγαζί ό,τι ώρα τους ζητούσε ο πελάτης, εφόσον έπρεπε να είναι έτοιμοι για κάτι τέτοιο. Τα περβάζια ήταν από πλίνθους ή πέτρινες πλάκες ενώ τα κουφώματα (πόρτες, παράθυρα, κ.τ.λ.) ήταν ξύλινα από τοπική ξυλεία. Δεν είχαν παντζούρια αλλά μεταλλικά κάγκελα (μεταλλικά κιγκλιδώματα) εξωτερικά των παραθύρων για να αποτρέψουν πιθανές διαρρήξεις. Για πέτρες πήγαιναν στο μαντέμι, τις έκοβαν με την βαριά και τις πελεκούσαν, για να τις δώσουν το κατάλληλο σχήμα.

| Το παντοπωλείο της Μαριάνθης Δάτσιου στην Χρυσαυγή

50☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| Το παντοπωλείο του Λάζαρου Πούλιου

Τσιμεντένια παντοπωλεία Για τα παντοπωλεία χτισμένα με τσιμέντο χρησιμοποιούσαν στρώση από μπετόν και ελαφρά ‘οπλισμένο’ σκυρόδερμα. Έκαναν και τις κολόνες με οπλισμένο σκυρόδερμα, το ίδιο και τις πλάκες, αν το κτίριο ήταν διώροφο. Ο σκελετός του κτιρίου ήταν και αυτός από οπλισμένο σκυρόδερμα και οι τοίχοι οπτοπλινθοδομή με θερμομόνωση. Η στέγη ήταν ξύλινη με κεραμίδια. Τα δάπεδα στα καινούργια κτίρια ενδέχεται εκτός από ξύλινα να αποτελούνταν από πλάκες από μάρμαρα, κεραμικά πλακίδια, ξύλο, ή παλιότερα από μωσαϊκό.

| Βελανιδιά Βοΐου: Το παντοπωλείο του Δημήτρη Καρακάση

❧51


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Τα ρολά κατέβαιναν τα βράδια για περισσότερη ασφάλεια. Τι μαγαζί του Αθανάσιου Δερβίση στον Άγιο Γεώργιο Γρεβενών

| Δαμασκηνιά: Το μαγαζί του Καρρά

| Δαμασκηνιά: Το παντοπωλείο του Αδαμίδη 52☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Πολλοί μπακάληδες νοίκιαζαν τα μαγαζιά τα οποία ήταν πολλές φορές κάτω από σχολεία, ή κοινοτικά τα οποία ήταν στο κέντρο του χωριού. Τα ιδιόκτητα ήταν συνήθως λίγο πιο απόμερα.

| Κορυφή: Ο Θύμιος Δημούλης μπροστά στο παντοπωλείο του

❧53


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Πινακίδες Οι πινακίδες ήταν συνήθως τενεκεδένιες. Οι τοπικοί ζωγράφοι έκαναν τις πινακίδες, προσθέτοντας και κάποια ζωγραφιά Το Βογατσικό είχε καλούς τεχνίτες που επιδίδονταν στην τέχνη της πινακίδας καταστημάτων. Φημισμένοι για την τέχνη αυτή ήταν επίσης οι Ηπειρώτες.

| Πινακίδα του Άρη Βαϊνά στον Πολύλακο

| Πινακίδα παντοπωλείου και ραφτάδικου στον Άγιο Γεώργιο Γρεβενών

| Δασύλλιο: το παντοπωλείο του Τζάμου Στέργιου το κρατάει συντροφιά τώρα η Μπόρα, το πιστό σκυλί του Σκόδρα 54☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| Δασύλλιο: Ένα παντοπωλείο που τώρα μετατρέπεται σε σπίτι. Το παντοπωλείο του Ευάγγελου Παπανικολάου στο Δασύλλιο

| Κρυονέρι: Το καφενείο/μπακάλικο του Χρήστου Σακαλή.Συνήθως τα καφενεία πουλούσαν και τα απαραίτητα αγαθά, π.χ. καφέ, ζάχαρη, ρύζι, κ.τ.λ.

| Το κατάστημα της Χάιδως Δώσσα στο Τσοτύλι. Σήμερα το συνεχίζει ο δισέγγονός της Βαγγέλης Γάκης με είδη οικοδομικών υλικών

❧55


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Παντοπωλείο του Αντρέα Ντώνα (Τσοτύλι) Γαμπρός του Ηρακλή Κολοβού, είχε μαζί με τον πεθερό του κατάστημα στο Τσοτύλι πριν τον πόλεμο. Το 1960 έκανε το πρώτο παντοπωλείο στον επάνω δρόμο που είναι σήμερα οι καφετέριες.. Υπήρχε μια μεγάλη ζυγαριά (πλάστιγγα) και έρχονταν τα κορίτσια να ζυγίζονται για να ξέρουν τα κιλά τους.

| Αυγερινός: Παντοπωλείο του Χρήστου Βαριάμη

56☙

| Πολυκάστανο: Το παντοπωλείο του Δημητρίου Γρόσδα και Παπαθανασίου Γεωργίου


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| Ένα εμπορικό στο Τσοτύλι. Ένα Πολυκατάστημα της εποχής εκείνης: στο ισόγειο το κατάστημα του Μπαντή Λεωνίδα. Αφού έκλεισε ο Μπαντής, άνοιξε ο Νικολαΐδης Νικόλαος από την Πλακίδα με ένα μπακάλικο από τα λίγα.Πάνω από τον Μπαντή, άνοιξε μαγαζί ο Λότσιος Χρήστος από την Αγία Σωτήρα, ο οποίος πουλούσε τα πάντα από μπογιές μέχρι ναφθαλίνες, ντυμένος πάντα με την παραδοσιακή στολή. Πριν ο δεύτερος όροφος χωριστεί σε διαμερίσματα, στεγάζονταν η κοινότητα του Τσοτυλίου. Εκεί λάμβανε μέρος και το μεταβατικό δικαστήριο. Αργότερα είχαν κατάστημα εκεί ο Βασιλειάδης Απόστολος και υποδηματοποιείο ο Απόστολος Κοντογιάννης.Πριν ανοίξει ο Λότσιος, είχε ζαχαροπλαστείο εκεί ο Παπαζήσης Ζήσης και το είχε κάνει λέσχη της ΕΟΝ του Μεταξά. (Εθνική οργάνωση Νεολαίας). Οι νέοι φορούσαν στολή μπλε, γραβάτα άσπρη, ζώνη άσπρη , γκέτες άσπρες και δίκοχο μπλε καπέλο. Εκκλησιάζονταν κάθε Κυριακή υποχρεωτικά εν σώματι και μετά την εκκλησία τους πήγαιναν στο Γυμνάσιο, όπου τους έκαναν θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση για τον οπλισμό. Τα μεγάλα παιδιά –ντυμένα με παντελόνι γκολφονομάζονταν φαλαγγίτες , τα μικρά σκαπανείς, τα κορίτσια φαλαγγίτισσες και διμοιρίτες. Μετά ακολούθησε ο πόλεμος του 1941. | Η κλειστή πόρτα, σύμβολο τέλους μιας εποχής. Το παντοπωλείο του Βασίλη Γερασόπουλου στο Δασύλλιο

Πηγές Κολοβός Βασίλειος, (1998) σελ. 10

1

❧57


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Κεφάλαιο 3ο Συγκοινωνία ‘‘Ανάθεμά σε κεραντζή να σκάσει τ’ άλογό σου, για να περάσει η συντροφιά και ο γιος μου ν’ απομείνει’’. Ηπειρώτικο τραγούδι της ξενιτιάς

| Ελεύθεροι πια…ταξίδευαν με άλογα και γαϊδουράκια: επιστροφή στην Ομαλή από εκδρομή στον Άγιο Αθανάσιο, Αγίασμα

Επί Τουρκοκρατίας, ανάμεσα στους πολλούς περιορισμούς των ραγιάδων ήταν και το ότι απαγορευόταν σε ‘άπιστο’ να καβαλάει άλογο. Όταν συναντούσε Μουσουλμάνο, ακόμη κι αν ήταν καβάλα στο ταπεινό γαϊδουράκι, μόνο αν κατέβαινε να προσκυνήσει και να πει «Πολλά τα έτη σου αφέντη», θα μπορούσε να συνεχίσει το δρόμο του. Τα ταξίδια 58☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

γίνονταν με το φως της ημέρας, για να αποφύγουν τους ληστές που καραδοκούσαν παντού, καταφεύγοντας το βράδυ στα καραβάν σεράγια που συνήθως ανήκαν σε Έλληνες. Η Σιάτιστα και η Εράτυρα ήταν κέντρα εμπορικής κίνησης. «Τα εμπορεύματα με προϊόντα της Μακεδονίας έφταναν στη Σιάτιστα κι από κει με μεγάλα καραβάνια, ακολουθώντας την κοιλάδα του Αξιού και Μοράβα, έφταναν στο Βελιγράδι και στη συνέχεια στον πρώτο διαμετακομιστικό σταθμό στο Σεμλίνο (Ζέμονα) για να καταλήξουν στη Βουδαπέστη και Βιέννη που έγιναν τα μεγαλύτερα κέντρα του Μακεδονικού Ελληνισμού, δημιουργώντας εκεί μεγάλους εμπορικούς οίκους και ελληνικές παροικίες. Παράλληλα δεν έλειψε και το εσωτερικό εμπόριο. Έμποροι της περιοχής, ιδίως από τη Σιάτιστα, διενεργούσαν το εμπόριο, συνήθως, ρούχων, αλλά και άλλων ειδών (βαμβακιών, ειδών μάλλινων, προϊόντων που σχετίζονταν με την βαφή ρούχων, όπως κρόκου, εξάγοντάς τον μάλιστα στο εξωτερικό, αλλά και στην ανθηρή κοινότητα των Αμπελακίων, προσφέροντας την πρώτη ύλη βαφής των ρούχων)».1 Η σιδηροδρομική σύνδεση στα τέλη του 19ου αιώνα μεταξύ Θεσσαλονίκης και Ευρώπης όχι μόνο κατέστησε ως μέσο ταξιδιού το τρένο πιο ασφαλές από τα υπόλοιπα, αλλά διευκόλυνε την μετάβαση του εμπορίου, καθώς το τρένο έφτανε μέχρι την Βέροια αρχικά και αργότερα μέχρι την Πτολεμαΐδα. Εκεί το περίμεναν οι έμποροι να παραλάβουν τα εμπορεύματα για τα χωριά τους με ζώα, κάρα και αργότερα φορτηγά. Τα παλιά χρόνια, ένα έθιμο των χωριών ήταν και η αναγγελία του ερχομού του ξενιτεμένου με τουφεκιές: μόλις έπαιρναν τα ευχάριστα μαντάτα, έβγαινε κάποιος με το τουφέκι στο ψηλότερο σημείο του χωριού, πυροβολούσε 1-2 φορές και φώναζε, π.χ. «ήρθε ο Βασίλης από την Γερμανία!» Με αυτόν τον τρόπου ενημερώνονταν όλοι οι χωριανοί και έτρεχαν να τον καλωσορίσουν με χαρά, γιατί σίγουρα κάτι θα έφερνε και γι αυτούς από την ξενιτειά. Στον Αυγερινό, ο αποχαιρετισμός, από την άλλη πλευρά, περιείχε μια άλλη διαδικασία: «Όταν κάποιος από το χωριό έφευγε για ένα μεγάλο ταξίδι, οι υπόλοιποι χωριανοί τους πήγαιναν μέχρι το Κλαψόδεντρο, όπου και τους αποχαιρετούσαν. Έκοβαν κλαδιά και τα πήγαιναν στο σπίτι αφού έριχναν νερό στην πόρτα να πάει καλά το ταξίδι, σαν τρεχούμενο νερό», εξηγεί ο Γιώργος Πασχαλόπουλος, κάτοικος του χωριού. Τη γραμμή τρένου από Κωνσταντινούπολη-Βέροια χρησιμοποιούσε ο Χρήστος Σιδηρόπουλος και μετά συνέχιζε με αγωγιάτες για το χωριό

❧59


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

του την Περιστέρα. Φόρτωνε τρία-τέσσερα μουλάρια με εμπορεύματα από την Κωνσταντινούπολη, ώστε να μη έχουν ελλείψεις όλη τη χρονιά. Του έπαιρνε 15-20 ώρες να φτάσει μέχρι το χωριό με τους κυρατζήδες, ενώ αργότερα το δρομολόγιο από Πτολεμαΐδα για Περιστέρα διαρκούσε περίπου οχτώ ώρες. Στα παλιά ταξίδια από Βέροια έκαναν μια στάση στην Καστανιά ή σε κάποιο χάνι της Κοζάνης.

| Το μαγαζί του Καραμπέρη στην Περιστέρα, κρυμμένο επάνω δεξιά, πίσω από το δέντρο

«Για τα ταξίδια του ο παππούς μου είχε ένα ειδικά κατασκευασμένο λουρί, για να πιάνει τη χούφτα του χεριού του με του αλόγου του», διηγείται ο Τριαντάφυλλος Δαφόπουλος, κάτοικος Περιστέρας. «Το έδενε στο άλογο και το έφερνε μια γύρα και με αυτό κρατιόταν, για να περπατάει και να κοιμάται συγχρόνως, καθώς το άλογο τον τραβούσε. Δεν είχε χρόνο για να κοιμάται, διότι την ημέρα χρειαζόταν το άλογο για να αλωνίζει και το βράδυ για δρομολόγια. Ακολουθούσε τελευταίος ένα κονβόι με 5-6 άλογα». Επί Τουρκοκρατίας, οι παραγγελίες γίνονταν μέσω αλληλογραφίας. Το δίκτυο ήταν καλό: χρησιμοποιούσαν το τρένο που ερχόταν ως το Σόροβιτς (Αμύνταιο), ενώ από κει και μετά με ζώα οι αγωγιάτες παραλάμβαναν τα εμπορεύματα. Η δίοδος μέχρι τον Δούναβη ήταν ελεύθερη. Όσο έτρεχαν τα καραβάνια δεν υπήρχαν σύνορα: απαιτούνταν μόνο ένα διαβατήριο, το οποίο ήταν απλά ένα έγγραφο που τους επέτρεπε να ταξιδέψουν. Τα σύνορα ορίστηκαν μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Οι επίσημοι ταχυδρόμοι έκαναν 18 ημέρες για να μεταφέρουν το ταχυδρομείο από 60☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Πεντάλοφο-Μόρφη-Κωνσταντινούπολη, ενώ οι αγωγιάτες έκαναν περίπου ένα μήνα. «Υπήρχε ένα στρατιωτικό ταχυδρομείο και ένα για τους πολίτες» λέει ο Σιωμούλης Κωνσταντίνος, κάτοικος της Μόρφης. »Η επικοινωνία της Ηπείρου γινόταν από δω πέρα διότι περνούσε το ταχυδρομείο προς την Πόλη, Μοναστήρι και Θεσσαλονίκη». Στο χωριό Τριάδα ο ταχυδρόμος τραβούσε για ένα συγκεκριμένο χωράφι το οποίο είχε καθιερώσει σαν ένα είδος γραφείου και καθισμένος πάνω σ’ ένα κούτσουρο, μοίραζε τα γράμματα. Εκτός από το ταχυδρομείο του Τσοτυλίου, το οποίο εξυπηρετούσε την περιοχή από τις αρχές του 1900, τα πρώτα ταχυδρομεία που λειτούργησαν στην περιοχή μετά την απελευθέρωση 1917-1918 ήταν του Πενταλόφου και του Αυγερινού. Από τους πρώτους ταχυδρόμους ήταν ο Τζιμουράκας Βασίλειος από τα Γρεβενά και αργότερα ο Τζιμόπουλος Κωνσταντίνος από τον Πεντάλοφο. Στον Αυγερινό ο ταχυδρόμος πριν το 1960 ήταν ο Κουτσομάρης Βασίλειος και μετά ο Μιχάλης Πασχαλόπουλος. Οι Μπακόλας, Γκάσης, Παρλίτσιος και Βαρσάμης ήταν κυρατζήδες, οι οποίοι δια δημοπρασίας μετέφεραν μαζί με το ταχυδρομείο τα προϊόντα για τα μπακάλικα. Για εξωτερικούς ταχυδρόμους είχαν τους: Μπόμπα Νικόλαο, Αθανασιάδη Γρηγόριο και Πετρούλη Αργύρη. Ο Μιχάλης Πασχαλόπουλος έμενε στο χωριό.

| Οι ξενιτεμένοι δεν ξεχνούσαν τους δικούς τους : Δέμα από Αμερική

Το ταχυδρομείο στον Αυγερινό διένεμε μέχρι και 150 γράμματα τη φορά, μια και υπήρχαν πολλοί ξενιτεμένοι σε διάφορα μέρη του κόσμου. Μέσω ταχυδρομείου έφευγαν και τα εμπορεύματα του παντοπωλείου, γι’ αυτό και αυτός που αναλάμβανε το ταχυδρομείο μέσω δημοπρασίας έβγαινε διπλά κερδισμένος, διότι είχε την αβάντα με τα παντοπωλεία:

❧61


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

εισέπραττε και από το ταχυδρομείο και από τους μπακάληδες. Φυσικά η δουλειά ήταν σκληρή: ο κυρατζής-διανομέας ξυπνούσε 3-4 η ώρα κάθε πρωί για να κάνει μία διαδρομή τεσσεράμισι ωρών το χειμώνα μέχρι το Τσοτύλι, διότι η αλληλογραφία δεν σταματούσε ποτέ. Κάθε Παρασκευή, όταν οι κυρατζήδες έφευγαν από το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος για να κάνουν τα ψώνια της μονής στο Τσοτύλι, περνούσαν μέσα από το Αυγερινό. Πριν τις καταστροφές του πολέμου, η μονή ήταν πολύ οργανωμένη, με προσωπικό, τσοπαναραίους και πάρα πολλά ζώα. Ο θόρυβος από εκατοντάδες κουδούνια ζώων που περνούσαν από την γειτονιά έκανε τους κατοίκους να σταματήσουν τις δουλειές τους και να κάνουν το σταυρό τους με ευλάβεια. Στη Βλάστη το ταχυδρομείο εξυπηρετούνταν με άλογα, αν και υπήρχε γραφείο στο χωριό. Κάποιος που ήθελε να έρθει στο χωριό το χειμώνα μπορούσε να ταξιδέψει με το ταχυδρομείο. Ο ταχυδρόμος εκτελούσε συγχρόνως και το επάγγελμα του αγωγιάτη. Το οργανωμένο εμπόριο γινόταν με τους κυρατζήδες, που πήγαιναν στις πόλεις, γυρνούσαν στα χωριά με τα καραβάνια, τα μουλάρια και τα άλογα, με την πραμάτεια τους πάνω στις κασέλες. Ο κυρατζής ήταν σαν ένα είδος ταξί για την εποχή εκείνη. Ο πατέρας του Άρη Βαϊνά από τον Πολύλακο ήταν κυρατζής, καθώς και ο μπατζανάκης του. Ήταν αγωγιάτες με 12 άλογα, με δρομολόγιο συνήθως Πολύλακο-Κομοτηνή. Βαστούσαν πάντα ένα ζώο και γι’ αυτούς. Κάποτε, διηγείται ο Άρης, «φτάνοντας στην Κομοτηνή, βρέθηκαν μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα όπου στέκονταν κάτι χανούμισσες που πουλούσαν αριάνι και μπήκαν μέσα για να αγοράσουν. Η πόρτα έκλεισε τρανταχτά πίσω τους και όταν έφευγαν ήταν αδύνατον να ανοίξει όσο και να προσπαθούσαν. Όπως με μολογούσε ο πατέρας μου,-ήταν από τις λίγες φορές που φοβήθηκε, αλλά τελικά δεν νίκησε ο φόβος του- έδωσε μια γροθιά με όλη τη δύναμη που είχε και η πόρτα άνοιξε! Ήταν τόσο δυνατός που μια φορά σήκωσε καμπάνα 130 οκάδες από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου εδώ στο χωριό». Σύμφωνα με τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, «Οι σημερινοί αυτοκινητιστές που κουβαλούν εμπορεύματα όχι μόνο μέσα στην Ελλάδα αλλά και ως το Αμβούργο ή τη Συρία, συνεχίζουν την παράδοση των προγόνων τους που με καμήλες, άλογα, μουλάρια και με τα περίφημα καραβάνια μετέφεραν τις πραμάτειες τους ως τη Βουδαπέστη και τη Βιέννη».2 62☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Ο ρόλος του κιρατζή ήταν διπλός, καθώς μαζί με τις πραμάτειες, έφερνε και τα νέα από τα μέρη που ταξίδευε. «Έφευγαν τα καραβάνια κάθε Σάββατο, τι γινόταν δεν μπορείς να φανταστείς», αναφέρει ο Νίκος Τζιμηρόπουλος, αυτοκινητιστής από το Τσοτύλι. «Ξεκινούσαν τα μουλάρια από τα χωριά το ένα πίσω από το άλλο μέχρι την Ομαλή, με τα γαϊδουράκια, πριν ακόμη φέξει και με το φανάρι ο κόσμος ερχόταν στο Τσοτύλι για τα πανηγύρια, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο για το μεγάλο ζωοπάζαρο». Μια και το ζωοπάζαρο ήταν σε μεγάλη έξαρση, οι ζωοκλέφτες είχαν ένα επικερδές ‘επάγγελμα’ παρουσιάζοντας πλαστά πιστοποιητικά στους ανύποπτους αγοραστές. «Αν πήγαινε ένα ξένο πρόβατο κατά λάθος στο κοπάδι ενός τσομπάνου, αυτό το πουλούσαν αλλού», λέει ο Τριαντάφυλλος Κωτσόπουλος, πρώην πρόεδρος της Λούβρης. Ένα πρόβατο προπολεμικά άξιζε 17 δραχμές. «Αν ήθελες να πάρεις ένα πιστοποιητικό για κλεμμένο ζώο, πλήρωνες τον πρόεδρο για να κάνει στραβά μάτια και το έπαιρνες. Υπήρχαν συμμορίες κλεφτών που ήταν πολύ οργανωμένοι. Δεν έκλεβαν μόνο οι Αρβανίτες, έκλεβαν και οι Έλληνες». Επί Τουρκοκρατίας στη Νεάπολη ο κατής είχε έναν αρχικλέφτη, τον οποίο κρατούσε στη φυλακή την ημέρα για τα μάτια του κόσμου. Το βράδυ τον έβγαζε και τον αμολούσε στην επαρχία, όπου έκλεβε από το βιό των αγροτών. Όταν το πρωί πήγαινε ο κακόμοιρος ιδιοκτήτης να βρει το δίκιο του, ισχυριζόμενος ότι ο αρχικλέφτης ευθύνεται, ο κατής κουνούσε το κεφάλι του απορημένα: «Μα δεν βλέπεις ότι τον έχω κλεισμένο μέσα στη φυλακή;» ρωτούσε τον αγρότη, ο οποίος έφευγε άπρακτος. Ο Ανδρέας Ρούσης, ζωέμπορος και παντοπώλης από το Τσοτύλι, ξεκινούσε με το άλογό του για την Παραμυθιά μεταφέροντας σιτάρι, καλαμπόκι και κριθάρι. Εκεί τα αντάλλασε με σαπούνι και λάδι, τα οποία έβαζε μέσα σε τουλούμια. Ο πεθερός του, Δημήτρης Αναγνώστου Ταμπούρης, ράφτης στην Πανάρετη, τον είχε ράψει γερά, μάλλινα νταλαγάνια για να τον κρατούν ζεστό στα ταξίδια του. «Ο πατέρας», διηγείται η κόρη του Ευανθία, «δεν πτοήθηκε ποτέ από την απώλεια χρημάτων, γιατί είχε το ταλέντο να βγάζει χρήματα και ήταν πάντα θετικός. Ξεκίνησε μια φορά για το συνηθισμένο του δρομολόγιο στα σύνορα της Αλβανίας. Φόρεσε τα καινούργια του μποτίνια, το μάλλινο νταλαγάνι7, πήρε τα τουλούμια8 και καβάλησε το άλογό του. Πέρασαν μέρες και κάποια στιγμή ενώ η γιαγιά κοιτούσε έξω από το παράθυρο 7 νταλαγάνι: αμάνικο, υφαντό επανωφόρι 8 τουλούμια: δοχεία φτιαγμένα από δέρμα κατσίκας

❧63


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Διανομή πετροκάρβουνου: από τους: Σίτα Χρήστο(όρθιος δεξιά) Καπροσιούτη Γιάννη(κάτω αριστερά) και Ντίγκο Νικόλαο (όρθιος αριστερά)

φώναξε, “Α, έρχεται ο Ανδρέας!”. Τρέξαμε να τον υποδεχτούμε και τι να δούμε, ο πατέρας ξυπόλυτος πάνω στο άλογο, δίχως τουλούμια, δίχως πανωφόρι. Μόλις κατέβηκε από το άλογο και μας αγκάλιασε, άρχισε να γελάει. “Ήρθα ζωντανός; Αυτό φτάνει”, μας είπε». «Ο παππούς πήγαινε με το άλογο μέχρι το Αμύνταιο και μετά με τραίνο στη Θεσσαλονίκη για ψώνια», λέει ο εγγονός του έμπορου Γεράσιμου Δώσσα. «Μια φορά, τον συλλάβανε κλέφτες στο δρόμο για την Σαμαρίνα, συγκεκριμένα στο Μοναχίτη Γρεβενών. Ζήτησαν λύτρα από την οικογένειά του και τον κρατούσαν όμηρο μέχρι να παραδοθούν. Για τάμα, η γιαγιά έδεσε την εκκλησία γύρω-γύρω και όταν έσπασε το σχοινί το θεώρησαν θαύμα. Μέσα στο κρησφύγετο, ο παππούς γλίστρησε κρυφά τα χρήματα στο φρουρό και τον άφησε ελεύθερο». Συνήθως όλα τα σπίτια είχαν για μεταφορικό μέσο το γαϊδουράκι ή το μουλάρι. Η γιαγιά της Παναγιώτας Τουλοπούλου-Διαμάντη κατέφθανε στο Τσοτύλι να ψωνίσει καβάλα στο γαϊδουράκι της, όταν έφταναν τα ‘τσέκια’9 του γιού της από την Αμερική. Τα χαλούσε στην Εθνική τράπεζα και γραμμή για το παζάρι. Μερικές φορές έπαιρνε μαζί την εγγονή της για παρέα και πήγαιναν στο μύλο του Τσιγαρίδα να αλέσουν το σιτάρι. Περνούσαν το Λόπιστ(σημερινή Απιδέα) και μετά από δύο ώρες έφταναν στο χωριό. Όταν πάλι με την μητέρα της επισκέπτονταν τον 9 τσέκια: επιταγές 64☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

παππού της στο Βογατσικό, μάζευαν τα ρούχα μέχρι τα γόνατα, για να περάσουν το ορμητικό ποτάμι που μια φορά κόντεψε να τις παρασύρει. Για να επισκεφτούν συγγενείς στην Καστοριά περπατούσαν μέχρι το Ντουπιάκους και μετά έμπαιναν σε ένα ξύλινο βαρκάκι που τους περνούσε απέναντι. Πολλές προμήθειες γίνονταν με ανταλλαγές προϊόντων: αν ήθελαν αλάτι, έπαιρναν από το Βόιο καλαμπόκι, πήγαιναν στις παραλιακές πόλεις και αντάλλαζαν το καλαμπόκι με αλάτι. Το ίδιο με το σιτάρι, που το αντάλλαζαν με λάδι και ελιές (oι μεγαλύτερες αγορές σιταριού ήταν το Άργος Ορεστικό και τα Καλιάρια). Με το γουρούνι που έσφαζαν τα Χριστούγεννα εξασφάλιζαν το κρέας: έβγαζαν το λίπος, τον καβουρμά, και ζούσαν με αυτά. Όποιος είχε το σιτάρι για να μη στερηθεί το ψωμί ήταν για την εποχή άρχοντας. Κατά την περίοδο του θέρους γινόταν μια εσωτερική μετανάστευση, καθώς οι άνθρωποι που ζούσαν σε πιο ορεινά μέρη από το Τσοτύλι πήγαιναν στις πεδιάδες και θέριζαν. Ο Λάμπρος Ζήκος από την Κορυφή αναφέρει πως για συγκοινωνία η οικογένειά του διέθετε δύο μουλάρια, με τα οποία ταξίδευε ο πατέρας του στα Τρίκαλα και στην Παραμυθιά, για να αγοράσει λάδι για το μαγαζί τους. Για να πάρουν 10 κιλά καλαμπόκι έδιναν χρυσαφικά, βελέντζες, κάπες, γιλέκα, ζωνάρια, ακόμη και ραδιόφωνα και μετά πήγαιναν στην Πτολεμαΐδα να τα ανταλλάξουν με σιτάρι. Η μετάβαση και επιστροφή από Παραμυθιά διαρκούσε δέκα μέρες. Χρειάζονταν άλλες τέσσερις μέρες για την Πτολεμαΐδα. Αν είχε κάποιος φλουριά και λίρες, ή και γραμμόφωνο ακόμη, τα αντάλλαζαν για 5-10 οκάδες σιτάρι. Οι μετακινήσεις και μεταφορές με ζώα συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωση, ακόμη και στην δεκαετία του ’60. Το 1941, μια παρέα από τη Χρυσαυγή, αποτελούμενη από τον Χρήστο Βαλκάνο, τη γυναίκα του Χρυσούλα, τον Βάσο Γερασόπουλο και την Βάσενα, επέστρεφε από μία παρόμοια διαδρομή φορτωμένοι με σιτάρι και καλαμπόκι. Σταμάτησαν να ξεκουραστούν στα κλώσματα10 κοντά στον Αϊ Γιάννη, όπου και αποφάσισαν να περάσουν τη νύχτα. Γύρω στις δύο τα ξημερώματα τους ξύπνησαν οι φωνές που έρχονταν από την καλύβα του Παύλου Τζίντζιου απέναντι. «Βασίλη, κάτι τρέχει», είπε ο Χρήστος σκουντώντας τον Βάσο και γρήγορα έτρεξαν να δουν τι συνέβαινε. Το βράδυ εκείνο, ο Τσαξτάρας, τσομπάνος της περιοχής, είχε γλιστρήσει στην καλύβα του Παύλου για να κλέψει πρόβατα. Ο Παύλος του είχε 10 Κλώσματα: στροφές

❧65


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

αναθέσει την επίβλεψη των ζώων του, γι’ αυτό όταν ανακάλυψε ότι είχε βάλει ‘τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα’, έβγαλε το ξίφος του και τραυμάτισε τον Τσαξτάρα, ο οποίος, μαζί με τον συνεργάτη του τον άρπαξαν και τον έσυραν στο ρέμα για να τον σκοτώσουν. Δυστυχώς τα σχέδια τους ανατράπηκαν με την άφιξη των συγχωριανών του Παύλου. «Απάνω του Παύλο, εφτάσαμε», φώναξε ο Χρήστος, τρέχοντας με τον Βάσο στο ρέμα, τρέποντας σε φυγή τους κλέφτες και σώζοντας τον Παύλο από σίγουρο θάνατο. Η παρέα μετά κατευθύνθηκε στο χωριό, κάνοντας μια στάση στο σπίτι του Παύλου, για να ειδοποιήσουν την μητέρα του, Αγόρω, για τα καθέκαστα. Κάθε ταξίδι ήταν απρόβλεπτο και ριψοκίνδυνο απαιτώντας ο ταξιδιώτης να είναι σε εγρήγορση ανά πάσα στιγμή. Υπήρχαν συγκεκριμένοι δρόμοι που ακολουθούσαν οι παζαριώτες για να φτάσουν στο Τσοτύλι: στην Χρυσαυγή είχαν την λεγόμενη ‘βλαχόστρατα’, διότι περνούσαν οι Βλάχοι από κει. Σύμφωνα με τον Φώτη Κατσάνο, κάτοικο Χρυσαυγής, «οι κυρατζήδες από την Ήπειρο και ξένοι κατέβαιναν στα αμπέλια-όλοι είχαμε ½-1 στρέμμα εκεί- μετά στην Παναγιά, περνούσαν τον Αϊ Γιάννη, έφταναν στη Μπουχωρίνα, όπου συναντούσαν μια ξύλινη γέφυρα, από εκεί στη Λούβρη που τους έβγαζε στη Μεγάλη Ράχη έξω από το Τσοτύλι σ’ ένα δρόμο στρωμένο με χαλίκια». Την παζαρόστρατα ακολουθούσαν και οι παζαριώτες από την Κόνιτσα. Στον Αϊ Γιώργη της Μπουχωρίνας, μέσα στο δάσος συναντιόταν οι παζαριώτες από την Κορυφή με τους υπόλοιπους από την βλαχόστρατα, ανηφορίζοντας στον ίδιο δρόμο για το παζάρι. «Μπαίναμε στο ποτάμι της Μπουχωρίνας με το ζώο, το τραβούσαμε και αυτό, μάζευε νερό πολύ, άπειρες φορές κοντέψαμε να πνιγούμε», λέει η Ευανθία Μπάζα από την Χρυσαυγή. Από την Μόρφη ακολουθούσαν άλλη παζαρόστρατα: έφταναν στην Πλάκα- όπου παραμόνευαν οι κλέφτες- μετά στο πετρογέφυρο, Καστανά, μεγάλη ράχη, βρωμοπήγαδο, και τελικά στο Τσοτύλι. Πριν ξεκινήσουν για το παζάρι, μαζεύονταν όλοι στον Παλιό, μια βρύση απ’ όπου έπιναν νερό και έπαιρναν μια ανάσα δροσιάς. Στη Ζώνη, ο Αλέξης Κώττας έπαιρνε βαρέλια με κρασί και δοχεία με λάδι σε μεγάλες κάσες και τα φόρτωνε σε γερά μουλάρια που άντεχαν μέχρι 100 οκάδες φορτίο. Τραβούσε κατευθείαν στο κατάστημα του Μαυρομάτη, από όπου και προμηθευόταν όλα τα είδη για το μπακάλικο. Τα ζώα τα έδενε σε δέντρα, σε ένα κενό μέρος πίσω από το σημερινό 66☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

φαρμακείο του Μπάρτζη, τα ’βαζε ένα σακούλι με κριθάρι και τα άφηνε μέχρι να τελειώσει την παραγγελία του. Στο Τσοτύλι κατέβαινε μέχρι 2 φορές την εβδομάδα, και παραπάνω αν είχε το χωριό πανηγύρι. Από την Δραγασιά ξεκινούσε ο Γιώργος Ευθυμιάδης τα ξημερώματα με δύο Κυπριώτικα γαϊδούρια και ένα άλογο. Ψώνιζε από τον Μουστάκα και γύριζε στο χωριό ύστερα από τέσσερις ώρες δρόμο, με τα ζώα του φορτωμένα με πορτοκάλια, λεμόνια, κλωστές, εταμίνες και πολλά άλλα είδη. Κοντά στο χωριό Κλεισώρεια υπήρχε ένα πέρασμα όπου έκοβες δρόμο και γλύτωνες μερικά χιλιόμετρα γι’ αυτό προτιμούσε να περνάει από κει. Ο Αλέξανδρος Σάρρας, κάτοικος Δραγασιάς, εξιστορεί: «το πέρασμα ήταν πολύ δύσκολο: ήταν βράχος, ποτάμι, και πάλι βράχος, με μία πολύ στενή διάβαση όχι παραπάνω από τρία μέτρα φάρδος. Με κομμένη την ανάσα περνούσαμε από την απότομη αυτή λωρίδα των 50-60 μέτρων. Τη νύχτα πήγαινα καβάλα στο ζώο όταν περνούσα την Κλεισούρα, γιατί με κυρίευε ο φόβος. Μία φορά επιστρέφοντας στο χωριό, το ζώο μου φοβήθηκε κι αυτό, έστριψε δεξιά, αμόλησε τα πόδια του κάτω και αμάν ζαμάν11 κατέβηκε στο ρέμα. Δεν πάθαμε τίποτα ευτυχώς». Τα ζώα αυτά ήταν απαραίτητα: Πέντε στρέμματα χωράφι την ημέρα όργωναν με τα μουλάρια. Έψαχναν τα καλύτερα. «Τελευταία, το 1982» λέει η Χαρίκλεια Κώττα, «αν και αγοράσαμε αγροτικό αυτοκίνητο, πήραμε και ένα νέο και καλό μουλάρι, δυστυχώς όμως το τσίμπησαν νταβάνια12 και ψόφησε. Και πάλι επειδή είχαμε πρόβατα, χρειαζόμασταν ένα ζώο, γιατί αν έβρεχε δεν πήγαινε το αυτοκίνητο στη στρούγκα. Αγοράσαμε ένα γαϊδούρι από την Κορυφή και το είχαμε μέχρι τελευταία. Παλιά στη Ζώνη, ο κόσμος είχε τουλάχιστον 3 ζώα στο σπίτι για τις μεταφορές και τις δουλειές, πάνω από 2-5 γελάδια, μοσχάρια και 3 κοπές13 πρόβατα». Ο Αριστοτέλης Δαμβόπουλος με καταγωγή από το Πάπιγκο, πήγαινε στα Καιλιάρια και ψώνιζε, όταν άνοιξε μαγαζί στο Τσοτύλι. Αγόρασε ένα κτήμα και έπαιρνε καλαμπόκι, σιτάρι και τα πουλούσε στο Τσοτύλι επί Τουρκοκρατίας ακόμη. Είχε ένα χώρο στο Τσοτύλι μόνο για το δικό του ζώο, που τον βοηθούσε στις μεταφορές, αλλά κρατούσε και ένα χάνι στην Ομαλή. Αυτό το χάνι είχε δωμάτια, τζάκι και φιλοξενούσε κυρίως αγωγιάτες από την Καστοριά ή περαστικούς από το Άργος. Για την εγγονή του, Ουρανία, ο χώρος έμοιαζε με μουσείο με ποικίλα 11 αμάν ζαμάν: με δυσκολία 12 νταβάνια: έντομα 13 κοπές-. Κοπάδια πρόβατα

❧67


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

ενδιαφέροντα αντικείμενα, πολλά δωμάτια στον επάνω όροφο και διάφορους περαστικούς, ο καθένας με την δική του ιστορία. «Περνούσαν οι Βλάχοι από το Άργος, έπιναν τη ρακή τους, έπαιρναν μια ανάσα και συνέχιζαν για τη Σαμαρίνα. Οι κυρατζήδες και οι κατρανζήδες περνούσαν, πουλούσαν κατράνι για τα ζώα, άμα ψείριαζαν, άμα έπιαναν τσιμπούρι. Από τα πολλά αντικείμενα που είχε το χάνι θυμάμαι το ρακοκάζανο που είχε ο παππούς για τη ρακή και ένα σίδερο που δεν χρειαζόταν να το βάλεις κάρβουνο για να σιδερώσεις. Στα Καλιάρια πήγαινε με φορτηγό. Τον έπιανε φαγούρα από το κριθάρι που φόρτωνε. Όταν έγινα εφτά χρονών, μ’ έβαζε ο παππούς στο άσπρο άλογο και ερχόμασταν καβάλα από την Ομαλή, όπου μέναμε, μέχρι το Τσοτύλι. Όταν αρρώσταινα, με πήγαινε σε ένα από τους δύο γιατρούς της περιοχής, τον Γιαννούση ή τον Πανταζόπουλο. Με τα ζιγκιά14 και τα γκέμια15 έβαζε το μαύρο ταλαγάνι16 και τον τζούτζο17 να μη κρυώνει, ήταν παππούς με τα όλα του». Διέθεταν βαρέλια με κρασιά, ακόμη και φούρνο επί Τουρκοκρατίας. «Ο παππούς είχε παραχωμένα στο χώμα, σκεπασμένα με ξύλα κάποια κιούπια18 γεμάτα με τσίπουρο και άλλα με λάδι. Αργότερα, τα γεμίσαμε με χρήματα και ρούχα και τα κρατούσαμε επίσης κρυμμένα. Τα ρούχα κάηκαν από τους Γερμανούς όταν έβαλαν φωτιά στο χάνι. Ο Νικόλας από τη Ζιούζουλη, -η γιαγιά μου τον έλεγε κλέφτη- άρπαζε τα σταφύλια με το θάρρος που μας είχε. “Α κλεφτ, φύγε από δω!”, φώναζε η γιαγιά. Ακόμη κι όταν πέθανε ο παππούς Αριστοτέλης, κατέφθανε από το Άργος και φώναζε, “Ε Τελ.! Που είναι ο Τέλς;” Έψαχνε τον παππού που τον φώναζε χαϊδευτικά “Τέλ”.“Α, ο Τέλς πάει εκεί που φτιάνουν τα σκάϊα”, απαντούσε πειραχτικά η γιαγιά». Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, παντοπώλης από το Πολυκάστανο, φόρτωνε στο μουλάρι του 150 οκάδες. «Τέσσερις ώρες γερές με έπαιρνε να πάω στο Τσοτύλι», λέει. «Κόβαμε λίγο το μονοπάτι, 20 χιλιόμετρα ήταν. Επειδή το μουλάρι μου ήταν γερό και γρήγορο, έκανα 5 χιλιόμετρα την ώρα. Αυτοί που πήγαιναν με γαϊδούρια έκαναν πέντε ώρες οπωσδήποτε. Εγώ φυσικά επέστρεφα με τα πόδια. Έφευγα δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, 14 ζιγκιά: τριχιά πάνω στην οποία πατούσαν για να ανέβουν στο ζώο 15 γκέμια: χαλινάρια 16 μαύρο ταλαγάνι: χειμωνιάτικη κάπα βοσκών 17 τζούτζο: κουκούλα 18 κιούπια: πιθάρια 68☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| Μια ευχάριστη βόλτα με το γαϊδουράκι

και με έφεγγε 6-7 στο Τσοτύλι. Ψώνιζα, και κατά το μεσημεράκι έφευγα, για να μη με νυχτώσει πάλι, οπότε 4-5 η ώρα το απόγευμα ήμουν πίσω στο χωριό. Να ξεφορτώσεις και να τακτοποιήσεις τα πράγματα δεν ήταν μικρή υπόθεση. Τα ίδια και το χειμώνα. Ανοίγαμε δρόμο με τα φτυάρια μέχρι τους Αγίους Θεοδώρους σαν προσωπική εργασία, για να περνάμε, και από ’κει συνεχίζαμε και σε άλλα χωριά. Ακόμη και με 1,20 μέτρο χιόνι, βαδίζαμε με τα ζώα. Το 1950-52 έριξε πολύ χιόνι στην περιοχή, αλλά οι μπακάληδες παρέμεναν ανένδοτοι. Είχε τόσα ανεμοσούρια το χειμώνα που το χιόνι ανέβαινε 2-3 μέτρα! Τα ζώα βαδίζανε με άλματα, γιατί δεν μπορούσαν να ανοίξουν δρόμο». «Όταν άνοιγαν δρόμο, πήγαινε ο ένας πίσω από τον άλλον», αναφέρει ο Χαρίλαος Ζηκόπουλος, μπακάλης από την Ανθούσα. «Είχε κίνηση τότε, όλοι πήγαιναν με ζώα. Και μετά όταν ξέραμε ότι θα χιονίσει, κάναμε μια προμήθεια και πηγαίναμε την άλλη εβδομάδα. Κρατούσαμε λίγο για να αντέξουμε μια βδομάδα στο μαγαζί χωρίς να πάμε να ψωνίσουμε. Πηγαίναμε φαλάγγια, παρέα 6-7 άτομα. Και άμα κουράζονταν κάποιος και έλεγε κουράστηκα, ο άλλος τον απαντούσε, τι κουράστηκες, μα τι έκανες; Άντρες και γυναίκες, όλοι φορτωμένοι κουβαλούσαν».

❧69


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Στον Πεντάλοφο, σύμφωνα με τον παντοπώλη Κοσμά Πανταζή, το χειμώνα ο κόσμος έρχονταν στον Πεντάλοφο να ψωνίσει, αλλά χωρίς τα ζώα, γιατί δεν έβγαζαν το δρόμο. Φορούσαν κάλτσες από δέρμα κατσίκας, δεμένη με τριχιά. Το χιόνι ήταν ένα-ενάμισι μέτρο μερικές φορές. Φορτώνονταν μέχρι και 50 οκάδες. Οι ώρες λειτουργίας ήταν οχτώ το πρωί μέχρι μία το μεσημέρι. Το χειμώνα, τρείς το μεσημέρι μέχρι οχτώ το βράδυ, αλλά το καλοκαίρι μέχρι τις εννιά και μισή το βράδυ, όλη την εβδομάδα. Όταν δεν ερχόταν αυτοκίνητο, είχε ένα άλογο και ένα μουλάρι για τις μεταφορές. Τον έπαιρνε έξι ώρες με τα ζώα να φτάσει στο Τσοτύλι το Σάββατο, για να προλάβει το παζάρι στις εννιά το πρωί. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να φύγει από το χωριό στις δύο τα ξημερώματα. Μετά από δύο ώρες στο Τσοτύλι με τα ψώνια, έτρωγε στην ταβέρνα του Ντισλή ή στον Βρουβλιάνη μαζί με άλλους έμπορους και πίσω για το χωριό, άλλες έξι ώρες δρόμο. Φυσικά, αυτή δεν ήταν η μοναδική του διαδρομή: πήγαινε στη Νεάπολη για μαναβική, στο Βόλο για τσιμέντα, χορταρικά, ελιές από τον Σκούρα και πήλινα. Τα σίδερα τα αγόραζε από την Λάρισα, ενώ από την Θεσσαλονίκη ψώνιζε λάδια, ζάχαρη, ρύζια, υφάσματα, και κάθε μήνα παπούτσια από την ΑΛΥΣΙΔΑ. Το κροκάρι το προμηθεύονταν από τον Αλιά. Έπρεπε να έχει ποικιλία προϊόντων μια και τα γύρω χωριά ψώνιζαν από εκεί: Βυθός, Χρυσαυγή, Επταχώρι, Ζιούζουλη. Από τη Χρυσαυγή ξεκίνησε ένα πρωί μια παρέα γυναικών με τα ζώα για τον Πεντάλοφο, η κάθε μία για δική της δουλειά: ψώνια, λανάρισμα και στην περίπτωση της Ξανθίππης Κατσάνου, οδοντίατρο. «Περάσαμε από τον Πλάτανο, μια βρύση μέσα στο βράχο έξω από το χωριό και γεμίσαμε τις μπούκλες με δροσερό νερό», διηγείται η Ξανθίππη. «Ταξιδεύαμε μέσα από μονοπάτια στα δάση τραγουδώντας ενώ άρχισαν να εμφανίζονται τα χωριά: Δασύλλιο, Δίλοφος και Πεντάλοφος. Στο δρόμο έχασα το γάιδαρο που μου είχε δώσει η μητέρα μου για το ταξίδι και ανησύχησα πολύ, άρχισα να τον ψάχνω παντού. Τον είχα δέσει με το σουγλί19 αλλά ήταν ζωηρός και ξέφυγε. Όλη η παρέα ανακουφίστηκε όταν τον βρήκαμε. Παρ’ όλα τα προβλήματα ήμασταν χαρούμενες και αυτά τα ταξίδια έμειναν αλησμόνητα για μας τους παλιούς». Ο Βασίλης Τακαλιός από τον Πεντάλοφο ήταν ένας από τους κυρατζήδες του χωριού, πριν ανοίξει με την γυναίκα του Δωροθέα παντοπωλείο στο Τσοτύλι. Όπως διηγείται τώρα η Δωροθέα, μια φορά μετέφερε τον Καμπέρη, δάσκαλο του χωριού τους, στην Τσιάριστα20 όπου είχε διοριστεί. 19 Σουγλί: σουβλί 20 Τσιάριστα: Άγιοι Θεόδωροι 70☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

«Τον έβαλε καβάλα στο ζώο και όταν έφτασαν τι να δουν; Το δωμάτιο του δασκάλου από πάνω είχε ένα κοτέτσι και τον κουτσουλούσαν οι κότες! Στο γυρισμό βρήκε τον καθηγητή Μακρή, έναν άνθρωπο ανεκτίμητο,

| Ο Κοσμάς Πανταζής -τρίτος δεξιά- στο παζάρι του Τσοτυλίου για ψώνια

που του είπε όταν το έμαθε, άτιμε Βάσο, καημένο παιδί! εννοώντας ότι ο δάσκαλος θα τραβούσε τα μαρτύρια σε αυτό το δωμάτιο και ο Βάσος σαν κυρατζής ήταν υπεύθυνος, έστω και άθελά του». Ο δρόμος από την εκκλησία της Δαμασκηνιάς μέχρι το σχολείο, -το σημερινό ιατρείο,- ήταν γεμάτος από παντοπωλεία. Τώρα στη θέση τους έχουν κτιστεί δύο σπίτια. Εκτός από παντοπωλεία, υπήρχαν κρεοπωλεία, ένα τσαγκαράδικο, ραφείο και σαμαράδικο. Για να ταξιδέψουν στο Τσοτύλι με τα ζώα ακολουθούσαν την διαδρομή Διχείμαρο- Σταυροδρόμι-Βροντή που τους έβγαζε στο ‘δέντρο’, μια τοποθεσία στην είσοδο του Τσοτυλίου, κάτω από τις αμυγδαλιές, με μοναδικό κτίριο ένα μοναχικό εκκλησάκι. Το ‘δέντρο’ ήταν τόπος συνάντησης για τα παιδιά του χωριού, γιατί από κει ξεκινούσαν όλοι μαζί για μια πορεία 2½ ωρών επιστροφής στο χωριό τις γιορτές ή τα Σαββατοκύριακα. Δύο τυχερές οικογένειες είχαν κάρα που τα έσερναν βόδια και μ’ αυτά πήγαιναν στη δουλειά. Για την Ζωή Μακρή, μια βόλτα με το κάρο ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία: «Αμάν κάναμε να ανεβούμε πάνω στο κάρο, γιατί για τα παιδιά ήταν μια ωραία περιπέτεια.» Ο Στέργιος Αδαμίδης, παντοπώλης από την Δαμασκηνιά, διηγείται

❧71


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

κάποιες από τις πολλές περιπέτειες που έζησε σαν μπακάλης του χωριού του: «Είχα δύο ραμαντζάνες τσίπουρο στη μία πλευρά του μουλαριού, δύο στην άλλη. Φτάνουμε στο χωριό και αρχίζουν τα σκυλιά να γαβγίζουν. Ένας φίλος μου λοιπόν, μεγαλύτερος από μένα σκουντούσε τα σκυλιά. Πάνω σε αυτό, σπάει η ραμαντζάνα. Εγώ του ’λεγα, βρε το κακάβι21 φέρε, να σώσουμε το τσίπουρο! Το τσίπουρο κουνήθηκε, δεν μπόρεσε να πετάξει την τάπα και έσπασε το γυαλί. Μόλις επέστρεψα στο μαγαζί και χτύπησε στη μάνα μου η μυρουδιά, αχ διάολε μου λέει, τι έκανες; Η μάνα μου τα έψαλλε, ο πατέρας μου ήρθε για να ξεφορτώσουμε τις ραμαντζάνες. Μια άλλη φορά, είχα τέσσερα γυάλινα δοχεία λάδι φορτωμένα στο ζώο. Το νεοσαμαρωμένο μουλάρι, πιο μικρό, τρόμαξε με ένα πουλάκι που πετούσε από πάνω του, άρχισε να τρέχει, και σαν αποτέλεσμα έσπασαν τα δύο δοχεία, τα πετάξαμε. Στο Διχείμαρο, τον πατέρα μου τον παρέσυρε το νερό δέκα μέτρα, ευτυχώς που πιάστηκε από μια οξιά και γλύτωσε». Μέχρι το 1950-51 ο δρόμος για το Δασύλλιο ήταν χωματόδρομος. Έπαιρνε 4-5 ώρες για να φτάσουν στο Τσοτύλι με τα ζώα. Αν και το 1950 ψώνιζαν και από τα μαγαζιά του Πενταλόφου, το παζάρι στο Τσοτύλι δεν το έχαναν με τίποτα. Οι Βλαχόφωνοι ήταν εξαιρετικοί έμποροι, κυρίως αυτοί από τη Φούρκα και άλλα βλάχικα χωριά. Φόρτωναν 6-7 μουλάρια και προχωρούσαν στη σειρά οι πραματευτάδες και οι κυρατζήδες. Ρούχα, καλλυντικά και τρόφιμα, έρχονταν από την Ευρώπη και την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι ταξιδιώτες και τα ζώα τους σταματούσαν σε ειδικά καταλύματα που τα έλεγαν ‘κονάκια’ και απείχαν μεταξύ τους περίπου οχτώ ώρες. Από τον Πελεκάνο η διαδρομή ήταν τέσσερις ώρες μέχρι το Τσοτύλι, γι’ αυτό ξυπνούσαν από τις δύο το πρωί για να φτάσουν στην ώρα τους. Η μάνα του Λάζαρου Λιάβα του ετοίμαζε αυγά για πρωινό για να πάρει δυνάμεις και μετά ξεκινούσε. «Άμα είχες γερά ζώα, πήγαινες γρήγορα. Αν είχες σταμένα22*, πήγαινες σιγά. Το Τσοτύλι είχε γερό ζωοπάζαρο. Δεν κοιμόμασταν στα χάνια, θέλαμε δροσιά, να βοσκήσουμε τα ζώα, να τα φυλάξουμε, γι’ αυτό κοιμόμασταν έξω. Αργότερα αρχίσαμε να πηγαίνουμε στο Άργος». Σύμφωνα με τον Γιώργο Χατζή, η καλύτερη εποχή για τα παντοπωλεία του χωριού τους ήταν το 1980-90, το πολύ μέχρι και 2000 όταν τους έφερναν τα προϊόντα στο χωριό και δεν χρειάζονταν να πάνε στην Εράτυρα για να τα φορτώσουν. Στις δύο το πρωί ξυπνούσε και ο πατέρας του Σίμου Λάζου από τη 21 κακάβι: μπακιρένιος κουβάς 22 Σταμένα: αδύναμα 72☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Χρυσαυγή καβάλα στ’ άλογο του, για να φτάσει στο Τσοτύλι γύρω στις έξι τα ξημερώματα. Ο δρόμος στρώθηκε με άσφαλτο το 1974. Αργότερα ο γαμπρός του Λάζος Πούλιος έκανε δύο δρομολόγια τη βδομάδα για να ψωνίσει από τον Σταματέλο ό,τι ελλείψεις είχε στο μπακάλικό του, μια και έπρεπε να προμηθευτεί τα απαραίτητα και για το μύλο του. Όπως αναφέρει ο ίδιος, «Κουβαλούσαμε με τα ζώα πετρέλαιο σε τενεκέδες -δεν υπήρχαν ακόμη βαρέλια- οπότε είχα ένα άλογο και ένα γαϊδουράκι και τα έβαζα από δύο δοχεία στην κάθε μεριά. Σηκωνόμουν από τις τρείς το πρωί και με έφεγγε στη Μπουχωρίνα». Ο πατέρας του Ιορδάνη Μπαϊραχτάρη ταξίδευε στην Θεσσαλονίκη με το γαϊδουράκι του για να αγοράσει είδη και μετά τα πουλούσε στην Πανάρετη και στην Τραπεζίτσα. Ακόμη και στη Βιέννη πήγαιναν οι Σιατιστινοί και Κοζανήτες για ψώνια. «Μάλιστα υπάρχει μία εκδοχή», αναφέρει ο Ιορδάνης, «ότι οι Κοζανήτες πήραν το όνομα Σιούρδοι από την λέξη σιούρδα της Αυστριακής γλώσσας. Όταν βρίσκονταν στη Βιέννη οι έμποροι θα επανέλαβαν την λέξη «σιούρδη, σιούρδη» που σημαίνει ‘στην άκρη’ καθώς κατευθύνονταν στα Αυστριακά μαγαζιά για να κάνουν τα ψώνια τους». Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το άλογο του πάτερ Παγούνη, συνταξιούχου ιερέα στο Τσοτύλι, επιστρατεύτηκε, όπως και όλων σχεδόν των ανθρώπων. Λόγω αυτής της μαζικής επιστράτευσης, πάρα πολλά ζώα σκοτώθηκαν στις μάχες, με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρή έλλειψη για μεταφορές μεταπολεμικά. «Όταν το κράτος κατέρρευσε το 1940-45» λέει ο Γιώργος Σταματέλος, «έβρισκες μουλάρια, αυτοκίνητα, γαϊδούρια, όπλα στο δρόμο, αλλά αν έπαιρνες κάτι σε καθάριζαν. Τα επιστρατευμένα ζώα σκοτώθηκαν από τους Ιταλούς στις μάχες ή πέθαναν από τις κακουχίες. Επιστράτευαν γερά μουλάρια για να βγάλουν τα χιόνια. Η ΟΥΝΤΡΑ έδωσε αποζημίωση και η Κύπρος έστειλε άλογα και μουλάρια σαν δώρο στην Ελλάδα». Υπολογίζεται ότι οι κατακτητές άρπαξαν ή σκότωσαν 245.337 ζώα (μεγάλα ή μικρά κερασφόρα, άλογα, ημίονους και χοίρους) στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία.3 Με ειδικά σαμάρια, τα μουλάρια σήκωναν βάρος μέχρι και 200 οκάδες. Από τα καλύτερα ζώα είχε ο Παύλος από την Κορυφή. Τα Κυπριακά ζώα ήταν μεγάλα και δυνατά, δεν είχαν ξαναδεί τέτοια ράτσα στην περιοχή. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου το 1949, άρχισαν τα οδικά έργα με αποτέλεσμα το επάγγελμα των κυρατζήδων να αρχίσει να χάνει το κύρος του.

