ΓΙΏΡΓΟΣ ΤΣΕΡΙΏΝΗΣ
Ο ΕΙΚΑΣΤΙΚΌΣ ΓΙΏΡΓΟΣ ΤΣΕΡΙΏΝΗΣ, παρουσιάζει στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών, την έκθεσή του με
τίτλο “Ευθραυστότητα”, με την υποστήριξη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας. Τα έργα που παρουσιάζονται στην έκθεση, κεραμικά γλυπτά, ψηφιακές εκτυπώσεις και εγκατάστασεις στο χώρο, δημιουργήθηκαν ειδικά για το Αρχαιολογικό Μουσείο (site specific), έτσι ώστε να μπορούν να συνυπάρξουν και να συνομιλήσουν με τα αρχαιολογικά ευρήματα που εκτίθενται εκεί, μιας και τα έργα της “Ευθραυστότητας”, θα εκτίθενται σε όλες τις αίθουσες του Μουσείου, αλλά και ανάμεσα στα εκθέματα. Ο ΓΙΆΝΝΗΣ ΜΠΌΛΗΣ, Ιστορικός της Τέχνης, Επιμελητής ΚΜΣΤ, γράφει για την “Ευθραυστότητα”: Στην
τέχνη του Γιώργου Τσεριώνη οι φανταστικές συλλήψεις με ρεαλιστικό υπόβαθρο, η αποσπασματικότητα και το θραύσμα, η διαδικασία της αποδόμησης, της μετάπλασης και της μεταμόρφωσης, καθώς και οι παράμετροι της μνήμης και του χρόνου, του βιώματος και της ιστορίας διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό και καίριο ρόλο, ενώ η ευαισθησία συμβιώνει με τη σκληρότητα, το παρελθόν με το παρόν, το οικείο με το ανοίκειο, το ιδιωτικό με το δημόσιο, το ατομικό με το συλλογικό, το ανατρεπτικό πνεύμα, το χιούμορ και η ειρωνεία με την αιρετική, κάποιες φορές, διάθεση. Η έννοια της ευθραυστότητας αποτελεί τον νοηματικό άξονα μιας μεγάλης ενότητας της πρόσφατης δουλειάς του. Ως ευθραυστότητα ορίζεται «η ιδιότητα του εύθραυστου» –ορισμός που καλύπτει ένα ευρύ φάσμα: ευθραυστότητα των υλικών και των πραγμάτων, του σώματος, της ψυχής και των συναισθημάτων, της μνήμης, της γνώσης και της επικοινωνίας, των φυσικών νόμων και της γης, των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων, των σχέσεων και των δεσμών σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής... ΟΙ ΣΥΝΘΈΣΕΙΣ ΤΟΥ καταδεικνύουν τον εγκλωβισμό του ανθρώπου σ’ έναν σκληρό και αμφίβολο αγώνα
επιβίωσης με ορατό πάντοτε τον κίνδυνο της κατάρρευσής του σε μια τρομακτική ερημιά, τους διχασμούς, τις δυσλειτουργίες και τις επίφοβες ισορροπίες της ύπαρξης, τα τραυματικά βιώματα και τις αγωνίες της· και, παράλληλα, καταγράφουν τις πολύπλοκες και αντιφατικές όψεις ενός κατακερματισμένου, αλλοπρόσαλλου και αποπροσανατολισμένου κόσμου που έχει απολέσει τις σταθερές και τα σημεία αναφοράς του, εξομολογούνται την ποιητικότητα της ανολοκλήρωτης προσπάθειας, την ηθική του αδιεξόδου, τις στιγμές του λαβώματος και της πτώσης, τις ακυρωμένες επιθυμίες και τις διαψευσμένες προσδοκίες, τις δυστοπικές όψεις του παρόντος, τη διάψευση των ουτοπιών και, ενδεχομένως, την ανάδυση νέων.
Σ
Η Ευθραυστότητα ως δύναμη Αυτογνωσίας
την τέχνη του Γιώργου Τσεριώνη οι φανταστικές συλλήψεις με ρεαλιστικό υπόβαθρο, η αποσπασματικότητα και το θραύσμα, η διαδικασία της αποδόμησης, της μετάπλασης και της μεταμόρφωσης, καθώς και οι παράμετροι της μνήμης και του χρόνου, του βιώματος και της ιστορίας διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό και καίριο ρόλο, ενώ η ευαισθησία συμβιώνει με τη σκληρότητα, το παρελθόν με το παρόν, το οικείο με το ανοίκειο, το ιδιωτικό με το δημόσιο, το ατομικό με το συλλογικό, το ανατρεπτικό πνεύμα, το χιούμορ και η ειρωνεία με την αιρετική, κάποιες φορές, διάθεση. Η έννοια της ευθραυστότητας αποτελεί τον νοηματικό άξονα μιας μεγάλης ενότητας της πρόσφατης δουλειάς του. Ως ευθραυστότητα ορίζεται «η ιδιότητα του εύθραυστου» –ορισμός που καλύπτει ένα ευρύ φάσμα: ευθραυστότητα των υλικών και των πραγμάτων, του σώματος, της ψυχής και των συναισθημάτων, της μνήμης, της γνώσης και της επικοινωνίας, των φυσικών νόμων και της γης, των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων, των σχέσεων και των δεσμών σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής…. Οι συνθέσεις του καταδεικνύουν τον εγκλωβισμό του ανθρώπου σ’ έναν σκληρό και αμφίβολο αγώνα επιβίωσης με ορατό πάντοτε τον κίνδυνο της κατάρρευσής του σε μια τρομακτική ερημιά, τους διχασμούς, τις δυσλειτουργίες και τις επίφοβες ισορροπίες της ύπαρξης, τα τραυματικά βιώματα και τις αγωνίες της· και, παράλληλα, καταγράφουν τις πολύπλοκες και αντιφατικές όψεις ενός κατακερματισμένου, αλλοπρόσαλλου και αποπροσανατολισμένου κόσμου που έχει απολέσει τις σταθερές και τα σημεία αναφοράς του, εξομολογούνται την ποιητικότητα της ανολοκλήρωτης προσπάθειας, την ηθική του αδιεξόδου, τις στιγμές του λαβώματος και της πτώσης, τις ακυρωμένες επιθυμίες και τις διαψευσμένες προσδοκίες, τις δυστοπικές όψεις του παρόντος, τη διάψευση των ουτοπιών και, ενδεχομένως, την ανάδυση νέων. Η χρήση διαφορετικών εκφραστικών μέσων δεν λειτουργεί διασπαστικά αλλά, αντίθετα, συντείνει στη συνολική ενότητα των μεμονωμένων έργων, υποβάλλοντας ένα, προσεκτικά σκηνοθετημένο, εικαστικό περιβάλλον –υποβλητικό και αινιγματικά γοητευτικό–, μια πολλαπλή καλλιτεχνική νοητική σύλληψη και κατασκευή, μια ενιαία και ολοκληρωμένη πρόταση, πρόσφορη και μεστή σε συμβολικές συνδηλώσεις και αναγνώσεις. Οι συνθέσεις του –αντικείμενα, γλυπτά, κεραμικά, σχέδια, αρχειακό υλικό– εντάσσονται στο κέλυφος ενός αρχαιολογικού μουσείου, οργανωμένες με μουσειογραφική αντίληψη. Ο θεατής οδηγείται σε μια μη προκαθορισμένη περιήγηση, επιλέγοντας τις κινήσεις και τις στάσεις του, καλούμενος να αποκωδικοποιήσει τα αναπάντεχα εκθέματα, να βρει τους μυστικούς κώδικες και να αναζητήσει τις μεταξύ τους μυστικές συνδέσεις, τα ενοποιητικά στοιχεία, τις παραπομπές, τις προβολές και τους κοινούς τους τόπους, να τα επεξεργαστεί ως αρχαιολογικά ευρήματα-θραύσματα (σε άμεση γειτνίαση με τα γνήσια κατάλοιπα-θραύσματα),
