ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ TOY 1821- ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ

Page 1

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ TOY 1821: ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ (1782 ή 1788 - 1821) Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ηρωικός αγωνιστής και µάρτυρας κι ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε γύρω στο 1788 (σύµφωνα µε άλλη εκδοχή το 1782). στην Άνω Μουσουνίτσα,ή κατά άλλη εκδοχή, στην Αρτοτίνα, χωριά της Φωκίδος. Το βέβαιο είναι ότι ο Διάκος έλκει την καταγωγή του και στα δυο χωριά. Ο πατέρας του ήταν από την Μουσουνίτσα και η µητέρα του από την Αρτοτίνα. Το πιο πιθανό είναι, βάσει των στοιχείων, ότι ο Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε στην Αρτοτίνα και το κανονικό όνοµα του πατέρα του ήταν Γεώργιος Γραµµατικός. Ο Διάκος ήταν εγγονός ενός ντόπιου Κλέφτη, του Νικόλαου Γραµµατικού, ο οποίος σκοτώθηκε σε µάχη µε τους Τούρκους. Ο πατέρας του Διάκου τότε, φοβούµενος για τη ζωή του, κατέφυγε σαν ψυχοπαίδι στον θείο του Αθανάσιο Γραµµατικό, έναν


εύπορο κάτοικο της Αρτοτίνας, ο οποίος ατύπως τον υιοθέτησε. Έτσι ο Γεώργιος Γραµµατικός, εµφανίζεται και µε το επώνυµο Ψυχογιός (περισσότερο παρατσούκλι, λόγω της άτυπης υιοθεσίας). Ο Γεώργιος Γραµµατικός, όταν µεγάλωσε παντρεύτηκε την Χρυσούλα Καφούρου κι έκαναν 5 παιδιά µεταξύ των οποίων και τον Αθανάσιο Διάκο. Αργότερα, όταν ο Αθανάσιος Γραµµατικός πέθανε, ο πατέρας του Διάκου κληρονόµησε ένα κοπάδι πρόβατα και µια στάνη για να ζήσει την πολυµελή οικογένειά του. Η µοίρα όµως ήταν σκληρή µε την οικογένεια. Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα του Διάκου να εφοδιάζει τους ξεσηκωµένους Κλέφτες µε τρόφιµα. Έτσι οδήγησαν τόσο αυτόν όσο κι έναν εκ των αδερφών του Διάκου, τον Απόστολο, στο Παντρατζίκι Φθιώτιδος, την σηµερινή Υπάτη, όπου τους κρέµασαν. Κατατροµαγµένη η µάνα του Διάκου, πήγε το 12χρονο παιδί της και το εµπιστεύτηκε στους καλόγερους του µοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόµου κοντά στην Αρτοτίνα. Πέραν όµως του φόβου της µάνας, υπήρχε και µια ακόµη σκοπιµότητα. Μετά την οικονοµική καταστροφή, η χειροτονία του νεαρού Θανάση επιβάλλονταν πλέον και για λόγους βιοποριστικούς, καθώς στα µοναστήρια, λόγω των ειδικών σχέσεων που είχαν αυτά µε τους Τούρκους, ζούσαν πιο άνετα σε σχέση µε τους υπόλοιπους υπόδουλους Έλληνες. Εκεί ο Διάκος διδάσκεται από κάποιον µοναχό την Οκτώηχο και το Ψαλτήριο. Έγινε µοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και


της ιδιοσυγκρασίας του χειροτονήθηκε διάκονος, µε το ιερατικό όνοµα «Άνθιµος» και κράτησε από τότε για επίθετό του τον ιερατικό του βαθµό (Διάκος). Ο Διάκος περιγράφεται ως άτοµο µετρίου αναστήµατος, µε ωραία µάτια και µακριά µαύρα µαλλιά, προσεγµένη ενδυµασία και σοβαρό βλέµµα, ιδιαίτερα ευκίνητος και γοργός στα πόδια, ενώ ήταν και άριστος στη σκοποβολή. Ήταν διάκονος ακόµα, όταν κατά τη διάρκεια ενός γάµου στην Αρτοτίνα πυροβόλησε στον αέρα µαζί µε άλλους χωρικούς που διασκέδαζαν. Από τους πυροβολισµούς εκείνους σκοτώθηκε ο γιος της Κουτσογιάννενας, από ισχυρή οικογένεια της Κωσταρίτσας, χωριού της Δωρίδας. Για το φόνο εκείνο θεωρήθηκε ένοχος ο Διάκος και καταδιώχτηκε. Σύµφωνα µε µια άλλη εκδοχή, ο Διάκος σ’ αυτόν τον γάµο αναγκάστηκε αµυνόµενος να σκοτώσει έναν Τούρκο, όταν αυτός ένιωσε προσβεβληµένος που ηττήθηκε απ’ τον Διάκο σε επιτόπιο διαγωνισµό σκοποβολής. Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν µοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο µοναστήρι µε τα στρατεύµατά του και εντυπωσιασµένος απ' την εµφάνιση του νεαρού µοναχού, του έκανε άσεµνες προτάσεις. Ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα λεγόµενα του Τούρκου (και την µετέπειτα πρόταση) και µετά από καβγά τον σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει Κλέφτης, καταφεύγοντας στο «ληµέρι» του ξακουστού στη Δωρίδα Κλέφτη, Τσαµ Καλόγερου, ανάµεσα στα Βαρδούσια και την Γκιώνα.


Στην µάχη της Ζελίστας, ο Διάκος σκότωσε µε ένα κλαδί έναν Τούρκο και του πήρε τον οπλισµό του, κατακτώντας έτσι και τον τίτλο του Κλέφτη. Παρ’ όλη την παλληκαριά του όµως, φαίνεται ότι η χριστιανική του πίστη τον ήλεγχε ακόµη κι έτσι, νοµίζοντας πως ο φόνος ξεχάστηκε, επιστρέφει στο µοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, όπου και διαµένει για έναν χρόνο.Συνολικά καλογέρεψε για 12 χρόνια. Μετά από προδοσία όµως, ανήµερα Δεκαπενταύγουστο, την ώρα του πανηγυριού τον συνέλαβαν. Σιδηροδέσµιος οδηγήθηκε στο Λιδωρίκι, όπου ο Φερχάτ πασάς διέταξε να κρεµαστεί την επόµενη µέρα. Το βράδυ, ο Διάκος κατάφερε να δραπετεύσει µε την βοήθεια του Κλέφτη Καφέτσου. Επειδή ο Τσαµ Καλόγερος είχε σκοτωθεί, το απόσπασµά του χωρίστηκε σε τρία µικρότερα αποσπάσµατα. Ο Διάκος είχε διασυνδεθεί µε τον Γούλα Σκαλτσά, έναν συχωριανό του από την Αρτοτίνα και έγινε πρωτοπαλίκαρό του. Όταν ο Σκαλτσάς πήρε το αρµατολίκι του Λιδωρικίου, ο Διάκος είχε στον έλεγχό του όλη την περιοχή από τον Μόρνο ως τα ορεινά της Ηπείρου, δείχνοντας σύντοµα τα διοικητικά του προσόντα. Οι σχέσεις των δυο αντρών κράτησαν για λίγο. Ο Διάκος στην συνέχεια πήγε στα Σάλωνα (Άµφισσα), στον Κοσµά Σουλιώτη. Εκεί βρήκε ένα φιρµάνι του Αλή πασά που έλεγε να τον «χαλάσουν». Ο Σουλιώτης που του αποκάλυψε περιεχόµενο του φιρµανιού, τον συµβούλεψε να ζητήσει βοήθεια από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Οι δυο άντρες πράγµατι συναντήθηκαν το 1814 κι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έπεισε τον Αλή πασά να µην εκτελέσει το φιρµάνι, τουναντίον να εντάξει τον Διάκο στο σώµα των «Τσοχανταρέων»,σωµατοφυλάκων, στο οποίο προΐστατο ο ίδιος ο Ανδρούτσος.


Στα τέλη του 1818, ο Διάκος γίνεται πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου και µέλος της Φιλικής Εταιρίας, ενώ άρχισαν την προετοιµασία της Επανάστασης στη Λιβαδειά. Την απόφαση αυτή την πήρε µαζί µε τους επισκόπους Ταλαντίου Νεόφυτο και Άµφισσας Ησαΐα, σε σύσκεψη που έκαναν στο µοναστήρι του Οσίου Λουκά. Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος είχε φτιάξει τη δική του οµάδα Κλεφτών. Το 1820, όταν ο Αλή πασάς στασιάζει εναντίον της Οθωµανικής Πύλης, καλεί σε βοήθεια τον Ανδρούτσο κι αυτός ανταποκρίνεται, πηγαίνοντας στα Ιωάννινα. Τότε οι σχέσεις Διάκου και Ανδρούτσου ψυχραίνονται και οι τοπικοί άρχοντες της Λειβαδιάς, µε την σύµφωνη γνώµη του εκεί πασά, τον εκλέγουν Αρµατολό της Λειβαδιάς. Ο Διάκος παίρνει στο αρµατολίκι του και τον 16χρονο ανηψιό του (από την αδερφή του Σοφία) Κωνσταντίνο Κούστα. Το παιδί αυτό θα βρεθεί δίπλα του σε όλη την υπόλοιπη ζωή του εώς και τον τραγικό του θάνατο. Σύντοµα µετά από το ξέσπασµα των εχθροτήτων, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασµα µαχητών στη Λειβαδιά µε σκοπό την κατάληψη της. Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου οι επαναστάτες είχαν συγκεντρωθεί στον λόφο του Προφήτη Ηλία της Λιβαδειάς και όταν ο Τούρκος διοικητής Χασάν αγάς


απέρριψε την πρόταση του Διάκου για παράδοση, άρχισε η επίθεση. Στις 31 Μαρτίου, µετά από τρεις ηµέρες άγριας µάχης από σπίτι σε σπίτι, και το κάψιµο του σπιτιού του Μιρ Αγά (συµπεριλαµβανοµένου του χαρεµιού), οι Τούρκοι που είχαν κλειστεί στον πύργο Ώρα, παραδόθηκαν και την 1η Απριλίου, σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Λιβαδειάς, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σηµαία του Διάκου. Στην συνέχεια επιχειρεί να καταλάβει την Λαµία, που ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, καθώς και την Υπάτη. Δεν είχε όµως την απαιτούµενη βοήθεια και στήριξη από τον τοπικό οπλαρχηχό Μήτσο Κοντογιάννη, ο οποίος θεωρούσε ότι δεν είχε φτάσει ακόµη η ώρα για ξεσηκωµό και απέτυχε. Ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε στα Ιωάννινα τον Αλή πασά, έστειλε τον Κιοσέ Μεχµέτ και τον Οµέρ Βρυώνη µε 8.000 πεζικό και 900 ιππείς,ενώ την άλλη µέρα προστέθηκαν κι άλλα 3.000 άτοµα, να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο, για να µαταιώσουν τα σχέδια του Κολοκοτρώνη για την Τριπολιτσά. Ο κίνδυνος για την Επανάσταση ήταν µεγάλος. Αλαµάνα Ο Διάκος και το απόσπασµά του, που ενισχύθηκαν από τους µαχητές οπλαρχηγούς Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούµελη µε την λήψη αµυντικών θέσεων κοντά στις Θερµοπύλες.


Αφού συσκέπτηκαν στο χωριό Κοµποτάδες, στις 20 Απριλίου 1821, η ελληνική δύναµη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τµήµατα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν την γέφυρα του Γοργοποτάµου µε 600 άνδρες, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωµάτας µε 500 άνδρες, και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαµάνας µε 500 άνδρες. Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαµία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναµή τους, επιτιθέµενοι το πρωί της 23ης Απριλίου. Η κύρια τούρκικη δύναµη επιτέθηκε στον Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασµα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε. Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαµάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέµα χρόνου προτού κατακλυστούν απ’ τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεµούσε παράλληλα µε τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο ψυχογιός του, βλέποντας τους άλλους να φεύγουν έφερε ένα άλογο στον Διάκο και τον παρότρεινε να φύγει κι αυτός. Όµως ο Διάκος δεν δείλιασε και δεν έφυγε. «Δεν φεύγω» του απάντησε. Θυµήθηκε ότι και ο Λεωνίδας άλλοτε, κάπου εκεί κοντά, δε φοβήθηκε τις µυριάδες των Περσών. «Αγίασε» µε το αίµα του άλλη µια φορά τον ιερό εκείνο τόπο, όπου οι προσκυνητές θαυµάζουν την παλιά και τη νέα ανδραγαθία των Ελλήνων. Πολέµησε λοιπόν µε πρωτοφανή ανδρεία και ανέστησε τις παλιές ένδοξες ηµέρες των 300 του Λεωνίδα. Κι


αυτός πλέον δεν είχε ούτε 300, αλλά µόνο 20-30 συµπολεµιστές του σε µια απελπισµένη µάχη σώµα µε σώµα, λίγες ώρες πριν συντριβούν… Η άνιση µάχη αρχίζει κι απ’ τους πρώτους νεκρούς που πέφτουν µπροστά του, είναι ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μασαβέτας, τον οποίο ο Διάκος χρησιµοποιεί πλέον σαν ασπίδα στις επιθέσεις που δέχεται. Με µόνο 10 αγωνιστές που του έχουν αποµείνει, µεταβαίνει στη θέση Μανδροστάµατα της µονής Δαµάστας, όπου οχυρώνεται και πολεµά εκεί για µια ώρα περίπου. Όλοι οι σύντροφοί του σκοτώνονται, εκτός απ’ τον ψυχογιό του. Ο ίδιος τραυµατίζεται κι αφού πετάει το τουφέκι του που έχει σπάσει από την υπερβολική χρήση, όπως και το σπαθί του που το βρήκε βόλι κοντά στην λαβή, συνεχίζει να πολεµά και να αντιστέκεται, βαστώντας στο αριστερό χέρι την πιστόλα του. Οι Τούρκοι τον αναγνωρίζουν κι αφού τον περικυκλώνουν, τον συλλαµβάνουν ζωντανό, µες τα αίµατα και τον οδηγούν στον Οµέρ Βρυώνη. Ο Οµέρ Βρυώνης σεβάσθηκε αρχικά τον ήρωα και δεν άφησε να τον σκοτώσουν επί τόπου. Οι πασάδες, έχοντας αιχµάλωτους πλέον τον Διάκο και τον ψυχογιό του όδευσαν προς τη Ζητούνι (Λαµία). Χάριν της κενοδοξίας τους, έβαλαν τον Διάκο να περπατά µπροστά πεζός. Φοβούµενοι όµως σύντοµα, µην τυχόν επιχειρήσει να διαφύγει τον έβαλαν να καθίσει σε ένα µουλάρι που είχε ελαφρά δεµένα το πόδια του για να µην µπορεί να τρέξει. Την νύχτα της 23ης Απριλίου 1821, αφού έφτασαν στη Λαµία, τον ανέκριναν, παρόντος και του Χαλήλ µπέη, σηµαίνοντα Τούρκου της Λαµίας, κοντά στην πλατεία Λαού, πλησίον


του σηµείου όπου θανατώθηκε τελικά ο Διάκος, ζητώντας να µάθουν στοιχεία για την Επανάσταση. Ο Διάκος άφοβα τους απάντησε ότι όλο το έθνος των Ελλήνων αποφάσισε να χαθεί ή να ελευθερωθεί. Ο Οµέρ Βρυώνης, ο οποίος φέρεται να ήταν ελληνικής καταγωγής και δεν ήθελε τον θάνατο του Διάκου, καθώς τον γνώριζε από την αυλή του Αλή πασά και εκτιµούσε τις ικανότητές του, στην διάρκεια της συνοπτικής αυτής δίκης, του πρόσφερε τιµές, µε αντάλλαγµα να παραιτηθεί του αγώνα και να προσχωρήσει στο τουρκικό στρατόπεδο, ασπαζόµενος τον ισλαµισµό. Ο Διάκος αρνήθηκε περήφανα. Ο Μεχµέτ πασάς (συστράτηγος, αλλά ανώτερος του Οµέρ Βριώνη), θαυµάζοντας το θάρρος του Διάκου του είπε ότι είναι πρόθυµος να του παρέχει ιατρική περίθαλψη, αν ήθελε να τεθεί στην υπηρεσία του. Ο Διάκος απέρριψε την πρότασή του, λέγοντας «Δεν σε υπηρετώ. Αλλά και να σε υπηρετήσω, δε θα σε ωφελήσω». Ο Μεχµέτ πασάς τότε τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Αυτό δεν φαίνεται να πτόησε τον Διάκο που του απάντησε «Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους». Ο µαρτυρικός θάνατος Την επόµενη µέρα, την 24η Απριλίου, ηµέρα Κυριακή και κατόπιν επίµονης απαιτήσεως του Χαλήλ µπέη, εκδόθηκε απόφαση για θανατική ποινή µε ανασκολοπισµό (σούβλισµα), καθώς όπως υποστήριζε, ο Διάκος είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους και θα έπρεπε να τιµωρηθεί παραδειγµατικά.


