“
Αν ένας χάρτης του κόσμου δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει ούτε μια ματιά μας. Lewis Mumford (Μάμφορντ,1998)
”
Ερευνητική Εργασία Ουτοπία_Αναζήτηση του Μέλλοντος στο Παρελθόν Utopia_ Looking For The Future In The Past Τριανταφυλλίδου Αλεξάνδρα ΑΕΜ | 7964 Επιβλέποντες Καθηγητές Αλιφραγκής Σταύρος | Παπαδημητρίου Σπύρος Θερινό Εξάμηνο Ακαδημαϊκό Έτος 2018-2019 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Ουτοπία Αναζήτηση του Μέλλοντος στο Παρελθόν
Στη μνήμη του μπαμπά μου
[περιεχόμενα] Εισαγωγή 01
11
Ουτοπία Εννοιολογική Προσέγγιση
02
Περιήγηση στις Κοινωνικές Ουτοπίες 2.1 Ουτοπίες της Αρχαιότητας
23
24
2.1.1Πλάτων, Πολιτεία
2.2 Ουτοπίες της Αναγέννησης
29
2.2.1 Thomas More, Ουτοπία
2.2.2 Tomasso Campanella, Ηλιούπολη
36
2.2.3 J. Valentin Andreae, Χριστιανούπολη
40
2.2.4 Francis Bacon, Νέα Ατλαντίδα
44
2.3 Ουτοπίες του 19ου αιώνα
30
49
2.3.1 Étienne Cabet, Ταξίδι στην Ικαρία
50
2.3.2 William Morris, Ειδήσεις απ’την Ουτοπία
54
2.4 Ουτοπίες του 20ου αιώνα
2.4.1 H. George Wells, Μια σύγχρονη Ουτοπία
2.5 Συμπεράσματα
03
16
59 60 64
Περιήγηση στις Πολεοδομικές Ουτοπίες 3.1 Σχέση Κοινωνικής και Πολεοδομικής Ουτοπίας
69
3.2 Τρεις Πρόδρομοι του Επιστημονικού Σοσιαλισμού
73
3.2.1 Robert Owen, ο “δάσκαλος”
74
3.2.2 Charles Fourier, ο “επινοητής”
78
3.2.3 Henri de Saint-Simon, ο “προφήτης”
82
3.3 Ουτοπιστές Πολεοδόμοι του 20ου αιώνα
86
3.3.1 Ebenezer Howard, Garden City
90
3.3.2 Le Corbusier, Ville Contemporaine & Ville Radieuse
96
3.3.3 Frank Lloyd Wright, Broadacre City
104
04
Εγχειρίδιο Κατανόησης Ουτοπιών 4.1 Τα 10 + 1 γνωρίσματα
113
4.1.1 Φύση
114
4.1.2 Γεωγραφική Θέση
115
4.1.3 Πληθυσμός
116
4.1.4 Κοινωνικό-Οικονομική Δομή
117
4.1.5 Άτομο/Χρήστης
118
4.1.6 Οικογένεια/Γάμος/Γυναίκα
119
4.1.7 Ιδιοκτησία
120
4.1.8 Εκπαίδευση
121
4.1.9 Εργασία
122
4.1.10 Αρχιτεκτονική & Οργάνωση Χώρου
124
4.1.11 Ευτυχία
127
4.2 Απολογισμός
05
4.2.1 Αποτυχία
128
4.2.2 Επιτυχία
130
Ουτοπία ή Δυστοπία;
136
Επίλογος
144
Βιβλιογραφία
151
Πηγές εικόνων
159
[εισαγωγή]
Η εποχή στην οποία ζούμε σήμερα πρόκειται για μια εποχή συμβιβασμών, όπου στη θέση των κυβερνώντων έχουν πάψει να τοποθετούνται οραματιστές. Δεν αναζητούμε πια λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα αλλά τρόπους ή νόμους με τους οποίους θα τα μειώσουμε. Δεν ψάχνουμε να βρούμε για παράδειγμα, πώς να σταματήσουμε τα εγκλήματα, αλλά πώς να εμπλουτίσουμε το ποινικό μας σύστημα. Αντίστοιχα, δεν προσπαθούμε να βρούμε τη λύση για την έκλειψη των λιμών και της φτώχιας, αλλά επιλέγουμε να δημιουργούμε φιλανθρωπικές οργανώσεις (Μπερνέρι,1999: 9). Σήμερα, λοιπόν, που ο κόσμος χρήζει αλλαγής και που οι άνθρωποι ενδιαφέρονται τόσο πολύ για το άμεσο πραγματοποιήσιμο και το εφικτό, θα ήταν ενδιαφέρον ίσως να στραφούμε ξανά πίσω στις κοινωνίες αυτές που κάποιοι ονειρεύτηκαν για εμάς και που απείχαν από κάθε γνωστό κανόνα και ιδανικό της τελειότητας, για την εποχή τους τουλάχιστον, και με βάση αυτές να εμπλουτιστούμε με προβληματισμούς αλλά και ιδέες ώστε να αναζητήσουμε και εμείς ένα νέο μέλλον. Αυτές οι ιδανικές απραγματοποίητες κοινωνίες ονομάζονται Ουτοπίες. Αν αναζητήσει κανείς τη σημασία της λέξης στα λεξικά θα ανακαλύψει πως αποτελεί μια λέξη που σχηματίζεται από το ουσιαστικό τόπος στο οποίο προηγούνται δύο προθέματα: το εὐ, που εκφράζει την καλή ποιότητα και το οὐ, που δηλώνει άρνηση. Συνεπώς, θα μπορούσε να προσδιορίζει έναν τόπο της ευτυχίας, του καλού αλλά και έναν τόπο που δεν υπάρχει πουθενά, έναν τόπο που στερείται γεωγραφικής ύπαρξης. Με άλλα λόγια, έναν τόπο όπου είναι τόσο όμορφο να ζει κανείς ώστε καταντά απρόσιτος (Paquot,1998: 12). Πιο συγκεκριμένα, η λέξη Ουτοπία, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1516 από τον Thomas More στο ομώνυμο βιβλίο του, όπου περιγράφει αναλυτικά τη ζωή σε μία ουτοπική χώρα, την οποία έχει τοποθετήσει σε ένα άγνωστο και αχαρτογράφητο νησί. Αρκετά χιλιάδες χρόνια όμως, πριν από αυτόν, το 370 π.Χ., ο Πλάτωνας μας περιγράφει τη δική του ιδανική πολιτεία. Για το λόγο αυτό λαμβάνουμε ως σημείο μηδέν για τον κόσμο των ουτοπιών την Πολιτεία του Πλάτωνα αλλά αναγνωρίζουμε ως πρώτη εμφάνιση του όρου, την ουτοπία του More. Στην προκειμένη έρευνα λοιπόν, αναζητούμε τις πιο σημαντικές ουτοπικές περιγραφές, βασιζόμενοι πάντα σε αυτές που η βιβλιογραφία μας, ελληνική και ξενόγλωσση, αναδεικνύει ως κομβικές αλλά και σε μια προσωπική διαλογή. Στο πρώτο κεφάλαιο, διευκρινίζουμε την έννοια της ουτοπίας ώστε να γίνει αντιληπτός ακόμα καλύτερα ο τρόπος με τον οποίο την προσεγγίζουμε. Στη συνέχεια διαχωρίζουμε τις ουτοπίες σε δύο είδη ανάλογα με τον αν έχουν υπάρξει προσπάθειες υλοποίησής της ή έστω σχέδια πόλης. Στο δεύτερο κεφάλαιο λοιπόν, αναλύουμε το πρώτο είδος, αυτό που εμείς καλούμε κοινωνική ουτοπία, δηλαδή εκείνη που εξηγεί τη δομή και την οργάνωση της πόλης μέσω λεκτικών περιγραφών. Η αρχή λοιπόν, πραγματοποιείται την περίοδο της αρχαιότητας με τη συμβολή του Πλάτωνα και τη δημιουργία της Πολιτείας του. Έπειτα, προχωράμε στις ουτοπίες της Αναγέννησης με σημείο κατατεθέν την νήσο του More, Ουτοπία. Ακολουθεί η μελέτη των πιο σημαντικών ουτοπιστών του 19ου αλλά και 20ου αιώνα. Το ταξίδι γύρω από αυτό το είδος ουτοπιών οδήγησε την έρευνά μας στην αναζήτηση κάποιας πραγματικότητας μέσα σε αυτό το φανταστικό κόσμο. Με αυτό τον τρόπο εισερχόμαστε, στο τρίτο κεφάλαιο και επομένως, στη μελέτη του δεύτερου είδους, αυτό της πολεοδομικής ουτοπίας. Robert Owen, Charles Fourier και Saint Simon, υπήρξαν οι τρεις ουτοπιστές που πρώτοι επιχείρησαν να δημιουργήσουν τη δική τους ουτοπική κοινότητα και τοποθετούνται δικαίως στη μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο. Ο 20ος 11
αιώνας εμπλούτισε το λεξιλόγιο και τα μέσα των ουτοπιστών με αποτέλεσμα ο Ebenezer Howard να παρουσιάσει πραγματικά σχέδια της ιδανικής του πόλης, την Garden City. Δεν άργησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά του ο Le Corbusier με την δημιουργία των Ville Contemporaine και Ville Radieuse αλλά και ο Frank Lloyd Wright με την Broadacre City. Τρεις πολεοδόμοι ουτοπιστές που έθεσαν ο καθένας τους δικούς του κανόνες για ένα καλύτερο αύριο και προσπάθησαν, αυτό που πολλοί επιθυμούν, να αλλάξουν τον κόσμο. Έπειτα από τη βαθιά μελέτη και κατανόηση των ουτοπικών κειμένων αλλά και γενικότερα της ουτοπικής ιδεολογίας είναι αναγκαίο να καταγράψουμε τα χαρακτηριστικά εκείνα που εντοπίζουμε ως κοινούς τόπους αναφοράς για τις ουτοπίες στο σύνολό τους. Καταφεύγουμε με αυτόν τον τρόπο στη δημιουργία ενός τέταρτου κεφαλαίου, όπου επιλέγουμε τα δέκα εκείνα θέματα τα οποία φαίνεται να απασχολούν κάθε ουτοπιστή. Φύση, Γεωγραφική Θέση, Πληθυσμός, Κοινωνικό-Οικονομική Δομή, Άτομο/Χρήστης, Οικογένεια/Γάμος/Γυναίκα, Ιδιοκτησία, Εκπαίδευση, Εργασία και Αρχιτεκτονική & Οργάνωση του Χώρου. Στο σύνολό τους συντελούν ουσιαστικά, στην δημιουργία ενός προτεινόμενου εγχειριδίου κατανόησης και αντίληψης της κάθε ουτοπίας. Πέρα από αυτά, τοποθετούμε και ένα ενδέκατο στοιχείο, αυτό της ευτυχίας. Ανακαλύπτουμε τελικά, τι είναι αυτό που ο κάθε ουτοπιστής θεωρεί ευτυχία, αφού αυτή άλλωστε αποτελεί και τον αυτοσκοπό της ιδανικής κοινωνίας. Ακολουθεί ο δικός μας απολογισμός αλλά και κριτική, που σχετίζεται με δύο λέξεις, Αποτυχία και Επιτυχία και αυτές ακριβώς, αφήνουμε για το τέλος. Συγκεντρώνουμε λοιπόν, όλα εκείνα τα στοιχεία αλλά και τις αποφάσεις των ουτοπιστών που θεωρήσαμε αποτυχημένες κυρίως λόγω της καταπάτησης της ελευθερία του ατόμου αλλά και επιτυχημένες αφού στόχευαν στο κοινό καλό. Ολόκληρο το τελευταίο κεφάλαιο, ουσιαστικά, συγκεντρώνει τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε, έπειτα από αυτό το ταξίδι που πραγματοποιήσαμε στον κόσμο των ουτοπιών και έχουν να κάνουν με τον τρόπο που τελικά χειρίζονται οι ουτοπιστές τα δέκα αυτά γνωρίσματα. Κλείνοντας, προβληματιζόμαστε, για το κατά πόσο η ουτοπία βρίσκεται στα πρόθυρα να θεωρηθεί δυστοπία και ενισχύουμε αυτήν την σκέψη χρησιμοποιώντας το έξοχο παράδειγμα δυστοπικής περιγραφής, του Zamyatin. Τέλος, παραθέτουμε κάποιες σκέψεις για το λόγο που οι ουτοπίες αυτές δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στον κόσμο μας αλλά βεβαίως, τονίζουμε το πόσο ωφέλιμο αλλά και σημαντικό είναι τελικά, να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε. Την έρευνα αυτή πυροδότησε η ανάγκη για εξερεύνηση του άγνωστου, του αχαρτογράφητου, του μηπραγματικού, του ιδανικού, της ολοκληρωτικής τελειότητας, του διαφορετικού, του ενός αλλού. Όπως αναφέρει και ο σοφός More, «Η ουτοπία δεν είναι ένα μέλλον, αλλά ένα αλλού» (Paquot,1998: 16). Μπορεί στο τέλος αυτής της αναζήτησης, να μη λάβαμε την απάντηση στο ερώτημα ποια είναι τελικά η ιδανική κοινωνία αλλά σίγουρα προβληματιστήκαμε, μάθαμε, κρίναμε και εφοδιαστήκαμε με εναύσματα που ίσως κάποια στιγμή μας βοηθήσουν να δημιουργήσουμε μία πραγματική ουτοπική πόλη, σε κάποιο χαρτογραφημένο πλέον περιβάλλον. Μια πόλη, που θα έχει προκύψει από το σύνολο όλων των επιτυχημένων στοιχείων που προσπάθησαν να θέσουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην αναζήτηση της ιδανικότερης εκδοχής.
12
01
[ουτοπία]
“
H ουτοπία αποτελεί μια αναχώρηση για ένα καλύτερο αλλού, μια αντίκοινωνία απαλλαγμένη από τα δεινά της. Ορισμένοι την θεωρούν απάντηση σε ένα άμεσο και επείγον πρόβλημα, άλλοι μια πρόβλεψη (η ουτοπία του σήμερα θα ‘ναι η πραγματικότητα του αύριο), άλλοι πάλι το καύσιμο της κοινωνικής μηχανής (χωρίς ουτοπία η κοινωνία φθίνει).
”
Thierry Paquot (Paquot,1998: 26)
16
[εννοιολογική προσέγγιση]
Στη ρίζα κάθε προόδου κρύβεται η συνεχής δυσαρέσκεια του ανθρώπου όχι μόνο για αυτό που είναι αλλά και για αυτά που κατέχει, μια τρομερή άρνηση να δεχτεί την πραγματικότητα σαν οριστική αλλά και μια ακόρεστη επιθυμία για κάτι καλύτερο που συνήθως καταλήγει να μοιάζει αδύνατο (Κονταράτος,2014: 19). Κάτω από αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε και η λέξη ουτοπία, η οποία μάλιστα έχει τη δική της ιστορία. Το1516, ο Thomas More, στο βιβλίο του με τίτλο Ουτοπία εμφανίζει για πρώτη φορά την λέξη αυτή, με την οποία ονομάζει τη φανταστική ιδανική χώρα που περιγράφει. Πλασμένη από τις ελληνικές λέξεις οὐ και τόπος, η ονομασία αυτή είχε ως στόχο να υποδηλώσει τον εξωπραγματικό χαρακτήρα όλης αυτής της περιγραφής, μιας και ερμηνεύεται ως ένας τόπος που δεν υπάρχει, μια χώρα του πουθενά (Κονταράτος,2014: 19). Ο ίδιος μάλιστα, αναφέρει πως η Ουτοπία δεν είναι ένα μέλλον αλλά ένα αλλού (Paquot,1998: 17). Αλλά εξίσου, τονίζει πως η Ουτοπία θα άξιζε τελικά να ονομάζεται και Ευτοπία. Πράγματι, στα αγγλικά, οι λέξεις αυτές είναι ομόηχες. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι προσδιορίζει έναν τόπο της ευτυχίας, του καλού και έναν τόπο που δεν υπάρχει πουθενά, έναν τόπο που στερείται γεωγραφικής ύπαρξης. Με άλλα λόγια, έναν τόπο, όπου είναι τόσο όμορφο να ζει κανείς ώστε καταντά απρόσιτος (Paquot,1998: 12). Σήμερα, μπορεί να μην γνωρίζουν πολλοί το πόνημα του More, αλλά στην εποχή του, γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα από έναν απλό τίτλο ενός βιβλίου, η ονομασία αυτή να καταλήξει να σημαίνει, περιγραφή ιδανικής πόλης, σοφάς οργανωμένης και διατυπωμένης από έναν κοινωνικό στοχαστή. Στο καθημερινό μας λεξιλόγιο όμως, δεν άργησε η στιγμή που η λέξη συνδέθηκε με την ερμηνεία ενός αδύνατου ονείρου, μιας αμφισβητούμενης πρότασης, κάτι απραγματοποίητου, με ένα αλλά, με μία ειρωνεία. Ακόμα και αυτή όμως, η εκδοχή κρύβει μέσα της το ιδανικό ως μια άπιαστη κατάσταση. Δεν άργησε ούτε να συνδεθεί με πολιτικά κινήματα και καταστάσεις. Ο κομουνισμός, αυτός που δε μπόρεσε να τηρήσει τις αποφάσεις, τις υποσχέσεις του και ο οποίος αντιθέτως, δημιούργησε ένα κατασταλτικό και καταπιεστικό σύστημα ιδιαίτερα αναπτυγμένο και περίπλοκο, συνδέθηκε με την λέξη ουτοπία. Έτσι, άρχισε να σχολιάζεται δυσμενώς και να φέρει το στίγμα του ολοκληρωτισμού. Για πολλούς μάλιστα ουτοπικό ξεκίνησε να σημαίνει αυτό που επιβάλλεται εκ των άνω σε αυτούς που βρίσκονται από κάτω, για την ευτυχία τους (Paquot,1998: 12). Όσοι λοιπόν, την δυσφημούν εξηγούν ότι όλες οι προσπάθειες πραγμάτωσής της οδήγησαν στην αποτυχία της και αυτό πράγματι είναι αλήθεια. Σύμφωνα με τον Δοξιάδη (Doxiadis,1966), ο χαρακτηρισμός μιας πόλης ως ουτοπία δεν γίνεται αντιληπτός με τον ακριβώς ίδιο τρόπο για κάθε άνθρωπο. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει ότι για πολλούς η έννοια αυτή, εκτός ότι συνδέεται άμεσα με το ιδανικό και την τελειότητα, ουσιαστικά αποτελεί μια γήινη έκφραση του παραδείσου στον χώρο ενώ για άλλους έναν τόπο που δεν μπορεί να υπάρξει και αποτελεί μόνο μια θεωρητική και αφηρημένη έννοια. Η έρευνα αυτή όμως, θα βασιστεί στο πρώτο σκέλος του ορισμού του Δοξιάδη. Η ουτοπική σκέψη κατέχει πολύ σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη πρόοδο και οι ουτοπιστές, με τα τολμηρά τους όνειρα και σχέδια, δεν παύουν να εκφράζουν την ίδια την άρνηση του πραγματικού αλλά με την ίδια απελευθέρωση 17
που οδήγησε τον άνθρωπο «να κατέβει από τα δένδρα, να σταθεί όρθιος, να φτιάξει εργαλεία, να δημιουργήσει πολιτισμούς» (Κονταράτος,2014: 20). Αναφέρει μάλιστα, ο μυθιστοριογράφος και κριτικός Anatole France (1844-1924) το εξής: «Χωρίς τους ουτοπιστές των άλλων εποχών οι άνθρωποι θα ζούσαν ακόμη σε σπήλαια, άθλιοι και γυμνοί.». Αφού λοιπόν, διευκρινίσαμε την έννοια της ουτοπίας με την οποία θα πορευτούμε σε αυτό το πόνημα, χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε το πώς γεννιούνται τελικά οι ουτοπίες, με τι σκοπό και τέλος, γιατί στον κόσμο του σήμερα έχουν λάβει τέλος. Κατά περιόδους λοιπόν, αναδύεται, δίχως να ξέρει κανείς από πού, μια ουτοπία. Με άλλα λόγια μια νέα εντελώς συνθήκη που έρχεται με θράσος και τόλμη να αμφισβητήσει τις παραδεδεγμένες ιδέες, να ταράξει κάθε λογής βεβαιότητες και να προτείνει μια άλλη αντίληψη για τη ζωή. Προσπαθεί να ονομαστεί ίσως ως η ιδανική κοινωνική δομή. Αυτή η κίνηση πραγματοποιείται από στοχαστές οι οποίοι, ανάλογα με την εποχή στην οποία βρίσκονται και τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν, θέλουν να αντικρούσουν την κοινωνία στην οποία ζούνε και να αντιπροτείνουν στη θέση της μια άλλη, την ιδανική. Δηλαδή, η απάντηση στο ερώτημα πώς και γιατί, μπορεί να δοθεί πολύ απλά τοποθετώντας τις εκάστοτε συνθήκες ζωής στη θέση του κίνητρου και την αναγκαία αλλαγή της εκάστοτε κοινωνικής δομής ως στόχο. Όπως θα δείτε και στη συνέχεια της εργασίας, δεν αναφερόμαστε σε ουτοπίες του σήμερα διότι ο κόσμος των ουτοπιών έχει σταματήσει να διευρύνεται, τουλάχιστον με το πάθος και την πληρότητα που αντικρίσαμε στους προηγούμενους αιώνες. Ο Thierry Paquot στο βιβλίο του Η Ουτοπία Ή το Παγιδευμένο Ιδεώδες αναφέρει πως η ουτοπία πέθανε από το ίδιο το γεγονός ότι το όνειρο δε μας κάνει πια να ονειρευόμαστε, ότι οι μεγάλοι μύθοι, φορείς ενός καλύτερου αλλού, δεν λειτουργούν πλέον. Η τηλεόραση πάγωσε την ικανότητα των ανθρώπων να ονειρεύονται να δημιουργούν εικόνες με τις οποίες θα φαντασιώνονται. Έτσι, μετά τη μεταβιομηχανική περίοδο η ουτοπία απλά δεν μπόρεσε να ριζώσει. Περιφέρεται σαν μια αναπόληση γύρω μας χωρίς να μπορεί να στεριώσει και να απλώσει τα κλαδιά της (Paquot,1998: 17). Αυτό όμως δεν αποτελεί λόγος για να μην αναζητήσει κανείς τις ουτοπίες του παρελθόντος, οι οποίες μπορεί να κρύβουν μέσα τους το μέλλον. Άλλωστε, ό,τι γνωρίζουμε και για την ανθρώπινη ιστορία, εκτός από αυτά που έχουν αφήσει πίσω τους κτίσματα ή κάποια μνημεία, είναι εξίσου απόμακρα και από μια άποψη, το ίδιο μυθικά όσο οι ουτοπίες που θα περιγράψουμε (Μάμφορντ,1998: 25).
18
02
[περιήγηση στις κοινωνικές ουτοπίες]
2.1
[Ουτοπίες της Αρχαιότητας]
Η μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης των ουτοπικών συγγραφέων αποτέλεσε η αρχαία ελληνική φιλοσοφική και πολιτική σκέψη η οποία χαρακτηρίζεται για τον βαθύ της πλούτο αλλά και μια μεγάλη ποικιλία που προσφέρει. Θα μιλήσουμε λοιπόν, πρώτα, για τις ουτοπίες της αρχαιότητας καθώς η αρχή μιας έννοιας είναι πάντοτε σημαντική για την σαφή αντίληψή της. Στο σύνολό της, η ελληνική αρχαιότητα ήταν πλούσια στην παραγωγή ουτοπιών. Η Πολιτεία του Πλάτωνα είναι η πρώτη από αυτές, η οποία τοποθετεί τα θεμέλια για την ιδανική μελλοντική πολιτεία και χρονολογείται περίπου το 370 π.Χ. Σημαντικό παράδειγμα ουτοπίας της Αρχαιότητας αποτέλεσε επίσης και ο Βίος του Λυκούργου, έργο του Πλούταρχου κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα, που αναφέρεται στους τρόπους διακυβέρνησης του κράτους της Σπάρτης από τον νομοθέτη Λυκούργο. Όπως και η Πολιτεία του Πλάτωνα, έτσι και αυτό το έργο, είχε μεγάλη επιρροή στην προοδευτική σκέψη χωρίς όμως βέβαια αυτό να είναι και απαραίτητα αναμενόμενο αν κρίνει κανείς ότι τα μέτρα και οι αποφάσεις που αναφέρει δεν ήταν πάντα οι σωστότερες αλλά ούτε και οι πιο ανθρώπινες. Οι δύο αυτές ουτοπίες, θα έλεγε κανείς, πως αντικατοπτρίζουν τις δύο ελληνικές δυνάμεις της εποχής εκείνης, την Αθήνα και τη Σπάρτη, αντίστοιχα. Σαφώς, αξίζει να αναφερθεί πως επιρροή στην ουτοπική σκέψη είχαν και οι σατιρικές ουτοπίες του Αριστοφάνη (Εκκλησιάζουσες, Όρνιθες). Εμείς όμως, θα επιλέξουμε να ασχοληθούμε με την Πολιτεία του Πλάτωνα καθώς, όχι μόνο αποτελεί την πρώτη, χρονολογικά, ουτοπία αλλά και πραγματεύεται ζητήματα που, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, ταυτίζονται με αυτά που και άλλοι ουτοπιστές επιχείρησαν να θίξουν.
23
εικ.1, Πλάτωνας
24
370 π.Χ.
2.1.1
[Πλάτωνας, Πολιτεία]
Έχοντας μόλις λάβει τέλος ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431 – 404 π.Χ.), η Ελλάδα διανύει μια εποχή παρακμής. Σε αυτήν λοιπόν, την περίοδο ο Πλάτωνας, μόλις ετών 24, αρχίζει να συγγράφει την Πολιτεία έχοντας ως πρότυπο τη Σπάρτη αφού είναι γνωστό ότι «ο νους του ηττημένου γοητεύεται συχνά από την ισχύ του νικητή» (Μπερνέρι,1999: 18). Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο ίδιος βρισκόταν στην πλευρά του ηττημένου διότι αυτός μπορεί να είναι και ο λόγος για τον οποίο ένιωσε πως προσωρινά μέτρα και μεταρρυθμίσεις ήταν τελείως μάταιες αποφάσεις αφού είδε ότι ένας πόλεμος μπορεί να διαλύσει ολοκληρωτικά τον κόσμο του (Μάμφορντ,1998: 28). Στο πνεύμα λοιπόν, ανεξαρτησίας και ακραίου ατομικισμού που υπήρχε στην χώρα, ο Πλάτων αντιπαρέταξε τη σύλληψη ενός ισχυρού και ομοιογενούς κράτους το οποίο θα στηριζόταν σε εξουσιαστικές αρχές. «Πίστευε βαθιά σε ηθικό και εξωτερικό καταναγκασμό, σε ανισότητα και αυθεντία, σε αυστηρούς νόμους και αμετακίνητους θεσμούς αλλά και στην ανωτερότητα των Ελλήνων έναντι των υπολοίπων.» (Μπερνέρι,1999: 18). Εδραίωσε λοιπόν, την ανάγκη για μια άρχουσα τάξη, μια ισχυρή κυβέρνηση με ηθική αλλά και πνευματική ανωτερότητα. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η λύση είναι είτε οι βασιλείς να γίνουν οι φιλόσοφοι είτε οι φιλόσοφοι, βασιλείς. Όπως αναφέρει ο ίδιος, διαμέσου «ενός γενναίου ψέματος», οι άρχοντες πρέπει να πειστούν ότι είναι γεννημένοι για ηγέτες και το πιο σημαντικό πρέπει και οι υπόλοιποι να πειστούν πως είναι γεννημένοι για να κυβερνώνται και ότι αυτές οι ταξικές διακρίσεις αποτελούν μέρος ενός θεϊκού σχεδίου. Μεγαλύτερη βέβαια σημασία προσέδωσε στους Φύλακες την ιδανικής αυτής Πολιτείας, οι οποίοι δεν θα επιλέγονταν με βάση τον πλούτο και την καταγωγή αλλά με βάση τα εξής προτερήματα: καλή κρίση, φυσική κατάσταση, καλό μυαλό και καλή εκπαίδευση. Θα μοιράζονται μεταξύ τους σπίτια, αγαθά και γεύματα ώστε να επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη ενότητα και δε θα γνωρίζουν από φθόνο και απληστία. Ακόμα, θα πρέπει να μοιράζονται και τις ίδιες γυναίκες και παιδιά ώστε με τον καθένα που συναντιούνται να θεωρούνται όλοι πατέρες και έτσι κανείς να μην έχει περισσότερες χαρές ή λύπες (Μπερνέρι,1999: 24). Μπορεί ο Πλάτων να καθιερώνει την κοινοκτημοσύνη των γυναικών για τους Φύλακες αλλά παρόλα αυτά δε δέχεται την τεκνογονία παρά μόνο σε συγκεκριμένες ηλικίες. Ο αριθμός των γάμων προγραμματίζεται με σκοπό τη διατήρηση ενός συγκεκριμένου πληθυσμού, 5.040 κατοίκων (αριθμός που θεωρεί πως μπορεί να απευθυνθεί φυσιολογικά ένας ρήτορας), και αν τα ζευγαρώματα γίνονται με τη βοήθεια κλήρωσης τότε οι κλήροι προετοιμάζονται κρυφά από τους άρχοντες για να δικαιωθούν οι καλύτεροι (Κονταράτος,2014: 33),(Μάμφορντ,1998: 34). Όσον αφορά τη διακυβέρνηση της Πολιτείας, αυτή ασκείται από μια ιδιαίτερα προικισμένη τάξη ανδρών και γυναικών που απαρνήθηκαν πάθη, ατομικά συμφέροντα, υλικά προνόμια και περιουσία και που παντρεύονται και τεκνοποιούν με βάση τον πιο συμφέροντα τρόπο για το κράτος. Οι λιγότερα ευφυείς αλλά με καλή φυσική κατάσταση γίνονται επίκουροι ή φρουροί και σχηματίζουν έναν επαγγελματικό στρατό. Σε γενικές γραμμές, το βιοτικό επίπεδο της Πολιτείας δε θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ούτε πολυτελές αλλά ούτε και φτωχό. Πολύ χαρακτηριστικά, ο Lewis Mumford1 (1885-1990), αναφέρει πως το ιδανικό της καλής ζωής για τους Αθηναίους βρισκόταν κάπου ανάμεσα στην έντονα στρατιωτική και 1. Ο Αμερικάνος διανοητής Lewis Mumford γεννήθηκε το 1885 στη Νέα Υόρκη και πέθανε εκεί το 1990. Ήταν από τους τελευταίους οικουμενικούς στοχαστές του 20ου αιώνα και διαχειριζόταν θέματα ιστορίας, τέχνης, επιστήμης και θρησκείας, χωρίς βέβαια να απομακρύνεται από το έδαφος της καθημερινής ζωής και χωρίς να αδιαφορεί για τα κοινά (Μάμφορντ,1998). 25
σκληρή ζωή της Σπάρτης και την υπεραισθησιακή ζωή της Κορίνθου. Μια ακόμη σημαντική παρατήρηση είναι ότι στην Πολιτεία δεν υπάρχει καμία διαφορά στο βιοτικό επίπεδο των αρχόντων και του υπόλοιπου λαού. Όλοι λαμβάνουν τα απαραίτητα μόνο αγαθά για την επιβίωσή τους και οτιδήποτε περισσότερο λαμβάνεται πίσω. Αυτή η απόφαση στηρίζεται στην άποψη του Πλάτωνα ότι ευτυχία είναι ό,τι μπορεί να βάλει ένας άνθρωπος στη ζωή και όχι ό,τι μπορεί να αρπάξει απ’ τη ζωή. Αγγίζει περισσότερο την ευτυχία του χορευτή παρά εκείνη του λαίμαργου (Μάμφορντ,1998: 34). Με έναν αρκετά ενδιαφέρον συνοπτικό τρόπο, ο Κονταράτος αναφέρει στο βιβλίο του Ουτοπία και Πολεοδομία, όσον αφορά τη γενική διαρρύθμιση της πόλης, το εξής: Ο Πλάτων υποθέτει μια πλήρη αντιστοιχία ανάμεσα στα τρία γένη που χρειάζεται η πολιτεία – εργατικούς, πολεμιστές και άρχοντες- και στα τρία γένη της ψυχής – επιθυμητικό, θυμοειδές και λογιστικό -, που στον καθένα εμφανίζονται με διαφορετικές αναλογίες και βρίσκει πως δίκαιο είναι καθεμιά από τις τρεις τάξεις να περιορίζεται στα έργα της και ο καθένας μέσα στην πόλη να κοιτάζει τη δική του μόνο δουλειά. (Κονταράτος,2014: 39) Μεταξύ άλλων, το έργο, Πολιτεία, αποτελεί και μια πραγματεία για την εκπαίδευση κατά τον αρχαιοελληνικό τρόπο που βασίζεται στη γυμναστική και την μουσική (ηθική, αισθητική καλλιέργεια). Οι άρχοντες βέβαια, μελετούν μαθηματικές επιστήμες ώστε να αφοσιωθούν αργότερα στη μελέτη της πραγματικής φιλοσοφίας που ονομάζεται διαλεκτική (Μπερνέρι,1999: 30). Ο Πλάτων θεωρήθηκε από ορισμένους ο μεγαλύτερος επαναστάτης και από άλλους ο μεγαλύτερος αντιδραστικός. Σωστότερο όμως είναι ίσως να αναφέρουμε ότι ήταν ένας υποστηρικτής του ολοκληρωτισμού. Παρουσιάζει ένα κράτος που διοικείται από φιλοσόφους με αποτέλεσμα να υπάρχει λιγότερη ελευθερία στους ίδιους τους πολίτες. Αυτό συμβαίνει διότι ένας φιλόσοφος μπορεί να συντρίψει την ελευθερία πολύ πιο αποτελεσματικά, αφού είναι ικανότερος στην επισήμανση των ανατρεπτικών ιδεών. Αδιαφορεί για τα ζητήματα που εκείνος θεωρεί ασήμαντα όπως το εμπόριο αλλά με οτιδήποτε σχετίζεται με την τέχνη, την εκπαίδευση, τη μουσική, τη λογοτεχνία, την αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική είναι αδίστακτος. Περιορίζει κάθε έκφραση της προσωπικότητας του ατόμου, αναγκάζοντας το να ακολουθεί τον ‘σωστό’ τρόπο (Μπερνέρι,1999: 35). Πως όμως μπορεί η τέχνη να φτάσει στην ύψιστή της έκφραση αν δεν της επιτρέπεται η απόλυτη ελευθερία; Ο Πλάτων θέλει βαθιά μέσα του να προστατέψει το κράτος από την ανατρεπτική δύναμη αλλά και την επιρροή που θα μπορούσε να έχει κάθε μορφής τέχνη.
26
2.2
[Ουτοπίες της Αναγέννησης]
Το γεγονός ότι μεταβαίνουμε απευθείας στη μελέτη των ουτοπιών της Αναγέννησης δε σημαίνει απαραίτητα πως το μυαλό του ανθρώπου είχε σταματήσει να ονειρεύεται φανταστικές πολιτείες. Σε πολλούς θρύλους εκείνης της εποχής έχει παρατηρηθεί ότι η ουτοπία αναδύεται με έναν πρωτόγνωρο τρόπο όπως, για παράδειγμα, αποτελεί η περιγραφή της ζωής στον άλλον κόσμο (λ.χ. Παράδεισος) και αυτό συνέβη κυρίως λόγω του έντονου θρησκευτικού κλίματος της εποχής. Είναι σίγουρο πως, οι ουτοπικοί συγγραφείς της Αναγέννησης οφείλουν μεγάλο τμήμα της δουλειάς τους στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία αλλά και στους Πατέρες της εκκλησίας (λ.χ. De Regimine Principium – Θωμάς Ακινάτης2, 13ος αιώνας) και τους μεταγενέστερους θεολόγους. Φυσικά, θα ήταν αδύνατο, οι συγγραφείς αυτοί να μιλήσουν για ιδανικές πολιτείες, βασισμένοι απόλυτα στις ουτοπίες των Αρχαίων Ελλήνων, γιατί η δομή της κοινωνίας που είχαν απέναντί τους δεν είχε καμία σχέση με τη δομή της κοινωνίας που είχαν στην Αρχαία Ελλάδα. Θα ήταν αδύνατο δηλαδή, να δημιουργηθεί ξανά η ίδια δομή στον 16ο αιώνα, χωρίς να υποστεί ριζικές αλλαγές (Μπερνέρι,1999: 54). «Κατά γενική ομολογία, κατόρθωσαν να προσδώσουν στην γεωργία και κατά επέκταση στους αγρότες το απαραίτητο κύρος αλλά και την ανάλογη αντιμετώπιση, γεγονός που η μεσαιωνική πόλη δεν είχε καταφέρει και οδηγήθηκε στην παρακμή.» (Μπερνέρι,1999: 55). Επίσης, ένα από τα επιτεύγματα της Αναγέννησης, σύμφωνα με την Μπερνέρι, είναι η εγκαθίδρυση της διαφοράς ανάμεσα στον τεχνίτη και τον εργάτη, τον αρχιτέκτονα και τον κτίστη αλλά και τον καλλιτέχνη με τον χειροτέχνη. Με λίγα λόγια, δημιουργήθηκε μια νέα κοινωνική ομάδα, αυτή των διανοουμένων. Παρόλα αυτά, οι ουτοπίες αυτής της εποχής μοιάζουν περισσότερο με αντίδραση σε αυτόν τον ατομικισμό παρά σαν επιβράβευση αυτού (Μπερνέρι,1999: 56).
2. Ο ιερέας Θωμάς Ακινάτης αναφέρει χαρακτηριστικά πως μια ευσταθής κοινωνία πρέπει να εναρμονίζει την πόλη με την ύπαιθρο, τους τεχνίτες με τους γεωργούς και ότι η γεωργική εργασία πρέπει να εξυψωθεί στην αξιοπρεπή θέση που κατέχουν οι άλλες τέχνες (Μπερνέρι,1999: 53). Ιδέες και σκέψεις που είναι κοινές σε αρκετές ουτοπίες της Αναγέννησης.
29
εικ.2, Απεικόνιση της Ουτοπίας του More
30
1516
2.2.1
[Thomas More, Ουτοπία]
Ο Thomas More (1478-1535) ήταν ένας Άγγλος πολιτικός και φιλόσοφος, άγιος της Καθολικής Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια μιας διπλωματικής του αποστολής, συντάσσει το πιο ονομαστό του έργο, την Ουτοπία (1516) (Paquot,1998: 28), το οποίο σηματοδοτεί τον φανταστικό χώρο. Σε γενικές γραμμές, η Ουτοπία ή αλλιώς Nusquama, όπως αρχικά ο ίδιος την είχε ονομάσει και σημαίνει πουθενά, αποτελεί ένα έργο λόγιου και αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την ευρυμάθεια που κατείχε ο More. Σαφώς, έχει επηρεαστεί και από τις ουτοπίες τις αρχαιότητας όπως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη (Μπερνέρι,1999: 58). Δεν είναι όμως σε καμία περίπτωση αντιγραφή τους αλλά πρόκειται για ένα πρωτότυπο δημιούργημα, αφού ο More κατόρθωσε να συνδυάσει τις ιδέες και τα λεγόμενα των κλασικών συγγραφέων με τη διερεύνηση των οριζόντων που ήρθαν με την ανακάλυψη του νέου Κόσμου και την Αναγέννηση (Μπερνέρι,1999: 59). «Είναι ένα κείμενο που επιτρέπει στον ταξιδιώτη να κινηθεί σε έναν μη-τόπο ή ακριβέστερα σε έναν τόπο δίχως όνομα, έναν τόπο όπου το όνομά του συντελεί στην ίδια του την άρνηση, στην έκτος χάρτη απεικόνισή του στον χάρτη του πραγματικού.» (Paquot,1998: 31). Είναι αναγκαίο λοιπόν, να αναλύσουμε εκτενώς πολλές από τις πτυχές της Ουτοπίας του More γιατί στάθηκε κομβικός σταθμός για τη συνέχεια όλων των φανταστικών κοινωνικών, και όχι μόνο, ουτοπιών και κινητοποίησε πολλούς ακόμα να οραματιστούν και αυτοί τη δική τους ουτοπία και να προχωρήσουν τον κόσμο μας ένα βήμα παρακάτω. Το έργο του ξεκινάει με τον ίδιο να διαμένει στην Αμβέρσα, στο σπίτι ενός φίλου, του Pierre Gilles, όπου και συναντά έναν από τους συντρόφους του διάσημου θαλασσοπόρου Amerigo Vespucci, τον Raphael Hythloday, ο οποίος του περιγράφει τα ήθη αλλά τα έθιμα ενός νησιού που ονομαζόταν Ουτοπία. Ο More φαίνεται πως γνωρίζει ήδη την ελληνική γλώσσα καθώς με χιούμορ ονομάζει τον πρωταγωνιστή του Υθλόδεο, που στα ελληνικά σημαίνει φλύαρος (Paquot, 1998: 29). Πιο συγκεκριμένα, το όνομα ετυμολογείται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις ὕθλος (φλυαρία, αερολογία) και δαίω (διαιρώ, μοιράζω) (More,1984: 155). Το νησί των Ουτοπιανών έχει μήκος διακόσια μίλια στη μέση από τη μια μεριά στην άλλη, όπου είναι και πιο πλατύ, και έχει παντού το ίδιο πλάτος, έκτος από τις άκρες όπου βαθμιαία στενεύει. Οι άκρες αυτές δίνουν στο νησί μια μορφή ημισελήνου και ανάμεσά τους εισέρχεται η θάλασσα. Στη μέση του καναλιού που σχηματίζεται ανυψώνεται ένας βράχος όπου βρίσκεται ένας πύργος με έναν φρουρό. Όλοι οι υπόλοιποι βράχοι βρίσκονται κάτω από το νερό και αυτό ακριβώς καθιστά απόρθητο το νησί για έναν ξένο χωρίς τη βοήθεια από κάποιον ντόπιο (More,1984: 63). Συνολικά στο νησί υπάρχουν 54 πόλεις, οι οποίες είναι μεγάλες και μεγαλοπρεπείς. Οι κάτοικοι των πόλεων μιλούν ακριβώς την ίδια γλώσσα και έχουν τα ίδια έθιμα και θεσμούς. Καμία πόλη δε θέλει να μεγαλώσει τα σύνορά της επειδή οι κάτοικοι θεωρούν τους εαυτούς τους καλλιεργητές και όχι ιδιοκτήτες. Πρωτεύουσα του νησιού θεωρείται η πόλη Αμαυρότητα, όχι λόγω μεγέθους αλλά καθώς βρίσκεται στο κέντρο του νησιού και θεωρείται η πιο βολική τοποθεσία. Κάθε χρόνο, κάθε πόλη στέλνει στην πρωτεύουσα τρεις από τους πιο ηλικιωμένους και έμπειρους πολίτες της για να συζητήσουν θέματα που αφορούν το κοινό καλό του νησιού (More,1984: 65).
