Όσο με θάβουνε, εγώ θα φυτρώνω φυτρών
Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών Περίοδος Γ’ Τεύχος 86 Δεκέμβρης 2014 - Ιανουάριος 2015
Γενική Συνέλευση και αρχαιρεσίες Το Σάββατο 29 Νοέμβρη 2014, πραγματοποιήθηκε η ετήσια Γενική Συνέλευση των μελών του Σωματείου και οι αρχαιρεσίες για την ανάδειξη των μελών του νέου Διοικητικού Συμβουλίου και της νέας Εξελεγκτικής Επιτροπής. Η χαμηλή συμμετοχή των μελών στη Γενική Συνέλευση, παρά τη μικρή αύξηση σε σχέση με αυτήν του 2012, αποδίδεται στην οικονομική κρίση, αφού αφενός για τα μέλη της επαρχίας αποτελεί μια σημαντική οικονομική επιβάρυνση, αλλά γενικότερα (και για τα μέλη της Αττικής) η αναδουλειά δυσχεραίνει στην εξόφληση των συνδρομών. Την Πέμπτη 4 Δεκέμβρη, συνήλθαν τα μέλη του νεοεκλεγμένου Δ.Σ. του Σωματείου, βάσει του καταστατικού, για τη συγκρότησή του σε Σώμα. Πρόεδρος εκλέχτηκε και πάλι: ο Πάνος Καπετανίδης, Γενικός Γραμματέας: ο Αργύρης Αθανασίου, Ταμίας: ο Στράτος Πασχαλίδης, Αντιπρόεδρος: ο Δημήτρης Κωστιδάκης και Β΄Αντιπρόεδρος (με αρμοδιότητες σε θέματα επαρχίας): ο Αντώνης Παντιώρας. Στις βασικές αποφάσεις για τον προγραμματισμό δράσεων της νέας περιόδου, από τον Δεκέμβρη 2014 μέχρι τον Νοέμβρη 2015, εντάσσονται: Ο εορτασμός των 90 χρόνων του Σωματείου. Επαφή με Υπουργό Πολιτισμού, Υπουργό Τουρισμού και Δήμαρχο Αθηναίων. Προσπάθεια, ώστε οι παραστάσεις μέσα στα σχολεία να μην εντάσσονται στις «εκπαιδευτικές επισκέψεις», αφού δεν χρησιμοποιείται όλο το σχολικό ωράριο. Η συνέχιση των προσπαθειών για τη λειτουργία της Εθνικής Σκηνής Θεάτρου Σκιών. Η αναγνώριση του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών από την UNESCO ως άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας. Η διεθνής επισημοποίηση της 28ης Μαρτίου ως Παγκόσμιας Μέρας Θεάτρου Σκιών. Εντωμεταξύ, από τις αρχαιρεσίες, εκλέχτηκαν και τα νέα μέλη της Εξελεγκτικής Επιτροπής, την οποία, πλέον, αποτελούν οι: Μιχάλης Ταυλάτος, Παναγιώτης Χατζηαναγνώστου και Κώστας Ντούμπας.
Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιώνν Τζωρτζ 6 Αθήνα 106 77
Διόρθωση κειμένων: Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης Εξώφυλλο:: Νικόλας Τζιβελέκης Εξώφυλλο ΕΚΔΟΤΗΣ: Πάνος Β. Καπετανίδης Τηλέφωνο: 210 46 16 664
Σελίδα
2
Ο Πρόεδρος και το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών, σας εύχονται Καλές Γιορτές!
! ΠΑΛΙΑ ΧΡΕΗ Η Χ Ο Σ ΑΠΟ ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ Ο Το νέο Δ.Σ. του Σωματείου απασχόλησε σοβαρά ΠΡ
το χρέος μελών. Όπως έχει τονίσει το περιοδικό μας, κάθε μήνα, ο μοναδικός οικονομικός πόρος για την ύπαρξη του Σωματείου είναι η καταβολή των συνδρομών από τα μέλη του. Με βάση το καταστατικό, το Δ.Σ. οφείλει αυτοδίκαια να διαγράφει όσα μέλη οφείλουν συνδρομές πάνω από δυο χρόνια. Λόγω της κακής οικονομικής συγκυρίας και προς διευκόλυνση των μελών που έχουν τέτοιες οφειλές, το Δ.Σ. αποφάσισε να διευκολύνει αυτά τα μέλη, κεφαλαιοποιώντας το σύνολο των οφειλών τους στο ποσό των 72 ευρώ! Προθεσμία εξόφλησης μέχρι τέλος Φεβρουαρίου 2015, οπότε και θα γίνει εκκαθάριση μητρώου από τα μέλη που οφείλουν συνδρομές άνω των δύο ετών, χωρίς άλλη ειδοποίηση. Τα μέλη που θα διαγραφούν για τον παραπάνω λόγο, θα μπορούν να κάνουν αίτηση επανεγγραφής τους μόνο μετά από δυο χρόνια, ή νωρίτερα εφόσον πληρώσουν το σύνολο της οφειλής τους πριν την κεφαλαιοποίηση. Η ίδια προθεσμία ισχύει και για όσους έχουν εγκριθεί οι αιτήσεις εγγραφής τους και δεν έχουν καταβάλει (έστω) το δικαίωμα εγγραφής των 30 € και τις μετέπειτα μηνιαίες συνδρομές. Και σε αυτή την περίπτωση, η προθεσμία εξόφλησης είναι η 28η Φεβρουαρίου 2015.
Σελίδα
3
ΝΕΑ
Το Σωματείο μας καλεί τα μέλη και τους φίλους του, για να τιμήσουν τα 90 χρόνια από την ίδρυσή του, να προσφέρουν μια αντιπροσωπευτική τους φιγούρα (Εγκεκριμένη πρόταση στη Γενική Συνέλευση της 29ης Νοέμβρη 2014).
ΝΕΑ Η ΚΟΠΗ ΤΗΣ ΠΙΤΑΣ
Η κοπή της πίτας του 2015 θα γίνει την Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015 και ώρα 7 το απόγευμα, στα γραφεία του Σωματείου μας, οδός Τζορτζ 6, 4ος όροφος, γραφείο 7. Θα γίνει προσπάθεια έκδοσης αναμνηστικού ημερολόγιου του 2015, με θέματα από τις φιγούρες του αρχείου φιγούρων του Σωματείου, αφιερωμένο στα 90 χρόνια από την ίδρυσή του (Τιμή 5 €).
ιοδικό μας ρ ε π το ια γ τε ψ ά Γρ πόψεις. α , α ρ θ ρ ά , ια λ ό χ σ ονται όλα, ύ ιε σ ο μ η δ α ν ε ίμ ε Τα κ πό την ομάδα α ν ύ ο θ ω θ ρ ιο δ αφού ριοδικού. ε π υ το ς η ισ ίρ ε χ δια
Σελίδα
4
ΝΕΟ Καραγκιοζο-
σταυρό λεξο
Με ατάκες και στίχους ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΖΟΝΤΙΑ 1. Με τη φωνή του ανασταίνει νεκρούς. Μετά το θάνατό του… 3. Γράψε και… 5. Θα φάμε, θα πιούμε και… θα κοιμηθούμε 8. Ακούσατε-ακούσατε, Άγγλοι, Γάλλοι,… 10. Έχετε γεια, ψηλά… 11. Όποιος έχει, θα… 12. Εις την κεφαλήν του φέρει το άνωκάτω… 13. Ούτε κα, ούτε… 15. Μην του πας απ' τις… 19. Θα φάμε τίποτα και θα χορτάσουμε… 21. Μάθε, αδερφέ μου Μουσούλια! Μάθε, αδερφέ μου, που τρως τα… 22. Ούτε μιλάει, ούτε… 23. Για φέρτε μου σαν πρώτα, ένα κομμάτι… 24. Απόψε, κάνεις… 25. Θα σας μαγέψω, να γίνετε γουρούνια!, τραγουδάει η… 26. Μες στης… τα νερά, ένα βατράχι κολυμπά! 27. Σταπρί-… 28. Ο αδερφός σου Ζαμπάν Αγάς. Ο αδερφός σου μπάμπιας και…
ΚΑΘΕΤΑ 2. Πώς μας θωρείς…; 3. Κι ας κάνουμε σεφτέ, με σάλτσα και… 4. Πού τρέχει ο… σου; 6. Τα δύο μοιάζουν και δεν… 7. Εσύ που ξέρεις τα πολλά και ο νους σου… 9. Να προσκυνήσεις στο…, την εκκλησιά να αφήσεις; 10. Στου κάτω κόσμου τα σκοτάδια, δύο συνθέτες βγαίνουν τα… 14. Τα δύο στεκούμενα, τα δύο… 16. Αμάν, Βαγγελίστρα μου!, λέει ο… 17. Γίνεσαι…, Διάκο μου, την πίστη σου να αλλάξεις; 18. Αχ. Αισχυλάκη! Αχ, Ευριπιδάκη! Στον πάνω κόσμο για… 20. Εκ… πέτρας εξ αυτής πνοής εξέρχεται.
Σελίδα
5
«ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΗΜΙΣΚΑΛΙΣΤΗΣ ΦΙΓΟΥΡΑΣ» (Αστυνομικό Μυθιστόρημα) του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη
3ο Μέρος: «Το μυστικό του αιωνόβιου Καλλιτέχνη» Το μυστικό της ημισκαλιστής φιγούρας ήταν, αρχικώς, πολύ καλά κρυμμένο. Την ιστορία του μου την αφηγήθηκε ο Γιακωβάκης, αφήνοντάς με, στην κυριολεξία, άφωνο. Δεν ήταν, απλώς, μια παλιά και σπάνια φιγούρα, από αυτές που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε με τον όρο «δυσεύρετες». Ήταν, επιπροσθέτως, μια φιγούρα ξεχωριστή για το είδος της και με την έννοια αυτή, θα τολμούσαμε να πούμε ότι ήταν μία και μοναδική. Δεν υπήρξε ποτέ άλλη όμοιά της, ούτε και επρόκειτο να ξαναδημιουργηθεί με την ίδια φιλοσοφία και αισθητική, αλλά και με την ίδια αφορμή, για την οποία δημιουργήθηκε. Συνεπώς, η ιστορία της ήταν, είναι και θα είναι ανεπανάληπτη, κάτι που πολλαπλασιάζει την ιστορική, αισθητική και εμπορική αξία της. Η αξία αυτή μεγάλωνε, τουλάχιστον για το πρόσωπό μου, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Γιακωβάκης δεν την είχε περιγράψει σε κάποιον άλλο, εκτός από μένα, όπως αρχικώς νόμιζα και ματαιόδοξα υπερηφανευόμουν… «Θα σου δείξω κάτι, που δεν το έχεις ξαναδεί ποτέ», μου είπε, χαμηλόφωνα, κρυφογελώντας, με την οικεία τρεμάμενη φωνή του και κοιτώντας, με το γνωστό ζωηρό του μάτι, πίσω από τα χοντρά γυαλιά μυωπίας, με εκείνο το χαρακτηριστικό και παλιομοδίτικο χοντρό σκελετό τους. Αναρωτήθηκα τι θα μπορούσε να είναι και κοντοστάθηκα με μια δόση δειλίας αλλά και σεβασμού, απέναντι σε ένα γηραλέο, φαινομενικά ασθενικό, αλλά στην πραγματικότητα, περήφανο άντρα, που διατηρούσε την αξιοπρέπεια, την καρδιά και την ψυχή ενός νέου, μέσα στο αιωνόβιο και κουρασμένο σώμα του: «Είσαι ο πρώτος από τους νυν επιζώντες, που θα το δεις. Όλοι όσοι το είχαν δει παλιά, έχουν εγκαταλείψει τούτο το μάταιο κόσμο. Και όταν το είχαν δει, δεν είχαν συνειδητοποιήσει την αξία του, ίσως γιατί ήταν άτομα άλλης εποχής. Τώρα που οι γενιές έχουν ξεμακρύνει, η αξία αυτού που θα δεις, θα φαντάζει πολύ σημαντικότερη». Τι ήταν, όμως, αυτό το τόσο σημαντικό που θα μου έδειχνε, με τέτοια μεγάλη υπερηφάνεια, ο Γιακωβάκης; Κάποιο παλιό κουτσούνι από τσίγκο; Από
Σελίδα
6
παλιό χαρτόνι, σαν αυτά που μυρίζουνε από τον πολύ καιρό και την υγρασία; Από δέρμα, ίσως; Από καμιά μακρινή ασιατική χώρα ή, έστω, από κάποια πιο κοντινή, σαν την Αίγυπτο ή και τις παλιές πόλεις της οθωμανικής Ανατολίας; Όπως και να το φανταζόμουν, ήμουν βέβαιος ότι η συγκεκριμένη αποκάλυψή του θα είχε πάνω της, έντονα, τα γερασμένα σημάδια του αμείλικτου χρόνου ή, έστω, τα τραύματα από την κακοποίηση, τη βιασύνη ή και την ατυχία των εργαλείων, κατά την ώρα της παράστασης ή της μετακίνησής τους. Με δυο λόγια, σε καμία περίπτωση, δεν περίμενα να δω κάτι το ιδιαίτερο, παρά το ότι το ζωηρό ύφος του φίλου μου και η περιπαιχτική ομιλία του ματαιοπονούσαν να με προϊδεάσουν για το εντελώς αντίθετο. Πριν, όμως, περάσουμε στο ψητό της όλης υποθέσεως, και για δυο λεπτά περίπου, ο Γιακωβάκης κοντοστάθηκε, σαν τον ιερέα, που είναι έτοιμος να μπει στο άβατο, για να τελέσει τα θεία μυστήρια, σαν τον καλλιτέχνη, που κοντοστέκεται πίσω από τον μπερντέ και ηρεμεί για κάποια λεπτά πριν την τελετουργία της παράστασης, σαν τον άνθρωπο, που πρόκειται να πάρει μια απόφαση ζωής και κοντοστέκεται λίγο πριν το οριστικό πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη, μα χωρίς να σκέφτεται καν ότι το έχει μετανιώσει. Απλώς, βιώνει τους τελευταίους σπασμούς πριν από το θάνατο, πριν από τη θανάτωση μιας παγιωμένης άγνωστης κατάστασης, η οποία πρόκειται να βγει από τον πάγο και να γίνει γνωστή τουλάχιστον σε ένα άτομο, καθιστώντας το κοινωνό των μυστηρίων: «Τον θυμάσαι τον “Μπαρμπαλιά”; Ένα τραγούδι, πριν από καμιά δεκαριά με δεκαπενταριά χρόνια, θαρρώ, βραβευμένο τότε, που το λέγαμε και το ξαναλέγαμε “Γιακωβά”»; O «Μπαρμπαλιάς», στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και προς το τέλος της επταετίας των συνταγματαρχών, ήταν ένα λαϊκό άσμα, ζεϊμπέκικο το λέγανε, που είχε βραβευτεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1973. Μιλούσε για έναν ηλικιωμένο και αξιοπρεπή γέροντα, που βρισκόταν στη δύση της ζωής του, αλλά ζούσε σαν νέος, παρά τα τόσα προβλήματα της γενιάς του, αλλά και της προσωπικής του ζωής. Με τον Δημήτρη Κοντολάζο ερμηνευτή, σε στίχους του Δημήτρη Καραστάθη και με μουσική του Πέτρου Ζέρβα. Το ρεφραίν αυτού του τραγουδιού συνήθιζα να το σιγοτραγουδώ στον Γιακωβάκη, μόνο που σε δύο σημεία, το όνομα «Μπαρμπαλιά» το αντικαθιστούσα με το «Γιακωβά», κόβοντας στο τέλος το «κη» ή αφήνοντάς το να ακούγεται ανεπαίσθητα: «Δεν έχεις τέλος Γιακωβά(κ), δεν σε έχει ο χάρος σημαδέψει, σαν αποκάμει από τη δουλειά, μες στα βαθιά του γηρατειά, με εσέ λεβέντη Γιακωβά(κ), θέλει να πιει και να χορέψει». Μου τύλιξε, στα γρήγορα, ένα αντικείμενο, που άρπαξε μέσα από το ξύλινο μπαούλο του. Οι κινήσεις του ήταν σβέλτες,
Σελίδα
7
τόσο πολύ που δεν θύμιζαν κινήσεις ενός εκατοντάχρονου γεράκου, αλλά πιο πολύ ενός νεαρού, για να μην πω εφήβου. Το τύλιξε μέσα σε μερικές, άστατα στοιβαγμένες μεταξύ τους, λαδόκολλες, παμπάλαιες και φθαρμένες από το χρόνο, καταχωνιασμένες σε κάποια άκρη του εργαστηρίου του, από την εποχή που σκάλιζε φιγούρες και τις επένδυε με τέτοια λαδόκολλα, την οποία και χρωμάτιζε. Μήπως και πάλι μέσα σε αυτές τις λαδόκολλες, βρισκόταν κάποια φιγούρα; Αυτό ήταν το φυσικότερο και το λογικότερο, καθώς το μπαούλο δεν περιείχε τίποτε άλλο παρά φιγούρες μιας θρυλικής εποχής και ενός θρυλικού μπερντέ, που τώρα είχε σιγήσει, αναγκάζοντας και τις σκιές να σιγήσουν μέσα στη βουβαμάρα του κλειστού μπαούλου: «Πάρε αυτό το δέμα και άνοιξέ το, μόνο όταν θα πας στο σπίτι σου. Θα εκπλαγείς…» Συνεχίζεται… Μην χάσετε το 4ο μέρος: «Το Σοκ»
Ο Καραγκιοζοπαίχτης
Του Πάνου Καπετανίδη
Σελίδα
Τ
ην τελευταία εικοσαετία, παρατηρήθηκε μια στροφή του κοινού στις παραδόσεις, άρα και στα παραδοσιακά θεάματα. Όχι βέβαια στο βαθμό της περιόδου του 1930-50, αλλά ας λάβει κανείς υπόψη ότι, πριν μερικά χρόνια, δεν έλεγαν με παρρησία ούτε οι καραγκιοζοπαίχτες το επάγγελμά τους. Άλλοι λέγανε καλλιτέχνης Θεάτρου Σκιών, άλλοι ηθοποιοί Θεάτρου Σκιών (εξ ου και η αλλαγή της επωνυμίας του Σωματείου, από Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαιχτών σε Πανελλήνιο Σωματείο Θεάτρου Σκιών). Σήμερα, η νέα γενιά το λέει με θάρρος και δηλώνει ευθαρσώς: «Είμαι καραγκιοζοπαίχτης»!! Μα είναι όμως; Ας τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η έννοια «επαγγελματίας» καλύπτεται από την απλή δήλωση στην εφορία ότι κάποιος ασκεί την τάδε εργασία, κοινωνικά ή νομικά αποδεκτή, που ασκείται επί μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, για βιοπορισμό.
