Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π Διάλεξη 9ου εξαμήνου_ Τομέας 1_ Ακ. έτος 2012-13 Υπεύθυνοι Καθ. : Σοφία Τσιράκη , Νικόλαος-Ίων Τερζόγλου
ΥΠΑΡΞΗ
Ι
ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
μια διαλεκτική του ορίου
Κούτλα Βιργινία
Περιεχόμενα Α.
Εισαγωγή
Β.
Ο άνθρωπος και ο τόπος
Γ.
6 10
β1_ Αρχές
20
β2_ Όρια
23
β3_ Ουσία
27
Ύπαρξη
Ι
Κατοίκηση
30
γ1_ Εγγύτητα-Κέντρο-Άνθρωπος
35
γ2_ Συνέχεια-Κατεύθυνση-Τοίχος
44
γ3_ Περίκλειση- Μέσα-Έξω - Ανοίγματα
60
Δ.‘Οριο
ή “κοινός τόπος”;
Ε.
Αντί επιλόγου...
Ζ.
Βιβλιογραφία
88 94 100
Paul Anthony Wilson, “Mind the gap...� Tate Modern, London
Α. εισαγωγή
«Σημεία και τέρατα : [...] για να μην δολοφονήσουμε τον άνθρωπο μέσα μας και έξω μας... – για να μην χάσει ο κάθε τόπος την παρουσία του , το είναι του , την ουσία του, τα μάτια του, την ανάσα του, την ψυχή του, την ομορφιά του... –»1
Η παρούσα εργασία επιχειρεί να αναγνώσει την έννοια του ορίου, όπως αυτή προκύπτει από την πολυσχιδή σχέση του «μέσα» και του «έξω». Η διαλεκτική αυτή μας αφορά, εν προκειμένω, ως το αποτέλεσμα ενός υπαρξιακού δεσμού ανάμεσα στον άνθρωπο και τον τόπο, στο είναι και το κατοικείν. Η διερεύνησή μας ξεκινά, ακριβώς, από την ουσία του δεσμού αυτού. Αναζητούμε στον τόπο τα σημάδια που γεννούν την αρχιτεκτονική ως πράξη βαθιά υπαρξιακή, ως «αποτέλεσμα ριζωμένης, ενστικτώδους και δημιουργικής ανάγκης»2. Αναζητούμε, δηλαδή, τον τρόπο που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πρωτογενώς τον τόπο, για να παράξει, έπειτα, την αρχιτεκτονική της κατοίκησής του. Το όριο βρίσκει, έτσι, τη θέση του εδώ ως απάντηση στο δίπολο «πώς υπάρχει-πώς κατοικεί» ο άνθρωπος στον τόπο του. 1 2
Κωνσταντινίδης ΄Αρης, “Τα Προλεγόμενα, από τα βιβλία που βρίσκονται στα σκαριά”, εκδ. Άγρα, 1989, σελ 62 Μπίρης Τάσος, “Αρχιτεκτονικής σημάδια και διδάγματα στο ίχνος της συνθετικής δομής”, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθν. Τραπέζης, Αθήνα 2007, σελ. 58
7
Πυρήνα της εργασίας αποτελεί η προσπάθεια ταύτισης των αρχετυπικών σχημάτων ύπαρξης με τα πρωτογενή εκείνα στοιχεία που δομούν –νοητικά και πρακτικάτην ανθρώπινη κατοικία• τα οργανωτικά «σχήματα» του Piaget – εγγύτητα(κέντρο), συνέχεια(-κατεύθυνση), περίκλειση(- μέσα-έξω)- έρχονται, τώρα, να ταυτιστούν με τον άνθρωπο, τον τοίχο και τα ανοίγματα (πόρτα-παράθυρο). Μέσα από τη διαδικασία αυτή, ανακύπτουν οι διάφορες σχέσεις του εντός-εκτός και η έννοια του ορίου διευρύνεται. Το όριο γίνεται σώμα, χώρος, τόπος, κατάσταση, παίρνει, δηλαδή, τη μορφή εκείνου του πολύτροπου «ενδιάμεσου»1 που άγει στην ουσία του το «κατοικείν». Ως το «ανάμεσα» δύο πόλων χαρακτηρίζεται από τη διττή του φύση• άλλοτε διαχωρίζει κι άλλοτε, πάλι, αφήνει τις πλευρές να επικοινωνούν ελεύθερα. Φτάνουμε, έτσι, στο διακύβευμα της διάλεξης: μιλάμε, πράγματι για «όριο» ή, μήπως, για «κοινό τόπο»; Το ερώτημα δεν έχει, φυσικά, μια και μοναδική απάντηση. Παράγει, ωστόσο, το έδαφος για μια γόνιμη σκέψη πάνω στο ουσιώδες ζήτημα της αρχιτεκτονικής εμπειρίας του έσω-έξω.
1
Heidegger Martin, “Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι”, μτφρ Γιώργος Ξηροπαϊδης, εκδ. Πλέθρον, 2008, σελ.55
Henri Cartier-Bresson,
France, Brie 19689
Β. ο άνθρωπος και ο τόπος
«Λένε πως η ζωγραφική είναι η πρώτη τέχνη που φάνηκε στη γη, άλλοι πως
αυτή ήταν η γλυπτική. Θα ‘λεγα πως η πρώτη ήταν η αρχιτεκτονική (ποιος άραγε είναι τόσο πάνσοφος να ξέρει με βεβαιότητα κάτι τέτοιο;). Γιατί αρχιτεκτονική είναι όχι μονάχα η καλύβα, μα και το ύπαιθρο με μια πέτρα που ‘βαλε για να κάτσει ή για προσκεφάλι. Ακόμη μια δυο πέτρες για ν’ ανάψει πυρά ή κι ένα κλαρί όπου άπλωσε ένα δέρμα να τον φυλάξει απ’ τον ήλιο ή τη βροχή.»1 Μέσα από αυτή την πρώτη σχηματοποίηση ο συγγραφέας καταφέρνει να συνοψίσει όχι μονάχα το νόημα της κατοίκησης, αλλά και την ουσία, αυτής καθαυτής, της Αρχιτεκτονικής, ως μέσο που προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αποκτήσει υπαρξιακό έρεισμα. Ο άνθρωπος επιζητά να βρει τις ρίζες του στον τόπο, αλλά και ο τόπος επιζητά τη δικαίωσή του μέσα από τις ανθρώπινες δράσεις. Είναι η σχέση τους, σχέση διαλεκτική και αναπόδραστη. Συνδέονται, θα λέγαμε, με μια «ιδιότυπη πρωτογενή συγγένεια»2• τέτοια, μάλιστα, ώστε το «εδωνά – Είναι»[Dasein]3 -όπως θα αποκαλέσει ο Heidegger την ανθρώπινη ύπαρξη- να μην μπορεί να σταθεί ανεξάρτητο, έξω από οποιαδήποτε χωρική συνθήκη, αλλά να νοείται μόνον «μέσα από το ίδιο το ζήτημα της ύπαρξης, ως ο τόπος [place (Statte)] που αυτή αποζητά για να μπορέσει εκεί να αποκαλυφθεί, να φανερωθεί»4. Είναι, λοιπόν, το θέμα του τόπου τόσο πρωτογενές ώστε ολόκληρη η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης να ισοδυναμεί, ακριβώς, με το να–είναι–στον–κόσμο. 1 2 3 4
Φατούρος Δημήτρης, “Γραπτά αρχιτεκτονικής”, εκδ. Καστανιώτη, 1989, σελ. 13 Μπίρης Τάσος, “Αρχιτεκτονικής σημάδια και διδάγματα στο ίχνος της συνθετικής δομής”, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθν. Τραπέζης, Αθήνα 2007, σελ. 72 Θανασάς Παναγιώτης, άρθρο “Heidegger: το Είναι, ο χρόνος, η ιστορία”, σελ. 4 Δενδρινός Σταύρος, Διαδακτορική διατριβή “Η μετάβαση ως συνθήκη αντίληψης του αρχιτεκτονικού έργου”, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα 2007, σελ 39
11
Η συγκρότηση δομών από τον άνθρωπο έρχεται να προστεθεί στην παραπάνω διαδικασία ως το αποτέλεσμα της νόησής του. Ο άνθρωπος αναπτύσσει ζωτικές σχέσεις με το περιβάλλον γύρω του και προσπαθεί να αποδόσει νόημα και τάξη στον κόσμο που αντιλαμβάνεται αρχικά• έναν κόσμο εικόνων και γεγονότων. Μόνον έτσι, καταφέρνει να συγκεκριμενοποιήσει τον υπαρξιακό του χώρο, να παράξει, δηλαδή, ένα καθορισμένο «εδώ» με ιδιαίτερη ταυτότητα, έναν τόπο. Ο πρωταρχικός απροσδιόριστος, αδόμητος χώρος με τις σταδιακές του προσεγγίσεις αποκτά, τώρα, τοπικότητα, σημεία αναφοράς και προσανατολισμού ώστε ο άνθρωπος να καταφέρει να ταυτιστεί μαζί του και να αποκτήσει το αίσθημα του «ανήκειν». Για τον Schulz η οπτικοποίηση, η συμπλήρωση και ο συμβολισμός είναι οι πλευρές της γενικής διαδικασίας εγκατάστασης. Αυτό σημαίνει πως ο άνθρωπος, κατά τη διαμόρφωση των ανθρωπογενών τόπων θέλει, αρχικά, «να καταστήσει τις φυσικές δομές πιο ακριβείς»1, να ανακαλύψει τη συστηματική τους ενότητα ώστε να μπορέσει να την επεξεργαστεί. Οπτικοποιεί, λοιπόν, τη δική του εικόνα και μιμητικά την αποδίδει ως κτίσμα. «Εκεί που η φύση αναδεικνύει έναν περιορισμένο χώρο, εκείνος χτίζει έναν περίβολο [...] Εκεί όπου η φύση υποδεικνύει μια κατεύθυνση, εκείνος φτιάχνει έναν δρόμο»2. ‘Επειτα πράττει, ενεργεί. Συμπληρώνει εκείνο που λείπει για να έρθει, τέλος, να συμβολοποιήσει την εικόνα του κόσμου του, ή αλλιώς, το βιωμένο νόημα του μικρόκοσμού του, το imago mundi3.
1,2,3 Norberg-Schulz Christian, “Genius Loci-Το πνεύμα του τόπου”, μτφρ Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2009, σελ. 20
Μονεμβασιά, φώτογρ. Σοφία Τσιράκη
Θερμά, Κως 2012
13
Μετέωρα
StoneHedge, Wiltshire Αγγλία
Η κατεύθυνση που γίνεται δρόμος
ο περιορισμένος χώρος που γίνεται περίβολος (πεζούλα)
Καθίσταται, λοιπόν, το κτίζειν δημιουργικό ενέργημα δια του οποίου υλοποιείται το κατοικείν, όχι απλά μια οδός προς αυτό, αλλά ένα, ήδη, εν εαυτώ κατοικείν.1 Ο Heidegger , μάλιστα, πραγματεύεται γλωσσολογικά τις λέξεις «χτίζω» και «κατοικώ» για να καταλήξει στην αδιάσπαστη ενότητά τους, που γι’ αυτόν αποτελεί και την ουσία του κατοικείν: «Κτίζω σημαίνει πρωτογενώς κατοικώ. Όπου η λέξη bauen εξακολουθεί να ομιλεί πρωτογενώς , λέει συγχρόνως ως πού εκτείνεται η ουσία του κατοικείν. Διότι οι λέξεις bauen, buan, bhu, beo είναι η γερμανική λέξη bin στις εκδοχές ich bin, du bist [εγώ είμαι, εσύ είσαι], και επιπλέον ο τύπος της προστακτικής bis, να είσαι. Τι σημαίνει, επομένως, ich bin [ εγώ είμαι] ; Η παλαιά γερμανική λέξη bauen, στην οποία ανήκει το bin, αποκρίνεται : το «ich bin», «du bist» πάει να πει : κατοικώ, κατοικείς. Ο τρόπος με τον οποίο εσύ και εγώ είμαι, ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο εμείς οι άνθρωποι είμαστε επάνω στη γη είναι το Buan, το κατοικείν. Να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει να είναι επάνω στη γη ως θνητός : σημαίνει να κατοικεί.»2
Herman Hertzberger εικόνες από την κατοίκηση των παιδιών στην μοντεσοριανή σχολή
1,2
Heidegger Martin, “Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι”, μτφρ Γιώργος Ξηροπαϊδης, εκδ. Πλέθρον, 2008, σελ.13,28
Οι χώροι δεν υπάρχουν όταν δεν κατοικούνται. Παραχωρούνται σε εμάς για να τους κατοικήσουμε. Αυτό το «κατοικώ» του Heidegger σημαίνει, λοιπόν, πως οι χώροι αποκτούν : αρχές, ως ενότητα μέσου έκφρασης – ζωής και σύνθεση του σήμερα με το αιώνιο, όρια, καθώς καταλαμβάνουν μια δοσμένη θέση, και ουσία, ως βιωμένοι χώροι.1 Γίνονται τόποι, υποδοχείς της κατοίκησης, αλλά και της πολλαπλότητας των δράσεων που αυτή προυποθέτει. Το τρίπτυχο «αρχές-όρια-ουσία» είναι ουσιώδες για να κατανοήσουμε αφενός μεν τι είναι τα κτίρια (αρχές), αφετέρου δε πώς είναι κτισμένα (όρια) ώστε να φτάσουμε, τελικά, στο πώς κατοικεί ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτά (ουσία) .
