Ικρίωμα: αμοιβαίες σχέσεις αλληλεπίδρασης με την κατασκευή

Page 1

ΙΚΡΙΩΜΑ Αμοιβαίες σχέσεις αλληλεπίδρασης με την κατασκευή.

Μπέλτσου Παναγούλα Σεπτέμβριος 2018





ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

ΙΚ ΡΙΩΜ Α Αμοιβαίες σχέσεις αλληλεπίδρασης με την κατασκευή

Μπέλτσου Παναγούλα (ΑΕΜ 7787) Επιβλέπουσα Καθηγήτρια Λεφάκη Στυλιανή Σεπτέμβριος 2018


Θα ήθελα να ευχαριστήσω την καθηγήτριά μου, κυρία Στυλιανή Λεφάκη, για την πολύτιμη βοήθεια και καθοδήγησή της, στη συγγραφή της εργασίας μου, όπως επίσης, την οικογένειά μου και τους φίλους μου, που στήριξαν την προσπάθειά μου.


π ε ρι ε χό μ ε ν α εισαγωγή - μεθοδολογία

1

α’ κεφάλαιο : ικρίωμα και ιστορία ορισμοί

6

πρώτες ιστορικές αναφορές

8

β’ κεφάλαιο : ικρίωμα και κατασκευή μέρη του ικριώματος

20

τύποι ικριωμάτων

29

υποδοχές των ικριωμάτων

35

γ’ κεφάλαιο : ικρίωμα και τοιχοποιία ξηρολιθοδομές

40

αργολιθοδομές

42

λαξευτές λιθοδομές

46

ημιλαξευτές λιθοδομές

51

χυτές τοιχοποιίες

53

συμπεράσματα

66

βιβλιογραφία

68

πηγές εικόνων

69



εισα γωγ ή Η παρούσα ερευνητική εργασία πραγματεύεται τον ρόλο των ικριωμάτων στην αρχιτεκτονική. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται μια προσπάθεια κατανόησης της δομής του ξύλινου ικριώματος ώστε να εξεταστεί, αν και σε ποιες περιπτώσεις επηρεάζει το τελικό αρχιτεκτόνημα (π.χ. ύψη, διαστάσεις, ανοίγματα). Για τη διεξαγωγή της έρευνας, μελετώνται οι τεχνικές που χρησιμοποιούσαν οι αρχιτέκτονες, για να αντιμετωπίσουν τα πιθανά προβλήματα που προέκυπταν κατά την κατασκευή. Κάνοντας μια βόλτα στα οικοδομικά τετράγωνα των πόλεων σήμερα, ένα πράγμα που θα συναντήσουμε πολλές φορές, είναι τα μεταλλικά ή ξύλινα ικριώματα που κρύβουν τις όψεις των κτηρίων και δυσκολεύουν την κίνηση των πεζών. Επίσης, παρατηρώντας τους μεγαλοπρεπείς καθεδρικούς ναούς και τις επιβλητικές όψεις των εκκλησιαστικών συγκροτημάτων του Αγίου Όρους, διερωτάται κανείς πως οι άνθρωποι κατάφεραν να φτάσουν σε τέτοιο ύψος και να κατασκευάσουν έργα τέτοιας κλίμακας. Αυτές οι δύο παρατηρήσεις μου δημιούργησαν βασικά ερωτήματα, που σχετίζονταν με τη λειτουργία των ικριωμάτων. Οι σπουδές μου πάνω στην αρχιτεκτονική, συνετέλεσαν σημαντικά στην επιθυμία μου να ασχοληθώ με τα μυστικά της κατασκευαστικής διαδικασίας .Ένα ακόμη κίνητρο, ήταν η συμμετοχή μου σε ένα εργαστήριο πέτρας στα Λαγκάδια Αρκαδίας, τον Αύγουστο του 2017. Ήταν η πρώτη μου επαφή με την τέχνη και τα στάδια της κατασκευής1, και υπήρξε καταλυτική για την επιλογή του θέματος του ερευνητικού μου. Ένα θέμα τόσο καθημερινό, που αποδείχθηκε τελικά και αρκετά άγνωστο. Η επιλογή μου να ασχοληθώ μόνο με τα ξύλινα ικριώματα, βασίζεται στην ξεχωριστή θέση που κ`ατείχε το ξύλο, ανά τους αιώνες, δίπλα στον άνθρωπο. Εξαιτίας της αφθονίας του στη φύση και της εύκολης κατεργασίας του, βοήθησε τον άνθρωπο σε πολλούς τομείς, όπως στην γεωργία με την δημιουργία εργαλείων, στο κυνήγι με τα όπλα και στις μεταφορές με τα κάρα και τα πλοία. Από την αρχαιότητα, αποτελεί, αν όχι το πρώτο, ένα από τα πρώτα οικοδομικά υλικά, μαζί με τη πέτρα και το χώμα2. Παρόλο που το ξύλο κατείχε εξέχουσα θέση για τον άνθρωπο, δεν γνωρίζουμε αρκετά για Αντικείμενο του εργαστηρίου αποτέλεσε η δημιουργία τριών τοιχοποιών, μια ξερολιθιά, μία γωνιά με παράθυρο και ένας θόλος. Περιελάμβανε όλα τα στάδια της κατασκευής, το μέτρημα, την επεξεργασία της πέτρας και το χτίσιμο. 2 Κακαράς, Ι. (2013). ‘Εφαρμογές του ξύλου στην Ελλάδα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα’. Σε Τεχνολογία Ξύλινων Δομικών Κατασκευών. Αθήνα: Εκδοτικός Όμιλος ΙΩΝ, σ. 101-170. 1

1


τα συγκεκριμένα ικριώματα. Μπορεί τα μεταλλικά, να τα αντικατέστησαν εξ ολοκλήρου σήμερα, αλλά η δομή τους βασίζεται στο ξύλινο ικρίωμα. Η έρευνα θα εστιάσει στο χώρο της Μεσογείου, καθώς το ξύλο υπάρχει σαν υλικό σε αφθονία και κατά συνέπεια χρησιμοποιήθηκε στη διαδικασίας της κατασκευής. Η ίδια κατασκευή συναντάται στην ανατολή, με διαφορετικό είδος ξύλου, το «μπαμπού» και μπορεί αποτελέσει ξεχωριστό πεδίο έρευνας. Χρονικά, θα μελετήσουμε τα ικριώματα που χρησιμοποιήθηκαν κατά την αρχαιότητα, τη ρωμαϊκή και βυζαντινή αυτοκρατορία, καθώς και στο Μεσαίωνα. Σήμερα, υπάρχουν τρεις κατηγορίες ικριωμάτων3 που χρησιμοποιούνται κατά την κατασκευή, και χωρίζονται ανάλογα με τον λειτουργία τους. Η πρώτη, περιλαμβάνει τα ικριώματα για τη στήριξη των ξυλοτύπων, την αντιστήριξη των γειτονικών κτισμάτων και των πρανών σε περιπτώσεις εκσκαφής. Η δεύτερη, αφορά τα ικριώματα εργασίας (σκαλωσιές), που παρέχουν τη δυνατότητα μεταφοράς υλικών και κίνησης των εργατών, σε σημεία του κτίσματος που δεν είναι προσιτά στα πρώτα στάδια της κατασκευής (προσόψεις, φρεάτια κλπ.). Αφορά, επίσης, τη τοποθέτηση υλικών και εργαλείων και τη δυνατότητα γεφύρωσης των τμημάτων του έργου. Η τρίτη, και τελευταία κατηγορία, είναι τα ικριώματα προστασίας, που προφυλάσσουν τους τεχνίτες που εργάζονται από πιθανή πτώση, αλλά και τα άτομα που κινούνται σε χαμηλότερα σημεία, από πτώση υλικών ή εργαλείων4. Αντικείμενο της συγκεκριμένης μελέτης, θα αποτελέσουν τα ικριώματα (της δεύτερης κατηγορίας), που χρησιμοποιήθηκαν για την πρόσβαση των εργατών, λόγω της εγγύτητάς τους με το έργο και λόγω των φορτίων που χρειάζονται να παραλάβουν.

μ εθο δ ολογ ία Η εργασία στηρίζεται κατά βάση στη βιβλιογραφική μελέτη, συνθέτοντας στοιχεία από τον τομέα της αρχιτεκτονικής και της μηχανικής. Εξαιτίας του όγκου του θέματος και της ελλιπούς διαθέσιμης βιβλιογραφίας, ήταν απαραίτητη η προσωπική παρατήρηση και έρευνα, όπως και οι συζητήσεις με ειδήμονες. Βασικές πηγές για την εργασία, είναι : α. η διδακτορική διατριβή του καθηγητή Γεώργιου Βελένη5, για την ερμηνεία του εξωτερικού Ζαχαριάδης, Ά. (2004). Οικοδομική Τεχνολογία. Αθήνα: UNIVERSITYSTUDIOPRESS, σ. 52. 4 Ζαχαριάδης, Ά. (2004). ό. π.σ. 52-55. 5 Βελένης Γ. (1984), ‘Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική’, Διδακτ. Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη. 3

2


διακόσμου στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, και β. το βιβλίο του Jean-Pierre Adam6, το οποίο αναλύει τα υλικά και τις τεχνικές που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι στις κατασκευές των κτηρίων. Λόγω της πολυπλοκότητας του θέματος και του πολύπλευρου ενδιαφέροντος του, και συνάμα του περιορισμένου χρονικά πλαισίου μιας ερευνητικής εργασίας, επιλέγεται η παρακάτω δομή. Το θέμα αναπτύσσεται σε 3 κεφάλαια. Στο πρώτο, παρουσιάζονται οι ορισμοί που σχετίζονται με το θέμα της εργασίας, οι έννοιες και οι ορολογίες για την κατανόηση των ικριωμάτων και της διαφοράς τους από τις υπόλοιπες ξύλινες κατασκευές, που τυχόν χρησιμοποιούνται στην οικοδομική εργασία. Επίσης, παρατίθεται, μια ιστορική αναδρομή του ικριώματος. Στο δεύτερο κεφάλαιο, αναλύονται τα μέρη του ξύλινου ικριώματος, όπως ενδεικτικά προκύπτουν ανά τους αιώνες. Δίνονται, δηλαδή,οι ονομασίες των ξύλων, η λειτουργία τους δομικά και κάποιες διαστάσεις τους. Εν συνεχεία, παρουσιάζονται οι τύποι του ικριώματος, που αναπτύχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν μέσα στους αιώνες, και οι υποδοχές για τη στήριξή του. Στο τρίτο, και τελευταίο κεφάλαιο, ερευνάται η ανέγερση των ικριωμάτων σε σχέση με την τοιχοποιία. Αρχικά, αναλύονται τα είδη της τοιχοποιίας, που προκύπτουν από τα διαφορετικά υλικά και τον τρόπο κατασκευής τους. Αμέσως μετά, γίνεται προσπάθεια να εξεταστούν τα τεχνικά και αισθητικά προβλήματα που προκύπτουν, όταν απομακρύνονται τα ικριώματα από την τοιχοποιία. Σε αυτή την περίπτωση, τα σφραγίσματα να συμβάλλουν είτε θετικά είτε αρνητικά στον διακοσμητικό χαρακτήρα της. Τέλος, ακολουθούν τα συμπεράσματα και κάποιες σκέψεις που προέκυψαν από την έρευνα. Στόχος αυτής της ερευνητικής εργασίας, είναι να «φέρει στο φως» ένα νέο, αναξιοποίητο ως τώρα, θέμα, από το οποίο προκύπτουν καινούρια πεδία για έρευνα. Προσωπικά, αποτελεί μια ευκαιρία για περαιτέρω γνώση και επιμόρφωση. Εξετάζοντας τα ικριώματα στην πάροδο των χρόνων, κάνω ένα ταξίδι στην ιστορία της κατασκευής, με μια αρχιτεκτονική ματιά.

Adam J.P. (1994 ή 2005), Roman Building Materials and Techniques, Μτφρ : A. Mathews, Λονδίνο: Taylor & Francis Group. 6

3



α’ κε φ ά λα ιο : ι κ ρί ω μ α κα ι ισ τορία ορισμοί πρ ώ τ ε ς ι σ τορ ι κ έ ς α ναφ ορ έ ς


ορ ισ μ οί Για να γίνει πιο κατανοητή η έννοια του ικριώματος, δίνεται και ο ορισμός του ξυλοτύπου, με τον οποίο συχνά συγχέεται. α. Βιτοπούλου Α. κ.ά., 2013 ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ (ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ) ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ, ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ, ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ, ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΑ-ΕΡΓΑΛΕΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ, Επιμ: Μπούρας Χ., Φιλιππίδης Δ., Κομίνη-Διαλέτη Δ., Αθήνα: ΜΕΛΙΣΣΑ, σ. 142, 159.

