Θεατρικός ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
Ο ζητιάνος
Της Ξένιας Ευστρατίου Πολυκάρπου
Εκεί που περπατούσα βιαστικός, τον είδα να κάθεται στη γωνία, αριστερά της κεντρικής Λεωφόρου. Ο κόσμος και τα αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν ασφυχτικά και με μανία. Εκείνος, εκεί. Καθισμένος, ήρεμος, σιωπηλός. Στον κόσμο του. Πότε- πότε γυρνούσε το κεφάλι του αριστερά και πότε δεξιά και συμμαζευόταν ξανά στις σκέψεις του. Στάθηκα για λίγο ακριβώς απέναντι του και παρόλο ότι βιαζόμουν για να προλάβω την τράπεζα ανοικτή, έβρισκα ενδιαφέρον στο θέαμα. Φορούσε ένα γκρίζο, φθαρμένο παντελόνι. Άπλυτο φαινόταν, για χρόνια….. μια πλεχτή ζακέτα στολισμένη με τρύπες κι ένα πλεχτό κασκόλ στο ίδιο χρώμα με το παντελόνι που σίγουρα δεν το συνδύασε σκόπιμα ο ίδιος. Το κρύο έσπαγε κόκαλα αλλά φαίνεται πως του ήταν τελείως αδιάφορο. Δεν έδειχνε να τον ενοχλούσε και κάτι ιδιαίτερα. Σε κάποια στιγμή, έβαλε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του και έβγαλε ένα σάντουιτς. Ήταν τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και σκέφτηκα ότι κάποιος περαστικός θα τον λυπήθηκε. Έμενα να τον παρακολουθώ καθώς το έβαλε στο στόμα του με τόση απόλαυση. Ήταν τόσο συγκεντρωμένος σ’ αυτό , που δεν πρόσεξε καν το μικρό παιδί που πέρασε από κοντά του και του έριξε ένα κέρμα στο κιτρινισμένο μαντήλι που είχε απλωμένο μπροστά του. Άρχισα να μελανιάζω από το κρύο και έτριψα τα χέρια μου μεταξύ τους μπας και ζεσταθώ λίγο.
Δεν ήθελα να εγκαταλείψω τη σκηνή. Ήθελα να μπορούσα να σταθώ εκεί και να δω περισσότερα κι ας με πίεζε ο χρόνος. Αφού μασούλισε το σάντουιτς του, έκανε πέρα την μια άκρη του πλεκτού του και έβγαλε ένα μικρό παγουράκι, σαν αυτό που κρατούν οι στρατιώτες. Το άνοιξε επιμελώς και το έβαλε στο στόμα του. Αφού ξεδίψασε το έβαλε και πάλι, πίσω στο πλεχτό του. Πήρε το περιτύλιγμα του σάντουιτς, το πίεσε μέσα στη χούφτα του και αφού το σμίκρυνε, το έβαλε πίσω, με αργή κίνηση, στην τσέπη του παντελονιού του. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν σταθερά αδιάφορος. Αναρωτήθηκα γιατί τόση αδιαφορία και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει πια σε τέτοιου είδους θεάματα και τα αγνοούσαν με τη δικαιολογία ότι θα μπορούσε να δουλέψει, όπως όλοι οι άλλοι. Αλλά τα εγκατέλειψε όλα για να ζήσει εις βάρος κάποιων άλλων ανθρώπων. Εμάς. Αυτό ακούγεται λίγο βαρύ. Άραγε όμως, έτσι έχουν τα πράγματα; Σκεφτόμουν συνέχεια, μα δεν τον άφησα στιγμή απ’ τα μάτια μου. Κοίταξα το ρολόι μου και είχα μόνο πέντε λεπτά να φθάσω στον προορισμό μου. Ήταν η τελευταία προθεσμία που είχα για να πληρώσω την καθυστερημένη δόση στο δάνειο μου. Με απείλησαν μάλιστα, ότι θα μου στείλουν δικαστικό. Αγχώθηκα πολύ και μάζεψα ότι είχα και δεν είχα από οικονομίες, για να το πληρώσω.
