η ρευστή μνήμη των Ιωαννίνων
διάλεξη Ιούλιος 2017
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ σχολή αρχιτεκτόνων μηχανικών
η ρευστή μνήμη των Ιωαννίνων ΓΟΓΟΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
επιβλέπων καθηγητής Τουρνικιώτης Παναγιώτης
ΙΟΥΛΙΟΣ 2017
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1
εισαγωγή
5 5 7 10
μέρος α - αστική μνήμη Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΩΡΟ Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
13 13 19
μέρος β - τα Ιωάννινα σήμερα Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΗΜΕΡΑ
31 31 32
μέρος γ - ο χώρος της πόλης ως μέσο αφήγησης του παρελθόντος ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΙΩΑΝΝΙΝΑ Η μεταπολεμική ανάπτυξη και η ανάγκη προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς - η διαμόρφωση του ιστορικού κέντρου Το παρελθόν της πόλης ως πόρος τουριστικής ανάπτυξης και η αισθητικοποίηση του αστικού ιστού
45
51 51 53 53 59 67
μέρος δ - η ιστορία της πόλης των Ιωαννίνων ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΗΣ ΙΔΡΥΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ 1. αναδρομή στην ιστορία της πόλης μέχρι την καταστροφή της το 1820 2. εκσυγχρονισμός - το τέλος της οθωμανικής πόλης-παζάρι Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΤΟ 1913 ΚΑΙ Η ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΚΟΡΜΟ
73 73 77 93
μέρος ε - η συγκρότηση μιας νέας ταυτότητας Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΩΣ ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΖΑΧΟΣ ΣΤΑ ΙΩΑΝΝΙΝΑ - Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ Ο ΑΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΑΝΟΙΞΕ Ο ΖΑΧΟΣ
101 μέρος στ - η παλιά αγορά της πόλης ως τμήμα του ιστορικού κέντρου 117 συμπεράσματα - επίλογος 121 πηγές εικόνων 124 βιβλιογραφία
5
εισαγωγή
Στον ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο της εποχής μας, οι σύγχρονες κοινωνίες πασχίζουν να προσδιορίσουν και να ισχυροποιήσουν την ταυτότητά τους αναζητώντας στο παρελθόν τους τα τεκμήρια μιας συνέχειας και σταθερότητας. Παρατηρείται έτσι τα τελευταία χρόνια μια αυξημένη ευαισθητοποίηση απέναντι σε ζητήματα μνήμης και κληρονομιάς, η οποία εκδηλώνεται και στο πεδίο της ρύθμισης του αστικού χώρου με στρατηγικές προστασίας και ανάδειξης της ιστορικής φυσιογνωμίας των πόλεων. Αφορμή για την παρούσα εργασία αποτέλεσε η επιθυμία διερεύνησης και κατανόησης του ρόλου της αρχιτεκτονικής στην διαμόρφωση της αστικής μνήμης, όχι μόνο ως τμήμα της ιστορίας των πόλεων, αλλά κυρίως ως μέσο έκφρασης και προβολής κοινωνικοπολιτικών νοημάτων στον δημόσιο χώρο. Η προσέγγιση του θέματος επιχειρείται μέσα από το συγκεκριμένο παράδειγμα των Ιωαννίνων, μιας πόλης με πλούσιο ιστορικό υπόβαθρο όπου σήμερα εφαρμόζονται πολιτικές της κληρονομιάς προσανατολισμένες στην διαφύλαξη και επιβεβαίωση του αυστηρά καθορισμένου αφηγήματος του παρελθόντος με βάση το οποίο έχει συγκροτήσει την ταυτότητά της. Η εργασία διαρθρώνεται σε δύο μέρη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά στην παρουσίαση, εν συντομία, της έννοιας της συλλογική μνήμης και της σύνδεσής της με τον χώρο. Σε αυτό το πλαίσιο, αναδεικνύεται η διάσταση του αστικού χώρου ως πεδίο αντιπαραθέσεων όπου εμπεριέχονται οι αξίες και οι μνήμες διαφόρων κοινωνικών ομάδων, ώστε η αστική μνήμη προκύπτει ως ένα δυναμικά παραγόμενο κατασκεύασμα που καθορίζεται από τις κοινωνικές σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται μεταξύ ή εντός των ομάδων. Δημιουργείται
1
επομένως ένας προβληματισμός σχετικά με την θεσμική διαχείριση της αστικής μνήμης και την δυνατότητα εργαλειακής χρήσης του δομημένου περιβάλλοντος της πόλης για την χειραγώγηση της σχέσης των κοινωνιών με το παρελθόν τους.
2
Αυτός ο προβληματισμός μεταφέρεται και στο δεύτερο μέρος, όπου εξετάζεται η περίπτωση της πόλης των Ιωαννίνων. Αρχικά, γίνεται μια περιγραφή του σύγχρονου γιαννιώτικου αστικού τοπίου, όπου συνυπάρχει ένα πλήθος ετερόκλιτων μνημονικών ιχνών που στηρίζουν χωροχρονικές συσχετίσεις, αντανακλώντας στο χώρο μια πολυσύνθετη αστική ιστορία στην παραγωγή της οποίας συνέβαλαν διαχρονικά πολλές διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Δίπλα στην αρχιτεκτονική με τις σαφείς αναφορές σε μια βυζαντινή και αρχαιοελληνική κληρονομιά διεκδικούν μια θέση στο αστικό τοπίο οι επιβιώσεις ενός πολυπολιτισμικού οθωμανικού κόσμου. Η επίσημη συλλογική μνήμη αυτοπροσδιορίζεται άλλοτε με όρους συμφωνίας και άλλοτε αντιπαράθεσης με αυτή την εικόνα της πόλης, επιδιώκοντας να οργανώσει και να ταξινομήσει αυτά τα ίχνη σύμφωνα με το δικό της σύνολο αξιών, ενώ επανανοηματοδοτεί το χώρο με νέες σημασίες και φαντασιακές επενδύσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση, το ενδιαφέρον στρέφεται στις πολιτικές της κληρονομιάς σήμερα στα Ιωάννινα. Ειδικότερα, αναλύονται οι ιστορικές συγκυρίες και οι σύγχρονες αντιλήψεις και επιδιώξεις με βάση τις οποίες εκφράστηκε για πρώτη φορά η ανάγκη να υπάρξει κρατική παρέμβαση για την διαχείριση του μνημονικού αποθέματος της πόλης, οδηγώντας αργότερα στην δημιουργία του ιστορικού κέντρου και την υπαγωγή μεμονωμένων κτηρίων ή κτηριακών συνόλων σε καθεστώς προστασίας. Μέσω της εξέτασης των κηρύξεων διατηρητέων στα Ιωάννινα, από τις αυξομειώσεις στον αριθμό τους, τα χαρακτηριστικά των κτηρίων που κηρύχθηκαν διατηρητέα και τα κείμενα με την αιτιολόγηση των αποφάσεων, συνάγονται συμπεράσματα σχετικά με το ποια ίχνη του παρελθόντος στο δομημένο περιβάλλον της πόλης η επίσημη μνήμη έκρινε ως άξια διατήρησης. Στις επιλογές αυτές δεν είναι αμελητέα και η παράμετρος της τουριστικής εμπορευματοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς η ιστορική φυσιογνωμία της πόλης εκλαμβάνεται ως πόρος οικονομικής εκμετάλλευσης και κατά συνέπεια ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης. Ειδικά κατά τις τελευταίες δεκατίες ο τουρισμός αποτελεί κεντρικό πυλώνα της οικονομίας των Ιωαννίνων, επομένως στις ευρύτερες στρατηγικές για την ανάπτυξη της πόλης αποκτούν σήμερα ιδιαίτερη βαρύτητα τα έργα ανάπλασης ιστορικών κτηρίων ή συνόλων και η δημιουργία μουσειακών χώρων ως μέσο για την τουριστική προώθηση της εικόνας της
πόλης, ενώ συχνά αυτή η προσπάθεια έχει ως αποτέλεσμα κάποιες μάλλον σκηνογραφικές ερμηνείες του αστικού χώρου. Η εμβάθυνση στον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε και παγιώθηκε η αφήγηση του παρελθόντος που συνθέτουν οι τόποι μνήμης στη σύγχρονη πόλη των Ιωαννίνων και κυρίως η κριτική κατανόηση των επιλογών διατήρησης ή διαγραφής μνημονικών ιχνών που συνεπάγεται η επιβολή μιας επίσημης μνήμης, προϋποθέτει την ανάγνωση των επάλληλων στρώσεων μνήμης με τις οποίες επενδύθηκε το αστικό τοπίο σε βάθος χρόνου και των νοηματικών μετατοπίσεων που αφορούν στους τόπους μνήμης της. Έχοντας ως κοινό παρονομαστή τον τόπο, την πόλη των Ιωαννίνων, πολλές διαφορετικές κοινωνικές ομάδες συγκρότησαν και προέβαλαν τις ταυτότητες και τις μνήμες τους. Η ιστορική εξέλιξη της πόλης λοιπόν περιγράφεται παράλληλα με τις διαφορετικές νοηματοδοτήσεις του χώρου, καθώς η γιαννιώτικη κοινωνία ανά περιόδους τροποποιούσε διαρκώς την τοποθέτησή της ως προς το παρελθόν της σε σχέση με την προσδοκώμενη μελλοντική πορεία της, επαναδιαπραγματευόμενη τη θέση της στο ευρύτερο κοινωνικό, πολιτισμικό και οικονομικό πλαίσιο. Στην εργασία αυτή ανιχνεύονται για παράδειγμα τα αποτυπώματα που άφησε στο αστικό τοπίο η μετάβαση από την πολυεθνοτική, πολυθρησκευτική κοινωνία των υπό οθωμανική κυριαρχία Ιωαννίνων σε μια κοινωνία με μεγάλο βαθμό ομοιογένειας στη σύνθεση του πληθυσμού της μετά την απελευθέρωση και την ένταξη της πόλης στο ελληνικό έθνος-κράτος. Σε αυτές της συνθήκες, η γιαννιώτικη κοινωνία επεδίωξε να συγκροτήσει μια αυτοσυνείδηση θεμελιωμένη στο ιδεολογικό κατασκεύασμα της εθνικής ταυτότητας, μέσω της αποστασιοποίησης από το οθωμανικό παρελθόν της και τον εντοπισμό -ή την επινόηση- στοιχείων στην ιστορία της που να πιστοποιούν τις «ελληνικές» καταβολές της. Εξετάζεται επομένως πώς διαμέσου της αρχιτεκτονικής εγκαθιδρύθηκε μια συμβολική αφήγηση για την καταγωγή του τόπου, στον άξονα της σύνδεσής του με την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια. Έχοντας πλέον γνώση του μνημονικού φορτίου που έχει αποτεθεί στο δομημένο περιβάλλον των Ιωαννίνων, τίθεται το ερώτημα του τι σημαίνει στο παρόν της πόλης η χειρονομία εντοπισμού της μνήμης σε ορισμένους χώρους μέσω των οποίων η κοινωνία «εξοφλεί» το χρέος της να θυμάται. Συγκεκριμένα, μέσα από το παράδειγμα της οδού Ανεξαρτησίας, του κεντρικού άξονα της «παλιάς αγοράς» των Ιωαννίνων και τμήματος του ιστορικού κέντρου, αναλύεται το φαινόμενο της αισθητικοποίησης του αστικού τοπίου σε συνάρτηση με τις
3
πολιτικές κληρονομιάς, κυρίως όμως διερευνώνται οι συνέπειες που είχε η μουσειοποίηση του ιστορικού κέντρου στην συμμετοχή του σήμερα στην πόλη ως λειτουργικό τμήμα της. Η μελέτη αυτή επιδιώκει να εξετάσει το κατά πόσο η σύγχρονη πόλη των Ιωαννίνων παραμένει καθηλωμένη σε πολιτικές της κληρονομιάς, οι οποίες όχι μόνο είναι υποταγμένες στην διαιώνιση μιας ηγεμονικής αφήγησης αλλά επιπλέον αποτρέπουν την καλλιέργεια μιας ανοιχτής σχέσης της κοινωνίας με το παρελθόν. Ο ρόλος του μουσείου και του μνημείου στη σύγχρονη πόλη πρέπει να αντιμετωπιστεί με μια κριτική στάση απέναντι σε πρακτικές μνημόνευσης οι οποίες αποσκοπούν στην παθητική πρόσληψη των αφηγήσεων που προτείνουν. Ο στόχος της εργασίας τελικώς αφορά στην τεκμηρίωση της ανάγκης να βρεθούν στρατηγικές διαχείρισης του χώρου, που θα επιτρέψουν την κριτική επανερμηνεία της παγιωμένης αφήγησης του παρελθόντος των Ιωαννίνων, ώστε να προκύψουν μέσα από αυτήν εναλλακτικές προοπτικές για το μέλλον της πόλης.
4
μέρος α αστική μνήμη
Η
ΕΝΝΟΙΑ
ΤΗΣ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ
ΜΝΗΜΗΣ
Η μνήμη, ατομική ή συλλογική, πλάθει αφηγήσεις του παρελθόντος ιδωμένου μέσα από το πρίσμα του παρόντος. Για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται αλλά και συγκρατείται η μνήμη, καθοριστική υπήρξε η συμβολή του Γάλλου φιλοσόφου και κοινωνιολόγου Maurice Halbwachs1. Ο Halbwachs, ασχολούμενος με το ζήτημα κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, ανέδειξε την κοινωνική διάσταση της μνήμης εισάγοντας την έννοια της «συλλογικής μνήμης» και υποστήριξε ότι διάφορες κοινωνικές ομάδες, στο δικό τους χωρικό και χρονικό πάντα πλαίσιο, διαμορφώνουν η κάθε μία τη δική της συλλογική μνήμη. Οι ατομικές μνήμες των μελών τους προκύπτουν αντίστοιχα από την αλληλεπίδραση των διαφορετικών προσωπικών βιωμάτων τους με τη συλλογική μνήμη της εκάστοτε ομάδας στην οποία εντάσσονται. Στη βάση αυτή, ο Halbwachs διέκρινε την ιστορία από την μνήμη, καθώς η πρώτη προσφέρει μια μοναδική και συνολική εικόνα του παρελθόντος, ενώ η δεύτερη μια υποκειμενική θεώρησή του, αφού παράγεται δυναμικά μέσα από τις σχέσεις που αναπτύσσουν τα μέλη της ομάδας. Η ομάδα αυτοπροσδιορίζεται και συγκροτεί την ταυτότητά της μέσα από ένα πλέγμα ταυτίσεων και διαφορών με τους προγόνους της. Μέσω της μνήμης, επανερμηνεύει το παρελθόν σύμφωνα με
1. Φωκαΐδης Π. και Χρονάκη Α. (επιμ.), «Θέσεις της μνήμης», Αθήνα: Νήσος 2016, σελ.22
5
τις αξίες, τις πεποιθήσεις και τις προσδοκίες της, το αναδημιουργεί ώστε να γίνει το παρελθόν που απαιτεί το επιθυμητό μέλλον της. Με συνειδητές διαδικασίες επιλογής αναδεικνύει και καταγράφει στη συλλογική μνήμη της εκείνα τα στοιχεία του παρελθόντος που στηρίζουν το αφήγημα που επιθυμεί να κατασκευάσει. Η επιλογή αυτή όμως συνεπάγεται αυτονόητα τη λήθη ενός μεγάλου μέρους του παρελθόντος, υποδεικνύοντας την αναγκαιότητα της λήθης ως συστατικό στοιχείο συγκρότησης της μνήμης2. Ακόμη περισσότερο, η διασφάλιση της ταυτότητας και της ομαδικής συνοχής μπορεί να απαιτεί την ανάπλαση, τη συγκάλυψη ή και τη διαγραφή ορισμένων πτυχών του παρελθόντος που κρίνονται προβληματικές. «Άρα η μνήμη (όπως και η ίδια η κοινότητα που τη συντηρεί και συντηρείται από αυτήν) επιβιώνει καλύτερα ξεχνώντας», όπως αναφέρει σε άρθρο της3 η Ρένα Φατσέα. Ακόμη μια διαφορά της μνήμης με την ιστορία, η οποία διέπεται από σχέσεις γραμμικής αιτιότητας, εντοπίζεται στο γεγονός πως η μνήμη διαρκώς επανεξετάζει και αναπλάθει το περιεχόμενό της. Όπως παρατηρεί ο Σταύρος Σταυρίδης, η συλλογική μνήμη διαμορφώνεται στην διαδικασία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και εκδηλώνεται κοινωνικά, αλλά και με την εκδήλωσή της επιφέρει δράσεις και αντιδράσεις, συμπεριφορές με κοινωνικό πρόσημο4. Συνεπώς, συμπεραίνει πως «η συλλογική μνήμη πλάθεται στις εκδηλώσεις της... είναι οι εκδηλώσεις της»5, στις οποίες το παρελθόν δεν ανακαλείται απλώς, αλλά νοηματοδοτείται και συσχετίζεται με το παρόν ώστε να επηρεάσει την μελλοντική έκβασή του. Κατά τον Σταυρίδη, «η συλλογική μνήμη είναι σε τελευταία ανάλυση τόπος παραγωγής κοινά αναγνωρίσιμων νοημάτων»6. Καθώς η κοινωνική ομάδα αλλάζει στο χρόνο, η συλλογική της μνήμη εγγυάται την επιβίωση και αναπαραγωγή του κοινωνικού, οικοδομώντας μέσω της εκδήλωσής της μια διάρκεια, μια εστία κοινής νοηματοδότησης παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.
6
2. Τουρνικιώτης Π., άρθρο «Πρέπει να ξεχνάς για να θυμάσαι» στο περιοδικό του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ «αρχιτέκτονες», τεύχος 45, σελ.65-67 3. Φατσέα Ρ., άρθρο «Ιστορία-Μνήμη-Αρχιτεκτονική: Μια θεμελιακή σχέση για τη διασφάλιση τόπων συλλογικού νοήματος σήμερα» στο περιοδικό του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ «αρχιτέκτονες», τεύχος 45, σελ.52-54 4. Σταυρίδης Σ., κείμενο «Η σχέση χώρου και χρόνου στη συλλογική μνήμη» στο «Μνήμη και εμπειρία του χώρου» (επιμ. Σταυρίδης Σ.), Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2006, σελ.13-14 5. ό.π., σελ.14 6. ό.π., σελ.13
Η μνήμη δεν επιτελεί την επανάληψη του παρελθόντος στο παρόν, αλλά την διαμόρφωση ενός πεδίου κοινής αναφοράς για την ανάπτυξη και την ερμηνεία της δράσης από τη ομάδα που την συντηρεί.
Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΩΡΟ Η αλληλεξάρτηση μνήμης και χώρου, την οποία αναγνώρισε και ο Halbwachs επισημαίνοντας πως «κάθε συλλογική μνήμη ξετυλίγεται μέσα σ’ ένα χωρικό πλαίσιο»7, αποτελεί μια συνθήκη σχεδόν αυτονόητη. Άλλωστε, κάθε κοινωνική ομάδα καθορίζεται σε σχέση με έναν χώρο, τον οποίο όχι μόνο παράγει μετασχηματίζοντας την υλική υπόστασή του, αλλά προβάλλεται πάνω σε αυτόν, τον ερμηνεύει, τον επενδύει με κοινωνικές αξίες κινητοποιώντας μια ιδιαίτερη πλευρά της εμπειρίας του χώρου, η οποία σχετίζεται με την διαμόρφωση συμβολικών σχέσεων μεταξύ αυτού και των μελών της ομάδας8. Επομένως ο χώρος δεν αποτελεί απλώς το υπόβαθρο στο οποίο η συλλογική μνήμη συγκροτείται και με μια προφανή και αυτονόητη διαδικασία αποκρυσταλλώνεται στο δομημένο περιβάλλον, καθιστώντας τον κατ’αυτό τον τρόπο φορέα της. Η ομάδα, αποδίδοντας στον χώρο την ιδιότητα του σταθερού και αμετάβλητου, εναποθέτει την μνήμη της σε αυτόν προκειμένου να διαφυλάξει και να περιφρουρήσει την ακεραιότητα του αφηγήματός της ενάντια στη φθορά του χρόνου9. Στα τέλη του 20ου αιώνα, σε μια εποχή που η κοινωνία βίωνε έντονα την αίσθηση του ταχύτατα διευρυνόμενου χάσματος με το παρελθόν, ο Γάλλος ιστορικός Pierre Nora ασχολούμενος με το θέμα της συγκρότησης και διατήρησης της συλλογικής μνήμης χρησιμοποίησε τον όρο «τόποι της μνήμης» (lieux de mémoire)10 για να περιγράψει την διαδικασία «αγκύρωσης» της μνήμης σε ίχνη του παρελθόντος. Οι τόποι της μνήμης, κατά τον Nora, προκύπτουν ως τεκμήρια και αρχεία μέσω των οποίων η κοινωνία προσπαθεί να αντισταθεί στην λήθη, καθώς συνειδητοποιεί πως στη σύγχρονη εποχή εκλείπουν οι
7. Φωκαΐδης Π. και Χρονάκη Α., ό.π., σελ.22 8. Σταυρίδης Σ., «Η συμβολική σχέση με τον χώρο _ Πώς κοινωνικές αξίες διαμορφώνουν και ερμηνεύουν τον χώρο», Αθήνα: Κάλβος 1990, σελ.18 9. Σταυρίδης Σ., κείμενο «Η σχέση χώρου και χρόνου στη συλλογική μνήμη» στο «Μνήμη και εμπειρία του χώρου» (επιμ. Σταυρίδης Σ.), Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2006, σελ.21 10. Φωκαΐδης Π. και Χρονάκη Α., ό.π., σελ.22-23
7
συνθήκες και τα περιβάλλοντα που διατηρούσαν την μνήμη ζωντανή, αυθόρμητα παραγόμενη λόγω της σύνδεσής της με την καθημερινή εμπειρία. Κατά βάση υλικοί (π.χ. μνημεία) αλλά και άυλοι (τελετές, συμπεριφορές κ.λπ.), οι τόποι της μνήμης συμπυκνώνουν την μνήμη, την διατηρούν και την εκφράζουν. Η έννοια των τόπων μνήμης επιτρέπει τη διασαφήνιση του τρόπου με τον οποίο η μνήμη εγγράφεται σε συγκεκριμένες χωρικές διατάξεις. «Αν σε μια τοποθεσία κάτι συνέβη ή μια κοινωνική ομάδα θεωρεί ότι κάτι συνέβη, ή μια τέτοια ομάδα διηγείται ότι κάτι σημαντικό γι’ αυτήν συνέβη, τότε μια τέτοια τοποθεσία την θεωρούμε τόπο αναφοράς της συλλογικής μνήμης τούτης της ομάδας»11, αναφέρει ο Σταυρίδης. Συγκεκριμένα, η κοινωνική ομάδα ορίζει αναγνωρίσιμες τοποθεσίες, στις οποίες ίχνη του παρελθόντος εμφανίζονται ως τεκμήρια της αφήγησης που προτείνει η μνήμη και αποτελούν ερείσματα για συλλογικές αναμνημονεύσεις. Όμως, όπως διευκρινίζει στη συνέχεια ο Σταυρίδης, η σχέση με το παρελθόν που δημιουργείται στους τόπους μνήμης δεν εγκαθίσταται σε μια στιγμή και μετά διατηρείται αναλλοίωτη στο χρόνο, αλλά πρέπει να επιβεβαιώνεται με δράσεις που επενδύουν το χώρο με νόημα. «Από την προσέγγιση του Halbwachs» σχετικά με τη συγκρότηση της μνήμης, διαπιστώνει πως «λείπει η δυναμική της έγχρονης ανάκλησης της μνήμης μέσα από κοινωνικά δρώμενα. Η συγκέντρωση και συμπύκνωση των αναφορών της μνήμης τελείται σε διαφορετικές στιγμές και με διαφορετικούς ρυθμούς. Η ανέγερση ενός ναού ή ενός εθνικού μνημείου πεσόντων παράγει τέτοιους τόπους πυκνωτές, όμως η περιοδική εκτέλεση ορισμένων τελετουργιών και η προσθήκη, ανάλογα με τους ρυθμούς συγκρότησης της συλλογικής μνήμης, ανακαλούμενων γεγονότων ή νέων όρων συσχέτισής τους, είναι που καθιστά τέτοιους τόπους επιβεβαιούμενους πυκνωτές»12. Συνεπώς, η συλλογική μνήμη εγγράφεται σε ίχνη, δημιουργώντας τόπους μνήμης και παγιώνοντας χωρικές συσχετίσεις, οι οποίες οφείλουν κάθε φορά να επιβεβαιώνονται ώστε να πιστοποιούν μια σταθερότητα και συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Τα ίχνη αυτά συγκροτούνται σε ένα κοινά αναγνωρίσιμο δίκτυο, το οποίο προσφέρει ένα κατευθυντήριο πλαίσιο για την κοινωνική εμπειρία του χώρου. Ταυτόχρονα όμως τα ίχνη δεν μπορούν να αναγνωριστούν και να ερμηνευθούν εκτός του κοινωνικού τους πλαισίου, δεν υπάρχουν επομένως έξω από
8
11. Σταυρίδης Σ., ό.π., σελ.27 12. ό.π., σελ.29
την ομάδα που τα παράγει. Ο Σταυρίδης θέτει ακόμα το εξής ερώτημα: «Είναι η μνήμη άραγε εγκλωβισμένη σε τόπους, σκαλωμένη για πάντα σε ίχνη, ή μήπως αναπλάθεται σκηνοθετώντας ξανά και ξανά το περιβάλλον της εμφάνισής της;»13. Πράγματι, ως πρακτική μνημόνευσης η επιφόρτιση ορισμένων χωρικών διατάξεων με το βάρος του παρελθόντος εγκαθιδρύει την απόσταση από αυτό, αφού προϋποθέτει την αντίληψη του παρελθόντος ως κάτι τελειωμένο, συντελεσμένο, ως το προσδιορισμένο και οικείο σύνολο των όσων έχουν συμβεί, μα ταυτόχρονα απομακρυσμένο στο χρόνο και απροσπέλαστο, ανεπηρέαστο από το παρόν, ένα πεδίο από το οποίο η μνήμη αντλεί τα δομικά της στοιχεία. Η πρόθεση πίσω από την δημιουργία των τόπων μνήμης είναι η παγίωση μιας αφήγησης η οποία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ή να αλλοιωθεί, επομένως οι τόποι μνήμης θεωρητικά δεν ευνοούν την καλλιέργεια μιας ανοιχτής σχέσης με το παρελθόν, όπου επιτρέπονται οι πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες και οι αναζητήσεις των απωθημένων όψεων του παρελθόντος. Από την άλλη, η υλική δομή του χώρου δεν μνημονεύει περιοριστικά το παρελθόν. Αντιθέτως, ο χώρος επιδέχεται εγγραφές, επανεγγραφές ή και διαγραφές μνημονικών κατασκευών, καθώς η μνήμη διαρκώς επανερμηνεύει και επαναπροσδιορίζει τις χωροχρονικές σχέσεις που χειρίζεται. Τα στοιχεία του χώρου μπορούν να επανανοηματοδοτηθούν ανάλογα με την επιζητούμενη ανάγνωση του παρελθόντος και τις μεταβαλλόμενες επιδιώξεις του παρόντος από την ομάδα η οποία θυμάται, αλλά μπορούν να γίνουν και ίχνη πολλαπλών ανασυστάσεων και μνημονικών διαδρομών από διαφορετικές ομάδες, προσλαμβάνοντας έτσι στην πορεία της ζωής τους νέα στρώματα μνήμης. Συνεπώς, το συμβολικό περιεχόμενο του δομημένου περιβάλλοντος μεταβάλλεται και επαναπροσδιορίζεται διαρκώς, συμπαρασύροντας τις αναδρομικές αναγνώσεις και ερμηνείες του, οι οποίες μπορεί να είναι ριζικά αντίθετες με τις αρχικές επιδιώξεις. Πρακτικές μνημόνευσης οι οποίες δεν προσανατολίζονται στην επιβεβαίωση μιας συνέχειας μέσω της παγίωσης χωροχρονικών σχέσεων, αλλά στην παρακίνηση των συσχετίσεων, στην αναζήτηση των εναλλακτικών τροχιών του παρελθόντος που δεν ακολουθήθηκαν, μπορούν να αναδείξουν την δύναμη της μνήμης να συγκρίνει και να μετατρέψουν τον χώρο σε πεδίο όπου η συλλογική αναφορά στο παρελθόν
13. Σταυρίδης Σ., ό.π., οπισθόφυλλο
9
κινητοποιεί πολλαπλές χωρικές συσχετίσεις, θέτοντας έτσι τις βάσεις για μια κοινωνία που δεν θα απειλείται από την αντίθεση, την ετερογένεια και τον πλουραλισμό, αλλά θα τα αντέχει και θα τα επιζητεί14.
Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ Στον χώρο της πόλης διαχρονικά διαδέχονται η μια την άλλη ή κατά περιόδους συνυπάρχουν διάφορες κοινωνικές ομάδες, αναπτύσσοντας ένα πλέγμα σχέσεων αδιάκοπα μεταβαλλόμενο. Οι ομάδες αυτές, έχοντας συνείδηση ενιαίου και διακριτού συνόλου και δική της πολιτισμική φυσιογνωμία η καθεμία, προβάλλουν διεκδικήσεις γύρω από το κοινό παρελθόν και επιδιώκουν να το ανασυγκροτούν με διαφορετικούς τρόπους. Στις αντιπαραθέσεις μεταξύ τους ο αστικός χώρος κατέχει ρόλο με ειδικό βάρος, αφού η νομιμοποίηση των κατασκευασμένων αφηγημάτων και των ταυτοτήτων που θεμελιώνονται σε αυτά επιχειρείται μέσω της εδραίωσής τους στο περιβάλλον της άμεσης εμπειρίας. Το αστικό τοπίο διαρκώς επενδύεται με νέα, επάλληλα στρώματα μνήμης και επιμέρους σημεία της πόλης καθίστανται πεδία συγκρούσεων ως προς τον έλεγχο των συμβολισμών τους. Στον άξονα της ενοποίησης της πολυάριθμης και ετερόκλητης αστικής κοινωνίας, ο πολεοδομικός σχεδιασμός μεσολαβεί για την ρύθμιση της συνθήκης ετερογένειας του χώρου, ο οποίος εμπεριέχει πολλαπλές σημασίες και νοήματα, και επιχειρεί να προδιαγράψει την κοινωνική εμπειρία του χώρου και να κατασκευάσει χωρικά μια επίσημη συλλογική μνήμη που ευνοεί την παγίωση των κοινωνικών συσχετισμών. Αναπτύσσονται επομένως ερωτήματα σχετικά με την θεσμική διαχείριση της σχέσης της πόλης με το παρελθόν της, εφόσον αυτή δεσμεύεται σε ένα σύστημα πολιτικών διακυβευμάτων με στόχο να νομιμοποιήσει θεσμούς, πρακτικές ή σχέσεις εξουσίας και να συγκροτήσει πεποιθήσεις, συστήματα αξιών και συμβάσεις συμπεριφοράς15. Στη σύγχρονη πόλη η επίσημη συλλογική μνήμη συμπυκνώνεται σε συγκεκριμένες τοποθεσίες,
10
14. Σταυρίδης Σ., ό.π., σελ.34-35 15. Κοντογιάννη Χ.Μ. και Μητροκανέλου Κ., «Πόλη και ψυχή _ Κατασκευάζοντας μνήμες στο χώρο και στο χρόνο», ερευνητική εργασία προπτυχιακού διπλώματος στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Δ.Π.Θ., 2013, σελ. 100-102
σε εμβληματικά κτήρια και δημόσιους χώρους, σε μουσεία και σε αποσπασματικά υλικά τεκμήρια του παρελθόντος που με συνειδητές διαδικασίες επιλογής αναδεικνύονται σε μνημεία, προτείνοντας μια προσεκτικά οργανωμένη, κυρίαρχη αφήγηση του παρελθόντος μέσα στο αστικό τοπίο ώστε να συμβολίζουν την κοινωνική συνοχή και να υπονοούν την συνέχεια με ένα κατάλληλο ιστορικό παρελθόν. Στην Ελλάδα τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα χειραγώγησης της μνήμης μέσω του αστικού χώρου συνδέονται αναμφίβολα με τις προσπάθειες συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας μετά την ανάδυση του ελληνικού έθνους-κράτους τον 19ο αιώνα, που προϋπέθετε την ενότητα και τη συνέχεια του Ελληνισμού μέσα στο χώρο και το χρόνο. Στο πλαίσιο αυτό, οι περισσότερες ελληνικές πόλεις επανιδρύθηκαν στο πλαίσιο ενός ιδεολογικού οράματος, απαλείφοντας σχεδόν τα ίχνη του οθωμανικού παρελθόντος τους. Κατά την Φεσσά-Εμμανουήλ, «η ταυτότητα του νέου ελληνικού κράτους σφηρυλατήθηκε όχι μόνο με την παιδεία, την επιβολή μιας επίσημης εθνικής γλώσσας -της καθαρεύουσας-, την ιστορία και τη θρησκεία, αλλά και μέσα από την αστικότητα της νεοκλασικής πόλης»16. Ο νεοκλασικισμός επιβλήθηκε ως ο επίσημος αρχιτεκτονικός ρυθμός του νεοσύστατου κράτους, ως σύμβολο του εξευρωπαϊσμού και ταυτόχρονα ως επιβεβαίωση της εθνολογικής συνέχειας της χώρας με την αρχαία Ελλάδα. Στην νεώτερη εποχή εμφανίστηκε ανανεωμένο το ενδιαφέρον για τη διερεύνηση του παρελθόντος, τη διαφύλαξή του και τη μετάδοσή του στις επερχόμενες γενιές, ενώ στην αρχιτεκτονική εκδηλώθηκε ως τάση μετά το 1960, με την κριτική του μοντέρνου και την επιθυμία μελέτης των ιστορικών περιόδων που αυτό είχε απορρίψει. Στο πλαίσιο αυτού που μπορεί να περιγραφεί ως «υστερική απαίτηση να διατηρηθεί στη μνήμη ολόκληρο το παρελθόν»17, το πεδίο της δημόσιας πολιτικής που αφορά στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς συναντήθηκε με τη ρύθμιση του αστικού χώρου στην ανάδειξη των εννοιών του ιστορικού κέντρου και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Στο χώρο της πόλης η προστασία του παρελθόντος επιδιώχθηκε
16. Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., «Αριστοτέλης Ζάχος και Josef Durm _ Η αλληλογραφία ενός πρωτοπόρου αρχιτέκτονα με τον μέντορά του, 19051914», Αθήνα: ποταμός 2013, σελ.30 17. Τουρνικιώτης Π., άρθρο «Πρέπει να ξεχνάς για να θυμάσαι» στο περιοδικό του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ «αρχιτέκτονες», τεύχος 45, σελ.65-67
11
μέσω της διατήρησης τεκμηρίων από όλες τις φάσεις εξέλιξης του αστικού ιστού, ώστε να διασωθεί και να προβληθεί η ιστορική διαστρωμάτωσή του. Βεβαίως, η επιλογή διατήρησης ενός μέρους της πόλης ως ενσάρκωσης του παρελθόντος της στηρίχθηκε στην απώθηση ενός άλλου, μεγάλου μέρους της. Παράλληλα, η παράθεση των διαφόρων φάσεων έτσι ώστε να διαμορφώνουν μια συνολική αφήγηση του παρελθόντος προέκυψε από μια διαδικασία αξιολόγησης και τοποθέτησής τους σε μια εκλογικευμένη τάξη, που αντανακλά τις βεβαιότητες του παρόντος στην θεώρηση του παρελθόντος και κατασκευάζει μια κοινή, σιωπηρή αποδοχή των ιστορικών συσχετισμών που προτείνει. Οι πολιτικές της κληρονομιάς και η έμφαση που δίνεται στην ιστορική ταυτότητα της πόλης στις πολεοδομικές μελέτες των τελευταίων ετών συνδέεται άμεσα με μια τάση εμπορευματοποίησης του παρελθόντος. Η παράμετρος της προβολής και θεματοποίησης της μνήμης σε επιλεγμένες χωρικές διατάξεις αποκτά αυξημένη σημασία στα σύγχρονα προγράμματα διαχείρισης της εικόνας της πόλης (city branding), ενώ η ανάδειξη των τόπων μνήμης εντάσσεται σε ευρύτερες στρατηγικές για την ανταγωνιστικότητα του τόπου. Η μετατροπή της μνήμης σε πολιτισμική εμμονή ενέχει στοιχεία νοσταλγίας του παρελθόντος, η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει στην αισθητικοποίησή του και τον υποβιβασμό του σε μια προκαθορισμένη, αδιατάρακτη αφήγηση. Παρατηρούνται έτσι στο αστικό τοπίο επεμβάσεις οι οποίες χωροποιούν σκηνογραφικά το παρελθόν ή μεταχειρίζονται τις αρχιτεκτονικές μορφές με τρόπο τέτοιο ώστε τις αποκενώνουν από το πλούσιο νοηματικό περιεχόμενό τους.