Ικρίωμα, το ή σκαλωσιά, η [αγγλ. Scaffold, scaffolding, γαλλ. échafaudage] (οικοδ.) πρόσκαιρη ελαφριά κατασκευή που υποστηρίζει τις οικοδομικές εργασίες. Διακρίνονται σε ξύλινα και μεταλλικά. Τα ξύλινα (παλαιότερα) έχουν απαγορευτεί σήμερα για οικοδομές άνω των τριών ορόφων. Χαρακτηριστικά στοιχεία των ξύλινων ικριωμάτων (σκαλωσιών) είναι οι *ορθοστάτες ή τα λατάκια (κατακόρυφα φέροντα στοιχεία standards), τα τρουπόξυλα ή μασγάλια (οριζόντιες συνδέσεις με το κτήριο putlog), τα * μαδέρια (διαμορφώνουν τις οριζόντιες επιφάνειες κίνησης και εργασίας), οι *τάβλες (χιαστί στοιχεία σταθεροποίησης του ικριώματος), οι *στρωτήρες (που επάνω τους εδράζονται οι ορθοστάτες). Τα μεταλλικά ικριώματα είναι προκατασκευασμένες ελαφριές κατασκευές, πιστοποιημένες για την ασφάλεια και με σαφείς κανόνες συναρμολόγησης και χρήσης. Το *δάπεδο κίνησης και εργασίας τους μπορεί να είναι μεταλλικό ή ξύλινο. Διακρίνονται σε: α) σταθερές, που χρησιμοποιούνται κυρίως για τις εξωτερικές εργασίες, β) κινητές, που χρησιμοποιούνται για τις εργασίες στους εσωτερικούς χώρους, γ) αναρτημένες, που αναρτώνται από σταθερά εξωτερικά σημεία του κτηριακού έργου. Ικριώματα χρησιμοποιούνται για την *υποστήλωση των *ξυλοτύπων κατά τη σκυροδέτηση. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην κατασκευή ξυλοτύπων επιφανειών ελευθέρας μορφής (freeform) από σκυρόδεμα, τα ικριώματα αποτελούν κατασκευή, για την οποία απαιτείται ιδιαίτερη γεωμετρική και στατική μελέτη, με προδιαγραμμένη διαδικασία απομάκρυνσής της όταν το σκυρόδεμα αποκτήσει τις απαιτούμενες αντοχές. [ΔΠ/ΕΚ] Ξυλότυπος ή τύπος,ο ή καλούπι, το [τουρκ. Kalip αγγλ. Formwork] (οικοδ.) είναι ο τύπος (καλούπι) φια την έκχυση σκυροδέματος και η βοηθητική κατασκευή (μεταλλική ή και ξύλινη) που τον φέρει. Οι ξυλότυποι υπολογίζονται όπου χρειάζεται, και κατασκευάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να φέρουν όλες τις κατακόρυφες και οριζόντιες δυνάμεις που 6


αναπτύσσονται κατά την κατασκευή του σκελετού του σκυροδέματος, χωρίς να υποχωρούν ή να παραμορφώνονται. Με αυτή την έννοια οι ξυλότυποι είναι μια πρόσκαιρη φέρουσα κατασκευή. Οι ξυλότυποι μπορούν να διακριθούν ανάλογα με τη διαμόρφωση sandτης επιφάνειας έκχυσης του σκυροδέματος σε τρείς βασικές κατηγορίες : α) ξύλινοι από σανίδες ή μπετοφόρμ, β) μεταλλικοί (μεταλλότυποι), γ) πλαστικοί (πλαστικότυποι). Οι ξυλότυποι αυτοί απομακρύνονται από το εργοτάξιο μετά τη σκυροδέτηση και είναι δυνατόν να ξαναχρησιμοποιηθούν. β. Ορλάνδος Α. και Τραύλος Ι. 1986,Λεξικόν Αρχαίων Αρχιτεκτονικών Όρων, Αθήνα: ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ 94, σ. 133.

ἰκρίωμα, το = 1) ξύλινον κατασκεύασμα ὑποβοηθητικόν τῆς ἀνιδρύσεως οἰκοδομικού ἤ γλυπτικοῦ τινος ἔργου, εἶδος ικρίων. ΗΣΥΧ. λ. κατῆλιψ …οἱ δε ἰκρίωμα τὸ ἐντῷ οἴκῳ ὅ καὶ βέλτιον. IGI2 374 = TEVENS-PATON, XIII, col. I, σελ. 380,14 : hκριόματα καθελὸσιντὰ ἁπό τον κιόνον τον hεν τει προστάσει. -2) ἑν πληθ. ἀντηρίδες. ΕΥΣΤΑΘ. 903,54: τὰ λεγόμενα ἰκριώματατὰ ἔξωθενἐπ’ ἀσφαλείᾳ τείχους πρῶτα τίθενται, ἤτοι πρόκειται καὶ προβέβληται ἀντειρείδοντα.

7


Εικ. 1 : Άποψη των τοιχογραφιών στην οροφή του σπηλαίου Λασκώ.

8


πρ ώ τε ς ισ τορ ι κέ ς α ναφ ορέ ς Η ιστορία του ικριώματος ξεκινά πριν από περίπου 17.000 χρόνια, στο σπήλαιο Λασκώ. Οι μικρές οπές ανάμεσα στις τοιχογραφίες που κοσμούν το παλαιολιθικό σπήλαιο, μαρτυρούν την ύπαρξη προσωρινών ξύλινων κατασκευών, που εξυπηρετούσαν τη δημιουργία τοιχογραφιών και στα ανώτερα επίπεδα, ακόμα και στην οροφή7. Στη διδακτορική διατριβή της κ. Παλυβού, υπάρχουν αναφορές στη χρήση ικριωμάτων κατά την κατασκευή των οικισμών του Ακρωτηρίου και της Θηρασίας8. Σύμφωνα με τον Bruno Jacomy9, οι πρώτοι μεγάλοι τεχνικοί πολιτισμοί εμφανίζονται μετά το τέλος της νεολιθικής εποχής (4000 π.Χ.). Στην Εγγύς Ανατολή, οι Αιγύπτιοι και οι Μεσοποτάμιοι στηρίζουν την κτηριοδομία τους, στην τέλεια αξιοποίηση των διαθέσιμων υλικών και του άφθονου εργατικού δυναμικού. Βασική αρχή τους, ήταν ότι δεν επιχειρούσαν ποτέ να ανυψώσουν κατακόρυφα τους λίθους, αλλά τους έκαναν να γλιστρούν. Η ιδιότητα των χωμάτων, να γλιστρούν όταν καταβρέχονται με νερό, οδήγησε τους Αιγυπτίους στη δημιουργία κεκλιμένων επιπέδων. Γεγονός που απαιτούσε αρκετό χρόνο και τεράστια χωματουργικά έργα, με σημαντικό αριθμό χειρωνακτών αιχμαλώτων. Το ξύλο ήταν αρκετά σπάνιο στην Αίγυπτο, και συνεπώς αρκετά ακριβό. Για αυτό τον λόγο, τα ικριώματα χρησιμοποιούνταν όπου ήταν απολύτως απαραίτητο, όπως για παράδειγμα στη διαμόρφωση των εξωτερικών επιφανειών και την διακόσμηση των κτηρίων. Στα αριστερά, τοποθετούνται στην τελική τους θέση οι πέτρες και γύρω τους ανυψώνεται το επίπεδο του εδάφους. Στα δεξιά, το επίχωμα αφαιρείται και οι εργάτες επεξεργάζονται τους λίθους.

Nechvatal, J. (2011). Immersion into noise. Nέα Υόρκη: Open Humanities Press, σ. 73. 8 Έχουν βρεθεί αποτυπώματα ξύλων σε τοίχους της Πόλης ΙΙ της Φυλακωπής, όπου υποστηρίχθηκε ότι ανήκουν σε ικρίωμα που χρησιμοποιήθηκε κατά την κατασκευή του κτηρίου. Επίσης, υποστηρίζεται ότι οι ξυλοκατασκευές για τη δημιουργία του τοίχου (ξυλοδεσιά), προηγούνταν της τοιχοποιίας και χρησιμοποιούνταν ως ικριώματα. Βλ. : Παλυβού, Κ. (1999). Ακρωτήρι Θήρας. Διδακτορική διατριβή. Αθήνα: Η ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, σ. 113, 198, 258. 9 Jacomy, B. (1995). Συνοπτική ιστορία των τεχνικών. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Αγριαντώνη, Χ. [χ.τ.]: ΕΤΒΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε [χ.χ.]), σ. 54-55, 77-84. 7

9


Εικ. 2 : Μέθοδος κατασκευής των Αιγυπτίων.

10


Πιο ανατολικά, στην Κίνα για τη δημιουργία των ικριωμάτων, χρησιμοποιείται κατά κόρον το «μπαμπού». Θεωρείται, ότι τα πρώτα υλικά σκαλωσιάς «μπαμπού», χτίστηκαν πριν από 5000έτη. Ενώ τα βασικά συστήματα και οι μέθοδοι ανέγερσης καθιερώθηκαν περίπου το 2000 π.X.. Τα ικριώματα «μπαμπού», κατασκευάζονται και συναρμολογούνται γενικά από τους επαγγελματίες, οι οποίοι βασίζονται μονάχα στη διαίσθηση και την εμπειρία τους, χωρίς οποιοδήποτε καθορισμένο δομικό σχέδιο. Ο μοναδικός λόγος αποτυχίας, των ικριωμάτων «μπαμπού», είναι ο λάθος τρόπος σύνδεσής τους, κάτι που συχνά οδηγεί στην ολική κατάρρευσή τους. Δύο πολύ σημαντικά πλεονεκτήματά τους, είναι α. εύκολη μεταφορά τους από ένα μονάχα εργαζόμενο, λόγω του μικρού τους βάρους, και β. η γρήγορη αποσυναρμολόγησή τους10.

Εικ. 3 : Εργάτες σε ικρίωμα «μπαμπού». ChanS.L.,,Yu, W. K., Chung, K. F., (2003). ‘Column buckling of structural bamboo’, Engineering Structures, Vol. 25, no.6, σ. 755-768. 10

11


Στον δυτικό κόσμο, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι αναπτύσσουν αρκετά τις οικοδομικές τεχνικές. Οι Έλληνες συστηματοποιούν τη χρήση της πέτρας και των ανυψωτικών μηχανημάτων11. Τα ικριώματα που κατασκευάζουν, προορίζονται αποκλειστικά για την τοποθέτηση των ανυψωτικών μηχανών και όχι για την κίνηση των εργατών12. Οι Ρωμαίοι, συνεχίζουν να βελτιώνουν τις μεθόδους κατασκευής και χρησιμοποιούν εντατικά το κονίαμα στις κατασκευές τους. Τα ικριώματα που χρησιμοποιούν, στηρίζονται πλέον από την ίδια την τοιχοποιία, με στόχο τη μείωση του ξύλου.

Εικ. 4: Ο Παρθενώνας κατά τη διάρκεια της κατασκευής. Ενώ στο Βυζάντιο, ορίζεται κατάλληλη νομοθεσία, η οποία προστατεύει τους ιδιοκτήτες από τυχόν κακοτεχνίες των τεχνητών. Αρχίζουν έτσι, να εμφανίζονται οργανωμένα συνεργεία, υπεύθυνα για όλη την κατασκευή13. Τα ικριώματα που χρησιμοποιούνται εκεί, στηρίζουν μερικώς στον τοίχο και επηρεάζουν τη μορφολογία των ανεπίχριστων τοιχοποιιών, που Jacomy, B. (1995). Συνοπτική ιστορία των τεχνικών. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Αγριαντώνη, Χ. [χ.τ.]: ΕΤΒΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε [χ.χ.]), σ. 54-55. 12 Κορρές, Μ. (1994). Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα. Αθήνα: Εκδοτικός οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ, σ. 107-108. 13 Βελένης Γ. (1984), ‘Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική’, Διδακτ. Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, σ. 13. 11

12


κατακτούν όλο και περισσότερο έδαφος. Επομένως οι τεχνίτες χρειάζεται να επιμεληθούν περισσότερο τις όψεις, και τα ψεγάδια που αφήνει η κατασκευή.

Εικ. 5: Πλευρικά ικριώματα για τη σωστή τοποθέτηση των πλάγιων δομών. 13


Στον Μεσαίωνα, λόγω της μετακίνησης των αγροτικών πληθυσμών, προκύπτουν νέες οικοδομικές δραστηριότητες. Σε αυτό το νέο, δραστήριο αστικό πλέον πλαίσιο, ξεκινά και η οικοδόμηση των μεγάλων καθεδρικών ναών. Η κατασκευή τους, εκτός από την απαραίτητη τεχνογνωσία και οικονομία, προϋπέθετε και την επινόηση νέων τρόπων οργάνωσης της εργασίας. Αρχιτέκτονες, μηχανικοί, λιθοξόοι και κάθε είδους τεχνίτες, συγκροτούν συντεχνίες, οι οποίες κυκλοφορούν από εργοτάξιο σε εργοτάξιο και από πόλη σε πόλη, μεταφέροντας την τεχνογνωσία τους και τα μυστικά της τέχνης τους14.Σύμφωνα με τον Viollet-le-Duc15, εξαιτίας του μεγάλου ύψους των ναών, χρησιμοποιούνται αρκετά ικριώματα, που στηρίζονται πλήρως τις τοιχοποιίες και δεν έχουν καμία επαφή με το έδαφος. Έτσι δημιουργούνται συστήματα αυτοφερώμενα ή αναρτώμενα που βοηθούν την κυκλοφορία και την εργασία των τεχνιτών16.Η δομή των καθεδρικών ναών, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατασκευή. Η ένταξη εσωτερικών και εξωτερικών διαδρόμων που περιτριγύριζαν το κτήριο ανά στάθμες, βοήθησε χρονικά και πρακτικά. Οι εξωτερικοί διάδρομοι, που αργότερα σκεπάζονταν από τις αντηρίδες, και οι εσωτερικοί, που διαμορφώνονταν ως στοές, δημιουργούσαν πλατώματα που λειτουργούσαν ως βασικά επίπεδα εργασίας, για τη μεταφορά και την αποθήκευση των υλικών. Με αυτό τον τρόπο, το βασικό επίπεδο εργασιών μεταφερόταν όλο και πιο ψηλά και απελευθέρωνε το επίπεδο του εδάφους. Βασική καινοτομία είναι η κίνηση των εργατών από τις βασικές σκάλες του κτηρίου17.

