ΥΠΕΡ Χ Τεύχος 95

Page 1

TO ΠEPIOΔIKO TΩN SUPER MARKET XAΛKIAΔ AKH ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020 | ΤΕYΧΟΣ 95 ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

Πλούτος ψυχής είναι η μαντινάδα...

>

«Άνθρωπος ήτανε κι ο μελίτακας...»

Ο Θέμος Κορνάρος στη Σπιναλόγκα του 1928

Τα ασκιά, οι ασκοντάβλες και οι αραγοί στην Κρήτη

ΕIναι πΟY Και τα μAτια χαμΟγΕλΟYν!




Περιεχόμενα 6 ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ Φωτογραφίες & κείμενα: Νίκος Ψιλάκης 16 Η τελετουργία της φωτογράφισης στην Κρήτη του 1900

54

40

Τα ασκιά, οι ασκοντάβλες και οι αραγοί στην Κρήτη του Ν. Ψιλάκη

50 Περιβάλλον

19 Ένας χοχλιός... με ρίζες

54 «Άνθρωπος ήτανε κι ο μελίτακας...» του Ν. Ψιλάκη

20 Αλληλεγγύη

58 Το Ηράκλειο του 1667

22 Είναι που και τα μάτια χαμογελούν

60 Μελέτιος Πηγάς: Ο Κρης Άγιος του Οκτωβρίου

24 Πλούτος ψυχής είναι η μαντινάδα...

62 Ο Θέμος Κορνάρος στη Σπιναλόγκα του 1928

30 Με υπερηφάνεια!

70 Τα γλυκά και τα ποτά των Κρητικών στον Καπετάν Μιχάλη του Κ.Ν.Μ. Καζαμιάκη

32 Δυο σπουδαίοι λόγιοι της Κρήτης παρουσιάζουν το περιοδικό μας

74 Ο λεκτικός πλούτος και οι μεγάλου μήκους λέξεις του ποιητικού έργου «Πανώρια» Των Ανδρέα Μανιού - Γιώργου Μανιού

36 Τα νέα μας

6

24

60

70

22

40

62

74

Tριμηνιαία έκδοση των Σ/M XAΛKIAΔAKH

Yπεύθυνη σύμφωνα με το νόμο: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ

Σχεδίαση εντύπου: NIKOΣ NTPETAKHΣ

1o χιλ. Γαζίου-Κρουσώνα 7005 Ηράκλειο τηλ. 2810 824 140

Eκδοτική φροντίδα: Tμήμα Δημοσίων Σχέσεων της A.E. XAΛKIAΔAKH

Φωτοστοιχειοθεσία Mακέτες - Eκτύπωση: TYΠΟΚΡΕΤΑ A.E., BI.ΠE. Hρακλείου, Tηλ. 2810 382800 FAX: 2810 380887

> www.xalkiadakis.gr Διανέμεται δωρεάν από τα καταστήματα της εταιρείας

IS SN : 25 85-36 0 0

Σύμβουλος έκδοσης: ΕΦΗ ΨΙΛΑΚΗ Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων της Α.Ε. ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΖΑΓΚΑΡΑΚΗΣ

Tα κείμενα που δημοσιεύονται δεν εκφράζουν κατ’ ανάγκην και την άποψη της εταιρείας ή του περιοδικού.



N Φωτογραφήματα ΦΩΤΟΓΡΑΦIΕΣ & ΚΕIΜΕΝΑ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ

Εκεί στον Νότο... Λες κι ένα βέλος από το τόξο μυθικού θεού είχε μόλις τρυπήσει το μολύβι τ’ ουρανού και τώρα χυνόταν με ορμή το λυκόφως στη θάλασσα. Κάτι σαν παραίσθηση μ’ έκαμε να κρατήσω την ανάσα μου, νόμιζα πως θ’ άκουγα τον παφλασμό του. Μα το θείο φως του δειλινού δεν θορυβεί, γαληνεύει μονάχα. Εκεί στον Νότο, κάπου δυτικά της Φαιστού, κάπου ανατολικά του Κομού χάντρες οι αρχαίες πόλεις, κρίκοι μιας αλυσίδας που περνούν οι αιώνες κι εκείνη δεν λέει να σκουριάσει. Εκεί στον νότο της ασύνορης μαγείας, εκεί που σμίγουν οι ανάσες των ηπείρων όπως σμίγανε κάποτε τα πλεούμενα των προγόνων. Λένε πως κάποτε, στις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας, οι μακρινοί κάτοικοι τούτων των πόλεων, της Φαιστού, του Κομού και άλλων που τα ονόματά τους έχουν για πάντα βουλιάξει στη δίνη του χρόνου, ήξεραν να πορεύονται στους θαλάσσιους δρόμους. Το νιώθω καθώς, καθισμένος σ’ ένα νβράχο της στεριάς, κοιτάζω επίμονα το πέλαγος και προσπαθώ ν’ αναπλάσω όσα λείπουν από την εικόνα: την παλιά ναυτοσύνη, τα κουπιά και τα πανιά, τους ιδρωμένους κωπηλάτες, τα φουγάρα των ατμόπλοιων. Αιώνες κι αιώνες ίδια η θάλασσα, αιώνες κι αιώνες το ίδιο φως, αιώνες κι αιώνες τα ίδια καλοκαίρια, τα ίδια φθινόπωρα. Είναι φθινόπωρο, λοιπόν. Και κάθε φθινόπωρο ο τόπος ετούτος αντιστέκεται με θράσος, σαν ν’ αρνείται να εν-

6

δώσει στις απειλές του χειμώνα, προτάσσοντας σαν ασπίδα το φως. Η γης ξερή, οι θάμνοι στη ραστώνη της παρατεταμένης θερινής νάρκης, κάμποσες σμηναρχίες χελιδονιών βρίσκουν απόσκιο στα σπηλιάρια του Νότου, είναι τα χελιδόνια που, όπως βεβαιώνουν οι ψαράδες, δεν μεταναστεύουν ποτέ. Κοιτάζω θαμπωμένος το φως. Ασήμι λιωμένο χύνεται στη θάλασσα. Είναι φορές που τα σύννεφα αραιώνουν για να κάμουν περάσματα στους αγγέλους κι άλλες που ανοίγουν για να δείξουν στους ανθρώπους το θαύμα. Δεν ξέρω αν συνωμότησαν όλα μαζί για να θαμπώσουν τ’ ανθρώπινα μάτια μου ή για να πλάσουν την αρμονία του κόσμου. Καλοδεχούμενο το θαύμα, καλοδεχούμενο κι ας έρχεται η ψυχρή λογική να το αποκαλέσει «φυσικό φαινόμενο». Τέτοιες ώρες μου αρέσει να παίζω με τις λέξεις. Φαινόμενο! ψελλίζω καθώς η θάλασσα σωπαίνει. Φαινόμενο! Τι όμορφη λέξη, Θεέ μου! Το πλοίο, φορτηγό νομίζω, τραβά κατά τα μέρη της Ανατολής, ίσως να μπορέσω να φανταστώ το ταξίδι του: πλους προς τη μεγάλη διώρυγα, ίσως

και τη Συροπαλαιστίνη, πλους στοιχειωμένος. Ίσως να κουβαλά πραμάτειες λοήσιμες, ίσως να κίνησε για να γεμίσει τ’ αμπάρια του με το μαύρο λάδι της πέτρας. Ίσως κάποιος ναύτης να στέκεται τώρα σε κάποιο φινιστρίνι και να κοιτάζει τη στεριά, ίσως ν' αγναντεύει τούτο το μακρύ νησί, που χέρι θεϊκό το πέταξε πριν από μυριάδες χρόνια καταμεσής του πελάγου. Με τούτα τα «ίσως» βάλθηκα να πλάθω μικρές ιστορίες κι ας ξέρω πως η κάθε μια τους μέλλεται να κρατήσει μονάχα μια στιγμή, όσο κρατούν όλες οι εκδοχές του αγνώστου, όσο κρατούν κι οι ανθρώπινες οπτασίες. Μα είναι τόσο σύντομα όλα, τόσο σύντομα! Ακόμη και τα θαύματα λίγο κρατούν, όσο ένα κλικ της φωτογραφικής μηχανής, όσο μια ψευδαίσθηση που σε κάνει να νομίζεις πως η φωτογραφία παγώνει τον χρόνο. Και τώρα που κοιτάζω πάλι το θαύμα τυπωμένο στο φωτογραφικό χαρτί ξέρω καλά πως δεν κατάφερα ν’ αποτυπώσω τίποτα περισσότερο από ένα απειροελάχιστο κλάσμα του!


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

> Κοιτάζω θαμπωμένος το φως. Ασήμι λιωμένο χύνεται στη θάλασσα. Είναι φορές που τα σύννεφα αραιώνουν για να κάμουν περάσματα στους αγγέλους κι άλλες που ανοίγουν για να δείξουν στους ανθρώπους το θαύμα.


NΦΩΤΟΓΡΑΦIΕΣ & ΚΕIΜΕΝΑ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ

> Μένουν ιεροί για πάντα οι τόποι της μνήμης. Μπορεί να περνούν οι αιώνες, ν’ αλλάζουν οι θρησκείες, να έρχονται καινούργιοι θεοί, μα οι τόποι δεν χάνουν το θάμπος τους.

8


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

Μια χαρουπιά στα Σφακιά... Μια χαρουπιά στα Σφακιά. Και μια καμπάνα. Κι ένας άγιος λεβέντης που κρατεί γερά το σκουτάρι κι αποδιώχνει τους πειρατές. Ναός του Αγίου Νικήτα στο Φραγκοκάστελλο. Ένας ολόκληρος κόσμος τόσο παλιός μα και τόσο καινούργιος. Οι πρόγονοί μας χτίζανε τις εκκλησίες του Αγίου Νικήτα κοντά στις θάλασσες, εκεί που χρειαζόταν να ορθώσουν τείχη για να μη σιμώνουν οι κουρσάροι στη νήσο. Κι οι Σφακιανοί βρήκανε τον καλύτερο τόπο για να θεμελιώσουν το ιερό του αγίου τους: ακριβώς πάνω σε έναν αρχαίο ελληνικό ναό! Τον γιόρταζαν πάντα τον Άγιο Νικήτα στα θαλασσινά χωριά της Κρήτης. Τον τιμούσαν, γιατί ακόμη κι ο πολεμιστής που κρατά το ντουφέκι θέλει τους αγίους κοντά του. Αλάφιαζαν εκείνα τα χρόνια κάθε που έβλεπαν κουρσάρικα καράβια στο πέλαγος. Κι όχι μόνον οι Κρήτες, αλάφιαζαν και οι νησιώτες του Αιγαίου. Στη συλλογική τους μνήμη ήταν τυπωμένες ανεξίτηλα οι εικόνες της συμφοράς. Πώς να ξεχάσει κανείς τους Μπαρμπαρόσα και τους Ουλούτς Αλήδες, πώς να ξεχάσει τους ματωμένους πειρατές που λεηλατούσαν το βιος και φόρτωναν τις γυναίκες και τα παιδιά τους στ’ αμπάρια για να τα πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής; Λένε πως κάποτε μια σκλαβοπούλα από την Κρήτη κρατούσε το λαήνι στο χέρι κι έγερνε νερό στις χούφτες του αφέντη για να πλυθεί. Ήταν πρωί, δεν είχε ακόμη καλάκαλά ξημερώσει στα μέρη της Μπαρμπαριάς. Μα εκείνη την ώρα η σκλαβοπούλα θυμήθηκε πως είχε 14 ο Σεπτέμβρης κι αναστέναξε. Γύρισε ο αγάς και την κοίταξε. - Είντα έχεις, μωρή, κι αναστενάζεις; - Σήμερο είναι του Σταυρού, ταχιά ’ναι του Νικήτα και γίνεται στον τόπο μου μεγάλο πανηγύρι. Γέλασε ο αγάς. - Αν έχει δόξα ο Σταυρός και χάρη ο Νικήτας στον τόπο σου θε να βρεθείς και να ’ναι ακόμη νύχτα... Άστραψε, λένε, ο κόσμος, σείστηκεν η γης. Και μέσα στο σύθαμπο φάνηκε μπροστά τους ένας νέος άντρας καβαλάρης σε γρήγορο άλογο. Την έβαλε στα καπούλια και χάθηκε. Μέχρι ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια της βρισκόταν στον τόπο της, στο χωριό της. - Έχει και δόξα ο Σταυρός και χάρη ο Νικήτας, είπε όταν είδε τον γέρο πατέρα της. Νικήτας λεγόταν ο νιος που την άρπαξε από τα χέρια του αφέντη, Άγιος Νικήτας, πολεμιστής και κονταρομάχος. Έτσι λέει ο όμορφος θρύλος· λόγια της ψυχής, ακατάλυτα! Μένουν ιεροί για πάντα οι τόποι της μνήμης. Μπορεί να περνούν οι αιώνες, ν’ αλλάζουν οι θρησκείες, να έρχονται καινούργιοι θεοί, μα οι τόποι δεν χάνουν το θάμπος τους. Σκάψανε οι αρχαιολόγοι πλάι στην εκκλησιά του Αγίου Νικήτα και βρήκανε τα αρχαία ψηφιδωτά. Σκάβομε κι εμείς στις καρδιές μας κι ακούμε τον απόηχο των αρχαίων ψαλμών, και ξανάρχονται στη θύμησή μας οι παλιοί χορευτές, εκείνοι που συνάντησε πριν από αιώνες ένας Φράγκος περιηγητής να χορεύουν ένοπλοι σε τούτο το μεγάλο πανηγύρι. Η καμπάνα κρεμασμένη στα κλαδιά της χαρουπιάς, η χαρουπιά σκυμμένη στη γης λες και θέλει να γίνει σκέπη κι εκείνη κάτω από τη σκέπη τ’ ουρανού, ο άνεμος έχει αφήσει τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Τα ψηλαφούμε στο σχήμα του δέντρου κι αφουγκραζόμαστε τη φωνή της καμπάνας. Όποιος έχει αφουγκραστεί το τραγούδι της σκλαβοπούλας έτσι όπως το διηγούνταν οι παππούδες κι οι γιαγιάδες μας, μπορεί ν’ ακούσει ακόμη και τις πεταλιές του αλόγου.

9


NΦΩΤΟΓΡΑΦIΕΣ & ΚΕIΜΕΝΑ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ

Τα κεράκια της Περσεφόνης Ανθίζουν στο τέλος του καλοκαιριού, όταν όλα γύρω τους είναι κατάξερα. Τα λουλούδια της σκίλλας, της γνωστής μας σκιλλοκρομμύδας ή ασκελετούρας, όπως τη λέμε στην Κρήτη. Δηλαδή, εκείνου του δροσερού βολβού που αρνείται να παραδοθεί στη μοίρα της θνητότητας. ακόμη κι αν βρεθεί για μήνες έξω από τη γη, μένει ζωντανός. Είναι το πρώτο μήνυμα του κύκλιου χρόνου, αγγελτήριο ζωής σμιλεμένο στο DNA του φυσικού μας κόσμου, σμιλεμένο και στο δικό μας - τουλάχιστον όλων όσων έμαθαν να διαβάζουν τα σημάδια της φύσης. Μέσα από την ξεραΐλα του καλοκαιριού αναδύεται ολόδροση η ελπίδα. Με λευκή φορεσιά, πλουμισμένη με ήρεμες και λεπτές αποχρώσεις, έτσι για να μεταφέρουν στον γήινο κόσμο μας το χαρμόσυνο μαντάτο της Περσεφόνης. Είναι τα κεράκια που ανάβουν οι θεοί στον δρόμο της!

>

Μέσα από την ξεραΐλα του καλοκαιριού αναδύεται ολόδροση η ελπίδα. Με λευκή φορεσιά, πλουμισμένη με ήρεμες και λεπτές αποχρώσεις,...

10


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

Αξιοθέατος! Αν μ' έβλεπε ο παππούς μου να φωτογραφίζω γαϊδούρια, θα κούναγε περίλυπος το κεφάλι. Τότε, στα χρόνια των παππούδων και των προ-παππούδων μας, τα γαϊδουράκια ήταν τόσο συνηθισμένα όσο τουλάχιστον τα σημερινά αυτοκίνητα. Αναρωτιέμαι συχνά τι θα έκαναν αυτοί οι παππούδες αν έλειπαν τα καταφρονεμένα ζωντανά με την ανεξάντλητη υπομονή και την ανεξάντλητη δύναμη. Ήταν οι πιο πολύτιμοι συνεργάτες στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης. Φωτογράφισα, λοιπόν, σαν αδαής τουρίστας τούτον τον ευγενικό ηλικιωμένο στη απογευματινή του ρέμβη. Βρισκόταν κάπου στις Λιθίνες της Σητείας, εκεί τον συνάντησα. Ένας από τους τελευταίους, ψιθύρισα.

>

Αναρωτιέμαι συχνά τι θα έκαναν αυτοί οι παππούδες αν έλειπαν τα καταφρονεμένα ζωντανά με την ανεξάντλητη υπομονή και την ανεξάντλητη δύναμη.

Ήταν οι πιο πολύτιμοι συνεργάτες στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης. 11


NΦΩΤΟΓΡΑΦIΕΣ & ΚΕIΜΕΝΑ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ

Στάθηκα μπροστά στο κτήρι με τη μηχανή στο χέρι σαν τον φαντάρο που δίνει αναφορά. Ένιωσα να είμαι ένα κομμάτι του παρόντος, ίσως και το ερευνητικό βλέμμα να ήταν αδιάκριτο, κι ανασκάλεψα τη μνήμη...

12


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

Κι ο επίλογος; Ένα ερωτηματικό! Έχουν περάσει χρόνια από τότε. Κι όταν ξεφύλλισα το παλιό καλαντάρι, διάβασα μόνο τη λέξη «χάνι;» μ’ ένα ερωτηματικό πιο μεγάλο από τα γράμματα. Ένα ερωτητικό μπορεί να δηλώνει αμφιβολία ή απορία, να διαιωνίζει μιαν ερώτηση που δεν απαντήθηκε ή ν’ αφήνει σ’ εσένα το περιθώριο ν’ αμολήσεις τη φαντασία στα ατέρμονα λιβάδια του χρόνου και να μαζέψεις ό,τι τραβά η όρεξή σου: διαβάτες να βρίσκουν απόσκιο, χανιαλήδες να σερβίρουν πάνω σε μεγάλους σοφράδες, ιστορίες που ξεχάστηκαν για πάντα, έτσι όπως ξεχνιούνται και οι άνθρωποι και τα έργα τους. Στάθηκα μπροστά στο κτήρι με τη μηχανή στο χέρι σαν τον φαντάρο που δίνει αναφορά. Ένιωσα να είμαι ένα κομμάτι του παρόντος, ίσως και το ερευνητικό βλέμμα να ήταν αδιάκριτο, κι ανασκάλεψα τη μνήμη για να φέρει κοντά μου τους πύργους και τα μέγαρα που χτίζανε στα χρόνια της Βενετιάς οι άρχοντες, Κρητοβενετσιάνοι οι περισσότεροι, με παιδεία και γνώσεις. Πάνω από την είσοδο σκάλιζαν οικόσημα και ρητά που θυμίζουν ασκήσεις αυτογνωσίας: OMNIA MUNDI FUMUS ΕΤ UMBRA που θα πει: ΟΛΑ ΤΑ ΕΓΚΟΣΜΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΝΟΣ ΚΑΙ ΣΚΙΑ Έτσι κι εδώ. Χτες ήταν και πέρασε. Χτες ήταν και πήρε μαζί του τις μέρες και τις νύχτες, τα ταξίδια και τις επιστροφές, και πήρε μαζί του τα γλέντια, τους έρωτες, τις αγωνίες, τους μόχτους. «Μάλλον ήταν χάνι», επιμένει η μνήμη ν’ αναπαράγει τη φωνή του διαβάτη που τυχαία συναντηθήκαμε τότε στον δρόμο. Τρεις λέξεις μόνο. Ήταν βιαστικός, «πρέπει ν’ αρμέξω», πρόσθεσε φεύγοντας. Άλλες τρεις λέξεις, ένας ολόκληρος κώδικας που επιτρέπει στο παρελθόν να συναντιέται με το παρόν, το τότε παρόν! Φεύγοντας κατάλαβα ότι δεν νοιαζόμουν αν ήταν χάνι, αν ήταν καφενείο ή οτιδήποτε άλλο. Δεν ήθελα να ψάξω, εκείνο το «μάλλον» με είχε παρασύρει. Ιστορία είναι κι αυτό. Δηλώνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την επικυριαρχία της λήθης. OMNIA MUNDI FUMUS ΕΤ UMBRA Όλα καπνός και σκιά! Ξανακοιτάζω το καλαντάρι, σκανάρω τη φωτογραφία. Τι μένει; Μα το ερωτηματικό. Σαν επίλογος μιας ιστορίας που η αρχή της δεν είναι εδώ.

>

ΟΛΑ ΤΑ ΕΓΚΟΣΜΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΝΟΣ ΚΑΙ ΣΚΙΑ

Νάματα του πολιτισμού μας Αναπαραστάσεις του φυσικού κόσμου, αναπαραστάσεις του ανθρώπινου βίου, χρώμα του πηλού βγαλμένο από αρχαίο καμίνι. Λεπτομέρεια από βυζαντινή τοιχογραφία, πλασμένη με φως. Ένα πήλινο αγγείο στα χέρια της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας, της αγίας που με τα φάρμακά της απάλυνε τον πόνο των ασθενών. Νάματα της πίστης, νάματα ενός πολιτισμού που μίλησε με τη δύναμη του λόγου και της εικόνας στις ψυχές των ανθρώπων. 13


NΦΩΤΟΓΡΑΦIΕΣ & ΚΕIΜΕΝΑ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ

Κάστρα στην άμμο Και ποιος, αλήθεια, δεν έχτισε παλάτια στην άμμο; Πύργους τριγυρισμένους με μπεντένια, κάστρα και μέγαρα; Και ποιος, αλήθεια, δεν ένιωσε τη χαρά βλέποντας αγέρωχο το δημιούργημά του, πλουμισμένο με όνειρα κι ελπίδες; Και ποιος δεν κάθισε πλάι στο παιδί και στο εγγόνι του, και ποιος μεγάλος δεν ξανάγινε παιδί; Όσο εφήμερες είναι οι κατασκευές που σκαρώνονται στην άμμο, τόσο ανεξίτηλες κι ακατάλυτες οι ανάγκες που υπηρετούν. Κάποτε - κάποτε και οι σχέσεις που χτίζουν!

Όσο εφήμερες είναι οι κατασκευές που σκαρώνονται στην άμμο, τόσο ανεξίτηλες κι ακατάλυτες οι ανάγκες που υπηρετούν.

> 14


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

15


ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΜΑΣ

Η τελετουργία της φωτογράφισης στην Κρήτη του 1900 Οι άντρες καθισμένοι σε παλιές ψάθινες καρέκλες, οι γυναίκες όρθιες πίσω τους, και μπροστά δυο παιδιά, κορίτσι κι αγόρι. Ήταν άνοιξη, μάλλον Μάρτης ή Απρίλης, όπως φανερώνει το ελαφρύ ντύσιμο των παιδιών και οι λευκές ανεμώνες που βλέπομε σκορπισμένες στο πάτωμα. Κάποιος άγνωστος φωτογράφος θα βρέθηκε στο χωριό τους εκείνες τις μέρες, γύρω στο 1900, ίσως να τον έλεγαν Μπεχαεντίν, ίσως Μαρκουλάκη, ίσως κάπως αλλιώς - η φωτογραφία δεν διασώζει το όνομα του δημιουργού της. Ούτε η ακριβής χρονολογία της λήψης είναι γνωστή. Το βέβαιο είναι πως είχε μείνει για πολλές δεκαετίες κρεμασμένη σε κάποιον τοίχο, στο χοντρό χαρτόνι που την πλαισιώνει φαίνονται κάμποσες τρύπες από πρόκες και η επιφάνειά της ήταν γεμάτη με μαύρα στίγματα, χιλιάδες μαύρα στίγματα καμωμένα από τις μύγες. Χρειάστηκε κόπος μεγάλος να καθαριστεί, ν' αποκατασταθούν οι φθορές κι ένα αντίγραφό της να επιχρωματιστεί με σύγχρονες ψηφιακές μεθόδους. Μάρτυρες βουβοί των μικρών οικογενειακών ιστοριών είναι οι φωτογραφίες. Δεν γνωρίζω τα πρόσωπα, δεν γνωρίζω τις σχέσεις ανάμεσά τους, δεν γνωρίζω την τελετουργία της φωτογράφισης. Οι δυο άντρες μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά η διαφορά της ηλικίας τους είναι φανερή, μάλλον είναι πατέρας και γιος - τότε οι άνθρωποι παντρεύονταν νέοι, συχνά και πριν τα 20 χρόνια τους. Έτσι όπως είναι φανερή και η διαφορά ηλικίας των δυο γυναικών. Μάλλον πεθερά και νύφη. Αν μαντεύω σωστά, η πατρική φαμίλια πόζαρε μαζί με τη φαμίλια του γιου. Επομένως, τα παιδιά θα ανήκουν στον άντρα κάτω αριστερά και στη γυναίκα με τις λίρες ή τους μαμουντιέδες στον λαιμό της. Η άλλη γυναίκα δεν φορά κοσμήματα. Στητή κι αγέρωχη καμαρώνει για τη νύφη, για τον γιο, για τα εγγόνια της. Μάρτυρες λάλοι της κοινωνικής ιστορίας είναι οι φωτογραφίες. Αποκαλύπτουν συνήθειες, νοοτροπίες, κοινωνικά στάτους. Και τούτη εδώ φανερώνει Κρήτη. Όλοι φορούσαν ντόπια ρούχα στα χωριά του νησιού. Και οι άνθρωποι της εικόνας μας φόρεσαν τα καλά τους για τις ανάγκες της φωτογράφισης. Ίσως να στείλανε τα παιδιά να μαζέψουν λουλούδια, έτσι τα φωτογράφιζαν συχνά σε τούτα τα μέρη τα παιδιά. Μα το κοριτσάκι προτίμησε τη μεγαλίστικη τσάντα, ίσως αυτό να πέταξε τις ανεμώνες στο χώμα - ποιος ξέρει; Κοιτάζω τα παπούτσια. Χειροποίητα. Και φθαρμένα, πολύ φθαρμένα. Όπως

16

και οι πάτοι των στιβανιών - τότε περπατούσαν οι άνθρωποι, περπατούσαν πολύ. Το στήσιμο εντυπωσιακό. Άντρες και γυναίκες σε σχηματισμό χιαστί. Πιο πίσω μια κουβέρτα καρφωμένη στον τοίχο. Είναι μάλλινη. Πατητή, όπως τις λέγανε. Τη διάλεξαν για φόντο, έτσι για να φτιάξουν μια πρόχειρη απομίμηση του φωτογραφικού στούντιο. Κανείς δεν ξέρει τι βρισκόταν πίσω από τούτο το φόντο. Πόρτα, τοίχος, παράθυρο... Γνωρίζομε μόνο τι βρίσκεται μπροστά, διάχυτο ανάμεσα στους ανθρώπους: η μαγεία της μηχανής, η μαγεία της φωτογραφίας, η τελετουργία της. Ίσως να ήταν ο πρώτος φωτογράφος που βρέθηκε σ' αυτό το κρητικό χωριό (Κασταμονίτσα Ηρακλείου) πριν από έναν αιώνα και κάμποσα χρόνια. Και τούτες οι λίγες στιγμές που

βρέθηκαν μπροστά στον φακό ίσως να ήταν από τις πιο επίσημες της φαμίλιας! Κοιτάζω ξανά και ξανά. Ίσως να ξέρω γιατί φορά μονάχα η νέα γυναίκα τα χρυσαφικά της. Μια συνήθεια παλιά επέβαλλε να προσφέρει η μάνα τα κοσμήματά της στη νύφη, τη γυναίκα του πρωτότοκου γιου... Κι όμως... Όσες φορές κι αν κοιτάξω τη φωτογραφία το βλέμμα μου θα συναντήσει τα βλέμματα των απόντων. Αφουγκράζομαι τις σιωπές τους, γυρίζω πίσω τους δείκτες του χρόνου και προσπαθώ ν' αναπλάσω το σκηνικό. Τον τόπο, τον χρόνο, την ψυχή, το συναίσθημα. Έτσι γίνεται πάντα με τις παλιές φωτογραφίες. Τις κοιτάζεις και τα μάτια σου γεμίζουν αινίγματα. Χ



Ένας χοχλιός... με ρίζες Σαλίγκαρο το λένε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Και Σάλιαγκα. Εδώ, στην Κρήτη, σπανίως ακούγεται με την αντίστοιχη ονομασία, χοχλιός δηλαδή. Για κάποιους άγνωστους λόγους επικράτησε το Ζουλφαρί (ή και γιουλφαρί), σύνθετη λέξη με περσικές και αραβικές ρίζες, ίσως επειδή διαδόθηκε στο νησί κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1645/69-1898).

