Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος

Page 1


Κώστας Καρδάμης Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος Σειρά: Βιογραφίες Ελλήνων Συνθετών Διευθυντής σειράς: Αλέξανδρος Χαρκιολάκης © 2015 Εκδόσεις Fagotto - Νίκος Θερμός ISBN: 978-960-6685-62-0 Fagottobooks Κεντρικό: Βαλτετσίου 15, 10680 Αθήνα τηλ. 210-3645147, fax: 210-3645149 Υποκατάστημα: Ζακύνθου 7, 31100 Λευκάδα τηλ./fax: 26450-21095 info@fagottobooks.gr www.fagottobooks.gr


Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος Κώστας Καρδάμης



Πρόλογος

Ο

δεύτερος τόμος της σειράς «Βιογραφίες Ελλήνων Συνθετών» είναι πλέον γεγονός με τον Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο, τον πατέρα της νεοελληνικής έντεχνης μουσικής, να βιογραφείται από το μουσικολόγο κι επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου Κώστα Καρδάμη. Με το ανά χείρας βιβλίο είναι προφανές ότι παραμένουμε στη περιοχή των Ιονίων Νήσων, της κοιτίδας της έντεχνης μουσικής στην Ελλάδα, τον γεωγραφικό εκείνο χώρο που εξερευνήσαμε μέσω και του προηγούμενου τόμου για τον Παύλο Καρρέρ από την Αύρα Ξεπαπαδάκου, οπισθοχωρώντας αυτή τη φορά χρονικά για να ξεδιπλωθεί το νήμα της ιστορικής πραγματικότητας και να συνδεθούν τα κομμάτια του παζλ. Ο Μάντζαρος, τον οποίο πολλοί από τους αναγνώστες θα αναγνωρίσουν ως το συνθέτη του εθνικού μας ύμνου, υπήρξε προσωπικότητα καταλυτικής σημασίας για τα μουσικά πράγματα, μέσω όχι μόνο του συνθετικού του έργου, αλλά και των παιδαγωγικών του αναζητήσεων, καθώς και της δραστηριότητάς του ως σημαίνοντος μέλους της κερκυραϊκής κοινωνίας. Μέσω του βιβλίου αυτού ο αναγνώστης θα έχει την τύχη να περιηγηθεί στη κορφιάτικη πολιτική, κοινωνική, αλλά πρωτίστως πολιτιστική πραγματικότητα του 19ου


αιώνα. Θα μάθει για τις εύθραστες ισορροπίες του δημόσιου βίου (στον οποίο εμπλεκόταν ποικιλοτρόπως ο Μάντζαρος και η οικογένειά του), αλλά και θα πληροφορηθεί βεβαίως για την πολυσχιδή προσωπικότητα και το έργο του συνθέτη στην ολότητά του. Η βιογραφία αυτή, όπως άλλωστε και η προηγούμενη αλλά και εκείνες που θα ακολουθήσουν σε αυτή τη σειρά, δεν έχει στόχο να διαβαστεί μόνο από τους ειδήμονες. Ο λόγος είναι προφανής: οι συνθέτες δεν είναι άνθρωποι αποκομμένοι από την κοινωνία και από τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Είναι άνθρωποι που συνδιαμορφώνουν τη μουσική πραγματικότητα αλλά και την εν γένει καλλιτεχνική, πολλές φορές δε συνδιαμορφώνουν και συμπαρασύρουν ολόκληρες δομές του κοινωνικού ιστού. Μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου θα δούμε να σκιαγραφούνται προσωπικότητες όπως ο Διονύσιος Σολωμός, ο Πέτρος Βράιλας Αρμένης, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Πέτρος Κουαρτάνος κι άλλοι, θα εμφανιστούν οι διοικητές των Ιονίων νήσων επί Βρετανικής Προστασίας, θα παρακολουθήσουμε όλη εκείνη την περίοδο κατά την οποία συντελείται η μετάβαση προς την Ένωση με την Ελλάδα, κι όλα αυτά εξιστορούνται σε παράλληλη, αλλά απολύτως συνυφασμένη, πορεία με τη ζωή του Νικόλαου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου. Φυσικά, θα έχουμε τη τύχη να γνωρίσουμε το έργο του και να εκτιμήσουμε τις συνθετικές του δυνατότητες που τον κατέστησαν, όπως θα καταδείξει ο Καρδάμης, γνωστό και διάσημο όχι μόνο στη περιοχή των Ιονίων Νήσων και στην ηπειρωτική Ελλάδα της εποχής, αλλά και σε ολόκληρη την Ιταλία. Η αφήγηση θα καταδείξει τις διάφορες ταυτότητες του Μάντζαρου: συνθέτης, μουσικοπαιδαγωγός (μάλιστα δίχως να δέχεται αμοιβές), διαμορφωτής μουσικοεκπαιδευτικών δομών, άοκνος παρατηρητής, σύμβουλος κι εργάτης των πολιτιστικών οργανισμών της Κέρκυρας. Η ταυτότητα όμως του Μάντζαρου που πραγματικά με εντυπωσίασε, και πιστεύω θα συζητηθεί αρκετά, είναι εκείνη που περιλαμβάνει τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις σε σχέση με τη μουσική αλλά κι εν γένει τη Τέχνη. Μέσα από το βιβλίο γίνεται απολύτως κατανοητό το βάθος και το εύρος της σκέψης του, τα φιλοσοφικά του ερείσματα και το πνευματικό του «credo». Ο συγγραφέας λοιπόν ξεδιπλώνει τον ψυχισμό του Μάντζαρου για να μπορέσουμε τελικά να αντιληφθούμε το πόσο σημαντικός δημιουργός ήταν αυτός ο Κερκυραίος.