❧73


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Όταν έφευγαν από τα χωριά τους για να κατέβουν στο Τσοτύλι ή οπουδήποτε αλλού για τις αγορές τους, οι παντοπώληδες έφερναν ένα τρουβά, μέσα στον οποίο είχαν βρώμη και τάιζαν τα ζώα. «Το βράδυ κατέβαζα τα ρολά του μαγαζιού, και το πρωί ξυπνούσα και έβρισκα τα μουλάρια δεμένα στα ρολά. Ακόμη δεν μπορώ να ξεχάσω τον δυνατό θόρυβο που έκαναν τα δεμένα ζώα όταν χτυπούσαν αλαφιασμένα τα ρολά για να λυθούν», λέει ο Σταματέλλος. Στον Βυθό ταξίδευαν με τα ζώα μέχρι τον Πεντάλοφο και μετά αναλάμβανε η αυτοκινητιστική εταιρία ΑΕΤΟΣ. Τα μουλάρια τα είχαν ιδιαίτερη προτίμηση όχι μόνο γιατί υπερείχαν σε αντοχή και κάλυπταν μεγάλες αποστάσεις, αλλά ήταν και ολιγόφαγα. Στους Αγίους Θεοδώρους είχαν άλογα και γαϊδουράκια. Έφευγαν καβάλα στ’ άλογο το πρωί και δύο ώρες αργότερα έφταναν στο Τσοτύλι. Το χωριό τους απέχει από το Τσοτύλι 12 χιλιόμετρα οπότε επέστρεφαν με τα ψώνια τους γύρω στις μία το μεσημέρι. Το χειμώνα πολλές φορές πήγαιναν με τα πόδια. Ο Θανάσης Νικόπουλος θυμάται ότι μια φορά το 1946 ξεκίνησε από την Θεσσαλονίκη για το Τσοτύλι πίσω στην καρότσα στο φορτηγό του Ευαγγελόπουλου. «Αυτός είχε δύο άτομα μπροστά και δεν μπορούσε και τρίτο, έτσι την έβγαλα πίσω στην ανοιχτή καρότσα, πλευριτώθηκα23 μέχρι να φτάσω στο Τσοτύλι. Τελικά φτάσαμε στις εννιά το βράδυ με τα δόντια μου να τρίζουν από το κρύο και συνέχισα για το χωριό με τα πόδια». Οι οδηγοί που εξυπηρετούσαν το χωριό του ήταν ο Ακύλας Νασιόπουλος, ο Κουμπούρας, ο Ευαγγελόπουλος, ο Παπαγιανόπουλος και ένα ταξί σε στυλ τζιπ για μετακινήσεις που το είχε ο Σιωτάκης από τη Δαμασκηνιά. Το 1951 έγινε χαλικόδρομος μέχρι το Πολυκάστανο. Οι εμπορικές τους συναλλαγές ήταν κυρίως με το Τσοτύλι και την Δαμασκηνιά, όπου είχε και καλό παζάρι ζαρζαβατικών μέχρι το 1950. Πήγαιναν στην Δαμασκηνιά κάθε Τετάρτη για ανταλλαγή προϊόντων, όπου πουλούσαν τα λάχανα και αγόραζαν σιτηρά. Μέχρι το 1960 έβαζε η κοινότητα προσωπική εργασία και άνοιγαν το δρόμο οι αγωγιάτες, οι οποίοι χρέωναν 10 δραχμές για το κάθε ζώο. «Με τα ζώα πηγαίναμε μέχρι εκεί που τελείωνε ο χαλικόδρομος και μετά παίρναμε το φορτηγό ή το αυτοκίνητο για το Τσοτύλι. Βούλιαζαν στη λάσπη τα αυτοκίνητα. Γι’ αυτό παίρναμε 5-6 ζώα, γαϊδουράκια ή μουλάρια που ανήκαν στους γείτονες για να κάνουμε τη δουλειά μας», αναφέρει ένας παλιός έμπορος. 23 Πλευριτώθηκα: ξεπάγιασα 74☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Μέχρι το 1940, οι διαδρομές για Θεσσαλονίκη ήταν πολύ αραιές, περίπου 2-3 φορές την εβδομάδα. Γίνονταν με μεταφορικά μέσα του ενός, μέχρι και ενάμιση τόνου, αλλά με πολλά προβλήματα, λόγω του ότι η τεχνολογία δεν είχε αναπτυχθεί. Από το 1938-1949, η επαρχία, όπως και όλη η χώρα, έζησε τις σκληρές καταστάσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αμέσως μετά τον εμφύλιο. Αναγκαστικά, τα πιο σύγχρονα μεταφορικά μέσα είχαν επιστρατευτεί, με συνέπεια ή να καταστραφούν ολοσχερώς ή να πάθουν μεγάλες ζημιές. Το ποσοστό απωλειών στα φορτηγά ήταν 82.2%. Για παράδειγμα, από τα 5.900 φορτηγά που κυκλοφορούσαν το 1939, καταστράφηκαν 1.300 από αυτά, ενώ αρπάχτηκαν 3.550. Από τα 2.600 λεωφορεία καταστράφηκαν ή χάθηκαν 2.450, φέροντας το ποσοστό απώλειας στα 94.2%. Το οδικό δίκτυο (αστικό και υπεραστικό) καταστράφηκε κατά 50%. Επίσης καταστράφηκαν 13.000 σιδερένιες γέφυρες, 24 ταχυδρομικά οχήματα –υπήρχαν 26 συνολικά- και 11 σήραγγες.4 Το ελληνικό κράτος έδωσε στους Έλληνες μεταφορείς το δικαίωμα να πάρουν ό,τι είχε απομείνει από τα βομβαρδισμένα αυτοκίνητα κι έτσι πήραν τα εξαρτήματα που είχαν μείνει και συναρμολόγησαν φορτηγά. Συνεπώς, το αποτέλεσμα ήταν κάτι λιγότερο από ικανοποιητικό, καθώς οι άνθρωποι έκαναν ό,τι μπορούσαν, βάζοντας πρόχειρες καρότσες και χρησιμοποιώντας ανταλλακτικά από διάφορα καμένα, τουμπαρισμένα και τρακαρισμένα αυτοκίνητα. Τα φορτηγά αυτά εκτελούσαν χρέη λεωφορείου, καθώς τα εμπορεύματα φορτώνονταν στο κάτω μέρος και οι επιβάτες στο πάνω. Δύο ξύλινοι πάγκοι χρησιμοποιούνταν για καθίσματα. Τα αυτοκίνητα αυτά ταξίδευαν όχι μόνο στα χωριά, αλλά και στη Θεσσαλονίκη. Το φορτηγό είχε θέσεις στη μία πλευρά όπου κάθονταν και οι ταξιδιώτες: ψώνια και επιβάτες μοιράζονταν την καρότσα και την ίδια μοίρα. «Είχε σκόνη, επειδή οι περισσότεροι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι: έριχνε ο οδηγός και τον μουσαμά πάνω από την καρότσα, και δεν μπορούσε να δει ο ένας τον άλλο», διηγείται ο Θύμιος Βαλκάνος από τη Χρυσαυγή. «Τα μαλλιά μας γίνονταν κάτασπρα από τη σκόνη, ‘τράφα’ σκόνη όπως λέγαμε. Οι μπάμπες κρατούσαν τα λεμόνια στην ποδιά γιατί τις ζάλιζε το φορτηγό. Αν σε ζάλιζε πολύ κρατούσες ένα τενεκέ, για τη ναυτία, ήταν τόσες πολλές οι στροφές… Έσκαζες από τη σκόνη. Πόσες φορές ξέφυγε το αμάξι δεν πάθαμε τίποτα, μας άρεσε απεναντίας πολύ. Όταν ερχόταν ο Τσίκρας που μετέφερε ξύλα και ξεφόρτωνε, τον ικετεύαμε να μας κάνει

❧75


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

καμιά βόλτα μέχρι τη Γκούμα». (είσοδος του χωριού). Το 1950 ξεκίνησαν οι πρώτες αντιπροσωπείες στην Ελλάδα να φέρνουν σύγχρονα μηχανήματα για εκείνη την εποχή. «Μετά το 1950-52 το κράτος έβγαλε ένα νόμο και δημιούργησε το Κοινό Ταμείο Εκμετάλλευσης Φορτηγών Αυτοκινήτων (ΚΤΕΦΑ)», εξηγεί ο Νίκος Τζιμηρόπουλος.. «Περιλάμβανε μία εταιρία ανά νομαρχία. Συγχρόνως δημιούργησε κοινά ταμεία εκμεταλλεύσιμων λεωφορείων, τα σημερινά ΚΤΕΛ. Αργότερα οι Υπουργοί εμπορίου, οικονομίας και βιομηχανίας σκέφτηκαν ότι αυτά ήταν μονοπωλιακά και δεν ήταν ανταγωνίσιμα και τα κατήργησαν. Πήρε ο Βασίλης Τζιμηρόπουλος την πρωτοβουλία στην επαρχία Βοΐου με έδρα το Τσοτύλι, κάλεσε τους συναδέλφους του και ίδρυσαν την 1η Συνεργατική Αυτοκινητιστών Επαρχίας Βοΐου ΑΕΤΟΣ.» Με 25 μπακάλικα, το Τσοτύλι ήταν η αγορά της περιοχής. Η τροφοδοσία γινόταν ως εξής: ορισμένοι ψώνιζαν από παντοπώληδες του Τσοτυλίου και άλλα είδη τα έδιναν στην βιομηχανία μέσω παραγγελίας της συνεργατικής. Κάθε Κυριακή λειτουργούσε το γραφείο στο Τσοτύλι: πήγαιναν οι έμποροι, έβαζαν τα λεφτά σ’ ένα φάκελο μαζί με την παραγγελία ενώ ο πράκτορας έγραφε σε μία κατάσταση τον παραλήπτη και τον αποστολέα. Ο οδηγός που θα έφευγε την Κυριακή το βράδυ και θα έφτανε τη Δευτέρα στη Θεσσαλονίκη έπαιρνε το σάκο με τους φακέλους και ήταν υπεύθυνος να τον παραδώσει στο πρακτορείο στη Θεσσαλονίκη. Με τη σειρά του, ο πράκτορας που ήταν στη Θεσσαλονίκη έπαιρνε τηλέφωνο, έδινε την παραγγελία, κατέφθανε ο υπάλληλος, έπαιρνε τα χρήματα, υπέγραφε και μέχρι το μεσημέρι ετοίμαζε την παραγγελία. Αν τα εμπορεύματα ήταν πολλά, το φορτηγό πήγαινε και τα φόρτωνε: αν όχι, το κατάστημα ή η βιομηχανία έπρεπε να τα παραδώσει μέχρι το απόγευμα. Η φόρτωση γινόταν μέχρι τις οχτώ το βράδυ. Στο γυρισμό, αν ήταν ένα φορτίο ολόκληρο για ένα χωριό, όπως ο Πεντάλοφος, έφευγε κατευθείαν. Τις περισσότερες φορές, τα φορτηγά έρχονταν στο Τσοτύλι, κατέβαζαν εκεί τα εμπορεύματα και άφηναν τα μικροδέματα στην αποθήκη του πρακτορείου. Το Σάββατο, κάθε φορτηγό είχε και ένα δρομολόγιο. Ο Βασίλης Τζιμηρόπουλος είχε τον Αυγερινό, ο Δελής τον Πεντάλοφο, ο Νασιόπουλος τη Ζώνη. Παλιότερα στη Χρυσαυγή ήταν ο Νακόπουλος, μετά ο Ντελής και τελευταία ο Μπακάλης. Στο Πολυκάστανο οδηγός ήταν ο Θωμάς Αντωνόπουλος, ή αλλιώς ‘Κουμπούρας’ και μετά ανέλαβε ο γιός του Στέφανος. Τα αυτοκίνητα άλλαζαν πολλά δρομολόγια, διότι τύχαινε να πάει αλλού ο ένας οδηγός 76☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

και να λείπει, οπότε μια και υπήρχαν πολλά διαθέσιμα φορτηγά, γίνονταν αντικατάσταση. Μετά το 1960 άρχισαν κάποιες εξελίξεις. Βγήκαν τα μικρά αυτοκίνητα, τα τρακτέρ, τα τρίκυκλα, τα οποία βοηθούσαν στη μεταφορά προϊόντων και κόσμου, αλλά το φορτηγό παρέμενε η καρδιά της μεταφοράς. Σύμφωνα με τον Τζιμηρόπουλο, «κατά τις εποχές του χειμώνα που μετέφεραν ζωοτροφές, τα φορτία πήγαιναν κατευθείαν στα χωριά σιτάρια, κριθάρια και βαμβακόπιτες, όχι χύμα, αλλά σε σακιά. Μέχρι και τις κολόνες της ΔΕΗ μετέφεραν για να μπορούν να κινούνται τα αυτοκίνητα. Βασικά δεν υπήρχαν δρόμοι, ήταν χωμάτινοι ή στρωμένοι με χαλίκι». Μετά το 1967 έγιναν κάποιοι βασικοί άξονες Τσοτυλίου-Ομαλής, Αγιάσματος-Αγίων Θεοδώρων και Πολυκάστανου-ΑυγερινούΔαμασκηνιάς. Το κομμάτι Τσοτύλι-Πεντάλοφος ήταν άσφαλτος μέχρι σ’ ένα σημείο, μετά χαλικόδρομος. Όλα τα υπόλοιπα χωριά στρώθηκαν με άσφαλτο μετά το 1987. Κατά τους χειμερινούς μήνες περίμεναν πότε να έρθει το γκρέηντερ της Νομαρχίας ή η μπουλντόζα, γιατί τα χιόνια ήταν πολλά εκείνη την περίοδο. Μία ανάμνηση κάνει τον Τζιμηρόπουλο να χαμογελάσει: «Ήμουν πιτσιρικάς και πηγαίναμε με τον πατέρα μου στον Αυγερινό, δεν μπορέσαμε όμως να βγούμε σε μία ανηφόρα ΠολυκάστανουΔάφνης και μείναμε δύο μέρες στο Πολυκάστανο. Μας φιλοξένησαν οι άνθρωποι στα σπίτια τους, μετά ανοίξαμε δρόμο μόνοι μας, με φτυάρια και διπλές αλυσίδες και φορτωμένοι με εμπορεύματα από Θεσσαλονίκη, καταφέραμε με πολλούς κόπους να φτάσουμε στον Αυγερινό. Μεταξύ των κατοίκων υπήρχε αγάπη, εκτίμηση, και δεν υπήρχε άνθρωπος να αδιαφορεί για τον συνάνθρωπό του». Παρουσιάζονταν προβλήματα με τους δρόμους, με τα αυτοκίνητα, την φόρτωση και την εκφόρτωση, διότι δεν υπήρχαν οι μηχανισμοί που υπάρχουν σήμερα, που τα πράγματα είναι πιο απλά. Τότε ήταν όλα χύμα και έπρεπε να περάσουν ένα-ένα από τα χέρια. Τα μακαρόνια, π.χ. ήταν σε συσκευασία πέντε κιλών. Καταλαβαίνει κανείς ότι ένα παντοπωλείο που είχε παραγγελία 100 κιλών έπρεπε να πάρει 20 συσκευασίες. Υπήρχαν χαμάληδες, τρεις στο Τσοτύλι και άλλοι στα χωριά τους που τους πλήρωναν οι μαγαζάτορες ανάλογα με το βάρος του φορτίου. Για την περίοδο του 1960, ένα φορτηγό που φόρτωνε 5 τόνους από Θεσσαλονίκη για Τσοτύλι έπαιρνε 300 δραχμές. Οι παντοπώληδες πλήρωναν ανάλογα με το βάρος. Κοβόταν φορτωτική ανάλογα με το άτομο και τα χρήματα πήγαιναν στο γραφείο. Επειδή ο καταμερισμός

❧77


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

των χρημάτων στη συνεταιρική γίνονταν κάθε τέλος του μήνα, έβγαζαν τα χρήματα για κάθε αυτοκίνητο και προσπαθούσαν με δίκαιο τρόπο όλοι οι αυτοκινητιστές να πληρωθούν ανά χιλιόμετρο. Έτσι, ανέβηκαν στο επάγγελμα σκαλί-σκαλί. Ο Τζιμηρόπουλος αναφέρει πως «από την περίοδο 1955-1980 αλλάξαμε πέντε φορτηγά, διαφορετικού βάρους. Βγάλανε 4, 6, 10 και 15 τόνων συρόμενα και επικαθήμενα. Εγώ άλλαξα άλλα πέντε. Η ζημιά πληρωνόταν από τον οδηγό». Όλα τα φορτηγά μετά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου κινούνταν με βενζίνη. Μέχρι να αντικατασταθούν με κινητήρες πετρελαίου οι οικονομικές αποδοχές ήταν πενιχρές. Τα αυτοκίνητα ήταν παλιάς τεχνολογίας, οι κινητήρες έτρωγαν πολύ βενζίνη και στο τέλος ο οδηγός αναγκάζονταν να σταματήσει πολλές φορές το επάγγελμα, όσο και αν το αγαπούσε. Αργότερα, όταν βγήκαν καινούργιοι κινητήρες πετρελαίου,

| Ο Βασίλης Τζιμηρόπουλος μπροστά στο φορτηγό του το οποίο χρησιμοποιούσε για μεταφορές ελληνικών προϊόντων και για τροφοδότηση των παντοπωλείων

όποιος είχε χρήματα έκανε αντικατάσταση κινητήρα. Μόλις οι οδηγοί έβαλαν μηχανή πετρελαίου, άρχισαν «να βλέπουν λίγα λεφτά» όπως λένε οι ίδιοι. 78☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| 1960: Εργάτες ξηλώνουν τις πέτρες στον κεντρικό δρόμο του Τσοτυλίου για να στρώσουν άσφαλτο. Διακρίνονται: Γιάννης Παρισσάς, Αθανάσιος Παρισσάς, Ζιάνας (ζωέμπορος)

Τα δρομολόγια έτρεχαν καθημερινά: τρεις φορές Θεσσαλονίκη, δύο φορές το μήνα Αθήνα για να κατεβάσουν φασόλια και λάχανα. Στην Καβάλα για καπνά, στο Βόλο για τσιμέντα, ελιές και λάδια. Αργότερα μετέφεραν με τα φορτηγά τους και τα κοπάδια των κτηνοτρόφων. Το φθινόπωρο τα πήγαιναν στα χειμαδιά και την άνοιξη πίσω στα χωριά τους. Η περιοχή ήκμαζε στην κτηνοτροφία και πήγαιναν στο Ναύπλιο και Τρίπολη για να αγοράσουν ζώα. Άδειες δεν υπήρχαν τότε, γιατί το επάγγελμα ήταν ελεύθερο. Ο οδηγός έπαιρνε ρεπό όποτε είχε την δυνατότητα. Η προσφορά των φορτηγών ήταν πολύτιμη στη ζωή του τόπου. Όπως και ο παντοπώλης, ο οδηγός εκτελούσε πολλαπλά χρέη: «Φύγαμε η ώρα δύο το πρωί με δύο πόδια χιόνι για να πάμε μία έγκυο γυναίκα στην Κοζάνη», λέει ο Τζιμηρόπουλος. «Ο πατέρας μου τους προειδοποίησε ότι θα βρούμε πολύ χιόνι στο τάδε σημείο, έτσι οι φίλοι πήρανε φτυάρια και ανοίξανε το δρόμο και φτάσαμε το πρωί στην Κοζάνη». Πολλές φορές μετέφεραν και νεκρούς. Επίσης, πολλοί μαθητές από την επαρχία δεν έμεναν στο οικοτροφείο, αλλά σε δωμάτια που νοίκιαζαν σε διάφορα σπίτια και χρειάζονταν ξύλα. Όταν πήγαιναν οι οδηγοί στα χωριά, έρχονταν οι μανάδες και παρακαλούσαν: «πάρε το

❧79


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

δέμα με τα τσάκνα, ξύλα και άλλα και δώστα στο παιδί μου για να βγάλει το χειμώνα». Με τις δουλειές στο χωριό και τις αραιές συγκοινωνίες, οι γονείς δεν είχαν την πολυτέλεια να επισκέπτονται τα παιδιά τους συχνά.

| Ο Θωμάς Ριζίδης: εδώ μαθητής στην Γ’ τάξη του Γυμνασίου Τσοτυλίου. Κρατάει μια σακούλα με ρέγκες στο χέρι του

Κάθε Σάββατο, ο Χρήστος Λότσιος, ένας πολύ αγαπητός άνθρωπος, κατέβαινε στο Τσοτύλι από την Αγία Σωτήρα με τα μουλάρια του για ψώνια. «Εμείς, παιδιά του Γυμνασίου», λέει ο Καρανικόλας Γιώργος, «τον περιμέναμε στο χάνι κοντά στου Καλύβα το σπίτι για να μας φέρει κανένα κουλουράκι ή ό,τι άλλο έστελναν οι μητέρες μας από το χωριό». Πολλές φορές μπορεί οι οδηγοί να μη πληρώνονταν για μεταφορές μικροδεμάτων και αυτή η προσφορά δεν αναγνωρίστηκε από πολλούς που είχαν αυτή την εξυπηρέτηση σαν δεδομένο. Η σύνταξη μικρή, ξεκίνησε με 20 δραχμές το μήνα. «Όταν ο πατέρας μου κόντευε να βγει στη σύνταξη ήταν 30-40 χιλιάδες από το ΤΣΑ. ΟΕΠ. Τώρα είναι το ΤΣΑ και το ΤΕΒΕ και ένα ακόμη. Τα αποθέματα του ταμείου τα εκμεταλλεύτηκε το κράτος και το ταμείο εξασθένησε οικονομικά. Ο πατέρας μου πήρε σύνταξη αλλά ήταν πολύ μικρή», εξηγεί ο Νίκος Τζιμηρόπουλος. «Δούλεψα 33 χρόνια φορτηγό και παίρνω μικρότερη σύνταξη από τη γυναίκα μου, και αφού πλήρωσα τα μαλλιοκέφαλά μου», προσθέτει πικραμένος ο Γιώργος Χατζής. Η εποχή που οι οδηγοί υπέφεραν περισσότερο ήταν από το 1950-1965. Οι κινητήρες δεν είχαν συστήματα ασφαλείας και οι οδηγοί αναγκάζονταν να γίνουν πρακτικοί μηχανικοί. Έριχναν πάνω τους δύο κουβέρτες και 80☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

κοιμόταν στο τιμόνι διότι τα φορτηγά δεν είχαν κρεβάτια. Τηλέφωνα δεν υπήρχαν για να ενημερώσουν τους δικούς τους σε περίπτωση καθυστέρησης ή βλάβης. Η απόσταση Τσοτύλι-Θεσσαλονίκη ήταν περίπου έξι ώρες. Οι οδηγοί ήταν οι: Δελής, Κούστας, Τζιμηρόπουλος, Σαράντης Τριανταφύλλου, Γιώργος Τσεβεκίδης, Λουκάς Καρανίκος, Γιώργος Νακόπουλος από τις Κυδωνιές και Χάμουργας από το Λουκόμι. Εκτός συνεργατικής ήταν οι: Νασιόπουλος, Αντωνόπουλος και μετά το 1967 φορτηγά για εργολαβικές δουλειές είχαν οι αδελφοί Γεωργιάδη και ο Κώστας Κατσικάς από την Ομαλή. Αργότερα στη Συνεργατική άλλοι έφυγαν και άλλοι συνταξιοδοτήθηκαν. Έφυγε ο Λουκάς Καραμήτρος, ο Βασίλης Τζιμηρόπουλος, ο Λίτας Στέργιος από την Περιστέρα, ο Τζίμας Φώτης από τον Πελεκάνο και ο Κουφογιάννης από τη Σιάτιστα. Η συνεργατική διαλύθηκε το 2000. Υπήρχε ανταγωνιστικότητα για εκτός πρακτορείου δρομολόγια και κομματικές σχέσεις. Θυμούνται κάποιον οδηγό, για παράδειγμα, ο οποίος είχε ένα φορτηγό με κόκκινο χρώμα και τον παρεξήγησαν κάποιοι για κομμουνιστή. Εκτός από τα δρομολόγια Τσοτυλίου-Θεσσαλονίκης, που σχετίζονταν με την αγορά της επαρχίας, το φορτηγό ήταν διαθέσιμο μέχρι να έρθει η σειρά του. Με το 78ο Σύνταγμα στο Τσοτύλι υπήρχαν αρκετοί στρατιωτικοί που χρειάζονταν φορτηγά για μεταφορά της οικογένειάς τους. Οι τροφοδοσίες γίνονταν με δύο εταιρίες πετρελαίου, από τους αδελφούς Μαυρομάτη που είχαν πρατήριο και από το Μιχάλη Μπέκα που ήταν πράκτορας στο ΚΤΕΛ. Αργότερα οργανώθηκαν τα πρατήρια: άνοιξε ο Σταματέλλος και Δημοσιάρης, μετά έκλεισε ο Σταματέλλος και άνοιξε ο Νανόπουλος και ο Ριζίδης. Ήρωες οι οδηγοί φορτηγών. Να βουλιάζουν στη λάσπη δέκα φορές και σε κάθε σημείο που βούλιαζαν να καταναλώνουν 2-3 ώρες μέχρι να κόψουν με το τσεκούρι κλαδιά από τα δέντρα, για να γυρίσουν οι τροχοί, ενώ επικρατούσαν αντίξοες και επικίνδυνες καιρικές συνθήκες. Να κόβεται ο άξονας, να τον παίρνουν στον ώμο και να κατεβαίνουν μέχρι την Κοζάνη να τον μοντάρουν. Επειδή είχαν τριών ειδών ζάντες, δεν μπορούσαν να έχουν και τρεις ρεζέρβες, συνεπώς έπρεπε να ξεμοντάρουν το παλιό το λάστιχο. Όπως και οι περισσότεροι ήρωες, το έργο τους παραμένει ανεκτίμητο, η προσφορά τους σημαντικότατη στην ανάπτυξη αυτού του τόπου.

❧81


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Πηγές Βαρσαμίδης (2007) σελ. 364 Παπακωνσταντίνου (1992) σελ. 31-32 3 Μήτσος Καϊλας (2001) σελ. 47 4 Μήτσος Καϊλας (2001), σελ. 44-45 1 2

82☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Κεφάλαιο 4ο Είδη παντοπωλείου «Κάθε φορά που η ιστορία επαναλαμβάνεται, οι τιμές ανεβαίνουν». Sam Ewing

| Ο Γιάννης Βαλκάνος στο παντοπωλείο του Λάζου Πούλιου, Χρυσαυγή

Επί Τουρκοκρατίας, τα προϊόντα που έβρισκε κανείς σε ένα μπακάλικο ήταν περιορισμένα: τυρί, λίγο πιο ακριβό από αυτό που πουλούσαν οι τσομπάνηδες, βούτυρο 215 παράδες την οκά, μέλι 84, ρύζι 70, ρεβίθια 34, φασόλια 40, φακή 30, κουκιά 26, γυφτοφάσουλα 24, κρεμμύδια 14, ξύδι 30 παράδες. Οι ελιές κόστιζαν γύρω στις 77 παράδες. Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, οι τιμές καθορίζονταν από τους εκπροσώπους των συντεχνιών και προύχοντες που συγκεντρώνονταν στο γραφείο του καδή ετησίως ή δύο φορές το χρόνο, του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Γεωργίου1.

❧83


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Τα παντοπωλεία πιο παλιά ονομάζονταν ‘οινοπαντοπωλεία’ διότι μέχρι την δεκαετία του 1960 το κρασί και το τσίπουρο ήταν από τα κύρια εμπορεύματά τους. Η πρώτη μπύρα που κυκλοφόρησε με Ελληνικό όνομα ήταν η μπύρα ΑΛΦΑ, η οποία έκανε την εμφάνιση της στην αγορά το 1961. Τα μπακάλικα διέθεταν σχεδόν τα πάντα, αλλά αν κάτι δεν το είχαν και το ζητούσαν οι πελάτες, το προμηθευόταν ο παντοπώλης από μαγαζί χονδρικής πώλησης και το διέθετε στους ζητούντες. Πέρα από τα είδη μπακαλικής πουλούσαν μπογιές, γυαλικά, καρφιά, τριχιές, ενέσεις για ζώα, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Η Θεοδώρα Γκάση από τον Αυγερινό δηλώνει περήφανα πως κρατούσαν ένα πολύ οργανωμένο μαγαζί, όταν ζούσε ο άντρας της ο Φίλλιπος Γκάσης. «Ήταν πολύ ικανός ο άνδρας μου. Ανοιχτομάτης, δεν υπήρχε τίποτα που να μην έχει. Δαχτυλήθρες, τσιμπιδάκια, καλτσόνια, τα πάντα. Μια φορά, έρχεται ένας δικηγόρος, ξάδερφός μας από την Θεσσαλονίκη. Είχε ξεχάσει τα γυαλιά του στο σπίτι του. Λέει, «τώρα τι να βάλω, που ξέχασα τα γυαλιά;» «Τι στεναχωριέσαι;» απαντάει ο Φίλιππας. Πηγαίνει -είχαμε ένα κουτί κι ακόμα μπορεί να είναι κάτω- και δίνει τα γυαλιά στον ξάδερφο, και εκείνος τα δοκιμάζει. «Τώρα βλέπω καλύτερα και από το αν πήγαινα σε οφθαλμίατρο», λέει.

| Φωτεινή Σίτα, Τσοτύλι. Αρχή του παντοπωλείου

Ο Δημήτρης και Νικόλας Κισκίνης είχαν βιοτεχνία παρασκευής καραμέλας στο Τσοτύλι και μαζί με τον Χατζηγιάννη έβγαζαν μπάγκο με 84☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

ζαχαρικά στο παζάρι, όπου έκαναν θραύση οι καραμέλες τους σε ροζέ και άσπρο χρώμα. Πολλοί μιλούν ακόμη γι αυτά, απαντώντας δίχως δισταγμό ότι αυτό που επιθύμησαν περισσότερο από τα μαγαζιά της παιδικής τους ηλικίας είναι τα ζαχαρομπίμπελα, οι ροζ και άσπρες καραμέλες του Νικόλα Κισκίνη, τα βρασμένα κάστανα της Τσιαμίτενας και τα στραγάλια του Οικονομίδη. Ο Αλέκος και Νίκος Οικονομίδης λειτουργούσαν στο σπίτι τους στραγαλοποιεία με τόση επιτυχία που έρχονταν άτομα από την Θεσσαλονίκη για να τα αγοράσουν. Έστριβαν το χαρτί σε σχήμα χωνιού, έριχναν με το φτυαράκι στραγάλια για μισή δραχμή ντυμένα με ζάχαρη και τα παρέδιναν στα παιδιά που περίμεναν με λαχτάρα να τα απολαύσουν. Μια άλλη τρυφερή ανάμνηση ήταν τα βραχιολάκια φτιαγμένα από τις καραμέλες του Κισκίνη με πολύ μεράκι, περασμένες στο χεράκι τους. Ήταν απλές οι χαρές τις ζωής για τα παιδιά, αγνές σαν τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες στα γλυκά τους.

| Αυγερινός: παντοπωλείο Γκάση. Από δεξιά ο Φίλιππος Γκάσης, ο γιος του Θρασύβουλος, η γυναίκα του Θεοδώρα , η μητέρα της Αθηνά , ο πατέρας του Φίλιππου Δημήτρης και ο Ιωάννης Γιουβαννούλης

❧85


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Το παντοπωλείο του Γκάση στον Αυγερινό

Εβδομήντα χρόνια αργότερα, η Φρύδω Γκέκα αναπολεί και αυτή τα ζαχαρομπίμπελα από το μαγαζί του Λάζου Σίμου στη Χρυσαυγή. «Μας δίνανε μερικά πεντάλεπτα για να τα αγοράσουμε και τα μετρούσαμε να μη μας τα πάρει κανείς». Ο Σίμος επίσης έκοβε κάθε Σάββατο σφαχτά και όσοι είχαν χρήματα, όπως ο πατέρας της, ή ο Τσιατσιογιάννης, ψώνιζαν: οι υπόλοιποι έπρεπε να αρκεστούν με ό,τι άντεχε το πορτοφόλι τους. Το μαγαζί του διέθετε μεταξύ των άλλων μπακαλιάρο, σαρδέλες και ταραμά. Το χοιρινό πήγαινε στο καδί, το τυρί και ο μπάτζιος σε βαρέλι με αλάτι, το βούτυρο σε στάμνες όπου άλλαζαν το νερό κάθε μέρα από την επιφάνεια. Το κρέας το κρεμούσαν στον αέρα το βράδυ για να βαστάξει και το μαγείρευαν. Δεν κρατούσε πάνω από 1-2 μέρες πριν την εποχή του ψυγείου γι’ αυτό και στο τέλος του παζαριού στο Τσοτύλι το κρέας που έμεινε το έπαιρνες σχεδόν τζάμπα. Φυσικά, ζύμωναν ψωμί. Η μπομπότα ήταν ένα είδος ψωμιού με μια σχετική διαδικασία. Έπρεπε να στεγνώσει το καλαμπόκι, να πας στο μύλο να το αλέσεις για να έχεις αλεύρι και να φτιάξεις τη μπομπότα, η οποία δεν φούσκωνε. Αν δεν πετύχαινε, δεν έκανε ούτε για τα σκυλιά, λένε οι νοικοκυρές της εποχής. Αν και είχε πέντε γιους και μία κόρη ο Μήτσιος Σίμος, αναγκάστηκε να πουλήσει το μαγαζί στον γαμπρό του Λάζο, όταν κανένα από τα παιδιά του δεν έδειξε την επιθυμία να συνεχίσει το επάγγελμά του. Όταν άνοιξαν το μαγαζί το 1932 διέθεταν είδη προικός, βελόνες για ράψιμο στο χέρι, σιρίτια24*, ακόμη και πουκάμισα. Κρατούσαν τα λατζάδια25* στα ράφια μια και ψώνιζε ο κόσμος πολύ για τις προίκες των κοριτσιών. Ο γιος του Λάζος ήταν τότε οχτώ χρονών και πήγαινε στο μαγαζί μόνο για 24 σιρίτια: κορδέλα που έραβαν στην ενδυμασία 25 λατζάδια: εμπόριο υφασμάτων στα ράφια του μαγαζιού 86☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

τις καραμέλες και τις σοκολάτες Γκλόρια. «Περιμέναμε στην Πλάκα26* τα μουλάρια από το παζάρι να μας δώσουν οι δικοί μας κανένα ζαχαρομπίμπελο», λέει ο Γιάννης Βαλκάνος. Οι πιο νέοι λαχταρούσαν τα μπισκοτολούκουμα: κόντρα πλακέ, δύο μπισκότα με ένα λουκούμι ανάμεσα ή τις λεμονάδες Παπαγιάννη ή τη γκαζόζα με τα στραγάλια που κόντευαν να τους πνίξουν καμιά φορά καθώς έφταναν μέχρι το λαρύγγι τους. Δημοφιλείς ήταν και οι μεγάλες, στενές σοκολάτες καθώς και οι πράσινες σε τετράγωνο σχήμα, αν και όπως λένε γελώντας «μόνο αν είχες καμιά πλούσια θεία μπορεί να έτρωγες μία από αυτές». Αγόραζαν συνήθως ½ οκά λουκούμι, 100 δράμια, για να κερνάνε στο σπίτι. Παρ’ όλη την στέρηση, η φιλοξενία και το κέρασμα για τον επισκέπτη ήταν απαραβίαστος κανόνας. Στη Μόρφη, το παντοπωλείο του Γεώργιου Παπαπέτρου, -ή ‘Τσολιά’(τον φώναζαν ‘Τσολιά’ διότι φαντάρος ήταν εύζωνος και αρχηγός της τιμητικής φρουράς ενός Δεσπότη στην Θεσσαλονίκη) λειτουργούσε από το 1925 και διέθετε 4,500 προϊόντα. Κρατούσε 3 αποθήκες κάτω από το Δημοτικό Σχολείο για την τεράστια γκάμα αγαθών που περιλάμβανε τζάμια από την Θεσσαλονίκη, πετρέλαιο, λάδια, όλα τα εργαλεία που χρειάζονταν στο χωριό, μέχρι και πέταλα για τα άλογα και πάρα πολλά άλλα είδη. Το παντοπωλείο του καταστράφηκε το 1941 αλλά το 1949 ο Τσολιάς ξαναδημιουργήθηκε, ανοίγοντας το πάλι και συνεχίζοντας την επιχείρηση μέχρι το 1985. Ο πολυμήχανος αυτός μπακάλης έψαχνε συνεχώς ιδέες για να αποκομίζει περισσότερα χρήματα για το μπακάλικο του. Για παράδειγμα, έπαιρνε την τριχιά, -απαραίτητο είδος της εποχής- που μπορεί να έκανε 30 λεπτά και την πότιζε με πετρέλαιο που κόστιζε 10 λεπτά για να ζυγίζει περισσότερο. Ανακάτευε χρώματα και με διάφορους συνδυασμούς δημιουργούσε δικές του βαφές για τα παπούτσια, αλλά και βαφές για τα μάλλινα, όπως τα σιγκούνια. Μία ιδιαιτερότητα του ήταν η ευχαρίστηση που έπαιρνε ακούγοντας τον ήχο από κέρματα. Μέσα σε ένα βαρέλι με ρύζι κρατούσε μια σακούλα γεμάτη δεκάρικα. Του άρεσε τόσο πολύ ο χτύπος από τα νομίσματα που κάπου κάπου τα έβγαζε από την θήκη τους και τα έριχνε από το ένα χέρι στο άλλο, απολαμβάνοντας αυτό τον ήχο που πιθανόν να συμβόλιζε την εμπορική του επιτυχία.«Το κέρμα», λέει ένας συγχωριανός του, «ήταν ευχαρίστηση στο αυτί του». 26 Πλάκα: είσοδος του χωριού Χρυσαυγή

❧87


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Στην Περιστέρα, ο Σεραφείμ Σιδηρόπουλος έλαμπε από χαρά, όταν ο πατέρας του έβαζε μερικά μετζίτια (παλιό τουρκικό χρυσό νόμισμα, που ισοδυναμεί με την τουρκική λίρα) στο χέρι του. Χωρίς να χάσει χρόνο έτρεχε στο μαγαζί του Καραμπέρη για να αγοράσει καραμέλες. Ο Χρήστος Σιδηρόπουλος δούλευε για Γερμανικές εταιρίες στην Κωνσταντινούπολη και γι’ αυτό είχε μόνο Τούρκικο συνάλλαγμα στην επιστροφή. Αυτό που | Ο Παπαπέτρου, γνωστός ως ‘Τσολιάς’ αγαπούσε ιδιαίτερα ο μικρός Σεραφείμ ήταν οι μπάλες που του έφερνε ο πατέρας του να παίζει με τους φίλους του, κάτι σαν τις σημερινές μπάλες του γκολφ. Για τα παιδιά του χωριού αυτό ήταν κάτι ξεχωριστό, διότι οι μόνες μπάλες που διέθεταν ήταν αυτές “από πατσαβούρες”, όπως λέει ο ίδιος. Ο Θύμιος Βαλκάνος θυμάται τον Θεόφιλο Δάτσιο -ή ‘Φούλη’ όπως τον φώναζαν χαϊδευτικά- σαν χθες, να στέκεται μπροστά στη ζυγαριά του παντοπωλείου του στη Χρυσαυγή. Εξυπηρετικός, ντελικάτος, «έπαιρνε τις μπογιές για τις κάνουρες27* από τα ράφια, τις έβαζε πάνω σε μια μικρή ζυγαριά που είχε και ξερόβηχε χαρακτηριστικά όταν ζύγιζε τη μπογιά, σημειώνοντας τα πάντα με ένα μολύβι στηριγμένο στο αυτί του». Ο παππούς του Θεόφιλου, Αθανάσιος Δάτσιος, άνοιξε πρώτος το παντοπωλείο, το οποίο μεταβίβασε αργότερο στον εγγονό του. Το μαγαζί αυτό πριν ήταν στην ιδιοκτησία του Τσιάρα, καπετάνιου του Παύλου Μελά. Για να φτιάξουν τα νυφιάτικα φουστάνια στην Χρυσαυγή, έπαιρναν από τους δύο μπακάληδες τα ασπροκέντια και τα μαντήλια τα μάλλινα που δώριζαν στους αρραβώνες στις αδερφές και στους συγγενείς του γαμπρού. Αφού έκλεισε το πρώτο μπακάλικο του Μπουσιονκόλα στη Χρυσαυγή, η Φρύδω το θυμάται έρημο και γεμάτο άχυρα: «Καθόταν κάτι βλάχισσες εκεί μέσα, πεθερά και νύφη από τη Φούρκα, όταν τους ξέστρωσαν οι Αρβανίτες από το χωριό τους και αναγκάστηκαν να μείνουν στη Χρυσαυγή. Μία από αυτές ήταν η Αγόρω, που πήρε το παρατσούκλι Αγορούσκια. Είχε 27 κάνουρα: μάλλινη κλωστή σε μέγεθος στεφανιού 88☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

ένα ψυχοπαίδι, τον Ζήση, παντρεμένος με μία πανέμορφη γυναίκα από τη Μερασάνη, ντυμένη με τα ασπροκέντια. Οι γυναίκες της Μερασάνης ήταν πιο εξελιγμένες στο ντύσιμο από εμάς τις Μεραλιώτισες». | Ο Θεόφιλος Δάτσιος ή χαϊδευτικά "Φούλης" - με την Μαριάνθη την ημέρα του γάμου τους

Στη Χρυσαυγή πήγαιναν τα σιγκούνια28 σε ειδικά μαντάνια στο Δέλνο και Ντόλο ενώ τις φλοκάτες και βελέντζες στα δριστέλια. Έδιναν το αδίμτο -ένα ύφασμα εφάμιλλο του κασμίρ σε ποιότητα- να το χτυπήσουν και μετά το έραβαν. Ήταν ένα διπλό ύφασμα που ύφαιναν στον αργαλειό και μ’ αυτό έφτιαχναν τα γιλέκα. Για παντελόνια είχαν τα μάλλινα ρετσίνια29 ενώ ο αλατζάς30 έρχονταν συνήθως από την Ρουμανία. Η στόφα, το δεύτερο φουστάνι που έραβαν οι νύφες, προέρχονταν από το Μοναστήρι και τα μάλλινα μαντήλια από τα Γιάννενα. Στο Δασύλλιο, τα νυφιάτικα τα προμηθεύονταν από τον Βαγγέλη Παπανικολάου. Στη Χρυσαυγή ο Βαρσάμης ήταν πρώτος ράφτης στα κουστούμια και ο Ντατσιογιάννης στα γιλέκα και κυλόττες. Έκανε μαλιότο31 και γκαμπινίτσες32 για τους τσοπαναραίους. Η μαλιότα, η οποία είχε και κουκούλα, υφαίνονταν στον αργαλειό με μαλλί κατσίκας και κλωστή και προφύλασσε τον τσοπάνο από το κρύο και την παγωνιά. Ο Μπουσιονκόλας έραβε γιλέκα. Για να ανεβαίνει στο σπίτι του είχε ανεμόσκαλα. Στο Τσοτύλι, ο Τσιάτσιος είχε μαγαζί με μπογιές. Πουλούσε και ένα μελανί μολύβι το οποίο, όταν το σάλιωναν, έγραφε σε όλα τα αντικείμενα 28 σιγκούνια: υφαίνονταν στον αργαλειό για να γίνει ύφασμα 29 ρετσίνα: αντρικό ύφασμα για πουκάμισα 30 αλατζάς: η παλιά ονομασία για τη λέξη ύφασμα 31 μαλιότο: κάπα 32 γκαμπινίτσες: κάπες