ως μαρτυρίες βιολογικής, πολιτισμικής και ανθρωπολογικής εξέλιξης, αντιπροσωπευτικά, πολύτιμα ή καθημερινά τεκμήρια του παρελθόντος, και τελικά ως αφηγήσεις σε ενεστώτα χρόνο, οι οποίες ανασυνθέτουν αποτυπώματα και χνάρια, διασώζουν και διαφυλάσσουν σπαράγματα ιστοριών, δράσεων και γεγονότων, ανθρώπινων συμπεριφορών και καταστάσεων. Η ιδέα μιας τέτοιας παρουσίασης –ένα «μουσείο» μέσα στις αίθουσες ενός άλλου μουσείου–, εκλαμβάνεται ως μια ετεροτοπία, ως μια οριακή αναπαράσταση, που πυροδοτεί την αλληγορική διάσταση και διευρύνει εννοιολογικά τη δυναμική της πρότασης. Οι εικόνες, αμφίσημες, αντισυμβατικές και επιδραστικές, εναλλάσσονται διαδεχόμενες η μία την άλλη, συνδιαλέγονται μεταξύ τους, προκαλούν ισχυρές εντυπώσεις, επιβάλλονται με ένταση και μεθοδεύουν οπτικές παγίδες, απευθύνουν και απευθύνονται, αξιώνονται κάτι περισσότερο από το προφανές, θέτουν ερωτήματα και παραμένουν εκκρεμείς επιδιώκοντας την ολοκλήρωσή τους μέσα από τη συμμετοχή, συναντούν τον αποδέκτη τους ενεργοποιώντας τους γνωστικούς μηχανισμούς και την αντιληπτική του ικανότητα, επιζητώντας και επιβάλλοντας τη συναισθηματική εμπλοκή του, προσκαλώντας και προκαλώντας τον να λάβει μέρος σε μια εμπειρία ερμητικά προσωπική και εξ ορισμού συλλογική. Στη σημερινή παράδοξη και δραματική συγκυρία της αστάθειας, της ρευστότητας και της μετάβασης, σε μια περίοδο αναπροσδιορισμού και κρίσης, αμφισβήτησης των ιδεολογιών και των συστημάτων, κοινωνικής αναταραχής, απάνθρωπων πρακτικών, εφιαλτικής αποξένωσης και απειλητικής αβεβαιότητας, η πρόταση του Γιώργου Τσεριώνη προσφέρει εναλλακτικούς τρόπους θέασης, κριτικού αναστοχασμού και θεώρησης της προβληματικής γύρω από τη σύγχρονη συνθήκη, επικεντρώνεται και επενδύει στις αξίες μιας τέχνης που αναφέρεται στη ζωή και στον άνθρωπο, σε θέματα που τον απασχολούν στην καθημερινότητά του και απομονώνουν στιγμές της συνάντησης και της επαφής του με τον «άλλο»· μιας τέχνης που εκπορεύεται από την πραγματικότητα, δηλώνεται όμως μέσα από υπερβατικές προσεγγίσεις, προθέσεις και αναζητήσεις φιλοσοφικού περιεχομένου· μιας τέχνης που εκκινεί και επενδύει στην ευθραυστότητα όχι ως αδυναμία αλλά ως δύναμη δημιουργίας και αυτογνωσίας, συνοχής και ανθρωπισμού, εγείροντας ζητήματα υπαρξιακής και οντολογικής φύσεως. Ίχνη πορείας, διαδρομές στον χώρο και τον χρόνο, απροσδόκητες συζεύξεις: ο δημιουργός μας εισάγει σ’ ένα φανταστικό, όσο και επίκαιρα πραγματικό, μουσείο των «θρυμματισμένων καιρών», επαναδιαπραγματεύεται και προσανατολίζεται στις έννοιες της συνύπαρξης και της ετερότητας, έρχεται να δοκιμάσει τις αντοχές και τους φόβους, τις ανησυχίες και τις αγωνίες μας, να μας προειδοποιήσει, και, ταυτόχρονα, να μας προστατέψει, να μας εμψυχώσει και να μας παρακινήσει σε νέες δομές αλληλεγγύης, διαχείρισης και αντίστασης. Γιάννης Μπόλης, Ιστορικός της τέχνης - Επιμελητής ΚΜΣΤ
Η Εκδίκηση της Ευθραυστότητας ‘There’s a crack in everything.That’s how the light comes in.’ -L.Cohen, Anthem-
Θ
υμάμαι τον θαυμασμό που ένιωσα όταν πρωτοαντίκρισα στο μουσείο της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών ενεπίγραφα όστρακα από τον 5ο π.Χ. αιώνα, που χρησιμοποιήθηκαν για τον εξοστρακισμό πολιτικών ανδρών. Σε ένα από αυτά μπορούσες να διαβάσεις το όνομα του Θεμιστοκλή. Θαυμασμό όχι τόσο γιατί αυτά τα θραύσματα αγγείων είχαν άμεση σχέση με τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος των Αθηνών όσο γιατί συνειδητοποιούσα πώς είχα να κάνω με μια πρώτη μορφή upcycling*, εικοσιέξι αιώνες πριν την εμφάνιση του όρου από τους hipsters: ένα εύθραυστο αντικείμενο, σπασμένο, πεταμένο και φαινομενικά άχρηστο είχε μεταμορφωθεί σε κάτι ουσιαστικό, το μέσο για να ορισθεί η τύχη ενός σπουδαίου άντρα. Επρόκειτο για την εκδίκηση της ευθραυστότητας! Ζώντας σε μια κοινωνία που δεν συγχωρεί την αδυναμία, είμαστε «ρυθμισμένοι» να σκεφτόμαστε πώς καθετί εύθραυστο είναι και άχρηστο. Στόχος είναι ο απόλυτος έλεγχος και όσο μεγαλύτερη είναι η αβεβαιότητα στον κόσμο, τόσο μικρότερη η ανοχή που έχουμε για την ευθραυστότητα στη ζωή μας. Δεν είναι τυχαίο πώς το επίθετο «εύθραυστος-η –ο» χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά ως αρνητικός χαρακτηρισμός και μόνο στην Αισθητική χρησιμοποιείται ο όρος με θετικό πρόσημο: μας τρομάζει μια εύθραυστη οικονομία, οι εύθραυστες σχέσεις ή η εύθραυστη υγεία ενός αγαπημένου προσώπου αλλά μιλάμε με θαυμασμό για ένα εύθραυστο λουλούδι ή ένα εύθραυστο έργο τέχνης. Όλως παραδόξως η ευθραυστότητα αποτελεί πηγή δύναμης για το καλλιτεχνικό δημιούργημα. Τι σημαίνει όμως εύθραυστο στην Τέχνη; Αρχικά το προφανές: Η ευθραυστότητα ως ιδιότητα του υλικού. Το γυαλί, η πορσελάνη, το χαρτί είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Στην περίπτωση αυτή η ευθραυστότητα ταυτίζεται με την ευθρυπτότητα ή την εφήμερη φύση του αντικειμένου, και ακριβώς αυτή η ιδιότητα του υλικού, που αποδεικνύει την δεξιότητα του δημιουργού, το κάνει πολύτιμο και άρα αξιοθαύμαστο. Ταλαντεύεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας χωρίς να «απολογείται» για την ευαισθησία του αφού αυτή δεν οφείλεται σε ελάττωμα αλλά είναι σκόπιμη και του αποδίδει αξία. Έχει ανάγκη της προσοχής μας και ίσως λόγω της ιδιαίτερης φροντίδας που θα τύχει, τελικά αποδειχθεί πιο «ισχυρό» από κάποιο λιγότερο εύθραυστο. Σε μια δεύτερη ανάλυση, πέρα από τα έργα που είναι εύκολο να καταστραφούν, εύθραυστα μπορεί να είναι