«Ακόμα κι αν είναι γνωστή η μορφή, αν έχει συλληφθεί, λαξευθεί σε «κοινούς τόπους», πριν από το εσωτερικό ποιητικό φως δεν ήταν παρά ένα απλό αντικείμενο για το πνεύμα. Όμως, η ψυχή έρχεται να καθιερώσει τη μορφή, να την κατοικήσει, να ευφρανθεί μέσα σ ‘ αυτήν.»2
1 2
Πάγκαλος Παναγιώτης, άρθρο “Προβληματισμοί με αφορμή την διάλεξη Κτίζω Κατοικώ Σκέπτομαι του M.Heidegger, www.greekarchitects.gr Bachelard Gaston, “Η ποιητική του χώρου”, μτφρ Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, 2010, σελ. 11
19
αρχές_τι είναι τα κτίρια;
«Να μελετάς το σπίτι ενός κοινού ανθρώπου, το σπίτι του καθενός είναι σαν να ξαναβρίσκεις τις ανθρώπινες βάσεις, την ανθρώπινη κλίμακα, την τυπική ανάγκη, την τυπική λειτουργία, την τυπική συγκίνηση. Ναι!» 1
Το ερώτημα «Τι είναι τα κτίρια;» αποτελεί, θα λέγαμε, στη βάση του ερώτημα φιλοσοφικό. Ωστόσο, καθ’ ότι η απάντησή του έχει να κάνει με την ύπαρξη του ανθρώπου σ’ έναν τόπο και, πολλώ δε μάλλον, με την ενέργεια του να κτίσει στον τόπο αυτό, καθίσταται ευθύς εξ’ αρχής και ζήτημα αρχιτεκτονικό. Τίθεται, μάλιστα, το πρόβλημα ως προς την αρχιτεκτονική στην πιο ουσιώδη μορφή του : «Τι θέλει να είναι ένα κτίριο;»2
1 2
Le Corbusier, “Για μια αρχιτεκτονική”, μτφρ Παναγιώτης Τουρνικιώτης, εκδ. Εκκρεμές, 2005, σελ. ii - εισαγωγή Το ερώτημα, υπό αυτή τη μορφή, θέτει πρώτος ο Louis Kahn στη διάρκεια διάλεξης που δίνει στο πανεπιστήμιο της Pensylvannia. Στη διάλεξη αυτή ο Kahn θα πει ακόμα την περίφημη φράση “Even a brick wants to be something” σε μια προσπάθεια να ανακτήσει η αρχιτεκτονική την αληθινή της σημασία.
Για τον Heidegger τα κτίρια δεν είναι, απλώς, κατοικίσιμες δομές που μας προστατεύουν από τα στοιχεία της φύσης, όπως λόγου χάρη η κατασκευή μιας στέγης, δομές που περιφρονούν την ιδιωτικότητά μας και που μας παρέχουν χώρο για τις όποιες δραστηριότητες μας. Δεν είναι αυτοσκοποί, αλλά , πρωτίστως, διαμεσολαβητικά αντικείμενα που μας διανοίγουν έναν κόσμο και μας επιτρέπουν να εισέλθουμε σε έναν διάλογο με το περιβάλλον ώστε να ορίσουμε και να αρθρώσουμε τη σχέση μας με τους άλλους, τη φύση, με τη σφαίρα του επέκεινα και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι, θα λέγαμε δομές ύπαρξης, που περικλείουν την ολότητα του Είναι μας. Ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης διανόησης, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι δομές αυτές προκύπτουν από την πρόθεση να δοθεί μια αίσθηση «τάξης» σε σχέση με το σύμπαν, να δημιουργηθεί ένα είδος προ–τύπου, που συνδυάζει διαλεκτικά το «κτίζειν» και το «κατοικείν». Ένα πρό–τυπο που προκύπτει από την κατανόηση [σκέπτεσθαι]1, την μέτρηση του κόσμου γύρω και εντάσσεται πάλι σ’ αυτόν «κωδικοποιημένο». Αυτό σημαίνει πως οι δομές αυτές όντας εντός, «δέχονται» και «συλλέγουν»2 τον κόσμο, λειτουργούν ως εστίες όπου τα νοήματα (εικόνες – «πράγματα»3 που ενυπάρχουν στο φυσικό περιβάλλον) και ο χαρακτήρας (η ατμόσφαιρα -stimmung- ενός τόπου που συνίσταται σε μια αντιστοιχία του εσωτερικού και του εξωτερικού) συμπυκνώνονται και ερμηνεύονται.4
1,2,3
Τους όρους αυτούς δανειζόμαστε από τη φιλοσοφία του Martin Heidegger και , ειδικότερα, το “Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι” (βλ. βιβλιογραφία).
4
Norberg-Schulz Christian, “Genius Loci-Το πνεύμα του τόπου”, μτφρ Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2009, σελ. 12
από
21
Η κατοικία, λοιπόν, προσδιορίζει τη συνολική σχέση ανθρώπου-τόπου, ενώ ο υπαρξιακός σκοπός της αρχιτεκτονικής συνίσταται στο να την ενεργοποιήσει μέσω του κτισίματος. Ο Heidegger θα πει :
«Τα γνήσια κτίσματα αφήνουν το αποτύπωμά τους στο κατοικείν άγοντας το στην ουσία του και στεγάζοντας την ουσία αυτή»1 Και ο Schulz :
«Το να κατοικείς σ’ ένα σπίτι σημαίνει, λοιπόν, να ενοικείς στον κόσμο»2
1 2
Heidegger Martin, “Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι”, μτφρ Γιώργος Ξηροπαϊδης, εκδ. Πλέθρον, 2008, σελ.67 Norberg-Schulz Christian, “Genius Loci-Το πνεύμα του τόπου”, μτφρ Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2009, σελ. 11
όρια _ πώς είναι κτισμένο;
«... η ανάγκη να οικοδομήσεις το σπίτι σου. Ένα σπίτι που να αποτελεί ανθρώπινο όριο, να μας περιβάλλει και να μας χωρίζει από τα ανταγωνιστικά φυσικά φαινόμενα, να μας δίνει τον ανθρώπινο χώρο μας, σε μας τους ανθρώπους»1
Το δίπολο της ύπαρξης «μόνος – μαζί», που προκύπτει με την εγκατάσταση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο μεταφέρεται στην κατοίκηση ως το δίπολο «εντός – εκτός». Τοποθετημένος μέσα σ’ έναν δομημένο, συγκεκριμένο χώρο, ο άνθρωπος είναι παράλληλα εκτεθειμένος σε έναν ορισμένο περιβαλλοντικό χαρακτήρα.2 Η διαλεκτική αυτή σχέση του μέσα και του έξω, με την οποία βρίσκεται μόνιμα αντιμέτωπος, προσδίσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά στο κτίσμα.
1 2
Le Corbusier, “Για μια αρχιτεκτονική”, μτφρ Παναγιώτης Τουρνικιώτης, εκδ. Εκκρεμές, 2005, σελ. i- εισαγωγή Norberg-Schulz Christian, “Genius Loci-Το πνεύμα του τόπου”, μτφρ Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2009, σελ. 22
23
Το όριο ανάμεσα στους δύο πόλους δεν είναι στατικό ούτε αποτελεί το απώτερο σημείο. Είναι, όπως θα πει και ο Heidegger το σημείο «εκείνο απ’ όπου κάτι αρχίζει να εκδιπλώνει την ουσία του».1 Η σχέση εντός – εκτός υπονοεί ότι οι χώροι σε διάφορους βαθμούς «εκτείνονται και περικλείουν»2, δημιουργούν, δηλαδή, μια σχέση μορφής – φόντου, η οποία μορφώνεται απο το περίγραμμα – όριο. Το όριο γίνεται, έτσι, στοιχείο δομικό, οριακή γραμμή. Μόνο αν αναλογιστούμε το πώς στέκει η γραμμή αυτή θα μπορέσουμε να απαντήσουμε στο «πώς είναι κτισμένη» η κατοικία. Οι ιδιότητες του ορίου παράγουν αυτό το «πώς», το οποίο με τη σειρά του χωροποιεί τη σκέψη σε μια κατάσταση «δίδυμων φαινομένων», όπως θα τα ονομάσει ο Van Eyck3. Ο χώρος κινείται, δηλαδή, ανάμεσα στις συμφιλιωτικές αντιθέσεις του «ναι – όχι», « είναι – μη είναι», «ανοιχτό – κλειστό». «Το «πώς» ενός κτιρίου περιλαμβάνει μια γενική και μια ειδική πλευρά. Από μια γενική άποψη ένα κτίριο διαθέτει μια συγκεκριμένη μορφή, που μπορεί να περιγραφεί με τεχνικούς και μορφολογικούς όρους, ενώ από μια ειδική άποψη, αποτελεί μια εξατομικευμένη έκφραση αυτής της δομής»4.
1 2,4 3
Heidegger Martin, “Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι”, μτφρ Γιώργος Ξηροπαϊδης, εκδ. Πλέθρον, 2008, σελ.53 Norberg-Schulz Christian, “Genius Loci-Το πνεύμα του τόπου”, μτφρ Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2009, σελ. 14, 74 Κασιούμη Ειρήνη, Διάλεξη “Το κατώφλι : η διαλεκτική του μέσα και του έξω”, ΕΜΠ τμήμα αρχιτεκτόνων μηχανικών, 2007
Αστυπάλαια 2013
Το κτιστό όριο είναι, θα λέγαμε, τα γλωσσικά στοιχεία με τα οποία ο άνθρωπος μεταφέρει όλα εκείνα τα «νοητικά σχήματα» που αντιστοιχούν στην σχηματοποίηση του περιβάλλοντός του. Είναι το σημείο της μετάβασης από ένα ανοικείο έξω σε ένα οικείο μέσα ή απλώς η έκφραση μιας πρόθεσης να γίνει το πρώτο το ίδιο κατοικήσιμο και γνωστό με το δεύτερο.
«Η αρχιτεκτονική προκύπτει στο σημείο συνάντησης των εσωτερικών και εξωτερικών δυνάμεων της χρήσης και του χώρου»1 θα πει ο Venturi. Κι είναι ακριβώς εκεί όπου αρχίζει να εκδιπλώνεται και η ουσία του Είναι.
1
Norberg-Schulz Christian, “Genius Loci-Το πνεύμα του τόπου”, μτφρ Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2009, σελ. 73
ουσία _ πώς κατοικεί ο άνθρωπος;
«Το ζωισμένο σπίτι δεν είναι ένα κουτί αδρανές»1
Ο άνθρωπος συνδέεται με το σπίτι του με όρους υπαρξιακούς• αποτελούν μαζί και αδιάσπαστα μια κοινότητα δυναμική. Το «πώς υπάρχει» μεταφράζεται, έτσι, σε «πώς κατοικεί», αφού η σχέση του με τον τόπο δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από εκείνο το «ουσιωδώς εννοούμενο κατοικείν».2 Ο χώρος παύει να υποδηλώνει απλώς μια θέση μέσα στον κόσμο• γίνεται το «εδώ» του τόπου, χώρος βιωμένος, χώρος ανθρώπινος. Ο Yi-Fu Tuan θα πει : « Ό,τι ξεκινά ως αδιαφοροποίητος χώρος γίνεται τόπος καθώς τον γνωρίζουμε καλύτερα και του προσδίδουμε αξία. Οι ιδέες «χώρος» και «τόπος» χρειάζονται η μία την άλλη για να μπορέσουν να οριστούν. Από την ασφάλεια και τη σταθερότητα του τόπου γνωρίζουμε την ανοικτότητα, την ελευθερία και την απειλή του χώρου, και αντίστροφα».3
1 2 3
Bachelard Gaston, “Η ποιητική του χώρου”, μτφρ Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, 2010, σελ. 11 Heidegger Martin, “Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι”, μτφρ Γιώργος Ξηροπαϊδης, εκδ. Πλέθρον, 2008, σελ.63 Cresswell Tim, “Place, a short introduction”, Blackwell publishing, 2004, σελ. 8
27
Το «κατοικείν» επιφορτίζεται, λοιπόν, με την έννοια του «ανήκειν» και το σπίτι ανάγεται, με τη σειρά του, σε αξιοδοτημένο χώρο, φορέα της άμεσης υπαρξιακής εμπειρίας της απτής πραγματικότητας. Είμαστε σε αυτό ως κατοικούντες• « δεν κατοικούμε επειδή έχουμε κτίσει, αλλά κτίζουμε και έχουμε κτίσει, καθόσον κατοικούμε».1 Το κατοικημένο σπίτι εκφράζει μια εννοηματωμένη παρουσία. Φέρει μέσα του αξίες ανθρώπινες, σημάδια «παρηγοριάς και οικειότητας»2• συγκεντρώνει τη ψυχή και το πνεύμα, γίνεται «πεδίο ονειρισμού» για τον άνθρωπο. Είναι αυτό που τόσες φορές έχει πει ο Άρης Κωνσταντινίδης : «δοχείο ζωής»3. Το είναι του ανθρώπου μετατίθεται στο είναι του σπιτιού, μαζί γίνονται σύμπλεγμα ώστε δεν ξεχωρίζει ποιο έρχεται πρώτο και ποιο δεύτερο. «Πού πέφτει το κύριο βάρος του εκεί είναι, στο εκεί ή στο είναι; Στο εκεί
– που καλύτερα θα ‘κανα να πω εδώ – πρέπει ν’ αναζητήσω σε πρώτη φάση το είναι μου; Ή μήπως στο είναι μου θα βρω πρώτα τη βεβαιότητα της εδραίωσής μου σ’ ένα εδώ;»4
1 2,4 3
28
Heidegger Martin, “Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι”, μτφρ Γιώργος Ξηροπαϊδης, εκδ. Πλέθρον, 2008, σελ.33 Bachelard Gaston, “Η ποιητική του χώρου”, μτφρ Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, 2010, σελ. 76, 238 Πρόκειται για τη φράση που χρησιμοποιούσε κατά κόρον ο Α. Κωνσταντινίδης για να περιγράψει την ποιοτική και χωρική συγκέντρωση που υποδηλώνει το σπίτι στην αρχιτεκτονική του.