Ο Χαλήλ µπέης µάλιστα, απαίτησε στο σηµείο του µαρτυρίου να είναι παρών κι ο ανηψιός του Διάκου, ο 16χρονος Κωνσταντίνος Κούστας, έτσι ώστε, βλέποντάς τον ο Διάκος, να µην βασανίζεται µόνο σωµατικά, αλλά και ψυχικά. Αυτός που κοινοποίησε την σκληρή απόφαση στον Διάκο, του έδωσε να κρατά στα χέρια του και το εργαλείο του θανάτου του, λέγοντάς του να τον ακολουθήσει κρατώντας το. Αυτός αγανακτώντας το πέταξε κάτω και φώναξε σε µερικούς Αλβανούς που ήταν γύρω του, «Δεν βρίσκεται κάποιος να µε σκοτώσει; Γιατί αφήνετε τους Ανατολίτες να µε παιδεύουν; Εγώ κακούργος δεν είµαι» (σύµφωνα µε άλλη εκδοχή, αυτό φέρεται να το είπε όταν τον σούβλιζαν). Κάποιοι απ’ τον συγκεντρωµένο κόσµο του είπαν τότε να τουρκέψει για να σώσει το τοµάρι του. Ο Διάκος γυρίζοντας προς αυτούς, τους απαντά, «Εγώ Γραικός εγεννήθηκα και Γραικός θ’ αποθάνω» (σύµφωνα µε άλλη εκδοχή, αυτή η φράση ειπώθηκε ενώπιον του Οµέρ Βρυώνη, όταν του έκανε ανάλογη πρόταση, ενώ ποικίλουν και οι όροι, Ρωµιός ή Χριστιανός). Οδεύοντας προς τον τόπο του µαρτυρίου, η παράδοση φέρει τον Διάκο να µονολογεί µε πίκρα ατενίζοντας την ανοιξιάτικη φύση «Για ιδέ καιρόν που διάλεξεν ο χάρος να µε πάρει. Τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάν’ η γη χορτάρι».


Ο Διάκος τελικά οδηγήθηκε απέναντι από την καλύβα του γερο-Μπακογιάννη στην πλατεία Λαού, εκεί που βρίσκεται σήµερα το κενοτάφιο. Διοβελισµός (σουβλισµα ή παλούκωµα) Πως όµως γινόταν ο διοβελισµός από τους Τούρκους;Μια λεπτοµερής περιγραφή βρίσκεται στο Γαλλικό Grand Dictionnaire: «To βασανιστήριο του διοβελισµού ένα από τα φοβερότερα εφευρήµατα της ανθρώπινης θηριωδίας, είναι το σούβλισµα του κατάδικου σε ξύλινο πάσσαλο. Ξαπλώνουν το θύµα καταγής µπρούµυτα µε τα πόδια πολύ ανοικτά και τα χέρια δεµένα στην ράχη. Για να ακινητοποιηθεί εντελώς και να µη διαταράσσεται η εργασία του δηµίου στερεώνεται στη ράχη του µελλοθάνατου ένα σαµάρι επάνω στο οποίο κάθεται ένας από τους βοηθούς του. Ο δήµιος, αφού προετοιµάσει την είσοδο µε λίπος, πιάνει το παλούκι µε τα δύο του χέρια και το µπήγει όσο βαθύτερα µπορεί και ύστερα το χτυπάει µε κόπανο ώστε να εισχωρήσει πενήντα ή εξήντα εκατοστά. Ανασηκώνει τότε τον σουβλισµένο και το στερεώνει στο χώµα αφήνοντας το θύµα να ξεψυχήσει καρφωµένο. Καθώς ο δύστυχος δεν µπορεί να κρατηθεί από πουθενά το παλούκι βυθίζεται, εξαιτίας του βάρους του σώµατος, όλο και πιο πολύ και τελικά βγαίνει ή από τη µασχάλη ή από το στήθος ή από το στοµάχι. Κι ο θάνατος που θα τερµατίσει το αποτρόπαιο µαρτύριο αργεί. Αναφέρονται περιπτώσεις παλουκωµένων που έζησαν τρεις ηµέρες σ αυτή την θέση. Η διάρκεια του βασανισµού εξαρτάται από την σωµατική διάπλαση του ατόµου και την


κατεύθυνση που δίνεται στον πάσαλο. Αυτό εξηγείται εύκολα. Από έναν εκλεπτυσµό της φρικαλέας θηριωδίας τους φροντίζουν µα µην είναι αιχµηρό το παλούκι αλλά αµβλύ και κάπως στρογγυλεµένο στην άκρη. Γιατί η αιχµή θα περνούσε τα όργανα κατά την διολίσθηση του παλουκιού και θα προκαλούσε τον άµεσο θάνατο. Η στρογγυλεµένη όµως απόληξη του πασσάλου παραµερίζει τα σπλάχνα, τα µετακινεί χωρίς να εισχωρεί στους ευαίσθητους ιστούς… παρά τους εφιαλτικούς πόνους που προκαλεί η συµπίεση των νεύρων η ζωή παραµένει για ορισµένο χρόνο. Γιατί είναι προφανές ότι αν το παλούκι, αντί να ακολουθήσει τον άξονα του σώµατος, εισχωρήσει λοξά δεν θα βγει από το στέρνο ή την µασχάλη αλλά θα τρυπήσει το υπογάστριο. Κι έτσι αφού παραµείνει άθικτη η θωρακική χώρα και δεν πλήττονται βασικά όργανα η ζωή θα παραταθεί περισσότερο». Κατά µία άλλη εκδοχή, «Ζων ο κατάδικος ετίθετο επί ανεστραµµένου σάγµατος ύπτιος, δεµένος χείρας και πόδας, δύο ρωµαλέοι δήµιοι εκάθoντο επ’ αυτού, τρίτος εστήριζεν εις τον πρωκτόν ξύλινον οβελόν όµοιον µε τας σούβλας ας µεταχειριζόµεθα δια το ψήσιµον των αρνιών του Πάσχα, και τέταρτος δια σιδηράς ή ξυλίνης σφύρας εκτύπα του οβελού το οπίσθιον, εωσούν η ακωκή εξήρχετο εκ της κεφαλής ή θατέρας των ωµοπλατών καθ’ ην τυχαίως ελάµβανεν διεύθυνσιν. Εάν ο οβελός εξήρχετο εκ της αριστεράς ωµοπλάτης ο ούτω βασανιζόµενος απέθνησκε µετ ολίγον, εάν δε εκ της δεξιάς έζη και τρεις και τέσσερας ηµέρας. Τρεις όλας ηµέρας εβασανίσθη ούτως ο αείµνηστος Διάκος και ήθελεν βασανισθή έτι πλέον εάν οίκτου δεν τω έθραυε δια σφαίρας το κρανίον εις άτακτος».


Σύµφωνα πάντως µε τον παππού του γιατρού Κουνούπη, ο οποίος δήλωνε αυτόπτης µάρτυρας του µαρτυρικού θανάτου του Διάκου, µετά το σούβλισµα, ο όχλος άναψε φωτιά επί της οποίας τοποθέτησαν τον κατακρεουργηµένο, αλλά ζωντανό ακόµα ήρωα για να τον ψήσουν. Τότε κάποιος ονόµατι Θανάσης Μάνθος, έδεσε στην άκρη ενός ξύλου ένα βρεγµένο πανί και το έφερε µε τρόπο στο στόµα του Διάκου. Μόλις υγράνθηκαν τα χείλη του, ο Διάκος ξεψύχησε. Το ψήσιµο του Διάκου, το οποίο θεωρείται από µερικούς αµφισβητήσιµο, αναφέρεται και στην επίσηµη έκθεση της Κρατικής Επιτροπής Αποκαταστάσεως Αγωνιστών, η οποία του απονέµει τιµητικά µετά θάνατον τον βαθµό του Στρατηγού. Οι Τούρκοι, µετά από 6 ηµέρες (κατ’ άλλους 3-5), όταν η δυσωδία από το σώµα του Διάκου, αλλά κι από τα κεφάλια των άλλων αγωνιστών που ήταν περιστοιχισµένα γύρω του, άρχισε να γίνεται αφόρητη, διέταξαν τους Λαµιώτες Κεφάλα και Φαροδήµο να ξεσουβλίζουν τον Διάκο και µαζί µε τα υπόλοιπα µαρτυρικά κορµιά να τα πετάξουν. Όπως µαρτυρά ο ανηψιός του Διάκου, Κωνσταντίνος Κούστας, το σκήνωµα του ήρωα πετάχτηκε σε έναν µεγάλο σκουπιδόλακκο, βορειοδυτικά της Λαµίας, ανάµεσα στον λόφο του Αγίου Λουκά και το σηµερινό στρατόπεδο της Μεραρχίας Υποστηρίξεως. Κατόπιν ρητής εντολής του πασά, το άψυχο σώµα σκεπάστηκε µε κοπριές, αφ΄ ενός για να λιώσει πιο γρήγορα κι αφ’ ετέρου για να επιτείνει τον εξευτελισµό τόσο της σορού του Διάκου, όσου και της κεφαλής του Δεσπότη Σαλώνων που είχε πεταχτεί στον ίδιο λάκκο.


Το τι απέγινε η σορός του Διάκου και που ετάφη αν ετάφη, παραµένει εώς σήµερα ένα ερωτηµατικό. Η παράδοση λέει, πως κάποιος πήγε κρυφά µετά από µερικές µέρες και ξέθαψε το σώµα. Το µετέφερε και το έθαψε κοντά σε ένα µικρό ερηµοκκλήσι της Λαµίας, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε το σπίτι του Παπαδογιώργου. Το σηµείο αυτό τοποθετείται κοντά στην πλατεία Διάκου στην νότια πλευρά, προς τα σκαλιά που οδηγούν στην οδό Καρπενησίου. Το Δηµοτικό Συµβούλιο της Λαµίας, µε ψήφισµά του στις 10 Αυγούστου 1843 αποφάσισε και ενέκρινε δαπάνη 150 δραχµών για «…την ανακοµιδή των λειψάνων του αοίδοµου πρωτοµάρτυρος και πρωταγωνιστού Αθανασίου Διάκου και την µεταφοράν και εναπόθεσιν αυτών περί ώραν…». Όπως αναφέρει αργότερα ο Θ. Λάσκαρης, «…το µέρος ηρευνήθη, αλλ’ ουδέν ίχνος ευρέθη». Νικήτας Σταµατελόπουλος ή Νικηταράς ο Τουρκοφάγος (1782-1849) Ο Νικηταράς ήταν Αρκάς. Γεννήθηκε στο χωριό Τουρκολέκα της Μεγαλόπολης το 1782 και πατέρας του ήταν ο κλέφτης Σταµατέλος Τουρκολέκας. Η µητέρα του Σοφία Καρούτσου ήταν αδελφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Νικηταράς λοιπόν ήταν ανιψιός


του Γέρου του Μωριά. Κατά µία άλλη εκδοχή, ο Νικηταράς γεννήθηκε το 1784 στο χωριό Νέδουσα Μεσσηνίας, ένα µικρό χωριό στους πρόποδες του Ταΰγετου, προς την µεριά του Μιστρά, 25 περίπου χιλιόµετρα από την Καλαµάτα. Έτσι κι αλλιώς, τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στο χωριό του πατέρα του, στο χωριό Τουρκολέκα του Δήµου Φαλαισίας της επαρχίας Μεγαλουπόλεως, του Νοµού Αρκαδίας. Εντεκάχρονος, βγήκε στο αρµατολίκι ακολουθώντας τον πατέρα του. Αργότερα εντάχθηκε στο «µπουλούκι» του περίφηµου κλέφτη Ζαχαριά Μπαρµπιτσιώτη. Κοντά του έµαθε τα µυστικά της πολεµικής τέχνης, ξεχωρίζοντας για την ανδρεία και την ευρωστία του. Ήταν ψηλός, µελαχρινός, πρώτος στο πήδηµα και γρήγορος στο τρέξιµο. Η αλληλοεκτίµηση και η φιλία που αναπτύχθηκε µεταξύ του Καπετάνιου και του Νικηταρά, οδήγησαν τελικά στον γάµο του µε την κόρη του Ζαχαριά, την Αγγελίνα. Το 1805, στο µεγάλο διωγµό των κλεφταρµατολών, ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους και ο Νικηταράς ακολούθησε τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην Ζάκυνθο. Έκτοτε, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Την αφοσίωση του Νικηταρά προς τον θείο του ο λαός την είπε µε δύο λόγια. « Μπροστά πηγαίνει ο Νικηταράς και πίσω ο Κολοκοτρώνης» αλλά και θέλοντας να τονίσουν την στενή και άρρηκτη σχέση των δύο ανδρών έλεγαν: « Η κεφαλή ήτο του Κολοκοτρώνη και η χειρ του Νικηταρά ».


Εκείνο τον καιρό τα Επτάνησα τα εξουσίαζαν οι Ρώσοι. O Νικηταράς εντάχθηκε στο ρωσικό στρατό και µε το τάγµα του πολέµησε εναντίον του Ναπολέοντα στην Ιταλία. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ζάκυνθο και υπηρέτησε αυτή την φορά τους Γάλλους, που στο µεταξύ είχαν καταλάβει το νησί µε την συνθήκη του Τίλσιτ. Στις 18 του Οκτώβρη του 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαµάτα, µυήθηκε στη Φιλική εταιρεία από τον Ηλία Χρυσοσπάθη. Με συντροφιά τον Αναγνωσταρά και αργότερα τον Δ. Πλαπούτα, περιόδευσε την Πελοπόννησο κατηχώντας πολλούς στο µεγάλο µυστικό και ετοιµάζοντας τον λαό για τον επερχόµενο ξεσηκωµό. Με την έκρηξη της επανάστασης, µαζί µε τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς µπήκε στην Καλαµάτα, στις 23 του Μάρτη του 1821. Είχε ενστερνισθεί βαθιά τις απόψεις και τα σχέδια του θείου του και πήρε µέρος σε όλες τις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Τρίπολης που τότε ήταν το Διοικητικό κέντρο των Οθωµανών στην Πελοπόννησο. Στις 12-13 του Μάη επικεφαλής 800 ανδρών συµµετείχε στην νικηφόρα µάχη στο Βαλτέτσι. Αµέσως µετά και ενώ κατευθυνόταν προς το Ναύπλιο µε 200 µόλις άντρες, προέκυψε η ανάγκη να αντιµετωπίσει στα Δολιανά, ισχυρή Τουρκική δύναµη 6.000 ανδρών υπό τον Κεχαγιάµπεη, υποστηριζόµενη και από πυροβόλα. Ήταν 18 του Μάη του 1821. Εκεί απέδειξε στο έπακρο τον ηρωισµό του και την σπάνια στρατιωτική του αρετή και ικανότητα. Κατάφερε να τους προξενήσει τεράστια καταστροφή και σχεδόν να τους αποδεκατίσει.