*Δημιουργική επαναχρησιμοποίηση / ανακύκλωση ενός αντικειμένου
έργα ως προς τον συμβολισμό τους. Πρόκειται για έργα τέχνης που συνοψίζουν μικροσκοπικά θραύσματα ζωής, απλές στιγμές της καθημερινότητας που αποσπώνται από την ασημαντότητά τους και μεταμορφώνονται σε στιγμές ποίησης: μια χειρονομία, μια εικόνα, μια στιγμή. Αυτή η διακριτική προσέγγιση δημιουργεί μια τέχνη εύθραυστη, σχεδόν αόρατη η οποία όμως πραγματεύεται τα βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα και προκαλεί προβληματισμό σχετικά με την ευαίσθητη ουσία του όντος, την δυσκολία των ανθρώπινων σχέσεων, τις κρίσιμες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, την απώλεια, το θάνατο. Έτσι το επισφαλές γίνεται στιβαρό, το εφήμερο απτό και το υλικό πνευματικό. Τέλος η ευθραυστότητα μπορεί να αφορά τη σχέση του καλλιτέχνη με το έργο και το κοινό του. Η τέχνη πηγάζει από την επιθυμία του δημιουργού να γεφυρώσει την προσωπική του αλήθεια με την πανανθρώπινη αλήθεια και να την μετατρέψει σε μια δημόσια έκφραση με την οποία θα μπορέσει να ταυτιστεί η αλήθεια του κάθε θεατή. Έχει να κάνει δηλαδή με την επικοινωνία και το κλειδί της επικοινωνίας, της επαφής, είναι το να είναι κανείς τρωτός/ ευάλωτος σε συναισθήματα και πάθη, ανοιχτός σε ιδέες και πληροφορίες, προσιτός στον άλλο. Στην περίπτωση αυτή, η ευθραυστότητα αποδεικνύει οξυμένη αντίληψη και αντανακλά μια ευαισθησία απαραίτητη για την καλλιτεχνική δημιουργία καθώς επιτρέπει στον καλλιτέχνη να καινοτομήσει και να δημιουργήσει τη δική του εικαστική γλώσσα. Ταυτόχρονα βοηθά τον θεατή να αποκτήσει ενσυναίσθηση, να αποδεχθεί το διαφορετικό, να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες και να καλλιεργήσει μια αίσθηση κοινωνίας. Στη Φυσική τα μέταλλα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τα εύθραυστα και τα όλκιμα, αυτά δηλαδή που επιδέχονται διάφορους τύπους μορφοποίησης υπό πίεση ή έλξη χωρίς να σπάνε. Επειδή το μεγάλο πλεονέκτημα της Τέχνης έναντι της Επιστήμης είναι πώς στην πρώτη τίποτα δεν είναι απόλυτο, οι δύο αυτές εκ διαμέτρου αντίθετες ιδιότητες καταφέρνουν να συνυπάρξουν στο έργο τέχνης: η ευθραυστότητα (με την μεταφορική πλέον έννοια της λέξης) είναι αυτή που επιτρέπει στον καλλιτέχνη να διερευνήσει πολλαπλές εκφραστικές και φορμαλιστικές δυνατότητες, να “εξελιχθεί” και εν τέλει να οδηγηθεί στο κύριο ζητούμενο της Τέχνης διαχρονικά, στην αυθεντικότητα. Άννα Μυκονιάτη Ιστορικός της τέχνης - επιμελήτρια ΚΜΣΤ
Έ
να μπαλόνι που σκάει, ένα αυγό που ανοίγει για να βγει η ζωή, μια μετέωρη τράπεζα που θα σκάσει για να ζήσει και πάλι αναγεννημένη από εύθραυστες αποφάσεις που κινούνται στην ανοχή μας. Θετικές και αρνητικές πλευρές της ευθραστότητας, αντικειμενικές και υποκειμενικές. Ευθραστότητες με εσωτερικές διεργασίες, με βίαιες εξωτερικές επεμβάσεις, με την παρέμβαση του χρόνου και του καιρού. Αναπόφευκτες και μάταιες στην αποτροπή τους, αναμενόμενες και αιφνίδιες, επιθυμητές κι ανεπιθύμητες. Αθόρυβες κι εκρηκτικές, ανάμεσά μας, κρυφές και φανερές, μέσα μας και έξω. Παντού και πάντοτε, διαχρονικές, σήμερα και στο μέλλον. Περιοδικές και απαράλλαχτα ίδιες, απρόσμενες και μοναδικές στη μικρή μας εμπειρία. Προβλέψιμες. Πηγές της ζωής, της διάλυσης, της φθοράς, του ίδιου του θανάτου. Δημιουργικές και καταστροφικές, μικρές και ασήμαντες ευθραστότητες, απαρατήρητες και ύπουλες. Κύκλοι ατέρμονοι που σχηματίζουν σπείρες, κάνουν τομές στο χρόνο και παρασέρνουν με δίνες. Ευθραστότητες μείχιες, βαθειά στις ψυχές κρυμμένες, γυρεύουν διέξοδο και πνιγμό. Ήρεμες και αργές, που τους αρκεί και το λίγο νερό της βροχής για να ξεχειλίσουν, το λίγο παραπάνω χιόνι για να γίνουν χιονοστοιβάδα. Απέραντες και μικρές, συμποσούνται και πολλαπλασιάζονται, προσβλέποντας στην ευκαιρία να γίνουν φωτιά, που θα κάψει και θα ζεστάνει. Αδιανόητητες για μας, ευχάριστες για τους άλλους και το αντίθετο. Σκληρά και μαλακά υλικά στην αργή ηδονή της φθοράς, στην ανεπαίσθητη παγίδα του χρόνου και του λάθους. Όλα καθορισμένα από τις Μοίρες, στις οποίες και οι θεοί υποτάσσονται. Εύθραυστη και η αποφυγή και η απόδραση ακόμα. Πόσοι την κατάφεραν, πόσοι έζησαν γι’ αυτήν, πόσοι βρήκαν νόημα στο νήμα που έπλεκαν. Η φύση ζει και αγωνιά για το εύθραστο, το αναπάντεχο, το αναπόφευχτο, ποτέ της δεν πάλεψε για να τα αλλάξει, να τα αποφύγει. Υποταγμένη στη μοίρα της ζει και θεριεύει, γίνεται δάσος αδιαπέραστο και μετά πάλι προσμένει την Κόρη. Κι όσο γλυκιά κι αν είναι η προσμονή, ζει μέσα στο θάνατο, από αυτόν θρέφεται κι ελπίζει. Και λένε πως όλα αυτά είναι κύκλος ατελείωτος, γιατί εύθραυστος όπως είναι, απλώνεται, μεγαλώνει και γεμίζει είναι οι πιο σημαντικές στιγμές μας, για μας και για τους άλλους. Άπιαστο αυτό το παράλληλο σύμπαν των ανθρώπων, το σύμπαν των ψυχών και των σωμάτων, των άφθαρτων και των φθαρτών. Ζούμε για να είμαστε εύθραυστοι στην ύλη μας και την ψυχή μας, πιο εύθραυστη, τη θέλουμε και την πιστεύουμε αθάνατη. Ίσως, γιατί την ευθραστότητα αγαπάμε και ας μην το ξέρουμε. Πόσο εύθραυστα είναι η λήθη και η αλήθεια! Γιάννης Μόσχος, Επιμελητής Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών
Α
Η Ευθραυστότητα του καλλιτέχνη