❧89


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

με μωβ χρώμα, ακόμη και στα αρνιά. Ο Τσιάτσιος το έβαζε στο στόμα και επαναλάμβανε συνήθως τη φράση, «μια δραχμή στύψωμα» (στύψη, η αρχαία στυπτηρία) «Παρατηρούσες με έντονη περιέργεια τα χείλη του, που είχαν γίνει πλέον γαλάζια», λέει γελώντας ένας παλιός του πελάτης. Όπως εξιστορεί η Λουκία ΖήκουΔιαμαντοπούλου, στο χωριό της την Κορυφή, ο παππούς της Χρήστος Ζήκος –πατέρας του Λάμπρου Ζήκου-και ο αδελφός του Αντώνης διατηρούσαν το μπακάλικο ‘Ομόνοια’ από το 1918, το οποίο βρισκόταν στο μεσοχώρι, απέναντι από το μπουνάρι | Ο Ντατσιογιάννης της Καλόγρηας. Ήταν ένα μεγάλο μαγαζί με τεράστια ποικιλία εμπορευμάτων. Διέθετε από αλάτι, πιπέρι κόκκινο, λάδι, ρύζι, μπακαλιάρο, ταραμά, μέχρι και αλατζάδες. Στο Τσοτύλι διατηρούσαν υποκατάστημα πιο πάνω από το σημερινό ζαχαροπλαστείο του Λαζαρίδη το οποίο άνοιγαν μόνο το Σάββατο, όσο κρατούσε το παζάρι. Οι ίδιοι ήταν κυρατζήδες με δέκα ή και περισσότερα άλογα, κάνοντας τακτικά ταξίδια μέχρι την Καλαμπάκα για ανεφοδιασμό, όπου το τρένο έφερνε εμπορεύματα σε μεγαλέμπορους. Πολλές φορές ταξίδευαν στη Βέροια, διότι εκεί έβρισκαν καλύτερες τιμές. Την άνοιξη πάλι έφταναν μέχρι το Αγρίνιο για να φέρουν γουρουνάκια, που τα πουλούσαν στα χωριά του Βοΐου. Στον Άγιο Γεώργιο επί Τουρκοκρατίας ένας παππούς, ο Νικόλαος Μπουκουβάλας, άρχισε το εμπόριο βγάζοντας στην αγορά δική του παραγωγή: φασόλια, φακές και ρεβίθια. Η προσπάθεια δεν καρποφόρησε και το παζάρι διαλύθηκε ύστερα από 1-2 μέρες. Όταν ήθελαν να πουλήσουν σιτάρι οι κάτοικοι του χωριού, πήγαιναν με τα ζώα στο Τσοτύλι και στα Γρεβενά. «Ο πατέρας μου», λέει η κόρη του Γιώργου Κιούρου, «πήγαινε στην Καστοριά κι’ έφερνε ψάρια με το άλογό του, το ίδιο και ο Ηλίας ο Κίτσιος και ο Βασίλης του Κουμπούλη. Έκανε και δεύτερο εμπόριο: φόρτωνε κρασί και ρακί από το Ζάλοβο, ξεκινούσε για Καστοριά για να φορτώσει ψάρια και επέστρεφε στα Γρεβενά». 90☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Πρώτα έφτασαν οι Σαμαριναίοι στο Τσοτύλι και μετά οι Φουρκιώτες επαγγελματίες, γύρω στα 1850. Ξεκίνησαν με το να κατεβαίνουν για να κάνουν ένα μικροπάζαρο και αφού έμειναν ικανοποιημένοι, δέκα οικογένειες εγκαταστάθηκαν μονίμως εκεί. Το ‘σαμαροσκούτι’ ήταν ένα από τα υφάσματα που πουλούσαν στην αγορά του Τσοτυλίου, ειδικό για να γεμίζουν με αυτό τα σαμάρια ή για να σκεπάζει τα καπούλια του ζώου. Το ύφαιναν οι γυναίκες της Σαμαρίνας στον αργαλειό και το πουλούσαν στο τελευταίο πανηγύρι που γινόταν τον Οκτώβριο. Ο Γεράσιμος Δώσσας, δισέγγονος του Αδάμ Δώσσα, αναφέρει πως οι εξισλαμισμένες Ελληνίδες -γυναίκες και κόρες Βαλαάδων- ψώνιζαν καλλυντικά από το μαγαζί του παππού του Αδάμ και έβγαζαν το φερετζέ μόνο στο κατάστημά του γιατί τον σέβονταν. Ο Αδάμ ξεκίνησε σαν λαδέμπορας: πήγαινε σιτηρά στην Παραμυθιά και έπαιρνε λάδι. Το 1870 γεννήθηκε ο γιος του Γεράσιμος και μαζί με τα ξαδέρφια του ξεκίνησαν ένα γενικό εμπόριο με μπαχάρια, υφάσματα, καθώς και μία ποικιλία διαφόρων εμπορευμάτων. Το 1917, το μαγαζί του Θωμά Υφαντή ήταν το πρώτο που έφερε πετρέλαιο και ρύζι. Ο Υφαντής είχε προσλάβει δύο υπαλλήλους, τον Νίκο Τσιολέκα και τον Δημήτρη Βάρκα. Δεν δούλευε ποτέ με γραμμάτια και ήταν γνωστός για την εντιμότητά του. Λένε ότι έπιανε τη λίρα στα χέρια του και καταλάβαινε αν ήταν κάλπικη ή όχι. «Όταν τελείωσε ο πόλεμος οι προμηθευτές τον έδωσαν το ελεύθερο να αγοράσει ό,τι ήθελε από αυτούς αλλά αρνήθηκε, γιατί επιθυμούσε να δημιουργηθεί ξανά μόνος του. Ήρθε στο παζάρι στο Τσοτύλι και το πρώτο Σάββατο έβγαλε 100.000 δραχμές», λέει η κόρη του Μερόπη, την οποία πάντρεψε ο Υφαντής στον Σοφοκλή Δώσσα, γιο του έμπορου Γεράσιμου Δώσσα. Πολύ καλός μαθηματικός ο Υφαντής, δεν έκανε ποτέ λάθος στο λογαριασμό. Η τράπεζα του είχε αναθέσει να πηγαίνει το συνάλλαγμα στην Κοζάνη και να το εξαργυρώνει μια και η περιοχή είχε πολλούς μετανάστες, εκείνος όμως είχε δώσει ήδη τα αντίστοιχα χρήματα σ’ αυτούς. Εκτός από τα Ελληνικά, μιλούσε άλλες τρεις γλώσσες: Γαλλικά, Τουρκικά και Βουλγάρικα. Έρχονταν στο Τσοτύλι ο Νίκος ο καπνέμπορας με έναν Σουηδό να αγοράσουν τα καπνά που συγκέντρωνε από τους καπνοκαλλιεργητές. | Ο Θωμάς Υφαντής

❧91


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Τους φιλοξενούσε ο Υφαντής, ο οποίος έπαιρνε ένα ποσοστό για τη διαμεσολάβηση, 25.000 δραχμές προπολεμικά. Στους καλλιεργητές έδινε πάντα ένα περιθώριο πληρωμής μέχρι να εισπράξουν τα χρήματα από τα καπνά και να τον ξεχρεώσουν. Στο Δίλοφο υπήρχαν πριν το 1950 μαγαζιά που πουλούσαν υφάσματα. «Ωραία υφάσματα, αλλά και μείς όταν ξιεκούμασταν33 στις ποδιές λέγαμε, “δώσε μια πήχη-δύο πήχες και φτιάχναμε τις ποδιές μας”» λέει η Ελένη Σαμαρά. Πριν ανοίξει ο άνδρας της, ο Γιάννης, μπακάλικο, υπήρχαν δύο άλλα στο χωριό: του Αλεξόπουλου και του Βασίλη Τζίμα. Με λίγο πιπέρι, αλάτι, ζάχαρη και πετρέλαιο άνοιξαν το παντοπωλείο το 1945 στον Πελεκάνο οι γονείς του Γιώργου Χατζή. Είχε πολύ δεφτέρι γι’ αυτό κάθε εβδομάδα ο πατέρας του, Δημήτρης Χατζής, συγκέντρωνε ό,τι λεφτά μπορούσε από τα χρωστούμενα, ανέβαινε στο γαϊδουράκι του και κατευθύνονταν για την Εράτυρα, όπου και πλήρωνε το εμπόρευμα για να προμηθευτεί καινούριο. Ο γιος του αναφέρει χαρακτηριστικά πως μια χρονιά είχε 1.000 οκάδες αμυγδαλόψιχα, τα οποία έβαζαν μέσα σε τσουβάλια που τα έραβε η γυναίκα του Κλεοπάτρα με μία σακοράφα. Αγόραζαν τα αμύγδαλα από το Τσοτύλι και τα έφερναν στο χωριό όπου είχαν συνεργείο με γυναίκες που τα έσπαζαν. Για καλή του τύχη ήρθε κάποιος από την Κοζάνη να τα αγοράσει και τον πλήρωσε με μία σακούλα λίρες.

| Το κέντημα απαραίτητη τέχνη της εποχής για μια νεαρή κοπέλα

Είδη προικός, ρούχα και δώρα γάμου, παρείχαν τα πιο μεγάλα μπακάλικα. O Νότσης Ψούνου στο Πολυκάστανο είχε ανοίξει από το 1930 και πουλούσε από καρφί μέχρι και πορσελάνες από την Τουρκία. Στη Ζώνη, για να κεντήσουν τις εντυπωσιακές στολές, κυρίως τις κουντούσιες,34 33 ξιεκούμασταν: σχίζονταν 34 κουντούσιες: υφαντό, μάλλινο αμάνικο γυναικείο ένδυμα 92☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

αγόραζαν χάρτζια35 και φέξες36 από τον Λάλο Μιχαήλ. Πουλούσαν βαφές για όλα τα μάλλινα: βελέντζες, κουβέρτες, μαξιλάρια, μαλάκια37, νήματα για τον αργαλειό, βαφές για κάνουρες38 που τις χρησιμοποιούσαν για να πλέκουν και να υφαίνουν οι γυναίκες, ή να κάνουν στρωσίματα για το σπίτι και την προίκα των κοριτσιών. Από χασέ39 μέχρι και ψεύτικες βέρες για τις νύφες ψώνιζαν από τα μπακάλικα. Είδη κεντήματος στο Τσοτύλι πουλούσαν οι: Ηλίας Δορμούσης, Σακοράφας και Δημοσιάρης, ενώ στα χωριά εξυπηρετούσαν τους πελάτες τους με καρούλια νούμερο 10 που ήταν του χεριού. Για τα ρούχα που μπάλωναν οι γυναίκες αγόραζαν το νούμερο 40 το οποίο ήταν λίγο ψιλότερο. Υπήρχε ποικιλία από κλωστές, μασουράκια, ιταμίνα, ψάθα και καναβάτσα40 για τα εργόχειρά τους. «Με περίσσεψαν κανα 2 κούκλες41 ακόμη», λέει ο Δημήτρης Παπαδόπουλος. Στον Πελεκάνο στο παντοπωλείο του Λάζαρου Λιάβα μπορούσες να βρεις από σιδερικά, τσάπες, καρφιά, σκαπάνια, υδραυλικά, παπούτσια εργατικά, μέχρι και άδεια κουτιά με παλιές βαφές και κάνουρες. Απαραίτητες ήταν και οι τριχιές για τα ζώα. Κάθε σπίτι είχε τουλάχιστον ένα ζώο, επί το πλείστον γαϊδουράκι, αλλά και μουλάρια και άλογα για μετακινήσεις ή για τις εργασίες. Τα γαϊδουράκια ήταν πεισματάρικα, δούλευαν όσο ήθελαν και μετά σταματούσαν. Δάγκωναν, κλωτσούσαν, γκάριζαν ασταμάτητα, έκοβαν τις τριχιές και δραπέτευαν. Τα τσιμέντα έσπαζαν όταν τα φόρτωναν στα γαϊδουράκια αλλά και με τα άλογα που έρχονταν από τα χωριά για να τα φορτώσουν δεινοπαθούσαν. «Πήγαινε ο άντρας μου να τα φορτώσει, έπεφταν, χύνονταν τα εμπορεύματα, πολύ μπελάς», λέει η Μαυρομάτη. Οι κανάτες που προτιμούνταν για δώρα είχαν σχέδια τριαντάφυλλου, καθώς και οι κατσαρόλες, καράφες για κρασί ή τασάκια. Για δώρο γάμου μπορεί να έδιναν ένα πιάτο, νάιλον λεκάνες, έξι ποτήρια νερού ή κρασιού, κατσαρόλες και άλλα παρόμοια είδη. Λιτά πράγματα. Στο μαγαζί του Σίτα έβρισκε κανείς ψιλικά, χαρτικά, γυαλικά, είδη παντοπωλείου, γλυκά, (κάποια είδη τα παρασκεύαζαν μόνοι τους τα πρώτα χρόνια όπως κουραμπιέδες, πετιφούρ, κανταΐφι) καθώς και στρώματα, ρούχα, 35 χάρτζια: στολίδια, κεντήματα για τις στολές των γυναικών 36 φέξες: λαμπεροί, στρογγυλοί, μικροί δίσκοι που διακοσμούσαν τα μαντήλια 37 μαλάκια: κλωστές μάλλινες από πρόβειο μαλλί που έπλεκαν τις κάλτσες 38 κάνουρα: μάλλινη κλωστή σε μέγεθος στεφανίου τυλιγμένη 39 χασέ: ύφασμα με το οποίο έκαναν τα νυφικά μαξιλάρια 40 καναβάτσα: καραβόπανο, καμβάς 41 Κούκλα: δεσμίδα τυλιγμένου νήματος

❧93


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

νυφικά, ντιβάνια, φιάλες, ωρολόγια, χρυσαφικά. Κάποια χρόνια διέθεταν μέχρι και κάρβουνο Πτολεμαΐδας. Τα εμφιαλωμένα ποτά προορίζονταν για το εξωτερικό, διότι οι άνθρωποι της περιοχής συνήθως έκαναν δικά τους κρασιά και δεν αγόραζαν. Στο Δασύλλιο, για παράδειγμα, ο κάθε νοικοκύρης έβγαζε 300 κιλά κρασί. Αρχικά, πολλά μπακάλικα άνοιξαν σαν μανάβικα λόγω έλλειψης χρημάτων. Κάθε σπίτι είχε τον κήπο του –λαχανόκηπο και δενδρόκηπο-ή και το αμπέλι του και δεν αγόραζαν λαχανικά και φρούτα, μάλιστα εύρισκαν τρόπους να τα συντηρούν και το χειμώνα. Αργότερα κάποιοι μανάβηδες με τα κάρα τους και τα αυτοκίνητά τους προμήθευαν τα χωριά με λαχανικά και φρούτα, ενώ στο Τσοτύλι πουλούσαν -εκτός από τα άλλα προϊόντα τους- λαχανικά ο Κισκίνης, ο Σίτας και ο Λιερίδης. Τα πρώτα χρόνια πουλούσαν πετρέλαιο για λάμπες γι’ αυτό και το παντοπωλείο ήταν αναγκαίο. Μπορεί οι οικογένειες να ήταν αυτάρκεις, όμως το πετρέλαιο ήταν απαραίτητο, καθώς τα λαμπογυάλια έσπαζαν εύκολα και είχαν καλή κατανάλωση. Διέθεταν 4 νούμερα λαμπόγυαλων: 5, 8, 12, 18. Η 18άρα λάμπα είχε ένα κάλυμμα στο επάνω μέρος με μεγαλύτερη μηχανή και καλύτερο φωτισμό, οπότε την χρησιμοποιούσαν στα σαλόνια. Ο παππούς της Φιλαρέτης άνοιγε το μαύρο πορτοφόλι του και της έδινε μισή δραχμή να αγοράσει μαστιχάτες καραμέλες. Μια καραμέλα έκανε μια δεκάρα, όταν ήταν κοριτσάκι ακόμη στη Δαμασκηνιά. «Μας έδιναν καμιά δεκαριά καραμέλες και μας έπαιρναν τη δραχμή. Αγοράζαμε μικρές σοκολάτες από το μπακάλικο του Νίκου και της Κλεάνθης, γιατί οι μεγάλες ήταν ακριβές και όταν ξέβαφε το χαρτί βάφαμε τα χείλια μας. Μια βραδιά φάγαμε ρέγκα. Θυμάμαι σαν τώρα τη βροχή που έπεφτε, ευτυχώς, γιατί αρχίσαμε να διψάμε πολύ, γι αυτό τρέξαμε κάτω από τις αστρέχες κι αρχίσαμε να πίνουμε από κει. Αργήσαμε όμως και όταν φτάσαμε στο σπίτι μετά τα μεσάνυχτα η μητέρα μας περίμενε θυμωμένη. Διψούσαμε ακόμη, αλλά που να βρεις νερό; Δεν υπήρχε νερό στο σπίτι. Κάθε βράδυ πηγαίναμε να γεμίσουμε τα παγούρια στη βρύση του χωριού». «Αγοράζαμε από το μπακάλη μπλε χαρτί με τις ετικέτες, για να τυλίγουμε τα σχολικά βιβλία. Κάθε Τετάρτη, μ’ έπαιρνε η γιαγιά μου απ’ το χέρι και μαζί πηγαίναμε στη λαϊκή του χωριού όπου χάζευα την μεγάλη ποικιλία προϊόντων, από λάχανα, πράσα, μέχρι και ούρδες. Θυμάμαι συγκεκριμένα ένα δρόμο γεμάτο άλογα, δεμένα στο οικόπεδο του Τσαθώνη, θείο της μητέρας μου, στον κεντρικό δρόμο του χωριού». 94☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Ο Καρράς στη Δαμασκηνιά πουλούσε τσιτάκια για ποδιές και ρόμπες, αλλά και φλιτζάνια, ποτήρια και τσανάκες. Το 1960, με εκατό παιδιά να φοιτούν στο δημοτικό, πέντε μαγαζιά και 500 κατοίκους, το χωριό ανέπτυξε δυναμικά το δικό του εμπόριο διότι απείχε αρκετά από το Τσοτύλι. Ο κεντρικός δρόμος ήταν γεμάτος παράγκες με μικρά δωματιάκια που πουλούσαν μέχρι και σαμάρια. Στα τσιγάρα είχε -και έχει ακόμη- αποκλειστικότητα ο Θεόδωρος Παπακωνσταντίνου. Ο Μαυρομάτης είχε την αποκλειστικότητα στα τσιγάρα ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ. Αυτός έφερε τα πρώτα στο Τσοτύλι, υπογράφοντας συμβόλαιο πώλησής τους μέχρι να κλείσει το μαγαζί, όπως και έγινε. «Δουλεύαμε πολύ καλά, η μία πλευρά του μαγαζιού ήταν όλο τσιγάρα. Ένα χρόνο μετά το θάνατο του άντρα μου το κράτησα μόνη μου, μόνο γι αυτό. Μετά δεν μπορούσα παραπάνω, δεν ήξερα και πολλά γράμματα», λέει η Στέλλα Μαυρομάτη. Με παρόμοιο τρόπο λειτούργησαν όλες οι φίρμες τσιγάρων. Είχαν τους αντιπροσώπους τους σε κάθε κωμόπολη. «Πολύ μ’ άρεσαν τα κοκοράκια γλειφιτζούρια και οι καραμέλες μπαστουνάκι με ρίγες», λέει η Ζωή Μακρή, θεία της Φιλαρέτης. Το μπακάλικο του Ζηκούλη απ’ όπου προμηθευόταν το μελάνι, ήταν ένα στενόμακρο δωμάτιο. Μπαίνοντας στο μπακάλικο, ο πελάτης αντίκριζε τον Ζηκούλη να κάθεται στο μπάγκο δίπλα στην κάσα. Η Ζωή τον θυμάται να ανοίγει ένα από τα τετράγωνα κουτιά που περιείχαν μελάνη, βαφές για αβγά και σόδα φαγητού. Αφού αγόραζε τα απαραίτητα, στο σπίτι ανακάτευε τη σκόνη με νερό, για να κάνει μελάνη για το μελανοδοχείο της. Από καρφί, βελόνι μέχρι και μπακαλιάρο πουλούσε ο Στέργιος Αδαμίδης στην Δαμασκηνιά. Ο χαλβάς ήταν είδος πρώτου γλυκού για τα παιδιά τότε. Μισή δραχμή είχε το γλυκό αυτό στη λαδόκολλα. «Η αδερφή μου είχε παντρευτεί στο Καστανόφυτο», λέει η Ζωή. «Η πεθερά της ερχόταν στη Δαμασκηνιά για μια δραχμή χαλβά. Φυσικά η δραχμή είχε αξία τότε. Όταν τη ρωτούσαν που πάει, έλεγε «θα πάω να πάρω λίγο χάλβα. Μιλούσε Σλάβικα και όχι καλά Ελληνικά». Ό,τι ψώνιζαν το έβαζαν μέσα στον τρουβά και πίσω πάλι για το χωριό τους. Στα σπίτια της περιοχής ήταν απαραίτητο το γλυκό κεράσι και κυδώνι. Συνήθως το κρατούσαν μέσα σε κιούπια42. Τα παιδιά καιροφυλακτούσαν, για να δουν που θα τα κρύψει η μητέρα ή η γιαγιά για να τα βρουν. «Τι να μας έδιναν;» αναρωτιέται τώρα η Ζωή. «Στέγνωναν κανένα δαμάσκηνο, έκαναν κομπόστα, ή μας έδιναν κανένα μήλο για να συνέλθουμε αν 42 κιούπια: πήλινα δοχεία

❧95


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

αρρωσταίναμε. Άλλες φορές κάναμε τον άρρωστο για να φάμε κανένα μήλο». Τα μήλα μαζεύονταν σε αποθήκες και τοποθετούνταν σε ειδικά ντιβάνια με φτέρη για να διατηρηθούν φρέσκα. Το τσίπουρο στο Τσοτύλι το σέρβιραν σε χρωματιστά τσίγκινα ποτηράκια. Η εισαγωγή του καφέ γίνονταν μέσα από τα μπακάλικα, μια και μέχρι το 1900 δεν υπήρχαν ειδικά καταστήματα για την πώλησή του. Αγοράζονταν σε πράσινη μορφή και λόγω του κόστους, πρόσθεταν λίγο ρεβίθι, κριθάρι ή σιτάρι για να διαρκέσει περισσότερο. «Παλαιοτέρα, στα δικά μου τα χρόνια, ο πατέρας μου ήταν στην Θεσσαλονίκη, και μας έστελνε σπυρί καφέ», λέει η Ελένη Σαμαρά από το Δίλοφο. «Είχαμε ένα τόσο στρόγγυλο, ωχ λελέ! ξέχασα πως λεγόταν, και τα βάζαμε σ’ ένα τρύπιο τενεκέ με καλοφορεμένο ξύλο. Βάζαμε τον καφέ, τον ψήναμε στη φωτιά, γινόταν ξανθός, τον βάζαμε σ’ ένα δίσκο, κρύωνε, είχαμε ένα μύλο, τον αλέθαμε, και τον βάζαμε στο καφεκούτι. Γνήσιος καφές». Για μαγειρικά σκεύη υπήρχαν μόνο μπακιρένια αγγεία και καμία τσίγκινη κατσαρόλα. Σύμφωνα με την Ελένη Σαμαρά, «Όταν ήθελες να γανώσεις τ’ αγγιά43* σου ερχόταν ένας γανωτής από τον Πεντάλοφο, και ένας από το Επταχώρι. Ερχόταν, έμεναν κι όλας στο χωριό μέχρι να τελειώσει η δουλειά τους. Έπιαναν ένα σκέπασμα, μάζευαν τ’ αγγιά, άναβαν φωτιά και γάνωναν ταψιά, κατσαρόλες, κακάβια και τα παίρναμε πίσω γανωμένα. Ήταν οικονομικός ο κόσμος, δεν πετούσε τίποτε, όπως τώρα. Τώρα δεν σ’ αρέσει κάτι, φράστ! Στα σκουπίδια». Στην Κορυφή ο Παύλος Τσιάτσιος ξεκίνησε το μπακάλικο το 1920 με πεπόνια, καρπούζια, ψάρια, τα οποία πουλούσε στα χωριά: Κυδωνιές, Μέγαρο, Μεσολούρι, Τρίκορφο, Καλλονή, και άλλα. Πρώτα είχε το μαγαζί του Θύμιου Ντίνα απέναντι από το Δημοτικό Σχολείο και μετά πήρε το μαγαζί του Κοσμά Ζιώτα. Την εποχή εκείνη το χωριό είχε 600 άτομα και το εμπόριο άνθιζε. Αργότερα μετακόμισε δίπλα στον Αντώνη Διαμάντη. Το 1959 άνοιξε ο Θύμιος, ο οποίος ψώνιζε από τα Λαδάδικα. Σακιά με καλούπια σαπούνια, ρύζι, τσιμέντα, 30-40 φιάλες ΕΣΟ ΠΑΠΠΑΣ και χαρτόνια κατέφθαναν στο χωριό. «Επίσης τα κορίτσια στο χωριό κεντούσαν πολύ, έτσι αγόραζα τα απαραίτητα για να ετοιμάσουν την προίκα τους». Για σαπούνια είχαν το άσπρο -ένα τετράγωνο κομμάτι- και το πράσινο. Μια και δεν υπήρχαν σαμπουάν, λούζονταν με πράσινο και μοσχοσάπουνο. Έκαναν και δικό τους σαπούνι από το λίπος γουρουνιού για το πλύσιμο 43 αγγιά: δοχεία μαγειρικής 96☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

ρούχων. Πρόσθεταν φάρμακο στο λίπος, το έβραζαν και το έκοβαν. Το πρωί πάγωνε, και το έκοβαν σε κομμάτια, έβγαινε η λέρα από κάτω και την πετούσαν. Εκτός από το χειροποίητο σαπούνι, έκαναν και κασταλαή για να λούζονται. «Μάζευαν βρόχινο νερό σε δοχεία ή καζάνια, το έβραζαν τόσο ώστε να ζεματάει, έριχναν στάχτη μέσα, την καθάριζαν από πάνω, κατέβαζαν το καζάνι καταή, έριχναν λίγο ακόμη νερό, έπαιρνες και έπλενες τα ρούχα, άφριζε το σαπούνι, γυαλί γένονταν44. Μας έλουζαν με κασταλαή, γλιστρούσε,» αναφέρει η Ελένη Σαμαρά. Ο Γιάννης Σαμαράς έπαιρνε 10 οκάδες άσπρο σαπούνι, το έβαζε σε κάσα και το έφερνε στο μπακάλικο. Ήταν τέσσερα κομμάτια μεγάλα και το πουλούσαν με την οκά. Ήθελες π.χ. μισή οκά; Έπαιρνες δύο κομμάτια. Εκτός από το άσπρο σαπούνι, διέθεταν και το πράσινο, παρασκευασμένο από λάδι, σπίρτο, νερό, αλάτι και φύλλα λεμονιού. Τότε επίσης μάζευαν και το λάδι από τον πυθμένα των βαρελιών που είχε και ντάρα (κατακάθι) για να μην πάει χαμένη. Συνήθως το έφτιαχναν σαπούνι το Σεπτέμβριο μήνα που ο καιρός ήταν ακόμα ζεστός και το χρησιμοποιούσαν για την καθαριότητά τους. Απορρυπαντικά δεν υπήρχαν, μόνο η σόδα πλυσίματος και το Τρινάλ για να καθαρίζουν τα μάρμαρα της κουζίνας. Αργότερα βγήκε στην αγορά το ΚΛΙΝ και μετά το ΟΜΟ και Άβα για τα πιάτα. Η σκόνη ΚΛΙΝ βγήκε στην αγορά γύρω στο 1960, με τα παιχνιδάκια κρυμμένα μέσα στο κουτί που τρέλαναν τα παιδιά. Στο Ροδοχώρι η Ματούλα είχε μια αδυναμία στα ανθρωπάκια που ξεφύτρωναν από τη σκόνη ΚΛΙΝ, γι αυτό και προσποιούμενη ότι την έστειλε η μητέρα της να αγοράσει το απορρυπαντικό έλεγε στον μπακάλη ότι θα το πλήρωνε ο πατέρας της, παίρνοντας το πολυπόθητο παιχνίδι στα χέρια της. Ο Μυλωνόπουλος το έγραφε στα δεφτέρια του ανυποψίαστος, μέχρι να συναντήσει τον πατέρα της μικρής και να ανακαλύψουν την ‘απάτη’. Φυσικά η μικρή Ματούλα έφαγε γερό μάλωμα στο σπίτι, αλλά δεν ήταν η εξαίρεση. Άλλα παιδιά πήγαιναν στα μπακάλικα και άδειαζαν στο μαγαζί τα κουτιά ΚΛΙΝ μέχρι να εμφανιστεί το παιχνίδι. Αργότερα βγήκε στην αγορά το ΟΜΟ και Άβα για τα πιάτα. Η χρήση της οδοντόκρεμας έγινε ευρέως διαδεδομένη κατά τον 19ο αιώνα με τη μορφή σκόνης. Η εταιρεία Colgate ήταν η πρώτη που έβγαλε σε μαζική παραγωγή οδοντόκρεμα το 1873. Πουλιόταν σε βάζα. Το 1892 έκανε την εμφάνισή της η οδοντόκρεμα στη μορφή που τη 44 γυαλί γένονταν: πεντακάθαρο

❧97


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

συναντάμε σήμερα, δηλαδή, σε σωληνάριο. Παρ’ όλα αυτά, στην επαρχία, όπως αναφέρουν πολλοί, «όσοι έρχονταν από την ξενιτιά έφερναν οδοντόπαστες, οι υπόλοιποι έπλεναν τα δόντια τους με νερό και αλάτι». Ο Ιορδάνης Μπαϊρακτάρης άνοιγε κάθε Σάββατο το μαγαζί που κρατούσε με τον πατέρα του στο Τσοτύλι. Πριν τον πόλεμο υπήρχαν γύρω στα 350 άτομα στα χωριό και το σχολείο είχε εβδομήντα μαθητές, αλλά μετά το 1950 διασκορπίστηκαν. Το 1949 κληρονόμησε το παντοπωλείο από τον πατέρα του και δούλεψε καλά για 10-15 χρόνια. Ταξίδευε στην Τραπεζίτσα και στην Πανάρετη για να πουλήσει και μετέπειτα αγόραζε από την Θεσσαλονίκη, όπου και πήγαινε με το γαϊδουράκι του. Στο Τσοτύλι έκανε τα ψώνια του στον Μαυρομάτη και στην Νεάπολη στον Βράκα. Όταν ψώνιζε από την Θεσσαλονίκη, ο Μαυρομάτης λειτουργούσε σαν μεσίτης, παίρνοντας 2% πληρωμή. Στον Πολύλακκο άνοιξε και ο Άρης Βαϊνάς ένα περίπτερο και καπνοπωλείο το 1950, το οποίο εξελίχτηκε σε παντοπωλείο και λειτούργησε μέχρι το 1998. Πουλούσε τσιγάρα, μανάβικα, μποτίλιες, μασουράκια, έμπλαστρα, αλγκόν και πολλά άλλα. Πήγαινε πεζός στη Νεάπολη όπου και ψώνιζε χονδρικής από τον Χρήστο Παπαχρήστο και τον Ξανθόπουλο κι’ επέστρεφε με ταξί, στο οποίο έδινε 50 δραχμές. Από το 1960-1990 είχε και το κοινοτικό τηλέφωνο. Στα μπακάλικα δεν πουλούσαν προϊόντα που βρίσκουμε σήμερα, όπως π.χ. τα γαλακτοκομικά. Στις πόλεις έπαιρναν το γάλα ‘στο γαλακτερό’, ένα ειδικό δοχείο: κατέφθανε ο γαλατάς, χτυπούσε την πόρτα, έβγαινε η νοικοκυρά με το κατσαρολάκι της και εκείνος μετρούσε το γάλα σε μισόκιλα ή μεγαλύτερα δοχεία του κιλού. Κάθε γαλατάς είχε την περιοχή του. Στα χωριά τα πράγματα δεν ήταν πάντα τόσο απλά: μέχρι να φτάσει το γάλα στο σπίτι περνούσε από μία πιο ειδυλλιακή και οργανωτική διαδικασία: από την ημέρα που γιόρταζαν τον Αϊ-Γιώργη μέχρι τη γιορτή του Αϊ-Δημήτρη, τα πρόβατα τα παρέδιναν στον τσομπάνο. Το φθινόπωρο διαλύονταν τα κοπάδια και κάθε ένας έπαιρνε ότι ζώο είχε και το πήγαινε στο σπίτι του. Το καλοκαίρι, που ήταν ακόμη πράσινο το φύλλο, ανέβαιναν στα δέντρα μόλις τελείωναν τις δουλειές με τα αλώνια, έκοβαν τα κλαδιά και έκαναν κλαδαριές για να έχουν να ταΐζουν τα ζώα το χειμώνα διότι δεν υπήρχαν ζωοτροφές. Τα ζώα τότε γεννούσαν τον Φεβρουάριο. Στην Δαμασκηνιά οι τσομπάνηδες ήταν πολλοί, μια και η κάθε μία από τις 200 οικογένειες είχε μέχρι και 30 πρόβατα, άρα συνολικά μπορεί να 98☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

συγκεντρώνονταν μέχρι και 3.000 πρόβατα. Αφού μάζευαν τα κοπάδια, διάλεγαν τον τσομπάνο που ήθελαν και του έδιναν για δώρο ένα μικρό στρογγυλό ψωμί, το λεγόμενο ‘σιμήτι’ και ένα κόκκινο αβγό, μια και ο Αϊ-Γιώργης γιορτάζεται μετά το Πάσχα κι ήταν ο αγαπημένος άγιος των Μακεδόνων αγροτών. Για να ξεχωρίσουν τα ζώα τους, ο καθένας τα σημάδευε με τον ξεχωριστό του τρόπο: π.χ. τα πρόβατα της οικογένειας της Ζωής Μακρή σημαδεύονταν με διχάλα στα αυτιά. Μέχρι τον Αϊ-Δημήτρη, τα πρόβατα κοιμούνταν έξω στην ύπαιθρο. «Γαλομετρούσαμε το γάλα και ήταν μια από τις αγαπημένες μας στιγμές αυτές», λέει η Ζωή Μακρή: «παίρναμε τα κακάβια, τα στολίζαμε με πρασινάδα, και άρμεγε ο καθένας τα ζώα του. Ο τσοπάνος είχε ένα κακαβούκι ή καρδάρι. Μετρούσε πόσα κακαβούλια θα βγει και θα έπαιρνες ανάλογα με πόσα πρόβατα είχες. Μ’ αυτό το γάλα έκανες και το τυρί. Όταν έρχονταν η σειρά σου να έχεις το τσομπάνο για γαλομέτρημα, τον τάιζες εσύ και τα πρόβατα κοιμόταν στο δικό σου χωράφι για να μην πάει η γκαγκαράτσα χαμένη. Τελευταία άφηνε λίγο γάλα για να κάνουμε τραχανάδες». Ο τσομπάνος δεν είχε ρολόι, μετρούσε με τα πόδια τον ίσκιο για να βρει την ώρα. Έβαζαν το ψωμί στον τρουβά και έτρωγαν, διότι δεν ήξεραν την ώρα για να υπολογίσουν πότε θα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Όταν έμπαινε ο ήλιος στα σύννεφα, μάζευαν τα πρόβατα να γυρίσουν στο χωριό διότι νόμιζαν ότι είχε νυχτώσει. «Στην Κορυφή ο Διαμάντης είχε 80 βόδια που τα βοσκούσε σε είδος, γιατί χρήματα τότε δεν υπήρχαν», εξηγεί ο Λάμπρος Ζήκος. «Όσοι είχαν τσουβάλια χρήματα τα έχασαν όλα. Πριν τον πόλεμο, ο κάθε τσομπάνος έπαιρνε 20 δραχμές για κάθε πρόβατο. Μετά πληρώνονταν σε είδος. Ερχόταν οι τσοπαναραίοι από τα Μέγαρα και το Δέλινο. Ο Δίλοφος είχε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη στην κτηνοτροφία με 7.000 γιδοπρόβατα μεταξύ του 1750-1820». «Αυτοί που είχαν κοπάδια ερχόταν στο Τσοτύλι να βρουν τσομπάνο. Κατέφθαναν οι τσομπάνοι με τις κλούτσες στο χέρι ψηλά σαν κεραίες, για να δείξουν ότι ήταν της δουλειάς και να τους προσλάβουν. Εμείς στο χωριό είχαμε τον Τσαξτάρα -από το Δέλινο- για δέκα χρόνια. Είχαμε περίπου 3-4 χιλιάδες γιδοπρόβατα. Για να γαλομετρήσουν, όριζαν μια Κυριακή γι’ αυτή τη δουλειά. Κάθε καρδάρι είχε 14 οκάδες γάλα. Δέκα οικογένειες είχαν μία στρούγκα. Άρμεγες τα δικά σου ζώα οπότε αν έβγαζες 1 οκά θα έπαιρνες 3 καρδάρια, 2 οκάδες, 6 καρδάρια. Άρχιζαν με αυτόν που είχε τα περισσότερα ζώα και άρμεγαν δύο φορές, πρωί- απόγευμα».

❧99


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Η Βλάστη προπολεμικά διέθετε 160.000 γιδοπρόβατα, τα οποία πήγαιναν το καλοκαίρι στα σύνορα για βοσκή και το χειμώνα στα μέρη της Χαλκιδικής και του Τύρναβου. Το χωριό διέθετε πεντακόσια άλογα, αν και πολλά από αυτά δεν ήταν ήμερα, αλλά κάλπαζαν ελεύθερα πάνω στις πλαγιές του βουνού Σινιάτσικο. Δύο-τρεις τσελιγκάδες είχαν από 50, 100, μέχρι και 150 άλογα για την μετακίνηση τους και οι υπόλοιποι προσλάμβαναν τους αδελφούς Τζαβέτα που διέθεταν 400 άλογα. Όλοι οι κυρατζήδες ήταν ντόπιοι κάτοικοι. Οι έμποροι έμεναν στο χωριό. Οι τσέλιγκες έπρεπε να μεταφέρουν, εκτός από τα ζώα, τα απαραίτητα για να ξεχειμωνιάσουν, καθώς και τις οικογένειές τους. Λόγω της μεγάλης κίνησης, υπήρχαν τέσσερις σαμαράδες στο χωριό: οι Γεώργιος Τζιόμπρας, Αναστάσιος Σαμαράς, Ζήκος Μεσερλής και Δημήτριος Πατσίκας. Με τον ερχομό του φθινοπώρου (το αργότερο στις 8 του Νοέμβρη) και της άνοιξης (μέχρι και 10 Μαΐου) φόρτωναν 8-15 ζώα και από την Βλάστη μέχρι τον Τύρναβο έκαναν γύρω στις δύο εβδομάδες να φτάσουν στον προορισμό τους, σταθμεύοντας κάποιες φορές τα κοπάδια τους. Ταξίδευαν 4-5 οικογένειες μαζί. Όλη η πλατεία της Βλάστης ήταν από καλντερίμι και στη μέση είχε ένα φρεάτιο όπου κατέβαιναν τα νερά. Απέναντι έβρισκες τα τέσσερα κρεοπωλεία του χωριού στη σειρά. Κρεμούσαν τα σφαχτά στις ακακίες με τα τσιγκέλια. Από την άλλη πλευρά ήταν τα ψιλικατζίδικα, τα τέσσερα καφενεία και το σαμαράδικο. Σε ένα στενό στεγάζονταν τα επαγγέλματα που σχετίζονταν με τα άλογα και την μεταφορά: πεταλωτές, γανωτζήδες και σαμαράδες. Παλιότερα είχαν τα μαγαζιά τους εκεί οι περίφημοι χρυσοχόοι της Βλάστης. Ανάλογα με το μέγεθος του παντοπωλείου και την οικονομική άνεση του παντοπώλη, το μπακάλικο ήταν ένας μικρόκοσμος του σημερινού σουπερμάρκετ. Φυσικά, οι ανάγκες άλλαξαν και η ζήτηση για κάποια πράγματα μειώθηκε ή καταργήθηκε, ενώ προστέθηκαν καινούργια προϊόντα. Αν ο μπακάλης του παρελθόντος έμπαινε σε μία μηχανή του χρόνου και επισκέπτονταν ένα σύγχρονο σουπερμάρκετ, θα έμεινε κατάπληκτος με τις εξελίξεις στην ποικιλία, τυποποίηση και πρόοδο που έχει επιτευχτεί στην αγορά και πώληση των αγαθών. Σίγουρα θα απορούσε με την κατηγορία ‘βιολογικά προϊόντα’ που ξεχωρίζει σήμερα σε ποιότητα και τιμή από τα υπόλοιπα αγαθά, κάτι που μονοπωλούσε στο δικό του μαγαζί. Ο καθένας μας κρατάει στις αναμνήσεις του διαφορετικές εικόνες, 100☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

αρώματα, χρώματα, και συναισθήματα που μας ταξιδεύουν στο χρόνο, ζωντανά σαν να τα έχουμε μπροστά μας τώρα. Φωνές, μυρουδιές, εικόνες από ζυγαριές, μασουράκια, μπογιές, σοκολάτες, μια πανδαισία αισθήσεων και αναπολήσεων που δεν σβήνει ο χρόνος, όσο σκληρός και να είναι με τα υπόλοιπα κομμάτια της ζωής μας.

| 25 Μαρτίου 1971: Ο Γιώργος Σταματέλλος, όρθιος αριστερά, έξω από το μαγαζί του στο Τσοτύλι

Η παρηγοριά ενός χώρου «Τι είναι με αυτούς τους εσωτερικούς χώρους που εμείς, στις αποστειρωμένες μέρες των σουπερμάρκετ βρίσκουμε τόσο ελκυστικό; Οι σημερινές ίσιες σειρές των διαδρόμων και δυνατός φωτισμός κάνουν τα ψώνια μας βαρετά. Το αεροστεγές πακετάρισμα σημαίνει πως οι μυρουδιές, πέρα από την ‘καινούργια μυρουδιά’ του συνθετικού, έχουν εξαφανιστεί. Έχουν χαθεί, μαζί με τα παντοπωλεία του χθες, η μυρουδιά του ξυδιού-χύμα, το άρωμα του ταμπάκου, η γλύκα της γλυκόριζας. Χάθηκε το πορτοκάλι που μούχλιασε στη μέση από ένα καφάσι. Στον απολυμασμένο κόσμο μας, μπορεί να λαχταρούμε αυτό που ο πολιτιστικός γεωγράφος Ron Rees αποκαλεί «η παρηγοριά ενός χώρου», ο συνδυασμός έκπληξης και οικειότητας που κάνει το χωριό ή την πόλη –ακόμη και ένα μαγαζί-ένα ελκυστικό περιβάλλον, ένα μέρος που νοιώθουμε σαν το σπίτι μας»2.

❧101


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Το ανήσυχο πνεύμα του Χρίστου Σίτα τον οδήγησε σε πολλά επαγγέλματα, ένα από αυτό και του ρολογά

Πηγές 1. Δημητριάδης, σελ. 12 http://www.lpth.gr/gr/texts/Dimitriadis_gr.pdf. 2. Fleming (2002) σελ. 95

102☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο Τυποποίηση - Αποθήκευση Τροφίμων «Πενία τέχνας κατεργάζεται» αρχαίο ρητό

|Τα περιποιημένα ράφια και η παλιά ζυγαριά στο μπακάλικο του Δημήτρη Παπαδόπουλου

Τα παλιότερα χρόνια τα περισσότερα προϊόντα δεν ήταν τυποποιημένα. Έτσι οι μπακάληδες ήταν υποχρεωμένοι να τα πουλούν χύμα ή λίγο αργότερα να τα τυποποιούν οι ίδιοι. Για τα στερεά τρόφιμα, όπως ζάχαρη, ρύζι, φασόλια, φακές, ρεβίθια, ο μπακάλης έπαιρνε με τη σέσουλα την ζητούμενη ποσότητα από το τσουβάλι και την έβαζε σε χάρτινη σακούλα ανάλογου μεγέθους. Τη ζύγιζε στη ζυγαριά με τα σταθμά και την έδινε στον πελάτη: π.χ. μισή οκά σε μικρή σακούλα, μια οκά σε μεγαλύτερη, δύο σε ακόμα μεγαλύτερη. Η σέσουλα ήταν ένα κοίλο φτυαράκι, αρκετά πιο βαθύ, κλειστό από πίσω, με λαβή. Σήμερα χρησιμοποιούμε τη φράση "με τη σέσουλα" που σημαίνει μεγάλη ποσότητα.

❧103


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Η μεγάλη ζυγαριά στο μαγαζί του Κωτίτσα στον Άγιο Γεώργιο ζύγιζε μέχρι 500 οκάδες. Ήταν πολύ ακριβής και την νοίκιαζαν στον συνεταιρισμό. Ζύγιζε από σιτάρια μέχρι και σίδερα

Δεν είχαν τότε καντάρι να τα ζυγίσουν», εξηγεί η Ουρανία Καραμητοπούλου, αναφερόμενη σε παλιότερες εποχές. «Για περισσότερη ευκολία είχαμε το ταγάρι, με το οποίο μετρούσαν κυρίως στα αλώνια το σιτάρι. Το ταγάρι ήταν ένας τρουβάς με σιρίτια ή κεπέντια. Γέμιζαν ένα ξύλινο ταγάρι, δύο ταγάρια, τα τέσσερα ήταν φόρτωμα στο γαϊδουράκι. Με το ξύλινο ταγάρι μετρούσαν τον καρπό. Το βάρος του ήταν 10 οκάδες». Τα πάνινα τσουβάλια μπορούσες να τα ξηλώσεις, να τα βράσεις για να βγουν τα γράμματα που πιστοποιούσαν τη μάρκα του προϊόντος και να τα χρησιμοποιήσεις σαν ύφασμα. Π.χ., τέσσερα τσουβάλια ραμμένα μαζί αποτελούσαν ένα σεντόνι. Με αυτό τον τρόπο δεν πήγαινε τίποτε χαμένο. Τα προϊόντα ήταν οικολογικά, διότι δεν ραντίζονταν τίποτα, ούτε λιπάσματα χρησιμοποιούνταν, παρά μόνο κοπριά από τα ζώα. Αλλά και ό,τι χρησιμοποιούνταν για τη συσκευασία ήταν πάνινο ή χάρτινο οπότε και αν ακόμη πετιόταν στο περιβάλλον δεν το έβλαπτε. Το λάδι αποθηκεύονταν σε σιδερένια βαρέλια, όπως και το πετρέλαιο. Οι πιο παλιοί μπακάληδες -τουλάχιστον στο Τσοτύλι-έπαιρναν με τρόμπα από το μεγάλο βαρέλι μια ποσότητα σε κουβά και την άδειαζαν σε άλλα μικρότερα βαρέλια που τα είχαν σε σταθερό χώρο, π.χ. σε ένα σιδερένιο ράφι που είχε και περιθώριο από την κάτω πλευρά, ώστε να μπαίνει ένας τενεκές ή μαγκάλι με κάρβουνα, για να λιώνει το λάδι το χειμώνα που πάγωνε από το κρύο. Τα βαρέλια αυτά είχαν κάνουλα: έτσι ανάλογα με την ποσότητα που ήθελε ο πελάτης έπαιρνε ο μπακάλης ένα δοχείο σαν κανάτα, το γέμιζε και το άδειαζε με το ανάλογο χωνί στο μπουκάλι του πελάτη, π.χ. για 200 δράμια λάδι ήταν μικρότερο, για 300 δράμια μεγαλύτερο για μια οκά ακόμη μεγαλύτερο και ούτω καθεξής. 104☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Για κάθε είδος υγρού προϊόντος υπήρχαν αντίστοιχα τέτοια δοχεία που είχαν διαφορετικά χρώματα και μεγέθη, γιατί ήταν διαφορετικό το ειδικό βάρος κάθε υγρού. Για το λάδι π.χ. κιτρινωπά, για το πετρέλαιο κοκκινωπά, για το οινόπνευμα οινοπνευματί, για το κρασί κόκκινα. Το οινόπνευμα, το κρασί, το ξύδι, ήταν σε τραμαντζάνες, ή ξύλινα βαρέλια. Για αυτά τα είδη έφεραν οι πελάτες δικά τους μπουκάλια. Αργότερα άρχισε να εμφανίζεται το λάδι σε δεκαεξάκιλα τενεκεδένια δοχεία. Μ’ ένα δεκαεξάκιλο έβγαζαν συνήθως το χειμώνα, κάνοντας οικονομία στη χρήση του. Πολύ αργότερα άρχισε να κυκλοφορεί και σε πεντάκιλα. Εκτός από τις κονσέρβες και το γάλα, τα υπόλοιπα ζυγίζονταν. Όπως τα γλυκά κουταλιού και τα τουρσιά, ο χαλβάς θεωρούνταν πρώτο είδος γλυκού για τα παιδιά που κατέφθαναν στο μαγαζί κρατώντας στο χέρι μισή δραχμή για ένα κομμάτι χαλβά στη λαδόκολλα. «Ήταν όλα σε τενεκεδένια δοχεία. Τον χαλβά τον έκοβε ο μπακάλης με το μαχαίρι και τσαφ! Τον έβαζε σε λαδόκολλα, τον τοποθετούσε στη ζυγαριά κι έβαζε στην άλλη μεριά τα βαρίδια: π.χ. ήθελες 200 δράμια; Αφού τον τύλιγε καλά, πλήρωνες κι έφευγες ευχαριστημένος. Μπορεί να δοκίμαζες και λίγο, όπως και στις ελιές πάντα δοκίμαζες», αναπολεί μια ογδοντάχρονη κυρία για το μπακάλικο του χωριού της στη Δαμασκηνιά. «Επειδή σε πολλά χωριά δεν υπήρχε βρύση μέσα στο μαγαζί, μπορεί να πουλούσε ο μπακάλης πρώτα ελιές και μετά χαλβά και να μύριζαν τα χέρια του, αλλά κανείς δεν τα πρόσεχε αυτά. Βέβαια και τις ελιές τις έβαζε με τρυπητή κουτάλα και το χαλβά με το μαχαίρι, αλλά μπορεί να έπαιρνε κάτι με το χέρι του χωρίς να παραξενευτεί κανείς». Τα περισσότερα μπακάλικα είχαν τις αποθήκες τους στα υπόγεια ή σε άλλους χώρους. Στο μαγαζί κρατούσαν μια σχετική ποσότητα από το κάθε είδος. Άλλα πάλι είχαν πατάρια με σκάλα, όπου έβαζαν διάφορα προϊόντα αν και έπρεπε να προσέχουν ώστε να είναι όλα τα εμπορεύματα καλά προφυλαγμένα. Τα αγαθά έμπαιναν σε μόστρα -από το Ιταλικό monstro, που σημαίνει δείχνω- δηλαδή σε προθήκες με τζάμι. Το καθένα είχε τη θήκη του και το έπαιρναν με τη σέσουλα. Ο πατέρας της Χιονίας Ταρτάρα στην Κοζάνη είχε μία μεγάλη μόστρα, στην οποία έβαζε τα σαπούνια, καρούλια, και άλλα είδη του μαγαζιού του. Χρόνια αργότερα, η Χιονία βρήκε στο μπακαλοτέφτερο βερεσέ στα Τουρκικά, μια και ο παππούς της Βασίλης Ταρτάρας διατηρούσε παντοπωλείο επί Τουρκοκρατίας, το οποίο μετέπειτα συνέχισε ο πατέρας της.