Έντροµοι οι Τούρκοι σκορπίστηκαν στις γύρω ρεµατιές για να γλυτώσουν, εγκαταλείποντας τα ζώα και τα πυροβόλα τους στα χέρια των Ελλήνων. Ο Νικηταράς, βλέποντας τους να φεύγουν τους φώναζε : « Σταθήτε Πέρσαι να πολεµήσωµε» και µάλιστα τους αποκαλούσε Περσιάνους. Αν στη µάχη στο Βαλτέτσι διακρίθηκε για την ανδρεία του, στην µάχη των Δολιανών, η ιστορία τον πήρε στα φτερά της. Οι επευφηµίες των συντρόφων του έφτασαν ίσαµε τα ουράνια και για πρώτη φορά, βγαλµένο απ'τις καρδιές των συναγωνιστών του, ακούστηκε το παρατσούκλι που θα τον συνόδευε σε όλη του την ζωή. Με αυτό πέρασε στην ιστορία. Με αυτό έµεινε στη συνείδηση και την ψυχή των Ελλήνων. Με τις µάχες των Δολιανών και των Βερβένων, προξενήθηκαν ιδιαίτερα σοβαρές ζηµιές στους Τούρκους – που αναγκάστηκαν να κλειστούν στην Τρίπολη- ξανάδωσαν κουράγιο στους ξεσηκωµένους ραγιάδες, και προετοίµασαν το κλίµα για την άλωση της πρωτεύουσας του Μωριά, που πραγµατοποιήθηκε στις 23 Σεπτέµβρη 1821, επιβεβαιώνοντας για µια ακόµη φορά, την στρατηγική του Κολοκοτρώνη. Στα Δολιανά, τον Νικηταρά τον αγάπησαν. Τον έκαναν δικό τους. Τον δέχτηκαν ως δικό τους ήρωα. Τον τίµησαν και τον τιµούν µε κάθε τρόπο. Στο προαύλιο του Αγιώργη, πολιούχου του χωριού, έχει στηθεί αναµνηστική στήλη, αφιέρωµα των απανταχού Δολιανιτών. Στον τόπο που έγινε η µάχη, στην χαράδρα του Τσάκωνα, απέναντι από τα σπίτια του Χριστοφύλη όπου είχαν ταµπουρωθεί ο Νικηταράς και ο Καραµήτρος, δηµιουργήθηκε πλατεία µε το όνοµα του και στήθηκε η προτοµή του. Ακόµη, η γιορτή της επετείου, αποτελεί λόγο και αιτία συνάθροισης των απανταχού Δολιανιτών, των


Τουρκολεκιωτών και των άλλων Συνελλήνων που επισκέπτονται το χωριό για να αποτίσουν φόρο τιµής στον ήρωα αλλά και όλους, όσοι έδωσαν το αίµα τους για την λευτεριά αυτού του Βράχου του Κόσµου. Αφού πέρασε λίγος καιρός από τις δίδυµες µάχες, ο Κολοκοτρώνης τον έστειλε επικεφαλής της δύναµης που πολιορκούσε το Ναύπλιο. Από εκεί έφυγε για την Ανατολική Στερεά. Οι επαναστατηµένοι Αθηναίοι τον εξέλεξαν αρχηγό τους. Οι Μαυροµιχαλαίοι όµως δυσφόρησαν για την ενέργεια αυτή των Αθηναίων. Ο Νικηταράς, που δεν ήθελε να δηµιουργεί προβλήµατα και έριδες, έφυγε για την Λειβαδιά. Βοήθησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην προσπάθεια του να ανακαταλάβει την πόλη. Υπήρξε τόσο δυνατή η αδελφική φιλία που αναπτύχθηκε µεταξύ των δύο ανδρών, ώστε έσµιξαν το αίµα τους κι έγιναν αδελφοποιητοί, σταυραδέρφια. Κατόπιν, επέστρεψε στην Πελοπόννησο για να βοηθήσει τον Κολοκοτρώνη στην συνεχιζόµενη πολιορκία της Τρίπολης. Όταν η πόλη έπεσε, στις 23 Σεπτεµβρίου 1821, οι Έλληνες την λαφυραγώγησαν και µοίρασαν τα λάφυρα. Μεταξύ των ελάχιστων που αρνήθηκαν να πάρουν µέρος στην διανοµή ήταν και ο Νικηταράς. Όλη του η ζωή ένας αγώνας. Μάχη στην µάχη. Δεν ήξερε και δεν ήθελε να ξαποσταίνει. Τον Δεκέµβρη του '21 τον βρίσκουµε να πολιορκεί το Ναύπλιο. Η πολιορκία αυτή υπήρξε ατυχής και µάλιστα κινδύνευσε σοβαρά να αιχµαλωτισθεί από τους Τούρκους. Τον Απρίλη


του '22 µε 700 παλικάρια παίρνει µέρος στην µάχη της Στυλίδας και της Αγίας Μαρίνας στο πλευρό του Ανδρούτσου. Η κορυφαία µετά τα Δολιανά στιγµή της ζωής του έφτασε. Η Τουρκία απαλλαγµένη από τον Αλή πασά και τους όποια εσωτερικά της προβλήµατα, πήρε την απόφαση να συντρίψει κάθε αντίσταση στην Πελοπόννησο. Αρχηγός αυτής της πανστρατιάς ορίστηκε ο Χουρσήτ πασάς. Έξυπνος στρατηλάτης, ανδρείος αλλά άγριος και ωµός. Ο Χουρσήτ µισούσε τους Έλληνες, και περισσότερο τους Πελοποννήσιους, γιατί στην άλωση της Τρίπολης κατάσχεσαν τους θησαυρούς του και αιχµαλώτισαν τις γυναίκες του. Εκατό και πλέον πλοία ήταν έτοιµα να λάβουν µέρος στην εκστρατεία. Στον ισχυρό αυτό στόλο συµµετείχαν Τουρκικά πλοία αλλά και από την Αλγερία, την Τύνιδα και την Αίγυπτο. Την τελευταία στιγµή, πιθανόν λόγω κάποιας µυστικής συκοφάντησης εκ µέρους των αντιπάλων του, ο Χουρσήτ αντικαταστάθηκε και η αρχηγία δόθηκε στον Μαχµούτ πασά, τον γνωστό µας Δράµαλη. Ο Δράµαλης είχε αρκετά θετικά αλλά και αρνητικά χαρακτηριστικά. Ενώ είχε ευγενική καταγωγή, ήταν νέος, ακµαίος, ωραίος, πλούσιος και ριψοκίνδυνος παράλληλα ήταν αλαζόνας, καυχησιάρης, µαταιόδοξος και ανόητος. Κυρίως


όµως φιλοχρήµατος. Απόδειξη αυτής της αδυναµίας του αποτελεί το γεγονός της Ακροκορίνθου. Όταν ανακάλυψε τον θησαυρό του Κιαµήλ πασά, µε ιδιαίτερη απληστία και χωρίς κανένα ενδοιασµό τον καταχράστηκε, παίρνοντας συγχρόνως ως σύζυγο του την ωραιότατη χήρα του Κιαµήλ. Στα τέλη του Ιούνη του 1822, το στράτευµα κίνησε για την Πελοπόννησο. Τριάντα χιλιάδες ήταν οι άνδρες που συγκεντρώθηκαν στην Λάρισα. Ισχυρό πυροβολικό, είκοσι χιλιάδες πολεµικά άλογα, τριάντα χιλιάδες µεταγωγικά άλογα και µουλάρια, και πεντακόσιες καµήλες. Μπροστά πήγαιναν οι Δερβίσηδες και οι ιµάµηδες που µε στεντόρειες φωνές απήγγειλαν κείµενα του Κορανίου, ενώ άλλοι τραγουδούσαν θρησκευτικά τραγούδια και πολεµικούς θούριους. Ακολουθούσαν οι πολεµιστές και πολλοί υπάλληλοι, αστρολόγοι, νεκροµάντεις, θαυµατοποιοί, πωλητές καπνού, οπίου, ποτοπώλες, υπηρέτες, αργυραµοιβοί, δήµιοι κ.α. Όπου περνούσε αυτός ο συρφετός άφηνε αποκαΐδια κι ερηµιά. Ο σουλτάνος πανηγύριζε για τις καταστροφές που προκαλούσε στο διάβα του ο Δράµαλης. Μάλιστα, όταν έφτασε στα Γεράνεια όρη, ανέβηκε στην θέση που λέγεται «αέρες» και µεθυσµένος από χαρά και ικανοποίηση για την επιτυχία του, άρχισε να µοιράζει στους αξιωµατούχους του τις επαρχίες της Πελοποννήσου. Στις 5 του Ιούλη, η στρατιά πέρασε τον Ισθµό. Κατέλαβε χωρίς καµιά αντίσταση την Κόρινθο και προχώρησε στην Αργολίδα, περνώντας από τα


Δερβενάκια. Η αλαζονεία του τον τύφλωνε. Ούτε για µια στιγµή δεν πέρασε από το νου του ότι πίσω του έκλειναν οι πόρτες. Ότι « εκλείσθησαν αι πύλαι» όχι µόνο της στρατιωτικής του πορείας αλλά γενικότερα ολόκληρης της ύπαρξης του. Ο Δηµήτριος Βαρδουνιώτης στο βιβλίο του « Η καταστροφή του Δράµαλη» εξιστορεί µοναδικά και λεπτοµερειακά, όλα όσα διαδραµατίστηκαν στην Αργολίδα. Η θέση των Τούρκων είχε καταντήσει δεινή. Ο στρατός υπέφερε από την πείνα και την δίψα. Την οδυνηρή αυτή κατάσταση επιβάρυναν ακόµη περισσότερο, απρόβλεπτες ασθένειες και επιδηµίες. Ο Δράµαλης αναγκάστηκε να πάρει την πικρή και µοιραία απόφαση. Έδωσε την εντολή να γυρίσει η στρατιά στην Κόρινθο. Λογάριασε όµως µε σύµβουλο του την ανάγκη. Λησµόνησε τον Κολοκοτρώνη. « Και περί τον όρθρον της 26 Ιουλίου εξεκίνησαν εξ Άργους πανστρατιά, διευθυνόµενοι προς το στενόν του Δερβενακίου, δι'ου είχον εισβάλει πρό τινων ηµερών εις την Αργολίδα. Ώδευον, διηρηµένοι εις δύο φάλαγγας (κολώνας). Ένεκα δε της πληθύος των στρατευµάτων και των κτηνών, εφαίνοντο µακρόθεν, ως παµµεγίστη µελανή νεφέλη, επισκιάζουσα την πεδιάδα όλην».


Ο Νικηταράς ήταν κι εδώ παρών. Αρχικά συµµετείχε στην απόκρουση των Τούρκων στα Δερβενάκια, όπου διέλυσε την εκεί φρουρά. Κατόπιν, ανέβηκε στον Άγιο Σώστη και ταµπουρώθηκε στα στενά της χαράδρας. Με την θέση που επέλεξε και τον ηρωισµό του, κατάφερε να συντρίψει µεγάλο µέρος του στρατού που οπισθοχωρούσε. Οι Τούρκοι άφησαν εκεί περισσότερους από 3.000 νεκρούς. Μετά δύο µέρες επαναλαµβάνει τον άθλο του στη µάχη που έγινε στο Αγιονόρι. Εξολόθρευσε στην κυριολεξία το τµήµα των Τούρκων που επεχείρησε να περάσει από εκεί. Οι Τούρκοι µέσα στη σύγχυση και τον πανικό τους άφησαν πίσω τους πάνω από 600 νεκρούς. Η συµβολή του Νικηταρά και αυτή την φορά υπήρξε ιδιαίτερα σηµαντική και αποφασιστική. Ο Δράµαλης – σε πλήρη απόγνωση – κατάφερε να ανέβει σ' ένα γάιδαρο για να µπορέσει να φτάσει στην Κόρινθο. Αλλά και ο γάιδαρος µέσα στην αντάρα σκοτώθηκε. Ο Δράµαλης πεζός, έφτασε στην Κόρινθο εξουθενωµένος, ρακένδυτος και χωρίς σαρίκι. Ο εγωισµός και η περηφάνια του πληγώθηκαν αγιάτρευτα. Ποτέ δεν ξεπέρασε την ντροπή των Δερβενακίων. Έπεσε σε βαριά µελαγχολία. Αδύναµος και ταλαιπωρηµένος αρρώστησε από πνευµονία η οποία τελικά τον οδήγησε στον θάνατο, ανήµερα της γιορτής του Αγίου Δηµητρίου του 1822. Μετά την µάχη στα Δερβενάκια, συγκεντρώθηκαν τα λάφυρα σε τεράστιους σωρούς. Αξιωµατικοί και στρατιώτες µαζεύτηκαν για την µοιρασιά. Κάποιοι πρόσεξαν πως ένας συναγωνιστής τους έλειπε από την συντροφιά. Ήταν ο Νικηταράς.Παρά την άρνηση του να πάρει κι αυτός κάποια λάφυρα, στο τέλος και µετά από την επιµονή των συντρόφων του, πήρε µια σέλα, µια ταµπακέρα ξυλόγλυπτη κι ένα σπαθί. Την σέλα χάρισε αµέσως σε συµπολεµιστή και φίλο του. Την ταµπακέρα, την έστειλε στην γυναίκα του Αγγελίνα µε το


σηµείωµα « Την στέλνω σε σένα που αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να µε θυµάσαι». Το ξίφος το έστειλε στην Ύδρα για τις ανάγκες του στόλου. Οι πρόκριτοι όµως του νησιού, το επέστρεψαν λέγοντας ότι το σπαθί αυτό, µόνον όταν το κρατεί το χέρι του Νικηταρά έχει αξία. Την ίδια εποχή – λέγεται – ότι χάρισε ένα µικρόσωµο άλογο χωρίς ουρά στον λαϊκό στιχουργό του αγώνα Τσοπανάκο ενώ σε κάποιο νησί πρότεινε κι έστειλαν µια καµήλα. Οι νησιώτες που δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο ζώο, ύστερα από σκέψη πολλή και µε την σύµφωνη γνώµη του γεροντότερου, αποφάσισαν πως πρόκειται για « χιλιόχρονο λαγό ». Η αφιλοκέρδεια και η ανιδιοτέλεια του Νικηταρά έµεινε παροιµιώδης. Ποτέ δεν ζήτησε και ποτέ δεν πήρε. Όταν άρχισαν οι εµφύλιες διαµάχες το 1823, ο Νικηταράς τάχθηκε – όπως ήταν φυσικό – µε το µέρος του θείου του και κατά της Κυβέρνησης Κουντουριώτη. Παρ' όλη την υποστήριξη του στον Κολοκοτρώνη, τήρησε µετριοπαθή στάση και δεν πήρε µέρος στις µάχες που έγιναν προσπαθώντας µάλιστα µε τις παρεµβάσεις του, να συµφιλιώσει τα πράγµατα. Μετά την επικράτηση των Κυβερνητικών, πήγε στο Μεσολόγγι και εντάχθηκε στην υπηρεσία του Δ. Μακρή. Κλείστηκε στην πολιορκηµένη πόλη και πολέµησε κατά του Κιουταχή, στην δεύτερη πολιορκία. Μετά την χορήγηση αµνηστίας, ενόψει της εισβολής του Ιµπραήµ, επέστρεψε στην Πελοπόννησο επικεφαλής στρατιωτικού τµήµατος και έλαβε µέρος σε πολλές µάχες.


Το 1826 µε συµπολεµιστή τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, έλαβε µέρος, µε 800 άντρες, στη νικηφόρα µάχη της Αράχοβας.( Νοέµβρης 1826). Γύρισε εσπευσµένα στο Ναύπλιο γιατί αρρώστησε βαριά από πλευρίτιδα. Μετά την θεραπεία του ακολούθησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και πήρε µέρος σε πολλές µάχες κατά του Ιµπραήµ. Για δεύτερη φορά πολέµησε στο πλευρό του Καραϊσκάκη στην άτυχη µάχη του Φαλήρου τον Απρίλη του 1827. Εδώ, θα πρέπει να αναφέρουµε ότι µαζί τους πολέµησε ένας από τους πιο τίµιους και γνήσιους φιλέλληνες. Πρόκειται για τον Αµερικανικής καταγωγής Τζώρτζ Τζάρβις ( George Jarvis) ο οποίος µετά από πολλές µάχες στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, πέθανε στο Άργος στις 11 Αυγούστου του 1828, σε ηλικία 31 χρονών. Μετά την απελευθέρωση εντάχθηκε στο κόµµα των ρωσόφιλων ( Ναπαίων). Πάντοτε όµως εκείνο που επεδίωκε µε όλες του τις δυνάµεις ήταν η δικαίωση των αγωνιστών και η διασφάλιση του λαού από τις ξένες επεµβάσεις. Στήριξε σθεναρά τον Κυβερνήτη Καποδίστρια και υπήρξε στενός συνεργάτης του. Στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους έλαβε µέρος ως πληρεξούσιος του Λεονταριού ( Αρκαδίας). Το 1829, µε συνέταιρο τον Αρχιµανδρίτη Πύρρο τον Θετταλό, ιδρύουν χαρτοποιείο στο Κεφαλάρι, καταβάλλοντας 3.000 γρόσια έκαστος. Κατασκευάζουν χίλια περίπου φύλλα χαρτιού. Τα χρήµατα όµως τελειώνουν κι έτσι οι εργασίες σταµατούν. Μη έχοντας την


δυνατότητα να συνεχίσουν την παραγωγή, απευθύνονται στον Καποδίστρια. Ο Πύρρος δεν συµπαθεί τον Κυβερνήτη και πολλές φορές έχει εκφράσει τις εχθρικές διαθέσεις του. Πιστεύει όµως ότι θα ενδώσει και θα τους προσφέρει την βοήθεια του, προς χάριν της φιλίας του Κυβερνήτη µε τον Νικηταρά. Ο Καποδίστριας γνωρίζει ότι µια τέτοια επιχείρηση δεν έχει µέλλον. Εξ' άλλου θεωρούσε ότι προτεραιότητα είχαν άλλες ανάγκες και ενέργειες σχετικές µε την ανώµαλη πολιτική κατάσταση και δεν απαντά καθόλου στο αίτηµα των δύο συνεταίρων. Ο Νικηταράς βλέποντας την κατάσταση, συνειδητοποιεί ότι η δουλειά του χαρτοποιείου δεν µπορεί να προχωρήσει. Μεταφέρει τις µηχανές στο σπίτι του, στο Άργος. Το 1830 διορίστηκε Γενικός Αρχηγός της Πολιτικής Φρουράς Πελοποννήσου, το 1831 Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου των Ελαφρών και το 1832 Γενικός Αρχηγός του Στρατοπέδου Κορίνθου και έπειτα Αρχηγός της Μεσσηνίας. Μετά από όλα αυτά και µετά την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο, στις 25 Ιανουαρίου του 1833, ο Νικηταράς και ο Πύρρος απευθύνουν και πάλι αίτηµα προς αυτόν, ζητώντας την συνδροµή του για την επανεκκίνηση των εργασιών του χαρτοποιείου. Αλλά και ο Όθωνας δείχνει να µη συµµερίζεται τις απόψεις των δύο συνεταίρων. Η κατάσταση οδηγεί σε αδιέξοδο. Η επιχείρηση χαρτοποιίας λήγει άδοξα. Η αλήθεια είναι πως ο Νικηταράς δεν συµπάθησε ποτέ τους Βαυαρούς γι'αυτό και έµεινε αµέτοχος και αποµονωµένος.