ν μπορεί κανείς, με όπλο τη φαντασία του, να αντιληφθεί την ψυχή του ανθρώπου σαν ένα σύνολο από αμέτρητα, αδιόρατα κομμάτια ύλης, που προσπαθούν να ισορροπούν διαρκώς μέσα στον πολυσύνθετο ρου της ζωής, τότε, για την ψυχή του καλλιτέχνη, το σύνολο αυτό, σαν τους αμέτρητους κόκκους της άμμου, ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει από κατάρρευση, σκόρπισμα και καταστροφή. Δεν είναι το σώμα που ορίζει τη φύση του καλλιτέχνη. Δεν είναι το σκληρό μέρος, η ικανότητα και η δεξιοτεχνία. Δεν είναι το χέρι, το πόδι, η γλώσσα ή η φωνητική χορδή. Είναι κάτι πολύ περισσότερο και βαθύ αυτό που τον κινεί να «παραφέρεται», να «παραλογίζεται» και να «ακροβατεί» διαρκώς. Ούτε η τέχνη είναι μια προσωπική υπόθεση του εκάστοτε δημιουργού. Υποκινείται και αυτός από μια αρχέγονη τάση του ανθρώπου ως σκεπτόμενου όντος να παρατηρεί, να αναγνωρίζει, να ερμηνεύει, να επικοινωνεί και να εκφράζεται διαρκώς. Μια παμπάλαια, κοσμική θα έλεγε κανείς, μανία του ανθρώπινου γένους να ανιχνεύει τη ζωή πέρα από την ύλη, πέρα από το προφανές, πέρα από το γνώριμο και το ανεκτό. Να ενδιαφέρεται από την πρώτη κιόλας χαραγματιά του στα σπήλαια της Αλταμίρα, για την αποτύπωση της σκέψης του αλλά και τη σχέση του με την αθανασία. Θέλει να υπάρχει και μάλιστα με αξία και δύναμη. Ο καλλιτέχνης αναμετράται με τον εαυτό του και με την κοινωνία συνεχώς. Η βαθιά του ανάγκη να είναι αληθινός και ταυτόχρονα καινοτόμος, η φιλοδοξία του να αλλάζει και να μετακινεί τα υπάρχοντα ζητήματα στην τέχνη (του) είναι τα βασικά στοιχεία μιας διαρκούς πάλης με το είναι του. Η μάχη αυτή συντελείται με την κατάθεση όλων όσα τοποθετεί μέσα στο έργο του. Μια κατάθεση που την χαρακτηρίζει η εμβάθυνση, η ευλάβεια και η προσοχή προκειμένου να επικοινωνήσει, να γίνει κατανοητός και φυσικά να γίνει αποδεκτός. Απέναντί του μια σειρά από αισθητήρια όργανα που ορίζουν τη σκέψη
και το πνεύμα ενός πολυποίκιλου κοινού και στα οποία ο καλλιτέχνης επιδιώκει να εισβάλει, επιχειρώντας μια δημιουργική συνομιλία. Μια συνομιλία, όμως, που δεν την ορίζει μετά την απομάκρυνση από το «έργο», μια συνομιλία που αρχίζει με το τέλος της «πινελιάς» του και δεν τελειώνει ποτέ ούτε και έχει σαφή χαρακτηριστικά. Αν ο ζωγράφος δουλεύει για το αποτέλεσμα στον καμβά, ο συγγραφέας για τη συγκρότηση του λόγου του, ο μουσικός για την αρμονία των συνθέσεών του ή ο ηθοποιός για την έκθεσή του πάνω στη σκηνή, την ίδια στιγμή, σαν καλλιτέχνης, στέκεται με ευθραυστότητα στη ματαίωσή του, στην ακύρωση ή την αποπομπή του. Όχι τόσο για την επίκριση του θεατή του ή την αρνητική κριτική των περιοδικών, όσο για τη δική του ανικανοποίητη πείνα για κάτι μεγάλο και ιδεώδες, για κάτι σημαντικό και υψηλό. Για τη δική του ανάγκη να υπάρχει σαν ένα ον που δεν έζησε μάταια και άσκοπα, σαν ένα ον που έχει λόγο πάνω στη Γη. Σαν μια μονάδα, που επιθυμεί να υψωθεί όσο περισσότερο μπορεί προς το ιδεώδες. Απέναντι σε όλα αυτά ορθώνεται σαν γίγαντας η αβεβαιότητα, η αγωνία, η ανασφάλεια και η θλίψη, που συναπαρτίζουν την ευθραυστότητα του καλλιτέχνη και κάνουν αυτούς τους άπειρους κόκκους της ψυχής του να τρεμουλιάζουν όπως η άμμος κάτω από τη θύελλα.
Ευτυχώς που υπάρχει και το πείσμα. Κυριάκος Χατζημιχαηλίδης, σκηνοθέτης-παραγωγός
Σ
Η δυναμική της ευθραυστότητας
υχνά τίθεται το ζήτημα για το αν η τέχνη, μέσα από τις διάφορες μορφές και εκφάνσεις της, μπορεί να εκφράσει νέα πράγματα, να ανανεωθεί και να πορευθεί μέσα στο χρόνο με νέους κώδικες και νέο πρόσωπο. Ορισμένοι διατείνονται ότι τα πάντα έχουν ειπωθεί και έχουν γίνει, με αποτέλεσμα ό,τι καινούργιο παρουσιάζεται να είναι απλά μία παραλλαγή τους. Άλλοι επίσης, θεωρούν ότι τίποτα καινούργιο δεν δημιουργείται μέσω τις καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά απλώς αποκαλύπτεται και εμφανίζεται, καθώς κάπου υπήρχε πριν το “ανακαλύψει” ο καλλιτέχνης. Ένα όμως είναι βέβαιο, πως η τέχνη είναι μάρτυρας της εποχής της και ως τέτοιος καλείται να ανιχνεύει και να πραγματεύεται έννοιες, καταστάσεις και προκλήσεις. Η σύγχρονη τέχνη καλείται να ερμηνεύσει έναν κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται, έναν κόσμο όπου κυριαρχεί το εφήμερο και το αναλώσιμο, όπου τη δημιουργία διαδέχεται η φθορά, την ακμή η παρακμή. Στον χώρο των τεχνών, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, υπάρχουν μεγάλες αλλαγές στον τρόπο αντίληψης και έκφρασης ενός κόσμου ο οποίος γίνεται όλο και πιο εύθραυστος λόγω των μεγάλων δοκιμασιών και αλλαγών που έφεραν οι παγκόσμιοι πόλεμοι, η τεχνολογική εξέλιξη και οι μεγάλες κοινωνικές μεταβολές που επέδρασαν σε πολιτισμικό και επικοινωνιακό επίπεδο. Ο πνευματικός δημιουργός καλείται να βιώσει και να ερμηνεύσει τις συνεχείς προκλήσεις της εποχής του και να λειτουργήσει εκφραστικά μέσα σε αυτές και μέσα από αυτές, ώστε αυτή η πολιτισμική ευθραυστότητα που βιώνουμε, να αποτελέσει ερέθισμα και εργαλείο για τη μετατόπιση του ενδιαφέροντός μας από την υλικότητα και τη στιβαρότητα στη νοηματική διάσταση και την αναθεώρηση της σχέσης μας με τον “χρόνο”, και τη θνητότητα, μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου καλλιεργείται η εμμονή της μνημειακότητας και επιβάλλεται η λατρεία του αέναου κάλους και την αιώνιας νεότητας. Μέσα από την δημιουργική και εννοιολογική επεξεργασία της ευθραυστότητας, ο σύγχρονος καλλιτέχνης έρχεται να αναδείξει και να σχολιάσει το φθαρτό και το θνητό του υλικού κόσμου και κατ’ επέκταση την κατάρρευση και την αποδόμηση παγιωμένων θεσμών και αξιών, να βυθιστεί στις “ρωγμές” του κόσμου μας και να αντιμετωπίσει την πραγματική εικόνα της ζωής μέσα από την σπαρακτική ομορφιά της φθοράς και της απώλειας. Η ευθραυστότητα, μέσα από το έργο του δημιουργού, έρχεται να αμφισβητήσει τη συμβατική στέρεα “εικόνα” του κόσμου, επιχειρώντας να την επαναπροσδιορίσει αναιρώντας, αποδομώντας και μεταπλάθοντάς την σε κάτι νέο το οποίο και αυτό με τη σειρά του όντας εύθραυστο να περιέχει τη δυναμική της ανανέωσης. Ξενοφών Αργ. Παπαευθυμίου, συντηρητής έργων τέχνης – μουσειολόγος
