Ysterografo Magazine_Issue 129

Page 1


ΣΚΕΨΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΑ


Φωτο: ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ


Φωτο: ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ


E

D

I

T

O

R

I

A

L

ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ

«Τα παιδιά πολυτέκνων να μαζευτούν σε δέκα λεπτά στη μεγάλη αίθουσα». Η οδηγία της δασκάλας ήταν σαφέστατη ή έτσι τουλάχιστον νόμισα εγώ, στα 10 μου χρόνια, στην προτελευταία τάξη του δημοτικού. «Τι σημαίνει πολύτεκνοι;», τόλμησε να ρωτήσει ένας μαθητής εισπράττοντας το γέλιο των υπολοίπων και το έκπληκτο βλέμμα της κυρίας. «Αν είστε τρία αδέλφια και πάνω, σημαίνει πως οι γονείς σου είναι πολύτεκνοι χρυσέ μου», απάντησε εκείνη τονίζοντας το «χρυσέ μου» και επιβεβαιώνοντας την εξήγηση που είχα ήδη στο μυαλό μου. «Εμείς είμαστε τέσσερις», ξεστόμισα σχεδόν ψιθυριστά, συνειδητοποιώντας πως ήμουν και η μοναδική στην τάξη που είχα αυτό το προνόμιο. Σε δέκα λεπτά βρισκόμουν, λοιπόν, στη μεγάλη αίθουσα με ύφος που πρόδιδε τη χαρά μου ότι πληρούσα τις προϋποθέσεις να συμμετάσχω σε κάτι, που οι υπόλοιποι αδυνατούσαν. Δεν μαζεύτηκαν πολλά παιδιά, γεγονός που πρόδιδε το πρόβλημα της υπογεννητικότητας αλλά τότε ποσώς με αφορούσε κάτι τέτοιο, όπως ποσώς με αφορούσε και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό πρόβλημα. Μια κυρία με τεράστια γυαλιά μυωπίας και σκούρο καφέ ταγέρ που στεκόταν πίσω από την έδρα και μας περιεργαζόταν, μας συστήθηκε αργότερα, προτάσσοντας την ιδιότητά της ως εργαζόμενη στο Υπουργείο Παιδείας και ακολούθως το όνομά της. Εμένα αυτό μου έκανε εντύπωση αλλά σκέφτηκα πως μάλλον όταν δουλεύεις στην κυβέρνηση, είσαι κάτι πολύ πιο σημαντικό από αυτό που ήδη είσαι, γι’ αυτό και η γιαγιά μου πολλές φορές έλεγε στην αδελφή μου, «να τελειώσεις κόρη μου τις σπουδές σου και να πιάσεις μια δουλειά στην κυβέρνηση». Στον αδελφό μου δεν έλεγε το ίδιο γιατί αυτός «ήταν άντρας και θα τα κατάφερνε μόνος του», αλλά η αδελφή μου ήταν γυναίκα (άρα δεν θα τα κατάφερνε μόνη της) και καλύτερα να έμπαινε στην κυβέρνηση. Όλα αυτά αδυνατούσα να τα αντιληφθώ στη βαθύτερή τους υπόσταση και κατ’ ακρίβειαν δεν έμπαινα και πολύ στον κόπο γιατί εγώ τότε δεν ήθελα να σπουδάσω, ήθελα να παίζω μόνο στις αυλές μήλο και κρυφτό. Τέλος πάντων, η κυρία μετά τις συστάσεις άρχισε να ρωτάει έναν-έναν το ονοματεπώνυμό μας και πόσα αδέλφια είμαστε και το δικό τους ονοματεπώνυμο, ζητώντας, μάλιστα, να διευκρινίσουμε και τη σειρά με την οποία μας έφερε η μάνα μας στον κόσμο (αυτό δεν το ’πε ακριβώς έτσι, αλλά έτσι εννοούσε). Ήρθε η σειρά μου και ήμουν ακόμα ανυποψίαστη πως ο δικός μου διάλογος με την κυρία του υπουργείου, θα διαρκούσε πολύ περισσότερο από ό,τι των υπολοίπων. - Πόσα αδέλφια είστε, χρυσή μου; (αυτό το «χρυσή μου» ήταν, φαίνεται, ανέκαθεν ένδειξη υπεροχής παρά οικειότητας). - Τέσσερα. - «Εύγε», απάντησε και μάλλον αυτό υπολόγισα πως έπρεπε να το μεταφέρω στη μάνα μου γιατί σε μένα δεν έβρισκα πώς ανταποκρινόταν. «Κι εσύ είσαι η μικρότερη;». - Ναι, μάλιστα, η μικρότερη, η μικρότερη αδελφή μου είναι εννέα χρόνια μεγαλύτερή μου. - «Εύγε», επανέλαβε αλλά αυτό δεν ήξερα σε ποιον έπρεπε να το μεταφέρω. «Είσαι δηλαδή η τέταρτη», είπε και αυτή η πρόωρη διαπίστωσή της ήταν και η απαρχή μιας πλήρους ασυνεννοησίας. - Είμαι η τέταρτη σε σχέση με τα αδέλφια μου αλλά η πρώτη του πατέρα μου και της μητέρας μου, εκστόμισα έχοντας -παρά τα 10 μου χρόνια- πλήρη συναίσθηση ότι αυτό έχρηζε μιας δύσκολης (για τους άλλους) και επίπονης (για μένα) ανάλυσης. Η κυρία δεν ανταποκρίθηκε αμέσως, μάλλον προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο για να αντιληφθεί κατά πόσο ήμουνα λιγάκι τσίου, αλλά επειδή τίποτα στην εμφάνισή μου δεν πρόδιδε κάτι τέτοιο, αποφάσισε να προχωρήσει στην επόμενη ερώτηση. - Μπορείς να μου πεις τα ονόματα των αδελφών σου; (μόνο τα ονόματα ζήτησε κι αυτό αποδείχθηκε σε ελάχιστα λεπτά το μέγα λάθος της). Της τα είπα. Όχι μόνο τα ονόματα αλλά και τα επίθετα, γιατί ο καθένας μας είχε και διαφορετικό. Εκεί δεν άντεξε και ύψωσε τον τόνο της φωνής της, όχι για να θυμώσει αλλά για να δηλώσει μάλλον την αμηχανία της. «Μα γιατί παιδί μου έχετε διαφορετικά επίθετα; Αδέλφια δεν είστε;», είπε. Κι εγώ, κοκκινίζοντας πρώτα και μετά σχεδόν τραυλίζοντας, κατάφερα να αρθρώσω το εξής: «Γιατί καλέ κυρία, οι υπόλοιποι έχουν όλοι ίδια επίθετα με τα αδέλφια τους;». Και ενώ η απορία μου ήταν αυθεντική, εκείνη μάλλον την εξέλαβε ως κοροϊδία και άρχισε να φωνάζει ακόμη περισσότερο, κάνοντάς με ρεζίλι μπροστά στα υπόλοιπα παιδιά πολυτέκνων, τα οποία, βέβαια, είχανε από ώρα λυθεί στο γέλιο. - «Ποιος είναι ο πατέρας σου;», ρώτησε στο ίδιο θυμωμένο ύφος. - «Ο δικός μου ή των αδελφών μου;», απάντησα με μάτια σχεδόν βουρκωμένα. - «Τι λες παιδί μου;», τα ντεσιμπέλ της ανέβαιναν σε ανησυχητική συχνότητα. – «Πες μου το όνομα της μητέρας σου», είπε στα πρόθυρα της απελπισίας. «Της δικής μου ή των αδελφών μου;», επανέλαβα και αυτό υποψιάζομαι πως ήταν και το τελειωτικό της χτύπημα. Πάνω που νόμιζα πως είχα το προνόμιο της πολύτεκνης οικογένειας, ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι το μόνο προνόμιο που είχα σε εκείνη τη συγκέντρωση,

ήταν να κάνω την κυρία του υπουργείου έξαλλη και τα υπόλοιπα παιδιά να διασκεδάζουν μέχρι δακρύων. Η δασκάλα μου, σαν από μηχανής θεός, προσπάθησε να βάλει μια τάξη στο χάος που εγώ προκάλεσα, χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι και ζητώντας ησυχία, γεγονός που ηρέμησε και την κυρία με τα τεράστια μυωπικά γυαλιά, η οποία αποφάσισε να πάρει τα πράγματα από την αρχή. - «Μπορείς να μου εξηγήσεις, παιδάκι μου, τι ακριβώς συμβαίνει στην οικογένειά σου;», είπε με συγκρατημένη αισιοδοξία. Άρχισα τότε να μιλώ κι αυτός ήταν, θεωρώ, ο πρώτος και ο πιο σημαντικός μονόλογός μου ενώπιον θεατών… (ο οποίος ωστόσο δεν αποκάλυψε κανένα κρυφό μου ταλέντο, ώστε να μου φυτρώσει την ιδέα στο μυαλό να γίνω ηθοποιός). «Εγώ έχω μιαν αδελφή και έναν αδελφό, που είναι παιδιά της μητέρας μου αλλά όχι και του πατέρα μου γιατί η μητέρα μου πριν γνωρίσει τον πατέρα μου, ήτανε παντρεμένη με έναν άλλον κύριο και ύστερα, όταν γνώρισε τον πατέρα μου, χώρισε και παντρεύτηκε τον πατέρα μου και γέννησε εμένα. Επίσης έχω μια αδελφή, η οποία δεν έχει την ίδια μητέρα με μένα γιατί είναι από τον πρώτο γάμο του πατέρα μου, ο οποίος επίσης χώρισε όταν γνώρισε τη μητέρα μου και έτσι μετά γεννήθηκα εγώ. Ύστερα ο πατέρας της αδελφής μου και του αδελφού μου ξαναπαντρεύτηκε μια άλλη κυρία και με αυτήν κάνανε άλλα παιδιά, πράγμα που σημαίνει ότι η αδελφή μου και ο αδελφός μου έχουνε και άλλα αδέλφια, τα οποία όμως δεν είναι και δικά μου αδέλφια. Αν ωστόσο αυτό σημαίνει κάτι για την πολύτεκνή μας οικογένεια, μπορείτε να τους συνυπολογίσετε και αυτούς», κατέληξα επανακτώντας την αυτοπεποίθησή μου, η οποία όμως έμελλε να διαρκέσει πολύ λίγο, όσο για να έρθει η φράση της κυρίας του υπουργείου να τη διαλύσει σε χρόνο μηδέν. «Μάλιστα… (σιωπή). Τώρα μάλιστα. (σιωπή δις). Μα αυτό σημαίνει, χρυσή μου (να ’σου ξανά και η προσφώνηση υπεροχής), πως δεν είσαι παιδί πολύτεκνης οικογένειας». Έμεινα κόκαλο. – «Μα κυρία», είπα κρατώντας σφικτά τη φούστα μου, σημάδι πως πείσμωσα, «αφού είμαστε τέσσερα αδέλφια και μάλιστα, αν θέλετε να ξέρετε, εγώ τους αγαπώ όλους και αν θέλετε επίσης να ξέρετε και αυτοί με αγαπάνε και είμαστε έτσι όλοι αγαπημένοι και αν θέλετε να ξέρετε, κάθε Χριστούγεννα στολίζουμε όλοι μαζί το δέντρο. Γιατί λοιπόν, κυρία, δεν είμαστε πολύτεκνη οικογένεια;». Παρότι προκάλεσα στους πάντες αμηχανία, επαρκή απάντηση, ωστόσο, δεν κατάφερα να πάρω. Και έτσι αποχώρησα από τη μεγάλη αίθουσα με το άγχος πως τώρα έπρεπε να αντιμετωπίσω και τα παιδιά της δικής μου τάξης, τα οποία περίμεναν αγωνιωδώς να ακούσουν την εμπειρία μου, η οποία αποδείχθηκε μια πλάνη. Το ίδιο άγχος είχα και στα επόμενα χρόνια, κάθε φορά που έπρεπε να εξιστορήσω το οικογενειακό μου δέντρο, είτε απέναντί μου ήταν φίλοι είτε υποψήφιοι γκόμενοι. Έπαιρνα μια μεγάλη ανάσα και άρχιζα το γνωστό… ποίημα. Για καιρό οι κολλητοί μου μπερδεύονταν, «η αδελφή σου η τάδε, θύμισέ μου, είναι κόρη της μάνας σου ή του πατέρα σου;», και κάθε φορά η ίδια πολύπλοκη αφήγηση. Το ότι ήμουνα ο μόνος συνδετικός κρίκος μεταξύ όλων στην οικογένειά μου, κάποιες φορές με καθιστούσε όντως προνομιούχα, αφού όλοι επιζητούσαν τη δική μου σημασία και μου χάριζαν τη δική τους. Άλλες όμως με μετέτρεπε -σε ηλικίες μάλιστα που δεν μπορούσα να το χειριστώ- σε ειρηνοποιό στις διαβουλεύσεις μεταξύ των αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Ο καθένας κουβαλούσε τη δική του ιστορία που στα κοινά της σημεία με των υπολοίπων κατάφερνε να εκδηλώνεται ως τρυφερότητα, στα ξέχωρα όμως της κεφάλαια προκαλούσε εντάσεις και τραύματα. Κι εγώ, η λεγόμενη χρυσή τομή, προσπαθούσα να καταλάβω πέρα από τις λέξεις και τα βιώματα του καθενός, πόσο καθοριστικές ήταν οι ξέχωρες διαδρομές μας και πόσο καταλυτικές, για τη μετέπειτα ζωή μας, οι αντιφατικές μας αναμνήσεις. Πέρασαν χρόνια και πολλά ταξίδια για να παραδεχτώ πώς σ’ αυτή την πολύπλοκη οικογένεια, χρωστώ όλες μου τις ευαισθησίες. Που όσο κι αν αυτές οι ευαισθησίες με παίδεψαν πολλές φορές, τόσο υπήρξαν και ο λόγος που συνειδητοποίησα από νωρίς την αξία του να μεγαλώνεις μεγαλώνοντας την καρδιά σου. Σ’ αυτούς χρωστώ και κάτι ακόμα: Την ικανότητά μου να μεταφράζω πια την παραδοχή «έκανα ό,τι καλύτερο ήξερα και μπορούσα για σένα», σαν τη μέγιστη ένδειξη ανιδιοτελούς τρυφερότητας. Και αγάπης�


με τον γιωργο σαββινιδη

Χαμένοι στη διαίρεση

Άλλο ένα άξιο καλλιτεχνικό τέκνο της Κύπρου που προκόβει στο εξωτερικό, είναι η Παφίτισσα χορογράφος Έρρικα Χαραλάμπους. Η 28χρονη performer, που τα τελευταία τέσσερα χρόνια ζει στη Γερμανία, έχει παρουσιάσει κι άλλες φορές στο παρελθόν δουλειά της ως χορεύτρια και χορογράφος. Τη φορά αυτή, προσκεκλημένη από το Χοροθέατρο Ομάδα Πέντε, συνεργάζεται τεχνικά και καλλιτεχνικά με τον εικαστικό και video artist Steve Strasser για την παρουσίαση του χοροθεατρικού έργου «Lost In Division». Στην ουσία πρόκειται για μετεξέλιξη του ομώνυμου σόλο έργου που παρουσίασε τον περασμένο Ιούνιο στο Τρίερ της Γερμανίας. Η Έρρικα Χαραλάμπους το μετατρέπει σε ομαδικό χοροθεατρικό δρώμενο που συνδυάζεται με βιντεο-τηλεοπτική διάδραση. Στην παράσταση, που παρουσιάζεται στις αρχές του ’09, συμμετέχουν οι performers Amy Λαζάρου, Ελεάνα Αγιούς, Χλόη Μελίδου, Pascal Caron και Μάριος Ιωάννου. Ωστόσο, οι πρόβες στη Στέγη Σύγχρονου Χορού Λεμεσού θα είναι μια δημιουργική διαδικασία ανοιχτή για το κοινό, το οποίο κάθε απόγευμα, από τις 22 Δεκεμβρίου μέχρι τις 2 Ιανουαρίου, θα μπορεί να επισκέπτεται το χώρο για να παρακολουθεί την εξέλιξή τους.

«Lost In Division», 3 Ιανουαρίου, Στέγη Σύγχρονου Χορού Λεμεσού, 4 Ιανουαρίου Άμμος μπαρ Λάρνακα, 5 Ιανουαρίου, Μαρκίδειο Θέατρο Πάφου, τηλ. 99462675

Mικρά οικιακά εγκλήματα Ένα μικρό εκκολαπτήριο ιδεών άρχισε πριν από λίγες μέρες και επίσημα τη λειτουργία του, με σκοπό να προωθήσει την καλλιτεχνική έρευνα, την πειραματική έκφραση και διερεύνηση. Ο λόγος για το Project Room, τον ανοικτό και ευέλικτο χώρο εντός του Δημοτικού Κέντρου Τεχνών, που φιλοδοξεί να μετεξελιχθεί σε περιβάλλον που προωθεί την πολυμορφία και το ρίσκο. Ανερχόμενοι και καταξιωμένοι καλλιτέχνες έχουν την ευκαιρία να συνομιλήσουν, να επικοινωνήσουν και να ανταλλάξουν ιδέες μέσα από ήδη υπάρχοντα έργα ή έργα που θα κατασκευαστούν ειδικά για εκεί. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και το πρώτο project του Project Room, η δουλειά της Ελίνας Ιωάννου με τίτλο «Caught in the act». Η νεαρή καλλιτέχνις συνεχίζει την έρευνα πάνω στη χαρτογράφηση οικιακών τοπίων με μολύβι και χαρτί που άρχισε με τα «Αρχιτεκτονικά Σχέδια/Εγκλήματα», καταγράφοντας με εξονυχιστική ακρίβεια τα δωμάτια και τους ενοίκους ενός σπιτιού σε κλίμακα 1:1. Η δουλειά αυτή είχε επιλεγεί να παρουσιαστεί στην τελευταία Mπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Απουλίας. Αυτή τη φορά, οι πρωταγωνιστές των σχεδίων της αποκτούν υπόσταση και εμφανίζονται τρισδιάστατοι με την παρουσία/απουσία τους να καθορίζει το χώρο του Project Room. Η καλλιτέχνις σκηνοθετεί τα ίδια τα αντικείμενα, εξερευνώντας τη σχέση τους με τις τρεις διαστάσεις, τοποθετώντας τα σε νέο χώρο όπου αποκτούν τη δική τους ιστορία και γίνονται τα ίδια πρωταγωνιστές του «εγκλήματος». Η χαρτογραφία του project επεξηγείται σε σειρά κειμένων, που ετοιμάστηκαν σε δημιουργική συνεργασία με την κειμενογράφο Ναταλί Γιαξή. Ελίνα Ιωάννου, «Caught in the Act», Project Roοm- Δημοτικό Κέντρο Τεχνών, τηλ. 22797400, 17 Δεκεμβρίου- 15 Φεβρουαρίου


O

MANIFESTING MOVEMENT, 2004

THE BLIND LEADING THE BLIND, 1947 - 1949

Ο οίστρος της ζωής Άλλο ένα άξιο καλλιτεχνικό τέκνο της Κύπρου που προκόβει στο εξωτερικό, είναι η Παφίτισσα χορογράφος Έρρικα Χαραλάμπους. Η 28χρονη performer, που τα τελευταία τέσσερα χρόνια ζει στη Γερμανία, έχει παρουσιάσει κι άλλες φορές στο παρελθόν δουλειά της ως χορεύτρια και χορογράφος. Τη φορά αυτή, προσκεκλημένη από το Χοροθέατρο Ομάδα Πέντε, συνεργάζεται τεχνικά και καλλιτεχνικά με τον εικαστικό και video artist Steve Strasser για την παρουσίαση του χοροθεατρικού έργου «Lost In Division». Στην ουσία πρόκειται για μετεξέλιξη του ομώνυμου σόλο έργου που παρουσίασε τον περασμένο Ιούνιο στο Τρίερ της Γερμανίας. Η Έρρικα Χαραλάμπους το μετατρέπει σε ομαδικό χοροθεατρικό δρώμενο που συνδυάζεται με βιντεο-τηλεοπτική διάδραση. Στην παράσταση, που παρουσιάζεται στις αρχές του ’09, συμμετέχουν οι performers Amy Λαζάρου, Ελεάνα Αγιούς, Χλόη Μελίδου, Pascal Caron και Μάριος Ιωάννου. Ωστόσο, οι πρόβες στη Στέγη Σύγχρονου Χορού Λεμεσού θα είναι μια δημιουργική διαδικασία ανοιχτή για το κοινό, το οποίο κάθε απόγευμα, από τις 22 Δεκεμβρίου μέχρι τις 2 Ιανουαρίου, θα μπορεί να επισκέπτεται το χώρο για να παρακολουθεί την εξέλιξή τους. «Lost In Division», 3 Ιανουαρίου, Στέγη Σύγχρονου Χορού Λεμεσού, 4 Ιανουαρίου Άμμος μπαρ Λάρνακα, 5 Ιανουαρίου, Μαρκίδειο Θέατρο Πάφου, τηλ. 99462675

Δευτέρες παρουσίες Αφού πρώτα μας εξοικείωσαν με το «Κινούμενο καρέ» και στη συνέχεια με τη διαδικασία σκιαγράφησης του ψυχολογικού προφίλ μιας ομάδας καλλιτεχνών, τώρα ήρθε η ώρα να «στοιχειώσουν» τις Δευτέρες μας με καλλιτεχνικές δραστηριότητες ποικίλων ειδών και γούστων. Με μπούσουλα την πειραματική διάθεση και με στόχο να ανακύψουν νέες ευκαιρίες για διάλογο γύρω από τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, ο μη κερδοσκοπικός Oργανισμός Στοά Αισχύλου (Πανίκος Τεμπριώτης και Δημήτρης Νεοκλέους) ξεκίνησε από την περασμένη Δευτέρα, το πρόγραμμα «Mondays at Arcade». Σε καθορισμένες Δευτέρες μέχρι τις 23 Φεβρουαρίου θα παρουσιάζονται προτάσεις διαφόρων εκφάνσεων που πραγματεύονται την έννοια ενός εικαστικού γεγονότος όχι ως απόρροια μακρόχρονης εργασίας, αλλά ως κάτι εφήμερο και συνδεδεμένο με την έννοια του χρόνου. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει συνολικά επτά εικαστικές «παραστάσεις» περιορισμένες και καθορισμένες από τον εφήμερο χαρακτήρα τους και επηρεασμένες ή προσαρμοσμένες στον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της περιοχής της Παλιάς Λευκωσίας. Η αρχή έγινε με τον Δημήτρη Φουτρή και το δρώμενο «Blank Mind Black Mind», ενώ αύριο σειρά παίρνει ο Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης που θα παρουσιάσει μακροσκελές οπτικο-ακουστικό perfomance με το… μακροσκελή τίτλο «Darkness Rising or Music for the people suffering from the sponanteous human combustion syndrome». Ακολουθούν οι Μαρίνα Γεωργίου, Γεωργία Σκουτάρη και Αγνή Δημητρίου («Corrupted City»), οι Δέσπω Θεοχαρίδου και Μαίρη Κάθριν Χριστοδούλου («Stance over Time-Distance»), ο Άντι Ατάσι, ο Μιχάλης Νικολαΐδης («Στον κόσμο του…»), ο Τόνι Μάσλιτς («Χαμένοι…») και οι Χαράλαμπος και Βάσω Σεργίου («Εμπειρία: μια γήινης διάστασης πράξη»). «Mondays at Arcade», Λευκωσία, Στοά του Αισχύλου, τηλ. 22433418. Μέχρι 23 Φεβρουαρίου


