Περιεχόμενα
6 Σ υ Ν Ε Ρ Γ A Τ Ε Σ Α Π O Γ Ε Ν Ι A Σ Ε Γ Ε Ν Ι A
12 η μεγαλύτερη
οικογένεια της Κρήτης
16 φωτογραφήματα
του Ν. Ψιλάκη
24 Ν’ αφήνεσαι σ το χάδι
του ανέμου
28 Το λουλούδι που χρωματίζει
τα καλοκαίρια μας
του Ν. Ψιλάκη
34 Τα σ ταφύλια της σητείας
του Γιάννη μπουρμπουράκη
38 οι Άν θρωποί μας
40 η ι σΤο ρ I α Το y χ ε ι ρ oμy Λο y Άλεθε, μύλε μου, άλεθε
του Ν. Ψιλάκη
50 ΤΟ Κ Α Π Ρ Ι Κ O Τ Η Σ Κ Ρ H Τ Η Σ
Δίπλα μας ξανά το ανακαινισμένο s/m Χαλκιαδάκης
σ τη
Λ Ικάρου
ο εκλεκτός μεζές των καλοκαιριάτικων
πανηγυριών μας
του Ν. Ψιλάκη
62 η μηχανή, η τεχνητή νοημοσύνη
και η τούλπα του Καζαντζάκη
66 Θεσμοί αλληλοβοήθειας σ την Κρήτη μιας άλλης εποχής
του Ν. Ψιλάκη
Tριμηνιαία έκδοση των Σ/M XAΛKIAΔAKH 1o χιλ. Γαζίου-Κρουσώνα 7005 ηράκλειο
www.xalkiadakis.gr
yπεύθυνη σύμφωνα με το νόμο: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ
eκδοτική φρον τίδα:
Tμήμα δημοσίων σχέσεων
της a.e. XaΛKIaδaKH
σύμβουλος έκδοσης:
ΕΦΗ ΨΙΛΑΚΗ
Υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων
της α ε χαΛΚιαδαΚη:
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΖΑΓΚΑΡΑΚΗΣ
σχεδίαση εν τύπου:
NIKOΣ NTPETAKHΣ
φωτοσ τοιχειοθεσία Mακέτες - eκτύπωση:
TYΠΟΚΡΕΤΑ A E , BI Πe Hρακλείου,
Tηλ 2810 382800 FaX: 2810 380887
Tα κείμενα που δημοσιεύον ται
δεν εκφράζουν κατ ’ ανάγκην
και την άποψη της εταιρείας ή του περιοδικού
η μεγαλύτερη οικογένεια της Κρήτης
οι οικογενειακές επιχειρήσεις είναι ιδιαίτερα σημαν τικό κομμάτι της επιχειρηματικότητας σ την ελλάδα, όμως πολύ λίγες φτάνουν να αναπτυχθούν σ το επίπεδο μιας μεγάλης επιχειρησιακής οικογένειας. στο επίπεδο της Κρήτης καμιά ίσως επιχείρηση δεν διεκδικεί πιο δίκαια έναν τέτοιο χαρακτήρα απ’ ό,τι τα Super Markets Χαλκιαδάκης!
Έχον τας ξ ε περάσει πια
τις τέσσερις δεκαετίες σ την αγορά, τα
S/M χα λκιαδάκης διακρίνον ται για τα
ποιοτικά χαρακτηρισ τικά τους όχι μόνο
σε σχέση με τους καταναλωτές αλλά και
σε σχέση με τους εργα ζόμενους. Όσες
και όσοι εργάζον ται σ τα S/M χαλκιαδά-
κης αισθάνονται ότι δεν είναι απλά μέλη του προσωπικού μιας ε πιχείρησης, αισθάνον ται μέλη μιας μεγάλης οικογένειας και περνούν αυτό το βίωμα και ευρύτερα σ την κοινωνία!
δ ε ν είναι ούτε εύκολο ούτε αυτονόητο ότι μια μεγάλη επιχείρηση θα καταφέρει κάτι τέτοιο, θα φτάσει να γίνει μια μεγάλη οικογένεια, θα φτάσει να αγκα λιά ζ ει κάθε εργα ζόμε νο. Για τη χα λκιαδάκης α.ε. η διαδρομή αυτή χτίστηκε μέσα α πό συγκεκριμέ να βήματα, βάζοντας τους ανθρώπους στο επίκεντρο της προσ πάθειας: με την α ξιολόγηση των εργαζομένων να είναι πλαίσιο ατομικής και συλλογικής βελτίωσης, με τη διαρκή εκπαίδευση να είναι βασικός
μοχλός της ανάπτυξης των ικανοτήτων καθεμιάς και καθένα, μέσα από την Ακαδημία Χαλκιαδάκης, με την εξέλιξη των εργαζομένων μέσα σ τη δομή της επιχείρησης, με την εμπισ τοσύνη να είναι όχι υπόσχεση α λλά καθημερινή πρακτική και βίωμα, με συγκεκριμένες και μετρήσιμες δράσεις για κα λύτερη ποιότητα ζωής για όλους, με επένδυση σ το μέλλον μέσα από την ανάδειξη και αξιοποίηση των ιδεών και των τα λέ ν των των νέων με το πρόγραμμα GenNeXt.
Χαλκιαδάκης είναι ο φορέας που τα S/M Χα λκιαδάκης δημιούργησαν για την εξέλιξη των εργαζομένων μέσα από την εκπαίδευ ση. Στις 6 αίθουσες διδασκα λίας σε όλη την Κρήτη γίνονται εκπαιδεύσεις σε σ υνεργασία με εκπαιδευτικούς φορείς, Ακαδημαϊκά Ιδρύματα και επαγγελματίες πάνω σε θέματα εργασίας, α λ λά και γενικότερης παιδείας
1. Ο πρώτος πυλώνας της Ακαδημίας, η Σχολή Διοίκησης, παρέχει Προγράμματα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού, Business Management, Crisis Management, Time Management και Εταιρικής Επικοινωνίας.
2. Ο δεύτερος πυλώνας της, η Σχολή Λειτουργιών, περι λαμβάνει τα προγράμματα για χρήση Η/Υ, εκμάθησης ξένων γλωσσών, Αντιμετώπισης Κρίσεων και γενικότερα on the job training για τις ειδικότητες των καταστημάτων μας (Κρεοπωλείο, Ιχθυοπωλείο, Τυριά/Αλ λαντικά, Ταμείο κ λπ).
3. Ο τρίτο ς π υλώνας της Ακαδημίας «Μα ζί φτιάχνουμε έναν πιο Χαρ ούμενο κό σμο» αφορά την πρ ο σωπική εξέλιξη, αυτοβελτίω σ η και ενίσ χ υ σ η της κοινωνικής υπευθ υνότητας των εργαζομένων μας, με προγράμματα όπως Πρώτες βοήθει ες (σε συνεργασία με τον Ερυθρό Σταυρό), Σχολή Γονέων, Διαχείριση Άγχους, Κακοποίησης, Ίσες Ευκαιρί ες για Όλους και Οδικής Ασφά λειας.
οι πραγματικές δυνατότητες εξ έ λι ξης
των εργα ζομέ νων μέσα σ τη δομή της ε πιχείρησης είναι έ να πολύ σημαν τικό σ τοιχείο ανάπτυξης δεσμών σ τη μεγάλη οικογένεια χαλκιαδάκης. εν τυπωσιακό
και απόλυτα ενδεικτικό δεδομένο είναι
ότι το 92,5% των διευθυν τών, υποδιευθυν τών και σ τελεχών της εταιρείας
έχουν ξ εκινήσει την εργασιακή τους
σχέση α πό θέσεις χαμηλότερες κι
έχουν εξ ε λιχθεί γόνιμα μέσα σ την ε πιχείρηση με την αναγνώριση των ικανο-
τήτων και της συνέπειάς τους μόνο τυχαίο δε ν είναι λοι πόν που τα S/M χα λκιαδάκης παραμέ νουν σ ταθερά ψηλά σ τις ε πι λογές των εργα ζομέ νων σ την Κρήτη, αλλά και σ τη δυναμική ανάπτυξης των δρασ τηριοτήτων που έφεραν
την οικογένεια χαλκιαδάκης να αριθμεί
πλέον 1.600 μέλη! χαρακτηρισ τικό της εμπισ τοσύνης των εργαζομένων προς την επιχείρηση, αλλά και της ικανοποίησης για το πλαίσιο της εργασίας και τη σχέση τους με
με το Οικονομικό Πανεπισ τήμιο Αθηνών για την εκπαίδευση των εργαζομένων
Τα super markets Χα λκιαδάκης σ υνεχίζουν να επενδύουν
εκπαιδευτικά προγράμματα, σε σ υνεργασία με τα πιο αξιόλογα Ακαδημαϊκά Ιδρύματα του τόπου μας. Στο
την εταιρική οικογένεια είναι ότι το 51% του προσωπικού εργά ζ εται σ ταθερά
σ την εταιρεία για πάνω α πό 9 χρόνια, ενώ το 25% είναι κομμάτι της επιχείρησης για πάνω α πό 20 χρόνια! η εμπισ τοσύνη τεκμηριώνεται και ερευνητικά, καθώς η συνολική ικανοποίηση από το περιεχόμενο της εργασίας ανέρχεται
σ το 70%, με 68% να δηλώνουν «πολύ ή πάρα πολύ ευχαρισ τημέ νοι». Ταυτόχρονα, αγ γί ζ ει το 92% η συνολική ικανοποίηση α πό την φήμη-εικόνα της εταιρείας (Έρευνα ικανοποίησης εργαζομένων, εΛ με Πα 2021)
Έτσι, βήμα-βήμα χ τί ζ εται η με γά λη οικογένεια χαλκιαδάκης! Όλοι μαζί, σ τα καλά και σ τα δύσκολα, με εμπισ τοσύνη σ τις δυνάμεις και τις δυνατότητες των αν θρώπων, με εμπισ τοσύνη σ το ενδιαφέρον της επιχείρησης για κάθε εργαζόμενο ξεχωρισ τά.
2023 >
Τίποτα δεν είναι τυχαίο, η θέση στην κορυφή περνά
μέσα από τη σ χέση των S/M Χα λκιαδάκης
με τους αν θρώπους τους!
π λαίσιο της Ακαδημίας Χα λκιαδάκης, προσέφεραν τη δυνατότητα σε 20 νέα στελέχη τους να παρακολουθήσουν ένα σεμινάριο ειδικά διαμορφωμένο για τις ανάγκες και τις απαιτήσεις των σ ύγχρονων εξελίξεων στον χώρο του λιανεμπορίου από το Κέντρο Διά Βίου Μάθησης (ΚΕΔΙΒΙΜ) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην Α.Σ.Ο.Ε.Ε.).
Η εξέλιξη των εργαζομένων μας έρχεται μέσα από τη σ υνεχή εκπαίδε υ σή του ς, τό σο σε εργ ασιακά θ έματα όσο και σε θέματα αυτοβελτίωσης και κοινωνικής υπευθ υνότητας. Και επενδύουμε στους ανθρώπους μας γιατί ο πραγματικός μας πλούτος είναι οι άνθρωποί μας
Συνεργασία της Ακαδημίας Χαλκιαδάκης
Φωτογραφήματα
έρωτας, εί πα , ο έρωτας!
Τους κοίταζα καθώς πηγαινοέρχον ταν πάνω σ το διάφανο φόν το, νέα παιδιά με τη δίψα της ζωής και τη δίψα της μικρής περιπέτειας σκηνικό μου θύμιζαν, σκηνικό σε μια παράσ ταση που δεν θα σ ταματήσει ποτέ να παίζεται Έτσι γινόταν πάν τα κι έτσι θα γίνεται
ο ήλιος θα συνεχίζει το ταξίδι του, ο ουρανός θα συνεχίζει να παίρνει τις πανάρχαιες αποχρώσεις, τα μνημεία θα οριοθετούν τους κλυδωνισμούς της ισ τορίας, οι άν θρωποι θα ταξιδεύουν σ τον
χώρο και σ τον χρόνο, θα περπατούν, θα ερωτεύον ται, θα προσπαθούν να κατακτήσουν κάθε μικρή γωνιά του κόσμου. ο ένας με την κάμερα του κινητού τηλεφώνου, η άλλη με την τσάντα σ το χέρι, ένα ζευγάρι προτίμησε να καθίσει κατάγναν τα σ την απέραν τη θάλασσα
ο φακός μου βλέπει μόνο σκούρες φιγούρες, πάν τα τον γοήτευαν οι εναλλαγές φωτός και σκιάς
Το ταξίδι της φαντασίας δεν θ’ αργήσει. με τέτοιες εικόνες βλέπεις πιο φωτεινή τη χαρά της ζωής. Τρία
ζευγάρια κάνουν πιο τρυφερό το απογευματινό σκηνικό. Και πιο όμορφο. ο έρωτας, είπα, ο έρωτας. εκείνον είδα να παίζει το προαιώνιο κρυφτούλι του!
εκεί σ τον φάρο. στα χανιά της ισ τορίας, σ την Κρήτη των αιώνων.
μνημεία και άν θρωποι...
NφωΤοΓραφIεσ & ΚεIμεΝα: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
Το μπρούσκο της καρδιάς μας
Να μιλήσουμε για παρέες; Για μικρές ή μεγάλες ομάδες
αν θρώπων, όχι αυτές που συσ τήνον ται για να ασκούν εξουσία και να απολαμβάνουν καρπούς, μα για κείνες
που διατηρούν την έν νοια της κοινότητας και συν τηρούν τις αξίες του πολιτισμού. μια τέτοια ομάδα έτυχε
να συναν τήσω τελευταία στα χανιά, σ τα Νεώρια δ ε-
κα πέ ν τε αν θρ ώπου ς που μα ζ εύ ον ται τακτικά για να υπηρετήσουν την κοινή τους αγάπη, τη μουσική και το τραγούδι του τόπου.
Ναι, να μιλήσουμε για παρέες. από τα ισπανικά τη δανεισ τήκαμε τη λέξη - pareja- και μας έφτασε μάλλον μέσω των εβραίων που ήρθαν διωγμένοι από την ιβηρική, α λλά την κάναμε γρήγορα δική μας και τη συνταιριάξαμε με το βαθύτερο νόημα του πολιτισμού μας. Την ψιθυρί ζω κι έρχον ται σ το μυ α λό μου α πόηχοι άλλων εποχών Να η φιλική εταιρεία, να οι μικρές ομάδες που κατάφεραν να αλλάξουν τον κόσμο, να οι καλλιτέχνες που δημιούργησαν τα καινούρια ρεύματα, όλοι από μικρές παρέες ξεκίνησαν. Και θυμάμαι την έννοια της κοινότητας, έτσι όπως τον περιγράφει ο αρισ τοτέλης: «αυτός που δεν μπορεί να μετέχει σε κοινότητες ή δε ν τις χρειά ζ εται ε πειδή θεωρεί τον εαυτό του αυτάρκη, δεν μπορεί να είναι κομμάτι της πόλης, επομένως ή άγριο ζώο θα είναι ή θεός». η παρέα, όμως, είναι κάτι πολύ περισσότερο η συν τροφιά, η κοινότητα, οι κοινοί σ τόχοι, ο κοινός έρως, ακόμη και το ταίριασμα των χνώτων, όπως λέει ο λαός «αν δεν εμοιάζαμε δεν θα συμπεθεριάζαμε» προσθέτει μια κρητική παροιμία.
Γνώρισα τη μικρή παρέα τη φωτογραφίας σ την έκθεση του ευτύχη Τζιρτζιλάκη, του αν θρώπου που διασώζει την ισ τορία μας μαζεύον τας από όλον τον κόσμο τα όπλα του αγώνα. Και δεν ρώτησα πολλά, δεν ξέρω
αν είναι σύλλογος με χαρτιά και με βούλα ή άτυπη
>η συν τροφιά, η κοινότητα, οι κοινοί σ τόχοι, ο κοινός έρως, ακόμη και το ταίριασμα
των χνώτων, καταπώς λέει ο λαός.
«εμείς αν δεν εμοιά ζαμε δεν εσυμπεθεριά ζαμε»
προσ θέτει μια παλιά
κρητική παροιμία.
αμάδα που παρακάμπτει τα τετριμμένα και ασήμαν τα για να υπηρετήσει τα με γά λα και τα σ που δαία Ξέρ ω μόνο πως απόλαυσα το τραγούδι τους
«Παραδοσιακή
παρέα Νέας Κυδωνίας» ονομά ζον ται και ειδικεύον ται σ το ρι ζίτικο, μεταφέρον τας όχι μόνο τη χροιά και τον ήχο μα και το ήθος που εκφράζουν αυτά τα τραγούδια.
Ναι, να μι λήσουμε για παρέες σαν και τότε που ακούγαμε τη χαρούλα να τραγουδά σ τίχους του δικού μας μανώλη ρασούλη: Τους θυμάσ τε; Έλα στην παρέα μας, φαντάρε...
Κάτσε κι ένα ποτηράκι πάρε.
Ξέχνα στρατώνες και σκοπιές
κι από το μπρούσκο της καρδιάς μας πιες
αυτό το μπρούσκο της καρδιάς προσφέρουν απλόχερα οι παρέες. οι καλές παρέες.
NφωΤοΓραφIεσ & ΚεIμεΝα: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
Να πω, λοιπόν, τι μου αρέσει πιο πολύ σε τούτη τη σύν θεση: το τα ξίδι και η
υπέρβαση.
η μαγεία του μύθου που συναν τά την πραγματικότητα και την ξεπερνά, όπως ακριβώς και η μαγεία της εικόνας.
Η μαγεία του μύθου, η μαγεία της τέχνης
Τους θυμάμαι τώρα και πολλά χρόνια. δαίδαλος και Ίκαρος.
μια πετυχημένη ζωγραφιά σε κάποιο κτήριο του κασ τρινού λιμανιού, ένα ταξίδι πέρα από το μέτρο του αν θρώπου.
Τους κοιτάζω κάθε φορά που περνώ. Και βλέπω τα ανοιγμένα φτερά, και βλέπω την έν ταση των σωμάτων που προσπαθούν να ξεπεράσουν το αν θρώπινο μέτρο.
Το κτήριο ψυχρό, ίσως κι απρόσωπο μα ήρθε η τέχνη να κάνει τον κόσμο πιο όμορφο, να δώσει σ τον μύθο φτερά και να ξαναφέρει τα πράγματα σ την αληθινή τους υπόσ ταση Ναι, έτσι είναι Γιατί ο μύθος είναι ο μεγάλος καθρέφτης της αν θρώπινης ψυχής, οι αλλόκοτες και αν τιφατικές διασ τάσεις του κόσμου, οι αλλόκοτες και αν τιφατικές προεκτάσεις μας Πώς να μην θαυμάσεις τους μυθοπλάσ τες; Άφησαν τη φαν τασία τους να πετάξει σε πλατιούς ουρανούς, αφουγκράσ τηκαν τις αγωνίες μας και τα «θέλω» μας.
Ξανακοιτάζω την εικόνα. Κάπως πιο «σκληρή» μου φαίνεται τώρα, ίσως ξαναχρωματισμένη, και προσπαθώ να τη φέρω σ τις δικές της πραγματικές διασ τάσεις Ξανακοιτάζω και τις σκιές· συνεχίζουν κι εκείνες το δικό τους ταξίδι Ίσως τέχνη να είναι αυτό που σε κάνει να νιώθεις τα ξένα φτερά σ τους δικούς σου ώμους Ίσως
Να πω, λοιπόν, τι μου αρέσει πιο πολύ σε τούτη τη σύν θεση: το ταξίδι και η υπέρβαση. η μαγεία του μύθου που συναν τά την πραγματικότητα και την ξεπερνά, όπως ακριβώς και η μαγεία της εικόνας. συνήθως οι ζωγράφοι που ασχολούν ται με τον δαίδαλο και τον Ίκαρο μεταφέρουν σ τον καμβά τους την πτώση, τη σ τιγμή που ο αχόρταγος και αταξίδευτος Ίκαρος νιώθει τα κερένια φτερά του να λιώνουν, τη σ τιγμή που ο μύθος επαναφέρει τον ήρωα σ τα αν θρώπινα μέτρα, την ώρα της πτώσης Τούτος ο ζωγράφος - αν δεν κάνω λάθος ο Νίκος μουρέλος - το είδε διαφορετικά και προτίμησε να ζωγραφίσει τη μαγεία του υπερανθρώπινου ταξιδιού
Έτσι είναι η τέχνη. Κάποτε ξεφεύγει από το φόν το και από το πλαίσιο, κάποτε σε κάνει να βλέπεις τον δαίδαλο και τον Ίκαρο να φτερουγίζουν σ τον ουρανό μας.
σ τη Λ. Ικάρου
εκτυπώσεων σε χαρτί, καθώς και άλλες καινοτομίες σ τοχεύουν σ τη μείωση του περιβαλλον τικού αποτυπώματός του.
ο α ν α ν ε ω μ έ ν ο ς κ α ι μ ο ν τ έ ρ ν ο ς σ χ ε διασμός του κατασ τήματος, με εμπλουτισμέ νο και ανανεωμέ νο μίγμα πρ ο ϊ ό ν τ ω ν ( σ υ ν ο λ ι κά τ ο κα τ ά σ τ η μ α θ α διαθέτει περισσότερους από 8.000 κωδικούς προϊόν των) προσφέρει ακόμα με γα λύτερη ποικι λία ε πι λογών για όλου ς καθώ ς και ευκολότερο αγορασ τ ι κ ό τ α ξ ί δ ι Κ α ι φ υ σ ι κ ά , δ ι α θ έ τ ε ι
α σ υ ναγώνισ τες προσφορές και τις χαμηλότερες τιμές.