12
μέρος β τα Ιωάννινα σήμερα
Η
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ
ΘΕΣΗ
ΤΗΣ
ΠΟΛΗΣ
Στο γεωγραφικό κέντρο της Ηπείρου βρίσκεται η σημαντικότερη πεδινή έκταση της ηπειρωτικής ενδοχώρας, το λεκανοπέδιο Ιωαννίνων. Με σχήμα στενό και επίμηκες, περιβάλλεται από επιβλητικούς ορεινούς όγκους που αναπτύσσονται με κατεύθυνση από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά. Στα ανατολικά του λεκανοπεδίου, η οροσειρά του Μιτσικελίου (1810μ.) αποτελεί διαχωριστικό όριο ως προς τα Ζαγοροχώρια, αφήνοντας όμως ένα πέρασμα προς Μέτσοβο, Θεσσαλία και Μακεδονία στον χαμηλό αυχένα του Δρίσκου. Στα δυτικά άλλα βουνά (Κούρεντα, 1172μ., κ.α.) σχηματίζουν μια ράχη που στο ένα της άκρο -προς Βορρά- χαμηλώνει, ενώ στο άλλο συναντά μια πληθώρα υψωμάτων, που ξεκινούν από το Ξηροβούνι (1614μ.) και την Ολύτσικα (1816μ.) και διαμορφώνουν τα νότια όρια του λεκανοπεδίου18. Στο μέσο της λεκάνης βρίσκεται η λίμνη Παμβώτιδα, με την πόλη των Ιωαννίνων (ή Γιάννινα/Γιάννενα) να απλώνεται στις δυτικές της όχθες. Τα Ιωάννινα είναι σήμερα η πρωτεύουσα της Περιφέρειας Ηπείρου και -με περίπου 112.000 κατοίκους πληθυσμό- το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της19. Η ανάπτυξη της πόλης διαχέεται σε μια ευρύτερη περιοχή. Η αστική περιοχή των
18. Ρογκότη-Κυριοπούλου Δ., «Γιάννινα», Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Αθήνα: Μέλισσα 1988, σελ.9-13 και ιστοσελίδα mountainsgreece.com 19. φάκελος υποψηφιότητας της πόλης των Ιωαννίνων για την διεκδίκηση του τίτλου της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης» για το 2021, σελ.3
13
Ιωαννίνων περιλαμβάνει την ιστορική πόλη των Ιωαννίνων και τους ενσωματωμένους σε αυτήν παλαιούς οικισμούς Εξοχή, Καρδαμίτσια, Πεντέλη, Βελισσάριο, Τσιφλικόπουλο, Κάτω Νεοχωρόπουλο, Ανατολή και Κατσικά, καθώς και τα αστικά προάστια Μάρμαρα, Κάτω Μάρμαρα, Άμμο, Ολυμπιάδα, Σταυράκι και Νεοχωρόπουλο. Σε άμεση επαφή με την αστική περιοχή βρίσκονται τα ημιαστικά προάστια Πέραμα, Πεδινή, Ελεούσα και Άγιος Ιωάννης. Πέρα από αυτά εκτείνεται η περιαστική και η αγροτική περιοχή των Ιωαννίνων20. Μια από τις πολλές εδαφικές εξάρσεις του λεκανοπεδίου καταλήγει σε μια μικρή, βραχώδη χερσόνησο που εισχωρεί από τα δυτικά στη λίμνη. Η χερσόνησος αυτή, όπου εντοπίζεται το Κάστρο των Ιωαννίνων, θεωρείται η θέση του αρχικού οικιστικού κυττάρου της σημερινής, εκτεταμένης πόλης21. Πρόκειται για φυσικώς οχυρή τοποθεσία -λόγω των βράχων και της στενότητάς της- που κατά το παρελθόν ενισχυόταν από την ύπαρξη τάφρου, στην οποία εισχωρούσαν τα νερά της λίμνης μετατρέποντας την χερσόνησο σε νησί, μαζί με πρόσθετα οχυρωματικά έργα (ισχυρά τείχη Κάστρου, προμαχώνας «Λιθαρίτσια»)22. Η Παμβώτιδα έως την δεκαετία του 1950, σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, συνενωνόταν με την αποξηραμένη σήμερα λίμνη της Λαψίστας23. Οι ελώδεις περιοχές σε συνδυασμό με την ανώμαλη μορφολογία του εδάφους στην στενή λωρίδα μεταξύ λίμνης και λόφων όπου αναπτύσσεται η πόλη, καθιστούσαν εμπόδια για μια συνεκτική δόμηση μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Είναι ωστόσο λογική η υπόθεση πως εκτός των τειχών του Κάστρου πρώτα κατοικήθηκαν οι περιοχές των υψωμάτων ως πιο ασφαλείς. Πρόκειται για τις περιοχές γύρω από τα υψώματα του Γαρδικίου στα βορειοδυτικά και γύρω από τον λόφο της Καστρίτσας και από τα υψώματα του Μπιζανίου στα νότια24.
14
20. συνοπτική παρουσίαση του Στρατηγικού Σχεδίου για τη Βιώσιμη Αστική Ανάπτυξη του Δήμου Ιωαννιτών στο πλαίσιο της Προγραμματικής Περιόδου 2014 – 2020, το οποίο τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση μέσω της ιστοσελίδας του Δήμου (www.ioannina.gr) 21. Νιτσιάκος Β., Αράπογλου Μ. και Καρανάτσης Κ., «Νομός Ιωαννίνων_ Σύγχρονη Πολιτισμική Γεωγραφία», Ιωάννινα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων 1998, σελ.538-555 22. Ρογκότη-Κυριοπούλου Δ., ό.π. 23. Η λίμνη αποξηράνθηκε το 1954 (στο Κανετάκης Γ.Γ., «Το Κάστρο: Συμβολή στην Πολεοδομική Ιστορία των Ιωαννίνων», διδακτορική διατριβή στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π., 1991, σελ.21). 24. Νιτσιάκος Β., Αράπογλου Μ. και Καρανάτσης Κ., ό.π., σελ.538-555
Απέναντι από την χερσόνησο του Κάστρου, ΒΑ της πόλης, βρίσκεται το λεγόμενο Νησί των Ιωαννίνων. Παρόλο που γεωγραφικά βρίσκεται πιο κοντά στο Μιτσικέλι, επικοινωνεί περισσότερο με τα Ιωάννινα, ώστε η διαμόρφωση και ανάπτυξη οικισμού σε αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πόλη25. Πέρα από την πόλη των Ιωαννίνων και τον οικισμό του νησιού, το λεκανοπέδιο είναι κατάσπαρτο με οικισμούς, τα λεγόμενα «καμποχώρια» που συνδέονται με την πόλη μέσω ενός ακτινωτού οδικού δικτύου, καθώς διατηρούν με αυτήν διαχρονικά μια σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης26. Έτσι, λόγω της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας που στρέφει τις δραστηριότητες στο εσωτερικό της λεκάνης ενώ την διαχωρίζει από την ευρύτερη περιοχή, το λεκανοπέδιο Ιωαννίνων, η πόλη, το νησί, τα καμποχώρια και η λίμνη με το ιδιαίτερο οικοσύστημά της συγκροτούν ένα αυτόνομο και ενιαίο ανθρωπογεωγραφικό σύνολο.
25. Νιτσιάκος Β., Αράπογλου Μ. και Καρανάτσης Κ., ό.π., σελ.538-555 26. ό.π.
15
εικ. 1: Το λεκανοπέδιο Ιωαννίνων και τα βουνά που το περιβάλλουν. Διάσπαρτα σε αυτό βρίσκονται τα λεγόμενα «καμποχώρια», ενώ περίπου στο κέντρο του είναι η πόλη των Ιωαννίνων.
16
εικ. 2: Η αστική περιοχή των Ιωαννίνων (που περιλαμβάνει την ιστορική πόλη των Ιωαννίνων, τους ενσωματωμένους σε αυτήν παλαιούς οικισμούς Εξοχή, Καρδαμίτσια, Πεντέλη, Βελισσάριο, Τσιφλικόπουλο, Κάτω Νεοχωρόπουλο, Ανατολή και Κατσικά και τα αστικά προάστια Μάρμαρα, Κάτω Μάρμαρα, Άμμο, Ολυμπιάδα, Σταυράκι και Νεοχωρόπουλο) και τα ημιαστικά προάστια Πέραμα, Πεδινή, Ελεούσα και Άγιος Ιωάννης
17
εικ. 3: Η θέα της πόλης των Ιωαννίνων από την Ολύτσικα (φωτογραφία του 2012)
εικ. 4: Η θέα της πόλης των Ιωαννίνων από το Μιτσικέλι (φωτογραφία του 2013)
18
Η
ΕΙΚΟΝΑ
ΤΗΣ
ΠΟΛΗΣ
ΣΗΜΕΡΑ
Όταν ταξιδεύει κανείς οδικώς από την Αθήνα στα Ιωάννινα, η διαδρομή που είναι πιθανότερο να ακολουθεί είναι μέσω της εθνικής οδού Άρτας-Ιωαννίνων. Καθώς κινείται στο λεκανοπέδιο, το τοπίο γύρω του διαμορφώνεται από εκτεταμένες γεωργικές εκτάσεις -αποτέλεσμα των εγγειοβελτιωτικών έργων και αναδασμών που έχουν γίνει- και διάσπαρτες κτηνοτροφικές και πτηνοτροφικές μονάδες. Προσεγγίζοντας την πόλη, τα μεγάλα γεωργικά τμήματα διαδέχονται οι οικοδομικές εκτάσεις και οι βιοτεχνίες, οι βιομηχανίες, οι αντιπροσωπίες αυτοκινήτων, τα πρατήρια υγρών καυσίμων, ενώ στην πορεία εμφανίζονται τα πρώτα super-markets. Δεν βλέπει την Πανεπιστημιούπολη Ιωαννίνων, η οποία είναι ένα αυτόνομο συγκρότημα που βρίσκεται σε απόσταση 6χλμ. από το κέντρο της πόλης27. Προσπερνάει όμως την κοινότητα της Ανατολής και στο σημείο όπου η εθνική οδός μετατρέπεται στην λεωφόρο Δωδώνης, εισέρχεται στην πόλη των Ιωαννίνων, ενώ μια πινακίδα τον υποδέχεται στην «πόλη των ασημουργών». Κατά μήκος της λεωφόρου, η δόμηση συνίσταται από ένα συνονθύλευμα από σύγχρονα κτήρια αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους. Τον ταξιδιώτη υποδέχονται κάποιες χαμηλού ύψους οικοδομές αλλά και κάποιες πολυκατοικίες, που χαρακτηρίζονται από μεγάλη εκφραστική ελευθερία στην μορφολογική επεξεργασία τους, αφού αλλού έχει δοθεί έμφαση στις πέτρινες επενδύσεις και τις ξύλινες κατασκευές, αλλού στην εκμετάλλευση των ογκοπλαστικών δυνατοτήτων που δίνει το μπετόν κ.λπ.. Πλησιάζοντας προς το κέντρο, το αστικό τοπίο αρχίζει να θυμίζει περισσότερο τα πρότυπα της Αθήνας, καθώς η δόμηση πυκνώνει και οι πολυκατοικίες αυξάνουν σε όγκο και ύψος, ενώ αρχίζουν να εκλείπουν οι επικλινείς στέγες με κεραμίδια. Η λεωφόρος Δωδώνης αποτελεί τον σημαντικότερο οδικό άξονα της πόλης, που διασχίζει την πλατεία Πύρρου, το εμπορικό και διοικητικό κέντρο των Ιωαννίνων. Λίγο πριν φτάσει εκεί, αυτός που οδηγεί επί της λεωφόρου περνάει μπροστά από το συγκρότημα εκπαιδευτηρίων της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων, έργο του αρχιτέκτονα Α.Ζάχου, το οποίο ξεχωρίζει όχι μόνο λόγω μεγέθους, αλλά και λόγω των εκλεκτικιστικών μορφολογικών αναφορών του στο Βυζάντιο. Το τοπίο γύρω συνθέτουν οι ογκώδεις πολυκατοικίες, σε αυτό το
27. ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (www.uoi.gr)
19
εικ.5: Επί της λεωφόρου Δωδώνης, έχοντας μόλις προσπεράσει τον οικισμό Ανατολής στην πορεία προς το κέντρο των Ιωαννίνων. Η πράσινη έκταση δεξιά είναι το πάρκο Πυρσινέλλα. Στην πινακίδα αναγράφεται «Δήμος Ιωαννιτών».
εικ.6: Λίγα μέτρα παρακάτω, μια ακόμα πινακίδα σηματοδοτεί την είσοδο στην πόλη με την επιγραφή «Ιωάννινα _ Η πόλη των ασημουργών». Στο βάθος διακρίνεται ένα πρατήριο υγρών καυσίμων και κάποια κτίσματα, με μεγάλες αδόμητες εκτάσεις ενδιάμεσα. Στις περιοχές αυτές, όπου η ιστορική πόλη συναντά τους παλαιούς οικισμούς που ιδρύθηκαν περιμετρικά από αυτήν, ο αστικός ιστός μοιάζει να «ξεφτίζει» σε ένα άναρχο τοπίο όπου η δόμηση γίνεται αποσπασματικά και χωρίς σχέδιο.
εικ. 7: Επί της λεωφόρου Δωδώνης.
εικ. 8: Καθώς μειώνεται η απόσταση από το κέντρο της πόλης, κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση κτήρια που ανακαλούν αθηναϊκά πρότυπα, όπως για παράδειγμα το εικονιζόμενο «hotel Βυζάντιο». Το γενικότερο τοπίο όμως δεν θυμίζει σε τίποτα την Αθήνα, αφού σε μεγάλο βαθμό συγκροτείται από μεγάλες εκτάσεις πρασίνου.
20
εικ. 9: Η δόμηση βαθμιαία αρχίζει να πυκνώνει.
εικ. 10: Τα κεραμίδια αρχίζουν να δίνουν τη θέση τους σε επίπεδα δώματα.
εικ. 11: Επί της λεωφόρου Δωδώνης, πλησιάζοντας στην κεντρική πλατεία της πόλης, την πλατεία Πύρρου, τα ύψη των πολυκατοικιών αυξάνονται.
εικ. 12: Το κτήριο της Νομαρχίας Ιωαννίνων επί της κεντρικής πλατείας.
21
13
εικ. 13: Ο βασικός οδικός άξονας της πόλης, που διέρχεται από την πλατεία Πύρρου και καταλήγει στο Κάστρο.
εικ. 14: Η πλατεία Πύρρου και η γύρω περιοχή, η οποία συνιστά το εμπορικό και διοικητικό κέντρο των Ιωαννίνων.
22
14
σημείο -πάντα με τις εκάστοτε εξαιρέσεις- πιο συγκρατημένες στην μορφολόγηση τους, με χρήσεις εμπορίου ή εστίασης στο ισόγειο. Τα επιβλητικά δημόσια κτήρια πληθαίνουν γύρω από την κεντρική πλατεία της πόλης. Απέναντι της, από την άλλη πλευρά της λεωφόρου, βρίσκεται το κτήριο της Νομαρχίας Ιωαννίνων, το μεγαλύτερο σε επιφάνεια και όγκο κτήριο της πόλης, σε λιτό και αυστηρό νεοκλασικό ύφος. Το κτήριο δεσπόζει στο οπτικό πεδίο αυτού που έρχεται από τα νότια, λόγω της ελαφριάς καμπύλης του δρόμου, που δεν θα του επιτρέψει να δει το Δικαστικό Μέγαρο το οποίο βρίσκεται αμέσως πριν την πλατεία αν δεν πλησιάσει αρκετά σε αυτήν. Στο βόρειο άκρο της πλατείας είναι το καφέεστιατόριο «Όασις», σχεδιασμένο από τον Α.Κωνσταντινίδη, το οποίο τα τελευταία χρόνια είχε εγκαταληφθεί και υποστεί βανδαλισμούς και μόλις πρόσφατα -στις αρχές του 2016ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση του για την επαναλειτουργία του. Στην ίδια πλευρά της λεωφόρου βρίσκεται και το συγκρότημα κτηρίων της 8ης Μεραρχίας, το οποίο ανεγέρθηκε στα τέλη της οθωμανικής περιόδου της πόλης και έχει στοιχεία κλασικιστικά. Το ίδιο ισχύει για τον Πύργο του Ρολογιού, που δεσπόζει στην νησίδα πρασίνου που μεσολαβεί μεταξύ της Μεραρχίας και της πλατείας. Πίσω από αυτήν, αν αυτός που κινείται επί της λεωφόρου παρεκκλίνει από την πορεία του και κατευθυνθεί προς τα ανατολικά, θα βρει το Πάρκο Λιθαρίτσια με το αρχαιολογικό μουσείο, επίσης έργο του Κωνσταντινίδη. Συνεχίζοντας όμως την ευθύγραμμη πορεία, διαπιστώνει πως μετά την πλατεία Πύρρου, η λεωφόρος Δωδώνης μετονομάζεται σε Αβέρωφ. Από το σημείο όπου βρίσκεται το Δημαρχείο των Ιωαννίνων, ένα κτήριο με έντονες βυζαντινές αναφορές, στο τέλος της οδού Αβέρωφ -που κατηφορίζει προς τη λίμνη Παμβώτιδαείναι πλέον ορατό το Κάστρο. Απέναντι από το Δημαρχείο τραβούν το βλέμμα δύο πολύ διαφορετικά υποκαταστήματα Τραπεζών, το υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος και το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Αυτό της ΤτΕ είναι σαφώς επηρεασμένο από τον κίνημα του μοντερνισμού, ενώ την όψη του κοσμεί η -αρχαιοελληνικής τεχνοτροπίας- σύνθεση «Πύρρος και Δωδώνη» του γλύπτη Πάρι Πρέκα28. Το άλλο, της Εθνικής, παραπέμπει με τη μορφή του στην παραδοσιακή
28. «Πάρις Πρέκας», έκδοση συνοδευτική της ομότιτλης αναδρομικής έκθεσης στο κτήριο της οδού Πειραιώς του Μουσείου Μπενάκη, που διήρκησε από τις 12 Μαρτίου έως τις 5 Μαΐου 2012, σελ.162-169
23
15 16
17
24
εικ. 16, 17: Ο εξώστης του Δημαρχείου, με μορφολόγηση εμφανώς επηρεασμένη από το Βυζάντιο. Από τον εξώστη φαίνεται το υποκατάστημα της ΤτΕ, ενώ ελάχιστα στα αριστερά διακρίνεται το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας.
εικ. 15: Το Δημαρχείο των Ιωαννίνων, με εκλεκτικιστικές βυζαντινές αναφορές. εικ. 18: Το υποκατάστημα της ΤτΕ, του οποίου την όψη κοσμεί το γλυπτό «Πύρρος και Δωδώνη».
18
πέτρινη αρχιτεκτονική της Ηπείρου29. Κατηφορίζοντας την Αβέρωφ, η κλίμακα των κτηρίων για άλλη μια φορά μικραίνει και οι πολυκατοικίες χαμηλώνουν σε ύψος και λιγοστεύουν, χωρίς βεβαίως να εξαφανιστούν τελείως. Σποραδικά εμφανίζονται κάποια παραδοσιακά κτήρια της οθωμανικής περιόδου και δίπλα τους τα σύγχρονα, χαμηλού ύψους κτίσματα, συχνά επενδύονται με άμεσες μορφολογικές αναφορές στα πρώτα. Η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του αστικού ιστού στο βόρειο άκρο της οδού Αβέρωφ οφείλεται στο γεγονός πως το τμήμα του αυτό, όπως και η ευρύτερη περιοχή περιμετρικά του Κάστρου, συνιστούν το ιστορικό κέντρο της πόλης και έχουν ενταχθεί σε καθεστώς προστασίας. Τμήμα του ιστορικού κέντρου αποτελεί και η «παλιά αγορά» των Ιωαννίνων, με κεντρικό άξονα την -κάθετη στην Αβέρωφ- πλακοστρωμένη οδό Ανεξαρτησίας. Η περιοχή αυτή περιμετρικά των τειχών προσελκύει την πλειονότητα των τουριστών που επισκέπτονται την πόλη, συνεπώς τα καταστήματα που υπάρχουν εκεί απευθύνονται σε αυτό το κοινό (καταστήματα με τουριστικά είδη, ζαχαροπλαστεία, καταστήματα κοσμημάτων και ασημικών κ.α.), ενώ υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση χώρων εστίασης και αναψυχής οι οποίοι εξυπηρετούν και τον φοιτητικό πληθυσμό των Ιωαννίνων. Φτάνοντας στο Κάστρο, η ευθύγραμμη πορεία αναγκαστικά σταματάει. Το Κάστρο με τον παραδοσιακό οικισμό του αποτελεί σημείο αναφοράς για την πόλη. Έχοντας κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο ήδη από το 1925, η καστρινή πολιτεία αποτελεί έναν θύλακα μνήμης εντός του αστικού ιστού. Στο εσωτερικό του Κάστρου εντοπίζονται τα σημαντικότερα μουσουλμανικά μνημεία της οθωμανικής περιόδου, όπως το τζαμί του Ασλάν πασά -το οποίο σήμερα στεγάζει το Δημοτικό Εθνογραφικό Μουσείο Ιωαννίνωνστην βορειοδυτική ακρόπολη και η οθωμανική βιβλιοθήκη, τα λουτρά και το Σουφαρί σεράι (ή «μέγαρο των ιππέων») -σήμερα Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου30- σε κοντινή απόσταση, αλλά και το «Φετιχιέ» τζαμί (ή «τζαμί της κατάκτησης»), ο τάφος του Αλή Πασά και το θησαυροφυλάκιο -το οποίο φιλοξενεί μόνιμη έκθεση αργυροτεχνίας- που μαζί με το Βυζαντινό μουσείο δημιουργούν στην νοτιοανατολική ακρόπολη «Ίτς Καλέ» ένα μικρό πολιτιστικό
29. «Πώς γεννιέται ένα κτίριο _ Το Κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στα Γιάννενα», άρθρο στο περιοδικό «Εμείς _ Ο κόσμος της Εθνικής Τράπεζας», τεύχος 21, Σεπτέμβριος 1989, σελ.6-13 30. ιστοσελίδα του Ιστορικού Αρχείου Ηπείρου (gak.ioa.sch.gr)
25
εικ. 19: Επί της οδού Αβέρωφ κατηφορίζοντας προς τη λίμνη. Δεξιά διακρίνονται τα τείχη του Κάστρου. Η κίνηση των οχημάτων στο σημείο αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς πολλοί από τους κάθετους δρόμους είναι πεζοδρομημένοι.
εικ. 20: Η περιοχή γύρω από το Κάστρο εντάσσεται στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Πίσω από τα συγκεκριμένα κτήρια απλώνεται η παλιά αγορά των Ιωαννίνων.
εικ. 21: Στην αρμονία των κτηρίων του ιστορικού κέντρου αντιπαραβάλλονται λίγες διάσπαρτες πολυκατοικίες, οι οποίες ξεχωρίζουν σε σχέση με το περιβάλλον τους καταρχήν λόγω ύψους, όπως αυτή που εικονίζεται.
εικ. 22: Η οδός Αβέρωφ, φτάνοντας στα τείχη του Κάστρου, καμπυλώνει και συνεχίζει παραλίμνια. Εδώ, τα ισόγεια χρησιμοποιούνται ως επί το πλείστον για να στεγάσουν καταστήματα τουριστικών ειδών ή χώρους εστίασης.
26
23
εικ. 23: Μια από τις πολλές πύλες των τειχών του Κάστρου, όπως φαίνεται από το εσωτερικό.
πάρκο, χώρο δρώμενων και συναυλιών το καλοκαίρι. Εντός των τειχών διασώζεται και ένα από τα λίγα μνημεία της εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων, η παλιά Συναγωγή Καλ Καντός Γιασάν (ή αλλιώς «Μέσα Συναγώι»)31. Στο εσωτερικό του Κάστρου η πρόσβαση οχημάτων επιτρέπεται μόνο στους κατοίκους του και στα ταξί. Η οδός Αβέρωφ συνεχίζει εξωτερικά των τειχών, με διαφορετικό όνομα πλέον (λεωφ.Καραμανλή), προς το Μώλο όπου και διακλαδίζεται. Η κατεύθυνση προς τα ανατολικά στρέφεται προς τα πίσω, περιμετρικά των τειχών του Κάστρου και παράλληλα με τη λίμνη προς τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες της πόλης. Η δε δυτική διαχωρίζει το παραλίμνιο μέτωπο του ιστορικού κέντρου από τις ζώνες περιπάτου και τους ποδηλατόδρομους που έχουν δημιουργηθεί πλάι στην Παμβώτιδα στο σημείο από όπου αναχωρούν καραβάκια για το Νησί, οδηγώντας τελικά στην έξοδο της πόλης προς τον ημι-αστικό οικισμό του Περάματος.
31. ιστοσελίδα του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου (www.kis.gr), για το ιστορικό της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων
27
εικ. 24: Στο εσωτερικό του Κάστρου, στο βάθος διακρίνεται ο μιναρές του τζαμιού του Ασλάν πασά, δεξιά η οθωμανική βιβλιοθήκη και αριστερά ένα μικρό μέρος του Σουφαρί σεραγιού.
εικ. 25: Η οθωμανική βιβλιοθήκη. Το κτήριο είναι σε καλή κατάσταση (σε αντίθεση με τα λουτρά που είναι σε κοντινή απόσταση), αλλά είναι περιφραγμένο και δεν χρησιμοποιείται.
εικ. 26: Το Σουφαρί σεράι, το οποίο σήμερα στεγάζει το Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου.
εικ. 27: Η κεντρική πύλη προς την νοτιοανατολική ακρόπολη του Κάστρου, γνωστή ως «Ίτς Καλέ».
εικ. 28: Στην ΝΑ ακρόπολη, στο βάθος διακρίνεται ο μιναρές του «Φετιχιέ» τζαμιού και αριστερά το κτήριο των μαγειρείων, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως αναψυκτήριο για τους επισκέπτες. Οι εικονιζόμενοι κατευθύνονται σε εκδήλωση για τα εγκαίνια του μουσείου Αργυροτεχνίας στην ακρόπολη, που έγιναν τον Σεπτέμβριο του 2016.
28
29
εικ. 29, 30: Στο εσωτερικό του Κάστρου, το οποίο τελεί υπό καθεστώς προστασίας και αποτελεί έναν θύλακα ιστορίας μέσα στον αστικό ιστό.
30
29
εικ. 30: Στο παραλίμνιο μέτωπο στον Μώλο κυριαρχούν οι χώροι εστίασης, με τραπεζοκαθίσματα να καταλαμβάνουν σημαντικό τμήμα του πεζοδρομίου. εικ. 31: Παράλληλα με τη λίμνη υπάρχει ζώνη περιπάτου αλλά και ποδηλατόδρομος, ενώ καραβάκια όπως αυτό που εικονίζεται εκτελούν τακτικά δρομολόγια προς το Νησί.
30
31
30
μέρος γ ο χώρος της πόλης ως μέσο αφήγησης του παρελθόντος
ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΙΩΑΝΝΙΝΑ Στο σύγχρονο αστικό τοπίο των Ιωαννίνων επιβιώνουν διάφορα αποσπασματικά τεκμήρια της ιστορίας της πόλης και απομεινάρια του παρελθόντος. Η συλλογική μνήμη επεμβαίνει για να συνθέσει όλες τις επιστρώσεις του χρόνου, όλα αυτά τα ίχνη, σε μια δική της, υποκειμενική, αφήγηση του παρελθόντος. Για τον σκοπό αυτό, εντοπισμένοι χώροι της πόλης μετατρέπονται σε τόπους αναμνημόνευσης, οι οποίοι διηγούνται το παρελθόν των Ιωαννίνων και συγκροτούν ένα πλαίσιο νοημάτων με βάση το οποίο οι κάτοικοι και επισκέπτες της πόλης «διαβάζουν» τους συμβολισμούς και τις σημασίες που εμπεριέχονται στο δομημένο περιβάλλον. Σήμερα, η αστική μνήμη των Ιωαννίνων συμπυκνώνεται σε ένα πυκνό δίκτυο μουσείων και ιστορικών μνημείων32 που καλύπτουν μια μακρά περίοδο από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεώτερους χρόνους. Η πόλη αριθμεί περισσότερα από 15 μουσεία, διάσπαρτα σε όλη την έκτασή της. Τα μνημεία της, τα οποία μπορούν να διακριθούν σε αρχαιολογικούς χώρους, βυζαντινά και μεταβυζαντινά, αλλά και νεώτερα μνημεία, απαντώνται κυρίως στο Νησί, το Κάστρο και την περιοχή γύρω από αυτό. Στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία περιλαμβάνονται το ίδιο το Κάστρο και ολόκληρος ο εντός αυτού οικισμός και τα μνημεία του, οι 7 χριστιανικοί ναοί της πόλης και τα μοναστήρια, αλλά και αρκετά τζαμιά, μεντρεσέδες, σχολεία, διοικητικά κτήρια, τεκέδες και άλλα είδη κτισμάτων, των οποίων
32. Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Δήμου Ιωαννιτών 2016-2019, Α’Φάση Στρατηγικός Σχεδιασμός, Ιανουάριος 2016, σελ.33-36
31
32
η κατασκευή τοποθετείται μεταξύ 1870 και 1910 και επιβιώνουν ακόμα, ως η κληρονομιά της οθωμανικής περιόδου στα Ιωάννινα. Στα δε νεώτερα μνημεία συγκαταλέγονται κτήρια και κτηριακά σύνολα, αρχοντικά, επώνυμα μέγαρα και μεσοαστικά κτίσματα, νεοκλασσικά κτήρια των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά και χάνιαπανδοχεία και στοές, κυρίως στην οδό Ανεξαρτησίας και τις παρόδους της, όπου βρίσκεται η «παλιά αγορά» της πόλης. Το Κάστρο και η γύρω περιοχή που αποτελούν το ιστορικό κέντρο της πόλης έχουν υπαχθεί σε καθεστώς προστασίας, ώστε να αντιπροσωπεύουν έναν θύλακα μνήμης μέσα στον αστικό τοπίο, μια αναλλοίωτη εικόνα της πόλης όπως αυτή -θεωρητικά- υπήρξε κάποια στιγμή στο παρελθόν. Παρακάτω αναλύονται οι λόγοι που οδήγησαν στην ανάγκη να υπάρξει θεσμική μέριμνα για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ιωαννίνων και η βαρύτητα του παράγοντα της εμπορευματοποίησης της μνήμης στις προσπάθειες για τη διαφύλαξή της.
33 εικ. 32, 33: Εβραϊκή κατοικία στη διασταύρωση των οδών Κουντουριώτη και Σκουφά. Το άστρο του Δαυίδ διακρίνεται κάτω από τα παράθυρα.
Η μεταπολεμική ανάπτυξη και η ανάγκη προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς - η διαμόρφωση του ιστορικού κέντρου Κατά τις δεκαετίες ’30 και ’40 οι ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές συνέβαλαν στον μετασχηματισμό του χαρακτήρα της μικρής επαρχιακής πόλης που διατηρούσαν μέχρι τότε τα Ιωάννινα. Την αλλοίωση της φυσιογνωμίας της πόλης και των πολιτισμικών χαρακτηριστικών της ως συνέπεια της εκβιομηχάνισής της περιέγραψε στην συλλογή διηγημάτων του «Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης»33 -η οποία πρωτοεκδόθηκε το 1953 και σε πλήρη μορφή το 1963- ο Δημήτρης Χατζής. Ιδιαίτερα στο διήγημα «Ο Σιούλας ο ταμπάκος» περιγράφεται η ανατροπή που συντελέστηκε στο αυστηρά ιεραρχημένο σκηνικό της γιαννιώτικης κοινωνίας, καθώς με την ανάπτυξη νέων μεθόδων βιοτεχνικής και βιομηχανικής παραγωγής τα συντεχνιακά επαγγέλματα όπως οι ταμπάκοι (βυρσοδέψες), που είχαν μείνει ως κατάλοιπα του 19ου αιώνα, οδηγήθηκαν στην περιθωριοποίηση. Μετά τις εκτεταμένες καταστροφές που υπέστη η Ήπειρος στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου, βρέθηκε στην μεταπολεμική περίοδο να αποτελεί το φτωχότερο τμήμα της
32
33. Χατζής Δ., «Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης», Αθήνα: Το Ροδακιό 1999
34
35
εικ. 34: Η οδός Κουντουριώτη στην εβραϊκή συνοικία γύρω στο 1898. Δεξιά, σε πρώτο πλάνο, φαίνεται η παλαιότερη από τις δύο κατοικίες της οικογένειας Λεβή, μέλος της οποίας ήταν ο Δαβιτσών Εφέντης (Δαβίδ Λεβής) (18321913) που διετέλεσε για πολλά χρόνια πρόεδρος της Ρωμανιώτικης Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων.
εικ. 35: Στο ίδιο σημείο με την εικ.34 το 2016, δεξιά διακρίνεται η κατοικία της οικογένειας Λεβή, η οποία κηρύχθηκε διατηρητέα το 1981 διότι «αποτελεί αξιόλογο δείγμα επαρχιακού νεοκλασσικισμού με αυστηρά λιτές και συμμετρικές όψεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα επί μέρους μορφολογικά στοιχεία, όπως είναι οι λαξευτές πέτρες, που τονίζουν τις γωνίες του κτιρίου, τα κιγκλιδώματα των ανοιγμάτων, η σιδεριά και τα διακοσμημένα φουρούσια του μπαλκονιού.» 36
εικ. 36: Μνημείο στη μνήμη των Γιαννιωτών Εβραίων που συνελήφθησαν από τα Ναζιστικά στρατεύματα κατοχής στις 25 Μαρτίου του 1944. Το μνημείο αυτό, με το γλυπτό του Γιώργου Χουλιαρά, ανεγέρθηκε με πρωτοβουλία του Δήμου Ιωαννιτών το 1996 στη συνοικία «Λειβαδιώτη» όπου άλλοτε έμενε μεγάλο τμήμα της Εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων.