18

Φυτό με πολλά ονόματα: Χοχλιός, Σαλίγκαρος, Σάλιαγκας, Καράολος (στην Κύπρο), Ζουλφαρί, Γιουλφαρί, Φασίολος του Καρακάλα... Το ίδιο συμβαίνει και σε πολλές άλλες γλώσσες· εννιά ονόματα του έδωσαν οι Εγγλέζοι: Snail flower, Snail vine, Pet-Snail vine, Corkscrew flower, Corkscrew bean, Corkscrew vine, Corkscrew plant, Bertoni bean, Snail bean! Φυτό πολυετές και πανέμορφο, ιθαγενές της Νότιας Αμερικής, με λουλούδια φανταχτερά που το ελικοειδές σχήμα τους θυμίζει χοχλιό. Ο καρπός του θυμίζει φασόλι. Ανθίζει το φθινόπωρο και ομορφαίνει τον κόσμο μας. Μόνο που όλο και πιο σπάνια το βλέπομε πια στις αυλές. Ίσως επειδή... όλο και πιο σπάνια βλέπομε πλέον αυλές! Κι αν αναρωτηθείτε ποιος είναι αυτός ο Καρακάλας που συνοδεύει την επιστημονική ονομασία του φυτού, μην πάει το μυαλό σας στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα που δολοφόνησε τη γυναίκα του και τον αδερφό του· ο ιδιότυπος και μάλλον κτηνώδης άναξ κληροδότησε το όνομά του στα περίφημα λουτρά του (Λουτρά του Καρακάλλα), όχι όμως και στο λουλούδι. Οι Πορτογάλοι έδωσαν την ονομασία στο φυτό. Και στη γλώσσα τους caracol θα πει... χοχλιός!


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

19


Δωροεπιταγές για τους δοκιμαζόμενους του τουριστικού κλάδου Με μια κίνηση έμπρακτης στήριξης των εργαζομένων του τουρισμού της Κρήτης, οι οποίοι δοκιμάζονται από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας του Covid 19, τα σούπερ μάρκετ Χαλκιαδάκης, σε συνεργασία με τους προμηθευτές που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μας, προσφέρουν το ποσό των 150.000 ευρώ, μέσα από δωροεπιταγές! Ο τουρισμός, που έχει δεχθεί μεγάλο πλήγμα εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης, αποτελεί τον κύριο πυλώνα ανάπτυξης του τόπου μας, με ουσιαστική συμβολή στην οικονομία της Κρήτης. Η επιλογή των ωφελούμενων γίνεται με τη συνεργασία της

Περιφέρειας Κρήτης, των Σωματείων Ξενοδοχοϋπαλλήλων Ηρακλείου, Λασιθίου, Χανίων και Ρεθύμνου, του Σωματείου Οδηγών Τουριστικών Λεωφορείων Κρήτης «Ερμής» και του Σωματείου Επαγγελματιών Ξεναγών Κρήτης και Σαντορίνης. Για να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη διαφάνεια της ενέργειας, αλλά και για να επιτευχθεί το μέγιστο δυνατό θετικό αποτέλεσμα, θα ληφθούν υπόψη κοινωνικά κριτήρια.

> Στα δύσκολα είμαστε όλοι μαζί

Κι όπως έχουμε μάθει να ανταποκρινόμαστε και να ξεπερνάμε τις αντιξοότητες, έτσι και τώρα, αντιμετωπίζουμε αυτή τη νέα κρίση ενωμένοι, με αισιοδοξία και την ευχή ότι όλα όσα σήμερα ζούμε, λόγω της πανδημίας, σύντομα θα αποτελούν παρελθόν!

Στο πλευρό των δομών κοινωνικής στήριξης

Οι ανάγκες των ευπαθών ομάδων κατά την περίοδο της πανδημίας έχουν αυξηθεί και οι δράσεις κοινωνικής προσφοράς των σούπερ μάρκετ Χαλκιαδάκης συνεχίζονται με μεγαλύτερη ένταση.

>

Από τις τελευταίες δράσεις που υλοποιήθηκαν και εντάσσονται στο παραπάνω πλαίσιο είναι και η διάθεση καθαριστικών ειδών, προϊόντων προσωπικής υγιεινής και ειδών πρώτης ανάγκης σε δομές που φιλοξενούν παιδιά σε όλη την Κρήτη. Ειδικότερα, τα σούπερ μάρκετ Χαλκιαδάκης, με τη συ-

νεργασία της εταιρείας Unilever, ενίσχυσαν την Ιερά Μονή Παναγίας Καλυβιανής στις Μοίρες, το Παράρτημα Προστασίας Παιδιού Λασιθίου (Παιδόπολη) στη Νεάπολη, τη Στέγη Ανηλίκων Ηρακλείου στον Μασταμπά, και το Κέντρο Προστασίας Παιδιού Ηρακλείου στον Πόρο, με προϊόντα που βελτιώνουν την καθημερινότητα των προστατευόμενων παιδιών και συμβάλλουν στο να διατηρηθούν σε υψηλό επίπεδο οι συνθήκες υγιεινής στις δομές. Συνεχίζουμε όλοι μαζί ενωμένοι να στηρίζουμε αυτούς που έχουν πραγματικά ανάγκη!


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

21



Τα Σούπερ Μάρκετ Χαλκιαδάκης ευχαριστούν τους συνεργάτες τους για την ευλαβική τήρηση των μέτρων.

Για μιαν ακόμη φορά μας συγκινούν με την υπευθυνότητα και την ευσυνειδησία τους.

Είναι που και τα μάτια χαμογελούν! Λένε πως η μάσκα κρύβει το χαμόγελο. Μάλλον λάθος κάνουν. Έτσι γιατί και τα μάτια μπορούν να χαμογελούν. Να μιλούν, να καλημερίζουν, να φανερώνουν αισθήματα. Είναι που όταν χαμογελούνε τα μάτια, χαμογελούν κι οι καρδιές, είναι που μια μάσκα δεν μπορεί να κρύψει το αληθινό μας πρόσωπο. Τη συνηθίσαμε πια τη μάσκα γιατί μας το είπαν εκείνοι που ξέρουν. Μέτρο αναγκαίο ασφαλώς, αλλά προσωρινό, κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Δεν θ' αργήσουμε να δούμε το χαμόγελο και στα χείλη, κι αυτό θα είναι το χαμόγελο

της τελικής νίκης. Η ώρα σιμώνει, χιλιάδες επιστήμονες είναι σκυμμένοι πάνω από τις μελέτες, τα εμβόλια και τα φάρμακα. Εφαρμόσαμε κι εμείς το μέτρο, μαζί με όλα τα άλλα που επιβάλλει όχι μόνον ο νόμος αλλά και η δική μας συνείδηση και η συναίσθηση της ευθύνης απέναντι στην κοινωνία. Και τα εφαρμόσαμε καθολικά. Χωρίς παρεκκλίσεις, χωρίς μάσκες κάτω από τις μύτες ή κρεμασμένες στα πηγούνια, χωρίς προσχήματα. Τα Σούπερ Μάρκετ Χαλκιαδάκης ευχαριστούν τους συνεργάτες τους για την

ευλαβική τήρηση των μέτρων. Για μιαν ακόμη φορά μας συγκινούν με την υπευθυνότητα και την ευσυνειδησία τους. Ευχαριστούμε κι εσάς, τους φίλους, τους πελάτες, τους άλλους καθημερινούς συνεργάτες, που δείχνετε την ίδια κατανόηση και την ίδια πίστη στον Άνθρωπο. Να είστε σίγουροι πως κι εμείς μπορούμε να βλέπουμε τα χαμόγελά σας πίσω από τις μάσκες.

>

Είναι που και τα μάτια μπορούν να χαμογελούν! 23


ΤΟ ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Πλούτος ψυχής είναι η μαντινάδα... ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ, ΧΤΙΖΕΙ ΓΕΦΥΡΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΣΥΝΤΗΡΕΙ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

Ένας πολιτισμός που μιλά με μαντινάδες! ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ αυτοσχέδιο γλέντι σ’ ένα καρπαθιώτικο χωριό. μενετές ή απέρι, αν θυμάμαι καλά - έχει περάσει καιρός από τότε, χρόνοι και χρόνοι. Στο καφενείο. Ξένοι εμείς, καθόμαστε στην άκρη κι ακούμε. λύρα καρπαθιώτικη, λαούτο και μαντινάδες· φαίνεται πως εδώ τα μικρογλέντια στήνονται από το τίποτα. πεντέξι παρέες όλες κι όλες, στη μια κάθονται και τρεις κοπελιές. Δεν καταλαβαίνομε κάμποσες λέξεις, μα χορταίνομε την εκφορά τους, έτσι όπως χορταίνομε και το κέφι των ανθρώπων. Διάλογος αληθινός. λέει ο ένας τη μαντινάδα του, απαντάει ο άλλος, παίρνει ο τρίτος σειρά. αν δεν κατανοείς τα συμφραζόμενα, αρκείσαι στο ν’ απολαμβάνεις τη μαγεία του αυτοσχεδιασμού. Ξέρεις ότι αυτοσχεδιάζουν, το καταλαβαίνεις από τους στίχους. το πρώτο κέρασμα έρχεται από το διπλανό μας τραπέζι. - Ο παππούς μου δούλεψε στην Κρήτη, έχτισε μια μεγάλη εκκλησία, δεν θυμάμαι ποια, μας λέει. Δύσκολο να βρεις εδώ ανθρώπους που να μην έχουν στο απόθεμα της μνήμης τους κάτι από την Κρήτη. μεταναστεύσεις σε καιρούς ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων, ίσως και παλιότερα. χτιστάδες οι πιο πολλοί και καλοί μαστόροι, ήξεραν να μιλούν με την πέτρα. Ένας νέος άντρας παίρνει τον λόγο. Η μαντινάδα του φανερώνει παράπονο, όπως ακριβώς και ο τρόπος που την τραγουδά: - Πάρε το δρόμο, κοπελιά, και ξάνοιγε κι ομπρός σου κι αν θέλεις αγαπητικό εύρε ’που το χωριό σου. 24

Υποψιάζομαι πως απευθυνόταν σε κάποιαν από τις τρεις κοπελιές. Ο διπλανός μου χαμογελάει με νόημα κι εγώ βρίσκω την ευκαιρία να τον ρωτήσω. - α, όχι, απαντά, δεν νομίζω. αν άκουγες την ίδια μαντινάδα πριν από μερικά χρόνια θα ήξερες ότι την έλεγε για κάποιαν που παντρολογούνταν σε άλλο χωριό. τώρα μπορεί να τη λέει γι’ αστείο. αλλά πού ξέρεις; μπορεί και να κρύβει κάποιαν αλήθεια. Έτσι είναι οι μαντινάδες. Και βέβαια, έτσι είναι. πρέπει να είσαι μέλος της κοινότητας για να καταλάβεις τα συμφραζόμενα. λίγο μετά ένας γεράκος αρχίζει τα παινέματα για ξανθιές και μαυρομάτες. Ξανθιά είναι η μια από τις τρεις, μελαχρινές οι δυο άλλες. Ο διπλανός σιμώνει την καρέκλα κοντά μου. - Η μαντινάδα είναι ο πλούτος της γυναίκας, λέει. Έτσι γινόταν παλιότερα στα χωριά μας. Ήξερες πως οι τραγουδισμένες κοπελιές την είχαν την αξία. με μαντινάδες τις παινούσαν. αν δεν τις τραγουδούσαν, σήμαινε πως ήταν δεύτερης διαλογής. ΕΙΚΟΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ αρκάσα Καρπάθου, ένα νοικοκυρεμένο χωριό στα νοτιοδυτικά του νησιού. Είναι τέλη αυγούστου, λίγο πριν το μεσημέρι, τα φραγκόσυκα έχουν σχεδόν ωριμάσει, αρμαθιές τα ρόδια στους κήπους. τα τραπέζια στις ταβέρνες αρχίζουν να γεμίζουν, κάμποσοι τουρίστες περιφέρονται στους δρόμους, το ελληνικό καλοκαίρι στις δόξες του. Εκείνος

> Άρθρο αφιερωμένο στον Dr ντίνο Κωνσταντινίδη


γαμήλιο γλέντι σε χωριό της Καρπάθου. Η φωτογραφία είναι αναρτημένη σε καφενείο των μενετών, απ' όπου και την αντιγράψαμε.

μακριά από τη χλαλοή του κόσμου. Καθόταν έξω από την πόρτα του, κάπου κοντά στο εστιατόριο με μια λαμπρή ονομασία, παρθενών ή ακρόπολη αν θυμάμαι καλά, μ’ ένα τρανζιστοράκι στο αυτί κι ένα ποτήρι μπροστά του. Θα ήταν γύρω στα εξήντα, νομίζω, ανάκατες οι μαύρες κι οι άσπρες τρίχες στην κεφαλή του. Άκουγε κάποιον σταθμό κρητικό κι έδειχνε μαγεμένος. Δεν ήταν δύσκολο να γνωρίσω τη φωνή του Κωστή Φραγκούλη στο ραδιόφωνο, του αξέχαστου φίλου που εκείνα τα χρόνια, μέσα δεκαετίας του 1990, συγκινούσε με τον λόγο και, κυρίως, με τις μοναδικές μαντινάδες του. πλησίασα. - Κρητικός είσαι; τον ρωτώ. - Όχι, ντόπιος. μα τι θα πει Κρητικός και τι Καρπαθιώτης; μαντινάδες λέμε κι οι δυο. Η εκπομπή έφτανε στο τέλος της κι όταν έκλεισε το ράδιο του ζήτησα να μου πει μια μαντινάδα. την είπε χαμογελώντας. μ’ εκείνη την ιδιότυπη προφορά που κάνει τον καρπαθιώτικο λόγο ν’ ακούγεται σαν τραγούδι: - Για μαύρα μάτια χάνομαι, για ερανά ποθαίνω και για τα καταέρανα στον Άη [Άδη] κατεαίνω [κατεβαίνω]. χαμογέλασα κι εγώ. την ήξερα τη μαντινάδα του. αλλά κάπως αλλιώς: - Για μαύρα μάτια χάνομαι για γαλανά ποθαίνω κι αν είναι για τα καστανά σκίζω τη γης και μπαίνω. μοτίβο κοινό. ακούγεται κι εδώ κι εκεί και παραπέρα.

ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

Γλέντι χωρίς μαντινάδα δεν γίνεται στην Κάρπαθο. Μαζί με τον χορό είναι από τα γενεσιουργά στοιχεία της τοπικής ταυτότητας. Κι αυτήν την ταυτότητα οι γείτονές μας οι Καρπάθιοι την κρατούν σαν φυλαχτό στην ψυχή τους.

>

Έτσι όπως γίνεται με όλες τις καλές μαντινάδες. μπορεί να δημιουργήθηκαν κάποια στιγμή σε κάποιον τόπο κι από κάποιον ανώνυμο δημιουργό, μα δεν έμειναν εκεί. ταξίδεψαν, έγιναν κτήμα του συνόλου, προσαρμόστηκαν σε νοοτροπίες και γλωσσικά ιδιώματα. Άγνωστο πού τραγουδήθηκε για πρώτη φορά η μαντινάδα για τα μάτια. τώρα, όμως, μπορείς να την ακούσεις παντού. Όπως τότε που την άκουσα στην αρκάσα και από τον ενθουσιασμό μου δεν ρώτησα τι θα πει «ερανά» και τι «καταέρανα». ακόμη δεν ξέρω, μα δεν πειράζει. Φτάνει που ξέρω πως δηλώνουν ομορφιά. μου ζήτησε να του πω μια μαντινάδα. Θυμήθηκα αυτή που είχα ακούσει εκείνο το καλοκαίρι από τον Φραγκούλη: - Αγγέλους έπλαθεν ο Θιός σε σκάφη συντεφένια και ζύμη του περίσσεψε και ήπλασε κι εσένα. 25


ΤΟ ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Κορνίζα σε καρπαθιώτικο σπίτι.

ΕΙΚΟΝΑ ΤΡΙΤΗ Ο μηνάς. Επιχειρηματίας καλός, φίλος καλός, ψεγάδι δεν του βρήκα τώρα και δεκαετίες. Κρητικός με τα όλα του, με την κουλτούρα του ανθρώπου που ξέρει να ξεχωρίζει το αυθεντικό από το φτιαχτό ή το κάλπικο, με σεβασμό στην παράδοση του τόπου. πρώτη φορά τον άκουσα φέτος να λέει μαντινάδα. Ήταν αφιερωμένη σ’ έναν φίλο του Καρπαθιώτη. - Δεν έχω λόγια να σου πω γιατί 'σαι ο Θεός μου κι έτσι θα σε αποκαλώ σ’ ολόκληρο το βιος μου.

βραβεία, ειδικευμένος στη ρομποτική. μα τον τόπο του δεν τον ξέχασε. Όπως όλοι οι Καρπαθιώτες, μιλά με μαντινάδες, ονειρεύεται με μαντινάδες, διασκεδάζει με μαντινάδες. μάλλον εμπνέεται κι από τις καλές μαντινάδες όταν, σκυμμένος πάνω από τα πιο σύγχρονα ψηφιακά μηχανήματα, απαλύνει τον πόνο, θεραπεύει, υπηρετεί τον Άνθρωπο. πόσο όμορφο, αλήθεια, να έχεις φτάσει στην κορυφή και να συνεχίζεις να βλέπεις τον κόσμο με τα παιδικά σου τα μάτια; με την αθωότητα και την πίστη, με τον λογισμό και με τ’ όνειρο; Ίσως όσο και το να διατηρείς την ταυτότητά σου, όλα εκείνα που σε δένουν με τον τόπο, με τους ανθρώπους, με τις ρίζες σου, ακόμη και με τους κοντινούς ή τους μακρινούς σου προγόνους, αυτούς που μιλούσαν την ίδια γλώσσα με σένα, τραγουδούσαν με τον ίδιο τρόπο, έλεγαν κι άκουγαν μαντινάδες. ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΜΙΛΑ ΜΕ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ!

Είναι φορές που νομίζεις πως η μαντινάδα δεν βγαίνει από τα χείλη, αλλά πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς. Δεν εκφράζει μόνο νοοτροπίες, αντιλήψεις και αξίες, εκφράζει και συναισθήματα. Κι έρχεται για να πει αυτό που ίσως δεν μπορεί να ειπωθεί με άλλον τρόπο...

την είπε με συγκίνηση. Είναι φιλίες που χτίζονται με τον χρόνο κι άλλες που αρκεί μια στιγμή μονάχα για να δεθούνε. Η μαντινάδα του μηνά τα έλεγε όλα, όσα καταλαβαίνει κανείς με το πρώτο άκουσμα και όσα χρειάζεται να βάλει τη φαντασία μπροστά για να τα καταλάβει. τον ρώτησα αν είχε σκαρώσει κι άλλες. πριν από χρόνια είχε γνωρίσει τον Καρπαθιώτη ντίνο Κωνσταντινίδη, πολλά χρόνια. Σ’ εκείνον την αφιέρωνε. - Ξέρω πως η μαντινάδα είναι το καλύτερο δώρο που μπορώ να του προσφέρω, είπε και πρόσθεσε: - Ως και στην άλλη μου ζωή, Ντίνο, θα σε θυμάμαι κι ό,τι κι αν θέλεις, φίλε μου, πάντα κοντά σου θα ’μαι. γιατρός είναι ο ντίνος. με φήμη που ξεπερνά τα όρια της Ελλάδας. χειρουργός, με σπουδές στην αμερική και 26

αυθόρμητα μου ήρθαν στη θύμηση οι δυο πρώτες εικόνες. Στην αρκάσα και στις μενετές ή το απέρι. μαζί και κάμποσες μελέτες που διάβασα κατά καιρούς για την κοινωνική λειτουργία της καρπαθιώτικης μαντινάδας. Είναι από τα στοιχεία ενός πολιτισμού που ξέρει να φτιάχνει γέφυρες, που ξέρει να συντηρεί την έννοια της κοινότητας έχοντας δημιουργήσει ένα πυκνό δίκτυ λαϊκών εθίμων. Ερωτική, γνωμική, σατιρική, μα πάντοτε μαντινάδα. Οι εικόνες που αναδύονται από τον στίχο αποκαλύπτουν όχι μόνο την καθημερινότητα ή στοιχεία του φυσικού μας κόσμου, αλλά και αφηρημένες έννοιες που δύσκολα εκφράζονται με άλλους τρόπους. γλέντι χωρίς μαντινάδα δεν γίνεται στην Κάρπαθο. μαζί με τον χορό είναι από τα γενεσιουργά στοιχεία της τοπικής ταυτότητας. Κι αυτήν την ταυτότητα οι γείτονές μας οι Καρπάθιοι την κρατούν σαν φυλαχτό στην ψυχή τους. Οι αυτοσχέδιες μαντινάδες τους συμπυκνώνουν αντιλήψεις και αξίες, νοοτροπίες και συναισθήματα. Κι αυτό γίνεται με την ομοιοκαταληξία και την αισθητική, με τις μεταφορές και τις εικόνες που πλάθουν. Ίσως να μην υπάρχει άλλη περιοχή στην Ελλάδα που να συντηρεί τόσα κοινωνικά συμφραζόμενα με τον δεκαπεντασύλλαβο στίχο της. Έτσι όπως ακριβώς συντηρεί τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη των τοπικών κοινοτήτων. Ίσως να μην υπάρχει και μεγαλύτερη τιμή σ’ ένα καρπαθιώτικο γλέντι από εκείνην που αποδίδεται με μια μαντινάδα. λες μια μαντινάδα για κάποιον κι εκείνος ξέρει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο τον τιμάς δημοσίως. Συχνά, όμως, το δώρο ζητάει αντίδωρο, ο τιμώμενος οφείλει να τιμήσει κι εκείνος, ν’ ανταποδώσει με στίχους. Δεν είναι απλός διάλογος η ανταλλαγή μαντινάδων σε τούτο το νησί. Είναι κάτι περισσότερο, πολύ περισσότερο, είναι αυτό που πιθανόν να μην


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

περιγράφεται με λόγια. Σε μια παλαιότερη μελέτη του ο καθηγητής μηνάς αλεξιάδης συγκέντρωσε μαντινάδες και τραγούδια δημοσιευμένα στον τύπο («Η έντυπη λαϊκή ποίηση στην Κάρπαθο. μορφή - λειτουργία - σημασία», στο περιοδικό Δωδώνη, Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής πανεπιστημίου ιωαννίνων, τ. 12, 1983, σελ. 347-404). ακόμη και οι ξενιτεμένοι που ζουν στις τέσσερις γωνιές του κόσμου συμμετέχουν στις χαρές και στις λύπες των δικών τους σκαρώνοντας στίχους. να τι έγραψε κάποιος

Η ΥΠΕΡΒΟΛΗ ΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΑΞΙΑ

για έναν γάμο στον οποίο δεν μπορούσε να παρευρεθεί: Θα ταξιδέψω νοερώς με τη δική σου σκέψη μες στη Μητρόπολη να ’ρθω για να ’μαι εις τη στέψη... Οι στίχοι δημοσιεύτηκαν στον τοπικό τύπο. Όπως και οι παρακάτω που γράφτηκαν από παππού και γιαγιά επειδή δεν μπόρεσαν να παραστούν στα βαφτίσια των εγγονιών τους στην αυστραλία: Από τα βάθη της ψυχής, μέσα ’που την καρδιά μας τις πιο θερμότερες στέλλομε στα παιδιά μας. Αφού δεν ήταν τυχερό για να παραβρεθούμε στων εγγονών μας τη χαρά τώρα θα ευχηθούμε. Να ζήσουν, να γεράσουνε τα νεοφώτιστά μας να γίνουν δέντρα με καρπούς μέσα εις τη γενιά μας...

τόσο ανάμεσα στον μαντιναδολόγο και τον άνθρωπο στον οποίο απευθύνεται η μαντινάδα όσο και ανάμεσα στα μέλη ολόκληρης της κοινωνικής ομάδας. Οι κοπελιές που χορεύουν πρέπει να επαινεθούν. για την ομορφιά, την κορμοστασιά, τα μάτια, τα φρύδια, τα χείλη, το ζάλο, τη χορευτική τους δεινότητα. Έχεις ωραίο πρόσωπο, λαμπάδα το κορμί σου κι ο κόρφος σου μισάνοιχτη πόρτα του παραδείσου. Συχνά, όμως, τα παινάδια επεκτείνονται στη φαμίλια, στην οικονομική κατάσταση, στην καταγωγή, αποκτώντας επιπρόσθετο συμβολικό περιεχόμενο. Η κοπελιά παρουσιάζεται με τον στίχο και συχνά τα χαρίσματά της εμφανίζονται υπερβολικά, μυθικά ή θεϊκά.

Η μαντινάδα αποτελεί κάτι πιο ουσιαστικό και πιο επίσημο από τον προφορικό λόγο. Κι αυτές που τραγουδιούνται στον χορό χαρακτηρίζονται από μιαν εντυπωσιακή πολυσημία. Δεν εκφράζουν μόνο νοοτροπίες, αντιλήψεις και αξίες, εκφράζουν και συναισθήματα. Έρωτες που ωριμάζουν και φανερώνονται. Είναι ένα παιγνίδι με δυο πόλους, τον τραγουδιστή και τον αποδέκτη. Στις μεγάλες συνάξεις των τοπικών γλεντιών είναι βασικός τρόπος επικοινωνίας

> 27


ΤΟ ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Η μαντινάδα αποτελεί κάτι πιο ουσιαστικό και πιο επίσημο από τον προφορικό λόγο. Κι αυτές που τραγουδιούνται στον χορό χαρακτηρίζονται από μιαν εντυπωσιακή πολυσημία. φαίνεται ακραίο, αλλά είπαμε: η μαντινάδα στην Κάρπαθο ήταν πάντα τρόπος ζωής. Και σε παλιότερες εποχές, μερικές δεκαετίες πιο πριν, ο ρόλος της ήταν ακόμη πιο σπουδαίος. Υπήρξαν φορές που ο συντάκτης τούτου του κειμένου ένιωσε να τον συμπαθούν περισσότερο λόγω της κρητικής καταγωγής του και, φυσικά, της ιδιαίτερης σχέσης των Κρητών με τη μαντινάδα.