Το ανανεωμένο και εκσυγχρονισμένο S/M χαλκιαδάκης σ τη Λ. ικάρου 71 σ τη Ν αλικαρνασσό άνοι ξε ξανά τις πόρτες του! η ρι ζική ανακαίνιση του κατασ τήματος ολοκληρώθηκε έπειτα από δύο μήνες εργασιών και η νέα διαρρύθμιση σε συνδυασμό με τον καινούριο, σύγχρονο εξοπλισμό υπόσχον ται ένα ευκολότερο και απολαυσ τικότερο αγορασ τικό ταξίδι σε κάθε επίσκεψη!
Το πλήρ ω ς ανακαινισμέ νο κατάσ τημα βρίσκεται πλέον σε ένα επίπεδο και φέρει νέα πρόσοψη, σύγχρονο φωτισμό, νέα πλακάκια, δι πλά τζάμια και
ολοκαίνουριο εξοπλισμό για την καλύτερη εξυπηρέτησή των πε λατών μας επιπλέον, ο νέος φωτισμός LeD, το ηλεκτρονικό μόνιτορ για τη μείω ση των
Οι εργαζόμενοι του κατασ τήματος, μέλη της μεγά λης κρητικής οικογένειας, βρίσκον ται εκεί για να σας προσφέρουν τη μοναδική
εξυπηρέτηση
των S/M Χα λκιαδάκης και να κάνουν τις αγορές σας ακόμα πιο ευχάρισ τες, προσφέρον τας μία ολοκληρωμένη και α πολαυσ τική αγορασ τική εμπειρία, πάν τα με την ποιότητα και την εμπισ τοσύνη του ονόματος Χαλκιαδάκης.
> Νέα απολαυστική γωνιά και ανανεωμένη κάβα στο Max στην Αλικαρνασσό
Δί πλα μας ξανά το ανακαινισμένο s/m Χα λκιαδάκης
ΘαΛασσοζωσΤη, ΠαΝωρια Νησοσ
Κάποτε αφήνεσαι σ το χάδι του ανέμου, κάποτε αφήνεις το κύμα
να σου ψιθυρί ζει φλοίσβους, τραγούδια, τα ξίδια και νανουρίσματα.
Κρήτη θαλασσινή, Ελλάδα θαλασσινή Νησιά σαν χάντρες στο μεγάλο περιδέραιο της ιστο-
ρίας, λιμάνια, καράβια, ναύτες που λύνουν και δένουν πανιά, μικρές πινελιές σε μιαν απέραντη θα λασσογραφία που γράφεται στο ίδιο πανάρχαιο φόντο και ξαναγράφεται, έτσι που να μη μπορείς να δεις μήτε αρχή μήτε τέλος Ίδιο και το φως, πότε λαμπερό γα λάζιο πότε μελένιο
Το χάδι του ανέμου, το χάδι της ζωής, το πέπ λο που σκιρτά, τα νιάτα που σφύζουν Δυο
κοπέλες που ανέβηκαν σε βράχια πεταμένα από χέρια θεών ή από αγγίγματα μύθων, εδώ πέρα κάθε πέτρα έχει την ιστορία της, κάθε αμμουδιά μπορεί ν ’ αφηγείται, κάθε λιμάνι να μετρά ταξίδια κι επιστροφές.
Να τη χαρούμε τη θά λασσά μας, το γα λάζιο φόντο της δικής μας θα λασσογραφίας, το κύμα που κι εκείνο λέξεις μυστικές κουβα λά.
«Κρήτη, γαία τις εστί».
Η φωνή του Ομήρου. «Κα λή και πίειρα, περίρρητος»...
«Περίσσια π λούσια, θα λασσόζωστη, πανώρια» νήσος.
Πλούσια σε φως, περίσσια π λούσια.
Νήσος...
Και κα λοκαίρι. Σαν κύμα, σαν κρύστα λ λο.
Έτσι να αφήνεσαι στο χάδι του ανέμου, έτσι ν ’ αφήνεις το κύμα να σου ψιθ υρίζει ταξίδια.
Ν’ αφήν εσαι
σ το χάδι του αν έμου...
Μ Ι Α Α Κ O Μ Η Π Ι Σ ΤΟ Π Ο I Η Σ Η Γ Ι Α ΤΑ S / M Χ Α Λ Κ Ι Α Δ A Κ Η Σ
Από την TÜV HELL AS (TÜV NORD) για την πώληση
Μια ακόμη πιστοποίηση από την TÜV HELLAS (TÜV NORD), αυτής του σ υστήματος διανομής και πώλησης ιατρ οτεχνολογικών πρ οϊόν των, έρχεται να πρ ο στεθεί στις πρακτικές και διαδικασίες ελέγχου ποιότητας που εφ αρμό ζει η Χα λκιαδάκης Α.Ε., επιβεβ αιώνον τας τη διαρκή προσπάθεια παροχής ασφα λών και υψηλής ποιότητας προϊόντων και ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την εμπιστοσ ύνη των πελατών της.
σύμφωνα με τη νέα πισ τοποίηση, τα Super Markets χαλκιαδάκης διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις προδιαγραφές και τους κανονισμούς αποθήκευσης και εμπορίας ιατροτεχνολογικών προϊόν των, όπως αντισηπτικά, πάνες ενηλίκων, προσ τατευτικές μάσκες, γάν τια, προφυλακτικά, επιθέματα, επιδέσμους κ.α. Υπεν θυμίζεται ότι δέσμευση της χαλκιαδάκης α ε είναι η διατήρηση των υψηλών προδιαγραφ ών ασφα λείας σ το σύνολο των δρασ τηριοτήτων της και σε αυτό το πλαίσιο εν τάσσον ται τα παρακάτω:
Εφαρμογή Συσ τήματος Διαχείρισης Ποιότητας 9001, που
πισ τοποιεί ότι οι διαδικασίες της εταιρείας συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του διεθνούς πρότυπου ISo 9001, προσφέρον τας ένα συνεκτικό πλαίσιο διαχείρισης ποιότητας.
Εφαρμογή Συσ τήματος Ασφάλειας Τροφίμων 22000 και Δράσεων Διασφάλισης της Εταιρικής Κουλτούρας για την
Ασφάλεια Τροφίμων (Food Safety Culture) για την ασφάλεια των τροφίμων και την υλοποίηση δράσεων διασφάλισης της ποιότητας των προϊόν των.
Εφαρμογή Βασικών Αρχών Βιώσιμης Ανά π τυξης (ESG), που οδηγούν σε δρασ τηριότητες που λαμβάνουν υπόψη τις κοινωνικές, περιβαλλον τικές και οικονομικές επιπτώσεις.
Πισ τοποίηση Αποθήκευσης και Εμπορίας Βιολογικών Προϊόν των – BIO, με την τήρηση αυσ τηρών προδιαγραφ ών σε όλα τα σ τάδια α ποθήκευ σης και εμπορίας των προϊόν των.
Ιδιωτικό Πρωτόκολλο Διασφάλισης Προϊόν των Μαναβικής (E-Cer t), για εξασφάλιση της ποιότητας, πλήρους ιχνηλασιμότητας και ασφάλειας των προϊόντων.
ολοκληρωμένο Σύσ τημα Ιχνηλασιμότητας Προϊόν των Κρέατος, για εξασφάλιση της προέλευσης και της ποιότητας του κρέατος, για όλα τα σ τάδια της παραγωγής.
Κοινός παρονομασ τής σε όλα τα παραπάνω είναι η αδιαπραγμάτευτη και σ ταθερή πεποίθηση της χαλκιαδάκης α ε
που θέτει την ποιότητα στην κορυφή των προτεραιοτήτων της. Όχι σε θεωρητικό αλλά σε πρακτικό επίπεδο, με πισ τοποιήσεις από αξιόπισ τους, κορυφαίους διεθνείς οργανισμούς. αυτή η φιλοσοφία, άλλωσ τε, αποτελεί και βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα της μεγάλης κρητικής εταιρείας
ΤωΝ φΥΤωΝ
Το λουλούδι που χρωματίζει
τα καλοκαίρια μας
ΚειμεΝο - φωΤοΓραφιεσ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
επιμένει να αν θίζει μέσα σ το κατακαλόκαιρο, ιούλη - αύγουσ το, συχνά και σεπτέμβρη. Και το βλέπουμε
παν τού. στα χωράφια, σ τις αγριάδες, σ τις άκρες των δρόμων - κυρίως σ τις άκρες των δρόμων. δ εν τρομολόχα το λένε σήμερα. Και είναι ψηλό, ο βλασ τός του φτάνει τα δυο, κάποτε και τα δυόμισι μέτρα. αν θεκτικό φυτό, σκληρό για να αν τέχει την καλοκαιριάτικη ξηρασία. Και είναι να απορείς «πού βρίσκει χρώματα κι αν θεί πού μίσχο και σαλεύει» - έτσι για να θυμηθούμε τα λόγια του ποιητή μας Γιάννη ρίτσου που θαύμα ζε τα κυκλάμινα σ τις σχισμάδες των βράχων, όπως θαύμα ζε και το μεγαλείο της φύσης.
αλθαία το λέγανε παλαιότερα, αλθαία είναι και η επίσημη ονομασία του από το ρήμα αλθαίνω και άλθω που θα πει θεραπεύω δεκάδες είναι οι αναφορές της σ τα ιατρικά κείμενα της αρχαιότητας και των βυζαν τινών χρόνων - διοσκουρίδης, Γαληνός, αέτιος, ορειβάσιος - όλοι τους είχαν κάποια γιατρικά να συσ τήσουν φτιαγμένα με δεντρομολόχα. Το ίδιο συχνή ήταν και η χρήση της από τους λαϊκούς θεραπευτές του παλιού καιρού αλοιφές, μαν τζούνια, ιάματα Κάποτε, σε εποχές μεγάλων σ τερήσεων και πολέμων, την έτρωγαν κιόλας. μαγείρευαν τους τρυφερούς βλαστούς και τις ρίζες, όπως έκαναν και με τη λεγόμενη «ήμερη μολόχα». Και οι γιαγιάδες αποξήραιναν τα λουλούδια και τα έκαναν αφέψημα θεραπευτικό για τις αμυγδαλές και τον λαιμόπονο Τα αν τιπαρερχόμασ τε
όλα τούτα για να υποκλιθούμε σ τη γοητεία της, σ’ αυτό το τέλειο συνταίριασμα των χρωμάτων, σ τις απαλές διαβαθμίσεις, σ το σχήμα του λουλουδιού της, σ την επιμονή της να αν θίζει
όταν όλα γύρω είναι κίτρινα και ξερά. Να υποκλιθούμε και στον μύθο της σε τούτον τον τόπο όλα τα δέντρα και όλα τα φυτά μπλέκονται γλυκά σ τα γρανάζια του μύθου, άλλα ήταν κάποτε άν θρωποι - όπως η δάφνη για να θυμηθούμε το πιο γνωσ τό παράδειγμα - και άλλα φύτρωσαν με τρόπο θαυματουργικό.
αμέτρητες φορές έχω χαϊδέψει με τον φακό τούτο το ολόφωτο άν θος της αλθαίας, μα τούτη η φωτογραφία με συγκινεί
πιο πολύ και ας μην τη θεωρώ καλύτερη από τις άλλες Να είναι
το διάχυτο φως που καταργεί τις σκιές ή μήπως οι μικρές σ ταγόνες δροσιάς που ερωτοτροπούν με το βελούδινο χνούδι;
Ίσως όλα μαζί, ίσως και η ώρα της φωτογράφισης, ένα πρωινό
σε δρόμο του μυλοποτάμου, ίσως ακόμη και η επιμονή μου
να σ τέκομαι με δέος μπροσ τά σε κάθε λουλούδι σαν να το βλέπω για πρώτη φορά φτερούγισε ο νους, σαν δάκρυα μου φάνηκαν οι σ ταγόνες και ήταν σαν να ζων τάνευαν μεμιάς οι μνήμες και να ερχόταν από τη λαμπερή χώρα του μύθου κά-
ποια βασίλισσα με το όνομα του άν θους, μια άλλη αλθαία, που εγώ την είχα γνωρίσει σε κάποιο παραμύθι των παιδικών μου χρόνων - έτσι με παραμύθια πορεύεται ο κόσμος, σ τα παραμύθια φύλαξαν οι παλαιότεροι τις ισ τορίες, τις αγωνίες, τους φόβους, τις ελπίδες, τα μυσ τικά τους.
Το θυμάμαι ακόμη το παραμύθι. μιλούσε για μια μάγισσα και μια μωρομάνα Τα ονόματά τους δεν τα θυμάμαι, άλλωσ τε σ τα περισσότερα παραμύθια οι μάγισσες δεν έχουν ονόματα Ήταν, λέει, χειμώνας, κρύο πολύ και σ την αναμμένη παρασ τιά σιγοκαιγόταν ένα κουτσούρι, ένα ξερόξυλο. Το είδε η μάγισσα και είπε σ τη μωρομάνα ότι το νεογέννητο παιδί της θα πέθαινε μόλις καιγόταν ολόκληρο το κούτσουρο. χρειάσ τηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι το παραμύθι που τόση ταραχή είχε προκαλέσει κάποτε σ το παιδικό μου μυαλό διασώζει κάτι από έναν αντίσ τοιχο μύθο της αρχαιότητας, τον μύθο της αλθαίας.
Κάπως έτσι, λοιπόν, συνάντησα την αλθαία ένα καλοκαιριάτικο πρωινό Το δακρυσμένο λουλούδι μου έφερε σ το μυαλό τη δακρυσμένη μητέρα του μύθου και την ανέσυρα πρόχειρα σ τη μνήμη και αργότερα ξαναδιάβασα τον αρχαίο μύθο: Κάποτε ζούσε μια χαρούμενη κι ευτυχισμένη βασίλισσα στης Καλυδώνας τα μέρη Αλθαία την έλεγαν και είχε γιο τον Μελέαγρο Εφτά μέρες μετά τη γέννηση του Μελέαγρου πήγαν οι τρεις Μοίρες στο παλάτι, κρυφά - έτσι όπως πηγαίνουνε πάντα, για να δώσουν τα χαρίσματά τους στο βρέφος και να ορίσουν πόσους χ ρόνους θα ζήσει Λέει η πρώτη, η Κ λωθώ, αυτή που κρατούσε τη ρόκα της κι έκλωθε: «Όμορφος άντρας να γίνει, τόσο όμορφος που σαν κι αυτόν τα μην υπάρχει άλλος στον κόσμο» Σιμώνει και η δεύτερη, η Άτροπος, αυτή που κρατούσε τ ’ αδράχτι: «Γεν-
ΛαοΓραφιΚα ΤωΝ φΥΤωΝ
ναίος να γίνει, τόσο γενναίος που όμοιός του να μην υπάρχει στον κόσμο». Πλησιάζει και η τρίτη Μοίρα, η Λάχεσις, αυτή που κρατά το ψαλίδι και κόβει το νήμα του ανθρώπινου βίου, και λέει: «Λίγο να ζήσει. Όσο θα υπάρχει εκείνο το κούτσουρο στη φωτιά. Μόλις αποκαεί το ξύλο να τελειώσει και η δική του ζωή».
Κανένας δεν μπορεί να ακούσει τις Μοίρες, μα η Αλθαία το κατάφερε, άγνωστο πώς. Μόλις μίσεψαν, λοιπόν, τρέχει στην παραστιά της, σβήνει το κούτσουρο και το φυλάσσει βαθιά στο σεντούκι της. Άλλον τρόπο δεν είχε ν ’ αντιπα λέψει τα γραμμένα της μοίρας. Το κουτσούρι δεν θα μπορούσε κανείς να το βρει και κανείς να το κάψει. Άρα ο γιος της θα έμενε για πάντα ζωντανός.
Έτσι είπαν οι αρχαίοι μυθογράφοι. Και τα λόγια τους σώθηκαν ατόφια μέσα σ τα ελληνικά παραμύθια. μεταπλάσ τηκαν, ξεχάσ τηκαν τα ονόματα, αντί για τις μοίρες βρέθηκε να μάγισσα να μεταφέρει τα κακά μαν τάτα κι έμεινε σαν κατασ τάλαγμα η αγωνία της μάνας
Κοιτά ζω ξανά την αλθαία της εικόνας και συλλαβί ζω το συναξάρι της... φυτό ποώδες με ξυλώδη βλασ τό, φύλλα χνουδωτά, άν θη μεγάλα σε σχήμα χωνιού.
Το συναξάρι της άλλης αλθαίας, της μυθικής, δεν διαβάζεται είναι γραμμένο με τα προσ τάγματα της μοίρας και το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής αναρριγώ κάθε που θυμούμαι τον αρχαίο μύθο, τη Νιόβη μου θυμίζει, την άβυσσο μου φέρνει σ τον νου. Γιατί η αλθαία της Καλυδώνας ήταν εκείνη που
μεγάλωσε το παιδί της και το έκαμε άντρα σπουδαίο και δυνατό. Κάποτε όμως ξετύλιξε με τα δικά της χέρια τον μισοκαμένο δαυλό και τον έριξε σ τη φωτιά. Λέει ο μύθος ότι ο γιος της είχε σκοτώσει τον αδελφό της. Έτσι λέει. Κι εμείς προσπαθούμε να παραμερίσουμε την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής, να μαντέψουμε τις αποχρώσεις του μύθου αρχαίο παραμύθι λένε οι μελετητές, γνωσ τό σε όλο τον ελληνικό κόσμο. αναζητά τις ταλαντώσεις της ανθρώπινης ψυχής, τις σκοτεινές διαδρομές που οδηγούν από την αγάπη σ το μίσος.
Ψάχνω να μάθω αν υπάρχουν κάποια μυστικά νήματα που να συνδέουν την αλθαία του μύθου με τη δική μας, εκείνη που δίνει χρώμα σ το ελληνικό καλοκαίρι, και χάνομαι σ τους ατέρμονες λαβυρίν θους των λέξεων. φως από πουθενά. μόνο μια ξεχασμένη παράδοση, παρακλάδι παλιών λαϊκών παραμυθιών, δείχνει κάποια θολά μονοπάτια που διασχίζουν τους άτοπους λειμώνες του μύθου: ... Κάποτε ζούσε μια χαρούμενη κι ευτυχισμένη βασίλισσα στης Κα λυδώνας τα μέρη. Αλθαία την έλεγαν και είχε γιο τον Μελέαγρο. Εφτά μέρες μετά τη γέν νηση του Μελέαγρου πήγαν οι τρεις Μοίρες στο παλάτι, κρυφά - έτσι όπως πηγαίνουνε πάντα, για να δώσουν τα χαρίσματά τους στο βρέφος και να ορίσουν πόσους χ ρόνους θα ζήσει. Λέει η πρώτη, η Κ λωθώ, αυτή που κρατούσε τη ρόκα της κι έκλωθε: «Όμορφος άντρας να γίνει, τόσο όμορφος που σαν κι αυτόν τα μην υπάρχει άλλος στον κόσμο». Σιμώνει και η δεύτερη, η Άτροπος, αυτή που κρατούσε τ ’ αδράχτι: «Γενναίος να γίνει, τόσο γενναίος που όμοιός του να μην υπάρχει στον κόσμο». Πλησιάζει και η τρίτη Μοίρα, η Λάχεσις, αυτή που κρατά το ψαλίδι και κόβει το νήμα του ανθρώπινου βίου, και λέει: «Λίγο να ζήσει Όσο θα υπάρχει εκείνο το κούτσουρο στη φωτιά Μόλις αποκαεί το ξύλο να τελειώσει και η δική του ζωή»
Κανένας δεν μπορεί να ακούσει τις Μοίρες, μα η Αλθαία το κατάφερε, άγνωστο πώς Μόλις μίσεψαν, λοιπόν, τρέχει στην παραστιά της, σβήνει το κούτσουρο και το φυλάσσει βαθιά στο σεντούκι της Άλλον τρόπο δεν είχε ν ’ αντιπα λέψει τα γραμμένα της μοίρας Το κουτσούρι δεν θα μπορούσε κανείς να το βρει και κανείς να το κάψει Άρα ο γιος της θα έμενε για πάντα ζωντανός
Παραλλαγές γνωστών παραμυθιακών τύπων, περιπέτειες και αιτιολογικές ερμηνείες, όλα μαζί σαν ένα ταξίδι σε χώρες μαγικές, εκεί που οι αναμμένοι δαυλοί συναν τούν τα μαγικά πουκάμισα και αντί για το νήμα της αριάδνης μια ανώνυμη βασιλοκόρη σπέρνει δεντρομολόχες σ το δρόμο της. Τι απομένει, λοιπόν; ο απόηχος του μύθου, ο λόγος. μα και το όμορφο άν θος, η σαγήνη του, το ρόδινο χρώμα του πρωινού, ίσως και λίγες δροσοσ ταλίδες που μοιάζουν με δάκρυα Να είναι της αλθαίας από την Καλυδώνα; Ποιος ξέρει
Έτοιμα Γεύματα
για Φαγητό σ το Λε π τό!
Φρέσκο Sushi, συσκευασμένο καθαρισμένο φρέσκο ψάρι, φρέσκο συσκευασμένο κρέας και έτοιμα γεύματα, όπως μουσακάς, γεμισ τά, πασ τίτσ ιο, φασόλια, κεφτεδάκια, κοτόπουλο με ρύζι ή κινόα, γιουβέτσι, noodles και πολλές ακόμη νοσ τιμιές.
>Μπες κι εσύ σ τις μεγάλες μας κληρώσεις, αγοράζον τας τα αγαπημένα σου προϊόν τα με την Xtra card Χαλκιαδάκης και βγες νικητής!