Like a complete unknown Ο Γιώργος Τριλλίδης πάει στη συναυλία του Bob Dylan, κάπου στο Χάρλεμ, κάπου στην Νέα Υόρκη…

«Έχεις πολλή Americana μέσα σου,» μου λέει ο Χιού. Είναι τρεις το πρωί. Στεκόμαστε έξω από ένα κιτς καραόκε μπαρ (υπάρχουν, αλήθεια, και μη κιτς καραόκε μπαρ;) και καπνίζουμε. Μέσα, ο Τζο και η Βερόνικα προσπαθούν να το κόψουν. Στο βάθος προβάλλει ολόφωτη η Times Square, εκατομμύρια βολτ εκπέμπουν και ταυτόχρονα, αντανακλούν την κακογουστιά της. Έχουμε βγει έξω για τσιγάρο αφού προηγουμένως δολοφονήσαμε, με άγρια χαρά και ανυπέρβλητο ζήλο, κατά σειρά το «Mother’s Little Helper», το «London Calling», το «Born to Run» (επιλογή του Τζο, γεννημένος στο Τζέρσι, γαρ) και ένα άλλο που δεν θυμάμαι. Κομμάτια, άπαντες. Δεν αναρωτιέμαι γιατί το λέει αυτό ο Χιού. Τρεις μήνες τώρα, του έχω δώσει χιλιάδες πατήματα. Αναρωτιέμαι, όμως, πώς μπορώ να τον βάλω, μια για πάντα, στη θέση του. Αν ο Χιού νομίζει ότι νομίζω ότι ο Γουόλτ Γουίτμαν είναι πιο σημαντικός απ’ ό,τι ο Βασίλης Μιχαηλίδης, κούνια που τον κούναγε. Αν θεωρεί ότι δέκα Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας αρκούν για να μου φτιάξουν μισό Ευγένιο Αρανίτση, μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάται. Αν είναι με την εντύπωση ότι βράζω Κική Δημουλά και Σύλβια Πλαθ στο ίδιο καζάνι, είναι αλλού ξημερωμένος. Αν, δε, πιθανολογεί ότι η τρίχα μου σηκώνεται το ίδιο είτε ακούω τη «Δραπετσώνα» είτε το «Ohio», απλώς βαυκαλίζεται. Συνειδητοποιώ, αμέσως, ότι δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσω να τα πω όπως τα σκέφτομαι – αναφορές και αναλογίες, αβγά στον τοίχο. Συνειδητοποιώ, επίσης, ότι είμαι πολύ πιωμένος για να επιχειρήσω μια, μεστή νοήματος, περίφραση. Γάμα τα. Ασ’ τον να νομίζει. Τζο και Βερόνικα, βγαίνουν απ’ το μπαρ, λιώμα. Οι τέσσερις μας ξεκινάμε να τρεκλίζουμε προς το ξενοδοχείο, 100 μέτρα μακριά, στα σπλάχνα της Times Square. Μανούβρες ανάμεσα σε αμάξια, πεζούς και συνήθεις υπόπτους που πασχίζουν να μας πουλήσουν ρόλεξ μαϊμού και κλεμμένα i-pod στις τρεις το πρωί. «Καμιά ψυχή να μας πασάρει ναρκωτικά, δεν θα βρεθεί;» αναρωτιέται ο Χιού. Αντί άλλης απάντησης, 43η και Broadway, η γη φεύγει κάτω απ’ τα πόδια μου και σωριάζομαι, φαρδύς πλατύς, στο πεζοδρόμιο. Πάνω απ’ το κεφάλι μου στριφογυρίζει ένας ουρανός χρωμάτων, λαμπυρίζει η πλάση. H Times Square, απαστράπτον μαυσωλείο, φωταγωγεί τους πεσόντες. Ο Χιού κι ο Τζο, έρχονται και με σηκώνουν. «Εν δε φάει και όλεσσον, Χιού,» χαχανίζω χαιρέκακα. Θα ξαναπέσω λίγα μέτρα παρακάτω. Μια εβδομάδα μετά, ψύχραιμος, στεγνός και μόνος, σταθμίζω εκ νέου την ετυμηγορία του Χιού. Είναι 11 το πρωί, μέσα Νοέμβρη και κάθομαι σε ένα καφέ ονόματι «Think Coffee», γωνία Bowery και Bleecker. Παίρνω ένα αμερικάνο σκέτο και πιάνω στασίδι στην τζαμαρία. Παρατηρώ ότι ακριβώς απέναντί μου, στα 20 μέτρα, επί της Bowery, βρίσκεται το κλαμπ-θρύλος των 70’s, το μυθικό CBGB’s που έχει πια μετατραπεί σε μπουτίκ - μουσείο από τον παμπόνηρο John Varvatos – τα φτηνά perfecto των Ramones έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε haute couture ψευδό-πάνκικα δερμάτινα τζάκετ, 2000$ έκαστο. Δίπλα ακριβώς, μεσοτοιχία, ένα Morrison Hotel που λειτουργεί ως γκαλερί, η βιτρίνα του οποίου, μου φαίνεται πως κοσμούσε το εξώφυλλο του πέμπτου άλμπουμ των Doors, (εν τέλει και κατόπιν επισταμένης έρευνας θα μάθω, ότι η φωτογράφηση, έγινε, στην πραγματικότητα, σε ξενοδοχείο στο Λος Άντζελες με το ίδιο όνομα – όμως και όπως μας δίδαξε ο 20ός αιώνας, ένας συνειρμός δύναται να είναι εύγλωττος χωρίς να είναι και κατ’ ανάγκην έγκυρος). Τέλος πάντων, τρία μαγαζιά πιο κάτω από κει που κάθομαι, στην Bleecker, φωλιάζει το Yippie museum που στεγάζει το κληροδότημα (ή καλύτερα, τα απομεινάρια) του καθοριστικού κινήματος της αμερικανικής αντι-κουλτούρας των 60’s. Στον ίδιο δρόμο, αλλά στη Δυτική μεριά της πόλης, στο Greenwich Village, δεσπόζει ακόμα το The Bitter End, το κλαμπ που φτιάχνει ονόματα, τα τελευταία 40 χρόνια, από τον Γούντι Άλεν ως την Τόρι Έιμος. Κάπου ανάμεσα στα δύο, την Bleecker κόβει η Jones Street, ο δρόμος όπου φωτογραφήθηκε ο Bob Dylan αγκαζέ με την τότε κοπέλα του (όχι, δεν θυμάμαι το όνομα της, ευτυχώς) για το εξώφυλλο του Freewheelin’ του. Ουφ… Πότε πρόλαβα να απορρoφήσω τόσες πληροφορίες; Πού τις βρήκα και γιατί τις συγκράτησα; Τι ξέρω για τη Βομβάη ή το Μπουένος Άιρες, μητροπόλεις κι αυτές, με το σπαθί τους; Και χέσ’ τες και τις Ινδίες και τις Αργεντινές, για την fucking Λευκωσία, τι ξέρω; Κι αν όλα αυτά μου συμβαίνουν σε μια ακτίνα μισού μόνο χιλιομέτρου, τότε πόση ποπ δεξαμένη θα αρδεύσω, άραγε, στο Σόχο ή στο West Village ή στο Chelsea (ω ναι, «I remember you well/ in the Chelsea Hotel»); Ποιες εικόνες (ο «Νονός ΙΙ», το «Αμέρικα, Αμέρικα», oκέι,