31
εικ.3, Διαγραμματικός χάρτης της Ουτοπίας με πιθανή χωροθέτηση των 54 πόλεων, Σχέδιο Κονταράτος εικ.4, Διαγραμματικό σχέδιο του οικοδομικού τετραγώνου της Αμαυρότητας, Σχέδιο Κονταράτος
32
Κύρια πηγή πλούτου στη Ουτοπία, όπως ήταν και στην Αγγλία εκείνη την εποχή είναι η γη. Οι Ουτοπιανοί καλλιεργούν με μεγάλη δεξιοσύνη τη χώρα τους και δεν αφήνουν χέρσο κάποιο τμήμα της. Υπάρχει πλήρης ταύτιση των εργατών της γης και της πόλης γιατί κάθε πολίτης δουλεύει εκ περιτροπής στην πόλη και στα χωράφια. Μάλιστα, οι γεωργικές εργασίες γίνονται με τη μορφή στρατιωτικής θητείας, που την υπηρετεί ο κάθε πολίτης για δύο χρόνια (Μπερνέρι,1999: 68). Αυτό το έθιμο της εναλλαγής των αγροτών αποτελεί μια συνηθισμένη διαδικασία ώστε κανένας να μην αναγκάζεται να εργάζεται για πολύ καιρό τόσο σκληρά (More,1984: 65). Πιο συγκεκριμένα, εργάζονται έξι ώρες την ημέρα και η εργασία θεωρείται υποχρεωτική και η οκνηρία παρασιτική. Κοιμούνται οκτώ ώρες και τις υπόλοιπες κάνουν ό,τι επιθυμούν οι ίδιοι (Paquot,1998: 30). Ο βασικός σκοπός της οικονομίας τους είναι, όσο φυσικά οι δημόσιες ανάγκες το επιτρέπουν, όλοι οι πολίτες να είναι απελευθερωμένοι από το σωματικό μόχθο και να αφιερώνουν χρόνο στον εαυτό τους ώστε να αποκτήσουν ελεύθερο αλλά και καλλιεργημένο νου. Εκεί πιστεύουν ότι βρίσκεται και το κλειδί της ευτυχίας της ζωής. Όσον αφορά τον πληθυσμό των πόλεων και τη δομή τους αναφέρεται ότι κάθε πόλη αποτελείται από περίπου 10.000 κατοίκους οι οποίοι για λόγους εκλογικούς και διοικητικούς χωρίζονται σε τέσσερις τομείς και ο κάθε τομέας από αυτούς σε ομάδες από 30 οικογένειες (Μπερνέρι,1999: 67). Τα σπίτια τους είναι όμοια μεταξύ τους με μια μπροστινή πόρτα προς το δρόμο και μια πίσω προς τον κήπο. Οι πόρτες ανοίγουν με το σπρώξιμο ενός χεριού με αποτέλεσμα να μπορεί ο καθένας να εισέλθει (More,1984: 69). Επίσης, κάθε δέκα χρόνια οι ουτοπιστές μετακομίζουν ώστε να αποφύγουν κάθε περίπτωση προσκόλλησης σε μια κατοικία αλλά και οικειοποίησης της (Paquot,1998: 30). Κάθε πόλη επίσης, χωρίζεται σε 600 νοικοκυριά, το καθένα από τα οποία δεν έχει λιγότερους από δέκα και περισσότερους από 16 ενήλικες. Δεν γίνεται λόγος για τον αριθμό των ανηλίκων. Ο κανόνας αυτός τηρείται όμως αρκετά εύκολα καθώς τα παιδιά μιας καρπερής οικογένειας μεταφέρονται απλά σε κάποια με λιγότερα. Με τον ίδιο απλό τρόπο μεταφέρεται και ένα κορίτσι όταν μεγαλώσει και παντρευτεί στην οικογένεια του συζύγου της (Μπερνέρι,1999: 70). Σε κάθε νοικοκυριό από αυτά, αυτός ο οποίος καλείται να διοικεί είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία. Οι γυναίκες είναι υποταγμένες στους άντρες τους και τα παιδιά στους γονείς τους (More,1984: 80). Καταλαβαίνουμε λοιπόν, πως η οικογένεια στην Ουτοπία είναι όχι μόνο η πολιτική αλλά και η οικονομική μονάδα της κοινωνίας (Μπερνέρι,1999: 70). Σημαντικό είναι να αναφερθούμε και στη σημασία του γάμου για την Ουτοπία αλλά και στο πως αυτός πραγματοποιείται. Αρχικά, η γυναίκα πρέπει να έχει φτάσει την ηλικία των 18 ετών και ο άνδρας τα 22. Κρυφές σχέσεις πριν τον γάμο τιμωρούνται και το ζευγάρι αυτό δεν είναι σε θέση να παντρευτεί για την υπόλοιπη ζωή του. Το πιο αξιοπερίεργο είναι όμως το έθιμο που ακολουθούν πριν τον γάμο. Η μελλοντική νύφη παρουσιάζεται γυμνή στον μνηστήρα της από μια αξιοσέβαστη γηραιά κυρία. Με τον ίδιο τρόπο παρουσιάζεται και ο μνηστήρας γυμνός στη γυναίκα. Παρόλο που ακούγεται παράλογο, ο More θεωρεί πως με αυτόν τον τρόπο δεν υπάρχει περίπτωση να αντικρίσει κάποιο χαρακτηριστικό ό ένας στον άλλο μετά το γάμο που μπορεί τελικά να οδηγήσει σε απέχθεια για ολόκληρη της ζωή τους (More, 1984: 113). Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της Ουτοπίας είναι αδιαμφισβήτητα τα ρούχα τους. Η ενδυμασία που φορούν στη δουλειά είναι ανεπιτήδευτη, φτιάχνεται από δέρμα και κρατάει τουλάχιστον επτά χρόνια. Όταν οι εργάτες χρειάζεται να εμφανιστούν στο δημόσιο χώρο καλύπτουν τα ρούχα αυτά με έναν μανδύα ο οποίος έχει χρώμα άσπρο για όλους και φτιάχνεται από φυσικό μαλλί (More,1984: 78). Με τον τρόπο αυτό ο More, ίσως, προσπαθεί να μειώσει όσο περισσότερο γίνεται την περίπτωση δημιουργίας του αισθήματος της αλαζονείας αλλά και της ματαιοδοξίας.
33
Όσον αφορά τη διακυβέρνηση του κράτους, μια φορά τον χρόνο από μια ομάδα (30 οικογένειες) εκλέγεται ένας αξιωματούχος ο οποίος σε συνεργασία με τους υπόλοιπους του είδους του, εκλέγουν τον κυβερνήτη που έχει προταθεί από το λαό και τα τέσσερα διαμερίσματα της πόλης. Στην Ουτοπία υπάρχει ο κανόνας ότι δεν θα λαμβάνεται καμία απόφαση αν δεν συζητηθεί τρεις διαφορετικές μέρες στη σύγκλητο. Μάλιστα, θεωρείται σημαντικό αδίκημα να μιλάς για δημόσιες υποθέσεις οπουδήποτε αλλού πέρα από τη σύγκλητο (More, 1984: 71). Είναι σημαντικό να αναφέρουμε και στον τρόπο που μοιράζονται τα αγαθά σε κάθε νοικοκυριό. Στο κέντρο κάθε πόλης υπάρχει μια αγορά που έχει όλα τα αγαθά, ό,τι δηλαδή παράγει κάθε νοικοκυριό. Η κεφαλή της οικογένειας μπορεί να επιλέξει αυτά που επιθυμεί να έχει χωρίς να πληρώσει ή να δώσει κάποιο αντάλλαγμα. Υπάρχει πληθώρα αγαθών και δεν χρειάζεται κάνεις να φοβάται ότι κάποιος θα ζητήσει περισσότερα. Όλη αυτή η διαδικασία βασίζεται στο γεγονός ότι κανείς δε θα αναζητήσει να έχει παραπάνω αγαθά όταν γνωρίζει πως δε θα υπάρξει ποτέ έλλειψη. Ο φόβος της έλλειψης χωρίς αμφιβολία είναι ο λόγος που κάθε ζωντανός οργανισμός γίνεται άπληστος και αδηφάγος (More,1984: 80). Βλέπουμε λοιπόν, πως στην Ουτοπία δεν υπάρχει ιδιωτική ιδιοκτησία, ούτε χρήμα αλλά και ούτε μισθοί. Ο κάθε πολίτης έχει όσα χρειάζεται για να ζήσει και κανείς δεν αντιτίθεται στις επιθυμίες του (Μπερνέρι,1999: 73). Στις αρχαίες ελληνικές φανταστικές πόλεις είδαμε πως κατάργησαν το θεσμό της οικογένειας θεωρώντας πως λειτουργεί αρνητικά προς την ενότητα του κράτους. Ο More, όντας οικογενειάρχης, δεν προχώρησε σε αυτήν την απόφαση. Παρόλα αυτά, αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που έχει η ουτοπιανή οικογένεια η οποία δένεται σφιχτά εξαιτίας της εξουσίας του μεγαλύτερου και της ομαδικής εργασίας. Ο τρόπος που επινόησε για να αντιμετωπίσει αυτόν τον κίνδυνο ήταν τα συσσίτια που όμως σε σύγκριση με όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του νησιού (π.χ. σπίτια) και γενικότερα των κατοίκων (π.χ. ρούχα), δεν παρουσιάζονται να έχουν τόση λιτότητα (Μπερνέρι,1999: 73). Αυτό γίνεται αντιληπτό ιδίως από τον τρόπο που πραγματοποιείται το δείπνο το οποίο πάντα είναι γενναιόδωρο και συνοδεύεται από μουσική και επιδόρπιο. Σκορπίζουν ακόμα και αρώματα αλλά και καίνε θυμιάματα για να ανεβάσουν τη διάθεση όσων δειπνούν (More, 1984: 84). Πέρα από όσα φαίνεται να έχουν κατορθώσει οι κάτοικοι της Ουτοπίας, κατέφεραν επίσης να αφαιρέσουν τη μαγική δύναμη από το χρυσάφι, το ασήμι και οποιοδήποτε πολύτιμο λίθο (Μπερνέρι,1999: 74). Επινόησαν την εξής έξυπνη μέθοδο. Τα σκεύη του φαγητού τους φτιάχνονται από απλά υλικά όπως πηλός ενώ τα ουροδοχεία από χρυσάφι και ασήμι. Από τα ίδια, ακριβά για το σήμερα κόσμο, υλικά κατασκευάζουν τις χειροπέδες και τις ποδοπέδες για τους σκλάβους. Μάλιστα, στους εγκληματίες φορούν χρυσά σκουλαρίκια και στεφάνια. Με τον τρόπο αυτό καταφέρνουν να περιφρονήσουν το χρυσό με κάθε δυνατό τρόπο (More,1984: 89). Συνεπώς, περιφρονούν τον υλικό πλουτισμό και εκτιμούν, αντιθέτως την αδρότητα της ζωής και την απλότητά της (Paquot,1998: 31). Όπως συμβαίνει και σε άλλες ουτοπίες, βλέπουμε πως και σε αυτή υπάρχει η κατηγορία των δούλων – σκλάβων με διαφορετική όμως μορφή. Αρχικά, η δουλεία δεν είναι κληρονομική (Paquot,1998: 30), γεγονός που σημαίνει ότι τα παιδιά των σκλάβων δεν γεννιούνται και αυτά με τα σειρά τους σκλάβοι. Επίσης, σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν αιχμάλωτοι πολέμων αλλά και ορισμένοι Ουτοπιανοί λόγω κάποιας ειδεχθούς επίθεσης. Η πλειοψηφία όμως, αφορά κυρίως ξένους που έχουν καταδικαστεί στις πόλεις του σε θάνατο. Πολλοί μάλιστα από τους αυτούς έρχονται εθελοντικά στο νησί της Ουτοπίας για να γίνουν σκλάβοι καθώς στην πόλη τους εργάζονταν ακόμα πιο σκληρά και απάνθρωπα (More, 1984: 110). Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε φυσικά, ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν αυτούς που είναι αιχμάλωτοι πολέμων, που οι ίδιοι όμως οργάνωσαν, τονίζει ακόμα πιο έντονα το γεγονός ότι οι Ουτοπιανοί είναι ειρηνιστές και απεχθάνονται το πόλεμο (Paquot,1998: 30). Μάλιστα, ο More αναφέρει
34
ότι σε αντίθεση με όλους τους άλλους λαούς δεν υπάρχει τίποτα πιο ντροπιαστικό για αυτούς από τη δόξα που κερδίζεται μέσω πολέμου. Οι μόνοι λόγοι για τους οποίους εμπλέκονται σε πόλεμο είναι όταν χρειάζεται να προστατέψουν τη γη τους, να διώξουν στρατό εισβολέων από τα εδάφη των φίλων τους ή να απελευθερώσουν έναν καταπιεσμένο λαό από την τυραννία ή τη δουλεία και πάντα στο όνομα της συμπόνιας και της ανθρωπιάς που διακατέχει κάθε κάτοικο της Ουτοπίας (More,1984: 121). Όσον αφορά τη θρησκεία τους, θυμίζει περισσότερο με πρώιμο θεϊσμό και είναι ανεκτή από όλους (Paquot,1998: 30). Σε γενικές γραμμές, ο καθένας μπορεί να πιστεύει ό,τι αυτός επιθυμεί. Για παράδειγμα κάποιοι πιστεύουν ως Θεό τον ήλιο, άλλοι το φεγγάρι και κάποιοι τους πλανήτες. Υπάρχουν επίσης, εκείνοι που πιστεύουν σε ανθρώπους του παρελθόντος που ξεχώρισαν για τις αρετές τους. Η πλειοψηφία όμως πιστεύει σε μια θεότητα, άγνωστη, άπειρη, ανεξήγητη και πέρα από το ανθρώπινο νου. Μια θεότητα που ζει και υπάρχει σε όλο το σύμπαν και στην οποία μάλιστα αποδίδουν τη δημιουργία, την εξέλιξη, την αλλαγή αλλά και τον σωστό ερχομό ενός τέλους. Στη γλώσσα τους όλοι τον αποκαλούν Μίθρα. Όσοι δεν αποδέχονται την θρησκεία του άλλου, κανείς δεν προσπαθεί να τους αλλάξει τη γνώμη αλλά είναι ελεύθεροι να πράττουν όπως επιθυμούν. Το μοναδικό κοινό σημείο ανάμεσα σε όλες τις διαφορετικές θρησκείες είναι ότι όλοι οι Ουτοπιανοί πιστεύουν σε μία δύναμη, σε έναν Θεό, όποιος και αν είναι αυτός (More,1984: 134). Πριν αποχωριστούμε όμως την ουτοπία του More, ας αναφέρουμε ένα από τα χαρακτηριστικά της που θα έκανε με απόλυτη σιγουριά τον κόσμο μας καλύτερο. Μια από τις αρετές που θεωρείται εξαιρετικά αξιέπαινη είναι ο κόσμος να φροντίζει για την παρηγοριά και την ευημερία των άλλων. Τίποτα δεν θεωρείται μεγαλύτερη αρετή από το να προσπαθείς να απαλύνεις την μιζέρια και τη θλίψη από τη ζωή των συνανθρώπων σου και να τους προσφέρεις ξανά την απόλαυση. Μάλιστα, τονίζει ο αγαπημένος μας, More, πως το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τον ίδιο μας τον εαυτό επισημαίνοντας ότι όταν η φύση σε παροτρύνει να είσαι ευγενικός και ανθρώπινος με τον γείτονα σου, δεν εννοεί σε καμία περίπτωση πως πρέπει να είσαι σκληρός με τον εαυτό σου αλλά ακριβώς το αντίθετο (More,1984: 97). Αυτή η συγκρότησή της κοινωνίας που μελετήσαμε, αναφέρεται σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι νοιάζονται περισσότερο για την ίδια παρά για τα πλούτη τους. Όλοι, φαινομενικά, πασχίζουν για το κοινό καλό και ενδιαφέρονται για τον διπλανό τους. Παρόλα αυτά, αυτές οι απόλυτες διατυπώσεις ίσως είναι παρακινδυνευμένες, για αυτό θα μείνουμε στο εξής συμπέρασμα. Θαυμάζουμε τον More, όχι για τους τρόπους διακυβέρνησης ούτε για τους νόμους και θεσμούς που έθεσε αλλά για τον τρόπο με τον οποίο καταδίκασε την κοινωνία της εποχής του. Όπως ακριβώς λοιπόν, μας αποχαιρετάει ο More, με τον ίδιο τρόπο και εμείς, θα κλείσουμε με την εξής του φράση: «Υπάρχει στους Ουτοπιστές ένα πλήθος πραγμάτων που εύχομαι να δω να καθιερώνονται και στις δικές μας πολιτείες. Περισσότερο όμως το εύχομαι παρά ευελπιστώ να το δω.» (Paquot,1998: 31). Αυτή ακριβώς η φράση, αντικατοπτρίζει την προσπάθεια που επιχειρούμε στο 4ο κεφάλαιο, στην ενότητα της Επιτυχίας.
35
εικ.5, Η Ηλιούπολη, σε αδημοσίευτο προοπτικό σκαρίφημα του Αλ. Παπαγεωργίου - Βενετά
36
1602
2.2.2
[Tomasso Campanella, Ηλιούπολη]
Σε αντίθεση με την λογοτεχνική κομψότητα αλλά και τη λεπτή ειρωνεία του More αλλά με αντίστοιχη σημασία στην εξέλιξη της ουτοπίας, ο καλόγερος, φιλόσοφος, ποιητής και αστρολόγος, Tomasso Campanella (1568-1639), συγγράφει, ενενήντα χρόνια αργότερα και κάτω από αντίξοες συνθήκες, όντας στην φυλακή, την Ηλιούπολη, την Πόλη του Ήλιου. Την περίοδο εκείνη υπήρχε η πεποίθηση ότι στο τέλος του αιώνα θα επερχόταν η συντέλεια του κόσμου. Για το λόγο αυτό, ο Campanella πίστεψε ότι οι επερχόμενες αλλαγές θα οδηγούσαν σε μεταρρυθμίσεις ολόκληρης της κοινωνίας και θεώρησε επιτακτική την ανάγκη για τη δημιουργία μιας Οικουμενικής Πολιτείας με τον ίδιο στη θέση του ηγέτη. Η πόλη, που περιγράφει λεπτομερώς στο βιβλίο του, είναι χτισμένη, το μεγαλύτερο τμήμα της, σε ένα λόφο που ορθώνεται μέσα σε μια απέραντη πεδιάδα της νήσου Ταπροβάνη (νησί στον Ινδικό Ωκεανό), και στην κορυφή του οποίου έχει τοποθετηθεί ένας ναός. Γύρω από τις ρίζες του λόφου συνεχίζει να εκτείνεται η πόλη κυκλικά, δημιουργώντας επτά δακτύλιους (ο καθένας έχει την ονομασία ενός πλανήτη) οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους μέσω τεσσάρων οδών και πυλών που είναι προσανατολισμένες προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αυτοί οι δάκτυλοι αντιπροσωπεύουν τα τείχη της πόλης και την καθιστούν απόρθητη καθώς για να καταληφθεί θα πρέπει να δεχθεί επίθεση επτά φορές. Όπως επιχειρούμε μια περιήγηση στις ουτοπίες, με τον ίδιο τρόπο μέσα από τα λόγια του Campanella θα περιηγηθούμε στην ίδια την πόλη. Μπαίνοντας από τη βορινή πύλη [...] βλέπουμε μια έκταση 50 βημάτων ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο τείχος. Βλέπουμε τόπους ολόγυρα από το τείχος, που είναι έτσι ενωμένοι, ώστε να φαίνονται σαν ένας τόπος και από πάνω έχουν αμφίπλευρα εξογκώματα που τα στηρίζουν δύο κίονες όπως στους στεγασμένους διαδρόμους των μοναστηριών και δεν φαίνονται από πουθενά οι είσοδοι γιατί είναι όλες από το κοίλο μέρος των μέγαρων. Τα δωμάτια είναι ωραία και τα χωρίζουν λεπτοί τοίχοι, έχουν δε παράθυρα και από την κοίλη και από την κυρτή πλευρά του κτίσματος. Ο κυρτός τοίχος έχει πάχος οκτώ σπιθαμές, ο κοίλος τρεις και οι εσωτερικοί τοίχοι λίγο παραπάνω από μια σπιθαμή. (Μπερνέρι,1999: 87) Τα τείχη δεν προορίζονται μόνο για την οχύρωση της πόλης αλλά έχουν και εκπαιδευτικό χαρακτήρα καθώς, καλύπτονται με ζωγραφικούς πίνακες που αντιπροσωπεύουν όλες τις επιστήμες. Μέσω αυτών λοιπόν, η πόλη μετατρέπεται σε ένα εκπαιδευτήριο και με τη βοήθεια ενός υπευθύνου πραγματοποιείται η εκπαίδευση των παιδιών. Με τον τρόπο αυτό, τα παιδιά μαθαίνουν χωρίς κόπο αλλά παίζοντας με όλες τις επιστήμες (Κονταράτος,2014: 51). Όσον αφορά την διακυβέρνηση της πόλης, αυτή βρίσκεται στα χέρια του ηγεμόνα ονόματι Ο ή Μεταφυσική με τη βοήθεια τριών ισότιμων, μεταξύ τους, ηγεμόνων τον Πον, Σιν και Μορ που τα ονόματά τους αντίστοιχα σημαίνουν Ισχύς, Γνώση και Έρωτας. Ο καθένας από τους τρεις έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Ο Ισχύς είναι υπεύθυνος για τα ζητήματα που σχετίζονται με τον πόλεμο και την πολεμική 37
τέχνη, ο Γνώση για τις επιστήμες και τις ελεύθερες και μηχανικές τέχνες ενώ ο Έρωτας για την σμίξη αντρόγυνων με στόχο τη δημιουργία καλών απογόνων για την πόλη (Μπερνέρι,1999: 89). Βλέπουμε ότι ένα σημαντικό θέμα για όλες τις μέχρι τώρα ουτοπίες αποτελεί η αντιμετώπιση της έννοιας της ιδιοκτησίας. Ο Campanella, επηρεασμένος βαθιά από τον Πλάτωνα, προχωρεί στην κατάργηση όχι μόνο της ιδιοκτησίας για μία κοινωνική τάξη αλλά για ολόκληρη την κοινότητα. Σαφώς, δεν παραλείπει και την αναφορά του στην θέση της γυναίκας οι οποίες απαγορεύονται να τεκνοποιήσουν πριν συμπληρώσουν το 19ο έτος της ηλικίας τους. Επίσης, μοιράζονται τη δουλειά των ανδρών τους με τη διαφορά ότι τους αποδίδονται ελαφρύτερα καθήκοντα (Μπερνέρι,1999: 93). Σε σχέση με τον More, ο οποίος θεωρεί ότι οι έξι ώρες εργασίας είναι αρκετές, ο Campanella προχωράει στη μείωση αυτών σε τέσσερις, καθώς θεωρεί ότι ακόμα και αυτό είναι αρκετό αφού δεν παράγονται περιττά αγαθά (Κονταράτος,2014: 45). Για πρώτη φορά σε ουτοπική πόλη, οι φυσικές επιστήμες κατέχουν σημαντικό ρόλο για την ανάπτυξη και την παιδεία των κατοίκων. Επίσης, η Πόλη του Ήλιου προσφέρει την πρώτη ουτοπική πόλη όπου καταργούνται οι δούλοι και θεωρείται άξια σεβασμού η χειρωνακτική εργασία. Αυτά ίσως, θεωρούμε και τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της ουτοπίας αυτής. Σαφώς όμως, όπως συμβαίνει και σε πολλές ουτοπίες, υπάρχει λίγη ελευθερία, με τις γυναίκες να τιμωρούνται ακόμη και σε θάνατο αν κυκλοφορήσουν με τακούνια (Μπερνέρι,1999: 93).
39
εικ.6, Η Χριστιανούπολη σχεδιασμένη από τον J.V. Andreae
40
1619
2.2.3
[J. Valentin Andreae, Χριστιανούπολη]
Δεκαεφτά χρόνια μετά από την συγγραφή της Ηλιούπολης, το 1619, μεταβαίνουμε στην Χριστιανούπολη από το Γερμανό λόγιο και ουμανιστή Johan Valentin Andreae (1586-1654). Ο ίδιος δε φημίζεται για τη φαντασία του αλλά ούτε και για την πρωτοτυπία που ίσως διακατέχει τους περισσότερους ουτοπικούς συγγραφείς. Πραγματεύεται θέματα τα οποία γνωρίζει καλά και προτείνει άμεσες λύσεις. Το βιβλίο του, γραμμένο ως επιστολή, λένε πως μοιάζει περισσότερο με προπαγανδιστικό φυλλάδιο για την ιδανική πολιτεία που περιγράφει, πάντα με διάθεση προσηλυτισμού (Μπερνέρι, 1999: 94). Αυτή λοιπόν, αποτελεί έναν αλλόκοτο συνδυασμό ελευθερίας αλλά και σκληρής θρησκευτικής επιβολής που πηγάζει σαφώς από τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ίδιου δηλαδή την καλοσύνη, το ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους του και την υπευθυνότητα αλλά και από την πλήρη υποταγή του στο Θεό και ό,τι συνεπάγεται η θρησκεία αυτή. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στην Πολιτεία του Πλάτωνα, έτσι και σε αυτήν, η πόλη αναπτύσσεται σε μια κοιλάδα. Παρατηρούμε όμως και κάποια σύνδεση με την Ουτοπία του More, καθώς η περιοχή αυτή εκτείνεται σε ένα μεγάλο νησί, το οποίο είναι πλούσιο σε βοσκοτόπια, χωράφια, ποτάμια, ρυάκια, δάση, αμπέλια και ζώα (Μάμφορντ,1998: 65). Πιο συγκεκριμένα, η πόλη έχει τετράγωνο σχήμα με κάθε πλευρά να αγγίζει τα 220m και διαθέτει τέσσερις πύργους στις γωνίες του σχήματος με προσανατολισμό στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Διαθέτει τέσσερις σειρές κτιρίων, εκ των οποίων η μία πρόκειται για την έδρα της κυβέρνησης και η άλλη για τις αποθήκες. Στο κέντρο της πόλης, όπως βλέπουμε και στην Ηλιούπολη, τοποθετείται ένας κυκλικός ναός, διαμέτρου 30m. Τα σπίτια είναι τριώροφα και σε αυτά οδηγούν οι δημόσιοι εξώστες. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που διακρίνουμε σε αυτήν την ουτοπία και το οποίο δεν έχει αναφερθεί σε προηγούμενες, είναι η χρήση πυρίμαχων τοίχων και η κατασκευή των κτιρίων από καμένη πέτρα για να αντιμετωπίζονται οι πυρκαγιές. Σε γενικές γραμμές, η πόλη είναι πολύ καλά οχυρωμένη και διαιρείται σε τρία μέρη. Το πρώτο είναι υπεύθυνο για την παροχή τροφίμων, το δεύτερο για την άσκηση και την εκγύμναση και το τρίτο για το όμορφο παρουσιαστικό. Το υπόλοιπο νησί εξυπηρετεί τους σκοπούς της γεωργίας και τα εργαστήρια (Μάμφορντ,1998: 66) (Μπερνέρι,1999: 99). Συνεπώς, καταλαβαίνουμε πως η πόλη χωρίζεται σε τμήματα ανάλογα με τη λειτουργία που το καθένα επιτελεί, σε μία ίσως πρώιμη μορφή zoning. Όσον αφορά τη διακυβέρνηση της πόλης, ως μόνος ηγέτης θεωρείται ο Χριστός ενώ κάτω από αυτόν βρίσκονται οχτώ ηγέτες με οχτώ υποτακτικούς ο καθένας. Για όλες τις παραπάνω θέσεις επιλέγονται άτομα όχι με βάση την καταγωγή και τον πλούτο τους αλλά με βάση τις αρετές, την πείρα σε διάφορες υποθέσεις και το σεβασμό που αποπνέουν (Μπερνέρι,1999: 99), χαρακτηριστικό που έχουμε δει και στην Πολιτεία του Πλάτωνα. Όπως συμβαίνει για πρώτη φορά στην Ηλιούπολη του Campanella, έτσι και στο έργο του Andreae, βλέπουμε ότι η ιδιοκτησία καταργείται απολύτως και ότι δεν χρησιμοποιούν ούτε χρήματα. Άλλωστε, οι κάτοικοι της πόλης σέβονται μόνο τους ανθρώπους που έχουν ήθη και ευσέβεια και δεν ενδιαφέρονται για τα πλούτη. Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε και στη θέση που κατέχει η γυναίκα. Παρατηρούμε ότι παρά το γεγονός ότι έχουν ίδια εκπαίδευση με τους άνδρες δεν διαθέτουν δικαίωμα ψήφου και μάλιστα, 41
οι εργασίες τους περιορίζονται εντός του σπιτιού και έχουν σχέση με οικιακά καθήκοντα ή στην καλύτερη περίπτωση με υφαντουργία. Όσον αφορά τον γάμο, όπως παρατηρήσαμε και σε προηγούμενες ουτοπίες, υπάρχει συγκεκριμένη ηλικία που θεωρείται κατάλληλη για τα δύο φύλα. Πιο συγκεκριμένα, η κοπέλα πρέπει να είναι 18 χρονών και το αγόρι 24. Για την κοινωνία αυτή ο γάμος θεωρείται μια απλή υπόθεση καθώς τα ζευγάρια δεν έχουν να μοιράσουν προίκα ούτε να αντιμετωπίσουν επαγγελματικές δυσκολίες και τα σπίτια τους παραχωρούνται από την ίδια την πόλη. Τέλος, το ζευγάρι κατοικεί μόνο του μαζί με τα παιδιά του πριν την προσχολική τους ηλικία (Μάμφορντ,1998: 70). Το σημαντικότερο όμως, τμήμα της ουτοπίας αυτής, θα λέγαμε πως είναι, το εκπαιδευτικό σύστημα που οραματίζεται ο Andreae, όντας και ο ίδιος δάσκαλος. Καταρχάς, έχουμε για πρώτη φορά την εμφάνιση του σχολείου σε ουτοπική περιγραφή αλλά και την επιλογή των κατάλληλων δασκάλων για την παροχή σωστής εκπαίδευσης. Όλα ξεκινούν όταν τα παιδιά φτάσουν στο έκτο έτος της ηλικίας τους όπου και εισέρχονται στο σχολείο στο οποίο πέρα των εκπαιδευτικών υποχρεώσεών τους, τρώνε και κοιμούνται. Η εκπαίδευσή τους έχει τρεις στόχους. Ο ένας είναι να μάθουν να λατρεύουν το Θεό με αγνή ψυχή, ο δεύτερος να κατακτήσουν την ηθική και ο τρίτος να καλλιεργηθούν πνευματικά. Παρακολουθούν μαθήματα όπως η χημεία, η ανατομία, οι φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά και η αστρονομία αλλά δίνεται ιδιαίτερη σημασία και στις τέχνες όπως η ζωγραφική και η γλυπτική (Μπερνέρι,1999: 107). Σε γενικό πλαίσιο, το εκπαιδευτικό αυτό σύστημα ενδιαφέρεται περισσότερο για την ποιότητα των γνώσεων και για τον άνθρωπο που καλλιεργεί και διαμορφώνει παρά για την ποσότητα των γνώσεων. Ο Andreae κατάφερε να δημιουργήσει ένα σύστημα που δεν είναι μόνο για τους πλούσιους και τους έξυπνους αλλά για όλους. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα αγόρια και τα κορίτσια παρακολουθούν μαζί τα μαθήματα. Τέλος, στο βιβλίο του, κάνει λόγο για τη δημιουργία κάποιου κολεγίου ή εταιρείας που θα αποτελούνταν από σοφούς, οι οποίοι θα ασχολούνταν με την έρευνα. Παρόλα αυτά, δεν αναφέρεται λεπτομερώς στον τρόπο λειτουργίας του (Κονταράτος,2014: 50). Πολλοί αναφέρουν ότι αυτό το κολέγιο ίσως αποτέλεσε έμπνευση για τον Francis Bacon και την επινόηση του Οίκου του Σολομώντα, στον οποίο θα αναφερθούμε αμέσως στην επόμενη ενότητα. Συνολικά, ο Andreae, παρά το γεγονός ότι δεν διέθετε την φαντασία των προηγούμενών του, μας προσέφερε μια πόλη με στοιχεία που αντικρίζουμε και σήμερα στις υπάρχουσες (τοποθέτηση βαριάς – ελαφράς βιομηχανία), ένα εκπαιδευτικό σύστημα που βασίζεται στην ηθική και πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου αλλά και μία αίσθηση των αξιών, της ευσέβειας και της ηθικής.
43
εικ.7, Εξώφυλλο του έργου, το 1627
44
1627
2.2.4
[Francis Bacon, Νέα Ατλαντίδα]
Στο έργο του, η Νέα Ατλαντίδα, ο φιλόσοφος, πολιτικός, επιστήμονας αλλά και συγγραφέας, Francis Bacon (1561-1626), περιγράφει λεπτομερώς το ιδανικό επιστημονικό κολέγιο με την επωνυμία Οίκος του Σολομώντα που το τοποθετεί στην ιδανική ουτοπική του πόλη, Μπενσαλέμ. Πιθανότατα να μη μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε το έργο του ως περιγραφή μιας ιδανικής κοινωνίας καθώς, δεν αγγίζει πολύπλευρα θέματα όπως ο More, Campanella και Andreae. Παρόλα αυτά, το βιβλίο του, Νέα Ατλαντίδα, απέσπασε αρκετά μεγάλο θαυμασμό αφού αποτέλεσε και την πρώτη περιγραφή επιστημονικού κολεγίου που βασίζεται στην πειραματική επιστήμη (Μπερνέρι,1999: 113). Σε αντίθεση, λοιπόν, με άλλες ουτοπίες, δεν φαίνεται να αναφέρονται με λεπτομέρεια οι ζωές των υπολοίπων κατοίκων της ιδανικής πολιτείας πέρα από αυτούς που βρίσκονται στον Οίκο του Σολομώντα και οι οποίοι διαθέτουν τη μεγαλύτερη εξουσία στα χέρια τους (μεγαλύτερη και από τον βασιλιά) (Κονταράτος,2014: 48). Θα έλεγε κανείς ότι ο συγγραφέας μοιάζει να αναφέρεται σε αυτούς με το ίδιο πάθος και θαυμασμό όπως ο Πλάτωνας αναφερόταν στους Φύλακες της δικής του Πολιτείας. Επίσης, είδαμε πως μια από τις κινήσεις πολλών ουτοπικών συγγραφέων είναι η κατάργηση της ιδιοκτησίας με στόχο τη μείωση συναισθημάτων απληστίας και υπεροχής. Στη Νέα Ατλαντίδα όμως, παρατηρούμε ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία, το χρήμα και οι ταξικές διακρίσεις δεν καταργούνται και ότι ακόμα και στη θέση της λιτότητας (π.χ. ενδύματα – ουτοπία More) τοποθετείται μια αίσθηση πολυτέλειας (Κονταράτος,2014: 47). Διεισδύοντας πιο βαθιά στην κοινωνία της Μπενσαλέμ, κατανοούμε ότι η βάση της κοινωνίας είναι η πατριαρχική οικογένεια και ότι ο γάμος έχει αποκτήσει μια πολύ σεβαστή θέση. Μάλιστα, όσον αφορά το γάμο με τον ίδιο τρόπο και ο Bacon αναφέρει: Διάβασα σ’ ένα δικό σας βιβλίο για μια φανταστική πολιτεία, στην οποία επιτρέπεται σ’ εκείνους που θα παντρευτούν να δουν γυμνό ο ένας τον άλλο. Αυτό, εδώ δε το εγκρίνουν. Το θεωρούν ξεδιαντροπιά αν κάποιος, μετά απ’ αυτήν τη στενή γνωριμία, το σκάσει. Αλλά για τα πάμπολλα κρυφά ελαττώματα των σωμάτων των ανδρών και των γυναικών καταφεύγουν σε μια πιο πολιτισμένη μέθοδο. Κοντά σε κάθε πόλη υπάρχουν δύο λιμνούλες, που τις λένε λιμνούλες του Αδάμ και της Εύας. Εδώ ένας φίλος του άνδρα και μια φιλενάδα της γυναίκας βλέπουν τον καθένα, όταν κάνει ξεχωριστά μπάνιο. (Μπερνέρι, 1999: 113) Σαφώς, καταλαβαίνουμε ότι αναφέρεται στην πολιτεία του More με χλευαστικό τρόπο χωρίς όμως και ο ίδιος να διαφέρει πολύ από τις πρακτικές που ακολουθεί ο πρώτος.Το πιο σημαντικό τμήμα όμως, της Νέας Ατλαντίδας όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, είναι ο Οίκος του Σολομώντα. Σε αυτό το επιστημονικό κολέγιο παρατηρούμε ότι κυριαρχεί η μυστικότητα, γεγονός που θα έλεγε κανείς ότι παρατηρείται και στη σημερινή εποχή. Οι επιστήμονες του κολεγίου μοιάζουν με μυστικούς πράκτορες που τοποθετούνται σε κρυφές αποστολές σε όλον τον κόσμο, οι οποίες μπορούν να κρατήσουν και ολόκληρα χρόνια.
45
Για παράδειγμα, κάθε δώδεκα χρόνια αναχωρούν δύο καράβια γεμάτα χρήματα και οτιδήποτε χρειαστούν οι τρεις άντρες από τον Οίκο που τα συνοδεύουν. Αυτοί λοιπόν, ταξιδεύουν και φέρνουν πίσω βιβλία, εργαλεία και γενικότερα γνώσεις που έχουν κατακτήσει οι άλλες χώρες. Στον ερχομό τους δεν αναφέρουν στο υπόλοιπο κράτος τι κατάφεραν να συλλέξουν αλλά ούτε τι μάθανε ή ακούσανε. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως η πολιτική του Οίκου είναι να προσπαθούν να κρύψουν ενέργειες που επιχειρούν στο εσωτερικό του προσπαθώντας να δημιουργήσουν ταυτόχρονα μια εικόνα θαυμασμού και ύψιστου δέους στα μάτια των απλών κατοίκων (Μάμφορντ,1998: 81). Πιο συγκεκριμένα, ο Οίκος ακολουθεί έναν συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται ο καταμερισμός της εργασίας του. Τρεις επιστήμονες ασχολούνται με την εύρεση και τη συγκέντρωση πειραμάτων από βιβλία, τρεις για τη συγκέντρωση πειραμάτων σχετικά με τις μηχανικές τέχνες και τις πρακτικές εφαρμογές, τρεις για την ταξινόμηση των πειραμάτων, τρεις για την δοκιμή νέων πειραμάτων, τρεις για την εξέταση των πειραμάτων και την πρόταση αγαθών χρήσιμων για τη ζωή που πιθανόν προκύπτουν από τα πειράματα, τρεις για την πρόταση νέων πιο «φωτεινών», όπως αναφέρει ο Bacon, πειραμάτων, τρεις για την εξέταση των νέων πειραμάτων και τέλος τρεις που «υψώνουν τις προηγούμενες πειραματικές ανακαλύψεις σε ακόμη μεγαλύτερες παρατηρήσεις, αξιώματα και αφορισμούς. Αυτούς τους ονομάζουμε ‘ερμηνευτές της Φύσης’» (Μπερνέρι,1999: 120). Παρόλο που δεν περιγράφεται χωρικά η πόλη, υπάρχουν κάποια σχόλια τα οποία θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τις σκέψεις μας και να μας βοηθήσουν να οραματιστούμε έστω εμείς με τη δική μας φαντασία την πόλη του Bacon. Αναφέρεται λοιπόν, ότι υπάρχουν εργαστήρια σκαμμένα μεσα στις πλαγιές των λόφων και παρατηρητήρια με πύργους ύψους 800m. Επίσης, για την μετακίνηση διάφορων πραγμάτων χρησιμοποιούν μηχανές. Εκτός αυτού, μας πληροφορεί για το γεγονός ότι υπάρχουν ευρύχωρα σπίτια στα οποία γίνονται πρακτικά μαθήματα φυσικής αλλά και γενικότερα διάφορα οικήματα που χρησιμοποιούνται για πειράματα με ήχους, φώτα και αρώματα (Μάμφορντ,1998: 81). Χωρίς αυτή να είναι η βασική μας πρόθεση, απεικονίζεται στο μυαλό μας μια κοινωνία σκοτεινή που αποτελεί κυρίως ένα άτακτο συνονθύλευμα διάφορων χώρων με τη δομή του Οίκου να ξεχωρίζει ως η μόνη θαυμαστή ενότητα της πόλης, μια πόλη στηριζόμενη στα πειράματά της και όχι σε κάποιο πείραμα που θα οδηγούσε σε μια χαρούμενη και υγιής πόλη. Δε θα μπορούσαμε να κρύψουμε ότι όλες οι εικόνες που δημιουργούνται στο μυαλό μας θυμίζουν περισσότερο μια μυστική πόλη και κρυφή από όλον τον κόσμο που σε καμία περίπτωση δεν ήρθε για να σώσει την κοινωνία του τότε και να προτείνει μια βιώσιμη λύση. Μέσα από τα παραπάνω δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως ο Bacon πίστευε πραγματικά ότι η γνώση και η επιστημονική πρόοδος οδηγούν σε συνολική ανθρώπινη ευτυχία και ότι συνδυάζονται με την εξουσία, τις τιμές και τα προνόμια. Παρόλα αυτά, η πάροδος των χρόνων έδειξε ότι ένας επιστήμονας για να οδηγηθεί σε μια ανακάλυψη δεν χρειάζεται περιορισμούς και καταμερισμό εργασίας αλλά ελευθερία. Πολύ σοφά αναφέρει η Μπερνέρι στο βιβλίο της Περιήγηση στην Ουτοπία το εξής σχόλιο «Η σκέψη ότι η τιθάσευση της πυρηνικής ενέργειας μπορεί να οδηγήσει στο τέλος του πολιτισμού μας αφαίρεσε από την επιστήμη τη λαμπρή της αίγλη. Ο επιστήμονας δεν θεωρείται πια ευεργέτης της ανθρωπότητας, αλλά άθελά του επωμίζεται έναν δυσοίωνο ρόλο και κατακυριεύεται μερικές φορές από αισθήματα ενοχής.» (Μπερνέρι,1999: 122). Συνειδητοποιούμε, λοιπόν, πως όσο μελετημένο και να ήταν το πρόγραμμα του Οίκου του Σολομώντα ποτέ δε θα μπορούσε να λάβει χρήση στη σημερινή κοινωνία και ούτε να αποφέρει μόνο του τη συνολική κοινωνική ευτυχία. Θα κρατήσουμε όμως, από αυτήν την κοινωνία, το πάθος που αντικρίσαμε για την επιστήμη και τη σημασία που έδωσε σε αυτήν και τη σχέση της με την ανάπτυξη της κοινωνίας.
