ΥπερΧ Τέυχος 68

Page 1

ΥΠΕΡ

TO ΠEPIOΔIKO TΩN SUPER MARKETS XAΛKIAΔAKH | ΤΕΥΧΟΣ 68 | XΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013 | ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

Oι γυναίκες ανοίγουν με γκασμάδες το δρόμο

Μνήμες από τα χρόνια της Ένωσης

◗◗ Ο τροχός του χρόνου. Μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία

Η κατσούνα της Κρήτης




✴ ✴

8 Eλληνικές επιχειρήσεις

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

46 Η κατσούνα της Κρήτης του Νίκου Ψιλάκη

18 “Δυο Φεγγάρια Δρόμο”. Ένα συναρπαστικό βιβλίο του Ν. Ψιλάκη 20 Προτάσεις από τον “Χαλκιαδάκη” 22 Μια φωτογραφία - ένα ποίημα

54 -Παιδιά από σήμερα γινόμαστε κι εμείς Ελλάδα. Μνήμες από τα χρόνια της ¨Ένωσης. του Νίκου Ψιλάκη

56 Η δημιουργική μοναξιά του λαϊκού ξυλογλύπτη της Κρήτης του Νίκου Ψιλάκη

της Έφης Ψιλάκη

34 Οι γυναίκες ανοίγουν με γκασμάδες το δρόμο

68 Τα Χριστούγεννα στη νεοελληνική λογοτεχνία του Δημήτρη Σταμέλου

της Έφης Ψιλάκη

40 Ο τροχός του χρόνου

74 Κρήτη και Παγκοσμιοποίηση του Στυλιανού Αλεξίου

του Νίκου Ψιλάκη

του Νίκου Ψιλάκη

10 Φωτογραφήματα

34 12

56 18

τηλ. 2810 824 140 1o χιλ. Γαζίου-Κρουσώνα 7005 Ηράκλειο

www.xalkiadakis.gr Διανέμεται δωρεάν από τα καταστήματα της εταιρείας Yπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ

68 Eκδοτική φροντίδα: Tμήμα Δημοσίων Σχέσεων της A.E. XAΛKIAΔAKH

Σχεδίαση εντύπου: NIKOΣ NTPETAKHΣ

Φωτογραφία εξωφύλλου: ΕΦΗ ΨΙΛΑΚΗ Σύμβουλος έκδοσης: NIKOΣ ΨIΛAKHΣ Yπεύθυνοι Δημοσίων Σχέσεων της A.E. XAΛKIAΔAKH: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ

Tριμηνιαία έκδοση των Σ/M XAΛKIAΔAKH

22

Φωτοστοιχειοθεσία Mακέτες - Eκτύπωση: TYΠΟΚΡΕΤΑ BI.ΠE. Hρακλείου Tηλ. 2810 380882 FAX: 2810 380887 Tα κείμενα που δημοσιεύονται δεν εκφράζουν κατ’ ανάγκην και την άποψη της εταιρείας ή του περιοδικού.



✴ ✴ ✴

✴ ✴

ΤΑΝΕΑΜΑΣ

2013: μια χρονιά αλληλοστήριξης! Με αυτή την αισιόδοξη ματιά θέλουμε να βλέπουμε την καθημερινότητα! Κι επειδή μας αρέσει να βλέπουμε μέσα στους αριθμούς χαμόγελα…πώς να μην είμαστε αισιόδοξοι; Όταν μία «οικογένεια» 950 εργαζομένων στηρίζεται καθημερινά από 27.000 πελάτες, νοιώθουμε πολύ δυνατοί και ευγνώμονες! Ανταποκρινόμαστε στην στήριξη με σύνεση, με δουλειά και κρατώντας πάντα τις αξίες μας ψηλά. Ανταποδίδουμε την αγάπη που απολαμβάνουμε καθημερινά και χαμογελάμε για άλλη μια φορά μέσα από τους αριθμούς:

Όλοι μαζί καταφέραμε να προστατεύσουμε το περιβάλλον μας και να ανακυκλώσουμε 950 λαμπτήρες, 2530 μπαταρίες, και σχεδόν 2 τόννους ηλεκτρικές συσκευές. Επίσης ανταλλάξαμε 25.000 εναμισόλιτρα εμφιαλωμένου νερού με τηγανόλαδο προστατεύοντας τους υδροφόρους ορίζοντες του νησιού μας. Μαζί σας συνεχίζουμε να κοιτάμε αισιόδοξα τη Νέα Χρονιά και δεσμευόμαστε να είμαστε κοντά σε όσους μπορούμε να προσφέρουμε την βοήθειά μας.

Επιστρέψαμε 513.775 ευρώ σε δωροεπιταγές προς τους πελάτες μέσα από την κάρτα Xtra Card κρητικών προϊόντων και μαζί σας καταφέραμε να ενισχύσουμε την κατανάλωση κρητικών προϊόντων κατά 19% στηρίζοντας την οικονομία του τόπου μας. Με τη δωρεά τροφίμων και δωροεπιταγών σε συνεργασία με φιλανθρωπικούς φορείς, προσφέραμε πάνω από 100.000 γεύματα σε οργανωμένα συσσίτια και μεμονωμένες οικογένειες. Επιπρόσθετα, όλοι εσείς αφήσατε στα ειδικά καλάθια αγάπης χιλιάδες συσκευασίες τροφίμων και γάλακτος ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την προσπάθεια των φιλανθρωπικών ομάδων.

6

Σας ευχαριστούμε για την αλληλοστήριξη και σας ευχόμαστε Υγεία, Αγάπη και Χαμόγελα για το 2014!


7


ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Ασφαλή πρωτοποριακά προϊόντα ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΛΛΑΝΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Επισκεπτόμαστε τους συνεργάτες μας σε όλη την Ελλάδα προκειμένου να σας προσφέρουμε από κοινού τα καλύτερα ελληνικά προϊόντα. Η επίσκεψή μας στις εγκαταστάσεις της αλλαντοβιομηχανίας Υφαντής - σε μία υπερσύγχρονη μονάδα που εξασφαλίζει ένα απόλυτα ασφαλές προϊόν, ήταν μία εμπειρία γνώσης και επισφράγισης της καλής συνεργασίας αμιγώς ελληνικών επιχειρήσεων με αποτέλεσμα το καλύτερο δυνατό προϊόν για τον καταναλωτή. Η εταιρία ΥΦΑΝΤΗΣ ιδρύθηκε το 1981 έχοντας σαν όραμα να παράγει με μεράκι προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας κάνοντάς τα συνήθεια στο καθημερινό τραπέζι.

Η παραγωγή για την δραστηριότητα της εταιρίας ΥΦΑΝΤΗΣ στην Αθήνα χωρίζεται σε τομείς με: 1. Αλλαντικά 2. Πίτσες, μπιφτέκια 3. Παραδοσιακές σαλάτες 4. Προϊόντα κοτόπουλου 5. Έτοιμο φαγητό 6. Κατεψυγμένα λαχανικά Επιπλέον δραστηριοποιείται στην Ρουμανία -IFANTIS ROMANIA Srl, στην Βουλγαρία -IFANTIS BULGARIA, στην Κύπρο -ΙFANTIS CYPRUS. Στον Όμιλο Υφαντής ανήκει και η LUNCHEON MEAT ΕΒΡΟΥ Α.Ε. Στην Θράκη, μετά από μακρόχρονη έρευνα και μελέτη, δημιουργήθηκε μια νέα μονάδα παραγωγής προϊόντων ωρίμανσης με την επωνυμία FERRANO, όπου παρασκευάζεται και ωριμάζει το προσιούτο FERRANO IFANTIS, καθώς και άλλα, όπως σαλάμι και πανσέτα. Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται προέρχονται από επιλεγμένους προμηθευτές, εγκεκριμένους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τηρώντας αυστηρούς κανόνες υγιεινής στο χώρο παραγωγής και ανάμεσα στο προσωπικό της παραγωγής. Ο χώρος στον οποίο ξεναγηθήκαμε τηρεί άψογα τους κανόνες υγιεινής σε μία ιδιόκτητη έκταση 15.000 τ.μ. και στο χώρο αυτόν απασχολούνται 300 κατάλληλα εκπαιδευμένοι εργαζόμενοι. Παράλληλα, η εταιρεία έχει επενδύσει στην πιο σύγχρονη αμερικάνικη τεχνολογία συσκευασίας τροφίμων - το Freshpress: μια αμερικάνικη τεχνολογική καινοτομία που, με φυσική διαδικασία, χρησιμοποιεί την υψηλή πίεση του νερού, εξουδετερώνοντας βακτηρίδια όπως Listeria, Salmonella, Esitichia Coli και διατηρώντας αναλλοίωτα τα θρεπτικά συστατικά και τη μοναδική γεύση Υφαντής για περισσότερο χρόνο. Ευχόμαστε στην εταιρία Υφαντής να συνεχίσει να επενδύει στην ελληνική αγορά με καινοτόμα ποιοτικά προϊόντα ενισχύοντας την οικονομία του τόπου μας και να παραμείνει “μία όμορφη μεγάλη οικογένεια”.

8

Ο Εμπορικός Διευθυντής της Χαλκιαδάκης Α.Ε. κ. Βατσιθιανός Δημήτρης μαζί με την κ. Χαλκιαδάκη Χριστίνα, ο κ.Υφαντής Κων/νος, ο Χημικός του εργοστασίου κ.Γιώργος Αλυσανδράτος και ο κ. Νίκος Γιατράκος.

Η εντυπωσιακή διαδικασία του Freshpress κατά την οποία τα συσκευασμένα προϊόντα εισέρχονται μέσα στην ειδική κάψουλα και αποστειρώνονται ασκώντας τους εξαιρετικά υψηλή πίεση νερού που φτάνει τις 6.000 bars.



N Φωτογραφήματα ΦωΤΟΓΡΑΦIΕΣ & ΚΕIΜΕΝΑ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ

Στο χειμωνιάτικο Ακρωτήρι...

Μια μάνα μ’ ένα παιδί! Είχε βραδιάσει για τα καλά. Χειμώνας καιρός, ο αέρας λυσσομανούσε, λύγιζε τα δέντρα. Ο ουρανός πιο βαρύς κι από μολύβι. Φοβέριζαν οι πέτρινοι όγκοι καθώς έχαναν το χρώμα τους και γίνονταν μαύρες σκιές. Μόνο η γραμμή του ορίζοντα είχε ακόμη λίγο φως. Νύχτωνε πια στο Ακρωτήρι των Χανίων. Παραμονή μιας από τις μεγάλες γιορτές του χειμώνα. Βαδίζαμε βιαστικά στα βουνίσια μονοπάτια, φοβούμασταν μην αρχίσει να βρέχει. Φοβούμασταν και το κρύο σκοτάδι που κι αυτό ερχόταν ακάθεκτο. ...Και ξαφνικά εμφανίστηκε το θαύμα! Δυο οδοιπόροι. Βιάζονταν κι εκείνοι. Μια μάνα μ’ ένα παιδί. Είναι κάποιες στιγμές που μοιάζουν με ποιήματα. Τις διαβάζεις, απολαμβάνεις τη μαγεία τους, χορταίνεις το φως που εκπέμπουν και προσπαθείς να μαντέψεις το βαθύτερο μήνυμά του. Με λίγα λόγια: να χωρέσεις τη μαγεία τη ζωής στο νου και στην καρδιά σου. Μια μάνα αναμαλλιασμένη, παραδομένη στο φύσημα του ανέμου. Κι’ ένα παιδί παραδομένο στη γονική προστασία. Στην αγάπη της μάνας. Δυο ψυχές καταργούν τη μονόχνοτη αγριάδα ενός αδυσώπητου χειμώνα. Και την ερημιά του τοπίου. Μια μάνα μ’ ένα παιδί.

◗ ...Και ξαφνικά εμφανίστηκε το θαύμα! Δυο οδοιπόροι. Βιάζονταν κι εκείνοι. Μια μάνα μ’ ένα παιδί. 10


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

11


N

ΦωΤΟΓΡΑΦIΕΣ & ΚΕIΜΕΝΑ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ

Στη μοναξιά των σφακιανών κουλέδων...

Στέκουν σαν φαντάσματα στις κορφές και στα ψηλώματα της Κρήτης, μάρτυρες σιωπηλοί της πολυκύμαντης ιστορίας του τόπου. Τους ξέρομε με την ονομασία «κουλέδες». Και μας θυμίζουν τον ματωμένο αγώνα για την κατάκτηση της ελευθερίας του τόπου. Όπως και τούτος ο σφακιανός «κουλές». Βρίσκεται στο οροπέδιο του Ασκύφου, σε στρατηγικό σημείο για να ελέγχει τα περάσματα προς την πολύπαθη επαρχία. Η οθωμανική διοίκηση της Κρήτης αντιλαμβανόταν πολύ καλά ότι τούτη η ακαταλάγιαστη ράτσα που ξεσηκωνόταν με κάθε ευκαιρία δεν μπορούσε να ησυχάσει ποτέ. Και προσπάθησε να ελέγξει την ενδοχώρα. Είχε ξεσπάσει η μεγάλη επανάσταση του 1866-1869, όταν η οθωμανική στρατιωτική διοίκηση σχεδίασε και έθεσε σε εφαρμογή ένα μεγαλεπήβολο έργο: να χτίσει παντού κουλέδες. Με τον τρόπο αυτό θα προσπαθούσε να ανακόψει τη δράση των επαναστατικών ομάδων που δεν καταλάγιαζαν ούτε μέρα ούτε νύχτα. Είχαν, όμως, κι έναν άλλο στόχο οι Οθωμανοί: να εμποδίσουν την ελληνική βοήθεια που έφτανε στο νησί, τα πλοία που προσέγγιζαν τις ακτές και ξεφόρτωναν τρόφιμα και πολεμοφόδια. Το σχέδιο ήταν εντυπωσιακό στη σύλληψή του. Ο οθωμανικός στρατός θα έστηνε ένα οχυρωματικό δίκτυο με επαρκή επάνδρωση, θα γέμιζε με μικρά κάστρα την Κρήτη, από τη μιαν άκρη ως την άλλη. Θα τα έστηνε πάνω σε κορφές βουνών και λόφων, πλάι σε περάσματα, ακόμη και στα πιο δυσπρόσιτα σημεία, εκεί που έβρισκαν απόσκιο οι επαναστάτες. Δεν έκατσαν φρόνιμα οι Κρητικοί. Αντέδρασαν με βιαιότητα στα οθωμανικά σχέδια. Παρενοχλούσαν τους εργάτες, γκρέμιζαν τους τοίχους, κατέστρεφαν τα ασβεστοκάμινα από τα οποία έπαιρναν ασβέστη οι μαστόροι, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να γλυτώσουν από αυτόν τον νέο βραχνά. Τελικά, οι Τούρκοι κατάφεραν να ολοκληρώσουν ένα μέρος του αρχικού σχεδιασμού με ξένους τεχνίτες. Τους έφερναν από τις αχανείς εκτάσεις της αυτοκρατορίας, κυρίως από τη Βαλκανική (Βούλγαρους) και από άλλα μιλέτια (Αρμένιους). Μνημεία είναι τούτα τα ερείπια. Μνημεία της ιστορίας μας. Και μάρτυρες της απίστευτης εμμονής των μακρινών παππούδων μας, που έβλεπαν με έχθρητα ό,τι αποσκοπούσε στην εδραίωση της ξένης κυριαρχίας. Παρατηρώντας τούτον τον κουλέ κάθε φορά που κατηφορίζω από την Κράπη προς το οροπέδιο του Ασκύφου, αναλογίζομαι πόσο θάρρος θα έπρεπε να είχαν οι Τούρκοι στρατιώτες που θα αποφάσιζαν να υπακούσουν τις διαταγές της Διοίκησης και να εγκατασταθούν εδώ. Αναλογίζομαι πόσο μπορούσε να αντέξει ακόμη και η πιο ριψοκίνδυνη φρουρά να παραμείνει μπροστά σε ένα αληθινό ορμητήριο· αυτό που το διαφέντευαν οι ατίθασοι ορεσίβιοι Σφακιανοί. 12


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

Με δέος μπροστά στον απέραντο καθρέφτη του χρόνου Κάποτε - κάποτε τα μάτια λένε πολύ περισσότερα από όσα μπορούν να πουν όλες οι λέξεις του κόσμου! Όλες μαζί. Κάποτε - κάποτε μια απλή φωτογραφία μπορεί να μοιάζει με πόζα της ψυχής. Στέκομαι με σεβασμό μπροστά σ’ αυτές τις σκαμμένες μορφές. Μοιάζουν με απέραντο καθρέφτη του χρόνου. Όλες οι μέρες που πέρασαν είναι παρούσες. Ίσως κι όλες οι μέρες που θα ’ρθουν. Η ιστορία του χρόνου. Η ιστορία του κόσμου. Διάφανες στιγμές, σαν τα μάτια που δεν έχουν τίποτα να κρύψουν. Αρκάδι, 2013


N

ΦωΤΟΓΡΑΦIΕΣ & ΚΕIΜΕΝΑ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ

Η γλώσσα της σιωπής Από τα ψηλώματα του Κόφινα. Η πάλαι ποτέ Ερημούπολις (έτσι λεγόταν κάποτε τούτος ο τόπος) απλώνεται μπροστά μας σαν ένα θαύμα ανεξερεύνητο. Νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε αεροπλάνο. Κι όμως, όλα είναι τόσο γήινα, τόσο απλά. Έρημα είναι σήμερα τούτα τα βουνά της νότιας Κρήτης. Με μικρές πατουχιές γης καλλουργημένες, με τα μικρά αμπέλια και τα λιγοστά λιόφυτα που απλώς διακόπτουν τη μονοτονία του θάμνου και του φρύγανου. Μα, δεν ήταν πάντα έτσι τούτος ο τόπος. Πλούτος αληθινός ήταν κάποτε τα χειμαδιά και τα βοσκοτόπια· και τα μικρά οροπέδια, που κάποτε φιλοξένησαν τη ζωή, τους μικρούς ξεχασμένους οικισμούς που δεν τους βλέπει σήμερα κανείς, εκτός κι αν ξέρει να διαβάζει τη γλώσσα των ερειπίων. Δεκάδες αφανισμένοι οικισμοί, δεκάδες ξεχασμένα μετόχια. Κάπου ανάμεσα στα βουνά και τα λαγκάδια, κάποιες μικρές κατασκευές φώτιζαν την ελπίδα· ξωκλήσια - μάρτυρες της άρρηκτης σχέσης του ανθρώπου με τη θεότητα. Και μοναστήρια. Και ασκηταριά, χωμένα στα σπήλαια. Άλλη μεγάλη στιγμή της ιστορίας και τούτη. Κάθε επίσκεψη στα διψασμένα και ξερά Αστερούσια μοιάζει με εξερεύνηση του αγνώστου. Μοιάζει, αλήθεια, με προσκύνημα!

◗◗ Έρημα είναι σήμερα τούτα τα βουνά της νότιας Κρήτης. Με μικρές πατουχιές γης καλλουργημένες, με τα μικρά αμπέλια και τα λιγοστά λιόφυτα που απλώς διακόπτουν τη μονοτονία του θάμνου και του φρύγανου. 14


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

Τα τελευταία φύλλα του φθινοπώρου Λες και βιάζονται. Έτσι που τεντώνουν το μπόι τους, νομίζεις πως κινούνται πάνω στο θόλο τ’ ουρανού. Ύμνος στον κύκλο του χρόνου. Ύμνος και στη ζωή, που κι αυτή κάνει κύκλους. Λίγο ακόμη και τούτο το πλατάνι θα ντυθεί με καινούργια φυλλώματα. Έτσι για να μας πει, με τη γλώσσα των φύλλων, πως στο τέλος έρχεται μια άνοιξη ν’ αποκαταστήσει την τάξη του κόσμου. Πως πάνω απ’ όλα υπάρχει ο αιώνιος κύκλος του χρόνου!

◗◗ Λες και βιάζονται. 15




Ένα συναρπαστικό βιβλίο

Για να μην αφήσουμε τη σκλαβιά να μας γίνει συνήθεια ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ: «ΔΥΟ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΔΡΟΜΟ»

«Το απόσπασμα της Χωροφυλακής χτυπά επίμονα την πόρτα ενός σκληροτράχηλου παλιού πολεμιστή. Δεν ζητά κάποιον άντρα. Το αδύναμο κορίτσι της φαμίλιας γυρεύει. Μια ηρωίδα πορεύεται προς τη μοίρα της κουβαλώντας δυο ακαταμάχητα στίγματα. Το ένα είναι κοινωνικό». Ο τρόπος που επιλέγει ο Νίκος Ψιλάκης να περιγράψει το περιεχόμενο του μυθιστορήματός του, «Δυο φεγγάρια δρόμο», μας οδηγεί σε έναν κόσμο που φαινομενικά δεν υπάρχει πια, αλλά στην πραγματικότητα είναι κάθε μέρα μπροστά μας. Είναι ο κόσμος που ζούμε! Μέσα από μια συναρπαστική αφήγηση ξεδιπλώνει την ιστορία ενός αντιφατικού έρωτα, αλλά και την ιστορία μιας ολόκληρης κοινότητας ανθρώπων που τα έχει όλα: εκείνους που υποτάσσονται στην εξουσία, εκείνους που γίνονται γρανάζια της κρατικής και της παρακρατικής μηχανής, αλλά και εκείνους που αντιστέκονται. Το σκηνικό: ένα χωριό. Μόνο που η δράση ξεπερνά τα όρια του «χωριού», επεκτείνεται στη Χώρα (την πόλη, την πρωτεύουσα) και πάει ακόμη μακρύτερα, στα κέντρα όπου λαμβάνονται οι μεγάλες αποφάσεις. Ο χρόνος: Ιούλιος 1950 - Απρίλιος 1952. ωστόσο, οι αναφορές στο «χθες» είναι τόσο πυκνές, που νομίζεις ότι ο

18

συγγραφέας θέλει να συμπυκνώσει όλο τον ιστορικό χρόνο, όλο το πρόσφατο παρελθόν, σε είκοσι μήνες περίπου, όσο διαρκεί η δράση των ηρώων. Πιο σημαντικές, όμως, είναι οι αναφορές στο μέλλον. Οι ήρωες γνωρίζουν ότι οι πράξεις του ιστορικού παρόντος έχουν πάντα συνέπειες στο μέλλον. Ο τόπος: ορεινή Κρήτη. Κι όμως, το χωριό, που συμβολικά το ονομάζει Ανέγνωρο, θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε στη διχασμένη Ελλάδα. Η αφήγηση: τριτοπρόσωπη και θελκτική. Είναι από τα βιβλία που δεν τα αφήνεις εύκολα. Τις δυο τελευταίες δεκαετίες παρατηρήθηκε μια πολύ μεγάλη παραγωγή μυθιστορηματικών έργων στην Ελλάδα. Τα περισσότερα από αυτά είναι απλές ιστοριούλες που θα μπορούσαν να καλύψουν το μέγεθος ενός μέτριου σε

έκταση διηγήματος. Από τα έργα αυτά (που συνήθως τεντώνονται και «τσιτώνονται» για να καλύψουν το μέγεθος ενός βιβλίου) λείπουν συνήθως οι αρετές που χαρακτηρίζουν το είδος, και κυρίως λείπει η πλοκή. Το βιβλίο του Ψιλάκη μένει σαν ένα καλό παράδειγμα γραφής. Όχι μόνο για το σκηνικό που έχει στήσει, ούτε για την πλοκή με τα συνεχή απρόοπτα που ξαφνιάζουν τον αναγνώστη, ούτε ακόμη για τα ευτράπελα περιστατικά που λειτουργούν λυτρωτικά και κάνουν πιο ευχάριστη την ανάγνωση. Μένει (και) για τον φιλοσοφικό στοχασμό του, (και) για τις προτάσεις που διατυπώνει, (και) για τον τρόπο με τον οποίο διασώζει το ήθος μιας κοινωνίας, δηλαδή το ήθος της αγροτικής Κρήτης. Με την εμπειρία του στον γραπτό λόγο ο συγγραφέας ξέρει πώς θα κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, σε

Μέσα από μια συναρπαστική αφήγηση ξεδιπλώνει την ιστορία ενός αντιφατικού έρωτα, αλλά και την ιστορία μιας ολόκληρης κοινότητας ανθρώπων.