Το σπίτι είναι η μήτρα, «μητέρα» όπως θα πει ο Milosz1, κι όσο πιο πίσω πάει κανείς, σ’ εκείνα τα πρώτα, τα πρωταρχικά, τα αρχετυπικά κτίσματα, τόσο πιο κοντά έρχεται στο «βαθύ ριζολόγημα»2 της λειτουργίας του «κατοικείν», στην αλήθεια από την ένταση της ουσίας του. Από εκείνα τα πρώτα σπέρματα βρίσκει κανείς τον κατοπινό δρόμο, «ξεδιπλώνεται»3, μεγαλώνει. «Όταν σκέφτομαι ότι ερχόμαστε στον κόσμο σ’ ένα χώρο που στην αρχή ούτε να
τον ονομάσουμε δεν ξέρουμε, που τον βλέπουμε για πρώτη φορά, και ότι σ’ αυτόν τον ανώνυμο, άγνωστο χώρο μεγαλώνουμε, κυκλοφορούμε σ’ αυτόν μέχρι να μάθουμε τη λέξη, που προφέρουμε με αγάπη, που λέγεται σπιτικό, όπου βυθίζουμε τις ρίζες μας, όπου στεγάζουμε τις αγάπες μας, τόσο έντονα, που κάθε φορά που μιλάμε γι’ αυτό μιλάμε όπως μιλάν οι εραστές μεταξύ τους, με νοσταλγικά τραγούδια, με ποιήματα που ξεχειλίζουν από επιθυμία.»
1 2,3 4
“Λέω Μητέρα. Και σκέπτομαι σένα, Σπίτι! Σπίτι των όμορφων σκοτεινών καλοκαιριών των παιδικών μου χρόνων” (Μelancolie) Το απόσπασμα παρατίθεται στην “Ποιητική του χώρου” (βλ. βιβλιογραφία), σελ 73 Bachelard Gaston, “Η ποιητική του χώρου”, μτφρ Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, 2010, σελ. 59, 209 Χωρίο του William Goyen. Περιέχεται στην “Ποιητική του χώρου” (βλ. επάνω), σελ. 84
29
Γ. ύπαρξη Ι κατοίκηση
«Από τους μακρινούς χρόνους ο άνθρωπος όχι μόνο έδρασε στον χώρο, αντιλήφθηκε τον χώρο, υπήρξε στον χώρο και σκέφτηκε τον χώρο, αλλά, ακόμα, δημιούργησε χώρο για να εκφράσει τη δομή του κόσμου του σαν ένα πραγματικό imago mundi.»1
Ο τόπος υπήρξε πάντοτε σε διαρκή και αναπόδραστο διάλογο με την ύπαρξή μας. Παραχωρούσε στον άνθρωπο τον χώρο[raum]2 και τα ερεθίσματα ώστε αυτός να μπορέσει να διαμορφώσει και να καλλιεργήσει το Είναι του. Ο άνθρωπος επεμβαίνει στον υπαρξιακό χώρο και τον γεμίζει σταδιακά από κοινωνικές δομές, ιδιοσυγκρασίες και αρχέτυπα. Κτίζει μέσα σ’ αυτόν, δημιουργεί νέο χώρο, συγκεκριμενοποιεί τις λειτουργίες του, τις σχέσεις ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Είναι αυτός ο νέος χώρος, ο «αρχιτεκτονικός χώρος», που αποτελείται από φόρμες γεωμετρικές και δομές πρωταρχικές. Στο πλαίσιο της παρούσας διάλεξης δεχόμαστε πως ο αρχιτεκτονικός χώρος υπερβαίνει την γεωμετρική του προφάνεια. Είναι, βέβαια, ευνόητο πως κανείς θα μπορούσε να αναλύσει με ορθολογιστική δεινότητα κάθε τι «έντονα γήινο»3, όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το πεδίο που ανοίγεται πέρα απο ‘κει, στα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης.
1 2 3
Norberg-Schulz Christian, “Existence, Space & Architecture”, Studio Vista London, 1971, σελ. 11 Heidegger Martin, “Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι”, μτφρ Γιώργος Ξηροπαϊδης, εκδ. Πλέθρον, 2008, σελ. 51 Bachelard Gaston, “Η ποιητική του χώρου”, μτφρ Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, 2010, σελ. 79
31
Δεχόμαστε τον αρχιτεκτονικό χώρο ως «σύστημα τόπων», με τα λόγια του Portoghesi1, δηλαδή ως «καταστάσεις» που δεν μπορούν να περιγραφούν μόνο μέσω των μαθηματικών. «Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως η γεωμετρία συγκροτεί ένα μέρος του συντακτικού του αρχιτεκτονικού χώρου, όμως, θα πρέπει να ενσωματωθεί σε μια πιο ολοκληρωμένη θεωρία για να μπορέσει να αποκτήσει νόημα».2 Στεκόμαστε, λοιπόν, στις πρωταρχικές εκείνες δομές που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τον κόσμο, να συγκροτήσουμε την εικόνα του εαυτού μας ως προς αυτόν (προσανατολισμός-ταύτιση) και να εγκατασταθούμε μέσα του. Πρόκειται γι’ αυτό που ο Jung ονομάζει «αρχέτυπα»3, αυτό που ο Bachelard θα αναφέρει ως «βιωμένα σχήματα»4 και που, τέλος, ο Piaget θα ερμηνεύσει ως γενικά «σχήματα» (-schemata)οργάνωσης5. Η χειρονομία συμπυκνώνει και εκφράζει το νόημα της ενέργειας
1,2 3
4 5
Norberg-Schulz Christian, “Genius Loci-Το πνεύμα του τόπου”, μτφρ Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2009, σελ. 14, 13 Archetypon = arkhe (“πρώτος”, “αρχικός”) + typos (“πρότυπο”, “τύπος”) Ο Jung στο βιβλίο του “Τα σύμβολα του ανθρώπου” (βλ. βιβλιογραφία) υποστηρίζει πως στη φύση του ατόμου εμπεριέχονται έμφυτα, καθολικά πρότυπα ιδεών με βάση τα οποία ο άνθρωπος αποκτά μια a priori δυνατότητα αναπαράστασης. Η προσχηματισμένη αυτή ικανότητα του ατόμου, κατά τον Jung, οφείλεται στις αμετάβλητες γεωμετρικές αναλογίες και στον αμετάβλητο νοηματικό πυρήνα των αρχετύπων. “Κι έτσι με τα βιωμένα σχήματά μας σκεπάζουμε όλο το σύμπαν” Bachelard Gaston, “Η ποιητική του χώρου”, μτφρ Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, 2010, σελ. 39 Norberg-Schulz Christian, “Existence, Space & Architecture”, Studio Vista London, 1971, σελ 18-20
Τα οργανωτικά «σχήματα»(-schemata) του Piaget, δοσμένα από τον Schulz στο “Existence, Space and Architecture”, ως εγγύτητα(-κέντρο), συνέχεια(κατεύθυνση) και περίκλειση(- μέσα-έξω), θα προσπαθήσουμε, εδώ, να τα ταυτίσουμε με τα πρωταρχικά στοιχεία νόησης της δομής της κατοικίας: τον άνθρωπο, ως κέντρο, τον τοίχο, ως κατεύθυνση και, τέλος, τα
ανοίγματα (πόρτα-παράθυρο), ως μέσα-έξω.
Τα «σχήματα κατοίκησης» που επικαλούμαστε αποτελούν, παράλληλα, και πρωτογενή συνθετικά εργαλεία, αν δεχτούμε πως το κάθε αρχιτεκτόνημα είναι η «προέκταση του ανθρώπινου σώματος και της ανθρώπινης ψυχής», μια ριζική αρχιτεκτονική της ύπαρξης1.
1
Μπίρης Τάσος, “Αρχιτεκτονικής σημάδια και διδάγματα στο ίχνος της συνθετικής δομής”, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθν. Τραπέζης, Αθήνα 2007, σελ. 58, 18
33
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, σε κάθε αντιπαραβολή ύπαρξης-κατοίκησης, θα αναγνώσουμε το όριο ως μεταβλητή οντότητα. Στη διαλεκτική του εντόςεκτός θα δούμε το όριο να εμφανίζεται ως σώμα, ως χώρος, κι ακόμα σαν μια κατάσταση που έχει πάχος, σαν κατώφλι.
34
Modulor, LeCorbusier
εγγύτητα1 -
κέντρο - άνθρωπος
«Κάθε ζωή απορρέει από ένα κέντρο κι έπειτα βλασταίνει κι ωριμάζει από μέσα προς τα έξω»2 Rodin
Ο Schulz μάς λέει πως « από την πλευρά μιας αυθόρμητης αντίληψης, ο χώρος του ανθρώπου είναι “υποκειμενικά κεντρισμένος”»3. Ο άνθρωπος, δηλαδή, μετρά τον κόσμο και, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, θέτει τον εαυτό του ως κέντρο του κόσμου αυτού, ως σημείο απ’ όπου ξεκινά και στο οποίο επιστρέφει. Είναι μέσα-στονκόσμο ως μια άμεσα οριοθετημένη παρουσία. Υπάρχει ως «εγώ» απέναντι σε ένα «μη εγώ». Το σώμα του αποκτά μια κεντρικότητα μοναδική, γίνεται το μέσον του προσανατολισμού του, αποκτά αξία συμβολική. «Το κέντρο συμβολίζει για τον άνθρωπο αυτό που είναι γνωστό σε αντίθεση με τον άγνωστο και κάτα κάποιο τρόπο τρομακτικό κόσμο γύρω.”Είναι το σημείο στο οποίο αποκτά θέση ως σκεπτόμενο ον στον χώρο, το σημείο στο οποίο «παραμένει» και «ζει» μέσα στον χώρο”».4 1 2 3,4
Στο πρωτότυπο “proximity”. Στεφάνου Ιωσήφ-Στεφάνου Ιουλία, “Περιγραφή της εικόνας της πόλης”, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 1999, σελ. 83 Norberg-Schulz Christian, “Existence, Space & Architecture”, Studio Vista London, 1971, σελ. 19
35
Το «σχήμα» της εγγύτητας θέλει να δείξει ακριβώς αυτό : ότι η έννοια του κέντρου δεν είναι μόνο καθιερωμένη ως μέσο για τη γενική οργάνωση, αλλά πως, επιπλέον, ορισμένα κέντρα «εξωτερικεύονται» ως σημεία αναφοράς για το περιβάλλον.1 Ως τέτοιο σημείο αναφοράς2, ο άνθρωπος περικλείει την οντότητα του. Με το όριο της παρουσίας του παράγει χώρο. Το σώμα του γίνεται η συνθήκη για την παραγωγή αυτή, «διαμορφώνει τη στάση ανάλογα με την απαίτηση»3, αποκτά αυτό που ο Merleau-Ponty θα αποκαλέσει «χωρικότητα λόγω κατάστασης»4.
σημείο
1 2
3,4
χώρος
ενσώματος
χώρος
Norberg-Schulz Christian, “Existence, Space & Architecture”, Studio Vista London, 1971, σελ. 18 Σε υποσημείωση του βιβλίου του “Σημείο, Γραμμή, Επίπεδο” (βλ. βιβλιογραφία) ο W. Kandinsky αναφέρει πως “υπάρχει ένας γεωμετρικός χαρακτηρισμός του σημείου με το Origo, δηλαδή “Origi ne” (= πηγή, αρχή) ή ξεκίνημα [..] καθώς είναι και σύμβολο ορίζεται σαν “πρωταρχικό στοιχείο”” Μουτζουρέλλης Σταύρος, ΔΠΜΣ “ Το σκεπτόμενο σώμα του Merleau Ponty και ο ενσώματος χώρος στην αρχιτεκτονική πράξη” ,Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχ. ΕΜΠ, Κατ. Α’, 2012
ο άνθρωπος ζωτικό κέντρο ο άνθρωπος σημείο αναφοράς για το περιβάλλον Από το βιβλίο του Τ. Μπίρη “Αρχιτεκτονικής σημάδια και διδάγματα στο ίχνος της συνθετικής δομής”
37
Ο χώρος του, τώρα, είναι το πεδίο που θα ορίσει το σώμα του. Είναι μια «τοπικότητα»1, μέσα από την οποία θα μπορεί από δω και στο εξής να αντιληφθεί τη βιωμένη χωρική εμπειρία. Είναι, δηλαδή, ένα πλαίσιο επικοινωνίας, που εμφανίζεται με τη μορφή «εγώ-τώρα2-εδώ» και βάσει του οποίου, το υποκείμενο θα ορίσει τη σχέση του με τον κόσμο. Η σχέση αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαχείριση των αντιθέσεων που εμφανίζονται λόγω της θέσης που έχει λάβει («εγώ-μη εγώ»,«εδώ-εκεί»,«έσω-έξω»). Το όριο, δηλαδή, μετριέται πάντοτε και συγκρίνεται ως προς το πρωτογενές σημείο αναφοράς, τον άνθρωπο.