Το 1834 προάγεται σε Συνταγµατάρχη και διορίζεται στρατιωτικός νοµοεπιθεωρητής αλλά τον Αύγουστο του ίδιου έτους, µετά το κίνηµα της Μεσσηνίας, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Το 1839, θεωρήθηκε ένοχος συνοµωσίας κατά του Όθωνα. Φυλακίστηκε στο Παλαµήδι και το 1840 δικάστηκε, κρίθηκε αθώος και αφέθηκε ελεύθερος. Οι Βαυαροί όµως δεν δέχτηκαν την απόφαση του Δικαστηρίου και µε υπογραφή του Όθωνα φυλακίστηκε στην Αίγινα. Με όλους αυτούς τους διωγµούς και τις ταλαιπωρίες ο Νικηταράς κουράστηκε. Η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά. Στην δίκη που έγινε στις 18 Σεπτέµβρη 1841, δόθηκε εντολή να προσαχθεί καθιστός. Αµνηστεύθηκε και αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός. Ασθενής και ταλαιπωρηµένος φτάνει στο Άργος, στο σπίτι του. Μολονότι καµιά σχέση δεν είχε µε τον τόπο αυτό, δέθηκε µαζί του. Εξ' άλλου ένα αγρόκτηµα στην θέση Σερεµέτι, κοντά στα όρια του Άργους προς το Ναύπλιο και την Νέα Κίο, που τότε βέβαια δεν είχε ακόµη δηµιουργηθεί, ήταν όλη του η περιουσία αν και όπως διαβάζουµε στους « Μύλους της Αργολίδας» του Γιώργου Αντωνίου και ο οποίος επικαλείται κείµενο του Θεόδωρου Δ. Γιαννακόπουλου στα « Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΙΙ 1998, και στο οποίο αναφέρεται ότι « …ο Νικηταράς είχε τρεις υδρόµυλους στο Κεφαλάρι Άργους (σύµφωνα µε την διαθήκη της συζύγου του Αγγελικής, 197/1863 του συµβολαιογράφου Ναυπλίας Ι. Σαριγιάννη). Στο Σερεµέτι πάντως ακούµπησε τις ελπίδες του για επιβίωση δική του και της οικογένειας του. Εκεί ο « ωκύπους» στρατηγός πότισε µε τον ιδρώτα του την βαλτώδη γη και την µετέτρεψε σε γόνιµη και καλλιεργήσιµη. Δεν ήταν όµως τυχερό του να ησυχάσει.


Σε µια αναφορά του προς τον Όθωνα, σχετική µε το κτήµα στο Σερεµέτι και µε ηµεροµηνία 24 Οκτωβρίου 1841 γράφει: '' Μεγαλειότατε, Εις διαφόρους περιστάσεις και εποχάς έκαµα γνωστόν εις την Υµετέραν Μεγαλειότητα ότι δι' αδείας της υπό της αισίας ελεύσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως, µοι παρεχωρήθησαν όλες οι εντός της κατά την Αργολίδα θέσεως Σερεµέτι εθνικές γαίες, χέρσας δε ούσας, και καταπλακωµένας υπό των υδάτων. Ηγωνίσθην, εξόδευσα, ότι εντίµως απελάµβανα, απεξήρανα τας γαίας αυτάς και εγεώργησα ικανόν µέρος αυτών, ενήργησα φυτείας, αυταί δε κατεστράφησαν εκ των ώδε ανωµαλιών, επανέλαβα µετά ταύτα τας γεωργικάς εργασίας δια να δυνηθώ να πραγµατοποιήσω τον οποίον η Κυβέρνησις προέθετο σκοπόν, του να εξασφαλίση πόρον ζωής εις την πολυάριθµον οικογένειαν γηραιού στρατιωτικού, όστις τίποτε άλλο δεν απήτησε πώποτε. Μετά την σύστασιν του ιπποφορβείου, µου αφηρέθησαν αι γαίαι αυταί, µοι αφέθη όµως µέρος αυτών κατά το τοπογραφικόν σχέδιο του αρχηγού του πυροβολικού. Τούτο συνέβη µεταξύ των ετών 1836 και 1837. Έκτοτε ασχολούµαι µε την βελτίωσιν της καλλιεργείας των οποίων µοι αφέθησαν γαιών, αλλ'επέπρωτο ίσως καθ' ήν στιγµήν χαίρω τα αποτελέσµατα της δικαιοσύνης της Υ.Μ. να ίδω να αφαιρούν από εµέ γη ως είρηται αφεθείσαν εις την


κατοχήν µου γαίας Σερεµετίου, και να µάθω ότι ικανόν µέρος αυτών εξετέθη εις δηµοπρασίαν.'' Ο Νικηταράς δεν είχε άλλους πόρους, δικούς του. Για να αποξηράνει, να εµπλουτίσει και να καλλιεργήσει την γη του χρειάστηκε να δανειστεί. Δανείστηκε για να φτιάξει το σπίτι του. Δανείστηκε όµως και για συντηρήσει τους στρατιώτες του τον καιρό του αγώνα. Οι τόκοι τον έπνιξαν. Σε αναφορά του στην Γερουσία και την Βουλή, το δίκιο τον πνίγει και ο λόγος του πύρινος: «…Ως εκ τούτου κατεδαπάνησα εις αυτό πολλά εις καλλιέργειαν, οικοδοµήσας οίκους, ανοίξας χάνδακας, εµφυτεύσας αµπελώνας, δένδρα και λοιπά' προς τούτοις δε και όσα εργάσιµα, ζώα και άλλα χρήµατα. Αλλ'η Αντιβασιλεία αυθαιρέτως και αυτογνωµόνως µε αφήρεσεν το πλείστον µέρος αυτού'αλλά και σύρουσά µε εις τας καθύγρους φυλακάς'εν αυτή τη φυλακή µε κατηνάγκασε ή να οικοδοµήσω την εν Ναυπλίω οικίαν µου ή να την πουλήσω και ούτω µε εξέθεσεν εις πολλά δυστυχήµατα'διότι αναγκασθείς να εµπιστευθώ εις ξένους την φροντίδα της οικοδοµής και υποπεσών σε σφετερισµούς και τόκους, αντί 30 ή 35 χιλιάδων δραχµών δαπάνης η οικοδοµή ανέβη εις 79.775, την ακρίβειαν των οποίων βλέπετε εις επισυναπτόµενον ενταύθα κατάλογον. Αναγκασθείς εκ τούτου να δανεισθώ εσχάτως 20.000 δρχ. από την Τράπεζαν, αδύνατο να πληρώνω το χρεώλυστρον και το µέλλον απειλεί τα χειρότερα' και δια να γνωρίζετε κάλλιον την αλήθεια σας επισυνάπτω


δεύτερον ονοµαστικόν κατάλογον των όσων κατά τον Αγώνα εδανείσθην δια να οικονοµώ εν µέρει τους υπ'εµού στρατιώτας και δια τα οποία σήµερον σύροµαι καθ'εκάστην εις τα δικαστήρια και πληρώνω ως αν έµελον να υποβάλλωµαι δια τον πατριωτισµόν µου ( συγχωρήσατέ µοι να το ειπώ) εις πρόστιµα. Ακολούθως δε ότι αποφασισθή και εγώ βέβαια υπάγοµαι εις την εθνικήν θέλησιν και απόφασιν». Ακόµη και τώρα, ο Νικηταράς πειθαρχεί. Ο Έλληνας πατριώτης, που µπορούσε να βγει από τον αγώνα πάµπλουτος, τώρα φτωχός και χρεωµένος εκλιπαρεί την βοήθεια και υποστήριξη από τους κατέχοντες θώκους που εκείνος τους εξασφάλισε. Το 1843 προάγεται σε υποστράτηγο ενώ µετά την εξέγερση της 3ης του Σεπτέµβρη του 1847 διορίστηκε Γερουσιαστής, αξίωµα που του εξασφάλισε µια πενιχρή σύνταξη. Παρά τις προσπάθειες του όµως, του ίδιου και της οικογένειας του, αλλά και τις εντολές της Κυβέρνησης για αναστολή των διώξεων λόγω χρεών, το κτήµα στο Σερεµέτι τελικά δεν σώθηκε, εκποιήθηκε. Ο Νικηταράς και η Αγγελίνα απέκτησαν τρία παιδιά. Τον Γιάννη και δύο κόρες. Ο Γιάννης έγινε στρατιωτικός, ενώ η µια του κόρη τρελάθηκε από την λύπη της όταν είδε τον πατέρα της µετά την φυλάκισή του στην Αίγινα, εξουθενωµένο, τυφλό και ανήµπορο. Ο Νικηταράς µπορεί να υπέφερε πολλά, αλλά ποτέ δεν βαρυγκώµισε και ποτέ δεν είπε πικρή κουβέντα για την Πατρίδα. Μπορεί να µη δικαιώθηκε – όπως άλλοι- στα µάτια των συγχρόνων του.


Έχει όµως σηµαδέψει ανεξίτηλα τις ψυχές του λαού. Έχει δικαιωθεί στην συνείδηση των νεοελλήνων που τον τιµούν και τον έχουν κατατάξει στους κορυφαίους Έλληνες αγωνιστές. Το κείµενο µε τα λόγια του Λυκούργου Κρεστενίτη που έστειλε στις 25 του Ιούνη 1849, προς την Βουλή των Ελλήνων, δείχνει τον σεβασµό και την εκτίµηση κάποιων Ελλήνων προς το πρόσωπο του οπλαρχηγού: « Το όνοµα του Νικήτα και το δια της σπάθης αυτού αποδοθέν εις τον ίδιον ( του Τουρκοφάγου) τις δύναται να αρνηθή ότι δεν ήχησε καθ'όλην την Ευρώπη και την Ασίαν, προφερόµενον εισέτι µε σέβας και θαµασµόν παρά πάντων; Τις δύναται να αµφιβάλη ότι ο βίος του Νικήτα θέλει καλύψει πολλάς της ιστορίας σελίδας και θέλει στολίση αυτήν µε ανδραγαθήµατα του ήρωος τούτου, τα οποία εις τας επερχοµένας γενεάς θέλουν χρησιµεύσει ως τύπος και παραδειγµατισµός του ακραιφνούς πατριωτισµού και του ηρωισµού, όστις αναβιβάζει τον πολίτην στρατιώτην εις την εύκλειαν της αληθούς δόξης; Η εικών του Νικήτα, ζώντος έτι αυτού, ανήρτηται και εν Ελλάδι και εν τη αλλοδαπή µεταξύ εκείνων των µεγάλων ανδρών'µετά θάνατον δε η προτοµή αυτού θέλει κατασταθή σεβαστόν µνηµείον εις πάντα τόπον. Οι ξένοι περιηγηταί ασπάζονται σήµερον µε σέβας τον Νικήταν, αλλά µετά θάνατον και ξένοι και οµογενείς, διαβαίνοντες εκ των Δερβενακίων θέλουν χαιρετά µε δάκρυα το ηρώον του Νικήτα, ως σήµερον το του Μιλτιάδου τρόπαιον».


Παρ'όλα αυτά, η φτώχεια και η τύφλωσή του τον οδήγησαν τελικά στην επαιτεία. Με εντολή της αρχής που όριζε τα πόστα επαιτείας στον Πειραιά, του όρισαν µια θέση κοντά στην σηµερινή εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπαν να στέκεται εκεί κάθε Παρασκευή. Στις 25 του Σεπτέµβρη του 1849, ο γενναιότερος των γενναίων, πεθαίνει ξεχασµένος, τυφλός και πάµφτωχος. ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΡΑΣ Ο Χρήστος Αναγνωσταράς ήταν αρµατολός, φιλικός και οπλαρχηγός της Επανάστασης. Γεννήθηκε το 1760 στη Aγριλό Αρκαδίας. Το πραγµατικό του όνοµα ήταν Χρήστος Παπαγεωργίου. Την προσωνυµία αυτή έλαβε επειδή ήταν αναγνώστης και στην εκκλησία, αλλά και λόγω της ρωµαλέας σωµατικής του διάπλασης. Άρχισε να ασχολέιται µε το εµπόριπ, αλλά σύντοµα συγκρούστηκε µε τον ροεστό Δ. Δικαίο τον οποίο και σκότωσε. Έτσι βγήκε κλέφτης και συγκρότησε δικό του σώµα. Το 1785 ήταν αρχηγός οµάδας κλεφτών στην επαρχία Λεονταρίου. Τότε συνεργάστηκε µε τον Ζαχαριά, τον Κολοκοτρώνη και τον Πετµεζά.


Το 1804, κατά το διωγµό των κλεφτών και των αρµατολών από τους Τούρκους, κατέφυγε στα Επτάνησα (Ζάκυνθο) και κατατάχτηκε µε το βαθµό του ταγµατάρχη στον ρωσικό στρατό. Το 1807, όταν κατέλαβαν τα Επτάνησα µε συνθήκη οι Γαλλοι, υπηρέτησε σαν ταγµατάρχης στον γελλικό στρατό. Στο τάγµα του υπηρετούσαν πολλοί Έλληνες. Αργότερα όταν τα Επτάησα κατελήφθησαν από τους Άγγλους, υπηρέτησε και στον Αγγλικό στρατό. Μετά τη διάλυση των Αγγλικών Ταγµάτων ο Αναγνωσταράς είχε ήδη χάσει και του δυο γιους του σε ναυάγιο και ήταν σε κακή οικονοµοκή κατάσταση. Έτσι έφυγε στη Ρωσία µαζί µε τους οπλαρχηγούς Η. Χρυσοσπάθη και Π. Δηµητρόπουλο. Το 1817 όλοι τους µυήθηκαν στην Φιλική Εταιρία και ήταν ο πρώτοι στρατιωτικοί εταίροι της. Έκτοτε ο Αναγνωσταράς στα πλαίσια της Φ. Ε. θα αναπτύξει πλούσια δράση και σηµαντική εθνεγερτική δραστηριότητα. Λίγο αργότερα επέστρεψαν στην Ελλάδα και µύησαν κι άλλους. Ο Αναγνωσταράς µύησε µεταξύ άλλων τον Κολοκοτρώνη και Παπαφλέσσα. Με την κήρυξη της επανάστασης είχε πολύ µεγάλη συµµετοχή στην κατάληψη της Καλαµάτας,23 Μαρτίου 1821, µαζί µε τον Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη, τον Κολοκοτώνη και τους Κουµουνδουράκηδες. Έλαβε µέρος επίσης στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στη µάχη του Βαλτετσίου και σε άλλες µάχες. Λόγω της προχωρηµένης του ηλικίας και της αντιπάθειας που είχε για τον Κολοκοτρώνη, αποσύρθηκε από την πολεµική δράση και αφιερώθηκε στην πολιτική. Υπήρξε επίσης σύµβουλος του Δηµήτριου Υψηλάντη. Στις εµφύλιες διαµάχες πήρε το µέρος της κυβέρησης του Κουντουριώτη. Το Μάϊο του 1823 έγινε Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κουντουριώτη από την οποία πολέµησε τον


Κολοκοτρώνη. Κατά την εισβολή του Ιµπραήµ στη Πελοπόννησο συµµετείχε στον αγώνα για την απόκρουσή του. Τελικά σκοτώθηκε το 1825 κατά την πολιορκία της Σφακτηρίας από τους Αιγυπτίους.