ποιο σημείο χρειάζεται αποφόρτιση, πού πρέπει να βάλει λόγια στα στόματα των ηρώων, λόγια που συναρπάζουν και αποτελούν καλά διδάγματα για μια εποχή σαν τη δική μας. Δηλαδή, λόγια σαν και τα παρακάτω: «Όσο σκύβεις το κεφάλι και λες “σφάξε με, Αγά μου, να αγιάσω”, τόσο θα ακονίζει ο Αγάς τη χατζάρα του». Σε άλλο σημείο επαναφέρει το τεράστιο θέμα της σύγκρουσης ανάμεσα στο εθιμικό δίκαιο και το επίσημο θεσμικό πλαίσιο: «Τους νόμους που κρατούν στα χέρια τους οι χωροφυλάκοι τους φτιάχνουν οι καλαμαράδες με τα μπαμπακένια χέρια· κόβουν και ράβουν κατά το συφέρο τους, δεν κατέχεις που λένε πως όπου θέλει ο τσικαλάς κολλά τ’ αυτί; Έτσι και τούτοι, όπου θέλουν το κολλούν τ’ αυτί του νόμου. Τους δικούς μας νόμους τους φτιάχνομε εμείς, πάππου προς πάππου».

◗◗

Το εξώφυλλο του βιβλίου

«Όσο σκύβεις το κεφάλι και λες “σφάξε με, Αγά μου, να αγιάσω”, τόσο θα ακονίζει ο Αγάς τη χατζάρα του».

Κι αλλού αναπτύσσει συγκλονιστικούς διαλόγους ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο. Οι ήρωες του Ψιλάκη συνομιλούν με τους αγίους, όπως ακριβώς συνομιλούν μεταξύ τους. Ο συγγραφέας, όπως έχει δείξει με τις προηγούμενες μελέτες του, γνωρίζει καλά τον λαϊκό πολιτισμό και τον μεταφέρει με τρόπο που μοιάζει συγκινητικά αφελής. Κατά βάθος, όμως, είναι συγκινητικά βαθυστόχαστος: «Συχώρα με, Άι Νούφρη, δεν φταις κι εσύ, φουκαρά, ασκητής είσαι, δεν κατέχεις από τέτοιες δουλειές, μ' ένα σταυρό στο χέρι πορεύεσαι. Αλλά τούτη η δουλειά δεν θέλει παπάδες και θυμιατά, άντρες θέλει. Αν μπούμε εμείς μπροστά, θ’ ακολουθήσει κι ο παπάς με το θυμιατήρι του. Θα τον δεις κι εσύ, Άι Νούφρη μου, θα αφήσεις το σταυρό και θα πιάσεις τη χαχαλόβεργα, μαζί μας θα έρθεις. Θες δεν θες, μαζί μας θα έρθεις». «Αλλά πες μου αν μπορείς εσύ να ξεχωρίσεις τον αλλοπαρμένο από τον άγιο. Και το Χριστό να δεις μπροστά σου για αλλοπαρμένο θα τον πάρεις. Τη μια να ευλογεί το κρασί και να αυγατίζει, την άλλη να καβαλικεύει γαϊδάρους και να μπαίνει στα Γεροσόλυμα. Άλλοι τον είχαν για αντάρτη και άλλοι για κουζουλό, δεν κατάλαβαν πως ήταν Θεός». Άφησα για τελευταίο αυτό που επισήμαναν και άλλοι αναγνώστες. Το σάλπισμα: να μην αφήσουμε τη σκλαβιά να γίνει συνήθεια! «- Ποια είναι η χειρότερη σκλαβιά που μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος; Ακούστηκαν φωνές, σα να ρωτούσε ο ένας τον άλλον, πήρε θάρρος ο Αγριλός. - Του Τούρκου η σκλαβιά είναι η χειρότερη, μπάρμπα Μηνά. Πήρε το λόγο κι ο Γαλέτης, που οι Ναζί είχαν πέψει τον αδερφό του στο Νταχάου. - Όχι του Τούρκου· του Γερμανού η σκλαβιά είναι αβάσταχτη. Ο Τούρκος δεν μας έκαμε σαπούνι. Ο Γερμανός μας έκαμε! Πήρε βαθιά ανάσα ο Μηνάς. - Όχι, μωρέ! Ούτε του Γερμανού ούτε του Τούρκου. Η χειρότερη σκλαβιά του κόσμου είναι η σκλαβιά που σου γίνεται συνήθεια!» Χρ. Κ.

19


ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Πίτσα με απάκι και γραβιέρα! ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ «ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ»... Γυρνώντας την Κρήτη, αναζητώντας τα καλύτερα προϊόντα του τόπου μας, η εμπορική διεύθυνση εμπνεύστηκε μια κρητική…πίτσα! Με τη βοήθεια του εγκεκριμένου συνεργάτη μας στο Ρέθυμνο, «Ελληνικές Φάρμες Α.Ε», ετοιμάσαμε αποκλειστικά από τα σούπερ μάρκετ Χαλκιαδάκης πίτσα με γραβιέρα και απάκι! Τη δοκιμάσαμε και απολαύσαμε την μοναδική μυρωδιά από το απάκι και την πλούσια γεύση της γραβιέρας που, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα ποιοτικά υλικά, δημιουργούν μία αγνή και χορταστική συνταγή σε λίγα μόλις λεπτά. Δοκιμάστε την και νιώστε περήφανοι Kρητικοί!

Κάρβουνα Χαλκιαδάκης Επειδή η καλή παρέα θέλει και καλό μεζέ…κι επειδή το κρέας από το Χαλκιαδάκη είναι τόσα χρόνια η πρώτη σας και πιστή επιλογή, τώρα θα βρείτε και κάρβουνα Χαλκιαδάκης για να «δέσει το γλυκό». Τα ξυλοκάρβουνα Χαλκιαδάκης συσκευάζονται από την ελληνική εταιρεία Bio Carbon και θα τα βρείτε σε όλα τα καταστήματα Χαλκιαδάκης σε χαρτοσακούλα 5 κιλών.

Υγιεινά cookies από τη Μεσαρά Με αλόη βέρα και... πεντανόστιμα!

H οικογένεια Τσικνάκη από την Μεσαρά, εκτός από τα γνωστά και αγαπημένα παξιμάδια, προτείνει ένα καινούργιο προϊόν για μικρούς και μεγάλους: τα μπισκοτάκια με aloe vera είναι υγιεινά, βιολογικά, πεντανόστιμα και για όλες τις ώρες! Θα τα βρείτε σε 3 γεύσεις: σοκολάτα, πορτοκάλι και μύρτιλλο.

Αγάλι-αγάλι… Το Οινοποιείο Λυραράκη προτείνει μία νέα γευστική εμπειρία με την «Αγουρίδα». Είναι ένα άρτυμα από άγουρα σταφύλια που διατηρεί τα αρωματικά συστατικά του σταφυλιού και μπορεί να αποτελέσει ένα ευγενικό μέσο όξυνσης με πολλές χρήσεις: στο φαγητό, σε σαλάτες, σε κοκτέιλ και όπου αλλού φανταστείτε. Το μπουκαλάκι συνοδεύεται από βιβλιαράκι προτάσεων σερβιρίσματος. 20

Φρέσκα φρούτα στην κατάψυξη Το τέλειο cheesecake, το απολαυστικό παγωτό, το νόστιμο γιαούρτι… χρειάζονται συνοδεία από φράουλες, βύσσινο, κεράσι και βατόμουρα. Και πού θα τα βρείτε όλα αυτά χειμωνιάτικα; Στις καταψύξεις μας, από την Αλτέρρα. Καλή απόλαυση!


21


⌨ Μια φωτογραφία - ένα ποίημα ΦωΤΟΓΡΑΦIΖΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΓΕΙ Η ΕΦΗ ΨΙΛΑΚΗ

Μοναξιά δεν υπάρχει Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένας άνθρωπος σκάφτει ή σφυρίζει ή πλένει τα χέρια του. Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένα δέντρο σαλεύει τα φύλλα του. Εκεί που ένα ανώνυμο έντομο βρίσκει λουλούδι και κάθεται, που ένα ρυάκι καθρεφτίζει ένα άστρο, εκεί που βαστώντας το μαστό της μητέρας του μ' ανοιγμένα τα δυο μακάρια χειλάκια του κοιμάται ένα βρέφος, μοναξιά δεν υπάρχει. Νικηφόρος Βρεττάκος

22

Καφενείο στο Αμάρι.


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

Τα χέρια που το ζύμωσαν... Σαν Ευαγγέλιο κλειστό στο τραπέζι το μαύρο ψωμί. Και μέσα του χέρια. Εκείνο που κράτησε το στάρι και το 'σπειρε, αυτό που το θέρισε, αυτό που το ζύμωσε. Δεν είμαι μόνος. Νικηφόρος Βρεττάκος

◗◗

Ζυμώματα σε μετόχι στο Οροπέδιο Καθαρό.

23


ΦωΤΟΓΡΑΦIΖΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΓΕΙ Η ΕΦΗ ΨΙΛΑΚΗ


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

Το χιονισμένο βουνό

Το λαϊκό το καφενείο

Ενώ μας δέρνουνε του κόσμου τα δεινά, βάλσαμο η πίστη χύνει. Κι ενώ είναι χιόνι στα βουνά, για ιδές η μυγδαλιά τον κάμπο πώς τον ντύνει! Μ' απ' το παιδί μου μακριά πίκρες και πόνοι, και το Θεό η χαρά να του θυμίζει μόνη.

Το λαϊκό το καφενείο έχει μια πόρτα που όλο τρίζει κι από το τζάμι μπαίνει κρύο που μας θερίζει.

Κ. Παλαμάς

Λίγο μετά τον Χιονιά στο Κάτω Μετόχι Λασιθίου.

◗◗

Όλες τις μέρες είναι άδειο τις Κυριακές κάργα ως τη σκάλα γιατί ανοίγουμε το ράδιο κι ακούμε μπάλα. Οι τακτικοί του οι πελάτες ο χωροφύλακας ο Αντρέας πεντ’ έξι άνεργοι εργάτες και ο κουρέας. Κι εγώ που λες παιδάκι πράμα πότε ταμπής πότε γκαρσόνι χρόνια να καρτερώ το θάμα που δε ζυγώνει. Λευτέρης Παπαδόπουλος

Ημέρες εορτών (παραμονές Πρωτοχρονιάς) στον Αποκόρωνα.


ΦωΤΟΓΡΑΦIΖΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΓΕΙ Η ΕΦΗ ΨΙΛΑΚΗ

Ας δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά Ας δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά έστω και για μια μέρα ας τον δώσουμε να παίξουν σαν ένα πολύχρωμο μπαλόνι να παίξουν τραγουδώντας ανάμεσα στ’ αστέρια. Ας δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά σαν ένα τεράστιο μήλο, σαν ψίχα ολόζεστου ψωμιού να χορτάσουν μια μέρα τουλάχιστον. Ας δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά να μάθει έστω και για μια μέρα ο κόσμος τη φιλία. Τα παιδιά θα πάρουν απ’ τα χέρια μας τον κόσμο θα φυτέψουν αθάνατα δέντρα. Ναζίμ Χικμέτ

◗◗

Τα παιδιά θέλουν ψωμί Τα παιδιά θέλουν παπούτσια τα παιδιά θέλουν ψωμί θέλουνε και φάρμακα δούλεψε και συ. Γέλα κλαίγε κι όλο λέγε το παιδί: ζωή. Τίποτ’ άλλο, Ζωή. Ζύμωνε στη σκάφη πρώτο σου ζυμάρι, πρώτο σου ψωμί ένα καλυβάκι μια μικρούλα αυλή για το παιδί. Γιάννης Ρίτσος

Να το θυμάσαι, κοριτσάκι! … Κάνε, καλέ θεούλη, νάχουν όλα τα παιδάκια ένα ποταμάκι γάλα, μπόλικα αστεράκια, μπόλικα τραγούδια. Κάνε, καλέ θεούλη, νάναι όλοι καλά έτσι που και μεις να μη ντρεπόμαστε για τη χαρά μας … Άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη απ’ τη χαρά που δίνεις, κοριτσάκι. Να το θυμάσαι, κοριτσάκι»! Γιάννης Ρίτσος

Ξεφουρνιά στη Μεσαρά. 26


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013


ΦωΤΟΓΡΑΦIΖΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΓΕΙ Η ΕΦΗ ΨΙΛΑΚΗ

Χριστουγεννιάτικο

◗◗

Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί, και το κορμί μου, φάτνη ταπεινή, βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός. ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός. Κωστής Παλαμάς

28

Μια μικρή αλλά ευρηματική μπάντα ήταν αρκετή για να κάνει πιο όμορφη την περσινή παραμονή της Πρωτοχρονιάς στο Ηράκλειο.



ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ - ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΚΡΗΤΗ

Οι γυναίκες ανοίγουν με γκασμάδες το δρόμο TΗΣ ΕΦΗΣ ΨΙΛΑΚΗ

Η εθελοντική προσφορά κοινωφελούς εργασίας στα χωριά. Θεσμοί κοινοτικής οργάνωσης στην προβιομηχανική εποχή. Μικρή ιστορική (και κοινωνική) αναδρομή με αφορμή μια φωτογραφία της Μαρίας Χρουσάκη.

Μ

ια ολιγόλογη λεζάντα, γραμμένη με μολύβι στην πίσω πλευρά της φωτογραφίας, δεν φαίνεται να αφήνει αμφιβολίες τόσο για την ταυτότητα του καλλιτέχνη όσο και για το θέμα που εικονίζει: «Μαρία Χρουσάκη, Διάνοιξη δρόμου στην Κρήτη». Η χρονολογία δεν αναφέρεται. Δεν έχω δει και δεν έχω μελετήσει τη δουλειά της Χρουσάκη, που φυλάσσεται από το 1971 στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα. Είχε δωρίσει η ίδια το αρχείο της λίγο πριν από το τέλος της ζωής της (πέθανε το 1972), έχοντας πρώτα φροντίσει να το ταξινομήσει σε λευκώματα. Πρόκειται για 15.000 αρνητικά που καλύπτουν μια μακρά δημιουργική περίοδο πενήντα ετών, με φωτογραφίσεις σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Το θέμα της φωτογραφίας μας, που την είδαμε σε ιδιωτική συλλογή σε διαστάσεις 8.50Χ9.00 εκατοστά, είναι συναρπαστικό. Δείχνει μια ομάδα κατοίκων κάποιου κρητικού χωριού να παλεύει με υποτυπώδη τεχνικά μέσα για να διανοίξει έναν δρόμο και να συνδέσει τον οικισμό με τον υπόλοιπο κόσμο. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι η διάνοιξη αυτή γίνεται από γυναίκες κάθε ηλικίας. Αν εξαιρέσουμε τον άνδρα που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο (στη μέση περίπου και λίγο προς τα αριστερά, ντυμένος με κρητική βράκα) οι υπόλοιπες είναι γυναίκες. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων δεν διακρίνονται, ωστόσο

ʌ


ΥΠΕΡ

ΦΘΙΝΟΠωΡΟ 2013


ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ - ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχουν και υπερήλικες ανάμεσά τους, όπως η μορφή που φορά γεροντικό μαντήλι (τσεμπέρι) και σκύβει, στο πρώτο πλάνο δεξιά. Πίσω από τον όμιλο των εργαζόμενων γυναικών στέκεται ένας άνδρας σε εντελώς διαφορετική στάση. Φορεί λευκό πουκάμισο, σε πλήρη ενδυματολογική αντίθεση με τον εργαζόμενο

«Όλα όσα βλέπεις εδώ, δρόμους, γιοφύρια, όλα τα έχουμε φτιάξει εμείς, οι μαστόροι, με προσωπική εργασία» (Χωριό Καστάνιανη - Μαστοροχώρια Κόνιτσας, αφήγηση παλιού χτίστη)

◗◗ Συζητώντας στην πλατεία στον οικισμό Άγναντα: «Εκεί που δεν μπορεί να πάει ούτε το γαϊδούρι, πάει η γυναίκα...» Οι γυναίκες είχαν κουβαλήσει τις πέτρες από το νταμάρι για να φτιαχτεί ο δρόμος.

32

βρακοφόρο, και έχει τα χέρια στη μέση. Η εξουσιαστική στάση του δηλώνει, με την πρώτη κιόλας ματιά, κοινωνική διαφοροποίηση. Ίσως να είναι κάποιος επιστάτης, μηχανικός ή πρόεδρος κοινότητας. Αν και, όπως είπαμε, δεν έχουμε προς το παρόν χρονολογικές ενδείξεις, πράγμα που μπορεί να γίνει, καθώς υποθέτω ότι θα υπάρχει το αρνητικό της φωτογραφίας στο αρχείο της Εθνικής Πινακοθήκης, μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για φωτογραφία του Μεσοπολέμου (ή έστω των πρώτων χρόνων μετά την γερμανική Κατοχή).

Θεσμοί κοινοτικής οργάνωσης Η φωτογραφία δείχνει, με τον πιο εύγλωττο τρόπο, ένα γεγονός που, όπως φαίνεται, αποτελούσε κοινό τόπο στην ορεινή Ελλάδα. Δείχνει τον τρόπο με τον οποίο διανοίγονταν οι δρόμοι στα απομακρυσμένα χωριά της υπαίθρου. Οι κάτοικοι των χωριών πρόσφεραν εθελοντική εργασία σε περιόδους που δεν είχαν επείγουσες αγροτικές δουλειές.


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

Δεν περίμεναν το κράτος να κάνει κοινωφελή έργα, αλλά τα κατασκεύαζαν μόνοι τους. Πρόκειται για θεσμούς με βαθιές ρίζες στην κοινοτική οργάνωση των οικισμών που ήκμασαν στον ελληνικό χώρο και στην ευρύτερη βαλκανική χερσόνησο. Οι κοινότητες ήταν πάντα αυτοδύναμες πολιτιστικές και κοινωνικές μονάδες, και με τη γενικότερη λειτουργία τους ενίσχυαν τη συνεργασία και την αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη τους. Οι εργασίες που αφορούσαν στις ζωές όλων γίνονταν από όλους. Το ίδιο συνέβαινε και με τα θρησκευτικά έργα, όπως ήταν οι ανεγέρσεις και οι επισκευές των ιερών ναών. Καθένας πρόσφερε ανάλογα με την ειδίκευσή του. Η μη συμμετοχή κάποιου σε κοινωφελή εργασία εθεωρείτο ντροπή και τον απαξίωνε στα μάτια των άλλων. Μεταφέρω εδώ την αφήγηση κατοίκου από μιαν άλλη ελληνική περιοχή, το χωριό Καστάνιανη, που βρίσκεται στα Μαστοροχώρια, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα: «Είμασταν μαστόροι, φεύγαμε την άνοιξη και γυρίζαμε πίσω το φθινόπωρο. Αλλά μόλις επιστρέφαμε πίσω, αρχίζαμε πάλι δουλειά. Χτίζαμε γεφύρια στα ποτάμια, ανοίγαμε αγροτικούς δρόμους, πλακοστρώναμε τους δρόμους του χωριού. Ό,τι βλέπετε εδώ τριγύρω εμείς το έχομε χτίσει, εμείς, οι πατεράδες και οι παππούδες μας, με εθελοντική εργασία. Αλλά κι αν ήθελε κάποιος συγχωριανός μας να χτίσει σπίτι, πάλι τρέχαμε όλοι μαζί. Οι εργάτες κουβαλούσαν πέτρες, οι χτίστες έπιαναν δουλειά στο γιαπί. Κανένας δεν πληρωνόταν». Το νεοελληνικό κράτος θεσμοθέτησε την υποχρεωτική και χωρίς αμοιβή εργασία. Την επέβαλαν οι κοινοτικές αρχές, προσπαθώντας να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής με την κατασκευή κοινωφελών έργων. Ήταν οι γνωστές "αγγαρείες", που τις απαντάμε και σε πολύ παλιότερες εποχές, με την ίδια σχεδόν μορφή. ως θεσμός ίσχυσε μέχρι και τη δεκαετία του 1970. Κάθε ενήλικας άνδρας ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει εργασία σε κοινωφελή έργα για ορισμένες ημέρες του χρόνου. Από την υποχρέωση αυτήν δεν απαλλασσόταν κανείς. Ίσως σε κάποιες περιπτώσεις να εξαιρούνταν ο ιερέας, επειδή

«Ακόμη πονά το κεφάλι μου από τις πέτρες που σήκωνα και τις μετέφερα στο χωριό. Εμείς οι γυναίκες μεταφέραμε ακόμη και τα μπαούλα που έφερναν οι μετανάστες από την Αμερική. Τα κουβαλούσαμε κι αυτά πάνω στα κεφάλια μας» (Μαρτυρία από τον οικισμό Σπόα Καρπάθου).

33


ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ - ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ Αναπάντεχη συνάντηση στην Κάρπαθο: Η γυναίκα μετέφερε μια μυλόπετρα πάνω στο κεφάλι της.

Προβιομηχανικές διανοίξεις δρόμων Την πιο εντυπωσιακή μαρτυρία για τη συμμετοχή γυναικών σε διάνοιξη δρόμου δεν την άκουσα στην Κρήτη, αλλά την κατέγραψα και πάλι στα χωριά της Ηπείρου (στα όρη Τζουμέρκα), όπου πραγματοποιούσα μελέτη για τα μαστοροχώρια και τους μαστόρους της πέτρας. Προκειμένου να διανοιχτεί ο κεντρικός αμαξιτός δρόμος που συνέδεε αρχικά τον οικισμό Άγναντα με το πλησιέστερο αστικό κέντρο, τα Γιάννενα, έπρεπε να χτιστούν αντηρίδες πάνω σε εντελώς ανώμαλο έδαφος. Είναι ένα από τα χωριά εκείνα στα οποία παρατηρείται μεγάλη εξειδίκευση στις τέχνες της οικοδομής (σχεδόν όλοι οι κάτοικοι ήταν παλιότερα μαστόροι). Οι άντρες μετανάστευαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, συνήθως από τον Απρίλη ως τον Οκτώβρη, και αναζητούσαν εργασία διανύοντας πολλά χιλιόμετρα με τα πόδια. Έχτιζαν σπίτια, δημόσια κτήρια, καταστήματα, γιοφύρια. Κατά το διάστημα που έμεναν στο χωριό τους πρόσφεραν εθελοντική εργασία. Οι ηλικιωμένοι μαστόροι μου αποκάλυψαν τον τρόπο με τον οποίο είχε κατασκευαστεί ο δρόμος του χωριού: «Εμείς οι άντρες χτίζαμε τους τοίχους πάνω στον γκρεμό για να ισοπεδώσουμε χώρο και να περάσει ο δρόμος. Οι γυναίκες κουβαλούσαν τις πέτρες από μεγάλη απόσταση, έξω από το χωριό, εκεί που βρισκόταν το νταμάρι». Με το χέρι του μου έδειξε το νταμάρι. Δυσκολεύτηκα να πιστέψω ότι μου έδειχνε έναν απότομο γκρεμό με ένα στενό μονοπάτι που δύσκολα μπορεί να ανεβεί απ' αυτό άνθρωπος ή ζώο. Με είδε που απορούσα και έκανε ένα σχόλιο (όχι και τόσο... φεμινιστικό):

...Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι μια γυναίκα μπορεί να σηκώσει τόσο βάρος πάνω στο κεφάλι της...