1
2
38
Ο όρος “territoriality” μεταφράζεται, αρχικά, από τον Άγγλο ορνιθολόγο H.E. Howard ως “εδαφικότητα” για να περιγράψει την ιδιοποίηση περιοχής χώρου και προάσπισης αυτής από τους ζωτικούς οργανισμούς. Εδώ, η λέξη θα αποδοθεί ως “τοπικότητα”, ως μια ενδιάμεση έννοια μεταξύ χώρου και τόπου. Ουσιαστικά, ως μια προβολή του “πανταχού παρόντα χώρου” -κατά Moholy-Nagyσε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Εδώ, όπως και σε άλλα σημεία του κειμένου, διαφαίνεται η στενή σχέση του χώρου με τον χρόνο. Η σχέση αυτή δεν αναλύεται περαιτέρω. Είναι, όμως, σαφές και τονίζουμε πως υπάρχει και πως το υποκείμενο έχει πάντοτε χωροχρονικές εμπειρίες.
Έχουμε πει πως η ανάγκη του ανθρώπου να ορίσει τις έννοιες, τις καταστάσεις, τα φαινόμενα και τα γεγονότα μεταφέρεται στον τρόπο που κατοικεί ως μια προσπάθεια το έξω να γίνει το ίδιο κατοικήσιμο και γνωστό με το μέσα. Αυτό προϋποθέτει, πριν απ’ όλα, πως ο άνθρωπος, ως πρωτογενές κέντρο και σημείο αναφοράς, γίνεται ο ίδιος ένας τόπος. Γίνεται, δηλαδή, το πρώτο όριο, η συνθήκη για να επιτελεστεί το κατοικείν. Ο P.C. Racamier θα πει πως η κατοικία είναι η παράσταση του εαυτού μας.1 Ως τέτοια, λοιπόν, περικλείει τη συμβολοποίηση του «εγώ» σε «εσωτερικό οχυρό»2 σε ζωτικό κέντρο της προσωπικότητας «απ’ όπου πηγάζει όλη η δομική εξέλιξη της συνείδησης»3. Έχει, σαφώς, ο άνθρωπος την ανάγκη μιας εδραιωμένης -ή ακόμα και συμβολοποιημένης- εσωτερικότητας, απέναντι σε έναν αχανή εξωτερικό κόσμο, για να μπορέσει να νοηματοδοτήσει τον χώρο, να κατοικήσει μέσα σ’ αυτόν ουσιωδώς. Ο Kandinsky, αναφερόμενος στον καμβά του, θα πει: «Το σημείο είναι το αποτέλεσμα της πρώτης συνάντησης του εργαλείου με
την υλική επιφάνεια, το πρωταρχικό επίπεδο [...] Το αόρατο γεωμετρικό σημείο υλοποιούμενο πρέπει να φθάσει με κάποια διάσταση, καταλαμβάνοντας μια κάποια επιφάνεια στο βασικό επίπεδο. Επιπλέον πρέπει να ‘χει σύνοραπερίγραμμα, που να το απομονώνουν από το περιβάλλον.»4 1 2 3 4
Racamier P.C. , άρθρο “Ψυχολογία του αρχιτεκτονικού χώρου”, Αρχιτεκτονικά θέματα 5/1971, σελ. 83 Η αναφορά στο “εσωτερικό οχυρό” μας μεταφέρει αυτόματα σε πρωταρχικούς τρόπους οργάνωσης των πόλεων. Αν και κατανοούμε επιπλέον λόγους που μπορεί να οδηγούσαν σε τέτοιες δομές, η αναγωγή της ατομικής αντίληψης σε επίπεδο πόλης σ’ έναν πρώτο βαθμό παραμένει ουσιώδης. Jung Carl, “Ο άνθρωπος και τα σύμβολά του”, μτφρ Αντιγόνη Χατζηθεοδώρου, εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα , σελ. 166 Kandinsky Wassily, “Σημείο-Γραμμή-Επίπεδο”, μτφρ Έφη Μαλάκη-Σταθάκη, εκδ. Δωδώνη, 1996, σελ. 32
39
Αν προσδώσουμε τώρα στο σημείο του Kandinsky την ιδιότητα του ανθρώπου μπορούμε να συσχετίσουμε τον καμβά με τον υπαρκτό κόσμο. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, ο άνθρωπος νοείται πρωτογενώς με το να-είναι-στον-κόσμο. Ως οριοθετημένη παρουσία αποκτά χώρο, γίνεται τόπος, καταλαμβάνει μια θέση μέσα στον κόσμο. Η κατοικία του αποτελεί το σύνορο του εαυτού του, το εσωτερικό που τον απομονώνει απο το περιβάλλον. Είναι, ουσιαστικά, αυτό που έχει καταφέρει να εισάγει ο άνθρωπος μέσα στο ίδιο το όριο του.1 Αισθανόμαστε, λοιπόν, σε αυτή την πρώτη φάση το όριο σωματοποιημένο, ένα όριο που προσδίδει ποιότητες σώματος στον άδειο χώρο, τον συνθέτει και τον αναδομεί. «Οι άνθρωποι δημιουργούν με το σώμα τους αυτό που ο αρχιτέκτονας και ο
ζωγράφος καλούν χώρο. Αυτός ο χώρος είναι τελείως διαφορετικός από τον μαθηματικό ή τον επιστημολογικό χώρο»2
1 2
Στεφάνου Ιωσήφ-Στεφάνου Ιουλία, “Περιγραφή της εικόνας της πόλης”, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 1999, σελ. 160 Φράση του Auguste Endell. Περιέχεται στο “Η μετάβαση ως συνθήκη αντίληψης του αρχιτεκτονικού έργου” (βλ. βιβλιογραφία), σελ. 63
Από το βιβλίο του Τα ενωμένα χέρια
Oswald Mathias Ungers “City Metaphors” μετατρέπονται σε ραχοκοκαλιά της πόλης
41
Mario Giacomelli “Io non ho le mani che mi accarezzino il volto� 1953-63
Aldo van Eyck Playground Zaanhof, Amsterdam, 1948 φωτογρ. Wim Brusse
43
συνέχεια1 _ κατεύθυνση _ τοίχος Η ανάγκη του ανθρώπου να αναφέρεται σε κάποιο κεντρικό για τη νόησή του σημείο, να ριζώνει και να εφορμάται απ’ αυτό, αποτελεί τη συνθήκη για την ανάπτυξη των περαιτέρω σχέσεών του με τον κόσμο. Ο άνθρωπος, σε πλήρη απλούστευση, αντιλαμβάνεται τον κόσμο αυτό, ως ένα εκτεταμένο οριζόντιο επίπεδο, το οποίο διαπερνά ένας κάθετος άξονας.2 Πρωτογενώς, τον κάθετο άξονα υποδηλώνει η παρουσία του ανθρώπου-κέντρου, που στέκεται για να προσανατολιστεί. Τη σπουδαιότητα τούτης της πρώτης αντίληψης, καθώς και του χωροστατικού προσανατολισμού που προκύπτει απ’αυτή, επισημαίνει, μάλιστα, πληθώρα μύθων που ανάγουν, εν γένει, τα ζητήματα αυτά σε εργαλεία ύπαρξης του ανθρώπου. Ο ινδικός μύθος του Μπράχμα, για παράδειγμα, που μιλά για τη δημιουργία του κόσμου, αφηγείται πως ο θεός «όρθιος πάνω σ’ έναν πελώριο λωτό, έστρεψε τα μάτια του στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τούτη η τετραπλή άποψη, που ξεκινά από τον κύκλο του λωτού, αποτέλεσε ένα είδος προκαταρκτικού προσανατολισμού»3. Σε άλλους μύθους, το κέντρο του κόσμου σχηματοποιείται σε ένα δέντρο ή μια κάθετη πέτρα για να συμβολίσει τον κατακόρυφο κοσμικό άξονα, τον axis mundi4. 1 2 3 4
Στο πρωτότυπο “continuity”. Norberg-Schulz Christian, “Existence, Space & Architecture”, Studio Vista London, 1971,σελ. 21 Jung Carl, “Ο άνθρωπος και τα σύμβολά του”, μτφρ Αντιγόνη Χατζηθεοδώρου, εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα , σελ.240 Δενδρινός Σταύρος, Διαδακτορική διατριβή “Η μετάβαση ως συνθήκη αντίληψης του αρχιτεκτονικού έργου”, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα 2007, σελ 142
Ο Πίκτορ, λοιπόν, έγινε δέντρο. Οι ρίζες του απλώθηκαν μέσα στη γη, το κορμί του ανέβηκε ψηλά. Τα μέλη του έγιναν κλαδιά και φύλλα και απλώθηκαν παντου. απόσπασμα από το βιβλίο “Οι ζωγραφιές του Πίκτορ” του Herman Hesse
Μario Giacomelli, “paesaggio” 1979
Το ζήτημα της κατακορυφότητας παραμένει ουσιαστικό για τον άνθρωπο και την νόησή του ακόμα και σήμερα. Ο Kandinsky λέει πως «κάθε ζωντανή ύπαρξη θα πρέπει να υπάρχει με τους όρους του “πάνω” και του “κάτω”»1, ενώ ο Heidegger τοποθετεί τους θνητούς «επάνω στη γη και κάτω από τον ουρανό»2. Δημιουργείται, έτσι, ένα ιδεατό ίχνος. Το στατικό σημείο(-κέντρο) επιφορτίζεται με την έννοια της κατεύθυνσης, αποκτά δυναμισμό και κίνηση• γίνεται ευθεία γραμμή. Είναι, θα λέγαμε, η έννοια της γραμμής αυτή που νοηματοδοτεί, τώρα, το πέρασμά μας από το «σχήμα» της εγγύτητας (-κέντρο) στο «σχήμα» της συνέχειας (-κατεύθυνση). «Σε αντίθεση με το σημείο, η ευθεία γραμμή έχει κατεύθυνση, κίνηση και
μπορεί να εξελίσσεται [...] δίνει την αίσθηση ότι οδηγεί πάντα προς εκεί όπου εκτείνεται, προς ένα σημείο-στόχο και φυσικά προς τα πίσω, στο σημείο εκκίνησης. Ακόμη, το ίχνος της γραμμής διαχωρίζει μια περιοχή από μια άλλη, κάτι από κάτι διαφορετικό. Είναι, ίσως, το απλούστερο δυνατό όριο. Την ίδια στιγμή, είναι το κοινό σημείο, το σημείο συνάντησης των εκατέρωθεν πλευρών. Άλλοτε μπορεί να εκφραστεί ως ένας τοίχος κι άλλοτε η γραμμή μπορεί να σηκωθεί καθ’ ύψος, ως πύργος, ως ένα φρούριο ή ως ένα τοπόσημο.»3
1 2 3
Kandinsky Wassily, “Σημείο-Γραμμή-Επίπεδο”, μτφρ Έφη Μαλάκη-Σταθάκη, εκδ. Δωδώνη, 1996, σελ. 116 Heidegger Martin, “Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι”, μτφρ Γιώργος Ξηροπαϊδης, εκδ. Πλέθρον, 2008, σελ. 35 Χωρίο του Barnett Newman. Περιέχεται στο “Ίχνος” (βλ. βιβλιογραφία), σελ. 36
Δεχόμαστε, λοιπόν, τον τοίχο ως την πρώτη έκφραση, την πιο βασική και την πιο υποτυπώδη εκδήλωση της κατακόρυφης έννοιας στην δομή της κατοικίας. Η μεταφορά αυτή, από το νοηματικό επίπεδο του κατακόρυφου άξονα στο επίπεδο της δομής δεν μπορεί, βεβαίως, να θεωρηθεί αυθαίρετη. Δύναται κανείς να πει πως η ίδια η διαδικασία του «κτίζειν» -ή, ακόμα καλύτερα, του «ανεγείρειν»1σχετίζεται αμεσότερα από οποιαδήποτε άλλη με τη μορφή του υψωμένου τοίχου. Μάλιστα, ο Schulz αναφέρει πως η κάθετη διεύθυνση αποκτά σε σύνδεση με το σπίτι –και κατά συνέπεια με τον τοίχο ως δομική έκφραση αυτού- ακόμα πιο συγκεκριμένο νόημα, καθώς μορφοποιεί την ικανότητα του ανθρώπου να κατακτά τη φύση.2 «Η ευθεία γραμμή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις πολύπλοκες και τυχαίες
καμπυλότητες της φύσης. Η ευθεία φέρει μέσα της την τάξη και την ισορροπία, όλα τα σημεία της ακολουθούν τον ίδιο κανόνα, έλκονται από το ίδιο μέτρο δύναμης, κινούνται πάνω στην ίδια διεύθυνση και με την ίδια ταχύτητα.»3 κ τ ι ζ ε ι ν 1 2 3
κ α τ ο ι κ ε ι ν
Στην έννοια και τη σημασία του “ανεγείρειν” αναφέρεται διεξοδικά ο Martin Heidegger στο “Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτασθαι” (βλ. βιβλιογραφία) Norberg-Schulz Christian, “Existence, Space & Architecture”, Studio Vista London, 1971, σελ. 21 Χωρίο του Barnett Newman. Περιέχεται στο “Ίχνος” (βλ. βιβλιογραφία), σελ. 36
47
το καραβάνι γίνεται μια δυναμική γραμμή
48
μέσω της κατεύθυνσής του
Richard Serra, “The shift”,
1970-72
49