αναμενόμενα, αλλά ποιος μου εγγυάται ότι επί τόπου δεν θα με πλαγιοκοπήσουν, από το πουθενά, άτακτες δυνάμεις του εχθρού) να με στοιχειώσουν, αλήθεια, στη νήσο Έλλις; Σταματώ να κοιτάω έξω απ’ το παράθυρο και επικεντρώνομαι στην περιβολή μου. Από κάτω προς τα πάνω, έχουμε και λέμε: All Stars μποτάκια, Levi’s παντελόνι, ζώνη απ’ το Gap, Banana Republic πουλόβερ, Ray Ban, καπελάκι New York Knicks. Ακόμα κι αν το σώβρακο είναι το αγαπημένο μου Απόλλων (δεν θυμάμαι τι φόρεσα το πρωί και ντρέπομαι, κοτζάμ –τρόπος του λέγεινάντρας να αρχίσω να πασπατεύω τον κόκκυγά μου, δημοσίως), παραμένω χαμένος από χέρι. Συγχαρητήρια λοιπόν, μίστερ Χιού. Νενικήκατε. «Αντιαμερικανάκι», με είχε αποκαλέσει σε ανύποπτο χρόνο μια ψυχή και αντί να της αποδώσω εύσημα για τον νόστιμο και εξ όσων αποδεικνύεται, εύστοχο νεολογισμό, εγώ την πότισα όξος και χολή. Όμως σήμερα είναι Παρασκευή, 21η Νοεμβρίου 2008 και στις 8 το βράδυ, όπως έχω πληροφορηθεί από την Village Voice, ο Bob Dylan δίνει συναυλία κάπου στο Χάρλεμ. Έχει ήδη πάει 7 και ακόμα βολοδέρνω στο δωμάτιο. Συνέρχομαι. Καιρός παντί πράγματι. Η ενδοσκόπηση μπορεί να περιμένει. Εισιτήρια, ασφαλώς, δεν υπάρχουν ούτε για δείγμα. Εντούτοις, πάντα εναποθέτω τις ελπίδες μου, πόσο μάλλον όταν βρίσκομαι στο λίκνο του καπιταλισμού, στις καλοσύνες της μαύρης αγοράς. Σηκώνομαι, ντύνομαι, μετρώ ξανά τα εικοσαδόλαρά μου και βγαίνω. Το μόνο χειρότερο από ένα τουρίστα είναι ένας τουρίστας που δείχνει τουρίστας, λέει μια σοφή παροιμία. Έτσι, δεν κουβαλώ ποτέ πάνω μου χάρτη, οδηγό ή οποιαδήποτε τουριστικά παραφερνάλια. Τα έχω, βέβαια, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, κλειδωμένα στο χρηματοκιβώτιο. Απομνημονεύω τη διεύθυνση και το όνομα του συναυλιακού χώρου. Επίσης, τις οδηγίες για το μετρό. Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα, αναδύομαι ξανά στον αφρό της πόλης και συνειδητοποιώ πως βρίσκομαι στην καρδιά του Ανατολικού Χάρλεμ ενώ θα έπρεπε να είμαι πολύ πιο βόρεια και δυτικά, στο Washington Heights. Καταλαβαίνω τι έγινε, όταν ρωτώ έναν περαστικό πού είναι το United Palace Theatre. Αντί να καταλήξω στην 175η οδό, εγώ κατέβηκα στην 115η. Λες και οι οδηγίες ήταν χειρόγραφες και ο γραφιάς έκανε ένα εφτάρι που έμοιαζε με άσο. Τη βλακεία μου μέσα. Το μόνο χειρότερο από κάποιον που δείχνει τουρίστας είναι κάποιος που αρνείται ότι δείχνει τουρίστας ή οι «οφθαλμοί των ώτων ακριβέστεροι μάρτυρες,» Εφέσιε; Ακριβέστεροι των ώτων, είπε ο άνθρωπος, όχι ακριβείς. Όπως και να ’χει, το θανατερό κρύο σουβλίζει το μεσογειακό σαρκίον μου και αποφασίζω να πάρω ταξί. Ανάβω τσιγάρο και αρχίζω να περπατώ προς βορράν, χειρονομώντας σε κάθε κίτρινο αμάξι που περνά. Ξαφνικά ακούω μια φωνή πίσω μου. «Hey, buddy’». Με την άκρη του ματιού μου βλέπω ότι προέρχεται από μια παρέα (Δομινικανών;) πιτσιρικάδων στην άκρη του δρόμου. Συνεχίζω να περπατώ και η φωνή ξανακούγεται, πιο κοντά αυτή τη φορά. Εικάζω πως μάλλον πήρε μάτι το τσιγάρο και θέλει να μου κάνει τράκα αλλά ο Θεός κι εγώ δεν παίζουμε ζάρια με το σύμπαν. Την τελευταία φορά που φάνηκα κοινωνικός όταν μια παρέα μου φώναξε «Hey, buddy,» κατέληξα εγώ στις πρώτες βοήθειες και αυτοί στη φυλακή (τουλάχιστον, έτσι ελπίζω). Παίζω τον κουφό, ανοίγω το βήμα μου και ως εκ θαύματος, πετυχαίνω άδειο ταξί. Το δικό μου «Spanish Harlem Incident» αποφεύγεται στο παρά τσακ. Ή μπορεί απλώς να μετατίθεται σε ευθετότερο χρόνο. Φτάνω στη συναυλία, οκτώ παρά πέντε. Πολιορκώ την πρώτη μαυραγορίτισσα που συναντώ. Οι σύντομες, πλην σκληρές, διαπραγματεύσεις καταλήγουν, ως είθισται άλλωστε, σε πλήρη επιβολή των αμερικανικών θέσεων. Μπαίνοντας στην αίθουσα, κάνω τη σούμα. Με κάποια σχετική ανακούφιση καταλήγω ότι το κέρδος της ήταν πενιχρό (11 δολάρια), χώρια το κρύο και η ταλαιπωρία που έφαγε. Πώς είναι η «πύρρειος νίκη» στα εγγλέζικα, my fellow Americans; Και πώς μοιάζει το United Palace Theatre, my fellow tourists; Επειδή, όχι χίλιες αλλά ούτε πέντε λέξεις δεν έχω, όσοι ενδιαφέρεστε πάρτε μια εικόνα: www.theunitedpalace.com O Dylan ανεβαίνει στη σκηνή οκτώ και δέκα. Κάθομαι στου διαόλου τη μάνα (λίαν συντόμως θα κατέβω στα κάγκελα του εξώστη, ναι, τζαμαί, πάνω στον ρότσον τους) αλλά διακρίνω ευκρινώς τον μικροσκοπικό τροβαδούρο. Φοράει ένα άσπρο καουμπόικο καπέλο και μαύρα ρούχα. Μια φαρδιά χρυσή γραμμή κοσμεί τις δύο πλευρές του παντελονιού του. Στολές που ξέμειναν από τον εμφύλιο ή από την τελευταία ιπποδρομιακή

‘Oh, hear this Robert Zimmerman / i wrote a song for you About a strange young man called Dylan / with a voice like sand and glue’ David Bowie, Song for Bob Dylan, Hunky Dory


συνάντηση, διερωτώμαι. Μαζί του, πενταμελής μπάντα, όλοι μαύρα με ασορτί καπέλα. Όποιος έχει ακούσει έστω και μισό live άλμπουμ του Dylan, γνωρίζει ότι παίρνει τα κομμάτια του και τους αλλάζει τα φώτα - τα κάνει αγνώριστα. Αλλά σήμερα, έχει βαλθεί να ανεβάσει τον πήχυ σε δυσθεώρητα ύψη. Ξεκινά τη συναυλία με το «Gotta serve somebody» το οποίο αναγνωρίζω στον στίχο, «it maybe the devil or it may be the Lord», δηλαδή, αρκετά αργά. Ακολούθως, πιάνει την κιθάρα και αρχίζει να παίζει κάτι που μοιάζει με το «The times they are a-changin». Το κοινό (ένα ποτ-πουρί από μεσήλικες CEO, γιάπηδες της Γουόλ Στρητ και διάφορους ανένταχτους) αρχίζει να ζεσταίνεται αλλά πέφτει αμέσως με τα μάλλον ανυπόστατα «The Levee’s gonna break» και «Tomorrow is a long time», που ακολουθούν. Τα πρώτα ακκόρντα του «Things Have Changed» ανάβουν ξανά τα αίματα και η κατάσταση δείχνει να εξομαλύνεται με το «Desolation Row» και το φρενήρες (για τα δεδομένα του γηραλέου κ. Zimmerman) «It’s alright, ma (I’m only bleeding)» το οποίο και πάλι καταφέρνω να μην αναγνωρίσω μέχρι να ειπωθεί ο στίχος-κατατεθέν, «but even the president of the United States/ sometimes must have to stand naked», δηλαδή, πολύ αργά. Η βασική μου ένσταση συνοψίζεται στο ότι η ορχήστρα του Dylan πρεσάρει όλα τα κομμάτια με μια ισοπεδωτική rhythm n’ blues πατίνα (μπας και προσέλαβε την μπάντα του Van Morrison για απόψε;) και ο Dylan δεν είναι απλώς άκεφος (και πότε ήταν κεφάτος, άλλωστε;) αλλά καταφανώς ανόρεχτος, σαν δημόσιος υπάλληλος. Δεν είναι ότι δεν μπορεί να τραγουδήσει (και πότε μπορούσε, άλλωστε;) είναι ότι δεν προσπαθεί καν, δεν ξέρεις αν μιλάει ή αν μασουλάει την ίδια του την γλώσσα. Πότε βαράει το πιανάκι, πότε φυσάει τη φυσαρμόνικα, πότε γρατσουνάει την κιθάρα, γενικά παρουσιάζει μια σκηνική κινητικότητα αλλά σε ό,τι αφορά στο ψυχικό δόσιμο μάς προκύπτει τσιγκούναρος. When it rains it pours, λένε οι Αμερικάνοι ή επί τω ελληνικότερον, ήτανε στραβό το κλήμα το ’φαγε κι ο γάιδαρος. Το σόου κατρακυλάει στις πιο εσωστρεφείς, αδιάφορες πλευρές του ιδιοφυούς γερόλυκου. Τα «Beyond the Horizon», «Til I fell in love with you» (μα καλά, απ’ όλο το – αριστουργηματικό - «Time out of Mind», αυτό βρήκε να παίξει ο αθεόφοβος;), «Make you feel my love», «Honest with me», «Spirit in the water», αποξενώνουν και

αποκοιμίζουν το κοινό, που στρογγυλοκάθεται, χασμουριέται, φλερτάρει, πάει προς μπίρα ή προς νερού του. Οι ισορροπίες αποκαθίστανται με ένα οιστρηλατούμενο «Highway 61 revisited» (η καλύτερη, ενδεχομένως, στιγμή της βραδιάς) και αίφνης αναθαρρεύω: τώρα θα πει το «Visions of Johanna», τώρα έρχεται το «Idiot Wind», νάσου και το «Tangled up in blue», νάτο και το «Stuck inside of mobile with the Memphis blues again», τσουπ και το «Ballad of a thin man», να κι από δίπλα το «Rainy Day Women #12 & 35» και πάρε και το «Just like a woman», να ’χεις να πορεύεσαι, θρασύτατο μειράκιο. Αμ δε. Μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις, μου λέει ο αναγεννημένος χριστιανός. Πάρε το «Ain’t Talkin» (το ποιο;) και νάτο και το «Thunder on the mountain» (ναι σωστά, έχουμε και καινούριο άλμπουμ και αν δεν το παινέσουμε θα πέσει να μας πλακώσει) και άντε τράβα σπίτι. Μας αποχαιρετά, έχει ήδη δυο ώρες γεμάτες πάνω στη σκηνή, αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι θα ξανάρθει για encore. Όλοι, επίσης, γνωρίζουμε ποια τραγούδια θα μας φέρει ο wicked messenger. «Like a rolling stone», «All along the watchtower», «Blowin’ in the wind». Ίσως δύο απ’ τα τρία, ίσως ένα απ’ τα τρία. Ανοίγει η τύχη μας. Παίζει και τα τρία με αυτή τη σειρά ή καλύτερα, προσποιείται πως τα παίζει, προσποιούμαστε και μεις ότι το διασκεδάζουμε και στο τέλος του προσφέρουμε και ένα πεντάλεπτο standing ovation. Και μετά; Most likely he goes his way (and we’ll go ours). Στην έξοδο και στο δρόμο προς το μετρό, το αφτί μου πιάνει διάφορα σχόλια. Κάποιοι είναι ενθουσιασμένοι, κάποιοι λιγότερο, κάποιοι απλώς ευτυχείς που αξιώθηκαν να τον δουν ζωντανά. Μου έρχεται στο μυαλό η γνωστή ατάκα του επιθεωρητή Κάλλαχαν, αυτή που συνδέει τις απόψεις με ευαίσθητο ανατομικό σημείο. Ξαφνικά, θυμάμαι ότι δεν έχω φάει τίποτε απ’ το πρωί. Σταματώ σε ένα κιόσκι που προσφέρει και πίτσα και γύρο και χοτ ντογκ και κινέζικα και ποιος ξέρει τι άλλο. Περιεργάζομαι το μενού όταν έρχεται η σειρά μου. Κόλλυβα για δύο και έναν κυπριακό to go, σκέφτομαι. Τελικά πήρα ένα κομμάτι πίτσα. Με ρικότα, μοτσαρέλα, βασιλικό και σπανάκι. Πλήρωσα 4.75$ συν 8% Νεοϋρκέζικο φόρο. Τρωγόταν.