33
ελληνικής επικράτειας. Έτσι, το 1950 συγκλήθηκε στα Ιωάννινα το τρίτο Περιφερειακό Συνέδριο Ανορθώσεως της Χώρας (τα δύο πρώτα είχαν γίνει στην Μακεδονία και στην Θράκη)34. Οι στόχοι που τέθηκαν σε αυτό το συνέδριο αφορούσαν την ανασυγκρότηση της γεωργίας μέσω της εκπαίδευσης, της χρήσης νέων μέσων και των εγγειοβελτιωτικών έργων (ενδιαφέρον για την αποξήρανση της λίμνης της Λαψίστας είχε ήδη εκδηλωθεί από το 1937 αλλά μεσολάβησε ο πόλεμος35), την ενίσχυση της οικοτεχνίας, την ανάπτυξη του ηλεκτρισμού στην Ήπειρο, την βελτίωση του δικτύου συγκοινωνιών -που περιλάμβανε και την βελτίωση του αεροδρομίου των Ιωαννίνων- και την ενίσχυση του τουρισμού. Η Γενική Γραμματεία Τουρισμού ανακήρυξε τα Ιωάννινα τουριστικό τόπο, «έχουσα υπ’όψει της τας μεγάλας τουριστικάς δυνατότητας που προσφέρει προς εκμετάλλευσιν η περιοχή της Ηπείρου, εξαίρετος από απόψεως φυσικών καλλονών, γνωστή δια τον πλούτον των λαμπρών βυζαντινών μνημείων και την εν αυτή σχεδόν αδιάλλειπτον συνέχισιν εντόνου ιστορικού βίου...»36. Πέρα από την οικονομική ενίσχυση για την ανασυγκρότηση των ξενοδοχείων της Ηπείρου, αποφασίστηκε και η -υπό τη διεύθυνση του Υπουργείου Παιδείας- αναστήλωση των ιστορικών μνημείων της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων και αυτών των Ιωαννίνων, συγκεκριμένα του Ασλάν Τζαμί, του τάφου του Αλή Πασά και της βιβλιοθήκης στο Κάστρο αλλά και των βυζαντινών ναών στο Νησί. Η έμφαση στην ανάπτυξη του τουρισμού αποτελούσε σημαντικό στοιχείο και στην πολεοδομική μελέτη37 (Σχέδιο και Πρόγραμμα για την Ανάπτυξη της Πόλης) που εκπονήθηκε από το γραφείο Δοξιάδη το 1966 με ανάθεση από το Υπουργείο Συντονισμού38, σε μια προσπάθεια επιβολής κρατικού ελέγχου στην απρογραμμάτιστη ανάπτυξη και την αποτύπωσή της
34
34. εβδομαδιαίο δελτίο του Υπουργείου Συντονισμού (Υ.Σ.Ε.Σ.Α.) «Αγών Επιβιώσεως», Έτος Γ’, Τόμος Δ’, Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 1950, Αριθμ. Φύλλου 72 35. ό.π. 36. ό.π. 37. Γραφείο Δοξιάδη - Σύμβουλοι για Ανάπτυξη και Οικιστική, «Ιωάννινα _ Σχέδιο και πρόγραμμα για την ανάπτυξη της πόλης», τελική μελέτη 1966, DOX-GRE-A181 38. Με φορέα το Υπουργείο Συντονισμού εκπονήθηκαν κατά το διάστημα 1963-1966 χωροταξικές μελέτες για τη Θεσσαλία, την Πελοπόννησο και την Κρήτη, ρυθμιστικά για τις πόλεις Ηπείρου και Κρήτης και δέκα τουριστικής ανάπτυξης, σε μια πρώιμη προσπάθεια πολεοδομικής ρύθμισης του χώρου (στο Φιλιππίδης Δ., «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική», Αθήνα: Μέλισσα 1984, σελ.329-330).
στον αστικό χώρο. Αυτή η μελέτη, η οποία έπρεπε να προτείνει πρόγραμμα για την κάλυψη των αναγκών της πόλης μέχρι το έτος 2000, αποτελούσε μία μόνο από τις μελέτες που έκανε το γραφείο για πόλεις της Ηπείρου (Άρτα, Πρέβεζα κ.λπ.). Για τις προοπτικές της πόλης στο μέλλον, το γραφείο δεν προέβλεπε «ούτε μεγάλη απασχόληση του πληθυσμού στη γεωργία ούτε ίδρυση μεγάλων βιομηχανικών μονάδων στην πόλη. Αντίθετα προβλέπεται ανάπτυξη της τουριστικής κίνησης με την κατασκευή των προγραμματισμένων δρόμων σύνδεσης της Ηπείρου με τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, την αξιοποίηση των ακτών της Ηπείρου και την προβολή των τοπικών εκδηλώσεων και σημείων έλξης (Φεστιβάλ Δωδώνης, χαρακτήρας της πόλης, μνημεία αρχιτεκτονικής, λίμνη, σπήλαιο, κ.λπ.). Επίσης προβλέπεται ότι εκτός από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου που λειτουργεί ήδη σήμερα, θα λειτουργήσουν στο μέλλον η Φυσικομαθηματική και άλλες ανώτατες σχολές. ΄Έτσι η πόλη προβλέπεται να παραμείνει και να αναπτυχθεί σαν το μεγάλο διοικητικό, πνευματικό, τουριστικό και συγκοινωνιακό κέντρο της ΒΔ Ελλάδας.»39 Στην μελέτη αυτή υπήρχε εκτεταμένη αναφορά στην κατάσταση των Ιωαννίνων, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί μέχρι τη δεκαετία του ’60. Παρά τις επεμβάσεις των προηγούμενων δεκαετιών στον αστικό ιστό, διατηρούνταν η -οθωμανικής προέλευσηςδιάσπαση σε συνοικίες (/μαχαλάδες), οι οποίες ήταν λειτουργικά αυτοτελείς και η κάθε μια διέθετε δικό της κέντρο γύρω από το οποίο αναπτυσσόταν ακτινωτά. Στις παλαιές συνοικίες ήρθαν να προστεθούν νέες στις παρυφές της πόλης, ενώ ο ιστός άρχισε να πυκνώνει με παράλληλη μείωση των κενών χώρων, καθώς η μέτρια οικοδομική δραστηριότητα των προηγούμενων ετών (στην οποία ανήκε και η δημιουργία του προσφυγικού συνοικισμού «Ανατολή») σημείωσε μετά το 1955 αισθητή άνοδο. Η πόλη επεκτεινόταν με ταχύτατο ρυθμό κατά μήκος των μεγάλων υπεραστικών αξόνων, με συμπύκνωση όμως των λειτουργιών στο κέντρο της, γεγονός που οδηγούσε σε συμφόρηση και δημιουργούσε ανάγκη για πρόσθετο χώρο. Τα προβλήματα αυτά αντιμετωπίστηκαν αντίστοιχα με την διαπλάτυνση των υφιστάμενων οδών και με την κατεδάφιση κτηρίων για την οικοδόμηση νέων, μεγαλύτερων. Άλλωστε, κατά την περίοδο 1950-1960 είχε δημιουργηθεί ένα κύμα εσωτερικής
39. Γραφείο Δοξιάδη - Σύμβουλοι για Ανάπτυξη και Οικιστική, «Ιωάννινα _ Σχέδιο και πρόγραμμα για την ανάπτυξη της πόλης», ό.π., σελ.3
35
37
εικ. 37: Η εξέλιξη της πόλης μέχρι το 1965.
εικ. 38: Η δομή της πόλης, ο διαχωρισμός της σε ευρύτερες περιοχές και σε μικρότερες συνοικίες.
38
μετανάστευσης στην ηπειρωτική ενδοχώρα, που κατευθύνθηκε προς τα Ιωάννινα -αλλά και προς το εξωτερικό- και δημιούργησε την ανάγκη στέγασης του πληθυσμού. Αυτή καλύφθηκε με την εμφάνιση της πολυκατοικίας και του θεσμού της αντιπαροχής, αλλά και με αυθαίρετη δόμηση, χωρίς την ύπαρξη ουσιαστικά ενός θεσμικού πλαισίου ελέγχου της ραγδαίας ανάπτυξης της πόλης. Τα φαινόμενα αυτά, όπως προειδοποιούσε το γραφείο Δοξιάδη, έθεταν σε κίνδυνο τον «αισθητικό χαρακτήρα της πόλης», ο οποίος αποτελούσε «έναν πλούτο πνευματικό και υλικό για την πόλη, πνευματικό από άποψη διατήρησης των αξιών της παράδοσης και υλικό γιατί θα μπορούσε να αποτελέση ένα από τους κυριώτερους τουριστικούς πόρους της πόλης στο μέλλον»40. Κατά το γραφείο Δοξιάδη, τον αισθητικό χαρακτήρα της πόλης συνέθετε το τοπίο σε συνδυασμό με τα παλιά κτήρια με την
36
40. Γραφείο Δοξιάδη - Σύμβουλοι για Ανάπτυξη και Οικιστική, «Ιωάννινα _ Σχέδιο και πρόγραμμα για την ανάπτυξη της πόλης», ό.π., σελ.49
39
ιδιότυπη αρχιτεκτονική τους, είτε μεμονωμένα είτε -κυρίωςσαν σύνολα. Τα νεότερα κτήρια από οπλισμένο σκυρόδεμα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης όμως, τα οποία συνήθως χτίζονταν από εργολάβους, επέβαλαν μια νέα αισθητική στο αστικό τοπίο, ενώ οι προθέσεις αρχιτεκτονικής, όταν υπήρχαν, περιορίζονταν στην άκριτη υιοθέτηση τοπικών μορφολογικών στοιχείων. Για την διατήρηση του χαρακτήρα της πόλης επομένως, κατά την πρόταση του γραφείου ήταν απαραίτητη η ανακήρυξη διατηρητέων περιοχών και η διατύπωση όρων για την μελλοντική ανοικοδόμηση στις υπόλοιπες περιοχές της πόλης. Η δυσκολία εντοπιζόταν στην εύρεση των συνθετικών αρχών οι οποίες ταυτόχρονα να εξασφαλίζουν «τη διατήρηση των αξιών της τοπικής κάτοψης (π.χ. υπαίθριος εσωτερικός πυρήνας) και τη γνήσια απλή αρχιτεκτονική έκφραση με σύγχρονα υλικά και με αποφυγή τόσο των μιμήσεων όσο και των εκζητήσεων στη μορφή»41, αλλά και συγκεκριμένων συνθηκών ηλιασμού, αερισμού, υγιεινής και θέας.
41. ό.π., σελ.80
40
εικ. 39: Δείγματα της τοπικής αρχιτεκτονικής.
εικ. 40: Γειτονιές των Ιωαννίνων, που κατά το γραφείο Δοξιάδη συνέθεταν τον «αισθητικό χαρακτήρα» της πόλης.
37
Η πρόταση Δοξιάδη μπορεί να μην υλοποιήθηκε, αλλά προέβλεψε με ακρίβεια την κατεύθυνση που θα έπαιρνε η ανάπτυξη των Ιωαννίνων τα επόμενα χρόνια. Πράγματι, η διαδικασία της ανάπτυξης δεν επικεντρώθηκε στη μετατροπή των Ιωαννίνων σε μια σύγχρονη βιομηχανική πόλη, αλλά αντίθετα παρέμεινε πόλη βασικά μεταπραττική, με ανάπτυξη κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών και έμφαση στον τουρισμό. Παράλληλα, η ίδρυση των υπόλοιπων τμημάτων που μαζί με την Φιλοσοφική Σχολή απάρτιζαν το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων είχε ως έμμεση συνέπεια την εμφάνιση κέντρων διασκέδασης κ.λπ. που απευθύνονταν στην φοιτητική κοινότητα της πόλης42. Οι εκκλήσεις που διατυπώνονταν στην πρόταση του γραφείου Δοξιάδη για την προστασία της παραδοσιακής γιαννιώτικης αρχιτεκτονικής εισακούστηκαν με την ένταξη της περιοχής γύρω από το Κάστρο σε καθεστώς προστασίας το 197843 -και αφού είχε υποστεί ήδη μεγάλες αλλοιώσεις- και την επέκταση του καθεστώτος προστασίας σε μεγαλύτερο τμήμα του αστικού ιστού το 198544 και το 198945, προσδιορίζοντας στο χώρο τα όρια του «ιστορικού κέντρου». Αντίστοιχες σωστικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες λαμβάνονταν την ίδια περίοδο για πολλές ελληνικές πόλεις, καθώς γρήγορα συνειδητοποιήθηκε ότι το παραδοσιακό περιβάλλον κινδύνευε να χαθεί οριστικά ως επίπτωση της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης της μεταπολεμικής περιόδου46. Μια εικόνα της μεταστροφής στις αντιλήψεις περί προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς που συντελείται από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και έπειτα47, δίνει και η παράλληλη ανατροπή στην διαδικασία των κηρύξεων διατηρητέων, η οποία διαπιστώνεται μελετώντας τον «Διαρκή κατάλογο των κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδος»
38
42. Νιτσιάκος Β., Αράπογλου Μ. και Καρανάτσης Κ., ό.π., σελ.538-555 43. Π.Δ. από 31-1-1978, ΦΕΚ 71/Δ/27-2-1978 44. Π.Δ. από 23-1-1985, ΦΕΚ 48/Δ/22-2-1985 45. Π.Δ. από 28-7-1989, ΦΕΚ 605/Δ/2-10-1989 46. Φιλιππίδης Δ., ό.π., σελ.327-328 47. Στον γενικότερο προβληματισμό της περιόδου ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε και η ανακήρυξη του 1975 ως έτος Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, που πυροδότησε ένα πλήθος σχετικών εκδηλώσεων στην Ελλάδα, αλλά και την επιβολή νομοθετικών ρυθμίσεων για την προστασία του πρόσφατου αρχιτεκτονικού παρελθόντος, παραδοσιακού και νεοκλασικού (στο Φιλιππίδης Δ., «Ανώνυμη αρχιτεκτονική στην Ελλάδα ή ο Έλληνας Ράποπορτ» στο Rapoport A. και Φιλιππίδης Δ., «Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες», Αθήνα: Μέλισσα 2010, σελ.212).
για την πόλη των Ιωαννίνων48. Οι κηρύξεις διατηρητέων μνημείων στα Ιωάννινα είχαν ξεκινήσει ήδη από την δεκαετία του ’20, λίγα μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1913. Αυτές οι πρώτες κηρύξεις των δεκαετιών ’20 και ’30, αφορούσαν αποκλειστικά βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία, συγκεκριμένα το Κάστρο, τα 5 μοναστήρια στο Νησί και κάποια εμβληματικά δημόσια κτίσματα της οθωμανικής περιόδου, ως επί το πλείστον τζαμιά. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε η οικία Μίσιου, ένα αρχοντικό των Ιωαννίνων το οποίο ανακηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο το 1936, ενώ είχε «περάσει» στην ιδιοκτησία της εκκλησίας, η οποία πλέον φέρει τον χαρακτηρισμό του νεώτερου μνημείου. Με μια ενδιάμεση παύση κατά τη δεκαετία του ’40, οι κηρύξεις συνεχίστηκαν μέχρι το 1970 με βραδύ ρυθμό, ενώ μια απόφαση του 1961 έθεσε υπό καθεστώς προστασίας τον οικισμό στο εσωτερικό του Κάστρου. Σε διάστημα 2 δεκαετιών, μεταξύ ’50 και ’70, κηρύχθηκαν ελάχιστα και σχεδόν ισάριθμα βυζαντινά/ μεταβυζαντινά και νεώτερα μνημεία. Στην πρώτη κατηγορία μεταξύ άλλων περιλαμβανόταν η εβραϊκή συναγωγή κα το Σουφαρί σεράι στο Κάστρο, όπως και ο προμαχώνας «Λιθαρίτσια». Επίσης διατηρητέα κηρύχθηκαν ακόμα κάποια γιαννιώτικα αρχοντικά, μια οικία «λαϊκής αρχιτεκτονικής ιδιοκτησίας της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων» το 1959 και το «σπίτι (/σεράι) του Πασά Kαλού» το 1961, τα οποία χαρακτηρίζονται ως μεταβυζαντινά μνημεία και η οικία Ιωαννίδου το 1952, η οικία Πυρσινέλλα το 1953 και μια οικία στην οδό Σούτσου απέναντι από το Κάστρο το 1964, τα οποία χαρακτηρίζονται νεώτερα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως στα κείμενα των κηρύξεων προ της δεκαετίας του ’70 σπανίως προσφερόταν αιτιολόγηση για την απόφαση, ως να ήταν αυταπόδεικτη η ανάγκη προστασίας των συγκεκριμένων μνημείων λόγω της ιδιαιτέρης αρχιτεκτονικής και ιστορικής αξίας τους. Μόνο για την οικία στην οδό Σούτσου αναφέρεται ρητώς η «ιδιάζουσα σημασία της αρχιτεκτονικής και των ξυλόγλυπτων κουφωμάτων» της ως ο λόγος για την κήρυξή της ως νεώτερο μνημείο. Από την εποχή περίπου που διαμορφώθηκε για πρώτη φορά το ιστορικό κέντρο της πόλης στην περιοχή γύρω από το Κάστρο το 1978, η διαδικασία κήρυξης διατηρητέων άλλαξε
48. ιστοσελίδα του καταλόγου (listedmonuments.culture.gr)
39
ριζικά. Η πρώτη, εμφανής αλλαγή αφορά στην χρονολόγηση των μνημείων, καθώς από το 1970 και έπειτα άρχισαν να κηρύσσονται διατηρητέα κτήρια πολύ μεταγενέστερα αυτών που κηρύσσονταν μέχρι τότε, τα οποία είχαν ανεγερθεί τουλάχιστον μισό αιώνα πριν την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Για παράδειγμα, με την ίδια απόφαση το 1977 χαρακτηρίστηκαν «χρήζοντα ειδικής κρατικής προστασίας λόγω του ιδιαιτέρου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος τους» το συγκρότημα των κτηρίων της 8ης Μεραρχίας και η Παπαζόγλειος Υφαντική Σχολή, των οποίων η ανέγερση μπορεί να τοποθετηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Δύο χρόνια αργότερα κηρύχθηκε ως «έργο τέχνης που χρειάζεται ειδική προστασία» ένα κτήριο του Μεσοπολέμου, το Δημαρχείο, «επειδή είναι έργο του Α.Ζάχου (1930-1931) με στοιχεία βυζαντινά, αναγεννησιακά και τοπικής αρχιτεκτονικής». Οι κηρύξεις ως διατηρητέων, κτηρίων τα οποία ανεγέρθηκαν κατά την μεταπολεμική περίοδο και έπειτα, εντοπίζονται στον 21ο αιώνα. Το 2003 χαρακτηρίστηκε μνημείο το κτήριο της «Όασης», καθώς «αποτελεί αξιόλογο δείγμα κτηρίου της δεκαετίας 19601970» με ιδιαίτερα αξιόλογα αρχιτεκτονικά στοιχεία, λειτουργικό και αρμονικά ενταγμένο στον περιβάλλοντα χώρο, «είναι έργο του σημαντικού σύγχρονου Έλληνα αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη (1913-1993), ο οποίος σημάδεψε την πορεία της Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής» και τέλος «πέραν των επιμέρους αρχιτεκτονικών αξιών, αποτελεί χαρακτηριστικό σημείο αναφοράς - τόπο συνάντησης των κατοίκων των Ιωαννίνων και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη (η «Όαση») με τη νεότερη ιστορία της πόλης και με τις μνήμες των κατοίκων της». Παρεμφερής ήταν η αιτιολόγηση για την κήρυξη της Νέας Ζωσιμαίας Σχολής ως μνημείου το 2008, «διότι αποτελεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική δημιουργία, έργο του Π.Καραντινού, χαρακτηριστικό δείγμα του μοντέρνου κινήματος» και «είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορική μνήμη των κατοίκων της πόλης και ταυτόχρονα σημείο αναφοράς για την πνευματική ζωή των Ιωαννίνων». Είναι προφανές πως η αλλαγή αυτή οφείλεται στο γεγονός πως με την πάροδο του χρόνου κι άλλοι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί, μορφές, κατασκευαστικά συστήματα κ.λπ. θεωρήθηκε πως έχρηζαν προστασίας καθώς σταδιακά ενσωματώνονταν στο αφήγημα της συλλογικής μνήμης της πόλης, ώστε άρχισαν να κηρύσσονται στα Ιωάννινα νεοκλασικά, εκλεκτικιστικά, μοντέρνα διατηρητέα, χωρίς βέβαια να σταματήσουν οι κηρύξεις ως διατηρητέων κτισμάτων αρχιτεκτονικής της οθωμανικής περιόδου.
40
Μια ακόμα αλλαγή που παρατηρείται από την δεκαετία του ’70 και έπειτα αφορά στην γενικότερη αύξηση του αριθμού κηρυγμένων
41
μνημείων στην πόλη, ενώ ο ρυθμός κήρυξης διατηρητέων ειδικά κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 εκτινάχθηκε. Ως αποτέλεσμα, η πόλη άρχισε ξαφνικά να «γεμίζει» με διατηρητέα, τα οποία πολλές φορές κηρύσσονταν όχι μεμονωμένα, αλλά κατά δεκάδες με μαζικές κηρύξεις. Αυτό συνέβη για παράδειγμα τον Ιούνιο του 1981, όταν 21 κτήρια κηρύχθηκαν ομαδικά, ή ξανά τον Ιούλιο του 1994, όταν 40 κτήρια χαρακτηρίστηκαν ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία με την ίδια απόφαση, «διότι αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής με επιρροές από νεοκλασσικά πρότυπα που είναι απαραίτητα για τη διάσωση της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης και αποτελούν αξιόλογα δείγματα της πολεοδομικής εξέλιξης στο χώρο σημαντικά για την μελέτη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής».
εικ. 41: Γράφημα των κηρύξεων ανά χρονιά. Είναι εμφανής η εκτίναξη του ρυθμού των κηρύξεων κατά τις δεκαετίες ’80 και ’90.
Η παραπάνω πρόταση είναι απολύτως αντιπροσωπευτική της αλλαγής των κριτηρίων για την κήρυξη ως διατηρητέων συγκεκριμένων κτισμάτων. Η ανάγκη προστασίας ενός μνημείου γενικότερα τεκμηριωνόταν είτε στην καλλιτεχνική ιδιαιτερότητά του που του προσέδιδε τον χαρακτήρα του «έργου τέχνης», είτε στην ιστορική σημασία του, με την έννοια πως συνδεόταν με σπουδαία ιστορικά γεγονότα ή πρόσωπα ή είχε αξία για την ιστορία της αρχιτεκτονικής της πόλης. Τα μνημεία που κηρύχθηκαν πρωτύτερα του 1978 είναι σαφές πως ικανοποιούσαν και τα δύο
41
κριτήρια, με την απόφαση για την προστασία τους να στηρίζεται πρωτίστως στην αισθητική αξία τους. Μετά το 1978 ωστόσο, στις αιτιολογήσεις αναφέρεται ολοένα και πιο συχνά η σημασία που έχει το εκάστοτε κτήριο για την πόλη των Ιωαννίνων και την ιστορία της ή για την συλλογική μνήμη των κατοίκων. Τα κτήρια που κηρύσσονταν διατηρητέα μπορεί να μην ξεχώριζαν λόγω των αρχιτεκτονικών τους αρετών, αλλά να αποτελούσαν «αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της πόλης των Ιωαννίνων» και «σημείο αναφοράς των κατοίκων», όπως αναφέρεται για παράδειγμα στα κείμενα κηρύξεων των «Δημοτικών Σφαγείων» ή των τριών καφενείων «Καφενείο Σάββα», «Καφενείο τα Ναυτάκια» και Γυαλί Καφενέ το 1994, κτήρια χωρίς ιδιαίτερη καλλιτεχνική σπουδαιότητα ή σύνδεση με γεγονότα-σταθμούς της γιαννιώτικης ιστορίας. Οι μεταβολές στην βαρύτητα της αισθητικής αξίας ενός κτηρίου ως παράγοντα για την απόφαση να προστατευθεί και να διατηρηθεί γίνονται καλύτερα κατανοητές μέσα από το παράδειγμα του παλαιού πανδοχείου Λάμπρου. Το πανδοχείο (χάνι) Λάμπρου χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο αρχικά το 1961, για να αποχαρακτηριστεί οκτώ χρόνια αργότερα «διότι τούτο δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία του σπουδαίου μνημείου και δη υπό τον χαρακτήρα του πανδοχείου». Με την αλλαγή των κριτηρίων περί του ποια κτήρια χρήζουν προστασίας, το 1981 το ίδιο πανδοχείο κηρύχθηκε ξανά διατηρητέο, καθώς θεωρήθηκε «εξαιρετικό δείγμα παραδοσιακού Ηπειρώτικου Πανδοχείου, το οποίο με την χαρακτηριστική κάτοψη και τις όψεις του όπου εκφράζεται η λειτουργία του, αποτελεί ένα ιστορικό κτίσμα για την πόλη των Ιωαννίνων». Παρά το γεγονός δηλαδή πως το 1969 είχε αποφασιστεί πως η αρχιτεκτονική και η λειτουργία του πανδοχείου δεν δικαιολογούσαν την ανάγκη προστασίας του, το 1981 υπερτέρησε η σημασία του για την ιστορία της πόλης.
42
Συμπεραίνεται επομένως πως την δεκαετία του ’70 διευρύνθηκε η περιοριστική αντίληψη για τα μνημεία, απομακρύνθηκε από τον αισθητισμό και την προγενέστερη αρχαιοκεντρική προσέγγιση. Το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στην προστασία κτηρίων, τα οποία μεμονωμένα δεν διέθεταν ιδιαίτερη αξία, αλλά ως μέρη ενός ενιαίου συνόλου κτηρίων, της ίδιας εποχής και με κοινά χαρακτηριστικά, συνέβαλαν με την παρουσία τους στον αστικό ιστό στην διαμόρφωση της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης. Στον άξονα αυτό, πλήθος κτηρίων υπάχθηκαν σε καθεστώς προστασίας διότι αποτελούσαν «χαρακτηριστικά δείγματα» ενός τύπου που απαντά στα Ιωάννινα, είτε επρόκειτο για δείγματα «λαϊκής» αρχιτεκτονικής είτε «γιαννιώτικης» ή «τοπικής» (αλλά
εικ. 42: Χάρτης των κυρηγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της πόλης των Ιωαννίνων στο Κάστρο, το ιστορικό κέντρο, το εμπορικό κέντρο και τμήμα της ευρύτερης περιοχής. Σημειώνονται μόνο όσα τελούν ακόμα υπό καθεστώς προστασίας (καθώς κάποια έχουν αποχαρακτηριστεί).
43
43
44
και «τοπικής λαϊκής») αρχιτεκτονικής. Με τις μαζικές κηρύξεις κτηρίων τα οποία βρίσκονται μέσα ή στον άμεσο περίγυρο του ιστορικού κέντρου μετά το 1978 δημιουργήθηκαν στον αστικό ιστό «νησίδες» όπου αναπαρίσταται χωρικά η αστική μνήμη. Ουσιαστικά, για πρώτη φορά τα μνημεία αντιμετωπίζονταν ως στοιχεία της αφήγησης του παρελθόντος των Ιωαννίνων, που αποκτούσαν σημασία μόνο σε σχέση με τα «συμφραζόμενά» τους. Ο συνδυασμός του θεσμικού καθεστώτος προστασίας σε μια ολόκληρη την περιοχή με τον χαρακτηρισμό ως μνημείων των περισσότερων κτισμάτων που ανήκουν σε αυτή, παγιοποίησε τον χαρακτήρα του κέντρου των Ιωαννίνων ως «μουσείου του εαυτού του». Το παρελθόν της πόλης ως πόρος τουριστικής ανάπτυξης και η αισθητικοποίηση του αστικού ιστού Η μεταφορά της «μουσειακής» λογικής στον χώρο του ιστορικού κέντρου των Ιωαννίνων μέσω των πολιτικών διατήρησης και προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν είναι ανεξάρτητη από μια τάση εμπορευματοποίησης της μνήμης, κατεύθυνση η οποία είχε δοθεί άλλωστε ήδη από το ’60 όταν η ανάγκη προστασίας του παρελθόντος της πόλης σχετιζόταν με την δυνατότητά του να αξιοποιηθεί ως τουριστικός πόρος. Η ιστορική φυσιογνωμία της πόλης απέκτησε έτσι, παράλληλα με την αξία της ως επιβίωση του παρελθόντος, οικονομική αξία ως στοιχείο το οποίο καθιστούσε την πόλη ελκυστική όχι μόνο για τους κατοίκους αλλά και για τους επισκέπτες. Πρέπει να αναφερθεί πως το δίπολο αναψυχή-τουρισμός είναι σήμερα ένας κλάδος με σημαντική συνεισφορά στην τοπική ανάπτυξη, σε μια πόλη η οποία έχει αποκτήσει το χαρακτήρα του κέντρου παροχής υπηρεσιών, ιδιαιτέρως μετά την ίδρυση το 1964 του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και το 1986 του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων. Στον τομέα του τουρισμού ο Δήμος Ιωαννιτών συγκεντρώνει από άποψη μεγεθών τον κύριο όγκο σε επίπεδο νομού και ο ρόλος που διαδραματίζει ο τουρισμός, τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους πολίτες, είναι πολύ σημαντικός τις τελευταίες δεκαετίες49. Αρκετές επιχειρήσεις εστίασης και αναψυχής λειτουργούν στην πόλη με υπερσυγκέντρωση, κυρίως από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 και έπειτα, στην παραλίμνια και την γύρω
49. Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Δήμου Ιωαννιτών 2016-2019, Α’Φάση Στρατηγικός Σχεδιασμός, Ιανουάριος 2016, σελ.50
εικ. 43 (απέναντι): Τα κτήρια που εικονίζονται βρίσκονται στην οδό Ανεξαρτησίας, στην παλιά αγορά των Ιωαννίνων και κηρύχθηκαν μαζικά διατηρητέα μαζί με άλλα κτήρια στις 22/07/1994. Στο κείμενο της κήρυξης αναφέρεται: «Χαρακτηρίζουμε ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία, που χρειάζονται ειδική κρατική προστασία σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 1469/1950, τα παρακάτω 40 κτίρια της πόλης των Ιωαννίνων, διότι αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής με επιρροές από νεοκλασσικά πρότυπα που είναι απαραίτητα για τη διάσωση της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης και αποτελούν αξιόλογα δείγματα της πολεοδομικής εξέλιξης στο χώρο σημαντικά για την μελέτη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής.»
45
περιοχή -ενώ παλαιότερα ήταν διεσπαρμένα στην ευρύτερη περιοχή του εμπορικού κέντρου- ως συνέπεια της διαρκώς αναπτυσσόμενης τουριστικής δραστηριότητας και της έμφασης στην τουριστική αξιοποίηση του ιστορικού κέντρου50. «Σημαντικό μέρος της κληρονομιάς της πόλης είναι το ιστορικό κέντρο της (...). Στο ιστορικό κέντρο μπορεί να βρει κανείς πολλά από τα παραδοσιακά επαγγέλματα που χρόνο με το χρόνο φθίνουν αλλά και αξιοπρόσεχτη συγκέντρωση καταστημάτων ψυχαγωγίας και τουρισμού. Αν και τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλές ενέργειες αναβάθμισης του ιστορικού κέντρου, όπως η ανάπλαση της οδού Ανεξαρτησίας, υπάρχουν ακόμα μεγάλα περιθώρια αξιοποίησης κυρίως για την ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και την αύξηση της επισκεψιμότητας.» (ΟΣΑΑ 2010 Δήμου Ιωαννιτών51) Με στόχο την ανάδειξη της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης και την παραγωγή ελκυστικών αστικών εικόνων, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει επεμβάσεις αναπλάσεων για την αισθητική αναβάθμιση της περιοχής του ιστορικού κέντρου, οι οποίες συντηρούν τον χαρακτήρα του όπως τον εξέφρασαν τα μέσα τουριστικής προβολής. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται οι διαπλατύνσεις των πεζοδρομίων και οι πλακοστρώσεις των οδών με συγκεκριμένο τύπο πλακιδίων, καθώς και ο φωτισμός των διατηρητέων κτηρίων με τη χρήση φωτιστικών των οποίων η αισθητική θεωρείται ότι συνάδει με αυτήν του ιστορικού κέντρου. Αντίστοιχη λογική διέπει και την επιλογή του αστικού εξοπλισμού (καθιστικά, πινακίδες σήμανσης, ζαρντινιέρες κ.λπ.) που τοποθετήθηκε. Παράλληλα, έχει ξεκινήσει μια διαδικασία δημιουργίας ενός δικτύου πεζοδρόμων στο κέντρο της πόλης, που ξεκινώντας από την πλατεία Πύρρου θα διασυνδέει μέσω εναλλακτικών διαδρομών το εμπορικό κέντρο, το ιστορικό με την παλιά αγορά και την παραλίμνια περιοχή. Οι πεζοδρομήσεις αυτές εντάσσονται στην στρατηγική προώθησης της «συμπαγούς πόλης» του Δήμου Ιωαννιτών, με την οποία μια πόλη περιορισμένη στο χώρο, με σχετικά υψηλή πυκνότητα κατοίκησης και μεικτές
46
50. Οργανωμένο Σχέδιο Αστικής Ανάπτυξης Δήμου Ιωαννιτών, Μάιος 2010, σελ.12 51. ό.π., σελ.38
χρήσης γης και με εναλλακτικούς τρόπους μετακίνησης λόγω των σύντομων αποστάσεων (περπάτημα, ποδήλατο, δίκτυο αστικών συγκοινωνιών) αντιπροτείνεται στο μοντέλο αστικής διάχυσης. Στην ίδια λογική προβλέπεται η επέκταση του υφιστάμενου δικτύου ποδηλατοδρόμων περιμετρικά της λίμνης, καθώς στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της εικόνας της πόλης ως πεδίο αναπτυξιακής δυναμικής, οι προσπάθειες στρέφονται τόσο στην ανάδειξη του πολιτιστικού όσο και του φυσικού περιβάλλοντος, σε μια σύλληψη του αστικού χώρου ως ενός συνόλου όπου εντάσσεται η ανθρώπινη δράση και η φύση. Συγκεκριμένα όμως στην περίπτωση του ιστορικού κέντρου, οι πεζοδρομήσεις εξυπηρετούν και την αξιοποίηση της περιοχής ως πόλου έλξης επισκεπτών με την κατάλληλη υποδομή πρόσβασης52. Πέραν της αξιοποίησης του ιστορικού κέντρου ως σημείου τουριστικού ενδιαφέροντος -ή μάλλον σε συνδυασμό με αυτήνπροωθήθηκε και η ανάδειξη των διατηρητέων των Ιωαννίνων ως αναπτυξιακή προτεραιότητα. Στον ίδιο άξονα προγραμματιζόταν στο ΟΣΑΑ του 2010 η αποκατάσταση του διατηρητέου κτηρίου της «Όασης» -που τότε βρισκόταν σε ερειπιώδη κατάστασηκαι η μετατροπή του σε δημοτική πινακοθήκη και χώρο αναψυκτηρίου, ως μέσο αισθητικής αναβάθμισης του κέντρου της πόλης και ανάδειξης της ιστορικής φυσιογνωμίας του. Η δράση αυτή θεωρήθηκε πως θα συνέβαλε τόσο στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων του κέντρου, όσο και στην ενίσχυση του τουρισμού53. Τελικά δεν υλοποιήθηκε, αλλά το κτήριο πράγματι αποκαταστάθηκε από ιδιώτη και λειτουργεί ξανά ως χώρος εστίασης. «Τα Ιωάννινα είναι μια ιστορική πόλη με ιδιαίτερο χαρακτήρα και ισχυρή ταυτότητα. Το στοιχείο αυτό αποτελεί ένα μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα σε ό,τι αφορά την ελκυστικότητα και την διεθνή αναγνωρισιμότητα. Το πλεονέκτημα αυτό είναι σημαντικό να διατηρηθεί και να αξιοποιηθεί σε κάθε αναπτυξιακό σχέδιο και επίπεδο σχεδιασμού. Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αυτός προτείνονται μέτρα και παρεμβάσεις για την ανάδειξη και τη διατήρηση των ιδιαίτερων στοιχείων που συνιστούν την ταυτότητα της πόλης. Τέτοια στοιχεία μπορεί να είναι τα ιστορικά
52. Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Δήμου Ιωαννιτών 2016-2019, Α’Φάση Στρατηγικός Σχεδιασμός, Ιανουάριος 2016, σελ.32 53. Οργανωμένο Σχέδιο Αστικής Ανάπτυξης Δήμου Ιωαννιτών, Μάιος 2010, σελ.55-56
47
και διατηρητέα κτίρια της πόλης (εκκλησίες, τζαμιά, συναγωγές, αρχοντικά, νεοκλασικά, στοές, χάνια, δημόσια κτίρια κλπ.), σημεία–χώροι ιστορικού ενδιαφέροντος, είσοδοι προς την πόλη, χαρακτηριστικές πλατείες (π.χ. κέντρα παλαιών συνοικισμών, όπως ο «Πλάτανος», ο «Κουραμπάς» κ.λπ.), καθώς και δρόμοι με ιδιαίτερο χαρακτήρα, είτε ως προς την αρχιτεκτονική των κτιρίων, είτε ως προς τη χρήση.» (Ρυθμιστικό Σχέδιο Ιωαννίνων, Β’Φάση, Μάιος 200954) Η χρήση του παρελθόντος της πόλης ως βάση για την τουριστική ανάπτυξη επένδυσε με νέα σημασία και τα μνημεία της οθωμανικής περιόδου, αρκετά από τα οποία βρίσκονταν σε κακή κατάσταση λόγω της ελλειπούς συντήρησής τους. Σήμερα, πολλά από αυτά έχουν μετατραπεί σε μουσεία ή δρομολογείται η αποκατάστασή τους για να χρησιμοποιηθούν ως χώροι πολιτισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Δήμος Ιωαννιτών σε συνεργασία με την 8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων προωθεί μια σειρά παρεμβάσεων αποκατάστασης ιστορικών μνημείων και χώρων που βρίσκονται μέσα στα όρια του Κάστρου για τη δημιουργία ενός «Πάρκου Πολιτισμού» εντός του Κάστρου των Ιωαννίνων. Συγκεκριμένα, προβλέπεται μεταξύ άλλων και η αναστήλωση των Οθωμανικών Λουτρών και της Βιβλιοθήκης για την μετατροπή τους σε μουσειακό χώρο κι διαδραστικό χώρο πολιτισμού αντίστοιχα55. Η ενσωμάτωση της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς στον χωροταξικό, πολεοδομικό και αναπτυξιακό σχεδιασμό για τα Ιωάννινα εγείρει ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο η πόλη σήμερα προσαρμόζει την εικόνα της και τη συλλογική μνήμη της στο βωμό της μαζικής κατανάλωσης. Οι στρατηγικές για την προστασία και την ανάδειξη της ιστορικής διαστρωμάτωσης της πόλης συχνά διολισθαίνουν στην σκηνογραφική αναπαράσταση του παρελθόντος. Όσον αφορά στο οθωμανικό παρελθόν της πόλης, το οποίο χωρικά «περιχαρακώνεται» στο Κάστρο και στο Νησί, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι ακολουθείται μια μονοσήμαντη προσέγγιση που ισοπεδώνει τα χαρακτηριστικά της ιστορικής αυτής περιόδου, ώστε να ενσωματωθεί στο αφήγημα που έχει συγκροτήσει η συλλογική μνήμη. Στην περιοχή
48
54. Ρυθμιστικό Σχέδιο Ιωαννίνων, Β’Φάση, Μάιος 2009, σελ.Β.2.15-16 55. συνοπτική παρουσίαση του Στρατηγικού Σχεδίου για τη Βιώσιμη Αστική Ανάπτυξη του Δήμου Ιωαννιτών στο πλαίσιο της Προγραμματικής Περιόδου 2014 – 2020, το οποίο τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση μέσω της ιστοσελίδας του Δήμου (www.ioannina.gr)
του ιστορικού κέντρου από την άλλη, η αισθητικοποίηση του αστικού ιστού τείνει να «εξουδετερώσει» το συμβολικό φορτίο του, αποκενώνοντάς το από το νόημά του. Η προστασία του παρελθόντος, όπως επιχειρείται στην πόλη των Ιωαννίνων σήμερα, ενδεχομένως έχει ως αποτέλεσμα τη διάβρωση της σχέσης της κοινωνίας με αυτό.