8
Αλλά ας πάμε τώρα και στο ουσιαστικότερο: Επαγγελματίας «καραγκιοζοπαίχτης». Εδώ απαραίτητη προϋπόθεση είναι όχι μόνο το νομικό (φορολογικό) μέρος, αλλά η δυνατότητα αυτού που θέλει να ονομάζεται έτσι, με τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα. Πώς γίνεται κάποιος «καραγκιοζοπαίχτης»; Τελειώνει κάποια σχολή τεχνική ή πανεπιστημιακή; Όχι! Τι λοιπόν είναι εκείνο που διακρίνει κάποιον, για να φέρει αυτή την ιδιότητα; Όλα ξεκινάνε από τη φυσιογνωμία της τέχνης που δεν διδάσκεται, αλλά μεταλαμπαδεύεται από στόμα σε στόμα. Δηλαδή πρόκειται για μια τέχνη, που ανήκει σε αυτές που λέμε «παραδοσιακές». Τι είναι παράδοση; Το σύνολο, αλλά και το καθένα χωριστά από τα στοιχεία του παρελθόντος ενός πολιτισμού, που διασώζονται προφορικά και μεταδίδονται από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά.
Εν προκειμένω δηλαδή, για το Θέατρο Σκιών, πρόκειται για μια τέχνη που μεταδίδεται από το μάστορα στο βοηθό, τόσο στα στοιχεία που αφορούν τη φόρμα όσο και το σύνολο των έργων ή των δραστηριοτήτων, που εκφράζουν το λαό και χαρακτηρίζεται από ανωνυμία, τυποποίηση, συλλογικότητα κ.ά.. Και επανέρχομαι στο ερώτημα: Πώς γίνεται κάποιος «καραγκιοζοπαίχτης»; Από πού θα λάβει ο νέος ενδιαφερόμενος τη φλόγα της τέχνης, για να τη μεταφέρει στις επόμενες γενιές; Η απάντηση είναι απλή: Θα τη λάβει από τον προηγούμενο «φορέα» της τέχνης. Από έναν παλιό «μυημένο» (γιατί περί μύησης πρόκειται). Δηλαδή από έναν παλιό καραγκιοζοπαίχτη!! Και οι χώροι που θα γίνει αυτή η μυσταγωγία της μεταλαμπάδευσης, είναι: α) Η σκηνή και β) Το εργαστήρι. Ποιες είναι οι απαιτήσεις του προς μύηση ενδιαφερόμενου; Πρώτα, είναι η αγάπη για την τέχνη (και τις λαϊκές παραδόσεις γενικότερα). Δεύτερο, ο σεβασμός απέναντι στην τέχνη και στο κοινό που την παρακολουθεί. Τρίτο, οι φυσικές ικανότητες. Τέταρτο, η αφιέρωση ικανού χρόνου για την ολοκλήρωση της μυσταγωγίας. Πότε θεωρείται πως κάποιος έχει αποχτήσει τις ικανότητες, για να χριστεί
καραγκιοζοπαίχτης; Το καταστατικό του Σωματείου, από την ίδρυσή του, αναφέρει με σαφήνεια ότι: «Την ιδιότητα του ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΧΤΗ μπορεί να την αποκτήσει, όποιος δώσει εξετάσεις με επιτυχία μπροστά στην ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΧΤΗ. … Τα μέλη της επιτροπής πρέπει να είναι έγκριτοι καραγκιοζοπαίχτες»! Τα σημερινά κριτήρια, βέβαια, είναι πιο χαλαρά από ό,τι πριν σαράντα χρόνια, αλλά παραμένουν τα βασικά χαρακτηριστικά που προανέφερα. Η πράξη έχει αποδείξει ότι δεν μπορούν όλοι οι προσερχόμενοι στην παραπάνω επιτροπή να αποκτήσουν αυτή την ιδιότητα. Άλλωστε, θυμάμαι από την εποχή που βοήθαγα τον αείμνηστο Βάγγο, πως από τους 30 βοηθούς που έβλεπα στη μόνιμη σκηνή του, την περίοδο 1970 (περίπου)-1980, μόνο εγώ έγινα επαγγελματίας καραγκιοζοπαίχτης, ενώ συνέχισα και μετά να πηγαίνω στη σκηνή του και να «παίρνω». Και «έπαιρνα» από αυτόν μέχρι το θάνατό του και όσο περισσότερα μάθαινα, τόσο καταλάβαινα ότι ακόμα δεν τα ήξερα όλα. Πάμε τώρα να δούμε τι εννοούμε, όταν λέμε «ερασιτέχνης καραγκιοζοπαίχτης». Ερασιτέχνης είναι αυτός που ασχολείται με έναν τομέα δραστηριότητας, περισσότερο για ευχαρίστηση παρά για οικονομικό κέρδος. Αυτός δηλαδή που ασκεί περιστασιακά την τέχνη, χωρίς να βιοπορίζεται από αυτήν. Πολλοί πιστεύουν ότι είναι προσβλητικό να θεωρείται «ερασιτέχνης», όμως όλοι οι επαγγελματίες κάποτε ήταν και ερασιτέχνες (δηλαδή εραστές της τέχνης). Προσβλητικό είναι το να είναι κανείς «επαγγελματίας» και με τον καιρό, είτε από τεμπελιά είτε από ασέβεια προς το κοινό του, να αποποιείται του επαγγελματισμού και της συστηματικότητας, και να καταφεύγει στην προχειρότητα και ανευθυνότητα στον τρόπο άσκησης της εργασίας του.
Σελίδα
9
Ας επιστρέψω, όμως τώρα, στη σημερινή πραγματικότητα και στο λόγο που μου υπέβαλε να γράψω αυτό το άρθρο. Σήμερα, η χώρα στερείται τους φυσικούς χώρους εκμάθησης της τέχνης του Θεάτρου Σκιών, δηλαδή τα μόνιμα μαντράκια. Αυτό αναγκάζει τους επαγγελματίες να δίνουν περιφερειακές παραστάσεις και να προσπαθούν να μειώσουν τόσο τον όγκο που κουβαλάνε όσο και τα μέσα. Από την άλλη, περιορίζουν το ρεπερτόριό τους σε έργα, χωρίς αλλαγές και σκηνικές δυσκολίες. Και έτσι δημιουργείται μια εσφαλμένη εντύπωση στους νέους ενδιαφερόμενους ότι μπορεί κάποιος, με 15 φιγούρες και ένα έως πέντε έργα που έμαθε από βίντεο, να κάνει τον καραγκιοζοπαίχτη. Αρχίζουν να εκλείπουν οι βασικές και αναγκαίες αξίες: αγάπη και σεβασμός απέναντι στην τέχνη και στο κοινό. Πολλοί (όχι μόνο νέοι αλλά και μεγαλύτεροι σε ηλικία) θεωρούν την τέχνη σαν φάρμακο κατά της αδεκαρίας ή της ανεργίας. Επειδή βοήθησαν μερικές φορές κάποιον καραγκιοζοπαίχτη και άκουσαν ή είδαν μερικές παραστάσεις από το youtube, πιστεύουν ότι μπορούν να σταθούν στη σκηνή. Εντωμεταξύ, έχουν τόση έπαρση, που δεν ακούνε ούτε συμβουλές… Ένας, μάλιστα, τριαντάρης στην ηλικία, μου ζήτησε να έρχεται φέτος στις παραστάσεις μου, κάποια Σάββατα, για να μάθει να παίζει...! Και όταν του είπα ότι θα χρειαστείς 40 χρόνια Σάββατα και ότι είσαι ήδη μεγάλος για να μάθεις, νόμιζε πως ήθελα να του στερήσω τη μοναδική ευκαιρία της ζωής του να πραγματοποιήσει το… όνειρό του!!! Ίσως είναι πιο εύκολο εκεί που κάποιος θα εργαζόταν ντελίβερι, να αγοράσει δέκα φιγούρες και να ανταγωνίζεται με εξευτελιστικές αμοιβές τους επαγγελματίες καραγκιοζοπαίχτες σε εκδηλώσεις, σχολεία ακόμα και σε δήμους, με δανεικά φορολογικά στοιχεία, χωρίς φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις. Μερικοί ακόμα, απλά και μόνο για να ασκήσουν το καλώς εννοούμενο ψώνιο τους, παίζουν σε
Σελίδα
10
εκδηλώσεις ακόμα και δωρεάν, χωρίς να διαισθάνονται ότι έτσι στερούν μεροκάματο από κάποιον που ζει από αυτό. Κάπως έτσι γέμισε ο τόπος από «καραγκιοζοπαίχτες» μη ολοκληρωμένους, αμαθείς, πολλές φορές ατάλαντους, και δυστυχώς αρκετές φορές ΑΣΕΒΕΙΣ! Τολμώ να πω ότι σήμερα, οι ερασιτέχνες και οι κάθε λογής άσχετοι που πιάνουν στα χέρια τους φιγούρες και δεν δηλώνουν την πραγματική τους ιδιότητα (δηλαδή το ερασιτεχνικό τους επίπεδο) ξεπερνούν αριθμητικά τους επαγγελματίες σε όλη την επικράτεια. Μου έρχεται στο μυαλό ο σπουδαίος σκηνοθέτης και σεναριογράφος Γιάννης Δαλιανίδης, όταν σατιρίζει τους αλεξιπτωτιστές του χώρου του (παραγωγούς, σκηνοθέτες, σεναριογράφους και ηθοποιούς) που ξεφύτρωναν την περίοδο της αντίστοιχης ανόδου του ελληνικού σινεμά, στην ταινία «Το ανθρωπάκι», όπου ο Παναγιώτης, ο χασάπης, επειδή είχε λεφτά, κάνει τον παραγωγό και το σεναριογράφο και η Κική Γκρέκα, μια εμποροϋπάλληλος, κάνει την ηθοποιό στην ταινία, που σκηνοθετεί σκηνοθέτης, που δεν τον έπαιρνε κανένας άλλος, για να κάνει ταινία. Ένα άλλο σχετικό θέμα προκύπτει στο σύγχρονο τρόπο επικοινωνίας, στα μέσα δηλαδή κοινωνικής δικτύωσης, που δημιούργησε ένα ανταγωνιστικό συναίσθημα στην πιτσιρικαρία, όπου κάθε ένα παιδάκι (που αγαπά τον Καραγκιόζη») ανεβάζει βιντεάκια και ζωγραφιές με τις προσπάθειές του, αλλά και δημιουργεί «ομάδες» που τις τιτλοφορεί «Θέατρο Σκιών». Έτσι λοιπόν, δημιουργούν ομάδες που τις ονομάζουν «Θέατρα Σκιών» και δίπλα το όνομά τους, χωρίς να διαισθάνονται (λόγω ηλικίας) την ασέβεια που διαπράττουν. Στους τελευταίους, αναφέρομαι με αγάπη και προσωπικά, προσπαθώ να ενθαρρύνω και να τους βοηθήσω κάποιους στα θετικά τους, αλλά να αποθαρρύνω άλλους στα αρνητικά τους.
Αυτή τη νέα γενιά καλώ, όχι μόνο να αγαπούν την τέχνη, αλλά και να τη σέβονται. Και αν θέλουν να γίνουν κάποτε καραγκιοζοπαίχτες, να τηρούν όλους τους κανόνες που διέπουν τις παραδοσιακές τέχνες. Να μην ντρέπονται ότι είναι μαθητευόμενοι και «ερασιτέχνες» και να καταλάβουν ότι όσο περισσότερα μαθαίνουν, τόσο θα συνειδητοποιούν ότι ακόμα δεν ξέρουν τίποτα για μια τέχνη, που άντεξε τόσα χρόνια σε πολλές αντίξοες συνθήκες, πάλεψε με καινούργιες τέχνες και τεχνολογίες και που, αν την αγαπάνε, πρέπει να την βοηθήσουμε να αντέξει και άλλο, ώστε να συνεχίσει να διασκεδάζει και τις επόμενες γενιές.
Γίνε τακτικός συνεργάτης του περιοδικού «Ο Καραγκιόζης μας». Στείλε τα κείμενά σου στο e-mail του Σωματείου: somateiokaragkiozh@gmail.com ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ Σαν σήμερα: Πάτρα, 1-10 Δεκεμβρίου 2006 Πάτρα: Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2006. Στο στέκι «Βυρσοδεψείον» του Κώστα Μακρή, οι πρώτες δέκα μέρες του Δεκέμβρη είναι αφιερωμένες στο νεοελληνικό Θέατρο Σκιών. Κάθε μέρα και από ένας καραγκιοζοπαίχτης, με απογευματινή και βραδινή παράσταση: •Παρασκευή 1/12: Γιάνναρος Μουρελάτος •Σάββατο 2/12: Γιάννης Νταγιάκος •Κυριακή 3/12: Τάκης Παλαιοθόδωρος •Δευτέρα 4/12: Άθως Δανέλλης •Τρίτη 5/12: Φώτης Πλέσσας •Τετάρτη 6/12: Θανάσης Σπυρόπουλος •Πέμπτη 7/12: (αντί του Γιάννη Χατζή) Χάρης Μπιλλίνης-Τάσος Γεωργίου •Παρασκευή 8/12: Τάσος Γεωργίου-Χάρης Μπιλλίνης •Σάββατο 9/12: Πάνος Καπετανίδης •Κυριακή 10/12: Κώστας Μακρής
Σελίδα
11
Ο “ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΤΟΥ ΣΠΑΘΑΡΗ” του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη Η σειρά κόμικς με τον εικονογραφημένο Καραγκιόζη του Σπαθάρη κλείνει με δύο κλασικές κωμωδίες: «Ο Γάμος του Μπαρμπαγιώργου» και «Ο Καραγκιόζης Μάγειρας». Πρόκειται για δύο φαρσοκωμωδίες, στις οποίες κυριαρχούν οι κωμικές καταστάσεις πλαστοπροσωπίας, με τον Καραγκιόζη να παριστάνει τη νύφη και το νεκρό μάγειρα, παράλληλα με την κλασική παρέλαση των κωμικών τύπων του μπερντέ. Όσο για τη νέα και τελευταία συνέχεια του Κατσαντώνη, αυτή ολοκληρώνεται, ως προς την «πρώτη εποχή του Κατσαντώνη», σε λιγότερο από ενάμιση εσώφυλλο του 13ου τελευταίου τεύχους του Μάγειρα. Στο προηγούμενο 11ο τεύχος, μάλιστα, ένα εκ των εσώφυλλων είχε αφιερωθεί σε διαφημίσεις δίσκων με παραστάσεις του Σπαθάρη (αντί για τον Κατσαντώνη). Στην τελευταία συνέχεια, πάντως, ο Βεληγκέκας συλλαμβάνει τη γυναίκα και το γιο του Κατσαντώνη, την ώρα που ο τελευταίος βρίσκεται στο βουνό. Ο Νιόνιος, στο μεταξύ, παραδίδει, με καθυστέρηση, την επιστολή του Μάνθου στον Γεροδήμα, ο οποίος διαβάζει για τα σχέδια του Βεληγκέκα και τρέχει στο σπίτι της Αγγελικούλας. Όμως, είναι αργά. Ο Κατσαντώνης μαθαίνει τα νέα. Στήνει καρτέρι στον Βεληγκέκα, στο χάνι του Σίμου, τον σκοτώνει, ελευθερώνει τη γυναίκα του με το παιδί του και ακολουθεί μεγάλη μάχη. Στο σημείο αυτό, ολοκληρώνεται η αφήγηση με τα λόγια: «Εδώ τελειώνει η πρώτη εποχή του Κατσαντώνη», στην αρχή της δεύτερης σελίδας του εσώφυλλου. Λίγο πιο κάτω, με έντονα μαύρα γράμματα και λίγο πριν από τη μέση της σελίδας, ανακοινώνονται τα εξής: «Κάνουμεν γνωστόν εις τους αγαπητούς μας αναγνώστας ότι το περιοδικόν μας λόγω της σχολικής περιόδου θα διακόψη και θα επανεκδοθή μετά το τέλος της σχολικής περιόδου». Προφανώς, είχε τελειώσει το καλοκαίρι, κατά τους τρεις μήνες του οποίου κυκλοφορούσε η εν λόγω σειρά κόμικς (με 13 τεύχη για τις 13 εβδομάδες του καλοκαιριού) και προαναγγέλλεται η συνέχεια της σειράς για το επόμενο καλοκαίρι, δηλαδή μετά το τέλος της σχολικής περιόδου, κάτι που, όμως, δεν έγινε ποτέ. Η κάπως ξαφνική διακοπή της συγκεκριμένης σειράς κόμικς, παρά την προαναγγελία, που ακυρώθηκε εκ των υστέρων, και η παρόμοια διακοπή της συνέχειας του Κατσαντώνη, μπορούν να οδηγήσουν στην υπόθεση ότι οι υπεύθυνοι της σειράς επιθυμούσαν ένα μακρύ χρονικό διάστημα αναδιοργάνωσης και ανατροφοδότησης, που όμως δεν στάθηκε ικανό για ένα δεύτερο κύκλο. Οι πιθανοί λόγοι της παραπάνω διακοπής (εμπορικοί, οικονομικοί ή και καλλιτεχνικοί) είναι δυνατό να διαμορφώσουν ένα συνδυασμό από υποθέσεις, για τις αιτίες που δεν συνεχίστηκε μια τόσο πρωτότυπη και ξεχωριστή, για την
Σελίδα
12