47
2.3
[Ουτοπίες του 19ου αιώνα]
Η ιστορία των ουτοπιών για τον 19ο αιώνα συνδέεται στενά και άμεσα με τη δημιουργία του σοσιαλιστικού κινήματος. Για αυτό πολλές φορές, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τις περιγραφές των ουτοπιών από τις περιγραφές κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Στο έργο του Friedrich Engels (1820-1895), Ουτοπικός και Επιστημονικός Σοσιαλισμός, φαίνεται πως αναδιατυπώνεται η λέξη ουτοπία. Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό της, δηλαδή μια φανταστική ιδανική πόλη, ο Engels προσθέτει και όλα τα κοινωνικά σχέδια που αντιτίθενται στις ταξικές διαφορές και εγκαινιάζουν την κοινωνική επανάσταση. Σε αυτούς τους ουτοπιστές, τοποθετεί τον Robert Owen, Charles Fourier και Saint Simon τους οποίους αναλύουμε στο επόμενο κεφάλαιο διότι προσπάθησαν να υλοποιήσουν τις ουτοπικές τους περιγραφές (πολεοδομικές ουτοπίες). Αυτός ο αιώνας, χαρακτηρίστηκε επίσης, και για τα επακόλουθα της Γαλλικής Επανάστασης αλλά και την ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας. Όταν αναφέρουμε επακόλουθα, εννοούμε πως έδωσε στην αστική τάξη εξουσία αλλά ταυτοχρόνως επικύρωσε και τα δικαιώματα των εργατών και αγροτών. Στις προηγούμενες ουτοπίες, είδαμε πως είχαν συλλάβει την έννοια της προόδου με τη μορφή πνευματικής, ηθικής και σωματικής καλλιέργειας χωρίς τη λατρεία των αγαθών. Τέτοιες ανησυχίες δεν θα συναντήσουμε στις Ουτοπίες του 19ου αιώνα και αυτό διότι οι άνθρωποι πλέον θεωρούν πως η ευτυχία έχει άμεση σχέση με την ιδιωτική ιδιοκτησία, δηλαδή είναι κατά βάση υλιστές (Μπερνέρι,1999: 182). Στοχεύουν με λίγα λόγια να φέρουν στους πολίτες μια υλική ευημερία που θα οδηγήσει κατά αυτούς και σε μια κοινωνική. Εξαίρεση σε αυτές τις ουτοπίες, είναι η ουτοπία του William Morris, News from Nowhere, την οποία θα αναφέρουμε στην ενότητα αυτή.
49
εικ.8, Εξώφυλλο του έργου, το 1848
50
1839
2.3.1
[Étienne Cabet, Ταξίδι στην Ικαρία]
«Το ενέπνευσε η πιο καθαρή και φλογερή αγάπη για την ανθρωπότητα», δηλώνει ο Étienne Cabet (1788-1856) για το βιβλίο του Ταξίδι στην Ικαρία. Ο Cabet ήταν γόνος εργατικής οικογένειας, μεγάλωσε στο Παρίσι, απέκτησε καλή μόρφωση και μάλιστα, έγινε ένας αρκετά γνωστός δικηγόρος (Μπερνέρι,1999: 190).Το σημαντικότερο που χρειάζεται να αναφέρουμε όμως, είναι πως ανήκε σε αυτούς τους κοινωνικούς μεταρρυθμιστές που η αγάπη τους για την ανθρωπότητα ήταν απεριόριστη για αυτό και διαβάζοντας το έργο του, αναζητούμε να ανακαλύψουμε πώς ένας άνθρωπος με τόση μεγάλη πίστη και αγάπη αντιλαμβάνεται και δημιουργεί τη δική του ιδανική πολιτεία (Μπερνέρι,1999: 189). Η Ικαρία λοιπόν, είναι ένα μέρος απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο λόγω τον βουνών που βρίσκονται στο Βορρά και στο Νότο, της θάλασσας στη Δύση και ενός ποταμού στα ανατολικά. Διαιρείται σε εκατό επαρχίες, η κάθε μια με τις δικές της δέκα κοινότητες, και δημιουργήθηκε έχοντας ως κανόνα τη συμμετρία και την τοποθέτηση της πρωτεύουσας στο κέντρο (Μάμφορντ,1998: 108). Μια οργάνωση που θα έλεγε κανείς ότι μοιάζει αρκετά με αυτήν της Ουτοπίας του More. Η πρωτεύουσα της χώρας, ονόματι Ικάρα, σύμφωνα με τον Lewis Mumford θυμίζει περισσότερο ένα αναδιαμορφωμένο Παρίσι κτισμένο πάνω σε ένα αναδιαμορφωμένο Σηκουάνα. Φυσικά, αυτή η παρατήρηση δεν είναι τυχαία αλλά προκύπτει όπως θα δείτε και οι ίδιοι, από την ίδια την περιγραφή της ουτοπικής πόλης που επιχειρεί ο Cabet. Είναι αδύνατον να μην μας εντυπωσιάσει επίσης, ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Cabet την πόλη με απόλυτη προσήλωση σε λεπτομέρειες που δεν έχουμε δει σε άλλες αντίστοιχες ουτοπίες. Αρχικά, η πόλη είναι σχεδόν κυκλική και τέμνεται στη μέση από ένα ποτάμι του οποίου οι όχθες έχουν ευθυγραμμιστεί και περικλειστεί μέσα σε τοίχους. Στο κέντρο της πόλης, το ποτάμι χωρίζεται σε δύο βραχίονες οι οποίοι στην απομάκρυνση και την σμίξη τους ξανά δημιουργούν ένα κυκλικό νησί (Μάμφορντ, 1998: 108). Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί πως γίνεται να υπάρχει απόλυτη συμμετρία σε τμήματα που δημιουργούνται από την ίδια τη φύση. Σαφώς και είναι ένας απραγματοποίητος στόχος για τη φύση αλλά εμάς μας ενδιαφέρει περισσότερο το όραμα του Cabet και λιγότερο για το αν η ουτοπία αυτή συμφιλιώνεται με τον ρεαλισμό. Στο κέντρο λοιπόν, του κυκλικού νησιού τοποθετείται μια πλατεία η οποία κοσμείται με ένα σημαντικό δημόσιο κτίριο της πόλης. Παρατηρούμε ότι η έννοια της συγκέντρωσης σε πλατεία και η διακόσμησή της με πλούσια δενδροφύτευση, κήπους και διακοσμητικά μνημεία είναι ένα γεγονός καινούργιο για τον κόσμο των ουτοπιών. Ένα άλλο αξιοπρόσεχτο στοιχείο της Ικάρας, είναι ότι οι άνθρωποι περιμένουν σε στεγασμένες στάσεις και ότι υπάρχουν ακόμα και διαβάσεις που επισημαίνονται μάλιστα με ειδικά πασσαλάκια (Μπερνέρι,1999: 193). Προσοχή δίνεται επίσης, και σε υγειονομικές ρυθμίσεις, στον κατάλληλο φωτισμό της πόλης και στην προστασία με γυάλινα στέγαστρα των πεζών στα πεζοδρόμια (Μάμφορντ,1998: 109). Είναι πράγματι μια χώρα που δημιουργήθηκε με αγάπη ακόμα και για τις λεπτομέρειές της. Σε γενικό πλαίσιο, η πόλη είναι αρκετά ‘τακτοποιημένη’ και κινητήρια δύναμη του σχεδιασμού της αποτελεί η απόλυτη συμμετρία. Όλοι οι δρόμοι είναι ευθύγραμμοι και φαρδιοί. Συνολικά, 50 λεωφόροι παράλληλες με το ποτάμι και άλλες τόσες κάθετες προς αυτό χωρίζουν την πόλη σε ίσα τμήματα. Το κάθε οικοδομικό τετράγωνο διαθέτει 15 σπίτια σε κάθε πλευρά, ένα δημόσιο κτίριο στη μέση και σε κάθε άκρη. Ανάμεσα στις σειρές των σπιτιών υπάρχουν κήποι που φροντίζουν με επιμέλεια οι κάτοικοι, στοιχείο 51
που έχουμε παρατηρήσει και στην πόλη του More. Τέλος, όλα τα τετράγωνα είναι διατεταγμένα γύρω από πλατείες. Όσον αφορά τα εργοστάσια και τις αποθήκες, αυτές τοποθετούνται δίπλα σε σιδηροδρομικές γραμμές και σε κανάλια ενώ οι στάβλοι, τα σφαγεία και τα νοσοκομεία τοποθετούνται στις παρυφές (Μάμφορντ,1998: 109). Πέρα από αυτά που αποτελούν τα εξωτερικά στοιχεία της Ικαρίας, μεγάλη βαρύτητα έχει αποδοθεί και στον τρόπο με τον οποίο ζούνε οι κάτοικοί της. Επικρατεί λοιπόν, απόλυτη ισότητα όχι μόνο όσον αφορά την τροφή και την εκπαίδευση, αλλά ακόμα και στα ρούχα και τα έπιπλα που δικαιούται ο καθένας. Οι άνθρωποι της χώρας αυτής έχουν ίσα δικαιώματα όπως το δικαίωμα του εκλέγεις και εκλέγεσθαι αλλά και ίσες αναλογικά υποχρεώσεις. Για αυτούς, η κοινωνική και πολιτική ισότητα συνεπάγεται κοινωνική ευημερία αλλά και πραγματική ευτυχία (Μπερνέρι,1999: 193). Όσον αφορά τη διακυβέρνηση της, το πολίτευμα της Ικαρίας είναι η αβασίλευτη δημοκρατία, με τη χρήση βουλευτών που εκλέγονται από το λαό. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, πως η κυρίαρχη δύναμη βρίσκεται στα χέρια του λαού που πάντοτε θέτει ως στόχο την ισότητα (Μπερνέρι,1999: 195). Σε αντίθεση με τη μυστικότητα που επικρατούσε στον Οίκο του Σολομώντα της Νέας Ατλαντίδας, στην Ικαρία όλα γίνονται στο φως της δημοσιότητας και καταγράφονται σε εφημερίδα που μοιράζεται σε όλους τους κατοίκους. Είναι επίσης, σημαντικό να γίνει αναφορά και στην επιτροπή ειδημόνων που αποφασίζουν τα σχέδια των ρούχων, τα κατάλληλα τρόφιμα που πρέπει να καταναλώνονται, ο τρόπος που πρέπει να μαγειρεύεται το κάθε τρόφιμο, το πρόγραμμα σπουδών ακόμη και το σχέδιο του σπιτιού. Όλα όσα αποφασίζονται από αυτούς μετατρέπονται ουσιαστικά σε νόμους για τους ίδιους τους κατοίκους χωρίς όμως, να διακρίνεται κάποια εναντίωση προς τις αποφάσεις τους. Παρατηρούμε ότι καμία δουλειά δε θεωρείται σημαντικότερη από την άλλη, ακόμα και αν η σύγκριση αφορά έναν γιατρό και έναν γεωργό. Όλοι λοιπόν, εφαρμόζουν την τέχνη που μαθαίνουν για ολόκληρη τη ζωή τους σε συγκεκριμένο ωράριο και φυσικά με συγκεκριμένο τρόπο αλλά και ένδυμα. Είναι χρέος κάθε πολίτη να ξυπνάει στις πέντε το πρωί, να δουλεύει μέχρι τις δύο το μεσημέρι, να περνάει όπως επιθυμεί τον χρόνο του μέχρι τις εννιά και μετά τις δέκα να τηρεί την απαγόρευση κυκλοφορίας. Τέλος, όσον αφορά τις γυναίκες αναφέρεται ότι τις προσέχουν ιδιαίτερα και προσπαθούν να τις ευχαριστούν και να τις περιποιούνται (Μπερνέρι, 1999: 201). Για μια ακόμη φορά, καταλαβαίνουμε ότι οι ουτοπίες φαίνεται να συνδέονται άμεσα με την κοινοκτημοσύνη, την ομοιομορφία, τον συγκεντρωτισμό και τον κρατικό έλεγχο καταπατώντας ουσιαστικά την ελευθερία του ανθρώπου αλλά και κάθε πιθανότητα έκφρασης της ατομικότητας του καθενός. Ένας λαός που αποτελείται από ίδιους ανθρώπους με ίδιες ανάγκες, ίδιες σκέψεις και ίδια πάθη. Το μόνο που φαίνεται να διαχωρίζει έναν άνθρωπο από τον άλλον είναι, πέρα από το φύλο φυσικά, η ηλικία. Οτιδήποτε άλλο δε θεωρείται άξιο αναφοράς. Αναρωτιέται κανείς λοιπόν, ποιοι είναι αυτοί οι ‘ειδήμονες’ που κατάφεραν να ξεφύγουν τόσο πολύ από αυτήν την ομοιομορφία και την έμμεση αλλά και άμεση καταπίεση που ασκεί η Ικαρία στους κατοίκους της και είναι σε θέση να αποφασίζουν με προοδευτική σκέψη το κοινό καλό για όλους; Πως είναι δυνατόν να δημιουργούνται αυτοί οι σοφοί άνθρωποι σε ένα καθεστώς όπως αυτό, το οποίο ομοιάζει περισσότερο με ένα στρατόπεδο παρά με μια πόλη; Δεν υπάρχει σαφής απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα αλλά πιο πολύ τοποθετούνται για να αντιληφθούμε πως κάποια πράγματα στις ουτοπικές περιγραφές φαίνεται να εξαιρούνται από αυτά που η κοινωνία αυτή επιβάλλει και απλά, να τοποθετούνται αυθαίρετα χωρίς εξηγήσεις για το πώς και το γιατί.
53
εικ.9, Εξώφυλλο του έργου, το 1890
54
1890
2.3.2
[William Morris, Ειδήσεις απ’ την Ουτοπία]
Μια απολύτως διαφορετική ουτοπία και αρκετά επαναστατική για την εποχή της, περιγράφεται από τον William Morris (1834-1896) στο έργο του Ειδήσεις απ’ την Ουτοπία. Ο Morris, υπήρξε διακοσμητής, σχεδιαστής υφασμάτων, καλλιτέχνης, ποιητής, συγγραφέας και ελεύθερος σοσιαλιστής. Το όνομα του συνδέθηκε αρκετά με το κίνημα Arts and Crafts3 της Αγγλίας, στο οποίο ο ίδιος ήταν εισηγητής (Frampton,2007: 50-51). Όσον αφορά το συγκεκριμένο έργο του, δημοσιεύεται το 1890 σε συνέχειες στην εφημερίδα Κόμονγουελ της Σοσιαλιστικής Λέσχης στην οποία ο ίδιος ήταν ιδρυτής. Ο Morris βασίζει το έργο του στη σκέψη ότι ένας ελεύθερος κόσμος γέματος δικαιοσύνη και ευτυχία μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο ανθρώπων που ποθούν πραγματικά την ελευθερία τους και ανατρέπουν τα πάντα για να τη κατακτήσουν, ακόμα και αν αυτό οδηγεί στην ανατροπή της ίδιας της κυβέρνησης. Επίσης, αναφέρει το εξής, «Να σε ποια κοινωνία θα ήθελα να ζω. Πέστε μου τώρα κι εσείς.» (Μπερνέρι,1999: 219), μην υποχρεώνοντας κανέναν να συμφωνήσει μαζί του, σε αντίθεση με τους ουτοπικούς συγγραφείς που θεωρούν ακράδαντα ότι η άποψή τους είναι και η πιο σωστή, Η ουτοπία του είναι τόσο γοητευτική που μοιάζει πιο πολύ με πίνακα ζωγραφικής παρά με μυθιστόρημα. Διαβάζοντας το έργο του είναι δύσκολο κανείς να μην οραματιστεί έναν κόσμο γεμάτο εμβληματικά κτίρια, γλυπτά, ευχάριστους δρόμους, λιβάδια, πάρκα, πλατείες, χρώματα και χαρούμενους ανθρώπους με πολυτελή ρούχα. Είναι ένας κόσμος τόσο ηλιόλουστος και ευτυχισμένος που θέλεις πραγματικά να μεταφερθείς εκεί ακόμη και παντοτινά. Ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι ζουν σε μια ατμόσφαιρα ομορφιάς, ελευθερίας, ηρεμίας και απόλυτης ευτυχίας. Πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Ουίλιαμ Γκεστ, ο οποίος ξύπνησε ή ονειρεύεται πως ξύπνησε μετά από διακόσια χρόνια στο Λονδίνο. Μας περιγράφει λοιπόν, με ενθουσιασμό όσα αντικρίζει. Εδώ μπορούμε να δουλεύουμε χωρίς επιστάτη πάνω από το κεφάλι μας, να κοιμόμαστε χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να βάλουμε ξυπνητήρι, να τρώμε ό,τι θέλουμε και όχι ό,τι έχουν αποφασίσει οι ειδήμονες πως ταιριάζει καλύτερα στην κράση μας, μπορούμε να αγαπούμε χωρίς να νοιαζόμαστε για τυραννικούς νόμους, ούτε για την εξ ίσου τυραννική κοινή γνώμη, μπορούμε να ντυνόμαστε όπως θέλουμε, να διαβάζουμε ό,τι θέλουμε και, κυρίως, να σκεφτόμαστε όπως θέλουμε, εδώ μπορούμε να ζούμε, επειδή δεν μας έχουν γραμμένους σε καταλόγους και δεν μας κατευθύνουν, αλλά μας αφήνουν να ρυθμίσουμε τη ζωή μας όπως κρίνουμε σκόπιμο. (Μπερνέρι, 1999:218) 3. To Arts and Crafts αποτελεί κίνημα στο χώρο του βιομηχανικού σχεδιασμού, των διακοσμητικών τεχνών και της αρχιτεκτονικής που άνθισε στην Αγγλία τον 19ο αιώνα με εισηγητή τον William Morris. Τη λειτουργία του πυροδότησε η αντίδραση προς το βιομηχανικό κατεστημένο, τη μηχανοποίηση της κοινωνίας και την αισθητική παρακμή των τεχνών. Οι υπέρμαχοι του κινήματος, απογοητευμένοι από την έκρηξη που προκάλεσε η εκβιομηχάνιση, έστρεψαν το βλέμμα τους στο παρελθόν και αναζήτησαν ξανά τις παραδοσιακές μορφές τέχνης. Έτσι, δημιούργησαν μικρά εργαστήρια και προσπάθησαν να αναβιώσουν τις παλιές τεχνικές (Μορρέλι,2019). Συνολικά το κίνημα αυτό, υπήρξε η απάντηση στην βιομηχανική επανάσταση που κατακερμάτισε τους καλλιτέχνες και τους περιθωριοποίησε αλλά και δημιούργησε, μέσω της μαζικής παραγωγής, πληθώρα αντικειμένων χωρίς καμία κριτική στην αισθητική. Σύμφωνα με τον Frampton, η εξέλιξη της Κηπούπολης που θα μελετήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο ήταν στενά συνδεδεμένη με το κίνημα αυτό (Frampton,2007: 52). 55
Αρκετά εντυπωσιακό για ουτοπική περιγραφή είναι ακόμα και το πως ακόμα και τα διαζύγια τα αντιμετωπίζουν με πολύ διακριτικό τρόπο. Οι άνθρωποι γνωρίζουν πως αυτή η διαδικασία είναι ήδη τόσο σκληρή και δύσκολη και για τα δύο φύλα που δεν τους αναγκάζουν να μπουν σε μια ακόμα πιο σκληρή διαδικασία, που είναι ο διαχωρισμός των περιουσιακών στοιχείων. Όσον αφορά την αντιμετώπιση της γυναίκας βλέπουμε πως η ίδια μπορεί να κάνει ό,τι της αρέσει και να συμπεριφέρεται όπως επιθυμεί χωρίς κάποιον άντρα να την περιορίζει ή να την τυραννά. Θεωρείται ακόμα πως το νοικοκυριό είναι μια ασχολία άξια σεβασμού και μάλιστα, κάτι το οποίο ο άνδρας, και να επιθυμούσε, δεν θα μπορούσε να φέρει εις πέρας (Μπερνέρι,1999: 228). Η εκπαίδευση επίσης, διαφέρει από πολλές ουτοπικές περιγραφές. Μάλιστα, η λέξη εκπαίδευση τους είναι άγνωστη όπως και η λέξη σχολείο. Τα παιδιά μαθαίνουν πράγματα που χρειάζονται επιδεξιότητα όπως μαγειρική, ξυλουργική ή φροντίδα ενός μαγαζιού. Δεν πηγαίνουν καθημερινά σε κάποιο χώρο για να εκπαιδευτούν αλλά βλέποντας τους γύρω τους προσπαθούν να μάθουν και μάλιστα, αυτά είναι υπεύθυνα να επιλέγουν τι ακριβώς επιθυμούν να μάθουν. Εξίσου σημαντική είναι και η μετονομασία του Εργοστασίου σε Ομαδικά Εργαστήρια. Πλέον δεν αποτελεί ένα χώρο βρόμικο όπου πραγματοποιούνται οι πιο σκληρές και επίπονες δουλειές αλλά αντιθέτως, οι άνθρωποι συγκεντρώνονται εκεί για χειρωνακτικές εργασίες που απαιτούν βοήθεια ή συνεργασία όπως η κατασκευή κεραμικών ή γυαλικών. Με τον τρόπο αυτό, η εργασία μετατρέπεται σε μια πολύ ευχάριστη διαδικασία. Σε γενικές γραμμές, οι κάτοικοι της Ουτοπίας εργάζονται μόνο για να παράγουν τα αγαθά που πραγματικά χρειάζονται, δηλαδή όσα χρειάζεται η κοινότητα χωρίς περιττά αντικείμενα. Ο Morris στο βιβλίο του αναφέρει χαρακτηριστικά: «..., τώρα πια έχουμε βρει τι θέλουμε, οπότε δεν φτιάχνουμε περισσότερα από όσα θέλουμε, κι αφού δεν είμαστε υποχρεωμένοι να παράγουμε πάμπολλα άχρηστα πράγματα, έχουμε τον χρόνο και τους πόρους για να σκεφτούμε και την απόλαυσή μας όταν παράγουμε.» (Μπερνέρι,1999: 226). Σε γενικές γραμμές, ενώ άλλες ουτοπίες μας μίλησαν για την αξιοπρέπεια του μόχθου και της καταναγκαστικής εργασίας, εδώ παρατηρούμε μια πόλη όπου κάποιος μπορεί να ανακαλύψει μόνος του την αξιοπρέπεια και την ομορφιά της αβίαστης δουλειάς δηλαδή να ζήσει τη ζωή ενός καλλιτέχνη. Σε αυτήν την ουτοπία το ένστικτο της εργασίας συνδυάζεται με την δημιουργική ανάγκη του ατόμου και μάλιστα, εκφράζεται ελεύθερα, προσπαθώντας να δώσει ομορφιά σε όλες τις καθημερινές ανάγκες που απαιτούν κάποιο, έστω και ελάχιστο, μόχθο. Αυτό το επιτυγχάνουν κυρίως από τη συναδελφοσύνη που διακατέχει γενικότερα την ουτοπία και σε άλλους τομείς της (Μάμφορντ,1998: 128). Δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε φυσικά, στο τρόπο διακυβέρνησης του κράτους καθώς, είναι ένα θέμα που απασχολεί όλους τους ουτοπικούς συγγραφείς. Στην ουτοπία αυτή, η κυβέρνηση έχει καταργηθεί και όλες οι αποφάσεις βασίζονται σε ψηφοφορίες με την πλειονότητα να οδηγεί την κάθε απάντηση. Οι άνθρωποι συμπεριφέρονται πολιτισμένα, αν σκεφτεί κανείς ότι η μειονότητα στις ψηφοφορίες υποχωρεί ήρεμα χωρίς περαιτέρω διαδικασίες. Όπως έχει λοιπόν, καταργηθεί η κυβέρνηση με τον ίδιο τρόπο καταργήθηκε και η ιδιωτική ιδιοκτησία. Μέσω αυτών των αποφάσεων οι άνθρωποι ανέπτυξαν καινούργια στάση απέναντι στους συνανθρώπους τους. «Άγνωστες είναι για την πόλη αυτή, οι κλοπές, οι ληστείες ακόμα και οι φυλακές, ενώ πρωταρχικός στόχος έχει γίνει η ανάπτυξη φιλικών σχέσεων.» (Μπερνέρι, 1999:233). Τέλος, ο Morris, μέσα σε αυτό το πνεύμα αλλαγών και καταργήσεων, αναφέρεται με τον ίδιο τρόπο για την πίστη στο Θεό. Αναφέρει πως οι άνθρωποι δεν έχουν λόγο να πιστεύουν σε ένα καλύτερο μέρος, τον Παράδεισο, καθώς ένας ευτυχισμένος λαός δε βρίσκει παρηγοριά στην αγάπη του Θεού. Έτσι, η πίστη στη θρησκεία του χριστιανισμού μετατράπηκε στην πίστη στη θρησκεία της ανθρωπότητας (Μπερνέρι, 1999:238).
57
2.4
[Ουτοπίες του 20ου αιώνα]
Οι ουτοπίες που γράφτηκαν μετά τον 19ο αιώνα, στην πλειονότητά τους, αποτελούν κυρίως πιο εξεζητημένες εκδοχές των ουτοπιών του παρελθόντος και παύουν πλέον να προκαλούν αντιδράσεις και αναστάτωση, όπως είχαν προκαλέσει παλαιότερα τα περισσότερα έργα των ουτοπιστών. Σαφώς, όπως αναφέρουμε σε κάθε χρονική αλλαγή, η περίοδος στην οποία γράφεται μια ουτοπία έχει μεγάλη σχέση με τα όσα αντιμετωπίζει η κοινωνία της εποχής. Έτσι, σε αυτόν τον αιώνα, οι άνθρωποι αντικρίζουν τα αποτελέσματα της βιομηχανικής επανάστασης. Σε αντίθεση με τους ουτοπιστές του 19ου αιώνα, όπου θεωρούν ότι η συνολική ευτυχία θα επέλθει μόνο δια μέσου των επιστημονικών ανακαλύψεων και της βιομηχανίας, αυτοί του 20ου, αναγνωρίζουν τα πλεονεκτήματά της αλλά αντιλαμβάνονται και τους κινδύνους που ενέχει αυτή η εξέλιξη. Οι μηχανές λοιπόν, δεν παρουσιάζονται ως ελευθερωτές των ανθρώπων αφού έχουν γίνει πλέον δούλοι αυτών. Αντίστοιχα, η πίστη στην μηχανή έχει αντικατασταθεί από ένα πνεύμα δυσπιστίας προς αυτήν που απέχει ελάχιστα από το να μετατραπεί σε πνεύμα φόβου. Μεταξύ αυτών των αλλαγών, έχουμε και την άνοδο του κομμουνισμού, την διαμόρφωση της εργατικής τάξης και της ταξικής συνείδησης.
59
εικ.10, Εξώφυλλο & Εσώφυλλο του έργου, το 1905
60
1905
2.4.1
[H. George Wells, Μία Σύγχρονη Ουτοπία]
Ο συγγραφέας H. G. Wells (1866-1946) ήταν όμως, ένας από τους ουτοπικούς συγγραφείς του 20ου αιώνα που θεωρείται πως συνεισέφερε σημαντικά στο σύνολο των γραπτών περί ουτοπίας. Στο έργο του Μια σύγχρονη Ουτοπία αρνείται να περιγράψει μια ουτοπία η οποία μεταφράζει την τελειότητα και την μηδενική δυνατότητα λάθους και αντιθέτως με τις υπόλοιπες ουτοπικές περιγραφές, αναφέρει το έξης: «Στη σύγχρονη ουτοπία δεν θα υπάρχει τελειότητα, πρέπει και στην Ουτοπία να υπάρχουν κοινωνικές τριβές, διαμάχες και σπάταλη, μόνο που η σπατάλη θα είναι απείρως μικρότερη από του κόσμου μας.» (Μπερνέρι, 1999: 247). Βλέπουμε λοιπόν, από την πρώτη κιόλας επαφή με το έργο του πως αντιλαμβάνεται την ύπαρξη κοινωνικής ποικιλομορφίας, γεγονός που τείνουν να ξεχνούν οι περισσότεροι ουτοπιστές. Σε γενικές γραμμές, ο Wells πραγματεύεται μια εντελώς διαφορετική αντίληψη της Ουτοπίας, τη δημιουργία του Παγκόσμιου Κράτους, το οποίο βρίσκεται σε έναν πλανήτη ταυτόσημο με τον δικό μας με τη μόνη διαφορά ότι σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η κοινωνική οργάνωση της Ουτοπίας βελτιώθηκε γρηγορότερα και κατάφερε να φτάσει σε ανώτερο επίπεδο από το δικό μας (Μάμφορντ,1998: 131). Πρωταρχικός στόχος του ήταν η επίτευξη της ελευθερίας του ατόμου, γεγονός που καταπατούνταν έμμεσα από όλες τις ουτοπικές περιγραφές. Ο ίδιος επισημαίνει: Αλλά η σύγχρονη άποψη, με την εντεινόμενη επιμονή της στην ατομικότητα και στη μεγάλη σημασία της μοναδικότητά της, αυξάνει σταθερά την αξία της ελευθερίας, ώσπου επί τέλους αρχίζουμε να βλέπουμε την ελευθερία ως καθαυτό ουσία της ζωής, αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι αυτή είναι πράγματι η ζωή και ότι μόνο τα νεκρά πράγματα, αυτά που δεν έχουν καμία δυνατότητα επιλογής, ζουν υπακούοντας απόλυτα στον νόμο. Να έχουμε περιθώρια ν’ αναπτύξουμε ελεύθερα την ατομικότητά μας είναι, κατά τη σύγχρονη άποψη, ο υποκειμενικός θρίαμβος της ύπαρξης, όπως η επιβίωσή μας στο δημιουργικό έργο μας και στους απογόνους μας είναι ο αντικειμενικός θρίαμβος. (Μπερνέρι, 1999: 248) Βλέπουμε, από αυτό το απόσπασμα, τη σημασία που προσδίδει στην ελευθερία, την ατομικότητα, την ιδιαιτερότητα και γενικότερα, την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Φυσικά, ο Wells αναφέρθηκε και στην ύπαρξη της ιδιοκτησίας με τη διαφορά όμως ότι το δικαίωμα σε αυτήν δεν συνδέεται σε καμία περίπτωση με την ιδιοκτησία σχετικά με τμήματα γης, φυσικά αντικείμενα και προϊόντα. Το κράτος παρουσιάζεται ως ο μοναδικός γαιοκτήμονας και όσοι διαχειρίζονται τμήματα γης όπως διάφορες εταιρείες αλλά και οι δημοτικές αρχές, είναι απλοί ενοικιαστές τους. Ως νόμιμη ιδιοκτησία, θέλησε να εξασφαλίσει στον άνθρωπο, αξίες όπως μόχθος, επιδεξιότητα, προνοητικότητα και θάρρος και όχι τμήματα γης και προϊόντα. Στο έργο του επίσης, αναφέρεται και στην χρήση του χρήματος ως ένα πλεονέκτημα για τη ζωή των κατοίκων. Το χρήμα παρουσιάζεται ως καλό σε αντίθεση με άλλες ουτοπίες που το αποφεύγουν και το κατακρίνουν. Θεωρείται μάλιστα αντιθέτως, ότι αν χρησιμοποιηθεί σωστά μπορεί να οδηγήσει στην εξέλιξη του πολιτισμού μας και ότι χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρξει κάτι άξιο που να θεωρείται πολιτισμός (Μπερνέρι,1999: 251). Όσον αφορά την εργασία, βλέπουμε ότι στην Ουτοπία αυτή ο άνθρωπος έχει μεγαλύτερη ελευθερία να επιλέξει τι πραγματικά επιθυμεί. Η εργασία όμως, παραμένει μια αναγκαιότητα.
61
Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του κόσμου είναι ο κρατικός έλεγχος που επιβάλλεται μέσω της καταγραφής όλων των στοιχείων των πολιτών όπως για παράδειγμα αριθμό μητρώου, δακτυλικά αποτυπώματα κ.α.. Αυτή η κίνηση είναι αναπόφευκτη αν σκεφτεί κανείς ότι το πλήθος των ατόμων που στοχεύει ο Wells να κυβερνήσει αντικατοπτρίζει τον παγκόσμιο πληθυσμό. Είναι επίσης, απαραίτητος όχι μόνο για να ρυθμίζει την εργασία, αλλά και για να ελέγχει την αύξηση του πληθυσμού και την ποιοτική βελτίωση του λαού (Μπερνέρι,1999: 252). Το πνεύμα αυτού του ελέγχου εμφανίζεται ακόμα και στο θέμα του γάμου και της αναπαραγωγής. Ενώ ο ίδιος απορρίπτει το αναγκαστικό ζευγάρωμα, τοποθετεί προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να τηρούνται αυστηρά για να επιτραπεί. Για παράδειγμα, για να μπορεί κάποιο ζευγάρι να κάνει παιδιά θα πρέπει η γυναίκα να έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας της και ο άντρας το 26ο. Επίσης, θα πρέπει να έχουν μια ελάχιστη σωματική ανάπτυξη και σαφώς, να μην πάσχουν από κάποια μεταδιδόμενη ασθένεια. Αφού λοιπόν, ισχύουν αυτά, η αναπαραγωγή τους είναι θεμιτή από το κράτος (Κονταράτος,2014: 35). Μάλιστα, επιβραβεύεται σε ένα βαθμό με το γεγονός ότι οι μητέρες αρχίζουν να λαμβάνουν επιδόματα ικανά να συντηρήσουν και την ίδια και το παιδί τους. Στον κόσμο αυτό, η μητρότητα θεωρείται επάγγελμα άξιο και προσελκύει τις γυναίκες να κάνουν την καλύτερη δουλειά που μπορούν για να αναθρέψουν σωστά το παιδί τους, αφού όποια πετυχαίνει καλύτερα αποτελέσματα (διανοητικές και σωματικές ικανότητες του παιδιού) αμείβεται και με μεγαλύτερο ποσό (Μπερνέρι,1999: 254). Όσον αφορά τη διακυβέρνηση του κράτους, ο Wells τοποθετεί τους Σαμουράι δίνοντάς τους τον έξης δικό του ορισμό: «οποιοσδήποτε έξυπνος, ενήλικος σε υγιή και δημιουργική κατάσταση, οποιασδήποτε ηλικίας πάνω από τα 25, μπορεί να γίνει Σαμουράι και να συμμετέχει στη διακυβέρνηση του κράτους.». Αυτοί πρέπει να είναι πρόθυμοι και να υπακούουν τον Κανόνα, που σημαίνει εν ολίγης να ακολουθούν συγκεκριμένη δίαιτα, να αποφεύγουν πλήρως το κάπνισμα, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά και τα τυχερά παιχνίδια, να μην ασχολούνται με το εμπόριο, να παντρεύονται μόνο Σαμουράι κ.ά. (Μαμφορντ,1998: 133). Τέλος, ο Wells κλείνει το βιβλίο του με τα ακόλουθα λόγια: Θα υπάρξουν πολλές ουτοπίες. Κάθε γενιά θα έχει τη δική της ουτοπία, λίγο περισσότερο βέβαιη ολοκληρωμένη και πραγματική, με τα προβλήματά της να πλησιάζουν ολοένα περισσότερο τα προβλήματα του Γίγνεσθαί. Ώσπου επί τέλους οι ουτοπίες από όνειρα θα φτάσουν να γίνουν λειτουργικές και ολόκληρος ο κόσμος θα διαμορφώσει το τελικό παγκόσμιο κράτος, το δίκαιο, μεγάλο και γόνιμο παγκόσμιο κράτος, που δεν θα είναι ουτοπία, επειδή θα είναι αυτός εδώ ο κόσμος μας. (Μπερνέρι,1999: 255) Αυτό που λαμβάνουμε λοιπόν, από την ουτοπία του Wells, πέρα από την ανοχή στο διαφορετικό, την ποικιλομορφία και την μη τελειότητα, είναι μια βαθιά πίστη στην ουτοπία και στην δυνατότητα αυτή, κάποια στιγμή, πραγματικά, να αντικατοπτρίζει την ιδανική πραγματική κοινωνία. Πέρα όμως από αυτό, κρίνεται αναγκαίο να αναφέρουμε πως η ουτοπία στο σύνολο της αποτελεί και έναν συμβιβασμό ανάμεσα στον σοσιαλισμό και στον καπιταλισμό, που όμως όπως κάθε συμβιβασμός δεν είναι ικανοποιητικός.
63
2.5
[συμπεράσματα]
Στο σύνολο τους οι κοινωνικές αυτές ουτοπίες που περιγράψαμε και αναλύσαμε παρουσίασαν κάποια συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά. Είδαμε, κοινωνίες που δημιουργήθηκαν σε κάποιο μη-τόπο αλλά και σε κάποιο μη-χρόνο. Σε πολλές περιπτώσεις, η επιλογή του τόπου ήταν κάποιο άγνωστο νησί και αυτό γιατί αποτελεί το κατεξοχήν απομονωμένο τμήμα γης λόγω του απέραντου ωκεανού που το αγκαλιάζει και την δυσκολία πρόσβασης σε αυτό. Όσον αφορά, τον χρόνο, παρατηρήσαμε ότι οι ουτοπίες είναι γραμμένες για μια αιώνια κατάσταση χωρίς μεταβολές και χωρίς εντάσεις. Πόλεις στις οποίες ο χρόνος ξεκίνησε να μετράει από τη μέρα που δημιουργήθηκαν και επομένως, η ιστορία τους άρχισε και αυτή να γράφεται τότε. Μας δίνουν την αίσθηση λοιπόν, οι ουτοπιστές, πως θέλουν να διαγράψουν την ιστορία του κόσμου μας και αυτό διότι μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί για αυτούς να επέλθει η συνολική αλλαγή. Πέρα λοιπόν, από το χρονικό και ιστορικό κενό που αντικρίζουμε στις κοινωνικές ουτοπίες, αντιλαμβανόμαστε και άλλα θεμελιώδη στοιχεία τα οποία ήταν κοινά. Υπάρχει ακριβής ρύθμιση της ζωής από απολύτως άκαμπτους κανόνες, που από ότι μας παρουσιάζουν οι ουτοπιστές στα έργα τους, δεν επιθυμεί και κανένας κάτοικος να αντισταθεί σε αυτούς και να τους παραβεί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, την κατάργηση των ατομικών πρωτοβουλιών αλλά και του αυθορμητισμού. Εργασία, Εκπαίδευση, Σχέσεις, Γάμος, Οικογένεια. Τίποτα δεν έχει αφεθεί στην τύχη του και όλα ορίζονται σαφώς από κάθε κοινωνία. Φυσικά, όσον αφορά την εργασία, είδαμε πως πρωταρχικός στόχος των ουτοπιστών είναι ο δίκαιος καταμερισμός της με σκοπό όλοι να μοχθούν το ίδιο αλλά και να έχουν χρόνο να απολαύσουν άλλες πτυχές της ζωής και να καλλιεργήσουν τον εαυτό τους. Επίσης, άλλο στοιχείο που αντικρίζουμε είναι οι προσπάθειες για ισότητα και δικαιοσύνη που πολλοί από τους ουτοπιστές αντιμετωπίζουν μέσω της κοινοκτημοσύνης των υλικών αγαθών και την κατάργηση της ιδιοκτησίας. Αυτές οι επιλογές, σχετίζονται και με ένα ακόμα χαρακτηριστικό των ουτοπιών που έχει σχέση με την κυριαρχία του μέτρου και της αγνότητας των ηθών. Ακόμα και οι υποχρεώσεις των κατοίκων αλλά και οι απολαβές τους χαρακτηρίζονται από κάποιο μέτρο που θέτει πάντα ο εκάστοτε ουτοπιστής. Τέλος, είδαμε πόλεις όπου βασίζονται στην αυτάρκεια και στην απομόνωση. Για τις ουτοπίες, η τελειότητα σχετίζεται άμεσα με την ιδέα της ολότητας με σαφή όρια και μέγεθος (Κονταράτος,2014: 33-55). Οι ουτοπιστές στο σύνολό τους, μας έδωσαν την αίσθηση πως δεν θέλουν αλλά και δεν επιτρέπουν κανέναν έξω από την κοινωνία τους να αγγίξει αυτό το ‘θαύμα’, για αυτούς τουλάχιστον, που έχουν δημιουργήσει με φόβο μήπως μολυνθεί από τον έσχατο, για αυτούς πάλι, υπόλοιπο κόσμο.