Οι στιγμές που θυμόμαστε;
Μ
νήμη, αναμνήσεις, θύμησες. Μικρές ψηφίδες ζωής, στοιβαγμένες μέσα στον λαβύρινθο του ανθρώπινου εγκεφάλου. Οσμές, αγγίγματα, εικόνες, μουσικές, ήχοι, φωνές, χρώματα. Ένα χαμόγελο, ένα σώμα, τα μάτια του. Οι στιγμές που γέλασες, οι στιγμές που δάκρυσες, οι στιγμές που πέρασαν και πλέον ζουν μέσα σου. Στιγμές, αποκόμματα ζωής, που συνθέτουν το παρελθόν. Είμαστε όσα έχουμε κάνει, όσα έχουμε νιώσει, όσα έχουμε δώσει και δεχθεί. Είμαστε οι αγκαλιές, τα φιλιά, τα χαμόγελα, οι μέρες και οι νύχτες που έχουμε περάσει μόνοι, με παρέα με κάποιον άλλο. Το μισό μας, το ολόκληρό μας, ένα κομμάτι από εμάς, κάτι έξω από εμάς. «Οι υστερικοί υποφέρουν κυρίως από τις αναμνήσεις» είχε πει ο Σίγκουντ Φρόυντ. Αυτά που βιώσαμε, που μας έπλασαν, αυτούς που συναντήσαμε, όσους έφυγαν, όσους έμειναν, όσους απλά πέρασαν. Στιγμές που ζήσαμε. Τις ζήσαμε; Τις δημιουργήσαμε; Ήταν άραγε αποκύημα μιας ανάγκης, της ανασφάλειας, της μη αγάπης, της δυστυχίας, της πιο βαθιάς ημέρας; Πόσο επισφαλής είναι άραγε η μνήμη; Πόσο παράλογο είναι άραγε το γεγονός ότι συχνά θεωρούμε δεδομένη τη δύναμή της και όχι την ευθραυστότητά της; Το μυαλό μας, το κέντρο των αναμνήσεων είναι ένα σημειωματάριο που με στυλό “γράφονται” τα όσα “ζήσαμε”. Τι γίνεται αν λίγο πριν στεγνώσει το μελάνι μουντζουρωθεί; Η προσωπική μας ιστορία και οι ζωές που έχουμε ζήσει, συμπεριλαμβάνονται στη μνήμη και τις αναμνήσεις μας. Τι γίνεται όταν αυτές ξεθωριάζουν, αλλάζουν, μεταβάλλονται; Χάνουμε μαζί τους και ένα κομμάτι του εαυτού μας; Δημιουργούμε ένα νέο; Τον 21ο αιώνα, γνωρίζουμε για τη μνήμη περισσότερα από ποτέ, αλλά την εμπιστευόμαστε όλο και λιγότερο. Η ιδέα της ανάμνησης, αντιλαμβανόμενη ως ο θεμέλιος λίθος της ταυτότητας τον 19ο αιώνα, έχει «επανασχεδιαστεί» ως τα συντρίμμια της χαμένης ταυτότητας, τις εναπομείνασες πέτρες των γερασμένων παλατιών της μνήμης που έχουν πλέον γίνει ερείπια. Από το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, το θέμα έχει εμπνεύσει έντονο ενδιαφέρον σε ιστορικούς, κριτικούς λογοτεχνίας, λαογράφους, κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους, ψυχολόγους και νευροβιολόγους. Αυτό που μαθαίνουμε είναι πως η μνήμη μεταποιείται συχνά και εύκολα, σχεδόν πάντα παραποιείται και ως εκ τούτου είναι αναξιόπιστη οδηγός για τις πραγματικότητες του παρελθόντος. Η ιδέα της μνήμης, της ανάμνησης, ως εκ τούτου, είναι αξιοσημείωτη για την ευθραυστότητά της, ευάλωτη καθώς εξαρτάται όχι μόνο από τις ιδιοτροπίες του μυαλού αλλά και από τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να την μεταβάλλουν ή ακόμα και να την εξαφανίσουν.
Δεν θυμόμαστε μέρες. Θυμόμαστε στιγμές – Cesare Pavese Στην άκρη της εύθραυστης μνήμης βρίσκεται η νοσταλγία, η πιο φευγαλέα από τις πρωτεϊκές μορφές της μνήμης και μια αρχή που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Ένα μείγμα γλυκύτητας και θλίψης, εκφράζει μια λαχτάρα για ένα παρελθόν, συχνά περισσότερο φανταστικό παρά πραγματικό στην εξιδανικευμένη ανάμνησή του. Η νοσταλγία άσκησε μεγάλη γοητεία στα Ρομαντικά συναισθήματα του 19ου αιώνα, συνδεδεμένη όπως ήταν με τη λύπη για το ότι χανόντουσαν τρόποι ζωής οι οποίοι διαβρώθηκαν από την οικονομική και κοινωνική αλλαγή. Η νοσταλγία ήταν η σκιώδης πλευρά της προόδου. Αθωωμένη από τις απογοητεύσεις του 20ού αιώνα, ωστόσο, η ιδέα της προόδου συνάντησε δυσκολίες και η νοσταλγία παρουσιάζεται ως μία ακόμη πιο διάχυτη λαχτάρα για έναν φανταστικό κόσμο που δεν υπήρξε ποτέ. Έτσι επανασχεδιασμένη, η νοσταλγία επικρίνεται ως μία επικίνδυνη παράδοση στην αναρχική ψευδαίσθηση ότι συνεισφέρει στην ευπάθεια της μνήμης για εκμετάλλευση και κατάχρηση. Οι επιστήμονες έχουν απομακρυνθεί από τον ισχυρισμό του Φρόυντ σχετικά με την ακεραιότητα των εικόνων της μνήμης μας. Έρευνες στον τομέα της ψυχολογίας κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, παρουσίασαν τις πολύπλοκες ψυχικές διαδικασίες της ανάμνησης, που περιλαμβάνουν πολύπλοκες συναλλαγές μεταξύ διαφόρων περιοχών του εγκεφάλου. Για τους ψυχολόγους, η ανάμνηση είναι αντιλαμβανόμενη ως μία δυναμική πράξη της αναδιαμόρφωσης των βραχιόνιων μονοπατιών κατά μήκος των οποίων οι νευρώνες «ταξιδεύουν» καθώς ανταποκρίνονται στα αισθητικά ερεθίσματα. Οι εικόνες της μνήμης είναι κωδικοποιημένες σε νευρωνικά δίκτυα, κάποιες σε βραχυπρόθεσμες και μερικές σε μακροπρόθεσμες διαμορφώσεις και έτσι επιστρατεύονται ως συνειδητές μνήμες με πολλαπλούς και συχνά μεταβαλλόμενους τρόπους. Η μνήμη βρίσκεται σε αυτές τις εφήμερες εκφράσεις και οι εικόνες της υπόκεινται συνεχώς σε αναθεώρηση στο πλαίσιο μιας αλληλεπίδρασης καθιερωμένων προτύπων και ευκαιριακών συνθηκών που διέπουν την ανάκλησή τους. Οι αναμνήσεις μπορούν να ξεχαστούν, ωστόσο θα μπορούσαν να ανασυνταχθούν. Θα μπορούσαν να μοιάζουν με φυσαλίδες, τόσο εύθραυστες και πολλές που είναι. Μόλις μία από αυτές «σκάσει» δημιουργείται μία αντίδραση στις άλλες φυσαλίδες που την περιτριγυρίζουν. Και αυτές οι αντιδράσεις μεταφράζονται σε ιστορίες, σε αφηγήσεις. Όλοι μας δημιουργούμε ιστορίες. Οι ζωές μας υπό αυτή την έννοια είναι ιστορίες. Και αυτές οι ιστορίες, αν λάβουμε υπόψιν μας τον Τένεσι Ουίλιαμς ίσως να μην προέρχονται καν από το μυαλό μας. Στον «Γυάλινο Κόσμο» αναφέρει πως η μνήμη περιέχει μεγάλο μέρος ποιητικής αδείας, πως παραλείπει κάποιες λεπτομέρειες ενώ υπερβάλλει για άλλες καθώς η μνήμη εδράζεται κυρίως στην καρδιά... Αλεξάνδρα Παναγοπούλου, δημοσιογράφος