49
εικ. 44: Παραλίμνιες διαμορφώσεις περιπάτου.
44 εικ. 45: Ο πεζόδρομος Καλλάρη στο ιστορικό κέντρο.
45 εικ. 46: Ο πεζόδρομος Γεωρ.Σούτσου στο ιστορικό κέντρο, στο σημείο όπου συναντάει τη λεωφ. Καραμανλή.
46 εικ. 47: Η διασταύρωση του πεζοδρόμου Κωλέττη με την οδό Κρυστάλλη (συνέχεια της Κάνιγγος), στην περιοχή του ιστορικού κέντρου.
50
47
μέρος δ η ιστορία της πόλης των Ιωαννίνων
ΤΟ
ΕΡΩΤΗΜΑ
ΤΗΣ
ΙΔΡΥΣΗΣ
ΤΗΣ
ΠΟΛΗΣ56
Το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, λόγω της γεωμορφολογίας του, αποτελούσε ήδη από την αρχαιότητα αυτόνομο οικοσύστημα πλούσιο σε χλωρίδα και πανίδα, ιδανικό για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων πρωτογενούς παραγωγής όπως γεωργία και κτηνοτροφία. Πράγματι, οι πρώτες ενδείξεις ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή (συγκεκριμένα στην Καστρίτσα) ανάγονται στην παλαιολιθική εποχή, ενώ υπάρχουν διάσπαρτα στο λεκανοπέδιο κατάλοιπα οικιστικών και ταφικών συνόλων από τη νεολιθική εποχή (στην Επισκοπή Σερβιανών) και τις τρεις φάσεις (πρώιμη/μέση/ύστερη) της εποχής του χαλκού (στην Κρύα, στην Καστρίτσα, στην Πεδινή και στο Νεοχωρόπουλο). Η λεκάνη των Ιωαννίνων κατοικήθηκε από το φύλο των Μολοσσών, ένα από τα πολλά φύλα της Ηπείρου, με τον πληθυσμό αρχικά οργανωμένο «κατά κώμας» σε μικρότερους ή μεγαλύτερους ατείχιστους οικισμούς που αργότερα συνενώθηκαν σε πόλεις. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Σ.Δάκαρη, στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι.π.Χ. οι κώμες του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων συνοικίσθηκαν στον λόφο της Καστρίτσας και στο ύψωμα Καστρί
56. στοιχεία από την έκθεση με τίτλο «η αρχαιολογία του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων _ από τις απαρχές ως την ύστερη αρχαιότητα» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, που διοργανώθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων με σκοπό «να παρουσιαστούν τα νέα δεδομένα, που προέκυψαν κατά τη διάρκεια των σωστικών ανασκαφών και ερευνών της Εφορείας και συμβάλλουν στην προβολή της διαχρονικής σημασίας του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων και της Ηπείρου γενικότερα» (όπως αναφερεται σε φυλλάδιο της έκθεσης) και διήρκησε από τις 22 Ιουλίου 2016 έως τις 22 Ιανουαρίου 2017
51
του λόφου Μεγάλου Γαρδικίου, βόρεια και νότια της λίμνης Παμβώτιδας. Στις θέσεις αυτές, σε κομβικά σημεία χερσαίων διαδρομών, διασώζονται ακόμα δύο σημαντικές ακροπόλεις με ισχυρά τείχη. Κατά τον ίδιο, πρόκειται για δύο από τις τέσσερις τειχισμένες πόλεις (Όρραον, Τέκμων, Πασσαρών, Φυλάκη) που κατέστρεψαν τα ρωμαϊκά στρατεύματα το 167 π.Χ., όταν, μετά την επικράτησή τους στον Γ’ Μακεδονικό πόλεμο (171-168 π.Χ.) στράφηκαν κατά των συμμάχων των Μακεδόνων Μολοσσών. Συγκεκριμένα, ο Δάκαρης ταυτίζει την ακρόπολη της Καστρίτσας με την μολοσσική πόλη Τέκμωνα και την ακρόπολη Μ.Γαρδικίου με την Πασσαρώνα, την παλαιά πρωτεύουσα του κράτους των Μολοσσών και έδρα του βασιλικού οίκου των Αιακιδών (στον οποίο ανήκε και ο γνωστός ηγεμόνας Πύρρος). Με βάση την παραδοχή αυτή, η αρχαία οχυρωμένη πόλη, τα λείψανα της οποίας ανακαλύφθηκαν πρόσφατα κάτω από τον βυζαντινό και οθωμανικό οικισμό στο εσωτερικό του Κάστρου των Ιωαννίνων, ίσως να είναι ακόμα μία από αυτές τις τέσσερις πόλεις. Ιδρύθηκε ως εγκατάσταση στην πρώιμη εποχή του σιδήρου, αλλά ο οικισμός οργανώθηκε πολεοδομικά προς το τέλος του 5ου - αρχές 4ου αι. π.Χ. και οχυρώθηκε με ισχυρό τείχος (ορατό σήμερα στα θεμέλια του Κάστρου) προς το τέλος του 4ου αιώνα. Μετά την καταστροφή των πόλεων το 167 π.Χ. ακολούθησε μια παρατεταμένη περίοδος παρακμής για την ευρύτερη περιοχή, η οποία μόνο μετά το 31 π.Χ. ανέκτησε την σημασία της. Αυτά τα νέα ευρήματα των ανασκαφών επιμηκύνουν την αρχαιότητα της πόλης των Ιωαννίνων καθώς παλαιότερα, για την εποχή που ιδρύθηκε η πόλη, για τον πρώτο πυρήνα της και για την ανάπτυξή της δεν υπήρχαν ακριβή στοιχεία. Ωστόσο, η επικρατούσα άποψη ήταν ότι η ίδρυση της πόλης αναγόταν στους βυζαντινούς χρόνους, στο πλαίσιο των εκτεταμένων επεμβάσεων που έγιναν στην Ήπειρο από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό στις αρχές του 6ου αι.μ.Χ. και περιελάμβαναν την ίδρυση νέων πόλεων, την ανανέωση κωμοπόλεων κ.λπ..
52
Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΤΜΗΜΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
ΤΗΣ
ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ
1. αναδρομή στην ιστορία της πόλης μέχρι την καταστροφή της το 1820 Εντός του Κάστρου των Ιωαννίνων υπάρχουν δύο ακροπόλεις, η βορειοδυτική και η -γνωστή και ως Ιτς Καλέ- νοτιοανατολική, η οποία θεωρήθηκε από τους ερευνητές ως ο αρχικός πυρήνας της πόλης που ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον 6ο αι.μ.Χ.57. Γύρω από αυτήν άρχισε τον 10ο αιώνα να σχηματίζεται μια πολιτεία (η έδρα της Επισκοπής Ιωαννίνων), την οποία κατέλαβε ο Νορμανδός Βοημούνδος το 1082 και βρίσκοντάς την να έχει υπολογίσιμο Κάστρο, αφού το επισκεύασε οχυρώθηκε σε αυτό για να αντιμετωπίσει τα βυζαντινά στρατεύματα58. Στις αρχές του 13ου αιώνα, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και τον κατακερματισμό των βυζαντινών εδαφών, δημιουργήθηκε στην Ήπειρο μια εστία αντίστασης, μια ανεξάρτητη βυζαντινή επικράτεια. Ο Μιχαήλ Α’ Κομνηνός (ιδρυτής του Δεσποτάτου της Ηπείρου με έδρα την Άρτα) ήρθε στο «των Ιωαννίνων πολίδιον» και αφού ανακαίνισε ριζικά μετά το 1204 το Κάστρο, το παραχώρησε σε μέλη επίσημων και ισχυρών βυζαντινών οικογενειών από την πρωτεύουσα και από άλλα κέντρα της αυτοκρατορίας, που βρίσκοντας εκεί καταφύγιο εγκαταστάθηκαν και διαμόρφωσαν τον ισχυρό πυρήνα της αριστοκρατίας των Καστρινών59. Τις επόμενες δεκαετίες, με τη συγκέντρωση και άλλων κατοίκων, το Κάστρο ισχυροποιήθηκε, αποδεσμεύτηκε από την ηγεμονία της Άρτας και προσχώρησε στην κεντρική εξουσία του Βυζαντίου, εξασφαλίζοντας την αυτονομία του και πρόσθετα προνόμια με 57. Η Ρογκότη αναφέρει πως «με βάση τις υπάρχουσες λιγοστές ιστορικές μαρτυρίες, τον πρώτο οχυρωμένο οικισμό τον τοποθετούν στην νοτιοανατολική ακρόπολη του Κάστρου, το Ιτς Καλέ (έσω κάστρο)» (στο Ρογκότη-Κυριοπούλου Δ., ό.π., σελ.13). Ο Κανετάκης, αναφορικά με την ίδρυση της πόλης, σημειώνει πως «αν... πρέπει να αναζητηθεί στα χρόνια του Ιουστινιανού δεν έχει ιστορικά αποδειχθεί» (στο Κανετάκης Γ.Γ., «Το Κάστρο: Συμβολή στην Πολεοδομική Ιστορία των Ιωαννίνων», διδακτορική διατριβή στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π., 1991, σελ. 119). 58. Κανετάκης Γ.Γ., «Το Κάστρο: Συμβολή στην Πολεοδομική Ιστορία των Ιωαννίνων», ό.π., σελ.119-120 59. Κανετάκης Γ.Γ., ό.π., σελ. 120-121 και Ρογκότη-Κυριοπούλου Δ., ό.π., σελ.2
53
τα δύο χρυσόβουλα του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου (1319 και 1321). Στο χρυσόβουλο του 1319 το «πολίδιον» αναφέρεται πλέον ως «άστυ», που «μεμέστωται οικητόρων, ακμάζει δε πλούτω»60. Τον 14ο αιώνα η πόλη αντιμετώπισε την κάθοδο των Αλβανών που αναστάτωσε την ευρύτερη περιοχή. Κατά την εποχή των αλβανικών επιθέσεων και ενώ η κυριαρχία των Σέρβων είχε φτάσει μέχρι το Κάστρο, ορίστηκε δεσπότης ο Θωμάς Κομνηνός ο Πρελούμπος. Το 1373 επισκεύασε το Κάστρο και κατασκεύασε τείχη, πύργους κ.λπ.. Μετά τη δολοφονία του το 1384 τον διαδέχθηκε ο Ιζάου(/Ιζαούλος) των Μπουοντελμόντι της Φλωρεντίας61. Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, το 1430, σουλτανικά στρατεύματα με διοικητή τον Σινάν πασά προέλασαν και πολιόρκησαν τα Ιωάννινα. Λίγους μήνες νωρίτερα οι δυνάμεις του σουλτάνου Μουράτ Β’ (πατέρα του Μεχμέτ του Πορθητή) είχαν πολιορκήσει την Θεσσαλονίκη και κατόπιν της άρνησης των κατοίκων να παραδοθούν είχαν λεηλατήσει την πόλη, καταστρέφοντας τους ναούς και υποδουλώνοντας τον πληθυσμό62. Προκειμένου να αποφύγουν αντίστοιχη καταστροφή, οι Γιαννιώτες διαπραγματεύτηκαν την αναίμακτη υποταγή τους. Σε αντάλλαγμα τους χορηγήθηκαν προνόμια όπως η διατήρηση των θεσμών αυτοδιοίκησης και του καθεστώτος γαιοκτησίας. Οι χριστιανοί και οι εβραίοι της πόλης παρέμειναν στο Κάστρο, ενώ τα οθωμανικά στρατεύματα στρατοπέδευαν έξω από τα τείχη, σε τοποθεσία που έμεινε γνωστή με την ονομασία «Τουρκοπάλουκο»63. Τα επόμενα χρόνια η πόλη συνέχισε να προσελκύει ολοένα και περισσότερους νέους οικήτορες και να επεκτείνεται ατείχιστη έξω από το Κάστρο64.
54
60. Σφυρόερας Β.Β., άρθρο «Των Ιωαννίνων πολίδιον» στο ένθετο «Επτά Ημέρες» της εφημερίδας «Η Καθημερινή», 05-01-1997, σελ.3 61. Κανετάκης Γ.Γ., ό.π., σελ. 122 62. Mazower M., «Θεσσαλονίκη _ Πόλη των φαντασμάτων», Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2006, σελ.50-52 63. Σφυρόερας Β.Β., ό.π. 64. Η Ρογκότη σχολιάζει πως η ανάπτυξη της πόλης έξω από το Κάστρο πρέπει μάλλον να προσδιοριστεί μετά το 1430 (στο Ρογκότη-Κυριοπούλου Δ., ό.π., σελ.13), ενώ αντίθετα στο Παπασπύρου Α.Ν., «Πολεοδομική ιστορία των Ιωαννίνων», ερευνητική εργασία μεταπτυχιακού διπλώματος στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π., 2009, σελ. 20, αναφέρεται πως ο οικισμός είχε επεκταθεί στην πεδινή έκταση νοτιοδυτικά του Κάστρου πολύ νωρίτερα.
Η κατάσταση συμβίωσης που είχε εγκαθιδρυθεί ανατράπηκε το 1611 όταν, σε αντίποινα για την αποτυχημένη εξέγερση που είχε υποκινήσει ο επίσκοπος Τρίκκης Διονύσιος ο Φιλόσοφος, οι χριστιανοί έχασαν τα προνόμια του 1430 και διώχθηκαν από το Κάστρο, ενώ η βυζαντινή πόλη καταστράφηκε65. Οι εκδιωχθέντες Καστρινοί είτε εγκαταστάθηκαν στις παραλίμνιες φτωχογειτονιές Σιάραβα και Λειβαδιώτη με τα βυρσοδεψία, είτε -οι πιο εύποροιπροτίμησαν τις βορειοδυτικές περιοχές και δημιούργησαν νέες συνοικίες (Τσιγαρά, Πλάτανος, Αρχιμανδρειό κ.λπ.). Από το 1611 και μετά μπορούμε να θεωρήσουμε σίγουρη την ανάπτυξη της αγοράς της πόλης έξω από τα τείχη του Κάστρου66. Μετά από αυτό το συμβάν που χάρισε στον επίσκοπο το προσωνύμιο «Σκυλόσοφος», η ισορροπία δεν άργησε να επανέλθει67. Μάλιστα, όταν το 1670 επισκέφθηκε την Ήπειρο ο Τούρκος περιηγητής Evliya Celebi, περιέγραψε τα Ιωάννινα ως πόλη σε μεγάλη ακμή. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι 20.000 κάτοικοι της πόλης ζούσαν μοιρασμένοι σε 37 μαχαλάδες (συνοικίες) εθνοτικού χαρακτήρα κατά το πρότυπο της οθωμανικής πόλης, καθώς χριστιανοί, εβραίοι και μουσουλμάνοι συγκεντρώνονταν γύρω τα αντίστοιχα ιερά ιδρύματα τους (και σύμβολα της ταυτότητάς τους). Στο Κάστρο υπήρχαν καλοφτιαγμένα σπίτια με ανώγεια, στα οποία κατοικούσαν μόνο μουσουλμάνοι και οι αρχές της πόλης και του Σαντζακίου (=νομού), καθώς και σεράγια αξιωματούχων, αλλά και δύο τζαμιά στις ακροπόλεις. Εκτός των τειχών ανέφερε λιθόχτιστα σπίτια, μεγάλα αρχοντόσπιτα με εσωτερικές αυλές, χάνια και δημόσια λουτρά (χαμάμ) και αγορά με 1900 μαγαζιά. Ιδιαίτερη εντύπωση του προξένησε η μεγάλη έκταση της πόλης, που προέκυπτε τόσο από την μεγάλη περιοχή που καταλάμβανε κάθε σπίτι, όσο και από το πλήθος ανοιχτών δημόσιων χώρων διάσπαρτων στον αστικό ιστό, όπως τα τζαμιά με τους περιβόλους τους, τα δημόσια πηγάδια και τα νεκροταφεία68. Ομοίως, οι αναφορές των ευρωπαίων περιηγητών ήδη από τα μισά του 17ου αιώνα δίνουν την εικόνα μιας πλούσιας εθνολογικά και ακμάζουσας οικονομικά πόλης, που έφτασε στο απόγειο της ανοδικής της πορείας ως εμπορικό κέντρο στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα69. Πλήθος εμπόρων, 65. Ρογκότη-Κυριοπούλου Δ., ό.π., σελ.13 66. ό.π., σελ.14 67. Σφυρόερας Β.Β., ό.π., σελ.4 68. Ρογκότη-Κυριοπούλου Δ., ό.π., σελ.14-15 69. ό.π., σελ.13
55
εικ. 48: Διάγραμμα των διαδρομών που ακολουθούσαν τα καραβάνια στις αρχές του 19ου αιώνα.
48
βιοτεχνών και τεχνιτών οργανωμένων σε συντεχνίες (/ισνάφια) δραστηριοποιούνταν στα Ιωάννινα, επωφελούμενοι από την γεωγραφική θέση της πόλης ως κόμβου σύγκλισης χερσαίων εμπορικών αρτηριών που ξεκινούσαν από την Θεσσαλονίκη και τη Θεσσαλία και αφετέρου από την Σαγιάδα και την Άρτα, αλλά και από την εγγύτητά της με το Ιόνιο και την Κέρκυρα70. Είναι χαρακτηριστικό ότι το παζάρι-αγορά, όπως και η ίδια η πόλη, αναπτύχθηκε κατά μήκος της βασικής οδικής αρτηρίας71 που αρχίζει από τις βορειοδυτικές εξόδους της πόλης (προς τα πιο ανεπτυγμένα χωριά του Πωγωνίου, τα Ζαγοροχώρια και το λιμάνι της Σαγιάδας) και καταλήγει νοτιοανατολικά στην συνοικία της Καλούτσιανης (και από εκεί στα φτωχότερα νότια χωριά, στην Πρέβεζα και στην Άρτα). Ο χώρος της αγοράς με το συνονθύλευμα από μικρά μαγαζάκια γύρω από το Μπαϊρακλί Τζαμί -γνωστό και ως «τζαμί της αγοράς»- και το «θολογυριστό»
56
70. Κανετάκης Γ.Γ., ό.π., σελ. 31 71. ό.π., σελ. 57
μπεζεστένι (σκεπαστή αγορά) αποτέλεσε τον πυρήνα της αστικής ζωής για όλη την πόλη, καθώς το εμπόριο ως λειτουργία έτεμνε τα όρια εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων. Στις εισόδους της, πολυάριθμα χάνια φιλοξενούσαν τους ταξιδιώτες εμπόρους που συγκεντρώνονταν από όλο το λεκανοπέδιο και την ευρύτερη περιοχή στην αγορά των Ιωαννίνων μεταφέροντας το εμπόρευμα τους72. Την κατάσταση οικονομικής ευημερίας δεν διασάλεψε, αλλά αντίθετα ισχυροποίησε ο ερχομός του Αλή πασά Τεπελενλή στην εξουσία το 178873. Για ένα διάστημα στις αρχές του 19ου αιώνα είχε στον έλεγχό του μια εκτεταμένη περιοχή στα νότια της γραμμής Δυρραχίου-Μοναστηρίου-Θεσσαλονίκης και προσπάθησε να οργανώσει το κράτος του κατά το πρότυπο ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών. Σε αυτόν οφείλει τη σημερινή του μορφή το Κάστρο, καθώς το 1815 ξεκίνησε μια σειρά εργασιών τροποποιήσεων και αναμορφώσεων μεγάλης έκτασης και ανακατασκεύασε εξ ολοκλήρου τα εξωτερικά τείχη και την τάφρο74. Παράλληλα, με το όνομα του Αλή πασά και των γιων του Μουχτάρ και Βελή συνδέθηκε πλήθος εντυπωσιακών κτηρίων και εγκαταστάσεων που οικοδομήθηκαν στα Ιωάννινα των αρχών του 19ου αιώνα, όπως το σεράι στο Κάστρο (στην ακρόπολη Ιτς Καλέ), το καλοκαιρινό σεράι του Αλή πασά, τα σεράγια των Μουχτάρ και Βελή, το φρούριο στα Λιθαρίτσια, το χάνι του Μουχτάρ πασά, οι κήποι του Βελή πασά κ.α., για τα οποία εργάστηκαν τουλάχιστον δύο ευρωπαίοι αρχιτέκτονες75 και που αναμφίβολα θα συνέβαλαν στην αναβάθμιση της συνολικής εικόνας της πόλης. Άλλωστε μέχρι τότε, καθώς η επαρχιακή οθωμανική πόλη ήταν διαχειριστικά και πολιτικά εξαρτημένη από την πρωτεύουσα, δεν υπήρχαν επιβλητικά κεντρικά κυβερνητικά κτήρια και προτού ο Αλή πασάς χτίσει εκεί το σεράι του, το Κάστρο των Ιωαννίνων από διοικητικό κέντρο είχε μετατραπεί σε περιοχή κατοικίας76. Η ύπαρξη όμως μιας αυτόνομης, ανεξάρτητης δύναμης στην καρδιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας απειλούσε την ασφάλεια της πρωτεύουσας και το καλοκαίρι του 1820 ο σουλτάνος αποφάσισε την εξόντωση του Αλή πασά. Μετά την πολιορκία των
72. Ρογκότη-Κυριοπούλου Δ., ό.π., σελ.20 73. Κανετάκης Γ.Γ., ό.π., σελ. 31-32 74. ό.π., σελ. 124 και 173 75. ό.π., σελ. 157 76. ό.π., σελ. 40
57
εικ.49: Το σεράι του Αλή πασά στα Ιωάννινα. Χαλκογραφία από έκδοση του C.R.Cockerell.
49
50
51
εικ. 50: Το ανάκτορο και ο τάφος του Αλή πασά στα Ιωάννινα. George de la Poer Beresford
Ιωαννίνων από τα σουλτανικά στρατεύματα, την πυρπόληση της πόλης, τις λεηλασίες και τελικά την θανάτωση του Αλή πασά το 1822 και την ακόλουθη αποχώρηση των πολιορκητών, από την πρωτεύουσα του πασαλικίου απέμειναν μόνο ερείπια77.
εικ. 51: Η αίθουσα ακροάσεων στο ανάκτορο του Αλή πασά στα Ιωάννινα. George de la Poer Beresford
77. Ρογκότη-Κυριοπούλου Δ., ό.π., σελ.13. Η Ρογκότη αναφέρει την περίοδο της κυριαρχίας του Αλή πασά ως το απόγειο της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ανόδου των Ιωαννίνων, σημειώνοντας πως μετά την καταστροφή του 1820-1822 ξεκίνησε η παρακμή της πόλης που «ολοκληρώθηκε κυρίως στις αρχές του 20ου αιώνα, λίγο μετά την ένταξή της στο Ελληνικό Κράτος».
58
εικ.52: Σχέδιο του 1830-1840 κατά προσέγγιση, έργο του Αμερικανού ζωγράφου William Page (1794-1872) με τίτλο «Janina», στο οποίο απεικονίζεται η λίμνη και το κάστρο των Ιωαννίνων.
52
Τα επόμενα χρόνια άρχισε η σταδιακή ανασυγκρότηση των Ιωαννίνων. Ο Κανετάκης, συγκρίνοντας στην διδακτορική διατριβή του με θέμα το Κάστρο των Ιωαννίνων τον πολεοδομικό ιστό της πόλης μετά το 1822 με τον χάρτη της πόλης πριν την πυρκαγιά όπως σχεδιάστηκε από τον Barbie du Bocage, παρατηρεί πολύ διαφορετική ρυμοτομία των δρόμων στις δύο εποχές, με εξαίρεση τον βασικό άξονα που διασχίζει την αγορά και διατηρεί πάντα την κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ. Σημειώνει ωστόσο και εστίες που έχουν παραμείνει σχεδόν ίδιες, όπως για παράδειγμα η περιοχή του παζαριού ή τα νεκροταφεία78. 2. εκσυγχρονισμός - το τέλος της οθωμανικής πόληςπαζάρι Ο 19ος αιώνας, ο αιώνας ανάδυσης των εθνών-κρατών, είδε την αρχή της διάλυσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του και ιδιαίτερα μετά την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης επικράτησε αναταραχή στον
78. Κανετάκης Γ.Γ., ό.π., σελ. 160. Για τα νεκροταφεία συγκεκριμένα αναφέρει πως αποτέλεσαν «σταθερά σημεία» διότι οι μουσουλμάνοι και οι εβραίοι «δεν ξεθάβουν τους νεκρούς τους, πράγμα που δικαιολογεί και την μεγάλη έκταση που καταλαμβάνουν μέσα στην πόλη».
59
53
54
εικ. 53: Ανασχεδίαση του χάρτη του Barbie du Bocage, όπου φαίνεται η κυκλική περιοχή της αγοράς.
βορειοελλαδικό χώρο. Οι ανακατατάξεις στην Βαλκανική, με τις συνακόλουθες δυσχέρειες που επέφεραν στην λειτουργία των διαπεριφερειακών σχέσεων των οικισμών, σε συνδυασμό με την αδυναμία ανταγωνισμού της αθρόας εισαγωγής βιομηχανικών προϊόντων από την δυτική Ευρώπη επέφεραν συντριπτικά πλήγματα στην οικονομία της περιοχής. Έτσι τα δραστήρια κατά τον 18ο αιώνα ορεινά κέντρα του θεσσαλικού, μακεδονικού και ηπειρωτικού χώρου βρέθηκαν σε κατάσταση παρακμής79.
εικ. 54: Το σχέδιο ανοικοδόμησης της αγοράς σε χάρτη της περιόδου 1880-1906.
Η απειλούμενη οθωμανική αυτοκρατορία αγωνιζόταν να επαναπροσδιορίσει την θέση της στη διεθνή σκηνή. Έτσι στο διάστημα μεταξύ 1839 και 1877 επιβλήθηκε στην επικράτεια της ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων γνωστό ως Τανζιμάτ80, σε μια προσπάθεια μετάβασης από το θεοκρατικό καθεστώς σε ένα σύγχρονο κράτος δυτικού τύπου. Στο πλαίσιο του εξευρωπαϊσμού81 της αυτοκρατορίας αξιοποιήθηκε ως ένα
60
79. Καραδήμου-Γερόλυμπου Α., «Μεταξύ Ανατολής και Δύσης _ Θεσσαλονίκη & βορειοελλαδικές πόλεις στο τέλος του 19ου αιώνα», Θεσσαλονίκη: UNIVERSITY STUDIO PRESS 2004 (β’έκδοση), σελ.61-90 80. από τον πληθυντικό της αραβικής λέξης tanzim = τακτοποίηση/ αναδιοργάνωση/μεταρρύθμιση (στο Καραδήμου-Γερόλυμπου Α., ό.π., σελ.13-18) 81. Η Καραδήμου-Γερόλυμπου αναφέρει πως η Βόρεια Ελλάδα, ως ένα από τα πιο δραστήρια τμήματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεχόταν έντονες πιέσεις για τον «εκσυγχρονισμό» της, σημειώνοντας ότι ως «εκσυγχρονισμός» νοείται ο «εξευρωπαϊσμός» ή καλύτερα ο
εργαλείο μεταξύ άλλων και η διαχείριση του χώρου των πόλεων, με την δημιουργία θεσμών και μηχανισμών πολεοδομικής παρέμβασης που θα ρύθμιζαν τόσο τον υπάρχοντα αστικό χώρο όσο και το πλαίσιο ανάπτυξής του κατά τα δυτικά πρότυπα. Ταυτόχρονα, η αρχιτεκτονική έκφραση κλήθηκε να ανταποκριθεί στην αναδιοργανωμένη εικόνα των πόλεων μέσω της υιοθέτησης ευρωπαϊκών μορφολογικών προτύπων. Την περίοδο αυτή τα Ιωάννινα, ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα του βορειοελλαδικού χώρου, παρουσίαζαν την τυπική εικόνα της οθωμανικής πόλης του 19ου αιώνα. Εκτός του Κάστρου όπου είχε επεκταθεί η πόλη ο ιστός χαρακτηριζόταν από χαμηλή οικοδομική πυκνότητα, καθώς σε αυτόν συνυπήρχαν τα ανεξάρτητα σπίτια με αυλές με τις εκτεταμένες άκτιστες εκτάσεις, καλλιεργημένες ή χέρσες. Μάλιστα, ο Henry Holland στα 1812-13 έγραφε82 για τα Ιωάννινα πως «η έκταση της πόλης καθώς απλώνεται προς τα πίσω και εκατέρωθεν του φρουρίου, είναι μεγαλύτερη απ’όσο ο ίδιος πληθυσμός θα καταλάμβανε σε οικισμούς άλλων περιοχών της Ευρώπης», σημειώνοντας πως η πόλη παρουσίαζε μια παράξενη εικόνα «ανάμειξης κτηρίων και δάσους». Δεν υπήρχε «πολιτικό» κέντρο, αλλά αντιθέτως η αστική ζωή οργανωνόταν εσωστρεφώς στις γειτονιές (μαχαλάδες) όπου κατοικούσαν ανάλογα με την προέλευση τους οι διάφορες εθνικοθρησκευτικές κοινότητες της πόλης, συγκεντρωμένες γύρω από το αντίστοιχο θρησκευτικό κτίσμα. Κατά συνέπεια, το οδικό δίκτυο αποτελούνταν από ακανόνιστους και δαιδαλώδεις δρόμους, που συχνά κατέληγαν σε αδιέξοδο. Η ύπαρξη μεγάλων και εντυπωσιακών κτισμάτων, σε αντίθεση με τις τυπικές βαλκανικές πόλεις του 19ου αιώνα83, οφειλόταν κυρίως στα έργα του Αλή πασά, ενώ στο πλαίσιο της παραδοσιακής οργάνωσης τα δημόσια έργα και οι στοιχειώδεις αστικές υπηρεσίες τις περισσότερες φορές εξασφαλίζονταν από την πρωτοβουλία των κοινοτήτων ή μέσω του ιδιωτικού θεσμού των βακουφιών84. «εκδυτικισμός» της αυτοκρατορίας, με την έννοια της ενσωμάτωσής της στο ήδη σχηματισμένο καπιταλιστικό σύστημα της Δυτικής Ευρώπης (στο Καραδήμου-Γερόλυμπου Α., ό.π., σελ.13-18). 82. Παρατίθεται στο Καραδήμου-Γερόλυμπου Α., ό.π., σελ.61-90 83. Καραδήμου-Γερόλυμπου Α., ό.π., σελ.61-90 84. Πρόκειται για ιδρύματα και έργα κοινής ωφελείας (όπως τεμένη, σχολεία, νοσοκομεία, πτωχοκομεία, υδραγωγεία αλλά και οδικά έργα, γέφυρες κ.λπ.) καθώς και άλλες προσοδοφόρες κατασκευές (χάνια, λουτρά, καταστήματα, εργαστήρια κ.λπ.) που προορίζονταν να συντηρούν οικονομικά τα πρώτα. Οι ιδρυτές τους ήταν συνήθως οι σουλτάνοι και οι οικογένειές τους, υψηλοί αξιωματούχοι, επαρχιακοί διοικητές αλλά και ιδιώτες. Ο θεσμός
55
εικ. 55: Πέτρινοι διαχωριστικοί τοίχοι στην αγορά των Ιωαννίνων.