64
03
[περιήγηση στις πολεοδομικές ουτοπίες]
3.1
[Σχέση Κοινωνικής & Πολεοδομικής Ουτοπίας]
Έπειτα από την εκτενή μελέτη των παραπάνω ουτοπιών, δε θα μπορούσαμε να αποφύγουμε το γεγονός ότι όλες αυτές οι ‘κοινωνικές’ ουτοπίες έπλασαν στο μυαλό μας εικόνες μια τέλειας οργανωμένης κοινότητας αλλά και δημιούργησαν ανύπαρκτους και μοναδικούς για τον καθένα τόπους1 και χώρους2. Μοναδικούς και διαφορετικούς γιατί πέρα από κάποια κατευθυντήρια χαρακτηριστικά των τόπων και των χώρων που μας παρέθεσαν οι ουτοπιστές γραπτώς στο έργο τους, τα υπόλοιπα χωρικά αλλά και ατμοσφαιρικά τμήματα της ουτοπίας ανήκουν στην ελευθερία του μυαλού μας για να τα δημιουργήσει όπως η φαντασία ορίζει. Το χρονικό πλαίσιο στο οποίο θα στηριχθεί η παρακάτω έρευνα είναι από τον 19ο αιώνα και έπειτα, την περίοδο δηλαδή που εμφανίζονται οι πιο σημαντικοί εκπρόσωποι του πολεοδομικού σχεδιασμού. Θα αναζητήσουμε λοιπόν, εκείνες τις πολεοδομικές ουτοπίες, οι οποίες κατέχουν αξιοσημείωτη θέση στην ιστορία της πολεοδομίας και παρά το γεγονός ότι πολλές φορές μιλούν για κάτι απραγματοποίητο, προσπαθούν να οραματιστούν ιδανικές πολιτείες και κοινότητες. Πιο συγκεκριμένα, θα αναφερθούμε στις προσπάθειες δημιουργίας ιδανικών κοινοτήτων από τον Robert Owen και Charles Fourier. Τοποθετούμε σε αυτήν την ενότητα και τον σοσιαλιστή Saint Simon, όχι διότι υλοποίησε κάποια ιδανική κοινωνία, αλλά γιατί αναγνωρίζεται, μαζί με τα δύο πρόσωπα που αναφέραμε, ως ο ένας από τους τρεις πρόδρομους του επιστημονικού σοσιαλισμού που συνέβαλλε με τις ουτοπικές του θεωρίες, εξίσου, στη διαμόρφωση του κόσμου μας σήμερα (Ντώτρυ et al.,1980), (Paquot,1998). Στη συνέχεια, επιλέγουμε τρεις ουτοπιστές πολεοδόμους του 20ου αιώνα, Ebenezer Howard, Le Corbusier και Frank Lloyd Wright και αναλύουμε τις δικές τους εκδοχές περί ιδανικής πόλης. Αναγνωρίζουμε την ύπαρξη και άλλων σημαντικών ουτοπιών, αλλά επιλέγουμε να αναλύσουμε τις παραπάνω βασιζόμενοι σε αυτές που η βιβλιογραφία μας αναδεικνύει ως κομβικές (Fishman,1982), (Eaton,2002), (Frampton,2007). Για να επιχειρήσουμε λοιπόν, τη μετάβαση από την κοινωνική ουτοπία στην πολεοδομική, θα θέλαμε να συνοψίσουμε τις θετικές αλλά και αρνητικές συνέπειες του ουτοπικού φαινομένου που μελετήσαμε μέχρι στιγμής, παραθέτοντας κάποια βαρυσήμαντα λόγια του Αμερικανού φιλοσόφου γερμανικής καταγωγής, Paul Tillich (1886-1965), από το βιβλίο του Politische Bedeutung der Utopie im Leben der Völker του 1951, ο οποίος αναφέρει και καταλήγει στο γεγονός ότι:
1 «Τόπος εννοούμε κάτι περισσότερο από μια αφηρημένη τοποθεσία. Εννοούμε ένα σύνολο που απαρτίζεται από συγκεκριμένα πράγματα με υλική υπόσταση, σχήμα, υφή και χρώμα. Μαζί, όλα αυτά τα πράγματα καθορίζουν τον περιβαλλοντικό χαρακτήρα, που είναι η ουσία ενός τόπου. Γενικά, ένας τόπος παρουσιάζεται ως ένα σύνολο που αναδίδει ένα χαρακτήρα ή «ατμόσφαιρα». Ο τόπος είναι, συνεπώς, ένα ποιοτικό, ολικό φαινόμενο, που δεν μπορούμε να το περιορίσουμε σε καμία από τις επιμέρους ιδιότητές του, όπως για παράδειγμα τις χωρικές σχέσεις που ενυπάρχουν σ ’αυτόν, χωρίς να μας διαφύγει η συγκεκριμένη φύση του.» (Schulz,2009: 9). 2 «Ο χώρος δηλώνει την τρισδιάστατη οργάνωση των στοιχείων που συνθέτουν έναν τόπο, ενώ ο χαρακτήρας δηλώνει τη γενική ατμόσφαιρα, η οποία είναι και η πλέον καθοριστική ιδιότητα οποιουδήποτε τόπου.» (Schulz,2009: 13).
69
Η ουτοπία είναι αληθινή επειδή εκφράζει την ουσία του ανθρώπου και τον εσωτερικό σκοπό της ύπαρξής του, γόνιμη επειδή ανοίγει δυνατότητες που αν κανείς δεν τις διέβλεπε θα παρέμεναν κλειστές, ισχυρή επειδή είναι ικανή να μετασχηματίζει το δοσμένο, αλλά και ταυτόχρονα αναληθής επειδή λησμονεί τα όρια και την αποξένωση του ανθρώπου, άγονη επειδή υποκύπτει στους ευσεβείς πόθους και περιγράφει ως πραγματικές δυνατότητες τα αδύνατα, ανίσχυρη επειδή όντας αναληθής και άγονη οδηγεί στην απογοήτευση. (Κονταράτος,2014: 21) Αν σταθούμε στον ορισμό αυτό, συνειδητοποιούμε πως η ουτοπία περιγράφει καταστάσεις ιδανικής τελειότητας που δε θα μπορούσαν ποτέ να σταθούν ακριβώς όπως κάποιος τις έχει οραματιστεί στην δοσμένη πραγματικότητα του σήμερα. Βασισμένη σε αυτό το πλαίσιο, η συσχέτιση πολεοδομικού σχεδιασμού και ουτοπίας μοιάζει να είναι μια πρόθεση αρκετά ενδιαφέρουσα και αυτό διότι ο σχεδιασμός φαντάζει να εξαρτάται απόλυτα από την ίδια την φύση και δεν μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τους κανόνες που αυτή άθελά της τοποθετεί. Μπροστά όμως σε αυτήν την ανάγκη του ανθρώπου να καταρρίψει οτιδήποτε σχετικό με τη πραγματικότητα, θα ήταν ίσως και παράδοξο αν η πολεοδομία δε δημιουργούσε, και αυτή με τη σειρά της, δικές της ουτοπικές καταστάσεις (Κονταράτος,2014: 21-22). Είναι γνωστό ότι κανένα ανθρώπινο έργο δεν λειτουργεί ακριβώς όπως θα επιθυμούσε ο δημιουργός του. Κανένα όμως, δε παρουσιάζει τόση μεγάλη διαφορά όση αυτή που μπορούν να έχουν οι προθέσεις και το τελικό αποτέλεσμα ενός πολεοδομικού έργου. Οι λόγοι είναι πολυπληθείς. Αρχικά, ο πολεοδόμος έχει τη δυνατότητα να οραματιστεί σε όλες τις διαστάσεις είτε κοινωνικές είτε φυσικές. Παρόλα αυτά, όταν το όραμά του σχηματοποιείται και περιγράφεται μέσα από ένα σχέδιο σε ένα χαρτί τείνει να χάνει μεγάλο τμήμα από τη μαγεία της σύλληψής του. Ακόμη μεγαλύτερη αλλαγή επέρχεται στο έργο όταν αυτό βρίσκεται στη διαδικασία εφαρμογής όπου μέσα από όλες τις λοιπές αλλά απαραίτητες διαδικασίες αυτό παρερμηνεύεται, αλλοιώνεται, απομακρύνεται από τον δημιουργό και οδηγείται προς τους εκτελεστές του (Κονταράτος,2014: 22). Σαφώς, ακόμα και αν τελικά, ξεπεράσει όλα αυτά τα στάδια με επιτυχία και παραμείνει απολύτως αναλλοίωτο έρχεται η ζωή και το μεταμορφώνει, πλέον της ανήκει. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κάποιος εύστοχα να αναρωτηθεί και να πει «Μα χώρο ζωής δεν οραματίστηκε και ο δημιουργός του?». Βεβαίως. Οι άνθρωποι όμως για τους οποίους σχεδίασε και οραματίστηκε αυτό το έργο δεν έχουν καμία σχέση με εκείνους που τελικά το χρησιμοποιούν. Αναφέρει με πολύ εύλογο τρόπο ο Σάββας Κονταράτος στο βιβλίο του Ουτοπία και Πολεοδομία το έξης για τους ανθρώπους αυτούς: Αλόγιστοι στις επιθυμίες τους, απρόβλεπτοι στη συμπεριφορά τους, απείθαρχοι στους κανόνες ορθής χρήσης των ευκολιών που τους παρέχονται. Μεταχειρίζονται και νοηματοδοτούν το περιβάλλον που ο πολεοδόμος έπλασε για αυτούς με έναν τρόπο που διαψεύδει συνεχώς τις αρχικές παραδοχές του, έστω και αν αυτές είχαν βασιστεί σε στέρεες επιστημονικές αρχές και σε πορίσματα επίπονων αναλύσεων. (Κονταράτος,2014: 22) Οι άνθρωποι αυτοί δηλαδή, οι οποίοι δεν γνωρίζουν το καθαρό όραμα του πολεοδόμου της πόλης στην οποία βρίσκονται, μεταχειρίζονται αυτήν με έναν τρόπο που ο ίδιος ίσως ποτέ του δεν οραματίστηκε ούτε θεώρησε πιθανό σύμφωνα με τη δική του σκέψη. Φυσικά, ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι διότι κάθε άτομο είναι τόσο διαφορετικό από το άλλο και επομένως, δεν αντιλαμβάνεται με ακριβώς τον ίδιο τρόπο ούτε τον κόσμο αλλά ούτε και τη μικρογραφία αυτού, δηλαδή την πόλη. Είναι ελεύθερο να
70
επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστεί τα πάντα γύρω του και έτσι, η δημιουργία κανόνων και σωστών τρόπων αξιοποίησης της πόλης ή του εξοπλισμού που αυτή προσφέρει είναι σίγουρα θεμιτή αλλά δε θα έπρεπε να είναι καταναγκαστική καθώς θα καταπατούσε στο έπακρο την ελευθερία του ατόμου. Όπως αναφέρθηκε, η δημιουργία πολεοδομικών ουτοπιών ήταν και θα συνεχίσει να είναι σε ένα βαθμό αναπόφευκτη. Άλλωστε, όπως είδαμε ακόμα και στις κοινωνικές ουτοπίες του προηγούμενου κεφαλαίου δεν είναι λίγες οι φορές που ο ουτοπικός συγγραφέας περιγράφει με σαφείς λεπτομέρειες τον πολεοδομικό σχεδιασμό μιας πόλης. Αυτό ίσως συμβαίνει διότι ο ίδιος γνωρίζει ότι το πολεοδομικό περιβάλλον που πλαισιώνει τη ζωή μιας κοινότητας αντανακλά μια ορισμένη αντίληψη της κοινωνίας που βρίσκεται αλλά και παίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία κοινωνικών σχέσεων και γενικότερων τρόπων ζωής (Κονταράτος,2014: 23).
71
3.2
[Τρεις Πρόδρομοι του Επιστημονικού Σοσιαλισμού]
Μια μοναδική θέση στην ιστορία της πολεοδομικής ουτοπίας αλλά και γενικότερα στην ιστορία του κόσμου μας κατέχουν οι έξης τρεις πρόδρομοι του επιστημονικού σοσιαλισμού, Robert Οwen (1771-1858), Charles Fourier (1772- 1837) και Henri de Saint-Simon (1760-1825). Συνέβαλαν, σε τεράστιο βαθμό, στην ανάπτυξη της προοδευτικής σκέψης ολόκληρης της ανθρωπότητας αλλά και προετοίμασαν το δρόμο για το θρίαμβο των σοσιαλιστικών ιδανικών. Χωρίς αυτούς, οι μεγάλοι ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού Karl Marx (18181883) και Friedrich Engels (1820-1895) δε θα μπορούσαν να θεμελιώσουν το έργο τους που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Παρόλα αυτά, θα δούμε ότι οι αδυναμίες των τριών αυτών ουτοπιστών οφείλονται κυρίως σε αντικειμενικές δυσκολίες, δηλαδή στο γεγονός ότι ο κόσμος εκείνη την εποχή ήταν άγονος για σοσιαλιστικές ιδέες. Ό,τι λάβαμε από αυτούς το οφείλουμε κυρίως στην μεγαλοφυή τους διαίσθηση (Ντώτρυ et al.,1980: 7). Σε γενικές γραμμές, δύο θέματα κυριαρχούν στον ουτοπικό σοσιαλιστικό σχεδιασμό, η επιθυμία να ξεπεραστεί ο διαχωρισμός μεταξύ πόλης και υπαίθρου, καθώς και η επιθυμία να ξεπεραστεί η φυσική απομόνωση των ατόμων και των οικογενειών. Οι προτάσεις των ουτοπικών αυτών σοσιαλιστών δεν οραματίζονται ιδανικές πόλεις, αλλά ιδανικές κοινότητες, μεγάλες «οικογενειακές» κατασκευές (Μαναηλόγλου,2005: 4). Στο σύνολό τους, η επιρροή των σοσιαλιστών αυτών στις ουτοπίες του 19ου αιώνα ήταν μεγάλη και σημαντική, διότι όχι μόνο επηρέασαν με τα θεωρητικά τους γραπτά τους ουτοπιστές αλλά και με τα συγκεκριμένα σχέδια κοινωνικής μεταρρύθμισης, φαλαγγίων και κοινοτήτων ενέπνευσαν πολλά από τα χαρακτηριστικά που είδαμε στις μεταγενέστερες ουτοπίες.
73
εικ.11, Προοπτικό σχέδιο της New Harmony
74
1825
3.2.1
[Robert Owen, ο δάσκαλος1]
Στο προηγούμενο κεφάλαιο μελετήσαμε την κοινωνία του More, η οποία στηριζόταν στην εργασία ως κύρια δράση για την κοινωνικοποίηση ενός ανθρώπου. Ο ίδιος κατάφερε να την παρουσιάσει με έναν προνομιακό τρόπο μέσω του μόχθου και του ζήλου που έδειχναν οι εργάτες για αυτήν αλλά ταυτοχρόνως και μέσα από την ανεξαρτησία που κατακτούσαν. Αυτήν την τοποθέτηση της εργασίας θα την ξαναβρούμε στον ουτοπιστή της βιομηχανικής όμως πλέον εποχής, τον Robert Οwen (1771-1858) (Paquot,1998: 33). Πιο συγκεκριμένα, ο κοινωνικός αυτός μεταρρυθμιστής ήταν ένας από τους ιδρυτές του ουτοπικού σοσιαλισμού και του συνεταιριστικού κινήματος. Έγινε γνωστός για τις προσπάθειές του να βελτιώσει τις συνθήκες δουλειάς των εργαζομένων του εργοστασίου του όπως επίσης και για την προώθηση πειραματικών σοσιαλιστικών κοινοτήτων. Πίστευε βαθιά ότι η εξαθλίωση και η αμάθεια είναι αποτέλεσμα της φτώχειας. Για το λόγο αυτό, θεωρούσε ότι αν αυτή εξαλειφθεί τότε οι εργάτες, έχοντας πλέον τη δυνατότητα μιας καλύτερης κατοικίας και τροφής, θα είχαν μια καλύτερης ποιότητας ζωή. Βασιζόμενος λοιπόν, στην πεποίθηση ότι για τη βελτίωση ενός κοινωνικού συνόλου χρειάζεται να αναδημιουργηθεί πρώτα το περιβάλλον εφάρμοσε για πρώτη φορά τις ιδέες του στο δικό του εργοστάσιό κλωστοϋφαντουργίας στο New Lanark της Σκοτίας. Τα μέτρα που ακολούθησε ήταν η μείωση του ωραρίου, η αύξηση του μισθού, η παράλληλη παροχή ποιοτικότερων καταλυμάτων αλλά και η δημιουργία ταμείου αποταμίευσης και καταστημάτων όπου θα μπορούσαν να προμηθεύονται ρούχα και τρόφιμα σε πολύ καλές τιμές (Τσαμτζή,2012: 18). Ένα άλλο θέμα που τον απασχολούσε ιδιαίτερα ήταν η μόρφωση αλλά και γενικότερα το εκπαιδευτικό σύστημα. Ο Owen ήταν από τους ανθρώπους που υποστήριζε πως ο χαρακτήρας είναι ένα προϊόν του οποίου ο άνθρωπος αποτελεί μονάχα την πρώτη ύλη (Paquot,1998: 38). Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που έδωσε μεγάλη βαρύτητα στην διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων από μικρή ηλικία (Τραντάς,2011: 42). Πιο συγκεκριμένα, προχώρησε στην ίδρυση σχολείων στο New Lanark αλλά και ενός ινστιτούτου για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως η εκπαίδευση πρέπει να ξεκινάει από το απτό, από καταστάσεις μέσα στις οποίες ο νεαρός μαθητής εξελίσσεται και να μην καταφεύγει ποτέ στην επιβολή τιμωρίας, στη χλεύη ή στο φόβο. Επίσης, ιδιαίτερη σημασία δίνει στο ρόλο του δασκάλου, τονίζοντας πως αυτός χρειάζεται να είναι προσεκτικός και ικανός να οδηγήσει το κάθε παιδί πιο κοντά στην προσωπικότητά του (Paquot,1998: 39). Η κοινότητα αυτή αλλά και γενικότερα οι δράσεις του δεν άργησαν να γίνουν γνωστές στην Ευρώπη και ο ίδιος μάλιστα απέκτησε πανευρωπαϊκή φήμη (Τραντάς,2011: 43). Όντας όμως τρομερά φιλόδοξος και καθόλου ευχαριστημένος με όσα είχε πετύχει μέχρι τότε αποφάσισε, το έτος 1825, να μεταφερθεί στις ΗΠΑ όπου στην πολιτεία Ιντιάνα μια θρησκευτική κοινότητα, η Harmony, εγκατέλειπε τις εγκαταστάσεις της. Αγοράζοντας λοιπόν, αυτές, αποφάσισε να ιδρύσει τη δική του πρότυπη κοινότητα, την New Harmony. Η πρώτη του κίνηση σαφώς, αφορούσε το ανοιχτό κάλεσμα προς ανθρώπους με σκοπό την πλήρη εγκατάστασή τους στην νέα αυτή κοινότητα. Ο αριθμός των ατόμων που συγκεντρώθηκε ήταν περίπου
1. Ονομασία που προσέδωσε ο Thierry Paquot στο βιβλίο του Η Ουτοπία Ή το Παγιδευμένο Ιδεώδες 75
800. Με βάση την απασχόλησή, τους ενέταξε σε έξι τμήματα (γεωργία, βιοτεχνία, γράμματα/επιστήμες/ εκπαίδευση, οικιακή οικονομία, γενική οικονομία, εμπόριο), το καθένα από τα οποία είχε ως επικεφαλή έναν επόπτη εγκρινόμενο από την κοινότητα. Ως ανταμοιβή για την εργασία, τα μέλη έπαιρναν κουπόνια με τα οποία θα μπορούσαν να αγοράζουν τρόφιμα και άλλα αγαθά από το κεντρικό κατάστημα. Παρόλα αυτά, μετά από περίπου δύο χρόνια λειτουργίας, η κοινότητα απέτυχε και σταμάτησε να υπάρχει. Έτσι, το σχέδιο του αρχιτέκτονα Τόμας Στέντμαν Ουίτουελ που μετέτρεπε την New Harmony σε ένα τετράγωνο με κατοικίες στην περίμετρο και κοινόχρηστες εγκαταστάσεις στο κέντρο έμεινε στα χαρτιά (Κονταράτος,2014: 257). Πιο συγκεκριμένα, ο αρχιτέκτονας οραματίστηκε μια περιοχή 1.800 τετραγωνικών μέτρων η οποία περιβάλλεται από μια τεράστια αγροτική έκταση. Οι οικίες θα βρίσκονται περιμετρικά και θα αποτελούνται από τριγωνικές σκεπές. Στο σύνολό τους θα περικλείουν μια μεγάλη πράσινη έκταση, στην οποία θα βρίσκονται οι αίθουσες φαγητού και γενικότερα, οι κοινόχρηστες εγκαταστάσεις. Τα κτίρια που έχουν τοποθετηθεί στις γωνίες αυτού του τετραγώνου δεν θα είχαν χρήση κατοικίας, αλλά θα χρησιμοποιούνταν ως σχολεία ή αίθουσες συζητήσεων. Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κοινότητας αυτής, θα ήταν ότι τα κρεβάτια τοποθετούνται σε μορφή κουκέτας και υπάρχει δυνατότητα να τα ανοίγουν μόνο το βράδυ ενώ τα τραπέζια από τις μεγάλες αίθουσες της κοινότητας, με τη χρήση τροχαλιών, θα απομακρύνονταν και θα ελευθέρωναν τον χώρο ανάλογα με τις ανάγκες (Donnachie,2007). Σε γενικές γραμμές, ο Robert Owen κατόρθωσε πολλά επιτεύγματα τα οποία διευκολύνουν τη ζωή της σήμερον ημέρας. Εναντιώθηκε στην παιδική εργασία, έθεσε ρυθμιστικούς κανόνες για την εργασία και φυσικά, έδωσε στον εργάτη την αξιοπρέπεια που του άρμοζε. Επίσης, πάλεψε για την ισότητα των δύο φύλων και ανέφερε χαρακτηριστικά πως μέσα από τη σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών, θα δημιουργηθεί και η απαραίτητη στοργικότητα ανάμεσά τους, η οποία θα παραμείνει γερή και διαρκής λόγω της καλλιέργειας που θα έχουν αποκτήσει και τα δύο φύλα. Μπορεί η δράση του Owen να βασίζεται στην πραγματικότητα και ίσως να μην έχει κάποια σχέση με την έννοια της ουτοπίας, όπως την έχουμε μελετήσει μέχρι τώρα, ωστόσο, η New Harmony αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα έναν ουτοπικό και μάλιστα απτό πειραματισμό, άξιο για αναφορά (Paquot,1998: 42).
77
εικ.12, Προοπτικό σχέδιο φαλανστηρίου
78
1829
3.2.2
[Charles Fourier, ο επινοητής]
Εξίσου σημαντικός εκπρόσωπος του 19ου αιώνα υπήρξε ο Charles Fourier (1772 -1837) ο οποίος οραματιζόταν μια κοινωνία βασισμένη στην ιδιαιτερότητα των ατόμων και στη μη καταναγκαστική εργασία (Τσαμτζή,2012: 19). Το 1829 γράφει στο έργο του Le Nouveau Monde industriel et sociataire: Έχω πει ότι ο μηχανισμός των παθιασμένων σειρών έχει ανάγκη τόσο από συμφωνίες όσο και από διαφωνίες. Χρησιμοποιεί τις διαφορές των χαρακτήρων, των προτιμήσεων, των ενστίκτων, των περιουσιών, των φιλοδοξιών, των γνώσεων, κτλ. Μια σειρά τροφοδοτείται μόνο από αντιτιθέμενες ή κλιμακωτές ανισότητες, απαιτεί εξίσου αντιθέσεις ή αντιπάθειες όσο και συμφωνίες ή συμπάθειες. Όπως στη μουσική, έτσι και εδώ, δεν δημιουργείται ακόρντο παρά εξαιρώντας τόσες νότες όσες αποδεχόμαστε. (Paquot,1998: 48) Μέσα από αυτά τα λόγια του, καταλαβαίνουμε ακόμα καλύτερα τόσο τη πίστη που είχε στην αρμονία, πάνω στην οποία δόμησε όσο και όλο του το σύστημα. Θεωρούσε πως οι νόμοι που ανακάλυψε ο Νεύτωνας για τη βαρύτητα και την παγκόσμια έλξη μπορούν πραγματικά να ισχύσουν στο επίπεδο του ανθρώπου δηλαδή ότι η ανθρωπότητα μπορεί να επέλθει σε μια αρμονία (Τραντάς,2011: 33). Σε γενικές γραμμές, ο Fourier, διαφέρει αρκετά από τους προηγούμενους ουτοπιστές διότι δεν προσπαθεί να μεταλλάξει την ανθρώπινη φύση αλλά να ανακαλύψει τι πραγματικά είναι και τι κρύβει μέσα του ο άνθρωπος. Ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα που θέτει στον εαυτό του και το οποίο προμηνύει και την εξέλιξη της δικής του ουτοπίας είναι το εξής: «Σε τι συνίσταται, αναρωτιέμαι, η ευτυχία, αν όχι στο να αισθανθούμε και να ικανοποιήσουμε τεράστια ποσότητα ολέθριων παθών;» (Paquot, 1998: 49). Για τον ίδιο, τα πάθη δε βρίσκονται στον κόσμου του φανταστικού αλλά στον υπαρκτό κόσμο (Τραντάς,2011: 36). Τοποθετεί λοιπόν, ως στόχο προς επίτευξη, την εναρμόνιση των πέντε αισθήσεων του ανθρώπου (γεύση, αφή, όραση, ακοή, όσφρηση) με αυτές των συναισθημάτων (φιλία, φιλοδοξία, αγάπη, πατρότητα). Αυτή η αρμονική σύνδεση θα πραγματοποιηθεί μέσω των τριών παθών, της Καββαλιστικής (η ανάγκη για ραδιουργία), του Άστατου (η ανάγκη εναλλαγής απολαύσεων) και του Πολλαλπούν (η ανάγκη για ταυτόχρονη δοκιμή απολαύσεων) (Paquot,1998: 49). Στην κοινωνία του λοιπόν, όλα τα πάθη είναι αναγκαία και κυρίως μπορούν να ομολογηθούν αλλά και πρέπει να βιωθούν. Ακόμα και στο σεξουαλικό και ερωτικό τομέα όλες οι διαστροφές θεωρούνται παραδεκτές (Paquot,1998: 52). Τονίζει μάλιστα, ότι μέσα από τον ελεύθερο έρωτα γίνονται και οι άνθρωποι ελεύθεροι ενώ αναφέρει επίσης ότι η ηθική διδάσκει στον άνθρωπο να βρίσκεται σε πόλεμο με τον ίδιο του τον εαυτό καθώς καταπιέζει τα πάθη του (Τραντάς,2011: 36). Επακόλουθο φυσικά, ήταν να οραματιστεί και αυτός τη δική του κοινότητα. Το μόνο που χρειαζόταν πραγματικά ήταν μια έκταση 4400 στρεμμάτων και έναν πλούσιο ευεργέτη ώστε να ιδρύσει τις φάλαγγες (Τραντάς,2011: 36). Βάση υπολογισμών, που φυσικά ο ίδιος πραγματοποίησε, έκρινε πως αυτές οι κοινότητες ή αλλιώς τα φαλανστήρια όπως τις ονόμασε, (Τσαμτζή, 2015: 19) ιδανικά θα πρέπει να περι79
λαμβάνουν 1620 κατοίκους (830 άντρες και 790 γυναίκες) ώστε να συγκεντρώσει τους 810 χαρακτήρες του ανθρώπινου είδους, αριθμός που απαριθμεί ο Φουριέ λαμβάνοντας υπόψιν τη διαφορά 1/21 ανάμεσα στα δύο φύλα (Paquot, 1998: 53). Η κάθε φάλαγγα θα τοποθετούνταν στην κατάλληλη θέση ώστε το έδαφος να είναι κατάλληλο για την ανάπτυξη πολλών λειτουργιών αλλά και εύφορο προκειμένου να αναπτυχθεί ο γεωργικός τομέας (Τσαμτζή,2015: 19). Όσον αφορά την αρχιτεκτονική ενός φαλανστηρίου, υπάρχουν αναφορές που λένε πως ο Fourier επηρεάστηκε από το Παλαί-Ρουαγιάλ του Παρισίου και δευτερευόντως, από το παλάτι των Βερσαλλιών. Στην κοινότητα αυτή σαφώς και θα είχαν διαφορετικά έθιμα, ιδέες και κανόνες από όσα υπάρχουν σε μια κλασική κοινότητα του σήμερα. Θα υπάρχει ένα συμβούλιο που θα εποπτεύει την κατανομή των παραγόμενων αγαθών και το οποίο θα διαπραγματεύεται με τον κάθε πολίτη ξεχωριστά (Paquot,1998: 53). Όπως είδαμε και σε αρκετές κοινωνικές ουτοπίες, η ιδιοκτησία και η θέση της γυναίκας υπήρξαν δυο θέματα που απασχόλησαν τον κάθε ουτοπιστή. Με τον ίδιο τρόπο και ο Fourier, καταργεί το δικαίωμα της ιδιοκτησίας στα οικοδομήματα, κατηγορώντας το για τη δημιουργία κοινωνικής ανισότητας. Αυτό δεν σημαίνει ότι αδιαφορεί και καταδικάζει τον πλουτισμό αλλά αντιθέτως τον αποδέχεται στο βωμό της θεωρίας του, δηλαδή ότι ο πλουτισμός και η πολυτέλεια διεγείρουν τα πάθη. Στο θέμα της θέσης της γυναίκας, στέκεται προς το μέρος της, όντας και ο ίδιος υποστηρικτής του φεμινισμού. Για τον Fourier, ο βαθμός της ανεξαρτησίας της γυναίκας ταυτίζεται με το μέτρο της ευτυχίας. Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο των φαλανστηρίων, είναι η σεξουαλική ελευθερία που διαθέτουν οι κάτοικοί τους. Δε θα περιμέναμε τίποτα λιγότερο από μια κοινωνία όπου τα πάθη είναι ελεύθερα να εκδηλωθούν. Επακόλουθο όλων αυτών σαφώς είναι και ο γάμος να μη θεωρείται απαραίτητος καθώς σύμφωνα με τον ίδιο έχει ως αποτέλεσμα την καταστολή των παθών και επομένως την εμφάνιση υποκριτικών κοινωνικών θεσμών. Όσον αφορά την εργασία, είναι υποχρεωτική αλλά με τη διαφορά ότι ο καθένας θα εξασκεί τουλάχιστον πέντε επαγγέλματα την ημέρα αφού στην κοινότητα αυτή ο καθένας μπορεί να γνωρίζει μέχρι και 20 από αυτά. Με τον τρόπο αυτό, η εργασία στα φαλανστήρια θα πραγματοποιείται με χαρά και κανείς δεν θα παραπονιέται πως εργάζεται πιο σκληρά από το διπλανό του (Τραντάς,2011: 37-38). Σε γενικές γραμμές και σύμφωνα με τον ιστορικό Mumford, το στοιχείο που χαρακτηρίζει την ουτοπία του Fourier είναι ότι έχει ληφθεί υπόψιν η κοινωνική ποικιλομορφία, ένας παράγοντας που σπάνια συναντάται σε έργα άλλων ουτοπιστών. Παρά τις φιλόδοξες προσπάθειες του Fourier, η ουτοπία που τόσο θερμά οραματιζόταν και τόσο βαθιά είχε μελετήσει κάθε της λεπτομέρεια, δεν πραγματοποιήθηκε όσο ο ίδιος ήταν ζωντανός. Ο σημαντικότερος μαθητής του όμως, Victor Considerant (1808-1893), προσπάθησε να δημιουργήσει σε φυσικό μέγεθος ένα φαλανστήριο με την οικονομική υποστήριξη της πεθεράς του (Paquot,1998: 53). Η δημιουργία του πραγματοποιήθηκε σε επιλεγμένη περιοχή του Τέξας και συγκέντρωσε 400 άτομα. Παρόλη όμως, την υποστήριξη του Considerant για την εφαρμογή των ιδεών του Fourier, το εγχείρημα έλαβε τέλος το 1858 κυρίως λόγω πάλης ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και τα οικονομικά προβλήματα (Tσαμτζή,2015: 20).
81
εικ.13, Henri de Saint Simon
82
1832
3.2.3
[Saint Simon, ο προφήτης]
Πολλοί χαρακτηρισμοί έχουν καταγραφτεί με το πέρασμα των χρόνων για τον Henry de Saint Simon (1760-1825), όπως, μεταγκυκλοπαιδιστής, προσοσιαλιστής, ευεργέτης κλπ. Ο Γάλλος φιλόσοφος, Thierry Paquot τον ονομάζει, σοφά θα έλεγε κανείς, προφήτη, ονομασία που αποτελεί και την πιο χαρακτηριστική του. Δεν έλειπε σαφώς, και ο χαρακτηρισμός του ως «φωτισμένο αριστοκράτη» (Ντώτρυ et al.,1980: 13), που προκύπτει από ένα τμήμα της ζωής του. Στο σύνολό τους όμως, όλες οι ονομασίες που του προσέδωσαν, αν συνδυαστούν κατάλληλα, μπορούν να μας μιλήσουν από μόνες τους για τον άνθρωπο που ήταν ο Saint Simon, για το ευεργετικό του έργο και τη σημασία αυτού σήμερα. Γεννημένος στο Παρίσι το 1760 και γιος ευγενών, ο Saint Simon είχε έντονη αλλά και ζωηρή προσωπικότητα, γεγονός που δεν περιμένει κανείς από γόνο αριστοκρατικής οικογένειας που πλαισιώνεται από κανόνες. Μονίμως ανυπότακτος, απείθαρχος, επαναστατικός, διέρχεται από πολλές και διάφορες καταστάσεις όπως η συμμετοχή του στον πόλεμο Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών, η φυλάκιση του στη Τζαμάικα, η συμμετοχή του στη Γαλλική Επανάσταση αλλά και η ολοκληρωτική του οικονομική καταστροφή (Paquot,1998: 43). Αυτές οι περιπέτειες, αν μας επιτρέπεται να τις ονοματίσουμε με αυτόν τον τρόπο, καθόλου δεν επηρέασαν το πνεύμα του και τη σπίθα για αλλαγή που παρέμεινε αναμμένη μέσα του. Από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά, ξεκινάει τη συγγραφή των έργων του. Εξαρχής, θα ισχυριστεί πως το κοινωνικό σύστημα χρήζει αναδιάρθρωσης με στόχο την μεγαλύτερη δυνατή βελτίωση των συνθηκών ζωής όλων των ανθρώπων. Σαφώς για αυτόν, ο τρόπος για να επιτευχθεί ο παραπάνω σκοπός είναι διά μέσου της αναδιοργάνωσης της επιστήμης. Οι εκπρόσωποι της επιστήμης και των καλών τεχνών θα εκλέξουν τα συμβούλια του Νεύτωνα σε Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία. Το κάθε συμβούλιο θα αποτελείται από 21 άτομα, τους εκλεκτούς της ανθρωπότητας. Η αποστολή τους θα είναι να ανακοινώνουν τις θέσεις τους στους κυβερνώντες, οι οποίες θα είναι τόσο πειστικές που θα εφαρμόζονται αμέσως. Η πίστη του Saint Simon στην επιστήμη τον οδήγησε στο ρητό πως όλοι οι άνθρωποι πρέπει να εργάζονται. Όσοι δεν εργάζονται με τη σκέψη θα πρέπει να εργάζονται με τα χέρια. Προχωράει λοιπόν, στη διάκριση τριών τάξεων. Στην πρώτη, την πνευματική θα ανήκουν οι επιστήμονες, οι άνθρωποι των τεχνών και γενικά, οι φιλελεύθερα σκεπτόμενοι (Τραντάς,2011: 22). Επομένως, η πνευματική εξουσία θα βρεθεί στα χέρια των σοφών. Η δεύτερη τάξη που αποτελεί την κοσμική εξουσία, θα βρίσκεται στα χέρια των ιδιοκτητών και τέλος, στην τρίτη τάξη θα ανήκουν εκείνοι που θα καθορίζουν αυτούς που θα κληθούν να αναλάβουν τα καθήκοντα των ηγετών, δηλαδή η εξουσία αυτή θα βρίσκεται στα χέρια όλου του κόσμου, επιβάλλοντας έτσι την καθολική ψηφοφορία. Θα απομακρυνθούν αλλά και θα ξεχαστούν από τη κοινωνία οι αριστοκράτες, οι εισοδηματίες, οι εκ γενετής αντιπαραγωγικοί αλλά και γενικότερα οι αργόσχολοι (Paquot,1998: 44). Ο Saint Simon, ήταν πεισμένος πως το μέλλον ανήκει στους ανθρώπους της βιομηχανίας. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το βιομηχανικό σύστημα είναι αυτό προς το οποίο ανέκαθεν έτεινε το ανθρώπινο είδος, αυτό θα είναι το τελικό σύστημα, όλα τα προηγούμενα πολιτικά συστήματα δεν πρέπει να θεωρηθούν παρά ως προπαρασκευαστικά.» (Paquot,1998: 44). Υποστηρίζει επίσης, ότι όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως από την τωρινή τους κοινωνική θέση, θα συγχωνευθούν σε αυτήν τη μία μοναδική τάξη των ανθρώπων 83
της βιομηχανίας και η εργασία θα αναγνωριστεί επιτέλους ως η μοναδική πηγή πλούτου (Paquot,1998: 44). Όσον αφορά τους οπαδούς του, οι σαιν-σιμονιστές στρατολογούνται μεταξύ των μηχανικών του πολυτεχνείου, των καλλιτεχνών, των μη κομφορμιστών διανοούμενων, των αυτοδίδακτων χειροτεχνών. Όλοι είναι πεισμένοι ότι ζουν στο τέλος μιας επικίνδυνης εποχής και ότι αυτή φεύγοντας θα πάρει μαζί της τον χριστιανισμό, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και θα εισέλθουν σε έναν κόσμο ειρήνης, εργασίας, αλληλεγγύης, τεχνικής και επιστημονικής προόδου. Αυτή η κοινωνική θρησκεία αντικαθιστά τη διακυβέρνηση των ανθρώπων με τη διαχείριση των πραγμάτων, την έμμισθη εργασία με το συνεταιριστικό σύστημα, τα προνόμια των λίγων και το γενικό καλό, τις εγωιστικές χριστιανικές στερήσεις με την αναζήτηση της επίγειας ευτυχίας. Σε γενικές γραμμές, στο πρόσωπο του σοσιαλιστή Saint Simon, είδαμε μια διαφορά στον τρόπο που αντιμετώπισε την βιομηχανία. Ενώ λοιπόν, ο Owen και ο Fourier αντέδρασαν στο βιομηχανικό σύστημα και υποστήριξαν την επιστροφή στις αγροτικές κοινωνίες, o Saint Simon στάθηκε πραγματικός και ένθερμος υποστηρικτής του νέου βιομηχανικού συστήματος και της νέας άρχουσας τάξης με τους επιστήμονες να εκτελούν καθήκοντα διοίκησης της χώρας (Μπερνέρι,1999: 184).