Εσύ είσαι η οικογένειά μου… Γιατί με κάνεις και νιώθω λιγότερο μόνος. Γιατί μου χαρίζεις ασφάλεια. Γιατί αν πάθω κάτι, θα σε πάρω τηλέφωνο, όποια ώρα κι αν είναι. Γιατί ξαγρύπνησες για μένα. Γιατί χάρηκα για σένα. Γιατί σε νοιάζομαι. Γιατί με νοιάζεσαι. Και άλλα χιλιάδες… Και δεν είναι που είσαι αίμα μου. Και δεν πειράζει αν δεν είσαι… Εσένα νιώθω οικογένειά μου… | ΦωτΟ: ΠΟλυς ΠεσλΙκας, ΣωκρΑτης ΣωκρΑτους, ΣπΥρος ΣτΑβερης / ΕπιμΕλεια/concept: ΠΟλυς ΠεσλΙκας, ΛευτΕρης ΤΑπας




Iωάννα Χριστοδούλου

Δεν κλείνει. Το γαμημένο το φερμουάρ δεν κλείνει με τίποτα. Πού ’ναι κάνας άνθρωπος άμα τον χρειάζεσαι; Δεξιά, αριστερά, πλαγίως μπροστά στον καθρέπτη, λόρδωση, σκολίωση, πιρουέτα, ξανά απ’ την αρχή. Προσπαθώ με την άκρη του ματιού μου να ανακαλύψω τι στο καλό συμβαίνει και δεν κλείνει. Μια βδομάδα πριν κοκορευόμουνα στο κατάστημα, τι ωραίο που είναι και πως μια χαρά στρώνει και μου πάει. Ψάχνω στα συρτάρια του Trémoille να βρω κάνα από εκείνα τα mending kits, που παρεμπιπτόντως δεν έχω ξαναχρησιμοποιήσει σε ξενοδοχείο ή εκτός. Βγάζω με τα χίλια βάσανα το μπροκάρ. Κοιτάζω τη βελόνα, με κοιτάζει κι αυτή. Πώς στο διάολο περνάς την κλωστή απ’ εδώ μέσα, δεν ξέρω. Παίρνω το φουστάνι, το παρατηρώ εξονυχιστικά, εξακολουθώ να μην εντοπίζω το λάθος. Δεν έχω φέρει μαζί μου άλλο, πανάθεμά με. Το παρατάω σε μια καρέκλα και τρέχω για τη ζυγαριά στο μπάνιο. Οι αριθμοί δεν υπονοούν τίποτα τραγικό. Παίρνω ανάσα βαθιά, μπαίνω για ντουζ, βγαίνω για μια τελευταία προσπάθεια. Έκλεισε. Στο ταξί με περιμένουν για να διανύσουμε την πολύ χαριτωμένη διαδρομή απ’ τη Champs-Élysées στην Asnières. Με το που προσπερνά η δεξιά γάμπα την πόρτα, η αριστερή ακούει το χρατς. Κλείνω τα μάτια, καλημερίζω τους ανθρώπους, που προφανώς δεν άκουσαν τον τόσο εκκωφαντικό -για μένα- θόρυβο, τραβάω το παλτουδάκι μου όσο γίνεται πιο κάτω. Την κοινωνία μου μέσα. «Και τι ωραίο το τοπίο, και τι υπέροχος ο καιρός την Άνοιξη στο Παρίσι, και τι τυχεροί είστε…». Μη μου μιλάς τέτοια ώρα για τύχη, μη μου μιλάς για τύχη. Φτάνουμε, ανοίγει η πύλη, μπαίνουμε μέσα, έρχονται οι υπηρέτριες. Στην έπαυλη κάνει ζέστη κυπριακού Ιούλη κι αυτές με ρωτάνε αν θέλω να πάρουν το παλτό μου. «Νο, merci. J’ai froid». Τι φρουά και αηδίες, θα πάθω εγκαύματα υπό σκιάν σε λίγο. Ξενάγηση, καφεδάκι, κουβεντούλα, το παλτουδάκι έγνοια μου μεγάλη, μη δείξουμε βρακί και γίνουμε ρεζίλι στους σοβαρούς ανθρώπους. Πίσω στο ταξί, πίσω στην πόλη. «Δεν πάμε και καμιά βολτούλα για τσάι;». Μωρέ, δεν πάμε; Στην Colette και το Ladurée βολεύει πολύ να σεργιανίζεις μ’ ένα χέρι να τραβάει μονίμως και διακριτικά ένα παλτό. Πάμε και σ’ αυτά, τη βγάζουμε τη μέρα. Πίσω στο ξενοδοχείο, θέλω να βάλω τα κλάματα. Αντί αυτού βάζω βραδινό και πάμε σ’ ένα σταράτο εστιατόριο για σαμπάνιες και απ’ εκείνα τα χίλια-course-meal. Τέλεια. Η επόμενη μέρα ελεύθερη. Τζινάκι, μαλλιά κοτσίδα, τσαντούλα χιαστή. Δεν βάζω ξυπνητήρι, ξυπνώ χαράματα. Το ρολόι δείχνει πέντε και τέταρτο. Παθαίνω σοκ με τον εαυτό μου. Τι στο καλό� Κάνω δυο τρία μαγικά με το μαξιλάρι, ρίχνω κουβέρτα στα μούτρα μου. Τίποτα. Ντύνομαι και βγαίνω έξω. Το Παρίσι τέτοια ώρα μοιάζει με Φαρ Ουέστ, που μόλις πέρασε ο πιστολέρο και τους καθάρισε όλους. Περπατώ σαν φάντασμα μες στην πόλη. Τα μπιστρό αρχίζουν να βγάζουν τραπεζάκια έξω, κάθομαι σ’ ένα στην Place de la Sorbonne. Τρεις ώρες και σαράντα πέντε λεπτά, μοναχή μου, να πίνω τον τρίτο καφέ και να ξεφυλλίζω μηχανικά την A nous Paris. Το μυαλό μου είναι πεντακάθαρο. Λευκό από κάθε σκέψη. Τις επόμενες μέρες τα ίδια. Επιστρέφω. «Καλωσόρισες, λάμπεις�». «Δεν είμαι καλά, σου λέω, κάτι μου συμβαίνει. Νιώθω παράξενα, θα πάω στο γιατρό». Πήγα. Ήταν Μάρτιος, Τρίτη και 13, όταν μου ανακοινώθηκε πως γινόμασταν επίσημα οικογένεια.


Το τελευταίο πράγμα που περιμέναμε να συμβεί, ήταν να μείνει έγκυος. Η αδελφή μου φρίκαρε μόνο και μόνο στην ιδέα πως αυτή πήγε και έκανε φάση με έναν της γειτονιάς. Η μαμά μου ήταν η πρώτη που το υποψιάστηκε. Όχι πως την είδε φουσκωμένη ή κάτι παρόμοιο. «Είναι λίγο πεσμένη τώρα τελευταία. Να δεις που είναι έγκυος», μας δήλωσε, με σιγουριά, ένα κυριακάτικο απόγευμα καθώς καθόμασταν όλοι μαζί και διαβάζαμε, όπως κάθε Κυριακή, εφημερίδες στο καθιστικό. «Καλά, πώς το κατάλαβες;», τη ρώτησα ξαφνιασμένη χωρίς να μπορώ να το φανταστώ καν. «Ε, το κατάλαβα, κοίτα την». Αυτή, ξάπλωνε στον καναπέ, μας έβλεπε αλλά δεν αντιδρούσε. Ήταν όντως κάπως λυπημένο το βλέμμα της. Μωρέ, λες; Το ένστικτο της μαμάς μου επιβεβαιώθηκε, όταν ο πατέρας μου την πήρε ένα απόγευμα στο γιατρό. Έγκυος. Από εκείνη τη μέρα, την είχαμε – ακόμα πιο πολύ - στα όπα όπα. Να κάθεται άνετα στον καναπέ, να ξαπλώνει δίπλα στη θέρμανση, να μην τρέχει απ’ εδώ και απ’ εκεί. Μέρα με τη μέρα άρχισε να «βαραίνει». Ήταν κάπως αστείο το θέαμα. Ήταν πάντα υπερκινητική και όπου πήγαινε ο πατέρας μου, τσουπ, νάτην δίπλα του. Ενώ τώρα, σπάνια καθόταν μαζί μας. Προτιμούσε να τη βγάζει στο υπνοδωμάτιο, όπου κοιμόταν με τις ώρες. Ανήμερα των γενεθλίων της μαμάς μου, παραμονή Χριστουγέννων, εξαφανίστηκε. Έτσι ξαφνικά. Ετοιμόγεννη. Νομίζω ήταν τα μόνα γενέθλια που ήμασταν μπαμπάς, μαμά, αδελφή και εγώ με τα μούτρα κατεβασμένα. Μπουκιά δεν πήγαινε κάτω. Η άλλη ήταν μόνη της, ίσως χαμένη, πανικοβλημένη και με την κοιλιά στο στόμα. Η αδελφή μου άρχισε να κάνει σενάρια. Ο μπαμπάς μου προσπαθούσε να μας ηρεμήσει αλλά και ο ίδιος ήταν κάπως. Όσο φωτίζεται το πρόσωπό του όταν γελάει, άλλο τόσο συννεφιάζει όταν είναι στενοχωρημένος. Επιστρέψαμε σπίτι σιωπηλοί. Καθώς ανοίξαμε την πόρτα, τη βρήκαμε μπροστά μας. Σαν να μη συνέβαινε, σαν να μη μας έκανε όλους καρδιακούς. Μπορεί και να ήταν το καλύτερο δώρο γενεθλίων για τη μαμά μου. Τρεις μήνες μετά. Είμαι δουλειά. Με παίρνουν τηλέφωνο απ’ το σπίτι. «Άρχισαν οι πόνοι. Θα σε ενημερώσω». Ήθελα να ήμουν εκεί αλλά μου είπαν ότι χρειάζεται ησυχία και έτσι περίμενα νέα με αγωνία.

Σάββας Χριστοδουλίδης

Η Χιόνα μου. Η δική μου Χιονάτη.


Μαρία Μασούρα

Την επόμενη μέρα, πρωί πρωί, η μαμά μου στέλνει το εξής μήνυμα «Καλημέρα. Η Λούσι έγινε μητέρα δύο χαριτωμένων κουταβιών».

Πιερής Παναγή

«Όλα από μια πόρτα περνάνε. Όλα περνάνε. Η ζωή η ίδια είναι ένα πέρασμα. Περνάς καλά; Να περάσεις καλά. Περαστικά. Περαστικός. «Περαστικός ήμουν», έτσι έπρεπε να λέει ο έρωτας όταν έρχεται και σε βρίσκει απροειδοποίητα και εμείς του λέμε περάστε». Κατ’ επιλογήν οικογένεια είναι ο έρωτάς μας. Ενάμιση χρόνο μαζί. Η Νικολακοπούλου τα ψιθυρίζει (περίπου) όλα στην τελευταία της τρυφερή εξομολόγηση. «Προσοχή Τρίφωνο»-Αφιερωμένο εξαιρετικά�


Οικογένειά μου οι άνθρωποι που γεμίζουν τον ανιδιοτελή μου κόσμο. Τα υπέροχα πλάσματά του.