❧105


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο | Καντάρι ζυγίσματος

Όταν άρ χι σ α ν να κυκλοφορούν οι πλαστικές σακούλες μπορούσαν να τυποποιούν τα περισσότερα τρόφιμα οι μπακάληδες -κυρίως του Τσοτυλίου- και να είναι πιο άνετοι τα Σάββατα στο παζάρι, όπου ο κόσμος που ψώνιζε ήταν αρκετός. Τα μακαρόνια, το κριθαράκι και άλλα ζυμαρικά είδη ήταν από τότε τυποποιημένα σε ζελατινέ περίβλημα ανά μισή οκά, πακεταρισμένα σε πακέτα των πέντε οκάδων, δηλαδή κάθε πακέτο ζύγιζε 5 οκάδες. Όπως αναφέρει η Στέλλα Μαυρομάτη, «Αδειάζαμε τις σακούλες με τη ζάχαρη ή το ρύζι στα βαρέλια και κάθε Παρασκευή κατεβαίναμε στο μαγαζί με τη συννυφάδα μου και ζυγίζαμε σε σακούλες πλαστικές απ’ αυτά τα είδη μια οκά, δύο οκάδες και τα είχαμε έτοιμα. Είχαμε προσλάβει ένα υπάλληλο που ζύγιζε τις φακές. Τις ελιές τις διατηρούσαμε σε μεγάλα βαρέλια, που τα βγάζαμε στο πεζοδρόμιο, τα ποτά σε ξύλινα βαρελάκια με κάνουλα». Η Φωτεινή Σίτα, σύζυγος του παντοπώλη Χρήστου Σίτα από το Τσοτύλι, εξηγεί ότι άδειαζαν τη ζάχαρη και το ρύζι σε χάρτινα βαρέλια κι από κει με τη σέσουλα γέμιζαν τις πλαστικές σακούλες ανά οκά ή δύο οκάδες και αργότερα ανά κιλό ή ανά δύο κιλά, ώσπου έκλεισαν το μαγαζί, κάτι που σημαίνει ότι έκαναν αυτή τη δουλειά για πάρα πολλά χρόνια. Κρατούσαν τα φασόλια, τις φακές σε απλά τσουβάλια, ενώ μεταπολεμικά τα όσπρια τοποθετούνταν σε μικρότερα χάρτινα βαρέλια με την ίδια διαδικασία. Ξοδεύονταν λιγότερο αυτά τα είδη, γιατί πολλοί είχαν δική τους παραγωγή, ενώ ζάχαρη και ρύζι δεν έβγαζε η περιοχή μας. Τις ελιές τις άδειαζαν σε μεγάλες λεκάνες με την τρυπητή κουτάλα από τα βαρέλια, για να στραγγίσουν καλά κι από κει γέμιζαν τις πλαστικές σακούλες. Μάλιστα η Φωτεινή δεν ζύγιζε μόνο για τα Σάββατα και τις καθημερινές αλλά και για να παίρνει και ο άνδρας της Χρήστος Σίτας μαζί του και να πουλάει στα χωριά, όπου πήγαινε με το φορτηγό. Τις ζυγισμένες σακούλες τις έβαζε σε χάρτινα κουτιά κατά είδος κι αυτά τα φόρτωναν στο φορτηγό. 106☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| Πολυκάστανο, μπακάλικο του Δημήτρη Παπαδόπουλου Ένα μείγμα του παλιού με το καινούργιο: οι κλούτσες κρεμασμένες από το ταβάνι, μια παλιά φωτογραφία του μπακάλη κάτω από την τηλεόραση

Ο Αλέξης Κώττας στη Ζώνη είχε κάνει μόνος του ένα δοχείο με το οποίο έπαιρνε τη ζάχαρη, το ρύζι και το κοφτό μακαρονάκι. Αρχικά ζύγιζαν με το καντάρι, που είχε δύο γάντζους: μ’ αυτούς έπιαναν το εμπόρευμα, τραβούσαν το βαρίδιο και έδειχνε το βάρος. Μετά ήρθε η παλάντζα, ενώ για μεγάλα βάρη ήταν η πλάστιγγα. Αργότερα βγήκαν οι μεγάλες ζυγαριές και γλύτωσαν οι μπακάληδες από τα σταθμά. Τα τυριά τα αγόραζαν οι μπακάληδες από τα τοπικά τυροκομεία ή και από κτηνοτρόφους που τα είχαν σε τενεκεδένια δοχεία και ανάλογα πουλούσαν ένα, δύο κομμάτια τυρί. Το έβαζαν σε λαδόκολλα, το ζύγιζαν στη ζυγαριά με τα δράμια και αφού τα τύλιγαν καλά τα έδιναν στον πελάτη. Φυλάσσονταν στα υπόγεια ή σε τουλούμια. Το τουλούμι ήταν ένα δερμάτι και μέσα σ’ αυτό το τυρί διατηρούνταν φρέσκο. «Ρώτησαν κάποιον κάποτε ποιος είναι ο βασιλιάς των φαγητών κι απάντησε το τουλουμίσιο τυρί», λέει ο Θανάσης Σκόρδας. Το ξινόγαλο ήταν η βασική τροφή του αδερφού του Σκόδρα, Δημήτρη, όταν ήταν τσοπάνος στο χωριό: «παίρναμε όλο το δέρμα από το κατσίκι κι

❧107


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

αφού το ξυρίζαμε τις τρίχες, το φουσκώναμε. Μετά δέναμε τα μπροστινά πόδια του ζώου -αφού πετούσαμε τα πίσω πόδια- διπλώναμε το πίσω μέρος σαν φουστανέλα, τρυπούσαμε μια τρύπα στο δέρμα, βάζαμε ένα ξύλο και το δέναμε μ’ ένα σπάγκο να σφίξει να μην φύγουν τα υγρά. Κόβαμε μια φλούδα από γκαραγκάτς και την βάζαμε μέσα για να αργάσει και το αφήναμε μία εβδομάδα. Μετά το παίρναμε και το πλέναμε αφού πετούσαμε το πρώτο γάλα, γιατί μύριζε η φλούδα από το γκαραγκάτς. Το γυρίζαμε ανάποδα και το κρατούσαμε με ένα σχοινί από τον ώμο. Αυτό το έπαιρνα μαζί μου στα πρόβατα, ήταν το μόνο φαγητό που είχα όλη μέρα. Οι κυρατζήδες το έβαζαν πάνω στ’ άλογο και έπιναν από αυτό στα μακρινά ταξίδια τους κι επειδή κουνιόταν έβγαζε βούτυρο. Οι Βλάχοι το είχαν κρεμασμένο στο γάιδαρο, στις σκηνές και στα τσαντίρια τους». Κάθε χωριό συνήθως είχε 4-5 στρούγκες, άρα είχαν 4-5 φουρλέτσκου δηλαδή έναν κάδο με ξύλο όπου χτυπούσαν το γάλα για να βγει το βούτυρο: από την προηγούμενη μέρα, έβαζαν το γάλα σε ένα μπακίρι και το κατέβαζαν στο μπνάρη, -πηγάδι- όπου και έμενε εκεί όλο το βράδυ μια και δεν υπήρχαν ψυγεία. Το πρωί το έβγαζαν και το έριχναν στο φουρλέτσκου και επειδή ήταν παγωμένο το χτυπούσαν πιο λίγο, μισή με μία ώρα. Με την διαδικασία αυτή χώριζε το αριάνι από το βούτυρο, το οποίο έριχναν στο μπακίρι και μάζευαν με το χέρι. Από άσπρο γίνονταν κίτρινο: το έλιωναν στο φούρνο για να μην χαλάσει και να το έχουν για το χειμώνα. Όποιος δεν το έλιωνε το έβαζε στο ψωμί σα βιτάμ. | Το φουρλέτσκου στη Χρυσαυγή: όρθιος δεξιά ο Βασίλειος Τσάτσιος

Τα βούτυρα συσκευάζονταν και αυτά σε τενεκεδένια δοχεία και ζυγίζονταν όπως το τυρί. Αν ήταν καλοκαίρι έπρεπε ο πελάτης να έχει δικό του δοχείο γιατί έλιωνε. Πριν τα τενεκέδια, το βούτυρο έμπαινε σε πήλινα κιούπια τα οποία διατηρούνταν στο κατώι του σπιτιού. Το κρέας του γουρουνιού το πάστωναν με μπόλικο αλάτι, έκαναν τσιγαρίδες κι έβγαινε 108☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

η λίγδα. «Χρησιμοποιούσαμε πολύ τη λίγδα, είχε για μας μεγάλη αξία», αναφέρει χαρακτηριστικά μια παλιά νοικοκυρά. «Πριν φύγουμε για το σχολείο, τρώγαμε μια φέτα ψωμί μπρουζιαλμένη (ζεσταμένη) στο τζάκι με λίγο λίγδα από πάνω. Τη βάζαμε σχεδόν σε όλα τα φαγητά εκτός από τα φασόλια, αλλά και εκεί όταν μας έλειπε το λάδι την χρησιμοποιούσαμε αναγκαστικά. Ακόμη και ο κατώτερος νοικοκύρης έβγαζε τρία δοχεία λίγδα, ο καλύτερος πέντε με έξι. Ένα γουρούνι έβγαζε περίπου τρία δοχεία λίγδα. Οι περισσότεροι είχαν δικό τους χοιρινό λίπος και δεν αγόραζαν βούτυρο». Το κέρδος ήταν 10% στα τρόφιμα, 28% στα φρούτα και 28-30% ήταν το κέρδος των καφενείων. Μέχρι τις 14-2-1959, ήταν η οκά μέτρο βάρους, μετά καθιερώθηκε το κιλό. Η οκά συνέφερε καλύτερα ισχυρίζονται οι μπακάληδες. Η οκά είχε 400 δράμια, το κιλό 312,50, αλλά η τιμή έμεινε η ίδια. Έτσι με την ίδια τιμή έπαιρνε ο πελάτης λιγότερη ποσότητα. Για τα ποντίκια που τρύπωναν στα μπακάλικα απροσκάλεστα είχαν γάτες. Ο Νίκος από το Τραπουτούστ -σημερινή Κλεισώρεια- είχε παντοπωλείο στην Δαμασκηνιά, στο κέντρο του χωριού. Ο γάτος του προκαλούσε μεγάλη εντύπωση, όχι μόνο γιατί ήταν πιστός φίλος και ακολουθούσε το αφεντικό του παντού, αλλά γιατί ήταν τεράστιος, σαν σκύλος. Τον τάιζαν λουκούμια και μπισκότα για την αφοσίωση του. Έφτανε μόνος του στο μαγαζί και επέστρεφε πάλι μόνος του στο σπίτι σαν ένα υπάκουο παιδί. Η Ευθυμία Μακρή τον θυμάται πολύ έντονα, γιατί η πεθερά του Νίκου ήθελε να πηγαίνει η κόρη της Φιλαρέτη στο μαγαζί να κάνει ποδαρικό το γαμπρό της, μια και ο γάτος δεν θεωρούνταν ιδανικός για κάτι τέτοιο. Για να διατηρηθούν δροσερά τα πράγματα τα κατέβαζαν με σχοινί στα πηγάδια. Κατέβαζαν το κρέας για 2-3 μέρες στο πηγάδι, περίπου δέκα πόντους πάνω από το κρύο νερό, με προσοχή να μην βραχεί, διότι δεν υπήρχαν πλαστικές σακούλες: το έβαζαν στο καλάθι το οποίο ανέβαζαν όταν κάποιος ήθελε να πάρει νερό. Επίσης, είχαν τα “φανάρια”, ειδικά ντουλάπια με σήτα γύρω-γύρω στα οποία έβαζαν τα φαγητά για να προστατευτούν από τις μύγες και τα άλλα έντομα. Θέρμανση Τα περισσότερα μαγαζιά διέθεταν ξυλόσομπες και μάλιστα όρθιες για εξοικονόμηση χώρου. «Το μαγαζί μου το ζέστανε η σόμπα που έχω

❧109


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

ακόμη», λέει ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, δείχνοντας τη μεγάλη σόμπα που δεσπόζει στη μέση του μαγαζιού του στο Πολυκάστανο. Δυσκολεύεται κανείς να συνειδητοποιήσει πως δεν αγόρασε άλλη από τότε. «Μια φορά άλλαξα όλο το σύστημα, δηλαδή την ξανάχτισα και είναι όπως τη βλέπεις», προσθέτει. «Τότε τα σχολεία έπαιρναν τέτοιες σόμπες, χτισμένες με τούβλα». Κάποια μέσα θέρμανσης αποδείχθηκαν πιο ριψοκίνδυνα όπως αυτό του Λάζαρου Λιάβα στον Πελεκάνο: «Είχα μποτίλια για ζέστη αλλά μια μέρα άναψε το αέριο. Είχα το χέρι στη βαλβίδα και τακ! Την έκλεισα αλλά πετάχτηκε ένα φως και έσπασαν όλα τα τζάμια. Έφτασαν ως το δρόμο. Από τότε, τη βολεύω έτσι. Αν κρυώσω το κλείνω και φεύγω. Είχα και το ψυγείο αλλά έκαιγε πολύ και δεν συνέφερε. Έκλεισα το ψυγείο και πουλούσα πράγματα που δεν χαλούσαν. Τώρα επειδή έχω μπαχτσέ πουλάω λαχανικά». Κάποιοι άλλοι είχαν τζάκι στο μαγαζί που αργότερα το αντικατέστησαν με σόμπες που ήταν πιο ασφαλείς και σαφώς πιο βολικές. Στο τζάκι έκαιγαν τα κούτσουρα και χρησιμοποιούσαν τα κάρβουνα και στα μαγκάλια. Το βράδυ στο σπίτι τους έλεγε η μάνα, «πάρτε το φτυάρι και ρίξτε πάνω στα κάρβουνα στάχτη». Η στάχτη διατηρούσε τη φωτιά. Το πρωί ξεσκέπαζαν τα κάρβουνα σκαλίζοντας τα, έβαζαν από πάνω μικρά τσάκνα που περίσσεψαν από το κλαδί που έτρωγαν τα πρόβατα. Αυτά άναβαν εύκολα και δεν χρειαζόταν να ρίξεις πετρέλαιο για να ανάψεις τη φωτιά. Πρόσθεταν πάνω στα τσάκνα πιο χοντρά ξύλα που άναβαν σιγάσιγά κι έτσι ζεσταίνονταν τις παγερές νύχτες. Αν είχε σβήσει εντελώς η φωτιά, χρησιμοποιούσαν λίγο πετρέλαιο με τη στάχτη για ν’ ανάψουν τα τσάκνα κι έβαζαν στο τζάκι το τσαγερό να κάνουν ένα βουνίσιο τσάι ή την κατσαρόλα για να βράσει το φαγητό. Ο Άρης Βαϊνάς υποφέρει ακόμη από τα κρυολογήματα που υπέστη στο μαγαζί του λόγω έλλειψη θέρμανσης. «Έπαιρνα κανένα μαγκαλάκι, αλλά από τότε έπαθε η μέση μου, μια και είχε βαρύ χειμώνα. Ο χώρος ήταν μικρός, κοινοτικός, δεν με άφηναν να έχω θέρμανση. Ένας ζωέμπορας μόνο με υπερασπίστηκε: δεν ντρέπεστε, είπε στους χωριανούς μου, που θα κλωστεί ο άνθρωπος, 2Χ2 μέτρα είναι όλος ο χώρος, από το πρωί ως το βράδυ γίνεται να μείνει δίχως θέρμανση; Αποκλείεται, ήταν η απάντηση τους». Το μαγαζί ήταν μικρό και χωρούσε μόνο ένα μαγκάλι, με αποτέλεσμα να πάθει σοβαρό κρυολόγημα μια και το μαγκάλι τον ζάλιζε και δεν το άναβε συχνά. «Όταν ζύγωνε καμιά γυναίκα -οι γυναίκες 110☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

κρύωναν πιο πολύ- το έβαζα λίγο, κρατούσα λίγο κάρβουνο. Κάποια μέρα που το άναψα άρχισα να μην αισθάνομαι καλά. Μπήκε ένας ξάδερφός μου στο μαγαζί: “Κάτσε λίγο”, του λέω, “ζαλίστηκα”. Βγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα, αλλά σε λίγο ήρθε και αυτός ζαλισμένος. Πολύ αργότερα πήρα μια ηλεκτρική. Η δουλειά είχε πολύ ορθοστασία και δεν μπορούσες να κινηθείς πολύ. Μόλις ερχόμουν στο σπίτι, με φώναζαν και πάλι πίσω». Μια τεράστια σόμπα στο προθάλαμο ζέστανε όλα τα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Παρθενών. «Μια φορά», διηγείται η Παναγιώτα Διαμάντη, «ήρθαν τέσσερις στρατιώτες αργά το βράδυ και κρύωναν, οπότε ζήτησαν να τους φέρουμε μαγκάλι στο δωμάτιο. Τους εξηγήσαμε ότι ήταν επικίνδυνο, αλλά αυτοί επέμειναν, οπότε τους βάλαμε ένα, εξηγώντας τους να αφήσουν τουλάχιστον την πόρτα ανοιχτή. Αυτοί δεν μας άκουσαν και έκλεισαν την πόρτα. Σηκώθηκαν το πρωί άρρωστοι και ζαλισμένοι, λίγο έλειψε να είχαν πεθάνει το βράδυ». Φωτισμός Ο φωτισμός με τη σημερινή του μορφή ήταν κάτι άγνωστο. Τα πολύ παλιά χρόνια οι χώροι φωτίζονταν με το δαδί, στηριζόμενο στο δαδοστάτη, στην άκρη του τζακιού. Είναι ξύλο πεύκου που έχει ρετσίνι το οποίο έπαιρναν από τα δάση που είχαν πεύκα. Όταν το ανάβεις καίγεται το ρετσίνι και φέγγει. Από τη Ζώνη για δαδί πήγαιναν στα χωριά Κοτύλη και Κυψέλη, όπου έκοβαν τα μεγάλα γέρικα πεύκα, ενώ από το Δίλοφο πήγαιναν στου Ντέτσιου τα καλύβια, κοντά στη Σαμαρίνα. Κουβαλούσαν μαζί τους σκεπάρνια ή τσεκούρια, έσχιζαν τα κούτσουρα σε μεγάλα κομμάτια και με τα ζώα τα μετέφεραν στο χωριό. Στο σπίτι τα έκαναν μικρά κομματάκια για προσάναμμα. Κάθε φθινόπωρο νωρίςνωρίς προμηθεύονταν ξερά κούτσουρα, αρκετά για όλη τη περίοδο του χειμώνα. Οι πιο πολλοί τα χρησιμοποιούσαν και σαν προσάναμμα στη φωτιά ή στο τζάκι. Μετά βγήκαν οι μικρές γκαζόλαμπες ή περπατιάρες. Τις κατασκεύαζαν οι τενεκετζήδες με γαλβανιζέ: είχαν χώρο για πετρέλαιο, φυτίλι και χερούλι για να τις πιάνεις. Άναβαν το δαδί από το τζάκι και με το δαδί άναβαν το φυτίλι αυτής της χειρόλαμπας για να πάνε στο υπόγειο να πάρουν ό,τι χρειάζονταν ή να ρίξουν μια ματιά στα ζώα, στο σταύλο πριν πέσουν για ύπνο. Λέγονταν χειρόλαμπες γιατί τις έπιαναν στο χέρι και περπατιάρες γιατί περπατούσαν μ’ αυτές. Όμως δεν είχαν λαμπογυάλι

❧111


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

και αν φυσούσε αέρας έσβηναν γι’ αυτό έπρεπε να τις προφυλάγουν με το άλλο χέρι τους. Αργότερα βγήκαν οι λάμπες τριών μεγεθών: οι πολύ μικρές που λέγονταν και ινταρέ, οι μεσαίες η Νο 8 και οι μεγαλύτερες οι Νο 12. Οι ινταρέ χρησιμοποιούνταν όπως σήμερα τα φωτάκια νυκτός, ίσα-ίσα για να βλέπουν και να μη κινδυνεύουν να πέσουν. Η Κλεοπάτρα Χατζή θυμάται την οικονομία που έκανε η οικογένεια της: «Είχαμε τη λάμπα ινταρέ πάνω στο τζάκι, όσο τζίριζε(φώτιζε). Ήταν οικονομική, για να βλέπουν να θηλάσουν οι μητέρες τα μωρά και να κινούνται όλοι στο χώρο. Στο σπίτι της μάνας μου που ήμασταν δέκα άτομα, είχαμε το νούμερο 8. Το 12 έκαιγε πολύ, δεν ήταν οικονομικό. Κάθε πρωί έπρεπε να καθαρίσουμε το λαμπογυάλι, για να βλέπουμε καθαρά το βράδυ, διότι όλες οι λάμπες έκαιγαν πετρέλαιο και καπνίζονταν το λαμπογυάλι. Τα φανάρια που έκαιγαν πετρέλαιο είχαν χερούλι για να μετακινούνται και να τα χρησιμοποιούμε σε εξωτερικούς κυρίως χώρους. Αργότερα αντικαταστάθηκαν από τους φακούς, που δεν είχαν τόση φασαρία να τους ανάβεις». Πρώτος ο Αδάμ Δώσσας άναψε λάμπα πετρελαίου στο Τσοτύλι, κάτι που προκάλεσε δέος στους κατοίκους που δεν είχαν δει κάτι παρόμοιο. Μια γιαγιά, συνεπαρμένη με το περίεργο αυτό μηχάνημα, περίμενε υπομονετικά μπροστά του να σβήσει -κάτι που δεν έγινε- και μετά προσπάθησε με διαφόρους τρόπους να τη σβήσει η ίδια. Τελικά, έπρεπε να παραδεχτεί πως νικήθηκε από το περίεργο αυτό μηχάνημα: πήρε μια σκούπα, τη βούτηξε στο νερό και άρχισε να την κουνάει δυνατά ώσπου την έσβησε. Η άφιξη της γκαζόλαμπας προκάλεσε το ίδιο δέος και στα χωριά. Για παράδειγμα, όταν πρωτοήρθε η λάμπα στη Ζώνη έλεγε ο ένας τον άλλον: «Να πάτε στο Φίλιππα τον Κοντούλη, έφερε ένα μηχάνημα που φέγγει, να πάτε να το δείτε!» Μαζεύτηκε όλο το χωριό στο σπίτι του με μεγάλη περιέργεια να δει τη γκαζόλαμπα. «Όλα τα σπίτια απέκτησαν γκαζόλαμπες», λέει ο Δημήτρης Παπαδόπουλος. «Εγώ άναβα το φανάρι κι έφεγγε όλο το μαγαζί. Το κρεμούσα στη μέση του μαγαζιού κι είχα άλλα δύο, σε περίπτωση που μπούκωνε το ένα να το αντικαταστήσω. Οι πελάτες ερχόταν το βράδυ με φακό». Ο Θύμιος Δημούλης στην Κορυφή είχε λουξ στο μαγαζί του, ιδανικό για μεγάλους χώρους όπως καφενεία και μαγαζιά, διότι ήταν σαν μεγάλη λάμπα κι έφεγγε πολύ καλά. Το λουξ έκαιγε πετρέλαιο αλλά αντί για φυτίλι είχε αμίαντο. Είχε μια τρόμπα, την οποία πατούσαν αρκετές φορές για να φτάσει το πετρέλαιο να βρέξει τον αμίαντο και ν’ ανάψει 112☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

το λουξ. Το Τσοτύλι είχε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος κοντά στο Δημοτικό Σχολείο κι έτσι τα μαγαζιά καθώς και τα περισσότερα σπίτια είχαν ηλεκτρικό ρεύμα πολύ πριν από τα χωριά. Όταν έφτασε το ηλεκτρικό ρεύμα και στα χωριά, διευκολύνθηκε αφάνταστα η ζωή των ανθρώπων, όχι μόνο στο φωτισμό αλλά και στη συντήρηση των τροφίμων με την προμήθεια των ψυγείων. Η Χαρίκλεια Κώττα αγόρασε ένα ψυγείο για τις ανάγκες του μαγαζιού μόλις το ηλεκτρικό ρεύμα έφτασε στη Ζώνη την δεκαετία του ’70. «Το αγόρασα από το μαγαζί του Γιάννη του Βότση και το έχω ακόμη, δουλεύει σαν ρολόι», λέει, δείχνοντας περήφανα το γέρικο ψυγείο σε μια γωνιά της κουζίνας. Η συντήρηση, ο σεβασμός στο περιβάλλον και η λιτότητα ήταν σταθερές αξίες γι’ αυτό και οι περισσότεροι σοκάρονται σήμερα με την υπερκατανάλωση και σπατάλη που επικρατεί στην κοινωνία μας. Οι στερήσεις τους έκαναν δημιουργικούς, μια και η διασκέδαση δεν εξαρτιόταν από το πάτημα ενός κουμπιού. Το βράδυ περνούσε με γέλια, τραγούδια και χορούς. Οι λάμπες τρεμόσβηναν καθώς αυτοί λικνίζονταν στα τραγούδια του γραμμόφωνου, οι σπίθες από το τζάκι τρεμόπαιζαν με τα γέλια και τις φανταστικές ιστορίες από νεράιδες, ή καλότχα όπως τις έλεγαν, σαν αυτή που διηγούνταν στο χωριό Κλεισώρεια, όταν ήταν μικρή η Όλγα: «Οι νεράιδες μαζεύονταν στη βρύση του χωριού από νωρίς τη νύχτα γιατί πήγαιναν εκεί που είχε νερό…είχαν χτένες, λουζότανε, βγάζανε τις πλεξούδες τους, τα στολίδια τους, και όταν λαλούσε ο πετεινός γινόταν άφαντες. Μια γυναίκα από το χωριό πήγε στην βρύση και βρήκε τις χτένες, πλεξούδες και τα στολίδια τους και τα πήρε στο σπίτι της. Το βράδυ πήγαν οι νεράιδες στο σπίτι της κ’ φώναζαν απ’ έξω: “αυτά που πήρες τα στολίδια, κι τις χτένες να τα πας εκεί που τα πήρες γιατί θα σε κάνουμε κακό”. Φοβισμένη έτρεξε και τα έβαλε στη θέση τους. Το επόμενο πρωί ξαναπήγε να δει και είχαν γίνει άφαντα». «Όπως μολογούσαν οι παππούδες ένα βράδυ έψηναν τα τσίπουρα κοντά σ’ ένα πηγάδι. Ξαφνικά, άκουσαν κάτι φωνές να τους καλούν με τα ονόματα τους: “Να φύγετε και να πάτε στα σπίτια σας και εμείς θα το βγάλουμε το τσίπουρο”, έλεγαν. Στην αρχή δεν έδωσαν σημασία, αλλά αφού το άκουσαν 2-3 φορές αποφάσισαν να φύγουν. Το πρωί πήγαν στο πηγάδι και τι να δουν…ήταν όλα τακτοποιημένα όπως είχαν υποσχεθεί οι νεράιδες. Αυτές οι ιστορίες συνέβησαν πάνω από εκατό χρόνια πριν».

❧113


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Ο Κοσμάς Πανταζής –αριστερά- με τον Βασίλειο Γάρο στο παντοπωλείο του στον Πεντάλοφο

114☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Κεφάλαιο 6ο Πόλεμος, κακουχίες και πείνα «Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδας και δεν την παίρνει πίσω.» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

| Ανταρτοπόλεμος, 1946: Πολίτες επιστρατευμένοι χωροφύλακες

Για να αντιμετωπίσουν τις εξεγέρσεις και ενοχλήσεις από αρματωλούς και κλέφτες, οι Τουρκικές αρχές ανέθεσαν την αντιμετώπισή και καταστολή τους στους ντερβέν αγάδες, επιβάλλοντας στους κατοίκους έναν ειδικό φόρο, το αρματωλίκι, για την κάλυψη της μισθοδοσία τους. Με αυτό το πρόσχημα, μπουλούκια Τουρκαλβανών ξεκινούσαν για την κατακτημένη Ελλάδα, ρημάζοντας κυριολεκτικά την περιοχή που στόχευαν, σκορπώντας έτσι τον τρόμο και τον θάνατο στο πέρασμα τους. «Οι ντερβέν αγάδες»

❧115


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

γράφει ο Φώτης Δ. Παπανικολάου, «δεν περιορίζονταν στην καταδίωξη των αρματωλών και κλεφτών αλλά λήστευαν τους εύπορους Έλληνες και δήμευαν τις περιουσίες τους, αφού τους ενοχοποιούσαν σκόπιμα πως υπέθαλπαν δήθεν τους αρματωλούς και τους κλέφτες. Έτσι το χριστιανικό στοιχείο βρίσκονταν σε συνεχή διωγμό».45 Όλα τα χωριά του Βοΐου ήταν ευάλωτα στα καπρίτσια τους: όταν οι χωριανοί άκουγαν το χτύπημα από το τουμπερλέκι έτρεχαν να τους ‘υποδεχτούν’ και να τους ετοιμάσουν κατάλυμα. Αφού οι έντρομοι νοικοκυραίοι εξαφάνιζαν τις γυναίκες από το σπίτι, έστρωναν το τραπέζι όσο πλουσιοπάροχα μπορούσαν. Δίπλα στο πιάτο έπρεπε να τοποθετήσουν ένα νόμισμα, το ντις παρασί, φόρο για «φθορά δοντιών» των Αρβανιτάδων. Εάν εκείνοι το ενέκριναν, άρχιζαν το φαγοπότι. Αν όχι, έπρεπε να προσθέσουν κι άλλο μέχρι να ικανοποιηθούν και να αρχίσουν να τρώνε. «Φάε, αγά μου», επανέλαβε ο απελπισμένος οικοδεσπότης λουσμένος στον ιδρώτα, μη μπορώντας να πάρει τα μάτια του από το δεκανίκι που είχε φέρει ο ‘φιλοξενούμενος’, έτοιμος να τον ξυλοκοπήσει με την παραμικρή ευκαιρία. Ο γυναικωνίτης της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου στη Χρυσαυγή πιο παλιά είχε πολεμίστρες. Εκεί συγκεντρώνονταν το χωριό όταν κατέβαιναν οι Αρβανίτες. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τώρα αυτή τη σκηνή: τους χωριανούς με τη σκανδάλη στο χέρι να περιμένουν σιωπηλά τους επιδρομείς, οι γυναίκες να προσεύχονται μπροστά στην εικόνα του αγίου, κάνοντας νόημα στα μικρά παιδιά να μη βγάλουν άχνα. Μία φορά, όταν έφτασε το μαντάτο για καινούργια επίθεση και έτρεξαν στις πολεμίστρες έτοιμοι για άμυνα, ο κάλφας του χωριού –εργολάβος και κτίστης που είχε κάνει στην Πόλη- τους καθησύχασε ότι δεν θα πάθαιναν τίποτα. Ο κάλφας, όπως και πολλοί άλλοι της εποχής εκείνης έπαιρνε την πλάτη του αρνιού όταν το έσφαζαν και την εξέταζε προσεχτικά, ‘διαβάζοντας’ αν θα ακολουθούσαν καλές ή κακές μέρες, όπως ένας γιατρός εξετάζει προσεκτικά μια ακτινογραφία σήμερα. Το κόκκαλο έπρεπε να είναι καθαρό, γιατί η παραμικρή σκιά ήταν κακός οιωνός. Φαίνεται ότι αυτό που είδε ο κάλφας τον ικανοποίησε γιατί έστειλε μαντάτο να μην ανησυχούν. Ανάσαναν οι χωριανοί, χαλάρωσαν λίγο τη σκανδάλη και όντως ο κίνδυνος τους προσπέρασε. Με κομμένη την ανάσα παρακολούθησαν τους Αρβανίτες να παίρνουν το δρόμο της βλαχόστρατας, να φτάνουν στην Σταυρωπή, μετά στην Παναγιά, κάτι 45 ντερβέν αγάδες- λήσταρχους Αλβανούς 116☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

που σηματοδοτούσε το τέλος των προβλημάτων τους, τουλάχιστον γι’ αυτή τη φορά. Το παλιότερο σπίτι στη Χρυσαυγή, του Αντώνη Τσιάτσου, είχε κι αυτό πολεμίστρες, ένδειξη της γενικής απειλής των κατοίκων από κινδύνους επιδρομών.

| Το σπίτι του Κωνσταντίνου Ζησόπουλου, έμπορα από την Περιστέρα και σημαντικότατο άτομο για όλη την περιοχή. Αν και δυστυχώς ετοιμόρροπο πια, διακρίνονται καθαρά οι πολεμίστρες στον τοίχο

Ο παππούς της Αφροδίτης Καλύβα, Γιώργος Λιούμπαρης, είχε κάνει στην Πόλη τεχνίτης -πελεκούσε αγκωνάρια46- και μιλούσε άπταιστα τα Τούρκικα. Τον επισκέπτονταν συχνά οι Τούρκοι στο σπίτι του στο Δασύλλιο προσπαθώντας να επωφεληθούν της φιλοξενίας του και να ζητήσουν πληροφορίες για το χωριό. Ο παππούς, λιτός και προσεκτικός στις συζητήσεις του, μπορεί να γνώριζε πολλά, αλλά δήλωνε άγνοια για τα πάντα. Τις νύφες τις φυγάδευε στα χωράφια, μακριά από τά λαίμαργα μάτια τους, κρατώντας συνήθως μία για να τους περιποιείται. Τα δεινά των γυναικών στα χέρια των κατακτητών ήταν απερίγραπτα: καμία δεν ήταν ασφαλής από βιασμό, φόνο και αρπαγή, είτε ελεύθερη ή παντρεμένη. Η Πέτρενα του Γερασόπουλου από το Δασύλλιο διηγούνταν τη δική της ιστορία στην Αφροδίτη από την εποχή που οι Τούρκοι ήταν ακόμη κυρίαρχοι στην περιοχή και εκείνη στον ανθό της ηλικίας της. Ξεκίνησε μία μέρα να πάει φαγητό στον παππού της στην καλύβα του κοντά στου Αϊ Μηνά. Ξαφνικά, τα σκυλιά τους άρχισαν να γαυγίζουν άγρια: «Πλησιάζουν Τούρκοι, Αρβανίτες, σήκω φύγε Δέσπω! Κρύψου κατά τα κέδρα!» φώναξε κατατρομαγμένος ο παππούς της, γνωρίζοντας πολύ καλά τι θα συνέβαινε αν έβρισκαν την όμορφη κοπέλα εκεί στην ερημιά. Πάνω στον πανικό της άρχισε να τρέχει πάνω κάτω, με αποτέλεσμα να την πάρουν χαμπάρι και να αρχίσουν να την κυνηγούν. Ήταν θέμα χρόνου 46 Αγκωνάρια: γωνίες

❧117


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

πριν την πιάσουν, γι’ αυτό και άρχισε να προσεύχεται απεγνωσμένα: «Αϊ Μηνά μου, βοήθησε με, δείξε με προς τα πού να πάω», επαναλάμβανε λαχανιασμένα. Ξαφνικά, δίχως να το καταλάβει, σαν κάποιος να την έσπρωξε δυνατά, βρέθηκε ψηλά στα Γαύρα, μακριά από τους Τούρκους και Αρβανίτες. Ήταν ανθρωπίνως αδύνατον να μπορέσει από μόνη της να ανέβει τόσο ψηλά, δίχως να την σπρώξει προς την ασφάλεια ένα αόρατο χέρι, και η Δέσπω το μολογούσε όσο ζούσε. Στο Δασύλλιο υπάρχει μια περιοχή που ονομάζεται Παλιοχώρι. Ο πατέρας του Θανάση Σκόδρα ήταν 13 ετών όταν βρέθηκε μια μέρα εκεί. Απέναντι άκουγε τον καπετάν Λούκα με τα παλληκάρια του να διαπληκτίζεται με έναν Τούρκο από την απέναντι όχθη. Πριν πάρει τα βουνά, ο ατρόμητος καπετάνιος από το Μέγαρο Γρεβενών είχε κάνει τσομπάνος στη Μεραλή. «Είχαν σκοτωθεί εκεί πέρα εφτά Τούρκοι και όπως συνήθιζαν μετά από κάτι τέτοιο, ήταν ώρα για εκδίκηση. Ο Τούρκος από την άλλη πλευρά φώναζε, “πιάστε τα ταμπούρια47 βρε!” Ο πατέρας μου τώρα βοσκούσε τα πρόβατα και ήταν ανάμεσά τους, όταν ακούει τον καπετάν Λούκα να φωνάζει, “Κοίταξε παλιότουρκε μη βαρέσεις κανέναν, θα ρθω και θα σε λιανίσω με το γιαταγάν48!”». Μια φορά πάλι είχαν πιάσει στο Δασύλλιο κάποιους Τούρκους και τους φόρτωναν. Ένας από τους τραυματίες ζήτησε νερό και ο παππούς Γερασόπουλος, με το παρατσούκλι ‘Νταλαμήτρος’ -παρμένο από τη ‘ντάλα’, που έμενε από το γάλα- τον λυπήθηκε. Μην έχοντας δοχείο, έβγαλε τη σκούφια που φορούσε, έβαλε νερό και του πρόσφερε να πιει. Όταν κάποια άλλη φορά ο παππούς αυτός ταξίδευε, έπεσε πάνω σε ένα απόσπασμα Τούρκων. Τον έπιασαν και άρχισαν να τον ανακρίνουν: “Τι θες εδώ; Τι δουλειά έχεις; Ήρθες να ληστέψεις;” Για καλή του τύχη, ανάμεσά τους ήταν και ο Τούρκος τραυματίας που επέζησε. Μόλις γνώρισε τον Νταλαμήτρο τους είπε να τον αφήσουν ελεύθερο κι έτσι η αυθόρμητη πράξη του καλού αυτού Σαμαρείτη τον γλύτωσε από σίγουρο θάνατο. Σαν να μην είχε χυθεί αρκετό αίμα Ελλήνων μετά από τέσσερις αιώνες υποδούλωσης, μια ακόμη φορά η αυλαία ανέβασε μια καινούργια τραγωδία στην γη των Μακεδόνων: οι Βούλγαροι κομιτατζήδες άρχισαν να ξεχύνονται στην περιοχή, σκοτώνοντας και βασανίζοντας δασκάλους, ιερείς και όσους αντιστέκονταν στο όραμά τους να συγχωνευτεί η Μακεδονία με την Βουλγαρία. Η Ελλάδα ταπεινωμένη από την ήττα 47 ταμπούρια: πρόχειρα οχυρώματα 48 γιαταγάνι: ένα είδος ξίφους που χρησιμοποιούνταν από τα μέσα του 16ου αιώνα ως τα τέλη του 19ου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία 118☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

του 1890 ήταν ευάλωτη στις βιαιοπραγίες Τούρκων και Βούλγαρων. Η Μακεδονία κινδύνευε να χαθεί για πάντα, αλλά ο Παύλος Μελάς, από οικογένεια εμπόρων, με τη ρομαντική του ψυχή και θαρραλέο, ασυμβίβαστο πνεύμα, άρχισε έναν αγώνα που σημάδεψε τις καρδιές των Μακεδόνων για πάντα και έδωσε ένα τέλος στην απειλή αυτή. Στο ημερολόγιο του, Ο Παύλος Μελάς γράφει: «…περάσαμε {14 Ιουνίου 1904} έξω από το Δίσλαππο (σημερινή Δραγασιά), ένα Τούρκικο χωριό, και μάλιστα από έναν Οθωμανικόν Τεκέ (μοναστήρι) αγοράσαμε ψωμί και τυρί, και τραβήξαμε κατά το Παλαιοκρημίνι».2 Στην τρίτη και τελευταία εξόρμησή του, ο Μελάς περιπλανήθηκε στα βουνά της περιοχής με τα παλικάρια του. Πεινασμένοι, προδομένοι και ταλαιπωρημένοι, με κρυοπαγήματα και αβάσταχτη κούραση, βασίζονταν στα μπακάλικα των χωριών για να καταλαγιάσουν την πείνα τους και να πάρουν κουράγιο τα σώματά τους. Κατά την διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα, ο πατέρας του Χρήστου Λότσιου ήταν εμποροράφτης στην Αγία Σωτήρα. Έραψε 300 στολές για τους Μακεδονομάχους και τις δώρισε στους πολεμιστές, μια μεγάλη προσφορά στον αγώνα από την οποία πήρε τον κατήφορο οικονομικά, αν και η ικανοποίηση του ηθικά θα ήταν μεγάλη. Το 1912 δύο αδέρφια από το Δασύλλιο, ο Παύλος και Βασίλειος Κολοβός ξεκίνησαν για τα Άλατρα Πελοποννήσου να φέρουν πίσω στο χωριό τα κόκαλα του αδερφού τους Βασίλη. Ο Βασίλης είχε πεθάνει χρόνια πριν από πνευμονία, μετά από βαρύ κρυολόγημα μέσα στα νερά του μύλου όπου δούλευε με τα αδέρφια του. Ετοίμασαν τις λειτουργιές, το κρασί και τα κεριά και ίππευσαν τα άλογά τους για το μακρινό ταξίδι. Δυστυχώς δεν μπόρεσαν να διεκπεραιώσουν το έργο τους και ο αδερφός τους βρίσκεται θαμμένος για πάντα σ’ έναν πρόχειρο τάφο. Έφτασαν μέχρι την Αθήνα όταν έμαθαν ότι ξέσπασε ο πόλεμος για την απελευθέρωση και επέστρεψαν στο χωριό άπρακτοι. Το χτίσιμο εκκλησιών απαγορευόταν αυστηρά μέχρι περίπου το 1850, εκτός αν η εκκλησία έπρεπε να επιδιορθωθεί. Η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας αποτελούνταν από μία εικόνα της Αγίας και μία κανδήλα, με μαγαζιά γύρω της. Επί Βυζαντινής εποχής ο ναός ήταν μεγαλοπρεπής, αλλά καταστράφηκε στις αρχές του 19ου αιώνα. Τώρα η εικόνα που παρουσίαζε ήταν οικτρή, με τα αίματα από τα σφαγεία να τρέχουν μέσα στο εικονοστάσι, βεβηλώνοντας το χώρο. Αφού πέθανε ο τοπάρχης του Τσοτυλίου, Ζεκίρ αγάς, ο οποίος εμπόδιζε την ανέγερση ενός

❧119


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

εικονοστασίου στο μέρος αυτό, οι λιγοστοί Χριστιανοί κατάφεραν να αγοράσουν τα γύρω σφαγεία και να καθαριστεί το εκκλησάκι. Η Αγνή Παπαχρήστου θυμάται αρχικά μόνο ένα άσπρο εικονοστάσι και μετά τη μεγάλη χαρά που πήραν όταν άρχισαν οι εργασίες της κατασκευής του ναού49: «Παιδιά εμείς τότε, κουβαλούσαμε νερό από τα πηγάδια, άλλος με κουβά, άλλος με ποτιστήρια, σκάβαμε με τα φτυάρια και νοιώθαμε ευτυχισμένοι. Στο χτίσιμο της εκκλησίας βοήθησε πολύ ο στρατός που υπηρετούσε στις παράγκες50 της πόλης». Ο στρατός διέθετε αυτοκίνητα και κουβαλούσε πέτρες: επίσης όσοι φαντάροι γνώριζαν από οικοδομικές εργασίες συμμετείχαν στο χτίσιμο. Μετά τα εγκαίνια της εκκλησίας το 1953 πήρε πέντε χρόνια να ολοκληρωθεί. Η επιτροπή ανέγερσης και ολοκλήρωσης του ναού συνέβαλλε καθώς και οι κάτοικοι που έκαναν χρηματικές δωρεές. Με την ανταλλαγή πληθυσμού το 1923 ήρθε ο σπαραγμός του ξεριζωμού και απερίγραπτων δεινών για τους μετανάστες της μεγάλης αυτής φυγής. Υπολογίζεται ότι ένα εκατομμύριο τουρκόφωνοι Χριστιανοί ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους σ’ αυτή τη μαζική έξοδο, συναντώντας στην διαδρομή ένα μέρος από το μισό εκατομμύριο ελληνόφωνων Μουσουλμάνων που ήταν καθ’ οδόν για την Τουρκία μετά την συνθήκη της Λωζάννης. Η μητέρα του Πρόδρομου από τους Αγίους Θεοδώρους παντρεύτηκε στα δεκατέσσερα χρόνια της και απέκτησε δεκατέσσερα παιδιά. Ήταν περίπου 23 ετών όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της, στην επαρχία Σεβάστεια της Τουρκίας. Αποβιβάστηκαν από τα καράβια στην Τουρκία και από βουνό σε βουνό, κατευθύνθηκαν για την Ελλάδα. Είχε δύο μικρά παιδιά, το ένα 2 ½ χρονών, το άλλο ενός έτους, και για να μη τους προδώσουν τα κλάματα τους και τους πάρουν χαμπάρι οι Τούρκοι, τα άφηνε λίγο πιο πέρα, τα σκέπαζε με μία κουβέρτα και το πρωί έπαιρνε το δρόμο για να τα βρει ξανά και να τα φέρει πιο μπροστά. Με μισή καρδιά έφευγε πάλι και προχωρούσαν όλοι μαζί. Αυτό έγινε μερικές φορές και δυστυχώς ήρθε η τραγική ώρα να επιστρέψει και να τα βρει και τα δύο νεκρά. Πέθαναν από το κρύο, την πείνα και τον φόβο της εγκατάλειψης. Ο Κώστας Σκόδρας, πατέρας του Θανάση Σκόδρα, υπηρέτησε στο τάγμα των Ευζώνων για 4-5 χρόνια στη Μικρά Ασία. Τα δεινά τους ήταν απερίγραπτα. Για 28 μέρες έτρωγαν ένα ποτήρι σιτάρι όλο πέτρες και τα μάτια τους γυάλιζαν από την πείνα. Ίσως η γενναιότητα του καπετάν 49 Η αποπεράτωση του ναού έγινε το 1958 50 Παράγκες: οι στρατιώτες έμεναν σε λαμαρινένια τολ στο στρατόπεδο Τσοτυλίου με χωρητικότητα 20-25 ατόμων που τα έλεγαν οι κάτοικοι “παράγκες”. 120☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Λούκα που είχε γνωρίσει όταν ήταν παιδί στο Δασύλλιο να του έδωσε τη δύναμη να κρατηθεί ζωντανός, όταν οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν. Ο γαμπρός της αδερφής του, Γιάννης Τζάμος, που υπηρετούσε και αυτός μηχανικός στη γέφυρα του ποταμού Σαγγάριου στη Μικρά Ασία51, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να βρει τον κουνιάδο του απ’ όπου περνούσε φώναζε, «Σκόδρας, Σκόδρας!» όταν τελικά τον βρήκε, τρόμαξε να τον γνωρίσει: ήταν η σκιά του εαυτού του, διπλωμένος όπως ήταν στα δύο από την πείνα και τις κακουχίες. Αμέσως έτρεξε, πήρε φαγητό από το σακίδιό του και του έδωσε, για να πάρει δυνάμεις και να πάρει τα πάνω του, όπως και έγινε. Στην επιστροφή για την πατρίδα, καβάλα στο άλογό του, ο Κώστας αντίκρισε μέσα στο πλήθος πεζών τον αδερφό του Στέργιο και άρχισε να φωνάζει το όνομα του: ο Στέργιος τον είδε, αλλά μέχρι να κατέβει από το άλογο ο Κώστας, χάθηκε ξανά στη θάλασσα των χιλιάδων ατόμων που τον παρέσυρε. Ο πρώτος που επέστρεψε στο χωριό πάνω στο άλογο ήταν αυτός, αλλά οι χωριανοί τον κοιτούσαν και απορημένοι έλεγαν, «έρχεται ένας στρατιώτης με γενειάδα και ρούχα τσολιά!». Ούτε η μητέρα του δεν τον γνώρισε.

| Νεάπολη Κοζάνης: Πρωτομαγιά του 1914: Καθισμένοι από αριστερά: Καλατζόπουλος, Ριζάμπεης. Όρθιοι από αριστερά: Θωμάς Παύλου, Κωνσταντίνος Τσακνάκης, Χρίστος Κατσάνος 51 Δούλευε στις γέφυρες που κατασκεύαζε ο στρατός στον ποταμό Σαγγάριο για να περάσει ο στρατός στην οπισθοχώρηση του από την Μικρά Ασία.