θεωρούνταν ότι πρόσφερε άλλης μορφής υπηρεσίες. Σύμφωνα με τις πηγές και τις μαρτυρίες που έχουμε συλλέξει, ο αριθμός των ημερών υποχρεωτικής εργασίας καθοριζόταν με αποφάσεις των κοινοτικών συμβουλίων. Όποιος δεν μπορούσε να προσφέρει εργασία επιβαρυνόταν με την καταβολή των αντίστοιχων ημερομισθίων. Είχε, όμως, τη δυνατότητα να παρακαλέσει συγγενείς ή φίλους να εργαστούν αντί για τον ίδιο. Κοινωφελή έργα θεωρούνταν οι διανοίξεις δρόμων, οι πλακοστρώσεις (καλντερίμια), η ανέγερση σχολείων, η κατασκευή υδρευτικών ή αρδευτικών αγωγών κ.α. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πληροφορία που μας έδωσαν επαγγελματίες μαστόροι της πέτρας στην Κρήτη και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας: Οι ειδικευμένοι τεχνίτες υποχρεούνταν να εργαστούν τις μισές ημέρες απ' όσες εργάζονταν οι ανειδίκευτοι. Δηλαδή, το ένα μεροκάματό τους ισοδυναμούσε με δυο των υπόλοιπων.

34

«Μην απορείς. Εκεί που δεν μπορεί να πάει ούτε το γαϊδούρι, πάει η γυναίκα...» Δεν ένιωσα και τόσο ενθουσιασμένη από την παρομοίωση, μέχρι που ήρθε μια ηλικιωμένη γυναίκα στη συντροφιά μας. Μια από αυτές που είχαν δουλέψει για να γίνει ο δρόμος του χωριού. Η περιγραφή της ήταν συγκλονιστική: «Κάθε Κυριακή, μετά τη λειτουργία, μαζευόμασταν όλες οι γυναίκες, κατεβαίναμε στο νταμάρι. Εκεί ήταν και ένας ή δυο άντρες για να βοηθούν στο φόρτωμα. Σήκωναν τις πέτρες, μας τις έβαζαν πάνω στο κεφάλι και ξεκινούσαμε για το εργοτάξιο. Μπορούσες να δεις και πενήντα γυναίκες μαζεμένες να σηκώνει καθεμιά κι από μια μεγάλη πέτρα στο κεφάλι της. Τις μεταφέραμε εκεί που ήταν οι άντρες και χτίζανε, γυρνούσαμε πίσω και φορτωνόμασταν πάλι». Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι μια γυναίκα μπορεί να σηκώσει τόσο βάρος πάνω στο κεφάλι της. ωστόσο, η ηλικιω-


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

◗◗ Μια γυναίκα σε στενό δρομάκι στην Έλυμπο της Καρπάθου. Μεταφέρει σανίδες οικοδομής. Άραγε, δεν μπορούσε να τις φορτώσει στο γαϊδουράκι;

35


ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ - ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

◗◗ Έργα των μαστόρων της πέτρας. Παλιό δρομάκι στο χωριό Κστάνιανη της Ηπείρου.

36


ΥΠΕΡ

Αγροτικά μονοπάτια και δρόμοι αμαξιτοί Η ιστορία των δρόμων χάνεται στην αχανή εποχή πριν από την ανακάλυψη της γραφής. Στα πρώτα στάδια του πολιτισμού οι δρόμοι από τους οποίους διέρχονταν άνθρωποι και ζώα ήταν απλώς μονοπάτια που σχηματίζονταν με το διάβα του χρόνου. Οι άνθρωποι συνήθιζαν να περνούν από το ίδιο σημείο και «χάρασσαν» μ' αυτόν τον τρόπο τις πρώτες οδικές αρτηρίες. Στη συνέχεια άρχισαν να παρατηρούνται οι πρώτες παρεμβάσεις στο τοπίο. Εξομάλυναν τις κατωφέρειες και τις ανωφέρειες, έφτιαχναν σκαλοπάτια για να ευκολύνουν το βάδισμα σε ανώμαλα εδάφη. Το πιο μεγάλο βήμα στην ιστορία της οδοποιίας έγινε όταν εμφανίστηκε ο τροχός. Οι άμαξες χρειάζονταν πιο φαρδείς και πιο ομαλούς δρόμους. Δρόμοι υπήρχαν στην Κρήτη από την προϊστορική εποχή. Ήδη η αρχαιολογία έχει μελετήσει αρκετά οδικά δίκτυα που συνέδεαν τις κρητικές πόλεις. Όπως φαίνεται, οι τεχνικές κατασκευής δρόμων εκείνη την εποχή ήταν αρκετά εξελιγμένες. Τα μεταγενέστερα χρόνια (αρχαϊκή, κλασική, ελληνιστική, ρωμαϊκή εποχή) παρατηρούνται σημαντικές εξελίξεις στην οδοποιία∙ στις μεγάλες οδικές αρτηρίες κυκλοφορούν άμαξες και πολλά τμήματα πλακοστρώνονται. Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η οδοποιία άρχισε να αποτελεί κύρια προτεραιότητα των κυβερνήσεων. Τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν πολλαπλασιάζονταν με μεγάλη ταχύτητα και οι δρόμοι εντάσσονταν στα επείγοντα έργα που χρειάζονταν όχι μόνο οι μεγάλες πόλεις, αλλά και τα χωριά. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος στάθηκε καθοριστικός για την ανάπτυξη οδικών δικτύων. Οι πηγές αποκαλύπτουν ότι για την κατασκευή των κύριων δρόμων δούλευαν εκατοντάδες ανειδίκευτοι εργάτες και ειδικευμένοι τεχνίτες. ωστόσο, σε πολλούς από τους δρόμους της Κρήτης δούλεψαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα Βούλγαροι αιχμάλωτοι!

μένη γυναίκα από τα Τζουμέρκα έλεγε την αλήθεια. Λίγο καιρό μετά τη διήγηση έτυχε να δω από πρώτο χέρι μιαν αγρότισσα να έχει μια λαξευμένη πέτρα πάνω στο κεφάλι της και να βαδίζει. Όχι στην Ήπειρο, αλλά στην Κάρπαθο, δηλαδή σε έναν άλλο τόπο μαστόρων της πέτρας. Μια άλλη γυναίκα στο χωριό Σπόα, πάλι στην Κάρπαθο, μου διηγήθηκε πως ακόμη πονά το κεφάλι της από τις πέτρες που μετέφερε στα νιάτα της. Αυτός ήταν ο τρόπος με το οποίον μεταφέρονταν διάφορα αντικείμενα στην προβιομηχανική Ελλάδα. Η φωτογραφία της Χρουσάκη δεν αποκαλύπτει μόνο το γεγονός, δηλαδή την κατασκευή ενός δρόμου στην ύπαιθρο, αποκαλύπτει την αγωνία των ανθρώπων για μια πιο καλή ζωή, καθώς και την προσπάθεια που κατέβαλλαν για να τα καταφέρουν. Πρόκειται για ένα πραγματικό ντοκουμέντο από την εποχή που τα χωριά μας προσπαθούσαν να ακολουθήσουν την πορεία της εξέλιξης και η εξέλιξη περνούσε μόνο μέσα από την κατασκευή δρόμων. Με τον τρόπο αυτόν άλλωστε διανοίχτηκαν πολλοί δρόμοι στην ελληνική ενδοχώρα και πολλοί δυσπρόσιτοι οικισμοί βγήκαν από τη συγκοινωνιακή απομόνωση.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

Η Μαρία Χρουσάκη

H

φωτογράφος που μας χάρισε την εντυπωσιακή εικόνα με τον τίτλο «Διάνοιξη δρόμου στην Κρήτη» και μας έδωσε την ευκαιρία για μια σύντομη ιστορική και πολιτισμική προσέγγιση της οδοποιίας και της κοινωφελούς εργασίας είναι μια από τις πιο συγκινητικές μορφές της ελληνικής φωτογραφίας. Ποτέ της δεν υπήρξε επαγγελματίας φωτογράφος, αν και έργα της δημοσιεύτηκαν πολλές φορές σε εκδόσεις που είχαν ως στόχο την τουριστική προβολή. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1899 και παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην Αθήνα. Η φωτογραφία, όμως, υπήρξε ο μεγάλος της έρωτας. Στα 27 της χρόνια (το 1926) αποφοίτησε από τη Σχολή Εθελοντριών Νοσοκόμων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, και αυτό φαίνεται πως ήταν το καθοριστικό βήμα για τη μετέπειτα πορεία της. Συμμετείχε σε πολλές αποστολές του Ερυθρού Σταυρού, γεγονός που της έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσει την Ελλάδα πολύ καλά. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν πολύ δύσκολα: οικονομική ύφεση, φτώχεια, δικτατορία Μεταξά, ελληνοϊταλικός πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος, μεταπολεμικά χρόνια. Η Χρουσάκη φωτογράφιζε τα πάντα. Αλλά η ματιά της δεν ήταν ψυχρή και αδιάφορη. Φωτογράφιζε την ανθρώπινη αγωνία χωρίς να αποστασιοποιείται από αυτήν. Θα έλεγε κανείς ότι η ματιά της ήταν τρυφερή και στοργική, ότι έβλεπε τη φωτογραφία σαν εσωτερική ανακούφιση και σαν καταγγελία. Τίποτα δεν είναι πλαστό ή ψεύτικο. Τα πρόσωπα εμφανίζονται με μεγάλη δόση ρεαλισμού, που ίσως να φτάνει και στις παρυφές του νατουραλισμού, όπως ακριβώς και τα τοπία της. Δεν κάνει τίποτα για να τα ομορφύνει. Πριν από λίγα χρόνια (το 2009) η Εθνική Πινακοθήκη κυκλοφόρησε το ημερολόγιο της χρονιάς με επιλογές από το έργο της Χρουσάκη. Δεν έτυχε να το δω, αλλά θα ήθελα πολύ να αποκτήσω μιαν ολοκληρωμένη εικόνα του φωτογραφικού της έργου.

37


ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ - ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η φωτογραφία - μαρτυρία Στη φωτογραφία που δημοσιεύουμε βλέπουμε την δραματική ισορροπία που κυριαρχεί στον χώρο. Τα σπίτια του (άγνωστου σε μένα) κρητικού χωριού βρίσκονται πίσω από το πεδίο δράσης των εργατριών. Ακόμη πιο πίσω φαίνεται η κορυφή ενός βουνού. Και μπροστά οι μεγάλοι όγκοι των λίθων που πρέπει να μεταφερθούν έξω από τον σχεδιαζόμενο δρόμο. Ο τοίχος του πρώτου σπιτιού στο βάθος της εικόνας φαίνεται πεσμένος. Δεν μπορώ να γνωρίζω αν ήταν γκρεμισμένος από παλιότερα ή αν τον κατεδάφισαν τότε για να διανοίξουν δρόμο ώστε να μπορεί να περνά αυτοκίνητο. Μέτρησα 15 γυναίκες που εργάζονταν σκληρά και δυο μικρά κορίτσια (το ένα φορά άσπρο μαντήλι). Τα κοριτσάκια αυτά είναι τα μόνα που κοιτάζουν τον

φωτογραφικό φακό. Τουλάχιστον πέντε γυναίκες, ίσως οι πιο νέες στην ηλικία, κρατούν γκασμάδες και σκάβουν ή βγάζουν τις πέτρες για να εξομαλύνουν το έδαφος. Οι θεωρητικοί των οπτικών επιστημών τονίζουν πως καμιά φωτογραφία δεν εκφράζει την «αντικειμενική» αλήθεια, όπως πιστευόταν παλιότερα. Και δεν εννοούν μόνο τις στημένες πόζες, αλλά και τη στάση του ίδιου του φωτογράφου: την οπτική γωνία, τον τρόπο που βλέπει το θέμα του, τον τρόπο που φωτογραφίζει, το φωτισμό, τις σκιές... Η φωτογραφία της Χρουσάκη αποτελεί τεκμήριο, καθώς εκφράζει την αλήθεια μιας κοινωνίας, μιαν αλήθεια μαρτυρημένη από πολλές πλευρές. Κι αν μοιάζει σήμερα «δραματική», νομίζω πως δεν είναι. Δραματική ήταν μάλλον η εποχή.

Καθώς την κοίταζα για πρώτη φορά, όταν την είδα σε ιδιωτική συλλογή μαζί με άλλες πολλές από την Κρήτη, πρόσεξα το σκούρο ντύσιμο των γυναικών. Σκέφτηκα μήπως η Χρουσάκη είχε τραβήξει τη φωτογραφία της λίγο μετά την Κατοχή και μήπως αυτές οι μαυροφορεμένες γυναίκες προσπαθούσαν να ανοίξουν δρόμο σε ένα από τα μαρτυρικά χωριά της Κρήτης, δηλαδή σε ένα από τα χωριά όπου είχαν σημειωθεί μαζικές εκτελέσεις από τα στρατεύματα κατοχής (1941-1944). Φυσικά, δεν πήρα απάντηση από το υλικό που είχα στη διάθεσή μου. ωστόσο, σκέφτηκα ότι ακόμη και αυτή η υπόθεση είναι σημαντική. Όχι μόνο επειδή μπορεί να επαληθευτεί ή να διαψευστεί, αλλά και επειδή επιτρέπει στον θεατή να κάνει τον δικό του διάλογο με τη φωτογραφία. X

◗◗ Η εντυπωσιακή φωτογραφία της Μαρίας Χρουσάκη με τον τίτλο: «Διάνοιξη δρόμου στην Κρήτη». Ιδιωτική συλλογή.

38


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

39


Μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία*

Ο τροχός του χρόνου Κάθε μεσονύχτι Πρωτοχρονιάς ένας γεροδεμένος Σαρακηνός δίνει κλώτσο στον τροχό.

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

Ίδρωναν από αγωνία τα τρία γεροντάκια, ο Χαχλάς, ο Βρουχάρης κι ο Πατασμός. Επιτέλους, είχαν βρει τον τρόπο να νικήσουν τον χρόνο κι έπρεπε να βιαστούν! Φάνηκε να κρατούν στα χέρια τους ό,τι δεν είχαν καταφέρει όλες οι γενιές ανθρώπων, από το στερέωμα της πλάσης ως εκείνη τη μέρα: το μεγαλύτερο μυστικό του κόσμου. Χάρη στην τύχη του Χαχλά, είχαν μάθει τον δρόμο που θα τους έφερνε στην καρδιά του χρόνου. Άλλο, όμως, να ξέρει κανείς τον τρόπο κι άλλο να κάμει πράξη όσα λογαριάζει με το νου. Περνούσε ο καιρός, είχαν πιάσει τα μεγάλα κρύα του χειμώνα, ο Δεκέμβρης είχε προχωρήσει, σίμωνε και πάλι Πρωτοχρονιά. Τα τρία γεροντάκια μελαγχολούσαν, δώδεκα μήνες είχε προσθέσει στις πλάτες τους ο χρόνος που κόντευε να τελειώσει· βάρος ασήκωτο! Επιτέλους, έπρεπε να βιαστούν. Το σκέφτηκαν, το ξανασκέφτηκαν, κατάλαβαν πως οι δυνάμεις τους δεν έφταναν για τούτη την αποκοτιά που είχαν στο νου τους, έπρεπε να βρουν άλλους ανθρώπους, πιο νέους και πιο δυνατούς. Κι όχι πολλούς, ούτε στρατοί χρειάζονταν ούτε στόλοι, ένα καλό παλληκάρι ήταν αρκετό, ένας άντρας ψυχωμένος και γοργοπόδαρος. Αυτός θα τους λεφτέρωνε από το χρόνο. Κι αυτόν τον έναν δεν άργησαν να τον βρουν. Καλύτερος από τον Σταυρή, τον πρωτογιό του Βρουχάρη, δεν υπήρχε. Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα τον κάλεσαν στο σπίτι του πιο γέρου, του Πατασμού.

* Εμπνευσμένη από μια παλιά παράδοση που άκουσα στο Μυλοπόταμο της Κρήτης.

40


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

◗◗ - Μεγάλη ευθύνη σε βαραίνει, παιδί μου. Εσένα διαλέξαμε, εσένα απ' όλους τους άντρες του κόσμου, για να κάμει τη μεγαλύτερη αποκοτιά που σκέφτηκε ποτέ ανθρώπου νους. Μέρες μακριά από δω, εκεί που ανατέλλει ο ήλιος, είναι ένα μικρονήσι· σαν κάστρο μυστικό κείτεται στη μέση της θάλασσας. Κατοίκους δεν έχει, έρημα είναι όλα σε κείνη τη γη. Μόνο ένας άντρας μένει εκεί, ένας απελπισμένος Σαρακηνός. Σκλάβος είναι, σκλάβος στη δούλεψη του χρόνου. Τον έχει φυλακωμένο κι αγγαρεμένο για να γυρίζει τον τροχό του χρόνου. Θα τον δεις· μόλις διαβείς το τελευταίο βουνό της πλάσης, μόλις το διαβείς θα βρεθείς στο ακρογιάλι. Εκεί είναι κρυμμένη η βάρκα με τα κοκάλινα κουπιά. Θα τη δεις. Δεν είναι δύσκολο να φτάσεις. Μα θέλει πόδια γερά, να καταπίνουν τα μίλια, να διαβαίνουν τα κορφοβούνια και να μην κουράζονται. Κι άλλοι πριν από σένα προσπάθησαν, μα δειλιάσανε και γύρισαν πίσω ντροπιασμένοι. Είσαι έτοιμος να κινήσεις; Ξαφνιάστηκε το παλληκάρι. Τους κοίταζε, πότε τον ένα, πότε τον άλλο. Μα πιο πολύ κοίταζε τον πατέρα του, τον Βρουχάρη. Ο γέρος ήταν βουρκωμένος. - Το λοιπόν, Σταυρή; Είσαι έτοιμος να κινήσεις; Όσο δεν απαντούσε ο νέος, τόσο ίδρωναν οι γέροι από το ζόρι τους. - Το λοιπόν, Σταυρή; Αύριο κιόλας να κινήσεις. Αύριο, παραμονή των Χριστουγέννων. Να είσαι εκεί ως τη νύχτα της Αρχιχρονιάς. Από έναν ξενομπάτη το είχαν μάθει το μυστικό. Ήταν μια κρύα βραδιά του περασμένου χειμώνα, είχε ανοίξει ο Χαχλάς το παραθύρι του για να καμαρώσει τον κόσμο κι είδε έναν ξένο στην άλλη άκρα του δρόμου. Αδύναμος του φάνηκε. Λιανοπόδης και λειψανάβατος. Τον κάλεσε στο φτωχικό του, τον φίλεψε, έτσι όπως έκανε μ' όλους τους περασάρηδες. Του έδωσε καρέκλα να κάτσει, του άναψε φωτιά για να ζεσταθεί. «Ποιος καλός άνεμος σε έφερε σε τούτα τα μέρη, ξένε;» «Ο άνεμος της ελπίδας. Στην άκρα του κόσμου θέλω να πάω. Μα δεν βαστούνε τα κότσια μου και πήρα τον δρόμο του γυρι-

σμού. Βλέπεις, αμάθητος από κόπους είμαι, μοσχαναθρεμμένος. Σε χρυσά παλάτια με μεγάλωσαν οι γονέοι μου, δεν τον αντέχω το δρόμο...» «Και τι γυρεύεις εσύ, νιος κι άμαθος, στην άκρα του κόσμου;» «Για του κυρού μου το χατίρι». Κουβέντα στην κουβέντα, ο ξένος ξεστόμισε το πιο μεγάλο μυστικό που είχε ως τότε ακούσει ανθρώπου αυτί: Στην άκρα της Ανατολής, εκεί που αρματώνεται κάθε πρωί ο ήλιος για να κάμει το γύρο τ' ουρανού, εκεί βρίσκεται ο τροχός του χρόνου. «Όλα θα σου τα πω γιατί είσαι ανοιχτοχέρης, κι οι ανοιχτοχέρηδες αξίζει να ζούνε. Ο τροχός του χρόνου είναι μεγάλος· να, σαν τον μύλο που γυρίζει με το φύσημα του ανέμου, έτσι είναι κι αυτός. Μόνο που δεν περιμένει τον άνεμο να φυσήξει. Ένας Σαρακηνός στέκει πάνω σε μια πέτρα και τον γυρίζει. Κατάδικος είναι ο Σαρακηνός, τον έχουν ξορισμένο πάνω στην πέτρα του Χρόνου». Στην αρχή δεν είχε καταλάβει καλά ο Χαχλάς. Κοίταξε τον ξένο με απορία, σαν παραμύθι του φαίνονταν όλα τούτα. Ακούς εκεί, ένας μαυροτσούκαλος Σαρακηνός να γυρίζει τον τροχό και να περνούν οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες; Το συλλογίστηκε καλά, γύρισε στον ξένο, χαμογέλασε. «Καλό το μυστικό σου, ξένε. Όμορφο. Αλλά τι με νοιάζει εμένα; Ας τον γυρίζει όσο θέλει ο Σαρακηνός. Όποτε θέλει ας τον γυρίζει. Αυτουνού τα χέρια θα πονούνε από την κούραση». «Σε νοιάζει κι εσένα, αφέντη μου. Όλους μας νοιάζει. Αν βρεθεί κανείς και λευτερώσει τον Σαρακηνό, θα πετρώσει ο χρόνος. Κανείς δεν θα γυρίζει πια τον τροχό του. Κι αν είσαι είκοσι χρονών παλληκάρι, θα μείνεις εικοσάρης για πάντα. Θα περνά ο καιρός κι εσύ θα βλέπεις το πρόσωπό σου να μένει λαμπερό σαν το τριαντάφυλλο. Ούτε ρυτίδα θα σκαφτεί στη μούρη σου ούτε άσπρη τρίχα θα φυτρώσει στα μαλλιά σου». «Κι αν είμαι παραπάνω; Να, εξηνταπεντάρης, ας πούμε;» «Εξηνταπεντάρης θα μείνεις, δεν θα γεράσεις, ούτε ανημποριά θα σε βρει ούτε Χάρος θα σου σιμώσει». «Μα δεν είμαι ούτε εξηνταπεντάρης. Τα εβδομήντα περνώ.»

41


ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

«Εκεί θα μείνεις. Εβδομηντάρης για πάντα. Ούτε ογδόντα ούτε ενενήντα. Γι' αυτό μ' έπεψε και μένα ο κύρης μου. Κατάκοιτος είναι, δεν του μένει πολύς καιρός ακόμη. Για να ζήσει έπρεπε να σταματήσω το χρόνο. Δεν τα κατάφερα. Μάτωσαν τα ποδάρια μου». Το καλοσκέφτηκε ο Χαχλάς, έβγαλε τις καλύτερες πατανίες για να κοιμίσει εκείνο το βράδυ τον απρόσμενο μουσαφίρη· ούτε βασιλική κλίνη δεν πήγαινε μπροστά στα στρωσίδια που άπλωσε η Χαχλάδαινα για να τον ευχαριστήσει. Και το πρωί τα ίδια, περιποίηση αρχοντική· λουκουμάδες με μέλι, μυζηθρόπιτες, τηγανίτους, ό,τι καλύτερο είχε το σπιτικό το άπλωσε στο τραπέζι. Σαν τον είδε να σηκώνεται από το κλινάρι, του έγειρε με ασημένια λαήνα να νιφτεί, κάθισε δίπλα του κι άρχισε πρώτος την κουβέντα:

λυτρώσει τους ανθρώπους από το βραχνά του χρόνου, γύρισε τη βάρκα κι έφυγε. Μετάνιωσε για την αποκοτιά του». Άφρισε από το κακό του ο Χαχλάς. «Ε, τον κακοκέφαλο! ε, τον μπουνταλά! Μα, ένα πράμα δεν εκατάλαβα και σε παρακαλώ να μου το ξηγήσεις: ποτέ του δεν κοιμάται ο Σαρακηνός; Όλη μέρα κι όλη νύχτα στέκει ορθός και γυρίζει τον τροχό του χρόνου»; «Κοιμάται, άνθρωπος είναι κι αυτός, πώς μπορεί να αντέξει χωρίς ύπνο; Κάθε νύχτα, τα μεσάνυχτα ακριβώς, δίνει κλώτσο του τροχού κι ο τροχός δεν σταματά ως το άλλο μεσονύχτι. Γέρνει κι ο σκλάβος στη στρωμνή του, κοιμάται, άλλοτε μαγερεύει, τρώει, όλη η μέρα είναι δική του· κι όλη η νύχτα». «Κι αν αποθάνει ο Σαρακηνός;» «Δύσκολο! Χιλιώ χρονώ είναι τώρα και φαίνεται νέος. Αλλά τι λέω; Όχι χιλιώ, παραπάνω. Εβδομήντα εφτά χιλιάδες χρόνους

◗◗ «Μπόρεσε. Ένας λεβέντης εικοσιπέντε χρονών, χεροδύναμος. Επί τούτου είχε πάει. Πήρε τα κοκάλινα κουπιά, έφτασε στο νησί, το κοίταξε, σίμωσε κι ο Σαρακηνός. και κει που ήταν έτοιμος να λυτρώσει τους ανθρώπους από το βραχνά του χρόνου, γύρισε τη βάρκα κι έφυγε. Μετάνιωσε, για την αποκοτιά του».