Χριστίνα Σκορδή



• Καμιά φορά έρχεται στο σπίτι μου στην Αθήνα: μου πλένει, μου καθαρίζει, μου μαγειρεύει πατάτες τηγανητές με κολοκυθάκια ή κεφτέδες με λάχανα βραστά που λατρεύω -αισθάνομαι άρχοντας. Βασιλιάς. Κρύβω όλα τα προφυλακτικά, τα πορνό περιοδικά, το δεύτερό μου κινητό «για ώρα ανάγκης» - ό,τι δεν θα ’θελα να δει και να αρχίσει τις ερωτήσεις. Όχι πως δεν ξέρει. Οι μανάδες τα γνωρίζουν όλα από την πρώτη μέρα της γέννησης. Διαισθάνονται. Την ξέρουν πολύ καλά την κατάληξη. Απλώς, ελπίζουν. • «Πότε θα παντρευτείς, γιε μου;». «Αύριο». «Πότε θα μου κάνεις εγγόνι;». «Μεθαύριο». «Θα πεθάνω και θα έχεις το κρίμα μου� Με βασανίζεις». «Σου υπόσχομαι να σου κάνω φαντασμαγορική κηδεία, μάνα». • Τη λένε Ειρήνη Γεωργίου. Εγώ τη λέω «Ηρούλα», όπως τη φώναζαν στο σπίτι του γιατρού που μεγάλωσε αναγιωτή. Τον πατέρα της τον έχασε σε ηλικία 12 χρόνων - θυμάμαι πόσο έκλαιγε όποτε μιλούσε γι’ αυτόν, έλεγε πως του είχε αδυναμία, ότι του έμοιαζε, βοσκός αυτός στα Λύμπια - είχε άλλα επτά αδέλφια, έχασε τα δύο, η δική της μάνα δεν μπορούσε να τους μεγαλώσει όλους, «η Ηρούλα να φύγει, να πάει στη Λευκωσία» - υπόθεση μύλος. Τραγικές καταστάσεις. Και τραύματα. Παρόλα αυτά, η μάνα μου μεγάλωσε καλά. Ή τουλάχιστον, επιδερμικά καλά. • Κάποτε την κρυφάκουσα στο τηλέφωνο που έλεγε πόσο πολύ πληγωνόταν τα βράδια στην πόλη, κάτω από τις κουβέρτες, τυλιγμένη με το μαξιλάρι. Φυσικά, βρεγμένο. 15 χρόνων παιδί. Μισό ορφανό. Στην ουσία του, ολόκληρο. • Με γέννησε 30 χρόνων. Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκε πραγματικά ευτυχισμένη. Με έπαιρνε βόλτες στην πόλη με το καρότσι, στα σκαλιά της πλατείας Σολωμού που την παρακαλούσα να με ανεβοκατεβάζει - «πάνω κάτω μάμα, άτε πάλε, πάνω κάτω»στον Εθνικό Κήπο δίπλα από τον ΘΟΚ, στη Λήδρας «για να βλέπει το μωρό κόσμο. Να είναι κοινωνικό. Να μην τους φοβάται τους ανθρώπους». Μάνα, απέτυχες.

«Η οικογένειά μου» Έλλη Κωνσταντίνου, 9 χρόνων

• Την προηγούμενη φορά που έγραψα κείμενο γι’ αυτήν, πληγώθηκε. Δεν της είχα πει κάτι. Το είδε κατευθείαν δημοσιευμένο. Στις 10 το πρωί, με πήρε τηλέφωνο και με ξύπνησε. Φωνή που έτρεμε: «Τι σου έκανα γιε μου και ντρέπεσαι για μένα;». «Τίποτα, μάνα. Ένα κείμενο είναι, μην το παίρνεις και τόσο στα σοβαρά. Πέταξε την εφημερίδα». «Το είδε ο πατέρας σου. Νομίζω, νευρίασε. Δεν σκέφτηκες αυτούς που θα το διαβάσουν; Πού με ξέρουν;». «Καλά, συγνώμη. Ξέχνα το». «Αλήθεια, γιε μου, ντρέπεσαι για μένα;». • Την αγαπώ. Διότι σε κάθε σχέση που κάνω, το δικό της χαρακτήρα ψάχνω. Τη μαγειρική της, τις αγκαλιές της - πράγματα αθώα που τα ξερίζωσα στα 17 μου χρόνια, όταν έφυγα από το σπίτι. Ξέρω πως ποτέ δεν θα είναι «αυτή», αλλά προσπαθώ να βρω το τέλειο υποκατάστατο. Ακόμη προσπαθώ να το προσεγγίσω. • Τον τελευταίο καιρό δεν την παίρνω συχνά τηλέφωνο. Δεν είμαι πολύ καλά και δεν υπάρχει λόγος να αγχώνεται. Ακόμη και όταν μιλάμε - μία φορά την εβδομάδα, συνήθως Σαββατοκύριακο - το κάνω εσπευσμένα και κλείνω απότομα γιατί «έχω δουλειά, μάνα, πνίγομαι. Ποιος θα τα γράψει τα κείμενα;». Στενοχωριέται, αλλά καταλαβαίνει. Της λέω ότι μου την κόλλησε την κατάθλιψή της και γελάει. Αλλά - το ξέρει - αυτή είναι η μόνη αλήθεια. • Αν είναι κάτι για το οποίο είμαι υπερήφανος για τη μάνα μου, είναι που έχει τη στόφα star. Μπορεί αυτή να «φταίει» που νιώθω τόσο οικεία με όλους αυτούς τους άγνωστούς μου, γελοίους τύπους των περιοδικών. Διαθέτει μία ανεξήγητη οικειότητα με τους ανθρώπους - τους συγγενείς της, τους φίλους της, τους γνωστούς της, τον μπακάλη της, τον κρεοπώλη, τους γυμναστές της στο γυμναστήριο που πηγαίνει στον Άγιο Αντρέα - σχεδόν παρεξηγήσιμη. «Μην είσαι τόσο αφελής, μάνα». «Γιατί γιε μου; Τι θα μου κάνουν οι άνθρωποι; Να μην τους μιλάω; Να είμαι μουγκή;». • Αν τη χάσω τη μάνα μου, θα είναι η πρώτη μέρα που θα νιώσω πραγματικά ενήλικας. Τώρα, αισθάνομαι ασφάλεια. Γι’ αυτό και ακόμη παίζω.

Γιάννης Χατζηγεωργίου



Σώτια Ζένιου

«Έχω τέσσερις αδερφές… Κι εγώ μια, πέντε». Μου αρέσει πάρα πολύ να το λέω, παντού. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Το πέταγα σε ανύποπτο χρόνο και τρελαινόμουν να παρακολουθώ τις αντιδράσεις. Τ’ άλλα παιδιά με κοιτούσαν με μάτια ορθάνοιχτα, λες και ήταν ό,τι πιο συναρπαστικό είχαν ακούσει. Οι μεγάλοι πίστευαν ότι τους δούλευα. Δεν μπορούσα ποτέ να περάσω απαρατήτηρη, μόνο και μόνο γιατί είχα τέσσερις αδερφές. Και ήμουν η πέμπτη στη σειρά. Μέχρι σήμερα πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να συμπεριφέρεται όπως την πρώτη (σεμνά και συνεσταλμένα), άλλες όπως τη δεύτερη (κάτσε κάτω και άκου, γιατί τώρα μιλάω εγώ και έχω δίκιο). Μερικές φορές ακουλουθώ τη διπλωματική οδό - μου την έχει μάθει η τρίτη στη σειρά - ενώ κάποιες άλλες διαλέγω την κατά μέτωπο σύγκρουση, χαρακτηριστικό της τέταρτης. Δεν είχα ποτέ κρίση ταυτότητας, γιατί ήμουν ένα παζλ φτιαγμένο με κομμάτια απ’ όλες. Στα 12 με 13… Στο πρώτο μου «ραντεβού» έπεσε συναγερμός. Η μια ανέλαβε το μαλλί, η άλλη το styling, η άλλη το βάψιμο: «πρόσεχε να είναι διακριτικό». Η πιο μεγάλη - μπορούσε να ήταν και μάνα μου - μ’ έκοβε από μακριά με το βλέμμα: «Να είσαι σωστή». Άργησα μόνο δεκαπέντε λεπτά, σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Πρώτη μου φράση: «Μ’ έφεραν οι αδερφές μου… Ξέρεις, είμαστε πέντε�» Ήταν ό,τι πιο σπουδαίο είχα να πω. Κάγκελο το υποψήφιο boyfriend. Στα 30 με 31… Το μαιευτήριο γίνεται κέντρο διερχομένων. Εγώ μέσα και οι υπόλοιποι έξω. Ανά τέταρτο αλλάζει η αδερφή, παρά το πλευρό μου. Ο γιατρός και η δική του «sister» τα έχουν χαμένα. «Και αυτή ποια είναι τώρα;» «Το νούμερο 4;» «Και συ ποιο νούμερο είσαι;» «Το μεγαλύτερο� Το πέντε». Σκάνε στα γέλια. Και μετά ήρθαν οι δυνατοί πόνοι. Δεν βλέπω, δεν ακούω, νιώθω μόνο ένα χέρι να μου σκουπίζει τα δάκρυα και τον ιδρώτα. Δεν έχει σημασία ποιο νούμερο είναι. Όλη μου η ζωή είναι γεμάτη τέτοιες εικόνες. Ακόμη και τώρα που οι μισές περνάνε κλιμακτήριο με εξάψεις, εντάσεις και πολλή αγάπη… Όταν θέλω να πω κάτι απεγνωσμένα σημαντικό, καταλήγω στο πιο δοκιμασμένο: «Είμαστε πέντε αδερφές». Όπως τα δάχτυλα του ενός χεριού. Που στα δύσκολα γίνονται γροθιά.



Bασιλική Ζήνωνος

Μέσα Ιανουαρίου 1998. Η απόσταση από την κλινική μέχρι τα γραφεία της εφημερίδας είναι πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο. Εμένα, πάλι, μου φαίνεται ατέλειωτη. Και θολή. Μέρα μεσημέρι, ομίχλη, αποκλείεται� Ποτάμι τα δάκρυα. Δεν είναι δυνατόν, κάποιο λάθος συνέβη. Δάκρυα και λυγμοί μαζί… Τι στο διάολο, θα φτάσω επιτέλους; Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε. Μπορεί να ’ταν και πέντε λεπτά. Πέντε λεπτά και μια αιωνιότητα μου φάνηκαν. Κλείνομαι στο γραφείο και προσπαθώ να συγκεντρωθώ. Έχω να παραδώσω τρία θέματα. Σύμπτωση; Και τα τρία αφορούν την Παιδεία� Είμαι εγώ, τώρα, έτοιμη για παιδί; Εννέα μήνες μετά, η απάντηση ήρθε και με βρήκε στο μαιευτήριο: «Να σας ζήσει, ο γιος»� Πώς έμαθα να αλλάζω πάνες, πώς απέκτησα αντανακλαστικά μάνας, πώς κατάφερα να διατηρώ την ψυχραιμία μου σε κρίσεις πανικού ούτε που το κατάλαβα... Στα τέσσερα χρόνια επάνω, τα σενάριο επαναλαμβάνεται και η οικογένεια μεγαλώνει. «Αποκλείεται», είπα ξανά στο γιατρό. Είμαι εγώ έτοιμη για δεύτερο παιδί; Και μου προέκυψε και φουριόζικο� Ούτε επτά μήνες δεν άντεξε στα... σκοτεινά. Βιάστηκε να βγει στο φως και δεν το έγνοιαξε καθόλου που μας καρδιοχτύπησε� Κόντεψα να λιποθυμήσω, όταν τον είδα για πρώτη φορά στη θερμοκοιτίδα, μια σταλιά πλασματάκι (1860 γραμμάρια, όλα κι όλα)� Είχε, όμως, ένα ζεν μαν φου ύφος, λες κι ήθελε να μου πει: «Εγώ, έτοιμος ήμουν από καιρό. Εσύ, τι ζόρι τραβάς κι ακόμα διερωτάσαι;»... Μέσα Σεπτεμβρίου 2008. Πρώτη μέρα στο σχολείο. Πέμπτη τάξη ο μεγάλος. Πρώτη ο μικρός. Λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι, τους κοιτάω από μακριά και συνειδητοποιώ πως δεν είναι ανάγκη όλα τα πράγματα να έχουν μια εξήγηση. Όπως η οικογένεια...