Δίπλα στον άνθρωπο έρχεται να σταθεί ο τοίχος• στοιχείο σταθερό και μέτρο για την ύπαρξή του, κάθετο όριο. Ο τοίχος εκφράζει για την κατοικία την χωρική δομή που κάνει αντιληπτή τη συνέχεια ή την ασυνέχεια της. Ως γραμμική διαδοχή1, εμφανίζεται στον πρωτογενή χώρο που έχει δημιουργήσει το σημείο(-άνθρωπος), το περιλαμβάνει και το ορίζει. Διαθέτει κίνηση, την οποία μεταθέτει στο σημείο μέσω της κατεύθυνσης που του δίνει. Η δυναμική δομή του τοίχου ενέχει προθέσεις• θέλει να περιγράψει, να εγγράψει, να διαγράψει τον χώρο που της δίνεται. Είναι, λοιπόν, «η εγγενής κίνηση του τοίχου κίνηση κυκλωτική[...]Το περιέχειν δεν είναι μια ιδιότητα που επισυνάπτεται στον τοίχο• αυτός εκ προελεύσεως εκτείνεται για να περιλάβει».2 Θέλει να γίνει ρυθμιστής των σχέσεων και των λειτουργιών, του Είναι του ανθρώπου και του Είναι του σπιτιού, να καταστεί, με λίγα λόγια, «η υλική έκφραση του κατοικείν».3
1
2,3
Ως γραμμική διαδοχή μπορεί να νοηθεί και μια σειρα στύλων, καθώς απ’ αρχής διαθέτουν κατεύθυνση, ρυθμό και στόχο. Δεχόμενοι την “Αρχή της Συμπλήρωσης” της θεωρίας της Gestalt, η διαδοχή αυτή δίνει την εντύπωση μιας συνεχούς γραμμής. Άρα, ο τοίχος εξυπηρετεί, εδώ, ως το πιο γενικό παράδειγμα. Κοτιώνης Ζήσης, “Η τρέλα του τόπου- Αρχιτεκτονική στο ελληνικό τοπίο”, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2004, σελ. 141
Richard Serra “Tilted Arc”, NYC 1981
51
Το σύστημα των σχέσεων αυτών γίνεται απόλυτα φανερό μέσα απ’ την περιγραφή που μας δίνει ο Φατούρος για την κάτοψη ενός προϊστορικού ελληνικού σπιτιού: «[...]Σαν σχήμα, σαν χώρος ζωής είναι γεμάτη κίνηση-ρυθμό. Εκφράζει όλη τη «λειτουργικότητα» του βίου[...]Παρακολουθώντας το ρυθμό του σχήματος ακολουθούμε και το ρυθμό του κατοίκου. Οι επιφάνειες των τοίχων, με τη θέση τους και τις σχέσεις τους, χαρακτηρίζουν και μορφώνουν τα συναισθήματα του ανθρώπου. Τούτο το νιώθουμε καθαρά πώς γίνεται, όταν τον παρακολουθήσουμε στην κίνησή του: _ έξω από την κατοικία, ο ανοικτός χώρος που περιορίζεται εμπρός στην πόρτα•
_ η πόρτα (το στένεμα) κι ύστερα σ’ έναν στενό χώρο•
_ το περπάτημα δίπλα στον ευθύγραμμο τοίχο- ευθύγραμμη κίνηση που κάμπτεται κάθετα προς το ευρύχωρο εσωτερικό• _ το εσωτερικό που όλο φαρδαίνει, ανοίγει, προς το πέρας• _ η στροφή προς τη γωνία, όπου θα κοιμηθεί• μοναδικός χώρος για να ησυχάσει, να ξεκουραστεί. Τα επίπεδα, οι κατακόρυφες επιφάνειες των τοίχων γυρίζουν το ένα μες στο άλλο σαν μια περιέλιξη, μια κοπιώδης στροφή προς το κέντρο. Προς τον «χώρο»: για το σχήμα Προς τον «εαυτό» του: για τον άνθρωπο. Έκφραση της «βίωσής» του, του «τρόπου» ζωής του.»¹ 52
1
Φατούρος Δημήτρης, “Γραπτά αρχιτεκτονικής”, εκδ. Καστανιώτη, 1989, σελ. 19
53
Ο τοίχος, λοιπόν, δημιουργεί με τη σειρά του χώρο, νέο χώρο, που γεννάται απ’ το όριό του και που χάρη στην ύπαρξή του η σχέση μέσα-έξω αποκτά έρεισμα. Είναι η υλική του υπόσταση αυτή που νοηματοδοτεί την πρόθεση του ανθρώπου να απομονωθεί και είναι, επιπλέον, αυτή η ίδια που κάνει αντιληπτή την έννοια της εσωτερικότητας. «Σχεδιάζω μια κάτοψη σημαίνει ότι δίνω στη χάραξη των τοίχων έναν χαρακτήρα προσωπικής φυσιογνωμίας» θα πει ο Pierre von Meis.1 Κι είναι, πράγματι, ο τοίχος η πρώτη εκδήλωση της ατομικής ενέργειας προς την ιδιοποίηση του περιβάλλοντος, την επέκταση του χώρου του Είναι, την αποτύπωση του «ιδιαίτερου χαρακτήρα» του τόπου και τη σηματοδότηση, τελικά, του «οίκου» του ανθρώπου. Η ιδιότητά του τοίχου ως ταυτόχρονο σημείο «αναχώρησης και επιστροφής»2 οδηγός προς μια κατεύθυνση άλλα και προς την ανάποδή της, στο σημείο απ’ όπου ξεκινά-, μοιράζει τον χώρο σε ένα στενότερο εσωτερικό -την κατοικία-, κι ένα ευρύτερο εξωτερικό –τον κόσμο-.Δεν μπορούμε, όμως, να ισχυριστούμε πως ο τοίχος αποτελεί μόνον διαχωριστικό όριο. Τα εκατέρωθεν μέρη του βρίσκονται πάντοτε σε σχέση διαλεκτική, «το έξω είναι πάντοτε ένα μέσα»3, με τα λόγια του Le Corbusier. Τούτη η αλληλεπίδραση είναι, θα λέγαμε, όχι μονάχα αυτή που σχηματοποιεί το όριο, αλλά υπό μια έννοια αυτή που το γεννά ευθύς εξ’ αρχής. Μοιάζει να είναι, λοιπόν, ο τοίχος περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ένα ιδεολόγημα διαχωρισμού.
1 2 3
Στεφάνου Ιωσήφ-Στεφάνου Ιουλία, “Περιγραφή της εικόνας της πόλης”, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 1999, σελ. 251 Norberg-Schulz Christian, “Existence, Space & Architecture”, Studio Vista London, 1971, σελ. 22 Le Corbusier, “Για μια αρχιτεκτονική”, μτφρ Παναγιώτης Τουρνικιώτης, εκδ. Εκκρεμές, 2005, σελ.154
Ομαδικό πορτραίτο ανδρών στο φράγμα του Μαραθώνα, 1938-40 φωτογρ. Ιωάννης Δ. Λάμπρος
55
Σοκάκι στο Πόρτο Πορτογαλία, 2013
56
Volterra, Ιταλία 2008
57
«Τι εικόνα συγκεντρωμένης ύπαρξης αυτό το σπίτι που «σφίγγεται» πάνω στον
άνθρωπο που το κατοικεί, που γίνεται η κυψέλη ενός σώματος με τους τοίχους του που πλησιάζουν»1
Ο τοίχος προστατεύει, συγκεκριμενοποιεί και ορίζει περιοχές κατοίκησης, ελέγχει τη δυνατότητα προσπέλασης και ιεραρχεί τον χώρο. Είναι ανάμεσα σ’ εκείνο το «φρικτό απ’έξω-από μέσα»2 που άλλοτε συγκλίνει κι άλλοτε αποκλίνει. Το όριο μορφοποιείται τώρα, μέσω του τοίχου, ως ενδιάμεσος χώρος. Η λειτουργία, ωστόσο, του ενδιάμεσου αυτού χώρου δεν μπορεί να οριστεί καθολικά και αποκλειστικά από τη δομή του τοίχου. Η σχέση εντός-εκτός που ο τοίχος μορφοποιεί παίρνει σάρκα και οστά, αισθητοποιείται, μόνο μέσα από την περίκλειση ως «σχήμα». Ο Bollnow θα πει πως «για να μην γίνει ένα σπίτι φυλακή πρέπει να έχει ανοίγματα προς τον κόσμο, ανοίγματα που συνδέουν το εσωτερικό με το εξωτερικό».3 Κι είναι ίσως, τελικά, η πιο ουσιαστική για το κατοικείν, η σχέση που συνδέει τα δύο.
1,2 3
Bachelard Gaston, “Η ποιητική του χώρου”, μτφρ Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, 2010, σελ. 73, 242 Norberg-Schulz Christian, “Existence, Space & Architecture”, Studio Vista London, 1971, σελ. 25
Valerio Olgiati, “Das Gelbe Haus”- Switzerland
59
περίκλειση1 _ μέσα-έξω _ ανοίγματα Ο άνθρωπος δημιουργεί τον χώρο της κατοικίας του ως όριο του εαυτού του, υψώνει τοίχους μέσα στους οποίους κλείνει την εσωτερικότητα του, τοίχους που ρυθμίζουν, πρωτογενώς, τις σχέσεις και τις λειτουργίες του. Δεν παύει, όμως, στη διάρκεια της διαδικασίας αυτής να αποζητά τη διαλεκτική με το περιβάλλον, με εκείνο το «έξω» απ’ το οποίο, αρχικά, θέλει να απομονωθεί. Η κίνησή του έχει, τώρα, μια λειτουργία ενοποιητική σε σχέση με τον υπαρξιακό του χώρο• συμπληρώνει την εικόνα του και του δίνει μορφή συνεκτική2. Πρόκειται για κίνηση εμπρόθετη, που παίρνει τον χαρακτήρα της μετάβασης. Ο άνθρωπος, δηλαδή, υπάγει από ένα μέρος σε ένα άλλο για να επιτελέσει εκείνο το «δια να», το οποίο έχει θέσει ως στόχο.3 Είναι αυτή η νοητική ή σωματική του μετάθεση ο μόνος τρόπος για να αναγνωρίσει, τελικά, τις δομικές συγκροτήσεις του χώρου, να τις συμβολοποιήσει, και να αντιληφθεί το «πώς κατοικεί» μέσα σ’ αυτόν. Γίνεται, έτσι, σαφές πως το «σχήμα» της περίκλεισης(- μέσα-έξω), ως έκφραση, ακριβώς, αυτής της σχέσης του εντός-εκτός, εμπεριέχει μέσα του τα δύο προηγούμενα «σχήματα», αυτό της εγγύττητας(-κέντρο) και εκείνο της συνέχειας(-κατεύθυνση), και πως, επιπλέον, είναι αυτό ο δρόμος προς την περάτωση της ουσίας τους. 1 2 3
Στο πρωτότυπο “enclosure”. Norberg-Schulz Christian, “Existence, Space & Architecture”, Studio Vista London, 1971, σελ. 23 Δενδρινός Σταύρος, Διαδακτορική διατριβή “Η μετάβαση ως συνθήκη αντίληψης του αρχιτεκτονικού έργου”, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα 2007, σελ 91
Martine Franck, “Spiral kids”,
1976
61
«Ο σκοπός εμπεριέχεται στη διαδρομή ως σημείο αναφοράς, ένδειξη κατεύθυνσης
και τέλος. Όσο για την κίνηση, μπορεί να οδηγείται προς τον σκοπό, να ξεπροβάλλει από αυτόν ή να τον ανακυκλώνει, ακόμα και να τον προσπερνάει. Όλη η αρχιτεκτονική πρακτική μπορεί, με την έννοια αυτή, να αναγνωστεί ως δομική συγκρότητηση του χώρου με στόχο την επεξεργασία διαδρομών. Η κατοίκηση και κατ’ επέκταση κάθε κατοικία, είναι ένα αρχιτεκτονικά δομημένο μονοπάτι.» 1
Σ’ έναν χώρο οι σχέσεις μεταξύ σημείων (-υποκειμένων) ή αντικειμένων είναι πάντοτε σχέσεις εγγύτητας ή γειτνίασης, διαχωρισμού, διαδοχής ή συνέχειας, αποκλεισμού.2 Το να δομείς το περιβάλλον σημαίνει, λοιπόν, να χτίζεις τη διαδικασία επικοινωνίας, τη μορφή διάδρασης μεταξύ των έμβιων -ή ακόμα και των άψυχων- όντων. 1 2
62
Χωρίο του Albert Frey. Περιέχεται στο “ Η μετάβαση ως συνθήκη αντίληψης του αρχιτεκτονικού έργου” (βλ. βιβλιογραφία), σελ. 91 Κασιούμη Ειρήνη, Διάλεξη “ Το κατώφλι: η διαλεκτική του μέσα και του έξω”, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, 2007, σελ. 2
Το «σχήμα» της περίκλεισης μεταφέρεται στην κατοικία μέσω της λειτουργίας των ανοιγμάτων. Τα ανοίγματα γίνονται, εδώ, κατώφλι1 για να υποδεχτούν τον ενδιάμεσο χώρο που έχει παράξει το όριο του τοίχου, να εξυπηρετήσουν τη μετάβαση ανάμεσα σε «ένα πριν και ένα μετά»2, να μετάσχουν ως τόποι στην εμπειρία του βιωμένου χωρικού νοήματος. Η μετάθεσή μας από τη μια κατάσταση στην άλλη αποτελεί, λοιπόν, εμπειρία χωροχρονική. Συμβολίζει το πέρασμα από τον έναν κόσμο στον άλλο, «κι όπως κάθε συμβολική σχέση [...] κανείς την κατανοεί, τη ζει και την αναγνωρίζει, όχι μόνο με το μυαλό»3 αλλά και με το ίδιο του το σώμα. Τη σωματική και νοητική μετάβαση σχηματοποιούν, για τις ανάγκες της διάλεξης αυτής, κατ’ αντιστοιχία η πόρτα και το παράθυρο.