Jacomy, B. (1995). Συνοπτική ιστορία των τεχνικών. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Αγριαντώνη, Χ. [χ.τ.]: ΕΤΒΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε [χ.χ.]), σ. 176-179. 15 Viollet-le-Duc. E. (1814-1879), Dictionnaire raisonné de l’architecture française du XIe au XVIe siècle, Τόμ. 5, Παρίσι : , σ. 103-104. 16 Viollet-le-Duc. E. (1814-1879), ό. π. σ. 103-114. 17 Fitchen, J. (1961). The construction of gothic cathedrals. Οξφόρδη: Claredon Press, σ. 21-23. 14

14


Εικ. 6: Κατασκευή καθεδρικού ναού στο Μεσαίωνα. 15


Εικ. 7: Διάγραμμα της κυκλοφορίας των εργατών κατά τη διάρκεια της κατασκευής του καθεδρικού ναού. 16


Αργότερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, κατασκευάζονται τα πρώτα ικριώματα από χαλυβδοσωλήνα, τα οποία απαρτίζονται από πλαίσια χάλυβα, πλατφόρμες ξύλου και συνδέσμους χάλυβα. Λόγω της τυποποίησης των διαστάσεων των μελών και της αντοχής σε μεγάλα φορτία και φθορές, έχουν μεγάλη προτίμηση από τους κατασκευαστές και αρχίζουν να παράγονται μαζικά. Όμως, κατά την διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου, οι ανάγκες και η έλλειψη χάλυβα περιόρισε πάλι, την χρήση αυτών των ικριωμάτων. Μετά το τέλος του πολέμου, έως και σήμερα, η χρήση τέτοιων συστημάτων είναι απαραίτητη και αποτελεί την πιο διαδεδομένη μορφή πρόσβασης στην κατασκευή.

Εικ. 8: Τα μεταλλικά ικριώματα όταν πρωτοεμφανίστηκαν. 17



β’ κε φ ά λα ιο : ι κ ρί ω μα κα ι κα τασκευ ή μ έρη το υ ι κ ρ ι ώ μ α το ς τ ύπο ι ι κ ρ ι ω μ ά τ ω ν υπο δ οχέ ς τ ω ν ι κ ρ ι ω μ ά τ ω ν


Οι τεχνίτες εργάζονται μέχρι να μπει ο χειμώνας ή για όσο τους το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες. Εκτός από την ίδια την κατασκευή του οικοδομήματος, είναι υπεύθυνοι και για την ανέγερση των ικριωμάτων. Συνήθως, τα υλικά που χρησιμοποιούν, βρίσκονται στην περιοχή όπου θα κτίσουν. Με στόχο την γρήγορη ανέγερση του οικοδομήματος, τα ξύλα που χρησιμοποιούνται δεν δέχονται μεγάλη επεξεργασία. Είναι κυκλικής διατομής, ξεγυμνωμένα και χρησιμοποιούνται κυρίως σε τοιχοποιίες με περιορισμένες αξιώσεις εμφάνισης (π.χ. οχυρωματικά έργα), αλλά και σε εκκλησίες18. Αργότερα, όταν αρχίζουν να δημιουργούνται μεγαλύτερα έργα, τα ξύλα δέχονταν μεγαλύτερη επεξεργασία. Αποκτούν δηλαδή, συγκεκριμένες διαστάσεις και διατομές, έτσι ώστε να δέχονται μεγαλύτερα φορτία και να επαναχρησιμοποιηθούν. Όταν τελικά έρχεται ο χειμώνας και τα βασικά κατασκευαστικά στάδια έχουν ολοκληρωθεί, η ξυλεία που είχε χρησιμοποιηθεί, αποθηκεύεται για να επόμενη χρήση19.

τα μ έρη το υ ι κ ρ ι ώ μ α το ς Όταν, το οικοδόμημα φτάσει περίπου στο ανάστημα του ανθρώπου (1,75 μ. περίπου), κατασκευάζεται, ένα σύστημα από οριζόντιους και κάθετους δοκούς, για να υποστηρίξουν το νέο δάπεδο εργασίας. Αυτό το σύστημα αποτελείται από τους ορθοστάτες, οι οποίοι συνδέονται με τις οριζόντιες μηκίδες, όπου πάνω τους τοποθετούνται οι διαδοκίδες που φέρουν τα σανιδώματα20. Για τα προαναφερθέντα μέρη, θα δοθούν ενδεικτικές διαστάσεις και είδος του ξύλου, με σκοπό την κατανόηση των εν λόγω κατασκευών.

Βελένης, Γ. (1984). ‘Υποδοχές Ικριωμάτων’. Σε Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σ. 15. 18

19

Βελένης, Γ. (1984), ό. π. σ. 13.

Χρησιμοποιούνται οι ονομασίες σύμφωνα με Παπαθεοδώρου, Θ. (1973). ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ. Αθήνα: [χ.ε.], σ. 131-132. 20

20


Εικ.9: Τα μέρη του ικριώματος. ο ρ θ ο σ τά τ ε ς Οι ορθοστάτες, προέρχονται συνήθως από αποφλοιωμένο ξύλο έλατου, πεύκου ή λάρικα21. Διατηρώντας το φυσικό τους σχήμα, φτάνουν τα 1012 μ. μήκος και έχουν διάμετρο 10 εκ. . Υψώνονται σε απόσταση 1,50 μ. από την τοιχοποιία και μπαίνουν στο έδαφος, σε τρύπες βάθους 1 μ., με μικρή κλίση προς το οικοδόμημα22. Εάν αυτός ο τρόπος στήριξης δεν είναι δυνατός, οι στύλοι στερεώνονται σε κατάλληλα διαμορφωμένες υποδοχές από δοκίδες ή πάνω σε πλάκες από κονίαμα, για να διανέμουν τις πιέσεις. Τα συναντάμε ανά περίπου 3 μέτρα. Εάν το μήκος τους δεν επαρκεί, Thatcher, A. (1907). Scaffolding: A Treatise on the Design and Erection of Scaffolds, Gantries and Stagings. Λονδίνο: B. T Batsford, σ. 69. 22 Thatcher, A. (1907). ό. π., σ. 15. 21

21


επιμηκύνονται. Οι δύο στύλοι αλληλοκαλύπτονται για τουλάχιστον 2 μ. και δένονται σφικτά στα δύο άκρα του κοινού τους τμήματος, με σύρμα ή σχοινί23.

Εικ. 10 : Διάφορα είδη έδρασης των ικριωμάτων.

ο ρ ι ζόν τ ι ε ς μ η κ ίδ ε ς

Σε συγκεκριμένα ύψη (περίπου ανά 2 μ., ανάλογα με τις απαιτήσεις των εργασιών), τοποθετούνται οριζόντια ξύλινα δοκάρια που λειτουργούν, ως συνδετήρες ανάμεσα στους ορθοστάτες, αλλά και ως βάσεις για τα τρουπόξυλα24, που θα αναλύσουμε παρακάτω. Προέρχονται κυρίως από ξύλα φτελιάς και έλατου25. Η διάμετρός τους, είναι περίπου 10εκ. και το Λοΐζος, Α. (1958). Ξύλιναι Κατασκευαί Μετά 611 Σχημάτων Και 11 Αριθμητικών Εφαρμογών. Αθήνα: Ιδιωτική Έκδοση,. σ. 180. 23

Η λέξη τρουπόξυλο, προσδιορίζει τα ξύλα που διαπερνούν την τοιχοποιία, για να στηρίξουν τα επίπεδα εργασίας των ικριωμάτων (αλλιώς διαδοκίδες). Χρησιμοποιείται από τον Παπαθεοδώρου, Θ. (1973). ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ. Αθήνα: [χ.ε.], σ. 133. 24

Thatcher, A. (1907). Scaffolding: A Treatise on the Design and Erection of Scaffolds,

25

22


μήκος τους τόσο, ώστε να ενώνει τους δύο ορθοστάτες και να υπάρχει η πιθανότητα επιμήκυνσης26. Σε αυτή την περίπτωση, είναι απαραίτητο οι δυο οριζόντιοι δοκοί να αλληλοκαλύπτονται, κατά τουλάχιστον 1 μ. και να δένονται σε τρία σημεία: το ένα με τον ορθοστάτη και δυο υπόλοιπα μεταξύ τους. Παρακάτω, παρατίθενται οι τέσσερις πιθανοί τρόποι σύνδεσης, σύμφωνα με τον Thatcher27. O πρώτος τρόπος (α), είναι ο λιγότερο σωστός, διότι δεν συνδέονται οι οριζόντιες μηκίδες με τον ορθοστάτη. Οι υπόλοιποι τρεις, φαίνονται πιο σωστοί. Παρουσιάζουν ωστόσο και μειονεκτήματα. Ο δεύτερος τρόπος (β)για παράδειγμα, δεν έχει δυνατή σύνδεση, διότι τα στοιχεία διατάσσονται το ένα δίπλα στο άλλο και ενώνονται μόνο με ένα δέσιμο (ορθοστάτης-δοκός1-δοκός2). Ο τρίτος τρόπος (γ) είναι πιο σταθερός από τον προηγούμενο, διότι οι οριζόντιες μηκίδες αλληλοκαλύπτονται και δένονται με 2 ορθοστάτες. Ως αποτελεσματικότερος, παρουσιάζεται ο τέταρτος τρόπος (δ), ο οποίος συνδυάζει σταθερότητα και ομοιομορφία στις υποδοχές των τρουπόξυλων. Η νέα οριζόντια δοκός, τοποθετείται στο τέλος της προηγούμενης και από κάτω υπάρχει μία επιπλέον δοκός με μήκος, όσο η απόσταση ανάμεσα στους ορθοστάτες. Γίνονται έτσι τρία δεσίματα, τα δύο δένουν τους ορθοστάτες με τις οριζόντιες δοκούς και το τρίτο γίνεται στο σημείο ένωσης παλιάς και νέας δοκού.

α. Gantries and Stagings. Λονδίνο: B. TBatsford, σ. 69. 26 Λοΐζος, Α. (1958). Ξύλιναι Κατασκευαί Μετά 611 Σχημάτων Και 11 Αριθμητικών Εφαρμογών. Αθήνα: Ιδιωτική Έκδοση,σ. 181. 27 Thatcher, A. (1907). Scaffolding: A Treatise on the Design and Erection of Scaffolds, Gantries and Stagings. Λονδίνο: B. T Batsford, σ. 22-23.

23


β.

γ.

δ. Εικ. 11 : Τρόποι δεσίματος για την επιμήκυνση των οριζόντιων μηκίδων. 24


Ο καλύτερος όμως, τρόπος δεσίματος απαιτεί περισσότερη ποσότητα ξύλου, περισσότερο χρόνο και κατάλληλο σχεδιασμό. Προέκυψε προφανώς μετά από πολλές δοκιμές. Εφαρμόστηκε κυρίως σε σημαντικά κτήρια, διότι τα ίχνη των τρουπόξυλων διατάσσονται σε γραμμές και δίνουν αρμονία στην όψη των τοιχοποιιών. δ ι α δ ο κ ίδ ε ς - τρ υπό ξυλα Οι διαδοκίδες είναι το μόνο μέρος του ικριώματος, που μπορεί να φανερώσει τη διαδικασία της κατασκευής του οικοδομήματος. Πρόκειται για δοκούς από ξύλο σημύδας28, με τετράγωνη διατομή 10 εκ., οι οποίες στηρίζουν τα δάπεδα εργασίας29. Η μεταξύ τους απόσταση ποικίλλει και το μήκος τους εξαρτάται από τον τρόπο στερέωσης του ικριώματος. Ανάλογα με τον τρόπο σύνδεσης, των οριζόντιων δοκών, επηρεάζεται και η διάταξη των τρουπόξυλων. Στον προαναφερθέντα τρίτο τρόπο (γ), το δάπεδο εργασίας παρουσιάζει μικρές υψομετρικές διαφορές, οι οποίες αποτυπώνονται στην τοιχοποιία από τα τρουπόξυλα, που συγκρατούν το επίπεδο. Επίσης, πρακτικά δυσκολεύουν την κίνηση των εργατών και είναι πιθανές αιτίες ατυχημάτων. Ενώ στον τέταρτο τρόπο, τα τρουπόξυλα αναπτύσσονται σε μία στάθμη και δημιουργούν ενιαίο επίπεδο εργασίας30.

α .

β. Εικ. 12 : Διαφορετικοί τρόποι διάταξης των διαδοκίδων. Thatcher, A. (1907). Scaffolding: A Treatise on the Design and Erection of Scaffolds, Gantries and Stagings. Λονδίνο: B. TBatsford, σ. 70.

28

29 Λοΐζος, Α. (1958). Ξύλιναι Κατασκευαί Μετά 611 Σχημάτων Και 11 Αριθμητικών Εφαρμογών. Αθήνα: Ιδιωτική Έκδοση,. σ. 182. 30 Thatcher, A. (1907). ό. π. σ. 26.

25


σ α ν ίδ ε ς - μ α δ έ ρ ι α

Σύμφωνα με τον Fitchen31, τα δάπεδα εργασίας τον Μεσαίωνα φτιάχνονταν από καλάμια, μπλεγμένα με βέργες ιτιάς. Όταν εμφανίστηκαν οι σανίδες, τα αντικατέστησαν θεωρώντας απαραίτητη, μόνο μία σανίδα. Tα δάπεδα εργασίας προκύπτουν από την παράθεση σανίδων, πάχους 3 εκ. . Για τη επιμήκυνση του δαπέδου, οι επόμενες σανίδες τοποθετούνται με δύο τρόπους. Στον πρώτο τρόπο, ένα τρυπόξυλο στηρίζει την αρχή και το τέλος των δύο σανίδων (εικ. 12α.), ενώ στον δεύτερο, κάθε σανίδα τελειώνει και αρχίζει σε διαφορετικά τρουπόξυλα (εικ. 12β.) . Προτιμάται ο δεύτερος, διότι στον πρώτο υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μετακινηθούν οι σανίδες ή να σκοντάψουν οι εργάτες32. Πολλές φορές, στο επίπεδο όπου εκτελούνταν εργασίες, τοποθετείται διπλή στρώση σανίδων, εξαιτίας του μεγάλου φορτίου που στηρίζει. Τα επίπεδα εργασίας συνδέονται με κατακόρυφες σκάλες(τύπου ανεμόσκαλα) ή υπό κλίση, οι οποίες μεταφερόντουσαν εύκολα όπου υπήρχε ανάγκη33.