Όλα αυτά τα συναρπαστικά που περιγράφω παραπάνω δεν θα ήταν δυνατό να συμβούν αν δεν είχε αναλάβει την εκπόνηση αυτού του τόμου ο Κώστας Καρδάμης, ο οποίος έχει καταφέρει να ανασύρει από τη λήθη πολλά από τα έργα του συνθέτη, ενώ έχει ασχοληθεί και με τη γενικότερη μουσική ιστορία της Κέρκυρας, και κατ' επέκταση των Ιονίων νήσων, ανακαλύπτοντας συνεχώς νέους θησαυρούς του μουσικού μας πολιτισμού που καταδεικνύουν ένα και σημαντικό: τη φύσει και θέσει παρουσία της νεοελληνικής έντεχνης μουσικής ως ενός μικρού αλλά διακριτού μουσικού σύμπαντος στην ευρωπαϊκή μουσική ιστορία του 19ου αιώνα. Θερμές ευχαριστίες οφείλω όπως πάντα και στις μουσικές εκδόσεις Fagotto και στο Νίκο Θερμό που συνεχίζουν με την ίδια απαράμιλλη ζέση να στηρίζουν αυτή τη προσπάθεια που ξεκίνησε και θα συνεχιστεί απαρέγκλιτα (ήδη ετοιμάζονται οι επόμενοι τόμοι) και οι οποίες, σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, επιλέγουν να επενδύσουν στον πολιτισμό και στους έλληνες συνθέτες. Αλέξανδρος Χαρκιολάκης διευθυντής της σειράς «Βιογραφίες Ελλήνων Συνθετών» Κωνσταντινούπολη, 11.6.2015


ΠΕΡ Ι Ε ΧΟΜ Ε ΝΑ

Συντμήσεις. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 10 Εισαγωγή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 13 1. «Η καλλιέργεια της φιλαρμονικής σπουδής, της τόσο επιθυμητής σε όλη την πόλη»: Η μουσική στην Κέρκυρα του 19ου αιώνα. Απόπειρα σύνοψης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 17 2. «Ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον πλουσιώτατος, ἀπὸ γονεῖς ἀριστοκράτας»: Η οικογένεια Χαλικιόπουλου Μάντζαρου .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 49 3. «Ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἐπεδείκνυεν κλίσιν πρὸς τὴν μουσικήν»: Η περίοδος της μαθητείας (1795–1813) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 63 4. «Musica del dilettante Corcirese Niccolò Calichipoulo Manzaro»: Οι πρώτες συνθέσεις (1813–1819) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 89 5. «Σπουδάζοντας για δική μου ευχαρίστηση»: Ο Μάντζαρος στην Ιταλία (1819–1826) .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 111 6. «Τὸ πᾶν δι’ αὐτὸν ἦτο ἡ τέχνη»: Η μεταβατική περίοδος (1826–1835). . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 167 7. «Ἦν φιλόσοφος οὐ τῶν τυχαίων»: Αναζητώντας το Αληθές, το Καλό και το Αγαθό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

229


8. «Μάντσαρος Χαλικιόπουλος, Νικόλαος: Κτηματίας καὶ Μελοποιός dilettante»: Τα χρόνια της ωριμότητας .. . . . . . . . . . . . . . . .

251

9. Ποστλούδιο: «Εἰς τὰ τέκνα του ἀφῆκε μόνον δόξαν ἀθάνατον» . . . . .