ΠΑΝΟΥΡΓΙΑΣ ΠΑΝΟΥΡΓΙΑΣ (1759 ή 1767-1834) Σχετικά µε τη γέννηση του Πανουργιά αναφέρονται δύο χρονολογίες. Σύµφωνα µε µερικές πηγές γεννήθηκε το 1759. 0 ιστορικός Φιλήµων αναφέρει ως έτος γέννησής του το 1767, που φαίνεται ότι είναι το πιθανότερο. Ο πατέρας του Πανουργιά λεγόταν Ξηροδηµήτρης, επειδή ήταν εξαιρετικά αδύνατος. Ήταν προεστός του χωριού Δρέµισα της Παρνασσίδας. Όταν βαπτιζόταν ο ανάδοχός του (νονός) τον πέρασε για κορίτσι και του έδωσε το όνοµα Πανώρια ή Πανωραία. Αµέσως, θέλησε να διορθώσει το λάθος του αλλά οι γονείς του Πανουργιά, που ήταν πολύ θεοσεβούµενοι, άφησαν το όνοµα το οποίο του δόθηκε µε το


µυστήριο και απλά τον φώναζαν Πανουργιά. Το όνοµα αυτό τελικά έγινε οικογενειακό όνοµα (επίθετο των Πανουργιάδων). Ο Πανουργιάς ως νέος διακρινόταν για το ωραίο του παρουσιαστικό. Η εντυπωσιακή του εµφάνιση έγινε η αιτία να σωθεί η ζωή του όταν για κάποια συνηθισµένη για την εποχή αιτία καταδικάστηκε σε θάνατο. Ένας ισχυρός Τούρκος, ο Δελή Αχµέτ λυπήθηκε τον νέο Πανουργιά και µεσολάβησε να του χαρίσουν τη ζωή. Μάλιστα τον πήρε στην υπηρεσία του. Αξίζει να σηµειωθεί ότι µε τον ίδιο περίπου τρόπο είχε σωθεί και ο Αλή πασάς όταν ήταν νέος. Ο Δελή Αχµέτ έγινε αργότερα κλέφτης και πήρε τον Πανουργιά πρωτοπαλίκαρο. Όταν πέθανε ο Τούρκος κλέφτης ο Πανουργιάς πήρε τη θέση του και συνεργαζόµενος µε τον Ανδρούτσο έλαβε µέρος στις επιχειρήσεις του Λάµπρου Κατσώνη. Μετά τον θάνατο του Ανδρούτσου ο Αλή πασάς, για να απαλλαγεί από τον επικίνδυνο αυτό κλέφτη, τον έκανε αρµατολό. Αργότερα ο τελευταίος έγινε πάλι κλέφτης, όταν αντικαταστάθηκε στο αρµατολίκι από τον Λάµπρο Σουλιώτη. Επειδή ήταν αδύνατο να τον συλλάβει ο Αλή πασάς έδωσε εντολή και πήραν την οικογένειά του στα Ιωάννινα. Τότε ο Πανουργιάς αναγκάστηκε να παραδοθεί - κατ' άλλους να συλληφθεί - από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και να αποσταλεί στον τύραννο της Ηπείρου. Όπως συνέβη σε πολλές περιπτώσεις ο Αλή πασάς δεν έβλαψε τον Πανουργιά αλλά τον κράτησε κοντά του για να τον επιτηρεί.


Όταν ο Αλή πασάς πολιορκήθηκε στα Γιάννενα ο Πανουργιάς κατόρθωσε να φύγει και να επιστρέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οι προύχοντες των Σαλώνων, που ήταν µυηµένοι στη Φιλική Εταιρεία, χωρίς να ενηµερώσουν τον Τούρκο διοικητή ονόµασαν µε έγγραφό τους και τον Πανουργιά αρµατολό. Επίσης δεν έδιωξαν τον Λάµπρο Σουλιώτη. Κατά το διάστηµα που µεσολάβησε µέχρι την έναρξη του αγώνα ο Πανουργιάς µαζί µε τους άλλους οπλαρχηγούς και προύχοντες της περιοχής οργάνωναν µε επιµέλεια και φρόνηση τον αγώνα. Ήταν τότε 54 ετών (ή 63, σύµφωνα µε την πρώτη εκδοχή για την ηµεροµηνία γέννησής του). Όταν ξέσπασε η επανάσταση στον Μοριά ο Πανουργιάς µετέβη στο µοναστήρι του Προφήτη Ηλία, πήρε µαζί του τους προκρίτους της περιοχής για να τους προστατεύει, τακτοποίησε τους άνδρες του, σύστησε εφορία και στις 27 Μαρτίου 1821 ύψωσε τη σηµαία της επανάστασης. Έτσι η Άµφισσα έγινε η πρώτη πόλη της Στερεάς Ελλάδας που ύψωσε τη σηµαία της Επανάστασης. Λίγες ηµέρες αργότερα οι Τούρκοι, οι οποίοι είχαν κλειστεί βιαστικά στο κάστρο της πόλης χωρίς να πάρουν πολλά εφόδια, αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Ο Πανουργιάς συγκέντρωσε αρκετά όπλα για τους άοπλους άνδρες του και φρόντισε να µην ενοχληθούν ο αρχηγός των Τούρκων και οι σηµαίνοντες από αυτούς, τους οποίους χρησιµοποίησε αργότερα για ανταλλαγή αιχµαλώτων. Μεγάλη υπήρξε η δράση του Πανουργιά κατά τους αγώνες που ακολούθησαν, κατά τους οποίους θυσιάστηκαν και µαρτύρησαν πολλοί διακεκριµένοι Έλληνες όπως ο Αθανάσιος Διάκος, ο µητροπολίτης Σαλώνων Ησαΐας και άλλοι. Αποκορύφωµα υπήρξε η µάχη των


Βασιλικών, όπου µαζί µε τον εφάµιλλό του Δυοβουνιώτη πέτυχαν περιφανή νίκη κατά των Τούρκων. Εκεί διακρίθηκε ο γιος του Ιωάννης ή Νάκος Πανουργιάς, τον οποίο ο γεροΠανουργιάς άφησε στη θέση του και µετά τη µάχη πήγε στον Μοριά για να πάρει µέρος στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης. Εκεί µεσολάβησε, κατά την πολιορκία του Ακροκορίνθου από τον Πλαπούτα, ώστε να γίνει συµφωνία και να φύγουν από το φρούριο 150 Αλβανοί µε τα όπλα, τις αποσκευές και χίλια γρόσια ο καθένας. Σηµαντική υπήρξε η συµβολή του Πανουργιά, σε συνεργασία µε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, στην ήττα του Δράµαλη στον Μοριά. Οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας µετά την κάθοδο το Δράµαλη στην Πελοπόννησο σφράγισαν κυριολεκτικά την οδό ανεφοδιασµού του και δεν άφησαν να περάσει ούτε µια άµαξα ή ένα µουλάρι για τον στρατό που φιλοδοξούσε να καταπνίξει την Επανάσταση και ο οποίος καταστράφηκε στα Δερβενάκια. Τον Ιούλιο τoυ 1824 µια µεγάλη στρατιά υπό τον Αµπάζ πασά κινήθηκε από τη Λαµία προς την Άµφισσα. 0 γερο-Πανουργιάς πρότεινε και πέτυχε να πείσει τους συµπατριώτες του να καλύψουν την περιοχή της Άµπλιανης, µεταξύ Γραβιάς και Σαλώνων. Μια δύναµη 700 ανδρών από τα Σάλωνα µε επικεφαλής τον γιο του Νάκο έσπευσε να καταλάβει θέσεις για να κλείσει τον δρόµο του εχθρού. Σε σύντοµο διάστηµα η δύναµη ενισχύθηκε µε σώµατα άλλων οπλαρχηγών, µεταξύ των οποίων ήταν ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και άλλοι. Η µάχη της Άµπλιανης, που διήρκεσε εννέα ώρες, έληξε µε µεγάλη νίκη των Ελλήνων, που µε ελάχιστες δικές τους απώλειες κατόρθωσαν να σκοτώσουν µεγάλο αριθµό


Τούρκων (500 περίπου κατά τις µετριοπαθέστερες εκτιµήσεις) και να πάρουν πολλά λάφυρα. Τον επόµενο χρόνο το άνθος των ανδρών του Πανουργιά σκοτώθηκε κατά τη µάχη στην περιοχή Πέντε Όρνεα εναντίον πολυάριθµων Τούρκων. Ο γιος του Νάκος, µετά την ανακήρυξη του Καραϊσκάκη σε γενικό αρχηγό, τάχθηκε υπό αυτόν και πήρε µέρος στη µάχη του Χαϊδαρίου και στις επιχειρήσεις του στην ανατολική Ελλάδα. Μετά την έλευση του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, και την προσπάθεια αυτού να δηµιουργήσει τακτικά στρατεύµατα, ο Νάκος Πανουργιάς διορίστηκε πεντακοσίαρχος στη χιλιαρχία του Δυοβουνιώτη. 0 γερο-Πανουργιάς το 1833 διορίστηκε µέλος µιας οκταµελούς επιτροπής η οποία συστάθηκε στο Ναύπλιο για να εξετάσει τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει οι αγωνιστές κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Η επιτροπή αυτή συστάθηκε και σε άλλα µέρη µετά τη διάλυση των άτακτων στρατευµάτων από την Αντιβασιλεία. Μετά το τέλος των εργασιών της, ο αγωνιστής επέστρεψε στην Άµφισσα, όπου και πέθανε τον επόµενο χρόνο (1834). Ο Πανουργιάς εκτός από την ανδρεία και την ικανότητά του περί τα στρατιωτικά, στα οποία έδειξε µοναδική αποφασιστικότητα, τήρησε συνετή στάση έναντι των αρχόντων της ιδιαίτερης πατρίδας του, τηρώντας τα µέτρα που αποφάσιζαν και µη επιτρέποντας καµία ανυπακοή ή απειθαρχία.


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος υπήρξε στην αρχή αρµατολός και σπουδαίος πολεµιστής και στη συνέχεια κατέστη κορυφαίος στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Το επίθετό του είναι µάλλον υποκοριστικό του Καραΐσκος όπου απαντάται ως οικογενειακό επώνυµο στις επαρχίες Βάλτου, Καρπενησίου, Φαρσάλων, Καρδίτσας, Βόνιτσας κ.α. Το δε επώνυµο Καραΐσκος είναι σύνθετο από τη τουρκική λέξη "καρά" και Ίσκος. Πιο συγκεκριµένα το κανονικό του επίθετο όπως και του αρµατολού πατέρα του ήταν Ίσκος αλλά λόγω της περήφανης και σκληρής προσωπικότητας που διαµόρφωσε στα δύσκολα και δυστυχισµένα παιδικά του χρόνια, του προσδόθηκε - από όλους - σαν αντάξιο προσωνύµιο µπροστά από το επίθετο του, το λήµα "Καρα" που σηµαίνει µεγάλος και φοβερός. Το τελικό του επίθετο Καραϊσκάκης διαµορφώθηκε από το γεγονός ότι λόγω της Τουρκικής σκλαβιάς αναγκάστηκε από παιδί να γίνει κλέφτης στα βουνά. Ο πατέρας του ήταν ο αρµατολός Δηµήτριος Καραΐσκος και µητέρα του η Ζωή Ντιµισκή ή Διµισκή που καταγόταν από τη Σκουληκαριά της Άρτας. Πολύ νέα η Ζωή παντρεύτηκε κάποιον Γιαννάκη στο Μαυροµάτι αλλά χήρεψε σχεδόν αµέσως και κλείστηκε στο


µοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, κοντά στο χωριό του συζύγου της. Στα τέλη του 1779 ο αρµατολός Δηµήτριος Καραΐσκος βρήκε καταφύγιο στο µοναστήρι του Αγίου Γεωργίου και γνωρίστηκε µε την καλόγρια πλέον Ζωή. Ο καρπός του έρωτά τους γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα τον Μάϊο του 1780 µέσα στη σπηλιά στην οποία είχε κρυφτεί η Ζωή για να αποφύγει την κατακραυγή του κόσµου. Μόλις γέννησε τον γιο της η Ζωή τον εµπιστεύτηκε σε µια οικογένεια σαρακατσάνων τσοπάνηδων και η ίδια, µια και δεν µπορούσε φυσικά να γυρίσει στο µοναστήρι, ζούσε περιπλανώµενη στα γύρω χωριά πουλώντας λιβάνι και εικόνες. Άθλια και κατατρεγµένη, η µητέρα του Καραϊσκάκη πέθανε οκτώ χρόνια µετά τη γέννηση του γιου της. Μια µέρα, αποσπάσµατα Τουρκαλβανών του Αλή Πασά τον έπιασαν και τον έριξαν στις φυλακές. Εκεί άρχισε να µορφώνεται και να µαθαίνει πράγµατα που ως τότε δεν ήξερε. Μια µέρα έµαθε για αυτόν ο τύραννος της Ηπείρου, τον αποφυλάκισε και τον πήρε στην υπηρεσία του. Τον πρόσεχε σε κάθε βήµα. Γρήγορα όµως διαπίστωσε πως ήταν έξυπνος, µε πρωτοβουλία και του ανέθεσε δύσκολες δουλειές. Εκεί ο Καραϊσκάκης παντρεύτηκε κι απέκτησε την πρώτη κόρη του. Ο ευθύς χαρακτήρας του όµως και η τιµιότητα του τον


έκαναν να επαναστατήσει εναντίον της απανθρωπιάς του αφέντη του. Έφυγε λοιπόν στα βουνά και εντάχτηκε στην οµάδα των κλεφτών του Κατσαντώνη. Πολλές φορές βοήθησε τον πρώην αφέντη του, αλλά κι επανειληµµένα βρέθηκε αντιµέτωπος του. Ο πόθος του ήταν το αρµατολίκι των Αγράφων. Στο µεταξύ είχε γίνει µέλος της Φιλικής Εταιρείας. Παρ όλα αυτά στην πρώτη περίοδο του Αγώνα προσπάθησε να µην έρθει σε ανοιχτή ρήξη µε τους Τούρκους. Με διάφορα τεχνάσµατα κρατούσε µακριά από την περιοχή του τον τούρκικο στρατό. Γι αυτό το λόγο κατηγορήθηκε και ως προδότης και δικάστηκε. Λίγο αργότερα αποκαταστάθηκε όµως η φήµη του. Αµέσως µετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 µισθωτών. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τµήµατα και το µεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι παρά τα Σάλωνα (Άµφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίµηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους "στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας".


Όµως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης ο Κολοκοτρώνης έλαβε µέρος µαζί µε τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουµελιώτες στον 2ο εµφύλιο πόλεµο, κατά των λεγοµένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐµηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Αµέσως µετά έσπευσε και συµµετείχε στη µάχη του Κροµµυδίου (περιοχή Μεθώνης). Μετά το τέλος του 2ου εµφυλίου πολέµου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και µ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από τον Μωριά και τη Ρούµελη εφοδιάζοντάς τον µε χρήµατα, τρόφιµα και πολεµικό υλικό. Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στην Στερεά και κατά τα µέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισµένος γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευµάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιµπραήµ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης µαζί µε τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα µεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των πολιορκούντων το Μεσολόγγι Τούρκων, σε συνεννόηση µε τους πολιορκηµένους. Το περίφηµο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τµηµατικά από τις 21 µέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς να ολοκληρωθεί, πλην όµως επέφερε διακοπή της


πολιορκίας, οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκηµένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης µε 3.000 άνδρες σπεύδει στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και µέσω των τουρκικών οχυρωµάτων διήλθε την "Λάσπη του Καρβασαρά" όπου έδωσε νικηφόρα µάχη,1 Νοεµβρίου 1825, και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαµέστο, τον σηµερινό Αστακό. Την νύκτα 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των "Ελεύθερων Πολιορκηµένων" έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας, όµως έστειλε στη "Γέφυρα της Βαρνάκοβας" παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοί σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρηµος και ο ίδιος ασθενής σε στρώµα, ετοίµασε ψωµί και σφακτά που µοίρασε πλουσιοπάροχα στα "πεινασµένα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου". Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης µαζί µε πολλούς από εκείνους του µαχητές φθάνει στο Ναύπλιο, καθόσον η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική µόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τότε, αν και βρισκόταν σε προχωρηµένο στάδιο της φυµατίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, κατά µήνα Ιούλιο πρότεινε στην εδρεύουσα "Διοικητική Επιτροπή" να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όµως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐµης,


πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον Καραϊσκάκη ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του. Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Οµέρ Πασάς της Καρύστου και ο Κιουταχής από Θήβα. Πολύ σύντοµα ο Κιουταχής, ένεκα της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούµενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου [/B]του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιµαχία στο Χαϊδάρι της οποίας ακολούθησαν κι άλλες, φοβούµενος ο Κιουταχής την κατά µέτωπο επίθεση από τα κυκλοτερή πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιµαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέµου. Όταν όµως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης µε περιορισµένο σώµα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο µήνα και 15 µέρες µετά, 25 Οκτωβρίου,ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοποµπές, ολοκληρώνοντας τον αποκλεισµό ανεφοδιασµού των Τούρκων. Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε µετά την τετράµηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους


περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, µετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι, στα υψώµατα του οποίου έχτισε "ταµπούρια" (µικρές οχυρώσεις) όπου επανειληµµένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοπονήσιοι υπό τον γενναίο στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τους Πετµεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου. Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν οι διορισµένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάµεων", Κόχραν µαζί µε τον Τσωρτς, "διευθυντή χερσαίων δυνάµεων" προκειµένου να συνδράµουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθµιαία περιήλθε σε έριδες τόσο για την τακτική του πολέµου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά µέτωπο επίθεση. Οι διορισµοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναµφίβολα το µοιραίο σφάλµα που ανέτρεψε την βεβαία έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρµόσουν τακτικές οργανωµένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις µορφολογικές δυνατότητες της περιοχής επιζητώντας την έξοδο σε κατά µέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέµου που επιχειρούσαν µέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάµιξη αυτών στις πολεµικές ενέργειες µε ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη. Τούτο οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεµβαίνει προσωπικά µέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συµπλοκές, ακόµη και τις µικρότερες, ένα ακόµη µοιραίο σφάλµα των περιστάσεων εκείνων. Τούτο αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαµήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις αψιµαχίες άσκοπους και ακροβολισµούς για να µη φονεύονται και


οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε µάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όµως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την εµπύρετο κατάσταση που βρισκόταν αποφασίζει να ανακόψει ακροβολισµούς των Τούρκων. Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγµατοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συµφωνήσει κανείς να µην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισµούς πριν δοθεί το σύνθηµα για γενική επίθεση. Το απόγευµα της 22ας Απριλίου ακουστήκαν πυροβολισµοί από ένα Κρητικό οχύρωµα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συµπλοκής. Εκεί µια σφαίρα τον τραυµάτισε θανάσιµα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ότι θα κατέληγε. Ο ήρωας µεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού µετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συµπολεµιστή του Στρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν: "Εγώ πεθαίνω. Όµως εσείς να είστε µονιασµένοι και να βαστήξετε την πατρίδα". Την εποµένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύµα του µέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήµερα της γιορτής


του. Η σωρός του µεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δηµητρίου στη Σαλαµίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έµαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και µοιρολογούσε σαν γυναίκα. Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν µε τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της µάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σηµερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες µέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψη της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου. Ο Καραϊσκάκης είναι η πιο καταπληκτική, ίσως και η πιο δραµατική µορφή από τους αγωνιστές του '21. υπήρξε ένας επαναστάτης ως χαρακτήρας. Συνδύαζε το αρχαίο ηρωικόπολεµικό πρότυπο µε την ανθρώπινη απλότητα Αδικήθηκε πολλές φορές: "... Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούµελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίµονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων, αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, θεωρώντας τον εαυτόν του ικανό και άξιο στρατηγό αλλά και από αντιζηλία για τις ικανότητες τουΚαραϊσκάκη. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον


του ήταν µόνο ο Μαυροκορδάτος που ηθεληµένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειµένου να υποστηρίζει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συµπλοκές µεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό του Μαυροκορδάτου διοίκηση του Μεσολογγίου. Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη µετά οµολογίας του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε µεταβεί στα Γιάννενα ότι: "ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Οµέρ Βρυώνη µε την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό". Έτσι διόρισε επιτροπή προκειµένου να εξετάσει την "αποκάλυψη προδοσίας". Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824, µέσα σε 3 µέρες, εκδόθηκε προκήρυξη των εγκληµάτων του Καραϊσκάκη µε τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρόλα αυτά είναι αµφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δηµοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθµών και των αξιωµάτων του και διατάχθηκε να


αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία µε τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν µετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση ούτε κατά των Τούρκων δεν είχε προηγουµένως εκδοθεί. Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήµερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης µετά πολλών οπαδών του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα µετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώµη από τον Α. Μαυροκορδάτο που όµως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθµούς και τα αξιώµατά του..." Στο µοναστήρι του Προυσού πεσµένος στο κρεβάτι απ' τη φυµατίωση κατά το 1823 ο Καραϊσκάκης παροτρύνθηκε από κάποιο καλόγερο να τάξει στην Προυσιώτισσα ένα δώρο για να γίνει καλά. Τι να δώσω ορέ!... Δεν έχω τίποτε άλλο απ' το µουλάρι µου και το τάζω! '', είπε χαµογελώντας πικραµένα. Αφού βελτιώθηκε κάπως η υγεία του και του έπεσε ο πυρετός έδεσε το µουλάρι απ' την πόρτα της εκκλησίας χάρισµα στην Παναγία κι είπε το αστείο,'' Που νά' ξερα εγώ Παναγιά µ' πως ήθελες του µλάρι µ' για να µε γιάν'ς τόσο καιρό»..."


Βρίζοντας και πολεµώντας Λέγεται ότι ο Καραϊσκάκης ήταν αθυρόστοµος και πως η βωµολοχία του ήταν τόσο συνεχής και έντονη που οι συναγωνιστές του χρειάστηκε να αποδεχθούν το ελάττωµα του αυτό ως «χούι», προκειµένου να µπορέσουν να συνυπάρχουν και να συµπολεµούν µαζί του. Λένε, κάποτε που χτυπήθηκε απο φιλικό χέρι,χωρίς ποτέ να έχει αποδειχθεί, είδε ποιος τον βάρεσε και τα τελευταία του λόγια του αθυρόστοµου Καραϊσκάκη ήταν, "...αν γίνω καλά θα τον χαλάσω εγώ αυτόν που µε βάρεσε εάν ψοφήσω κλάστε µου το µπούτζο.." Ο οπλαρχηγός της Ρούµελης Ν. Στορνάρης,του στέλνει στα 1824 σε επιστολή ,µια πρόταση συµφιλίωσης απάντησε: «Γενναιότατε αδελφέ καπ. Νικόλα, ...είδα όσα µε γράφεις. Έχει και τουµπλέκια ο πούτζ.. µου, έχει και τρουµπέτες . Όποια θέλω από τα δυο θα µεταχειρισθώ...». Ανάλογη ήταν και η απάντηση: «Επειδή έχεις και τουµπλέκια και τρουµπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ο πούτζ.. µας και µε τουµπλέκια και µε τρουµπέτες θέλει σε κυνηγήσει...»


Σωρία ύβρεων απίστευτης σύλληψης και γλαφυρότητας περίµενε τους Οθωµανούς συνοµιλητές του, όταν αυτοί έρχονταν σε επαφές µαζί του σε περιόδους που ο Καραϊσκάκης δεν βρισκόταν στις συνηθισµένες µέχρι το 1825 γι' αυτόν συνδιαλλαγές µαζί τους, για να κρατήσει το αρµατολίκι των Αγράφων. Έτσι, στα 1823 ο Καραϊσκάκης λέει απευθυνόµενος στον απεσταλµένο του αρχηγού του τουρκικού στρατεύµατος των Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα: «Έλα, σκατότουρκε... έλα Εβραίε, απεσταλµένε από τους γύφτους έλα ν' ακούσεις τα κερατά σας, γα.. την πίστιν σας και τον Μωχαµέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες... Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε "από ηµάς" συνθήκην µε "έναν" κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχµούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την π ουτανα!»Κάποτε στα χρόνια του εµφυλίου τον πέρασαν απο δίκη και όταν εκείνος αρµατωµένος παρουσιάστηκε µπροστά τους για να δικαστεί τους είπε: «Γιατί µωρέ µε φέρατε εδώ; Ποιο παράνοµο έκανα;» Εκείνοι κίτρινοι από ντροπή σαν είδαν την περήφανεια του, δειλά του είπαν: «Για τη γλώσσα σου θα σε δικάσουµε Καραϊσκάκη». Τότε εκείνος απήντησε:


«Φτου σας µωρέ, γιατί αν µε δικάσετε για τη γλώσσα µου, εφτά ζωές να είχα, δεν θα τη γλύτωνα. Το έχω χούϊ µωρέ. Δεν είµαι όµως κακός Έλληνας εγώ». Τότε ένας δικαστής του είπε: «Καραϊσκάκη σου είπαµε να το κόψεις αυτό το χούϊ». Και ο Καραϊσκάκης απάντησε: «Κυρ - Πάνο είσαι περίπου 70 χρονών. Σου έχω πεί πολλές φορές να κόψεις το χούϊ που έχεις να γκαστρώνεις τις τσούπρες. Εσύ όµως δεν τόκοψες. Εσείς µωρέ δεν βλέπετε τις προστυχιές που κάνετε µε τους αγάδες και τους µπέηδες;» Η δίκη γελοιοποιήθηκε αλλά απόφαση έβγαλε. Να πως αναφέρεται στα Ελληνικά Χρονικά: (Είχαν βάλει την χερούκλα τους ο Μαυροκορδάτος και ο Γιαννης ο Ράγκος) . «ο Καραϊσκάκης είχε κρυφήν ανταπόκρισιν µε τους εχθρούς της πίστεως και της πατρίδος από τον Οµέρ πασάν εζήτησε µπουγιουρντί δια να γίνει καπετάνιος των Αγράφων. υπόσχετο εις τον εχθρόν να πιάσει την Τατάραιναν (το µοναστήρι της Τατάρνας) µε χιλίους στρατιώτας και ευµβούλευε να έβγη ο αποστάτης Βαρνακιώτης µαζί µε χιλίους εις το Ξηρόµερον; «υπέσχετο εις τον εχθρόν να τραβήξη προς εαυτόν στρατηγούς και χιλιάρχους Έλληνας εναντίον της πατρίδος.» και η απάντηση:


«έµένα η κακή τύχη µου και αρρώστησα οπίσω. Δεν ηξεύρω κιόλα από τα κρύα τα πολλά ήταν ή από τους αφορισµούς όπου µου εκάµετε, και σας παρακαλώ να µε συγχωρέσει η Διοίκησις και όλοι οι χριστιανοί και να µου σταλεί και µια ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως..» Ο Μακρυγιάννης περιγράφει αυτόν τον σπουδαίο αγωνιστή και άνθρωπο: "'Οταν ζούσε ο Καραϊσκάκης όλοι αυτείνοι ούτε δια ψυχογυιόν δεν τον κάναν καµπούλι. Σκοτώνοντας ο Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τα ντουφέκια τους, στόµωσαν τα σπαθιά τους. Τότε είδαµεν πόσα δράµια ζυάζει ο καθείς.'' ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ (1770-1843) Ο Θ. Κολοκοτρώνης είναι η σηµαντικότερη στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωµία της Επανάστασης του 1821. Για την ευφυΐα, την τόλµη, τη σύνεσή του, αλλά και για τη βαρύτητα του λόγου του, που από νέο τον χαρακτήριζαν, επονοµάσθηκε "Γέρος του Μοριά". Γεννήθηκε στο Ραµαβούνι της Μεσσηνίας στις 3


Απριλίου 1770, ενώ η καταγωγή του ήταν από το χωριό Λιµποβίσι της Αρκαδίας. Η οικογένειά του - µε γενάρχη τον Τσεργίνη - ανέδειξε πολλούς γενναίους κλεφταρµατολούςαγωνιστές και κατέβαλε βαρύ τίµηµα στον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων. Μέχρι την έκρηξη της Επανάστασης περίπου εβδοµήντα Κολοκοτρωναίοι είχαν βρει το θάνατο στον αγώνα κατά των Τούρκων. Ο πατέρας του Κωνσταντής ήταν µεγάλος κλεφταρµατωλός της Μάνης και του Ταϋγέτου. Η µητέρα του καταγόταν από το σόι των Κοστακαίων της Αλωνίσταινας. Tο 1770 είχε συµµετάσχει στην εξέγερση του Μοριά κατά τα Ορλωφικά. Αµέσως µετά, το 1771, ο Κωσταντής ήλθε σε σφοδρή σύγκρουση µε τους Τούρκους που είχαν στο µεταξύ εξαπολύσει ανηλεή διωγµό κατά των κλεφταρµατολών. Το 1779, µαζί µε τα αδέλφια του Αποστόλη, Γιώργο και Αναγνώστη, συµµετείχε στην εξόντωση των Αλβανών που µάστιζαν την Πελοπόννησο. Το 1780 όµως οι Τούρκοι ξεκίνησαν νέο διωγµό κατά των αρµατολών. Ισχυρό στράτευµα υπό τον Καπουδάν πασά Χασάν Τζελαϊδή που ήταν Βεζύρης, Βαλεσής και Σερασκέρης της Ρούµελης, αποβιβάστηκε στο Γύθειο και κατευθύνθηκε κατά της Καστάνιτσας που ήταν ορµητήριο του Κωνσταντή. Ο Κωνσταντής µαζί µε τον κλεφταρµατολό Παναγιώταρο


Βενετσανάκη και τις οικογένειές τους είχαν στο µεταξύ ταµπουρωθεί µε 150 παλικάρια στους δύο πύργους τους. Εκεί πρόβαλαν ηρωϊκή αντίσταση για 12 µέρες. Στο τέλος οι πολιορκούµενοι επεχείρησαν απεγνωσµένη έξοδο κατά την οποία σκοτώθηκε ο Κωνσταντής και δυο αδέλφια του. Ο αδελφός του Αναγνώστης και η γυναίκα του µαζί µε το µικρό Θεοδωράκη και µια αδελφή του κατάφεραν να διαφύγουν. Μετά το θάνατο του πατέρα του, η µητέρα του πήρε τα παιδιά της και κατέφυγε στο πατρογονικό της στην Αλωνίσταινα. Την ένδοξη εκείνη µάχη θα διηγηθεί αργότερα ο Κολοκοτρώνης στα αποµνηµονεύµατά του. Σε ηλικία 15 χρονών ο Θοδωράκης µαζί µε τη µητέρα του εγκαταστάθηκαν στο Άκοβο όπου ζούσε ο θείος του Αναγνώστης. Λίγο µετά και σε ηλικία 15 ετών διορίσθηκε, κάπος στην επαρχία Λεονταρίου. Το 1790 και σε ηλικία 20 χρονών παντρεύτηκε τη µικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου Καρούτσου και έζησε άλλα επτά χρόνια στον Άκοβο, όπου εγκατέστησε το σπιτικό του. Στο µεταξύ εντάχτηκε στα σώµατα των κλεφτών της Πελοποννήσου και ειδικότερα στο σώµα του Ζαχαριά, όπου γρήγορα διακρίθηκε και έγινε πρωτοπαλίκαρο. Στη συνέχεια συγκρότησε δικό του σώµα και ανέπτυξε πλούσια δράση.


Μετά τους µεγάλους διωγµούς που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι κατά της κλεφτουριάς κατέφυγε το 1810 στη Ζάκυνθο, όπου έµεινε µε την οικογένειά του 15 χρόνια και υπηρέτησε στον αγγλικό στρατό σαν ταγµατάρχης σε Σύνταγµα Ελλήνων εθελοντών. Η θητεία του αυτή του δίδαξε πολλά για την στρατιωτική τέχνη, τα οποία και εφάρµοσε αργότερα στον πόλεµο της Ανεξαρτησίας. Μετά τη διάλυση του Συντάγµατος ασχολήθηκε µε το εµπόριο. Το 1818 µυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από το φιλικό Πάγκαλο. Ως απεσταλµένος της στη Μάνη σήκωσε µαζί µε τον Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη στις 23 Μαρτίου 1821 τη σηµαία της Επανάστασης στην Καλαµάτα και επικεφαλής πολλών άλλων αγωνιστών, την απελευθέρωσε. Ο Θ. Κολοκοτρώνης πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα και σε πολλές κρίσιµες καµπές του αγώνα. Χαρακτηριστικά, η νίκη στο Βαλτέτσι το Μάιο 1821 ήταν η πρώτη µεγάλη νίκη και έσφιξε τον κλοιό της πολιορκίας της Τρίπολης. Η άλωση της Τριπολιτσάς (Σεπτέµβριος 1821), ήταν η πρώτη µεγάλη επιτυχία του απελευθερωτικού αγώνα και παγίωσε τη θέση των επαναστατών. Η καταστροφή της στρατιάς των 30.000 ανδρών του Δράµαλη πασά στα Δερβενάκια (Ιούλιος 1822), όπου ο Κολοκοτρώνης κινητοποίησε ακόµα και τους χωρικούς µετατρέποντάς τους σε τροµερούς αγωνιστές, εδραίωσε την επανάσταση στο Μοριά. Στις επιχειρήσεις αυτές πρυτάνευσαν η ευφυΐα, η διορατικότητα και η τόλµη του στρατηγικού του µυαλού. Οι επιτυχίες αυτές έµελλαν να τον αναδείξουν στη συνέχεια σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Παράλληλα ο Κολοκοτρώνης άρχισε να συµµετέχει ενεργά και στην πολιτική, αφού εκλέχτηκε µέλος