Fitchen, J. (1961). The construction of gothic cathedrals. Οξφόρδη: Claredon Press, σ. 16. 31

Thatcher, A. (1907). Scaffolding: A Treatise on the Design and Erection of Scaffolds, Gantries and Stagings. Λονδίνο: B. TBatsford, σ. 26. 32

Λοΐζος, Α. (1958). Ξύλιναι Κατασκευαί Μετά 611 Σχημάτων Και 11 Αριθμητικών Εφαρμογών. Αθήνα: Ιδιωτική Έκδοση,. σ. 182. 33

26


Εικ. 13 : Δάπεδα εργασίας από καλάμια και βέργες ιτιάς.

σ χε διασ μ ό ς ι κ ρι ω μάτ ων κα ι ασφ ά λ εια Ένα ικρίωμα αποτελεί χαρακτηριστικό της μαεστρίας του χτίστηαρχιτέκτονα. Οι εργάτες, κρίνουν τις ικανότητές του, μέσα από την έξυπνη τοποθέτησή του. Ένα καλοσχεδιασμένο ικρίωμα, δίνει σιγουριά στους εργάτες και εξοικονομεί χρόνο κατά την κατασκευή. Σύμφωνα με τον Viollet-le-Duc34, η ποιότητα της δουλειάς των εργατών, συνδέεται άμεσα με την ποιότητα του σχεδιασμού του ικριώματος. Αν, δηλαδή, οι εργάτες καλούνται να δουλέψουν πάνω σε ένα «τολμηρό» ικρίωμα, του οποίου η αντοχή, άσχετα από τη προφανή ελαφρότητα, επιβεβαιώνεται πειστικά μετά από λίγες ημέρες, εκτιμούν το σχεδιασμό και καταλαβαίνουν ότι τους ζητείται προσοχή και ακρίβεια στη δουλειά τους.

Viollet-le-Duc. E. (1814-1879), Dictionnaire raisonné del’architecture française du XIe au XV e siècle, Τόμ. 5, Παρίσι , σ. 103-114. 34

27


Βασικό ζήτημα, σε τέτοιου είδους εργασίες, είναι αυτό της ασφάλειας. Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου, δεν συνάντησα καμία αναφορά σχετικά με αυτό. Σίγουρα η εργασία εκτελούνταν από έμπειρους τεχνίτες, που είχαν γνώση του ρίσκου και της επικινδυνότητας.

Εικ. 14: Κατάρρευση μεταλλικού ικριώματος το 1960 (2 άνθρωποι σκοτώθηκαν και πάνω από 50 τραυματίστηκαν). 28


τ ύπο ι ι κ ρ ι ω μ ά τ ω ν Όσο η κατασκευή αναπτύσσεται, το επίπεδο εργασίας αλλάζει. Αυτή η ανάγκη οδήγησε, στην ανάπτυξη ικριωμάτων με πολλά διαφορετικά επίπεδα και διαφορετικούς τρόπους στήριξής τους. Η πρώτη μορφή ικριώματος θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την κλίμακα, η οποία αποτελείται από οριζόντια και κάθετα στοιχεία, και βοηθά τον άνθρωπο να εργαστεί σε υψηλότερα επίπεδα.

κ ι ν η τά ι κ ρ ι ώ μ α τα

Υπάρχουν τρία είδη κινητών ικριωμάτων. Ο πιο απλός αποτελείται από δύο καβαλέτα και σανίδες. Είναι η πιο ελαφριά μορφή ικριώματος και χρησιμοποιείται κυρίως στο αρχικό στάδιο ανέγερσης της τοιχοποιίας. Λόγω του μικρού πλάτος τους (60 εκ.) και της εύκολης μεταφοράς του στο χώρο, χρησιμοποιούνταν κυρίως από γυψαδόρους και ζωγράφους, για εργασίες στο εσωτερικό35. Ο δεύτερος έχει τη μορφή πύργου, που εδράζεται πάνω σε τροχούς. Υπάρχουν αναφορές ότι χρησιμοποιήθηκε από τους Αιγυπτίους ζωγράφους, για τη διαμόρφωση των τοιχοποιιών και την κατασκευή των αγαλμάτων, διότι η μετακίνησή του μπορούσε να γίνει από έναν μόνο εργάτη36. Τέλος, υπάρχει και το σταθερό ικρίωμα τύπου πύργου, για το οποίο δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα.

Εικ. 15: Κινητό ικρίωμα (καβαλέτα) που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι. Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.Batsford Ltd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989), σ. 147. 35

Jacomy, B. (1995). Συνοπτική ιστορία των τεχνικών. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Αγριαντώνη, Χ. [χ.τ.]: ΕΤΒΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε [χ.χ.]), σ. 54-55, 77-84, 176-179, 184-185. 36

29


ε λ ε ύ θ ε ρ α ι κ ρ ι ώ μ α τα

Τα ελεύθερα ικριώματα, στέκονται ανεξάρτητα από την κατασκευή και υποστηρίζουν τον εαυτό τους. Για να είναι πιο σταθερά, τοποθετούνται πλάγιοι στύλοι, κατά τις 2 διευθύνσεις, υπό κλίση για να λειτουργούν ως αντιστήριξη. Συνήθως τοποθετούνται ανά 9 μ. περίπου και ακυρώνονται στο έδαφος, με τη βοήθεια μικρών δοκών, ανάλογα και την ποιότητα του χώματος37. Ανάλογα με το πάχος του τοίχου ανυψώνονται μόνο στη μια πλευρά ή και στις δύο πλευρές του τοίχου. Δεν αφήνουν κανένα φυσικό αποτύπωμα στην τοιχοποιία και η μόνη απόδειξη ύπαρξης είναι από απεικονίσεις σε γλυπτά και ζωγραφιές. Τέλος, χρησιμοποιούνται και σε εργασίες επισκευής της τοιχοποιίας, σε περιπτώσεις όπου ή δεν έχουν διατηρηθεί οι υποδοχές ή οι υπάρχουσες, δεν εξυπηρετούν τους εργάτες38.

Εικ. 16: Ελεύθερο ικρίωμα. Λοΐζος, Α. (1958). Ξύλιναι Κατασκευαί Μετά 611 Σχημάτων Και 11 Αριθμητικών Εφαρμογών. Αθήνα: Ιδιωτική Έκδοση,. σ. 183. 37

Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.Batsford Ltd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989), σ. 148. 38

30


μ ε ρ ι κ ώ ς ε δ ρ α ζό μ ε να ι κ ρ ι ώ μ α τα

Τα μερικώς εδραζόμενα ικριώματα, προέκυψαν από την ανάγκη για εξοικονόμηση του υλικού. Στηρίζονται πάνω στην ίδια την κατασκευή και είναι το ίδιο σταθερά με τα ελεύθερα ικριώματα. Σε αυτό τον τύπο ικριώματος, οι διαδοκίδες έρχονται σε επαφή με τον τοίχο. Είτε στερεώνονται πάνω σε μία πέτρα από την εξωτερική παρειά του τοίχου, είτε διαπερνούν ολόκληρο τοίχο και στηρίζουν το δάπεδο εργασίας και από την άλλη πλευρά της τοιχοποιίας. Για να αυξήσουν την αντοχή τους στα φορτία, οι τεχνίτες τα στερεώνουν από τη μία πλευρά με κάθετα υποστυλώματα και από την άλλη, τοποθετούν ένα διαγώνιο δοκάρι39. Με αυτόν τον τύπο ικριώματος, καθώς η κατασκευή αναπτύσσεται, οι σανίδες μεταφέρονται από τα κατώτερα στα ανώτερα επίπεδα εργασίας, χωρίς όμως ,απαραίτητα, να μετακινούνται και οι διαδοκίδες40.

Εικ. 17: Μερικώς εδραζόμενα ικριώματα. Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.Batsford Ltd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989), σ. 152. 39

Ousterhout, R. (1999). Master Builders of Byzantium. Πρίνστον: Princeton University, σ. 184. 40

31


Εικ. 18: Σκίτσο αναπαράστασης της ανέγερσης των ικριωμάτων κατά τη διάρκεια της κατασκευής.

α υ το φ ε ρ ώ μ ε να ι κ ρ ι ώ μ α τα

Τα αυτοφερώμενα ικριώματα, είναι αυτά που δεν έχουν καμία επαφή με το έδαφος. Ολόκληρο το σύστημα προσδένεται στην ίδια την κατασκευή και εκτός από το δικό του φορτίο, στηρίζει και τους εργάτες. Χρησιμοποιήθηκαν αρκετά την περίοδο του Μεσαίωνα, εξαιτίας του μεγάλου ύψους των οικοδομημάτων εκείνης της εποχής. Τα μεγάλα και συνεχόμενα ανοίγματα στους καθεδρικούς, διευκόλυναν αρκετά τους τεχνίτες, οι οποίοι για τη στερέωση των ικριωμάτων δεν άνοιγαν καινούριες υποδοχές για τα διαμπερή ξύλα, αλλά χρησιμοποιούσαν τα κενά των ανοιγμάτων. Τα ικριώματα στηριζόντουσαν από τα ανοίγματα με τη βοήθεια δύο ξύλινων δοκών, η μια στηριζόταν από το περβάζι του ανοίγματος, ενώ η άλλη στερεωνόταν διαγώνια, στις διακοσμητικές προεξοχές που δημιουργούνται στις όψεις41. Fitchen, J. (1961). The construction of gothic cathedrals. Οξφόρδη: Claredon Press, σ. 18. 41

32


Εικ. 19: Αυτοφερώμενα ικριώματα.

π λ ή ρ ω ς α να ρτ η μ έ να ι κ ρ ι ώ μ α τα

Για το συγκεκριμένο τύπο ικριώματος δεν έχουμε πολλές γραπτές πληροφορίες. Αποτελούνταν από πλατφόρμες, αναρτημένες από σχοινιά. Τις συναντούμε κυρίως στις κατασκευές του Μεσαίωνα, για την τοποθέτηση των υαλοπινάκων, στα ανοίγματα των καθεδρικών ναών. Συνήθως ήταν η τελευταία δουλειά, μετά την απομάκρυνση των ικριωμάτων, για να αποφύγουν πιθανόν ατυχήματα. Εκτός από αυτό, χρησιμοποιούνταν και για τις επισκευές στους ναούς, για να καθαρίζουν τα τζάμια και να αφαιρούν τα ικριώματα42. Fitchen, J. (1961). The construction of gothic cathedrals. Οξφόρδη: Claredon Press, σ. 19. 42

33


Εικ. 20: Ανυψωτικό μηχάνημα. 34


υπο δ οχέ ς τ ω ν ι κ ρ ι ω μ ά τ ω ν Οι υποδοχές των ικριωμάτων έχουν συγκεκριμένη διάταξη. Σύμφωνα με τον κ. Βελένη43, σχηματίζονται από τρεις πέτρες οι οποίες πλαισιώνουν το ξύλο, ώστε να το προστατεύουν και να είναι δυνατή η απομάκρυνσή του μετά από την ολοκλήρωση της κατασκευής. Ωστόσο, πολλά ξύλα στο τέλος δεν αφαιρούνται, είτε επίτηδες, είτε επειδή ήρθαν σε επαφή με το κονίαμα και φούσκωσαν από την υγρασία. Σε τέτοιες περιπτώσεις παραμένουν κολλημένα εκεί και λειτουργούν ως συνδετήρας ανάμεσα στις προσόψεις και το κύριο σώμα της τοιχοποιίας44. Πιο συγκεκριμένα, οι τρύπες δημιουργούνται από δύο πέτρες, που βρίσκονται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο και σχηματίζουν μεταξύ τους κενό, το οποίο δεν ταιριάζει πάντα απόλυτα με το πάχος του ξύλου. Από πάνω τους, τοποθετείται μια πέτρα η οποία εδράζεται στις άλλες δυο και λειτουργεί σαν πρέκι. Το σχήμα τους είναι τετράγωνο ή ορθογώνιο και οι διαστάσεις τους κυμαίνονται από 6-25 εκ.. Οι υποδοχές με κυκλικό σχήμα είναι σπάνιες45 και έχουν διάμετρο περίπου 6-10 εκ.. Όπου χρησιμοποιούντα ξύλα κυκλικής χρειάζονται περισσότερες οπές και σε πιο μικρή απόσταση η μία από την άλλη. Αυτό συμβαίνει λόγω της μικρής αντοχής των ξύλων αυτής της διατομής. Οι τεχνίτες, για να εξοικονομήσουν υλικό και εργατοώρες από το άνοιγμα των πολλών υποδοχών, επεξεργάζονται το ξύλο ώστε να δημιουργήσουν τετράγωνη διατομή, η οποία τους επιτρέπει ίδιο περίπου φορτίο, αλλά με λιγότερες στηρίξεις στην τοιχοποιία.

Βελένης, Γ. (1984). ‘Υποδοχές Ικριωμάτων’. Σε Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σ. 14-15. 44 Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.Batsford Ltd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989). 45 Εφαρμοζόντουσαν συνήθως σε τοιχοποιίες με περιορισμένες αξιώσεις εμφάνισης π.χ. οχυρωματικά έργα. Ωστόσο συναντιέται και σε κοινές τοιχοποιίες εκκλησιών. βλ.: Βελένης, Γ. (1984), ό. π. σ. 15. 43

35


Εικ. 21: Υποδοχές ικριωμάτων.