293

Κατάλογος Έργων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

307

Σημειώσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

336

Βιβλιογραφία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

413

Ευρετήριο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

429



Εισαγωγή

Ό

πως κάθε Κερκυραίος μουσικός ή φιλόμουσος, έτσι και ο συγγραφέας του παρόντος πονήματος έμαθε το όνομα του Νικόλαου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου πριν καν ξεκινήσει μαθήματα μουσικής και πρωτάκουσε συνθέσεις του στις συναυλίες των κερκυραϊκών μπαντιστικών μουσικών συνόλων. Αυτή η βιωματική σχέση με τον Μάντζαρο και τους μαθητές του έγινε ακόμη εντονότερη με την πάροδο των ετών, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούσε ερωτήματα, τα οποία δεν είχαν ούτε σαφείς ούτε προφανείς απαντήσεις. Πέρα από δύο εισαγωγές σε μεταγενέστερη μπαντιστική μεταγραφή, τον ελληνικό εθνικό ύμνο και κάποια τραγούδια, έργα που σχεδόν βασανιστικά επαναλαμβάνονταν στα μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά κερκυραϊκά ρεπερτόρια, είχε ο Μάντζαρος συνθέσει κάτι άλλο; Η στερεότυπα επαναλαμβανόμενη αναφορά στο σπουδαίας σημασίας έργο του περιοριζόταν μόνο στα παραπάνω; Η συνήθης προβολή της σύνθεσης του εθνικού ύμνου μήπως τελικά έκρυβε την αμηχανία και την άγνοια σχετικά με τη δράση του συνθέτη ή τελικά επιχειρούσε να διογκώσει τη σημασία ενός έργου και μιας προσωπικότητας που δεν είχε να επιδείξει κάτι περισσότερο από αυτό; Πριν από την εμφάνιση του Διονύσιου Σολωμού ο Μάντζαρος είχε κάποια δραστηριότητα, αλλά και μετά τη συνάντησή τους ο Κερκυραίος


[ 14 ]

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΔΑΜΗΣ

συνθέτης ασχολήθηκε αποκλειστικά με το έργο του Ζακύνθιου ποιητή; Ο τύπος και οι κατά καιρούς εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης δεν βοηθούσαν ιδιαίτερα, μιας και επαναλάμβαναν τη διαδεδομένη και επιφανειακή, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, εικόνα του Μάντζαρου. Οι παραπάνω σκέψεις, μοιρασμένες μεταξύ βιώματος και περιέργειας, αποδείχτηκαν τελικά απλοϊκές απαρχές μιας αναζήτησης, η οποία συνεχίζεται συναρπαστικά μέχρι αυτή τη στιγμή. Ο Μάντζαρος, καίτοι ταυτισμένος μετά τον θάνατό του αποκλειστικά με τη σύνθεση του εθνικού ύμνου της Ελλάδας, υπήρξε μια προσωπικότητα των Επτανήσων του 19ου αιώνα με ποικίλα δημιουργικά, εκπαιδευτικά και μουσικοαισθητικά ενδιαφέροντα, ο οποίος παράλληλα ως μέλος της τοπικής αριστοκρατίας συμμετείχε και στη διαχείριση της εξουσίας κατά την περίοδο της Βρετανικής Προστασίας, αφουγκραζόμενος πάντοτε τα κοινωνικά αιτήματα του καιρού του. Επιπλέον, ολοένα αναδεικνύεται σε μέχρι προσφάτως λανθάνοντα συνδετικό κρίκο μεταξύ επτανησιακών μορφών, συχνά αντιθετικών μεταξύ τους, όπως είναι ο Πέτρος Βράιλας-Αρμένης, ο Γεώργιος Μαρκοράς, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο αρμοστής Frederick Adam, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Φραγκίσκος Δομενεγίνης ή ο Αντώνιος Δάνδολος. Το πολυεπίπεδο των δραστηριοτήτων του Κερκυραίου μουσουργού επισήμανε την επαύριον του θανάτου του ο μαθητής και στενός συνεργάτης του, Δομένικος Παδοβάς, [Domenico Padovan, «Poche parole sopra i scritti del Cav. Nicolò C. Manzaro», Η Φωνή 361 (12.4.1872), 2–3 και 362 (20.4.1872), 3]. Παρά ταύτα, οι ατραποί, στις οποίες εισήλθε η ελληνική μουσική ζωή ειδικά από τις αρχές του 20ού αιώνα, οι εθνικές περιπέτειες της ίδιας περιόδου και η αποτυχία κατανόησης του μαντζαρικού έργου υπήρξαν παράγοντες που ταύτισαν τον Μάντζαρο, άδικα και μονοδιάστατα, με τον εθνικό ύμνο. Τον υπερτονισμό της ταύτισης αυτής δεν απέφυγε ούτε ο Σπυρίδων Μοτσενίγος [Νεοελληνική μουσική (Αθήνα, 1958), 98142], ο οποίος, ωστόσο, πέρα από τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του, προσέφερε και εξαιρετικά σημαντικό πλούτο βιογραφικών και, κυρίως, εργογραφικών πληροφοριών, οι οποίες προϊδέαζαν για πρώτη φορά στον 20ό αιώνα για το εύρος των δραστηριοτήτων του Κερκυραίου μουσουργού.


ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΑΛΙΚΙΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΟΣ

[ 15 ]

Παρά ταύτα, θα περνούσε πάνω από ένας αιώνας από το θάνατο του Μάντζαρου για να ξαναβγεί στο φως εμπεριστατωμένα η πολυσχιδής προσφορά του και να ξεκινήσει η συγκροτημένη επαναπροσέγγιση μιας σημαίνουσας μορφής του επτανησιακού 19ου αιώνα. Πράγματι, το 1987 ο Γιώργος Λεωτσάκος, πρωτοπόρος στην επανεκτίμηση της έντεχνης μουσικής του νεώτερου ελληνισμού, δημοσίευσε το άρθρο εκείνο που θα άλλαζε συλλήβδην τη γνώμη μας για τον Μάντζαρο [«Νικόλαος Χαλικιόπουλος-Μάντζαρος (1795–1872): για ένα μικρό του εγκόλπιο…», Μουσικολογία 5/6 (1987), 228–271]. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη φορά μετά την εποχή του Παδοβά που με επιστημονική πλέον τεκμηρίωση γινόταν ευρύτατα γνωστό, ότι ο Μάντζαρος ήταν πολλά περισσότερα από τον μελοποιό του σολωμικού Ύμνου. Το άρθρο εκείνο αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα της σχετικής ερευνητικής δραστηριότητας του καθηγητή Χάρη Ξανθουδάκη, ο οποίος με αφετηρία τις εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Μάντζαρου (17951995) προσέθεσε και προσθέτει σημαντικότατες μελέτες επί του θέματος. Ο ίδιος, εξάλλου, συγκέντρωσε πολλούς ερευνητές που δέχτηκαν τις πάμπολλες ερευνητικές προκλήσεις, οι οποίες προέρχονται από το έργο και τη ζωή του Κερκυραίου μουσουργού. Μέρος αυτών των επιστημονικών εργασιών καταγράφονται στη βιβλιογραφία του παρόντος τόμου, o οποίος με τη σειρά του επιχειρεί να αποδεσμεύσει τον Μάντζαρο από τη στερεότυπη και συμβατική εικόνα του. Στην πραγματικότητα ένας πιθανός υπότιτλος του ανα χείρας βιβλίου (παραφράζοντας τον τίτλο του εξαιρετικού πονήματος του Κώστα Βάρναλη, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική) θα ήταν «Ο Μάντζαρος χωρίς τον Σολωμό», μιας και η αναφορά στη σχέση του μουσουργού με τον ποιητή είναι δυσανάλογα μικρή συγκρινόμενη με τις έως τωρά προσεγγίσεις. Αυτό, βεβαίως, δεν σχετίζεται με κάποια προσπάθεια υποβάθμισης της σημασίας της συνεργασίας τους, αλλά με το ότι η νεώτερη έρευνα έδωσε τη δυνατότητα ανακάλυψης πολλών πτυχών της ζωής και της δραστηριότητας του Μάντζαρου, οι οποίες δεν είχαν αναδειχθεί εξαιτίας της αποκλειστικής σύνδεσής του με τον Σολωμό. Στο πλαίσιο αυτό επιχειρείται εδώ, ανάμεσα σε άλλα, η χαρτογράφηση του κοινωνικού, μουσικού και οικογενειακού περιβάλλοντος του συνθέτη και της αναγνώρισής του εκτός Ελλάδος, η ανάδειξη της εμπειρίας και των πρώιμων δραστηριοτήτων του για τη μετέπειτα ενασχόλησή του με


[ 16 ]