Τα σ ταφύλια της Σητείας
Toy ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΟYΡΜΠΟYΡΑΚΗ
ΛΕΥΚΑ
Ροζακί
Σουλτανί
Νυχάκι
Κώτικο
Μυρωδάτο ή Δαφνάτο
ΡΟΖ – ΚΟΚΚΙΝΑ
Κομινάτο (το κα λύτερο)
Φράουλα
Καρντινά λε (εισαγωγής)
Χουρμάς
Εφτάκοι λο
Σιρίκι – Πετροσιρίκι
Ψωλ@το (λόγω σχήματος, η ρώγα στενόμακρη)
Τρύγος στην Κρήτη
τη δεκαετία του 1960
Φωτ. Γ. Δεληγιαννάκη.
Τρύγος στις Αρχάνες. Άγνωστος φωτογράφος, πιθανότατα
Κ Κουτουλάκης
ΛΕΥΚΑ Μοσχάτο
Θραψαθήρι
(κουρού) ταχτάς
Πλυτό
Βηλάνα
Μονόκουκο Ρωμνιοί
Ροδαμνούσα
Ευχαριστούμε!
ΚΟΚΚΙΝΑ Λιάτικο
Κοτσ υφά λι Βουϊδόματο Μαντηλάρι Δροσάτο Σιδερίτης
Αετόν υχος Ρωμέικο
Και μια επισήμανση: Κάποτε πρέπει να σ υγκεντρωθ ούν σε έναν κατάλογο όλες οι λαϊκές ονομασίες των σταφυλιών και των φρούτων που κα λλιεργούνται τώρα και πολλούς αιώνες στην Κρήτη. Μαζί με τις παραδοσιακές
ποικι λίες που - δυστ υχώς - εξαφανίζονται σταδιακά, χάνονται και οι λέξεις.
αΠο ΤοΝ αΓροΤιΚο μασ ΠοΛιΤισμο
η μαΚρα Κ αι ΠοΛyΠΛοΚη ισΤορια ΤοΥ ΤαΠειΝοy χειρομyΛοΥ
Ά λεθ ε, μύλε μου, ά λεθ ε
Ένα μικρό αφι έρωμα σε ένα πολύτιμο εργα λείο των πα λαιών
και στα χέρια που το κινούσαν. Στις προγιαγιάδες,
τις γιαγιάδες, τις μανάδες, τις γ υναίκες που δημιούργησαν, ανέπτ υξαν και σ υντήρησαν
τον περίφημο διατροφικό
ΚειμεΝο - φωΤοΓραφιεσ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
Ξεχασμένος και παραπεταμένος σήμερα ο ταπεινός χειρόμυλος έγραψε τις δικές του
χρυ σές σε λίδες σ την ισ τορία. εμφανίσ τηκε σ τα
βάθη της αρχαιότητας και σηματοδότησε το πέρασμα σε ένα ανώτερο σ τάδιο πολιτισμού, σ την
εποχή που ο άν θρωπος-τροφοσυλλέκτης άρχισε
να ε πεξ εργά ζ εται την τροφή του και να παρασκευάζει ψωμί.
μέχρι και πριν α πό λίγες δεκαετίες δε ν υπήρχε
σ πίτι σ την Κρήτη χωρίς χειρόμυλο. δούλευαν οι
γυναίκες, σ τροβίλιζαν την πανωπέτρα, άλεθαν σιτάρι, κριθάρι, φάβα, ροβίθια και τραγουδούσαν...
Άλεθε, μύλε μου, άλεθε!
μα ζί με τον χειρόμυλο διατηρήθηκαν για αιώνες
κι αιώνες τα επιμύλια άσματα, τα τραγούδια του μύλου. μελωδικά, ρυθμικά για να μεταφέρουν τον ρυθμό τους σ τα χέρια της γυναίκας που άλεθε Γυναικεία δουλειά ήταν το χειρομύλισμα α πό τότε
που οι ανδροκρατούμε νες κοινωνίες της προϊσ τορίας μά ζ ευ αν δεκάδες σ κλάβες σ τα με γά λα μυκηναϊκά ανάκτορα
μας πολιτισμό.
Ε, όχι και πρωτόγονος....
Kι οι σκλάβες πιάνουν τον κον τάλεθο, σκυφτές χερομυλίζουν, το άσ προ εφτακρίσαρο να φουρνισ τεί, να φάει το αφε ν τολόϊ Ν Καζαν τζάκης, oδύσεια Z263-264
Τον πρ ώτο ορισμό για τον χειρόμυλο τον είχα διαβάσει σ τα μαθητικά μου χρόνια σε κάποιο βιβλίο της εποχής, μά λλον ε γκυκλοπαίδεια ή σχολικό λεξικό: «πρωτόγονο χειροκίνητο εργαλείο
για την ά λεση των δημητριακών καρπών»
ακόμη θυμούμαι την έκπληξή μου γι’ αυτόν τον χαρακτηρισμό, μου φαινόταν αταίριασ τος. Πρωτόγονος, λοιπόν, ο χειρόμυλος; Πρ ωτόγονο το λιτό α λλά τόσο χρήσιμο εργαλείο που έβλεπα σ το σ πίτι του παππού, πάν τα φρονιμεμένο, πάν τα καθαρό, σκε πασμέ νο με λευκή πετσέτα; Πρ ωτόγονες και οι γυναίκες,
Πάνω: Χειρόμυλος
στο χωριό Μονή του Μα λεβιζίου
Αριστερά: Χειρόμυλος
σε σχέδιο του Δημήτρη Σαριδάκη
μανάδες, θειάδες, ξαδέρφες, γιαγιάδες που κάθον ταν κατάχαμα δίπλα του και με κινήσεις επιδέξιες έκαναν τη μια του πέτρα να σ τροβιλίζεται πάνω σ την άλλη και να αλέθουν πότε το σιτάρι για τον ξινόχον τρο και πότε τα ροβίθια για το φτάζυμο ψωμί μας; είχαν τον τρόπο του ς εκείνες οι γυναίκες.
Κάθε που ετοιμά ζον ταν ν ’ α λέσουν φορού σαν τις φαρδιές τους φουσ τάνες και τις μεγάλες ποδιές, άπλωναν ένα υφαντό σ το δάπεδο, κάθονταν κατάχαμα, έβαζαν τον χειρόμυλο ανάμεσα σ τα πόδια τους κι άρχιζαν να γυρνούν περισ τροφικά το χερούλι. αργά, ρυθμικά, με τρόπο και τέμπο...
Τώρα που ξανασκέφτομαι τον ορισμό και θυμάμαι τις εικόνες των πρώιμων παιδικών μου χρόνων, νομίζω πως ο ταπεινός και σχεδόν ξεχασμένος σήμερα χειρόμυλος αποτέλεσε α ληθινή τεχνολογική ε πανάσ ταση κι ας ήταν τόσο α πλός σ την κατασκευή του, φτιαγμέ νος με κοινότατα υλικά: δυ ο σ τρογγυλές πέτρες, ένα απλό ξύλινο χερούλι, ένα κομμάτι σιδερόβεργα κι ένα μικρό σανίδι που έμπαινε κάπου ανάμεσα σ τις πέτρες, απέτρεπε την τριβή τους κι έκανε πιο γλυκό το σ τροβίλισμα επανάσ ταση γιατί συνοψίζει τη συλλογική ανθρώπινη εμπειρία και οι αρχές λειτουργίας των σ τηρίζον ται σε έννοιες της γεωμετρίας και της φυσικής, όχι αυτονόητες για την α πώτερη αρχαιότητα, όπω ς: κύκλος, τριβή, περισ τροφή, φυγόκεν τρος δύναμη...
μέχρι και το τρίτο τέταρτο του 20ού αιώνα (1975-1980 πε-
αΠο ΤοΝ αΓροΤιΚο μασ ΠοΛιΤισμο
ρίπου) ήταν το απαραίτητο εργαλείο του παλιού νοικοκυριού δύσκολα πορεύον ταν οι φαμίλιες χωρίς χειρόμυλο. Κι αν δεν είχαν, έπρεπε να αναζητήσουν σ τη γειτονιά και σε συγγενικά σπίτια. δ εν ήταν λίγα τα πρόχειρα ή τα γρήγορα φαγητά που γίνον ταν με χόν τρο (χον τραλεσμένο σιτάρι) σε παλαιότερες εποχές, μάλισ τα, ο χόν τρος χρησιμοποιούν ταν σχεδόν όπως χρησιμοποιείται σήμερα το ρύζι. σε ν τολμάδες, σε γεμισ τά, σε εξαίσιους συνδυασμούς με λαχανικά, με κρέατα, με χοχλιούς (σπουδαία γασ τρονομική επινόηση οι χοχλιοί με τον χόντρο, ένα α πό τα πλέον χαρακτηρισ τικά πιάτα της κρητικής κουζίνας)
Οι χειρόμυλοι των ομηρικών χρόνων
Άγ νω σ το πότε εμφανίσ τηκε ο χειρόμυλος σ τη μορφή που τον γ νωρί ζουμε σήμερα, άγ νωσ τος κι εκείνος που τον ε πινόησε. Όμως, όπως είπαμε ήδη, φαίνεται να αποτελούσε κατασ τά λαγμα μακραίωνων εμπειριών, παρόμοιων μ’ εκείνες που είχαν οδηγήσει πρ ωτύτερα σ την κατασκευή των γουδιών, των κυλινδρικών τριβείων και άλλων αρχέγονων εργαλείων.
στην ελλάδα η ισ τορία του χειρόμυλου χάνεται σ τα προομηρικά χρόνια. ο ποιητής της ιλιάδας και της οδύσσειας μας άφησε σπουδαίες πληροφορίες όχι μονάχα για το ίδιο το εργαλείο αλλά και για τις συνήθειες που επικρατούσαν εκείνα τα χρόνια σχετικά με την παρασκευή της τροφής οι ανδροκρατούμενες κοινωνίες της μυκηναϊκής εποχής είχαν αναθέσει σ τις γυναίκες το κοπιασ τικό άλεσμα των σιτηρών, σε σκλάβες οι πιο ευκατάσ τατοι. Πενήν τα τέτοιες σκλάβες είχε ο αλκίνοος σ το ανάκτορό του:
Πενήντα μέσα στο παλάτι του γυναίκες σκλάβες έχει
Άλλες αλέθουν στους χειρόμυλους καρπό χ ρυσό σα μήλο
κι άλλες υφαίνουν
(Όμηρος, Οδύσσεια η 103-105, μετάφρ Καζαν τζάκη- Κακριδή)
Παραστατικές ποιητικές περιγραφές, που κάνουν τη φαν-
τασία μας να καλπάζει και να βλέπει τις σκλάβες σε βασιλικές
αυλές και σε δ ωμάτια να χειρομυλί ζουν καθισμέ νες σ τη σειρά. δώδεκα σκλάβες άλεθαν σ τους χειρόμυλους της Πηνελόπης, σ το ανάκτορο της ιθάκης, λίγο πριν ε πισ τρέψει ο οδυσσέας από τον πόλεμο της Τροίας και τη βασανισ τική περιπλάνησή του σ τις θάλασσες:
Φωνή κι από το σπίτι ακούστηκε μαζί μιανής αλέστρας
κοντά, κει που ήταν οι χειρόμυλοι του βασιλιά στημένοι
Γυναίκες δώδεκα τους δούλευαν κι αλέθανε κριθάρι και
στάρι, να γενούν στα κόκαλα μεδούλι των ανθρώπων
Οι άλλες γυναίκες πια κοιμόντουσαν, μια κι είχαν
απαλέσει και μια μονάχα ακόμα δούλευε,
τι η πιο αχαμνή ήταν σκλάβα…
(Όμηρος, Οδύσσεια υ 105-110, μετάφρ. Καζαν τζάκη-Κακριδή).
Όπως φαίνεται από το έπος, κάθε σκλάβα
αναλάμβανε
να αλέσει μια συγκεκριμένη ποσότητα καρπού και η «πιο αχαμνή» δούλευε ακόμη και τη νύχ τα για να προλάβει να τελειώσει την εργασία της.
Μια...
στην αρχαία Γραμματεία
«Καὶ παχυσκελὴς ἀ λετρὶς πρὸς μύλην κινουμένη».
στίχος ιαμβικός, αρκετά γνωσ τός σ την αρχαιότητα
Τον συναντάμε στα Ιαμβικά Αδέσποτα της αρχαίας Γραμ-
ματείας, τον αναφέρει κι ο Πλούταρχος (Ηθικά, Ότι ουδέ
ηδέως ζην έσ τιν κατ ' Επίκουρον, 1101, F5).
χον τροπόδαρη χειρομυλωνού πιθανώς να τη λέ-
γαμε σε νεότερες εποχές, ίσως και χον τρασκελού: η
χον τροπόδαρη αλέσ τρα γυρίζει τον χειρόμυλο
Οι πολύσημες απηχήσεις του μύθου
εκείνα τα πολύ μακρινά χρόνια οι άν θρωποι πίσ τευαν ότι όλα
τα εργαλεία και όλα τα μέσα που διευκόλυναν τον δύσκολο
αν θρώπινο βίο ήταν δώρα θεών Και ως μέγας δωρητής του
χειρόμυλου, όπως και όλων των μύλων, εθεωρείτο ο δίας. Ένα α πό τα πάμπολλα προσωνύμιά του μά λισ τα ήταν μυλεύ ς: δίας ο μυλεύς, δηλαδή ο προσ τάτης των μύλων («ζευς ο μυλεύς δι’ ου οι άν θρωποι τας μύλας και τους οδόν τας κινούσιν, ή ο αρτοδότης - από της μύλης» Σχόλια σ τον Λυκόφρονα 433436).
Άλλοι πάλι πίσ τευαν ότι ο χειρόμυλος ήταν δώρημα της θεάς των δημητριακών καρπών, της δήμητρας.
Πλήθος είναι οι εκδοχές για την αρχική προέλευση του χειρόμυλου σ τον αχανή αρχαίο μυθόκοσμο εκτός από τον δία και τη δήμητρα ευρέτης του χειρόμυλου θεωρήθηκε:
- ο μύλης, γιός του βασιλιά της σπάρτης Λέλεγα.
- ο μύλας, ένας α πό τους Τελχίνες (δαιμονικές μορφές της ρόδου). Άξιο παρατήρησης είναι το ότι αυτός ο μύλας είχε δώσει το όνομά του σε ένα ροδίτικο βουνό, μάλλον και σε άλλες περιοχές του νησιού «μυλαντία άκρα εν Καμίρω της ρόδου» γράφει ο στέφανος Βυζάν τιος (Εθν , 461, 12) ο ίδιος αναφέρεται και σ τους μυλαν τίους θεούς («από του μύλαντος... του και πρώτου ευρόν τος εν τω βίω την του μύλου χρήσιν ». σύμφ ωνα με τον λεξικογράφο ησύχιο, σ τη ρόδο υπήρχαν ακόμη και ιερά των μυλαντίων θεών σε πολλές από τις αρχαίες παραδόσεις δεν υπήρχε σαφής διαχωρισμός ανάμεσα σ τον χειρόμυλο και τους υπόλοιπους μύλους.
χονδροπόδαρη χειρομυλωνού
ΥΠΕΡ ΚαΛοΚαιρι 2023
ο εύνοσ τος, που αναφέρεται ως «επιμύλιος δαίμων» σε αρχαίες πηγές.
Πίσω από όλο αυτόν τον μυθολογικό πλούτο κρύβεται η τεράσ τια σημασία των μύλων και ο ρόλος τους σ την εξέλιξη του πολιτισμού ο άν θρωπος της προϊσ τορίας, ο άλλοτε τροφοσυλλέκτης που τρεφόταν μόνο με κυνήγι, φρούτα, χόρτα και ωμούς καρπούς, περνούσε πλέον σε ένα επόμενο σ τάδιο, εκείνο που οδήγησε τελικά σε μόνιμες εγκατασ τάσεις σ τον χώρο και σ τη δυνατότητα αποθήκευσης της τροφής· η αλευροποίηση υπήρ ξ ε σημείο καμπής, καθώς ο άν θρωπος είχε πλέον τη δυνατότητα να μετασχηματίζει τις πρώτες ύλες και να παρασκευάζει ψωμί
Ψηφίδες ιστορίας:
χειρόμυλοι και χονδροκοπεία
από τα πρ ώιμα ισ τορικά χρόνια ο χειρόμυλος φαίνεται να χρησιμοποιούν ταν για την α λευροποίηση μικρών ποσοτήτων σίτου ή άλλων δημητριακών καρπών καλύπτον τας κατασ τάσεις ανάγκης Όμω ς, κατασ τάσεις ανάγκης δε ν
παρατηρούν ταν μόνο σ τα νοικοκυριά αλλά και σ τους μετακινούμενους πληθυσμούς, ακόμη και σ τους σ τρατούς, ιδιαίτερα σε περιόδους εκσ τρατειών. Λόγω της ευπάθειάς του το αλεύρι δεν ήταν εύκολο να μεταφέρεται σε μεγάλες αποσ τάσεις και, όπως μας πληροφορεί ο Ξενοφών, το ψωμί για τη διατροφή των σ τρατιωτών εξασφαλιζόταν με επιτόπιες αλευροποιήσεις. φαίνεται πως οι σ τρατοί κουβαλούσαν χειρόμυλου ς ή λά ξ ευ αν πέτρες και του ς έφτιαχναν σ του ς τόπου ς προορισμού:
Όταν μπαίνουμε σε μια χώρα που δεν έχει λεηλατηθεί και στην οποία είναι πιθανόν να βρούμε σιτηρά, τότε πρέπει να έχουμε έτοιμους χειρόμυλους και να παρασκ ευάζουμε τρόφιμα γιατί ο χειρόμυλος είναι το ελαφρότερο από τα εργαλεία που χ ρησιμοποιούνται για την παρασκευή άρτου. (Κύρου Παιδεία, VI, 2, 31 - ελεύθερη απόδοση).
Κατά παρόμοιο τρόπο χρησιμοποιήθηκε και σ τα βυζαντινά χρόνια:
Έν των λίαν ευχρήσ των οικιακών οργάνων, προς άλεσιν κυρίως σίτου και παρασκευήν του διά τα φαγητά χόνδρου, ήτο ο χειρόμυλος ή το χειρομύλιν [που εχρησιμοποιείτο] υπό τω ν
Αλέθοντας
στον χειρόμυλο
τα ρεβίθια για
το εφτάζυμο
Η Φωτεινή στην
Κασταμονίτσα
αΠο ΤοΝ αΓροΤιΚο μασ ΠοΛιΤισμο
Στην Αμοργό ο χειρόμυλος
είναι το βασικό εργα λείο για το ά λεσμα της φάβας >
πτωχών οικοδεσποινών είτε υπό δούλων εις τας οικίας των πλουσίων, εχρησιμοποιείτο δε και υπό των σ τρατιωτών ε ν καιρώ εκσ τρατείας, γράφει ο βαθύς μελετητής του βυζαντινού κόσμου φαίδων Κουκουλές (ΒΒΠ, τ. ιι, 2, 1948: 110).
στα Τακτικά του Λέον τος του σοφού (PG 720) οι χειρόμυλοι συγκαταλέγον ται ανάμεσα σ τα είδη που έπρεπε να μεταφέρον ται με τις άμαξες σ τις περιοχές όπου κατευθυνόταν ο βυζαν τινός σ τρατός: Αμάξας ευσ ταλείς φερούσας ετοίμως την αναγκαίαν εις χρείαν αποσκευήν, οίον τε τα ειρημέ να έργα και χειρόμυλα και πριόνια, και ορύγια, και σφύρας, π τυάρια, κοφίνους....
Όπως μας πληροφορεί ο ησύχιος, οι Βυζαν τινοί χρησιμοποιούσαν και τον όρο χονδροκοπείον, προφανώς παράλληλα με τον χειρόμυλο η σημασία της λέξης είναι προφανής ο χόν τρος (απλός, ξινόχον τρος, γλυκόχον τρος κ.α.) ήταν από τις συνηθισμένες τροφές των Βυζαν τινών.
Και σε κρητικά λογοτεχνικά κείμενα της Βενετοκρατίας αναφέρον ται οι χειρόμυλοι:
η Κατερίνα η μαστόρισσα από τ ’ οξύ μαντήλι
ήρθε με την Προφύλαινα κι αγάλι’ αγάλι’ εμίλει
και μια Μαρούλα αλυφαντού χήρα βαστά ορθομύλι
και ξέβη και συνέδραμε καλά κανένα μύλι
κι εφάνηκαν οι κώλοι της μεγάλοι χειρομύλοι...