Μια λέξη μόνο: ΑΓΑΠΩ· εκείνη με εκφράζει ήλιος που βγαίνει το πρωί και τ’ άστρα σκοτεινιάζει. Της θάλασσας τα κύματα όξω χτυπούν στην ξέρη αγάπη που ’χω στην καρδιά ένας Θεός την ξέρει. Χίλιες χιλιάδες όμορφες τα μάτια μου να δούνε εσένα κάνουν εκκλησιά κι εσένα προσκυνούνε. Η υπερβολή και η παράθεση θεϊκών ή υπερφυσικών χαρακτηριστικών στη μαντινάδα του γλεντιού δεν ενοχλεί κανέναν. απεναντίας, αποτελεί στοιχείο που προσδίδει αξία στην αποδέκτρια. Θυμάμαι τα λόγια του άγνωστου φίλου που συνάντησα εκείνο το καλοκαίρι σ’ έναν καφενέ της Καρπάθου: «Η μαντινάδα ήταν ο πλούτος της γυναίκας. αλλοίμονο στην κοπελιά που δεν παινεύτηκε με μαντινάδες». Στην εποχή μας αυτό το ενδεχόμενο μπορεί να 28

μέσα σ' ένα τέτοιο κλίμα δεν απολείπουν οι ιδιότυποι ποιητικοί διαγωνισμοί. μια κοπέλα που ξεχωρίζει είναι φυσικό να προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών νεαρών. Και αλλοίμονο σε όποιον τολμήσει να πει κακοταιριασμένη μαντινάδα... Ή σ' αυτόν που θα πει ξανατραγουδισμένη μαντινάδα. το ίδιο συμβαίνει και στην Κρήτη, όπως λέει μια παλιά μαντινάδα δημοσιευμένη πριν από ένα αιώνα: Τη μαντινάδα δυο φορές δεν πρέπει να τη λέεις γιατί θαρρούν οι κοπελιές πως άλλη δεν κατέεις (Συλλογή Κριάρη). Άλλο μεγάλο κεφάλαιο είναι οι σκωπτικές και οι επιτιμητικές μαντινάδες. Στο καφενείο που αναφέρθηκε πιο πάνω άκουσα μιαν ιστορία για μια κοπελιά που γλυκοκοίταζε κάποιον όχι ισάξιό της. Κι ένας, μάλλον θιγμένος ανταγωνιστής, δεν δίστασε να τραγουδήσει: Αλλάξανε τα πράματα και πή(γ)αν άνω κάτω κι η όμορφή μας ροδαρά έσμιξε με τον βάτο. ΦΙΛΙΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΗΣ ΕΠΙΣΤΕΓΑΣΜΑ πώς αλλιώς θα μπορούσε να τελειώσει τούτο κείμενο, αν όχι με μια μαντινάδα. μια μαντινάδα φιλίας κι αγάπης. Ο μηνάς πάλι. Ο μηνάς ο Κρητικός. Ο επιχειρηματίας που σκάρωσε μάλλον για πρώτη φορά μαντινάδες θέλοντας να τις προσφέρει στον φίλο του χειρουργό (και λάτρη της μαντινάδας), τον Καρπάθιο ντίνο Κωνσταντινίδη: - Χάρες σου έδωκε ο Θεός πολλές να κουλαντρίζεις κι ένα νυστέρι να κρατείς ζωή για να χαρίζεις. Χ

>


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

29



ΚΡΗΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

Πρώτα στα ράφια, πρώτα και στις καρδιές μας! Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΑΚΟΨΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΗΣΑΜΕ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 40 ΧΡΟΝΙΑ...

Προσαρμοσμένη στα δεδομένα της εποχής, αλλά χωρίς υστερήσεις, είναι η φετινή μεγάλη γιορτή των κρητικών προϊόντων στα Σούπερ Μάρκετ Χαλκιαδάκης. Η πανδημία δεν μπορεί ν' ανακόψει αυτό που ξεκινήσαμε πριν από 40 χρόνια, αυτό που έχει γίνει πλέον θεσμός κι έχει συμβάλει ουσιαστικά στην ανάδειξη της τοπικής μας ταυτότητας και στην ανάπτυξη της οικονομίας της Κρήτης. Για 3η συνεχόμενη χρονιά, παρουσιάζουμε «Με Υπερηφάνεια» περισσότερους από 500 παραγωγούς και προμηθευτές μας, προσφέροντας μια τεράστια ποικιλία με πάνω από 2.500 κωδικούς, από 40 διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων, με ειδική σήμανση, προσφορές και επιπλέον εκπτώσεις με την Xtra card Χαλκιαδάκης. Κρητικά τυριά και τυροκομικά προϊόντα, παξιμάδια, μέλι, κρασιά, αυγά, φρέσκα κρέατα και παραδοσιακά καπνιστά, φρούτα και λαχανικά, όλα τα αγαπημένα προϊόντα που εδώ και χρόνια επιλέγετε από τα ράφια των σούπερ μάρκετ Χαλκιαδάκης, γνωρίζοντας τα πάντα για την προέλευσή τους, παρουσιάζονται όπως τους αξίζει:

Με Υπερηφάνεια!  Υπερηφάνεια για όλους όσοι αγαπάνε τη γη της Κρήτης, την

καλλιεργούν και παράγουν προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας που ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο.  Υπερηφάνεια για τους ίδιους τους παραγωγούς που τιμούν την Χαλκιαδάκης Α.Ε. περισσότερο από κάθε άλλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ με τα προϊόντα τους.  Υπερηφάνεια για τους πελάτες των καταστημάτων Χαλκιαδάκης, εντός και εκτός Κρήτης, που έχουν αγκαλιάσει αυτά τα προϊόντα, τα επιλέγουν καθημερινά στηρίζοντας την τοπική οικονομία, επωφελούμενοι και οι ίδιοι, αφού περισσότερα από 4.000.000 ευρώ έχουν επιστραφεί στους καταναλωτές με τη χρήση της Xtra card Χαλκιαδάκης.  Υπερηφάνεια για τα «επώνυμα» κρητικά προϊόντα, που ο επισκέπτης βρίσκει πλέον στα ράφια κάθε σούπερ μάρκετ Χαλκιαδάκης. Φρούτα και λαχανικά με ονοματεπώνυμο, πιστοποιημένα, για τα οποία ο καταναλωτής γνωρίζει κάθε βήμα από το χωράφι μέχρι το ράφι, με το βραβευμένο σύστημα E-Cert. Αλλά και αρνιά και κατσίκια με ταυτότητα παραγωγού, και όλα τα προϊόντα κρεοπωλείου με τον μοναδικό lot number, για να είναι σίγουρος για την προέλευση και την ποιότητά τους.

>

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για την ενέργεια εδώ: www.xalkiadakis.gr/el/yperifaneia. 31


> Δυο σπουδαίοι λόγιοι της Κρήτης παρουσιάζουν το περιοδικό μας μας συγκίνησαν τα κείμενα δυο σπουδαίων Κρητικών λογίων που παρουσίασαν το τελευταίο τεύχος του περιοδικού μας (όπως και πολλά από τα προηγούμενα), του κ. γιώργου αικατερινίδη και του κ. Σταμάτη αποστολάκη. το κείμενο του Δρ. γιώργου αικατερινίδη, τ. Δ/ντή Ερευνών στο Κέντρο λαογραφίας της ακαδημίας αθηνών, δημοσιεύτηκε στα «Κρητικά νέα» (Σεπτέμβριος 2020) και το κείμενο του κ. Σταμάτη ασποστολάκη, δασκάλου και λαογράφου, στα «χανιώτικα νέα» (18-9-2020). Ευχαριστούμε!

Το κείμενο του κ. Αικατερινίδη: παρά την κυριαρχία του κορωνοϊού, ο οποίος, πέραν των άλλων, έχει γίνει και απορρυθμιστικός κάθε προ γραμματισμού και δραστηριότητας, το καλοκαιρινό τεύ χος του ΥΠΕΡ Χ, του τριμηνιαίου περιοδικού των Super Market χαλκιαδάκης, κυκλοφόρησε κανονικά, αφιλοκερδής, πολιτιστική προσφορά της καταξιωμένης Κρη τικής Εταιρείας, που προστίθεται στο ευρύτερο κοινω νικό έργο της, με διάθεση τροφίμων, ειδών πρώτης ανά γκης και προσωπικής υγιεινής σε ποικίλους φορείς και δομές αλληλεγγύης. Βασικός αρθρογράφος-κειμενογράφος του ΥΠΕΡ Χ είναι πάντοτε ο Νίκος Ψιλάκης, ο οποίος πριν από 29 χρόνια ανέλαβε να υλοποιήσει την όντως φαεινή ιδέα του Μηνά Χαλκιαδάκη για την έκδοση ειδικού περιοδι κού, “μικρή προσφορά σ’ έναν μεγάλο πολιτισμό που είχαμε χρέος να τον σεβαστούμε... Να στηρίξουμε και να προβάλουμε την τοπική μας παράδοση, την ιστορία, τη λαογραφία της Κρήτης”. ας τονιστεί ιδιαίτερα η ένθερμη φροντίδα της Χριστίνας Χαλκιαδάκη για την έκδοσή του, στην επιτελική ομάδα του οποίου ανήκει και η Έφη Ψιλάκη, δρ. πολιτιστικών και Κοινωνικών Επιστημών. Και βέβαια την όλη εκδοτική φροντίδα έχει το τμήμα Δημοσίων Σχέσεων της α.Ε. χαλΚιαΔαΚΗΣ, υπεύθυνος του οποίου είναι ο Μιχάλης Τζαγκαράκης. Στο παρόν τεύχος, εκτός από τα “Φωτογραφήματα”του Ψιλάκη και άρθρα του, “Κάππαρη, η νύφη του καλοκαιριού”, “Θαλασσόζωστη Κρήτη”, “μια παράτολμη επιχείρηση στα χρόνια της κατοχής”, “το ψωμί μας...”, “μια παλιά καστρινή παροιμία”, δημοσιεύεται η επίκαιρη συνέντευξη “Εξασφαλίζοντας ένα ασφαλές περιβάλλον στην εποχή της παν δημίας” με τον Ιω. Τσιριγωτάκη, ειδικό σε θέματα δημοσίας υγείας, με ιδιαίτερη ανα φορά 32

στα μέτρα προστασίας των Καταστημάτων χαλκιαδάκη, φιλοξενούνται δε ακο λούθως οι εργασίες: “Κυκλική οικονομία....” του Θρ. Μανιού, καθηγητού του Ελληνικού μεσογειακού πανεπιστημίου, “τα χαμόγελα της άνοιξης” και “Οι ξεχασμένες μηχανές άντλησης νερού από τα πηγάδια” του Εκπαιδευτικού Γ. Μανιαδάκη, και “Η διατροφή των Κρητικών στον Καπετάν μιχάλη” του αρχιτέκτονα-αρχαιολόγου Κ.Ν.Μ. Καζαμιάκη, εργασία αφιερωμένη στον Νίκο και την Μαρία Ψιλάκη για την πρωτοποριακή και τελε σφόρα έρευνα, καταγραφή, αποθησαύριση και δημοσιοποίηση της κρητικής κουζίνας και της παραδοσιακής διατροφής.

συνέχεια στη σελ. 34


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

33


ΔΥΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟΙ ΛΟΓΙΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟYΝ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΣ

Το κείμενο του κ. Αποστολάκη: ας ξεφυλλίσουμε το θαυμάσιο και τόσο πλούσιο όπως πάντα, περιο δικό των καταστη μάτων S/M χαλκιαδάκης: ΥΠΕΡ-Χ, δωρεάν διανεμόμενο, (τ. 94, Καλοκαίρι 2020, σχ. 21Χ29, σελ. 80, έγχρωμο). Στεκόμαστε στα “Φωτογραφήματα”, τη μόνιμη συ νεργασία κείμενο και φωτογραφικό υλικό νίκου Ψιλάκη, σελ. 14-20. χαιρόμαστε: “το λευκό του Δεκα πενταύγουστου”, “του περιβολάρη τα χέρια”, “τη μα στοριά”, “πώς να ταιριάξει η αγάπη με τη διχόνοια;”, “την υπόκλιση στο φως”... προχωρώντας στέκομαι με σέβας και καμάρι στο λιόδεντρο π’ αθανάτισε, με τη φωτογραφική του μηχανή, ο διαλεχτός φίλος ο νίκος ο Ψιλάκης. Σας μεταφέρω τη σκέψη του, κάτω από τη φωτογραφία του. Είναι όνειρο, χαρείτε τα: Υπόκλιση στο φως Μου αρέσουν τ’ απογεύματα του καλοκαιριού, τότε που μεγαλώνουν οι σκιές και χρυσίζουν οι τόποι. Ο κύκλος της ζωής στην προαιώνια ροή του, οι γραμμές στην αφαιρετική τους ασάφεια, τα χρώματα στον πιο γλυκό κορεσμό τους. Ελιές στη Γόρτυνα. Οι παλιές χοντρολιές της Κρήτης, αυτές με τους μεγάλους καρ- πούς που άλλοτε σταφιδιάζουν πά- νω στα δέντρα και άλλοτε γίνονται ξηράλατες. Τα κλαδιά τραβάνε τ’ αψήλου, οι κορμοί μετρούν την ηλικία τους σε κύκλους ετήσιους, ο ήλιος του Ιουλίου συνεχίζει το παιχνίδι του. Πώς να τολμήσεις ν’ αντισταθείς χωρίς μια μικρούλα υπό- κλιση στο φως! Λένε πως η φωτογραφία διασώζει τη ματιά του φωτογράφου. Δεν ξέρω αν έχουν δίκιο, ξέρω μόνο πως διασώζει το συναίσθημα και το ξάφνιασμα, τον θαυμασμό στο μέγα θαύμα της πλάσης (σελ. 20).

34

Και φτάνομε στη σελ. 26, με το περιεκτικό κείμενο του ίδιου: «το ψωμί, το ψωμί μας. Βασικός ο ρόλος του στο κρητικό τραπέζι» (σελ. 2630), και δεν ξεχνούμε και το ομώνυμο σχετικό βιβλίο τους. Κι η “Θαλασσόζωστη Κρήτη” (σελ. 4046), είναι κείμενο και φωτογραφικό υλικό, επίσης του ακούραστου ν. Ψιλάκη, καθώς και η παρουσίαση “μιας παράτολμης επιχεί ρησης στα χρόνια της Κατοχής”, με τον τίτ λο:

62-65, με τις επίσης ωραίες φω τογραφίες του. Και το περιεκτικότατο τεύχος κλείνει με τη με λέτη για: “τη διατροφή των Κρητικών στον Κα πετάν μιχάλη” του Κ. Καζαμιάκη (σελ. 6872) και το σύντομο κείμενο του γ. μανιαδάκη, στις σελ. 74-78 για: “τις ξεχασμένες μηχανές άντλη σης νερού από τα πηγάδια”. Κλείνοντας τις πλούσιες, πρωτότυπες και ενδιαφέ ρουσες σε περιε-

“Ο άνθρωπος που έκαμε σώβρακο τη γερμανική σβάστικα” (σελ. 4854), ξαφνιά ζει και συναρπάζει και με το σχετικό φωτογραφικό υλι κό που το καλύπτει! αγαπητέ νικόλα, πάντα αξεπέραστος, πά ντα μοναδικός! τα ίδια να πούμε και για την: “Κάππαρη - τη νύφη του Καλοκαιριού, το μαγικό βοτάνι με τις παραδόσεις του”, των σελ. 56-60. νίκος Ψιλάκης ο ανεξάντλητος, κι εδώ, όπως και στο επόμενο, με “τα παράπονά σου στο λιοπυράκη”, των σελ.

χόμενα σελίδες του ΥΠΕΡ-Χ που κρα τάμε στα χέρια μας, όσα συγχαρητήρια και να κάνου με και στον εκδότη (Επιχειρήσεις χαλκιαδάκη), και στους εκλεκτούς συνεργάτες του, είναι και λίγες και φτωχές! το ΥΠΕΡΧ συναρπάζει και ευχαριστεί τον αναγνώστη του, γιατί τα περιεχόμενά του είναι πάντα ενδιαφέροντα, συναρπαστικά! γιατί είναι όλα γρα φτά πνευματικών δημι ουργών κύρους! Θερμά, θερμότατα συγ χαρητήρια. Καλή συνέ χεια! Χ


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

35


Τα νέα μας Μήπως έχετε ηλεκτρικό

αυτοκίνητο;

Αν ναι, μπορείτε τώρα να το φορτίζετε και ταυτόχρονα να κάνετε τα ψώνια σας.

>

Συνεπείς στα πιστεύω μας για την προστασία του περιβάλλοντος, εγκαταστήσαμε ήδη τους δυο πρώτους σταθμούς φόρτισης ηλεκτρικών αυτοκινήτων, έναν στο Ηράκλειο, στο MAX της Νέας Αλικαρνασσού, και έναν στα Χανιά, στο κατάστημα των Κουνουπιδιανών.

Μια νέα εποχή ξημερώνει. Κι εμείς φροντίζουμε να είμαστε ήδη εκεί!

Στον καιρό του Wifi

 Σητεία: Κολωνέλο ­  Μάλια: Μεγάλο Ρυάκι  Χανιά: Κουνουπιδιανά, Λ. Καραμανλή,

Κουμπέ

Δωρεάν Wi-Fi για όλους επειδή οι ορίζοντες του ψηφιακού κόσμου παραμένουν ανοικτοί και... την ώρα που ασχολείστε με τα ψώνια σας! Με βήματα απλά, για να μην δυσκολεύεται κανένας: 1. Μπείτε στο Xtra Card Wi-Fi. 2. Συμπληρώστε τον αριθμό της Xtra Card σας. 3. Απολαύστε Free Wi-Fi για 30 λεπτά. Free Wi-Fi έχει τοποθετηθεί πιλοτικά στα ακόλουθα καταστήματα Χαλκιαδάκης:  Άγιος Νικόλαος: Επιμενίδου 17  Ρέθυμνο: Ελευθερίας Πορτάλιου 1

 Κοκκίνη Χάνι  Ιεράπετρα: Παπαγεωργίου

- Κωστούλα Ανδριανού  Μοίρες: Καπαριανά  Τυμπάκι: Λ. Κόκκινου Πύργου  Χερσόνησος: Φιλ. Εταιρείας &

Ελ. Βενιζέλου  Ηράκλειο: Κορωναίου 7

Μαυσώλου & Ηροδότου, Ν. Αλικαρνασσός Κρασαδάκη - Κασομούλη Δελαπόρτα, Άγιος Ιωάννης.

Και συνεχίζουμε...

Parking στο κατάστημα Αγίου Νικολάου Χώρος στάθμευσης 14 θέσεων, αποκλειστικά για τους πελάτες μας στο κατάστημα του Αγίου Νικολάου στην οδό Επιμενίδου.

Ανταποκρινόμαστε στις επιθυμίες των πελατών μας.

36

>


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

37


Τα νέα μας Ένα ακόμη σεμινάριο για τους εργαζόμενους στα κρεοπωλεία μας μια ΔYΣΚΟλΗ ΣτιγμΗ ΣτΗ γΕιτΟνια μαΣ

>

μας ανησύχησε η φωτιά που ξέσπασε κοντά στις κεντρικές αποθήκες της εταιρείας το Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου. τέτοιες ώρες, όμως, βλέπει κανείς την ετοιμότητα όχι μονάχα τη δική μας αλλά και των κρατικών υπηρεσιών, της πυροσβεστικής και της αστυνομίας. Οι συνθήκες ήταν τρομακτικά δύσκολες λόγω των ισχυρότατων ανέμων που φυσούσαν εκείνη τη μέρα. Κι όμως, όλοι ήταν εκεί! με αφοσίωση στο έργο τους και πραγματική αυταπάρνηση. Η πυροσβεστική Υπηρεσία, παλεύοντας από ξηράς και αέρος, κατάφερε να τη θέσει σε έλεγχο χωρίς θύματα και χωρίς εκτεταμένες ζημιές. Οι άνθρωποι της εταιρείας μας παρόντες και σε στάση αναμονής. Είχαν λάβει έγκαιρα όλα τα απαιτούμενα μέτρα, όπως ακριβώς προβλέπει ο κανονισμός ασφαλείας, σε περίπτωση που έφτανε στις εγκαταστάσεις μας η φωτιά. Δυστυχώς, δεν στάθηκε το ίδιο τυχερός και ο γείτονάς μας, το εργοστάσιο πιτών (και για χρόνια δικού μας προμηθευτή) μανώλη μακατουνάκη. Η επιχείρησή του έπαθε σημαντικές ζημιές και έχει χρειαστεί να διακόψει τη λειτουργία του μέχρι να αποκατασταθούν οι βλάβες. Εκφράζουμε και δημόσια την αλληλεγγύη μας στον γείτονά μας και είμαστε σίγουροι ότι θα καταφέρει γρήγορα την επάνοδό του στην παραγωγή με την αξιοσύνη και την εργατικότητα που διακρίνει τον ίδιο και τους συνεργάτες του. Συναντήσαμε μία οικογένεια δεμένη στο εργοστάσιο να κάνει απολογισμό της κατάστασης και υποκλιθήκαμε στη δύναμη και την αξιοπρέπειά τους. Είμαστε δίπλα τους, κοντά τους. Καταλαβαίνουμε τις αγωνίες τους και συμπαραστεκόμαστε στον αγώνα τους. Ξέρουμε ότι θα επιστρέψουν δριμύτεροι, συνεχίζοντας να παράγουν ποιοτικά προϊόντα και να συνεισφέρουν στην τοπική οικονομία. Οι δυνατοί στις δυσκολίες φαίνονται. Και οι φίλοι στις δύσκολες στιγμές των φίλων τους.

38

Ήταν όλοι εκεί κι ας φαίνονται άδειες οι καρέκλες! Σεμινάρια χωρίς την απόλυτη τήρηση των μέτρων (μάσκες και αποστάσεις) δεν γίνονται...

Και σε τούτο, που πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις μας, σε συνεργασία με τον όμιλο Καλαθάκη, συμμετείχαν οι εργαζόμενοι στα κρεοπωλεία μας. Θέμα του, η υγιεινή κρέατος σε συνθήκες Cov-19. Οι δύσκολες συνθήκες που επικρατούν σε παγκόσμιο επίπεδο επιβάλλουν αυξημένη προσοχή και, όπως πάντα, διαρκή εγρήγορση. Πολύ ενδιαφέρουσες οι επισημάνσεις που ακούστηκαν και εξαιρετικά γόνιμος ο διάλογος που αναπτύχθηκε. Προτεραιότητά μας είναι πάντα η διαρκής βελτίωση του προσωπικού, προκειμένου να επιτυγχάνεται η καλύτερη εξυπηρέτηση, παράλληλα με την υγιεινή και την ασφάλεια των τροφίμων. Από ένα τέτοιο σεμινάριο, όμως, δεν θα μπορούσαν να λείψουν οι συμβουλές για τους τρόπους ψησίματος των κρεάτων, τη σωστή παρασκευή κρεατοσκευασμάτων και τη γευσιγνωσία. Και, φυσικά, δεν θα μπορούσαν να λείψουν οι προτάσεις για νέες κοπές και συνταγές ώστε να περάσομε γευστικά και απολαυστικά τις γιορτινές ημέρες που έρχονται ακόμα και στο σπίτι.

>


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

39


ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Τα ασκιά, οι ασκοντάβλες και οι αραγοί στην Κρήτη πανάρχαιο μέσον μεταφοράς των υγρών το ασκί έχει γράψει σελίδες και σελίδες στην ιστορία του πολιτισμού. το συναντάμε στον μύθο και στην αγγειογραφία, σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων, σε θρύλους και παραδόσεις. μέχρι και ο ανεμοκράτορας θεός, ο αίολος, σε ασκούς έκλεινε τους αέρηδές του. Στην Κρήτη υπήρχε ώς τα μέσα του προηγούμενου αιώνα το (πάρεργο) επάγγελμα του ασκιτζή... Του Νίκου Ψιλάκη

Εν αρχή ην... ο μύθος! Πάλευαν εκείνα τα χρόνια οι Θεοί με τους Γίγαντες, μάχονταν για την εξουσία του κόσμου, και μέσα στην πάλη τους μετακινούσαν βουνά, ξερίζωναν δέντρα, βούλιαζαν νησιά κι εκτόξευαν τεράστιους βράχους. Παιδιά της Γης ήταν οι Γίγαντες, γεννημένα από το αίμα τ’ Ουρανού, τότε που τον είχε ευνουχίσει ο Κρόνος, κι η δύναμή τους ήταν τεράστια. Όπως είναι φυσικό, νικητές απ’ αυτή τη μάχη βγήκαν οι Θεοί, εκείνοι πήραν τελικά την εξουσία καταποντίζοντας τους Γίγαντες στα τάρταρα. Σώθηκαν, όμως, καμπόσοι κι ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ένας περίσσια χεροδύναμος που τον έλεγαν Ασκό. Κάποια μέρα, λοιπόν, αυτός ο Ασκός πέτυχε τον Διόνυσο στα λιβάδια της Συρίας. Φούντωσε από το κακό του, τον άρπαξε, τον έδεσε και τον πέταξε μέσα σ’ έναν ποταμό, τον Χρυσορρόη. Αλλά ο πανταχού παρών Ερμής τον είδε, έτρεξε, κι αφού έβγαλε τον Διόνυσο από το ποτάμι, άρπαξε τον Ασκό, τον έγδαρε ζωντανό («του δέρματος εγύμνωσεν») κι από την προβιά του έφτιαξε ένα μεγάλο ασκί, το πρώτο ασκί του κόσμου! Οι μύθοι, όμως, δεν τελειώνουν εδώ! Ο Στέφανος Βυζάντιος γράφει για κάποιον Δαμασκό, σύντροφο του Διονύσου. Ο θεός του οίνου είχε κινήσει για να κατακτήσει την Ανατολή, την Ινδία, και περνώντας από τη Συρία φύτεψε τα πρώτα κλήματα σ’ αυτούς τους τόπους, καταστήσας «την Συρίαν αμπελόφυτον». Για κάποιους άγνωστους λόγους, όμως, ο Δαμασκός πήρε ένα τσε40

κούρι κι έκοβε τα κλήματα. Τόσο πολύ εξοργίστηκε ο Διόνυσος, που τον άρπαξε, τον έγδαρε κι έφτιαξε ασκί με το δέρμα του. Στον τόπον αυτόν χτίστηκε αργότερα μια πόλη που την είπαν Δαμασκό, για να θυμούνται την παλιά ιστορία. Άλλοι μυθογράφοι μας λένε πως όλα ξεκίνησαν από τον Ικάριο, τον Αθηναίο που φιλοξένησε κάποτε τον Διόνυσο, κι ο θεός για να τον ευχαριστήσει τον δίδαξε πώς να καλλιεργεί το αμπέλι. Κάποια μέρα αυτός ο Ικάριος είδε έναν τράγο να τρώει τα κλήματά του. Τον έπιασε, τον έγδαρε κι έφτιαξε με το δέρμα του το πρώτο ασκί της ιστορίας. Καθόλου τυχαίο δεν είναι που σε όλους τούτους τους μύθους πρωταγωνιστεί ο Διόνυσος. Οι ασκοί, τα ασκιά της νεοελληνικής, ήταν για χιλιάδες χρόνια τα βασικά δοχεία μεταφοράς του κρασιού. Μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα τα χρησιμοποιούσαν στην ελληνική περιφέρεια και ιδιαίτερα σε ορεινές περιοπάνω: Ένας Σάτυρος αδειάζει το κρασί από το ασκί στο πιθάρι. μουσείο μονάχου (φωτ. ν.Ψ.) Εκπληκτική φωτογραφία της δεκαετίας του 1920. νεαροί αλετρουβάρηδες μεταφέρουν το φρέσκο λάδι στα σπίτια των ελαιοπαραγωγών (αρχείο Εμμ. Στρατάκη). Κάρο μεταφέρει ασκιά γεμάτα με λάδι στο λιμάνι του Ηρακλείου (αρχείο Εμμ. Στρατάκη).


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

Οι μικροί αλετρουβάρηδες του μεγάλου Κάστρου...

Καραγωγέας: ο επαγγελματίας οδηγός κάρου.

41


ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

χές, όπως στα απομακρυσμένα χωριά της Κρήτης. Για τους ασκούς ο λόγος, λοιπόν. Μια σπουδαία κατάκτηση του πολιτισμού, διαδεδομένη στα πέρατα της γης, ένας κοινός και εύκολος τρόπος μεταφοράς υγρών από τον έναν τόπο στον άλλον. Τα γέμιζαν, τα έδεναν σφιχτά, τα φόρτωναν στα γαϊδουρομούλαρα ή στα κάρα, και μετέφεραν το κρασί, το λάδι, το ξίδι, τη ρακή, το γάλα, ακόμη και το μέλι, στην αγορά ή στα λιμάνια· εκεί τα άδειαζαν μέσα σε ξύλινα βαρέλια και τα προϊόντα ξεκινούσαν για τα μεγάλα ταξίδια τους.

Αρχαία σωσίβια και σχεδίες...