εποχή της, σειρά κόμικς με ιστορίες του Καραγκιόζη. Τεύχος 12) «Ο Καραγκιόζης και ο Γάμος του Μπαρμπαγιώργου» Σελίδες: 16 Εξώφυλλο: Έγχρωμο (Ο Μπαρμπαγιώργος, στα αριστερά, ετοιμάζεται να δείρει τον Καραγκιόζη, που έχει ντυθεί νύφη, στα δεξιά, ενώ ο Νιόνιος, πάνω από τον Καραγκιόζη, αφήνει κάτω τα κουφέτα και τα στέφανα) Οπισθόφυλλο: Η Χανούμ Αϊσέ (σε δύο κομμάτια) Καρέ: 96 (έξι σε κάθε σελίδα) (Σημείωση: Σε ορισμένες περιπτώσεις, δύο οριζόντια διπλανά καρέ ενώνονται σε ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο) Γλώσσα: Ελληνική και με κεφαλαία γράμματα Εκδόσεις: Σπύρου Λιναρδάτου (Μιλτιάδου 35- Τηλ. 233.826- Αθήναι) Κυκλοφορία: Κάθε Σάββατο Σκηνικά (μελανόμορφα και δισδιάστατα): Παράγκα, Οικία Γεροστάθη, Δέντρα, Θάμνοι, Πουλιά, Οχήματα, Σούβλα με αρνί, Έπιπλα Γεροστάθη Ήρωες του έργου (μελανόμορφοι, δισδιάστατοι και με σειρά εμφάνισης): Καραγκιόζης, Χατζηαβάτης, Γεροστάθης, Μπαρμπαγιώργος, Μαρία, Γεροδήμος, Μανώλης, Αγγελιοφόρος, Ξαδέρφη του Μπαρμπαγιώργου, Σταύρακας, δύο Βλαχοπούλες, Νιόνιος, Δεσπότης, Καντηλανάφτης, τρία Κολλητήρια, δύο Τσέλιγκες, Δήμαρχος, Καραγκιόζης Νύφη Υπόθεση: Ο Γεροστάθης, με τη βοήθεια του Καραγκιόζη, αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του με τον Μπαρμπαγιώργο, καθώς δεν μπορεί να περιμένει άλλο τον αδερφό του να του στείλει γαμπρό από την Αίγυπτο. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, φτάνει ο αδερφός του, ο Γεροδήμος, με έναν πιστό του υπάλληλο, τον Μανώλη, για γαμπρό, τον οποίο προτιμάει και η Μαρία. Όλοι μαζί ψάχνουν τρόπο, για να διώξουν τον Μπαρμπαγιώργο. Τότε, ο Καραγκιόζης αποφασίζει να ντυθεί νύφη, για να κοροϊδέψει το θείο του. Στο τέλος, ο Μπαρμπαγιώργος αντιλαμβάνεται την εναντίον του απάτη, χαλάει τον κόσμο, αλλά η Μαρία παντρεύεται τον Μανώλη. Τεύχος 13) «Ο Καραγκιόζης Μάγειρας» Σελίδες: 16 Εξώφυλλο: Έγχρωμο (Ο Καραγκιόζης Μάγειρας, στα δεξιά, μέσα στο μαγειρείο του, χτυπάει με την κουτάλα, στα αριστερά, τον Χατζηαβάτη στο κεφάλι)
Σελίδα
13
Οπισθόφυλλο: Γριά Μάρω: Μάνα του Καπετάν Γκρη (σε δύο κομμάτια) Καρέ: 96 (έξι σε κάθε σελίδα) (Σημείωση: Σε ορισμένες περιπτώσεις, δύο οριζόντια διπλανά καρέ ενώνονται σε ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο) Γλώσσα: Ελληνική και με κεφαλαία γράμματα Εκδόσεις: Σπύρου Λιναρδάτου (Μιλτιάδου 35- Τηλ. 233.826- Αθήναι) Κυκλοφορία: Κάθε Σάββατο Σκηνικά (μελανόμορφα και δισδιάστατα): Δέντρα, Θάμνοι, Πουλιά, Παράγκα, Ξενοδοχείο, Μαγειρείο, Φέρετρο, Τσουκάλι Ήρωες του έργου (μελανόμορφοι, δισδιάστατοι και με σειρά εμφάνισης): Καραγκιόζης, Άρχοντας, Χατζηαβάτης, Μπέης, Αφηγητής, Σκύλος, Νιόνιος, Μορφονιός, Εβραίος, Μπαρμπαγιώργος, τρία Κολλητήρια, Αγλαΐα, Γυναίκα του Χατζηαβάτη Υπόθεση: Ο Χατζηαβάτης αναλαμβάνει τη διεύθυνση ενός ξενοδοχείου και προσλαμβάνει τον Καραγκιόζη για μάγειρα. Σύντομα, καταφτάνουν και οι πρώτοι πελάτες: ο Μπέης, ο Νιόνιος, ο Μορφονιός, ο Εβραίος και ο Μπαρμπαγιώργος. Ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης αποφασίζουν να κλέψουν τη (γεμάτη με λίρες) βαλίτσα του Μπέη και ο Καραγκιόζης, αμέσως μετά, κάνει τον πεθαμένο, για να δικαιολογηθεί η απώλεια της βαλίτσας. Όμως, ο Καραγκιόζης έχει ήδη κλέψει τα λεφτά και των άλλων πελατών, οι οποίοι έρχονται να δουν το «νεκρό». Τελικά, ο Καραγκιόζης τρομοκρατεί τον Νιόνιο, φεύγει με τον Χατζηαβάτη, μοιράζουν, μεταξύ τους, τα λεφτά και καλούν τις οικογένειές τους να φάνε στο ξενοδοχείο. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Κλείνοντας την παρουσίαση των δεκατριών τευχών της σειράς του εικονογραφημένου Καραγκιόζη του Ευγένιου Σπαθάρη, μπορούμε να συνοψίσουμε τα συνολικά και τελικά συμπεράσματά μας, ως εξής: Α) Ο Ευγένιος Σπαθάρης, φύση ανήσυχη και εξωστρεφής, πολύ πιο μπροστά από την εποχή του, αξιοποίησε ένα αφηγηματικό είδος, τα κόμικς, που δεν είχε ακόμα καθιερωθεί και αναγνωριστεί στην Ελλάδα, κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ο τρόπος που αξιοποίησε τα κόμικς, δεν ήταν ένας απλός «εικονογραφημένος Καραγκιόζης», όπως αναφερόταν, δηλαδή δεν επρόκειτο για εικόνες που συνόδευαν ένα πλήρες κείμενο, αλλά για συνεχόμενες εικόνες με απλή συνοδεία μικρού κειμένου και με τον κλασικό τρόπο έκφρασης των κόμικς, δηλαδή με τα μπαλονάκια και το βελάκι, το οποίο σημάδευε τον ομιλούντα ήρωα, κατά τη διαδοχή των καρέ. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα ολοκληρωμένο κόμικς, το οποίο συνοδευόταν από τις εικόνες παραδοσιακών μελανόμορφων φιγούρων και σκηνικών. Μία απόπειρα, που συνδέει παράδοση και νεωτερικότητα. Β) Ο Ευγένιος Σπαθάρης αξιοποιεί τα δύο βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία
Σελίδα
14
της αφηγηματικής δομής των κόμικς: Ρυθμό και δράση, μέσα από προσεκτικά επιλεγμένες παραστάσεις, με τον καλλιτέχνη, όμως, να αξιοποιεί, στο έπακρο, και τις πάμπολλες εκφραστικές δυνατότητες, που του δίνει η ζωγραφική απεικόνιση των σκηνικών-φιγούρων, ανάλογα με την κάθε παράσταση. Σε γενικές γραμμές, είναι αλήθεια ότι ο Σπαθάρης κινείται ποικιλοτρόπως, ως προς την επιλογή των έργων του, αφού δεν επιλέγει μόνο παραστάσεις ρυθμού, (αν και αυτές ενδείκνυνται πιο πολύ για κόμικς), αλλά παρουσιάζει και παραστάσεις λόγου (της οθωμανικής και της ηπειρώτικης παράδοσης). Και όταν ο ρυθμός δεν κυριαρχεί, τα σκηνικά και η απλή κίνηση είναι αυτά που συνοδεύουν τον εκτενή λόγο. Η σχέση λόγου και εικόνας, που συνδυάζει παράδοση και νεωτερικότητα. Γ) Τα δεδομένα φαίνεται να διαφοροποιούνται και ως προς τα ηρωικά έργα. Ο Σπαθάρης δίνει έμφαση στις κωμωδίες, μολονότι το δεύτερο τεύχος της σειράς είναι το ηρωικό έργο «Ο Καπετάν Γκρης». Από εκεί και στο εξής, ατόφιο ηρωικό έργο δεν μεταφέρεται ξανά στα κόμικς του Σπαθάρη, με εξαίρεση, εν μέρει, τον «Καραγκιόζη Δικηγόρο» ή και τον «Μεγαλέξανδρο». Ωστόσο, η μεγάλη πρωτοτυπία έγκειται στην επιλογή του «Κατσαντώνη», όχι για τη μεταφορά του σε κόμικς, αλλά για την παρουσίασή του σε συνέχειες και στην κλασική μορφή του συνεχούς κειμένου. Συνεπώς, ο Σπαθάρης αξιοποιεί μεν τα ηρωικά έργα, αλλά (από ένα σημείο και μετά) αποφεύγει να τα μετατρέψει σε κόμικς. Άραγε, για ποιο λόγο; Ίσως, πέρα από όλους τους άλλους λόγους (εμπορικούς κτλ.), για να συνδυάσει, για μια ακόμα φορά, παράδοση και νεωτερικότητα.
Καραγκιοζο-σταυρόλεξο ΛΥΣΗ τεύχους 85
Σελίδα
15
Φυσικός και τεχνητός διάκοσμος του «μπερντέ» Του Γιάννη Χατζή «Ο Καραγκιόζης το θεατράκι του Χαρίλαου. Αυτή η ευχάριστη μικρή φωλίτσα η περιχαρακωμένη με πρασινάδες, θα ήταν καύχημα, όπου αλλού κι αν υπήρχε. Τι χάρμα ματιών η φυσική αρχιτεκτονική του που δεν μπορεί να τη συλλάβει η πιο μοντέρνα αρχιτεκτονική φαντασία. Καταπράσινες καλοφούσκωτες φυλλωσιές, ολόμαυροι μίσχοι ανθισμένης μολόχας, που υψώνονται ως τ’ απάνου παράθυρα των γειτονικών σπιτιών, ολάνυχτες κληματαριές σαν κρυψώνες….». Η περιγραφή αυτή του Θεάτρου Σκιών του Χαρίλαου στο Συντριβάνι της Θεσσαλονίκης, γλαφυρά και εμπεριστατωμένα, μας υποχρεώνει να συλλογιστούμε το πόσο θα υπολειπόταν η αισθητική μέθεξη των θεατών μιας παράστασης, χωρίς το φυσικό και τεχνητό διάκοσμο στα θεατράκια του Καραγκιόζη και ιδιαίτερα σ’ εκείνα τα θερινά. Μπορεί ο φωτισμένος μπερντές να διεκδικεί τη δημιουργία ενός ονειρικού κόσμου, μιας πανδαισίας χρωματικών τόνων και της ποίησης της «μάντρας», όμως σ’ αυτό το αισθαντικό κλίμα, ο φυσικός και τεχνητός διάκοσμος της «πλατείας» διεκδικεί το δικό του μερίδιο, τη δικιά του συμβολή στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα που βιώνουν οι θεατές. Από την απλή σκηνή «από άσπρο πανί, μάκρος ένα μέτρο και φάρδος πενήντα πόντους» του Μπαρμπαγιάννη Βράχαλη το 1860, «που αποτελούσε όλο κι όλο τον οπλισμό του» σε καφενέ του Πειραιά, απέναντι από το Δημαρχείο (Τζούλιο Καΐμη), μέχρι τις μόνιμες «μάντρες» των 6 μέτρων των διπλών σκηνών (Χαρίλαος, Χρίστος και Γιώργος Χαρίδημος κ.λ.π.) ή των εφεδρικών και παράλληλων (Αντώνης Μόλλας), οι προσπάθειες για τον εξωραϊσμό των χώρων όπου «τέντωναν πανί» οι μάστορες του Θεάτρου Σκιών, δεν έπαψαν ποτέ. Οι επεμβάσεις στο ήδη υπάρχον φυσικό περιβάλλον της πλατείας γίνονταν από το θεατρώνη, που τις περισσότερες φορές ήταν και ιδιοκτήτης του συνυπάρχοντος καφενείου και τους καραγκιοζοπαίχτες με τους βοηθούς τους και ενίοτε με τη συνδρομή λαϊκών ζωγράφων, που τους πλαισίωναν στο οδοιπορικό της τέχνης τους. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο αρχηγός των δυνάμεων κατοχής μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, Γάλλος αντιναύαρχος Μπαρμπέ ντε Τινάν έβαλε «αγγαρείες», για να παστρέψουν το χώρο που βρισκόταν απέναντι από την αποβάθρα του Δημαρχείου στον Πειραιά, όπου υπήρχαν λίγα πεύκα, λείψανα παλιού άλσους του ιστορικού μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα. Φύτεψαν θάμνους, λουλούδια, έφτιασαν δρομάκια, σκάρωσε, με λίγα λόγια, έναν όμορφο κήπο και
Σελίδα
16
έδωσε άδεια σε καραγκιοζοπαίχτη να παίζει σ’ αυτόν (Βράχαλης;).
Τα καφενεία Θέλουμε δε θέλουμε, πρέπει να το παραδεχτούμε ότι τα καφενεία στον τόπο μας επέδρασαν καθοριστικά στην κοινωνική συνείδηση των νεοελλήνων και όχι μόνο, αφού ο χώρος του καφενείου πολύ συχνά, όχι μόνο στην Ελλάδα και στην Τουρκία αλλά και ακόμα στα Βαλκάνια και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ήταν ένα χώρος κοινωνικής συνεύρεσης, ένας δημόσιος χώρος κοινωνικών συναθροίσεων, όπου η ψυχαγωγία δεν ήταν το μόνο ζητούμενο των πελατών, είτε επρόκειτο για συνοικιακά, κεντρικά, είτε για εξοχικά καφενεία. Συχνά-πυκνά μετατρέπονταν σε «μικρές Βουλές», χώρος πολιτικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων και δεν ήταν λίγες οι φορές, που κεντρικά πολιτικά γεγονότα χαλκεύτηκαν και ξεκίνησαν από τα καφενεία. Θεωρούνταν ο προσφορότερος τόπος για πολιτική κριτική και συμμετοχή στην πολιτική ζωή και για χρόνια βασικός χώρος ψυχαγωγίας κύρια των λαϊκών στρωμάτων. Χαρακτηριστικό είναι ότι ιδιαίτερα τα κεντρικά καφενεία λειτουργούσαν και σαν ζαχαροπλαστεία, αλλά και τα λαϊκά που θα μας απασχολήσουν ιδιαίτερα, πέρα από κάποια γλυκά κουταλιού , λουκουμιών κ.λ.π., πρόσφεραν ποτά και μεζέδες, ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου τις πρωινές ώρες λειτουργούσαν σαν μαγέρικα. Πολλά από τα χειμερινά καφενεία, διέθεταν κήπο ή αυλόγυρο, όπου κάτω από τη δροσιά των δέντρων, οι θαμώνες τους θερινούς μήνες, μαζί με τον καφέ ή τον ναργιλέ τους, διάβαζαν τις εφημερίδες και έπαιζαν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια, ενώ συχνά-πυκνά, επιδίδονταν στην πολιτικολογία, ανεβάζοντας και κατεβάζοντας φραστικά κυβερνήσεις. Η εφημερίδα «Ημερήσιος Κήρυξ Πατρών» της 14-6-1906 πληροφορούσε ότι στο καραγκιοζοστέκι «Δροσιά», κερνούσαν «λεμονάδα και βανίλια με νερό κρύσταλλο από το διπλανό πηγάδι». Ο χώρος των λαϊκών καφενείων ήταν πάντα ενιαίος, σε ισόγειο συνοικιακού σπιτιού, διασκευασμένου κατάλληλα με περισσότερες πόρτες, απαντιόταν όμως και ξύλινες παράγκες, αυτοσχέδιες κατασκευές καφενείων. Υπήρχαν και τα εξοχικά στον κήπο του Ζαππείου και στις Στήλες του Ολυμπίου Διός, στον Ιλισό κ.λ.π.. Φυσικά, στα κοσμικά κεντρικά καφενεία, δίνεται περισσότερη προσοχή στο διάκοσμο και το φωτισμό. Για τους χώρους των καφενείων που «βάζαν» Καραγκιόζη, διαβάζουμε στην ΕΣΤΙΑ
του 1888, στο άρθρο του Μπάμπη Άννινου «Τα θερινά θέατρα», για το διάκοσμο των καραγκιοζοθέατρων από τη μια «… πηγνύοντες (οι καραγκιοζοπαίχτες) την πενιχράν σκηνή των εις τον κήπον καφενείου τινός» και από την άλλη, ότι ο Χρήστος Κόντος τον Ιούλιο του 1900 έπαιζε στα «δροσερότατα Δυο Δέντρα» και το 1903 παραστάσεις δίνονταν στο «…εις τόσον τερπνήν θέσιν καφενείου κ. Μαγιάκη», ακόμη ότι στο καφενείο «Φύκος» υπήρχε βαρέλι με νερό που το σκίαζε και το δρόσιζε ένας φύκος και ότι υπήρχαν ξύλινοι πάγκοι. Η μουσική που παιζόταν από τις διάφορες μπάντες στις πλατείες και τα καφωδεία, ακόμα από την εποχή της Βαυαροκρατίας, προσελκύει πολλούς θεατές και «κλέβει» κόσμο από τα καφενεία. Οι καφεπώλες αντιδρούν και από το 1885 περίπου, μπάζουν στα καφενεία ορχήστρες και τραγουδιστές, προσβλέποντας στην προσέλκυση πελατών, μετατρέποντας πολλά σε καφωδεία και θεατρίδια. Στα λαϊκά καφενεία, οι λατέρνες και οι ρομβίες δίνουν καθημερινό παρών με τις «περαντζάδες» τους. Θα γράψει ο Σουρής το 1885: «Πλατεία Ομονοίας, τι πρίμες! Τι τενόροι!… και όσοι δεν καθίζουν δι’ έλλειψιν χρημάτων, όρθιοι απολαμβάνουν των πέριξ θεαμάτων». Στα λαϊκά αυτά καφενεία της Αθήνας, του Πειραιά, της Πάτρας, του Ναυπλίου, της Χαλκίδας κι άλλων επαρχιακών πόλεων, «στήθηκε το πανί» του ντόπιου Θεάτρου Σκιών από τα τέλη του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Μια πρώτη αναφορά για το Θέατρο Σκιών δημοσιεύεται στη «Γενική Εφημερίδα» στις 17-12-1827, στο Ναύπλιο, σε άρθρο του Ν. Γερακάρη για τον Καραγκιόζη στην Τουρκία. Τον Αύγουστο του 1841, η «Ταχύπτερος Φήμη» (18-8-1841) αναφέρεται σε παράσταση Θεάτρου Σκιών. Σε καφενείο της Πλάκας,