Ε
ίμαστε όλοι εκτεθειμένοι σε μια αδυναμία. Σε μια αδυναμία δεσμού, σεξουαλικού, κοινωνικού, πολιτικού. Μια αδυναμία που μας εκ-θέτει στο σύμπτωμα του Άλλου, σε κάτι που δεν μας συντροφεύει και μας εγκαταλείπει στη μοναξιά. Η στέρηση του Άλλου δι-εγείρει την επιθυμία μας, και μας εξαντλεί στην έγερσή της. Μια επιθυμία που διαγράφει τον Άλλον, εν-τοπίζοντάς τον στην έλλειψή μου, στην τοπική της ατοπίας του, στο α-τόπημα, εν τέλει, της απόλαυσής του. Η έλλειψή μου είναι και η έκλειψη του Άλλου, το αναπάντητο των αιτημάτων μου και το ασίγαστο των απευθύνσεών μου. Ένα ασύμπτωτο που διαθέτει και το παράδοξο ίχνος του Άλλου, τη φασματογραφία του, τη δι-αφάνειά του. Μια διαφάνεια που τον υπαγορεύει σε όλα τα αντικείμενα της επιθυμίας, σε όλες τις δυνατές, και αδύνατες μαζί, ενσαρκώσεις του. Προβολές όλα που εκθέτουν τη δική μου, πάντα, έλλειψη. Ο Άλλος με εκθέτει στην έλλειψή μου και αληθεύει την αδυναμία μου. Με εγγράφει σ’ αυτό που με δοκιμάζει και μ’ αφιερώνει στην μοναξιά. Η έλλειψή μου, κι η διασπορά μου. Ξανά και ξανά. Η μερικότητά της, η ολικότητα του θραύσματός της. Αυτό που (δεν) εντοπίζεται στο σώμα και αποδίδεται στον Άλλον. Η στιγμή της α-ορατότητάς του, όταν αναλαμβάνει την έλλειψή μου, και προσδιορίζεται πάνω μου ως μία πλήρωση του εαυτού. Αφοσιωνόμαστε σ’ αυτή τη φαλλική λειτουργία που μας εντοπίζει ως απώλεια και μας εγγράφει ως πλήρωση. Μια φαντασιακή λειτουργία που φιλοτεχνεί, μέσα στο θύλακα του ευνουχισμένου σημείου, μια αποκαλυψιακή μορφή, το ίχνος μιας συντροφικότητας, που αναλαμβάνει την υπόσχεσή της, στη μοναδικότητα της μερικότητάς της, στο όνομα μιας συνθήκης που ο Lacan θα ονομάσει αντικείμενο μικρό α. Μια θέση αντικειμένου που υπάρχει και δεν υπάρχει, που υπάρχει όσο δεν υπάρχει, αλλά που εγείρει και τη σκηνή της φαντασιακής του σαγήνης. Μια μυστική λειτουργία, με διακριτή εικονοποιία, που αντιτίθεται και πρεσβεύει, που επουλώνει και σταθεροποιεί, και εδραιώνει το δικό της πραγματικό, το πραγματικό ενός συμπτώματος που διαστρέφεται, και γίνεται απόλαυση, μία απόλαυση καθαρή, η ίδια η α-δυνατότητά της. Είμαστε έρμαια της τροπικότητας αυτού του συμπτώματος, ενσαρκώσεων που αναδεικνύουν τον πόνο και την απόλαυση του ως ένα και το αυτό. Η επιθυμία γεννά αυτό: συμπτώματα, εμπλοκές της απόλαυσης, κάποιες φορές και αποκαλυπτικές διασχίσεις στο πεδίο του Άλλου. Αναφερόμαστε σ’ αυτόν και επενδύουμε πάνω του για να του αποσπάσουμε τα θραύσματα της έλλειψής μας, αυτά τα μικρά α που κουμπώνουν πάνω μας και ιχνογραφούν την ταυτότητά μας. Εξαντλούμαστε έτσι μέσα στην υπόσχεση αυτής της θραυσματικής μορφής, στον απεριόριστο ορίζοντά της. Πυρήνες απόλαυσης που γίνονται και πυρήνες θανάτου, καταστροφής του Εγώ, μιας ψυχικής διάρρηξης που συμπτωματοποιεί την επιθυμία μας στο μη είναι του ονόματός της. Η ανωνυμία του Άλλου, διαθέτει τα σημεία του, την κοινοχρησία τους, αλλά και το σύμπτωμα της αλήθειάς του. Γίνεται τότε αυτός ο Άλλος, ο Άλλος της διάψευσης των σημείων μας, που πάνω τους προσδοκούσαμε την πλήρωση
Η μερικότητα του αντικειμένου μας. Ο Άλλος του συμπτώματος και το Άλλο του συμπτώματος. Το αίτημα της επιθυμίας που γίνεται τώρα κι ένα ατόπημα της γλώσσας, μία επένδυση πέραν του Άλλου, κάποιες στιγμές, ακόμη και πέραν αυτού του Άλλου της γλώσσας. Όταν εμμένω στο σύμπτωμά μου, εμμένω στην απόλαυσή μου, μία απόλαυση που με χαρακτηρίζει, και εγγυάται τη διάρκειά μου, αυτό το encore στην ακοινωνησία του Άλλου. Διαβιούμε μέσα σ’ αυτή την εκ-φορά, σκοποθετούμε την επιθυμία μας στην μετουσίωση αυτής της απώλειας. Είμαστε πάντα εν υπνώσει στο σύμπτωμα μας, ανεξαρτήτως τι μας επιφυλάσσει αυτό. Μία ενόρμηση ζωής και θανάτου, που μας παραλύει, κάνοντάς μας υποχείρια μίας ενέργειας που υπερέχει. Εγκαταβιούμε μέσα στο σύμπτωμα, αναγνωρίζοντας τη συνθωματική του διάσταση, και αποκτώντας, μέσα στο χρόνο, τη γνώση του. Δεν το προσβάλλουμε, μετέχουμε μόνο, σ’ αυτό το status της απελπισίας μας και της χαράς. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με την εικόνα μας, θα πει ο JacquesAlain Miller, όταν διαχειριζόμαστε τα σημεία της, απαλύνουμε τις αδυναμίες της, και μεταβολίζουμε το θάνατό της. Είναι η δική μας εικόνα, αυτή η εικόνα του Άλλου, και συμφιλιωνόμαστε μαζί της. Το Πραγματικό καιροφυλακτεί, πάντα, οι διαρρήξεις του, οι από-γοητεύσεις του. Απευθύνομαι. Εξαντλούμαι στο γλωσσικό συμβάν που με χαρακτηρίζει. Μία εκ-δήλωση που με εμπλέκει σε ονοματοδοσίες του ακατονόμαστου και σε ταυτοποιήσεις του αταυτοποίητου. Μία α-ορατότητα, πέραν του οφθαλμού, που με διανοίγει στον ορίζοντα του Άλλου, που γίνεται κι ο μοναδικός ορίζοντας της προσδοκίας μου. Όταν απευθύνομαι στον Άλλον, τον εγγράφω στα κενά της έλλειψής μου, που γίνονται και οι οπές της απόλαυσής του. Κι όταν ο Άλλος με εντοπίζει στις απευθύνσεις μου, με εκτοπίζει και στη διασπορά τους, στις επίμονες εκζητήσεις μου. Γίνομαι έτσι ένας περίγελος του εαυτού, ένας νομάς της επιθυμίας, που αναλαμβάνει όλα τα σχήματα των αιτημάτων της και μάλιστα σε μία αδύνατη ταύτιση μαζί τους, γιατί ομιλώντας - εγώ, αυτό το ομιλών ον του Lacan – δεν αναγνωρίζω σ’ αυτά τα σχήματα κανένα σημείο της οικείας γλώσσας παρά μόνο το αβέβαιο και ανοίκειο πεπρωμένο της. Η επιθυμία μου που εκκινεί τη γλώσσα, κι αποζητά την αναγνώρισή της απ’ τον Άλλον, την παύση της κυκλοφορίας της. Η επιθυμία διασύρει μόνο, διασπείρει και διασαλεύει. Η απόλαυση