«Μα πες μου την αλήθεια, τι είναι τούτο με τον Σαρακηνό που μου διηγήθηκες ψες αργά; Κατάφερε κανείς να τον δει;» «Και βέβαια. Πολλοί τον είδαν, μα κανείς δεν μπόρεσε να τον ελευθερώσει. Άλλος δεν μπορεί να το κάμει, άλλος δεν θέλει. Κλαίει ο κακομοίρης ο Σαρακηνός μόλις δει άνθρωπο να σιμώνει, μόλις αγναντέψει καράβι στο πέλαο της Ανατολής. Τίποτα. Φουρτουνιασμένη είναι συνέχεια η θάλασσα, δεν μπορεί να φύγει. Μόνο μια νύχτα το χρόνο γαληνεύει και γίνεται μπουνάτσα. Τη νύχτα που αλλάζει ο χρόνος. Τότε και μόνο τότε μπορεί να πάρει κανείς τη βάρκα και να πάει στο πέτρινο νησί. Θα τη δέσει στο μόλο, θα πάρει μαζί του τον Σαρακηνό και θα λυτρώσει το γένος των ανθρώπων». «Και δεν μπόρεσε κανείς μέχρι σήμερα να φτάσει στο πέτρινο νησί;» «Μπόρεσε. Ένας λεβέντης εικοσιπέντε χρονών, χεροδύναμος. Επί τούτου είχε πάει. Πήρε τα κοκάλινα κουπιά, έφτασε στο νησί, το κοίταξε, σίμωσε κι ο Σαρακηνός. Και κει που ήταν έτοιμος να

42

είναι εκεί, από τότε που έπλασε ο Θεός τον χρόνο. Λένε οι σοφοί πως ο παντοδύναμος χρόνος δεν χαρίστηκε σε άνθρωπο γεννημένο, μόνο σε τούτον τον Σαρακηνό. Δεν τον αφήνει να γεράσει. Όσο στέκουν τα βουνά, τόσο θα στέκει κι εκείνος, ποτέ δεν θα ποθάνει». Κουβέντα στην κουβέντα ο ξένος τα μαρτύρησε όλα. Ποιο δρόμο θα πρέπει πάρει κανείς, ποια μονοπάτια θα διαβεί, πώς θα περάσει από της Τρίχας το Γιοφύρι, ποιο άστρο θα κοιτάζει για να μη χάσει το δρόμο· όλα τα είπε. Την ίδια μέρα κιόλας ο Χαχλάς κάλεσε τους φίλους του. Πήγε ο Πατασμός κι ο Βρουχάρης, κάθισαν, συλλογίστηκαν, κουβέντιασαν, είπαν πως δεν είναι πρεπό να περιμένουν. *** Σίμωναν Χριστούγεννα, λοιπόν, κόντευε ν' αλλάξει ο χρόνος. «Πάνε τα εβδομήντα πέντε σου χρόνια, Χαχλά, τόσο είσαι κι


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

43


ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

ας κρύβεις τα πέντε. Εβδομήντα έξι χρονών θα είσαι σε λίγες μέρες, γεροντάκι κακόσειρο. Και του χρόνου εβδομήντα εφτά. Εβδομήντα εφτά βαρίδια θα βαρύνουν τα ποδάρια σου. Κι αν καταφέρομε το θαύμα, κι αν πετρώσει ο χρόνος, εσύ δεν θα προλάβεις να χαρείς, θα μείνεις χούφταλο εις τους αιώνας των αιώνων. Αθάνατος, αλλά γέρος. Κι αν πεις για τον κακομοίρη τον Πατασμό, αυτός θα την πλερώσει τη νύφη. Δεν θα αντέξει, τον πήραν για τα καλά τα γεράματα. Ομπρός λοιπόν, ας κουνηθούμε. Σήμερα κιόλας!» Και τώρα, δώδεκα μήνες μετά το πέρασμα του ξένου, βρίσκονταν κι οι τρεις μπροστά στον Σταυρή. Τον καμάρωναν· ήταν ο πιο γεροδεμένος άντρας του καιρού του, ψηλός, με πλάτες φαρδιές και ποδάρια γερά. Στα πόδια του έπεσε ο Βρουχάρης. - Κάμε το για μένα, παιδί μου Σταυρή. Άμα λευτερώσεις τον Σαρακηνό, θα έχεις για πάντα τον πατέρα σου, θα σου βόσκει τα πρόβατα, θα σου σπέρνει τα χωράφια, θα σου θερίζει, θα λέει παραμύθια στα παιδιά σου, θα μιλά για δράκους και νεράιδες, θα διηγάται και για τον δύστυχο τον Σαρακηνό που τον πιάσανε σκλάβο και τον βάλανε να γυρίζει τον τροχό του χρόνου. Δεν είναι λίγη η συντρομή που σου δίνω, γιε μου, δεν έχεις παράπονο, απίκο στη δούλεψή σου, δούλος σου είμαι, γιέ μου, μπιστικός. Αν τα ήξερα όλα τούτα τον καιρό της νιότης μου, δεν θα το σκεφτόμουν καθόλου. Καράβια θ' αρμάτωνα, σιδερένια πόδια θα έκανα, θα έπαιρνα τη νταμιτζάνα με τη ρακή και θα έστενα γλέντι τρικούβερτο με τον Σαρακηνό. Θα λευτέρωνα τον κακομοίρη τον σκλάβο από την αγγαρεία, θα λευτέρωνα και το γένος των ανθρώπων από τη σκλαβιά του χρόνου. Μα τώρα δεν μπορώ. Αυτές οι δουλειές είναι για τους νέους. Όχι για όλους τους νέους, μόνο για τους ψυχωμένους άντρες είναι. Να, σαν κι εσένα, Σταυρή! Μπήκε στη μέση ο Χαχλάς: - Ένα παράπονο έχω από τον Θεό, Σταυρή. Ότι δεν αξιώθηκε να μου δώσει έναν γιο σαν κι εσένα. Τρεις κόρες έκαμε η γυναίκα μου, τρία θηλυκά. Καλές είναι, δε λέω. Μα τούτες οι δουλειές θέλουν αντρίκια χέρια. Κι αντρίκια πόδια, δυνατά. Να, σαν τα δικά σου, Σταυρή. Πήρε θάρρος ο Πατασμός, ο πιο γέρος της παρέας. -Πατημένα τα έχω τα ογδοήντα οχτώ, σώθηκε το λάδι στο καντήλι μου. Κάμε το για μένα, ανίψι. Κάμε το για όλους τους γέρους του κόσμου. Κι όχι μόνο για τους σημερινούς γέρους, για τους αυριανούς και τους μεθαυριανούς κάμε το. Δηλαδή και για σένα! Κανείς δεν μένει νέος για πάντα. Άκου με κι εμένα το γέρο. Απόφαση θέλει τούτη η αποκοτιά. Κι αντρίκια καρδιά. Να, σαν τη δική σου, Σταυρή. - Αφήστε με να το σκεφτώ, είπε ο Σταυρής. Κι έφυγε.

Πάνω: Λεπτομέρεια από πίνακα του Filippo Bigioli (1839). Δεξιά: Εικαστική διασκευή ανάγλυφου του 18ου αιώνα.

Πέρασαν οι μέρες, πέρασαν οι μήνες, ήρθε πάλι ο Δεκέμβρης. Παραμονές της Πρωτοχρονιάς οι τρεις γέροι ξαναφώναξαν τον Σταυρή. - Αφήστε με να το σκεφτώ, είπε πάλι. Κι έφυγε. Τα ίδια και την άλλη χρονιά. Και την επόμενη. Και τη μεθεπό-

44

◗◗

μενη. Μα τούτη τη φορά έλειπε από την παρέα ο Πατασμός. - Δεν θα έρθει. Κατάκοιτος είναι πια, παιδί μου. Και παράγγειλε να σου πω να κάτσεις στα αυγά σου. Βαρέθηκε, λέει, να ζει. Δεν τη θέλει τη ζωή, θέλει να γυρίσει ο τροχός να έρθουν άλλοι στη θέση του. Πάει ο κακομοίρης ο Πατασμός. Αλλά, πες μου Σταυρή, γιατί δεν μας έκαμες τόσα χρόνια το χατίρι; - Το εγγόνι σου φταίει, πατέρα. Την πρώτη φορά που μου το ζητήσατε, πήγα στο σπίτι μου συλλογισμένος. Έτοιμος ήμουν να κινήσω. Αλλά σαν πήγα να χαιρετήσω τον γιο μου, στάθηκα πάνω από την κούνια του, ήταν φασκιωμένος, κοιμόταν. Τον κοίταξα. Έμοιαζα χαρούμενος, σα να έβλεπε το καλύτερο όνειρο του κόσμου. Σκέφτηκε, λοιπόν, πως τούτο το παιδί πρέπει να μεγαλώσει, να σταθεί στα πόδια του, να γίνει άντρας κι εκείνος. Τον λυπήθηκα να μείνει για πάντα φασκιωμένος. - Τώρα, όμως, μεγάλωσε. Κοντεύει να πάει στο σκολειό. Και σου μοιάζει. Αγριμάκι είναι, σαν κι εσένα, Σταυρή. Τι περιμένεις, λοιπόν;


ΥΠΕΡ

- Ναι, αλήθεια λες. Μεγάλωσε. Μα θέλω να μεγαλώσει κι άλλο. Σας είπα, να περιμένετε λίγο ακόμη, μπορείτε να περιμένετε. Ν' αντριέψει ο εγγονός σου, πατέρα. Κάμε υπομονή κι αυτό που θες να γίνει, θα γίνει!

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

είσαι νέος ακόμη, παλληκάρι. Λέγε, λοιπόν, θα το κάμεις; - Ναι, πατέρα, θα το κάμω. Μα όχι τώρα. Λέω να περιμένω ακόμη λίγα χρόνια να μεγαλώσει και το δικό μου παιδί, το δικό σου τ' αγγόνι, να γίνει άντρας κι εκείνο. Δεν είναι κρίμα να μείνει στον αιώνα τον άπαντα μέσα σε μια κούνια φασκιωμένο;

*** Πέρασαν οι μέρες, πέρασαν οι μήνες, πέρασαν τα χρόνια, άσπρισαν τα μαλλιά του Σταυρή. Ανήμερα των Χριστουγέννων καθόταν στην παραστιά κι έβλεπε τα κάρβουνα να ανάβουν, να πυρώνουν, τα κοίταζε να χάνουν τη λάμψη τους και να γίνονται στάχτη. Δίπλα του καθόταν ο γιος του, μεγάλος πια. - Άκου, παιδί μου, όταν ήμουν νέος σαν και σένα, με παρακάλεσε ο παππούς σου, ο γέρο Βρουχάρης, να πάω στην άκρα του κόσμου, εκεί είναι ένας σκλάβος Σαρακηνός και γυρίζει τον τροχό του χρόνου. Ήξερε ο μακαρίτης ο γέρος πως αν λευτερωθεί ο Σαρακηνός θα σταματήσει ο χρόνος να κυλά. Θα μείνει ακίνητος ο τροχός, θα σταματήσουν τα ρολόγια, θα σταματήσουν κι οι άνθρωποι να γερνούνε. Αν το έκανα τότε, αν τον λευτέρωνα τον Σαρακηνό, θα ήταν ακόμη ζωντανός ο παππούς σου. Μα δεν το έκαμα... - Και τι ζητάς από μένα, πατέρα; - Να κάμεις εσύ ό,τι δεν έκαμα εγώ. Εγώ θα σου ορμηνέψω το δρόμο, άλλος κανείς δεν τον κατέχει να φτάσει ως εκεί. Βλέπεις, γιε μου, εγώ τα πάτησα κιόλας τα εξήντα, δεν μπορώ πια να καταπίνω τα μίλια, κουράζεται το κορμί, λυγίζουν τα γόνατα. Εσύ

Έτσι γινόταν πάντα στη φαμίλια των Βρουχάρηδων. Πάντα ένας παππούς παρακαλούσε τον γιο του να κινήσει το πιο μακρινό ταξίδι, να φτάσει στην Ανατολή, να πετρώσει το χρόνο. Κι ένας εγγονός προσευχόταν στο όνειρό του να κυλήσει πιο γρήγορα ο τροχός μέχρι να μεστώσουν τα κόκαλά του, να γίνει άντρας κι εκείνος. Διάβηκαν οι καιροί, πέρασαν τα χρόνια, αρίφνητες φορές γύρισε από τότε ο τροχός του χρόνου. Γέρασε κι ο εγγονός του Σταυρή, γέρασαν και τα δισέγγονά του. Και τα τρισέγγονα. Καρτέρει και καρτέρει, γενιά με τη γενιά, ξεχάστηκε το μεγάλο μυστικό, ξεχάστηκε κι ο δρόμος που κάποτε, μια φορά κι έναν καιρό που λένε και στα παραμύθια, είχε εμπιστευτεί ένας περασάρης στον Χαχλά, τον φίλο του γέρο Βρουχάρη. Κι όσο για τον κακομοίρη τον Σαρακηνό, αυτός είναι πάντα σκλάβος, εξόριστος πάνω σ' ένα βράχο, εκεί στα μέρη της Ανατολής. Μόνος κι αγέραστος. Κανείς ως τώρα δεν βρέθηκε να τον λευτερώσει. Στέκει πάντα στην ούγια του κόσμου και γυρίζει ακατάπαυστα τον τροχό του χρόνου. X

45


ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η κατσούνα της Κρήτης ΚΕΙΜΕΝΟ - ΦωΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ

46


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

Βλέποντας, πριν από λίγο καιρό, τους βοσκούς του Οροπεδίου Καθαρού να βαδίζουν κρατώντας τις βαριές κατσούνες τους, σκεφτόμουν πόσο σημαντικό ήταν αυτό το ταπεινό αντικείμενο για τους παλιούς Κρητικούς. Σήμερα μπορεί να είναι τουριστικό είδος, να πωλείται από φορτηγάκια στους δρόμους ή να κάνει την εμφάνισή του στις αγορές ενθυμημάτων και σουβενίρ, παλιότερα, όμως, δεν υπήρχε αγρότης ή βοσκός χωρίς την κατσούνα του. Οι πιο προνοητικοί, μάλιστα, είχαν φροντίσει να διαθέτουν μεγάλη συλλογή απ' αυτές, άλλες για χρήση και άλλες για... ρεζέρβα. Η πώληση ποιμενικών ράβδων, όμως, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ακόμη και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα κατέφταναν οι «Αορείτες» με τα γαϊδουράκια τους στις πόλεις κι είχαν φορτωμένα, δεμάτια ολόκληρα, τις κατσούνες. Η αγορά των έτοιμων μπαστουνιών δεν είχε ανοίξει ακόμη στην Κρήτη.

◗ Σύμφωνα με τα λεξικά, κατσούνα είναι η βακτηρία· η μπαστούνα, η μαγκούρα της κοινής νεοελληνικής. Λέγεται, όμως, και βέργα και βεργάλι (είναι το λεπτό γεροντικό μπαστούνι). Με την κατσούνα μ' έκαμες να προπατώ, κι ακόμη με τριγουνίζεις κι ας πονώ και δεν αλλάζεις γνώμη (λεξικό Μαρίνου Ιδομενέως) Η κατσούνα στον οποία αναφέρεται ο καλός λεξικογράφος αφορά στο αντικείμενο που χρησιμεύει στους γέρους και στους ανήμπορους. Την κρατούν και στηρίζονται σ' αυτήν για να περπατούν πιο εύκολα. Παρόμοιο είναι το «ακουμπιστήρι» σε σχήμα «ταυ» που το χρησιμοποιούν οι καλογέροι στις εκκλησίες για να στηρίζονται. Η κατσούνα της Κρήτης, όμως, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός ολόκληρου πολιτισμού, του αγροτικού και, κυρίως, του ποιμενικού. Ο πολιτισμός αυτός δεν τη χρησιμοποίησε μόνο ως εργαλείο που διευκολύνει το βάδισμα στους δρόμους και τα μονοπάτια, αλλά την νοηματοδότησε κιόλας με συμβολικά νοήματα και την φόρτισε με χαρακτηριστικά που δηλώνουν πολλές φορές την κοινωνική και πολιτιστική διαφοροποίηση.

ʌ 47


ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Σχήμα και μέγεθος Λιτή, δωρική, άγρια είναι η κατσούνα στην Κρήτη. Άλλοτε με ρόζους και «γόνατα», άλλοτε ίσια σαν λαμπάδα. Εξαρτάται πάντα από τον τόπο στον οποίο χρησιμοποιείται και τους ανθρώπους που την κρατούν. Διαφέρει, δηλαδή, η κρητική κατσούνα από τα περίτεχνα ανάλογα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως για παράδειγμα είναι οι γκλίτσες των Σαρακατσάνων, που τόσο ωραία περιέγραψε η Αγγελική Χατζημιχάλη (βλ. «Το ραβδί του τσοπάνη και το φίδι», στο βιβλίο της «Σαρακατσάνοι», Αθήνα 1957, σελ. 425 κ.ε.). Οι γκλίτσες αποτελούνται από δυο μέρη, τη ράβδο και την πρόσθετη λαβή. Συχνά η λαβή έχει σχήμα δράκοντα, φιδιού, γοργόνας, ενώ συχνά βλέπουμε φιλοτεχνημένες στο ξύλο Αϊγιώργηδες και μυθικά όντα, γεννήματα της φαντασίας του λαϊκού ξυλογλύπτη. Οι κατσούνες της Κρήτης είναι πιο απλές. Σπάνια φέρουν ανάγλυφες ή εγχάρακτες διακοσμήσεις. Κατασκευάζονται πάντα από μονοκόμματο ξύλο, μήκους γύρω στο 1,5 μέτρο και διαμέτρου γύρω στα 1,5 - 2 εκατοστά. Συχνά χρησιμοποιούνται και κλαδιά με μεγαλύτερη διάμετρο. Το ξύλο που προορίζεται για την κατασκευή κατσούνας λυγίζεται στη μια άκρη και σχηματίζει μια κυκλική λαβή σε σχήμα ζεύλας ή αρπάγης. Επειδή τα κλαδιά που χρησιμοποιούνται δεν έχουν την ίδια διάμετρο στην κορφή και στη βάση τους, παρατηρείται μια ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση: Σε άλλες περιπτώσεις η λαβή κατασκευάζεται στη

48

Παλιοί βοσκοί με τις κατσούνες τους στον Ψηλορείτη.

◗◗

λεπτή μεριά του ξύλου και σε άλλες στην πιο χοντρή (όπως, ας πούμε, συνέβαινε με τις μινωικές κολόνες). Η τελική μορφή της κατσούνας καθορίζεται από τις τοπικές συνήθειες και από τα γούστα του κάθε κατασκευαστή. Το άνοιγμα της καμπύλης στη λαβή μαρτυρεί συνήθως και τη χρήση της κρητικής κατσούνας. Με τη λαβή συνηθίζουν να πιάνουν οι βοσκοί τις άγριες αίγες και τα πρόβατα που εκτρέφουν στα κοπάδια τους. Κρατώντας ανάποδα την βέργα (από τη βάση) περνούν ζεύλα στο λαιμό του ζώου και το ακινητοποιούν. Γι' αυτό και τα ανοίγματα είναι μεγαλύτερα στις ποιμενικές βέργες. Για την κατασκευή της κατσούνας χρησιμοποιείται σκληρό ανθεκτικό ξύλο. Στην ανατολική Κρήτη προτιμούσαν παλιότερα κλαδιά του «ανέγνωρου δεντρού» (αμπελιτσά). Το θεωρούσαν ιδανικό. Δεν είναι ιδιαίτερα βαρύ, ενώ η ανθεκτικότητά του δεν αμφισβητείται από κανέναν. Εκτός από την αμπελιτσά, χρησιμοποιείται ξύλο πρίνου, ελιάς κ.α.


Κάθε βοσκός και η κατσούνα του! Στην άκρη μια... εφεδρική. Φωτογραφία από την περιοχή Γκιώνα του Ακρωτηρίου Σπάθα Κισάμου.

ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

49


ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Ιδιαίτερα οι βοσκοί δεν χρησιμοποιούν ποτέ κατσούνες με μαλακό ή λιγότερο ανθεκτικό ξύλο. Οι έμπειροι κατασκευαστές ακολουθούν πιστά τους κανόνες που απαιτεί η τοπική παράδοση προκειμένου να διατηρηθεί το ξύλο για πολλά χρόνια χωρίς να υποστεί φθορές. Κόβουν τα κλαδιά μόνο όταν δεν έχουν περίσσιους χυμούς και μόνο στη λίγωση του φεγγαριού. Αν τα κόψουν σε λάθος εποχή, λένε πως λαθρακιάζουν γρήγορα. Το «δέσιμο» των κλαδιών και το «ψήσιμο» των ξύλων Με δυο τρόπους κατασκευάζονται οι κατσούνες στην Κρήτη. α. Με λύγισμα του δροσερού κλαδιού. Οι κατασκευαστές εντοπίζουν ένα βλαστάρι λεπτό και ευλύγιστο, μήκους γύρω στο 1,5 μέτρο. Το λυγίζουν στην πάνω μεριά (το κυρτώνουν) ώστε να σχηματίσει καμπύλη και στη συνέχεια το δένουν με σύρμα και το αφήνουν να μεγαλώσει, να χοντρύνει και να «μεστώσει». Το κόβουν μόνο όταν πάρει το επιθυμητό μέγεθος, ύψος και διάμετρο. Ο χρόνος που απαιτείται για το «μέστωμα» δεν είναι σταθερός· κυμαίνεται ανάλογα με το είδος του δέντρου (άλλα αναπτύσσονται πιο γρήγορα, άλλα πιο αργά), ανάλογα με το μέγεθος του κλαδιού και τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά. Πρόκειται για διαδικασία που μπορεί να κρατήσει από μερικούς μήνες μέχρι και λίγα χρόνια. Αν θέλουν να είναι ίσια η κατσούνα (σαν λαμπάδα, όπως λένε), φροντίζουν να δέσουν όχι μόνο το κύρτωμα της λαβής αλλά και τον κυρίως κορμό. Παίρνουν ένα ξερό ραβδί, απόλυτα ίσιο, και πάνω σ' αυτό δένουν σφιχτά, με σπάγκο ή με χόρτο, ολόκληρο το κλαδί. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να εξομαλύνουν τις όποιες κυρτώσεις του ξύλου. Οι κατσούνες που κατασκευάζονται με

Ο Γιώργης Πανταγάκης φιλοτεχνεί τα πλουμίδια της κατσούνας.