Ο ασκός του Αιόλου Ας επιστρέψομε, όμως, και πάλι στους μύθους. Γιατί, εκτός από τον Διόνυσο, υπάρχει κι άλλος ένας θεός που συνέδεσε τ’ όνομά του με τον ασκό: ο Αίολος, ο θεός των ανέμων. Και ποιος δεν θυμάται τον ομηρικό μύθο σύμφωνα με τον οποίο ο Αίολος είχε μαντρώσει τους αέρηδες όλους σ’ έναν ή σε πολλούς ασκούς για να μην φυσούν και να γαληνέψουν οι θάλασσες προκειμένου να φτάσει στο νησί του ο πολύαθλος βασιλιάς της Ιθάκης; Μας το διηγείται ο Όμηρος στην Οδύσσειά του: Βοδιού τομάρι πήρε εννιάχρονου και μέσα εκεί τις στράτες των σβουριχτών ανέμων έδεσε μαζί μου να το πάρω τι ο γιος του Κρόνου κλειδοκράτορα τον είχε των ανέμων τον ένα να σηκώνει ως ήθελε, να σταματά τον άλλον. Μετά στο πλοίο το ασκί καλόδεσε με αστραφτερό, ασημένιο γαϊτάνι [...] (μετάφρ. Καζαντζάκη - Κακριδή). Μα οι σύντροφοί του νόμισαν πως το ασκί του Αιόλου ήταν γεμάτο χρυσάφι. Το έλυσαν και ξεχύθηκαν οι άνεμοι, και φούσκωσαν οι θάλασσες, κι έγινε πάλι χαλασμός κόσμου. Δεν ξέρω αν οι νεότερες παραδόσεις που λένε πως κάποια θεϊκή δύναμη κατάφερε να κλείσει αρρώστιες και δαιμονικά σε ασκιά ή μπουκάλια, όπως θα δούμε παρακάτω, έχουν κάποιες ρίζες στον αρχαίο μύθο...

42

πάνω: ασκί άδειο, αλλά φουσκωμένο, για να διατηρείται. Βρίσκεται στο αγροτικό μουσείο πισκοπιανού. Κάτω: ασύριος στρατιώτης κολυμπά για να περάσει ένα ποτάμι χρησιμοποιώντας ασκί για σωσίβιο (9ος αι. π.χ.). Δεξιά: Έμπορος κρασιού στην Κρήτη των αρχών του 20ού αιώνα. Ένας βρακοφόρος (μάλλον παραγωγός) αδειάζει το ασκί με το κρασί στο βαρέλι του εμπόρου. Η εικόνα προέρχεται από ειδικές κάρτες που τοποθετούσαν οι ευρωπαϊκές καπνοβιομηχανίες μέσα στα τσιγάρα (αρχείο ν. Ψιλάκη).

Δέρματα ζώων ήταν οι ασκοί. Συντηρημένα σύμφωνα με τις παμπάλαιες τεχνικές, ραμμένα με μαστοριά, έτσι που να μη στάζουν και να μην κινδυνεύουν να σπάσουν. Ωστόσο, δεν ήταν δύσκολο να παρατηρήσουν ότι τα φουσκωμένα ασκιά επέπλεαν στο νερό. Κι από την παρατήρηση αυτή φαίνεται να ξεκίνησαν κάποιες άλλες χρήσεις των ασκών. «Ασκός γαρ εν οίδμασι ποντοπορεύσει» είπε η Πυθία στον Θησέα· δηλαδή, ένα φουσκωμένο ασκί θα περάσει με ασφάλεια τη θάλασσα. Παρόμοιο χρησμό έδωσε αργότερα και η Σίβυλλα στους Αθηναίους, καθώς διηγείται ο Πλούταρχος (Θησεύς, 24): «Ασκός βαπτίζη· δύναι δε τοι ου θέμις εστίν»· που θα πει: Ασκέ, ρίχνεσαι στο νερό αλλά δεν είναι πεπρωμένο σου να βυθιστείς. Οι αναφορές των αρχαίων συγγραφέων για ασκούς που επιπλέουν, και γενικότερα για πλωτά μέσα φτιαγμένα με δέρματα, είναι πολλές. Κρατώντας φουσκωμένο ασκί ή επιπλέοντας σε σχεδία φτιαγμένη με δέρματα ξεκίνησε το ταξίδι του ο Δάρδανος από τη Σαμοθράκη για τις απέναντι μικρασιατικές ακτές και έγινε ο επώνυμος ήρωας της Δαρδανίας και ένας εκ των μεγάλων μορφών της μυθολογίας της Τροίας. Ο μύθος αναφέρει ότι το ταξίδι αυτό έγινε σε μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία του κόσμου: λίγο μετά τον μεγάλο κατακλυσμό (Ευστάθιος, Σχ. εις Ιλιάδα XX 214, σ. 1204, 51). Στον Στρατηγικό του Ψευδο-Μαυρικίου (7ος αι. μ. Χ.) διαβάζομε: «Έχειν δε και ασκούς βοείους ή Αιγυπτίους, ώστε και δι’ αυτών σχεδίας γίνεσθαι και εν ταις αιφνιδίαις καταδρομαίς και διαβάσεσι κατά των εχθρών εν καιρώ θέρους νήχεσθαι δε αυτών τους στρατιώτας...» (2, 4, 18). Με μεγάλα βουϊδάσκια έφτιαχναν σχεδίες και μετάφεραν τους στρατιώτες. Η επιβεβαίωση για τη χρήση των ασκών σε θαλάσσιες δραστηριότητες έρχεται όχι μόνο από τα κείμενα αλλά και από τις εικονογραφικές μαρτυρίες. Σε ασσυριακά ανάγλυφα του 9ου αιώνα π.Χ. (Αυτοκρατορία Ashurnasirapl II) εικονίζονται στρατιώτες να κολυμπούν σ’ ένα ποτάμι κρατώντας φουσκωμένα ασκιά για να επιπλέουν καλύτερα!


ΥΠΕΡ

Ασκιά με παπαρουνόσπορο!

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

Ασκιά και σκιτζήδες στην Κρήτη του 19ου και του 20ού αιώνα

Αν αφήσομε τους μύθους κι επιχειρήσομε μια μικρή περιπλάνηση σε εικονογραφικές μαρτυρίες και τις ιστορικές αναφορές, θα βρεθούμε μπροστά σ’ ένα πέλαγος πληροφοριών. Επιλέγω μονάχα ένα απόσπασμα από τον Θουκυδίδη (Δ 26), σε μετάφραση της Έλλης Λαμπρίδη· ήταν η εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου και οι Αθηναίοι είχαν αποκλείσει τους Σπαρτιάτες στη Σφακτηρία: Στην Πύλο πολιορκούσαν ακόμα οι Αθηναίοι τους Λακεδαιμονίους [...] Οι Λακεδαιμόνιοι έβγαλαν διαταγή να πηγαίνει όποιος θέλει στο νησί ζυμωμένο αλεύρι και κρασί και τυρί και ό,τι άλλο φαγώσιμο θα ήταν ωφέλιμο για ν’ αντέξουν την πολιορκία κι έταζαν πολλά χρήματα και σ’ όποιον από τους Είλωτες τα πήγαινε τούδιναν υπόσχεση να τον λευτερώσουν. Και πήγαιναν πολλοί αψηφώντας τον κίνδυνο [...] από την πλευρά του λιμανιού κολυμπώντας μακροβούτι, σέρνοντας πίσω τους δεμένα με σκοινί ασκιά γεμάτα σπόρο παπαρούνας ανακατεμένο με μέλι και σπόρο λιναριού κοπανισμένο.

>

Τα ασκιά στην Κρήτη κατασκευάζονταν συνήθως από δέρμα τράγου, επειδή θεωρούνταν πιο γερό από των άλλων ζώων, χρησιμοποιούσαν, όμως, και δέρματα κατσικιών ή και (σπανιότερα) προβάτων. Ακόμη σπανιότερα έφτιαχναν ασκιά με δέρματα μεγαλύτερων ζώων, όπως αγελάδες και βόδια (τα γνωστά βουϊδάσκια), ίσως επειδή δεν συνήθιζαν να σφάζουν τέτοια ζώα στο νησί· παλιότερα τις αγελάδες τις θεωρούσαν ζώα εργασίας και τις σέβονταν τόσο που όταν γερνούσαν τις έκαναν αζάτι (απελεύθερες), τις άφηναν, δηλαδή, να πεθάνουν με φυσικό θάνατο στις εξοχές. Στα Σφακιά, όμως, εκτιμούσαν ιδιαίτερα το δέρμα των αγριμότραγων. Το θεωρούσαν εξαιρετικά ανθεκτικό. Ο τρόπος κατασκευής των ασκιών στην Κρήτη του 19ου και του 20ού αιώνα ήταν σχετικά απλός και διέσωζε παλιότερες τεχνικές επεξεργασίας των δερμάτων. Οι τεχνίτες που έφτιαχναν ασκιά ονομάζονταν ασκιτζήδες και, όπως γινόταν με όλα τα επαγγέλματα, μάθαιναν την εργασία τους εμπειρικά. Δεν ήταν

43


ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

αυτοδύναμο το επάγγελμα του ασκιτζή, μάλλον πάρεργο μπορούμε να το χαρακτηρίσομε, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις εκείνος που το ασκούσε ήταν μαζί και χασάπης ή βοσκός, αμπελουργός ή μικροεπαγγελματίας. Σε πολλά χωριά του νησιού τα ασκιά κατασκευάζονταν από τους ίδιους τους χρήστες. Έσφαζαν το ζώο και το έγδερναν με πολύ μεγάλη προσοχή, χωρίς να κάμουν τομές ή άλλες εγκοπές. Άνοιγαν μια μικρή τρύπα στο πίσω πόδι κι από κει το φούσκωναν επιμελώς έτσι ώστε ν’ αποκολληθεί πλήρως το δέρμα από τη σάρκα. Μόλις τέλειωνε το φούσκωμα, άρχιζε η εκδορά. Έκοβαν το δέρμα από την κορυφή του λαιμού και το τραβούσαν με επιδέξιες κινή-

νουν (αμέσως μετά την εκδορά) το δέρμα για μια βδομάδα ή και δέκα μέρες μέσα σε κορεσμένο διάλυμα χλωριούχου νατρίου στο οποίο πρόσθεταν θειάφι ή σε θαλασσινό νερό. Όταν το έβγαζαν από το διάλυμα, το αλάτιζαν ξανά, πάντα με χοντρό αλάτι, και το άφηναν να στεγνώσει. Οι τρόποι κατεργασίας του δέρματος ήταν κοινοί σε όλο το νησί, παρουσιάζουν, όμως, και κάποιες αποκλίσεις που οφείλονται σε τοπικές συνήθειες και στην εμπειρία των ειδικών τεχνιτών. Σε κτηνοτροφικές περιοχές, εκεί όπου υπήρχαν μεγάλες ποσότητες δερμάτων, κάποιοι επινοητικοί ασκιτζήδες δανείζονταν μεθόδους επεξεργασίας από την επαγγελματική βυρσοδεψία και χρησιμοποιούσαν κόπρανα σκύλου, βελανίδια και

ασκομαντούρα. Ο μ. Φαραγκουλιτάκης (μπαξές) από τα Βορίζια.

Εργάτης ελαιοτριβείου με ασκί γεμάτο λάδι στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής (αρχείο Δημ. Σκαρτζιλάκη).

σεις ώστε να αφαιρεθεί ολόκληρο. Έκοβαν μόνο τις άκρες των τεσσάρων ποδαριών από τα γόνατα και το πίσω μέρος του ζώου, γύρω από τον ουρά. Στη συνέχεια ανέστρεφαν την προβιά έτσι ώστε η εσωτερική μεριά να βρίσκεται απέξω, την επίπασσαν με χοντρό αλάτι και την άφηναν σε ευάερο μέρος μέχρι να στεγνώσει καλά. Συνήθως απέφευγαν την έκθεση απευθείας στον ήλιο, επειδή η απότομη ξήρανση μπορούσε να υποβαθμίσει την ποιότητα του δέρματος. Ο χρόνος που απαιτούνταν για το στέγνωμα δεν ήταν πάντα ο ίδιος, αλλά εξαρτιόταν από τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν ανά εποχή. Συνήθως αρκούσαν δέκα με δεκαπέντε μέρες. Σε μερικές περιοχές της κεντρικής Κρήτης προτιμούσαν να αφή-

φλοιό πεύκου για τη δέψη, αλλά δυστυχώς δεν έχουν σωθεί πληροφορίες γι’ αυτές τις τεχνικές. Τα ασκιά που κατασκευάζονταν με τέτοιες μεθόδους θεωρούνταν πολύ ανθεκτικά. Αλλά και τα υπόλοιπα μπορούσαν να διατηρηθούν για πολύ καιρό. «Να σου κάμω ασκί να το βρουν και τα εγγόνια σου» έλεγε ο μπαρμπα-Δημητράκης από τα ορεινά της επαρχίας Πεδιάδας, τονίζοντας ότι τα άλλα, τα συνηθισμένα ασκιά, κρατούσαν πέντε ή το πολύ δέκα χρόνια. Κατέγραψα την αφήγησή του στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και σημείωσα ιδιαιτέρως τις αναφορές του στη σωστή επιλογή των δερμάτων, καθώς και στην ευλαβική προσοχή που χρειαζόταν σε όλα τα στάδια της επεξεργασίας. «Σκέψου να σκάσει ένα ασκί γεμάτο λάδι, να χάσεις,

44


ΥΠΕΡ

δηλαδή, σαράντα ή κι εξήντα οκάδες, τόσο χωρούσαν τα δικά μας ασκιά», επαναλάμβανε πολλές φορές συλλογιζόμενος τις οδυνηρές επιπτώσεις που θα είχε μια τέτοια απώλεια για τα φτωχά νοικοκυριά των κρητικών χωριών. Αμέσως μετά το πρώτο στέγνωμα ακολουθούσε το καθάρισμα. Σε παραθαλάσσιες περιοχές της κεντρικής Κρήτης συνήθιζαν να τα καθαρίζουν πρώτα με θαλασσινό νερό και να συνεχίζουν με απανωτά επιμελή πλυσίματα χρησιμο-

τις τρίχες σε μήκος μισού εκατοστού περίπου. Άλλοι προτιμούσαν να τις ξυρίζουν, πάλι με μεγάλη επιμέλεια για να μην τραυματίζουν το δέρμα. Δεν γνωρίζω τους λόγους που επέβαλλαν αυτήν τη διαφοροποίηση, υποθέτω, όμως, ότι θα ήταν σχετικοί με τη χρήση του ασκιού· δύσκολα μπορώ να φανταστώ ασκί που προοριζόταν για μεταφορά μελιού να έχει τρίχες· ίσως, όμως, να απέφευγαν οι περισσότεροι το ξύρισμα επειδή τα εργαλεία τους δεν ήταν αξιό-

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

τας: Οι ελαιοτριβείς της προβιομηχανικής εποχής συνήθιζαν να μεταφέρουν με ασκιά το λάδι στα σπίτια και να το αδειάζουν απευθείας στα πιθάρια. Το μακρύ τρίχωμα εμπόδιζε το στράγγισμα, πράγμα που διευκόλυνε την παρακράτηση μικρής ποσότητας ελαιόλαδου από τον ιδιοκτήτη του ελαιοτριβείου, κλέψιμο δηλαδή. Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσομε ότι όλα τα ασκιά γίνονταν με αντεστραμμένα δέρματα· δηλαδή, το εξωτερικό (τριχωτό) μέρος

Οι ελαιοτριβείς της προβιομηχανικής εποχής συνήθιζαν να μεταφέρουν με ασκιά το λάδι στα σπίτια και να το αδειάζουν απευθείας στα πιθάρια.

αλετρουβάρηδες στο πετροκεφάλι μεσαράς στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Έπαιρναν τις ελιές από τα σπίτια των παραγωγών με κόφες και επέστρεφαν το λάδι με ασκιά. ποιώντας αποκλειστικά πράσινο σαπούνι. Υπήρχαν, όμως, και τεχνίτες που βύθιζαν για λίγες ώρες τα δέρματα σε ελαφρύ αλκαλικό διάλυμα προκειμένου να απολυμανθούν και να απαλλαγούν από μικροοργανισμούς που θα μπορούσαν να επιφέρουν την υποβάθμιση της ποιότητας ή την καταστροφή τους. Σ’ αυτή τη φάση οι περισσότεροι ασκιτζήδες ασχολούνταν με το τρίχωμα του ζώου. Με κοφτερό ψαλίδι και πολύ μεγάλη προσοχή έκοβαν ομοιόμορφα

πιστα και μπορούσαν να προκαλέσουν μικρές εγκοπές. Με το κούρεμα ή το ξύρισμα της τρίχας άρχιζε ουσιαστική η επόμενη φάση της επεξεργασίας. Άφηναν πάλι το ασκί για στέγνωμα με το τριχωτό μέρος στην εσωτερική του πλευρά. Η διαδικασία αυτή χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή, γιατί το δέρμα δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να χάσει την ελαστικότητά του. Υπήρχε διάχυτη η εντύπωση ότι το καλό κούρεμα της τρίχας αποτελούσε κριτήριο εντιμότη-

γινόταν εσωτερικό του ασκιού. Τα δύσκολα για τους ασκιτζήδες άρχιζαν μετά το στέγνωμα. Το ασκί έπρεπε να ραφτεί και να εξασφαλιστεί η στεγανότητά του. Το ράψιμο απαιτούσε ιδιαίτερη επιδεξιότητα. Έμενε ανοικτό μόνο το άνοιγμα του λαιμού και τα τέσσερα πόδια δένονταν σφιχτά με ανθεκτική κλωστή (οργιά) κι αυτά τα λέγανε μπουζούνια. Στο ένα από τα δυο πισινά πόδια άφηναν κάτι σαν θηλιά για να κρεμιέται το ασκί και να στεγνώνει. 45


ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Για το ράψιμο της βάσης ακολουθούσαν την παρακάτω διαδικασία: Έδεναν σφιχτά δυο λεία κομμάτια ξύλου αγκαλιάζοντας μ’ αυτά την κάτω μεριά του ασκού, έτσι ώστε να προεξέχει μόνο ένα μικρό μέρος του δέρματος, δυο ή τρία εκατοστά. Αυτό το τμήμα τρυπούσαν με σουβλί και περνούσαν την ισχυρή λιναρένια κλωστή με τέτοιο τρόπο ώστε να τυλίγεται ελαφρά το δέρμα και να μένει απόλυτα στεγανό. Οι περισσότεροι μαστόροι κέρωναν τα νήματα πριν ράψουν τα ασκιά τους. Με τον ίδιο τρόπο κατασκευάζονταν και τα ασκιά που χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν ασκομαντούρες, τους αρχαίους άσκαυλους (τσαμπούνες σε κάποιες άλλες περιοχές της Ελλάδας).

Αστοχίες δεν επιτρέπονταν... Η πιστή τήρηση των παραδοσιακών τεχνικών εξασφάλιζε ανθεκτικά ασκιά που δεν μύριζαν και δεν υποβάθμιζαν τα μεταφερόμενα προϊόντα. Αστοχίες στην επεξεργασία δεν επιτρέπονταν. Ας φανταστούμε ένα ασκί για κρασί ή για λάδι που να έσταζε ή να μύριζε τραγίλα... Υπήρχαν, βέβαια, και άλλα μικρά μυστικά που αφορούσαν ακόμη και στη χρήση των ασκιών. Το φόρτωμα σε ζώα, για παράδειγμα. Ένα κακοφορτωμένο ασκί μπορούσε να σκιστεί, να τρυπήσει ή και να σκάσει. Συνήθως δίπλωναν το σκοινί με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργηθεί ένας θύλακας που να μην επιτρέπει τη μετακίνηση. Φόρτωναν πάντα δυο σε κάθε ζώο έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ισορροπία και να αποφεύγεται το λεγόμενο «ξεσωμάρισμα» (μετακίνηση του σωμαριού προς τη μια ή την άλλη πλευρά). Προσοχή και εμπειρία απαιτούσε ακόμη και το άδειασμα του λαδιού από το ασκί στο πιθάρι. Ο αλετρουβάρης (εργάτης ελαιοτριβείου) το στερέωνε στον ώμο και με το ένα χέρι κρατούσε τον λαιμό ώστε να ρέει ομαλά και να αδειάζει. Στο τέλος το κρεμούσε ανάποδα πάνω από το πιθάρι έτσι ώστε να στραγγίξουν και οι τελευταίες σταγόνες του. Το πιο μεγάλο μυστικό, όμως, μας το είχε πει πάλι ο παλιός ασκιτζής, ο μπαρμπα-Δημητράκης, το 1991: Το ασκί πρέπει να είναι πάντα γεμάτο. Κι όταν δεν έχει κρασί ή λάδι, να το γεμίζεις με αέρα. Να το φουσκώνεις, να το δένεις σφιχτά και να το κρεμάς σε δροσερό τόπο. Κι όταν είναι να το χρειαστείς, να το γεμίσεις αποβραδίς με νερό να μαλακώσει και να δεις μήπως τρέχει. Δεν θέλει υγρασίες και μούχλες το ασκί. Ούτε να ξεραίνεται στον ήλιο κι όταν το χρειαστείς να κάμει μπαμ και να σκάσει. Οι παλιοί, που ξέρανε καλύτερα τη δουλειά, το αλείφανε κατά διαστήματα με λίγο λαδάκι και το σκούπιζαν καλά για να μην ταγγίσει και πάρει μυρωδιά. Όταν το δεις και σουφρώνει παράξενα, να ξεφτά, να ξεραίνεται ή να κάνει γραμμούλες σαν σκισμάδες, πρέπει να το αλλάζεις αμέσως. Πριν τον πόλεμο του ‘40 κανείς δεν πετούσε τα παλιά ασκιά. Τα κάναμε τουλουμάκια για το τυρί, ασκόνταβλες ή τα δέ46

ναμε σαν ντορβάδες. Τίποτα δεν πετούσαμε τότες. Ακόμη κι αν τρυπούσε ένα γερό ασκί, είχαμε τρόπους να το μπαλώσομε.

Οι ασκόνταβλες Εκπληκτικό παράδειγμα επιβίωσης όχι μόνο τεχνικών αλλά και λέξεων αποτελούν οι ξεχασμένες σήμερα ασκόνταβλες ή ασκόταβλες. Ήταν κάδοι με ξύλινο στρογγυλό πάτο και δερμάτινα πλαϊνά, με στεφάνη και λαβή στο πάνω μέρος. Χρησίμευαν κυρίως για την άντληση νερού από τα πηγάδια, τότε που οι μεταλλικοί κάδοι ήταν απλησίαστοι για τα φτωχά βαλάντια των αγροτικών πληθυσμών. Η λέξη μάς είναι γνωστή τουλάχιστον από τον 10ο αιώνα, καθώς «ασκοδαύλες» χρησιμοποιούσε στις οδοιπορίες του ο βυζαντινός στρατός· «χρη ουν και εν τη ημέρα του πολέμου έκαστον στρατιώτην εν ταις σέλλαις αυτού επιφέρεσθαι ύδωρ εις τας λεγομένας ασκοδάβλας και παξαμάδια εν τω σελλοπουγγίω» αναφέρουν τα Τακτικά του Λέοντος του Σοφού (9ος-10ος αιώνας). Και στο Λεξικό Σούδα διαβάζομε: «Φακός ύδατος. Είδος υδατοδόχου αγγείου ενοδίου ό αγροικικώς παρ’ ημίν ασκοδαύλα λέγεται». Βαθύς γνώστης του γλωσσικού μας ιδιώματος ο Καζαντζάκης, αλλά και γνώστης της τοπικής καθημερινότητας, αποθησαύρισε τη λέξη στην Οδύσσειά του: Άντρες γυμνοί, σκυφτοί, τραβούν νερό με πέτσινη ασκοντάβλα κι ακροποτίζουν τα στεγνά σπαρτά τα κουρνιαχτοδαρμένα (Ι 274).

Ο αραγός Μικρά ασκιά ήταν οι αραγοί της Κρήτης. «Αρραγός· ασκίδιον εκ δέρματος εριφίου κναφέντος χρήσιμον κυρίως προς υποδοχήν και μεταφοράν γάλακτος. Και υποκορ. αρραγούλι» λέει ο Στέφανος Ξανθουδίδης. Οι κατασκευαστές τους φρόντιζαν να ξυρίζουν καλά το τρίχωμα και να τηρούν αυστηρότερα τους κανόνες καθαριότητας. Πριν πλύνουν τα δέρματα τα περνούσαν από αλκαλικά διαλύματα (ποτάσας). Τα χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά μικρότερων ποσοτήτων υγρών, κυρίως μελιού και γάλατος. Σ’ ένα ευτράπελο τραγούδι της Κρήτης τα πλαδαρά γυναικεία στήθη παρομοιάζονται με... μισογεμάτους αραγούς: Μα προξενιά μου φέρασι μιαν κοπελιά να πάρω, καλλιά μου ήταν, μα το Θεό, να βλοηθώ το Χάρο. Σαν τσι μεσάτους αραγούς ήτανε τα βυζιά τζη, σαν τσι αρδαχτυλινότσιτες ήταν χοντρά τ’ ατζιά τση (Σταμ. Αποστολάκης, Ριζίτικα, σελ. 479). Άλλο είδος που γινόταν με δέρμα μικρών ζώων ήταν το αράι, που το συναντάμε με αυτήν την ονομασία κυρίως στη δυτική Κρήτη (μάλλον υποκορ. του αραγός). Το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν τα εργαλεία για το μπάλωμα των στιβανιών, εργασία που γινόταν από τους ίδιους τους βοσκούς. Στη σαρκοφάγο της Άρβης, που περιγράφει ο Pashley, ένας Σάτυρος εικονίζεται μ’ ένα ασκί γεμάτο κρασί στον ώμο.


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

ΤΟ ΜΑΚΡY ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΑΣΚΩΝ Ένας σπουδαίος Ελβετός φιλόλογος - εθνογλωσσολόγος, ο Johannes Hubschmid, μελέτησε την εξέλιξη του πολιτισμού παρακολουθώντας σε διάφορες γλώσσες τις λέξεις που σχετίζονται με το πανάρχαιο μέσον μεταφοράς υγρών, τον ασκό, και κατέληξε σε εξαιρετικά χρήσιμα συμπεράσματα. Η μελέτη του δημοσιεύτηκε το 1955 στον τόμο 54 του Romanica Helvetica. Διαπίστωσε ότι βασικό κέντρο από το οποίο ξεκίνησε η διάδοση των ασκιών στον ευρωπαϊκό χώρο ήταν η Μεσόγειος, και πιο συγκεκριμένα η Ελλάδα και οι νότιες περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Συνοψίζοντας ο άλλοτε καθηγητής της Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δ. Πετρόπουλος, σημειώνει: Το παλαιότατο μέσο μεταφοράς υγρών, ο ασκός, από την Ελλάδα και τις νότιες χώρες του ρωμαϊκού κράτους με τις εμπορικές συναλλαγές, και προπάντων τις συναλλαγές του οίνου, έγινε γνωστός ευρύτερα στη Δύση, κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και τον μεσαίωνα κυρίως, στις βόρειες και βορειοδυτικές ευρωπαϊκές χώρες, στους γερμανικούς και κελτικούς λαούς. Άλλο κέντρο από όπου εξεπορεύθη η χρήση των ασκών είναι η Ασία. Εκεί κλάδοι ινδογερμανικών λαών έκαμαν χρήση ασκών. Οι Ούννοι αργότερα έχουν δική τους λέξη για να δηλώσουν τον ασκό και το βυτίο. Οι Τούρκοι επίσης δάνεισαν λέξεις δηλωτικές του ασκού στους Αλβανούς, στους Σλάβους, σε λαούς του Καυκάσου, στους Πέρσες. Από την πορεία του ασκού και της σχετικής ορολογίας διακρίνουμε γλωσσικές και πολιτιστικές σχέσεις και επιδράσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, με αφετηρία την Ανατολή. Και οι επιδρά-

σεις αυτές χρονολογούνται από πολλές εκατοντάδες χρόνια. Αντίθετα, στην παρακολούθηση της πορείας των βυτίων από τις σχετικές λέξεις διακρίνουμε επιδράσεις στις πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ Δύσεως και Ανατολής με αφετηρία τη Δύση. [...] Μεταβατικό στάδιο από τον πρωτόγονο ασκό ως την εξαφάνισή του και την αντικατάστασή του με το βυτίο αποτελούν οι ποικίλης μορφής δερμάτινοι σάκοι, που ανάλογα με τα τεχνικά μέσα και αντιλήψεις κατασκευάζονται στις διάφορες χώρες.