1
2,3
Σχετικά με την ερμηνεία της λέξης “κατώφλι” ο Σ. Σταυρίδης στο “Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή” (βλ. κάτω), σελ. 306-308, αναφέρει τα εξής : “Στα ελληνικά η λέξη “κατώφλι” προέρχεται από τη μεσαιωνική “κατώφλιν” που με τη σειρά της ακολουθεί την καταφλιά ως λέξη που ονοματίζει τον προθάλαμο, τον πρόδρομο. Η εικόνα, εδώ, είναι σαφώς ενός ενδιάμεσου χώρου, παρ’ ότι η ρίζα της λέξης από το αρχαίο “φλιά” μοιάζει να περιγράφει κυριολεκτικά το κάτω μέρος της πόρτας. Στην αγγλική λέξη “threshold” αντηχεί η πρακτική του αλωνίσματος ( thresh = αλωνίζω), και ιδιαίτερα, ίσως, ο επαναληπτικός της χαρακτήρας, καθώς μεταφορικά το “thresh over” σημαίνει επανέρχομαι σε ένα θέμα κτλ. Ίσως, η εικόνα παραπέμπει, εδώ, στο σημείο που κανείς διαβαίνει ξανά και ξανά ως ένα σημείο συμβολικά κρίσιμο [...] Στα ισπανικά η λέξη “el umbral” που χρησιμοποιείται για το κατώφλι προέρχεται από τη λέξη “um brio” (= σκιά). Ένα μέρος σκιερό, ανάμεσα στο σκότος του εσωτερικού χώρου και το ανελέητο φως του ιβηρικού ήλιου.” Σταυρίδης Σταύρος, “Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή”, εκδ. ελληνικά γράμματα, Αθήνα σελ. 285, 292
63
64
Παροικιά, Πάρος 1962 φωτογρ. Ιωάννης Δ. Λάμπρος
65
Μάρπησσα, Πάρος 1962 φωτογρ. Ιωάννης Δ. Λάμπρος
66
Αστυπάλαια 2013
πόρτα «Να βρίσκεις μια πόρτα κλειστή και να μάχεσαι να την ανοίξεις» Ν. Καζαντζάκης1
Η πόρτα συνιστά, θα λέγαμε, το έξω όριο στη δομή της κατοικίας. Σημαδεύει σαν πράξη την υλική πραγμάτωση της σχέσης μέσα-έξω, ενώ από μια συμβολική άποψη ενσωματώνει το σύνολο των δυνατοτήτων του ανθρώπινου Είναι. Η μετάβαση, στο όριο της πόρτας αποκτά διάσταση, γίνεται μια κατάσταση που έχει πάχος, μεταμορφώνεται σε παύση. Ο άνθρωπος στέκεται ή μπορεί να σταθεί στο οριακό σημείο, καθώς εισέρχεται στον νέο κόσμο ή εξέρχεται από αυτόν. Η διαλεκτική του «ανοικτού-κλειστού» μεταφέρεται, εδώ, σε επίπεδο νοηματικό• στον ενδιάμεσο χώρο της πόρτας συσσωρεύονται «επιθυμίες και πειρασμοί, ο πειρασμός ν’ ανοίξουμε το “είναι” μέχρι τα τρίσβαθα του, η επιθυμία να κατακτήσουμε όλα τα επιφυλακτικά “είναι”»2.
1 2
Περιέχεται στο μυθιστόρημα “Αναφορά στον Γκρέκο” του Ν. Καζαντζάκη. Bachelard Gaston, “Η ποιητική του χώρου”, μτφρ Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, 2010, σελ. 247
67
“η πόρτα με οσφραίνεται, διστάζει.” Jean Pellerin
Μοναχοί, Σκήτη Κουτλουμουσίου, Άθως φωτογρ. Κώστας Μπαλάφας
68
Η πόρτα αίρει, κατά κάποιο τρόπο, τον αρχικό διαχωρισμό με την ικανότητά της να μπορεί να ανοίξει, με τη δυνατότητα της διαρκούς εναλλαγής που προσφέρει. Νοείται, όπως θα πει ο Bachelard, σαν «ένας ολόκληρος κόσμος του Μισάνοιχτου» και ο άνθρωπος βρίσκει τη θέση του απέναντι της ως ένα, επίσης, «μισάνοιχτο ον». «Σ’ αυτή την περιοχή όπου το είναι θέλει να εκδηλωθεί και θέλει να κρυφτεί,
οι κινήσεις του κλεισίματος και του ανοίγματος είναι τόσο πολυάριθμες, αντιστρέφονται τόσο συχνά και είναι τόσο φορτισμένες με δισταγμό, ώστε θα μπορούσαμε να τελειώσουμε μ’ αυτή την σχηματοποιημένη φράση: ο άνθρωπος είναι το μισάνοιχτο ον.»1
Μεταλλικές χειρολαβές και χυτή μπετούγια, Γαλαξίδι φωτογρ. Κώστας Βρεττάκος-Εμμανουέλα ντε Νόρα
1
Bachelard Gaston, “Η ποιητική του χώρου”, μτφρ Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, 2010, σελ. 246
69
Αποκτά, λοιπόν, ο άνθρωπος με την πόρτα μια σχέση προσωπική. Τούτη αποτελεί την εξατομικευμένη έκφραση του Είναι του, «μια κατ’ εξοχήν ανθρώπινη ενέργεια»1 -ενέργεια δική του, καταδική του-, ένα όριο που θέτει ο ίδιος στον εαυτό του «εν ελευθερία».2 Το σώμα του κάνει τη διάβαση εκφραστική, κι όλο το νόημα συμπυκνώνεται σ’ αυτή τη στιγμή όπου «η κίνηση της ζωής βαίνει ισότιμα από το εσωτερικό προς το εξωτερικό κι αντίστροφα».3 «Ξέρει πως υπάρχουν 2 «είναι» στην πόρτα, πως η πόρτα ξυπνά μέσα μας δυο
κατευθύνσεις για το όνειρο, πως είναι δυο φορές συμβολική.Και μετά προς τα πού, προς τα ποιον ανοίγονται οι πόρτες;»4
René Magritte “Decalcomania”, 1976
1 2,3 4
Σταυρίδης Σταύρος, “Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή”, εκδ. ελληνικά γράμματα, Αθήνα σελ. 308 Simmel Georg, “Περιπλάνηση στην Νεωτερικότητα”, μτφρ Γιώργος Σαγκριώτης-Όλγα Σταθάτου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2004, σελ. 196, 197 Bachelard Gaston, “Η ποιητική του χώρου”, μτφρ Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, 2010, σελ.249
71
Το δίπολο του “ανοιχτού-κλειστού” που αισθητοποιεί η πόρτα Αλικαρνασσός, 2012
Πόρτες η μια δίπλα στην άλλη Πόρτο, Πορτογαλία 2013
72
Αφίσα τυπικής όψης του Πόρτο Πόρτο, Πορτογαλία 2013
73
Χωριά Ρεθύμνου φωτογρ. Κώστας Βρεττάκος-Εμμανουέλα ντε Νόρα
74
Paul Klee “Revolution of the Viaduct”, 1937
75
παράθυρο «Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ για νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.— Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω. Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.»1 Κ.Π. Καβάφης
Το παράθυρο αποτελεί για την κατοικία το διαπερατό όριο, τη συνεχή, χρόνια και αναπόδραστη - λίγο-πολύ - σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο. Σε σύγκριση με την πόρτα, που απαιτεί τη συμμετοχή του σώματος για την «βίωση» του μεταβατικού χώρου, το παράθυρο βρίσκει την έκφρασή του μόνο μέσα από την εμπειρία του βλέμματος. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια οδό που απευθύνεται αποκλειστικά στο μάτι ως συνδετήριο όργανο με τον έξω κόσμο. Η μετάβαση, εδώ, παίρνει την οριακή της θέση στο σημείο της ακμής, στο ακρότατο δηλαδή σημείο όπου ενώνονται, νοητά, οι δύο κόσμοι. Η ένωση τους χαρακτηρίζεται, πάντοτε, από το τελεολογικό συναίσθημα του από μέσα προς τα έξω.2 1 2
“Τα παράθυρα” του Κ.Π.Καβάφη. Περιέχεται στυ συλλογή “Ποιήματα !897-1933” Simmel Georg, “Περιπλάνηση στην Νεωτερικότητα”, μτφρ Γιώργος Σαγκριώτης-Όλγα Σταθάτου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2004, σελ. 196
Αστυπάλαια, 2013
Ο άνθρωπος-θεατής παίρνει θέση εποπτική απέναντι στο άγνωστο εξωτερικό και με τον τρόπο αυτό μετατρέπει το παράθυρο σ’ έναν ιδιαίτερο μηχανισμό θέασης. «Σε αυτόν τον μηχανισμό, το καταφύγιο, ο διαχωρισμός από το έξω, παρέχεται από την ικανότητα του παραθύρου να μετατρέπει τον απειλητικό κόσμο εξωτερικά του σπιτιού, σε μια καθυσηχαστική εικόνα».1 Οι χωρικές μορφές γίνονται, με τον τρόπο αυτό, αντιληπτές ως μια «κατ’ αίσθησιν εποπτεία».2 Αυτό σημαίνει πως η εμπειρία του χώρου βρίσκει τις ρίζες της στις πρωταρχικές εκείνες εικόνες (-νοήματα) που ο άνθρωπος αποκτά με το ναείναι-στον-κόσμο και που, εδώ, φορτίζονται, πια, με την ψυχική ενέργεια του υποκειμένου. Η δυναμική αυτή ένωση των εικόνων και των συγκινήσεων αποτελεί για το παράθυρο το «βιωμένο νόημα» που οφείλει να μεταφέρει. «Το εσωτερικό και το εξωτερικό δεν «στέκονται» το ένα δίπλα στο άλλο ως
ξεχωριστά μέρη, αλλά το καθένα αντανακλάται στο άλλο, και μόνο μέσα από αυτή την αμοιβαία αντανάκλαση, το καθένα εμπερικλείει το νόημά του.»3
1 2 3
78
Χωρίο της Colomina B. Περιέχεται στο “Κοιτάζοντας στο μοντέρνο” (βλ. βιβλιογραφία), σελ. 28 Δενδρινός Σταύρος, Διαδακτορική διατριβή “Η μετάβαση ως συνθήκη αντίληψης του αρχιτεκτονικού έργου”, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα 2007, σελ 36 Χωρίο του Ernst Cassirer. Περιέχεται στο “ Η “πρωτόγονη καλύβα” ως “παραδειγματική δομή”, Αρχέτυπο και Σύμβολο στην αρχιτεκτονική” (βλ. βιβλιογραφία), σελ. 91
79
Ύδρα, 1948-49 φωτογρ. Ιωάννης Δ. Λάμπρος
Porto Venere, Ιταλία
80
Η διαλεκτική κενού-πλήρους
81
82
Αστυπάλαια, 2013
Τα ανοίγματα συλλέγουν, λοιπόν, εκείνο που είναι οικείο και συγκεκριμενοποιούν τη σχέση εντός-εκτός μέσω των ποιοτικών τους χαρακτηριστικών. Είναι ο βαθμός της «ανοικτότητας» τους που θα εκφράσει, εν τέλει, τη συνέχεια ή την ασυνέχεια της δομής και θα αισθητοποιήσει τις αντιθέσεις του κενού και του πλήρους, του ανοικτού και του κλειστού. Καθίστανται, έτσι, εργαλείο για τον άνθρωπο κατά την παραγωγή του τόπου του και σύμβολο της ένωσης του με αυτόν. Η αρχιτεκτονική τους γίνεται γλώσσα για να εκφράσει τις «κατάστασεις» της ζωής, να ενσωματώσει το Είναι των ανθρώπων.
83
Ο Trakl, στο «Χειμωνιάτικο Βράδυ» του, θα νοηματοδοτήσει τα παραπάνω:
Όταν στο παράθυρο πέφτει το χιόνι Αργά η καμπάνα του Εσπερινού χτυπά, Για πολλούς το τραπέζι στρωμένο κι είναι το σπίτι γεμάτο αγαθά. Κάποιοι στην περιπλάνησή τους Φτάνουν στην πόρτα από δρόμους σκοτεινούς. Χρυσό ανθίζει το Δέντρο της Χάρης Από της γης τους δροσερούς χυμούς Διαβάτης απαλά μπαίνει στο σπίτι Στο κατώφλι θλίψη πετρώνει το σκαλί Εκεί, λάμποντας σε φέγγος καθάριο, Στο τραπέζι επάνω, ψωμί και κρασί.1
1
84
Norberg-Schulz Christian, “Genius Loci-Το πνεύμα του τόπου”, μτφρ Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2009, σελ. 10
Αστυπάλαια, 2013
85
Η γλώσσα φέρει μέσα της την διαλεκτική του κλειστού και του ανοιχτού, το σύνολο των δυνατοτήτων του ανθρώπινου Είναι. Το μέσον γίνεται, σ’ένα ελεύθερο πεδίο έκφρασης, σύμβολο• σύμβολο των πιο μεγάλων και των πιο μικρών προθέσεων. Κι αν δεχτούμε πως ο χώρος δηλώνεται με προθέσεις, όπως διδάσκει ο Schulz1, τότε το μέσον, δηλαδή τα ανοίγματα, περικλείει όλο το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης.
«Ω παράθυρο αθόρυβο απ’έξω, ω πόρτες κλειστές με προσοχή»2
1 2
Norberg-Schulz Christian, “Genius Loci-Το πνεύμα του τόπου”, μτφρ Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2009, σελ. 19 Χωρίο του Rilke. Περιέχεται στο “ Η ποιητική του χώρου” (βλ. βιβλιογραφία), σελ. 253
Γκραβούρα του Cornelius Galle από το άρθρο “Fenêtres et écrans : entre intimité et extimité”, Georges Teyssot
87
Δ.
