By Shel Silverstein
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά …
η οποία αγαπούσε πολύ ένα αγοράκι.
Και κάθε μέρα το αγόρι πήγαινε
και μάζευε τα φύλλα της
.
them intoστεφάνι crowns καιAndταmake έπλεκε κι and play king of the forest έπαιζε το βασιλιά του δάσους.
Σκαρφάλωνε στον κορμό της
κι έκανε κούνια στα κλαδιά της and swing from her branches
κι έτρωγε μήλα.
and eat apples.
Παίζανε και κρυφτό.
.
Κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της..
Και το αγόρι αγαπούσε την μηλιά…
πάρα πολύ. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα πέρασαν τα χρόνια.
Και το αγόρι μεγάλωσε.
Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.
Thenμια one dayτοthe boy Τότε μέρα αγόρι
came to the tree and the tree said : μηλιά είπε : “Come, Boy, come and «Έλα, up Αγόρι, έλα να climb my trunk σκαρφαλώσεις στον and swing from my branches κορμό μου, να φας μήλα and eat apples and και να παίξεις στον ίσκιο play in my shade μου αποκάτω και να’σαι and be happy.” πήγε στη μηλιά και η
ευτυχισμένο»
«Είμαι “I amμεγάλος too bigπια to για να
climb andκαι play,” σκαρφαλώνω να
said the boy. “I want to buy things «Θέλω ν’ αγοράσω and have fun. πράματα να money. I wantκαι some καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Can you give me someνα money?” Μπορείς μου δώσεις παίζω», είπε το αγόρι.
λεφτά;»
“I’m sorry,” said the tree, «μα δεν έχω λεφτά. Έχω “but I have no money. μοναχά μήλα. I haveφύλλα only και leaves and τα apples. Πάρε μήλα μου, Αγόρι, Take my apples, Boy, και πούλησέ τα στην πόλη. and sell them in the city. Έτσι θα’ χεις λεφτά και Then you will θα’ σαι ευτυχισμένο.» have money and you will be happy.” «Λυπάμαι», είπε η μηλιά,
And so the boy climbed up the tree and gathered her apples μάζεψε τα μήλαthem της και τα πήρε μαζί του. and carried away. Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, Και η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
And the tree was happy . . .
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί… η μηλιά and the treeκαιwas sad.ήταν λυπημένη. Ώσπου μια μέρα, το
And then one day αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά the boy came back and the treeαπ’ shock τρεμούλιασε τη χαρά της κι with είπε: joy and she said, “Come, Boy, climb up «Έλα, Αγόρι, να σκαρφαλώσεις my trunk and swing στον κορμό μου και να κάνεις from my branches κούνια κλαδιά μου και να’ σαι and beστα happy.” ευτυχισμένο.»
“I am busy trees,” σε Δεν έχωtoo καιρό γιαtoναclimb σκαρφαλώνω said the boy.
δέντρα», είπε το αγόρι. «Θέλω ένα
“I want house to keep me warm,” σπίτι πουaνα μου δίνει ζεστασιά», είπε. he said.
«Θέλω μια γυναίκα και παιδιά, και γι'
“I want a wife and I want children, αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς να and so I need a house. μου δώσεις Can you ένα giveσπίτι;» me a house?”
«Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά.
“I have no house,” said the tree. «Σπίτι είναι μα μπορείς “The μου forest is το myδάσος, house, you τα may cut off ναbut κόψεις κλαδιά μουmy και branches να χτίσεις and build a house. ένα σπίτι. Then you will be happy.” Τότε θα’ σαι ευτυχισμένο».
Andέτσι so το theαγόρι boy έκοψε cut offταher branches Και κλαδιά της και τα and μαζί carried πήρε του them για ναaway χτίσειto τοbuild σπίτι his του.house.
Και η μηλιά ήταν ευτυχισμένη. And the tree was happy . . .
But boy stayed away Μα το the αγόρι έκανε πολύ καιρό ναfor ξαναφανεί. Και a long time. ξαναγύρισε, η μηλιά ήταν Andευτυχισμένη when he που came τόσο ούτεback, να μιλήσει καλά-καλά the tree was soδεν happy μπορούσε . hardly speak. she could «Έλα, Αγόρι», ψιθύρισε, “Come, Boy,” she whispered, «έλα να παίξεις».
“come and play.” “I am too old and sad to play,” «Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ said theγια boy. λυπημένος να παίζω», είπε το “I αγόρι. want a«Θέλω boat μια thatβάρκα will π να με πάρει μακριά. Μπορείς Take me far away from here. να μου δώσεις μια βάρκα;» Can you give me a boat?” “Cut down myμου trunk «Κόψε τον κορμό και and φτιάξεmake a boat,” said the tree. μια βάρκα», είπε η μηλιά. Έτσι θαyou μπορέσεις να φύγεις “Than can sail away… μακριά… και να’ σαι ευτυχισμένο.» and be happy.”
Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά.
and made a boat and sailed away.
And the tree was happy . . . but not really
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη... μα όχι πραγματικά.
Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε. «Λυπάμαι, Αγόρι», είπε η μηλιά «μα δε μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω… Δεν έχω μήλα.» «Τα δόντια μου δεν είναι πια μήλα», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κλαδιά», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να κάνεις κούνια…» «Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια» είπε το αγόρι. «Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις…» «Είμαι πολύ κουρασμένος για να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι.
«Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά, «Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι… μα δε μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι...» «Δε θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μόνο ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος.» «Τότε» είπε η μηλιά κι ίσιωσε όσο μπορούσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει για να κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, Αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου.»
Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε.
Και η μηλιά ήταν ευτυχισμένη…!!!
. ..
ΤΕΛΟΣ