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΔΑΜΗΣ

τη μελοθέτηση νεοελληνικής ποίησης, η συνολική παρουσίαση του μουσικού και εκπαιδευτικού του έργου, η προσέγγιση της ώριμης μουσικοαισθητικής σκέψης του (τόσο από καλλιτεχνικής όσο και από φιλοσοφικής άποψης), καθώς και η αποκάλυψη πτυχών του «καθημερινού» Μάντζαρου. Για την ευόδωση της παρούσας εργασίας αναγκαία υπήρξε η εκμετάλλευση, εκτός των ήδη υπαρχουσών εργασιών ή του τύπου της εποχής, αρχειακών πηγών φορέων του εσωτερικού (Αρχεία Νομού Κερκύρας, Αναγνωστική Εταιρία Κερκύρας, Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας, Ιστορικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία) και του εξωτερικού [Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, Ωδείο Giuseppe Verdi (Μιλάνο), Ωδείο San Pietro a Majella (Νάπολη), Βρετανική Βιβλιοθήκη, The National Archives (Λονδίνο)]. Τους υπεύθυνους των παραπάνω φορέων, οι οποίοι κάτω από δύσκολες συνθήκες συνεχίζουν να υποστηρίζουν την έρευνα, θα ήθελα και από εδώ να ευχαριστήσω θερμά. Ιδιαίτερες ευχαριστίες για την διευκόλυνση της πολυετούς έρευνας οφείλονται στον κύριο Ιωάννη Γραμματικό (Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας), στην κυρία Βαλεντίνη Τσελίκα (Ιστορικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη), στις κυρίες Αλίκη Νικηφόρου και Νέλλα Πανταζή (Αρχεία Νομού Κερκύρας), στην κυρία Αμαλία Κολώνια (Πανεπιστήμιο του Μιλάνου), στον κύριο Ανδρέα Παπαδάτο (Αναγνωστική Εταιρία Κερκύρας) και στους ερευνητές και αγαπητούς φίλους Σπύρο Γαούτση και Γιώργο Κωνστάντζο. Ομοίως και στους ευάριθμους ιδιώτες, οι οποίοι, παρότι πρόθυμα και με κατανόηση άνοιξαν τα προσωπικά και οικογενειακά αρχεία τους, επέλεξαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους. Τέλος, πολλές ευχαριστίες στον Νίκο Θέρμο και στις εκδόσεις «Fagotto», καθώς και στον αγαπητό συνάδελφο και φίλο Αλέξανδρο Χαρκιολάκη, οι οποίοι με φροντίδα, υπομονή και επιμονή αγκάλιασαν το βιβλίο αυτό που ελπίζει να δημιουργήσει περισσότερα ερωτήματα από εκείνα, στα οποία ενδεχομένως απαντά.


1

«Η καλλιέργεια της φιλαρμονικής σπουδής, της τόσο επιθυμητής σε όλη την πόλη»:1 Η μουσική στην Κέρκυρα του 19ου αιώνα Απόπειρα σύνοψης


Ε ι κ ό ν α : Η πόλη της Κέρκυρας στα τέλη του 19ου αιώνα. Υδατογραφία του Άγγελου Γιαλ-

λινά από ταχυδρομικό δελτάριο της εποχής.


H

κατά το δυνατόν σύντομη επισκόπηση των μουσικών δεδομένων στην Κέρκυρα, με έμφαση στην περίοδο πριν και κατά την έναρξη των μουσικών δραστηριοτήτων του Νικόλαου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου, είναι απαραίτητη όχι μόνο για να οριστεί το μουσικό περιβάλλον, στο οποίο γαλουχήθηκε ο συνθέτης, αλλά και για να γίνει σαφέστερη η σημασία των πρωτοβουλιών και των δράσεών του.2 H χαρισματική προσωπικότητα του Μάντζαρου στηρίχτηκε σε ένα μουσικό περιβάλλον που είχε διαμορφωθεί από τη συνεχή επαφή των κατοίκων του κερκυραϊκού άστεως με τη μουσική πραγματικότητα της Ευρώπης, κυρίως της Ιταλίας, η μουσική της οποίας είχε, τουλάχιστον κατά την εξεταζόμενη περίοδο, πανευρωπαϊκό χαρακτήρα. Ήδη, όμως, από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα κατέστη σαφές, ότι αυτή η «κοσμοπολίτικη» εμπειρία θα εξελισσόταν σε βασικό στοιχείο δημιουργικού και πολυποίκιλου συγκερασμού με τις κοινωνικές και εθνικές αναζητήσεις των Επτανησίων. Στις αρχές του 19ου αιώνα το κερκυραϊκό άστυ έβρισκε μουσικά την έκφρασή του και όριζε την πορεία του κυρίως μέσω των ποικίλων δραστηριοτήτων του θεάτρου San Giacomo, των συναυλιών που δίδονταν σε κατά κανόνα κλειστού χαρακτήρα ιδιωτικές συγκεντρώσεις, της διδασκαλίας της μουσικής και της διάχυσης


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.