Θανάσης Φωτίου

Με περίμενε, συνήθως, στα σκαλιά της σχολής. Μία παρά. Στη μία άρχιζε το μάθημα. Μία και τέταρτο ήμασταν ήδη στο Πέραμα. Παίρναμε το καράβι για τη Σαλαμίνα. Ύστερα λεωφορείο και να ’μαστε στη Φανερωμένη. Ανεβαίναμε στο βουνό και ξαπλώναμε στην κορυφή. Στο Μεγάλο Πεύκο. Κατάφατσα στον καυτό ήλιο. Και κάτω, απλωνόταν η θάλασσα. Τι ευδαιμονία…. Αργότερα, πιάσαμε τους δρόμους. Περπατούσαμε με τις ώρες. Και μιλούσαμε, μιλούσαμε, μιλούσαμε... Πού τα βρίσκαμε, δεν ξέρω. Αλλά μιλούσαμε πολύ. Κι όταν δεν μιλούσαμε, ζωγράφιζε στα χαρτομάντιλα μάτια και ερωτηματικά. Κατά κάποιον τρόπο, εισέβαλε στη ζωή μου. Το εισέβαλε, βέβαια, με πολλά εισαγωγικά. Αλλά, εγώ δεν ήμουν για τέτοια. Γενικά δεν είμαι του κοντά - κοντά. Ή δεν ήμουν… Δεν ξέρω… Ήμουν/είμαι της απόστασης. Της νοσταλγίας. Και το νοσταλγία σε εισαγωγικά. Μα να μυρίζει το σώμα συμπάθεια και να το ψάχνεις. Να το αναζητάς. Τίποτε όμως από αυτά δεν ίσχυσε. Απόσταση - λέξη άγνωστη. Απλώνω τα ρούχα, βάζεις μανταλάκια. Τηγανίζω πατάτες, βγάζεις τα σκουπίδια. Πλένω τα πιάτα, φτιάχνεις καφέ. Σιαμαία. Γελούσε, γελούσα. Έκλαιε, έκλαιγα. Αγαπούσε, αγαπούσα. Δέκα ολόκληρα χρόνια. Και μετά… Μια αγάπη «που πότε σωπαίνει και πότε μιλά…», όπως θα έλεγε και η Άλκηστις. Ίσως γιατί νοστάλγησα ξανά την ευθραυστότητα της παλιάς μου ζωής. Τη μια μέρα: «Σ’ αγαπώ τόσο πολύ, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα». Την άλλη μέρα: «Σε μισώ, δεν θέλω να σε ξαναδώ». Στο μεταξύ, ήρθε η σιωπή. Κι αντικατέστησε τα λόγια. Και μετά τη σιωπή, ήρθε η απόσταση. Για την ακρίβεια, ερχόταν και έφευγε. Και στο μεσοδιάστημα… πρόβες ζωής. Το δύο, έγινε πολλές φορές τέσσερα. Μα, παραδόξως, έμενε πάντα δύο. Και τα χρόνια έγιναν δεκαπέντε. Τίποτα δεν είναι πλέον ίδιο. Πρόσωπα /συμπεριφορές… Ένας διάλογος στην άμμο, όμως, τα είπε όλα: - Πάντα θα στρέφεις προς εμένα για να προσανατολιστείς… Κι εσύ, πάντα θα κοιτάς προς εμένα για να σιγουρευτείς… Αδυνατώ να το προσδιορίσω… Ίσως επειδή οι άνθρωποι με τους οποίους μεγάλωσες και αγαπάς, λειτουργούν ως GPS. Μας δίνουν ένα στίγμα για το πού βρισκόμαστε. Τους χάνεις, χάνεις και τη συντεταγμένη σου. Χάνεις το στίγμα σου. Σαν να μην μπορείς να εντοπιστείς…. Πρόσφατα χρειάστηκε να κάνω συστάσεις. Απ’ εδώ… η οικογένειά μου, είπα. Και το εννοούσα. Κι ας είναι στιγμές που θέλω να μείνω ορφανός.


«Μόλις κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και μου θύμισα τον πατέρα μου», μου έστειλε προχθές sms ένα φίλος. «Και ήταν τόσο παράξενο», συνέχισε. Αντώνης Γεωργίου

Πόσο μοιάζουν αλήθεια, οι ευτυχισμένες οικογένειες… με τις μικρές ή μεγάλες προδοσίες τους; Χαράλαμπος Αριστοτέλους


Τραβάω την παλιά πράσινη πόρτα ν’ ανοίξει, αλλά όπως πάντα δυσκολεύομαι. Αυτή η πόρτα, όπως και τα περισσότερα πράγματα αυτού του σπιτικού, δεν φτιάχτηκε γι’ αυτό εδώ το σπίτι. Ό,τι έχει περισσέψει, ό,τι έχει πεταχτεί, ό,τι έχει αντικατασταθεί στα δικά μας σπίτια, έρχεται εδώ. Συνήθως το αφήνουμε μπροστά απ’ αυτή τη γερασμένη πόρτα και αυτή θα το πάρει και θα του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Αυτή η πράσινη πόρτα, που φρακάρει στο άνοιγμα, ήρθε από το παλιό σπίτι του παππού μου, του γιου της. Μόλις μπεις και κλείσεις την πόρτα πίσω σου, βλέπεις το κάτασπρο ψυγείο. Αυτό, ήταν της θείας Φούλας, της εγγονής της, κόρη της κόρης της. Δίπλα από το ψυγείο είναι ένα τραπέζι με ξύλινη επιφάνεια και σιδερένια πόδια. Αυτό, ήταν της θείας Αντρούλας. Και μετά το «σαλόνι». Τρεις πολυθρόνες όλες κι όλες, καμία ίδια με την άλλη, όλες διαφορετικές, όλες από διαφορετικά προηγούμενα σπίτια. Μια παλιά τηλεόραση στέκει στη γωνία, μαυρόασπρη, δικιά μας, της την έφερε ο μπαμπάς κάτι χρόνια τώρα, όταν πήρανε με τη μαμά την πρώτη τους έγχρωμη. «Προσωρινά, με την πρώτη ευκαιρία θα σου πάρω μια έγχρωμη». «Μη σκοτίζεσαι, γιε μου, αυτή θα κάνει τη δουλειά της». Του μπαμπά του έχει αδυναμία, όλοι το ξέρουμε. Ίσως γιατί παντρεύτηκε την πρώτη της εγγονή, δεν ξέρω. Και μ’ αυτή τη λογική, εγώ θα ήμουν η πρώτη της δισέγγονη. Τη μαμά την πρόλαβε όμως η θεία Ντόρα, που αν και μικρότερη, γέννησε την ξαδέλφη Νατάσα δυο χρόνια πριν γεννηθώ εγώ. Μένουν, όμως, στο Λονδίνο, κι έτσι έχω τη δική μου πρωτιά στον κόσμο της γιαγιάς Γενοβέφας: από τα δισέγγονα «της Κύπρου», είμαι η πρώτη, η μεγαλύτερη. Και δεν είναι μόνο γι’ αυτό που μου ’χει ξεχωριστή αδυναμία. Είναι γιατί στο δικό μου το μεγάλωμα είχε την περισσότερη εμπλοκή. Η γιαγιά Γενοβέφα μού άλλαξε την πρώτη μου πάνα, η γιαγιά Γενοβέφα μου έδωσε το πρώτο μου μπάνιο, η γιαγιά Γενοβέφα με τάισε την πρώτη μου στερεά τροφή, η γιαγιά Γενοβέφα με πήγε πρώτη φορά στο σχολείο, η γιαγιά Γενοβέφα ήρθε και με πήρε από το σχολείο την πρώτη μέρα. Σ’ αυτό εδώ το σπίτι με τ’ «ανακυκλωμένα» έπιπλα και συσκευές πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία. Γι’ αυτό κι όταν ανοίγω αυτή την παλιά πράσινη πόρτα, είναι σαν να μπαίνω στο δεύτερο σπίτι μου. Μικρότερη, που δεν είχα τη δύναμη να την ανοίξω, πηδούσα από το παράθυρο κι έμπαινα μέσα. Μια μέρα, έπεσα και χτύπησα κι αυτή αντί να με μαλώσει πήρε κάτι παλιά σίδερα και έφτιαξε κάγκελα και το σφράγισε το παράθυρο. Τέτοια είναι η γιαγιά Γενοφέβα. Δεν λέει πολλά, αλλά κάνει περισσότερα. Έχει μια μόνιμη θλίψη στο πρόσωπό της, που ίσως και να είναι η ταλαιπωρία της γεμάτης ζωής της. Δεν ξέρω πώς ήταν στις ευτυχισμένες μέρες της. Εγώ τη θυμάμαι μια ζωή στα μαύρα. Ο παππούς Λοΐζος πέθανε όταν ήμουν πολύ μικρή. Η κηδεία του παππού Λοΐζου είναι η πιο παλιά μου ανάμνηση. Ένα καφέ φέρετρο στη μέση της εκκλησιάς και οι θείες μου να κλαίνε από πάνω του. Αυτό και το άσπρο του μουστάκι. Και μετά ήρθαν τα μαύρα φουστάνια της γιαγιάς Γενοβέφας. Που κάτω απ’ αυτά φοράει λευκά εσώρουχα� Τα φτιάχνει μόνη της, από παλιά σεντόνια, που τα κόβει και ράβει στην παλιά Singer. Ωραίο μηχάνημα, η παλιά ραπτομηχανή. Μόνο την κοιτάω όμως, δεν μ’ άφήνει να την αγγίξω. Στο μόνο που θέλει βοήθεια, είναι στην μπουγάδα. Έχει ένα πανάρχαιο πλυντήριο (κι αυτό πανέμορφο, σε απαλό πράσινο χρώμα), με δύο κάδους: βάζει πρώτα τα ρούχα στον έναν και όταν τελειώσει η πλύση, τα βγάζει και τα βάζει στον άλλο, για το στύψιμο. Και μετά τα βγάζει, τα βάζει σ’ έναν τεράστιο μεταλλικό κουβά και τον μεταφέρει με κόπο στην αυλή. Εκεί με φώναζε να τη βοηθήσω, γιατί δυσκολεύεται στο σκύψιμο και στο τέντωμα, γι’ αυτό και το άπλωμα της μπουγάδας της είναι πολύ δύσκολο. Εκείνο το παλιό πράσινο πλυντήριο, τον αρχαίο μαύρο ανεμιστήρα, το ραδιόφωνο-αντίκα, το χαλασμένο εκκρεμές και το ξύλινο κομοδίνο της τα έχω στο σαλόνι μου. Τα υπόλοιπα που μου «άφησε» η γιαγιά Γενοβέφα, τα κρατάω αλλού, κάπου που δεν σκουριάζουν. Από τη δικιά της κηδεία δεν θυμάμαι τίποτα. Εκτός από τη σκηνή που με πλησίασε ο θείος Νικόλας την ώρα που έβαζαν το σεντούκι στη νεκροφόρα και με κράτησε σφικτά στην αγκαλιά του. Κάνω άλλη μια προσπάθεια με την παλιά πόρτα. Την ξανατραβάω με δύναμη, αλλά δεν ανοίγει. Είναι κλειδωμένη χρόνια τώρα. Γυρίζω την πλάτη στο παλιό ανώι και κατεβαίνω την τσιμεντένια σκάλα. Δεν ξέρω τι γυρεύω πια εδώ.