❧121


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Πάνω στον πανικό της μαζικής αυτής φυγής, πολλοί γονείς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους, γιατί έκλαιγαν και πεινούσαν. Οι υπόλοιποι του γκρουπ τους μάλωναν, απειλώντας ότι θα τους αφήσουν πίσω. Αν είχαν οι μανάδες λίγο καλαμπόκι βρασμένο, έπαιρναν κανένα σπυρί και το έβαζαν στο στόμα του παιδιού όταν έκλαιγε με την ελπίδα ότι θα ησυχάσει, αλλά πως μπορεί να παρηγορηθεί ένα παιδί που υπόκειται σε τέτοια ταλαιπωρία με λίγο καλαμπόκι; Ένας μεγάλος αριθμός παιδιών πέθαναν στην διαδρομή. Τρία χρόνια πήρε την οικογένεια της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου να φτάσει στην Ελλάδα από την πατρίδα της, την Τοκάτη Σεβάστειας του Πόντου: πρώτα πεζοπορία, μετά μέσα σ’ ένα σαπιοκάραβο για Τρίπολη και Βηρυτό. «Μας έριξαν στην άμμο», λέει μιλώντας για τις δοκιμασίες του ταξιδιού της στον ερχομό στη νέα της πατρίδα. «Κανείς δεν ήρθε να μας δει στην έρημο της Συρίας. Καταλήξαμε σε ένα Γρεβενοχώρι ονομαζόμενο η νέα Δήμητρα. Μείναμε λίγο καιρό εκεί γιατί ήταν και άλλοι δικοί μας σ’ αυτό το μέρος, αλλά δεν μας άρεσε. Στον Πόντο ζούσαμε όλοι μαζί σε αγροτική περιοχή και η Ομαλή μας θύμιζε την παλιά μας πατρίδα. Ο αδερφός μου είχε μείνει στην Τουρκία και δεν μπορούσε να έρθει, τελικά βρήκε άλλους Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη και κατάφερε να μας βρει. Μετακομίσαμε στην Ομαλή το 1925 γιατί ήταν μια θεία μας εκεί.» Στη Σεβάστεια έβγαζαν τα ζώα σε παρχάρια52. Έκαναν γάλατα, τυριά και γιαoύρτι. Υπήρχαν Τούρκοι, αλλά ζούσαν ειρηνικά μαζί τους, υπακούοντας τον Αγά ο οποίος τους ‘κουμάνταρε’. Αυτός είχε προτείνει στον παππού Αναστάση να φύγει από το χωριό και να ανοίξει σιδεράδικο στην πόλη. «Ο παππούς», διηγείται η εγγονή του Αλεξάνδρα, «ήταν σιδεράς πολύ κοντά στη Ρωσία και η εμπορική παράδοση της οικογένειας ξεκίνησε από εκεί. Έφερνε διάφορα πράγματα από την Ρωσία και έκανε πολλά σιδερικά εργαλεία. Τον βοηθούσε η θεία μου η Θυμία να βγάλει τα σίδερα και η γιαγιά Αλεξάνδρα πατούσε το φυσερό για να βγάζει φωτιά κι έτσι ξεκίνησαν. Όταν άρχισαν οι αναταραχές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, κάποιοι πήραν τα βουνά, όπως ο θείος μου. Οι υπόλοιποι ξεκίνησαν την πεζοπορία για την Ελλάδα.» «Η γιαγιά μου βρήκε δουλειά σε ένα μεγάλο πέτρινο σπίτι ενός στρατιωτικού. Μου περιέγραφε τους πέτρινους τοίχους που θύμιζαν κάστρο και την πελώρια πόρτα. Ήταν 10 χρονών, όταν η οικοδέσποινα του σπι52 Παρχάρια: θερινά βοσκοτόπια που βρίσκονταν πάνω στα βουνά. Κάθε χωριό είχε το δικό του. 122☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

τιού την ανέθεσε να φροντίζει το παιδί της, να σκουπίζει την αυλή και να ανακατεύει την κατσαρόλα για να μη καεί το φαγητό. Της είχε βάψει τα νύχια κόκκινα η Τουρκάλα αλλά η γιαγιά δεν άντεξε, ένα βράδυ που γιόρταζαν στο σπίτι γλίστρησε μέσα από μια μισάνοιχτη πόρτα και δεν ξαναγύρισε. Όταν κατέφθασε στην παρέα που συγκεντρώθηκε για συσσίτιο, δεν τις έδωσαν τίποτα, διότι είχε τα νύχια κατακόκκινα και κανείς δεν πίστευε ότι μπορούσε να είναι από προσφυγική οικογένεια. Γρήγορα προσπάθησαν να τις ξεβάψουν τα νύχια για να μπορέσει να φάει». Όταν έφτασαν στη Συρία η Αλεξάνδρα έμεινε άναυδη με τα τεράστια καρπούζια που υπήρχαν εκεί κι’ ήταν τόσο γλυκά! Ο Γιώργος, πρόσφυγας και αυτός από την Μικρά Ασία, καταλάβαινε πολύ καλά τα δεινά της Αλεξάνδρας. Παντρεύτηκαν βιαστικά ένα βράδυ του 1931 για τον κλήρο, αν και η διανομή έγινε περίπου το 1937. Πήραν ένα κομμάτι γης και έστησαν το νοικοκυριό τους, αλλά η τύχη δεν τους χαμογέλασε. Ο πόλεμος ήταν σαν μια σκιά που τους ακολουθούσε: Ο Γιώργος σκοτώθηκε σε μια μάχη στο Αλβανικό μέτωπο και δεν γνώρισε ποτέ την κόρη του. Αν και ο παππάς έδωσε εντολή στους χωριανούς να μην πουν τίποτα μέχρι να γεννήσει, εκείνη το ήξερε, μια και είχε κοπεί η αλληλογραφία. Γέννησε μία εβδομάδα μετά τα τραγικά νέα και από κει και πέρα πάλεψε σκληρά και κατάφερε να μεγαλώσει τα παιδιά της και να συνεχίσει το μπακάλικο στην Ομαλή. Ο Ιωάννης Ηλιάδης ήρθε πρόσφυγας στο Τσοτύλι από τον Εύξεινο Πόντο Τραπεζούντας στη Μικρά Ασία λίγο μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1924. Άνοιξε μπακάλικο στον ποντιακό μαχαλά, λεγόμενο Ταράτς, που λειτουργούσε παράλληλα σαν ένα είδος ταβέρνας. Αργότερα το άφησε στον γιο του Ειρήναρχο. Αυτό το μικρό μαγαζάκι με την ονομασία Το μπακάλικο του μπάρμπα-Γιάννη αργότερα μετονομάστηκε Το Τιπέκ από τον εγγονό του Γιάννη και έμεινε ανοιχτό έως το 1975. Η οικογένεια Μουχτάρη, Βαλαάδες από την Βουδωρίνα -Νέα Σπάρτηαπολάμβανε τα αγαθά του συμβιβασμού τους, ζώντας πλουσιοπάροχα με 700 περίπου πρόβατα στην ιδιοκτησία τους, χωράφια και άλλα προνόμια που τους έδινε η καινούργια τους θρησκευτική ταυτότητα. «Ήταν καλοί άνθρωποι, αλλά ο εφτάχρονος γιός τους έπεσε άρρωστος, για ένα μήνα δεν μιλούσε και δεν έτρωγε», διηγείται ο Τριαντάφυλλος Κωτσόπουλος, πρώην πρόεδρος της Λούβρης. «Είχαν φιλίες με μια χωριανή μας, την Γιάννενα Τσιπούλη. Λέει η μητέρα του παιδιού στη Γιάννενα να κάνουν ένα τάμα στον Αϊ Μηνά του χωριού τους, να γίνει καλά το παιδί. Όντως

❧123


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| 26 Ιουλίου, 1928: Δασύλλιο, στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής Στο κάτω μέρος ο Γεώργιος Σκοδρας ντυμένος με φουστανέλα, καθώς και ο αδερφός του Στέργιος Σκόδρας –στην άκρη δεξιά- ντυμένος με την φουστανέλα, την οποία φορούσαν οι κτηνοτρόφοι μέχρι τελευταία. Πίσω από τον Στέργιο Σκόδρα ο Ιωάννης Τζάμος

έτσι και έγινε, η Γιάννενα έκανε το τάμα και το παιδί έγινε καλά. Αν και δεν πρόλαβαν να τηρήσουν το τάμα διότι σε λίγες μέρες έφυγαν από τη Βουδωρίνα για τη Μικρά Ασία με την ανταλλαγή του πληθυσμού, αυτό δεν σημαίνει ότι το ξέχασαν». Ο Τριαντάφυλλος σταματάει και χαμογελάει με την εξέλιξη της ιστορίας. «Εβδομήντα χρόνια αργότερα ποιος λέτε να ήρθε στο χωριό και να ζήτησε να πάει στον άγιο; Ο γιος που είχε γίνει καλά ένα βράδυ, ο οποίος μας διηγήθηκε με άπταιστα Ελληνικά πως παιδάκι εκείνη τη νύχτα, είδε τον άγιο Μηνά να περπατάει ολοζώντανος γύρω από το κρεβάτι του, αφού άκουσαν πρώτα χλιμιντρίσματα αλόγου στο προαύλιο του σπιτιού. Το πρωί ξύπνησε με όρεξη και ζήτησε από την μητέρα του να του ετοιμάσει πρωινό με αυγά. Μας εξήγησε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει νωρίτερα, πότε οι δικτατορίες στη χώρα του, πότε η πολυμελής οικογένεια και οι ευθύνες της, αλλά τώρα είχε έρθει η ώρα: με ένα φίλο του που είχε έρθει μαζί του από την Τουρκία, εγώ και ο Κώστας της Χρήστενας, κατευθυνθήκαμε στον Άγιο Μηνά..ήταν Ιούνης μήνας, δεν θα το ξεχάσω…έβρεχε. Όταν φτάσαμε έξω από την εκκλησία, αυτός έβγαλε τα παπούτσια του, μπήκε μέσα και έμεινε μόνος. Είχε φέρει λάδι, τυριά, χρήματα, ήθελε να κεράσει όλο το χωριό σφάζοντας ένα αρνί αλλά του 124☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

είπαμε ότι αυτά που είχε κάνει ήταν ήδη αρκετά». Ο Γιουσούφμπεης ήταν ένας από τους τελευταίους τσιφλικάδες της Περιστέρας ο οποίος δεν συνέχισε την βάναυση μεταχείριση των Ελλήνων που εξασκούσε ο πατέρας του αλλά ήταν ειρηνοποιός, κάτι που πλήρωσε πολύ ακριβά όταν επέστρεψε στην Τουρκία με την ανταλλαγή πληθυσμού. Όπως διηγούνταν ο πατέρας του Σεραφείμ Σιδηρόπουλου, μια μέρα περνούσε από την γέφυρα του Γαλατά στην Πόλη και δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του: ένας ζητιάνος που έμοιαζε καταπληκτικά τον Γιουσούφμπεη στέκονταν λίγο πιο πέρα αλλά, πριν προλάβει να τον πλησιάσει, εκείνος έτρεξε να κρυφτεί. Πέρασε την επόμενη μέρα αλλά δεν ήταν κανείς εκεί. Μία-δύο μέρες αργότερα όμως, τον ξαναείδε και σταμάτησε. Εκείνος δεν πρόλαβε να ξεφύγει και του είπε, «Χρήστο, ντρέπομαι που σε βλέπω, δες πως κατάντησα και πως ήμουν στο χωριό. Οι Τούρκοι δεν άντεξαν την καλοσύνη μου». Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και την απαλλαγή από τους Αρβανίτες, ήρθε η επίθεση των Ιταλών στις 28 Οκτωβρίου το 1940 κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Γερμανία εισέβαλλε στην Ελλάδα το 1941, ύστερα από ισχυρή αντίσταση στη γραμμή Μεταξά. Οι Βούλγαροι ξαναμπήκαν στις Σέρρες και επέβαλαν παράλογες απαιτήσεις στους κατοίκους, όπως το να αρνηθούν την θρησκεία, τη γλώσσα και γενικά ήταν οι απόλυτοι άρχοντες. Στον Μακεδονικό Αγώνα φοβόταν τους Τούρκους, ενώ στην Γερμανική Κατοχή είχαν περισσότερη ελευθερία από τους Γερμανούς να κάνουν ό,τι θέλουν. Το εμπόριο δεν γλύτωσε από την καταστροφική ροή των εξελίξεων: οι κόποι των εμπόρων καταστράφηκαν, φέρνοντάς τους σε απόγνωση. «Όταν είχαν έρθει οι Βούλγαροι στις Σέρρες», αναφέρει ο Σίτας -που τότε δούλευε σε ζαχαροπλαστείο των Σερρών- «λυπήθηκα τους Έλληνες στρατιώτες, καθώς γύριζαν με το κεφάλι σκυμμένο από τη μάχη. Ήμασταν αναγκασμένοι να γράψουμε Βουλγαρική ταμπέλα στο μαγαζί και να πάρουμε Βούλγαρο συνέταιρο. Το αφεντικό μας είχε κάνει αιχμάλωτος στην Βουλγαρία το 1918, ήξερε τη γλώσσα. Ο Πέτρος Νέτσοφ ήταν συνέταιρός μας. Οι Βούλγαροι ήταν αυστηροί με τους νόμους τους. Αν δεν ήταν καθαρό το μαγαζί, το έκλειναν. Όσα παιδιά ήταν πάνω από 15 χρονών τα στρατολογούσαν οι Βούλγαροι. Εγώ είπα ψέματα, ότι ήμουν 13, αλλά πήραν και την ηλικία μου στο στρατό γι αυτό και αποφάσισα να φύγω από εκεί. Προσπάθησα τρεις φορές να περάσω τα σύνορα για το χωριό μου αλλά δεν τα κατάφερα. Κάποιος είχε ένα κάρο και θα με περνούσε

❧125


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

με το κάρο του. Οι άνθρωποι ήταν ξεριζωμένοι από τον πόλεμο». Η κρίση συνεχίστηκε καθ’ όλη την διάρκεια του πολέμου με τους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές να λεηλατούν και να καίνε σπίτια και παντοπωλεία. Έπαιρναν ό,τι ήθελαν: τσιγάρα, τρόφιμα, ερημώνοντας στην κυριολεξία το μαγαζί, αρπάζοντας ό,τι έβρισκαν και αναγκάζοντας τον μαγαζάτορα να ξαναρχίσει από το μηδέν. Αυτή ήταν και η εμπειρία του πατέρα της Χιονίας Ταρτάρα. «Όταν ήρθε ο μπαμπάς από την Αλβανία και βρήκε το μαγαζί έρημο, τον πείραξε πάρα πολύ, ήταν μία μεγάλη απογοήτευση στη ζωή του. Πήγαινε στα Καϊλάρια, πουλούσε μια βελέντζα, αγόραζε ζάχαρη, ερχόταν, άρχιζε να πουλάει, ξαναγόραζε και πουλούσε πάλι. Έτσι σιγά-σιγά, με πολλούς κόπους, έβαλε το μαγαζί στα πόδια του».

| Μόρφη. Το μπακάλικο του Τσολιά, καμένο από τους Γερμανούς το καλοκαίρι του 1944. Το μαγαζί ήταν στο κάτω μέρος του κτιρίου, ενώ στον επάνω όροφο στεγάζονταν το Δημοτικό Σχολείο

Στο Τσοτύλι, ο Γιώργος Κατσάνος διατηρούσε εμπορικό κατάστημα στην σημερινή πλατεία. Μία μέρα μπήκαν στο μαγαζί Γερμανοί στρατιώτες και άρχισαν να παίρνουν ό,τι καλύτερο έβρισκαν. Έξω από το μαγαζί παρακολουθούσαν τη σκηνή αυτή παιδιά, ένα από τα οποία θυμάται τον Κατσάνο να κόβει, να πακετάρει και να εξυπηρετεί τους Γερμανούς, οι οποίοι θα έστελναν τα δέματα αυτά στις οικογένειες τους στην Γερμανία δίχως να πληρώσουν δεκάρα. «Τον έδωσαν ένα σημείωμα, λέγοντας του “οι άλλοι που έρχονται 126☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

από πίσω θα πληρώσουν”. Μετά από δύο τρεις μέρες, επισκέφτηκαν το Τσοτύλι Γερμανοί αξιωματικοί. Εμείς τα παιδιά εντυπωσιαζόμασταν από τις πρασινωπές στολές, τους κατιφένιους γιακάδες και τους μεγάλους βαθμούς. Πλησίασε ο Κατσάνος-ήταν λίγο αφελής σαν άνθρωπος- με το χαρτί στο χέρι, ελπίζοντας να πληρωθεί. Οι Γερμανοί εξέτασαν το χαρτί, το οποίο έγραφε, “πήραμε εμείς, αφήνουμε και για τους άλλους”. Θύμωσε ο αξιωματικός μόλις το διάβασε διότι τον ντρόπιασαν οι στρατιώτες του, γελάσαμε εμείς σαν παιδιά που ήμασταν, δίχως να μπορούμε να διανοηθούμε τον κίνδυνο που διατρέχαμε διότι θα μπορούσαν να μας είχαν ρίξει μια σφαίρα πάνω στον θυμό τους. Εξήγησαν στον έμπορο ότι δεν θα τον πλήρωναν διότι το χαρτί αυτό ήταν φάρσα. Τον ρώτησαν αν είχε κανένα άλλο στοιχείο αλλά δεν υπήρχε τίποτα άλλο, οπότε έφυγε πικραμένος». Τα παιδιά κυριευμένα από την περιέργεια που τα χαρακτηρίζει, παρατηρούσαν τις σκηνές γύρω τους, κρατώντας στις μνήμες τους το καθένα ό,τι του έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση ή το σημάδεψε περισσότερο. Εφτά δεκαετίες αργότερα, ο Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου ξετυλίγει ξανά τις παρακάτω δραματικές στιγμές: «Ο Γιάννης Μουστάκας με τον Μιχάλη Μουστάκα κατέβαιναν κάθε μέρα από την Βλάστη με καλοθρεμμένα άλογα. Μια φορά είδαμε τρείς Γερμανούς στρατιώτες να μπαίνουν στο μαγαζί του, να γεμίζουν τα σακίδιά τους με σοκολάτες και

|"Στης Κοζάνης τα σοκάκια με τα σπίτια τα παλιά…" δεκαετία του ’40

❧127


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

να φεύγουν σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Μια άλλη φορά πάλι, μπήκαν στο υποδηματοποιείο του Κοκόνη από την Σιάτιστα για να κλέψουν κάτι πάνινα παπούτσια που πουλούσε. Βλέπεις, κουράζονταν τα πόδια τους με τις βαριές μπότες και τα ήθελαν για βοηθητικά. Είχαν πιστόλια στη μέση και κρυμμένα στις μπότες τους. Θυμάμαι πως η λαβή του πιστολιού ήταν από πόδι ελαφιού. Μόλις μας πήρε χαμπάρι ένας από αυτούς, αρπάζει τα πιστόλια από τις μπότες και άρον άρον εμείς το βάλαμε στα πόδια». «Ο Βιτόριο, ένας Ιταλός στρατιώτης, κατέφθανε στο Τσοτύλι πάνω στην μοτοσυκλέτα του κάθε απόγευμα. Ένα από αυτά τα απογεύματα έτυχε να ανεβαίνει στο δρόμο ένα ζευγάρι από βόδια, κουρασμένα και δουλεμένα ζώα. Ο δρόμος τότε αν και κεντρικός, δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος ακόμη, αλλά ήταν χαλασμένος με χοντρά, σκόρπια χαλίκια παντού. Δυσκολευόσουν ακόμη και να περπατήσεις. Όπως ερχόταν η μοτοσυκλέτα από κάτω, ταυτόχρονα έβγαιναν τα βόδια στο δρόμο. Ένα από τα δύο βόδια αγρίεψε μόλις είδε την μοτοσυκλέτα, και άρχισε να την κυνηγάει ενώ εμείς τρέχαμε να προλάβουμε τη σκηνή. Το ζώο, αν και κουρασμένο από το όργωμα, πρόλαβε την μοτοσυκλέτα, την πήρε με τα κέρατα και την έριξε σε μια βατσινιά. Αλλού ο Βιτόριο, αλλού η μοτοσυκλέτα. Τον σηκώσαμε, τον πήγαμε στου Γιάννη του σιδερά το μαγαζί και τον καθαρίσαμε, ευτυχώς είχε τραυματιστεί ελαφρά. Μόλις συνήλθε, έβγαλε το πιστόλι και άρχισε να πυροβολεί για να σκοτώσει τα βόδια μαζί με τον έρμο τον παππού που τα πήγαινε να τα βοσκήσει. Του λέμε τι σε φταίει ο παππούς; Σκότωσε τα βόδια. Τελικά τον πείσαμε να μην κάνει φόνο και διατηρούσαμε καλές σχέσεις με τον Βιτόριο από τότε». Εκατό σπίτια έκαψαν οι Γερμανοί στο Ροδοχώρι το 1944. Μέσα από τις στάχτες μπόρεσαν και ξανάρχισαν τη ζωή τους αφού υπέφεραν πολλά δεινά. Οι χωριανοί, για 1-2 μήνες κοιμόταν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, τρεις μήνες ήταν κρυμμένοι στο δάσος με τα άγρια ζώα και χρόνια μέσα σ’ ένα δωμάτιο που τους έχτισε η στέγαση μετά τον πόλεμο. Οι Γερμανοί άρπαζαν τις κότες από τα κοτέτσια και έστρωναν πλουσιοπάροχα τραπέζια, έβαζαν τις γυναίκες να κάνουν γλυκά. Έβρισκε κανείς τα πάντα στα τραπέζια τους, από στραγάλια αραδιασμένα μέχρι ένα καζάνι με κοτόπουλο και πέτουρα, πανδαισία γεύσεων, οι οποίες κάποιες φορές έμειναν απείραχτες λόγω ξαφνικής φυγής των κατακτητών. Όταν οι Ιταλοί λεηλάτησαν το μαγαζί του Στέργιου Αδαμίδη στη Δαμασκηνιά, αναγκάστηκαν να μετακομίσουν το ’47 στο Άργος, όπου και έμειναν μέχρι το ’51. Πριν, το ’42 είχε έρθει ο στρατός και ξεσήκωσε 128☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

το χωριό. Ο πατέρας του ήταν εγκαταστάτης γραμμών και μόλις μπήκαν οι Ιταλοί ειδοποίησε κάτω ότι χάλασε η τηλεφωνική γραμμή και τον έστειλαν να πάει να τη φτιάξει στο Χορηβό. Έφυγε και δεν γύρισε πίσω. Η πείνα και οι κακουχίες του πολέμου και της κατοχής ανάγκαζαν τους ανθρώπους να προβούν σε απεγνωσμένες πράξεις για να επιβιώσουν. Ο Θόδωρος ‘Λίτσιος’ Φλιώνης ήταν ένας επιτυχημένος έμπορας στο Τσοτύλι. Όταν πέθανε, τον έντυσαν γαμπρό, μια και ήταν γεροντοπαλίκαρο και τον έθαψαν μια παγερή μέρα με πολλά χιόνια στον Προφήτη Ηλία. Το βράδυ μια συγγενής του μακαρίτη τον είδε στον ύπνο της να την ρωτάει, «γιατί δεν με ντύσατε;» Απόρησε η γυναίκα, διότι τον είχαν ντύσει με τα καλύτερα ρούχα: γραβάτα, καπέλο, κουστούμι, τα πάντα. Πήρε κάποια άτομα και πλησιάζοντας στο μνήμα τι να δουν; ο νεκρός πάνω στα χιόνια, γυμνός εκτός από τα εσώρουχα, τα ρούχα του άφαντα. Δεν βρήκαν ποτέ ποιος διέπραξε τέτοια μακάβρια πράξη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα, τα ρούχα τα πούλησαν για καλαμπόκι. «Στην Κατοχή ένας άναβε το δαδί και τρώγαμε όλοι», αναφέρει ο Γιώργος Χατζής. «Όλα τα σπίτια είναι καπνισμένα από τότε. Είχαμε χαμηλά τραπέζια, στρόγγυλα, με πολύ χαμηλά στρώματα. Έβαζαν στη μέση του δωματίου ένα τραπέζι, ακόμη και στους γάμους, καθόμασταν στα κούκουρα53* στα στρώματα και τρώγαμε. Τα ρούχα μας μπαλωμένα, παπούτσια δεν είχαμε. Αναρωτιέμαι πως ζούμε ακόμη». Σπέρνανε λινάρι, το μαζεύανε, το περνούσαν από μάγγανο και ύφαιναν στον αργαλειό για να το κάνουν ύφασμα. Έδιναν έναν τόνο χρήματα για να πάρουν ένα ψωμί. Έσφαζαν τα αρνιά και τα γουρούνια για να κάνουν παπούτσια, ή περπατούσαν ξυπόλητοι. Πήγαιναν στην Αλβανία, για να αγοράσουν μεταξωτά υφάσματα και να τα πουλήσουν. Η Λούβρη, κεφαλοχώρι που δεν κατοικήθηκε από Τούρκους, άλλαξε τοποθεσία δύο φορές λόγω επιθέσεων των Αρβανιτάδων. «Ερχόταν οι Αρβανίτες παλιά να κάνουν πλιατσκολόι», εξηγεί ο Τριαντάφυλλος Κωτσόπουλος. «Δεν γλύτωσε το χωριό μας ούτε από τους Γερμανούς, οι οποίοι το έκαψαν μη αφήνοντας όρθιο τίποτα εκτός από την εκκλησία. «Ούτε κοτέτσι δεν άφησαν. Δεν είχαμε αντάρτες, είχαν όμως τα γύρω χωριά και για να φοβηθούν οι άλλοι, έκαψαν τη Λούβρη πέντε φορές. Ακόμη και το 1943, γυρνώντας πίσω από τις εκκαθαρίσεις, έστειλαν μια ομάδα και έκαψε το τελευταίο σπίτι που είχε μείνε όρθιο και ένα καμπαναριό που ήταν ξεχωριστό από την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, η οποία γλύτωσε διότι υποθέτω 53 Στα κούκουρα: Στα γόνατα

❧129


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

ότι ο αξιωματικός ήταν από θρησκευτική οικογένεια και την σεβάστηκε». Ο καφές τους γίνονταν από ρεβίθια. «Αν είχαμε λίγο πετμέζι από αγριόγκορτσα54, νομίζαμε ότι άνοιξε ο ουρανός», αναφέρει ο Λάμπρος Ζήκος. Ήταν 8 χρονών το 1940, και για ζάχαρη είχανε πετιμέζι, μπελτζέ από μούστο, μέλια, καθώς και λίγο πετρέλαιο, λάδι, σπίρτα και πράσινο σαπούνι, αλλά μετά το ’45, δεν είχαμε τίποτα. Η μητέρα έκρυψε σε μια κανάτα τα κομματάκια ζάχαρη που έμειναν για να μη τα φάμε, αλλά εμείς συνεχίσαμε να ψάχνουμε και τα βρήκαμε». «Στον πόλεμο δεν μπορούσες να βρεις ρύζι από τον Αλιάκμονα και πέρα γιατί ήταν Γερμανοί», συνεχίζει ο Λάμπρος. «Περνούσες από φυλάκια. Κάθε σπίτι είχε ένα γουρούνι. Δεν υπήρχε πουθενά ζάχαρη ή καφές για να αγοράσεις. Άφησαν ένα Τούρκικο πλοίο του Ερυθρού Σταυρού να περάσει για να φέρει προμήθειες στους Αθηναίους που πεινούσαν. Τα παντελόνια μας είχαν εκατό μπαλώματα. Παπούτσια δεν υπήρχαν, μόνο γουρουνοτσάρουχα. Για να μπορέσεις να αγοράσεις ένα πουκάμισο, δούλευες ένα χρόνο. Η λίγδα ήταν πολύ βασική: «μας πήρε τη λίγδα και την πήγε στη μάνα της», έλεγαν οι πεθερές για τις νύφες τους που ήταν λίγο περισσότερο γενναιόδωρες με την χρήση της απ’ ό,τι απαιτούσε η περίσταση. Κι | Ο Δημήτρης Διαμάντης στρατιώτης αν η νύφη έβαζε δύο κουτάλια λίγδα στο φαγητό, φώναζε η πεθερά, οικονομία! Έπρεπε να σκεφτείς και να υπολογίσεις τα πάντα για να μη πάει τίποτα χαμένο. Για να παντρευτείς 54 αγριόγκορτσα: άγρια αχλάδια 130☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

έπαιρνες δανικό φουστάνι και πήγαινες στην εκκλησία για τη στέψη με τρύπια παπούτσια». Έπαιρνες 1 οκά σιτάρι με 5 δραχμές», συνεχίζει ο Λάμπρος. «Ακόμη και τον τσομπάνο τον πληρώναμε με είδος, τον αγελαδάρη με σιτάρι. Όταν δεν είχαμε τίποτα να δώσουμε, φροντίζαμε εμείς τα ζώα. Ήμασταν τρεις οικογένειες, άρα εγώ πήγαινα δύο μέρες, δύο ο ξάδερφός μου ο Θωμάς και τρεις ένας άλλος μου ξάδερφος, ο οποίος είχε περισσότερα πρόβατα. Μόνο έτσι τα βγάλαμε πέρα. Το 1944, οι Σλαβόφωνοι άρπαξαν 3-4 χιλιάδες πρόβατα, γίδια, κατσίκες και βόδια από την Κορυφή. Το δικό μας κοπάδι γλύτωσε από τον Τσαξτάρα τον τσομπάνο: τα έριξε σ’ ένα ανήλιο Ιούλιο μήνα, ήταν τόση ζέστη που αυτά ζάρωναν και γλύτωσαν γιατί δεν τα πήρε κανείς χαμπάρι». Τα εστιατόρια σέρβιραν μόνο φαγητό: ψωμί δεν υπήρχε. Η Ουρανία Γάκη στο εστιατόριό της στο Τσοτύλι έκοβε τα μπουκάλια της μπύρας για να κάνει ποτήρια. Κατά την διάρκεια της κατοχής κυριαρχούσαν τα Ραλλικά χρήματα, ως το τέλος του 1943. Το 1943-44 οι Άγγλοι έριξαν λίρες. Με 1 λίρα έπαιρνες 40 οκάδες σιτάρι. Οι Γερμανοί είχαν τυπογραφεία στα αυτοκίνητά τους και έκοβαν χρήμα: 1.000.000 ήταν ένα απλό χαρτί.

| Ο Θύμιος Κυρατζής στρατιώτης από την Χρυσαυγή

Το ψωμί τους περιείχε σιτάρι για δύναμη, βρίζα για να γίνει μαλακό και καλαμπόκι για γλύκα. Τη βρίζα την έσπερναν σε πετρώδη μέρη, όπως τη φακή και το ρόβι. Έσπερναν μία χρονιά σιτάρι, μία καλαμπόκι. Μια και δεν υπήρχαν χρήματα, δεν μπορούσαν να ανάψουν ούτε ένα κερί. Τούς έδιναν ένα κομμάτι χαρτί που λειτουργούσε σαν κουπόνι.. Επικρατούσε το σύστημα ανταλλαγής, π.χ. έδινες δύο αυγά για να πάρεις

❧131


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

1-2 δράμια μπογιά για κάλτσες. Αγόραζες λουλάκι για σιγκούνι, πράσινο χρώμα για φανέλα. Οι χωριανοί στο μαγαζί του πατέρα του Λάμπρου Ζήκου έρχονταν να πάρουν 250 δράμια πετρέλαιο μόνο. Η δραχμή ήρθε το 1945. Κλέφτες δεν υπήρχαν παρά μόνο γιαγκούληδες55. Πριν τον Ράλλη, υπήρχε το χιλιάρικο του Γεωργίου Σταύρου, δραχμή ασημένια, το δίφραγκο, το τάλιρο, η δεκάρα κι η πεντάρα. Η δραχμή είχε 10 δεκάρες, η δεκάρα είχε 10 λεπτά. Μια δραχμή είχε 100 λεπτά. Τα πεντάλεπτα ήταν τρύπια στη μέση, όπου έχουμε και το ρητό, «θα πάρεις μια τρύπια πεντάρα». «Το χιλιάρικο του Γεωργίου Σταύρου ήταν γερό», εξηγεί ο Θανάσης Σκόδρας. «Τα Ραλληκά τα παίζαμε εμείς τα παιδιά αφού μετά το ’42 δεν είχαν καμία αξία. Ο πατέρας μου είχε 3.000 Ραλληκά και έλεγε, “έχουμε λεφτά γερά”, αλλά χάθηκαν όλα. Μετά το ’50 ήρθε η χάρτινη δραχμή, και το χάρτινο δεκάρικο. Αργότερα η δραχμή έγινε μεταλλική, το εικοσάλεπτο έγινε ασημένιο, και η αξία του ήταν παραπάνω, λόγω του ασημιού. Το ασήμι όμως αν το πουλούσες, έκανε πάνω από 20 δραχμές. Τα μάζεψαν κάποιοι ειδικοί και χάθηκαν. Τη δραχμή την έλεγαν χιλιάρικο, και το χιλιάρικο το έλεγαν εκατομμύριο. Ό,τι έπαιρνες με ένα χιλιάρικο το έπαιρνες με μία δραχμή Είχε κόψει ο Ράλλης μια μονάδα, πολλά λεφτά, χάθηκαν, δεν τα έπαιρνε κανένας. Ο Ράλλης έσωσε κόσμο, γιατί έκοψε χιλιάρικα. Ερχόταν κάποιος ν’ αγοράσει έναν κόκορα και τον έλεγαν, πάρε εκατό χιλιάρικα!» «Τα καφενεία ήταν ανοιχτά», αναφέρει ο Λάμπρος Ζήκος, «αλλά δεν υπήρχε συνάλλαγμα. Στον πόλεμο, γίνονταν ανταλλαγή προϊόντων διότι χάθηκαν τα Ραλληκά χρήματα. Π.χ., εργαζόσουν εδώ πέρα κι ερχόσουν να πληρωθείς: “Τι να σε δώσω;” σου έλεγαν. “Θα σε δώσω μαλλί από τα πρόβατα, γάλα, ή θα σε δώσω τυρί, σιτάρι, καλαμπόκι, βρίζα, ή φασόλια”. Χρήματα όμως δεν θα σ’ έδιναν γιατί δεν υπήρχαν. Κι έτσι έζησαν και οι Αθηναίοι, καλά έκανε. Για να πάνε στην αγορά έβαζαν τα Ραλληκά σε έναν τρουβά, τόσα πολλά χρειάζονταν για να ψωνίσεις». Στη Ζώνη η Θεοδοσία πεινούσε και παρακαλούσε κάποιον χωριανό «δώσε μου λίγο ψωμί, μπάρμπα, λίγο ψωμί», αλλά εκείνος έκανε πως δεν άκουγε. Η νύφη του ζύμωνε ένα για τα σκυλιά και ένα για την οικογένεια και τους πρόσφεραν λίγο μουχλιασμένο που προοριζόταν για τα σκυλιά. Εκείνες το καταβρόχθισαν με ευγνωμοσύνη μέχρι που κατάλαβαν το λάθος τους. «Πως δεν πεθάναμε;» αναρωτιέται, οι μνήμες της άσχημης αυτής περιπέτειας, ζωντανές από τότε: «έρχονταν η αδερφή της μάνας 55 γιαγκούληδες: κλέφτες σε ορεινά μέρη οι οποίοι λήστευαν τους πλούσιους για να δώσουν στους φτωχούς. 132☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| Μετανάστες από την Κορυφή στην Γερμανία

| Το πρώτο νόμισμα της Π.Ε.Ε.Α 1944 (πρώτη κυβέρνηση του βουνού –ΕΑΜ)

❧133


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

μου και χτυπούσε τις πόρτες και φώναζε αλλά δεν ανοίγαμε, νόμιζε ότι πεθάναμε και φοβήθηκε πάρα πολύ. Κλειστήκαμε στο σπίτι μέχρι να συνέλθουμε, δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας». «Στον Αλβανικό πόλεμο με την οπισθοχώρηση βρήκαν τα αδέλφια μου στη Ζώνη καλώδια κουλουριασμένα που είχε αφήσει πίσω ο στρατός καθώς έφευγε. Με έβαλαν να καθίσω στο μπάγκο του καφενείου, να κρατώ το καλώδιο και καθώς έκαιγε το λάστιχο, να τους φωτίζει να χορεύουν. Το πρωί ήμασταν κάπνα αλλά χαρούμενοι». Ο πεθερός της Χαρίκλειας Κώττα και ο πατέρας της Θεοδοσίας είχαν σκάψει γούρνες πίσω στους κήπους και έθαψαν τα εμπορεύματά τους, για να τα σώσουν από τους Γερμανούς, αλλά αυτοί, αφού τα ανακάλυψαν, πήραν ένα δοχείο πετρέλαιο από το μαγαζί του Κώτα και έδωσαν φωτιά στα μαγαζιά του Μιχαήλ. Αφού είδαν πως κινδύνευαν, οι κάτοικοι της Ζώνης πήραν τα βουνά και κρύφτηκαν σε σπηλιές και δάση, παίρνοντας μαζί τους και ό,τι θεωρούσαν πολυτιμότερο. Η αδερφή της Θεοδοσίας είχε παντρευτεί τον Οκτώβριο, και ο άνδρας της έφυγε για την Αμερική, γιατί ήταν Αμερικανός υπήκοος. Αυτό που της απέμεινε ήταν το νυφικό της, το οποίο τύλιξε προσεχτικά με άλλα πράγματα, κουβαλώντας το μαζί της, ένα σύμβολο ευτυχισμένων στιγμών που τώρα έμοιαζε με ένα μακρινό όνειρο. Έβαλαν τα μπαούλα τους στα δέντρα να μη φαίνονται και κρύφτηκαν. Οι Γερμανοί όμως τους έφτασαν και βρήκαν τα μπαούλα, τα κατέβασαν και ανοίγοντας τα πρέπει να απόρησαν με το θέα του νυφικού. Αφού πήραν ό,τι τους άρεσε, τα υπόλοιπα τα έβαλαν φωτιά, αλλά όχι το νυφικό: Αποφάσισαν να διασκεδάσουν και μπροστά στα μάτια της νιόπαντρης, το έβγαλαν από το μπαούλο και κοίταξαν τη γαϊδούρα που στέκονταν ανέμελη πιο πέρα με το γαϊδουράκι της. Σε μια ατμόσφαιρα όπου το μακάβριο ήταν δεδομένο πλέον, πυροβόλησαν το άτυχο ζώο. Πήραν το νυφικό και το έντυσαν νύφη, άνοιξαν τη σακούλα με το αλεύρι και ‘πουδράρισαν’ το πρόσωπο της γαϊδούρας, κάνοντάς το κατάλευκο. Μετά, αφού ανακάλυψαν ένα μεγάλο καθρέφτη, τον έσπασαν και τον έστησαν σε μια πέτρα, τοποθετώντας το ζώο μπροστά στο ραγισμένο γυαλί. Αθέλητοι παίχτες αυτής της παράλογης σκηνής, οι χωριανοί ένοιωσαν τρόμο μήπως και έχουν το τέλος της γαϊδούρας, αλλά «δεν χάλασαν άνθρωπο, μόνο τα ζώα», λέει η Θεοδοσία, γελώντας πικρά τώρα με την τρέλα των κατακτητών. «Μας ρήμαξαν: σπίτια, εκκλησιές, τα πάντα τα βρήκαμε στάχτη. Η εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου ήταν 134☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

ένα αριστούργημα με σκαλιστά, την έκαψαν αλλά την ξαναχτίσαμε. Στην επιστροφή φτιάξαμε ένα δωμάτιο για να μείνουμε, μετά ακολούθησαν κι άλλα». Στη Ζώνη, αφού λεηλάτησαν το μύλο και πήραν τα σιτάρια από τα γεμάτα αμπάρια, οι αντάρτες, έχοντας στο στόχαστρο τον Αλέξη Κώττα άρπαξαν 400 πρόβατα από τη στρούγκα του, αφήνοντάς του μόνο εφτά. Τα εφτά πρόβατα τα έκρυψαν οι τσοπαναραίοι στο χειμαδιό για να μη τα πάρουν και αυτά. Για να βοηθήσουν τον Κώττα έλεγαν, «εκείνο δεν είναι του Κώττα, αυτό δεν είναι του Κώττα». Κάποιος είχε τα πρόβατα και τα πήγε στο χωριό. Ειδοποιεί να πάνε να τα πάρουν. «Πάει η πεθερά μου με ένα παιδάκι», διηγείται η νύφη του Χαρίκλεια. «Την δίνουν μόνο τρία. “Τι απέγιναν τα άλλα τέσσερα;” ρωτάει. “Τα έφαγε ο λύκος!” ήταν η απάντησή τους. Αυτά ήταν τα δεινά του πολέμου. Πούλησε ο πατέρας μου ένα μεγάλο κριάρι στα Βουλγαροχώρια και του έδωσαν 8 οκάδες καλαμπόκι για να φάμε λίγο ψωμί». Έξι αδέρφια πήγαν στο Πολυκάστανο για 1½ χρόνο. «Μας έλουζε η μάνα μας με λίγο νερό, γιατί ούτε νερό δεν υπήρχε. Τρομάζαμε να γεμίσουμε τα λαένια56 από τη βρύση», λέει η Χαρίκλεια για την εποχή της φυγής τους από το χωριό. Για να βοηθήσουν αυτούς που τους φιλοξενούσαν, βοσκούσαν τα μανάρια57 τους ή έκαναν ό,τι δουλειές υπήρχαν. Η θεία της έστελνε χρήματα από την Αμερική και δεν πείνασαν, αλλά πολλοί έφαγαν βαλάνια και βρίζα. Για 10 χρόνια, μια Οδύσσεια αφάνταστου πόνου, χαμού, ταλαιπωρίας, εξαθλίωσης. Το ’47-48 ήταν κοντά στο στρατό, στρωματσάδα όλοι, περιτριγυρισμένοι από ένα τάγμα στρατού. Η αγριάδα μπορεί να είναι αποτοξινωτικό και καθαρτικό βότανο, δεν μπορεί όμως κάποιος να ζήσει μόνο με αυτό για πολύ χρονικό διάστημα. Δυστυχώς αυτό είχε απομείνει για τους πεινασμένους που χτένιζαν την περιοχή ψάχνοντας για τροφή. «Θυμάμαι», λέει ο Θανάσης Σκόρδας, «όταν ήμουν δεκατριών χρονών, κάποιον που είχε έρθει από το Κεράσοβο της Ηπείρου για να γλυτώσει από την πείνα, αλλά ήταν αργά. Είχε βράσει λίγη αγριάδα για να φάει, αλλά ήταν τόσο αδύναμος που δεν άντεξε. Πέθανε μπροστά στα μάτια μου. Υπήρχε λίγο ρύζι στο σπίτι σου; δεν άφηνες κανένα νηστικό. Αν και περνούσαν πολλοί από τις πόλεις και ζητιάνευαν: έκοβες λίγο ψωμί και τους έδινες, τις περισσότερες φορές από το υστέρημά σου. Ο κόσμος φορτώνονταν λάδι από την Παραμυθιά, αλλά πολλές φορές έπεφταν θύματα ληστών, όπως ένα παλληκάρι από 56 Λαένια: δοχεία 57 Μανάρια: προβατίνες

❧135


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

το Δασύλλιο, που το επιτέθηκαν οι ληστές και του πήραν τον τενεκέ λάδι που κουβαλούσε. Πέθανε λίγο αργότερα από γάγγραινα». Αν και η Στεργιανή Παπαδοπούλου από την Χρυσαυγή δεν υπέστη επίθεση, ανακάλυψε το πρωί στο χάνι που διανυκτέρευσε στην επιστροφή της από την Παραμυθιά ότι κάποιος το βράδυ της είχε κλέψει τον τενεκέ με το λάδι που τόσο χρειάζονταν τα δύο ορφανά παιδιά της. Αυτό που δεν ξέχασε ποτέ είναι ότι χρόνια αργότερα, πήρε ένα γράμμα και μία επιταγή από την Αμερική από το άτομο που της είχε κλέψει το πολυπόθητο λάδι, καλύπτοντας το ποσό του λαδιού, και, πιο σημαντικό, ζητώντας της συγγνώμη για τη ζημιά που υπέστη εκείνο το βράδυ. «Έρχονταν και μας παρακαλούσαν, μας δίνανε προίκες, εργόχειρα, για ένα κομμάτι ψωμί», διηγείται η Ευανθία Ρούση. «Η μητέρα μου Δέσποινα τους λυπόταν αλλά δεν έπαιρνε τίποτα. «Θα κλαίτε αργότερα, τους έλεγε. Δεν παίρνω τα προικιά σας, αλλά θα σας δώσω ένα κομμάτι ψωμί από το υστέρημά μου. Ένας κύριος από τον Ποντιακό μαχαλά πήγε στη μητέρα να της δώσει ένα σαμοβάρι, οικογενειακό του κειμήλιο, για να το ανταλλάξει με φαγητό, μήπως σώσει την οικογένειά του. Η μητέρα μου το κοίταξε, το θαύμασε και κούνησε το κεφάλι της λυπημένα: δεν το παίρνω παιδί μου, θα ραγίζει η ψυχή σου αν το πάρω, του είπε.. Εκείνος όμως την παρακαλούσε θερμά. Τι να το κάνει το τσάι όταν πεινούσε; Αφού είδε ότι η μητέρα δεν το έπαιρνε, της είπε: Ας κάνουμε τότε μια συμφωνία: Παρ’ το, έχε το, και όταν συνέλθω, θα έρθω, να σου δώσω τα λεφτά και να μου το επιστρέψεις. Κι’ έτσι και έγινε». Ο Θεολόγος Διαμαντόπουλος πήγε στο παζάρι της Δαμασκηνιάς με τον πατέρα του μια Τετάρτη του 1943, όπως συνήθιζε, μόνο που η συγκεκριμένη μέρα επιφύλασσε γι αυτόν μια σκηνή που τον σόκαρε: εκείνη την ημέρα το ΕΛΑΣ θα εκτελούσε δύο προδότες, Έλληνες που συνεργάζονταν με τους Ιταλούς. Τους έπιασαν στο Άργος και τους παρέλασαν μέσα από το παζάρι της Δαμασκηνιάς, μεταφέροντάς τους περίπου 100 μέτρα πιο κάτω για την εκτέλεση. Ο πατέρας του Θεολόγου ήθελε να συνεχίσει τα ψώνια του, ο γιος του όμως είχε την νεανική περιέργεια να παρακολουθήσει την εκτέλεση. «Εύχομαι τώρα να μην το είχα παρακολουθήσει», λέει λυπημένα, 59 χρόνια αργότερα. «Ο καπετάν Λουκάς, ο νεότερος, αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια ενώ ο δεύτερος, ένας γέρος σε ηλικία, έτρεμε από το φόβο του. Τους πυροβόλησαν από πίσω, και έπεσαν νεκροί μπροστά μας». Η βοή του παζαριού πιο πάνω σκέπασε τους πυροβολισμούς και 136☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

η αγορά συνεχίστηκε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα το αξιοσημείωτο. Όταν οι Ιταλοί ανακοίνωσαν ότι θα έκαιγαν το Τσοτύλι, οι κάτοικοι έφυγαν για το Παλιοκόπρια και τις γύρω περιοχές, απ’ όπου και το κοιτούσαν να καίγεται με κομμένη την ανάσα. «Μας είχαν ειδοποιήσει ότι όποιος θα έμενε στο σπίτι του δεν θα το έκαιγαν», αναφέρει η Ευανθία Ρούση, «αλλά φύγαμε γιατί φοβόμασταν». Η οικογένεια του Παπαβασιλείου έβλεπε την γειτονιά τους να καίγεται από την Ανθούσα, τα παιδιά να παρακολουθούν τη σκηνή μέσα από τα κιάλια έντρομα καθώς τρεις εμπρηστές έδιναν ένα τέλος στην γειτονιά τους, που τώρα παραδίνονταν στις φλόγες. Άλλοι έβλεπαν μαγαζιά, όπως του Παπαδόπουλου ή της Τσιαμίτενας, υπερυψωμένα να στέκονται λίγο ακόμη και μετά να πέφτουν σαν να ήταν φτιαγμένα από τραπουλόχαρτα. Σαν ένα όνειρο θυμάται η Ζωή Μακρή την ημέρα που ο πρόεδρος της ΟΥΝΤΡΑ στο Τσοτύλι, όπου και έμεναν καταφυγόντες, μοίραζε ρούχα, κουβέρτες και παπλώματα στους κατοίκους. «Τα πετούσαν έξω στον κόσμο από ένα μπαλκόνι, κι έπαιρνες ό,τι προλάβαινες. Μικρό κορίτσι τότε, πρόλαβα και άρπαξα στα χέρια μου ένα παπλωματάκι, με το οποίο κοιμόμουν στο σπίτι του Λιούπα. Επίσης, κάποια παιδιά έκαναν διάρρηξη στην αποθήκη της ΟΥΝΤΡΑ, όπου μπορέσαμε και εμείς τα υπόλοιπα να μπούμε. Βρήκαμε σοκολάτες και τσίχλες. Αφού απολαύσαμε τις σοκολάτες -σπάνιο είδος για την εποχή- αρχίσαμε να μασάμε τις τσίχλες: δεν ξέραμε τι ήταν, πρώτη φορά είχαμε δει κάτι τέτοιο, και περιμέναμε να λειώσουν στο στόμα μας όπως οι καραμέλες». Παρηγοριά της ήταν ο παππούς ο Λιούπας, που την περίμενε με το φαγητό έτοιμο κάθε μεσημέρι αφού γύριζε από το σχολείο. Δεν θα ξεχάσει ποτέ την καλοσύνη της οικογένειας Λιούπα, με τους οποίους έμειναν μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Από το 1947-49, οι ‘ανταρτόπληκτοι’ όπως τους ονόμαζαν κατέφυγαν στο Τσοτύλι καθώς και σε άλλα κεντρικά σημεία της περιοχής, γιατί τα χωριά τους δεν ήταν πλέον ασφαλή. Έμεναν σε πρόχειρα καταλύματα, τολ του στρατού τα οποία ήταν σε διάφορα μέρη του Τσοτυλίου. Αυτή την εποχή ο πληθυσμός της πόλης είχε φτάσει στους 7.000 κατοίκους. Άλλα κέντρα ασφάλειας ήταν η Νεάπολη και ο Πεντάλοφος. Τα τολ ήταν περίπου 40 μέτρα φάρδος και 70 μέτρα μήκος και χωρίζονταν σε διαμερίσματα. Οι Χρυσαυγιότες έφυγαν καταφυγόντες στην Κορυφή. Έκρυψαν στις μπιστεριές58 ό,τι πολύτιμο είχαν, από ρούχα μέχρι και σιτάρι. Ένα 58 μπιστεριές: βράχια

❧137


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

βράδυ, η Φρύδω Γκέκα φύλαγε το σιτάρι της οικογένειάς της. Μόλις 11 χρονών, αγαπούσε να κοιμάται στην ύπαιθρο, αλλά πως θα μπορούσε να φυλάει τα κρυμμένα αφού όλη μέρα δούλευε; «Όχι μόνο το σιτάρι, αλλά και μένα θα σήκωναν αν με έβρισκαν, αφού το έριχνα στον ύπνο», λέει γελώντας. Θυμάται πως η Ντουμουβέλλω η μπάμπω μάλωνε ένα βράδυ με τη Μπουσιογιάννενα, τι άραγε είχαν να μοιράσουν; Η Ντουμουβέλλω, μαμή και καλόγρια του χωριού, φορούσε ένα ζωνάρι στη μέση, σήκωνε την κλούτσα και χτυπούσε όποιον τολμούσε να την πειράξει. Αυτή τους μπάμπεψε όλους στο χωριό, μάλιστα αν κανένα μωρό γεννιόταν με στραβά πόδια ή κουτσό, «τόβανε στο νερό, το έτριβε με λάδι, το έσφιγγε, και το έδενε με κλάπες μέχρι να γίνει καλά, αν γινόταν φυσικά». Άφοβη και με τους Γερμανούς, προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί τους, και αυτοί γελούσαν, αλλά δεν την πείραζαν, απορημένοι με την γενναιότητά της. Η ίδια διηγούνταν πως πήγε στην εκκλησία να ανάψει τα καντήλια, ξημερώματα Χριστουγέννων και ξαφνιάστηκε βλέποντας ένα μικρό κοριτσάκι να στέκεται στην Ωραία Πύλη, ντυμένο στα λευκά. Αντί να το βάλει στα πόδια φώναξε κατευθυνόμενη προς το μέρος του, «έλα εδώ κορτσούλ’ μ», αλλά πριν προλάβει να το φτάσει, το κοριτσάκι εξαφανίστηκε. Στον Πολύλακο, ο Ιορδάνης Μπαϊραχτάρης θυμάται πως «αυτοί που πεινούσαν έτρωγαν ρόβι, καραμποτσάκι, ακόμη και βαλανίδια. Η μεγαλύτερη πείνα ήταν το ’41. Για να σώσεις τα λίγα πράγματά σου, έκανες μια γκίσμπα δηλαδή έσκαβες ένα λάκκο, έβαζες τα πράγματά σου μέσα και τα έκρυβες μέχρι να τα χρειαστείς. Δύο φορές προσπάθησαν οι Ιταλοί να κάψουν το χωριό χωρίς επιτυχία, αλλά τα κατάφεραν μόνο την τρίτη». «Στην Κατοχή, ήταν όλα κλειστά. Ήρθαν μάνα και γιος από τη Σιάτιστα, και είπαν, δώσε μας ρόβι, καραμποτσάκι, πεινάμε. Έρχονταν οι γυναίκες και πουλούσαν τα προικιά τους εδώ για να πάρουν να ψωμοζήσουν. Μία φορά, ένας Χρήστος από την Αθήνα έβγαλε 50 δράμια μπομπότα για να φάει. Βγάλαμε και εμείς πίτα και του δώσαμε. Δάκρυσε. Άλλοι ρωτούσαν, να πάρουμε βαλάνια; Τρώγονται; Τα ψήνανε και τα τρώγανε. Τα βαλανίδια τα ζεμάτιζαν, τα άλεθαν και τα έκαναν ψωμί. Ήταν μαύρο, δεν στράγγιζε. Η Μακεδονία ήταν η γη της επαγγελίας, γιατί στην Αθήνα πεινούσαν. Η Ελλάδα έβγαζε για 5 μήνες ψωμί πριν το ’40, μετά ο κόσμος πούλησε τα πάντα για ένα κομμάτι ψωμί: 1 πρόβατο για 10 οκάδες σιτάρι, πουλούσαν και παρακαλούσαν γιατί δεν υπήρχε σιτάρι». Ένας από τους τρεις παντοπώληδες ήταν και ο Γούτσης από την Φούρκα, 138☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

ο οποίος άνοιξε το πρώτο μεγάλο μπακάλικο στον Πολύλακο. Ήταν ένα οργανωμένο παντοπωλείο, το οποίο επισκέπτονταν και πελάτες από τα γύρω χωριά. Ο πόλεμος έφερε τη μία τραγωδία μετά την άλλη για τον άμοιρο μπακάλη, ο οποίος έζησε στιγμές φρικιαστικές για τις οποίες ακόμη δακρύζουν οι συγχωριανοί του. Είχαν κάψει το Κλήμα οι Γερμανοί και στην επιστροφή σκοτώθηκε ένας από αυτούς από μία νάρκη που είχαν βάλει αντάρτες. Όταν οι Γερμανοί έχαναν ένα δικό τους, για εκδίκηση, όπως ήταν χαρακτηριστικό τους, σκότωναν αδιακρίτως και σε αυτήν την συγκεκριμένη περίπτωση, έκαναν το ίδιο. «Μετά από αυτό το συμβάν νόμισαν ότι ήμασταν οργανωμένοι, έγινε της μουρλής», αφηγείται ο Ιορδάνης Μπαϊραχτάρης. «Πήραν 10 άτομα οι Γερμανοί και τους σκότωσαν, μεταξύ αυτών και τον αδερφό μου. Από τότε φεύγαμε από το χωριό. Ανάμεσα στα άτομα που σκότωσαν στις 10 Αυγούστου ήταν και ο Θωμάς, γιος του Γούτση, ένα παλικάρι τόσο εμφανίσιμο, που όμοιο του δεν υπήρχε σε όλη την επαρχία. Είχαν και τον Γούτση μαζί τους, αλλά δεν τον σκότωσαν, στέλνοντας τον στο χωριό να αναγγείλει τα δυσάρεστα νέα της εκτέλεσης για να συμμορφώσουν τους υπόλοιπους. Ο άμοιρος πατέρας όμως είχε τρελαθεί από την απόγνωση και τα λόγια του ήταν ασυνάρτητα. Ο Γούτσης είχε και ένα παιδί 17 χρονών, τον Γιώργο. Όταν σκοτώθηκε ο μεγάλος του αδερφός τον πήρε ο Γιάννης, ο γαμπρός του πατέρα του, στον Αϊ-Γιώργη». Είχαν μαγαζί με σκάγια, σφαίρες, είδη κυνηγιού. Τέσσερις τα ξημερώματα εκείνο το μοιραίο φθινόπωρο, ο Γιώργος πήρε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό, αλλά οι Γερμανοί τον έπιασαν με σκάγια με τα οποία θα εφοδίαζε το μαγαζί του, τον θεώρησαν ύποπτο και τον πήραν να τον εκτελέσουν. Μόλις έμαθε ο πατέρας Γούτσης, παρακαλούσε να σκοτώσουν αυτόν στη θέση του παιδιού του. Με φρίκη γυναίκες και παιδιά παρακολουθούσαν την σκηνή, όταν άκουσαν έναν από αυτούς να του λέει σε άπταιστα Ελληνικά, «φύγε Γούτση θα σε σκοτώσω!». Ο Γούτσης όμως, συνοδευόμενος από την κόρη του Αθηνά, συνέχισε να εκλιπαρεί. Με μία δύο σφαίρες από πίσω τους αποτελείωσαν. Ο Άρης Βαϊνάς που ήταν μάρτυρας των εκτελέσεων εξιστορεί: «Μας πήραν οι Γερμανοί και μας πήγαν στο εκκλησάκι, εκεί που είχαν εκτελέσει και τους άλλους νωρίτερα, μπαίνοντας στο χωριό. Είχαν όλα τα γυναικόπαιδα εκεί. Εμείς παιδιά τότε, μας ανέθεσαν να κατεβάσουμε τα ξύλα και τα αγκάθια για να ετοιμάσουμε τα κάρα, όπου θα φόρτωναν τα πτώματα. Ήμασταν παρόντες όταν τους σκότωναν. Ο μισοί έφυγαν,