36


Σε όλη τη διάρκεια του έργου, οι υποδοχές των ικριωμάτων έμεναν ανοικτές. Μόνο κατά το τελευταίο στάδιο του αρμολογήματος ή του εξωτερικού επιχρίσματος σφραγίζονταν οριστικά46. Εξαίρεση αποτελούν οι τοίχοι αντιστήριξης διότι οι υποδοχές δεν σφραγίζονταν, αλλά διατηρούνταν για να χρησιμοποιηθούν ως υδρορρόες και να αφήνουν το νερό να περνάει. Στις υπόλοιπες κατασκευές, το σφράγισμα ήταν απαραίτητο εξαιτίας του επιχρίσματος που στρωνόταν, μετά την ολοκλήρωση της τοιχοποιίας. Η διαδικασία του σφραγίσματος ξεκινούσε από τα ανώτερα τμήματα της τοιχοποιίας, ώστε να χρησιμοποιηθούν αντίστροφα οι ίδιες θέσεις στερέωσης των επιπέδων εργασίας. Το σφράγισμα των υποδοχών ήταν δύσκολη τεχνικά εργασία, διότι τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για να γεμίσουν το κενό, δεν ενώνονταν επαρκώς με το σώμα της τοιχοποιίας. Όσο περνούσε ο χρόνος, τα κονιάματα έπεφταν μαζί τους και παράσερναν τα γεμίσματα των υποδοχών, ή και αν έμεναν, δεν άντεχαν πολύ, εφόσον δεν ήταν καλά στερεωμένα47. Σε αρκετά μνημεία βέβαια, οι τρύπες δεν σφραγίζονταν ποτέ, ή αν είχαν σφραγιστεί ανοίγονταν ξανά οι ίδιες σε περίπτωση κάποιας επισκευής ή τροποποίησης, και εφόσον οι παλιές δεν εξυπηρετούσαν ανοίγονταν καινούριες.

Εικ. 22: Όψη τοιχοποιίας με ανοικτές τις υποδοχές των ικριωμάτων. Βελένης, Γ. (1984). ‘Υποδοχές Ικριωμάτων’. Σε Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σ. 14. 46

Βελένης, Γ. (1984), ό. π. σ. 14.

47

37



γ’ κε φ ά λα ιο : ι κ ρί ω μα κα ι το ι χοπο ι ία ξ η ρ ολ ι θ ο δ ο μ έ ς α ργολ ι θ ο δ ο μ έ ς λαξευ τ έ ς λ ι θ ο δ ο μ έ ς η μ ι λαξευ τ έ ς λ ι θ ο δ ο μ έ ς χ υ τ έ ς το ι χοπο ι ί ε ς


Οι λιθοδομές (τοίχος κτισμένος από πέτρα) είναι το πιο παλιό είδος τοιχοποιίας. Ανάλογα με την προέλευση και τον τρόπο σύνδεσης των λίθων, οι τοιχοποιίες διακρίνονται σε : Ξηρολιθοδομές Αργολιθοδομές Λαξευτές λιθοδομές Ημιλαξευτές λιθοδομές Χυτές τοιχοποιίες. Σε αυτό το κεφάλαιο, θα αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά του κάθε είδους λιθοδομής και θα μελετήσουμε τις τεχνικές που χρησιμοποιούνταν για το σφράγισμα των υποδοχών, σε κάθε τοιχοποιία ξεχωριστά. ξ η ρ ολ ι θ ο δ ο μ έ ς (ξ η ρ ολ ι θ ι έ ς) Είναι οι λιθοδομές, οι οποίες αποτελούνται από ακατέργαστους φυσικούς λίθους, χωρίς κανένα συνδετικό κονίαμα μεταξύ τους. Χρησιμοποιούνται πέτρες που βρίσκονται στη γύρω περιοχή, οι οποίες ενδέχεται να υποστούν μερική επιτόπια επεξεργασία. Η σωστή τοποθέτηση και συνδεσμολογία των λίθων είναι απαραίτητη για να σταθεί η ξηρολιθοδομή και εξαρτάται από το μέγεθος και το σχήμα τους48, ώστε να προκύπτουν λεπτοί αρμοί και μικρότερα κενά. Τα κενά που προκύπτουν γεμίζονται με μικρές λαξευτές πέτρες (σφήνες) οι οποίες σταθεροποιούν το άναρχο δίκτυο των αρμών. Είναι η παλαιότερη μέθοδος δόμησης και εφαρμόζεται κυρίως σε δευτερεύουσες αγροτικές κατασκευές. Με αυτή τη μέθοδο κατασκευάζονται οι διαχωριστικοί τοίχοι ανάμεσα σε αγροτικές ιδιοκτησίες και οι χαμηλοί τοίχοι αντιστήριξης (πεζούλια, αναβαθμίδες). Χρησιμοποιείται επίσης και για την κατασκευή βοηθητικών κτισμάτων όπως στάβλοι και καλύβια49. Το πάχος των ξερολιθικών τοιχοποιιών εξαρτάται από το ύψος Ένας ξερολιθικός τοίχος αποτελείται από 5 είδη πέτρας α. πέτρες θεμελίωσης, β. πέτρες δόμησης, γ. πέτρες πλήρωσης, δ. πέτρες σύνδεσης, ε. πέτρες επικάλυψης. (Πηγή:https://issuu.com/dasarxeio/docs/d16a7507bb8485 [πρόσβαση 17/9/2019]). 49 Δεϊμέζης, Α. (1976). Οικοδομική. Αθήνα: Εκδόσεις Ιδρύματος Ευγενίδου. Τόμ. Α’, σ. 171. 48

40


του τελικού οικοδομήματος50. Βασική αδυναμία της λιθοδομής είναι η αντοχή και η σωστή κατανομή των δυνάμεων, λόγω έλλειψης κονιάματος. Γι αυτό τον λόγο, χρησιμοποιείται σε έργα μικρής σημασίας όπως οι περιφράξεις και γενικά σε πρόχειρες-βοηθητικές κατασκευές51. Επειδή αυτός ο τρόπος δόμησης, χρησιμοποιούνταν κυρίως για χαμηλές κατασκευές, δεν ήταν απαραίτητη η χρήση ικριώματος. Σε κτίσματα όμως που ξεπερνούν το ανάστημα του ανθρώπου, είναι πιθανόν να χρησιμοποιούνταν ελεύθερα ικριώματα και όχι αναρτημένα, λόγω της αδυναμίας των ξερολιθιών να παραλάβουν και να συγκρατήσουν τα ίδια τα ικριώματα και τα φορτία του.

Εικ. 23: Ξερολιθιά στα Λαγκάδια Αρκαδίας.

Συνήθως το πάχος της βάσης της ξηρολιθοδομής είναι το 1/3 του συνολικού ύψους της τοιχοποιίας, και το πάχος στην στέψη του μεγαλύτερο από 60 εκ., βλ.: Παπαθεοδώρου, Θ. (1973). ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ. Αθήνα: [χ.ε.], σ. 134-135. 50

Καραντώνη, Φ. (2012). Κατασκευές από τοιχοποιία Σχεδιασμός & Επισκευές. Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, σ. 2. 51

41


α ργ ολ ι θ ο δ ο μ έ ς Ονομάζονται οι τοιχοποιίες από φυσικούς λίθους και κονίαμα. ΟΙ λίθοι που χρησιμοποιούνται είναι τελείως ακατέργαστοι ή ελαφρά κατεργασμένοι, έτσι ώστε να αποκτήσουν κατάλληλο σχήμα και μέγεθος, για τη χρήση τους στην κατασκευή του έργου52. Είναι αρκετά διαδεδομένος τρόπος δόμησης από παλιά και η κατασκευή του είναι αρκετά φθηνότερη, σε σχέση με τους άλλους τύπους. Χρησιμοποιούνταν σε οικοδομές, γέφυρες, τοίχους αντιστήριξης και οχυρωματικά έργα53. Συνήθως, οι λίθοι προέρχονται από σκληρά πετρώματα τα οποία δεν είναι εύκολο να κατεργαστούν και έτσι χρησιμοποιούνται ακατέργαστοι(αργοί). Βέβαια, για να μπορεί ο τεχνίτης να τους χειριστεί, θα πρέπει η μορφή και το μέγεθός τους να είναι τέτοιο ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανέγερση του τοίχου54. Μικροί και μεγάλοι λίθοι αποφεύγονται διότι μειώνουν την αντοχής της κατασκευής και αυξάνουν το κόστος της, λόγω των περισσότερων εργατοωρών που απαιτούνται για την τοποθέτησή τους από τους τεχνίτες. Επιθυμητές διαστάσεις για τους λίθους θεωρούνται: ύψος 0.10-0.25 μ., πλάτος 0.15-0.30 μ., και μήκος 0.30-0.40 μ.. Έτσι το ελάχιστο πάχος της αργολιθοδομής που προκύπτει είναι 0.40 – 0.50 μ.55 Εξαιτίας του φυσικού σχήματος των λίθων, οι αρμοί που προκύπτουν είναι ακατάστατοι και δεν παρουσιάζουν παραλληλίες ή καθετότητες. Ωστόσο, χρειάζεται κάθε τόσο να σχηματίζονται οριζόντιοι αρμοί , που να εκτείνονται σε όλο το πάχος της λιθοδομής. Οι αρμοί αυτοί, γίνονται όταν χρειάζεται να επεκταθούν τα ικριώματα ή όταν η εργασία της ημέρας τελειώσει56. Συνήθως το ημερήσιο κτίσιμο δεν ξεπερνά το 1.40 μ. διότι το μεγάλο ειδικό βάρος των φυσικών λίθων επιβάλει στους κατώτερους αρμούς, μεγάλες θλιπτικές τάσεις και το κονίαμα, όταν δεν έχει προλάβει να στερεοποιηθεί, Καραντώνη, Φ. (2012). Κατασκευές από τοιχοποιία Σχεδιασμός & Επισκευές. Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, σ. 11. 53 Δεϊμέζης, Α. (1976). Οικοδομική. Αθήνα: Εκδόσεις Ιδρύματος Ευγενίδου. Τόμ. Α’, σ. 181. 54 Καραντώνη, Φ. (2012), ό. π. σ. 12. 55 αναλογία ύψος:πλάτος:μήκος 1:2:3 ή 1:2:3.5 βλ. : Καραντώνη, Φ. (2012). Κατασκευές από τοιχοποιία Σχεδιασμός & Επισκευές. Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, σ. 12. 56 Δεϊμέζης, Α. (1976). Οικοδομική. Αθήνα: Εκδόσεις Ιδρύματος Ευγενίδου. Τόμ. Α’, σ. 184. 52

42


εξωθείται από τους αρμούς57. Στις εμφανείς αργολιθοδομές, ανάλογα με το ύψος της κατασκευής, χρησιμοποιούσαν και μερικώς εδραζόμενα ικριώματα. Η εναλλαγή λίθων διαφόρων μεγεθών βοηθούσε στην ομοιόμορφη ένταξη των σφραγισμάτων των υποδοχών. Επιλέγονταν, συνήθως μικρές, στρογγυλεμένες πέτρες με τις επιθυμητές διαστάσεις για κάθε υποδοχή58. Στερεώνονταν σε μικρό βάθος από την πρόσωπο της τοιχοποιίας έτσι ώστε να είναι εύκολη η αποκόλλησή τους σε περιπτώσεις επισκευής. Ωστόσο, η εύρεσή τους είναι δύσκολη, εξαιτίας του άναρχου δικτύου των αρμών. Εκτός από την τυπική διάταξη των γύρω λίθων που αναφέραμε παραπάνω, άλλο ένα στοιχείο στην εύρεση των θέσεων των υποδοχών είναι οι οριζόντιοι αρμοί, οι οποίοι όπως ήδη αναφέραμε, χρησιμοποιούνταν ως οδηγός για να ανοιχτούν οι υποδοχές.

Εικ. 24: Οριζόντιοι αρμοί εργασίας (ντουζένια). Καραντώνη, Φ. (2012), ό. π. σ. 13.

57

Βελένης, Γ. (1984). ‘Υποδοχές Ικριωμάτων’. Σε Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σ. 15. 58

43


Εικ. 25: Ξύλινα ικριώματα για το κτίσιμο του τοίχου.

44


Εικ. 26: Αργολιθοδομή στη Μονεμβασιά.

45


λα ξε υ τ έ ς λ ι θ ο δ ο μ έ ς

Με αυτό το σύστημα, έχουν αναγερθεί τα περισσότερα μνημεία του αρχαίου κόσμου. Πρόκειται για τοιχοποιίες από λαξευτές (πελεκητές, ξεστές) πέτρες, οι οποίες μετά από κατάλληλη επεξεργασία, αποκτούν το ακριβές γεωμετρικό σχήμα που χρειάζεται. Η επεξεργασία δεν είναι πάντα η ίδια, αλλά εξαρτάται από τις απαιτήσεις του έργου. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής χρησιμοποιείται κονίαμα, αλλά η σημασία του είναι πολύ μικρή, επειδή η καλή έδραση των λίθων επιτυγχάνεται με την κατεργασία των επιφανειών του59.