εντοπίζει, και γι’ αυτό καταβαραθρώνεται, γιατί αυτό που εντοπίζει είναι μια μαύρη τρύπα, η μαύρη τρύπα της επιθυμίας, μια τρύπα που, ως γνωστόν, εκβάλει φαντάσματα μόνο, αδύνατες ομοιώσεις. Οι λέξεις μου. Λέξεις που στρέφονται στον Άλλον και ανακτούνε τη θέρμη τους. Αποσπώνται και συστρέφονται, σε μια παρουσία-απουσία, στην εξεικόνιση ενός ευνουχισμένου σημείου. Μια θέση, αντικειμένου πάλι, που υπερέχει όσο εκλείπει, και καθιστά την επιθυμία και την απόλαυσή μας υποχείρια της εμβέλειάς του. Οι απευθύνσεις μας εκφέρονται στη σκηνή του Άλλου, αλλά και στη δική τους σκηνή. Συμπτωματικές εξάρσεις στη νύχτα της φαντασίωσης, αλλά και εκλάμψεις μιας άλλη φωνής που ανασηκώνει το πέπλο της δοκιμασίας της. Ό,τι στη λακανική θεωρία θα ονομαστεί διάσχιση. Όταν το Πραγματικό απο-καλύπτει το ίχνος του, πίσω απ’ το πέπλο της φαντασίωσης του, εκθέτοντας τα ομιλ-όντα του στη σαγήνη της απορίας, όπου καμία σκέψη και καμία πράξη δεν μπορεί να εντοπίσει ένα σημείο καταφυγής, μια δυνατότητα επικοινωνίας. Γίνονται τότε οι λέξεις μια αντιστροφή της γλώσσας, βουβά διαστήματα, αδύνατες συνδέσεις των σημαινόντων και σημαινομένων της. Το Πραγματικό διαχέεται, και στη διάχυση του αυτή θολώνει τα νερά του, μη καθιστώντας τίποτε ορατό, μόνο το α-δύνατο της μαρτυρίας του, ένα αναπαράστατο και ακατάληπτο όλο που διεγείρει τα σημαίνοντα πέραν των αιτιών τους. Ένα πέραν που κάνει και τον Άλλον να διαφεύγει, να εμμένει στη διαφορά του. Ο Άλλος δεν υποτάσσεται, δεν συνθηκολογεί, είναι. Εγγράφει μόνο διαφορά, παρεξήγηση, και επιθετική αδιαφορία. Δεν εννοιολογείται, δεν τιθασεύεται
γλωσσικά, και γι αυτό δεν γνωρίζεται. Δεν γίνεται αντιληπτός στις απρόβλεπτες και ακαριαίες του αποκαλύψεις. Δεν γνωρίζεται στη θεωρία του, και δεν γνωρίζεται στην πρακτική του γνώση. Ένα συμβάν που δοκιμάζει τον ψυχισμό και τη σκέψη μας. Και εν τούτοις ο τόπος της δεξίωσής του να είναι πάντα αυτό το αδύνατο, γλωσσικό πεδίο. Μια αποκαλυπτική χρήση της γλώσσας, που κάνει την γλώσσα να τραυλίζει, και να χάνει τη συνεκτικότητά της. Μια γλωσσική α-μηχανία που επαναδιαθέτει τη γλώσσα στο καθεστώς μιας νέας εμπειρίας, μιας νέας, κάθε φορά, εμπειρίας. Η γλώσσα απευθυνόμενη στον Άλλον, για την ακρίβεια η γλώσσα του Άλλου, ανήκει στην κατηγορία της νύχτας, της εμπειρίας της νύχτας, παρά στην μηχανική μιας συστηματικής ακολουθίας. Ο Άλλος μ’ αποσυντονίζει και με διαθέτει στη γλώσσα (του), στην απορία και στην ενικότητα των μοναδικών του σημαινόντων. Η τέχνη που εγγράφεται σ’ αυτό το καθεστώς της ετερότητας και της αδύνατης ακοινωνησίας της; Εγγράφεται στον τόπο της δικής της ετερότητας. Εκεί όπου το πράγμα διαφεύγει, εγκαταλείποντας στη θέση του την αδύνατη μαρτυρία του. “Η γλώσσα”, λέει ο Derrida, “είναι ένα τεκμήριο τύφλωσης, και αναπτύσσεται απ’ την περιοχή όπου πλέον δεν βλέπουμε εκείνα για τα οποία μιλάμε”. Το σύμπτωμα της τέχνης είναι η δωρεά λοιπόν αυτής της τύφλωσης, όταν το πράγμα αποτυγχάνει και γίνεται μια γλωσσική παραδρομή, και γι αυτό μία απόλαυση γλωσσική. Η τέχνη κομίζει ανοικειότητα, επιδεινώνει τις διαφορές, το ίχνος του Άλλου. Επενδύει στην διορατικότητα του αντικειμένου (της), στην αυθεντικότητα και ανθεκτικότητα του θραύσματός της, στην οπή που αυτό διανοίγει και εκτρέπει το βλέμμα. Ένα βλέμμα που ναι πέραν του βλέπειν κι ένα αντικείμενο, αυτό το αντικείμενο της τέχνης, που ναι πέραν του βλέπεσθαι. Μια διαθεσιμότητα του νοήματος που από-καλύπτει την έδρα του, μια δια-στροφή – πάντα το βλέμμα είναι ένα βλέπειν διεστραμμένο – που αναγνωρίζει την έλλειψη ως μια ενέδρα της επιθυμίας. Το βλέμμα δεν βλέπει μέσα στην ανοικτότητα του ορίζοντά του, παρά μέσα απ’ το περιοριστικό πλαίσιο της διαφυγής του, απ’ αυτό το πλαίσιο του έργου. Στα έργα του Γιώργου Τσεριώνη η θραυσματικότητα αυτή επενδύει πάνω στο πάθος του αντικειμένου που αληθεύει στη μερικότητά του και αναλίσκεται στη συμβολοποίησή της. Στο έργο του Feats of agility - after Goya, γλυπτά προσωπεία κρέμονται σ’ ένα ομοίωμα δέντρου. Αποκομμένα μέλη που εκθέτουν την απόσπασή τους απ’ τον κορμό της ζωής. Στο Domestic violence, το αστικό σερβίτσιο, υποκρίνεται, με τον πληθωρισμό και την ακεραιότητα των μονάδων του, τη στερεότητα και ανθεκτικότητα της ταξικής του διαφοράς. Ενώ στο Viewer, τα θραύσματα ενός αγάλματος του Λένιν, απ’ τα πρόσφατα επεισόδια στην Ουκρανία, στερεώνουν το φωτογραφικό ίχνος της κατακρήμνισής του, που έγινε και το συμβάν της διασποράς του, στην αναστοχαστική στιγμή της αναμνημόνευσης του. Η θραυσματικότητα-μερικότητα του αντικειμένου εγγεγραμμένη στην ερειπιώδη της μορφή, απαντάται και στα έργα Feats of agility nο 2 και Native land no 5. Εδώ ο Τσεριώνης εκ-θέτει τα ερείπια του Angelus Novus, την αιωνιότητά τους, όπως θα ‘λεγε ο Benjamin. Το ερείπιο ιστορεί τον κόσμο και υποστασιοποιεί την αλήθειά του. Είναι αυτή η δυνητική μορφή των πραγμάτων που τελειούται στη διάρρηξή τους. Αποσπάσματα όλα ενός κόσμου ήδη χαμένου, αλλά και μόλις ανευρεθέντου. Θραύσματα εικόνων. Σιωπές, σιωπές. Αποστόλης Αρτινός, Συγγραφέας