61
Ο χώρος της αγοράς και των εργαστηρίων ήταν το μόνο ουσιαστικό κέντρο της πόλης. Η παλιά αγορά των Ιωαννίνων, την οποία ο Holland το 1812 περιέγραφε ως «το πιο ενδιαφέρον μέρος της πόλης», μετά την πυρπόληση του 1820 παρουσίαζε κατά τον Σαλαμάγκα την εξής εικόνα: «Την αγορά αποτελούσαν αθλιέστατες ξύλινες παράγκες, που σχημάτιζαν δρόμους στενούς και σκολιούς χωρίς ρυμοτομία και τάξη, κατά το σύστημα των σκεπαστών της Ανατολής. Οι προς το βάθος πλευρές αυτών των ακινήτων, σχημάτιζαν το εξωτερικό -ας πούμε- τείχος ενός μεγάλου κυκλόσχημου ξύλινου οικισμού , που είχε δύο κεντρικές εισόδους... Το βράδυ κλειούσαν οι δύο αυτές πόρτες των εισόδων, και μέσα στο παζάρι δεν κυκλοφορούσαν παρά οι παζάρ-μπασιήδες και τα σκυλιά που αμολούσαν το βράδυ για ασφάλεια»85. Όταν όμως το 1869 -και ενώ η πόλη δεν είχε ακόμη ανακάμψει από την καταστροφή επί Αλή πασά- ο φιλοπρόοδος βαλής των Ιωαννίνων Αχμέτ Ρασίμ ανέλαβε την εφαρμογή της νέας νομοθεσίας των μεταρρυθμίσεων, επεδίωξε τον εξωραϊσμό του χώρου του εμπορικού κέντρου. Μετά την καταστροφή της αγοράς σε μια πυρκαγιά που θεωρείται πως ξεκίνησε ηθελημένα86, άρχισαν με εντυπωσιακή ταχύτητα οι εργασίες για την εκπόνηση του σχεδίου που τελικά ολοκλήρωσε λίγους μήνες αργότερα ο απεσταλμένος της κυβέρνησης μηχανικός Κ. Χολτς. Το νέο σχέδιο87 κάλυπτε μόνο την κατεστραμμένη περιοχή και την άμεση προέκτασή της. Επέβαλλε αυστηρό ορθογωνισμό και ευθυγραμμίσεις όπου ήταν δυνατόν, κατάργηση των αδιέξοδων δρόμων, νέα, ευρύτερα πλάτη δρόμων και πλατείες όπου αυτές προέκυπταν από τις διαπλατύνσεις. Η αναμόρφωση του ιστού του εμπορικού κέντρου, όπως κινήθηκε στους άξονες της υγιεινής, της πυρασφάλειας και του αστυνομικού και πολιτικού ελέγχου, αναδεικνύει τη διάσταση της παρέμβασης
62
των βακουφίων έπαιξε έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην οργάνωση του αστικού χώρου, τόσο ώστε, όπως αναφέρει η Καραδήμου-Γερόλυμπου, όταν επί Τανζιμάτ τέθηκε το ζήτημα της αναδιοργάνωσης της πολεοδομικής νομοθεσίας η κύρια ανησυχία αφορούσε στις αντιδράσεις των βακουφικών διοικήσεων (στο Καραδήμου-Γερόλυμπου Α., ό.π., σελ.24-36). 85. Παρατίθεται στο Καραδήμου-Γερόλυμπου Α., ό.π., σελ.91-110 86. Η Καραδήμου-Γερόλυμπου αναφέρει δύο εκδοχές, εκ των οποίων η πρώτη (σύμφωνα με δυο Έλληνες συγγραφείς) υποστήριζε πως ο Αχμέτ Ρασίμ συνεννοήθηκε με τον στρατιωτικό διοικητή της πόλης, έφυγε για περιοδία στη Θεσσαλία και η φωτιά μπήκε κατά την απουσία του, ενώ η δεύτερη (του Γάλλου πρόξενου) απέδιδε την υποψία ότι η φωτιά ήταν προσχεδιασμένη στην έκδηλη αδιαφορία των αρχών (στο ΚαραδήμουΓερόλυμπου Α., ό.π., σελ.91-110). 87. Καραδήμου-Γερόλυμπου Α., ό.π., σελ.91-110, «Ο ανασχεδιασμός της εμπορικής συνοικίας των Ιωαννίνων»
56
57
που στόχευε στον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας της πόλης. Συγκεκριμένα, η «εξυγίανση» του αστικού χώρου στις οθωμανικές πόλεις αποτέλεσε σύμβολο της μετάβασης σε ένα κράτος ευρωπαϊκού πολιτισμού, ενώ αντίθετα η βρομιά, η νοσηρότητα, ο παραβατισμός και η ανασφάλεια συνδέθηκαν με τον οθωμανικό τρόπο ζωής. Παρότι από πολεοδομική άποψη δεν πρόκειται για ιδιαίτερα φιλόδοξο σχέδιο, συνέβαλε σημαντικά στην ανανέωση της κτηριακής υποδομής (π.χ. με την επιβολή των λιθοδομών για λόγους πυροπροστασίας). Τα νέα κτίσματα που οικοδομήθηκαν ακολουθούσαν σε γενικές γραμμές τα παλαιότερα πρότυπα, εμφανίστηκαν ωστόσο και νέες μορφές, όπως οι τέσσερις στοές κάθετα στην κεντρική αρτηρία της αγοράς που οφείλονται στην ενσωμάτωση μεγάλων ιδιοκτησιών στην εμπορική περιοχή. Η αρχιτεκτονική των καταστημάτων και των στοών, τυποποιημένη και επαναλαμβανόμενη, ακολουθούσε τις προδιαγραφές που είχαν τεθεί από το νομοθέτημα που επιβλήθηκε στην περιφέρεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1864, στην αρχή των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ. Τα περισσότερα από τα σωζόμενα σήμερα κτίσματα της αγοράς με τα σιδερένια κουφώματα και τα μεταλλικά προστεγάσματα και μπαλκόνια ανάγονται στην εποχή αυτή88. Ένα ακόμα σημαντικό έργο που υλοποιήθηκε ενώ βαλής των Ιωαννίνων ήταν ο Αχμέτ Ρασίμ, ήταν η ανέγερση του Διοικητηρίου της πόλης το 187089. Αντίστοιχα επιβλητικά διοικητικά κτήρια οικοδομήθηκαν εκείνη την εποχή σε όλες
88. Ρογκότη-Κυριοπούλου Δ., ό.π., σελ.16-20 89. ιστοσελίδα egiannina.wordpress.com (egiannina.wordpress.com/2012/03/05/το-διοικητήριο-της-πόλης-μας)
58
εικ. 56: Το οθωμανικό Διοικητήριο γύρω στο 1905, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το σημερινό Δημαρχείο. εικ. 57: Το οθωμανικό Αρχηγείο Στρατού το 1912, κατά την άφιξη του Υπουργού Εσωτερικών της κυβέρνησης των Νεότουρκων Χατζή Αδήλ Μπέη. εικ. 58: Μεταξύ του οθωμανικού Διοικητηρίου και του Αρχηγείου Στρατού (στη σημερινή λεωφόρο Δωδώνης), την Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 1913, ημέρα απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, εικονίζονται ελληνικά στρατιωτικά σώματα που μπήκαν στην πόλη μετά την άνευ όρων παράδοσή της.
63
59
60 εικ. 59: Η Παπαζόγλειος Υφαντική Σχολή, σχεδιασμένη από τον Π.Μελίρρυτο το 1898. εικ. 60: Η Ζωσιμαία Σχολή, σχεδιασμένη από τον Π.Μελίρρυτο το 1901 ως αντίγραφο του Πανεπιστημίου Αθηνών.
61
εικ. 61: Η Καπλάνειος Σχολή, σχεδιασμένη από τον Π.Μελίρρυτο το 1926, η οποία βρίσκεται απέναντι από την Παπαζόγλειο Υφαντική Σχολή του ιδίου.
τις οθωμανικές πόλεις, με την εκλεκτικιστική μορφολογία που πρυτάνευε στον βορειοελλαδικό χώρο. Το Διοικητήριο των Ιωαννίνων, ένα τριώροφο μέγαρο που συνδύαζε νεοκλασικά και ανατολίτικα μορφολογικά στοιχεία, πυρπολήθηκε δύο φορές από αγνώστους μετά την απελευθέρωση, ανεπιτυχώς το 1928 και έπειτα το 1930, δίνοντας τελικά τη θέση του στο σημερινό Δημαρχείο της πόλης. Σκοπός του εμπρησμού λέγεται ότι ήταν η καταστροφή του κτηματολογίου και του αρχείου, διότι υπήρχαν καταγεγραμμένες παράνομες αγορές τούρκικων σπιτιών και κτημάτων από τους Γιαννιώτες. Ομοίως επί διοικήσεως του Αχμέτ Ρασίμ κατασκευάστηκε κατά τα έτη 1879-1880 το νεοκλασικού ρυθμού οθωμανικό Αρχηγείο Στρατού, που αργότερα θα στέγαζε την 8η Μεραρχία90.
64
90. Τέκτονας Κ., άρθρο «Νεοκλασικά - Νεοβυζαντινά και παραδοσιακά κτίρια των Ιωαννίνων» στο μηνιαίο ενημερωτικό δελτίο «Ηπειρωτική Εταιρεία» της ομώνυμης εταιρείας, τεύχος 207, Αθήνα: Δεκέμβριος 1993, σελ. 636
Το πλέον καθοριστικό βήμα της οθωμανικής εξουσίας για την μεταμόρφωση των αστικών χώρων ήταν αναμφίβολα η εγκατάσταση δημοτικών αρχών στις πόλεις91, οι οποίες ανέλαβαν την σύνταξη πολεοδομικών προγραμμάτων και τη διαχείριση πόρων με στόχο την αστική ανάπτυξη, παράλληλα με ένα φιλόδοξο κυβερνητικό πρόγραμμα δημοσίων κτηρίων που περιλάμβανε τους νέους κτηριακούς τύπους του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα (στρατώνες, νοσοκομεία, οθωμανικά σχολεία, λύκεια/ιδαδιέ, στρατιωτικές σχολές)92. Στα Ιωάννινα δημοτική αρχή συστάθηκε το 1871 και τις επόμενες δύο δεκαετίες μια σειρά αλληλοδιαδεχούμενων δημάρχων επιχείρησαν τον εξωραϊσμό κι άλλων τμημάτων της πόλης, τον εκσυγχρονισμό της ρυμοτομίας και τη βελτίωση των υποδομών. Οι επεμβάσεις αυτές όμως χαρακτηρίζονταν στο σύνολό τους από διστακτικότητα και έλλειψη εντυπωσιακών πρωτοβουλιών και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, στο πλαίσιο της γενικότερης ανασφάλειας που επικρατούσε στην οθωμανική επικράτεια στα τέλη του 19ου αιώνα93. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο κατασκευάστηκαν μερικά από τα πιο εμβληματικά κτήρια της πόλης. Η βασική τάση της αστικής αρχιτεκτονικής στην περίοδο 18901914 ήταν η ευθυγράμμιση με τα ευρωπαϊκά ρεύματα, με προσαρμογή τους στις τοπικές συνθήκες, τόσο στην ελληνική όσο και στην οθωμανική επικράτεια. Αυτή εκδηλώθηκε στις καλύτερες περιπτώσεις με την προσπάθεια δημιουργικής αφομοίωσης των τεχνοτροπιών, στις χειρότερες με την άκριτη εφαρμογή των ευρωπαϊκών στιλιστικών κωδίκων. Ο εκλεκτικισμός με τις ποικίλες εκφάνσεις του αποτέλεσε το κυρίαρχο ρεύμα της αστικής αρχιτεκτονικής της περιόδου αυτής. Στις ελληνικές πόλεις με την ισχυρή νεοκλασική φυσιογνωμία εκφράστηκε ως εμπλουτισμένη ή ανανεωμένη έκφραση του επικρατούντος ρυθμού. Αντίθετα, ο εκλεκτικισμός στις πόλεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου ο κλασικισμός θεωρούνταν ο ενδεδειγμένος ρυθμός στη δημόσια αρχιτεκτονική, συνέβαλε στο να αποκτήσουν τα κλασικίζοντα διοικητήρια κ.λπ. δημόσια κτήρια ένα ιδιαίτερο, ανατολίτικο χρώμα94.
91. Καραδήμου-Γερόλυμπου Α., ό.π., σελ.111-134 92. Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., «Αριστοτέλης Ζάχος και Josef Durm _ Η αλληλογραφία ενός πρωτοπόρου αρχιτέκτονα με τον μέντορά του, 19051914», Αθήνα: ποταμός 2013, σελ.31 93. Καραδήμου-Γερόλυμπου Α., ό.π., σελ.91-110 94. Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., ό.π., σελ.32
65
Καθώς προς το τέλος του 19ου αι. ο εθνικισμός στην οθωμανική επικράτεια άρχισε να φουντώνει, παράλληλα με τη σταδιακή αποσύνθεση της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, οι αρχιτέκτονες των διάφορων εθνικοθρησκευτικών ομάδων άρχισαν να αναζητούν νέα εκφραστικά μέσα συνδεδεμένα με τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους (π.χ. η επιστροφή στον κλασικισμό και η προώθηση του ελληνοβυζαντισμού εκφράζουν την ιδεολογική ταύτιση των αρχιτεκτόνων ελληνικής καταγωγής με το εθνικό κέντρο)95. Το 1901 ορίστηκε μηχανικός του δήμου Ιωαννίνων ο Περικλής Μελίρρυτος96, ο οποίος είχε αποκτήσει το δίπλωμα πολιτικού μηχανικού από το Πολυτεχνείο της Αθήνας το 1893. Πάνω σε σχέδια του οικοδομήθηκε στην πόλη ένας περιορισμένος αριθμός δημοσίων κτηρίων που έφεραν εμφανή τα στοιχεία του νεοκλασικού ιδιώματος97, όπως η Παπαζόγλειος Υφαντική Σχολή (1898), η Ζωσιμαία Σχολή (1901) (αντιγραφή του σχεδίου του Πανεπιστημίου Αθηνών από τον Χ.Χάνσεν)98 και το Οθωμανικό Παρθεναγωγείο (1905). Το 1905 κατασκευάστηκε ο σχεδιασμένος από τον Μελίρρυτο Πύργος του Ρολογιού, για τον εορτασμό της 30ετίας από την ενθρόνιση του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμήτ Β’ το 1876. Στις αρχές του 20ου αιώνα κατασκευάστηκαν σε ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία για τον ίδιο λόγο περισσότερα από εκατό ρολόγια. Οι πύργοι αυτοί των ρολογιών, τοποθετημένοι σε περίοπτη θέση, μπορούν να θεωρηθούν ένα ακόμα σύμβολο του εκσυγχρονισμού στον αστικό χώρο, καθώς εξέφραζαν την ριζική αλλαγή στην αντίληψη του χρόνου σε σχέση με την παραδοσιακή μέτρηση που χρησιμοποιούσε το κάλεσμα του ιμάμη από τον μιναρέ για προσευχή99. Αξίζει να αναφερθεί πως έργο του Μελίρρυτου υπήρξε και η νεοβυζαντινής τεχνοτροπίας Καπλάνειος Σχολή, η οποία κτίστηκε το 1926, αρκετά μετά την απελευθέρωση της πόλης. Πάντως, ο νεοκλασικισμός στα Ιωάννινα δεν είχε εξίσου μεγάλη απήχηση όσο στην επικράτεια του νεοσυσταθέντος ελληνικού
66
95. Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., ό.π., σελ.32-33 96. Καραδήμου-Γερόλυμπου Α., ό.π., σελ.91-110 97. Παπασταύρου Τζ., κείμενο «Ιωάννινα: Η μετάβαση από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική στα νεοκλασικά πρότυπα _ Κατανόηση της αρχιτεκτονικής εξέλιξης μέσα στα ιστορικά και κοινωνικά της συμφραζόμενα» στην ιστοσελίδα «Αρχαιολογία και Τέχνες» (www.archaiologia.gr) 98. Σμύρης Γ., κείμενο «Τα κτίρια της Ζωσιμαίας Σχολής» στην ιστοσελίδα του Συλλόγου Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων (www.zosimaia. gr) 99. ιστοσελίδα του «A Balkan Tale / Μια Βαλκανική Ιστορία» (www.balkantale.com), ενός εγχειρήματος του Goethe-Institut με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης
κράτους. Στο πνεύμα του αστικού μεγαλοϊδεατισμού του 19ου αιώνα, το προερχόμενο από την Δύση δάνειο που επιβλήθηκε ως ο επίσημος αρχιτεκτονικός ρυθμός στην Αθήνα και τις υπόλοιπες πόλεις γνώρισε ευρεία διάδοση σε όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας, όπως μαρτυρά η παρουσία του τόσο στην επίσημη όσο και στην ανώνυμη αρχιτεκτονική. Ως εργαλείο ανανοηματοδότησης του αστικού χώρου, νομιμοποίησε την αναδυόμενη εθνική ταυτότητα και τις αξιώσεις της σε σχέση με την πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων. Αντίθετα, στην πολυεθνοτική οθωμανική πόλη των Ιωαννίνων η επιβολή του νεοκλασικού ρυθμού, ακόμα και προσαρμοσμένου στις τοπικές συνθήκες, δεν είχε το απαραίτητο ιδεολογικό υπόβαθρο ώστε να γίνει αποδεκτή από την κοινωνία100.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΤΟ 1913 ΚΑΙ Η ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΚΟΡΜΟ Η παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας που είχε ξεκινήσει τον 19ο αιώνα συνεχίστηκε και στον 20ο. Από αυτή την εξασθένιση επωφελήθηκαν τα εθνικά κράτη της βαλκανικής για να επεκταθούν εδαφικά. Οι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 και του 1913 υπήρξαν για την Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα μια σειρά ανέλπιστων επιτυχιών, καθώς τα οθωμανικά στρατεύματα ηττήθηκαν και υποχώρησαν σε όλα τα μέτωπα. Το ελληνικό ναυτικό απόκτησε τον έλεγχο του Αιγαίου. Ο ελληνικός στρατός από την άλλη πολιόρκησε τα Ιωάννινα, συνέχισε τη νικηφόρα πορεία του στα Γιαννιτσά και προέλασε, χωρίς αντίπαλο σχεδόν, μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Με την επίσημη λήξη των βαλκανικών πολέμων και την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου το 1913, η οθωμανική αυτοκρατορία έχασε όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά εδάφη της101. Το ελληνικό κράτος από την άλλη, μετά την προσάρτηση των λεγόμενων «Νέων Χωρών» στην Παλαιά Ελλάδα, κοντά διπλασίασε την επικράτεια και τον πληθυσμό του. Σχεδόν αμέσως εγκαταστάθηκαν στις νεοπροσαρτημένες περιοχές γενικές διοικήσεις που θα αναλάμβαναν την διακυβέρνηση τους, μεταξύ των οποίων και η Γενική Διοίκηση Ηπείρου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, υπήρξαν διαδοχικές καταργήσεις
100. Παπασταύρου Τζ., ό.π. 101. Mazower M., «Θεσσαλονίκη _ Πόλη των φαντασμάτων», Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2006, σελ.352-353
67
και επανιδρύσεις των γενικών διοικήσεων, μέχρι την τελική κατάργηση του θεσμού το 1955102. Περίπου έναν αιώνα μετά την ίδρυσή του και ενώ είχε ήδη διαμορφώσει το περίγραμμα της οντότητας του, το ελληνικό κράτος -που πάλευε εκείνη την περίοδο να ορθοποδήσει οικονομικά- βρέθηκε αντιμέτωπο με το περίπλοκο ζήτημα της ενσωμάτωσης των Νέων Χωρών. Στόχος της κρατικής πολιτικής ήταν η ομογενοποίηση (ως προς γλώσσα, θρησκεία κ.λπ.) των πληθυσμών των Νέων Χωρών με ταυτόχρονη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, που συνεπαγόταν την δημιουργία μιας κυρίαρχης εθνικής πλειονότητας. Σε επίπεδο πολεοδομικού σχεδιασμού, οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στον εξελληνισμό ή «αποτουρκισμό» των ενταχθέντων στον εθνικό κορμό αστικών κέντρων, που απαιτούσε την ενοποίηση του πολύδιασπασμένου χώρου των εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων ώστε να αντικατοπτρίζει την νέα εθνική πραγματικότητα. Η θεσμική διαχείριση του αστικού χώρου από την πολιτεία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας, αλλά και στην επίτευξη της επιδίωξης της αναδυόμενης αστικής τάξης για την ανάδειξη της Ελλάδας σε σύγχρονο κράτος οργανωμένο κατά τα πρότυπα της φιλελεύθερης Δύσης. Η πορεία όμως προς τον εκσυγχρονισμό επιβραδύνθηκε από τις δυσμενείς συγκυρίες τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της εξουθενωμένης από τους πολέμους χώρας και ιδιαίτερα από την μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την επακόλουθη ανάγκη απορρόφησης των προσφύγων. Ένα χρόνο (1912) πριν από την προσάρτηση της Ηπείρου στην Ελλάδα, η πόλη των Ιωαννίνων αριθμούσε 18.878 κατοίκους, εκ των οποίων το 51% ήταν χριστιανοί, το 25% μουσουλμάνοι και το 24% εβραίοι. Ωστόσο σύμφωνα με την απογραφή του 1913, ο πληθυσμός μετά την απελευθέρωση μειώθηκε στους 16.804, με το 72% πλέον να είναι χριστιανοί και μόλις το 13% μουσουλμάνοι και το 15% εβραίοι. Η εθνολογική σύνθεση της πόλης εξακολούθησε να μεταβάλλεται τα επόμενα χρόνια, πρώτα με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης και
68
102. Παππά Μ., κείμενο «Νέες Χώρες και εθνική ενσωμάτωση: Το παράδειγμα των Ιωαννίνων» στο Παπαγεωργίου Γ. και Πέτσιος Κ.Θ. (επιμ.), «Πρακτικά Α’ Πανηπειρωτικού Συνεδρίου _ Ιστορία-Λογιοσύνη: Η Ήπειρος και τα Ιωάννινα από το 1430 έως το 1913», τόμος Α’, Ιωάννινα 2015, σελ.222-223
62
την επακόλουθη ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, έπειτα με την εισροή μικρασιατών προσφύγων το 1924. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σύμφωνα με την απογραφή του 1928, από τους 21.503 κατοίκους των Ιωαννίνων το 88,24% αποτελούσαν οι χριστιανοί, έναντι 2,60% μουσουλμάνων και 9,16% εβραίων. Έτσι σε διάστημα μιας δεκαετίας επήλθε η ομογενοποίηση του πληθυσμού με το ισοζύγιο να γέρνει ολοένα και περισσότερο προς το ελληνορθόδοξο στοιχείο103. Παρά τις αντίξοες συνθήκες της περιόδου 1913-1924104, οι προσπάθειες για την αναμόρφωση της εικόνας της πόλης των Ιωαννίνων ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως καθώς κρίθηκε πως -ακόμα και μετά τις επεμβάσεις που είχαν ήδη γίνει στο τέλος του 19ου αιώνα στο πλαίσιο του Τανζιμάτ- δεν ανταποκρινόταν στα ευρωπαϊκά δεδομένα, που αποτελούσαν πλέον το μέτρο σύγκρισης με βάση το οποίο κατευθύνονταν οι πολεοδομικές αποφάσεις. Η πόλη παρέμενε οργανωμένη πολεοδομικά σύμφωνα με το οθωμανικό πρότυπο της πόλης-αγοράς, όπου
103. Παππά Μ., ό.π., σελ.225-226 104. ό.π., σελ.227-228, όπου αναφέρεται και ότι «η πείνα και η ανέχεια ήταν ίσως το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η πόλη των Ιωαννίνων μετά την απελευθέρωση»
69
το παζάρι ήταν το κέντρο της δημόσιας ζωής. Οι υποδομές ήταν ανεπαρκείς, ενώ η πόλη υστερούσε και από άποψη ρυμοτομίας. Ως εκ τούτου, το ζήτημα της κατάρτισης σχεδίου πόλης απασχόλησε τις τοπικές αρχές ήδη από το 1915105, ενώ νωρίτερα είχαν ληφθεί προσωρινά μέτρα όπως η απαγόρευση ανέγερσης ή επισκευής οικοδομής χωρίς άδεια και η μέριμνα για τα ετοιμόρροπα ή τα αυθαίρετα κτήρια, ωστόσο το πρώτο Διάταγμα για το Σχέδιο Πόλης εκδόθηκε το 1934106. Όσον αφορά στο ζήτημα της διαχείρισης της ακίνητης περιουσίας του απερχόμενου μουσουλμανικού πληθυσμού, οι ιδιοκτησίες των μουσουλμάνων διατέθηκαν για τη στέγαση ελληνορθόδοξων προσφύγων της ανταλλαγής πληθυσμών, ενώ τα περισσότερα ιδρύματα περιήλθαν στο ελληνικό δημόσιο ή και σε χέρια ιδιωτών107. Στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση καταβλήθηκαν σημαντικές προσπάθειες για τον εξωραϊσμό και την ανάπλαση του αστικού χώρου108. Στα έργα που υλοποιήθηκαν ανήκε η ρυμοτόμηση διάφορων περιοχών όπως αυτή στο εσωτερικό του Κάστρου (1917) ή η επιχωμάτωση της τάφρου του Κάστρου και η κατασκευή παραλιακής λεωφόρου (1930). Οι πολεοδομικές επεμβάσεις για την αναδιοργάνωση των συνοικιών και τη διάνοιξη νέων, ευθύγραμμων οδών κινήθηκαν στην κατεύθυνση της οργάνωσης του οικισμού ως προς ένα κέντρο, αντίθετα από την προηγούμενη πολυκεντρική οργάνωση σε μαχαλάδες. Παράλληλα, στον τομέα των αστικών υποδομών έγιναν ενέργειες για την υδροδότηση και τον ηλεκτροφωτισμό της πόλης και την ανάπτυξη της αστικής συγκοινωνίας, ενώ σταδιακά στην πόλη εμφανίστηκαν τα πρώτα Ι.Χ.. Ο εκσυγχρονισμός όμως προχωρούσε με μάλλον αργόσυρτο ρυθμό, ενώ τα Γιάννινα όπως και η ‘Ηπειρος γενικότερα αντιμετώπιζαν σοβαρά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα. Από την μία, παρότι κατά το παρελθόν η πόλη αποτελούσε
70
105. Το 1915 πράγματι εγκρίθηκε από τη Διοίκηση Ηπείρου ένα πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο, το οποίο ωστόσο δεν εφαρμόστηκε ποτέ (στο «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων», έκδοση συνοδευτική της ομότιτλης περιοδικής έκθεσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, που διήρκησε από τις 21 Φεβρουαρίου έως τις 21 Απριλίου 2013, σελ.81). 106. Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Δήμου Ιωαννιτών 2016-2019, Α’Φάση Στρατηγικός Σχεδιασμός, Ιανουάριος 2016, σελ.29 107. Παππά Μ., ό.π., σελ.237-239 108. ό.π., σελ.241
63
σημαντικό εμπορικό κόμβο, η διαίρεση του γεωγραφικού χώρου της χερσονήσου σε εθνικές επικράτειες μετά τους βαλκανικούς πολέμους απέκοψε την πόλη από τις «φυσικές» αγορές της (της Β.Ηπείρου) δυσχεραίνοντας τις συναλλαγές. Επιπλέον, μετά την απελευθέρωση η Ήπειρος, λόγω της γεωγραφικής της θέσης στα ΒΔ του κορμού της Ελλάδας και λόγω του ορεινού εδάφους της, βρέθηκε να είναι η πιο απομονωμένη ελληνική επαρχία, ενώ ήταν προβληματική και η συγκοινωνία στο εσωτερικό της. Έτσι η ανάπτυξη νέων εμπορικών κέντρων και διαδρομών έπληξε ανεπανόρθωτα την τοπική οικονομία των Ιωαννίνων, ενώ οι νέες συνδέσεις που προωθήθηκαν καθορίζονταν από τις εθνικές εδαφικές διεκδικήσεις109. Από την άλλη, πολλοί βιοτεχνικοί κλάδοι και συντεχνίες αντιμετώπιζαν κρίση καθώς, λόγω των παρωχημένων μεθόδων και του ανεπαρκούς εξοπλισμού των επαγγελματιών, αδυνατούσαν να ανταγωνιστούν την εισαγωγή βιομηχανικών προιόντων από την δυτική Ευρώπη110. Στην περίοδο του Μεσοπολέμου παγιοποιήθηκε ο χαρακτήρας της ηπειρωτικής πρωτεύουσας ως ένα επαρχιακό διοικητικό κέντρο με φτωχή ενδοχώρα και περιορισμένες δυνατότητες επικοινωνίας.
64
εικ. 63, 64: Η τάφρος γύρω από το Κάστρο στη συνοικία Λειβαδιώτη και η ίδια περιοχή το 2012.
Ο αρχικός ενθουσιασμός της ελληνικής κοινότητας των Ιωαννίνων για την απελευθέρωση της πόλης και την ενσωμάτωση στο
109. Στο πλαίσιο αυτό δρομολογήθηκε ήδη από το 1913 η σιδηροδρομική σύνδεση της Παλαιάς Ελλάδας με τις Νέες Χώρες, που όμως για την περιοχή της Ηπείρου δεν υλοποιήθηκε ποτέ (στο Παππά Μ., ό.π., σελ.234). 110. Παππά Μ., ό.π., σελ.231-234
71
ελληνικό κράτος μετατράπηκε σταδιακά σε απογοήτευση. Σε αυτό το κλίμα, αναδείχθηκε στον Μεσοπόλεμο -μεταξύ άλλων και μέσω των εφημερίδων και των περιοδικών της εποχής- το κίνημα του «ηπειρωτισμού» με στόχο την διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης τοπικής ταυτότητας, οικοδομημένης πάνω στις αναφορές στο απώτατο παρελθόν της περιοχής, που ήταν απαραίτητη για την ένταξη της Ηπείρου στον εθνικό κορμό όχι ως μια περιθωριακή περιφέρεια, αλλά ως αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής εθνικής οντότητας111. Ο μετασχηματισμός του αστικού ιστού σταμάτησε τελείως με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την διάρκεια του οποίου μεταξύ άλλων εκτοπίστηκε η εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων, αφήνοντας μόνο διάσπαρτα ίχνη της παρουσίας της στον αστικό ιστό112. Μάλιστα, ήταν τέτοια η επίδραση της δεκαετίας των πολέμων μεταξύ ’40 και ’50 στην πόλη, ώστε μέχρι το 1957 έπαυσε σχεδόν εντελώς κάθε οικοδομική δραστηριότητα113. Από το 1934 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 η πόλη επεκτάθηκε ελάχιστα, ενώ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘80, εκτός από το Γ.Π.Σ. Ιωαννίνων, εγκρίθηκαν οι Πολεοδομικές Μελέτες Επέκτασης της πόλης και αργότερα ακολούθησαν οι μελέτες πολεοδόμησης των περιαστικών οικισμών114.
72
111. Αυδίκος Ε., «Η ταυτότητα της περιφέρειας στο Μεσοπόλεμο _ Το παράδειγμα της Ηπείρου», Αθήνα: Καρδαμίτσα 1993 112. Στις 25 Μαρτίου 1944 συνελήφθησαν 1.850 Γιαννιώτες Εβραίοι και οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς, από όπου επέστρεψαν μόνο 163. Η Ισραηλιτική Κοινότητα Ιωαννίνων ανασυστήθηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελούμενη πια από πολύ μικρότερο αριθμό μελών. Από ευτυχή συγκυρία διασώθηκε η παλιά Συναγωγή Καλ Καντός Γιασάν, ή αλλιώς Μέσα Συναγώϊ, στο Κάστρο της πόλης, η οποία χτίστηκε το 1826 και είναι το μεγαλύτερο και το ωραιότερο από τα σωζόμενα θρησκευτικά κτίρια των Ελλήνων Εβραίων. Ελλείψει μονίμου ραβίνου, η Συναγωγή λειτουργεί μόνο στις μεγάλες γιορτές. Η κοινότητα διατηρεί επίσης δυο πολυκατοικίες χτισμένες στο χώρο της άλλοτε Νέας Συναγωγής και του Αρρεναγωγείου της Alliance, που κατεστράφησαν από τους Γερμανούς, και σε αυτές κατοικεί η πλειονότητα των μελών της. Διατηρεί επίσης ιδιόκτητο εβραϊκό νεκροταφείο. (στην ιστοσελίδα του Κ.Ι.Σ., www.kis.gr) 113. «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων», ό.π. 114. Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Δήμου Ιωαννιτών 2016-2019, Α’Φάση Στρατηγικός Σχεδιασμός, Ιανουάριος 2016, σελ.29
μέρος ε η συγκρότηση μιας νέας ταυτότητας
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΩΣ ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Στο γύρισμα του αιώνα εμφανίστηκε στα Βαλκάνια ένα μεταρρυθμιστικό κίνημα κριτικής του επιφανειακού εξευρωπαϊσμού του προηγούμενου αιώνα και επιστροφής στις ρίζες115. Η εθνορομαντική αυτή κίνηση συνδεόταν άμεσα με τις γενικότερες τάσεις που εκδηλώνονταν στον ευρωπαϊκό χώρο και εκφράστηκε με ποικίλους τρόπους στις χώρες της Βαλκανικής116. Στην ελληνική επικράτεια, κεντρικό ρόλο στην εμφάνιση του κινήματος διαδραμάτισαν η λογοτεχνική γενιά του 1880 και ο λαογράφος Ν.Πολίτης (1852-1921), με πρωτοβουλία του οποίου ιδρύθηκε το 1908 η Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία117. Ως αντίλογος στις αλλοτριωτικές επιρροές του κοσμοπολιτικού εκσυγχρονισμού, δόθηκε έμφαση στην μελέτη και καταγραφή του «αυθεντικού» γηγενούς πολιτισμού που παρήγαγε ο λαός στο σύγχρονο ελληνικό τοπίο. Το Βυζάντιο -το οποίο είχε συγκεντρώσει το ενδιαφέρον των ερευνητών εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων, λόγω των αυξημένων εντάσεων και των εδαφικών διαμαχών στα Βαλκάνια, όπως για παράδειγμα στην Μακεδονία- έπαψε να θεωρείται απλώς ένας ενδιάμεσος
115. Φιλιππίδης Δ., «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική», Αθήνα: Μέλισσα 1984, σελ.149-180 για την επιστροφή στις ρίζες στον ελληνικό χώρο των αρχών του 20ου αιώνα 116. Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., ό.π., σελ.33 117. Καρδαμίτση-Αδάμη Μ., κείμενο «Ήπειρος-Θεσσαλία-Μακεδονία _ Μέσα από τον φακό του Αριστοτέλη Ζάχου: 1915-1931» στο ομότιτλο λεύκωμα με φωτογραφικό υλικό του Αριστοτέλη Ζάχου, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη 2007, σελ.15
73
σταθμός στην μακραίωνη ελληνική παράδοση και αναβαθμίστηκε ιδεολογικά σε άμεσο πρόγονο του «λαϊκού» πολιτισμού, μαζί με τον οποίο συνιστούσαν συστατικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας118. Οι πρώτες μεθοδολογικές καταγραφές της λαϊκής αρχιτεκτονικής έγιναν από λαογράφους στο πλαίσιο ευρύτερων μελετών, οι οποίες ήταν σαφώς επηρεασμένες από τις εθνικιστικές μυθοπλασίες της εποχής119. Οι μελέτες που αφορούσαν την λαϊκή αρχιτεκτονική ως αυτόνομο αντικείμενο ενδιαφέροντος καθυστέρησαν σημαντικά, αν και η ένταξη των Νέων Χωρών στην Παλαιά Ελλάδα έδωσε νέα ώθηση με τη διεύρυνση του πεδίου έρευνας120. Εξάλλου στις αρχές του 20ου αιώνα και η μελέτη της βυζαντινής και μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής έκανε τα πρώτα της βήματα στην Ελλάδα, με σημαντικότερο εκπρόσωπο τον αρχιτέκτονα-αρχαιολόγο Αν.Ορλάνδο (1887-1943)121. Αφού μελέτησε όλο το φάσμα της ελληνικής αρχιτεκτονικής από την αρχαιότητα μέχρι την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, ο Ορλάνδος γεφύρωσε το κενό ανάμεσα στην κοσμική βυζαντινή αρχιτεκτονική και στην νεότερη παραδοσιακή επί Τουρκοκρατίας, θέτοντας το υπόβαθρο για την στήριξη της άποψης πως η παραδοσιακή αρχιτεκτονική θα μπορούσε να αποτελέσει τον πυρήνα δημιουργίας μιας «γνήσιας» ελληνικής αρχιτεκτονικής122. Κύριος εκφραστής του νέου πνεύματος του 20ου αιώνα και εισηγητής του αρχιτεκτονικού δημοτικισμού ή τοπικισμού στην ελληνική επικράτεια υπήρξε ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος123 (1871-1939) με καταγωγή από τα Βελεσσά Μακεδονίας. Ο Ζάχος από την δεκαετία του 1890 σπούδασε στην Γερμανία, ενώ
74
118. Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., ό.π., σελ.27 119. Φιλιππίδης Δ., «Ανώνυμη αρχιτεκτονική στην Ελλάδα ή ο Έλληνας Ράποπορτ» στο Rapoport A. και Φιλιππίδης Δ., «Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες», Αθήνα: Μέλισσα 2010, σελ.201 Ο Φιλιππίδης, σχολιάζοντας το μεθοδολογικό πρόβλημα στην έρευνα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, αναφέρει πως η ίδια η χρήση εννοιών όπως «λαός» και «παράδοση», που εμπεριέχουν έναν μεγάλο βαθμό αυθαιρεσίας ως προς το χωροχρονικό πλαίσιο αυτού που περιγράφουν, είναι ενδεικτική της έντονα ιδεολογικής εκμετάλλευσης της αρχιτεκτονικής της περιόδου από το Βυζάντιο ως τη γέννηση του ελληνικού κράτους (στο Φιλιππίδης Δ., ό.π., σελ. 198-199). 120. Καρδαμίτση-Αδάμη Μ., ό.π., σελ.17 121. ό.π., σελ.15-17 122. Φιλιππίδης Δ., ό.π., σελ. 204 123. Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., ό.π., σελ.43-64, γενικά στοιχεία για τον Α.Ζάχο, τη ζωή και το έργο του
από το 1901 εργαζόταν παράλληλα στον σχεδιασμό σημαντικών δημοσίων κτηρίων του Δουκάτου της Βάδης στο πλευρό του καθηγητή του -και διακεκριμένου αρχιτέκτονα του ιστορισμού και θεωρητικού- Josef Durm124. Η επαγγελματική του ενασχόληση, παρότι τον εμπόδισε να αποκτήσει το πτυχίο του αρχιτέκτονα, του εξασφάλισε την φιλία του Durm και στέρεη γνώση της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Ως σπουδαστής και εργαζόμενος στην Γερμανία, ο Ζάχος είχε έρθει σε επαφή και είχε επηρεαστεί από τα μεταρρυθμιστικά κινήματα της επιστροφής στην φύση και στην αυτόχθονα παράδοση και με αυτά τα εφόδια επέστρεψε στην Ελλάδα το 1905. Η επαγγελματική του σταδιοδρομία όμως τέθηκε σε δεύτερο πλάνο, καθώς το διάστημα 1906 ως 1913 ενεπλάκη στους αγώνες της ελληνικής αλυτρωτικής πολιτικής για την απελευθέρωση της Μακεδονίας ως μέλος μυστικών οργανώσεων. Ο επαναπατρισμός του συνέπεσε με μια περίοδο αλλαγών για την φύση και την άσκηση της αρχιτεκτονικής, καθώς οι πτυχιούχοι αρχιτέκτονες στην ελληνική και στην οθωμανική επικράτεια διεκδικούσαν την αναβάθμισή τους έναντι των εμπειροτεχνών αρχιμαστόρων των συντεχνιών και την θεσμική κατοχύρωση του επαγγέλματός τους. Η έλλειψη πτυχίου του ίδιου, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες όπως η μακεδονίτικη καταγωγή του, συχνά του δημιούργησαν επαγγελματικές δυσκολίες. Παρά τις απογοητεύσεις και τις αντιξοότητες, ο Ζάχος κατόρθωσε να αναδειχθεί σε ηγετική μορφή της ελληνικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ου αιώνα και συνδέθηκε με πολλές σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του. Υπήρξε ο πρώτος αρχιτέκτονας που μελέτησε και κατέγραψε συστηματικά την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Ελλάδας, συλλέγοντας πλούσιο υλικό -σχέδια και φωτογραφίες- κατά τις περιηγήσεις του σε όλο τον ελλαδικό χώρο125. Επηρεασμένος από τις ιδιαίτερες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν, αμφισβήτησε την ελληνικότητα του νεοκλασικισμού και της δυτικότροπης μορφοκρατίας στην αρχιτεκτονική των μεγάλων
124. Στο Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., «Αριστοτέλης Ζάχος και Josef Durm _ Η αλληλογραφία ενός πρωτοπόρου αρχιτέκτονα με τον μέντορά του, 19051914», Αθήνα: ποταμός 2013, παρουσιάζεται η συνεργασία του Ζάχου και του Durm μέσα από τις επιστολές που αντάλλαξαν από το 1905 έως τις αρχές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται ως «το λυκόφως του ιστορισμού και του εκλεκτικισμού του 19ου αιώνα και η χαραυγή της αντιακαδημαϊκής νεωτερικότητας». 125. Καρδαμίτση-Αδάμη Μ., ό.π., σελ.17
75
αστικών κέντρων. Αντιθέτως, στράφηκε στην αναζήτηση των βυζαντινών πηγών της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής126 ώστε αυτή, αποκαθαρισμένη από την υποψία οθωμανικών επιρροών, να αποτελέσει τη βάση για την αρχιτεκτονική μεταρρύθμιση η οποία προαναγγελόταν ήδη από το 1911 με το άρθρο-μανιφέστο του «Λαϊκή αρχιτεκτονική»127 που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Καλλιτέχνης»128.