Εικ. 27: Λαξευτή τοιχοποιία. Τοίχοι σε οικοδομικά έργα, βάθρα σε γέφυρες, αψίδες, θόλοι και τοίχοι αντιστήριξης, είναι κάποιες από τις κατασκευές που χτίζονται με λαξευτές πέτρες. Το κτίσιμο είναι αρκετά δαπανηρό και γι’ αυτό εφαρμόζεται όλο και πιο σπάνια. Παλαιότερα, τέτοιου είδους λιθοδομές ήταν συνηθισμένες, τουλάχιστον σε έργα με κάποια ιδιαίτερη σημασία. Δεϊμέζης, Α. (1976). Οικοδομική. Αθήνα: Εκδόσεις Ιδρύματος Ευγενίδου. Τόμ. Α’, σ. 189. 59

46


Η δόμηση με πλήρως λαξευμένους λίθους, αποτελεί τον αρχαιότερο τρόπο δόμησης στα σημαντικά έργα της αρχαιότητας. Η κατασκευή των Αιγυπτιακών πυραμίδων και των αρχαίων Ελληνικών ναών έχει γίνει με αυτόν τον τρόπο. Οι αρχαίοι Έλληνες, όταν χρησιμοποιούσαν σε μνημειώδη έργα άριστα επεξεργασμένα μάρμαρα, δεν χρησιμοποιούσαν καθόλου κονίαμα (εν ξηρώ), παρά μόνο μια λεπτή στρώση από γαλάκτωμα ασβέστη. Η τέλεια επαφή μεταξύ των λαξευμένων λίθων, επέτρεπε στην τοιχοποιία να λειτουργεί ως ολόσωμη, τουλάχιστον στον κατακόρυφο άξονα60. Αντίθετα, στην Ρωμαϊκή εποχή χρησιμοποιούσαν περισσότερο κονιάματα. Σε κτήρια όπως η Ακρόπολη, όλα τα μέρη του κτηρίου χτίζονταν συγχρόνως. Τα ικριώματα ήταν σταθερά και ήδη υψωμένα61. Πάνω στα ικριώματα, τα οποία έφταναν έως και δυο μέτρα πάνω από το ανώτερο σημείο του κτιρίου από την αρχή της κατασκευής, τοποθετούσαν τις ανυψωτικές μηχανές. Τα συνεργεία απέφευγαν να στερεώσουν σκαλωσιές πάνω στους τοίχους. Επέλεγαν να χρησιμοποιήσουν κυρίως σκάλες ή κεκλιμένα επίπεδα, για τη μεταφορά των υλικών. Οι ίδιοι οι τεχνίτες, μετακινιόντουσαν και εργάζονταν, πατώντας πάνω στους τοίχους, εκμεταλλευόμενοι τη σταθερότητα της κατασκευής και του κατάλληλου πάχους62. Σε ορισμένα είδη κτιρίων, τα ικριώματα αναπτύσσονταν ανάλογα με την πρόοδο της ανέγερσης και όχι από την αρχή της63.Το ίδιο εφαρμόζεται σε τέτοιου είδους κατασκευές και από τους Ρωμαίους, όπου οι εργάτες χρησιμοποιούσαν τον ίδιο τον τοίχο για να κινηθούν, να δουλέψουν και να αφήσουν τα εργαλεία τους. Σε μερικές περιπτώσεις, χρησιμοποιούσαν περιμετρικά της τοιχοποιίας, ικριώματα τα οποία τους βοηθούσαν στην τοποθέτηση των πλάγιων δομών64.

Καραντώνη, Φ. (2012). Κατασκευές από τοιχοποιία Σχεδιασμός & Επισκευές. Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, σ. 17. 61 Κορρές, Μ. (1994). Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα. Αθήνα: Εκδοτικός οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ, σ. 107-108. 62 Βελένης, Γ. (1984). ‘Υποδοχές Ικριωμάτων’. Σε Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σ. 41. 63 όπως π.χ. το Κολοσσαίο, ή στις μεγάλες υδατογέφυρες και οδογέφυρες. βλ. : Κορρές, Μ. (1994). σ. 107-108. 64 Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.Batsford Ltd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989), σ. 94. 60

47


Εικ. 28: Ο Παρθενώνας κατά τη διάρκεια της κατασκευής. Στο Βυζάντιο, οι αρχιτέκτονες ακολουθούσαν την αρχαία παράδοση και δεν στερέωναν ικριώματα σε παρειές τοίχων που κτίζονταν με μεγάλους λαξευτούς δόμους, χωρίς συνδετικό κονίαμα. Οι τοίχοι κατασκευάζονταν από τους τεχνίτες, οι οποίοι πατούσαν πάνω σε αυτούς. Ενώ τα κεκλιμένα ξύλινα επίπεδα ή ανεμόσκαλες, χρησιμοποιούνταν μόνο για την μεταφορά των υλικών, όπως εικονίζεται σε ορισμένες βυζαντινές παραστάσεις65. Βέβαια, υπάρχουν και μεμονωμένα παραδείγματα, στα μέσα της βυζαντινής περιόδου και μετά, που αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα. Σύμφωνα με τον κ. Βελένη66, οι τεχνίτες εκμεταλλευόντουσαν την οριζόντια διάταξη των δομών και επέλεγαν να ανοίξουν υποδοχές για τα ικριώματα με ύψος, ολόκληρο το ύψος των δομών. Τα κενά συμπληρώνονται με πλίνθους, σε διατάξεις με διακοσμητικό χαρακτήρα, ή υψίκορμες ημιλαξευτές πέτρες. Με αυτό τον τρόπο, τα επίπεδα εργασίας των ικριωμάτων, βρίσκονται στην ίδια στάθμη χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσοχή και χωρίς να χρειάζεται Βελένης, Γ. (1984). ‘Υποδοχές Ικριωμάτων’. Σε Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σ. 19. 66 Βελένης, Γ. (1984). ‘Υποδοχές Ικριωμάτων’. Σε Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σ. 42. 65

48


επιπλέον λάξευση για να ανοιχτούν υποδοχές. Σε αυτές τις περιπτώσεις βέβαια, όταν οριζόταν το νέο επίπεδο εργασίας, υπήρχε το πρόβλημα της σταθεροποίησης του ξύλου. Η λιθοδομή έπρεπε να συνεχιστεί και στα ανώτερα επίπεδα, ώστε με το βάρος των παραπάνω δομών να σταθεροποιηθεί το ξύλο. Ωστόσο, υπήρχε και άλλος τρόπος για να αντιμετωπίσουν το συγκεκριμένο τεχνικό πρόβλημα, που βέβαια απαιτούσε πιο επιμελή δουλειά από τους τεχνίτες. Λάξευαν τετράγωνες υποδοχές, μικρών διαστάσεων στην κάτω πλευρά του δόμου, στο μέσο ή στη γωνία, έτσι ώστε το διαμπερές ξύλο του ικριώματος, να σταθεροποιείται με το βάρος της ίδιας της πέτρας στην επιθυμητή θέση. Σε αυτή την περίπτωση, δεν έχουν σωθεί τα σφραγίσματα των υποδοχών, όμως σε παρόμοιες καταστάσεις, η κάλυψη γίνεται με θραύσματα που τελικά επιχρίονται.

Εικ. 29: Στήριξη ικριώματος σε λαξευτή τοιχοποιία.

49


Εικ. 30: Υποδοχές με ολόκληρο το ύψος των δομών στη Μονεμβασιά.

Εικ. 31: Λαξευμένη υποδοχή στους δόμους της εξωτερικής τοιχοποιίας στην εκκλησία της Αγια Σοφιάς. 50


η μ ι λα ξε υ τ έ ς λ ι θ ο δ ο μ έ ς

Είναι οι λιθοδομές που κατασκευάζονται με ημίξεστους λίθους. Επεξεργάζονται κυρίως οι έδρες και το πρόσωπο των λίθων, ώστε να έχουν περίπου τις ίδιες διαστάσεις και πολυγωνικό ή ορθογώνιο σχήμα. Οι λίθοι αυτοί, επειδή ακριβώς χρειάζονται επεξεργασία, προέρχονται συνήθως από πετρώματα όχι πολύ σκληρά και ομοιογενή67.Σπάνια η λιθοδομή κτίζεται με ημιλαξευμένους λίθους και από τις δυο πλευρές. Συνήθως κτίζεται μόνο η μία όψη , ενώ η άλλη κατασκευάζεται με αργούς λίθους, πάντα όμως με τη σωστή σύνδεση των δυο όψεων. Με αυτό τον τρόπο μειώνεται σημαντικά και το κόστος της κατασκευής68. Με λιθοδομές από ημίξεστους λίθους, κτίζονται οι βάσεις των κτηρίων, τμήματα εξωτερικών τοίχων αλλά και ολόκληροι τοίχοι οικοδομημάτων. Χρησιμοποιούνται κυρίως σε περιπτώσεις όπου η εμφάνιση της τοιχοποιίας έχει ιδιαίτερη σημασία, όπως σε πολυτελείς κατοικίες και μεγάλα οικοδομήματα69.

Εικ. 32: Υποδοχή ικριώματος σε ημιλαξευτή τοιχοποιία. Καραντώνη, Φ. (2012). Κατασκευές από τοιχοποιία Σχεδιασμός & Επισκευές. Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, σ. 16. 67

Δεϊμέζης, Α. (1976). Οικοδομική. Αθήνα: Εκδόσεις Ιδρύματος Ευγενίδου. Τόμ. Α’, σ. 194-195. 68

69

Δεϊμέζης, Α. (1976). ό. π. σ. 194.

51


Αν, κατά την λάξευση, δίνεται στους λίθους ορθογώνιο σχήμα, τότε η τοιχοποιία δομείται με οριζόντιες, στρώσεις ίδιου ή διαφορετικού πάχους. Οι αρμοί που προκύπτουν είναι λεπτοί και κανονικοί και η όψη της τοιχοποιίας είναι αρκετά επιμελημένη. Γι’ αυτό το λόγο τα δομήματα από ημιλαξευμένες λιθοδομές, σπάνια επιχρίονται70. Και σε αυτού του είδους τις τοιχοποιίες, χρησιμοποιούνταν ικριώματα, μερικώς εδραζόμενα. Αυτό γίνεται αντιληπτό, από τις υποδοχές που υπάρχουν πάνω στις τοιχοποιίες, οι οποίες είναι πιθανό, να έχουν ανοιχτεί ξανά στην ίδια θέση, για ανάγκες επισκευής. Για λόγους ομοιομορφίας της κατασκευής, οι τρύπες σφραγίζονταν με κατάλληλα λαξευμένους λίθους, οι οποίοι εναρμονίζονταν πλήρως με την υπόλοιπη όψη.

Εικ. 33: Τείχη Κωνσταντινούπολης.

Καραντώνη, Φ. (2012). Κατασκευές από τοιχοποιία Σχεδιασμός & Επισκευές. Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, σ. 16. 70

52


χ υ τ έ ς το ι χοπο ι ί ε ς

Πρόκειται για τοιχοποιίες από μείγματα κονιάματος με κροκάλες πέτρες και η κατασκευή τους ποικίλλει ανά τους αιώνες. Οι Ρωμαίοι, κυρίως, χρησιμοποιούσαν χυτές τοιχοποιίες, οι οποίες αποτελούνταν από δυο καλοσχηματισμένες όψεις και το σώμα της τοιχοποιίας. Το εσωτερικό, που στηρίζει ουσιαστικά την τοιχοποιία, αποτελείται από πέτρες κάθε μεγέθους που έβρισκαν στη φύση, αναμειγμένες με κονίαμα. Όσο πιο μικρό είναι το πάχος της τοιχοποιίας, τόσο πιο ομοιόμορφα κατανεμημένο είναι το μείγμα κονιάματος και πέτρας, διότι ο τεχνίτης μπορεί να το αναμείξει πιο εύκολα και να το τοποθετήσει με το χέρι. Οι δυο όψεις λειτουργούν σαν προσωρινός ξυλότυπος-καλούπι, για το εσωτερικό μείγμα και ποικίλλουν, ανάλογα με το σχήμα και τη διάταξη των οπτόπλινθων71. Βασικό πλεονέκτημα των χυτών τοιχοποιιών, είναι το μικρό μέγεθος των υλικών και των οπτόπλινθων που χρησιμοποιούσαν. Διευκολύνει αρκετά τόσο την μεταφορά τους από το λατομείο στο χώρο της κατασκευής, όσο και την τοποθέτησή τους από τους τεχνίτες. Σε κτήρια μικρού μεγέθους και σε περιοχές όπου το ξύλο είναι σπάνιο, τα επίπεδα εργασίας διαμορφώνονται από στιβαγμένους ωμόπλινθους, οι οποίοι με την κατάλληλη διάταξη λειτουργούν και ως ράμπες ανεφοδιασμού. Όπως συνήθιζαν να κάνουν οι Αιγύπτιοι, πριν τους Ρωμαίους. Οι ίδιοι οι εργάτες, μεταφέρουν τις πέτρες μέσα σε καλάθια και το κονίαμα μέσα σε σκάφες72.