❧139


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

και τους μισούς τους σκότωσαν βάζοντάς τους στη γραμμή. Ο αδελφός μου, 86 χρονών τώρα, γλύτωσε γιατί το έσκασε από τη γραμμή. Ήταν ένας υπάλληλος εκεί από τη Ζιούζουλη, γυρίζει και μου λέει, Άρη, θα μας σκοτώσουν όλους! Εγώ πάλι τον έκανα κουράγιο και τον καθησύχασα ότι δεν θα παθαίναμε τίποτα. Τέτοιο προαίσθημα είχα». «Στο μεταξύ», συνεχίζει ο Άρης, «οι Γερμανοί μιλούσαν με τον ασύρματο. Ένας ξάδερφός μου μ’ έναν άλλο σηκώνονται και τρέχουν. Ο Γερμανός είχε ένα όπλο και καθώς έτρωγε τη φέτα το ψωμί, τους βάρεσε λίγο αλλά δεν τους σκότωσε. Όσοι έφυγαν γλύτωσαν, μόνο έναν μπόρεσαν και σκότωσαν εν φυγή. Ύστερα κατέβασαν τους άλλους και τους έβαλαν στη γραμμή και άρχισαν, «μπαμ, μπουμ»! τώρα είπα, πάει ο αδερφός μου. Είχαμε μάθει στο σκοτωμό πλέον. Με το όπλο κρατούσαν υπό έλεγχο τις γυναίκες. Η μία, η Ντόντενα, μάλλον είδε τον άντρα της στη γραμμή και πήγε να φύγει αλλά οι σφαίρες έτρεχαν στα πόδια της και γύρισε πίσω». Μετά την τραγική κατάληξη τεσσάρων μελών της οικογένειας Γούτση, το μαγαζί ερήμωσε και η μικρότερη θυγατέρα, Μαργαρίτα, (αφού το άνοιξε για λίγο) μετανάστευσε στην Αμερική. Τριάντα άτομα σκότωσαν οι Γερμανοί συνολικά στο χωριό. Ο Άρης ήταν 10 χρονών, όταν ο πρόεδρος του χωριού τον φώναξε και του είπε να πάει στο τσοπάνο που είχε τα ζώα έξω από το χωριό και να του φέρει ένα κατσίκι, οι Γερμανοί το ήθελαν επειγόντως. Περπάτησε έξω από το χωριό με άλλα παιδιά, αλλά οι Γερμανοί άρχισαν να ρίχνουν με τα πολυβόλα και τα σκάγια πήραν τον Άρη και τον τραυμάτισαν, όχι όμως σοβαρά. Είχαν βγάλει και ένα τραγούδι, «Προχωρούσες Γερμανία μέχρι το ’43» και το τραγουδούσαν συχνά. Οι Ιταλοί είχαν σκοτώσει τον θείο του Άρη πριν. «Εμείς ήμασταν τότε στη Πιπιλίστα -με το καινούργιο Νάματα- και όταν γυρίσαμε, η γιαγιά έκλαιγε. Ο θείος μου ήταν τσοπάνος, είχε και λίγο ραχίτιδα, γιατί να τον σκοτώσουνε; Πήγαμε με τον αδερφό μου στο μνήμα του και μείναμε κατάπληκτοι όταν είδαμε πόσο περιποιημένο ήταν. Είχε σταυρό, το παγούρι του, τον τρουβά του με το ψωμί, θα το μολογώ όσο ζω αυτό. Γιατί οι Ιταλοί περιποιήθηκαν τον τάφο του θείου μου αφού τον σκότωσαν; Σκάψαμε και είδαμε τα χέρια του σταυρωμένα, ήταν κάτασπρα. Δεν είχε μέρες πεθαμένος. Αυτή η σκηνή θα μείνει πάντα στο μυαλό μου». Πριν παντρευτεί στους Αγίους Θεοδώρους και ανοίξει το μπακάλικο με τον άντρα της, η Στεφανία Σπανού μεγάλωσε στην Κλεισώρεια. Μικρή 140☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

την φόρτωναν οι γονείς της με μια τριχιά -φτιαγμένη από κλωστές που είχαν στο σπίτι- και φόρτωναν τσουβάλια με τα υπάρχοντά τους για να πάνε να κρυφτούν από τους Γερμανούς. Για να τους αποφύγουν, κοιμόταν έξω στα δάση στη Βρόστιανη. «Είχαμε ξαπλώσει κάτω από κάτι δέντρα με μια παρέα μεγάλη. Το πρωί σηκωθήκαμε, περάσαμε τη Βρόστιαν59 και τραβήξαμε απάνω κατά το Μπουκοβό60 όπου και συναντήσαμε ένα σόι μας από το Βεντουλούστ61. Αυτός έψαχνε σαν τρελός τα δύο κορίτσια του, που είχε χάσει και μόλις μας αντίκρισε φώναξε: «που πάτε μωρέ, στο στόμα του λύκου πάτε να πέσετε πάνω τους;» «Με το άκουσμα αυτό πήραμε πάλι το δρόμο για το γυρισμό. Είχαμε μαζί μας αγελάδες, πρόβατα, γουρούνια, τι μουρλός κόσμος ήμασταν! Αρμέγαμε τα πρόβατα και πίναμε το γάλα. Τα ρούχα τα κρύβαμε σε γούρνες και τρύπες κάτω από το αλώνι, όπου δύσκολα να υποψιάζονταν οι Γερμανοί. Βάζαμε σκιζάρες62 από πάνω και όταν απελευθερωθήκαμε, μπορεί οι περισσότεροι να βρήκαμε τα ρούχα μας, αλλά είχαμε χάσει πολλά δικά μας αγαπημένα πρόσωπα». Από το 1940-50 ανταρτικό, Γερμανοί, Ιταλοί, πείνα. Η μία δυστυχία διαδέχονταν την άλλη. Το ’43 με τους αντάρτες ερήμωσε το χωριό και τα παντοπωλεία έκλεισαν. Από το ’47-50 οι Χρυσαυγιότες βρέθηκαν στην Κορυφή, όπου έμειναν 2-3 οικογένειες μαζί. Πήραν και τα ζώα τους όταν έφυγαν, και βοσκούσαν τα πρόβατά τους. «Περπατούσαμε, μία ώρα για να κοιτάξουμε το βιό μας στις καλύβες. Το χωριό ερήμωσε το ’43. Με τους αντάρτες έκλεισαν τα μπακάλικα και τα πράγματα τα κρύψαμε όπου μπορούσαμε, άλλα στο ποτάμι μας, τον Τζιοβάρα, άλλα χάλασαν, άλλα τα έφαγε η μόλτσα», (ο σκώρος) λέει ο Λάζος Σίμος. Το ΕΛΑΣ πολέμησε τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, «βγήκαν οι αντάρτες οι οποίοι δεν άφηναν να πουλήσουμε, αν θέλανε κάτι οι χωριανοί από το μπακάλικο έπρεπε να το πάρουν κρυφά. Στην Κορυφή, το 1947-50, τα βράδια με τους αντάρτες κρυβόμασταν, έτρωγαν τα σκυλιά, μπαίναμε μέσα σε σπηλιές, σε σπίτια που δεν είχαν κόρες για να μη μας ψάξουν», συνεχίζει ο Λάζος. Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος από το Πολυκάστανο διηγείται: «Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, κρυφτήκαμε στα δάση. Μόλις βγήκαμε από τα δάση και επιστρέψαμε, βρήκαμε το πάντα καμένα. Ήμουν 9 χρονών. Πρώτα δούλευε 59 Βρόστιαν: το χωριό Άγιοι Ανάργυροι 60 Μπουκοβό: περιοχή ανάμεσα στον Αυγερινό και Αγίους Αναργύρους 61 Βεντουλούστ: Δαμασκηνιά 62 σκιζάρες: ξύλα σχισμένα στη μέση

❧141


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

το καφενείο, μέχρι το ’44. Το ’46 γίνεται καφέ-παντοπωλείο. Μέναμε όλοι πάνω από το μαγαζί, το οποίο είχαν τα τρία αδέρφια μου, κι εγώ, όσο μπορούσα, τα βοηθούσα. Κρατήσαμε το μαγαζί και κατά τη διάρκεια του ανταρτοπόλεμου, 1946-47. Από το ’47 το μαγαζί δούλεψε κανονικά, γιατί είχαμε κατοίκους κι από άλλα χωριά, όπως τη Δάφνη και τη Ζώνη λόγω προστασίας. Το χωριό μας ήταν κέντρο. Όλοι φιλοξενούνταν οικογενειακώς στα σπίτια μας». Στον Πεντάλοφο πήγαν καταφυγόντες οι κάτοικοι του Δίλοφου. Εκεί γέννησε η Ελένη Σαμαρά το γιο της Τηλέμαχο. Τρεις οικογένειες έμεναν στριμωχτά σε ένα σπίτι, κατάφεραν όμως να ανοίξουν μαγαζιά στον Πεντάλοφο. «Αν είχες γύρω από το σπίτι που σε φιλοξενούσε κανένα ξένο χωράφι, έλεγες στον ιδιοκτήτη, «να βάλω κατιτίς στο χωράφι σου;» και εκείνος συνήθως απαντούσε, «βάλε, ρίξε κοπριά και βάλε». Δυσκολευόμασταν στα σπίτια, τόσες οικογένειες μαζί, αλλά δεν περάσαμε άσχημα, βρήκαμε τρόπους να τα καταφέρουμε. Όταν επιστρέψαμε στο Δίλοφο βρήκαμε λεηλασίες, χαλασμένα σπίτια, το καινούργιο σχολείο καμένο από τους αντάρτες, δυσκολευτήκαμε μέχρι να τα φτιάξουμε». Όμως τα έφτιαξαν, και το όμορφο χωριό τους σήμερα είναι μία λαμπερή ένδειξη της ψυχικής αντοχής και δύναμης των κατοίκων του, όπως και όλων χωριών της περιοχής. Οι αφηγήσεις των ανθρώπων αυτών μπορεί να μας φαίνονται απίστευτες, αλλά ήταν τόσο αληθινές που οι πρωταγωνιστές τους δεν είχαν άλλη επιλογή από να τις ζήσουν με όση γενναιότητα και αισιοδοξία μπορούσαν να αντλήσουν μέσα από την πίστη τους στο Θεό, την αλληλοβοήθεια και μια εσωτερική ψυχική δύναμη που τους έβγαλε στην άλλη όχθη της ζωής νικητές.

142☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

|1922: Ο Ιορδάνης Μπαϊραχτάρης ενός έτους (δεξιά, στην αγκαλιά της μητέρας του)

Πηγές: 1 2

Παπανικολάου (1959), σελ. 6 Ημερολόγιο Δυτικής Μακεδονίας ‘Μακεδονικός Αγώνας’.

❧143


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Κεφάλαιο 7Ο Ο ρόλος του μπακάλη «Τι αξία έχουν τα χρήματα μπροστά στα προσώπατα;» (από την ταινία Της Κακομοίρας με τον Κώστα Χατζηχρήστο.)

| Μπακάλικο του μπάρμπα-Λάζου, Χρυσαυγή. Ο μπάρμπα-Λάζος πίσω από το μπάγκο, μπροστά ο Μήτσιος Γκέκας, δίπλα του δεξιά ο Κοσμάς Μάγιος

Ο Γάλλος περιηγητής Gaston Deschamps δίνει μία πολύ γλαφυρή περιγραφή του μπακάλη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο έργο του “Sur les routes de l’ Asie”: «Ο Έλληνας μπακάλης. Να ένας πράκτορας που συμβάλλει πολύ περισσότερο στην περιπλοκή του Ανατολικού ζητήματος από ότι όλα μαζί τα διπλωματικά συμβούλια. Είναι το απολωλός πρόβατο του ελληνισμού. Ακολουθεί τις ορδές σαν τους παλιατζήδες που προσκολλούνται στις 144☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

ηττημένες στρατιές. Ο Τούρκος δεν ξέρει να πουλήσει, ενώ ο Έλληνας τα έχει όλα από κουβαρίστρες μέχρι κεριά, ψάρια, χαβιάρι… υπάρχουν οι εισβολές, οι φτώχιες, οι επιδημίες. Πάντα βρίσκεται κάποιος, που μπορεί να ξαναχτίσει πάνω στα ερείπια ένα μαγαζάκι και να το διαφημίσει, κι αυτός είναι ο Έλληνας μπακάλης».1 Μέσα από την υπερβολική αυτή περιγραφή αναδύεται η αλήθεια της εφευρετικότητας του πολυμήχανου Έλληνα μπακάλη που δεν πέρασε απαρατήρητη από ξένους ταξιδιώτες και συγγραφείς. Πολλές δεκαετίες μετά την απελευθέρωση, η ζωή των ανθρώπων παρέμεινε λιτή και αρκούνταν στα απαραίτητα. Κάθε σπίτι είχε ζώα: πρόβατα, κατσίκια, κότες, αγελάδες, γαϊδουράκια, μουλάρια άλογα και γουρούνια. Στη Χρυσαυγή τα μπαγάδια63, τα έδιναν στον Παντελή να τα βοσκήσει, αλλά το βράδυ όταν επέστρεφαν, το κάθε κοπάδι τραβούσε για το σπίτι του. Το ίδιο με τις αγελάδες και βόδια που έφερνε ο αγελαδάρης στην πλατεία: έρχονταν λίγο γύρω-γύρω στον πλάτανο αλλά τελικά εύρισκαν το δρόμο για τα σπίτια τους κάθε βράδυ, βαδίζοντας νωχελικά αλλά σταθερά στον προορισμό τους. Το πρωί οι γυναίκες πήγαιναν στην πλατεία και μάζευαν τις βοϊνιές όπου μ’ αυτές άλειφαν το δάπεδο των σπιτιών τους, τ’ αλώνια, τα τζάκια, και άλλα. Απέναντι από το σπίτι του Αριστείδη Μπούσιου υπήρχαν τα σφαγεία για τα αρνιά. Η αναγγελία της ημέρας άρχιζε με τον κόκορα και τελείωνε με τα βελάσματα των κοπαδιών που έμπαιναν στο χωριό το σούρουπο. «Ήμασταν φτωχοί αλλά ζούσαμε», λέει με πάθος η Φρύδω αναπολώντας τα παλιά. «Είχαμε λίγο κόκκινο χώμα, παίρναμε λίγο βοϊνιά από τα βόδια, το ανακατεύαμε και κάναμε καινούργιο το πάτωμα. Ρίχναμε κανένα κιλίμι στο πάτωμα για να μη βγαίνει η λάσπη. Δεν χρειαζόμαστε πολλά για να είμαστε χαρούμενοι, αλλά δεν κοροϊδεύαμε κανέναν». Ο Γιάννης Βαλκάνος συμφωνεί: «Θέλαμε να κάνουμε σπίτι, πηγαίναμε την Κυριακή στο Κερασόι (δάσος στη Χρυσαυγή) για ξυλεία. Κόβαμε, πελεκούσαμε, τσιμπίδια, γρεντιές, τα είχαμε έτοιμα. Λέγαμε, πάμε να πάρουμε τα ξύλα. Όλο το χωριό βοηθούσε. Σήκωνες το τσιμπίδι εσύ μονάχος τ’ περνες και έφευγες. Ήταν μία μαχιά64 έλεγαν, έλα να την πάρουμε μαζί». Ο Λάμπρος Ζήκος προσθέτει: «Τα Σάββατα συνήθως ήταν η μέρα που η γυναίκα έμενε στο σπίτι γι’ αυτό και έψηναν στο φούρνο, έκαναν για όλη την εβδομάδα ψωμί ή καμιά πίτα και έτσι περνούσαν. Έσφαζε ο 63 μπαγάδια: πρόβατα από διάφορα σπίτια 64 μαχιά: χτίσιμο

❧145


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Βασίλης ο Τασιούλης στην Κορυφή τα Σάββατα και έπαιρναν μια οκά κρέας διότι την Κυριακή έτρωγαν λίγο καλύτερα. Έβαζαν τα καλά τους ρούχα, πήγαιναν στην εκκλησία, μετά μαζεύονταν όλη η οικογένεια γύρω από το τραπέζι για το μεσημεριανό φαγητό». «Το σχολείο μέχρι την έκτη τάξη ήταν υποχρεωτικό, αλλά αν είχες ανάγκη να δουλέψεις δεν πήγαινες. Μόλις τελείωσα το Δημοτικό, ο πατέρας με έπαιρνε μαζί του να μάθω την τέχνη του μάστορα. Αφού άρχισαν οι άνθρωποι να φεύγουν στο εξωτερικό για μια καλύτερη ζωή, άφηναν τα παιδιά τους στους παππούδες, οι οποίοι τα μεγάλωναν και τα έφερναν στο Γυμνάσιο. Όταν ο Γιώργος Παπανδρέου έκανε υποχρεωτική την φοίτηση στις πρώτες τρεις χρονιές του Γυμνασίου, οι γονείς άρχισαν να στέλνουν τα παιδιά τους στο Λύκειο και πανεπιστήμιο. Νοίκιαζαν ένα δωμάτιο 3-5 παιδιά και κάθε Σάββατο τα έστελναν λίγο μπάτζιο, τυρί, ή καμιά κότα, -κι’ αυτή όχι ολόκληρη γιατί την μοιράζονταν- μαζί με 5 δραχμές για να περάσουν όλη την εβδομάδα. Στο χωριό ήμασταν 80-90 παιδιά τότε». Αριστερά και δεξιά υπήρχαν ακακίες στους χωματένιους δρόμους στο παλιό Τσοτύλι που γέμιζαν λάσπες με τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές, μια και μόνο οι κεντρικοί δρόμοι ήταν καλντερίμια. Σχεδόν κάθε σπίτι είχε μία αγελάδα που την έδιναν στον αγελαδάρη να την βοσκήσει και να την ποτίσει στο σιντριβάνι που βρίσκεται σήμερα στο ίδιο σημείο όπως παλιά. Αυτό το βουκολικό σκηνικό, παρέμεινε αναλλοίωτο για αιώνες: περνώντας από τα μέρη μας το 1806, ο ταξιδιώτης Πουκεβίλ διαισθάνθηκε κάτι μακάβριο στην ατμόσφαιρα της κατακτημένης και καταπιεσμένης περιοχής όπου ακόμη και το κελάηδημα των πουλιών ακούγονταν λυπημένο.2 Η ζωή ήταν απλή αλλά και δύσκολη συγχρόνως. Για να κρατηθεί ένα παντοπωλείο ήθελε δουλειά πολύ, κάτι που ο πελάτης πιθανόν να μην συνειδητοποιούσε όταν χτυπούσε την πόρτα του μαγαζιού μέρανύχτα, απαιτώντας να βρίσκει τον παντοπώλη διαθέσιμο κάθε στιγμή. «Κλείναμε το μεσημέρι, αλλά έρχονταν από την πίσω πόρτα», λέει η Σοφία Σίτα. Αναγκάστηκαν να προσλάβουν ένα βοηθό όταν είδαν ότι δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, κυρίως το Σάββατο, που γινόταν το παζάρι. Για κάποιο διάστημα άνοιγαν και την Κυριακή μετά την εκκλησία. Οι σχέσεις με τους πελάτες ήταν φιλικές, ζεστές: τους κερνούσαν καραμέλες, τους σέρβιραν ούζο ή τσίπουρο σε μικρά ποτηράκια και συζητούσαν διάφορα θέματα όπως κοινωνικά, πολιτικά, 146☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

ή άλλες φορές προσωπικά. «Τα μπακάλικα εκείνα τα χρόνια ήταν ανοιχτά όλη μέρα», προσθέτει η Χιονία Ταρτάρα, κόρη παντοπώλη από την Κοζάνη. «Ο γείτονας δεν καταλάβαινε την ανάγκη του παντοπώλη για ξεκούραση: αν κοιμόσουν, αν ήταν μεσημέρι, θα χτυπούσε την πόρτα σου ακόμη και για ένα κουτί σπίρτα. Ήθελε το κρασάκι του; απαιτούσε να σηκωθείς και να του το δώσεις. Αυτός που με έκανε να διασκεδάζω αφάνταστα ήτανε ο κύριος τρισίμισι. Κάθε μεσημέρι που ο μπαμπάς μου ήθελε να ξεκουραστεί, τρώγοντας με την οικογένεια του, χτυπούσε η πόρτα ακριβώς στις 3:30 και νάτος ο κύριος με το άδειο μπουκάλι του. Αγόραζε κρασί για να πιεί με το γεύμα του και το μπουκάλι του χωρούσε τρισίμισι δραχμές κρασί! Άρα τον ονόμασα ο κύριος τρισίμισι και δικαιολογημένα, γιατί δεν παρέλειπε ποτέ να τηρήσει το ραντεβού του! Έκανε 4 δραχμές το κιλό το κρασί, άρα έπαιρνε λίγο λιγότερο από ένα κιλό». «Αυτό σήμαινε πως ο μπακάλης έπρεπε να είναι έτοιμος διότι ο κόσμος δεν αγόραζε με σκοπό να αποθηκεύσει. Έπαιρναν μία οκά λάδι. Είχαν τις γκαζιέρες που καίγανε, έβαζαν μέσα στη γκαζιέρα λίγο γκάζι και μετά την τρόμπαραν για να δώσει φωτιά και να κάνουν το φαγητό τους, άρα αν τους τελείωνε το γκάζι εκείνη την ώρα θα ερχόταν να πάρουν 1 δραχμή γκάζι». Πριν βγουν τα κανονικά ψυγεία, είχαν ένα ψυγείο με πάγο και ο παγοπώλης περνούσε κάθε πρωί με το χαρακτηριστικό κάλεσμα, «πάγος!» όπου και πετούσε μια κολόνα πάγο στα σκαλοπάτια του μαγαζιού. Ψυγεία Ψυπακό πουλούσε και ο Περτσινίδης από το Τσοτύλι στα γύρω χωριά, ο οποίος έκανε γενικό εμπόριο στην περιοχή. Ο πατέρας της Χιονίας ήταν πολύ μερακλής. Έψηνε νοστιμότατο κοκορέτσι, αρνί στη σούβλα και πολλές φορές γουρουνόπουλα. «Ερχόντουσαν κάποιοι βουλευτές και υπουργοί κατά καιρούς και έκλειναν το μαγαζί για να φάνε μόνοι τους. Ο θείος μου που ήταν γκαρσόν εκεί, ένωνε τα τραπέζια και τους έβαζε στον επάνω όροφο. Τους σέρβιρε τις σαλάτες, το ψωμί, σκόρδα ψημένα στη χόβολη που τα ονόμαζαν ‘μουστάρδα’. Τους έφερνε το αρνί ολόκληρο, το έριχνε πάνω στη λαδόκολλα για να φάνε με την ησυχία τους και να ξεφύγουν από τα μαχαιροπίρουνα της πρωτεύουσας. Μια φορά, όταν ο μπαμπάς τεμάχιζε το κρέας, ένας βουλευτής πήγε να δοκιμάσει με το χέρι του ένα κομμάτι αλλά ο μπαμπάς του χτύπησε το χέρι. Όπως το θες εσύ καθαρό το θέλει και ο άλλος πελάτης, του είπε. Δεν τον ένοιαζε αν ο πελάτης

❧147


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

ήταν βουλευτής ή ένας απλός εργάτης. Ήθελε να ευχαριστήσει με την ποιότητα του φαγητού του και την καθαριότητα, δεν τον εντυπωσίαζαν τα αξιώματα».

| Ώρα που αλλάζει το κατάστημα από παντοπωλείο σε ταβερνούλα και ο μπάρμπα-Θύμιος ετοιμάζει το περίφημο κοκορέτσι του

Απ’ ότι θυμάται η Χιονία, από την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά βγάζανε κανένα μεζεδάκι, κάτι που συνέχισε ο μπαμπάς της το 1940. «Βοηθούσαμε, είχαμε ειδικές ποδίτσες που μας είχε ράψει η μαμά: ο κόσμος έφερνε κιθάρες και έκανε καντάδες οπότε βγάζαμε τραπέζια έξω για να σερβίρουμε τα μεζεδάκια. Το πρωί μπακάλικο, το βράδυ ταβέρνα. Στον κάτω όροφο, στο κύριο μαγαζί, η ψησταριά. Στο κάτω η μπακαλική και ένα πατάρι με 5-6 σκαλοπάτια, όπου έτρωγαν και το έλεγαν ‘κουτούκι’. Κιθάρες έρχονταν κυρίως τα Σαββατοκύριακα, είχαν την επιλογή τους, αλλά όσοι παρίσταντο εκεί απολάμβαναν τη μουσική και εμείς το ίδιο. Το λέγαμε ‘ιδιαίτερο’ αυτό τo κομμάτι του μαγαζιού, ήταν σαν φωλιά, τους άρεζε πολύ. Άρχιζε κάποιος ένα τραγούδι, ο άλλος άλλο, απολαμβάνοντας το μεζεδάκι τους και ήταν τόσο ωραία η ατμόσφαιρα που δεν ήθελαν να τελειώσει η βραδιά».

148☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| Ώρα για κιθάρα, καθώς το μεζεδάκι έρχεται, όπως χαρακτηριστικά ανακοίνωνε ο μπάρμπαΘύμιος

Στους Αγίους Θεόδωρους, αν και έβγαζαν καταπληκτικό κρασί δεν το πουλούσαν. Συνήθως μαζεύονταν στις γειτονιές και με τηγανιές65, λουκάνικα, κάστανα, λίγα γλυκά και άφθονο κρασί έβγαζαν το χειμώνα και ξεχνούσαν τα προβλήματά τους. Σύχναζαν στο μπακάλικο του Βαγγέλη, το οποίο ήταν μισό καφενείο και όταν έπιαναν τα κρύα κουλουριάζονταν γύρω από τη σόμπα, κι έλεγαν «βάλε ξύλα Βαγγέλη για να πυρωθώ». Στο χωριό Βελανιδιά Βοΐου ο Δημήτρης Καρακάσης δακρύζει από την συγκίνηση που του προκαλούν οι αναμνήσεις από τα γλέντια στο παντοπωλείο του. «Κάθε βράδυ είχαμε γλέντια εδώ: ο γιος μου έπαιζε κλαρίνο, ένας άλλος ντραμς, έρχονταν ένας άλλος με ακορντεόν και γίνονταν πολύ κέφι. Το καλοκαίρι βγάζαμε τραπέζια στο δρόμο και μας επισκέπτονταν κόσμος από άλλα χωριά. Τότε ήταν ωραία, τώρα όμως…». Στο Πολυκάστανο, παρά τις στερήσεις και την κούραση, διασκέδαζαν πολύ παίζοντας χαρτιά και μετά ρίχνονταν στο χορό, μια και ο μπακάλης τους κρατούσε τα όργανα στο μαγαζί του για μια βδομάδα. Είχαν τον Σιούλη τον Τρομάρα, τον Γιώργο από την Δαμασκηνιά και τον Αδαμόπουλο όλη την βδομάδα της Πασχαλιάς μέχρι και του Θωμά, καθώς και τα 65 Τηγανιές: τηγανητό κρέας

❧149


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Χριστούγεννα και το πανηγύρι της Παρασκευής. Στο Δασύλλιο γερά γλέντια γίνονταν την Ανάληψη στο Παλιομάερο. Χόρευαν κάτω από τα βαλανόδεντρα, όπου βάραινε ο Μηνάς πρώτα ένα νουμπέτι για τη γιορτή του και μετά για τους υπόλοιπους. Η μητέρα της Αφροδίτης Καλύβα περπατούσε μια μέρα στα χωράφια-ήταν περίπου 15-16 χρονών- όταν βρήκε ένα γρόσι και διηγούνταν στην κόρη της πως το έτριβε για να λάμψει αλλά προς μεγάλη της απογοήτευση όσο και να έτριβε δεν έγινε χρυσό.

| Το ντραμ-σετ έχει πάρει τη θέση του στο ράφι του κλειστού παντοπωλείου του Δημήτρη Καρακάση στην Βελανιδιά Βοΐου

| Πολυκάστανο: Δημήτρης Παπαδόπουλος και χωριανοί στο παντοπωλείο του

Σ’ ένα διπλανό χωριό της Δαμασκηνιάς, κατέφθανε ο κόσμος για να απολαύσει τα ντέφια που παρείχε το μπακάλικο για τους πελάτες του. «Μήτσο, βάλε τα ντέφια τώρα», εκλιπαρούσαν τον μπακάλη. «Οι 150☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

επισκέπτες μου μια φορά, όταν τους πήγα στο παντοπωλείο του, έμειναν με το στόμα ανοιχτό», αναφέρει ο Αδαμίδης. «Έρχονταν να απολαύσουν τα ντέφια και από Καστοριά ακόμη. Στο χωριό είχαμε οργανοπαίκτες και με το παραμικρό, φτάναν στο καφενείο. Τα ‘ντούμπαλα’ τα λέγαμε τότε. Κλαρίνο, βιολί, τρουμπέτα. Είχαμε 2-3 οικογένειες από οργανοπαίκτες. Έπιναν το τσιπουράκι τους, πήγαινε καμία ωραία κοπέλα στο μαγαζί και έλεγαν, άντε να σε συστήσουμε να κάνουμε προξενιά! Ειδικά στις εκλογές, στα μαγαζιά μαγειρεύονταν όλα! Συγκεντρώνονταν, έπαιρναν μια καρέκλα και έλεγαν τα νέα, κυρίως αν ερχόταν κανένας ξενιτεμένος από τη Γερμανία. Αν είχε και κανένα παγκάκι, ακόμα καλύτερα» Ο ρόλος του παντοπώλη πήγαινε γάντι στον κοινωνικό και γλεντζέ γαμπρό του Μήτσιου Σίμου, τον πασίγνωστο μπάρμπα-Λάζο. Ο Λάζος πουλούσε τα τσίπουρα και υπόλοιπα ποτά πίσω από τον μπάγκο. Όταν σέρβιρε ένα ποτό, πήγαινε πίσω και έπινε άλλα δύο ο ίδιος. Την περιοχή εκείνη του μαγαζιού την είχε ονομάσει συνθηματικά ‘Ο Αι δήμος’. «Να περάσω κι εγώ απ’ τον Αι δήμο λίγο», έλεγε, κλείνοντας το μάτι συνωμοτικά στους πελάτες. Ο Λάζος είχε μετατρέψει το μπακάλικο σε καφέ-παντοπωλείο: πρόσθετε λίγα τραπέζια και καρέκλες στον ελεύθερο χώρο του μαγαζιού και ξαφνικά το μαγαζί μεταμορφώνονταν σε ένα πλήρες επαρχιακό κέντρο διασκέδασης. Άλλωστε ο Λάζος με κάθε ευκαιρία μιλούσε για την πρώτη του αγάπη, το βιολί. «Είχα το μύλο και το μαγαζί, αλλά η δουλειά που μ’ άρεσε περισσότερο απ’ όλες ήταν να παίζω βιολί», έλεγε πάντα. Δεν χρειάζονταν όπως λένε οι χωριανοί πολλά παρακάλια να πάρει ο Λάζος το βιολί του, ο Γκόγκος και Μήτσιος Γκέκας το κλαρίνο, ο Άλκης το νταούλι και ο Φούλης το ντέφι για να δημιουργήσουν μια καθώς πρέπει ορχήστρα, με τον Νικόλα Παπαγιάννη στο τραγούδι. Όντως τα τραγούδια που έλεγε ο Γκέκας και ο Νικόλας έμειναν αξέχαστα. «Βάλτε το Νικόλα να τραγουδήσει», παρακαλούσαν οι πελάτες και εκείνος δεν τους απογοήτευε ποτέ. «Ήταν απίθανος», λέει ο Γεράσιμος Δώσσας για τον Λάζο. «Τα γλέντια που έχω κάνει στο μαγαζί του δεν τα έχω ξανακάνει: με τους ωραίους μεζέδες, τις αξέχαστες ιστορίες του, τα νόστιμα σουβλάκια… Μια φορά, επιστρέφοντας με μια παρέα από την Σαμαρίνα, μας έδωσε μέχρι και αλεύρι από τον ανακαινισμένο μύλο του χωριού. Επισκέφτηκα το χωριό πρόσφατα, κατέβηκα στο γεφύρι και στον μύλο, αλλά δίχως τον μπάρμπα

❧151


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Λάζο όλα δυστυχώς έχουν αλλάξει66». Τα όργανα από τον Πεντάλοφο έρχονταν με ειδική πρόσκληση μέσα στο παντοπωλείο. «Ο πατέρας μου παλιά έβγαζε καλές παράδες από τα γλέντια αυτά», λέει ο Λάζος Σίμος. Μία ορχήστρα είχε 12 άτομα. «Μία φορά», διηγείται ο Γιάννης Βαλκάνος, «είχαμε φτιάξει κεφάλι και φωνάζει ο Γκόγκος ο γύφτος κάτω τα παντελόνια! γρήγορα τα βγάλαμε όλοι και λαχτάρισε η Λάζενα!» Ο μπάρμπα-Λάζος ήταν, εκτός από παντοπώλης, μυλωνάς, τενεκετζής, κουρέας, βιολιστής, ή όπως ήθελε να αποκαλείται, ‘ο άσπρος γύφτος’. Όχι μόνο έστηνε τα τέλεια γλέντια με την αγάπη του για το βιολί και τη μουσική, αλλά ‘γίνονταν καμπάνα’ σύμφωνα με τους στενούς του φίλους, όταν έπινε λίγο παραπάνω. Μερικές φορές έβαζε ένα μαντήλι στο κεφάλι για να μοιάζει με πειρατή, ή ξένο.

| Ο μπάρμπα-Λάζος με το βιολί του-δίπλα του η γυναίκα του Πανάγιω, γνωστή ως Λάζενα

Η έννοια του δεν ήταν μόνο το μαγαζί, ίσως και γι αυτό τον λόγο ξεχνούσε τα εμπορεύματα του στο Τσοτύλι πολλές φορές, προκαλώντας την αγανάκτηση της Λάζενας, όταν στην επιστροφή ανακάλυπτε ότι ο κατά τα άλλα αξιαγάπητος άνδρας της είχε τις αδυναμίες του. «Μετά τα ψώνια του στον Σταματέλο, πήγαινε μαζί με τους φίλους του στην ταβέρνα του Ντεσλή για φαγητό», αποκαλύπτει ο Γεράσιμος Δώσσας 66 Ο μπάρμπα- Λάζος πέθανε πριν από δύο χρόνια περίπου 152☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

γελώντας «και μια φορά με τον φίλο του Ντελή, κάθισαν και υπολόγισαν πόσα βυτία τσίπουρο είχαν πιει μαζί». Στη Ζώνη τα μπακάλικα δεν διοργάνωναν γλέντια, η Χαρίκλεια Κώττα όμως θυμάται τους χορούς με το φως της γκαζόλαμπας στο επάνω μέρος του σπιτιού, όπου έβαζαν στύλους εκεί που λυγούσε το πάτωμα «από τα χορούδια και τον κόσμο». Όσο για τους γάμους, έπρεπε να μαγειρέψουν τρεις φορές: Σάββατο, Κυριακή μεσημέρι και βράδυ. Πατσάς, σούπα, πατάτες στο φούρνο ήταν από τα απαραίτητα εδέσματα. Στον Πολύλακο, ο Άρης Βαϊνάς ανατρέχει στα παλιά γλέντια που λάβαιναν μέρος λίγο πιο πέρα στην πλατεία, μια και το παντοπωλείο του ήταν πολύ μικρό για κάτι τέτοιο: «γλεντούσε ο κόσμος τρελά με κρασιά και μεζέδες στην πλατεία. Άλλα ήταν τα τραγούδια του Πάσχα, άλλα των Χριστουγέννων. Η μουσική όμως δεν έλειπε ποτέ από τη ζωή μας, ότι και να περνούσαμε».

| Ο μπάρμπα Λάζος ήξερε να φέρνει σε κέφι τους πελάτες και φίλους του, όπως τον ο Γεράσιμο Δώσσα ( δεξιά)

Ο Άρης μπήκε μικρός στο πνεύμα της επιχείρησης. Ξεκίνησε σαν μουσικός στην ηλικία των 22 ετών παίζοντας μπουζούκι. Όταν άρχισε να χάνει την όρασή του έφυγε για την Αθήνα, όπου και φοίτησε στη σχολή τυφλών για έξι μήνες, ειδικευόμενος στο να κατασκευάζει καρέκλες.

❧153


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Κάποιος άλλος ίσως να μην επιχειρούσε να αρχίσει δική του δουλειά αλλά αυτός απέκτησε την άδεια καπνοπώλη, κατάφερε να γίνει παντοπώλης, μανάβης και να κρατάει το κοινοτικό τηλέφωνο. Μένει στο χωριό εδώ και πενήντα χρόνια. Η γυναίκα του Μαρία τον βοηθούσε, αν και δεν είχε φοιτήσει σε σχολείο.

| Ο Άρης παρέα με το μπουζούκι του και τον Νίκο Θεωδορόπουλο

Στην αρχή ο Άρης είχε μυωπία, αλλά ήταν Κατοχή και τα πράγματα χειροτέρεψαν. «Ο γιατρός είχε έναν απλό φακό σαν αυτόν που έχουμε εμείς, δεν έκανε καλή διάγνωση, οπότε μεγάλωσε η μυωπία και δεν έβγαλα το δημοτικό. Άρχισα να μη βλέπω και παραμένω τυφλός εδώ και πενήντα χρόνια, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να με κλέψει στο μαγαζί. Ζύγιζα τα πάντα, ρύζι, ζάχαρη, από το σπίτι». «Μια φορά πήγα Κοζάνη να φέρω κάτι βιβλία που μας χορηγούσαν για τα παιδιά. Στο γυρισμό ήταν 2 το πρωί. Μπαίνω στο λεωφορείο φορτωμένος με δύο χαρτοκιβώτια. Με φέρνει το λεωφορείο μέχρι τη γέφυρα του Αλιάκμονα, κατεβαίνω φορτωμένος και παίρνω το μακρύ μονοπάτι για το χωριό. Ο εισπράκτορας με είχε παρακαλέσει να μην το επιχειρήσω, αλλά εγώ αρνήθηκα και συνέχισα. Έπαιρνα το ένα δέμα, το άφηνα στη μέση του δρόμου, προχωρούσα, μετά πήγαινα για το άλλο. Πάνω στο γείσωμα –ίσιωμα- συνάντησα τον κουμπάρο μου, Θόδωρο Μουλιανέρη, καβάλα στο άλογό του. Θόδωρε, δως μου τ’ άλογο να πάω 154☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

στο χωριό, τον παρακάλεσα. Βρε κουμπάρε, τι είσαι εσύ; Τι τόλμη είναι αυτή! απαντάει απορημένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχα κάνει ήδη τέσσερα χιλιόμετρα φορτωμένος από τη γέφυρα. Μου παρέδωσε αμέσως το άλογό του, τα φόρτωσα και έφτασα στο χωριό. Ήμουν πάντα αποφασισμένος να τα βγάλω πέρα όσο καλύτερα μπορούσα και δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να πτοηθεί επειδή ήμουν τυφλός». Μια φορά έπαιζε στα μπουζούκια στη Νεάπολη. «Έχουμε μία κάμαρη νοικιασμένη για τρεις μέρες. Κατά τις δύο το πρωί, λέω στο Νίκο τον Μουστάκα, «Νίκο θα φύγω, δεν μπορώ να κοιμηθώ εδώ στριμωγμένα». Ξεκινώ από την Νεάπολη με το μπουζούκι στον ώμο για το χωριό. Αν και τα αυτοκίνητα περνούσαν αραιά τότε, ο κόσμος πήγαινε βόλτα συχνά και δεν φοβόμουν. Μετά όμως από ένα σημείο επικρατούσε τέλεια ερημιά. Προχωρώ και φτάνω σε ένα σημείο που ένας χωριανός μου είχε πάθει εγκεφαλικό, μόνο που τότε το έλεγαν ‘φτιασιά’. Εκεί πράγματι φοβήθηκα τόσο που άρχισα να χτυπώ το μπουζούκι, τα μαλλιά μου σηκώθηκαν όρθια, να μ’ έβλεπε κανείς, ένας τυφλός παντοπώλης να παίζει μπουζούκι μέσα στην άγρια νύχτα, άραγε τι θα έλεγε;». Ένας εξίσου αξιόλογος παντοπώλης, ο Ιορδάνης Μπαϊραχτάρης υπήρξε πολύ σχολαστικός ως γραμματέας στον Πολύλακο, κάτι που διαπιστώνει κανείς αμέσως όταν αρχίζει να αναφέρει ημερομηνίες και γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν εβδομήντα χρόνια με την διαύγεια ενός πρώτοδιορισμένου υπαλλήλου. Ένα σουπερμάρκετ μπορεί να έχει και του πουλιού το γάλα, τι δεν θα έδιναν όμως πολλοί για τον αυθορμητισμό και πηγαίο χιούμορ του μπακάλη τους, τα γλέντια και ψητά κάστανα πάνω στην πυρωμένη σόμπα, το χιόνι έξω να πέφτει ακατάπαυστα σ’ ένα κόσμο που δεν προμηνούσε τίποτα από όσα θα σάρωνε ο χρόνος στο πέρασμά του; Η νύχτα, που τα κούτσουρα θα καίν’ στο παραγώνι, Τα κάστανα θα ψήνονται στη θράκα από τη χώρα, Με ρούχα ογρά, που θα μυρίζουν άνεμο και χιόνι, Θάρχονται οι φίλοι μας πιστοί, καλόβολοι όπως τώρα.3

❧155


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος με φίλους

«Κοιτώντας παλιές φωτογραφίες του αγαπημένου μου χωριού, η ματιά μου σταματάει μπροστά στο φρεσκοασπρισμένο παντοπωλείο του κυρ’ Γιάννη. Το μυαλό μου ταξιδεύει χρόνια πίσω και με τα μάτια της καρδιάς τρυπώνω αδιάκριτα μέσα σ’ αυτόν τον παράδεισο, γιατί για τον τότε κόσμο το κάθε μπακάλικο ήταν και ένας μικρός παράδεισος. Εκεί μέσα έβρισκαν τα πάντα: από ζάχαρη με την οκά, μέχρι και βολβούς για να φυτέψουν στον μπαχτσέ τους. Εκεί μέσα, πέρα από τον οβολό τους, εναπόθεταν τα προβλήματα , πίκρες και χαρές τους και όσα συνέβαιναν στην μικροκοινωνία τους. Τόπος συνάντησης για όλους και εκεί ο παντοπώλης να τους εξυπηρετεί όλους με υπομονή. Πολλές φορές λειτουργούσε σαν ταβέρνα , πίνοντας το κρασάκι τους συνοδεία με λίγο κασέρι, 2 ελίτσες, 1 ντομάτα, απλά πράγματα, όμορφα, να ευφραίνεται η καρδία… κρίμα όμως! Ξυπνάμε στο σήμερα και όλα αλλάζουν. Το μπακάλικο έχει χάσει την αίγλη του. Όλοι πλέον, βάζοντας μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου, μπορούν σε 10 λεπτά να βρεθούν στο μεγάλο, απρόσωπο σουπερμάρκετ. Να βάλουν στο καλάθι όλου του κόσμου τα καλά χωρίς καμιά ζεστασιά, καμιά κουβέντα. Όλα έχουν γίνει πλέον άχρωμα. Τι κρίμα! Χάθηκε όλη η μαγεία του ασπρόμαυρου». Ελένη Κωστοπούλου, νύφη του παντοπώλη Ιωάννη Σανάτσιου, παντοπώλη στο Γέρμα Καστοριάς. 156☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Πηγές: Gaston Deschamps “Sur les routes de l’ Asie” http://sarantakos.wordpress.com/2012/08/17/bakkal-2/ 2 Πουκεβίλ (2011) σελ. 34 3 Ψυχής ιατρείον, του Στέφανου Δάφνη. 1

❧157


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο Παιδιά Μπακάληδων «Σ’ αυτή την εποχή που βρεθήκαμε να σε χαρώ...Μεγάλο κεσάτι, μεγάλη δυστυχία στον κόσμο! Ο παράς, δεν ξέρω που πάει και χώνεται, και δεν βγαίνει στο μεϊντάνι’ και να κουνάει το κεφάλι του». Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Ο Πολιτισμός εις το Χωρίον»

| Η Σοφία Σίτα -6 ετών- στην ‘Ελβετική Αγορά’

Όταν γεννήθηκε το 1931 η Θεοδοσία Μιχαήλ, ο πατέρας της Λάλος κρατούσε παντοπωλείο, τσαγκάρικο και μαγαζί με υφάσματα στη Ζώνη. Έκανε παπούτσια για τους Βλάχους. Όταν γύρισε από την Αμερική προσέλαβε υπαλλήλους -τσοπαναραίους από τη Λάρισα- για 158☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

να φροντίζουν και να μεταφέρουν τα 500 πρόβατά του το χειμώνα στο χειμαδιό. Μία μέρα ενώ η γυναίκα του έκανε ψωμί, κατά λάθος πήρε φωτιά το σπίτι, καίγοντας και τα δύο μαγαζιά που ήταν δίπλα. Ήταν στο χειμαδιό, όταν οι Βλάχοι που δούλευαν γι’ αυτόν τον πλησίασαν να του δώσουν τα δυσάρεστα νέα. «Μιχάλ, κάηκαν τα μαγαζιά», του ανακοίνωσαν με λύπη. «Η οικογένεια καλά;» ρώτησε εκείνος ατάραχος. «Όλοι καλά», απάντησαν. «Αν είναι η οικογένεια καλά, θα τα κάνω πάλι τα μαγαζιά», ήταν η απάντησή του. Και έτσι κι έγινε: ήρθε στο χωριό, έχτισε πάλι τα μαγαζιά, μέχρι που τα έκαψαν οι Γερμανοί και δεν ξαναπροσπάθησε να συνεχίσει το συγκεκριμένο επάγγελμα. Άνοιξε ένα καφενείο και ζούσε από αυτό, το θαρραλέο πνεύμα του ηττημένο από τις καταστροφές. Η Θεοδοσία ήταν η μικρότερη από τα οχτώ αδέρφια, οπότε δεν ασχολήθηκε τόσο με την επιχείρηση όσο τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας. Παρ’ όλα αυτά, θυμάται πως βοηθούσε τον πατέρα της να κόβει τα πετσιά για τα παπούτσια στο τσαγκαράδικο, αν και είχε μαθητευόμενους στο μαγαζί. Το 1954 ήταν η χρονιά που παντρεύτηκε η Χαρίκλεια Κώττα στη Ζώνη και η ζωή της άλλαξε δραστικά: εκτός από τους δύο μύλους, -ένα νερόμυλο και ένα γκαζόμυλο- ένα κοπάδι πρόβατα που τα έστελναν στα χειμαδιά, ανέλαβε και την φροντίδα του μοναδικού παντοπωλείου στο χωριό που ανήκε στην οικογένεια του άνδρας της. «Είχες χωράφια, έπρεπε να φτιάχνεις καλαμπόκι, να αλωνίσεις με τα μουλάρια, να θερίσεις με το χέρι. Ζυμώναμε δύο φορές την εβδομάδα, πηγαίναμε και στη στρούγκα. Εν τω μεταξύ με φώναζαν στο μαγαζί ανά πάσα στιγμή. Σιούκου νύφ’67,δώσε τι θέλουν, έλεγε ο πεθερός μου σαν χτυπούσε η πόρτα». Πολλοί μπακάληδες δεν ήθελαν τα παιδιά τους να ακολουθήσουν το επάγγελμά τους, έχοντας επίγνωση πόσο δύσκολο ήταν, όπως η γυναίκα του Γεράσιμου Δώσσα, Άννα -η Πούπα, όπως την φώναζαν- που σπούδασε και τα τρία παιδιά στη Νομική Σχολή, αποτρέποντάς τα από το εμπόριο. Η οικογένειά τους ήταν η πρώτη που είχε έρθει από την Σαμαρίνα στο Τσοτύλι, «παρασύροντας και τους υπόλοιπους» να μετακομίσουν, όπως λέει ο Γιώργος Κισκίνης, μια και η γυναίκα του Αδάμ Δώσσα κατάγονταν από την οικογένεια Κισκίνη. Επίσης τα ίδια τα παιδιά, ζώντας τη σκληρή πραγματικότητα του εμπορίου και τη δέσμευση των γονέων τους, απέρριπταν όχι μόνο την 67 Σιούκου νύφ’, -σήκω νύφη

❧159


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

ιδέα να συνεχίσουν την οικογενειακή επιχείρηση, αλλά και να ασχοληθούν με τον ιδιωτικό τομέα, επιλέγοντας την ασφάλεια του δημοσίου. Ένα παράδειγμα είναι η Σοφία Σίτα, η οποία αποφάσισε από πολύ νέα να μην ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα της αποφασίζοντας να γίνει νηπιαγωγός. Όπως ισχυρίζεται, δεν θα μπορούσε ποτέ να επιβιώσει στο σκληρό κλίμα του εμπορίου, πιο συγκεκριμένα με το θέμα του βερεσέ, έχοντας πάρει έτσι μια πρώτη γεύση από το πόσο είχε υποφέρει η οικογένειά της από την εκμετάλλευση που υπέβαλαν στον φιλότιμο πατέρα της οι υποτιθέμενοι πελάτες του. Όταν γεννήθηκε η Αγγελική, η μικρότερη αδερφή της, την έβαζαν σε ένα κρεβάτι στο μαγαζί μέχρι που άρχισε να πηγαίνει στο σχολείο, για να μπορούν να δουλεύουν και να την προσέχουν ταυτόχρονα. ‘Το βάσανο’ είναι η πρώτη λέξη που βγαίνει αυθόρμητα από το στόμα της Κλεοπάτρας Χατζή, όταν την ρωτάει κανείς για το παντοπωλείο στον Πελεκάνο που κράτησε δέκα χρόνια μόνη της. Αν και έκλεινε στις 11:00 το βράδυ, για να ενισχύσει τα οικονομικά τους καλλιεργούσε και καπνά. Είχε ένα τρίκυκλο με το οποίο μετέφερε τις φιάλες αερίου στο χωριό. Ο άντρας της δούλευε οδηγός στα φορτηγά μεταφορών και δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με το μαγαζί. Έμεναν στον πάνω όροφο και το μπακάλικο ήταν από κάτω, δίνοντας έτσι μια μεγαλύτερη ευκαιρία στον ξεχασιάρη πελάτη να χτυπήσει για να κατέβουν, αφού υπολόγιζαν ότι δεν θα ήταν κόπος μια και έμεναν τόσο κοντά. «Μέρα-νύχτα συνέβαινε αυτό. Κι αν ήσουν στο μπάνιο, αν κοιμόσουν, ή αν έτρωγες, δεν είχε καμία σημασία. Ήσουν υποχρεωμένος να κατέβεις».