εικ. 65: Φωτογραφία από το αρχείο του Απόστολου Βερτόδουλου, στην οποία εικονίζονται (από αριστερά) ο αρχιτέκτονας Π.Καραντινός, ο γυμνασιάρχης Χ.Σούλης, ο αρχιτέκτονας Α.Ζάχος, ο Ι.Αναγνωστόπουλος, ο Α.Βερτόδουλος και ο Α.Κάλλος σε εκδρομή στα χωριά του κεντρικού Ζαγορίου Καπέσοβο και Τσεπέλοβο, στις 12 Σεπτεμβρίου 1934.
76
65
126. Ο Φιλιππίδης χαρακτηρίζει «εθνοκεντρική» την προσέγγιση του θέματος της παράδοσης από τον Ζάχο (στο Φιλιππίδης Δ., ό.π., σελ. 202). 127. Η Καρδαμίτση-Αδάμη αναφέρει σχετικά: «Πιστεύω ακράδαντα ότι το κείμενο αυτό είναι όχι μόνο το πρώτο αλλά κι ένα από τα πιο αξιόλογα και σημαντικά άρθρα που έχουν γραφτεί για τη λαϊκή μας αρχιτεκτονική. Είναι ένα θεμελιακό κείμενο, όπου για πρώτη φορά θίγονται θέματα όπως η προέλευση της λαϊκής αρχιτεκτονικής μας από αυτήν των βυζαντινών χρόνων, η διατήρηση στοιχείων της αρχαιότητας μεταλλαγμένων στην παραδοσιακή μας τέχνη, η λειτουργικότητα της κάτοψης, η πολυχρωμία, η διακόσμηση, οι επιμέρους ονομασίες και οι βυζαντινές ή ακόμα και οι αρχαιοελληνικές τους προελεύσεις. Ένα κείμενο χωρίς υποσημειώσεις και παραπομπές σε άλλα, μιας και δεν υπάρχουν άλλα που να προηγούνται.» (στο Καρδαμίτση-Αδάμη, ό.π., σελ.19). 128. Το περιοδικό αυτό εξέδιδε ο Γεράσιμος Βώκος (1868-1927) με τον οποίο ο Ζάχος συνδέθηκε φιλικά ως μέλος του αντιακαδημαϊκού «Συλλόγου Ελλήνων Καλλιτεχνών» από το 1910 (στο Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., ό.π., σελ.48).
Ο
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Η
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
ΖΑΧΟΣ ΤΗΣ
ΣΤΑ
ΙΩΑΝΝΙΝΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ
Στο διάστημα 1915 ως 1931, ο Ζάχος περιηγήθηκε στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, φωτογραφίζοντας κτήρια -εκ των οποίων πολλά σήμερα έχουν κατεδαφιστεί ή αλλοιωθεί σε σημαντικό βαθμό- αλλά και στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή129. Το 1927 βρέθηκε στα Ιωάννινα ως συνεργάτης του μητροπολίτη της πόλης Σπυρίδωνα Βλάχου (1873-1956)130, με πρωτοβουλία του οποίου εκδιδόταν το περιοδικό «Ηπειρωτικά Χρονικά». Στο τεύχος του 1928 δημοσιεύτηκε ένα έρθρο του Ζάχου με τίτλο «Αρχιτεκτονικά Σημειώματα - Ιωάννινα»131, όπου ο αρχιτέκτονας παρουσίαζε την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της πόλης συνοδεύοντας το κείμενό του με αρκετές φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο ίδιος, σε μια προσπάθεια ανασύστασης της φυσιογνωμίας των Ιωαννίνων όπως ήταν την εποχή της ακμής τους, την οποία τοποθετούσε χρονικά πριν την καταστροφή του 1820. Στην μελέτη του ο Ζάχος δεν συμπεριέλαβε τα δημόσια οικοδομήματα που διασώζονταν καθώς, όπως ο ίδιος σημείωνε, παρότι είχαν κτιστεί από ντόπιους τεχνίτες ακολουθούσαν τα πρότυπα της «μωαμεθανικής αρχιτεκτονικής». Αντ’αυτού το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στα «αρχοντόσπιτα» και τα «νοικοκυρόσπιτα» της πόλης, δηλαδή στα αρχοντικά των προυχόντων και της μεσαίας κοινωνικής τάξης. Από τα φημισμένα αρχοντικά των Ιωαννίνων κανένα δεν είχε γλιτώσει από την καταστροφή επί Αλή πασά, κατά την διευκρίνισή του, ενώ αυτά που ο ίδιος εξέτασε είχαν χτιστεί -στην πλειονότητά τους- στην βάση παλαιότερων και ακολουθώντας τον ίδιο τύπο, αλλά υπολειπόμενα σε πλούτο και έκταση132. Η
εθνοκεντρική
θεώρηση
του
Ζάχου
αντιμετώπιζε
την
129. Καρδαμίτση-Αδάμη Μ., ό.π., σελ.13 130. Ο Ζάχος από το 1920 είχε συνδεθεί στενά με την λαογράφο Αγγελική Χατζημιχάλη και τους ανθρώπους του κύκλου της. Ένας εξ αυτών ήταν και ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος, ο οποίος διετέλεσε προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος στα 1949-1956 (στο ΦεσσάΕμμανουήλ Ε., ό.π., σελ.48) . 131. Ζάχος Α., άρθρο «Αρχιτεκτονικά Σημειώματα - Ιωάννινα» στο περιοδικό σύγγραμμα «Ηπειρωτικά Χρονικά», Ιωάννινα: 1928, έτος 3ο, σελ.295-306 132. ό.π., σελ. 295-296
77
66
67
68
69
εικ. 66: Φωτογραφία Α.Ζάχου, άποψη της κεντρικής πύλης του Κάστρου των Ιωαννίνων από το εσωτερικό.
εικ. 67: Φωτογραφία Α.Ζάχου, άποψη της βορειοδυτικής ακρόπολης του Κάστρου, όπου βρίσκεται το τζαμί του Ασλάν πασά. Σε πρώτο πλάνο φαίνεται η κατεστραμμένη σήμερα τοξωτή αυλόθυρα του περιβόλου της οθωμανικής βιβλιοθήκης.
εικ. 68: Φωτογραφία Α.Ζάχου, όπου εικονίζεται ένα μεγάλο οθωμανικό λουτρό εκτός του Κάστρου.
εικ. 69: Φωτογραφία Α.Ζάχου, καμάρες και λίθινη κλίμακα σε ισόγειο σπιτιού στα Ιωάννινα.
70
78
71
72
εικ. 73: Φωτογραφία Α.Ζάχου, το κτισμένο γύρω στα 1830 αρχοντικό Πυρσινέλλα, στη συμβολή των οδών Αραβαντινού και Παπάζογλου, το οποίο κηρύχθηκε διατηρητέο το 1953. εικ. 74: Οι γωνιακές προεξοχές του αρχοντικού Πυρσινέλλα, όπως τις βλέπει σήμερα ο διαβάτης που κινείται ανάμεσα στο αρχοντικό και την αντικριστή πολυκατοικία.
73
74 εικ. 75: Φωτογραφία Α.Ζάχου, το «Σπίτι του Δεσπότη», γιαννιώτικο αρχοντικό στην οδό Πινδάρου που θεωρείται ένα από τα ελάχιστα παλαιότερα της πυρκαγιάς του 1820, ίσως και το μόνο. Κηρύχθηκε διατηρητέο το 1959 αναφερόμενο ως «παρά το Στάδιον Ιωαννίνων οικία λαϊκής αρχιτεκτονικής ιδιοκτησίας της Ιεράς Mητροπόλεως Ιωαννίνων». Σήμερα είναι σε ερειπιώδη κατάσταση, ενώ τμήμα της στέγης έχει καταρρεύσει.
75
εικ. 70: Φωτογραφία Α.Ζάχου, άποψη της οδού Σούτσου και του «Νοικοκυρόσπιτου του Σταμάτα», χαρακτηριστικού δείγματος της κατοικίας της μεσαίας τάξης. εικ. 71: Φωτογραφία Α.Ζάχου, δρόμος με λαϊκά σπίτια στα Ιωάννινα, 1931. εικ. 72: Φωτογραφία Α.Ζάχου, δρόμος με λαϊκά σπίτια των μέσων του 19ου αιώνα στα Ιωάννινα, 1931.
79
76
εικ. 76: Φωτογραφία Α.Ζάχου, η αυλή της οικίας Ιωαννίδη, ένα από τα σημαντικότερα αρχοντικά των Ιωαννίνων που κτίστηκε πιθανότατα αμέσως μετά την πυρκαγιά του 1820. Το αρχοντικό, αρχικά ιδιοκτησίας του Χαϊρεντίν πασά, βρισκόταν στη συμβολή των οδών Χ.Τρικούπη και Μιχαήλ Αγγέλου. Το 1952 κηρύχθηκε διατηρητέα, όμως το 1977 καταστράφηκε από πυρκαγιά από την οποία διασώθηκε μόνο η τοξωτή αυλόθυρα και η λίθινη σκάλα που οδηγούσε από την αυλή στον όροφο. Το 1986 αποχαρακτηρίστηκε το αρχοντικό, διατηρήθηκε όμως ο χαρακτηρισμός ως διατηρητέας της αυλόθυρας, ενώ στο κείμενο της απόφασης εκφραζόταν η «ευχή να ενταχθεί στη νέα οικοδομή η δίδυμη λιθόκτιστη σκάλα του σπιτιού έστω και μεταφερόμενη». Το 1990 το αρχοντικό Ιωαννίδη κατεδαφίστηκε. εικ. 77: Φωτογραφία Α.Ζάχου, η περίτεχνη τοξωτή αυλόθυρα του αρχοντικού Ιωαννίδη. εικ. 78: Σήμερα, η αυλόθυρα αλλά και η λίθινη σκάλα σώζονται ακόμα, όμως τη θέση του γιαννιώτικου αρχοντικού έχει πάρει ένα πολυώροφο κτήριο με γυάλινες προσόψεις.
77
79
78
80
εικ. 79: Φωτογραφία Α.Ζάχου, η αυλή της οικίας Μίσιου, αρχοντικό των Ιωαννίνων που κτίστηκε το 1844, ακολουθώντας την παλιά τυπολογία. Κηρύχθηκε διατηρητέο ήδη από το 1936. εικ. 80: Η οδός Ασωπίου όπου βρίσκεται το αρχοντικό Μίσιου, το οποίο σήμερα στεγάζει την Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Ηπείρου, Βορείου Ιονίου και Δυτικής Μακεδονίας και έχει αποκατασταθεί σε εξαιρετική κατάσταση.
80
εικ. 81: Κάτοψη της οικίας Μίσιου, στο άρθρο του Ζάχου στα «Ηπειρωτικά Χρονικά».
81
αρχιτεκτονική των αρχοντικών της πόλης ως μια τοπική έκφραση της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Κινούμενη σε ένα ακαθόριστο χρονικό περίγραμμα, η εξήγηση του τρόπου εξέλιξης της γιαννιώτικης αρχιτεκτονικής είχε ποικίλα προβλήματα, καθώς ο Ζάχος εντόπισε επιλεκτικά τυπολογικές συγγένειές της με την αρχιτεκτονική συγκεκριμένων περιόδων της ελληνικής ιστορίας, διακρίνοντας παράλληλα τις αλλοτριωτικές ξενικές επιδράσεις. «Εξ όλων των ανωτέρω δυνάμεθα μετ’ασφαλείας να συμπεράνωμεν ότι όλα τα οικοδομήματα ταύτα της λαϊκής αρχιτεκτονικής, παρά τας αναλογίας τας οποίας παρουσιάζουσι προς τα ανατολικά πρότυπα, διετήρησαν εν τω συνόλω τον αρχαίον αυτών τύπον.»133 Παρουσίασε τα αρχοντικά ως μετεξέλιξη των «σπιτιών των χωρικών» και ανήγαγε τα πρότυπα
133. Ζάχος Α., ό.π., σελ. 301-302
81
82
εικ. 82: Φωτογραφία από τη συλλογή του Α.Ζάχου, άποψη από το δρόμο ενός κατεστραμμένου από παλιά, μικρού νοικοκυρόσπιτου.
εικ. 83: Κάτοψη του μικρού νοικοκυρόσπιτου της εικ.80, στο άρθρο του Ζάχου στα «Ηπειρωτικά Χρονικά».
82
83
που ακολουθούσαν ως προς την διάταξη των χώρων και την κάτοψη στους μεταβυζαντινούς χρόνους, σε έναν τύπο που αναπτύχθηκε «επί τη βάση παλαιοτάτων παραδόσεων» και εφαρμόστηκε σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα -και κάποια από τα νησιά- με μικρές προσαρμογές ανάλογα με τις εκάστοτε κλιματολογικές συνθήκες και τη διαθεσιμότητα των υλικών134. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα το γεγονός πως επέμεινε στην χρήση των βυζαντινών όρων στις περιγραφές του των μερών των παραδοσιακών κτηρίων, αποφεύγοντας με σχολαστικότητα την τουρκική ορολογία. Παραβλέποντας τον παράγοντα των εξειδικευμένων συνεργείων και των συντεχνιών/ισναφιών που δραστηριοποιούνταν στον βαλκανικό χώρο135 και αποδίδοντας τα αρχοντικά σε εγχώριους Ηπειρώτες μαστόρους, ο Ζάχος προσέγγισε την γιαννιώτικη αρχιτεκτονική ως μια από τις εκδηλώσεις του λαϊκού πολιτισμού της Ηπείρου που, μαζί με την υφαντουργία, την ξυλογλυπτική κ.λπ., αποδείκνυαν «την ύπαρξιν ανεπτυγμένου καλλιτεχνικού αισθήματος παρά τω λαώ και ενσυνείδητον εκτίμησιν του σκοπίμου εν συνδυασμό με το ωραίον», χαρακτηριστικά τα οποία στη σύγχρονη εποχή κινδύνευαν «λόγω της εισχωρήσεως του νεωτέρου ψευδοπολιτισμού» από την Δύση136.
134. Ζάχος Α., ό.π., σελ. 296 και 298 135. Φιλιππίδης Δ., ό.π., σελ.235-245 για τα «αρχοντικά» της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας 136. Ζάχος Α., ό.π., σελ. 296 και 303
84
85
Στις τελευταίες προτάσεις του άρθρου συμπυκνώνεται όλο το μεταρρυθμιστικό όραμα του Ζάχου για τον εναρμονισμό της αρχιτεκτονικής νεωτερικότητας με το πνεύμα του τόπου και τον δημιουργικό εκσυγχρονισμό της αυτόχθονης παράδοσης ώστε να προκύψει μια «νεώτερη αγνή ελληνική τέχνη». «Ό,τι απεθησαύρισεν επί αιώνας η λαϊκή αρχιτεκτονική, ως και η τέχνη εν γένει, δυνάμεθα να χρησιμοποιήσωμεν επωφελώς, ουχί αντιγράφοντες τυφλώς, αλλά συνδυάζοντες τα εξ αυτής διδάγματα με την πρόοδον της σημερινής επιστήμης και τας συγχρόνους βιωτικάς ανάγκας.»137 Ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της δουλειάς του αρχιτέκτονα -όσον αφορά στις κατοικίες και στους εσωτερικούς χώρους που σχεδίασε- όπου νεωτερικά στοιχεία συνδυάζονται με την παράδοση του βορειοελλαδίτικου αρχοντικού, είναι το σπίτι της Αγγελικής Χατζημιχάλη στην Πλάκα (1924-1931). Το σπίτι αυτό, με τον διάκοσμο λαϊκότροπης χειροτεχνίας στο εσωτερικό138, σήμερα λειτουργεί ως το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης139.
137. ό.π., σελ. 306 138. Η Φεσσά-Εμμανουήλ περιγράφει το σπίτι της Α.Χατζημιχάλη ως ένα ολικό έργο τέχνης και χειροτεχνίας του Ζάχου, ο οποίος σχεδίασε και τον εσωτερικό διάκοσμο του κτηρίου (στο Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., ό.π., σελ.57). Κατά τον Φιλιππίδη όμως, «...πολλά πράγματα ξέφυγαν από τον έλεγχο του Ζάχου. Ίσως φταίει και ο ενθουσιασμός της νεοφώτιστης Χατζημιχάλη, που συνέβαλε στο τελικό αποτέλεσμα...», ώστε τελικά το εσωτερικό να μην διαθέτει την ισορροπία που χαρακτηρίζει το εξωτερικό του σπιτιού (στο Φιλιππίδης Δ., «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική», Αθήνα: Μέλισσα 1984, σελ.176). 139. Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., ό.π., σελ.51 και 56-57
86
εικ.84, 85, 86: Το σπίτι της Αγγελικής Χατζημιχάλη στην Πλάκα (1924-1931), σχεδιασμένο από τον Α.Ζάχο. Στον πρώτο όροφο, στον ίδιο άξονα με τις εισόδους του ισογείου, υπάρχουν μεγάλα τρίλοβα παράθυρα, στα οποία στον δεύτερο όροφο αντιστοιχούν καμπύλα σαχνισιά, ώστε η όψη αποκτά μια πλαστικότητα χωρίς επαναλαμβανόμενα στοιχεία από το ένα επίπεδο στο άλλο. Το εξωτερικό του σπιτιού χαρακτηρίζει μια ισορροπία που πηγάζει όχι από τη φειδώ στην χρήση μορφολογικών στοιχείων (άλλωστε υπάρχει μια ποικιλία βυζαντινών και βορειοελλαδικών στοιχείων), αλλά από την υπολογισμένη, ρυθμική παράθεσή τους.
83
87
88 90
89
εικ. 87, 88, 89: Φωτογραφίες του εσωτερικού του σπιτιού της Α.Χατζημιχάλη.
εικ. 90: Το σπίτι της Αγγελικής Χατζημιχάλη στην Πλάκα, σήμερα Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης.
84
Για την επιρροή του Ζάχου ο οποίος έδωσε την πρώτη ώθηση για την μελέτη του ελληνικού σπιτιού, ο Φιλιππίδης έχει γράψει τα εξής: «Γενιές ολόκληρες από λαογράφους και άλλους μελετητές της ανώνυμης αρχιτεκτονικής, και ιδιαίτερα της αρχιτεκτονικής της ηπειρωτικής Ελλάδας, θα επαναλάβουν πιστά τις βασικές θέσεις του Α.Ζάχου. Πάντα θα τονίζεται η σημασία του κεντρικού συνθετικού στοιχείου, του ηλιακού, πάντα θα υπογραμμίζεται η εσωτερική λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια του σπιτιού και θα γίνονται σαφείς νύξεις για τη βυζαντινή και αρχαιοελληνική προέλευση της τυπολογίας του σπιτιού.»140 Το έργο του Ζάχου όμως στην πόλη των Ιωαννίνων δεν περιορίστηκε στις καταγραφές και στις αποτυπώσεις. Ο μητροπολίτης Σπυρίδωνας, επιδιώκοντας την ανάκαμψη της πόλης, στηρίχθηκε σε κληροδοτήματα ευεργετών για την ίδρυση μερικών σημαντικών ευαγών ιδρυμάτων, τον σχεδιασμό των οποίων ανέθεσε στον Ζάχο και στον γιαννιώτη μηχανικό Μελίρρυτο. Έτσι ο Ζάχος ανέλαβε κατά τον Μεσοπόλεμο -όταν ο χαρακτήρας της πόλης των Ιωαννίνων δεν είχε ακόμα αλλάξει από την μεταπολεμική ανοικοδόμηση- την ανέγερση δύο εκπαιδευτικών συγκροτημάτων141, ένα στα Ιωάννινα (ανάθεση 1927) και ένα στην Μονή Βελλά (ανάθεση 1928), καθώς και την εκπόνηση σχεδίων για το κωδωνοστάσιο του Ιερού Ναού Αρχιμανδρειού, ενός πολύ σημαντικού θρησκευτικού μνημείου της πόλης. Το πέτρινο κωδωνοστάσιο, το οποίο τοποθέτησε σε περίοπτη θέση ως ανεξάρτητο από τον ναό κτίσμα, ανεγέρθηκε το 1936 αλλά με πολλές τροποποιήσεις επί των αρχικών σχεδίων του αρχιτέκτονα και με έναν όροφο λιγότερο142. Το πρώτο σχολείο που ανέλαβε ο Ζάχος στα Ιωάννινα ήταν το συγκρότημα εκπαιδευτηρίων της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων (1930-1938) -με επίβλεψη του Μελίρρυτου-, στο οικόπεδο των οθωμανικών Μενδρεσέδων που αγοράστηκε για αυτό τον σκοπό από την Εφορεία Εκπαιδευτηρίων των Αγαθοεργών Καταστημάτων Ιωαννίνων με πρόεδρο τον μητροπολίτη Σπυρίδωνα143. Ακολούθησε το 1928 η
140. Φιλιππίδης Δ., «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική», ό.π., σελ.156 141. ό.π., σελ.206 142. «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων», ό.π., σελ.60-61 143. Παπασταύρου Τζ., άρθρο «Ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος στα
85
ανάθεση για τις εγκαταστάσεις του Ιεροδιδασκαλείου της Μονής Βελλάς λίγο έξω από την πόλη, το οποίο καταστράφηκε σε πυρκαγιά και ανακατασκευάστηκε μεταπολεμικά σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού144. Στα δύο αυτά εκπαιδευτικά συγκροτήματα, είναι φανερή η προσπάθεια του Ζάχου να συνδυάσει την γραφικότητα της γιαννιώτικης παράδοσης με το πνεύμα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και να τα επανερμηνεύσει με ανανεωτικό τρόπο στο έργο του, σε ένα πλαίσιο μοντέρνου ορθολογισμού και λειτουργικότητας. Μέσω της χρήσης βυζαντινών στοιχείων στα έργα του, ο Ζάχος υλοποίησε την ιστορική σύνδεση των Ιωαννίνων με την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια, τεκμηριώνοντας την «ελληνική» καταγωγή του τόπου. Η αυτούσια ενσωμάτωση όμως μορφολογικών κωδίκων δανεισμένων από την βυζαντινή ναοδομία -όπως για παράδειγμα οι τοξοστοιχίες στα πρόπυλα και στους εξώστες ή το «κωδωνοστάσιο» στην Ζωσιμαίαμαρτυρά, κατά τον Φιλιππίδη145, τάσεις σκηνογραφικές και εκλεκτικιστικές, που συνδέονται με την αδυναμία του αρχιτέκτονα να απομακρυνθεί από τις νεοβυζαντινές αναζητήσεις του που είχαν προηγηθεί στην Θεσσαλονίκη το 1917146. Ένα από τα πιο εμβληματικά κτήρια στα Ιωάννινα το οποίο παρουσιάζει όμοιες εκλεκτικιστικές αναφορές στο Βυζάντιο είναι το σημερινό Δημαρχείο της πόλης (βλπ. σ.24), το οποίο σχεδιάστηκε το 1928 για να στεγάσει το Υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στη θέση του πυρποληθέντος οθωμανικού Διοικητηρίου. Πρόκειται για έργο του διευθυντή των Τεχνικών Υπηρεσιών της Εθνικής Τράπεζας, αρχιτέκτονα Νικόλαου Ζουμπουλίδη (1888-1967), στο οποίο είναι εμφανής η επιρροή του Ζάχου147. Για το κτήριο αυτό είναι ίσως ακόμα πιο εύστοχη
86
Ιωάννινα» στο περιοδικό του Συλλόγου Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων «Ζωσιμάδες», τεύχος 30, Οκτ.-Νοε.-Δεκ.2009, σελ.48-50 144. «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων», ό.π., σελ.62-63 145. Φιλιππίδης Δ., ό.π. 146. όπως στο πλαίσιο της ενασχόλησής του με την μελέτη αποκατάστασης της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά του 1917, για την οποία το 1931 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Αριστείο των Γραμμάτων και Τεχνών (στο Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., ό.π., σελ.50 και 53-64) 147. Στο Φιλιππίδης Δ., ό.π., σελ.177, υπάρχει μια φωτογραφία του Δημαρχείου το οποίο αποδίδεται -με ερωτηματικό- στον ίδιο τον Α.Ζάχο, ενώ στο Παπασταύρου Τζ., ό.π., σελ.48-54, αναφέρεται ότι ο Ν.Ζουμπουλίδης, παρότι συνήθως αναλάμβανε ο ίδιος τις μελέτες για τα υποκαταστήματα
εικ. 91, 92: Σχέδια του Ζάχου, αποτύπωσης της κατεστραμμένης βασιλικής του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη.
91 εικ. 93, 94: Προοπτικό σχέδιο με πενάκι και πρόπλασμα της μελέτης του Ζάχου για την ανακατασκευή της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης.
92
93
της Εθνικής, εντούτοις ανέθεσε το συγκεκριμένο έργο στον Ζάχο λόγω της μέχρι τότε δραστηριότητάς του στην πόλη, με την οποία απέδειξε την ικανότητά του να εντάσσει με επιτυχία τα δημόσια κτήρια στο αστικό τοπίο των Ιωαννίνων. Η εκδοχή που παρατίθεται εδώ, σύμφωνα με την οποία ο αρχιτέκτονας του κτηρίου είναι ο Ζουμπουλίδης, αναφέρεται στο «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων», ό.π., σελ.60-61.
94
87
η παρατήρηση του Φιλιππίδη που αναφέρθηκε προηγουμένως, καθώς εδώ η χρήση βυζαντινών μορφών στο σύγχρονο κτήριο οδήγησε σε ένα αποτέλεσμα γραφικό, χωρίς ιδιαίτερη αισθητική συνοχή. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν συνεχίστηκαν αντίστοιχες προσπάθειες να δοθεί «τοπικό χρώμα»148, όπως το χαρακτηρίζει ο Δ.Φιλιππίδης, σε σημαντικά κτήρια της πόλης, όπου το «τοπικό» συνδεόταν άρρηκτα με το «ελληνικό», σε ένα κράμα βυζαντινού και παραδοσιακού. Βέβαια, στον αστικό ιστό των Ιωαννίνων ελάχιστα ίχνη της βυζαντινής υπόστασης της πόλης υπήρχαν, ήδη από την εποχή των περιηγήσεων του Ζάχου. Ακόμα και τα περίφημα γιαννιώτικα αρχοντικά στα οποία αναφερόταν δεν σώζονταν παρά μόνο με μετρημένες εξαιρέσεις. Έτσι, ένα κομμάτι του παρελθόντος το τόπου ξαναγράφτηκε εκ νέου, με στόχο τη συγκρότηση και την παγίωση της «ελληνικής» ταυτότητάς του.
88
148. Φιλιππίδης Δ., «Πέντε δοκίμια για τον Άρη Κωνσταντινίδη», Αθήνα: Libro 1997, σελ.96-97
95
96
97
εικ.95, 96, 97: Το πέτρινο κωδωνοστάσιο του Ιερού Ναού Αρχιμανδρειού, το οποίο σχεδιάστηκε από τον Α.Ζάχο και ανεγέρθηκε το 1936, με πολλές τροποποιήσεις και με έναν όροφο λιγότερο απ’ό,τι προβλεπόταν αρχικά.
89
98
99
100
εικ. 98: Το συγκρότημα εκπαιδευτηρίων της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων (1930-1938) του Α.Ζάχου.
εικ. 100: Η κεντρική είσοδος της Ζωσιμαίας με μορφολογικές αναφορές στο Βυζάντιο, ιδιαίτερα εμφανείς στην τοξοστοιχία του προπύλου.
εικ. 99: Το πρόπυλο της κεντρικής εισόδου της Ζωσιμαίας. εικ. 101: Δύο από τις πτέρυγες του συγκροτήματος. Διακρίνεται το «κωδωνοστάσιο» πίσω από την κεντρική πτέρυγα.
εικ. 102: Μια, κάθετη στην κεντρική, πτέρυγα του συγκροτήματος. Στο βάθος είναι ορατή η λεωφόρος Δωδώνης και πολυκατοικίες.
101
102
90
εικ. 103: Το Ιεροδιδασκαλείο της Μονής Βελλάς, το οποίο σχεδιάστηκε αρχικά από τον Α.Ζάχο το 1928 και μετά την καταστροφή του σε πυρκαγιά, ανασκευάστηκε (1937-1964) με επεκτάσεις σε σχέδια του Π.Καραντινού. Δεξιά διακρίνεται τμήμα της Ιεράς Μονής Βελλάς, η οποία βρίσκεται στο κέντρο του συγκροτήματος.
103
104
105
εικ. 104: Η αν. πτέρυγα του Ιεροδιδασκαλείου. Ο εξωτερικός χώρος διαρθρώνεται σε 3 επίπεδα.
εικ. 105: Η βόρεια πτέρυγα του Ιεροδιδασκαλείου.
εικ. 106: Η βόρεια πτέρυγα, όπως φαίνεται από την κλίμακα που οδηγεί από το 2ο στο 3ο επίπεδο του αύλιου χώρου.
εικ. 107: Η Ιερά Μονή Βελλάς.
106
107
91
108
109
εικ. 108: Φωτογραφία από τη συλλογή του Α.Ζάχου, γενκή άποψη του συγκροτήματος της Μονής Βελλάς από τα βορειοδυτικά. Δεξιά στο βάθος διακρίνεται το καθολικό της Μονής και η τριώροφη δυτική της πτέρυγα που σήμερα δεν σώζεται. Αριστερά, σε πρώτο πλάνο, φαίνεται η υπό κατασκευήν βόρεια πτέρυγα του νέου κτηρίου του Ιεροδιδασκαλείου. εικ. 109: Φωτογραφία από τη συλλογή του Α.Ζάχου, γενκή άποψη του συγκροτήματος της Μονής Βελλάς από τα νοτιοανατολικά το 1934. Δεξιά φαίνεται ολοκληρωμένη η βόρεια πτέρυγα και υπό κατασκευήν η ανατολική πτέρυγα, ενώ αριστερά φαίνεται το παλιό μοναστηριακό συγκρότημα. Σε πρώτο πλάνο εικονίζεται η ισόγεια ανατολική πτέρυγα της Μονής, στη θέση της οποίας οικοδομήθηκαν αργότερα η ανατολική και νότια πτέρυγα του σχήματος Π κτηρίου του Ιεροδιδασκαλείου.