Οι Νερουλάδες Ο ποιητής του Κρητικού Πολέμου (1645-1669) περιγράφει μια τρομερή σκηνή από τις μάχες του Ρεθύμνου. Τον Νοέμβρη του 1646 έπεσε και το τελευταίο οχυρό της πόλης στα χέρια των Τούρκων. Έντρομοι οι κάτοικοι παίρνουν τον δρόμο του μισεμού, προσπαθούν να φτάσουν στον αλώβητο ακόμη βενετοκρατούμενο Χάνδακα. Επτακόσιοι Ρεθεμνιώτες επιβιβάζονται στο πλοίο με την άδεια των Οθωμανών. Αλλά, καθώς αργεί να αποπλεύσει, μαστίζονται από τη δίψα, και νερό δεν υπάρχει. Ας αφήσομε, όμως, τον πρόσφυγα - ποιητή να διηγηθεί την περιπέτειά τους: Οι Τούρκοι νερό φέρνασι μέσα στ’ ασκιά εκείνοι κι εκεί μας το πουλούσανε μια λίτρα το λαήνι. Κ’ εγροίκας αναστεναγμούς, κι όλο βρισιές ελέγα τση τύχης όπου τσ’ έκαμε, κ’ εις το καράβι εκλαίγα (έκδοση Αλεξίου: 206, 27-30).

1890. νερουλάς σε κρήνη των χανίων. Φωτ. Aymar Eugène de La Baume Pluvinel. πηγή: gallica.bnf.fr / Bibliothèque nationale de France.

>

το πανάρχαιο μέσον μεταφοράς των υγρών, το ασκί, γίνεται μέσον πλουτισμού και εκμετάλλευσης του ανθρώπινου πόνου.

47


ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Το πανάρχαιο μέσον μεταφοράς των υγρών, το ασκί, γίνεται μέσον πλουτισμού και εκμετάλλευσης του ανθρώπινου πόνου. Για πολλούς αιώνες οι νερουλάδες της Ανατολής κουβαλούσαν με ασκιά το νερό. Ο σπουδαίος Άγγλος περιηγητής Robert Pashley, που ήρθε στην Κρήτη το 1834, δεν παραλείπει να περιγράψει τους νερουλάδες των κρητικών πόλεων: «Οι υδροφόροι των Χανίων και του Μεγάλου Κάστρου, της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης δεν έχουν άλλο δοχείο να διανέμουν το νερό στην πόλη. Εξάλλου οι Κρήτες χωρικοί φέρνουν καθημερινά στο λιμάνι ασκούς με λάδι που κρέμονται στη σέλλα των μουλαριών». Οι περιηγητές που έφτασαν στο νησί μετά τη διάδοση της

Ένας Σάτυρος κρατά ασκό. μουσείο μονάχου (φωτ. ν.Ψ.)

Να φέρω ασκιά το λάδι... Είναι μια παμπάλαια φράση που τη συναντάμε στα τραγούδια της Κρήτης, μα και στους θρύλους και τις παραδόσεις του νησιού. Αφουγκραζόμαστε το παλιό τραγούδι... Μια κοπελιά παρακαλεί τον Άγιο Ψηλορείτη να την κρύψει να μην την βρουν οι κουρσάροι: Άγιε Ψηλορείτη μου, χώσε με των κουρσάρω, να φέρ’ οκάδες το κερί και με τ’ ασκιά το λάδι, με τα καραβοκάτεργα τ’ ασερνικό λιβάνι. (Σταμ. Αποστολάκης, Ριζίτικα, 28). Με τ’ ασκιά έστελνε το λάδι ο Τούρκος γείτονας του Αγίου Μηνά, ο Τσαλικάκης, επειδή φοβόταν τη μάνητα του αγίου, με τ’ ασκιά κουβαλούσαν οι άπιστοι τα ταξίματά τους στις εικόνες των αγίων ύστερα από κάποιο θαύμα. Μια παρόμοια ιστορία μεταφέρει ο βαθύς γνώστης της τοπικής λαογραφίας, ο Νίκος Καζαντζάκης, στην Αναφορά στον Γκρέκο: Σήκωσε κι ο Χασάνμπεης τη γροθιά του κι άρχισε να χτυπάει κι αυτός τον τοίχο. “Ε, ε γείτονα, του φώναξε, έχεις δίκιο· ναι, μα την πίστη μου, δίκιο· μα μη μου καταχτυπάς τον τοίχο, κι εγώ θα σου φέρνω κάθε χρόνο δυο ασκιά λάδι για το καντήλι σου κι είκοσι οκάδες κερί, να μερώσεις. Γειτόνοι είμαστε, μη μαλώνουμε!” Κι από τη μέρα εκείνη ο σκύλος ο Χασάνμπεης πέμπει στη γιορτή του ΑιΜηνά, στις 11 του Νοέμπρη, το δούλο του και ξεφορτώνει στην αυλή της εκκλησίας δυο ασκιά λάδι κι είκοσι οκάδες κερί· κι ο ΑιΜηνάς δεν του ξαναχτύπησε τον τοίχο.

Από τον ασκό του Αιόλου στο βουϊδάσκι του Αγιαντώνη

Ο μάρωνας, ο γιος του Ευάνθη, φιλεύει τον Οδυσσέα μ’ ένα τραγάσκι (ασκί τράγου) γεμάτο μαύρο καλό κρασί. Σικελικός κρατήρας του 4ου αιώνα π.χ. (Museo Archeologico Eoliano). φωτογραφίας μας άφησαν σπουδαία ντοκουμέντα αυτής της τακτικής. Για παράδειγμα, ο Γάλλος αστρονόμος Aymar Eugène de La Baume Pluvinel, που ήρθε στα Χανιά το 1890, φωτογράφισε την κρήνη στην πλατεία του σιντριβανιού, ένα ντοκουμέντο που σήμερα φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Ο νερουλάς ποζάρει με τα ασκιά του! Παρόμοια φωτογραφία κυκλοφόρησε πριν από χρόνια στο διαδίκτυο, ακόμη πιο εντυπωσιακή. Οι παππούδες που έζησαν πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο θα θυμούνται ασφαλώς τους νερουλάδες. Φόρτωναν ασκιά στα μουλάρια και μετέφεραν το νερό στ’ αρχοντόσπιτα. 48

Αμέτρητοι είναι οι θρύλοι που μιλούν για ασκιά. Όπως ο Αίολος έκλεισε τους ανέμους σ’ ένα ασκί, έτσι κι ο Άγιος Αντώνης έκλεισε σ’ ένα ασκί τους δαιμόνους! Κατέγραψα τον θρύλο στη Μεσαρά το 1989: Ένας βοσκός βρήκε το ασκί με τους δαιμόνους σ’ ένα σπηλιάρι, εκεί το είχε καταχωνιάσει ο άγιος. Μα ο βοσκός νόμισε πως ήταν γεμάτο λάδι. Το έλυσε και ξεχύθηκαν μιλιούνια τα δαιμονικά. Κι ο αρχηγός τους, ο Βελζεβούλης, τον έπιασε, τον έχωσε στο βουιδάσκι και τον έραψε με εφτάγερη οργιά. Σε άλλους θρύλους ο ίδιος ο δαίμονας μεταμορφώνεται σε τραγίσιο ασκί γεμάτο λάδι. Το φορτώνεται αυτός που θα το βρει και όσο προχωρεί στους δρόμους το ασκί βαραίνει. Αν είναι τυχερός και βρεθεί κοντά σε εκκλησιά ή κάμει το σταυρό του, γλιτώνει. Υπάρχει, τέλος, ένας άλλος θρύλος που λέει ότι κάποιος Τούρκος έκλεβε το λάδι από την εκκλησία. Το έβαζε σ’ ένα ασκί κι έφευγε. Το ίδιο έκαμε κι ένα Σαββατόβραδο. Και το πρωί που πήγε ο παπάς, τον βρήκε πετρωμένο δίπλα στο πιθάρι με το ασκί στον ώμο, πετρωμένο κι αυτό. ΣΗΜ. Τον φίλο αρχαιολόγο, επίτιμο διευθυντή του Επιγραφικού Μουσείου κ. Χαρ. Κριτζά, θερμώς ευχαριστώ. Επίσης, τους φίλους Ευτύχη Τζιρτζιλάκη, Μανώλη Μανούσακα, Δημ. Σκαρτζιλάκη και Εμμ. Στρατάκη. Χ


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

49




Περιβάλλον Στην κλιματική κρίση απαντάμε με δράση 40 χρόνια καινοτομούμε και μειώνουμε το περιβαλλοντικό μας αποτύπωμα!

Αγαπάμε την Κρήτη – σεβόμαστε το περιβάλλον Δράσεις για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Εγκαταστάσεις Net Metering σε καταστήματα: Σκοπός των εγκαταστάσεων αυτών είναι η παραγωγή «πράσινης» ενέργειας από ηλιακή ενέργεια για την κάλυψη των ενεργειακών μας αναγκών.  Μάλια: 70.000kWh «πράσινης» ενέργειας ετησίως που ισοδυναμεί με ετήσια μείωση των εκπομπών CO2 κατά 16%.  Κουνουπιδιανά, Χανιά: 159.936kWh «πράσινης» ενέργειας ετησίως, που οδηγεί σε μείωση των ετήσιων εκπομπών CO2 κατά 24%.

Η ΝΕΑ ΜΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΣΑΚΟYΛΑ Νέα σακούλα φιλική προς το περιβάλλον. Η νέα μας περιβαλλοντική σακούλα από 100% φυσικά υλικά βρίσκεται ήδη στα καταστήματα μας. Η νέα σακούλα είναι 100% βιοαποικοδομήσιμη και κομποστοποιήσιμη, ώστε να μην επιβαρύνει το περιβάλλον.

Αγαπάμε την Κρήτη- Σεβόμαστε το περιβάλλον.

52

 Μοίρες: 154.560kWh μειώνοντας έτσι τις εκπομπές CO2

κατά 35%. Συνολικά: οι εγκαταστάσεις αυτές παράγουν ετησίως 384.496kWh, που αντιστοιχούν σε μείωση των εκπομπών κατά 240 μετρικούς τόνους CO2.  Φωτοβολταϊκό πάρκο στις κεντρικές εγκαταστάσεις:

Εγκατεστημένη ισχύς 30kW στην οροφή του κτιρίου, με ετήσια παραγωγή 51.000kWh.


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

53


«Άνθρωπος ήτανε κι ο μελίτακας...» αν ακούσατε κάποτε από τα χείλη του παππού σας τον μύθο για το μυρμήγκι που κλέβει τον ξένο καρπό, μην ξεχάσετε Και τον άλλο μεγάλο παππού. τον δικό μου, τον δικό σας, των παιδιών όλου του κόσμου. αίσωπο τον λέγανε...

Κείμενο - φωτογραφίες: Νίκος Ψιλάκης

Άνθρωπος ήτανε κι ο μελίτακας, παιδί μου. Νοικοκύρης καλός, δουλευτής, ούτε λεπτό δεν κάθιζε να ξεκουραστεί. Έσπερνε στάρια και κριθάρια, τ’ αλώνευε και μάζωνε στο σπίτι του τον καρπό, μέχρι που γέμισαν όλες οι κάμαρες, και τότες έσκαψε τη γης κι έκαμε κι άλλες κάμαρες, κι άλλες πολλές. Είχε όμως κι ένα κακό: Έμπαινε στα ξένα χωράφια κι έκλεβε τα στάρια των γειτόνων. Έτσι, που λες, μπήκε μια μέρα και στο χωράφι της γειτόνισσας, φόρτωσε δυο δεμάτια στο γάιδαρο κι έφυγε. Την άλλη μέρα τα ίδια, φόρτωσε πάλι δυο δεμάτια σπαρμένο1. Και την άλλη, και τη μεθάλλη, κι όλες τις επόμενες μέρες. Μα η γειτόνισσα ήτανε χήρα κι είχε παιδιά να ταΐσει. Δεν κατέχω πόσα στόματα περιμένανε απ' αυτό το χωράφι, δεν λέει το παραμύθι. Την πρώτη μέρα είδε πως έλειπε μαξούλι, βαρυγκώμησε, μα δεν μίλησε. Τη δεύτερη παραμόνεψε, μα την είδε ο κλέφτης κι έφυγε. Την τρίτη που βρήκε η χήρα κι άλλο μαξούλι να λείπει τον καταράστηκε, πάλι χωρίς να τον δει. Ξεστόμισε, λοιπόν, μια κατάρα βαριά, κι ώσπου ν’ αποσώσει το λόγο της είδε μπροστά της ένα μικρό μιαρό να σέρνεται μέσα στα στάχυα. Είχε έξι πόδια, δαγκάνες και μεγάλη κοιλιά. Δεν έδωσε σημασία, λογής λογής μιαρά και μαμούνια πορπατούν στα χωράφια και τρυπώνουν στη γης. Μα σαν το είδε να κρατά στη μπούκα του τον καρπό, να τον κουβαλά και να χώνεται στη φωλιά του, κατάλαβε κι ήθελε να πάρει την κατάρα της πίσω. Άδικα, όμως, λόγος που ειπωθεί δεν γυρίζει πίσω. Κι αλίμονο αν σου καταραστεί άνθρωπος που τον έριξε ο Θεός στην ανάγκη. Η κατάρα των ορφανών είναι εκείνη που πιάνει... 1. Σπαρτά.

54


ΥΠΕΡ

Τη θυμάμαι την ιστορία του μελίτακα, έτσι λένε τον μέρμηγκα στον τόπο μας, μελίτακα, μελίντακα και μελιγκούνι. Την άκουσα όταν ήμουν ακόμη παιδί, μα δεν θυμάμαι ποιος μου την είπε, μάνα ή πατέρας, παππούς ή γιαγιά. Έβλεπα μιλιούνια τα μυρμήγκια να κουβαλούνε ό,τι βρίσκανε μπροστά τους και θυμόμουν εκείνη τη χήρα με τα ορφανά της, και θυμόμουν τη βαρυγκώμια και την κατάρα της. Οι μύθοι πλάστηκαν για να μιλούν στις ψυχές μας, να δασκαλεύουν και ν' ακονίζουν το μυαλό. Πέρασαν χρόνια για ν' ακούσω τη φωνή ενός άλλου παππού που νόμιζα πως δεν τον είχα γνωρίσει: «Μύρμηξ ο νυν το πάλαι άνθρωπος ην...». Το τωρινό μυρμήγκι ήταν άνθρωπος παλαιότερα. Γεωργός. Μα δεν αρκούνταν στα δικά του μαξούλια, έκλεβε και των γειτόνων. Αίσωπο τον λέγαν εκείνο τον μακρινό παππού. Τον δικό μου, τον δικό σας, τον παππού όλων των παιδιών του κόσμου, μικρών και μεγάλων, τον παππού όσων διηγούνται, μα κι όσων ακούνε ιστορίες. Ήμουν μικρός όταν άκουσα τον μύθο για πρώτη φορά. Στην κρητική ντοπιολαλιά, με τα πλουμίδια της, με λέξεις - θησαυρούς όπως ο μελίτακας και το μελιγκούνι, όπως το σπαρμένο τη μετοχή που έγινε ουσιαστικό κι έτσι επέζησε στις γλώσσες των ανθρώπων. Δεν ξέρω αν κάποιος παλαιότερος αφηγητής την είχε ακούσει σto σχολείο ή αν ο λαϊκός λόγος τη διέσωσε

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

μέσα στους αιώνες, όπως διέσωσε τόσα και τόσα. Κι οι λέξεις; Μελίτακας, μελιτακιά, μελιτακιάζω στ' ανατολικά του νησιού. Μελίντακας, μελιντάκι στα δυτικά. Και μελιντακομέσης εκείνος που έχει μέση λεπτή («μελιντακομεσάτη κοπελιά». Είναι να θαυμάζεις τη γλώσσα και την πλαστικότητά της. Τις μεταφορές και τα υπόρρητα νοήματα. Μελιτακιά είναι η φωλιά των μελιτάκων, η μυρμηγκιά, η στοά που σκάβουν στη γης για να στεγάσουν τις πολυπληθείς κοινωνίες τους. Είναι, όμως, και το πλήθος των ανθρώπων! Ωραίος ο (φανταστικός) διάλογος που διαβάζω στο πολύτιμο έργο του Πιτυκάκη: - Ήτονε πολύς κόσμος στο πανηγύρι τ' Άη Γιωργιού; - Μελιτακιά! Ωραία και η έκφραση που συναντώ στο λεξικό Ξανθινάκη: «Έρχουνται μελιντακιά οθενεπαέ οι Γερμανοί». Μελιντακιά!

«Μέρμηγκα, πρωτομέρμηγκα, πρώτε τω μελιτάκω...» Με την ευκαιρία, όμως, ας πούμε δυο λόγια για τη θέση του μελίτακα στη λαογραφία μας. Σε μερικές περιοχές της Κρήτης (π.χ. Κρουσώνας Μαλεβιζίου) η εμφάνιση μελιτάκων μέσα στο σπίτι θεωρείται... καλό σημάδι. Λένε πως είναι γούρι και προμηνά καλοτυχιά! Τα μυρμήγκια φωλιάζουν εκεί που βρίσκουν τροφή. Δηλαδή, στ' αρχοντικά και στα πλουσιόσπιτα. «Ούτε με-

μέρμηγκα πρωτομάστορα, πρώτε τω μελιτάκω...

55


Οι περισσότεροι γνωρίζουν τον άλλο μύθο του αισώπου, εκείνον με τον τραγουδιστή τζίτζικα και τον νοικοκύρη μέρμηγκα. Εδώ τον βλέπομε σε ζωγραφιά του Charles H. Bennet (1857), που ειδικευόταν στην εικονογράφηση παιδικών βιβλίων.

λίτακας δεν σιμώνει στο σπίτι του» λένε για κάποιον που δεινοπαθεί και δεν έχει να φάει. Κατά την εποχή της συγκομιδής, όμως, στο θέρος και στ' αλώνισμα, οι μελιτάκοι παλιότερα θεωρούνταν μάστιγα. Και οι νοικοκυραίοι αναζητούσαν τρόπους ν' απαλλαγούν απ' αυτούς. Λέγανε γητειές κι επιστράτευαν τεχνάσματα. Η Ευ. Φραγκάκι διασώζει μια μάλλον μαγική τελετή που γινόταν στ΄ αλώνια: Όταν ένας εχθρεύεται κάποιον λέει από μέσα του τη γηθειά: Μέρμηγκα, πρωτομέρμηγκα, πρώτε τω μελιτάκω πάρε τ' ασκέρι σου να πας στ' αλώνι του... (δείνα) Τότε μεγάλοι μελιτάκοι πλημμυρίζουν το αλώνι και παίρνουν το στάρι. Αλλά ο ιδιοκτήτης, όταν τους αντιληφθεί, παίρνει έναν μελίτακα, τον δένει με κλωστή, και πηγαίνει στη μέση του αλωνιού λέγοντας: Μέρμηγκα πρωτομάστορα, πρώτε τω μελιτάκω πάρε τ' ασκέρι σου να πας στ' αόρια, στα βουνά να φας βόλι και τριβόλι και τσ' αγκαραθιάς τη σκόνη. Κατόπιν, σέρνοντας το μέρμηγκα από την κλωστή, τον βγάζει έξω από το αλώνι, δείχνοντάς του τρόπον τινά ποιον δρόμο να πάρει. Έτσι θα τον ακολουθήσουν οι άλλοι μέρμηγκες και θα σωθεί η σοδειά!!! Ο Γ. Πάγκαλος δημοσίευσε κάμποσες παρόμοιες γηθειές. Την παρακάτω την είχε ακούσει τη δεκαετία του 1920 στην Κάινα Χανίων:

56

Μέρμηγκα, πρωτομέρμηγκα, μέρμηγκα των μεργμήγκων, πάρε το αλάι σου [το πλήθος σου] και το συναλάι σου και άμε το σε μέρος όπου θα βρεις στάρι κριθάρι να φάνε τα παιδιά σου, γιατί α δε ντο πάεις θα φέρω την κλωσσού μου μαζί με τα πουλιά της να φάνε τα παιδιά σου, να μαυρίσουν την καρδιά σου.

Η «τελετουργία» της Ασί Γωνιάς Παρόμοιες είναι και οι γητειές που έχουν δημοσιευτεί από άλλους συλλογείς λαογραφικής ύλης. Σταματώ σε μια διήγηση του Γιώργη Ψυχουντάκη από την Ασί Γωνιά των Χανίων, του ανθρώπου που μετέφρασε τον Όμηρο στην κρητική ντοπιολαλιά: Πιάνουνε ένα μελιγκούνι και το δένουνε με μια τρίχα καταμεσίς του χαχαλιού (=διχαλωτό ξύλο), παίρνουνε το χαχάλι στον ώμο τους, καθένας από τη μια μπάντα, κι αρχινά ο πρώτος: - Παναγία μου βαρέ! (=βαρύ). Το λέει κι δεύτερος. Παίρνουν ένα ζάλο και γονατίζει ο πρώτος από το βάρος δήθε(ν) του μελιγ-


ΥΠΕΡ

Πού πας, αφέντη μέρμηγκα; Ο μέρμηγκας σ' ένα παλιό κρητικό τραγούδι: - Πού πας, αφέη μέρμηγκα, κι έχεις τ' ατζί στριμμένο, το μπράτσο σηκωμένο και το μπερτσέ πλεμένο κι οπίσω γυρισμένο, σφιχτά καλά ζωσμένος, φράγκικα ξυρισμένος, οβραίικα ντυμένος, τούρκικ' αρματωμένος, κι είσαι και μέρμηγκας; - Αμπέλιν είχα στη Βλαχιά και πα να το τρυγήσω, κι επέτυχε το έρημο κι έκαμε πέντε ρώγες. Σταμάτης αποστολάκης, Ριζίτικα τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, σελ. 470.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

κουνιού. Το ίδιο κάνει κι ο δεύτερος και συνεχίζει ο πρώτος: - Εγόη μου βαρέ και πώς θα σηκωθώ! λέει ο ένας και λέει κι ο άλλος και ξαναγονατίζουνε και ξανασηκώνονται [...] Στη συνέχεια διηγείται πως κάνουν έναν κύκλο γύρω στο αλώνι λυγίζοντας τάχατες από το βάρος του μυρμηγκιού. Στο τέλος το πετούν μαζί με το διχάλι όσο πιο μακριά μπορούνε. Το σημείο όπου πέφτει το διχάλι είναι και το όριο στο οποίο θα φτάνουν στο εξής τα μυρμήγκια, όχι κοντύτερα. (Αετοφωλιές στην Κρήτη, σελ. 131-132).

Βυζαντινές συνταγές Πολλές ήταν οι γητειές κι οι μαγγανείες που επινοούσαν για να γλιτώσουν το σιτάρι από τη μάστιγα των μελιτάκων. Μαζεύονταν μιλιούνια και μέσα σε μια μόνο νύχτα μπορούσαν να μεταφέρουν σωρούς στις φωλιές τους. Ανάμεσα στις πρακτικές που εφάρμοζαν ήταν το κάψιμο θειαφιού στις φωλιές και η ενστάλαξη γάλατος από συκιά και κυρίως από αγριοσυκιά. Λέγανε πως οι μελιτάκοι δεν ξενασίμωναν εκεί που βάζανε συκόγαλα. Μεγάλα και σοβαρά προβλήματα είχαν και οι μελισσοκόμοι. Τα μυρμήγκια έπεφταν στο μέλι και το μαγάριζαν. Γι' αυτό επινόησαν μια πολύ έξυπνη τεχνική: Οι αγγειοπλάστες έφτιαχναν μελοπίθαρα με εγκοπή (βαθούλωμα) στη στεφάνη του ανοίγματος, κάτι σαν μικρό αυλάκι που το γέμιζαν με νερό για να μη μπορούν να το διαβούν τα μυρμήγκια.

αριστερά: τζίτζικας και μέρμηγκας. Ο μύθος αυτός εικονογραφήθηκε από πολλούς ζωγράφους σε όλο τον κόσμο και προοριζόταν κυρίως για παιδικά βιβλία. πίνακας του γάλλου Jean-Baptiste Oudry (1686-1755). Ολόκληρο κεφάλαιο αφιερώνουν τα βυζαντινά Γεωπονικά στην καταπολέμηση των μυρμηγκιών. Το κείμενο, που αποδίδεται στον Πάξαμο, συστήνει στους μυρμηγκόπληκτους να βάζουν κατράμι στις φωλιές που βρίσκονταν ολόγυρα στ' αλώνια, να σχηματίζουν προστατευτικούς κύκλους με κιμωλία ή να χρησιμοποιούν άγρια ρίγανη. Στους καλλιεργητές οπωρικών συστήνει να αλείφουν τους κορμούς των δέντρων με κοπανισμένα πικρά λούπινα μαζί με μούργα ή λιωμένο κατράμι. Πρόκειται για εμπειρικές μεθόδους που απλώς καταδεικνύουν την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στα μιλιούνια των εντόμων που από την αρχαιότητα ταυτίστηκαν με τη ανεξάντλητη αντοχή τους να σηκώνουν βάρη πολύ μεγαλύτερα από το βάρος τους, με την εργατικότητα και τη μεθοδικότητά τους. Χ

57


ΙΣΤΟΡΙΑ

Το Ηράκλειο του 1667 Εκείνα τα χρόνια όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στην Κρήτη, στον Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο. Δυο κόσμοι συγκρούονταν στο νησί, δυο μεγάλες δυνάμεις, ίσως και δυο θρησκείες, όπως πίστευαν πολλοί στην Ευρώπη. Από τη μια η ισχυρή και εξαιρετικά φιλόδοξη Αυτοκρατορία των Οθωμανών, από την άλλη η φθίνουσα Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, η Βενετία. Αλλά στο πλάι των Βενετών είχε συνταχτεί όλη σχεδόν η Ευρώπη. Δηλαδή, όλη η Χριστιανοσύνη της Γηραιάς Ηπείρου, με πρώτο το Βατικανό. Όπως είναι γνωστό, οι τούρκοι πολιορκούσαν τον βενετοκρατούμενο χάνδακα για 23 χρόνια, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1669, οπότε και η πόλη παραδόθηκε στον αχμέτ Κιοπρουλή πασά. αυτήν την πόλη απεικονίζει η γκραβούρα, τον χάνδακα. με τα τείχη, το λιμάνι, τους ναούς με τα ψηλά καμπαναριά, τις κεραμιδένιες στέγες και πίσω τα βουνά. το ένα φαίνεται να είναι ο γιούχτας... αλλά η πόλη; Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να καταλάβει κανείς ότι πρόκειται για φανταστική απεικόνιση στηριγμένη εν μέρει σε παλιότερες γκραβούρες, που κι αυτές ήταν φανταστικές! Ούτε καν το μεγάλο φρούριο της θάλασσας, ο δικός μας Κούλες, δεν απεικονίζεται στη μορφή τουλάχιστον που τον γνωρίζομε. τον Οκτώβρη του 1669 ο χάνδακας ήταν μια άλλη πόλη. με μιναρέδες στη θέση των καμπαναριών και γενιτσάρους να περιφέρονται στους δρόμους. Οι περισσότεροι από τους παλιούς κατοίκους είχαν πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς, για να καταλήξουν σε άλλες βενετοκρατούμενες περιοχές, κυρίως στα Επτάνησα και στη Βενετία. το θέμα της πολιορκίας και της κοσμοϊστορικής σύγ58

κρουσης στο νησί μας ήταν εξαιρετικά δημοφιλές. αγωνιούσε η Ευρώπη, χιλιάδες στρατιώτες πολεμούσαν ή είχαν πολεμήσει εδώ. ποιος μπορεί να ξεχάσει, ας πούμε, τον ενθουσιώδη Δούκα του μποφώρ που άφησε στον χάνδακα την τελευταία πνοή του; Η γκραβούρα (σταλμένη τώρα και χρόνια από φίλο συλλέκτη) τυπώθηκε γύρω στο 1667-1669 και απεικονίζει τα πλοία των Ευρωπαίων που καταπλέουν στο λιμάνι του χάνδακα. μεταφέρουν στρατιώτες από την Ευρώπη σε μια ύστατη προσπάθεια να αποκρουστούν οι τούρκοι πολιορκητές. Ο καλλιτέχνης που φιλοτέχνησε το έργο φρόντισε ν' αποδώσει το σκηνικό της πολιορκίας με καπνούς από τις εκρήξεις ολόγυρα στην πόλη. μεγάλη η ιστορική αξία τούτων των εικόνων κι ας τοποθετούν πραγματικά γεγονότα σε φαντασιακά τοπία. αποκαλύπτουν όχι μόνο τα ίδια τα γεγονότα αλλά και τα κίνητρα των καλλιτεχνών. Όπως είπαμε και παραπάνω, η Ευρώπη του 17ου αιώνα είχε στραμμένα εδώ τα μάτια της, στον πολιορκούμενο χάνδακα. Χ


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

59


μελέτιος πηγάς: Ο Κρης Άγιος του Οκτωβρίου Του Δρ ΓΕΩΡΓ. Ν. ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΙΔΗ, Επίτ. διδάκτορα Παν/μίου Κρήτης, τ. Δ/ντή Ερευνών Κέντρου Ερεύνης Λαογραφίας Ακαδημίας Αθηνών

Εικόνα του αγίου μελετίου πηγά στην ιερά μονή αγκαράθου (1985).