όριο ή “κοινός τόπος”;
όριο
Διαβάζοντας κανείς για το όριο, προσπαθώντας να γράψει κάτι πάνω σ’ αυτό, έρχεται αντιμέτωπος με το πιο απλό, κι όμως, το πιο ουσιαστικό, ίσως, ερώτημα : «Πώς ορίζεται το όριο;» Το ερώτημα δεν προκύπτει, φυσικά, από αφέλεια. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η προσπάθεια να οριστεί το όριο μοιάζει εξ’ αρχής με διαδικασία κυκλική• το όριο ενυπάρχει ως ιδιότητα, ήδη, στον ορισμό του και ο ορισμός του έχει ως σημείο εκκίνησης και επιστροφής την ίδια την έννοια του ορίου. Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε ένα οξύμωρο γλωσσικό σχήμα που μεταφράζεται δομικά ως μια διαρκής διαλεκτική του «τι ορίζεται» και «από τι ορίζεται». Είναι, λοιπόν, η σχέση της περιέχουσας δομής1 αυτή που γεννιέται με το όριο, και που μετατρέπεται με τη σειρά της σε γεννήτορα του ίδιου του χώρου.
1
Η περιέχουσα δομή θα αποτελέσει για πολλούς αρχιτέκτονες την ουσία ενός -ογκοπλαστικού συνήθως- σχεδιασμού βασισμένου στη διαλεκτική του κενού και του πλήρους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ως τέτοιο έργο το Trenton Bath House του Louis Kahn, όπου “το κενό αποκαλύπτει τον όγκο του κάθε περιπτέρου και το πλήρες ορίζει με τη σειρά του τον κενό χώρο στο όριο του κτισμένου” (Διάλεξη, “Tο όριο στον Louis Kahn”, βλ. βιβλιογραφία, σελ.28)
89
Το όριο είναι στοιχείο διαλεκτικό, αποτελεί, δηλαδή, την προϋπόθεση μιας δυαδικότητας: ενός «εντός» σε σχέση με ένα «εκτός», ενός «άλλου» σε σχέση με τον εαυτό μας κτλ. Την ανάγκη δυισμού που εμπεριέχει η έννοια του ορίου μπορεί κανείς να αναγνώσει και μόνο μέσα από την λεξιλογική της απόδοση1:
_είναι η νοητή γραμμή που χωρίζει δύο συνεχόμενες επιφάνειες ή εκτάσεις _είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ δύο μεγεθών _είναι το ακραίο σημείο μεταξύ δύο καταστάσεων Ως προς τη δομή, το κτιστό, δηλαδή, όριο, ο δυισμός όχι μόνο εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά αποτελεί την ίδια την προθετικότητα του ατόμου. Ο Lacan θα πει πως «το δημιούργημα του κάθε ανθρώπου υφίσταται μονάχα απευθυνόμενο στον “Άλλο”, το σύμβολο της ετερότητας, το οποίο μας συνοδεύει σε κάθε μας ενέργεια».2 Στο σημείο αυτό, προκύπτει το δεύτερο ερώτημα σχετικά με τον ρόλο, πια, του ορίου : « Είναι στοιχείο διαχωρισμού ή “κοινός τόπος”;»
1 2
Λεξικό Τριανταφυλλίδης,, “Λεξικό της κοινής νεοελληνικής”, http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides Κρητικός Χρήστος-Γεώργιος, Διάλεξη “Κανόνες και πίστη: κριτική στο άγχος της ευθύνης του αρχιτέκτονα”, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, 2013, σελ.9
“κοινός τόπος”1
Για να μελετήσουμε την πολικότητα αυτή, όπως προκύπτει μέσα από το πλαίσιο της ανθρώπινης κατοικίας ως σύμβολο ετερότητας, θα μεταχειριστούμε το παράδειγμα της γέφυρας2. Η γέφυρα, νοείται, εδώ, ως τόπος. Δεν αποτελεί, απλώς, έναν ιδιαίτερο σχηματισμό με έναν συγκεκριμένο σκοπό αλλά, πολύ περισσότερο, συμβολίζει ένα ολόκληρο σύμπαν, μέσα από το οποίο δύναται να εκφραστεί το βιωμένο χωρικό νόημα. Για τον Heidegger η γέφυρα αποτελεί εξ’ αρχής «πράγμα» και μόνο ως τέτοιο μπορεί και κατέχει μια ορισμένη θέση μέσα στον χώρο.3 Στήνεται σ’ έναν τόπο , «αιωρούμενη»4 ανάμεσα σε δύο όχθες, ως όριο στο μεταίχμιο στεριάς και θάλασσας. 1
2 3,4
Για τον Αριστοτέλη “κοινοί τόποι” είναι τα λογικά και γλωσσικά σχήματα γενικευμένης αξίας, η σκελετική δομή του λόγου μας, αυτό που επιτρέπει και βάζει σε τάξη κάθε ιδιαίτερη έκφραση. Κοινοί είναι αυτοί οι “τόποι” γιατί κανείς δεν μπορεί να τους αγνοήσει. (Paolo Virno, “Η γραμματική του πλήθους”, σελ. 29) Το παράδειγμα της γέγυρας έχουν μελετήσει τόσο ο Martin Heidegger όσο και ο Georg Simmel. Heidegger Martin, “Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι”, μτφρ Γιώργος Ξηροπαϊδης, εκδ. Πλέθρον, 2008, σελ.49, 43
91
Αποτελεί, λοιπόν, τη συνθήκη• η γέφυρα γεννά τον νέο τόπο που θα αφήσει τις δύο πλευρές να σταθούν η μία απέναντι στην άλλη, άλλοτε αντιστικτικά -έκφραση της λειτουργίας τους ως όχθες- κι άλλοτε σε πλήρη γειτνίαση – έκφραση της περάτωσης της ουσίας τους ως ενοποιημένο τοπίο-. Καθίσταται, θα λέγαμε, το μέσον για την αμοιβαία σχέση που προκύπτει ανάμεσά τους. Η γέφυρα λειτουργεί ως πυκνωτής της ολότητας του χώρου, δέχεται και «συλλέγει», δηλαδή, «τη γη ως τοπίο»1 γύρω της. Ανάμεσα στα δύο μέρη αφήνει έναν, διαρκώς ανοικτό και δυνάμει εναλασσόμενο, δίαυλο επικοινωνίας, ενώ, ταυτόχρονα, ορίζει δρόμους για να έρθει ο άνθρωπος σε επαφή μ’ αυτά. «Κάθε φορά και πάντοτε με διαφορετικό τρόπο η γέφυρα οδηγεί και συνοδεύει προς τα εδώ και προς τα εκεί τα διστακτικά και ανυπόμονα βήματα των ανθρώπων, ώστε αυτοί να μεταβαίνουν σε άλλες όχθες και να φτάνουν εν τέλει ως οι θνητοί στην άλλη πλευρά»2, θα πει ο Heidegger, συγκεντρώνοντας μέσα σ’ αυτές τις γραμμές ολόκληρη την ουσία της ανθρώπινης βούλησης για σύνδεση. Η γέφυρα περικλείει στην οντότητά της το πλήθος των εκφάνσεων της ανθρώπινης σκέψης• από την λειτουργία μιας «παθητικής αντίστασης» για τον χωρικό διαχωρισμό –καθ’όσον δέχεται τις όχθες όχι απλά σε απόσταση, αλλά κατ’ ουσίαν χωρισμένες- μέχρι τη θετική προσήμανση της ίδιας της γέφυρας ως στοιχείο ενοποιητικό και συμφιλιωτικό.3 Γίνεται, λοιπόν, σύμβολο της βούλησης του ανθρώπου πάνω στον χώρο, εκφραστής του νοήματος που επιτελεί τον σκοπό του. 1,2 3
Heidegger Martin, “Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι”, μτφρ Γιώργος Ξηροπαϊδης, εκδ. Πλέθρον, 2008, σελ.45, 47 Simmel Georg, “Περιπλάνηση στη νεωτερικότητα”, μτφρ Γιώργος Σαγκριώτης-Όλγα Σταθάτου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2004, σελ.193
Ο Simmel θα πει για τη γέφυρα πως «προσδίδει σε ένα έσχατο νόημα, που υψώνεται πάνω από κάθε τι το αισθητό, μια μεμονωμένη έκφραση, που δεν διαμεσολαβείται από κανέναν αφηρημένο στοχασμό και η οποία δέχεται μέσα της τη σημασία του πρακτικού σκοπού της, δίνοντάς της μια εποπτική μορφή, όπως κάνει το έργο τέχνης με το “αντικείμενό” του».1 Τα λόγια του θα μας θυμήσουν λίγο-πολύ εκείνα του Schulz, όταν αναφέρεται στη γέννηση των ανθρωπογενών τόπων: «Ο συμβολισμός προϋποθέτει ότι ένα βιωμένο νόημα «μεταφράζεται» σε άλλο μέσο. Ένα φυσικό χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, μεταφράζεται σε ένα κτίριο τα στοιχεία του οποίου κατά κάποιο τρόπο αποκαλύπτουν αυτόν τον χαρακτήρα. Ο σκοπός της συμβολοποίησης είναι να ελευθερώσει το νόημα από τις άμεσες συνθήκες, ώστε να καταστεί “πολιτισμικό αντικείμενο”».2 Η γέφυρα, λοιπόν, ως «κοινός τόπος» στην ουσία της περικλείει τον πρωτογενή δεσμό του ανθρώπου με τον τόπο. Όπως, ακριβώς, και η κατοικία, η γέφυρα παρέχει στο μάτι –ο σκοπός είναι ορατός μέσα απ’ αυτή- και στο σώμα –θέλει ο άνθρωπος να ανταποκριθεί πρακτικά στην πραγματικότητά της- το έρεισμα να συγκροτήσουν ένα «εδώ», μια κατάσταση, μια συνάφεια μέσα στην οποία θα υπάρξει ως εννοηματωμένη παρουσία, ως «αεί ον».
1 2
Simmel Georg, “Περιπλάνηση στη νεωτερικότητα”, μτφρ Γιώργος Σαγκριώτης-Όλγα Σταθάτου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2004, σελ.194 Norberg-Schulz Christian, “Genius Loci-Το πνεύμα του τόπου”, μτφρ Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2009, σελ.20
93
Ε. αντί επιλόγου...
η σύγχρονη σημασία «Ο χρόνος και ο τόπος(-που είναι ο χώρος). Το χτες και το σήμερα και το αύριο. Η φύση και η τεχνική. Το είμαι και το είμαστε. Το εγώ και το εμείς. Και πώς θα τα βάλουμε όλα αυτά κάτω από τον ίδιονε παρονομαστή, ώστε το κάθε έργο που χτίζουμε να είναι το τέλειο, το άρτιο, το αναγκαίο, το μοναδικό, το απαραίτητο, το ανεπανάληπτο και μαζί το όμορφο, το ευχάριστο, το χρειαζούμενο και στα μέτρα που έχει ο κάθε άνθρωπος και στην ισορροπία που απαιτούν το πνεύμα και η ποιότητα και η σωφροσύνη και το ήθος και η αξιοπρέπεια και ο νους και η ψυχή και η καρδιά.»1 Άρης Κωνσταντινίδης
Ο γνωστικός σκοπός του αρχιτεκτονικού ποιείν και, ιδιαίτερα, της αρχιτεκτονικής της κατοικίας σημαίνει για μας τη φυσική και πλήρη χωρική συνάντηση του ανθρώπου με τον τόπο. Ως αναπόσπαστη ενότητα, ο άνθρωπος και ο τόπος οδηγούνται μαζί στην αλήθεια της κατοίκησης, στο γενικό νόημα που βρίσκεται πίσω, όχι μονάχα από μια συγκεκριμένη οικία ως παράδειγμα, αλλά, πολύ πέρα απ’ αυτό, πίσω από όλες τις δυνατές οικίες.