της Πελοποννησιακής Γερουσίας και έγινε αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, µε πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο. Στη δύσκολη περίοδο του Εµφύλιου πολέµου ο Κολοκοτρώνης πολλές φορές προσπάθησε να αµβλύνει τις αντιθέσεις ανάµεσα στους αντιπάλους, µακριά από προσωπικές φιλοδοξίες και έχοντας πάντα σαν κεντρική του επιδίωξη την οµόνοια και ενότητα µεταξύ των Ελλήνων. Παρ' όλα αυτά όµως έγινε στόχος µεθοδεύσεων και ραδιουργιών από την πλευρά µερικών κοτζαµπάσηδων και πολιτικών και τελικά δεν απέφυγε τις διώξεις και τη φυλάκιση. ΄Έσι, κατά την Β΄ Εθνοσυνέλευση το ΜάρτιοΑπρίλιο του 1823 στο Άστρος, όπου και εκδηλώθηκαν οι πρώτες αντιθέσεις ανάµεσα στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς, αποφασίστηκε µεταξύ άλλων η κατάργηση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, ψυχή της οποίας ήταν ο Κολοκοτρώνης, αλλά και του βαθµού του αρχιστρατήγου τον οποίο έφερε ο ίδιος. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε µείωση του φυσικού αρχηγού των στρατιωτικών σωµάτων και σηµατοδότησε τη ρήξη ανάµεσα στο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο του Εκτελεστικού, και τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος παραιτήθηκε από αντιπρόεδρος. Στις 16 Νοεµβρίου του 1823 οπαδοί του διέλυσαν το Βουλευτικό. Στη συνέχεια πολλά µέλη του που ήταν αντίθετοι στον Κολοκοτρώνη κατέφυγαν στο Κρανίδι, όπου όρισαν νέα κυβέρνηση υπό τον Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη. Έτσι, στις αρχές του 1824 υπήρχαν δύο κυβερνήσεις, µία στην Τριπολιτσά υπό τον Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη και η άλλη υπό τον Γ. Κουντουριώτη στο Κρανίδι. Το Μάρτιο του 1824 οι κυβερνητικοί στράφηκαν εναντίον των στρατιωτικών, κατέλαβαν την Ακροκόρινθο και την


Τριπολιτσά και άρχισαν να πολιορκούν το Ναύπλιο το οποίο υπεράσπιζε ο Πάνος, γιος του Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης αντιλαµβανόµενος ότι οι εξελίξεις απέβαιναν σε βάρος του ήλθε σε συνδιαλλαγή µε τον Κουντουριώτη και παρέδωσε το Ναύπλιο µε αντάλλαγµα τη χορήγηση αµνηστίας. Έτσι τελείωσε η πρώτη φάση του εµφυλίου πολέµου. Η εµφύλια διαµάχη έµελλε όµως να συνεχισθεί, καθώς και οι δύο παρατάξεις (υπό τον Κουντουριώτη, από το ένα µέρος, και τον Ανδρέα Λόντο και τον Ανδρέα Ζαΐµη από το άλλο) επεδίωκαν να εξασφαλίσουν ηγετικό ρόλο στις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις. Η µία πλευρά υπό τον Κολοκοτρώνη, τον Λόντο και το Ζαΐµη (που ήταν αρχικά αντίπαλοι του Γέρου) είχε την υποστήριξη πολλών Πελοποννήσιων στρατιωτικών και πολιτικών, ενώ µε τον Κουντουριώτη συντάχθηκαν οι Ρουµελιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες οπλαρχηγοί. Η άρνηση ορισµένων περιοχών της Πελοποννήσου να πληρώσουν στην κυβέρνηση φόρο αποτέλεσε την αφορµή για την έκρηξη της δεύτερης φάσης του εµφυλίου κατά την οποία σηµειώθηκαν σφοδρές συγκρούσεις σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου. Η άνανδρη δολοφονία του γιου του Πάνου, κλόνισε σοβαρά τον Κολοκοτρώνη, που αποφάσισε να παραδοδεί στις αρχές του Δεκεµβρίου του1824. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1825 φυλακίστηκε στο µοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας µαζί µε τους Δεληγιανναίους και τον Νοταρά. Με τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Ακρόπολη των Αθηνών από ανθρώπους του Γκούρα τερµατίζεται η εµφύλια διαµάχη, αλλά η επανάσταση βρισκόταν σε µεγάλο κίνδυνο από την επέλαση του Ιµπραήµ πασά στην Πελοπόννησο. Μετά την ηρωική θυσία του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, και ενώ δρόµος για την Τριπολιτσά ήταν πλέον ανοιχτός


για τους εισβολείς, ο Κολοκοτρώνης[B] πήρε αµνηστία από την Κυβέρνηση.[/B] Όµως η πρωτεύουσα του Μοριά έπεσε στα χέρια του Ιµπραήµ στις 11 Ιουνίου του 1825, παρά τις προσπάθειες του Γέρου και των άλλων οπλαρχηγών να τον συγκρατήσουν. Στην κρίσιµη αυτή καµπή της επανάστασης ο Γέρος του Μοριά προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τον αγώνα, παρενοχλώντας τον εχθρό, στρατολογώντας αγωνιστές και φροντίζοντας για την επιµελητεία. Επιστρέφοντας στην Πελοπόννησο µετά την επιδροµή του στην Στερεά Ελλάδα, ο Ιµπραήµ προσπάθησε να εξαφανίσει τις επαναστατικές εστίες που απέµεναν στο Μοριά. Ο Κολοκοτρώνης τότε εφάρµοσε τακτική ανταρτοπόλεµου, προξένησε µεγάλες απώλειες στο στρατό Ιµπραήµ φέρνοντάς τον σε δύσκολη θέση. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1827, όταν ο Αιγύπτιος πασάς άρχισε να πυρπολεί τα χωριά και τους αγρούς αναγκάζοντας τους κατοίκους να δηλώσουν υποταγή µπροστά στον κίνδυνο του λιµού (να "προσκυνήσουν"), ο Γέρος του Μοριά εξαπέλυσε τα παλικάρια του στα χωριά που δήλωσαν υποταγή και πότε µε το καλό πότε µε τη βία κατάφερε να κρατήσει τη φλόγα της επανάστασης. Τα λόγια του ήχησαν τότε χαρακτηριστικά: “Φωτιά στα σπίτια και τσεκούρι στην περιουσία και το λαιµό εκείνων που κάνουν τα χατίρια των Τούρκων. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνηµένους !”.


Και στα αποµνηµονεύµατά του µάλιστα σηµειώνει χαρακτηριστικά : "Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήµατος εφοβήθηκα διά την πατρίδα µου". Παρά τα ρωσόφιλά του αισθήµατά ο Κολοκοτρώνης πάντα πίστευε πως οι Έλληνες έχουν χρέος να πολεµήσουν µόνοι τους για την Ανεξαρτησία τους χωρίς τη βοήθεια των ξένων. Αντιµετώπιζε µε δυσπιστία την ανάµειξή των ξένων στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος, θεωρώντας πως γινόταν πρώτιστα για την εξυπηρέτηση τα ιδικών τους συµφερόντων. Από την άλλη πλευρά, εµφορούµενος από µεγάλη µεγαλοψυχία, συγχώρησε τους εχθρούς του, ακόµα και εκείνους που ευθύνονταν για το θάνατο συγγενών του και του γιου του. Με την έλευση του Καποδίστρια ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε ένθερµα υπέρ της πολιτικής του αν και διαφωνούσε µε τον αυταρχικό τρόπο της εφαρµογής της. Επίσης πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα. Με την έλευση όµως του τελευταίου (30-1-1832) έγινε στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών εκ µέρους των πολιτικών του αντιπάλων µε προεξάρχοντα τον Ι. Κωλέττη και αντιµετωπίστηκε µε ψυχρότητα από τους Βαυαρούς που δεν µπορούσαν να του συγχωρήσουν τη φιλοκαποδιστριακή του τοποθέτηση.


Η σκευωρία που εξυφάνθη εναντίον του κατέληξε τελικά στο να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί στις 6 Σεπτεµβρίου 1833 µαζί µε τον Πλαπούτα, το γιο του Γενναίο, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς µε την κατηγορία ότι ετοίµαζαν συνοµωσία εναντίον του ανήλικου βασιλιά Όθωνα και της κυβέρνησης. Παρά τη γενναία στάση των δύο δικαστών Α. Πολυζωϊδη και Γ. Τερτσέτη, καταδικάσθηκε µαζί µε τον Πλαπούτα σε θάνατο και φυλακίσθηκε στο Παλαµήδι σε ηλικία 63 ετών. Λίγο αργότερα η ποινή του µετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη. Τον Μάιο του 1835 µετά την ενηλικίωση του Όθωνα έλαβε χάρη και αποφυλακίσθηκε, εξουθενωµένος από τις άθλιες συνθήκες της φυλακής και τις ταπεινώσεις και σχεδόν τυφλός. Τα µετέπειτα χρόνια ο Γέρος του Μοριά έζησε στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπου ευτύχησε να γνωρίσει τη γενική αναγνώριση για την προσφορά του στον αγώνα. Έλαβε το βαθµό του στρατηγού, διορίσθηκε σύµβουλος Επικρατείας, τιµήθηκε µε τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, ορίσθηκε µέλος της επιτροπής για την ανέγερση του Πανεπιστηµίου Αθηνών και στάθηκε πιστός σύµβουλος του Όθωνα. Φύσει ανιδιοτελής όµως, ποτέ δεν επεδίωξε προσωπικά οφέλη και ανταλλάγµατα. Κατά την περίοδο αυτή γράφτηκαν τα αποµνηµονεύµατά του από το Γεώργιο Τερτσέτη καθ' υπαγόρευση του ίδιου του Κολοκοτρώνη µε τον τίτλο


Διήγησις συµβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836". Τα αποµνηµονεύµατα αυτά εκδόθηκαν το 1846 και αποτελούν πολύτιµη µαρτυρία και ιστορική πηγή για τον επαναστατικό αγώνα. Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 από εγκεφαλική συµφόρηση, αµέσως µετά το γάµο του µικρότερου γιου του Κολίνου και ετάφη στο Α Νεκροταφείο Αθηνών. Φτωχός από υλικά αγαθά, αλλά πλούσιος από την αγάπη του απλού λαού και ευτυχής που πρόλαβε να δει την αγαπηµένη του πατρίδα ελεύθερη. Μιας πατρίδας για την οποία αγωνίσθηκε σκληρά. Με αυταπάρνηση, µεγαλοψυχία, ήθος, όραµα και πίστη. ΚΩΣΤΑΣ ΛΕΠΕΝΙΩΤΗΣ (1777 - 1812) Ο Κώστας Λεπενιώτης, δευτερότοκος γιος του Γιάννη Μακρυγιάννη, γεννήθηκε στη Λεπενού γύρω στα 1777-80. Ακολούθησε το ασκέρι του αδελφού του Κατσαντώνη, ως οπλαρχηγός και συµµετείχε σ' όλες τις µάχες που αυτός έδωσε εναντίον των Τουρκαλβανών. Σε αντίθεση µε τον µετρίου αναστήµατος αδελφό του (τον Κατσαντώνη), ο Λεπενιώτης περιγράφεται ως γιγαντόσωµος, µε πελώριο ανάστηµα. Μάλιστα αναφερόµενος στη συνέλευση της Λευκάδας ο Σπ. Βερύκιος γράφει: "Είδα σε µια στιγµή τον πανύψηλο


γίγαντα Λεπενιώτη να σηκώνεται όρθιος και µε βροντερή φωνή και αφελή γλώσσα να διηγείται τα µάχη που ο Κατσαντώνης 'έδωκε µε τους Τούρκους πριν κατεβεί στη Λευκάδα". Από τους ιστορικούς, αναφέρεται ότι ήταν κι αυτός ανδρείος και ορµητικός διώκτης των Τουρκαλβανών, ενώ µετά το θάνατο του Κατσαντώνη το 1808, προσπάθησε να φανεί αντάξιός του και να αποδείξει την γενναιότητα και αρχηγική ικανότητά του. Έτσι επιζητούσε πάντοτε να βρει την ευκαιρία να επιτεθεί εναντίον των Τουρκαλβανών, εκδικούµενος µ' αυτόν τον τρόπο και το φοβερό θάνατο του αδελφού του. Το Μάιο του 1809 ο Λεπενιώτης ευρισκόµενος µε όλους τους άνδρες του στην περιοχή του χωριού Παπαδιά του Καρπενησίου "προσκάλεσε" σε µάχη το δερβέναγα Σουλεϊµάν Τότη, που είχε καταλύσει στο χωριό Δοµιανοί των Κτηµενίων. Ο Σουλεϊµάν αποδέχτηκε την πρόκληση και βάδισε προς την Παπαδιά, µε 300 Τουρκαλβανούς. Εκεί τους περίµενε ο Λεπενιώτης, ο οποίος µε ένα στρατηγικό τέχνασµα υποχρέωσε τους στρατιώτες του Σουλεϊµάν να βρεθούν ανάµεσα σε δυο πυρά. Οι Τουρκαλβανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν καταδιωκόµενοι από τους άνδρες του Λεπενιώτη, οι οποίοι στο άκουσµα της βροντερής φωνής του αρχηγού τους: "στο κόκκινο πεσλί χτυπάτε", άστραψαν τα πυρά τους και σκότωσαν το Σουλεϊµαν Τότη, αλλά και


πολλούς από τους στρατιώτες του στη φρικτή σφαγή που ακολούθησε. Κατά τη διάρκεια της µάχης αυτής σκοτώθηκαν πάνω από εξήντα Τουρκαλβανοί, οι δε υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή και έφθασαν κακήν κακώς µέχρι τους Δοµιανούς, ενώ από τα παλικάρια του Λεπενιώτη είχαν τραυµατιστεί πέντε, κι αυτά µόνον ελαφρά. Τους πυροβολισµούς από τη µάχη άκουσαν όµως και οι άνδρες του δερβέναγα Ταϊργκέκα, που βρίσκονταν κοντά στη Βρύση του "Καραµέτη" (στον Αηθανάση Καρπενησίου) και οι οποίοι έτρεξαν να βοηθήσουν τον Σουλεϊµάν Τότη. Το θέαµα που αντίκρισαν πλησιάζοντας στην Παπαδιά τους τρόµαξε τόσο ώστε, αντί να επιτεθούν εναντίον του Λεπενιώτη που τους περίµενε στην ίδια θέση, αναχώρησαν χωρίς να τολµήσουν να δώσουν κάποια µάχη. Πέρα απ' αυτή τη µάχη και τόσες άλλες πρωτύτερα µάχες µαζί µε τον Κατσαντώνη, ο Λεπενιώτης ακούραστος περιέτρεχε τον Αγραφιώτικο χώρο για προστασία στους κατοίκους του. Σύµφωνα δε µε τις σηµειώσεις του Καρπενησιώτη γερουσιαστή Ι. Τσιγκόλη, ο Λεπενιώτης επανειληµµένα ήλθε σε σύγκρουση µε τουρκαλβανικά τµήµατα και τους αρχηγούς Μπέηδες. Το 1810 κατέφυγε µε 200 περίπου από τους άνδρες του στο Μεγανήσι, το οποίο βρισκόταν κάτω από την εξουσία των Γάλλων, οι οποίοι τελικά τον εκδίωξαν από εκεί για τον Κάλαµο. Ο Λεπενιώτης ζήτησε να µπει στην υπηρεσία των Άγγλων και να καταταχθεί στα ελληνικά τµήµατα της Επτανήσου, αλλά όπως είπε: "επιθυµώ να δουλεύσω στους Άγγλους, αλλά δεν δίδω εις άλλον πίστη παρά εις τον Κολοκοτρώνη". Ο Θεόδωρος


Κολοκοτρώνης, που τότε ήταν αξιωµατικός στον Αγγλικό στρατό στα Επτάνησα, πήγε στον Κάλαµο, συνάντησε το Λεπενιώτη και όπως υποστηρίζει: "εκάµαµε εσβάρκο εις το Μεγανήσι, και εκδιώξαµε τους Φραντσέζους και εκάµαµεν στάσιν εκεί". Ο Λεπενιώτης παρέµεινε στα Ιόνια νησιά αλλά λίγο καιρό πριν οι Άγγλοι διαλύσουν τα Ελληνικά τάγµατα της Επτανήσου, αναγκάστηκε από τις περιστάσεις να δεχθεί την αµνηστία που του πρόσφερε ο Αλή πασάς, "µη δυνηθείς δια των όπλων να τον καταβάλει" και σε αντάλλαγµα ανέλαβε το αρµατολίκι των Αγράφων. Δεν δέχτηκε όµως να εµφανιστεί µπροστά στον Αλή πασά και παρέµεινε ουσιαστικά απροσκύνητος. Το φθινόπωρο του 1811 επέστρεψε στα Άγραφα και ανέλαβε το αρµατολίκι επικεφαλής 50 ανδρών, ενώ πολλοί από τους συντρόφους του διορίστηκαν "κολιτζήδες" των διαφόρων τµηµάτων στο αρµατολίκι. Δεν παρέµεινε όµως πολύ διάστηµα στο αξίωµα αυτό αφού δολοφονήθηκε άνανδρα στη Φουρνά από τους ανθρώπους του Τουρκόφιλου Νίκου Θέου και του κοτζάµπαση του Φουρνά Γιαννάκη Κωστάκη. Η δολοφονία Η πρώτη πηγή πληροφοριών προέρχεται από τις διηγήσεις του Θεοδοσίου Νικοθέου στο γερουσιαστή Ι. Τσιγκόλη. Δεν γνωρίζουµε όµως αν "η αγάπη για την αλήθεια" αποτελεί εγγύηση των λεγοµένων του στις ιστορικές σηµειώσεις ή προσπαθεί να δικαιολογήσει τον πατέρα του (Νικόθεο) για την ευθύνη που είχε στη δολοφονία του Λεπενιώτη. Η δεύτερη πηγή πληροφοριών στηρίζεται στο αυτόγραφο σηµείωµα του αγωνιστή Κώστα Γαλή από τη