50

αυτόν τον τρόπο είναι κατά κανόνα καλής ποιότητας, σταθερές, και χρειάζονται ελάχιστη επεξεργασία για να χρησιμοποιηθούν. Μετά την κοπή οι κατασκευαστές τις αφήνουν για κάποιο χρονικό διάστημα σε σκιερό μέρος για να ξεραθεί το ξύλο. β. Με λύγισμα του ξερού κλαδιού στη φωτιά. Παλιότερα έχωναν την πάνω μεριά της ράβδου μέσα στη στάχτη της παραστιάς και την άφηναν εκεί να «ψηθεί». Με τη θερμοκρασία μαλακώνει το ξύλο, γίνεται πιο ευλύγιστο και μπορεί να «γυρίσει» σχετικά εύκολα για να σχηματιστεί η καμπύλη λαβή. Όταν καταφέρουν να γυρίσουν την άκρη του ξύλου κατά 180 μοίρες, να σχηματίσουν δηλαδή ένα πλήρες ημικύκλιο, τη δένουν με ένα σύρμα και την αφήνουν δεμένη για μεγάλο χρονικό διάστημα για να σταθεροποιηθεί. Τα τελευταία χρόνια οι επαγγελματίες «κατσουνάδες» δουλεύουν πιο μεθοδικά. Χρησιμοποιούν ειδικά φλόγιστρα ή βάζουν τα ραβδιά σε ξυλόφουρνους και τα «ψήνουν» για να μαλακώσουν. Ακολουθούν την ίδια διαδικασία που περιγράψαμε παραπάνω: κυρτώνουν το ξύλο, σχηματίζουν καμπύλη (ζεύλα) και δένουν την καμπύλη με σύρμα.

Εργαλείο και όπλο Πολύτιμο εργαλείο ήταν στα παλιότερα χρόνια η κρητική κατσούνα. Δεν ήταν χρήσιμο μόνο στις ατέλειωτες ώρες της οδοιπορίας (ας μην ξεχνάμε ότι ο μέσος Κρητικός αγρότης κάθε μέρα περπατούσε πάνω από πέντε χιλιόμετρα, όπως έχουν δείξει ακόμη και πανεπιστημιακές μελέτες). Τη χρησιμοποιούσαν σαν εργαλείο σε πολλές περιπτώσεις καλύπτοντας καθημερινές ανάγκες της αγροτικής και της ποιμενικής ζωής. Τη χρησιμοποιούσαν ακόμη και στο κυνήγι (σαν αρχέγονη μορφή λαγόβολου, δηλαδή της βέργας που χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι του λαγού). Με την κατσούνα οι Κρητικοί του παλιού καιρού μπορούσαν να ραβδίσουν τις αμυγδαλιές και τις καρυδιές, ακόμη και τις ελιές, αν και για τη δουλειά αυτή (το λιομάζωμα) υπήρχαν συνήθως ειδικές βέργες, οι «ραβδιστήρες». Με την καμπυλωτή λαβή της βέργας μπορούσαν να τραβήξουν τα ψηλά κλαδιά των δέντρων. Κρατούσαν, δηλαδή, την κατσούνα ανάποδα, γάντζωναν τα κλαδιά, τα έφερναν κοντά τους και με αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να κόψουν φρούτα που δεν έφταναν, αχλάδια, μήλα, σύκα, βερίκοκα και άλλα. Για τους ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας η κατσούνα ήταν πάντα απαραίτητο εργαλείο. Και εξακολουθεί να είναι. Σπάνια θα δει κανείς στα χωριά της Κρήτης «αγοραστά» ελαφριά μπαστούνια, με λαστιχένια δακτυλίδια στη βάση. Οι γέροντες προτιμούν τις αυτοσχέδιες κατασκευές, με λεπτό ξύλο, χωρίς ελαστικές επικαλύψεις. Έτσι για να βαδίζουν στα σοκάκια και να ακούγεται ο βαρύς, γεροντικός, μονότονος, ίσως και ράθυμος, ήχος τους. Υπήρχαν, όμως, και άλλες χρήσεις της κατσούνας παλιότερα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το ταπεινό αυτό εργαλείο χρησιμοποιήθηκε σαν όπλο και, μάλιστα, αρκούντως αποτελεσματικό. Άλλωστε, οι καυγάδες και οι διαμάχες δεν έλειψαν ποτέ από τους αγροτικούς οικισμούς του τόπου μας. Ιδιαίτερα επικίνδυνες ήταν οι βέργες σε περιόδους εκλογικών αναμετρή-


ΥΠΕΡ

σεων. Δεν έλειπαν οι κατσουνιές από τον «πολιτικό» διάλογο, όπως δεν λείπουν και τα σχετικά δημοσιεύματα από τον τοπικό τύπο. Ακόμη και στην τελευταία πολεμική περίοδο, την εισβολή των Γερμανών με τη ρίψη αλεξιπτωτιστών, λέγεται ότι πολλοί άοπλοι Κρητικοί χρησιμοποίησαν τις κατσούνες σαν αμυντικά όπλα. Πιθανόν να είναι υπερβολικές οι αναφορές για μαζική αντίσταση με τη χρήση ράβδων, όμως η μεμονωμένη χρήση τους δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σε ακόμη παλαιότερες εποχές η κρητική κατσούνα μπορούσε να αντικατασταθεί με ένα άλλο ξύλο, αρκετά πιο αποτελεσματικό. Το γνωστό σπαθοράβδι. Μια βέργα σε σχήμα σπαθιού, για την οποία έχει γράψει ένα καταπληκτικό άρθρο ο φίλος Ευτύχης Τζιρτζιλάκης στο εξαίρετο περιοδικό «Κρητικό Πανόραμα» του άλλου καλού φίλου, του Γιώργου Πατρουδάκη.

Στο Οροπέδιο της Νίδας στον Ψηλορείτη.

Ρόζοι και κυρτώσεις. Αγριάδα και ανδρισμός Ένας καλός φίλος, σοβαρός επιστήμονας που ζει μόνιμα στο Παρίσι, είχε έρθει στην Κρήτη, είχε δει τις κατσούνες σε ένα πανηγύρι και μου ζήτησε μια. Διάλεξα μια ίσια, ελαφριά και σχετικά λεπτή, αφού ο καλός φίλος ήθελε να τη χρησιμοποιήσει στις οδοιπορικές εκδρομές του.

◗◗

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

Την επόμενη φορά που ήρθε στην Κρήτη ήταν ενθουσιασμένος! Όλοι οι Γάλλοι συνοδοιπόροι του έψαχναν να βρουν κρητικές κατσούνες! Τις θεωρούσαν πολύ καλύτερες από τα ειδικά βιομηχανικά μπαστούνια που χρησιμοποιούσαν, παρά το ότι τα τελευταία ήταν κατασκευασμένα ειδικά γι' αυτό το σκοπό. Δεν ξέρω αν ήταν το εξωτικό στοιχείο αυτό που έθελγε τους Γάλλους ή η λειτουργικότητα ενός «πριμιτίφ» (αρχέγονου) αγροτοποιμενικού εργαλείου. Οι αστοί που ζουν σε ένα από τα πιο συμβολικά σημεία του κόσμου έστρεφαν το βλέμμα τους προς την πιο απλή και πιο απέριττη πλευρά της ζωής. Από τότε αναρωτήθηκα πολλές φορές τι είναι αυτό που κάνει τους σύγχρονους αστούς της Κρήτης να αγοράζουν κατσούνες. Η νοσταλγία του αγροτικού παρελθόντος; Η στροφή προς το χθες, 51


ΠΑΡΑΔΟΣΗ

δηλαδή προς μια άλλη μορφή πολιτισμού και προς μια άλλη ζωή; Η προσπάθεια τόνωσης (ή και δήλωσης) της ταυτότητάς τους; Η σύγχρονη χρήση ενός υλικού με εξωτικά χαρακτηριστικά; Ή, μήπως, όλα αυτά μαζί; Στα καφενεία και στα εστιατόρια οι κατσούνες αποτελούν στοιχεία διακόσμησης μαζί με τις παλιές υφαντές βούργιες. Μήπως για να θυμίζουν την επιστροφή στην αγνότητα μιας άλλης εποχής; Ή, μήπως, για να δηλώνουν, μαζί με όλα τα είδη του παρελθόντος, την ταυτότητα που θέλει να προσδώσει στο κατάστημά του ο κάθε ιδιοκτήτης; Ας προσέξουμε τους ανθρώπους που ανηφορίζουν στα ποιμενικά πανηγύρια. Σε καμιά περίπτωση δεν γίνεται στην Κρήτη αυτό που γίνεται σε άλλες περιοχές, στα ορεινά της Ηπείρου ας πούμε. Εκεί, στην Πίνδο, σε πανηγύρι, έτυχε να δω όλους σχεδόν τους άντρες να κρατούν τις γκλίτσες τους! Νέοι και γέροι, όλοι. Ακόμη κι αυτοί που διέμεναν σε αστικά κέντρα και επέστρεφαν για λίγες μέρες στα χωριά της καταγωγής τους, ακόμη κι αυτοί εφοδιάζονταν με γκλίτσες. Στην Κρήτη δεν συμβαίνει το ίδιο. Η κατσούνα δεν αποτελεί απαραίτητο εξάρτημα, δεν έχει διαδοθεί ως σύμβολο ανδρισμού και παλληκαροσύνης, όπως το μαύρο πουκάμισο, παρά μόνο για κάποιες ομάδες ανθρώπων, κυρίως κατοίκων ορεινών οικισμών. Ίσως οι μεγάλες αλλαγές που συντελέστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες να περιόρισαν τον χρηστικό ρόλο της κατσούνας. Οι μεγάλες οδοιπορικές διαδρομές, που αποτελούσαν κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του αγροτικού και του ποιμενικού βίου, περιορίστηκαν κατά πολύ με τη διάνοιξη αγροτικών δρόμων και την καθολική χρήση του αυτοκινήτου. Υπάρχει, όμως, μια αξιοπρόσεκτη λεπτομέρεια: Τα τελευταία

52

...Και βόσκισσα με την κατσούνα της στο Μεραμπέλλο.

χρόνια οι περισσότερες κατσούνες που κατασκευάζονται στα χωριά, ακόμη κι αυτές του εμπορίου, έχουν άγρια όψη! Δεν γίνονται με ίσια ξύλα, αλλά με κλαδιά που έχουν ρόζους και καμπυλώσεις. Τα χαρακτηριστικά τους είναι τραχειά, το ξύλο χοντρό και το βάρος όχι αμελητέο. Θα έλεγε κανείς ότι έχει αρχίσει να επικρατεί η μόδα του «αρχέγονου», του άγριου. Ίσως επειδή αυτό μπορεί να δείξει καλύτερα ένα αδιαπραγμάτευτο ανδρικό πρότυπο. Ίσως... Περιττό να αναζητήσομε σε αυτές τις κατσούνες εγχάρακτες ή άλλες διακοσμήσεις. Παρατηρώντας τους «μαγκουροφόρους» των χωρικών συνάξεων διαπιστώνομε ότι οι διακοσμημένες κατσούνες δεν αποτελούν σύνηθες φαινόμενο, αλλά και δεν απολείπουν. Όμως, τις κρατούν περισσότερο άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, πιθανότατα άνθρωποι που έχουν ζήσει σε αστικά κέντρα και επιστρέφουν περιοδικά ή μόνιμα στα χωριά της καταγωγής τους. Ακόμη και στο εργαστήριο του Πανταγάκη είδαμε τέτοιες διακοσμημένες κατσούνες. Όλες ήταν φτιαγμένες με ελαφρύτερο και ίσιο ξύλο. Η πιο χαρακτηριστική εικόνα ανθρώπου με κατσούνα, όμως, είναι αυτή που συναντούμε πολύ συχνά στα βουνά μας. Ο βοσκός περνά τη βέργα πίσω από το κεφάλι, την απλώνει στους ώμους, κάθετα προς τον άξονα του κορμιού του. Πάνω στο ξύλο τεντώνει τα χέρια σα να τα ξεκουράζει. Πρόκειται για μια υπερέκταση των χεριών που αποτελεί την πιο συμβολική στάση των ορεσίβιων Κρητικών. Δείχνει την αδρότητα του μυώδους αντρικού σώματος και αναδεικνύει την αρρενωπότητα και τη λεβεντιά, τις βασικές ηθικές και αισθητικές αξίες που κυριαρχούν στην ορεινή Κρήτη. X


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

53


ΜΝΗΜΕΣ

Το 1986 κατέγραψα την αφήγηση του Νικήτα. Είχε γεννηθεί το 1900. Και ήταν μαθητής στο σχολείο όταν ακούστηκε το μεγάλο μαντάτο της Ένωσης.

-Παιδιά, από σήμερα γινόμαστε κι εμείς Ελλάδα! Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

Οι άνθρωποι δεν ήξεραν τι να κάμουν για να χορτάσουν το άκουσμα της μεγάλης είδησης. Χόρευαν, φώναζαν, έπεφταν στις στέρνες από τη χαρά τους. Κι ένας δάσκαλος, που δίδασκε στους μαθητές του τη λευτεριά μαζί με την ανάγνωση και τη γραφή, φώναζε δυνατά, καλούσε τον νεκρό ήρωα του τόπου του, τον Ξωπατέρα. Να μπουν κι οι πεθαμένοι στο πανηγύρι της λευτεριάς. Οι γυναίκες πήγαν στο Νεκροταφείο. Σκέφτηκαν πρώτα όσους δεν είχαν χαθεί στους αγώνες. Η μεγάλη είδηση της Ένωσης έφτασε και στο τελευταίο χωριό της Κρήτης. Όπως είχε φτάσει και το 1898 μια άλλη σπουδαία είδηση, η Κρητική Αυτονομία, τα «αρραβωνιάσματα» με το Ελληνικό Βασίλειο. Όπως είχε ακουστεί και το 1908 σε κάθε γωνιά του Νησιού η φήμη πως κόντευε να ξημερώσει η μεγάλη μέρα της Ένωσης. Καταγράφοντας τις μνήμες των ανθρώπων που έζησαν εκείνα τα γεγονότα νιώθει κανείς ένα πρωτόγνωρο ρίγος. Μοιράζεται τη συγκίνηση. Μοιράζεται τη χαρά με αυτούς που δεν ζούνε πια. Με τους παππούδες και τους προπαππούδες του! Ήταν γύρω στα 1985. Δεν χόρταινα ν’ ακούω τον γέρο Νικήτα να μιλά για τα παιδικά του χρόνια. Και να περιγράφει με συγκίνηση τη μέρα που ακούστηκε στην Κρήτη η μεγάλη είδηση: Ένωση! Νικήτας Κανακαράκης. Φωτογραφία του 1986 (Πετροκεφάλι Μεσαράς)

54


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ (1913-2013) Κάμποσα χρόνια πριν είχε υποσταλεί η οθωμανική σημαία από τα κάστρα της Κρήτης. Την αντικατέστησε η σημαία της Κρητικής Πολιτείας. Και τα λάβαρα των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας, Ιταλίας). Το όνειρο των Κρητικών, όμως, ήταν πάντα η γαλανόλευκη. Γι' αυτό και το πανηγύρι που έστησαν στα χωριά το 1913 ήταν πρωτόγνωρο!

55


ΜΝΗΜΕΣ

Η

Κάτω: Ο πρίγκιπας Γεώργιος στα Χανιά.

ιστορία καταγράφει πάντα τα μεγάλα γεγονότα. Τους πολέμους, τις συνθήκες ειρήνης, τους ηρωισμούς, τις προδοσίες. Φωτίζει (καλά ή κακά) κάποιες από τις αθέατες πλευρές, φωτίζει και τους πρωταγωνιστές των γεγονότων. Σπάνια, όμως, στρέφει το βλέμμα της προς τα κάτω. Εκεί που σφύζει η πραγματική ζωή. Στους δευτεραγωνιστές, στους τριταγωνιστές, σ' αυτούς που βρίσκονται έξω από τα κέντρα των αποφάσεων, αλλά πρωταγωνιστούν κάπου αλλού: στην αληθινή ζωή! Έτσι και τώρα· στις επετείους για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Διαβάσαμε (και ακούσαμε) πάλι για το μέγα γεγονός της επίσημης ύψωσης της ελληνικής σημαίας στο εμβληματικό φρούριο Φιρκά των Χανίων. Μάθαμε (πάλι) για τον

κόσμο τις αγωνίες του παλιού. Έθιμα, γεγονότα, συνήθειες. Ο Νικήτας Κανακαράκης ήταν τότε στα 86 του. Είχε ζήσει όλα τα χρόνια του κάτω από τον ιερό τόπο της Φαιστού και παραδίπλα, στα αγιοβάδιστα Αστερούσια. Μοναστήρι της Οδηγήτριας, Αγιοφάραγγο, κάμπος της Μεσαράς. Αυτός ήταν ο κόσμος του. Γέροντας φορτωμένος με μνήμες, σοφία και καλοσύνη ήταν τότε ο Νικήτας. Καθώς μιλούσαμε μια μέρα του 1986 στην πλατεία του χωριού του (Πετροκεφάλι Καινουργίου), τον άκουσα να προσδιορίζει το χρόνο και να μιλά για «τον καιρό της Ένωσης». Έτσι μετρούσαν τον χρόνο οι παλιοί. Τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας αποτελούσαν χρονικά ορόσημα. «Τον καιρό των Μουρνιδώ», «Στον καιρό του Μεγάλου Σηκωμού», «Στα χρόνια του Πρίγκιπα». Έτσι απλά, αλλά καθαρά, κατανοούσαν τον χρόνο.

βασιλιά που ήταν εκεί. Και για τους δυο αγωνιστές, τον Γιάνναρη και τον Μάντακα, που αντιπροσώπευαν στο μεγάλο πανηγύρι της Ένωσης όλους τους μαχητές του αγώνα. Και σωστά! Η ιστορία δεν είναι μόνο αποστεωμένη γνώση του παρελθόντος. Είναι και διδαχή του παρόντος. Λίγα πράματα μάθαμε, όμως, για το πανηγύρι που είχε στηθεί ακόμη και στο τελευταίο χωριό της Κρήτης εκείνη την εποχή. Κι όχι μόνο τον Δεκέμβρη του 1913. Από το 1898, από την ώρα που μπαρκαρίστηκε στα οθωμανικά πλοία κι ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης, οι Κρητικοί είχαν πολλούς λόγους να πανηγυρίζουν. Και να αγωνίζονται! Ήξεραν ότι τίποτα δεν είχε τελειώσει. Όπως ήξεραν ότι τίποτα δεν χαρίζεται σε τούτον τον κόσμο. Όλα τα κατακτά κανείς με αγώνα. Το μάθημα της ιστορίας, βλέπετε... Είχαν πολλούς λόγους να στήνουν πανηγύρια οι Κρητικοί εκεί που λίγο πριν άχνιζαν τα αίματα. Τη μια η αναχώρηση του οθωμανικού στρατού. Την άλλη ο «αρραβώνας» με την Ελλάδα, η άφιξη του Πρίγκιπα Γεωργίου, την άλλη τα ντε φάκτο γεγονότα του 1908. Και τελευταία, το μέγα μαντάτο: Ένωση! Αρκούσε μια λέξη για να στηθεί το γλέντι. Μόνο μια: Ένωση! Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 κατέγραφα συστηματικά τις μνήμες μερικών ανθρώπων που μετέφεραν στον «μοντέρνο»

Αυτή η μαγική φράση αρκούσε για να αρχίσει μια ωραία συζήτηση. Τι έγινε, λοιπόν, στον «καιρό της Ένωσης»; Και πώς ακούστηκε η πιο σπουδαία είδηση της κρητικής ιστορίας στην ενδοχώρα του νησιού; Αποκομμένη ήταν εκείνα τα χρόνια η Μεσαρά. Μιάμιση μέρα ήθελε κανείς για να φτάσει από τη Φαιστό στο Μεγάλο Κάστρο. Υποχρεωτική ήταν η διανυκτέρευση στα χάνια του Μαλεβιζίου. Ο Νικήτας και οι συντοπίτες του ταξιδιώτες ξεκουράζονταν πάντα στα χάνια της Αυγενικής. Εκεί περνούσαν τη νύχτα διακόπτοντας την κουραστική οδοιπορία. Αξημέρωτα ακόμη ξεκινούσαν και με το πρώτος φως της ημέρας βρίσκονταν έξω από τη Χανιώπορτα. Οι ειδήσεις αργούσαν να φτάσουν. Δεν υπήρχαν, βλέπετε, τηλέφωνα και συγκοινωνίες. Ούτε δρόμοι της προκοπής υπήρχαν. Ο τόπος ζούσε με το μεγάλο ανεκπλήρωτο όραμα που σφράγισε (ως αίτημα των ντόπιων και ως υπόσχεση των βουλευτών) μιαν ολόκληρη εποχή: το όραμα του σιδηροδρόμου. Το είχαν σχεδιάσει, το είχαν μελετήσει και το είχαν εξαγγείλει πολλές φορές. Το έργο, όμως, δεν έγινε ποτέ. «Όλοι οι βουλευτάδες που έφταναν στο χωριό και γύρευαν ψήφους μας έταζαν πως θα κάμουν σιδηρόδρομο στη Μεσαρά. Κι

56


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

Αριστερά: Πανηγυρικό επιχρωματισμένο επιστολικό δελτάριο με τραγουδάκια για την ένωση. Κυριαρχεί η γαλανόλευκη.

◗◗

Δεξιά: Μορφή Κρητικού με το όπλο του. Επιστολικό δελτάριο (αρχές 20ού αιώνα).

Κάτω: Ο πρίγκιπας Γεώργιος στο Διοικητήριο των Χανίων. Σε πρώτο πλάνο η σημαία της Κρητικής Πολιτείας.

εμείς περιμέναμε. Ένας απ' αυτούς ορκιζόταν στη μάνα του ότι θα τελειώσει το έργο μέχρι τις επόμενες εκλογές. Μας έλεγε ότι θα ερχόταν κι αυτός με τρένο να βγάλει λόγο».

Τραγουδείστε, παιδιά μου, τραγουδείστε! Ο Νικήτας δεν θυμόταν τις ακριβείς ημερομηνίες των γεγονότων. Ούτε το πώς ούτε το πότε είχε φτάσει η μεγάλη είδηση στον τόπο του. Να ήταν την εποχή που είχε υπογραφεί η Συνθήκη ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία (1η Νοέμβρη 1913); Να ήταν η μέρα της επίσημης τελετής (Δεκέμβρης του ίδιου χρόνου); Να ήταν πρωτύτερα, όταν είχαν γίνει δεκτοί οι Κρήτες βουλευτές στην ελληνική βουλή (Νοέμβρης και Απρίλης του 1912); Δεν είχε και τόση σημασία. Απλά, όλα αυτά που θυμόταν είχαν γίνει «στα χρόνια της Ένωσης». Αυτό αρκούσε! Ένα πρωί, λοιπόν, ο δάσκαλος χτύπησε, όπως πάντα, την καμπάνα στην εκκλησία του Αγίου Πνεύματος καλώντας τα μαθητούδια του στο σχολείο. Πήγαν, μα δεν πρόλαβαν να μπουν μέσα. Ο δάσκαλος τα κράτησε απέξω. «Τραγουδείστε, παιδιά μου, χαρείτε. Από σήμερα είμαστε κι εμείς Ελλάδα». Άλλο που δεν ήθελαν τα παιδιά.

ʌ 57


ΜΝΗΜΕΣ

Αριστερά: ωραία απεικόνιση του Ξωπατέρα (έργο Δημήτρη Δασκαλάκη). Δεξιά: Ο περίφημος Πύργος του Ξωπατέρα. Κάτω: Νυχτερινή φωτογραφία της Μονής Οδηγήτριας.

«Φωνάζαμε όλοι μαζί, χορεύαμε από τη χαρά μας. Ο δάσκαλος τραγουδούσε μαζί μας. Μας έλεγε πως από εκείνη τη μέρα ήμασταν ελεύθεροι. Και για να γιορτάσομε το γεγονός δεν θα κάναμε μάθημα. Θα πηγαίναμε εκδρομή».