1
Περιέχεται στο κείμενο “Ο Κωνσταντινίδης στα ίχνη του LeCorbusier”, http://www.ntua.gr/open-space/yiola.htm
95
Η κατοίκηση, ως συνθήκη, αποτελεί, εδώ, αυτό που ο Grassi ονοματίζει «αναπόφευκτο πέρασμα στη ζωντανή εμπειρία», και η κατοικία -έκφραση της συνθήκης αυτής- αφορά, ακριβώς, στη «μετωπική αναμέτρηση»1 μαζί της, με το πλήθος, δηλαδή, των εκδηλώσεων του βίου μας, «από τις πιο απλές, έως τις πιο σύνθετες, ακόμη και τις μύχιες»2. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, την κατοικία εξίσου «ζωντανή» με τον άνθρωπο, πυκνωτή των αισθήσεών του, κατώφλι για την «βίωσή» του, αποτέλεσμα, εν τέλει, μιας αρχιτεκτονικής αρχέγονης. Με τον όρο αυτό δεν εννοούμε, βεβαίως, μιαν αρχιτεκτονική στατική, προσκολλημένη σε μοντέλα παρελθοντικά, αλλά, απεναντίας, μιλάμε για μια αρχιτεκτονικήεκφραστή της βιωματικής σχέσης του ανθρώπου με τον χώρο, στο πλαίσιο της οποίας «η προσπάθεια της επιστροφής γίνεται δύναμη μιας εξέλιξης»3 Η επιστροφή στις ρίζες, η αναζήτηση μιας συνθήκης αρχετυπικής, είναι αυτή που εξασφαλίζει τη «σχέση ανάγκης που συνδέει την αρχιτεκτονική με τις πρωταρχικές της αιτίες»4. Μέσω της αν-ιστορικής αντιπαραβολής, ή, αλλιώς, της υπερ-ιστορικής τομής, που συντελείται η αρχιτεκτονική επιστρέφει στις βασικές σχέσεις αιτίου- αιτιατού και καταφέρνει να δομήσει έναν στέρεο δεσμό με τα θεμέλιά της, να συσχετιστεί διαλεκτικά με την παράδοση της. Μια τέτοια αρχιτεκτονική στέκει «με το να είναι, πάνω απ’ όλα και χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση, ο ίδιος της ο εαυτός, με το να εκδηλώνει την αναγκαιότητα και τη σαφήνεια της• με το να ανανεώνει, δηλαδή, τον ίδιο της τον λόγο ύπαρξης»5. Σκοπός της δεν είναι η πρόσκαιρη παραγωγή χώρων, αλλά η διαιώνιση ιδεών και εικόνων ζωής που μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε και να θυμηθούμε ποιοι είμαστε και πως κατοικούμε. 1,4,5 Grassi Giorgio, “Κείμενα για την αρχιτεκτονική”,μτφρ Κωνσταντίνος Πατέστος εκδ. Καστανιώτη, 1998, σελ. 19 2 Μπίρης Τάσος, “Αρχιτεκτονικής σημάδια και διδάγματα στο ίχνος της συνθετικής δομής”, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθν. Τραπέζης, Αθήνα 2007, σελ. 58 3 Κοτιώνης Ζήσης, “Η τρέλα του τόπου- Αρχιτεκτονική στο ελληνικό τοπίο”, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2004, σελ. 137
Καλύβα, Δήσπιλιο. από το βιβλίο “Αρχέτυπα” του Γ. Τριανταφύλλου
97
«Η αρχιτεκτονική μας επιτρέπει να αντιληφθούμε και να καταλάβουμε τη
διαλεκτική της μονιμότητας και της αλλαγής, να εγκαταστήσουμε τους εαυτούς μας στον κόσμο και να θέσουμε εαυτόν στο πολιτισμικό και χρονικό συνεχές.»1
Μια αρχιτεκτονική βιωματική, όπως αυτή στην οποία αναφερόμαστε, δεν μπορεί, βεβαίως, να είναι α-τοπική. Η «βίωση» του χώρου προϋποθέτει τη βαθιά, ριζωματική σχέση μεταξύ ανθρώπου-τόπου και το αρχιτεκτόνημα οφείλει να είναι αποτέλεσμα αυτής για να μπορέσει να την ενεργοποιήσει. Αντιστοίχως, δεν μπορεί να είναι φορμαλιστική, καταναλωτικό προϊόν που υπαγορεύεται από την ηγεμονία του ματιού2 και που αποσκοπεί σ’ αυτό. Στον αντίποδα της «αρχιτεκτονικής του αμφιβληστροειδούς», όπως θα την ονομάσει ο Pallasmaa3, η βιωματική αρχιτεκτονική θέτει τον ίδιο τον άνθρωπο, πλήρη αισθήσεων και νοημάτων, στο κέντρο της αρχιτεκτονικής πράξης, ως δημιουργό του κόσμου του. Συναντά, έτσι, τον «αιώνιο στόχο της να δημιουργήσει σωματοποιημένες και βιωμένες υπαρξιακές μεταφορές που συγκεκριμενοποιούν και δομούν το ναείσαι- στον- κόσμο»4.
“The Cathedral”, Rodin
1,4 2,3
98
Pallasmaa Juhani, “The eyes of the skin”, ηλεκτρονική έκδοση, σελ. 71 Μουτζουρέλλης Σταύρος, ΔΠΜΣ “ Το σκεπτόμενο σώμα του Merleau Ponty και ο ενσώματος χώρος στην αρχιτεκτονική πράξη” ,Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχ. ΕΜΠ, Κατ. Α’, 2012, σελ. 3
Ο κόσμος «των αισθήσεων που αλληλεπιδρούν» του Merleau- Ponty1 αλλά και αυτός της «πολυφωνίας των αισθήσεων» του Bachelard2 νοούνται μόνον μέσα από τον αυτόν τον πλήρη άνθρωπο, τον άνθρωπο που βιώνει τις ποιότητες του χώρου σε όλη τους την έκταση και ένταση, τον άνθρωπο που σταθμίζει «εξίσου με το μάτι, το αυτί, τη μύτη, το δέρμα, τη γλώσσα, τον σκελετό και τους μύες»3. Δεν είναι, απλώς, ένας καταναλωτής του χώρου αλλά ένα «αεί ον» με α-χρονικές ανάγκες. «Αναμετριέμαι με την πόλη μέσω του σώματος μου• τα πόδια μου μετράνε το
μήκος της στοάς και το πλάτος της πλατείας• η ματιά μου ασυνείδητα προβάλλει το σώμα μου πάνω στην όψη του καθεδρικού ναού, όπου περιπλανιέται πάνω στα καλούπια και στα περιγράμματα για να αισθανθεί το μέγεθος των εσοχών και των προεξοχών• το βάρος του σώματος μου συναντά τη μάζα της πόρτας του καθεδρικού, και το χέρι μου αρπάζει το χερούλι, καθώς εισέρχομαι στο βαθύ σκοτάδι πίσω. Βιώνω τον εαυτό μου μέσα στην πόλη, και η πόλη υπάρχει μέσα από την σωματοποιημένη εμπειρία μου. Η πόλη και το σώμα μου συμπληρώνουν και προσδιορίζουν το ένα το άλλο. Κατοικώ στην πόλη και η πόλη κατοικεί σε μένα.»4
1,2,3,4
Pallasmaa Juhani, “The eyes of the skin”, ηλεκτρονική έκδοση, σελ. 71
99
Ζ. βιβλιογραφία
ξένη βιβλιογραφία Bachelard Gaston,
“Η ποιητική του χώρου”, μτφρ Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, 2010
Cresswell Tim,
“Place, a short introduction”, Blackwell Publishing, 2004
Grassi Giorgio,
“Κείμενα για την αρχιτεκτονική”,μτφρ Κωνσταντίνος Πατέστος εκδ. Καστανιώτη, 1998
Heidegger Martin,
“Heidegger Martin, “Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι”, μτφρ Γιώργος Ξηροπαϊδης, εκδ. Πλέθρον,2008
Hertzberger Herman,“Μαθήματα για σπουδαστές της αρχιτεκτονικής”,μτφρ. Τίνα Τσοχαντάρη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2002 Jung Carl,
“Ο άνθρωπος και τα σύμβολα του”,μτφρ Αντιγόνη Χατζηθεοδώρου, εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα
Kandinsky Wassily, “Σημείο-Γραμμή-Επίπεδο”, μτφρ Έφη Μαλάκη-Σταθάκη, εκδ. Δωδώνη, 1996 101
Le Corbusier,
“Για μια αρχιτεκτονική”, μτφρ Παναγιώτης Τουρνικιώτης, εκδ.Εκκρεμές, 2005
Norberg-Schulz Christian,“Genius Loci-Το πνεύμα του τόπου”, μτφρ Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2009 “Existence, Space & Architecture”, Studio Vista London, 1971 Simmel Georg,
102
“Περιπλάνηση στη νεωτερικότητα”, μτφρ Γιώργος Σαγκριώτης-Όλγα Σταθάτου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2004
ελληνική βιβλιογραφία Βακαλό Εμμανουήλ-Γεώργιος, “Οπτική Σύνταξη: Λειτουργία και Παραγωγή Μορφών”, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1988 Κοτιώνης Ζήσης,
“Η τρέλα του τόπου- Αρχιτεκτονική στο ελληνικό τοπίο”, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2004
Κωνσταντινίδης Άρης,
“Τα Προλεγόμενα, από τα βιβλία που βρίσκονται στα σκαριά, εκδ. Άγρα, 1989
Μπίρης Τάσος,
“Μπίρης Τάσος, “Αρχιτεκτονικής σημάδια και διδάγματα στο ίχνος της συνθετικής δομής”, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθν. Τραπέζης, Αθήνα 2007 “Εν πτήσει: Συνομιλίες για την αρχιτεκτονική με τον Τάκη Κουμπή”, εκδ. Παπασωτηρίου, Αθήνα 2008
103
Σταυρίδης Σταύρος,
“Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή”, εκδ.Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2002
Στεφάνου Ιωσήφ-Στεφάνου Ιουλία, “Περιγραφή της εικόνας της πόλης”, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 1999 Φατούρος Δημήτρης,
“Γραπτά αρχιτεκτονικής”, εκδ. Καστανιώτη, 1989 “Οργάνωση του χώρου και Γεωμετρική οργάνωση, σημειώσεις μαθημάτων”, Θεσ/νίκη, 1979
104
διδακτορικά- μεταπτυχιακά- διαλέξεις Γιαννακοπούλου Ίρις,
Γιαννουλοπούλου Λυδία Καμαριανάκη Στέλλα,
Δασκαλάκη Αικατερίνη Ζαπαντιώτης Φώτης,
Δενδρινός Σταύρος,
Διάλεξη “Η “πρωτόγονη καλύβα” ως “παραδειγματική δομή”,Αρχέτυπο και Σύμβολο στην αρχιτεκτονική”, ΕΜΠ Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2013
Διάλεξη “Τοιχο-γραφήσεις: μια διερεύνηση του ορίου”, ΕΜΠ Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2006
Διάλεξη, “Ίχνος”, ΕΜΠ Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2011 Διδακτορική Διατριβή “Η μετάβαση ως συνθήκη αντίληψης του αρχιτεκτονικού έργου”, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα 2007
Δημητρακοπούλου Αλεξάνδρα, Διάλεξη “Αρχέτυπα”, ΕΜΠ Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2012 105
Δρίκου Κωνσταντίνα,
Διάλεξη “Ο τοίχος: πρακτική, ψυχολογική και ιδεολογική προσέγγιση”, ΕΜΠ Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2002
Κασιούμη Ειρήνη,
Διάλεξη “Το κατώφλι: η διαλεκτική του μέσα και του έξω”, ΕΜΠ Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών , 2007
Κρητικός Χρήστος-Γεώργιος
Διάλεξη “Κανόνες και πίστη:κριτική στο άγχος της ευθύνης του αρχιτέκτονα”, ΕΜΠ Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2013
Κρομμύδα Κατερίνα,
Διάλεξη “Μνήμες κατοίκησης: Αρχετυπικές Χωρικές δομές”, ΕΜΠ Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών , 2010
Μουντζουρέλλης Σταύρος,
ΔΠΜΣ “Το σκεπτόμενο σώμα του Merleau-Ponty και ο ενσώματος χώρος στην αρχιτεκτονική πράξη”, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχ. ΕΜΠ, Κατ. Α’, 2012
Νασοπούλου Κωνσταντίνα Νικητοπούλου Ευγενία, Μπουντουβά Ιωάννα, Πετροπούλου Μυρσίνη 106
Διάλεξη “Κοιτάζοντας στο μοντέρνο”, ΕΜΠ Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών , 2011 Διάλεξη “Το όριο στον Louis Kahn”, ΕΜΠ Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών , 2012
άρθρα Bachelard Gaston,
“Το σπίτι και η ποιητική του χώρου”, Αρχ/κά Θέματα 5/1971, σελ.76
Hall E.T.,
“Η γλώσσα του χώρου”,Αρχ/κά Θέματα 5/1971, σελ.85
Langer Susanne,
“Ο δυνητικός χώρος στην αρχιτεκτονική”, Αρχ/κά Θέματα 5/1971, σελ.88
Racamier P.C.,
“Ψυχολογία του αρχιτεκτονικού χώρου”, Αρχ/κά Θέματα 5/1971, σελ.83
Μανδηλαρά Τίνα,
“Η ενσαρκωμένη ύπαρξη”, www.tovima.gr, Ιανουάριος 2001
Πάγκαλος Παναγιώτης, “Προβληματισμοί με αφορμή την διάλεξη Κτίζω Κατοικώ Σκέπτομαι του M.Heidegger”, www.greekarchitects.gr, Δεκέμβριος 2006
107
ηλεκρονικά βιβλία- ιστότοποι
Agamben Giorgio, Di Palma Vittoria Periton Diana,
“Homo Sacer: Sovereign Power and Bare Life” “lntimate Metropolis,Urban Subjects in the Modern City”
Strauven Francis,
“Aldo van Eyck – Shaping the New Reality From the In-between to the Aesthetics of Number”
Pallasmaa Juhani,
“The eyes of the skin, architecture and senses”
Θανασάς Παναγιώτης
“Χάιντεγκερ: το Είναι, ο χρόνος, η ιστορία”
http://www.archdaily.com/85656/multiplicity-and-memory-talking-about-architecture-with-peter-zumthor http://www.ntua.gr/open-space/yiola.htm
εικονογράφηση
Οι εικόνες του παρόντος βιβλίου προέρχονται από τη σχετική βιβλιογραφία και το προσωπικό αρχείο της συγγραφέως. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν εικόνες από τα βιβλία: Βρεττάκος Κώστας Ντε Νόρα Εμμανουέλα,
“Πόρτες”, εκδ. Ποταμός, 2004
Λάμπρος Ιωάννης,
“Ιωάννης Δ. Λάμπρος-Ευγενείς επισημάνσεις ενός ανήσυχου φακού”, Φωτογραφικό αρχείο μουσείου Μπενάκη, 2007
Μπαλάφας Κώστας,
“Φωτογραφικό οδοιπορικό στο Άγιον Όρος 1969-2001”, Αγιορείτικη Φωτοθήκη, Μουσείο Μπενάκη, Φωτογραφικό αρχείο, 2006
109
Τριανταφύλλου Γιώργος,
“Αρχέτυπα* από τις καλύβες και τα μαντριά στη σύγχρονη τέχνη και αρχιτεκτονική”, Κ. Αδάμ εκδοτική, 2010
Ungers Oswald Mathias,
“Morphologie: City Metaphors”, publisher Walther König, KöLN, 2011