Φουρνά, για τον οποίο δεν υπάρχουν βάσιµες αντιρρήσεις ως προς τον τρόπο που παρουσιάζει τα γεγονότα. Σύµφωνα λοιπόν µε το Θεοδόσιο Νικοθέου, (σηµειώσεις Τσιγκόλη) ο Αλής, επειδή δεν µπορούσε να περιορίσει τους κλέφτες υποχώρησε και διόρισε το Λεπενιώτη αρχηγό στο αρµατολίκι των Αγράφων. Έτσι πίστευε ότι από τη µια απαλλασσόταν απ' αυτόν και από την άλλη ότι θα ευχαριστούσε τους δηµογέροντες. Ο Λεπενιώτης µόλις πήρε το διορισµό του, έστειλε στον Αλή ένα δώρο που ήταν τενεκές κλειστός: "Ο Αλής νοµίζων ότι ησύχασε από τους κλέφτες διέταξε και ηνοίχθη ενώπιόν του ο τενεκές, δείγµα τούτο της υποταγής, αλλ' όταν ηνοίχθη µετ' αγανακτήσεως είδεν ότι περιείχε κόπρον ανθρώπινην". Ο Αλή πασάς έξαλλος από το θυµό του κάλεσε τον έµπιστό του Νίκο Θέου, από το χωριό Χρύσου, που τον είχε για τσοχαντάρη και τον διέταξε να πάει να σκοτώσει το Λεπενιώτη. Η οικογένεια Θέου βρισκόταν σε µεγάλη έχθρα µε το Λεπενιώτη. Η ιστορία άρχισε όταν περιήλθαν στα χέρια του Λεπενιώτη επιστολές που έστειλαν τα αδέλφια του Νίκου Θέου, οι Γιάννης και Θεόδωρος Θέος, σ' ένα Μπέη του Αλή για να τον ειδοποιήσουν να προφυλαχτεί στη "Βουλγάρα", κοντά στη Φουρνά από τους κλέφτες, που τελικά αυτοί πρόλαβαν και χτύπησαν τη συνοδεία του Μπέη και σκότωσαν τον ίδιον. Ο Λεπενιώτης δεν έκρυψε την οργή του εξαιτίας της φιλοτουρκικής διαγωγής που έδειξαν τα δύο αδέλφια του Νίκου Θέου, οι οποίοι στη συνέχεια κλείστηκαν στον πύργο τους στο Χρύσου και περίµεναν την επίθεσή του. Ο τρίτος όµως αδελφός Καραγιώργος Θέου κατόρθωσε να διαφύγει κι ο Λεπενιώτης για να τον εκδικηθεί έσφαξε τα παιδιά του. Στη


συνέχεια έκανε συχνές επιθέσεις στο χωριό και τελικά υποχρέωσε τους περισσότερους κατοίκους να το εγκαταλείψουν. Γι' αυτό ο Αλή πασάς στην προσπάθειά του να πείσει το Νίκο Θέου να σκοτώσει το Λεπενιώτη του υπενθύµισε: "το χωριό σου το χάλασε, τ' ανίψια σου τα σκότωσε". Υπακούοντας στην εντολή του Αλή και θέλοντας να εκδικηθεί για το κακό που βρήκε την οικογένειά του ο Νίκος Θέου, έφυγε από τα Γιάννενα και ήλθε στα άγραφα, αφού πήρε µαζί του τους χωριανούς του, Αυγέρη, Κόπανο και Ράµµο καθώς και τον Μάνταλλο από τον Κλειτσό µε µερικούς Τουρκαλβανούς κατευθύνθηκε στον πύργο του Γιαννάκη Κωστάκη στο Φουρνά, σύζυγο της αδελφής του και κοτζάµπαση της περιοχής. Ήταν Μεγάλη Εβδοµάδα και ο Νίκος Θέου είχε πληροφορηθεί ότι ο Λεπενιώτης θα έκανε Πάσχα στη Φουρνά. Όµως ο Λεπενιώτης και οι άντρες του πέρασαν το Πάσχα στο µοναστήρι της Βράχας και την Τετάρτη της Διακαινησίµου έφθασαν στη Φουρνά γύρω στους 100 άνδρες, οι περισσότεροι των οποίων είχαν ασηµένια άρµατα. Ο πύργος του Γιαννάκη Κωστάκη ήταν κάτω απ' την εκκλησία, που ο Λεπενιώτης θα εκκλησιάζονταν και µετά αφού θα κατέβαινε µια πέτρινη σκάλα της πλατείας θα κατευθυνόταν στον πύργο. Οι άνδρες του Νίκου Θέου είχαν τοποθετηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε µόλις ο Λεπενιώτης κατέβαινε τη σκάλα να του έριχναν. Πράγµατι έτσι και έγινε. Ο Λεπενιώτης τραυµατίστηκε στο δεξί χέρι και στο µηρό. Επέζησε 11 ηµέρες µετά τον τραυµατισµό του.


Η δολοφονία του Λεπενιώτη, σύµφωνα µε τις πληροφορίες του Θεοδοσίου Νικοθέου, πρέπει να συνέβη το 1812. Στην εκδοχή που µας παρουσιάζει για το θάνατο για το θάνατο του Λεπενιώτη, ο Θεοδόσιος Νικοθέου, προσπαθεί να δικαιολογήσει την ενέργεια αυτή του πατέρα του υποστηρίζοντας ότι ήταν πράξη εκδίκησης για τον θάνατο των µικρών ανιψιών του. Το αυτόγραφο διαφορετικό σηµείωµα του αγωνιστή Κώστα Γαλή αναφέρει ότι ο Γιαννάκης Κωστάκης, κοτζάµπασης στη Φουρνά, κολάκευε το Λεπενιώτη και του παράγγελνε ότι ήθελε να τον γνωρίσει προσωπικά. Έτσι την ηµέρα του Πάσχα παρασύρθηκε ο Λεπενιώτης από τις προσκλήσεις του Γιαννάκη Κωστάκη και έφθασε στην πλατεία της Εκκλησίας, ντυµένος στα κατάλευκα και ζωσµένος µε τα άρµατά του. Άρχισε να παρατηρεί τον πύργο του κοτζάµπαση, που η πόρτα του ήταν κλειστή και είπε στους παριστάµενους εκεί: "Αυτός ο πύργος όλο διαβόλους έχει µέσα του". Ξαφνικά ακούστηκε κάποιος πυροβολισµός και ο Λεπενιώτης φώναξε "τα σκυλιά µε λάβωσαν". Τον είχαν τραυµατίσει, ρίχνοντας από τον πύργο, στην κοιλιά και γι' αυτό και τον µετέφεραν κοντά στη "Γυφτόβρυση". Από εκεί µε φορείο που του έφτιαξαν οι άνδρες του τον µετέφεραν στη θέση "Ξηροσακολούλη". Μάλιστα ο Γαλής γράφει ότι ο θάνατός του κρατήθηκε µυστικός για πολλά χρόνια και απλώς έλεγαν ότι ήταν βαριά τραυµατισµένος.


Σύµφωνα µε τις σηµειώσεις του Γαλή η δολοφονία του Λεπενιώτη πραγµατοποιήθηκε το 1819. Μια άλλη παραλλαγή για το θάνατο του Λεπενιώτη προέρχεται από τις αφηγήσεις του Νίκου Μπουρδάρα, πατέρα του άλλοτε υπουργού Γιώργου Μπουρδάρα και αποτελεί συγκερασµό των δύο προηγουµένων : Σύµφωνα µ’ αυτήν, ο Αλή πασάς είχε καλέσει πολλές φορές το Λεπενιώτη στα Γιάννενα, αλλά αυτός είχε αρνηθεί να πάει γιατί του ήταν αδύνατο να ξεχάσει τον αποτρόπαιο θάνατο των γονιών του και των αδελφών του. Αντί λοιπόν να πάει να τον επισκεφθεί του έστειλε ένα δέµα που µέσα είχε "ακαθαρσίες". Ο Αλή πασάς οργισµένος διέταξε το Νίκο Θέου να τον σκοτώσει. Αυτός µαζί µε τους άνδρες ήλθε τότε στη Φουρνά και κλείστηκε στον πύργο του Γιαννάκη Κωστάκη, ο οποίος είχε ήδη καλέσει για το Πάσχα το Λεπενιώτη. Ήλθε στη Φουρνά ο Λεπενιώτης και ξεπέζεψε στην αγορά της κωµόπολης. Όλοι οι Φουρνιώτες, που ήταν εκεί, τον χαιρέτισαν και τον καλωσόρισαν χαρούµενοι και µε τις ανάλογες ευχές. Το ίδιο και ο Γιαννάκης Κωστάκης, που αποχαιρετώντας τον του είπε ότι τον περιµένει στον πύργο του. Η ώρα περνούσε, ο Λεπενιώτης περίµενε στην πλατεία να έρθει κάποιος από το προσωπικό του Γιαννάκη και να τον οδηγήσει στον πύργο. Επειδή αργούσε η ειδοποίηση, πήγε προς τη σκάλα της πλατείας από την οποία φαινόταν ο πύργος, σε απόσταση περίπου 50 µέτρων. Βλέποντας δε κλειστά τα παράθυρα και τις πόρτες του πύργου είπε: "Αυτός ο πύργος φίδια και διαόλους κρύβει σήµερα". Αµέσως µετά τον βρήκαν τα βόλια από τον πύργο και τον


τραυµάτισαν στην κοιλιά και στο δεξί ώµο. Μάλιστα λέγεται, ότι ο Λεπενιώτης τράβηξε µε το αριστερό του χέρι το σταυρό που είχε στο λαιµό του και τον ποδοπάτησε, γιατί, έχοντας µέσα τίµιο ξύλο, δεν τον προστάτεψε από το βόλι του κοτζάµπαση. Από τις προαναφερόµενες λοιπόν εκδοχές, καθίσταται φανερή η ιστορική ευθύνη του "µπαµπέση και τουρκόφιλου" Νικοθέου για τη δολοφονία του θρυλικού κλεφτοκαπετάνιου Λεπενιώτη. Προκύπτει δε χρονική διαφορά ανάµεσα στις αφηγήσεις του Θεοδοσίου Θέου, που αναφέρει χρονολογία θανάτου του Λεπενιώτη την Τετάρτη ηµέρα της Διακαινησίµου του έτους 1812 και του αγωνιστή Κ. Γαλή, που τοποθετεί το θάνατό του στο έτος 1819 την ηµέρα του Πάσχα, εκτός δε και άλλης σχετικής πληροφόρησης (Γ.Α.Κ. φάκελος Βλαχογιάννη αριθ.12, Καρκαβίτσας), που αναφέρεται στο έτος 1815. Αλλά η πιθανότερη χρονολογία είναι η του 1812 για την οποία µάλιστα είναι σύµφωνος και ο Κοσοµούλης στα "Στρατιωτικά Ενθυµήµατά" του και όχι η χρονολογία 1819, που αναφέρει ο Γαλής, αν ληφθεί υπ' όψιν το γεγονός ότι ο Αλή πασάς περιόδευσε το καλοκαίρι του έτους 1917 στ' Άγραφα και το Καρπενήσι, γεγονός που δεν θα το τολµούσε αν ζούσε τότε εκεί ο ασυµβίβαστος κλεφτοκαπετάνιος και άσπονδος εχθρός του Κώστας Λεπενιώτης. Εκτός αν είχε φθαρεί το κάτω µέρος του αριθµού (2) και εµφανίζεται σαν αριθµός 9 στην χρονολογία Γαλή. Διαφορετικές εξάλλου, απόψεις έχουν διατυπωθεί ως προς το τι απέγινε ο Λεπενιώτης µετά το βαρύ τραυµατισµό του, όπως οι προαναφερόµενες του Θεοδοσίου Θέου και του Κώστα Γαλή. Ο Λεπενιώτης τραυµατισµένος φέρεται να µεταφέρθηκε από τα παλικάρια του στο


γνωστό Μοναστήρι της Βράχας, "όπου µετά 20 περίπου ηµέρας απέθανε και ετάφη άγνωστο που". Κατ' άλλους µεταφέρθηκε στο Βάλτο όπου σε δυο βδοµάδες πέθανε (Ινστιτούτο Ηπειρωτικών Μελετών, σχόλια Α. Γιάγκα). Ανεξάρτητα όµως από τις διαφορές αυτές, µένει ο άδικος χαµός του "αρειµάνιου" και "ατρόµητου" κλεφτοκαπετάνιου και αρµατολάρχη Λεπενιώτη, που όσο κι αν ορισµένοι βιογράφοι του και ιστορικοί τον θέλουν "οξύθυµο, σκληρό και εκδικητικό, κυρίως µετά το µαρτυρικό θάνατο του Κατσαντώνη και Χασιώτου", ο θαυµασµός και η ευγνωµοσύνη παραµένει. Γι' αυτό η κωµόπολη Φουρνά έχει τοποθετήσει την προτοµή του στην κορυφή της "πέτρινης σκάλας" της κεντρικής πλατείας της, που φέρει το όνοµά του σαν ένδειξη ελάχιστου φόρου τιµής προς το ηρωικό παλικάρι των "Κατσαντωναίων", όπως και στην Αθήνα ο "Σύλλογος Φουρνιωτών" έχει το όνοµα "Ο Λεπενιώτης". Προστίθεται δε ακόµη ότι ο Λεπενιώτης ως αρµατολός Αγράφων στο ολιγόµηνο διάστηµα που παρέµεινε στη θέση αυτή "διοίκησε µε σύνεση, περίσκεψη και δικαιοσύνη χωρίς να λογαριάζει τους προεστούς (κοτζαµπάσηδες)". Εξάλλου, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι τα παλικάρια που συνόδεψαν τότε το Λεπενιώτη στη Φουρνά αντέδρασαν αµέσως και επιχείρησαν "να σπάσουν την δρύινη θύραν του πύργου", αλλά εκτός που ήταν καλά οχυρωµένος ο πύργος, έπρεπε φυσικά να βοηθήσουν τον βαριά


τραυµατισµένο αρχηγό τους και να τον οδηγήσουν σε πιο ασφαλή τόπο ή ακόµη µπορεί να υπάκουσαν σε παρακλήσεις από προκρίτους της Φουρνάς, "να µην κάψουν τον πύργο για να µην καταστραφεί η κωµόπολη". Μετά το θάνατο του Λεπενιώτη, οι άνδρες του, που ήταν τριακόσιοι και περισσότεροι, φαίνεται ότι δεν συµφωνούσαν για άλλο αρχηγό τους, "δεν ηδυνήθησαν να µείνουν ενωµένοι και διηρέθησαν εις διάφορα αποσπάσµατα καταδιωκόµενα πανταχόθεν συντόνως... και άλλα καταστράφησαν, άλλα διαλύθησαν και οι υπό τον Τσιόγκαν απεφάσισαν να προσκυνήσουν". Πράγµατι ο Αλή πασάς αποδέχθηκε την υποταγή τους και τον µεν Τσόγκα διόρισε δερβέναγα στο Ξηρόµερο, το Λάµπρο Κοσµά στα Σάλωνα, τον Καραϊσκάκη αρχηγό του µεταβατικού στο Κιουστάνι (Φουρνά), τον Χουσιάδα στη Νευρόπολη και τον Φραγγίστα στη Ρεντίνα Αγράφων (Γ.Α.Κ. φάκελος Βλαχογιάννη, εφηµ. "Φάρος της Όρθρυος" 1-4-1861), και άλλους Αγραφιώτες, όπως το Φλέγγα, το Χονδροπάνο, το Χοντροµήτρο κλπ. τους πήρε τσοχανταραίους και "έτσι έληξε η ηρωική περίοδος των προς της Επαναστάσεως κλεφτών". Όµως η φωτιά που είχαν ανάψει οι Κατσαντωναίοι δεν είχε σβήσει, αλλά κρυφόκαιγε και µαζί µε τα δηµοτικά τραγούδια για τις ανδραγαθίες και αναµνήσεις της κλεφτουριάς και της Φιλικής Εταιρείας την ενθάρρυνση και τις κρυφές συνάξεις και διαβουλεύσεις στο


επίκεντρο του κλεφταρµατωλισµού, τ' Άγραφα, παρέµεινε άσβεστη µέχρι και την Επανάσταση του '21.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.