| Τσοτύλι, 16/2/1949. Η Νίκη Ρούσση με τον αδερφό της Άλκη έξω από το μαγαζί τους κάνοντας σαργκί, δηλαδή έβγαλαν έξω από το μαγαζί τους τελάρα με διάφορα φαγώσιμα και είδη και περιμένουν τους πελάτες. Ο Άλκης θαυμάζει το εργόχειρό της. Όλα τα εργόχειρά της τα τελείωσε στο μαγαζί τους 160☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Ο παππούς του άντρα της ήταν παλιά στην Πόλη μάστορας. «Τον έπιασε μια πνευμονία και πέθανε ξαφνικά πάνω στα κεραμίδια ενός σπιτιού. Είχε πάρει τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του να τα ανοίξει μαγαζιά εκεί αλλά άρχισε ο πόλεμος του 1921. Δούλευε γι’ αυτούς που έχουν το ΑΒΕΖ -από το Βογατσικό η καταγωγή τους- είχαν μαγαζιά στην Πόλη και ο παππούς είσπραττε τα λεφτά από τα μαγαζιά και τους τα έδινε, γιατί η Πόλη τότε άνθιζε οικονομικά. Για να μην πάει φαντάρος τον έκρυψαν στο ταβάνι ώστε να μην θα τον βρουν οι Τούρκοι. Έπειτα έφυγαν κρυφά». Στην Πόλη έκανε και ο Γιώργος Κιούρος, μπακάλης από τον Άγιο Γεώργιο, ο οποίος ορφάνεψε μικρός από πατέρα. Η μητέρα του τώρα ανέλαβε το βαρύ φορτίο να μεγαλώσει τρία αγόρια. Ο μεγαλύτερος αδερφός του έφυγε για την Κωνσταντινούπολη στην ηλικία των εφτά ετών και ο ίδιος τον ακολούθησε μετέπειτα όταν έφτασε στην ίδια ηλικία περίπου. Εκεί ο αδερφός του τον βρήκε δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο, όπου και έμαθε να διαβάζει με την βοήθεια του αφεντικού του. Αργότερα αυτό τον βοήθησε να γίνει πρόεδρος του χωριού του. Όταν έφυγε από το χωριό του φορούσε ένα ριτσνίσιο68 εσώρουχο κι ‘‘ένα αντερί’’. Τον ξεπροβόδησε η μητέρα του, ανέβηκε στ’ άλογό του και όταν έφτασε στην Θεσσαλονίκη πήρε το τρένο για την Κωνσταντινούπολη. «Παντρεύτηκε, έκανε μία κόρη, την αδερφή μου και ξενιτεύτηκε στην Αμερική όπου έκανε προκοπή με ένα μπακάλικο και ένα καφενείο. Προόδευσε επαγγελματικά, αλλά όταν επέστρεψε στην πατρίδα έχοντας πολλά χρήματα στην κατοχή του, με την υποβίβαση του νομίσματος, κόπηκαν στη μέση. Ήταν άχρηστα», λέει η κόρη του. Ο Τηλέμαχος Σαμαράς βοηθούσε τον πατέρα του στο Δίλοφο τα καλοκαίρια από την ηλικία των 15 ετών. «Είχα γλυκαθεί στο ‘‘ψιλό’’ κι αν γλυκαθείς, δύσκολα να σταματήσεις. Ψώνιζα εγώ όλα τα είδη του μπακάλικου, μια και η μητέρα μου σπάνια έρχονταν στο μαγαζί γιατί είχε πολύ δουλειά στα πρόβατα: να αρμέξει, να κάνει γάλα, κεφαλοτύρι, μπάτζιο… έχοντας αυτή την βοήθεια από την οικογένεια, ο πατέρας μου μπορούσε να τακτοποιήσει τα πρόβατα και μετά να πάει στη δουλειά». Μάζευαν τα κάστανα στο χωριό και το φθινόπωρο τα πουλούσαν σε έναν έμπορο στα Γρεβενά Τα χτυπούσαν για να πέσουν από το δένδρο και αυτά πού έπεφταν με ζιούνες69, τα παράχωναν μέσα στο χώμα με άχυρα. Μετά από 1-2 μήνες τα έβγαζαν αφού σάπιζε η ζιούνα και διατηρούνταν το εσωτερικό τους φρέσκο. Κατόπιν τα άνοιγαν και έβγαζαν το κάστανο. 68 Ριτσνίσιο: βαμβακερό 69 ζιούνες: το αγκαθωτό περίβλημα του καρπού

❧161


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Κάθε φθινόπωρο κατέφθανε ο έμπορος να αγοράσει τα κάστανα. Παρ’ όλη τη σκληρή δουλειά, η Ελένη Σαμαρά θυμάται την αλληλεγγύη που επικρατούσε ανάμεσα σ’ αυτούς και τους συγχωριανούς τους.«Οι γυναίκες ζύμωναν, έκαναν πίτα, -απαραίτητη κάθε μέρα- κοιτούσαν το μπαχτσέ, τα φασόλια, πότιζαν τους κήπους, έβγαζαν τις πατάτες, μάζευαν τα καλαμπούκια70 απ’ τα χωράφια. Ήμασταν αγαπημένοι με τη γειτονιά. Αν είχα σιτάρια σπαρμένα, φώναζα τη γειτόνισσα να με βοηθήσει λίγο, και κείνη έρχονταν πρόθυμη». Ο Λάζος Σίμος αναφέρει πως ο αδερφός του Ηλίας κρατούσε το μαγαζί του πατέρα τους, του Μήτσιου, αν και δεν συμπάθησε ποτέ το επάγγελμα: γύρω στο 1937 αποφοίτησε από την Νομική Σχολή, αλλά δυστυχώς πέθανε πολύ νέος από μηνιγγίτιδα. Ένας χωριανός θυμάται πως πήγαιναν στο βουνό για να πάρουν πάγο για να ανακουφίσουν την ασθένεια του Ηλία. Από την ηλικία των δέκα ετών ο Λάζος βοηθούσε τον πατέρα του να παραδώσει τα κρέατα στα σπίτια. «Είχαμε μέχρι 200 σφαχτά, αλλά οι αντάρτες μας πήραν 65-70 από αυτά». Η Αλέκα Καλαγασίδου από το Λευκάδι αγαπούσε τη δουλειά μια και μικρή στο χωριό βοηθούσε τους γονείς της στο καφενείο που διατηρούσαν. Από δέκα χρονών έκανε καφέδες, σέρβιρε λουκούμια και ήξερε τι σήμαινε να μοχθείς. Αργότερα, όταν άνοιξε παντοπωλείο με τον άνδρα της στο Τσοτύλι, ήταν ήδη μυημένη στην ιδέα της εξυπηρέτησης και αυτοθυσίας. Τα παιδιά ήταν ένα είδος εργατικού δυναμικού και ο ρόλος τους καθορίζονταν πριν τα πρώτα τους γενέθλια, σύμφωνα με την Ζωή Μακρή: «άλλα ήταν προορισμένα για να δουλεύουν στα χωράφια, άλλα στα βόδια, άλλα πέθαιναν». Το κάθε σπίτι είχε από πέντε παιδιά και πάνω. Η Ζωή, η μικρότερη από έξη αδέρφια, γνωρίζει πολύ καλά πως ήταν να μεγαλώνεις σε πολυμελή οικογένεια προπολεμικά: τις χαρές και τις λύπες, τους αγώνες επιβίωσης αλλά και την αγάπη που τους έδενε, ίσως γιατί η ζωή ήταν τόσο αβέβαιη. «Τότε δεν είχαμε την τηλεόραση, κάναμε παιδιά», λένε χιουμοριστικά κάποιοι. Οι γυναίκες βοηθούσαν πολύ στα μπακάλικα, όπως για παράδειγμα η γυναίκα του Δημήτρη Παπαδόπουλου που φρόντιζε το μαγαζί όταν εκείνος δούλευε το καλοκαίρι στην ξυλεία, βγάζοντας δούγες για βαρέλια. Συνήθως το καλοκαίρι έκλειναν τα μαγαζιά τους γιατί δούλευαν και οι ίδιες στα χωράφια, μαζεύοντας σιτηρά και σπάζοντας καλαμπόκια για να βγάλουν τη χρονιά. Αν ήθελε κάποιος κάτι από το μαγαζί, πήγαινε 70 καλαμπούκια: καλαμπόκι 162☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

το βράδυ. Εκείνη την εποχή ο ρόλος της γυναίκας στις αγροτικές δουλειές ήταν καταλυτικός. Όταν εργάζονταν οι γυναίκες, τα παιδιά παρέμεναν υπό τη προστασία της γιαγιάς. Οι γυναίκες έπρεπε να τσαπίσουν, να θερίσουν, να δέσουν δεμάτια και να αλωνίσουν, μια και μηχανές δεν υπήρχαν. «Τα χρήματα δεν ήταν πολλά, αλλά μπορούσες να βγάλεις ένα πιάτο φασολάδα για να ζήσει η οικογένεια», λέει ο Δημήτρης Παπαδόπουλος. «Φυσικά, δεν έβγαινες πέρα μόνο με το παντοπωλείο γι’ αυτό δούλεψα υλοτόμος ως | Ποιο να είναι άραγε το μικρό κοριτσάκι από την το 1964. Για μια εποχή ήμουν Χρυσαυγή με την τοπική στολή και αινιγματικό βλέμμα; Κανείς δεν ξέρει. Η φωτογραφία πρέπει να τραβήχτηκε εργάτης στα τσιμέντα, γραμματέας, κρατούσα και στις αρχές του 20ου αιώνα το μαγαζί». «Το βράδυ ερχόμασταν στο σπίτι, τι να πρώτο -κοιτάξουμε; ρωτάει ο Αδαμίδης: τη γυναίκα, τα παιδιά, ή το καλαμπόκι; το πρωί; το χωράφι ήθελε θέρισμα, το αλώνι αλώνισμα… Είχαμε τόσες έγνοιες. Χρέος δεν έβαζαν, μέχρι εκεί που έφτανε, λέει η Δωροθέα Τακαλιού από τον Πεντάλοφο. Δουλεύαμε συνεχώς: το πρωί που ξυπνούσαμε η μάνα μας δεν ρωτούσε, τι θα φάμε σήμερα; Έλεγε, που θα πάμε για δουλειά;». Το μαγαζί του Φίλιππου Γκάση στον Αυγερινό ξεκίνησε πρώτα σαν τσιπουράδικο για να μετατραπεί το 1959 σε παντοπωλείο από τον Φίλιππο Γκάση, ο οποίος το κράτησε μέχρι να βγει στη σύνταξη. Το συνέχισε η γυναίκα του Θεοδώρα και αφού συνταξιοδοτήθηκε και εκείνη, το ανέλαβε ο μικρότερος γιος της Δημήτρης για εφτά χρόνια. Η Θεοδώρα δεν ξεχνάει τις θυσίες που απαιτούσε το παντοπωλείο: «Δεν φάγαμε ένα μεσημέρι ένα ολόκληρο γεύμα δίχως να χτυπήσουν την πόρτα. Τώρα

❧163


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

έχω ένα χρόνο που έκλεισα το μαγαζί και μπορώ να ησυχάσω. Είμαστε δεμένοι από το 1953 που το ανοίξαμε».

| Ομαλή 1952: τα κορίτσια κεντούν γύρω από το πηγάδι από αριστερά: Ανθούλα Πίκουλα, Αθηνά Ψούνου και η δασκάλα του Δημοτικού Σχολείου, Κατίνα Γερακάρη

«Σε γάμο, φεύγαμε τελευταίοι, το ίδιο και σε βαφτίσια. Από κηδεία, μακριά από δω, τελευταίοι. Ότι χρειάζονταν για το νεκρό, είχαμε τα πάντα: σιτάρι, καραμέλες, πανί, τα πάντα. Για λύπες και χαρές, ήμασταν στη διάθεση του πελάτη. Όταν ετοίμαζαν γάμο, κατέφθαναν για φούστες και κουντούσιες που ήταν οι στολές της εποχής καθώς και προίκες: συνήθως στη δική μου την ηλικία κάνανε δύο στολές χωριάτικες. Τις έχω ακόμη. Χρειάζονταν κατιφέδες, υφάσματα για τις ποδιές, δαντέλες για τα πουκάμισα; εδώ ερχόταν. Όταν πέθανε ο άντρας μου ο γιατρός με συμβούλεψε να συνεχίσω το μαγαζί, γιατί θα πάθαιναν τα νεύρα μου. Είχα χάσει δέκα κιλά. Ενώ πριν δεν ανακατεύτηκα με ταμιακή, έμαθα να την χρησιμοποιώ, να αλλάζω μποτίλιες και ό,τι άλλο έπρεπε». Η απασχόληση με το μπακάλικο την βοήθησε να ξεπεράσει καλύτερα τον πόνο της. Η Θεοδώρα ανησυχούσε συχνά για τον άντρα της, όταν εκείνος ταξίδευε για να φέρει εμπόρευμα στο μαγαζί: «Ο δρόμος δεν ήταν καλός, ξεκινούσαν και τι περιπέτειες! Έπιανε μια βροχή, πώς να βγουν να έρθουν στο χωριό; Μια μέρα, έφυγαν το πρωί για το Τσοτύλι και επέστρεψαν στο σπίτι αργά το βράδυ. Καθ’ όλη τη διαδρομή έβαζαν ξύλα στις λακκούβες 164☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

για να περάσουν. Ο άντρας μου πήγαινε στη Μόρφη πρωί, περίμενε το λεωφορείο από τον Πεντάλοφο και με αυτό πήγαινε στο Τσοτύλι. Τυραννίες πολλές, άπειρες περιπέτειες περάσαμε σαν οικογένεια, αλλά δουλέψαμε καλά». Η πλάστιγγα άρεζε πολύ στην Χιονία και την αδερφή της Λόλα όταν ήταν μικρές. «Παίζαμε με τα δράμια, (παλιότερα ζύγιζαν τα προϊόντα σε οκάδες και αργότερα σε κιλά) τις ζυγαριές και χάρτινες σακούλες, αλλά δουλεύαμε επίσης: πουλούσαμε ξύδι και οινόπνευμα χύμα και βοηθούσαμε το μπαμπά να γεμίζει τα λουκάνικα που έκανε και τα μοσχοπουλούσε στην Κοζάνη και στην Αθήνα. Για να στεγνώσουν την ημέρα τα βγάζαμε στον ήλιο, μετά τα παίρναμε πάλι μέσα. Σερβίραμε, πλέναμε πιάτα, καθαρίζαμε, ψήναμε εμείς το αρνί πριν βγουν τα μηχανήματα. Ήμασταν μαζί σαν οικογένεια μόνο όταν δουλεύαμε και το μεσημέρι στο τραπέζι. Η μαμά, πιστή |Αυγερινός: η οικογένεια Γκάση έξω από σύζυγος, δεν ζήτησε ποτέ διακοπές, το μαγαζί τους σε μια στιγμή ξεγνοιασιάς μια και το μαγαζί έκλεινε μία μέρα τα Χριστούγεννα και μία το Πάσχα». | Η μικρή Χιονία στο παντοπωλείο του πατέρα της

Η Χάιδω Δώσσα έμεινε χήρα νέα αλλά ήταν μια δυναμική γυναίκα με επιχειρηματικό πνεύμα. Στις αρχές του 1920, είχε καζάνι στο σπίτι της όπου και έβαφε με τις μπογιές που προμηθεύονταν από το μαγαζί της στο κέντρο του Τσοτυλίου το οποίο,

❧165


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

λόγω φόρτου εργασίας, είχε αναλάβει η κόρη της Όλγα. Η Χάιδω ήταν επιτυχημένη στη δουλειά της διότι είχε πολλές γνώσεις στα χρώματα και έκανε απίθανους συνδυασμούς με τις βαφές. Ο Μανώλης Τσούκας, έμπορος από την Σαμαρίνα, προμήθευε το μαγαζί της.

| ‘Έξω από το μαγαζί του κυρ-Θύμιου στην Κοζάνη. Η Λόλα, η μεγαλύτερη κόρη, με την ποδίτσα της σερβιτόρας, αγκαλιάζει τους συγγενείς της οικογένειας, ενώ δεξιά η μαμά με την ποδιά της δουλειάς κρατάει την μικρή κόρη της Χιονία αγκαλιά

Μια φορά προσπάθησε να την φάει στο αγώι αλλά εκείνη το αντιλήφθηκε και τον έκανε παρατήρηση. Εκείνος της εξήγησε ότι το είχε κάνει επίτηδες για να δει αν θα το έπαιρνε χαμπάρι και εντυπωσιασμένος με την παρατηρητικότητά της, πήγε στην μητέρα της και την ζήτησε σε γάμο. Το ζευγάρι αργότερα έφυγε για την Αμερική και το μαγαζί το συνέχισε η άλλη κόρη της, η Ουρανία, η οποία το μετέτρεψε σε εστιατόριο. Απέναντι από το μαγαζί της Όλγας στο Τσοτύλι, τρία ξαδέρφια άνοιξαν εμπορικά: Ο Αχιλλέας, ο Τάκης και ο Γεράσιμος Δώσσας. Από το 1943 διατηρούσε ένα από τα καλύτερα μαγαζιά ο Μουστάκας ο οποίος πουλούσε χονδρικής και λιανικής και πολλοί έμποροι από την περιοχή ψώνιζαν από αυτόν. Ακόμη και σήμερα θυμούνται την κομψότητα της γυναίκας του, που ήταν ντυμένη με τα παραδοσιακά της φορέματα, τα 166☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

‘Μπλατσιώτικα’ όπως έλεγαν, σήμα κατατεθέν της καταγωγής της από την Βλάστη. Εκεί δίπλα είχε μαγαζί με κεντήματα και είδη σχετικά ο Απόστολος Σακοράφας ο οποίος ψέκαζε με άρωμα κάθε γυναίκα που έμπαινε στο μαγαζί του για να ψωνίσει. Άλλα μαγαζιά ήταν το έμπορομπακάλικο του Ρούση, ο οποίος ήταν ζωέμπορος και διατέλεσε πρόεδρος πολυτέκνων, μια και ο ίδιος είχε δέκα παιδιά. Μόλις τελείωσε το δημοτικό σχολείο η κόρη του Νίκη τον βοηθούσε από το πρωί μέχρι το βράδυ, αφήνοντας τις δουλειές του σπιτιού στην αδερφή της Ευανθία. Η Παναγιώτα Τουλοπούλου σπούδασε κοπτική στην Θεσσαλονίκη και άνοιξε ένα ατελιέ με την μητέρα της στο Τσοτύλι λίγο πιο πέρα από το ξενοδοχείο ‘Παρθενών’. Εκείνη έραβε τα επίσημα φορέματα, η μητέρα της τα υπόλοιπα. Ο εργένης Δημήτρης Διαμάντης ή ‘Μήτσιος’, όπως τον φώναζαν διηύθυνε το ξενοδοχείο του πατέρα του και έμενε εκεί μια και η δουλειά του τελείωνε τα ξημερώματα. Η Παναγιώτα έκανε όνειρα για το μέλλον της που σίγουρα δεν συμπεριλάμβαναν τον γείτονά της μια και ο γάμος δεν ήταν στα σχέδια της. Χόρευε πολύ ωραία και ήταν γνωστή για την κομψότητα και σπιρτάδα της. Είχε μια ωραία πλεξούδα στα μαλλιά και 14 χρονών πήγε στην Καστοριά για ‘αντιλασιόν’-κόψιμο μαλλιού σε σκάλες- κάτι άγνωστο για τα χωριά. Όταν επέστρεψε οι μπάμπες την μάλωναν; «δεν ντρέπεσαι μωρή; Να φτιάξεις έτσι τα μαλλιά;» την ρωτούσαν και στραβομουτσούνιαζαν. Η μητέρα της όμως δούλευε καλά, -στοίβες τότε οι προίκες που έραβε για τα κορίτσια- ο πατέρας έστελνε χρήματα, οπότε δεν της χαλούσαν κανένα χατίρι. Ο παππούς της Γιαννούλης είχε το καλύτερο καφενείο στο Βογατσικό και όταν τον επισκέπτονταν έβαζε τις πλάκες στο γραμμόφωνο για να χορέψει Ευρωπαϊκούς χορούς. Σε ένα γάμο της Νεάπολης την ‘στάμπαρε’ ο Μήτσιος Διαμάντης και πώς να μην την σταμπάρει με το βυσσινί φόρεμα και το μαντό σε μπρικ χρώμα με μπαϊρο γιακά; Ας αφήσουμε να τα διηγηθεί εκείνη καλύτερα: «Έπιασε ο Μήτσιος τον Γεωργόπουλο –οδηγό λεωφορείου στην περιοχή- και τον παρακάλεσε να κάνει την προξενιά. Εγώ ήμουν 19 χρονών, δεν ήθελα με τίποτα να παντρευτώ. Η μητέρα μου όμως επέμενε: θες να μείνεις μια ζωή με το βελόνι; παντρέψου! με πίεζε. Εν τω μεταξύ ο πατέρας του Μήτσιου δήλωσε ότι αν δεν με έβλεπε ο ίδιος, η προξενιά δεν θα προχωρούσε. Ήρθε στο σπίτι μας και του άρεσε το νοικοκυριό μας. Η προξενιά προχώρησε, εγώ δέχτηκα και παντρευτήκαμε. Ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ στη ζωή μου. Φρόντιζα όλο το ξενοδοχείο μόνη μου, με κάποια

❧167


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

βοήθεια από την μητέρα μου». «Έρχονταν φορτηγατζήδες τότε από τον Πεντάλοφο, το Ντόλο, τα Γιάννενα, νερό δεν είχαμε στο ξενοδοχείο, μόνο ένα μπνάρι στου Ντισλή. Χρησιμοποιούσαμε δύο μεγάλα βαρέλια από πετρέλαια, τα πλύναμε καλά και τα γεμίζαμε νερό: εγώ έβαζα τα σεντόνια στα κρύα νερά και η μητέρα μου στα ζεστά για να πλυθούν. Είχα μια μεγάλη λεκάνη που έριχνα τα πλυμένα σεντόνια, ανέβαινα μαζί με αυτά μια δύσκολη σκάλα και τα άπλωνα πάνω σε τριχιές στο μπαλκόνι. Το χειμώνα έσπαζα τον πάγο για να πάρω νερό». «Τα βράδια όταν τα θυμάμαι, δεν μπορώ να κοιμηθώ», συνεχίζει η Παναγιώτα, δίχως πίκρα για τα περασμένα, παρά τις δυσκολίες. «Έγκυος στους εννέα μήνες κουβαλούσα ακόμη τα σκεπάσματα και γέννησα αφού τα τελείωσα, λες και το παιδί περίμενε να φέρω εις πέρας την δουλειά μου. Ο άντρας μου εργαζόταν μέχρι τις δύο τα ξημερώματα, γι’ αυτό πρότεινα να βάλουμε το κρεβατάκι του γιου μας στον κάτω όροφο για να κοιτάμε και το παιδί και το ξενοδοχείο. Βάλαμε ένα ντιβάνι για μας και περάσαμε αρκετά χρόνια εκεί μέχρι να μεγαλώσει το παιδί». Ο Χρήστος Σιδηρόπουλος άνοιξε παντοπωλείο στην Κωνσταντινούπολη και έχτισε |1928: κάρτα από Βογατσικό για την Θεοδώρα ένα τετραώροφο σπίτι με κάποιον Τουλοπούλου από τον πατέρα της Αντρέα άλλον πατριώτη του πριν γυρίσει Γιαννούλη. Η Θεοδώρα ήταν παντρεμένη στην οριστικά στην Ελλάδα το 1925. Λευκοθέα Όταν ο Κεμάλ επίταξε τα σπίτια των Ελλήνων το 1918, έκαναν δικαστήρια για να πάρουν το σπίτι τους πίσω. «Ο πατέρας μου» λέει ο Σεραφείμ, «είχε καλούς δικηγόρους μπέηδες που αγαπούσαν το καλό κονιάκ γι’ αυτό και τους έδινε απλόχερα, αφού εκείνοι τον διαβεβαίωναν ότι θα έπαιρνε το σπίτι του πίσω». Κερδίζοντας το 1928 την περιούσια τους, την πούλησαν σχεδόν αμέσως και παλινόστησαν. 168☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| Το παντοπωλείο της οικογένειας Μαυρομάτη την δεκαετία του 1950

Όταν το μαγαζί του πεθερού της Στέλλας Μαυρομάτη έκλεισε στην Κωνσταντινούπολη, αποφάσισε να συνεχίσει το επάγγελμα που γνώριζε τόσο καλά, ανοίγοντας μπακάλικο με τους τρεις γιους του, τον Αχιλλέα, Θανάση και Σωτήρη στο Τσοτύλι. Στο ίδιο οίκημα διατηρούσε πριν από αυτούς ένα εξαιρετικό παντοπωλείο ο Χρήστος Παπαχρήστου, ο οποίος υπηρέτησε και ως πρόεδρος της κοινότητας Νεαπόλεως, με γυναίκα από το Πολυκάστανο. Ο Μαυρομάτης, έμπειρος στο εμπόριο, είχε φέρει μερικά πράγματα μαζί του από το παλιό του μαγαζί στην Πόλη κι έτσι ξεκίνησε. Και οι τρεις οικογένειες εργάστηκαν σκληρά και δημιούργησαν ένα επιτυχημένο μπακάλικο. Η Στέλλα είχε την στήριξη της συννυφάδας της και το παιδί του κουνιάδου της, φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος έρχονταν τα Σάββατα για να βοηθήσει

❧169


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Μαθήτριες του Δημοτικού Σχολείου Τσοτυλίου, γύρω στο 1934 με τους δασκάλους τους Δεξιά: Αριστοτέλης Παπαϊωάννου και αριστερά Ξυροτήρης, δάσκαλος πιάνου. Η Ευανθία Ρούση, τρίτη από αριστερά, φοράει την κορδέλα στα μαλλιά της διαφορετικά από τις άλλες κοπέλες. Από μικρή είχε το δικό της ξεχωριστό στυλ

Στην Ομαλή, η Αλεξάνδρα και ο Γιώργος παντρεύτηκαν βιαστικά μια νύχτα το 1931 για τον κλήρο γης που δικαιούνταν, αν και η πραγματική διανομή κλήρου έγινε το 1937-38. «Όταν γεννήθηκε ο γιος μας Κώστας, δεν είχαμε λεφτά να τον ταΐσουμε, μόνο κανένα μεροκάματο από δω και από κει. Λέει ο άντρας μου, «τι δουλειά να κάνουμε;» Ξαφνικά είχε μια ιδέα: βρήκε και έμασε κάστανα, καρύδια για να κάνει εμπόριο. Για σπίτι είχαμε ένα Τούρκικο παλιόσπιτο της πεθεράς μου, η οποία έμενε με ένα γεροντοπαλίκαρο. Το σπίτι όμως ήταν μεγάλο, έτσι αρχίσαμε το πρώτο μπακάλικο πουλώντας κάστανα, καρύδια, πετρέλαιο, καραμέλες, ένα κιλό λουκούμι, λίγο λαδάκι, γιατί δεν είχε ο κόσμος». Μετά τον θάνατο του άνδρα της συνέχισε μόνη της το μαγαζί, αλλά καταστράφηκε από τις επιδρομές των Γερμανών, των Ιταλών και αργότερα κάποια νύχτα από το χέρι ανταρτών. Έχασε τα πάντα. Για να συντηρήσει τα δυο παιδιά της καλλιεργούσε καπνά και ελιές. Ο γιος της Κώστας δούλευε στα χωράφια όταν του πρότεινε να ανοίξουν μπακάλικο για να τον βοηθήσει. Αν και εκείνος παρέμεινε διστακτικός, η Αλεξάνδρα παρήγγειλε εμπόρευμα, έστησε από την αρχή το μαγαζί με τη βοήθεια του Κώστα, ο οποίος γλυκάθηκε από τα κέρδη της πρώτης κιόλας εβδομάδας. 170☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Αγόρασαν ένα μικρό αυτοκίνητο για μεταφορές και ήταν θέμα χρόνου πριν το μαγαζί γεμίσει ξανά με τα απαραίτητα αγαθά. Ο Θωμάς Υφαντής, ένας από τους μεγαλέμπορους της περιοχής, γεννήθηκε το 1890. Πήγε σχολείο στη Βουλγαρία και γυμνάσιο στην Κωνσταντινούπολη. Όταν αποφοίτησε, η μητέρα του τον είπε, «αν είσαι έξυπνος θα ασχοληθείς με το εμπόριο». Αποφάσισε να ακολουθήσει την συμβουλή της και απέδειξε όχι μόνο πόσο έξυπνος ήταν, αλλά και πόσο δραστήριος σαν έμπορος υπήρξε. Άνοιξε ένα μαγαζί το 1912 με γενικό εμπόριο. Ο αδερφός του Νίκος έβγαλε άδεια φορτηγού στα 18 του και αγόρασαν ένα φορτηγό για να μεταφέρουν τα εμπορεύματα. Κάθε Δευτέρα, ο Νίκος και ο Θωμάς ταξίδευαν στη Θεσσαλονίκη για αγορές, ενώ ο γαμπρός τους Βασίλης κρατούσε το μαγαζί στην Εράτυρα. Μια και διατηρούσαν δύο μαγαζιά, ένα στο Τσοτύλι και το άλλο στην Εράτυρα, κάθε Σάββατο έφευγε ο Θωμάς από το Τσοτύλι και επέστρεφε στην οικογένειά του στην Εράτυρα. Την Δευτέρα επέστρεφαν στο Τσοτύλι για να συνεχίσουν το εμπόριο που δεν πήγαινε καθόλου άσχημα, μια και τη περίοδο 1972-78 πολλά από τα γύρω χωριά ψώνιζαν από αυτόν. Επίσης στην Εράτυρα είχαν ένα τετραώροφο κτίριο, το οποίο χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη για το εμπόρευμα. Συμπεριλάμβανε υφάσματα, λάδια, είδη προικός, και άλλα είδη. Πέρα από τα κεραμίδια που έφερναν από τη Κοζάνη, ό,τι χρειαζόσουν για να χτίσεις ένα οίκημα την εποχή εκείνη το έβρισκες στο μαγαζί του Υφαντή. Η κόρη του Μερόπη θυμάται το πρώτο ραδιόφωνο που αγόρασαν το 1938 για 4.000 δραχμές, κάτι που ήταν υπόθεση για την εποχή εκείνη. Για όσους πίστευαν ότι ο ζηλευτό επάγγελμα του παντοπώλη ήταν εύκολη υπόθεση, μπορεί να μείνουν έκπληκτοι με τις διηγήσεις από τις θυσίες όχι μόνο των μπακάληδων, αλλά και των οικογενειών τους. Κινούμενοι μέσα σε ένα παρασκήνιο πείνας, πολέμου, κακουχίας, σκληρών καιρικών συνθηκών και άστατων οικονομικών καταστάσεων, οι μπακάληδες δημιούργησαν μια όαση όπου η προσπάθειά τους έμοιαζε παιχνίδι, η κούραση τους ένα χαμόγελο που κάλμαρε τον ανυπόμονο, ανύποπτο πελάτη.

❧171


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Ο Λάμπρος Ζήκος σε ηλικία περίπου 10 ετών με την οικογένειά του. «Ο πατέρας μου πήγαινε τα Σάββατα στο Τσοτύλι στο παζάρι και ήθελε να φροντίζω το μαγαζί. Εγώ πήγαινα για κανένα λουκούμι, βλέπεις ήμουν μόνο 13-14 χρονών. Το μυαλό μου δεν ήταν στο μπακάλικο».

172☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Κεφάλαιο 9ο Φορητά Παντοπωλεία ‘‘Το εμπόριο είναι το αλάτι της ζωής’’ Βολταίρος

| Θεσσαλονίκη, πεζοδρόμιο. Η αρχή της εμπορικής δραστηριότητας του Χρήστου Σίτα. Οι άδειες πωλητών τότε δίνονταν κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα

Στην πλατεία του Βυθού, ένας συγχωριανός του Κώστα Ζιώγου πίνει τον καφέ του αναπολώντας τα παλιά. «Θυμάμαι στεκόσουν εδώ δίπλα στη μουριά, πριν φύγεις φαντάρος. Φορούσες ένα γκρι κουστούμι» λέει, δείχνοντας με το χέρι του μία απόσταση λίγων μέτρων όπου βρίσκεται ακόμη το δέντρο. Ο Κώστας χαμογελάει με την περιγραφή αυτή. Η θητεία του, που άρχισε το 1957, κράτησε τρία χρόνια. Κι όμως, αυτός είχε πάρει μια γεύση από μάχες πολύ πριν, όταν, από

❧173


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

το 1948-50, σε ηλικία 13 χρόνων, είχε την ιδέα να πάρει ένα κουτάκι, να το γεμίσει τσατσάρες, καθρεφτάκια, λουκούμια, μπισκοτάκια και χαρτοφακέλλους, για να πάρει τα βουνά στην κυριολεξία, όπου βρισκόταν ο στρατός που πολεμούσε τους αντάρτες και να τους πουλήσει το εμπόρευμά του. Μερικές φορές έτρωγε ξύλο γιατί δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Άλλες φορές έπεφτε πάνω στη μάχη. Μια φορά, θυμάται πως έφτασε στο βουνό Τάλιαρο και λέει με ζωηρό βλέμμα, σαν να μην πέρασαν πάνω από 60 χρόνια από τότε, "οι οβίδες έπεφταν γύρω μου βροχή, αλλά εγώ εκεί". Αυτή η εμπειρία του με το φορητό παντοπωλείο ήταν και η πυξίδα του Κώστα για το μελλοντικό του επάγγελμα το οποίο, όπως λέει, είναι το πάθος του, αφού το συνεχίζει παρά το γεγονός ότι ο Βυθός ερημώνει. Γεννηθείς το 1935, άρχισε την επιχείρηση του σε ηλικία 17 ετών. Είχε προσλάβει ένα κυρατζή, ο οποίος φόρτωνε τα ζώα του με τις πραμάτειες και όταν έφταναν στα χωριά όπως η Φούρκα και Ζιούζουλη, άνοιγε και έκανε παζάρι. Η πληρωμή εξαρτιόταν από τη διάθεση του κυρατζή, αν είχε κέφια ή όχι. Στα μέσα του 19ου αιώνα οι έμποροι «άρχισαν να προσφέρουν τα προϊόντα τους στην εσωτερική αγορά, προμηθεύοντας τα από τις αγορές της Θεσσαλονίκης, Κων/πολης, Γρεβενών, Νεάπολης (Λειψίστας), Ιωαννίνων».1 Ο Κώστας Λεπενιώτης, μικροπωλητής και δερματέμπορος, κατέβηκε από την Σαμαρίνα το 1890 και εγκαταστάθηκε στο Τσοτύλι λόγω της μεγάλης εμπορικής του κίνησης. Τα ξημερώματα κάθε Σαββάτου φόρτωνε τα τρία μουλάρια του από την Σαμαρίνα δέρματα και μαλλιά και τα πουλούσε στο παζάρι του Τσοτυλίου καθώς και στα γύρω χωριά. Ήταν η χαρά των παιδιών και ο προμηθευτής των γυναικών. Στην πλατεία του χωριού έδενε τα ζώα του και άνοιγε την πραμάτεια του: το φορητό κατάστημα διέθετε καραμέλες, λίγα τετράδια, πέννες, χτένες, μπογιές, τσιμπιδάκια, καρύδια, χαλβά, λουκούμια, τα φημισμένα ξυλοκέρατα και ένα σωρό ακόμα είδη. Επίσης πήγαινε στην Μπριάζα (το σημερινό Δίστρατο) από όπου έπαιρνε κατράνι –γιατρικό της εποχής- και ρετσίνι από τα πεύκα. Όπως διηγείται η εγγονή του Ζωζώ, «τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολα αλλά αυτός πάντα το διακινδύνευε με την ψυχή στο στόμα, τις περισσότερες φορές όχι μόνο λόγω της κακοκαιρίας αλλά και των ληστών που τον περίμεναν να επιστρέψει από την αγορά. Τα παζάρια γίνονταν είδος με είδος και τα λεφτά τα μάζευαν και τα έκαναν χρυσές λίρες. Πολλές φορές τον λήστευαν στον δρόμο και αφού του έπαιρναν τα χρήματα τον έδιωστ

174☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

χναν, με αποτέλεσμα να γυρίσουν τα ζώα στο σπίτι του πριν τον ίδιο». Μία από τις πιο δραματικές στιγμές του δυναμικού αυτού εμπόρου ήταν όταν κόντεψε να πεθάνει κάποια Χριστούγεννα εκτελώντας το εμπορικό του καθήκον. Όπως συνήθως, είχε ξεκινήσει νωρίς για το δρομολόγιο του με τελευταία στάση τις Λικνάδες. Τα μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν απειλητικά στον ουρανό κι’ ο ξαφνικός βοριάς που ξεσήκωνε τις πραμάτειες του τον ανάγκασαν να μαζέψει άρον άρον ό,τι είχε απομείνει και να ξεκινήσει για το Τσοτύλι. Με ελαφρύτερο εμπόρευμα ο μακρινός δρόμος θα φαινόταν ίσως μικρότερος, αν δεν είχε αρχίσει να χιονίζει με τα δυό χέρια. Ο λασπερός δρόμος γλιστρούσε και με δυσκολία πια βάδιζαν ζώα και άνθρωπος. Η νύχτα τον βρήκε στην Ομαλή. Απέραντο σκοτάδι… το χιόνι ξεπερνούσε το ένα γόνατο, σκεπάζοντας τα πάντα. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο δυσκόλευε η πορεία τους, ώσπου απόκαμαν στη Μεγάλη Ράχη. Σταμάτησαν κάτω από μία αγριογκορτσιά71. Εκεί κοίταξε γύρω του ο Κώστας και το πήρε απόφαση: Το χιόνι έπεφτε τόσο αδιάκοπα πυκνό που η επιστροφή του το βράδυ εκείνο ήταν αδύνατη. Κούρνιασε κάτω από το δένδρο και έπεσε σε ένα βαθύ ύπνο από την εξάντληση, ευχόμενος να έβρισκε τα ζώα του ζωντανά το ξημέρωμα. Κάποτε ξημέρωσε. Άνοιξε τα μάτια του, ανακουφισμένος που ήταν ζωντανοί, αυτός και τα μουλάρια του πιο πέρα. «Βοήθεια χωριανοί!» άρχισε να φωνάζει με όση δύναμη του είχε απομείνει. Εκείνη την ώρα ο Γιάννης Μαρανής έβγαινε από το σπίτι του να αρμέξει την αγελάδα και να ταΐσει τις κότες του. Μόλις άκουσε τις φωνές, φόρεσε βιαστικά τις μπότες του και ξεσήκωσε όλους τους άνδρες της γειτονιάς να τρέξουν για να δουν ποιος ζητούσε βοήθεια. Η ομάδα άνοιξε κοπό72 προχωρώντας σαν την σαρανταποδαρούσα. Με μεγάλη δυσκολία επί τέλους έφτασαν. «Βρε παιδιά,» φώναξε ο πρώτος, «ο μπάρμπα-Κώστας ο Λεπενιώτης είναι!» Χρειάστηκε τέσσερις άνδρες να τον βάλουν πάνω σε μια κουβέρτα και να τον σύρουν προσεκτικά μέχρι το σπίτι του. Κάποιος από την παρέα συνέστησε να τον βάλουν τα πόδια μέσα σε ζεστή κοπριά, να μην πάθει κρυολογήματα. Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν τα καλύτερα του Κώστα Λεπενιώτη. Παρ’ όλη την δυσάρεστη εμπειρία του, δεν εγκατέλειψε το επάγγελμά του, αλλά την Άνοιξη άρχισε και πάλι να επιτελεί το κοινωνικό του έργο.2 71 αγριογκορτσιά: άγρια αχλαδιά 72 κοπό: δρόμο

❧175


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Αν και στάθηκε τυχερός αυτή τη φορά, δυστυχώς ο Κώστας δεν επέστρεψε από ένα ταξίδι του. Όταν οι δικοί του είδαν τα τρία μουλάρια του να καταφθάνουν στο Τσοτύλι δίχως τον ιδιοκτήτη τους, έψαξαν να τον βρουν αλλά ήταν σαν να είχε ανοίξει η γη και τον κατάπιε. Κανείς δεν γνωρίζει μέχρι σήμερα τι απέγινε. Αργότερ α το επάγγελμά του το συνέχισε το γιος του Αλέκος, ο οποίος εκτός από έμπορος ήταν και καλός τεχνίτης. Κατασκεύαζε ψάθινες καρέκλες γι αυτό και τον φώναζαν ‘ο Αλέκος ο καρεκλάς’. Έκοβε ξύλα από τις οξιές | Ο Αλέκος Λεπενιώτης σε υπαίθριο παζάρι με τον γείτονα της Σαμαρίνας και του Στέργιο Παπαδόπουλο ο οποίος πουλούσε λευκά είδη συγκεκριμένα από την Λιάνουρα, και με τα λίγα χειροκίνητα μηχανήματα της εποχής κατασκεύαζε τις καρέκλες και τις πουλούσε στο παζάρι του Τσοτυλίου, 5 δραχμές τις μεγάλες και 3 δραχμές τις μικρές. Είχαν αρχίσει να βγαίνουν στα χωριά με πιο μικρά αυτοκίνητα, διάφοροι έμποροι: Ο Ταγγίδης, ο Αμπατζίδης στη Νεάπολη, ένας έμπορος από την Δαμασκηνιά και ο Νεαπολίτης Γκόντας. Ο Σίτας πήγαινε κάστανα στη Χαλκιδική και έφερνε ελιές. Για τα δρομολόγια της περιοχής ξυπνούσε πρωί: πήγαινε στην Κοζάνη, ή στη Νεάπολη, αγόραζε φρούτα, ξεφόρτωνε στο μαγαζί του στο Τσοτύλι, έβαζε τιμές αφού ξεφόρτωνε, μετά φόρτωνε πάλι και όταν έφτανε στα χωριά, έβαζε μεγάφωνο που αντηχούσε μέχρι τη Βροντή. Αν ήταν μικρό το χωριό, έκανε μία στάση, αν ήταν μεγάλο δύο ή και τρείς ακόμη. Άλλοι παντοπώληδες που πήγαιναν με τα ζώα στα χωριά ήταν ο Μακρής, Πατούριας και Ειρήναρχος Ηλιάδης. Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος είχε το μονοπώλιο αλατιού στο Τσοτύλι αλλά γυρνούσε και στα χωριά διότι το αλάτι το αγόραζαν πολύ για τα πρόβατα. Από τότε που ήταν 5 χρονών, ο Χρίστος Σίτας έβλεπε τις κάσες του Βαρσάμη στο χωριό του -τον Αυγερινό- και αναστέναζε από μέσα του, λέγοντας στον εαυτό του, «να μεγαλώσω και εγώ, να έχουν οι κάσες το όνομά μου». Αποφασισμένος να ασχοληθεί με το εμπόριο, άρχισε 176☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| Μουλάρια φορτωμένα με πραμάτειες από την Σαμαρίνα

πολύ νέος να κουβαλάει τα εμπορεύματα με ένα καρότσι και πιο πριν σε σιδερένιες βαλίτσες. Για κρεβάτι είχε ένα μπάγκο. Η επιθυμία να πάρει αυτοκίνητο πραγματοποιήθηκε μια και ήταν ο πρώτος μπακάλης που ξεκίνησε με το φορτηγό Mercedes 3½ τόνων το 1965 να πηγαίνει στα χωριά της περιοχής πουλώντας όλα τα είδη, από ζάχαρη, ρύζι, λαχανικά, σχεδόν όλα όσα είχε και στο μαγαζί και επιπλέον κάρβουνο, κεραμίδια, κ.α.

| Μετά το πεζοδρόμιο το καρότσι με διαδρομές Βέροια, Νάουσα, Κοζάνη

❧177


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Ο Γιάννης Ηλιάδης με τον πατέρα του Ειρήναρχο έξω από την εκκλησία της Παναγίας στο Φυτώκι, με τα εμπορεύματά τους

Μανάβης άρχισε ο Χαρίλαος Ζηκόπουλος από την Ανθούσα. «Είχα πάνω στο αυτοκίνητο μαναβική, μπακαλική, τα πάντα». Ο παππούς του, Μιχάλης Ζηκόπουλος, άρχισε το μαγαζί όταν επέστρεψε από την Αμερική πριν το 1940, αφήνοντάς το αργότερα στον πατέρα του και ο πατέρας στους γιους του. Κάθε μέρα έβγαινε με τα ζαρζαβατικά στα χωριά: Αηδόνια, Κριμίνι, Ροδοχώρι, Λούβρη. Τα ζαρζαβατικά τα αγόραζε από τη Νεάπολη και τη Κοζάνη. Ταυτόχρονα, κρατούσε και το μαγαζί στην Ανθούσα με τον αδερφό του.

| Ο Χρίστος Σίτας (3ος από δεξιά) με τα εμπορεύματα του σε καρότσι 178☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| Παζάρι στη Μηχανιόνα. Πρώτος αριστερά ο Τηλέμαχος, αδερφός του Χρήστου Σίτα, δίπλα του ο Χρήστος και δύο κοπέλες

| Πωλήσεις πάνω σε καρότσι –αριστερά ο Σίτας-

Ο ρόλος του φορτηγού ήταν να διευκολύνει τα χωριά που δεν είχαν παντοπωλεία. Εκτός από τους μπακάληδες, φορτηγά διέθεταν και οι έμποροι με κοσμήματα και παπούτσια: Ο Περτσινίδης, ρολογάς και χρυσοχόος, έκανε διανομές στα μαγαζιά με γενικό εμπόριο, πουλώντας, εκτός από χρυσαφικά και σιδερένια κρεβάτια, τις λεγόμενες καριόλες. Ξεκίνησε από οπλίτης, μετά συνέχισε πουλώντας ραπτομηχανές και κατέληξε έμπορος και καταστηματάρχης. «Είχε ένα φορτηγάκι και νοίκιαζε πολλές αποθήκες μέσα στις οποίες κρατούσε όλα τα

❧179


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

εμπορεύματα και ήταν πολύ οργανωμένος», λέει η κόρη του Τασούλα. Άλλοι έκαναν περιοδείες στα χωριά, μπάλωναν τα παπούτσια, ή γάνωναν τα μπακίρια. Ένας από αυτούς ήταν ο Παγούνης από την Ήπειρο, ο οποίος πριν γίνει παππάς γύριζε στα χωριά και γάνωνε, με μισό τενεκέ στον ώμο και ένα δύο ‘τσαγκαρσούλια’(μικρά αντικείμενα του τσαγκάρη). Ο Τάκης από τη Νεάπολη κατέφθανε στη Δαμασκηνιά με είδη προικός και έτσι μπόρεσε η Ευθυμία Μακρή να αγοράσει ένα ολόμαλλο παλτό δίχως να χρειαστεί να ψάξει στην πόλη. Στις παράγκες πουλούσαν μόνο τσιγάρα και σπίρτα. Στη Δαμασκηνιά ο Στέργιος Αδαμίδης εξυπηρετούσε την περιοχή με το φορτηγό του πουλώντας ζαρζαβατικά, αλλά δεν ήταν ο μόνος. Κάθε Τετάρτη από το 1931 μέχρι το 1960 είχαν μια πολύ καλή λαϊκή αγορά στο χωριό. Η Ζωή Μακρή περιγράφει τις αναμνήσεις της: «Δεν θα ξεχάσω τον Κωσταρέλη από τον Αϊ-Λιά, ο οποίος ερχόταν με το γαϊδουράκι, ξεφόρτωνε, άνοιγε τα πράγματα και τα έβαζε πάνω στην κουρελού. Νηστικά εμείς εκείνη την εποχή, μαζευόμασταν γύρω, τα μάτια μας καρφωμένα πάνω στα σύκα, στις καραμέλες, στις σταφίδες και τα ζαχαράτα. Πρόσφατα συναντήθηκα με τον Κωσταρέλη στην εκκλησία και τον ρώτησα, που είναι το γαϊδουράκι και τα κουσέρια;73 Ο Κωσταρέλης ήταν ο αγαπημένος μου πωλητής σαν παιδί, τον περίμενα με λαχτάρα».

| Υπαίθριες πωλήσεις σε μπάγκο 73 Κουσέρια: κοφίνια 180☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Υπήρχαν πωλητές από το Διχείμαρο, τη Λεύκη, τη Κλεισώρεια, τη Δραγασιά, τον Αηλιά και όλα τα γύρω χωριά. Πολλές φορές έκαναν ανταλλαγή με τους εμπόρους που κατέφθαναν από το Άργος με λαχανικά: έδιναν οι χωριανοί κάστανα και έπαιρναν λαχανικά, τα οποία οι νοικοκυρές έβαζαν στο καδί για τουρσί. Για να διατηρηθούν τα πράσα ολόφρεσκα μέχρι την άνοιξη έκαναν λάσπη, τα έκοβαν λίγο το ‘μουστάκι’ και τα φύτευαν μέσα στα υπόγεια για να μην ξεραθούν. Στο Δασύλλιο, μόλις τα παιδιά έβλεπαν την Θεοδώρα Μάντζιαρη από την Καλλονή να καταφθάνει στο χωριό με τις πραμάτειες της, έτρεχαν κρυφά στις φωλιές για να πάρουν τα αβγά και πίσω πάλι στο στέκι της Θοδώρας. Εκεί τα αντάλλασαν με στεκάκια για τα μαλλιά ή καμία φουρκέτα. Η Ευδοκία Κολοβού ήταν πιο τυχερή διότι όπως μολογάει η ίδια, «εμείς που ήμασταν συγγενείς μας έδινε δώρα. Όταν πάλι έρχονταν ο γυρολόγος με τα ξυλοκέρατα74, -δυσεύρετα, τότε- όλο μέλι από μέσα, κοιτούσαμε στις φωλιές για κανένα αβγό να του δώσουμε για να τα αγοράσουμε. Που να ξέραμε ότι τα αβγά είχαν περισσότερη αξία από αυτά; Ήταν χαρά Θεού τότε… θυμάμαι, έβγαζε γρήγορα η μαμά τις κουλουρόπιτες που έσταζαν με την λίγδα και τρέχαμε στην πλατεία για να προλάβουμε τον χορό».

| Χρήστος Σίτας- καθισμένος δεξιά –συνήθως πήγαινε στα Γιαννιτσά με μπάγκο 74 Ξυλοκέρατα: τα σημερινά χαρούπια

❧181


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Από τους Αγίους Θεοδώρους επίσης φόρτωναν τα ζώα με πεπόνια. Τα έβαζαν σε κοσιέδια, έριχναν και μία ζυγαριά και μέχρι να επιστρέψουν στο χωριό ξεπουλούσαν στις γειτονιές του Πολυκάστανου, της Δάφνης και του Αυγερινού. Ο μπακάλης Βαγγέλης και η γυναίκα του Στεφανία μάζευαν τσίγκαλα-μίγκαλα75, τα φόρτωναν στο γαϊδουράκι και τραβούσαν για το Κοιλάδι και τον Αι Θανάση (στο Αγίασμα) για να τα πουλήσουν. Ο Θεολόγος Γκόδας από τη Χρυσαυγή τριγύριζε τα χωριά με το γαϊδουράκι του πουλώντας διάφορα είδη: κόψες76, σούστες, φερμουάρ και μπογιές. Κρατούσε μαγαζί και καφενείο πιο παλιά λίγο πιο κάτω από την πλατεία. Ο αδερφός του Λούκας γυρνούσε και αυτός με το γαϊδουράκι του πουλώντας φρούτα, κάτι που συνέχισε ο γιος του Θεολόγου, Στέργιος, ο οποίος ασχολήθηκε με την μαναβική. Ο Θεολόγος έμεινε αξέχαστος στο χωριό για τις ατάκες του και δεν έχανε ευκαιρία να διασκεδάσει συναδέλφους και πελάτες όπου και να πήγαινε. Μία φορά ταξίδευε με τον μπάρμπα Λάζο για Θεσσαλονίκη κι όταν πλησίασαν την Καστανιά λέει ο Θεολόγος δυνατά για να ακούσουν όλοι: «Εδώ ερχόμουν με το φορτηγό που είχα τα τυριά φορτωμένα και ακριβώς εδώ -δείχνοντας μια απότομη κατηφόρα- παραστράτησε το φορτηγό και κατρακύλησαν τα κεφαλοτύρια μέχρι κάτω στο ποτάμι βρε παιδί μου!» «Σώπα», απαντάει ο Λάζος, προσποιούμενος ότι τον πίστεψε, ενώ οι άλλοι άκουγαν με ανοιχτό το στόμα… “τι ριψοκίνδυνος έμπορος είναι αυτός!” θα σκέφτηκαν. Όταν πάλι ακούστηκε ότι πέθανε, πήγαιναν οι χωριανοί στο παζάρι να συλλυπηθούν τον γιο του Στέργιο. Μετά από καιρό εμφανίστηκε στο παζάρι ο ίδιος ο Θεολόγος και όταν τον έβλεπαν οι παζαριώτες, δεν τολμούσαν να πλησιάσουν διότι φοβόταν ότι ήταν το φάντασμά του. Με το Θεολόγο όλα ήταν πιθανά. Όταν οι πιο ψύχραιμοι πλησίασαν και τον ρώτησαν πως βρέθηκε εκεί, έλεγε γελώντας, «Ναι, πήγα ως εκεί με το γαϊδουράκι μου αλλά με γύρισαν πίσω. Φύγε, μου είπαν, δεν σε θέλουμε..» Οι ιστορίες που κουβαλούσε όπου και να πήγαινε ήταν εξίσου λαχταριστές όσο και οι πραμάτειες του. Ο Ιωάννης Δάτσιος, ράφτης στην Χρυσαυγή, γυρνούσε τα χωριά όταν έπεφτε η δουλειά του για να πουλήσει ‘γκόρτσα Τριτσιότκα77’. Ο Μακρής πήγαινε στα χωριά με την ‘μπουχτσιά’, δηλαδή μάζευε τα τόπια 75 τσίγκαλα-μίγκαλα: διάφορα πράγματα 76 κόψες: για τα φορέματα 77 «γκόρτσα Τριτσιότκα»: αχλάδια από το Τρίκορφο 182☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| Ο Χρήστος Σίτας σε εμποροπανήγυρη

από το Τσοτύλι και τα έφερνε στα σπίτια για να αγοράσει ο κόσμος. Δύο πήχες, τρις, πέντε, όσα χρειαζόταν ο καθένας. Περνούσε από το σπίτι της Θοδώρας Γιαννούλη από το Βογατσικό, παντρεμένη στην Λευκοθέα. Η Θοδώρα ήταν εξαιρετική μοδίστρα και γνώριζε ποια γυναίκα στο χωριό θα αγόραζε υφάσματα. Ο Μακρής στέκονταν κάτω από την αχλαδιά στη μέση του περιποιημένου κήπου, θαύμαζε το πανέμορφο νοικοκυρεμένο σπίτι της, την αυλή γεμάτη λουλούδια με τις ανθισμένες γλάστρες, έμπαινε στο σπίτι με τα ασπροκέντια και τα κεντημένα στόρια και μολογούσε πως δεν είχε ξαναδεί ομορφότερο σπίτι στην περιοχή. Άλλο επάγγελμα πλανόδιου πωλητή ήταν αυτό του ψαρά. Ο Ζαχαρίας Δάτσιος (Παπαγεωργίου) από την Χρυσαυγή έφερνε ψάρια από την Καστοριά και τα πουλούσε στα γειτονικά χωριά της Χρυσαυγής: Μόρφη, Δασύλλιο, Αγία Σωτήρα, Καλλονή, Τρίκορφο, Δοτσικό και Σαμαρίνα. Τέσσερις ώρες έπαιρνε στο Λάζαρο Λιάβα το ταξίδι από τον Πελεκάνο ως το Τσοτύλι για το παζάρι. Ξυπνούσε στις 2 τα ξημερώματα, καβαλίκευε το μουλάρι του και έφτανε στο Τσοτύλι το πρωί. Κάπου έξω από το Τσοτύλι συναντούσε τον Παντελή, ο οποίος πήγαινε στα γύρω χωριά με τρία ζώα για να μαζέψει τις βελέντζες και να τις πλύνει στο μαντάνι

❧183


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

του στο Σισάνι. Τις επέστρεφε μετά από 10 μέρες -συνήθως Σάββατοπλυμένες και πεντακάθαρες.

| Ο Γιάννης Ηλιάδης (αριστερά) στο πανηγύρι στο Αγίασμα με το φορητό παντοπωλείο του

Ο Λάζαρος Λιάβας περιγράφει τον αξιαγάπητο Παντελή: «Κυρία Κούλα, άφησε σε παρακαλώ να δουν και οι άλλες γυναίκες τις βελέντζες εκλιπαρούσε ευγενικά ο Παντελής, θέλοντας να διαφημίσει την δουλειά του και εκείνες απαντούσαν, “καλά κύριε Παντελή, θα τις αφήσουμε”. Οι γυναίκες ύφαιναν τις βελέντζες στον αργαλειό μετά τις περνούσαν τα φλόκια και τις έδιναν στο Παντελή για να τις ρίξει στο μαντάνι για να ανοίξει ο φλόκος. Ο ίδιος πληρώνονταν με το κομμάτι». «Ο Παντελής ακολουθούσε την παρακάτω διαδικασία: έριχνε τις βελέντζες σε μία μεγάλη κάδα όπου το νερό έπεφτε με ορμή. Οι φλοκάτες κλώθονταν78 στο μαντάνι, χτυπιούνταν στην δριστέλα και με την πίεση του νερού άνοιγε ο φλόκος, με αποτέλεσμα να γίνουν ωραίες και αφράτες. Μετά έπαιρνε ο Παντελής τις φλοκάτες με ένα γάντζο που είχε, τις τραβούσε και τις άφηνε να στραγγίσουν. Τέλος τις φόρτωνε στα ζώα και ξεκινούσε για το Τσοτύλι». Η παρέα του Λιάβα τραβούσε για το σημείο που θα διανυκτέρευε 78 Κλώθονταν- γύριζα 184☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

ο Παντελής. Μας άρεζε γιατί μας έλεγε, αν κρυώνετε, πάρετε καμία βελέντζα, κοιμηθείτε εδώ. Έτσι οι βελέντζες του περνούσαν πρώτα από το δικό μας έλεγχο γιατί και αυτός και εμείς διανυκτερεύαμε έξω στη φύση, ώστε να αποφύγουμε τα έξοδα διαμονής σε χάνι». Στο Δασύλλιο, ο Απόστολος Δελβινιώτης άνοιξε παντοπωλείο το 1932. Εκτός από μπακάλης, ήταν και κυρατζής. Φόρτωνε τα 2 Κυπριακά μουλάρια του με αγροτικά είδη από το χωριό και ξεκινούσε για το Δοτσικό, τη Σαμαρίνα και τη Φούρκα. Στην επιστροφή έφερνε και άλλα εμπορεύματα: τυριά, μαλλί και κρέας τα οποία μεταπουλούσε στα χωριά του Βοΐου.

| Ο Χρήστος Σίτας -δεξιά άκρη- σε εμποροπανήγυρη Πτολεμαΐδας

Επίσης φόρτωνε πεπόνια, καρπούζια, αχλάδια, ντομάτες, πιπεριές από την αγορά του Τσοτυλίου για να τα πουλήσει στη Σαμαρίνα, στο Δοτσικό και στη Φούρκα. Στη Βλάστη επί Τουρκοκρατίας έφερναν οι Βαλαάδες σιτάρια, κριθάρια, καλαμπόκια και βρίζες από τα χωριά της Κοζάνης για να τα πουλήσουν στο παζάρι του χωριού, το οποίο γίνονταν δύο φορές την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα και κάθε Πέμπτη. Διέθεταν λαχανικά από την Φούφα Πτολεμαΐδας, το Μηλοχώρι και μια ποικιλία εμπορευμάτων από την Εράτυρα και το Πελεκάνο.