παίζεται Καραγκιόζης, στις 9 Φεβρουαρίου του 1852, με 5 λεπτά εισιτήριο και 5 λεπτά ο ναργιλές, ενώ η εφημερίδα «Αθηνά» μας πληροφορεί (4-1-1854) «την εν τισί καφενείοις παράσταση του λεγομένου Καραγκιόζη». Οι παραστάσεις αυτές διακόπηκαν με την παρέμβαση της αστυνομίας, που τα χαρακτηρίζει «ασιατικά θέατρα», ενώ στις 8-2-1854, πληροφορούμαστε ότι η παράσταση του Καραγκιόζη επανελήφθη και «τούτο προς γνώσιν του νέου διευθυντού της αστυνομίας». Αλλά συχνές παραστάσεις γίνονται και στην Χαλκίδα του 1856 «εις το επάνω καφενείο, όπου επαρίστανον καθ’ εσπέραν Καραγκιόζη». Στην Χαλκίδα πάλι, η εφημερίδα «Εύβοια» (2410-1879) του Γιώργου Φιλάρετου, μας πληροφορεί ότι σε καφενείο της ιουδαϊκής συνοικίας «εγκαθιδρυθείς» ο Καραγκιόζης «αθρόον προσελκύει καθ’ εσπέρας πλήθος εκ της εργατικής τάξεως ιδίως». Το καφενείο ο Φιλάρετος το χαρακτηρίζει σαν «πενιχρόν καφενείον εμβαδού ολίγων μέτρων εν πτωχή συνοικία», το δε κλίμα του γεμάτο καπνούς τσιγάρων και ναργιλέδων. Μεγάλο σάλο, όμως, θα φέρει η παρουσία του Καραγκιόζη στην Καλαμάτα με τις εμφανίσεις του Μίμαρου το καλοκαίρι του 1894, παραστάσεις που έκλειναν θέατρα (θίασος Λουλουδάκη). Τον Μίμαρο θα αντικαταστήσει ο Μπέκος, όπου στις αρχές του Νοέμβρη του 1900 θα δίνει «καθ’ εσπέρας» παραστάσεις στο καφενείο του Παν. Δημητρέα στη συνοικία Μπουχαλίνας, αναγκάζοντας σε χρεοκοπία το θίασο «ΠεταλάΛονάρδου». Η αλήθεια είναι ότι μπορεί οι παραστάσεις του Καραγκιόζη να γίνονταν σε καφενεία που δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν σε διάκοσμο τα επαρχιακά θέατρα, όπως εκείνο της Χαλκίδας ή εκείνον τον «μαγευτικό κήπο της Εδέμ» της Καλαμάτας, όμως ο «υπέροχος» Μίμαρος, ο
«θαυμάσιος» Μπέκος κι ο «αμίμητος» Δάβος ή Ντάβος με τους νεωτερισμούς και τη μουσική μπάντα του, στο έμπα του 20ου αιώνα (1901), αναγκάζουν τους καφετζήδες να εξωραΐσουν τους χώρους των καφενείων σε μέγεθος και εμφάνιση, μια και το «φιλοθέαμον κοινόν» της πόλης «σαρδελοειδώς συνωθείται». Η «Νέα Εφημερίδα» στα φύλλα των 15-16-και 17 Αυγούστου 1891, μας διασώζει την πληροφορία ότι σε χασισοποτείο στα Αναφιώτικα παιζόταν Περικλέτος και Φασουλής, Καραγκιόζης και Χατζηαβάτης και σύμφωνα με το φύλλο της 13 Αυγούστου 1892, ότι ο Λεωνίδας Γορανίτης και ο Παναγιώτης Γριμίνας έφθασαν από την Κωνσταντινούπολη και δίνουν παραστάσεις στο καφενείο του Δ. Κακούση, πλησίον της Δεξαμενής. Ο Σωτήρης Σπαθάρης, στην αυτοβιογραφία του, ισχυρίζεται ότι σε παιδική ηλικία (1901) είδε Καραγκιόζη από τον Γιάννη Μπράχαλη στο καφενείο του Κατσαπρίνη πιο κάτω από το Μεταξουργείο, αν και γενικά πιθανολογείται ότι ο Μπράχαλης είχε πεθάνει πριν μπει ο 20ός αιώνας. Από τις αρχές του αιώνα, συνεχώς πληθαίνουν τα καφενεία που «βάζουν» Καραγκιόζη. Έτσι σταχυολογικά, και σαν παράδειγμα στο Γαλαξίδι στο καφενείο του Παρασκευά Μπακατσέλου, θα παίξουν ο Βασίλαρος μαζί με τον Δημήτρη Πάγκαλο, ενώ στο Αιτωλικό, χρόνια αργότερα, θα παίζουν το χειμώνα στο καφενείο του Ν. Αντζουλάτου και Γρ. Κότσαρη, ο Αγαπητός με τον Παναγιωτάρα. Το 1894, ο Δημ. Καλαποθάκης, στο άρθρο του «Αι Αθήναι διασκεδάζουν», θα γράψει: «Εις τας απόκεντρους συνοικίας εκυριάρχησεν εφέτος ο Καραγκιόζης» και ακόμη: «Το επισημότερον κέντρον αυτού (Καραγκιόζη) υπήρξε το παρά τον Άγιον Διονύσιον, εις τα Πευκάκια, καφενείον». Δημοφιλής
Σελίδα
17
λοιπόν ο Καραγκιόζης! Η «Εστία» της 287-1894, μας πληροφορεί ότι η αστυνομία του Μαρουσίου έκλεισε τον Καραγκιόζη της πλατείας, ο πληθυσμός κινητοποιήθηκε και πέτυχαν την επαναλειτουργία του. Γνωστό στέκι Καραγκιόζη, στην αρχή του 20ού αιώνα, ήταν και το καφενείο του Δ. Κώσταρου στην πλατεία Κυριακού, όπου έπαιζε ο Χρ. Κόντος. Στα χειμερινά καφενεία-καραγκιοζοστέκια, πέρα από τις λιθογραφίες ή κάποιες ζωγραφιές πάνω στα ντουβάρια, ο Καραγκιόζης διαφημιζόταν με το ανάλογο πρόγραμμα της καθημερινής παράστασης στην είσοδο και από το τσούρμο των μικρών γαβριάδων, που τρέχανε στις γειτονιές διαλαλώντας τη βραδινή παράσταση. Πολλές δεκαετίες μετά, θα θυμάται ο σαλονικιός Κώστας Κουβακλίδης πως παιδάκια φώναζαν στα σοκάκια της πάνω πόλης: «Ο Λαμπρινός στο Κουλέ Καφέ», εξασφαλίζοντας έτσι την τζάμπα είσοδό τους στη βραδινή παράσταση. Γεμάτες είναι οι προφορικές και γραπτές αναμνήσεις καραγκιοζοπαιχτών και θεατών από τέτοια καφενεία σε όλη τη χώρα, που σιγάσιγά, αναδεικνύονται σε καραγκιοζοστέκια, που συχνά-πυκνά εναλλάσσονταν καραγκιοζοπαίκτες, που ο καθένας συνέβαλλε με το δικό του προσωπικό τρόπο και υλικό στη διακόσμηση του καφενείου, με γλαφυρά πολύχρωμα σχέδια και επιγραφές για την τέχνη, τον εαυτό του και την καθημερινή παράσταση. Κάποιες φορές, υπήρξε και σύμπραξη καραγκιοζοπαιχτών, όπως εκείνη του Βασίλαρου με τον Δ. Πάγκαλο, στο καφενείο του Κρεμανταλά, στα Σύνορα το 1925. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Καραγκιόζης αρχίζει να έχει μια αξιόλογη ανάπτυξη στα καφενεία της Πάτρας. Από το «εν παραβύστω» ευρισκόμενο καφενείο του 1884, μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, διαβάζει κανείς, στον ντόπιο τύπο, πληροφορίες παραστάσεων στα καφενεία του Σιδηροδρόμου ΣΠΑΠ, πλατείας Όλγας, Γιακά, Βελαγάμπα, Μπεκατώρου, Δύο Δέντρα, Γερ. Τσιγιώτου, Μπουγιουχντερέ, Ζόρκα, Κ. Κοκκινογούλη, Μαγιάκη, Το Στάδιον, Βαϊτση, Τριάντη, Φύκο και τόσα άλλα. Παίζαν οι Μίμαρος, Λεωνίδας Γορανίτης, Παν. Γριμίνας, Πάγκαλος, Χρ. Κόντος, Παν. Μπέκος, Θοδωρέλος, Ν. Λάτσας. Όλος ο διάκοσμος που αφορούσε τις παραστάσεις του Καραγκιόζη ήταν προσωρινός (όσο διαρκούσαν οι παραστάσεις), απαραίτητο βιος του καραγκιοζοπαίχτη. Στήνονταν δίπλα στις μόνιμες κορνιζαρισμένες λιθογραφίες με τον Κατσαντώνη, τον Αλή Πασά και την κυρά Φροσύνη, την Γενοβέφα, τις νίκες του στρατού μας στους Βαλκανικούς πόλεμους και τόσα άλλα. Οι λαϊκές λιθογραφίες, υπήρξαν σταθερός διάκοσμος των καφενείων και ιδιαίτερα εκείνες του Σωτήρη Χρηστίδη, που επηρέασαν τις ζωγραφιές των καραγκιοζοπαιχτών και κατά συνέπεια, και τον τεχνικό διάκοσμο των καραγκιοζοστεκιών. Τα καφενεία που φιλοξενούσαν παραστάσεις, δεν σταματούσαν
Σελίδα
18
τη λειτουργία τους, απλά τα βράδια άδειαζε η αίθουσα και έμπαινε «είσοδος». Όμως, ας αναπολήσουμε τις «νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες» των υπαίθριων χώρων των καφενείων, όπως εκείνο του Σταδίου, στην Αθήνα του 1901. Το 1917, γράφει ο Γιάννης Βλαχογιάννης στη νουβέλα του «Της τέχνης τα φαρμάκια», «… έφτασε στον παράμερο τον καφενέ με το ξύλινο θεατράκι… Σκοτείνιαζε πια στην αυλή, όμως ακόμα δεν είχαν ανάψει τα μεγάλα φανάρια του πετρελαίου, που άστραφταν απ’ την πάστρα, όπως γυάλιζε κι όλος ο καφενές όξω και μέσα. Και το θέατρο το σανιδοφραγμένο, εκεί κολλητά, ήταν έτοιμο κι αυτό, καθάριο και καταβρεγμένο, να δεχτεί τον κόσμο στην παράσταση του «Κατσαντώνη». Κι έτσι ήταν, μόνο που στην πορεία οι γκαζόλαμπες αντικαταστάθηκαν από το φωταέριο και τον ηλεκτρισμό. Σε άρθρο του στην ΕΣΤΙΑ, στις 4-5-1910, ο Σπύρος Μελάς περιγράφει γλαφυρά το «εκείθεν του Ζαππείου, παρά το Πανόραμα» θερινό χώρο Καραγκιόζη, αναφέροντας ότι «τις νύκτες του έαρος εις τας Αθήνας» δεν «τας περνούν ματαίως» μερικοί άνθρωποι που «καθισμένοι με αφέλειαν και οικειότητα, υπό τα ψιθυρίζοντα φυλλώματα δροσερού κηπαρίου, αναπνέουν τ’ αρώματα που διαχύνονται από τους δύο ανακτορικούς κήπους, τρώνε λουκούμι με κουκουνάρι, πίνουν κρύο νεράκι και με την πλέον αληθήν διάθεσιν του κόσμου παρακολουθούν εις εν διάφωτον τελάρο τας ιλοτραγικάς περιπετείας μιας σκιάς, ενός μεγάλου λαϊκού ήρωος, ο οποίος πρωταγωνιστών από έξ ολοκλήρων αιώνων εις τα λαϊκά θέατρα της Ανατολής, εμόρφωσε τον ιδεώδη του τύπον εις τας Αθήνας των ημερών μας». Προϋπόθεση για τη μετατροπή ενός υπαίθριου καφενείου σε Θεατράκι Σκιών ήταν ο φυσικός του διάκοσμος (δέντρα, λουλούδια) και η εύκολη πρόσβαση του στο δρόμο, όπου υπήρχε η κύρια είσοδος με το απαραίτητο ταμείο, σπάνια η είσοδος των θεατών γινόταν από την είσοδο του χειμερινού καφενείου. Ακόμη, απαραίτητη ήταν και η σχετική περίφραξη, που αν δεν υπήρχε, ήταν από τις πρώτες απαραίτητες φροντίδες του καφετζή, που δεν δίσταζε ακόμα να καταπατήσει χώρους. Το καφενείο του Γιώργου Χαράρη «Τα πλατάνια» στα Βαλαντραχαίικα στην περιοχή του Μεσολογγίου, όπου έπαιζε ο Αγαπητός ή Ζεστός, ήταν ένας χώρος ελεύθερος, περιτριγυρισμένος με πλατάνια κι άλλα δέντρα, έτσι θα χρειαστεί οι κορμοί των δέντρων να χρησιμεύσουν σαν πάσσαλοι «στο περιφραγμένο ένα γύρο με σταφιδόπανα που προστάτευαν έτσι την είσπραξη του θεάτρου». Ο Αγαπητός το καλοκαίρι θα παίζει και στο καφενείο του Καλύβα, γιατί το καλοκαίρι είχε εξωτερικό χώρο. Τεχνητή περίφραξη από μεγάλα λιόπανα στην αυλή του καφενείου του Ταραμπούρα, στα Ζαρουχλέικα, είχε στις παραστάσεις του ο Μίμης
Ασπιώτης, το καλοκαίρι του 1941. Διαμαρτύρεται η εφημερίδα «Πελοπόννησος» στις 16/5/1895 και ζητά την επέμβαση της αστυνομίας, γιατί στα Ψηλά Αλώνια της Πάτρας καφεπώλης «έχων μίαν μπαράκα χρησιμεύουσα για σκηνή Καραγκιόζη έφραξε και δια συρμάτων την πλατείαν και κατασκεύασεν ούτω στάδιον Καραγκιόζη». Κάτω από τις λεύκες της Δεξαμενής στην Αθήνα, το 1902, παίζει ο Γιάννης Μώρος και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία, ενώ από το 1908 έως το 1914, κάθε καλοκαίρι στηνόταν ξύλινη σκηνή σε καφενείο που καπάρωνε ο ιμπρεσάριος Αργυρόπουλος και κάθε βράδυ έπαιζε, είτε ο Κονιτσιώτης με τις κούκλες του ή ο Μόλλας με τον Καραγκιόζη του. Στο διάκοσμο, αναφέρονται είσοδος και ηλεκτρικό ρεύμα. Στον ίδιο χώρο, θα ξαναγυρίσει ο Μόλλας, το 1919. Στην εφημερίδα «Πατρίς» (9-7-1916), διαβάζουμε στο άρθρο «Αττικαί ημέραι», «Ο Καραγκιόζης της Δεξαμενής (Μόλλας) έσπευσε να μιμηθεί εμφανίζοντας κι αυτός για πρώτη φορά υποβρύχια κι αυτοκίνητα, νεωτερισμούς εισαχθέντας εις το θέατρον του μπερντέ κατά τας υπαγορεύσεις της σκηνογραφικής τελειοποιήσεως του καλοκαιρινού θεάτρου, την οποίαν κατά πόδας έχει ενδιαφέρον να παρακολουθεί κι ο Καραγκιόζης επίσης». Στη Δεξαμενή Καραγκιόζης όμως, έχει στηθεί από τις αρχές του αιώνα. Διαβάζουμε στην «Εστία» της 6 Ιουνίου 1901: «…έχουν εκεί νερό κρύο, Καραγκιόζη και τέσσερας τρελούς με τους οποίους περνούν την ώρα τους». Εκεί το 1923, θα παίξει και ο Χρίστος Χαρίδημος. Λεύκες, κρύο νερό και καφενεδάκια ήταν ο φυσικός διάκοσμος της Δεξαμενής. Είσοδος, λαμπιόνια, ο μπερντές και τα σχετικά διαφημιστικά ήταν ο τεχνητός διάκοσμος. Στην περιοχή Πηγαδούλια της Λαμίας, στο εξοχικό κέντρο ΟΑΣΙΣ (οδός Υψηλάντου) του Βασιλείου Χατζόπουλου, θα στήσει μπερντέ ο Αντρέας Αγιομαυρίτης σε χώρο 600 περίπου θέσεων. Σχετικά με την παρουσία του Α. Αγιομαυρίτη, στην Λαμία, στο άρθρο του: «Ένας λαμιώτης καραγκιοζοπαίχτης. Η εποχή και το έργο του Ανδρέα Αγιομαυρίτη», ο Μιχάλης Χατζάκης διασώζει τις αυθεντικές μαρτυρίες-αναμνήσεις παλιών ντόπιων θεατών του καραγκιοζοπαίχτη. Σε ξέχωρη είσοδο με λαμπιόνια και το σχετικό τελαρωμένο πρόγραμμα της παράστασης, δίπλα στο κύριο κτίσμα του εξοχικού κέντρου, βρισκόταν ο μπερντές γύρω στα πέντε με πεντέμιση μέτρα πλάτος και ένα είκοσι ύψος με είσοδο και σκαλοπατάκια από το πλάι. Στην ποδιά, ήταν ζωγραφισμένο το άρμα του ήλιου και στο αέριο έγραφε: «Θέατρο Σκιών Ανδρέα Αγιομαυρίτη». Έπαιζε με λάμπες Λουξ και μπροστά από τη σκηνή υπήρχε τετραμελής το λιγότερο ορχήστρα με τραγουδιστές, που ξεκίναγε πριν την παράσταση, ενώ τραγουδούσε και ο ίδιος ο Αγιομαυρίτης.