πρόσφατη εμπεριστατωμένη μελέτη του ομ. Καθηγητού αγιολογίας και Υμνολογίας της Θεολογικής Σχολής του πανεπιστημίου αθηνών π. Β. πάσχου για «μία ορθόδοξη κατήχηση του μελετίου πηγά» πλουτίζει έτι περισσότερο τη γνώση για τον Κρήτα Άγιο, μεγίστη εκκλησιαστική προσωπικότητα του 16ου αιώνα, πατριάρχη αλεξανδρείας και «Επιτηρητή» του Οικουμενικού πατριαρχείου σε καιρούς χαλεπούς, με πανορθόδοξο κύρος, ο οποίος ασκούσε άτυπα και καθήκοντα ποιμενάρχου της Κρήτης στα χρόνια εκείνα που οι βενετικές αρχές απαγόρευαν την παρουσία Ορθοδόξων ιεραρχών στο νησί. Γεννήθηκε στον Χάνδακα το 1549 από ευκατάστατη οικογένεια, έλαβε αξιόλογη εγκύκλια μόρφωση, συνέχισε ανώτερες σπουδές στο Πανεπιστήμιο Παταβίου (Πάντοβας), μόνασε στη Μονή Αγκαράθου, της οποίας έγινε και ηγούμενος, και εν συνεχεία στη Μονή Σινά. Ακολούθως εισέρχεται στην εκκλησιαστική διακονία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, κοντά στον Πατριάρχη Σίλβεστρο, παλαιό ηγούμενο στη Μονή Αγκαράθου, ως πρωτοσύγκελλος και επίτροπός του, τον οποίο και διαδέχθηκε στον πατριαρχικό θρόνο το 1590. Παράλληλα με το εργώδες ποιμαντικό, σημαντικότατο είναι και το συγγραφικό του έργο, κυρίως δογματικού αντιρρητικού χαρακτήρα, όπου περιλαμβάνονται και «Κατηχήσεις», μεταξύ των οποίων και η της μελέτης Πάσχου, υπό τύπον διαλόγου σε 60


πάνω: Ο εφημέριος του αγίου Θωμά μονοφατσίου με την εικόνα του αγίου μελετίου πηγά. Κάτω: το μοναστήρι της αγκαράθου.

δύο γλωσσικές μορφές η πρώτη σε εκκλησιαστική και η δεύτερη σε δημώδη της εποχής, με τίτλους αντίστοιχα: «Διάλογος Μελετίου, μεγάλου πρωτοσυγκέλλου και αρχιμανδρίτου Αλεξανδρείας, Ορθόδοξος Χριστιανός επιγραφόμενος. Τα πρόσωπα Ξένος και Παις», και «Η Μετάφρασις Μελετίου, μεγάλου πρωτοσυγκέλλου και αρχιμανδρίτου Αλεξανδρείας, Διάλογος ωνομασμένος Χριστιανός επειδή φανερώνεται εν αυτώ τις είναι ο χριστιανός ο αληθινός και διαλέγονται εις τούτον δύο πρόσωπα, ένας Ξένος λεγόμενος, και ένα παιδί λεγόμενον. Ο τόπος δε εις τον

οποίον ευρέθησαν τάχατες ετούτοι οι δύο και προσομιλούσι είναι ο Γαλατάς, εις την Κωνσταντινούπολιν». Αρχές του τωρινού αιώνα. Στις 17 Σεπτεμβρίου 2002, ο Μελέτιος αγιοποιήθηκε με Συνοδική Πράξη του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, πρωτοστατούντων του τότε Πατριάρχου Πέτρου, του Μητροπολίτου Κένυας και του νυν Κρητός Πατριάρχου Αλεξανδρείας (τότε Καμερούν) Θεοδώρου, ως ημέρα δε μνήμης του ορίσθηκε η 13η Οκτωβρίου, για να μην συμπίπτει με την ημέρα της μακαρίας κοιμήσεώς του στις 13 Σεπτεμβρίου (του 1601), που εορτάζεται ως

ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

προεόρτιος της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Πληθώρα στοιχείων για τον Άγιο, από εκκλησιαστικές πηγές αλλά, ιδιαίτερα σημαντικό, και από τη λαϊκή παράδοση, αποθησαυρίζει ο Νίκος Ψιλάκης στο από την Ακαδημία Αθηνών βραβευμένο δίτομο μνημειώδες έργο του «Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης», παραθέτοντας και κάποιες από τις επιστολές του Μελετίου, από τις οποίες γίνεται φανερό το συνεχές ενδιαφέρον του για τα εκκλησιαστικά της γενέτειράς του Νήσου. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία του Ψιλάκη ότι ο Μελέτιος ετιμάτο και πριν από την αγιοποίησή του, παραθέτει, μάλιστα, και εικόνα αποκειμένη στο καθολικό της Μονής Αγκαράθου. Για τον βίο και το έργο του η βιβλιογραφία είναι πλουσιοτάτη (άρθρα, μελέτες, διατριβές κλπ.), το δε 2009 ο Κρης, επίσης, Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος (Κογεράκης) συνέθεσε Ακολουθίαν του Αγίου, το απολυτίκιον της οποίας επιστέφει αυτό εδώ το ταπεινό άρθρο: Γόνος τίμιος του Ηρακλείου, γέρας άφθιτον της Αγκαράθου, θείας μάνδρας εδείχθης Μελέτιε, Αλεξανδρείας ποιμήν χριστομίμητος, και οικουμένης πυρίπνους διδάσκαλος. Πάτερ όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος. Χ

61


ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

Ο Θέμος Κορνάρος στη Σπιναλόγκα του 1928 ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ, ΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ, ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΛΕΠΡΟΝΗΣΙ μια η πανώλης, μια η γρίπη, μια η χολέρα, μια η νόσος του χάνσεν - η λέπρα. μα η ανθρωπότητα καταφέρνει να παρασκευάζει ιάματα, να φτιάχνει εμβόλια, να δαμάζει αρρώστιες και να σταματά πανδημίες. Διαβάζοντας τα κείμενα του παρελθόντος καταλαβαίνομε πως δεν είναι μόνο οι δικές μας γενιές που αντιμετωπίζουν κινδύνους...

5 Καρτ ποστάλ της εποχής που επισκέφτηκε τη Σπιναλόγκα ο Θέμος Κορνάρος. Διακρίνονται τα σπίτια των λεπρών. Δεξιά: Ο Θέμος Κορνάρος σε ώριμη ηλικία.


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

Το κείμενο που δημοσιεύεται παρακάτω είναι άγνωστο μέχρι σήμερα στους βιογράφους του σπουδαίου Κρητικού συγγραφέα Θέμου Κορνάρου. Όπως άγνωστο παραμένει στους περισσότερους και το πρώτο μικρό βιβλίο του, μια νουβέλα που εκδόθηκε από τον ίδιο στην Κρήτη λίγο πριν αναχωρήσει για την Αθήνα, όπου και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια του.

Το 1928 ο Θέμος Κορνάρος βρισκόταν στο νησί του και προσπαθούσε να κερδίσει τον επιούσιο εργαζόμενος ως δημοσιογράφος (περιοδεύων ανταποκριτής). Με την ιδιότητα αυτή πήγε σε πολλά απομακρυσμένα χωριά, ταξίδεψε με αυτοκίνητα και οδοιπόρησε σε ορεινά μονοπάτια για ν’ αφουγκραστεί τις φωνές των αγροτών και των βοσκών του νησιού. Τα χρόνια δύσκολα, η Ελλάδα βγαλμένη μόλις πριν από λίγα χρόνια από τη μεγάλη εθνική συμφορά, τη γνωστή μας μικρασιατική καταστροφή, η οικονομική κρίση προ των πυλών. Ο Θέμος ήταν μόλις 22 χρονών, αλλά είχε ήδη ζήσει μια περιπετειώδη ζωή. Είχε κοιμηθεί σε παγκάκια, είχε δουλέψει σε πολλές δουλειές, είχε πεινάσει και είχε πάρει το βαλιτσάκι του λούστρου ζητώντας τρόπο να επιβιώσει. Μα το συγγραφικό του ταλέντο φαινόταν. Είχε τον τρόπο να μιλά, να γράφει, να επικοινωνεί με τους ανθρώπους, να συγκινεί με τον λόγο του. Τα βιώματα και τα διαβάσματά του τον είχαν οδηγήσει να ασπαστεί τις ιδέες της αριστεράς, πράγμα που επηρέασε καταλυτικά την πορεία του, μια και τα υπόλοιπα χρόνια του ήταν ακόμη πιο δύσκολα, όλα φυλακές, ανακρίσεις και εξορίες στα ξερονήσια. Ως συγγραφέας είχε προκαλέσει αίσθηση και σήμερα θεωρείται από τους πιο σημαντικούς της γενιάς του ’30. Το 1928 αποφασίζει να ταξιδέψει στο νησί των απόκληρων, τη Σπιναλόγκα, που από το 1904 ήταν τόπος εγκλεισμού των λεπρών. Το ρεπορτάζ που έγραψε τότε αποτέλεσε τον βασικό πυρήνα αλλά και την αφορμή και την έμπνευση για το βιβλίο που τον καθιέρωσε στα ελληνικά γράμματα, τη Σπιναλόγκα. Ήταν ένα ράπισμα για την κοινωνία, μα και μια γενναία φωνή που μαχόταν για ν’ αλλάξει τον κόσμο. Ωστόσο, υπήρξαν και πολλοί που αμφισβήτησαν το ταξίδι του στη Σπιναλόγκα. Ακόμη και τα τελευταία χρόνια είχαμε ακούσει παρόμοιες επικρίσεις. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την καλύτερη απάντηση. Λίγους μήνες μετά, το 1929, ο Θέμος έφυγε από την Κρήτη. Μα δεν έφυγε από μόνος του. Τον είχαν κυνηγήσει, και μερικοί «καθώς πρέπει» πολίτες είχαν στείλει επιστολές στον Διοικητή Χωροφυλακής και στον Νομάρχη καταγγέλλοντας ότι ο νεαρός δημοσιογράφος ξεσήκωνε τους αγρότες! Οι επιστολές αυτές αποτελούν αληθινά ντοκουμέντα μιας δύσκολης εποχής. Το κείμενο του Κορνάρου (διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου προσαρμοσμένη στο μονοτονικό): ΝΨ

>

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΛΕΠΡΑΣ τρακόσες ψυχές που πεθαίνουν χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Η ζωή τους μέσα στην κόλαση που λέγεται Σπιναλόγκα. Νάτε μια λέξη που μας κάνει να αιστανόμαστε ρίγος παράξενο σαν την ακούμε. Δεν ξέρουμε τι είν’ αυτή η Σπιναλόγκα κι όμως μας παγώνει το αίμα σαν μας μιλούν γι’ αυτή άλλοι, που ίσως δεν την ξέρουν και περισσότερο από μας. Όταν ήμουν παιδί στο χωριό μου, θυμούμαι, πως στους γυναικοκαυγάδες της βρύσης, μεταχειρίζονταν συχνά την κατάρα: «να μου τ’ αξιώση ο Θεός να σε δω στη Σπιναλόγκα...». Η μεγαλύτερη βρισιά ήταν: «Μεσκίνης...». Τώρα βρίσκομαι πάνω στον έρημο βράχο, πάνω στο ξερό βραχόδικο νησί των ...μεσκίνηδων, έτοιμος ν' ακούσω τα παράπονά τους και καταδικασμένος να γενώ η αποθήκη που θα δεχτή το μεγάλο πόνο του κόσμου τούτου, πούναι αποφασισμένος πως δε θα ξαναζήση κοντά στους δικούς του μέσα στο σπίτι του και στα μέρη των παιδικών αναμνήσεων. Ένα νησάκι λίγων τετραγωνικών μέτρων η Σπιναλόγκα, ένας βράχος καλύτερα, άγριος κι άγονος, μέσα στο μικρό κόλπο της Ελούντας, είναι το μέρος που καταδικάστηκε να φιλοξενή τους τραγικούς καταδίκους της μοίρας. Μαύρος ο βράχος, τραχύς κι άγονος, λες κι αυτός ακόμα φθείρεται από τη λέπρα που φθείρει τα κορμιά των κατοίκων του. Δε βλέπει κανένας ούτ’ ένα σημαδάκι πράσινο, παρά μόνο χαλάσματα, γκρεμούς, παραξοχές απότομες, κι όλ’ αυτά τριγυρισμένα από διπλά βενετσάνικα τείχη που τ’ 63


ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

64

από τα ερείπια της Σπιναλόγκας.


ΥΠΕΡ

αγριεμένα κύματα μ’ ορμή ξεσπούν πάνω τους και προσπαθούν να τα γκρεμίσουν και να καταπιούν το φοβερό νησί που κλει μέσα του μεγαλύτερο ανθρώπινο πόνο. Απέναντι φαίνονται καταπράσινα βουνά και κάτασπρα χωριουδάκια, πούναι το συμπλήρωμα της απογοήτεψης για τους δυστυχισμένους Σπιναλογκίτες. Αν κάποιος Θεός τα τακτοποίησε έτσι τα πράγματα, ασφαλώς δε θάκαμε μεγαλύτερο κακούργημα από το να δημιουργήση αυτή την αντίθεση που μοναχεμένο σκοπό έχει να σκοτώνη μια ώρ’ αρχύτερα τους καταδικασμένους αυτούς ανθρώπους.

«Κάνω μια βόλτα γύρω στο νησί, πάνω στα βενετσάνικα τείχη, που μια εποχή χτίστηκαν για να φυλάξουν μια χαριτωμένη πολιτεία από ξαφνικές επιδρομές, αλλά που ξέχασαν σήμερα τον προορισμό τους κι εξακολουθούν βαριά να κάθουνται πάνω στην αγριεμένη θάλασσα για να προσδίδουνε φοβερότερη όψη στην καινούργια πολιτεία πούναι όλο ερείπια, βρώμα, καταστροφή, λέπρα...»

Μόλις αντίκρυσα το ξερονήσι της λέπρας από μακρυά θυμήθηκα το βράχο της Αγίας Ελένης που φιλοξένησε τον Ναπολέοντα, έτσι που μου τον παράστησαν οι δάσκαλοί μου και έτσι που η παιδική μου φαντασία τον ζωγράφισε στο τελάρο της μνήμης μου. Πόσο θα παρηγοριότανε ο αιχμάλωτος της Αγίας Ελένης, αν μπορούσε να φανταστή τούτο το βράχο, όπως βρίσκεται σήμερα με τους ανθρώπους που τον κατοικούνε αποδιωγμένοι αυτοί από την υπόλοιπη κοινωνία!.. Από μακρυά φαίνεται σαν ένα μεγάλο χωριό η Σπιναλόγκα, σκαρφαλωμένο στερεά στον άγονο βράχο. Πλησιάζοντας όμως κανένας ξεχωρίζει χαλάσματα, όλο χαλάσματα, και λίγα μόνο σπίτια κατοικήσιμα. Όταν κυττάζω τα χαλάσματα τούτα, δεν μπορεί να φύγη από τo μυαλό μου η ιδέα, πως κι η πέτρα και τα σπίτια τούτα προσβλήθηκαν, φαγώθηκαν κι έπεσαν από τη φοβερή λέπρα. Σπίτια, βράχοι κι άνθρωποι αποτελούνε ένα σύνολο πένθιμο, λυπηρό και τρομερό μαζί. Μαζεμένα όλα αποτελούνε της καταστροφής και του ξεχαρβαλώματος το σύμβολο, που κανείς δεν μπορεί να μεταβάλη. Κι η επιστήμη ακόμα απογοητεμένη το παράτησε το νησί τούτο να το πάρη η μπόρα της μοιραίας καταστροφής. Αλήθεια. Πόση απογοήτευση θα δοκιμάζη ένας γιατρός π’ αγαπά και πονεί και νοιώθει την επιστήμη του και το σκοπό της, όταν θα βλέπη τον άνθρωπο με την αγιάτρευτη

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

αστένεια να χάνεται, συνηθισμένος πια να μην ζητά από το γιατρό βοήθεια, γιατί ξέρει πως μάταια θα ζητά και θα περιμένη. Πολλοί είπαν για τον γιατρό πως είναι σκληρός κι αναίστητος. Εγώ δεν μπορώ να παραδεχτώ πως ένας γιατρός όπως πρέπει, σαν θ’ αντικρύση την κατάσταση π’ αντικρύζω σήμερα κι εγώ και που θα σας εκθέσω παρακάτω, θα μπορέση να πνίξη ένα μεγάλο κύμα συμπόνιας (πούναι γεμάτο ανθρωπισμό), κι ένα άλλο κύμα απογοήτευσης για την αδυναμία της επιστήμης.

«ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΣΑΣ ΑΓΓΊΖΟΜΕ» Σπιναλόγκα 1928. Ο νεαρός δημοσιογράφος περιδιαβαίνει το νησί. Και ξαφνικά συναντά μια γνωστή του. Δεν ήξερε μέχρι τότε πως ήταν άρρωστη. Ξαφνιάζεται και της δίνει το χέρι. Εκείνη αρνείται. «Όχι», του λέει, «εμείς δεν κάνει να σας αγγίζομε». Οι χειραψίες με ξένους δεν επιτρέπονταν στη Σπιναλόγκα! Ήταν ένας στοιχειώδης τρόπος προστασίας από τη μάστιγα της εποχής, τη λέπρα. Ένα κείμενο - ντοκουμέντο. Αποκαλύπτει την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στην αρρώστια. Μα και τον φόβο του. Κι όμως, εμείς δεν ξεχνάμε ότι η επιστήμη βγήκε νικήτρια από τη μάχη της με τη λέπρα! Όπως θα βγει και τώρα...

Θέλω να σας δώσω όσο μπορώ πιο τέλεια την εικόνα της ζωής και της κατάστασης των αδελφών μας τούτων, που πριν ακόμα παραλύση ο οργανισμός του κορμιού τους, κλειστήκανε εδώ μέσα, σε τούτο τον τάφο της Σπιναλόγκας, για να περάσουνε την υπόλοιπη τους ζωή μακρυά από κάθε δημιουργικό αγώνα. Λέω πως κλείστηκαν στον τάφο, γιατί έχω υπ’ όψη μου, ότι ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από αγώνας εντατικός, καθημερινός, ακατάπαυστος.

> 65


ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

Θάταν 9 η ώρα το πρωί, όταν η βάρκα σταμάτησε στη σκάλα του Λεπροκομείου. Εκεί είχαν μαζευτή οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς, περιμένοντας όχι να δουν γνωστούς, αλλά για να ψωνίσουν το καθημερινό τους από τους επιτήδειους μικροεμπορευομένους που θεωρούνε τη Σπιναλόγκα τόπο εύκολου πλουτισμού. Παρατηρώ τους άρρωστους, και βλέπω: άλλους χωρίς δάχτυλα, άλλους χωρίς μύτη, χωρίς αυτιά, χωρίς χείλη κι άλλους με σάπιο πρόσωπο και με το κορμί γεμάτο πληγές ανοιχτές που τρέχουν πύον. Άλλους κομψοντυμένους μα ξηπόλητους, γιατί τα πόδια τους είχαν καταφαγωθή και δεν απόμενε παρά μόνο η φτέρνα, κι έτσι δεν έμενε μέρος για να κρατηθή παπούτσι. Κάθε τάξης και κάθε ελληνικής επαρχίας ο αντιπρόσωπος δεν λείπει απ’ εδώ μέσα. Βγαίνω έξω. Μαζεύουνται γύρω μου όλοι, μα προσεχτικά μου κάνουν μέρος να περάσω για να μη μ’ αγγίξουν. - Καλώς ωρίσετε, μου φωνάζουν όσοι μπορούσαν να με σιμώσουν πιο πολύ. Δεν είμαι σε θέση ακόμα να μιλήσω μαζί τους. Είμαι πολύ συγκινημένος από τη θέα των ανθρώπινων αυτών κουρελιών. Για να συνέλθω πρέπει το μάτι μου να συνηθίση να βλέπη και να μην τρομάζη από τον όγκο της ανθρώπινης δυστυχίας. Κάνω μια βόλτα γύρω στο νησί, πάνω στα βενετσάνικα τείχη, που μια εποχή χτίστηκαν για να φυλάξουν μια χαριτωμένη πολιτεία από ξαφνικές επιδρομές, αλλά που ξέχασαν σήμερα τον προορισμό τους κι εξακολουθούν βαριά να κάθουνται πάνω στην αγριεμένη θάλασσα για να προσδίδουνε φοβερότερη όψη στην καινούργια πολιτεία πούναι

> Ένα νησάκι λίγων τετραγωνικών μέτρων η Σπιναλόγκα, ένας βράχος καλύτερα, άγριος κι άγονος, μέσα στο μικρό κόλπο της Ελούντας, είναι το μέρος που καταδικάστηκε να φιλοξενή τους τραγικούς καταδίκους της μοίρας. Μαύρος ο βράχος, τραχύς κι άγονος, λες κι αυτός ακόμα φθείρεται από τη λέπρα που φθείρει τα κορμιά των κατοίκων του. 66

όλο ερείπια, βρώμα, καταστροφή, λέπρα... Μπαίνω μέσα στην κατοικημένη συνοικία. Περνώ από σοκάκια στενά, βρώμικα κι αναπνέω ένα αέρα ζεστό, που μυρίζει ναφθαλίνη και σουμπλιμέ. Σε μια γωνιά της συνοικίας, δυο γρηές κάθουνται και κουβεντιάζουν, ίσως τα βάσανά τους, και ξαναθυμούνται την παληά τους ζωή. Μόλις μ’ είδαν από μακρυά και με κύτταξαν καλά-καλά ανταλλάξανε δυο-τρία λόγια, που δεν τ’ άκουσα, κι ύστερα η μια απ’ αυτές μου φωνάζει. - Ο Μάρκος είσαι, παιδί μου; - Όχι, κυρά μου. Μα τι σου είναι αυτός ο Μάρκος; Ίσως να τον γνωρίζω. - Γυιός μου, παιδί μου.... Άρχισε να κλαίη και δεν μπορούσε να μιλήση για ώρα πολλή. Σαν συνήρθε λίγο, την ξαναρωτώ: - Από ποιο μέρος είσαι, κυρά; - Από τη Μικρά Ασία, παιδί μου. Η οικογένειά μου μένει τώρα στο Βόλο κι ο Μάρκος μου σπουδάζει στην Αθήνα. Μήπως είσαι, παιδί μου, ο ίδιος και με φοβάσαι; Πες μου αν είσαι συ κι εγώ δε σε χαιρετώ, oύτε θα σου σιμώσω καθόλου... - Μην κλαις, της λέω, μη στενοχωριέσαι τόσο. Μη θαρρείς πως είσθε για να σας φοβάται κανείς. Δεν είμ’ ο Μάρκος εγώ, αλλά ό,τι θέλεις πέσμου να του γράψωμε. Πάμε να δω και το σπίτι σου. - Α! έτσι, γυιόκα μου, μη φοβάσαι. Αχ πώς μοιάζεις με το παιδί μου... Μ’ ωδήγησε μέσα σε μια στενή κι απαίσια τρώγλη στην οποία τα νερά της βροχής ανεμπόδιστα μπαίνουνε μαζί με τις ακαθαρσίες του γειτονικού αποχωρητηρίου. Ένα τσουβαλένιο χιλιομπαλωμένο στρώμα και μια ξεσκισμένη κουβέρτα στρατιωτική πάνω σ’ ένα στενό σανιδάκι στρωμένα, αποτελούνε το κρεββάτι της άρρωστης γρηάς που μέρα με τη μέρα περιμένει το θάνατο σαν σωτηρία, να την επισκεφθή μέσα στον απαίσιο αυτό τάφο, που η μοίρα την έθαψε ζωντανή.


ΥΠΕΡ

Ανοίγει ένα μπαουλάκι και ξετυλίγει με προσοχή μια δεσμίδα γράμματα και δυο φωτογραφίες, μια του γυιού της και μια της οικογένειάς της ολόκληρης, και κλαίοντας μ’ αναφιλητά, μου τις έδειχνε λέγοντάς μου, πως είναι η μόνη της παρηγοριά μέσα στην ερημιά και στην εξορία της. Φίλησε με πάθος και λατρεία τα γράμματα και τις φωτογραφίες κι ύστερα πάλι προσεχτικά τα τύλιξε και τα κλείδωσε στο ξεθωριασμένο μπαούλο, προσθέτοντας πως άλλος άνθρωπος δεν κάνει να βλέπη, γιατί είναι δικά της αποκλειστικά. - Ε θέλεις, της λέω, κατασυγκινημένος, να γράψωμε του Μάρκο σου; Ή καλύτερα πέσμου τι θέλεις και του γράφω εγώ μόλις βγω έξω. - Όχι, γυιόκα μου, δεν του γράφω, γιατί όσες φορές κι αν τούγραψα, μου γύρισε πίσω τα γράμματα χωρίς να τ’ ανοίξη. Φοβάται. Ας είναι καλά το παιδί μου και δεν πειράζει πως δε θα ξαναμάθω εγώ γι’ αυτό... Προχωρώ στον κεντρικό δρόμο πούναι τα καφφενεία, τα μαγαζιά, τα κρεοπωλεία. Όλοι με ξέρουν τώρα πια και με κυττάζουν. Τα καφφενεία τους μέσα λάμπουν. Κι ο πιο μερακλής καφφετζής του Κάστρου μας δεν έχει τόση τάξη στο καφφενείο του. Στην πόρτα ενός μαγαζιού βλέπω ένα χαρτί καρφωμένο, με σφραγίδες απάνω και γραμμένο στη γραφομηχανή. Είχε υπογραφή κάποιου υπουργού. Το περιεχόμενό του ήταν απάντηση σε μια αίτηση των λεπρών. Η απάντηση ήταν πως «για τώρα δεν μπορεί να γίνη τίποτε για την υπόθεση που ανάφεραν στο υπουργείο». Θα μου φαινότανε πολύ παράξενο εάν έβλεπα απάντηση καταφατική τη στιγμή που το κράτος σκέφτεται πως από τους ανθρώπους αυτούς δεν έχει πια απολαβές... Ασυναίστητα φαίνεται κούνησα το κεφάλι σαν εδιάβασα το επίσημο χαρτί, και γι’ αυτό δυο τρεις από τους λεπρούς σταμάτησαν μπροστά μου και μου ξηγούσαν πως την ίδια απάντηση, με τα ίδια ακριβώς λόγια, λαβαίνουν σε κάθε αίτησί τους. Κάποιος από κείνους που μου μιλούσαν φαινότανε πιο μορφωμένος από τους άλλους, και σαν αρχηγός μέσα στο άρρωστο νησί. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο πληγές και στη θέση της μύτης είχε μια τρίγωνη θυρίδα και φορούσε μαύρα γυαλιά σφιχτά δεμένα μ’ ένα σπάγγο γύρω στο κεφάλι του γιατί δεν είχε μύτη να τα στηρίξη. Κι όμως, μ’ όλη την αλλοίωση αυτή του προσώπου, μου φαινότανε πως κάπου τον είχα ξαναδεί, πράμα που κι η καμπανιστή φωνή του το επιβεβαίωνε. Τον προσέχω καλλίτερα, μα δεν μπορώ να θυμηθώ. Τον ρωτώ από πού είναι και πώς λέγεται και με την απάντησή του αναγνωρίζω ένα παληό συγκάτοικο πούχα από τας Καλάμας στην Αθήνα τον πρώτο χρόνο που πήγα για φοιτητής. Και να τον ξέρατε πρώτα αυτό τον άνθρωπο τι λεπτός ήταν σ’ όλα του και τι καθαρός! Τον ρώτησα αν με θυμάται, φανταζόμενος πως θα τούκανα έκπληξη σαν θα του παρουσιαζόμουν ξαφνικά ποιος

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

είμαι. - Σας θυμούμαι πολύ καλά, αλλά αν σας μιλούσα για τα παλιά, φανταζόμουνε πως θα σας λυπούσα κι αυτή η λύπη ίσως θα σας επηρέαζε και δε θα μπορούσατε να παρατηρήσετε όπως πρέπει κείνα που πρέπει να δήτε... Με ρώτησε για χίλια δυο πράματα, χωρίς να παραλείψη ούτε τη μαυροφόρα μικρούλα της οδού Λάμπρου Κατσώνη 28. Πήγα και στο δωμάτιό του. Την ίδια τάξη και καθαριότητα που ήξερα από πρωτύτερα πως διατηρούσε στα πρά-

Ο Θέμος Κορνάρος στην εξορία. Ώρα αγγαρείας...