γράφει ο άσεμνος ποιητής του 14ου αιώνα στέφανος σαχλίκης (535-539)
σε κάποιες περιοχές του ελληνικού χώρου υπήρχαν μονάχα κοινόχρησ τοι κοινοτικοί χειρόμυλοι, σ τημένοι συνήθως σ τις γειτονιές και σ τις πλατείες, αλλά το καθεσ τώς αυτό αποτελούσε εξαίρεση
μετά
τη βιομηχανική ε πανάσ ταση, ή κι ακόμη πρωτύτερα, το άλεσμα σε χειροκίνητους μύλους θεωρήθηκε αναχρονισ τικό. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα είχαν αρχίσει να ακούγον ται φ ωνές για οπισ θοδρόμηση της ε λληνικής αγροτικής οικογένειας. είναι χαρακτηρισ τικό ένα κείμενο του ι α τρ ο φ ι λό σ ο φ ο υ μ αρ κά κ η ζ α λ ώ ν η α πό τ ην Τ ήν ο πο υ χαρ α κτηρίζει «αποτρόπαιον» το άλεσμα σε χειρόμυλους: οι κάτοικοι [των νησιών του αρχιπελάγους] έχουσι την αποτρόπαιον συνήθειαν του να χάνωσι μέρος της εβδομάδος αλέθοντες με χερομύλους… (μ. ζαλώνης, Ισ τορία της Τήνου, αθήναι
1888 - πρώτη έκδοση σ τα Γαλλικά, Παρίσι 1809: 93)
τρ αγ ού δια του
χειρ όμυλου
δ εν ήταν μονάχα κοπιασ τική αλλά και μονότονη η εργασία των γυναικών που είχαν επιφορτισ τεί με το άλεσμα των δημητριακών καρπών σ τους χειρόμυλους Κάθον ταν με τις ώρες επαναλαμβάνον τας ακατάπαυσ τα την ίδια κίνηση μοναδικό αν τίδοτο σ’ αυτή την ατέλειωτη μονοτονία αποτέλεσε το τραγούδι και μάλισ τα ένας ιδιαίτερος τύπος ρυθμικών ασμάτων που ονομάσ τηκαν «μυλωθρικά» και «επιμύλιες ωδές». Τα άσματα αυτά επιτελούσαν δυο βασικούς σκοπούς, έναν ψυχαγωγικό και έναν πρακτικό: αφενός έκαναν πιο ευχάρισ τες τις ώρες του αλέσματος και αφετέρου βοηθούσαν σ τη διατήρηση ενός σ ταθερού ρυθμού σ τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις των αλεκτρίδων ο ρυθμός των ασμάτων εναρμονιζόταν με τον ρυθμό των χεριών
Όπω ς μαρτυρεί ο αρισ τοφάνης, ο αλεξανδρινός γραμματικός, «ιμαίος»
ήταν το τραγούδι των μυλωνάδων:
«ιμαίος ωδή μυλωθρών» (αθήναιος, ιδ, 619b).
«ιμαίος, ωδή επιμύλιος» συμπληρώνει ο λεξικογράφος ησύχιος.
Πλήθος είναι οι σχετικές αναφορές
σ
την αρχαία Γραμματεία Το πιο γ νω -
σ
τό και πιο διαδεδομέ νο «ε πιμύλιον άσμα» μας το παραδίδει ο Πλούταρχος:
άλει, μύλα, άλει
και γαρ Πιτ τακός άλει
με γάλας Μυτιλάνας βασιλεύων
(Επ τά Σοφών Συμπόσιον 157 ε)
Τα τραγούδια του μύλου σώθηκαν
για πολλούς αιώνες, ίδια σχεδόν, πάντα
ωραία και προσαρμοσμέ να σ τη ζωή.
σοδειά και δεν είχε ακόμη αλωνισ τεί ο καινούργιος καρπός. Τότε οι φαμί λιες βολεύον ταν με πλακόπιτες και αθόπιτες που φτιάχνον ταν πολύ γρήγορα (ά λεθαν σ τον χειρόμυλο, ζύμωναν χωρίς προζύμι κι έψηναν πρόχειρα τις πίτες σ τη φωτιά). οι αφηγήσεις παλαιότερων γυναικών που προλάβαμε να καταγράψουμε τις δεκαετίες 1980 και 1990 μεταφέρουν ένα εξιδανικευμένο σκηνικό. οι αφηγήτριες δε ν αναφέρον ταν τόσο σ τη σ τέρηση και την έλλειψη σ τοιχειω δ ών αγαθών όσο σ τη χαρά της νεανικής του ς ζωής χειρομύλι ζαν και τραγου δού σαν, κυρίω ς ερ ωτικά τραγού δια και μαν τινάδες: «έτσι περνούσε πιο γρήγορα η ώρα και δεν καταλαβαίναμε κούραση».
ε παναλαμβάνουσι μοιρολόγια το οποία ήκουσαν εις κηδείαν, εις την οποίαν παρευρέθησαν, προασκούμε ναι τρόπον τινά εις όσα αυταί θα θρηνωδήσωσιν, αν, ο Θεός να φυλάγη, χάσωσι κανέ να συγγε νή τω ν. (Ν. Γ. Πολίτης, περιοδ. Λαογραφία, α΄, σελ. 126).
Τα ίδια περί που λέει και ο Κ . σιμόπουλος συνοψίζον τας περιγραφές περιηγητών που είχαν ε πισκεφτεί τον ε λληνικό χώρο: Το κυριότερο α πό τα σκεύη του σ πιτιού ήταν ο χειρόμυλος για
το άλ εσμα του καλαμποκιού. Τον δού-
λ ευαν τις νύχ τες οι γυ ναίκ ες μοιρολογών τας για κάποιο δικό τους σκοτωμέ νο από την εχθρική φάρα (Ξένοι Tαξιδιώτες
σ την Eλλάδα, τ. Γ1, aθήνα 1992, σ. 361).
είναι εν τυπωσιακό το ότι και σ τα νεότερα χρόνια διατηρήθηκαν
«επιμύλιες
ωδές», ταυτόσημες περίπου με τις αρχαίες:
άλεθε, μύλε μ’, άλεθε
κάνε τ’ αλεύρια σου ψιλά
τα πίτερά σου τραγανά
Παρόμοια ήταν και τα ε πιμύλια άσματα της Κρήτης:
Άλεθε, μύλε, άλεθε
ν’ αλέσομε το σ τάρι, γιατί δε ν έχομε ψωμί
και κάνομε πιτάρι (Θ. δετοράκης, Δημοτικά Τραγούδια, 1976: 194).
Τα άσματα αυτά ακούγον ταν σ το νησί μέχρι τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, περισσότερο σε περιοχές σ τις οποίες ο
για παρασκευή αλεύρων - όχι μόνο για
το άλεσμα του χόν τρου, της φάβας και των ροβιθιών του εφτά ζυμου συνήθω ς έκαναν α λεύρι όταν υπήρχε έ λλειψη ψωμιού ή όταν τελείωνε η παλιά
«επιμύλιος ωδή» πρέπει να ήταν το γ νω σ τό δημώ δες άσμα για τον επίσκοπο του δαμαλά (οικισμός της Τροιζηνίας). εξισ τορεί την περι πέτεια του επισκόπου, ο οποίος πήγε να ψαρέψει
αλλά δεν αρκέσ τηκε σ τα μικρά ψάρια
που έβρισκε και πήγε βαθύτερα για να
πιάσει πιο με γά λα εκεί τον έ πιασαν πειρατές, τον πήραν και τον έβαλαν να
γυρί ζ ει μύλο και να κουνά έ να «αραπόπουλο» σ την κούνια του:
Πίσκοπε του Δαμαλά
δίχως νου, δίχως μυαλά
τα λιανά δε ν ήθελες
τα με γάλα γύρευες
τράβα το χειρόμυλο
κούνα τ’ αραπόπουλο…
εξαιρετικά ε νδιαφέρου σες είναι οι περιγραφές του χειρομυλίσματος κατά
την περίοδο της οθωμανοκρατίας. στη μάνη, όπου η βεν τέτα ρήμαζε τις φαμελιές, αν τί για τραγούδια οι γυναίκες
που άλεθαν σ τους χειρόμυλους έλεγαν μοιρολόγια: Αλέθουσαι τον χειρόμυλον
Ο τρ όπο ς λειτουργίας
η βασική αρχή κατασκευής του χειρόμυλου στηρίζεται στη λογική της περισ τροφής μιας πέτρινης πλάκας πάνω σε άλλη ανάμεσά τους τοποθετείται ο καρπός που προορίζεται για άλεση με την τριβή θρυμματί ζ εται ή κονιορτοποιείται. Και οι δυο πέτρες είναι σ τρογγυλές, ομόκεν τρες. η κάτω πέτρα είναι ακίνητη και σ το κέν τρο της είναι προσαρμοσμένη μια μικρή σιδερένια ράβδος, επίσης σ ταθερή η πάνω πέτρα
έχει μια οπή σ το κέ ν τρο και μέσα σ ’ αυτήν προσαρμόζεται η μικρή σιδερένια ράβδος. από αυτή την οπή ρίχνουν
ο ι χ ε ι ρ ο μ υ λ ω ν ο ύ δ ε ς μ ε τ ι ς χο ύ φ τ ε ς
του ς μικρές ποσότητες καρπού για
ά λ ε σ η . η λ ο γ ι κ ή τ ω ν ο μ ό κ ε ν τ ρ ω ν
σ τρογγυλών λίθων σ
χειρόμυλος χρησιμοποιήθηκε
αΠο ΤοΝ αΓροΤιΚο μασ ΠοΛιΤισμο
Α. η κάτω πέτρα είναι συνήθως πιο μεγάλη από την πάνω στην αρχαιότητα την έλεγαν «τράπεζα» ή απλώς μύλη. στην Κρήτη τη λένε κατωμύλι (το), κάτω πέτρα ή κατώπετρα. συνήθως είναι σ τρογ γυλή αλλά μπορεί να είναι και τετράγωνη. Όταν είναι καλής ποιότητας είναι «κουφωτή», έχει δηλαδή ειδική εκβάθυνση μέσα σ την οποία κινείται η πάνω πέτρα. Υπάρχουν
όμως και κάτω πέτρες χωρίς εκβάθυνση Το μέγεθός της κυμαίνεται συνήθως έχει διάμετρο 50-60 εκ οι ράθυμοι και αργοκίνητοι άν θρωποι παρομοιάζον ται με… την κάτω πέτρα του μύλου: «αυτός είναι αμπάσος σαν την κάτω πέτρα του μύλου.
Β. Το βρόχι. είναι ο σιδερένιος ή ξύλινος άξονας που βρίσκεται ακριβώς
σ το κέν τρο του εκβαθύσματος Γύρω απ’ αυτό περισ τρέφεται η πάνω πέτρα
Γ. Πάνω πέτρα είναι αυτή που περισ τρέφεται Την έλεγαν και «όνο» ή «όνο αλέτη» στρογγυλή, με μια τρύπα ακριβώς σ το κέν τρο της όπου «θηλυκώνει» (προσαρμόζεται) το βρόχι. η τρύπα αυτή έχει διάμετρο 2-5 εκατ. και χρησιμοποιείται για να μπαίνει από κει ο καρπός και να αλέθεται.
Δ. Το χειρόξυλο ή χερούλι, ή χεραγώνι. Λαβή ξύλινη, προσαρμοσμένη
σ την περιφέρεια της πάνω πέτρας Την κρατούν και γυρί ζουν την πάνω
πέτρα για το άλεσμα του καρπού
Ε. η χελιδόνα. Για να μην ακουμπά η μια πέτρα πάνω σ την ά λλη, ε πινοήθηκε η «χελιδόνα», μια λεπτή ξύλινη βάση που έμπαινε μεταξύ των δυο λίθων. Και η περισ τροφή γινόταν πιο εύκολα και η άλεση του σίτου ήταν πιο αποτελεσματική, χωρίς να φεύγουν τρίμματα από τις πέτρες ΣΤ. η πόρτα ή «μπούκα» είναι η τρύπα που υπάρχει σ την παρειά της κάτω πέτρας και από την οποία βγαίνει το αλεύρι
Χοχλιοί με χόντρο
½ κιλό χοχλιούς
½ κούπα ελαιόλαδο
1 κρεμμύδι ψιλοκομμένο
1 μελιτζάνα χον τροτριμμένη
2 κολοκυθάκια χον τροτριμμένα
1 πατάτα σε κυβάκια
1 καρότο χον τροτριμμένο
½ κιλό ν τομάτες τριμμένες
2 κούπες χόν τρο
αλάτι, πιπέρι
Βράζομε τους χοχλιούς σε νερό για 3-4 λεπτά. χύνομε το νερό, τους καθαρί ζομε αφαιρ ών τας μεμβράνες και ακαθαρσίες και τους ξεπλένομε.
σε κατσαρόλα ζεσ ταίνομε το λάδι και τσιγαρί ζομε ελαφρά το κρεμμύδι Προσ θέτομε του ς χοχλιού ς, του ς τσιγαρίζομε 5 λεπτά, τους ανασύρομε και τους αφήνομε να περιμένουν. ρίχνομε σ την κατσαρόλα τη μελιτζάνα, τα κολοκύθια, την πατάτα και το καρότο Τσιγαρίζομε λίγο και προσθέτομε τη ντομάτα. Βράζομε 10 λεπτά και ρίχνομε 5 κούπες νερό. Όταν πάρει βράση ρίχνομε τον χόν τρο. ανακατεύ ομε, α λατοπι περ ώνομε, χαμηλώνομε τη θερμοκρασία και σιγοβράζομε για 15 λεπτά ρίχνομε τους χοχλιούς και συνεχίζομε το βράσιμο μέχρι να απορροφηθούν τα περισσότερα υγρά και να ψηθεί το φαγητό, άλλα 15 λεπτά, προσ θέτον τας λίγο ζ εσ τό νερό, αν χρειασ τεί σκε πά ζομε την κατσαρόλα με πετσέτα και αφήνομε το φαγητό να μείνει 10 λεπτά πριν σερβίρομε.
Μπορούμε να αν τικατασ τήσομε ½ κούπα χόν τρο με αν τίσ τοιχο ξινόχον τρο
Αριστερά: Ένας ωραίος χειρόμυλος
στη Μονή Αγ Γεωργίου Επανωσήφη
Τα μέρη του χειρ όμυλου
Χοιρινό
με χόντρο
1 κιλό κρέας σε μπουκιές
2 κούπες χόν τρο
1 κρεμμύδι ψιλοκομμένο
½ κιλό ν τομάτες τριμμένες
½ ποτήρι ελαιόλαδο
αλάτι, πιπέρι
Πάνω: Χειρόμυλος που χρησιμοποιήθηκε στην Ινδία Ταχυδρομική κάρτα του 1900
Αριστερά: Χειρόμυλος στην Κρήτη
Έργο του σπουδαίου ζωγράφου Δ.ημήτρη Σαριδάκη.
Δεκαετία 1950
σε κατσαρόλα ζ εσ ταίνομε το λάδι και τσιγαρί ζομε το κρεμμύ δι να γυ α λίσει. Προσθέτομε το κρέας και το γυρνάμε να ροδίσει απ’ όλες τις πλευρές. ρίχνομε τη ν τομάτα και 1 κούπα νερό και μόλις πάρει βράση χαμηλώνομε τη θερμοκρασία και μαγειρεύομε μέχρι να μισοψηθεί το κρέας, προσθέτον τας νερό όποτε χρειάζεται Τέλος ρίχνομε τον χόν τρο, αλάτι και πιπέρι, ανακατεύομε και μεταφέρομε σε ταψί Προσθέτομε 5 κούπες νερό, σκεπάζομε με αλουμινόχαρτο και ψήνομε σ το φούρνο για μισή ώρα περίπου. Προς το τέλος ξεσκεπάζομε το ταψί, ανακατεύομε και ψήνομε άλλα 15 λεπτά.
Αν θέλομε, μπορούμε να ολοκληρώσομε το μαγείρεμα σ την κατσαρόλα
Έχει την έν ταση του κρητικού καλοκαιριού και τα βασικά γνωρίσματα της κρητικής κουζίνας. Γεύ σ η καθαρή, αυθε ν τική, χωρίς πολλά μπαχάρια, μυρου διά φρέσκου λεμονιού με μια ελαφριά χροιά καπνισμένου ξυλόφουρνου, χρώμα ελκυσ τικό, ροδοκόκκινο Καπρικό το λέμε σ την Κρήτη, σκέτο καπρικό δ εν είναι ένα απλό χοιρινό ψημένο σ τον φούρνο, είναι το χαρακτηρισ τικό μεζεκλίκι των κρητικών πανηγυριών, το ξ εροψημέ νο και σ χεδόν υπερβολικά α λατισμέ νο κρέας που συνοδεύει τα χρόνια της αθωότητας και δίνει μια επίγευση νοσ ταλ-
γίας σ τις ακόρεσ τες παιδικές μας μνήμες. σπουδαίο συνοδευτικό του φλογάτου
παραδοσιακού μας κρασιού, μα και των άλλων, των πιο σύγχρονων, ιδιαίτερα των κόκκινων που συν τηρούν την οινική μας παράδοση.
Πατρίδα του, δηλαδή πατρίδα του συγκεκριμέ νου τρόπου ψησ ίματος, η Κρήτη, οι κεν τροανατολικές περιοχές, το οροπέδιο Λασιθίου και τα χωριά της ανατολικής - βορειοανατολικής Πεδιάδας. από εκεί κατάγεται και από εκεί ξεκίνησε πριν από αιώνες για να προσαρμοσ τεί σ τα δεδομένα των νεότερων εποχών, να γίνει το απόλυτο έδεσμα της μεγάλης εορτής του δ εκαπεν ταύγουσ του, να δημιουργήσει ένα πάρεργο (περισ τασιακό επάγγελμα) και να ταξιδέψει... Να τα ξιδέψει παν τού, ακόμη και χι λιόμετρα μακριά μέσα σε κοφίνια με λ εμονόφυλλα ή νεραν τζόφυλλα, φορτωμένο σε γαϊδουράκια και σε μουλάρια.
Ξύλινα κιβώτια με καπρικό στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας στη Βόνη
Το ΚαΠριΚο Τησ ΚρηΤησ :
Το ΚαΠριΚο Τησ ΚρηΤησ
στους δύσκολους αιώνες της οθωμανικής κατοχής χάνεται η μακρά ισ τορία του. στις συνήθειες των χρισ τιανών όχι μόνο να τρώνε το χοιρινό κρέας, σε αν τίθεση με τους μουσουλμάνου ς, α λλά και να εκτρέφουν οι ίδιοι του ς χοίρου ς τους μια ποικιλία χοίρων κυριαρχούσε τότε σ το νησί, εκείνη με το λιγότερο λίπος, το ζωηρό κόκκινο κρέας και το αραιό μαύρο τρίχωμα. Τους έβρισκες παντού. στις αυλές, στους στάβλους, ακόμη και σ τις εξοχές, σ τα βουνά ή όπου υπήρχαν πεσμέ να φρούτα και βε λάνια. μια και αναφερθήκαμε, όμω ς, σ του ς μου σουλμάνου ς της Κρήτης ας υπε ν θυμίσουμε ότι ήταν κρητικής καταγωγής και είχαν αλλαξοπισ τήσει, άλλοι με το καλό για λόγους προσωπικού συμφέροντος και άλλοι με το ζόρι. οι περισσότεροι από αυτούς δεν ξεχνούσαν τη συνήθ ει α τ ω ν χ ρ ι σ τ ι α ν ώ ν πρ ογ όν ω ν το υ ς κα ι έ τρ ω γ α ν χο ιρ ι ν ό , σ υ νήθως κρυφά.
Ο Μωάμεθ, σημειώνει η ευαγγελία φραγκάκι, απαγορεύει σ τους οπαδούς του το χοιρινό· όμως πολλοί Τουρκοκρήτες ως π χ ο υφασματοπώλης Λιτσαρδάκις, φίλος του πατέρα μου, εμαγείρευε σ το χαρέμι του και γουρου νόπουλο. Κείνη την ημέρα εμαγείρευε η γυναίκα του για να μην πάρουν χαμπάρι οι υπηρέτριες... (Τα υπόλοιπα, 1981: 45).
ας επανέλθομε, όμως, σ το καπρικό χαρακτηρισ τικό της κρητικής γασ τρονομικής παράδοσης είναι τα λεμονόφυλλα
ακόμη και σήμερα οι νοικοκυρές να τα απλώνουν σε ταψιά και πανέρια και πάνω τους να σερβίρουν κρεατικά και γλυκίσματα. Και μόνο η εικόνα αρκεί για να ανοί ξει την όρεξη Να ξυπνήσει και τη νοσ ταλγία όσων ζήσαμε τέτοιες υπέροχες σ τιγμές και α ποτυπώθηκαν σ την οθόνη του νου μας τόσο λαμπερές εικόνες Πρόκειται για μια όμορφη συνήθεια που μαρτυρεί σεβασμό σ την ποιότητα της τροφής, αισ θητική και φρον τίδα, τόσο του φαγητού όσο κι εκείνων σ τους οποίους σερβίρεται. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον κρητικογράφο Καζαν τζάκη που, παιδί ακόμη, περίμενε τον παππού του να κατεβεί α πό το ορεινό χωριό του σ το με γά λο Κάσ τρο και να κρατά το ίδιο πάν τα πεσκέσι, ένα ψητό γουρουνόπουλο τυλιγμένο σ τα λεμονόφυλλα; Να τι λέει: Γέρος κοτσονάτος, με άκουρα άσπρα μαλλιά, με γαλά-
ζια γ ελούμενα μάτια, με βαριές χερούκ λες όλο ρό ζους· άπλωνε να με χαδέψει, και το δέρμα μου ξεγδέρνουν ταν Φορούσε την κυριακάτική του σκούρα λουλακ ιά φουφούλα, μαύρα στιβάνια, άσπρο με γα λάζιες βούλες κεφαλομάν τιλο Και κρατούσε, τυλιμένο σε λεμονόφυλλα, το ίδιο πάντα πεσκέσι: ένα γουρουνόπουλο ψητό στο φούρνο· γ ελούσε, το ξεσκ έπαζε και μοσκομύριζε το σπίτι· κ ι από τότε τόσο πολύ έσμιξε, έγινε ένα ο παππούς μου με το ψητό γουρουνάκι και με τα λεμονόφυλλα, που δεν μπορώ πια να μυριστώ ψημένο χοιρινό κρέας ή να μπω σε περιβόλι με λεμονιές χωρίς ν ’ ανέβει στο μυα λό μου, γελαστός, απέθαντος, με το ψητό γουρουνόπουλο στα χέρια, ο παππούς μου Και χαίρουμαι γιατί όσο ζω θα ζει κι αυτός μέσα μου, κανένας ά λλος πια στον κόσμο δεν τον θυμάται, και θα πεθάνουμε μαζί
Θυμούμασ τε κι εμείς Τον Άγιο Παν τελεήμονα σ το μπιτζαριανώ και σ τους Κουνάβους, την αγιά μαρίνα σ τη Βόνη, την Παναγιά σ την αγκάραθο, ακόμη και τη γιορτή της μυρτιδιώτισσας σ τα ξεπνέματα του καλοκαιριού. Περιφέρον ταν οι πουλητάδες του κα πρικού με τις καλαμένιες κανισκάρες φορτωμένες σ τα σκαρβέλια των υποζυγίων και τις λαδόκολλες σ τα χέρια εικόνες όχι μονάχα του μακρινού παρελθόντος μα και του παρόν τος, αφού το περισ τασιακό επάγγελμα επιβιώνει ακόμη.