Η περιοχή ήταν και παρέμενε μέχρι σχετικά πρόσφατα εξοχική περιοχή με δέντρα, πηγάδια και καλαμιές, τόπος καλοκαιρινής ψυχαγωγίας των κατοίκων της πόλης. Μέσα στο χώρο του θεάτρου, υπήρχαν τραπέζια με καθίσματα, όπου σερβίρονταν γλυκά και αναψυκτικά, μπύρα και ούζο με μεζέ, ανεξάρτητα από την τιμή του εισιτηρίου, ενώ έξω από την πόρτα υπήρχε ψησταριά με κοκορέτσι και σπληνάντερο. Στο ίδιο εξοχικό θεατράκι, θα παίξει και ο Σωτήρης Σπαθάρης. Το θεατράκι καθαρό και δροσερό, ένας συνδυασμός φυσικού και τεχνητού διάκοσμου. Το ίδιο άρθρο μάς πληροφορεί πως σύμφωνα με το ζωγράφο και ποιητή Αλέκου Καΐλα, η προπολεμική ΟΑΣΗ (που έπαιρνε και το όνομα ΑΥΡΑ), με καφετζήδες τον Βασίλη και Νίκο Λιάγκα, ήταν «μια μάντρα με την ιδιαίτερη εκείνη ομορφιά της προπολεμικής αισθητικής με καφασωτά, λουλουδιασμένη, ασβεστωμένη, δροσερή». Γίνεται κατανοητό το ποια αισθητική μέθεξη είχαν οι θεατές μιας παράστασης, μέσα σ’ έναν τέτοιο διάκοσμο, μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα. Την ΟΑΣΗ (Αύρα) στα Πηγαδούλια την έζησα και εγώ σαν κέντρο διασκέδασης, πριν η ανοικοδόμηση και η αντιπαροχή μετατρέψουν έναν παραδεισένιο χώρο αναψυχής σε πολυκατοικίες. Άξιο αναφοράς είναι να μεταφέρω τις δικές μου εμπειρίες από τη δεκαετία του 1950 στην Λαμία, όταν παιδάκι με τον παππού μου, σε καθημερινή βάση, όλο το καλοκαίρι πηγαίναμε στου Θεόφιλου για Καραγκιόζη. Ο Θεόφιλος είχε το καφενείο του στην οδό Δημολιούλια, ένα στενάκι απέναντι από την είσοδο του θερινού κινηματογράφου ΠΑΛΛΑΣ στην πλατεία Πάρκου (πλατεία με τα Συντριβάνια, όπως τη λέγαμε εμείς τότε, η πάλαι ποτέ πλατεία Παζαρίου). Στη γωνία της οδού Δημολιούλια με Κολοκοτρώνη, υπήρχε ένα μαγέρικο, κάτω από αυτό και με είσοδο στην οδό Δημολιούλια, υπήρχε το καφενείο του Θεόφιλου, ενός γραφικού πολύτεκνου ανθρώπου. Στη συμβολή της οδού Δημολιούλια με Κολοκοτρώνη, έβλεπες τελαρωμένο και σε κοινή θέα το εντυπωσιακό πρόγραμμα της βραδινής παράστασης. Στην είσοδο, υπήρχε το ταμείο σε ένα μικρό ξύλινο περίπτερο. Ταμίες ήταν ένα από τα παιδιά του Θεόφιλου. Ακριβώς κολλητά και σ’ ένα πέτρινο κτήριο, ήταν ένα στραγαλατζίδικο. Κατεβαίνοντας μερικά σκαλιά, βρισκόσουν στον χώρο του θεάτρου με το καφενείο αριστερά και τον μπερντέ στο βάθος. Υπήρχαν δέντρα και λουλούδια στις πλευρές (νυχτολούλουδα, γιασεμιά κ.λ.π.). Όταν υπήρχε μουσική, βρισκόταν μπροστά από τον μπερντέ σε καρέκλες με ένα σιδερένιο τραπέζι στη μέση. Έπαιζαν και πριν από την παράσταση και στα διαλείμματα. Στην πρώτη γραμμή, ήταν πάγκοι για την πιτσιρικαρία και από πίσω καρέκλες και σιδερένια τραπεζάκια. Στα γύρω δέντρα δεξιά
Σελίδα
19
κι έξω από το θέατρο, η τζαμπατζίδικη «τσακαλαρία» στα δέντρα, που πρόγκαγε για το κουδούνι της έναρξης. Αριστερά κάτω το καφενείο και από πάνω το χαγιάτι του μαγέρικου. Θυμάμαι ότι μια χρονιά ο μπερντές άλλαξε θέση και στήθηκε δίπλα στην πόρτα, όπως έμπαινες κολλητά, στο ντουβάρι του στραγαλατζίδικου. Στους θεατές, σερβίρονταν αναψυκτικά, βανίλιες, «λεκούμι» σε οδοντογλυφίδα και ουζάκι με μεζέ στραγάλια ή ντομάτα με αγγούρι και ελιές. Από νωρίς, ο χώρος είχε καταβραχεί και τα λουλούδια χάριζαν σπάταλα την ευωδιά τους, ενώ το καλοκαιριάτικο φεγγάρι περίμενε κι αυτό, μαζί με μας, το τρίτο κουδούνι. Ναι, πράγματι ήταν βραδιές ποίησης και ονείρου! Εκεί, αξιώθηκα να δω παραστάσεις των Βασίλαρου, Αγιομαυρίτη, Δημήτρη Μόλλα, Λευτέρη Κελαρινόπουλου και άλλων που δεν θυμάμαι. Έξω από τα υπαίθρια Θεατράκια Σκιών, πουλιόντουσαν ξηροί καρποί, μηλαράκια με καραμέλα, παστέλια, φιστίκια με τη χούφτα κι όλα αυτά φωτισμένα με την ασετιλίνη, μέχρι τη δεκαετία του 1950. Πρέπει ακόμα να αναφερθεί ότι υπήρχαν περιπτώσεις καφενείων, που προσλάμβαναν καραγκιοζοπαίχτη, που έπαιζε χωρίς εισιτήριο στον μπροστά προαύλιο χώρο ή στην πλατεία, όπου είχε τραπεζάκια το καφενείο, με μόνη υποχρέωση των θεατών κάποια παραγγελία. Τέτοια περίπτωση πέτυχα σε καφενείο πλατείας των Ιωαννίνων, στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ο μπερντές ήταν σε μια ξύλινη παράγκα, κάτω από τα δέντρα, με το ανάλογο διαφημιστικό πρόγραμμα, σε περίοπτη θέση της «περαντζάδας» και μαζί με την ανάλογη διευθέτηση των τραπεζιών του καφενείου, που ήταν ο μόνος τεχνητός διάκοσμος της παράστασης. Εκεί, έπαιζε ο καραγκιοζοπαίχτης Ρήγας για πολλά καλοκαίρια.
Σελίδα
20
Ο τεχνητός διάκοσμος, όχι μόνο του θεατρικού χώρου αλλά και του μπερντέ, συμπληρώνονταν κάποιες φορές με διάφορα χάπενινγκ ή στις αποθεώσεις, όπου ανάβονταν βεγγαλικά και φώσφορα ή στολίζονταν ο χώρος με λευκά τούλια στο έργο «Ο γάμος του Καραγκιόζη» ή στο «Ο γάμος του Μπάρμπα Γιώργου», όπου μοιράζονταν και κουφέτα. Μας περιγράφει ο Σωτήρης Σπαθάρης ότι το 1924 στην Πύρνα της Κηφισιάς, στου Γιώργη Ντέντε, που έπαιζε το έργο «Το μπιλιάρδο» (έβγαζε στη σκηνή μπιλιάρδο με μπίλιες και δυο στέκες), τιμώμενο πρόσωπο της παράστασης ήταν ο Μιχάλης Καμιανός ή «Ψιτ» που επέβλεπε τα μπιλιάρδα στο καφενείο ΠΛΑΖΑ. Τον φέρανε τον «Ψιτ» με πομπή καροτσιών και στην παράσταση ανάψανε κόκκινα βεγγαλικά και κάψανε φώσφορα. Σε κάθε περίπτωση, ο φυσικός και τεχνητός διάκοσμος των χειμερινών και υπαίθριων καφενείων ήταν βασικά κύριο μέλημα του καφετζή-θεατρώνη, όπως και η συντήρηση και το ευπαρουσίαστο του χώρου. Ο καραγκιοζοπαίκτης φρόντιζε τη διακόσμηση του μπερντέ (ποδιά, αέρια) και του περιβάλλοντος χώρου με ζωγραφιές διαφημιστικές της τέχνης του (φιγούρες πρωταγωνιστών του μπερντέ) και φυσικά τα ανάλογα προγράμματα των καθημερινών παραστάσεων. Τα περισσότερα ήταν φιλοτεχνημένα σε χαρτί του μέτρου, πανιά ή μουσαμάδες για το εύκολο της μεταφοράς τους. Θα γράψει ο Δήμος Ζωγράφου, στο αφιέρωμά του για τον Γιώργο Χαρίδημο στις «Συλλογές», το 1996: «Στην ιστορία του ελληνικού Θεάτρου Σκιών, έχουν επιστρατευτεί λαϊκοί ζωγράφοι, για να σχεδιάσουν φιγούρες και πάνινα σκηνικά για καραγκιοζοπαίχτες, που δεν τα κατάφερναν τόσο καλά οι ίδιοι. Κυρίως όμως, επιστρατεύτηκαν, για να ζωγραφίσουν τα μεγάλα
διαφημιστικά πανό, που έβαζαν έξω από τις μάντρες, για να αναγγείλουν το έργο που έπαιζαν» Το όνομα του καραγκιοζοπαίχτη δεν φιγουράριζε μόνο στα προγράμματα και την είσοδο, αλλά και στο χώρο του θεάτρου. Διάβαζε κανείς: «Καθ’ εκάστην ο λαοφιλής Βασίλαρος, γελωτοθεραπεία μέχρι δακρύων» ή «Τρέξατε όλοι και όλες να απολαύσετε τον καλλιτέχνη που συμπληρώνει 50 χρόνια εργασία και που τελειοποίησε τον Καραγκιόζη εις ομιλούντα. Γράψας» ή ακόμη «Ο Περίφημος Κ. Μάνος με τον Καραγκιόζη του». Στο αέριο και την ποδιά του μπερντέ, ανάμεσα σε ζωγραφιές και διακοσμητικά στοιχεία, διάβαζε κανείς διάφορα αποφθέγματα, ευφυολογήματα και σατιρικές εκφράσεις, εκτός από το όνομα του καραγκιοζοπαίχτη. Για παράδειγμα, ο Μελίδης έγραφε «Σκιές Ελληνο-τουρκικές», ο Δεδούσαρος «Άψυχοι καλλιτέχνες», ο Βασίλαρος «Ψυχιατρικό ίδρυμα», ο Ξυδιάς «Μην με εκτιμήσεις, παρά μόνο όταν με καταλάβεις», ή ακόμα «Όποιος γελάει, σε γιατρό δεν πάει», «Η επιστήμη είναι μια κλειδαριά που την ανοίγουμε με το κλειδί της μελέτης» κι άλλα τέτοια «χαριτωμένα». Υπήρχαν ακόμα και πληροφοριακά ταμπλό στημένα σε περίοπτη θέση με τη φιγούρα του Καραγκιόζη να δείχνει πληροφορίες όπως: «Προς Καραγκιόζη. Κάθε βράδυ νέο έργο. Δευτέρα Τρίτη κλειστά. Ώρα 8.45» ή «Σήμερον και κάθε βράδυ νέο έργο» και άλλα ποικίλα, που μόνο η λαϊκή φαντασία, η μόρφωση και το ταπεραμέντο των καραγκιοζοπαιχτών μπορούσαν να σκαρφιστούν. Στο Πατρινό Καρναβάλι το 1997, ο Δήμος Πατρέων διοργάνωσε «Το γαϊτανάκι του Καραγκιόζη». Μια πετυχημένη διοργάνωση, που πραγματοποιήθηκε στο παλιό καφενείο του Ψαριανού στα Ψηλά Αλώνια, στα μέσα Φεβρουαρίου. Σε έναν
πραγματικό εκπληκτικό διάκοσμο, δέσποζαν σε ολόκληρη την πόλη, οι γιγαντοαφίσες της Μαρίας Ακριτίδου. Την εξαιρετική διακόσμηση του καφενείου αλλά κι όλης της πόλης με θέμα τον Καραγκιόζη, επιμελήθηκε ο Μιχάλης Ιερωνυμίδης. Πραγματοποιήθηκε έκθεση αντικειμένων από το Θέατρο Σκιών, φιγούρων του Γιάννη Σκαρίμπα και γελοιογραφιών του Παναγιώτη Γκιόκα. Ο Σωτήρης Χαρίτος (Χαρίδημος) πρόσφερε φιγούρες του πατέρα του Χρήστου και του αδερφού του Γιώργου στην έκθεση φιγούρας. Έπαιξαν οι Ευγένιος Σπαθάρης, Γιάνναρος, Γιάννης Χατζής. Πραγματοποιήθηκε το αφιέρωμα «Ο Καραγκιόζης πάει σινεμά», με την προβολή σχετικών ταινιών και παρουσιάστηκε το χορόδραμα «Το καταραμένο φίδι». Στο γενικότερο αισθαντικό κλίμα των παραστάσεων, συνέβαλε και η φιλαρμονική του δήμου που έπαιζε στην είσοδο του καφενείου. Σήμερα, αν και θεωρητικά ο κύκλος των παραστάσεων σε καφενεία, όπως τις γνωρίσαμε σε απώτερες εποχές, έχει ουσιαστικά κλείσει, δίνονται κάποιες παραστάσεις σε καφετερίες και σε νεολαιίστικα καφενεία, όπως τα «Κανάρια» στον Κεραμεικό, με θεατές φοιτητόκοσμο. Ο διάκοσμος, κύρια τεχνητός, είναι ανάλογος των σημερινών αισθητικών προτιμήσεων και τις ανακοινώσεις της παράστασης, τυπωμένες ή φωτοτυπημένες, τις βρίσκει κανείς σε βιβλιοπωλεία και πίνακες ανακοινώσεων, σε πανεπιστήμια, σχολές και όχι μόνο. Αν και η ανταπόκριση των θεατών είναι ενθουσιώδης, το γενικότερο κλίμα προσομοιάζει σε μια αναβίωση, που αγγίζει τα όρια του φολκλόρ.
Στα θέατρα και στις «μάντρες» με τον Καραγκιόζη Στις αρχές του 20ού αιώνα, φαίνεται ότι ο Καραγκιόζης έχει παγιωθεί στις προτιμήσεις ψυχαγωγίας του λαού. Σαν αποτέλεσμα, η προτίμηση αυτή των θεατών αποφέρει και τα ανάλογα οικονομικά οφέλη. Οι καραγκιοζοπαίχτες βλέπουν το κοινό του μπερντέ να αυξάνει και να ασφυκτιά στα στενά περιθώρια των καφενείων, που σαν χώροι υποδοχής παραστάσεων είναι πια ανεπαρκείς. Ολοένα περισσότερο οι καραγκιοζοπαίχτες, (τουλάχιστον όσοι από αυτούς έχουν διακριθεί και καθιερωθεί σαν ονόματα), τείνουν να απογαλακτισθούν από τα καφενεία. Στήνουν δικά τους καλοκαιρινά θέατρα ή παρουσιάζουν την τέχνη τους σε καθιερωμένους θεατρικούς χώρους, χρησιμοποιώντας κάποιες φορές και ιμπρεσάριους για να κλείσουν τις δουλειές ή ήταν προσκεκλημένοι από τους ίδιους τους θεατρικούς ιδιοκτήτες. Θα γράψει ο Σπύρος Μελάς: «… το θέαμα είχε τόση πελατεία, ώστε πολλοί καραγκιοζοπαίχτες κέρδισαν περιουσία και απόκτησαν δικά τους θέατρα…», για να συνεχίσει: «Τέτοια επιτυχία είχε ο
Καραγκιόζης, ώστε και θέατρα πεζού λόγου έβαλε κάτω, πολλές φορές και οπερέτες και κινηματογράφους». «Αυτά τα καραγκιοζοθέατρα μ’ όλο που είναι στερεότυπα, παίρνουν συνήθως τη σφραγίδα της προσωπικότητας του καραγκιοζοπαίχτη…», θα τονίσει σε άρθρο του ο Σπύρος Μελάς. Μπορεί τα καφενεία να είχαν ένα πιο απλό, λαϊκό, αλλά πιθανόν και πιο παραμυθένιο διάκοσμο, αλλά οι υπάρχουσες υποδομές των θεάτρων και οι ρεαλιστικές ανάγκες προσαρμογής σε αυτές των προσκεκλημένων καραγκιοζοπαιχτών, όπως και το πρόσκαιρο της παραμονής τους (κάποιες ημέρες ή ένα καλοκαίρι, πλην λίγων εξαιρέσεων), στένευε τα όρια παρέμβασης των «μαστόρων». Συνήθως, κινητές ρεκλάμες σε ταμπλό στην είσοδο ή σε άλλα πολυσύχναστα σημεία της πόλης, πλαισίωναν τα μόνιμα διακοσμητικά στοιχεία και εγκαταστάσεις του χώρου. Εκεί όμως που απογειωνόταν η φαντασία των καραγκιοζοπαιχτών ήταν στον διάκοσμο των ιδιόκτητων θερινών κύρια θεάτρων, με παρεμβάσεις που κάλυπταν τόσο το φυσικό όσο και τον τεχνητό διάκοσμο.
Στα Ιπποδρόμια και τα Πανοράματα Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα βρίσκει τον Καραγκιόζη να έχει «στήσει πανί» στα Πανοράματα του Σταδίου, του Λαυρίου, στου Τσόχα και στα Ιπποδρόμια του Τσόχα το 1883, στις όχθες του Ιλισού το 1894, στον κήπο του Ορφανίδη το 1895, στον κήπο του Αρνιώτη το 1896, με εντυπωσιακή προσέλευση κοινού, λαϊκών κυρίως στρωμάτων. Γίνεται ξεκάθαρο ότι στους κήπους και τα παριλίσια θεάματα, ο φυσικός καλοκαιρινός διάκοσμος υπερτερεί του τεχνητού. Πολλοί θεατρικοί χώροι αυτής της εποχής δύσκολα διακρίνονται από τα καφωδεία, αφού και αυτοί έχουν τα ίδια περίπου προγράμματα και σε ορισμένους υπάρχουν και τραπέζια που προϋποθέτουν το σερβίρισμα ποτών, γλυκών κ.λ.π. και φυσικά χώρος αναψυκτηρίου, που λειτουργούσε κάτω από την ίδια διεύθυνση. Στο διάκοσμο, εκτός από την επιβλητική σκηνή, υπήρχαν οι θέσεις που διακρίνονταν σε απλά καθίσματα, διακεκριμένες και θεωρεία. Με την προσθήκη κάποιας στέγης, τα θέατρα μπορούσαν να επεκτείνουν τη λειτουργία τους ακόμα και το φθινόπωρο. Εκτός από το φυσικό διάκοσμο, βρίσκει κανείς γλάστρες με γρήγορα ανεπτυγμένα φυτά, ενώ όταν ο φωτισμός γίνεται με φωταέριο, τα ράμφη του φωταερίου περιβάλλονται από μεταλλικά άνθη. Φυσικά, ο Καραγκιόζης, μέσα σε όλα αυτά, λειτουργεί παράταιρα και συμβίωνε μ’ άλλα θεάματα, με μικρές δυνατότητες παρέμβασης στο διάκοσμο. Το 1898, ο Γιάννης Ρούλιας στήνει το θέατρο του «Ο Μπάρμπαγιώργος» κοντά
Σελίδα
21
στο Στάδιο μετά την πλατεία Βάθης, δίπλα στα τότε λουτρά της οδού Βεραντζέρου. και προσελκύει πολλούς θεατές. Στο ίδιο θέατρο, το 1901, παίζει ο Μένιος Χριστοδούλου, τον οποίο ο Θόδωρος Χατζηπανταζής εικάζει ότι πρόκειται για τον Μέμο Χριστοδούλου. Την ίδια εποχή με τον Ρούλια, ο Μανωλόπουλος (Δαλιάνης Δημήτριος) θα παίζει σε δικό του θέατρο στο Μεταξουργείο και θα τελειώσει την καριέρα του σε μεγάλη ηλικία, παίζοντας σε δικό του πάλι θεατράκι πίσω από τη ΒΙΟ.