Μαριάννα Καραβαλή


Έπαιζε βόλεϊ στην ομάδα του σχολείου. Μπορούσες να την περιγράψεις με διάφορους τρόπους. Να πεις «είναι ψηλή», «έχει βραχνή φωνή», «πειραχτήρι». Κατέληγες όμως στο πιο χαρακτηριστικό από όλα επάνω της: την πλεξούδα. Τα μαλλιά της ήταν πολύ μακριά. Αν και δεν τα είχε αφήσει ποτέ κάτω, η πλεξούδα που ήταν μονίμως φυτεμένη στην κορυφή του κρανίου της, έφτανε μέχρι τον πισινό της. Εμείς τη ζηλεύαμε. Εκείνη τη σιχαινόταν. «Μόλις κλείσω τα 18, θα τα κόψω σύρριζα», έλεγε. «Να φύγω-να φύγω�», έβγαζε απ’ τα σφιγμένα της δόντια. Ο πατέρας της ήταν ιερέας, μιας σέκτας, παρακλάδι της Ορθοδοξίας, που μεταξύ άλλων απαγόρευε στις γυναίκες να κόβουν τα μαλλιά τους. Τη θυμάμαι να μας περιγράφει τη μητέρα της που όταν ξετύλιγε τον κότσο, τα μαλλιά της έφταναν μέχρι τους αστραγάλους. Μερικές φορές λούζαμε την άκρη της πλεξούδας της με Blanco, πιστεύοντας ότι αυτό θα της εξασφάλιζε έγκριση για να κόψει τα μπογιατισμένα σημεία. Πιο πολύ απ’ όλα όμως τη θυμάμαι να μας περιγράφει με ένα πικρό χαμόγελο - σημάδι μιας άγουρης αξιοπρέπειας - τα παιδικά της χρόνια, όταν ο πατέρας της συνήθιζε να μελανιάζει το σώμα της από το ξύλο, με ζώνες και βέργες. Μια φορά την είχε κρεμάσει ανάποδα στο δέντρο της αυλής γιατί βλαστήμησε. Τις ίδιες μεθόδους συνετισμού εφάρμοζε και στα μικρότερα αδέλφια. Η μάνα της γεννοβολούσε το ένα μετά το άλλο. Μια αμίλητη γυναίκα. Κάθε βράδυ χτένιζε τα μαλλιά της που λίγο ακόμη θα ακουμπούσαν το πάτωμα και σταυροκοπιόταν γονατιστή δίπλα από το κρεβάτι. Το πρωί τύλιγε πάλι το τρίχινο σεντόνι της στο μαύρο φιλέ και τους ετοίμαζε για το σχολείο. Έμπαιναν όλοι στο διπλοκάμπινο, με τον πατέρα στο τιμόνι, τη μητέρα δίπλα κι ανάμεσά τους ένα τσαμπί από σταυρούς και εικόνες κρεμασμένα στο καθρεφτάκι. Πίσω στοιβαγμένα τα κουτσούβελα. Μια εικόνα που σου γεννούσε ανατριχίλα, μαζί με μια απέραντη λύπη και την ακατανίκητη επιθυμία να το βάλεις στα πόδια. Τότε, κανένας μας δεν είχε συναίσθηση, ότι αυτή θα ήταν η πιο παράξενη οικογένεια που θα βλέπαμε ποτέ. Ίσως ήταν η δική της στάση. Ένας άνθρωπος που δεν άφηνε κανένα περιθώριο να τη λυπηθείς. Χαθήκαμε. Δεν ήμαστε και ποτέ κολλητές. Ούτε που ρώτησα τι απέγινε τόσα χρόνια. Την είδα ξανά μια Τρίτη απόγευμα. Έμπαινα τρομαγμένη στις Πρώτες Βοήθειες ακολουθώντας το φορείο με τον πατέρα μου. Σήκωσα τα μάτια για να μιλήσω στη νοσοκόμα που τον παρέλαβε. Ήταν αυτή. Η πλεξούδα ήταν ακόμη στη θέση της. Μόνο τα μπιμπίκια της εφηβείας είχαν αντικατασταθεί από κάτι λεπτές ρυτιδούλες στο μέτωπο. Ήξερε από τρόμο. Με πήρε από τους ώμους, με εκείνο το σφιγμένο χαμόγελο της αξιοπρέπειας, τελειοποιημένο μέσα από τα χρόνια εξάσκησης που μεσολάβησαν. «Καλά είμαι. Τελείωσα τη νοσηλευτική και τώρα είμαι εδώ». Είπαμε πως πρέπει να βρεθούμε, σε μια καλύτερη στιγμή. Εκείνο το βράδυ έχασα τον πατέρα μου. Μερικές φορές τον ακούω ακόμη να σκέφτεται μέσα στο κεφάλι μου. Κι είμαι σίγουρη πως ούτε κι αυτή, θα μπορέσει ποτέ να θάψει τον δικό της.

Τόνια Σταυρινού



Κώστας Μάντζαλος / Κωνσταντίνος Κουννής - Ομάδα 242

Η οικογένειά μας είμαστε εμείς� Εμείς οι ίδιοι. Οικογένεια TWOFOURTWO� Όπως λέμε οικογένεια Χωραφά. Γίναμε οικογένεια εδώ και πολύ καιρό, κάτι 12 χρόνια. Αρχίσαμε να συμπεριφερόμαστε σαν οικογένεια μέσα από κοινές εμπειρίες και καθιερώσαμε το δικό μας κωδικό για όλες τις αξίες και κανόνες που διέπουν μια οικογένεια. Πρώτος κανόνας ο σεβασμός….για το άλλο, το αντίθετο, το διαφορετικό. Το διαλυτικό στοιχείο σε οποιαδήποτε ένταση γίνεται το εικαστικό μας δρώμενο. Αντιδρούμε σε συμβατά γεγονότα και σηκώνουμε το κεφάλι ψηλά καθορίζοντας δικούς μας θεσμούς για να γιορτάζουμε την ύπαρξη της οικογένειάς μας. Κάθε 21 του μήνα. Μια φωτογραφοθήκη και ένα ρολόι Swatch γίνονται τα οικογενειακά μας κειμήλια. Κάθε μήνα, κάθε μήνα. Ο χρόνος κυλά και εμείς δημοσιευόμαστε, πάμε εκτός και επιστρέφουμε σπίτι μας, ξεπακετάρουμε και γενικά τοποθετούμε ένα πλέγμα που μας βοηθά να μεγαλώνουμε, να αναπτυσσόμαστε, να ζούμε και να γελούμε. Και όπως κάθε καθωσπρέπει οικογένεια, μεγαλώνουμε και πληθαίνουμε. Υιοθετούμε πολλά μέλη που συμπληρώνουν τη μη συμβατή αλλά πολύ συμπαθή μας οικογένεια. Οικογένεια TWOFOURTWO και Λία, Ξένιος, Άρτεμις, Λορένζο, Κωνσταντία, Ανδρέας, Ελένη, Θεόδωρος, Φαίδρα, Αντώνης, Μαρίνα, Χριστόφορος, Νατάσσα, Γιάννης, Μαρία, Γιώργος, Μαρίκα, Αλέξης, Δάφνη, Μιχάλης, Σκεύη, Μπαρτ, Βανθούλα, Δημήτρης, Σταύρη, Φώτης, Κλεοπάτρα, Γιώργος, Κίκα κ.τ.λ κ.τ.λ κ.τ.λ���


Γιώργος Σαββινίδης

Eίναι οι άνθρωποι που βλέπω συχνότερα μέσα σ’ αυτό που έχω οριοθετήσει ως «ιδιωτικό χώρο». Αυτοί με τους οποίους έχω καθημερινά πάρε-δώσε, που με ενώνουν δεσμοί αίματος ή συναισθημάτων. Είναι ο θεσμός- δεσμός που στηρίζεται σε αρχέγονες βιολογικές ανάγκες. Ένας εννοιολογικός χώρος, όπου η αίσθηση της οικειότητας συνδέεται με την ιδέα της προσωπικής ελευθερίας. Εκεί, όπου αισθάνομαι ότι έχω την ευχέρεια να κάνω όσο το δυνατόν λιγότερους συμβιβασμούς, γιατί γνωρίζω ότι απολαμβάνω την ανοχή του άλλου. Είναι εκεί, όπου νιώθω ότι στην παρουσία άλλων, μπορώ να φερόμαι σαν να είμαι μόνος μου, ότι μπορώ να κυκλοφορώ στο σπίτι με το σώβρακο ή γυμνός, αχτένιστος, άπλυτος, με την τσίμπλα στο μάτι. Και είναι οι άνθρωποι που αισθάνομαι ότι μπορώ να μιλώ όπως στον εαυτό μου στον καθρέφτη, σκληρά, αδυσώπητα, χωρίς δικαιολογίες και κανόνες συμπεριφοράς. Τα άτομα, τα οποία υποτίθεται ότι αγαπώ και για τα οποία υποτίθεται ότι νοιάζομαι περισσότερο, αλλά έχω μια παρόρμηση να προσβάλλω και να πληγώνω με άνεση, χωρίς να πληρώνω σοβαρές και άμεσες συνέπειες, απλά μου τη σπάνε προσωρινά όταν κάνουν κι αυτά το ίδιο. Και την Κυριακή στο τραπέζι όλα μέλι-γάλα. Στα ζόρια ξέρω ότι είναι οι μόνοι στους οποίους μπορώ να στηριχθώ. Κι αν πάθω κάτι, είναι οι μόνοι που θα με κλάψουν.


η οικογένεια δεν είναι καρκινική λέξη (πά’ να πεί) ανάποδα κι διαβάζεται δεν εντούτοις, ενίοτε, παλινδρομεί ανάμεσα

Το εξώφυλλο είναι έργο της Μαρίας Περεντού

στη φα-

ΥΓ. 30/11/2008

μίλια

ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ

και

ΕΚΔΟΤΗΣ-ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΝΙΚΟΣ ΠΑΤΤΙΧΗΣ

στο

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ

σόι

ART DIRECTOR ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΤΤΙΧΗ

σ’ ένα από αυτά τα πηγαινέλα της, την πετυχαίνει η Εστία και παπ παπ παπ, την ξεπαστρεύει.

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΛΕΝΑ ΠΑΡΠΑ

Γιώργος Τριλλίδης

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ ΜΑΡΙΝΑ ΣΙΑΚΟΛΑ ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ CHARLIE MAKKOS ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΤΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ OMAΔΑ ΑΝΤΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΤΑΠΑΣ ΜΟΝΙΜΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΚΟΡΔΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΡΑΒΑΛΗ ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝΤΖΑΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΜΑΣΟΥΡΑ FILEP MOTWARY ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΒΒΙΝΙΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΠΑΡΣΗΣ ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΥΜΑΖΗΣ ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΙΛΛΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΕΛΛΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΜΑΡΙΑ ΖΕΡΒΟΥ ΜΑΡΙΑ ΚΑΠΑΤΑΗ ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΙ ΧΡΩΜΑΤΩΝ & ΕΚΤΥΠΩΣΗ: PROTEAS PRESS LTD

Σε αυτό το τεύχος συνεργάστηκαν δημιουργικά οι:

Φωτο: ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ

Τόνια Σταυρινού Σώτια Ζένιου Μαρία Μασσούρα Πιερής Παναγή Θανάσης Φωτίου Αντώνης Γεωργίου Μαριάννα Καραβαλή Βασιλική Ζήνωνος Κώστας Μάντζαλος Κωνσταντίνος Κουννής Σάββας Χριστουδουλίδης Σπύρος Στάβερης

Μας ενδιαφέρουν τα δικά σας Υστερόγραφα. Οι δικές σας ιδέες για θέματα και οι δικές σας απόψεις. Τα περιμένουμε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: eleni.xenou@phileleftheros.com




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.