85
“
Μέσα σε κάθε ουτοπιστή λαγοκοιμάται ένας Λε Κορμπιζιέ... και αντίστροφα, μέσα σε κάθε πολεοδόμο είναι έτοιμος να ξυπνήσει ένας ουτοπιστής. Ραιμόν Ρουιγιέ (Ruyer,1950: 43)
“
Με τις πόλεις συμβαίνει ό,τι και με τα όνειρα: μπορούμε να ονειρευτούμε οτιδήποτε γεννάει η φαντασία, αλλά ακόμα και το πιο απροσδόκητο όνειρο είναι ένας οιωνός που κρύβει έναν πόθο ή το αντίθετό του, έναν φόβο. Οι πόλεις, όπως και τα όνειρα, είναι καμωμένες από πόθους και φόβους, ακόμα και αν το νήμα της συνδιαλλαγής τους είναι μυστικό, οι κανόνες τους παράλογοι, οι προοπτικές τους απατηλές και το κάθε τι σ’ αυτές κρύβει κάτι άλλο. Ιταλό Καλβίνο (Καλβίνο, 1983: 53)
86
” ”
3.3
[Ουτοπιστές Πολεοδόμοι του 20ου αιώνα]
Ποια είναι η ιδανική πόλη για τον 20ο αιώνα; Η πόλη που θα εκφράζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δύναμη και την ομορφιά της μοντέρνας τεχνολογίας και τις πιο φωτισμένες ιδέες περί κοινωνικής δικαιοσύνης; Ανάμεσα στο 1890 και το 1930, τρεις οραματιστές προσπάθησαν να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα. Αυτοί δεν είναι άλλοι από τους Ebenezer Howard, Frank Lloyd Wright και Le Corbusier. Ο καθένας από αυτούς αφιέρωσε μεγάλο τμήμα της ζωής του στο σχεδιασμό αυτής της ιδανικής πόλης και στην κατασκευή χιλιάδων διαφορετικών εκδοχών μέχρι να καταλήξει στην πιο ιδανική. Από σχέδια εργοστασίων και κτιρίων γραφείων μέχρι πάρκων και συστημάτων μεταφοράς. Φυσικά, μελέτησαν ακόμα και την οικονομική και πολιτική οργάνωση της πόλης που προφανώς όμως, δεν μπορούσε να αποδοθεί σε σχέδια. Αυτό δεν υπήρξε ένα γεγονός που τους απέτρεψε από το να προτείνουν τη δική τους ιδανική οργάνωση μέσω κειμένων που παρέδωσαν μαζί με τα τελικά τους σχέδια (Fishman,1982: 19). Είχαν αναγνωρίσει εξαρχής, πως η αναδόμηση μιας πόλης και η επιτυχία αυτής δεν θα μπορούσε να επέλθει χωρίς κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές. Πίστευαν, μάλιστα, ότι ο ανασχηματισμός της πόλης μπορεί να βελτιώσει τη συνολική κοινωνική ζωή καθώς δεν θα χρησιμοποιηθεί μόνο για αισθητική παρέμβαση αλλά και ως μέσο προσφοράς καλύτερων συνθηκών ζωής (Τσαμτζή,2012: 31). Αυτός υπήρξε και ένας από τους βασικούς λόγους που επιλέξαμε να ασχοληθούμε με τους συγκεκριμένους τρεις ουτοπιστές πολεοδόμους. Το γεγονός δηλαδή ότι, όπως είδαμε και στις κοινωνικές ουτοπίες που μελετήσαμε, προσπαθούν να δώσουν λύσεις σε θέματα κοινωνικά και οικονομικά και όχι μόνο να προτείνουν μια πόλη χωρίς συγκεκριμένη κοινωνικό-οικονομική δομή. Πολλοί είναι οι άνθρωποι που ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο, ανάμεσά τους και οι κοινωνικοί ουτοπιστές, αλλά λίγοι είναι αυτοί που πηγαίνουν αυτήν την σκέψη ένα βήμα παρακάτω και προσπαθούν να τον υλοποιήσουν. Αυτοί οι τρεις, υπήρξαν μαχητές για τη δημιουργία ενός καλύτερου αύριο. Προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν συνολικά τα προβλήματα των πόλεων και όχι να δώσουν εφήμερες λύσεις που θα αφορούσαν μόνο συγκεκριμένες πόλεις, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι αν επιδίωκαν την επίλυση προβλημάτων μιας συγκεκριμένης πόλης θα θεωρούνταν λιγότερο σημαντικοί ή ανάξιοι. Στάθηκαν ενάντια σε μια σταδιακή βελτίωση των πόλεων και οραματίστηκαν μια γρήγορη και ολοκληρωτική αλλαγή του αστικού περιβάλλοντος (Fishman,1982: 20). Ο Howard, όπως ο Wright και ο Le Corbusier, μεγάλωσαν σε μια εποχή όπου τεράστιος αριθμός ανθρώπων μεταφερόταν στα αστικά κέντρα για την εύρεση μιας καλύτερης ζωής με κοινωνικές, οικονομικές αλλά και πολιτιστικές ευκαιρίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι πόλεις να αναπτύσσονται δίχως περιορισμό και φυσικά όρια και μάλιστα, με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, στο Λονδίνο ο πληθυσμός αυξήθηκε από 900.000 κατοίκους σε 4,5 εκατομμύρια και αντίστοιχα στο Παρίσι από 500.000 σε 2,5 εκατομμύρια. Με τον τρόπο αυτό, οι πόλεις έχασαν τη δύναμη να ελέγχουν την ίδια τους την ανάπτυξη και αφέθηκαν στην δύναμη του κέρδους. Οδηγήθηκαν σταδιακά, στην χωρική κατηγοριοποίηση των ανθρώπων ανάλογα με τον μισθό τους και τα πλούτη τους με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς είτε να κατοικούν σε τρισάθλιες συνθήκες, όντας φτωχοί, ή να απολαμβάνουν χλιδές, όντας πλούσιοι. Από την άλλη, όσοι παρέμειναν πιστοί στα αγροτικά κέντρα και δεν γοητεύτηκαν από όσα μπορεί να προσφέρει η ζωή στα μεγάλα αστικά κέντρα, έμειναν αποκολλημένοι από την κοινωνική 87
εικ.14, Ebenezer Howard
εικ.15, Le Corbusier
εικ.16, Frank Lloyd Wright
88
ζωή. Σε γενικές γραμμές, οι τρεις πολεοδόμοι αντίκρισαν συνθήκες στασιμότητας στην εξοχή, ερήμωση των αγροτικών περιοχών και μια γενική κρίση στα αστικά κέντρα που προκαλούνταν από τον έντονο συνωστισμό. Οι μεγαλουπόλεις μάλιστα της εποχής, υπήρξαν για αυτούς η προσωποποίηση της κόλασης που ενέπνευσε τον παράδεισο τους, δηλαδή τις πόλεις τους (Fishman,1982: 25). Ο στόχος τους λοιπόν, ήταν η αναδόμηση των πόλεων αλλά με την ταυτόχρονη επικράτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας και την δημιουργία κοινωνικής αρμονίας και ευημερίας. Καμία από τις τρεις πόλεις δεν είχε σχεδιαστεί για κάποια συγκεκριμένη τοποθεσία αλλά οι ίδιες υπήρξαν αναπαραστάσεις των γενικών αρχών που χρειάζεται να διέπουν μια ιδανική πόλη σε οποιαδήποτε γεωγραφική θέση. Ο χρόνος για τον οποίο μιλούσαν ήταν το τώρα και όχι το μετά. Μπορεί να θεωρήθηκαν ουτοπίες αλλά δεν αντιμετωπίστηκαν σε καμία περίπτωση σαν όνειρα τριών ανθρώπων αλλά σαν εργαλεία του μελλοντικού πολεοδομικού σχεδιασμού, τα οποία επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την αναδιοργάνωση των σημερινών πόλεων. Ο καθηγητής και μελετητής της ιστορίας της πόλης και του αστικού σχεδιασμού Robert Fishman, μάλιστα τις χαρακτήρισε εύστοχα ως μανιφέστα μιας αστικής επανάστασης1 αλλά και ως κοινωνική σκέψη σε τρεις διαστάσεις2.
1. Η φράση αυτή αποτελεί ελληνική μετάφραση της φράσης: ‘Manifestoes of An Urban Revolution’ 2. Η φράση αυτή αποτελεί ελληνική μετάφραση της φράσης: ‘Social Thought in Three Dimensions’ 89
Καταγραφή των Στοιχείων του Διαγράμματος Three Magnets
90
1898
3.3.1
[Ebenezer Howard, Garden City]
Ο Ebenezer Howard (1850-1928) υπήρξε ο πρώτος από τους τρεις που οραματίστηκε και σχεδίασε τη δική του ιδανική πόλη, όντας και ο μεγαλύτερος από αυτούς. Έγινε γνωστός μέσα από το βιβλίο του To-Morrow: A Peaceful Path to Real Reform του 1898 (το 1902 μετονομάστηκε σε Garden Cities of To-Morrow), στο οποίο αναφέρεται στην ουτοπική του πόλη μέσα στην οποία οι άνθρωποι ζουν σε απόλυτη αρμονία με τη φύση. Την ίδια εποχή, ο Wells πρέπει να σύγγραφε το έργο του ‘Μια σύγχρονη Ουτοπία’ που μελετήσαμε στο πρώτο κεφάλαιο ενώ μόλις λίγα χρόνια πριν ο Morris έκδωσε το έργο του News from Nowhere. O Howard πίστευε ακράδαντα ότι μέσα από το πάντρεμα της πόλης και της φύσηςεξοχής θα γεννιόταν μια νέα ελπίδα, μια νέα ζωή, ένας νέος πολιτισμός 3(Fishman,1982: 31). Η πολιτική του συνδύαζε τη διασπορά των πόλεων με τον αποικισμό της υπαίθρου και την αποκεντρωμένη διοίκηση. Υποστήριζε, πιο συγκεκριμένα, ότι αυτή η νέα πόλη θα σταθεί σύμμαχος στο συνεταιριστικό κίνημα, και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να αντλεί τους πόρους της από έναν ισορροπημένο συνδυασμό βιομηχανίας και γεωργίας (Frampton,2007: 52). Κάτω από τις συνθήκες που αναφέραμε στην αρχή, ο Howard δημιούργησε την Garden City ή γνωστή ως Κηπούπολη, η οποία αποτελεί ένα γενικευμένο μοντέλο που μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε τόπο και συμφωνεί σε μεγάλο βαθμό με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης (Τσαμτζή,2012: 31). Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Fishman, η προσπάθεια του είναι τόσο αξιόλογη διότι έθεσε με περιληπτικό τρόπο αλλά ταυτόχρονα και αυστηρό τις απαραίτητες κατευθύνσεις για την ανάπτυξη των πόλεων και έδωσε πρακτικές λύσεις στα διάφορα θέματα που αφορούν τον σχεδιασμό των πόλεων όπως είναι οι χρήσεις γης, οι τρόποι μεταφοράς, η στέγαση και η οικονομία. Παράλληλα, όμως ενσωμάτωσε καινοτόμες ιδέες και δημιούργησε μια εναλλακτική πόλη μακριά από τα κατεστημένα της εποχής (Fishman,1982: 25). Είναι αξιοσημείωτο να αναφέρουμε ότι μέσα από το διάγραμμα του, «Three Magnets», γίνεται απόλυτα κατανοητή, , η λύση που προτείνει. Παρατηρούμε ότι τοποθετεί του ανθρώπους στο κέντρο του διαγράμματος με τη μορφή ενός τεμαχίου σιδήρου (Eaton, 2002: 148). Ακριβώς κάτω από αυτούς, βρίσκεται και το κλειδί αυτής της απεικόνισης. Άκρως διακριτικά αλλά και απολύτως στοχευμένα, ο Howard παραθέτει την εξής ερώτηση «Προς τα που θα κινηθούν;». Γύρω από αυτούς, έχουν τοποθετηθεί τρεις μαγνήτες. Ο ένας συμβολίζει την πόλη, ο άλλος την ύπαιθρο και ο τρίτος τον συνδυασμό αυτών των δύο. Πίσω από κάθε μαγνήτη υπάρχουν γραπτώς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του να ζει κανείς σε εκείνη την περιοχή. Φυσικά, αν παρατηρήσει κανείς με προσοχή τα λόγια αυτά θα αντιληφθεί ότι πίσω από τον τρίτο μαγνήτη, που αποτελεί και τον συνδυασμό, ο Howard δεν έχει καταγράψει κανένα μειονέκτημα. Μάλιστα, πρόκειται και για τον μοναδικό εκ των τριών όπου τα γράμματα διαφεύγουν από το περίγραμμά του και διαφαίνεται πλέον καθαρά η λέξη «Ελευθερία». Αφήνει λοιπόν, σε εμάς να αντιληφθούμε μόνοι μας και χωρίς επιβολή αλλά μόνο με βάση τη λογική, την κατεύθυνση που θα επιλέξουν οι άνθρωποι. Είναι πασιφανές πως ο συνδυασμός υπαίθρου και πόλης αποτελεί την κατάλληλη επιλογή αλλά και φυσικά, πρόκειται ακριβώς για τη λύση που ο ίδιος προτείνει.
3. Η φράση αυτή αποτελεί ελληνική μετάφραση της φράσης: ‘Town and country must be married, and out of this joyous union will spring a new hope, a new life, a new civilization’
91
εικ.17, Διάγραμμα Three Magnets
εικ.18, Ebenezer Howard, η Grand Avenue της Garden City, 1902
92
Σε αυτό το σημείο κρίνεται απαραίτητο να μεταβούμε στη παράθεση περισσότερων λεπτομερειών για το σχεδιασμό της Κηπούπολης. Πρώτα από όλα, ο Howard επέλεξε το σχήμα που ήθελε να προσδώσει στην ιδανική του πόλη. Αυτό δεν ήταν άλλο από τον κύκλο, καθώς θεωρούσε ότι αποτελεί το απόλυτο σύμβολο συμμετρίας και ταυτοχρόνως, θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει την αρμονική ζωή που θα είχαν οι κάτοικοι της Κηπούπολης (Fishman, 1982: 41). Σύμφωνα με διάγραμμα του Howard, αποκτούμε την πληροφορία ότι η κάθε πόλη από αυτές θα αποτελείται συνολικά από 36.000 στρέμματα, τα 4.000 εκ των οποίων θα αντιστοιχούν στο πληθυσμό των 30.000 κατοίκων και τα υπόλοιπα 32.000 θα χρησιμοποιούνται για την τοποθέτηση αγροτικών εκτάσεων και ως κατοικία 2.000 κατοίκων. Συνολικά, καταλαβαίνουμε ότι για να επιτύχει το εγχείρημά του, ο Howard, περιόρισε τον αριθμό των κατοίκων σε 32.000 άτομα. Όσον αφορά τον τρόπο οργάνωσης της πόλης, παρατηρούμε ότι αυτή διαιρείται σε ομόκεντρους κύκλους δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο διάφορα δαχτυλίδια, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε διαφορετική χρήση. Στο κέντρο της πόλης, όπου καταλήγουν και οι 6 λεωφόροι που χωρίζουν την πόλη σε 6 ίσα τμήματα, έχει τοποθετηθεί το κεντρικό πάρκο, συμβολίζοντας τη σημασία των ανθρωπίνων σχέσεων και της κοινωνικής ζωής για την ομαλή λειτουργία της πόλης. Μέσα σε αυτό, υπάρχουν τα πιο εμβληματικά δημόσια κτίρια μιας πόλης όπως το Δημαρχείο, η Βιβλιοθήκη, το Μέγαρο Μουσικής, ένα κτίριο αφιερωμένο σε διαλέξεις και μεγάλες συγκεντρώσεις, Μουσείο και Νοσοκομείο. Γύρω από αυτά και επομένως γύρω από το κεντρικό πάρκο υπάρχει ένας δακτύλιος με την ονομασία Crystal Palace. Η ονομασία αυτή δεν είναι τυχαία καθώς αυτό αποτελεί μια γυάλινη στοά που περιλαμβάνει μικρά εμπορικά καταστήματα και κλειστά πάρκα για τον χειμώνα Έπειτα, ακολουθούν οι περιοχές κατοικιών, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται ένας μεγάλος δακτύλιος (ομόκεντρος), γνωστός ως Grand Avenue, και ο οποίος περιλαμβάνει τα σχολεία και τις εκκλησίες και λειτουργεί ως ένα συνεχές πάρκο. Τέλος, στην περιφέρεια του κύκλου τοποθετούνται οι βιομηχανίες (Eaton,2002: 149). Παρατηρούμε για ακόμη μία φορά, μια μορφή zoning που θελημένα στοχεύει στην διευκόλυνση αλλά και βελτιστοποίηση της ζωής του ατόμου. Δημιουργεί μια πόλη βασισμένη στην ισότητα καθώς, αν το σκεφτεί κανείς, όλοι διαθέτουν τις ίδιες υποχρεώσεις και δυνατότητες. Σε όποιο σημείο και να διαμένει μια οικογένεια έχει τη δυνατότητα να πηγαίνει στην εκκλησία της ‘γειτονιάς’ και τα παιδιά της να φοιτούν αντίστοιχα στο σχολείο που υπάρχει κοντινότερα. Απέχουν σχεδόν την ίδια απόσταση από την αγορά της πόλης και από τα εμβληματικά δημόσια κτίριά της καθώς και από το πάρκο όπου συγκεντρώνονται ελεύθερα όλοι οι κάτοικοι. Όσον αφορά το σύστημα μεταφορών, ο Howard στο βιβλίο του περιγράφει μια πόλη η οποία σέβεται τους κατοίκους της. Για το λόγο αυτό προσφέρει εύκολη πρόσβαση από τις κατοικίες τόσο προς τις κοινωφελείς λειτουργίες όσο και τις βιομηχανικές (Τσαμτζή,2012: 33). Προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση των πεζών έχουν δημιουργηθεί, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, μόνο 6 λεωφόροι ακτινωτά από το κέντρο της πόλης οι οποίοι την χωρίζουν σε 6 ίσα τμήματα – ‘γειτονιές’, όπου συνολικά κατοικούν 5.000 άνθρωποι, δηλαδή περίπου 1000 οικογένειες. Υπάρχουν επίσης, και ομόκεντροι δρόμοι που εξασφαλίζουν την κίνηση μέσα στην κυκλική αυτή ουτοπία. Πέρα από αυτά, ένα σιδηροδρομικό δίκτυο αγκαλιάζει τη πόλη γύρω από τις βιομηχανίες της και προσφέρει σύνδεση με τις υπόλοιπες Κηπουπόλεις (Fishman,1982: 43). Κάθε μια από τις Κηπουπόλεις, θα έπρεπε να συνδέεται σιδηροδρομικά με ένα μεγαλύτερο αστικό κέντρο και να λειτουργεί ουσιαστικά ως οικισμός-δορυφόρος. Σύμφωνα με τον Frampton, η μορφή αυτή που έχει η κάθε κηπούπολη «θα συντελούσε στην ολοκλήρωση των συνεχών προσπαθειών βελτίωσης της των συνθηκών ζωής και εργασίας του βιομηχανικού προλεταριάτου μέσα από τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.» (Frampton,2007: 52).
93
εικ.19, Ebenezer Howard, διάγραμμα σύνδεσης των Κηπουπόλεων με την Κεντρική Πόλη
94
Από το διάγραμμα, λαμβάνουμε την πληροφορία ότι το αστικό αυτό κέντρο πρόκειται για μια πόλη των 58.000 κατοίκων, η οποία θα βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου που ενώνει τις εξωτερικές πόλεις (Eaton,2002: 148). Η σύνδεση θα πραγματοποιείται ακτινωτά από το κέντρο της μεγάλης πόλης προς τα κέντρα των μικρών, πάλι με τη χρήση 6 λεωφόρων. Για την καλύτερη αντίληψη αυτής της σύνδεσης μπορεί κανείς να παρατηρήσει το λεπτομερές σχέδιο του Howard που παρατίθεται. Από το διάγραμμα. πληροφορούμαστε επίσης, ότι η κεντρική αυτή πόλη θα εκτείνεται σε 48.000 στρέμματα, με τα 40.000 από αυτά να αντιστοιχούν σε αγροτικές εκτάσεις και φάρμες. Όλα τα παραπάνω, o Howard προσπάθησε να τα υλοποιήσει στην πράξη. Στη διάρκεια της ζωής του λοιπόν, ιδρύθηκαν δύο Κηπουπόλεις, οι Letchworth και Welwyn. Η κηπούπολή Letchworth, η οποία ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1904, αποτελεί τη μεγαλύτερη δυνατή απόκλιση από τα διαγράμματα του Howard για την Κηπούπολη. Η σιδηροδρομική γραμμή διχοτομεί την πόλη γεγονός που τίθεται ενάντια στην ενοποίηση που προσπάθησε να επιτύχει ο Ebenezer. Επίσης, η αγορά βρίσκεται τελείως εκτεθειμένη στις καιρικές συνθήκες και η βιομηχανία εισχωρεί στην πόλη σκόπιμα (Frampton,2007: 52). Παρόλο που η συμβολή του στο σχεδιασμό των πόλεων υπήρξε πολύ σημαντική, ο ίδιος δεν έλαβε την αναγνώριση που θα περίμενε κανείς. Πολλοί μάλιστα αναφέρουν ότι κατάφερνε να περνάει απαρατήρητος αλλά και ότι ο ίδιος είχε επιλέξει να στέκεται μακριά από το πλήθος και να παρατηρεί. (Fishman,1982: 32). Με αυτό του όμως το χαρακτηριστικό δημιούργησε αυτό το ευεργετικό έργο που επηρέασε τον κόσμο που γνωρίζουμε σήμερα.
εικ.20, Ebenezer Howard, Welwyn Garden City
95
“
Ο μηχανισμός της κοινωνίας, βαθιά αποδιαρθρωμένος, ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια ιστορικής σημασίας βελτίωση και την καταστροφή. Το αρχέγονο ένστικτο κάθε ανθρώπινου όντος είναι η εξασφάλιση ενός καταφυγίου. Οι διάφορες τάξεις εργατών της σημερινής κοινωνίας δεν διαθέτουν πια κατοικίες προσαρμοσμένες στις ανάγκες τους, ούτε οι καλλιτέχνες, ούτε οι διανοούμενοι. Στις ρίζες της κοινωνικής αναταραχής σήμερα βρίσκεται το ζήτημα της οικοδόμησης. Αρχιτεκτονική ή επανάσταση. Le Corbusier (Frampton,2007: 164)
96
”
3.3.2
[Le
1922_1930 Corbusier,Ville Contemporaine_Ville Radieuse]
Ο Le Corbusier (1887-1965), έζησε τα χρόνια της Βιομηχανικής Επανάστασης ως νέος με αποτέλεσμα να επηρεαστεί πολύ περισσότερο από τον Howard. Κατά την διάρκεια της ζωής του καλέστηκε να επιλέξει ανάμεσα στην αγάπη του για την παράδοση των τεχνών του παρελθόντος και την γοητεία που του προκαλούσαν οι νέες τεχνικές που φαίνεται να άλλαζαν τον κόσμο (Fishman,1982: 165). Κατά κύριο λόγο, ο Γάλλος αρχιτέκτονάς έγινε διάσημος για τη συνεισφορά του σε αυτό που σήμερα καλούμε μοντερνισμό και για την προσπάθειά του να δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες ζωής αλλά και μαζικής παραγωγής οικοδομήματα. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργεί δύο ιδανικές ουτοπικές πόλεις, την Ville Contemporaine (Contemporary City) και την Ville Radieuse (Radiant City) (Eaton,2002: 199). Η Ville Contemporaine (1922) σχεδιάστηκε ως μόνιμη κατοικία 3 εκατομμυρίων ανθρώπων, αριθμός αρκετά αυξημένος σε σχέση με την Garden City του Howard. Όσον αφορά την τοποθεσία της, ο Le Corbusier, οραματίστηκε μια τεράστια πεδιάδα ικανή να φιλοξενήσει αυτό το μεγαλεπήβολο έργο. Το σχέδιο της είναι απόλυτα συμμετρικό με δύο κάθετους λεωφόρους που διατρέχουν την πόλη και τέμνονται στο κέντρο της. Στο σημείο αυτό, ο αρχιτέκτονας τοποθετεί υπόγεια ένα σταθμό όπου συναντώνται όλες οι υπόγειες μεταφορές και ακριβώς πάνω από αυτόν ένας ακόμα διευθετεί τις πιο συχνές διαδρομές. Η οροφή αυτών των σταθμών χρησιμοποιείται ως χώρος στάσης των αεροπλάνων. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πως στην καρδιά της πόλης έχει τοποθετηθεί ένα μελετημένο δίκτυο μεταφορών που όπως ακριβώς συμβαίνει σε έναν ζωντανό οργανισμό, στέλνει το ‘αίμα’ στις υπόλοιπες αρτηρίες της ουτοπικής αυτής πόλης. Δε θα μπορούσαμε σαφώς. να αποφύγουμε την παρατήρηση ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας ήταν ένα στοιχείο που ο αρχιτέκτονας θεώρησε ως το πιο σημαντικό, αντιλαμβανόμενος τη σημασία του αυτοκινήτου και γενικότερα των μεταφορών για τα επόμενα χρόνια. Εξίσου ενδιαφέρον με το σύστημα μεταφορών θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουν και τα κτίρια που τοποθετεί στην συγκεκριμένη πόλη. Παρατηρούμε λοιπόν, 24 ουρανοξύστες 60 ορόφων, οι οποίοι αποτελούν την περιοχή των επιχειρήσεων με θέσεις εργασίας για 500.000 – 800.000 εργαζομένους. Στο ισόγειο αυτών υπάρχουν εστιατόρια, εμπορικά καταστήματα, καφέ κ.ά., ενώ γύρω τους εκτείνονται μεγάλα πάρκα. Όπως το δίκτυο μεταφορών αντιστοιχεί στην καρδιά της πόλης, με τον ίδιο τρόπο και οι ουρανοξύστες, σύμφωνα πάντα με τον Ruth Eaton, αποτελούν το μυαλό αφού σε αυτούς εργάζονται σημαντικά πρόσωπα των επιχειρήσεων, των οικονομικών αλλά και των πολιτικών επιστημών. Αυτή η τάξη των ελίτ, κατοικεί γύρω από τους ουρανοξύστες σε περιμετρικά συγκροτήματα κατοικιών αντίστοιχου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Πιο συγκριμένα, τα συγκροτήματα αποτελούνται από διώροφες μεζονέτες, τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη και μέσα σε ένα πλαίσιο από σκυρόδεμα. Καθένα από τα συγκροτήματα διαθέτει στην οροφή γυμναστήριο, χώρος για τρέξιμο αλλά και χώρους κουζίνας, πλυντηρίων κλπ. (Eaton, 2002: 201). Όσοι δεν ανήκουν σε αυτήν την τάξη κατοικούν στα περίχωρα της πόλης αλλά μπορούν να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε λειτουργία τους παρέχει το κέντρο της όπως γυμναστήριο, χώροι εκδηλώσεων κ.λπ. Σε γενικές γραμμές, η επιλογή του αρχιτέκτονα να χρησιμοποιήσει ως κλειδί για το σχεδιασμό του τους ουρανοξύστες οδήγησε στη χρήση μόνο του 15% από την έκταση της πόλης για χώρους εργασίας και κατοικίας με αποτέλεσμα να επιτραπεί η δημιουργία μεγάλων εκτάσεων πρασίνου μέσα στην ίδια την πόλη. Επίσης, προσέφερε πλεονεκτήματα όσον αφορά τον ηλιασμό αλλά και την αντιμετώπιση της ηχορύπανσης στους υψηλούς κυρίως ορόφους (Eaton,2002: 201).
97
εικ.21, Τοπογραφικό σχέδιο του Le Corbusier, Ville Contemporaine, 1922
εικ.22, Σχέδιο του Le Corbusier, Ville Contemporaine
98
Η συνολική του πρόταση φαίνεται να στηρίχτηκε στην έκφραση που ο ίδιος ο αρχιτέκτονας έχει διατυπώσει ότι η πόλη η οποία σχεδιάστηκε για την ταχύτητα είναι και η επιτυχημένη4 (Eaton,2002: 201). Από σκίτσα και σχέδια γίνεται εμφανές πόσο απασχόλησε τον Le Corbusier η αισθητική και η αρχιτεκτονική του όλου εγχειρήματος. Βασισμένος στις αρχές του μοντερνισμού και της γεωμετρίας5 (Eaton,2002: 201) δημιουργεί αυτόν τον ουτοπικό αλλά και άψογα αρχιτεκτονικό κόσμο. Είναι όμως εμφανές, ότι πέρα από την αισθητική, σε αντίθεση με τον Howard που δεν προχώρησε σε λεπτομέρειες τέτοιου είδους, η σύγχρονη τεχνολογία αλλά και η μηχανοποίηση της εποχής εκείνης ήταν στοιχεία που τον επηρέασαν σε τεράστιο βαθμό και αποτέλεσαν οδηγό στο σχεδιασμό του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πρότασή του δεν αποτέλεσε λύση στα προβλήματα της βιομηχανικής επανάστασης αλλά πιο πολύ αποτελεσματική αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της σύγχρονης βιομηχανικής εποχής. Έπειτα από την Ville Contemporaine ακολούθησε η Ville Radieuse ή αλλιώς Radiant City (1930) , η οποία και αυτή με τη σειρά της αποτελεί μια απραγματοποίητη ουτοπία του Le Corbusier, ίσως όμως πιο τολμηρή. Είναι φυσικά αναμενόμενο να υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα στις δύο. Διέπονται λοιπόν, από τέσσερις βασικές αρχές: 1) Αποσυμπίεση των κέντρων των πόλεων, 2) Αύξηση της πυκνότητας κατοίκησης καθ’ ύψος, 3) Επέκταση των δικτύων μεταφοράς, 4) Αύξηση των πάρκων και των ελεύθερων χώρων (Ιστόριου,2015: 24). Επηρεασμένος από τον Συνδικαλισμό της εποχής και απογοητευμένος από τον Καπιταλισμό που φαίνεται να επηρέασε το σχέδιο της Ville Contemporaine, ο Le Corbusier οραματίζεται μια πόλη χωρίς διακρίσεις και κοινωνικές τάξεις. Αναφέρει πως για να μπορεί μια πόλη να γίνει πιο ανθρώπινη θα πρέπει να μην διαθέτει κοινωνικές τάξεις6. Τη διαφοροποίηση των ατόμων ανάλογα με τις αρμοδιότητες τους την αφήνει στα χέρια του Συνδικαλισμού λέγοντας πως αυτός θα δημιουργήσει την πυραμίδα ιεραρχίας η οποία θα επέλθει σαν φυσική εξέλιξη και δε θα υπάρχουν περιπτώσεις επιβολής του ενός ατόμου στο άλλο ούτε κληρονομικά συμφέροντα7(Fishman,1982: 59-60). Ο αρχιτέκτονας ήθελε πραγματικά να σχεδιάσει μια πόλη βασισμένη στην οργάνωση και την ελευθερία. Μια πόλη που θα λειτουργεί όπως ακριβώς ο ανθρώπινος οργανισμός, δηλαδή τα διάφορα τμήματά της θα δουλεύουν μαζί σαν ένα (Kohlstedt,(2018) ‘Ville Radieuse: Le Corbusier’s Functionalist Plan for a Utopian “Radiant City”’). Θα μπορούσαμε να πούμε πως ακόμα και το σχέδιο της πόλης μιμείται το ανθρώπινο σώμα αποτελούμενο από κεφάλι, σπονδυλική στήλη, χέρια και πόδια. Όπως μπορούμε να δούμε από το σχέδιο της πόλης, ο Le Corbusier έχει διαμορφώσει διάφορες ζώνες οι οποίες επιτελούν, η κάθε μια, μια συγκεκριμένη λειτουργία. Οι ζώνες είναι οι εξής: 1. Πόλεις δορυφόροι με κύρια λειτουργία την εκπαίδευση, 2. Ζώνη επιχειρήσεων, 3. Ζώνη μεταφορών που περιλαμβάνει και επιβατικές αμαξοστοιχίες και αεροδρόμιο, 4. Ζώνη ξενοδοχείων και πρεσβειών, 5. Ζώνη κατοικίας, 6. Ζώνη πρασίνου, 7. Ζώνη ελαφράς βιομηχανίας, 8. Αποθήκες και εμπορικές αμαξοστοιχίες και 9. Βαριά βιομηχανία. Είναι απαραίτητο να αναφέρουμε πως στο επάνω τμήμα του τοπογραφικού τοποθετεί τους δεκάξι σταυροειδής ουρανοξύστες ως ‘κεφάλι’ της κοινωνίας και κάτω από αυτό βρίσκεται το πολιτιστικό κέντρο (σπονδυλική στήλη) με τα συγκροτήματα κατοικιών (χέρια) εκατέρωθεν αυτού. Τέλος, στο κάτω τμήμα έχει τοποθετήσει τις βιομηχανίες (πόδια) (Frampton,2007: 166). 4. Η φράση αυτή αποτελεί ελληνική μετάφραση της φράσης: ‘a city made for speed is made for success’ 5. Εκφράσεις που σύμφωνα με τον Eaton έχει διατυπώσει ο Le Corbusier, ‘Geometry is the basis’ & ‘The Whole Contemporary era is geometrical’ (Eaton,2002: 203) 6. Η φράση αυτή αποτελεί ελληνική μετάφραση της φράσης: ‘If the city were to become a human city it would be a city without classes’ (Fishman,1982: 59) 7. Η φράση αυτή αποτελεί ελληνική μετάφραση της φράσης: ‘Syndicalism would provide a pyramid of natural hierarchies’ (Fishman,1982: 59) 99
εικ.23, Τοπογραφικό σχέδιο του Le Corbusier, Ville Radieuse, 1930
100
Ο τρόπος με τον οποίο ο Le Corbusier αντιμετωπίζει τις κοινωνικές τάξεις διαφαίνεται σίγουρα από τη θέση που τοποθετεί τα συγκροτήματα κατοικιών, δηλαδή στο κέντρο της πόλης. Όλοι, ανάλογα με τις ανάγκες τους και όχι ανάλογα με το χρηματικό τους ποσό, μπορούν να διαμένουν στα κτίρια αυτά, στα οποία ο αρχιτέκτονας προσέδωσε την ονομασία Unites. (Eaton έτος, σελ. 204) Μάλιστα, ο ίδιος αναφέρει πως στη διαδικασία σχεδιασμού των κατοικιών δεν έλαβε υπόψιν ούτε τον πλούσιο αλλά και ούτε τον φτωχό, απλώς τον άνθρωπο8. Πιο συγκεκριμένα, τα κτίρια εκτείνονται στα 50m και μπορούν να στεγάσουν μέχρι και 2.700 ανθρώπους. Το καθένα από αυτά θα λειτουργεί ως μια κατακόρυφη γειτονιά παρέχοντας όλες τις υπηρεσίες που θα αναζητούσε κάποιος σε μια περιοχή. Αίθουσες συναντήσεων, καφέ, εστιατόρια, μαγαζιά, γυμναστήριο αλλά και πισίνες σε συνδυασμό με γήπεδο τένις στην οροφή είναι κάποια από αυτά που προσφέρει ένα κτίριο σαν αυτό σε μια οικογένεια. Όπως είδαμε και σε άλλες ουτοπίες, πολλοί προσπάθησαν να θίξουν το θέμα της ισότητας των δύο φύλων. Με τον ίδιο τρόπο και ο Le Corbusier οραματίστηκε μια πόλη όπου οι γυναίκες και οι άντρες θα δουλεύουν ίσες ώρες και επομένως, δε θα έχουν διαφορετικές αρμοδιότητες όταν αυτές σχετίζονται με την οικογένεια. Για το λόγο αυτό, τοποθετεί στα κτίρια του υπηρεσίες όπως μαγείρεμα, καθαρισμό χώρων και ανατροφή παιδιών. Επίσης, δεν λείπουν λειτουργίες όπως το νοσοκομείο, το δημοτικό σχολείο, ο χώρος πλυντηρίων και το σούπερ μάρκετ (Fishman,1982:.62). Σε αντίθεση με το περιμετρικό συγκρότημα κατοικιών που είχε επιχειρήσει στην Ville Contemporaine και λίγο αργότερα στις Immeuble-Villas (Boesiger,1972: 14-16) , εδώ παρατηρούμε ότι έχει προσχωρήσει σε μια μορφή κτιρίου περισσότερο προσαρμοσμένη στην μαζική παραγωγή, δημιουργώντας ένα οδοντωτό διαταγμένο (ά redent) συγκρότημα κατοικιών που φαίνεται να δημιουργεί μια συνεχή ζώνη. Πιο συγκεκριμένα, η μορφή redent του αρχιτέκτονα χαρακτηριζόταν από μια «συνεχή σειρά κατοικιών, με πρόσοψη που υποχωρούσε ή ευθυγραμμιζόταν εναλλάξ με τα εξωτερικά όρια του δρόμου.» (Frampton,2007: 164). Η διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στους δύο αυτούς τύπους είναι ότι στην περίπτωση της Radiant City, η δημιουργία κτιρίων μεγαλύτερης οικονομίας καθοδηγούσε τον σχεδιασμό του Le Corbusier. Ένα λοιπόν, συγκρότημα κατοικιών της πόλης αυτής περιλαμβάνει μονώροφα διαμερίσματα με ευέλικτη κάτοψη και διαφορετικές διαστάσεις. Επειδή, καθώς στόχος του ήταν να καταφέρει να χρησιμοποιήσει κατάλληλα κάθε τετραγωνικό μέτρο, το πάχος των χωρισμάτων ελαχιστοποιήθηκε με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν ακατάλληλο από άποψη ηχομόνωσης. Για τους ίδιους λόγους οι βοηθητικοί χώροι (κουζίνα, μπάνιο) άγγιξαν τις ελάχιστες δυνατές τους διαστάσεις. Ένα ακόμα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό των διαμερισμάτων ήταν πως μπορούσαν να γίνονται μεταβολές ανάλογα με τις χρήσεις που θέλει να προσδώσει ο ένοικος κατά τη διάρκεια της ημέρας, με τη χρήση συρόμενων χωρισμάτων (Frampton,2007: 165). Αξίζει να σημειωθεί πως ο Fishman χαρακτήρισε τα Unites ως το αποκορύφωμα των αρχών της συλλογικής κατοίκησης που προσπάθησε να θέσει ο Le Corbusier ήδη από το 1914 με το Dom-Ino House. Πιο συγκεκριμένα, τα Unites αποτελούν ένα έξοχο παράδειγμα της εφαρμογής της μαζικής παραγωγής και άριστη έκφραση της κλίμακας και της πολυπλοκότητας ενώ το Dom-Ino House αντικατοπτρίζει μόνο τις βασικές αρχές αυτής της μαζικής παραγωγής (Fishman,1982: 62).
8. Η φράση αυτή αποτελεί ελληνική μετάφραση της φράσης: ‘thinking neither of rich nor of poor but of man’ (Fishman,1982) 101
εικ.24, Unite d’habitation, Marseilles
102
Αν πραγματοποιούσε κανείς ένα ταξίδι από τη Ville Contemporaine στη Ville Radieuse θα παρατηρούσε σίγουρα μια τεράστια διαφορά τόσο στον ίδιο τον σχεδιασμό της πόλης όσο και στον στόχο που αυτός επιδίωκε. Φαίνεται σαν ο ίδιος ο αρχιτέκτονας να αποχωρίστηκε τα περιμετρικά συγκροτήματα με την έννοια του αστικού καθεστώτος της βίλλας και να έκανε ένα άλμα προς την βιομηχανοποιημένη παραγωγή και την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους. Θα παρατηρούσε επίσης, πως η πρώτη σε αντίθεση με την δεύτερη, ήταν μια πόλη ‘ιεραρχική’ ενώ η δεύτερη θα μπορούσε να έχει τον χαρακτηρισμό ‘αταξική’. Η πιο σημαντική όμως διαφορά αυτών των πόλεων είναι ότι η Σύγχρονη Πόλη αντιπροσώπευε ένα συγκεντρωτικό πρότυπο πόλης ενώ η Ακτινοβολούσα Πόλη θεωρητικά αποτελούσε μια πόλη της οποίας η τάξη επιβάλλονταν από τις παράλληλες ζώνες που την οργάνωναν. Οι δύο αυτές ουτοπικές πολιτείες του Le Corbusier που μελετήσαμε μπορεί να έμειναν απραγματοποίητες αλλά πολλές από τις ιδέες που συνόδεψαν αυτές εφαρμόστηκαν σε άλλα έργα όπως το πρώτο Unite στις Μαρσαλλίες το 1947 και η πόλη Chandigarh στην Ινδία το 1950. Πιο συγκεκριμένα όσον αφορά το συγκρότημα κατοικιών στις Μαρσαλλίες, φαίνεται να προσπάθησε να τοποθετήσει τις ιδέες που είχε και στις δύο πόλεις που οραματίστηκε. Για παράδειγμα, βλέπουμε ότι τοποθετεί στο κτίριο λειτουργίες όπως γυμναστήριο, λωρίδα τρεξίματος, νηπιαγωγείο, υπαίθριο θέατρο στην οροφή, χώρος πλυντηρίων, πισίνα κλπ. (Boesiger,1972: 176-178). Αυτές τις λειτουργίες επιχείρησε να τοποθετήσει και στις κατοικίες της Contemporary City αλλά και της Radiant City. Επίσης, το στοιχείο του σαλονιού με διπλό ύψος ήταν ένα στοιχείο που υπήρχε και στις περιμετρικές κατοικίες της Contemporary City. Ένα ακόμα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, είναι η χρήση της πιλοτής που φαίνεται πως ο ίδιος είχε σκεφτεί ήδη από το 1930, όταν δηλαδή σχεδίασε την Radiant City. Σύμφωνα με τον Frampton, «σε μια τυπική τομή της πόλης, όλα τα κτίρια, ακόμα και τα γκαράζ και οι δρόμοι, φαίνονται ανεβασμένα πολύ πιο πάνω από τη στάθμη του εδάφους. Υπερυψώνοντας τα πάντα σε pilotis, έμενε ελεύθερη η επιφάνεια του εδάφους, διαμορφωνόταν δηλαδή ένα συνεχές πάρκο.» (Frampton,2007: 165). Σε γενικές γραμμές, ο αρχιτέκτονας προσπάθησε να δημιουργήσει μια αρχιτεκτονική της ευτυχίας, μια αρχιτεκτονική η οποία είναι ικανή να προσφέρει τις απαραίτητες χαρές στον άνθρωπο. Ικανή να του καλύψει ανάγκες που μπορεί το ίδιο το άτομο να μην είχε ποτέ ή να μην επιζητούσε. Κατάφερε όμως και κάτι ακόμα πιο σημαντικό που σπανίως αναφέρεται. Μέχρι τότε η ουτοπία ήταν χωρισμένη ανάμεσα σε αυτά που υποστήριζε ο Saint Simon, δηλαδή μια κοινωνία με βάση τη βιομηχανία και στόχο την παραγωγή, και σε αυτά που οραματιζόταν ο Fourier, δηλαδή μια κοινωνία ελεύθερη να βιώνει και να εκφράζει τα πάθη της, απόλυτα αφιερωμένη στην ευχαρίστηση. Δε θα μπορούσαμε λοιπόν, να αποφύγουμε το γεγονός ότι ο Le Corbusier κατόρθωσε να συνδυάσει τις δυο αυτές πλευρές της ουτοπίας και να δημιουργήσει τη Radiant City. Ένα φαλανστήριο του Φουριέ τοποθετημένο στη βιομηχανική κοινωνία του Saint Simon (Fishman,1982).