Όταν η κατασκευή ήταν πιο σημαντική, οι τεχνίτες τοποθετούν εναλλάξ μια στρώση κονίαμα και μία στρώση πέτρες, το οποίο το πατίκωναν για να συνδεθούν καλύτερα οι στρώσεις. Έτσι, πολλές φορές, από το βάρος ή από την πήξη του κονιάματος, οι στρώσεις κατέληγαν να είναι καμπύλες. Είναι σημαντικό, οι τεχνίτες να στερεώνουν επαρκώς τις όψεις, ώστε να κρατηθούν όρθιες κατά την διαδικασία του πατικώματος του εσωτερικού. βλ. : Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.Batsford Ltd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989), σ. 243. 71

Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.Batsford Ltd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989), σ. 145. 72

53


Εικ. 34:Τομή και όψη χυτής τοιχοποιίας. Επειδή οι χυτές τοιχοποιίες χρησιμοποιήθηκαν αρκετά από τους Ρωμαίους, έχουμε μόνο από αυτούς λεπτομερείς, γραπτές πηγές για την κατασκευή τους. Τα επίπεδα εργασίας αλλάζουν, όσο αναπτύσσεται η κατασκευή και η χρήση ικριωμάτων γίνεται όλο και περισσότερο αναγκαία. Τα ικριώματα που χρησιμοποιούνται, είναι ελεύθερα και μερικώς εδραζόμενα. Τα ελεύθερα, πρέπει να υποστηρίζουν τον εαυτό τους και να στηρίζονται κατάλληλα στο έδαφος. Ωστόσο, λόγω έλλειψης ξύλου και του μεγάλου ύψους των κατασκευών, προτιμούσαν κυρίως τα μερικώς εδραζόμενα ικριώματα. Οι Ρωμαίοι, διατηρώντας το ίδιο κύριο σώμα, δημιούργησαν διάφορες όψεις από λίθους και πλίνθους, ανάλογα με το σχήμα και τη διάταξή τους. Η πιο απλή όψη, από φυσικούς λίθους, ονομαζόταν opus incertum και αποτελούνταν από ανομοιόμορφες, μικρές πέτρες73. Στην opus reAdam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.Batsford Ltd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989), σ. 127-128. 73

54


ticulatum, οι πέτρες έχουν τετράγωνο σχήμα και τοποθετούνται διαγώνια, ώστε να μην δημιουργούνται κάθετοι αρμοί74. Ενώ στην opus vittatum, χρησιμοποιούνταν ορθογώνιες σπανιότερα τετράγωνες πέτρες, περίπου ίδιων διαστάσεων, που τοποθετούνται σε οριζόντιες στρώσεις75. Όσον αφορά το σφράγισμα των οπών που προέκυπταν από την ανάρτηση των ικριωμάτων, είναι πιθανό να χρησιμοποιούσαν τις ίδιες τεχνικές που χρησιμοποιούνταν και στις αργολιθοδομές και τις ημιλαξευτές τοιχοποιίες, εξαιτίας της ομοιότητας του σχήματος και της διάταξης των λίθων. Στην περίπτωση όμως, της τοιχοποιίας opus reticulatum, οι οπές των υποδοχών διαφέρουν. Έχουν σχήμα ρόμβου εξαιτίας του σχήματος και της πλάγιας τοποθέτησης των λίθων. Αν τα τρουπόξυλα ήταν μεγαλύτερα από το μέγεθος των τετραγώνων, τότε υπήρχε ανάγκη για μεγαλύτερη υποδοχή. Όταν η τοιχοποιία επιχριζόταν, τότε οι τεχνίτες δεν έδιναν σημασία στη μορφή ή στο σφράγισμα της υποδοχής. Εάν όμως έμενε ανεπίχριστη, τότε φρόντιζαν οι οπές να έχουν το σχήμα ενός διαμαντιού που στην κορυφή του κοσμείται από ένα τόξο76.

Adam, J. (1994). ό. π. σ. 129-134. Adam, J. (1994).ό. π. σ. 135-138. 76 Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.Batsford Ltd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989), σ. 154. 74

75

55


Εικ. 35: Από πάνω: opus incertum, opus vitatum, opus reticulutum,. 56


Εικ. 36: Υποδοχές ικριωμάτων σε ανεπίχρηστες τοιχοποιίες opus reticulutum. Τα πιο εντυπωσιακά έργα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έχουν γίνει με οπτόπλινθους (opus lareticium).Οι ψημένοι οπτόπλινθοι ποικίλλουν, όσον αφορά τα μεγέθη και τα σχήματα και συνεπώς δημιουργούνται πάρα πολλές διαφορετικές όψεις. Το βασικό στοιχείο, είναι ο μεγάλος τετράγωνος πλίνθος ο οποίος χρησιμοποιείται είτε στο αρχικό του σχήμα είτε χωρίζεται σε μικρότερα, σε σχήμα τρίγωνου. Με αυτό τον τρόπο η μεταφορά κα η τοποθέτηση των πλίνθων γίνεται πιο εύκολα77.Λόγω του σχήματος και των διαστάσεων των πλίνθων, οι υποδοχές που δημιουργούνται έχουν πολύ σαφώς οριοθετημένο, το κενό που θα περάσουν τα ξύλα, για να στηριχτεί το ικρίωμα. Εξαιτίας βέβαια του μικρού πάχους των λίθων, μπορεί να χρειαστούν από δύο, μέχρι και πέντε στρώσεις από πλίνθους, για να δημιουργηθεί η υποδοχή, η οποία για να χρησιμοποιηθεί, θα πρέπει Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.Batsford Ltd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989), σ. 145-146. 77

57


να περάσει ο απαραίτητος χρόνος για να σταθεροποιηθεί πρώτα το κονίαμα. Οι οριζόντιες στρώσεις των πλίνθων, διευκολύνουν τους τεχνίτες να εξασφαλίσουν και το οριζόντιο επίπεδο στα δάπεδα εργασίας, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια.

Εικ. 37: Αμιγής πλίνθινη τοιχοποιία. 58


Εικ. 38: Υποδοχές ικριωμάτων σε ανεπίχρηστες τοιχοποιίες από πλίνθους (αμιγής τοιχοποιία και τοιχοποιία με το σύστημα της υπoχωρημένης πλίνθου). 59


Είναι περίεργο το γεγονός ότι τέτοια αρχιτεκτονήματα, καλοσχεδιασμένα και οικονομικά, από άποψη χρόνου και υλικών, πολλές φορές επενδύονται με στρώσεις από μάρμαρα ή γύψο, για να τελειοποιηθεί η τοιχοποιία με ένα ανάγλυφο ή με μια τοιχογραφία. Αν γινόταν αυτό, οι τεχνίτες δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία, στα σφραγίσματα των οπών. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι πιθανό να γέμιζαν τις υποδοχές με τόσους πλίνθους όσες και οι διπλανές στρώσεις. Αυτό συνέβαινε σίγουρα στις αμιγείς πλίνθινες τοιχοποιίες, κατά την περίοδο του Βυζαντίου, που οι τοιχοποιίες έμεναν κατά βάση χωρίς επίχρισμα και οι όψεις έπρεπε να είναι αρκετά επιμελημένες78. Κάθε πλίνθινο τεμάχιο τοποθετείται στην ίδια στάθμη με τις αντίστοιχες στρώσεις, ώστε να ταυτίζονται απόλυτα. Τα σφραγίσματα δεν γίνονται διακριτά από μεγάλη απόσταση, παρά μόνο με αναζήτηση από πολύ κοντά. Στις τοιχοποιίες που είναι κτισμένες με το σύστημα της υποχωρημένου πλίνθου, τα ικριώματα στερεώνονται στις υποχωρημένες στρώσεις. Με αυτό τον τρόπο, τα σφραγίσματα κρύβονται πίσω από τους φαρδιούς αρμούς και είναι απίθανο να ξαναβρεθούν. Σε περιπτώσεις όπου οι τεχνίτες χρησιμοποιούν ξύλα ορθογώνιας διατομής, η υποδοχή καταλαμβάνει και το ύψος μιας ορατής πλίνθινης στρώσης. Πολλές φορές προέκυπταν και μικτές τοιχοποιίες (opus mixtum), οι οποίες αποτελούνταν από λίθους και πλίνθους79. Συνήθως οι οριζόντιες στρώσεις από οπτόπλινθους, σηματοδοτούσαν το επίπεδο που ολοκληρωνόταν η εργασία, σε χρόνο μιας μέρας. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούνταν για τον έλεγχο των επιπέδων, αλλά και για τη σύνδεση των τριών τμημάτων της τοιχοποιίας, τις δυο όψεις και το κύριο σώμα. Βασική χρήση των οπτόπλινθων, ήταν και η διαμόρφωση των υποδοχών για τα αναρτημένα ικριώματα. Συνήθως χρειάζονταν πάνω από τρεις λίθινες στρώσεις για να δημιουργηθούν οι οπές. Οι υποδοχές ανοίγονταν κυρίως στις πρώτες πλίνθινες στρώσεις, και μετά το πέρας των εργασιών σφραγίζονταν, όπως και στις αμιγείς πλίνθινες τοιχοποιίες. Οι υποδοχές στις λίθινες στρώσεις, είναι σπάνιες και συνήθως προέκυπταν, λόγω κάποιων προβλημάτων κατά την ανέγερση της τοιχοποιίας, όπως η διακοπή των εργασιών πριν την ολοκλήρωση της λίθινης στρώσης80. Βελένης, Γ. (1984). ‘Υποδοχές Ικριωμάτων’. Σε Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σ. 42. 78

Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.Batsford Ltd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989)σ. 140-144. 79

Βελένης, Γ. (1984). ‘Υποδοχές Ικριωμάτων’. Σε Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: 80

60


Εικ. 39: Αξονομετρικό σχέδιο ορθογώνιου πύργου. Σε περιπτώσεις, όπου εναλλάσσονταν οι στρώσεις οπτόπλινθων και αργών λίθων, οι οπές ανοίγονταν ανάμεσα στους λίθους. Για να απομακρύνονται τα διαμπερή ξύλα εύκολα, οι τεχνίτες πλαισίωναν τις τρείς πλευρές με πλίνθους ή πέτρες που είχαν ομαλές τις επιφάνειες που εφάπτονταν με το ξύλο. Οι υποδοχές σφραγίζονταν με θραύσματα χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια στην εμφάνιση, τα οποία εύκολα αναγνωρίζονταν81.

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σ. 42. Βελένης, Γ. (1984). ό. π. σ. 41.

81

61


Εικ. 40: Θέσεις στερέωσης των ικριωμάτων σε τοιχοποιίες από οπτόπλινθους και αργούς λίθους. 62


Στο Βυζάντιο, επιμελούσαν αρκετά τις όψεις της τοιχοποιίας και σφράγιζαν τις υποδοχές με τεμάχια πλίνθων, τοποθετημένα οριζόντια ή κατακόρυφα. Αυτό το μοτίβο, το επαναλάμβαναν και στην υπόλοιπη όψη της τοιχοποιίας, ανεξάρτητα από τις θέσεις των σφραγισμάτων. Έτσι, έκρυβαν με έναν έξυπνο τρόπο, τις υποδοχές και παράλληλα με τον πολλαπλασιασμό αυτής της τεχνικής, δημιουργούσαν μια ζωηρή και ομοιόμορφη όψη, με έντονο διακοσμητικό χαρακτήρα.

Εικ. 41: Ναός Αγίου Γερμανού Άγιος Γερμανός, Πρέσπες.

63


Αυτή την τακτική, εφάρμοζαν και στις πλινθοπερίκλειστες τοιχοποιίες. Σε αυτές, οι αρμοί που σχηματίζονταν γύρω από τους λίθους, κοσμούνταν με μονή ή διπλή στρώση από πλίνθους. Τα σφραγίσματα για τις υποδοχές των ικριωμάτων, έχουν τρεις εφαρμογές, ανάλογα με τη θέση στερέωσής τους. Η πρώτη περίπτωση είναι όταν τα ικριώματα στερεώνονται στις οριζόντιες πλίνθινες στρώσεις, η δεύτερη ανάμεσα στους λίθους και η τρίτη σε υποδοχές που ανοίγονται πάνω στους λίθους82. Στην πρώτη περίπτωση, και πιο εύκολη, τα κενά σφραγίζονται με ισοπαχείς πλίνθους. Στη δεύτερη, που είναι εξίσου βολική και γρήγορη με την πρώτη, όταν απομακρύνονται τα ξύλα, τα κενά γεμίζονται με πλίνθινα τεμάχια και πολλές φορές με διακοσμητικό χαρακτήρα. Σε περιπτώσεις που το διαμπερές ξύλο είναι μικρότερο από την οπή, τότε πλαισιώνεται από πλίνθους, οι οποίες μαζί με τα γεμίσματα που θα σφραγίσουν την υποδοχή, δημιουργούν διακοσμητικά θέματα. Η όψη αποκτά έντονη διακόσμηση και σε περίπτωση μελλοντικής επισκευής, η αναγνώριση των σφραγισμάτων γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη. Γενικά όμως υπάρχουν κάποια στοιχεία που μπορούν να βοηθήσουν, όπως ότι οι αποστάσεις ανάμεσα στους λίθους είναι μεγαλύτερες από την υπόλοιπη τοιχοποιία, ή ότι ο συμβολισμός των υποδοχών, γίνεται με ένα συγκεκριμένο μοτίβο, το οποίο επαναλαμβάνεται ανά συγκεκριμένα επίπεδα και αποστάσεις. Τέλος, ο πιο επίπονος τρόπος, ήταν η λάξευση των υποδοχών των ικριωμάτων στους δόμους. Μερικές φορές, εκμεταλλευόντουσαν το πάχος της πλίνθινης στρώσης, για να μειώσουν την εργασία της λάξευσης, ενώ άλλες φορές προτιμούσαν να λαξεύουν ολόκληρες τις υποδοχές στους λίθους83, παρόλο που υπήρχαν πλίνθινες στρώσεις στους οριζόντιους και στους κατακόρυφους αρμούς.