110
εικ. 110, 111: Η βόρεια πτέρυγα του Ιεροδιδασκαλείου. Το Ιεροδιδασκαλείο ανασκευάστηκε μετά την καταστροφή του σε σχέδια του Π.Καραντινού, ένθερμου υποστηρικτή του μοντέρνου κινήματος που πρέσβευε τη ρήξη με το παρελθόν. Ωστόσο, ειδικά στην συγκεκριμένη πτέρυγα επιβιώνουν πολλά στοιχεία χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής του Α.Ζάχου, όπως η αυτούσια ενσωμάτωση βυζαντινών μορφολογικών κωδίκων για παράδειγμα στην τοξοστοιχία στην γωνία του όγκου. 111
92
Ο ΑΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΑΝΟΙΞΕ Ο ΖΑΧΟΣ «Είναι μεγάλος λόγος να μιλά κανείς για την “ελληνικότητα” ενός έργου. Μεγάλος και ωραίος. Όταν θελήσουμε όμως να καθορίσουμε τι πράγμα είναι αυτή η ελληνικότητα, θα ιδούμε πως είναι και δύσκολος και επικίνδυνος.» (Σεφέρης, «Διάλογος πάνω στην ποίηση», απόσπασμα)149 Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου στην αρχιτεκτονική της πόλης άρχισαν να εμφανίζονται σταδιακά τα πρώτα κτήρια με σαφείς αναφορές στο μοντέρνο κίνημα, το οποίο πρέσβευε τη ρήξη με το παρελθόν και την αποτίναξη των τάσεων αναβίωσής του150. Σε αυτά τα κτήρια ανήκουν το Acropole Palace (1936) του Δημοσθένη Μολφέση, το Σανατόριο Ιωαννίνων (1938) του Ορέστη Μάλτου (1908-1999) και η Σχολή Υπομηχανικών του Κώστα Κιτσίκη (1892-1969)151. Η ανέγερση κτηρίων με εμφανή την επίδραση του μοντερνισμού συνεχίστηκε στις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, για παράδειγμα με την ανέγερση της παιδόπολης «Αγία Ελένη» που ανατέθηκε στο γραφείο Δοξιάδη από την Εκτελεστική Επιτροπή της Βασιλικής Προνοίας το 1960152 ή με το Υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος (1961-1966) του αρχιτέκτονα της Τεχνικής Υπηρεσίας της ΤτΕ Μιχάλη Κανάκη (1906-1990). Ο σημαντικότερος όμως εκπρόσωπος του μοντερνισμού στα Ιωάννινα υπήρξε ο Πάτροκλος Καραντινός (1903-1976), ο οποίος όπως αναφέρθηκε ανέλαβε την ανακατασκευή και την επέκταση του Ιεροδιδασκαλίου της Μονής Βελλάς (1937-1964), αλλά και την ανέγερση του νέου κτηρίου της Ζωσιμαίας Σχολής (19511957) και του Μητροπολιτικού μεγάρου (1955)153. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική του Καραντινού τοποθετήθηκε ως ξένο σώμα
149. Παρατίθεται στο Φιλιππίδης Δ., «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική», ό.π., σελ.15 150. Φιλιππίδης Δ., ό.π., σελ.187-188 151. «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων», ό.π., σελ.60-65 152. μελέτη του γραφείου Δοξιάδη με τίτλο «Παιδόπολις Ιωαννίνων “Αγία Ελένη”», Greece Reports, DOX-EA 23, AUG-DE 1960, Αρχείο Δοξιάδη Μουσείου Μπενάκη 34725 153. «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων», ό.π., σελ.62-63
εικ. 112: Το Acropole Palace του Δ.Μολφέση.
εικ.113: Το Σανατόριο Ιωαννίνων του Ο.Μάλτου.
εικ.114: Η Σχολή Υπομηχανικών του Κ.Κιτσίκη.
εικ.115: Η Νέα Ζωσιμαία Σχολή του Π.Καραντινού.
εικ.116: Το Μητροπολιτικό Μέγαρο του Π.Καραντινού.
εικ.117: Η παιδόπολη Ιωαννίνων “Αγία Ελένη” του γραφείου Δοξιάδη.
93
118
εικ. 118: Φωτογραφία του Α.Κωνσταντινίδη, τα οθωμανικά λουτρά στο Κάστρο των Ιωαννίνων.
εικ. 119, 120: Φωτογραφίες του Α.Κωνσταντινίδη από λαϊκά σπίτια των Ιωαννίνων, που δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο του «Τα θεόκτιστα. Τοπία και σπίτια στη σύγχρονη Ελλάδα».
94
119
120
στο ιδιαίτερο αστικό τοπίο των Ιωαννίνων. Η στάση αυτή ήταν απόρροια της άποψης πως η αληθινή αρχιτεκτονική μπορούσε να σταθεί οπουδήποτε, ακόμα και δίπλα στην παραδοσιακή γιαννιώτικη, καλύτερα από οποιαδήποτε επιφανειακή απομίμηση του παλιού. Την άποψη αυτή154 προάσπισε αργότερα και ο αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης (1913-1993), δίνοντάς της όμως μια νέα ερμηνεία. Κατά τον Φιλιππίδη, «ο Α.Κωνσταντινίδης είναι ίσως ο τελευταίος Έλληνας αρχιτέκτονας που “θεμελιώνεται” (θεωρητικά) κατευθείαν πάνω στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική και ύστερα “υψώνεται κατακόρυφα” (στην πράξη)˙ εκεί σταματάει και η κατεύθυνση που άνοιξε πρώτος ο Α.Ζάχος, και ακολούθησε ο Δ.Πικιώνης»155. Στο βιβλίο του «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια» (1950), απηχώντας πράγματι τις θέσεις του Ζάχου σε κάποιο βαθμό, υποστήριξε την ανάγκη της μελέτης της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με σκοπό «να αποκαλύψουμε μιαν ουσία και μιαν εσωτερική φωνή, αφού θα απορρίψουμε ό,τι μπορεί να σχετίζεται μονάχα με κάποιαν εξωτερική του μορφολογία»156. Σε αντίθεση με τον Ζάχο όμως, οι απόψεις του οποίου ήταν σαφώς επηρεασμένες από τις εθνικιστικές τάσεις της εποχής, ο Κωνσταντινίδης αποστασιοποιήθηκε από την εθνοκεντρική θεώρηση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που είχε μέχρι τότε επικρατήσει. Για τον Άρη Κωνσταντινίδη, ο λαός που δημιουργεί την Αρχιτεκτονική δεν είναι a priori της ίδιας φυλής ή του ίδιου έθνους, αλλά του ίδιου τόπου. Επίσης, ο τόπος συνδέει το
154. Φιλιππίδης Δ., ό.π., σελ.214-217 155. ό.π., σελ.259 156. Παρατίθεται στο Φιλιππίδης Δ., ό.π., σελ.259
121
122
123
παρελθόν με το παρόν και όχι η ρομαντική θεωρία του 19ου αιώνα περί εθνολογικής συνέχειας. Το κριτήριο του τόπου, σε αντιδιαστολή με αυτό του έθνους, που ενοποιεί το παρόν με το παρελθόν, ήρθε να αλλάξει την αντίληψη της πολιτιστικής συνέχειας και της παράδοσης, απεμπλέκοντάς τες από τον προσδιορισμό «ελληνική»157.
εικ. 121, 122, 123: Φωτογραφίες του Α.Κωνσταντινίδη από λαϊκά σπίτια των Ιωαννίνων, που δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο του «Τα θεόκτιστα. Τοπία και σπίτια στη σύγχρονη Ελλάδα». Η επιλογή του Κωνσταντινίδη να φωτογραφίσει μόνο δείγματα της ανώνυμης αρχιτεκτονικής της πόλης είναι ενδεικτική της αξίας που τους απέδιδε.
Επομένως, όταν ο Κωνσταντινίδης ως Προϊστάμενος του Τμήματος Αρχιτεκτονικών Μελετών της Τεχνικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, κατέθεσε στα τέλη του ’50 πρόταση για μια καινοτόμα κτηριολογική παρέμβαση στον νότιο εκτός των τειχών του Κάστρου τμήμα της πόλης των Ιωαννίνων -η οποία αφορούσε τη δημιουργία τριών πόλων, τον πόλο της παιδείας, το «Μουσείο» (1963-1966), τον πόλο της ψυχαγωγίας, την «Όαση» (1971) και τον πόλο της ανάπαυσης, το «Ξενία»-158 η αρχιτεκτονική με την οποία επέλεξε να συνομιλήσει με το έργο του ήταν αυτή των «αληθινών» κατά τη γνώμη του, ανώνυμων «λαϊκών» σπιτιών159. Τα νεοκλασικά, νεοβυζαντινά, ακόμα και νεοπαραδοσιακά κτήρια που επίσης συμμετείχαν στην σύνθεση του αστικού τοπίου, τα απέρριψε ως απαράδεκτες
157. Ιωακειμίδου Σ. και Παπαγγελοπούλου Κ., «Η αξία της μελέτης της παράδοσης κατά τον Άρη Κωνσταντινίδη μέσα από το βιβλίο του “Τα παλιά Αθηναϊκά σπίτια”, ερευνητική εργασία προπτυχιακού διπλώματος στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π., 2015, σελ.29 158. Κ.Ι.Σουέρεφ, κείμενο «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων» στο ομότιτλο, ό.π., σελ.10 159. Φιλιππίδης Δ., διάλεξη «Με πείσμα και πάθος», παρατίθεται στο «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων», ό.π., σελ.32
95
«σκηνογραφίες». Άλλωστε και στην δική του αρχιτεκτονική πρακτική, ο Κωνσταντινίδης απέφευγε τις άμεσες αναγωγές στο παρελθόν μέσω της χρήσης μορφολογικών αναφορών, καθώς επεδίωκε την αντιστοιχία με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική μόνο στο πνεύμα που τη διέπνεε. Το «Μουσείο Ιωαννίνων», το οποίο του ανατέθηκε το 1964 από τον Υπουργό Προεδρίας Κωνσταντίνο Τσάτσο και αποτελεί σύμφωνα με τον Φιλιππίδη «το καλύτερο μουσείο που σχεδίασε ποτέ» και «ασφαλώς ένα από τα σημαντικότερά του έργα»160, ενσαρκώνει όλο το θεωρητικό υπόβαθρο του Κωνσταντινίδη. Χτίστηκε στη βορινή άκρη του Πάρκου Στρατώνων (γνωστό σήμερα ως Πάρκο «Λιθαρίτσια»), έτσι ώστε, σύμφωνα με τον ίδιο τον Κωνσταντινίδη, «όταν το έβλεπες από το γειτονικό πάρκο...“ξάπλωνε” ξένοιαστο στο οικόπεδό του»161. Αυτή η αίσθηση έρχεται σε αντιπαράθεση με εκείνη που προκαλείται στο εσωτερικό του, όπου ένας στενόμακρος κεντρικός διάδρομος καθορίζει μια αυστηρά γραμμική πορεία, ενώ εκατέρωθέν του οι αίθουσες εναλλάσσονται με υπόστεγα αίθρια, τα οποία όμως περιορίζουν τις οπτικές φυγές προς το τοπίο. Κάθε αίθουσα διαφοροποιείται καθ’ύψος, ενώ και τα στέγαστρα των αιθρίων είναι χαμηλωμένα, ώστε η εναλλαγή ύψους να δημιουργεί μια ρυθμική διαδοχή χώρων και να συμβάλλει στον φωτισμό των εκθεμάτων πάντα από τα πλάγια, μέσα από ισόγεια υαλοστάσια ή φεγγίτες. Η σαφήνεια της κάτοψης ανταποκρίνεται στην λιτή μορφολογική επεξεργασία, με σκούρο εμφανές σκυρόδεμα στον σκελετό και λαξευτή λιθοδομή. Το κτήριο δεν παρουσίαζε καμία μορφολογική συγγένεια με την αρχιτεκτονική των Ιωαννίνων, όπως είχε μέχρι τότε διαμορφωθεί. Απέναντι στην ανακολουθία της μίμησης του παρελθόντος με μοντέρνα μέσα και υλικά, ο αρχιτέκτονας προέταξε τον αυστηρό κάναβο ως τη βάση επί της οποίας ορίστηκε όχι μόνο η σύνταξη αλλά και η μορφή του μουσείου. Πρόκειται, κατά τον Φιλιππίδη, για ένα κτίσμα «απατηλά απλό στην οργάνωσή του, γεμάτο πολύπλοκες και συχνά αντιφατικές σχέσεις με την πόλη όπως και με τα κομμάτια που το
96
160. Φιλιππίδης Δ., διάλεξη «Με πείσμα και πάθος», παρατίθεται στο «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων», ό.π., σελ.27 161. Παρατίθεται στο Φιλιππίδης Δ., «Πέντε δοκίμια για τον Άρη Κωνσταντινίδη», Αθήνα: Libro 1997, σελ.97
απαρτίζουν»162. Ακόμη και η δυτική, κύρια είσοδος διαμορφώθηκε ως ένα υπερυψωμένο πρόπυλο, κάθετο στον κεντρικό άξονα της σύνθεσης, ώστε ο επισκέπτης του μουσείου καθώς ανεβαίνει τη σκάλα να έχει μπροστά του, όχι τον όγκο του κτηρίου, αλλά τη λίμνη και τον μακρινό ορίζοντα. Κατ’αυτό τον τρόπο, ερχόμενος αντιμέτωπος με τη μεγαλοπρέπεια του φυσικού τοπίου των Ιωαννίνων, προετοιμάζεται καταλλήλως συναισθηματικά για να συναντήσει τα εκθέματα του μουσείου. Ο Κωνσταντινίδης, με το μουσείο του όσο και με την «Όαση», θέλησε να επικαιροποιήσει την ταυτότητα της πόλης των Ιωαννίνων, θεμελιώνοντας εκ νέου την αρχιτεκτονική της στις αξίες του παρελθόντος και εντάσσοντάς την σε μια άχρονη παράδοση του τόπου, όχι απαραίτητα συνδεδεμένη με την «ελληνικότητα». Ένα τέταρτο του αιώνα μετά τον Α.Ζάχο, «χάρισε ένα δώρο σε αυτήν την πόλη, που ίσως κανείς δεν βρέθηκε να εκτιμήσει σωστά. Γιατί μπορούσε ο ίδιος ακόμη να δει καθαρά στα πενήντα του, πέρα από τους τρούλους, τους μιναρέδες και τα σαχνισιά της λίμνης, τις προεκτάσεις της δικιάς του “αλήθειας”...»163.
εικ. 124: Σχέδιο του Α.Κωνσταντινίδη, κάτοψη του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων στο πάρκο Λιθαρίτσια.
124 162. ό.π., σελ.98 163. ό.π., σελ.99
97
125 126 εικ. 125, 126: Το υπερυψωμένο πρόπυλο εισόδου στο «Μουσείο Ιωαννίνων» (1963-1966) του Άρη Κωνσταντινίδη. Η είσοδος είναι διαμορφωμένη έτσι, ώστε να δημιουργεί ένα «κάδρο» με θέα την πόλη και την λίμνη για τον επισκέπτη, πριν αυτός να μπει στο μουσείο.
127 128 εικ. 127,128: Το μουσείο δεσπόζει στο Πάρκο «Λιθαρίτσια», στο οποίο παλιότερα βρίσκονταν οι τουρκικοί στρατώνες.
129 εικ. 129: Η σύνθεση βασίστηκε σε έναν επιμήκη διάδρομο, δεξιά και αριστερά του οποίου εναλλάσσονται αίθουσες και αίθρια.
98
130 εικ. 130: Κάθε αίθουσα διαφοροποιείται καθ’ ύψος, επιτρέποντας στο φυσικό φως να φωτίσει τα εκθέματα που βρίσκονται περιμετρικά στους τοίχους.
εικ. 131: Σχέδιο του Α.Κωνσταντινίδη, όψη του μουσείου από την πλευρά που «ανοίγεται» προς το πάρκο Λιθαρίτσια.
εικ. 132: Στο εσωτερικό του μουσείου, ο επιμήκης κεντρικός διάδρομος ορίζει τον βασικό άξονα κίνησης ενώ δεξιά και αριστερά βρίσκονται οι εκθεσιακοί χώροι. Η εναλλαγή αιθουσών και αιθρίων αλλά και η εναλλαγή υψών δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα ρυθμικότητα του φωτισμού.
99
133 εικ. 133,134: Πρόπλασμα του καφέ-ετστιατορίου «Όασις».
134
135 136 εικ. 135, 136: Το καφέ-εστιατόριο «Όασις» (1971) του Α.Κωνσταντινίδη, το οποίο τα τελευταία χρόνια είχε εγκαταληφθεί, γεμάτο κόσμο τον Σεπτέμβριο του 2016, λίγο μετά την αποκατάσταση και επαναλειτουργία του.
εικ. 137: Το 2012, όταν τραβήχτηκε η φωτογραφία, στο εγκαταλειμμένο κτήριο της «Όασης» είχαν βρει καταφύγιο άστεγοι Γιαννιώτες. 137
100
εικ. 138: Ένας άστεγος μαγειρεύει στα ερείπια της «Όασης» στα Ιωάννινα του 2012. 138
μέρος στ η παλιά αγορά της πόλης ως τμήμα του ιστορικού κέντρου
«Μια βόλτα στο ιστορικό κέντρο, το οποίο εκτείνεται στο “μέτωπο” της πόλης προς τη λίμνη, αξίζει μόνο αν έχετε διάθεση να περιπλανηθείτε και να χαθείτε. Μια καλή αφετηρία για τη βόλτα αυτή είναι το Ρολόι της πλατείας (1905), απέναντι από το Δημαρχείο. Κατεβείτε τον κεντρικό δρόμο, όπου θα βρείτε χρυσοχοεία και καταστήματα με είδη λαϊκής τέχνης και σουβενίρ, και αφήστε το ένστικτο να σας οδηγήσει. Δεξιά και αριστερά του κεντρικού δρόμου, κάθε μικρό δρομάκι, κάθε στενάκι, και μια έκπληξη. Ένας μικρός λαβύρινθος από διατηρητέα κτίρια, παλιές εμπορικές στοές, χάνια και παλιά λαϊκά σπίτια και μικρούς πεζόδρομους. Μπαράκια και καφετέριες σας περιμένουν να ξαποστάσετε δοκιμάζοντας το παραδοσιακό τσίπουρο με εκλεκτά ντόπια εδέσματα, πριν συνεχίσετε τη βόλτα σας στα Γιάννινα περασμένων αιώνων.» (από τον ιστότοπο του τετραετούς σχεδίου τουριστικής προβολής των Ιωαννίνων του Δήμου, με τίτλο «Ioannina_old.new.you_ Greece»164) Η περιοχή του ιστορικού κέντρου που εκτείνεται εκτός του Κάστρου, όπως αυτή τελικά προσδιορίστηκε μετά την τελευταία επέκταση του καθεστώτος προστασίας το 1989, υπήρξε ανέκαθεν χώρος με σημαντικό συμβολικό φορτίο για την πόλη των Ιωαννίνων. Αυτό το τμήμα του αστικού ιστού διαχρονικά επενδύθηκε με διαφορετικά νοήματα και μνήμες των κοινωνικών ομάδων που κατοίκησαν κάποτε στην πόλη. Κατά την οθωμανική περίοδο της γιαννιώτικης ιστορίας, η 164. www.travelioannina.com
101
αγορά, η οποία σήμερα αποτελεί τμήμα του ιστορικού κέντρου, υπήρξε ο χώρος επαφής των διαφορετικών εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων της πόλης. Στα χρόνια που προηγήθηκαν της κατάρρευσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι τοπικές αρχές επεδίωξαν μέσω της θεσμικής διαχείρισης του χώρου της αγοράς τον «εκσυγχρονισμό» της κατά τα δυτικά πρότυπα, στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας της αυτοκρατορίας να επινοήσει εκ νέου την ταυτότητά της και να επανακαθορίσει τη θέση της στη διεθνή σκηνή. Πρόκειται για το ίδιο τμήμα του αστικού ιστού, το οποίο κατά τον Μεσοπόλεμο γοήτευσε τον Α.Ζάχο με την «γοητευτικήν όψιν και ιδιορρυθμίαν, ως και τοπικόν χρώμα το οποίον λείπει δυστυχώς από τας συγχρόνους ελληνικάς μεγαλοπόλεις»165 που διέθετε. Σε κτήρια όπως αυτά που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή της αγοράς, «τα οικοδομήματα αυτά της λαϊκής αρχιτεκτονικής, έργα εγχωρίων Ηπειρωτών μαστόρων, διαφυλάξαντα την παλαιάν βυζαντινήν παράδοσιν εις τα κύρια αυτών χαρακτηριστικά»166 , επιβεβαίωσε την θεωρία του για την επιβίωση του ελληνικού πνεύματος μέσω του παραδοσιακού πολιτισμού, ελπίζοντας να θέσει τις βάσεις για τη δημιουργία ενός νεοελληνικού πολιτισμού απαλλαγμένου από τις έξωθεν επιδράσεις. Στην μεταπολεμική περίοδο, ο Α.Κωνσταντινίδης αναζήτησε στα παραδοσιακά κτίσματα της αγοράς την «αλήθεια» της αρχιτεκτονικής του τόπου -αποσυνδέοντάς την από την έννοια του έθνους- και με αυτήν επιχείρησε να συνομιλήσει μέσω του έργου του στα Ιωάννινα. Την ίδια εποχή και ενώ η μεταπολεμική ανάπτυξη της πόλης είχε απειλήσει με εξαφάνιση το παραδοσιακό στοιχείο του αστικού ιστού, προτάθηκε -μεταξύ άλλων και από το γραφείο Δοξιάδηη λήψη μέτρων για την προστασία του, διότι σε αυτό όφειλε η πόλη τον «αισθητικό χαρακτήρα» της και την ταυτότητα της. Επιπλέον, διατυπώθηκε για πρώτη φορά η πιθανή αξιοποίηση του παρελθόντος της πόλης, όπως αυτό αποτυπωνόταν στον χώρο της αγοράς, ως τουριστικού πόρου για την οικονομική ανάπτυξη της. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 πράγματι υπάχθηκε σε καθεστώς προστασίας η περιοχή του ιστορικού κέντρου, συμπεριλαμβανομένης της παλιάς αγοράς, ενώ η μαζική κήρυξη των περισσότερων κτηρίων της ως διατηρητέων μνημείων «πάγωσε» στον χρόνο την εικόνα αυτού του τμήματος του αστικού ιστού ως τεκμήριο μιας άλλης εποχής.
102
165. Ζάχος Α., ό.π., σελ.306 166. ό.π., σελ.301-302
139
140
εικ. 139: Η οδός Ανεξαρτησίας γύρω στο 1989. Στο βάθος διακρίνεται ο μιναρές από το Μπαϊρακλί τζαμί, το «τζαμί της αγοράς».
εικ. 140: Η οδός Ανεξαρτησίας γύρω στο 1898, κοντά στο Μπαϊρακλί τζαμί. Η σκεπή του μιναρέ έπεσε το 1912 και τελικά το τζαμί ολόκληρο κατεδαφίστηκε το 1931, αν και είχε κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο ήδη από το 1925.
εικ. 141, 142, 143: Η οδός Ανεξαρτησίας όπως είναι σήμερα, στο ύψος του Γυαλί καφενέ (141), στο βορειοδυτικό άκρο της (142) και στο μέσο του μήκους της (143). 141
143
142
103
144 εικ. 144: Το χάνι Βρόσγου (βλπ. σημ.167), όψη επί της οδού Ανεξαρτησίας.
145 εικ. 145: Το χάνι Βρόσγου, άποψη από την εσωτερική αυλή όπως είναι σήμερα, σε κακή κατάσταση διατήρησης.
146
147 εικ. 147: Το κτήριο της Φιλαρμονικής κατά τη διάρκεια εργασιών αποκατάστασης.
148 εικ. 148: Η στοά Λούλη, μία από τις τέσσερις στοές της οδού Ανεξαρτησίας.
149 εικ. 149: Το εσωτερικό της στοάς Λούλη, όπου σήμερα λειτουργεί εστιατόριο.
εικ. 146: Το χάνι Μανέκα (βλπ. σημ.167).
104
Ο βασικός άξονας της παλιάς αγοράς είναι η οδός Ανεξαρτησίας, η οποία εντάσσεται ολόκληρη στο ιστορικό κέντρο της πόλης, συμπεριλαμβανομένου ενός μικρού τμήματος της προέκτασής της, της οδού Π.Μελά. Σήμερα, την πλειονότητα των κτισμάτων επί της Ανεξαρτησίας αποτελούν τα -διώροφα συνήθωςκαταστήματα και εργαστήρια, τα οποία χρονολογούνται μετά την καταστροφή της αγοράς το 1869, με τα περισσότερα από αυτά να έχουν κηρυχθεί διατηρητέα. Στα διατηρητέα κτήρια επί της οδού περιλαμβάνονται ακόμα τέσσερις στοές, η στοά Λούλη (Ανεξαρτησίας 78), η στοά Αλιέως (Ανεξαρτησίας 70-72), η στοά Λιάμπεη (Ανεξαρτησίας 47-49) και η στοά Μπαράτσα (Ανεξαρτησίας 40-42), καθώς και κάποια χάνια167 στο βορειοδυτικό άκρο της, το εμβληματικό Γυαλί Καφενέ, το ορφανοτροφείο Γ.Σταύρου, το οποίο σήμερα στεγάζει την Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Ιωαννίνων και τέλος το ιδιόμορφο διατηρητέο κτήριο της Φιλαρμονικής (Ανεξαρτησίας 85). Όλα τα παραπάνω εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της -υπαγόμενης στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού- Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Ηπείρου, Βορείου Ιονίου και Δυτικής Μακεδονίας, το έργο της οποίας είναι η προστασία, αποκατάσταση και ανάδειξη των νεότερων μνημείων (μεταγενέστερων του 1830) και η προστασία των ιστορικών τόπων168. Εκτός των ορίων του ιστορικού κέντρου, κατά μήκος της προέκτασης της Ανεξαρτησίας, οδού Π.Μελά, κυριαρχούν τα σύγχρονα κτήρια. Κάποιες πολυκατοικίες, βέβαια, εμφανίζονται σποραδικά και στο τμήμα που υπάγεται στο καθεστώς προστασίας, καθώς κατασκευάστηκαν πριν την οριοθέτηση του ιστορικού κέντρου. Στη μνήμη των καταστηματαρχών της οδού Ανεξαρτησίας, η διαδικασία της κήρυξης των διατηρητέων συντελέστηκε σχεδόν «εν μία νυκτί», με τα κτήρια της μιας πλευράς να κηρύσσονται
167. Το μοναδικό κτήριο το οποίο αναφέρεται ως «χάνι» στο κείμενο της κήρυξής του είναι το χάνι Δωδώνη στην διασταύρωση των οδών Ανεξαρτησίας και Καραϊσκάκη. Ωστόσο, στο Τσιόδουλος Σ., «Τα χάνια των Ιωαννίνων (Δεύτερο μισό 19ου - Πρώτο μισό 20ου αι.) _ Πολεοδομική προσέγγιση», ανάτυπο από το «Ηπειρωτικό Ημερολόγιο» 1996-97, Ιωάννινα: 1997, εικονίζονται σε χάρτη (σελ.276) πολλά περισσότερα χάνια επί της οδού Ανεξαρτησίας, ενώ από φωτογραφίες (σελ.277 και 278) στο ίδιο προκύπτει πως το κτήριο το οποίο στο κείμενο κήρυξής του αναφέρεται ως «Καφενείο Γκουγιάνου» (Ανεξαρτησίας 147) ταυτίζεται με το χάνι Βρόσγου και το κτήριο επί της οδού Ανεξαρτησίας 144 είναι το χάνι Μανέκα. 168. ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού (www.culture.gr)
105
106 εικ. 150: Χάρτης των διατηρητέων κτηρίων επί της οδού Ανεξαρτησίας.
107
εικ. 151: Τα διατηρητέα κτήρια της οδού Ανεξαρτησίας. Τα κτήρια με αρίθμηση 3 και 4, τα οποία δεν εικονίζονται εδώ, αποχαρακτηρίστηκαν το 2000 και το 1985 αντίστοιχα.
τη μία μέρα και τα κτήρια της απέναντι την επόμενη (σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός εκ των ιδιοκτητών)169. Η περιγραφή αυτή βέβαια μπορεί να μην είναι ακριβής, δεν απέχει όμως πολύ από την πραγματικότητα, καθώς τα περισσότερα από τα κτήρια επί της οδού τα οποία σήμερα φέρουν τον χαρακτηρισμό «διατηρητέα» κηρύχθηκαν κατά ομάδες. Συγκεκριμένα, υπήρξαν τρεις αποφάσεις, μία το 1981 και δύο το 1994, με τις οποίες κηρύχθηκαν μαζικά διατηρητέα κτήρια, ενώ η εξήγηση που δόθηκε στους ιδιοκτήτες ήταν πως η προστασία της εικόνας της παλιάς αγοράς θα ευνοούσε την ανάδειξη του Κάστρου170. Εξ αυτών των αποφάσεων, η πρώτη (17/06/1981) αφορούσε στις στοές, στο ορφανοτροφείο Γ.Σταύρου και σε κάποια διάσπαρτα μικρότερα κτήρια. Μια από τις δύο επόμενες (22/07/1994) αφορούσε σε ομάδες κτηρίων παρατεταγμένων το ένα δίπλα στο άλλο, διάσπαρτες στην πόλη, για τα οποία στο κείμενο της απόφασης αναφερόταν ότι «αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής με επιρροές από νεοκλασσικά πρότυπα που είναι απαραίτητα για τη διάσωση της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης και αποτελούν αξιόλογα δείγματα της πολεοδομικής εξέλιξης στο χώρο σημαντικά για την μελέτη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής». Με την τρίτη (επίσης 22/07/1994) κηρύχθηκαν διατηρητέα κάποια κτήρια στην γωνία που σχηματίζουν οι οδοί Ανεξαρτησίας και Κάνιγγος, «επειδή αποτελούν αξιόλογα δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής και ένα ενιαίο σύνολο σημαντικό για την μελέτη της ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στον χώρο των Ιωαννίνων». Με μερικές κηρύξεις ακόμα, αλλά και δύο αναιρέσεις προηγούμενων αποφάσεων, ο αριθμός των διατηρητέων κτηρίων επί της οδού Ανεξαρτησίας σήμερα ανέρχεται στα 39, καταλαμβάνοντας σημαντικό μέρος του συνολικού κτηριακού αποθέματός της. Η υπαγωγή της παλιάς αγοράς σε καθεστώς προστασίας, όπως και η κήρυξη ενός πλήθους κτηρίων ως διατηρητέων, σαφώς επέφερε την επιβολή ειδικών όρων και περιορισμών για την δόμηση νέων κτηρίων ή για την επέμβαση στα υφιστάμενα, αλλά και για την χρήση τους, καθώς και την υποχρέωση εκ μέρους των ιδιοκτητών να συντηρούν και να επισκευάζουν τα διατηρητέα. Ωστόσο, παρά την δυσφορία που εκφράζεται σήμερα από τους ιδιοκτήτες, την εποχή που λήφθηκαν αυτές οι αποφάσεις δεν συνάντησαν αντιδράσεις. Αυτό αποδίδεται από τους σημερινούς
108
169. από συζητήσεις με τους καταστηματάρχες και τους εργαζόμενους σε καταστήματα της οδού Ανεξαρτησίας τον Σεπτέμβριο 2016 170. ό.π.
εικ. 152: Τα διατηρητέα κτήρια της οδού Ανεξαρτησίας ανά δεκαετία κήρυξης.
εικ. 153: Οι 3 μαζικές κηρύξεις διατηρητέων στην οδό Ανεξαρτησίας.
109
154
εικ. 154: Καθεστώς ιδιοκτησίας των διατηρητέων κτηρίων της οδού Ανεξαρτησίας, όπως αναφέρεται στο κείμενο κήρυξης (σε όσα αναφέρεται).
110
καταστηματάρχες και τους εργαζόμενους στην περιοχή στο ιδιαίτερο ιδιοκτησιακό καθεστώς που ίσχυε -και ισχύει- για τα κτήρια επί της οδού Ανεξαρτησίας. Καταρχήν, αρκετά από τα κτήρια αυτά είναι κληροδοτήματα της Μητρόπολης Ιωαννίνων («βακουφικά»)171, δεν ανήκουν δηλαδή στην Μητρόπολη, αλλά έχει αποδοθεί σε αυτήν η διαχείριση τους -συμπεριλαμβανομένης της συντήρησής τους- και καθώς δεν μπορούν να πωληθούν, διατίθενται προς ενοικίαση172. Αυτή είναι για παράδειγμα η περίπτωση του Ορφανοτροφείου Γ.Σταύρου, το οποίο η Μητρόπολη Ιωαννίνων ενοικιάζει στο ελληνικό δημόσιο, αλλά και του κτηρίου της Φιλαρμονικής το οποίο ενοικιάζεται σε ιδιώτη. Το ζήτημα της ιδιοκτησίας περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός πως πολλά από τα διατηρητέα κτήρια της οδού Ανεξαρτησίας έχουν περισσότερους από έναν ιδιοκτήτες, ενώ
171. Στα κείμενα των κηρύξεων μόνο για έξι κτήρια αναφέρεται ρητώς πως είναι ιδιοκτησίες εκκλησίας, ωστόσο σύμφωνα με τους καταστηματάρχες και τους εργαζόμενους τα περισσότερα από τα κτήρια στην οδό Ανεξαρτησίας ανήκουν στη Μητρόπολη, κάτι το οποίο δεν έχει εξακριβωθεί. 172. σύμφωνα με το γραφείο διαχείρισης κληροδοτημάτων της Μητρόπολης
155
μπορεί ένας εκ των συνιδιοκτητών να έχει αφήσει το μερίδιο του ως κληροδότημα στην Μητρόπολη173. Η ύπαρξη πολλών συνιδιοκτητών σε κάποια από τα διατηρητέα κτήρια συχνά σημαίνει και αδυναμία συνεννόησης και λήψης κοινών αποφάσεων, με αποτέλεσμα τα κτήρια αυτά να μην συντηρούνται σωστά και τελικά να εγκαταλείπονται. Η σημερινή εικόνα της αγοράς όμως, όπου κυριαρχούν τα κλειστά καταστήματα που έχουν αφεθεί να καταρρεύσουν, οφείλεται κυρίως στο γεγονός πως πολλοί από τους ιδιοκτήτες αδυνατούν να ανταποκριθούν στην οικονομική επιβάρυνση της συντήρησης. Για το λόγο αυτό, αρκετοί θεωρούν τυχερούς όσους «πρόλαβαν πριν το ’80 να χτίσουν», εκφράζοντας την αγανάκτησή τους για την ισχύουσα κατάσταση. «...να είχε δοθεί αντιπαροχή το τετράγωνο, τώρα έχουν εγκαταληφθεί...» (ιδιοκτήτρια εργαστηρίου)
156
εικ. 155: Στο νοτιοανατολικό άκρο της οδού Ανεξαρτησίας βρίσκεται μια από τις ελάχιστες πολυκατοικίες της.
εικ. 156: Η διασταύρωση της οδού Ανεξαρτησίας με την Κάνιγγος. Είναι εμφανής η ελλιπής συντήρηση των κτισμάτων, εκ των οποίων όλα όσα εικονίζονται είναι διατηρητέα.
Όσον αφορά στα κτήρια τα οποία δεν έχουν αφεθεί να ερημώσουν από τους ιδιοκτήτες τους -οι οποίοι πρέπει να περάσουν μια πολύπλοκη και χρονοβόρα γραφειοκρατική διαδικασία προκειμένου να προχωρήσουν σε επισκευές- η κατάσταση συντήρησης τους παρουσιάζει πολλές διαβαθμίσεις. Κάποια από αυτά έχουν αποκατασταθεί στην αρχική τους μορφή με μεγάλη συνέπεια και προσοχή στην λεπτομέρεια, αποτελούν όμως την
173. από συζητήσεις με τους καταστηματάρχες και τους εργαζόμενους σε καταστήματα της οδού Ανεξαρτησίας τον Σεπτέμβριο 2016
111
157
158
159 εικ. 157, 158, 159: Το ανακαινισμένο σήμερα Ορφανοτροφείο Γ.Σταύρου.