Έτσι το ζήσαμε κι έτσι το ζούμε το καπρικό της Κρήτης. ελάχισ τοι, όμω ς, ξ έρουν ότι πίσω α πό αυτό το εορτασ τικό έδεσμα και τις συν θήκες κάτω από τις οποίες διατίθεται κρύβεται μια ισ τορία πολλών αιώνων με εθιμικές αλλά και οικολογικές προεκτάσεις. Ίσως να φαίνεται παράξενο σ τα μάτια κάποιου ξένου επισκέπτη που βλέπει μέσα στο πυρωμένο κατακαλόκαιρο τους Κρητικούς να φουρνίζουν και να ξεφουρνί ζουν χοιρινό κρέας, αφού τα πολύ λι παρά φαγητά δε ν ταιριάζουν με τις καιρικές συν θήκες της εποχής Κι όμως, ο τρόπος που ψήνεται το καπρικό προσδίδει αρετές και μιαν ιδιότυπη δροσιά, που οφείλεται τόσο σ τη γεύση όσο και σ το λεμονάτο άρωμά του.
Καπρικό, η μεγα λύτερη απόλαυσις στην εορτή της Παναγίας 15 Αυγούστου
εΝα ΚειμεΝο Τησ εΥ. φραΓΚαΚι Το καπρικό, ένα είδος ψητού στο φούρνο χοιρινού, είναι εκλεκτό έδεσμα και πουλιέται στα πανηγύρια, κυρίως της Παναγίας 15 Αυγούστου. Μαζί με το φτάζυμο και το χορό είναι η μεγα λύτερη απόλαυσις της ημέρας. Λέγεται καπρικό γιατί σε πα λιότερα χ ρόνια το έκαναν από κάπρο (αγριόχοιρο). Σήμερα γίνεται από αρσενικό χοίρο αμουνούχιστο (μη ευνουχισμένο). Αλλά στην ανάγκη γίνεται και από γουρούνα. Ο χοίρος τεμαχίζεται, αλατίζεται, ψήνεται στο φούρνο σκέτος χωρίς υγρά και άμα ψηθεί τυλίσσεται σε πορτοκα λόφυλλα ή λεμονόφυλλα.
Οικολογία σ την πράξη
η ισ τορία του καπρικού και η εξέλι ξή του συνδέεται άμεσα με τον αυτοκαταναλωτικό χαρακτήρα των παλαιών νοικοκυριών. Παλαιότερα οι αγροτικές οικογένειες τρέφον ταν με τα «βρισκούμενα», με τα αγαθά που παράγον ταν σ τα κτήματά τους και με όσα υπήρχαν άφθονα σ τη φύση, όπως τα άγρια χόρτα και οι χοχλιοί Κρέας κατανάλωναν σπάνια, πρωτίσ τως σε μεγάλες γιορτές, σε πανηγύρια και σε κοινωνικές εκδηλώσεις· σε μεταγε νέσ τερες ε ποχές, γύρ ω σ τα μέσα του 20ού αιώνα, καθιερώθηκε η κυριακάτικη κρεοφαγία. οι ανάγκες σε κρέας καλύπτον ταν με πουλερικά, κυνήγια και οικόσιτα ζώα οικόσιτα ζώα ήταν και οι χοίροι εκείνα τα χρόνια δεν έβρισκες αγροτικό νοικοκυριό χωρίς τον δικό του χοίρο. οι αγροτικοί πληθυ σμοί προμηθεύ ον ταν τα γουρουνόπουλα σ τις αρχές του καλοκαιριού, τα έτρεφαν με περισσεύματα και τα χρισ τούγεννα έφταναν να ζυγίζουν 80-100 οκάδες, κρέας αρκετό όχι μόνο για να καλύψει την εορτασ τική ευωχία μετά το σαρακοσ τιανό σαραν τάμερο μα και για να περισσέψει και να συν τηρηθεί με τις γνωσ τές μεθόδους της κρητικής παράδοσης (απάκια, λουκάνικα, χοιρομέρια, σύγλινα κ.α.).
η τακτική να προμηθεύ ον ται χοιρίδια σ τις αρχές ή σ τα μέσα του καλοκαιριού δεν ήταν τυχαία Τότε άρχιζε η περίοδος της αφθονίας φρούτα και λαχανικά, απίδια και σύκα, και μαζί βελάνια, σε αφθονία κι αυτά με λίγα λόγια ο χοίρος των χρισ τουγέ ν νων με γά λωνε χωρίς να ε πιβαρύνει το αγροτικό εισόδημα, αφού τρε-
... και κρατούσε, τ υλιμένο σε λεμονόφυλ λα, το ίδιο πάντα πεσκέσι: ένα γουρουνόπουλο
ψητό στο φούρνο· γελούσε, το ξεσκέπαζε
και μοσκομύριζε το σπίτι.
φόταν μονάχα με α ποφάγια, περισσεύματα, χορταρικά και φρούτα από αυτά που δεν κατανάλωναν οι άν θρωποι, όπως υπερώριμα απίδια ακόμη και το καθημερινό πλύσιμο των μαγειρικών σκευών πρόσφερε τροφή για τον χοίρο επειδή περιείχε λάδια και άλλα υπολείμματα. ο μ. Πιτυκάκης παραθέτει μια σχετική φράση, αρκετά συνηθισμένη σε παλαιότερες εποχές: «ο χοίρος μου είναι παχύ ς γιατί τονε ποτί ζω όλο α ποπλύματα» (Λεξικό, τ α΄: 161-162)
Σπουδαία οικολογική αν τίληψη, αλλά και πρακτική λύση ανάγκης...
οι γερον τότεροι, ακόμη και οι σημερινοί 70άρηδες, πιθανώς θυμούν ται τους χοιροτρόφους σ τις μεγάλες ζωοπανηγύρεις του νησιού. Έβαζαν τα γουρουνόπουλα μέσα σε κόφες και κοφίνια, τα φόρτωναν σε γαϊδούρια και σε μουλάρια και τα κουβαλούσαν σ τα παζάρια, άλλος πέντε, άλλος δέκα, άλλος πολύ περισσότερα αξέχαστη θα μου μείνει η ηλικιωμένη
κυρία α πό το μεραμπέλλο που πριν α πό λίγα
Μονή Αγίας Μαρίνας στη Βόνη
χρόνια, σ το περιθώριο των γυρισμάτων της ταινίας του Γιάννη σμαραγδή για τον Καζαν τζάκη, είδε δυο κοφίνια παρα πεταμέ να σ το έρημο χωριό χον τροβολάκοι (εκεί έ γινε μέρος των γυρισμάτων) και ανασ τέναξε με νοσ ταλγία: «ωχ, Θεέ μου, σε τούτα τα κοφίνια έβαζε ο μακαρίτης ο πατέρας
μου τα γουρουνάκια και γύριζε τα χωριά και τα πουλούσε»
αξέχασ τη και η επίσης ηλικιωμένη κυρία α πό το Θραψανό
που όταν, το 1983, καθίσαμε με τον Γιώργο Ποταμιανάκη
σ την αυλή της, δεν σ ταματούσε να μιλά για το μεγάλο αρκαλοχωρίτικο παζάρι: «Όπου και να πήγαινες έβλεπες αν θρώπου ς με κοφίνια και κόφες γεμάτες γουρουνάκια Όποιος ήθελε να μεγαλώσει χοίρο για τα χρισ τούγεννα, σ το αρκαλοχώρι πήγαινε κι αγόραζε γουρουνάκι. Κι αν τύχαινε και δεν έβρισκε, έτρεχε σε ά λλα πα ζάρια. μέχρι και σ τις μοίρες έφτασε μια φορά ο πατέρας μου επειδή δεν πρόλαβε να αγοράσει α πό τα πα ζάρια του αρκα λοχωρίου και του Κασ τε λλιού»
Ο κύκλος αναπαραγωγής και η θυσία
των... απόμαχων κάπρων
Καλόγεννο και πολύτοκο ζώο είναι ο χοίρος μια γουρούνα μπορεί να γεννήσει μέχρι δυο φορές τον χρόνο, συχνά οχ τώ
και δέκα γουρουνάκια και η περίοδος της κυ οφορίας της διαρκεί περί που 120 μέρες, πράγμα που ήξ εραν κα λά οι αγροτικοί πληθυσμοί Υπήρχε, μάλισ τα, και μια ευρηματική
παροιμία σ την Κρήτη που αναφερόταν σ τους χρόνους κυοφορίας των ζώων:
Το ούτσι - ούτσι τέσσερις η καρκατζόλα πέν τε
και το γατί και το σκυλί εξην ταπέν τε μέρες!
Το ούτσι ήταν παρακε λευ σ τικό του χοίρου και, όπω ς είναι φυ σικό, δήλωνε τον χοίρο (τέσσερις μήνες διαρκεί η κυ οφορία του). Καρκατζόλα ήταν η αίγα που γε ν νά πέ ν τε μήνες μετά τη σύλληψη.
στην Κρήτη οι περισσότερες χοιρομάνες γεννούσαν μονάχα μια φορά και τα τελευταία ζευγαρώματα γίνον ταν σ τα τέλη της άνοιξης και σ τις αρχές του καλοκαιριού Τότε ολοκληρ ωνόταν η α ποσ τολή των κά πρ ων! εν τά ξαμε αυτή τη μικρή και πάγκοινη ισ τορία σ το μυθισ τόρημα «δυο φεγγάρια δρόμο», σε ένα κεφάλαιο που περιγράφει το κλίμα των καλοκαιριών πανηγυριών σ την Κρήτη προσαρμοσμένο σ την πλοκή του λογοτεχνικού έργου Το σχετικό απόσπασμα:
Σίμωνε η γιορτή του Άι Νούφρη και οι Ανεγνωρίτες
ασβέστωναν τις αυλές τους, καθάριζαν τους δρόμους, κούκλα το έκαναν το χωριό Στις 12 του Ιούνη γιόρταζε η μεγ ά λη εκκ λησά και γινόταν παν ηγ ύρι τρικούβερτο Ο ι γ υναίκ ες καταπιάνον ταν με τη λάτρα των σπιτιών κι οι άν τρες ετοίμαζαν τους φούρνους και τα καπρικά
- Βαριόμοιρα ζων τανά, έλεγε ο μπάρμπα Φρίξος κάθε φορά που άκουγε μούγκρισμα κάπρου αυτή την εποχή. Ο
Θεός να μας συγχωρέσει για το κακό που σας κάνομε.
Ξεφούρνισμα καπρικού
στη Βόνη
Τύψεις ένιωθε ο Φρίξος για τις θερινές θυσίες των κάπρων
Κακόμοιροι κάπροι Μα ποιο αρσενικό έχει μοίρα σε τούτο τον κόσμο να έχετε κ ι εσείς; Τους βλέπετε, μωρέ; Τους ταΐζεις, τους βαβα λίζεις, τους κανακίζεις όσο θες τη βαρβατιά τους, όσο περιμένεις να γκαστρώσουν τις γουρουνοπούλες Κι όταν δεις τη γ ουρούνα γκαστρωμέν η, κλείνεις το μάτι στον κάπρο και του δείχνεις το μαχαίρι ζωή κριματισμένη Του λες: έκαμες τη δουλειά σου, μου γέμισες γουρουνάκια την αυλή και το σώχωρο, εκαβα λίκεψες, ήπιες κι εσύ μια γουλιά χαρά, φτάνει σε σκόλασε τώρα, τι να σ ’ έχω; Να σε ταΐζω μόνο; Και δώστου κι ακονίζεις κασαπομάχαιρα.
Πα λιά συνήθεια το φούρνισμα του καπρικού στο Ανέγνωρο. Από τις αρχές του κα λοκαιριού μέχ ρι τα μισά του Σεπτέμβρη έσφαζαν τους κάπρους και καμάρωναν για το ψήσιμό τους. Μπόλικο α λάτι, πυρωμένος φούρνος για να γίνει το κρέας ροδοκόκκινο, να τραγανιστεί απόξω χωρίς να ξεραθεί και να μη χάσει τους χυμούς του από μέσα. Κι ύστερα έκοβαν λεμονόφυλλα, τα έστρωναν στα πανέρια, έτρωες το καπρικό και γέμιζε το στόμα σου αρώματα. Μεγά λη μαστοριά· κι αν δεν πετύχαινε κανείς το ψήσιμο και γινόταν το καπρικό του μαλακό, τον περιγελούσαν στα καφενεία…
(Ν. Ψιλάκης, Δυο Φεγγάρια Δρόμο, Καρμάνωρ 2013: 200).
Από τις αρχές του κα λοκαιριού μέχρι
τα μισά του Σεπτέμβρη έσφαζαν τους
κάπρους και καμάρωναν για το ψήσιμό τους.
Μπόλικο α λάτι, π υρωμένος φούρνος για
να γίνει το κρέας ροδοκόκκινο...
ανέ γ νωρο είναι το φαν τασ τικό χωριό της Κρήτης σ το οποίο εξελίσσεται η πλοκή του μυθισ τορήματος σ τις αρχές
της δεκαετίας του 1950.
Οι απαρχές
δ εν είχαν όλες οι αγροτικές οικογένειες κάπρους, όπως δεν είχαν και άλλα σερνικά οικόσιτα ζώα (ταύρους, τράγους, κριούς) και οι λόγοι σχετίζον ται με τη διαχείριση των διατροφικών αγαθών. Τα χρόνια σ τα οποία αναφερόμασ τε η χοιροτροφία ήταν περισ τασιακή α πασχόληση, όχι μόνιμο επάγγελμα. οι εκτροφείς συν τηρούσαν κάπρους και χοιρομάνες όχι για να εμπορευτούν το κρέας τους αλλά τα μικρά γουρουνόπουλα, τακτική προσαρμοσμένη α πολύτως σ την τοπική εθιμολογία και σ τις συν θήκες κατανάλωσης του χοιρινού κρέατος.
Το ΚαΠριΚο Τησ ΚρηΤησ
η περίοδος ωρίμανσης του κά πρου ώσ τε να μπορέσει να... εκπληρώσει τα καθήκον τά του και να γονιμοποιήσει τις γουρουνομάνες διαρκεί έναν χρόνο περίπου. Κάπροι μικρότερης ηλικίας δεν μπορούν να συνευρεθούν με γουρουνοπούλες Το τραγικό γι’ αυτά τα ζώα έγκειται σ το γεγονός ότι η ηδονή της γε νετήσιας ορμής σηματοδοτού σε και το τέ λος
του βίου τους. Όπως είδαμε και σ το απόσπασμα από το μυθισ τόρημα, τους έσφαζαν αμέσως μετά και οι λόγοι είναι καθαρά οικονομικοί. αν τους κρατούσαν σ τη ζωή θα έπρεπε να
τους ταΐ ζουν ολόκληρο τον χρόνο και το επιπρόσθετο βάρος
που θα έπαιρναν δεν κάλυπτε την αξία της συντήρησής τους
Γι’ αυτό και προτιμούσαν την τακτική ανανέωση των επιβητόρων. Τους έσφαζαν, λοιπόν, σ τα πανηγύρια και ανανέωναν
τους επιβήτορες με νεότερες γενιές.
η έρευνά μας για τις απαρχές του καπρικού ως μεζέ των πανηγυριών και σ τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα οδηγεί σε δυο περιοχές του νησιού: σ το οροπέδιο Λασιθίου και σ τα ανατολικά και βόρεια χωριά της Πεδιάδας, περιοχές που είχαν συχνότατη ε πικοινωνία με το Λασίθι. σε άγ νω σ τη εποχή, πολύ πριν από τον 20ό αιώνα, οι άν θρωποι αυτών των περιοχών έσφαζαν τους κάπρους σ τις 14 αυγούσ του, παραμονή της Παναγίας, της μεγάλης εορτής του καλοκαιριού Το ψήσιμο σ τον φούρνο ήταν ο πιο πρόσφορος τρόπος, άλλωσ τε τις μέρες αυτές οι γυναίκες φούρνιζαν το κατ ’ εξοχήν εθιμικό ψωμί του δ εκα πε ν ταύγου σ του, το φτά ζυμο. Άναβαν, λοιπόν, οι λασιθιώτικοι φούρνοι και η ευρηματική κουζίνα της Κρήτης προσάρμοσε το φαγητό σ τις ανάγκες των αν θρώπων και σ τις εθιμικές πρακτικές του νησιού! οι παλαιότερες συζητήσεις μας με αξέχασ τους λόγιους Λασιθιώτες (στ σπανάκης, ι. Καραβαλάκης, Ν. Τζερμιαδιανός κ .α.) αποκαλύπτουν ένα εν τυπωσιακό σκηνικό, καθώς δεν υπήρχε γειτονιά σ τα μικρά και τα μεγαλύτερα χωριά του οροπεδίου που να μη μύριζε εφτάζυμο ψωμί και καπρικό κρέας κατά την παραμονή της Παναγίας και ανήμερα της μεγάλης γιορτής αργότερα, μετά την ανακήρυξη της Κρητικής Πολιτείας και τον πρ ώτο άνεμο ε λευθερίας που άρχισε να π νέει σ το νησί, οι μετακινήσεις προσκυνητών προς τα φημισμένα ιερά του νησιού αυξήθηκαν Τότε ακριβώς άρχισε να διαδίδεται η με γά λη φήμη της αγίας μαρίνας αμέτρητοι προσκυνητές άρχισαν να συρρέουν με γαϊδουράκια και μουλάρια από κάθε γωνιά της Κε ν τροανατολικής Κρήτης. Πιθανώ ς να εμφανίσ τηκαν εκεί οι πρώτοι υπαίθριοι πωλητές κα πρικού. η ηλικιωμέ νη κυρία α πό το Θραψ ανό μας μι λού σε το 1983 για κάποιον Καπαρουνάκη που είχε σ τήσει επιχείρηση σ τα περάσματα των προσκυνητών της αγίας μαρίνας, κυρίως όσων έρχονταν από το Λασίθι με τα σ τολισμένα γαϊδουρομούλαρα, ύσ τερα από μια κουρασ τική διαδρομή που περνούσε μέσα από βουνά και χαράδρες και διαρκούσε λές-πολλές ώρες.
Το πλανόδιο εμπόριο καπρικού
Το πλανόδιο εμπόριο καπρικού άρχισε σ τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, κυρίως από κατοίκους των οικισμών γύρω από την αγία μαρίνα της Βόνης, αρκετοί
από τους οποίους έλκουν την καταγωγή από το οροπέδιο. αρχικά σ το πανηγύρι της αγίας μαρίνας, αργότερα σ τα πανηγύρια των κον τινών οικισμών και μετά πολύ μακριά, σ το μελεβίζι, σ το μονοφάτσι, σ τη μεσαρά.
Θα φανεί παράξενο σ τους σημερινούς καταναλωτές, όμω ς το κα πρικό μπορού σε να διατηρηθεί για πολλές ώρες ακόμη και σε ημέρες πολύ υψηλών θερμοκρασιών, λόγω των ποσοτήτων αλατιού που περιείχε και των συν θηκών μεταφοράς Πολλοί από τους πλανόδιου ς πωλητές ξ εκινού σαν τη νύχ τα α πό τα
χωριά τους και έφταναν σ τους προορισμούς τους το
πρ ωί ή και μετά τη λειτουργία. αν μη τι ά λλο, οι άν -
θρ ωποι αυτοί διατήρησαν την παράδοση των οικισμών των καθολικών εξ ειδικεύ σεων σε διάφορες
τεχνικές και επαγγέλματα.