103
εικ.25, Τοπογραφικό, Broadacre City, Ανασχεδιασμός, 1990
104
1935
3.3.3
[Frank Lloyd Wright,Broadacre City]
Ο τρίτος ουτοπιστής πολεοδόμος του 20ου αιώνα είναι ο αρχιτέκτονας Frank Lloyd Wright (1867-1959). Όπως λοιπόν, ο Howard οραματίστηκε την Garden City και ο Le Corbusier την Radiant, με τον ίδιο τρόπο και Wright δημιουργεί την Broadacre City, μια μη υλοποιημένη ουτοπική πόλη που ο αυτοσκοπός της ήταν η αναπαράσταση της ιδανικής κοινωνίας.Η ιδέα στην οποία βασίζεται απορρίπτει απόλυτα αυτήν που επικρατεί στις Αμερικάνικες πόλεις του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα, οι πόλεις πλέον δεν θα έπρεπε να είναι τόσο πυκνά κατοικημένες και συγκεντρωμένες γύρω από ένα κέντρο, ούτε και μάλιστα η βάση να δίνεται στη δημιουργία διαδρομών για τους πεζούς. Βασισμένος σε αυτήν τη σκέψη δημιούργησε την πόλη του που αποτέλεσε τόσο έναν πειραματισμό του ίδιου όσο και μια σοβαρή πρόταση, μια πρόταση στην οποία το αυτοκίνητο ήταν πλέον ο πρωταγωνιστής. Θα μπορούσε να πει κάνεις πως πράγματι αποτέλεσε ένα προφητικό όραμα της σύγχρονης Αμερικής (Novak, (2014) ‘Broadacre City: Frank Lloyd Wright’s Unbuilt Suburban Utopia’). Ο ίδιος αναφέρει για την πόλη αυτή πως θα είναι τόσο διαφορετική από την αρχαία πόλη ή οποιαδήποτε σημερινή, που ίσως να μην μπορούμε να την αναγνωρίσουμε. Επίσης, αναφέρει και το σχόλιο πως η Αμερική δε χρειάζεται καμία βοήθεια για να χτίσει την Broadacre City. Θα χτιστεί μόνη της, τυχαία (Frampton, 2007: 174). Το 1935, λοιπόν o Wright δημοσιεύει στο επιστημονικό περιοδικό Architectural Record το άρθρο του με την ονομασία Broadacre City: A New Community Plan, όπου περιγράφει αναλυτικά την ουτοπική αυτή Αμερικάνικη κοινότητα του μέλλοντος. Αρχικά, προβλέπει την παροχή τουλάχιστον 4.000 m2 γης σε κάθε οικογένεια της Αμερικής με σκοπό αυτή η έκταση να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία αλλά και ως προσωπική φάρμα. Βάση της κοινωνίας του θα αποτελεί η οικογένεια και τη διοίκησή της θα αναλάβει ένας αρχιτέκτονας, υπεύθυνος για τον καταμερισμό των εκτάσεων γης αλλά και το σχεδιασμό και κατασκευή διάφορων απαραίτητων εγκαταστάσεων. Επίσης, ο Wright θεσπίζει την ατομική φορολογία και τις κοινωνικές πιστώσεις (Frampton, 2007: 175). Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτού του σχεδίου αποτέλεσαν και οι δυο τεχνολογικές ανακαλύψεις της εποχής, το τηλέφωνο και το αυτοκίνητο. Σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα, η πόλη θα αποτελείται από ανεξάρτητες κατοικίες, απομακρυσμένες αρκετά η μία από την άλλη ώστε να επιτευχθεί η προστασία της σχέσης της οικογένειας αλλά ταυτόχρονα, με τη συμβολή του τηλεφώνου αλλά και του γρήγορου δικτύου μεταφορών, θα παραμένουν ενωμένες. Επίσης, θεωρούσε πως η κατοχή γης θα μπορούσε να επιτύχει από μόνη της μια κοινωνική ευημερία και αρμονία και να περιορίσει το πρόβλημα των κοινωνικών τάξεων. Πιο συγκεκριμένα, αν παρατηρήσει κάνεις το σχέδιο της πόλης μπορεί να αντιληφθεί άμεσα πως δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο κέντρο ή μια έκταση που να μπορεί να θεωρηθεί ο πυρήνας της πόλης. Αυτό φυσικά, δεν αποτελεί μια απλή παρατήρηση του καθενός αλλά αντανακλά την πρόθεση του ίδιου του αρχιτέκτονα, τον οποίο συνοδεύει σε κάθε του βήμα η λέξη ‘αποκέντρωση’. Μπορούμε σαφώς, να αντιληφθούμε πως δεν υπάρχουν μπλοκ κατοικιών όπως είδαμε στις προηγούμενες πολεοδομικές ουτοπίες. Τα σπίτια διαφέρουν το ένα από το άλλο και βασίζονται στην ιδιαιτερότητα του καθενός. Όσον αφορά το μέγεθός τους, ο διαχωρισμός τους γίνεται με βάση τα αυτοκίνητα που διαθέτει η κάθε οικογένεια. Με αυτόν τον τρόπο, αναφέρονται σε αυτά ως one-car house, two-car house, three-car house, four-car house, five-car house. Αυτή η ονομασία αποδεικνύει ακόμα περισσότερο τη σημασία που προσέδωσε ο Wright στο αυτοκίνητο. Δε θα μπορούσε να λείπει σαφώς, και ένα άκρως μελετημένο σχέδιο για 105
εικ.26,27, Frank Lloyd Wright, εικόνες της Broadacre City, 1935
106
το δίκτυο μεταφορών. Μεγάλοι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας με πολλαπλές λωρίδες σχεδιάστηκαν με στόχο την ασφαλή και ευχάριστη οδήγηση αλλά και τη γρήγορη μεταφορά. Φυσικά, καθώς η πόλη δε σχεδιάστηκε για πεζούς, δεν χρειάζεται ούτε η ύπαρξη διαβάσεων. Όσον αφορά την αερομεταφορά, στοιχείο που είδαμε να υπάρχει και στην ουτοπική πόλη του Le Corbusier, ο Wright δεν υποστηρίζει την ύπαρξη αεροπλάνου αλλά όπως μπορούμε να δούμε και από απεικονίσεις της πόλης του, προτείνει ένα τύπο εναέριου οχήματος το οποίο όμως θα μπορεί απευθείας να απογειωθεί κάθετα στην γη προς την κατεύθυνση του ουρανού και να κινηθεί προς όποια κατεύθυνση επιθυμεί (Wright, (1935) ‘Broadacre City: A New Community Plan’). Ένα ενδιαφέρον σχόλιο του Wright για το masterplan της πόλης αυτής είναι ότι αυτό διαθέτει σχεδιαστικές ομοιότητες με την τομή ενός όγκου9 (Eaton,2002: 209). Αυτή η φράση σε συνδυασμό με την φράση που ανέφερε ότι ‘ένα καλό σχέδιο είναι η αρχή και το τέλος, γιατί κάθε καλό σχέδιο είναι οργανικό. Αυτό σημαίνει ότι η εξέλιξή του είναι έμφυτη και αναπόφευκτη’10 μας βοηθάει να αντιληφθούμε τη σχεδιαστική μέθοδο που ακολούθησε ο ίδιος η οποία είναι κατά βάση οργανική (σύμφωνη με τη φύση) και θεμελιώνεται στην ιδιαιτερότητα του καθενός. Αν παρατηρήσει κανείς μια τομή αυτού του όγκου μπορεί να καταλάβει, αρχικά, την μοναδικότητά του καθώς θα διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη τομή και κατά δεύτερον να αντιληφθεί την αποκέντρωση και την αταξία που υπάρχει και δημιουργείται αναπόφευκτα ανάμεσα στα διάφορα μικρά στοιχεία από τα οποία αποτελείται ο όγκος. Με τον ίδιο τρόπο ίσως τοποθετεί και ο ίδιος τα κτίρια και τις διάφορες λοιπές λειτουργίες, θεωρώντας πως η θέση τους δεν μπορεί να διακρίνεται από συμμετρία με τις γύρω για παράδειγμα κατοικίες αλλά το μόνο που πρέπει να λαμβάνει ως παράμετρο είναι η οργανική σχέση, δηλαδή η σχέση του κτιρίου με τη φύση. Μολονότι ποτέ δε δόθηκε στην οργανική αρχιτεκτονική ακριβής ορισμός, «φαίνεται ότι για τον Wright σήμαινε την οικονομική δημιουργία μιας χτισμένης μορφής και ενός χτισμένου χώρου, σύμφωνα με λανθάνουσες αρχές της φύση, όπως θα μπορούσαν να εκφραστούν με την χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος στις κατασκευές.» (Frampton,2007: 174). Ο Wright, όπως και ο Henry Ford, αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι μια τέτοια ατομικιστική σχεδόν αγροτική οικονομία δεν ήταν απαραίτητα ικανή να εγγυηθεί μια εκβιομηχανισμένη κοινωνία, την υπόστασή της ή τα προϊόντα μαζικής παραγωγής στο βαθμό τουλάχιστον που η κοινωνία αυτή απαιτούσε επιπλέον τη συγκέντρωση εργατικής δύναμης και πόρων. Παρά την έντονη αντίθεση του αρχιτέκτονα στο κέρδος και την πίστη του στην απόλυτη διάλυση και αποκέντρωση δεν κατάφερε να δώσει απάντηση στο ζήτημα της εξουσίας και της οικονομίας. Με λίγα λόγια, δεν συνειδητοποίησε ότι η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία σχετίζονται απόλυτα με την ταξική πάλη, κάτι που προσπάθησαν να μας υπενθυμίσουν οι κοινωνικοί ουτοπιστές (Frampton,2007: 174).
9. Η φράση αυτή αποτελεί ελληνική μετάφραση της φράσης: ‘The plan is likened to the cross section of some fibrous tumour’ (Eaton,2002: 209) 10. Η φράση αυτή αποτελεί ελληνική μετάφραση της φράσης: ‘Α good plan is the beginning and the end, because every good plan is organic. That means that is development is inherent and inevitable.’ 107
Θα αποχωριστούμε τον Wright, με ένα κείμενο από τον Meyer Schapiro (1904-1996) που περιγράφει τον ουτοπικό χαρακτήρα των απόψεων του αρχιτέκτονα. Ο Wright αγνοεί εντελώς τις οικονομικές συνθήκες που προσδιορίζουν μια ελεύθερη και ευχάριστη ζωή. Πράγματι, πιστεύοντας ότι ο εργάτης πρέπει να χτίσει το βιομηχανοποιημένο σπίτι του σιγά σιγά, ανάλογα με τους πόρους του, ξεκινώντας με το λουτρό και την κουζίνα και προσθέτοντας τα υπόλοιπα δωμάτια χάρη στα λεφτά που κερδίζει δουλεύοντας στο εργοστάσιο, προβλέπει τη φτώχια αυτών των νέων φεουδαλικών οικισμών και τίποτα άλλο. Αδιαφορώντας για τις σχέσεις ιδιοκτησίας και κράτους, αποδεχόμενος την ιδιωτική βιομηχανία και τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα Ford σ ’αυτόν τον ειδυλλιακό κόσμο της αμφίβιας εργασίας, αποκαλύπτει τον αντιδραστικό χαρακτήρα μιας τέτοιας πόλης. Ήδη από την εποχή της δικτατορίας του Ναπολέοντα ΙΙΙ τα κρατικά αγροκτήματα, που εν μέρει είχαν πηγάσει από την έμπνευση των παλιών ουτοπιστών, αποτελούσαν την επίσημη λύση στο ζήτημα της ανεργίας. Ο δημοκρατικός Wright είναι ίσως αντίθετος στο νοίκι και το κέρδος, πέρα όμως από μία φευγαλέα αναφορά στην ατομική φορολογία, αποφεύγει να απαντήσει στο ταξικό πρόβλημα και στο πρόβλημα της εξουσίας. (Frampton, 2007: 175)
108
04
[Εγχειρίδιο Κατανόησης Ουτοπιών]
4.1
[10+1 γνωρίσματα]
Το ταξίδι στον κόσμο των ουτοπιών, μέσω της ερευνητικής αυτής εργασίας, μπορεί να πει κανείς πως, έφτασε στο τέλος του. Δε θα μπορούσαμε όμως, να τις αποχωριστούμε χωρίς να αναφερθούμε σε ορισμένα συμπεράσματα ή έστω κάποιες σκέψεις ή ερωτήματα που μας δημιουργήθηκαν κατά τη μελέτη τους. Παρά τη διαφοροποίηση που επιχειρήσαμε, προσδίδοντας τους όρους ‘κοινωνική’ και ‘πολεοδομική’ στη λέξη ουτοπία, αυτό που πραγματικά παρατηρήσαμε είναι πως και στις δύο περιπτώσεις υπήρξαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά που ίσως και να οδηγούσαν τελικά στην ενοποίηση των δύο αυτών κατηγοριών. Ένα από τα βασικότερα είναι η προσπάθεια συσχέτισης μια κοινωνικό-οικονομικής δομής με μια δομή πόλης. Οι ουτοπιστές των κοινωνικών ουτοπιών προσπάθησαν και αυτοί λεκτικά να μας αποδώσουν τη δική τους ιδανική πόλη και όχι απλά τα ιδανικά γνωρίσματα που θα έπρεπε να κατέχει ένας κάτοικος μιας οποιαδήποτε πόλης και αντίστοιχα, οι πολεοδόμοι ουτοπιστές όρισαν και αυτοί με τη σειρά τους μια συγκεκριμένη κοινωνικό-οικονομική δομή μέσα στο πλαίσιο της οποίας τοποθετούν την πόλης τους. Ακριβώς σε αυτό το συμπέρασμα θα βασιστεί και το συγκεκριμένο κεφάλαιο. Κρίνεται απαραίτητο να διευκρινίσουμε πως όταν αναφερόμαστε στην ύπαρξη κοινών χαρακτηριστικών δεν εννοούμε τη λήψη κοινών αποφάσεων (γεγονός που υπάρχει αλλά έχει ειπωθεί στα συμπεράσματα του δεύτερου κεφαλαίου) αλλά τη λήψη διαφορετικών αποφάσεων για κοινά όμως, θέματα, που πολλοί από τους ουτοπιστές φαίνεται να θεώρησαν σημαντικά αλλά και προβληματικά για την ιδανική τους πόλη, στην περίπτωση που δεν διευθετηθούν. Προχωρήσαμε λοιπόν, στη δημιουργία των εξής κατηγοριών. Φύση, Γεωγραφική Θέση, Πληθυσμός, Κοινωνικό-Οικονομική Δομή, Άτομο/Χρήστης, Οικογένεια/Γάμος/Γυναίκα, Ιδιοκτησία, Εκπαίδευση, Εργασία και Αρχιτεκτονική & Οργάνωση του Χώρου. Αυτά τα 10 λοιπόν, στοιχεία θα μπορούσε κανείς να πει, πως αποτελούν ακριβώς τα τμήματα που πρέπει να αναζητήσει κανείς μελετώντας μια ουτοπία προκειμένου να αντιληφθεί τις αρχές της και τα σημεία που διαφοροποιείται από τις άλλες ή που ταυτίζεται. Πέρα από αυτά, προσπαθήσαμε να αντιληφθούμε τελικά τι θεωρούσε ο καθένας από αυτούς Ευτυχία, αφού αυτός άλλωστε είναι και ο αυτοσκοπός μιας ουτοπικής πόλης, θεωρητικά πάντα. Όλα τα παραπάνω πηγάζουν από την εκτενή μελέτη που επιχειρήσαμε στον κόσμο των ουτοπιών που εμείς βέβαια επιλέξαμε. Ο δικός μας όμως, απολογισμός σχετίζεται με δύο λέξεις. Αποτυχία, Επιτυχία. Αφού οι ουτοπίες, στο σύνολό τους, αντικατοπτρίζουν απραγματοποίητες πραγματικότητες, κρίνεται απαραίτητο να αναφερθούμε στην προσωπική μας άποψη σχετικά με τις αποφάσεις που θεωρούμε αποτυχημένες. Φυσικά, θα ήταν λάθος μας αν ταυτίζαμε την ουτοπία με τη λέξη αποτυχία. Θα ήμασταν άδικοι προς όλους αυτούς που προσπάθησαν να οραματιστούν έναν καλύτερο κόσμο, αν δεν αναγνωρίζαμε τα σημεία που θα καλούσε κανείς επιτυχία.
113
4.1.1
[Φύση]
Ξεκινήσαμε την περιήγησή μας από την Πολιτεία του Πλάτωνα, δηλαδή το 370 π.Χ. Σαφώς, οι διαφορετικές εποχές συγγραφής έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το πώς αντιλαμβάνονται οι ουτοπιστές κάθε φορά ένα συγκεκριμένο θέμα. Δεν περιμένουμε λοιπόν, από τον Πλάτωνα να αντιληφθεί τη φύση σαν όαση ή αναπνοή μέσα σε ένα πυκνό-κατοικημένο περιβάλλον ούτε να προσπαθήσει να την τοποθετήσει διακριτικά μέσα στο σχέδιο της πόλης του. Παρόλα αυτά, έχουμε την αίσθηση ότι η Αθήνα που οραματίζεται ζει αρμονικά με τη φύση γύρω της, καθώς όπως είδαμε και στο δεύτερο κεφάλαιο, το ιδανικό τοπίο για αυτόν είναι αυτό το οποίο περιλαμβάνει το τρίπτυχο πόλη – ύπαιθρος – λιμάνι. Φυσικά, και σε αυτήν την ουτοπία, όπως και στην Ουτοπία του More, η φύση συνδέεται άμεσα με την γεωργία και κατ’ επέκταση με τη τροφή του πληθυσμού της πόλης αλλά και την εργασία. Συγκεκριμένα, στην Ουτοπία του More, σέβονται τόσο πολύ τη φύση και τη γεωργία που προσπαθούν να μην αφήσουν κανένα τμήμα του νησιού αυτού χέρσο. Επίσης, αποτελεί την μόνη αναγεννησιακή ουτοπία, εκτός όμως της Χριστιανούπολης, όπου πίσω από κάθε σπίτι τοποθετείται μια αυλή στην οποία οι κάτοικοι καλλιεργούν οπωροφόρα δέντρα, λαχανικά και καλλωπιστικά φυτά (Κονταράτος,2014: 220). Στην Ηλιούπολη του Campanella, η θέση της φύσης για τον ίδιο διαφαίνεται και από το γεγονός ότι στα τείχη της πόλης του, όπου τοποθετεί ζωγραφικούς πίνακες με σκοπό την εκπαίδευση των νέων, έχει τοποθετήσει και πίνακες που περιγράφουν τη φύση και τη γεωργία. Όπως και στις παραπάνω, έτσι και στην Χριστιανούπολη, η φύση συνδέεται απευθείας με τη γεωργία και την παραγωγή της τροφής. Για πρώτη φορά όμως, στο έργο ‘Ταξίδι στην Ικαρία’ έχουμε την είσοδο της δενδρόφυτης πλατείας και απευθείας μας δημιουργούνται εικόνες από έναν κόσμο λίγο πιο χαλαρό ή ίσως τουλάχιστον αρκετά ελεύθερο ώστε να έχει κανείς τη δυνατότητα να απολαύσει μια αρμονική στιγμή κάτω από τη σκιά ενός δένδρου σε μια πλατεία. Έχουμε φτάσει πλέον χρονικά, στα τέλη του 19ου αιώνα, και τότε ακριβώς εμφανίζονται στις ουτοπικές περιγραφές σκηνές από παιδιά να απολαμβάνουν τη φύση και να παίζουν σε αυτή τα καλοκαίρια. Για αυτές τις πεδιάδες ανάμεσα στα διαφορετικά τμήματα του Λονδίνου μας μιλάει ο Morris στο έργο του News from Nowhere. Η φύση αρχίζει να αποκτάει την έννοια της αναπνοής από τις καθημερινές δυσκολίες, της ξεγνοιασιάς αλλά και της συνάντησης. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Howard τοποθετεί στην καρδιά του πολεοδομικού του σχεδίου τη φύση με τη μορφή ενός πάρκου, προσδίδοντάς της την απόλυτη σημασία για τη σωστή λειτουργία της πόλης του. Εξίσου, σημαντική τη θεωρεί και ο Le Corbusier, προσπαθώντας να δημιουργήσει όσα λιγότερα κτίρια (επεκτείνεται καθ’ ύψος) ώστε να απομείνει μεγαλύτερο τμήμα γης για τη δημιουργία πάρκων. Μπορεί να μην τοποθετεί στο κέντρο του σχεδίου του ένα πάρκο αλλά φαίνεται σαν να επιχειρεί τη διάχυση της φύσης μέσα στην πόλη του. Αντίστοιχα, για τον Wright, αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε, παρατηρώντας το πολεοδομικό σχέδιο της δικής του ουτοπικής πόλης, της Broadacre City, είναι ότι ίσως σε αυτήν την περίπτωση, τα κτίρια διαχέονται στη φύση του. Ένα γενικό σχόλιο, που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι σε κάθε περίπτωση η φύση εξελίσσεται σαν ένα αόρατο τείχος και ταυτοχρόνως σαν ένα αισθητό όριο ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και στον ουτοπικό αυτό κόσμο που ο κάθε συγγραφέας θέλει να προστατέψει.
114
4.1.2
[Γεωγραφική Θέση]
Κάποιες από τις ουτοπίες που μελετήσαμε οραματίζονταν μια τελείως διαφορετική πόλη βασισμένη όμως σε μία υπάρχουσα πόλη του κόσμου μας. Ο Πλάτωνας οραματίστηκε μια άλλη Αθήνα, ο Morris ένα διαφορετικό Λονδίνο και ο Wells μια διαφορετική Γη. Στην πλειονότητά τους όμως, οι ουτοπίες φαίνεται να δημιουργούν τις βάσεις τους σε μια γεωγραφική τοποθεσία άγνωστη για τον υπόλοιπο κόσμο, ή ακόμα και αχαρτογράφητη. Πέρα από όσα οραματίζονται για την κοινωνικό-οικονομική δομή της πόλης αλλά και την κτιριοδομική της πλευρά, έχουν τη δυνατότητα να τοποθετούν ολόκληρα βουνά, ρυάκια, βράχους και να δημιουργούν ακόμα και νέα νησιά. Ο More κάνει την αρχή και τοποθετεί την Ουτοπία σε ένα νησί το οποίο δημιουργήθηκε από την αποκοπή του ισθμού που ένωνε το ίδιο με την ήπειρο (Κονταράτος,2014: 54). Στο ίδιο πνεύμα, τοποθετούν ο Campanella την Πόλη του Ήλιου, ο Andreae τη Χριστιανούπολη και o Bacon τη Νέα Ατλαντίδα, δηλαδή σε κάποιο απόμερο νησί. Πολλές από τις ουτοπίες, επίσης, τοποθετούν την πόλη τους σε μία πεδιάδα είτε αυτή βρίσκεται σε κάποια νήσο είτε όχι. Σε κάθε περίπτωση όμως, βλέπουμε πως η θέληση για τη δημιουργία ενός απρόσιτου περιβάλλοντος είναι ικανή να δημιουργήσει γύρω από την εκάστοτε ιδανική πόλη βουνά που λειτουργούν ως όριο με τον πραγματικό κόσμο, όπως συμβαίνει στην περιγραφή της Ικαρίας από τoν Cabet (Μάμφορντ,1998: 108), αλλά και στην περιγραφή της εισόδου στο νησί της Ουτοπίας του More, όπου βράχια κρυμμένα κάτω από τη στάθμη της θάλασσας οδηγούν στο μάταιο τέλος όλων αυτών που προσπαθούν να την προσεγγίσουν. Ενώ λοιπόν, είχαμε δει την τοποθέτηση ακόμα και βουνών, όπως στην Ηλιούπολη όπου στο κέντρο της βρίσκεται ένας λόφος στον οποίο τοποθετείται ο Ναός, αλλά και γενικότερα διαφορετικών φυσικών στοιχείων που χρησίμευαν για τη δημιουργία ορίων, φαίνεται πως η τόση μεγάλη αλλαγή ενός τοπίου, αρχίζει και λαμβάνει τέλος και οι ουτοπιστές αρχίζουν να αρκούνται σε τεράστιες πεδιάδες. Έπειτα λοιπόν, από το έργο του Cabet το 1839, απομακρυνόμαστε από την μορφοποίηση ενός τοπίου ειδικά για τη δημιουργία της πόλης μας. Ο Howard, o Le Corbusier αλλά και ο Frank Lloyd Wright εμφανίζονται και βασίζουν τα πολεοδομικά τους σχέδια σε επίπεδες γεωγραφικές θέσεις και προτείνουν ένα γενικό πολεοδομικό σχέδιο που θα μπορούσε να εφαρμοστεί θεωρητικά οπουδήποτε, πιθανώς όμως όχι σε ανώμαλες εδαφικά περιοχές αν σκεφτεί κανείς για παράδειγμα τις τεράστιες σιδηροδρομικές γραμμές που ενώνουν τις Κηπουπόλεις μεταξύ τους. Σαφώς, θα μπορούσαμε να πούμε πως είχαν χαράξει το δρόμο για τη δημιουργία ιδανικών πόλεων σε μεγάλες πεδιάδες και ο Owen με την New Harmony αλλά και ο Fourier με τα φαλανστήρια. Σε γενικές γραμμές, αυτό που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι ότι σε κάθε περίπτωση, είτε αυτό είναι νησί ή μια τεράστια πεδιάδα ή ακόμα και μια κοιλάδα, πάντα οι ουτοπιστές αναζητούν να βρουν έναν τρόπο με τον οποίο θα επέλθει φυσικά η έννοια του ορίου με τον πραγματικό κόσμο, χωρίς δηλαδή πραγματικά να φαίνεται πως οφείλονται οι ίδιοι για την απομόνωση της πόλης τους. Ίσως, να σκέφτονται πως μπορεί από τη μία να δημιουργούν οι ίδιοι το περιβάλλον αυτό αλλά από την άλλη φαντάζει το πιο πραγματικό τμήμα της ουτοπίας τους. Είναι το μόνο τμήμα, που θυμίζει τον κόσμο που ζούμε και το οποίο θεωρητικά, δεν μπορείς να δημιουργήσεις αλλά βασίζεσαι σε αυτό. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κάθε μία από τις ουτοπίες αυτές θα μπορούσε να τοποθετηθεί οπουδήποτε στον χάρτη και ούτε θα ενδιέφερε πραγματικά τον εκάστοτε ουτοπιστή αν υπήρχε ή όχι ο υπόλοιπος κόσμος καθώς στόχος τους δεν είναι η επιλογή της κατάλληλης γεωγραφικής θέσης σύμφωνα με τις πιο ευνοϊκές καιρικές συνθήκες για τον άνθρωπο ή την γεωργία, αλλά η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απομάκρυνση της θέσης αυτής από το ‘βλαβερό’ για αυτούς υπόλοιπο πολιτισμό. Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, αφού αναζητούν την καλύτερη λύση για οποιαδήποτε τμήμα ή γνώρισμα της κοινωνίας τους, γιατί αδιαφορούν τόσο για την πρόταση λύσεων σε υπάρχοντες τοποθεσίες και συγκεκριμένες συνθήκες; Ίσως αυτό, τελικά παρόλο που θυμίζει το πιο γνώριμο τμήμα μιας ουτοπίας να είναι και αυτό που την καθιστά τόσο μακριά από τον κόσμο μας.
115
4.1.3
[Πληθυσμός]
Σύμφωνα με τον Κονταράτο, «η ιδέα της τελειότητας συνυφαίνεται μοιραία με την ιδέα μιας ολότητας που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο μέγεθος και σαφή όρια» (Κονταράτος,2014: 54). Μιλήσαμε για τα σαφή όρια της κάθε ουτοπικής πόλης με τη μορφή της γεωγραφικής θέσης αλλά δεν αναφερθήκαμε στο συγκεκριμένο μέγεθος αυτής που εκφράζεται με τον πληθυσμό της. Από τις αρχές της ουτοπικής παράδοσης, ο Πλάτωνας θέτει ως όριο για τον πληθυσμό του, τους 5040 κατοίκους, και μάλιστα αυτός ο αριθμός αποτελεί για αυτόν αναγκαία αξεπέραστος καθώς σύμφωνα με τον ίδιο πέρα από αυτό το πληθυσμιακό μέγεθος η κοινωνία του θα χάσει την ενότητά της (Κονταράτος,2014: 54). Στη συνέχεια, βλέπουμε τον More να ανεβάζει τον αριθμό αυτό στους 10.000 κατοίκους/πόλη, σαφώς διπλάσιος αριθμός, αν σκεφτεί κανείς ότι γράφει το έργο του σχεδόν 2.000 χρόνια αργότερα από τον Πλάτωνα. To 1825, o Owen μας μιλάει για την πειραματική του κοινότητα με 800 κατοίκους ενώ λίγα χρόνια αργότερα ο Fourier αναφέρεται στον κατάλληλο αριθμό κατοίκων για το φαλανστήριό του, που είναι ο αριθμός 1620 (830 άντρες και 790 γυναίκες) (Paquot, 1998: 53). Το 1890, ο Morris περιγράφει μια περιοχή του Λονδίνου με μισό εκατομμύριο κατοίκους (την κοιλάδα Τάμεση) και το 1902, ο Howard αναφέρεται στις Κηπουπόλεις των 32.000 κατοίκων. Αμέσως μετά, το 1905 ο Wells, στη Σύγχρονη Ουτοπία του, ξεπερνάει κάθε όριο και αναφέρεται στον πληθυσμό ολόκληρου του κόσμου. Αυτό, σε πρώτη όψη φαίνεται αρκετά περίεργο για μια ουτοπική περιγραφή που κατά κανόνα θέλει να ελέγχει απόλυτα τα πάντα γύρω της. Σαφώς, δεν αποτελεί μια πιο απελευθερωμένη ουτοπία αλλά αντιθέτως μέσω της τοποθέτησης του κρατικού ελέγχου και την καταγραφή του καθενός και των ταξιδιών αυτού καταφέρνει να διαθέτει και πάλι τον έλεγχο. Φυσικά, σαφή όρια στο πληθυσμιακό μέγεθος τοποθετεί και ο Le Corbusier, το 1922, όταν σχεδιάζει την Ville Contemporaine, την πόλη των τριών εκατομμυρίων ανθρώπων. Με λίγα λόγια, κάθε λογής ουτοπιστής, γνωρίζει πολύ καλά πως η ουτοπία πρόκειται περισσότερο για ένα πείραμα και όπως συμβαίνει πάντα σε αυτά, πρέπει να γνωρίζεις ακριβώς τις ποσότητες και τα μεγέθη που τοποθετείς ώστε αυτό να επιτύχει. Δε θα μπορούσε δηλαδή, να πραγματοποιηθεί σε μη ελεγχόμενες συνθήκες. Ενώ λοιπόν, φαίνεται πως η ουτοπία θέλει να αγκαλιάσει τον κόσμο και να τον μεταφέρει σε ένα πιο δίκαιο και ευχάριστο μέρος, δομικό στοιχείο της αποτελεί πάντα η αυτάρκεια και ο φόβος του ανεξέλεγκτου (Κονταράτος,2014: 55).
116
4.1.4
[Κοινωνικό-Οικονομική Δομή]
Σε αυτήν την κατηγορία, θα δούμε πως κάθε ουτοπία έχει να προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο διακυβέρνησης. Ξεκινώντας με τον Πλάτωνα, βλέπουμε πως επιθυμεί να δημιουργήσει μια ισχυρή κυβέρνηση από βασιλείς-φιλόσοφους. Ενώ φαίνεται, αυτή η απόφαση να πραγματοποιείται με στόχο αυτοί που κατέχουν την εξουσία να έχουν την νοητική υπεροχή ώστε να διευθετούν κατάλληλα τα θέματα της πόλης, από την άλλη αυτή η απόφαση οδηγεί έμμεσα στη μείωση της ελευθερίας των πολιτών. Αυτό συμβαίνει διότι ένας φιλόσοφος μπορεί να συντρίψει την ελευθερία πολύ πιο αποτελεσματικά, αφού είναι ικανότερος στην επισήμανση των ανατρεπτικών ιδεών. Στην αμέσως επόμενη ουτοπία, ο More αναφέρει πως μια φορά τον χρόνο από μια ομάδα (30 οικογένειες) εκλέγεται ένας αξιωματούχος ο οποίος σε συνεργασία με τους υπόλοιπους του είδους του, εκλέγουν τον κυβερνήτη που έχει προταθεί από το λαό και τα τέσσερα διαμερίσματα της πόλης (More, 1984: 71). Προχωρώντας στην Πόλη του Ήλιου, ο ηγεμόνας Ο σε συνδυασμό με τρεις βοηθούς, τον Ισχύ, Γνώση και τον Έρωτα είναι υπεύθυνοι για τη διακυβέρνηση του κράτους. Δεκαεφτά χρόνια αργότερα, δηλαδή το 1619, στην Χριστιανούπολη, της οποίας η ονομασία προδίδει από μόνη της τον ‘αρχηγό’ του κράτους, βλέπουμε 8 ηγέτες υπεύθυνους για τη διακυβέρνηση της πόλης. Πρέπει να τονίσουμε όμως, πως ο μόνος πραγματικός ηγέτης της πόλης και πάνω από όλους θεωρείται πως είναι ο Χριστός (Μπερνέρι, 1999: 99). Το 1626, στην ουτοπία του Bacon βλέπουμε πως τα πράγματα αλλάζουν μοτίβο με την έννοια ότι μέχρι τώρα αναζητούσαμε να βρούμε τον ηγεμόνα και τους υποτακτικούς του, οι οποίοι κυβερνούν την κάθε ουτοπική πόλη. Στην Μπενσαλέμ λοιπόν, η σημασία που έχει δώσει στον Οίκο του Σολομώντα, φαίνεται και από το γεγονός ότι αυτοί που βρίσκονται σε αυτόν κατέχουν την μεγαλύτερη εξουσία όλων (μεγαλύτερη και από τον βασιλιά) (Κονταράτος, 2014: 48). Στο διαφορετικό αυτό πνεύμα, μεταβαίνουμε στον 19ο αιώνα, και βλέπουμε για πρώτη φορά σε ουτοπική περιγραφή, τον Cabet, να μας μιλάει για αβασίλευτη δημοκρατία, για βουλευτές που εκλέγονται από τον λαό και για την τεράστια δύναμη που βρίσκεται στα χέρια αυτού (Μπερνέρι, 1999: 195). Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, βλέπουμε πως ακόμα και η κυβέρνηση καταργείται και οι αποφάσεις πλέον παίρνονται από το κράτος, με βάση την πλειοψηφία (News from Nowhere, Morris) (Μπερνέρι, 1999:233). Ενώ λοιπόν, βλέπουμε, πως οι ουτοπίες ξεκινούν να προάγουν μια πόλη της οποίας τις αποφάσεις λαμβάνει ο ίδιος ο λαός και αχνοφαίνεται η λέξη δημοκρατία, ξαφνικά ο Wells στη φιλόδοξη προσπάθειά του να διοικήσει ολόκληρο τον κόσμο τοποθετεί τους Σαμουράι, οι οποίοι πρέπει να είναι πρόθυμοι και να υπακούουν τον Κανόνα, που σημαίνει εν ολίγης να ακολουθούν συγκεκριμένη δίαιτα, να αποφεύγουν πλήρως το κάπνισμα, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά και τα τυχερά παιχνίδια, να μην ασχολούνται με το εμπόριο, να παντρεύονται μόνο Σαμουράι κ.ά. (Μάμφορντ,1998: 133). Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι Σαμουράι είναι οι αντίστοιχοι Φύλακες της πολιτείας του Πλάτωνα, ή δηλαδή ότι ο Wells επέστρεψε πίσω 20 σχεδόν αιώνες. Σε μια αντίστοιχη πρωτότυπη για την εποχή λογική, βασίζεται και ο Wright όταν αναφέρει πως τη διοίκησή της πόλης του θα αναλάβει ένας αρχιτέκτονας, υπεύθυνος για τον καταμερισμό των εκτάσεων γης αλλά και το σχεδιασμό και κατασκευή διάφορων απαραίτητων εγκαταστάσεων.
117
4.1.5
[Άτομο/Χρήστης]
Όπως αναφερθήκαμε και στα συμπεράσματα του δευτέρου κεφαλαίου, οι ουτοπίες περιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις ατομικές πρωτοβουλίες αλλά και οποιαδήποτε μορφή αυθορμητισμού. Σε πολλές μάλιστα, το άτομο με τη μορφή του χρήστη δεν λαμβάνεται υπόψιν στο σχεδιασμό της ιδανικής πόλης. Ο Πλάτωνας, για παράδειγμα, φαίνεται να μην ενδιαφέρεται πραγματικά για τον χρήστη αλλά μόνο για τους Φύλακες της πόλης του, θεωρώντας ίσως ότι αν αυτοί επιτελέσουν σωστά τη δουλειά τους τότε όλα θα εναρμονιστούν κατάλληλα. Το ίδιο, φυσικά, συμβαίνει και στην ουτοπία του Bacon όπου ο Οίκος τους Σολομώντα φαντάζει πιο σημαντικός από κάθε χρήστη της πόλης του. Από την άλλη ο More περιγράφει ίσως με τον πιο παραστατικό τρόπο το άτομο και τη ζωή αυτού, αλλά με τέτοιο τρόπο που μοιάζει περισσότερο με ρομπότ παρά με άνθρωπο, αφού όλοι ανεξαιρέτως είναι υποταγμένοι στο σύστημα που επικρατεί στο νησί της Ουτοπίας και δε φαίνεται να τους ενδιαφέρει να αποκλίνουν από αυτό. Στην πλειονότητά τους, οι ουτοπίες, βασισμένες στη διαδρομή που χάραξε ο More, δεν προσπαθούν να διευκολύνουν τη ζωή του ατόμου αλλά να την ελέγξουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Σαφώς, πολλές από αυτές αναφέρονται στην καθημερινότητα ενός ατόμου στην κοινωνία αλλά θα μπορούσαμε να πούμε πως μιλάνε για τον ίδιο, έναν, χρήστη. Στην προσπάθεια τους να καταπατήσουν κάθε τι ιδιαίτερο και μοναδικό στο βωμό του φόβου τους πως η ιδιαιτερότητα είναι μια κατάσταση μη ελέγξιμη και επομένως, απαγορευμένη για την ουτοπία τους, κατέληξαν να μιλάνε για τον ίδιο άνθρωπο. Αναφερθήκαμε προηγουμένους σε πληθυσμό αλλά αυτό που δεν είπαμε είναι πως μιλάμε για ένα άτομο που υπάρχει όσες φορές επιθυμεί ο δημιουργός του και επιτελεί αυτό που εκείνος αποφασίζει. Ίσως, το μόνο που να τους διαφοροποιεί να είναι ότι κάποιες ουτοπίες επιτρέπουν σε αυτό το άτομο να ακολουθήσει ως εργασία εκείνη που επιλέγει εκείνο, σαφώς όμως κάτω από συγκεκριμένο ωράριο. Για να είμαστε απολύτως δίκαιοι, ο Cabet, θα προσπαθήσει να διαφοροποιηθεί από τους προηγούμενούς του, και θα αναφερθεί στην ισότητα, στα δικαιώματα ψήφου και στην κοινωνική ευημερία. Παρόλα αυτά, η απόφασή του να τοποθετήσει ειδήμονες που θα επιλέγουν μέχρι και το κατάλληλο φαγητό για τους κατοίκους της πόλης, αφαιρεί αυτομάτως τη δόση ελευθερίας που προσπάθησε να αποδώσει. Μπορούμε να πούμε πως περισσότερο ελεύθερο είδαμε το άτομο στην ουτοπία του Morris όπου φαίνεται να απολαμβάνει μια ζωή ‘καλλιτέχνη’, δηλαδή χωρίς συγκεκριμένο ωράριο, ελεύθερο να αποφασίζει με τι θα ασχοληθεί την επόμενη ημέρα και απεριόριστο στις επιθυμίες του. Στο σύνολό τους, οι κοινωνικές ουτοπίες μπορούμε να πούμε πως θέλησαν να καταπατήσουν την ελευθερία του ατόμου και τη διαφορετικότητα, απόψεις που στις ουτοπίες του 20ου αιώνα, όπως του Howard και Le Corbusier, δεν υπήρχαν αν σκεφτεί κανείς ότι κάθε τους σχεδιαστική απόφαση είχε ως στόχο την μέγιστη ικανοποίηση για το άτομο. Για παράδειγμα, ο Howard, προτείνει ένα σχέδιο πόλης στο οποίο ο καθένας θα μπορεί να μεταβεί με τα πόδια είτε σε χώρους αναψυχής είτε στο χώρο εργασίας τους και μάλιστα οι αποστάσεις θα είναι οι ίδιες σχεδόν για όλους τους κατοίκους. Ενδιαφέρεται επίσης, για την παροχή πάρκων και κατάλληλων χώρων αγοράς για το χειμώνα (Crystal Palace). Στην περίπτωση του Le Corbusier, προσπαθεί να διευκολύνει τη ζωή του εργαζόμενου ατόμου, προσθέτοντας διάφορες υπηρεσίες στα συγκροτήματα κατοικιών του. Θα τολμούσαμε να πούμε πως το ίδιο δε συμβαίνει με την Broadacre City του Frank Lloyd Wright καθώς, φαίνεται πως ο ενθουσιασμός του για το αυτοκίνητο και το τηλέφωνο καταπάτησαν κάθε ανθρώπινη κλίμακα.