Η αφήγηση του Νικήτα Η σκέψη του γέρο Νικήτα ξεστράτιζε συχνά. Θυμόταν το σχολείο που το είχαν χτίσει με προσωπική εργασία οι πατεράδες των μαθητών. Αρρεναγωγείον και Παρθεναγωγείον, το ένα κοντά στο άλλο. Θυμόταν τους δασκάλους. Ήταν αυστηροί, κυκλοφορούσαν με βίτσες από κυδωνιά, το ξύλο και η σωματική τιμωρία γενικότερα ήταν τότε από τις πιο διαδεδομένες παιδαγωγικές μεθόδους. «Ναι, αλλά μας αγαπούσαν οι δασκάλοι, μας μάθαιναν γράμματα. Μας μάθαιναν να κεντρίζομε τα δέντρα, να τα μερώνομε. Πηγαίναμε εκδρομές και κεντρίζαμε αγκουτσάκους (άγριες αχλαδιές) και αγριαμυγδαλιές. Είχαμε και κήπο και μαθαίναμε να καλλιεργούμε τη γη. Μάθημα κανονικό ήταν η γεωργία. Είχαμε αριθμητική, γεωργία, καλλιγραφία. Αν δεν μάθαινες να γράφεις όμορφα γράμματα, δεν ξεσκόλιζες εύκολα». Ο Νικήτας συνέχισε να ταξιδεύει στις μνήμες του: «Ριτσατάκης, Μιχελινάκης, Παπαγρηγορίου, Φραγκιουδάκης...» Ονόματα δασκάλων που πέρασαν και δίδαξαν στο μεσαρίτικο σχολείο. Τα καταγράφω περιμένοντας τη συνέχεια. «Που λες, εκείνη τη μέρα ο δάσκαλος μας έκαμε μάθημα ιστορίας. Μας είπε ότι είχαν σκοτωθεί πολλοί παππούδες και ότι το λουλούδι της ελευθερίας φυτρώνει εκεί που το χώμα ποτίζεται με αίμα. Μας μίλησε για το Αρκάδι, για τους ήρωες του 21, για την Πόλη που την είχαν πάρει οι Τούρκοι. Αξέχαστο θα μου μείνει που μας ρώτησε αν ξέρει κανείς το τραγούδι του Ξωπατέρα. Εγώ το ήξερα όλο αξεστίχου. Με έβγαλε πιο μπροστά απ' όλους τους άλλους και ξεκίνησα να το λέω όσο πιο δυνατά μπορούσα. “Πουλιά μην κελαϊδήσετε Σαββάτο γή Δευτέρα γιατί τον εσκοτώσανε οψές τον Ξωπατέρα. Ούτε στην Πόλη ακούστηκε ούτε στην Ιγκλετέρα να πολεμήσει την Τουρκιά ωσάν τον Ξωπατέρα... “ 58

◗ Ήταν η πιο μεγάλη είδηση που ακούστηκε στην Κρήτη εκείνον τον καιρό. Μια λέξη μόνο αρκούσε για να ξεχυθούν οι άνθρωποι στους δρόμους: η λέξη Ένωση! «Ο δραγάτης δεν ήξερε τίποτα. Σαν το άκουσε άρχισε να χοροπηδά. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ανέβηκε στο μποτζάλε της στέρνας κι έπεσε μέσα. Με τα ρούχα έπεσε στο νερό. Εμείς τα παιδιά τον βλέπαμε να κουνά τα χέρια και τα πόδια. Νομίζαμε πως πνιγόταν. Μα αυτός χόρευε μέσα στο νερό...» Εποχή Κρητικής Πολιτείας. Το όνειρο γινόταν πράξη. «Κι οι άλλοι; Τι να σου λέω! Πήγε ο δάσκαλος στην πλατέα και φώναζε του Ξωπατέρα. Σήκω Ξωπατέρα, σήκω να δεις...» Κρήτη 1913.


ΥΠΕΡ

Σε λίγο κατάλαβα ότι μαζί με τη δική μου φωνή ακούγονταν κι άλλες. Όλα τα παιδιά με σιγοντάρανε. Το τραγούδι του Ξωπατέρα το ήξεραν όλοι. Έτσι όπως ξέραμε και το “Πάτερ Ημών” και το “Κύριε των Δυνάμεων”. Ο δάσκαλος μας εξήγησε με δικά του λόγια τι λέει το τραγούδι. Μας διηγήθηκε την ιστορία του Ξωπατέρα. Δεν είναι τούτο αντρειγιά μόνο 'ναι πουστουλούκι να πολεμούν έναν παπά εφτά χιλιάδες Τούρκοι. Μας εξήγησε πως πολεμούσε σαν το λιοντάρι. Αμέτρητους Τούρκους είχε σκοτώσει γύρω από τον Πύργο, στο Μοναστήρι της Οδηγήτριας, ήταν μεγάλος πολεμιστής. Στο τέλος δεν είχε πυρομαχικά και, για να μην τα πολυλογώ, τον σκότωσαν οι Νιζάμηδες, έκοψαν την κεφαλή του, την έκαμαν μπαϊράκι και την πήγαν στον Πασά, στο Κάστρο. Αυτός, λοιπόν, και οι άλλοι ήρωες της Κρήτης είχαν φέρει τη λευτεριά. Μας είπε κι άλλες ιστορίες ο δάσκαλος. Για τον καπετάν Κόρακα, για τον Μαλικούτη, για τον άγριο Τούρκο, τον Αγριολίδη, που είχε ξεκάνει πολλούς από τους παππούδες μας. Σαν τέλειωσαν όλα αυτά μας έβαλε δυο-δυο στη γραμμή, πήραμε και την ελληνική σημαία και ξεκινήσαμε να πάμε εκδρομή. Περνούσαμε από τους δρόμους του χωριού, έβγαιναν οι άνθρωποι, χαιρετιούνταν και φώναζαν. Βγήκαμε από το χωριό, φτάσαμε εκεί που είναι τώρα οι βερικοκιές (Σ.Σ. διακόσια περίπου μέτρα ανατολικά του χωριού). Από μακριά είδαμε τον δραγάτη. Αυτός δεν ήξερε τίποτα ακόμη. Βάνει τα χέρια του στο στόμα ο δάσκαλος, τα κάνει χωνί. -Έμαθές τα; Καλά χαμπάρια έχομε... Ένωση! Ένωση... Ο δραγάτης έβγαλε το μούζικο και άρχισε να παίζει σαν τον κουζουλό. Φυσώντας στο μούζικο έτρεξε κι ήρθε κοντά μας. Σίμωσε και ξαναρώτησε. -Αλήθεια λες, δάσκαλε; Αρχίσαμε να φωνάζομε όλοι μαζί. «Έ-νω-ση, Έ-νω-ση». Χοροπηδούσαμε. Άρχισε κι αυτός να χοροπηδά. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ανέβηκε στο μποτζάλε της στέρνας κι έπεσε μέσα. Με τα ρούχα έπεσε στο νερό. Εμείς τα παιδιά τον βλέπαμε να κουνά τα χέρια και τα πόδια. Νομίζαμε πως πνιγόταν. Μα αυτός χόρευε μέσα στο νερό, έβγαζε μπουρμπουλήθρες. Ο δάσκαλος έκλαιγε από τη χαρά του. Εί-

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

◗◗

Ο Νικήτας Κανακαράκης (φωτογραφία του 1985).

χαμε σκοπό να πάμε στο διπλανό χωριό, στην Πόμπια, να τραγουδήσομε με τα άλλα παιδιά, αλλά την ώρα που προχωρούσαμε στο δρόμο, ακούσαμε πάλι την καμπάνα να χτυπά. Ακούστηκαν και φωνές. Γυρίσαμε πίσω, φτάσαμε στην πλατέα. Το μισό χωριό ήταν εκεί».

Η πιο μεγάλη μέρα του χρόνου Ακούγοντάς τον με έτρωε η απορία. Δεν ήταν τόσο ξαφνική, ούτε είχε έρθει σαν ουρανοκατέβατη η είδηση της Ένωσης. Μάλλον την περίμεναν όλοι. Σκεφτόμουν τι θα γινόταν αν δεν είχε προηγηθεί η περίοδος της Κρητικής Πολιτείας. Αν, δηλαδή, γινόταν κάποιο θαύμα και οι μεγάλοι της γης αποφάσιζαν ξαφνικά να συμφωνήσουν και να προσφέρουν στους Κρητικούς το αυτο-

νόητο δικαίωμά τους: την ελευθερία. Ρώτησα τον Νικήτα αν ήταν τόσο ξαφνική η είδηση. Πώς αλλιώς να δικαιολογούσα αυτό το ντελίριο; «Και ποιος, παιδί μου, μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στους ξένους; Ακόμη και στους Ιταλούς. Δεν μας στάθηκε ούτε η Ιταλία, σκάρτα μας φέρθηκαν όλοι, το δικό τους συμφέρον κοιτάζανε. Οι παλιοί μας δεν ησυχάσανε παρά μόνο σαν ενωθήκαμε τελειωτικά με την Ελλάδα. Εκείνο το πρωί μας έλεγε ο δάσκαλος ότι είχε ξημερώσει η πιο μεγάλη μέρα του κόσμου». Δεν ήξερε πολλά γράμματα ο Νικήτας. Μα εκείνα που ήξερε τον έφταναν για να ξεκοκαλίσει όποιο βιβλίο ιστορίας έπεφτε στα χέρια του. Τα τελευταία που είχε διαβάσει ήταν η «Ξενοκρατία», που κυκλοφορούσε στη σειρά των Βίπερ, και

ʌ 59


ΜΝΗΜΕΣ

Άλλη άποψη της Μονής Οδηγήτριας.

και ο Ξωπατέρας. Για τον Νικήτα το μέγα σύμβολο της αυτοθυσίας ήταν ο αποσχηματισμένος καλόγερος της Οδηγήτριας. Ήταν συγγενής του: «Εγώ καμάρωνα γιατί ο Ξωπατέρας ήταν στενός συγγενής μας, σαν πρόγονο τον βλέπαμε. Στο σπίτι είχαμε την κασέλα του και την τιμούσαμε σα να ήταν από άγιο ξύλο. Οι μεγάλοι δεν μας άφηναν να καθίζομε πάνω γιατί έβανε μέσα τα πρόσφορά του ο μακαρίτης και ήταν αμαρτία. Ήταν σαν να τον ξέραμε, σα να τον είχαμε γνωρίσει κι εμείς. Ανοιχτόχρωμος, με όμορφα γαλανά μάτια και μεγάλα ξανθά γένια, όμορφος, λεβέντης, γεροδεμένος. Θες να μάθεις σαν ποιον; Σαν τον Ηρακλή τον Ηλιάκη...».

ένα του Γιάννη Κάτρη (μάλλον τη «Γέννηση του Νεοφασισμού στην Ελλάδα»). Η ανάκληση των νεκρών Όλη τη μέρα έμειναν στην πλατεία. Ήρθαν λύρες και βιολιά, τραγούδησαν οι μεγάλοι. Ο Νικήτας, όμως, δεν μπορούσε να ξεχάσει τη δοξολογία στην εκκλησία του χωριού. Και το μνημόσυνο. «Κι οι άλλοι; Τι να σου λέω! Πήγε ο δάσκαλος στην πλατέα και φώναζε του Ξωπατέρα. Σήκω, Ξωπατέρα, σήκω να δεις... Σήκω να δεις την Κρήτη ελεύθερη. Ελλάδα είμαστε κι εμείς. Σα να ήταν εκεί ο Ξωπατέρας και τον καλούσε να σηκωθεί. Ένα τραγούδι έλεγε τότε:

Τι καρτερείς στον πύργο σου κλεισμένος, Ξωπατέρα; Το αλλάξανε κι αυτό. Λέγανε: Τι καρτερείς στον τάφο σου κλεισμένος, Ξωπατέρα; Άνοιξαν την εκκλησία, έκαμε μνημόσυνο ο παπάς υπέρ όλων των πεσόντων, οι γριές κλαίγανε, πήγαν στους τάφους, το νεκροταφείο ήταν τότε εκεί που είναι σήμερα το πάρκο, κλαίγανε τους άτυχους που είχαν πεθάνει και δεν είχαν προλάβει να δουν με τα μάτια τους τη λευτεριά της Κρήτης». Για τους Μεσαρίτες εκείνου του καιρού κάθε λόγος για λευτεριά άρχιζε από ονόματα μυθικά, όπως ήταν ο Κόρακας

Η πλατεία στο Πετροκεφάλι Μεσαράς στην οποία στήθηκε το γλέντι της Ένωσης (φωτογραφία Μαρίας Ζαγορησίου).

60

Δάκρυζε ο γέρο Νικήτας καθώς τα θυμόταν. Κι εγώ στεναχωριόμουν για τις μνήμες που αφήσαμε να χαθούν. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε στα άλλα χωριά της Κρήτης εκείνη τη μέρα. Δεν ξέρω τι έγινε όταν ακούστηκε πως ήρθε για πρώτη φορά το Πριγκιπόπουλο, ο Γεώργιος, για τα αρραβωνιάσματα με την Ελλάδα. Ούτε τι γινόταν κάθε φορά που έφτανε κάποια μεγάλη είδηση στην ενδοχώρα. Μπορώ να υποθέσω, όμως, ότι βρέθηκαν κι άλλοι δασκάλοι να τραγουδήσουν την Ένωση. Ότι γέμισαν όλες οι πλατείες, ότι στήθηκαν γλέντια τρικούβερτα παντού. Κι ότι κάθε χωριό ανακαλούσε τους νεκρούς του αγώνα, τους δικούς του νεκρούς, να σηκωθούν και να χορτάσουν λευτεριά! X

ΣΗΜ. Ο Νικήτας Κανακαράκης πέθανε το 1996. Νιώθω τυχερός που πρόλαβα και κατέγραψα μερικές από τις αναμνήσεις του. Μαζί με κάθε άνθρωπο που πεθαίνει, πεθαίνει κι ένας θησαυρός μνήμης. Όλα αυτά που πιθανώς να μην καταδεχτεί να τα καταγράψει ποτέ η ιστορία. Ποια ιστορία θα ασχοληθεί με έναν ταπεινό δάσκαλο της Μεσαράς, που, μόλις άκουσε τη μεγάλη είδηση της Ένωσης, έτρεχε, φώναζε, καλούσε τον τοπικό ήρωα λες κι οι φωνές του μπορούσαν να τον ξαναφέρουν στη ζωή για να γευτεί κι εκείνος.


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013


ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΙΚΗΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΣΑΝΟΥΣ.

Η δημιουργική μοναξιά του λαϊκού ξυλογλύπτη της Κρήτης ΚΕΙΜΕΝΟ - ΦωΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ

Κάποτε υπήρχαν ξυλογλύπτες σε όλα τα χωριά της Κρήτης. Στους ορεινούς οικισμούς, μάλιστα, οι περισσότεροι άντρες μάθαιναν από παιδιά να «δουλεύουν» το ξύλο και να φιλοτεχνούν είδη απαραίτητα για το αγροτικό και το ποιμενικό νοικοκυριό. Στους οικισμούς αυτούς η ξυλογλυπτική δεν ήταν επαγγελματική ενασχόληση, αλλά δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου. Οι βοσκοί περνούσαν ατέλειωτες ώρες μοναξιάς στα βουνά. Το ίδιο και οι βουκόλοι, οι αγρότες που απασχολούνταν κατά διαστήματα (τον καιρό που λιγόστευαν οι δουλειές στα χωράφια) με την εκτροφή οικόσιτων ζώων.

62


Ο Γιώργης Πανταγάκης στο εργαστήρι του.

63


ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

Η

μοναξιά των ανθρώπων της υπαίθρου ήταν πάντα γεννήτρα πολιτισμού. Άλλοι πελεκούσαν ξύλα, άλλοι ασκούνταν στην καλαθοπλεκτική, άλλοι κέντριζαν και ημέρευαν άγρια δέντρα, άλλοι ασχολούνταν με τη μουσική. Ο ήχος της λύρας, της ασκομαντούρας και του σφυροχάμπιολου διέκοπτε την αμόλευτη σιωπή που βασίλευε στα βουνά και στις αγριάδες. Όποιον παλιό φτασμένο λυράρη και να ρωτούσες θα σου απαντούσε πως τη λύρα την είχε μάθει «στα όρη». Ατέλειωτες ώρες πάλευαν με τις χορδές και τα δοξάρια. Ακόμη κι αυτοί που δεν είχαν ιδιαίτερες ικανότητες ασκούνταν από νωρίς στην κατεργασία του ξύλου. Στο τέλος μάθαιναν τουλάχιστον τα στοιχειώδη. Γέννημα της ανάγκης ήταν, λοιπόν, η λαϊκή ξυλογλυπτική. Από τη μια η ανάγκη να «γεμίσει» ο χρόνος της μοναξιάς, από την άλλη η προσπάθεια να εξοπλιστεί το σπιτικό με τα «χρειαζούμενα»: σκεύη και εργαλεία που φιλοτεχνούνταν από τους άντρες της κάθε φαμίλιας. Καρέκλες, σκαμνιά, κουτάλες, γαβάθες, τυλιγάδια, σαΐτες υφαντικής... Τα πιο δύσκολα είδη τα έφτιαχναν οι επαγγελματίες. Φημισμένες ήταν οι παλιές ξυλόγλυπτες κασέλες με τα φυτικά σύμβολα, τα λουλούδια και τα κυπαρισσάκια, με τους δικέφαλους αετούς και τις γοργόνες, με τα καραβάκια και τα εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια. Τέτοια εργαστήρια ήταν εγκατεστημένα στις πόλεις και στα κεφαλοχώρια της Κρήτης. Ακόμη και στον ταπεινό λυχνοστάτη φιλοτεχνούσαν πολλές φορές σχέδια, πουλιά και λαγούδια, ή απλά γεωμετρικά σχέδια σε απόλυτη συμμετρία, όπως γινόταν πάντα στη λαϊκή ξυλογλυπτική.

που έχουν πέραση στην αγορά ή προσπαθώντας να εκφράσουν καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Με λίγα λόγια, το πέρασμα από την οικονομία της αυτοκατανάλωσης στην οικονομία της αγοράς επηρέασε καταλυτικά αυτή τη μορφή της τέχνης. Δεν είναι κακό. Ούτε και αντίκειται στις βασικές αρχές της παραδοσιακής χειροτεχνίας. Όπως αλλάζουν οι κοινωνίες έτσι αλλάζουν και οι ανάγκες των ανθρώπων. Τα πάντα εξελίσσονται. Ακόμη και η παράδοση. Αυτό που μας στεναχωρεί μόνο είναι η απώλεια της λαϊκής εμπειρίας, δηλαδή της γνώσης που σφυρηλατήθηκε μέσα στους αιώνες και μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά, όπως μεταδίδεται πάντα ο προφορικός πολιτισμός. Οι παλιοί ξυλογλύπτες ήξεραν πώς θα κόψουν το ξύλο, ποια εποχή θα το κόψουν για να μη «λαθρακιάσει», ήξεραν να διαλέγουν ξύλα διαφορετικά για κάθε είδος. Τα φυλλοβόλα τα έκοβαν τον χειμώνα, την καρυδιά την άφηναν για πολλούς μήνες, ακόμη και χρόνια, μέσα στο νερό πριν την χρησιμοποιήσουν στα μαραγκούδικα.

Η τέχνη του Πανταγάκη Το Γιώργη τον Πανταγάκη τον συνάντησα σε ένα ωραίο μικρό χωριό της Κρήτης, τους Κασάνους, της άλλοτε κραταιάς επαρχίας Πεδιάδος. Είναι το χωριό που φημίζεται για τα υπέροχα κρεμμύδια του· όλοι οι κάτοικοι επιδίδονται με επιτυχία στην καλλιέργεια μιας τοπικής ποικιλίας κρεμμυδιού και νιώθουν περήφανοι γι' αυτό. Πιστεύουν ότι κανένα ομοειδές προϊόν δεν μπορεί να ανταγωνιστεί το δικό τους. Αιτία, η ποικιλία, το μικροκλίμα, αλλά και η καλλιεργητική εμπειρία τους. Και δεν το πιστεύουν μόνον αυτοί. Οι ντόπιοι καταναλωτές που το προτιμούν έχουν μάλλον την ίδια άποψη. Με τα χρόνια οι κρεμμυδάδες των Κασάνων κατέ-

Το παλιό και το καινούργιο Σήμερα το είδος του λαϊκού ξυλογλύπτη σπανίζει. Δεν είναι πολλοί εκείνοι που με απλά εργαλεία, ένα μαχαίρι (πάντα ακονισμένο καλά), έναν «ξυλοφά», κάποιο επαγγελματικό ή αυτοσχέδιο σκαρπέλο, συνεχίζουν να φιλοτεχνούν εργαλεία και οικιακά σκεύη. Οι νεότεροι έχουν ξεφύγει από τις βασικές αρχές της λαϊκής τέχνης. Συνήθως δουλεύουν επαγγελματικά κατασκευάζοντας είδη

64

Τα πάντα εξελίσσονται. Ακόμη και η παράδοση. Αυτό που μας στεναχωρεί μόνο είναι η απώλεια της λαϊκής εμπειρίας...

◗◗

κτησαν μιαν αξιοζήλευτη φήμη που θα την παρομοίαζε κανείς με το σύγχρονο «μπραντ νέιμ». Κρεμμύδια καλλιεργεί και ο Πανταγάκης, μαζί με τα αμπέλια και τα λιόφυτά του. Αρμαθιές κρέμονται τα σπορικά (κοκκάρι) στην αποθήκη, δίπλα στο εργαστήρι του. Χρυσοχέρης άνθρωπος ο ξυλογλύπτης των Κασάνων. Ό,τι δουν τα μάτια, το φτιάχνουν τα χέρια του. Από σκαλιστής του ξύλου μέχρι μάστορας της πέτρας. Και πολυτεχνίτης. Σκαρφίζεται ο ίδιος μηχανισμούς, φτιάχνει εργαλεία με ξύλο και μέταλλο, ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον τις ανάγκες της δουλειάς του. Μπήκαμε μαζί στο εργαστήρι του, υπόγειο από τη μια μεριά, ισόγειο από την άλλη, λόγω της κλίσης του εδάφους, και βρεθήκαμε ανάμεσα σε αμέτρητες «κατσούνες», σε μικρά χρηστικά είδη, σε απλά ξυλόγλυπτα και σε μουσικά όργανα. Όλα τα φτιάχνει ο ίδιος! Ένας κομμένος κορμός δέντρου είναι ο «πάγκος εργασίας» του. Εκεί δουλεύει το ξύλο. Κάθισα δίπλα του και τον παρακολουθούσα καθώς φιλοτεχνούσε τα έργα του. Δεν έχει περίσσια εργαλεία. Ίσως και να μην τα χρειάζεται. Όταν περισσεύει το μεράκι, δεν χρειάζεται κανείς πολλά για να καταφέρει να δώσει πνοή στα άψυχα. Την τέχνη την έμαθε κι εκείνος από παιδί. Έμαθε να τιθασεύει το ξύλο και να «διαβάζει» τα νερά του. Παίρνει έναν άμορφο όγκο και, πελεκώντας από δω κι από κει, του δίνει σχήμα και μορφή. Κι αφού το πελεκήσει και του δώσει κάποιο σχήμα (συνήθως γεωμετρικό, παραλληλεπίπεδο) σχεδιάζει πάνω του τη φόρμα. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο στάδιο της δουλειάς. Αφαιρεί το ξύλο προσεκτικά και σιγά-σιγά αρχίζει να φαίνεται το τελικό σχέδιο. Ας πούμε, το καυκάλι μιας λύρας. Με λίγα λόγια, ο Πανταγάκης, όπως όλοι οι γνήσιοι λαϊκοί τεχνίτες, ξέρει να σέβεται την πρώτη ύλη. Και να χρησιμοποιεί άλλο ξύλο για κάθε είδος. Για τις κατσούνες οι λαϊκοί ξυλογλύπτες προτιμούν το πρινόξυλο. Για τα εργαλεία της υφάντρας το σφένταμο και τη σφάκα (πικροδάφνη). Με σφάκα γίνονταν οι σαΐτες, που συνήθως τις καλοπλούμιζαν οι νεαροί και τις έκαναν δώρο στις κοπελιές τους. Με σφάκα γίνονταν συνήθως τα τυλιγάδια και οι ρόκες (απλές διχαλωτές ή


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

Φιλοτεχνώντας μια λύρα με απλά εργαλεία.