Ο Αντώνης Μόλλας Η περίπτωση του Αντώνη Μόλλα είναι χαρακτηριστική ενός καλλιτέχνη, που στην καριέρα του παρουσίασε τον Καραγκιόζη του σε όλα τα είδη αιθουσών και που αξιώθηκε να μακροημερεύσει σε δικό του θέατρο. Τα 1903, βρίσκεται στο θέατρο «Απόλλων» στον Ιλισό, στον «Απόλωνα το Αγροκήπιον» (όπου το 1904, θα παίξει και ο Γιάννης Ρούλιας). Το 1906 και 1907, για δυο καλοκαίρια, τον βρίσκουμε στον «Παράδεισο» του Τριβέλλα στον κήπο του Ζαππείου, στην Δεξαμενή, στο Στάδιο στου Παπασπύρου το
Σελίδα
22
1914 και 1924. Θα στήσει το πρώτο δικό του θέατρο, το «Λούνα Παρκ», το 1930 στις Στήλες του Ολυμπίου Διός, στη στροφή της λεωφόρου Συγγρού και Αναπαύσεως (σήμερα Βασιλέως Κωνσταντίνου, απέναντι και παραπάνω από το Παναθηναϊκό Στάδιο). Θα παίζει εκεί μέχρι το 1934 που του το γκρέμισε ο τουρισμός. Την ίδια χρονιά, θα ξαναεπιχειρήσει δικό του θέατρο στη λεωφόρο Αλεξάνδρας 128, ανεβαίνοντας από το πεδίο του Άρεως δεξιά, κοντά στις φυλακές Αβέρωφ, το «Ραντάρ». Εδώ στις 10-11-1948, ο Μόλλας έδωσε την τελευταία του παράσταση. Θα γράψει σε γράμμα του ο Βάγγος: «…όταν ο Μόλλας είχε θέατρο στην Αθήνα και πραγματοποιούσε 1500 έως 2000 εισιτήρια την ημέρα, ο χώρος αυτός ήτανε 80Χ40 (μέτρα) δηλαδή 3200 τετραγωνικά μέτρα». Στα μόνιμα θέατρα του Μόλλα, ο διάκοσμος ήταν αντίστοιχος του, σαν ανθρώπου σοβαρού, επιμελή και νοικοκύρη. Το θέατρό του στις Στήλες του Ολυμπίου Διός κάλυπτε μια μεγάλη επιφάνεια. Ένα συγκρότημα, όπου στην είσοδο σε οβάλ ταμπέλα με το όνομα του και το ταμείο (ένα ξύλινο περίπτερο
στα δεξιά της εισόδου), υπήρχαν σκαλοπατάκια που σε έβγαζαν σε μια μικρή αυλή, όπου υπήρχε ένα τεράστιο ταμπλό με το πρόγραμμα της παράστασης. Στον κυρίως θεατρικό χώρο, υπήρχαν ξύλινα παγκάκια με πλάτη, ακόμη υπήρχαν τραπεζάκια, σκαμπό και φυσικά αναψυκτήριο. Το θέατρο είχε διάζωμα που λειτουργούσε σαν θεωρείο και στην ξύλινη περίφραξη υπήρχαν διαφημίσεις. Σε όλα, δέσποζε το υπερυψωμένο ξύλινο παράπηγμα, όπου ήταν η σκηνή. Έπαιζε με εναλλασσόμενους παράλληλους μπερντέδες. Στο παράπηγμα, πάνω σε λευκό φόντο, διάβαζε κανείς «ΕΔΩ Ο ΜΟΛΛΑΣ». Στο θέατρο της λεωφόρου Αλεξάνδρας, πάνω στο λευκό μαντρότοιχο, υπήρχε πάλι το δηλωτικό «ΕΔΩ Ο ΜΟΛΛΑΣ» και το οβάλ άνοιγμα του γκισέ του ταμείου στα δεξιά. Η σκηνή ήταν μπαίνοντας δεξιά πάνω σε υπερυψωμένη βάση. Πίσω από το θέατρο ήταν και η κατοικία του.
Ο Ντίνος Θεοδωρόπουλος Για το διάκοσμο της εισόδου του θεάτρου του Ντίνου Θεοδωρόπουλου, θα γράψει ο Σπύρος Μελάς: «Ηλεκτρικά λαμπιόνια
1920, ο Χρηστίδης φιλοτέχνησε τη διαφημιστική λιθογραφία «Ο Καραγκιόζης στην Αμερική» για τον Δ. Μανωλόπουλο, που τη διέθεταν ένθετη στα φυλλάδια του καραγκιοζοπαίχτη, που εκδίδονταν από τους «Βουνησέα και Διαλησμά».
Χρήστος Χαρίδημος
κόκκινα και μπλε στην πόρτα προσκαλούν τον κόσμο στο θέαμα». Θα παίζει για χρόνια στο θέατρο του «ΑΧΙΛΛΕΙΟΝ», στην οδό Παπαφλέσσα, εκεί που σήμερα είναι το ιατρικό κέντρο. Δύο σκαλοπατάκια σε οδηγούσαν στην περίτεχνη σε στυλ είσοδο (δυο τετράγωνες κολόνες) και στον προθάλαμο του χώρου, στο βάθος ήταν ο μπερντές γύρω στα έξη μέτρα και ποδιά διακοσμημένη με παράσταση Καραγκιόζη. Αριστερά της εισόδου, υπήρχε μεγάλο ταμπλό με φωτογραφίες των παραστάσεων και ο έξω και έσω χώρος ήταν σημαιοστολισμένοι. Τα καθίσματα ήταν κύρια παγκάκια με πλάτη και μεταξύ θεατών και μπερντέ υπήρχαν λουλούδια. Ο μεγάλος μας λιθογράφος Σωτήρης Χρηστίδης τού είχε φιλοτεχνήσει μια διαφημιστική αφίσα με έναν μπερντέ, όπου στην ποδιά υπήρχαν ο Μορφονιός, ο Διονύσιος και το Κολλητήρι να παίζουν μουσικά όργανα, ενώ κάτω υπήρχε το εσωτερικό κυκλικού αμφιθεάτρου με τον Καραγκιόζη. Στο πάνω μέρος, μέσα σε στρόγγυλο πλαίσιο, ήταν το πρόσωπο του Θεοδωρόπουλου και το όνομα του με τις επισημάνσεις: «Βασιλεύς του γέλωτος», «Αφιχθείς εξ Αμερικής». Τη δεκαετία του
Αναφερόμενος στο θέατρο του Χρήστου Χαρίδημου, ο Σπύρος Μελάς θα τονίσει «ολόκληρο συγκρότημα κοντά στο λεμβαρχείο του Συλλόγου των Ερετών. Ταβέρνα, πλατεία θεάτρου με πάγκους και σκηνή μεγάλη, σχεδόν σαν του ζωντανού θεάτρου. Άλλοτε, στην είσοδο, ήταν ζωγραφισμένα από το πινέλο του ίδιου, όλα τα πρόσωπα του Θεάτρου Σκιών». Εκεί, θα παίζει από το 1922 έως το 1957. Αριστερά της εισόδου, ο Χαρίδημος είχε ανοίξει καφεζυθοζαχαροπλαστείο με τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο και δεξιά υπήρχε το ταμείο και σ’ ένα καφασωτό ταμπλό φωτογραφίες των παραστάσεων. Το θέατρο ονομαζόταν «ΕΡΜΗΣ» και στις δυο μεριές της εισόδου υπήρχαν υπερυψωμένα δυο μεγάλα τελάρα με την ίδια παράσταση, τον Κατσαντώνη με το δήμιο Τσιγγενέ και τον Αλή Πασά, ενώ εκατέρωθεν ήταν γραμμένες οι επιγραφές
«Ο ήρως Κατσαντώνης» και «Το μαρτύριο του Κατσαντώνη». Έπαιζε με δυο τελάρα (θεωρείται ότι αυτός τελειοποίησε την εφεύρεση του Χαρίλαου), με έναν πράγματι τεράστιο μπερντέ, όπου στο αέριο έγραφε: «ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ». Το χώρο πάνω από το αέριο του μπερντέ τον κάλυπτε ένα ριντό, που στη μέση του ακριβώς υπήρχε μια μεγάλη μάσκα κεφαλιού που παρίστανε ένα χαμογελαστό άνθρωπο.
Ο Βάγγος Το «Ποσειδώνιον» του Βάγγου ήταν ένα όνειρο από το 1957, που πραγματοποιήθηκε στην παραλία του Μοσχάτου το 1965, και που τελικά γκρεμίστηκε από το Δήμαρχο Σκυλίτση στα χρόνια της Χούντας (1968). Είχε εντυπωσιακό εξωτερικό διάκοσμο. Στη ταμπέλα, διάβαζε κανείς «Ποσειδώνιον», παρακάτω υπήρχε το πορτραίτο του Βάγγου να κρατά τη φιγούρα του Καραγκιόζη στη μέση ακριβώς της επιγραφής «Θέατρον λαϊκής τέχνης», για να καταλήξει στην επόμενη σειρά «Ο Βάγγος με τον Καραγκιόζη του». Μακρόστενα ταμπλό που παρίσταναν τον Καραγκιόζη με παπιγιόν και την πληροφορία: «Κάθε βράδυ
Σελίδα
23
νέο έργο. Ώρα έναρξης 8.30. Τας Κυριακάς 2 παραστάσεις», κάλυπταν δεξιά και αριστερά την είσοδο. Αριστερά της εισόδου, σε ένα ταμπλό, υπήρχε ζωγραφισμένος ο κατηραμένος όφης, που είχε τυλίξει τον Καραγκιόζη και τον Μέγα Αλέξανδρο με το δόρυ του να προσπαθεί να τον σώσει. Στο έμπα του θεάτρου, υπήρχαν κορνιζαρισμένες ζωγραφιές, όπως μια τεράστια ζυγαριά με φωτογραφίες σε κάθε ζύγι. Στην τεράστια σκηνή, αριστερά και δεξιά, υπήρχε η ίδια απεικόνιση, ένας φρύνος να παίζει σουραύλι και στην ποδιά, έβλεπαν οι θεατές ζωγραφισμένο τοπίο, με νησιά και ξηρά στο βάθος. Θα στήσει νέο θέατρο το «Παράδεισος» Νο 2, στη στάση Γεφυράκι στο Αιγάλεω, Θηβών 37, όπου αξιώνεται να γιορτάσει, το 1969, τα τριάντα χρόνια της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας και της καριέρας του. Θα παίζει εκεί. μέχρι το 1972. Ο «Παράδεισος» θα είναι το τελευταίο δικό του θέατρο. Σε αντίθεση με τις εισόδους τους, τα μόνιμα θεατράκια του Βάγγου είχαν λιτή διακόσμηση και ελάχιστο πράσινο.
Στο ΡΕΚΟΡ του Πίνδαρου Στην καραγκιοζομάνα Πάτρα, δεξιά, όπως ανεβαίνεις την οδό Δημητρίου Γούναρη και 50 περίπου μέτρα από την πλατεία Μαρούδα, συναντούσε κανείς ένα από τα διασημότερα Θέατρα Σκιών, το ΡΕΚΟΡ του Πίνδαρου Χριστόπουλου.
Σελίδα
24
Το θέατρο θα το εγκαινιάσει, το 1950, ο Νιόνιος Αλεξόπουλος και θα είναι ο Γιάνναρος που θα παίξει τελευταίος το 1986, όταν η λειτουργία του διακόπηκε. Για τέσσερα χρόνια, το θέατρο περιφράσσεται με λινάτσες, όπου πάνω καρφιτσώνονταν διάφορα διαφημιστικά και προγράμματα για τις παραστάσεις, ζωγραφισμένα με χρώματα του βαρελιού σε χαρτί του μέτρου. Εκεί, έπαιζε και κουκλοθέατρο ο αδερφός του Πίνδαρου, Χρίστος Χριστόπουλος. Το 1955, χτίζεται η περίφραξη, όπου φιλοτεχνούνται, δεξιά από το ταμείο, μεγάλες παραστάσεις και με μεγάλα κόκκινα γράμματα η επισήμανση: «ΕΔΩ ΓΕΛΑΤΕ». Δεξιά, όλα τα πορτρέτα των κλασικών τύπων του μπερντέ σε λευκό φόντο και στρόγγυλο περίγραμμα. Το πορτρέτο του Διονύσιου το διακοσμούσαν δυο ανθισμένα κλαδιά. Στην κίτρινη πόρτα εξόδου, υπήρχε το πάνω μισό της φιγούρας του Καραγκιόζη. Ο μπερντές ήταν μπαίνοντας δεξιά στο βάθος και το χώρο σκίαζαν με τις φυλλωσιές τους τα δέντρα. Στο διάκοσμο του θεάτρου πρέπει τιμητικά να αναφερθεί και ο μπάρμπα Κώστας ο Καλαμποκάς με την ασετιλίνη να φωτίζει τη φουφού του. Για χρόνια, στο ίδιο πόστο, είχε γίνει σχεδόν ένα με το θέατρο. Δυστυχώς, το ΡΕΚΟΡ κατεδαφίστηκε, παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες και τα δάκρυα του Γιάνναρου. Τις ζωγραφιές «φύλλο και φτερό τις σκόρπισε ο άνεμος και πήγανε χαμένες». Σήμερα απομένει μόνο το σπιτάκι του ταμείου ασβεστωμένο, μέσα στα συρματοπλέγματα της περίφραξης και οι αναμνήσεις του Τάκη Τσονάκα, με τον Κώσταρο σοβαρό να κάθεται και τον Σωτήρη Ασπιώτη να ζωγραφίζει το πρόγραμμα.
Ο Γιώργος Χαρίδημος Το 1969, σε μια παλιά μάντρα οικοδομής ο Γιώργος Χαρίδημος θα στήσει ένα θεατράκι 150 θέσεων στο Φανάρι του Διογένη στην Πλάκα, εκεί θα παίζει κάθε καλοκαίρι μέχρι το 1988, που ο Χαρίδημος αναγκάζεται να αποχωρήσει και το θεατράκι μετατρέπεται σε καφετερία. Δεξιά από την είσοδο της λευκής περίφραξης, ήταν το ταμείο και σε ταμπλό το πρόγραμμα της παράστασης. Υπήρχε η ζωγραφική σύνθεση με τον Καραγκιόζη να κρατά πλακάτ με το σύνθημα «Ειρήνη στον κόσμο» και τον Μπαρμπαγιώργο να κρατά ένα περιστέρι και να κλωτσά έναν πύραυλο. Δεξιά από το μικρό φουαγιέ της εισόδου. βρισκόταν ένα δωμάτιο, όπου ο Χαρίδημος είχε εκτεθειμένα ζωγραφικά του έργα και φιγούρες που πουλούσε. Στο εσωτερικό του θεάτρου, υπήρχαν κάποιες ζωγραφισμένες παραστάσεις και απέναντι από τον μπερντέ κάτω από ένα υπόστεγο, το ενδιαφέρον τράβαγε μια τεράστια χρυσαφί ζωγραφιά με τον Καραγκιόζη, τον Μέγα Αλέξανδρο και τον κατηραμένο όφη. Ελάχιστο πράσινο σε ζαρντινιέρες, πάνινες πολυθρόνες και στο βάθος βρίσκονταν ο τεράστιος διπλός
μπερντές, χωρίς κανένα διακοσμητικό, εκτός από τους κλασικούς τύπους του μπερντέ, τα κολλητήρια και τον Καραγκιόζη, διακριτικά μελανόμορφα ζωγραφισμένα, σε μικρό μέγεθος, στο πάνω μέρος. Θα περιγράψουν το θέατρο: «Οι ασβεστωμένοι τοίχοι κι οι φρεσκοποτισμένες γλάστρες θυμίζουν αυλή σπιτιού. Οι καρέκλες έχουν μπει στη σειρά και το μικρό αναψυκτήριο είναι έτοιμο να δεχτεί την πελατεία».
Ο Μάνθος Αθηναίος
Στην οδό Μυκάλης,
στην Νέα Άνω Σμύρνη, ο Μάνθος (Λιονέτι) Αθηναίος θα δημιουργήσει το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του, όπως πληροφορούσε την «αξιότιμον πελατείαν», η αψιδωτή ταμπέλα της εισόδου, ενώ φιγουράριζε το όνομά του με δυο θεατρικές μάσκες. Έξω από τη σιδερένια με κάγκελα πόρτα της εισόδου, στο πεζοδρόμιο, υπήρχε το πρόγραμμα της ημέρας σε ταμπλό, ακουμπισμένο σε κολόνα της ΔΕΗ. Στα δεξιά της εισόδου, έβλεπε κανείς μια τεράστια απεικόνιση παράστασης, με παράγκασεράι και τους κλασικούς τύπους του μπερντέ. Υπήρχαν ακόμα κι άλλα πληροφοριακά ταμπλό και ζωγραφιές. Στο βάθος της εισόδου, ένα ριντό έκρυβε την πλατεία του θεάτρου Στο εσωτερικό του θεάτρου, υπήρχαν κισσός και άλλα αναρριχητικά φυτά, ενώ μπρος από τον τεράστιο μπερντέ, υπήρχαν παρτέρια με λουλούδια. Ο μπερντές ήταν λιτός με την επιγραφή «Λαϊκό Θέατρο Μάνθου Αθηναίου» και δυο ζωγραφισμένες μάσκες στο αέριο και ακριβώς από πάνω μια τεράστια διαφήμιση της
Pepsi, που ευχόταν στους «μικρούς και μεγάλους» θεατές: «Καλή διασκέδαση». Στο δεξιό τοίχο, υπήρχαν δυο μεγάλα ταμπλό, με την «Έξοδο του Μεσολογγίου» και τον Καραγκιόζη, τον Μέγα Αλέξανδρο και το καταραμένο φίδι και αριστερά, άλλα δυο ταμπλό με «Το λάβαρο του 21» και τη σύλληψη του Θανάση Διάκου. Στο πλάι, ο μπερντές στολιζόταν από μικρότερες ζωγραφιές, που παρίσταναν τον «Καραγκιόζη Ψαρά», «Το όνειρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου», τον «Καραγκιόζη Λοχία», τον «Γιάννο και την Παγώνα» και τον Καραγκιόζη στα κλέφτικα λημέρια.
Στα Βοτσαλάκια Το θεατράκι, στην ακτή «Βοτσαλάκια» στην Καστέλα, συνδύαζε τη θάλασσα με το πράσινο, δημιουργώντας ένα αλησμόνητο φυσικό ντεκόρ. Με ελεύθερη είσοδο,
Σελίδα
25
δεν χρειαζόταν ιδιαίτερες περιφράξεις. Εκεί, τα καλοκαίρια από το 1988 έως το 2000, θα εμφανίζεται ο Βάγγος, για να δώσει τη σκυτάλη στον Πάνο Καπετανίδη, που με τη σειρά του θα ζωντανεύει σε αλησμόνητες νυχτιές, αυτό το πανέμορφο και γραφικό θεατράκι για πολλά καλοκαίρια. Χαρακτηριστική ήταν η όλη κατασκευή του τεράστιου μπερντέ με ποδιά θαλασσινό τοπίο και την ένδειξη: «Παίζει ο Βάγγος με τον Καραγκιόζη του».