Βιογραφικό Σημείωμα Ο Γιώργος Τσεριώνης γεννήθηκε στην Αθήνα (1967). Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε γραφικές τέχνες στα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών Βακαλό (1988-91) και συνέχισε με σπουδές ζωγραφικής, γλυπτικής και ιστορίας της τέχνης στον Όμιλο Τέχνης και Φιλοσοφίας (1991-95). Είναι ιδρυτικό μέλος της εικαστικής ομάδας Provo Principles (2011-...). Ατομικές εκθέσεις 2016 Feats of agility, Γκαλερί Depo Darm, Αθήνα Fragility,Αρχαιολογικό Μούσειο Πάτρων Art Athina 2016,Γκαλερί Depo Darm 2015 The emphatic and the ecstatic, Γκαλερί Cube,Πάτρα Art Athina 2015,Γκαλερί Depo Darm 2014 Μουσείο Αυτοεκτίμησης, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη 2013 Mature Topography, the ArtWall Project Space, Αθήνα 2012 Οκτώ, Πολιτιστικό Κέντρο «Λεωνίδας Κανελλόπουλος», Ελευσίνα 2011 Οκτώ, Ελληνοαμερικανική Ένωση, Aθήνα Ανάμεσα, Γκαλερί Cube, Πάτρα Native Land, Γκαλερί K-art, Αθήνα 2009 Ανάμεσα, Cheap Art, Αθήνα 2007 Kάνοντας τρύπες στην ευτυχία, Γκαλερί K-art, Αθήνα 2006 διωτική κουλτούρα, Cheap Art, Αθήνα 2005 Everafter, D 624, Αθήνα Beauty Interrupted, Γκαλερί Μillefiori, Αθήνα 2003 Ακραία Καιρικά Φαινόμενα, Κυλινδρόμυλοι Σαραντόπουλου, Πειραιάς 2002 Fade in - Fade out, Γκαλερί Statement, Αθήνα 1999 Γκαλερί Diana, Αθήνα 1997 Γκαλερί Αγκάθι, Αθήνα Ομαδικές εκθέσεις 2015 Μετασχηματισμός, Γκαλερί Depo Darm, επιμέλεια Άρτεμις Ποταμιάνου, Αθήνα Athens Biennale ”Synapsis 2” (σε συνεργασία με την ομάδα Low and Behold) 2014 The symptom project:Α-στοχία, Παλαιό νοσοκομείο Άμφισσας, επιμέλεια Θεόδωρος Ζαφειρόπουλος, Άμφισσα Tradition-Reversal, Collegium Artisticum, (στο πλαίσιο του Winter Festival), επιμέλεια Κατερίνα Κοσκινά, Γιάννης Μπόλης,Σαράγεβο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη 2013 Παράδοση-Ανατροπή, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, επιμέλεια Κατερίνα Κοσκινά, Γιάννης Μπόλης, (κεντρικό πρόγραμμα της 4ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη The Cabinet, (στο πλαίσιο του Remap 4), επιμέλεια Ανδρέας Βούσουρας, Γιώργος Τσεριώνης, Διονύσης Χριστοφιλογιάννης, Αθήνα Lustlands, επιμέλεια Νάντια Αργυροπούλου, Ερμιόνη, Πελοπόννησος Vanitas, Άγιος Ρόκκος, επιμέλεια Γιάννης Μπόλης, Χανιά, Κρήτη White House Biennial, επιμέλεια Νίκος Χαραλαμπίδης, Αθήνα That’s not an image, CAN gallery, Αθήνα Persona non grata, (στο πλαίσιο της Art Athina), Αθήνα Thrills and Chills, (στο πλαίσιο της Art Athina), Αθήνα Μετάβαση, Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, Μεταξουργείο, επιμέλεια Γιάννης Μπόλης, Provo Principles, Αθήνα
2012 Τα Ψηφιακά, Alpha Bank/ Ελληνοαμερικανική Ένωση, (στο πλαίσιο του 2ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χαρακτικής), επιμέλεια Ειρήνη Οράτη, Αθήνα 7η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Βερολίνου, ArtWiki, επιμέλεια Pit Schultz, Βερολίνο Boiling Point, Kunstlerhaus, επιμέλεια Γιώργος Γεωργακόπουλος, ∆ημήτρης Γεωργακόπουλος, Βιέννη Εξωστρέφεια, Σισμανόγλειο Μέγαρο, επιμέλεια Γιάννης Μπόλης, Κωνσταντινούπολη Anything and nothing is right, the ArtWall Project Space, επιμέλεια Φωτεινή Καπίρη, Αθήνα 2011 Animacall, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, επιμέλεια Συραγώ Τσιάρα, Δόμνα Γούναρη, Θεσσαλονίκη 2010 Βιβλία Ελλήνων καλλιτεχνών: Σύγχρονες εικαστικές δημιουργίες, επιμέλεια Μαρία Α. Αγγελή, (στο πλαίσιο της Art Athina), Aθήνα. Εικαστικό Σχέδιο Σωτηρία, Νοσοκομείο Σωτηρία, επιμέλεια Παναγιώτης Παπαδόπουλος, Aθήνα. Ιχνηλατώντας την Κωνσταντινούπολη, Σισμανόγλειο Μέγαρο, επιμέλεια Ίρις Κρητικού, Κωνσταντινούπολη 2009 Art Athina 2009, Γκαλερί K-art ,Aθήνα Bon Voyage, Γκαλερί K-art, Αθήνα Unexpected Expedition, (στο πλαίσιο του Remap 2, παράλληλο πρόγραμμα της 2ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της Αθήνας Heaven), επιμέλεια Γιώργος Τσεριώνης, Αθήνα 2008 Κολάζ. Αποκοπή, Επικόλληση, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, επιμέλεια Θοδωρής Μάρκογλου, Θεσσαλονίκη Τέχνη+Περιβάλλον, ∆ράση 08, Βίλλα Καζούλη, επιμέλεια Γιάννης Μπόλης, Αθήνα 2007 Art Mart, Kunstlerhaus, Βιέννη Ψηφιακές φωνές, Πεδίο ∆ράσης Κόδρα, Θεσσαλονίκη Visibility Project, επιμέλεια Μαρία Πασχαλίδου, Αθήνα Mετάλλαξη, Γκαλερί K-art, Αθήνα 2006 Ανατομία ενός ονείρου, Γκαλερί Καλφαγιάν, επιμέλεια Βίκυ Πολίτη, Θεσσαλονίκη 2005 Οράματα, Χριστιανικό και Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, επιμέλεια Θανάσης Μουτσόπουλος, Αθήνα 2004 Ομοιότητα Περίπου, Αφιέρωμα στον Α. Μπενάκη, Μουσείο Μπενάκη, επιμέλεια Θανάσης Μουτσόπουλος, Αθήνα 2003 222+1, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη 2000 1η Τριενάλε Χαρακτικής, Πινακοθήκη Πιερίδη, Αθήνα Έργα του βρίσκονται στις συλλογές του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης ΤέχνηςΣυλλογή Κωστάκη (Θεσσαλονίκη), του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (Θεσσαλονίκη), του Μουσείου Μπενάκη (Αθήνα), του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινας, στις συλλογές της Citibank και της Alpha Bank, στη συλλογή του Αμερικάνικου Κολλεγίου της Ελλάδος, κ.ά. tserionisart@yahoo.com
Επιμέλεια έκθεσης: Γιάννης Μπόλης, Λιάνα Ζωζά Η συλλογή κειμένων ‘‘Ευθραυστότητα’’ εκδόθηκε με την ευκαιρία της ομώνυμης έκθεσης του Γιώργου Τσεριώνη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πάτρας, τον Ιούλιο του 2016. Ευχαριστώ θερμά όλους όσοι βοήθησαν στην πραγματοποίηση της έκθεσης. Ιδιαίτερα για την συνολική στήριξη τους τη Λιάνα Ζωζά, τον Γιάννη Μπόλη και τον επιμελητή του Αρχαιολογικού Μουσείου Πάτρας, Γιάννη Μόσχο . Τον Δημήτρη Γκάζη και τους συγγραφείς των κειμένων, Γιάννη Μπόλη, Γιάννη Μόσχο, Άννα Μυκονιάτη, Απόστολη Αρτινό, Κυριάκο Χατζημιχαηλίδη, Ξενοφώντα Παπαευθυμίου, Αλεξάνδρα Παναγοπούλου. Μετάφραση: Μαγδαληνή Παναγοπούλου Copyright κειμένων: για τους συγγραφείς. Σχεδιασμός εντύπου: Pica.gr / Creative Art Direction: Γιάννης Σπανούδης / Design: Δήμητρα Νηφάκου
Cube Gallery Μιαούλη 39, 26222 Πάτρα τηλ. 2611 110069