65


ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

φουσκόροκες). Συμπτωματικά έφτιαξε την πρώτη του λύρα. Είδε τον γείτονα να κόβει μια μουριά, λυπήθηκε το ξύλο, δεν ήθελε να δει τον κορμό του δέντρου να γίνεται καυσόξυλα. Διάλεξε το πιο καλό κομμάτι κι άρχισε να το πελεκά. Δούλεψε για μήνες. Αλλά το αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Ο ήχος της λύρας ήταν υπέροχος! Τον παρακολούθησα καθώς τέλειωνε μια λύρα. Μια από τις πολλές που έχει φτιάξει. Αν και δεν δηλώνει οργανοποιός, εν τούτοις φαίνεται να τα καταφέρνει θαυμάσια. «Όλα μπορεί να τα καταφέρει

Κοκκάρι. Οι Κασάνοι φημίζονται για τα εξαιρετικά κρεμμύδια τους!

ο άνθρωπος άμα θέλει», λέει σεμνά... Ο Πανταγάκης δεν ανήκει στην κατηγορία των επαγγελματιών. Δεν εμπορεύεται την τέχνη του. Αν και η εμπειρία του στο σκάλισμα του ξύλου θα μπορούσε να τον είχε οδηγήσει στον επαγγελματισμό, εκείνος παρέμεινε στο χωριό του, έφτιαξε λύρες και λαούτα επειδή του αρέσει και το σκάλισμα, όπως του αρέσει και η αυθεντική κρητική μουσική· φιλοτέχνησε απλά σχέδια με συμβολικά χαρακτηριστικά σε πολλά χρηστικά αντικείμενα και ασχολήθηκε με τις παραδοσιακές «κατσούνες» της Κρήτης.

Η αστική ξυλογλυπτική

M

ιλώντας για ξυλογλυπτική στην Κρήτη θα πρέπει να ξεχωρίσομε την αγροτοποιμενική μορφή της από την αστική ή επαγγελματική, αυτήν που ήκμασε (και πιθανώς ακμάζει ακόμη σε μερικές περιπτώσεις) κυρίως στα αστικά κέντρα. Ήταν συνήθως πολυπρόσωπα εργαστήρια, εγκατεστημένα σε συγκεκριμένους χώρους. Ανάμεσα στις δυο αυτές μορφές θα μπορούσε να κατατάξει κανείς τους περιοδεύοντες ξυλογλύπτες, αυτούς που είχαν εξειδικευτεί σε κάποιο αντικείμενο και εξασκούσαν την τέχνη τους έναντι αμοιβής. Γύρναγαν παλιότερα από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη, φιλοξενούνταν προσωρινά σε φιλικά σπίτια, παρέμεναν εκεί όσο είχαν παραγγελίες και στη συνέχεια αναχωρούσαν αναζητώντας εργασία σε κοντινούς οικισμούς. Όπως ακριβώς έκαναν και οι ψαθοπλέκτες, αυτοί που αποτέλειωναν ή επισκεύαζαν τις καρέκλες. Κατά τη δεκαετία του 1960 εμφανίζονταν στα χωριά και επαγγελματίες καλαθάδες, συνήθως τσιγγάνοι, που ανελάμβαναν το σύνολο της εργασίας και την ξυλουργική και την ψαθοπλεκτική. Τα έργα τους, όμως, ήταν απλά, χωρίς εγχάρακτες ή ανάγλυφες διακοσμήσεις. Κατά τον παρελθόν υπήρξαν λαμπρά παραδείγματα τεχνιτών που άφησαν πίσω τους σπουδαία έργα. Παράδειγμα οι περίφημοι «νιταδώροι» του Οροπεδίου Λασιθίου που ειδικεύονταν στην κατασκευή ξυλόγλυπτων τέμπλων. Αριστουργήματα έχουν βγει από τα χέρια τους! Τα επαγγελματικά εργαστήρια ήταν εγκατεστημένα σε διάφορα αστικά και ημιαστικά κέντρα. Στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο, στα Χανιά, στο Καστέλι Κισάμου. Οι μαστόροι ειδικεύονταν σε εκκλησιαστικά είδη και σε έπιπλα· καρέκλες, κασέλες, ακόμη και πολύφωνα φιλοτεχνούνταν στο νησί. Τα παλιά μοτίβα εμπλουτίστηκαν με νέα, με μινωικά σύμβολα και με Βενιζέλους! Στο Ηράκλειο υπήρχε, ως τη δεκαετία του 1970, μια σπουδαία ξυλογλυπτική παράδοση, με κορυφαία έκφρασή της τα οργανωμένα εργαστήρια, όπως η Τ.Ε.Ξ. Έτυχε να γνωρίσω μερικούς δεξιοτέχνες του είδους, τον μακαρίτη τον Κουτσαυτάκη από τις Μέλαμπες Ρεθύμνου και τον φίλο Λάμπρο Μπορμπουδάκη από τους Ασκούς Πεδιάδας, από τους τελευταίους μαστόρους του σκαρπέλου. Φιλοτεχνούσαν κυρίως καρέκλες και πολυθρόνες. Αλλά σ' αυτά θα αναφερθούμε μια άλλη φορά.

Πλάτη κρητικής καρέκλας. Έργο Μιχάλη Κουτσαυτάκη.

66


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

Πλάτη ξυλόγλυπτης κρητικής πολυθρόντας. Έργο Λάμπρου Μπορμπουδάκη.

Οι ελιές του Βενέρη

T

ο ξύλο της ελιάς φαίνεται να γράφει τη δική του παράδοση στον κόσμο της λαϊκής ξυλογλυπτικής. Πάντα αποτελούσε πρόκληση για τους τεχνίτες του είδους. Τα μοναδικά νερά του, οι διαφορετικές αποχρώσεις και η ανθεκτικότητά του αποτελούσαν παράγοντες έμπνευσης. Οι παλιότεροι ξυλογλύπτες κατασκεύαζαν κυρίως χρηστικά έργα, καρέκλες, πιάτα, γαβάθες. Οι χτίστες αντικαθιστούσαν με κορμούς ελιάς τα βαριά εσωτερικά πανώθυρα (πελέκια που κάλυπταν από πάνω τα ανοίγματα των θυρών και των παραθύρων). Από τους πιο σημαντικούς συνεχιστές της παράδοσης αυτής είναι ο κ. Κώστας Βενέρης, που έχει καταφέρει να μεταπλάσει τη λαϊκή τέχνη και να δημιουργήσει ιδιότυπα αισθητικά πρότυπα, ευρείας αποδοχής. Η τέχνη του δεν είναι μόνο χρηστική, αλλά επιδίδεται και στην κατασκευή διακοσμητικών ειδών. Πρόκειται για ένα καλό παράδειγμα αξιοποίησης της σύγχρονης τεχνολογίας και της μεγάλης φήμης που έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια η ελιά και τα προϊόντά της.

ΣΗΜ. Με το μικρό αυτό αφιέρωμα δεν φιλοδοξούμε να καλύψομε συνολικά το μέγα θέμα της λαϊκής ξυλογλυπτικής στην Κρήτη. Ασφαλώς η σπουδαία αυτή τέχνη, που έχει επιδείξει θαυμαστά έργα, περιμένει τον μελετητή της... Ξυλόγλυπτη εικόνα του Αγίου Νικολάου με διάκοσμο από σταφύλια και φύλλα αμπέλου. Έργο του Κώστα Βενέρη (σε ξύλο ελιάς).


ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΙΟΣ

Εικόνα της Γέννησης από τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά Ηρακλείου. (Την είχε ζωγραφίσει το 1944 ο Ευάγγελος Μαρκογιαννάκης).


Τα Χριστούγεννα στη νεοελληνική λογοτεχνία Ένα κείμενο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ*

Η

νεοελληνική λογοτεχνία αντικατοπτρίζει και καταγράφει στιγμές και εκφράσεις, κοινωνικές και πολιτιστικές, του νεοελληνικού βίου. Μεγάλο μέρος της αναφέρεται σε εθιμογραφικές εκδηλώσεις του λαού μας και στη σύνδεση του Γένους με την Ορθοδοξία και τη θρησκευτική λατρεία. Οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά, το Πάσχα, υπήρξαν πηγές εμπνεύσεως και δημιουργικής πνοής των λογοτεχνών μας. Κατ' εξοχήν τα Χριστούγεννα, με τη γέννηση του Θεανθρώπου, αποτελούσαν και αποτελούν αφορμή εγρήγορσης και επισήμανσης του γεγονότος ως απαρχή ανανεωτικών προσανατολισμών. Στη σύντομη αναδρομή μας θα παρουσιάσουμε αντιπροσωπευτικά λογοτεχνικά κείμενα που αναφέρονται στα Χριστούγεννα. Και που μας δίνουν τον τρόπο με τον οποίο οι λογοτέχνες μας είδαν το κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός, τόσο στην παγκόσμια και διαχρονική σημασία του, όσο και στην άμεση σχέση του με τα ελληνικά δεδομένα. Φυσικά θα ξεκινήσουμε από τον άγιο των Ελληνικών Γραμμάτων, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Στο διήγημά του Ο Αμερικάνος περιγράφει την επιστροφή στη Σκιάθο ενός ξενιτεμένου Σκιαθίτη, ύστερα από πολλά χρόνια, τόσα που σχεδόν κανένας δεν τον αναγνωρίζει. Στη μικρή «πολίχνη» χρόνια τώρα τον περιμένει, κι ας λείπει τόσον καιρό, κι η αρραβωνιαστικιά του, η Μελαχρώ της θειά Κυρατσώς της Μιχάλαινας, «τιμημένη και μορφούλα, η μόνη κεντήστρα του χωριού που κι αν τη γύρεψαν πολλοί δε θέλησε κανέναν». Ο ξενιτεμένος μαθαίνει στο μαγαζί, «το μικρόν καπηλείον του Δημητρίου Μπερδέ», το γεγονός και σπεύδει να τη συναντήσει, καθώς νυχτώνει. Κι ο Παπαδιαμάντης ολοκληρώνει με τούτα τα λόγια το συγκλονιστικό, για την κοινωνία της Σκιάθου, χριστουγεννιάτικο γεγονός: «Όταν οι γείτονες της θειά Κυρατσώς της Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τα μεσάνυχτα διά να υπάγουν εις την εκκλησίαν, της οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζον θορυβωδώς, πόσον εξεπλάγησαν ιδόντες την οικίαν της πτωχής χήρας, εκεί όπου δεν εδέχοντο τα παιδία να τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα, αλλά τα απέπεμπον με τας φράσεις "δεν έχουμε κανένα" και "τι θα τραγουδήστε από μας;", κατάφωτον, με όλα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά, με τας υέλους απαστραπτούσας, με την θύραν συχνά ανοιγοκλειομένην, με ελαφρώς διερχομένας σκιάς, με χαρμο-

σύνους φωνάς και θορύβους. Τι τρέχει; Τι συμβαίνει: Δεν άργησαν να πληροφορηθώσιν. Όσοι δεν το έμαθαν εις την γειτονιάν, το έμαθαν εις την εκκλησίαν. Και όσοι δεν επήγαν εις την εκκλησίαν, το έμαθαν από τους επανελθόντες οίκαδε την αυγήν, μετά την απόλυσιν της θείας λειτουργίας. »Ο ξενιτευμένος γαμβρός, ο από εικοσαετίας απών, ο από δεκαετίας μη επιστείλας, ο από δεκαετίας μη αφήσας ίχνη, ο μη συναντήσας πού πατριώτην, ο μη ομιλήσας από δεκαπενταετίας ελληνιστί, είχε γυρίσει πολλά μέρη εις τον Νέον Κόσμον, είχεν εργασθεί ως υπερεργολάβος εις μεταλλεία και ως επιστάτης εις φυτείας, κ' επανήλθε με χιλιάδας τινάς ταλλήρων εις τον τόπον της γεννήσεως του, όπου επανεύρεν ηλικιωθείσαν, αλλ' ακμαίαν ακόμη, την πιστήν του μνηστήν. »Εν μόνον είχε μάθει, προ δεκαπέντε ετών, τον θάνατον των γονέων του. Περί της μνηστής του είχε σχεδόν πεποίθησιν ότι θα είχεν επανδρευθή προ πολλού - εν τούτοις διετήρη αμυδρήν τινα ελπίδα. Επροτίμα ν' αγνοή τι έγινεν η μνηστή του, μέχρι της τελευταίας στιγμής, καθ' ην θα απεβιβάζετο εις τον τόπον της γεννήσεώς του και θα προσήρχετο εις ευλαβή επίσκεψιν εις το ερείπιον, όπου ήτον άλλοτε η πατρώα οικία του. »Μετά τρεις ημέρας, την Κυριακήν μετά την Χριστού Γέννησιν, ετελούντο εν πάση χαρά και σεμνότητι οι γάμοι του Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά της Μελαχροινής Μιχαήλ Κουμπουρτζή. »Η θειά Κυρατσώ, μετά τόσα έτη, εφόρεσεν, επ' ολίγας στιγμάς, χρωματιστήν “πολίτικην” μανδήλαν, διά ν' ασπασθή τα στέφανα. Και την παραμονήν του Αγίου Βασιλείου, το εσπέρας, ισταμένη εις τον εξώστην ηκούσθη φωνούσα προς τους διερχομένους ομίλους των παίδων: - Ελάτε, παιδιά, να τραγ'δήστε!». Με τους ξενιτεμένους συνδέεται και το διήγημα του Παπαδιαμάντη Η Σταχομαζώχτρα. Και με τα Χριστούγεννα φυσικά. Πρόκειται για τη θειά Αχτίτσα, που τα δυο παιδιά της, ο Γεώργης και ο Βασίλης, «επνίγησαν βυθισθείσης της βρατσέρας των», ενώ ο τρίτος γιος της, «ο σουρτούκης», εξενιτεύθη και ευρίσκετο, έλεγον, εις την Αμερικήν. Πέτρα έριξε πίσω του. «Η κόρη της απέθανεν εις τον δεύτερον τοκετόν, αφήσασα αυτή τα δύο ορφανά κληρονομίαν. Το πρώτιστον εισόδημά της προήρχετο εκ του σταχομαζώματος». Και να που την παραμονή των Χριστουγέννων το θαύμα γίνεται. Την επισκέπτεται στο

69


ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΙΟΣ

σπίτι της ο παπα - Δημήτρης και της φέρνει γράμμα από τον γιο της, από την Αμερική. Το γράμμα απευθύνεται στον παπά, γιατί δεν γνωρίζει αν οι γονείς του ζουν. Και μέσα υπάρχει συνάλλαγμα που, όπως ο ίδιος γράφει, επιθυμεί να υπογράψη «η αγιοσύνη του και να φροντίσουν να το εξαργυρώσουν ο πατέρας ή η μητέρα, εάν ζουν. Και αν, ό μη γένοιτο, είναι αποθαμένοι», το ποσό να δοθεί σε κάποιον από τ' αδέλφια του, ή ανίψια του, ή φτωχούς. Κι ακόμη, αν οι γονείς του είναι πεθαμένοι, ένα μέρος από τα χρήματα να κρατηθεί για σαρανταλείτουργα. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει, στη συνέχεια, τη χαρά της μάνας καθώς μαθαίνει νέα του σχεδόν χαμένου γιου της και παραλαμβάνει τις δέκα χρυσές αγγλικές λίρες που αντιπροσώπευε το συνάλλαγμα και που προεξοφλεί ο κυρ Μαργαρίτης, «προεξοφλητής, τοκιστής και έμπορος». Και ο Παπαδιαμάντης καταλήγει: «Και ιδού γιατί η πτωχή γραία εφόρει την ημέρα των Χριστουγέννων καινουργή “άδολην” μανδήλαν, τα δε ορφανά είχον καθαρά υποκαμισάκια δια τα ισχνά μέλη των και θερμήν υπόδησιν διά τους παγωμένους πόδας των». Παλιά συνήθεια, κι όχι μονάχα στη Σκιάθο, ήταν να πηγαίνουν οι ιερείς και να λειτουργούν τα Χριστούγεννα σε παλιά ξωκλήσια και για να παίρνει πνοή αναγέννησης ο χώρος και για να δοκιμάζουν τη χαρά της γιορτής οι ξωμάχοι, οι τσοπάνηδες, που βρίσκονταν μακριά από τα χωριά. Τις επισκέψεις αυτές μας περιγράφει ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του Στον Χριστό στο κάστρο: «Ο ναός του Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και όχι πολύ φθαρμένος. Ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού και η καρδία των ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθύρισε μετ' ενδομύχου συγκινήσεως το “εισελεύσομαι εις τον οίκον σου”, κι η θειά το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ'στάνα της την βρεγμένην και εφόρεσεν άλλην στεγνήν, και το γ'νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς είχεν εις αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον εκ

70

Χριστουγεννιάτικη φάτνη από τη Σπηλιά Κισάμου.

στοιβών και χαμοκλάδων, και ήρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπτον επιμελώς τα κανδήλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δύο μανουάλια, και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού, όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα, παράλληλον του μεσημβρινού τοίχου, κλειόμενον υπό σωζομένου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής κι εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον, το σωζόμενον εντός του ιερού βήματος, κι έθεσαν το πύραυνον εν τω μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον λίβανον εις τους άνθρακας. Και «ωσφράνθη Κύριος ο Θεός ευωδίας». »Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην και επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς της αρίστης βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου "Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη", όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους και της Αμώμου Λεχούς, όπου ζωντανοί παρίστανται αι όψεις των Αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στίλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελάλει, φαντάζεταί τις, επί μίαν στιγμήν, ότι ακούει το Δόξα εν υψίστοις Θεώ. »Εν τω μέσω δε κρέμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολύκλαδος πολυέλαιος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τας εικόνας των Προφητών και Αποστόλων, υφ' ον ετελούντο το πάλαι


ΥΠΕΡ

οι σεμνοί γάμοι των χριστιανών ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσίων και Ομολογητών ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν των Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. »'Οταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισήλθον εις τον Ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε αν και ήσαν κατάκοποι, και αν ενύσταζόν τινες αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν τού να ζώσι και τού να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις. Οι αιπόλοι, ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν όπως καπνίζωσι καθήμενοι και ενίοτε όπως εξαπλώνωνται και κλέπτωσιν από κανένα ύπνον, τυλιγμένοι με τες κάπες των παρά το πυρ, είχον ανάψει έξω δύο πυρ-

"...θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους και της Αμώμου Λεχούς, όπου ζωντανοί παρίστανται αι όψεις των Αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων..."

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

σούς, τον ένα έμπροσθεν του ιερού βήματος, τον άλλον προς το βόρειον μέρος. Εντός του ναού η θερμότης ήτο λίαν ευάρεστος, τη βοηθεία των έσωθεν και έξωθεν πυρών. Και είχον σωρεύσει παμπόλλας δέσμας ξηρών ξύλων και κλάδων οι εκεί καταφυγόντες αιπόλοι, με τας ολίγας αίγας και τα ερίφια των, όσα δεν είχον ψηφήσει ακόμη από τον βαρύν χειμώνα του έτους εκείνου, οι τραχείς αιπόλοι, οίτινες είχον σώσει και τους δύο υλοτόμους εκ του αποκλεισμού της χιόνος. Και είτα ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν, και εψάλη η λιτή της μεγαλοπρεπούς εορτής, μεθ'ό ο κυρ-Αλεξανδρής ήρχισε τας αναγνώσεις, και όσοι ήσαν νυστασμένοι απεκοιμήθησαν σιγά εις τα στασίδια των (Α! έμελλον άρα του Προφητάνακτος οι θεσπέσιοι ύμνοι από ψαλμών να καταντήσωσιν ανάγνωσις νυστακτική, και ως ανάγνωσις να παραλείπωνται όλως, ως φορτικόν τι και παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι από την έρρινον και μονότονον απαγγελίαν του κυρ-Αλεξανδρή. Ο αγαθός γέρων ήτο εκ του αμιμήτου εκείνου τύπου των ψαλτών, ων το γένος εξέλιπε δυστυχώς σήμερον. Έψαλλε κακώς μεν, αλλ' ευλαβώς και μετ' αισθήματος. »Αλλ' ότε ο ιερεύς εξελθών έψαλε το “Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός”, τότε αι μορφαί των Αγίων εφάνησαν ως να εφαιδρύνθησαν εις τους τοίχους. “Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ”, και ο κυρ-Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλαιον με τας λαμπάδας όλας ανημμένας. “Άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί”, κι εσείσθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπα-

71


ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΙΟΣ

Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος “Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι”, και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ους, αναγνωρίσαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον. »Και είτα ο ιερεύς επήρε καιρόν, ήρχισε να προσφέρη τω Θεώ θυσίαν αινέσως». Ο άλλος Σκιαθίτης μεγάλος των Γραμμάτων μας επίσης, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, θα γράψει στα 1898 για τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα του παλιού καιρού: «Παραμονή Χριστουγέννων. Σαράντα ημέρας οι άνθρωποι ενήστευον εις το νησάκι. Η καλύβη η χρησιμεύουσα ως κρεοπωλείον είχε καταληφθεί υπό τινος ναυπηγού, όστις υπ' αυτήν εσκάρωσε πλοιάριον. Την παραμονήν το έρριψεν εις την θάλασσαν μ' ευχάς κ' ευλογίας, και ο κρεοπώλης κατέλαβε πάλιν την καλύβην, ακολουθούμενος από χοίρους, τράγους και αμνούς· όλα προς σφαγήν διά τα Χριστούγεννα. »Οι εύμορφες οι νησιώτισσες πλένουν, ασπρίζουν, τακτοποιούν, σαρώνουν τους οικίσκους. Οι ψαροπούλες έρχονται η μια κοντά στην άλλην. Αράζουν. Ησυχάζουν. Θ' αναπαυθούν. Οι χωρικοί, χαρούμενοι, εμβαίνουν εις την κώμην, να ξεκουρασθούν, να ξυρισθούν, να λουσθούν. Οι ψαράδες άπλωσαν τα δίκτυα των να στεγνώσουν και οι γεωργοί έστησαν τα άροτρα, προ της αυλείου, ως τρόπαια χαρμόσυνα της εργασίας... Όλοι συνάζοντ' ενωρίς. Ενωρίς θα κοιμηθούν, διότι ενωρίς -όρθρου βαθέως- θα μεταβώσιν εις τον ναόν να εκκλησιασθώσι, να εορτάσουν, να μεταλάβουν. »Εις τον πρώτον ακουσθέντα του κώδωνος ήχον όλοι οι κάτοικοι, καθαροί, ειρηνικοί, φαιδροί, εσυνάχθησαν εις την εκκλησίαν. Τι τάξις! Τι ευπρέπεια! Τι κοσμιότης! »Αι γυναίκες επάνω εις τον γυναικωνίτην, χρυσοστόλισται, λάμπουσαι, όπισθεν από τα δρύφακτα ως χρυσές τρέμουζες, αναδίδουσαι διακεκομμένας λαμπηδόνας, εν γραμμή μακρά, την νύκτα με την πανσέληνον, το διασχιζόμενον υπό ταχείας λέμβου κύμα, εν ηρεμιαίω πόντω. Οι άνδρες με τα καλύτερά των ενδύματα, τιμώντες την ημέρα· ζώναι χρυσαί, ζώναι

72

Η Γέννηση (Δομήνικος Θεοτοκόπουλος)

μεταξωταί, κεντητά γελέκια, κατάλευκοι χιτώνες, μεταξωτά μανδήλια, τσόχινα επανωφόρια. Τα παιδιά στολισμένα σεμνά, αθώα, ήσυχα. Τα φώτα τα εκλάμποντα εν μαρμαρυγαίς θαμβωτικαίς, ο καπνός του θυμιάματος, η ευωδία η άρρητος, η γλυκύτης της τελετής, η μεγαλειότης του συνόλου εν γένει, αι κατάφορτοι εκ των αφιερωμάτων πανάρχαιοι εικόνες, εκείνος ο Παντοκράτωρ του Πανσελήνου ο υπερθαύμαστος, προσέδιδον εις την εορτήν μυστηριώδη γοητείαν».