Βελένης, Γ. (1984). ‘Υποδοχές Ικριωμάτων’. Σε Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σ. 43. 83 Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται από ορισμένα συνεργεία με ισχυρή παράδοση στην λιθοξοϊκή και σε λίγα μνημεία της Δυτικής Πελοποννήσου βλ. :Βελένης, Γ. (1984). ό. π. σ.43. 82

64


Εικ. 42: Θέσεις στερέωσης των ικριωμάτων σε πλινθοπερίκλειστες τοιχοποιίες (από πάνω: σε λαξευμένες υποδοχές πάνω στους λίθους, ανάμεσα σε λίθους, στις οριζόντιες πλίνθινες στρώσεις). 65


σ υ μπεράσ μα τα Παρατηρώντας τις πυραμίδες των Αιγυπτίων και τους γοτθικούς καθεδρικούς ναούς του Μεσαίωνα, καταλαβαίνουμε την έντονη επιθυμία του ανθρώπου να φτάσει ψηλά. Μέσα από την κατασκευή επιβλητικών κτηρίων φανερώνεται το αίσθημα αυταρέσκειας και επίδειξης δύναμης που κατείχε τους αρχαίους. Το ύψος των οικοδομημάτων συμβόλιζε την μετάδοση του θρησκευτικού μηνύματος της μεγαλοσύνης του Θεού, και τη προσπάθεια ανάτασης σε αυτόν. Βασική παράμετρος για την υλοποίηση αυτών των κατασκευών είναι τα ικριώματα. Όσο περισσότερο εξελίσσονται τόσο ψηλότερα φτάνουν. Εκτός από το ικρίωμα, αναπτύχθηκαν και άλλες, πιο πολύπλοκες τεχνικές οι οποίες βοηθούσαν στην κατασκευή. Η σημασία όμως του ξύλου υπογραμμίζεται συνεχώς. Είναι αυτό που στηρίζει, δένει και προστατεύει την κατασκευή. Οι άνθρωποι που ανέβαιναν σε αυτές τις κατασκευές, έδιναν αγώνες καθημερινά, για να κατακτήσουν, τελικά, αυτά τα ύψη. Μέσα από πολλές επιτυχίες και αποτυχίες, κατάφεραν να φτάσουν ψηλά, σιγά σιγά, δένοντας τα ξύλα μεταξύ τους και ισορροπώντας πάνω σε αυτά. Όλη η διαδικασία απαιτούσε εμπιστοσύνη μεταξύ τους, επιμονή και πολλές θυσίες, για να ξεπεραστεί ο φόβος και να βρεθεί το κουράγιο να ακροβατήσουν πάνω στα ικριώματα. Καταστάσεις τις οποίες δύσκολα μπορούμε να τις φανταστούμε, κοιτάζοντας ένα ολοκληρωμένο κτήριο. Μέσα, από την έρευνά μου για τα ικριώματα, προσπαθώ να αντιληφθώ τις ιδιότητες και τα προβλήματα, που κρύβει το ικρίωμα. Από τη πρώτη μου επαφή, κατάλαβα ότι πρόκειται για ένα άγνωστο θέμα, το οποίο δεν έχει ερευνηθεί σε βάθος. Δυστυχώς, δεν απαντήθηκαν όλες οι απορίες μου, όμως ανακάλυψα αξιοσημείωτα στοιχεία για τις οικοδομικές μεθόδους που αναπτύχθηκαν στην ιστορία. Όπως, η αξιοποίηση της γης από τους Αιγύπτιους και η ευρηματικότητα των τεχνητών του Βυζαντίου. Η παρούσα εργασία, λοιπόν, αποτελεί μία προσπάθεια ανάλυσης της κατασκευαστικής διαδικασίας και συνάμα της κατανόησης των προβλημάτων που προκύπτουν και εμφανίζουν, άμεση επιρροή με το αρχιτεκτόνημα. Ζητήματα όπως, η παροχή και η μεταφορά των υλικών, οι συνθήκες εργασίας των τεχνητών σε μεγάλο ύψος, καθώς και οι αποφάσεις σχετικά με την μορφολογία ή την δομή του, αποτελούν μια τεχνική γνώση η οποία είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτή. Συνήθως με το πέρας των εργασιών, όλη η τεχνική διαδικασία ξεχνιέται και αφήνει πίσω το 66


τελικό αποτέλεσμα-το έργο. Η γνώση, όμως, της κατασκευαστικής διαδικασίας, αποτελεί σημαντικό κομμάτι της δομής του αρχιτεκτονήματος και μπορεί να συμβάλλει αρκετά στον τομέα της συντήρησης. Η ανάλυση των βημάτων της κατασκευής, είναι ιδιαίτερα σημαντική για την αναγνώριση των οικοδομικών φάσεων των κτηρίων. Δίνει τη δυνατότητα σχεδιασμού, ακριβέστερων χρονοδιαγραμμάτων και αναγνώρισης των εργασιών που γίνονταν συγχρόνως. Επιπλέον, η σημασία της γνώσης, αποτυπώνεται και στις διάφορες τεχνικές που εμφανίζονται σε κάθε κατασκευή, και μπορούν να αξιοποιηθούν για τον προσδιορισμό των οικοδομικών συνεργείων ή για την επίλυση προβλημάτων που σχετίζονται με ενότητες κτιρίων. Σήμερα, τα ικριώματα, είναι κάτι που βλέπουμε συχνά σαν συνοδευτική κατασκευή σε πολλά μνημεία. Εκτός από τη συντήρηση και την επισκευή, βοηθούν στην περιήγηση μέσα σε ιστορικούς χώρους, πάνω σε μνημεία και σε δύσβατα, φυσικά, μέρη. Έχουν μια αρχιτεκτονική έκφραση που έχει αρχίσει να γίνεται πολύ οικεία στον σημερινό άνθρωπο. Μέχρι και σήμερα, η αρχιτεκτονική τους γλώσσα έχει επιζήσει και χρησιμοποιείται και σε άλλους χώρους, πέρα από αυτούς της κατασκευής. Σήμερα, η σχέση μας με το χρόνο, όπου τα πράγματα είναι πολύ ρευστά, ταιριάζει αρκετά με αυτές τις εφήμερες κατασκευές, που όμως μορφολογικά και αρχιτεκτονικά είναι διαχρονικές. Εν κατακλείδι, μέσα από τη συγκεκριμένη ερευνητική εργασία, γίνεται μια αναζήτηση της απλότητας και της λειτουργικότητας που χαρακτηρίζει τα ικριώματα. Αποτελεί μια πρώτη προσέγγιση, ενός πλούσιου θέματος, που χρήζει έρευνας. Οι παραπάνω ελλείψεις αποτελούν κρίσιμα ερωτήματα, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν νέα πεδία προς αναζήτηση. Σε καμία περίπτωση, δεν πρέπει να αποτελέσουν εμπόδιο, αλλά το έναυσμα για τη δημιουργία νέων πεδίων έρευνας που θα βοηθήσουν στην ανάδειξη των αρχιτεκτονικών δομών.

67


βι βλ ιογραφία Nechvatal, J. (2011). Immersion into noise. Nέα Υόρκη: Open Humanities Press, σ. 73. Παλυβού, Κ. (1999). Ακρωτήρι Θήρας. Διδακτορική διατριβή. Αθήνα: Η ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, σ. 113, 198, 258, 266. Jacomy, B. (1995). Συνοπτική ιστορία των τεχνικών. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Αγριαντώνη, Χ. [χ.τ.]: ΕΤΒΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε [χ.χ.]), σ. 54-55, 77-84, 176-179, 184-185. Κορρές, Μ. (1994). Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα. Αθήνα: Εκδοτικός οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ, σ. 107-108. Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.BatsfordLtd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989). Βελένης, Γ. (1984). ‘Υποδοχές Ικριωμάτων’. Σε Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σ. 14-44. Ousterhout, R. (1999). Master Builders of Byzantium. Πρίνστον: Princeton University, σ. 46, 184-191. Fitchen, J. (1961). The construction of gothic cathedrals. Οξφόρδη: Claredon Press, σ. 13-23, 248-252. Viollet-le-Duc, E. (1814-1879). Dictionnaire raisonné de l’architecture française du XIe au XVIe siècle. Τόμ. 5, Παρίσι: [χ.ε.], σ. 103-114. Λοΐζος, Α. (1958). Ξύλιναι Κατασκευαί Μετά 611 Σχημάτων Και 11 Αριθμητικών Εφαρμογών. Αθήνα: Ιδιωτική Έκδοση, σ. 180-192. Thatcher, A. (1907). Scaffolding: A Treatise on the Design and Erection of Scaffolds, Gantries and Stagings. Λονδίνο: B. T Batsford, σ. 12-17, 21-29. Κακαράς, Ι. (2013). ‘Εφαρμογές του ξύλου στην Ελλάδα από την αρχαιότητα 68


μέχρι σήμερα’. Σε Τεχνολογία Ξύλινων Δομικών Κατασκευών. Αθήνα: Εκδοτικός Όμιλος ΙΩΝ, σ. 101-170. http://www.wfdt.teilar.gr/15_th_Panhellenic_Forestry_CONFERENCE/Presentations/Kakaras.pdf Καραντώνη, Φ. (2012). Κατασκευές από τοιχοποιία Σχεδιασμός & Επισκευές. Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου, σ. 1-22. Δεϊμέζης, Α. (1976). Οικοδομική. Αθήνα: Εκδόσεις Ιδρύματος Ευγενίδου. Τόμ. Α’, σ. 166-196 και Γ’, σ. 90-96. Παπαθεοδώρου, Θ. (1973). ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ. Αθήνα: [χ.ε.], σ. 81-92, 120-125, 131-137. Ζαχαριάδης, Ά. (2004). Οικοδομική Τεχνολογία. Αθήνα: UNIVERSITYSTUDIOPRESS, σ. 52-55, 143-151, 178-182.

πηγέ ς ει κόνων Εικ. 1_Πηγή:https://medium.com/@lifedarkcitymed/%D0%B8%D1%82%D 0%B0% [πρόσβαση17/9/2018]. Εικ. 2_Πηγή:http://www.memphis.edu/hypostyle/tour_hall/constructing_ hall.php[πρόσβαση17/9/2018]. Εικ. 3 _Πηγή: https://www.dailymail.co.uk/news/article-2290166/ Hong-Kongs-ultra-modern-skyscrapers-built-scaffolding-BAMBOO.html[πρόσβαση17/9/2018]. Εικ. 4_Πηγή: Κορρές, Μ. (1994). Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα. Αθήνα: Εκδοτικός οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ, σ. 107-108. Εικ. 5_Πηγή: Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.BatsfordLtd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989). σ. 94. Εικ. 6_Πηγή: Addis, Β. (2007). Building : 3000 Years of Design Engineering and Construction. Λονδίνο: Phaidon Press Limited., σ. 436. Εικ. 7_Πηγή: Fitchen, J. (1961). The construction of gothic cathedrals. 69


Οξφόρδη: Claredon Press, σ. 22. Εικ. 8_Πηγή:https://scaffmag.com/2016/12/reaching-for-the-sky-a-pottedhistory-of-scaffolding/ [πρόσβαση17/9/2018]. Εικ. 9_Πηγή: Προσωπικό αρχείο. Εικ. 10_Πηγή: Λοΐζος, Α. (1958). Ξύλιναι Κατασκευαί Μετά 611 Σχημάτων Και 11 Αριθμητικών Εφαρμογών. Αθήνα: Ιδιωτική Έκδοση, σ. 181. και από Thatcher, A. (1907). Scaffolding: A Treatise on the Design and Erection of Scaffolds, Gantries and Stagings. Λονδίνο: B. TBatsford, σ. 69. Εικ. 11 & 12_Πηγή: Thatcher, A. (1907). Scaffolding: A Treatise on the Design and Erection of Scaffolds, Gantries and Stagings. Λονδίνο: B. TBatsford, σ. 69. Εικ. 13_Πηγή: Fitchen, J. (1961). The construction of gothic cathedrals. Οξφόρδη: Claredon Press, σ. 16. Εικ. 14_Πηγή: https://scaffmag.com/2016/12/reaching-for-the-sky-a-potted-history-of-scaffolding/ [πρόσβαση17/9/2018]. Εικ. 15_ (Πηγή: Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.BatsfordLtd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989). σ. 147. Εικ. 16_Πηγή: Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.BatsfordLtd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989). σ. 148. Εικ. 17_Πηγή: Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.BatsfordLtd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989). σ. 156. Εικ. 18_Πηγή:Ousterhout, R. (1999). Master Builders of Byzantium. Πρίνστον: Princeton University, σ. 187. Εικ. 19_Πηγή: Fitchen, J. (1961). The construction of gothic cathedrals. Οξφόρδη: Claredon Press,σ. 18. Εικ. 20_Πηγή:https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/2/29/Foto70


thek_df_tg_0003033_Mechanik_%5E_Hebezeug_%5E_Winde_%5E_Seil. jpg[πρόσβαση17/9/2018]. Εικ. 21_Πηγή: Προσωπικό αρχείο. Εικ. 22_Πηγή:Προσωπικό αρχείο. Εικ. 23_Πηγή:Προσωπικό αρχείο. Εικ. 24 & 25_Πηγή:(Πηγή: Δεϊμέζης Α. Ν. (1976) ,ΓΕΝΙΚΗ ΔΟΜΙΚΗ, Τόμος Γ’, Ίδρυμα Ευγενίδου, Αθήνα, σελ. 188. Εικ. 26_Πηγή:Προσωπικό αρχείο. Εικ.27_Πηγή:http://repositor y.acropolis-education.gr/acr_edu/bitstream/11174/28/1/o1_01_el.pdf [πρόσβαση17/9/2018]. Εικ. 28_Πηγή: Κορρές, Μ. (1994). Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα. Αθήνα: Εκδοτικός οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ, σ. 107-108. Εικ. 29_Πηγή: https://www.quora.com/What-is-the-advantage-and-disadvantage-of-using-the-putlog-scaffolding [πρόσβαση17/9/2018]). Εικ. 30_Πηγή:Προσωπικό αρχείο. Εικ. 31_Πηγή:Προσωπικό αρχείο. Εικ. 32_Πηγή:Προσωπικό αρχείο. Εικ. 33_Πηγή: Προσωπικό αρχείο. Εικ. 34_Πηγή: Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.BatsfordLtd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989). σ. 156. Εικ. 35_Πηγή: Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.BatsfordLtd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989). σ. 132. Εικ. 36_Πηγή: Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. 71


Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.BatsfordLtd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989). σ. 86. Εικ. 37_Πηγή: Adam, J. (1994). ROMAN BUILDING Materials and Techniques. Μετάφραση από τα Γαλλικά από Mathews, A. Λονδίνο: B.T.BatsfordLtd. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1989). σ. 86. Εικ. 38_Πηγή: Βελένης, Γ. (1984). ‘Υποδοχές Ικριωμάτων’. Σε Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης). Εικ. 39_Πηγή: Βελένης, Γ. (1998). Τα Τείχη της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: UNIVERSITYSTUDIOPRESS. σ. 126. Εικ. 40_Πηγή: Βελένης, Γ. (1984). ‘Υποδοχές Ικριωμάτων’. Σε Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εικ. 41_Πηγή: Προσωπικό αρχείο. Εικ. 42_Πηγή: Βελένης, Γ. (1984). ‘Υποδοχές Ικριωμάτων’. Σε Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

72


73


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.