δικό του με σεράι χρησιμοποίησε ο Ηλίας Καρελάς στις παραστάσεις που έδωσε στον ίδιο χώρο. Δόθηκαν εξαίρετες και προσεγμένες παραστάσεις από πολύ καλούς επιλεγμένους καραγκιοζοπαίχτες και είναι να απορείς γιατί η οξύνοια των αιρετών αρχόντων σταμάτησε να δίνει ζωή σε έναν καλλιτεχνικό πνεύμονα, που συγκέντρωνε κάθε καλοκαίρι το ενδιαφέρον του πνευματικού κόσμου και θεατών από όλη την Αθήνα.
Στου Γκύζη
Μια ενδεικτική περιήγηση σε καραγκιοζοστέκια
Στη πλατεία Γκύζη, Ησαϊα Σαλώνων 4, θα στήσει το θεατράκι του ο Κυριάκος Δεσύλλας και θα παίζει, μέχρι που αρρωσταίνει (πέθανε το καλοκαίρι του 1998). Ένας μικρός και πολύ όμορφος χώρος, όπου ο μπερντές βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με τους θεατές και διευκόλυνε την επικοινωνία των θεατών, όχι μόνο με τον καραγκιοζοπαίχτη, αλλά και μεταξύ τους. Στην καγκελόφρακτη είσοδο, ένα φανάρι φώτιζε την ταμπέλα: «ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ ΔΕΣΥΛΛΑ». Μπροστά σε ένα υπερυψωμένο παρτέρι, φύτρωνε μια ροδοθάφνη. Μετά τον προθάλαμο, η διακόσμηση της αίθουσας πληθωρική και χαρακτηριστική, με πολλές φωτογραφίες και αφίσες κορνιζαρισμένες, ενώ εντυπωσιακή παρουσία είχαν οι φιγούρες του Γιώργου Χαρίδημου. Τα τραπεζάκια, οι καρέκλες και το ποτό με κρύο μεζέ που σερβιρόταν, δημιουργούσαν την αίσθηση καλλιτεχνικού καφενείου, ενώ όλα εκεί μέσα «έσπρωχναν» τον κόσμο να γίνει μια «όμορφη και καλή» παρέα. Με την αρρώστια του Δεσύλλα, το 1997, το θέατρο θα λειτουργήσει μέχρι το 2003, με την ίδια επιτυχία, ο Άθως Δανέλλης, με βοηθούς τα παιδιά του Κυριάκου. Θα σεβαστεί τη διακόσμηση του προκάτοχού του και θα δώσει μιαν άλλη προσωπική πνοή με την παρουσία και τις παραστάσεις του. Στο θέατρο αυτό, θα παίξει, τιμητικά, και ο Ορέστης.
Στου Ζωγράφου Άξιο αναφοράς είναι το Υπαίθριο Δημοτικό Θέατρο Δήμου Ζωγράφου, με είσοδο από τον αυλόγυρο του ναού του Αγίου Γεωργίου, όπου από το 1995 έως και το 2010, αδιάλειπτα κάθε καλοκαίρι, ο Μιχάλης Ιερωνυμίδης θα διοργανώνει παραστάσεις Καραγκιόζη και αφιερώματα καραγκιοζοπαιχτών, όπως και έκθεση για τους Χαριδημαίους, σε παρακείμενο κλειστό χώρο. Το θέατρο βρισκόταν σε δύο επίπεδα, ενώ από την είσοδο έφτανε κανείς στην πλατεία, με σκαλοπάτια. Υπήρχε πολύ πράσινο που τα επισκίαζε όλα, εκτός από μια χρονιά, που η σκηνογραφική καλαισθησία του Μ. Ιερωνυμίδη δημιούργησε δύο τεράστια ταμπλό εκατέρωθεν του μπερντέ, με ένα θέατρο Καραγκιόζη και μια γειτονιά, φωτογραφικές μεγεθύνσεις έργων του Φώτη Ράμμου. Το ταμπλό της γειτονιάς και ένα άλλο
Σελίδα
26
Γεμάτη η Αθήνα και η Πάτρα και κάποιες επαρχιακές πόλεις από καραγκιοζοθέατρα, όπου για χρόνια «στηνόταν πανί» και από όπου περιοδικά πέρασαν πολλοί καραγκιοζοπαίχτες. Σε όλα, το όνομα του «μάστορα» φιγουράριζε εντυπωσιακά στην είσοδο, όπως για παράδειγμα «Θέατρο Σκιών του περίφημου Αβραάμ» ή «Εδώ ο καλλιτέχνης Ορέστης» (Καλαμάτα 1956) ή «Θέατρον Σκιών. Ο αγαπητός και λαοφιλής Καραγκιοζοπαίκτης. Δ. Πάτρας» (1960) ή «Ο λαοφιλής Λάμπρος Καραδήμος». Κάποια θέατρα περιφράσσονταν με σανίδες και λαμαρίνες, που καλύπτονταν με ζωγραφιές και δηλωτικές, κατά την αντίληψη του καραγκιοζοπαίχτη, χιουμοριστικές φράσεις, π.χ. ο Δ. Πάτρας στην απεικόνιση του Καραγκιόζη έγραφε: «Ο Καραγκιόζης ο άσσος της Γκάφας», στου Μπάρμπαγιώργου, «Ο πρωταθλητής της βλακείας» ή ακόμη «Γέλια, χαρά, κέφι», «Καραγκιόζης, θέατρο για μικρούς και μεγάλους». Σε όλα τα θέατρα, υπήρχαν ταμπλό με παραστάσεις των κλασικών ηρώων του μπερντέ, όπως στου Φρίξου, όπου ο Καραγκιόζης τραβά ένα μουλάρι με τα τρία κολλητήρια πάνω, υπήρχαν ακόμη και προγράμματα έργων σε περίοπτη θέση. Άλλα θέατρα, πάλι, είχαν λιτή πρόσοψη, όπως το μόνιμο καλοκαιρινό θέατρο «Τιτάνια» του Παύλου Μαρμαρά (Επτανήσιου). Δεν υπήρχαν στους λευκούς τοίχους καθόλου ζωγραφιές ή επιγραφές, υπήρχαν τέσσερα φορητά ταμπλό με προγράμματα και πληροφορίες. Στον προθάλαμο, υπήρχαν ζωγραφιές, φωτογραφίες και ανάμεσα στις δυο πόρτες εισόδου στην πλατεία, ένα ογκώδη γκισέ που έπαιζε το ρόλο του ταμείου. Στην ταμπέλα, που υπήρχε πάνω από την είσοδο, έγραφε «ΘΕΑΤΡΟΝ ΤΙΤΑΝΙΑ. Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ» και το όνομα του καλλιτέχνη. Εκείνο που εντυπωσίαζε, ήταν οι τρεις ελληνικές σημαίες στις άκρες και τη μέση της ταμπέλας. Ξαφνιάζει, το 1953, το θεατράκι «Ακακίες» του Ζντούφη (έπαιζε ο Κώσταρος), όπου στο φυσικό διάκοσμο από ακακίες, υπάρχουν δέντρα στο κέντρο της πλατείας, ανάμεσα στις θέσεις. Τύχαινε κάποιοι καραγκιοζοπαίχτες να παίζουν και κουκλοθέατρο, έτσι δίπλα στον μπερντέ έστηναν και τη σκηνή του κουκλοθέατρου, όπως για παράδειγμα ο
Ορέστης το 1976 στον Πύργο και ο Αβραάμ που, παρεμπιπτόντως, σαν «Μίστερ `Ανταμς», παρίστανε τον Αμερικάνο ταχυδακτυλουργό (Θέατρο ΚΑΤΕΡΙΝΑ Θεσσαλονίκης). Υπήρχε πληθώρα καραγκιοζοθέατρων, ώστε τύχαινε σε μια πλατεία να παίζουν και τρεις καραγκιοζοπαίκτες, όπως στου Μαρούδα στην Πάτρα το 1934, όπου έπαιζαν οι Σωτηρόπουλος, Βουτσινάς και Ντίνος Θεοδωρόπουλος. Εδώ πια δεν μιλάμε για διάκοσμο θεάτρου, αλλά για διάκοσμο πλατείας! Έτσι ενδεικτικά, στου Μαρούδα, συναντούσε κανείς τις «Κληματαριές» του Φόντα και το θεατράκι του Καψούρα, στο Μεσολόγγι, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, την «Χρυσαλίδα» (έπαιζε ο Γιάνναρος το 1959), του Λεβέντη και το «Μον Ρεπό» στην Αμαλιάδα, τα «Αστέρια» στην Τρίπολη (το 1954 έπαιξε ο Ντίνος Θεοδωρόπουλος), στο Λουτράκι για χρόνια πολλά θα παίζει ο Καρεκλάς (Κώστας Νταμαδάκης), το 1939 ο Σκλαβούνος κάνει το θέατρο «Οι τάβλες» στην Πάτρα απέναντι από τον Άη-Θανάση, ο Επτανήσιος (Παύλος Μαρμαράς) για πάνω από δέκα χρόνια θα παίζει στου Μαλτσινιώτη, ο Νικητόπουλος στου Σταματόπουλου, ο Τάκης Παλαιοθόδωρος στους Αμπελόκηπους στην Αθήνα, ο Φώτης Πλέσσας στην Αμαλιάδα. Η μάντρα του μπάρμπα Λάμπρου Κρίπα στην οδό Στάικου και Μπουκογιάννη στο Αγρίνιο, ζωντανεύει μέσα από τις αναμνήσεις του Λάκη Τσουλούφη. Γράφει για τη «μάντρα» του μπάρμπα Λάμπρου και το διάκοσμό της: «Το θέατρο Κρίπα από κτιριακής πλευράς και εμφάνισης δεν έλεγε κάτι το σπουδαίο. Μια μάντρα συνηθισμένη. Ασβεστωμένος τοίχος με φυτευμένα στην κορυφή του σπασμένα γυαλιά για να αναχαιτίζει τις εφόδους της μπομπαρίας και
της μαρίδας, οι απαραίτητες περικοκλάδες και τα γιασεμιά, ψάθινα και πτυσσόμενα σανιδένια –εφεδρικά συνήθως – καθίσματα και μια σκηνή απλή που στο πάνω μέρος του μπερντέ δέσποζε η φυσιογνωμία της καλλονής των κάδρων, η πασίγνωστη Γενοβέφα, την οποία τότε φιλοτέχνησε ο νεαρός και ταλαντούχος ζωγράφος Χριστόφορος Ζάχος». Εκεί θα παίξουν ο Μίμης Μόλλας, ο Μάνθος Αθηναίος, ο Σπαθάρης, ο Βασίλαρος. Μετά το 2003, ο Άθως Δανέλλης θα παίζει μια φορά την εβδομάδα, μόνο για μεγάλους, στον «Κρατήρα» στον Κεραμικό και στο «Δρόμος με δέντρα» στον Βοτανικό. Οι παραστάσεις άρχιζαν αργά το βράδυ και σερβιρόταν ποτό με μεζέ. Φυσικά, η διακόσμηση και ο εξοπλισμός των αιθουσών ήταν ανάλογος, με τα απαραίτητα τραπέζια και καρέκλες, ιδιαίτερα στον «Κρατήρα». Σήμερα στην Αθήνα, το θέατρο του Τάσου Κώνστα στην Πλάκα (οδός Τριπόδων) εντυπωσιάζει με έναν τεράστιο Καραγκιόζη και Χατζηαβάτη στην είσοδο και το χειμερινό θέατρο του Θανάση και Κώστα Σπυρόπουλου (Άγιοι Ανάργυροι) είναι πληθωρικά διακοσμημένο με φιγούρες και φωτισμένα ταμπλό. Στην Πάτρα, ο Κώστας Μακρής ανεβάζει τον πήχη και στο «Βυρσοδεψείον» του συνδύαζε καφενείο, χώρο πώλησης φιγούρων, βιβλίων, κασετών κ.λ.π., ψησταριά και φυσικά θέατρο που θα λειτουργήσει για λίγα χρόνια. Ο Χρήστος Πατρινός, πρόσφατα, στον Άγιο Διονύσιο, ιδρύει το χώρο «Περί Σκιών». Στο Λουτράκι, δυο νέα παιδιά στην τέχνη, ο Τάσος Γεωργίου και ο Χάρης Μπιλλίνης με ιδιαίτερο μεράκι στη διακόσμηση, έχουν στήσει το θεατράκι τους στο Λουτράκι. Υπάρχουν ζωγραφιές με τον Καραγκιόζη ψαρά, ποδοσφαιριστή, τον Καπετάν Χρόνη και τον Αλή
Τσεκούρα, τον Χατζηαβάτη, ενώ ο Ηλίας Καρελλάς έχει φιλοτεχνήσει μεγάλες φιγούρες των βασικών ηρώων του μπερντέ στον τοίχο της πλατείας. Ο Τάσος Κώνστας, το καλοκαίρι, μεταφέρεται από την Πλάκα στο Νέο Φάληρο, στο θερινό θεατράκι του «Φλοίσβος». Στην είσοδο, ένας τεράστιος Καραγκιόζης με φράκο υποδέχεται τους θεατές.
Σε θέατρα και κινηματογράφους Πολλοί καραγκιοζοπαίχτες «έκλειναν» θεατρικούς χώρους, κινηματογράφους ή άλλες αίθουσες για μια ή περισσότερες παραστάσεις. Συνήθως, έπαιζαν Σαββατοκύριακα, πρωινά ή Σάββατα απόγευμα. Πάλι ενδεικτικά, ο Γιώργος Χαρίδημος έπαιζε στο Θέατρο «Χρυσοστομίδη» στο Κερατσίνι, στο «Πίκολο» ο Μίμης Μόλλας έδινε δυο παραστάσεις την ημέρα αλλάζοντας πρόγραμμα Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, το 1960 στο θέατρο «ΑΛΦΑ» ο Σωτήρης Σπαθάρης θα παίζει κάθε Κυριακή πρωί, στο θέατρο Γαλλιλέα (Περοκέ) για δυο καλοκαίρια έπαιζε ο Θόδωρος Θεοδωρέλλος, με βοηθό το
Σελίδα
27
Στο χώρο του «ΜΥΛΟΥ» της Θεσσαλονίκης, θα διοργανωθεί εβδομάδα πατρινών καραγκιοζοπαιχτών με υποτυπώδη διακόσμηση, κύρια, από αφίσες της εκδήλωσης. Παίξανε οι Ορέστης, Γιάνναρος, Κώστας Μακρής. Η διακόσμηση των θεατρικών ή κινηματογραφικών χώρων ήταν, κύρια, φορητά πληροφοριακά ταμπλό με κάποιες ζωγραφιές, που μαζεύονταν κατά τη διάρκεια των καθημερινών προβολών ή θεατρικών παραστάσεων. Στην είσοδο, έμενε μόνο μια ειδοποίηση για την ώρα και την ημέρα της παράστασης του Καραγκιόζη.
Οι ταράτσες
δεύτερο καλοκαίρι τον Σωτήρη Σπαθάρη. Στο «Τριανόν», στην Κοδριγκτώνος και Πατησίων, παίζει με επιτυχία ο Ηλίας Καρελλάς. Στον κινηματογράφο ΤΙΤΑΝΙΑ (Αυγή), στα Πηγαδούλια της Λαμίας, το 1938, θα παίξει ο Αντώνης Μόλλας. Στον ίδιο χώρο, θα παίξει κι ο Μελίδης και περιστασιακά άλλοι καραγκιοζοπαίκτες της Αθήνας. Στην Κατοχή, ο Αντώνης Μόλλας θα παίζει στον κινηματογράφο «ΕΛΛΑΣ», ο Θανάσης Σπυρόπουλος στον κινηματογράφο «Ναυαρίνο» στη Θεσσαλονίκη. Όλοι σχεδόν οι κινηματογραφικοί χώροι έχουν φιλοξενήσει Καραγκιόζη, όμως αξίζει να αναφερθεί πως ο Βάγγος το 1959 μεταμόρφωσε το θεατράκι του της οδού Θηβών 152 σε κινηματογράφο, για να μπορεί να παίζει και Καραγκιόζη. Θα παίξει ακόμα στο Σινέ Τέχνης Ολυμπιάς στην Καστέλλα από το 1974-1980 και από το 19811994 στο Σινεάκ του Δήμου Πειραιά. Στο χώρο της ΧΑΝΘ, στη Θεσσαλονίκη έπαιζε ο Κώστας Μεταλίδης και για μια περίπου δεκαετία, σχετικά πρόσφατα, ο Μιχάλης Χατζάκης. Στην αίθουσα τελετών του σχολείου Μακρυγιάννη και Ιοκάστης, στου Ζωγράφου, θα παίξει για χρόνια ο Ηλίας Καρελλάς, θα στήσει τον μπερντέ του επάνω σε πατάρι και θα διακοσμήσει τους τοίχους με φιγούρες. Στο Βοτανικό, στον «Κρατήρα», με διπλό μπερντέ και εντυπωσιακή μελανόμορφη ποδιά, με τον Καραγκιόζη βαρκάρη σε θαλασσινό τοπίο, θα παίζει ο Άθως Δανέλλης, μια φορά την εβδομάδα. Η διακόσμηση του χώρου άκρως ενημερωτική, με κορνιζαρισμένες αφίσες από τα φεστιβάλ του Στρέφη και της Πάτρας.
Σελίδα
28
Κάποια καραγκιοζοστέκια βρίσκονταν σε ταράτσες, όπως το θέατρο του Δασκαλάκη στη Μεσσήνη Καλαμάτας όπου έπαιζε ο Ντίνος Θεοδωρόπουλος, ο Τόλιας και ο Αγιομαυρίτης και η ταράτσα σε καφενείο της Νέας Ιωνίας, όπου το καλοκαίρι του 44 έπαιζε ο Μεϊμάρογλου. Δροσόλουστη ταράτσα καραγκιοζοστέκι, κατά το «Νεολόγο» Πατρών υπήρχε και στου Μαρούδα στην Πάτρα. Εκεί, το 1938, θα παίξει ο Ντίνος Θεοδωρόπουλος, το Σεπτέμβριο του 1933 ο Παναγιωτάρας και τον Ιούνιο του 1934 ο Βασίλαρος. Στην ταράτσα του Γουργουρίνη, στη συνοικία Τζίνη στην Πάτρα, αρχές Οκτωβρίου, θα παίξει ο Βασίλαρος και στην ταράτσα Μπουρδέτα, στην ίδια συνοικία, θα παίξουν μαζί ο Βουτσινάς και ο Παναγιωτάρας. Άλλη ταράτσα βρισκόταν στου Πιπία στον `Αη Θανάση, ενώ ο Χαρίλαος Πετρόπουλος έπαιζε το 1941-42-43 στου Πίγκα τη ταράτσα, κοντά στην Ακρόπολη, στην Αθήνα. Από τις ταράτσες της Ραμόνας και του Χιρς θα περάσουν όλοι σχεδόν οι καραγκιοζοπαίχτες που δραστηριοποιήθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Στις ταράτσες, ο διάκοσμος ήταν ανάλογος της ιδιαιτερότητας του κτίσματος, για παράδειγμα στην ταράτσα της Ραμόνας στην Θεσσαλονίκη, πάνω από την είσοδο είχε το όνομα του καραγκιοζοπαίχτη και δίπλα το πρόγραμμα της παράστασης. Στο χώρο της ταράτσας υπήρχαν ψηλά ταμπλό, που έκοβαν τη θέα από τα παρακείμενα κτήρια και πάνω τους έβρισκε κανείς παραστάσεις Καραγκιόζη, ακόμα και διαφημίσεις.