118
4.1.6
[Οικογένεια/Γάμος/Γυναίκα]
Σπάνια, κάποια ουτοπία, δεν αναφέρεται στο πως διαχειρίζεται το θεσμό της οικογένειας και του γάμου αλλά και στο ρόλο της γυναίκας. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν, πάλι από τον Πλάτωνα και την Πολιτεία του. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, μεγάλη σημασία για τον ίδιο είχαν οι Φύλακες στους οποίους απαγορεύει το γάμο παρόλα αυτά η τεκνοποίηση επιτρέπεται, με τη διαφορά όμως ότι κανένας δε γνωρίζει το βιολογικό του παιδί και όλοι καλούνται πατέρες. Στις γυναίκες, δίνει σημαντική θέση καθώς τις τοποθετεί στη διακυβέρνηση, στο στρατόπεδο, στα γυμναστήρια και στην Ακαδημία. Δύο χιλιάδες χρόνια μετά, ο More, στέκεται ενάντια σε αυτό που υποστήριξαν οι αρχαίες ελληνικές ουτοπίες, ότι δηλαδή η οικογένεια λειτουργεί αρνητικά για την ενότητα του κράτους. Τοποθετεί λοιπόν, την πατριαρχική οικογένεια ως βάση της κοινωνίας του και αναφέρει πως για να πραγματοποιηθεί ένας γάμος πρέπει η γυναίκα να είναι 18 και ο άντρας 22 (More, 1984: 113). Στη συγκεκριμένη ουτοπία, η γυναίκα παρά το γεγονός ότι εργάζεται, είναι απόλυτα υποταγμένη στον άνδρα της. Στην ίδια λογική, βρίσκουμε τους θεσμούς αυτούς και στην Πόλη του Ήλιου, όπου πάλι τοποθετείται το όριο στην ηλικία (19 για τις γυναίκες ώστε να επιτρέπεται η τεκνοποίηση και 21 για τους άνδρες (Κονταράτος,2014: 34)) και οι γυναίκες εργάζονται απλώς με ελαφρύτερα καθήκοντα. Βέβαια, αν κάποια γυναίκα βαφόταν ή φορούσε ψηλά τακούνια, θα καταδικαζόταν σε κεφαλική ποινή (Κονταράτος,2014: 47). Στην Χριστιανούπολη, αντικρίζουμε μια πόλη πιο φιλική προς το γάμο και την οικογένεια, καθώς για αυτούς ο γάμος είναι μια απλή υπόθεση και μάλιστα, επιτρέπεται το ζευγάρι να κατοικεί μόνο του. Φυσικά, και σε αυτήν την ουτοπία υπάρχει περιορισμός στην ηλικία, καθώς η γυναίκα πρέπει να είναι 18 χρονών και ο άνδρας 24. Επίσης, ενώ είδαμε να παραχωρεί το δικαίωμα στην εκπαίδευση στις γυναίκες, δεν τις παραχωρεί το δικαίωμα του ψήφου και μάλιστα, τις τοποθετεί εντός σπιτιού, απασχολώντας αυτές με οικιακά καθήκοντα (Μάμφροντ, 1998: 70). Διεισδύοντας πιο βαθιά στις ουτοπίες, και βρισκόμενοι πια στην Μπενσαλέμ του Baco το 1626, βλέπουμε πως η πατριαρχική οικογένεια και ο γάμος αρχίζει και γίνεται μια σεβαστή υπόθεση. Παρόλα αυτά μέχρι τον Cabet, το 1839, δεν αναφέρεται κανείς στην ομορφιά της γυναίκας και την περιποίησή της. Στην ουτοπία του όμως, μας περιγράφει τις γυναίκες σαν ένα πολύ μοναδικό τμήμα της κοινωνίας του, αναφέροντας πως όλοι προσπαθούν να τις ευχαριστούν και να τις περιποιηθούνε (Μπερνέρι, 1999: 201). Την ίδια εποχή, και ίσως λίγο νωρίτερα, ο Fourier αναφέρει πως ο βαθμός της ανεξαρτησίας της γυναίκας ταυτίζεται με το μέτρο της ευτυχίας. Φυσικά, σε μια κοινωνία όπου ο άνθρωπος δε χρειάζεται να περιορίζει τα πάθη του και τον διακατέχει μια σεξουαλική ελευθερία, δεν περιμένουμε να αντιμετωπίζει τη γυναίκα με περιφρονητικό τρόπο ούτε όμως και να θεωρεί το γάμο απαραίτητο (Τραντάς,2011: 3738). Στο ίδιο πλαίσιο, κινείται και ο Morris όταν μας μιλάει για το πόσο όμορφες και καλά διατηρημένες είναι οι γυναίκες που αντικρίζει στο νέο αυτό Λονδίνο, στο οποίο έχει ξυπνήσει. Οι γυναίκες φαίνεται να έχουν τη δυνατότητα να ασχολούνται με ό,τι επιθυμούν, χωρίς να έχουν κάποιον άντρα να τις περιορίζει. Θεωρείται ακόμα, πως το νοικοκυριό είναι μια ασχολία άξια σεβασμού και μάλιστα, κάτι το οποίο ο άνδρας και να επιθυμούσε δεν θα μπορούσε να φέρει εις πέρας (Μπερνέρι, 1999:228). Το ρόλο της γυναίκας ως μητέρα στο σπίτι επιβραβεύει με έναν τρόπο και ο Wells, το 1905, όπου ουσιαστικά αναγνωρίζει τη μητρότητα ως μια δύσκολη δουλειά δίνοντας στην μητέρα και στο παιδί επιδόματα ικανά για τη συντήρησή τους. Ενώ ο συγγραφέας θέλησε την ουτοπία του να διαφέρει από τις κλασσικές, φαίνεται πως τοποθετεί και αυτός, αντίστοιχα με τις υπόλοιπες, κάποιους περιορισμούς. Ένας από αυτούς είναι ότι για να τεκνοποιήσει ένα ζευγάρι χρειάζεται η γυναίκα να έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας της και ο άντρας το 26ο. Επίσης, θα πρέπει να έχουν μια ελάχιστη σωματική ανάπτυξη και σαφώς, να μην πάσχουν από κάποια μεταδιδόμενη ασθένεια (Κονταράτος, 2014: 35). Έμμεσα, αναφέρθηκε στο ρόλο της γυναίκας για την κοινωνία του 20ου αιώνα και ο ίδιος ο Le Corbusier, όταν οραματίστηκε μια πόλη όπου οι γυναίκες και οι άνδρες θα δουλεύουν τις ίδιες ώρες και επομένως, οι οικογενειακές αρμοδιότητες θα είναι οι ίδιες. Επίσης, επιδίωξε να τοποθετήσει στα συγκροτήματα κατοικιών του υπηρεσίες όπως μαγείρεμα,
119
καθαρισμό χώρων και χώρο ανατροφής παιδιών με σκοπό να μειώσει τις λοιπές αρμοδιότητες που μπορεί να έχει μια οικογένεια όταν οι γονείς επιστρέφουν από τη δουλειά (Fishman,1982:.62). Θέλησε ίσως, με λίγα λόγια, να δημιουργήσει μια άλλη μορφή οικογένειας, πιο σύγχρονη και μοντέρνα για αυτόν, η οποία όταν τα μέλη της συγκεντρώνονται να περνούν τον χρόνο τους μόνο για την ευχαρίστησή όλων και κανείς να μη μοχθεί περισσότερο. Με πλάγιο τρόπο, μπορούμε να πούμε πως αναφέρθηκε και ο Wright στη θέση της οικογένειας, καθώς προσπάθησε να προστατέψει την ενότητά της όσο περισσότερο γίνεται και να την απομονώσει από τον υπόλοιπο κόσμο με τη διάχυση των κατοικιών στο πολεοδομικό του σχέδιο.
4.1.7
[Ιδιοκτησία]
Μελετώντας τον κόσμο των ουτοπιών, εύκολα καταλαβαίνει κανείς, πως το θέμα της ιδιοκτησίας απασχολεί σχεδόν την πλειονότητα των ουτοπιστών. Ο Πλάτωνας καταργεί την ιδιοκτησία για μία μόνο κοινωνική τάξη, τους Φύλακες. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται στους υπόλοιπους μας οδηγεί στο να πιστέψουμε ότι αφήνει τα πράγματα όπως είναι. Όπως είδαμε και στο δεύτερο κεφάλαιο κατήργησε και την ιδιοκτησία αλλά και το χρήμα. Συνεπώς, δεν υπάρχουν μισθοί και οι άνθρωποι μοιράζονται μεταξύ τους τα αγαθά που παράγει ο καθένας. Στο ίδιο πνέυμα κατάργησης, πορεύεται και η Ηλιούπολη του Campanella αλλά και η Χριστιανούπολη του Andreae. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Bacon στην Νέα Ατλαντίδα μιλάει για ύπαρξη ιδιωτικής ιδιοκτησίας, χρημάτων και ταξικών διακρίσεων (Κονταράτος, 2014: 47). Φαίνεται όμως, πως σε σχέση με τους κοινωνικούς ουτοπιστές αλλά και κάποιους πολεοδομικούς (π.χ. Fourier) είναι ο μοναδικός που υποστηρίζει την ύπαρξη της ιδιοκτησίας. Βλέπουμε πως και ο Fourier, το 1829, στα φαλανστήριά του καταργεί το δικαίωμα της ιδιοκτησίας στα οικοδομήματα, κατηγορώντας το για τη δημιουργία κοινωνικής ανισότητας (Τραντάς,2011: 37-38). αλλά και ο Morris, το 1890, στο έργο του News From Nowhere (Μπερνέρι, 1999:233). Ακόμα και ο Howard, το 1920, αναφέρθηκε στην Συνεταιριστική Ιδιοκτησία. Τέλος, ο Wright, πάλι με πλάγιο τρόπο, αναφέρθηκε στην ιδιοκτησία, αφού παραχώρησε 4 στρέμματα γης σε κάθε οικογένεια με σκοπό αυτά να αποτελούν την ιδιοκτησία της και μάλιστα, υποστήριξε πως η κατοχή γης θα μπορούσε να επιτύχει από μόνη της μια κοινωνική ευημερία και αρμονία και να περιορίσει το πρόβλημα των κοινωνικών τάξεων, γεγονός που κανείς από τους κοινωνικούς ουτοπιστές δε υποστήριξε ποτέ. Για το σύνολό τους, μπορούμε να πούμε, πως η ιδιοκτησία φαίνεται να θεωρήθηκε υπαίτια για τη δημιουργία αισθημάτων απληστίας και αλαζονείας αλλά ικανή ώστε να οδηγήσει σε ταξικές διακρίσεις, για αυτό το λόγο οι ουτοπιστές την απομάκρυναν. Πιθανόν να έχουν δίκιο, αλλά δύσκολα μπορεί κανείς πλέον να ζήσει σε ένα κόσμο όπου του ανήκει μόνο ο εαυτός του και οι σκέψεις του.
120
4.1.8
[Εκπαίδευση]
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλοι οι ουτοπιστές εξέφρασαν τις απόψεις τους για την εκπαίδευση που πρέπει να δέχονται οι νέοι. Σε πολλές μάλιστα από τις ουτοπίες, έχουμε την αίσθηση πως το εκπαιδευτικό σύστημα κατέχει αξιόλογη θέση στην κοινωνία τους και αντιμετωπίζεται ως υπεύθυνο για τη δημιουργία καλών πολιτών. Φυσικά, ξεκινώντας από τον Πλάτωνα βλέπουμε τη σημασία της εκπαίδευσης ήδη από το 370 π.Χ. Το έργο του θα μπορούσε να πει κανείς πως πρόκειται για μια πραγματεία για την Εκπαίδευση της αρχαίας Ελλάδας, η οποία βασίζεται στη γυμναστική και τη μουσική. O More αντιθέτως, μας παρουσιάζει μια κοινωνία που ο ένας μαθαίνει από τον άλλον δηλαδή ο μικρός από τον μεγάλο. Αυτός ο τρόπος ‘εκπαίδευσης’ μας θυμίζει αυτόν που επικρατούσε και στην πόλη του Morris, σχεδόν 300 χρόνια μετά. Όπως μελετήσαμε και στο δεύτερο κεφάλαιο, σε αυτήν την ουτοπία τα παιδιά μαθαίνουν πράγματα που χρειάζονται επιδεξιότητα όπως το να εργάζονται σε ένα μαγαζί και μαθαίνουν βλέποντας τους γύρω τους. Μία από τις πιο σημαντικές στιγμές για το εκπαιδευτικό σύστημα των ουτοπιών εμφανίζεται στην Πόλη του Ήλιου, τα τείχη της οποίας κοσμούνται από πίνακες ζωγραφικής που εξηγούν διάφορες επιστήμες. Μάλιστα, η Ηλιούπολη, αποτελεί την πρώτη ουτοπική πόλη όπου οι φυσικές επιστήμες θεωρούνται άξιες και σημαντικές. Λίγα χρόνια, αργότερα, στη πόλη της Χριστιανούπολης, βλέπουμε για πρώτη φορά την εμφάνιση του οικότροφου σχολείου (μετά την ηλικία των 6) αλλά και την τεράστια σημασία που έχει ο ρόλος του δασκάλου. Ο βασικός σκοπός της εκπαίδευσής τους είναι να μάθουν να λατρεύουν το Θεό, να κατακτήσουν την ηθική και να καλλιεργηθούν πνευματικά. Παρακολουθούν μαθήματα όπως χημεία, ανατομία, φυσικές επιστήμες, μαθηματικά και αστρονομία αλλά δίνεται ιδιαίτερη σημασία και στις τέχνες όπως η ζωγραφική και γλυπτική (Μπερνέρι, 1999: 107). Βλέπουμε, πως το 1619, το εκπαιδευτικό σύστημα ενδιαφερόταν για την ποιότητα των γνώσεων και όχι για την ποσότητα. Το 1626, ο Bacon, έχει αντιληφθεί και αυτός τη σημασία της Εκπαίδευσης και των φυσικών επιστημών αλλά μπορούμε να πούμε πως ξεφεύγει από την αγνότητα του εκπαιδευτικού συστήματος. Μας παρουσιάζει τον Οίκο του Σολομώντα, που ακόμα και αν είναι το πρώτο πειραματικό επιστημονικό κολλέγιο που βλέπουμε σε ουτοπία, ο τρόπος με τον οποίο αυτό παρουσιάζεται μας οδηγεί στο να αναρωτηθούμε κατά πόσο συμβάλλει στην ενότητα της κοινωνίας. Προσθέτει στην έννοια της εκπαίδευσης μια μυστικότητα και μια δύναμη μεγαλύτερη από το κράτος, που περισσότερο μας τρομάζει παρά μας γοητεύει. Συνεχίζουμε με την αναφορά σε μία από τις μεγαλύτερες συμβολές στην εκπαίδευση, αυτή του Owen στις αρχές του 19ου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, όπως μελετήσαμε, προχώρησε στην ίδρυση σχολείων στο New Lanark αλλά και ενός ινστιτούτου για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα. Ιδιαίτερη σημασία δίνει στο ρόλο του δασκάλου όπως και στην Χριστιανούπολη το 1619, τονίζοντας πως αυτός χρειάζεται να είναι προσεκτικός και ικανός να οδηγήσει το κάθε παιδί πιο κοντά στην προσωπικότητά του (Paquot,1998: 39). Λίγο αργότερα, ο Saint Simon θα μας μιλήσει για τη σημασία της επιστήμης και των καλών τεχνών και θα δημιουργήσει τα συμβούλια του Νεύτωνα, στα οποία θα τοποθετούνται οι εκλεκτοί της ανθρωπότητας που θα επηρεάζουν τις αποφάσεις αυτών που διοικούν την εκάστοτε χώρα. Με λίγα λόγια, δίνει με τον τρόπο του, μια δύναμη στην εκπαίδευση, αντίστοιχη μπορούμε να πούμε με αυτήν που βλέπουμε στον Οίκο του Σολομώντα, αλλά με έναν τρόπο που δεν μας φοβίζει αλλά αντιθέτως, οδηγεί στον θαυμασμό. Δεν έχει σημασία ιδιαίτερη, να αναφερθούμε στη σχέση εκπαίδευσης και πολεοδομικών ουτοπιών του 20ου αιώνα, καθώς δεν προτείνουν κάποιον διαφορετικό τρόπο ούτε και την αναγάγουν σε σημαντικό στοιχείο της πόλης τους, τοποθετώντας για παράδειγμα τα σχολεία σε κάποιο κεντρικό σημείο.
121
4.1.9
[Εργασία]
Έπειτα από την εκτενή μελέτη που πραγματοποιήσαμε στις ουτοπίες, ένα συμπέρασμα που μπορούμε εύκολα να διατυπώσουμε είναι ότι όλοι οι ουτοπιστές θεώρησαν την εργασία κύριο συντελεστή της κοινωνικής ευημερίας αλλά και βασική υποχρέωση των πολιτών. Ειδικά στις κοινωνικές ουτοπίες, δύο είναι τα στοιχεία που είδαμε να μεταλλάσσονταν, το ωράριο και η επιβολή συγκεκριμένης εργασίας. Κάνοντας την αρχή για μία ακόμη φορά με τον Πλάτωνα, αναγνωρίζοντάς τον ως σημείο μηδέν για τις ουτοπίες, βλέπουμε πως πραγματοποιεί τον εξής διαχωρισμό των πολιτών σε τρία γένη, τους εργατικούς, τους πολεμιστές και τους άρχοντες. Αντίστοιχα, διαχωρίζει τρία γένη ψυχής το επιθυμητικό, το θυμοειδές και το λογιστικό. Θεωρεί λοιπόν, δίκαιο πως κάθε μία από αυτές τις τάξεις θα περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο έργο (Κονταράτος,2014: 38). Ο καθένας δηλαδή σύμφωνα με την κλίση του, θα επιλέγει μια θέση και θα παραμένει σε αυτήν για πάντα. Δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα, ο More, αναφέρεται στην αναγκαστική εργασία για 6 ώρες μέσα στην ημέρα αλλά και μια μορφή στρατιωτικής θητείας για όλους στα χωράφια, καταργώντας τη φυσική κλίση ενός ατόμου. Το 1602 όμως, ο Campanella στην Πόλη του Ήλιου, την επαναφέρει. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει για την εργασία, πως καμία αναπηρία δεν καθιστά κάποιον άνθρωπο ανίκανο για να εργαστεί πέρα από τα γεράματα (Κονταράτος,2014: 38). Επίσης, αντιμετωπίζει την χειρωνακτική εργασία ως πολύ σημαντική όπως και κάθε μορφή τέχνης. Για παράδειγμα, οι πολίτες της Ηλιούπολης, όταν πρόκειται να εργαστούν στα χωράφια, αποχωρίζονται την πόλη οπλισμένοι με σάλπιγγες, σημαίες και τύμπανα (Κονταράτος,2014: 38). Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, την τιμή που έχει αποδώσει ο ουτοπιστής στην εργασία αυτή. Τέλος, μειώνει το ωράριο από 6 ώρες, που αναφέρει ο More, σε μόλις 4 ώρες. Σε παρόμοιο πνεύμα, εντάσσεται και ο Andreae, ο οποίος αναφέρει πως στην πόλη θεωρείται επαίσχυντο να τεμπελιάζεις και να μην εργάζεσαι, τονίζοντας όλο και περισσότερο τη σημασία της εργασίας για αυτόν. Η διαφορά που αντικρίζουμε σε αυτήν την ουτοπική πόλη είναι ότι όσοι εισέρχονται σε έναν κλάδο εργασίας είναι εκπαιδευμένοι από μικροί για αυτήν, έχουν αποκτήσει επακριβή γνώση των επιστημονικών ζητημάτων και μάλιστα οι ίδιοι την έχουν επιλέξει. Πιο πολύ, θυμίζουν «μέλη αυτόνομων, αυτοδιοικούμενων ομάδων» παρά ανθρώπους που οδηγούνται σαν «πρόβατα» στη δουλειά (Μάμφορντ,1999: 66). Στο σύνολό της, η πόλη της Χριστιανούπολης αποτελεί την πόλη των εργατών που το μόνο που επιζητούν είναι η ισότητα και η ειρήνη και το μόνο που απεχθάνονται είναι ο πλούτος (Μάμφορντ,1999: 66). Μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε επίσης, και ως την πρώτη βιομηχανική ουτοπική πόλη, καθώς όπως θα αναφέρουμε και στην υποενότητα της αρχιτεκτονικής, χωρίζει τη βιομηχανία της σε ελαφρά και βαριά, δηλαδή μελετά εκτενέστατα την κατάλληλη τοποθεσία των βιομηχανικών εγκαταστάσεων ανάλογα με το τι αυτές επιτελούν. Ένα ενδιαφέρον σχόλιο του Mumford για την πόλη αυτή είναι το εξής: «Η εξάρτηση της βελτίωσης της βιομηχανίας από την εσκεμμένη βιομηχανική έρευνα μπορεί να είναι νέα αποκάλυψη για τους πρακτικούς ανθρώπους της εποχής μας, μα είναι παλιά ιστορία για την ουτοπία.» (Μάμφορντ,1998: 97). Περνώντας στις ουτοπίες του 19ου αιώνα, αντικρίζουμε πάλι, μια κοινωνία στην οποία πρωταρχικό καθήκον είναι η εργασία. Αυτή η κοινωνία δεν είναι άλλη από την ουτοπική πόλη Ικάρα, που μας περιγράφει ο Cabet στο έργο του Ταξίδι στην Ικαρία. Οι άνθρωποι τηρούν και πάλι ένα συγκεκριμένο ωράριο από τις έξι παρά τέταρτο το πρωί μέχρι τη μία το μεσημέρι. Σε αυτό το χρόνο, δύο ώρες τηρούν απόλυτη ησυχία, δύο ώρες συνομιλούν και δύο ώρες τραγουδούν. Παρόλο, που σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούσαν τον 19ο αιώνα στα εργοστάσια, το εργοστάσιο του Cabet φαντάζει ονειρικό, παραμένει αρκετά καταπιεστικό αν σκεφτεί κανείς την στρατιωτική πειθαρχία που εφαρμόζεται, την υποχρέωση να φορούν την ίδια ενδυμασία και να κατασκευάζουν το ίδιο εξάρτημα για μία ζωή (Μπερνέρι,1999:
122
200). Την ίδια περίοδο, ο Owen, αντιλαμβανόμενος των κάκιστων συνθηκών που επικρατούσαν στα εργοστάσια, στο δικό του πλέον εργοστάσιο στο New Lanark, προχωράει στη μείωση του ωραρίου, την αύξηση του μισθού, την παράλληλη παροχή ποιοτικότερων καταλυμάτων αλλά και τη δημιουργία ταμείου αποταμίευσης και καταστημάτων όπου θα μπορούσαν να προμηθεύονται οι εργάτες ρούχα και τρόφιμα σε πολύ καλές τιμές (Τσαμτζή,2012: 18). Αργότερα, στην κοινότητα New Harmony, τοποθετεί τους εργάτες σε κατάλληλα πόστα ανάλογα με την κλίση τους. Ως υπέρμαχος της φυσικής κλίσης του ατόμου, εμφανίζεται τον ίδιο αιώνα και ο Fourier, ο οποίος δίνει το προβάδισμα στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής και οραματίζεται μια κοινωνία χωρίς καταναγκασμούς όπου η αναγκαία εργασία συνδυάζεται με την ικανοποίηση των παθών. Φυσικά, αυτό στηρίζεται στην πίστη του στην αρμονία, και στην συγκεκριμένη περίπτωση στην ύπαρξη αρμονίας ανάμεσα στις λειτουργικές ανάγκες της κοινωνίας και τις φυσικές κλίσεις των πολιτών (Κονταράτος,2014: 40). Πιο συγκεκριμένα, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, στην κοινωνία του ο καθένας εξασκεί τουλάχιστον πέντε επαγγέλματα την ημέρα αφού ούτως ή άλλως γνωρίζει μέχρι και 20 από αυτά. Με τον τρόπο αυτό, η εργασία στα φαλανστήριά του, σύμφωνα με τον ίδιο, θα πραγματοποιείται με χαρά και κανείς δεν θα παραπονιέται πως εργάζεται πιο σκληρά από το διπλανό του (Τραντάς,2011: 37-38). Βλέπουμε, πως σε αυτήν την ουτοπία λαμβάνεται υπόψιν και η κοινωνική ποικιλομορφία, γεγονός που δεν είδαμε έντονα σε άλλες ουτοπικές περιγραφές. Μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση που ο αστικός τρόπος ζωής έχει πολλαπλασιάσει τις αναγκαίες δυσάρεστες εργασίες και μάλιστα, η απασχόληση στα εργοστάσια δε θεωρείται και τόσο φυσική ούτε κατέχει κάποια συγκεκριμένη αίγλη, βλέπουμε πως οι ουτοπιστές αρχίζουν και αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο την εργασία. Έτσι, ο Morris, αναφέρεται πλέον στα Εργοστάσια ως Ομαδικά Εργαστήρια όπου οι άνθρωποι εργάζονται μόνο όταν απαιτείται συνεργασία και μάλιστα χωρίς επιστάτη (Μπερνέρι,1998: 226). Επίσης, οι περισσότερες από τις εργασίες πραγματοποιούνται από μηχανικό εξοπλισμό. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της δικής του πρότασης για την εργασία, βλέπουμε πως είναι το γεγονός ότι εναποθέτει τις ελπίδες του στη φιλοτιμία των πολιτών, θεωρώντας ότι εκείνοι θα συμμετέχουν στις δυσάρεστες αλλά αναγκαίες εργασίες εθελοντικά και θα τις αντιλαμβάνονται τιμητικά (Κονταράτος,2014: 40). Φυσικά, τον ίδιο αιώνα, ο Saint Simon αναφέρει «ο καταμερισμός της εργασίας είναι τελειοποιημένος [και] ο συνδυασμός των προσπαθειών γίνεται κάθε μέρα ισχυρότερος». Είχε την επίγνωση ότι η αύξηση της παραγωγικότητας σχετίζεται άμεσα με την τοποθέτηση όλων σε πόστα ανάλογα με τις ικανότητές τους και την κλίση τους αλλά και με την ταυτόχρονη αμοιβή, ανάλογη πάντα με αυτά που ο καθένας προσφέρει. Τέλος, θυμούμενοι αυτών που αναφέραμε στο δεύτερο κεφάλαιο για τον «προφήτη» Saint Simon, δηλαδή το γεγονός ότι διακρίνει τρεις τάξεις ανθρώπων, τους επιστήμονες, τους καλλιτέχνες και τους βιομηχάνους αλλά και τρεις τάξεις ψυχής, το λογικό, το συγκινησιακό και το κινητικό, αντιλαμβανόμαστε πως ίσως η περιήγηση αυτή στην εργασία των ουτοπιών κατέληξε εκεί από όπου ξεκίνησε, δηλαδή στον Πλάτωνα (Κονταράτος,2014: 41). Μια θεωρία του Πλάτωνα, που σχεδόν 20 αιώνες μετά, τροποποιείται και προσαρμόζεται στην νέα κοινωνία. Στο σύνολό τους, οι ουτοπίες αντιλήφθηκαν την εργασία ως υποχρεωτική και προγραμματισμένη έννοια, η οποία άμεσα συσχετίζεται με την πλήρη ένταξη του ατόμου στον μηχανισμό της πολιτείας. Φυσικά, αποκλείοντας τον βίαιο καταναγκασμό, προσπάθησαν να προτείνουν λύσεις ώστε να πραγματοποιηθεί,όσο περισσότερο γίνεται, δίκαια ο καταμερισμός της εργασίας και κατ’ επέκταση αυτή να συνδυαστεί αλλά και να οδηγήσει στην κοινωνική ευημερία. Ήδη από τον Campanella, και κυρίως όμως από τον Andreae, είδαμε την έντονη σχέση της εκπαίδευσης με την εργασία. Ίσως, ο Fourier να αναφερόταν σε αυτήν, ως ύπαρξη αρμονίας ανάμεσα στις δύο αυτές έννοιες. Αναφερόμαστε σε αυτήν την αρμονική λοιπόν, σχέση, καθώς, μπορεί οι λύσεις που είδαμε να διαφέρουν αρκετά η μία από την άλλη, όλες όμως ξεκινούν από την εξής υπόθεση: «αν η απασχόληση του κάθε ατόμου είναι σύμφωνη με τη φυσική του κλίση, ενισχυμένη μάλιστα με ανάλογη εκπαίδευση, τότε το έργο θα εκτελείται καλύτερα και ο εργαζόμενος θα είναι ικανοποιημένος.» (Κονταράτος,2014: 39).
123
4.1.10
[Αρχιτεκτονική & Οργάνωση Χώρου]
«Το πνεύμα μιας κοινωνίας αποτυπώνεται στην αρχιτεκτονική της» Albert Brisbane (1809-1890), (Κονταράτος,2014: 211) Όπως είδαμε εκτενέστερα και στα προηγούμενα κεφάλαια, αρκετοί από τους μελετητές του ουτοπικού φαινομένου προσπάθησαν να αποδώσουν την προτεινόμενη κοινωνικοοικονομική δομή τους μέσα σε μια δομή πόλης. Ωστόσο, οι κοινωνικοί ουτοπιστές σπάνια συνόδευαν τα λόγια τους και τις ιδέες τους περί πόλης με σχέδια ή σκίτσα με αποτέλεσμα να αναγκαζόμαστε να αρκούμαστε σε λεκτικές περιγραφές. Στο σύνολό τους όμως, και αυτές έχουν τη δύναμη να δημιουργήσουν στη φαντασία μας εικόνες της ουτοπικής πόλης που περιγράφει ο εκάστοτε ουτοπιστής. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε κάποιες κατηγορίες πόλεων ανάλογα με το πώς αυτές αναπτύσσονται. Παρατηρήσαμε ότι υπάρχουν οι πόλεις που βασίζονται σε ένα ορθογώνιο σχέδιο και αυτές που επιλέγουν το κυκλικό. Επίσης, μια ακόμη διάκριση εντοπίζεται ανάμεσα σε αυτές που στήνουν την πόλη τους σε μια επικλινή επιφάνεια και σε αυτές που επιλέγουν την επίπεδη. Τέλος, είδαμε πως πολλές από τις πόλεις τοποθετούνται σε κάποιο νησί θεωρώντας τη σχέση πόλη - θάλασσα, κομβική για την κοινωνία τους, αλλά καθώς, αυτή δεν αποτελεί χαρακτηριστικό στο οποίο εμβαθύνουν πολλές ουτοπίες, θα αναφέρουμε απλώς πως, ιδίως για τον Πλάτωνα και τον More, φαίνεται πως το τρίπτυχο πόλη-ύπαιθρος-λιμάνι αποτελούσε το ιδανικό τοπίο για την ουτοπία τους. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τα γνωρίσματα των πόλεων που αποτελούν την χωρική έκφραση της ουτοπίας και που εμφανίζονται ως κοινά χαρακτηριστικά πολλών ουτοπιών. Ξεκινώντας με την πρώτη διάκριση, θα τοποθετήσουμε τις ουτοπίες του More, του Andreae, του Fourier, του Owen, του Le Corbusier αλλά και του Wright σε εκείνες που επιλέγουν τον ορθοκανονικό κάναβο και σύμφωνα με αυτόν αναπτύσσουν και την πόλη τους. Αντιθέτως, είδαμε πως υπήρξαν και εκείνοι οι ουτοπιστές που αντίκρισαν στην έννοια του κύκλου την απόλυτη συμμετρία και αρμονία και προσπάθησαν να δημιουργήσουν την ιδανική τους πόλης μέσα σε αυτόν. Αυτές είναι οι πόλεις του Campanella, του Cabet και του Howard. Για όσες απομένουν, δηλαδή του Πλάτωνα, του Bacon, του Morris και του Wells δεν θα μπορούσαμε να τους τοποθετήσουμε σε κάποια από τις κατηγορίες καθώς μας είναι άγνωστος ο τρόπος που δομούν πολεοδομικά την πόλη τους. Ο Πλάτωνας πιθανότατα στηρίζεται στην Αθήνα του 370 π.Χ. και αναπτύσσει την πόλη του περιμετρικά γύρω από την Ακρόπολη χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ακολουθεί κάποιο συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης. Θα μπορούσε κανείς να εικάσει πως θα έμοιαζε με την Ηλιούπολη του Campanella, αλλά αυτό είναι καθαρά μια υπόθεση βασισμένη στο ότι και οι δύο πόλεις τοποθετούν σε έναν λόφο στο κέντρο τους, τον ναό τους. Αντίστοιχα, για τον Morris, μπορούμε να πούμε πως βασίζεται στο υπάρχον Λονδίνο και προσπαθεί να τροποποιήσει άλλα στοιχεία του όπως τα κτίρια και όχι το σχέδιο της πόλης. Όσον αφορά τον Bacon, προφανώς, δίνει όλη του την προσοχή στον Οίκο του Σολομώντα αδιαφορώντας για την υπόλοιπη έκταση και τέλος, για το Wells δε θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε ένα γενικό κανόνα καθώς μιλάει για μια ουτοπία που εκτείνεται σε όλον τον κόσμο. Η δεύτερη διάκριση είναι σχετικά πιο εύκολη, από την άποψη ότι μόνο ο More και ο Cabet τοποθετεί την πόλη του σε επικλινή επιφάνεια. Φυσικά, δε θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε και την ουτοπία του Campanella και του Πλάτωνα σε αυτήν την κατηγορία, μόνο για τον λόγο ότι στην ουτοπία τους βρίσκεται εσωτερικά της πόλης ένας λόφος. Αφού διακρίναμε, αυτές τις κατηγορίες, μπορούμε να περάσουμε στην αναφορά μας στα γνωρίσματα εκείνα της πόλης που μας μιλούν χωρικά για την ουτοπία που περιγράφουν. Αυτή η καταγραφή είναι
124
απαραίτητο να αναφερθεί πως βασίζεται αρκετά σε αυτήν που ο Κονταράτος προσπάθησε να παράξει στο έργο του Ουτοπία & Πολεοδομία. Βλέπουμε λοιπόν, πόλεις οι οποίες δημιουργούνται έχοντας συγκεκριμένο πληθυσμό αλλά και καθορισμένη έκταση, στοιχεία που αποτελούν χωρικές εκφράσεις αλλά αναλύονται στις ενότητες του πληθυσμού και της γεωγραφικής θέσης, αντίστοιχα. Επίσης, παρατηρούμε, πως πολλές από αυτές τοποθετούν την πόλη τους με τέτοιο τρόπο ώστε να συμβολίζουν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όπως για παράδειγμα στην Ηλιούπολη, οι τέσσερις οδοί και οι αντίστοιχες πύλες είναι προσανατολισμένες ώστε να αποτελούν μια πραγματική πυξίδα. Την τοποθέτηση με έμφαση στον προσανατολισμό, την αντικρίζουμε και στην Χριστιανούπολη, όπου οι τέσσερις πύργοι στην κάθε γωνία συμβολίζουν και αυτοί τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Σύμφωνα, με τους αρχαίους πολιτισμούς, αυτή η τοποθέτηση αποτελεί και ένα κοσμικό σύμβολο. «Το τετράγωνο, προσανατολισμένο στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και ο κύκλος, προβολή της ουράνιας σφαίρας πάνω στη γη, ήταν τα περιγράμματα που καθιστούσαν την πόλη μήτρα για την επανένταξη των ανθρώπων» (Κονταράτος,2014: 232). Επόμενο, χαρακτηριστικό των ουτοπιών είναι η αστικότητα που διακρίνει τις πόλεις αυτές αλλά και η προσπάθεια να συσχετίσουν την αρχιτεκτονική με την ύπαιθρο και τη φύση γενικότερα. Σε πολλές από αυτές, ιδίως, σε εκείνες που ακολουθούν το ορθογώνιο σχήμα, οι κατοικίες τοποθετούνται η μία δίπλα στην άλλη δημιουργώντας ένα συνεχές οικοδομικό σύστημα. Είδαμε πως ο More πίσω από κάθε κατοικία τοποθετεί και έναν κήπο, στην προσπάθεια να δυναμώσει τη σχέση υπαίθρου και πόλης και σε πολεοδομικό επίπεδο (Κονταράτος,2014: 220). Θα μπορούσε κανείς να πει πως πριν καν υπάρξει ο όρος, ο ουτοπιστής αυτός προσπάθησε να δημιουργήσει μια πρώιμη Κηπούπολη, όπως την ονομάζει αιώνες αργότερα ο Howard. Τέτοιου είδους μορφής αστικότητας διακρίνουμε και στην απόρθητη, κυριολεκτικά λόγω των 7 σειρών από τείχη, Πόλη του Ήλιου όπου οι κατοικίες τοποθετούνται κυκλικά και διαμορφώνουν με τη μεγαλοπρεπή τους κλίμακα αλλά και τα περιστύλιά τους μια ενιαία αρχιτεκτονική δομή. Τέλος, και στις αγροτοβιομηχανικές κοινωνίες τoυ Fourier αλλά και του Owen, αντικρίζουμε μια μορφή αστικότητας αλλά και την προσπάθεια ένωσης υπαίθρου-πόλης είτε με έμμεσο τρόπο λόγω της υπάρχουσας φύσης γύρω από την πόλη είτε με άμεσο με την τοποθέτηση εσωτερικών κήπων. Ο Fourier, μας προσφέρει επίσης και τη δυνατότητα χρήσης χειμερινών κήπων στις πλευρικές πτέρυγες του φαλανστηρίου εσωτερικά του. Θα αναρωτιόμασταν αν από αυτόν, εμπνεύστηκε και ο Howard, αργότερα το Crystal Palace του.
125
+1
4.1.11
[Ευτυχία]
Στη βάση κάθε ουτοπίας κρύβεται η αναζήτηση της απάντησης στο ερώτημα τι είναι ευτυχία και πώς αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο μιας ολόκληρης πόλης. Πιστεύουμε πως θα έχει ενδιαφέρον αν παραθέσουμε μια μορφή διαφορετικών ορισμών για την ευτυχία, έτσι όπως αυτοί διαφαίνονται από τον κάθε ουτοπιστή και όπως εμείς τους εκλαμβάνουμε, χωρίς απαραίτητα να τους συσχετίσουμε με την εκάστοτε ουτοπική πόλη. O Πλάτωνας αναφέρει πως ευτυχία είναι ό, τι μπορεί να βάλει ο άνθρωπος στη ζωή και όχι ό,τι μπορεί να αρπάξει από τη ζωή. Είναι η ζωή του χορευτή και όχι η ζωή του λαίμαργου (Μάμφορντ,1998: 34). Αντίστοιχα, ο More, υποστηρίζει πως το κλειδί της ευτυχίας είναι όλοι οι άνθρωποι να είναι απελευθερωμένοι από το σωματικό μόχθο και να αφιερώνουν χρόνο στον εαυτό τους και στο να αποκτήσουν καλλιεργημένο νου (More, 1984: 78). Φαίνεται πως η καλλιέργεια του νου υπήρξε τμήμα των ορισμών της ευτυχίας για διάφορους ακόμα ουτοπιστές και στη συνέχεια. Για παράδειγμα, ο Campanella αναγνωρίζει ως ευτυχία, τη γνώση των τεχνών και των φυσικών επιστημών. Αυτή είναι για τον ίδιο η ύψιστη αρετή. Αντίστοιχα, ο Andreae, σαφώς χωρίς να αναγάγει την πίστη στο Θεό σε κατώτερη αρετή, αναγνωρίζει ως ευτυχία το τρίπτυχο θρησκεία, δικαιοσύνη και μάθηση (με τη σειρά αυτή). Ο Bacon, και αυτός με τη σειρά του συνδέει την εκπαίδευση και την επιστήμη με την ευτυχία αναφέροντας πως η επιστημονική πρόοδος είναι αυτή που οδηγεί στην συνολική ευτυχία και πρέπει να συνδυάζεται με εξουσία, τιμές και προνόμια (Μπερνέρι, 1999: 122). Αποχαιρετώντας την περίοδο της Αναγέννησης, ερχόμαστε στους ουτοπιστές του 19ου αιώνα και αντικρίζουμε μια μεγάλη διαφορά στους ορισμούς περί ευτυχίας. Ο Cabet συσχετίζει την ευτυχία με την κοινωνική και την πολιτική ισότητα (Μπερνέρι, 1999: 193). Ενώ, αντίστοιχα, ο Morris, αναφέρει πως ο ελεύθερος κόσμος, γεμάτος δικαιοσύνη και ευτυχία, προκύπτει μόνο από ανθρώπους που ποθούν πραγματικά την ελευθερία τους και ανατρέπουν τα πάντα για να τη κατακτήσουν, ακόμα και αν αυτό οδηγεί στην ανατροπή της ίδιας της κυβέρνησης (Μπερνέρι, 1999: 219). Ο Fourier, φυσικά, αναδεικνύει ως ευτυχία την ελεύθερη έκφραση και ικανοποίηση των παθών, ως αρμονική σύνδεση του ατόμου με τη φύση του. Τέλος, και για τον Wells, βλέπουμε πως η ευτυχία σχετίζεται με την ελευθερία, πιστεύοντας πως ευτυχία είναι άλλωστε η ελευθερία του ατόμου. Αυτή είναι η ουσία της ζωής και μόνο τα νεκρά πράγματα θα έπρεπε να μην έχουν δυνατότητα επιλογής (Μπερνέρι, 1999: 248). Όσον αφορά, τους πολεοδόμους ουτοπιστές του 20ου αιώνα, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι θεωρούσαν αυτοί ευτυχία. Παρόλα αυτά, οραματίστηκαν και αυτοί κοινωνίες διαφορετικές από αυτές στις οποίες ζούσαν, σίγουρα με σκοπό την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων. Εικάζουμε πως ευτυχία για αυτούς ήταν η ζωή κάτω από τις βέλτιστες συνθήκες κατοίκησης και εργασίας, γεγονός πως χωροταξικά αλλά και χωρικά θέλησαν να επιτύχουν. Θα μπορούσαμε να πούμε πως για τον Le Corbusier, η ευτυχία θα συσχετιζόταν και με την άμεση παροχή διαφορετικών υπηρεσιών που καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες του ανθρώπου ώστε αυτός να μην μοχθεί ή έστω να μην προσπαθεί για να τις ικανοποιήσει αλλά αντιθέτως, να του παρέχονται αυτόματα και απόλυτα (π.χ. οι χρήσεις που τοποθετεί στα συγκροτήματα των κατοικιών του). Τέλος, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως για τoν Wright, υπάρχει μια ξεκάθαρη σύνδεση ανάμεσα στην ευτυχία και την οικογένεια αλλά και στην ευτυχία με όσα μπορεί να κερδίσει κανείς από τα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής του (π.χ. αυτοκίνητο, τηλέφωνο). Βλέπουμε λοιπόν, πως μέχρι τα χρόνια της Αναγέννησης, η ευτυχία σχετιζόταν άμεσα με την εκπαίδευση, την επιστήμη και γενικότερα την καλλιέργεια του νου. Έπειτα όμως, βλέπουμε μια τάση των ουτοπιστών να θέλουν να αποδώσουν στους πολίτες των κοινωνιών τους περισσότερη ελευθερία και να διευκολύνουν με διάφορους πρακτικούς τρόπους τη ζωή τους.