ματά του είδα και τώρα... Βιβλία μπόλικα και καλά. Ανοιχτό στο τραπέζι απάνω είδα την «Ηθική» του Κροπότκιν. Δε φαινότανε καθόλου να στενοχωριέται. Ξέρω όμως καλά πως ήτανε προσποιητή η ευδιαθεσία του, για να μη με κάμη να στενοχωρηθώ. Εγώ που τον είχα γνωρίσει και κάπου αλλού, ξέρω τι μαρτύριο ηθικό θα τραβούσε αυτός ο άνθρωπος, και τι αβάσταχτος πόνος θα του θέριζε τα σωθικά. Κι όμως, τόσο σεβάστηκε τη θέση μου και την ψυχική 67


ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

γαλήνη που φαντάστηκε πως είχα!!! Τον αφήκα, με λύπη μου, για να πάω κι αλλού, τότε εδάκρυσε και μου ζήτησε αλληλογραφία. Ο πόνος ξεχείλισε πια, και δεν μπορούσε να συγκρατήση το παράπονο, που δε χωρούσε στο άρρωστο στήθος του. Μπήκα σ’ ένα σπήτι νιόπαντρων. Την τάξη και την πολυτέλεια του σπητιού αυτουνού θα ζήλευε κάθε καλή νοικοκερά του χωριού. Ο άνδρας δεν είχε προσβληθή ακόμη πολύ από τη φοβερή αστένεια παρά μόνο στα δάχτυλα των χεριών. Ροδοκόκκινος και παχουλός, όπως ήταν, δεν θα έμοιαζε για Σπιναλογκίτης όταν θάχε τα χέρια κρυμμένα στις τσέπες. Η γυναίκα όμως ήταν σε ελεεινή κατάσταση. Το πρόσωπό της όλο πληγές, τα μάτια της είχαν πεταχτεί αγριωπά έξω, και τα χέρια της έμοιαζαν με χέρια σκελετού, από κείνους που βλέπουμε στους πίνακες των σχολειών που χρησιμοποιούνται για το μάθημα της ανθρωπολογίας. Έβλεπα γύρω τις ξομπλιαστές πατανίες του χωριού αραδιασμένες και τις δεξημάτες πετσέτες κρεμασμένες στους τοίχους με εξαιρετική τάξη και φιλοκάλεια. - Ποιος να της έλεγε αυτηνής της δυστυχισμένης, όταν καθότανε στο τελάρο της και τραγουδώντας πετούσε τη σαΐτα, με προσοχή κι επιδεξιότητα, καταχαρούμενη πως τέλειωνε άλλο ένα κομμάτι από την προίκα της, πως θα τα στόλιζε σ’ ένα τέτοιο μέρος; Την ώρα που θα τα δίπλωνε και θα τάβαζε στην κασέλα, πλάσσοντας όνειρα μελλοντικά και περιμένοντας τη μέρα που θα χαιρότανε τους κόπους της στολίζοντάς τα στο σπήτι του αγαπημένου της, ποιος να της έλεγε πως προωριζόντανε να τα δεχθή ένα τετράγωνο δωμάτιο στο νησί της λέπρας; Κείνα τα μεταξωτά σεντόνια και τα ολοκέντητα μαξηλάρια που βλέπω πως στολίσανε το νυφικό κρεββάτι δυο μεσκίνηδων, θα ξέρουνε τα παρθενικά όνειρα που έπλασσεν η ώμμορφη χωριατόπουλα που τα κεντούσε και τα ύφαινε με τόση υπομονή και χάρι. Μέσα στο μυαλό της λεπρής νύμφης δυο κόσμοι θα παλεύουν ίσως ακόμα. Κείνος που πόθησε και η σκληρή πραγματικότητα της σήμερον. Δε θα πιστεύη στον τελευταίο, θα περιμένη ίσως ακόμα τον πρώτο νοσταλγικά. Βρήκα εδώ μέσα και μια πολύ γνωστή γυναίκα. Δεν τόξερα πως ήταν εδώ και προσπάθησα να την αποφύγω, από φόβο μήπως την κάμω πιο δυστυχισμένη. Αυτή με γνώρισε όμως και με σταμάτησε. Από το σάστισμα που έπαθα, της έδιδα το χέρι να τη χαιρετήσω.

68

- Όχι, μου λέει, εμείς δεν κάνει να σας αγγίζωμε. Πάμε στο σπήτι που θέλω να σε ρωτήξω πολλά πράματα. Συγκινημένος την ακολούθησα. Το σπήτι της νοικοκερεμένο, ταχτοποιημένο, στολισμένο πολύ. Φωτογραφίες μπόλικες μέσα σε μεταξωτά λεπτοκεντημένα κάδρα. Μου πρόσφερε καρέκλα, στην οποίαν από ντροπή κάθισα. Κυττάζω το σπήτι γύρω-γύρω, την ώρα που ρωτά για χίλια δυο πράματα. Ανάμεσα στις πολλές φωτογρα¬φίες φανταστήτε την έκπληξί μου, όταν είδα και τη δική μου. Ρώτηξα πού τη βρήκε και μ’ απάντησε πως την είχε πάρει από το φίλο μου (το φοιτητή που σας είπα), γιατί θέλει νάχη όσο μπορεί πιο πολλές φωτογραφίες γνωστών, για να μην ξεχνά την παλαιά ελεύτερη κι αξέχαστη ζωή. Tη λυπήθηκα, γιατί μ’ αυτό τίποτε άλλο δεν κάνει παρά να μεγαλώνη τη δυστυχία και τον πόνο της. Έκλαιγε, διαρκώς έκλαιγε, κι η καρδιά μου ράιζε από τον πόνο που δοκίμαζα βλέποντάς την έτσι χωρίς να μπορώ να της αλλάξω τίποτε, και να την παρηγορήσω με λόγια τουλάχιστο. Και ποια παρηγοριά θα μπορούσε να μη χαρακτηριστή παραλογισμός, μέσα σε τούτο το μαραμένο περιβάλλον του λεπροκομείου; Σκούπισα τα δάκρυα που πλημμύρισαν τα μάτια μου, κι έκλεισα το στόμα, αφήνοντάς την ελεύθερη να κλάψη και ν’ αλαφρώση. - Νάτε και την εκκλησία μας, μου λέει ο λεπρός που μ’ ακολουθούσε, όταν περνούσαμε από τη μικρή πλατεΐτσα της Σπιναλόγκας. Μπαίνω μέσα. Πολυέλαιοι πολυτελείας κρέμονται, και μεγάλες εικόνες αξίας την στολίζουν. Τέσσερις σειρές στασίδια παρατηρώ. Ανάμεσα σ’ αυτά βρίσκονται και στασίδια πιο ψηλά, και λίγο περιποιημένα. Ρώτηξα γιατί υπάρχουν δυο ειδών, κι έμαθα πως κι εκεί ακόμη εξακολουθούνε αι διακρίσεις της ευγένειας της καταγωγής. Σκαμνιά μπόλικα εδώ κι εκεί. Πολλά απ’ αυτά είναι σημαδεμένα για να γνωρίζωνται από τ’ άλλα, με τ’ αρχικά ψηφία των νομάτων αυτών που τα χρησιμοποιούν. Ο συνοδός μου μ’ έδωκε την πληροφορία πως πολλοί από τους άρρωστους ελπίζουν πως θα γείνουνε καλά και πως θα ξαναφύγουν από κει μέσα και φυλάγουνται από τους άλλους. Προσέχουν να μην καθίσουν στο ίδιο κάθισμα που κάθισε ένας πιο ασθενής, και να μην πιουν από το ίδιο ποτήρι που πίνουν πολλοί. Υπάρχει λοιπόν κι εδώ η ελπίδα σε μερικούς. Οι περισσότεροι όμως είναι αποφασισμένοι πως θάναι οι τελευταίες τους μέρες αυτές που μέσα στη Σπιναλόγκα περνούν. Χ Θ. ΚΟΡναΡΟΣ


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

69


τα γλυκά και τα ποτά των Κρητικών στον Καπετάν Μιχάλη Καταγραφή και σχολιασμός των φαγητών, γλυκών, ποτών που αναφέρει ο Νίκος Καζαντζάκης στο κορυφαίο του μυθιστόρημα O Καπετάν Μιχάλης.

Του Κ.Ν.Μ. Καζαμιάκη αρχιτέκτων, ιστορικός αρχιτεκτονικής, ιστορικός τέχνης

Ο Καπετάν Μιχάλης είναι το κορυφαίο μυθιστόρημα του νίκου Καζαντζάκη και ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. το βιβλίο κυκλοφόρησε λίγα χρόνια πριν τον θάνατο του συγγραφέα και έχει μεταφραστεί σε 28 γλώσσες. τα γεγονότα αναφέρονται στον ξεσηκωμό του 1889. Κεντρικός ήρωας είναι ο καπετάν μιχάλης, που μένει ασυμβίβαστος, επιθετικός, απρόσιτος, αγέλαστος, άγριος, ανυπόταχτος, στυφής, μαυροντυμένος και αξύριστος μέχρι να ελευθερωθεί η Κρήτη (όπως δήλωνε ο ίδιος). Όταν άρχισα τώρα στα γεράματα να γράφω τον Καπετάν Μιχάλη, ο κρυφός μου σκοπός ήταν τούτος: να σώσω, ντύνοντάς το με λέξεις, τ' όραμα του κόσμου όπως το πρωταντίκρισαν και το δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λέω τ' όραμα του κόσμου, θέλω να πω το όραμα της Κρήτης. Δεν ξέρω τι γίνουνταν, την εποχή εκείνη, στ' άλλα παιδιά της λευτερωμένης Ελλάδας· μα τα παιδιά της Κρήτης ανάπνεαν έναν αέρα τραγικό στα ηρωικά και μαρτυρικά χρόνια του Καπετάν Μιχάλη, όταν οι Τούρκοι πα70

τούσαν ακόμα τα χώματά μας και συνάμα άρχιζαν ν' ακούγονται να ζυγώνουν τα αιματωμένα φτερά της Ελευτερίας. Στην κρίσιμη αυτή μεταβατική στιγμή, τη γεμάτη πυρετό κι ελπίδες, τα παιδιά της Κρήτης γίνουνταν γρήγορα άντρες· οι ανύπνωτες έγνοιες των μεγάλων γύρα τους για την πατρίδα, για τη λευτεριά, για το Θεό που προστατεύει τους Χριστιανούς, για το Θεό που σηκώνει το σπαθί του να διώξει τους Τούρκους, κατασκέπαζαν τις συνηθισμένες χαρές και στεναχώριες του παιδιού. (νίκος Καζαντζάκης, η αρχή του προλόγου του Καπετάν Μιχάλη). Ο τόπος δράσης είναι κυρίως το σημερινό Ηράκλειο, που ο Καζαντζάκης το αναφέρει με τ’ όνομα μεγάλο Κάστρο. το Ηράκλειο ακουγόταν και ως χάνδακας, ως χώρα, αλλά και ως Κάντια (Candia). τα 5 αυτά ονόματα πολλές φορές ήταν σε ταυτόχρονη χρήση από τους Ηρακλειώτες, τους χωρικούς και τους αλλοδαπούς. Η διατροφή των ανθρώπων εκείνης της εποχής θεωρείται σήμερα υποδειγματική για την υγεία του ανθρώπου.

Η άριστη υγεία και μακροζωία των Κρητών αποδίδεται στην παραδοσιακή διατροφή τους. Η διατροφή αυτή ήταν απλή και περιελάμβανε κυρίως ελαιόλαδο που έδινε το ένα τρίτο περίπου της ημερήσιας ενέργειας σε κάθε άτομο, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας προήρχετο από δημητριακά, κυρίως ψωμί, όσπρια, λαχανικά, φρούτα και σπανιότερα, σε μικρές ποσότητες, από αυγά, τυρί, γάλα, κρέας, ψάρι και λίγο κόκκινο κρασί σε κάθε γεύμα, γράφει ο καθ. αντώνης Καφάτος (απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου των μαρίας και νίκου Ψιλάκη Κρητική Παραδοσιακή Κουζίνα, Ηράκλειο 1995, εκδ. Καρμάνωρ). ακολουθούν αυτούσια αποσπάσματα από το μυθιστόρημα Ο Καπετάν Μιχάλης. Κάθε απόσπασμα περιέχει ένα ή περισσότερα τρόφιμα και τελειώνει με την αναγραφή της σελίδας. μερικές φορές ακολουθούν και σχόλια του υπογράφοντος.

>


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

Καφές, ρακή, κρασί, βραστάρια και άλλα ποτά με τα συνοδευτικά τους. ...έπιναν φασκόμηλο κι άλλοι ρούμι να ζεσταθούν (σελ. 14). Ο Βεντούζος, ο φουμιστός λυράρης, κατέβαινε στο λιμάνι τυλιμένος στην πατατούκα του, βιαστικός. Είχε παραγγείλει για την ταβέρνα του ένα βαρέλι κισαμίτικο κρασί και πήγαινε να το παραλάβει. Μα ως είδε τον καπετάν Μιχάλη από μακριά, με κατεβασμένο το κεφαλομάντηλο ως τα φρύδια, κατάλαβε κι αναγύρισε (σ. 17). Να πιούμε μια ρακή, καπετάν Μιχάλη; Είναι από κίτρο, την παράγγειλα για το χατίρι σου (σ. 28). Γέμισε τα ποτήρια ο Νουρήμπεης, μύρισε ο κόσμος κίτρο (σ. 29). Από τα ξημερώματα γυρίζει τα σοκάκια και ποτίζει τους Καστρινούς, το χειμώνα σαλέπι, να ζεσταθούν, το καλοκαίρι σερμπέτι (με χιόνι) να δροσερέψουν (σ. 56). (το σερμπέτι με χιόνι ήταν το παγωτό της εποχής, αρκετά δροσιστικό. το χιόνι το έφερναν στο Ηράκλειο ανωγειανοί από τον Ψηλορείτη που

στις ψηλές κορφές του το χιόνι δε λιώνει ποτέ. Όπως τραγουδά ο Ψαραντώνης: Στου Ψηλορείτη την κορφή το χιόνι δεν τελειώνει / ώστε να λιώσει το παλιό καινούριο το πλακώνει). Η Ρηνιώ σηκώθηκε, έφερε τραταρίσματα, τον καφέ, το γλυκό του κουταλιού, τα σουσαμωτά κουλουράκια (σ. 84). -Τώρα ήπια (καφέ) να σε χαρώ, αποκρίθηκε ο Αλήαγας κάνοντας και από ένα τεμενά στην κάθε γειτόνισσα. Βούτηξα κι ένα κουλουράκι, πήρα και γλυκό βύσσινο, να ’σαι καλά καπετάνισσά μου (σ. 84). Τη στιγμή που χτυπούσε η πρώτη καμπανιά, ο παπα-Μανόλης έμπαινε λαχανιασμένος στο σπίτι του. Από το πρωί γύριζε στους πρωτομηνιάτικους αγιασμούς, σούρωνε σε κάθε σπίτι κι από μια ρακή, διαγούμιζε κι από το πιάτο τα τραταμέντα και τα ’ριχνε ανάκατα στην καταβόθρα της τσέπης του (σ. 87).

Κάθε που γυρίζει (ο καπετάν πολυξίγκης) απ’ τις μπερμπαντιές του, ξημερώματα, τινάζεται η κυρα-Χρυσάνθη χαρούμενη από τον ύπνο της, του βγάζει τα στιβάνια, του ζεσταίνει νερό να πλυθεί, του κάνει ένα καφεδάκι, πικρό πολύ, να συνηφέρει, και ως τον ζυγώνει, οσμίζεται κρυφά, λαχταριστά, στα μουστάκια του και στα μαλλιά, τις βαριές μυρωδιές που του ’χουν αφήσει οι γυναίκες. Έτσι μπόρεσε και η κακομοίρα η κυρα-Χρυσάνθη να χαρεί στον κόσμο ετούτο τον έρωτα (σ. 89-90). Είχε βάλει μαστόρους (ο καπετάν πολυξίγκης) και του ’φτιασαν με πέτρα και μάρμαρο, στο νεκροταφείο, ένα μνήμα απλόχωρο, κι ήταν σαν ένα υπόγειο κουβούκλι, με πατάρια τριγύρα και μαξιλαράκια, μ’ ένα χαμηλό σοφραδάκι στη μέση, μ’ ένα χωνευτό ντουλάπι στον τοίχο, όπου βρίσκουνταν πάντα μια μπουκάλα γεμάτη και ρακοπότηρα. Γιατί όταν του ’ρχουνταν το κέφι του καπετάν Πολυξίγκη, γέμιζε ένα καλάθι μεζέδες, έπαιρνε δυο 71


τρεις αντάμικους φίλους και κατέβαιναν στο μνήμα κι άρχιζαν να κουτσοπίνουν και να μιλούν για πολέμους, για γυναίκες και για το θάνατο (σ. 91).

-Άιντε να μου φκιάσεις ένα καϊμακλή και γέμισε και το τσιμπούκι μου (σ. 136). (Ο πασάς του μεγάλου Κάστρου στον υπηρέτη του).

Δεξά του, απάνω σε δυο χοντρά μαδέρια, τρία βαρέλια κρασί, ζερβά του, δύο πιθάρια, το ένα λάδι το άλλο καρπό. Απάνω απ’ το κεφάλι του, στα δοκάρια, κρεμασμένα αρμαθιές, σύκα, ρόδια, κυδώνια και χειμωνιάτικα πεπόνια κίτρινα, με πράσινες φλέβες. Στον τοίχο δεματάκια ρίγανη, φασκομηλιά και μαντζουράνα για βραστάρια. Μύριζε το υπόγειο κρασί και κυδώνι, σε λίγο θα πλάκωναν οι βραστές όρνιθες, τ’ αχταπόδια και τα λουκάνικα, και θ’ άλλαζαν οι μυρωδιές (σ. 99-100).

Η Βαγγελιώ βγήκε από την κουζίνα με το δίσκο, καφέ, ένα ποτήρι δροσερό νερό, μια κουταλιά γλυκό βύσσινο (σ. 150).

Κι εκεί που ο καπετάν Μιχάλης άνοιγε τις αγκάλες του να τους προσκυνήσει, όλα αφανίστηκαν, άδειασε ο νους και δεν απόμεινε πια παρά ένα φανάρι με κοκκινοπράσινα τζάμια, κι από κάτω ο Νουρής κι η κιτρόρακη κι η ψητή πέρδικα - κι άξαφνα ένα κακαριστό γέλιο, δυο φρύδια κερκέζικα (η Εμινέ χανούμ) (σ. 101). (Εδώ εμφανίζονται -με την εκλεχτή κιτρόρακη και την ψητή πέρδικα στο δωμάτιο του νουρήμπεη με τα κοκκινοπράσινα τζάμια- οι τρεις μοιραίοι πρωταγωνιστές του ερωτικού δράματος: ο καπετάν μιχάλης, ο νουρήμπεης και η Εμινέ χανούμ, η άγρια εικοσάχρονη Κερκέζα. Η Εμινέ αποτελεί απειλή ολόκληρου του αξιακού συστήματος του κρητικού πολιτισμού). … ο καφετζής έρχουνταν στο φιλότιμο και τον τράτερνε κανένα καφεδάκι με παξιμάδι, πότε ένα λουκούμι, πότε ένα νεραντζάκι γλυκό, και ξεγελούσε ο κόντες την πείνα του (σ. 105). -Θες να σου κάμω ένα καφεδάκι, της είπε, να συνηφέρεις; (σ. 120). 72

Ήρθε με την ώρα του ο καϊμακλής και το σουσαμωτό κουλουράκι (σ. 171). (τα σουσαμωτά κουλουράκια που συνοδεύουν τον καφέ είναι ακόμα και σήμερα το αγαπημένο κουλουράκι του καφέ και το βρίσκεις και στα σπί-

έρθει βολικά, από γενεές οι παππούδες τους είχαν μοιράσει την Κρήτη κι είχαν πάρει στο μερτικό τους τα ψαχνά της, αμπέλια, ελιές, χωράφια, κι είχαν αφήσει τα κόκαλα στους Ρωμιούς. Σήκωναν κάθε τόσο οι χριστιανοί κεφάλι, μα πλάκωναν οι νιζάμηδες από την Ανατολή, κι οι ραγιάδες ξανάμπαιναν στο ζυγό (σ. 157-158). Μα στην ξώπορτα της Μητρόπολης στέκουνταν ο Μπαρμπαγιάννης... Είχε αποθέσει χάμω το πανέρι του με τ’ άχυρα όπου ήταν τυλιμένο το χιόνι, και την προύτζινη στάμνα, τη γεμάτη σερμπέτι από χαρουπόμελο. Κάπουκάπου όταν περνούσε κανένας, έσερνε φωνή, διαλαλούσε την πραμάτεια του. «Κρύο, κρύο με το χιόνι - κι ο που το πιει παγώνει» (σ. 174). … ο Μπαρμπαγιάννης γύριζε τους τούρκικους καφενέδες κι ό,τι οι Χριστιανοί είχαν στο νου τους, μα δεν τολμούσαν να το ξεφανερώσουν, αυτός το διαλαλούσε με το σερμπέτι του το καλοκαίρι, με το σαλέπι του το χειμώνα, κι έβγαζε το άχτι της χριστιανοσύνης (σ. 176). «Τώρα πάλι θα πιαστούν» μουρμούριζε η Δοξανιά ανήσυχη και τους έφερνε το δίσκο με τον καφέ και τα κουλουράκια (σ. 199).

τια και στους φούρνους της Κρήτης. Ήταν πάντα μια ευχάριστη έκπληξη αυτά τα σησαμένια κουλουράκια γιατί κάθε νοικοκυρά, αλλά και κάθε φούρνος και ζαχαροπλαστείο, είχε τη δική του ξεχωριστή συνταγή για τα πεντανόστιμα αυτά κουλουράκια). Ήταν πια περασμένο το μεσημέρι, οι αγάδες είχαν γιοματίσει κι είχαν στρωνιαστεί, διπλοπόδι, στις ψάθες του καφενέ, είχαν παραγγείλει τους ναργιλέδες και, με τα μάτια μισόκλειστα αλαφριά νυσταγμένα, αναρουφούσαν δυνατά τους καφέδες τους, ευτυχισμένοι. Όλα, μαθές, τους είχαν

… φώναξε (ο νουρήμπεης) τη γριά του μαγέρισσα να του ετοιμάσει μεζέδες και να του γεμίσει μια μπουκάλα κιτρόρακη (σ. 217). … η γριά δούλα κρεμούσε στη σέλα το δισάκι με τους μεζέδες και την κιτρόρακη, έριξε μια ματιά γύρα του ο Νουρήμπεης, έλαμπε το σπίτι κατακαίνουργο, οι ελιές, οι μυγδαλιές, οι ροδιές είχαν δέσει τον καρπό τους, οι συκιές είχαν πετάξει φαρδιά καταπράσινα φύλλα... (σ. 219). … κάθουνταν στην αυλή και είχαν στρωμένο το τραπεζάκι κι έπιναν τον πρωινό καφέ τους και το γάλα κι έτρωγαν τα στερνά παξιμαδάκια της Λαμπρής και γελούσαν (σ. 255).


… της έφερε η Κρασογιώργαινα μια βυσσινάδα να πιει, να ’ρθει στα σύγκαλά της, κι αυτή έπινε, έπινε και θρηνούσε (σ. 272). Ο μούστος έβραζε στα βαρέλια ποιος θα πιει το κρασί, αναρωτιόνταν οι Κρητικοί, ποιος θα ζυμώσει ψωμί από τη φετινή σοδειά, ποιος θα ζει να κάμει Χριστούγεννα; (σ. 346) - Άιντε, το λοιπόν, βάλε το μπρίκι στη φωτιά και κάμε μου ένα καφέ καϊμακλή, να ξυπνήσω. Ψήθηκαν τα κάστανα; (σ. 442) Κουβάλησαν κι οι εγγονοί κάμποσα σταμνιά κρασί, κίνησε σα χαροκόπι η μακαρία (σ. 505). (μακαρία είναι το γεύμα που προσφέρεται μετά την κηδεία από τους συγγενείς του νεκρού). -Ανάθεμά το για κρασί, μουρμούριζε, του διαόλου το νερό! (σ. 507).

ΣΗμ. το θέμα «Διατροφή στην επαναστατημένη Κρήτη του 19ου αιώνα» με οδήγησε στο ειδικότερο θέμα που αναπτύσσεται εδώ. πριν τη μόδα των σεφ τηλεστάρ, είχα πραγματοποιήσει δεκάδες σχετικές ομιλίες για θέματα διατροφής στην αρχαιότητα, στο Βυζάντιο, στην Κρήτη της κρητοβενετικής εποχής, στην Κρήτη της τουρκοκρατίας, κλπ. τα κείμενα δίδονται τώρα στη δημοσιότητα, βασισμένα στις σχετικές ομιλίες και διαλέξεις, από το 1990 κ.ε., με την ίδια αυστηρή τεκμηρίωση, κυρίως από γραπτές πηγές, και χάρη στον χρόνο που προέκυψε από τον εγκλεισμό της πανδημίας του χειμώνα και της άνοιξης του 2020.