Ο Αντρέας Καρκαβίτσας, στο διήγημά του Θείον Όραμα, περιγράφει τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα σ' ένα καράβι που βρίσκεται στο πέλαγο, την ώρα που κάθε ναύτης του σκέφτεται Χριστούγεννα στον τόπο του και στο σπίτι του. Έτσι θα βάλει έναν απ' αυτούς, τον Κώστα τον Αξιώτη, να συλλογιστεί: «Αχ, το σπίτι μου! Άρχισα το παράπονο και κοντεύω να δακρύσω σαν άπραγο παιδί. Μα δε φταίω εγώ. Φταίει αυτή η νύχτα (η χριστουγεννιάτικη). Φταίει το αποψινό αποσπέρισμα, τ' αστέρι το λαμπρό που έτρεμε βασιλεύοντας πίσω από τα χιονισμένα βουνά και τάραξε το είναι μου. Μ' έφερε στα παιδιάτικα χρόνια μου, πριν αφήσουν τη στεριά και πριν ταξιδέψουν στη θάλασσα. Καθόμαστε όλοι στο παραγώνι, διπλοπόδι στα μάλ-


ΥΠΕΡ

λινα στρωσίδια, ντυμένοι με τα ζεστά φορεματάκια μας που τα έραψε της μάνας μας η φροντίδα και της αδελφής μας, της Ομορφούλας, τα πιδέξια χέρια. Ο πατέρας μου, θεριακωμένος και νιοφάνταχτος γέροντας, καθότανε στις προσκεφαλάδες ψηλά και ρουφούσε απολαυστικά το τσιμπούκι του». «Ήταν ευτυχισμένα τα χρόνια εκείνα, τα ειρηνικά», γράφει ο Στέφανος Δάφνης στο διήγημα του Ο ξένος των Χριστουγέννων. «Τα σπίτια μας, πλήρη πάσης αγαθότητος, ευώδιαζαν από τα φρεσκοψημένα χριστόψωμα, αντηχούσαν από κάλαντα και μουσικά όργανα. Θυμούμαι πως το μεσημέρι στο τραπέζι καθίσαμε πιο πολλοί από δώδεκα νομάτοι. Πάνω σε ασπίδα γυαλιστερή, πρόβαλε ο ψητός διάνος, παραγεμισμένος με κάστανα και κουκουνάρια και μπαχαρικά. Ένα μεγάλο χριστόψωμο κόπηκε φέτες. Η μυρουδιά των ψητών κεντούσε τα ρουθούνια. Οι άνθρωποι στις επαρχίες δίνουν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι μια σωστή τελετουργία». Ο Φώτης Κόντογλου, στο διήγημά του Παραμονή Χριστουγέννων μας δίνει σκηνές από την ατμόσφαιρα στο Αϊβαλί, την πατρίδα του, πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «Στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα. Μπαίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίνανε με την πιο μεγάλη χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη κι από τη νοικοκυρά λογιών-λογιών γλυκά... Σαν χτυπούσανε οι καμπάνες στολιζόντανε όλοι, βάζανε τα καλά τους, και πηγαίνανε στην εκκλησιά. Σαν τελείωνε η λειτουργία, γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ' άσπρα τραπεζομάντηλα, κι είχανε απάνω ό,τι βάλει ο νους σου. Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το “Χριστός γεννάται, δοξάσατε”, “Ή Παρθένος σήμερα τον υπερούσιον τίκτει”, “Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον”. Αφού εφραινόντανε απ' όλα, πλαγιάζανε αξέγνοιαστοι, σαν τ' αρνιά που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χριστός, εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Αβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γενήκανε σαν ξερίχια (κοτσάνια θερισμένου σταριού) από τον πολιτισμό! Πάνε τα καλά χρόνια!». Σε άλλο του διήγημα (Χριστούγεννα στη σπηλιά) ο Κόντογλου θα μιλήσει για χριστουγεννιάτικο τραπέζι τσοπάνηδων σε κάποια σπηλιά, λέγοντας: «Ύστερα καθίσανε στο τραπέζι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ' αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ' άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ' άλλα τα πολιτικά που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και μπρούσκο κρασί. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κι η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε». Εικόνες της ελληνικής θρησκευτικής ζωής καταγράφουν ποιητές και πεζογράφοι, αναφερόμενοι στα Χριστούγεννα, που οι πιο πολλοί τα συνδέουν με τα παραδοσιακά μας έθιμα. «Τα έθιμα -έγραφε το 1898 στο διήγημά του Χριστούγεννα στον ύπνο μου ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης- ριζώνουν, βλέπετε, μέσα εις την καρδίαν των ανθρώπων. Και όταν καταργώνται, νεύρον ευαίσθητον ξερριζώνεται βιαίως από μέσα από την καρδίαν, ήτις πονεί και οδυνάται, μεταδίδουσα τον πόνον εις όλον το σώμα. Ο άνθρωπος, όστις δεν έχει το νεύρον τούτο, δεν ανήκει εις έθνος. Ανήκει εις όλα τα έθνη, και εις ουδέν. Νομίζει πως είναι εις τον κόσμον όλον, και δεν είναι πουθενά. Είναι εις τον αέρα όμως. Αεροβατεί. Είναι πολίτης της Νεφελοκοκκυγίας του Αριστοφάνους. Εάν οι τοιούτοι άνθρωποι είναι άχρηστοι διά παν έθνος, είναι περισσότερον διά το Ελληνικόν. Είναι βλαβεροί». Είναι μια λαμπρή επισήμανση του Μωραϊτίδη, εδώ και ενενήντα τόσα χρόνια. Το έθιμο είναι συνδεδεμένο με τη θρησκευτική μας πίστη. Και με τα Χριστούγεννα φυσικά. Ας το κρατάμε ζωντανό μέσα στις θύελλες του καιρού μας. Για να νιώθουμε περισσότερο Έλληνες, περισσότερο Ορθόδοξοι. Για να νιώθουμε βαθύτερα τη λυτρωτική χαρά των Χριστουγέννων και το ανανεωτικό μήνυμα τους.

* Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο αξέχαστος φίλος συγγραφέας και σημαντικός λαογράφος Δημήτρης Σταμέλος είχε γράψει μια συνοπτική, αλλά περιεκτική εργασία για τα Χριστούγεννα στην ελληνική λογοτεχνία. Την εποχή αυτή ετοίμαζε την τελευταία μελέτη της ζωής του, τον Ανδρέα Μιαούλη, και τα άρθρα αυτής της εποχής γράφονταν στα περιθώρια της σοβαρής ερευνητικής εργασίας του. Το βρήκα σε φωτοτυπία όταν ξεφύλλισα ξανά (μετά από χρόνια) τον Ανδρέα Μιαούλη. Μου την είχε στείλει ο ίδιος... X Ν.Ψ.

"Τα σπίτια μας, πλήρη πάσης αγαθότητος, ευώδιαζαν από τα φρεσκοψημένα χριστόψωμα, αντηχούσαν από κάλαντα και μουσικά όργανα..."

73


ΑΡΘΡΟ

Μια από τις πιο διεισδυτικές περιγραφές της κρητικής ιδιαιτερότητας

Κρήτη και παγκοσμιοποίηση “Ζούμε χίλια χρόνια, αλλά δεν το ξέρομε”. Είχε συλλάβει όλο τον πλούτο της ζωής, την ποικιλία και το πλήθος των απειράριθμων εντυπώσεων και εμπειριών... ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ Φωτογραφίες: Νίκος Ψιλάκης

Είναι μια από τις πιο ποιητικές περιγραφές της κρητικής ψυχής! Και των ανθρώπων της Κρήτης. Τη χρωστάμε στον καθηγητή Στυλιανό Αλεξίου, τον λόγιο που, μόλις πριν από μερικές εβδομάδες, πέρασε την Αχερουσία. Την αναδημοσιεύομε από το περιοδικό «Παλίμψηστον» τιμώντας τη μνήμη του. Ο Στυλιανός Αλεξίου ήταν ο τελευταίος των μεγάλων! Πολύπλευρη προσωπικότητα, άνθρωπος με βαθιά μόρφωση, μελέτησε με την ίδια επιτυχία τη μινωική Κρήτη, τη μεσαιωνική εποχή, την ελληνική λογοτεχνία και πολλές άλλες πλευρές της επιστήμης... Έχοντας ζήσει για εννιά «γεμάτες» δεκαετίες, ο Στυλιανός Αλεξίου είχε κρατήσει στη μνήμη και στην ψυχή του την εικόνα ενός πολιτισμού που επιβίωσε για χιλιάδες χρόνια, διατηρώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα. Εικόνες εξαιρετικές από μια Κρήτη που ο αξέχαστος καθηγητής τη γνώρισε πολύ καλά. Όχι μόνο μέσα από την εμπειρία μιας ολόκληρης ζωής, αλλά και μέσα από τη μελέτη του πολιτισμού της. Το κείμενο που δημοσιεύτηκε στο «Παλίμψηστον». Απολαύστε το:

O Στυλιανός Αλεξίου

74


ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

Βόσκισσα από τα Μετόχια του Μεραμπέλου.

T 1

Μάρξ-Ένγκελς, Το κομμουνιστικό μανιφέστο, «Επίκαιρες Εκδόσεις», Αθήνα 1975, σ. 24·

Κρήτης μιαν ιδιομορφία, ακόμη και δείγματα κάποιας τοπικής «φιλοσοφίας». Στον μικρό παραλιακό οικισμό Λέντα, της νότιας Κρήτης, την αρχαία Λεβήνα, ένας άνθρωπος εβδομήντα ετών περίπου, μου είπε το ακόλουθο λαϊκό τετράστιχο που δίνει επιγραμματικά μιαν ενιαία σύλληψη του φυσικού κόσμου και της ανθρώπινης ζωής: Δυο καλά στεκούμενα, δυο συμπορπατούμενα, δυο που δεν ταιριάζουνε, δυο που συνεμοιάζουνε. Είναι η Γη και ο Ουρανός, ο Ήλιος και το Φεγγάρι, το Νερό και η Φωτιά, ο Ύπνος και ο Θάνατος. Επίσης στον Λέντα, στη διάρκεια ανασκαφής των μεγάλων πρωτομινωικών θολωτών τάφων στα 1958-59, ένα απομεσήμερο του Ιουνίου, περπατώντας ανάμεσα στα λίγα σπίτια της παραλίας και τη βρύση με την πέτρινη πρόσοψη, πρόσεξα μιαν ηλικιωμένη γυναίκα που μονολογούσε μέσα σ’ ένα μικρό περβόλι, πλάι στον δρόμο. Σταμάτησα για ν’ ακούσω. Ίσως με είδε, αλλά δεν έδωσε σημασία και εξακολούθησε να μονολογεί. Διηγόταν κάποιο θαύμα του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Κάποτε τον ρώτησαν, έλεγε η γυναίκα, τι είναι μια αμαρτία που τη σκέπτεται κάποιος, αλλά δεν την πραγματοποιεί. Ο Άγιος χτύπησε τα δυο χέρια του και εμφανίστηκε ένα μεγάλο τραπέζι γεμάτο πιατέλες με διάφορα φαγητά, φρούτα, κανάτες και χρυσά ποτήρια με εκλεκτό κρασί. Ξαναχτύπησε τα χέρια και το τραπέζι εξαφανίστηκε! — Αυτή είναι η αμαρτία που δεν έγινε, είπε ο Άγιος. Ποια ήταν

ʌ

ο λεγόμενο «φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης» (Globalisation) έχει ασφαλώς τις καλές του πλευρές: βοηθεί στην επαφή και κατανόηση μεταξύ λαών, οι οποίοι παλαιότερα, στους αιώνες του εθνικισμού και της αποικιοκρατίας, χωρίζονταν με αγεφύρωτα μίση. Υπάρχουν όμως, όπως είναι φυσικό, και αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης. Το κυριότερο είναι αυτό που περιέργως είχαν προφητικά διαισθανθεί ο Marx και ο Engels στο περίφημο Κομμουνιστικό Μανιφέστο (του 1872). Είναι ίσως το μόνο σημείο του Μανιφέστου που εξακολουθεί να ισχύει. Γράφουν ότι, με την επικράτηση της «παγκόσμιας αγοράς, από τις πολλές εθνικές και τοπικές λογοτεχνίες σχηματίζεται μια λογοτεχνία παγκόσμια»1. Μεγάλες εθνικές λογοτεχνίες όπως ήταν η Ιταλική του 1300, η Αγγλική της εποχής Σαίξπηρ, η Γαλλική και Ρωσική του 19oυ και 20ού αιώνα, που εμπνέονταν από τη ζωή των αντίστοιχων λαών (π.χ. στο έργο των Τσέχωφ και Proust), δεν υπάρχουν σήμερα. Κυκλοφορούν όγκοι πεζογραφίας που αναπαράγουν τις ίδιες περίπου τεχνητές επινοήσεις πλοκής. Αλλά και η καθημερινή ζωή είναι ομοιόμορφα τυποποιημένη σε όλο τον κόσμο: όμοιες πολυκατοικίες και αυτοκίνητα, το ίδιο ντύσιμο, τα ίδια έθιμα, τα ίδια τραγούδια, όμοιες τηλεοράσεις, παγκόσμια γλώσσα τα Αγγλικά. Μόνη εξαίρεση, θρησκευτικές τοποθετήσεις που δημιουργούν φανατισμούς. Στην Κρήτη η εξέλιξη προς την παγκοσμιοποίηση παρατηρείται μόνο στις τελευταίες δεκαετίες. Ακόμη και στη δεκαετία του 1950 συναντούσε κανείς στους απλούς ανθρώπους της

75


ΚΡΗΤΙΚΗ ΨΥΧΗ

άραγε η πηγή της αφήγησης; Πώς την έμαθε η γυναίκα; Την είχε διαβάσει η ίδια, της διάβασαν ένα συναξάρι ή την άκουσε από κάποιον ιερέα; Άγνωστο. Στο χωριό Αγία Βαρβάρα Ηρακλείου, είχα ρωτήσει μιαν άλλη γριά Κρητικιά, χήρα: —Τον αγαπούσες τον άντρα σου; — Άντρας μου ήτανε, παιδί μου, απάντησε η γυναίκα. Την ξαναρώτησα: —Και τώρα ποιον αγαπάς; —Τον Μιχάλη, τον Αρχάγγελο! Πρόκειται για τον Αρχάγγελο Μιχαήλ που οδηγεί τις ψυχές όσων πεθαίνουν στον Άλλο Κόσμο. Η γυναίκα εννοούσε ότι περιμένει τον θάνατο. Στο χωριό Κράσι Πεδιάδας (σήμερα Δήμου Χερσονήσου) άκουσα κάποτε τη λέξη θεοφύτευτη, για τη βλάστηση που επιστημονικά λέγεται με τον ψυχρό και ουδέτερο, επιστημονικό όρο αυτοφυής, αγριολούλουδα, θάμνοι, άγριες ελιές, πρίνοι, σκίνοι κτλ. Στο ίδιο χωριό, στη δεκαετία του 1960, η γριά Ελένη ζούσε σ’ ένα μισοχαλασμένο σπίτι, κοντά στον περίφημο μεγάλο πλάτανο. Τη ρώτησα: —Μόνη σου μένεις εδώ; Και μου απάντησε: —Με το Χριστό και την Παναγία! Τα παιδιά στο ίδιο χωριό, το Κράσι, και σε άλλα χωριά, έλεγαν

τη μητέρα τους Μα, με την πανάρχαιη προσφώνηση της θεάς Ρέας στη Μικρά Ασία. Το ξενόφερτο (γαλλικό) μαμά ήταν εντελώς άγνωστο. Περίπου την ίδια εποχή ρώτησα την τροφό μου Καλλιόπη Αρακαδάκη (1890-1966), που ήταν από τη Νεάπολη Μεραμπέλου, τι είναι, στην Εκκλησία, η Μετάληψη. Μου απάντησε: —Μια ξαλάφρωση του σωμάτου. Ήταν εντελώς αγράμματη. Αν και εκκλησιαζόταν, η δογματική πλευρά της χριστιανικής διδασκαλίας της διέφευγε. Ήξερε μόνο στίχους του Ερωτόκριτου, ένα-δυο παραμύθια, λίγες παροιμίες και αινίγματα. ωστόσο, ήταν φορέας ενός προφορικού πολιτισμού αιώνων. Ο ορισμός που έδινε στη θεία κοινωνία βασιζόταν στο συναίσθημα. Ας συγκρίνει κανείς την τότε σκέψη, συμπεριφορά και γλωσσική έκφραση με τα σημερινά ξένα ρητά «ο χρόνος είναι χρήμα», «η παιδεία είναι επένδυση», «διεκδικήστε τον οργασμό σας» κτλ. Μια άλλη, επίσης εισηγμένη (γαλλική) φράση: «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» δεν ίσχυε στην τότε φτωχή Κρήτη, αφού δεν υπήρχαν καθόλου «λογαριασμοί»! Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις αντιλαμβανόταν κανείς, όχι μόνο στα χωριά, αλλά και σε μικρές πόλεις της Κρήτης, μιαν εντιμότητα και μια περίεργη αδιαφορία για το κέρδος. Πώς μπορεί κανείς να φανταστεί σήμερα έναν έμπορο που λέει στον άγνωστο πελάτη για ένα από τα είδη που πουλούσε: —Μην το πάρεις, είναι ακριβό! Ή τον περιπτερούχο που απαντά σ’ έναν επίσης άγνωστο που ζήτησε μιαν εφημερίδα: —Μην την πάρεις, είναι χθεσινή! Η ψυχολογία της παλιάς Κρήτης ήταν δεμένη με το σπίτι, με την οικογένεια. Ένας γιατρός μου διηγήθηκε ότι είχαν κάποτε χάσει στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο Ηρακλείου έναν από τους ασθενείς και έψαχναν να τον βρουν. Υπέθεταν ότι θα είχε λιποθυμήσει ή ίσως πεθάνει, σε κάποιο απόμερο σημείο του κτιρίου. Ξαφνικά τον βλέπουν όρθιο στην είσοδο. Τον ρωτούν: —Πού ήσουν και σε ψάχναμε; —Πήγα στο σπίτι μου, γιατί δεν αισθανόμουν καλά! Χαρακτηριστική περίπτωση αφέλειας, σε μιαν εποχή γενικής εξάρτησης από την Ιατρική, τις κλινικές και τα φάρμακα, αφέλεια όμως που δείχνει ότι το σπίτι ήταν καταφύγιο και παρηγοριά. Το γεύμα όλων την ίδια ώρα, μεσημέρι, βράδυ, έδινε την ευκαιρία επαφής και συζήτησης ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Μ’ αυτό τον τρόπο μάθαιναν τα παιδιά να μιλούν. Η κουβέντα και τα αστεία συνεχίζονταν και μετά το φαγητό, γύρω από το τραπέζι. Δεν σηκώνονταν να φύγουν βιαστικά. Δεν υπήρχε η διάσπαση της τηλεόρασης και του τηλεφώνου, σταθερού και κινητού, ούτε του αυτοκινήτου και της μοτοσυκλέτας, που οδηγούν στη συνεχή και συχνά άσκοπη μετακίνηση, κυρίως των νέων. Πώς να συγκεντρωθούν, να σκεφθούν, να διαβάσουν; Η ψυχική καλλιέργεια συνδεόταν στενά με την Εκκλησία. Αυτό προστάτευε τη ζωή στα χωριά την Κρήτης από βιασμούς, φόνους, διαρρήξεις, κλοπές. Επίσης από τα ναρκωτικά και από τα λεγόμενα την εποχή εκείνη «εγκλήματα τιμής». Εντονότατη και σαφής ήταν η έννοια της αμαρτίας. Ανύπαρκτες και οι τσιμεντένιες πολυκατοικίες που απομόνωσαν τους ανθρώπους και κατάργησαν την παλιά γειτονιά. Υπήρχε επαφή με τη φύση. Από

76


ΥΠΕΡ

ολόκληρο το Ηράκλειο έβλεπες τα βουνά και άκουγες τον ήχο της θάλασσας. Η πόλη από το Μάρτη ως το φθινόπωρο ήταν γεμάτη χιλιάδες χελιδόνια. Ένα στοιχείο φυσιολατρίας παρατηρούσε κανείς στη γυναίκα του χωριού που μαζί με τη μικρή κόρη της μάζευαν συγχρόνως χοχλιούς και αγριολούλουδα. Το παιδί μάθαινε από τη μητέρα τα ονόματά τους. Η διασκέδαση στα χωριά ήταν το πανηγύρι στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές, το κρητικό δημοτικό τραγούδι, η μαντινάδα και ο χορός. Η μετάβαση στον τόπο του πανηγυριού απαιτούσε αρκετή οδοιπορία με τα πόδια ή με ζώα, αλλά ήταν μια από τις χαρές της ζωής. Μεγάλη συλλογική ψυχαγωγία στις πόλεις, συχνά και μορφωτική, έδινε ο κινηματογράφος, ο χειμερινός και ο ανθοστόλιστος θερινός. Μου είχε κάμει εντύπωση κάποτε το πλήθος κόσμου σε μια ταινία για τη ζωή και τη διδασκαλία του Βούδα. Άλλαζαν έργο δυο φορές την εβδομάδα και η προσέλευση και στις δυο ήταν εκδήλωση κοινωνική. Τις μέρες του Πάσχα η θρησκευτική ταινία αποτελούσε κάτι παράλληλο με τις εκκλησιαστικές ακολουθίες των Παθών.

Μορφές ανθρώπων της Κρήτης. Σύμφωνα με τον αείμνηστο Αλεξίου, «ακόμη και στη δεκαετία του 1950 συναντούσε κανείς στους απλούς ανθρώπους της Κρήτης μιαν ιδιομορφία, ακόμη και δείγματα κάποιας τοπικής φιλοσοφίας».

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013

Στις αρχές του 20ού αιώνα, στο σπίτι της οικογένειας του εκδότη Στυλιανού Μιχ. Αλεξίου, στο Ηράκλειο, ζούσε μια ηλικιωμένη υπηρέτρια από χωριό, που την έλεγαν Αγάπη. Είχε πει την ακόλουθη φράση, που την απομνημόνευσε και την ξανάλεγε συχνά η Έλλη Αλεξίου: — Ζούμε χίλια χρόνια, αλλά δεν το ξέρομε! Είχε συλλάβει όλο τον πλούτο της ζωής, την ποικιλία, τη σημασία και το πλήθος των απειράριθμων εντυπώσεων και εμπειριών, που για τους συνηθισμένους ανθρώπους περνούν απαρατήρητες, χωρίς να αφήνουν στην ψυχή τους κανένα ίχνος. Πολλοί δεν έχουν συνειδητοποιήσει ούτε το ότι ζουν. Το θεωρούν αυτονόητο. Θυμούνται μόνο συγκεκριμένα γεγονότα. Ο Γάλλος ποιητής (και όχι μακρόβιος) Baudelaire είχε πει κάτι όμοιο με τη φράση της Κρητικιάς υπηρέτριας του 1900: J'ai plus de souvenirs que si j’avais mille ans. «Έχω περισσότερες αναμνήσεις παρά αν είχα ζήσει χίλια χρόνια!» Είναι ένας στίχος από το ποίημα LXXVI (ή σε άλλες εκδόσεις LXXVIII) στην περίφημη και μοναδική συλλογή του Les Fleurs du Mai που τυπώθηκε στα 1857. Οι ιδιομορφίες της παλιάς ζωής στην Κρήτη και κάποιες πρωτότυπες εκδηλώσεις και εκφράσεις, συχνά «χιουμοριστικές», όπως αυτές που είδαμε, σπανίζουν στις μέρες μας. Όλο και περισσότερο διαδίδεται ο παγκόσμιος μέσος τύπος ανθρώπου, με επαγγελματική απασχόληση και με κάποια μόρφωση, αλλά χωρίς την προσωπικότητα που τον ξεχώριζε από τους άλλους σε παλαιότερες εποχές. X

77



ΥΠΕΡ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2013



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.