127
4.2.1
[Αποτυχία]
Οι δημιουργοί των ουτοπιών ισχυρίστηκαν πως έδωσαν στον λαό τους ελευθερία, «μα ελευθερία που δίνεται παύει να είναι ελευθερία» (Μπερνέρι, 1999: 11). Αυτό, θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελεί και το βασικό σημείο που αποτυγχάνουν οι ουτοπίες. Θα αναφερθούμε λοιπόν, σε κάποια χαρακτηριστικά των διάφορων ουτοπιών, στα οποία διαφαίνεται αυτή η μορφή καταπίεσης της ελευθερίας του ατόμου. Ο Πλάτωνας για παράδειγμα, φοβάται τόσο πολύ τη δύναμη του συναισθήματος που έχει απομακρύνει από την πόλη του τους ποιητές, τους δραματουργούς και τους ζωγράφους, δηλαδή τις τέχνες που βασίζονται κατά κύριο λόγο στο συναίσθημα. Θεωρεί μάλιστα, πως αυτό είναι ικανό να ανατρέψει ακόμη και την ισορροπία της κοινωνίας του (Κονταράτος,2014: 53). Ένα άλλο αρνητικό χαρακτηριστικό της ουτοπίας του, που όμως δεν σχετίζεται με την έννοια της ελευθερίας αλλά αξίζει να αναφερθεί, είναι πως ο Πλάτωνας αδιαφόρησε για τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης του και ασχολήθηκε απόλυτα με τους Φύλακες της κοινωνίας. Πιο πολύ λοιπόν, αποτέλεσε μια ουτοπική περιγραφή της ιδανικής άρχουσας τάξης πάρα της ιδανικής πόλης (Μπερνέρι, 1999: 32). Επαναφέροντας την λέξη ελευθερία, συνεχίζουμε στην ουτοπία του More, όπου αντικρίζουμε μία απίστευτη σκληρότητα. Ένα από τα παραδείγματα αυτής είναι ο τρόπος που συμπεριφέρονται σε αυτούς που επιθυμούν να ταξιδέψουν. Αρχικά, για να τους δοθεί αυτή η δυνατότητα πρέπει να λάβουν διαβατήριο από τον Ηγεμόνα της Ουτοπίας. Αν μάλιστα, μείνουν περισσότερο από ένα βράδυ σε ένα μέρος, θα πρέπει να ασκήσουν το επάγγελμά τους και αν τολμήσουν να φύγουν από το ουτοπικό αυτό νησί χωρίς άδεια τότε τιμωρούνται ως φυγάδες (Μάμφορντ,1998: 58). Φυσικά, και για τον More, αλλά και για τις υπόλοιπες ουτοπίες, υπάρχει πληθώρα στοιχείων που καταπατούν την ελευθερία του ατόμου και οδηγούν σε αυτό που εμείς καλούμε αποτυχία, αλλά ο σκοπός μας είναι να παρουσιάσουμε μια συνολική αίσθηση της καταπίεσης που διακατέχει τον κόσμο των ουτοπιών και όχι να κατακρίνουμε την κάθε απόφαση των ουτοπιστών. Αντίστοιχους περιορισμούς βλέπουμε και στην Πόλη του Ήλιου, όπου ακόμα και οι συναλλαγές με τους ξένους πραγματοποιούνται στις πύλες της πόλης και κανείς ξένος δεν μπορεί να εισέλθει στο εσωτερικό (Κονταράτος,2014: 53). Φυσικά, να μην ξεχάσουμε να υπενθυμίσουμε ότι στην πόλη του Campanella κάθε μορφή περιποίησης της γυναίκας τιμωρείται βάναυσα. Με παράδοξο, για μας τουλάχιστον, τρόπο τιμωρεί και ο Andreae, περισσότερο τα παραπτώματα απέναντι στον Θεό και λιγότερο ενάντια στον ανθρωπο. Γενικότερα, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως στην Χριστιανούπολη αντικρίζουμε μια μορφή σκληρής θρησκευτικής επιβολής, που ξεπερνάει τα φυσιολογικά όρια. Σε αντιστοιχία με τον Πλάτωνα, βλέπουμε πως ο Bacon ασχολείται κυρίως με τον Οίκο του Σολομώντα αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους ανθρώπους της πολιτείας του. Φυσικά, καταλαβαίνουμε πως ένα μελετημένο σχέδιο για τον τρόπο λειτουργίας του Οίκου αυτού δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι αρκετό ώστε να αποφέρει την κοινωνική ευημερία. Επίσης, αντικρίζουμε για ακόμη μια φορά, την καταπάτηση της ελευθερίας ακόμα και των επιστημόνων, με τους οποίους τόσο πολύ ασχολείται και φαίνεται να θαυμάζει, αφού καταμερίζει τη δουλειά τους και δίνει στον καθένα συγκεκριμένες μόνο αρμοδιότητες (Μπερνέρι,1999: 120). Το αποκορύφωμα της καταπάτησης κάθε αυθορμητισμού και ιδιαιτερότητας, το βλέπουμε καθαρά στην πόλη, Ικάρα, του Cabet, όπου επιτροπή ειδημόνων αποφασίζουν τα πάντα για όλους, όπως το καλύτερο σπίτι, τραπέζι, αγρόκτημα, πρόγραμμα σπουδών, ενδυμασίες, κατάλληλο φαγητό κλπ. Φυσικά, η απόλυτη στρατιωτική πειθαρχία με την οποία πραγματοποιείται η εργασία στην ουτοπία αυτή αποτελεί από μόνη της ένα στοιχείο μείωσης της πραγματικής ελευθερίας του ατόμου (Μπερνέρι,1999: 199). Λίγα χρόνια αργότερα, στην κοινωνία του Morris, δυσκολευόμαστε να ανακαλύψουμε την αποτυχία
128
της και αυτό διότι παρουσιάζει μια πόλη γεμάτη χρώματα, ελευθερία και ηρεμία. Σαφώς, αποτελεί μία από τις πιο μη ρεαλιστικές ουτοπίες που έχουμε μελετήσει αφού βασίζεται στη δημιουργία ενός αθώου κράτους αλλά και κυρίως στην ύπαρξη ανθρώπων που μπορούν από μόνοι τους να διαχειριστούν τα πάθη τους. Χαρακτηριστικά, ο Mumford αναφέρει: «Μέσα στο αιφνίδιο πάθος γίνονται μέχρι και φόνοι, άσχετα από το πόσο καλή και εξυπηρετική είναι η κοινωνική τάξη πραγμάτων.» (Μάμφορντ,1998: 133). Καταλαβαίνουμε λοιπόν, πως ο Morris περιγράφει μια όμορφη κοινωνία η οποία όμως δεν διευθετεί πραγματικά τα προβλήματα μιας πόλης και μάλιστα, αυτών που δημιουργούνται μεταξύ των ανθρώπων αλλά αντιθέτως αποφασίζει από μόνος του ακόμα και τις αντιδράσεις που θα έχουν οι πολίτες σε κάθε δυσκολία που αντιμετωπίζουν. Την ίδια εποχή με τον Morris, ο Fourier, μας μιλάει για τα φαλανστήριά του, όπου κάθε μέλος της έχει εξασφαλισμένη συγκεκριμένη ελάχιστη ποσότητα τροφίμων, ρουχισμού, στέγης αλλά και διασκέδασης (Μάμφορντ,1998: 89). Παρόλα αυτά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως ο Fourier, μας παρουσίασε μια διαφορετική ουτοπία με πολλά θετικά στοιχεία, και πως αυτά τα οποία αναφέρουμε ως αρνητικά, είναι στοιχεία που έχουμε αντικρίσει και σε άλλες ουτοπίες. Όσον αφορά τις πολεοδομικές ουτοπίες του 20ου αιώνα, θα μπορούσαμε να πούμε πως στο σύνολο τους, παρουσίασαν ιδανικές πόλεις οι οποίες όμως εμφανίζονται να είναι στατικές και να μην διαθέτουν δυνατότητα εξέλιξης.
129
4.2.2
[Επιτυχία]
Θα ήταν άδικο αν δεν αναφερόμασταν και στα στοιχεία εκείνα τα οποία, μετά από το ταξίδι μας στο κόσμο των ουτοπιών, κρατήσαμε ως επιτυχημένα τμήματά τους. Σαφώς, υπήρχαν χωρία αλλά και αποφάσεις στα έργα των ουτοπιστών, που όπως είδαμε, καταπατούσαν την ελευθερία του ατόμου και το μετέτρεπαν σε έναν ρομποτοποιημένο άνθρωπο χωρίς ιδιαιτερότητες και αυθορμητισμό. Πέρα από αυτό όμως, στο σύνολό τους κάθε ουτοπία προσέφερε στον σημερινό μας κόσμο αποφάσεις, ιδέες αλλά και στοχασμούς, ικανoί να φέρουν έστω και την παραμικρή θεμιτή αλλαγή και να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός καλύτερου αύριο. Ο Πλάτωνας δεν άλλαξε τα πράγματα με τα οποία ασχολούνταν οι άνθρωποι το 370 π.Χ. αλλά επιχείρησε να αλλάξει τις σχέσεις που αυτοί έχουν μεταξύ τους καθώς τα κάνουν. Κατήργησε τη δουλεία, τον καταναγκασμό, την κληρονομικότητα στην εργασία, την πλεονεξία και έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα να ασχοληθεί με την καλλιέργεια του εαυτού του ως πολίτης, καθώς δεν είχε να απολαύσει κανένα ιδιωτικό προνόμιο (Μάμφορντ,1998: 46-47). Ο More, με τη σειρά του, κατόρθωσε να αφαιρέσει τη δύναμη του χρυσού, τοποθετώντας το μεν στον κόσμο του αλλά με τη μορφή χειροπέδων στους δούλους (επαναφορά δούλων) και σε ουρητήρια. Κατήργησε και αυτός, με τη σειρά του την κληρονομικότητα στην εργασία αλλά και στη δουλεία, αντιτέθηκε στον πόλεμο και στάθηκε υπέρμαχος της ειρήνης. Αυτό που θεωρούμε σημαντικότερο όμως, είναι ότι δημιούργησε έναν κόσμο για τον οποίο τίποτα δε θεωρούταν πιο σεβαστό και σωστό από να φροντίζεις για την παρηγοριά του άλλου και να προσπαθείς να απαλύνεις τη θλίψη και τη μιζέρια του. Αμέσως μετά, ο Campanella προχώρησε και αυτός, όπως ο Πλάτωνας, στην κατάργηση των δούλων αλλά και στον αποκλεισμό φυλακών και βασανιστηρίων από την πόλη του. Μα πάνω από όλα, έδωσε και στην πιο ταπεινή χειρωνακτική εργασία αλλά και στις φυσικές επιστήμες τη σημασία και το σεβασμό που δεν είχαμε δει στους προηγούμενούς του (Μπερνέρι,1999: 93). Στην προηγούμενη ενότητα αναφερθήκαμε στην αποτυχία της Χριστιανούπολης όσον αφορά την θρησκευτική της επιβολή. Παρόλα αυτά, αξίζει να παραδεχτούμε πως ο χριστιανισμός στην πόλη του Andreae φαίνεται πως είχε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία σχέσεων ενότητας και συναδελφοσύνης ανάμεσα στους πολίτες. Σύμφωνα με τον Mumford, θα μπορούσαμε να αφαιρέσουμε οτιδήποτε θεολογικό από την παραπάνω πρόταση και να την τροποποιήσουμε στην πιο σύγχρονη μορφή της. Με τον τρόπο αυτό, από τον Andreae θα λαμβάναμε το εξής: «Να έχουμε μία αίσθηση των αξιών, να γνωρίζουμε τον κόσμο μέσα στον οποίο βρίσκονται οι αξίες και να μπορούμε να τις διανέμουμε» (Μάμφορντ,1998: 77). Με αυτόν τον τρόπο νοεί, ο ουτοπιστής λοιπόν, την θρησκεία, την μάθηση και τη δικαιοσύνη. Όσον αφορά τον Bacon, μπορούμε να πούμε πως έδωσε μια κατεύθυνση προς την πειραματική επιστήμη, που αρχίζει να εμφανίζεται όμως ήδη από τον Andeae. Μεταβαίνοντας στις ουτοπίες του 19ου αιώνα, αντικρίζουμε την Ικαρία του Cabet, η οποία εμφανίζεται ως ένα υπερ-οργανωμένο κράτος το οποίο λατρεύει την ισότητα είτε εργασιακά είτε πολιτικά. Ως επιτυχία της Ικαρίας, θα προσθέταμε το γεγονός ότι μας δώρισε έναν κόσμο ο οποίος προσέδιδε ιδιαίτερη σημασία στις λεπτομέρειες του σχεδιασμού της πόλης του (π.χ. στέγαστρα στις στάσεις, διαβάσεις) και αγαπούσε την αισθητική, ακόμα και αν αυτό προσπάθησε να το επιβάλει μέσω των ειδικών ειδημόνων. Βέβαια, χρειάζεται να αναφέρουμε πως ο Mumford δεν υπήρξε ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της ουτοπίας αυτής καθώς αναφέρει για αυτήν το εξής: «Τα καλά της Ικαρίας είναι τα καλά ενός στρατού. Τα κακά της, είναι τα κακά της διεξαγωγής ενός πολέμου. Αν μπορούσε να πετύχει την καλή ζωή μια χούντα πολυπραγμόνων,… ,η Ικαρία θα ήταν μια πρότυπη, υποδειγματική κοινότητα.» (Μάμφορντ,1999: 113).
130
Όσον αφορά τον Fourier, αυτός ο ουτοπιστής διαφέρει αρκετά από τους προηγούμενούς του διότι δεν ενδιαφέρθηκε να τροποποιήσει την ανθρώπινη φύση αλλά προσπάθησε να ανακαλύψει τελικά τι πραγματικά είναι. Προσπάθησε να κατανοήσει, την σωματική αλλά και την πνευματική πλευρά του ανθρώπου, να τον ελευθερώσει από κάθε δισταγμό και περιορισμό, να τον ενώσει με την πραγματική του φύση και να του δώσει την ελευθερία να ικανοποιήσει κάθε του πάθος. Πίστεψε στην αρμονία, και προσπάθησε να εναρμονίσει την βιομηχανική φύση του ατόμου με τον υλικό κόσμο, την κοινωνική με τον ηθικό και την πνευματική με την ανακάλυψη της οικουμενικής ευταξίας και αρμονίας (Μάμφορντ,1999: 87). Στον επόμενο ουτοπιστή, Owen, θα αποδώσουμε ως επιτυχία το γεγονός ότι εναντιώθηκε στην παιδική εργασία, έθεσε ρυθμιστικούς κανόνες για την εργασία και φυσικά, έδωσε στον εργάτη την αξιοπρέπεια που του άρμοζε. Επίσης, θα του αναγνωρίσουμε τον ζήλο και την οργανωτικότητα με την οποία προσπάθησε, έστω και πειραματικά, να δημιουργήσει την δική του ουτοπική πόλη New Harmony (Paquot,1998: 42). Δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε και τη συμβολή του Saint Simon, ο οποίος με τη σειρά του προσπάθησε να δώσει τη πνευματική εξουσία στα χέρια των σοφών, την κοσμική εξουσία στα χέρια των ιδιοκτητών και τέλος, την εξουσία εκείνη που θα καθορίζει αυτούς που θα κληθούν να αναλάβουν τα καθήκοντα των ηγετών στα χέρια όλου του κόσμου, επιβάλλοντας έτσι την καθολική ψηφοφορία (Paquot,1998: 44). Τον ίδιο αιώνα ο Morris,παρουσιάζει μια διαφορετική ουτοπία από όλες τις άλλες. Μια κοινωνία όπου κυριαρχεί η έκφραση της δημιουργίας και αφαιρείται από τη ζωή ο καταναγκασμός, ο μόχθος, τα ωράρια και η μηδαμινή ελευθερία σκέψης και επιλογής. Όπως αναφέρει και ο Mumford, υπάρχει μια ειλικρίνεια, μια υγιής κατάσταση και μια απουσία κάθε είδος μυστικισμού (Μάμφορντ,1998: 130). Αμέσως μετά, βλέπουμε στον Wells, μια δεκτικότητα όσον αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο. Αποδέχεται την ποικιλομορφία και δεν προσπαθεί να μας πείσει ότι ο κόσμος μας πρέπει να είναι τέλειος αλλά αντιθέτως, δέχεται τη δυνατότητα λάθους αλλά και τις κοινωνικές τριβές. Με λίγα λόγια, αποτελεί το κατάλληλο τέλος του ταξιδιού στον κόσμου των κοινωνικών ουτοπιών, διότι ενώνει το πραγματικό με το ουτοπικό αλλά και όπως αναφέρει ο Mumford, καταφέρνει να συνοψίσει και να ενώσει σημαντικά σημεία που ανέδειξαν οι ουτοπίες πριν από αυτόν (Μάμφορντ,1998: 134). Ίσως και ο ίδιος να στάθηκε πιο τυχερός από τον σερ Thomas More, διότι πριν από αυτόν, όπως μελετήσαμε, υπήρξαν και άλλοι που θέλησαν να αλλάξουν αυτόν τον κόσμο και σίγουρα θα αποτέλεσαν πηγή, αν όχι έμπνευσης, μελέτης και κριτικής. Δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε σε αυτά που καλούμε επιτυχία και στις προσπάθειες δημιουργίας της ιδανικής πόλης από τον Howard, Le Corbusier και Wright. Δε θα τους αντιμετωπίσουμε βέβαια καθαρά ως πολεοδόμους, διότι έβλεπαν πέρα από αυτό και εκεί έγκειται για μας η επιτυχία τους. Αγκάλιασαν στο έργο τους, τον άνθρωπο και προσπάθησαν να του παρέχουν ίσες ευκαιρίες με τον διπλανό τους. Προσπάθησαν να διευκολύνουν στο έπακρο τη ζωή του και να δημιουργήσουν μια νέα, πιο δίκαιη κοινωνία, όπου το κάθε τμήμα της θα έχει διαμορφωθεί με στόχο το κοινό καλό. Με λίγα λόγια, δημιούργησαν πόλεις βασισμένες στην αρμονία, λέξη που δανειζόμαστε από τον Fourier. Η φυσική έκφραση αυτής εμφανίζεται στην κάθε πόλη με τη μορφή του λογικού και αποτελεσματικού πολεοδομικού σχεδίου, η κοινωνική της πλευρά εμφανίζεται στην παροχή κατάλληλων κατοικιών για όλους ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης αλλά και στην τοποθέτηση υπέροχων δημόσιων υπηρεσιών (π.χ. Crystal Palace – Howard, Υπηρεσίες Κατοικιών – Le Corbusier, Άπλετη Φύση – Wright) και τέλος, η αισθητική της φύση εμφανίζεται στην αισθητική υπεροχή και ομορφιά κάθε πόλης (Fishman, 1982: 266).
131
05
[ουτοπία ή δυστοπία;]
εικ.28, Εξώφυλλο του βιβλίου Εμείς, 1920
136
Δεν θα μπορούσαμε να κλείσουμε την περιήγηση αυτή στις ουτοπίες του κόσμου αν δεν αναφερθούμε και σε μία αντί-ουτοπία, αυτή του Yevgeny Zamyatin (1884-1937). Επιλέγουμε αυτήν, ανάμεσα σε πληθώρα δυστοπιών, καθώς θεωρούμε πως η σύγκριση στην οποία στοχεύουμε θα γίνει πιο κατανοητή λόγω κοινών σημείων αναφοράς (π.χ. Τείχος, Φύση). Δεν μπορούμε να πούμε αν όντως αποτελεί ειρωνική ουτοπία έναντι των ουτοπιών του παρελθόντος ή απλώς προσπαθεί να κριτικάρει την κατάσταση που επικρατούσε με τις νέες τάσεις και τα επιτεύγματα της σύγχρονης κοινωνίας (Μπερνέρι,1999: 265). Σε κάθε περίπτωση, ο σκοπός της γρήγορης αναφοράς μας σε αυτή είναι για να προβληματιστούμε ως προς το εξής ερώτημα «Ουτοπία ή Δυστοπία;».
1920
[Yevgeny Zamyatin,Εμείς] Ο συγγραφέας, Zamyatin, γεννήθηκε στη Ρωσία το 1884, σπούδασε μηχανικός σκαφών στην Αγία Πετρούπολη και ακολούθησε τη συγγραφή από χόμπι (Ζαμιάτιν,2017). Επηρεασμένος από το αυστηρό και σκληρό σοβιετικό καθεστώς, το 1920, συγγράφει το έργο του Εμείς, στο οποίο περιγράφει μια κοινωνία χίλια χρόνια μετά την επίτευξη του Παγκόσμιου Κράτους. Η ζωή σε αυτό το κράτος φαίνεται να ρυθμίζεται με μαθηματική ακρίβεια με αρχηγό τον Ευεργέτη. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου του στη μεταφρασμένη έκδοσή του, ώστε να γίνουν αντιληπτές οι συνθήκες που επικρατούν σε αυτό το κράτος αλλά και το γεγονός ότι ο Zamyatin μας περιγράφει μια αντι-ουτοπία, μια πραγματική δυστοπία: Σε 120 ημέρες από σήμερα, θα αποπερατωθεί η κατασκευή του ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΗ. Βρισκόμαστε κοντά στη μεγάλη, την ιστορική ώρα, κατά την οποία ο πρώτος ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΗΣ, θα απογειωθεί στο διάστημα, Πριν από χίλια χρόνια, οι ηρωικοί σας πρόγονοι υπέταξαν ολόκληρο τον πλανήτη Γη στο όνομα του Μονοκράτους. Είναι στο χέρι σας τώρα να πετύχετε ένα ακόμη μεγαλύτερο κατόρθωμα: να ολοκληρώσετε την αόριστη εξίσωση του διαστήματος μέσω του γυάλινου, ηλεκτρικού, φλεγόμενου ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΗ. Είναι στο χέρι σας να βάλετε τον ευεργετικό ζυγό της λογικής στους λαιμούς των αγνώστων όντων που κατοικούν σε άλλους πλανήτες και οι οποίοι ίσως να ζουν ακόμη στην πρωτόγονη κατάσταση, γνωστή ως ελευθερία. Εάν δεν κατανοήσουν ότι τους φέρνουμε μια μαθηματικά σίγουρη ευτυχία, έχουμε την υποχρέωση να τους επιβάλουμε να γίνουν ευτυχισμένοι. (Ζαμιάτιν,2017: 8) Από το απόσπασμα, θα κρατήσουμε κυρίως το χωρίο περί ελευθερίας και ευτυχίας. Για την χώρα αυτή, οι πρωτόγονοι άνθρωποι, αυτοί δηλαδή που δεν έχουν ακόμα φτάσει στην ύψιστη πνευματική κατάσταση που θεωρούν πως βρίσκονται οι κάτοικοί της, ζουν ελεύθεροι, γεγονός όμως, που δεν εμφανίζεται ως θετικό στοιχείο αλλά αντιθέτως ως έσχατο. Η ελευθερία παρουσιάζεται ως μια κατάσταση στην οποία κανείς δεν θα έπρεπε να βρίσκεται και η ευτυχία ως μια συνθήκη που μπορεί να επιβληθεί αλλά και να παραμείνει σταθερή σαν μαθηματική εξίσωση. Τα πάντα στην χώρα αυτή στοχεύουν στην προστασία της μη-ελευθερίας, δηλαδή για αυτούς την απόλυτη ευτυχία (Ζαμιάτιν,2017: 79). Ολόκληρη η κοινωνία υπόκεινται σε κανόνες. Υπάρχουν Πίνακας Ωρών, Προσωπικές Ώρες, Μητρικό Μοντέλο, Πράσινο Τείχος (Ζαμιάτιν,2017: 18). Όλοι οι πολίτες ακολουθούν και υπακούον τον Ευεργέτη. Θα μπορούσε κανείς να πει πως αυτή η κοινωνία έχει εφεύρει ακόμα και το δικό της λεξιλόγιο και πως τίποτα δεν μας φαίνεται γνώριμο. Πιο συγκεκριμένα, οι κάτοικοι ακολουθούν το εξής ωρολόγιο πρόγραμμα: εργασία, φαγητό, ύπνος και σεξουαλική επαφή ενώ φορούν μια χρυσή πινακίδα με τον
137
138
Dystopia
Utopia
αριθμό τους (Μπερνέρι,1999: 265). Ακόμα και ο αφηγητής στο βιβλίο του Zamyatin, μας αναφέρει το δικό του αριθμό D-503 (Ζαμιάτιν,2017: 8). Επίσης, δεν έχουν ιδιωτική ζωή αφού ακόμα και τα σπίτια τους είναι φτιαγμένα από γυάλινους τοίχους. Όλοι τρώνε τα ίδια συνθετικά τρόφιμα και φορούν τα ίδια συνθετικά ρούχα. Στο σχολείο μάλιστα, τα παιδιά διδάσκονται από ρομπότ. Αυτό που ίσως χρειάζεται να αναφέρουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η Φύση αλλά και να εξηγήσουμε τη σημασία του Πράσινου Τείχους για την χώρα αυτή. Την κάθε πόλη λοιπόν, πλαισιώνει ένας γυάλινος τοίχος όπου πίσω από αυτόν υπάρχει ένας «απέραντος πράσινος ωκεανός», δηλαδή η Φύση. Ο αφηγητής του βιβλίου περιγράφει τον κόσμο αυτόν, έξω από το τείχος, ως «ένα άγριο κύμα από ρίζες, λουλούδια, θάμνους και φύλλα» αλλά και αναφέρεται σε ό,τι ζει εκεί ως «άγριο ζώο» (Ζαμιάτιν,2017: 115). Έξω λοιπόν, βρίσκονται αυτοί που είναι ουσιαστικά απομεινάρια του προηγούμενου κράτους. Όταν αυτοί εξεγείρονται τότε αυτό που επιβάλλεται είναι μια επέμβαση στον εγκέφαλο για να καταστραφεί η παραμικρή δυνατότητα φαντασίας αλλά και ανάγκης για ελευθερία (Μπερνέρι,1999: 268). Για μας όμως, οι κάτοικοι μέσα από το Τείχος φαίνεται να μην έχουν στόχους, αισθήματα και πάθη. Προσπαθούν να είναι τέλειοι όπως μια μηχανή. Όσοι βέβαια προσπαθούν να ξεφύγουν από το σύστημα αυτό, γιατί υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι που υποστηρίζουν τον τίτλο τους ‘άνθρωπος’, εκτελούνται δημόσια στη Μηχανή του Ευεργέτη που ουσιαστικά πρόκειται για μια ηλεκτρική καρέκλα (Μπερνέρι,1999: 268). Αφού λοιπόν, αναφερθήκαμε σε αυτήν την δυστοπία και κατανοήσαμε τα ιδανικά της και τον τρόπο λειτουργίας της, αναρωτιόμαστε τελικά σε πόσα πράγματα διαφέρει από την Ουτοπία. Ο τρόπος με τον οποίο ο Zamyatin αναφέρεται σε κάθε χαρακτηριστικό της κοινωνίας του, μας δημιουργεί απευθείας την αίσθηση ότι καταπατάται η ελευθερία του ατόμου και ότι όλοι μετατράπηκαν σε ένα μηχανικό άνθρωπο. Αυτή ίσως, είναι και η μεγάλη διαφορά με την Ουτοπία. Εκεί, η αναφορά σε όλα αυτά γίνεται έμμεσα για αυτό και δεν είναι εύκολη η αναγνώρισή της ως δυστοπία. Είδαμε πως σε πολλές από αυτές, η ελευθερία μπορεί να μην ονομαζόταν ως έσχατο στοιχείο της ανθρωπότητας αλλά ούτε έγιναν προσπάθειες για να την κατακτήσουν. Στην πλειονότητα τους, καταπάτησαν και εκείνοι την ελευθερία του ατόμου, δημιούργησαν και αυτοί έναν πίνακα ωρών, αν σκεφτεί κανείς τα συγκεκριμένα ωράρια που επιβάλλονταν στην εργασία, στη διασκέδαση και στον ύπνο και μάλιστα, χρησιμοποίησαν και αυτοί ένα Τείχος και ας μην ήταν γυάλινο ούτε πράσινο. Σαφώς, όπως είδαμε και στα προηγούμενα κεφάλαια, υπήρξαν στοιχεία στις ουτοπίες, τα οποία όντως θα συνέβαλαν στην ιδανική κοινωνία για αυτό και δεν αναγνωρίζονται ως πλήρεις δυστοπίες. Καταλήγουμε όμως, στο συμπέρασμα ότι μια ουτοπία εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε δυστοπία. Θα αποχωριστούμε λοιπόν, την δυστοπία του Zamyatin με ένα ελπιδοφόρο τουλάχιστον μήνυμα. Έπειτα από χίλια χρόνια προσπάθειας να μεταρρυθμιστεί ο κόσμος και ο άνθρωπος να μετατραπεί σε μηχανή, αυτό που χρειάζεται πραγματικά να συμβεί για να επιτύχει αυτό, είναι μια επέμβαση στον εγκέφαλο. Μόνο με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος θα σταματήσει να ονειρεύεται και να διεκδικεί την ελευθερία του. Ακούγεται σκληρό αλλά ταυτόχρονα τόσο ελπιδοφόρο, διότι παρά τη φαινομενική νίκη του Παγκόσμιου Κράτους στο τέλος του βιβλίου του, φαίνεται πως μόνο ένα μέτρο τόσο ακραίο όσο αυτό είναι αρκετό για να επιτευχθεί ο ολοκληρωτισμός (Μπερνέρι, 1999: 267).
139
“
Οι συγγραφείς αυτοί επικρίνουν την ουτοπία, επειδή σ’ αυτήν δεν έχουν θέση οι Άμλετ και οι Οθέλοι, και λησμονούν ότι ανάμεσα στον Άμλετ και στον ρομποτοποιημένο άνθρωπο υπάρχει χώρος για ένα άτομο που δεν θα έχει τη νευρωτική ιδιοσυγκρασία του Άμλετ μα δεν θα είναι και ρομπότ. Μαρία Λουίζα Μπερνέρι (Μπερνέρι,1999: 269)
140
”
[επίλογος]
Το κυνήγι της Ουτοπίας πάντα θα αντιπροσωπεύει μια αδιάκοπη διαδρομή χωρίς τέλος και αρχή. Πάντα, θα μας μιλάει για ένα αλλού, για έναν μη-τόπο, για μια πραγματικότητα του αύριο χωρίς να γνωρίζουμε πότε αυτό θα έρθει. Αυτή όμως είναι και η γοητεία της. Μας περιγράφει εικόνες βγαλμένες από το μέλλον, ωσάν ο ταξιδιώτης στα έργα των ουτοπιστών να κατάφερε να διαφύγει από αυτόν τον κόσμο και μέσα από μια μαύρη τρύπα, εικάζουμε, να εισήλθε σε έναν νέο κόσμο. Το άγνωστο, το μη-πραγματοποιήσιμο, το φανταστικό θα είναι πάντα στοιχεία που θα αναζητά ο άνθρωπος όσο αυτός ακόμα ονειρεύεται. Μπορεί λοιπόν, να μιλάμε για την Ουτοπία σαν αυτή να πρωταγωνιστεί στο έργο μας αλλά ο πραγματικός πρωταγωνιστής μας είναι ο άνθρωπος. Αυτό το υπέροχο και πνευματώδες ον για το οποίο είμαστε ικανοί να ονειρευόμαστε χιλιάδες εκδοχές που θα μπορούσαν να τον ικανοποιούν περισσότερο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η Ουτοπία, ουσιαστικά, πρόκειται για τον καρπό του ανθρώπου καθώς παράγεται και ωριμάζει από τον ίδιο, με μόνη διαφορά ότι αυτή η διαδικασία πραγματοποιείται στον κόσμο των ιδεών του. Μπορεί ο ίδιος να ζει και περπατάει στη Γη αλλά αν θέλει να πετάξει και αν κυρίως, θέλει να ξεφύγει από αυτήν και τις δυσκολίες που έρχονται μαζί της τότε ξεφεύγει σε έναν άλλο κόσμο, αυτόν των ιδεών και των ονείρων. Κανείς δε θα μπορούσε να αρνηθεί ότι, όταν τα μάτια μας κλείνουν, γινόμαστε κάτοικοι ενός άλλου κόσμου, που μπορεί τα θεμέλια του να μη βρίσκονται στη Γη αλλά αυτό δεν μας σταματάει από το να τον αισθανθούμε εξίσου πραγματικό. Όπως λοιπόν, ο κόσμος αυτός είναι ο δεύτερος μας κόσμος και ο οποίος άθελά του υπάρχει στην καθημερινότητά μας, με τον ίδιο τρόπο και η Ουτοπία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ζωής μας. Θα πάψει να υπάρχει μόνο όταν ο άνθρωπος σταματήσει να ονειρεύεται και τότε καμία ουτοπία, καμία ιδέα, κανένας τρόπος δεν θα μπορεί να αποδειχθεί σωτήριος για τον κόσμο μας. Τέλος, υπάρχει μια εξήγηση που απαντά στο γιατί κανείς σήμερα να αναζητάει το μέλλον στο παρελθόν. Είδαμε λοιπόν, πως ο Πλάτων σύνταξε την Πολιτεία του σε μια εποχή κοινωνικής αποσύνθεσης. Ο More αντίστοιχα, έζησε σε μια εποχή αταξίας και προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο Μεσαίωνα και την ενδιαφέρουσα για αυτόν Αναγέννηση. Ίσως, και εμάς, ο κόσμος στον οποίο ζούμε και οι συνθήκες που βιώνουμε καθημερινά να μας οδήγησαν σε αυτό το ταξίδι που πραγματοποιήσαμε στον κόσμο των Ουτοπιών, αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο μετά την καταιγίδα τολμούμε να αναζητήσουμε το ουράνιο τόξο. (Μάμφροντ, 1998, σελ. 15) Και η Ουτοπία για μας, είναι το χρώμα που αναζητούμε μέσα σε ένα γκρίζο μέλλον. Την αποχαιρετούμε λοιπόν, με λύπη και την ευχαριστούμε που μας άφησε να ζήσουμε έστω και λίγο στον κόσμο της, που γέννησε τους προβληματισμούς μας και τα ερωτήματά μας και που μας βοήθησε να κάνουμε το πρώτο μας βήμα στο ταξίδι της αναζήτησης του μέλλοντος. Μα πάνω από όλα, την ευχαριστούμε, που πίστεψε ότι είμαστε ικανοί να φέρουμε την αλλαγή. Πως άλλωστε, μπορούμε να συνεχίσουμε να δημιουργούμε, αν δεν πιστεύουμε πως μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο; Αν λοιπόν, κανείς στην έρευνά αυτή, αναζητά να βρει απαντήσεις τότε ίσως, λάβει αυτό που ψάχνει διαβάζοντας το απόσπασμα του ποιήματος του Καβάφη, Ιθάκη.
144
“
Πάντα στον νου σου να ‘χεις την Ιθάκη. Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου. Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου. Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει· και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο, μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι. Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια. Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν. Καβάφης (Καβάφης,2008: 57)
”
Η αναζήτηση λοιπόν, της ιδανικής πόλης που θέλει να βρει ο Οδυσσέας είναι ο κινητήριος μοχλός της αέναης περιπλάνησης, η οποία παρουσιάζεται τελικά περισσότερο πολύτιμη από τον τελικό προορισμό. Η πορεία προς την Ιθάκη είναι ακριβώς το όφελος της ουτοπίας προς τον άνθρωπο και αντικατοπτρίζει το ταξίδι που επιχειρήσαμε και εμείς να πραγματοποιήσουμε χωρίς να φτάσουμε σε κάποιο λιμάνι. Η Ιθάκη του Καβάφη δεν είναι απλά μια πόλη ουτοπική, αλλά ένα κίνητρο προς τη συνεχή κίνηση και αναζήτηση του ιδανικού (Τσίμας,2006: 3). Αυτό ελπίζουμε να επιτύχαμε και εμείς. Κίνητρο.
145
[βιβλιογραφία]
[βιβλιογραφία]
Eaton, R. (2002) Ideal cities. Utopianism and the (Un)Built Environment. London: Thames and Hudson. Fishman, R. (1977) Urban utopias in the twentieth century: Ebenezer Howard, Frank Lloyd Wright, and Le Corbusier. New York: Basic Books. Μάμφορντ, Λ. (1998 [1922]) Η ιστορία των ουτοπιών. μτφρ. Β. Τομανάς. Αθήνα: Νησίδες. Freestone, R. (2000) Urban Planning in a Changing World: The Twentieth Century Experience. New York: Routledge. Μπερνέρι, Μ.Λ. (1999) Περιήγηση στην Ουτοπία. Αθήνα: Νησίδες. Ντωτρί, Ζ., Αρμάν, Φ., Μόρτον, Α. (1980) Οι Τρεις Μεγάλοι Πρόδρομοι του Επιστημονικού Σοσιαλισμού: Σαιν Σιμόν, Φουριέ, Όουεν. Αθήνα: Πανόραμα. Paquot, Th. (1998) Ουτοπία ή το Παγιδευμένο Ιδεώδες. Αθήνα: Scripta. Jameson, Fr. (2008) Οι Αρχαιολογίες του Μέλλοντος (πρώτος τόμος): Η επιθυμία που λέγεται Ουτοπία. Αθήνα: Τόπος. Κονταράτος, Σ. (2014) Ουτοπία και Πολεοδομία (πρώτος τόμος). Αθήνα: ΜΙΕΤ. Alison, J., Brayer, M.-A., Migayrou, F. & Spiller, N. (επίμ.). (2007) Fututre City: Experiment and Utopia in Architecture. London: Thames and Hudson Ltd. Thomas, M. (1984) Ουτοπία. μτφρ. Γ. Πλεξίδρας. Αθήνα: Κάλβος. Καβάφης, Κ.Π. (2008) Τα Ποιήματα (1897-1933). Θεσσαλονίκη: Εκδοτική Θεσσαλονίκης. Frampton, K. (2007 [1980]) MODERN ARCHITECTURE, A critical history. London: Thames and Hudson Ltd. Boesiger, W. (1972) Le Corbusier. London: Thames and Hudson Ltd. Ζαμιάτιν, Γ. (2017) Εμείς. Αθήνα: Εκδόσεις Έρμα. Norberg- Schulz, C. (2009 [1980]) Genius Loci,To πνεύμα του Τόπου. Για μια φαινομενολογία της Αρχιτεκτονικής. μτφρ. Μ. Φραγκόπουλος. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π.
151
Καλβίνο, Ι. (1994 [1972]) Αόρατες Πόλεις. μτφρ. Α. Χρυστοστομίδης. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη. Doxiadis, C. (1966) Between Dystopia and Utopia. Hartford: Trinity College Press.
[αρθογραφία] Σταυρίδης, Σ. (1998) ‘Οι χώροι της Ουτοπίας και η ετεροτοπία: Στο κατώφλι της σχέσης με το διαφορετικό.’. Ουτοπία: διμηνιαία έκδοση θεωρίας και πολιτισμού, (31), σσ.51-66. Wright F.L. (1935) ‘Broadacre City: A New Community Plan’. Architectural Record, (1), σσ.345-349. Donnachie, I. (2007) ‘Utopian Designs, The Owenite Communities’. Spaces of Utopia: An Electronic Journal, (6), pp. 19-34.
[αδημοσίευτες πηγές] Ιστόριου, Θ. (2015) Αναζητώντας τη βέλτιστη οργάνωση των πόλεων: Από τις utopias στις nowtopias;. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης. Τσαμτζή, Δ. (2012) Ουτοπία ή δυστοπία; Η μελλοντική πόλη στην ουτοπική θεωρία, στην κινηματογραφική επιστημονική φαντασία και στη σύγχρονη πραγματικότητα. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης. Μαναήλογλου, Κ. Χ. (2005) Ουτοπικές θεωρίες για την πόλη και Ολοκληρωτικός σχεδιασμός. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Τραντάς, Π. (2011) Σοσιαλισμός και Ουτοπία: Σαιν Σιμόν, Σαρλ Φουριέ, Ρόμπερτ Όουεν. Μια εισαγωγική προσέγγιση. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής.
[δικτυογραφία] Novak, M. (2014) ‘Broadacre City: Frank Lloyd Wright’s Unbuilt Suburban Utopia’, <https://paleofuture.gizmodo.com/broadacre-city-frank-lloyd-wrights-unbuilt-suburbanut-1509433082 >, Τελευταία Επίσκεψη: Μάρτιος 2019. Μορέλλι, Μ. (2019) ‘Το κίνημα Arts & Crafts’, <http://www.artcoremagazine.gr/eikastika/ beaux-arts/to-kinima-arts-crafts>, Τελευταία Επίσκεψη: Ιούλιος 2019. 153
[πηγές εικόνων]
[πηγές εικόνων]
εικ.1: Πλάτωνας [https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/apo-timima-tis-anagkis-stin-anagki-toy-timimatos] εικ.2: Απεικόνιση της Ουτοπίας του More [Eaton,2002: 13] εικ.3: Διαγραμματικός χάρτης της Ουτοπίας με πιθανή χωροθέτηση των 54 πόλεων, Σχέδιο Κονταράτος [Κονταράτος,2014: 213] εικ.4: Διαγραμματικό σχέδιο του οικοδομικού τετραγώνου της Αμαυρότητας, Σχέδιο Κονταράτος [Κονταράτος,2014: 216] εικ.5: Η Ηλιούπολη, σε αδημοσίευτο προοπτικό σκαρίφημα του Αλ. Παπαγεωργίου - Βενετά [Κονταράτος,2014: 228] εικ.6: Η Χριστιανούπολη σχεδιασμένη από τον J.V. Andreae [http://test-gh.xyz/christianopolis-johann-valentin-andreae-36/] εικ.7: Εξώφυλλο του έργου, το 1627 [https://www.fbrt.org.uk/pages/hermes_atlantis.html] εικ.8: Εξώφυλλο του έργου, το 1848 [https://en.wikipedia.org/wiki/The_Voyage_to_Icaria] εικ.9: Εξώφυλλο του έργου, το 1890 [http://dip12.aaschool.ac.uk/news-from-nowhere_william-morris/] εικ.10: Εξώφυλλο & Εσώφυλλο του έργου, το 1905 [https://malagabay.wordpress. com/2018/12/31/h-g-wells-the-flipping-fabian/] εικ.11: Προοπτικό σχέδιο της New Harmony [https://en.wikipedia.org/wiki/New_Harmony,_Indiana] εικ.12: Προοπτικό σχέδιο φαλανστηρίου [Eaton,2002: 124] εικ.13: Henri de Saint Simon [https://en.wikipedia.org/wiki/Henri_de_Saint-Simon] εικ.14: Ebenezer Howard [https://www.geocaching.com/track/details.aspx?id=2150313&page=2] εικ.15: Le Corbusier [https://hyperallergic.com/221158/revisiting-le-corbusier-as-a-fascist/]
159
εικ.16: Frank Lloyd Wright [http://www.concilioeuropeodellarte.org/esposizioni/frank-lloydwright-2/wright_2_frank-lloyd-wright-fotografie-di-tony-vaccaro-2008/] εικ.17: Διάγραμμα Three Magnets [https://es.wikipedia.org/wiki/Archivo:Los_Tres_Imanes.gif] εικ.18: Ebenezer Howard, η Grand Avenue της Garden City, 1902 [http://www.nostraight-lines.com/blog/crafting-resilient-towns-and-cities/agregation_boos_fig_3/ ] εικ.19: Ebenezer Howard, διάγραμμα σύνδεσης των Κηπουπόλεων με την Κεντρική Πόλη [https://www.archweb.it/verde-giardini/citta_giardino/citta_giardino.htm] εικ.20: Ebenezer Howard, Welwyn Garden City [https://www.architectsjournal.co.uk/news/ public-backs-garden-cities/8663430.article] εικ.21: Τοπογραφικό σχέδιο του Le Corbusier, Ville Contemporaine, 1922 [https://gr.pinterest.com/pin/304626362265268463/?lp=true] εικ.22: Σχέδιο του Le Corbusier, Ville Contemporaine [Eaton,2002: 201] εικ.23: Τοπογραφικό σχέδιο του Le Corbusier, Ville Radieuse, 1930 [https://gr.pinterest.com/ pin/465278205232964560/] εικ.24: Unite d’habitation, Marseilles [Boesiger,1972: 178-179] εικ.25: Τοπογραφικό, Broadacre City, Ανασχεδιασμός, 1990 [Eaton,2002: 210] εικ.26,27: Frank Lloyd Wright, εικόνες της Broadacre City, 1935 [Eaton,2002: 211] εικ.28: Εξώφυλλο του βιβλίου Εμείς, 1920 [https://66.media.tumblr.com/ec04f1028dc4acfdd0058d6244ad451d/tumblr_inline_n079td6ekS1qa925d.jpg]
161