112
εξαίρεση, ενώ κατά κύριο λόγο πρόκειται για τα κληροδοτήματα της Μητρόπολης για τη συντήρηση των οποίων οι πόροι προέρχονται από το ίδιο το κληροδότημα. Στην πλειονότητα των κτηρίων μπορούν να εντοπιστούν μικροαυθαιρεσίες ως προς τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί στις επισκευές, ενώ σε κάποια είναι ευδιάκριτες επεμβάσεις όπου προτεραιότητα έχει δοθεί στην επείγουσα ενίσχυση των κτηρίων προκειμένου να μην καταρρεύσουν, με αδιαφορία για την ασυνέπεια ως προς την αρχική μορφή του κτηρίου. Σε άλλα, είναι καταφανής η αλλοίωση της μορφής για την εξυπηρέτηση των αναγκών των σημερινών ιδιοκτητών. Η επιθυμία των καταστηματαρχών να διαφοροποιηθούν από τα παρακείμενα καταστήματα οδηγεί σε μια ποικιλία επενδύσεων και χρωματισμών των όψεων των κτηρίων, ενώ συνήθως κυριαρχούν σε αυτές υπερμεγέθεις διαφημιστικές πινακίδες. Ένα παράδοξο φαινόμενο το οποίο παρατηρείται σε περιπτώσεις όπου ένα διατηρητέο κτήριο διαιρείται ώστε να στεγάσει περισσότερα από ένα καταστήματα, είναι η αντίστοιχη διαίρεση της όψης σε κάθετες ζώνες εκ των οποίων η καθεμία τυγχάνει διαφορετικής επεξεργασίας. Η ανάδειξη της δυνατότητας της παλιάς αγοράς να αποτελέσει τουριστικό πόλο έλξης έχει συμβάλει αποφασιστικά στην διαμόρφωση της σημερινής εικόνας της οδού Ανεξαρτησίας. Σε θεσμικό επίπεδο, οι επεμβάσεις των τελευταίων δεκαετιών για την αναβάθμιση της οδού επικεντρώθηκαν στην επένδυσή της με ειδικά πλακίδια, στην τοποθέτηση αστικού εξοπλισμού για τη δημιουργία μικρών χώρων στάσης και στην αντικατάσταση των παλαιών φωτιστικών σωμάτων με νέα τα οποία θεωρήθηκε πως δεν αντιπαρατίθενται στο χαρακτήρα του ιστορικού κέντρου. Η έμφαση στην τουριστική αξιοποίηση επηρέασε κυρίως την εμπορική δυναμική της παλιάς αγοράς, η οποία υπήρξε στο παρελθόν το κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης. Οι χρήσεις που κυριαρχούν σήμερα στον χώρο της παλιάς αγοράς είναι αυτές του εμπορίου και της εστίασης, ενώ απουσιάζουν σχεδόν εντελώς η διοίκηση, οι πολιτιστικές εγκαταστάσεις, τα γραφεία επιχειρήσεων, οι τράπεζες, οι κοινωφελείς οργανισμοί, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στην βαθμιαία μετατροπή της περιοχής έξω από το Κάστρο σε χώρο ψυχαγωγίας τα τελευταία χρόνια. Στην οδό Ανεξαρτησίας επιβιώνουν ακόμα ορισμένα παραδοσιακά επαγγέλματα βιοτεχνών -όπως αυτό του γανωτή- τα οποία οδηγούνται σταδιακά στην εξαφάνιση καθώς δεν υπάρχει πλέον ζήτηση για τις υπηρεσίες και τα προϊόντα που προσφέρουν. Οι στοές της οδού, οι οποίες βρίσκονται πλησιέστερα στο Κάστρο της πόλης, έχουν προσλάβει την
160
161
ιδιότητα των κέντρων ψυχαγωγίας συγκεντρώνοντας μεγάλο μέρος της κίνησης της οδού, όμως και σε αυτές είναι εμφανείς οι επιπτώσεις της οικονομικής δυσπραγίας. Η παλιά αγορά ως τμήμα του ιστορικού κέντρου, μαζί με τα μνημεία και τα μουσεία των Ιωαννίνων, αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταυτότητας που η πόλη έχει συγκροτήσει για τον εαυτό της. Από τα παραπάνω όμως είναι σαφείς οι δυσχερείς επιπτώσεις της μουσειοποίησης του ιστορικού κέντρου, που έχει συντελέσει στην μετατροπή του σε δυσλειτουργικό τμήμα του αστικού ιστού, αποκομμένο από την υπόλοιπη πόλη. Η εικόνα που επικρατεί στον χώρο του ιστορικού κέντρου είναι αυτή της φθοράς και της εγκατάλειψης, αφού το βάρος της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και του αστικού περιβάλλοντος έχει πέσει όλο πάνω στον πολίτη. Παράλληλα, όλες οι βασικές λειτουργίες της πόλης (διοίκηση, εκπαίδευση, παραγωγή κ.λπ.) έχουν χωροθετηθεί εκτός του ιστορικού κέντρου, στην περιοχή γύρω από την πλατεία Πύρρου η οποία αποτελεί πλέον τον βασικό πυρήνα της δημόσιας ζωής.
162
εικ. 160: Η είσοδος της στοάς Λιάμπεη επί της οδού Ανεξαρτησίας. εικ. 161: Η είσοδος της στοάς Λιάμπεη επί της οδού Κάνιγγος. Διακρίνονται τα τραπεζοκαθίσματα των καφετεριών που υπάρχουν εσωτερικά της στοάς. εικ. 162: Το εσωτερικό της στοάς Λιάμπεη.
113
εικ. 163: Η σημερινή κατάσταση των διατηρητέων κτηρίων της οδού Ανεξαρτησίας. Πολλά είναι ερειπωμένα ή έχουν αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό από αυθαίρετες επεμβάσεις, ενώ ελάχιστα είναι αυτά που έχουν συντηρηθεί σε ικανοποιητική κατάσταση. Στα περισσότερα έχουν γίνει οι ελάχιστες δυνατές επεμβάσεις ώστε να μην καταρρεύσουν, χωρίς ωστόσο να συντηρούνται κανονικά.
114
εικ. 164: Χρήσεις ισογείων στα διατηρητέα κτήρια της οδού Ανεξαρτησίας.
εικ. 165: Κλειστό κατάστημα επί της οδού Ανεξαρτησίας.
115
116
εικ. 166: Ερειπωμένο κτήριο επί της οδού Ανεξαρτησίας.
συμπεράσματα - επίλογος
Στο αστικό τοπίο των Ιωαννίνων ανιχνεύονται ακόμα τα αποτυπώματα της διαρκούς προσπάθειας επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας της πόλης. Σημαντικοί αρχιτέκτονες, ο καθένας στην εποχή του, επεδίωξαν να εντοπίσουν στο παρελθόν τα θεμέλια για την ταυτότητα της πόλης, επανερμηνεύοντας με το έργο τους τις χωροχρονικές συσχετίσεις της συλλογικής μνήμης. Ο Π.Μελίρρυτος, σχεδιάζοντας δημόσια κτήρια στην πόλη πριν ακόμα από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, εισήγαγε στο αστικό τοπίο τον νεοκλασικισμό θέλοντας να εκφράσει χωρικά τη σύνδεση με το νεοσυσταθέν ελληνικό έθνος-κράτος. Αντιθέτως, ο Α.Ζάχος με τον οποίο συνεργάστηκε μετά την απελευθέρωση, ενσωμάτωσε στα έργα του στην πόλη βυζαντινά μορφολογικά στοιχεία, σύμφωνα με την δική του πεποίθηση περί συνέχειας του ελληνικού στοιχείου μέσω της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Αυτός που αποσυνέδεσε την ταυτότητα της πόλης από την «ελληνικότητα» ήταν ο Α.Κωνσταντινίδης, ο οποίος στράφηκε αντ’αυτού στην άχρονη, αυτόχθονη παράδοση των Ιωαννίνων για να βρει την «αλήθεια» του. Στις προσεγγίσεις τους, οι παραπάνω κράτησαν διαφορετικές στάσεις ως προς το παρελθόν της πόλης. Ο Μελίρρυτος αντιπαρατέθηκε με την αρχιτεκτονική του στο παρελθόν της πόλης, προσπαθώντας να το ξαναγράψει. Ο Ζάχος και ο Κωνσταντινίδης συνδιαλέχθηκαν με αυτό, χωρίς να φοβηθούν να το ακουμπήσουν, με δύναμη και αποφασιστικότητα. Μάλιστα, ο καθένας με τον τρόπο του, το σεβάστηκαν και επιχείρησαν να το συμπληρώσουν και να το συνεχίσουν, είτε διατηρώντας υλικά στοιχεία, μορφές και τύπους στην περίπτωση του πρώτου, είτε μόνο μέσω της διαφύλαξης του πνεύματος και των αξιών στην περίπτωση του τελευταίου. Στη σύγχρονη πόλη των Ιωαννίνων, παρελθόν, παρόν και
117
μέλλον αντιμετωπίζονται σαν ανεξάρτητες σφαίρες. Το παρελθόν της πόλης επιβιώνει στο παρόν σε επιλεγμένους τόπους, σε μουσεία, μνημεία και τμήματα του αστικού ιστού, όχι σαν μια ζωντανή οντότητα αλλά ως μια αναπόληση, ένα «ιερό» σύμβολο αυτού που χάθηκε. Στο ιστορικό κέντρο της πόλης ο χρόνος έχει σταματήσει. Οι επιτρεπτές επεμβάσεις προσδιορίζονται με βάση ένα θεσμικό πλαίσιο αρκετά περιοριστικό, ώστε να μην μπορούν οι νέες γενιές να επενδύσουν τη δική τους στρώση στις υπάρχουσες, τροποποιώντας τόσο την μορφή όσο και το συμβολικό φορτίο του δομημένου περιβάλλοντος. Λίγες δεκαετίες μετά την οριοθέτηση της περιοχής του ιστορικού κέντρου ως προστατευόμενης και μετά τις μαζικές κηρύξεις διατηρητέων κτηρίων εντός του, είναι εμφανείς οι συνέπειες που είχαν οι αποφάσεις αυτές στον διαχωρισμό της πόλης σε δύο διακριτά μέρη, το μη λειτουργικό ιστορικό κέντρο και την λειτουργική σύγχρονη πόλη. Η πόλη των Ιωαννίνων μεταβάλλεται ακατάπαυστα, αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου σαν ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται. Το ιστορικό κέντρο από την άλλη είναι αποκομμένο, αδυνατεί να ενταχθεί στη σύγχρονη πραγματικότητα, συνεπώς σταδιακά εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της πόλης. Η εικόνα της οδού Ανεξαρτησίας σήμερα, του κεντρικού άξονα της παλιάς αγοράς της πόλης, είναι αυτή της φθοράς και της παραίτησης. Ωστόσο, οι στρατηγικές σχεδιασμού των τελευταίων ετών επικεντρώνονται στην ανάδειξη του χαρακτήρα του ιστορικού κέντρου με χειρονομίες οι οποίες στερούνται τόλμης και εξαντλούνται στην ενίσχυση μιας σκηνογραφικής αναδημιουργίας του παρελθόντος, με στόχο την οικονομική εκμετάλλευση των νοσταλγικών τάσεων του ανθρώπου. Ο χρόνος έχει αποδείξει τα προβλήματα των πολιτικών της κληρονομιάς που εφαρμόζονται στα Ιωάννινα. Είναι πλέον απαραίτητη η απαγκίστρωση από τις πρακτικές, οι οποίες συντηρούν την παγιωμένη αφήγηση, αποκλείοντας τη δυνατότητα της μνήμης να αναδημιουργείται και να επανανοηματοδοτεί το παρελθόν. Πρέπει να παραμείνει ανοιχτή η αναζήτηση για τις αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές πρακτικές οι οποίες θα επανερμηνεύσουν τη σχέση του παρόντος με το παρελθόν, θα επιχειρήσουν να συνθέσουν το νέο με το παλιό χωρίς να το υποβαθμίζουν αλλά και χωρίς να υποτάσσονται σε αυτό, γράφοντας ένα νέο κεφάλαιο στο αφήγημα της μνήμης. Μια νέα, σύχρονη αρχιτεκτονική, η οποία θα συνδιαλεχθεί με το παρελθόν και θα το επικαιροποιήσει στο παρόν, θα μπορέσει ενδεχομένως να αναζωογονήσει το ιστορικό κέντρο και να το αποκαταστήσει ως ζωτικό τμήμα της πόλης.
118
οδός Ανεξαρτησίας
ΟΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ
πλατεία Πύρρου
ΟΡΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ λεωφ. Αβέρωφ
εικ. 167: Χάρτης όπου απεικονίζονται το ιστορικό κέντρο, δηλαδή το παλιό κέντρο της πόλης και το νέο κέντρο, όπως αυτό έχει μετατοπιστεί κατά μήκος του άξονα της λεωφ.Αβέρωφ προς την πλατεία Πύρρου.
119
120
ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ εξωφ. 1
2 3 4 5-12 13 14 15-31 32-33 34 35 36 37-40 41 42
43 44-47 48 49 50 51 52 53 54-55
56-58 59-61
: πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) : υπόβαθρο: www.mapbox.com και εικόνα 37 στο Νιτσιάκος Β., Αράπογλου Μ. και Καρανάτσης Κ., «Νομός Ιωαννίνων_Σύγχρονη Πολιτισμική Γεωγραφία», Ιωάννινα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων 1998, στοιχεία: www.google.gr/maps, ίδια επεξεργασία : υπόβαθρο: www.mapbox.com, στοιχεία: φάκελος υποψηφιότητας των Ιωαννίνων για τον τίτλο της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης» 2021, ίδια επεξεργασία : πηγή: egiannina.wordpress.com/2012/10/04/τα-γιάννινα-από-την-ολύτσικα : πηγή: egiannina.wordpress.com/2013/04/24/τα-γιάννινα-από-το-μιτσικέλι : πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) : υπόβαθρο: egiannina.wordpress.com/2013/04/24/τα-γιάννινα-από-το-μιτσικέλι, ίδια επεξεργασία : υπόβαθρο: egiannina.wordpress.com/2013/04/24/τα-γιάννινα-από-το-μιτσικέλι, ίδια επεξεργασία : πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) : πηγή: egiannina.wordpress.com/2012/02/26/εβραϊκή-κατοικία : πηγή: Μωυσής Α., «Το Πανόραμα του Νισήμ Λεβή _ Οι στερεοσκοπικές φωτογραφίες και τα ταξίδια ενός Γιαννιώτη γιατρού, 1898-1944», Αθήνα: Καπόν 2017, σελ. 24 : πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) : πηγή: egiannina.wordpress.com/2012/03/04/το-μνημείο-των-γιαννιωτών-εβραίων : πηγή: Γραφείο Δοξιάδη, «Ιωάννινα _ Σχέδιο και πρόγραμμα για την ανάπτυξη της πόλης», τελική μελέτη 1966, σελ.19, 17, 23 και 25 : στοιχεία: listedmonuments.culture.gr : υπόβαθρο: www.mapbox.com, Π.Δ. από 28-7-1989 (ΦΕΚ 605/Δ/2-10-1989) για τα όρια του ιστορικού κέντρου και Ρυθμιστικό Σχέδιο Ιωαννίνων, Β’Φάση, Μάιος 2009, σελ.Β.2.15 για τα όρια του εμπορικού/κοινωνικού/πολιτιστικού κέντρου, στοιχεία: listedmonuments.culture.gr για τις κηρύξεις, ίδια επεξεργασία : υπόβαθρο: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016), στοιχεία: listedmonuments.culture. gr, ίδια επεξεργασία : πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) : πηγή: Ρογκότη-Κυριοπούλου Δ., «Γιάννινα», Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Αθήνα: Μέλισσα 1988, σελ. 10 : πηγή: ιστοσελίδα travelogues (el.travelogues.gr/item.php?view=40775) : πηγή: ιστοσελίδα travelogues (el.travelogues.gr/item.php?view=58887) : πηγή: ιστοσελίδα travelogues (el.travelogues.gr/item.php?view=58888) : πηγή: συλλογές του μουσείου V&A (collections.vam.ac.uk/item/O147870/janina-drawing-page-william) : πηγή: Κανετάκης Γ.Γ., «Το Κάστρο: Συμβολή στην Πολεοδομική Ιστορία των Ιωαννίνων», : διδακτορική διατριβή στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π., 1991, σελ.146 πηγή: Καραδήμου-Γερολύμπου Α., «Μεταξύ Ανατολής και Δύσης _ Θεσσαλονίκη & βορειοελλαδικές πόλεις στο τέλος του 19ου αιώνα», Θεσσαλονίκη: UNIVERSITY STUDIO PRESS 2004 (β’έκδοση), σελ.93 και 92 : πηγή: Μωυσής Α., «Το Πανόραμα του Νισήμ Λεβή _ Οι στερεοσκοπικές φωτογραφίες και τα ταξίδια ενός Γιαννιώτη γιατρού, 1898-1944», Αθήνα: Καπόν 2017, σελ. 42, 62 και 70 : πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016)
121
62
63-64 65 66-73
74 75-77
78 79
80 81 82
83 84-90 91-94
95-107 108-109
110-111 112-117
118-123 124
125-130 131
122
: στοιχεία: Παππά Μ., κείμενο «Νέες Χώρες και εθνική ενσωμάτωση: Το παράδειγμα των Ιωαννίνων» στο Παπαγεωργίου Γ. και Πέτσιος Κ.Θ. (επιμ.), «Πρακτικά Α’ Πανηπειρωτικού Συνεδρίου _ Ιστορία-Λογιοσύνη: Η Ήπειρος και τα Ιωάννινα από το 1430 έως το 1913», τόμος Α’, Ιωάννινα 2015, σελ. 225-226, ίδια επεξεργασία : πηγή: egiannina.wordpress.com/2012/02/27/η-τάφρος-στη-περιοχή-λειβαδιώτη/ : πηγή: «Τα Γιάννινα στο χώρο και στο χρόνο _ Από το φωτογραφικό αρχείο του Απόστολου Βερτόδουλου», Ηπειρωτική Βιβλιοθήκη, Ιωάννινα: Δωδώνη 1991 : πηγή: «Ήπειρος-Θεσσαλία-Μακεδονία _ Μέσα από τον φακό του Αριστοτέλη Ζάχου: 1915-1931», λεύκωμα με φωτογραφικό υλικό του Αριστοτέλη Ζάχου, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη 2007, σελ. 83, 87, 95, 163, 141, 147, 149 και 133 : πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) : πηγή: «Ήπειρος-Θεσσαλία-Μακεδονία _ Μέσα από τον φακό του Αριστοτέλη Ζάχου: 1915-1931», λεύκωμα με φωτογραφικό υλικό του Αριστοτέλη Ζάχου, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη 2007, σελ. 101, 115 και 111 : πηγή: egiannina.wordpress.com/2012/02/24/χαϊρεντίν-πασά-σεράι/ : πηγή: «Ήπειρος-Θεσσαλία-Μακεδονία _ Μέσα από τον φακό του Αριστοτέλη Ζάχου: 1915-1931», λεύκωμα με φωτογραφικό υλικό του Αριστοτέλη Ζάχου, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη 2007, σελ. 125 : πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) : πηγή: Ζάχος Α., άρθρο «Αρχιτεκτονικά Σημειώματα - Ιωάννινα» στο περιοδικό σύγγραμμα «Ηπειρωτικά Χρονικά», Ιωάννινα: 1928, έτος 3ο, σελ.297 : πηγή: «Ήπειρος-Θεσσαλία-Μακεδονία _ Μέσα από τον φακό του Αριστοτέλη Ζάχου: 1915-1931», λεύκωμα με φωτογραφικό υλικό του Αριστοτέλη Ζάχου, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη 2007, σελ. 143 : πηγή: Ζάχος Α., άρθρο «Αρχιτεκτονικά Σημειώματα - Ιωάννινα» στο περιοδικό σύγγραμμα «Ηπειρωτικά Χρονικά», Ιωάννινα: 1928, έτος 3ο, σελ.297 : πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) : πηγή: Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., «Αριστοτέλης Ζάχος και Josef Durm _ Η αλληλογραφία ενός πρωτοπόρου αρχιτέκτονα με τον μέντορά του, 1905-1914», Αθήνα: ποταμός 2013, σελ. 60 και 61 : πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) : πηγή: «Ήπειρος-Θεσσαλία-Μακεδονία _ Μέσα από τον φακό του Αριστοτέλη Ζάχου: 1915-1931», λεύκωμα με φωτογραφικό υλικό του Αριστοτέλη Ζάχου, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη 2007, σελ. 173 και 177 : πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) : πηγή: «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων», έκδοση συνοδευτική της ομότιτλης περιοδικής έκθεσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, που διήρκησε από τις 21 Φεβρουαρίου έως τις 21 Απριλίου 2013, σελ. 61, 62 και 63 : πηγή: Κωνσταντινίδης Α., «Τα θεόκτιστα. Τοπία και σπίτια στη σύγχρονη Ελλάδα», Ηράκλειο Κρήτης: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2008, σελ.138-145 και 250 : πηγή: «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων», έκδοση συνοδευτική της ομότιτλης περιοδικής έκθεσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, που διήρκησε από τις 21 Φεβρουαρίου έως τις 21 Απριλίου 2013, σελ.27 : πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) : πηγή: «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων», έκδοση συνοδευτική της ομότιτλης περιοδικής έκθεσης στο Αρχαιολογικό
132 : 133-134 :
135-136 : 137-138 : 139-140 : 141-149 : 150 :
151
:
152-154 : 155-162 : 163-164 : 165-166 : 167 :
Μουσείο Ιωαννίνων, που διήρκησε από τις 21 Φεβρουαρίου έως τις 21 Απριλίου 2013, σελ.67 πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) πηγή: «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων», έκδοση συνοδευτική της ομότιτλης περιοδικής έκθεσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, που διήρκησε από τις 21 Φεβρουαρίου έως τις 21 Απριλίου 2013, σελ. 69 πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) πηγή: egiannina.wordpress.com/2012/03/18/στα-γιάννινα-του-2012 πηγή: Μωυσής Α., «Το Πανόραμα του Νισήμ Λεβή _ Οι στερεοσκοπικές φωτογραφίες και τα ταξίδια ενός Γιαννιώτη γιατρού, 1898-1944», Αθήνα: Καπόν 2017, σελ. 31 πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) υπόβαθρο: www.mapbox.com, Π.Δ. από 28-7-1989 (ΦΕΚ 605/Δ/2-10-1989) για τα όρια του ιστορικού κέντρου και Ρυθμιστικό Σχέδιο Ιωαννίνων, Β’Φάση, Μάιος 2009, σελ.Β.2.15 για τα όρια του εμπορικού/κοινωνικού/πολιτιστικού κέντρου, στοιχεία: listedmonuments.culture.gr για τις κηρύξεις, ίδια επεξεργασία υπόβαθρο: Π.Δ. από 28-7-1989 (ΦΕΚ 605/Δ/2-10-1989), φωτογραφίες: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016), στοιχεία: listedmonuments.culture.gr για τις κηρύξεις, ίδια επεξεργασία υπόβαθρο: Π.Δ. από 28-7-1989 (ΦΕΚ 605/Δ/2-10-1989), στοιχεία: listedmonuments. culture.gr για τις κηρύξεις, ίδια επεξεργασία πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) υπόβαθρο: Π.Δ. από 28-7-1989 (ΦΕΚ 605/Δ/2-10-1989), στοιχεία: listedmonuments. culture.gr για τις κηρύξεις, ίδια επεξεργασία πηγή: προσωπικό αρχείο (Σεπτέμβριος 2016) υπόβαθρο: www.mapbox.com, Π.Δ. από 28-7-1989 (ΦΕΚ 605/Δ/2-10-1989) για τα όρια του ιστορικού κέντρου και Ρυθμιστικό Σχέδιο Ιωαννίνων, Β’Φάση, Μάιος 2009, σελ.Β.2.15 για τα όρια του εμπορικού/κοινωνικού/πολιτιστικού κέντρου, ίδια επεξεργασία
123
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - Αυδίκος Ε., «Η ταυτότητα της περιφέρειας στο Μεσοπόλεμο _ Το παράδειγμα της Ηπείρου», Αθήνα: Καρδαμίτσα 1993 - Καραδήμου-Γερόλυμπου Α., «Μεταξύ Ανατολής και Δύσης _ Θεσσαλονίκη & βορειοελλαδικές πόλεις στο τέλος του 19ου αιώνα», Θεσσαλονίκη: UNIVERSITY STUDIO PRESS 2004 (β’έκδοση) - Μωυσής Α., «Το Πανόραμα του Νισήμ Λεβή _ Οι στερεοσκοπικές φωτογραφίες και τα ταξίδια ενός Γιαννιώτη γιατρού, 1898-1944», Αθήνα: Καπόν 2017 - Νιτσιάκος Β., Αράπογλου Μ. και Καρανάτσης Κ., «Νομός Ιωαννίνων_Σύγχρονη Πολιτισμική Γεωγραφία», Ιωάννινα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων 1998 - Ρογκότη-Κυριοπούλου Δ., «Γιάννινα», Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Αθήνα: Μέλισσα 1988 - Σταυρίδης Σ., «Η συμβολική σχέση με τον χώρο _ Πώς κοινωνικές αξίες διαμορφώνουν και ερμηνεύουν τον χώρο», Αθήνα: Κάλβος 1990 - Σταυρίδης Σ. (επιμ.), «Μνήμη και εμπειρία του χώρου», Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2006 - Τσιόδουλος Σ., «Τα χάνια των Ιωαννίνων (Δεύτερο μισό 19ου - Πρώτο μισό 20ου αι.) _ Πολεοδομική προσέγγιση», ανάτυπο από το «Ηπειρωτικό Ημερολόγιο» 1996-97, Ιωάννινα: 1997 - Φεσσά-Εμμανουήλ Ε., «Αριστοτέλης Ζάχος και Josef Durm _ Η αλληλογραφία ενός πρωτοπόρου αρχιτέκτονα με τον μέντορά του, 1905-1914», Αθήνα: ποταμός 2013 - Φιλιππίδης Δ., «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική», Αθήνα: Μέλισσα 1984 - Φιλιππίδης Δ., «Πέντε δοκίμια για τον Άρη Κωνσταντινίδη», Αθήνα: Libro 1997 - Φιλιππίδης Δ. και Rapoport A., «Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες», Αθήνα: Μέλισσα 2010 - Φωκαΐδης Π. και Χρονάκη Α. (επιμ.), «Θέσεις της μνήμης», Αθήνα: Νήσος 2016 - Χατζής Δ., «Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης», Αθήνα: Το Ροδακιό 1999 - Mazower M., «Θεσσαλονίκη _ Πόλη των φαντασμάτων», Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2006 - «Ήπειρος-Θεσσαλία-Μακεδονία _ Μέσα από τον φακό του Αριστοτέλη Ζάχου: 1915-1931», λεύκωμα με φωτογραφικό υλικό του Αριστοτέλη Ζάχου, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη 2007 διαδικτυακές πηγές - egiannina.wordpress.com/2012/03/05/το-διοικητήριο-της-πόλης-μας - new.mountainsgreece.com/chartis/ και www.mountainsgreece.com/mitsikeli/ - www.travelioannina.com/el/node/88 - ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (www.uoi.gr/panepistimio/topothesia/) - ιστοσελίδα του Ιστορικού Αρχείου Ηπείρου (gak.ioa.sch.gr) - ιστοσελίδα του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου (kis.gr/index.php?option=com_content&view=category&layout=blog&id=31&Itemid=62) - ιστοσελίδα του διαρκούς καταλόγου των κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδος (listedmonuments.culture.gr) - οικία Μίσιου (1936): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=11509 - εσωτερικός χώρος του κάστρου της πόλεως Ιωαννίνων (1961): http://listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=12769 - Σουφαρί σεράι (1957): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=1089
124
- προμαχώνας «Λιθαρίτσια» (1965): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=10690&v17= - εβραϊκή συναγωγή (1965): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=1273 - οικία «λαϊκής αρχιτεκτονικής ιδιοκτησίας της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων» (1959): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=9548&v17= - «σπίτι (/σεράι) του Πασά Kαλού» (1961): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=12769&v17= - οικία Ιωαννίδου (1952): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=10815&v17= - οικία Πυρσινέλλα (1953): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=10822&v17= - οικία στην οδό Σούτσου απέναντι από το Κάστρο (1964): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=5117&v17= - συγκρότημα των κτηρίων της 8ης Μεραρχίας και Παπαζόγλειος Υφαντική Σχολή (1977): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=9447&v17= - Δημαρχείο (1979): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=1218&v17= - κτήριο της «Όασης» (2003): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=-339609944&v17= - Νέα Ζωσιμαία Σχολή (2008): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=1494782214&v17= - ομάδα 21 κτηρίων (1981): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=9564&v17= - ομάδα 40 κτηρίων (1994): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=15124&v17= - «Δημοτικά Σφαγεία» (1994): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=9556&v17= - «Καφενείο Σάββα», «Καφενείο τα Ναυτάκια» και Γυαλί Καφενέ (1994): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=5075&v17= - πανδοχείο (χάνι) Λάμπρου (1961): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=12769&v17= (1969): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=18387&v17= (1981): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=12738&v17= - ομάδα κτηρίων στην συμβολή των οδών Ανεξαρτησίας και Κάνιγγος (1994): listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=5083&v17= - ιστοσελίδα του «A Balkan Tale / Μια Βαλκανική Ιστορία» (www.balkantale.com/gr/map.php) - ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού (www.culture.gr/el/ministry/SitePages/ viewyphresia.aspx?iID=1715) - Παπασταύρου Τζ., κείμενο «Ιωάννινα: Η μετάβαση από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική στα νεοκλασικά πρότυπα _ Κατανόηση της αρχιτεκτονικής εξέλιξης μέσα στα ιστορικά και κοινωνικά της συμφραζόμενα» στην ιστοσελίδα «Αρχαιολογία και Τέχνες» (www.archaiologia.gr/blog/publishig/ ιωάννινα-η-μετάβαση-από-την-παραδοσια/) - Σμύρης Γ., κείμενο «Τα κτίρια της Ζωσιμαίας Σχολής» στην ιστοσελίδα του Συλλόγου Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων (www.zosimaia.gr/?page=article&id=22) ακαδημαϊκές εργασίες - Ιωακειμίδου Σ. και Παπαγγελοπούλου Κ., «Η αξία της μελέτης της παράδοσης κατά τον Άρη Κωνσταντινίδη μέσα από το βιβλίο του “Τα παλιά Αθηναϊκά σπίτια”, ερευνητική εργασία προπτυχιακού διπλώματος στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π., 2015 - Κανετάκης Γ.Γ., «Το Κάστρο: Συμβολή στην Πολεοδομική Ιστορία των Ιωαννίνων», διδακτορική
125
διατριβή στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π., 1991 - Κοντογιάννη Χ.Μ. και Μητροκανέλου Κ., «Πόλη και ψυχή _ Κατασκευάζοντας μνήμες στο χώρο και στο χρόνο», ερευνητική εργασία προπτυχιακού διπλώματος στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Δ.Π.Θ., 2013 - Παπασπύρου Α.Ν., «Πολεοδομική ιστορία των Ιωαννίνων», ερευνητική εργασία μεταπτυχιακού διπλώματος στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π., 2009 άρθρα - Ζάχος Α., άρθρο «Αρχιτεκτονικά Σημειώματα - Ιωάννινα» στο περιοδικό σύγγραμμα «Ηπειρωτικά Χρονικά», Ιωάννινα: 1928, έτος 3ο - Παπασταύρου Τζ., άρθρο «Ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος στα Ιωάννινα» στο περιοδικό του Συλλόγου Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων «Ζωσιμάδες», τεύχος 30, Οκτ.-Νοε.-Δεκ.2009 - Σφυρόερας Β.Β., άρθρο «Των Ιωαννίνων πολίδιον» στο ένθετο «Επτά Ημέρες» της εφημερίδας «Η Καθημερινή», 05-01-1997 - Τέκτονας Κ., άρθρο «Νεοκλασικά - Νεοβυζαντινά και παραδοσιακά κτίρια των Ιωαννίνων» στο μηνιαίο ενημερωτικό δελτίο «Ηπειρωτική Εταιρεία» της ομώνυμης εταιρείας, τεύχος 207, Αθήνα: Δεκέμβριος 1993 - Τουρνικιώτης Π., άρθρο «Πρέπει να ξεχνάς για να θυμάσαι» στο περιοδικό του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ «αρχιτέκτονες», τεύχος 45 - Φατσέα Ρ., άρθρο «Ιστορία-Μνήμη-Αρχιτεκτονική: Μια θεμελιακή σχέση για τη διασφάλιση τόπων συλλογικού νοήματος σήμερα» στο περιοδικό του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ «αρχιτέκτονες», τεύχος 45 - «Πώς γεννιέται ένα κτίριο _ Το Κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στα Γιάννενα», άρθρο στο περιοδικό «Εμείς _ Ο κόσμος της Εθνικής Τράπεζας», τεύχος 21, Σεπτέμβριος 1989 λοιπά - φάκελος υποψηφιότητας της πόλης των Ιωαννίνων για την διεκδίκηση του τίτλου της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης» για το 2021 - συνοπτική παρουσίαση του Στρατηγικού Σχεδίου για τη Βιώσιμη Αστική Ανάπτυξη του Δήμου Ιωαννιτών στο πλαίσιο της Προγραμματικής Περιόδου 2014 – 2020, το οποίο τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση μέσω της ιστοσελίδας του Δήμου (www.ioannina.gr/diavouleusi/index.php) - Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Δήμου Ιωαννιτών 2016-2019, Α’Φάση - Στρατηγικός Σχεδιασμός, Ιανουάριος 2016 - Οργανωμένο Σχέδιο Αστικής Ανάπτυξης Δήμου Ιωαννιτών, Μάιος 2010 - Παππά Μ., κείμενο «Νέες Χώρες και εθνική ενσωμάτωση: Το παράδειγμα των Ιωαννίνων» στο Παπαγεωργίου Γ. και Πέτσιος Κ.Θ. (επιμ.), «Πρακτικά Α’ Πανηπειρωτικού Συνεδρίου _ ΙστορίαΛογιοσύνη: Η Ήπειρος και τα Ιωάννινα από το 1430 έως το 1913», τόμος Α’, Ιωάννινα 2015 (στο www.academia.edu/7551467/Νέες_Χώρες_και_εθνική_ενσωμάτωση_το_παράδειγμα_των_ Ιωαννίνων) - εβδομαδιαίο δελτίο του Υπουργείου Συντονισμού (Υ.Σ.Ε.Σ.Α.) «Αγών Επιβιώσεως», Έτος Γ’, Τόμος Δ’, Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 1950, Αριθμ.Φύλλου 72 - Γραφείο Δοξιάδη - Σύμβουλοι για Ανάπτυξη και Οικιστική, «Ιωάννινα _ Σχέδιο και πρόγραμμα για την ανάπτυξη της πόλης», τελική μελέτη 1966, DOX-GRE-A181 - μελέτη του γραφείου Δοξιάδη με τίτλο «Παιδόπολις Ιωαννίνων “Αγία Ελένη”», Greece Reports,
126
DOX-EA 23, AUG-DE 1960, Αρχείο Δοξιάδη Μουσείου Μπενάκη 34725 - «Πάρις Πρέκας», έκδοση συνοδευτική της ομότιτλης αναδρομικής έκθεσης στο κτήριο της οδού Πειραιώς του Μουσείου Μπενάκη, που διήρκησε από τις 12 Μαρτίου έως τις 5 Μαΐου 2012 - «Εκτός χρόνου εντός ορίων. Άρης Κωνσταντινίδης: Ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Ιωαννίνων», έκδοση συνοδευτική της ομότιτλης περιοδικής έκθεσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, που διήρκησε από τις 21 Φεβρουαρίου έως τις 21 Απριλίου 2013 - φυλλάδια συνοδευτικά της έκθεσης με τίτλο «η αρχαιολογία του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων _ από τις απαρχές ως την ύστερη αρχαιότητα» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, που διήρκησε από τις 22 Ιουλίου 2016 έως τις 22 Ιανουαρίου 2017
127