Κατάλογος αλφαβητικός παρασκευασμάτων και υλικών που αναφέρονται στο μυθιστόρημα Ο Καπετάν Μιχάλης: αγγούρια, ξυλάγγουρα, αγγουροσαλάτα, αγκινάρες ωμές, ανθότυρος, αυγά, βρεχτοκούκια, βρούβες, γάλα, γαλατομπούρεκο, γαρίφαλα, γλυκοκολοκύθα, ελιές τσακιστές, ζάχαρη, θυμάρι, καλαμπόκι, κανέλα, κανελανθοί, καρπούζι, καρύδια, καρυδόπιτες, κάστανα, καφές, κεφτέδες, κίτρα, κοκόρια, κολοκυθάκια στο φούρνο με σκορδάκι, κουκιά φρέσκα με αγκινάρες και χλωρά κρεμμυδάκια, κουλούρια, κουνέλι, κρασί (κισαμίτικο, μαλεβιζώτικο), κρεμμύδια, κριθάρι, κριθαροκουλούρες, κυδώνια, λαγός στιφάδο, λάδι, λεμόνια, λουκάνικα, μαντζουράνα, μαρούλια, μέλι, μελιτζανένιοι ντολμάδες, μοσχαράκι, μοσχοκάρυδα, μούσμουλα, μπακαλιάρος βραστός με λεμόνι, μπακαλιάρος γιαχνί με μαϊντανό, μπακαλιάρος τηγανητός με σκορδαλιά, μπουρέκια, μύγδαλα, μυγδαλόψιχα, μυζήθρα, μυζηθρόπιτες, μυρτόλαδο, όρνιθες βραστές, όρνιθες παραγεμιστές με κουκουνάρι, όρνιθες ψητές, όρνιθα με μπάμιες, όρνιθα στο φούρνο με πατάτες, παξιμάδια, κριθαρένιο ξεροκαύκαλο με λαδόξιδο, πασατέμπος, πεπόνια, πέρδικες, πετεινοί, πιπερόριζα, πορτοκάλια, πρόσφορα, ρακή, ραφιόλια, ρεβίθια, ρίγανη, ρόδια, σουβλάκια, σπανακόπιτες, στάρι, σταφίδες, σταφύλια, στραγάλια, σύκα φρέσκα, σύκα ξηρά, ταραμάς, ταχινόσουπα, τράγος, τσίροι, τυριά, φασκομηλιά, φασόλια, φιστίκια, χαβιάρι, χαρουπόμελο, χαρούπια, ψάρια, χιώτικη μαστίχα, χοιρινό κρέας, χουρμάδες, χταπόδια, ψωμί σταρένιο, ψωμί κριθαρένιο, ψωμί άσπρο. γλυκά: Άρτος ζυμωμένος με κανέλα, μαστίχα και ζάχαρη, γλυκά του ταψιού, βύσσινο, κόλλυβα, κουλουράκια σουσαμωτά, κουραμπιέδες, λαμπροκούλουρα, λουκούμια, μελοκάρυδο, μουστοκούλουρο, μπακλαβάς, παξιμαδάκια της λαμπρής, σαπούν χαλβάς, σουσαμόπιτες, χαλβάς σπυρωτός με σιμιγδάλι και μπόλικα μύγδαλα. Χόρτα άγρια: βρούβες (όλα τα άγρια χόρτα λέγονται βρούβες), κάππαρη, σπαράγγια, σταμναγκάθι. Ποτά: βυσσινάδα, καφές, κιτρόρακη, κρασί, μαντζουράνα, ρακή, ρίγανη, ρούμι, σαλέπι, σερμπέτι από χαρουπόμελο, φασκομηλιά. Χ

73


Ο λεκτικός πλούτος και οι μεγάλου μήκους λέξεις του ποιητικού έργου «πανώρια» Δρ Ανδρέας Μανιός Πλαστικός Χειρουργός Γεώργιος Μανιός Προπτυχιακός Φοιτητής Βιοπληροφορικής

>

γεώργιος χορτάτζης, αφιερωτής ναού στην επ. αμαρίου. Άγνωστο αν είναι ο ποιητής. (πηγή: G. Gerola). Δεξιά: χειρόγραφο της πανώριας (πηγή: έκδοση Κριαρά). 74


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

Πέρασε περίπου ένα έτος από τότε που κάναμε αφιέρωμα στις μεγάλου μήκους λέξεις του «Ερωτόκριτου». Σήμερα θα γνωρίσουμε τις μεγάλου μήκους λέξεις ενός ποιητικού έργου του Γεωργίου Χορτάτση, της «Πανώριας». Η «Πανώρια» είχε αρχικά εκδοθεί από τον Κ. Σάθα το 1878 ως «Γύπαρις». Οι μεγάλου μήκους λέξεις είναι συνήθως σύνθετες και προσφέρουν σημαντικά στην ευχάριστη παρακολούθηση του έργου, καθώς περιλαμβάνονται σχεδόν αυτούσιες στη σημερινή κρητική ντοπιολαλιά. Το ποίημα εντάσσεται στο ποιμενικό δράμα, είδος που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στην ιταλική αναγεννησιακή λογοτεχνία.

Λίγα λόγια για την «Πανώρια» Η «Πανώρια» γράφτηκε σε κρητικό ιδίωμα και δεκαπεντασύλλαβο στίχο από έναν σπουδαίο ποιητή της χρυσής εποχής της κρητικής λογοτεχνίας, τον Γεώργιο Χορτάτση. Ο Γεώργιος Χορτάτσης, Ρεθύμνιος στην καταγωγή, έγραψε τουλάχιστον άλλα δυο ακόμη ποιητικά έργα: την «Ερωφίλη» και τον «Κατσούρμπο». Στο ποίημα του Μαρίνου Μπουνιαλή «Φιλονεικία Χάνδακος και Ρεθέμνου», στην έκδοση του Ξηρουχάκη1, διαβάζουμε: …Γεώργιον Χορτάκιον εκράζαν τ’ όνομά του κι οι στίχοι του φημίζονται και τα ποιήματά του κι έχαμε την «Πανώρια» ντου με ζαχαρένια χείλη, μαζί με τον «Κατζάροπον» την άξιαν Ερωφίλη. Στον Χορτάτση, επίσης, αποδίδεται, όχι όμως με βεβαιότητα, η μετάφραση του ιταλικού έργου «Ο Πιστικός Βοσκός» του Τζαμπατίστα Γκουαρίνι (1538-1612). Ο Χορτάτσης φαίνεται να έζησε, κατά τον Κριαρά, από τα μέσα του 16ου αιώνα έως την αρχή του 17ου αιώνα. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να παρουσιάσει τις μεγάλου μήκους λέξεις (>=13) του κειμένου και τον λεκτικό πλούτο του ποιήματος «Πανώρια». Έτσι,

δεν θα εισέλθουμε σε αμιγώς φιλολογικά ζητήματα, όπως τα χειρόγραφα, τις προηγηθείσες εκδόσεις, και τη βιογραφία του ποιητή του έργου. Για τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη υπάρχει η αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του αείμνηστου καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά με επιμέλεια της καθηγήτριας του ΑΠΘ Κομνηνής Πηδώνια, που περιέχει ένα εξαιρετικό εισαγωγικό τμήμα και ένα πληρέστατο λεξιλόγιο2. Η υπόθεση του ποιήματος διαδραματίζεται στην περιοχή του Ψηλορείτη.

Σε αδρές γραμμές το έργο αποτελείται από πέντε πράξεις και περιλαμβάνει περίπου 2572 στοίχους (ανάλογα με την έκδοση). Η υπόθεση είναι απλή και αφορά τον χωρίς ανταπόκριση αρχικά έρωτα δύο νέων βοσκών, του Γύπαρη και του Αλέξη, με δυο νέες, την Πανώρια και την Αθούσα. Τελικά, όμως, με την παρέμβαση της θεάς Αφροδίτης και του γιου της Έρωτα, οι ερωτικές τους υποθέσεις έχουν ευτυχή κατάληξη. Στην αναθεωρημένη έκδοση του ποιήματος υπάρχει πρόλογος από τον θεό Απόλλωνα, ο οποίος απευθύνεται στις γυναίκες και περιγράφει τον άτυχο έρωτά του με τη Δάφνη. Ο Εμμανουήλ Κριαράς, στην έκδοση του 1975 θεώρησε ότι ο πρόλογος αυτός μπορεί να μην είναι γνήσιος και δεν τον περιέλαβε σε αυτήν. Στην έκδοση του 2007 προστέθηκε στο κείμενο, αφού σήμερα έχει γίνει αποδεκτή η γνησιότητά του από τους περισσότερους μελετητές.

Μεθοδολογία και αποτελέσματα μελέτης Βάση για τη μελέτη μας απετέλεσε η αναθεωρημένη έκδοση του Εμμανουήλ Κριαρά, καθώς ήταν σε μονοτονικό και περιελάμβανε και το κείμενο του προλόγου του Απόλλωνα. Το έργο συνολικά αποτελείται από 24811 λέξεις3. Οι διαφορετικοί λεκτικοί τύποι που συνιστούν το έργο ήταν 4779. Η ποικιλία λέξεων

1. Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, Ο Κρητικός Πόλεμος, έκδ. Α. Ξηρουχάκη, Τεργέστη 1908. 2. Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια, κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμ. Κριαρά - αναθεωρημένη με επιμ. Κομνηνής Δ. Πηδώνια, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007. 3. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι για τη σύγκριση των κειμένων χρησιμοποιήσαμε το κείμενο μόνο των στίχων, ενώ για το λεξιλόγιο του έργου χρησιμοποιήσαμε και τα εκτός στίχων κείμενα.

75


γυναίκες της Κρήτης στα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας, αφιερώτριες ναών. (πηγή: G. Gerola). ήταν 19.26%. Πειρασμός για μας ήταν να συγκρίνουμε τον λεκτικό πλούτο του έργου «Πανώρια» του Χορτάτση με τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου. Αναμφίβολα και οι δυο ήταν έξοχοι χειριστές του δεκαπεντασύλλαβου στίχου. Δυο κείμενα για να συγκριθούν αξιόπιστα θα πρέπει να έχουν περίπου τον ίδιο αριθμό λέξεων. Αρχικά συγκρίθηκε υπολογιστικά με το κατάλληλο λογισμικό ίσο κείμενο σε λέξεις του προλόγου του Απόλλωνα με το αρχικό τμήμα του ποιήματος του Χορτάτση που περιλαμβάνει την αφιέρωση στον Χανιώτη άρχοντα Μαρκαντώνιο Βιάρο και τον πρόλογο της «θεάς τση χαράς». Με τον υπολογισμό του λεκτικού πλούτου με τη χρήση του h-point (hrichness) και της εντροπίας των κειμένων, διαπιστώθηκε ότι το τμήμα που αφορά στον πρόλογο του Απόλλωνα απέχει σημαντικά από τα άλλα προλογικά κείμενα του έργου και, μάλιστα, η πιθανότητα να οφείλεται στην τύχη η διαφορά είναι μικρότερη του 0. 65% (p=0.006). Ο λεκτικός πλούτος με βάση το (h-point) ήταν 0.79 για τον πρόλογο του Απόλλωνα και 0.84 για τα άλλα τμήματα του προλόγου. Αντίστοιχες ήταν και οι σχετικές εντροπίες 80 και 83. Οι παραπάνω δείκτες θεωρούνται πολύ αξιόπιστοι στην ταυτοποίηση των συγγραφέων. Παρά τη φαινομενική ομοιότητα του προλόγου του Απόλλωνα με το υπόλοιπο κείμενο στην «Πανώρια», τα αποτελέσματα μας αιφνιδίασαν. Πιθανώς να είχε δίκιο ο αείμνηστος καθηγητής Εμμανουήλ Κριαράς που δεν είχε περιλάβει τον πρόλογο του Απόλλωνα στην έκδοση του έργου το 1975, θα αφήσουμε, όμως, τις υποθέσεις για τη

συγγένεια των κειμένων στους φιλολόγους που ασχολούνται με τα κείμενα της κρητικής λογοτεχνίας. Τέλος, λαμβάνοντας μήκος κειμένου στον «Ερωτόκριτο» όσο στην «Πανώρια», φαίνεται ότι ο λεκτικός πλούτος του «Ερωτόκριτου» υπερέχει ελαφρά. Θα αποφύγουμε, όμως, να αναφερθούμε σε αριθμούς, γιατί πρέπει να εξεταστούν και άλλα τμήματα του «Ερωτόκριτου», και όχι μόνο το εισαγωγικό, και κατόπιν να εξαχθεί μέσος όρος στις παραμέτρους λεκτικού πλούτου του «Ερωτόκριτου». Ας δούμε, όμως, τις μεγαλύτερες λέξεις, από τα 13 γράμματα και πάνω (>= 13), που χαρακτηρίζουν το κείμενο. Οι μεγάλες λέξεις του έργου βρίσκονται στον Πίνακα Ι. Κάποιες από αυτές τις μεγάλες λέξεις είναι σχετικά άγνωστες και η ερμηνεία τους δίδεται στην υποσημείωση4. Πολλές από τις παρακάτω λέξεις υπάρχουν και σε άλλα έργα της κρητικής λογοτεχνίας. Έχουμε ήδη γνωρίσει στον «Ερωτόκριτο» τη μεγαλύτερη λέξη με τον τύπο ΕΞΑΝΑΚΑΙΝΟΥΡΓΙΩΘΗΚΕΝ, που έχει 20 γράμματα. Επίσης, το ΣΙΓΑΝΟΠΟΡΠΑΤΟΥΣΙΝΕ ως ΕΣΙΓΑΝΟΠΟΡΠΑΤΕΙ κλπ. Συνολικά, 74 στίχοι στον «Ερωτόκριτο» έχουν λέξεις που βρίσκονται στον πίνακα Ι. Η συγγένεια και παράθεση των κοινών μεγάλων λέξεων στα δύο έργα θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης. Τουλάχιστον 34 στίχοι της «Ερωφίλης», καθώς και τουλάχιστον 12 στίχοι από τον «Κατσούρμπο», τα άλλα δύο γνωστά έργα του Χορτάτση, περιέχουν λέξεις από τον Πίνακα Ι. Ακόμη, τουλάχιστον 24 στίχοι από τον «Φορ-

4. ΑΝΑΛΑΜΠΑΝΟΥΣΙ, από το ρήμα αναλαμπαίνω = καίγομαι, υποφέρω συναισθηματικά, Α199, Β378. ΑΠΟΚΟΥΝΤΟΥΡΙΔΕΣ, από τη λέξη αποκουντουρίδα (η), Β 36, που σημαίνει ανόητη ενέργεια. ΔΕΙΛΟΣΚΟΠΗΣΕΣ, από το ρήμα δειλοσκοπώ. που σημαίνει με δειλία εξετάζω, αμφιβάλλω, Α202. ΔΑΧΤΥΛΙΔΩΜΕΝΑ = τα σγουρά, Α415. ΜΟΣΚΟΛΑΝΤΟΥΡΟΥΝΤΑΙ = λούζονται με άρωμα, Α419. ΝΤΕΝΤΙΚΑΤΟΡΙΑΣ, από την ιταλική λέξη dedicatoria, που σημαίνει αφιέρωση, μετά τον 56ο στίχο. ΠΡΟΣΕΓΕΡΝΟΥΝΤΑ, από το προσεγέρνομαι, που σημαίνει υποκλίνομαι. ΣΙΓΑΝΟΠΟΡΠΑΤΟΥΣΙΝΕ = βαδίζουν αθόρυβα, Α423. ΣΥΝΑΝΑΝΘΡΟΦΟΙ = αυτοί που ανατράφηκαν μαζί, Β503. ΚΟΝΤΕΝΤΑΡΟΥΝΤΑΙ = ικανοποιούνται, Β9.

76


ΥΠΕΡ

τουνάτο», 15 από τον «Ροδολίνο» και 16 από τον «Ζήνωνα» περιέχουν στίχους με λέξεις από τον Πίνακα Ι. Οι παραπάνω στίχοι λόγω χώρου δεν μπορούν να παρατεθούν. Οι λέξεις αυτές πέρασαν στην κρητική γλώσσα και στόλισαν μαντινάδες και ριζίτικα. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε επτά από αυτές. Ποιος δεν θυμάται τη μαντινάδα του μεγάλου δασκάλου της Κρητικής Μουσικής Κώστα Μουντάκη: Σιγανοπερπατούσαμε τη σούστα ζάλο-ζάλο ταχιά να τη χορέψουμε στην Κρήτη δίχως άλλο.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

Ομοίως και με τη λέξη ζαχαροζυμωμένη. Ποιος δεν θυμάται τη λέξη αυτή στη μαντινάδα του αγαπημένου λυράρη των Κρητικών Βασίλη Σκουλά: Ζαχαροζυμωμένη μου κι όμορφο γιασεμί μου κι ανθέ μου φεγγαρόλουστε να σ’ έβανα στο αυτί μου. Ομοίως και με τη λέξη διασκορπίζουσι. Να θυμηθούμε πάλι τη μαντινάδα στη σούστα του Κώστα Μουντάκη: Όντε θα σ΄ ανεστορηθώ το αίμα μου μαργώνει κι ο νους μου διασκορπίζεται σαν τ΄ άχερα στ’ αλώνι.

>

Πίνακας Ι. Λέξεις με 13 γράμματα και πάνω: ΕΞαναΚαινΟΥΡγιΩΣαΣι

19

ΕΚΟντΟΦαΣΚιΩΣα

14

ΒγΕνιΚΟτατΟΥΣ

13

μΟΣΚΟλαντΟΥΡΟΥνται

18

ΕπαντΡΕΥγΟΥντα

14

γιαναΣτΕναμΟι

13

ΣιγανΟπΟΡπατΟΥΣινΕ

18

ΖαχαΡΟΖΥμΩμΕνΗ

14

γλΥΚΟΦιλΗματΩ

13

ΦΕγγαΡΟπΡΟΣΩπΟΥΣα

17

ΚΟΚΚινιΖΟΥνται

14

ΔαχτΥλιΔΩμΕνα

13

ΚΟΥΖΟΥλΟΚΟπΕλιΕΣ

16

ΚΟΚΚινΟΒαμμΕνα

14

ΔΕιλΟΣΚΟπΗΣΕΣ

13

ΞαναΚαινΟΥΡγιΩΣΩ

16

ΚΟΥΖΟΥλαινΟμαι

14

ΕγΚΡΕμιΖΟΥμΟΥ

13

ΣΚΟτΕινιαΣμΕνΟΥΣ

16

ΚΡΟΥΣταλλΕνιΟΣ

14

ΕΚλαμπΡΟτατΟν

13

ΣΥχναναΣτΕναματα

16

μΟΣΚΟμΥΡιΣμΕνα

14

ΕλΟΥλΟΥΔιΖαΣι

13

απΟΚΟΥντΟΥΡιΔΕΣ

15

μΟΥΡμΟΥΡιΣματα

14

ΕμαΣΚαΡΕΥτΗΚα

13

ΕΞαναγΕννιΟΥμΟΥ

15

ντΕντιΚατΟΡιαΣ

14

ΕΣΥναπαντΗχνα

13

ΕΣΥντΡΟΦιαΣτΗΚΕ

15

ΟμΟΡΦΟΚαμΩμΕνΗ

14

μιΣαπΟΘαμΕνΕΣ

13

ΚαλΟΚαΡΔιΣμΕνΟΣ

15

ΟμΟΡΦΟΚαμΩμΕνΟ

14

ΞΕΦαντΩνΟνταΣ

13

ΚΟντΕνταΡΟΥνται

15

παιΔΟγγΟνΗΣΕτΕ

14

παντΡΕΥτΗΚΕτΕ

13

ΞαναχΩματιΣμΕνΗ

15

παΡαχΡΟΥΣΩμΕνα

14

παΡαπΟνΟΥνται

13

ΟμΟΡΦΟΚαμΩμΕνΕΣ

15

πΡΟΣΕγΕΡνΟΥντα

14

παΡΗγΟΡΟΥνται

13

πΟλΥΦΚαΡιΣτΟΥμΕ

15

ΣΥντΡΟΦιαΣμΕνα

14

πΕΡιΔιαΒαΖΕιΣ

13

ΣΚΟτΕινιαΣμΕνΕΣ

15

ΣΥντΡΟΦιαΣμΕνΗ

14

πΕΡιλαμπΩμΕνα

13

ΣΥντΡΟΦιαΣμΕνΕΣ

15

ΦΕγγαΡΟΚΟΥτΕλα

14

πΟλΥαγαπΗμΕνΟ

13

ΣΥντΡΟΦιαΣμΕνΟι

15

αγΚαλιαΣτΟΥμΕ

13

ΣιγανΟγΕλΟΥΣι

13

ΣΦιχταγΚαλιαΣτΩ

15

αναγαλλιαΖαΣι

13

ΣτΡαΒΟΘΩΡΟΥΣι

13

αναγαλλιαΣμΕνΟ

14

αναγαλλιαΣμΟΣ

13

ΣΥμπΕΘΕΡιαΖΕι

13

αναγαλλιαΣμΟΥΣ

14

αναΘΡΕΦΟΥνται

13

ΣΥνανανΘΡΟΦΟι

13

αναΚατΩνΟΥνται

14

αναλαμπανΟΥΣι

13

ΣΥναπαντΗΞΩμΕ

13

αΡγΥΡΟΚΟΥΔΟΥνα

14

απΟΖΥγΩνΟνταΣ

13

ΣΥντΡΟΦιαΣτΕΣ

13

ΒαΡαναΣτΕναΖΕι

14

απΟΚαμαΡΩνΕτΕ

13

ΣΥχνΟτΡΟμαΣΣΩ

13

γλΥΚΟΚιλαΔΟΥΣι

14

αΡγΥΡΟπΡΟΣΩπΟ

13

ΦαΡμαΚΕΥγΟΥΣι

13

ΔιαΣΚΟΡπιΖΟΥΣι

14

αΦΟΥΚΡαΣτΟΥΣι

13

ΦΚαΡιΣτΗμΕνΟι

13

ΔιαΣΚΟΡπιΣτΗτΕ

14

ΒαΣανιΖΟΥνται

13

χΡΥΣΟμαλλΟΥΣα

13

77


χειρόγραφο της πανώριας (πηγή: έκδοση Κριαρά). ΟΙ λέξεις αυτές βρίσκονται σε 30 τουλάχιστο στίχους της συλλογής του Σταμάτη Αποστολάκη. Θα παραθέσουμε πιο κάτω τέσσερα χαρακτηριστικά παραδείγματα. Στο ριζίτικο του Φραγκοκάστελλου υπάρχει η λέξη ομορφοκαμωμένος (ριζίτικο 137 της συλλογής του Σταμάτη Αποστολάκη)5: Σα θες να ιδείς άντρες καλούς κι ομορφοκαμωμένους, άμε στο Φραγκοκαστελλο, να ’ναι τ’ Άγιου Νικήτα, να κατεβούν τα δυο χωριά, η Νίμπρος και τ’ Ασκύφου... Παρομοίως, η λέξη βαραναστενάζω βρίσκεται στο ριζίτικο 130 της συλλογής Αποστολάκη: Σίδερα έχουν οι φλακές και πόρτες ατσαλένιες, κι όντεν ακούσω τα κλειδιά ν' ανεβοκατεβαίνουν, μέσα η καρδιά μ’ κουφοβροντά και βαραναστενάζει. Επίσης, στο ριζίτικο με αριθμό 436 της συλλογή Αποστολάκη βρίσκεται η λέξη καλοκαρδισμένος: …κι απού την εμαργέλωνε6 τριγύρου με τα πιάτα, και του καιρού χαρούμενος και καλοκαρδισμένος, να τρώμε και να πίνομε, να γλυκοτραγουδούμε… Στο ριζίτικο 71 της συλλογής Αποστολάκη υπάρχει το αποκαμαρώνω: …Των αντρειωμένω τ' άρματα δεν πρέπει να πουλιούνται, μα πρέπει να γυαλίζουνε και τσ' άντρες να τιμούνε, να τα θωροϋν οι γι άλλοι νιοι να τ' αποκαμαρώνουν. Για τις περισσότερες λέξεις του Πίνακα Ι θα μπορούσαμε να παραθέσουμε, όπως είδαμε, πολλές μαντινάδες ή ριζίτικα που τις περιέχουν, πράγμα, όμως, που ξεπερνά τον σκοπό αυτού του άρθρου. Έτσι θα σταματήσουμε εδώ την περιπλάνησή μας στο λεξιλόγιο των μεγάλων λέξεων.

ένα τέτοιο τμήμα στο έργο θα ήταν ιδιαίτερα αρεστό. Αυτό που με σιγουριά μπορούμε να υποστηρίξουμε στη σημερινή παρουσίαση είναι ότι η γλώσσα του ποιήματος «Πανώρια», και γενικότερα του χρυσού αιώνα της κρητικής λογοτεχνίας, είναι ακόμα ζωντανή και στολίζει τις μαντινάδες και τα ριζίτικα των σύγχρονων Κρητικών.

Συζήτηση-επίλογος Παρουσιάσαμε τις μεγάλου μήκους λέξεις του κειμένου του έργου «Πανώρια» και τον λεκτικό του πλούτο όπως αυτός προσεγγίζεται από την πληροφορική των κειμένων. Επιλέξαμε να μην εισέλθουμε σε ζητήματα εκδόσεων, γλώσσας, ύφους, κλπ, αφού έχει γίνει πλήθος δημοσιεύσεων από διακεκριμένους Έλληνες και ξένους φιλολόγους και κάθε τέτοια ενέργεια από μη ειδικούς θα ήταν άσκοπη. Παρά το ότι είχαμε στη διάθεσή μας όλους τους λεκτικούς τύπους και τις συχνότητες, αποφύγαμε να ασχοληθούμε με τις λέξεις που έχουν κάτω από 13 γράμματα, γιατί οι περισσότερες απ’ αυτές βρίσκονται στην καθημερινότητα των Κρητικών και λόγω χώρου δεν θα μπορούσαν νε περιληφθούν σε αυτό το άρθρο. Για το ζήτημα της γνησιότητας του προλόγου του Απόλλωνα και για το εάν το κείμενο ανήκει στον Χορτάτση, δεν είμαστε αρμόδιοι να αποφανθούμε. Φαίνεται, όμως, ότι το κείμενο έχει διαφορετικά πληροφοριακά χαρακτηριστικά. Η ιστορία του Απόλλωνα και της Δάφνης δέσποσε στην Αναγέννηση7 (βλ. ΥΠΕΡ-Χ, τεύχος 77), και ως θέμα ενέπνευσε μουσικούς, ζωγράφους, γλύπτες και λογοτέχνες τόσο στα χρόνια του Χορτάτση όσο και μετά. Για την ιστορία, η πρώτη όπερα γράφηκε με θέμα τη Δάφνη από τον Ιταλό Τζάκοπο Πέρι στο ομώνυμο λιμπρέτο του Οκτάβιο Ρινουτσίνι (περίπου το 1598). Το κείμενο του λιμπρέτου βασίστηκε στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου. Άρα, εκείνη την εποχή

Αφιερώνουμε το άρθρο αυτό στον εκλεκτό Ρεθεμνιώτη φιλόλογο Ιωάννη Χαχαριδάκη, συγγραφέα του βιβλίου «Ο χρυσός αιώνας της Κρητικής λογοτεχνίας», με σεβασμό και εκτίμηση. Βιβλιογραφία 1. Κ. Σάθας 1878. Ο Γύπαρις. Εν Βενετία: Τύποις Φοίνικος. 2. Γ. Χορτάτση, Πανώρια, κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμ. Κριαρά - αναθεωρημένη με επιμ. Κομνηνής Δ. Πηδώνια, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007. 3. Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, Ο Κρητικός Πόλεμος, έκδ. Α. Ξηρουχάκη, Τεργέστη 1908. 4. Ι. Χαχαριδάκης 1982. Ο χρυσός αιώνας της Κρητικής λογοτεχνίας. Αθήνα. 5. Βιτσέντζου Κορνάρου, Ερωτόκριτος, εκδ. υπό Στεφ. Α. Ξανθουδίδου. Εκ του τυπογραφείου Στυλ. Αλεξίου, Ηράκλειο 1915. 6. Σταμάτης Αποστολάκης, 2010. Τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης, 2η αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοση. Χανιά. 7. Claude Shannon, 1948. «A mathematical theory of Communication». The Bell system Technical Journal, Vol. 27, pp 379-423, 623-656. 8. Thomas Lavergne, Tanguy Urvoy, Francois Yvon. «Detecting Fake Content with relative Entropy Scoring». Proceedings of the ECAI 08 Workshop on Uncovering Plagiarism, Authorship and Social Software Misuse. Patras, Greece, July 22, 2008. 9. Delfim F.M. Tores. «Entropy Text Analyzer». 2nd Portuguese National ACM Programming Contest. University of Lisboa, Portugal, October 12, 2002. 10. Ioan-Iovitz Popescu 2009. Word Frequency Studies. Berlin; New York: Mouton de Gruyter. 11. Ioan-Iovitz Popescu, Mihaiela Lupea, Doina Tatar, Gabriel Altmann 2015. Quantitative Analysis of Poetic Texts. Berlin – Boston: Mouton de Gruyter. Χ

5. Σταμάτης Αποστολάκης 2010. Τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης, 2η αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοση, Χανιά. 6. Μαργελώνω = στολίζω. 7. Α. Μανιός 2016. «Η Δάφνη του Απόλλωνα». Περιοδ. ΥΠΕΡ-Χ, τεύχος 77, σελ. 66.

78


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2020

79



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.