Με το που γύρισα το βλέμμα μου όμως από το ρολόι, ο ζητιάνος έγινε άφαντος. Δεν ήταν εκεί. Έτριψα τα μάτια μου με απορία. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου είχε εγκαταλείψει το στέκι του. Σαν μάγος, ένα πράμα. Ξεκίνησα λοιπόν με γρήγορο βήμα μπας και προλάβω τουλάχιστον την τράπεζα. Ο ταμίας ήταν έτοιμος να κλείσει την κίνηση της ημέρας και μόλις που τον πρόλαβα! Άνοιξα το πορτοφόλι μου και το άδειασα πάνω στον πάγκο. Ότι είχα και δεν είχα. Περίσσεψε ένα ευρώ. Μόνο αυτό είχα για την ώρα και ευχόμουν να μην χρειαστώ τίποτε κατά τη διάρκεια της μέρας γιατί θα τα έβρισκα σκούρα. Τα χέρια μου ήταν τόσο παγωμένα που δυσκολευόμουν να μετρήσω τα χρήματα, αλλά ήμουν σίγουρος ότι είχα ακριβώς το ποσό που χρειαζόταν για τη δόση μου. Χαμογέλασα αμυδρά στην όμορφη ξανθιά ταμία και συνέχισα να τρίβω τα χέρια μου να ζεσταθούν μέχρι να μου δώσει την απόδειξή μου. Εκείνη, πήρε τα χρήματα στα χέρια της και άρχισε να τα μετρά, ένα-ένα. Αφού είδε ότι ήταν όλα εντάξει, τα έβαλε επιμελώς στο ταμείο της και άρχισε να ετοιμάζει την απόδειξη. «ορίστε κύριε, η απόδειξή σας» μου είπε χωρίς ένα χαμόγελο. Τυπική και αυστηρή. Εγώ χαμογέλασα και προχώρησα προς την πόρτα εξόδου. Έξω άρχισε δυνατή βροχή και το κρύο έγινε ακόμα πιο τσουχτερό. Με μεγάλη μου έκπληξη βλέπω τον κύριο ζητιάνο να κάθεται πάνω στο σκαλί, έξω από την τράπεζα. Το ίδιο αδιάφορος και με την ίδια σχετική ηρεμία.
Η βροχή πρόλαβε και τον μούσκεψε, αλλά εκείνος αμέτοχος και αδιάφορος. Θυμήθηκα εκείνο το ευρώ που μου είχε μείνει και δεν δίστασα. Έβαλα το χέρι στην τσέπη, πήρα το τελευταίο μου ευρώ και το έβαλα αθόρυβα στο μουσκεμένο πια, μαντήλι του ζητιάνου. Δεν πρόλαβα να ακούσω αν μου είπε ευχαριστώ γιατί έτρεξα βιαστικός να προλάβω το λεωφορείο που μόλις περνούσε από μπροστά μου. Ευτυχώς είχα μηνιαία κάρτα μεταφοράς. Δεν βρήκα θέση να καθίσω. Κρατήθηκα όμως από το βρόμικο λουρί που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι μου. Γύρισα το βλέμμα προς την τράπεζα και είδα τον ζητιάνο καθώς με κοιτούσε περίεργα. Μου χαμογέλασε, χαμόγελο Τζοκόντας και σήκωσε το χέρι του χαιρετώντας με. Χαμογέλασα κι εγώ και ανταπέδωσα το χαιρετισμό. Σε όλη τη διαδρομή δεν έφυγε από τη σκέψη μου η μορφή του. Στην ίδια μοίρα είμαστε φίλε μου. Ίσως εγώ να είμαι και σε χειρότερη ακόμα. Εσύ ζεις για ένα κομμάτι ψωμί και απολαμβάνεις την ησυχία σου μέσα στη φύση, ελεύθερος και ανενόχλητος. Ενώ εγώ…. Εγώ, έχω κι ένα χρέος στην πλάτη μου και δεν βρίσκω ελεύθερο χρόνο να χαρώ ούτε μια βόλτα στην αυλή μου. Ο Θεός μαζί σου, σκέφτηκα. Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Είναι δική μας επιλογή.