Παραστάσεις σε ιδιωτικούς χώρους Δίνονταν και δίνονται παραστάσεις σε χώρους ιδιωτικούς με την ευκαιρία γιορτών ή επίσημων διοργανώσεων. Μια τέτοια παράσταση αναφέρει στο άρθρο του «Τα θέατρα επί Όθωνος», στην ΕΣΤΙΑ, ο Θεοδ. Βελλιανίτης. Πρόκειται για την παράσταση Καραγκιόζη που πραγματοποιήθηκε το 1834 στο σπίτι του Αυστριακού προξένου. Στα απομνημονεύματα
του, ο Σωτήρης Σπαθάρης αναφέρεται σε ιδιωτικές προσκλήσεις. Σήμερα, οι ιδιωτικές παραστάσεις είναι συχνές, ιδιαίτερα σε γενέθλια και γιορτές παιδιών και τις Αποκριές. Φυσικά με τις λυόμενες σκηνές που χρησιμοποιούνται και το περιστασιακό της περίπτωσης, ο μόνος διάκοσμος είναι αυτός του μπερντέ.
Κάποια ανορθόδοξα ντεκόρ Στην παράσταση «Ο Βομβαρδισμός του Καραγκιόζη» κι ανάλογα με τη θέση του θεάτρου, στηνόταν μπερντές σε παρακείμενη οικοδομή. Εκεί, βρισκόταν ο Καραγκιόζης, μετά το βομβαρδισμό του. Το πανί του κυρίως μπερντέ έσβηνε και άναβε άλλο ψηλά και πίσω από τις πλάτες των έκπληκτων θεατών, ο Καραγκιόζης στο νεοφωτισμένο πανί, τους φώναζε «Εεεε, γεια σας, πέρα για πέρα». Τη φιγούρα χειριζόταν ένας από τους βοηθούς του καραγκιοζοπαίχτη. Πρόκειται, στην ουσία, για ένα θεατρικό διάκοσμο, που λειτουργούσε μόνο για τη συγκεκριμένη παράσταση, έξω από το χώρο του θεάτρου. Στη διαφημιστική προσπάθεια των καραγκιοζοπαιχτών, μπορεί κανείς να αναφέρει και το διάκοσμο των κινητών διαφημίσεων πάνω σε τροχοφόρα. Επάνω στο
μουσαμά της καρότσας τρίκυκλου, ο Μίμης Μάνος είχε γραμμένα: «Λαϊκή Τέχνη. Ο αθάνατος Καραγκιόζης του Μίμη Μάνου. Γέλια πολλά ακράτητα», ενώ σε ΒΑΝ, σε αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε για παραστάσεις, έγραφε: «Ζωντανό Θέατρο Σκιών Μίμη Μάνου», δίπλα στις σχεδιασμένες φιγούρες του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη. Ο Βάγγος πάνω στη σχάρα του αυτοκινήτου του τοποθετούσε μια κατασκευή με τον Καραγκιόζη παπιονάτο και την επιγραφή: «Αιγάλεω. Στάση Μάκρης. Ο Βάγγος με τον Καραγκιόζη του». Επίσης, ο Μάνθος Αθηναίος διαφήμιζε τις παραστάσεις του, με ένα ζωγραφικό σύμπλεγμα των βασικών ηρώων του μπερντέ και την ένδειξη: «Λαϊκό θέατρο Μάνθου Αθηναίου». Ακόμη, κάποιοι καραγκιοζοπαίκτες έχουν ζωγραφίσει φιγούρες και σχέδια και έχουν γράψει πληροφορίες για το θέατρό τους επάνω στα αυτοκίνητά τους (Αγάπιος Αγαπίου, Άρης κ.λ.π.). Διάκοσμο κρεβατοκάμαρας έπαιρνε, μετά την παράσταση, ο εσωτερικός χώρος του μπερντέ και άλλαζε ντεκόρ από τα τσαμασίρια και τα στρωσίδια των καραγκιοζοπαιχτών και των βοηθών, που τύχαινε κάποιες φορές να κοιμούνται εκεί. Του λόγου το αληθές, βεβαιώνουν αυτοβιογραφίες και προσωπικές διηγήσεις «μαστόρων». Τέλος, τραγικός διάκοσμος ήταν τα κανόνια στο μέτωπο της Αλβανίας για τις παραστάσεις που δόθηκαν εκεί, οι θάλαμοι των αερίων και οι φούρνοι, για τους δυο θεσσαλονικιούς Εβραίους που τόλμησαν να παίξουν στο Άουσβιτς, τα αντίσκηνα της εξορίας για τις παραστάσεις του Μίμη Μόλλα στην Μακρόνησο και οι λέσχες
των πολιτικών προσφύγων σε Πολωνία και Τασκένδη.
Θέατρα Σκιών και εικαστικές τέχνες Παίζοντας με το φως, τα σκοτάδια της νύχτας και τα φώτα της «μάντρας» κατορθώνει ο ζωγράφος Νάκης να δώσει το ονειρικό και μυστηριακό κλίμα του Θεάτρου Σκιών, χωρίς να στερήσει το πλάνο από τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας μιας καλοκαιρινής παράστασης. Στην είσοδο του θεάτρου, ο απαραίτητος πωλητής ξηρών καρπών με την ασετιλίνη, το απαραίτητο ταμείο και κάποιον να διώχνει με βέργα την ενοχλητική πιτσιρικαρία, που προσπαθούσε να μπει μέσα, ενώ σε δέντρο η πάντοτε παρούσα τσακαλαρία έχει από ώρα βολευτεί. Αριστερά της εισόδου, η επιγραφή «ΑΛΤ ΕΔΟ ΠΑΙΖΙ Ο ΣΠΑΘΑΡΗΣ» και από κάτω ο Μέγας Αλέξανδρος με τον Καραγκιόζη και το καταραμένο φίδι. Απόμακρα, στο πλάι του θεάτρου ένα ζευγαράκι σφιχταγκαλιάζεται. Στην πλατεία, πλήθος κόσμου με τον μπερντέ φωτισμένο, τρεις μουσικούς στις θέσεις του μπροστά του και το μπαρ αριστερά. Το όλο, κατά κάποιο ρομαντικό τρόπο, κλίμα «σπάει» ο ρεαλισμός της τουαλέτας με την πόρτα ανοιχτή και κάποιον να ουρεί. Με λαϊκή αμεσότητα και τη χαρακτηριστική ναΐφ τεχνοτροπία του, ο Ευγένιος Σπαθάρης φιλοτεχνεί τον πίνακα με το Θέατρο Σκιών του πατέρα του Σωτήρη, που μάλιστα διακρίνεται την ώρα που παίζει το «Μαγεμένο δέντρο», με βοηθό το μικρό Ευγένιο. Μπροστά από τον μπερντέ, οι μουσικοί, κλαρίνο, βιολί, γκραν κάσα. Το μπαρ αριστερά, η «μαρίδα» τζαμπατζήδες πάνω στα δέντρα και την περίφραξη. Οι πάγκοι με τα παιδάκια, τα σιδερένια στρόγγυλα τραπέζια με τις καρέκλες για τους μεγάλους και ο απαραίτητος
Σελίδα
29
φιστικάς. Ταμπλό και επιγραφές κατατοπιστικές και διαφημιστικές των παραστάσεων στους τοίχους. Ο πίνακας είναι ένα αριστούργημα της λαϊκής τέχνης, που διασώζει, με τον πλέον λεπτομερειακό τρόπο, το κλίμα και το διάκοσμο μιας παράστασης. Το κοριτσάκι πάνω στο τραπέζι για να βλέπει καλύτερα, ο πιτσιρικάς που κατουρά την πατερίτσα ενός ανάπηρου, το καροτσάκι με το μωρό, το παιδί του μπαρ και η όλη αίσθηση του πίνακα σε κάνουν να νομίζεις ότι είσαι και συ μέρος του, μια ψηφίδα από αυτή την «ατέλειωτη» παράσταση της Ρωμιοσύνης. Στο λαϊκό ζωγράφο Φώτη Ράμμο, ανήκουν τα εύσημα, του ότι έχει φιλοτεχνήσει με το δικό του ρεαλιστικό τρόπο πολλούς πίνακες με θεματολογία τα Θέατρα Σκιών σε ώρα παράστασης. Σαν τον Ευγένιο Σπαθάρη, χρόνια πολλά στο χώρο αυτού του θεάματος, σίγουρα «μιλά» με τα πινέλα και τα χρώματά του από τα μέσα. Εντυπωσιάζει και συγκινεί με κάποια έργα του, που αναπαριστούν μια παράσταση καραγκιόζη στην αυλή λαϊκού σπιτιού από παιδάκια και με θεατές τους γείτονες. Στα έργα του, με κάθε λεπτομέρεια, αποδίδει την πλατεία, το κοινό, την είσοδο και το διάκοσμο του Θεάτρου Σκιών το καλοκαίρι, αλλά και σε κάποιους πίνακες, στο βάθος, όλη τη συνοικία που βρίσκεται η «μάντρα». Ο πραγματικός, όμως, πρωταγωνιστής των έργων του Ράμμου, είναι η φεγγαρόλουστη νύχτα και η πανταχού παρούσα γειτονιά, που η ίδια μοιάζει με ένα φωτισμένο σκηνικό του μπερντέ και τους κάτοικους να σέρνουν αντάμα με τον Καραγκιόζη έναν κυκλωτικό χορό της Ρωμιοσύνης, ανάμεσα σε ανθρώπους, χρόνια και πεπρωμένα. Αυτός είναι ο μεγάλος Ράμμος, αυτή και η τέχνη του! Ένα τεράστιο ταμπλό, πάνω από τέσσερα μέτρα μήκος, που αναπαριστούσε ένα Θέατρο Σκιών, είχε ο Ορέστης σαν φάτσα και συμπλήρωμα της περίφραξης του θεάτρου του. Χαρακτηριστικό της απεικόνισης, η ουρά στο ταμείο και ο τεράστιος μπερντές στο βάθος. Το θέατρο ονομαζόταν «Χαραυγή» και βρίσκονταν σε δενδροφυτευμένη περιοχή, με σπίτια στο βάθος. Το 1935, εκδόθηκε από τις «Ελληνικές Τέχνες» το έργο του Τζούλιο Καΐμη, «Καραγκιόζης ή η αρχαία κωμωδία στην ψυχή του Θεάτρου Σκιών». Το έργο διακοσμεί με σαράντα περίπου ξυλογραφίες ο Klaus Vrieslander. Ανάμεσα τους, ξεχωρίζει η αναπαράσταση του μπερντέ του Αντώνη Μόλλα με την κομπανία των μουσικών σε ώρα παράστασης και η ξυλογραφία του εσωτερικού του μπερντέ με τον Μόλλα και τον βοηθό του Καράμπαλη να χειρίζονται φιγούρες. Άλλες ξυλογραφίες δείχνουν τους Μελίδη, Πάγκαλο, Καρεκλά να επιμελούνται το διάκοσμο του θεάτρου τους. Αλλού, ο Βουτσινάς στην είσοδο του θεάτρου του, με τον μπερντέ στο βάθος και το απαραίτητο διαφημιστικό ταμπλό, κόβει εισιτήρια. Το θέατρο του Δεδούσαρου στη
Σελίδα
30
Γλυφάδα είναι μια άλλη επιλογή, ενώ σε άλλη ξυλογραφία του, ο Vreislander αναπαριστά τον Καράμπαλη να τραγουδά την ώρα που ο Μόλλας παίζει. Από υψηλή οπτική γωνία και με πρώτο πλάνο τα κεραμίδια των σπιτιών, μας προσφέρει ο καλλιτέχνης την πανοραμική άποψη ενός Θεάτρου Σκιών με τους θεατές του, σε ώρα παράστασης και φόντο τις σκιές της Ακρόπολης και το ολόγιομο φεγγάρι να λευκαίνει τα σπίτια στο βάθος. Το Θέατρο Σκιών έχει στηθεί πολύ κοντά στο βράχο, όπου βρίσκονται τα ερείπια του θεάτρου του Διόνυσου. Οι ξυλογραφίες του Vreislander, όπως και η μελέτη του Καΐμη, έπιασαν με τον πιο εμπεριστατωμένο και σαφή τρόπο, το κλίμα και την αισθαντικότητα μιας παράστασης, μιας «μάντρας» και αποτελούν μοναδικά επιτεύγματα τόσο στη βιβλιογραφία, όσο και στα εικαστικά του Θεάτρου Σκιών. Το θέατρο του Μόλλα διαλέγει, για θέμα του, ο μεγάλος γελοιογράφος Φωκίων Δημητριάδης, τον Αύγουστο του 1949. Σε δεύτερο πλάνο της γελοιογραφίας, η Βουλή κλειστή και με ταμπέλα μάλιστα, σε πρώτο πλάνο ο Αντώνης Μόλλας στην είσοδο του θεάτρου του, κόβει το εισιτήριο από το παρδαλό κατσίκι, κλασικό μότο στις γελοιογραφίες του Δημητριάδη, ενώ ο ταμίας με το κεφάλι έξω από ταμείο κοιτάζει έκπληκτος. Υπάρχει η αναγγελία της παράστασης: «Ο Μόλλας εις το έργον ο Καραγκιόζης βουλευτής».
Μια ελεγεία για τα παιδικά μάτια που δεν μεγάλωσαν ποτές Το θέατρο του Παναγιώτη Μιχόπουλου «Ματίνα» στην οδό Λασκαρίδου της πλατείας Κύπρου στην Καλλιθέα, είχε το όνομα της συζύγου του. Ρομαντική χειρονομία και φόρος τιμής στην ενεργό συμπαράσταση μιας ολόκληρης καλλιτεχνικής ζωής. Το θέατρο που έπαιζε ο Βουτσινάς κι ο Σωτηρόπουλος, τον Σεπτέμβριο του 1933, στου Μαρούδα, στην Πάτρα, λέγονταν «Ουράνιος κήπος». Ο ρομαντισμός και η ποίηση ποτέ δεν λείπανε από το «σινιάρισμα» ενός καραγκιοζοθεάτρου, εκείνο όμως που έσκεπε τα πάντα ήταν η λαϊκή αισθητική αντίληψη των μαστόρων της τέχνης. Σήμερα, ευαισθησία υπάρχει, όμως το έντεχνο, τα σύγχρονα επιτεύγματα της τεχνικής, οι λυόμενοι μπερντέδες και οι τουρλού, γιαλαντζί πολιτιστικές εκδηλώσεις, εμποδίζουν την πεζή καλοκαιριάτικη νύχτα να μας ξελογιάσει «γεμάτη όνειρα, σπαρμένη μάγια». Αυτά τα μάγια που ένας Θεοδωρόπουλος, ένας Βασίλαρος, ένας Αγιομαυρίτης, ένας Ράμμος, ένας Ασπιώτης, ένας Κυριαζής, ένας Θεόφιλος, ένας Πίνδαρος, ένας Χαρίδημος, ένας Βάγγος, ένας Μάνθος και τόσοι άλλοι σεπτοί «μάστορες», μας χάριζαν σε εκείνες τις καραγκιοζομάντρες των παιδικών μας
χρόνων. Σε εκείνα τα καραγκιοζοστέκια, τα καντραρισμένα από του καλοκαιριού τη φεγγαράδα, των μαστόρων το μεράκι και των νυχτολούλουδων την ανάσα. Θα γυρίσουμε πίσω στα χρόνια, όταν μικροί και αμέριμνοι ακόμα, παρακολουθούσαμε σε νυχτιές Καραγκιόζη τον ξυπόλητο και μπαλωμένο φίλο μας στα τόσα του όνειρα, παθήματα και μεράκια και νοσταλγώντας θα ευχαριστήσουμε για τις αναμνήσεις, όλους όσοι συνέβαλαν σ’ αυτές. «Αχ… Αυτές οι νύχτες ας μη τέλειωναν ποτέ»! Γιάννης Χατζής Σαλονίκη 15-11-2014 Οι αναμνήσεις μου από καλοκαιρινές νυχτιές στις «μάντρες» του Καραγκιόζη και η αλησμόνητη αίσθηση του φυσικού και τεχνητού διάκοσμου, που τόσο μας υπέβαλε, ήταν το έναυσμα γι αυτή μου την προσπάθεια. Οι διηγήσεις, κείμενα και απομνημονεύματα (Σπαθάρη, Βασίλαρου) παλιών και νέων καραγκιοζοπαιχτών υπήρξαν πολύτιμο υλικό. Άλμπουμ-αφιερώματα, δημοσιεύματα εφημερίδων, περιοδικών, προγράμματα, καθώς και ένα πολλές φορές σπάνιο φωτογραφικό υλικό από το αρχείο μου, συνέβαλαν με τον τρόπο τους. Οι τόσες αναφορές και περιγραφές για τα καραγκιοζοστέκια άλλων εποχών εμπλουτίστηκαν ακόμα από τις εξαίρετες μελέτες των Ματούλας Σκαλτσά, Σπύρου Μελά, Παναγιώτη Π. Καλονάρου, Σπύρου Κοκκίνη, Αρετής Μόλλα Γιοβάνου, Μίμη Μόλλα, Μιχάλη Χατζάκη, Μιχάλη Ιερωνυμίδη, Κώστα Μπίρη, Λουίς Ρουσέλ, Τζούλιο Καΐμη, Σωκράτη Βερνάρδου, Ελευθέριου Σκιαδά, Θόδωρου Χατζηπανταζή, Τάκη Τσονάκα, Λάκη Τσουλούφη, Άρη Μηλιώνη, Ανθής Χοτζάκογλου, Άννας Σταυρακοπούλου, Βασίλειου Χριστόπουλου, Γεώργιου Κοτοπούλη.
Σελίδα
31
Σελίδα
32
Σελίδα
33