δ εν γνωρίζω αν ήταν γηγενής ποικιλία οι μαύροι χοίροι της Κρήτης, είναι γνωστή όμως η προτίμηση των Κρητών στο χοιρινό κρέας τουλάχισ τον α πό τα ισ τορικά χρόνια, α πό τότε που το εθιμικό γαμήλιο φαγητό των κατοίκων της αρχαίας Πραισού (σητείας) ήταν το χοιρινό κρέας είναι επίσης γνωσ τό ότι οι χοίροι που εκτρέφον ταν σχεδόν αποκλεισ τικά σ το νησί μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν εξαιρετικά αν θεκτικοί σ τις καιρικές μετα π τώσεις, ζώα μεγά λης παραγωγικότητας, με κρέας ιδιαίτερα γευσ τικό Το τρίχωμά
τους ήταν αραιό, μαύρο και οι Κρήτες αξιοποιούσαν όχι μόνο
το κρέας αλλά και το δέρμα και τις τρίχες τους Τα περίφημα
κα προπέτσια που έβα ζαν οι βοσκοί κάτω α πό τα σ τιβάνια τους κατασκευάζονταν με δέρμα αυτών των μαύρων χοίρων. μεταφέρουμε εδώ ένα σχετικά άγνωσ το κείμενο Λασιθιώτη συγγραφέα, του χρύσαν θου Καρύδη, άλλοτε διευθυν τή του Βιοτεχνικού επιμελητηρίου ηρακλείου, που το 1983 είχε εκδώσει το βιβλίο Αγροτικά της Κρήτης, βασισμένο κυρίως σ τις αναμνήσεις και σ τα βιώματά του:
Το καπροπέτσι το έβγαζαν από το δέρμα του κάπρου, που πριν τον σφάξουν, τον περιόριζαν καμιά εικοσαριά μέρες σε κ λειστό χώρο και τον έτρεφαν μόνο με κριθάρι και νερό, για να μεστώσει το πετσί. Μετά τον έσφαζαν, τον τό νερό, για να φύγουν οι τρίχες και ν έγδερναν και έπαιρναν το δέρμα,
Οι μαύροι χοίροι της Κρήτης
Θα φανεί παράξενο στους σημερινούς
κατανα λωτές, όμως το καπρικό μπορούσε
να διατηρηθεί για πολ λές ώρες ακόμη
και σε ημέρες πολύ υψηλών θερμοκρασιών, λόγω των ποσοτήτων α λατιού που περιείχε
και των σ υν θηκών μεταφοράς
το α λάτιζαν δυνατά, το τέν τωναν πάνω σε ξύλα και το άφηναν στον ήλιο ώσπου να ξεραθεί εντελώς και να δώσει το καπροπέτσι.[...] Χρησιμοποιούν ταν μόνο τους κα λοκαιρινούς μήνες, γιατί αναπα λιούσε με το νερό της βροχής Το καπροπέτσι κόβον ταν σε σόβαρτες (ολοπέλματες) μεν τ ζεσόλες, που για το σχετικά χον τρό πάχος τους δε μπορούσαν να μπροκωθούν (καρφωθούν) και γι ' αυτό ράφτον ταν πάνω στο κατωπέτσι της κα λύκωσης με ειδικό στέρεο εγχώριο ράμμα, το λεγόμενο λουρί...
Το παλαιό λασιθιώτικο καπρικό
ο χρύσαν θος Καρύδης είχε ζήσει τα παιδικά του χρόνια σ τις αρχές του 20ού αιώνα σ το οροπέδιο και εξέδωσε το βιβλίο του Αγροτικά σε μεγάλη ηλικία, συν ταξιούχος πια Ήταν πτυχιούχος της ανωτάτης εμπορικής σχολής αθηνών. στο βιβλίο
του καταγράφει σημαν τικές εικόνες ζωής, βιώματα και τεχνικές που ξαφνιάζουν. Τα θυμόταν όλα και τα παρουσία ζε με ζων τάνια Το καπρικό δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τις αναμνήσεις του Παραθέτει όχι μόνο τη συν ταγή αλλά και όλη τη διαδικασία που ακολουθούσαν οι χοιροτρόφοι για να πουλήσουν το καπρικό σ τους συγχωριανούς τους: Όσο για το γ δαρτό κρέας του κάπρου γίνον ταν μια ά λλη επεξεργασία, που έδιδε ένα εξαίρετο έδεσμα, το περίφημο καπρικό, το οποίο πουλιούνταν στο ευρύ κοινό του χωριού Για να γίν ει το καπρικό τεμάχιζαν το κρέας του κάπρου σε μικρές, μεσαίες και μεγαλύτερες μερίδες, τις ζύγιζαν μια-μια και αφού σημείωναν με κόκ ες (τριγωνικ ές εγκοπές) το βάρος της κάθε μιας πάνω σε κα λαμένιες τσίτες -τις τσέτολες- τις κάρφωναν στο ωμό κρέας της αν τίστοιχης μερίδας Τις μερίδες με τις τσέτολες έριχ ναν κατόπιν μέσα σε σκάφη που είχε δυνατή σα λαμούρα (ά λμη) από α λάτι, ν ερό και ξύδι, ενώ στο μεταξύ είχαν ανάψει το φούρνο και τον πύρωναν και όταν ήταν έτοιμος φούρνιζαν το κρέας, αφού το είχαν τοποθετήσει προηγούμενα πάνω σε μικρά κλαδιά, που έβαζαν μέσα σε πήλινα αμολύβωτα ταψιά ή λεκανίδια, που στον πάτο τους είχαν ρίξει πρωτύτερα μια ποσότητα σκέτου νερού. Με το φούρνισμα χ ριζόταν ο φούρνος, που δεν έπρεπε να ανοίξει, παρά μόνο όταν θα ήταν ψημένο το κρέας. Αυτό το ψημένο κρέας του κάπρου ήταν το α ληθινό καπρικό, όνομα που χ ρησιμοποιείται και σήμερο στα κάθε είδους χοιρινά κρέατα που παρασκευάζονται με παρόμοιο περίπου τρόπο.
Το ΚαΠριΚο Τησ ΚρηΤησ
Λίγα χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του Καρύδη, συζητήσαμε εκτενώς τις λεπτομέρειες που καταγράφον ται σ ’ αυτό με τον α ξ έχασ το φί λο ισ τοριοδίφη στέργιο σπανάκη, αργότερα και με τον επίσης αξέχασ το λόγιο Γιάννη Καραβαλάκη Όπως μας είχαν πει και οι δυο, οι παραγωγοί καπρικού έβγαιναν σ τα καφενεία πριν ακόμη σφάξουν τους κάπρους - παραμονές της εορτής του δ εκαπεν ταύγουσ του -
Πώ ς
να
στον
του
φ ούρν
σπιτιού
σήμερα η ονομασ
παραμέ νει παρά τ
υπάρχουν πια κά π
πέμπον τας όχι σ το
κρέατος α λλά σ το
τον οποίο προετοιμ
ψήνεται. δυσ τυχώς
ζου σα ε γχώρια ε π
ματική χοιροτροφ
αποτελούσε σπουδ
της οικονομίας κατ
τία του 1970 αποτε
ανάμνηση. η ταχε
ρησή της άρχισε σ τ
δεκαετίας του 1980
ρ ώθηκε μέσα σε λ
ω σ τόσο, και το σ
χοιρινό κρέας του
προσφέρεται για
σκευή καπρικού:
Υλικά:
2-3 κιλά χοιρινό
ή μπούτι
αλάτι χον τρό
κληματόβεργες
λεμονόφυλλα
Κόβομε το κρέας σε μεγάλες με-
ρίδες φρον τί ζον τας να έχουν όλες
πέτσα Το πλένομε, το αλατίζομε καλά
και το βάζομε σ το ψυγείο για μερικές
ώρες ή για έ να βράδυ. Την ε πομέ νη
βάζομε σε ένα ταψί κληματόβεργες ή
μια σχάρα και 1 κούπα νερό. Τοποθε-
τούμε το κρέας πάνω σ τις κληματό-
και έ γραφαν σε μια κόλα χαρτί τα ονόματα όσων ε νδιαφέρον ταν να αγοράσουν καπρικό, μα ζί με τις αν τίσ τοιχες ποσότητες. αν ο κάπρος έβγανε λιγότερες οκάδες από όσες τον είχαν υπολογίσει, οι τελευταίοι σ τον κατάλογο δεν έπαιρναν, κανένας όμως δεν παρεξηγούσε και κανένας δεν διαμαρτυρόταν γιατί οι συνα λλαγές σ τηρί ζον ταν σ την κα λή πίσ τη Άλλες εποχές, άλλα ήθη!
β ργ ψή μ φ ρ αρχικά σε δυνατή θερμοκρασία για 1
ώρα και σ τη συνέχεια σε χαμηλή θερμοκρασία για 3 ώρες μέχρι να μαλακώσει πολύ.
εν τω μετα ξύ πλέ νομε κα λά τα λεμονόφυλλα σε νερό με ξίδι Όταν βγάλομε το ταψί από τον φούρνο, ρίχνομε μέσα τα λεμονόφυλλα και σκεπά ζομε με μια πετσέτα μέχρι να κρυώ σει. διατηρείται για μια βδομάδα περίπου
Χαρακτηριστικό της κρητικής γαστρονομικής παράδοσης
είναι τα λεμονόφυλ λα.
Συνηθίζουν ακόμη και
σήμερα οι νοικοκυρές
να τα απ λώνουν σε ταψιά
και πανέρια και πάνω τους
να σερβίρουν κρεατικά
και γλυκίσματα.
φτι καπρικό
εΠι-σημαΝσεισ
Η μηχανή, η τεχνητή νοημοσύνη
και η τούλπα του Κα ζαν τζάκη
Toy ΝΙΚΟY ΨΙΛΑΚΗ μεγάλη συζήτηση για την τεχνητή νοημοσύνη. Θρίαμβος της αν θρωπότητας ή κίνδυνος που ακόμη δεν τον έχουμε συνειδητοποιήσει; Το έχει σ το κύτταρό του ο άν θρωπος να σ τέκεται επιφυλακτικός απέναντι σ το καινούργιο, ιδιαιτέρως απέναν τι σ ’ αυτό που δεν γνωρίζει και αδυνατεί να συλλάβει: μηχανές, τεχνολογικά επιτεύγματα, επισ τημονικές ανακαλύψεις.
Όχι, δεν αναζητήσαμε απαντήσεις για την τεχνητή νοημοσύνη, ά λλω σ τε η κουβέ ν τα κα λά κρατεί και κάθε μέρα μαθαίνουμε για καινούργιες
αλματώδεις εξελίξεις, καταστάσεις αδιανόητες πριν από λίγα χρόνια για όλους
εμάς τους μη ειδικούς σ την ψηφιακή τεχνολογία απλώ ς προσ παθήσαμε να
δούμε τον άν θρωπο, όχι τις μηχανές και
τις άυλες υπάρ ξ εις που γιγαν τώνουν
κάθε μέρα την παρουσία τους σ τον απέ-
ραν το ψηφιακό μας κόσμο. Να δούμε
τους φόβους και τις φοβίες μας, τις ελπίδες, τις προσδοκίες, τις διαψεύ σεις σταματήσαμε σε ένα κείμενο του Κρητικού συγ γραφέα Νίκου Κα ζαν τζάκη.
Όταν το έγραφε, τέλη της δεκαετίας του 1940, δεν υπήρχαν τεχνητές νοημοσύνες, μονάχα μηχανές, βιομηχανίες, ερ-
σ τάθηκε προβληματισμέ νος ο Κα
ζα ν τζάκης Τις έβλε πε να δουλεύ ουν, έβλεπε και τους αν θρώπους να τρέχουν σε ατέρμονα δρομολόγια. Κι έγραφε...
Λίγο μετά τον δ εύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο είχε επισκεφτεί την αγγλία, μια από τις μεγάλες κοιτίδες της βιομηχανι-
κής ε πανάσ τασης ο λόγιος συγ γραφέας μπήκε σε φάμπρικες, ακούμπησε
την τεχνολογία - που μάλλον θα φαινόταν πρωτόγονη για τα δεδομένα της σημερινής ψηφιακής ε ποχής - μί λησε με αν θρώπους φοβόταν ότι η μηχανή θα καβα λικέψει τον άν θρ ωπο, «το ά λογο θα καβα λικέψει τον καβα λάρη. Και, όπως το συνήθιζε, κατέφυγε σε μια παρέν θετη μικρή ισ τορία που, όπως λέει, είχε ακούσει κάποτε στην Κίνα Την ιστο-
«Επικίντυνο δάσος που το κατοικούν μονάχα αγριόχοιροι, ταύροι και λύκοι», να πώς περιγράφει ένας πα λιός χ ρονογράφος την έκταση όπου απλώνεται τώρα το τεράστιο, τερατόμορφο Μάν τσεστερ. Τέτοιο ήταν τότε, τέτοιο είναι και σήμερα.
Αυτό είναι το πρόσωπο του βιομηχανικού πολιτισμού μας: άγριο, χωρίς ανθρώπινη γλύκα και τρυφερότητα, ανήλεο και πικραμένο Κοιτάζω τις χιλιάδες τους ανθρώπους
που αν εβοκατεβαίνουν βιαστικοί στους αγέλαστους δρόμους και με κυριεύει αγωνία. Μήπως βλέπω τρομαχ τικό όν ειρο; Μήπως πλάκωσε την αν θρωπότητα ομαδικός εφιάλτης; Πού πάνε; Γιατί τρέχουν; Γιατί κατάν τησε η ζωή του ανθρώπου τόσο απάνθρωπη;
Θυμούμαι σ ’ ένα κινέζικο ναό ένα γέρο καλόγερο βουδιστή, με το πορτοκαλί ράσο, με το πλατύγυρο ψάθινο χωνωτό σκιάδι· κάθουν ταν κάτω από το πεύκο της αυλής, δίπλα σε μια μικρή βάσκα νερό, και μου μιλούσε Είχε πάει κάποτε, όταν ήταν ν έος, υπηρέτης σε κάποια σ υν τροφιά λευκούς που ήθελαν να σκαρφαλώσουν στο Θιβέτ. Είχε δει ξακουστά μοναστήρια, είχε προσκυνήσει μεγά λους ασκητές. Και μου ιστορούσε με τα στραβά εγγλέζικά του τα θάματα που είχε δει κι ακούσει Ένα απ ’ όλα τα θάματα τού είχε κάμει τη μεγα λύτερη εν τύπωση, εκεί πέρα στις άγιες κορφές Μου το δηγάται, κι η ήσυχη φωνή του σφυρίζει σα φίδι: Ένας ασκητής, δεν πάει πολύς καιρός, κλείστηκε τρία χ ρόνια σε μια σπηλιά στην άκρη του γκρεμού. Η σπηλιά είχε μιαν τρύπα ψηλά, κι από κει του έφερνε ένας καλόγερος κάθε πρωί ένα σκουτέλι ρύζι κι ένα φλιτζάνι τσάι Έμενε ακίνητος με σταυρωμένα πόδια και συγκέντρωνε τη σκέψη
ρία της τούλπα, μιας ύπαρξης φτιαγμένης με αέρα, σαν να λέ γαμε άυλη σήμερα, που προορισμός της ήταν να
υπηρετεί τον άν θρωπο
διαβάσ τε παρακάτω το α πόσ πασμα από το βιβλίο Ταξιδεύον τας, Αγγλία. Ίσως κάπως προφητικά ο Καζαν τζάκης περιγράφει αυτό που σήμερα ζούμε Τις άυλες υπάρ ξ εις που συνεργά ζον ται με
τον άν θρ ωπο α λλά κά ποτε μπορεί να ξεφεύγουν, να γίνον ται εκείνες τα αφεντικά. Να μην υπακούν, να μη δαμάζονται Και σ το τέ λος να εξον τώνουν τον ίδιο τον δημιουργό τους!
είναι φορές που η λογοτεχνία γίνεται κατα λύτης και μας βοηθά να κατανοήσουμε κα λύτερα την ε ποχή μας. Όπω ς σε τούτο το κείμε νο του σ πουδαίου συμπατριώτη μας συγγραφέα
του Πολεμούσε να δώσει το σχήμα που ήθελε στον αγέρα Να δημιουργήσει μιαν τούλπα “Ξέρεις τι θα πει τούλπα;” με
ρώτησε με ευγενέστατη περιφρόνηση.
«Όχι», αποκρίθηκα με ταπεινοσύνη.
«Πού να ξέρουν οι Φράγκοι» μουρμούρισε. “Εσείς ξέρετε μηχαν ές, σιδερόδρομους, κανόνια Έχετε τη δύναμη του νου, μα σας λείπει η δύναμη της ψυχής Τούλπα είναι το πλάσμα που δημιουργεί o ασκητής, από την πολλή σ υγκέν τρωση, στον αγέρα. Αναγκάζει τον αγέρα να πάρει το σχήμα που αυτός έχει στο λογισμό του. ”
» Ο ασκητής λοιπόν αυτός ήθελε να δημιουργήσει μιαν
τούλπα Ένα κα λόγερο κον τό, παχουλό, έξυπνο, πιστό, να τον έχει στη δούλεψή του Ήταν γέρος πια και δεν μπορούσε
να φέρει νερό από την πηγή. Δεν μπορούσε να κάμει τσάι, να στρώσει την ψάθα του να κοιμηθεί. Κι ήθελε ένα δούλο υποταχτικό, εύθυμο, πρόθυμο να τον υπηρετεί. Δεν έβρισκε τέτοιον στο μοναστήρι κι ήθελε τώρα αυτός να πλάσει δικό του, της αρεσκιάς του
» Έ ξ ι χ ρ ό ν ι α μ άχ ο υ ν τ α ν ν α τ ο κ α τ α φ έ ρ ε ι . Έ λ ι ω ν ε , έφευγε η δύναμή του, πά λευε με τον αγέρα που αν τιστέκουνταν. Μα σιγά σιγά o αγέρας υποτάχτηκε, άρχισε να πυκνών εται, να παίρν ει σχήμα κον τού, κα λοθρεμμένου
κα λόγερου Κι ένα πρωί ο κα λόγερος στέκ εται μπροστά του, γελαστός, με σταυρωμένα τα χέρια, έτοιμος να εχτελέσει κάθε προσταγή του. Ήρθε ο ταχτικός καλόγερος από το μοναστήρι, που του έφερν ε το τσάι, έσκυψε από την τρύπα της σπηλιάς, είδε, αντίς ένα κα λόγερο, δυο καλόγερους μέσα “Θα ήρθε κάποιος καλόγερος από μακριά να τον ανταμώσει”, συλλογίστηκε· “
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟυ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
» Έτρεξε, και σε λίγο απίθωνε στην πέτρα τη διπλή “διακονιά”. Από τη μέρα εκείνη η τούλπα υπηρετούσε τον πλάστη της με αμίλητη υποταγή. Πέρασαν έξι μήν ες, οχ τώ μήνες Πάνω στο χ ρόνο, η τούλπα άρχισε να τρανεύει, να ξεφοβάται τον αφέν τη, να παίρνει ά λλα σχήματα δικά της, να μην τρέχει πια με την ίδια προθυμία στις παραγγελίες
Σήκων ε κ εφά λι στο αφεν τικό, αγρίευε, γίνουν ταν αν τάρτης. Από κον τός και παχουλός, γίνουν ταν κάθε μέρα και πιο αψηλός Τα μάτια του πετούσαν φλόγες Ο ασκητής
τρόμαξε Δεν είχε λοιπόν πια η ψυχή του τη δύναμη να επιβληθεί στο δούλο; Άρχισε λοιπόν να ξεπέφτει και ν ’ αραιώνεται η παντοδύναμή του συγκέν τρωση;
» Μια μέρα η τούλπα πετάχτηκε να χορεύει μέσα στη
σπηλιά, ενώ ο ασκητής την είχε προστάξει να του φέρει νερό Άρχισε αυτή να χορεύει και να γελάει με αναίδεια και να τραβάει τον ασκητή με τη βία, έξω από τη σπηλιά, στον γκρεμό. Σα να ’θελε να τον γκρεμίσει. Πιάστηκε από μιαν πέτρα ο ασκητής κι αντιστάθηκε. Μάζωξε όλη του τη δύναμη, κι άρχισε ο μεγάλος, ο πιο δύσκολος αγώνας: να διαλύσει την τούλπα Δύσκολο πολύ, πολύ επικίν τυνο, πιο εύκολο να συνθέσεις παρά ν ’ αποσυνθέσεις την τούλπα
»Η τούλπα τόσον καιρό είχε ρουφήξει όλη τη δύναμη του ασκητή, πήρε φόρα, δεν ήθελε πια να δια λυθεί. Τρία χ ρόνια βάσταξε το πά λεμα. Στον τρίτο χ ρόνο, ένα πρωί, βρέθηκε ο ασκητής στα βάθη του γκρεμού, νεκρός »
Στράφηκε ο Κινέζος βουδιστής και με κοίταξε με χαιρεκακία
«Κατάλαβες;» με ρώτησε.
«Όχι», αποκρίθηκα πάλι.
Ο καλόγερος γέλασε:
«Όμοια και σεις οι Φράγκοι», είπε, «φκ ιάσατε μιαν τούλπα.»
«Ποιαν τούλπα;»
«Τη μηχανή Αυτή θα σας φάει!»
Ολημέρα σήμερα που γ υρίζω στους αγέλαστους φρικα λέους δρόμους του Μάν τσεστερ αν τιλα λά ει στ ’ αυτιά μου το γέλιο του χαιρέκακου Κινέζου. Ξαφνικά είχαν πάρει μέσα μου τραγικό νόημα το Μάντσεστερ, το Λίβερπουλ, το Μπέρμιαμ κι όλες οι βιομηχανικές πολιτείες του κόσμου κι
όλη η βιομηχανική τούτη εποχή μας Μια τούλπα του ανθρώπινου νου είναι η μηχανή, την έπλασε να τον δουλεύει πιστά, κι αυτή πήρε τώρα φόρα και μας σέρνει στον γκρεμό, ενώ εμείς την είχαμε προστάξει να μας φέρει νερό από τη βρύση. Πώς να σωθούμε;
Μια μονάχα για μας λύση υπάρχει Να διαλυθεί πια η τούλπα τούτη είναι αδύνατο· μάταιη ρομαντική νοσταλγία Μια μονάχα λύση υπάρχει: να πλατύνουμε, να βαθύνουμε την ψυχή μας, για να μπορέσει να επιβάλει στην τρανεμένη, επικίν τυνη δούλα τη θέλησή της. Η ψυχή του ανθρώπου, είπε σωστά ένας μεγά λος σύχ ρονος φιλόσοφος, απόμειν ε μικρή, όπως ήταν πριν από αιώνες Η δύναμη που έχουμε στη διάθεσή μας γιγαντώθηκε· δράκοι φοβεροί, σχεδόν παντοδύναμοι, έγιναν δούλοι μας, κι εμείς τα ’ αφεν τικά απομείναμε μίζεροι, κακότροποι, στενόκαρδοι αν θρωπάκοι.