❧185


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Πανηγυριώτες ποζάρουν

Το φορητό παντοπωλείο εξυπηρέτησε πολύ την επαρχία εκείνη την εποχή που έπρεπε κανείς να περιμένει το Σάββατο να κάνει τα ψώνια του. Με την πάροδο του χρόνου, οι φωνές και ήχοι που ανήγγειλαν την άφιξη του πωλητή στο χωριό σκεπάστηκαν από τον θόρυβο της μηχανής των αυτοκινήτων που μπορούσαν πια να μεταφέρουν τα πάντα. Οι εικόνες από τις πραμάτειες απλωμένες στο έδαφος, η συγκίνηση των παιδιών στη θέα των αγαθών έχουν σκεπαστεί από τη σκόνη της υπερκατανάλωσης, της αφθονίας και του κορεσμού.

| Εμποροπανήγυρη στο Τσοτύλι, 1992 186☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| Πανηγύρι στον αυγερινό: 9 Ιουνίου, 1946 Πέμπτος από αριστερά όρθιος ο παντοπώλης Παναγιώτης Τσέκαρης και πρώτος καθισμένος δεξιά ο παντοπώλης Φίλλιπος Γκάσης

«Η αγορά ρούχων, από ορισμένους Σιατιστινούς εμπόρους, γινόταν στο τοπικό πανηγύρι του Περλεπέ και στο μεγάλο εμπορικό πανηγύρι των Σερρών στις αρχές του 19ου αιώνα. Από κει ακολουθούσαν τα κατά τόπους μεγάλα εμπορικά πανηγύρια της Μακεδονίας (Μαυρονόρους Γρεβενών), Μαυρόβου (Μαυροχωρίου Καστοριάς), Σερρών, της Θεσσαλίας (Λάρισας), του Ζητουνιού (Λαμίας), για να καταλήξουν στην Πάτρα, από όπου φορτώνανε διάφορα εμπορεύματα και τα πουλούσαν μαζί με τα υπόλοιπα στις εμποροπανηγύρεις της Πελοποννήσου, (Καλαβρύτων-Τρίπολης, Αρκαδιάς κ.α.). Στην επιστροφή, με τα εμπορεύματα που αγόραζαν στην Πάτρα, συνέχιζαν τις πωλήσεις στα ενδιάμεσα εμπορικά πανηγύρια μέχρι την επιστροφή τους στη Σιάτιστα. Έχουμε, επίσης, αναφορές για επίσκεψη εμπόρων της Σιάτιστας στις μεγάλες εμποροπανηγύρεις των Σερβίων, της Κοζάνης και των Βελεσσών, όπου εκεί, συνήθως, πουλούσαν ρούχα, μαντίλια και άλλα είδη οικιακής χρήσης, τα οποία προμηθεύονταν από την Ολλανδία και τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης».3

❧187


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Πηγές Βαρσαμίδης (2007) σελ. 364 Ο Θεολόγος Διαμαντόπουλος διηγήθηκε ένα μέρος της ιστορίας αυτής. 3 Βαρσαμίδης (2007) σελ. 364 1

2

188☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Κεφάλαιο 10ο Βερεσέ «Στ’ αλώνια θα πληρωθούν και τα χρέη» (Μηνολόγιο,Μην Ιούλιος)

| Ο Στέργιος Αδαμίδης στο παντοπωλείο του στην Δαμασκηνιά

Δεν υπάρχει παντοπωλείο στην περιοχή που να μην κρατούσε τεφτέρια. Οι παντοπώληδες ισχυρίζονται πως το βερεσέ -από την τούρκικη λέξη veresiye- επικρατούσε κυρίως στην ευάλωτη οικονομική περίοδο της

❧189


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

κατοχής και της δεκαετίας του 1950. Σύμφωνα με την Χαρίκλεια Κώττα, «το καλοκαίρι βερεσέ, το φθινόπωρο έρχονταν οι άντρες και πλήρωναν. Οι πιο πολλοί από αυτούς έφευγαν για δουλειές, αλλά πριν ξεκινήσουν για το ταξίδι τους περνούσαν και ξεχρέωναν». Άλλοι έχουν τα ονόματα τους ανεξίτηλα γραμμένα στα φθαρμένα τεφτέρια που πολλοί τα κρατούν για ενθύμιο. Κάποιοι άλλοι τα παρέδωσαν στα παιδιά τους και τα εγγόνια και πολλοί τα πέταξαν ή τα έκαψαν, για να μη θυμούνται την πίκρα που πήραν μια και δεν μπορούν να ελπίζουν πια ότι θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Ξεφυλλίζοντας τα τεφτέρια από το παντοπωλείο του πατέρα του το 1912 στον Πολύλακο, ο Ιορδάνης Μπαϊρακτάρης αναρωτιέται πια να ήταν η Νάσιενα η Λαμπρόνυφη που ο καλλιγράφος παντοπώλης -αν και τελειόφοιτος Δημοτικού- σημείωσε προσεχτικά. Εκείνη την εποχή οι γυναίκες έπαιρναν και το μικρό όνομα του συζύγου, π.χ. μία γυναίκα που παντρεύονταν ένα Γιάννη, την φώναζαν Γιάννενα, άρα η μυστηριώδης γυναίκα στο τεφτέρι είχε παντρευτεί κάποιον Θανάση, ‘Νάσιο’ στην τοπική διάλεκτο. Όσο για το επίθετο, το ‘νύφη’ προστέθηκε σε ένα μέρος του επιθέτου του άντρα της. Ο πατέρας του Ιορδάνη στάθηκε τυχερός, γιατί όπως λέει ο γιός του δεν είχανε μπαταχτσήδες79. Ένας μπακάλης στο Δασύλλιο είχε βρει ένα κόλπο για την καταπολέμηση του βερεσέ. Είχε μία πινακίδα μονίμως κρεμασμένη στον τοίχο, που έγραφε: «Βερεσέ σήμερα δεν έχει. Αύριο έχει».

| Μια σελίδα από το τεφτέρι του Μπαϊρακτάρη, παντοπώλη από τον Πολύλακο Η καλλιγραφία, εκτός από τα Γαλλικά, ήταν ένα από τα μαθήματα που έπαιρναν στο σχολείο και θεωρούνταν, μαζί με την ορθογραφία, πολύ σημαντικά. Πολλοί αγόραζαν τα καλαμάρια από το βιβλιοπωλείο/ βιβλιοδετείο του Ζιώγα στο Τσοτύλι και τα έβαζαν στα ζωνάρια για να τα έχουν να υπογράφουν

79 μπαταχτσήδες: Από την Τούρκικη λέξη batak, δηλαδή βούρκος και σημαίνει κακοπληρωτής. 190☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Ένα κυρίαρχο μέσο πληρωμής ήταν η ανταλλαγή αγαθών. Έδινες, π.χ. δυο αβγά, έπαιρνες μισό κιλό ρύζι ή μισό κιλό πατάτες ή με ένα μόνο αβγό μπορούσες να πάρεις πέντε καραμέλες. Τα αβγά ήταν ένα δημοφιλές ανταλλάξιμο είδος που αφθονούσε στην περιοχή. Ο Άρης Βαϊνάς στην ηλικία των 18 πήγαινε στα χωριά, μάζευε αβγά και τα αντάλλασε με πορτοκάλια. Οι μπακάληδες από το Χορηγό τα πουλούσαν στη Νεάπολη. Σύμφωνα με τον Ιορδάνη Μπαϊραχτάρη, «τα αβγά τα φέρνανε οι γυναίκες όταν ερχόταν να ψωνίσουν, και τα πηγαίναμε συνήθως στην Κοζάνη, ή τα στέλναμε σε ζαχαροπλαστεία στο Τσοτύλι. Έρχονταν όμως και από την Γαλατινή 5-6 έμποροι και φώναζαν: μαζεύομε αβγά! Υπήρχε μετά και κάποιος Θανάσης από το Τσοτύλι που μάζευε χιλιάδες αβγά από όλη την επαρχία και τα πήγαινε στην Αθήνα κι έτσι δημιουργήθηκε οικονομικά. Αργότερα, όταν άρχισαν οι άνθρωποι να βλέπουν λίγα χρήματα, βαρέθηκαν οι παντοπώληδες να μαζεύουν αβγά γιατί είχαν και οι ίδιοι χρέος. Μπορεί να έβγαζαν κάποια χρήματα από τα αβγά που πουλούσαν, αλλά έβαζαν και από τη τσέπη τους». Μόλις πουλούσαν τα κάστανα, καπνά, η δημητριακά οι περισσότεροι ξεχρέωναν ό,τι χρωστούσαν με την πρώτη ευκαιρία. Ο πατέρας της Δωροθέας Τακαλιού στον Πεντάλοφο ήταν μάστορας. «Μόλις τελείωναν οι Απόκριες έτρωγε τα γιαπράκια και έφευγε για δουλειά στη Λειβαδιά και άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά δεν ξεχνούσε ποτέ τις υποχρεώσεις του. Γράφαμε την οκά το λάδι, ή τη ζάχαρη, σπάνια τον καφέ, συνήθως στο μαγαζί του Αλεξίου, μέχρι να στείλουν οι μαστόροι χρήματα από την Παλιά Ελλάδα να τα ξεχρεώσουμε». Στη Φλώρινα οι γυναίκες έβαζαν το σιτάρι στην ποδιά και πήγαιναν για ψώνια: έδιναν το σιτάρι και έπαιρναν λάδι, πιπέρι, αλάτι και όλα τα αναγκαία. Αν ψοφούσε κανένα ζώο το οποίο προόριζαν για να το πουλήσουν, τότε αναγκαστικά έβαζαν τα ψώνια σε πίστωση. Οι παντοπώληδες αναστέναζαν: «τόσα τσιγάρα, τόσες κούτες μας χρωστάνε», έλεγαν με μισή καρδιά. Στις Κυδωνιές Γρεβενών ο εγγονός ενός παντοπώλη, Θρασύβουλος Τσαμπαρλής θυμάται τον παππού της γυναίκας του Άννας ο οποίος είχε μπακάλικο στο χωριό: «πλησίαζε κανένας φτωχός στο μαγαζί, και έλεγε ο παππούς, ωωωωχ! ενώ χαιρόταν όταν έμπαινε κάποιος που είχε συγγενείς στην Αμερική, γιατί πλήρωνε ντούκου80». Δυστυχώς οι πάμπολλες εμπειρίες εκμετάλλευσης άφησαν τα σημάδια τους στις αναμνήσεις πολλών παντοπώληδων, όπως στου Χρήστου Σίτα 80 Ντούκου: της μετρητοίς

❧191


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

ο οποίος επανειλημμένα έπεφτε θύμα απάτης λόγω του φιλότιμου χαρακτήρα του. Για πολλά χρόνια, το μαγαζί του λειτουργούσε με βερεσέ, αλλά και οι μεγ α λ έμπορ οι πίστωναν τα μαγαζιά. «Όταν πιάναμε κάποια χρήματα τα στέλναμε για να μπορέσουμε να παραλάβουμε πάλι εμπόρευμα» εξηγεί ο Σίτας. «Κάποιος από τα γύρω χωριά ήθελε να στείλει την αδερφή του στη Γερμανία. Βρήκε τρόπο να αποσπάσει χρήματα από μένα. Ήρθε με ένα κάρο, όπου είχε τον πατέρα του άρρωστο και μου είπε ότι ήθελε 3.000 | Χειμώνας, 1937: Μια διαγραμμένη σελίδα από το τεφτέρι δραχμές να τον πάει στο του Μπαϊρακτάρη νοσοκομείο. Τον είδα και λυπήθηκα και του έδωσα τα χρήματα, γιατί τον πίστεψα. Όμως τα χρήματα αυτά τα είχα στην άκρη για να πληρώσω τον παραγγελιοδόχο που τη συγκεκριμένη μέρα θα ερχόταν και του τα χρωστούσα. Πράγματι ήρθε και μου ζήτησε τα χρήματα, αλλά εγώ τα είχα ήδη δώσει στο άτομο που ανέφερα. Ο παραγγελιοδόχος θύμωσε αλλά τον υποσχέθηκα ότι θα του τα στείλω ως το τέλος της εβδομάδας.» «Την επόμενη μέρα πήγα στο χωριό του με το φορτηγό για να πουλήσω και βρήκα τον άρρωστο πατέρα του να βόσκει αγελάδες. Σταμάτησα, τον κέρασα τσιγάρο για να βεβαιωθώ ότι είναι καλά, αλλά δεν του είπα τίποτα. Γύρισα πίσω πικραμένος αλλά πιο σοφός. Κατάλαβα ότι ό κόσμος εκμεταλλεύεται τα πάντα. Άλλοι έλεγαν δεν έχω τώρα χρήματα, 192☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

αλλά θα σε πληρώσω όταν πουλήσω τις φακές, ή το σιτάρι ή τα καπνά, τα αρνιά, ανάλογα με τη δουλειά που έκανε ο καθένας. Πολλοί ήταν συνεπείς αλλά και πολλοί όχι. Ή αργούσαν να πληρώσουν ή έδιναν κάτι και άφηναν άλλο μεγάλο ποσό και δεν ξαναπατούσαν να πληρώσουν. Αν μάλιστα κάποια φορά τους τα ζητούσα, φέρονταν σαν να τους τα είχα δώσει τζάμπα, δηλαδή δεν ενοχλούνταν καθόλου». Αυτοί που δούλευαν στην Πόλη έστελναν χρήματα να ξεχρεωθούν τα χρέη της οικογένειας ή καμιά φορά ενός ‘αχαΐρευτου’ συγγενή που θα ντρόπιαζε το οικογενειακό όνομα αν παρέμενε στο τεφτέρι. Συνήθως οι άνθρωποι ήταν τίμιοι και έκαναν μεγάλες θυσίες για να απαλλαγούν από τον βραχνά του βερεσέ και να τακτοποιήσουν τους λογαριασμούς τους. Ο προπάππος της Ουρανίας Καραμητοπούλου ασχολήθηκε με το εμπόριο λαδιού, αλλά χρεοκόπησε λόγω της φιλοτιμίας του. «Έπεσε έξω γιατί έδινε στους πρόσφυγες βερεσέ. Ήρθε από την Πόλη, πουλούσε λάδι, γι αυτό και τον έλεγαν Λαδά. Είχε δώδεκα παιδιά και έχασε όλη την περιουσία του. Αν και δεν έκανε για έμπορος, ήταν πιστός Χριστιανός, χάρισε μανουάλια στην εκκλησία». Στη Δαμασκηνιά δούλευε πολύ το μπακαλοτέφτερο, σύμφωνα με τον Στέργιο Αδαμίδη. Όσο τον ζόριζες τον πελάτη άλλο τόσο έφευγε, αφήνοντας και το χρέος. Ο Θύμιος Δημούλης στην Κορυφή αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα: Φόρτωνε για 30.000 εμπόρευμα με βερεσέ 30.000 δραχμές. Ένας άλλος παντοπώλης δεν ξεχνάει το μεγάλο τεφτέρι του πατέρα του όπου το χρέος έφτανε στις 132,000 δρχ. «Του πάντρεψε δύο κορίτσια ο πατέρας μου με τα είδη προικός που του πούλησε αλλά ο χωριανός δεν πλήρωσε ποτέ. Χρωστούσε ακόμη και τα δώρα που δώρισε στο γάμο. Ο πατέρας μου ήξερε ότι δεν θα έβγαζε άκρη γιατί παλιά κατήγγειλε κάποιον, αλλά εκείνος ορκίστηκε ψέματα ότι δεν χρωστάει τίποτα. Ένας άλλος που ήταν γραμμένος στα δεφτέρια είπε στο δικαστή να πάρει το χωράφι του. Χρωστούσε 10.000 και το χωράφι του άξιζε 500 δραχμές. Γραμμάτια δεν έκαναν, τι θα τους έπαιρναν εξάλλου;» Όταν ο μπάρμπα-Λάζος αγόρασε το παντοπωλείο του πεθερού του, αραδιάζοντας τα τεφτέρια βρήκε χρέος 200.000 δραχμές. «Μέχρι που έκλεισα το μπακάλικο, μόνο ένας με άφησε χρέος 20.000 δραχμές. Όλοι οι υπόλοιποι στο χωριό πλήρωναν τα χρέη τους μόλις βολεύονταν οικονομικά. Έφευγαν οι άντρες για τα ξένα -έτσι λέγαμε τότε όταν πήγαιναν στη Θεσσαλία ή όπου αλλού στην Ελλάδα μπορούσαν να βρουν

❧193


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Όταν τον ρωτούσαν τι τον προκαλούσε το μεγαλύτερο άγχος στη δουλειά του, ο μπάρμπα-Λάζος απαντούσε αμέσως: "το βερεσέ". Άραγε τι σκέφτεται σε αυτό το στιγμιότυπο;

δουλειά- μ’ έδιναν οι γυναίκες κάτι και όταν επέστρεφαν οι άντρες με ξοφλούσαν. Ο βερεσές όμως με ζόριζε πολύ». Ο κουνιάδος της Μαυρομάτη δεν έδινε εύκολα βερεσέ γιατί πίστωνε μόνο σε άτομα που εμπιστεύονταν, γι αυτό όταν έκλεισαν το μαγαζί δεν τους χρωστούσε κανείς. Αντιθέτως, άλλοι, κοιτώντας μέσα από το τηλεσκόπιο του χρόνου, βλέπουν πιο καθαρά την εκμετάλλευση που είχαν υποστεί: «Χρωστάνε ακόμη..Έρχονταν για να ζεσταθούν το χειμώνα, έπαιζαν χαρτιά και πήγαιναν να ψωνίσουν στο Τσοτύλι! Αν ξεχνούσαν τίποτα τότε ερχόταν μόνο», λέει η γυναίκα ενός παντοπώλη. Φαίνεται πως οι επιτήδειοι ήξεραν που είναι οι φιλότιμοι και ευαίσθητοι παντοπώληδες και που δεν τους έπαιρνε να ‘βάλουν φέσι’. Ως επί το πλείστον, οι παντοπώληδες έπεφταν θύματα του βερεσέ μη μπορώντας να γνωρίζουν ποιος ήταν σωστός και ποιος όχι. Το πιο δύσκολο ήταν να εισπράξεις τα χρωστούμενα και να παραμείνεις φίλος με τον οφειλέτη. Όταν όμως κάποιες φορές δεν είχαν δουλειά, κάποιοι μπακάληδες έπαιρναν το τεφτέρι και έλεγαν, «πόσα χρωστάει ο τάδε; 10 δραχμές; 194☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Ας του προσθέσουμε άλλες 5». Άρα το ποσό γίνονταν 10.50 δραχμές για να βγάλουν την ημέρα, ή για να βάλουν ένα είδος τόκου σ’ αυτούς που τους χρωστούσαν. Αδυνατούσε τις πιο πολλές φορές ο πελάτης να μπει στα άδυτα του τεφτεριού και να ζητήσει το δίκιο του, κυρίως αν καθυστερούσε στην πληρωμή του. Η πικρή αυτή παράδοση του βερεσέ που άρχισε αναγκαστικά λόγω της σκληρής οικονομικής κατάστασης που επικρατούσε στην περιοχή, εξελίχθηκε και πήρε μορφές εκμετάλλευσης και αδιαφορίας εκ μέρους πολλών οφειλετών, κάτι που όπως ισχυρίζονται οι σημερινοί έμποροι, επικρατεί ακόμη και στις μέρες μας. Όπως λέει και η παροιμία, «από κακόν χρεωφειλέτη κι ένα σακί άχυρο καλό είναι, αν θα πάρεις». | Τεφτέρι του Δημήτρη Ζηκούλη από την Δαμασκηνιά Βοϊου

❧195


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Κεφάλαιο 11ο Λίστες με ονόματα παντοπώληδων Αγίασμα Γκίνης Γεώργιος Νουλόπουλος Στέργιος Αγία Σωτήρα Λότσιος Κωνσταντίνος Μαυρομάτης Βασίλειος Τσακμάκας Χαράλαμπος Ξενιάδης Κωνσταντίνος Άγιοι Ανάργυροι Μπουικίδης Μιχάλης (καφέ-παντοπωλείο) Άγιος Γεώργιος Δερβίσης Αθανάσιος & Όλγα Καραμεσίνης Στέργιος Κιούρος Γεώργιος Κούτσιος Μπαζιότας Κυριακίδης Βασίλειος Κωτίτσας Αθανάσιος Κωτίτσας Αντώνης Μακρίδης Ιωάννης Παπανικολάου Σπύρος Πέγιος Στέργιος (το συνέχισε η κόρη του Ελένη) Τσεμπεκίδης Αλέξανδρος Φάσας Σαράντης 196☙

| Η Ελένη Κωτίτσα μπροστά στο μαγαζί της στον Άγιο Γεώργιο


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Παππούς «Ντούλης» Κωνσταντίνος Γάγαλης Κοσμάς Άγιοι Θεόδωροι Μητόπουλος Δημήτριος Αηδόνια Γρεβενών

(με ημερομηνίες λειτουργίας παντοπωλείων)

Μπέζαρης Δημήτριος 1920-1940 Νασιόπουλος Στέργιος 1925-1950 Μυλωνόπουλος Γιώργος 1930-1940 (Το συνέχισε ο γιος του Νικόλαος ) Κωτσιόπουλος Νικόλαος 1950-1957 Καλαμπούκας Στέργιος 1950-1960 Τσιαμπαρλής Μιλτιάδης 1960-1971 Γάκης Βασίλειος 1963-1980 Χάτσιος Βασίλειος 1965-1975 Αλιάκμονας Βυτανιώτης Χρυσόστομος Μολασιώτης Σταύρος Αμυγδαλιές Δήλμας Κωνσταντίνος & Γλυκερία Κιούρκα Παναγιώτα Παπαζήση Ελένη Πατσαρίκας Μιχάλης Ανθούσα Ζηκόπουλος Κωνσταντίνος Μαυρίδης Ευάγγελος Ανθοχώρι Κάλφας Αθανάσιος

❧197


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Ασπρούλα Αμπατζίδης Γεώργιος Αυγερινός Επί Τουρκοκρατίας: Παναγιώτης Τσέκαρης , εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του Θεόφιλου Τσέκαρη Βαργιάμης Λάμπρος και Χρήστος Βαρσάμης Κωνσταντίνος Γκίνης Βασίλειος Γιουβαννούλης Ιωάννης Γκάση Αλεξάνδρα του Βασιλείου Γκάσης Φίλιππος (το συνέχισε η γυναίκα του Θεοδώρα & μετά ο γιος τους Δημήτρης). Καρανικόλας –-κοντά στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου. Καρανικόλας Πασχάλης εκεί που είναι σήμερα το σπίτι της Χρυσάνθης Κονταξοπούλου. Καραγιάννης Κωνσταντίνος Καρανικόλας Κοσμάς Μπάτζιος Κωνσταντίνος Τάρης Χρήστος (το συνέχισε ο γιος του Βασίλης & η νύφη του Ηλέκτρα) Αχλαδιά Αθανασιάδης Κωνσταντίνος Στεφανίδης Γεώργιος Βελανιδιά Μανδύλας (ο πιο παλιός, προπολεμικά.) Γαλάνης Αντώνης Καρακάσης Δημήτρης Βέλος Μιχαλόπουλος Γρηγόρης 198☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Βλάστη Αναγνώστου Γεώργιος Αυλογιάρης Χρήστος Βακατάρης Ιωάννης Βρανάκη Ρήνα Γκουντής Ιωάννης Αδελφοί Δέλλα Νένας Νικόλαος Παρίσσης Κωνσταντίνος Σταμουλάς Αθανάσιος (νεωτερισμοί, καλλυντικά) Σταμουλάς Απόστολος Στάμπαρης Δημήτριος Τσάγκας Κωνσταντίνος Τσιάντσιου Μαρίκα Τσικρίκης Ιωάννης Τώνιας Θωμάς Βροντή Κιρτσίδης Ιωάννης Βυθός Ζιώγος Κωνσταντίνος Παπαγιώτας Θεμιστοκλής Βουχωρίνα Λεπίδας Γεώργιος Τζατζάς Γέρμας Κατσιάπης Αντρέας Κουτσούκης Αριστοτέλης Κυράνης Γεώργιος Κυρατζής Κωνσταντίνος& Αθανάσιος (πατέρας και γιος). Λάτσος Κωνσταντίνος

❧199


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Τσιόγκας Χρήστος Σανάτσιος Ιωάννης & Παρασκευή

Δαμασκηνιά

| Η Παρασκευή Σανάτσιου

Αδαμίδης Δημήτριος (το συνέχισε ο γιός του, Στέργιος Αδαμίδης) Γιτσόπουλος Κωνσταντίνος & Ζηκούλης Δημήτριος Γκόλας Αντώνης Καρράς Βασίλειος (κεντήματα, υφάσματα, είδη προικός) Μπακαίμης Γεώργιος Παπαδόπουλος Νικόλαος Μπακαΐμης Αθανάσιος (οι δύο τελευταίοι ήταν και οι νεότεροι μπακάληδες, με τους οποίους έκλεισε η αυλαία των παντοπωλείων στη Δαμασκηνιά).

| Ο Μπακαΐμης Αθανάσιος

Δασύλλιο Τζάμος Θεόδωρος (επί Τουρκοκρατίας) Γερασόπουλος Βασίλειος Δελβενιώτης Απόστολος Δελβενιώτης Θωμάς Παπανικολάου Ευάγγελος Σκόδρας Δημήτριος Τζάμος Στέργιος

200☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Δάφνη Σωτήρης Παπαδόπουλος Δίλοφος Αλεξόπουλος Βασίλειος Τζίμας Βασίλειος Σαμαράς Ιωάννης Τζιούφας Κώστας (το συνέχισε ο γιος του Βασίλειος) Δραγασιά Βλαχόπουλος Σωτήριος Βλαχόπουλος Νικόλαος Ευθυμιάδης Γιώργος Επταχώρι Βλάχος Μιχαήλ-προπολεμικά Γιαννούλης Κωνσταντίνος Λάρος Ζώης Ντώνης Γεώργιος Κυρατζής Κωνσταντίνος-προπολεμικά Μπίλης Νικόλαος Τριανταφύλλου Αναστάσιος Τσιαπράζης Ιωάννης Σιωτούλας Ρίζος –προπολεμικά Βελέζης Ιωάννης Ζιούζουλη Κωστάρας Νικόλαος Παπαθωμάς Θωμάς Ζώνη Λάλος Μιχαήλ Νάτης Παπακώστας Κώττας Ευάγγελος

❧201


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Καλλιστράτι Ζαμκίνος Χρήστος Καλλονή Μάντζιαρη Θεοδώρα Κλεισώρεια Παπαδόπουλος Νικόλαος Κληματάκι Παπαβραμίδης Αθανάσιος Παπαβραμίδου Αντωνία & Θεμιστοκλής Παπαβραμίδης Φώτης Κορυφή Προπολεμικά: Ζιώτας Κοσμάς | Ο Θεμιστοκλής Παπαβραμίδης και Ζήκος Χρήστος η σύζυγος του Αντωνία Διαμάντης Στέργιος (το έκλεισε πολύ πιο πριν από τον πόλεμο. Ο γιός του έφυγε για την Κωνσταντινούπολη). Μεταπολεμικά Τσιάτος Παύλος Δημούλης Θύμιος Μαρανής Ηλίας

202☙

| Ο Δημούλης Θύμιος με τη γυναίκα του Ελευθερία


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Κριμίνι

| Ο Χρήστος Ζυγούρας μπροστά στο καφεπαντοπωλείο του. Στην ίδια θέση είχε μπακάλικο ο Ηρακλής Κολοβός ο οποίος είχε έρθει από την Αφρική και είχε εξοπλίσει πλήρως το μαγαζί

Ζυγούρας Σταύρος Κατσάνος Θεμιστοκλής Κολοβός Ηρακλής Κόκκινος Νικόλαος Κρυονέρι Βαρσαμίδης Ζήσης Σακαλής Χρήστος Λευκοθέα Μαντζούκας Θωμάς Λούβρη Χατζιόπουλος Δημήτριος Μολόχα Ξανθόπουλος Νικόλαος Χαμπεκίδης Δημοσθένης

❧203


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Μόρφη Μαγκανόπουλος Θύμιος Νανόπουλος Ευθύμιος Πανταζόπουλος Κοσμάς (καφεπαντοπωλείο) Παπαπέτρου Γεώργιος ή Τσολιάς Τζάρος Κωνσταντίνος Τζιώρτζης Βασίλειος

Νεάπολη

| Μόρφη 1926: Ο Κοσμάς Πανταζόπουλος και η γυναίκα του Αικατερίνη

Αμπατζίδης Θωμάς Βράκας Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος Νικόλαος Δεβλιώτης Βασίλειος Δίλογλου Ελευθέριος Ζαχαριάδης Γιώργος Κεραμάρης Φίλιππος (και μετέπειτα ο Κεραμάρης Ευθύμιος) Κυριάζος Ιωάννης Μουμουλίδης Νικόλαος Ξανθόπουλος Αγαθόνικος Παγανάς Αναστάσιος Πουλιάκας Αλέξανδρος Προσμάς Δημήτριος Ομαλή Παπαδόπουλος Γεώργιος & Αλεξάνδρα Λαγουριώτης Βασίλειος

204☙

| Ο Προσμάς Δημήτριος


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Πελεκάνος Γεωργαλάς Στέργιος Λιάβας Λάζαρος Χατζής Γεώργιος Πεντάλοφος Αλεξίου Ευάγγελος Καμπέρης Αντρέας Λαμπανάρης Γεώργιος Λιότσος και Παταπατίου Μαρίνης Πανταζής Κοσμάς Παπαθύμιος Αντρέας Πατούριας Σαμαράς Ευάγγελος Σβολιαντόπουλος Σωτήρης Τακαλιός Βασίλειος Τριανταφύλλου Ευάγγελος Τσαφίλης Τριαντάφυλλος Περιστέρα Δαφνόπουλος Τριαντάφυλλος Καραμπέρης

| Ο Γιώργος Χατζής μπροστά στο σπίτι του το οποίο παλιά ήταν το παντοπωλείο του

| Ο Κοσμάς Πανταζής μπροστά στο παλιό μπακάλικο του στον Πεντάλοφο

Πολυκάστανο Γρόσδος Γεώργιος Γρόσδος Δημήτριος Παπαδόπουλος Γιώργος ‘Ζιώγας’ Παπαδόπουλος Δημήτριος Ψούνος Βασίλειος

| Δημήτρης Παπαδόπουλος, Πολυκάστανο

❧205


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Πολύλακκος Βαϊνάς Άρης Γούτσης Αθανάσιος Δούκας Στέργιος (είχε και μαγαζί στη Νεάπολη με στραγάλια, καραμέλες και λουκούμια). Μουτσούλης Ζώης (εργαστήριο με στραγάλια, καραμέλες και μαύρα λουκούμια). Μπαϊραχτάρης Ιορδάνης Χωριάτης Αθανάσιος Ροδοχώρι Βλάχος Ιωάννης Μηλονόπουλος Γιώργος Ραγκαζάς Κώστας Σισάνι Μπίρος Κωνσταντίνος Φίτσιος Δημήτριος Χορηγός Μακρής Ιωάννης Μπαλάτσης Απόστολος Χρυσαυγή Γκόδας Θεολόγος Δάτσιος Θεόφιλος Μπούσιος Νικόλαος Πουλιόπουλος Λάζος 206☙

|Ο Άρης Βαϊνάς και η γυναίκα του Μαρία στην αυλή του σπιτιού τους


Ελευθερια Παπαδοπουλου

| Ο Λάζος Πούλιος με την γυναίκα του Πανάγιω

| Μαριάνθη Δάτσιου σύζυγος του Θεόφιλου, στο παντοπωλείο της στη Χρυσαυγή

❧207


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

ΠΑΝΤΟΠΩΛΗΔΕΣ ΤΣΟΤΥΛΙΟΥ

| Ο έμπορος Γεράσιμος Δώσσας

Παντοπώληδες Τσοτύλιου πριν το 1935 Δαμβόπουλος Αριστοτέλης (από Ομαλή) Ηλιάδης Ειρήναρχος Κισκίνης Νικόλαος (ζαχαροπλαστείο) Κολοβός Αντρέας Λότσιος Χρήστος από Αγία Σωτήρα Μεημαρίδης Μιχάλης Μουστάκας Ιωάννης Μπάρμπα-Σωτήρης από το Πολυκάστανο Οικονομίδης Αλέκος Παπαχρήστος Γεώργιος & Βασίλειος Ράλλης Βασίλειος Ρούσης Ανδρέας Σακοράφας Απόστολος Τακαλιός Βασίλειος Τέτης Νικόλαος από τον Πεντάλοφο Φλιώνης Νικόλαος (επί Τουρκοκρατίας) Υφαντής Νικόλαος & Θωμάς 208☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Φλιώνης Νικόλαος (επί Τουρκοκρατίας) Χατζηγιάννης Ιωάννης (επί Τουρκοκρατίας)

| Ο Κώστας Κουμπουρέλας και η γυναίκα του Αγγελική

Παντοπώληδες μετά το 1935 Αδελφοί Μαυρομάτη Βασιλειάδης-Ευαγγελόπουλος Ευθυμιάδης Ηλιάδης Καραμεσίνης Κυριαζόπουλος Κισκίνης Κολοβός Λαγουριώτης Μάγγας (το συνέχισε ο Λιερίδης) Ντώνας Μπάζας Μουστάκας Νικολαΐδης Οικονομίδης Παπαδόπουλος Κύρος (το συνέχισε ο Ταγγαλίδης & μετά ο Βλάχος) Παπαδόπουλος Νικόλαος

❧209


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Ράλλης Σίτας Χρήστος Σιωζόπουλος &Κωτούλας Σταματέλος Γεώργιος και Θωμάς Τακαλιός Βασίλειος Τσεβεκίδης Κωνσταντίνος Υφαντής Θωμάς Χατζηγιάννης Ιωάννης

| Η Στέλλα Μαυρομάτη σήμερα

| Ο αείμνηστος Θωμάς Σταματέλλος

| Ο Γιώργος Σταματέλλος σήμερα

| Ο Χρήστος Σίτας σε πρόσφατη λαϊκή αγορά του Τσοτυλίου

210☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Νεωτερισμοί και Ενδύματα Γιωρίκας Τζίμκας Κεπαπτσίδης Λότσιος & Γκατσώνης (το συνέχισε ο Χάτσιος Δημήτριος) Μακρής (το κατάστημα το συνέχισε ο Αλέκος Φωτόπουλος και μετά ο Αθανασιάδης) Παπαδοπούλου Νίκη Ψιλικά - Κλωστικά

| Ο Θύμιος Ταρτάρας (αργότερα γνωστός ως ‘μπάρμπα Θύμιος’ και η γυναίκα του Κατίνα

Δημοσιάρης Δορμούσης Μουρατίδου Σακοράφα (το συνέχισε ο Κοντογιάννης) Εμπορικά Κέντρα Γκατσώνης Δώσσας Κατσάνος Λύτρας Μακρής Φλιώνης Φορητά Παντοπωλεία Ηλιάδης Ειρήναρχος Λεπενιώτης Κωνσταντίνος Πατούριας Μιχάλης

❧211


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Χάνια Αδελφοί Γάκη (φούρνο & εστιατόριο) Βρουβλιάνης Γκάγκας Δαμαλάς Ιμπραήμ (Τούρκος, από πιο παλιά) Κισκίνης Μιχάλης Λίχας (το πούλησε στον Καρανικόλα) Κουμπουρέλας Κουτροτζούλης Μπουζιάνης Νόνας Πινέτας (εστιατόριο & ξενοδοχείο) Παντόπουλος Παπούλιας Πιπιλιάγκας Παπαστεργίου Μαρία (φούρνο) Παρισσάς Ιωάννης Πράππας Τσίκαρης Τσινζιρόπουλος Ταξί Τσίκαρης Ιωάννης Ντελής Νίκος Τζιουβαλέκης (από το Κριμίνι) Πετρέλαια (προπολεμικά) Μπαντής Υφαντής

| Ανδρέας Ρούσσης και η γυναίκα του Δέσποινα 212☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Ξενοδοχεία «Ο Παρθενών» Διαμάντης Δημήτριος «Το Κεντρικόν» ο Παρισσάς Αθανάσιος (το συνεχίζει ο γιος του Ιωάννης) Κουρεία Xελιδόνης Μανώλης

| Ο Μανώλης Χελιδόνης ξεκουράζεται με παρέα τον σκύλο του

❧213


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

| Τα παντοπωλεία σε παρακμή, σκιές της παλιάς τους δόξας. Μπροστά από το μπακάλικο του Αθανάσιου Χωριάτη στον Πολύλακο

214☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

❧215


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

216☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

❧217


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

218☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

❧219


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, θρήνος για την άλωση της Θεσσαλονίκης www.impantokratoros.gr (1430). Εάλω Θεσσαλονίκη, θρήνος για την άλωση του 1430, μτφρ Δημήτριος Βαμβακάς, εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Αθήναι 1997 Abbot Frederick George, Ένας άγγλος στη Μακεδονία το 1900, μτφρ. Ιωσήφ Κασσεσιάν, Χριστίνα Κασσεσιάν, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 2004-5. Αδαμίδης Κων. Αλέξανδρος, Ο Χορηγός Βοΐου Κοζάνης, εκδ. εκπολιτιστικού και μορφωτικού συλλόγου Χορηγού «Η Ζωοδόχος Πηγή», Θεσσαλονίκη 1989. ----------------, Το Τσοτύλι Κοζάνης, εκδ. Δήμου Τσοτυλίου, Θεσσαλονίκη 1992. ----------------,Μπέηδες και Τσιφλίκια στην Ανασελίτσα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1987. -------------------,Οι Βαλαάδες και τα ανέκδοτα τους, Θεσσαλονίκη 1989. ------------------,Από τη Χάκαξα του Πόντου στο Τσοτύλι Κοζάνης, Θεσσαλονίκη 1987. -----------------,Η Περιστέρα Βοΐου Κοζάνης, έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Περιστέρας Βοΐου, Θεσσαλονίκη 1995. Αποστόλου Βασίλης, Οι οικισμοί της Ανασελίτσης το 1922, εκδ. Δήμος Ασκιού, Κοζάνη 2006. Βακαλόπουλος Ε. Απόστολος, Η πορεία του γένους, εκδ. «Ο Νέος Ελληνισμός,» «Οι εκδόσεις των φίλων», Αθήνα 1966. Βακαλόπουλος Ε. Απόστολος, Εθνικά αισθήματα και δράση των Ελλήνων της Μακεδονίας επί τουρκοκρατίας (1430-1821) , Δημοσιεύματα της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1954 Βαρσαμίδης Ζ. Αθανάσιος, Η περιοχή Βοΐου (Ανασελίτσα) της Δυτικής Μακεδονίας κατά τον 119ο – αρχές 20ου αιώνα, εκδ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2007. Δημητριάδης, Βασίλης, «Η Θεσσαλονίκη κατά την Τουρκοκρατία», Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, http://www.lpth.gr/gr/texts/Dimitriadis_gr.pdf. Διαμαντόπουλος, Θεολόγος, «Το Χάνι του Δαμαλά», Εφημερίδα Τσοτύλι, 1977, 220☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

Ιούλιος-Αύγουστος, ’77. Δώσσας Γεράσιμος , Μιχαήλ & Καλογερόπουλος Ν.Χ και Μπακαϊμης Αλέξανδρος, Το παζάρι του Τσοτυλίου, το Δ.Σ της Εταιρίας Μελετών Άνω Βοΐου, Τσοτύλι 2006. Ζησόπουλος Αθ. Κωνσταντίνος, Αφηγηματικαί Σημειώσεις, Σύνδεσμος φοιτησάντων εν τη Τσοτυλίω Σχολή, φιλολ. Επιμ. Μπακαϊμης Αλέξανδρος Σ, Θεσσαλονίκη 2009. Εγκυκλοπαίδεια μείζονος Ελληνισμού, www.ehw.gr Καϊλας Μήτσος, Επιτεύξεις και θυσίες του λαού μας στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα 1941-’44, Εθνική Αντίσταση, Ιούλης-Σεπτέμβριος 2001. Καρακασίδου Αναστασία, Μακεδονικές Ιστορίες και Πάθη 1870-1990 εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2000. Κετικίδης, Γεώργιος, Οι εξισλαμισμοί στη Μακεδονία, Μεταπτυχιακή εργασία, Θεολογική Σχολή, Α,Π.Θ, Θεσσαλονίκη, 1998. http://www.imma.edu.gr/macher/ subjects /athos/index.html Κολοβός, Βασίλειος, Ρήγας Φεραίος ή Βελεστινλής ή Θεσσαλός, Τρίκαλα, Δεκέμβρης 1998. Μισύρης Βασίλης, Βλάχοι: Αυτοί οι ανυπότακτοι Έλληνες!, Αθήνα 1990. Μπόντας Μ. Γεώργιος , η Σιάτιστα και τα έθιμα της, ανάτυπο από το περιοδικό ‘ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ’ Τεύχος 54 , Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2005. Μπούσιου Α. Βιολέτα, Μικρά ημερολόγια Μεγάλες αλήθειες, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2009. Παπαϊωάννου Αθ. Λαζάρου , Διαμαντής Ι. Αναστάσιος, Εκκλησιαστικά Γενεαλογικά και άλλα ιστορικά της Μπόρσιας, Πολιτιστικός Σύλλογος Κορυφής «Η Αναγέννηση», Κοζάνη, 1997. Παπακωνσταντίνου Μιχάλης, Μια Βόρειο Ελληνική Πόλη στην Τουρκοκρατία, Ιστορία της Κοζάνης (1400-1912), εκδ. οίκος Βιβλιοπωλείων της «Εστίας» Κολλαρού Ι.Δ & Σία Α.Ε., Αθήνα 1992. Πουκεβίλ Φραγκίσκος, Ταξίδι στην Δυτική Μακεδονία (Άνοιξη του 1806), μτφρ. Γιάννης Τσάρας, εκδ. οίκος Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2011.

❧221


Το Παντοπωλείο: Ενα ταξιδι στο χρονο

Σαρδέλης Κώστας, Παύλος Μελάς: Τότε και τώρα, Ζητείται Παύλος Μελάς, εκδ. Τήνος, Αθήνα 1993. Γρηγορίου Χ. Αλέξανδρος & Χεκίμογλου Α. Ευάγγελος, Η Θεσσαλονίκη των περιηγητών, 1430-1930, εκδ. Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, Μίλητος, 2008. Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης, Δυτικομακεδονικά Γράμματα , Σύνδεσμος Γραμμάτων και τεχνών , Κοζάνη, 1997, έτος Η’. Κέντρο Νέο Ελληνικών Ερευνών/Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών , Η ιστορική εξέλιξη των οικισμών στην περιοχή του Αλιάκμονα κατά την Τουρκοκρατία. Ο κώδικας αρ. 201 της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ζάβορδας, Αθήνα, 2000. Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, Ο Πολιτισμός εις το χωρίον, χ.τ. 1891. Παπαιωάννου Αθ. Λαζάρου, Παλιές Μπορσιότικες Ιστορίες, εκδ. οίκος Δίπτυχο Πολιτιστικός Σύλλογος Κορυφής «Η Αναγέννηση», Κοζάνη, 1991. Παπανικολάου Δ. Φώτης, Ιστορία του Κριμινίου, Θεσσαλονίκη 1959. Πούλιος ιερέας Αυγερινός, ιστοσελίδα “Το Βόιον” Αυγερινός Βοϊου, http://www. tovoion.com/ Χολέβας, http://palio.antibaro.gr/national/xolebas_makedonia1821.htm. Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, Gaston Deschamps “Sur les routes de l’ Asie. http://sarantakos.wordpress.com/2012/08/17/bakkal-2/ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ Fleming, R. B, General Stores of Canada, Merchants & Memories, Lynx Images, 2002. Mazower, Mark, Salonica: City of Ghosts, Harper Perennial, London, 2004. ΤΑΙΝΙΕΣ Της Κακομοίρας, «Ο Μπακαλόγατος», 1963 με τον αξέχαστο Κώστα Χατζηχρήστο στο ρόλο του Ζήκου. Mr. Selfridge, τηλεοπτική σειρά, 2013, που επικεντρώνεται στην πολυτάραχη ζωή του Αμερικανού ιδρυτή του πολυκαταστήματος Selfridge στο Λονδίνο. The Paradise, τηλεοπτική σειρά, 2012, προσαρμοσμένη από το έργο Au Bonheur des Dames του Émile Zola. 222☙


Ελευθερια Παπαδοπουλου

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ “ΤΟ ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟ: ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ” ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ MINION PRO, ΜΕ ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕΡΓΙΟΥ Χ. ΠΑΠΑΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΩΝ “ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ” ΣΤΑ ΓΡΕΒΕΝΑ ΤON IOYNIO ΤΟΥ 2013, ΜΕ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ Ν. ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

❧223



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.