Ξοδέψαμε όλη τη νοητική μας δύναμη, και τώρα απομείναμε στο έλεος των άσπλαχνων, άμυα λων δυνάμεων που εμείς τις ξυπνήσαμε
Όλο το πρόβλημα της εποχής μας συγκεν τρώνεται σ ’ αυτή τη θανάσιμη δυσαρμονία: μικρή η ψυχή, ενώ έχει τινάξει από τον ύπνο τους τεράστιες δυνάμεις. Αυτές πια δεν μπορούν, δε θέλουν να ξαναπέσουν στο λήθαργο η ψυχή του ανθρώπου, αν θέλει να σωθεί, πρέπει τώρα να συγκεντρώσει τις μέσα της δυνάμεις και να δαμάσει τα θεριά που ξύπνησε.
Περπατούσα στο Μάν τσεστερ μόνος, με γοργό βήμα, σαν κάποιος να με κυνηγούσε Το γέλιο ίσως του κίτρινου καλόγερου; Κοίταζα με αγωνία μέσα από τις φάμπρικες και τα σιδερένια κάγκελα, όπου τις έχουν κλείσει, γιγάντιες μηχανές κι άκουγα το αγκομαχητό τους κάτω απ ’ τα υπόγεια.
Παράξενη άγρια χαρά με συνεπήρε. Βρισκόμαστε σήμερα ακριβώς στο κρίσιμο σημείο: η τούλπα τραβάει τον αφέντη της στον γκρεμό, κι αυτός πιάστηκε από μιαν πέτρα και φωνάζει Τι θ’ απογίνει; Κάθε πολιτισμός υπερτροφεί μιαν ιδιότητα του ανθρώπου κι ατροφεί όλες τις ά λλες. Ο μελλούμενος πολιτισμός, αν είναι για να σωθεί ο κόσμος, θα υπερτροφήσει μιαν ατροφημένη σήμερα, καταχωνιασμένη, ιδιότητα της ψυχής Κι ο νέος πολιτισμός θα είναι ολότελα διαφορετικός από τούτον Κι έτσι θα έρθει η ισορρόπηση πά λι για μερικούς αιώνες…
Θεσμοί αλληλοβοήθειας
σ την Κρήτη μιας άλλης ε ποχής
Τα ΨyχιΚ α σΤα ροδωμαΤα
ΤωΝ ΚρηΤιΚωΝ σΠιΤιωΝ
ΚειμεΝο - φωΤοΓραφιεσ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
Ας γνωρίσουμε κα λύτερα τον τόπο μας, ας μάθ ουμε τις σ υνήθειες, τα έθιμα, τις ψ υχικές αφορμήσεις. Και ας αντλήσουμε εμπνεύσεις από τις αξίες που διατηρηθήκαν για αιώνες διατηρώντας μαζί και τη μεγα λοσ ύνη των άυλων στοιχείων που σ υνέθεσαν τον παραδοσιακό μας πολιτισμό. Ο λόγος για άτ υπους α λ λά πανίσ χυρους θεσμούς α λ ληλεγγ ύης και α λ ληλοβοήθειας στην Κρήτη...
Στη σ υνοχή και τη σ υνεργασία στηρίχτηκαν οι τοπικές κοινωνίες της νήσου. Κανένας δεν έμενε μόνος και κανένας δεν ένιωθε μόνος. Άτ υποι θεσμοί, άγραφοι νόμοι. Το ψ υχικό, η σ υντρομή, το μεντέτι, το σ υχέρι, το κουρέτο, το καϊρέτι, ακόμη και το αρνοκ λήσι, για το οποίο θ α μι λήσουμε ανα λυτικότερα σε επόμενο τεύχος. Λέξεις σ χεδόν σ υνών υμες, ξεχασμένες σήμερα, κανόνες ζωής και οδοδείκτες κοινωνικής γα λήν ης, καθ ώς αποπνέουν αν θρωπιά και ψ υχικό μεγα λείο.
μ ’ έ ν α π α ρ ά δ ε ι γ μ α θ α α ρ χ ί σ ο υ μ ε
τούτο το μικρό αφιέρωμα συνέβη τον
ιούλιο του ’74, την εποχή της μεγάλης
συμφοράς, τότε που ο ελληνισμός δεν έχασε μονάχα ένα κομμάτι της Κύπρου
μα κι έ να με γά λο κομμάτι της ψυχής
τ ο υ α μ έ σ ω ς μ ε τ ά τ η ν ε ι σ β ο λ ή τ ω ν Τούρκων σ την Κύπρο η χούν τα που κυβερνούσε τη χώρα έσ πευσε να κηρ ύ ξ ε ι ε π ι σ τρ ά τ ε υ σ η , μ ι α ν ε π ι σ τρ άτευση - παρωδία, όπως θα θυμούν ται ο ι π α λ α ι ό τ ε ρ ο ι , ι δ ί ω ς ε κ ε ί ν ο ι π ο υ πήραν μέρος σ’ αυτήν Άσκημα τα μαντάτα που έφταναν σε κάθε γωνιά της ελλάδας α πό του ς ξ έ νου ς σ ταθμού ς που κρυφάκουγαν οι πιο τολμηροί τις νύχ τες, αφού κανένας δεν εμπισ τευόταν τις ψαλιδισμένες ειδήσεις της χουντικής λογοκρισίας και μι λού σαν για βοήθειες που θα έρχον ταν α πό παντού, ακόμη και για σημαν τικές ε πιτυχίες των ελληνικών δυνάμεων.
Έ φ υ γ α ν ο ι ε π ί σ τ ρ α τ ο ι α π ό τ α χωριά της Κρήτης και άφησαν πίσω τους αθέρισ τα τα χωράφια και ατέλει-
ωτες τις ε πείγου σες αγροτικές του ς δουλειές. εκείνα τα χρόνια οι άν θρωποι έσπερναν ακόμη σ τάρια και κριθάρια και η οικονομία διατηρούσε πολλά
από τα αρχέγονα χαρακτηρισ τικά της
Κατασ τροφή μεγάλη να μείνει αμάζευτος ο καρπός. από αύγουσ το χειμώνα
λέει μια παροιμία και μια ξαφνική
βροχή θα μπορούσε ν ’ αφανίσει τους
κόπους μιας ολόκληρης χρονιάς μια
Κυριακή πρωί, την πρώτη μετά την επισ τρ ά τ ε υ σ η , μ ό λ ι ς τ έ λ ε ι ω σ ε η λ ε ιτ ο υ ρ γία, χ τύπησαν οι καμπάνες της εκκλησίας και μα ζ εύτηκαν όλοι σ την πλατεία, άν τρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι Ήταν μια μουντή μέρα του ιουλίου, συν νεφιασμέ νη, αέρας δε ν
φ υ σ ο ύ σ ε κ α ι η υ γρ α σ ί α έ κ α ν ε τ α
ρούχα να κολλάνε σ το δέρμα. Ένας γέρος πήρε το λόγο και εί πε πάνωκάτω τούτα τα λόγια:
Ψυχικό, καϊρέτι ή καερέτι, μεντέτι, σ υχέρι, ακόμη κι αγίδα λέγανε στην Κρήτη την εθελοντική προσφορά εργασίας, ξέλαση σε ά λ λες περιοχές της Ελ λάδας.
Στη φωτογραφία πάνω: Κοινωφελής εργασία στα Σφακιά (1986).
- ο τάδε, κι ο τάδε, κι ο τάδε φύγανε σ την ε πισ τράτευ ση και ετοιμάζονται να πολεμήσουν για την πατρίδα Όλοι έχουν παιδιά μικρά κι ατέλειωτες δουλειές, αθέρισ τα έχουν αφήσει τα χωράφια τους. χρέος δικό μας να σ ταθούμε δίπλα τους, να μην αφήσομε τις οικογένειές τους να πεινάσουν ας κάνομε όλοι ένα καϊρέτι έτσι όπως το κάνανε και οι πατεράδες μας σ τα δικά του ς τα χρόνια. Έτσι για ψυχικό, βρε παιδιά
αυτό ήταν. σαν να χ τύπησε συναγερμός. Κίνησε το αν θρωπολόι, ο ένας με το δρε πάνι σ το χέρι, ο ά λλος καβά λα σ το γαϊδουράκι του, σ τρατιά ολάκερη. μοιράσ τηκαν τα χωράφια
και ρίχ τηκαν σ τη δουλειά. Άλλοι θέριζαν, άλλοι κουβαλούσαν τα σ τάχυα με τα γαϊδούρια σ τον τόπο όπου ήταν
σ τημένη η αλωνισ τική μηχανή δ εκάδες, ίσως κι εκατον τάδες χέρια δούλεψ αν ασ ταμάτητα και δυ ο μέρες μετά
είχαν όλα τε λειώ σει. Θερίσ τηκαν τα
σ παρτά, α λωνίσ τηκαν, μα ζ εύτηκε ο καρπός
είναι μια μικρή ισ τορία που ο γράφ ων, μικρός κι ασ τράτευτος ακόμη, την έζησε και δεν θα την ξεχάσει ποτέ. μικρή ισ τορία κι ασήμαν τη μπροσ τά
σ τα συν ταρακτικά γε γονότα εκείνης
της εποχής, αλλά λέει πολλά φανερώνει όχι μόνο τον εθιμικό (άγραφο)
θεσμό α λλά και του ς ψυχικού ς δεσμούς που σφυρηλατούν ταν ανάμεσα
σ τα μέ λη των κοινωνικών ομάδ ων.
Γιατί έτσι γινότανε πάν τα, όχι μόνο σε
καιρούς πολέμου κι ε πισ τρατεύσεων
Κανέναν δεν άφηναν να αν τιμετωπίσει μόνος την κακοτυχιά και τη συμφορά
«Έτσι, για ψ υχικό, παιδιά»
που του λάχαινε Το ίδιο, όμως, κάνανε κι όταν δεν υπήρχε κακοτυχιά, σε περιπτώσεις που κάποιος χρειαζόταν βοήθεια πάν τα υπήρχαν επείγουσες εργασίες που δεν μπορούσε να τις κάνει κανείς μοναχός του.
Ψυχικό, καϊρέτι ή καερέτι, μεντέτι, συχέρι, ακόμη κι αγίδα λέγανε σ την Κρήτη την εθελον τική προσφορά εργασίας, ξέλαση σε άλλες περιοχές της ελλάδας. ας θυμούμασ τε πάν τα τούτους τους άγραφους θεσμούς κοινωνικής συμπεριφοράς
που α ποκα λύπ τουν την ευγέ νεια της λαϊκής ψυχής και τις ακλόνητες αξίες του πολιτισμού μας, όχι μόνο για να τιμούμε
την ισ τορία μας μα και για να αν τλούμε παραδείγματα από
τη σοφία του λαϊκού μας πολιτισμού Για έναν τέτοιο θεσμό
θα μι λήσουμε. Και για μια συγκεκριμέ νη εργασία: το ρόδωμα...
Το ρόδωμα των σπιτιών
η λέξη είναι σχεδόν ξεχασμένη τώρα και μερικές δεκαετίες.
Τη συναν τάμε μονάχα σ τα λεξικά και σ τα τραγούδια:
Σιγά σιγά ’βρεχεν ο Θιός και σιγανά χιονίζει
κι έχει το κρύγιος στα βουνά, το χιόνι στσι Μαδάρες
κι απού ’ χει στάρι και κρασί και ξύλα σωριασμένα
κι έχει και κόρην όμορφη και σπίθια ροδωμένα
τρώει και πίνει και φιλεί και στη φωθιά καθίζει
κι ο Θιός απού ’ ναι στα ψηλά ας βρέχει κι ας χιονίζει
(στ αποσ τολάκης, Ριζίτικα: 316)
Το ίδιο τραγούδι σε ά λ λη παρα λ λαγ ή:
Σιγά σιγά ’βρεχεν ο Θιός και σιγανά χιονίζει
κι έχει το κρύγιος στα βουνά, το χιόνι στη Μαδάρα
κι απού ’ χει σπίθια ροδωτά και σπίθια ροδωμένα
κι έχει και στάρι μπόλικο και λάδι στα πιθάρια
και στα βαρέλια το κρασί και ξύλα στην αυλή-ν του
κι έχει και κόρην όμορφη και στη φωθιά καθίζει
ο Θιός απού ναι στα ψηλά ας βρέχει κι ας χιονίζει
ροδωτά και ροδωμένα είναι τα σπίτια με καλοφτιαγμένη
Πα λιά πετρόκτιστα σπίτια με βουλισμένα δώματα
χωμάτινη σ τέγη (δώμα), έτσι που να μην τη δια περνούν οι χειμωνιάτικες βροχές σε κάποιες άλλες εποχές, έναν αιώνα πριν ή και πολύ λιγότερο, το ρόδωμα ήταν από τις βασικές εργασίες της οικοδομής, α πό αυτές που α παιτού σαν ιδιαίτερα προσεκτική εργασία. ας γυρίσουμε πίσω για λίγο τον χρόνο, σ το 1910, σ το 1920, σ το 1930, και ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, πριν κυριαρχήσει ο σύγχρονος τρόπος οικοδομής και ε πεκταθεί η τεχνολογία του σκυροδέματος που σμίκρυνε τον χρόνο της εργασίας και έκανε πιο γερές τις κατασκευές εκτοπίζοντας παραδοσιακές τεχνικές και αφανίζοντας δεξιότητες. στην Κρήτη το τσιμέν το εμφανίσ τηκε αρκετά νωρίς αλλά η ευρύτερη διάδοσή του χρονολογείται σ τα μέσα του 20ού αιώνα περίπου, μετά τον δ εύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο Λίγο πιο πριν είχε αρχίσει να επεκτείνεται η χρήση των κεραμιδιών για τη σ τέγαση των οικοδομών, αν τικαθισ τών τας σε κάποιο βαθμό την πανάρχαια τεχνική των χωμάτινων δωμάτων. δώματα όμω ς συνέχισαν να κατασκευ ά ζον ται σε α πομακρυσμέ νες περιοχές τουλάχισ τον μέχρι τη δεκαετία του 1940, ίσως και λίγο μετά.
η κατασκευή των χωμάτινων δωμάτων μετά το χ τίσιμο απαιτούσε εργασία επίπονη και πλήθος χεριών. Όλα έπρεπε να τελειώσουν μέσα σε λίγες ώρες προκειμένου να υπάρχει ομοιογέ νεια σ το σ τρ ώ σιμο και να μην μπαίνουν σ το σ πίτι νερά Τόσο οι βιωματικές περιγραφές εκείνων που έζησαν τότε σ τα χωριά όσο και τα κείμενα που μας άφησαν λόγιοι μελετητές του λαϊκού βίου αποκαλύπτουν συγκινητικές εθιμικές πρακτικές και άγραφου ς κανόνες σ τους οποίους σ τηρίχ τηκαν για αιώνες οι τοπικές κοινωνίες Κανέ νας δε ν ολοκλήρ ωνε μόνος
την οικοδομή του, ακόμη κι αν είχαν αναλάβει το χ τίσιμο οργανωμένα συνεργεία μασ τόρων. συγγενείς και φίλοι, γνωσ τοί και άγνωσ τοι, δικοί και ξένοι
έσ πευ δαν να βοηθήσουν, συνήθω ς χωρίς να του ς το ζητήσει κανείς μοναδική αμοιβή ήταν το πλού σιο τραπέζι που παρέθετε ο νοικοκύρης, με το κρέας, το φαγητό της ε πισημότητας
και της φιλοξενίας, και μπόλικο κρασί.
Το μεσοδόκι
Τα πρ ώτα με γά λα ψυχικά άρχι ζαν μόλις τέ λειωνε το χ τίσιμο της λίθινης τοιχοποιίας και ο νοικοκύρης ετοιμαζόταν να τοποθετήσει τα με γά λα δοκάρια που θα συγκρατούσαν το βάρος της χωμάτινης σ τέγης Ήταν μια εξαιρ ε τ ι κά ε π ί π ο ν η δ ο υ λ ε ι ά , κα θ ώ ς τ α δ ο κάρια προέρχον ταν α πό με γά λα δέν τρα που βρίσκον ταν σε απομακρυσμένες περιοχές και ήταν δύσκολο να μεταφερθούν με τα μέσα εκείνης της εποχής αντί για οποιαδήποτε άλλη περιγραφή θα μεταφέρουμε εδ ώ τα λόγια ε νός αν θρ ώπου που έζησε τέτοιας λογής γε γονότα σ το ορεινό χωριό του, του Γιώργη
Ψυχουν τάκη α πό την ασή Γωνιά του αποκόρ ωνα, του βοσκού που έ γινε γνωσ τός σ το πανελλήνιο για τις επιτυχημέ νες μεταφράσεις της ιλιάδας και της οδύσσειας σ την κρητική διάλεκτο
η περιγραφή των οικοδομικών εργασιών δημοσιεύτηκε το 1962 σ το δυσεύρετο σήμερα αλλά πολύτιμο βιβλίο Αετοφωλιές σ την Κρήτη:
Εκτίζανε ομπρός τσι τέσσερις τοίχους που σχηματίζανε ούλη την κατοικ ιά και τση δίναν ε ένα μέγ εθος απού τα τέσσερα με τα πέν τε μέτρα πλάτος κι απού τα έξη με εν νιά μάκ ρ ο ς Η δ ο υλ ε ι ά ω ς τα ε π ά π ά ε ι κα λά, μα εδά θέλομε να βά λομε τη σκεπή και πλια ομπρός θα μπει το μεσοδόκι, απούναι και το δυσκολότερο πράμα ετούτης τση κατοικιάς Το μεσοδόκι είναι ένα ξύλινο δοκάρι από δρυγιαδόξυλο, μακρέ όσο το μάκρος του σπιθιού Ξεπελεκημένο, μοναχή καρδιά, και τετραγωνισμένο Είναι όμως και πολά χον τρό, γιατί ετουτονά το μεσοδόκ ι θα βαστάξει
στη ράχη ν του για πάν τα ούλη τη σκεπή του σπιθιού και είναι και πολά βαρέ ( ) Ήν τα λογής
όμως θα το
με σκοινιά σε ούλο
το μάκρος του, ετσά που απού τη μια
μπάν τα και την ά λλη να μπορούν να
πιάσουν ένας και δυο ανθρώποι Σαν
τα ετοιμάσουν ούλα σκύφτουν ούλοι
από πάνω, πιάνουν γερά με τα χέρια
τους τα ξύλα και αρχινούν ε να φωνιάζουν βρον τερά:
Εδάαααα... Απάνωωωω...
Ούλοι μαζί...
Το σηκώνουν λίγο, μετά περισσό-
τερο, ώσπου το βγ άνουν στον ώμο τους. Σα λεύουν ύστερα, χωρίς να το θέτουν ποθές, όσο αλάργο κι αν είναι, γιατί δεν είναι εύκολο να το θέτουν και να το σηκώνουν. Ακολουθά μόνο μια δεύτερη σειρά άν τρες σαν την εφεδρεία και πιάνουν κι αυτοί απής κουραστούν οι πρώτοι. Ετσά που το
ΥΠΕΡ ΚαΛοΚαιρι 2023
Σπίτι με κα λαμωτή στέγη στην Κούφη Ρεθ ύμνου
βαστούνε μοιάζουν απαρά λλακτα των μελιγκουνιών που
ον τέ θα βρούν ε κιαν ένα μεγά λο σκούληκα μαζώνουν ται
και δαγκάνουν γύρου γύρου του όσα κι αν χωρούνε, τόνε
ταν ύζουν ύστερα ούλα μαζί και τον πηγαίνουν σιγά σιγά
στη φωλιά τους
Απής το φέρου, δεν γατέω ήν τα λογής και με ήν τα σύνεργα, το βγάνου και το τοποθετούνε στη θέση του, καταμεσής του σπιθιού και κατά μάκρος, ετσά που να χωρίζει τη σκεπή σε δυο ίσια στενόμακρα μέρη (Γ. Ψυχουν τάκης, Αετοφωλιές σ την Κρήτη, χανιά 1962: 5-6).
Παρόμοια έθιμα συναν τάμε και σε πολλές άλλες ελληνικές περιοχές και ευτυχώς που ένας πρωτοπόρος ερευνητής του λαϊκού μας πολιτισμού, ο δρ. Γιώργος αικατερινίδης, μελέτησε ενδελεχώς τα «εθιμολογικά της λαϊκής οικοδομίας», (Αρμός, τιμητικός τόμος σ τον καθηγ Ν Μουτσόπουλο, τ α΄: 147-166), συγκεν τρώνον τας διάσ παρτες πληροφορίες α πό πλήθος πηγών.
Δουλειά σαν πανηγ ύρι...
Το 1987 είχα την τύχη να καταγράψω τις μνήμες δυο γερόντων σ τη μεσαρά, ενός άντρα και μιας γυναίκας ο άντρας είχε γε ν νηθεί το 1899 και ήταν τότε 88 χρονών με πολύ γερή μνήμη. δική του είναι η μαρτυρία που παραθέτουμε σ τη συνέχεια. μι λού σαμε για τα έθιμα του τόπου του και κά ποια σ τιγμή φτάσαμε σ το ρόδωμα των σ πιτιών. οι λεπτομέρειες
που μας αφηγήθηκε είναι καταπληκτικές, μερικές και εν τελώς άγνωσ τες μέχρι τώρα, όπως η κοινή προσφορά τροφής
σ τα τσιμπούσια που συνηθίζον ταν να σ τήνον ταν μετά το ρόδωμα:
Όταν ήταν να ροδώσουν τα σ πίτια έτρεχε κάποιος και χ τυπούσε την καμπάνα της εκκλησίας Τότε όλοι καταλάβαιναν τον σκοπό, γιατί δε ν χ τίζον ταν κάθε μέρα σ πίτια. Σαν τους με λιτάκους σιμώνανε και πιάνανε δουλ ειά, ο καθέ νας ό,τι μπορούσε και ό,τι κάτεχε να κάνει. Αρχίζανε πρώτα με τα μικρά δοκάρια, τις
Η κατασκευή των χωμάτινων δωμάτων μετά το χτίσιμο απαιτούσε εργασία επίπονη και π λήθος χεριών. Όλα έπρεπε να τελειώσουν μέσα σε λίγες ώρες προκειμένου να υπάρχει ομοιογένεια στο στρώσιμο και να μην μπαίνουν στο σπίτι νερά.
σκίζες, που βάζανε κάθετα σ το μεσοδόκι
για να κάμου ν τη σ τε γή, αλλά πολλοί προτιμούσαν να βάζου νε πρώτα μια
σ τρώση με καλάμια γιατί έτσι γινόταν η
οροφή πιο όμορφη. Να δεις ταβάνι με καλάμια να μη χορταίνεις να το κοιτάζεις, καλύτερο ρόδ ωμα δε ν υπάρχει. Τα ταιριάζανε, τα δένανε με οργιά και ήταν έ ν α ό μ ο ρ φ ο πρ ά μ α. Π ά ν ω α πό τα καλάμια
και τις σκίζες απλώνανε κλαδιά από φυτά
που μπορούσαν να α ν τ έ ξ ο υ ν π ο λ λ ά χρ ό ν ι α κα ι ν α μ η σ α πίσουν, σφάκες (πικροδάφνες), ασ τοιβίδες, πατημέ να αχινοπόδια, ό,τι έβρισκαν τότε. Με αυτά κάνανε την πρώτη σ τρώση, έτσι που κάνουμε και σ τις καλύβ ες τα καλοκαίρια, αλλά πιτήδεια, πολύ πιτήδεια Πάνω σ ’
αυτή τη σ τρώση ά πλω ναν το ασ πρόχωμα κι άρχιζαν να κάνουν το δώμα του σ πιτιού. Αυτή η δουλειά ήταν από τις πιο δύσκολ ες γιατί ήθε λ ε πολλά χέρια να δουλεύουν μαζί. Μερικοί πηγαίνανε σ τα χωράφια με τα λεπιδοχώματα, εκεί άνοιγαν έ να καινούργιο λάκκο, έσκαβαν κι έβγαζαν καθαρό χώμα Άλλο συνεργείο κουβαλούσε με πετροκόφινα το χώμα
σ το σ πίτι που ήταν να σ τε γιασ τεί. Εκ εί αναλάμβαναν άλλοι δουλειά Οι γυναίκες κοπάνιζαν το χώμα με τα με γάλα ξύλινα κόπανα που είχαν για τις μπουγάδες των ρούχων. Κάμποσες άλλες έρχον ταν με τα σ ταμνιά τους, αυτές κουβαλούσαν νερό α πό τα πηγάδια, μερικ ές φορές όμως κουβαλούσαν και άν τρες Άλλοι μάλαζαν
το χώμα και το έκαναν πηλό, άλλοι το φορτώ νον ταν σ τους ώμους, το ανέβαζαν από τις σκάλ ες και το έδιναν σε αυτούς που ξέρανε από ροδώματα Εκείνοι είχαν κουκίσει χώμα πάνω σ τα κλαδιά και το είχαν βρέξει για να γίνει ίσιο και να μην έχει λάκκους ή παπουράκια. Έτσι γινόταν εκείνα τα χρόνια, όλοι μαζί, μόνο οι γέροι και οι ανήμποροι δεν δουλεύανε, αλλά κι αυτοί ερχότανε και παρακολουθούσαν, έδιναν και συμβουλές όσοι κάτεχαν Έκαναν, που λες, την πρώτη σ τρώση, έβαζαν νερό σα να το ράν τιζαν για να μην ξεραίνεται α πό τη ζ έσ τη και να κατακάθεται
και άρχιζαν το κυλίν τρισμα Είχανε τότε
απάνω σ το δώμα για να πατικωθεί και να γίνει σ τέρεο. Ο πηλός έπρεπε να είναι σ ταθερός, σαν το τσιμέ ν το σήμερα Κυλίν τριζαν πολλ ές ώρες. Καταβρέχανε λίγο σαν να ραν τίζανε το χώμα και κυλίν τριζαν Όλη αυτή η δουλ ειά έ πρε πε να γίνει μέσα σε μια μέρα, όσο με γάλο κι αν ήταν το δώμα, γιατί αν έκαναν διαφορετικά το χώμα δε ν θα έδε νε καλά, θα έκανε ρω γμές και τον χειμώνα θα έβαζε νερά. Το κυριότερο που πρόσεχαν ήταν να μην κάνει ρωγμές γιατί αυτές δε ν μπορούσαν να μπαλωθούν, ό,τι κι
αν έκαναν οι ρωγμές θα έμε ναν για πάν τα, εκτός κι αν αποφάσιζαν να ξαναροδώσουν το σ πίτι, πράμα πολύ πιο δύσκολο. Είχαν
κι έ να ακόμη μυσ τικό οι μασ τόροι: Δε ν έκαναν ε ν τελώς επίπεδα τα δώματα για να μη σ τερνιάζει το νερό της βροχής, αλλά έδιναν μια μικρή κλίση για να φεύγει γλυκά και να μην τρέχει με δύναμη γιατί τότε θα έκανε νεροπαρσές και φαγώματα. Όταν
τέλειωνε το ρόδωμα άρχιζε το φαγοπότι, σαν να γινότανε γάμος
του Ξαν θουδίδη
η αφήγηση του 1987 παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την περιγραφή ενός από τους σπουδαιότερους Κρητικούς λογίου ς του 20ού αιώνα, του αρχαιολόγου στέφανου Ξαν θουδίδη ο πολυπράγμων διευθυν τής του μουσείου ηρακλείου ενδιαφερόταν πολύ για τη γλώσσα και για τον λαϊκό μας πολιτισμό. Το 1916 δημοσίευσε ένα άρθρο σ το Λεξικογραφικόν Αρχείον (τ. 3: 130-147), εξετάζον τας λέξεις που ακούγον ταν τότε σ την Κρήτη, με πρώτη το ροδώνω και το ρόδωμα. Να τι γράφει ανάμεσα σ τα άλλα:
Ροδώνω, ρόδωμα, πηλοδορώνω, πηλοδόρωμα
Για το στρώσιμο των δωμάτων χρησιμοποιούνταν συχνά αρχαίες κολόνες.
Ο νοικοκύρης έσφαζε έ να ζώο, ή δυο, όσα μπορούσε ο καθέ νας, είχε και μπόλικο κρασί Αλλά το πιο σ πουδαίο δε ν σου το είπα ακόμη. Οι συ γ γε νείς και οι φί λοι που βοηθούσαν σ το ρόδωμα δε ν έρχον ταν με άδεια χέρια Κρατούσαν κι αυτοί το πεσκέσι τους, ψωμί, τυρί, κουνέλια, όρνιθες. Θυμούμαι έ ναν που είχε φέρει σ τα ροδώματα του κουμπάρου του έ να καλάθι χέλια και τα έψησαν εκεί, σε μια παρασ τιά σ την αυλή του καινούργιου σ πιτιού Ε, τότε γινόταν το με γάλο πανηγύρι "Καλοσ τερέωτο το σ πίτι, καλορίζικο" φώναζαν, κι αν ήταν απάν τρευτος ο νοικοκύρης ξεκινούσαν τα προξε νιά. "Τέτοιο κονάκι ποια τυχερή θα το
κατοικήσει" ελέ γανε
Καθ' όλην την Κρήτην από του ενός μέχ ρι του ά λλου άκρου είναι κοινότατη η χ ρήσις του ροδώνω, ροδωμένος, ρόδωμα επί ειδικής και ακριβώς ωρισμένης πράξεως. Προς στέγασιν δηλ των οικιών, αφ ' ου θέσωσι τας δοκούς (μεσοδόκια ή δοκάρια) και επ ' αυτών κα λάμους ή δοκίδας ή φειαλώματα επιστρώνουσι θάμνους ή φυλλάδας, λ χ σφάκας (ροδοδάφνας), αστοιβίδας ή ανωνίδας και επί τούτων επιβά λλουσι στρώμα εκ πηλού πάχους 2-3 δακτύλων το δε πηλώδες τούτο στρώμα κα λούσι ρόδωμα και την πράξιν ροδώνω Επί του ροδώματος τούτου στρώνουσι κατόπιν την υδατοστεγή άργιλον (σ υν ήθως την λεπίδα), κοπανίζουσι κα λώς και κατ ' επανά ληψιν την στρώσιν και ούτω λήγει η στέγασις της οικίας διά χώματος (ήτοι οριζοντίου εκ χώματος στέγης), το οποίον είναι ο συνήθης και μέχ ρι σήμερον τρόπος της στεγάσεως εν τοις χωρίοις· η διά σανιδώσεως και κεράμων στέγη δεν εγένετο ακόμη πολύ συνήθης εις τας επαρχίας
Πολλαχού της Κρήτης το ρόδωμα γίνεται σχεδόν πανηγ υρικώς Επειδή δηλ απαιτεί την συν δρομήν πολλών αν θρώπων, τελείται εν ημέρα εορτή τη βοηθεία πολλών προσώπων εργ αζομένων αμισ θεί, των κα λουμένων εν Κρήτη ψυχικών ή ’γγαρικών, και η εργασία περα-
Η περιγραφή
Τα ΨyχιΚα σΤα ροδωμαΤα ΤωΝ ΚρηΤιΚωΝ σΠιΤιωΝ
τούται εν τός ολίγ ων ωρών· ά λλοι
μεν (ιδίως κόραι ή γυναίκες) μεταφέ-
ρουσιν εκ της πηγής το ύδωρ, ά λλοι
μαλάσσουσι τον πηλόν, άλλοι αναβι-
βάζουσιν αυτόν επί της στέγης και
ά λ λοι τον επισ τρών ουσι προς απο-
τ έ λεσιν του ροδώματος Είναι δε
ανάγκη η επίστρωσις του ροδώματος
να γίν η διά μιας και εν τός μικρού
χ ρόνου, ίνα το στρώμα γίνη ομοειδές
και αποτελέση έν όλον σ υμπαγ ές, γίνη ένα κορμί ή μια κλήρα ως λέγεται. Μετά το πέρας της εργ ασίας ο
της οικίας (συνήθως επίγ αμος ή μν ηστευμένος) παραθέτει πλούσιον γ εύμα εις τους ψ υχικούς του και επακολουθεί πολλάκις χορός.
Εις τινα μέρη της Κρήτης είτε δι’ έλλειψιν επαρκούς ύδατος πλησίον, είτε δι’ ά λλους τοπικούς λόγους αν τί
του εκ πηλού στρώματος επιθέτουσι
στρώμα αργίλου λεπτής και τούτο δε επίσης καλείται ρόδωμα· επίσης δε εις ά λλα χωρία ρόδωμα ονομάζουσι γενικώτερον και πάσαν την διά χώματος κατασκευήν της στέγης. Εν τη επαρχία Μα λεβιζίω ονομάζουσι ρόδωμα και την ισοπέδωσιν και επίστρωσιν των προς αποξήρανσιν της σταφίδος α λωνίων, τα οποία κα λούσιν ψυγιάδες
ή οψυγιάδες
σημ ο Ξαν θου δίδης παραθέτει σπουδαίες πληροφορίες για τη σημασία των λέξ εων ροδ ώνω και ρόδ ωμα αποδεικνύον τας την αρχαία καταγωγή τους. Προέρχον ται από το ρ. δορώνω που γίνεται ροδώνω κατόπιν ενα λλαγής των γραμμάτων ρ και δ και περιγράφει τη συνήθεια των αρχαίων να
σ τρ ώνουν τα δ ώματα με δορές (δέρματα ζώων)!
Το νεότερο ρόδωμα
Πέρασαν οι εποχές, σ ταμάτησαν οι άν θρωποι να φτιάχνουν χωμάτινε σ τέγες, ξεχάσ τηκαν και οι λέξεις ροδώνω και ρόδωμα που ακούγον ταν για χιλιάδες χρόνια δ εν ξεχάσ τηκε, όμως, το συλλογικό ήθος, το μεγαλείο των παμπάλαιων θεσμών αλληλοβοήθειας. Να, λοιπόν, τι έμεινε σαν εξέλιξη: Πριν ακόμη ανακαλυφτούν οι βαρέλες με το έτοιμο μπετόν οι άν θρωποι μάλασσαν μόνοι τους το τσιμέν το. στην αρχή μόνο με τα χέρια και με τα φτυάρια, αργότερα με μετακινούμενες μπετονιέρες κι ενδιάμεσα με τις σκα π τικές μηχανές, αυτές που όργωναν τους κήπους και τα αμπέλια, κατασκευές εγχωρίων βιοτεχνιών που γνώρισαν ημέρες μεγάλης ακμής κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 σκέφτηκαν οι παλαιοί μασ τόροι: «όπως ανακατώνει τα χώματα το σκαφτικό έτσι μπορεί ν ’ ανακατώσει και το τσιμέν το». αμέτρητα σ πίτια χ τίσ τηκαν έτσι σ την Κρήτη, αμέτρητες σ τέγες.
Κι αν άφησε κάτι σαν παρακαταθήκη ζωής το παλαιό ρόδωμα, αυτό ήταν η μαζική συμμετοχή στις κοινότητες των Κρητών το «χύσιμο της ταράτσας» (έτσι λέγανε τη σκυροδέτηση της οροφής) συνέχισε να είναι υπόθεση κοινή. Τρέχανε όλοι να δώσουν χέρι βοήθειας, άλλος παλάμιζε με το φτυάρι, άλλος ανέβαζε το μπετόν σ τη σ τέγη με τη «ν τενέκα». Όπως τότε με το χώμα.
Και σ το τέλος της εργασίας τσιμπούσι Κρέας, το φαγητό της φιλοξενίας είναι εκπληκτική η δύναμη των εθίμων! Προσαρμόζον ται κάθε φορά σ τα δεδομένα της
αΝαΠοΛησεισ
Δικό ς μας άν θρ ωπο ς
στην είσοδο των κεν τρικών γραφείων μας υπάρχει ένα κολάζ σαν μικρή τοιχογραφία με φωτογραφίες από το ξεκίνημά μας μέχρι και πριν από λίγα χρόνια. Κάθε που περνάμε βλέπουμε να ζων τανεύουν ωραίες σ τιγμές και αγαπημένες μορφές παλαιών και νέων συνεργατών, σ τιγμιότυπα από συναν τήσεις, συσκέψεις, εκπαιδεύσεις, εγκαίνια κατασ τημάτων, βραβεύσεις, εορτές, εκδηλώσεις, εκθέσεις κρητικών προϊόν των. ακόμη και όταν περνάμε
βιασ τικοί όλο και κάποια εικόνα θα δούμε που θα κάνει τη μνήμη μας να ταξιδέψει.
Προχ τές σ ταμάτησα για λίγο μπροσ τά σ’ αυτή τη μεγάλη τοιχογραφία σ τιγμιοτύπων και το μάτι μου έπεσε σε μια συνάν τηση με τον Νίκο σκουλά γύρ ω σ το 1987-1988. η φωτογραφία δεν είναι πολύ καθαρή αλλά η αλήθεια που φανερώνει είναι πάντα ολοκάθαρη σ τα μάτια μας η εταιρεία μας ήταν τότε πολύ νέα, οκτώ ετών περίπου, αλλά δυναμική και αναπτυσσόμενη Τότε συνεργασ τήκαμε
για πρώτη φορά με τον Νίκο σκουλά και η συνεργασία μας οδήγησε σε μια σ τενή φιλία που διαρκεί μέχρι σήμερα με μεγάλη εμπειρία από επιχειρήσεις και μάρκετιν γκ ο άν θρ ωπος που κατάφερε να ανεβάσει το επίπεδο του ελληνικού τουρισμού ως Υπουργός, επιλογή του διορατικού ανδρέα Παπανδρέου, σ τάθηκε πολύτιμος σύμβουλος και για μας.
μεγά λη σημασία σ τη δουλειά μας παίζουν οι καινούργιες ιδέες, όπως και ο
κοινωνικός αν τίκτυπος της επιχειρηματικής δράσης. είναι δυ ο τομείς σ του ς οποίου ς ο Νίκος σκουλάς έχει δια πρέψει. Γνωρίζαμε ότι είχε συνεργασ τεί ως
σ τέ λεχος με με γά λες ανά λογες ε πιχειρήσεις σ τον Καναδά και ακούγαμε με μεγάλο ενδιαφέρον τις καινοτόμες από-
ψεις του Τότε η ε λληνική εμπειρία σε πολυκατασ τήματα ήταν μά λλον μικρή
και ο χώρος που ανοιγόταν μπροσ τά μας τεράσ τιος. Όπω ς είναι φυ σικό τις πολύτιμες συμβουλές του δεν τις ξεχάσαμε και δεν θα τις ξεχάσουμε ποτέ
Γράφουμε αυτό το μικρό κείμε νο σαν εγκάρδιο χαιρετισμό σε έναν παλιό συνεργάτη και μόνιμο φίλο αφού κι εκείνος διαβά ζ ει το περιοδικό μας Για να του μεταφέρουμε την αγάπη και τις ευχαρισ τίες μας και να του πούμε πως τον θεωρούμε πάν τα δικό μας άν θρ ωπο, μόνιμο συνοδοιπόρο σ τον καλό δρόμο, σ την επιχειρηματική
που δεν σ ταματά ποτέ να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία σ τον κοινωνικό χαρακτήρα, σ την προσφορά σ τον άν θρ ωπο και σ τον τόπο.
Την αγάπη όλων μας, Νίκο! Μηνάς Χαλκιαδάκης
Το όραμα της ελληνικής κουζίνας
Διάβασα το σ υγκιν ητικό κείμενο του Μηνά και θ α ήθελα να πρ ο σ θέσω δυ ο λόγια τώρ α, σε μια έν τον η περίοδο με πολ λές εκλογικές αναμετρήσεις, επειδή το παράδειγμα κάποιων αν θρώπων πρέπει να αποτελεί ορόσημο για τους επόμενους. Μόνο έτσι πάνε οι κοινωνίες μπροστά. Έτος 1997. Γενικός Γραμματέας του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού ο Νίκος Σκουλάς Άνοιξη, αν θυμάμαι, καλά, δέχτηκα ένα τηλέφωνο από τον ίδιο Ήθελε να με βά λει σε μια ομάδα μελέτης, μαζί με κάποιους σ υνοδοιπόρους στον αγώνα για την ανάδειξη της παραδοσιακής ελ ληνικής διατροφής, τον Αντώνη Παναγιωτόπουλο, τον Χρήστο Ζουράρη, τον Ανέστη Μπαμπατζιμόπουλο και άλλους, άμισθοι όλοι
Πρώτη σ υνάντηση στο Υπουργείο. Καθ όμαστε γ ύρω από ένα μεγά λο τραπέζι και αρχίζει να μι λά ο εμπνευστής της πρωτοβουλίας, ο Νίκος Σκουλάς. Ο λόγος του οραματικός Μί λησε για την ελ ληνική ταυτότητα του τουρισμού και την ανάγκη να μπει - επιτέλους - το ελ ληνικό φαγητό στα ξενοδοχεία και τις ταβέρνες της χώρας, να ενισχυθεί η ελ ληνική αγροτική παραγωγή, να καθιερωθεί ένα διατροφικό
αντιγράφουμε στην επαγ-
γελματική εστίαση τις ξένες κουζίνες. Θυμάμαι ακόμη τα λόγια του, τα εξής πάνω κάτω:
Ευχαριστώ που αποδεχτήκατε να προσφέρετε χωρίς να ζητήσετε αμοιβή Δεν θέλω να κάνω μια ακόμη επιτροπή που να επιβαρύν ει, έστω και ελάχιστα, τον κρατικό προϋπολογισμό. Μόνο έτσι, με διάθεση προσφοράς, θα σηκώσουμε την Ε λλάδα ψηλά και θα πετύχουμε τον στόχο να δώσουμε ταυτότητα στον τουρισμό και όραμα στην ελληνική κοινωνία.
Από εκείν η τη μέρ α άρχισε μια μικρή επανάσταση. Ιδέες, σκέ ψεις, προτάσεις. Και προσπάθειες τεκμηρίωσης των τοπικών κουζινών της χώρας με πιστοποιήσεις από φορείς υψηλού κύρους Μέχρι που έφυγε ο Νίκος από τη θέση του Γενικού Γραμματέα είχαν γίνει πολλά - μακάρι να έμενε και να γίνονταν πράξη όλα τα κοινά μας οράματα. Και όσο για την επιτροπή, όχι μόνο παρέμεινε άμισθη όσο λειτουργούσε - φαινόμενο μά λ λον σπάνιο για τα ελ ληνικά δεδομένα - α λ λά και τα μέλη της που κατοικού σαν εκτό ς Αθηνών (Κρήτη και Θεσσα λονίκη) π λήρωναν από δικού τους όλα τα έξοδα, μέχρι και τα αεροπορικά εισιτήριά τους! Είπαμε, ο ηγέτης πρέπει να εμπνέει Και να ενθουσιάζει με ωραίες πρωτοβουλίες ΝΨ